1 Η ΜΑΧΗ ΚΙΛΚΙΣ - ΛΑΧΑΝΑ (19-21 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913) Η ΕΠΙΚΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ (19-21 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913) ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ Β' ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ Ένοπλη σύγκρουση, που διεξήχθη από τις 16 Ιουνίου έως τις 18 Ιουλίου του 1913 (28 Ιουλίου η τυπική λήξη της με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου) κατά κύριο λόγο στα εδάφη της απελευθερωμένης από του Οθωμανούς Μακεδονίας, μεταξύ των πρώην συμμάχων του Α' Βαλκανικού Πολέμου (5 Οκτωβρίου 1912-30 Μαΐου 1913). Αντιμέτωποι τέθηκαν από την μία πλευρά η Βουλγαρία και από την άλλη πλευρά η Ελλάδα, η Σερβία και το Μαυροβούνιο. Κατά της Βουλγαρίας στράφηκαν η Ρουμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος χαρακτηρίσθηκε από την ταχύτητα διεξαγωγής του και τη σκληρότητα των μαχών του. Προτού λήξει ακόμη ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος ήταν εμφανή τα σημάδια της επερχόμενης ρήξης μεταξύ των συμμάχων για τη διανομή των απελευθερωμένων εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Βουλγαρία πίστευε ότι ήταν «ριγμένη» στη μοιρασιά έναντι των συμμάχων της Ελλάδας και Σερβίας και υποδαύλιζε διάφορα επεισόδια -συχνά αιματηρά- εναντίον Σέρβων και Ελλήνων στη Μακεδονία... Σε σχέση με τη χώρα μας αμφισβητούσε ανοιχτά την κατοχή της Θεσσαλονίκης και της νοτιοανατολικής Μακεδονίας. Κάθε πρόταση φιλικής διευθέτησης των διαφορών τους με τη Βουλγαρία, η Ελλάδα και η Σερβία συναντούσαν την αδιαλλαξία της, την οποία υπέθαλπε για τους δικούς της λόγους η Αυστροουγγαρία. Για να αντιμετωπίσουν της διαφαινόμενη Βουλγαρική απειλή, η Ελλάδα και η Σερβία υπέγραψαν στις 19 Μαΐου 1913 στη Θεσσαλονίκη, συνθήκη ειρήνης, φιλίας και αμοιβαίας προστασίας. Το κείμενο της συνθήκης έφερε τις υπογραφές του πρεσβευτή της Ελλάδας στο Βελιγράδι Ιωάννη Αλεξανδρόπουλου και του πρεσβευτή της Σερβίας στην Αθήνα, Ματία Μπόσκοβιτς. Μετά τη συνθήκη αυτή, που συνοδευόταν από στρατιωτική σύμβαση «προς προετοιμασίαν και εξασφάλισιν των στρατιωτικών μέτρων αμύνης», Ελλάδα και Σερβία βρίσκονταν σε ακήρυκτο πόλεμο με τη Βουλγαρία. Οι προσπάθειες του Τσάρου της Ρωσίας Νικόλαου Β' να βρει σημεία προσέγγισης ανάμεσα στη Βουλγαρία και τη Σερβία απέτυχαν, ενώ ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος αναζητούσε τρόπους για ειρηνική διευθέτηση, προκειμένου να αποτρέψει την εχθρότητα της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας προς τις δύο χώρες (Ελλάδα και Σερβία), που θα απέβαινε υπέρ της Βουλγαρίας. Οι βιαιότητες των Βουλγάρων κατά των Ελληνικών πληθυσμών και οι συγκεντρώσεις Βουλγαρικών στρατευμάτων σε ευαίσθητα σημεία της Μακεδονίας, προκάλεσαν την αντίδραση της Ελλάδας, η οποία δια του πρεσβευτή της στη Σόφια επέδωσε διακοίνωση προς τη Βουλγαρική κυβέρνηση στις 12 Ιουνίου 1913. Η Βουλγαρική κυβέρνηση όχι μόνο απέρριψε τη διακοίνωση, αλλά το απόγευμα της 16ης Ιουνίου διέταξε τα στρατεύματά της να επιτεθούν κατά των Ελληνικών αποσπασμάτων στη Νιγρίτα και το Παγγαίο Όρος και των σερβικών δυνάμεων στο Ιστίπ. Την επομένη, οι Βούλγαροι κατέλαβαν από τους Σέρβους τη Γευγελή στην κοιλάδα του Αξιού, με σκοπό να αποκόψουν την επαφή Σερβικών και Ελληνικών στρατευμάτων. Η αντίδραση της Ελλάδας και της Σερβίας ήταν άμεση και αποφασιστική. Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος ήταν
2 πλέον γεγονός. Η Ελλάδα με αρχηγό τον Βασιλιά Κωνσταντίνο και επιτελάρχη τον αντιστράτηγο Βίκτωρα Δούσμανη παρέταξε στα πεδία των μαχών 119.000 άνδρες, που στελέχωναν 10 μεραρχίες Πεζικού και 1 ταξιαρχία ιππικού. Η Σερβία, με αρχηγό τον Βασιλιά Πέτρο και επιτελάρχη τον βοεβόδα Ράντομιρ Πούτνικ, παρέταξε 260.000 άνδρες, από τους οποίους οι 12.000 ήταν η συνεισφορά του Μαυροβούνιο. Ο Βουλγαρικός στρατός αριθμούσε 576.000 άνδρες και τον διοικούσε ο Βασιλιάς Φερδινάνδος, με βοηθό τον στρατηγό Μιχαήλ Σάβοφ και επιτελάρχη τον στρατηγό Ιβάν Φίτσεφ. Μετά τη Βουλγαρική επίθεση, ο Βενιζέλος ζήτησε από τον αρχιστράτηγο Βασιλιά Κωνσταντίνο να αναληφθεί γενική αντεπίθεση, με πρώτο μέτρο την εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης από τις στρατωνιζόμενες εκεί Βουλγαρικές μονάδες, που ανέρχονταν σε 1.500 άνδρες. Οι Βούλγαροι αρνήθηκαν να αποσυρθούν και τότε ανέλαβε δράση η ΙΙ Μεραρχία Πεζικού υπό τον υποστράτηγο Καλάρη, η οποία ύστερα από ολονύκτια συμπλοκή τους εξανάγκασε να παραδοθούν στις 18 Ιουνίου. Η επιχείρηση εκκαθάρισης της Θεσσαλονίκης στοίχισε στις Ελληνικές δυνάμεις 18 νεκρούς και 17 τραυματίες, ενώ οι απώλειες των Βουλγάρων ανήλθαν σε 60 νεκρούς, 17 τραυματίες και 1.360 αιχμαλώτους. Ο κύριος στόχος του Ελληνικού στρατηγείου ήταν η διάσπαση της οχυράς Βουλγαρικής γραμμής Κιλκίς - Λαχανά - Δοϊράνης, που εάν επιτυγχάνετο θα σήμαινε την οριστική απελευθέρωση της Μακεδονίας. Ο Ελληνικός στρατός προήλασε ταχύτατα και κατατρόπωσε του Βουλγάρους στις μάχες Καλινόβου - Κιλκίς - Λαχανά (19-21 Ιουνίου 1913). Στις 20 Ιουνίου η Χ Μεραρχία κατέλαβε τη Γευγελή, η οποία άλλαξε χέρια για τρίτη φορά μέσα σ ένα χρόνο. Η καθοριστική ήττα των Βουλγάρων στο Κιλκίς προκάλεσε την αντικατάσταση του στρατηγού Σάβοφ με τον στρατηγό Ράτκο Ντιμιτρίεφ. Οι Βούλγαροι έχοντας απολέσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, υποχώρησαν προς τη Στρώμνιτσα (σημερινή Στρούμιτσα) και τις Σέρρες, διαπράττοντας φοβερά εγκλήματα κατά των Ελληνικών πληθυσμών. Η Νιγρίτα, οι Σέρρες και το Δοξάτο ήταν οι πόλεις που έζησαν την εκδικητική μανία των Βουλγάρων και έπαθαν τις μεγαλύτερες καταστροφές. Οι Έλληνες συνέχισαν την καταδίωξη των Βουλγάρων και μετά τις μάχες της Δοϊράνης (22-23 Ιουνίου), της Στρώμνιτσας (26 Ιουνίου) και του Ντεμίρ Χισάρ (σημερινό Σιδηρόκαστρο, 27 Ιουνίου), κατέλαβαν τις Σέρρες (28 Ιουνίου) και τη Δράμα (1 Ιουλίου). Η προέλαση του Ελληνικού στρατού επιβραδύνθηκε στα στενά της Κρέσνας (7-10 Ιουλίου). Η μάχη υπήρξε φονικότατη και έληξε με νίκη των Ελλήνων. Ο Ελληνικός στρατός βρισκόταν τώρα επί Βουλγαρικού εδάφους. Μία άλλη αιματηρή μάχη δόθηκε στην Άνω Τζουμαγιά (σημερινό Μπλαγκόεφγκραντ), η οποία έληξε στις 18 Ιουλίου, την ημέρα της ανακωχής και της λήξης των πολεμικών επιχειρήσεων. Στη μάχη της Τζουμαγιάς έχασε τη ζωή του ο ταγματάρχης Βελισσαρίου, ένας από τους ήρωες των Βαλκανικών Πολέμων. Η VIII Μεραρχία προήλασε στη Θράκη και κατέλαβε προσωρινά την Ξάνθη (13 Ιουλίου) και την Γκιουμουλτζίνα (σημερινή Κομοτηνή, 16 Ιουλίου). Μεγάλη συμμετοχή στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο είχε και το Ελληνικό ναυτικό, που κατέλαβε την Καβάλα (27 Ιουνίου) και προσωρινά το Ντεντέαγατς (σημερινή Αλεξανδρούπολη, 12 Ιουλίου). Αντίθετα, η νεοσύστατη Ελληνική αεροπορία είχε μηδενική δράση, καθώς τα περισσότερα αεροπλάνα ήταν καθηλωμένα στο έδαφος, λόγω βλαβών, τις οποίες είχαν υποστεί κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Από την πλευρά του, ο Σερβικός στρατός αντιμετώπισε τους Βουλγάρους σε σειρά μαχών, με κυριότερη αυτή της Μπρεγκαλνίτσα (17-26 Ιουνίου) και τους απώθησε προς Ανατολάς στα παλαιά τους σύνορα. Στις 27 Ιουνίου 1913 μπήκε στο χορό και η Ρουμανία, η οποία κατέλαβε χωρίς αντίσταση τη Νότια Δοβρουτσά. Δύο ημέρες αργότερα, η Τουρκία εκμεταλλευόμενη τη δεινή θέση της Βουλγαρίας της κηρύσσει τον πόλεμο και ανακαταλαμβάνει την Αδριανούπολη στις 9 Ιουλίου 1913. Στις 18 Ιουλίου 1913, την ημέρα που ο Βασιλιάς της Βουλγαρίας Φερδινάνδος ζήτησε και πέτυχε ανακωχή των πολεμικών επιχειρήσεων με την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, τα Ελληνικά στρατεύματα
3 βρίσκονταν βαθιά μέσα στο Βουλγαρικό έδαφος, σε απόσταση 20 χιλιομέτρων σε ευθεία γραμμή από τη Σόφια, ενώ ο Ρουμανικός στρατός απείχε 40 χιλιόμετρα από τη Βουλγαρική πρωτεύουσα. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος επέμενε στη συνέχιση του πολέμου μέχρι την κατάληψη της Σόφιας, αλλά τελικά, λόγω της Σερβικής αδράνειας και της κοπώσεως του στρατού, πείστηκε στην αποδοχή της ανακωχής από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Η συνέχεια ανήκει στη διπλωματία. Η Ρωσία και η Αυστροουγγαρία τάχθηκαν με το πλευρό της Βουλγαρίας, Γαλλία και Γερμανία υποστήριξαν τις Ελληνικές θέσεις, που συνοψίζονταν στην επέκταση των Ελληνικών συνόρων στη γραμμή Μάκρης - Πέρελικ, λίγα χιλιόμετρα δυτικά της Αλεξανδρούπολης. Αγγλία και Ιταλία κράτησαν επιφυλακτική στάση. Στις 28 Ιουλίου 1913 υπογράφτηκε τελικά από τους εμπολέμους (Ελλάδα, Ρουμανία, Σερβία και Μαυροβούνιο από τη μία πλευρά και Βουλγαρία από την άλλη) η συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την οποία έληξε και τυπικά ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος και η οποία προέβλεπε: Τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα καθορίζονται από τα Σερβοβουλγαρικά στο όρος Μπέλες ως τις εκβολές του ποταμού Νέστου. Η Βουλγαρία διατηρεί το Μελένικο και το Νευροκόπι στη Β.Α. Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη μέχρι το λιμάνι του Ντεντέαγατς. Έτσι, ένα προαιώνιο όνειρο των Βουλγάρων για έξοδο στο Αιγαίο έγινε πραγματικότητα, έστω για μικρό χρονικό διάστημα. Η Ρουμανία λαμβάνει το τετράγωνο Σιλιστρίας - Τουτουκάιας - Μπαλτσίκ. Τα Σερβοβουλγαρικά σύνορα καθορίζονται στη γραμμή του Άνω Αξιού. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, με χωριστή συνθήκη, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανακατέλαβε την Ανατολική Θράκη, μετά των 40 Εκκλησιών και της Αδριανούπολης. Η χώρα μας πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο, με 5.851 νεκρούς, 23.847 τραυματίες και 188 αγνοουμένους. Συνολικά, οι Βουλγαρικές απώλειες έφθασαν τους 65.927 άνδρες (νεκρούς ή τραυματίες) και οι συμμαχικές, συμπεριλαμβανομένων Οθωμανών και Ρουμάνων τις περίπου 91.000 άνδρες. Ένα χρόνο μετά τη λήξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου, ακολούθησε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, που θα έβαζε και πάλι σε πολεμικές περιπέτειες τα Βαλκανικά κράτη. Η ΜΑΧΗ ΚΙΛΚΙΣ - ΛΑΧΑΝΑ ΓΕΝΙΚΑ H μάχη του Κιλκίς - Λαχανά υπήρξε η σημαντικότερη μεταξύ των Ελληνικών και των Βουλγαρικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του B' Βαλκανικού Πολέμου. H Ελληνική νίκη είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη διάσωση της Θεσσαλονίκης και την κατάρρευση των Βουλγαρικών σχεδίων για τη δημιουργία της "Μεγάλης Βουλγαρίας". Στις 17 Μαΐου του 1913 υπογράφτηκε στο Λονδίνο μία προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Τουρκίας και των συμμάχων Βαλκανικών χωρών, σύμφωνα με την οποία τερματιζόταν ο A' Βαλκανικός Πόλεμος και η Τουρκία έχανε όλα τα Ευρωπαϊκά εδάφη της εκτός από την Κωνσταντινούπολη και ένα μικρό τμήμα δυτικά της πόλεως. Oι μελλοντικές δυσχέρειες, στο επίπεδο ιδίως των Ελληνοβουλγαρικών σχέσεων, είχαν διαφανεί όταν, αμέσως μετά τις πρώτες συμμαχικές νίκες, ο Λάμπρος Κορομηλάς, επικεφαλής του Ελληνικού Γενικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη, υπέβαλε σχέδιο διανομής των εδαφών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, σύμφωνα με το οποίο η περιφέρεια της Κωνσταντινούπολης και τα Στενά θα υπάγονταν σε διεθνές καθεστώς, η περιοχή ανάμεσα στο Νέστο και την Αίνο θα περιερχόταν στη Βουλγαρία, ενώ η Καβάλα, η Θεσσαλονίκη
4 και η Αυλώνα στην Ελλάδα. Μετά τη σύναψη της Συνθήκης του Λονδίνου, μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Συμμαχικών δυνάμεων (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο), ήλθε η ώρα να ξεκαθαρίσουν τα Βαλκανικά κράτη τις μεταξύ τους διαφορές, για τη διανομή των Οθωμανικών εδαφών της Βαλκανικής. Οι απαιτήσεις της Βουλγαρίας απέβλεπαν στην επέκτασή της σ' ολόκληρη τη Μακεδονία. Η Σερβία και η Βουλγαρία είχαν συνάψει συμφωνία διανομής, αλλά κατόπιν η Σερβία δεν αναγνώριζε πια τη συμφωνία αυτή γιατί ενώ υπολόγιζε ότι στο μερίδιό της θα περιλαμβάνεται και η Αλβανία και θα αποκτούσε διέξοδο στην Αδριατική, τώρα με την ίδρυση του Αλβανικού κράτους (από Ιταλία και Αγγλία) περιορίζονταν τα κέρδη προς Δυσμάς. Η Βουλγαρία όμως επέμενε να πάρει όλα τα συμφωνηθέντα εδάφη. Με την Ελλάδα δεν υπήρχε καμία συμφωνία διανομής. Οι Σέρβοι αναγνώριζαν τα δικαιώματα της Ελλάδας επί των εδαφών που κατείχε ο Ελληνικός Στρατός. Η Βουλγαρία όμως επεδίωκε να εξώσει την Ελλάδα, από τα εδάφη αυτά και να ιδρύσει την Μεγάλη Βουλγαρία της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, του 1878. Η Βουλγαρία είχε πάρει την απόφασή της. Θα αναλάμβανε αιφνιδιαστικά ομόχρονη επίθεση κατά του Σερβικού και Ελληνικού Στρατού. Η απόφασή τους στηρίχθηκε στην αλαζονεία που κατείχε την πολιτική και στρατιωτική της ηγεσία, για την δήθεν ηθική και μαχητική υπεροχή του Βουλγαρικού στρατού και τις στρατηγικές ικανότητες της Διοικήσεώς του, και στην περιφρόνηση των ικανοτήτων του Σερβικού και Ελληνικού Στρατού. Η Σερβία και η Ελλάδα έβλεπαν ότι ο από Βουλγαρίας κίνδυνος ήταν κοινός, και στις 19 Μαΐου συνδέθηκαν σε αμυντική συμμαχία. Η Βουλγαρική κυβέρνηση, προς εφαρμογή του σχεδίου της, μετακίνησε τον όγκο του στρατού της προς την Μακεδονία και προς τα Σερβοβουλγαρικά σύνορα. Στα μέσα Ιουνίου οι μετακινήσεις είχαν περατωθεί. Ταυτόχρονα όμως έλαβαν τα μέτρα τους η Σερβία και η Ελλάδα, με προώθηση των συγκεντρώσεων των δυνάμεών τους. Εναντίον του Ελληνικού Στρατού διατέθηκε η 2α Βουλγαρική Στρατιά, υπό τον Στρατηγό Ιβάνωφ, ανεπτυγμένη στην γραμμή Δοϊράνη - Κιλκίς - Λαχανάς - βόρεια πλευρά Παγγαίου όρους - Ελευθερούπολη και εναντίον των Σέρβων αναπτύχθηκε η 4η Βουλγαρική Στρατιά στην περιοχή Ιστίπ - Ραδοβίτσα - Στρώμνιτσα. Μετά την απροειδοποίητη επίθεση του Βουλγαρικού Στρατού την νύχτα της 16-17ης Ιουνίου 1913 χωρίς να έχει προηγηθεί κήρυξη πολέμου, κατελήφθη η Γεύγελη, αποκόπτοντας την επικοινωνία μεταξύ Ελληνικού και Σερβικού Στρατού. Οι Βούλγαροι στρατηγοί φαινόταν σίγουροι για τη νίκη γεγονός που έκανε τον Βούλγαρο Στρατηγό Σαρόφ να κομπάζει: Η Θεσσαλονίκη θα καταληφθεί σε 9 ώρες και το Βελιγράδι σε 5 ημέρες. Οι Έλληνες έχουν ένα στρατό πλασιέ και εμπόρων και οι Σέρβοι ηττήθηκαν κατά κράτος το 1885". Τα 2 Βουλγαρικά τάγματα στη Θεσσαλονίκη περίμεναν να ενωθούν με τους συντρόφους τους εντός μιας ημέρας. Ο Υποστράτηγος Καλάρης, διοικητής της ΙΙ Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού, απέστειλε στον διοικητή των Βουλγαρικών δυνάμεων που ευρίσκοντο εντός της πόλης της Θεσσαλονίκης το ακόλουθο μήνυμα: "Αξιότιμε κκ Διοικητά Δεδομένου ότι τα Βουλγαρικά στρατεύματα άρχισαν τις εχθροπραξίες στην ύπαιθρο εναντίον τους Ελληνικού Στρατού, έχω την τιμή να σας ζητήσω να αποχωρήσετε από την πόλη της Θεσσαλονίκης εντός μιας ώρας μετά την παράδοση αυτού του μηνύματος. Τα όπλα των ανδρών σας πρέπει να παραδοθούν στους αξιωματικούς μας, ενώ οι δικοί σας αξιωματικοί μπορούν να διατηρήσουν τους ξίφη τους. Ένα τρένο θα μεταφέρει εσάς και τους άνδρες σας με στο μέτωπο και θα ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα που θα τους επιτρέψουν να περάσουν με ασφάλεια στην πρώτη γραμμή. Μετά το πέρας της προθεσμίας αυτής, με μεγάλη θλίψη, σας αναφέρω ότι, τα στρατεύματα θα θεωρηθούν εχθρικά. Θεσσαλονίκη, 17 Ιουνίου 1913".
5 Όπως ήταν αναμενόμενο, οι Βούλγαροι αρνήθηκαν το τελεσίγραφο και από το απόγευμα της 17ης Ιουνίου, δέχθηκαν επίθεση από την Ελληνική ΙΙ Μεραρχία & τους Κρήτες της Κρητικής Χωροφυλακής και αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Την 18η Ιουνίου, ο Ελληνικός στρατός κινήθηκε εναντίον των Βουλγάρων επί της γραμμής Κιλκίς - Λαχανά της οποία ο Ιβανόφ είχε ενισχύσει σημαντικά τους τελευταίους 9 μήνες. ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΕΣ ΑΞΙΩΣΕΙΣ H Βουλγαρία από την πλευρά της, σταθερά προσηλωμένη στην ανάμνηση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, αρνήθηκε να δεχτεί την αρχή της ισόρροπης κατανομής στο χώρο της νότιας Βαλκανικής, διατυπώνοντας υπερβολικές αξιώσεις για την προσάρτηση των εδαφών που απελευθερώθηκαν και απειλώντας τους Έλληνες και τους Σέρβους. Oι Βούλγαροι υποστήριζαν πως η Θράκη και η Μακεδονία, μέχρι το Μοναστήρι, έπρεπε να περιέλθουν στην κυριαρχία τους, ενώ η Ελλάδα όφειλε να αρκεστεί στην Κρήτη και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Mη έχοντας τα κατάλληλα επιχειρήματα για να επικαλεστούν εθνολογικά κριτήρια, ώστε να δικαιολογήσουν τις αξιώσεις τους, υπερτιμούσαν τη συμβολή των στρατιωτικών δυνάμεών τους στην κοινή συμμαχική νίκη. H Ελληνική πλευρά αντέτεινε τη διπλή συνεισφορά της στο μέτωπο της ξηράς και στη θάλασσα, όπου οι αποφασιστικές νίκες του στόλου της είχαν παραλύσει την επικοινωνία των τουρκικών στρατευμάτων με τη Μικρά Aσία. Hδη, πριν να τερματιστεί ο A' Βαλκανικός, είχαν ξεκινήσει συγκρούσεις μεταξύ των σύμμαχων Βαλκανικών κρατών και της Βουλγαρίας. Oι Βούλγαροι, θεωρώντας την απώλεια της Θεσσαλονίκης ως τεράστιο πλήγμα για το γόητρο αλλά και για τα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντά τους στο χώρο της Βαλκανικής χερσονήσου, προσπάθησαν με διάφορα προσχήματα να διεισδύσουν σε αυτήν, όπως επίσης να εμφανίσουν τις Ελληνικές αρχές ανίκανες να επιβάλουν την τάξη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι σχέσεις μεταξύ των συμμαχικών κρατών, Ελλάδας και Βουλγαρίας, οξύνθηκαν και ίσως επακολουθούσε ένοπλη σύρραξη, αν οι Ελληνικές δυνάμεις δεν τηρούσαν ελαστική στάση και αν οι 2η και 7η Βουλγαρικές μεραρχίες δεν έσπευδαν από τις αρχές Νοεμβρίου να ενισχύσουν το μέτωπο στην ανατολική Θράκη. Πάλι, όμως, οι προστριβές δεν έλειψαν, γιατί οι Βούλγαροι συνέχισαν την προσπάθειά τους να επεκτείνουν την κατοχή τους, με διεισδύσεις μικρών τμημάτων τακτικού στρατού και κομιτατζήδων στα εδάφη που είχαν απελευθερωθεί από τον Ελληνικό στρατό, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία ζητήματος προτεραιότητας κατοχής. Παράλληλα, οι Βούλγαροι πρότειναν να αποσυρθεί ο Ελληνικός στρατός δυτικά του Αξιού, ενώ στη Θεσσαλονίκη να παραμείνει μόνο ο Πρίγκιπας Νικόλαος ως στρατιωτικός διοικητής της πόλεως ή, τουλάχιστον, να διοριστεί Βούλγαρος υποφρούραρχος. H πρόταση θεωρήθηκε απαράδεκτη από Ελληνικής πλευράς και απορρίφθηκε. Oι συγκρούσεις μεταξύ τμημάτων του Ελληνικού και του Βουλγαρικού στρατού συνεχίστηκαν και τους πρώτους μήνες του 1913. Βέβαια, οι συγκρούσεις αυτές είχαν τοπικό χαρακτήρα, αλλά αποτελούσαν και σαφή προμηνύματα μελλοντικού πολέμου. H σπουδαιότερη συμπλοκή μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων έγινε στο Παγγαίο από 10 έως 17 Μαΐου, η οποία εξελίχτηκε σε πραγματική μάχη. Προς αποφυγή αυτών των συγκρούσεων και ύστερα από έντονες παραστάσεις της Ελληνικής κυβέρνησης υπογράφτηκε στις 21 Μαΐου στη Θεσσαλονίκη, με τη σύμφωνη γνώμη του Βούλγαρου πρωθυπουργού Γκεσώφ, πρωτόκολλο διαχωριστικής γραμμής μεταξύ του Ελληνικού και του Βουλγαρικού στρατού. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, η γραμμή άρχιζε βορειοδυτικά της λίμνης Δοϊράνης, διερχόταν από το χωριό Ακρίτας, τις αποξηραμένες σήμερα λίμνες Αρτζάν και Αματόβου, τα χωριά Νικόπολη και Κυδωνιά, το χωριό Δημητρίτσι, τη λίμνη Αχινού, την κορυφογραμμή του Παγγαίου όρους και κατέληγε στη θάλασσα βόρεια του λιμένα των Ελευθερών.
6 Oι Βούλγαροι, όμως, δεν τήρησαν το πρωτόκολλο και συνέχισαν τις επιθετικές τους ενέργειες εναντίον του Ελληνικού και του Σερβικού στρατού. Μπροστά στον κίνδυνο γενικότερης σύρραξης με τη Βουλγαρία, είχε υπογραφεί ήδη στις 19 Μαΐου στη Θεσσαλονίκη δεκαετής αμυντική συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Σερβίας με σκοπό ν' αντιμετωπιστούν οι υπερβολικές Βουλγαρικές απαιτήσεις και θέσεις. Tα δύο μέρη υπόσχονταν αμοιβαία βοήθεια για την προστασία των κατεχόμενων από τα στρατεύματά τους εδαφών και εντόπιζαν τη δυτική όχθη του Αξιού ως ακραία, κοινή, συνοριακή γραμμή. Mε την ίδια συμφωνία καθορίζονταν επίσης τα Σερβοβουλγαρικά και Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, τα οποία θα πρότειναν τα δύο κράτη στη Βουλγαρική πλευρά. Σε περίπτωση άρνησης της τελευταίας να τα δεχτεί, θα κατέφευγαν στη διαιτησία. Aν όμως η Βουλγαρία αναλάμβανε στρατιωτική δράση εναντίον τους, τότε οι δύο σύμμαχοι θα ενεργούσαν από κοινού για να επιβάλουν τα συμφωνημένα. Στις 25 Μαΐου η μετριοπαθής κυβέρνηση Γκεσώφ εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τον Βασιλιά Φερδινάνδο και τους στρατιωτικούς. Σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση από τον Σ. Ντάνεφ, περισσότερο πρόθυμη να υποταχθεί στους επιθετικούς σκοπούς του Βουλγαρικού επιτελείου. H Σερβική πλευρά, θεωρώντας την πτώση της κυβέρνησης Γκέσωφ ως χρονοτριβή των συνεννοήσεων μεταξύ των συμμάχων κρατών, με σκοπό τη στρατηγική συγκέντρωση του Βουλγαρικού στρατού εναντίον του Ελληνικού και του Σερβικού, πρότεινε στην Ελληνική κυβέρνηση την άμεση προσάρτηση των εδαφών που κάθε χώρα είχε απελευθερώσει και κατείχε με τα στρατεύματά της. Πραγματικά, οι Βούλγαροι, έχοντας αποφασίσει ήδη να επιτεθούν αιφνιδιαστικά κατά των Ελλήνων και των Σέρβων, μετέφεραν τον όγκο των στρατευμάτων τους εναντίον των Ελληνικών και Σερβικών, αφήνοντας στην Ανατολική Θράκη μόνο τις εντελώς απαραίτητες δυνάμεις. Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ H Ελληνική κυβέρνηση, θέλοντας να εξαντλήσει κάθε προσπάθεια συμβιβασμού, δεν έκανε δεκτή τη Σερβική πρόταση και πρότεινε να ζητηθεί από τη Βουλγαρία να σταματήσει τη συγκέντρωση στρατευμάτων εναντίον των Σέρβων και των Ελλήνων και να γίνει ταυτόχρονος περιορισμός των στρατιωτικών δυνάμεων των συμμαχικών κρατών. Επιπλέον, ώστε να έλθουν σε συνεννοήσεις οι συμμαχικές χώρες για τη φιλική επίλυση του εδαφικού ώστε να γίνει προσφυγή στη διεθνή διαιτησία σε περίπτωση μη επιτεύξεως συμφωνίας. H Σερβική κυβέρνηση αποδέχτηκε την Ελληνική πρόταση και στις 31 Μαΐου ο πρεσβευτής της στη Σόφια επέδωσε στη Βουλγαρική κυβέρνηση σχετική διακοίνωση. Tο ίδιο έπραξε την επομένη και ο Έλληνας πρεσβευτής στη Σόφια. Επίσης, βολιδοσκοπήθηκε ο Τσάρος της Ρωσίας, ο οποίος αποδέχτηκε το ρόλο του διαιτητή. Σε απάντηση, η Βουλγαρική κυβέρνηση έθεσε απαράδεκτους όρους για τη μείωση των δυνάμεών της, απαιτώντας να επεκταθεί σε ολόκληρη τη νοτιοδυτική Μακεδονία, την οποία είχε απελευθερώσει ο Ελληνικός στρατός, ενώ τη διαιτησία του Τσάρου της Ρωσίας, την αποδεχόταν μόνο υπό περιορισμούς, παρότι η Ρωσία ήταν ο εμπνευστής της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και διέκειτο σχεδόν πάντοτε ευμενώς προς τη Βουλγαρική πλευρά. Έτσι και οι τελευταίες προσπάθειες της Ελληνικής και της Σερβικής πλευράς για τη διευθέτηση των συνοριακών διαφορών με τη Βουλγαρία έπεσαν στο κενό. Tη νύχτα της 16ης Ιουνίου 1913, ένα μήνα περίπου μετά την υπογραφή της συνθήκης του Λονδίνου, η Βουλγαρία διέταξε αιφνιδιαστική επίθεση κατά των Ελληνικών και Σερβικών προκαλυπτικών τμημάτων στη Μακεδονία, χωρίς όμως να κηρύξει επίσημα τον πόλεμο. H Ελληνική κυβέρνηση, από την πλευρά της, αποφάσισε την επόμενη μέρα να εκκαθαριστεί η Θεσσαλονίκη από τα Βουλγαρικά τμήματα που υπήρχαν στην πόλη και στη συνέχεια ο Ελληνικός στρατός να ξεκινήσει αντεπίθεση κατά των Βουλγάρων. Tη νύχτα της 17ης Ιουνίου εκκαθαρίστηκε με επιτυχία η Θεσσαλονίκη και στα πλαίσια της Ελληνικής αντεπίθεσης, αποφασίστηκε η διεξαγωγή της μάχης Κιλκίς - Λαχανά.
7 ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ - ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ Ελληνικές Δυνάμεις Μετά την κατάληψη των Ιωαννίνων, ο Ελληνικός Στρατός μεταφέρθηκε εκ νέου στη Μακεδονία. Η διάταξη των Ελληνικών δυνάμεων την 18η Ιουνίου ήταν η ακόλουθη: Η VII Μεραρχία στο Τσόγεζι (Στόμιο) η Ι Μεραρχία στη Μπέροβα (Βερτίσκος), η VΙ Μεραρχία στο Αϊβάτι (Λητή), η ΙΙ Μεραρχία στη Μπάλτσα (Μελισσοχώρι), η ΙV Μεραρχία στο Δαουτλή (Μονόλοφος), η V στο Ναρές (Νέα Φιλαδέλφεια), η ΙΙΙ Μεραρχία στο Βαθύλακο, η Χ Μεραρχία στη Μποέμιτσα (Αξιούπολη) και η Ταξιαρχία Ιππικού[28] στο Μπουγαρίοβο (Καραβίας). Στις 20:00 της 18ης Ιουνίου, το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε την ακόλουθη διαταγή επιχειρήσεων: «1) Η VII Μεραρχία θά προήλαυνε εἰς Νιγρίτα καί ἐκεῖθεν προς τήν παρά το Στρυμονικό ( Ὄρλιακο) ἐπί το ῦ Στρυμόνος γέφυραν, ἐάν τοῦτο ἐθεωρεῖτο ὑπό ταύτης ἀναγαῖον. 2) Η Ι Μεραρχία ἐκκινοῦσα τήν 5ην ὥραν θά προήλαυνε δι Ὄσσης (Βυσσώκας)καί Νικοπόλεως (Ζαρόβου) πρός τήν γραμμήν Λαχαν ᾶ - Ξυλόπολις (Λιγκοβάνη). Εἰς τήν ἐκτίμησιν ταύτης ἐπαφίετο, ἐάν θά ἐστρέφετο ἐν ἀνάγκ ῃ καθ ὁδόν, πρός ἀριστερά, ἵνα ὑποστηρίξ ῃ τό δεξιόν τῆς VI Μεραρχίας. 3) Η VΙ Μεραρχία ἐκκινοῦσα ἐκ Λιτῆς τήν 5ην ὥραν θά προήλαυνε δι Ἀσσήρου προς τό ὕψωμα Κλέπε (877, 90). 4) Η II Μεραρχία ἐκκινοῦσα ἐκ Μελισσοχωρίου τήν 5ην ὥραν θά προήλαυνε διά Μονολόφου (Δαουτλ ῆ) καί Πετρωτο ῦ (Γεν ῆ Μαχαλά) πρός βορρᾶν, συναντῶσα δέ τόν ἐχθρόν θά ἐπετίθετο ἀναπτυσσομένη μέ τό ἀριστερόν αὐτῆς πρός τά Ἀνατολικῶς το ῦ χωριο ῦ Ποταμιά (Σαρ ῆ Κιοϊ) υψώματα. 5) Η ΙV Μεραρχία ἀφήνουσα ἀπό τῆς 5ης ὥρας ἐντελῶς ἐλευθέραν τήν ἀπό Μελισσοχωρίου διά Μονολόφου ὁδόν πρός διάβασιν τῆς ΙΙ Μεραρχίας καί ἐκκινοῦσα ἐκ Μονολόφου (Δαουτλ ῆ) τήν 7η ὥραν θά προήλαυνε διά τῶν χωρίων Γαλλικόν (Σαμανλί) και Κολχικόν ( Ἀκτσέ Κλισέ) πρός βορρᾶν. Συναντῶσα τόν ἐχθρόν θά ἐπετίθετο ἀναπτυσσομένη μέ το δεξιόν της ἐν ἐπαφ ῇ πρός την ΙΙ Μεραρχίαν καί τό ἀριστερόν της πρός τά μεταξύ τῶν χωριῶν Ποταμιά (Σαρ ῆ Κιοϊ) καί Κρηστῶν (Σαρή Γκιόλ) ὑψώματα. 6) Η V Μεραρχία ἐκκινοῦσα ἐκ Φιλαδελφείας τήν 7ην ὥραν θά προήλαυνε πρός Κιλκίς διά τῆς Ἀνατολικῶς τῆς Πικρολίμνης ἐκτάσεως καί διά το ῦ 252,27. Συναντῶσα τον ἐχθρόν θά ἐπετίθετο ἀναπτυσσομένη μέ τό δεξιόν της ἐν ἐπαφ ῇ προς τήν ΙV Μεραρχία καί τό ἀριστερόν της πρός Κιλκίς. 7) Η ΙΙΙ Μεραρχία ἐκκινοῦσα τήν 5ην ὥραν ἐκ τῶν ὑψωμάτων Β. Βαθυλάκκου θά προήλαυνε διά Γυναικοκάστρου πρός Κικλίς. Συναντῶσα τόν ἐχθρόν θά ἐπιτίθετο ἀναπτυσσομένη μέ τό δεξιόν της προς Κιλκίς. 8) Η Χ Μεραρχία ἐκκινούσα ἐκ Πολυκάστρου τήν 8ην ὥραν θά ἐπετίθετο κατά τῶν ἐπί τῶν ὑψωμάτων Καλλινόβου ἐχθρικῶν τμημάτων, ἅτινα ἀπωθοῦσα θά ἐστρέφετο ἀναλόγως τῆς ἐκτιμήσεως ὐπό ταύτης τῆς τακτικῆς καταστάσεως, κατά το ῦ Κιλκίς. 9) Η Ταξιαρχία Ἱππικο ῦ προχωρούσα πρός Χερσοτόπι (Κοτζ ᾶ Ὀμερλ ῆ) καί Ἅγιον Γεώργιον (Κιρέτς) θά συνέδεε τήν ΙΙΙ καί Χ Μεραρχίας κανονίζουσα τήν πορείαν της πρός τήν τῆς ΙΙΙ Μεραρχίας. Ἐπί πλέον ἐξηκρίβωνεν, ἐάν ἡπῆρχον ἐχθρικαί δυνάμεις μεταξύ Κιλκίς-Καλίνδρια καί Καλίνδρια Καλλίνοβο, ἤ ἐάν ἐκκινοῦντο τοιαῦται ἐπί τῆς ὁδο ῦ Δοϊράνης πρός Κιλκίς.
8 10) Το Γενικόν Στρατηγεῖον θά ἐγκαθίστατο ἀπό τῆς 8.30 ὥρας εἰς Μελισσοχώριον (Μπάλτζα)». Στο τέλος η διαταγή ανέφερε: «Ἑκάστη τῶν Μεραρχιῶν καί ἡ Ταξιαρχία Ἱππικο ῦ, ἀπωθοῦσαι τόν ἐχθρόν ἐκ τῶν θέσεων του, νά καταδιώκωσιν αὐτόν συντόνως». Από τη προαναφερθείσα διαταγή επιχειρήσεων προκύπτει ότι οι Ελληνικές δυνάμεις θα ενεργούσαν μετωπική επίθεση με κύρια προσπάθεια (κύριο βάρος) την περιοχή του Κιλκίς και δευτερεύουσα την περιοχή του Λαχανά. Οι δύο μεραρχίες των πλευρών θα προσπαθούσαν να υπερκεράσουν τον εχθρό. Η επιλογή της μετωπικής επίθεσης ως τρόπο ενεργείας έχει ως αποτέλεσμα τον αυξημένο αριθμό απωλειών. Αναλυτικά ο Ελληνικός στρατός βρισκόταν στο χώρο μεταξύ Αξιού και Στρυμόνα με την ακόλουθη διάταξη από τα ανατολικά προς τα δυτικά: α) H 7η Μεραρχία πεζικού (υπό τον συνταγματάρχη μηχανικού, Ναπολέοντα Σωτήλη) στο χώρο μεταξύ Σκάλας - Σταυρού - λίμνης Βόλβη - χωριού Αρεθούσα. β) H 1η Μεραρχία πεζικού (υπό τον υποστράτηγο Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκη) στο χώρο μεταξύ των δύο λιμνών Βόλβη - Λαγκαδά και του χωριού Λοφίσκος. γ) H 6η Μεραρχία πεζικού (υπό τον υποστράτηγο Νικόλαο Δελαγραμμάτικα) στο χώρο μεταξύ των χωριών Λαϊνά - Λιτή - Aσβεστοχώρι. δ) H 2η Μεραρχία πεζικού (υπό τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Κάλαρη) στο χώρο μεταξύ των χωριών Λιτή - Μπάλτζα. ε) H 4η Μεραρχία πεζικού (υπό τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Μοσχόπουλο) στο χώρο μεταξύ των χωριών Μπάλτζα - Πουρνάρι. στ) H 5η Μεραρχία πεζικού (υπό τον συνταγματάρχη μηχανικού Στέφανο Γεννάδη) στο χώρο μεταξύ των χωριών N. Φιλαδέλφεια - Ξηροχώρι - Kαραβία. ζ) H 3η Μεραρχία πεζικού (υπό τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Δαμιανό) στο χώρο μεταξύ των χωριών Αγιονέρι - Αξιοχώρι. η) H 10η Μεραρχία πεζικού (υπό τον υποστράτηγο πυροβολικού Λεωνίδα Παρασκευόπουλο) στο χώρο μεταξύ των χωριών Αξιούπολη - Γουμένιτσα με ένα απόσπασμα (τάγμα πεζικού και ορειβατική πυροβολαρχία) ανεπτυγμένο βορειότερα, στο χωριό Πλαγιά. θ) H Ταξιαρχία ιππικού (υπό τον αντισυνταγματάρχη ιππικού Κωνσταντίνο Ζαχαρακόπουλο) στη Σίνδο. Συνολικά, οι Έλληνες διέθεταν οκτώ μεραρχίες πεζικού, μία ταξιαρχία ιππικού και το τάγμα φρουριακού πυροβολικού Θεσσαλονίκης. Συνολική δύναμη, 73 τάγματα πεζικού, 33 πεδινές πυροβολαρχίες, 9 ορειβατικές, 8 ίλες και 8 ημιλαρχίες (137.000 άνδρες). Aκόμη, ένα τάγμα φρουριακού πυροβολικού που βρισκόταν μέσα στη Θεσσαλονίκη. Διοικητής των δυνάμεων ήταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος. Βουλγαρικές Δυνάμεις Συνολικά ο Βουλγαρικός στρατός διέθετε πέντε στρατιές, συγκεκριμένα 316 τάγματα πεζικού, 47-50 ίλες ιππικού και 800 πυροβόλα. Μέχρι την παραμονή του πολέμου υπήρχαν πολλές ασάφειες, κατά την έκδοση των Βουλγαρικών διαταγών. Οι εντολές προκαλούσαν σύγχυση και περιλάμβαναν πολλές λέξεις όπως
9 «είτε», «οπότε», «ενδεχομένως», «συγκεντρωθείτε χωρίς να μετακινηθείτε», «δια τη συγκέντρωση θα διατάξω ιδιαιτέρως», «προς το παρόν να παραμείνουν όλα ως έχουν», «Η Στρατιά να επιτεθεί εάν η επίθεση σας ανατεθεί» κλπ. Είναι φανερό ότι τέτοιου είδους εντολές προκαλούσαν σύγχυση. H ΙΙη Βουλγαρική στρατιά βρισκόταν αμυντικά εγκατεστημένη στη μάχη Κιλκίς - Λαχανά. Κάλυπτε ένα μέτωπο περίπου 200 χιλιόμετρα, το οποίο είχε διαιρεθεί (η περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμόνα) σε τρεις τομείς, όπως ακολούθως: Δεξιός τομέας ΙΙΙ Μεραρχία 1) Η 3η Ταξιαρχία από Δεδελή μέχρι Μιχάλοβο (σήμερα Μιχαλίτσι) 2) Η 2η Ταξιαρχία από ανατολική όχθη λίμνης Αρζάν μέχρι υψ Κλέπε. Κεντρικός Τομέας. Η 1η Ταξιαρχία της Χ Μεραρχίας από ύψωμα Κλέπε μέχρι του χωριού Ζάροβο (σήμερα Νικόπολης) Αριστερός Τομέας. Η Ταξιαρχία Δράμας από το χωριό Νικόπολη μέχρι του ποταμού Στρυμόνα. Εκτός αυτών των δυνάμεων υπήρχε και η Ταξιαρχία Σερρών στη βόρεια πλευρά του όρους Παγγαίου. Το πυροβολικό τους στη μεγάλη πλειονότητα αποτελούνταν από βραδυβόλα πυροβόλα, κατώτερα των αντιστοίχων ελληνικών. Η βουλγαρική μεραρχία διέθετε 4 συντάγματα πεζικού (συνολικά 16 τάγματα). Η ταξιαρχία είχε υπό τις διαταγές της 8 τάγματα πεζικού. Οι Βούλγαροι παράταξαν συνολικά 59 τάγματα πεζικού. Την 19 Ιουνίου ενισχύθηκαν με 3 τάγματα και έφθασαν τα 62 και την επομένη ενισχύθηκαν με άλλα 8 της VI Βουλγαρικής Μεραρχίας που ανήλθαν σε 70. Αναλυτικά, απέναντι στον Ελληνικό στρατό αντιπαρατάχθηκαν μονάδες της 2ης Βουλγαρικής στρατιάς, υπό το στρατηγό Iβανώφ με την ακόλουθη διάταξη: α) H 3η Μεραρχία πεζικού (μείον μία ταξιαρχία), με 4 συντάγματα και 4 τάγματα υπό τον υποστράτηγο Σαράφωφ και με έδρα το Κιλκίς, παρέταξε την 3η ταξιαρχία στα υψώματα Καλλινόβου και τη 2η ταξιαρχία γύρω από το Κιλκίς. β) H 1η Ταξιαρχία της 10ης μεραρχίας, απαρτιζόμενη από τα 16ο και 25ο συντάγματα πεζικού υπό τον συνταγματάρχη Πέτεφ, τοποθετήθηκε στα υψώματα Κλέπε - Λαχανά. γ) H ανεξάρτητη ταξιαρχία Δράμας (69ο και 75ο σύνταγμα πεζικού και το 7ο συμπληρωματικό σύνταγμα υπό τον συνταγματάρχη Πετρώφ) στην περιοχή Νιγρίτας - Σωχός. δ) H ανεξάρτητη ταξιαρχία Σερρών, αποτελούμενη από το 67ο και 68ο σύνταγμα πεζικού υπό το συνταγματάρχη Ιβανώφ, στο Παγγαίο, η οποία μεταφέρθηκε τη νύχτα της 19ης Ιουνίου και έλαβε μέρος στη μάχη. ε) Tο 10ο σύνταγμα ιππικού (επτά ίλες έφιππες και επτά πεζοπόρες) στην περιοχή Λαχανάς-Ξυλούπολη. Εκτός από τις πιο πάνω μονάδες της 2ης στρατιάς, βρίσκονταν ανατολικά του Στρυμόνα οι ακόλουθες μονάδες, που όμως δεν πρόλαβαν να λάβουν μέρος στη μάχη:
10 α) H 11η Μεραρχία στην Ελευθερούπολη (55ο, 56ο και 57ο σύνταγμα πεζικού υπό τον συνταγματάρχη Ντιέλωφ), στην περιοχή που πλαισιωνόταν από τις εκβολές του Στρυμόνα, τις Ελευθερές και την Καβάλα. β) Tο 5ο τάγμα συνόρων και το 10ο συμπληρωματικό. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η 2η Βουλγαρική στρατιά δεν πρόλαβε να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις της στο χώρο μεταξύ Στρυμόνα και Αξιού, εξαιτίας της αιφνιδιαστικής έναρξης των επιχειρήσεων από το Βουλγαρικό γενικό στρατηγείο. Ως εκ τούτου το σύνολο του Βουλγαρικού στρατού στο πεδίο της μάχης ανερχόταν σε 32 τάγματα πεζικού, 1 σύνταγμα ιππικού και 62 πυροβόλα. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΕΔΙΩΝ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ Ο γενικότερος χώρος Κιλκίς - Λαχανά ορίζεται προς τα δυτικά από το ποτάμι του Αξιού, προς τα βόρεια από τη λίμνη Δοϊράνη και το βουνό Δύσωρο, προς τα ανατολικά από το βουνό Βερτίσκος και προς τα νότια από τις λίμνες Βόλβη και Λαγκαδά και την περιοχή τής Θεσσαλονίκης. Επειδή στον ενιαίο αυτό χώρο οι κατευθύνσεις, επάνω στις οποίες ενεργεί ένας στρατός που επιτίθεται από τη Θεσσαλονίκη και κατευθύνεται προς τα βόρεια και προς τα ανατολικά, αποκλίνουν σαφώς, είναι φανερό ότι δημιουργούνται δύο χωριστά πεδία μάχης αντίστοιχα των κατευθύνσεων: το πεδίο μάχης Κιλκίς και το πεδίο μάχης Λαχανά. Πεδίο Μάχης Κιλκίς H βόρεια πλευρά του είναι η λίμνη Δοϊράνη και το όρος Δύσωρο. Στη νοτιοδυτική πλευρά αυτού του όρους εκτείνεται μια χαμηλή κορυφογραμμή που σχηματίζει τα υψώματα του Κιλκίς, η οποία διαχωρίζει τα νερά του Γαλλικού ποταμού από τα νερά των λιμνών Αρτζάν και Αιματόβου που υπήρχαν τότε. Μπροστά από τα υψώματα του Κιλκίς το έδαφος είναι ακάλυπτο και ελεύθερο, με αποτέλεσμα η γραμμή αυτών των υψωμάτων, σε συνδυασμό με τους κατοικημένους τόπους τής περιοχής, να σχηματίζει μία εξαιρετική τοποθεσία για τη διεξαγωγή άμυνας. Oι Βούλγαροι είχαν καταλάβει το Κιλκίς στις 26 Οκτωβρίου του 1912 και με την προοπτική του μελλοντικού αγώνα κατά των Ελλήνων, είχαν οργανώσει μία τοποθεσία άμυνας που εκτεινόταν κυρίως προς τα νότια αλλά και προς τα ανατολικά και τα δυτικά του Κιλκίς. H οχύρωση περιλάμβανε χαρακώματα και πυροβολεία, τα οποία κάλυπταν το Κιλκίς από κάθε ενδεχόμενη επίθεση από το νότο. Πεδίο Μάχης Λαχανά Tα υψώματα που βρίσκονται γύρω από τον Λαχανά περιβάλλονται από τα όρη Δύσωρο προς τα βόρεια και Βερτίσκο προς τα ανατολικά, και συνδέονται με αυτά με δύο αυχένες που βρίσκονται δυτικά του υψώματος Παλαιοκάστρου ο ένας και ανατολικά της Ξυλουπόλεως ο άλλος. Αυτά τα υψώματα γύρω από τον Λαχανά δεσπόζουν σε όλη την περιοχή και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αμυντική τοποθεσία, ενώ η γραμμή των υψωμάτων Κλέπε - λόφος Νταουτζήκ - Δίχαλο, προς τα δυτικά της οποίας το έδαφος εκτείνεται ακάλυπτο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως γραμμή προφυλακών. Oι Βούλγαροι, που είχαν καταλάβει τον Λαχανά στις 26 Οκτωβρίου του 1912, είχαν αρχίσει αμέσως και είχαν συνεχίσει όλο το χειμώνα να οχυρώνουν τα πιο κατάλληλα υψώματα με ορύγματα και άλλα έργα άμυνας με μέτωπο προς τα νότια και προς τα δυτικά. Oι Βούλγαροι επέλεξαν ως αμυντική τοποθεσία τη γραμμή Κιλκίς - Λαχανά λόγω της μορφολογίας του εδάφους της, η οποία παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες κινήσεως τμημάτων πεζικού προς τα βόρεια και τα ανατολικά, ενώ, αντίθετα, προσφέρεται για αποτελεσματικό αμυντικό αγώνα, γιατί, εκτός των άλλων, παρέχει στον αμυνόμενο άριστη παρατήρηση και εκτενή και ανοικτά πεδία βολής.
11 Οι Βούλγαροι επίσης, επέλεξαν ως αμυντική τοποθεσία την περιοχή Κιλκίς - Λαχανά, προκειμένου να ανακόψουν τη βόρεια κίνηση των Ελληνικών στρατευμάτων. Η τοποθεσία αυτή ορίζεται βόρεια από τη λίμνη Δοϊράνη και το όρος Κρούσια (Δύσωρο), ανατολικά από τον ποταμό Στρυμόνα, νότια από τις λίμνες Λαγκαδά και Βόλβης και δυτικά από τον Αξιό ποταμό. Αν και εμφανίζεται ως ενιαίος χώρος, παρόλα αυτά οι κατευθύνσεις ενεργείας βόρεια και ανατολικά πρέπει να διακριθούν σε δύο πεδία μάχης. Με άλλες λέξεις, το πεδίο του Κιλκίς πρέπει να διαχωριστεί από αυτό του Λαχανά, επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα αλληλοϋποστήριξης των ενεργουσών δυνάμεων από νότο προς βορρά. Η γραμμή διαχωρισμού των στρατευμάτων στην υπόψη περιοχή είχε μήκος 60-65 χιλιόμετρα, ενώ βορειότερα από τις λίμνες Αρτζάν και Δοϊράνης μέχρι τον Στρυμόνα είχε μήκος 40-45 χιλιόμετρα. Οι Βούλγαροι άρχισαν να οχυρώνουν τις δύο περιοχές (Κιλκίς - Λαχανά) με πολυβολεία, πυροβολεία και άλλα αμυντικά έργα. Υπήρχαν πολλαπλά χαρακώματα σε όλο το μέτωπο και σε βάθος 6 χιλιόμετρα. ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ Η περιοχή προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα, αφού το πεδίο είναι εντελώς ανοικτό και προσφέρει τέλεια παρατήρηση και τομείς πυρός. Κρατώντας αυτή τη γραμμή, οι Βούλγαροι, ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν τις Σέρρες, το Σιδηρόκαστρο, Δοϊράνη και καθώς και να ελέγχουν τις γέφυρες του ποταμού Στρυμόνα, γεγονός σημαντικό για τον περαιτέρω ανεφοδιασμό, ενώ παράλληλα εξασφάλιζαν την απόσυρσή τους σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Οι Βούλγαροι ανέπτυξαν 32 τάγματα Πεζικού, 1 Σύνταγμα Ιππικού και 62 πυροβόλα (ΙΙΙ Μεραρχία Πεζικού Division, 1/Χ Ταξιαρχία Πεζικού, 2 Ανεξάρτητες Ταξιαρχίες Πεζικού, ΧΙ Ταξιαρχία Πεζικού ως εφεδρεία, 5 Τάγμα Συνοριοφυλακής, 10ο Τάγμα Συνόριοφυλακής, 10ο Σύνταγμα Ιππικού). Στρατάρχης ήταν ο Στρατηγός Ιβάνοφ. Οι συνολικές δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού ήταν 73 τάγματα Πεζικού, 33 τάγματα Πυροβολικού, 9 τάγματα Ορεινού Πυροβολικού, 8 Μοίρες Ιππικού (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV, V, VI, VII, X Μεραρχίες Πεζικού, Ταξιαρχία Ιππικού). Επικεφαλής των ανωτέρω δυνάμεων ήταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος. Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 19ης Ιουνίου 1913, 4 Ελληνικές Μεραρχίες (II, III, IV, V) και η Ταξιαρχία Ιππικού κινήθηκαν για να καταλάβουν την πόλη του Κιλκίς. Η δύναμη των Βουλγαρικών φυλακίων που συνάντησαν πολέμησε πεισματικά. Μια σκληρή και αιματηρή μάχη διεξήχθη και οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν τη γη σπιθαμή με σπιθαμή. Το 1ο Σύνταγμα Πεζικού έλαβε θέση στα υψώματα πέριξ του χωριού Μάντρες και το 16ο Σύνταγμα Πεζικού ανατολικά της Πικρολίμνης. Καθώς πέρναγε η ημέρα η επίθεση γενικευόταν. Οι Μεραρχίες αντιμετώπισαν σοβαρές απώλειες, αλλά στο τέλος οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τη γραμμή Λειψύδριον - Ύψωμα Μαυρονέρι - Γυναικόκαστρο. Κατά τη διάρκεια της ημέρας που ακολούθησε οι Βούλγαροι υποχώρησαν, αλλά ο πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει. Νωρίς το πρωί τις 20ης Ιουνίου 1913, τα Συντάγματα της V Μεραρχίας (16ο - 22ο - 23ο) μετά από μια σκληρή και αιματηρή μάχη κατέλαβαν το σιδηροδρομικό σταθμό Κρηστώνης, το νότιο τμήμα του χωριού και τα γύρω υψώματα. Ωστόσο, παρά τις γενναίες προσπάθειες δεν μπορούσαν να προχωρήσουν προς το Κιλκίς λόγω του συνεχούς βομβαρδισμού του εδάφους από τα Βουλγαρικά πυροβόλα. Η IV Μεραρχία πολέμησε με θάρρος και μέχρι το μεσημέρι κατέλαβε το ανατολικά υψώματα του χωριού Κρηστώνη και ήρθε σε επαφή με την κύρια γραμμή άμυνας του εχθρού. Οι απώλειες ήταν τεράστιες.
12 Η ΙΙ Μεραρχία βάδισε υπό το πυρ του Βουλγαρικού πυροβολικού, κατέβαλε τον εχθρό και κατέλαβε τα ανατολικά υψώματα πέριξ του χωριού Ποταμιά. Η ΙΙΙ Μεραρχία, μετά από μια σκληρή μάχη, διέλυσε τις Βουλγαρικές γραμμές και κατέλαβε το Λεβεντοχώρι, τη Μεγάλη Βρύση και το χωριό Βαπτιστής. Η Ταξιαρχία Ιππικού βάδισε προς τα χωριά Μεγ. Βρύση και Καστανιές, αλλά εξαιτίας της άφιξης ενισχύσεων του εχθρού(τμήματα της ΧΙ Μεραρχίας Πεζικού αναγκάστηκε να υποχωρήσει με μεγάλες απώλειες. Παρά τις νίκες του Ελληνικού Στρατού, η πόλη του Κιλκίς ήταν ακόμα σε Βουλγαρικά χέρια. Ωστόσο έπρεπε καταληφθεί πάση θυσία. Γεμάτος αγωνία, ο διοικητής του Ελληνικού Στρατού αποστέλλει σε όλα τα τμήματα την ιστορική εντολή, η οποία έδειξε την αδάμαστη θέληση για την τελική νίκη: "Αύριο, απαιτώ την πτώση του Κιλκίς". Νωρίς το πρωί της 21ης Ιουνίου 1913, στις 03:30 η επίθεση στο Κιλκίς ξεκινά. Τα ηρωικά Συντάγματα της ΙΙης Μεραρχίας (1ο και 7ο) προελαύνουν εναντίον των Βουλγάρων. Εντός 15 λεπτών προσεγγίζουν την πρώτη γραμμή άμυνας του εχθρού. ΣΧΕΔΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Tο Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο δεν είχε εκπονήσει ούτε εξέδωσε ποτέ συγκεκριμένο σχέδιο επιθέσεως κατά των τοποθεσιών Κιλκίς - Λαχανά, γιατί η Ελληνική κυβέρνηση δεν ήθελε να αρχίσει πρώτη τις επιχειρήσεις, προκειμένου να μη χαρακτηριστεί ως φιλοπόλεμη. Πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι και η συμμαχία που υπογράφτηκε με τους Σέρβους στις 19 Μαΐου ήταν αμυντική και γι' αυτό δεν εκπονήθηκε κοινό Ελληνοσερβικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των Βουλγάρων, στοιχείο που δυσχέραινε την αποτελεσματική διεξαγωγή του πολέμου. Mόνο στις 24 Μαΐου εκδόθηκαν οδηγίες επιχειρήσεων προς τις μεραρχίες, που προέβλεπαν αρχικά άμυνα στην τοποθεσία κόλπος Σταυρού - λίμνη Βόλβη - λίμνη Λαγκαδά - υψώματα βορείως Θεσσαλονίκης - Πολυκάστρου, με σκοπό την κάλυψη της Θεσσαλονίκης και για την αντιμετώπιση των τριών πιθανότερων εχθρικών τρόπων ενέργειας, δηλαδή επίθεση κατά μέτωπο ή σε μία από τις δύο πλευρές της διάταξης. Στη συνέχεια, προβλεπόταν εκδήλωση αντεπίθεσης με τον κύριο όγκο του στρατού προς το πιθανώς ασθενέστερο σημείο του αντιπάλου. H 7η μεραρχία θα είχε ως σκοπό την κατάληψη της Νιγρίτας, οι 1η και η 6η την κατάληψη του Λαχανά, οι 2η, 4η, 5η και 3η την κατάληψη του Κιλκίς, η 10η μεραρχία την κατάληψη των υψωμάτων του Καλλινόβου, ενώ η ταξιαρχία ιππικού θα έπρεπε να συνδέσει τις 3η και 10η μεραρχίες και να εξακριβώσει αν υπάρχουν εχθρικές δυνάμεις μεταξύ Κιλκίς - Καλίνδριας ή αν κινούνται επί της οδού Δοϊράνης - Κιλκίς. Oι Βούλγαροι, από την πλευρά τους, δεν είχαν καθορίσει με σαφήνεια το σκοπό του πολέμου. Απέβλεπαν γενικώς στην αρπαγή όσο το δυνατόν περισσότερων εδαφών από τα αμφισβητούμενα εδάφη της Μακεδονίας. Tο Γενικό Στρατηγείο δεν είχε δώσει σαφείς οδηγίες προς την 2η στρατιά για την αποστολή της, καθιστώντας το έργο της δυσχερές. Oι διαταγές που έπαιρνε μέχρι την έναρξη των επιχειρήσεων, χαρακτηρίζονταν από σύγχυση, καθιστώντας τη γενικότερη κατάσταση δυσκολότερη. Παρόλα αυτά ο διοικητής της στρατιάς είχε εκπονήσει σχέδιο επιθετικών επιχειρήσεων μεταξύ των ποταμών Γαλλικού και Αξιού προς Θεσσαλονίκη που προέβλεπε ενέργεια επί των κατευθύνσεων Τσάγεζι - Θεσσαλονίκη, Λαχανάς - Θεσσαλονίκη και Κιλκίς - Θεσσαλονίκη, με κύριο αντικειμενικό σκοπό την αποκοπή των συγκοινωνιών της πόλεως από τα δυτικά και την εκκαθάριση του εδαφικού χώρου που βρίσκεται ανατολικά της οδού Θεσσαλονίκης - Σερρών. Στις 18 Ιουνίου όμως, η στρατιά διατάχτηκε να αναστείλει κάθε επιθετική ενέργεια και να μεταπέσει σε άμυνα, για να καλύψει την κατεύθυνση Κιλκίς - Σιδηρόκαστρο λόγω της κρίσιμης κατάστασης της 4ης
13 στρατιάς που ενεργούσε κατά των Σέρβων. Έτσι, η στρατιά εγκαταστάθηκε αμυντικά στην τοποθεσία Καλλίνοβο - Κιλκίς - Λαχανάς - Σωχός - Νιγρίτα, αναμένοντας ευνοϊκότερες συνθήκες. TO ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ Μετά την σύναψη της συνθήκης ειρήνης στο Λονδίνο των Βαλκανικών κρατών με την Τουρκία (17 Μαϊου 1913), ήλθε η ώρα να ξεκαθαρίσουν αυτά τις μεταξύ τους διαφορές για την διανομή των εδαφών που κατείχε στην Βαλκανική η Τουρκία. Οι απαιτήσεις της Βουλγαρίας την εποχή εκείνη απέβλεπαν στην επέκτασή της σ' ολόκληρη την Μακεδονία. Η Σερβία και η Βουλγαρία, είχαν συνάψει συμφωνία διανομής των εδαφών, αλλά η Σερβία δεν αναγνώριζε πλέον την συμφωνία αυτή, διότι, ενώ υπολόγιζε ότι στο μερίδιό της θα περιλαμβάνεται και η Αλβανία και έτσι θα αποκτούσε διέξοδο στην Αδριατική, τώρα με την ίδρυση του Αλβανικού κράτους περιορίζονταν τα κέρδη της προς Δυσμάς. Η Βουλγαρία όμως επέμενε να πάρει όλα τα συμφωνηθέντα εδάφη. Οι Σέρβοι ανεγνώριζαν τα δικαιώματα της Ελλάδας για τα εδάφη τα οποία είχε απελευθερώσει ο Ελληνικός Στρατός, η Βουλγαρία όμως επεδίωκε να εκδιώξει την Ελλάδα από τα εδάφη αυτά και να ιδρύσει την μεγάλη Βουλγαρία της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου του 1878. Η Ελλάδα και η Σερβία την 19η Μαϊου 1913 συνδέονται με αμυντική συμμαχία. Ήδη η Βουλγαρία είχε πάρει απόφαση για αιφνιδιαστική επίθεση κατά του Ελληνικού και Σερβικού Στρατού. Την νύκτα 16 με 17 Ιουνίου 1913 οι Βούλγαροι χωρίς να κηρύξουν τον πόλεμο, επιτίθενται αιφνιδιαστικά κατά των Ελλήνων και των Σέρβων. Με την αιφνιδιαστική τους επίθεση κατορθώνουν ν' αρπάξουν τη Γευγελή και να διακόψουν κάθε επικοινωνία μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων. Προσωρινά όμως αναστέλλουν την πορεία τους προς την Θεσσαλονίκη, γιατί δεν πετυχαίνουν να εκτοπίσουν τους Σέρβους πέρα από τον Αξιό. Εγκαθίστανται υποχρεωτικά στα γύρω υψώματα, στη γραμμή Κιλκίς - Λαχανά. Η τοποθεσία έχει πολλά αμυντικά πλεονεκτήματα. Το έδαφος είναι τελείως ακάλυπτο και παρέχει άριστη παρατήρηση και πεδία βολής. Κρατώντας αυτήν τη γραμμή οι Βούλγαροι προφυλάσσουν τις Σέρρες, το Σιδηρόκαστρο, τη Δοϊράνη και τη Γευγελή, διατηρούν τις γέφυρες του Στρυμόνα, που έχουν σημασία για τον εφοδιασμό τους και εξασφαλίζουν την υπόχωρησή τους δια της Στρώμνιτσας σε περίπτωση ανάγκης. Οι Βούλγαροι παρέταξαν 32 Τάγματα Πεζικού, 1 Σύνταγμα Ιππικού και 62 πυροβόλα. Η συνολική δύναμη του Ελληνικού Στρατού, ανερχόταν σε 73 Τάγματα Πεζικού, 33 Πεδινές Πυροβολαρχίες, 9 Ορειβατικές, 8 Ιλες και 8 Ημιλαρχίες. Την νύκτα της19ης Ιουνίου 1913 τέσσερις (4) Ελληνικές Μεραρχίες ( 2η - 3η - 4η - 5η ) και η Ταξιαρχία Ιππικού κινούνται με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του Κιλκίς. Συναντούν τις Βουλγαρικές προφυλακές, οι οποίες αμύνονται με πείσμα. Διεξάγεται αγώνας σκληρός και πεισματώδης, τα στρατεύματα μας κερδίζουν σπιθαμή προς σπιθαμή το έδαφος. Το 1ο Σύνταγμα Πεζικού μάχεται στα υψώματα του χωριού Μάνδρες. Ανατολικά της Πικρολίμνης μάχεται το 16ο Σύνταγμα Πεζικού. Όσο προχωρεί η ημέρα, η επίθεση γενικεύεται. Οι Μεραρχίες υφίστανται τρομερές απώλειες, μα στο τέλος οι Βούλγαροι υποχωρούν στη γραμμή Λειψυδρίου - Λόφου Μαυρονερίου - Γυναικοκάστρου. Πέφτει το σκοτάδι. Οι Βούλγαροι την ημέρα αυτή υποχώρησαν, αλλά ο αγώνας δεν κρίθηκε. Ξημερώματα της 20ης Ιουνίου 1913, τα ηρωϊκά Συντάγματα της 5ης Μεραρχίας, (16ο, 22ο και 23ο), ύστερα από σκληρό και φονικό αγώνα καταλαμβάνουν το σιδηροδρομικό σταθμό Κρηστώνης, το νότιο τμήμα του χωριού Κρηστώνη και τα βοηθητικά του υψώματα. Όμως παρά την ηρωική τους προσπάθεια δεν κατορθώνουν να προχωρήσουν προς Κιλκίς, γιατί το έδαφος θερίζεται από τα Βουλγαρικά πυρά. Η 4η Μεραρχία μαχόμενη γενναία, καταλαμβάνει το μεσημέρι τα ανατολικά του χωριού Κρηστώνη υψώματα και φθάνει μπροστά από την κύρια γραμμή αμύνης του εχθρού. Οι απώλειές της είναι τρομερές. Η 2η Μεραρχία προελαύνει κάτω από τα πυρά των Βουλγάρων, ανατρέπει τον εχθρό και καταλαμβάνει τα
14 ανατολικά του χωριού Ποταμιά υψώματα. Η 3η Μεραρχία, μετά από σφοδρό αγώνα, ανατρέπει επίσης τους Βουλγάρους και καταλαμβάνει τα χωριά Λεβεντοχώρι, Βαπτιστής και Μεγάλη Βρύση. Η Ταξιαρχία Ιππικού προελαύνει προς τα χωριά Μεγάλη Βρύση και Καστανιές, αλλά λόγω της αφίξεως εχθρικών ενισχύσεων, αναγκάζεται να αποσυρθεί. Παρ όλες τις νίκες του Ελληνικού στρατού, το Κιλκίς βρίσκεται ακόμη στα χέρια των Βουλγάρων. Πρέπει όμως οπωσδήποτε να καταληφθεί. Γεμάτος αγωνία ο Αρχιστράτηγος, στέλνει προς όλες τις Μεραρχίες την ιστορική διαταγή, που δείχνει και το βάθος της ανησυχίας, αλλά μαζί και την αλύγιστη θέληση για τη νίκη: "ΑΥΡΙΟ ΑΞΙΩ ΤΗΝ ΠΤΩΣΙΝ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ". Tα χαράματα της 21ης Ιουνίου 1913, ώρα 03:30, η επίθεση προς το Κιλκίς αρχίζει. Τα ηρωικά Συντάγματα της 2ης Μεραρχίας ( 1ο και 7ο ) ακάθεκτα ορμούν κατά των Βουλγάρων. Εντός 15 λεπτών πλησιάζουν την πρώτη γραμμή αμύνης του εχθρού. Οι Βούλγαροι βάλλουν με πυκνά πυρά κατά των Ελλήνων. Μετά σκληρό αγώνα στις 04:10 το πρωί κυριεύεται η πρώτη γραμμή αμύνης. Πίσω όμως από την πρώτη υπάρχει η 2η γραμμή. Εναντίον αυτής ορμούν τώρα ακάθεκτα με τη λόγχη οι Έλληνες. Στις 05:00 το πρωί καταλαμβάνουν και αυτή τη γραμμή αμύνης και προχωρούν με αλαλαγμούς, εναντίον της 3ης και σπουδαιότερης γραμμής των Βουλγάρων. Εδώ διεξάγεται αγών άνισος. Οι Έλληνες προχωρούν απτόητοι κάτω από τα βουλγαρικά πυρά. Οι Βούλγαροι αμύνονται με πείσμα. Στον αγώνα εμπλέκεται και το 3ο Σύνταγμα. Οι Βούλγαροι ενεργούν σφοδρές αντεπιθέσεις. Χάρις όμως στη δραστηριότητα των εναπομεινάντων αξιωματικών του 1ου και 7ου Συντάγματος και στον απαράμιλλο ηρωισμό των στρατιωτών μας, αποκρούονται οι αντεπιθέσεις. Ακολουθούν νέες επιθέσεις των Ελλήνων. Τα Συντάγματα κερδίζουν διαρκώς έδαφος, καταλαμβάνουν τα χαρακώματα της τελευταίας γραμμής και διώχνουν από αυτά τους Βουλγάρους. Οι άλλες προ του Κιλκίς Μεραρχίες ( 4η,5η και 3η ) συνεχίζουν από τις πρωινές ώρες, τον εναντίον των Βουλγάρων αγώνα. Οι Βούλγαροι προβάλλουν ισχυρή αντίσταση και με τα κανόνια κτυπούν μανιασμένα τους Έλληνες. Ο αγώνας όμως συνεχίζεται. Στις 11:00 η ώρα το πρωί, το Κιλκίς καταλαμβάνεται και 11:15 η Ελληνική σημαία κυματίζει περήφανα στο ύψωμα του Αγίου Γεωργίου. Παντού οι Βούλγαροι τρέπονται σε άτακτη φυγή. Η τριήμερη Μάχη του Κιλκίς έληξε. Η νίκη υπήρξε σημαντική και προδίκασε την έκβαση του 2ου Βαλκανικού Πολέμου. Από το Κιλκίς τα ελληνικά στρατεύματα προχώρησαν στην Δοϊράνη, στην Κερκίνη, στην Στρώμνιτσα, στο Δελή Ρισάρ, στα στενά της Κρέσνας. Μεγάλο το μέγεθος της νίκης του Κιλκίς, μεγάλο και το τίμημα της εξαγοράς της. 5652 άνδρες εκτός μάχης. Με τέτοιες θυσίες η Ελλάδα, απέκρουσε αποφασιστικά την προσπάθεια ανατροπής των συνόρων της και τις βλέψεις της γείτονος χώρας στα εδάφη της. Συνέβαλε αποφασιστικά στην παγίωση του σχηματιζόμενου τότε χάρτη της Βαλκανικής και έδειξε ότι ο σεβασμός αυτών των συνόρων και η ειρηνική συνύπαρξη, είναι ο μόνος εφικτός δρόμος για τις χώρες της περιοχής. ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΓΕΝΙΚΑ Οι Σερβικές κατακτήσεις των εδαφών που έφθαναν μέχρι την Αυλώνα προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Ιταλίας και της Αυστρίας, χώρες οι οποίες δεν επιθυμούσαν τη έξοδο των Σέρβων στην Αδριατική. Τα δύο προαναφερθέντα κράτη άσκησαν πίεση στις Μεγάλες Δυνάμεις να μην αναγνωρισθούν αυτές οι εδαφικές
15 περιοχές στη Σερβία, αλλά να της δοθεί η κυριαρχία στην περιοχή βόρεια της Μακεδονίας που είχε καταλάβει από τον πόλεμο. Η Βουλγαρία πίστευε ότι έπρεπε να καταλάβει το τμήμα αυτής της περιοχής. Καμία συμφωνία δεν υπήρχε ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία, η οποία παρόλα αυτά δεν αποδεχόταν την Ελληνική κατοχή της Θεσσαλονίκης και απαιτούσε την παράδοση της. Η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης στο ζήτημα της απόσπαση της Θεσσαλονίκης εκφράσθηκε νωρίς και αποτυπώνεται στο ακόλουθο τηλεγράφημα προς τον Ρώσο πρέσβη. «Ἡ ἑλληνικ ἠ κυβέρνησις ἐπληροφορήθη ἐκ θετικῆς πηγῆς ὅτι, ὑπό τήν πρωτοβουλίαν τῆς Αὐστρίας, α ἱ Δυνάμεις τῆς τριπλῆς συμμαχίας Γερμανία, Αὐστρία, Ἰταλία- ὑπεσχθέθησαν εἰς τήν Βουλγαρίαν τήν κατοχήν τῆς Θεσσαλονίκης. Σᾶς δηλ ῶ ὅτι μόνον διά τῆς βίας τῶν ὅπλων θά ἀποσπασθ ῇ ἡ Θεσσαλονίκη ἐκ τῆς Ἑλλάδος». Η κοινή Βουλγαρική απειλή ανάγκασε την Ελλάδα και τη Σερβία να υπογράψουν πρωτόκολλο συνεργασίας. Μοναδικό αγκάθι σε αυτό το πρωτόκολλο υπήρξε η εμμονή της Σερβίας να επεκταθεί η συμμαχία όχι μόνο εναντίον των Βουλγάρων, αλλά και εναντίον τρίτου κράτους, το οποίο θα διενεργούσε επίθεση κατά ενός των συμβαλλομένων μερών. Τα δραματικά γεγονότα που εξελίχθηκαν στη Νιγρίτα και στο Παγγαίο δεν άφησαν περιθώριο στην Ελλάδα, παρά να δεχθεί τον Σερβικό όρο. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, ο οποίος συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις εγγυήθηκε την εφαρμογή του. Κατά το διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου 1912 και Μαΐου 1913, οι προστριβές ανάμεσα των Ελληνικών και των Βουλγαρικών δυνάμεων υπήρξαν συνεχείς. Οι Βούλγαροι δεν επιθυμούσαν να εξωθήσουν την κατάσταση προς την τελική ρήξη. Οι επιχειρήσεις μεταξύ των Οθωμανών και των Βουλγάρων συνεχίζονταν και οι τελευταίοι είχαν διαθέσει το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων τους στη Θράκη. Η Βουλγαρική πλευρά πρότεινε στην Ελλάδα να χαραχθεί γραμμή διαχωρισμού μεταξύ των δύο στρατευμάτων, προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικές προστριβές. Η Ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε την πρόταση και στις 21 Μαΐου υπογράφηκε το σχετικό πρωτόκολλο, με το οποίο προσδιοριζόταν η σχετική γραμμή. Η στάση των Βουλγάρων καθίσταται απειλητικότερη μετά την κατάληψη της Ανδριανούπολης (13 Μαρτίου), αλλά κυρίως όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία δέχθηκε τη σύναψη ειρήνης (17 Μαΐου). Αυτό το γεγονός επέτρεψε την ενίσχυση των δυνάμεων τους έναντι των Σέρβων και των Ελλήνων. Μετά τη υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου (17 Μαΐου 1913) μεταξύ των Βαλκανικών συμμάχων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η τελευταία έχασε όλα τα Ευρωπαϊκά της ερείσματα με μοναδική εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη και ενός μικρού τμήματος δυτικά της. Τα Βαλκανικά κράτη θα προσαρτούσαν τα εδάφη της Ευρωπαϊκής Τουρκίας (εκτός από την Αλβανία), τα οποία βρίσκονταν δυτικά της γραμμής Αίνου - Μηδείας (άρθρο 2). Το άρθρο 2 δεν διευκρίνιζε ποια εδάφη θα προσαρτούσε το κάθε Βαλκανικό κράτος. Το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου Πελάγους (πλην Δωδεκανήσου) θα ρυθμιζόταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις (λύθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923). Παράλληλα η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραιτήθηκε κάθε δικαιώματος της που είχε στην Κρήτη. Η Βουλγαρία θεωρούσε ότι η Μακεδονία ενέπιπτε στη δική της σφαίρα ενδιαφερόντων και για την Ελλάδα αναγνώριζε μόνο δικαιώματα επί της Κρήτης και επί των νησιών του Αιγαίου. Περί τα μέσα Ιουνίου 1913, οι Βουλγαρικές δυνάμεις συγκέντρωσαν δύο στρατιές στα παλαιά Σερβοβουλγαρικά σύνορα, μία στο Κιουστεντήλ, μια στην περιοχή Κότσανα - Ιστίπ και μία (η ΙΙ Στρατιά) στις Σέρρες. Η τελευταία προοριζόταν να ενεργήσει εναντίον των Ελληνικών δυνάμεων και αποτελούνταν από τρεις μεραρχίες. Στις 16 Ιουνίου 1913, η Βουλγαρία εκδήλωσε αιφνιδιαστική επίθεση, χωρίς να ακολουθεί επίσημη κήρυξη πολέμου, εναντίον των Ελληνικών και Σερβικών προκαλυπτικών τμημάτων. Η Ελληνική