ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Ι



Σχετικά έγγραφα
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα ουσιαστικά. Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός

Page 1

Η πρόταση. Πρόταση λέγεται ένα σύντομο κομμάτι του λόγου, που περιλαμβάνει μια σειρά από λέξεις με ένα τουλάχιστον ρήμα και έχει ολοκληρωμένο νόημα.

1. ΟΝΟΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. Ονομαστική Γενική Αιτιατική Κλητική Ονομαστική Γενική Αιτιατική Κλητική ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ. Αρσενικά

Γραμματική και Συντακτικό Γ Δημοτικού ανά ενότητα - Παρασκευή Αντωνίου

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ

«Η τροπικότητα στην Νέα Ελληνική» Ανάλυση βάσει του Επικοινωνιακού Δοµολειτουργικού Προτύπου


ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

Γραμματική και Συντακτικό Γ Δημοτικού ανά ενότητα - Παρασκευή Αντωνίου

ΡΗΜΑΤΑ. Στην πρώτη περίπτωση κάποιος ενεργεί (ρήμα) και η ενέργειά του αυτή ασκείται σε ένα άλλο πρόσωπο ή πράγμα έξω από αυτόν.

ΤΑ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ ΦΩΝΗ ΣΥΖΥΓΙΑ ΔΙΑΘΕΣΗ ΧΡΟΝΙΚΗ ΒΑΘΜΙΔΑ ΠΟΙΟΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Ρήματα λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν ότι ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ενεργεί ή παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μία κατάσταση.

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ


The G C School of Careers

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ. Κλίνε στον Ενεστώτα της Ενεργητικής και της Παθητικής Φωνής τα ρήματα : δένω δένομαι γράφω γράφομαι. φωτίζω φωτίζομαι πληρώνω πληρώνομαι

Ουσιαστικά. Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός

Στόχος του βιβλίου αυτού είναι να κατακτήσουν οι μικροί μαθητές

Απλές ασκήσεις για αρχάριους μαθητές 5

Θέµατα Μορφολογίας της Νέας Ελληνικής Ι. Κώστας Δ. Ντίνας Πανεπιστήµιο Δυτικής Μακεδονίας

Β τάξη. Κειµενικοί στόχοι Λεξικογραµµατικοί στόχοι Γραπτά µηνύµατα του περιβάλλοντος

Το τελικό -ν- Γραφή και προφορά

Δεκτές είναι μόνο οι λέξεις της νέας Eλληνικής γλώσσας που υπάρχουν στα ισχύοντα βοηθήματα-λεξικά τα οποία είναι τα εξής (1) :

Πρόσεξε τα παρακάτω παραδείγματα:

3ο Νηπ/γείο Κορδελιού Τμήμα Ένταξης

Οι σύνθετες προτάσεις αποτελούνται από δύο ή περισσότερες απλές προτάσεις που συνδέονται μεταξύ τους με συνδετικά στοιχεία.

[Ένας φίλος που...τρώγεται]

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. Παναγιώτης Δεμέστιχας Στέλλα Γκανέτσου

Τη μέρα που κόπηκε το ηλεκτρικό

ΑΝΣΩΝΤΜΙΕ Είναι κλιτές λέξεις που αντικαθιστούν ονοματικές φράσεις και κάνουν την ίδια «δουλειά» με αυτές.

Απλές ασκήσεις για αρχάριους μαθητές 3

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ Βασίλης Αναστασίου

ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Χρόνος: 1 ώρα. Οδηγίες

Ασκήσεις Γραμματικής

Το ρήμα λύω στην Οριστική Ε.Φ. Επιμέλεια: Ευθυμιάδου Ευφροσύνη

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ Δ/ΝΣΗ Π. ΕΚΠ/ΣΗΣ Δ/ΝΣΗ ΠΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ.

ΦΩΝΗΤΙΚΗ-ΦΩΝΟΛΟΓΙΑ (Ι)

ΚΕΙΜΕΝΑ - ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ - ΑΣΚΗΣΕΙΣ. Οι φίλοι μας πάνε διακοπές: Μπρίντεζι - Κέρκυρα με ιπτάμενο δελφίνι

ΣΧ.ΕΤΟΥΣ Τάξη Β Τμήμα: Β θεωρητική 1 Μάθημα: Λατινικά Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟ. ρωμαϊκής λογοτεχνίας, γενικά χαρακτηριστικά της ρωμαϊκής λογοτεχνίας

Ejercicios de Gramática

Αρσενικά ουσιαστικά προπαροξύτονα σε -ος

THE G C SCHOOL OF CAREERS ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ Δ ΤΑΞΗ

Δοκίμιο Τελικής Αξιολόγησης

Η παθητική σύνταξη και το ποιητικό αίτιο

Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

Ορθογραφία : Συλλαβές. Μονοσύλλαβη : το, και Δισύλλαβη : πό δι, ε- κεί. Τρισύλλαβη : πα τέ ρας, μη τέ ρα. Πολυσύλλαβη : πα ρα μύ θι, α στα μά τη τα

Τα ταξίδια του παππού. Ρήματα σε -άβω. Τα ρήματα που τελειώνουν σε -άβω γράφονται με β. πχ: ράβω, ανάβω, σκάβω, θάβω, κ.ά.

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΠΡΟΤΑΣΗ. Η οργανωμένη ομάδα λέξεων που εκφράζει μόνο ένα νόημα, με σύντομη συνήθως διατύπωση, λέγεται πρόταση.

ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2007 ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΥΠΟΤΡΟΦΩΝ ΚΑΘΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΑΤΑΛΑ Α ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

Οδηγίες γιά τις Γλωσσικές Ασκήσεις

ΑΡΘΡΑ. Μικρές λέξεις που μπαίνουν μπροστά από ουσιαστικά, επίθετα, τις κλιτές μετοχές και ορισμένες αντωνυμίες. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ. Η σύνταξη μιας πρότασης

Όταν µπροστά από τα κύρια ονόµατα υπάρχει τίτλος, τότε το οριστικό άρθρο προηγείται του τίτλου: ο κύριος Μικέογλου ο πρίγκιπας Κάρολος

ΘΕΜΑΤΑ ΥΠΟΤΡΟΦΙΩΝ ΣΤ ΤΑΞΗΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΓΛΩΣΣΑ

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Η ρηματική όψη στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας

Συγγραφέας: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ Α1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΔΙΑΜΟΝΗ. Κατανόηση γραπτού λόγου. Γεια σου, Μαργαρίτα!

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

Γραμματική και Συντακτικό Γ Δημοτικού ανά ενότητα - Παρασκευή Αντωνίου. Κύρια ονόματα

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου

Οι μαθητές και οι μαθήτριες να είναι σε θέση να: Να κατανοούν την ανθρωποκεντρική διάσταση του αρχαίου κόσμου.

Νέα ελληνικά Πανεπιστήμιο Stendhal Grenoble 3 Επίπεδο A2 Α εξάμηνο-επιλογή / επιμέλεια Μ. Ζουμπουλίδου Γραμματικό Κοινωνικοπολιτιστικά.

Γράμματα. Δίφθογγοι. Συνδυασμοί

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

2. ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ОРФОГРАФИЯ. Προβληματικός κύκλος : - o - - e - - i - - a. ουδέτερο / επίθετο το ρούχο το ακριβό ποδήλατο

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Στάδια Ανάπτυξης Λόγου και Οµιλίας

Pos matome Griko: Το εκπαιδευτικό υλικό. Β Επίπεδο για ενηλίκους. Μαριάννα Κατσογιάννου, Γλωσσολόγος, Καθηγήτρια, Παν/μιο Κύπρου

[Ένας φίλος που...τρώγεται]

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Σχηματισμός Ευκτικής Παρακειμένου Ενεργητικής Φωνής. Στις σημειώσεις μας θα εστιάσουμε στον περιφραστικό τύπο, καθώς αυτός είναι ο πιο εύχρηστος.

Η αλφαβήτα μας. Α α Ι ι Ρ ρ Β β Κ κ Σ σ ς Γ γ Λ λ Τ τ Δ δ Μ μ Υ υ Ε ε Ν ν Φ φ Ζ ζ Ξ ξ Χ χ Η η Ο ο Ψ ψ Θ θ Π π Ω ω

ΣΥΝΗΘΗ ΛΑΘΗ ΣΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ: 1) Μετατρέπω τις παρακάτω ονοματικές φράσεις σε ρηματικές και το. α) Ψήσιμο οβελία από το μπαμπά.

ΕΙΔΗ ΔΕΥΤΕΡΕΥOΥΣΩΝ ΠΡOΤΑΣΕΩΝ Τη θεωρία της ύλης θα τη βρείτε: Βιβλίο μαθητή σελ και Βιβλίο Γραμματικής σελ

ΦΟΡΜΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. 1) Στάση του μαθητή/τριας κατά τη διάρκεια του μαθήματος: Δεν την κατέχει. Την κατέχει μερικώς. επαρκώς

Πετσάλης Διομήδης,Θ, Δεκατρία Χρόνια, Αθήνα 1983, σελ

ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΚΕΙΜΕΝΑ ΥΣΤΕΡΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ

Μελέτησε τις παρακάτω σημειώσεις για τις καταλήξεις των ρημάτων

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΥΠΟΤΡΟΦΙΩΝ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΓΛΩΣΣΑ

Kangourou Greek Competition 2014

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

Νέα ελληνικά- Πανεπιστήμιο Stendhal Grenoble 3 επίπεδο A1 εξάμηνο Β - επιλογή /επιμέλεια Μ. Ζουμπουλίδου Γραμματικό Κοινωνικοπολιτιστικά.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΜΟΝΑ Α ΑΥΤΟΜΑΤΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Λογισμικό για την εκμάθηση της Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Προγραμματισμός κατά ενότητα

Πώς μαθαίνουν οι μαθητές;

Transcript:

ΑΝΝΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Ι ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΠΑΤΡΑ 2001

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελίδα ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ... 3 ΦΘΟΓΓΟΙ ΦΩΝΗΜΑΤΑ... 4 Ορισμοί... 4 Φωνήματα της νέας ελληνικής... 4 Δίψηφα Δίφθογγοι... 8 Πάθη φθόγγων... 8 ΟΝΟΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ... 9 Γένος... 9 Αριθμός... 10 Πτώση... 10 Τρόποι κλίσης των ονομάτων... 11 Τονισμός των προπαροξύτονων ονομάτων...... 12 Λόγιες καταλήξεις.... 13 ΡΗΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ... 15 Γενικά για το ρήμα... 15 Τρόποι κλίσης Συζυγίες... 15 «Ομαλοί» σχηματισμοί: σχολιασμός της πολυτυπίας.... 19 «Ανώμαλοι» σχηματισμοί: πρόταση κατηγοριοποίησης.... 23 Πρόσωπο και αριθμός... 30 Φωνές και διαθέσεις... 31 Εγκλίσεις... 33 Χρόνοι... 40 Τρόπος ενέργειας...... 44 ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ..... 47 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. 67 2

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Με την εργασία αυτή επιχειρούμε να διατυπώσουμε συγκεκριμένες προτάσεις συμπλήρωσης και αναμόρφωσης της επίσημης σχολικής γραμματικής. Είναι κοινός τόπος η διαπίστωση ότι η (αναπροσαρμοσμένη) γραμματική του Μ. Τριανταφυλλίδη αποτελεί ξεπερασμένη μορφή παραδοσιακής γραμματικής, με ρυθμιστικές τάσεις, που στηρίζεται κυρίως στο γραπτό λόγο και δεν ανταποκρίνεται στο επίπεδο της εξέλιξης της γλωσσολογικής θεωρίας και πρακτικής. Το ότι η σύνταξη νέας γραμματικής είναι αναγκαία φαίνεται καθαρά και από τα εγχειρίδια για τη γλωσσική διδασκαλία στο δημοτικό, και κυρίως στο γυμνάσιο και στο λύκειο, όπου εισάγονται σύγχρονοι γλωσσολογικοί όροι και τρόποι ανάλυσης. Η νέα γραμματική θα πρέπει να βασίζεται σε μια εμπεριστατωμένη μελέτη της σημερινής ελληνικής γλωσσικής πραγματικότητας, αξιοποιώντας τα θετικότερα στοιχεία από γενικές και ειδικές σχετικές εργασίες, και θα πρέπει να αναδεικνύει την ποικιλία και την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει το γλωσσικό σύστημα και τις γλωσσικές χρήσεις. Είναι προφανές λοιπόν ότι απαιτείται συλλογή και επεξεργασία δομημένου γλωσσικού υλικού (corpus) προφορικού και γραπτού λόγου, αντιπροσωπευτικού των βασικών κοινωνικών κατηγοριών (σε συνδυασμό και με άλλους εξωγλωσσικούς παράγοντες, όπως το φύλο και η ηλικία των ομιλητών) και των διαφόρων επιπέδων και μορφών λόγου (επίσημος, ανεπίσημος, λογοτεχνικός, επιστημονικός κτλ.). Εργασία τέτοιας έκτασης δεν μπορεί να είναι παρά συλλογική και με την ευθύνη και καθοδήγηση κρατικού φορέα (βλέπε σχετική πρωτοβουλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, το 1986, που έμεινε στο στάδιο της διερεύνησης). Η ατομική συνεισφορά αναγκαστικά περιορίζεται στην καταγραφή επιμέρους προβλημάτων και στη διατύπωση των επιμέρους προτάσεων. Προς την κατεύθυνση αυτή πιστεύουμε ότι θα φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη και η κωδικοποίηση των συμπερασμάτων από ερευνητικές εργασίες πάνω σε θέματα φωνολογίας, μορφολογίας, σύνταξης και σημασιολογίας της σύγχρονης κοινής νεοελληνικής. 3

ΦΘΟΓΓΟΙ ΦΩΝΗΜΑΤΑ Ορισμοί Φθόγγος είναι η ελάχιστη μονάδα του έναρθρου λόγου που παράγεται από φωνητικά όργανα. Φώνημα ονομάζεται ο φθόγγος που έχει διακριτική, διαφοροποιητική λειτουργία, δηλαδή η μεταβολή του προκαλεί αλλαγή σημασίας. Έτσι, η αντικατάσταση του κ από το μ στις λέξεις κάτι / μάτι επιφέρει αλλαγή σημασίας, ενώ δύο φθόγγοι μπορεί ν αποτελούν απλές παραλλαγές χωρίς αλλαγή σημασίας, όπως συμβαίνει, π.χ., με τη διαφορετική προφορά του κ, του λ ή του χ σε ορισμένες διαλέκτους. Αντίθεση σε επίπεδο φθόγγων και όχι φωνημάτων συνιστούν και διαφορετικές πραγματώσεις, όπως, π.χ., του γ στις λέξεις γάτος και γέρος, που εξαρτώνται από την ποιότητα του φθόγγου που ακολουθεί. Μια αντίθεση φθόγγων μπορεί να είναι διακριτική σε συγκεκριμένη γλώσσα αλλά μην είναι σε κάποια άλλη, για παράδειγμα το λ και το ρ στην ιαπωνική γλώσσα δεν είναι ξεχωριστά φωνήματα, γιατί η αντικατάσταση του ενός από το άλλο δεν επηρεάζει τη σημασία. Ε- πομένως, ένας φθόγγος μπορεί να χαρακτηρίζεται ως φώνημα για μια γλώσσα, ενώ για μια άλλη να αποτελεί απλή παραλλαγή φθόγγου. Η φωνητική εξετάζει τους φθόγγους από την άποψη των φυσικών τους χαρακτηριστικών, ενώ η φωνολογία εξετάζει τις λειτουργίες τους μέσα σε ορισμένη γλώσσα. Φωνήματα της νέας ελληνικής Η νέα ελληνική γλώσσα έχει 25 φωνήματα, από τα οποία 5 φωνήεντα: a (γραφική απόδοση: α) ο (γραφική απόδοση: ο, ω) u (γραφική απόδοση: ου) e (γραφική απόδοση: ε, αι) i (γραφική απόδοση: ι, η, υ, ει, οι, υι) και 20 σύμφωνα: p (π), t (τ), k (κ), b (μπ έρρινο ή άρρινο, δηλ. mb ή b), d (ντ έρρινο ή άρρινο, δηλ. nd ή d), g (γκ ή γγ έρρινο ή άρρινο, δηλ. ng ή g), f (φ), θ, χ, ν (β), δ, γ, s (σ, ς), z (ζ), m (μ), n (ν), l (λ), r (ρ), ts (τσ), dz (τζ). 4

Πίνακας των συμφώνων (Γραμματική, σελ. 16) Κατά τα μέρη Κατά τη διάρκεια όπου σχηματίζονται Στιγμιαία Εξακολουθητικά Άηχα Ηχηρά Άηχα Ηχηρά Χειλικά π μπ φ β (μ) Οδοντικά τ ντ θ δ Διπλοδοντικά τσ τζ σ ζ (συριστικά) Λαρυγγικά κ γκ χ γ Γλωσσικά (υγρά) (ν) λ, ρ Ρινικά μ, ν Πρέπει να σημειώσουμε ότι τα λαρυγγικά περιλαμβάνουν τα ουρανικά, που παράγονται όταν αγγίζει η γλώσσα το σκληρό ουρανίσκο (όπως στις λέξεις κερνώ, γκέμια, χέρια, γέρος), και τα υπερωικά, που παράγονται όταν αγγίζει η γλώσσα το μαλακό ουρανίσκο (όπως στις λέξεις κόβω, γκάζι, χορός, γάτος). Τα σύμφωνα ξ, ψ δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο των φωνημάτων, γιατί αποτελούν συμπροφορά των κσ και πσ αντίστοιχα. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η γραφική και η φωνητική απόδοση δεν έχουν πάντοτε αντιστοιχία. Έτσι, εκτός από τις περιπτώσεις των διαφορετικών γραφικών συμβόλων του i, του e κτλ., έχουμε αναντιστοιχία γραφής και προφοράς όταν γράφουμε, π.χ., ισλαμισμός και προφέρουμε [islamizmόs] ή όταν γράφουμε Αγγλία και προφέρουμε [Anglia]. 5

Σετάτου, Φωνολογία της κοινής νεοελληνικής (1974) Αλλόφωνα φωνημάτων της ΚΝΕ Φωνήεντα /i/ [i] π.χ. [mίti] [į] ετεροφωνία π.χ. [peδί] [peδįú] [γ ] ετεροφωνία και επικάλυψη π.χ. [faί] [faγ ú] /e/ [e] π.χ. [γ enées] /o/ [o] π.χ. [tópos] /u/ [u] π.χ. [kutús] /a/ [a] π.χ. [kalá] Σύμφωνα /p/ [p] π.χ. [pónos] [b] έρρινο + p > mb π.χ. [tom bóno], [embotízo] [potízo], αλλά και [pámpa] /t/ [t] π.χ. [tomí] [d] α) έρρινο + t > nd π.χ. [tin domí], [síndomos], [endix izo] [tix ízo], αλλά και md: [pémdos] β) έρρινο + p, k + t > mbd, ŋgd π.χ. [tim bdόsi], [símbdosi], [tiŋ gdísi] /k/ [k] π.χ. [kόvo] [k ] πριν από e, i, įv π.χ. [k ernό], [k íma], [k įáli] [g ] έρρινο + k > ŋg π.χ. [δéŋ, g ernό], [éŋg iros] [k ίros] [g] α) έρρινο + k > ŋg π.χ. [δéŋ gόvo] β) k + ν, δ, γ, z > gv, gδ, gγ, gz π.χ. [egvolί], [egδilόno], [egγ ίmnasi], [égzema], αλλά και [báŋkos], [ekδίk isi] /b/ [b] π.χ. [béno] /d/ [d] π.χ. [dίno] /g/ [g] π.χ. [gremόs] [g ] πριν από e, i, įv π.χ. [g emįa], [g ίnįa], [g įόnis] /f/ [f] π.χ. [flόγa] πβ. [v] πριν από δ, γ, z, m, n, l, r π.χ. [évloγos], [évzonos], [evmenís], 6

/θ/ [θ] /x/ [x] [x ] πριν από e, i, įv /v/ [v] /δ/ [δ] /γ/ [γ] [γ ] πριν από e, i, įv /s/ [s] [z] α) πριν από ηχηρό C > zc β) έρρινο + p, t, k + s > έρρινο + b, d, g + z [Ø] k + s + C > /k/ + C /z/ [z] /m/ [m] /n/ [n] [n ] πριν από įv [ŋ] πριν από k, g, x, γ [m] πριν από p, b, -f-, -v- [Ø] πριν από v κτλ. /l/ [l] [l ] πριν από įv /r/ [r] αλλά αλλού [f] π.χ. [éfk eros], [efkatástatos] π.χ. [θélo] π.χ. [xorόs] π.χ. [x éri], [x ίno], [x įόni] π.χ. [vázo], [vlόγa] π.χ. [δéka] π.χ. [γátos] π.χ. [γ éros], [γ ίros], [γ įatrikó] π.χ. [sόma], [s x įázo] π.χ. [tuz grizus], αλλά και [músmulo], [snobizmόs], [islamizmόs] π.χ. [tom bzará], [tin dzák ise], [toŋ gzéro] π.χ. [egδilόno] [ekseδίlosa] π.χ. [zόni] π.χ. [máti] π.χ. [nόmos] π.χ. [n įata] π.χ. [δéŋ gáni] π.χ. [δém bérno], [δém béno], [tom filό], [emfanίs], [émvolo] π.χ. /ton páro/ = [to báro], ενώ /to páro/ = [to páro], [éloγos], αλλά και [énrinos] π.χ. [léγo] π.χ. [l įόno] π.χ. [ráfi] C = σύμφωνο V = φωνήεν 7

Δίψηφα Δίφθογγοι Δίψηφα, σύμφωνα με τη Γραμματική, ονομάζονται δύο γράμματα που παριστάνουν ένα φθόγγο: δίψηφα φωνήεντα: ου, αι, ει, οι, υι δίψηφα σύμφωνα: μπ, ντ, γκ, τσ, τζ (ή, μερικές φορές, ντσ και ντζ). Δίφθογγοι, σύμφωνα με τη Γραμματική, ονομάζονται δύο φωνήεντα που προφέρονται σε μια συλλαβή: γάιδαρος, κελαηδώ, ρόιδι, βόηθα λιώμα, γυαλί, άδειος, ποιος κτλ. Προσοχή στο συλλαβισμό και στον τονισμό, γιατί οι δίφθογγοι υπολογίζονται ως μία συλλαβή: γάι-δα-ρος, κε-λαη-δώ, ρόι-δι, βόη-θα, λιώ-μα, γυα-λί, ά-δειος, ποιος (χωρίς τόνο, όπως και γεια σου, πιο, πια κτλ.). Πάθη φθόγγων Γραμματική, σελ. 32-39 (Συνίζηση, Συναίρεση, Έκθλιψη, Αφαίρεση, Συγκοπή, Αποκοπή, Αποβολή, Πρόταξη, Αλλαγή, Τελικό «ν»). Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η συνιζημένη προφορά συνηθίζεται σε λέξεις συχνής προφορικής χρήσης, ενώ η ασυνίζητη χαρακτηρίζει ορισμένες λόγιες λέξεις (π.χ. δι-αύγει-α, α-δι-ό-ρα-τος). Άλλοτε έχουμε και τις δύο πραγματώσεις: συ-νή-θεια και συ-νή-θει-α. 8

ΟΝΟΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Γένος Το γένος αποτελεί στα νέα ελληνικά αναπόσπαστο μορφολογικό γνώρισμα των άρθρων, των ουσιαστικών, των επιθέτων, των μετοχών και των αντωνυμιών. Το γραμματικό δε συμπίπτει με το φυσικό γένος, γιατί το αρσενικό και το θηλυκό δε δηλώνουν αναγκαστικά έμψυχα όντα του αντίστοιχου φύλου και γιατί το ουδέτερο δε δηλώνει πάντα άψυχα αντικείμενα. Παρ όλο που δεν υπάρχει σύμπτωση γραμματικής και σημασιολογικής κατηγοριοποίησης, συνήθως η προσωποποίηση ενός αψύχου οδηγεί στην ερμηνεία του γραμματικού του γένους ως φυσικού. Όπως παρατηρεί ο Jakobson (1963:84), ο τρόπος της προσωποποίησης ή της μεταφορικής ερμηνείας των ονομάτων που δηλώνουν άψυχα αντικείμενα, αφηρημένες έννοιες κτλ. επηρεάζεται από το γραμματικό τους γένος. Έτσι, ένας μικρός Ρώσος, διαβάζοντας γερμανικά παραμύθια σε μετάφραση, θα δοκίμαζε μεγάλη έκπληξη μπροστά στην αναπαράσταση του Θανάτου (θηλυκό στα ρωσικά) ως γέρου ανθρώπου (αρσενικό στα γερμανικά). Ενδιαφέρουσες είναι οι παρατηρήσεις του Mackridge όσον αφορά τις περιπτώσεις αντίθεσης γραμματικού με φυσικό γένος. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η στενή σύνδεση του γένους με τον τρόπο κλίσης, στην παραδοσιακή δημοτική, δικαιολογεί το δισταγμό του ομιλητή να χρησιμοποιήσει θηλυκό άρθρο και επίθετο με αρσενικόκλιτα ουσιαστικά, π.χ. η συγγραφέας. Παρατηρεί επίσης ότι, σε πολλά ουσιαστικά που μπορεί να αναφέρονται εξίσου σε άντρες και γυναίκες, μόνο ο τύπος του θηλυκού δηλώνει καθαρά το αντίστοιχο γένος, όπως π.χ. στη φράση: έχω δυο φίλους στον κόσμο (Mackridge 1990:100). Μερικές φορές, χρησιμοποιώντας το αρσενικό έχουμε αναφορά σε συγκεκριμένο πρόσωπο, που θα απαιτούσε χρήση του θηλυκού, όπως, π.χ., στη φράση: ο διευθυντής της εταιρείας ήταν γυναίκα (Mackridge 1990:103). Σύμφωνα με τον Mirambel (1978:70-71) οι αντιθέσεις γένους συνοψίζονται με τον ακόλουθο τρόπο: 1) αντίθεση αρσενικού / θηλυκού Δηλώνει αντίθεση φυσικού γένους σε ονόματα συγγένειας (γιος / κόρη) και επαγγελματικά (δάσκαλος / δασκάλα) ή δηλώνει υποκοριστικό (σάκος / σακούλα) ή μεγεθυντικό (κάβουρας / καβουρομάνα). 2) αντίθεση αρσενικού / ουδετέρου 9

Δηλώνει υποκοριστικό (λόγος / λογάκι αλλά και αστέρι / αστερίσκος) ή μεγεθυντικό (παιδί / παίδαρος). 3) αντίθεση θηλυκού / ουδετέρου Δηλώνει υποκοριστικό (εκκλησία / εκκλησάκι αλλά και σακί / σακούλα), μεγεθυντικό (χέρι / χερούκλα), αθροιστικό (μέλισσα / μελίσσι) ή το θηλυκό χρησιμεύει για διαχωρισμό του γένους σε ονόματα ζώων (πρόβατο / προβατίνα). 4) αντίθεση ουδετέρου / αρσενικού θηλυκού Σε ονόματα συγγένειας (παιδί / άντρας γυναίκα), επαγγελματικά και δηλωτικά ιδιότητας, αξιώματος κτλ. (βασιλόπουλο / βασιλιάς βασίλισσα) ή ως αθροιστικό (αντρόγυνο / άντρας γυναίκα). Αριθμός Στα νέα ελληνικά ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός εκφράζουν βασικά την αντίθεση της μονάδας προς το πλήθος, προκειμένου για αριθμητά έμψυχα και άψυχα. Άλλες έννοιες που συνδέονται με τη δήλωση του αριθμού: α) Ο ενικός αριθμός μπορεί να εκφράσει το άθροισμα ή σύνολο (π.χ. το πλήθος, ο κόσμος, η φτωχολογιά). β) Ο ενικός μπορεί να αναφέρεται σε συγκεκριμένο στοιχείο ή μέρος (π.χ. ρούχο) σε α- ντιδιαστολή με το σύνολο (π.χ. ρούχα). γ) Ο ενικός μπορεί να αναφέρεται σε υλική ουσία ή αντικείμενο από αυτή (π.χ. πέτρα) ή ορισμένη ποσότητα (π.χ. ψωμί, ένα ψωμί), ενώ ο πληθυντικός μπορεί να έχει μόνο δεύτερη σημασία (πέτρες, ψωμιά). δ) Ο ενικός μπορεί να δηλώνει έννοια, ιδιότητα κτλ. (π.χ. ευγένεια) και ο πληθυντικός τις πράξεις που χαρακτηρίζονται από ορισμένη ιδιότητα (π.χ. ευγένειες). ε) Ο πληθυντικός μπορεί να δηλώνει επίταση (πείνες, φτώχειες). Για τα ονόματα που συνηθίζονται μόνο ή κυρίως στον ενικό ή στον πληθυντικό βλέπε Γραμματική, σελ. 78-79. Πτώση Είναι γραμματική κατηγορία που αποδίδει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί συντακτικά το όνομα μέσα στη φράση. Στα ελληνικά, η ονομαστική χρησιμοποιείται κυρίως για τη λειτουργία του υποκειμένου και η αιτιατική του αντικειμένου. Σε κάλεσμα χρησιμοποιείται η κλητική. Η γενική αποδίδει την ονοματική κτήση και επιτελεί και άλλες λειτουργίες. 10

Τρόποι κλίσης των ονομάτων (σύμφωνα με τη Γραμματική) ΑΡΣΕΝΙΚΑ ΙΣΟΣΥΛΛΑΒΑ ΑΝΙΣΟΣΥΛΛΑΒΑ αγώνας, ταμίας (αγώνες, ταμίες) σφουγγαράς (σφουγγαράδες) φύλακας (φύλακες) νοικοκύρης (νοικοκύρηδες) ναύτης (ναύτες) φούρναρης (φουρνάρηδες) νικητής (νικητές) καφές (καφέδες) ουρανός (ουρανοί) παππούς (παππούδες) δρόμος (δρόμοι) άγγελος, αντίλαλος (άγγελοι, αντίλαλοι) ΘΗΛΥΚΑ ΙΣΟΣΥΛΛΑΒΑ ΑΝΙΣΟΣΥΛΛΑΒΑ καρδιά (καρδιές) αλεπού (αλεπούδες) ώρα, ελπίδα (ώρες, ελπίδες) γιαγιά (γιαγιάδες) θάλασσα, σάλπιγγα (θάλασσες, σάλπιγγες) ψυχή (ψυχές) νίκη (νίκες) ζάχαρη (ζάχαρες) σκέψη (σκέψεις) δύναμη (δυνάμεις) Αργυρώ (χωρίς πληθυντικό) Φρόσω (χωρίς πληθυντικό) διάμετρος (διάμετροι και διάμετρες) ΟΥΔΕΤΕΡΑ ΙΣΟΣΥΛΛΑΒΑ ΑΝΙΣΟΣΥΛΛΑΒΑ βουνό (βουνά) κύμα (κύματα) πεύκο (πεύκα) όνομα (ονόματα) σίδερο, πρόσωπο (σίδερα, πρόσωπα) δέσιμο (δεσίματα) παιδί (παιδιά) κρέας (κρέατα) τραγούδι (τραγούδια) φως (φώτα) 11

μέρος (μέρη) έδαφος (εδάφη) Για τις ιδιόμορφες περιπτώσεις κλίσης βλέπε Γραμματική, σελ. 101-105, και για την κλίση των επιθέτων, που ακολουθεί εκείνη των ουσιαστικών με αντίστοιχες καταλήξεις, βλέπε Γραμματική, σελ. 106-115. Τονισμός των προπαροξύτονων ονομάτων Σύμφωνα με τους κανόνες της Γραμματικής, τα προπαροξύτονα αρσενικά σε ος κατεβάζουν τον τόνο στη γενική του ενικού και στη γενική και αιτιατική του πληθυντικού στην παραλήγουσα (του ανθρώπου, των ανθρώπων, τους ανθρώπους) εκτός από τις πολυσύλλαβες και λαϊκές λέξεις (του αντίκτυπου, του ανήφορου) και τα κύρια ονόματα (του Χαράλαμπου, του Ξενόπουλου κτλ.). Τα προπαροξύτονα επίθετα σε -ος δεν κατεβάζουν τον τόνο, παρά μόνο όταν χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά (του άρρωστου ανθρώπου, αλλά η περίθαλψη των αρρώστων). Όσον αφορά τα ουδέτερα προπαροξύτονα σε -ο, η Γραμματική διακρίνει δύο κατηγορίες: του τύπου σίδερο, που κρατάει αμετάβλητο τον τόνο, και του τύπου πρόσωπο, με κατέβασμα του τόνου, χωρίς όμως να αποδίδει στις κατηγορίες αυτές χαρακτηριστικά λαϊκής ή λόγιας προέλευσης. Αναφέρεται μόνο ότι οι τρισύλλαβες τοπωνυμίες κλίνονται συνήθως κατά το πρόσωπο. Ο Τριανταφυλλίδης σε ειδική μελέτη (1963:172-185) αναγνωρίζει την αντίσταση που προβάλλουν οι λόγιες λέξεις στον προπαροξύτονο τονισμό, δέχεται όμως παράλληλα και την ύπαρξη διπλοτυπίας σε ορισμένες τρισύλλαβες λαϊκές λέξεις, όπως το αμύγδαλο (αμύγδαλου και αμυγδάλου), το βούτυρο (βούτυρου και βουτύρου), το πρόβατο, ο πλάτανος, ο καλόγερος, ο παράδεισος κτλ. Το συμπέρασμά του είναι ότι τα επίθετα προπαροξύνονται (αν και σε ορισμένα λόγια διατηρούνται οι παροξύτονοι τύποι, π.χ. των αγίων εικόνων), τα ουδέτερα προπαροξύνονται, εκτός από τα λογιότερα, και τα αρσενικά παροξύνονται, εκτός από μερικά λαϊκά και ορισμένα που έχουν διπλούς τύπους. Από τα κύρια ονόματα, τα βαφτιστικά συνήθως παροξύνονται, τα οικογενειακά έχουν διπλούς τύπους, ενώ τα λαϊκότερα προπαροξύνονται, και τα τοπωνύμια παρουσιάζουν ποικιλία τονισμού. Αυτό που θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε είναι ότι δεν υπάρχει πάντοτε σαφής διαχωρισμός μεταξύ «λόγιων» και «λαϊκών» λέξεων και ότι, ακόμα και για λέξεις χαρακτηριζόμενες ως λαϊκής προέλευσης, παρουσιάζονται περιπτώσεις διπλοτυπίας. Νομίζουμε ότι σε μια πληρέστερη επιστημονική προσέγγιση του θέματος θα έπρεπε να εξεταστεί η μετακίνηση του τόνου στις προπαροξύτονες λέξεις σε συσχέτιση με την κοινωνική θέση του ομιλητή 12

και με το επίπεδο του λόγου, δηλαδή τη διαφοροποίηση προφορικού / γραπτού, προφορικού καθημερινού / προφορικού επίσημου λόγου, γραπτού λογοτεχνικού / γραπτού επιστημονικού κτλ. Το γεγονός ότι στην καθαρεύουσα επικρατούσε ο παροξύτονος τονισμός αποτελεί ο- πωσδήποτε παράγοντα που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Λόγιες καταλήξεις Η Γραμματική δέχεται διπλοτυπία στη γενική των θηλυκών του τύπου σκέψη, δύναμη (σκέψης / σκέψεως, δύναμης / δυνάμεως), ενώ για τα επίθετα σε -ής δέχεται τον τύπο γενικής σε -ούς (συνεχής / συνεχούς), εξαιρώντας τις ουσιαστικοποιημένες λέξεις συγγενής (του συγγενή) και ευγενής (του ευγενή). Για τα επίθετα σε -ύς (π.χ. βαθύς) δε δίνεται γενική ενικού. Νομίζουμε ότι για τα επίθετα σε -ής θα έπρεπε να γενικευτεί ο διαχωρισμός επιθετικής χρήσης (γενική -ούς) και ουσιαστικοποιημένης (γενική -ή και -ούς, π.χ. του ψυχοπαθή και του ψυχοπαθούς), ενώ για τα επίθετα σε -ύς θα έπρεπε να συμπεριληφθεί η λόγια γενική σε - έος, σε τύπους όπως «του παχέος εντέρου», «του ευρέος φάσματος» κτλ. (με παράλληλη βεβαίως χρήση των καταλήξεων σε -είς, δες παρακάτω). Και για τις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν ισχύει η παρατήρηση ότι θα έπρεπε να μελετηθούν σε συσχέτιση με την κοινωνική ταυτότητα του ομιλητή και το επίπεδο του λόγου. Είναι χαρακτηριστική η δυσκολία των ομιλητών κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων να χειριστούν λόγιας προέλευσης τύπους (ακούμε, π.χ., εκφράσεις όπως «σε ασφαλή μέρος», «η ευτραφή κυρία» κτλ.). Από την άλλη πλευρά, σε μη επίσημο ύφος λόγου θα μπορούσαμε να συναντήσουμε εκφράσεις όπως «του διεθνή ποδοσφαιριστή», ακόμα και από μορφωμένο ομιλητή. Ως περιπτώσεις λόγιου σχηματισμού, ζωντανού ακόμα στην καθημερινή γλώσσα, αναφέρουμε επίσης: τον τύπο του πληθυντικού σε -είς των επιθέτων σε -ύς (π.χ. παχείς, ευρείς κτλ.), ως παράλληλο με τον τύπο της γραμματικής σε -ιοί (παχιοί) ή ως μοναδικό για ορισμένα επίθετα (π.χ. ευρείς, οξείς κτλ.), τον τύπο του θηλυκού σε -εία των επιθέτων σε -ύς (π.χ. ευρεία, οξεία, αμβλεία κτλ.), τον τύπο σε -ων, -ων (χωρίς ουδέτερο) ορισμένων επιθέτων, όπως, π.χ., ευγνώμων, ισχυρογνώμων, μετριόφρων κτλ., ο οποίος συνυπάρχει με τον αντίστοιχο της δημοτικής (ευγνώμονας κτλ.), χωρίς όμως να φαίνεται ότι τείνει να αφομοιωθεί, τον τύπο του θηλυκού σε -ος ορισμένων επιθέτων, όπως π.χ. αζωτούχος ουσία, ζωογόνος δύναμη, φθοροποιός επίδραση, ενεργός δράση. 13

Λόγιους σχηματισμούς συναντάμε επίσης σε στερεότυπες εκφράσεις όπως «δελτίο ταυτότητος», «υπουργείο Εθνικής Αμύνης», «λεωφόρος Κηφισίας» κ.ά. (βλ. Mackridge 1990:233-236). 14

ΡΗΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Γενικά για το ρήμα Η μορφολογία του νεοελληνικού ρήματος (τα εξωτερικά γνωρίσματα μορφής) επιτρέπει γενικά την άμεση αναγνώριση και κατάταξη ενός τύπου μέσα στο σύνολο του γραμματικού συστήματος. Με το ρήμα εκφράζεται η φωνή, η διάθεση, η έγκλιση, ο χρόνος και ο τρόπος ενέργειας. Επίσης δηλώνεται το πρόσωπο και ο αριθμός. Η έκφραση του προσώπου δεν υ- πάρχει στις μετοχές, ενώ η παθητική μετοχή δηλώνει και γένος και πτώση. Οι ρηματικοί τύποι έχουν ένα θέμα και μια κατάληξη, που προστίθεται άμεσα στο θέμα (αγαπ-ώ) ή μετά από επίθημα (αγαπ-ηθ-ώ). Ορισμένες φορές δέχονται ένα πρόθημα (ήθελα). Το θέμα έχει σημασιολογική αξία, αλλά χρησιμεύει και για τη δήλωση του τρόπου ενέργειας. Τρόποι κλίσης Συζυγίες Είναι γνωστό ότι η Γραμματική διακρίνει δύο συζυγίες όσον αφορά την κλίση των ρημάτων: στην πρώτη συζυγία ανήκουν τα ρήματα που τονίζονται στην παραλήγουσα στο α πρόσωπο του ενεργητικού ενεστώτα και στην προπαραλήγουσα στο α πρόσωπο του παθητικού ενεστώτα, π.χ. γράφω, γράφομαι. στη δεύτερη συζυγία ανήκουν τα ρήματα που τονίζονται στην λήγουσα στο α πρόσωπο του ενεργητικού ενεστώτα και στην παραλήγουσα στο α πρόσωπο του παθητικού ενεστώτα. Η δεύτερη συζυγία περιλαμβάνει δύο τάξεις για την ενεργητική φωνή (σε -ώ, -άς, π.χ. αγαπώ, και σε -ώ, -είς, π.χ. λαλώ) και δύο τάξεις για την παθητική φωνή (σε -ιέμαι, - ιέσαι, π.χ. αγαπιέμαι, και σε -ούμαι, -άσαι, π.χ. λυπούμαι). Σύμφωνα πάντα με τη Γραμματική, ανάλογα με το ληκτικό θεματικό στοιχείο (χαρακτήρα του θέματος) του ενεστώτα, τα ρήματα της πρώτης συζυγίας διαιρούνται στις εξής κατηγορίες: 15

Πρώτη συζυγία 1) Φωνηεντόληκτα, με χαρακτήρα φωνήεν, π.χ. ιδρύω. 2) Χειλικόληκτα, με χαρακτήρα π, β, φ, π.χ. λείπω, ανάβω, γράφω. Χειλικόληκτα θεωρούνται και τα ρήματα σε -αύω, -εύω, καθώς και τα ρήματα με τα συμφωνικά συμπλέγματα φτ, πτ, π.χ. αστράφτω, ανακαλύπτω. 3) Λαρυγγικόληκτα, με χαρακτήρα κ, γ, χ, π.χ. πλέκω, ανοίγω, βήχω. Σ αυτά περιλαμβάνονται και τα ρήματα των οποίων το θέμα λήγει σε χν, π.χ. διώχνω. 4) Οδοντικόληκτα και συριστικόληκτα, με χαρακτήρα τ (ττ), θ, σ (σσ), ζ, π.χ. θέτω, πλήττω, αλέθω, αρέσω, κηρύσσω, πιέζω. 5) Υγρόληκτα και ρινικόληκτα, με χαρακτήρα λ (λλ), ρ, μ, ν, π.χ. θέλω, αναβάλλω, ξέρω, τρέμω, μένω. Σ αυτά περιλαμβάνονται και τα ρήματα των οποίων το θέμα λήγει σε λν, ρν, π.χ. ψέλνω, γδέρνω. Τα ρήματα της δεύτερης συζυγίας θεωρούνται όλα συμφωνόληκτα. Η κατηγοριοποίηση αυτή στηρίζεται στη θέση του τόνου και στο ληκτικό στοιχείο του θέματος. Παρόμοια κατηγοριοποίηση προτείνεται από τον Mackridge (1990:250 κ.εξ.), ο οποίος διακρίνει: την κατηγορία 1, όπου ανήκουν τα ρήματα των οποίων το β ενικό πρόσωπο του ενεστώτα ενεργητικής φωνής τονίζεται στην παραλήγουσα (π.χ. δένω δένεις). Το θέμα τους λήγει σε έναν από τους ακόλουθους φθόγγους ή συνδυασμούς φθόγγων: φωνήεν (e, i, u) [σύμφωνο] χειλικό (v, p, pt, f, ft) >> υπερωικό ( γ, ng, k, χ, χν) >> οδοντικό (δ, θ, t) >> συριστικό ηχηρό (z) >> συριστικό άηχο (s) >> έρρινο (n, m) >> υγρό (l, r, ln, rn) την κατηγορία 2, όπου ανήκουν τα ρήματα των οποίων το β ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της ενεργητικής φωνής τονίζεται στη λήγουσα. Σύμφωνα με τον Mackridge, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το ενεστωτικό («εξακολουθητικό») θέμα αυτών των ρημάτων είναι συμφωνόληκτο και ότι ακολουθεί τόνος, που τον δέχεται το αμέσως επόμενο φωνήεν, π.χ. αγαπώ, αγαπάς. 16

Όσον αφορά το αοριστικό («συνοπτικό») θέμα της ενεργητικής φωνής, στην κατηγορία 1 υπάρχουν κυρίως ρήματα με σιγματικό θέμα: (δen-) δes- (iδri-) iδris- (klev-) kleps- (riχn-) riks- (plaθ-) plas- (χoriz-) χoris- (alaz-) alaks- και ορισμένα (υγρόληκτα και μερικά ερρινόληκτα) με άσιγμο θέμα, όπως τα κρίνω, διευρύνω (αόριστος έκρινα, διεύρυνα κτλ.). Εντοπίζονται δύο βασικές εξαιρέσεις από τους παραπάνω κανόνες σχηματισμού: τα λόγια ρήματα σε -εύω, που σχηματίζουν τον αοριστικό τύπο σε -ευσ- (π.χ. δημοσιεύω δημοσίευσα) και τα ρήματα σε -άρω, που σχηματίζουν τον αόριστο σε -αρα ή -άρισα (π.χ. παρκάρω πάρκαρα και παρκάρισα). Τα ρήματα της κατηγορίας 2 έχουν σιγματικό αοριστικό θέμα. Πριν από το -s- μπορεί να παρεμβάλλεται -i- (αγαπ-, αγαπ-i-s-), -a- (jel*-, jel-a-s-) ή -e- (bor-, bor-e-s). Όσον αφορά το αοριστικό («συνοπτικό») θέμα της παθητικής φωνής, ο Mackridge εντοπίζει δύο βασικούς τρόπους σχηματισμού: σε ρήματα με θεματικό χαρακτήρα χειλικό, υπερωικό ή συριστικό σύμφωνο, το σύμφωνο αυτό γίνεται άηχο τριβόμενο και ακολουθεί -t- (π.χ. klev-, klef-t-, arpaζ-, arpaχ-t-, plaθ-, plas-t-). σε ρήματα με φωνηεντόληκτο ή υγρόληκτο θέμα, μετά τον τελικό φθόγγο ακολουθεί -θ- (π.χ. iδri-, iδri-θ-, psal-, psal-θ-). Από τα ερρινόληκτα θέματα, άλλα διατηρούν το έρρινο ως -n- πριν από το -θ- και άλλα το αποβάλλουν (π.χ. δiefθin-, δiefθin-θ-, krin-, kri-θ-). Τα ρήματα της δεύτερης κατηγορίας ακολουθούν γενικά το σχήμα: aγapi-, aγapi-θ-. Η ανάλυση του Mackridge ενισχύει την προτεινόμενη από τον Τριανταφυλλίδη κατηγοριοποίηση, η οποία λαμβάνει υπόψη το σχηματισμό τόσο του ενεστωτικού όσο και του αοριστικού θέματος, εφόσον περιλαμβάνει τα εξής βασικά κλιτικά υποδείγματα (για την πρώτη συζυγία): 17

δένω έδεσα δέθηκα κρύβω έκρυψα κρύφτηκα πλέκω έπλεξα πλέχτηκα δροσίζω δρόσισα δροσίστηκα * Σύμφωνα με τον Mackridge [j] είναι το ουρανικό γ. Διαφορετική είναι η άποψη του Μπαμπινιώτη (1972:236-248), σύμφωνα με την οποία η βάση κατηγοριοποίησης του ρήματος στα νέα ελληνικά δεν έγκειται πλέον στα διαφοροποιητικά χαρακτηριστικά του τόνου και του αριθμού των συλλαβών, όπως στα αρχαία ελληνικά, αλλά περιορίζεται στο χαρακτήρα του θέματος. Eπομένως, διακρίνονται δύο συζυγίες, των ρημάτων με συμφωνόληκτο θέμα (-Σ) και των ρημάτων με φωνηεντόληκτο θέμα (-Φ). Προτείνεται επίσης η εξής υποκατηγοριοποίηση με βάση τις ειδικότερες φωνολογικές μορφές των Σ και Φ: Α συζυγία χειλικά λαρυγγικά υγρά συριστικά έρρινα κρύβω ανοίγω σερβίρω πιέζω κρίνω [-i] αγαπάω (aγapa-, aγapi-) Β συζυγία [-i] ακούω Στα σε [-i] ρήματα της Β συζυγίας ανήκουν και τα ρήματα με αοριστικό θέμα σε -α (π.χ. γελάω, γέλασα) και σε -ε (φοράω, φόρεσα). Η κατηγοριοποίηση αυτή χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τον εισηγητή της ως «δυναμική», με την έννοια ότι βασίζεται σε συστήματα κλίσης που τείνουν να επιβληθούν (αλλά δεν έ- χουν ακόμη επιβληθεί) στην κοινή νεοελληνική, όπως είναι η κλίση «αγαπάω, -άς, -άει» κτλ. αντί για «αγαπάω, -άς, -ά» κτλ. Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη, στην εξέλιξη αυτή αντιτίθεται η λόγια παράδοση, η οποία ασκεί ανασταλτική επίδραση, επιμένοντας στη διατήρηση 18

των ρημάτων σε -ώ, -είς, που παρουσιάζουν ανισοσυλλαβία στο θεματικό τους χώρο (λόγια σύνθετα, όπως «παραχωρώ» και νεότερα σε -δοτώ, -γραφώ, -ποιώ κτλ.). Η πρόβλεψη ότι θα επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική η κλίση σε -άω και ότι θα περιθωριοποιηθεί η κλίση σε -ώ, -άς και σε -ώ, -είς δεν έχει προς το παρόν επαληθευτεί, όπως θα δείξουμε παρακάτω, πράγμα που δυσχεραίνει την υιοθέτηση της προτεινόμενης κατηγοριοποίησης (ρήματα με συμφωνόκλητο θέμα και ρήματα με φωνηεντόληκτο θέμα). Θεωρούμε επομένως σκόπιμο να διατηρήσουμε την κατηγοριοποίηση που προτείνουν ο Τριανταφυλλίδης και ο Mackridge, με ορισμένες επιμέρους συμπληρώσεις και αλλαγές, που θα αναπτύξουμε στο επόμενο κεφάλαιο. «Ομαλοί» σχηματισμοί: σχολιασμός της πολυτυπίας Πρώτη συζυγία Ως «ομαλά» θεωρούμε τα ρήματα που κλίνονται σύμφωνα με τα υποδείγματα της Γραμματικής (δένω, κρύβω, πλέκω, δροσίζω), με την προσθήκη των εξής: α) ρήματα με φωνηεντόληκτο θέμα, όπως ιδρύω ίδρυσα ιδρύθηκα και αποκλείω απέκλεισα αποκλείστηκα. β) λόγια ρήματα σε -εύω, -ευσα, -εύτ(θ)ηκα (π.χ. δημοσιεύω), που δεν ακολουθούν το σχηματισμό των ρημάτων της δημοτικής (σε -εψα, -εύτηκα, όπως, π.χ., το μαζεύω). Παρατηρούμε τα εξής: 1. Η παρουσία του τελικού ε στο γ πληθ. πρόσωπο της ενεργητικής φωνής είναι συνηθισμένη στον προφορικό λόγο και σε αρκετά λογοτεχνικά κείμενα. Όσο λογιότερο είναι το ρήμα και όσο πιο επίσημο είναι το ύφος λόγου, τόσο σπανιότερη είναι η εμφάνιση του τελικού ε. Το ίδιο ισχύει και για το τελικό ε του συνοπτικού μέλλοντα και αορίστου (οριστικής και υποτακτικής) της παθητικής φωνής, καθώς και για το τελικό α και ε του παρατατικού της παθητικής φωνής. 2. Οι τύποι χωρίς αύξηση και με κατέβασμα του τόνου στο γ πληθ. πρόσωπο του ενεργητικού παρατατικού (π.χ. λύναν) και του αορίστου (π.χ. λύσαν) και του παθητικού αορίστου (π.χ. λυθήκαν) συνηθίζονται κυρίως στον προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία. 3. Η εσωτερική αύξηση στα λόγια σύνθετα ρήματα (διέλυα, διέλυσα) είναι πολύ συνηθισμένη. Η Γραμματική υποτιμά την έκταση και τη σπουδαιότητα του φαινομένου, αναφέροντας ότι τα ρήματα που παίρνουν εσωτερική αύξηση είναι τα σύνθετα με τα επιρρήματα «πολύ, πάρα, καλά» κτλ. και τα σύνθετα με προθέσεις: εκφράζω, εγκρίνω, ενδιαφέρω, ε- 19

μπνέω, συμβαίνει. Σχετική έρευνα φοιτητών του Π.Τ.Δ.Ε. Πατρών έδειξε ότι τα νεοελληνικά ρήματα που παρουσιάζουν εσωτερική αύξηση ξεπερνούν τα 500. Ορισμένα βασικά συμπεράσματα είναι τα εξής: α) Τα σύνθετα ρήματα λόγιας προέλευσης και σπάνιας χρήσης στον προφορικό λόγο εμφανίζονται κυρίως με εσωτερική αύξηση, π.χ. ανακόπτω ανέκοψα, αλλά αποκόβω απόκοψα (χωρίς αύξηση, γιατί είναι ρήμα της δημοτικής και του προφορικού λόγου). β) Αρκετά είναι τα ρήματα με αύξηση η: αναγγέλλω ανήγγειλα (και ανάγγειλα), απεργώ απήργησα, διευθύνω διήυθυνα κτλ. Η αύξηση αυτή αποτελεί κατάλοιπο της αρχαίας χρονικής αύξησης (τροπή σε μακρό η) και απαντάται και σε ορισμένα άλλα, μη σύνθετα ρήματα: ελπίζω ήλπιζα, θέλω ήθελα κτλ. γ) Διπλοί τύποι παρουσιάζονται κυρίως όταν το ρήμα είναι συχνής χρήσεως στον προφορικό λόγο, π.χ. απομένω απέμεινα και απόμεινα, αναπνέω ανέπνευσα και ανάπνευσα. Στις περιπτώσεις αυτές η επιλογή του ενός τύπου ή του άλλου εξαρτάται από το γλωσσικό περιβάλλον (π.χ. από την παρουσία λόγιων λέξεων στην ίδια φράση) και το επίπεδο λόγου. δ) Ρήματα σύνθετα με ορισμένες προθέσεις (εκ, εν, επί, περί κ.ά.) απαιτούν σχεδόν υποχρεωτικά εσωτερική αύξηση, πχ. εκδίδω εξέδωσα, ε- ντάσσω ενέταξα, επιτρέπω επέτρεψα, περιφέρω περιέφερα. ε) Στα σύνθετα με επιρρήματα, η εσωτερική αύξηση μπορεί να διαφοροποιήσει τη σημασία, π.χ. καλόμαθα (καλοσυνήθισα) καλοέμαθα (έμαθα καλά), καλόπιασα (μίλησα κολακευτικά, χαϊδευτικά) καλοέπιασα (έπιασα καλά, γερά). 4. Στον ενεστώτα της προστακτικής της ενεργητικής φωνής, στο β πληθ. πρόσωπο, η κατάληξη μπορεί να είναι και -ετε (π.χ. διαλύσετε, παράλληλα με το διαλύστε), κυρίως σε λόγια ρήματα και σε επίσημο ύφος λόγου. Σε πολλά ρήματα με χειλικόληκτο ή υπερωικόληκτο θέμα απαντάται στον προφορικά λόγο και β τύπος στον αόριστo, με μετάπτωση του συμφώνου σε φ ή χ πριν από το τ: ρίχ το (και ρίξ το), ρίχτε (και ρίξτε). 5. Οι β τύποι του παρακειμένου, υπερσυντέλικου και συντελεσμένου μέλλοντα με το «έχω + μετοχή» στην ενεργητική φωνή και «είμαι + μετοχή» στην παθητική φωνή είναι αρκετά σπάνιοι και παρουσιάζουν συντακτική σημασιολογική διαφοροποίηση από τους α τύπους. 6. Ο β τύπος σε -όσαστε του β πληθ. του ενεστώτα και του εξακολουθητικού μέλλοντα απαντάται κυρίως στον προφορικό λόγο και σε ορισμένα λογοτεχνικά κείμενα. Δε συνηθίζεται σε λόγια ρήματα και σε επίσημο ύφος λόγου. 7. Ο παθητικός παρατατικός παρουσιάζει ιδιαίτερη μορφολογική ποικιλία. Εκτός από το τελικό α και ε του ενικού, που έχει ήδη σχολιαστεί (βλ. παρατήρηση 1), υπάρχουν οι β τύποι σε -όμασταν, -όσασταν του α και β πληθ. αντίστοιχα, και οι τύποι σε -όντανε και ό- ντουσαν του γ πληθ., παράλληλα με τον επιβεβλημένο από τη Γραμματική τύπο σε -ονταν. 20

Οι τύποι σε -όμασταν, -όσασταν διαφοροποιούν λειτουργικά τον παρατατικό από τον ενεστώτα και εμφανίζονται ισχυροί στον προφορικό λόγο και σε ορισμένα λογοτεχνικά κείμενα, ενώ αποφεύγονται σε λόγια ρήματα και σε επίσημο ύφος λόγου. Το ίδιο ισχύει και για τους τύπους σε -όντανε και -όντουσαν, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο τύπος σε - όντουσαν είναι ιδιαίτερα συχνός στον προφορικό λόγο. 8. Τα λόγια ρήματα με χειλικόληκτο και υπερωικόληκτο θέμα ή θέμα που λήγει σε -σσεμφανίζουν συχνά στους τύπους του παθητικού αορίστου και στους περιφραστικούς χρόνους τα συμφωνικά συμπλέγματα φθ και χθ αντί για τα προβλεπόμενα από τη Γραμματική φτ και χτ: (παραλείπομαι) παραλείφθηκα, έχω παραλειφθεί κτλ., (καλύπτομαι) καλύφθηκα, (διώκομαι) διώχθηκα, (ελέγχομαι) ελέγχθηκα, (κηρύσσομαι) κηρύχθηκα. Στον προφορικό λόγο χρησιμοποιούνται και τα φτ, χτ, σε επίσημο όμως ύφος λόγου είναι σπάνια. Δεύτερη συζυγία Η άποψή μας, η οποία στηρίζεται σε πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα (βλ. Ιορδανίδου 1992β), είναι ότι θα πρέπει να δεχτούμε μια βασική κατηγορία ρημάτων με διπλό τρόπο κλίσης (σε -άω ή σε -ώ, -άς), του τύπου «αγαπάω» και «αγαπώ», και δύο υποκατηγορίες με περιορισμένο αριθμό ρημάτων η καθεμιά, εκ των οποίων η πρώτη περιλαμβάνει ρήματα με ισχυρή τάση για κλίση σε -άω (π.χ. χαλάω, βουτάω) και η δεύτερη λόγια ρήματα με σχεδόν αποκλειστική προτίμηση για την κλίση σε -ώ, -άς (π.χ. ανακλώ, επιδρώ). Τα γενικά συμπεράσματα της έρευνας στην οποία παραπέμψαμε παραπάνω είναι ότι στον καθημερινό προφορικό λόγο (μορφωμένων και μη μορφωμένων ομιλητών) υπερέχει η κλίση σε -άω, καθώς και σε μεγάλο μέρος σύγχρονων λογοτεχνικών έργων, ενώ στα άλλα είδη γραπτού λόγου (εφημερίδες, επιστημονικά κείμενα κτλ.) εμφανίζεται συχνά υπεροχή της κλίσης σε -άω. Η κυριαρχία των τύπων σε -άω στον καθημερινό προφορικό λόγο εξηγεί και γιατί τα ρήματα που χρησιμοποιούνται κυρίως σ αυτό το είδος λόγου δεν απαντώνται καθόλου ή απαντώνται πολύ σπάνια σε -ώ (όπως τα ρήματα χαλάω και βουτάω, που προαναφέρθηκαν). Με βάση το κλιτικό υπόδειγμα ενός ρήματος όπως το «αγαπάω/αγαπώ» μπορεί να γίνει σχολιασμός των εξής σημείων: 1. Ο ενεργητικός παρατατικός σε -αγα συνηθίζεται κυρίως στον προφορικό λόγο και (εν μέρει) στη λογοτεχνία. Είναι σπάνιος σε επίσημο ύφος λόγου και σε λόγια ρήματα. 2. Οι τύποι του γ πληθ. σε -άν, -ούνε του ενεργητικού ενεστώτα και του εξακολουθητικού μέλλοντα (π.χ. αγαπάν, αγαπούνε) είναι σπάνιοι και μπορούν να παραλειφθούν. Για την 21

παρουσία του τελικού ε και του τελικού α στο γ πληθ. ορισμένων χρόνων (και στον παθητικό παρατατικό) ισχύουν οι παρατηρήσεις 1 και 2 όσον αφορά την Πρώτη συζυγία. 3. Για το β ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ενεστώτα και του αορίστου έχουμε να παρατηρήσουμε ότι οι β τύποι (π.χ. αγάπαγε και αγάπα αντίστοιχα) απαντώνται κυρίως στον προφορικό λόγο. Για το β πληθ. του αορίστου ισχύει η παρατήρηση 3 της Πρώτης συζυγίας (κατάληξη σε -ετε). 4. Για το β πληθ. του ενεστώτα και του εξακολουθητικού μέλλοντα σε -όσαστε ισχύει ό,τι για την Πρώτη συζυγία (παρατήρηση 6). Νέο στοιχείο αποτελεί η κατάληξη του γ πληθ., π.χ. αγαπιόνται, η οποία ενδιαφέρει κυρίως ορθογραφικά (ο αρχαίος τύπος ήταν «αγαπώνται» και έχει διατηρηθεί στα λόγια ρήματα, π.χ. ανακλώνται). Κατά τα άλλα, η κατάληξη αυτή είναι αρκετά σπάνια. 5. Για την πολυτυπία του παθητικού παρατατικού ισχύει ό,τι για την Πρώτη συζυγία (παρατήρηση 7). Σύμφωνα με το κλιτικό υπόδειγμα του «αγαπάω/αγαπώ», αλλά με διαφορά στο αοριστικό θέμα, κλίνονται και ρήματα όπως: φοράω/φορώ φόρεσα φορέθηκα, κοιτάω/κοιτώ κοίταξα κοιτάχτηκα, τραβάω/τραβώ τράβηξα τραβήχτηκα, γελάω/γελώ γέλασα γελάστηκα. Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται να γίνει για ορισμένα ρήματα με διπλοσχημάτιστο ενεστώτα, όπως «γυρνάω» και «γυρίζω», «σφυράω» και «σφυρίζω», όπου επικρατεί το ι στο αοριστικό θέμα: γύρισα, σφύριξα. Όσον αφορά τα λόγια ρήματα σε -ώ, -άς, το αοριστικό τους θέμα είναι όπως του «αγαπάω» (π.χ. εξερευνώ εξερεύνησα εξερευνήθηκα) ή όπως του «γελάω» (π.χ. αποσπώ απέσπασα αποσπάστηκα). Σχετικά με την κατηγορία των ρημάτων σε -ώ, -είς (π.χ. θεωρώ), που περιλαμβάνει λιγότερα εύχρηστα ρήματα σε σχέση με εκείνη σε -άω/-ώ, μπορεί να δοθεί η κλίση του ενεστώτα [-ώ, -είς, -εί, -ούμε, -είτε, -ούν(ε)], εφόσον στον παρατατικό ακολουθείται η κλίση κατά το «αγαπούσα» (θεωρούσα κτλ.) και το αοριστικό θέμα σχηματίζεται κατά το «αγαπήσω» (ή κατά το «φορέσω» για τα ρήματα όπως το «διαιρώ»). Ας προσεχτεί ότι ο ενεστώτας προστακτικής έχει μόνο τον τύπο του β πληθ. σε -είτε. Στην παθητική φωνή ο ενεστώτας έχει τις καταλήξεις -ούμαι, -είσαι, -είται, -ούμαστε, -είστε, -ούνται (η προστακτική ενεστώτα δε συνηθίζεται) και το αοριστικό θέμα σχηματίζεται κατά το «αγαπηθώ» (ή το «φορεθώ» για ρήματα όπως το «διαιρούμαι», ενώ τα ρήματα «τελούμαι», «επικαλούμαι» κτλ. κάνουν αόριστο «τελέστηκα», «επικαλέστηκα»), αλλά ο παρατατικός παρουσιάζει σημαντική ιδιομορφία: απαντάται κυρίως στο γ πρόσωπο ενικού και πληθυντικού (π.χ. θεωρούνταν/εθεωρείτο και θεωρούνταν/εθεωρούντο αντίστοιχα). Ιδιαίτερη υποκατηγορία όσον αφορά την κλίση του 22

παθητικού παρατατικού αποτελούν τα ρήματα με β συνθετικό το -ποιούμαι (π.χ. περιποιούμαι), τα οποία, λόγω της παρουσίας του /i/ πριν από την κατάληξη -ούμαι, εμφανίζουν «ομαλή» κλίση του παρατατικού κατά την Πρώτη συζυγία: περιποιόμουν(α), περιποιόσουν(α), περιποιόταν(ε), περιποιόμαστε/-όμασταν, περιποιόσαστε/-όσασταν, περιποιόνταν(ε)/- όντουσαν. Υπάρχουν και ορισμένα ρήματα σε -ούμαι που κλίνονται και σε -ιέμαι, οπότε α- κολουθούν την κλίση του παρατατικού σε -ιόμουν(α), π.χ. ασχολούμαι/ασχολιέμαι, αφαιρούμαι/αφαιριέμαι, διηγούμαι/διηγιέμαι, παρηγορούμαι/παρηγοριέμαι. Η κατηγορία σε -άμαι, -άσαι (ο τύπος σε -ούμαι της Γραμματικής είναι σπάνιος) περιλαμβάνει τα ρήματα: θυμάμαι, λυπάμαι και φοβάμαι. Ουσιαστικά, τα ρήματα αυτά παρουσιάζουν ιδιομορφία στον ενεστώτα και στον παρατατικό, εφόσον το αοριστικό θέμα είναι παρόμοιο με το «αγαπηθώ» του «αγαπιέμαι». Οι επικρατέστεροι τύποι του ενεστώτα και του παρατατικού είναι: ΕΝΕΣΤ.: κοιμάμαι, -άσαι, -άται, -όμαστε, -άστε/-όσαστε, -ούνται ΠΑΡΑΤ.: κοιμόμουν(α), -όσουν(α), -όταν(ε), -όμαστε/-όμασταν, -όσαστε/-όσασταν, -όνταν(ε) /-όντουσαν «Ανώμαλοι» σχηματισμοί: πρόταση κατηγοριοποίησης Η πρόταση που παρουσιάζεται σ αυτό το κεφάλαιο βασίζεται στη μελέτη της κλιτικής συμπεριφοράς 4.500 περίπου ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (βλ. Ιορδανίδου 1992α), καθώς και στις παρατηρήσεις που περιλαμβάνονται στη Γραμματική (έκδ. 1988, σελ. 231-245, «Κατηγορίες ανώμαλων ρημάτων») και στην εργασία του Mackridge «Η νεοελληνική γλώσσα» (σελ. 255-260). Είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι η πρόταση αυτή λαμβάνει υπόψη τα κυριότερα (με την έννοια της συχνής χρήσεως) «ανώμαλα» ρήματα. Τα ρήματα «είμαι» και «έχω», ως βοηθητικά για το σχηματισμό ορισμένων ρηματικών χρόνων, θεωρούνται γνωστά. 23

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1: Μεταβολή του θεματικού φωνήεντος με ή χωρίς αποβολή ή προσθήκη συμφώνου e a ζεσταίνω ζέστανα ζεστάθηκα ζεσταμένος θερμαίνω θέρμανα θερμάνθηκα θερμασμένος (πολλά ρήματα σχηματίζονται με ανάλογο τρόπο: ξεραίνω, πεθαίνω, πικραίνω, τρελαίνω κτλ. [κατά το ζεσταίνω], απολυμαίνω, ρυπαίνω, υφαίνω κτλ. [κατά το θερμαίνω]) τα «προφταίνω, σωπαίνω, χορταίνω» σχηματίζουν σιγματικό αόριστο: πρόφτασα, σώπασα, χόρτασα e a (παθητική φωνή) βρέχομαι βράχηκα βρε(γ)μένος ντρέπομαι ντράπηκα στέκομαι (και στέκω) στάθηκα στρέφομαι στράφηκα στραμμένος τρέφομαι τράφηκα θρεμμένος (βλ. και «τρέφω», κατηγ. 2) φαίνομαι φάνηκα χαίρομαι χάρηκα e a και ln l ψέλνω έψαλα ψάλθηκα ψαλμένος στέλνομαι στάλθηκα [να σταλ(θ)ώ] σταλμένος και rn r γδέρνω έγδαρα γδάρθηκα γδαρμένος παίρνομαι πάρθηκα παρμένος (παίρνω, βλ. e i, rn r) σπέρνομαι σπάρθηκα σπαρμένος (σπέρνω, βλ. e i, rn r) e i βαραίνω βάρυνα (πολλά ρήματα σχηματίζονται με ανάλογο τρόπο: ακριβαίνω, βαθαίνω, κονταίνω, λεπταίνω, μακραίνω, μικραίνω, παχαίνω, σκληραίνω κτλ.) μένω έμεινα πλένω έπλυνα πλύθηκα πλυμένος e i και ln l στέλνω έστειλα (στέλνομαι, βλ. e a, ln l) 24

ev i i o i a και ll l σύνθετα με το λόγιο ρήμα «αγγέλλω» (π.χ. αναγγέλλω ανήγγειλα [και ανάγγειλα] αναγγέλθηκα αναγγελμένος, παρόμοια κλίνονται και τα σύνθετα με το «στέλλω», π.χ. αναστέλλω, αλλά παρουσιάζουν ιδιομορφία στο αοριστικό θέμα της παθητικής φωνής: να ανασταλώ κτλ.) ανατέλλω ανέτειλα [και ανάτειλα] και rn r γέρνω έγειρα δέρνω έδειρα παίρνω πήρα [να πάρω] (παίρνομαι, βλ. e a, rn r) σέρνω έσυρα σύρθηκα συρμένος σπέρνω έσπειρα (σπέρνομαι, βλ. e a, rn r) φεύγω έφυγα δίνω έδωσα δόθηκα δοσμένος σύνθετα με το λόγιο ρήμα «δίδω» (π.χ. παραδίδω παρέδωσα παραδόθηκα παραδομένος) σύνθετα με το ρήμα «τείνομαι» (π.χ. παρατείνομαι παρατάθηκα) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2: Μεταβολή συμφώνου του θέματος z l βάζω έβαλα βαλμένος βγάζω έβγαλα βγαλμένος στο ρήμα «τρέφω» παρατηρείται μετατροπή του τ σε θ: τρέφω έθρεψα (ενώ θάβομαι τάφηκα, βλ. κατηγορία 5) το ρήμα «πέφτω» σχηματίζει σιγματικό αόριστο: έπεσα ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3: Αποβολή ή προσθήκη φθόγγου ή φθόγγων αποβολή συλλαβής -αινανεβαίνω ανέβηκα [να ανέβω/ανεβώ] ανεβασμένος βγαίνω βγήκα [να βγω] βγαλμένος καταλαβαίνω κατάλαβα 25

κατεβαίνω κατέβηκα [να κατέβω/κατεβώ] κατεβασμένος μαθαίνω έμαθα μαθημένος μπαίνω μπήκα μπασμένος παθαίνω έπαθα πετυχαίνω πέτυχα πετυχημένος πηγαίνω πήγα (βλ. και κατηγ. 7, «πάω») προλαβαίνω πρόλαβα σύνθετα με τα λόγια ρήματα «βαίνω» (π.χ. επεμβαίνω [να επέμβω] και «λαμβάνω» (π.χ. καταλαμβάνω [συλλαβή -αν-] κατέλαβα, για την παθητική φωνή βλ. κατηγ. 4) αποβολή τελικού ν του θέματος φέρνω έφερα φέρθηκα φερμένος αποβολή του ενός από τα δύο λ σύνθετα με το λόγιο ρήμα «βάλλω» (π.χ. επιβάλλω, επέβαλα, για την παθητική φωνή βλ. κατηγ. 4) σφάλλω έσφαλα ψάλλω έψαλα αποβολή συλλαβής -ισκ- βρίσκω βρήκα [να βρω] βρέθηκα [να βρεθώ] προσθήκη φθόγγων εύχομαι ευχήθηκα (και διαμαρτύρομαι διαμαρτυρήθηκα) θέλω (β πρόσ. θέλεις και θες) θέλησα σέβομαι σεβάστηκα υπόσχομαι υποσχέθηκα ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 4: Αναπλήρωση από άλλο θέμα βλέπω είδα [να δω] ειδώθηκα [να ιδωθώ] ιδωμένος λέω (βλ. και κατηγ. 7) είπα [να πω] ειπώθηκα ειπωμένος πίνω ήπια [να πιω] πιωμένος 26

τρώω (βλ. και κατηγ. 7) έφαγα [να φάω] φαγώθηκα φαγωμένος σύνθετα με τα λόγια ρήματα «λαμβάνομαι» (π.χ. καταλαμβάνομαι καταλήφθηκα) και «βάλλομαι» (π.χ. επιβάλλομαι επιβλήθηκα) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 5: Ρήματα με παθητικό αοριστικό θέμα χωρίς τ απαλλάσσομαι απαλλάχθ(χτ)ηκα [να απαλλαγώ] απαλλαγμένος (το ίδιο και τα άλλα σύνθετα με το λόγιο ρήμα «αλλάσσομαι») γράφομαι γράφτηκα και γράφηκα [να γραφτώ και να γραφώ] γραμμένος εκλέγομαι εκλέχθ(χτ)ηκα [να εκλεγώ] θάβομαι θάφτηκα και τάφηκα [να θαφτώ και να ταφώ] θαμμένος (με μετατροπή του αρχικού θ σε τ, βλ. κατηγ. 2) κόβομαι κόπηκα [να κοπώ] κομμένος (το ίδιο και τα σύνθετα με το λόγιο ρήμα «κόπτομαι», (π.χ. διακόπτομαι διακόπηκα) πνίγομαι πνίγηκα ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 6: Παθητικά ρήματα με αοριστικό θέμα ενεργητικού τύπου γίνομαι έγινα [να γίνω] γινωμένος έρχομαι ήρθα [να έρθω] κάθομαι κάθισα [να καθίσω] και έκατσα [να κάτσω] καθισμένος ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 7: Ρήματα φωνηεντόληκτου θέματος με κλίση κατά τα ρήματα σε -άω και διαφορετικό σχηματισμό αοριστικού θέματος Τα ρήματα της κατηγορίας αυτής κλίνονται στον ενεστώτα, στον εξακολουθητικό μέλλοντα και στον παρατατικό (το «τρώω» και το «πάω» και στο συνοπτικό μέλλοντα και στον αόριστο υποτακτικής) κατά το «αγαπάω αγάπαγα», π.χ. καίω, καις, καίει, καίμε, καίτε, καίνε, (παρατ.) έκαιγα, (προστ. ενεστ.) καίγε, καίτε, (μτχ. ενεστ.) καίγοντας. 27

ακούω άκουσα (ακούγομαι) ακούστηκα ακουσμένος καίω έκαψα (με μεταβολή του θεματικού φωνήεντος και προσθήκη φθόγγου) (καίγομαι) κάηκα [να καώ] καμένος κλαίω έκλαψα (με μεταβολή του θεματικού φωνήεντος και προσθήκη φθόγγου, όπως το «καίω») λέω είπα (βλ. και κατηγ. 4) πάω (παρατατ. πήγαινα) πήγα [να πάω] σπάω έσπασα σπασμένος τρώω έφαγα [να φάω] (βλ. και κατηγ. 4) φταίω έφταιξα (με προσθήκη φθόγγου) φυλάω φύλαξα (με προσθήκη φθόγγου) Όπως έχουμε δηλώσει στην αρχή αυτού του κεφαλαίου, από την ενδεικτική κατηγοριοποίηση που προτείνεται παραλείπονται αρκετοί «ανώμαλοι» σχηματισμοί ρημάτων τα οποία δε χρησιμοποιούνται συχνά στην καθημερινή γλωσσική πρακτική. Τέτοια είναι, για παράδειγμα, τα λόγια ρήματα καθιστώ καθίσταμαι, εγκαθίσταμαι, εκτίθεμαι, δικαιούμαι, τα ρήματα με β συνθετικό το ρήμα «άγω», όπως εξάγω εξήγαγα κτλ. Ιδιομορφίες στην κλίση της προστακτικής Αναφέρουμε ορισμένες βασικές ιδιομορφίες της προστακτικής ρημάτων συχνής χρήσεως: (ακούω) ενεστ. και αόρ. άκου (παράλληλα με άκουγε και άκουσε) (ανεβαίνω) αόρ. ανέβα ανεβείτε (αφήνω) αόρ. άσε / άφησε άστε / αφήστε (βγαίνω) αόρ. βγες (προφ. έβγα) βγείτε (προφ. βγέστε) (βλέπω) αόρ. δες δείτε / δέστε (βρίσκω) αόρ. βρες βρείτε / βρέστε (έρχομαι) αόρ. έλα ελάτε (αλλά στα σύνθετα, π.χ. συνέρχομαι, σύνελθε συνέλθετε) (κατεβαίνω) αόρ. κατέβα κατεβείτε (λέω) αόρ. πες πείτε / πέστε (μπαίνω) αόρ. μπες (προφ. έμπα) μπείτε / μπέστε 28

(πηγαίνω) αόρ. πήγαινε πάτε / πηγαίν(ε)τε (πίνω) αόρ. πιε(ς) πιείτε / πιέστε (σηκώνομαι) αόρ. σήκω (αντί σηκώσου) (στέκομαι) αόρ. στάσου σταθείτε (σωπαίνω) αόρ. σώπα / σώπασε σωπάτε / σωπάστε (τρώω) αόρ. φάε φάτε (τρέχω) αόρ. τρέχα / τρέξε τρεχάτε / τρέξτε Ιδιομορφίες στο σχηματισμό της μετοχής παθητικού παρακειμένου Όπως αναφέρει ο Mackridge (1990:255), κανονικά, από το αοριστικό θέμα της παθητικής φωνής είναι δυνατόν να προβλεφθεί η μετοχή παρακειμένου: όσα ρήματα έχουν στο θέμα τους -θ- το αποβάλλουν συνήθως πριν από την κατάληξη -μένος (π.χ. αγαπηθώ αγαπημένος), ενώ όσα έχουν συριστικό ή χειλικό ή υπερωικό σύμφωνο πριν από το -τ- το διατηρούν ή το μετατρέπουν, π.χ. (λουστώ) λουσμένος, (κοιταχτώ) κοιταγμένος. Το ν πριν από το -θάλλοτε αποβάλλεται και άλλοτε γίνεται σ (προφέρεται z): (διευρυνθώ) διευρυμένος, (απομακρυνθώ) απομακρυσμένος. Πολλά ρήματα δεν ακολουθούν τους γενικούς αυτούς κανόνες, όπως τα ρήματα που σχηματίζουν μετοχή σε -ισμένος (ακουμπάω ακουμπισμένος, κοιμάμαι κοιμισμένος) και μια σημαντική κατηγορία ρημάτων που έχουν λόγιους τύπους μετοχής με αναδιπλασιασμό (π.χ. εγκαταλελειμμένος, του εγκαταλείπω) ή αύξηση (π.χ. εγκατεστημένος, του εγκαθιστώ). Παραθέτουμε έναν ενδεικτικό κατάλογο των πλέον εύχρηστων από τις λόγιες αυτές μετοχές, οι οποίες από συντακτική σημασιολογική άποψη έχουν κυρίως ρόλο επιθέτου. Λόγιες μετοχές παθητικού παρακειμένου αναμεμειγμένος (αναμειγνύω) κατεψυγμένος (καταψύχω) ανειλημμένος (αναλαμβάνω) κεκλιμένος (κλίνω) ανεπτυγμένος (αναπτύσσω) μεμονωμένος (μονώνω) απεσταγμένος (αποστάζω) παρατεταμένος (παρατείνω) αποδεδειγμένος (αποδεικνύω) πεπαλαιωμένος αποσυντεθειμένος (αποσυνθέτω) πεπειραμένος αφηρημένος (αφαιρώ) πεπεισμένος (πείθω) βεβαρημένος (βαρύνω) πεπιεσμένος (πιέζω) βεβιασμένος (βιάζω) πεπλατυσμένος (πλατύνω) 29

δεδομένος (δίδω) δεδουλευμένος (δουλεύω) διαδεδομένος (διαδίδω) διακεκομμένος (διακόπτω) διακεκριμένος (διακρίνω) διατεθειμένος (διαθέτω) διεφθαρμένος (διαφθείρω) εγγεγραμμένος (εγγράφω) εγκαταλελειμμένος (εγκαταλείπω) εγκατεστημένος (εγκαθιστώ) εγκεκριμένος (εγκρίνω) εκτεθειμένος (εκθέτω) εκτεταμένος (εκτείνω) ενδεδειγμένος (ενδείκνυται) επανειλημμένος (επαναλαμβάνω) επιβεβλημένος (επιβάλλω) εσπευσμένος (σπεύδω) εστεμμένος (στέφω) εσφαλμένος (σφάλλω) καταβεβλημένος (καταβάλλω) κατειλημμένος (καταλαμβάνω) κατεστραμμένος (καταστρέφω) περιβεβλημένος (περιβάλλω) πεφωτισμένος (φωτίζω) προδιαγεγραμμένος (προδιαγράφω) προηγμένος (προάγω) προσβεβλημένος (προσβάλλω) προσκεκλημένος (προσκαλώ) προτεταμένος (προτείνω) συγκεκριμένος (συγκρίνω) συγκεχυμένος (συγχέω) συμβεβλημένος (συμβάλλω) συνδεδεμένος (συνδέω) συνεσταλμένος (συστέλλω) συνηρημένος (συναιρώ) συντετριμμένος (συντρίβω) τεθωρακισμένος (θωρακίζω) τεταμένος (τείνω) τετελεσμένος (τελώ) Σημ.: Αρκετές από αυτές τις μετοχές χρησιμοποιούνται με ειδική έννοια (π.χ. μεμονωμένος, πεφωτισμένος), γι αυτό χρειάζεται να συμβουλευτεί κανείς λεξικό. Πρόσωπο και αριθμός Το πρόσωπο αποτελεί γραμματική κατηγορία που προσδιορίζει τη θέση του ομιλητή και του συνομιλητή στην επικοινωνιακή πράξη που επιτελούν. Έτσι, το πρώτο πρόσωπο (εγώ) δηλώνει τον ομιλητή, το δεύτερο (εσύ) το συνομιλητή και το τρίτο (αυτός, αυτό) αναφέρεται σε άτομα και πράγματα ως αντικείμενα αναφοράς. Όπως παραστατικά εκφράζεται από τον Benveniste: «Η συνείδηση του εαυτού δεν είναι δυνατή παρά μόνο μέσα από την αντίθεση. Δε χρησιμοποιώ το εγώ παρά όταν απευθύνομαι σε κάποιον, που θα είναι στην ομιλία μου εσύ. Ο διάλογος δημιουργεί το πρόσωπο, γιατί επιβάλλει, αμοιβαία, να γίνω εσύ μέσα στην ομιλία αυτού που με τη σειρά του θα ορίσει τον εαυτό του με το εγώ. Η γλώσσα δεν είναι δυνατή παρά μόνο γιατί κάθε ομιλητής θέτει τον εαυτό του ως υποκείμενο, παραπέ- 30

μποντας στον εαυτό του ως εγώ μέσα στο λόγο του» (Benveniste 1966, μετάφρ. 1986, σελ. 20). Όσον αφορά τον αριθμό στους ρηματικούς τύπους, παρατηρούμε ότι ο πληθυντικός «εμείς» δεν αποτελεί άθροισμα των «εγώ» αλλά του «εγώ» + «εσύ» ή «εσείς» ή + «αυτός», «αυτοί», επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ακριβώς αντίστοιχος του αριθμού στους ονοματικούς τύπους. Παρόμοια, ο πληθυντικός «εσείς» μπορεί να αναφέρεται και σε ένα άτομο («πληθυντικός ευγενείας») ή να αναφέρεται σε άθροισμα των «εσύ» αλλά και άλλων επιπλέον (Benveniste 1966, τ. 1:235). Το ρηματικό πρόσωπο μπορεί να εκφράσει διάφορες σημασίες. Έτσι, όπως παρατηρεί ο Τζάρτζανος (τ. 1, σελ. 52), πολλές φορές με αποφθέγματα, γνωμικά κτλ. εκφέρεται ο λόγος σε β πρόσωπο αντί για γ πρόσωπο γενικό και αόριστο: Έχεις γρόσια, έχεις γλώσσα. Συχνά χρησιμοποιείται και το λες, νομίζεις κτλ. με δυνητική σημασία (θα έλεγε κανείς, θα νόμιζε κανείς...). Άλλοτε εκφέρεται ο λόγος με σοβαρότητα και επισημότητα σε γ αντί για β πρόσωπο: Τι επιθυμεί η κυρία; Μερικές φορές έχουμε α πληθυντικό πρόσωπο αντί για β ή γ ενικό ή πληθυντικό, οπότε ο ομιλητής παρουσιάζει τον εαυτό του ως συμμέτοχο σε πράξεις ή λόγια άλλου: Δεν ντρεπόμαστε! ή Το πήραμε το άριστα! Φωνές και διαθέσεις Από άποψη μορφολογίας, το νεοελληνικό ρήμα έχει δύο φωνές: την ενεργητική (κατάληξη -ω) και την παθητική (κατάληξη -μαι). Οι δύο φωνές ξεχωρίζουν κατά κύριο λόγο με τις καταλήξεις, όπου όμως οι καταλήξεις συμπίπτουν, έχουμε διαφορά στα επιθήματα και στον τονισμό: να αγοράσ-ω / να αγοραστ-ώ, έχω αγοράσ-ει / έχω αγοραστ-εί. Σε μερικές περιπτώσεις συμβαίνει ο ενεστώτας να έχει ενεργητικές καταλήξεις και ο αόριστος παθητικές, ή το αντίθετο: στέκ-ω / στά-θηκ-α, έρχ-ομαι / ήρ-θ-α. Σ αυτές τις περιπτώσεις, δεν έχουμε αντίθεση ανάμεσα σε φωνές, δεν μπορούμε δηλαδή να πούμε ότι το «στάθηκα» είναι παθητικό του «στέκω» ή το «ήρθα» ενεργητικό του «έρχομαι». Η ενότητα του ρήματος εξασφαλίζεται από τη σημασία και όχι από τη μορφολογία. Επομένως η μορφή δεν αντιστοιχεί απαραίτητα σε μια συγκεκριμένη σημασιολογική αξία. Ένας ρηματικός τύπος μπορεί να χαρακτηριστεί με βάση τα εξωτερικά του γνωρίσματα ενεργητικός ή παθητικός, αυτό δε σημαίνει όμως ότι έχει καθορισμένη σημασία. 31

Υπάρχουν ρήματα που έχουν μόνο ενεργητική φωνή, όπως τρέχω, μένω, παθαίνω κτλ., όπως και ρήματα που έχουν μόνο παθητική: φαίνομαι, γίνομαι, χρειάζομαι κτλ. Κατά δεύτερο λόγο, η κάθε φωνή εκφράζει περισσότερες από μία αξίες. Έτσι, σύμφωνα με τον Mirambel (1978:132 κ.ε.), η ενεργητική φωνή μπορεί να εκφράσει μια ενέργεια (τρέχω), μια κατάσταση (πεινώ), την αυτοπάθεια (λιώνω), αλληλοπάθεια (ανταμώσαμε) κτλ. Η παθητική φωνή μπορεί να εκφράσει ενέργεια (δέχομαι), κατάσταση (κάθομαι), το παθητικό του ενεργητικού (λύνω τον κόμπο / λύθηκε ο κόμπος), αλληλοπάθεια (βλέπονται) κτλ. Ορισμένα ρήματα ενεργητικής φωνής έχουν μετοχές παθητικές με ενεργητική σημασία: πίνω / πιωμένος (αυτός που έχει πιει) ή με παθητική σημασία: πεινώ / πεινασμένος, ενώ μερικά παθητικά ρήματα έχουν στη μετοχή διαφοροποίηση της ενεργητικής από την παθητική αξία: μεταχειρίζομαι / μεταχειριζόμενος μεταχειρισμένος (αυτός που μεταχειρίζεται αυτός που έχει υποστεί μεταχείριση). Όταν ένα ρήμα έχει και τις δύο φωνές, η αντίθεση που δηλώνεται είναι διαφόρων τύπων: ενέργεια / κατάσταση (κλαίω / κλαίγομαι), ενεργητικό / παθητικό (χτίζω / χτίζομαι), ενεργητικό / αλληλοπαθητικό (κοιτάζουν / κοιτάζονται), ενεργητικό / επιτατικό (μυρίζω / μυρίζομαι). Όταν στο ίδιο ρήμα λειτουργούν και οι δύο φωνές, συνήθως η ενεργητική εκφράζει ενεργητική αξία, ενώ η παθητική περιλαμβάνει περισσότερες αξίες. Για πολλά ρήματα ο παθητικός τύπος μπορεί να έχει αυτοπαθητική ή παθητική αξία: σκοτώνομαι (μόνος μου ή από άλλο). Όταν δε δηλώνεται το «ποιητικό αίτιο», προτιμάται ο ενεργητικός τύπος: τον σκοτώσανε. Σύμφωνα με τον Mirambel (1978:134), μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής: «Το ενεργητικό εκφράζει μια ενέργεια, που ξεκινά από το υποκείμενο, μα που το τέρμα της, ο σκοπός της, διακρίνεται από το υποκείμενο. Το μεσοπαθητικό εκφράζει ή μια ενέργεια, που ο σκοπός της είναι το υποκείμενο, είτε την εκτελεί μόνο του (αυτοπαθητικό) είτε σύγχρονα με άλλο, οπότε το αποτέλεσμά της το δοκιμάζουν και τα δύο (αλληλοπαθητικό), είτε δεν την ε- κτελεί, αλλά την υφίσταται (παθητικό), είτε κάνει να την εκτελούν για λογαριασμό του (διάμεσο) ή εκφράζει μια ενέργεια στην οποία το υποκείμενο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία (μέσο, επιτατικό). Πάντως, μεσοπαθητικό και ενεργητικό εκφράζουν τη σχέση της ρηματικής ενέργειας (και του σκοπού της) προς το υποκείμενο του ρήματος. Η σχέση αυτή στο ενεργητικό είναι διακριτική, αλλά στο μεσοπαθητικό συνδυαστική. Πρέπει οπωσδήποτε να σημειώσουμε ότι οι αξίες καθεμιάς από τις δύο φωνές διατάσσονται σύμφωνα με διαφορετική προοπτική, ανάλογα με το αν λειτουργούν ανεξάρτητα ή η μία σε αντίθεση προς την άλλη». Ο Benveniste διακρίνει «εξωτερική διάθεση» (ενεργητική) και «εσωτερική διάθεση» (παθητική): «Στην ενεργητική, τα ρήματα δηλώνουν μια ενέργεια που πραγματοποιείται από το 32