Παραμυθούπολη Καλώς ήλθατε στον κόσμο του παραμυθιού «Παραμύθι μύθι μύθι το κουκί και το ρεβίθι, εμαλώνανε στη βρύση, και περνάει η φακή, και τα βάζει φυλακή, μα η φάβα της φωνάζει, φακή βγάλτα, δεν πειράζει».
Η Μικρή μας Φάτνη Στο καλό μου το χωρίο εύγε θέλω να του πω. Γιατί ξέρετε το αγαπώ. Επειδή είναι πάντα ζωντανό και πρόθυμο για το καλό. Η πλατεία του τριγωνάτη με τα μαγαζιά σε κάθε άκρη. Πάντα τρέχει η χαρά εκεί για να τα καμαρώσει όλα απ την αρχή. Νάτος ο ζαχαροπλάστης. Πω, πω, τι γλυκά στα ράφια του, καρυδόπιτα σιγοψημένη και από πάνω με κρέμα πασαλειμμένη, καραμέλες, γλειφιτζούρια, λογιών, λογιών ζαχαρωτά και κάθε Κυριακή λουκουμάδες φουσκωτοί μες στο μέλι βουτηγμένοι, τις λαχταράει η καρδιά σου και ξετρελαίνετε η κοιλιά σου.
Ο ζαχαροπλάστης ο κυρ-γλυκούλης σκεφτόταν, κάθε μέρα τι καλύτερο να φτιάξει που να αρέσει στα παιδιά, να τα κάνει χαρωπά μα και τους μεγάλους να γλυκάνει, γιατί με τα γλυκά του τις χαρές ήθελε να τους φέρνει και τις πίκρες του να ξεχνά όποιος στο μαγαζί του θα πατά. Τι χαρά με τα γλυκά τις πίκρες να πολεμά. Κάθε τόσο τον άκουγες να λέγει.
Ο παπάς με τις ευχές και εγώ με τις λιχουδιές. και ξεκαρδιζότανε στα γέλια. Έπρεπε να σασταν και εσείς εκεί από μια μεριά για να βλέπετε και να γελάτε και στον ύπνο σας να τον θυμάστε. Πιο εκεί έστεκαν με τα σειρά τα μαγαζιά, του χασάπη του Λάμπω, του μπακάλη του Φακή, του μπαλωματή του Σακουλή, του παπουτσή του Καρφιά, της μοδίστρας της Φρόσως.
Η πλατεία του χωριού έμοιαζε με ήλιο. Στο κέντρο του ηλιόδισκου έπαιζαν παιχνίδια τα παιδιά. Από το μέσον του ηλιόδισκου ξεκινούσαν οι δρόμοι, ήταν σαν ηλιαχτίδες και από του αρχιτέκτονα το χέρι, της φύσης ήταν σχεδιασμένοι
Τα σπίτια μετρημένα και ζυγισμένα σε κάθε ηλιαχτίδα, έμοιαζαν σαν άνθρωποι με μάτια, αυτιά και όμορφη λαλιά. Σαν ζύγωνες εκεί καθόσουν και χάζευες για ώρα και εσύ αρκετή. Στην πιο ωραία θέση της πλατείας, αγέρωχο και καμαρωτό το βιβλιοπωλείο το ξεχωριστό, στο υπόγειο θαρρώ είχε τυπογραφείο καθαρό και στη ταμπέλα του μπροστά έφερε μια κουκουβάγια με γυαλιά. Εκεί μες στο χαρτί και το μελάνι έβλεπες όλη τη χάρη του μυαλού και το γέλιο του παιδιού.
Να μην ξεχάσω να σας πω και τούτο. Ο κυρ-γουτεμβέργιος ο βιβλιοπώλης έκανε διαγωνισμούς και βραβεία έδινε στα παιδιά. Όποιος έγραφε την καλύτερη έκθεση στο σχολείο, έπαιρνε σαν έπαθλο τους «Μύθους του Αισώπου». Ποιος έλυνε πρώτος τις ασκήσεις στην αριθμητική έπαιρνε για βραβείο αριθμητάριο και μαζί ένα σημειωματάριο, μια μπλε και κόκκινη γραφίδα. Και άλλα τέτοια που να σας τα λέω. Σκεφτείτε τι χαλασμός γινόταν στο βιβλιοπωλείο.
Μέχρι και θεατρικά έφτιαχναν, με τη δασκάλα και τον ψάλτη της εκκλησιάς, να μαθαίνουν στα παιδιά τις μουτσουνιές και τις φωνές να αλλάζουν. Όλα ήταν στο χωριό με το χάρακα παρακαλώ ισιωμένα και με το δίκιο καμωμένα. Το παράπονο δεν το ήθελε κανείς μήτε ζημιές και ζαβολιές. Τους φουριούζους το χωριό τους κοιτούσε με μια ματιά και σούζα εκείνοι για τα καλά. Τα σπίτια μοιρασμένα σε κάθε δρόμο με τη δική του χάρη το καθένα.
Εκεί το σπίτι του παπά, στο άλλο πιο εδώ, είναι του γιατρού, πιο εκεί του δάσκαλου, παρ εκεί του τεχνίτη του τηλεφωνητή, να σ εκείνη τη μεριά του μηχανικού, σύνορο με του ταχυδρομικού. Πιο πάνω - πιο κάτω του κτίστη, του ξυλουργού, του σιδερά, του σαμαρά, του γανωτή και απόμακρα του πεταλωτή. Όλα μαζί τα σπίτια δίνουν τα χέρια και το χωριό πάει στα αστέρια.
Έψαχναν να βρουν το φως που λάμπει. Δεν το είχαν δει ποτέ, δεν ήξεραν τι είναι τούτο. Μόνο το φανταζόντουσαν θαρρώ. Η ζωή στο χωριό δεν τους κρατούσε πια. Μάθαιναν από τους γυρολόγους τα νέα και ξεσηκώνονταν να φύγουν. Ονειρευόντουσαν καλύτερη ζωή με διασκεδάσεις και ξενοιασιά με άυλες αξίες. Ρωτούσαν ο ένας τον άλλο, αυτό είναι το φως που λάμπει; Ήθελαν να αφεντεύσουν τον κόσμο. Η λέξη αφέντης τους τραβούσε σαν μαγνήτης.
Έγινε σκοπός της ζωής τους. Όλοι βέβαια δεν ήταν το ίδιο. Καθένας είχε το ντορό του. Μερικοί σκεφτόντουσαν να τρέξουν ακόμα πιο μπροστά. Ήθελαν να διακριθούν στις επιστήμες, να φέρουν την τάξη του χωριού στις κλειστές και φοβισμένες πόλεις. Σιγά σιγά άρχισαν τα μυαλά τους να παίρνουν αέρα και να δυσανασχετούν με τον περίγυρό τους. Νόμιζαν ότι τους έφταιγε το χωριό και το εγκατέλειπαν μέρα με τη μέρα. Έψαχναν να βρουν το φως που λάμπει σαν μαγεμένοι. Νόμιζαν ότι θα είναι το νέο τους βραβείο στη ζωή. Η κυρ-βασίλαινα σταυροκοπιόταν και έλεγε τι καημός έπεσε στην πόρτα μας. Κάθε τόσο αποχαιρετισμός.
Ο παπάς του χωριού αγνάντευε από τον Προφήτη-Ηλία, την εκκλησιά. Έβλεπε τους νέους να πορεύονται και τους κατευόδωνε. Κουνούσε το χέρι και φώναζε από μακριά, καλή τύχη παιδιά μου. Όποτε κάποιος νέος πήγαινε για την ξενιτιά, τα σπουργιτάκια έτρεχαν στην κεραμοσκεπή του ξενιτεμένου σπιτιού και κρατούσαν συντροφιά στους γονείς του, που έκλαιγαν κρυφά και σιγανά για να μην ακουστεί η πονεμένη τους φωνή. Έφευγαν οι νέοι και μαζί τους έπαιρναν την ευχή τη γονική και το ράντισμα στη ψυχή.
Άδειασε το χωριό και στις πόλεις τα παιδιά πάντα άσβεστο το πρώτο φως, το πρώτο ξημέρωμα και το σπίτι στο χωριό και εκείνο ανοικτό να τους περιμένει σαν φυλαχτό. Αχ, προσπέρασαν κοιτάζοντας αλλού, δεν είδαν τη μικρή τους Φάτνη, όμως δυο χιλιάδες χρόνια πριν, μάγοι κοίταξαν ψηλά για να δουν το Φως που Λάμπει. Τότε είδαν αστέρι φωτεινό και με αυτό οδηγό έφτασαν στη σπηλιά της Βηθλεέμ.
Μέσα στα σπάργανα ζεστός, ο Χριστούλης ο καλός και ψηλά στον ουρανό ως άγρυπνος φρουρός το αστέρι της ζωής, που λαχταρούσαν τα παιδιά και ξενιτεύονταν μακριά.