ΑΡ.ΜΗΤΡΩΟΥ: ΑΡ.ΤΗΛΕΦΩΝΟΥ:

Σχετικά έγγραφα
ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ - ΠΡΟΣΘΗΚΗ. Στο σ/ν «Μεταρρυθµίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστηµάτων κράτησης Γ τύπου και άλλες διατάξεις»

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΣΤΑ ΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΗΣ (είναι 4) 2 Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ. Προπαρασκευαστική. Κύρια διαδικασία ΑΡΧΕΣ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Συνοδευτικό έγγραφο στην

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

κτικού μέσου ως αυτοτελής προσβολή ατομικού δικαιώματος

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Μαΐου 2019 (OR. en)

Π Ρ Ο Α Ν Α Κ Ρ Ι Σ Η & Σ Υ Ν ΤΑ Γ Μ Α

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Α.- ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

Π Ρ Ο Σ ΕΝΣΤΑΣΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΛΗΨΗΣ DNA

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΚΩ ΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΟΝΟΜΙΑΣ. ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ Άρθρα Σελ. ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα 1

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5969-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 181/2014

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Άρθρο 1

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Για την ενσωµάτωση των Οδηγιών 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Σχολή Νοµικών Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Βασικές Αρχές για το Ρόλο των Δικηγόρων 1

Εκτελεστική Σύνοψη. This publication was funded by the European Union s Justice Programme ( )

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4592, (I)/2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

28/5/2010 Αριθµ. Πρωτ.: ***/2009 Ειδ. Επιστήµονας : Μ. Μπλιάτη

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Νομοθετικές πράξεις) ΟΔΗΓΙΕΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0402(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Πρόληψη και καταπολέµηση της εµπορίας ανθρώπων και προστασία των θυµάτων αυτής»

Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ. Νόμος 2101/1992. Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΦΕΚ Α 192)

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ιάταγµα δυνάµει του άρθρου 19

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. Σύσταση Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Β.13 Τι καλείται αυτόφωρο έγκλημα κατά τον κώδικα Ποινικής δικονομίας;

-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4112, 16/2/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕ ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ(ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΥΣΜΕΝΟΥΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ)ΝΟΜΟ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/762/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 18/2014

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

«ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΧΡΗΣΗ ΑΠΟ ΕΙΚΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΤΗ ΙΚΗ»

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΘΗΝΑ 2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΆΡΘΡΟ 1 ΣΚΟΠΟΣ. (άρθρο 1 και άρθρο 12 της οδηγίας)

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4979-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 142 /2014

Η ποινική αξιολόγηση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου θύματος στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρ. 226 Α Κ.Π.Δ.

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

Πρόταση νόμου: «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις»

ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. Α.

Τα Συνταγματικά δικαιώματα των αλλοδαπών

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΠΕ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΝΤΑΛΑΜΑΝΗ ΕΛΕΝΗ ΑΡ.ΜΗΤΡΩΟΥ: 1340 2004 00310 ΑΡ.ΤΗΛΕΦΩΝΟΥ: 6944912649 ΜΑΘΗΜΑ: ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ Ι ΑΣΚΩΝ: ΑΝ ΡΕΑΣ Γ. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΤΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ: 2008

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή σελ.3 Α. ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ 1. Έννοια και σκοπός σελ.4 2. «Είδη» προανάκρισης σελ.5 3. Ανακριτικές πράξεις σελ.7 4. Οι βασικές αρχές της ποινικής διαδικασίας σελ.8 5. Τα δικαιώµατα του κατηγορουµένου κατά τον Κ.Π.. σελ.12 Β. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ Ι) Ατοµικά δικαιώµατα και δέσµευση των φορέων της προανάκρισης από αυτά σελ.14 ΙΙ) Συνταγµατική προστασία των δικαιωµάτων του κατηγορουµένου στην προανάκριση σελ.15 1) Ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπεια (αρ.2 παρ.1 Σ ) σελ.15 2) Ζωή, τιµή και ελευθερία (αρ.5 παρ.2 Σ) σελ.15 3) Προσωπική ελευθερία και ασφάλεια(αρ.5παρ.3 και 6 Σ) σελ.16 4) Απαγόρευση βασανιστηρίων και άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (αρ.7 παρ.2 Σ ) σελ.17 5) Άσυλο της κατοικίας (αρ.9 παρ.1 Σ ) σελ.17 6) Το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (αρ.9 παρ.1 εδ.β Σ ) σελ.18 7) ικαίωµα πληροφοριακής αυτοδιάθεσης (αρ.9 Α Σ ) σελ.19 8) Απόρρητο της επικοινωνίας ( αρ.19 Σ ) σελ.20 9) Θρησκευτική ελευθερία ( αρ.13 Σ ) σελ.21 10) ικαίωµα δικαστικής ακρόασης ( αρ.20 παρ.1 Σ ) σελ.21 Γ. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΕ ΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΠΙΠΕ Ο 1)Ευρωπαϊκή Σύµβαση των δικαιωµάτων του ανθρώπου ( ΕΣ Α ) σελ.22 2) Οικουµενική ιακήρυξη των Ηνωµένων Εθνών ( 1948 ) σελ.23 3) Χάρτης θεµελιωδών ικαιωµάτων Ευρωπαϊκής Ένωσης σελ.23 4)Προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων από άλλα διεθνή και ευρωπαϊκά κείµενα σελ.24. ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ σελ.26 Συµπέρασµα Περίληψη Summary Λήµµατα Βιβλιογραφία σελ.27 σελ.28 σελ.28 σελ.29 σελ.30 2

ΕΙΣΑΓΩΓΗ To θέµα: Η παρούσα εργασία έχει ως θέµα της το θεσµό της προανάκρισης, ως µέρος της προδικασίας και ειδικότερα της ανακριτικής διαδικασίας και τη σηµασία που έχει σ αυτόν η τήρηση και προστασία των συνταγµατικών δικαιωµάτων του κατηγορουµένου. Η ποινική διαδικασία και γενικότερα το ποινικό δίκαιο παίζουν πολύ σηµαντικό ρόλο στην απονοµή της δικαιοσύνης και στην εµπέδωσή της από τους κοινωνούς του δικαίου, κάτι που µε τη σειρά του οδηγεί στην διατήρηση της έννοµης τάξης και στην ανάπτυξη του αισθήµατος ασφάλειας στην κοινωνία. Όµως, παρά τη τεράστια σηµασία του, το ποινικό δίκαιο ταυτόχρονα είναι και το δίκαιο του εξαναγκασµού, γεγονός που συνεπάγεται ότι προσφέρεται για αυθαιρεσίες που µπορεί να φτάσουν µέχρι και προσβολή των ατοµικών και κοινωνικών δικαιωµάτων, κάτι που είναι σαφώς παράνοµο και καταδικαστέο. Φυσικά, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της προανάκρισης, όπως και όλης της προδικασίας, που εντάσσονται στο πλαίσιο της ποινικής σχέσης, χαρακτηριστικό παράδειγµα ειδικής κυριαρχικής σχέσης, και που ως στόχο έχουν τη συλλογή στοιχείων για την εξιχνίαση εγκληµάτων, σε κάποιες περιπτώσεις η προστασία των δικαιωµάτων του κατηγορουµένου είναι αναγκαίο να περιορίζεται, ποτέ όµως µέχρι του σηµείου να θίγεται ο πυρήνας αυτών των δικαιωµάτων, κάτι που άλλωστε δεν επιτρέπει και η Αρχή της Αναλογικότητας. Η συγκεκριµένη εργασία, όπως προαναφέρθηκε έχει ως στόχο να υπογραµµίσει τα συνταγµατικά δικαιώµατα, τα οποία πολλές φορές «κινδυνεύουν» ή και θίγονται κατά την προανάκριση και το πώς αυτά τελικά διασφαλίζονται µέσα από τις οικείες διατάξεις, οι οποίες πρέπει να ακολουθούνται πιστά από τους προανακριτικούς υπαλλήλους. Γι αυτό το λόγο, αρχικά στο κεφάλαιο Α περιγράφεται σε γενικές γραµµές η διαδικασία της προανάκρισης, οι αρχές που τη διέπουν και τα δικαιώµατα του κατηγορουµένου κατά τον Κ.Π.. και στη συνέχεια,στο κεφάλαιο Β αναφέρονται τα συνταγµατικά δικαιώµατα, η προστασία των οποίων καθίσταται επιτακτική, και πώς αυτή η προστασία τελικά επιτυγχάνεται. Τέλος, θεώρησα σωστό να γίνει και µία σύντοµη αναφορά στην προστασία του κατηγορουµένου από διεθνή και ευρωπαϊκά συµβατικά κείµενα, τα οποία συχνά επεκτείνουν την προστασία που παρέχει η εγχώρια έννοµη τάξη. Αθήνα 2008 Νταλαµανή Ελένη 3

Α. ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ 1.ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ Η προανάκριση είναι το ένα από τα δύο είδη ανάκρισης (το άλλο είναι η κύρια ανάκριση)και συγκεκριµένα είναι η σύντοµη και συνοπτική ανάκριση, η οποία προβλέπεται από τον Ελληνικό Κώδικα Ποινικής ικονοµίας(αρ.245).η προανάκριση συνιστά επίσης έναν από τους περισσότερους τρόπους άσκησης της ποινικής δίωξης, ο οποίος είναι και ο συνηθέστερος για τα πληµµελήµατα. Το κριτήριο το οποίο ο Έλληνας νοµοθέτης επέλεξε για να οριοθετήσει τη διαχωριστική γραµµή µεταξύ τακτικής ανάκρισης και προανάκρισης είναι καθαρά τυπικό1, καθώς για τις λιγότερο σηµαντικές υποθέσεις διεξάγεται προανάκριση, σε αντίθεση µε τις βαρύτερες στις οποίες είναι αναγκαία η κύρια ανάκριση.πάντως, µε µια προσεκτική µατιά διαπιστώνει κανείς πώς το διαχωριστικό όριο των σηµαντικών από τις λιγότερο σηµαντικές υποθέσεις βρίσκεται στο όριο της απειλούµενης ποινής φυλάκισης τουλάχιστον 3 µηνών: σε όλα τα κακουργήµατα και σε όσα πληµµελήµατα απειλούνται µε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 µηνών προβλέπεται διενέργεια τακτικής ανάκρισης, ενώ στα υπόλοιπα πληµµελήµατα προβλέπεται διεξαγωγή προανάκρισης.2βέβαια υπάρχουν και κάποιες περιπτώσεις, όπου δεν κρίνεται αναγκαία, χωρίς όµως να αποκλείεται, ούτε καν η προεισαγωγική ανάκριση(αρ.244 Κ.Π..). Το παραπάνω τυπικό κριτήριο συχνά επικρίνεται, καθώς πολλές φορές στο χώρο της συνοπτικής προανάκρισης διοχετεύονται και αποδεικτικά δύσκολες υποθέσεις, ως προς τις οποίες δεν είναι εκ των προτέρων δεδοµένο ότι τίποτε σχεδόν δεν µπορεί να προκύψει από µία συνοπτική έρευνα.3 Αυτή η κριτική που ασκείται στην οριοθέτηση του πεδίου εφαρµογής των δύο ειδών ανακρίσεως έχει άµεση σχέση µε τον σκοπό τους. Σκοπός, λοιπόν, γενικότερα της ανακριτικής διαδικασίας κατά το αρ.239 παρ.1 του Κ.Π.. είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών µέσων για να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήµατος και να αποφασιστεί αν κάποιος πρέπει να εισαχθεί σε δίκη γι αυτό. Έτσι µε την προανάκριση ειδικότερα εξασφαλίζεται η εξακρίβωση της αλήθειας σχετικά µε το καταγγελθέν έγκληµα, η λήψη ορθής απόφασης για την παραποµπή ή µη σε δίκη του φερόµενου ως δράστη και η εξασφάλιση της οµαλής διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας.4 1 Αλεξιάδης Στέργιος, Ανακριτική, 5 η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη,2003,σελ. 101 2 Αλεξιάδης Στέργιος, Ανακριτική, 5 η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη,2003,σελ. 101 3 Νικ.Κ.Ανδρουλάκης, Θεµελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης,2 η Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα,1994, σελ.95 4 Θεοχάρης Ι. αλακούρας, Ποινική ικονοµία-βασικές έννοιες και θεσµοί της Ποινικής ίκης, Τόµος Β, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σ.ακκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 2003,σελ.132 4

2. «ΕΙ Η» ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗΣ Η Προανάκριση ως ένα ξεχωριστό και σαφώς διακρινόµενο τµήµα της όλης ανακριτικής διαδικασίας δεν αποτελείται και αυτή µε τη σειρά της από περισσότερα επιµέρους «είδη», αν και στην πράξη συχνά γίνεται η διάκριση µεταξύ τακτικής και αυτεπάγγελτης ή αστυνοµικής προανάκρισης όπως αυτή είναι ευρέως γνωστή. Ξεκινώντας µε την τακτική προανάκριση, ή απλά προανάκριση, πρέπει να τονιστεί ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διενέργειά της είναι η γραπτή παραγγελία από τον εισαγγελέα, η οποία ισοδυναµεί µε κίνηση της ποινικής δίωξης από αυτόν. Προανάκριση η οποία διενεργήθηκε χωρίς την προηγούµενη παραγγελία του εισαγγελέα είναι απολύτως άκυρη 5, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αστυνοµικής προανάκρισης, σύµφωνα µε την παρ.2 του αρ.243 Κ.Π.. Όσον αφορά τους φορείς της, η προανάκριση διενεργείται είτε από τον ίδιο τον εισαγγελέα(αρ.31 παρ.1 στ. β ) είτε από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο µετά από την προαναφερθείσα προηγούµενη έγγραφη παραγγελία του εισαγγελέα και κατ εξαίρεση- από τον ανακριτή,σε όσες περιπτώσεις ορίζει σχετικά ο νόµος(αρ.243 παρ.1) 6 Στις περιπτώσεις όµως που πρόκειται για αυτόφωρο κακούργηµα ή πληµµέληµα ή απειλείται άµεσος κίνδυνος από την αναβολή οι ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωµένοι να επιχειρήσουν τις αναγκαίες για την βεβαίωση του εγκλήµατος και την ανακάλυψη του δράστη προανακριτικές πράξεις χωρίς προηγούµενη παραγγελία του εισαγγελέα, αλλά οφείλουν να τον ειδοποιήσουν µε το ταχύτερο µέσο και να του υποβάλουν χωρίς καθυστέρηση τις συνταχθείσες εκθέσεις( αρ.243 παρ.2 εδ.α ). Εδώ βρισκόµαστε στο χώρο της αστυνοµικής προανάκρισης, όπου δηλαδή λαµβάνει χώρα άµεση επέµβαση των αστυνοµικών ιδίως οργάνων σε εγκλήµατα τα οποία καταλαµβάνονται επ αυτοφώρω ή σε άλλες κατεπείγουσες περιπτώσεις, πριν ακόµα δοθεί η σχετική εισαγγελική παραγγελία που δε µπορεί άλλωστε από την ίδια τη φύση του πράγµατος να φτάσει πάντοτε εγκαίρως. 7 Θα πρέπει να τονιστεί ότι η ανωτέρω αυτεπάγγελτη δραστηριότητα των ανακριτικών υπαλλήλων δεν αποτελεί έναρξη της ποινικής δίωξης, ωστόσο η «προανάκριση» αυτή εξοµοιώνεται από το νόµο µε τη γνήσια προανάκριση, τόσο σε σχέση µε τις δυνατότητες δράσεως των φορέων της, όσο και ως προς το ότι εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται φέρει την ιδιότητα του υπόπτου και θωρακίζεται έτσι καταρχήν µε όλα τα δικαιώµατα του τελευταίου (βλ. αρ 105 Κ.Π..). 8 Λόγω ακριβώς του εξαιρετικού χαρακτήρα της αστυνοµικής προανάκρισης, αυτή διενεργείται αποκλειστικά στις περιπτώσεις που περιοριστικά απαριθµούνται στο αρ.243 Κ.Π. και σε καµία άλλη περίπτωση, ενώ υπάρχει στο αρ.105 Κ.Π.. η ρητή απαγγελία (σχετικής και απόλυτης ) ακυρότητας για την περίπτωση που η εξέταση γίνει κατά παράβαση των προβλέψεων του άρθρου. 9 Παρά 5 Βλ. αρ.27, 43, 72, 73 και 171 παρ.1 εδ.β Κ.Π. 6 Καρράς Αργ., Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή, 2007, σελ.388 7 Νικ.Κ.Ανδρουλάκης, Θεµελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης,2 η Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα,1994, σελ.98 8 Νικ.Κ.Ανδρουλάκης, Θεµελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης,2 η Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα,1994, σελ.98 9 Μαργαρίτης Λ., Εµβάθυνση στην Ποινική ικονοµία, 2006, σελ. 157 5

τα σηµαντικά όµως πλεονεκτήµατα τα οποία εµφανίζει η αστ. προανάκριση, µία σηµαντική επιφύλαξη είναι ότι αυτή δεν πρέπει να παρατείνεται χρονικά ή να επεκτείνεται µέχρι και τη λήψη της απολογίας του συλληφθέντος δράστη. Έτσι µειώνεται το ενδεχόµενο ταπεινωτικής ή απάνθρωπης µεταχείρισης ή ακόµη και άσκησης βασανιστηρίων σε βάρος του κατηγορουµένου ατόµου. 10 Μάλιστα στο 2 ο ιεθνές Συνέδριο Εγκληµατολογίας έγινε δεκτό ότι η παρέµβαση του τακτικού ανακριτή πρέπει να γίνεται αµέσως µόλις αυτό καταστεί δυνατό και ότι η αστυνοµία πρέπει να περιορίζεται στις πρώτες αναγκαίες ενέργειες, ενώ µόνος αρµόδιος για την εξέταση του υπόπτου είναι ο ανακριτής. Τέλος, άλλη µία µορφή προεισαγωγικής διερεύνησης των ποινικών υποθέσεων, εκτός από την αστυνοµική προανάκριση, είναι και η προκαταρκτική εξέταση, η οποία έχει σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο οι υφιστάµενες υπόνοιες εµφανίζουν το minimum εκείνο βασιµότητας, ώστε να αποφασιστεί από τον εισαγγελέα πληµµελειοδικών αν θα κινηθεί ή όχι ποινική δίωξη. Το παραπάνω είναι πολύ σηµαντικό, ώστε να αποφεύγονται οι άσκοπες ποινικές διώξεις που συνεπάγονται όχι µόνο ταλαιπωρία των πολιτών αλλά και προσβολή της δηµοκρατικής νοµιµότητας. Έτσι, όπως καθίσταται φανερό από τα παραπάνω, η προκαταρκτική εξέταση δε συνιστά τµήµα της ποινικής δίκης, αλλά προηγείται της τελευταίας, γι αυτό και έχει, λανθασµένα υποστηριχθεί ότι έχει καθαρά διοικητικό χαρακτήρα,κάτι που θα σήµαινε ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου διεξάγεται δεν έχει τα δικαιώµατα του υπόπτου. υστυχώς, όπως στην προανάκριση, έτσι και στην προκαταρκτική εξέταση, σε µία δικονοµικά απαράδεκτη ανακριτική τακτική,ορισµένοι ανακριτικοί υπάλληλοι δε δίσταζαν να εξετάζουν τον κατηγορούµενο καλώντας τον ως µάρτυρα, ώστε να τον υποχρεώσουν να συνοδεύσει την κατάθεσή του µε όρκο, παρά το γεγονός ότι η εξέταση του κατηγορουµένου γίνεται χωρίς όρκο και αυτός διατηρεί το δικαίωµα να µην απαντήσει(αρ.273 παρ.2β Κ.Π..). και όλα αυτά µε τον συνήγορο του κατηγορουµένου είτε απόντα είτε παρόντα µεν αδυνατούντα όµως να επικοινωνήσει µε τον εξεταζόµενο. 11 Αυτές οι δύο πρακτικές και, ιδίως το φαινόµενο «µαρτυροποίησης» των κατηγορουµένων προσβάλλει υπερασπιστικά δικαιώµατα και συνεπώς γεννά απόλυτη ακυρότητα ω κατά το αρ.171 παρ.1 εδ. δ Κ.Π.. 12 10 Αλεξιάδης Στέργιος, Ανακριτική, 5 η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη,2003,σελ. 104 11 Μαργαρίτης Λ., Εµβάθυνση στην Ποινική ικονοµία, 2006, σελ. 155 12 Αλεξιάδης Στέργιος, Ανακριτική,5 η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη,2003,σελ. 107 6

3.ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Οι ανακριτικοί υπάλληλοι αµέσως µόλις λάβουν µία δικογραφία για την τέλεση προανάκρισης οφείλουν να προβούν σε ορισµένες έστω από τις ανακριτικέ ς πράξεις που καθιερώνει ο Κ.Π.. ώστε να συγκεντρωθούν οι απαραίτητες και καθοριστικές για την εξέλιξη της υπόθεσης αποδείξεις. Τέτοιες ανακριτικές πράξεις είναι οι έρευνες και ιδίως η έρευνα που διενεργείται στον τόπο του εγκλήµατος, η διενέργεια πραγµατογνωµοσύνης και αυτοψίας, η συγκέντρωση και επισύναψη των απαραίτητων για τη διερεύνηση της υπόθεσης εγγράφων, η συλλογή των ενδείξεων και η κατάληψη των πειστηρίων και γενικά η τέλεση όλων των αναγκαίων για τη συλλογή και διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για τη διασφάλιση των ιχνών πράξεων. Όµως οι ανακριτικές πράξεις δεν εξαντλούνται εδώ, καθώς υπάρχουν και περαιτέρω οι οποίες συνίστανται στην κλήτευση και εξέταση του µηνυτή, του πολιτικώς ενάγοντα αλλά και όλων των µαρτύρων, στη δικαστική συνδροµή, στην κατάσχεση και τέλος, και πολύ σηµαντικό, στην εξέταση του κατηγορουµένου και στη λήψη της απολογίας του. 13 Κατά την άποψη µου καθοριστικές για την εξέλιξη της υπόθεσης ανακριτικές πράξεις είναι η έρευνα στον τόπο του εγκλήµατος και όλες οι άλλες έρευνες, οι οποίες εκτός από την άµεση σύλληψη του δράστη µπορούν να δώσουν απαντήσεις σε όλα τα κρίσιµα ανακριτικά ερωτήµατα σχετικά µε την τέλεση της αξιόποινης πράξης. Γι αυτό το λόγο θεωρώ σκόπιµο να γίνει µία σύντοµη αναφορά στις εγγυήσεις του Κ.Π.. που διασφαλίζουν την οµαλή διενέργεια τη έρευνας. Συγκεκριµένα, σε υλοποίηση της συνταγµατικής προστασίας του ασύλου της κατοικίας(αρ.9 Σ) οι διατάξεις των αρ.254-256 Κ.Π.. ρυθµίζουν τον τρόπο διεξαγωγής της έρευνας σε ιδιωτική κατοικία,ενώ τα αρ.257 Κ.Π.. ρυθµίζει τη σωµατική έρευνα µε τρόπο που να διασφαλίζεται η προστασία της ανθρώπινης αξίας και αξιοπρέπειας. Τέλος, το ίδιο το Σύνταγµα στο αρ.19 απαγορεύει την αξιοποίηση αποδεικτικών µέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των αρ.9, 9Α και 19 Σ. 14 Εκτός από τις παραπάνω εντοπίζονται στο αρ.253 Α και κάποιες ειδικές ανακριτικές πράξεις που στοχεύουν στην αντιµετώπιση του διεθνούς οργανωµένου εγκλήµατος και εισάχθηκαν στον Κ.Π.. µε το Ν.2928/2001. Αυτές οι πράξεις είναι η ανακριτική διείσδυση, οι ελεγχόµενες µεταφορές, η άρση του απορρήτου των ανταποκρίσεων και της επικοινωνίας, η καταγραφή της δραστηριότητας ατόµων ή γεγονότων σε δηµόσιο χώρο και, τέλος, η συσχέτιση ή ο συνδυασµός δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα. 13 Για περισσότερα βλ. Ηλία Π.Αλατσά, Η Προανάκριση, σελ.41 επ. 14 Στέργιος Αλεξιάδης, Ανακριτική, 5 η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη,2003,σελ. 219 7

4.ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑΣ Α) Αρχή της λαϊκής ή εξωτερικής µυστικότητας Σύµφωνα µε το αρ.241 Κ.Π.. η ανάκριση, όπως και η προανάκριση στην οποία ισχύουν όλες οι ανακριτικές αρχές, γίνεται πάντοτε χωρίς δηµοσιότητα, δηλαδή χωρίς την παρουσία οποιωνδήποτε πολιτών κατά τη διενέργεια των ειδικότερων ανακριτικών πράξεων και άρα χωρίς τη γνώση του περιεχοµένου των στοιχείων τους. 15 Η µυστικότητα αυτή επιβάλλεται γιατί αφενός είναι αναγκαία για τη διαλεύκανση των εγκληµάτων και αφετέρου γιατί θα συνεπαγόταν άσκοπη και,γι αυτό απαράδεκτη ηθική µείωση για τον κατηγορούµενο εκείνον που θα απαλλασσόταν µετέπειτα µε βούλευµα, για τον οποίο δηλαδή η κατηγορία ήταν ανεπαρκής. 16 ιαπιστώνουµε λοιπόν πώς η παραπάνω αρχή έρχεται σε αντίθεση µε την από το Σύνταγµα καθιερωµένη Αρχή της ηµοσιότητας των συνεδριάσεων των δικαστηρίων(αρ.93 παρ.2 Σ), η οποία έχει οδηγεί σε έλεγχο των τεκταινοµένων από το λαό, κάτι που µε τη σειρά του οδηγεί στην εµπέδωση της εµπιστοσύνης των κοινωνών του δικαίου προς τους δικαστές και τη δικαιοσύνη γενικότερα. Όµως η υποχώρηση της παραπάνω αρχής κρίθηκε αναγκαία από το νοµοθέτη, καθώς στην προανάκριση πρέπει να επικρατεί το δικαίωµα του κατηγορουµένου για σεβασµό της προσωπικότητάς του έναντι του δικαιώµατος πληροφόρησης του κοινού. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάµε και το τεκµήριο αθωότητας που επιβάλλει την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στην ταυτότητα του υπόπτου, γι αυτό και απαγορεύεται η τηλεοπτική µετάδοση της προσαγωγής του κατηγορουµένου στις ανακριτικές αρχές για να απολογηθούν αν οι τελευταίο δε συναινούν ρητά. 17 Από την άλλη πλευρά, η ανάγκη προστασίας των δικαιωµάτων των κατηγορουµένων οδήγησε στο να επιτρέπεται η λήψη γνώσης των εγγράφων της ανακριτικής διαδικασίας από όλους τους µετέχοντες και η παράστασή τους σε κάθε ανακριτική πράξη. Για αυτό το λόγο µιλάµε επίσης για δηµοσιότητα των µερών ή εσωτερική δηµοσιότητα. Β)Συνοπτικότητα Η προανάκριση είναι από τη φύση της, σε αντίθεση µε την τακτική ανάκριση, σύντοµη και συνοπτική(αρ.245 Κ.Π..) και η έρευνα της υπόθεσης που λαµβάνει χώρα στη διάρκειά της δεν είναι εξαντλητική. Αυτό όµως δεν παύει να σηµαίνει ότι οι αρµόδιοι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να συγκεντρώσουν όλα εκείνα τα στοιχεία που θα συνηγορούν στο αν υπάρχουν αρκετές ενδείξεις εναντίον του κατηγορουµένου, ώστε να συνεχιστεί η ποινική διαδικασία εναντίον του. Από το συνοπτικό αυτό χαρακτήρα προκύπτει ότι το επιφορτισµένο µε την προανάκριση όργανο µπορεί να επιστρέψει τη δικογραφία στον εισαγγελέα και χωρίς να καλέσει τον ύποπτο σε απολογία όταν επείγει η εξέλιξη της διαδικασίας. Όµως επειδή αυτό προσβάλλει το δικαίωµα ακρόασης(αρ.20 Σ) ο κατηγορούµενος µπορεί να ζητήσει να απολογηθεί και αν παραπεµφθεί στο ακροατήριο χωρίς προηγούµενη απολογία του 15 Θεοχάρης Ι. αλακούρας, Ποινική ικονοµία-βασικές έννοιες και θεσµοί της Ποινικής ίκης, Τόµος Β, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σ.ακκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 2003, σελ.134 16 Καρράς Αργ., Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή, 2007, σελ.373 17. ηµητρόπουλος Αν., Οργάνωση και Λειτουργία του κράτους, ί έκδοση 2004, σελ.204 υποσ.1266 8

µπορεί να προσφύγει κατά του κλητηρίου θεσπίσµατος στον Εισαγγελέα Εφετών(αρ.322 Κ.Π..) Γ)Αρχή της αυτεπάγγελτης συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού Σύµφωνα µε το αρ.239 παρ.2 Κ.Π.. τα ανακριτικά όργανα είναι υποχρεωµένα να ενεργού αυτεπαγγέλτως για τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, χωρίς δηλαδή να αναµένουν την υποβολή αντίστοιχων αιτήσεων ή προτάσεων από τους τυχόν ενδιαφεροµένους και χωρίς να δεσµεύονται κατά κανόνα από αυτές. 18 Άρα η εν λόγω αρχή επιτάσσοντας τη διενέργεια των αναγκαίων πράξεων για τη συγκέντρωση των απαραίτητων ενοχοποιητικών και αθωωτικών αποδείξεων δείχνει τη σηµασία που αποδίδει η Πολιτεία στην αντιµετώπιση του εγκλήµατος και συνάµα την επιλογή της να καταστήσει τη διαδικασία απονοµής δικαιοσύνης αµιγώς κρατική υπόθεση. 19 Επιπλέον από την αρχή αυτή συνάγεται ότι στην ποινική δίκη δεν ισχύει το βάρος αποδείξεως της πολιτικής δίκης, όπου ο κάθε διάδικος οφείλει να αποδεικνύει τους ισχυρισµούς του. Αντίθετα, στην ποινική δίκη κανείς διάδικος δεν υποχρεούται να αποδείξει την ενοχή ή την αθωότητα του ιδίου ή κάποιου άλλου, αλλά οι ανακριτικοί υπάλληλοι και ο εισαγγελέας εξετάζουν και βεβαιώνουν αυτεπαγγέλτως τόσο την ενοχή όσο κι την αθωότητα του κατηγορουµένου. Μάλιστα ο εισαγγελέας είναι υποχρεωµένος να προτείνει την απαλλαγή του κατηγορουµένου αν τα στοιχεία είναι ανεπαρκή. )Αρχή της έγγραφης διαδικασίας Σύµφωνα µε το αρ.241κ.π.. η ανάκριση, όπως και η προανάκριση, γίνεται πάντα εγγράφως, δηλαδή για κάθε διενεργούµενη ανακριτική πράξη συντάσσεται σχετική έκθεση. Τόσο κατά την ανακριτική πράξη όσο και κατά τη σύνταξη της ανωτέρω έκθεσης είναι απαραίτητη η παρουσία δικαστικού γραµµατέα ή δεύτερου ανακριτικού υπαλλήλου ή αν αυτοί δεν υπάρχουν η παρουσία δύο µαρτύρων κατά το αρ.150 Κ.Π..Αν ούτε τέτοιοι µάρτυρες είναι δυνατόν να παραστούν τότε η προανάκριση διενεργείται µόνο από τον ανακρίνοντα. ικαιολογητικός λόγος της αρχής της έγγραφης διαδικασίας είναι η ανάγκη διασφάλισης του αποδεικτικού υλικού και η ανάγκη ελέγχου της αξιοπιστίας των αποδείξεων που έχουν συλλεχθεί. Ε)Αρχή του προσήκοντος βαθµού υπονοιών Σύµφωνα µε την εν λόγω αρχή, όσο σοβαρότερο είναι το ανακριτικό µέτρο που λαµβάνεται σε βάρος του κατηγορουµένου και όσο δυσµενέστερη η θέση του, τόσο αυξηµένος πρέπει να είναι και ο βαθµός των υπονοιών της ενοχής του. 20 Αυτή η αρχή αποτυπώνεται σε πολλά άρθρα του Κ.Π.., όπως τα αρ.43 παρ.1, 257, 253 Α, 282,κ.α. 18 Καρράς Αργ., Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή, 2007, σελ.372 19 Θεοχάρης Ι. αλακούρας, Ποινική ικονοµία-βασικές έννοιες και θεσµοί της Ποινικής ίκης, Τόµος Β, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σ.ακκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 2003,σελ.132 20 Θεοχάρης Ι. αλακούρας, Ποινική ικονοµία-βασικές έννοιες και θεσµοί της Ποινικής ίκης, Τόµος Β, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σ.ακκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 2003,σελ.134 9

ΣΤ)Αρχή της αναγκαιότητας Η αρχή της αναγκαιότητας απορρέει από τη γενικότερη αρχή σεβασµού της ανθρώπινης αξίας (αρ.2 παρ.1 Σ) και συνεπάγεται ότι κάθε δικονοµικό µέτρο και περιορισµός των θεµελιωδών δικαιωµάτων κατά την ανακριτική διαδικασία πρέπει να είναι αναγκαίος για την υλοποίηση του συγκεκριµένου σκοπού. Όταν γίνεται λόγος για αναγκαίο περιορισµό σηµαίνει πως αυτός περιορίζει το θιγόµενο δικαίωµα λιγότερο από άλλους περιορισµούς που µπορούν να οδηγήσουν στο ίδιο αποτέλεσµα. Αποτύπωση της εν λόγω αρχής συνιστούν τα αρ.200 Α, 253, 255, 257, 278,κ.α. Ζ)Αρχή της απαγόρευσης του υπερµέτρου Περιεχόµενο της αρχής αυτής είναι η υπόδειξη ότι η ανακριτική δραστηριότητα δεν επιτρέπεται να καθίσταται υπέρµετρα επαχθής, ώστε το πρόσωπο που την υφίσταται να προσβάλλεται στα έννοµα αγαθά του κατά τρόπο αφόρητο και µη δικαιολογούµενο από τις συνθήκες της συγκεκριµένης περίπτωσης. 21 Ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι ότι θα πρέπει να επιβάλλεται απαγόρευση µετάβασης στην αλλοδαπή του επιχειρηµατία, ο οποίος ασκεί επιχειρηµατική δράση κυρίως στο εξωτερικό. Η)Αρχή της αναγκαίας αναλογίας Η ανακριτική δραστηριότητα πρέπει να είναι ανάλογη µε τη βαρύτητα του εγκλήµατος, γι αυτό το λόγο η αρχή της αναγκαιότητας επιβάλλει στον ανακρίνοντα την υποχρέωση να σταθµίζει κάθε φορά, ώστε το µέτρο που επιβάλλει να τελεί σε σχέση αναλογίας µε τη βαρύτητα της διωκόµενης πράξης. Η αρχή αυτή εκφράζεται π.χ. στο αρ.253 Κ.Π.. το οποίο ορίζει ότι έρευνα γίνεται µόνο όταν διεξάγεται ανάκριση για κακούργηµα ή πληµµέληµα, στο αρ.282, 287 κ.α. Θ)Αρχή της προσφορότητας ή της καταλληλότητας Σύµφωνα µε την αρχή της προσφορότητας η συγκεκριµένη κάθε φορά ανακριτική δραστηριότητα πρέπει να είναι η πιο πρόσφορη και συνάµα κατάλληλη για να οδηγήσει στην ανακάλυψη της αλήθειας. Και αυτή αποτελεί απόρροια της συνταγµατικής προστασίας της ανθρώπινης αξίας, όπως και οι αρχές ΣΤ-Η, οι οποίες µάλιστα αποτελούν όλες εκφάνσεις της πολύ σηµαντικής στο πεδίο των συνταγµατικών δικαιωµάτων Αρχής της Αναλογικότητας (αρ.25 παρ.1 εδ.4 Σ) Ι)Αρχή της απαγόρευσης εξαναγκασµού σε αυτοενοχοποίηση Σύµφωνα µε το αρ.14 παρ3 περ.ζ του ιεθνούς Συµφώνου Ατοµικών και Πολιτικών ικαιωµάτων, κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκηµα απολαύει την εγγύηση «να µην εξαναγκάζεται σαν καταθέτει εναντίον του εαυτού του ή να οµολογήσει την ενοχή του». ηλαδή από αυτή την αρχή απορρέει πώς κανένας δεν 21 Καρράς Αργ., Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή, 2007, σελ.374 10

είναι υποχρεωµένος να καταθέσει γεγονότα τα οποία είναι επιβαρυντικά για αυτόν µε την έννοια ότι τον ενοχοποιούν για κάποια αξιόποινη πράξη(neon tenetur se ipsum prodere ή accusare) 22. Στο ελληνικό ποινικό δίκαιο έκφραση αυτής της αρχής αποτελούν τα αρ.223 παρ.4 και 273 παρ.2 εδ.β. 22 Καρράς Αργ., Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή, 2007, σελ.376 11

5.ΤΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Κ.Π. Ο κατηγορούµενος έχει συγκεκριµένα δικαιώµατα που απαριθµούνται στον Κ.Π.. και έχουν ως σκοπό να τον προστατεύσουν από τις αυθαιρεσίες των οργάνων που είναι επιφορτισµένα µε την ανακριτική διαδικασία και όσον αφορά την παρούσα εργασία µε την προανάκριση. Αυτά τα δικαιώµατα τα οποία πρέπει πάντα να ερµηνεύονται υπέρ του κατηγορουµένου είναι τα παρακάτω: Ι) ΙΚΑΙΩΜΑ ΑΚΡΟΑΣΕΩΣ: Το δικαίωµα ακροάσεως(αρ.20 Σ) είναι το βασικό και θεµελιώδες δικαίωµα του κατηγορουµένου, το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αναπτύξει τις απόψεις του και να αντικρούσει την κατηγορία. Από αυτό συνάγονται πολλά επιµέρους δικαιώµατα, τα οποία είναι τα εξής: ικαίωµα διορισµού συνηγόρου(αρ.96 Κ.Π..): Ο κάθε διάδικος µπορεί να αντιπροσωπεύεται σύµφωνα µε το αρ.96 Κ.Π.. ή να συµπαρίσταται στην προδικασία µε έναν ή δύο συνηγόρους. Επιπλέον ο κατηγορούµενος έχει δικαίωµα να ζητήσει διορισµό συνηγόρου από τον ανακριτή και αντίστοιχα ο τελευταίος να ικανοποιήσει το αίτηµά του(αρ.100 παρ.3 Κ.Π..) Μολονότι κατά το νόµο το ως άνω δικαίωµα περιορίζεται ρητά στην κύρια ανάκριση, θα πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της και στο στάδιο της προανάκρισης. 23 ικαίωµα παράστασης στις ανακριτικές πράξεις(αρ.97 Κ.Π..):Ο κατηγορούµενος δικαιούται κατά κανόνα να παρίσταται είτε αυτοπροσώπως είτε µέσω του συνηγόρου του σε όλες τις ενεργούµενες ανακριτικές πράξεις. ικαίωµα παραστάσεως µε δικηγόρο και επικοινωνίας µαζί του (αρ.100 Κ.Π..): Ο κατηγορούµενος έχει το δικαίωµα να παρίσταται µαζί µε συνήγορο σε κάθε εξέτασή του στην προδικασία, έστω και κατ αντιπαράσταση µε µάρτυρες ή άλλους κατηγορουµένους. Άλλο ένα σηµαντικό δικαίωµά του,το οποίο κατοχυρώνεται από το αρ.100 είναι αυτό της ελεύθερης επικοινωνίας µε το συνήγορό του. ικαίωµα υποβολής ερωτήσεων (αρ.99 Κ.Π..) : Σύµφωνα µε αυτό ο κατηγορούµενος που παρίσταται στις ανακριτικές πράξεις µπορεί να απευθύνει ερωτήσεις και να κάνει παρατηρήσεις, οι οποίες αν το ζητήσει καταχωρούνται στην έκθεση που συντάσσεται. 24 ικαίωµα πληροφόρησης (αρ.101 Κ.Π..) : Κατά τη διάρκεια της προανάκρισης ο κατηγορούµενος έχει το δικαίωµα να λαµβάνει γνώση των εγγράφων της ανάκρισης και να ζητά αντίγραφό τους, ενώ παράλληλα υπάρχει και αντίστοιχη υποχρέωση του προανακριτικού υπαλλήλου ανακοίνωσης του περιεχοµένου τους στον 23 Μαργαρίτης Λ., ικαιώµατα του κατηγορουµένου στην προδικασία, Πρακτικά Γ Πανελληνίου Συνεδρίου, Ελληνική Εταιρία ποινικού ικαίου, 1989, σελ.32 24 Αλεξιάδης Στέργιος, Ανακριτική, 5 η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη,2003,σελ. 412 12

κατηγορούµενο (αρ.101 παρ.1 και 104 Κ.Π..) 25 ικαίωµα παροχής επαρκούς προθεσµίας προετοιµασίας (αρ.102 Κ.Π..) : Κατά το αρ.102 Κ.Π.. ο κατηγορούµενος µπορεί πριν από την απολογία του να ζητήσει 48ωρη προθεσµία, που µπορεί ύστερα από αίτησή του να παραταθεί. 26 ικαίωµα ενηµέρωσης για τα δικαιώµατά του (αρ.103 Κ.Π..) : Ο ανακρίνων υποχρεούται να εξηγήσει στον κατηγορούµενο τα παρεχόµενα από τα αρ.100-102 δικαιώµατά του, κάτι από το οποίο συνάγεται ότι ο κατηγορούµενος έχει τα αντίστοιχα δικαιώµατα. ικαιώµατα αποδείξεως : Κατά τα άρθρα 273 παρ.2 εδ.α και 274 εδ.β Κ.Π.. ο κατηγορούµενος δικαιούται να ζητήσει την από µέρους του ενεργούντος την προανάκριση εξέταση κάθε αποδεικτικού µέσου και την διεξαγωγή κάθε ανακριτικής πράξης που συντείνουν, κατά την εκτίµησή του, στην υπεράσπισή του. 27 ΙΙ) ΙΚΑΙΩΜΑ ΣΙΩΠΗΣ: Είναι ένα επίσης θεµελιώδες δικαίωµα του κατηγορουµένου που αναγνωρίζεται ρητά από το αρ.273 παρ.2 εδ.β και αποτελεί έκφραση του δικαιώµατος της προσωπικότητας του αρ.5 παρ.1 του Συντάγµατος, σύµφωνα µε το οποίο ο «κατηγορούµενος έχει δικαίωµα να αρνηθεί να απαντήσει». Από την ανωτέρω διατύπωση προκύπτει ότι ο κατηγορούµενος δεν είναι υποχρεωµένος να καταθέσει επιβαρυντικά γι αυτόν περιστατικά, δηλαδή να αυτοκατηγορηθει 28,κάτι που του επιτρέπει να αρνείται να απαντά σε συγκεκριµένες ερωτήσεις ή και να σιωπά εντελώς. ΙΙΙ)ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ: ικαίωµα να απαντήσει αναληθώς ικαίωµα να µηνήσει το µηνυτή του ικαίωµα να ζητά τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων π.χ. αυτοψίας ικαίωµα να προτείνει µάρτυρες υπεράσπισης 25 Μαργαρίτης Λ, ικαιώµατα του κατηγορουµένου στην προδικασία, Πρακτικά Γ Πανελληνίου Συνεδρίου, Ελληνική Εταιρία ποινικού ικαίου, 1989, σελ.35 26 Καρράς Αργ., Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή, 2007, σελ.404 27 Μαργαρίτης Λ., ικαιώµατα του κατηγορουµένου στην προδικασία, Πρακτικά Γ Πανελληνίου Συνεδρίου, Ελληνική Εταιρία ποινικού ικαίου, 1989, σελ.51 28 Καρράς Αργ., Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή, 2007, σελ.423 13

Β. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ Ι) ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗΣ ΑΠΟ ΑΥΤΑ Τα συνταγµατικά δικαιώµατα είναι, κατά τον κ. ηµητρόπουλο, τα παρεχόµενα στα άτοµα και ως µέλη του κοινωνικού συνόλου θεµελιώδη, πολιτικά, κοινωνικά και οικονοµικά δικαιώµατα, τα οποία αποτελούν τις κατά την αντίληψη του συντακτικού νοµοθέτη βασικές εξειδικεύσεις της ανθρώπινης αξίας και των οποίων το αµυντικό περιεχόµενο στρέφεται κατά της κρατικής και κάθε άλλης εξουσίας, το προστατευτικό περιεχόµενο στρέφεται µόνο προς το κράτος αξιώνοντας την παροχή βοήθειας για την απόκρουση κάθε απειλής, το δε εξασφαλιστικό, εφόσον αναγνωρίζεται, στρέφεται επίσης προς το κράτος, αξιώνοντας την παροχή των απαραίτητων µέσων για την άσκηση του δικαιώµατος. 29 Βέβαια, από άλλους συγγραφείς, όπως ο κ. αγτόγλου χρησιµοποιείται ο όρος ατοµικά δικαιώµατα, όµως όπως και να έχει το πράγµα, το πλέον σηµαντικό είναι ότι τα ατοµικά ή συνταγµατικά δικαιώµατα τελούν σε σχέση αλληλεξάρτησης µε το κοινωνικό κράτος, το οποίο είναι το κράτος εκείνο που συνταγµατικά υποχρεούται να προστατεύει και να εξασφαλίζει την ανθρώπινη αξία 30 Μάλιστα, στο ελληνικό Σύνταγµα καθιερώνεται στο αρ.25 παρ.1 εδ.α η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου. Εφόσον, εποµένως, η κρατική εξουσία υποχρεούται να προστατεύει τα θεµελιώδη δικαιώµατα και η νοµοθετική και η δικαστική και η εκτελεστική εξουσία υποχρεούνται να παρέχουν αυτή την προστασία 31.Αυτή ακριβώς η δέσµευση είναι που υποχρεώνει το δικαστή αλλά και όλους τους φορείς της ποινικής διαδικασίας, άρα και της προανάκρισης που µας ενδιαφέρουν εδώ, να µην προβαίνουν σε δικονοµικές ενέργειες που παραβιάζουν τα δικαιώµατα του κατηγορουµένου. Άλλωστε αυτό προκύπτει και από την αρχή της συνταγµατικής νοµιµότητας(αρ.5 παρ.1 Σ), σύµφωνα µε την οποία η γενικότερη δράση όλων των κοινωνών του δικαίου, ιδιωτών και κρατικών οργάνων, πρέπει να είναι σύµφωνη µε το Σύνταγµα και µε τους σύµφωνους προς αυτό νόµους. 32 Όµως αυτό δε σηµαίνει ότι τα παραπάνω δικαιώµατα δε µπορούν και να περιοριστούν, µέχρι ενός πάντα επιτρεπτού ορίου χωρίς δηλαδή να θίγεται ο πυρήνας τους, προκειµένω να διευκολυνθεί ή και να προχωρήσει η ανακριτική διαδικασία, η οποία εντάσσεται στην ποινική ειδική κυριαρχική σχέση που αποτελεί πεδίο δοκιµασίας των συνταγµατικών δικαιωµάτων και επιβάλλει τέτοιους περιορισµούς. Άλλωστε, γενικά στο πλαίσιο των ειδικών κυριαρχικών σχέσεων τέτοιοι περιορισµοί καθίστανται αναγκαίοι, προκειµένου αυτές να µπορούν να λειτουργήσουν οµαλά. 29 ηµητρόπουλος Ανδ., Συνταγµατικά ικαιώµατα, Σύστηµα Συνταγµατικού ικαίου, τόµος Γ, Τεύχος Ι-ΙΙΙ, Β Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008, σελ.93 30 Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος, Γενική Συνταγµατική Θεωρία, Τόµος Α, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 2004, σελ.176 31 Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος, Τα αµυντικά δικαιώµατα του ανθρώπου και η µεταβολή της έννοµης τάξης, σελ.34 32 Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος, Συνταγµατικά ικαιώµατα-γενικό µέρος, τόµος Γ, ηµιτόµος Ι, σελ.177 14

ΙΙ) ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΟ ΙΚΑΣΙΑ 1.ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ (ΑΡ.2 ΠΑΡ.1 Σ) Η ανθρώπινη αξία δε θεωρείται αυτοτελές ατοµικό δικαίωµα αλλά αποτελεί είτε την πηγή συγκεκριµένων θεµελιωδών δικαιωµάτων είτε ένα γενικότερο κριτήριο για την απευθείας εκτίµηση της συνταγµατικότητας ορισµένων διατάξεων 33.Όµως, ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπεια δε ταυτίζονται ως έννοιες, καθώς η ανθρώπινη αξιοπρέπεια αναφέρεται κυρίως στην κοινωνική διάσταση της ανθρώπινης φύσης, ενώ η ανθρώπινη αξία προσδιορίζεται από αυτή την ίδια την ανθρώπινη οντότητα. Πάντως, η ανθρώπινη αξία είναι έµφυτη στον άνθρωπο και δεν αφαιρείται µε νοµικούς κανόνες, όπως δεν είναι δυνατή µε τους ίδιους κανόνες η αφαίρεση άλλων φυσικών ιδιοτήτων, λ.χ. του φύλου ή της ηλικίας. 34.Όσον αφορά τη σηµασία της προστασίας που παρέχει το αρ.2 παρ.1 Σ κατά την προανάκριση, αυτή έγκειται στο ότι ο κατηγορούµενος δε µπορεί σε καµία περίπτωση να µεταβληθεί σε αντικείµενο της αποδεικτικής διαδικασίας, αλλά ως εκ τούτου διατηρεί πάντα την ιδιότητα του προσώπου και άρα φορέα δικαιωµάτων. Έτσι λόγου χάρη δεν επιτρέπεται να υποβληθεί σε εξευτελιστικές ποινές, όπως π.χ. τα βασανιστήρια για τα οποία όµως θα γίνει λόγος και παρακάτω.tέλος, η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας επιβάλλει η σωµατική έρευνα και όλες οι υπόλοιπες ανακριτικές πράξεις να γίνονται µε τον κατάλληλη τρόπο, ώστε να µη θίγεται ο υποβαλλόµενος σε αυτές. 2.ΖΩΗ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (ΑΡ 5 ΠΑΡ.2 Σ) Το αρ.5 παρ.2 έχει ως προστατευτέο αντικείµενο τρία θεµελιώδη δικαιώµατα, τη ζωή, την τιµή και την ελευθερία, για την οποία θα ακολουθήσει παρακάτω µία εκτεταµένη αναφορά. Όσον αφορά τη ζωή, αυτή προστατεύεται από το Σύνταγµα µε απόλυτο τρόπο, κάτι που σηµαίνει πώς δεν χωρούν «σταθµίσεις» µε άλλα δικαιώµατα στην προστασία της, ενώ είναι και ένα πανανθρώπινο δικαίωµα, καθώς φορείς της είναι και οι αλλοδαποί και οι ανιθαγενείς. Ακριβώς τα ίδια ισχύουν και µε την τιµή, κάτι που σηµαίνει ότι οι φορείς της προανάκρισης πρέπει κατά τη διενέργειά της να απέχουν σε κάθε περίπτωση από ενέργειες που τυχόν θίγουν τα παραπάνω δικαιώµατα. Επιπροσθέτως, θεωρώ ότι πρέπει να γίνει ιδιαίτερη µνεία και στο εδ. γ. της παρ.2, σύµφωνα µε το οποίο απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας, το οποίο τονίζει την τεράστια σηµασία του δικαιώµατος της ελευθερίας που θα αναλυθεί παρακάτω. Ειδικότερα, πάντως, όσον αφορά το αρ.5 παρ.2 Σ, αυτό έχει σηµασία στην προανάκριση, καθώς σε αυτό στηρίζεται η υπέρ του κατηγορουµένου χρήση του αποδεικτικού µέσου. έστω και αν έτσι προσβάλλεται ατοµικό δικαίωµα τρίτου προσώπου. Μόνο στην περίπτωση που το αποδεικτικό µέσο έχει αποκτηθεί µε πράξεις προσβολής της αξίας του ανθρώπου 33 Σπινέλλης., Αυξηµένη προστασία των δικαιωµάτων του κατηγορουµένου κατά το Σύνταγµα και τις διεθνείς συµβάσεις, Πρακτικά Γ Πανελληνίου Συνεδρίου, Ελληνική Εταιρία ποινικού ικαίου, 1989, σελ.82 34 Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος, Συνταγµατικά ικαιώµατα, Ειδικό µέρος, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2007, σελ.291 15

είναι συνταγµατικώς απαράδεκτη η δικονοµική του χρήση, ακόµη και όταν υπηρετεί την υπεράσπιση του κατηγορουµένου. 35 3.ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ (ΑΡ 5 ΠΑΡ.3 ΚΑΙ ΑΡ.6 Σ) Προσωπική ελευθερία είναι υπό στενή έννοια η φυσική ή σωµατική ελευθερία, δηλ. το δικαίωµα κάθε ατόµου να κινείται ελεύθερα µέσα στη χώρα και να αναπτύσσει την δραστηριότητά του, χωρίς να επιτρέπεται η καταδίωξη, σύλληψη, φυλάκιση ή ο περιορισµός του µε άλλο τρόπο, παρά µόνο σύµφωνα µε τους όρους που προβλέπει ο νόµος. 36 Η στέρηση της ελευθερίας αποτελεί έναν έντονο περιορισµό της που απαντά συχνά στην ποινική σχέση. Γι αυτό 37 το λόγο η ελευθερία προσαρµόζεται θεσµικά στο πλαίσιο της ποινικής σχέσης, στο πλαίσιο των ποινικών θεσµών, τους οποίους επίσης γνωρίζει και προστατεύει ο συντακτικός νοµοθέτης. Ενώ το αρ.5 παρ.2 και 3 θεσπίζει γενικούς κανόνες για την προστασία της προσωπικής ελευθερίας, το αρ.6 Σ προστατεύει το άτοµο από αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις και περιέχει ειδικές εγγυήσεις που αφορούν την άσκηση ποινικής κατηγορίας, την εκδίκαση και την έκτιση της ποινής. Οι εγγυήσεις του αρ.6 Σ συνοψίζονται στις εξής: α) Κανένας δε συλλαµβάνεται ή φυλακίζεται, µε εξαίρεση του αυτοφώρου εγκλήµατος, χωρίς αιτιολογηµένο δικαστικό ένταλµα (αρ.6 παρ.1 Σ ) β) Το ένταλµα πρέπει να επιδοθεί στον συλλαµβανόµενο κατά τη σύλληψη ή την προφυλάκισή του (αρ. 6 παρ.1 Σ ) γ)η εκκαθάριση της θέσεως του συλληφθέντος πρέπει να γίνει εντός σύντοµης προθεσµίας (αρ. 6 παρ.2 Σ ) δ)αν η παραπάνω προθεσµία παρέλθει άπρακτη, είναι υποχρεωτική η άµεση απελευθέρωση του κρατουµένου (αρ. 6 παρ.3 Σ ) ε)προβλέπονται ανώτατα χρονικά όρια της προφυλάκισης (αρ. 6 παρ.4 Σ ) στ) Όσοι προφυλακίστηκαν ή κατηγορήθηκαν άδικα δικαιούνται αποζηµίωσης (αρ.7 παρ.4 Σ ) Όλες οι παραπάνω εγγυήσεις είναι σαφές ότι πρέπει να διασφαλίζονται και κατά τη διάρκεια της προανάκρισης. Μάλιστα το αρ.282 Κ.Π.. ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες συγχωρείται προσωρινή κράτηση ( για λεπτοµέρειες βλ. το άρθρο 282 Κ.Π..), ενώ σύλληψη συγχωρείται µόνο όπου επιτρέπεται προσωρινή κράτηση, καθώς και επί των κακουργηµάτων και πληµµεληµάτων τα οποία συλλαµβάνονται επ αυτοφώρω (αρ.275 Κ.Π..). Συγγενής µε τη σύλληψη είναι και η βίαιη προσαγωγή προσώπου, η οποία επιτρέπεται από τον Κ.Π..( αρ.202), όµως ο βιαίως προσαχθείς πρέπει να εξεταστεί αµέσως και πάντως εντός ευλόγου χρόνου και έπειτα 35 Καµίνης Γ., Παράνοµα αποδεικτικά µέσα και συνταγµατική κατοχύρωση των ατοµικών δικαιωµάτων, Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις στην πολιτική και ποινική δίκη, Αθήνα 1998, σελ.263 36 Γεωργόπουλος Λ.Κ, Επίτοµο συνταγµατικό ίκαιο, 4 η Έκδοση, σελ.510 37 Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος, Συνταγµατικά ικαιώµατα, Ειδικό µέρος, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2007, σελ.371 16

να αφεθεί ελεύθερος. 38. Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι από το αρ.6 Σ συνάγεται έµµεσα το τεκµήριο αθωότητας του κατηγορουµένου, το οποίο έχει ως πρακτική συνέπια ότι στο στάδιο της προδικασίας, π.χ. προανάκρισης που εδώ µας ενδιαφέρει, βαρύνει περισσότερο η προστασία της προσωπικότητας του κατηγορουµένου από το δικαίωµα του κοινού για πληροφόρηση και ότι είναι αντισυνταγµατικές οι διατάξεις που προβλέπουν υποχρεωτική κράτηση για ορισµένα αδικήµατα, έστω και χωρίς ο κατηγορούµενος να είναι ύποπτος φυγής. 39 4.ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΠΡΟΣΒΟΛΩΝ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ (ΑΡ.7 ΠΑΡ.2 Σ) Το Σύνταγµά µας δεν κατοχυρώνει ρητά το δικαίωµα σωµατικής και ψυχικής ακεραιότητας, όµως στο αρ.7 παρ.2 ορίζει ότι «τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωµατική κάκωση, βλάβη υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιµωρούνται, όπως νόµος ορίζει.» Οι ειδικές απαγορεύσεις του αρ.7 παρ.2 αναφέρονται ενδεικτικά ως περιπτώσεις της γενικής απαγόρευσης προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. 40 Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν κατά τη διενέργεια της προανάκρισης να σέβονται την παραπάνω συνταγµατική επιταγή και να πράττουν αναλόγως. Ιδιαίτερη σηµασία θεωρώ ότι εµφανίζει στο στάδιο της προανάκρισης η απαγόρευση άσκησης ψυχολογικής βίας, δηλαδή η απόπειρα των ανακριτικών οργάνων να επιβάλλουν µε την απειλή δυσµενών συνεπειών, στον θιγόµενο µία συµπεριφορά που δεν την επιτάσσει ο νόµος. 41 Παράδειγµα ψυχολογικής βίας αποτελεί και η διερεύνηση του υποσυνείδητου του ατόµου, π.χ. µε τη χρησιµοποίηση ανιχνευτή ψεύδους ή µε τη χρησιµοποίηση ναρκωτικών κατά την ανάκριση, ενώ ψυχολογική βία αποτελεί και η λεγόµενη πλύση εγκεφάλου. Όλα τα παραπάνω µέσα, εποµένως, απαγορεύονται από το Σύνταγµα και η χρησιµοποίησή τους, όπως και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας από τους φορείς της προανάκρισης έχει ως συνέπεια ότι δε λαµβάνεται υπόψη η παρανόµως αποσπασθείσα οµολογία. 5.ΑΣΥΛΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ (ΑΡ.9 ΠΑΡ.1 Ε. Α Σ) Η προστασία της υπό στενή έννοια προσωπικής ελευθερίας ολοκληρώνεται µε την προστασία του ασύλου της κατοικίας που κατοχυρώνει το αρ.9 παρ.1 του Συντάγµατος. Κατά την έννοια αυτού του άρθρου κατοικία είναι ο χώρος που ο κάθε άνθρωπος ορίζει ως τον µη γενικά προσιτό χώρο διαβιώσεως και εργασίας. 42 Το άσυλο της κατοικίας σηµαίνει την καταρχήν απαγόρευση της εισόδου και παραµονής των δηµοσίων οργάνων στην κατοικία ενός ατόµου χωρίς τη γνώση ή παρά τη 38 Π.. αγτόγλου, Ατοµικά ικαιώµατα Α, 2 η αναθεωρηµένη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 2005, σελ.284 39 Χρυσόγονος Κ., Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, 2 η αναθεωρηµένη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, σελ.217 40 Π.. αγτόγλου, Ατοµικά ικαιώµατα Α, 2 η αναθεωρηµένη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 2005, σελ.249 41 Π.. αγτόγλου, Ατοµικά ικαιώµατα Α, 2 η αναθεωρηµένη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 2005, σελ.251 42 Π.. αγτόγλου, Ατοµικά ικαιώµατα Α, 2 η αναθεωρηµένη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 2005, σελ.403 17

θέλησή τόσο του ίδιου όσο και γενικά του εκάστοτε κατόχου της κατοικίας. Άρα η παραβίαση του ασύλου κατά το αρ.9 παρ.1 εδ.γ Σ, επιτρέπεται µόνο όταν και όπως ο νόµος ορίζει και πάντοτε µε την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας. 43 Το άσυλο παραβιάζεται και όταν τα όργανα της δηµόσιας εξουσίας εµποδίζουν τον ένοικο της κατοικίας να εισέλθει σ αυτήν καθώς και όταν ένα πρόσωπο αποβάλλεται βίαια από αυτήν Η προστασία του ασύλου της κατοικίας έχει πολύ µεγάλη σηµασία στο χώρο της προανάκρισης, όπου η έρευνα είναι µία από τις συνηθέστερα διενεργούµενες ανακριτικές πράξεις και αυτή που δηµιουργεί το µεγαλύτερο κίνδυνο για την προσβολή αυτού του δικαιώµατος. Η έρευνα η οποία εµπίπτει στο αρ.9 παρ.1 εδ.γ θεωρείται εκείνη που διενεργείται από κρατικά όργανα χωρίς την συγκατάθεση του ενοίκου και αποσκοπεί στην ανεύρεση υπόπτων προσώπων καθώς και πραγµατικών αποδεικτικών µέσων που υπόκεινται σε κατάσχεση για την ανόρθωση της ζηµίας που προκλήθηκε από έγκληµα. Ο Κ.Π.. (άρθρα 253-256) ρυθµίζει µε λεπτοµέρεια τις απαιτούµενες προϋποθέσεις για να ενεργηθεί νοµίµως η κατ οίκον έρευνα, οι οποίες είναι σαφές ότι πρέπει να τηρούνται από τους φορείς της προανάκρισης. Μάλιστα, κατά τον κ. ηµητρόπουλο οι περιπτώσεις επιτρεπόµενης έρευνας δε συνιστούν περιορισµούς αλλά οριοθέτηση του αµυντικού δικαιώµατος κατοικίας στο πλαίσιο θεσµικής προσαρµογής του δικαιώµατος στην ειδική ποινική σχέση προς διευκόλυνση της τελευταίας ως αναγνωρισµένου θεσµού. 44 Κατά το άρθρο 9 παρ.2 Σ οι παραβάτες της διάταξης του άρθρο 9 παρ.1 τιµωρούνται κ υποχρεούνται σε πλήρη αποζηµίωση του παθόντος, όπως νόµος ορίζει. Επιπλέον η παραβίαση του ασύλου της κατοικίας έχει και δικονοµικές συνέπειες, καθώς τα αποδεικτικά στοιχεία που ανεβρέθηκαν σε κατ οίκον έρευνα που διενεργήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 9 παρ.2 Σ δεν µπορούν να αποτελέσουν αντικείµενο ή αποδεικτικό στοιχείο καµίας διαδικασίας. 6.ΤΟ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟ ΤΗΣ Ι ΙΩΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΖΩΗΣ (ΑΡ.9 ΠΑΡ.1 Ε. Β Σ ) Κατά τον κ. Παραρά δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι ακόµη και αν δεν υπήρχε το αρ.9 Σ, το άσυλο της κατοικίας και το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόµου θα µπορούσαν να συναχθούν από το αρ.2 παρ.1 Σ. Όµως, η ειδική σηµασία της συνταγµατικής προστασία του ιδιωτικού βίου έγκειται, σύµφωνα µε τον κ. Μαυριά στο εξής: καθιερώνοντας την ο συντακτικός νοµοθέτης απευθύνει εντολή τόσο στο δικαστή όσο και στον κοινό νοµοθέτη, ο µεν να ερµηνεύει µε ευρύτητα ο δε να λάβει όλα τα αναγκαία µέτρα για την προστασία του απορρήτου των ιδιωτών, το οποίο όµως πλέον διασφαλίζεται ειδικότερα από το αρ. 9Α του Συντάγµατος. Η προστασία, τώρα, της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής είναι ευρύτερη από το άσυλο της κατοικίας, γιατί δεν παραβιάζεται µόνο µε την είσοδο σε αυτή, αλλά µπορεί να παραβιαστεί και µε άλλες επεµβάσεις στην ιδιωτική σφαίρα, όπως π.χ. οπτικοακουστική παρακολούθηση. Η διακήρυξη του απαραβίαστου της ιδιωτικής 43 Γεωργόπουλος Λ.Κ, Επίτοµο συνταγµατικό ίκαιο, 4 η Έκδοση, σελ.533 44 Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος, Συνταγµατικά ικαιώµατα, Ειδικό µέρος, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2007, σελ.177 18

ζωής σηµαίνει την απαγόρευση της δηµοσιοποιήσεώς της ζωής του ανθρώπου. Αυτό είναι κάτι που προκύπτει άλλωστε και στην ανακριτική διαδικασία, όπου ισχύει η αρχή της µυστικότητας, καθώς το δικαίωµα του κατηγορουµένου για σεβασµό της ιδιωτικής του ζωής υπερισχύει του δικαιώµατος πληροφόρησης του κοινού. Έτσι, αν και γενικά απαγορεύεται, στο νόµιµο πλαίσιο της διερευνήσεως, αποκαλύψεως και διώξεως σοβαρών εγκληµάτων, χωρεί οπτική ή ακουστική παρακολούθηση ή καταγραφή µε οποιονδήποτε τρόπο ή µέσο της ιδιωτικής ζωής. Επιπροσθέτως στην προανάκριση υπάρχει η υποχρέωση του ατόµου να αποκαλύπτει στοιχεία της ιδιωτικής του ζωής, µία υποχρέωση που δεν υφίσταται γενικά και όταν ισχύει πρέπει να τηρούνται οπωσδήποτε οι προϋποθέσεις που τάσσει ο νόµος και να εξασφαλίζεται η απαιτούµενη εµπιστευτικότητα. Τέλος η προστασία του αρ.9 παρ.1 εδ. β έγκειται επίσης και στην απαγόρευση χρησιµοποίησης µεθόδων ή συσκευών που εκβιάζουν την αποκάλυψη στοιχείων της ιδιωτικής ζωής παρά τη θέληση του ατόµου. Γι αυτό τ6ο λόγο στην προανάκριση είναι απαράδεκτη η χρήση τέτοιων µεθόδων, όπως ο ανιχνευτής ψεύδους Όσον αφορά την διακήρυξη του απαραβίαστου της οικογενειακής ζωής, αυτό σηµαίνει πως κάθε άνθρωπος έχει ατοµικό δικαίωµα να δηµιουργήσει οικογένεια και να διαµορφώσει ανενόχλητα τη ζωή στο πλαίσιό της, 45 κάτι που προσλαµβάνει σηµασία στην προανάκριση, όπου δε µπορεί να επιβληθεί σε µέλη της οικογένειας του κατηγορουµένου η υποχρέωση αναγγελίας του εγκλήµατος του τελευταίου ή υποχρέωση µαρτυρίας εις βάρος του ( βλ. αρ.222 Κ.Π..), διότι κάτι τέτοιο αντίκειται στην στοιχειώδη οικογενειακή αλληλεγγύη και είναι ευθέως αντίθετο προς το Σύνταγµα. 7. ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟ ΙΑΘΕΣΗΣ (ΑΡ.9 Α Σ) Η διάταξη του αρ.9 Α Σ προστατεύει τα προσωπικά δεδοµένα και κατοχυρώνει την πληροφοριακή αυτοδιάθεση ορίζοντας ότι «ο καθένας έχει δικαίωµα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως µε ηλεκτρονικά µέσα, των προσωπικών του δεδοµένων, όπως νόµος ορίζει». Είναι σαφές ότι αυτή η διάταξη έχει άµεση σχέση µε αυτή του αρ.9 και όσα ειπώθηκαν παραπάνω. Κατά τη διάρκεια, εποµένως, της προανάκρισης οι φορείς της λαµβάνουν γνώση προσωπικών δεδοµένων ιδίως του κατηγορουµένου, τα οποία όµως σε καµιά περίπτωση δεν έχουν δικαίωµα να τα προβάλλουν και να τα δηµοσιοποιήσουν, κάτι που απορρέει άλλωστε και από την αρχή της µυστικότητας της προδικασίας. Μαζί µε το αρ.9 Α η αναθεώρηση του 2001 όρισε επίσης στη νέα διάταξη του αρ.19 παρ.3 ότι «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών µέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του αρ.19 και των αρ. 9 και 9 Α.». Κατά τη γνώµη µου, το αρ.19 παρ.3 είναι πάρα πολύ σηµαντικό, καθώς συµβάλλει στη διακοπή των αυθαιρεσιών από τους ανακριτικούς υπαλλήλους και στη νόµιµη και νοµότυπη διενέργεια των ανακριτικών πράξεων, καθώς γενικά η παραβίαση διατάξεων που αποσκοπούν να διαφυλάξουν την εξουσία επί των πληροφοριών επισύρει κατά κανόνα απαγόρευση αποδεικτικής αξιοποίησης. 46 45 Π.. αγτόγλου, Ατοµικά ικαιώµατα Α, 2 η αναθεωρηµένη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 2005, σελ.394 46 Καµίνης Γ., Παράνοµα αποδεικτικά µέσα και συνταγµατική κατοχύρωση των ατοµικών δικαιωµάτων, Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις στην πολιτική και ποινική δίκη, Αθήνα 1998, σελ.224 19

8.ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (ΑΡ.19 Σ ) Το αρ.19 Σ έχει ως προστατευτικό αντικείµενο το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας µε οποιοδήποτε τρόπο. Συνέπεια αυτής της κατοχύρωσης είναι η απαγόρευση κάθε ενέργειας των δηµόσιων αρχών προς λήψη γνώσης ή κοινοποίηση σε τρίτους του περιεχοµένου ή και αυτού του γεγονότος της επικοινωνίας. Όµως στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου περιέχεται µία επιφύλαξη νόµου, κατά την οποία µε νόµο ορίζονται οι εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσµεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκληµάτων. Στο πλαίσιο της προανάκρισης το απόρρητο της επικοινωνίας αποκτά σηµασία σχετικά µε το δικαίωµα του κατηγορουµένου να επικοινωνεί µε τον συνήγορό του, το οποίο υφίσταται κάποιους τοπικούς και χρονικούς περιορισµούς, λόγω του αρ.19 Σ. Παρά ταύτα δεν πρέπει σε καµία περίπτωση λόγω της επιφυλάξεως νόµου που περιέχεται στην πρώτη παράγραφο να αρθεί η µυστικότητα των συνοµιλιών του κατηγορουµένου µε το συνήγορό του, καθώς τότε το οικείο δικαίωµα θα στερούταν ουσίας. Αυτό είναι κάτι που νοµίζω ότι γίνεται απόλυτα σαφές, διότι δεν είναι δυνατή η προετοιµασία της υπεράσπισης του κατηγορουµένου αν οι συνοµιλίες µε το δικηγόρο του γνωστοποιούνται στους προανακριτικούς υπαλλήλους. Πάντως, σε κάθε περίπτωση ο νόµος µπορεί να εισάγει εξαιρέσεις από την απόλυτη προστασία του απορρήτου, µε σκοπό τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκληµάτων, όπως π.χ. στο αρ. 370 Α παρ.4. Κάποιες πρόσθετες εξαιρέσεις εισάγονται µε ειδικούς νόµους, οι οποίοι όµως δηµιουργούν προβλήµατα ως προς τη συµφωνία τους µε το σύνταγµα. Τέτοιοι είναι και ο νόµος 2225/1994 που καθιερώνει την άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών ως µία ειδική ανακριτική πράξη και ο νόµος 2713/1999 που αναφέρεται στην ηχητική και οπτική παρακολούθηση. Η ποινική νοµοθεσία ( αρ.370 Π.Κ.) προβλέπει ποινική ευθύνη των υπαλλήλων που παραβιάζουν το απόρρητο των επιστολών και των άλλων µέσων ανταπόκρισης και επικοινωνίας, ενώ οι πληροφορίες οι οποίες έχουν αποκτηθεί κατά παραβίαση του συνταγµατικώς προστατευόµενου απορρήτου δε µπορούν να χρησιµοποιηθούν ως αποδεικτικό µέσο σε καµία δικαστική ή διοικητική διαδικασία, κάτι που µπορεί να επηρεάσει ακόµη και την έκβαση µίας ποινικής υπόθεσης. Επιπλέον απαγορεύεται και η χρησιµοποίηση από έναν ιδιώτη ενώπιον δηµοσίων αρχών πληροφοριών ή µαγνητοταινιών µεταξύ τρίτων που απέκτησε κατά παράβαση του απορρήτου της επικοινωνίας, ενώ δεν είναι κατά τον Αρ.Πάγο αξιόποινη η αποτύπωση τηλεφωνικής συνοµιλίας από έναν εκ των συνοµιλητών χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου και η χρησιµοποίηση της ταινίας αυτής από τρίτον, κατηγορούµενο προς έλεγχο της αξιοπιστίας ενός µάρτυρα. 47 κατά τον κ. αγτόγλου αυτό δεν είναι ορθό, καθώς ναι µεν το αξιόποινο των παραπάνω πράξεων προκύπτει από το αρ.370 Α ΠΚ, όµως η µη αντίθεσή του στο απόρρητο της επικοινωνίας δεν ευσταθεί, λόγω της χαλαρότητας µίας προφορικής συνοµιλίας, η οποία οφείλεται στη βεβαιότητα ότι αυτή δεν καταγράφεται. 47 Π.. αγτόγλου, Ατοµικά ικαιώµατα Α, 2 η αναθεωρηµένη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 2005, σελ.429 20

9.ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (ΑΡ. 13 Σ ) Το ζήτηµα της προστασίας στο χώρο της προανάκρισης µας ενδιαφέρει αναφορικά µε τον όρκο. Κατά το αρ.5 Σ «Κανένας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόµο, που ορίζει και τον τύπο του». Ο τύπος ενός όρκου µπορεί να είναι είτε θρησκευτικός, είτε πολιτικός. Στην προανάκριση η κατάθεση του κατηγορουµένου λαµβάνεται χωρίς όρκο εκ µέρους του, κάτι που συνεπάγεται ότι σε καµία περίπτωση δε µπορεί να θιγεί η θρησκευτική του ελευθερία, αφού δε θίγεται η ελευθερία εκδήλωσης ή µη των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. 10. ΙΚΑΙΩΜΑ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ (ΑΡ.20 Σ ) Σύµφωνα µε το αρ.20 Σ κάθε άνθρωπος έχει δικαίωµα στην παροχή έννοµης προστασίας από τα δικαστήρια και µπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του σχετικά µε τα δικαιώµατα ή τα συµφέροντά του. Στο πλαίσιο,λοιπόν, του αρ.20 Σ ο κατηγορούµενος έχει το δικαίωµα και στην προανάκριση να πληροφορηθεί τους ισχυρισµούς της κατηγορούσας αρχής, του αντιδίκου, του πολιτικώς ενάγοντος και τα στοιχεία που συνέλλεξαν οι ανακριτικοί υπάλληλοι, 48 καθώς και να λάβει γνώση του εντάλµατος επιβολής προσωρινής κράτησης εις βάρος του. Απαραίτητο επίσης είναι ο κατηγορούµενος να έχει τον απαραίτητο χρόνο να προετοιµάσει την υπεράσπισή του και να έχει το δικαίωµα να ζητά, κατά την προανάκριση, την εξέταση κάθε αποδεικτικού µέσου που συντείνει στην υπεράσπισή του. 49 48 ηµητρόπουλος Ανδ., Συνταγµατικά δικαιώµατα, Παραδόσεις Συνταγµατικού δικαίου, Ειδικό µέρος, Τόµος ΙΙΙ, Ηµιτόµος ΙΑ, Εκδόσεις Αντ. Ν Σάκκουλα, Αθήνα, 2005, σελ.271-272 49 Σπινέλλης., Αυξηµένη προστασία των δικαιωµάτων του κατηγορουµένου κατά το Σύνταγµα και τις διεθνείς συµβάσεις, Πρακτικά Γ Πανελληνίου Συνεδρίου, Ελληνική Εταιρία ποινικού ικαίου, 1989, σελ.97 21