ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0192(COD) Σχέδιο έκθεσης Glenis Willmott (PE v01-00)

Σχετικά έγγραφα
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0192(COD) Σχέδιο έκθεσης Glenis Willmott (PE v01-00)

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0192(COD) Σχέδιο έκθεσης Glenis Willmott (PE v01-00)

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0192(COD) Σχέδιο έκθεσης Glenis Willmott (PE v01-00)

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/192(COD) Σχέδιο έκθεσης Glenis Willmott (PE v01-00)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0192(COD)

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0267(COD) Σχέδιο έκθεσης Peter Liese (PE v01-00)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3849, 30/4/2004

Kλινικές ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΒΑΣΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Κλινικές Μελέτες: Προοπτικές, Προκλήσεις και Λύσεις Παρεμβατικές Μελέτες

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0192(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0266(COD) Σχέδιο έκθεσης Dagmar Roth-Behrendt (PE v02-00)

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0358(COD) Σχέδιο έκθεσης Zuzana Roithová (PE v01-00)

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιτροπή Νομικών Θεμάτων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας. Συντάκτρια γνωμοδότησης (*) : Eva Lichtenberger

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0035(COD) της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/2323(INI) της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας, και Ασφάλειας Τροφίμων

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/83/ΕΚ όσον αφορά τη φαρμακοεπαγρύπνηση

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0145(COD) της Επιτροπής Προϋπολογισμών

III ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΣΧΕΤ.: Προς: (όπως πίνακας αποδεκτών)

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ κατάθεση: Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0267(COD) Σχέδιο έκθεσης Peter Liese (PE v01-00)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/0275(COD)

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0461(COD) της Επιτροπής Ανάπτυξης

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ

Γνώμη 3/2019 σχετικά με τις ερωτήσεις και απαντήσεις για την αλληλεπίδραση μεταξύ του Κανονισμού για τις Κλινικές Δοκιμές και του Γενικού Κανονισμού

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. της ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ (ΕΕ).../... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0049(COD) Σχέδιο γνωμοδότησης Jiří Maštálka (PE v01-00)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2008/0255(COD)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0075(COD)

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2015/0009(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2014/0177(COD) Σχέδιο έκθεσης Jarosław Wałęsa (PE v01-00)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0130(COD)

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ 1-9. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/2027(INI) Σχέδιο γνωμοδότησης Iliana Ivanova (PE v01-00)

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0035(COD) της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/0392(COD) της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου

Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας. προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

ΣΧΕ ΙΟ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Περιβάλλοντος, ηµόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίµων

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/0256(COD) της Επιτροπής Προϋπολογισμών

Πρόταση οδηγίας (COM(2017)0660 C8-0394/ /0294(COD)) Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2015/0278(COD) Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας

Τροπολογία 7 Lucy Anderson εξ ονόματος της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠHΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0232(COD)

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2015/0276(COD) της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0007(COD) της Επιτροπής Προϋπολογισμών

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0027(COD) της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0146(COD) Σχέδιο έκθεσης Marita Ulvskog (PE v01-00)

Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων. προς την Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Έγγραφο συνόδου ΠΡΟΣΘΗΚΗ. στην έκθεση. σχετικά με την πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0152(COD)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/0261(COD)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0150(COD)

Λόγοι έκδοσης γνώμης για τον χαρακτηρισμό φαρμακευτικού προϊόντος ως ορφανού

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0297(COD) Σχέδιο έκθεσης Andrea Zanoni (PE v01-00)

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Χρήση εναλλακτικών μεθόδων αντί για τη διενέργεια δοκιμών σε ζώα στο πλαίσιο του κανονισμού REACH

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2014/0808(CNS) Σχέδιο έκθεσης Roberto Gualtieri (PE v01-00)

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0280(COD) Σχέδιο γνωμοδότησης. (PE v01-00)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/2080(INI)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0146(COD)

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0140(COD) Σχέδιο έκθεσης Mario Pirillo (PE v02-00)

EBA/GL/2014/ Σεπτεμβρίου 2014

Πρόταση. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) αριθ.../..τησ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της [ ]

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Παράρτημα IV. Επιστημονικά πορίσματα

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/169(COD) Σχέδιο γνωμοδότησης Petru Constantin Luhan (PE504.

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. PE v

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Τι χρειάζεται να γνωρίζει ο ασθενής πριν αποφασίσει τη συμμετοχή του;

A8-0359/19. Τροπολογία 19 Anneleen Van Bossuyt εξ ονόματος της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0049(COD) Σχέδιο έκθεσης Béla Kovács (PE v01-00)

EΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Μεταφορών και Τουρισμού

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2015/0278(COD)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0367(COD)

Τελικές κατευθυντήριες γραμμές

A8-0359/23. Τροπολογία 23 Claude Moraes εξ ονόματος της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων

Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ

10728/4/16 REV 4 ADD 1 ΜΑΠ/γπ 1 DRI

Transcript:

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων 2012/0192(COD) 6.3.2013 ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ 181-329 Σχέδιο έκθεσης Glenis Willmott (PE504.236v01-00) σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις κλινικές δοκιμές φαρμάκων προοριζομένων για τον άνθρωπο και για την κατάργηση της οδηγίας 2001/20/ΕΚ (COM(2012)0369 C7-0194 2012/0192(COD)) AM\929471.doc PE506.159v02-00 Eνωμένη στην πολυμορφία

AM_Com_LegReport PE506.159v02-00 2/86 AM\929471.doc

181 Philippe Juvin Άρθρο 1 παράγραφος 1 Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις κλινικές δοκιμές που διεξάγονται στην Ένωση. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλες τις κλινικές δοκιμές που διεξάγονται στην Ένωση. Or. fr 182 Margrete Auken, Michèle Rivasi εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 1 εισαγωγικό μέρος (1) «κλινική μελέτη»: κάθε διερεύνηση επί ανθρώπου η οποία αποβλέπει (1) «κλινική δοκιμή»: κάθε διερεύνηση επί ανθρώπου η οποία αποβλέπει (Οριζόντια τροπολογία που εφαρμόζεται στο σύνολο του κειμένου. Αν εγκριθεί, θα πρέπει να γίνουν αντίστοιχες αλλαγές.) Οι νέοι ορισμοί είναι ιδιαίτερα περίπλοκοι και πρακτικά δυσεφάρμοστοι, καθώς χρησιμοποιούνται εναλλάξ με την ίδια σημασία από τους επαγγελματίες του χώρου. Η σαφέστερη αρχή διάκρισης είναι ότι μια «μελέτη» αφορά την «παρατήρηση» ενώ οτιδήποτε περιλαμβάνει «παρέμβαση» εμπίπτει στην κατηγορία της «δοκιμής». 183 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 1 στοιχείο α) AM\929471.doc 3/86 PE506.159v02-00

α) στον προσδιορισμό ή την επαλήθευση των κλινικών, φαρμακολογικών ή άλλων φαρμακοδυναμικών αποτελεσμάτων ενός ή περισσότερων φαρμάκων α) στον προσδιορισμό ή την επαλήθευση των κλινικών, φαρμακοκινητικών ή φαρμακοδυναμικών αποτελεσμάτων ενός ή περισσότερων φαρμάκων Or. fr 184 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 1 στοιχείο γ) γ) η μελέτη της απορρόφησης, της κατανομής, του μεταβολισμού και της απέκκρισης ενός ή περισσοτέρων υπό έρευνα φαρμάκων, γ) η μελέτη της απορρόφησης, της κατανομής, του μεταβολισμού και της απέκκρισης ενός ή περισσοτέρων υπό έρευνα φαρμάκων, Or. fr 185 Margrete Auken, Michèle Rivasi εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 1 στοιχείο γ α (νέο) (γα) αποσκοπεί στη διεξαγωγή μετεγκριτικής δοκιμής ασφάλειας ή αποτελεσματικότητας φαρμάκου το οποίο έχει εγκριθεί εντός των τελευταίων 10 ετών. PE506.159v02-00 4/86 AM\929471.doc

Σε ορισμένες περιπτώσεις (σπάνιες νόσοι και θεραπεία καρκίνου) η άδεια κυκλοφορίας παρέχεται χωρίς να διατίθενται επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια, με αποτέλεσμα να απαιτείται η διεξαγωγή μετεγκριτικών δοκιμών αποτελεσματικότητας και ασφάλειας, προκειμένου να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση. Οι δοκιμές αυτές θα πρέπει να καλύπτονται από τον ορισμό της κλινικής δοκιμής και από τον κανονισμό. Η άδεια κυκλοφορίας (σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ) ανανεώνεται ανά πενταετία και θεωρείται απεριόριστης διάρκειας μόνο μετά από ελάχιστο διάστημα δέκα ετών. 186 Margrete Auken, Michèle Rivasi εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 2 (2) «κλινική δοκιμή»: μια κλινική μελέτη που πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) τα υπό έρευνα φάρμακα δεν έχουν άδεια κυκλοφορίας (β) σύμφωνα με το πρωτόκολλο της κλινικής μελέτης, τα υπό έρευνα φάρμακα δεν χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της άδειας κυκλοφορίας του οικείου κράτους μέλους (γ) η ένταξη του συμμετέχοντος σε μια συγκεκριμένη θεραπευτική στρατηγική προαποφασίζεται και δεν εμπίπτει στη συνήθη κλινική πρακτική του οικείου κράτους μέλους (δ) η απόφαση για τη χορήγηση των υπό έρευνα φαρμάκων λαμβάνεται μαζί με την απόφαση να συμπεριληφθεί το άτομο στην κλινική μελέτη (ε) εφαρμόζονται διαδικασίες διάγνωσης ή παρακολούθησης επιπλέον της συνήθους κλινικής πρακτικής στους συμμετέχοντες. διαγράφεται AM\929471.doc 5/86 PE506.159v02-00

Οι νέοι ορισμοί είναι ιδιαίτερα περίπλοκοι και πρακτικά δυσεφάρμοστοι, καθώς χρησιμοποιούνται εναλλάξ με την ίδια σημασία από τους επαγγελματίες του χώρου. Η σαφέστερη αρχή διάκρισης είναι ότι μια «μελέτη» αφορά την «παρατήρηση» ενώ οτιδήποτε περιλαμβάνει «παρέμβαση» εμπίπτει στην κατηγορία της «δοκιμής». 187 Alda Sousa Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 2 στοιχείο α) (α) τα υπό έρευνα φάρμακα δεν έχουν άδεια κυκλοφορίας (α) τα υπό έρευνα φάρμακα δεν έχουν άδεια κυκλοφορίας σε κανένα κράτος μέλος 188 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 2 στοιχείο α) α) τα υπό έρευνα φάρμακα δεν έχουν άδεια κυκλοφορίας α) (Δεν αφορά το ελληνικό κείμενο.) Or. fr (Δεν αφορά το ελληνικό κείμενο.) 189 Erik Bánki PE506.159v02-00 6/86 AM\929471.doc

Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 2 στοιχείο α) (α) τα υπό έρευνα φάρμακα δεν έχουν άδεια κυκλοφορίας (α) τα υπό έρευνα φάρμακα δεν έχουν άδεια κυκλοφορίας στην αγορά Πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι τα υπό έρευνα φάρμακα δεν έχουν άδεια κυκλοφορίας στην αγορά. 190 Erik Bánki Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 2 στοιχείο β) (β) σύμφωνα με το πρωτόκολλο της κλινικής μελέτης, τα υπό έρευνα φάρμακα δεν χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της άδειας κυκλοφορίας του οικείου κράτους μέλους (β) σύμφωνα με το πρωτόκολλο της κλινικής δοκιμής, τα υπό έρευνα φάρμακα δεν χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της άδειας κυκλοφορίας του οικείου κράτους μέλους ή της άδειας κυκλοφορίας που χορηγήθηκε από την Επιτροπή «Κλινική μελέτη» είναι ο γενικός όρος που περιλαμβάνει τις κλινικές δοκιμές και τις μη παρεμβατικές κλινικές δοκιμές. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα υπό έρευνα φάρμακα δεν χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της άδειας κυκλοφορίας, ο ορθός όρος για το στοιχείο β) είναι «κλινική δοκιμή». Όσον αφορά τα φάρμακα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της κεντρικής διαδικασίας, θα πρέπει να προστεθεί και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς είναι αρμόδια μέσω της αξιολόγησης του EMA. 191 Erik Bánki AM\929471.doc 7/86 PE506.159v02-00

Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 2 στοιχείο γ) (γ) η ένταξη του συμμετέχοντος σε μια συγκεκριμένη θεραπευτική στρατηγική προαποφασίζεται και δεν εμπίπτει στη συνήθη κλινική πρακτική του οικείου κράτους μέλους διαγράφεται Η πρόταση αποσκοπεί στην εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με τις κλινικές δοκιμές, και η αναφορά στη συνήθη κλινική πρακτική κρατών μελών δεν εξυπηρετεί τον στόχο αυτόν. Επιπλέον, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προσδιοριστεί το περιεχόμενο του όρου «συνήθης πρακτική». 192 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 2 στοιχείο γ) γ) η ένταξη του συμμετέχοντος σε μια συγκεκριμένη θεραπευτική στρατηγική προαποφασίζεται και δεν εμπίπτει στη συνήθη κλινική πρακτική του οικείου κράτους μέλους γ) (Δεν αφορά το ελληνικό κείμενο.) Or. fr (Δεν αφορά το ελληνικό κείμενο.) 193 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 2 στοιχείο δ) PE506.159v02-00 8/86 AM\929471.doc

δ) η απόφαση για τη χορήγηση των υπό έρευνα φαρμάκων λαμβάνεται μαζί με την απόφαση να συμπεριληφθεί το άτομο στην κλινική μελέτη δ) η απόφαση για τη χορήγηση του υπό έρευνα φαρμάκου καθορίζεται από το ερευνητικό πρωτόκολλο Or. fr Αυτή η διατύπωση στην πρόταση της Επιτροπής είναι κάπως ασαφής. Στις κλινικές δοκιμές, η απόφαση για τη χορήγηση ενός φαρμάκου καθορίζεται από το πρωτόκολλο, αντίθετα με τις μη παρεμβατικές μελέτες όπου η χορήγηση του φαρμάκου απορρέει από τη θεραπεία και όχι από την έρευνα. 194 Erik Bánki Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 2 στοιχείο δ) (δ) η απόφαση για τη χορήγηση των υπό έρευνα φαρμάκων λαμβάνεται μαζί με την απόφαση να συμπεριληφθεί το άτομο στην κλινική μελέτη (δ) η απόφαση για τη χρήση των υπό έρευνα φαρμάκων λαμβάνεται μαζί με την απόφαση να συμπεριληφθεί το άτομο στην κλινική δοκιμή Στις κλινικές δοκιμές οι δαπάνες για τα υπό έρευνα φάρμακα δεν βαρύνουν τους συμμετέχοντες επομένως, ο όρος «χορήγηση» δεν είναι σωστός. 195 Erik Bánki Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 2 στοιχείο ε) AM\929471.doc 9/86 PE506.159v02-00

(ε) εφαρμόζονται διαδικασίες διάγνωσης ή παρακολούθησης επιπλέον της συνήθους κλινικής πρακτικής στους συμμετέχοντες. διαγράφεται Η πρόταση αποσκοπεί στην εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με τις κλινικές δοκιμές, και η αναφορά στη συνήθη κλινική πρακτική κρατών μελών δεν εξυπηρετεί τον στόχο αυτόν. Επιπλέον, ο όρος «παρακολούθηση» δεν φαίνεται να είναι ο κατάλληλος σε αυτό το πλαίσιο, καθώς οι κλινικές δοκιμές δεν αποσκοπούν στην παρακολούθηση των συμμετεχόντων, αλλά στην παρέμβαση. 196 Petru Constantin Luhan Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 2 στοιχείο ε) (ε) εφαρμόζονται διαδικασίες διάγνωσης ή παρακολούθησης επιπλέον της συνήθους κλινικής πρακτικής στους συμμετέχοντες. (ε) εφαρμόζονται διαδικασίες διάγνωσης ή παρακολούθησης επιπλέον της συνήθους κλινικής πρακτικής στους συμμετέχοντες, εκτός αν οι πρόσθετες διαδικασίες διάγνωσης ή παρακολούθησης δεν προκαλούν περισσότερο από τον ελάχιστο πρόσθετο κίνδυνο ή επιβάρυνση για την ασφάλεια των συμμετεχόντων σε σύγκριση με τη συνήθη κλινική πρακτική που ακολουθείται σε όλα τα οικεία κράτη μέλη Για την εφαρμογή πραγματικά εξατομικευμένης ιατρικής, η μεταγραφική έρευνα είναι απαραίτητη. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει τη ανάγκη συλλογής ανθρώπινων βιολογικών δειγμάτων και ορισμένων ιατρικών δεδομένων σε έναν πληθυσμό ασθενών που λαμβάνει συγκεκριμένη ιατρική θεραπεία. Στο πλαίσιο αυτό, οι ασθενείς υποβάλλονται σε θεραπεία με το PE506.159v02-00 10/86 AM\929471.doc

φάρμακο σύμφωνα με την άδεια κυκλοφορίας ή τη συνήθη πρακτική, αλλά ενδέχεται να πρέπει να δοθούν ένα ή περισσότερα πρόσθετα δείγματα αίματος, κάτι το οποίο δεν περιλαμβάνεται στη συνήθη πρακτική. Η έρευνα αυτή δεν θα πρέπει να ονομάζεται «κλινική δοκιμή». 197 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 2 α (νέο) (2α) «κλινική δοκιμή μέτριου κινδύνου»: κλινική δοκιμή εγκεκριμένων υπό έρευνα φαρμάκων τα οποία χρησιμοποιούνται εκτός των όρων της άδειας κυκλοφορίας σύμφωνα με το πρωτόκολλο. Η χρήση τους είτε: α) υποστηρίζεται από επαρκή δημοσιευμένα αποδεικτικά στοιχεία και/ή τυπικές κατευθυντήριες γραμμές αγωγής β) δεν υποστηρίζεται από επαρκή δημοσιευμένα αποδεικτικά στοιχεία και/ή τυπικές κατευθυντήριες γραμμές αγωγής οι πρόσθετες διαδικασίες διάγνωσης ή παρακολούθησης δεν προκαλούν περισσότερο από τον ελάχιστο πρόσθετο κίνδυνο ή επιβάρυνση για την ασφάλεια των συμμετεχόντων σε σύγκριση με τη συνήθη κλινική πρακτική που ακολουθείται σε όλα τα οικεία κράτη μέλη Η διάκριση αυτή βασίζεται μόνο στο καθεστώς άδειας κυκλοφορίας του υπό έρευνα φαρμάκου και στον κίνδυνο που σχετίζεται με τις διαγνωστικές διαδικασίες. Υπογραμμίζει μια διαφορά μεταξύ δύο διακριτών καταστάσεων: χαμηλού κινδύνου αν το εγκεκριμένο υπό έρευνα φάρμακο χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις ενδείξεις για τις οποίες έχει λάβει έγκριση, και μέτριου κινδύνου αν το εγκεκριμένο υπό έρευνα φάρμακο χρησιμοποιείται εκτός των ενδείξεων για τις οποίες έχει λάβει έγκριση AM\929471.doc 11/86 PE506.159v02-00

198 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 3 εισαγωγικό μέρος 3) «κλινική δοκιμή χαμηλής παρέμβασης»: μια κλινική δοκιμή που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις: 3) «κλινική δοκιμή ελάχιστου κινδύνου»: μια κλινική δοκιμή ενέχει ελάχιστο κίνδυνο αν, λόγω της φύσης και του εύρους της παρέμβασης, αναμένεται να επιφέρει, στην χειρότερη περίπτωση, πολύ περιορισμένη και προσωρινή επίδραση στην υγεία του συμμετέχοντος. Μία κλινική δοκιμή ελάχιστου κινδύνου πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (Η τροπολογία με την οποία αντικαθίσταται η διατύπωση «κλινική δοκιμή χαμηλής παρέμβασης» από την διατύπωση «κλινική δοκιμή ελάχιστου κινδύνου» εφαρμόζεται στο σύνολο του κειμένου. Αν εγκριθεί, πρέπει να υπάρξουν τροποποιήσεις σε ολόκληρο το κείμενο. Or. fr Είναι προτιμότερο η δεύτερη κατηγορία έρευνας να καθοριστεί από το επίπεδο του κινδύνου που διατρέχει το άτομο και όχι από τον τύπο της παρέμβασης. Αυτό αντιστοιχεί με τον αρχικό στόχο του σχεδίου κανονισμού, που είναι να αναπτυχθεί μια προσέγγιση που θα βασίζεται στον κίνδυνο. Επιπλέον, πρέπει να ευθυγραμμιστεί ο κανονισμός με τις διατάξεις της σύμβασης του Οβιέδο. Η σύμβαση αυτή που κυρώθηκε από πολλά κράτη μέλη ορίζει στο άρθρο 17 την έννοια του «ελάχιστου κινδύνου». 199 Edite Estrela, António Fernando Correia de Campos Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 3 εισαγωγικό μέρος (3) «κλινική δοκιμή χαμηλής (3) «κλινική μελέτη χαμηλής PE506.159v02-00 12/86 AM\929471.doc

παρέμβασης»: μια κλινική δοκιμή που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις: παρέμβασης»: μια κλινική δοκιμή που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (Οριζόντια τροπολογία που εφαρμόζεται στο σύνολο του κειμένου. Αν εγκριθεί, θα πρέπει να γίνουν αντίστοιχες αλλαγές.) Υπάρχει αντίθεση μεταξύ των ορισμών που παρουσιάζονται για την «κλινική δοκιμή» και την «κλινική δοκιμή χαμηλής παρέμβασης» (πρβλ. παράγραφο 2, σημεία 2 και 3 με την παράγραφο 3, σημεία 2 και 3). Για τον λόγο αυτόν, η «κλινική δοκιμή χαμηλής παρέμβασης» δεν μπορεί να προταθεί ως υποκατηγορία της «κλινικής δοκιμής» όπως υποδεικνύει το κείμενο. Αντιθέτως, πρόκειται για συμπληρωματικούς ορισμούς. Για λόγους νομικής σαφήνειας, η διάκριση αυτή θα πρέπει να είναι ρητή. 200 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 3 εισαγωγικό μέρος (3) «κλινική δοκιμή χαμηλής παρέμβασης»: μια κλινική δοκιμή που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (3) «κλινική δοκιμή χαμηλού κινδύνου»: μια κλινική δοκιμή που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (Οριζόντια τροπολογία που εφαρμόζεται στο σύνολο του κειμένου. Αν εγκριθεί, θα πρέπει να γίνουν αντίστοιχες αλλαγές.) Η διάκριση αυτή βασίζεται μόνο στο καθεστώς άδειας κυκλοφορίας του υπό έρευνα φαρμάκου και στον κίνδυνο που σχετίζεται με τις διαγνωστικές διαδικασίες. Υπογραμμίζει μια διαφορά μεταξύ δύο διακριτών καταστάσεων: χαμηλού κινδύνου αν το εγκεκριμένο υπό έρευνα φάρμακο χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις ενδείξεις για τις οποίες έχει λάβει έγκριση, και μέτριου κινδύνου αν το εγκεκριμένο υπό έρευνα φάρμακο χρησιμοποιείται εκτός των ενδείξεων για τις οποίες έχει λάβει έγκριση AM\929471.doc 13/86 PE506.159v02-00

201 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 3 στοιχείο α) (α) τα υπό έρευνα φάρμακα έχουν άδεια κυκλοφορίας (α) τα υπό έρευνα φάρμακα έχουν άδεια κυκλοφορίας και έχουν υποβληθεί σε σχετικούς ελέγχους. Η διάκριση αυτή βασίζεται μόνο στο καθεστώς άδειας κυκλοφορίας του υπό έρευνα φαρμάκου και στον κίνδυνο που σχετίζεται με τις διαγνωστικές διαδικασίες. Υπογραμμίζει μια διαφορά μεταξύ δύο διακριτών καταστάσεων: χαμηλού κινδύνου αν το εγκεκριμένο υπό έρευνα φάρμακο χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις ενδείξεις για τις οποίες έχει λάβει έγκριση, και μέτριου κινδύνου αν το εγκεκριμένο υπό έρευνα φάρμακο χρησιμοποιείται εκτός των ενδείξεων για τις οποίες έχει λάβει έγκριση 202 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 3 στοιχείο α) α) τα υπό έρευνα φάρμακα έχουν άδεια κυκλοφορίας α) (Δεν αφορά το ελληνικό κείμενο.) Or. fr (Δεν αφορά το ελληνικό κείμενο.) 203 Margrete Auken, Michèle Rivasi εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 3 στοιχείο α) PE506.159v02-00 14/86 AM\929471.doc

(α) τα υπό έρευνα φάρμακα έχουν άδεια κυκλοφορίας (α) τα υπό έρευνα φάρμακα έχουν άδεια κυκλοφορίας με ισχύ άνω των 10 ετών Με την παρούσα τροπολογία, μαζί με την προσθήκη στο άρθρο 2 (2, εδάφιο 1, στοιχείο γ ΝΕΟ), εξασφαλίζεται ότι οι μετεγκριτικές δοκιμές αποτελεσματικότητας και ασφάλειας δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των δοκιμών χαμηλής παρέμβασης, καθώς οι εν λόγω δοκιμές δεν θα πραγματοποιούνταν σε φάρμακα τα οποία έχουν λάβει άδεια κυκλοφορίας απεριόριστης διάρκειας. Η άδεια κυκλοφορίας (σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ) ανανεώνεται ανά πενταετία και θεωρείται απεριόριστης διάρκειας μόνο μετά από ελάχιστο διάστημα δέκα ετών. 204 Erik Bánki Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 3 στοιχείο α) (α) τα υπό έρευνα φάρμακα έχουν άδεια κυκλοφορίας (α) τα υπό έρευνα φάρμακα έχουν άδεια κυκλοφορίας στην αγορά Πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι τα υπό έρευνα φάρμακα έχουν άδεια κυκλοφορίας στην αγορά. 205 Anna Rosbach Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 3 στοιχείο α) (α) τα υπό έρευνα φάρμακα έχουν άδεια (α) τα υπό έρευνα φάρμακα ή τα εικονικά AM\929471.doc 15/86 PE506.159v02-00

κυκλοφορίας σκευάσματα έχουν άδεια κυκλοφορίας Χωρίς αλλαγή του κειμένου δεν θα είναι δυνατή η διεξαγωγή δοκιμών χαμηλής παρέμβασης με τη χρήση εικονικών σκευασμάτων. 206 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 3 στοιχείο β) (β) σύμφωνα με το πρωτόκολλο της κλινικής δοκιμής, τα υπό έρευνα φάρμακα χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της άδειας κυκλοφορίας ή η χρήση τους είναι η συνήθης αγωγή σε καθένα από τα οικεία κράτη μέλη διαγράφεται Η διάκριση αυτή βασίζεται μόνο στο καθεστώς άδειας κυκλοφορίας του υπό έρευνα φαρμάκου και στον κίνδυνο που σχετίζεται με τις διαγνωστικές διαδικασίες. Υπογραμμίζει μια διαφορά μεταξύ δύο διακριτών καταστάσεων: χαμηλού κινδύνου αν το εγκεκριμένο υπό έρευνα φάρμακο χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις ενδείξεις για τις οποίες έχει λάβει έγκριση, και μέτριου κινδύνου αν το εγκεκριμένο υπό έρευνα φάρμακο χρησιμοποιείται εκτός των ενδείξεων για τις οποίες έχει λάβει έγκριση 207 Riikka Manner Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 3 στοιχείο β (β) σύμφωνα με το πρωτόκολλο της κλινικής δοκιμής, τα υπό έρευνα φάρμακα χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους (β) σύμφωνα με το πρωτόκολλο της κλινικής δοκιμής, τα υπό έρευνα φάρμακα χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους PE506.159v02-00 16/86 AM\929471.doc

της άδειας κυκλοφορίας ή η χρήση τους είναι η συνήθης αγωγή σε καθένα από τα οικεία κράτη μέλη της άδειας κυκλοφορίας ή η χρήση τους είναι η συνήθης αγωγή σε καθένα από τα οικεία κράτη μέλη ή στα κράτη μέλη που διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη συνεργασία όσον αφορά την έρευνα και θεραπεία Or. fi 208 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 3 στοιχείο β) β) σύμφωνα με το πρωτόκολλο της κλινικής δοκιμής, τα υπό έρευνα φάρμακα χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της άδειας κυκλοφορίας ή η χρήση τους είναι η συνήθης αγωγή σε καθένα από τα οικεία κράτη μέλη β) σύμφωνα με το πρωτόκολλο της κλινικής δοκιμής, τα υπό έρευνα φάρμακα χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της άδειας κυκλοφορίας ή η χρήση τους αντιστοιχεί στην τρέχουσα κλινική πρακτική σε καθένα από τα οικεία κράτη μέλη Or. fr Η έννοια της συνήθους παραγωγής είναι ασαφής και υπόκειται σε αποκλίνουσες ερμηνείες. Είναι προτιμότερο να αντικατασταθεί από την έννοια της τρέχουσας κλινικής πρακτικής ("usual practice", στα αγγλικά), όπως προτείνει ο Philippe Juvin στο άρθρο 2, σημείο 6. 209 Edite Estrela, António Fernando Correia de Campos Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 3 στοιχείο β) (β) σύμφωνα με το πρωτόκολλο της κλινικής δοκιμής, τα υπό έρευνα φάρμακα χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της άδειας κυκλοφορίας ή η χρήση τους είναι η συνήθης αγωγή σε καθένα από τα (β) σύμφωνα με το πρωτόκολλο της κλινικής δοκιμής, τα υπό έρευνα φάρμακα χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της άδειας κυκλοφορίας στα οικεία κράτη μέλη AM\929471.doc 17/86 PE506.159v02-00

οικεία κράτη μέλη Σε κλινικές δοκιμές χαμηλής παρέμβασης, τα φάρμακα πρέπει να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της άδειας κυκλοφορίας. Η διατύπωση «ή η χρήση τους είναι η συνήθης αγωγή σε καθένα από τα οικεία κράτη μέλη» επιτρέπει τη διεξαγωγή κλινικών δοκιμών χαμηλής παρέμβασης με σκοπό τη διερεύνηση μη προβλεπόμενων χρήσεων φαρμακευτικών προϊόντων σε κράτη μέλη στα οποία δεν έχει εγκριθεί η χρήση αυτή. Η πρόβλεψη αυτή αποβαίνει εις βάρος των διατάξεων σε σχέση με την υποχρεωτική παροχή αποζημίωσης για αποκατάσταση ζημίας από τον ανάδοχο. 210 Margrete Auken εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 3 στοιχείο β) (β) σύμφωνα με το πρωτόκολλο της κλινικής δοκιμής, τα υπό έρευνα φάρμακα χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της άδειας κυκλοφορίας ή η χρήση τους είναι η συνήθης αγωγή σε καθένα από τα οικεία κράτη μέλη (β) σύμφωνα με το πρωτόκολλο της κλινικής δοκιμής, τα υπό έρευνα φάρμακα χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της άδειας κυκλοφορίας ή η χρήση τους είναι η συνήθης αγωγή σε όλα τα οικεία κράτη μέλη Το φάρμακο δεν θα πρέπει να θεωρείται συνήθης αγωγή μόνο σε ένα από τα οικεία κράτη μέλη, αλλά σε όλα, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι δοκιμές χαμηλής παρέμβασης με υπό έρευνα φάρμακα δεν μπορούν να πραγματοποιούνται σε κράτη μέλη στα οποία αυτά δεν αποτελούν συνήθη αγωγή, και κατά συνέπεια να μην είναι απαραίτητη η περαιτέρω μείωση των απαιτήσεων ασφάλειας για τις δοκιμές χαμηλής παρέμβασης. 211 Erik Bánki PE506.159v02-00 18/86 AM\929471.doc

Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 3 στοιχείο β) (β) σύμφωνα με το πρωτόκολλο της κλινικής δοκιμής, τα υπό έρευνα φάρμακα χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της άδειας κυκλοφορίας ή η χρήση τους είναι η συνήθης αγωγή σε καθένα από τα οικεία κράτη μέλη (β) σύμφωνα με το πρωτόκολλο της κλινικής δοκιμής, τα υπό έρευνα φάρμακα χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της άδειας κυκλοφορίας Η πρόταση αποσκοπεί στην εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με τις κλινικές δοκιμές, και η αναφορά στη συνήθη κλινική πρακτική κρατών μελών δεν εξυπηρετεί τον στόχο αυτόν. 212 Erik Bánki Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 3 στοιχείο γ) (γ) οι πρόσθετες διαδικασίες διάγνωσης ή παρακολούθησης δεν προκαλούν περισσότερο από τον ελάχιστο πρόσθετο κίνδυνο ή επιβάρυνση για την ασφάλεια των συμμετεχόντων σε σύγκριση με την κανονική κλινική πρακτική που ακολουθείται σε όλα τα οικεία κράτη μέλη διαγράφεται Η πρόταση αποσκοπεί στην εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με τις κλινικές δοκιμές, και η αναφορά στη συνήθη κλινική πρακτική κρατών μελών δεν εξυπηρετεί τον στόχο αυτόν. Επιπλέον, ο όρος «ελάχιστος» δεν αποτελεί επαρκώς σαφές στοιχείο ορισμού. AM\929471.doc 19/86 PE506.159v02-00

213 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 4 4) «μη παρεμβατική μελέτη»: κλινική μελέτη πλην της κλινικής δοκιμής 4) «μη παρεμβατική μελέτη»: κλινική μελέτη πλην της κλινικής δοκιμής, κατά την οποία το φάρμακο ή τα φάρμακα συνταγογραφούνται ως συνήθως, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην άδεια κυκλοφορίας. Η ένταξη του ασθενούς σε μια συγκεκριμένη θεραπευτική στρατηγική δεν αποφασίζεται εκ των προτέρων από πρωτόκολλα δοκιμής αλλά εντάσσεται στην τρέχουσα ιατρική πρακτική, η δε απόφαση χορήγησης του φαρμάκου διαχωρίζεται σαφώς από την απόφαση συμμετοχής του ασθενούς στη δοκιμή. Στους ασθενείς δεν πρέπει να εφαρμόζεται πρόσθετη διαδικασία διάγνωσης ή παρακολούθησης και για την ανάλυση των συλλεγόμενων δεδομένων χρησιμοποιούνται επιδημιολογικές μέθοδοι Or. fr 214 Margrete Auken, Michèle Rivasi εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 4 (4) «μη παρεμβατική μελέτη»: κλινική μελέτη πλην της κλινικής δοκιμής (4) «μη παρεμβατική μελέτη»: μελέτη στην οποία τα φάρμακα συνταγογραφούνται ως συνήθως σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην άδεια κυκλοφορίας και η ένταξη του ασθενούς σε μια PE506.159v02-00 20/86 AM\929471.doc

συγκεκριμένη θεραπευτική στρατηγική εντάσσεται στην τρέχουσα ιατρική πρακτική και δεν αποφασίζεται εκ των προτέρων από πρωτόκολλα δοκιμής η συνταγογράφηση του φαρμάκου διαχωρίζεται σαφώς από την απόφαση συμμετοχής του ασθενούς στη δοκιμή. Οι μη παρεμβατικές δοκιμές πρέπει να οριστούν με πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια ο ορισμός που περιλαμβανόταν στην οδηγία 2001/20/ΕΚ σχετικά με τις κλινικές δοκιμές (άρθρο 2 γ)) ήταν καλύτερος και πρέπει, εν μέρει, να επανεισαχθεί. Οι μελέτες αυτές θα καλύπτουν σε πολλές περιπτώσεις τις δοκιμές τις οποίες επιθυμεί να κατηγοριοποιήσει η Επιτροπή ως «χαμηλής παρέμβασης». Οι μελέτες αυτές, ωστόσο, χρησιμοποιούνται μερικές φορές για σκοπούς εμπορίας παρά για τον έλεγχο μιας επιστημονικής υπόθεσης πρακτική η οποία θα πρέπει να αποφεύγεται. 215 Edite Estrela, António Fernando Correia de Campos Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 4 (4) «μη παρεμβατική μελέτη»: κλινική μελέτη πλην της κλινικής δοκιμής (4) «μη παρεμβατική μελέτη»: κλινική μελέτη πλην της κλινικής δοκιμής και της κλινικής δοκιμής χαμηλής παρέμβασης, όπως ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, σημεία (2) και (3), αντίστοιχα Για λόγους ασφάλειας δικαίου, πρέπει να διασαφηνίζεται ότι οι κλινικές δοκιμές χαμηλής παρέμβασης δεν εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία. Εφόσον ο ορισμός της «κλινικής δοκιμής» δεν περιλαμβάνει τον ορισμό της «κλινικής δοκιμής χαμηλής παρέμβασης», τότε ο αποκλεισμός των κλινικών δοκιμών χαμηλής παρέμβασης από την έννοια της «μη παρεμβατικής μελέτης» πρέπει να είναι ρητός. Μια απλή αρχή είναι ότι οι «παρατηρήσεις» υπάγονται στην κατηγορία «μελέτες», και οι «παρεμβάσεις» στην κατηγορία «δοκιμές». AM\929471.doc 21/86 PE506.159v02-00

216 Erik Bánki Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 5 (5) «υπό έρευνα φάρμακο»: φάρμακο που υποβάλλεται σε δοκιμή ή χρησιμοποιείται ως αναφορά, συμπεριλαμβανομένου του εικονικού φαρμάκου (placebo), σε κλινική δοκιμή (5) «υπό έρευνα φάρμακο»: φαρμακευτική μορφή δραστικής ουσίας ή εικονικό σκεύασμα που υποβάλλεται σε δοκιμή ή χρησιμοποιείται ως αναφορά, μεταξύ άλλων ως εικονικό σκεύασμα, σε κλινική δοκιμή Η διάκριση μεταξύ φαρμάκου και υπό έρευνα φαρμάκου είναι σημαντική, καθώς στην περίπτωση των κλινικών δοκιμών χρησιμοποιείται πάντα ο όρος «υπό έρευνα φάρμακο». 217 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 6 6) «συνήθης κλινική πρακτική»: το σχήμα αγωγής που ακολουθείται για τη θεραπεία, πρόληψη ή διάγνωση νόσου ή διαταραχής 6) «συνήθης κλινική πρακτική»: το σχήμα αγωγής που ακολουθείται για τη θεραπεία, πρόληψη ή διάγνωση νόσου ή διαταραχής (Η τροπολογία με την οποία αντικαθίσταται η διατύπωση «κλινική δοκιμή χαμηλής παρέμβασης» από την διατύπωση «κλινική δοκιμή ελάχιστου κινδύνου» εφαρμόζεται στο σύνολο του κειμένου. Αν εγκριθεί, πρέπει να υπάρξουν τροποποιήσεις σε ολόκληρο το κείμενο. Or. fr PE506.159v02-00 22/86 AM\929471.doc

Η έννοια της συνήθους παραγωγής είναι ασαφής και υπόκειται σε αποκλίνουσες ερμηνείες. Είναι προτιμότερο να αντικατασταθεί από την έννοια της τρέχουσας κλινικής πρακτικής ("usual practice", στα αγγλικά), όπως προτείνει ο Philippe Juvin στο άρθρο 2, σημείο 6. 218 Edite Estrela, António Fernando Correia de Campos Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 6 (6) «συνήθης κλινική πρακτική»: το σχήμα αγωγής που ακολουθείται για τη θεραπεία, πρόληψη ή διάγνωση νόσου ή διαταραχής (6) «βέλτιστη επί του παρόντος δοκιμασμένη παρέμβαση»: το σχήμα αγωγής που ακολουθείται για τη θεραπεία, πρόληψη ή διάγνωση νόσου ή διαταραχής σύμφωνα με επίκαιρα, έγκυρα επιστημονικά στοιχεία (Οριζόντια τροπολογία που εφαρμόζεται στο σύνολο του κειμένου. Αν εγκριθεί, θα πρέπει να γίνουν αντίστοιχες αλλαγές.) Η «συνήθης κλινική πρακτική» είναι πολύ αόριστη και πρέπει να αντικατασταθεί από τη διατύπωση της δήλωσης του Ελσίνκι ( άρθρο 32) «βέλτιστη επί του παρόντος δοκιμασμένη παρέμβαση». (Η τροπολογία αφορά το σύνολο του κειμένου.) 219 Margrete Auken εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 6 α (νέο) (6 α) «βέλτιστη επί του παρόντος δοκιμασμένη παρέμβαση»: πρότυπο το οποίο βασίζεται στην πλέον επίκαιρη AM\929471.doc 23/86 PE506.159v02-00

δοκιμασμένη επιστημονική γνώση και αποδεικτικά στοιχεία Για την ασφάλεια των ασθενών και την προώθηση νέων και πραγματικά βελτιωμένων θεραπειών, πρέπει να καθιερωθεί αυτό το πρότυπο. Τα νέα φάρμακα θα πρέπει εξ ορισμού να δοκιμάζονται σε σύγκριση με τη βέλτιστη επί του παρόντος δοκιμασμένη αγωγή, ενώ η σύγκρισή τους με εικονικά σκευάσματα ή με τη μη χορήγηση αγωγής θα πρέπει να πραγματοποιείται μόνο σε περιπτώσεις που δεν υφίσταται άλλη αγωγή. Η διατύπωση βασίζεται στο άρθρο 32 της δήλωσης του Ελσίνκι του 2008. 220 Rebecca Taylor Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 7 (7) «υπό έρευνα φάρμακο προηγμένης θεραπείας»: υπό έρευνα φάρμακο που είναι φάρμακο προηγμένης θεραπείας όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1394/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου διαγράφεται Ο όρος «υπό έρευνα φάρμακο προηγμένης θεραπείας» διαγράφεται από το υπόλοιπο κείμενο του κανονισμού και, κατά συνέπεια, δεν είναι απαραίτητος πλέον ο ορισμός. 221 Andrés Perelló Rodríguez Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 10 α (νέο) PE506.159v02-00 24/86 AM\929471.doc

10 α) «επιτροπή δεοντολογίας»: ανεξάρτητο όργανο σε κράτος μέλος, το οποίο περιλαμβάνει επαγγελματίες του τομέα της υγείας, μη ειδικούς και τουλάχιστον έναν ασθενή με γνώσεις και σημαντική κλινική εμπειρία, ή έναν εκπρόσωπό του, καθήκον του οποίου είναι να διαφυλάσσει τα δικαιώματα, την ασφάλεια και την ευημερία των συμμετεχόντων στην δοκιμή και να παρέχει τις σχετικές δημόσιες εγγυήσεις. Or. es 222 Anna Rosbach Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 11 α (νέο) (11 α) «κοινοποιούν κράτος μέλος»: το κράτος μέλος το οποίο συντονίζει και τεκμηριώνει την αξιολόγηση μιας αίτησης για την χορήγηση άδειας ή μιας ουσιαστικής τροποποίησης, στην οποία συμμετέχουν τρία ή περισσότερα κράτη μέλη, και η οποία έχει υποβληθεί δυνάμει των κεφαλαίων ΙΙ και ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού. Στο πλαίσιο του κανονισμού θα πρέπει επίσης να ορίζεται ο όρος «κοινοποιούν κράτος μέλος». Η πρόταση κανονισμού, για παράδειγμα, δεν πραγματοποιεί διάκριση μεταξύ δοκιμής με ένα μόνο κράτος μέλος και δοκιμής σε πολλά κράτη μέλη, όσον αφορά τον καθορισμό ενός κοινοποιούντος κράτους μέλους για την αξιολόγηση του Μέρους Ι. AM\929471.doc 25/86 PE506.159v02-00

223 Margrete Auken, Michèle Rivasi εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 12 (12) «ουσιαστική τροποποίηση»: οποιαδήποτε αλλαγή σε μια πτυχή της κλινικής δοκιμής η οποία γίνεται μετά την κοινοποίηση της απόφασης που αναφέρεται στα άρθρα 8, 14, 19, 20 και 23 και η οποία είναι δυνατόν να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ασφάλεια ή τα δικαιώματα των συμμετεχόντων ή στην αξιοπιστία και την ανθεκτικότητα των δεδομένων που προκύπτουν από την κλινική δοκιμή (12) «ουσιαστική τροποποίηση»: οποιαδήποτε αλλαγή σε μια πτυχή της κλινικής δοκιμής, συμπεριλαμβανομένης τροποποίησης του αριθμού των συμμετεχόντων στη δοκιμή, η οποία γίνεται μετά την κοινοποίηση της απόφασης που αναφέρεται στα άρθρα 8, 14, 19, 20 και 23 και η οποία θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ασφάλεια ή τα δικαιώματα των συμμετεχόντων ή στην αξιοπιστία και την ανθεκτικότητα των δεδομένων που προκύπτουν από την κλινική δοκιμή ή θα μπορούσε να μεταβάλει την ερμηνεία των επιστημονικών στοιχείων στα οποία στηρίζεται η διεξαγωγή της δοκιμής, ή οποιαδήποτε αλλαγή οποιασδήποτε πτυχής της κλινικής δοκιμής είναι άλλως σημαντική. Κάθε τροποποίηση της διεξαγωγής, του σχεδιασμού, της μεθοδολογίας, του αριθμού συμμετεχόντων, του υπό έρευνα ή του συγχορηγούμενου φαρμάκου των κλινικών δοκιμών μετά την έγκριση μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην αξιοπιστία και την ανθεκτικότητα των δεδομένων. Ως εκ τούτου, εισάγεται εκ νέου η πλέον σαφής διατύπωση του άρθρου 10, στοιχείο (α) της Οδηγίας 2001/20/EΚ. 224 Alda Sousa Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 12 PE506.159v02-00 26/86 AM\929471.doc

(12) «ουσιαστική τροποποίηση»: οποιαδήποτε αλλαγή σε μια πτυχή της κλινικής δοκιμής η οποία γίνεται μετά την κοινοποίηση της απόφασης που αναφέρεται στα άρθρα 8, 14, 19, 20 και 23 και η οποία είναι δυνατόν να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ασφάλεια ή τα δικαιώματα των συμμετεχόντων ή στην αξιοπιστία και την ανθεκτικότητα των δεδομένων που προκύπτουν από την κλινική δοκιμή (12) «ουσιαστική τροποποίηση»: οποιαδήποτε αλλαγή σε μια πτυχή της κλινικής δοκιμής η οποία γίνεται μετά την κοινοποίηση της απόφασης που αναφέρεται στα άρθρα 8, 14, 19, 20 και 23 και η οποία είναι δυνατόν να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ασφάλεια, τα δικαιώματα ή την ευζωία των συμμετεχόντων ή στην αξιοπιστία και την ανθεκτικότητα των δεδομένων που προκύπτουν από την κλινική δοκιμή Για συνέπεια με το άρθρο 3 του προτεινόμενου κανονισμού 225 Richard Seeber Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 12 (12) «ουσιαστική τροποποίηση»: οποιαδήποτε αλλαγή σε μια πτυχή της κλινικής δοκιμής η οποία γίνεται μετά την κοινοποίηση της απόφασης που αναφέρεται στα άρθρα 8, 14, 19, 20 και 23 και η οποία είναι δυνατόν να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ασφάλεια ή τα δικαιώματα των συμμετεχόντων ή στην αξιοπιστία και την ανθεκτικότητα των δεδομένων που προκύπτουν από την κλινική δοκιμή (12) «ουσιαστική τροποποίηση»: οποιαδήποτε αλλαγή σε μια πτυχή της κλινικής δοκιμής η οποία γίνεται μετά την κοινοποίηση της απόφασης που αναφέρεται στα άρθρα 8, 14, 19, 20 και 23 και η οποία είναι δυνατόν να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ασφάλεια, τα δικαιώματα ή την ευζωία των συμμετεχόντων ή στην αξιοπιστία και την ανθεκτικότητα των δεδομένων που προκύπτουν από την κλινική δοκιμή Σύμφωνα με το άρθρο 3 του προτεινόμενου κανονισμού και με το άρθρο 6 της δήλωσης του AM\929471.doc 27/86 PE506.159v02-00

Ελσίνκι της Παγκόσμιας Ιατρικής Ένωσης σχετικά με τις ηθικές αρχές για την ιατρική έρευνα που αφορά ανθρώπους (Σεούλ 2008), θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στην ασφάλεια, τα δικαιώματα και την ευζωία των συμμετεχόντων. 226 Margrete Auken Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 13 (13) «ανάδοχος»: άτομο, εταιρεία, ίδρυμα ή οργανισμός που αναλαμβάνει την ευθύνη για την έναρξη και τη διαχείριση της κλινικής δοκιμής (13) «ανάδοχος»: άτομο, εταιρεία, ίδρυμα ή οργανισμός που αναλαμβάνει την ευθύνη για την έναρξη, τη διαχείριση και/ή τη χρηματοδότηση της κλινικής δοκιμής Προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο εξωτερικής ανάθεσης της ευθύνης του αναδόχου, πρέπει να εισαχθεί εκ νέου ο ορισμός της οδηγίας 2001/20/ΕΚ, ο οποίος καλύπτει επίσης το άτομο, την εταιρεία, το ίδρυμα ή τον οργανισμό που χρηματοδοτεί την κλινική δοκιμή. 227 Philippe Juvin, Antonyia Parvanova Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 14 14) «ερευνητής»: o ερευνητής που έχει την ιατρική ευθύνη για τη διεξαγωγή μιας κλινικής δοκιμής σε συγκεκριμένο μέρος διεξαγωγής κλινικών δοκιμών 14) «ερευνητής»: το φυσικό πρόσωπο που διαθέτει επίπεδο κατάρτισης ή εμπειρίας που αντιστοιχεί στις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 46 του παρόντος κανονισμού, και έχει την ιατρική ευθύνη για τη διεξαγωγή μιας κλινικής δοκιμής σε συγκεκριμένο μέρος διεξαγωγής κλινικών δοκιμών Or. fr PE506.159v02-00 28/86 AM\929471.doc

Για λόγους μεγαλύτερης σαφήνειας πρέπει να δοθεί λεπτομερέστερη περιγραφή του ορισμού του ερευνητή και να ευθυγραμμιστεί με τον ορισμό του ερευνητή που έχει περιληφθεί στις "GCP ICH" (" Good Clinical Practice - International Conference of Harmonisation). 228 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 14 α (νέο) (14 α) «κύριος ερευνητής»: ερευνητής ο οποίος είναι υπεύθυνος ομάδας ερευνητών που είναι επιφορτισμένη με τη διενέργεια κλινικής δοκιμής στο ίδιο μέρος διεξαγωγής κλινικών δοκιμών Το σχέδιο κανονισμού δεν διευκρινίζει τις διάφορες κατηγορίες ερευνητών. Ωστόσο, στην πράξη η έννοια του κύριου ερευνητή που ορίζεται στις "GCP ICH" ("Good Clinical Practice - International Conference of Harmonisation) είναι συγκεκριμένη και περιλαμβάνεται συστηματικά σε όλα τα ερευνητικά πρωτόκολλα. Or. fr 229 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 14 β (νέο) (14 β) «συντονιστής ερευνητής»: ερευνητής που είναι υπεύθυνος για τον συντονισμό κλινικής έρευνας που διενεργείται σε διάφορα κέντρα, σε ένα ή περισσότερα εμπλεκόμενα κράτη μέλη Or. fr AM\929471.doc 29/86 PE506.159v02-00

Το σχέδιο κανονισμού δεν διευκρινίζει τις διάφορες κατηγορίες ερευνητών. Ωστόσο, στην πράξη η έννοια του κύριου ερευνητή που ορίζεται στις "GCP ICH" ("Good Clinical Practice - International Conference of Harmonisation) είναι συγκεκριμένη και περιλαμβάνεται συστηματικά σε όλα τα ερευνητικά πρωτόκολλα. 230 Richard Seeber Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 15 (15) «συμμετέχων»: άτομο που συμμετέχει σε κλινική δοκιμή, είτε ως λήπτης υπό έρευνα φαρμάκου είτε ως απλός μάρτυρας (15) «συμμετέχων»: άτομο που συμμετέχει ελεύθερα και οικειοθελώς σε κλινική δοκιμή, είτε ως λήπτης υπό έρευνα φαρμάκου είτε ως απλός μάρτυρας Σύμφωνα με τη δήλωση του Ελσίνκι της Παγκόσμιας Ιατρικής Ένωσης σχετικά με τις ηθικές αρχές για την ιατρική έρευνα που αφορά ανθρώπους και το άρθρο 29.1 του προτεινόμενου κανονισμού, η απόφαση συμμετοχής στην κλινική δοκιμή θα πρέπει να λαμβάνεται ελεύθερα και οικειοθελώς. 231 Roberta Angelilli Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 16 (16) «ανήλικος»: άτομο που δεν έχει, σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους, την ηλικία που απαιτείται εκ του νόμου για να συναινέσει εν επιγνώσει (16) «ανήλικος»: άτομο που περιλαμβάνεται στον παιδιατρικό πληθυσμό σύμφωνα με τον ορισμό του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1901/2006 για τα παιδιατρικά φάρμακα PE506.159v02-00 30/86 AM\929471.doc

Οι ορισμοί αυτοί δεν συμφωνούν με τον κανονισμό (ΕΚ) 1901/2006 για τα παιδιατρικά φάρμακα, την οδηγία 2010/84/ΕΚ και τις ευρωπαϊκές συστάσεις δεοντολογίας, EC 2008, ICH- GCP 1.27, Διεθνής σύμβαση των δικαιωμάτων του παιδιού (ΟΗΕ). 232 Philippe Juvin, Nora Berra Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 17 17) «ανίκανος προς δικαιοπραξία συμμετέχων»: συμμετέχων ο οποίος δεν είναι σε θέση να συναινέσει εν επιγνώσει σύμφωνα με τους νόμους του οικείου κράτους μέλους, για λόγους διαφορετικούς από την ηλικία που απαιτείται εκ του νόμου για τον σκοπό αυτό 17) «ανίκανος προς δικαιοπραξία συμμετέχων»: συμμετέχων ο οποίος δεν είναι σε θέση κατά νόμο ή εν τοις πράγμασι να συναινέσει εν επιγνώσει σύμφωνα με τους νόμους του οικείου κράτους μέλους Or. fr Περιορίζοντας το πεδίο αναφοράς στους κατά νόμο ανίκανους προς δικαιοπραξία, ο ορισμός αποκλείει τις άλλες κατηγορίες ανίκανων προς δικαιοπραξία που προβλέπονται στις εθνικές νομοθεσίες και για τους οποίους προβλέπονται ειδικοί κανόνες συναίνεσης. Επί παραδείγματι, στο γαλλικό δίκτυο υπάρχει διάκριση των νομικώς ανίκανων προς δικαιοπραξία προσώπων (πρόσωπα υπό κηδεμονία, επιτροπεία ή ανήλικοι) πρόσωπα «ανίκανα προς δικαιοπραξία εν τοις πράγμασι» (λόγω αλλοίωσης των γνωστικών λειτουργιών ). Οι δύο αυτές κατηγορίες ανίκανων προς δικαιοπραξία προσώπων διέπονται από διαφοροποιούμενες διατάξεις. 233 Andrés Perelló Rodríguez Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 17 α (νέο) 17 α) «Άτομο ευάλωτης ομάδος»: άτομο που ανήκει σε πληθυσμιακή ομάδα ιδιαίτερα ευάλωτη εν σχέσει προς κλινική AM\929471.doc 31/86 PE506.159v02-00

δοκιμή λόγω της κατάστασής του τόσο από ιατρική όσο και από κοινωνική και οικονομική άποψη. Or. es 234 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 19 19) «εν επιγνώσει συναίνεση»: διαδικασία με την οποία ένα άτομο επιβεβαιώνει οικειοθελώς την επιθυμία του/της να συμμετάσχει σε μια συγκεκριμένη δοκιμή, αφού έχει ενημερωθεί για όλες τις πτυχές της δοκιμής που είναι συναφείς με την απόφαση του ατόμου να συμμετάσχει 19) «εν επιγνώσει συναίνεση»: διαδικασία με την οποία ένα άτομο επιβεβαιώνει οικειοθελώς την επιθυμία του/της να συμμετάσχει σε μια συγκεκριμένη δοκιμή, αφού έχει ενημερωθεί δεόντως σύμφωνα με τη νομοθεσία του εμπλεκομένου κράτους μέλους για όλες τις πτυχές της δοκιμής που είναι συναφείς με την απόφαση του ατόμου να συμμετάσχει Or. fr (Δεν αφορά το ελληνικό κείμενο.) 235 Richard Seeber, Peter Liese Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 19 (19) «εν επιγνώσει συναίνεση»: διαδικασία με την οποία ένα άτομο επιβεβαιώνει οικειοθελώς την επιθυμία του/της να συμμετάσχει σε μια συγκεκριμένη δοκιμή, αφού έχει ενημερωθεί για όλες τις πτυχές της δοκιμής που είναι συναφείς με την απόφαση του ατόμου να συμμετάσχει (19) «εν επιγνώσει συναίνεση»: διαδικασία με την οποία ένα άτομο επιβεβαιώνει ελεύθερα και οικειοθελώς την επιθυμία του/της να συμμετάσχει σε μια συγκεκριμένη δοκιμή, αφού έχει ενημερωθεί για όλες τις πτυχές της δοκιμής που είναι συναφείς με την απόφαση του ατόμου να συμμετάσχει PE506.159v02-00 32/86 AM\929471.doc

Σύμφωνα με τη δήλωση του Ελσίνκι της Παγκόσμιας Ιατρικής Ένωσης σχετικά με τις ηθικές αρχές για την ιατρική έρευνα που αφορά ανθρώπους και το άρθρο 29.1 του προτεινόμενου κανονισμού, η απόφαση συμμετοχής στην κλινική δοκιμή θα πρέπει να λαμβάνεται ελεύθερα και οικειοθελώς. 236 Roberta Angelilli Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 19 α (νέο) (19 α) «εν επιγνώσει συγκατάθεση»: διαδικασία με την οποία, κατά περίπτωση, ένας ανήλικος συμφωνεί να συμμετάσχει σε συγκεκριμένη δοκιμή, αφότου λάβει, μαζί με τους γονείς του, επαρκή και προσαρμοσμένη ενημέρωση, και με την οποία ένας ανήλικος συμμετέχει σε συζητήσεις και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, προκειμένου να γίνονται σεβαστές οι αναπτυσσόμενες ικανότητές του. 237 Margrete Auken εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 20 (20) «πρωτόκολλο»: έγγραφο που περιγράφει τους στόχους, τον σχεδιασμό, τη μεθοδολογία, τις στατιστικές πτυχές και την οργάνωση μιας κλινικής δοκιμής (20) «πρωτόκολλο»: έγγραφο που περιγράφει τους στόχους, τον σχεδιασμό, τη μεθοδολογία, τις στατιστικές πτυχές και την οργάνωση μιας κλινικής δοκιμής ο όρος «πρωτόκολλο» αναφέρεται στο AM\929471.doc 33/86 PE506.159v02-00

πρωτόκολλο, τα διαδοχικά πρωτόκολλα και τις τροποποιήσεις του Για την εξασφάλιση του δικαιώματος των συμμετεχόντων στην ενημέρωση σε περίπτωση τροποποιήσεων του πρωτοκόλλου, απαιτείται επανεισαγωγή του ορισμού των πρωτοκόλλων της οδηγίας 2001/20/ΕΚ. 238 Philippe Juvin Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 22 22) «έναρξη της κλινικής δοκιμής»: η πρώτη ενέργεια για την επιλογή ενός δυνητικού συμμετέχοντος, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο πρωτόκολλο 22) «έναρξη της κλινικής δοκιμής»: η πρώτη ενέργεια για την επιλογή ενός δυνητικού συμμετέχοντος, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο πρωτόκολλο Or. fr 239 Philippe Juvin, Antonyia Parvanova Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 29 29) «σοβαρό ανεπιθύμητο συμβάν»: κάθε επιβλαβής εκδήλωση που, ανεξάρτητα από τη δόση, απαιτεί νοσηλεία ή παράταση της νοσηλείας, επιφέρει διαρκή ή σημαντική αναπηρία ή ανικανότητα, προκαλεί συγγενή ανωμαλία ή διαμαρτία, θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του συμμετέχοντος ή επιφέρει τον θάνατο 29) «σοβαρό ανεπιθύμητο συμβάν»: κάθε επιβλαβής εκδήλωση ή κάθε άλλο συμβάν θεωρούμενο ως σοβαρό από τον ερευνητή στο πλαίσιο της δοκιμής που, ανεξάρτητα από τη δόση, απαιτεί νοσηλεία ή παράταση της νοσηλείας, επιφέρει διαρκή ή σημαντική αναπηρία ή ανικανότητα, προκαλεί συγγενή ανωμαλία ή διαμαρτία, θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του συμμετέχοντος ή επιφέρει τον θάνατο PE506.159v02-00 34/86 AM\929471.doc

Or. fr 240 Roberta Angelilli Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 30 α (νέο) (30α) «ανεπιθύμητη ενέργεια»: επιβλαβής και ακούσια απόκριση σε φάρμακο 241 Margrete Auken εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 30 β) (30β) «έκθεση κλινικής μελέτης»: έκθεση που περιέχει όλα τα αποτελέσματα και όλα τα υποστηρικτικά στοιχεία, το πλήρες πρωτόκολλο και τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις, σχέδιο στατιστικής ανάλυσης, συνοπτικά δεδομένα αποτελεσματικότητας και ασφάλειας σχετικά με όλα τα αποτελέσματα, και μεμονωμένα ανωνυμοποιημένα δεδομένα ασθενών υπό μορφή πινάκων ή καταχωρίσεων η οποία διευκολύνει την αναζήτηση. Η παρούσα τροπολογία βασίζεται στην προτεινόμενη από την εισηγήτρια τροπολογία, αλλά προκειμένου να εξασφαλιστεί πλήρης διαφάνεια, πρέπει η έκθεση κλινικής μελέτης να περιλαμβάνει όλα τα αποτελέσματα και τα υποστηρικτικά στοιχεία των αποτελεσμάτων. Η AM\929471.doc 35/86 PE506.159v02-00

δυνατότητα αναζήτησης αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να εξασφαλιστεί η δυνατότητα εύκολου εντοπισμού των σχετικών δεδομένων. 242 Roberta Angelilli Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 30 γ) (30 γ) «επιτροπή δεοντολογίας»: ανεξάρτητο όργανο, σε κράτος μέλος, το οποίο απαρτίζεται από επαγγελματίες του τομέα της υγείας και από μη ιατρούς, και έχει καθήκον να διαφυλάσσει τα δικαιώματα, την ασφάλεια και την ευζωία των συμμετεχόντων στη δοκιμή και να καθησυχάζει το κοινό ως προς το θέμα αυτό, ειδικότερα εκφέροντας γνώμη για το πρωτόκολλο της δοκιμής, την καταλληλότητα των ερευνητών και την επάρκεια των εγκαταστάσεων, καθώς και για τις μεθόδους και τα έγγραφα που χρησιμοποιούνται προς ενημέρωση των συμμετεχόντων ώστε να επιτευχθεί η εν επιγνώσει συναίνεσή τους 243 Alda Sousa Άρθρο 3 παράγραφος 1 περίπτωση 1 προστατεύονται τα δικαιώματα, η ασφάλεια και η ευζωία των συμμετεχόντων και προστατεύονται τα δικαιώματα, η ασφάλεια, η αξιοπρέπεια και η ευζωία των συμμετεχόντων και PE506.159v02-00 36/86 AM\929471.doc

Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2001/20 «οι αναγνωρισμένες βασικές αρχές για τη διεξαγωγή κλινικών δοκιμών στον άνθρωπο θεμελιώνονται στην προστασία των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου έναντι των εφαρμογών της βιολογίας και της ιατρικής...». 244 Zofija Mazej Kukovič Άρθρο 3 παράγραφος 1 περίπτωση 1 προστατεύονται τα δικαιώματα, η ασφάλεια και η ευζωία των συμμετεχόντων και προστατεύονται τα δικαιώματα, η ασφάλεια, η αξιοπρέπεια και η ευζωία των συμμετεχόντων και Or. sl 245 Alda Sousa Άρθρο 3 παράγραφος 1 περίπτωση 1 α (νέα) η αξιολόγηση του δεοντολογικώς αποδεκτού της κλινικής δοκιμής είναι θετική 246 Philippe Juvin Άρθρο 3 παράγραφος 1 περίπτωση 2 AM\929471.doc 37/86 PE506.159v02-00

τα στοιχεία που προκύπτουν από την κλινική δοκιμή είναι αξιόπιστα και ανθεκτικά. - εφόσον μπορεί να αναμένεται ότι τα στοιχεία που προκύπτουν από την κλινική δοκιμή θα είναι αξιόπιστα και ασφαλή. Or. fr Δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε προ της ενάρξεως της δοκιμής εάν τα στοιχεία που θα προκύψουν θα είναι αξιόπιστα και ασφαλή. 247 Christel Schaldemose Άρθρο 3 παράγραφος 1 περίπτωση 2 α (νέα) η δοκιμή ανταποκρίνεται σε θεραπευτικές ανάγκες και σε ανάγκες δημοσίας υγείας 248 Roberta Angelilli Άρθρο 3 παράγραφος 1 περίπτωση 2 α (νέα) έχει εκδοθεί γνώμη θεσμικής επιτροπής αξιολόγησης (IRB) / ανεξάρτητης επιτροπής δεοντολογίας (IEC) PE506.159v02-00 38/86 AM\929471.doc

Η έγκριση από επιτροπή δεοντολογίας αποτελεί ουσιαστικό μέρος των κύριων κανόνων γενικής εφαρμογής που διέπουν την έρευνα σε ανθρώπους, καθώς και της δήλωσης του Ελσίνκι, της σύμβασης του Οβιέδο, ενώ αποτελεί και βασική παρατήρηση της οδηγίας 2001/20/ΕΚ. 249 Elena Oana Antonescu Άρθρο 3 παράγραφος 1 περίπτωση 2 α (νέα) η αξιολόγηση του δεοντολογικώς αποδεκτού της κλινικής δοκιμής είναι θετική 250 Margrete Auken, Michèle Rivasi εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE Άρθρο 3 παράγραφος 1 περίπτωση 2 α (νέα) τα στοιχεία που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια των κλινικών δοκιμών καλύπτουν τεκμηριωμένη έλλειψη επιστημονικών γνώσεων που δεν θα μπορούσαν να προκύψουν με άλλα μέσα Κλινικές δοκιμές καλής ποιότητας και δεοντολογικά υπεύθυνες πρέπει να σχεδιάζονται έτσι ώστε να παράγουν σημαντικά δεδομένα για επιστημονικές γνώσεις όσον αφορά τον άνθρωπο και τα μέσα για τη βελτίωση της κατάστασής του, και η εν λόγω γνώση θα πρέπει να καταγράφεται για μελλοντικές αναφορές. Νέες έρευνες δεν θα πρέπει να πραγματοποιούνται, εκτός εάν κατά το χρονικό διάστημα της έναρξής τους τα θέματα τα οποία προτίθενται να AM\929471.doc 39/86 PE506.159v02-00

εξετάσουν δεν μπορούν να λυθούν κατά ικανοποιητικό τρόπο με τα υφιστάμενα δεδομένα. 251 Petru Constantin Luhan Άρθρο 4 παράγραφος 1 εδάφια 1 α και 1 β (νέα) Με την επιφύλαξη του άρθρου 87 και των συμβατικών πτυχών που ενδέχεται να πρέπει να εξεταστούν χωριστά, η έγκριση που αναφέρεται στο παρόν κεφάλαιο αρκεί για την έναρξη κλινικής δοκιμής στα οικεία κράτη μέλη. Για κλινικές δοκιμές οι οποίες επίσης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του σχετικού μέρους [των κανονισμών για τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα και για τα in vitro διαγνωστικά ιατροτεχνολογικά προϊόντα], δεν απαιτείται περαιτέρω υποβολή ή διαδικασία γνωστοποίησης. Θα πρέπει να είναι σαφές ότι η έγκριση που περιγράφεται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να αρκεί για την έναρξη της κλινικής δοκιμής (δεν θα πρέπει να απαιτούνται ή να είναι δυνατόν να προβλέπονται επιπλέον βήματα ειδικά για κάθε χώρα). Οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει επίσης να συντονίζουν το έργο τους με τρόπο ώστε για τις κλινικές δοκιμές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής περισσότερων κανονισμών να μην απαιτούνται πολλαπλές διαδικασίες υποβολής αίτησης και έγκρισης. Προτείνεται επίσης η τροποποίηση του άρθρου 77 για την επίτευξη του εν λόγω στόχου (βλ. τροπολογία στο άρθρο 77). 252 Dagmar Roth-Behrendt Άρθρο 4 α (νέο) PE506.159v02-00 40/86 AM\929471.doc

Άρθρο 4 α Επιτροπή δεοντολογίας 1. Δεν χορηγείται έγκριση για κλινική δοκιμή πριν από την έκδοση σχετικής θετικής απόφασης από ανεξάρτητη επιτροπή δεοντολογίας. Η αξιολόγηση της επιτροπής δεοντολογίας περιλαμβάνει ιδίως τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο κεφάλαιο V άρθρο 46 και άρθρο 47, και στο κεφάλαιο XII. 2. Η επιτροπή δεοντολογίας εξασφαλίζει ότι προστατεύονται τα δικαιώματα, η ασφάλεια και η ευζωία των συμμετεχόντων. Είναι ανεξάρτητη από τον ερευνητή και τον ανάδοχο και δεν υπόκειται σε άλλου είδους αθέμιτη επιρροή. Ενεργεί σύμφωνα με τους νόμους και τους κανονισμούς της χώρας ή των χωρών στις οποίες πρόκειται να διενεργηθεί η έρευνα και πρέπει να συμμορφώνεται με όλους τους διεθνείς κανόνες και πρότυπα. Η επιτροπή δεοντολογίας αποτελείται από σαφώς καθορισμένο αριθμό τακτικών και αναπληρωματικών μελών, τα οποία περιλαμβάνουν επαγγελματίες του τομέα της υγείας, μη ειδικούς και τουλάχιστον έναν ασθενή ή αντιπρόσωπο ασθενών με σχετικά πείρα και γνώσεις, και τα οποία διαθέτουν, στο σύνολό τους, τα απαραίτητα προσόντα και πείρα, ώστε να είναι σε θέση να ελέγξουν και να αξιολογήσουν τις επιστημονικές, ιατρικές και δεοντολογικές πτυχές της προτεινόμενης δοκιμής. 3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για τη δημιουργία επιτροπών δεοντολογίας και τη διευκόλυνση του έργου τους. Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν τον αριθμό, τα ονόματα και τα επαγγέλματα των τακτικών και αναπληρωματικών μελών της επιτροπής δεοντολογίας και AM\929471.doc 41/86 PE506.159v02-00

ενημερώνουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με τη σύνθεση της επιτροπής δεοντολογίας και την έναρξη των εργασιών της. 253 Peter Liese, Anne Delvaux, Anna Rosbach, Jolanta Emilia Hibner, Alda Sousa, Margrete Auken, Thomas Ulmer, Alojz Peterle, Miroslav Mikolášik, Paolo Bartolozzi, Zofija Mazej Kukovič, Horst Schnellhardt, Elena Oana Antonescu, Filip Kaczmarek, Richard Seeber, Georgios Koumoutsakos Άρθρο 4 α (νέο) Άρθρο 4 α Επιτροπή δεοντολογίας 1. Δεν χορηγείται έγκριση για κλινική δοκιμή πριν από την έκδοση σχετικής θετικής απόφασης από ανεξάρτητη επιτροπή δεοντολογίας. Η αξιολόγηση της επιτροπής δεοντολογίας περιλαμβάνει ιδίως τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο κεφάλαιο V άρθρο 46 και άρθρο 47, και στο κεφάλαιο XII. 2. Η επιτροπή δεοντολογίας εξασφαλίζει ότι προστατεύονται τα δικαιώματα, η ασφάλεια και η ευζωία των συμμετεχόντων. Είναι ανεξάρτητη από τον ερευνητή και τον ανάδοχο και δεν υπόκειται σε άλλου είδους αθέμιτη επιρροή. Ενεργεί σύμφωνα με τους νόμους και τους κανονισμούς της χώρας ή των χωρών στις οποίες πρόκειται να διενεργηθεί η έρευνα και συμμορφώνεται με όλους τους διεθνείς κανόνες και πρότυπα. Η επιτροπή δεοντολογίας αποτελείται από εύλογο αριθμό μελών, τα οποία διαθέτουν, στο σύνολό τους, τα απαραίτητα προσόντα και πείρα, ώστε να είναι σε θέση να ελέγξουν και να αξιολογήσουν τις επιστημονικές, ιατρικές PE506.159v02-00 42/86 AM\929471.doc

και δεοντολογικές πτυχές της προτεινόμενης δοκιμής. 3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για τη δημιουργία επιτροπών δεοντολογίας και τη διευκόλυνση του έργου τους. Για να επιτευχθεί η βέλτιστη δυνατή προστασία των συμμετεχόντων, είναι απαραίτητο η έκδοση άδειας από τα κράτη μέλη να εξαρτάται από την απόφαση της διεπιστημονικής και ανεξάρτητης επιτροπής δεοντολογίας, που είναι υπεύθυνη βάσει του εθνικού τους δικαίου σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2001/20/ΕΚ. Κάθε αρνητική απόφαση της επιτροπής δεοντολογίας πρέπει υποχρεωτικά να οδηγεί σε άρνηση έγκρισης της κλινικής δοκιμής. 254 Margrete Auken, Michèle Rivasi εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE Άρθρο 4 α (νέο) Άρθρο 4 α Επιτροπή δεοντολογίας Άδεια για τη διεξαγωγή κλινικής δοκιμής δεν μπορεί να χορηγηθεί από αρμόδια αρχή οικείου κράτους μέλους παρά μόνο εφόσον η οικεία επιτροπή δεοντολογίας έχει δώσει την έγκρισή της. Για να επιτευχθούν οι στόχοι της δήλωσης του Ελσίνκι όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων, της ασφάλειας και της ευζωίας των συμμετεχόντων, είναι απαραίτητο η έκδοση άδειας από τα κράτη μέλη να εξαρτάται από την απόφαση της διεπιστημονικής και ανεξάρτητης επιτροπής δεοντολογίας, που είναι υπεύθυνη βάσει του εθνικού τους δικαίου. Κάθε αρνητική απόφαση της επιτροπής δεοντολογίας πρέπει υποχρεωτικά να οδηγεί σε άρνηση έγκρισης της κλινικής δοκιμής. AM\929471.doc 43/86 PE506.159v02-00