ΕΛΛΗΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ Ηµερίδα 25-01-2018 ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΙΑΙΤΗΣΙΑ ΙΩΑΝΝΗ. ΚΟΥΚΙΑ Η Οµότιµου Καθηγητή Α.Π.Θ. Χαιρετίζω την σηµερινή εκδήλωση και συγχαίρω το Ελληνοαµερικανικό Επιµελητήριο που φέρνει σε δηµόσια συζήτηση το θέµα της υποχρεωτικής διαιτησίας, ένα θέµα µε πολλά νοµικά προβλήµατα αλλά και που ενέχει σηµαντικές κοινωνικοοικονοµικές και πολιτικές διαστάσεις. Η σωστή συζήτηση για το όλο θέµα δεν µπορεί να γίνει αν δεν θεωρήσουµε τη διαιτησία ως ένα κρίκο σε αλυσίδα αλληλοεξαρτώµενων δικαιωµάτων και θεσµών. 1. Η διαιτησία µέρος του συστήµατος των συλλογικών δικαιωµάτων εργασίας. Κατά πρώτο λόγο η όλη φιλολογία για το σηµερινό θέµα έχει ως νοµική βάση της την αναγνώριση των συλλογικών δικαιωµάτων εργασίας, των συνδικαλιστικών δικαιωµάτων, του δικαιώµατος συλλογικών διαπραγµατεύσεων, του δικαιώµατος απεργίας, του δικαιώµατος επίλυσης συλλογικών διαφορών, που αποτελούν τη µεγάλη καινοτοµία του αστικού νοµικού συστήµατος, το οποίο δεν γνώρισε προηγουµένως παρά µόνο ατοµικά δικαιώµατα και ατοµικές διαφορές. Έκτοτε η κοινωνική ειρήνη δεν αναζητούνταν µόνο µε την επιδίωξη σεβασµού υφισταµένων δικαιωµάτων και την απονοµή δικαιοσύνης, αλλά συνδέθηκε µε την προσαρµογή και την ανανέωση του υφισταµένου δικαίου και τον επανακαθορισµό της κοινωνικής ισότητας µε προσφορά από την έννοµη τάξη αντίστοιχων µηχανισµών. Το δικαίωµα για συλλογικές διαπραγµατεύσεις µε κατοχύρωση των συλλογικών συµβάσεων υπήρξε µέτρο για την ουσιαστική νοµιµοποίηση της ιδιωτικής κανονιστικής εξουσίας, περιορίζοντας για πρώτη φορά το µονοπώλιο της κανονιστικής εξουσίας του κράτους. Η επιτυχία της συλλογικής διαπραγµάτευσης δεν θα ήταν όµως δυνατή χωρίς την ενίσχυση της εξουσίας διαπραγµάτευσης από την πλευρά των εργαζοµένων, πράγµα που επιτεύχθηκε πρωτίστως µε την κατοχύρωση του δικαιώµατος της απεργίας, που από ποινικό αδίκηµα και ανεκτή ελευθερία κατέστη δικαίωµα µε συγκεκριµένες εξουσίες. Ειρήσθω εν παρόδω ότι το δικαίωµα 1
απεργίας παρά τι οδυνηρές πολλές φορές συνέπειες αποτέλεσε το βασικό µοχλό ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας των ελεύθερων οικονοµιών. Το δικαίωµα της απεργίας οι δηµοκρατίες το µετέτρεψαν από επαναστατική γυµναστική σε αστικό δικαίωµα. Όταν µιλάµε για υποχρεωτική διαιτησία ουσιαστικά το επίκεντρο του ενδιαφέροντος διατηρούν τα δύο αυτά δικαιώµατα. 2. Η διαιτησία ως µέρος των µηχανισµών παρέµβασης τρίτων. Όµως έγκαιρα οι διάφορες έννοµες τάξεις διερωτήθηκαν τι γίνεται όταν η αντιπαράθεση εργασίας και κεφαλαίου βρίσκεται σε αδιέξοδο. Έτσι οδηγήθηκαν στην επινόηση των µηχανισµών παρέµβασης τρίτων µε διαφορετικούς όµως σκοπούς ανάλογα µε τις πολιτικές επιλογές. Σε κάθε περίπτωση µε τους µηχανισµούς αυτούς δηµιουργήθηκε η τελική έννοια της συλλογικής διαφοράς ή διαφοράς συµφερόντων που ήταν επίσης άγνωστη στο παραδοσιακό αστικό δίκαιο. 2.1 Η δηµιουργία της έννοιας της συλλογικής διαφοράς. Πράγµατι το αστικό δίκαιο γνώριζε µόνο ατοµικές διαφορές που είναι αποτέλεσµα νοµικών διαφορών, διαφορές που προκύπτουν από την αµφισβήτηση ενός υπαρκτού δικαιώµατος και που επιλύονται µε δικαστική επίλυση (quid juris). Τελείως διαφορετικό είναι το περιεχόµενο και ο στόχος των συλλογικών διαφορών. Οι συλλογικές διαφορές προκύπτουν από τη διεκδίκηση για την αναµόρφωση ή για την απόκτηση νέων δικαιωµάτων (quid jus). Τα µέσα προς επίλυση δεν είναι η αγωγή αλλά η συµφιλίωση και η µεσολάβηση, ως υποβοηθητικά µέσα για την απευθείας επίλυση, και η διαιτησία ως µέσο άµεσης επίλυσης. Θα πρέπει να κρατήσουµε ότι η συνδικαλιστική διαφορά ανήκει στον πυρήνα του θέµατος της διαιτησίας. Όπως δε είπαµε πιο πάνω, και µε τα τρία αυτά µέσα επιδιώκεται η δηµιουργία νέου δικαίου και όχι η ερµηνεία του υφισταµένου δικαίου είτε αυτό προβλέπεται από το νόµο, είτε από τη σύµβαση. Από τα όσα προείπα επιβεβαιώνεται η θέση ότι η επιτυχία επίλυσης συλλογικών διαφορών δεν είναι δυνατή χωρίς συναντίληψη για το σύνολο των συλλογικών δικαιωµάτων για τα οποία οι σχετικές ρυθµίσεις πρέπει να είναι εναρµονισµένες µεταξύ τους. 2.2 Το διακυµαινόµενο περιεχόµενο της συλλογικής διαφοράς. Μία δεύτερη θέση που πρέπει να λάβουµε υπ όψιν είναι ότι η έννοια της συλλογικής διαφοράς δεν έµεινε στην τελική αρχαϊκή της σύλληψη. Στη συνέχεια 2
έπαψε να είναι απόλυτα διακριτή έννοια από τη νοµική διαφορά. Πράγµατι η βασική αυτή διάκριση στην πορεία του χρόνου νοθεύτηκε από ενδιάµεσες διακρίσεις. Έτσι σε πολλές χώρες ορισµένες νοµικές διαφορές εντάσσονται στις συλλογικές διαφορές οπότε γίνεται λόγος για µικτές διαφορές, όπως όταν µια συλλογική διαφορά εργαζοµένων και εργοδοτών προκύπτει από αµφισβητήσεις περί την ερµηνεία προϋφιστάµενης ρυθµίσεως. Ακόµα η έννοια της συλλογικής διαφοράς άλλοτε έχει ευρύτερο περιεχόµενο και δεν περιορίζεται σε θέµατα συλλογικών συµβάσεων αλλά και σε άλλα θέµατα που προκαλούν σύγκρουση εργαζοµένων και εργοδοτών. Σε αρκετές χώρες ορισµένες νοµικές διαφορές επιλύονται µε µη δικαιοδοτικούς τρόπους και έτσι γίνεται λόγος για συλλογικές νοµικές διαφορές. Προβλέπεται επίσης, η επίλυση νοµικών διαφορών, από µη δικαιοδοτικές διαδικασίες (grievance procedure, H.Π.Α.), µε βάση την αρχή της στάθµισης συµφερόντων. Έτσι, ακόµα, για παράδειγµα στις αγγλοσαξονικές χώρες αντί της δικαστικής επίλυσης για µια νοµική διαφορά συλλογικού ενδιαφέροντος είναι δυνατή η εξωδικαιοδοτική επίλυση µε χρησιµοποίηση των παραπάνω µηχανισµών. Συνεπώς πρέπει να κρατήσουµε ως συµπέρασµα ότι το περιεχόµενο της συλλογικής διαφοράς δεν είναι δεδοµένο σε όλες τις χώρες. Το πώς θα προσδιοριστεί σε µια χώρα η έννοια της συλλογικής διαφοράς εξαρτάται από τις αντιλήψεις που επικρατούν για τα λοιπά δικαιώµατα. Κατ αποτέλεσµα διαφέρει και το αντικείµενο της συλλογικής διαφοράς και το αντικείµενο διαιτησίας. 3. Συστήµατα προαιρετικής και υποχρεωτικής διαιτησίας. Στην αλυσίδα των θεµάτων αυτών εντάσσεται και το πρόβληµα της επιλογής του υποχρεωτικού ή συναινετικού χαρακτήρα των µηχανισµών παρέµβασης τρίτων και ιδιαίτερα όσο αφορά τη διαιτησία που µας αφορά στη θέση αυτή. Τέσσερα είναι τα κριτήρια µε τα οποία τα µέσα παρέµβασης τρίτου θεωρούνται υποχρεωτικά ή προαιρετικά. Πρώτο κριτήριο είναι να υπάρχει υποχρέωση για τη χρησιµοποίηση τη και µε ποιες κυρώσεις. εύτερον αν η προσφυγή πρέπει να γίνει απαραιτήτως σε κάποια δεδοµένη φάση ή είναι δυνατή οποτεδήποτε. Τρίτον σε ποιο από τα δύο µέρη ανατίθεται η πρωτοβουλία προσφυγής και τέταρτον η φύση της διαδικασίας διεξαγωγής της (αυστηρά ή ελαστική) και η φύση των αποφάσεων που εκδίδει ο τρίτος. 3
3.1 Κριτήρια υποχρεωτικής διαιτησίας. Για τη διαιτησία ιδιαίτερη σηµασία για το χαρακτηρισµό της ως υποχρεωτικής ή προαιρετικής έχει το αν η πρωτοβουλία ανήκει στο ένα µέρος ή και στα δύο ή ακόµη και στο κράτος. Ακόµη σηµασία έχει η φύσης της απόφασης που εκδίδεται. Στην κατηγορία της προαιρετικής διαιτησίας, σύµφωνα µε τις προδιαγραφές της.ο.ε., µπορούµε να εντάξουµε τις περιπτώσεις α) υπαγωγής µε απόφαση του ενός µέρους, αλλά µε δεσµευτικότητα της απόφασης µε κοινή συµφωνία, β) υπαγωγής µε κοινή απόφαση, αλλά µε δεσµευτικότητα της απόφασης, γ) υπαγωγής µε τη θέληση του ενός µέρους, αλλά χωρίς δεσµευτικότητα της απόφασης. Οι περιπτώσεις αυτές αναφέρονται σε ρυθµίσεις που προβλέπονται από το νόµο. Τις περιπτώσεις που η προσφυγή ορίζεται µε ρήτρες (συµβατικά συστήµατα) θα πρέπει να τις εντάξουµε, ανεξάρτητα από τις διακρίσεις αυτές, στην προαιρετική διαιτησία. Έτσι, υποχρεωτικό σύστηµα διαιτησίας θα πρέπει να θεωρηθεί η προσφυγή από ένα µέρος ή και από την κρατική εξουσία (παρά τη θέληση των µερών), και η απόφαση είναι δεσµευτική. Η δεύτερη περίπτωση ενθυµίζει τις αυτεπάγγελτες παραποµπές στις ποινικές διαφορές, και αποτέλεσε την πλέον αυστηρή µορφή υποχρεωτική διαιτησίας. Η διάκριση σε υποχρεωτική και προαιρετική διαιτησία είναι βασικά επινόηση του εργατικού δικαίου, γιατί στο Αστικό ίκαιο η διαιτησία δε νοείται παρά µόνο ως προαιρετική. Σήµερα τα συστήµατα αµιγούς προαιρετικής διαιτησίας απαντούν σε κυρίως ανεπτυγµένες χώρες. 3.2 ιαφοροποιήσεις ως προς την υποχρεωτικότητα της διαιτησίας. Τα συστήµατα αµιγούς προαιρετικής διαιτησίας τείνουν να εξαφανιστούν προς όφελος των µικτών ή ενδιάµεσων µορφών υποχρεωτικής διαιτησίας διαφόρων διαβαθµίσεων. Η.Ο.Ε. δέχεται υποχρεωτική διαιτησία µε ορισµένους όρους για δηµόσιες επιχειρήσεις, ενώ σε ορισµένες χώρες προβλέπονται περιπτώσεις υποχρεωτικής διαιτησίας για ορισµένους κλάδους ή για ορισµένες περιπτώσεις, που ουσιαστικά επαναοριοθετούν το πρόβληµα των σχέσεων απεργίας και ζηµίας του κοινωνικού συνόλου, που απέκτησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον µε τις τεχνολογικές εξελίξεις. Πιο περιορισµένη σηµασία έχει η υποχρεωτική διαιτησία όταν προβλέπεται για συγκεκριµένη µόνη διαφορά, π.χ. ως κύρωση για παραβίαση της υποχρέωσης 4
παροχής πληροφοριών ή ως κύρωση για την περίπτωση που το άλλο µέρος αρνείται τη µεσολάβηση, που ήταν το αρχικό σύστηµα σε µας του ν.1876/1990. Ακόµη από τις παρατηρήσεις αυτές, προκύπτει ότι ο θεσµός της υποχρεωτικής διαιτησίας υπόκειται όχι µόνο σε πολλαπλές διαφοροποιήσεις αλλά και αξιολογείται σε σχέση και µε τους σκοπούς που επιδιώκει. Έτσι, τους θεµιτούς σκοπούς της υποχρεωτικής διαιτησίας, µπορεί να ενταχθεί και η αποκατάσταση της ισορροπίας εξουσιών σε ορισµένους κλάδους όταν υπάρχει έλλειψη αξιόπιστων συνδικάτων, η οποία καθιστά αδύνατη κάθε συλλογική διαπραγµάτευση. Αυτή ήταν και η αρχική φιλοσοφία του ν. 1876/1990. Είναι πράγµατι αναγκαίο να υπογραµµίσουµε ότι η διάκριση σε υποχρεωτική και προαιρετική διαιτησία θα πρέπει να αξιολογείται όχι αυτοτελώς αλλά και σε σχέση µε το ρόλο που αφήνεται για τις συλλογικές διαπραγµατεύσεις και την απεργία, γιατί το διακύβευµα είναι η θέση που επαφίεται σε αυτά τα συλλογικά δικαιώµατα ως µέσα διαχείρισης και ανάπτυξης του κοινωνικοοικονοµικού συστήµατος. Πρέπει λοιπόν να εξετάζουµε αν χρησιµοποιείται η διαιτησία ως µέσο µερικής υποκατάστασης ή διευκόλυνσης των διαπραγµατεύσεων, όταν υπάρχει αδυναµία συνδικαλιστικής εκπροσώπησης, που ήταν το σύστηµα του ν.1876/1990, ή ως µέσο εξουδετέρωσης της διαπραγµάτευσης ή της απεργίας ή ακόµη ως πρώτη ή ως τελευταία λύση, όταν δηλαδή βεβαιώνεται το πλήρες αδιέξοδο των διαπραγµατεύσεων. Οι παρατηρήσεις αυτές έχουν σηµασία, γιατί στο δικό µας δίκαιο, µετά την τελευταία απόφαση της Ολοµέλειας του ΣτΕ 3207/2014, η υποχρεωτική διαιτησία δεν µπορεί να παρακαµφθεί από τον νοµοθέτη. Μπορεί όµως να οργανωθεί µε διάφορους τρόπους και να διαβαθµισθεί η υποχρεωτικότητα. 3.3 Η αλληλεξάρτηση µεταξύ µηχανισµών παρέµβασης τρίτων. εδοµένου ότι έχουµε τρεις µηχανισµούς παρέµβασης τρίτων είναι αυτονόητο ότι προς εξέταση θα πρέπει να τίθεται και η σχέση ανάµεσα σε αυτούς, οι αντίστοιχες δηλαδή διαδικασίας για τη συµφιλίωση και τη µεσολάβηση. Η εµπειρία δείχνει ότι τα έξυπνα συστήµατα συλλογικών εργασιακών σχέσεων είναι όταν η µεσολάβηση καθιστά περιττή τη διαιτησία και όταν η απευθείας διαπραγµάτευση καθιστά περιττή τη µεσολάβηση, η δε απεργία επιτελεί το ρόλο της ως απειλή και όχι µε την υλοποίησή της. Έτσι, απαληθεύεται και πάλι η θέση ότι παρέχεται αρκετή ευχέρεια στο νοµοθέτη για το πώς θα διαµορφώσει το θεσµό της υποχρεωτικής διαιτησίας. Στην ευχέρεια αυτή ανήκει και ο τρόπος οργάνωσης της διαιτησίας. 5
3.4. Ο τρόπος οργάνωσης της διαιτησίας Πράγµατι, ένα ακόµα θέµα που αναπόφευκτα πρέπει να ενταχθεί κατά την τελική αξιολόγηση ενός συστήµατος υποχρεωτικής διαιτησίας, είναι ο τρόπος οργάνωσης της όλης διαδικασίας. Άλλοτε η υποχρεωτική διαιτησία οργανώνεται ως διοικητική διαιτησία, άλλοτε ως ηµι-αυτόνοµη, και άλλοτε ως τελείως αυτόνοµη υπηρεσία όπως είναι το σύστηµα του ν. 1876/1990. Για µια ακόµα φορά η αξιολόγηση δεν πρέπει να γίνεται µε απόλυτο τρόπο. Οι υπέρµαχοι της υποχρεωτικής διαιτησίας θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η οργάνωση του θεσµού ενέχει πολλούς κινδύνους. Ο νοµοθέτης διαθέτει µεγάλη ευχέρεια να διαπλάσσει τον θεσµό της υποχρεωτικής διαιτησίας µε διάφορους τρόπους. Από όσα σας είπα, είναι έκδηλες οι διάφορες παραλλαγές της υποχρεωτικής διαιτησίας, ως προς τους σκοπούς και του τρόπους οργάνωσης, µε συνέπεια τη διαφορετική πολιτική και κοινωνική τους σηµασία. Σε αυτές θέλω να προσθέσω τις δυνατότητες που δίδονται από τις διάφορες νοµοθεσίες να συγκρατούν οι ενδιαφερόµενοι τα όργανα επίλυσης (συµβατικά συστήµατα), σύστηµα που προβλέφθηκε και από το ν. 1876/1990 αλλά ουδέποτε εφαρµόστηκε, είτε ad hoc, ενόψει συγκεκριµένης διαφοράς είτε σε διαρκέστερη βάση (π.χ. για τις αντιπροσωπευτικές επιτροπές). Αυτές οι λύσεις συνιστούν µια ιδιορρυθµία που διευκολύνουν περαιτέρω την ιδιωτικοποίηση των µηχανισµό επίλυσης συλλογικών διαφορών, είτε µε την έννοια παροχής υπηρεσιών διαµεσολάβησης (Η.Π.Α.) είτε µε την έννοια στάθµισης µόνο των συµφερόντων των µερών. Ακόµα, η πολιτική σηµασία που έχουν οι διαφορές συµφερόντων µείζονος σηµασίας καθιστά µερικές φορές αναπόφευκτο το διορισµό απευθείας µεσολαβητή διαιτητή από τη Κυβέρνηση προκειµένου να καθοριστούν γενικές επιλογές (Σουηδία). Αυτές οι λύσεις προϋποθέτουν την πειθώ και, φυσικά, αντίστοιχη κουλτούρα και µε τη σειρά της πολιτική παιδεία, πράγµατα µάλλον δυσεύρετα στην Ελλάδα. Η ιστορία µας δείχνει ακόµα ότι σε µεγάλες κρίσεις, όπως στην κρίση στη Γαλλία το Μάιο του 1988 προωθείται ως de facto µεσολάβηση και κυβερνητική διαιτησία. Έτσι προέκυψαν οι συµφωνίες Grenell. Επίµετρο Στο κρίσιµο λοιπόν θέµα της διαµάχης αυτής εντάσσεται η αναζήτηση µίας ισορροπίας ανάµεσα στην ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας της οικονοµίας, που 6
είναι δοµικό στοιχείο µιας δυναµικής οικονοµίας και τη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής µε περιθωριοποίηση των ανισοτήτων. Ο εικοστός αιώνας ιδίως στα ένδοξα τριάντα χρόνια έδωσε µία σχετική λύση σε αυτό. Παραµένει βέβαια πάντοτε σε εκκρεµότητα το θέµα της αναζήτησης της έννοιας της ισότητας : ισότητα για ποιον ; Έναντι τίνος ; Με ποιο περιεχόµενο ; Οι ανατροπές στην παγκοσµιοποιηµένη οικονοµία, µε την κυριαρχία των µη κυβερνητικών οργανισµών, µε την ψηφιακή της οργάνωση, την κατάτµηση της αγοράς εργασίας, τη σταδιακή υποκατάσταση της µισθωτής εργασίας από διάφορες µορφές ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αναζητούν νέες λύσεις για τις οποίες όµως οι εµπειρίες από το παρελθόν είναι ιδιαίτερα χρήσιµες. Πάντως, βιώσιµες δηµοκρατίες δηµιουργούν ισορροπηµένες κοινωνίες Για την ισορροπία όµως αυτή ο σεβασµός των συλλογικών δικαιωµάτων εργασίας είναι αναγκαίος, γιατί είναι το εργαλείο διαφύλαξης της σχετικής ισότητας. Συνεπώς η συζήτηση για υποχρεωτική ή προαιρετική διαιτησία θα πρέπει να ενταχθεί στην αναζήτηση των νέων συστηµάτων εργασιακών σχέσεων. 7