ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ ΣΤΙΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΔΗΜΟΣ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ-ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ Δ Ι Α Λ Ο Γ Ο Ι Γ Ι Α Τ Η Ν Α Υ Μ Α Χ Ι Α Τ Η Σ Σ Α Λ Α Μ Ι Ν Α Σ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ «ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ» ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ 4 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2011
Αγνώστου, Ναυμαχία της Σαλαμίνας, 480 π.χ., π. 1900, λιθογραφία.
Υποθετικές απεικονίσεις της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας από Ευρωπαίους ζωγράφους.
Υποθετικές απεικονίσεις της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας από Ευρωπαίους ζωγράφους.
Υποθετικές απεικονίσεις της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας από Ευρωπαίους ζωγράφους.
Υποθετικές απεικονίσεις του Ξέρξη να παρακολουθεί τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Πάνω: Αγνώστου, Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, 480 π.x., 1840, χαλκογραφία, Βερολίνο, Αρχείο Τέχνης και Ιστορίας. Κάτω: Angus McBride (1931-2007), Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, 480 π.x., 1999, υδροκομμιογραφία.
Jean-Denis Barbié du Bocage (1760-1825), Χάρτης της Ναυμαχίας στη Σαλαμίνα για το Ταξίδι του Νέου Ανάχαρσι στην Ελλάδα, 1788, επιχρωματισμένη γραμμική χαλκογραφία.
Franz Muller (1755-1816), Επιπεδογραφία της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας, διά τον Νέον Ανάχαρσιν (από τη Χάρτα του Ρήγα), 1797, γραμμική χαλκογραφία.
Ambroise (Ambrose) Tardieu (1788-1841), Χάρτης της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας για το Ταξίδι του Νέου Ανάχαρσι στην Ελλάδα, π. 1820, γραμμική χαλκογραφία.
William H. O Grady, Ναυμαχία της Σαλαμίνας, 1854-57, ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο.
Έγχρωμη ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας από Ευρωπαίο χαράκτη στο κλίμα του W. H. O Grady.
Απεικόνιση της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας από Ευρωπαίο ζωγράφο στο κλίμα του W. H. O Grady.
Wilhelm von Kaulbach (1804/05-1874) - Julius Köckert (1827-1918), Ναυμαχία της Σαλαμίνας, 1862/64, ελαιογραφία σε μουσαμά, π. 500 900 εκ., Μόναχο, Βαυαρικό Κοινοβούλιο (Maximilianeum).
Ο πίνακας του Wilhelm von Kaulbach Ναυμαχία της Σαλαμίνας, αναρτημένος σε αίθουσα στη δυτική πλευρά του Βαυαρικού Κοινοβουλίου.
Αριστερά: Thomas de la Rue & Co., Ναυμαχία Σαλαμίνος, 1937, έγχρωμη χαλυβογραφία (βαθυτυπία). Δεξιά: Εργοστάσιο Γραφικών Τεχνών Ασπιώτη-ΕΛΚΑ, Ναυμαχία Σαλαμίνος, 1944-45, έγχρωμη λιθογραφία (επιπεδοτυπία/έμμεση εκτύπωση).
Κωνσταντίνου Βολανάκη (1837-1907), Ναυμαχία της Σαλαμίνος, 1882, ελαιογραφία σε μουσαμά, 103 200 εκ., Μέγαρο Μαξίμου, Γραφείο Έλληνα Πρωθυπουργού.
Κωνσταντίνου Βολανάκη, Ναυμαχία της Σαλαμίνος (λεπτομέρεια).
Αγνώστου, Η Αρτεμισία αναχωρεί για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, 1881, χρωμολιθογραφία, Ιδιωτική συλλογή.
Παναγιώτη Γράββαλου (1933), Ναυμαχία της Σαλαμίνος, 1969, έγχρωμη λιθογραφία (επιπεδοτυπία/έμμεση εκτύπωση).
Fernand Cormon (1845-1924), Οι νικητές της Σαλαμίνας, 1887, φωτοτυπία του ομότιτλου πίνακα που εκτίθεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Ρουέν.
Αγήνορα Αστεριάδη (1898-1977), Χάρτης του στενού της Σαλαμίνος, 1939, σινική μελάνη.
Βασίλη Ζήση (1913/14-1958), Έλληνες - Πέρσες, 1957, υδατογραφία (επιπεδοτυπία/έμμεση εκτύπωση).
Γιάννη Παρμακέλη (1930), Θεμιστοκλής, 1974, άργυρος, 4,2 εκ.
Νικόλα (1909-1990), Θεμιστοκλής, 1976, ορείχαλκος, Πειραιάς, Ακτή Μιαούλη.
Σπύρου Γογγάκη (1921-2001), Η Ναυμαχία της Σαλαμίνος, 1978, άργυρος, 5 εκ.
Severino Baraldi (1930), Έλληνες και Πέρσες, 1986, υδροκομμιογραφία, 13 10,5 εκ.
Γιάννη Νίκου (1943), Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, 480 π.χ., 1999, ελαιογραφία σε μουσαμά, 200 300 εκ.
Πέτρου Κουφοβασίλη (1949), Θεμιστοκλής - Ευρυβιάδης, 2003, τέμπερα.
Αλέξανδρου Βασιλόπουλου, Σαλαμίνα, 2006, τέμπερα.
Αχιλλέα Βασιλείου (1963), Μνημείο Σαλαμινομάχων, 2006, ορείχαλκος, Κυνόσουρα.
Βαγγέλη Διονά (1954), Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, 2011, λιθογραφικό κραγιόνι, 35 50 εκ.
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ ΣΤΙΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Ευάριθμες, δηλαδή λίγες, είναι οι πολεμικές σκηνές της αρ-χαίας ελληνικής ιστορίας στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη χαρακτική από τον 18ο αιώνα και μετά, πιθανόν εξαιτίας του ότι δεν προσφέρονταν για εικαστική αξιοποίηση, καθώς απαιτούσαν ιδιαίτερη ικανότητα στην οργάνωση υπερβολικά πολυπρόσωπων συνθέσεων και θαυμαστή επιτηδειότητα στη σκηνογραφημένη διάταξη του όλου χώρου τους, χωρίς άλλωστε να συμβάλλουν οι βοηθητικές για τον εκάστοτε καλλιτέχνη γραπτές μαρτυρίες. Πολύ λιγότερα έργα έχουν δημιουργηθεί με έναυσμα τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, τα οποία ανήκουν στο μεικτό είδος που μετέχει τόσο της ιστοριογραφικής όσο και της θαλασσογραφικής θεματολογίας. Σημειώνουμε ότι σε ιστορικές μελέτες για τη συγκεκριμένη ναυμαχία εκδηλώνεται προτίμηση στις αυτοσχέδιες χαρτογραφικές απεικονίσεις της. Έτσι, πρώτα-πρώτα, στο τέλος της πρώτης έκδοσης της μονογραφίας Η εν Σαλαμίνι ναυμαχία από ναυτικής και ιστορικής απόψεως (Αθήνα 1902) του κατά τη συγγραφή της ανθυποπλοιάρχου του Βασιλικού Ναυτικού στο οπλιταγωγό «Μυκάλη», στον όρμο του Βασιλικού Ναυστάθμου, και κατόπιν πολιτικού Περικλή Δ. Ρεδιάδη παρεμβάλλεται χάρτης της ναυμαχίας, μάλλον σχεδιασμένος από τον ίδιον, που τον αφαίρεσε στη βελτιωμένη και συμπληρωμένη έκδοση του βιβλίου το 1911 δεύτερον, στο διεξοδικό βιβλίο του καθηγητή Ναυτικής Ιστορίας στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και έκτακτου καθηγητή Γενικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κωνσταντίνου Ν. Ράδου Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας (πρώτη έκδοση στη γαλλική γλώσσα: Παρίσι 1915 ελληνική μετάφραση, 90 χρόνια μετά: Αθήνα 2004) περιλαμβάνονται χάρτες 1
τρίτον, στο μεταφρασμένο Ελληνικά βιβλίο του Laurent Joffrin Οι μεγάλες ναυμαχίες από τη Σαλαμίνα ώς το Μίντγουεϊ (Αθήνα 2007) τους χάρτες υπογράφει ο Γάλλος Jean-Marc Leprêtre. Τα νεότερα ζωγραφικά και χαρακτικά έργα που έχουν ως θέμα τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας είναι υποθετικές χαρακτηρίζονται λανθασμένα «φανταστικές» παραστάσεις, με περιγραφική διάθεση και δραματοποιημένη απόδοση των μορφών και του χώρου, ενώ στα γλυπτά απεικονίζονται πρόσωπα, οι πρωταγωνιστές της ναυμαχίας, ή συμβολικές μορφές. Οι απεικονίσεις αυτές εικονογραφούν κείμενα παραδείγματα, το 1999 οι Αρχαίοι Στρατοί του εκδοτικού οίκου Concord, με κείμενο του Tim Newark και εικονογράφηση του εισηγητή ιδιώματος για την πολεμική εικονογραφία Angus McBride το 2003 η σειρά Οι Μάχες του Ελληνισμού. Νίκες και ήττες που έγραψαν την ελληνική ιστορία, την οποίαν πρόσφερε στους αναγνώστες της η εφημερίδα Το Βήμα το 2005 η Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, υπό την επιστημονική επιμέλεια των εγκρίτων πανεπιστημιακών καθηγητών John Boardman, Nicholas Geoffrey Lemprière Hammond, David Malcolm Lewis και Martin Ostwald, προσφορά της εφημερίδας Τα Νέα στους αναγνώστες της, σε συνεργασία με τον εκ-δοτικό οίκο Ελληνικά Γράμματα. Η παρουσίαση εικαστικών έργων για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας που ακολουθεί είναι διαρθρωμένη κατ αύξουσα χρονική κλίμακα, με βάση τη χρονολογία φιλοτέχνησης του καθενός έργου. Το 1788 ο Γάλλος χαρτογράφος Jean-Denis Barbié du Bocage αποτύπωσε τον πρώτο χάρτη της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας για το βιβλίο Ταξίδι του Νέου Ανάχαρσι στην Ελλάδα, το οποίο έγραψε ο Γάλλος φιλόλογος Jean- Jacques Barthélemy. Ο προκείμενος χάρτης τυπώθηκε ως γραμμική χαλκογραφία που επιχρωματίστηκε. 2
Το 1797 στη δωδεκάφυλλη, διαστάσεων 2 2 μ., Χάρτα της Ελλάδος του Ρήγα παρεμβάλλεται σε ορθογώνιο πλαίσιο «επιπεδογραφία», όπως αποκαλείται, της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας, χαρτογραφική απόδοσή της, χαραγμένη στη Βιέννη από τον Franz Muller με τη μέθοδο της γραμμικής χαλκογραφίας. Ο χάρτης, που επαναλαμβάνει εκείνον του Barbié du Bocage, προοριζόταν, όπως διαβάζουμε, για την έκδοση του Ταξιδιού του Νέου Ανάχαρσι στην Ελλάδα. Μεταξύ του 1854 και του 1857 χρονολογείται σκηνή της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας, με αρκτικώνυμα που προδίδουν πιθανότατα τον Αμερικανό σχεδιαστή, ζωγράφο και χαράκτη William H. O Grady, στη μέθοδο της ξυλογραφίας σε όρθιο ξύλο. Το έργο, από τις υποθετικές χαρακτικές απεικονίσεις της ναυμαχίας, έδωσε λαβή για ξυλογραφίες, χαλκογραφίες και λιθογραφίες μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα. Το πλέον γνωστό και προβεβλημένο έργο ζωγραφικής για την αρχαία μητέρα των ναυμαχιών είναι ο μεγάλων διαστάσεων πίνακας του Βαυαρού κλασικιστή και αυλικού ζωγράφου του Λουδοβίκου του Α της Βαυαρίας, διευθυντή της Βασιλικής Βαυαρικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών Bernhard Wilhelm Eliodorus von Kaulbach, ο οποίος σηματοδότησε επί της διευθύνσεώς του, από το 1849 έως το 1874, και τη χρυσή εποχή της. Ο πίνακας που χρονολογείται κατά το 1862/64, όταν ο ζωγράφος διανύει προς το τέλος της την πέμπτη δεκαετία της ηλικίας του και είναι σε πλήρη ωριμότητα, περίπου 5 9 μ., βρισκόταν παλιότερα στη Νέα Πινακοθήκη του Μονάχου, έχοντας βρει αργότερα τη θέση του σε αίθουσα του Βαυαρικού Κοινοβουλίου, στο Maximilianeum. Προηγήθηκαν τρεις εκδοχές του θέματός του: η πρώτη, ελαιογραφία σε καφέ χαρτόνι στην Εθνική Πινακοθήκη του Βερολίνου η δεύτερη, χρωματιστό ελαιογραφικό σκίτσο (1,95 3,37 μ.) στο Μουσείο της Στουτγάρδης και η τρίτη, πάλι χρωματιστό ελαιογραφικό σκίτσο της συλλογής Bruno Wunderlich, στον πύργο Eckberg, κοντά στη Δρέσδη. Τυπικά ακαδημαϊκή η σύνθεση, η 3
οποία διαχωρίζεται σε δύο επίπεδα, επίγειο και επουράνιο, αποτυπώνει την κορύφωση της ναυμαχίας, με τις μορφές των μαχητών και τον προεξάρχοντα Θεμιστοκλή δεξιά μέσα στον σάλο της δράσης, με τις θλιμμένες γυναίκες να έχουν αποτραβηχτεί στην άκρη αριστερά και τμήμα αρχαίου ναού, ένδειξη του χώρου, δεξιά. Στο πάνω μέρος δεξιά παρουσιάζεται η αποθέωση των νικητών. Η διαγώνια, κινημένη οργάνωση, οι μεγάλες, θεατρικές χειρονομίες των μορφών και η εμβάθυνση στις ποικίλες ψυχολογικές αντιδράσεις τους, αλλά και το τεχνητό φως που πέφτει σαν από προβολέα στα τρία τέταρτα, τη χρυσή τομή, πλάθοντας τα χρώματα θερμά και τα σώματα ανάγλυφα, πείθουν για την επίμονη, εργαστηριακή επεξεργασία της εικόνας, στοιχείο αναπόσπαστο του ακαδημαϊκού ιδιώματος κατά τον 19ον αιώνα, παραπέμποντας τόσο στον Eugène Delacroix όσο και στον Jean Louis André Théodore Géricault. Το έργο εντάσσεται στο ιστορικό-συμβολιστικό ιδίωμα των 39 ελαιογραφικών τοιχογραφιών που ζωγράφισε ο Kaulbach με τα στάδια της ανθρώπινης πολιτισμικής ιστορίας για το νέο Μουσείο του Βερολίνου, διατρανώνοντας την αυτοπεποίθηση και την αισιοδοξία της Γερμανίας. Την εκτέλεσή του ολοκλήρωσε ο Γερμανός ζωγράφος Julius Köckert. Η τεχνοκριτική το αντιμετώπισε αυστηρά. Αναπαραγωγή του τυπώθηκε σε δύο έγχρωμα ελληνικά γραμματόσημα αξίας 2 δραχμών: το 1937 από το εργοστάσιο γραφικών τεχνών Ασπιώτη-ΕΛΚΑ στην Αθήνα, σχεδιασμένο και χαραγμένο χαλκογραφικά από την εταιρεία Thomas de la Rue του Λονδίνου για την τακτική έκδοση Ιστορική το 1944-45 από το ίδιο εργοστάσιο, πανομοιότυπο του πρώτου, χαραγμένο λιθογραφικά με την επισήμανση «Δραχμαί Νέαι» πάνω στο γραμματόσημο της Ιστορικής σειράς του 1937 πρόκειται για την πρώτη κατά τη μεταπολεμική περίοδο κυκλοφορία γραμματοσήμων στην απελευθερωμένη πια Ελλάδα, υπό νέο καθεστώς διαθέσεως από τα Ταχυδρομικά Γραφεία, καθεστώς το οποίο επέτρεπε την πώλησή τους σε 4
πλήρεις σειρές, χωρίς διακρίσεις που οδηγούσαν σε αισχροκέρδεια. Δέον να σημειωθεί ότι σε ειδικές εκδόσεις ελληνικών γραμματοσήμων το έργο του Kaulbach αποδίδεται, λόγω αγνοίας, στον Έλληνα ζωγράφο Κωνσταντίνο Βολανάκη, ο οποίος φιλοτέχνησε τον επόμενο πίνακα της παρουσίασής μας με θέμα τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Μαθητής της Βασιλικής Βαυαρικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών στο Μόναχο, επιφανές μέλος της ελληνικής ομάδας της Σχολής του Μονάχου, ο Βολανάκης έδωσε λοιπόν, είκοσι χρόνια μετά τον Kaulbach, το 1882, τη δική του εκδοχή της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Το έργο εκτέθηκε τον Δεκέμβριο του 1882 στο Υπουργείο Ναυτικών και το 1907, τη μέρα που ο Βολανάκης έφευγε από τη ζωή, εξασφάλισε πρώτο βραβείο στη διεθνή ναυτική έκθεση του Μπορντό σήμερα βρίσκεται στο γραφείο του Έλληνα Πρωθυπουργού, στο Μέγαρο Μαξίμου. Ο ζωγράφος είχε ήδη επιχειρήσει λαμπρή εικαστική απόδοση ναυμαχίας στη βραβευμένη το 1867 Ναυμαχία της Λίσσας, που επαναλήφθηκε σε παραλλαγές και μέσα στο 1868. Στη Ναυμαχία της Σαλαμίνος ο Βολανάκης έρχεται να οριστικοποιήσει τα κεκτημένα του βραβευμένου το 1867 έργου του. Στηριγμένος στον Πλούταρχο, τοποθετεί τις ελληνικές τριήρεις αντιμέτωπες με πελώρια κωπήλατα περσικά πλοία, σε ένα από τα οποία απεικονίζεται η εκπάγλου καλλονής, στιβαρή βασίλισσα της Αλικαρνασσού Αρτεμισία εδώ τη βλέπουμε να αναχωρεί για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας σε ισπανική χρωμολιθογραφία του 1881, κάτω από θόλο κατάκοσμο, μέσα σε λουλούδια, να διατάζει τους τριηράρχους της, ενώ πέπλα με κρόσσια χρυσά σκεπάζουν την πρύμνη του και πέφτουν στο νερό. Το πλοίο της, προσπαθώντας να ξεφύγει για να μη συλληφθεί εκείνη, επιτίθεται στον βασιλιά των Καλυνδέων Δαμασίθυμο και καταποντίζει αύτανδρο το συμμαχικό πλοίο του. Ο Ξέρξης, ο οποίος είδε τον καταποντισμό του πλοίου, νόμισε ότι ήταν ελληνικό και, μόλις έμαθε ότι η Αρτεμίσια ήταν αυτή που το βύθισε, είπε: 5
«Οι άντρες μου έχουν γίνει γυναίκες και οι γυναίκες άντρες». Τονισμένα διαγώνιοι, ρυθμικά τεμνόμενοι άξονες και οριακά μελετημένη πλοκή της σύνθεσης, σε συνδυασμό με πολλαπλά σε τονικότητες θερμά και λιγότερο διαβαθμισμένα σκούρα ψυχρά χρώματα, αναδεικνύουν την μπαρόκ καταγωγής, σαφώς ρομαντική υφή του έργου, που εντείνεται από τις ήπιες φωτοσκιάσεις στα σκαριά και τις πολυπρόσωπες, μικρογραφικά δουλεμένες, ενότητες των ανθρώπων πάνω τους. Στον πίνακα του Βολανάκη δεσπόζουν σε πρώτο επίπεδο, άτακτα, τα τσακισμένα εχθρικά πλοία να βυθίζονται, με πληρώματα κατατρομαγμένα, στο έλεος του θανάτου, να ετοιμάζονται για την άνευ όρων παράδοση, τεντώνοντας χέρια που γραπώνονται από ματωμένα σανίδια. Παραπέρα είναι εμφανείς οι ελληνικές τριήρεις. Ο Θεμιστοκλής, κυρίαρχος της αθηναϊκής ναυαρχίδας, προκύπτει εξαίσιος μεταξύ των απαστραπτόντων θωρακοφόρων επιβατών που πάνε για έφοδο. Στο πίσω επίπεδο, στους πρόποδες του Αιγάλεω, διαφαίνεται ο καταπτοημένος πλέον από τη στενοχώρια και τον φόβο του Ξέρξης, στο κέντρο των εξίσου φοβισμένων στρατιωτών του. Ο Βολανάκης συντάσσει τον πίνακά του με σχολαστικήν ακρίβεια δεν σκηνοθετεί απλώς και μόνον το θέμα του, όπως ο Kaulbach. Αναπαραγωγή του έργου αυτού τυπώθηκε το 1969 στο εργοστάσιο γραφικών τεχνών Ασπιώτη-ΕΛΚΑ για πολύχρωμο γραμματόσημο αξίας 6 δραχμών, σε μακέτα που σχεδίασε ο ζωγράφοςχαράκτης Πα-ναγιώτης Γράββαλος και έβγαλαν τα Ελληνικά Ταχυδρομεία στην αναμνηστική έκδοση «Ελλάς και Θάλασσα» κατά τη «Ναυτική Εβδομάδα 1969». Οι Nικητές της Σαλαμίνας αποδόθηκαν το 1887 από τον Γάλλο ακαδημαϊκό ρομαντικό ζωγράφο, ιδιοκτήτη σχολής ζωγραφικής στο Παρίσι Fernand-Anne Piestre Cormon σε πίνακα που έως το 1898 βρισκόταν στο Λουξεμβούργο και κατόπιν εντάχθηκε στο Μουσείο της Ρουέν. Σε αντίθεση με τον Βολανάκη, τον Cormon ενδιαφέρουν οι 6
άνθρωποι, οι νέοι που νίκησαν και αλαλάζουν από χαρά, βγαίνοντας γρήγορα από τις τριήρεις, για να τρέξουν στις αγκαλιές των συζύγων, των παιδιών και των γονιών τους. Κάτοικοι της Αίγινας, η οποία πρωτοστάτησε στον αγώνα, της Τροιζήνας και της Σαλαμίνας προηγούνται του στόλου για να προϋπαντήσουν τους ήρωες που κυνήγησαν τους Πέρσες. Οι γεμάτοι ζωντάνια και σθένος οπλίτες ή ιππείς βαδίζουν δίπλα στους φτωχούς κωπηλάτες-πολεμιστές. Σάλπιγγες σημαίνουν την ύστατη στιγμή του αγώνα. Η σκηνή πολλαπλασιάζεται, αποκτώντας ρυθμικό παλμό, από την επιφάνεια προς το βάθος, κατά μήκος της παραλιακής πλευράς του Φαλήρου και του Πειραιά, με τις τριήρεις να αποβιβάζουν πολυάνθρωπα κύματα νικητών κοντά στο πλήθος που έχει πέσει σε παραλήρημα συγκίνησης. Στο πρώτο επίπεδο διακρίνονται ο γηραιός λαφυραγωγός πολεμιστής ο θαρραλέος έφιππος ταξίαρχος με το αδάμαστο άλογό του, αναφορά στην παρθενώνεια ζωφόρο, να παιανίζει πρώτος ο ναυτικός με τα γυμνασμένα μπράτσα που έδωσαν ορμή στην τριήρη ο νέος, τραυματισμένος οπλίτης που δεν χάνει και σε αυτήν την κατάσταση τον γυρισμό στην Αθήνα, ακουμπισμένος σε συμπολεμιστή του και στη σύζυγό του, η οποία τον κοιτάζει με βαθιάν αγάπη οι Ατθίδες παρθένες, επικεφαλής της πομπής, με δάφνες στο χέρι και σείστρα. Το έργο έχει τιμηθεί με μετάλλιο και αναπαραχθεί ως «φωτοτυπία», παλιότερη τεχνική των γραφικών τεχνών που επέτρεπε τη φωτογραφική απόδοση του πρωτοτύπου σε όλες τις λεπτομέρειες. Το 1939 εκδόθηκε από τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων η Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος από των Μηδικών Πολέμων μέχρι του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου, εγχειρίδιο της Β Γυμνασίου. Συγγραφέας του ο καθηγητής της Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ιωάννης Στ. Παπασταύρου. Στο κεφάλαιο για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας περιλαμβάνεται χάρτης του στενού της, που τον φιλοτέχνησε ο ζωγράφος-χαράκτης Αγήνωρ Αστεριάδης. 7
Στις αρχές του 1957 εκδόθηκε στη σειρά του περιοδικού Κλασσικά Εικονογραφημένα των εκδόσεων Μιχαήλ Πεχλιβανίδη & Σίας τεύχος αφιερωμένο στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Το γλαφυρό κείμενο του τεύχους το υπογράφει ο διηγηματογράφος, ποιητής, θεατράνθρωπος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής Βασίλης Ρώτας, ενώ η αφηγηματική, ίσως φλύαρη, εικονογράφησή του οφείλεται στον ζωγράφο Βασίλη Ζήση. Το τεύχος ανατυπώθηκε τρεις φορές, διαμορφώνοντας κοινό τόπο για τον τρόπο απεικόνισης της ναυμαχίας. Παράλληλα, ανέθρεψε αλλεπάλληλες, νέες, κάθε φορά, γενιές Ελληνοπαίδων έως το 1970 περίπου, γνωρίζουμε ότι η κυκλοφορία-πώληση έφτανε τα 60-70.000 αντίτυπα εβδομαδιαίως. Αργυρό πρεσαριστό μετάλλιο με το κεφάλι του Θεμιστοκλή έκκεντρο, κατενώπιον, εξπρεσιονιστικά δοσμένο, στον τύπο της αρχαίας μαρμάρινης προτομής του, δούλεψε το 1974 ο γλύπτης και πρόσφατα εκλεγμένο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Γιάννης Παρμακέλης για τη σειρά Η Δημοκρατία σε Ασήμι. Στο βάθος της προσωπογραφίας δεξιά και κάτω διακρίνονται σε δύο ζώνες, αποσπασματικά, Έλληνες πολεμιστές και κωπηλάτες, οι «αυταιρέτες». Το 1976 έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μνημειακού ορειχάλκινου ανδριάντα του Θεμιστοκλή, έργου του γλύπτη Νικόλα, στον Πειραιά, στη μικρή πλατεία που προεκτείνει τον Τινάνειο Κήπο γνωστόν και ως Κήπο του Θεμιστοκλή, στη συμβολή της Ακτής Μιαούλη με την οδό Βασιλέως Γεωργίου Α. Το έργο χορήγησε ο Πειραιώτης ιστοριοδίφης Ιωάννης Αλ. Μελετόπουλος, τότε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος. Ο Αριστοφάνης, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, λέει πως ο Θεμιστοκλής δεν προσάρτησε τον Πειραιά στην Αθήνα, αλλά την έκανε εξάρτημά του. Ο νικητής της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας απεικονίζεται όρθιος, μετωπικός, αγέρωχος, φιλόδοξος, με περικεφαλαία και την αρχαία στρατιωτική 8
ενδυμασία, σε διασκελισμό. Προτείνει το δεξί χέρι, προτρέποντας στη ναυμαχία που κατέληξε σε θρίαμβο χάρη στη γνώμη και τη δεινότητά του, την κλίση και τη διάθεσή του για μεγάλα έργα, σύμφωνα με τον Πλούταρχο. Το γλυπτό, βασισμένο σε αρχαία μαρμάρινη προτομή του Θεμιστοκλή, ανακαλεί το ουδέτερο, ψυχρό ακαδημαϊκό ιδίωμα που καλλιέργησε ο παραγωγικός γλύπτης. Στην κατηγορία των μεταλλίων επίσης φιλοτεχνήθηκε το 1978 από τον γλύπτη Σπύρο Γογγάκη η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, στη σειρά Αγώνες των Ελλήνων για την Ελευθερία. Η τεχνική του μεταλλίου, στο οποίο η σκηνή αποτυπώνεται μικρογραφικά σε πιεστικό χώρο, δίνοντας την αίσθηση γραμμικού αραβουργήματος, είναι η λεγόμενη «πατητή στο χώμα/την άμμο», με χρήση χυτόπρεσας. Ο Ιταλός ζωγράφος Severino Baraldi, ειδικευμένος στις αρχαιόθεμες εικαστικές εξιστορήσεις, ζωγράφισε με υδροχρώματα σε κόλλα δύο παραστάσεις της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Οι σκηνές περιλήφθηκαν το 1986 στο βιβλίο Οι Περσικοί Πόλεμοι των Εκδόσεων Στρατίκη για λογαριασμό των οποίων ο Baraldi έχει κάνει 25 τόμους, με κείμενο του Πότη (Παναγιώτη) Στρατίκη, χωρίς να προδίδουν το αφηγηματικό ύφος των παρόμοιων παιδικών βιβλίων. Το 1999 ο ζωγράφος Γιάννης Νίκου φιλοτεχνεί ελαιογραφία σε μουσαμά με θέμα τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, στο ύφος του διακοσμητικού μαγικού ρεαλισμού, επιμένοντας σε λεπτομερή, θεαματική πραγμάτευση των σχεδιαστικών και χρωματικών δεδομένων, που κερδίζουν τον θεατή. Δύο υποθετικές ζωγραφικές απεικονίσεις της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας σχετίζονται με πρόσφατες εκδόσεις. Η πρώτη προέρχεται από το βιβλίο της ιστορικού Ελένης Νικολαΐδου Η ναυμαχία της Σαλαμίνας των Εκδόσεων Σαββάλα (Αθήνα 2003), που το εικονογράφησε ο ζωγράφος Πέτρος Κουφοβασίλης η δεύτερη αντλείται από αφιέρωμα του περιοδικού 9
Στρατιωτική Ιστορία στη σειρά του Μεγάλες Μάχες το 2006 στη ναυμαχία και έγινε από τον Αλέξανδρο Βασιλόπουλο. Όπως είναι προφανές στις δύο εικόνες, σκοπός των καλλιτεχνών είναι η μέσω της υπερβολής του καθαρού σχεδίου και των έντονων χρωμάτων υπηρεσία των κειμένων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αναπόφευκτη αυθαιρεσία στις απεικονίσεις. Οι καλλιτέχνες τους εργάστηκαν στην προκειμένη περίπτωση διεκπεραιωτικά, κατά το πρότυπο του ζωγράφου των Κλασσικών Εικονογραφημένων. Το 2006 στήθηκε το κάπως αφαιρετικό ορειχάλκινο Μνημείο των Σαλαμινομάχων, έργο του γλύπτη Αχιλλέα Βασιλείου, το οποίο έχει στηθεί στην Κυνόσουρα της Σαλαμίνας. Η σύνθεση περιλαμβάνει δύο πολεμιστές, τον έναν τοξότη και τον άλλον δορυφόρο, πάνω στην αποσπασματικά δοσμένη τριήρη, στραμμένους προς τον εχθρό, τον Πέρση. Το γλυπτό δεν ευτύχησε, νομίζουμε, ως προς τη θέση της ανίδρυσής του, καθώς προβάλλεται σε ένα έρημο αναπεπταμένο πεδίο. Τέλος, ο Σαλαμίνιος ζωγράφος-χαράκτης Βαγγέλης Διονάς το 2011 σχεδίασε με λιθογραφικό κραγιόνι αφαιρετικές, εξπρεσιονιστικού ύφους στο σχέδιο, τριήρεις από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, έχοντας ως απώτερο, ευλόγως ομολογημένο, στόχο του τη μεταφορά τους στον λιθογραφικό τσίγκο. Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να ισχυριστούμε πως οι απεικονίσεις της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας κινούνται στο κλίμα που υπαγορεύει το ίδιο το ιστορικό θέμα. Πενιχρά περιθώρια για καινοτομίες απομένουν όταν πρέπει να αναμετρηθεί κανείς με την κοινή ιστορική μνήμη, σφυρηλατημένη έτσι που να προβάλλει ακράδαντη ανά τους αιώνες για να ειπωθεί αλλιώς, να διατυπωθεί δηλαδή ως διττό ερώτημα: επιτρέπεται, και πόσο, η όποια διαφοροποίηση από τις παγιωμένες εικόνες; 10