ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ



Σχετικά έγγραφα
ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες

ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Σ' όλα τα επίπεδα και σ' όλα τα περιβάλλοντα, η χηµική αποσάθρωση εξαρτάται οπό την παρουσία νερού καθώς και των στερεών και αερίων

Οι λίμνες στις τέσσερις εποχές

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα

ΟΙ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΥΔΑΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΗΜΕΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟΝ ΜΑΛΙΑΚΟ ΚΟΛΠΟ. Αν. Καθηγητης Μ.Δασενακης. Δρ Θ.Καστριτης Ε.Ρουσελάκη

Εισαγωγή στα εγγειοβελτιωτικά έργα

Εργασία Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων

τον Τόμαρο και εκβάλλει στον Αμβρακικό και ο Άραχθος πηγάζει από τον Τόμαρο και εκβάλλει επίσης στον Αμβρακικό (Ήπειρος, Ζαγόρι).

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ. Εκτίμηση χημικής κατάστασης των υπόγειων υδατικών συστημάτων

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά

ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ

ΑΙΟΛΙΚΗ ΡΑΣΗ. Πηγή: Natural Resources Canada - Terrain Sciences Division - Canadian Landscapes.

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ. Μ.Δασενάκης ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ

Κώστας Κωνσταντίνου Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης

5.4. Υδατικό δυναμικό

ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΥΦΑΛΜΥΡΩΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ. Aτµόσφαιρα της Γης - Η σύνθεση της ατµόσφαιρας Προέλευση του Οξυγόνου - Προέλευση του Οξυγόνου

Υδατικοί πόροι Ν. Αιτωλοακαρνανίας: Πηγή καθαρής ενέργειας

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΟ ΥΔ ΚΡΗΤΗΣ (EL13)

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ 1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ 2.ΤΟ ΝΕΡΟ ΣΤΗ ΦΥΣΗ

ΡΥΠΑΝΣΗ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΝΕΡΩΝ

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ)

Αθανάσιος Λουκάς Καθηγητής Π.Θ. Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών Εργαστήριο Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων

SAM010 - Εκβολή Κερκητείου Ρέματος

ΥΔΡΟΧΗΜΕΙΑ. Ενότητα 11: Ιοανταλλαγή. Ζαγγανά Ελένη Σχολή : Θετικών Επιστημών Τμήμα : Γεωλογία

1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΟΚΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ 2. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΝΕΡΟΥ 3. ΚΥΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ 4. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 5.

AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα

Εξωγενείς. παράγοντες ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

Εργασία στο μάθημα: ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥΣ. Θέμα: ΕΥΤΡΟΦΙΣΜΟΣ

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση

Το ταξίδι του νερού. Το φράγμα και τη τεχνητή λίμνη του Μόρνου

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία

Υδατικοί Πόροι -Ρύπανση

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΕΡΓΟΥ Υ ΡΕΥΣΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

Άσκηση υπαίθρου στο Αιτωλικό 31/5/2012

ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ Η., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ Ι., ΘΕΟΧΑΡΗΣ Δ.

Παρά το γεγονός ότι παρατηρείται αφθονία του νερού στη φύση, υπάρχουν πολλά προβλήματα σε σχέση με τη διαχείρισή του.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΙΖΗΜΑΤΑ -ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΤΗΣΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΝΟΜΟΥ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

Δασική Εδαφολογία. Ορυκτά και Πετρώματα

Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα INTERREG IIIB- MEDOCC Reseau Durable d Amenagement des Ressources Hydrauliques (HYDRANET) (

ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΔΑΤΩΝ

Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος

Ποιοτικά Χαρακτηριστικά Λυµάτων

Όσα υγρά απόβλητα μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν, πρέπει να υποστούν

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Η ατμόσφαιρα και η δομή της

Κροκίδωση Συσσωμάτωση Χημική κατακρήμνιση Πηγή: Μαρία Λοϊζίδου, ΕΜΠ, Αθήνα 2006

AND019 - Έλος Κρεμμύδες

Ταµιευτήρας Πλαστήρα

Εκμετάλλευση και Προστασία των Υπόγειων Υδατικών Πόρων

Περιβαλλοντικές Επιπτώσεις από τη ιάθεση Επεξεργασµένων Υγρών Αποβλήτων στο Υπέδαφος

1. Το φαινόµενο El Niño

ΠΙΛΟΤΙΚΕΣ ΜΟΝΑ ΕΣ ΤΕΧΝΗΤΩΝ ΥΓΡΟΒΙΟΤΟΠΩΝ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΗΣ ΡΟΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΚΑΙ ΙΛΥΟΣ ΑΠΌ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥΣ

Κροκίδωση - Συσσωµάτωση

Πρόλογος Το περιβάλλον Περιβάλλον και οικολογική ισορροπία Η ροή της ενέργειας στο περιβάλλον... 20

Σε αντίθεση με τις θάλασσες, το νερό των ποταμών δεν περιέχει σχεδόν καθόλου αλάτι - γι' αυτό το λέμε γλυκό νερό.

NON TECHNICAL REPORT_VAFIOHORI 1 MW ΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

Συνολικός Προϋπολογισμός: Χρηματοδότηση Ευρωπαϊκής Ένωσης: Ελλάδα Ισπανία. Ιταλία

Λιµνοδεξαµενές & Μικρά Φράγµατα

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΦΡΑΓΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΜΠΕΛΜΑ. ΑΓΙΑΣ

ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΤΕΡΕΩΝ ΚΑΙ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΣΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΤΟ ΝΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΑΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΝΕΡΟΥ ΗΡΩ ΓΚΑΝΤΑ ΕΛΣΑ ΜΕΜΜΟΥ

Μάθημα 8. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ Υπερκατανάλωση, λειψυδρία, ρύπανση. Λειψυδρία, ένα παγκόσμιο πρόβλημα

Υδρολογία - Υδρογραφία. Υδρολογικός Κύκλος. Κατείσδυση. Επιφανειακή Απορροή. Εξατµισιδιαπνοή. κύκλος. Κατανοµή του νερού του πλανήτη

η βελτίωση της ποιότητας του αέρα στα κράτη µέλη της ΕΕ και, ως εκ τούτου, η ενεργός προστασία των πολιτών έναντι των κινδύνων για την υγεία που

NON TECHNICAL REPORT_PIKROLIMNI II 1,012 MW ΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

MIL012 - Εκβολή ρύακα Σπυρίτου

NON TECHNICAL REPORT_SKOPELAKIA 11,96 MW ΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Φωτοβολταϊκά πλαίσια για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΙΣΧΥΡΩΝ ΕΠΕΙΣΟ ΙΩΝ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΣΤΟ ΘΡΙΑΣΙΟ ΠΕ ΙΟ

Κανονιστική απόφαση για την προστασία του υδατικού δυναµικού Ν. Άρτας (86/99)

7. Υ ΑΤΙΚΟ ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΥΤΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑ ΑΣ 7.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο ΠΗΝΕΙΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ ΣΕ ΚΡΙΣΗ

ΟΔΗΓΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ ΣΤΟ ΑΙΤΩΛΙΚΟ

ΧΗΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΔΑΦΩΝ

SAM009 - Εκβολή Ποτάμι Καρλοβάσου

Πίνακας Περιεχομένων

INTERREG GREECE - BULGARIA,

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ. Γενικά περί ατµόσφαιρας

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος

ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΕΔΑΦΟΛΟΓΙΑ ΛΙΠΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ 4 ΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2012

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ 6. ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΝΕΡΩΝ

ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ ΙΖΗΜΑΤΑ & ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ

Τίτλος Προγράμματος: Quarry Resource Efficiency Demonstration Project Ακρωνύμιο: QuaResE (LIFE 11 ENV/CY/859 )

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΓΕΩΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΤΟΜΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΓΥΨΟΥ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ Επιβλέπων καθηγητής: Βαρνάβας Σωτήριος Αυλωνίτης Χρύσανθος Πάτρα 2008

1. Εισαγωγή Η βιοµηχανία επεξεργασίας γύψου για παρασκευή γυψοσανίδων, γυψοσοβάδων και γύψου αγγειοπλαστικής- καλλιτεχνίας παρουσιάζει, παγκοσµίως, µεγάλο ενδιαφέρον. Στην Ελλάδα, η ζήτηση για οικοδοµικά υλικά γύψου αυξάνει συνεχώς, γεγονός που δικαιολογεί τις συνεχείς επενδύσεις για αύξηση της παραγωγής των υφιστάµενων βιοµηχανικών µονάδων. Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής βιοµηχανίας παραγωγής οικοδοµικών υλικών γύψου είναι ότι, η πρώτη ύλη είναι αποκλειστικά ορυκτός γύψος. Σε παγκόσµιο επίπεδο, η χρήση ορυκτού γύψου συνεχώς µειώνεται, καθώς αυτός αντικαθίσταται από γύψο προερχόµενου από τις µονάδες αποθείωσης, των εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (θερµοηλεκτρικά εργοστάσια ορυκτών καυσίµων ). Στις Η.Π.Α. ο γύψος από τις µονάδες αποθείωσης αποτελούσε το 2003 το 30% του χρησιµοποιούµενου γύψου στην βιοµηχανία, µε ετήσιο ρυθµό αύξησης της χρήσης της 10%. Η συνεχής αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, µέσω καύσης υδρογονανθράκων και οι πιέσεις για περιβαλλοντικά αποδεκτές λύσεις στην διάθεση των παραπροϊόντων οδηγούν σε συνεχή αύξηση της χρήσης γύψου των µονάδων αποθείωσης ( Allan Founie, 2003 ). Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της Ελληνικής βιοµηχανίας παραγωγής προϊόντων γύψου είναι ότι, ενώ υπάρχει διάσπαρτη λατοµική δραστηριότητα ανά την Ελλάδα ( Αιτωλοακαρνανία, Λευκάδα, Κρήτη, Καβάλα,..), οι βιοµηχανίες µεταποίησης είναι συγκεντρωµένες στον νοµό Αιτωλοακαρνανίας, σε µια στενή περιοχή µεταξύ των λιµνών Λυσιµαχείας, Αµβρακίας και της λιµνοθάλασσας του Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Το ενδιαφέρον των εταιρειών, που δραστηριοποιούνται στο Νοµό, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι, τα τελευταία πέντε χρόνια και οι τρεις εταιρείας κατέθεσαν σχέδια εκσυγχρονισµού και επέκτασης των παραγωγικών τους µονάδων, τα οποία και εγκρίθηκαν. Όσον αφορά στη λατοµική δραστηριότητα πρέπει να τονίσω ότι, και οι τρεις εταιρείες έχουν δικά τους λατοµεία, τα οποία εκµεταλλεύονται εργολάβοι για λογαριασµό τους, χωρίς δικαίωµα παράλληλης πώλησης σε τρίτους. Σε βάθος χρόνου έχουν δεσµευτεί περιοχές ( κυρίως στα Ακαρνανικά όρη ) για µελλοντική λατόµευση γύψου. 2. Σκοπός Στόχος της εργασίας

Στόχος της εργασίας είναι : - να εντοπίσει τα σηµεία, στα οποία υπάρχει παραγωγή και διασπορά ρύπων προς το περιβάλλον, σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας. Από τη λατόµευση της γύψου, τη µεταφορά της στις βιοµηχανικές µονάδες έως την βιοµηχανική επεξεργασία σε αυτές. - να γίνει ποσοτική εκτίµηση των παραγοµένων ρύπων - να περιγραφεί ο τρόπος αλληλεπίδρασης των ρύπων µε το περιβάλλον, στο οποίο απελευθερώνονται - να περιγραφούν οι δρόµοι εισόδου των παραγόµενων ρύπων στην τροφική αλυσίδα του ανθρώπου - να εντοπιστούν οι κίνδυνοι, που προκύπτουν για την ανθρώπινη υγεία των κατοίκων της περιοχής Σκοπός της εργασίας είναι να µπορέσει να δώσει την κατεύθυνση, στην οποία πρέπει να κινηθούν οι παρεµβάσεις των βιοµηχανιών γύψου της περιοχής, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι για το περιβάλλον. 3. Περίληψη Η λατόµευση της γύψου και η µετέπειτα επεξεργασία της στις βιοµηχανικές µονάδες για παραγωγή των τελικών προϊόντων δηµιουργεί µεγάλες ποσότητες ρύπων,οι οποίες επιβαρύνουν το περιβάλλον. Οι ρύποι αυτοί µπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε τρεις οµάδες. α) Στείρα υλικά λατόµευσης, β) γαιώδεις προσµίξεις υψηλής περιεκτικότητας σε γύψο και γ) σκόνη. Τα στείρα υλικά αποτελούν το βασικό όγκο ρύπων και εντοπίζονται στο χώρο των λατοµείων. Περιλαµβάνουν ανυδρίτη, δολοµίτη και εδαφικά υλικά. Η ποσότητα των στείρων, που παράγεται στα τρία λατοµεία, µπορεί να υπολογιστεί µε ικανοποιητική προσέγγιση σε 1400 tn / εβδοµάδα. Τα στείρα και για τα τρία λατοµεία αποθέτονται εντός του χώρου των λατοµείων. Οι γαιώδεις προσµίξεις είναι υλικά µικρής διαµέτρου, τα οποία προκύπτουν µετά από κοσκίνισµα της γυψόπετρας. Οι τρεις εταιρείες έχουν διαφορετικό τρόπο χειρισµού του υλικού. Για την BPB το κοσκίνισµα γίνεται εντός του χώρου του εργοστασίου και τα υλικά, που προκύπτουν, µεταφέρονται σε υπαίθριο χώρο, όπου και αποθηκεύονται την υγρή περίοδο του έτους. Η KNAUF, µετά το κοσκίνισµα στο χώρο της βιοµηχανίας, επιστρέφει τα υλικά στον γύρω από το λατοµείο χώρο. Η Καρβέλης Ο.Ε. κοσκινίζει τη γυψόπετρα στο χώρο του λατοµείου, όπου παραµένουν και τα παραγόµενα υλικά. Η σκόνη υπάρχει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας λατόµευσης, µεταφοράς και επεξεργασίας. Ο µεγαλύτερος όγκος παράγεται στο χώρο λατόµευσης.

Υπολογίζω, κατά προσέγγιση, ότι η παραγόµενη σκόνη στα λατοµεία είναι 19 tn / εβδοµάδα. Τα φορτηγά µεταφοράς της γυψόπετρας µεταφέρουν και διασκορπούν τη σκόνη στη διαδροµή. Στους χώρους των βιοµηχανιών σκόνη παράγεται σε όλα τα στάδια επεξεργασίας. Αν και χρησιµοποιούνται συστήµατα σακόφιλτρων για την παρακράτησή της, η αίσθηση, που δηµιουργεί στους χώρους εργασίας, είναι αποπνικτική. Οι σηµαντικότερες επιδράσεις των παραγόµενων ρύπων στο περιβάλλον εντοπίζονται στα εδάφη της περιοχής γύρω από τα λατοµεία, στην κοίτη των χειµάρρων και αποστραγγιστικών καναλιών, καθώς και στην λιµνοθάλασσα του Αιτωλικού και τη λίµνη Αµβρακία, που είναι οι τελικοί αποδέκτες των µεταφερόµενων από τα επιφανειακά ύδατα υλικών. Η επίδραση της γύψου στα εδάφη εντοπίζεται στη µεταβολή του ph, που αυτή επιφέρει και στην επακόλουθη αύξηση της διαθεσιµότητας των κατιόντων στο εδαφικό διάλυµα. Η δηµιουργία γυψίτη ( άργιλος και γύψος ) δηµιουργεί συνθήκες υποβάθµισης της δοµής των εδαφών, καθώς δηµιουργεί επιφανειακή κρούστα. Ανάλογες συνθήκες δηµιουργούνται στην κύτη των χειµάρρων και αυλακιών από το στρώµα γυψίτη, αλλάζοντας τα υδραυλικά χαρακτηριστικά της κοίτης και µεταβάλλοντας το οξειδοαναγωγικό δυναµικό. Η σηµαντικότερη επίδραση είναι στη λίµνη Αµβρακία και στη λιµνοθάλασσα Αιτωλικού, καθώς η πρώτη τείνει να γίνει ευτροφική, ενώ η δεύτερη παρουσιάζει έντονες ανοξικές συνθήκες, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, µε έντονη έκλυση υδρόθειου. Η καθίζηση της γύψου στον πυθµένα επαυξάνει τα παραπάνω προβλήµατα. Άµεσοι κίνδυνοι για την υγεία των ανθρώπων προκύπτουν για τους εργαζόµενους στα λατοµεία και κυρίως στις βιοµηχανίες µέσω της αναπνοής σκόνης, καθώς το µέγεθος των κόκκων είναι πολύ µικρό PM 10. Με χαµηλό κόστος µπορούν να ληφθούν µέτρα µείωσης των προβληµάτων. Τέτοια είναι η κατασκευή περιµετρικής τάφρου γύρω από τα λατοµεία για συλλογή των νερών απορροής, η διέλευση των φορτηγών πριν την έξοδο από το χώρο του λατοµείου από δεξαµενή νερού, η χρήση υδροσποράς µε αγριάδα για την προστασία των σωρών, η χρήση στεγάστρου για την αποθήκευση των γεωδών προσµίξεων και η χρήση των γαιωδών προσµίξεων για την βελτίωση των προβληµατικών αλκαλιωµένων εδαφών της περιοχής. 4. Χαρακτηριστικά της περιοχής

Θέλοντας να δώσω το στίγµα του χώρου, στον οποίο έχει αναπτυχθεί η βιοµηχανική και λατοµική δραστηριότητα, την οποία περιγράφω στην εργασία µου, θα παρουσιάσω σύντοµα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής, δίνοντας ιδιαίτερη έµφαση στα υδατικά οικοσυστήµατα. Ο Νοµός Αιτωλοακαρνανίας είναι ο µεγαλύτερος νοµός της Ελλάδας σε έκταση. Εντός των γεωγραφικών του ορίων υπάρχουν οικοσυστήµατα µοναδικής οµορφιάς και ιδιαίτερης σηµασίας για όλη τη χώρα. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του νοµού είναι η αφθονία των υδατικών συστηµάτων ποταµών, λιµνών, καθώς και υδατικών συστηµάτων αλµυρού νερού ( λιµνοθάλασσα Μεσολογγίου- Αιτωλικού, Αµβρακικός κόλπος, δέλτα Αχελώου, λιµνοθάλασσα Κλείσοβας ). 4.1 Υδάτινα Οικοσυστήµατα Στους ποταµούς Εύηνο και Μόρνο έχουν δηµιουργηθεί τεχνητές λίµνες και το νερό τους διοχετεύεται στην Αττική για την κάλυψη των αναγκών ύδρευσης του λεκανοπεδίου. Οι παρεµβάσεις αυτές έχουν αλλάξει οριστικά τα οικοσυστήµατα και τη βιοποικιλότητα, που αυτά υποστήριζαν τόσο στις εκβολές τους, όσο και κατά µήκος τους. Ο τρίτος ποταµός του νοµού και µεγαλύτερος της Ελλάδας, ο Αχελώος, έχει ήδη τρεις τεχνητές λίµνες εντός του νοµού ( Στράτου-Καστρακίου-Κρεναστών) µε αντίστοιχα υδροηλεκτρικά εργοστάσια και προχωρά η εκτροπή του προς τη Θεσσαλία για άρδευση γεωργικών εκτάσεων και κατασκευή επιπλέον υδροηλεκτρικών σταθµών. Τα υδατικά συστήµατα των λιµνών του νοµού περιλαµβάνουν την λίµνη Τριχωνίδα ( η µεγαλύτερη Ελληνική λίµνη µε επιφάνεια 97 Km 2 ), τη λίµνη Λυσιµαχεία µε έκταση 13 Km 2 και τις µικρότερες λίµνες Αµβρακία και Οζερό. Η Τριχωνίδα και η Λυσιµαχεία αποτελούν ένα σύστηµα λιµνών, καθώς επικοινωνούν µέσω της τάφρου Αλάµπεη µήκους 2,8 Km, µέσω του οποίου τα νερά της Τριχωνίδας εφοδιάζουν την Λυσιµαχεία. Η λίµνη Λυσιµαχεία είναι η µόνη από τις τέσσερις λίµνες, που αναφέρω µε σαφή ευτροφικά χαρακτηριστικά. Η Λυσιµαχεία επικοινωνεί µέσω της τάφρου ηµίκου µε τον Αχελώο ποταµό. Από τη Λυσιµαχεία ξεκινά το αρδευτικό σύστηµα του νοµού, το οποίο αρδεύει τις εκτάσεις του Αιτωλικού, Νεοχωρίου, Μεσολογγίου και Ευηνοχωρίου. Η λίµνη Αµβρακία σε απόσταση λίγων χιλιοµέτρων από την Τριχωνίδα παρουσιάζει έντονες διακυµάνσεις της επιφάνειάς της από έτος σε έτος. Ένα µεγάλο τµήµα του πυθµένα της, κατά την καλοκαιρινή περίοδο, αποκαλύπτεται.

4.2 Γεωλογικά στοιχεία Στο Νοµό απαντούν αλπικές ενότητες και µεταλπικοί σχηµατισµοί. Από τις αλπικές γεωτεκτονικές ενότητες των ελληνίδων εµφανίζονται η ενότητα της Πίνδου, η ενότητα του Γαβρόβου και η Ιόνιος ενότητα. ( Παράρτηµα,γεωλογικός χάρτης ) -Η ενότητα Πίνδου απαντάται γεωγραφικά στο Ανατολικό τµήµα του νοµού και αποτελείται από πελαγικά ιζήµατα. Το δυτικό όριο της εµφάνισης είναι γενικά η νοητή γραµµή Ναύπακτος - ανατολικό τµήµα της Τριχωνίδας και τα ανατολικά περιθώρια της λίµνης των Κρεµαστών. Τα είδη των πετρωµάτων διακρίνονται σε ανθρακικά (κυρίως λεπτοπλακώδεις ασβεστόλιθους), πυριτικά (ραδιολαρίτες) και κλαστικά (πηλίτες, ψαµµίτες, κλπ). Τα πετρώµατα αυτά είναι έντονα πτυχωµένα και λεπιωµένα. -Η ενότητα Γαβρόβου εµφανίζεται, γεωγραφικά, δυτικά της ενότητας Πίνδου και καταλαµβάνει το κεντρικό κοµµάτι του Νοµού. Αποτελείται, κυρίως, από φλύσχη, αλλά υπάρχουν και παρεµβολές νηριτικών ασβεστόλιθων τόσο προς το βορρά, όσο και προς το νότο. Η κύρια εµφάνιση του φλύσχη παρατηρείται στο σύγκλινο µεταξύ της Κλόκοβας και της Βαράσοβας και την προς βορά προέκτασή του. -Η Ιόνιος ενότητα καταλαµβάνει το δυτικό τµήµα του νοµού. Το όριό της είναι γενικά η νοητή γραµµή µεταξύ του Αγρινίου και των υψωµάτων της Βαράσοβας. Οι γεωλογικοί σχηµατισµοί, που συναντάµε στην Ιόνια ζώνη από δυτικά προς ανατολικά έχουν ως εξής : α) Τριαδικοί εβαπορίτες. Είναι, κυρίως, γύψοι µε απόχρωση υπόλευκη ή τεφρόµαυρη, αλλά περιλαµβάνονται και εξαθλιωµένοι ανυδρίτες. Το ορυκτό αλάτι στην επιφάνεια έχει διαλυθεί.οι εβαπορίτες έχουν σηµαντικό πάχος. Η κυριότερη εµφάνιση των εβαποριτών βρίσκεται στο τµήµα της λίµνης Οζερού λίµνης Αµβρακίας και Αµβρακικού κόλπου. Οι εβαπορίτες αυτοί περιλαµβάνουν ανυδρίτη, πολυαλίτη, ορυκτό αλάτι και συνδέονται µε τεµάχια ασβεστολιθικά, δολοµιτικά και γύψου ( Περιβαλλοντικές µελέτες Knauf ). β) Τριαδικά λατυποπαγή. Είναι µια από τις κυριότερες ενότητες των ανατολικών Ακαρνανικών βουνών. Είναι συνεκτικά γκρίζα λατυποπαγή µε λατύπες δολοµιτικές και ασβεστολιθικές και συνδετική ύλη ασβεστική-εβαποριτική. Συχνά παρατηρούνται γύψοι λευκοί, µικροκρισταλικοί. γ) Ασβεστόλιθοι. Εµφανίζονται ασβεστόλιθοι του Σενωνίου, Παλαιοκαίνου, και Ηωκαίνου υπόλευκοι και συνήθως πλακώδεις. δ) Φλύσχης. Υπέρκειται των ηωκαινικών ασβεστόλιθων, είναι ηλικίας Ηωκαίνου Ολιγοκαίνου, παρουσιάζει εναλλαγές αργιλοµαργαϊκών στρωµάτων µε ψαµµίτες, κυρίως στους ανώτερους ορίζοντες.

Οι µεταλπικοί σχηµατισµοί έχουν αποτεθεί ασύµφωνα πάνω στο καλά διαµορφωµένο παλαιοανάγλυφο των αλπικής ηλικίας πετρωµάτων. Αποτελούνται από λιµναίες, θαλάσσιες και χερσαίες φάσεις. Η λιµναία φάση αντιπροσωπεύεται από µάργες, λιγνίτες και ασβεστόλιθους δυτικά και βόρεια της λιµνοθάλασσας του Αιτωλικού. Προσχώσεις του Πλειστοκαίνου κροκάλες αναβαθµίδων και στρώµατα αιγιαλών απαντώνται στα χαµηλότερα τµήµατα του Νοµού. ( Η. Μαριολάκος, Ι. Φουντούλη,. Θεοχάρης, «ιαχείριση υδρευτικών και αρδευτικών αναγκών του Ν. Αιτ/νίας»). Από τεκτονικής πλευράς η ευρύτερη περιοχή χαρακτηρίζεται από την µεταλπική ταφρογένεση µε την ύπαρξη ρηγµάτων ( Β-Ν Μαχαλά και Β-Β Βάλτου ). Η έντονη παρουσία εβαποριτών συνδέεται µε το µεγάλο ρήγµα του Μαχαλά. Τα δύο παραπάνω ρήγµατα δηµιούργησαν το βύθισµα Αµβρακίας- Οζερού Αιτωλικού. Η λίµνη του Οζερού βρίσκεται στη διασταύρωση των ρηγµάτων. ( Περιβαλλοντικές µελέτες Knauf ) 4.3 Υδρογεωλογικά στοιχεία Στο νοµό αναπτύσσονται τρεις κύριες καρστικές ενότητες µε υδρογεωλογικό ενδιαφέρον. Πρόκειται για την ενότητα των Ακαρνανικών Ορέων, την καρστική ενότητα Γαβρόβου και την ενότητα των ασβεστόλιθων της Πίνδου. Επειδή η βιοµηχανική και λατοµική δραστηριότητα του νοµού αναπτύσσεται στην περιοχή της ενότητας των Ακαρνανικών Ορέων, θα γίνει περιγραφή µόνο αυτής της περιοχής. Η ενότητα των Ακαρνανικών Ορέων περιλαµβάνει τα καρστικά συστήµατα της Αµφιλοχίας- Λουτρού, Μοναστηρακίου Μύτικα, Αστακού, Κεφαλόβρυσου Αιτωλικού και το καρστικό σύστηµα των τριαδικών λατυποπαγών. Ιδιαίτερη αναφορά θα γίνει για τα καρστικά συστήµατα, που βρίσκονται στην περιοχή, στην οποία αναπτύσσεται η λατόµευση και επεξεργασία γύψου. Α) Καρστικό σύστηµα Αµφιλοχίας Λουτρού. Έχει συνολική έκταση λεκάνης περίπου 250 Km 2. Συνδέεται µε τη λίµνη Αµβρακία, µέσω της διαλείπουσας πηγής του Ριβίου, εκφορτίζεται βόρεια προς τον Αµβρακικό κόλπο µε τις πηγές Πετρονίκου και Λουτρακίου και έχει συνολική εκτιµώµενη υπόγεια απορροή περίπου 3-4 m 3 /s. ( ΥΠ.Ε.Χ.Ω..Ε. /νση Υδατικού υναµικού και Φυσικών Πόρων ) Β) Καρστικό σύστηµα τριαδικών λατυποπαγών. Έχει συνολική έκταση λεκάνης περίπου 350 Km 2. Εκφορτίζεται βόρεια προς τον Αµβρακικό κόλπο και προς νότο στις πηγές Λάµπρας. Η µετρηµένη παροχή είναι 8 m 3 /s και πιθανόν τροφοδοτείται από νερά του Αχελώου. Το σύστηµα έχει συνολική εκτιµώµενη

υπόγεια απορροή της τάξεως των 5 m 3 /s. ( ΥΠ.Ε.Χ.Ω..Ε. /νση Υδατικού υναµικού και Φυσικών Πόρων ) Γ) Καρστικό σύστηµα Κεφαλόβρυσου Αιτωλικού. Έχει συνολική έκταση λεκάνης περίπου 60 Km 2. Εκφορτίζεται από τις διαλείπουσες πηγές Κεφαλόβρυσου και Μοσχανδρέα, µε συνολική παροχή περίπου 0,7 m 3 /s. ( ΥΠ.Ε.Χ.Ω..Ε. /νση Υδατικού υναµικού και Φυσικών Πόρων ) 4. 4 Λιµνοθάλασσες Στην Αιτωλοακαρνανία, µεταξύ των εκβολών του Αχελώου και του Ευήνου ποταµού, αναπτύσσεται ένα σύµπλεγµα από λιµνοθάλασσες, το οποίο ονοµάζεται λιµνοθάλασσα Μεσολογγίου και περιλαµβάνει τις λιµνοθάλασσες Αιτωλικού, Κλείσοβας και Μεσολογγίου, συνολικής έκτασης 175.000 στρεµµάτων) µε τις νησίδες Θολή, Προκοπάνιστος, Σχοινιάς, Αγ. Σώστης, Βασιλάδι και Τουρλίδα (που έχει ενωθεί µε τη µικρή χερσόνησο του Μεσολογγίου µε τεχνητή λουρίδα γης). Το εσωτερικό κοµµάτι του συστήµατος των λιµνοθαλασσών (λιµνοθάλασσα Αιτωλικού ) απέχει λίγα χιλιόµετρα από τη λίµνη Λυσιµαχεία, από την οποία δέχεται και τα πλεονάζοντα νερά της. Η περιοχή είναι ένα πολύπλοκο οικοσύστηµα και αποτελεί έναν από τους πιο σηµαντικούς υγροτόπους της χώρας. Στην περιοχή κυριαρχεί η λιµνοθάλασσα Μεσολογγίου, που βρίσκεται στο κεντρικό τµήµα του συστήµατος των υγροτόπων και καταλαµβάνει έκταση 112.000 στρέµµατα. Εκτός από την κεντρική λιµνοθάλασσα, υπάρχουν, επίσης, άλλες µικρότερες: βόρεια του Αιτωλικού (14.000 στρέµµατα), ανατολικά της Κλείσοβας (30.000 στρέµµατα) και δυτικά οι Γουρουνοπούλες και ο Παλιοπόταµος (8.000 στρέµµατα). Οι λιµνοθάλασσες Μεσολογγίου βρίσκονται πίσω από µια διακεκοµµένη αµµώδη παραλιακή λωρίδα, που βρίσκεται µεταξύ των εκβολών του ποταµού Εύηνου και του λόφου Κουτσιλάρη και συνδέονται µε τον Πατραϊκό κόλπο µε ένα µεγάλο άνοιγµα. Στο ανατολικό τµήµα της πεδιάδας του Μεσολογγίου σχηµατίζεται το δέλτα του Εύηνου. Στο δυτικότερο τµήµα της περιοχής υπάρχει το δέλτα του Αχελώου. Το µεγαλύτερο τµήµα της πεδιάδας έχει σχηµατιστεί από αποθέσεις των δύο αυτών ποταµών. Στα δυτικά της περιοχής, οι αποθέσεις του Αχελώου περιβάλλουν κάποιους βράχους και λόφους, από τους οποίους υψηλότερος είναι ο Κουτσιλάρης (433 m). Στην ίδια περιοχή διακρίνονται προηγούµενες κοίτες του Αχελώου. Σε περιοχές των λιµνοθαλασσών κοντά στην Αγία Τριάδα, στους Αγίους Ταξιάρχες και στο Μεγάλο Βουνό παρατηρούνται πρωτογενείς αµµοθίνες. Το σύστηµα των λιµνοθαλασσών

σχηµατίστηκε κατά την Ολόκαινο περίοδο. Οι λιµνοθάλασσες του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού συνδέονται µεταξύ τους µε µια στενή διώρυγα. Από γεωλογική άποψη, η περιοχή ανήκει στην ζώνη Ιονίου και συνίσταται, κυρίως, από ιζηµατογενή πετρώµατα. Όλη η γύρω περιοχή αποτελείται από άργιλο, που έχει αποτεθεί σε αλµυρό νερό (µόνο κατά µήκος των κοιτών των ποταµών βρίσκουµε άργιλο, που έχει αποτεθεί σε γλυκό νερό). Η άργιλος του αλµυρού νερού έχει χρώµα κυανό, ενώ του γλυκού νερού καφέ. Η παραλιακή λωρίδα αποτελείται από άµµο. Κάποια τµήµατα των λιµνοθαλασσών είναι αποµονωµένα, µε αποτέλεσµα τη µεγάλη διακύµανση της αλατότητας κατά τη διάρκεια του έτους. Επίσης, η αλατότητα κυµαίνεται έντονα στα ρηχά νερά, βόρεια του Αιτωλικού και κοντά στη Μονή Αγίων Ταξιαρχών. Η υψηλή αλατότητα το καλοκαίρι, η οποία προκαλείται από την εξάτµιση του νερού, µετριάζεται από το γλυκό νερό, που εισρέει στις λιµνοθάλασσες από τους γύρω αγρούς και τα µικρά ρέµατα. Κατά τη διάρκεια του χειµώνα, εισρέουν µεγάλες ποσότητες γλυκού νερού, που προέρχεται περιστασιακά και από τους ποταµούς Αχελώο και Εύηνο. Οι λιµνοθάλασσες είναι γενικώς ρηχές. Το µεγαλύτερο βάθος τους είναι περίπου δύο µέτρα, αλλά η µεγαλύτερη έκταση έχει βάθος περίπου ένα µέτρο. Μόνο η λιµνοθάλασσα του Αιτωλικού έχει µέγιστο βάθος 28 m. Η κύρια ανθρώπινη δραστηριότητα είναι το ψάρεµα. Για το σκοπό αυτό έχουν κατασκευαστεί από βλαστούς του Arundo donax επεξεργασµένα πλέγµατα, που έχουν τοποθετηθεί σε πολλούς ορµίσκους. Το υλικό αυτό ξεβράζεται σε µεγάλες ποσότητες σε κάποια σηµεία της ακτής και γίνεται υπόστρωµα για έναν ειδικό τύπο βλάστησης. Οι λιµνοθάλασσες του Μεσολογγίου περιβάλλονταν, κυρίως, από εκτεταµένα αλµυρά έλη, µεγάλο µέρος των οποίων αποξηράνθηκε, αλλά παραµένει άγονο και αποτελεί βιότοπο άγριας ζωής. Παρά τη διαµόρφωση της γης γύρω από τις λιµνοθάλασσες, υπάρχουν ακόµη αλµυρόβαλτοι, λασπώδεις παραλίες και αµµώδεις περιοχές. Γενικώς, η περιοχή χαρακτηρίζεται από ποικιλότητα οικοτόπων. Οι εκβολές του Εύηνου εκτείνονται από την ανατολική ακτή της Κλείσοβας µέχρι τους πρόποδες της Βαράσοβας. Είναι αξιοσηµείωτο ότι, η παρόχθια βλάστηση του Εύηνου εµφανίζει αξιόλογες διαφορές από αυτήν του Αχελώου. Αυτό συµβαίνει, διότι ο Εύηνος δεν έχει συνεχή ροή καθ όλη τη διάρκεια του έτους. Στην παραλιακή ζώνη, που εκτείνεται από την ανατολική ακτή της Κλείσοβας µέχρι τα δυτικά του στοµίου του Εύηνου, το έδαφος είναι χαµηλότερο από το επίπεδο της θάλασσας και η στράγγισή του εµποδίζεται, µε αποτέλεσµα να πληµµυρίζει εξαιτίας των βροχοπτώσεων. Σ' αυτήν την περιοχή αναπτύσσεται ένα εκτεταµένο αλµυρό έλος µε διαδοχική φυσική βλάστηση. (Tamaricetum, Juncetum, Arthrocnemetum, Salicornietum), (Υ.ΠΕ.ΧΩ..Ε., www. minenv.gr)

ίπλα από τη λιµνοθάλασσα του Αιτωλικού, σε απόσταση λίγων εκατοντάδων µέτρων από την ακτή της, βρίσκονται δύο λατοµεία γύψου (χωριό Άγιος Ηλίας ) και δύο βιοµηχανίες επεξεργασίας της γύψου ( πόλη Αιτωλικού ) ( παράρτηµα δορυφορική φωτογραφία ). Η λιµνοθάλασσα του Αιτωλικού χαρακτηρίζεται ως ευτροφική. Είναι χαρακτηριστική η αποπνικτινή οσµή υδρόθειου, που αναδύεται από τη λιµνοθάλασσα στην περιοχή του Αιτωλικού, κυρίως τους καλοκαιρινούς µήνες. 4.5 Κλίµα Η µέση ετήσια θερµοκρασία κυµαίνεται από 17 ως 18 ο C. Το ετήσιο θερµοµετρικό εύρος κυµαίνεται από 18 ως 19 ο C, ενώ στα ορεινά ξεπερνά τους 20 ο C. Το ύψος των ατµοσφαιρικών κατακρηµνισµάτων της Αιτωλοακαρνανίας είναι το δεύτερο στη χώρα µετά από την Ήπειρο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, το διαµέρισµα βρίσκεται στην οµβροπλευρά της Πίνδου. Το µέσο ετήσιο ύψος βροχής ξεκινά από 800-1000 mm στα παράκτια, φτάνει στα 1400 mm στα ορεινά και ξεπερνά τα 1800 mm στα πολύ µεγάλα υψόµετρα. Η πιο βροχερή περίοδος είναι Νοέµβριο ως Φεβρουάριο. Στην περιοχή, που αναπτύσσεται η λατόµευση και επεξεργασία της γύψου, το ύψος των βροχοπτώσεων κυµαίνεται µεταξύ 900 και 1100 mm βροχής το έτος. Το υψηλότερο 1100 mm στην περιοχή Αγρινίου και το χαµηλότερο 900 mm στην περιοχή της λιµνοθάλασσας. Η βροχόπτωση παρατηρείται κατά τους µήνες Οκτώβριο ως Απρίλιο, µε αποτέλεσµα να υπάρχει ξηρή περίοδος 4-5 µηνών ( Μάιος Σεπτέµβριος ). Η µέση ετήσια σχετική υγρασία κυµαίνεται από 64-68% τόσο στην παράκτια ζώνη ( µετεωρολογικός σταθµός Α.Τ.Ε.Ι. Μεσολογγίου ), όσο και στο εσωτερικό του νοµού, κυρίως λόγο των µεγάλων υδάτινων όγκων. Κατά τους θερινούς µήνες (ξηρή περίοδος) επικρατούν βορειοδυτικοί άνεµοι, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο νότιοι - νοτιοδυτικοί και βόρειοι - βορειοδυτικοί. Σπάνια εµφανίζονται στην περιοχή Ανατολικοί άνεµοι, κυρίως, λόγω της οροσειράς της Πίνδου, η οποία αποτελεί φυσικό σύνορο του Νοµού στα Ανατολικά (ΥΠ.Ε.Χ.Ω..Ε. /νση Υδατικού υναµικού και Φυσικών Πόρων ), ( Περιβαλλοντικές µελέτες Knauf και B.P.B.). 4.6 Χρήσεις γης

Ο νοµός Αιτωλοακαρνανίας είναι έκτος νοµός σε πληθυσµό στην Ελλάδα. Από τους 220.000 κατοίκους της απογραφής του 2001, πάνω από το 70% είναι συγκεντρωµένο σε δήµους και κοινότητες δίπλα στους υδάτινους σχηµατισµούς. Στην λιµνοθάλασσα του Μεσολογγίου Αιτωλικού βρίσκονται οι οµώνυµοι δήµοι, εκ των οποίων ο ήµος Αιτωλικού είναι χτισµένος σε νησί της λιµνοθάλασσας.στην λίµνη Λυσιµαχεία ο ήµος Αγγελοκάστρου, στην Τριχωνίδα ο δήµος Αγρινίου και Παναιτωλίου στον Αχελώο ο δήµος Οινιάδων και Στράτου, στην λίµνη Αµβρακία ο δήµος Αµφιλοχίας, ενώ αναρίθµητες κοινότητες είναι διασπαρµένες στις παραλίµνιες περιοχές. Η κύρια δραστηριότητα των κατοίκων είναι η πρωτογενής αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή. Το σύνολο των αρδευόµενων εκτάσεων του νοµού είναι 513.500 στρέµµατα µε συνολικές ανάγκες σε αρδευτικό νερό 340 hm 3. Το 85% αυτών των εκτάσεων βρίσκονται στην περιοχή ενδιαφέροντός µας µεταξύ και τριγύρω των λιµνών. Η άρδευσή τους πραγµατοποιείται είτε µέσω του αρδευτικού δικτύου, το οποίο εφοδιάζεται µε νερό από τη λίµνη Λυσιµαχεία και τον Αχελώο ποταµό, είτε µε απευθείας άντληση υδάτων από τις λίµνες. Μικρό ποσοστό αγροτικής γης αρδεύεται µέσω γεωτρήσεων, αντλώντας νερό από τους υπόγειους υδροφορείς, όπως αυτοί περιγράφηκαν παραπάνω ( /νση Γεωργίας Νοµαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αιτ/νίας ). Οι αρδευόµενες καλλιέργειες της περιοχής αποτελούνται από ελιές ( κυρίως επιτραπέζιες ποικιλίας Καλαµών ), εσπεριδοειδή, καπνά, ψυχανθή, βαµβάκι και οπωροκηπευτικά. Η περιοχή παρουσιάζει υψηλή κτηνοτροφική παραγωγή τόσο σε σταβλισµένη µορφή ( χοιροτροφεία, βουστάσια, αιγοπροβατοτροφεία ), όσο και σε ελεύθερη µορφή ( αιγοπρόβατα ). Οι κτηνοτροφικές υδρευτικές ανάγκες της περιοχής υπολογίζονται σε 0,5 hm 3 για την σταβλισµένη κτηνοτροφία και 2,5 hm 3 για την ελεύθερη ( /νση Γεωργίας Νοµαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αιτ/νίας ). 4.7 Προστατευόµενες περιοχές Πολλές περιοχές στο Νοµό Αιτωλοακαρνανίας, λόγω της βιοποικιλότητας που παρουσιάζεται, προστατεύονται από την Εθνική νοµοθεσία, όπως και από διεθνείς συνθήκες. Για την περιοχή του νοµού, στην οποία αναπτύσσεται η δραστηριότητα, που εξετάζουµε, οι περιοχές, που προστατεύονται από διεθνείς ή Εθνικές συνθήκες είναι οι παρακάτω : Στη συνθήκη Natura 2000 είναι ενταγµένες οι περιοχές του δέλτα του Αχελώου και της λιµνοθάλασσας Μεσολογγίου Αιτωλικού.

Η λιµνοθάλασσα Μεσολογγίου Αιτωλικού, ο κάτω ρους των ποταµών Αχελώου και Ευήνου, όπως και το δέλτα των παραπάνω ποταµών µε το νόµο Ν. 1650/86 χαρακτηρίζονται ως Εθνικά πάρκα. Το δάσος Λεσινίου µε το Ν.. 996/71 έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο µνηµείο της φύσης. Επίσης, έχει χαρακτηρισθεί ως περιοχή διατήρησης των βιογενετικών αποθεµάτων ( 22306/31-05-2006 ΦΕΚ 477 ). Οι υγρότοποι Μεσολογγίου Αιτωλικού έχουν χαρακτηρισθεί ως διεθνούς σηµασίας και προστατεύονται από τη συνθήκη Ramsar. 4.8 Ρυπαντικά φορτία απόβλητα Χρησιµοποιώντας το σχέδιο προγράµµατος διαχείρισης των υδατικών πόρων του ΥΠ. ΑΝ. για την Περιφέρεια υτικής Ελλάδας του 2003, µπορούµε προσεγγιστικά να υπολογίσουµε ότι, το συνολικό φορτίο συµβατικών ρύπων στην περιοχή του Νοµού Αιτωλοακαρνανίας, που µας ενδιαφέρει εκτιµάται σε 8.500 t/έτος υπολογισµένο σε BOD 5, 10.000 t/έτος για τα αιωρούµενα στερεά, 6.500 t/έτος για το Άζωτο και 650 t/έτος για το Φώσφορο ( ΥΠ.ΑΝ. Σχέδιο προγράµµατος διαχείρισης των υδατικών πόρων της χώρας ). Το παραγόµενο οργανικό φορτίο, καθώς και το φορτίο στερεών οφείλεται κατά κύριο λόγο στη σταβλισµένη κτηνοτροφία ( 55% ), στα αστικά λύµατα ( 28% ) και στις βιοµηχανίες ( 17% ). Οι δύο τελευταίες πηγές ρύπανσης είναι σηµειακού χαρακτήρα, ενώ το 1/3 του φορτίου από τη σταβλισµένη κτηνοτροφία έχει διάσπαρτο χαρακτήρα ( µέσω απορροών ), ( ΥΠ.ΑΝ. Σχέδιο προγράµµατος διαχείρισης των υδατικών πόρων της χώρας ), ( /νση Γεωργίας Νοµαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αιτ/νίας ). Ως προς το Άζωτο, η κύρια διάσπαρτη πηγή ρύπανσης ( 65% του συνολικού φορτίου ) είναι οι γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες ( ελεύθερη κτηνοτροφία ). Αξιόλογες σηµειακές πηγές Αζώτου αποτελούν η σταβλισµένη κτηνοτροφία ( 28 % ) και τα αστικά λύµατα (7 %). Κύρια πηγή παραγωγής φωσφόρου είναι η σταβλισµένη κτηνοτροφία (56 %), οι γεωργικές δραστηριότητες και η ελεύθερη κτηνοτροφία ( 26 % ) και τα αστικά λύµατα ( 18 % ). Παρά τους βιολογικούς καθαρισµούς, οι οποίοι έχουν εγκατασταθεί και λειτουργούν στους µεγάλους δήµους ( Αγρίνιο, Μεσολόγγι, Αιτωλικό ) της περιοχής, που εξετάζουµε, οι µικροί δήµοι της περιοχής δεν διαθέτουν σύστηµα αποχέτευσης (Νεοχώρι, Κατοχή, Αγγελόκαστρο, Στράτος, Παναιτώλιο). Επίσης, ακόµη και αν

οι µικροί δήµοι αποκτήσουν αποχετευτικό σύστηµα και σταθµούς επεξεργασίας λυµάτων είναι αδύνατον τα δεκάδες διάσπαρτα χωριά των παραλίµνιων και παραποτάµιων χωριών να συνδεθούν µε αυτούς. Εκ των πραγµάτων, λοιπόν, φαίνεται ότι, οι υδάτινοι αποδέκτες ( λίµνες λιµνοθάλασσα ) θα συνεχίσουν και στο µέλλον να δέχονται µεγάλες ποσότητες οργανικών φορτίων. Το πρόβληµα είναι ιδιαίτερα έντονο για τη λίµνη Λυσιµαχεία και για τη λιµνοθάλασσα βόρεια του Αιτωλικού, οι οποίες ήδη παρουσιάζουν ευτροφικά - ανοξικά φαινόµενα, που εντείνονται µε το χρόνο. Οι δύο αυτές περιοχές, όπως και η λίµνη Αµβρακία είναι οι κύριοι αποδέκτες και των απορροών των λατοµείων Γύψου. 4.9 Συµπεράσµατα Από τα παραπάνω φαίνεται ότι, η περιοχή, που εξετάζεται, έχει δεχθεί τεράστιες σε µέγεθος επεµβάσεις και συνεχίζει να δέχεται συνεχώς πίεση από την ανθρώπινη δραστηριότητα και ανάπτυξη. Είναι περιοχή µε ιδιαίτερη σηµασία για το υδατικό ισοζύγιο και τη βιοποικιλότητα της υτικής Ελλάδας, αλλά καθοριστική και για το Εθνικό υδατικό ισοζύγιο. Πιστεύω ότι, λατοµικές και βιοµηχανικές δραστηριότητες, που αναπτύσσονται στην παραπάνω περιοχή, χρίζουν ιδιαίτερης προσοχής, λόγω της ιδιαιτερότητάς της και της πίεσης ρύπων, που αυτή δέχεται. Είναι, λοιπόν, ιδιαίτερα ενδιαφέρον το αντικείµενο της εργασίας, καθώς σε πολύ µικρή περιοχή έχει αναπτυχθεί µεγάλη βιοµηχανική και λατοµική δραστηριότητα µε ένα αντικείµενο, τη γύψο. ύο πολυεθνικές και µία τοπική εταιρεία αναπτύσσουν δραστηριότητα στην περιοχή τόσο στην εξόρυξη, όσο και στην επεξεργασία της γύψου. 5 Συνθήκες σχηµατισµού Χηµεία της γύψου Οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες σχηµατίζονται οι εβαπορίτες, καθώς και η χηµική σύσταση αυτών, είναι σηµαντικά για να κατανοήσουµε τις πιθανές επιπτώσεις, που µπορούν να επιφέρουν στο περιβάλλον της λατόµευσης, επεξεργασίας, καθώς και εναπόθεσης των αδρανών υλικών και αποβλήτων 5.1 Εβαπορίτες Οι εβαπορίτες είναι ιζηµατογενή πετρώµατα, που προέρχονται από την εξάτµιση του νερού. Η εβαποριτική φάση εξαρτάται από το βαθµό αποµόνωσης της λεκάνης ιζηµατογένεσης από τις γύρω περιοχές, από το µικρό βαθµό τροφοδοσίας και κυκλοφορίας του νερού σε αυτή, καθώς και από το βαθµό συγκέντρωσης ιόντων,

τα οποία θα δηµιουργήσουν µε κατακρήµνιση χηµικές αποθέσεις. Οι εβαπορίτες συνήθως σχηµατίζονται σε ρηχές θάλασσες και λίµνες, οι οποίες µάλιστα βρίσκονται σε ξηρές και ηµίξηρες κλιµατικές ζώνες, που ενισχύουν την διαδικασία της εξάτµισης. Το θαλασσινό νερό περιέχει εν διαλύσει ανόργανα ιόντα σε περιεκτικότητα 3,45 % κατά βάρος όπως αυτά παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα : Κατιόντα % Ανιόντα % Νάτριο Na + 30.61 Χλώριο Cl - 55.04 Μαγνήσιο Mg ++ 3.69 - - Θειικά SO 4 7.68 Ασβέστιο Ca ++ 1.16 - Όξινα Ανθρακικά HCO 3 0.41 Κάλιο Κ + 1,1 Βρώµιο Br - 0,19 Στρόνδιο Sr ++ 0.03 ΣΥΝΟΛΟ 36,59 63,32 Περιεκτικότητα του θαλασσινού νερού σε διαλυµένα ιόντα (Τσιραµπίδης Ανανίας, 2004 ) Με την διαδικασία της εβαποριτίωσης, η αύξηση της συγκέντρωσης των ιόντων και οι µεταξύ τους αντιδράσεις οδηγούν στην απόθεση δύο οµάδων κοινών εβαποριτικών ορυκτών ανάλογα µε το ανιόν ( θειική ρίζα ή χλώριο ) : Θειικά Χλωριούχα Ανυδρίτης CaSO 4 Αλίτης NaCl Γύψος CaSO 4. 2H 2 O Συλβίτης KCl Πολυαλίτης CaSO 4.MgSO 4.K 2 SO 4. Καρναλλίτης KMgCl 3.6H 2 O 2H 2 O Εψοµίτης Mg SO 4. n H 2 O Μπισοφίτης MgCl 2.6H 2 O Οµάδες εβαποριτικών ορυκτών ανάλογα µε το ανιόν (Τσιραµπίδης Ανανίας, 2004 ) Έχει βρεθεί ότι, πρέπει να εξατµιστούν 1000 m νερού για να παραχθούν 0,75 m γύψου και 13,7 m αλίτη. Η πρώτη βασική συνθήκη για το σχηµατισµό εβαποριτών είναι η αποµόνωση της λεκάνης ιζηµατογένεσης. Η αποµόνωση αυτή µπορεί να είναι είτε πλήρης, όπως συµβαίνει στο εσωτερικό των ηπείρων σε λιµναία συστήµατα είτε µερική, όπως συµβαίνει στην περιθωριακή ζώνη θαλάσσιων συστηµάτων. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση υπάρχει πάντα ένας δίαυλος επικοινωνίας της εβαποριτικής λεκάνης µε

την ανοικτή θάλασσα, µέσω του οποίου γίνεται η εισροή θαλασσινού νερού στο επιφανειακό στρώµα ή και η εκροή πυκνού νερού από την εβαποριτική λεκάνη προς τη θάλασσα στο βαθύτερο στρώµα. Η δεύτερη βασική συνθήκη για το σχηµατισµό εβαποριτών είναι το κλίµα, το οποίο σχετίζεται µε τον εφοδιασµό της εβαποριτικής λεκάνης µε νερό και υλικά. Κλίµα Arid ή Semiarid, το οποίο χαρακτηρίζεται από µικρό ύψος κατακρηµνισµάτων και έντονη εξάτµιση, είναι το καταλληλότερο για το σχηµατισµό εβαποριτών. Ο λόγος, που αρχίζει η απόθεση εβαποριτών στην λεκάνη ιζηµατογένεσης, είναι η αύξηση της συγκέντρωσης των εν διαλύσει ιόντων, η οποία γίνεται σταδιακά και αποτελεί µια αργή διαδικασία. Η σειρά ιζηµατογένεσης ακολουθεί την παρακάτω σειρά : 1 2 3 4 5 6 7 Υδροξείδια Fe, Al Ασβεστίτης ολοµίτης Γύψος Ανυδρίτης Ρυθµοί Γύψου Αλίτης Άλατα Μαγνησίου Και Ανυδρίτη Σειρά ιζηµατογένεσης (Τσιραµπίδης Ανανίας, 2004 ) Συνήθως, η ιζηµατογένεση φθάνει µέχρι την παραγωγή ρυθµών γύψου και ανυδρίτη και σε εναλλαγές µε ασβεστίτη, δολοµίτη ή αργιλικά ορυκτά. Πολύ συχνά η ιζηµατογένεση φθάνει και µέχρι την παραγωγή αλίτη, ο οποίος αποτίθεται σε στρώσεις και σε εναλλαγές µε γύψο, ανυδρίτη και κλαστικά υλικά. Κατά την εξάτµιση του θαλάσσιου νερού σχηµατίζεται αρχικά γύψος, όταν ο όγκος του νερού φθάσει στο 30% του αρχικού, ανυδρίτης, όταν ο όγκος του νερού φθάσει στο 14% του αρχικού, αλίτης (10% ) και άλατα καλίου και µαγνησίου (5%). Στην πραγµατικότητα πιστεύεται ότι, ο ανυδρίτης δεν µπορεί να σχηµατισθεί πρωτογενώς. Όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, σχηµατίζεται γύψος και δευτερογενώς σχηµατίζεται ανυδρίτης κατά τη διαγένεση. Ανάλογα µε τις µορφές εβαποριτικών λεκανών έχουν προταθεί δύο µοντέλα εβαποριτικής ιζηµατογένεσης ( Hsu 1972 ) : Στο πρώτο µοντέλο (Α), η εβαποριτική λεκάνη είναι κλειστή. Καθώς η υδάτινη επιφάνεια συρρικνώνεται προς το κέντρο της λεκάνης, αποτίθεται στον πυθµένα σειρά εβαποριτών. Έτσι, τα κατώτερα στρώµατα ( υδροξείδια, ασβεστίτης,

δολοµίτης ) έχουν µεγάλη έκταση, ενώ τα ανώτερα στρώµατα ( γύψος, ανυδρίτης, αλίτης ) περιορίζονται στην κεντρική ζώνη της λεκάνης. Στο δεύτερο µοντέλο (Β), η επικοινωνία µε την ανοικτή θάλασσα επιτρέπει στην εβαποριτίωση να φθάσει µέχρι το σχηµατισµό ασβεστίτη δολοµίτη στην περιοχή εσωτερικά του διαύλου επικοινωνίας, ενώ προς την εσωτερική πλευρά της λεκάνης αποτίθεται η γύψος µε τον ανυδρίτη και προς την πλευρά της ξηράς αποτίθεται ο αλίτης. Υπάρχει, λοιπόν, χαρακτηριστική ζώνωση των προϊόντων της εβαποριτίωσης. Σχήµα 1 :Παραγωγή εβαποριτών σε σχέση µε τη θερµοκρασία και την αλατότητα του νερού στη λεκάνη ιζηµατογένεσης. (Τσιραµπίδης Ανανίας, Πετρολογία Ιζηµατογενών Πετρωµάτων.Υπηρεσία δηµοσιευµάτων Α.Π.Θ., 2 η έκδοση 2004, σελ. 261 ) Σχήµα 2 : ύο µοντέλα εβαποριτικής απόθεσης κατά Hsu (1972) σε κλειστές ( Α) και ηµίκλειστες (Β) λεκάνες ιζηµατογένεσης. Άνω σε τοµή, κάτω σε κάτοψη, (Τσιραµπίδης Ανανίας, 2004 ).

Στη βόρεια Ευρώπη η απόθεση έγινε προς το τέλος του Ολιγοκαίνου αρχές Μειοκαίνου, στην κεντρική Ευρώπη έγινε κατά το Κ/Μ Μειόκαινο και στο χώρο της Μεσογείου έγινε κατά το Α. Μειόκαινο Κ. Πλειόκαινο. Η περίοδος του Μεσσηνίου έχει ονοµαστεί έτσι από τους εβαπορίτες της Μεσσήνης της Σικελίας, τα µεγαλύτερου πάχους εβαποριτικά στρώµατα της Μεσογείου. Οι εβαποριτικές αποθέσεις γύψου της Αιτωλοακαρνανίας είναι ηλικίας Περµο-Τριαδικού, οι οποίες έχουν ανέλθει διαπειρικά µέχρι την επιφάνεια, λόγω του µικρού ειδικού βάρους των εβαποριτών ( αλίτης 2,17 gr/cm 3 και γύψος 2,35 gr/cm 3 ) σε σχέση µε το ειδικό βάρος των πετρωµάτων που τους περικλείουν. (Βαρνάβας Σωτήριος, 2005),(Γεώργιος Χρηστίδης,2004), (Τσιραµπίδης Ανανίας, 2004 ) 5.2 Χηµική σύσταση του γύψου εβαποριτών Όπως προανέφερα, τα βασικά ορυκτά των εβαποριτών είναι ο γύψος, ο ανυδρίτης και ο αλίτης. Όµως, η διαδικασία εβαποριτίωσης δηµιουργεί και µεγάλο αριθµό άλλων ορυκτών στην χηµική σύσταση, των οποίων συµµετέχουν και ιόντα, όπως το Μαγνήσιο, Κάλιο, Νάτριο, Σίδηρος. Επίσης, είναι αυτονόητο ότι µπορούν να ανιχνευτούν όλα τα ιχνοστοιχεία, τα οποία βρίσκονται εν διαλύσει στο θαλασσινό νερό ( η συντριπτική πλειοψηφία των εβαποριτών προέρχεται από θαλασσινό νερό ). Στον παρακάτω πίνακα περιγράφονται µερικά από τα ορυκτά, τα οποία µπορούν να συναντηθούν σε εβαποριτικές αποθέσεις : Ορυκτό Χηµικός τύπος Ορυκτό Χηµικός τύπος Αλίτης NaCl Βαντχοφίτης 3Na 2SO 4.MgSO 4 Ανυδρίτης CaSO 4 Μπισσοφίτης MgCl 2.6H 2 O Γύψος CaSO 4.2H 2 O Μπλεδίτης Na 2 Mg(SO 4 ) 2.4H 2 O Καρναλίτης KCl.MgCl 2.6H 2 O Νταγκλασίτης K 2 FeCl 4. 2H 2 O Γλασερίτης 3K 2 SO 4.Na 2 SO 4 Καϊνίτης MgSO 4.KCl. 3H 2 O Κιζερίτης MgSO 4.H 2 O Λαγκµπαϊνίτης K 2 SO 4.2 MgSO 4 Λεονίτης MgSO 4. K 2 SO 4.4H 2 O Πολϋαλύτης K 2 SO 4.2 CaSO 4. MgSO 4.2 H 2 O Συλβίτης KCl Ορυκτά εβαποριτικών αποθέσεων (Γεώργιος Χρηστίδης,2004)

Πλήθος χηµικών στοιχείων µπορούν να ανιχνευθούν στο γύψο και στον ανυδρίτη. Τα πιο διαδεδοµένα από αυτά είναι το Στρόνδιο, Νάτριο και Μαγνήσιο. Οι διεργασίες, που οδηγούν στην εµφάνιση των παραπάνω στοιχείων είναι τρεις : Αντικατάσταση των ιόντων ασβεστίου από άλλα ιόντα στο πλέγµα του γύψου. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αντικατάστασης είναι αυτή του Στρόνδιου, που οδηγεί στην παραγωγή Σελεστίτη ( SrSO 4 ). Η αντικατάσταση του ασβεστίου στο πλέγµα του γύψου εξαρτάται από την αναλογία συγκεντρώσεων του ασβεστίου και των υπόλοιπων µετάλλων στο υδατικό περιβάλλον του γύψου κατά την εποχή της εβαποριτίωσης, καθώς και από τη «συγκένεια» σθένους και ιοντικής ακτίνας των ιόντων µε το ιόν ασβεστίου. Μια ανασκόπηση στη βιβλιογραφία χηµικών αναλύσεων γύψου δείχνει ότι, η περιεκτικότητα του γύψου σε Sr ++ κυµαίνεται από 210 έως 5000 ppm. Η µέση τιµή βρίσκεται πάνω από τα 1500 ppm. Βλέπουµε, λοιπόν, ότι στο γύψο γίνεται «συµπύκνωση» των συγκεντρώσεων Sr ++ σε σχέση µε το θαλασσινό νερό ( 0,03% ή 300 ppm ). Ο εµπλουτισµός του γύψου σε στρόνδιο γίνεται µέσω του στρόνδιου, που ελευθερώνεται κατά τη µετατροπή του αραγονίτη σε ασβεστίτη και του ασβεστίτη σε δολοµίτη. Η συγκέντρωση του Στρονδίου και των άλλων µετάλλων στο γύψο αυξάνει, καθώς µειώνεται το µέγεθος των κρυστάλλων και µειώνεται, καθώς αποµακρυνόµαστε από την επιφάνεια των εβαποριτικών κοιτασµάτων. Απορρόφηση ιόντων λόγω ηλεκτροστατικών έλξεων Μη θειικά στερεά εγκλείσµατα στους κρυστάλλους του γύψου. Τέτοιες ενώσεις είναι συνήθως ανθρακικά άλατα, άργιλος ή και διάφορα άλατα µετάλλων. (Elisabet Playa, Laura Rosell, 2005 ), (Feng H. Lu, William J. Meyers, Gilbert N. Hanson, 2002), (Τσιραµπίδης Ανανίας, 2004 ), (Γεώργιος Χρηστίδης, 2004) 6. Περιγραφή της διαδικασίας εξόρυξης της γύψου καθώς και της παραγωγικής διαδικασίας των µονάδων επεξεργασίας γύψου. 6.1 Εξόρυξη Στην περιοχή Αιτωλικού στο χωριό Άγιος Ηλίας λειτουργούν δύο λατοµεία γύψου, µε τα οποία εφοδιάζεται µε γύψο η ( British Plasterboard ) B.P.B. ΕΛΛΑΣ Α.Β.Ε.Ε., µονάδα πολυεθνικών συµφερόντων, η οποία παράγει γυψοσανίδες τριών τύπων ( απλές, άνθυγρες, άφλεκτες ), καθώς και η γυψοποιία ΒΙΟΓΥΨ ΚΑΡΒΕΛΗΣ Ο.Ε., η οποία παράγει γύψο καλλιτεχνίας και αγγειοπλαστικής. Τα

λατοµεία ανήκουν στις παραπάνω βιοµηχανίες και η λατόµευση του γύψου γίνεται από εργολάβους µετά από σχετικό διαγωνισµό. Απαγορεύεται από τις ιδιοκτήτριες εταιρείες να γίνεται πώληση γύψου από τους εργολάβους σε τρίτους. Η απόσταση µεταξύ των λατοµείων είναι ελάχιστα µέτρα ( 200 m ), µε αποτέλεσµα οπτικά να δίνουν την εντύπωση ενός λατοµείου. Προφανώς εκµεταλλεύονται το ίδιο κοίτασµα γύψου. Η λατόµευση του γύψου γίνεται µε χρήση εκσκαυτικών µηχανηµάτων µεγάλης υποδύναµης ( φορτωτές, τσάπες, τρυπάνια ) χωρίς τη χρήση εκρηκτικών. Τα λατοµεία έχουν διαµορφωθεί σε αναβαθµίδες ( φωτ. 13,15 ), ώστε να διευκολύνεται η πρόσβαση των µηχανηµάτων σε όλα τα ύψη του λατοµείου. Την δηµιουργία αναβαθµίδων διευκολύνει το γεγονός ότι, το κοίτασµα του γύψου αποτελεί ένα λόφο ύψους 80-100m. Τα πρώτα 1-3m µέτρα από την κορυφή ( φαίνεται σε κάθετες τοµές στα σηµεία τα οποία γειτνιάζουν µε το χώρο λατόµευσης ) ( φωτ. 10,13) καλύπτονται από έδαφος, πάνω στο οποίο έχει αναπτυχθεί θαµνώδης βλάστηση. Στο χώρο του λατοµείου εύκολα διακρίνονται, µακροσκοπικά, τρία διαφορετικά ορυκτά. ολοµίτης, του οποίου η παρουσία είναι πιο έντονη στα υψηλότερα σηµεία του λατοµείου µε έντονο σκούρο χρώµα, συµπαγή τµήµατα ανυδρίτη, τα οποία παρεµβάλλονται σε στρώµατα µεταξύ του γύψου και η σκληρότητά τους κάνει αδύνατο το σπάσιµο από τα εκσκαφτικά µηχανήµατα και γύψο ( φωτ. 6,8,13,15). Τα στείρα υλικά των λατοµείων ( δολοµίτης, αργιλικά υλικά, ανυδρίτης ) εναποτίθενται στα πρανή του λόφου, δίπλα στο χώρο εκσκαφής (φωτ. 1,2,3,4,5). Σύµφωνα µε δήλωση του υπεύθυνου εργολάβου εκσκαφής του λατοµείου της B.P.B. σε επίσκεψή µου στο λατοµείο το Μάιο του 2007, το 25% των υλικών, που λατοµεύονται, δεν αποστέλλονται στο εργοστάσιο, αλλά εναποτίθενται στα πρανή του λατοµείου, αν πρόκειται για αργιλώδη υλικά ή στα κατώτερα στρώµατα του λατοµείου, όταν πρόκειται για πετρώδη υλικά δολοµίτη και ανυδρίτη (φωτ. 14,16,17). Η επιλογή γίνεται µακροσκοπικά από τον υπεύθυνο εργολάβο του λατοµείου, ο οποίος, λόγω εµπειρίας, µπορεί να κρίνει την ορυκτολογική σύσταση των υλικών (σκληρότητα, χρώµα ),καθώς αυτά σταδιακά αποκαλύπτονται. Η επιλογή είναι αναγκαία, καθώς απαραίτητη προϋπόθεση για ποιοτική παραγωγή γυψοσανίδων εντός προδιαγραφών DIN είναι το αρχικό υλικό να έχει περιεκτικότητα σε γύψο πάνω από 85%. Τα λατοµεία δουλεύουν έξι ηµέρες την εβδοµάδα ( B.P.B.) και πέντε ηµέρες την εβδοµάδα ( ΒΙΟΓΥΨ). Η παραγωγή του λατοµείου της B.P.B. ( προσωπική

επικοινωνία µε τον υπεύθυνο εργολάβο του λατοµείου της B.P.B. ) είναι 10-12 αυτοκίνητα την ηµέρα µε βάρος 16000-18000 Kg το καθένα. Το αρχικό υλικό, λοιπόν, που φθάνει στο εργοστάσιο είναι 160000-216000 Kg γύψου. Σε εβδοµαδιαία βάση είναι 960 1300 tn.τα στοιχεία αυτά τα συνέκρινα µε τα στοιχεία της περιβαλλοντικής µελέτης της επιχείρησης και βρίσκονται σε συµφωνία, καθώς στη µελέτη περιγράφεται ως απαραίτητη πρώτη ύλη για τη λειτουργία της µονάδας οι 7,25 tn/h γυψόπετρας ή 174 tn/ηµέρα ( 1218 tn/εβδοµάδα ). Επίσης, τα υλικά, τα οποία λατοµεύονται και εναποτίθενται στους χώρους του λατοµείου είναι 2-3 φορτηγά ηµερησίως ή 32-45 tn ( 192-270 tn/εβδοµάδα ). Το λατοµείο βρίσκεται σε λειτουργία από το 1978, δουλεύει όµως µε τη σηµερινή του υψηλή παραγωγή τα τελευταία χρόνια. Το δεύτερο λατοµείο της περιοχής, το οποίο τροφοδοτεί µε γυψόπετρα την βιοµηχανία ΒΙΟΓΥΨ ΚΑΡΒΕΛΗΣ Ο.Ε. είναι πολύ µικρότερης παραγωγής, καθώς οι ανάγκες της συγκεκριµένης βιοµηχανίας ανέρχονται σε 48 tn / ηµέρα. Η τροφοδοσία της επιχείρησης µε γυψόπετρα γίνεται συµπληρωµατικά και από λατοµεία της Ζακύνθου, στα οποία γίνεται παραγωγή γυψόπετρας υψηλότερης καθαρότητας και πιο λευκού χρώµατος από αυτή των λατοµείων Αιτωλικού (ο γύψος από τέτοια γυψόπετρα χρησιµοποιείται για καλλιτεχνία). Η συνήθης καθαρότητα του γύψου του Αιτωλικού είναι από 85-90 % ( παράρτηµα, χηµική ανάλυση καθαρότητας δείγµατος γύψου λατοµείων ΒΙΟΓΥΨ ). Το λατοµείο του Αιτωλικού τροφοδοτεί το εργοστάσιο µε 32-35 tn/ηµέρα λειτουργίας (160-175 tn/ εβδοµάδα). Αντίστοιχα, τα στείρα υλικά, που εναποτίθενται στο χώρο του λατοµείου, είναι 8-8,75 tn/ ηµέρα λειτουργίας (40-43,75 tn/ εβδοµάδα) (φωτ. 23,24,25). Το ποσοστό στείρων υλικών (προσωπική επικοινωνία µε τον ιδιοκτήτη της µονάδας) είναι κατά µέσο όρο 20-25 % του συνολικά λατοµευόµενου υλικού γεγονός, που συµφωνεί απόλυτα µε τα στοιχεία για το λατοµείο της B.P.B., γεγονός το οποίο ήταν αναµενόµενο, καθώς πρόκειται για το ίδιο κοίτασµα γύψου (Περιβαλλοντική µελέτη ΒΙΟΓΥΨ Καρβέλης Ο.Ε.). Τα δύο παραπάνω λατοµεία αξίζει να εξετασθούν από κοινού, καθώς δραστηριοποιούνται στην ίδια περιοχή ( Αγ. Ηλίας Αιτωλικού ), τα επιφανειακά όµβρια ύδατα κινούνται µέσα από την ίδια διαδροµή προς τη λιµνοθάλασσα ή µέσω διήθησης επηρεάζουν τον ίδιο υδροφόρο ορίζοντα. Στο παρακάτω ιστόγραµµα περιγράφω σχηµατικά την συνολική παραγωγή πρώτης ύλης και στείρων των δύο λατοµείων ανά εβδοµάδα.

ΕΒ ΟΜΑ ΙΑΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΕ tn 1600 1400 1200 1000 800 600 400 200 0 B.P.B. ΒΙΟΓΥΨ ΣΥΝΟΛΟ ΛΑΤΟΜΕΙΟ Γυψόπετρα Στείρα ΣΥΝΟΛΟ Κοινό χαρακτηριστικό και στα δύο λατοµεία είναι η δηµιουργία ενός λευκού, χαλαρού στρώµατος πάχους 0,5-1 cm στο κατώτερο επίπεδο τµήµα του λατοµείου, το οποίο αποτελείται από τα υλικά λατόµευσης µικρών διαστάσεων (φωτ. 11,22). Κατά την πρώτη επίσκεψή µου στα λατοµεία, στο µεσοδιάστηµα των βροχερών ηµερών του Μαΐου, δεν υπήρχε αυτό το στρώµα, καθώς οι καθηµερινές βροχές το είχαν αποµακρύνει. Η δεύτερη επίσκεψή µου έγινε οκτώ ηµέρες µετά την τελευταία ισχυρή βροχή ( εργάσιµες ηµέρες για το λατοµείο ήταν επτά ). Η έκταση του κατώτερου επιπέδου αυτού τµήµατος είναι 4-5 στρέµµατα και αν θεωρήσουµε ένα µέσο πάχος 0,5 cm για την σκόνη, που είχε επικαθίσει βλέπουµε ότι, σε αυτή την µικρή σχετικά έκταση είχαν αποτεθεί 20-25 m 3 σκόνης υλικών λατόµευσης, µε µέση παραγωγή 3 m 3 / ηµέρα. Σίγουρα ένα µέρος τέτοιων υλικών, κολλοειδών διαστάσεων, είχε µεταφερθεί µε τον αέρα σε µεγαλύτερες αποστάσεις, µε πιθανότερη κατεύθυνση αυτή της λιµνοθάλασσας, καθώς απέχει 250-300 m από τα λατοµεία και οι επικρατούντες άνεµοι της περιοχής σύµφωνα µε τα µετεωρολογικά δεδοµένα είναι Β- κατεύθυνσης, µεταφέροντας αιωρούµενα σωµατίδια προς αυτή. Η ποσότητα αυτή δεν έχει συµπεριληφθεί στην ποσότητα των παραγόµενων υλικών, όπως αυτή περιγράφηκε παραπάνω. Από σηµείο του λατοµείου, όπου το υλικό, που περιέγραψα παραπάνω, είχε µεγάλο πάχος, µε ένα µεταλλικό δακτύλιο (χρησιµοποιείται από τους γεωπόνους για την εύρεση του Φαινόµενου Ειδικού Βάρους του εδάφους) πήρα δείγµα αδιατάρακτου υλικού, µε σκοπό τη µέτρηση του ειδικού βάρους. Κατόπιν ξήρανσης σε πυριατήριο (Τ.Ε.Ι. Μεσολογγίου) στους 45 ο C για 48h και ζύγισης, προσδιόρισα το φαινόµενο (σε αδιατάρακτο δείγµα ) ειδικό βάρος του υλικού σε 1,17gr/cm 3 (1170Kg/m 3 ). Η θερµοκρασία των 45 ο C επιλέχθηκε ώστε να αποµακρυνθεί το υγροσκοπικό νερό και όχι το κρυσταλλικό, του οποίου η αποµάκρυνση ξεκινά στους

49 ο C.Χρησιµοποιώντας τον όγκο του παραγόµενου υλικού ανά ηµέρα βρίσκουµε ότι, η ποσότητα παραγόµενης σκόνης είναι 3,51 tn /ηµέρα λειτουργίας του εργοταξίου. ύσκολα µπορεί να υπολογιστεί ποιο ποσοστό της αρχικά παραγόµενης σκόνης µεταφέρεται µε τον άνεµο εκτός του χώρου του εργοστασίου άµεσα. Αναλογικά µπορούµε να υποθέσουµε ότι, η παραγόµενη σκόνη από το λατοµείο ΒΙΟΓΥΨ (5-6 φορές µικρότερη παραγωγή) είναι 700Kg/ηµέρα λειτουργίας, ενώ από το λατοµείο της KNAUF (4+ φορές µεγαλύτερη παραγωγή από αυτή της BPB) 14,7 tn/ηµέρα. Σχηµατικά, η παραγωγή σκόνης φαίνεται στο παρακάτω διάγραµµα. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΚΟΝΗΣ ΑΝΑ ΕΒ ΟΜΑ Α ΣΕ ΤΟΝΟΥΣ 0,7 3,51 ΒΙΟΓΥΨ BPB KNAUF 14,7 Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό που παρατήρησα κατά τη δεύτερη επίσκεψή µου είναι ότι, σε σηµεία εντός των λατοµείων, που σχηµατίζονταν λακκούβες, είχε συγκεντρωθεί άργιλος µαζί µε σκόνη γύψου, δηµιουργώντας ένα µίγµα ( το ασύνδετο αυτό ίζηµα ονοµάζεται γυψίτης ), το οποίο είχε ξεραθεί, δηµιουργώντας πλάκες µε το χαρακτηριστικό σχάσιµο της αργίλου ( φωτ. 12 ). Το ίδιο υλικό ( γυψίτης ) υπήρχε στα πρανή του δρόµου, που οδηγεί στο λατοµείο, αλλά και στα αποστραγγιστικά αυλάκια των διπλανών στο ορυχείο καλλιεργούµενων χωραφιών ( φωτ. 26,30). Πρέπει να επισηµάνω το γεγονός ότι, τα λατοµεία προς βορά και βορειοδυτικά έχουν την προέκταση του λόφου, τον οποίο εκµεταλλεύονται, ενώ προς τις άλλες κατευθύνσεις συνορεύουν µε καλλιεργούµενες εκτάσεις, από τις οποίες τα χωρίζει ένας αγροτικός δρόµος πλάτους 5 m. Οι καλλιέργειες γύρω από το λατοµείο είναι ελιές Καλαµών και ψυχανθή ( µηδική ) ( φωτ. 14,17,25,26 ). Επίσης, υπάρχει υψοµετρική διαφορά των λατοµείων από τις καλλιεργούµενες εκτάσεις, µε αποτέλεσµα οι επιφανειακές απορροές τους να κατευθύνονται, κυρίως, προς το αποστραγγιστικό δίκτυο των καλλιεργειών και δευτερευόντως προς ένα ρέµα, το οποίο υπάρχει στην ανατολική πλευρά των λατοµείων ( φωτ. 1,2,5,18 ).

Το λατοµείο της KNAUF βρίσκεται 40 Km µετά τον Άγιο Ηλία Αιτωλικού (θέση των πρώτων λατοµείων) σε απόσταση 2 Km από την κωµόπολη Κατούνα (παράρτηµα δορυφορική φωτογραφία). Είναι τοποθετηµένο αµφιθεατρικά πάνω από τη λίµνη Αµβρακία σε απόσταση 500-600 m από αυτή (φωτ. 38). Βρίσκεται σε ένα λόφο µε µεγάλη κλίση, ύψους 200-250 m και η λατόµευση του γύψου ξεκινά από ένα υψόµετρο 50 m από την επιφάνεια της θάλασσας. Είναι λατοµείο µεγάλης δυναµικότητας και η έκτασή του είναι διπλάσια ή και µεγαλύτερη από τα δύο πρώτα, που περιγράψαµε. Η µεγάλη κλίση του λόφου και η εκµετάλλευσή του έως την κορυφή έχει αναγκάσει τους υπεύθυνους του λατοµείου στη δηµιουργία µεγάλου αριθµού αναβαθµίδων ( φωτ. 27,29,37,38 ). Μετά την κορυφή του λόφου λατόµευσης υπάρχει ένα οροπέδιο, στο οποίο βρίσκεται και η κωµόπολη ( φωτ. 36 ), που προανέφερα. Η όλη ανάπτυξη του λατοµείου δηµιουργεί πρόβληµα στην απόθεση των στείρων καθώς µικρό µόνο µέρος τους µπορεί να αφεθεί στις αναβαθµίδες, ενώ είναι αδύνατη η απόθεση στην αρχή του λατοµείου, καθώς αυτό ξεκινά µε αναβαθµίδα µικρού πλάτους. Για να ξεπεράσει το παραπάνω πρόβληµα, η εταιρεία χρησιµοποιεί δύο χώρους απόθεσης των στείρων. Ο πρώτος βρίσκεται κάτω από την χαµηλότερη αναβαθµίδα, όπου µία έκταση τριών περίπου στρεµµάτων έχει µπαζωθεί µε στείρα, ώστε να έρθει στο ύψος του δρόµου ( και της πρώτης αναβαθµίδας ). Το ύψος των στείρων φθάνει τα 10 m, ενώ στην κορυφή του στρώµατος έχουν αποτεθεί γαιώδη αργιλικά υλικά ( πιθανότατα πρόκειται για τα επιφανειακά στρώµατα εδάφους πάνω από τη γύψο ), τα οποία έχουν ισοπεδωθεί, πατηθεί και έχει ακολουθήσει φύτευση δέντρων ελιάς ( φωτ. 28 ). Το µεγαλύτερο, όµως, κοµµάτι των στείρων διοχετεύεται µετά την κορυφή του λόφου, στην αρχή του οροπέδιου, όπου έχει δηµιουργηθεί ένα γήπεδο πολλών στρεµµάτων, στο οποίο εναποτίθενται τα στείρα µε την ίδια µεθοδολογία, που περιέγραψα πριν. Η σειρά απόθεσης είναι πρώτα τα µεγάλα κοµµάτια ανυδρίτη και δολοµίτη, µετά µικρότερα κοµµάτια των δύο υλικών και στη συνέχεια εδαφικά υλικά και ισοπέδωση συµπίεση του χώρου. Τη συνολική έκταση αυτού του γηπέδου, την υπολογίζω στα 8-10 στρέµµατα µε ύψος υλικών από 8-12 m ανάλογα και µε το ανάγλυφο, καθώς η αρχική έκταση δεν είναι επίπεδη (φωτ. 31,32,33,34,35). Οι επιφανειακές απορροές του λατοµείου κινούνται είτε προς τη µεριά της λίµνης Αµβρακίας, µέσω του ρέµατος, που βρίσκεται στην αρχή του λατοµείου είτε προς τη µεριά του οροπεδίου, αν πρόκειται για απορροές των σωρών των στείρων. Προς τη µεριά του οροπεδίου οι εκτάσεις, που γειτνιάζουν µε το λατοµείο είναι χορτολιβαδικές, τις οποίες εκµεταλλεύονται κτηνοτρόφοι και ελάχιστες εκτάσεις

χειµερινών σιτηρών. Προς τη µεριά της λίµνης όλες οι εκτάσεις είναι καλλιεργούµενες µε µοναδική σχεδόν καλλιέργεια την χονδροελιά Αγρινίου, µια ποικιλία επιτραπέζιας ελιάς ( φωτ. 30). Λαµβάνοντας υπ όψιν τη µελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων της KNAUF, σύµφωνα µε την οποία οι ετήσιες ανάγκες της σε ψηµένη γύψο ( CaSO 4. 1/2H 2 O ) είναι 200.000 tn, εύκολα συµπεραίνουµε ότι, η ελάχιστη ποσότητα σε γυψόπετρα (CaSO 4. 2H 2 O ), που εφοδιάζει το λατοµείο τη βιοµηχανία ανά έτος είναι 237.241 tn, θεωρώντας ότι, όλη η ποσότητα της γυψόπετρας είναι εκµεταλλεύσιµη από το εργοστάσιο. Στην πραγµατικότητα, όπως θα φανεί παρακάτω, πρέπει να υπολογίσουµε ένα 4-5% παραπάνω αρχικό υλικό. Με έξι ηµέρες την εβδοµάδα λειτουργίας, το λατοµείο παράγει 753 tn γυψόπετρα την ηµέρα ή 4.536 tn/ εβδοµάδα. Η δυναµικότητά του είναι τρεισήµισι φορές µεγαλύτερη από τη συνολική δυναµικότητα των λατοµείων του Αιτωλικού. Επίσης, αν υποθέσουµε ότι, τα παραγόµενα στείρα αποτελούν 20% του συνολικού υλικού (η κάθετη ανάπτυξη του ορυχείου δηµιουργεί µικρότερες ποσότητες εδαφικών υλικών σε σχέση µε το Αιτωλικό), τότε η παραγωγή στείρων ανά ηµέρα είναι 188 tn ή 1128 tn/ εβδοµάδα.στο ιστόγραµµα, που ακολουθεί, φαίνεται χαρακτηριστικά η διαφορά δυναµικότητας των λατοµείων Αιτωλικού και Κατούνας, καθώς και η συνολικά παραγόµενη ποσότητα γυψόπετρας και στείρων από τα τρία λατοµεία. 8000 ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΕ tn/εβ ΟΜΑ Α 7000 6000 5000 4000 3000 2000 1000 0 ΑΙΤΩΛΙΚΟ (B.P.B. + ΒΙΟΓΥΨ ) ΚΑΤΟΥΝΑ (KNAUF) ΠΕΡΙΟΧΗ - ΛΑΤΟΜΕΙΟ ΣΥΝΟΛΟ Γυψόπετρα Στείρα ΣΥΝΟΛΟ

6.2 Παραγωγική διαδικασία των µονάδων επεξεργασίας γύψου. Η διαδικασία επεξεργασίας της γυψόπετρας είναι κοινή στην αρχή ( πρώτα στάδια επεξεργασίας µετά την εισαγωγή στα εργοστάσια ) και για τις τρεις βιοµηχανίες, ενώ διαφοροποιείται στα τελευταία στάδια επεξεργασίας της κατά τη διαµόρφωση του τελικού προϊόντος. Συνοπτικά, θα περιγράψω τη διαδικασία επεξεργασίας, καθώς είναι απαραίτητο να κατανοηθεί για να εντοπιστούν τα σηµεία, στα οποία δηµιουργούνται περιβαλλοντικά προβλήµατα. Α) Η γυψόπετρα, κατά την είσοδο της στα εργοστάσια, οδηγείται σε σπαστήρα, όπου σπάει σε µέγεθος χαλικιού ( 30 mm ). Τα φορτηγά αδειάζουν απευθείας τη γυψόπετρα στο σπαστήρα. Ταυτόχρονα, µε τη θραύση της γυψόπετρας γίνεται και ο διαχωρισµός των εδαφικών υλικών (για την βιοµηχανία ΒΙΟΓΥΨ ο διαχωρισµός γίνεται µε χρήση χοντρού κόσκινου στο χώρο του λατοµείου) (φωτ. 23). Ο διαχωρισµός είναι µηχανικός και συνίσταται στην αποµάκρυνση υλικών διαµέτρου άµµου ή µικρότερων υλικών. Όπως είναι φυσικό δεν αποµακρύνεται µόνο έδαφος, αλλά και θρύµµατα γύψου ή άλλων υλικών. Σε επικοινωνία µου µε την προηγούµενη χηµικό µηχανικό του εργοστασίου, η οποία ήταν υπεύθυνη παραγωγής του εργοστασίου από το 1990-2003, µου περιέγραψε το παραπάνω υλικό ως υλικό µε καθαρότητα σε γύψο από 70-85 %. Το υλικό αυτό µέχρι το 2000 δινόταν από το εργοστάσιο ως αδρανές υλικό σε δηµόσια έργα. Η συνήθης πρακτική, που χρησιµοποιείται τώρα για το παραπάνω υλικό, είναι να αναµειγνύεται σε µικρή αναλογία µε γυψόπετρα υψηλής καθαρότητας, ώστε το αποτέλεσµα της µίξης να έχει περιεκτικότητα σε γύψο πάνω από 85%, που είναι οι µίνιµουµ προδιαγραφές. Η ανάµειξη γίνεται, όταν εξορύσεται γύψος υψηλής καθαρότητας και πάντα την ξηρή εποχή του έτους. Η εναπόθεσή του σε υπαίθριο χώρο, κατά τη διάρκεια του χειµώνα, κάνει αδύνατη τη µεταχείριση του παραπάνω υλικού, καθώς µε τις χειµερινές βροχές συγκρατεί µεγάλες ποσότητες νερού. Κατά την επίσκεψή µου στο εργοστάσιο στις αρχές Μαΐου, το παραπάνω υλικό ήταν τοποθετηµένο σε σωρούς δύο έως πέντε µέτρων,καλύπτοντας µία έκταση δύο στρεµµάτων περίπου ( φωτ. 39,40 ). Σύµφωνα µε τη µελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων της Β.Ρ.Β., η παραγωγή γαιωδών υλικών είναι σε µέγιστη βάση1 tn/h. Συνήθως αποτελεί 4-5% της γυψόπετρας, που φτάνει στο εργοστάσιο ( προσωπική επικοινωνία µε τον χηµικό, υπεύθυνο παραγωγής του εργοστασίου). Σε εβδοµαδιαία βάση κυµαίνεται από 38,4 tn έως 65 tn. Το υλικό, που συσσωρεύεται κατά την υγρή περίοδο Οκτώβριος Μάιος είναι από 1.229 tn ελάχιστο έως 2.080 tn µέγιστο. Τα νερά της βροχής, περνώντας από τον παραπάνω