ΑΠ 1528/2005 Περίληψη Κήρυξη αθωότητας του αναιρεσείοντος από τον ίδιο τον Άρειο Πάγο για το έγκλημα της απιστίας στην υπηρεσία (: άρθρο 256 ΠΚ), για το οποίο κατ εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του Νόμου καταδικάστηκε από το δικαστήριο της ουσίας, δεδομένου ότι δεν επρόκειτο περί ελαττώσεως της κοινοτικής περιουσίας κατά τον προσδιορισμό την είσπραξη ή διαχείριση φόρων τελών κ.λ.π. αλλά περί ζημίας της κοινοτικής περιουσίας κατά την υπό του κατηγορουμένου υπό την εκτιθείσα ιδιότητά του διαχείρησή της, πράξη η οποία συνιστά παράβαση του άρθρου 390 Π.Κ. ΑΡΙΘΜΟΣ 1528/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Γεωργίλη, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Πολύκαρπο Βούλγαρη - Εισηγητή, Δημήτριο Κιτρίδη και Αθανάσιο Μπρίλλη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαϊου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Κ. του Γ., κατοίκου Παραλίας Πιερίας, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, περί αναιρέσεως της 741-742- 743/2004 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με Πολιτικώς Ενάγοντα το «Δήμο Παραλίας Πιερίας», νομίμως εκπροσωπούμενον, που δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Οκτωβρίου 2004 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1880/2004. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 256 του Π.Κ., υπάλληλος, που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων, ή οποιωνδήποτε εσόδων, ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος τη δημόσια, τη δημοτική ή κοινοτική περιουσία της οποίας η διαχείριση του είναι εμπιστευμένη, τιμωρείται. γ) αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα με κάθειρξη μέχρι 10 ετών. Από τη διάταξη αυτή με σαφήνεια προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του προβλεπομένου σ' αυτή εγκλήματος, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου είναι πάντοτε υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263α του ΠΚ, απαιτείται εκτός άλλων, η ελάττωση της δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής περιουσίας της οποίας η διαχείριση είναι διαπιστευμένη σ' αυτόν, να επέρχεται κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή διαχείριση φόρων τελών ή άλλων φορολογημάτων, ή οποιωνδήποτε εσόδων. Αλλου είδους διαχωριστικές πράξεις, εκτός από τις προαναφερόμενες (του
προσδιορισμού της είσπραξης και της διαχείρισης εσόδων) δεν εμπίπτουν στην παραπάνω διάταξη, αλλά μπορεί να υπαχθούν στη διάταξη του άρθρου 390 του Π.Κ. για την κοινή απιστία, η οποία είναι γενική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 256 του ίδιου Κώδικα που έχει ειδικό χαρακτήρα. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 259 του ίδιου Κώδικα υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Στοιχεία του εγκλήματος αυτού είναι α) ιδιότητα υπαλλήλου του δράστη που συμπίπτει με την έννοια που αναφέρεται παραπάνω αναφορικά με τη διάταξη του άρθρο 256 Π.Κ. β) παράβαση, όχι απλού υπαλληλικού καθήκοντος, αλλά καθήκοντος της υπηρεσίας του δράστη, όπως καθορίζεται από το νόμο ή τη διοικητική πράξη, ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής, ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου και γ) δόλος που συνίσταται στη θέληση του δράστη να παραβεί τα υπηρεσιακά του καθήκοντα και υπό σκοπό να ποσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον παράνομα υλική ή ηθική ωφέλεια, ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον. Περαιτέρω, έλλειψη της, κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που ιδρύει λόγο αναίρεσης της καταδικαστικής απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ενώ περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έχει δεχθεί στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αριθ. 741, 742 και 743/2004 απόφασής του το Πενταμελές Εφετείο Θεσ/νίκης, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κοινότητα Παραλίας Κατερίνης του Νομού Πιερίας, είχε στην κυριότητά της μεταξύ άλλων και 25 οικόπεδα εμβαδού μεταξύ 300 και 311 τ.μ. το καθένα πλην ενός εμβαδού 150 τ.μ. που είχαν περιέλθει στην κυριότητα με την 32/96 απόφαση του περιφερειακού Δ/ντή Πιερίας. Με την 22/1997 απόφαση του κοινοτικού Συμβουλίου της εν λόγω κοινότητας αποφασίστηκε η εκποίηση των οικοπέδων αυτών με φανερή πλειοδοτική δημοπρασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 270/1981, για προφανή ωφέλεια της κοινότητας. Την 12.5.1997 η επιτροπή καθορισμού τιμήματος εκποιουμένων δημοτικών και κοινοτικών ακινήτων του άρθρου 7 παρ. 1 του π.δ. 270/1981 προέβη στην καταμέτρηση της εκτάσεως ενός εκάστου των υπό εκποίηση οικοπέδων και την εκτίμηση της αξίας τους, την οποία προσδιόρισε μεταξύ των 33-38.000 δραχμών ανά τ.μ., εκτός του υπ' αριθμ. 49δ' οικοπέδου του οποίου την αξία προσδιόρισε σε 50.000 δρχ. το τ.μ. Με βάση την κατά τ.μ. ως άνω αξία προκύπτει συνολική αξία για κάθε οικόπεδο μεταξύ των 10.200.000 δραχμών και 11.507.000 δραχμών, πλην
του τελευταίου, που λόγω του μικροτέρου εμβαδού του η συνολική του αξία ανερχόταν σε 7.500.000 δραχμές. Η προσδιορισθείσα όμως ως άνω αξία των υπό εκποίηση οικοπέδων υπολειπόταν της τρέχουσας αγοραίας αξίας τους, που ανερχόταν περί τα 20.000.000 δραχμές για το καθένα εκτός του τελευταίου που η αξία του ανερχόταν στα 9.750.000 δρχ., περίπου. Με την 68/1997 απόφαση του κοινοτικού Συμβουλίου καθορίστηκαν οι όροι της διακήρυξης της σχετικής δημοπρασίας, ενώ με την 4.1997 απόφαση του ιδίου συμβουλίου ορίστηκε η επιτροπή ενώπιον της οποίας θα γινόταν η δημοπρασία. Η επιτροπή αποτελείτο από τους τρεις κατηγορούμενους ο πρώτος εκ των οποίων και τώρα αναιρεσείων ήταν Πρόεδρος της Κοινότητας επί 16 περίπου έτη και οι άλλοι δύο κοινοτικοί Σύμβουλοι, που είχαν εκλεγεί για πρώτη φορά σε εκείνη την κοινοτική θητεία. Ο πρώτος των κατηγορουμένων, έμπειρος εκ της μακράς θητείας του ως Προέδρου της Κοινότητας και γνώστης της σχετικής νομοθεσίας (άρθ. 4 π.δ. 270/81) ενώ γνώριζε ότι έπρεπε η σχετική με την εκποίηση των οικοπέδων διακήρυξη να δημοσιοποιηθεί όχι μόνο στο κοινοτικό κατάστημα αλλά και στα υπόλοιπα δημοσιότερα σημεία της Κοινότητας, ώστε να λάβουν γνώση όσο το δυνατόν περισσότεροι πολίτες, για να προσέλθουν προς πλειοδοσία, λόγω δε της σπουδαιότητας και του μεγέθους της εκποιήσεως επιμελώς δε σκεπτόμενος να εισηγηθεί στο Κοινοτικό Συμβούλιο τη δημοσίευση της σχετικής διακηρύξεως σε μία εφημερίδα του Νομού Πιερίας, και μία που εκδιδόταν στην Αθήνα ή την Θεσσαλονίκη, έχοντας σκοπό να αποτρέψει την συμμετοχή άλλων προσώπων στην σχετική δημοπρασία, ώστε να καταστεί δυνατή η κατακύρωση των οικοπέδων στον ίδιο και σε γνωστά ή φιλικά του πρόσωπα, σε τιμή λίγο ανώτερη της τιμής της πρώτης προσφοράς και πολύ κατώτερη της τρέχουσας αγοραίας αξίας των οικοπέδων. Περιορίστηκε στην τοιχοκόλληση της σχετικής, διακήρυξης μόνο στο κοινοτικό διαμέρισμα και από πρόθεση παρέλειψε να τοιχοκολλήσει αυτήν και στα δημοσιότερα μέρη αυτής, όπως το λιμάνι, η εκκλησία, το καφενείο και η πλατεία της κοινότητας, καίτοι είχε προς τούτο υποχρέωση από το νόμο (άρθρ. 4 παρ. 1 π.δ. 270/81) και δεν εισηγήθηκε στο Κοινοτικό Συμβούλιο τη δημοσίευση σε εφημερίδες. Η τελευταία βέβαια δημοσίευση σύμφωνα με την σχετική νομοθεσία (άρθρ 4 παρ. 2 π.δ. 270/81) είναι προαιρετική, λόγω όμως της σοβαρότητας του συγκεκριμένου θέματος ήταν επιβεβλημένη για κάθε Πρόεδρο Κοινότητας, που ήθελε να προασπίσει τα συμφέροντα της Κοινότητας και η παράλειψή της ενισχυτικό στοιχείο του δόλου του πρώτου κατηγορουμένου. Με την παράλειψή του να προβεί σε τοιχοκόλληση της διακήρυξης στα δημοσιότερα μέρη της κοινότητας, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 4 παρ. 1 π.δ. 270/81, ο πρώτος κατηγορούμενος παρέβη από πρόθεση τα καθήκοντα του υπαλλήλου (Προέδρου της Κοινότητας) με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του και σε τρίτους γνωστούς και φίλους του όφελος σε βάρος της περιουσίας της κοινότητας που εκπροσωπούσε, όπως αυτή προσδιορίζεται κατωτέρω και στο διατακτικό. Ενώπιον της προαναφερομένης επιτροπής, αποτελουμένης από τους κατηγορούμενους διενεργήθηκαν δύο δημοπρασίες, μία την 1.8.1997 και δεύτερη την 3.9.1997. Κατά την πρώτη δημοπρασία εκποιήθηκαν δέκα οικόπεδα και κατά τη δεύτερη πέντε οικόπεδα. Στη πρώτη δημοπρασία συμμετείχε, καίτοι Πρόεδρος της σχετικής επιτροπής και ο ίδιος ο πρώτος κατηγορούμενος, στον οποίο και κατακυρώθηκαν τα τέσσερα οικόπεδα που αναφέρονται στο διατακτικό, παραβαίνοντας με την συμμετοχή του αυτή τα καθήκοντα του ως υπαλλήλου. Στην δημοπρασία κάθε οικοπέδου
συμμετείχε μόνο ένας πλειοδότης, προτείνοντας τίμημα κατά τι ανώτερο της τιμής της πρώτης προσφοράς, και πολύ μικρότερο (περίπου κατά 40%) της αγοραίας αξίας του εκποιημένου οικοπέδου, η οποία θα επιτυγχανόταν αν είχε το θέμα λάβει την δέουσα δημοσιότητα και συμμετείχαν στην πλειοδοσία περισσότεροι του ενός πλειοδότες. Το ύψος εκάστης πλειοδοσίας και της αγοραίας αξίας των οικοπέδων και τα ονόματα των πλειοδοτών αναφέρονται ειδικότερα στο διατακτικό. Τα πρακτικά της δημοπρασίας αυτής εγκρίθηκαν με την 83/1997 απόφαση του κοινοτικού Συμβουλίου, η οποία κρίθηκε νόμιμη με την 8194.25.8.1997 απόφαση του Γ. Γρ. Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Κατά τη δεύτερη δημοπρασία, που έλαβε χώρα την 3.9.1997, έλαβε μέρος και ο δεύτερος κατηγορούμενος, στον οποίο κατακυρώθηκαν δύο οικόπεδα καθώς και ο γιος του τρίτου κατηγορουμένου, Ι., στον οποίο κατακυρώθηκε ένα οικόπεδο. Και οι δύο όμως αυτοί κατηγορούμενοι, άπειροι περί της σχετικής με την δημοπρασία διατάξεις και έχοντας εμπιστοσύνη στην εμπειρία του πρώτου κατηγορουμένου, αλλά και έχοντας υπόψη την έγκριση των πρακτικών της πρώτης δημοπρασίας από τον Γ.Γ. της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, αφενός μεν δεν γνώριζαν ότι η διακήρυξη της δημοπρασίας έπρεπε να τοιχοκολληθεί και στα δημοσιότερα μέρη της Κοινότητας, αφετέρου δε πίστευαν ευλόγως ότι η συμμετοχή τόσο του δευτέρου, όσο και του γιου του τρίτου κατηγορουμένου ήταν νόμιμη, αφού είχε κριθεί από το Γ.Γ. της περιφέρειας (8194/97) ανακλήθηκε κατά το μέρος της που αφορούσε την συμμετοχή του πρώτου κατηγορουμένου στην δημοπρασία μεταγενέστερα με την τ.τ. 854/6.10.1997 απόφαση του. Με την ανωτέρω συμπεριφορά του ο πρώτος κατηγορούμενος και με το τέχνασμα της περιορισμένης δημοσιότητας της σχετικής διακηρύξεως, πέτυχε να μειωθεί η περιουσία της Κοινότητας επ' ωφελεία των πλειοδοτών στους οποίους μεταβιβάστηκαν με μειωμένο έναντι της αγοραίας αξίας τίμημα τα εκποιηθέντα οικόπεδα, όπως αυτά προσδιορίζονται κατά αριθμό και αξία στο διατακτικό. Επιπλέον επιχείρησε να προσπορίσει στον εαυτό του, όφελος σε βάρος της περιουσίας της Κοινότητας στην διαχείριση της οποίας ήταν εμπιστευμένος με την συμμετοχή του στην πρώτη δημοπρασία και την κατακύρωση σ' αυτόν των αναφερομένων στο διατακτικό οικοπέδων. Η επέλευση της ωφέλειας αυτού και η αντίστοιχη ζημία της Κοινότητας, δεν επιτεύχθηκε τελικώς όχι από μεταμέλεια του πρώτου κατηγορούμενου αλλά από τον θόρυβο που δημιουργήθηκε στην κοινωνία της Κοινότητας Παραλίας Κατερίνης και τις διαμαρτυρίες των πολιτών, που είχαν τη συνέπεια να ανακληθεί η σχετική απόφαση του Γ.Γ. της περιφέρειας της Κεντρικής Μακεδονίας με την οποία είχε εγκριθεί ως νόμιμη η απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου με την οποία εγκρίθηκαν τα πρακτικά της πρώτης δημοπρασίας ως προς το σκέλος της που αφορούσε τα οικόπεδα που κατακυρώθηκαν στον κατηγορούμενο και έτσι να μην καταστεί δυνατή η σύνταξη των σχετικών μεταβιβαστικών συμβολαίων. Με βάση τα παραπάνω δεκτά γενόμενα περιστατικά το Δικαστήριο έκρινε ένοχο μόνο τον πρώτο κατηγορούμενο και τώρα αναιρεσείοντα, κατά πλειοψηφία μεν όσον αφορά την πράξη της απιστίας περί την υπηρεσία (τετελεσμένη και σε απόπειρα) και ομόφωνα όσον αφορά την πράξη της παραβάσεως καθήκοντος ενώ κήρυξε αθώους για τις ίδιες πράξεις τους άλλους δύο κατηγορουμένους. Με αυτά που δέχθηκε το παραπάνω Δικαστήριο, διέλαβε στην πληττομένη απόφασή του α) καθόσον αφορά το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος την από τις αναφερόμενες ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και
εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του προαναφερομένου εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος, οι αποδείξεις που το θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του αναιρεσείοντος, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά στην ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ που εφάρμοσε. Ειδικότερα αναφέρονται 1) Όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο 2) Η ιδιότητα του κατ/νου - αναιρεσείοντος ως υπαλλήλου κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263α του ΠΚ ήτοι ως Προέδρου της ζημιωθείσας Κοινότητας. 3) Η παράβαση υπηρεσιακών καθήκοντος αυτού όπως αυτό καθορίζεται από το νόμο και σε κάθε περίπτωση ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του ως Προέδρου της ως άνω Κοινότητας και 4) ο δόλος αυτού που συνίσταται στη θέληση του κατηγ/νου να παραβεί το υπηρεσιακό του καθήκον με σκοπό να προσπορίσει σε αυτόν και τους άλλους συγκατηγορουμένους του παράνομη υλική ωφέλεια, βλάπτοντας αντίστοιχα την περιουσία της κοινότητας που του είχαν εμπιστευθεί λόγω της ως άνω ιδιότητάς του. Επομένως πρέπει ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα όσον αφορά το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος να απορριφθεί ως αβάσιμος. Β) Καθόσον αφορά όμως το έγκλημα της απιστίας, το παραπάνω Δικαστήριο εσφαλμένως υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη του άρθρου 256 Π.Κ., αφού δεν πρόκειται περί ελαττώσεως της κοινοτικής περιουσίας κατά τον προσδιορισμό την είσπραξη ή διαχείριση φόρων τελών κ.λ.π. αλλά περί ζημίας της κοινοτικής περιουσίας κατά την υπό του κατηγ/νου υπό την εκτιθείσα ιδιότητά του διαχείρησή της, πράξη η οποία συνιστά παράβαση του άρθρου 390 Π.Κ. Επομένως πρέπει, κατ' αποδοχήν του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγου αναιρέσεως ως βασίμου να αναιρεθεί κατά τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια αφού το έγκλημα της απιστίας σχετικής με την υπηρεσία του κατηγορουμένου κατ' άρθρο 256 ΠΚ δεν στοιχειοθετείται με βάση τα παραπάνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά πρέπει να κηρυχθεί αθώος για την πράξη αυτή ο κατηγορούμενος, αναιρούμενης της προσβαλλομένης αποφάσεως μερικώς, όσον αφορά το συρρέον τούτο έγκλημα από το άρθρο 256 Π.Κ. Επειδή με το να αναιρεθεί μερικώς, καθώς προεκτέθηκε η πληττομένη απόφαση και να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων για το συρρέον έγκλημα της απιστίας στην υπηρεσία, για το οποίο επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο ετών, πρέπει να απαλειφθεί από τον Αρειο Πάγο η ποινή αυτή κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 518 παρ. 1 Κ.Π.Δ., ώστε να διατηρηθεί μόνο η ποινή των οκτώ (8) μηνών που επιβλήθηκε για την άλλη συρρέουσα πράξη της παράβασης καθήκοντος, για την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της αναίρεσης, και δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης κατά το περί ποινής κεφάλαιο της προσβαλλόμενης αποφάσεως προς επιβολή νέας ποινής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την με αριθ. 745, 742, 743/2004 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσ/νίκης και μόνο ως προς την εις το σκεπτικό αναφερόμενη πράξη της απιστίας στην υπηρεσία (άρθ. 256 ΠΚ). Κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα για την πράξη αυτή.
Απαλείφει από την προσβαλλομένη απόφαση την ποινή της φυλάκισης δύο ετών που επιβλήθηκε για το ίδιο αυτό έγκλημα, ώστε να παραμείνει μόνο η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών για τη συρρέουσα πράξη της παραβάσεως καθήκοντος. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2005. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Ιουνίου 2005. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ