ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΚΕΝΤΗΤΙΚΗ
A history of the Byzantine hand draw-loom has not yet been written A. Muthesius, Economic History of Byzantium
ΥΦΑΝΤΙΚΗ Έναρξη βυζαντινής περιόδου συμπίπτει με 2 «επαναστάσεις» στο χώρο της υφαντικής: - έναρξη χρήσης οριζόντιου αργαλειού - εισαγωγή ραφής, υποχώρηση άρραφων Οι παραστάσεις αργαλειών δεν βοηθούν, πολύ απλοϊκή αναπαράσταση Σημαντικά τα ευρήματα των ανασκαφών επιβεβαιώνουν τη χρήση του όρθιου αργαλειού από τα προϊστορικά ως τα πρωτοβυζαντινά χρόνια Ωστόσο, ο όρθιος αργαλειός με αγνύθες άβολος επειδή: - Περιορισμένου μήκους υφάσματα - Υφάντρα όρθια χτυπά υφάδι κόντρα στη βαρύτητα
Άρραφα υφάσματα / ραμμένα υφάσματα - Στην πρώιμη περίοδο βασική ενδυματολογική μονάδα ο κοντός χιτώνας, υφαίνεται ως ένας σταυρός με φαρδιά κατακόρυφη κεραία (σώμα) και στενή οριζόντια (μανίκια) - Αργότερα, η διάδοση των ξομπλιαστών επιβάλλει παραγωγή σε τόπια υφάσματος από τα οποία κόβεται το ένδυμα: ο ρόλος του ράφτη καθοριστικός πλέον - Αύξηση κόστους το προϊόν σχετίζεται μόνο με την ανώτερη τάξη
Στα πρώιμα υφάσματα (κοπτικά) συγκεκριμένος τύπος διακόσμησης : - διακοσμητικά θέματα σε ζώνες (clavi, orbiculi, segmenta) - εκτελεσμένα με την τεχνική της ταπισερί (tapisserie) - προβάλλουν πάνω στο υπόλευκο απλής ύφανσης ύφασμα (taffetas/toile, tobby) - ύφανση σε όρθιο αργαλειό από κάτω προς τα πάνω Παράλληλα εμφανίζονται υφάσματα με μικρού μεγέθους επαναλαμβανόμενα μοτίβα, τα ξομπλιαστά (tissus façonnés, figured cloths) που προϋποθέτουν τη χρήση οριζόντιου αργαλειού Δαμασκηνά (Damassés, damask) ή τετράμιττα (taquetés, weft-faced compound tabby) Μετά τον 7 ο αι. εισαγωγή νέου πολυπλοκότερου αργαλειού για την παραγωγή επαναλαμβανόμενων μοτίβων Ουσιαστική η συμβολή βοηθών που «διαβάζουν» το μοτίβο
Μάλλινος και λινός χιτώνας από την Αίγυπτο, 5 ος 7 ος αι.
Υποθέτουμε την ύπαρξη αργαλειού ανελκύσεως που δεν θα έπρεπε να έχει όμως την εξελιγμένη μορφή που γνωρίζει πολύ νωρίς στην Κίνα και στη Δύση από το 17 ο αι. Το μέγεθος και η πολυπλοκότητα λειτουργίας του αργαλειού αυτού σημαίνει ότι ξεφεύγουμε πλέον από την έννοια της οικοτεχνίας Παραγωγή ξομπλιαστών εξάμιτων μεταξωτών πορφυρών υφασμάτων σε αυτοκρατορικά εργαστήρια όπως μαρτυρούν και επιγραφές που σώζονται σε αυτά Η τεχνολογική αυτή εξέλιξη και η διάδοσή τους επηρεάζει όχι μόνο την αισθητική αλλά και την κοινωνική διαστρωμάτωση: η χρήση συγκεκριμένων υφασμάτων μαρτυρά συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον Παραγωγή υφασμάτων σε ταινίες με χρήση αργαλειών με καρτέλες
ΚΕΝΤΗΤΙΚΗ Οι ρίζες της εκκλησιαστικής κεντητικής πρέπει να αναζητηθούν στα ενδύματα της βυζαντινής αυλής που επηρεάστηκε από την ασιατική χλιδή και επηρέασε με τη σειρά της τις αυλές γειτονικών λαών. Τα κεντημένα με χρυσές και αργυρές κλωστές ενδύματα προσέθεταν τη λάμψη τους στη μεγαλοπρέπεια των βυζαντινών τελετών. Ενώ δεν σώζονται κοσμικά ενδύματα, αντίθετα, τα εκκλησιαστικά άμφια διατηρήθηκαν στα θησαυροφυλάκια μονών και δυτικών ηγεμόνων που τα απέκτησαν είτε ως λάφυρα είτε ως δώρα. Μετά την Άλωση, Έλληνες και Αρμένιοι επιδίδονται στην κεντητική διακοσμώντας τα ενδύματα της οθωμανικής άρχουσας τάξης που συναγωνίζεται σε επίδειξη πλούτου. Παράλληλα, ο ορθόδοξος κλήρος κατορθώνει χάρη στα εισοδήματά του να εξασφαλίσει χρυσοκέντητα άμφια συντηρώντας την τέχνη της κεντητικής.
Η τέχνη της κεντητικής ακμάζει από τον 4ο αι. και μπορεί να κατάγεται από τη Φρυγία. Τα έργα δουλεύονταν με αυστηρό αυλικό έλεγχο στο «Χρυσόκλαβον». Πωλούνταν στον «Οίκο των λαμπτήρων» κοντά στις θέρμες του Ζευξίππου, περίπου στο σημείο όπου πωλούνταν και στην Τουρκοκρατία. Δεν γνωρίζουμε αν οι βυζαντινοί ήταν οργανωμένοι σε συντεχνία. Κατά την τουρκοκρατία, οι χρυσοκεντητές συρμακέσηδες ανήκαν στο εσνάφι των «τακεντζήδων» (τακιμ = λειτουργικό σύνολο) στο οποίο ανήκαν και οι έμποροι των χρυσοκέντητων. Τα εσνάφια των τακεντζήδων εργάζονταν μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα και δεν έχουμε μαρτυρίες για πλανόδιους. Κάθε πρωτομάστορας είχε δύο εργαστήρια, το αντρίκειο στην αγορά (με πρωτοκαλφάδες και τσιράκια) και το γυναίκειο στο σπίτι (εργαστίνες). Μεγάλη ακμή των εργαστηρίων κυρίως χάρη στις κοσμικές παραγγελίες, αφού τα εκκλησιαστικά κεντούσαν κυρίως καλόγεροι στα «χρυσοραφεία ή ραπταρεία» των μοναστηριών.
Μνημειώδης τρόπος συνθέσεων, καθαρότητα γραμμής, αρμονία χρωμάτων παραπέμπουν στη ζωγραφική. Άρτια τεχνική των «ζωγράφων της βελόνας» (acu pictores). Άμεση έμπνευση από τοιχογραφίες και φορητές εικόνες. Πιθανή η συνεργασία ζωγράφων κεντητών κατά το παράδειγμα της δυτικής υφαντουργικής (ταπισερί/τοιχοτάπητες). Λόγω του υλικού που χρησιμοποιείται και της κλίμακας των έργων, άμεση σχέση και με την αργυροχρυσοχοΐα. Ο κάμπος ή λεπτομέρειες της σύνθεσης παραπέμπουν συχνά στον εγχάρακτο ή το συρματερό διάκοσμο όπως και η προσθήκη λίθων, μαργαριταριών ή σμάλτων, αλλά και οι επιγραφές.
Επιτάφιος Θεσσαλονίκης, ~ 1300
Επιτάφιος Μετεώρων, 14ος αι.