Παναγιώτης Βιτσαράς. Το κούτσουρο. Publibook



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μια φορά κι έναν καιρό

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Το παραμύθι της αγάπης

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Η δικη μου μαργαριτα 1

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.


Τα παραμύθια της τάξης μας!

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Τίτλος Πρωτοτύπου: Son smeshnovo cheloveka by Fyodor Dostoyevsky. Russia, ISBN:

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Modern Greek Beginners

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

T: Έλενα Περικλέους

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

Ώρες με τη μητέρα μου

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά


Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

ΤΟ ΣΠΊΤΙ μύριζε λιωμένο βούτυρο και καθαριότητα.

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Γνωρίζω Δεν ξεχνώ Διεκδικώ

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ. Ιστορίες από τη Σκωτία και την Ιρλανδία

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Η μαμά μου είναι υπέροχη και με κάνει να γελάω! Μερικές φορές όμως θυμώνει. επειδή μπερδεύω το φ και το θ. Όμως έχω την καλύτερη μαμά σε ολόκληρο

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

«ΠΩΣ Ν ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!!!» ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΗΤΕΧΝΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ» ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΟΜΑΔΑ Γ (ΜΑΘΗΤΕΣ Γ ΤΑΞΗΣ)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Εικόνες: Eύα Καραντινού

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

Transcript:

Παναγιώτης Βιτσαράς Το κούτσουρο Publibook

http://www.publibook.gr Αυτό το κείμενο που δημοσιεύεται από τις εκδόσεις Publibook, προστατεύεται από τους διεθνείς νόμους και τις διεθνείς συνθήκες που αφορούν τα συγγραφικά δικαιώματα. Η εκτύπωση του σε χαρτί, προορίζεται αποκλειστικά για τον αγοραστή και περιορίζεται στην προσωπική του χρήση. Κάθε άλλη αναπαραγωγή ή αντιγραφή, από όποιον και να προέρχεται, θα αποτελεί απομίμηση και θα υπόκειται στις προβλεπόμενες κυρώσεις από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας και από τις ισχύουσες διεθνείς συνθήκες για την προστασία των συγγραφικών δικαιωμάτων. Διεύθυνση στην Ελλάδα : Εκδόσεις Publibook οδός Αριστείδου 8, T.K. 105 59, Αθήνα Έδρα : Editions Publibook 14, rue des Volontaires 75015 PARIS France IDDN.FR.010.0115897.000.R.P.2010.030.31500 Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Publibook, 2011

Πρόλογος Η αιτία γι αυτό το βιβλίο ήταν μία ανατολίτικη παροιμία που λέει ότι για να πεις πως έκανες κάτι στη ζωή σου πρέπει να κάνεις ένα παιδί, να γράψεις ένα βιβλίο και να φυτέψεις ένα δέντρο, και όχι αναγκαστικά με αυτήν τη σειρά. Φυσικά, αν δεν μπορέσεις, δεν τρέχει και τίποτα. Το κακό θα ήταν να λογοκρίνεις τα βιβλία που γράφουν οι άλλοι ή να χρησιμοποιείς τα παιδιά για να σου αποφέρουν χρήματα ή σαν αντικείμενα αρρωστημένης ηδονής ή να καις ένα δέντρο που βρίσκεις στη φύση ή έστω αυτό που φύτεψαν άλλοι. Έτσι, έχοντας φυτέψει αρκετά δέντρα και έχοντας γίνει πατέρας, το βιβλίο το είδα σαν πρόκληση. Ξεκίνησα, λοιπόν, αυτό το βιβλίο, το οποίο κυριολεκτικά γράφτηκε στο πόδι και σε μικρό χρονικό διάστημα. Πιστεύω, όμως, ότι όποιος το διαβάσει ίσως και να βρει κάτι από τον εαυτό του, γιατί περιέχει αληθινά βιώματα που παντρεύονται με τη φαντασία και γίνονται καθημερινά και ανθρώπινα. Σας εύχομαι καλή ανάγνωση ΒΙΤΣΑΡΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ 9

1 Το κούτσουρο Προπαραμονή Χριστουγέννων, κοντεύουν μεσάνυχτα. Το πολικό ψύχος και η συνεχής χιονόπτωση έχουν κάνει τους δρόμους αδιάβατους. Όλα έχουν σκεπαστεί από το χιόνι. Οι στέγες των σπιτιών, τα δέντρα, τα αυτοκίνητα, αέρας φυσά και παρασύρει τις νιφάδες του χιονιού, δίνοντας στον ουρανό μια άγρια ομορφιά στο παγωμένο τοπίο. Όπου και να κοιτάξει κανείς βλέπει παντού πολύχρωμα λαμπιόνια να αναβοσβήνουν, στα μπαλκόνια και στις αυλές των σπιτιών, στους δρόμους, στα μαγαζιά. Σχέδια σε σχήματα αστεριών, άγγελοι με τρομπέτες, φάτνες με το Θείο Βρέφος, καμπάνες, όλα μαζί συνθέτουν μια χριστουγεννιάτικη εορταστική ατμόσφαιρα. Οι άνθρωποι απολαμβάνουν τη θαλπωρή των σπιτιών τους με τις οικογένειές τους. Την τιμητική τους έχουν το τζάκι και κάθε είδους σόμπες. Τα παιδιά έχουν ξαπλώσει από νωρίς για να σηκωθούν το πρωί, να ξαμοληθούν στους δρόμους και να πουν τα κάλαντα. Ειδικά τα φτωχά, που γι αυτά είναι μια ευκαιρία να αποκτήσουν το αγαπημένο τους παιχνίδι με τα χρήματα που θα μαζέψουν. Η μόνη παραφωνία σε όλο το γιορτινό τοπίο είναι ένα χαμόσπιτο στην άκρη του δρόμου. Σπασμένα παραθυρόφυλλα, τοίχοι χορταριασμένοι και ραγισμένοι, κεραμίδια που τρίζουν από το βάρος του χιονιού. Με μια πρώτη ματιά το σπίτι φαίνεται ακατοίκητο και έτοιμο να καταρρεύσει. Αν όμως το παρατηρήσεις καλύτερα, θα δεις ένα αμυδρό φως να τρεμοπαίζει στο εσωτερικό του. Είναι μια λάμπα πετρελαίου που προσπαθεί να παραμείνει αναμμένη, όταν ο αέρας εισβάλλει από τα σπασμένα παράθυρα και την ξεχαρβαλωμένη πόρτα. Όλα είναι τόσο πένθιμα και μίζερα. Ένα σκυλί λίγο πιο κάτω έσπαγε την ησυχία της νύχτας και κάθε λίγο έβγαζε ένα ουρλιαχτό, κάτι σαν κλάμα, λες και διαισθανόταν την οσμή του χάρου στο κατώφλι του χαμόσπιτου. 11

Σ ένα κρεβάτι φτιαγμένο από παλέτες κάθεται ένας άντρας, σκεπασμένος με μια φθαρμένη κουβέρτα, η οποία δεν είναι αρκετή για να τον ζεστάνει. Στα χέρια του κρατά ένα κούτσουρο. Τι άχρηστο που είναι, σκέφτηκε, αφού για να ανάψεις μια φωτιά χρειάζονται δύο κούτσουρα, το ένα δίπλα στο άλλο. Τα χέρια του ήταν ζαρωμένα και άκαμπτα από το κρύο. Όταν σηκώθηκε να πιάσει τα τσιγάρα του από το τελάρο που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι, κάνοντάς το κομοδίνο, η σκιά στον τοίχο έδειξε έναν άντρα γύρω στα δύο μέτρα, με καλοφτιαγμένο σώμα. Μόνο στον καθρέπτη θα μπορούσες να δεις τις ρυτίδες, τα άσπρα μαλλιά και όλα τα σημάδια που αφήνει στο πέρασμά του ο χρόνος. Πήρε ένα τσιγάρο με τρεμάμενα χέρια, το έβαλε στο στόμα και το άναψε. Με την πρώτη ρουφηξιά άρχισε να βήχει και να αναπνέει με μεγάλη δυσκολία, παρ όλα αυτά έδειχνε να απολαμβάνει την κάθε ρουφηξιά. Έπιασε μια πλαστική σακούλα και έβγαλε από μέσα κάτι φωτογραφίες, παλιές και ξεθωριασμένες. Άρχισε να τις κοιτά, τα μάτια του καρφώθηκαν σε μία απ αυτές γεμάτα αγάπη και νοσταλγία. Η μάνα μου, ψέλλισε, και τα δάχτυλά του έκαναν μια κίνηση, κάτι σαν χάδι, επάνω στο φθαρμένο χαρτί. Σε μια άλλη φωτογραφία φαινόταν ένα μωράκι μια σταλιά. Ήταν ξεθωριασμένη και θαμπή. Λες και είχε βραχεί πολλές φορές και είχε αρχίσει να ξεβάφει. Ένα δάκρυ που κύλησε από τα μάτια του το επιβεβαίωσε. Σήκωσε τη φωτογραφία και με τα ξερά του χείλη τη σκούπισε. Στις άλλες φωτογραφίες δεν έδωσε πολλή σημασία. Απεικόνιζαν διάφορες κοπέλες, καστανές, ξανθές, μελαχρινές. Το μόνο κοινό που είχαν ήταν πως όλες είχαν τον ίδιο άντρα δίπλα τους Τις άφησε να πέσουν κάτω στο πάτωμα, δίπλα του ήταν το κούτσουρο, το πήρε και το έβαλε πάνω στο τελάρο και είπε με εύθραυστη φωνή: Εμείς οι δύο μοιάζουμε σαν δυο σταγόνες νερού. Είσαι ένα κομμάτι από μένα που κουβαλούσα πάντα μέσα μου και δεν με ωφέλησε ποτέ. Ήρθε, λοιπόν, η ώρα να μου το ξεπληρώσεις. Απόψε, που είναι η τελευταία νύχτα της ζωής μου και νιώθω την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Άλλωστε είσαι ό,τι μου έχει απομείνει στη ζωή, ο χωρίς σάρκα και οστά φίλος μου. Θα φύγω, κουτσουράκι μου, κουράστηκα πια και θέλω να ξεκουραστώ. Θα σου πω πρώτα την ιστορία 12

της ζωής μου και σου υπόσχομαι ότι δεν θα πλήξεις. Ξέρω ότι θα προτιμούσες αυτήν τη χριστουγεννιάτικη νύχτα να ήσουν μαζί με τη μανούλα σου, το δέντρο, όπως κι εγώ θα ήθελα να ήμουν κοντά στη δική μου μάνα, την κυρά Μαρία, και στη ζεστή της αγκαλιά μια τέτοια κρύα νύχτα να με ζεστάνει. Ας πάρουμε, λοιπόν, την ιστορία μου από την αρχή. 13

2 Γεννήθηκα σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά. Με βάπτισαν Κυριάκο. Πήρα το όνομα του παππού μου, του πατέρα της μάνας μου, που δυστυχώς είχε τραγικό τέλος όταν το καΐκι του βούλιαξε κάπου στο Λιβυκό Πέλαγος και μαζί του χάθηκε και ο γιος του, λένε πως τους κατάπιε η θάλασσα και δεν βρέθηκε τίποτα από αυτούς Όσο και για τη γιαγιά μου, έσβησε κι εκείνη γρήγορα από τη στενοχώρια της και δεν ήταν γραφτό να τους γνωρίσω. Από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο, θυμάμαι τη μάνα μου να με φροντίζει με αγάπη, στοργή και τρυφερότητα. Με αποχωριζόταν μόνο όταν έπρεπε να πάει να εργαστεί σε δουλειές του ποδαριού, για να εξασφαλίσει το φαγάκι μας και να ζούμε με αξιοπρέπεια. Ήταν υπερήφανη γυναίκα και κέρδιζε πάντα τον σεβασμό και την αγάπη όλων. Ο πατέρας μου, ανύπαρκτος. Μας εγκατέλειψε όταν ήμουν ακόμα μωρό, ποτέ δεν είπα τη λέξη μπαμπά, ένιωθα πολύ μειονεκτικά και ζήλευα τα άλλα παιδιά που ζούσαν και με τους δύο γονείς τους. Από κάτι παλιές φωτογραφίες τον είδα πώς ήταν. Εμφανισιακά έδειχνε ωραίος άντρας, όμως ποτέ δεν τον συμπάθησα. Και μάλιστα για να τον εκδικηθώ που μας εγκατέλειψε και μας άφησε στο έλεος του Θεού, πήρα ένα μολύβι και τον μουντζούρωσα σ όλες τις φωτογραφίες που είχε η μάνα μου. Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση όλα αυτά τα χρόνια είναι πως ούτε από περιέργεια δεν νοιάστηκε για μας, σαν να μην υπήρχαμε. Τον έλεγαν Βασίλη. Η μάνα μου δεν το έβαλε κάτω. Ξενόπλενε, καθάριζε σκάλες και καθώς ήταν καλή μοδίστρα, έραβε όλη τη γειτονιά. Θυμάμαι σαν τώρα που με νανούριζε τα βράδια η ραπτομηχανή της, μια παλιά Singer με πετάλι. Καθόμουν πολλές φορές και χάζευα τη βελόνα να μπαινοβγαίνει στο ύφασμα και να το γαζώνει. Ακόμα και ένα άχρηστο πανί γινότανε στα χέρια της ένα ωραίο παντελονάκι και μπορώ να πω πως ήμουν πάντα στην τρίχα ντυμένος, ξεχώριζα από τα άλλα παιδιά που φορούσαν τα ίδια και τα ίδια. 15

Το μεγάλο πρόβλημα ήταν στα παπούτσια. Σαν ζωηρό παιδάκι που ήμουν, όλη μέρα έτρεχα, κλοτσούσα πέτρες και το αποτέλεσμα ήταν να ανοίγουν οι σόλες. Ειδικά τον χειμώνα, όταν έβρεχε, έμπαζαν νερά. Μούσκευαν και οι εφημερίδες που έβαζα για πάτους, όμως είχε και τα καλά του, γιατί τα παπούτσια γίνονταν πιο ευρύχωρα και δεν πονούσαν τα δάχτυλά μου. Όταν έφευγε η μητέρα μου για το μεροκάματο, φοβόταν να μη μείνω μόνος και με άφηνε στις γειτόνισσες να με προσέχουν. Στην κυρία Ελένη μου άρεσε να πηγαίνω πιο πολύ. Γιατί ο άντρας της ήταν ναυτικός και στο σπίτι είχε φέρει πολλά στολίδια από τις μακρινές χώρες. Βαλσαμωμένους κροκοδείλους, σκαλιστά ελεφαντόδοντα, ξύλινα αγάλματα από έβενο που φτιάχνουν οι ιθαγενείς. Στεκόμουν και τα κοιτούσα με τις ώρες. Έτσι κόλλησα κι εγώ το μικρόβιο και ήθελα όταν μεγαλώσω να ταξιδέψω και να γυρίσω όλο τον κόσμο. Να δω από κοντά όλα αυτά τα μαγικά μέρη που ήταν στις καρτ-ποστάλ που έστελνε ο άντρας της στην κυρά Ελένη από τις μακρινές χώρες που επισκεπτόταν με το καράβι που ταξίδευε. Εκείνη, όταν έφευγα, μου γέμιζε τις τσέπες με καραμέλες που δεν συναγωνιζόντουσαν σε γλύκα αυτές που έπαιρνα από το περίπτερο. Ήταν τόσο νόστιμες που δεν τις έγλειφα συνέχεια για να μην τελειώσουν. Δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή να μεγαλώσω και να φύγω με τα καράβια. Στη γειτονιά που μεγάλωσα οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι και μοσχοβολούσαν στα πρωτοβρόχια. Τα σπίτια χαμηλά και ασβεστωμένα και οι αυλές πλημμύριζαν από λουλούδια λογιών λογιών, γιασεμιά, γεράνια, γαρδένιες, τριανταφυλλιές, γαριφαλιές, πανδαισία χρωμάτων και αρωμάτων. Οι πόρτες πάντα ανοιχτές, όπως και οι καρδιές των ανθρώπων, και όταν έλειπε κάποιος από το σπίτι και η πόρτα ήταν κλειστή, ήξερες πού θα βρεις το κλειδί, ή στο χαλάκι από κάτω ή μέσα στη γλάστρα. Γίνονταν πολλά γλέντια κάθε φορά που γιόρταζε κάποιος. Γέμιζαν οι αυλές και τα σπίτια και με ένα πικάπ, χύμα κρασί, καμιά ελιά για μεζέ ή ό,τι άλλο διέθετε ο καθένας, και το γλέντι άναβε μέχρι το πρωί. Χορό να δουν τα μάτια σου και τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν, χωρίς να παρεξηγεί ο ένας τον άλλο. Αυτό που κυριολεκτικά ήταν στην πρώτη γραμμή ήταν το κουτσομπολιό. Με πρώτη και καλύτερη την κυρά Πάτρα. 16

Γνώριζε όλα τα νέα της γειτονιάς, το σπίτι της σωστό παρατηρητήριο, τίποτα δεν της ξέφευγε, θα έλεγε κανείς πως ήταν η μοναδική της ασχολία. Στο επίκεντρο των κουτσομπολιών ήταν η χήρα η κυρά Βούλα. Είχε χάσει νωρίς τον άντρα της, μα στις εννιά του μακαρίτη άλλοι μπαινόβγαιναν στο σπίτι. Είχε γίνει για όλες το μαύρο πρόβατο. Πότε ο μπακάλης, πότε ο χασάπης, δεν την άφηναν να πλήξει. Όλοι της συμπαραστέκονταν, φυσικά με το αζημίωτο. Μέχρι και τον παπά της ενορίας, όταν πήγαινε για αγιασμό ή ευχέλαιο, τον κοιτούσαν καχύποπτα. Αφού δεν άφηνε ούτε αρσενικό γάτο η χήρα μας. Αλλά όλα κι όλα, τα μαύρα δεν τα έβγαλε ποτέ, ούτε το καντήλι του μακαρίτη έσβηνε στον τάφο του, φρόντιζε πάντα να έχει το λαδάκι του. Υπάρχουν και άνθρωποι συνειδητά μονογαμικοί και αφοσιωμένοι στο ταίρι τους, μέχρι που να τους χωρίσει ο θάνατος. Ένας τέτοιος ήταν και ο Σταμάτης. Γνώρισε την καλή του αμούστακο παιδί και την ερωτεύτηκε. Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, ήταν και εκείνη ερωτευμένη μαζί του. Έκαναν όνειρα και όταν τελείωσε τη στρατιωτική του θητεία, παντρεύτηκαν. Αυτός είκοσι ενός και εκείνη δεκαοκτώ. Ζούσαν σ ένα δωμάτιο, αλλά η αγάπη τους και ο έρωτάς τους ήταν γι αυτούς όσο όλο το χρυσάφι της γης. Τους έκανε να λάμπουν από ευτυχία. Κράταγε ο ένας το χέρι του άλλου και έδιναν όρκους αιώνιας πίστης και αγάπης. Μέχρι που έμεινε έγκυος η κοπέλα και είχε φτάσει ο καιρός να φέρει στον κόσμο τον καρπό του έρωτά τους. Όμως η μοίρα τούς επεφύλαξε ένα τραγικό φινάλε. Από ιατρικό λάθος δεν βγήκε ζωντανό το μωράκι τους αλλά και εκείνη την επόμενη μέρα κατέληξε ύστερα από ακατάσχετη αιμορραγία. Ο Σταμάτης απαρηγόρητος, σαν ζωντανός νεκρός, το πήρε βαριά, κλείστηκε στον εαυτό του και δεν τον ξαναείδε κανείς να γελά. Τα χρόνια περνούσαν, οι προξενήτρες τον είχαν επισκεφθεί πολλές φορές για να του συστήσουν καλές κοπέλες που ελλείψει γαμπρών θα έμεναν στο ράφι. Ο κυρ Σταμάτης τις έδιωχνε, δεν ήθελε να ξαναφτιάξει τη ζωή του. «Εγώ είμαι σαν εκείνο το πουλί που το λεν αηδόνι, σαν χάσει πια το ταίρι του με άλλο δεν ζευγαρώνει». Ήταν ένα από τα πολλά ποιήματα που είχε γράψει για την καλή του. Όπου και να κοιτούσες είχε τη φωτογραφία της. Ζούσε σ έναν κόσμο δικό του, με τη σκέψη του πάντα σ εκείνη. «Μόνο όταν ξεχάσεις τους 17

ανθρώπους που αγαπάς πεθαίνουν και αυτό δεν θα συμβεί μ εμένα. Όσο αναπνέω θα ναι πάντα στην καρδιά και στο μυαλό μου». Έτσι γερνούσε, μαγκούφης, ο κυρ Σταμάτης. Στο βάθος όλοι τον ζήλευαν γιατί ποιος δεν θα ήθελε έναν πιστό και αφοσιωμένο σύντροφο στη ζωή του. Όλες οι γυναίκες της γειτονιάς περνούσαν από το σπίτι της Σουλτάνας. Ήταν μια γυναίκα γύρω στα εξήντα που είχε έρθει από τη Σμύρνη. Ήταν εξαιρετική στο να λέει το φλιτζάνι. Τους τα έβρισκε όλα. Έτσι η φήμη της είχε φτάσει παντού και την επισκέπτονταν και μεγαλοκυρίες, αυτές του καλού κόσμου, πλούσιες, με αυτοκινητάρες. Μέχρι και γυναίκα υπουργού είχε πελάτισσα η Σουλτάνα. Και όταν έβγαινε το φλιτζάνι, ακόμα και χρυσές λίρες της έδιναν. Αυτή, ως σωστός επαγγελματίας, ήταν τάφος. Δεν έλεγε ποτέ τα μυστικά της καθεμιάς. Τι να το κάνεις, όμως, ό,τι χρήματα εξοικονομούσε, της τα έπαιρνε ο αχαΐρευτος γιος της, ένας τεμπέλης. Αλλά πού να τολμήσεις να πεις κακό γι αυτόν, θα σε έγδερνε με τα νύχια της. Σαν μάνα που ήταν πάντα τον παίνευε και έκανε όνειρα γι αυτόν. Το είχε δει ξεκάθαρα στο φλιτζάνι ότι θα παντρευόταν μια πλούσια και όμορφη κοπέλα, σωστή πριγκίπισσα. Υπήρχε και ο κυρ Λευτέρης. Ένας μικροκαμωμένος ανθρωπάκος που ζούσε σχεδόν απομονωμένος με την υπερήλικη μητέρα του. Ήταν αριστερός, κομμουνιστής, έλεγαν. Όταν είχε καλό καιρό, έβγαινε στην αυλή του και σκάλιζε ξύλα και φλούδες δέντρων. Εγώ ανέβαινα στον μαντρότοιχο και τον χάζευα. Ήταν κάτι σαν απαγορευμένη περιοχή, καμιά μάνα δεν άφηνε να πάει το παιδί της εκεί. Από τα ξύλα που σκάλιζε έφτιαχνε διάφορα μπιμπελό και καραβάκια. Μου άρεσε να βλέπω πώς μια φλούδα από πεύκο γινόταν μια ωραία βαρκούλα. Της έβαζε πανιά, την έβαφε και συνήθως το όνομα που της έδινε ήταν Ελευθερία. Ό,τι έφτιαχνε το πουλούσε στα παζάρια και στις λαϊκές αγορές για να επιβιώσει. Μια μέρα πλησίασε τη μάντρα και μου είπε: Πώς σε λένε; Κυριάκο, του απάντησα με φοβισμένη φωνή. Μη με πλησιάζεις, όλοι λένε πως είσαι τρελός. Γέλασε. Μη φοβάσαι, Κυριάκο, δεν θα σου κάνω κακό, όποιος δεν μπορεί να σε καταλάβει, τρελό θα σε πει. Αν θέλεις πήγαινε στο 18