Το ζήτηµα της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων µεταναστών στην ελληνική λογοτεχνία Δηµήτρης Χατζής, Το Διπλό βιβλίο Maka Kamushadze Στην ιστορία της ανθρωπότητας διάφοροι λαοί ή αντιπρόσωποι διαφόρων λαών αναγκάστηκαν να αφήσουν την πατρίδα τους και να βρουν καταφύγιο σε άλλες χώρες. Πριν αυτοί οι άνθρωποι ριζώσουν στις ξένες χώρες, έπρεπε να ξεπεράσουν τον πόνο της αποµάκρυνσης από τη χώρα τους. Στο γεγονός αυτό η χώρα υποδοχής πρέπει να διαδραµατίσει το σηµαντικότερο ρόλο. Υπάρχουν πολλά προβλήµατα που σχετίζονται µε το ζήτηµα της µετανάστευσης. Γενικά οι µετανάστες εκδηλώνουν δύο λανθασµένες τάσεις: πρώτη τάση, όταν τα πρόσωπα που µετανάστευσαν θεωρούν ότι η χώρα υποδοχής είναι ένα έρηµο µέρος και µπορούν να εγκατασταθούν εκεί χωρίς να προσαρµόσουν τη συµπεριφορά τους στο παραµικρό. Η δεύτερη τάση είναι να θεωρείται ότι η χώρα υποδοχής για τον µετανάστη είναι διαµορφωµένη από την άποψη των πολιτιστικών αξιών, της νοµοθεσίας και της θρησκείας και ότι αυτός πρέπει να δεχτεί τη νέα κατάσταση και να τήν αφοµοιώσει χωρίς καµιά εξαίρεση. Καµία από αυτές τις τάσεις δεν έχει τα επιθυµητά αποτελέσµατα ούτε για τους µετανάστες ούτε για τον αυτόχθονα πληθυσµό µε τον τοπικό πολιτισµό. H διέξοδος από την αντίθεση µεταξύ του απόδηµου και τοπικού πληθυσµού µπορεί να βρεθεί. Όσο περισσότερο αγαπήσει ο µετανάστης τον πολιτισµό της χώρας υποδοχής τόσο περισσότερο θα µπορέσει να προβάλει τον δικό του πολιτισµό σ αυτήν και συνάµα όσο περισσότερο αισθανθεί ότι υπάρχει σεβασµός από την πλευρά της χώρας υποδοχής απέναντι στη δική του πολιτιστική παράδοση τόσο θα προσπαθήσει και αυτός να ανταποδώσει την αγάπη προς την κουλτούρα αυτής της χώρας και να την συνταιριάξει µε την εθνική του ταυτότητα µε τα γνωρίσµατα που δηµιουργούν την εθνική του ταυτότητα. Για τον ελληνικό λαό η µετανάστευση και η εγκατάσταση στην καινούργια χώρα δεν είναι άγνωστο γεγονός. Σε διάφορες περιόδους της ιστορίας του οι αιτίες της αποµάκρυνσης των Ελλήνων από την πατρίδα τους και της εγκατάστασης σε ξένες χώρες ήταν διαφορετικές. Η ζωή των απόδηµων Ελλήνων στην ξενιτιά έγινε πηγή έµπνευσης πολλών ελλήνων συγγραφέων. Η εισήγησή µου αφορά το πώς αντικατοπτρίζεται το θέµα της µετανάστευσης και του ξεριζωµού των Ελλήνων στην ελληνική λογοτεχνία και συγκεκριµένα στο έργο του Δηµήτρη Χατζή, Το Διπλό βιβλίο. Πώς καταφέρνουν οι απόδηµοι Έλληνες στη Γερµανία να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα; Ποια από τα στοιχεία που την ορίζουν αποκτούν βαρύτητα στην ξενιτιά και γίνονται αυτά αιτία αντίθεσης µεταξύ των Ελλήνων και του ντόπιου πληθυσµού; Κατά πόσο καταφέρνουν οι ήρωες του έργου να συνταιριάζουν την δική τους εθνική ταυτότητα µε τον 1
αυτόχθονα πληθυσµό της χώρας υποδοχής; Ποια είναι η άποψη του συγγραφέα για το ζήτηµα της εθνικής ταυτότητας σε σχέση µε τους απόδηµους Έλληνες στη Γερµανία; Θα αναφερθώ στους δύο ήρωες του έργου του Δηµήτρη Χατζή, τον πρωταγωνιστή Κώστα και το φίλο του Σκουρογιάννη. Ο Κώστας, Έλληνας από τη Σούρπη πήγε στη Γερµανία, στη Στουτγκάρτη, για να βρει καλύτερη ζωή, όπως λέει ο ίδιος, δεν τη διάλεξε τη Στουτγκάρτη, του λαχε. Ο πρωταγωνιστής ψάχνει να βρει καινούργιο τρόπο ζωής, επειδή δεν του αρέσει η ζωή στην Ελλάδα και προσπαθεί να βρει καινούργια πατρίδα. Όµως αντιλαµβάνεται ότι ο καινούργιος τρόπος ζωής στη Γερµανία και η νοοτροπία των ανθρώπων τους οποίους συνάντησε εκεί δεν του ταιριάζουν. Έφυγε από την Ελλάδα για να ξεφύγει από τη φτώχεια, από την κλεψιά και την ατιµία, την αταξία και την αναρχία που συνάντησε στο ξυλάδικο του Βόλου, όπου εργαζόταν για κάποιο χρονικό διάστηµα. Ήθελε να φύγει από την Ελλάδα σε οποιονδήποτε άλλο τόπο. Περιµένοντας ότι οπουδήποτε αλλού θα ζούσε καλύτερα. «Έτσι λέω, γίνεται το σκόρπισµά µας αυτός ο ξεριζωµός ο δικός µας» 1, λέει ο Κώστας. Βρισκόµενος στη Γερµανία, στο εργοστάσιο Αουτελ που θα πει άουτο ελέκτρικα, όπου ο Κώστας δουλεύει ως χαµάλης και όπου έµαθε και αγάπησε τη νόρµα, την τάξη, τα κανονισµένα πράγµατα. Αλλά µαζί µε όλα αυτά έµαθε πώς ζουν οι άνθρωποι µε αδιαφορία προς τους άλλους ανθρώπους που είναι δίπλα τους. Ο πρωταγωνιστής αναρωτιέται: «[ ] στο ξυλάδικο τότε του Βόλου τα ξέραµε όλοι µας όλα. Εξαιτίας εκεί το χαµηλό µας επίπεδο. Εδώ δεν ξέρουµε τίποτα Εξαιτίας βέβαια το ψηλό µας επίπεδο. Και ψηλό επίπεδο, λοιπόν, αυτό θα πει να ξέρουµε µόνο την πληρωµή που θα πάρουµε και τους άλλους που στέκονται γύρω µας να τους βλέπουµε σαν να µην έχουνε πρόσωπο. Έπρεπε να ρθω, τέσσερις χιλιάδες χιλιόµετρα από τη Σούρπη ίσαµε δω, για να το µάθω. Να µάθω πως αυτός είναι ο δικός µας ο κόσµος, ο σηµερινός ο κόσµος, που λένε». 2 Ο Κώστας καταλαβαίνει ότι σ αυτόν τον καινούργιο κόσµο τις ανθρώπινες σχέσεις τις κανονίζουν οι νόρµες. Σύµφωνα µε τον Δ. Τζιόβα ο Χατζής στο έργο του αντιπαραθέτει δύο κόσµους, από τη µία πλευρά έναν κόσµο καινούργιο, ανελέητο της εκβιοµηχάνισης, του πραγµατισµού, και από την άλλη πλευρά τον ανθρώπινο, ονειρεµένο, ιδεώδη, παλιό κόσµο. Ταυτόχρονα υπογραµµίζει ότι και στους δύο κόσµους κυριαρχεί µοναξιά και αλλοτρίωση. Οι ήρωες του Χατζή δεν έχουν ρίζες και ο αµείλικτος κοσµοπολιτισµός είναι η µοίρα τους. 3 Πώς µπορούµε να χαρακτηρίσουµε τον Κώστα, σχετικά µε το αν νιώθει τον εαυτό του Έλληνα; Έχει ο Κώστας την ελληνική ταυτότητα; Αν όχι, ποια είναι η εθνική του ταυτότητα; Πού χάνονται τα γνωρίσµατα της εθνικής του ταυτότητας; 1 Δηµήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Αθήνα, 1977, 51. 2 Δηµήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο Αθήνα, 1977, 28. 3 Dimitris Tziovas, The other self: selfhood and society in Modern Greek fiction, Lexington Books, 2003, 210. 2
Τι είναι η εθνική ταυτότητα; Σύµφωνα µε το Anthony D. Smith τα κύρια στοιχεία της εθνικής ταυτότητας είναι τα εξής: 1. Ιστορικό έδαφος, δηλαδή πατρίδα. 2. Κοινοί µύθοι και ιστορική µνήµη. 3. Κοινός κοινωνικός πολιτισµός. 4. Για όλα τα µέλη κοινές νοµικές ευθύνες-δικαιώµατα. 5. Κοινή οικονοµική. 4 Πολλοί επιστήµονες δε συµπεριλαµβάνουν στα γνωρίσµατα της εθνικής ταυτότητας την κοινή µνήµη και τους κοινούς µύθους, επειδή θεωρούν ότι ο εθνικός µύθος, όπως και η εθνική µνήµη, µπορεί να γίνει αντικείµενο επεξεργασίας και να χαθεί µετά τις δύο γενιές. Όµως η εθνική ταυτότητα περιλαµβάνει την κοινή πολιτιστική κληρονοµιά, το κοινό παρελθόν (ιστορία) και το κοινό µέλλον, που αποτελεί τη συνέχεια του κοινού παρελθόντος. 5 Από αυτά τα στοιχεία που αναφέραµε πιο πάνω ποια ορίζουν την εθνική ταυτότητα του Κώστα; Πολλές φορές οι σχέσεις και οι συνειρµοί της πατρίδας είναι πιο σηµαντικοί παρά το να ζει κανείς σ αυτό το έδαφος. Είναι το µέρος στο οποίο ανήκουµε, η νοσταλγία και ο πνευµατικός δεσµός µ αυτό το έδαφος, ό,τι βοηθάει να αντέξει κανείς την αποµάκρυνση από την Πατρίδα. Ο πρωταγωνιστής όµως του έργου δεν είχε ποτέ νοσταλγία για την πατρίδα. Θεωρεί ο ίδιος ότι δεν έχει πατρίδα: «είµαι ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα». Ο Κώστας δε θέλει να γυρίσει ούτε να ξαναπάει στην Ελλάδα. Καταλαβαίνει ότι ένας εξόριστος θα είναι µέσα στον δικό του τόπο, θα νιώθει σαν πρόσφυγας. 6 Μερικές φορές σκέφτεται ότι ο µεγάλος ο κόσµος αυτός µπορεί να είναι η πατρίδα του και λέει «να το, λοιπόν πως έχω κι εγώ µια πατρίδα. Μια καινούργια πατρίδα. Είναι µέσα στο µεγάλο κόσµο». Συλλογιζόµενος όµως αντιλαµβάνεται ότι αυτόν τον µεγάλο κόσµο τον δηµιουργούν πολλοί µικρούτσικοι κόσµοι που µπορεί να είναι η Σούρπη (το χωριό του), το Ντοµπρίνοβο (το χωριό του Σκουρογιάνη) ή το χωριό των Σπανιόλων που εργάζονται µαζί του στο Άουτελ. Όµως αυτούς τους µικρούς κόσµους και τις πατρίδες δεν τα αναγνωρίζει ο πρωταγωνιστής µας, δηλαδή µένει χωρίς την πατρίδα. Ψάχνει έναν καινούργιο κόσµο, µία καινούργια πατρίδα. Όπως λέει ο ίδιος, «Θρησκεία, πατρίς, οικογένεια τίποτα δεν έχω Αδέσποτος µε τα όλα µου». 7 «τίποτα ροµέικο δεν έµεινε µέσα µου. Είµαι ένας άνθρωπος δίχως πατρίδα». 8 Και όταν απευθύνεται στο συγγραφέα: «τίποτα δεν έχω. Και µπορεί, λοιπόν, να µου πεις εσύ, ποιος είµαι, ποιος µπορεί να µαι-ένας άνθρωπος που δεν έχει τίποτα;» 9 4 Anthony D. Smith, National Identity, ISBN 0-14-012565-5. 5 Peter Mackkridge, Language and National Identity in Greece, 1766-1976, Oxford University Press, 11. 6 Δηµήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Αθήνα 1977, 194. 7 Δηµήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Αθήνα 1977, 77. 8 Δηµήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Αθήνα 1977, 85. 9 Δηµήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Αθήνα 1977, 87. 3
Παράλληλα µε τον πρωταγωνιστή, τον Κώστα, στο έργο του ο Χατζής µας παρουσιάζει και έναν άλλο ήρωα, τον Σκουρογιάννη από το Ντοµπρίνοβο, ο οποίος σε αντίθεση µε τον πρωταγωνιστή πέρασε στη Γερµανία είκοσι χρόνια, έχοντας στην καρδιά του την πατρίδα. Ζούσε στην ξενιτιά µόνο µε τις αναµνήσεις και τις εικόνες του τόπου του και µε την ελπίδα ότι κάποτε θα γυρίσει. Παρόλο που έµεινε είκοσι χρόνια στη Γερµανία, δε κατάφερε να συνηθίσει εκείνο τον ξένο, µεγάλο, ψυχρό κόσµο. Όπως λέει ο συγγραφέας, «αυτός απόµεινε όλα τα χρόνια της Γερµανίας Ντοµπρινοβίτης». 10 Γυρίζοντας όµως στην Ελλάδα, αντιλήφθηκε ότι κι αυτός ο κόσµος στην Ελλάδα έγινε ξένος γι αυτόν. Κατάλαβε ότι αυτός ο ονειρεµένος τόπος του φάνηκε λίγο παράξενος, ένιωσε την αποξένωση και στην πατρίδα του, όπως την ένιωθε και στη Γερµανία. Σ αυτή την απελπιστική κατάσταση τον βοήθησαν τα αχνάρια της αρκούδας της Πίνδου, που συνάντησε στο δάσος. «Η λύπη του σκόρπισε µονοµιάς η καρδιά του χτύπησε δυνατά, τον παλµό της βουνίσιας του ράτσας, της δικής του της γης. Σαν τώρα µονάχα να φτασε εκεί, τώρα µονάχα να χε γυρίσει». 11 Ο Σκουρογιάννης, λοιπόν, ζούσε µε τη νοσταλγία της πατρίδας όλα αυτά τα χρόνια και δεν έχασε την ελληνικότητά του. Εκτός από τους ήρωες για τους οποίους µιλήσαµε στην εισήγησή µας, ο Χατζής παρουσιάζει στο έργο του τους Έλληνες του ελληνικού καφενείου της Στουτγκάρτης, τους οποίους ονοµάζει Ροµιούς. «Ένα µικρό ροµέικο, σαράντα χιλιάδες ψυχές, είµαστε δω σε τούτη την πόλη. Περισσότεροι δηλαδή κι απ όλο το Βόλο». 12 Οι Έλληνες αυτοί στην ξενιτιά, όπως και ο Σκουρογιάννης, προσπαθούν να ζήσουν όπως στο χωριό τους και περιµένουν να ακούσουν τα κοκόρια κάθε πρωί, όµως στη Στουτγκάρτη δεν βρίσκουν αυτόν τον ανθρώπινο κόσµο. Μόνο άσφαλτο, σίδερα και γυαλιά είναι γύρω τους. Ζουν µε τις αναµνήσεις για τα χωριά τους, έχουν κουβαλήσει στη Γερµανία τον τόπο τους. Από τους δύο ήρωες του έργου, ο πρωταγωνιστής παρόλο που αρνιέται την ελληνική του ταυτότητα, αναφέροντας την Ελλάδα χρησιµοποιεί την κτητική αντωνυµία «δική µας». Λέει ο Κώστας: «στην Ελλάδα τη δική µας». 13 Κατά τη γνώµη µου µ αυτό τον τρόπο ο συγγραφέας δίνει τρυφερότητα στην έκφραση και δείχνει επίσης την αγάπη του Κώστα για την Ελλάδα. Ακόµα µία έκφραση του πρωταγωνιστή: «Τους µισώ πολύ τους δηµαγωγούς αυτούς. Τόσο πολύ, που λέω καµιά φορά δεν ξέκοψα, λοιπόν, ολότελα από το ροµέικο». 14 Δηλαδή, ό,τι τίµιο έχει µείνει µέσα του σχετίζεται µε την ελληνική του καταγωγή, µε το ροµέικο. Ο πρωταγωνιστής την ελληνική διασπορά στη Γερµανία την ονοµάζει το µικρό ροµέικο και τους Έλληνες στη Γερµανία τους ονοµάζει Ροµιούς. Μιλώντας για το παρελθόν του στην Ελλάδα πάλι 10 Δηµήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Αθήνα 1977, 130. 11 Δηµήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Αθήνα 1977, 138. 12 Δηµήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Αθήνα 1977, 62. 13 Δηµήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Αθήνα 1977, 77. 14 Δηµήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Αθήνα 1977, 191. 4
χρησιµοποιεί το επίθετο ροµέικη ιστορία, ροµέικη ρίζα. Θέλει να γίνει το κράτος του ροµέικο, ενώ το σύγχρονο κράτος του, αυτό που έχει αφήσει το ονοµάζει Ελλάδα. «Ροµέικο Κώστα, θα το µάθεις κάποτε, δεν είναι τόπος, δεν είναι κόσµος, εργοστάσια, ξυλάδικα, τίµιες δουλειές που θέλεις εσύ είναι καηµός µονάχα.», 15 λέει η αδελφή του Κώστα. Ώστε µπορούµε να πούµε ότι τη λέξη ροµέικο ο συγγραφέας τη χρησιµοποιεί µε την έννοια της εθνικής ταυτότητας. Όλα τα γνωρίσµατα που αποτελούν την έννοια της εθνικής ταυτότητας τα συγκεντρώνει στο σηµαινόµενο της λέξης. Σύµφωνα µε τον Δ. Τζιόβα, οι ήρωες του έργου Το Διπλό βιβλίο είναι κοσµοπολίτες, αυτή η άποψη πρώτ απ όλα αφορά τον Κώστα. Όπως προαναφέραµε, σύµφωνα µε τα λόγια του πρωταγωνιστή, αυτός δεν έχει πατρίδα, δεν έχει θρησκεία, όµως βεβαιωνόµαστε από το κείµενο ότι ο Κώστας δεν µπορεί να ξεχάσει το κοινό παρελθόν, την κοινή πολιτιστική κληρονοµιά µε τους Έλληνες, κατά τη γνώµη µου, τα πιο σηµαντικά γνωρίσµατα της εθνικής ταυτότητας. Όµως πρέπει να πούµε ότι ο πρωταγωνιστής είναι πολύ προσεκτικός όσον αφορά το ζήτηµα του ροµέικου. Καµιά φορά απορρίπτει την πατρίδα του, την ελληνικότητά του, αλλά καµιά φορά θεωρεί τον εαυτό του ως ένα µέρος του ροµέικου. Στον διάλογο µε τον συγγραφέα ο Κώστας λέει: «Το ροµέικο ζητάς να βρεις από µένα; Τον άνθρωπο, λες, το σηµερινό; Κολοκύθια τούµπανα άνθρωπος είµαι γώ. Και κολοκύθια τούµπανα συγγραφέας µου φαίνεται να σαι και συ». 16 Για τον Κώστα η ελληνικότητά του, και γενικά του σύγχρονου ανθρώπου, του προκαλεί αµφιβολία. Παρόλο που το έργο γράφτηκε στη δεκαετία του εβδοµήντα, τα προβλήµατα που περιγράφονται στο βιβλίο δεν χάνουν την επικαιρότητά τους, αντίθετα αποκτούν βαρύτητα στο σύγχρονο κόσµο. Βιβλιογραφία: Θ. Bερέµης, (επιµ.), Εθνική ταυτότητα και εθνικισµός στην νεότερη Ελλάδα, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1997. Δηµήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1977. John Edwards, Language, society, and identity. Oxford: Basil Blackwell (in association with André Deutsch), 1985. Renée Hirschon, Crossing the Aegean, Oxford, 2004. Peter Mackkridge, Language and National Identity in Greece, 1766-1976, Oxford University Press, 2009. Victor Segesvary, Dialogue of Civilizations, Mikes International, The Hague, Holland, 2004. Anthony D. Smith, National Identity, ISBN 0-14-012565-5. Dimitris Tziovas, The other self: selfhood and society in Modern Greek fiction, Lexington Books, 2003. 15 Δηµήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Αθήνα 1977, 56. 16 Δηµήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Αθήνα 1977, 29. 5