Μαύρη βαφή για τα μαλλιά του Μάρλον Μπράντο Του Κώστα Λογαρά Πώς θα τον πεις έναν άντρα που πλησιάζει τα πενήντα του; Γερασμένο; Όχι. Νέον ακόμα; Ούτε. Σ αυτή τη φάση της ζωής του βρισκότανε ο Μίλτος. Φρόντιζε τη φόρμα του, έκανε διάδρομο μια, δυο φορές την εβδομάδα με το ζόρι, είναι αλήθεια --κοιλιακούς και βαράκια το Σαββατοκύριακο. Εδώ και κάμποσο καιρό τον είχε αναγκάσει η Ζανέτ να περνάει τα μαλλιά του ένα χέρι με βαφή για γκρίζες τρίχες, ανθεκτική -- «να μη ξεβάφει με το λούσιμο και μέσα στο νερό». Ήταν πυκνά ακόμα, ευτυχώς, μα είχαν αρχίσει νωρίς, νωρίς ν ασπρίζουν. Τα γένια του ακόμα πιο πολύ, αλλά αυτά τον έβαλε να τα ξυρίσει, να μη φαίνεται καθόλου το άσπρο: «Γέρασες, μεσιέ, δεν είναι ανάγκη όμως να το δείχνεις κιόλας» τον απόπαιρνε σχεδόν επιτιμητικά, χωρίς ούτε μια στάλα χιούμορ -- λες κι έφταιγε εκείνος που τον παίρνανε τα χρόνια κι έσπαγε το κορμί του και στο πρόσωπο. «Άντρας πράμα, να τα βάφω!» κοίταζε τον καθρέφτη, «τι θα λένε πίσω μου, γαμώ το φελέκι μου, γαμώ» μουρμούριζε. Αλλά δεν γινόταν να της αρνηθεί, δεν ήθελε. Και της έκανε το κέφι. Κάμποσα χρόνια πιο μικρή απ τον Μίλτο η Ζανέτ φαινότανε μπροστά του λαμπερή και νέα. Εκείνος παρ όλες τις προσπάθειες να κρατηθεί, τη γυμναστική και τις καραμπογιές, το δέρμα του σακούλιαζε κάτω απ τα μάτια και τα μάγουλά του γούβωναν. Απ τη μια ο χρόνος, απ την άλλη το σαράκι του για τούτη τη γυναίκα τον έσκαβαν βαθιά και του χάραζαν στο μέτωπο ρυτίδες. Τη ζήλευε ο Μίλτος κι έρεβε. Καθισμένοι στις μπαμπού πολυθρόνες της Σπιανάδας, με το ένα πόδι πάνω στ άλλο η Ζανέτ, παραήτανε προκλητική. Ήθελες δεν ήθελες έριχνες το βλέμμα σου στα μπούτια της κι από κει στο βαθύ της ντεκολτέ, απ όπου πρόβαλλε στητό το πλούσιο στήθος της. Μαζέψου, κατέβασε τη φούστα σου πιο κάτω, της έκανε νοήματα. Με το βλέμμα του τής έδειχνε, όχι με λόγια, μην την εξοργίσει, γιατί αν του θύμωνε θα κανε μέρες μετά να του μιλήσει. «Σε τρώνε με τα μάτια τους, δε βλέπεις;» της ψιθύριζε στο παρακαλετό. Αλλά αυτή, αδιαφορώντας για την αγωνία του Μίλτου χάιδευε απαλά και τάχα ανέμελα το γυμνό της μπούστο με τα λεπτά, μακριά της δάχτυλα τα στολισμένα δαχτυλίδια. «Έτσι μ αρέσει εμένα! Κε σκε σε?» σήκωνε το κεφάλι της ψηλά και τίναζε, απαξιωτικά, τα μαλλιά της προς τα πίσω χωρίς να τον κοιτάζει καν. Το βλέμμα της στραμμένο στα σύρε κι έλα της Λιστόν, δεν καταδεχόταν να κοιτάξει τον άντρα που είχε δίπλα της. Ήταν αλλού. Άλλαζε κοφτές κουβέντες μαζί του στον αέρα, «ναι», «όχι», «δεν ξέρω», σαν να μιλούσε σε ένα πρόσωπο αόρατο κι όχι σ εκείνον. Μαγκωμένος στη θέση του ο Μίλτος παρακολουθούσε δεξιά κι αριστερά τους πάντες. Τους όρθιους και τους καθιστούς. Το βλέμμα του πήγαινε πέρα δώθε για να δει ποιος την καρφώνει και ποιος τη λιγουρεύεται, ποιανού τα σάλια πέφτουνε για τα βυζιά της. Κι έψαχνε στο ύφος της να ερμηνεύσει τις προθέσεις, τις επιθυμίες της, να δει πώς αντιδρά. Από παντού μπορούσε να παρουσιαστεί μια απειλή, ή να ξεμυτίσει ο ανταγωνιστής του. Αλλά να σηκώσει τη φωνή ή να χτυπήσει χέρι στο τραπέζι, δεν ήταν ικανός.
Παρόλα αυτά, μάτια δεν είχε ο Μίλτος για άλλη γυναίκα πέρα απ τη Ζανέτ. Ποιος; Ο Μίλτος, ο πρώην γόης, το θρυλικό στα νιάτα του καμάκι του νησιού (σε μια τέτοια επιχείρηση, άλλωστε, γνώρισε και τη Ζανέτ). Η τεχνική του στην προσέγγιση του θύματος και στο στενό μαρκάρισμα συζητιόντανε ακόμα. Παρόλο που ο ίδιος είχε αποσυρθεί από το σπορ, οι συνομήλικοί του αυτοί που τώρα τον περιγελάνε πίσω από την πλάτη του για τη βαφή θυμόντουσαν τις κατακτήσεις και τα κατορθώματα τού «Μάρλον Μπράντο». Έτσι τον έλεγαν. Έφερνε κάπως και η φάτσα του προς στον πραγματικό (στο καθαρό του μέτωπο, κυρίως, και στα φιλήδονα, σαρκώδη χείλη του ) αλλά κι ο ίδιος φρόντιζε να παίρνει εκείνο το μπλαζέ ύφος του ηθοποιού ιμιτασιόν δεν έχει σημασία, είχε όμως μεγάλη πέραση στις γκόμενες σαν ατίθασο, σκληρό αντράκι. (Κάθε χρόνο έκανε συλλογή ολόκληρη από ονόματα έγραφε σ ένα μπλοκάκι ημερομηνία, όνομα, περιοχή και δίπλα: θερμή, μπούτια μόνο, φιλιά και τρίψιμο, πήδημα κανονικό, και στο τέλος του καλοκαιριού έκανε τον απολογισμό του). Τώρα όμως, πώς να φανταστεί κανείς την παλιά του αίγλη πίσω από τις ρυτίδες του και τις σακούλες κάτω από τα μάτια; Μόνο με προσπάθεια μεγάλη και από φωτογραφίες. Ακόμα και η πλάτη του είχε καμπουριάσει κάπως. Σαν «Μάρλον Μπράντο» τον γνώρισε και η Ζανέτ το πρώτο καλοκαίρι που ήρθε στο νησί. Μα όποτε τολμούσε να της το θυμίσει για να υπερασπιστεί τα νιάτα του : «Αν σ άφηνα να παχύνεις κι άλλο, θα γινόσουνα όπως κι εκείνος στα γεράματά του» τον αποστόμωνε, «ένα θωρηκτό γεμάτο λίπος», τον έριχνε με στριφογυριστό ντιρέκτ στο καναβάτσο και τον αποτέλειωνε. Όσο κι αν έπαιξε το ρόλο του κατακτητή στα νιάτα του ο Μίλτος, όσο κι αν έδειχνε σκληρός, έκρυβε κάτω απ το αντριλίκι α λα Μάρλον Μπράντο μια τρυφερή καρδιά παιδιού --την άνοιγες με το μαρούλι. Και να που τώρα, στα πενήντα του, ήταν ολότελα παραδομένος στην εξουσία της Ζανέτ, στις απαιτήσεις της, στο κορμί της, στις ελάχιστες φορές που τον άφηνε να της κάνει έρωτα. (Μη φανταστεί κανείς τίποτα παθιασμένους έρωτες και καύλες. Λίγο τρίψιμο, δυο τρία αγκομαχητά κι αυτό ήταν όλο, τέτοια θα γραφε αν κρατούσε ακόμα σημειώσεις στο μπλοκάκι). Γλυκιά και απρόσμενη μαζί στη φαντασία του γλυκιά, και βασανιστική στη συμπεριφορά της, δύστροπη κι απαιτητική--τον έλεγχε απόλυτα, στο πάνω κεφάλι και το κάτω, κι ούτε μαζί της μπορούσε ούτε χώρια της μα έφτανε ένας λόγος της καλός, ένα χαμόγελο για να τα ξεχάσει εκείνος όλα και να τρέξει πίσω της. Σαν το πιστό σκυλί. ( «Ο μαλάκας της γαλλίδας» λέγανε γι αυτόν, το παλιό παρατσούκλι του είχε ξεχαστεί). Όμως εκεί που δεν μπορούσε να την ακολουθήσει ήταν στην παραλία, στην παλιά του έδρα. Κι όταν έμπαινε το καλοκαίρι κι άρχιζαν στις θάλασσες τα μπάνια, αυτόν τον έπιανε η κατάθλιψη. Γιατί η γυναίκα του πασάλειβε με λάδια το κορμί της, άπλωνε στο πρόσωπό της κρέμες κι αλοιφές και ξάπλωνε στον ήλιο πότε ανάσκελα και πότε μπρούμυτα. Πέταγε το σουτιέν της κι άφηνε ελεύθερα τα στήθη της -- δυο συμπαγείς, στητούς ζελέδες, να τους κόβεις με το κουταλάκι. Οι ρόγες, καρφωμένες προς πάνω που να βγάζουν μάτι. Αυτό ο Μίλτος δεν το άντεχε καθόλου. Και φεύγοντας εκείνη για την παραλία, της το ζήταγε σαν χάρη να κρύβει τουλάχιστον τα στήθια της. Ότι την κάνουν χάζι κι ύστερα τη συζητούν στα καφενεία.
«Βγες μου έναν!» θύμωνε, κι όταν θύμωνε, έβριζε στα ελληνικά αλλά με γαλλική προφορά, «κανείς δεν πγόκειται να σου πει ότι τγαβήχτηκε μαζί μου» έβγαζε νύχια, «κανείς» έσφιγγε τα δόντια της μέχρι να σπάσουνε. Είχε μάθει και τη λέξη «βαρεμένος» και την έφτυνε στα μούτρα του. Με γ. Επί μέρες ύστερα του κρατούσε μούτρα. Και πράγματι, όσα κι αν λέγανε για τη γαλλίδα, ο ένας το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του, όμως κανένας δεν βρέθηκε να πει ότι την πήδηξε ή πως είχε κάποτε μαζί της σούρτα- φέρτα. Τη θεωρούσαν εύκολη, πολλοί τη θέλανε για ένα βράδυ, ένα κρεβάτι, αλλά ως εκεί. Κανένας άντρας δεν καυχήθηκε ότι την άγγιξε. Εκείνος, έκανε ότι την πίστευε, έδειχνε πως ηρεμούσε. Και βάζοντας τη χούφτα κάτω απ το πηγούνι του κοίταζε απ το παράθυρο τη θάλασσα, ανίκανος να της πάει παραπάνω κόντρα. Αλλά το σαράκι τον βασάνιζε. Χαράκωναν οι υποψίες το μυαλό του και τον έτρωγε η ζήλεια. Ο αέρας που ανάπνεε κοντά της, μέσα κι έξω από το σπίτι, σκούριαζε τον οργανισμό του. Γέρναγε πριν την ώρα του κι ούτε ο ίδιος αναγνώριζε τον εαυτό του, πλέον. Πού οι καλοί καιροί, πριν είκοσι, τριάντα χρόνια! Τότε που ταν ακόμα νέος κι όμορφος. Πάνω στα ντουζένια του. Καμάκωνε, τσιβίκωνε και εξαφανιζόταν. Πώς κόλλησε με τούτη δω κι από κυνηγός ό ίδιος έγινε θήραμα, κανείς δεν ξέρει. Από τότε που ήρθε η Γαλλίδα στο νησί ένα μανούλι είκοσι χρονών «να της γλείφεις και τα κοκαλάκια, ένα, ένα» ενώ εκείνος στα διπλάσια χρόνια της σχεδόν λιγώθηκε. Τέτοιο κελεπούρι δεν του τυχε ποτέ, ούτε ξένη ούτε Ελληνίδα. Κόλλησε πάνω της σα στρείδι. ( Έγραψε τ όνομά της στο μπλοκάκι του, πρόσθεσε: Παλαιοκαστρίτσα, 26 Ιουλίου, Βράδυ. Η Γυναίκα) Το πρώτο καλοκαίρι συνέχεια μαζί, το δεύτερο ήρθε ξανά και δέσανε ( είχε αναλάβει, μάλιστα, εκείνη τη χρονιά ο Μίλτος και την πανσιόν που του άφησε η μάνα του κληρονομιά στις Αλυκές). Στο τρίτο καλοκαίρι, τής ζήτησε να μείνει μαζί του, στο νησί. Το χε πάρει απόφαση ν αράξει πια -- γυναίκες στο κρεβάτι του είχε όσες ήθελε, γυναίκα για το σπίτι του δεν είχε κι έφτανε στα σαράντα. Τότε του είπε για την Σάντυ, η Ζανέτ. Ότι έχει μια κόρη, δεν ήταν μόνη της. Η Σάντυ ήταν τεσσάρων χρόνων. Αμαρτία της παλιά. Του ρθε κάπως ξαφνικό, ζορίστηκε (από το μυαλό του πέρασε η απορία πότε πρόλαβε; αλλά την παραμέρισε αμέσως. Ήθελε τη Ζανέτ πραγματικά, την εύρισκε μαζί της κι ίσα, ίσα ήταν ευκαιρία να της δείξει πως την αγαπάει. «Μαζί μου θα στρώσει», είπε κι έπνιξε τις αμφιβολίες που πήγανε να βγουν στην επιφάνεια. «Κι η Σάντυ», δέχτηκε ο Μίλτος. Χωρίς να το ζυγιάσει παραπάνω. «Μαζί κι αυτή. Μια οικογένεια, όλοι. Η πανσιόν μας χωράει και τους τρεις» γέλασε εύθυμα «κι έχει δουλειά», συμπλήρωσε. Έβαλαν μπροστά τις νομικές διαδικασίες, αναγνώρισε τη Σάντυ σαν παιδί δικό του κι ας μην ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας της. Ούτε ήθελε να μάθει τι και πώς. Ούτε κι η Ζανέτ έδωσε άλλες εξηγήσεις. Το παρελθόν σβησμένο, βάλανε Χ κι οι δυο. Περασμένα ξεχασμένα. Τα πρώτα χρόνια στο νησί καλά ήταν για τη Ζανέτ. Προπαντός τα καλοκαίρια. Ερχόταν κόσμος, νοίκιαζαν δωμάτια, κι απ την παλιά ζωή της είχε απομακρυνθεί. Έδειχναν να στεριώνουν στον καινούργιο τόπο, κι αυτή κι η κόρη της. Η μόνη επαφή με την Γαλλία ένας μακρινός της ξάδελφος ο Πωλ με την Καρμέλα, τη γυναίκα του. Κοντά στην ηλικία της Ζανέτ κι οι δυο. Ρχόντουσαν τον Ιούλιο, κι έφευγαν Αύγουστο, κοντά στο τέλος.
Αλλά το χειμώνα την έπνιγε το σπίτι, οι βοριάδες του νησιού. Δεν πέρναγε ο χρόνος, πόσο να αντέξει τέτοια ερημιά; Ώσπου να ρθει το καλοκαίρι, για να κάνει τι; Τη νοικοκυρά και τη μαγείρισσα σε μία πανσιόν του Ιονίου. Έβλεπε ο Μίλτος ότι δυσανασχετούσε η Ζανέτ και της έκανε όλα τα χατίρια. Αυτός να μαγειρέψει, να ποτίσει το γκαζόν, να καθαρίσει την πισίνα, να μην κουραστεί εκείνη. Εκείνη ξύπναγε, έκανε το μπάνιο της τα καλοκαίρια τζόκινγκ το χειμώνα-- ένα πρόγραμμα που το εφάρμοζε καθημερινά βρέξει χιονίσει για να διατηρήσει το κορμί της. Και τα κατάφερνε καλά. Τράβαγε όλα τα βλέμματα επάνω της. Κοίταζε ο Μίλτος, παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού του κι έλειωνε. Και παρόλο που έβαφε τα άσπρα του μαλλιά με την μπογιά, ίσα-ίσα που ο σιτεμένος γόης ένιωθε δίπλα της πιο ταπεινωμένος και πολλές φορές γελοίος. Ακόμα κι αν δεν του το χτύπαγε κατάμουτρα η Ζανέτ «γέρασες, μεσιέ», εκείνος ήξερε, γέρναγε μέσα του, σκεφτότανε σα γέρος, ένιωθε ηττημένος μέσα του. Ξεστάχυαζε, τον άφηνε ο χρόνος πίσω. Τα χρόνια του ήταν βάρος. Τον βούλιαζαν, τον έσπρωχναν στα βάθη. Τη χρονιά που γίνανε οι Ολυμπιακοί ο Πωλ ήρθε στις Αλυκές μονάχος του. Δίχως την Καρμέλα. «Ένα κάταγμα την είχε καθηλώσει στην καρέκλα» είπε, κι ότι ο ίδιος δεν θα μενε πολύ. Τρεις μέρες αργότερα έφυγε ο Πωλ μαζί με τη Ζανέτ. Κανονισμένα όλα. Είχε μαζέψει αυτή τα πράγματά της, πήρε και τη Σάντυ και εξαφανίστηκαν. Πώς και γιατί, τα εξηγούσε με δυο λόγια σ ένα σημείωμα που άφησε επάνω στο κρεβάτι «Για τον Μάρλον Μπράντο». «Φεύγω. Δεν κάνω κέφι να βλεπόμαστε με τον Πωλ δυο μήνες το χρόνο. Να κοροϊδεύω εγώ εσένα κι εκείνος την Καρλότα. Ούτε μπορούμε να πληρώνουμε τον εγωισμό μας μια ζωή. Για τη Σάντυ μη γνοιαστείς, θα ρθει μαζί μου. Άλλωστε κι αυτή θέλει να είναι δίπλα στον πατέρα της. Γερνάμε, μεσιέ, και δεν είναι να χάνουμε τη ζωή μας. Φρόντιζε κι εσύ τον εαυτό σου, μην τον εγκαταλείψεις. Ζανέτ» Χλόμιασε, «Καρυόλα!» έφτυσε. Τού φάνηκε σαν ειρωνεία, σα βρισιά το παρατσούκλι του έξω από το φάκελο. Τον ταπείνωνε, του θύμιζε το παρελθόν του. Του πέταγε κατάμουτρα τις ανεπάρκειες, τα λάθη του, τις ουτοπίες του. «Πουτάνα!» έβρισε. Έκατσε στην καρέκλα. Με τη χούφτα στο πηγούνι, κοίταξε τη θάλασσα ανήμπορος να καταλάβει τι είχε γίνει, το πώς και το γιατί. Από κείνη την ημέρα, ο Μίλτος σιώπησε. Δεν έλεγε πολλά, δεν είπε σε κανέναν τίποτα. Άφησε να περάσει η σαιζόν κι όταν έφυγε κι ο τελευταίος του πελάτης απ την πανσιόν έκλεισε όλους τους λογαριασμούς του. Κι ένα πρωί, πότισε το γκαζόν του κήπου, καθάρισε με το δίχτυ/ απόχη τα πεσμένα φύλλα απ την πισίνα κι έβαψε με προσοχή τα άσπρα του μαλλιά. Μπήκε στο τζιπάκι του, έβαλε δίπλα του, στο κάθισμα, τα βαράκια της γυμναστικής και πήρε το δρόμο προς τα βόρεια του νησιού. Στα παγωμένα σαν το κρύσταλλο νερά της Παλαιοκαστρίτσας. Κι εκεί, αφού έχωσε στα ρούχα του τα σίδερα, τη φούνταρε ο Μίλτος δίχως να διστάσει ούτε μια στιγμή, δίχως να ζυγιάσει παραπάνω την απόφασή που πήρε. Βούτηξε στα νερά και βυθίστηκε αργά στο μαύρο τους βυθό. Όταν, μετά από μέρες, η θάλασσα τον ξέβρασε στους Έρμονες τυμπανισμένο, είχαν ξεγλιστρήσει τα βαράκια και το κουφάρι του ανέβηκε στην επιφάνεια -- είχε αρχίσει κιόλας η σήψη στο κορμί του. Στην κωλοτσέπη του παντελονιού του βρήκαν το γράμμα της Ζανέτ,
μουλιασμένο/ φαφατιασμένο και τα γράμματα μισοσβησμένα. Ακόμα κι η μπογιά είχε ξεβάψει, τα μαλλιά του είχαν γίνει κάτασπρα/ ξασπρίσει. Πόσο ν αντέξει κι η βαφή μες στο νερό. Όσο ανθεκτική κι αν είναι. Κώστας Λογαράς