ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ Α ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Π. Μ. Σ. ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ: 2014 2015 ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Του Χρήστου Μ. Λουκόπουλου ΑΜ: 1316 ΤΙΤΛΟΣ «Ζητήματα καθορισμού της καταβλητέας αποζημίωσης λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης» Επιβλέποντες Αν. Καθηγητής κος Χριστοδούλου Κ. Λέκτορας κα Πούλου Ε. Λέκτορας κος Παναγιωτόπουλος Β. Αθήνα, Μάρτιος 2016
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Συντομογραφίες... 3 Πρόλογος... 5 Εισαγωγή... 9 Κεφάλαιο 1. Η προστασία της ιδιοκτησίας κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ Ι. Περιεχόμενο του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και συνταγματική κατοχύρωσή του... 11 ΙΙ. Προστασία της περιουσίας κατά την ΕΣΔΑ... 12 ΙΙΙ. Ειδικώς η προστασία των ενοχικών δικαιωμάτων... 13 ΙV. Άλλοι περιορισμοί της ιδιοκτησίας 14 Κεφάλαιο 2. Γενική επισκόπηση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης Ι. Έννοια και διακρίσεις 16 ΙΙ. Οι προϋποθέσεις της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης... 17 ΙΙΙ. Η διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κατά τις διατάξεις του ΚΑΑΑ.. 20 Κεφάλαιο 3. Η διαδικασία καθορισμού της αποζημίωσης Ι. Διάδικοι. 25 ΙΙ. Προδικασία.. 26 ΙΙΙ. Προσωρινός προσδιορισμός.. 28 ΙV. Οριστικός προσδιορισμός.. 30 V. Συμβιβαστικός προσδιορισμός 33 Κεφάλαιο 4. Περιεχόμενο της αποζημίωσης Ι. Γενικώς περί της αποζημίωσης στο αστικό δίκαιο... 35 ΙΙ. Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης στην αναγκαστική απαλλοτρίωση.. 36 ΙΙΙ. Έννοια πλήρους αποζημίωσης... 39 ΙV. Άυλη οικονομική αξία της επιχείρησης. 43 V. Συστατικά και παραρτήματα... 45 VI. Δικαστική δαπάνη και δικηγορική αμοιβή... 48 VII. Ιδιαίτερη αποζημίωση.. 50 VIII. Τεκμήριο ωφέλειας. 54 1
ΙΧ. Η προβληματική για τη δυνατότητα συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους... 57 X. Τόκοι... 59 ΧΙ. Περιορισμοί της αποζημίωσης.. 61 Κεφάλαιο 5. Συμπερασματικές παρατηρήσεις.. 63 Βιβλιογραφία - Αρθρογραφία.. 66 Νομολογία. 69 2
Συντομογραφίες ΑΚ Αστικός Κώδικας ΑΠ Άρειος Πάγος αρ. αριθμός Αρμ Αρμενόπουλος ΑρχΝ Αρχείο Νομολογίας Β.Δ. Βασιλικό Διάταγμα Δ Δίκη ΔΕΗ Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ΔΕΚ Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΔτΑ Δικαιώματα του Ανθρώπου ΔΦΝ Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας εδ. εδάφιο ΕΔΔΑ Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΕΕΝ Εφημερίδα Ελλήνων Νομικών ΕισΝΑΚ Εισαγωγικός Νόμος Αστικού Κώδικα ΕιρΡοδ Ειρηνοδικείο Ρόδου εκδ. έκδοση ΕλλΔνη Ελληνική Δικαιοσύνη επ. επόμενα ΕΣΔΑ Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΕφΑθ Εφετείο Αθηνών ΕφΔωδ Εφετείο Δωδεκανήσου ΕφΘεσ Εφετείο Θεσσαλονίκης ΕφΚρ Εφετείο Κρήτης ΕφΛαρ Εφετείο Λάρισας ΕφΠειρ Εφετείο Πειραιά ΙΚΑ Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ΚΑΑΑ Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων ΚΠολΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΜΠρΑθ Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ΜΠρΒολ Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου Ν. Νόμος ΝοΒ Νομικό Βήμα 3
Ν.Δ. ΝΠΔΔ ΝΠΙΔ Ολ ΑΠ Ολ ΣτΕ παρ. ΠειρΝ Π.Ν.Π. ΠΠρΚατερ σελ. ΣτΕ ΤΑΧΔΙΚ ΤΝ ΤοΣ ΦΕΚ Νομοθετικό Διάταγμα Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου Ολομέλεια Αρείου Πάγου Ολομέλεια Συμβουλίου της Επικρατείας παράγραφος Πειραϊκή Νομολογία Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου Πολυμελές Πρωτοδικείο Κατερίνης σελίδα Συμβούλιο της Επικρατείας Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων Ταμείο Νομικών Το Σύνταγμα Φύλλο Εφημερίδας Κυβέρνησης 4
Πρόλογος Πολλές φορές, για την ικανοποίηση επιτακτικών κοινωνικών αναγκών δεν αρκούν οι απλοί περιορισμοί της ιδιοκτησίας, αλλά κρίνεται απαραίτητη η προσφυγή στην ολοκληρωτική στέρηση της ιδιοκτησίας με τη μορφή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ο οποίος χωρίς αμφιβολία συνιστά τον πιο έντονο περιορισμό της ιδιοκτησίας που προβλέπεται από κανόνες δημοσίου δικαίου, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία με το άρθρο 17 του Συντάγματος της Τροιζήνας. Έκτοτε προβλέφθηκε σε όλα τα συνταγματικά κείμενα που ακολούθησαν, ενώ το Σύνταγμα του 1975 ρυθμίζει αναλυτικώς τα ζητήματα της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης στις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 2 έως 6, 18 παρ. 8 και 117 παρ. 4 και 5. Κατά το Σύνταγμα, αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι η έναντι αποζημίωσης και για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στέρηση της ιδιοκτησίας που πραγματοποιείται με μονομερή πράξη του κράτους (αναγκαστική απαλλοτρίωση υπό στενή έννοια). Στην εν λόγω περίπτωση επομένως, δεν πρόκειται για συμβατική σύμπτωση των δηλώσεων βούλησης, αλλά για στέρηση της ιδιοκτησίας με μονομερή διοικητική πράξη, για την οποία οφείλεται αποζημίωση και όχι τίμημα. Από την άλλη, αν και πρόκειται για πράξη δημοσίου δικαίου, τα αποτελέσματα της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης επέρχονται στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου, αφού με αυτή αφαιρείται η κυριότητα από τον ιδιοκτήτη και περιέρχεται σε άλλον. Αντικείμενο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης μπορεί θεωρητικώς να είναι κάθε ιδιοκτησία. Στην πράξη όμως η αναγκαστική απαλλοτρίωση αφορά κατά κύριο λόγο τη στέρηση της κυριότητας ακινήτων ή την επ αυτών σύσταση περιορισμένων εμπράγματων δικαιωμάτων. Περαιτέρω, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στην αναγκαστική απαλλοτρίωση υπό ευρεία έννοια υπάγονται τόσο η αναγκαστική απαλλοτρίωση υπό στενή έννοια, δηλαδή η προβλεπόμενη από τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις, όσο και η de facto απαλλοτρίωση, ήτοι η στέρηση ή η αδρανοποίηση της ιδιοκτησίας, χωρίς όμως να έχει προηγηθεί νόμιμη κήρυξη και συντέλεση της απαλλοτρίωσης. Επομένως όπως συνάγεται από τον ανωτέρω δοθέντα ορισμό της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ο λόγος θέσπισης του συγκεκριμένου θεσμού είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Το Σύνταγμα θέτει υπό την προστασία του κράτους την ιδιοκτησία, αλλά συγχρόνως προβλέπει ως όριο στα εξ αυτής απορρέοντα δικαιώματα, το γενικό συμφέρον (άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος), με δεδομένο ότι μία απόλυτη, ήτοι χωρίς εξαιρέσεις, προστασία της ιδιοκτησίας θα ήταν αντίθετη με την αντίληψη περί της κοινωνικής λειτουργίας αυτής. Έτσι ο συνταγματικός νομοθέτης προβαίνοντας σε μία στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος 5
της ιδιοκτησίας και του δημοσίου συμφέροντος, κρίνει ότι υπερέχει το δεύτερο, επιτρέποντας κατ εξαίρεση τη στέρηση της ιδιοκτησίας, έναντι όμως πλήρους αποζημίωσης. Ο κανόνας δηλαδή του απαραβίαστου της ιδιοκτησίας κάμπτεται στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες η στέρηση της ιδιοκτησίας παρίσταται ως απαραίτητη για την ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος. Κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα για την αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι ο συγκεκριμένος σκοπός της, δηλαδή η δημόσια ωφέλεια που αυτή οφείλει να θεραπεύει, κατά το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος. Η εν λόγω δημόσια ωφέλεια συνιστά τη νομική αιτία της περιουσιακής μετακίνησης που συντελείται με την απαλλοτρίωση και αν αυτή εκλείψει, ακόμα και η συντελεσμένη απαλλοτρίωση θα πρέπει να ανακληθεί (άρθρο 12 παρ. 2 του ΚΑΑΑ). Επειδή η αναγκαστική απαλλοτρίωση συνεπάγεται τη στέρηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, η δημόσια ωφέλεια θα πρέπει να είναι πιο έντονη από το γενικό συμφέρον που απλώς περιορίζει την ιδιοκτησία. Η δημόσια ωφέλεια καθορίζεται όχι μόνο με τυπικό νόμο, αλλά και με κανονιστική διοικητική πράξη που εκδίδεται κατόπιν ειδικής και συγκεκριμένης εξουσιοδότησης νόμου. Σε κάθε περίπτωση πρέπει εκ των προτέρων να καθορίζεται ότι για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού είναι δυνατή η απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας. Ο σκοπός αυτός πρέπει πάντα να είναι σκοπός δημόσιας ωφέλειας και να προσδιορίζεται ειδικώς από τον κανόνα δικαίου. Διάταξη νόμου, η οποία θα όριζε γενικώς ότι χωρεί στέρηση της ιδιοκτησίας για οποιονδήποτε σκοπό δημόσιας ωφέλειας, θα αποτελούσε επανάληψη του περιεχομένου της σχετικής συνταγματικής διάταξης και δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να αποτελέσει τη βάση για την κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Η δημόσια ωφέλεια δεν σημαίνει απαραιτήτως ωφέλεια του Δημοσίου, καθώς μπορεί να αναφέρεται και σε ωφέλεια ιδιωτών. Το στοιχείο της δημόσιας ωφέλειας συντρέχει όταν εξυπηρετείται το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον, δηλαδή όταν ωφελείται το κοινωνικό σύνολο. Τέτοια ωφέλεια μπορεί να υπάρξει όχι μόνο όταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση ενεργείται από το κράτος, αλλά και όταν αυτή ενεργείται υπέρ ιδιωτών, αρκεί να εξυπηρετείται, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον. Όταν η απαλλοτρίωση γίνεται υπέρ ιδιωτών, η Διοίκηση οφείλει πάντως να ελέγχει αν και κατά πόσο η απαλλοτρίωση συμβάλλει στην προαγωγή της εθνικής οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση, επειδή η στέρηση της ιδιοκτησίας ως στέρηση ατομικού δικαιώματος αποτελεί ιδιαιτέρως επαχθές μέτρο και πρέπει να θεωρείται το έσχατο μέσο για την επιδίωξη του συγκεκριμένου σκοπού, η ανάγκη της απαλλοτρίωσης πρέπει να προκύπτει με βάση εμπεριστατωμένη μελέτη, να αιτιολογείται επαρκώς και να αποτελεί, εν όψει και των 6
περιστάσεων, αν όχι τη μόνη δυνατή, τη σαφώς υπερέχουσα λύση από την άποψη του δημοσίου συμφέροντος. Η δε υποχρέωση της Διοίκησης να περιορίζει το επαχθές μέτρο της στέρησης του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας στον απολύτως αναγκαίο βαθμό προκύπτει τόσο από τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος, η οποία επιτρέπει την αναγκαστική απαλλοτρίωση μόνο για δημόσια ωφέλεια προσηκόντως αποδεδειγμένη, όσο και από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. Επίσης προς αποφυγή του φαινομένου της προκήρυξης μαζικών απαλλοτριώσεων για την κατασκευή μεγάλων έργων χωρίς την ύπαρξη της αντίστοιχης οικονομικής δυνατότητας, στο άρθρο 17 παρ. 2 εδ. δ του Συντάγματος προβλέπεται ότι στην απόφαση κήρυξης της απαλλοτρίωσης πρέπει να δικαιολογείται ειδικώς η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζημίωσης. Η υποχρέωση ειδικής αιτιολόγησης του τρόπου κάλυψης της αποζημίωσης έχει ως σκοπό την αποτροπή της μεταγενέστερης ανάκλησης της πράξης απαλλοτρίωσης, ενώ καταλαμβάνει και τις απαλλοτριώσεις που επιβάλλονται με τυπικούς νόμους. Ενώ η συνδρομή της δημόσιας ωφέλειας αποτελεί προϋπόθεση για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης, η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος προβλέπει την καταβολή πλήρους αποζημίωσης στον θιγόμενο ιδιοκτήτη ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη συντέλεσή της. Το πρόβλημα του καθορισμού του ύψους της αποζημίωσης, την οποία δικαιούται να λάβει ο καθ ου η απαλλοτρίωση, συνιστά και το πιο ουσιώδες ζήτημα στο δίκαιο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Γενικώς αξίωση αποζημίωσης γεννάται κατά κανόνα όταν υπάρχει ζημία που προξενήθηκε παρανόμως, δηλαδή όταν η ζημία προέρχεται από παράνομη συμπεριφορά άλλου, όπως από αδικοπραξία (ΑΚ 914) ή από μη εκπλήρωση προϋπάρχουσας υποχρέωσης (ΑΚ 335 επ.). Κατ εξαίρεση όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις χορηγείται δικαίωμα αποζημίωσης και όταν η ζημία προκαλείται από νόμιμη πράξη. Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Αφού το κράτος προβαίνει στη θυσία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, ώστε να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον, πρέπει να προνοήσει και για την αποκατάσταση της ζημίας που επέρχεται στον ιδιοκτήτη λόγω της απαλλοτρίωσης. Η χωρίς αντιστάθμισμα στέρηση της ιδιοκτησίας θα αποτελούσε προφανή δυσαρμονία προς τις αρχές που πρεσβεύει το αστικό κράτος. Συνεπώς η ικανοποίηση του ιδιοκτήτη για τη θυσία της απαλλοτριούμενης ιδιοκτησίας του καταδεικνύει και τον σεβασμό του κράτους προς το ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Πρόθεση του κράτους κατά την επιβολή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης είναι μόνο η επίτευξη ενός σκοπού που άπτεται του δημοσίου συμφέροντος και σε καμία περίπτωση η βλάβη των συμφερόντων του ιδιοκτήτη. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η συνταγματική προστασία της 7
ιδιοκτησίας στο πλαίσιο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, επιτυγχάνεται με τη θέσπιση επιταγής περί καταβολής στον ιδιοκτήτη αποζημίωσης, ήτοι οικονομικού ανταλλάγματος αντίστοιχου της περιουσιακής του απώλειας. Το μέγεθος της αποζημίωσης που αναγνωρίζει η έννομη τάξη στην απαλλοτριούμενη ιδιοκτησία, αποδίδει βασικώς και το μέγεθος της προστασίας, την οποία παρέχει στην ιδιοκτησία. 8
Εισαγωγή Είναι γεγονός ότι οι περισσότερες ερμηνευτικές δυσχέρειες στο δίκαιο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ανακύπτουν όταν ο εφαρμοστής του δικαίου έρχεται αντιμέτωπος με το πρόβλημα του καθορισμού της οφειλόμενης στον ιδιοκτήτη αποζημίωσης, για τη στέρηση της ιδιοκτησίας του. Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι λοιπόν, η πραγμάτευση όλων εκείνων των ζητημάτων που σχετίζονται με τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής, εξέχοντα ρόλο διαδραματίζει η έννοια της πλήρους αποζημίωσης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος. Συνεπώς σκοπός της συγκεκριμένης εργασίας είναι πρωτίστως η οριοθέτηση της ανωτέρω έννοιας τόσο σε θεωρητικό όσο και σε νομολογιακό επίπεδο, ώστε να προσδιοριστεί το ακριβές περιεχόμενο της οφειλόμενης, λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, αποζημίωσης. Αν και αντικείμενο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης μπορεί να είναι οποιαδήποτε ιδιοκτησία, η παρούσα εργασία εστιάζει περισσότερο στις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις των ακινήτων, καθώς οι περιπτώσεις αυτές παρουσιάζουν και το μεγαλύτερο πρακτικό ενδιαφέρον. Έτσι δεν αποτελεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι το κυριότερο νομοθέτημα που αφορά στις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις είναι ο Ν. 2882/2001, ήτοι ο Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων. Για να καταστεί πιο ευχερής η παρακολούθηση της εργασίας, κατωτέρω ακολουθεί μία συνοπτική παρουσίαση όλων των κεφαλαίων της. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η αναγκαστική απαλλοτρίωση στρέφεται κατά της ιδιοκτησίας. Εξ αυτού του λόγου κρίθηκε σκόπιμο, στο πρώτο κεφάλαιο να αναλυθεί το περιεχόμενο του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και να προσδιορισθεί το εύρος της προστασίας που απολαμβάνει το συγκεκριμένο δικαίωμα, τόσο σε επίπεδο Συντάγματος όσο και σε επίπεδο ΕΣΔΑ. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται η ανάλυση της έννοιας της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ενώ παρατίθενται και οι προϋποθέσεις της κήρυξης και της συντέλεσής της. Επίσης στο ίδιο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα στάδια της διαδικασίας της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, κατά τις οικείες διατάξεις του ΚΑΑΑ. Στο τρίτο κεφάλαιο αρχικώς γίνεται αναφορά στα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ασκήσουν την αίτηση για τον καθορισμό της αποζημίωσης και στη συνέχεια παρουσιάζονται όλες οι φάσεις της σχετικής διαδικασίας. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, όπως εκτενώς αναλύεται κατωτέρω, το σύστημα προσδιορισμού της αποζημίωσης που προβλέπεται 9
στον ΚΑΑΑ, διαρθρώνεται σε δύο διαδικασίες, ήτοι αυτή του προσωρινού προσδιορισμού και αυτή του οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης. Στο τέταρτο κεφάλαιο αναλύεται το πιο ουσιώδες ζήτημα της εργασίας αυτής, το οποίο δεν είναι άλλο, από τον ακριβή καθορισμό του περιεχομένου της αποζημίωσης που οφείλεται στον θιγόμενο ιδιοκτήτη. Το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο περιλαμβάνει τις συμπερασματικές παρατηρήσεις του γράφοντος ως προς το ζήτημα που πραγματεύεται η παρούσα εργασία. 10
Κεφάλαιο 1. Η προστασία της ιδιοκτησίας κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ Ι. Περιεχόμενο του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και συνταγματική κατοχύρωσή του Η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται με τη διάταξη του άρθρου 17 του Συντάγματος. Πρόκειται για μία ρύθμιση που υιοθετεί τη διατύπωση του άρθρου 17 της γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, χωρίς όμως να χαρακτηρίζεται η ιδιοκτησία ως ιερό και απαραβίαστο δικαίωμα. Στην παράγραφο 1 της εν λόγω διάταξης, ορίζεται ότι η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους, αλλά τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής επομένως, η ιδιοκτησία των πολιτών τίθεται υπό την προστασία του κράτους, εξαιρουμένων των περιπτώσεων εκείνων, κατά τις οποίες η άσκηση των εξ αυτής δικαιωμάτων, πλήττει το δημόσιο συμφέρον. 1 Το άρθρο 17 του Συντάγματος θεσπίζει μία γενική συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας, αλλά δεν προσδιορίζει τα δικαιώματα που εντάσσονται στο πεδίο προστασίας της. Η συγκεκριμένη διάταξη αποτελεί εντολή προς το νομοθέτη να προσδιορίσει το περιεχόμενο της ιδιοκτησίας, δηλαδή την έκταση των εξουσιών που απορρέουν από το δικαίωμα αυτό, πλην όμως δεν μπορεί ο νομοθέτης κατά τη θέσπιση περιορισμών να υπερβεί ένα όριο, πέραν του οποίου πλήττεται ο πυρήνας του δικαιώματος, έτσι ώστε στην ουσία αυτό να αδρανοποιείται. 2 Εκτός όμως από ατομικό δικαίωμα, η ιδιωτική ιδιοκτησία ανάγεται και σε θεσμική εγγύηση. Το Σύνταγμα, εγγυάται την ιδιοκτησία ως νομικό θεσμό, απαγορεύοντας έτσι στο νομοθέτη να θεσπίζει κανόνες που την καθιστούν αδρανή και κενή ουσιαστικού περιεχομένου. Ως ατομικό δικαίωμα, έγκειται στην ελευθερία του φορέα του να χρησιμοποιεί και να διαθέτει (εν ζωή ή αιτία θανάτου) την ιδιοκτησία του. Το περιεχόμενο δηλαδή αυτού του ατομικού δικαιώματος, περιλαμβάνει το σύνολο των εξουσιαστικών μορφών χρήσης, απόλαυσης και διάθεσης που υπάγονται στο εννοιολογικό περιεχόμενο της ιδιοκτησίας. Η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας με τη μορφή του ατομικού δικαιώματος δεν ιδρύει δικαίωμα επί μίας συγκεκριμένης και με δεδομένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ιδιοκτησιακής σχέσης, αλλά κατοχυρώνει τις ήδη υπαρκτές και διαμορφωθείσες, κατά το περιουσιακό δίκαιο, σχέσεις ιδιοκτησίας. Η ατομική (αμυντική φύση) του δικαιώματος συνίσταται στην ακώλυτη, από επεμβάσεις των κρατικών οργάνων, άσκησή του. Στο ερώτημα, αν η ιδιοκτησία ως ατομικό δικαίωμα δεν 1 ΠΠρΚατερ 190/2003 (δημοσιευμένη σε Αρμ, 2004, σελ. 1271). 2 ΣτΕ 2705/1991 (δημοσιευμένη σε βάση νομικών δεδομένων «ΝΟΜΟΣ»). 11
προστατεύεται μόνο απέναντι στα όργανα του κράτους, αλλά και απέναντι σε οποιαδήποτε προσβολή, η οποία προέρχεται ενδεχομένως από τρίτους ιδιώτες, η κρατούσα άποψη δέχεται ότι η προστασία της ιδιοκτησίας από προσβολές τρίτων ιδιωτών παρέχεται από το κοινό δίκαιο, ήτοι από τους κανόνες του ιδιωτικού και του ποινικού δικαίου, ενώ από το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 17 του Συντάγματος απορρέει η υποχρέωση του νομοθέτη να προβλέπει την ανάλογη προστασία. Από την άλλη, η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας ως θεσμού υπογραμμίζει τη χαλάρωση του συνδέσμου που την ενώνει με το εκάστοτε υποκείμενο του δικαιώματος. Με τη συνταγματική θεσμική κατοχύρωση τονίζεται η αντικειμενική ενέργεια της ιδιοκτησίας, σε αντίθεση με την υποκειμενική ενέργεια του ατομικού δικαιώματος. Με τον τρόπο αυτό, αμβλύνεται ο ατομοκεντρικός χαρακτήρας της ιδιοκτησίας και η ύπαρξή της συνυφαίνεται αρρήκτως με τη λειτουργία του εν γένει κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Όπως προκύπτει δε από τη διατύπωση του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος, φορείς του δικαιώματος της ιδιοκτησίας είναι τόσο οι Έλληνες όσο και οι αλλοδαποί. Στους αλλοδαπούς πάντως, είναι δυνατή η επιβολή περιορισμών για λόγους εθνικής ασφάλειας, εν όψει και της μη υπαγωγής τους στην αρχή της ισότητας, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Οι περιορισμοί αυτοί όμως, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να τελούν σε συμφωνία με την αρχή της αναλογικότητας. Επίσης, φορείς του δικαιώματος της ιδιοκτησίας είναι τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα (ημεδαπά ή αλλοδαπά), ενώ ως προς τους κοινοτικούς υπηκόους, το ΔΕΚ έχει δεχθεί ότι αυτοί δεν μπορούν να υποβληθούν σε περιορισμούς που δεν ισχύουν για τους Έλληνες υπηκόους, ακόμα και αν πρόκειται για παραμεθόριες περιοχές. 3 ΙΙ. Προστασία της περιουσίας κατά την ΕΣΔΑ Σε επίπεδο ΕΣΔΑ, το δικαίωμα στην περιουσία προστατεύεται με βάση το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974. 4 Ως περιουσία εννοείται το σύνολο των δικαιωμάτων (εμπράγματων και ενοχικών), στα οποία αναγνωρίζεται από το δίκαιο οικονομική αξία. Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ δε, η έννοια της περιουσίας είναι ευρύτατη και καταλαμβάνει μία πληθώρα δικαιωμάτων με περιουσιακή αξία, ακόμα και αν πρόκειται για άυλα αγαθά. Η διάταξη αυτή είναι εξοπλισμένη με υπερνομοθετική ισχύ, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, όχι 3 ΔΕΚ 305/1987 (δημοσιευμένη σε βάση νομικών δεδομένων «ΝΟΜΟΣ»). 4 Αρχικώς η ΕΣΔΑ κυρώθηκε με το Ν. 2329/1953 και μετά την καταγγελία της από το δικτατορικό καθεστώς, επανακυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974. 12
όμως και των διατάξεων συνταγματικής ισχύος. Με δεδομένη την άμεση και υπερνομοθετική ισχύ της εν λόγω διάταξης, ο κοινός νομοθέτης δεσμεύεται και ως εκ τούτου δεν μπορεί να προβεί σε κατάργηση προστατευόμενου περιουσιακού δικαιώματος με διάταξη τυπικού νόμου. Σε αντίθετη περίπτωση, ο νόμος θα κριθεί αντισυνταγματικός και κατά συνέπεια ανεφάρμοστος, κατά τα άρθρα 28 παρ. 1 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος. Στα πλαίσια της άποψης αυτής έχει γίνει νομολογιακώς δεκτό 5 ότι η διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ είναι δεσμευτική για τον Έλληνα νομοθέτη, ο οποίος δεν μπορεί να στερήσει κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο από τα ενοχικά περιουσιακά του δικαιώματα, παρά μόνο αν προβλέπεται η πλήρης αποζημίωση του θιγέντος δικαιούχου και συγχρόνως συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που με βάση την αρχή της αναλογικότητας έχουν προτεραιότητα έναντι του ιδιωτικού συμφέροντος του δικαιούχου. ΙΙΙ. Ειδικώς η προστασία των ενοχικών δικαιωμάτων Η ιδιοκτησία είναι μία αόριστη νομική έννοια, το περιεχόμενο της οποίας δεν προσδιορίζεται ρητώς στο Σύνταγμα. Ούτε από το κείμενο του Συντάγματος αλλά ούτε και από το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, προκύπτει συγκεκριμένος εννοιολογικός προσδιορισμός της ιδιοκτησίας, γεγονός που είχε ως συνέπεια να ανακύψει το ζήτημα αν η συνταγματική έννοια της ιδιοκτησίας καταλαμβάνει μόνο τα εμπράγματα ή εκτείνεται και στα ενοχικά δικαιώματα. Κατά την αρχικώς κρατούσα στη νομολογία άποψη, η προστασία που παρέχει το άρθρο 17 του Συντάγματος στο ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας, καταλαμβάνει μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, δηλαδή εκείνα που παρέχουν άμεση και απόλυτη εξουσία σε ενσώματα αντικείμενα (κινητά ή ακίνητα), ενώ η τύχη των ενοχικών δικαιωμάτων επαφίεται στη ρυθμιστική εξουσία του κοινού νομοθέτη. Θεμέλιο της άποψης αυτής είναι η βούληση του ιστορικού νομοθέτη να περιορίσει τη συνταγματική προστασία μόνο στα εμπράγματα δικαιώματα. Το μεγαλύτερο μέρος της θεωρίας επέκρινε τη συγκεκριμένη άποψη ως μη συμβατή με τις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, υποστηρίζοντας ότι η αποκλειστική προστασία εμπράγματων δικαιωμάτων ανταποκρίνεται στη δομή μίας προβιομηχανικής κοινωνίας, όπου η ακίνητη ιδιοκτησία ήταν πιο πολύτιμη. Η προσκόλληση στην ερμηνεία του άρθρου 17 του Συντάγματος, με βάση μία πραγματοπαγή αντίληψη για την ιδιοκτησία, εμφανίζεται ως ξεπερασμένη, λαμβανομένης υπ όψη της διόγκωσης του τριτογενούς τομέα της οικονομίας (παροχή υπηρεσιών) και της εμφάνισης μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων. Επομένως είναι αδικαιολόγητη η ταύτιση του αντικειμένου της συνταγματικής προστασίας της ιδιοκτησίας με 5 ΕφΚρ 144/2003 (δημοσιευμένη σε βάση νομικών δεδομένων «ΝΟΜΟΣ»). 13
την έννοια της κυριότητας του Αστικού Κώδικα, αλλά αντιθέτως καθίσταται αναγκαίο να περιλάβει και άλλα περιουσιακά δικαιώματα. Έτσι, γίνεται πλέον και νομολογιακώς δεκτό ότι στην έννοια της ιδιοκτησίας περιλαμβάνονται εμπράγματα δικαιώματα, δικαιώματα περιουσιακής φύσης (επομένως και τα ενοχικά δικαιώματα), όπως και κάθε δικαίωμα οικονομικού περιεχομένου. IV. Άλλοι περιορισμοί της ιδιοκτησίας Το Σύνταγμα θέτει ως όριο στην άσκηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και κατά συνέπεια ως όριο στην προστασία των επί μέρους δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή, το γενικό συμφέρον. Το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγματος υποχρεώνει επομένως τον κοινό νομοθέτη να ρυθμίζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα με τέτοιο τρόπο, ώστε η άσκησή τους να εναρμονίζεται με το γενικό συμφέρον. Οι νομοθετικοί περιορισμοί της ιδιοκτησίας πάντως, δεν προσβάλλουν τον πυρήνα του δικαιώματος, αλλά προσδιορίζουν το περιεχόμενο και τα όριά του. Συνεπώς, μεταξύ της απολύτως ακώλυτης άσκησης του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης που συνεπάγεται την πλήρη στέρηση αυτής, το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος παρέχει τη δυνατότητα επιβολής σειράς περιορισμών της ιδιοκτησίας. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση όμως, πρέπει να διακρίνεται από άλλους περιορισμούς της ιδιοκτησίας, οι σημαντικότεροι εκ των οποίων είναι η επίταξη, η δήμευση και ο αναδασμός. Επίταξη είναι η προσωρινή αφαίρεση της χρήσης και κάρπωσης κινητών ή ακινήτων που διενεργείται με πράξη της Διοίκησης και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, με σκοπό να θεραπευθεί έκτακτη και άμεση δημόσια ανάγκη. 6 Κοινά σημεία της επίταξης με την αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι η υποχρέωση της Διοίκησης για αποζημίωση του ιδιοκτήτη και η επιβολή της με μονομερή πράξη της Πολιτείας, ενώ διαφέρουν κατά το ότι στην αναγκαστική απαλλοτρίωση η στέρηση της ιδιοκτησίας είναι οριστική και όχι προσωρινή όπως στην επίταξη. Δήμευση είναι η αφαίρεση της κυριότητας κινητού ή ακινήτου, η οποία επιβάλλεται με δικαστική απόφαση ως παρεπόμενη ποινή ή ασφαλιστικό μέτρο, σε περίπτωση που έχουν τελεσθεί αξιόποινες πράξεις. 7 6 Γεωργιάδης Α., Εμπράγματο Δίκαιο, εκδ. β, 2010, σελ. 475. 7 Γεωργιάδης Α., Εμπράγματο Δίκαιο, εκδ. β, 2010, σελ. 478. 14
Τα σημεία, στα οποία διαφέρει η δήμευση από την αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι τα εξής: α) για την επιβολή δήμευσης απαιτείται δικαστική απόφαση και όχι απόφαση της Διοίκησης, όπως στην αναγκαστική απαλλοτρίωση, β) για τη δήμευση δεν απαιτείται η ύπαρξη δημόσιας ωφέλειας αλλά ούτε και η καταβολή αποζημίωσης, γ) την κυριότητα του δημευθέντος πράγματος αποκτά το Δημόσιο και όχι τρίτος. Ο αγροτικός αναδασμός συνίσταται στην υποχρεωτική συνένωση και αναδιανομή αγροτικών εκτάσεων για τον προβλεπόμενο από το άρθρο 18 παρ. 4 του Συντάγματος σκοπό, ήτοι για την επωφελέστερη εκμετάλλευση του εδάφους. Κύριο χαρακτηριστικό του αναδασμού είναι η αναδιανομή, δηλαδή η αντικατάσταση των παλαιών αγροτεμαχίων που εισφέρονται στον αναδασμό με άλλα αγροτεμάχια ίσης αξίας στην ίδια περιοχή, την οποία καταλαμβάνει ο αναδασμός. 8 Σε αντίθεση με την αναγκαστική απαλλοτρίωση, στον αναδασμό δεν υφίσταται στέρηση ιδιοκτησίας για λογαριασμό τρίτου, αλλά αναδιπλασιασμός της για χάρη του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος του ιδιοκτήτη. Περαιτέρω, ως αποζημίωση θεωρείται στον αναδασμό, η ισάξια ακίνητη περιουσία που λαμβάνεται ως αντάλλαγμα από τα δύο μέρη. Αν σε κάθε έναν εκ των συμμετεχόντων ιδιοκτητών δεν μπορεί να παρασχεθεί ισάξιο αντάλλαγμα με όσα αρχικώς είχε, τότε πρόκειται για (μερική) απαλλοτρίωση κατά το ελλείπον. 8 Γεωργιάδης Α., Εμπράγματο Δίκαιο, εκδ. β, 2010, σελ. 481. 15
Κεφάλαιο 2. Γενική επισκόπηση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης Ι. Έννοια και διακρίσεις Προσβολή του πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας συνιστά η στέρηση της ιδιοκτησίας με τη μορφή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, συμφώνως με τις προβλεπόμενες συνταγματικές προϋποθέσεις. Στα πλαίσια μίας προσπάθειας συστηματοποίησης και προσαρμογής του δικαίου που διέπει τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εκδόθηκε ο Ν. 2882/2001 (Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων), 9 ο οποίος συνιστά το ισχύον νομοθετικό καθεστώς των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων για την απόκτηση από τους φορείς του δημοσίου τομέα των ακινήτων που απαιτούνται για την εκτέλεση των έργων της αρμοδιότητάς τους. Ο νόμος αυτός υλοποιεί τις βασικές ρυθμίσεις του άρθρου 17 του Συντάγματος, με το οποίο καθορίζεται το γενικό πλαίσιο προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας. Ρύθμιση των θεμάτων της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης εντοπίζεται όμως και σε ειδικές διατάξεις νομοθετημάτων, είτε γενικότερου περιεχομένου είτε θεσπιζομένων ειδικώς για τη διενέργεια αναγκαστικών απαλλοτριώσεων ορισμένου σκοπού. 10 Αναγκαστική, σε αντίθεση με την εκούσια, είναι η απαλλοτρίωση που γίνεται χωρίς τη βούληση του δικαιούχου. 11 Ως αναγκαστική απαλλοτρίωση ορίζεται δε, η αφαίρεση της ιδιοκτησίας για δημόσια ωφέλεια που προβλέπεται από το νόμο, η οποία (αφαίρεση) πραγματοποιείται με μονομερή διοικητική πράξη έναντι αποζημίωσης που καθορίζεται με δικαστική απόφαση. Η συγκεκριμένη διοικητική πράξη, ακόμα και αν αφορά μεγάλο αριθμό πολιτών, είναι ατομική ενώ η αναγκαστική απαλλοτρίωση μπορεί να υλοποιηθεί μόνο κατά την προβλεπόμενη, από το άρθρο 17 του Συντάγματος, διαδικασία. Καθίσταται επομένως πρόδηλο, ότι ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης διέπεται από την αρχή της κοινωνικής λειτουργίας της ιδιοκτησίας, η οποία ορίζει ότι το ατομικό συμφέρον των ιδιοκτητών πρέπει να υποχωρεί έναντι του δημοσίου συμφέροντος. Ο συνταγματικός νομοθέτης επομένως, προβαίνοντας στην απαραίτητη στάθμιση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου συμφέροντος, επιτρέπει κατ εξαίρεση τη στέρηση της ιδιοκτησίας των πολιτών όταν αυτό επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον. Όπως προαναφέρθηκε, στην υπό ευρεία έννοια αναγκαστική απαλλοτρίωση υπάγονται τόσο η υπό στενή έννοια αναγκαστική απαλλοτρίωση, ήτοι η προβλεπόμενη από τις 9 Ο Ν. 2882/2001 αντικατέστησε το Ν.Δ. 797/1971. 10 Γεωργιάδου Μ., Αναγκαστική Απαλλοτρίωση (Θεωρία-Νομολογία-Υποδείγματα), εκδ. β, 2012, σελ. 28. 11 Κανταρές Β., Απαλλοτρίωση, Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ηλίου, Τόμος Γ, 1949, σελ. 182. 16
συνταγματικές διατάξεις και τους εκτελεστικούς νόμους, όσο και η de facto απαλλοτρίωση. 12 Ο ανωτέρω ορισμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αντιστοιχεί στην αναγκαστική απαλλοτρίωση υπό στενή έννοια, η οποία κηρύσσεται και συντελείται συμφώνως με το άρθρο 17 του Συντάγματος. Σε περίπτωση de facto απαλλοτρίωσης πάντως, ο θιγόμενος ιδιοκτήτης δεν μένει απροστάτευτος, καθώς μπορεί να αξιώσει την καταβολή αποζημίωσης για τη στέρηση της ιδιοκτησίας του με βάση την ΕισΝΑΚ 105, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος. 13 Η κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης μπορεί να γίνει μόνο από το Δημόσιο ή από ΝΠΔΔ, όχι όμως μόνο υπέρ του Δημοσίου, αλλά και υπέρ άλλου ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ, ακόμα και υπέρ ιδιώτη. Αναγκαστική απαλλοτρίωση μπορεί επίσης να κηρυχθεί και από ΝΠΙΔ του δημοσίου τομέα όταν αυτό ενεργεί ως διφυές νομικό πρόσωπο, δηλαδή ως ΝΠΙΔ που ασκεί κατ εξαίρεση δημόσια εξουσία. Η κυριότητα πάντως που αποκτάται με την αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι πρωτότυπη και όχι παράγωγη, με δεδομένο ότι για τη συντέλεσή της δεν απαιτείται η κυριότητα του εικαζόμενου ως κυρίου του απαλλοτριωθέντος. 14 ΙΙ. Οι προϋποθέσεις της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης Για την πληρέστερη κατανόηση του αντικειμένου της παρούσας εργασίας, κρίνεται σκόπιμο στο σημείο αυτό να ακολουθήσει μία συνοπτική ανάπτυξη των προϋποθέσεων, υπό τις οποίες το Σύνταγμα επιτρέπει την αναγκαστική απαλλοτρίωση. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι εξής: α) ύπαρξη δημόσιας ωφέλειας, β) νομοθετική πρόβλεψη της δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή καθορισμός της από τον κοινό νομοθέτη, γ) καταβολή πλήρους αποζημίωσης, η οποία να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριούμενου. α. Δημόσια ωφέλεια Η κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, η οποία αποτελεί προσβολή του ουσιαστικού περιεχομένου της ιδιοκτησίας, επιτρέπεται μόνο για την εκπλήρωση σκοπού δημόσιας ωφέλειας. Ο εν λόγω όρος στην ιστορική του διαδρομή, ως συνταγματική προϋπόθεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, έχει διευρυνθεί σε σημαντικό βαθμό ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινωνικής εξέλιξης. Πρόκειται για μία αόριστη νομική 12 Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο-Ατομικά Δικαιώματα, εκδ. δ, 2012, σελ. 888. 13 Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, εκδ. γ, 2006, σελ. 387. 14 Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο-Ατομικά Δικαιώματα, εκδ. δ, 2012, σελ. 888-889. 17
έννοια, το περιεχόμενο της οποίας μεταβάλλεται αναλόγως με τις επικρατούσες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αντιλήψεις. 15 Επομένως, η διόγκωση των σκοπών του σύγχρονου κράτους συνεπάγεται αυτομάτως και τη διεύρυνση του εννοιολογικού περιεχομένου της δημόσιας ωφέλειας. Επισημαίνεται πάντως, ότι επειδή η αναγκαστική απαλλοτρίωση συνεπάγεται την άρση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, η δημόσια ωφέλεια πρέπει να είναι πιο έντονη από το γενικό συμφέρον που περιορίζει την ιδιοκτησία κατά το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος. 16 Επίσης δεν αποκλείεται η δημόσια ωφέλεια να έχει τοπικό χαρακτήρα, δηλαδή να συμπυκνώνει τις συλλογικές ανάγκες των κατοίκων συγκεκριμένης περιφέρειας και να έχει ως σκοπό την ικανοποίηση του τοπικού συμφέροντος. β. Νομοθετική πρόβλεψη της δημόσιας ωφέλειας Από το άρθρο 17 παρ. 2 εδ. α του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο σκοπός της δημόσιας ωφέλειας, για την εξυπηρέτηση του οποίου επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση, καθορίζεται από το νομοθέτη. Κατά την κρατούσα άποψη η επιφύλαξη αυτή δεν γίνεται υπέρ του τυπικού νόμου, αλλά υπέρ οποιουδήποτε κανόνα δικαίου, δηλαδή ακόμα και των κανονιστικών πράξεων της Διοίκησης. Ο νόμος επομένως είναι αυτός που καθορίζει όχι μόνο τη μορφή της δημόσιας ωφέλειας, για την πραγμάτωση της οποίας επιτρέπεται η κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, αλλά και την αρχή που διαπιστώνει την ύπαρξη αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, ο κοινός νομοθέτης έχει καθορίσει, μεταξύ άλλων, ότι συνιστά δημόσια ωφέλεια η δημιουργία ή η επέκταση βιομηχανικών εγκαταστάσεων, η δημιουργία γηπέδου αθλητικού σωματείου, η ανέγερση βιβλιοθήκης, θεάτρου, νοσοκομείου και ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, καθώς και η σύσταση δικαιωμάτων υπέρ της ΔΕΗ και του ΙΚΑ. γ. Καταβολή πλήρους αποζημίωσης Κατά κανόνα για την ύπαρξη ευθύνης προς αποζημίωση, η επέλευση της ζημίας θα πρέπει να οφείλεται στην παραβίαση εκ μέρους του ζημιώσαντος κάποιου κανόνα δικαίου. Η απαίτηση προς αποζημίωση, θα πρέπει δηλαδή να θεμελιώνεται στο νόμο, γι αυτό και τίθεται θέμα νόμιμου λόγου ευθύνης. Κατ εξαίρεση όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατή η δημιουργία ευθύνης προς αποζημίωση και από πράξη που δεν αντίκειται στο νόμο. Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. 15 Γέροντας Α., Η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας και αναγκαστική απαλλοτρίωση, 2003, σελ.33. 16 Γέροντας Α./Λύτρας Σ./Παυλόπουλος Π./Σιούτη Γ./Φλογαϊτης Σ., Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. γ, 2015, σελ. 415. 18
Η ζημία στην περίπτωση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης συνίσταται στην προσβολή της ιδιοκτησίας, η οποία, όπως έχει ήδη αναφερθεί, προστατεύεται τόσο από το Σύνταγμα όσο και από την ΕΣΔΑ. Από την επισκόπηση της ελληνικής νομολογίας, καθίσταται πρόδηλο ότι σκοπός της αποζημίωσης είναι η αναπλήρωση του πληττόμενου από την αναγκαστική απαλλοτρίωση, αγαθού της ιδιοκτησίας. Με βάση τα ανωτέρω επομένως, μόλις που χρειάζεται να αναφερθεί ότι η καταβολή πλήρους αποζημίωσης συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιοκτησία διατηρούνται ακέραια μέχρι να καταβληθεί η προσωρινή ή η οριστική αποζημίωση, η δε στέρηση της ιδιοκτησίας χωρίς την προηγούμενη καταβολή πλήρους αποζημίωσης είναι σε κάθε περίπτωση αντισυνταγματική. Η αποζημίωση πρέπει να είναι πλήρης, δηλαδή να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριούμενου. Με βάση το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της αξίας του απαλλοτριούμενου είναι ο χρόνος της συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν όμως ζητηθεί απ ευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπ όψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο. Η αποζημίωση είναι κατά κανόνα χρηματική, εκτός αν το Σύνταγμα ή ο νόμος προβλέπουν την αποζημίωση σε είδος. Εξαίρεση όμως από τον κανόνα της χρηματικής αποζημίωσης υφίσταται και στην περίπτωση, κατά την οποία ο καθ ου η απαλλοτρίωση συναινεί στη μη καταβολή χρηματικής αποζημίωσης. Ως προς το χρόνο καταβολής της, το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζει ότι η αποζημίωση καταβάλλεται υποχρεωτικώς το αργότερο εντός δεκαοκτώ μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της, ενώ σε περίπτωση απ ευθείας αίτησης για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, εντός δεκαοκτώ μηνών από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου. Συνέπεια της μη καταβολής της αποζημίωσης εντός της ανωτέρω προθεσμίας, είναι η αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, για τη στέρηση της ιδιοκτησίας λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης οφείλεται αποζημίωση και όχι τίμημα, καθώς δεν πρόκειται για συμβατική σύμπτωση δηλώσεων βούλησης, αλλά για εκτελεστή διοικητική πράξη. Επομένως οι σχετικές με τη διενέργεια, την πρόοδο και τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αμφισβητήσεις, εκδικάζονται ως διοικητικές διαφορές από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, ενώ οι υποθέσεις 19
προσδιορισμού της αποζημίωσης έχουν ανατεθεί στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. 17 Εκτός από τον καθορισμό της αποζημίωσης, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγεται και η αναγνώριση των δικαιούχων αυτής, ως συνδεόμενη με το ζήτημα του καθορισμού. Η διαφορά όμως που δημιουργείται επ ευκαιρία της απαλλοτρίωσης και έχει ως αντικείμενο αξίωση αποζημίωσης από παράνομες πράξεις των οργάνων της Διοίκησης, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στα πλαίσια της απαλλοτρίωσης, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, αφού η αγωγή με το ανωτέρω αντικείμενο ερείδεται στην ΕισΝΑΚ 105. 18 ΙΙΙ. Η διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κατά τις διατάξεις του ΚΑΑΑ Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακολουθεί μία πολύπλοκη διαδικασία, η οποία διέπεται από τις διατάξεις του ΚΑΑΑ. Κατωτέρω έπεται μία περιληπτική περιγραφή των σταδίων της διαδικασίας αυτής, ώστε να καταστεί πιο ευχερής η παρακολούθηση του θέματος που πραγματεύεται η παρούσα εργασία. Το εναρκτήριο στάδιο της διαδικασίας της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης είναι η κήρυξή της. Ως κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ορίζεται η πράξη του αρμόδιου οργάνου για την αφαίρεση της ιδιοκτησίας και την κτήση της από το Δημόσιο ή τρίτο. Η διοικητική πράξη της κήρυξης θεωρείται μονομερής δήλωση βούλησης δημοσίου δικαίου, η οποία περιέχει άσκηση εξουσίας και καθορίζει με κυριαρχικό τρόπο στη συγκεκριμένη περίπτωση, τη στέρηση της ιδιοκτησίας με βάση τις συνταγματικές και τις νόμιμες προϋποθέσεις. 19 Η κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης θεωρείται ότι επέρχεται με τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, ενώ η πράξη της κήρυξης πρέπει να περιέχει την έκταση που πρόκειται να απαλλοτριωθεί, τον φερόμενο ως ιδιοκτήτη, το πρόσωπο υπέρ του οποίου ενεργείται και το σκοπό δημόσιας ωφέλειας που πρόκειται να εξυπηρετήσει. 20 Κύρια απαιτούμενη τεχνική προϋπόθεση για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης είναι, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 περ. α και β του ΚΑΑΑ, η σύνταξη κτηματολογικού διαγράμματος και κτηματολογικού πίνακα από τους αρμόδιους μηχανικούς. Το κτηματολογικό διάγραμμα και ο κτηματολογικός πίνακας που συνοδεύουν την πράξη κήρυξης είναι προπαρασκευαστικά στοιχεία της πράξης αυτής και στερούνται εκτελεστότητας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και να απεικονίζουν την αληθινή κατάσταση 17 Άρθρο 1 παρ. 1 της Π.Ν.Π. της 21-12-2001 «Αρμοδιότητα των δικαστηρίων σε υποθέσεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, φορολογικές και τελωνειακές ρυθμίσεις», η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2990/2002. 18 ΑΠ 1045/2011 (δημοσιευμένη σε βάση νομικών δεδομένων «ΝΟΜΟΣ»). 19 Χορομίδης Κ., Η αναγκαστική απαλλοτρίωση, εκδ. δ, 2007, σελ. 326. 20 Φιλίππου Δ./Ροϊλός Α., Το δίκαιο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, 1998, σελ. 31. 20
του απαλλοτριούμενου ακινήτου. Επιπροσθέτως, το κτηματολογικό διάγραμμα και ο κτηματολογικός πίνακας αποτελούν, από κοινού με άλλα έγγραφα, απαραίτητα στοιχεία για την προδικασία της δίκης περί προσωρινού ή οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης και χωρίς αυτά η σχετική αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Δεν καθίσταται όμως απαράδεκτη η αίτηση καθορισμού της αποζημίωσης λόγω ανακρίβειας ενός εκ των δύο αυτών εγγράφων. Σε περίπτωση, κατά την οποία το αρμόδιο για τη σύνταξη του κτηματολογικού διαγράμματος και του κτηματολογικού πίνακα όργανο, παραλείψει ορισμένα από τα κατά νόμο στοιχεία και για το λόγο αυτό δεν καταβληθεί ολόκληρη η οφειλόμενη για την αναγκαστική απαλλοτρίωση αποζημίωση, αν και θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης του ιδιοκτήτη, δεν θεωρείται ότι δεν έχει συντελεσθεί η απαλλοτρίωση αφού η γενόμενη καταβολή παρίσταται πλήρης κατά την εκ του νόμου προβλεπόμενη διαδικασία, ενώ οι τυχόν ανακρίβειες συμπληρώνονται και διορθώνονται σε μεταγενέστερο στάδιο. Στην ίδια κατεύθυνση, υποστηρίζεται η άποψη ότι υφίσταται η αναγκαία προδικασία ακόμα και αν προσκομίζεται κτηματολογικός πίνακας, ο οποίος δεν περιέχει τα συστατικά του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. 21 Κατά την άποψη αυτή, το δικαστήριο έχει την εξουσία να προσδιορίζει τιμή μονάδας αποζημίωσης και για τα συστατικά που δεν περιλαμβάνονται στον κτηματολογικό πίνακα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα υποβληθεί σχετικό αίτημα. 22 Κατά την αντίθετη άποψη, σε περίπτωση παράλειψης συστατικών του απαλλοτριούμενου ακινήτου κατά τη σύνταξη του κτηματολογικού πίνακα, δεν μπορεί γι αυτά να καθορισθεί τιμή μονάδας αποζημίωσης για το λόγο ότι δεν έχει τηρηθεί η απαιτούμενη προδικασία. 23 Για τη διόρθωση πάντως των σφαλμάτων του κτηματολογικού πίνακα και του κτηματολογικού διαγράμματος, προβλέπεται πλέον, στο άρθρο 16 του ΚΑΑΑ, συγκεκριμένη διαδικασία. Η πράξη κήρυξης της απαλλοτρίωσης προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης, η οποία ασκείται ενώπιον του ΣτΕ. Τα πολιτικά δικαστήρια, με δεδομένο ότι εξετάζουν μόνο παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων, δεν έχουν δικαιοδοσία να κρίνουν αίτηση ακύρωσης κατά της πράξης κήρυξης της απαλλοτρίωσης και αν αυτή ασκηθεί ενώπιόν τους, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από την κήρυξη της απαλλοτρίωσης, η οποία επέρχεται με τη δημοσίευση της σχετικής πράξης στο ΦΕΚ, αποκτάται απλώς προσδοκία κτήσης της κυριότητας, αφού για την κτήση της τελευταίας απαιτείται η συντέλεση της απαλλοτρίωσης. Ως συντέλεση της απαλλοτρίωσης, 21 Γεωργιάδου Μ., Αναγκαστική Απαλλοτρίωση (Θεωρία-Νομολογία-Υποδείγματα), εκδ. β, 2012, σελ. 59. 22 ΑΠ 1902/2009 (δημοσιευμένη σε βάση νομικών δεδομένων «ΝΟΜΟΣ»). 23 ΑΠ 522/2000 (δημοσιευμένη σε βάση νομικών δεδομένων «ΝΟΜΟΣ»), ΕφΑθ 8803/2003 (δημοσιευμένη σε βάση νομικών δεδομένων «ΝΟΜΟΣ»). 21
εννοείται η μεταβολή στο υποκείμενο της κυριότητας, η οποία επέρχεται με μονομερή δήλωση βούλησης της Πολιτείας. 24 Με τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης ο ωφελούμενος από αυτή, αποκτά την κυριότητα του απαλλοτριούμενου, ενώ τα εμπράγματα δικαιώματα τρίτων μετατρέπονται σε ενοχικές αξιώσεις επί της αποζημίωσης ή κατά εκείνου που την εισέπραξε, όπως προβλέπει το άρθρο 9 παρ. 4 του ΚΑΑΑ. Το άρθρο 7 παρ. 1 εδ. α του ΚΑΑΑ ορίζει ρητώς ότι προϋπόθεση συντέλεσης της απαλλοτρίωσης είναι η καταβολή της στον θιγόμενο ιδιοκτήτη ή η γνωστοποίηση της κατάθεσής της στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Με δεδομένο δε ότι, κατά το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος, η αποζημίωση πρέπει να είναι πλήρης, επί μερικής καταβολής δεν επέρχεται συντέλεση της απαλλοτρίωσης. Συντέλεση της απαλλοτρίωσης επέρχεται όμως και με την καταβολή αποζημίωσης σε είδος. Η δυνατότητα αυτή προκύπτει με σαφήνεια από το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος, στο οποίο ορίζεται ότι αν συναινεί ο δικαιούχος, η αποζημίωση μπορεί να καταβληθεί και σε είδος, ιδίως με τη μορφή της παραχώρησης της κυριότητας άλλου ακινήτου ή της παραχώρησης δικαιωμάτων επί άλλου ακινήτου. Ως προς τη νομική φύση της παρακατάθεσης της αποζημίωσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, γίνεται δεκτό ότι πρόκειται για γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου και ως εκ τούτου ο δικαιούχος της αποζημίωσης μπορεί να στραφεί ευθέως κατά του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, αξιώνοντας την καταβολή της. Σε περίπτωση, κατά την οποία το τελευταίο αρνείται την απόδοση της αποζημίωσης στον δικαιούχο που έχει αναγνωρισθεί δικαστικώς και υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίσταται αμφιβολία ως προς το πρόσωπο αυτού, είναι δυνατή η καταδίκη του σε καταβολή τόκων υπερημερίας. Το ίδιο ισχύει αναλόγως και στην περίπτωση άρνησης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων να αποδώσει το ποσό της αποζημίωσης σε αυτόν που έχει προβεί σε κατάσχεσή της στα χέρια του ως τρίτου, αν επίσης δεν υφίσταται αμφιβολία ως προς το πρόσωπο του κατασχόντος. 25 Με την καταβολή της αποζημίωσης στον δικαιούχο που αναγνωρίσθηκε δικαστικώς, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη απέναντι σε οποιονδήποτε πραγματικό δικαιούχο, καθώς ευθύνη απέναντι στον τελευταίο έχει, με βάση το άρθρο 8 παρ. 4 του ΚΑΑΑ, εκείνος που εισέπραξε την αποζημίωση. Πάντως αν και η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου για την αναγνώριση δικαιούχων δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα κατά το άρθρο 26 παρ. 12 του ΚΑΑΑ, το ίδιο άρθρο προβλέπει ότι αυτοί που αξιώνουν δικαιώματα στο απαλλοτριούμενο, ακόμα και αν δεν τα 24 Χορομίδης Κ., Η αναγκαστική απαλλοτρίωση, εκδ. δ, 2007, σελ. 1068-1069. 25 Γεωργιάδου Μ., Αναγκαστική Απαλλοτρίωση (Θεωρία-Νομολογία-Υποδείγματα), εκδ. β, 2012, σελ. 96. 22
προέβαλαν κατά την ειδική διαδικασία αναγνώρισης δικαιούχων, μπορούν να τα ασκήσουν κατά την τακτική διαδικασία, προς είσπραξη της αποζημίωσης ή αναζήτηση αυτής από εκείνον που την εισέπραξε ή από εκείνον, υπέρ του οποίου εκδόθηκε το χρηματικό ένταλμα πληρωμής, χωρίς αυτό να ασκεί επιρροή στη διαδικασία της απαλλοτρίωσης. Με τον τρόπο αυτό ολοκληρώνεται με ταχύτητα η διαδικασία της απαλλοτρίωσης, ενώ συγχρόνως παρέχεται και επαρκής προστασία στον πραγματικό δικαιούχο, στον οποίο επιτρέπεται να στραφεί δικαστικώς κατά του εισπράξαντος μη δικαιούχου, χωρίς όμως να θίγεται η συντελεσθείσα απαλλοτρίωση. Κατά την αρχικώς κρατούσα νομολογιακή άποψη, 26 σε περίπτωση που καταβλήθηκε η προσωρινή αποζημίωση και εντός δεκαοκτώ μηνών επακολούθησε ο οριστικός προσδιορισμός μεγαλύτερης αποζημίωσης, για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης έπρεπε να καταβληθεί η διαφορά της προσωρινής από την οριστική αποζημίωση. Το ΣτΕ όμως δέχεται πλέον ότι επέρχεται η συντέλεση αν εκείνος, υπέρ του οποίου κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση προβεί στην παρακατάθεση της προσωρινής αποζημίωσης εντός της προθεσμίας των δεκαοκτώ μηνών από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης, ακόμα και αν μετά την ανωτέρω παρακατάθεση εκδόθηκε εντός της προθεσμίας των δεκαοκτώ μηνών απόφαση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης. 27 Αν όμως η απόφαση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης έχει εκδοθεί πριν από την παρακατάθεση της προσωρινής αποζημίωσης, η συντέλεση της απαλλοτρίωσης επέρχεται μόνο με την καταβολή της οριστικής αποζημίωσης, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα υφίστατο καταστρατήγηση της συνταγματικής επιταγής για καταβολή πλήρους αποζημίωσης που να ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία του απαλλοτριωθέντος. 28 Μέχρι τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, το δικαίωμα κυριότητας του θιγόμενου ιδιοκτήτη εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ και ως εκ τούτου αυτός έχει στη διάθεσή του όλες τις προστατευτικές του δικαιώματός του αγωγές. Επομένως η κατάληψη του απαλλοτριούμενου πριν από την καταβολή της αποζημίωσης είναι παράνομη, αφού στο στάδιο πριν από τη συντέλεση το δικαίωμα του ιδιοκτήτη παραμένει εμπράγματο, χωρίς να έχει τραπεί ακόμα σε ενοχική απαίτηση αποζημίωσης. Αυτό σημαίνει ότι για τη ζημία που υπέστη ο ιδιοκτήτης από την παράνομη κατάληψη του ακινήτου του, μπορεί να ζητήσει αποζημίωση, η οποία περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία 29 όσο και το διαφυγόν κέρδος. 30 26 ΑΠ Ολ 18/1988 (δημοσιευμένη σε βάση νομικών δεδομένων «ΝΟΜΟΣ»). 27 ΣτΕ Ολ 1000/2007 (δημοσιευμένη σε βάση νομικών δεδομένων «ΝΟΜΟΣ»). 28 Γεωργιάδου Μ., Αναγκαστική Απαλλοτρίωση (Θεωρία-Νομολογία-Υποδείγματα), εκδ. β, 2012, σελ. 83. 29 ΑΠ 444/1975 (δημοσιευμένη σε ΝοΒ, 1975, σελ. 1230). 30 ΕφΘεσ 353/1978 (δημοσιευμένη σε βάση νομικών δεδομένων «ΝΟΜΟΣ»). 23
Με τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης επέρχεται όχι μόνο η με πρωτότυπο τρόπο κτήση της κυριότητας του πράγματος, αλλά και η απόσβεση κάθε εμπράγματου δικαιώματος πάνω στο πράγμα. Εκτός όμως από την απόσβεση των εμπράγματων δικαιωμάτων επί του απαλλοτριούμενου, με τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης επέρχεται και λύση των ενοχικών συμβάσεων που σχετίζονται με αυτό. Ζήτημα δημιουργείται ως προς το αν για την κτήση της κυριότητας, απαιτείται η μεταγραφή της απόφασης κήρυξης της απαλλοτρίωσης. Κατά την κρατούσα άποψη, αν και από το άρθρο 9 παρ. 1 του ΚΑΑΑ προκύπτει ότι η μεταγραφή επιβάλλεται ως υποχρέωση για λόγους δημοσιότητας και προστασίας των καλόπιστων τρίτων, αυτή δεν θεωρείται αναγκαίο στοιχείο για την κτήση της κυριότητας του απαλλοτριωθέντος ακινήτου επειδή η πράξη της Διοίκησης για την αναγκαστική απαλλοτρίωση λαμβάνει την αναγκαία δημοσιότητα με τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. 24
Κεφάλαιο 3. Η διαδικασία καθορισμού της αποζημίωσης Ι. Διάδικοι Το άρθρο 14 παρ. 1 του ΚΑΑΑ προβλέπει τα πρόσωπα, στα οποία παρέχεται η δυνατότητα να παρίστανται ως διάδικοι στη δίκη για τον προσωρινό ή τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Τα πρόσωπα αυτά είναι τα εξής: α) αυτός που έχει την υποχρέωση να προβεί στην καταβολή της αποζημίωσης, β) αυτός, υπέρ του οποίου κηρύσσεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση, γ) αυτός που αξιώνει κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριούμενο. Το πρόσωπο αυτού που έχει την υποχρέωση καταβολής της δικαστικώς καθοριζόμενης αποζημίωσης προκύπτει είτε από την απόφαση κήρυξης της απαλλοτρίωσης είτε από το νόμο. Ο υπόχρεος μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από αυτόν, υπέρ του οποίου κηρύσσεται η απαλλοτρίωση, όπως όταν το κράτος καταβάλλει την αποζημίωση ενώ η απαλλοτρίωση έχει κηρυχθεί υπέρ άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου. Πάντως σε περίπτωση που ο υπόχρεος σε καταβολή της αποζημίωσης δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με αυτόν, υπέρ του οποίου κηρύσσεται η απαλλοτρίωση, είναι υποχρεωτική η συμμετοχή και των δύο στη σχετική δίκη. Αυτός, υπέρ του οποίου κηρύσσεται η απαλλοτρίωση, δηλαδή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που θα αποκτήσει το απαλλοτριούμενο ακίνητο, έχει κατά την ανωτέρω διάταξη, αυτοτελές δικαίωμα για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης. Το δικαίωμα του αυτό μπορεί να το ασκήσει και για το συμφέρον του υπόχρεου σε αποζημίωση που παραμέλησε να ασκήσει εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας αίτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης. 31 Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δικαίωμα αποζημίωσης δεν έχει μόνο ο κύριος του απαλλοτριούμενου ακινήτου, αλλά και κάθε εμπράγματος δικαιούχος. Πάντως μετά τη μεταστροφή της εθνικής νομολογίας υπέρ της άποψης που δέχεται ότι στη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας εμπίπτουν και τα περιουσιακής φύσης δικαιώματα, υποστηρίζεται ότι διάδικος στη σχετική δίκη μπορεί να είναι και αυτός που χωρίς να είναι εμπράγματος δικαιούχος, υφίσταται περιουσιακή ζημία λόγω της απαλλοτρίωσης (π.χ. μισθωτής του απαλλοτριούμενου ακινήτου). 32 Από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του ΚΑΑΑ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 9 παρ. 2 του ΚΑΑΑ, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης καθορίζει επακριβώς τα 31 ΑΠ 783/1981 (δημοσιευμένη σε ΕΕΝ, 1982, σελ. 507). 32 Χορομίδης Κ., Η αναγκαστική απαλλοτρίωση, εκδ. δ, 2007, σελ. 862. 25
πρόσωπα, τα οποία μπορούν να προσλάβουν την ιδιότητα του διαδίκου στις δίκες προσδιορισμού της αποζημίωσης (προσωρινής ή οριστικής) λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Έτσι αποκλείεται η δυνατότητα συμμετοχής στις σχετικές δίκες των κατωτέρω αναφερόμενων προσώπων: 33 α) των νομέων ή κατόχων των απαλλοτριούμενων ακινήτων, β) των κυρίων κινητών πραγμάτων που έχουν καταστεί συστατικά του απαλλοτριούμενου ακινήτου, η ενσωμάτωση όμως των οποίων δεν έγινε με βάση δικαίωμα προσωπικής ή πραγματικής δουλείας, αλλά με βάση απλό ενοχικό δικαίωμα ή απλό δικαίωμα νομής (ο μισθωτής ως κάτοχος δεν στερείται του δικαιώματος να διεκδικήσει από τον εκμισθωτή και ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, τις τυχόν αξιώσεις του για τα απαλλοτριωθέντα συστατικά, είτε με βάση τη μισθωτική σχέση είτε με βάση τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων, αδικαιολόγητου πλουτισμού και αδικοπραξιών), γ) των κυρίων παραρτημάτων, ήτοι κινητών πραγμάτων, τα οποία έχουν τοποθετηθεί σε αλλότριο απαλλοτριούμενο ακίνητο. Με δεδομένο όμως ότι τα δικαιώματα από την απαλλοτρίωση δεν είναι ανεκχώρητα και ότι το άρθρο 14 του ΚΑΑΑ δεν χαρακτηρίζεται ως διάταξη δημόσιας τάξης, δικαίωμα συμμετοχής στη δίκη για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης, εκτός από τα αναφερόμενα στην ανωτέρω διάταξη πρόσωπα, μπορούν να έχουν και άλλα πρόσωπα που θεμελιώνουν έννομο συμφέρον. Τέτοια πρόσωπα μπορεί να είναι ο προσωρινός κληρούχος, ο οποίος αν και δεν είναι κύριος έχει δικαίωμα είσπραξης της αποζημίωσης, ο αγοραστής με προσύμφωνο, ο εκδοχέας, καθώς και οι δανειστές του δικαιούχου της αποζημίωσης. 34 ΙΙ. Προδικασία Η τήρηση ορισμένης προδικασίας προηγείται του καθορισμού της προσωρινής ή της οριστικής αποζημίωσης και αποσκοπεί στη συλλογή των απαιτούμενων στοιχείων, τόσο για την ασφαλή διάγνωση της διαφοράς όσο και για την ανεύρεση των ενδιαφερόμενων προσώπων, τα οποία πρέπει να κληθούν για να λάβουν μέρος στη σχετική δίκη. Οι διατάξεις που αφορούν στην προδικασία του δικαστικού καθορισμού της προσωρινής ή της οριστικής αποζημίωσης προβλέπονται στο άρθρο 17 του ΚΑΑΑ, είναι δημόσιας τάξης και ως εκ τούτου δεν μπορούν να τροποποιηθούν από την ιδιωτική βούληση. Λόγω του χαρακτήρα των εν λόγω διατάξεων ως δημόσιας τάξης, η τήρηση της προδικασίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Η προδικασία τηρείται μία φορά, ακόμα και αν ο προσδιορισμός της αποζημίωσης γίνει μετά 33 Γεωργιάδου Μ., Αναγκαστική Απαλλοτρίωση (Θεωρία-Νομολογία-Υποδείγματα), εκδ. β, 2012, σελ. 238. 34 Γεωργιάδου Μ., Αναγκαστική Απαλλοτρίωση (Ερμηνεία του Ν. 2882/2001), 2014, σελ. 97. 26