Πραγματικότητα και μύθος για την εργασία των γυναικών Στην παρέμβασή μου αυτή θα επιχειρήσω να συζητήσω μαζί σας την επίδραση της παγκοσμιοποίησης στην εργασιακή και οικογενειακή ζωή των γυναικών μέσα από τις στάσεις, τις συμπεριφορές, τις πρακτικές και τελικά τις πολιτικές που αναπτύχθηκαν εντός των εθνικών συνόρων των κρατών για την ορατή και αόρατη εργασία τους. Στάσεις και συμπεριφορές που η προσέγγισή τους δεν θα μπορούσε να αποφύγει τους μύθους που διηγήθηκε ο 20ος γύρω από την εργασία των γυναικών. Μύθοι και Πραγματικότητες που βγαίνουν μέσα από τις ελάχιστα βιώσιμες και συχνά αβίωτες συνθήκες της εργασιακής ζωής των γυναικών σε όλη την διάρκεια του εικοστού αιώνα στο πλαίσιο γεωγραφικών χώρων, τόπων και κοινωνιών που ορίζονται από τα εθνικά σύνορα, εδώ και αλλού, κοντά και μακριά: Από τη γειτονιά μας που είναι η Μεσόγειος με την Τουρκία, την Αίγυπτο, τον Λίβανο και μαζί τους το Νότο της Ευρώπης με την Σικελία, την Μάλτα και την Κορσική και από κει στον πλούσιο Βορρά Ευρώπης και Αμερικής μέχρι την Αργεντινή και το Μεξικό και από εκεί μέχρι τη μακρινή Ινδονησία, τη Μαλαισία και γιατί όχι την Αυστραλία. Είναι γεγονός ότι Παντού από τη Δύση μέχρι την Ανατολή και από το Βορρά μέχρι το Νότο οι οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες των εθνικών κρατών στηρίχθηκαν στην εργασία των ανδρών και γυναικών πολιτών τους. Στην εργασία των ανθρώπων προσπάθησαν να στηριχθούν, να αναπτυχθούν, αν και πολλά είναι επί μακρόν αναπτυσσόμενα και άλλα να μαστίζονται από τα χρέη, τη φτώχεια, τις ασθένειες και τη συνεπακόλουθη καταστροφή του περιβάλλοντος. Οι πολιτικές που εφάρμοσαν για την εργασία στο σύνολό της ήταν ανάλογες των πολιτειακών καθεστώτων που επικράτησαν. Και στις τρεις εκδοχές τους -Δυτικές Δημοκρατίες, σοσιαλιστικά καθεστώτα σοβιετικού τύπου και στρατοκρατικά ή θεοκρατικά καθεστώτα- οι πολιτικές για την εργασία αναφέρονταν αποκλειστικά σε ένα συγκεκριμένο είδος εργασίας: την ανδρική μισθωτή απασχόληση. Απασχόληση αορίστου χρόνου με πλήρες ωράριο σε μεγάλο εργοδότη (στη βιομηχανία ή τις υπηρεσίες) που για μεν την Ευρώπη περισσότερο απ' ό,τι για την Αμερική συνδέθηκε άμεσα με το μεταπολεμικό Κράτος Πρόνοιας, που μπορούσε να παίζει τον αναδιανεμητικό του ρόλο με το να εξασφαλίζει πόρους σε όσους κινδύνευαν να βρεθούν στα όρια της φτώχειας από ανεργία, αναπηρία ή γηρατειά. Αντίθετα, οι όροι και οι συνθήκες εργασίας σε τόπους και κοινωνίες του Τρίτου Κόσμου με στρατοκρατικά ή θεοκρατικά καθεστώτα εξακολουθούσαν να είναι απάνθρωπες και παρέπεμπαν στο βιομηχανικό προλεταριάτο του 19ου αιώνα. Έτσι, ενώ οι πολλοί καπιταλισμοί μέσα από τις πολιτικές τους για την απασχόληση αναπτύσσουν κραυγαλέες ανισότητες και αποκλίσεις ανάμεσα σε διαφορετικούς γεωγραφικούς χώρους και κοινωνίες, τα αίτια των οποίων εξαντλητικά έχουν αναλυθεί από την οικονομική και πολιτική σκέψη της αριστεράς, συγκλίνουν σε κάτι πολύ σημαντικό: 1
Ταυτίζουν τον ορισμό της εργασίας στο σύνολό της με την εργασιακή δραστηριότητα τόσο του άνδρα μαζικού εργάτη πλήρους απασχόλησης των δυτικών κοινωνιών με πλήρη συνδικαλιστική κάλυψη και ασφαλιστική προστασία όσο και του απροστάτευτου εργαζόμενου με απάνθρωπες συνθήκες εργασίας στις χώρες του Δεύτερου και Τρίτου Κόσμου. Πρόκειται για ένα τέλειο μύθο που μας τον αφηγήθηκε σε πολλές συνέχειες και παραλλαγές ο 20ος, τόσο που η κάθε ξεχωριστή συνέχεια και παραλλαγή του να αποτελεί από μόνη της ένα νέο μύθο. Οι μύθοι αυτοί που δομήθηκαν μέσα από τις ηθελημένες αποσιωπήσεις της ίδιας της ζωής των γυναικών στην εργασία και στην οικογένεια, αποκρυστάλλωναν τις σχέσεις κυριαρχίας ανάμεσα στα δύο φύλα και διαπερνούσαν με διαφορετικές εντάσεις όλες τις τάξεις. Για πολλές γυναίκες η αφήγηση των μύθων αυτών είχε και έχει σημασία γιατί μέσα από την αποδόμησή τους αποκαλύπτονται οι πραγματικότητες της γυναικείας εργασίας χθες και σήμερα και βοηθούν στη συγκρότηση και επαναδιατύπωση του αυτόνομου πολιτικού τους λόγου για το μέλλον. Ενώ λοιπόν οι γυναίκες ήδη από την εμφάνιση της βιομηχανίας στις μητροπόλεις των βιομηχανικών κέντρων εντάσσονται στη μισθωτή εργασία κυρίως ως εργάτριες και αργότερα μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο απασχολούνται μαζικά στις βιομηχανίες και στον αναπτυσσόμενο τομέα των υπηρεσιών με τον ίδιο χρόνο (πλήρες ωράριο) και κάτω από τις ίδιες σκληρές και απάνθρωπες πολλές φορές συνθήκες εργασίας με αυτές των ανδρών, οι αμοιβές τους ακόμη και εάν πρόκειται για την ίδια εργασία, υπολείπονται των αμοιβών των ανδρών κατά 40%, 30% και 20% ακόμη και πριν από μερικά χρόνια. Πάνω σε αυτές τις κραυγαλέες ανισότητες των αμοιβών θα στηριχθούν και θα νομιμοποιηθούν και άλλες πολλές που θα έχουν να κάνουν: - με την υποτίμηση της γυναικείας εργασίας, - τους πολλαπλούς αποκλεισμούς λόγω φύλου από ειδικότητες και επαγγέλματα και - την προσβολή της αξιοπρέπειάς τους. Μετρήσιμες ποσοτικά και ποιοτικά ανισότητες που εκδηλώνονται με οξύτητα σε βάρος των γυναικών αφού είναι δομημένες στέρεα πάνω σε αόρατες διακρίσεις και πολλαπλούς αποκλεισμούς λόγω φύλου στους διαφορετικούς τόπους και χρόνους των εθνικών κρατών. Διακρίσεις και αποκλεισμοί των γυναικών που στοιχειώνουν ακόμα και σήμερα τα παραδομένα στην εγκατάλειψη εργοστάσια των αποβιομηχανοποιημένων περιοχών στον Πειραιά και στη Δραπετσώνα, στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Οι εργάτριες στο εργοστάσιο καπνοβιομηχανίας Κεράνη στον Πειραιά οι κλωστουφαντουργίνες στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, οι ράφτρες της κοπής στη Δραπετσώνα, οι εργάτριες γης στα χωράφια του Ρέντη, της Σικελίας και της Αιγύπτου και οι μετανάστριες της Αμερικής, της Γερμανίας και της Αυστραλίας από την Ελλάδα, την Τουρκία, την Ιταλία, την Ισπανία, ενώ δουλεύουν σαν άνδρες η εργασία τους υποαξιολογείται μέσω των άνισων αμοιβών, - η αξιοπρέπειά τους πολλές φορές τραυματίζεται χωρίς να μπορεί να καταγγελθεί και 2
- η μη αμειβόμενη εργασία στο πλαίσιο της οικογένειας αποσιωπάται, ως μη εργασία. Με τον ίδιο τρόπο θα υποτιμηθεί και η δουλειά με το κομμάτι στο σπίτι, -η μερική και ευκαιριακή απασχόληση, -όπως και η εργασία τους στις οικογενειακές επιχειρήσεις, συχνά απλήρωτη και ως εκ τούτου υποτιμημένη, αλλά απαραίτητη για την επιβίωση των επιχειρήσεων αυτών, που συγκρότησαν την παραγωγική βάση πολλών περιφερειών. Η οξύτητα πέρα από κάθε αμφισβήτηση με την οποία οι γυναίκες βίωσαν τις διακρίσεις σε βάρος τους, εγκαλούσε το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των εθνικών κρατών να υπερασπιστεί τον εξανθρωπισμό της εργασίας στο σύνολό της, μέσα από τη διατύπωση πρωτοπόρων και ριζοσπαστικών αιτημάτων από τη σκοπιά της καθολικότητας και οικουμενικότητας των δικαιωμάτων της εργασίας. Το εργατικό κίνημα όμως, άλλοτε με εμπρόθετες αποσιωπήσεις και άλλοτε με διλημματικές και πολλές φορές αρνητικές στάσεις και συμπεριφορές, απέτυχε να υπερασπιστεί την καθολικότητα και την οικουμενικότητα των δικαιωμάτων της εργασίας στον βαθμό που οι πολλαπλοί αποκλεισμοί των γυναικών στην εργασία και την οικογένεια τέθηκαν εκτός των άμεσων προτεραιοτήτων του. Η απουσία αιτημάτων και διεκδικήσεων με την οπτική του φύλου είχε ως αποτέλεσμα οι ρυθμίσεις των εθνικών κρατών να ταυτίζουν την εργασία των γυναικών με το πρότυπο του άνδρα εργαζόμενου με εξαιρέσεις μόνο τις σύντομες άδειες πριν και μετά τον τοκετό και ορισμένες προστατευτικές διατάξεις για τη νυχτερινή και ανθυγιεινή εργασία. Έτσι, ενώ οι όλο και περιπλοκότερες ρυθμίσεις και τα αξιακά προτάγματα των κοινωνικών κρατών είχαν πια ως ρητό αντικείμενο όχι μόνο την επιβίωση αλλά και τη στοιχειώδη ικανοποίηση των άμεσων αναγκών των ανθρώπων και ενώ οι οικονομικές και εργασιακές σχέσεις ρυθμίζονται με κανονιστικό τρόπο υπό την ευθύνη και τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας, φαίνεται ότι η κοινωνική ισότητα, ενώπιον όχι μόνο των νόμων, αλλά και των ευκαιριών και των κινδύνων, δεν παίρνει υπόψη της τα προβλήματα και τις αβεβαιότητες της καθημερινής ζωής των γυναικών. Αντίθετα το φεμινιστικό κίνημα μέσα από την δράση του και την ανάπτυξη των θεωρητικών του επεξεργασιών θα πετύχει να διατυπώσει τον δικό του πολιτικό λόγο, μεταφράζοντας τις σιωπές των πολλών και τις κραυγές των λίγων εργαζομένων γυναικών, σε πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις. Οι ομάδες γυναικών που ανέλαβαν αυτό το έργο, προσπάθησαν να αποσταθεροποιήσουν τις παγιωμένες συνδικαλιστικές και κοινωνικές αντιλήψεις, να θέσουν τα ζητήματα των εργαζομένων γυναικών και να δημιουργήσουν καλύτερες συνθήκες και όρους ένταξης πολιτικών ισότητας ευκαιριών στην απασχόληση και την εργασία. Οι δράσεις αυτές που είχαν σαν στόχο, άλλοτε την υπέρβαση των στερεοτύπων για τα φύλα, άλλοτε τη συμφιλίωση της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή των εργαζομένων, μέσα από την αμφισβήτηση του ανδρικού προτύπου εργασίας με βάση το οποίο επιδιώκεται η ισότητα των φύλων, άλλοτε την άρση της οριζόντιας και κάθετης οργάνωσης της εργασίας, εν τέλει πέτυχαν να συγκροτήσουν ένα πολιτικό λόγο και να διεκδικήσουν την επαναδιατύπωση του κεντρικού πυρήνα των 3
κοινωνικών δικαιωμάτων της παραγωγικής και αναπαραγωγικής εργασίας φωτίζοντας τις συσκοτισμένες πραγματικότητες της εργασίας των γυναικών στον δημόσιο χώρο και τις κοινωνικές λειτουργίες της οικιακής εργασίας, στον ιδιωτικό. Έτσι το κράτος Πρόνοιας, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Αμερική, μέσα από διαφοροποιήσεις που επιβάλλουν τα ξεχωριστά εθνικά πρότυπα μοντέλα καπιταλισμού, υποχρεώνεται εκτός από τη θεσμική κατοχύρωση της ισότητας δικαιωμάτων ανάμεσα στις γυναίκες και τους άνδρες να προχωρήσει και στη λήψη μέτρων με τη μορφή θετικών δράσεων υπέρ των γυναικών, όπως και στην ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου σε όλες τις πολιτικές. Πολιτικές που ενώ ανοίγουν προοπτικές για την ισότητα των φύλων, ταυτόχρονα θέτουν και όρια. Επιδιώκουν ποιοτικά και ποσοτικά την αύξηση της απασχόλησης των γυναικών, αλλά ταυτόχρονα υποβαθμίζουν την ποιότητα της εργασίας τους με τη συγκέντρωσή τους στις ευέλικτες μορφές εργασίας, με το επιχείρημα ότι, αφ' ενός συμβάλλουν στη συμφιλίωση της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής και αφ' ετέρου ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Οι πολιτικές αυτές δεν παίρνουν υπόψη τους τις μετανάστριες εργαζόμενες που κυριαρχούν στο ανεπίσημο τομέα, δουλεύοντας στο οικιακό, βιομηχανικό ή εργατικό δυναμικό ή στο τομέα των υπηρεσιών. Πολύ περισσότερο δεν παίρνουν υπόψη τους πολλαπλούς αποκλεισμούς των γυναικών μεταναστριών, που πολύ εύκολα μπορούν να βρεθούν σε καταστάσεις στις οποίες είναι ευάλωτες στη βία και στην κακοποίηση τόσο στο σπίτι, όσο και στη δουλειά. Γίνεται φανερό ότι εν όψει των μεγάλων και σημαντικών κοινωνικών ανισοτήτων που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση της αγοράς, τα ζητήματα της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία, κινδυνεύουν να γίνουν ένα θέμα περιθωριοποιημένο. Οι διεκδικήσεις των εργαζομένων γυναικών φαίνονται να υποχωρούν, αφού το φύλο συνθλίβεται ανάμεσα στις αντικειμενικές δυνατότητες του τεχνολογικού θαύματος και στα πολιτικά εμπόδια που θέτει η υπερσυγκέντρωση της εξουσίας και του πλούτου σε ελάχιστα χέρια με την εξάπλωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Το κοινωνικό κράτος απορρυθμίζεται. Τα συμφέροντα των εργαζομένων εκτός των παραδοσιακών προτύπων της μισθωτής εργασίας πλήρους απασχόλησης δεν εκπροσωπούνται από το παραδοσιακό συνδικαλιστικό κίνημα, στο οποίο έτσι και αλλιώς η υποαντιπροσώπευση των γυναικών είναι προ πολλού διαπιστωμένη. Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, η αποβιομηχάνιση, οι δυσκολίες στη θεμελίωση κοινωνικών δικαιωμάτων, η ιδεολογική νομιμοποίηση του ατομικισμού, είναι γεγονός ότι δημιουργούν αντικειμενικές δυσκολίες στην ανάπτυξη δράσης από τις εργαζόμενες. Παραδειγματικές περιπτώσεις των παραπάνω είναι οι πραγματικότητες των εργαζόμενων γυναικών από τη Δράμα, το Μεξικό, την Ν. Υόρκη, την Αίγυπτο, τη Σενεγάλη Οι πραγματικότητες της παγκοσμιοποίησης που βιώνουν σήμερα εκείνοι και εκείνες που έτσι και αλλιώς και εντός των εθνικών συνόρων των χωρών τους δεν ήταν και δεν είναι οι ευνοημένοι και οι ευνοημένες του επικρατούντος οικονομικού 4
συστήματος - των πολλαπλών καπιταλισμών ανάλογα με τον γεωγραφικό χώρο και τις αντίστοιχες κοινωνίες που ζουν - μας εγκαλούν ως αριστερούς και αριστερές στην επαναδιατύπωση του Αριστερού Πολιτικού μας Λόγου. Οι διεκδικήσεις για την πολιτική και κανονιστική ρύθμιση που πρέπει να επιβληθεί στον φονταμενταλισμό της αγοράς μέσα από όρια και κανόνες, ως πεμπτουσία της λειτουργίας της δημοκρατίας, πρέπει να συμπεριλάβουν και την υπεράσπιση των παραγωγικών και αναπαραγωγικών δικαιωμάτων των εργαζομένων γυναικών. Οι διεκδικήσεις για την καθολικότητα και οικουμενικότητα των δικαιωμάτων της εργασίας είναι το πεδίο πάνω στο οποίο οι γυναίκες μπορούν να διατυπώσουν τον δικό τους πολιτικό λόγο, υπερασπιζόμενες την κοινωνική αλληλεγγύη ως πανανθρώπινη αξία από το Βορρά στο Νότο και από τη Δύση στην Ανατολή. Επειδή όμως τίποτε το καινούριο δεν γεννήθηκε από παρθενογένεση έτσι και τα νέα κινήματα και το φεμινιστικό πρέπει να στηριχθούν στις κατακτήσεις τους για να μπορέσουν να υπερασπιστούν την πολιτική κοινωνία με τα δικαιώματα και τις ρυθμίσεις στους γεωγραφικούς χώρους που ζουν και υφίστανται τις διακρίσεις άνδρες και γυναίκες. Αν μετά από τόση πρόοδο στην τεχνολογία, τόση ανάπτυξη και τόσο συσσωρευμένο πλούτο, οι γυναίκες εξακολουθούν να διανύουν τις ίδιες διαδρομές ανάμεσα στο σπίτι και την δουλειά τότε έχουμε μεγάλο δρόμο να διανύσουμε. Της Καίτης ΚΟΙΛΑΚΟΥ Δημοσιεύθηκε: 07/04/2002 στην εφημερίδα Η Αυγή 5