Σχετικά έγγραφα
Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Το παραμύθι της αγάπης

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Καλλιόπη Παπάζογλου του Δημητρίου, 12 ετών

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Κοσωφίδης Γεώργιος-Ιωάννης, 11 ετών

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

Παπαγεωργίου Αννα-Μαρία του Αθανασίου, 10 ετών

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Οπως μαλλον θα ξερετε, εγώ κι ο αδερφός μου

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

ΒΟΚΑΚΚΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ

Σακιδη Δανάη του Αλέξανδρου, 13 ετών

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Κεφάλαιο 6 : Η μάχη της Ουάσιγκτον (Μέρος ΙΙI) Η μυστηριώδης γυναίκα! Το κόκκινο του θανάτου;

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

Ανδρέας Αρματάς Φραντσέσκα Ασσιρέλλι

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Transcript:

Περιεχόμενα Καφές με Ούλεν... 7 Καφές με φύκια... 11 Καφές με πρόσφορα... 33 Καφές στιγμιαίος και εξακολουθητικός... 53 Καφές και τσιγάρα... 85 Καφές με κάρι και σάρι... 105 Καφές της παρηγοριάς... 127 Καφές ναι και όχι... 149 Καφές μονός... 165 Καφές διπλός... 185 Ντεκαφεϊνέ... 207 5

Καφές με Ούλεν Αθήνα, 1985 Κανονικά θα έπρεπε να πει στη μικρή ότι δεν ψαχουλεύουμε στα ξένα συρτάρια, δεν είναι σωστό. Αλλά πότε είχε νοιαστεί η Ελένη γι αυτό που θεωρούσαν οι άλλοι σωστό και λάθος για να νοιαστεί τώρα στα γεράματα; Είχε τρομερή αδυναμία στην εγγονή της και αν και την έβλεπε μόνο δυο τρεις μήνες τον χρόνο, δεν ήταν από εκείνες τις γιαγιάδες που δεν χαλάνε χατίρι. Για το συρτάρι όμως δεν έλεγε κουβέντα ήθελε να μάθει το παιδί το παρελθόν του, να γνωρίσει την ιστορία της οικογένειας. Και επειδή η μικρή έμενε για λίγο μόνο στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι, ένα συρτάρι γεμάτο θησαυρούς ήταν το ιδανικό ταχύρρυθμο μάθημα για να ανακαλύψει τις ρίζες της. Τα χεράκια του παιδιού βουτούσαν στο συρτάρι και ξέθαβαν διάφορα αταίριαστα μεταξύ τους αντικείμενα. Έναν παλιό αναπτήρα καλυμμένο με φίλντισι, που θα ταίριαζε σε λεπτεπίλεπτα χέρια μιας άλλης εποχής, μια ξεφτισμένη δερμάτινη ταμπακιέρα στο χρώμα της άμμου, ένα κακόγουστο πορσελάνινο μπιμπελό από μπομπονιέρα, βίους αγίων με ταλαιπωρημένες γωνίες και μισοσκισμένα εξώφυλλα. Αυτή ήταν η ζωή της Ελένης, αριστοκρατικό παρελθόν, μικροα- 7

στικό παρόν. Και το μέλλον; Α, το μέλλον το έβλεπε μπροστά της να ανακατεύει τα συρτάρια της και το λάτρευε. Την έλεγαν Ιωάννα, ήταν πέντε χρονών και μόνιμη κάτοικος Σικάγου, όπως και οι γονείς της. Την προηγούμενη βδομάδα, σκαρφαλωμένη σε μια καρέκλα, η Ιωάννα είχε ανακαλύψει στο ντουλαπάκι του μπάνιου ένα μαύρο μολύβι ματιών τόσο ξυσμένο, που μετά βίας πιανόταν, και ένα βούτυρο κακάο σε σκούρο βυσσινί χρώμα. «Μη μου τα πάρεις», την είχε παρακαλέσει η Ελένη. Πάλι θα τη στραβοκοίταζε η φαρμακοποιός αν αγόραζε βούτυρο κακάο με χρώμα στην ηλικία της, χήρα γυναίκα. Και της Ελένης δεν της άρεσε καθόλου να της υπενθυμίζουν πώς πρέπει να φέρεται. Η Ιωάννα ξαφνιάστηκε ακούγοντας τον ικετευτικό τόνο στη φωνή της γιαγιάς της κανείς δεν την είχε παρακαλέσει ποτέ για τίποτα στα πέντε χρόνια της ζωής της. Έκλεισε το ντουλαπάκι χωρίς να μιλήσει και ένιωσε για πρώτη φορά τι πάει να πει μεγαλοψυχία. Και συνενοχή. Με μάτια περίεργα και χέρια πρόθυμα να καταδύονται ξανά και ξανά στο συρτάρι, η Ιωάννα έβγαλε με κόπο ένα βαρύ, μεταλλικό ξυπνητήρι με ένα κίτρινο καναρίνι που κάποτε κουνιόταν στον ρυθμό των δευτερολέπτων. Τώρα στεκόταν ακίνητο, έχοντας μάλλον πεθάνει από την τρομάρα του κάποιο πρωί στις εφτά ακριβώς από το εκκωφαντικό, μεταλλικό ντριν. Εκείνη την ώρα ξυπνούσε ο μακαρίτης ο άντρας της Ελένης για να πάει στη δουλειά του. Από χρόνια βυθισμένος στον αιώνιο ύπνο, είχε αφήσει το καναρίνι άνεργο, το ξυπνητήρι σιωπηλό και τη γυναίκα του βαθιά θλιμμένη. Η Ελένη μπήκε στην κουζίνα για να φτιάξει καφέ. Από το παράθυρο πάνω από τον μαρμάρινο χαμηλό νεροχύτη έριξε 8

μια ματιά στο ρολόι των εποχών, τη ροδιά της έδειχνε καλοκαίρι. Όταν οι καρποί θα άρχιζαν να κοκκινίζουν, παίρνοντας το ζεστό κόκκινο χρώμα που μόνο οι ροδιές ξέρουν να φτιάχνουν, η Ιωάννα θα βρισκόταν ήδη στην Αμερική. Έδιωξε τη σκέψη βιαστικά από το μυαλό της, είχε τουλάχιστον έναν μήνα ακόμα για να ευχαριστηθεί το εγγόνι της. Ανακάτεψε τον καφέ στο μπρίκι. Ένιωσε ευγνωμοσύνη για το δυνατό άρωμα που πλημμύρισε την κουζίνα. Ο καφές πάντα έφερνε στο μυαλό της εικόνες. Η σκέψη της ταξίδεψε σε ένα χάρτινο σακουλάκι με καφέ. Ήταν είκοσι χρονών τότε. Το κρατούσε κοντά στο πρόσωπό της και μύριζε το πολύτιμο περιεχόμενό του. Κι εκείνος στεκόταν απέναντί της στο παντοπωλείο της Μονεμβάσιας. Το τράβηγμα στη φούστα της την προσγείωσε απότομα στο παρόν, στην πεντακάθαρη και προσεχτικά τακτοποιημένη κουζίνα της. «Θέλω κι εγώ καφέ», είπε η Ιωάννα. «Καφέ εσύ; Δεν κάνει, κορίτσι μου, είσαι μικρό παιδάκι. Δεν πίνουν τα παιδάκια καφέ.» Αμέσως στα χείλη της Ιωάννας σχηματίστηκε ένα ανάποδο χαμόγελο. Έτσι το έλεγε η Ελένη. Ένα χαμόγελο που κοιτούσε προς το πάτωμα και όχι προς το ταβάνι, όπως όλα τα κανονικά χαμόγελα του κόσμου. Ακόμα κι όταν νευρίαζε ή όταν στεναχωριόταν η Ιωάννα, έδειχνε χαριτωμένη. Τα καστανά μπουκλάκια της χοροπηδούσαν με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τις διαθέσεις της, σαν μικρά ελατήρια που μάζευαν μέσα τους όλες τις χαρές, τους ενθουσιασμούς και τις μικροστεναχώριες ενός πεντάχρονου και τις εκτίνασσαν γύρω από το πρόσωπό της με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά. Και ποια είμαι εγώ που θα της στερήσω τον καφέ, αναρωτήθηκε η Ελένη κρυφογελώντας. 9

Έβγαλε ένα δεύτερο φλιτζάνι από το γαλάζιο ντουλάπι με τα σερβίτσια. Μετάγγισε δύο κουταλιές στο φλιτζάνι της Ιωάννας και το γέμισε ως επάνω με νερό βρύσης. «Βάζεις νερό!» της είπε με παράπονο η Ιωάννα. «Σου φτιάχνω έναν ειδικό καφέ για παιδάκια. Καφέ με Ούλεν. Αν και τώρα πρέπει να τη λέω ΕΥΔΑΠ.» Δεν της άρεσαν οι αλλαγές της Ελένης. Προτιμούσε τις ονομασίες που της θύμιζαν τις παλιές, καλές εποχές. Τότε που έφτιαχνε καφέ για δύο. Ή και για τέσσερις, όταν μεγάλωσαν τα παιδιά της. Έβγαλε από το ντουλάπι ένα κουτί με μακρόστενα μπισκότα και τα έδωσε στην Ιωάννα για να τα βουτήξει στον καφέ της. «Το Ούλεν κάνει τον καφέ πιο ελαφρύ, για να τον αντέχει το στομαχάκι σου. Θα έρθει μια μέρα όμως που θα είσαι αρκετά μεγάλη για να δοκιμάσεις κανονικό, δυνατό καφέ. Κι από εκείνη τη στιγμή δεν θα μπορέσεις να ξαναπιείς καφέ με Ούλεν, γιατί θα σου φαίνεται νερωμένος κι άνοστος. Να χεις γερό στομάχι στη ζωή σου, παιδί μου. Και να διαλέγεις τις αληθινές γεύσεις, τα δυνατά αρώματα, κι ας σου πέφτουν βαριά καμιά φορά.» Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από είκοσι χρόνια για να καταλάβει η Ιωάννα τι εννοούσε η Ελένη. 10

Καφές με φύκια Μονεμβασιά, 1950 Ο Ανδρέας καθόταν σε μια πέτρα και ζωγράφιζε. Μπροστά του ο σκούρος όγκος της Μονεμβάσιας ίσα που ξεχώριζε από τη θάλασσα και τον ουρανό. Είχε ελάχιστα λεπτά κάθε μέρα στη διάθεσή του και ήταν οι μόνες στιγμές που τον έπειθαν ότι αξίζει τον κόπο να ζει, κι ας μην ήταν το φως ιδανικό για έναν ζωγράφο. Σηκωνόταν την ώρα που όλο το κάστρο κοιμόταν ακόμα, έπαιρνε τα πινέλα του και πήγαινε να ζήσει τα λίγα λεπτά της ελευθερίας του πότε δω και πότε κει, πάντα σε μικρή απόσταση από το παντοπωλείο του κυρ Αλέκου, όπου θα έπιανε δουλειά λίγο αργότερα. Χαλάλι το ξύπνημα, το κρύο, το πέρασμα μέσα απ τις αραχνιασμένες στοές, υγρές και κρύες, απάτητες εδώ και χρόνια. Οι γιαγιάδες της Μονεμβάσιας πάντα έλεγαν ότι κάτω από το κάστρο υπάρχουν μυστικά περάσματα, αλλά ε- λάχιστοι ήξεραν τις εισόδους. Το κάστρο είχε πολιορκηθεί πολλές φορές και κανένας κάτοικος που χε τα λογικά του δεν θα περίμενε να σωθεί από τη μόνη έμβαση, τη στενή λωρίδα γης που συνδέει τη Μονεμβάσια με τη στεριά, όταν ερχόταν ο εχθρός. Ίσως να μην έδωσαν τυχαία αυτό το ό- νομα στον βράχο, ίσως να είναι ένα αστείο που ενώνει τους 11

κατοίκους του ανά τους αιώνες, ένας τρόπος για να χλευάσουν τους πολιορκητές, που άλλοτε έρχονταν φορώντας χλαμύδες και άλλοτε στολές με σβάστικες, βέβαιοι ότι αυτό το παράξενο νησί έχει μόνο ένα σημείο επαφής με τον υπόλοιπο κόσμο, τον πραγματικό. Ο Ανδρέας είχε ανακαλύψει τυχαία την είσοδο του λαβυρίνθου. Στην αρχή άφηνε πίσω του παλιά πινέλα για να βρίσκει τον δρόμο. Ύστερα από λίγο καιρό ήξερε όλες τις στοές απ έξω κι ανακατωτά. Άρχισε να τις αγαπάει γιατί του χάριζαν την ελευθερία του, του επέτρεπαν να ξεφεύγει όποτε ζόριζαν τα πράγματα επάνω. Κι εκείνος τις τιμούσε: εμπιστευόταν στα κρύα τοιχώματά τους τα έργα του. Στο πίσω μέρος του παντοπωλείου βρισκόταν το στρώμα που κοιμόταν. Στις στοές όμως βρισκόταν το κανονικό του σπίτι. Οι πρώτες ακτίνες άρχιζαν να πέφτουν στον βράχο. Πάνω στην ώρα, σκέφτηκε ο Ανδρέας καθώς έβαζε την τελευταία του πινελιά. Μάζεψε βιαστικά τα πράγματά του μέσα σ ένα παλιό σακί κι άρχισε να κατηφορίζει προς την είσοδο της σπηλιάς. Άναψε μια μικρή λάμπα πετρελαίου και διέσχισε γρήγορα τους υγρούς διαδρόμους. Κάπου κοντά στην έξοδο είχε ανακαλύψει ένα κοίλωμα με ένα μικρό ά- νοιγμα στο πάνω μέρος. Το λιγοστό φως που έμπαινε απ αυτόν τον μικροσκοπικό φεγγίτη ήταν αρκετό για να διώχνει την πολλή υγρασία και να προστατεύει τα έργα του από τις στάλες της δροσιάς. Άπλωσε προσεχτικά το τελευταίο του δημιούργημα για να στεγνώσει. Τούτη τη φορά είχε ζωγραφίσει αυτό που έβλεπε μπροστά του. Ήταν τόσο στεναχωρημένος, που δεν ήθελε να αφήσει τη φαντασία του ελεύθερη. Θα του έπαιζε άσχημο παιχνίδι. Θα τον πρόδιδε, γιατί θα έφερνε ολοζώντανη μπροστά του την εικόνα της Ελένης. Ο βράχος της Μονεμβάσιας είχε σκούρο μαύρο χρώμα στη ζωγραφιά του, 12

πιο σκοτεινό κι από τη νύχτα, γιατί ο Ανδρέας πονούσε. Είχε ακούσει τις φήμες και ήξερε ότι σε λίγο καιρό όλα θα τέλειωναν. Θα την έχανε για πάντα, κι ας την είχε ζωγραφίσει με χίλιους διαφορετικούς τρόπους. Κοντοστάθηκε μπροστά σε ένα πορτρέτο της προσεχτικά στερεωμένο στο τοίχωμα της στοάς λίγο πιο πέρα. Το φως τρύπωνε με όλο και μεγαλύτερο θράσος στο μυστικό πέρασμα. Ο Ανδρέας μάζεψε το κουράγιο του και άρχισε να περπατάει προς την έξοδο του λαβυρίνθου, το παλιό πηγάδι στην εσωτερική αυλή του παντοπωλείου. Η κυρα-καλλιόπη παραμέρισε το κεντητό κουρτινάκι. Είχε πιάσει κίνηση κάπου μακριά με την άκρη του εξασκημένου ματιού της. Ήταν ο Ανδρέας που άνοιγε το παντοπωλείο. Από το σπίτι της η Καλλιόπη επόπτευε όλο το κάστρο. Ξυπνούσε κάθε μέρα πολύ πρωί, είχε δουλειές να κάνει. Έτσι πίστευε. Αργόσχολη ήταν, ας ήταν καλά η κόρη της η Βασιλικούλα που είχε αναλάβει τα πάντα. Ο άντρας της είχε πεθάνει προ πολλού και ο γιος της ο Γιώργης είχε βρει δουλειά στην Αθήνα. Άρεσε πολύ στην Καλλιόπη να χώνει τη μύτη της στις ζωές των άλλων και ένιωθε ότι η μέρα δεν είχε αρκετές ώρες για να τα προλαβαίνει όλα. Ήξερε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες κάθε σημαντικό κι ασήμαντο γεγονός της ζωής των κατοίκων του κάστρου. Δεν ήταν τυχαία η καλύτερη προξενήτρα της περιοχής. Όχι τόσο χάρη στη νοσηρή της περιέργεια και την εκπληκτική για την ηλικία της μνήμη, που πολλοί θα εύχονταν να χάσει για να κοιμούνται ήσυχοι. Μπορούσε να μαντέψει ποια ζευγάρια θα στέριωναν, έτσι που ήξερε τα χούγια ό- λων. Ο πραγματικός λόγος όμως που κανένα προξενιό της δεν διαλυόταν ήταν άλλος: ήξερε να εκβιάζει με ένοχα μυστικά όσους είχαν την ατυχία να σταθούν εμπόδιο στα σχέ- 13

διά της. Με απειλές, πάντα προσεχτικά κρυμμένες πίσω από γλυκόλογα, και μια γερή δόση ψεύτικης οικειότητας, «Δικοί μου άνθρωποι είστε, εγώ τι έχω να κερδίσω, για το καλό του παιδιού νοιάζομαι», τους ανάγκαζε να μένουν πετρωμένοι στις θέσεις που όριζε εκείνη. Ποιος πατέρας τολμούσε να μη δώσει τη μοναχοκόρη του όταν η Καλλιόπη άφηνε να εννοηθεί ότι θα μάθαιναν όλοι για τα τρία παιδιά που είχε σπείρει στο κάστρο; Άντε μετά να τα βάλεις με τις τρεις μητέρες των νόθων, τη γυναίκα σου, τους τρεις απατημένους συζύγους, τα τέσσερα παιδιά σου και την Καλλιόπη μαζί. Το μισό κάστρο δηλαδή. Κι έτσι η Καλλιόπη όριζε τις τύχες των ανθρώπων. Και όχι για το κατιτίς που πάντα της άφηναν οι ικανοποιημένοι γαμπροί. Η μεγαλύτερη ανταμοιβή της ήταν η αίσθηση ότι κανόνιζε τις ζωές των άλλων. Το κάστρο στα πόδια της είχε μετατραπεί σε μια τεράστια κεκλιμένη σκακιέρα, κι εκείνη στην κορυφή ηδονιζόταν νιώθοντας η παντοδύναμη βασίλισσά του. Πριν λίγο καιρό ένας πλούσιος έμπορος από τη Σπάρτη είχε δει την Ελένη σε ένα πανηγύρι και είχε αποφασίσει να την παντρευτεί. Δεν ήθελε προίκα. Κι αυτή τη φορά το δώρο που θα άφηνε στην Καλλιόπη για τις υπηρεσίες της δεν θα ήταν ένα απλό φιλοδώρημα. Η Καλλιόπη δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να πείσει τον πατέρα της Ελένης να δώσει την κόρη του. Ας το έπαιζαν αριστοκράτες, εκείνη ήξερε καλά ότι είχαν χάσει εδώ και χρόνια όλη τους την περιουσία. Ο Διονύσης, ο πατέρας της Ελένης, έδινε όλο και συχνότερα λίγα κέρματα στα παιδιά της γειτονιάς για να κουβαλήσουν μέχρι την είσοδο του κάστρου κάποιο παλιό σκαλιστό έπιπλο. Τα έστελνε σ έναν τεχνίτη στους Μολάους να τα γυαλίσει, έτσι έλεγε, αλλά η Καλλιόπη δεν είχε δει ποτέ το κάρο να κάνει την αντίθετη διαδρομή. Ο αριστοκρατικός 14

αέρας της οικογένειας, η άνεσή τους, ήταν όλα θέατρο. Είχαν διώξει από καιρό όλες τις υπηρέτριες και έτρεχε από δω κι από κει η Ελένη για τις εξωτερικές δουλειές, με τη μητέρα της να επιμένει ότι την αφήνει να πηγαινοέρχεται «για να παίρνει το παιδί τον αέρα του». Σήμερα όμως όλα θα άλλαζαν: θα ερχόταν ο γαμπρός να γνωρίσει τους γονείς της και να δει από κοντά τη μέλλουσα σύζυγό του. Το παντοπωλείο του Αλέκου βρισκόταν κοντά στην κεντρική πλατεία. Ο Αλέκος είχε μαζέψει τον Ανδρέα από τον δρόμο όταν πέθανε η μάνα του μόλις δύο χρόνια μετά τον πατέρα του. Το σπίτι τους ήταν δίπλα στο παντοπωλείο κι έ- τσι βολεύτηκαν όλοι. Ο Αλέκος απέκτησε μια πολύ εξυπηρετική αποθήκη και ο Ανδρέας ένα πιάτο φαΐ και ένα μέρος να κοιμάται. Ο Αλέκος ένιωθε πολύ περήφανος για τον εαυτό του που έκανε τέτοιο ψυχικό. Πρώτα απ όλα έσωσε τον μικρό απ το σχολείο. Πάντα πίστευε ότι τα γράμματα είναι για τους βλάκες και το σχολείο το χρειάζονται μόνο όσοι θέλουν οδηγίες για να κάνουν κάτι στη ζωή τους. Ο Αλέκος τα ήξερε όλα και φυσικά δεν είχε μπει στον κόπο να τελειώσει το δημοτικό. Τι παραπάνω θα του μάθαιναν οι δάσκαλοι; Όταν ανακοίνωσε στον Ανδρέα ότι δεν χρειαζόταν να ξαναπάει στο σχολείο, αυτό το αχάριστο άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Του έδωσε ένα χέρι ξύλο γιατί οι άντρες δεν κλαίνε, αλλά και για να μάθει να λέει ευχαριστώ όταν του κάνουν χάρες. Στο κάτω κάτω εκείνος θα ήταν υπεύθυνος για το μεγάλωμά του από δω κι εμπρός. Πού ακούστηκε αγόρι δέκα χρονών να πλαντάζει στο κλάμα επειδή δεν θα ξαναπατήσει στο βρομοσχολείο, αντί να χαίρεται που θα είναι ελεύθερο να κάνει ό,τι του καπνίσει; Ή σχεδόν ό,τι του καπνίσει. Γιατί ως το βράδυ που έκλεινε το μαγαζί, όλο και 15

κάποια δουλίτσα θα έκανε. Κακό πράγμα η αεργία, το έλεγε κι ο παπάς. Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τότε και το είχε μετανιώσει πολλές φορές που τον μάζεψε. Παράξενο παιδί. Καχεκτικό, αφηρημένο, με μια φάτσα που δεν ήξερες αν σε κοροϊδεύει ή σε ευγνωμονεί. Το χειρότερο ήταν ότι τον κοψοχόλιαζε. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού που ο Αλέκος λαγοκοιμόταν στο πίσω μέρος του μαγαζιού, ακουμπώντας στον πέτρινο τοίχο για να δροσιστεί από την αφόρητη ζέστη και την υγρασία του κάστρου, άνοιγε τα μάτια του και τον έβλεπε ξαφνικά μπροστά του. Ούτε που καταλάβαινε πότε άνοιγε και πότε έκλεινε η πόρτα ούτε που άκουγε τα βήματά του, τίποτα. Τον έβλεπε, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, φάντη μπαστούνι μπροστά του και πεταγόταν ως το ταβάνι. Ή όταν το βραδάκι ο Αλέκος καθόταν έξω από το μαγαζί του έχοντας στείλει τον Ανδρέα να κάνει τα τελευταία θελήματα της μέρας και χάζευε τον κόσμο που περνούσε από την πλατεία, ξαφνικά άκουγε τη φωνή του από το πίσω μέρος του μαγαζιού. Ο Αλέκος έξυνε κάθε μέρα το κεφάλι του απορημένος, δεν μπορούσε να καταλάβει πότε προλάβαινε και έμπαινε στο παντοπωλείο ο μικρός χωρίς να περάσει από μπροστά του. Αλλά σε ποιον να τολμήσει να το πει; Θα του έλεγαν ότι ξεκούτιανε και μετά θα άρχιζαν οι φήμες ότι κλέβει στο ζύγι γιατί τα έχει χάσει. Που έκλεβε στο ζύγι, όχι επειδή τα είχε χάσει, αλλά επειδή «οι άλλοι ή- ταν ηλίθιοι και δεν τον έπαιρναν χαμπάρι». Εκείνη τη μέρα τουλάχιστον ήταν σίγουρος ότι ο Ανδρέας δεν θα τον τρόμαζε. Τον είχε βάλει απ το πρωί να μεταφέρει σακιά από την είσοδο του κάστρου ως το παντοπωλείο. Ο Ανδρέας πηγαινοερχόταν φορτωμένος και ο Αλέκος φρόντιζε να του βάζει τις φωνές κάθε φορά που έ- μπαινε στο παντοπωλείο, για να μη χάνει τον ρυθμό. 16

Με το που είδε τον Ανδρέα να μπαίνει κατάκοπος στο μαγαζί με το σακί στον ώμο, ο Αλέκος σηκώθηκε εκνευρισμένος, έβαλε τα χέρια του στη μέση και έγειρε προς τα πίσω για να ισορροπήσει το βάρος του τεράστιου σωσίβιου λίπους, που πλέον δεν συμμαζευόταν κάτω από την κάποτε λευκή ποδιά του, σε μια μάταιη προσπάθεια να φανεί επιβλητικός κι αγέρωχος. «Τελείωνε, έχουμε κι άλλες δουλειές. Κοτζάμ άντρας, δέκα ώρες να κουβαλήσεις δυο σακιά.» Ο Ανδρέας πήγε να του πει ότι τα σακιά ήταν πάνω από είκοσι και ότι αν δοκίμαζε να κουβαλήσει εκείνος έστω και ένα, θα του έπεφτε η μέση. Όμως δεν είπε τίποτα. Άφησε το σακί που κουβαλούσε σε μιαν άκρη κι έφυγε για να φέρει το επόμενο. Η Ελένη περπατούσε με το βλέμμα καρφωμένο στις πέτρες. Κοντοστάθηκε με τον φόβο ότι η καρδιά της ακουγόταν μέχρι έξω. Ίσιωσε διακριτικά τη φούστα της και έβαλε το χέρι στο μέτωπό της, τάχα να μην την τυφλώνει ο ήλιος. Στην πραγματικότητα ήθελε να σιγουρευτεί ότι οι μπούκλες της ήταν στη θέση τους. Της φάνηκαν εντάξει και συνέχισε να προχωράει προς το παντοπωλείο. Ένιωθε ότι την παρακολουθούσαν πίσω από τα ξύλινα παντζούρια. Βλέμματα καρφωμένα πάνω της, που θα γίνονταν λέξεις. Με λίγη φαντασία και πολλή κακεντρέχεια θα δημιουργούσαν μια ι- στορία για εκείνη, ίσως κακότεχνη και άκομψη, αλλά ήξερε η Ελένη ότι όταν δίνεις αφορμές σε έναν τόσο μικρό τόπο, καθένας θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να λέει τα δικά του. Δεν της άρεσε της Ελένης αυτό, την έπνιγε. Γι αυτό και δεν μιλούσε ποτέ για τους άλλους. Ούτε είχε πολλά πολλά μαζί τους μια καλημέρα, μια καληνύχτα κι ένα χρόνια πολλά. Ο μόνος άνθρωπος στο κάστρο με τον οποίο μπορούσε 17

να μιλήσει ανοιχτά, χωρίς να φοβάται μην την παρεξηγήσει ή μήπως μεταφέρει τα λόγια της διαστρεβλωμένα, ήταν η καλύτερή της φίλη, η Βασιλική. Οι κάτοικοι του κάστρου, που ήταν περήφανοι για τον τόπο τους και αντιμετώπιζαν με συγκατάβαση όποιον δεν είχε την τύχη να μένει εκεί, πίστευαν ότι η Ελένη απλώς φερόταν όπως όλα τα κορίτσια με τη δική της αριστοκρατική καταγωγή, με απόλυτα δικαιολογημένη υπεροψία. Η Ελένη ήξερε ότι ο πατέρας της είχε καταφέρει να χάσει στα χαρτιά τα ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία που είχαν απομείνει στην οικογένεια μετά την Κατοχή. Παλιά, όταν είχαν ακόμα χρήματα, δεν την άφηναν να βγαίνει καθόλου απ το σπίτι. Τώρα ήταν η ίδια υπεύθυνη για την προστασία του καλού της ονόματος, αφού δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος στο σπίτι να κάνει τις εξωτερικές δουλειές. Οι υπηρέτριες είχαν απομακρυνθεί μία μία με τη βοήθεια του ξάδερφου Σταύρου, ο οποίος φρόντιζε να τους βρίσκει δουλειές σε καλά σπίτια της Αθήνας, με μοναδικό όρο να μη μιλήσουν για την οικονομική καταστροφή της οικογένειας, κάτι που θα ήταν όλεθρος για ένα σπίτι που είχε κορίτσι της παντρειάς. Όμως η Ελένη δεν στεναχωριόταν καθόλου που έπρεπε να τρέχει από δω κι από κει. Το αντίθετο. Περίμενε πώς και πώς να τους τελειώσει ο καφές για να πάει στο παντοπωλείο. Πήρε βαθιά ανάσα και μπήκε στο μαγαζί του κυρ Αλέκου κρατώντας την αναπνοή της σαν να έπεφτε στο νερό από ψηλά. Κοίταξε γύρω της τις προθήκες, τα ράφια, τον πάγκο. Ο Ανδρέας δεν ήταν εκεί. Προσπάθησε να κρύψει την απογοήτευσή της. «Καλημέρα, κυρ Αλέκο. Έτοιμα τα πράγματα της μητέρας μου;» 18

«Καλώς το Ελενάκι. Στάσου να δω. Αλεύρι, φακή. Και καφέ μού είχε παραγγείλει η μάνα σου. Πού είναι ο καφές; Ανδρέα! Πάλι εξαφανίστηκε αυτός ο βλάκας;» Το πρόσωπο της Ελένης έλαμψε κι εκείνη προσπάθησε να το σκοτεινιάσει αμέσως για να μην προδοθεί. Ο Ανδρέας ήρθε βιαστικά από το πίσω μέρος του μαγαζιού. Κοντοστάθηκε όταν την είδε και βλέποντας ότι ο Αλέκος ήταν σκυμμένος πάνω από το πανέρι με τα πράγματα της Ελένης, της χαμογέλασε. Η Ελένη κοίταξε αμέσως τις μύτες των παπουτσιών της. «Βάλε στο κορίτσι σαράντα δράμια καφέ.» Το βλέμμα του Αλέκου στάθηκε στην Ελένη. Ο Ανδρέας εκνευρίστηκε, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει. Αυτό έ- λειπε τώρα, να γλυκοκοιτάζει ο Αλέκος την Ελένη. Την Ελένη του. Αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή μια ασπρόμαυρη γάτα έκανε το λάθος να μπει στο μαγαζί, κι αυτό ήταν αρκετό για να αρπάξει ο Αλέκος το σκουπόξυλο και να την κυνηγήσει με λύσσα μέχρι έξω. Του είχε μείνει από την Κατοχή αυτό το χούι. Τότε μάζευε γύρω του τους Γερμανούς σαν γάτες και μισούσε τις γάτες όπως τους Γερμανούς, γιατί κάπου έπρεπε να βγάζει κι εκείνος το άχτι του. Η κακούργα η γάτα έφυγε τρέχοντας κι ο Αλέκος έμεινε με το σκουπόξυλο στο χέρι σαν αγριεμένος φρουρός μπροστά στην ξύλινη πόρτα του μαγαζιού του, μουρμουρίζοντας με σφιγμένα δόντια και περιμένοντας την επόμενη λάθος κίνηση του α- σπρόμαυρου χαδιάρη εχθρού. Ο Ανδρέας πήρε ένα σακουλάκι κι άρχισε να το γεμίζει με καφέ. Η Ελένη αμήχανη έκανε ότι χαζεύει τις χρωματιστές κορδέλες δίπλα στις κουβαρίστρες και στα τσιμπιδάκια. Δεν κατάλαβε πότε βρέθηκε ο Ανδρέας πίσω της και ξαφνιάστηκε όταν τον είδε τόσο κοντά της με ανοιχτό το σακουλάκι. Της έκανε νόημα να μυρίσει τον φρεσκοκομμένο 19

καφέ. Πάντα τη μεθούσε αυτή η μυρωδιά και θα συνέχιζε να τη μεθάει ως το τέλος της ζωής της. Έκλεισε τα μάτια, άφησε τη μυρωδιά του καφέ να κατακλύσει τη μύτη και τα πνευμόνια της και του χαμογέλασε με λαμπερά μάτια. Ο Ανδρέας τέντωσε το χέρι του που πάντα είχε πάνω ξεραμένα χρώματα για να πιάσει μια γαλάζια κορδέλα. Την πλησίασε στο μάγουλό της Ελένης. Με το μάτι του ζωγράφου προσπαθούσε να βρει ποιο χρώμα τής ταίριαζε καλύτερα. Η Ελένη ξέχασε να αναπνεύσει για μια στιγμή. Όχι, το γαλάζιο δεν ήταν σωστό. Ο Ανδρέας διάλεξε μια άλλη κορδέλα σε ανοιχτό πράσινο χρώμα, που πήγαινε καλύτερα με τα μάτια της. Έκλεισε το σακουλάκι του καφέ σφίγγοντάς το με την κορδέλα και δένοντας έναν μεγάλο, γυαλιστερό φιόγκο. Έβαλε τον καφέ στο πανέρι ακριβώς τη στιγμή που ο Αλέκος ξανάμπαινε στο μαγαζί εκτοξεύοντας κατάρες και βρισιές για τις γάτες του κάστρου. Η Ελένη τούς ευχαρίστησε και τους δύο βιαστικά, πήρε το πανέρι κι έφυγε. Όταν ξανακούστηκαν βήματα έξω από το παντοπωλείο λίγη ώρα μετά, ο Ανδρέας ευχήθηκε να έχει ξεχάσει κάτι η Ελένη, αλλά ήταν η κυρα-καλλιόπη με την κόρη της τη Βασιλική. Η Καλλιόπη πήρε βαθιά ανάσα και τα είπε όλα μονορούφι, όπως το συνήθιζε. Σαν να φοβόταν ότι οι άλλοι κατά βάθος δεν ήθελαν ν ακούσουν αυτά που είχε να πει, οπότε κι εκείνη δεν τους έδινε την ευκαιρία να τη διακόψουν. «Καλημέρα, Αλέκο, τι κάνεις; Βιαζόμαστε πάρα πολύ σήμερα, έρχεται ο Ευάγγελος από τη Σπάρτη για την Ελένη του Διονύση. Καλός άνθρωπος και πλούσιος, πολλά λεφτά σού λέει. Και χωράφια. Τυχερή η Ελενίτσα μας, βασίλισσα θα την έχει. Ανδρέα, παιδί μου, χλωμό σε βλέπω, δεν τρως;» Κι εκεί σταμάτησε για να πάρει ανάσα, αλλά δεν πρόλαβε να συνεχίσει. 20

Ο Ανδρέας ξαφνιάστηκε. Είχε ακούσει για το προξενιό, δεν περίμενε όμως ότι θα γίνονταν όλα τόσο γρήγορα. Ούτε που κατάλαβε πώς του έφυγε το τσουβάλι από τα χέρια. Χιλιάδες ρεβίθια ξεχύθηκαν στο πάτωμα κι άρχισαν να κυλούν προς όλες τις κατευθύνσεις. Γλιστρούσαν κάτω από τις προθήκες, χοροπηδούσαν πάνω στα παπούτσια της κυρα-καλλιόπης, έβγαιναν απ την πόρτα. Ο Αλέκος φαινόταν έτοιμος να εκραγεί, η Καλλιόπη περιορίστηκε σε ένα αργόσυρτο, απαξιωτικό «Τς, τς, τς» και η Βασιλική γούρλωσε τα μάτια τρομοκρατημένη κι έτρεξε να βοηθήσει τον Ανδρέα να μαζέψει τα ρεβίθια. «Σιγά, βλάκα. Μια δουλειά σωστή δεν μπορείς να κάνεις. Τι σε κρατάω εδώ δεν ξέρω.» Γύρισε απολογητικά προς την Καλλιόπη: «Ζαβό είναι, αλλά τι να τον κάνω. Άμα τον διώξω, θα ψοφήσει. Χριστιανοί είμαστε. Τι με κοιτάς έτσι, ρε; Τράβα να ξεφορτώσεις τα σακιά, που θα με στραβοκοιτάξεις κιόλας. Χαζεύει, όλο χαζεύει, Καλλιόπη μου. Κουνήσου! Θα έρθουν οι ξένοι άνθρωποι και θα έχουμε ακόμα τα σακιά πεταμένα στην είσοδο.» Αν ήταν στο χέρι του Ανδρέα, θα στοίβαζε εκατοντάδες σακιά το ένα πάνω στο άλλο, να μην μπορέσει να μπει κανείς στο κάστρο απ τη μεγάλη πέτρινη πύλη, όμως έσκυψε το κεφάλι κι έκανε αυτό που του έλεγε ο Αλέκος. Λίγες ώρες αργότερα η Καλλιόπη με τον Διονύση, τον πατέρα της Ελένης, και μερικούς περίεργους περαστικούς υποδέχτηκαν τον Ευάγγελο. Μετά τις χαιρετούρες περπάτησαν όλοι μαζί ως το σπίτι. Ο Ευάγγελος ήταν ένας αυστηρός άνθρωπος, που το σοβαρό του ύφος τον έκανε να φαίνεται ακόμα μεγαλύτερος από την ηλικία του. Ο Διονύσης αναρωτήθηκε για μια στιγμή μήπως έκαναν λάθος που του έδιναν 21

την Ελένη. Παιδί ήταν ακόμα. Μετά θυμήθηκε τα χρέη του και έδιωξε βιαστικά τις σκέψεις απ το μυαλό του. Τουλάχιστον η κόρη του θα έμπαινε σε καλό σπίτι και δεν θα πεινούσε ποτέ. Και στο κάτω κάτω αν έδιωχνε αυτόν τον γαμπρό, ποιος του έλεγε ότι θα ερχόταν άλλος που θα δεχόταν την Ελένη χωρίς προίκα; Κλεισμένη στο σπίτι η Ελένη έβραζε από θυμό. Της το είχαν πει την τελευταία στιγμή. Διαμαρτυρήθηκε, έκλαψε, φώναξε, αλλά δεν την άκουγε κανείς. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να αποτρέψει το κακό. Η μητέρα της άνοιξε την πόρτα και καλωσόρισε τον γαμπρό. Εκείνη πάλι ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει. Έδωσε ξερά το χέρι της για να τον χαιρετήσει. Η μάνα της βιάστηκε να κουκουλώσει την αμήχανη στιγμή λέγοντας να περάσουν στη μεγάλη σάλα. Όταν την έστειλαν στην κουζίνα για να φτιάξει καφέ και να αποδείξει στον Ευάγγελο πόσο άξια νοικοκυρά ήταν, πήγε ευχαρίστως. Όχι επειδή ανυπομονούσε να τον εντυπωσιάσει με τη νοικοκυροσύνη της, όπως περίμεναν όλοι από εκείνη, αλλά επειδή ένιωθε ευγνωμοσύνη που δεν θα έβλεπε κανέναν μπροστά της για λίγο. «Είδες το κορίτσι μας; Και καφεδάκι από τα χεράκια της θα πιεις, Ευάγγελε», είπε η Καλλιόπη, πολύ ευχαριστημένη που όλα πήγαιναν ρολόι. Ο Ανδρέας, που περνούσε εκείνη την ώρα κάτω από το σπίτι με το σακί στον ώμο, άκουσε την Καλλιόπη και ένιωσε το αίμα του να βράζει. Χίλιες σκέψεις περνούσαν απ το μυαλό του. Δηλαδή το πρωί που ήρθε στο παντοπωλείο, η Ελένη ήξερε ότι σήμερα θα έδιναν λόγο; Πώς μπόρεσε να του το κάνει αυτό; Γιατί ήρθε ειδικά σήμερα; Είχε ακόμα ζωντανή την εικόνα της μπροστά του, μύριζε τη μυρωδιά του σαπουνιού στα μαλλιά της, άκουγε τον ήχο της φωνής 22

της πεντακάθαρα. Ένιωσε να του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Το πρωί είχε αισθανθεί ευτυχισμένος και τώρα διαλυόταν. Μακάρι να μην την ξανάβλεπε ποτέ. Ποτέ. Στην κουζίνα η Ελένη πηγαινοερχόταν χωρίς να κάνει τίποτα. Όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα η μάνα της, αγέρωχη και σοβαρή όπως πάντα, η Ελένη αναθάρρησε. Σκέφτηκε ότι ίσως εκείνη θα την καταλάβαινε, δεν θα σκεφτόταν μόνο τα λεφτά, σαν τον πατέρα της. «Μη με παντρέψετε μ αυτόν. Δεν θέλω να πάω στη Σπάρτη.» Η Αλεξάνδρα πήρε βιαστικά μια ποδιά και την έδεσε σφιχτά στη μέση της κόρης της κόβοντας την αναπνοή της. «Τελείωνε με τον καφέ. Μη μας κάνεις ρεζίλι», της είπε ψυχρά. Το ύφος της δεν αποκάλυπτε ποτέ τι σκεφτόταν. Η Α- λεξάνδρα είχε περάσει πολλά και είχε μάθει να ελέγχει κάθε ανεπαίσθητη σύσπαση στο πρόσωπό της, για να μη δίνει στους άλλους την ικανοποίηση να καταλαβαίνουν τι περνάει απ το μυαλό της. Ανέκφραστη ξαναγύρισε βιαστικά στη σάλα. Από το παράθυρο της κουζίνας η Ελένη είδε τον Ανδρέα να προσπερνάει το σπίτι τους κουβαλώντας ένα σακί. «Ανδρέα!» φώναξε. Έκλεισε απότομα το στόμα της με το χέρι συνειδητοποιώντας ότι μάλλον θα την είχαν ακούσει μέσα. Εκείνος την κοίταξε παγερά. Κούνησε το κεφάλι με περιφρόνηση και συνέχισε να προχωράει. Η Ελένη ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι της και το πρόσωπό της να καίει. Δεν δάκρυσε. Δεν έκλαψε. Δεν είπε τίποτα. Μόνο τα μάτια της σκοτείνιασαν επικίνδυνα. Με μια αστραπιαία κίνηση άρπαξε το μπρίκι και πήδηξε απ το παράθυρο, στον δρόμο. Άρχισε να κατηφορίζει σαν τρελή προς τη θάλασσα. 23

Τα πόδια της ίσα που ακουμπούσαν στις πέτρες. Σχεδόν πετούσε. Πέρασε σαν σίφουνας δίπλα από τον Ανδρέα ρίχνοντάς του μια δυνατή σπρωξιά για να ανοίξει δρόμο. Και γιατί την είχε εκνευρίσει. Ο Ανδρέας για μια στιγμή δεν κατάλαβε τι γινόταν. Κοντοστάθηκε. Μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι το πλάσμα που έτρεχε σαν δαιμονισμένο μπροστά του ήταν η Ελένη, εκείνη είχε ήδη εξαφανιστεί. Προσπάθησε να την ακολουθήσει, αλλά με το σακί δεν ήταν εύκολο. Τα δρομάκια του κάστρου ήταν λαβύρινθος, δεν την έβλεπε πια. Η Ελένη συνέχισε να τρέχει μ όλη της τη δύναμη, αποφεύγοντας τους περαστικούς. Έφτασε στο Πορτέλο. Εκεί τα τείχη άνοιγαν και μπορούσε να φτάσει ως τη θάλασσα. Στάθηκε πάνω στον πλατύ βράχο, έσκυψε και γέμισε το μπρίκι με νερό. Είχε αέρα εκείνη τη μέρα. Ο βράχος γλιστρούσε και σταγόνες πετάγονταν πάνω της. Ένα δυνατό κύμα έβρεξε για τα καλά την άκρη της φούστας της, αλλά η Ελένη ούτε που το πήρε είδηση μες στη σύγχυσή της. Ούτε τον Ανδρέα πήρε είδηση, που παρακολουθούσε ψηλά από τα τείχη τις κινήσεις της και προσπαθούσε να καταλάβει τι στα κομμάτια κάνει. Έφτασε στην κουζίνα κατακόκκινη και λαχανιασμένη. Ακριβώς τη στιγμή που έβαζε το μπρίκι στο καμινέτο με καφέ και ζάχαρη, ξαναμπήκε η Αλεξάνδρα στην κουζίνα. «Τι κάνεις τόση ώρα; Πού είναι ο καφές;» «Σε μισό λεπτό θα είναι έτοιμος.» Η Αλεξάνδρα την κοίταξε καχύποπτα. Κάτι δεν της πήγαινε καλά. Της έστρωσε τα μαλλιά βιαστικά. Ήθελε η κόρη της να είναι τέλεια σήμερα. Αμάν πια αυτές οι μπούκλες της, δεν μπορούσε αυτό το κορίτσι να έχει ίσια μαλλιά; Διαρκώς αχτένιστη φαινόταν. 24

Η Ελένη ακούμπησε προσεχτικά στον δίσκο τον καφέ, ένα πιατάκι με γλυκό του κουταλιού και ένα κρυστάλλινο ποτήρι με νερό. Έσφιξε τις άκρες του δίσκου στην προσπάθειά της να σταματήσουν τα χέρια της να τρέμουν, τον σήκωσε στο ύψος των αγκώνων της και ακολούθησε τη μητέρα της στη σάλα. Σέρβιρε τον καφέ στον Ευάγγελο χωρίς να τον κοιτάζει, εισπράττοντας χαμόγελα επιδοκιμασίας από τους παρισταμένους. «Τι σεμνό κορίτσι. Και τόσο όμορφο.» Έκανε μερικά βήματα πίσω και στηρίχτηκε με την πλάτη στον τοίχο. Οι αρθρώσεις των δαχτύλων της είχαν γίνει κάτασπρες έτσι που έσφιγγε με δύναμη τις γροθιές της. Κοιτούσε έντονα το πάτωμα και περίμενε. Η έκρηξη δεν άργησε. Ο Ευάγγελος ήπιε μια γουλιά και η έκφρασή του άλλαξε. Γούρλωσε τα μάτια και κοίταξε την Ελένη, που είχε ακόμα το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Μετά είδε τη φούστα της που είχε βραχεί και τα κατάλαβε όλα. «Εγώ τέτοια προσβολή δεν την ανέχομαι!» φώναξε και χτύπησε με τη γροθιά του τον δίσκο, που εκτοξεύθηκε στον αέρα. Φλιτζάνι, πιατάκι, γλυκό, νερό, ποτήρι, όλα πετάχτηκαν ως το ταβάνι κι έπεσαν με δύναμη στο πάτωμα σπάζοντας σε χίλια κομμάτια. Η Ελένη δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Η κυρα-καλλιόπη έμεινε με το στόμα ανοιχτό, οι γονείς της Ελένης κοιτούσαν κερωμένοι μια την κόρη τους και μια τον Ευάγγελο. Εκείνος σηκώθηκε κατακόκκινος και πετάχτηκε έξαλλος ως την πόρτα. Ο Ανδρέας στεκόταν ακόμα κάτω από το παράθυρό τους. Άκουσε τις φωνές και για μια στιγμή σκέφτηκε να μπει στο σπίτι, αλλά δεν πρόλαβε, γιατί την ίδια στιγμή 25

βγήκε φουριόζος ο Ευάγγελος και παραλίγο να πέσει πάνω του. Ο Ανδρέας κρύφτηκε στη γωνία. Άκουσε τον Διονύση να ουρλιάζει «Τι έκανες;» στην κόρη του. Άκουσε και τον ξερό ήχο ενός δυνατού χαστουκιού και μετά το ποδοβολητό της Ελένης που ανέβαινε στο δωμάτιό της. Η Καλλιόπη σταμάτησε τον Ευάγγελο λίγο πιο κάτω, προσπάθησε να του εξηγήσει, αλλά τι να του εξηγήσει που ούτε κι εκείνη δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί. Η Ελένη στάθηκε στο παράθυρο του δωματίου της και κρυφοκοίταξε πίσω απ το κουρτινάκι. Το μάγουλό της ή- ταν κατακόκκινο απ το χαστούκι. Εκείνη όμως έδειχνε ήρεμη, ανακουφισμένη και στεναχωρημένη ταυτόχρονα, αλλά ήρεμη. Είδε την Καλλιόπη να παρακαλάει τον Ευάγγελο να την ακούσει. Είχε γραπωθεί απ το μανίκι του και σχεδόν σερνόταν στις πέτρες στην προσπάθειά της να ακολουθήσει το βήμα του. Εκείνος σταμάτησε απότομα, την έσπρωξε με δύναμη πέρα και συνέχισε να περπατάει αποφασιστικά προς την έξοδο του κάστρου. Ένα πικρό χαμόγελο μισοφάνηκε στο πρόσωπο της Ελένης. Μεγάλο το τίμημα, αλλά είχε γλιτώσει. Μετά είδε τον Ανδρέα. Πηγαινοερχόταν ανήσυχος και κοιτούσε προς το σπίτι. Η Ελένη έσπρωξε το μισάνοιχτο ξύλινο παραθυρόφυλλο πολύ προσεχτικά, για να μην τρίξει. Ο Ανδρέας, κρυμμένος στις σκιές, την κοίταζε ταραγμένος. Δεν πρόλαβε να του μιλήσει. Άκουσε βήματα, απομακρύνθηκε απ το παράθυρο βιαστικά και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της. Η Αλεξάνδρα μπήκε στο δωμάτιο, άνοιξε τη βαριά, ξύλινη ντουλάπα και άρχισε να πετάει τα ρούχα της κόρης της στο κρεβάτι. Η Ελένη πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά εκείνη την έκοψε με μια απότομη κίνηση του χεριού της. Δεν ήθελε ν ακούσει κουβέντα. Δεν τη θεωρούσε κόρη της πια. 26

«Μάζεψε τα πράγματά σου. Θα φύγεις το συντομότερο για την Αθήνα. Θα ειδοποιήσουμε τον ξάδερφό σου να έρθει να σε πάρει. Ο καημένος ο Σταύρος θα ταξιδέψει τόσες ώρες για χάρη σου» «Δεν θέλω να φύγω», τόλμησε να πει η Ελένη. «Αυτά να τα σκεφτόσουν πριν μας κάνεις ρεζίλι. Βούιξε το κάστρο με τα καμώματά σου. Να φύγεις για να το ξεχάσουν. Όσο σε βλέπουν, θα έχουν να λένε», είπε η Αλεξάνδρα και συνέχισε να αδειάζει βίαια την ντουλάπα. Η Ελένη δάκρυσε. Πήγε προς το παράθυρο. Αυτή τη φορά ο Αλέκος είχε πιάσει από τον γιακά τον Ανδρέα και του φώναζε. Εκείνος, απελπισμένος, έριχνε κλεφτές ματιές προς το σπίτι. Ο Αλέκος τέντωσε το χέρι δείχνοντάς του τον δρόμο για το παντοπωλείο κι εκείνος κατέβασε ηττημένος το κεφάλι. Εντάξει, σκεφτόταν από μέσα του, κέρδισες. Τα είχε όμως οργανώσει όλα στο μυαλό του. Θα περίμενε λίγες μέρες. Δεν έπρεπε να κάνει βιαστικές κινήσεις για να μην τα τινάξει όλα στον αέρα. Το πρώτο πράγμα που του πέρασε από το μυαλό ήταν να πάει αργά το βράδυ στο σπίτι της Ελένης και να βρει έναν τρόπο να την πάρει μαζί του, να φύγουν. Μετά σκέφτηκε ότι αυτό θα ήταν πολύ επικίνδυνο γιατί εκείνο το βράδυ δεν θα κοιμόταν κανείς η οικογένεια της Ελένης από τη σύγχυση και οι υπόλοιποι κάτοικοι του κάστρου από την έξαψη και την ταραχή τους. Δεν συνέβαιναν κάθε μέρα αυτά στον τόπο τους. Γενιές ολόκληρες θα είχαν να λένε για το προξενιό της Ελένης. Ποιος ξέρει πόσα χρόνια μετά θα θυμόταν ο κόσμος τη σκανταλιά της. Οπότε ο Ανδρέας σκέφτηκε να περιμένει λίγο, κι ας ή- θελε να μπει στο σπίτι εκείνη τη στιγμή, ν αρπάξει την Ελένη απ το χέρι και να μην αφήσει ποτέ κανέναν να της ξανακάνει κακό. Το επόμενο βράδυ, όταν θα κοιμούνταν όλοι, θα 27

έβρισκε τρόπο να το σκάσουν μαζί. Δεν ήξερε τι θα έκαναν μετά το πιο δύσκολο ήταν να φύγουν απ το κάστρο χωρίς να τους πάρουν είδηση. Η Ελένη πάλι, κλεισμένη στο δωμάτιό της, είχε απελπιστεί. Ο Ανδρέας δεν ήξερε ότι ήθελαν να τη διώξουν. Όταν θα ανακάλυπτε ότι την έστειλαν στην Αθήνα, θα ήταν πια πολύ αργά. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να του μιλήσει, να τον ειδοποιήσει. Σκεφτόταν όλη νύχτα. Ήξερε ότι δεν είχε πολύ χρόνο και καθόλου ελευθερία κινήσεων. Και μετά της ήρθε μια ιδέα Ο Σταύρος έφτασε στο κάστρο χάραμα. Είχε ζητήσει άδεια απ τον προϊστάμενό του, τον Νικόλα. Του είχε πει ότι ήταν οικογενειακή ανάγκη κι εκείνος είχε δείξει κατανόηση. Έ- φτασε με την ψυχή στο στόμα στο λιμάνι. Ευτυχώς πρόλαβε το πλοίο για τη Μονεμβάσια την τελευταία στιγμή. Όλα έπρεπε να γίνουν πολύ γρήγορα. Ήταν κατάκοπος απ το ταξίδι. Πέρασε την πέτρινη πύλη και κοίταξε γύρω του το σκηνικό των παιδικών του χρόνων. Ο πρώτος κάτοικος του κάστρου που έτρεξε καταπάνω του και του έκανε χαρές ήταν ο σκύλος του παιδικού του φίλου, του Γιώργη. Τον χάιδεψε αφηρημένος και κοίταξε ψηλά τα παράθυρα των πέτρινων σπιτιών ψάχνοντας για σημάδια ζωής. Δεν κυκλοφορούσε ακόμα κόσμος έξω, αλλά έπιανες την ένταση στον αέρα. Κατευθύνθηκε προς το σπίτι της θείας του. Χτύπησε την πόρτα σιγανά. Η Αλεξάνδρα τού άνοιξε αμέσως. Όλα ήταν έτοιμα. Στην είσοδο του σπιτιού, έτοιμο να εγκαταλείψει το πατρικό σπίτι μαζί με την ιδιοκτήτριά του, βρισκόταν ένα μπαούλο υπερβολικά μεγάλο για τα λιγοστά υπάρχοντα της Ελένης. «Πού είναι η Ελένη;» ρώτησε. «Καλύτερα να φύγουμε πριν ξυπνήσουν οι άλλοι.» 28

Ο Διονύσης τούς πλησίασε με βήμα βαρύ. Ήταν άυπνος και πολύ, μα πάρα πολύ θυμωμένος. Όσο περνούσαν οι ώ- ρες, η οργή του ξεχείλιζε αντί να καταλαγιάζει. Ένιωθε να πνίγεται. Από τα χρέη, από την κριτική των άλλων, από την προδοσία της κόρης του, από τον τεράστιο ιστό που είχε πλέξει μόνος του. Άλλες φορές το κουκούλι γύρω του φάνταζε οικείο και βολικό. άλλες έβλεπε την αράχνη να έρχεται καταπάνω του τραντάζοντας τις κλωστές, έτοιμη να τον καταβροχθίσει έτσι ακινητοποιημένο και παγωμένο απ τον φόβο και την ντροπή που ένιωθε, για τη φτώχεια, τις αποτυχίες και την αδυναμία του. Ένιωσε μια τεράστια πίεση να του συντρίβει το στήθος. Ο μεγάλος του φόβος ήταν μην πάθει κάτι πριν προλάβει να δώσει μια λύση, πριν ξεπληρώσει τα χρέη του. Γιατί αν πέθαινε, η αλήθεια θα μαθευόταν, κι εκείνος θα έμενε στη μνήμη όλων σαν ένας άχρηστος ακαμάτης, που κατάφερε να εξαφανίσει την τεράστια περιουσία της όμορφης γυναίκας του και πέθανε αφήνοντας δυο θηλυκά μόνα τους να παλεύουν με τα τεράστια χρέη. Αυτό θα ήταν άδικο. Δεν ή- ταν τέτοιος άνθρωπος ο Διονύσης. Θα έβρισκε μια λύση. Τώρα ήταν επείγον να απομακρύνει την Ελένη. «Να τη φέρεις πίσω νύφη, αλλιώς να μην ξαναπατήσει στο κάστρο», είπε στον Σταύρο. «Πού είναι αυτό το κορίτσι επιτέλους;» Η Αλεξάνδρα μάζευε βιαστικά κάποια τελευταία πράγματα της κόρης της. «Έχει ξυπνήσει από νωρίς. Εδώ ήταν πριν. Κάτι θα ξέχασε. Πάω να τη φέρω.» Ο Διονύσης με τον Σταύρο σήκωσαν το μπαούλο και βγήκαν έξω. Σάστισαν βλέποντας την Ελένη να κάθεται στο πεζούλι και να τους περιμένει. Ήταν κατακόκκινη και ξέπνοη και κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να κρύψει το λαχάνιασμά της. Είχε τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά 29

τα είχε καταφέρει. Τώρα ήταν έτοιμη για το μεγάλο ταξίδι ως την Αθήνα. Η Αλεξάνδρα βγήκε απ το σπίτι έντρομη. «Δεν είναι στο δωμάτιο Ελένη! Από πού κατέβηκες;» «Δεν έχουμε χρόνο για κουβέντες. Φεύγουμε», είπε ο Διονύσης. Η Ελένη σηκώθηκε, καλωσόρισε τον Σταύρο κατεβάζοντας ανεπαίσθητα το κεφάλι και άρχισε να περπατάει μαζί με τους άλλους. Δεν μιλούσε κανείς. Είδαν από μακριά τη Βασιλική να έρχεται προς το μέρος τους για να αποχαιρετήσει την Ελένη. Ήταν βουρκωμένη. Θα της έλειπε πολύ η φίλη της, και το χειρότερο ήταν ότι δεν ήξερε πότε ή αν θα την ξανάβλεπε. Την απόλυτη ησυχία του κάστρου διέκοψε ένας δυνατός θόρυβος από ένα μεταλλικό καπάκι που έκλεισε με πάταγο. Γύρισαν όλοι και κοίταξαν το πηγάδι που μόλις είχαν προσπεράσει. Η Βασιλική και η Ελένη πάγωσαν. Είχαν προλάβει να δουν ποιος κρυβόταν εκεί. Ο Διονύσης έκανε να πλησιάσει για να δει τι συμβαίνει. Η Βασιλική κοίταξε με γουρλωμένα μάτια την Ελένη. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, όρμησε στην αγκαλιά της φωνάζοντας και κλαίγοντας, κάνοντας ό,τι μπορούσε για να τραβήξει την προσοχή των άλλων. Το κόλπο έπιασε. Η Αλεξάνδρα, ο Διονύσης και ο Σταύρος πανικοβλήθηκαν με την ξαφνική φασαρία. «Πάψτε πια! Θέλετε να βγουν όλοι έξω;» ψιθύρισε ο Διονύσης αυστηρά και τάχυνε το βήμα του πηγαίνοντας προς την πέτρινη πύλη. Τα δύο κορίτσια κοιτάχτηκαν. Η Ελένη προσπάθησε να πει κάτι στη Βασιλική, αλλά ο Διονύσης δεν αστειευόταν. Άρπαξε την κόρη του απ το μπράτσο αναγκάζοντας τα δύο κορίτσια να αποχαιρετιστούν από μακριά. Ο Ανδρέας είχε ξυπνήσει από το γάβγισμα του σκύλου που υποδέχτηκε τον Σταύρο. Είχε ανοίξει σιγά σιγά το ξύλινο 30

παντζούρι του παντοπωλείου. Ευχόταν να μην τρίξει και ξυπνήσει ο Αλέκος στον πάνω όροφο. Όταν είδε τον Σταύρο να περπατάει σκυφτός ως το σπίτι της Ελένης, κατάλαβε αμέσως για ποιο λόγο είχε έρθει. Έβαλε στα γρήγορα το παντελόνι και το πουκάμισό του. Τη στιγμή που πήγαινε να ανοίξει την πόρτα, άκουσε βήματα να πλησιάζουν και έμεινε ακίνητος κρατώντας την αναπνοή του. Κάποιος είχε ξυπνήσει και θα τον έβλεπε αν άνοιγε την πόρτα. Δεν γινόταν να μείνει εκεί, δεν είχε καιρό για χάσιμο. Έβαλε δύο σακιά κάτω απ τα σκεπάσματά του, να μην καταλάβει αμέσως ο Α- λέκος ότι έλειπε, αν τύχαινε να κατέβει κάτω, και μπήκε βιαστικά στις στοές απ το πηγάδι. Αν περίμενε ένα δευτερόλεπτο ακόμα, θα ανακάλυπτε ότι πίσω από την κλειστή πόρτα στεκόταν η Ελένη. Η Ελένη δίστασε για μια στιγμή. Γρατζούνισε απαλά την πόρτα για να μην ξυπνήσει τον Αλέκο. Σιωπή. Χτύπησε διακριτικά το ξύλο με την παλάμη της. Πάλι τίποτα. Την έ- πιασε απελπισία. Δεν είχε άλλο χρόνο. Έβγαλε από την τσέπη της ένα κομμάτι από την πράσινη κορδέλα. Το έσπρωξε κάτω από την πόρτα και έφυγε τρέχοντας. Όση ώρα η Ελένη περπατούσε με τους γονείς της και τον Σταύρο ως την είσοδο του κάστρου, ο Ανδρέας έτρεχε μέσα στις στοές με όλη του τη δύναμη. Όταν επιτέλους βγήκε ξέπνοος στην απέναντι πλευρά, κρύφτηκε πίσω από τους θάμνους για να μην τον δουν. Έμεινε να παρακολουθεί από μακριά το κάρο που έπαιρνε μακριά του την Ελένη να χτυπιέται στον κακοτράχαλο δρόμο. Αυτό ήταν, όλα είχαν τελειώσει. Με βαριά καρδιά γύρισε στο παντοπωλείο. Ανέβηκε απ το πηγάδι της εσωτερικής αυλής, άνοιξε τη βαριά πόρτα από μέσα και τότε είδε το κορδελάκι πράσινο, γυαλιστερό και αμήχανο, στο κατώφλι του παντοπωλείου. 31