Tiada Nessuno. Δεν έχω χρόνο

Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης


ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

Λένα Μαντά: «Την πιο σκληρή κριτική στην μητέρα μου, την άσκησα όταν έγινα εγώ μάνα»

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

Γνωρίζω Δεν ξεχνώ Διεκδικώ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

«Η νίκη... πλησιάζει»

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

«ΠΩΣ Ν ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!!!» ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΗΤΕΧΝΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ» ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΟΜΑΔΑ Γ (ΜΑΘΗΤΕΣ Γ ΤΑΞΗΣ)

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Το παραμύθι της αγάπης

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Κατερίνα Κατράκη. Παράθυρο. Ποίηση

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΑΚΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Συμμετοχή στην έκθεση για τις προσωπικότητες της " Μη βίας"

Modern Greek Stage 6 Part 2 Transcript

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Ο Μικρός Πρίγκιπας. Μετάφραση: Μελίνα Καρακώστα. Διασκευή: Ανδρονίκη

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Παναγιώτα Βλαχάκου-Χαλούλου. ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Γηρατειά, πανάθεμάτα! Παναγιώτα Βλαχάκου-Χαλούλου, 2017 ISBN

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Στέφανος Λίβος: «Η συγγραφή δεν είναι καθημερινή ανάγκη για μένα. Η έκφραση όμως είναι!»

Στη μέση μιας ημέρας μακρύ ταξίδι κάνω, σ ένα βαγόνι σκεπτικός ξαναγυρνώ στα ίδια. Μόνος σε δύο θέσεις βολεύω το κορμί μου, κοιτώ ξανά τριγύρω μου,

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

«ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ»

Eκπαιδευτικό υλικό. Για το βιβλίο της Κατερίνας Ζωντανού. Σημαία στον ορίζοντα

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Το τέλος -ένας µονόλογος-

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Transcript:

Tiada Nessuno Δεν έχω χρόνο

ΔΕΝ ΕΧΩ ΧΡΟΝΟ

Tiada Nessuno ΔΕΝ ΕΧΩ ΧΡΟΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Το βιβλίο κυκλοφορεί και σε ψηφιακή µορφή από τις εκδόσεις «upublish» http://www.youpublish.gr/ Συγγραφέας: Tiada Nessuno Τίτλος: Δεν έχω χρόνο Tiada Nessuno Πρώτη έκδοση: Αύγουστος 2013 ISBN: 978-960-6628-51-1 Εκτύπωση / Βιβλιοδεσία: Μεταξάς Eπ. & Σία ΕΕ E-mail: info@metaxas.gr Τηλ.: 2610 310.133

Περιεχόμενα Για τον συγγραφέα / 7 Κεφάλαιο Πρώτο, Η αρχή / 9 Κεφάλαιο Δεύτερο, Ο ξένος παράδεισος / 19 Κεφάλαιο Τρίτο, Τα όνειρα βρίσκουν απάγκιο / 51 Κεφάλαιο Τέταρτο, Πρώτη φορά προδότης / 57 Κεφάλαιο Πέµπτο, Επιστροφή στις ρίζες / 60 Κεφάλαιο Έκτο, Η λάθος στροφή / 66 Κεφάλαιο Έβδοµο, Το δώρο που άργησε / 79 Κεφάλαιο Όγδοο, Ο Προορισµός / 90 Κεφάλαιο Ένατο, Ο λογαριασµός / 93 Κεφάλαιο Δέκατο, Κοινή διαδροµή / 97 Κεφάλαιο Ενδέκατο, Ο αδελφός µου / 110 Κεφάλαιο Δωδέκατο, Ο θυµός / 116 Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο, Ο πόνος / 126 Κεφάλαιο Δέκατο Τέταρτο, Η βράβευση / 135 Κεφάλαιο Δέκατο Πέµπτο, Η Προδοσία / 144 Κεφάλαιο Δέκατο Έκτο, Αντίστροφη µέτρηση / 150 Κεφάλαιο Δέκατο Έβδοµο, Μιχάλη µου / 164 Κεφάλαιο Δέκατο Όγδοο, Το τέλος / 176 5

Για τον συγγραφέα Με λένε τι σηµασία έχει. Ζω κάπου, όπως κι εσύ. Γεννή - θηκα από δυο υπέροχους ανθρώπους, κι αν ξαναγεννιόµουν αυτούς θα διάλεγα για γονείς, βέβαια έχω κάποιες αµφιβολίες για το αν αυτοί θα µε διάλεγαν για παιδί. Έζησα και µεγάλωσα σε µια όµορφη πατρίδα. Είδα κι άλλους τόπους, ευτυχώς για µένα, γιατί αγάπησα πιότερο όσα είχα, κι όσα ζούσα. Μεγάλωσα, δυστυχώς για µένα, αλλά έµαθα να αγαπάω όσα περνάνε, ακόµα κι αν µε προσπερνάνε και µε ξεχνάνε. Τι θες να µάθεις για µένα; Ότι κι αν θες µην τρελαίνεσαι, δεν διαφέρω από σένα. Εγώ κι εσύ είµαστε ένα! Το βιβλίο είναι αφιερωµένο σε σένα που το κρατάς. Δεν ξέρω πως σε λένε δεν ξέρω αν χαµογελάς τώρα που µε κρατάς, ξέρω όµως ότι σε νοιάζει το ταξίδι και θέλεις να το µοιραστείς µαζί µου, γι αυτό και το κρατάς. Δεν ξέρω τι χρώµα έχουν τα µάτια σου, ξέρω όµως ότι κοιτούν µπροστά και κατάµατα τη ζωή, κι εκείνη άλλοτε σου χαµογελά κι άλλοτε είναι στρυφνή και δύσκολη κι όχι µόνο µαζί σου, θα δεις. Το βιβλίο είναι αφιερωµένο σε σένα από µένα. Δεν είχα τίποτε άλλο πιο πολύτιµο να σου δώσω για να µε θυµάσαι µετά το τέλος του ταξιδιού µας. Κάτσε δίπλα µου, άνοιξέ µε και καλό ταξίδι φίλε µου!! 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η Αρχή ΤΩΡΑ ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ ΟΛΑ. Ώρα ήταν, το περίµενα, το φοβό- µουν, αλλά σίγουρα κάπως έτσι το φανταζόµουν. Κάποια στιγµή έτσι θα πήγαιναν τα πράγµατα, όµως δεν µπορούσα να αλλάξω τα γεγονότα, αν και τα γεγονότα φαίνεται πως άλλαξαν εµένα. Τώρα προορισµός µου είναι η φυγή και συντροφιά µου η σιωπή. Η µοναξιά είναι η καλύτερη παρέα, τελικά, γιατί όλα αυτά τα χρόνια υπήρχαν παρέες που ήταν απρόθυµες να ακούσουν τον πόνο µου, να αφουγκραστούν τις ανησυχίες µου, να αντιληφθούν τις σιωπές µου. Σιωπές που ξεκίναγαν από το φόβο, τη θλίψη που φώλιαζε στη ψυχή µου. Κι έρχονταν τα ατέλειωτα «γιατί» να θρονιαστούν στο νου και να τον πυρπολήσουν. Ταξίδι ολάκερη η ζωή µου γεµάτο αναζητήσεις, ταξίδι χα- µένο σε κρυφές ελπίδες. Ταξίδι και το έκανα τελικά µονάχος, όχι γιατί το διάλεξα, αλλά επειδή η ζωή έπαιρνε τις δικές της αποφάσεις κι αυτές τελικά µε καθόριζαν, µε καθοδηγούσαν σε µονοπάτια που δεν γνώριζα, σε δρόµους που δε σκέφτηκα ποτέ να περπατήσω κι όµως τους διάβηκα. Κλείνω τα αφτιά µου να µην ακούσω τη φωνή µου. Τη φωνή που έχει γίνει κραυγή, τη φωνή που φορές δε βγαίνει από το στόµα, αλλά από την ψυχή που πονά και δεν έχει γιατρειά. Φοβάµαι και θυµώνω µε τον εαυτό µου και για τον εαυτό µου. Λυπάµαι για τα χρόνια που άφησα να χαθούν βιαστικά. Χρόνια που νόµιζα πως η ζωή θα µε περιµένει και θα µου προσφέρει απλόχερα τα δώρα της, αλλά τελικά δεν υπήρχαν δώρα, δεν υπήρχε υποµονή, δεν υπήρχε χρόνος, µόνο σιωπή Μακριά, αβάσταχτη σιωπή. Χρόνια κυνηγηµένα, κι η ζωή εκεί, µε κοίταζε στα µάτια και µε προκαλούσε καθώς στάθηκε σκληρή µαζί µου αλλά και απαιτητική. Μου 9

τα πρόσφερε όλα και µου τα πήρε όλα µε την ίδια βιασύνη. Γεννήθηκα σε ένα κοµµάτι γης που όµοιό του δεν υπήρχε στον κόσµο. Αυτό το έλεγα βέβαια, πριν δω ότι ο κόσµος κι η γη µας ολάκερη από µόνη της είναι το πιο όµορφο κοµµάτι που τα µάτια µου µπορούσαν να χωρέσουν. Όταν ο ήλιος έγερνε µελαγχολικός πάνω από την θάλασσα για να χαθεί στα γαλάζια νερά της, τότες έλεγα πως γεννήθηκα στην πιο ξελογιάστρα χώρα. Κι αλήθεια είναι όµορφη η πατρίδα µου, αλλά κι οι άλλες χώρες είχαν οµορφιά. Όµως, κατάλαβα ότι αγαπώ τούτη τη χώρα, όχι γιατί είναι όµορφη τελικά, αλλά γιατί µε γέννησε, µε κράτησε µέσα της και µε ανάθρεψε. Ακόµα κι αν ερωτεύτηκα άλλες µεριές, άλλες γωνιές, τούτη αγαπώ µε όλη µου την καρδιά, δε γίνεται πιο δυνατά. Ο τόπος µου ακουµπάει πάνω στη θάλασσα κι εκείνη τον χαϊδεύει νωχελικά. Ακόµα και τώρα και τόσο µακριά ο ήχος των κυµάτων της φτάνει µέχρι τ αφτιά µου. Κι αυτά τα κύ- µατα µε παίρνουν µαζί τους στα µακρινά τους ταξίδια. Τις ατέλειωτες νύχτες της αγρύπνιας µου κρατούν συντροφιά, µε νανουρίζουν στην αγκαλιά τους και µπορώ ακόµα και τώρα µε τους παφλασµούς τους να ονειρεύοµαι, µπορώ να γεύοµαι την αλµύρα στα χείλη µου. Πάντα ήξερα µέσα µου ότι, όσες χώρες κι αν έβλεπα, όσες κι αν αγαπούσα, όσες πατρίδες κι αν αποκτούσα, πάντα εγώ εδώ θα γυρνούσα. Άλλωστε δε µε έδενε µόνο ο τόπος, οι µοναδικές µυρωδιές, οι ανθοστόλιστες αυλές, η θάλασσα κι ο ολόλαµπρος ήλιος. Δέσµιο, και µάλιστα µε χρυσές αλυσίδες, µε κράταγαν οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ, οι δικοί µου άνθρωποι. Αυτοί που είχαν το ίδιο αίµα µε εµένα, που ένιωθαν όπως εγώ, που ανέπνεαν τον ίδιο αέρα µε εµένα, που η µυρωδιά τους ήταν µυρωδιά µου. Ήµουν µικρός και γέµιζα µε τους φίλους τις αλάνες από φωνές. Ήµουν µικρός, δεν το έπαιζα αρχηγός. Όχι, δεν ήµουν γεννηµένος αρχηγός, δεν το ένιωθα, δεν το ποθούσα, αλλά ένιωθα υποχρεωµένος να τραβήξω µπροστά εκεί όπου έκαναν όλοι οι άλλοι πίσω, εκεί όπου υπήρχαν προβλήµατα εγώ ερχόµουν για να τα λύσω. Όχι, δεν ήθελα να ξεχωρίσω, 10

ήθελα απλά να γνωρίσω. Να γνωρίσω, να µάθω. Τον κόσµο, τον εαυτό µου, τις δυνάµεις µου, τις αντοχές µου και τα έµαθα όλα για να µην έχω παράπονο. Η ζωή τελικά θέλησε να µε προκαλέσει πολλές φορές, να µε τροµάξει, να µε παροδηγήσει, να µε οδηγήσει, να µε ξεχωρίσει κι εγώ δεν ήµουν έτοιµος, αν και µε προετοίµασαν τα γεγονότα. Δεν ήθελα να φαίνοµαι, δε µου άρεσαν τα φώτα και η λάµψη, µα βρέθηκα εγώ να πρωταγωνιστώ σε αυτά. Να ζω από αυτά και µε αυτά, να τα χρησιµοποιώ και να µε χρησιµοποιούν. Η αλάνα λοιπόν ήταν η αρχή µετά ακολούθησε η ζωή. Ποτέ µα ποτέ δεν ήµουν έτοιµος για όσα θα έρχονταν. Τα δεχόµουν, τα φοβόµουν, όµως δεν υπήρχαν περιθώρια, τα κοίταζα και προχωρούσα άλλωστε, δεν τα προλάβαινα. Δεν είχα χρόνο να τα σκεφτώ, απλά τα ζούσα κι έτσι τα προσπερνούσα. Αρχή µου, πίσω να µην κοιτώ µέσα απ' τα λάθη µου να ζω. Η αλάνα ήταν µόνο η αρχή, η ζωή όµως ήταν σκληρή. Παιδιά παίζαµε και χτυπούσαµε, σηκωνόµασταν και συνεχίζαµε το παιχνίδι. Στη ζωή όµως τα χτυπήµατα ήταν πολύ σκληρά κι άφηναν πάντα πληγές. Κάποιες δεν έκλεισαν ποτές, ακόµα αιµορραγούν. Μικρός έκανα φίλους στις γειτονιές. Μεγάλος πια, έκανα φιλίες που κράτησαν µια ολάκερη ζωή. Απόχτησα φίλους καρδιακούς. Μοιράστηκα µαζί τους τις χαρές και τις λύπες µου, τα λεφτά µου και τη µοναξιά µου, τη ζωή και τη φυγή. Μεγάλωνα παίζοντας µε παρέες σε γειτονιές και αυλές γεµάτες µε µυρωδιές. Τα γράµµατα τα βαριόµουν. Δεν ήµουν χαζός, τεµπέλης ήµουν κι είχα το νου µου στο παιχνίδι. Αποτέλεσµα, ήµουν κακός µαθητής. Η µάνα µου µε φώναζε συνέχεια αλλά άδικος ο κόπος της, το µυαλό µου δεν µπορούσε να συµµαζευτεί. Ταξίδευε και ξοδευόταν µε πονηριές και σκανταλιές στις γειτονιές. Λοιπόν, σταυροδρόµι η ζωή για µένα άλλωστε, δεν θα ταν η πρώτη φορά. Πριν χρόνια πήρα για πρώτη φορά το δρόµο της φυγής, χρόνια σιωπηλά χωρίς φως. Ήθελα πολλά, το ξέρω τώρα. Τα ήθελα όλα. Τα απέκτησα όλα. Τώρα φοβάµαι όµως, είναι κακό; Φοβάµαι. Τότε που 11

έφυγα, µικρό παιδί αναζητώντας τα πολλά, δεν ήξερα πόσα θα µπορούσα να αποκτήσω. Τώρα ξέρω. Τώρα ξέρω και πόσα έχασα. Δε µετανιώνω. Δηλαδή για κάποια πράγµατα µετανιώνω. Λυπάµαι, µα, αν µπορούσα να ξαναγεννηθώ, τα ίδια θα έκανα, µε µικρές εξαιρέσεις. Τις ίδιες αναζητήσεις θα λαχταρούσα, στα ίδια βουνά θα σκαρφάλωνα, στην ίδια κόλαση θα ξανακατέβαινα, τους ίδιους ανθρώπους θα συναντούσα, µέσα από τις ίδιες φωτιές θα περνούσα, κι ας πονούσα. Ο πατέρας µου δε µε πολυεµπιστευόταν και δεν είχε άδικο βέβαια. Ήµουν νέος και όλα µου φάνταζαν πως µε περίµεναν. Ήµουν το τρίτο και µικρότερο παιδί µιας οικογένειας που ήταν αγαπηµένη, αλλά τα χρήµατα δεν µας έφταναν συχνά. Όχι δεν πεινάσαµε, δεν το επέτρεψαν οι γονείς µας, το πάλεψαν, αγωνίστηκαν µε νύχια και δόντια, αλλά ήταν χρόνια µαραζωµένα, µαυροντυµένα. Η µάνα µέτραγε και ξαναµέτραγε, λογάριαζε, επινοούσε, προσπαθούσε και τελικά το φαί δεν έλλειψε ποτέ από το τραπέζι µας. Δεν ήµασταν πάντα τρία παιδιά, υπήρχε και ένας αδελφός που όµως δεν έζησε πολύ, βιάστηκε να µας αφήσει. Θυ- µάµαι, όταν ήµουν µικρός, αυτός ο αδελφός µας αρρώ στησε, και οι γονείς µας τον µετέφεραν στο νοσοκο- µείο που τότε ήταν στη διπλανή πόλη. Μου έλειπε η µάνα µας και έκλαιγα διαρκώς κάνοντας την αδελφή µου την Ανθή να τρελαίνεται από τη φασαρία. Ο πατέρας πηγαινοερχόταν, «πού είναι;», «πότε θα έρθουν;», «γιατί αργούν;» ένα σωρό ερωτηµατικά ερωτηµατικά χωρίς απαντήσεις, µόνο σιωπή κι υποµονή. «Υποµονή» Από τότε τη µίσησα αυτήν τη λέξη. Μέσα µου ένιωθα πως ήταν πολύ σκληρή, κακή για να την πεις, πιο κακή να τη ζεις, αφού δεν έλυνε κανένα πρόβληµα, απλώς πορευόσουν µε την υποµονή στη ζωή. Να τη βράσω την υποµονή. Κάποια µέρα ο πατέρας έφυγε και επέστρεψαν και οι τρεις, δυο µέρες µετά. Όµως δε µου επέτρεψαν να δω τον αδελφό µου και δεν τον ξανάδα ποτέ. Εκείνη την ηµέρα που 12

επέστρεψαν και για µέρες µετά, η µάνα έκλαιγε διαρκώς, το ίδιο και η Ανθή. Η µάνα δεν ξέχασε αυτό το παιδί της και η θύµησή του την πονούσε. Πιότερο όµως πονούσε όταν θυ- µόταν ότι, επειδή δεν τους έφταναν τα χρήµατα, για να το µεταφέρουν από την πόλη νεκρό-πού λεφτά για νεκροφόρες- η µάνα το µετέφερε µε το λεωφορείο στην αγκαλιά της, δήθεν ζωντανό και κοιµισµένο, για να µην καταλάβει κανείς τίποτα. Αλλά κι εγώ δεν κατάλαβα τι κάναµε όλοι µαζί πάνω από ένα λάκκο που κατάπιε τον αδελφό µου. Ούτε κατάλαβα γιατί η µάνα µου πονούσε τόσο, ούτε γιατί δεν µπορούσα να δω τον αδελφό µου, αλλά δεν ξέχασα, ούτε και η µάνα φυσικά, πολύ περισσότερο αυτή. Στα χρόνια που ακολούθησαν, γι αυτόν τον αδελφό µας δεν µιλάγαµε ποτέ, ο καθένας µας όµως τον θυµόταν και πονούσε. Αλλά η καθηµερινότητα µάς πήρε φαλάγγι και τα προβλήµατα το ίδιο κι οι αναµνήσεις φυλακίστηκαν στο µυαλό και στην καρδιά. Η οικονοµική µας κατάσταση ήταν ασφυκτική, αλλά εκείνες ήταν δύσκολες εποχές για όλους. Ο πατέρας ήταν µόνιµα αγχωµένος για το καθηµερινό µεροκάµατο και δεν ήµασταν οι µόνοι που τότε τα φέρναµε δύσκολα. Ο µεγάλος αδελφός µου είχε σταµατήσει ήδη το σχολείο και δούλευε µε ένα µάστορα στην οικοδοµή. Κάθε µέρα ερχόταν κουρασµένος κι εγώ τρόµαζα µε µια τέτοια προοπτική. Αλλά αφού βαριόµουν να ανοίξω τα βιβλία µου κάτι έπρεπε να κάνω, πόσο να βαράω µύγες και κοπανιστό αέρα. Έτσι άρχισα κοντά σε ένα µάστορα να εκπαιδεύοµαι για να επισκευάζω αυτοκίνητα. Εκείνος, όµως, όλο έβριζε και δεν ήταν µε τίποτα ευχαριστηµένος. Θύµωνε που δεν ήξερα τη δουλειά. Μα, ρε φίλε, αν την ήξερα, γιατί να πήγαινα εκεί, για να τον τρώω στην µάπα; Δε γεννήθηκα µαθηµένος σε τίποτα και τη στεναχώρια την έµαθα, δεν την ήξερα, αυτήν κιόλας δεν ήθελα να την µάθω και την έµαθα καλά, απόξω κι ανακατωτά. Τα νεύρα µου µε τον µάστορα έφταναν στο Θεό και µε αυτά επέστρεφα στο σπίτι και τα άκουγε 13

η µάνα µου. Τα ρούχα και τα χέρια µου ήταν πάντα µουτζουρωµένα από το γράσο και τις βρωµιές που δεν έβγαιναν µε τίποτα. Τα κοίταζα και τρελαινόµουν. Αναλογιζόµουν το υπόλοιπο της ζωής µου και θύµωνα µε τον εαυτό µου και µε την τύχη µου, αν και την τύχη µου µόνος µου την είχα επιλέξει. Χρόνια πριν είχαν ανοίξει οι πόρτες για το εξωτερικό και πολλοί είχαν φύγει αναζητώντας καλύτερες µέρες. Τότε εγώ νοιαζόµουν για καλύτερες νύχτες στα ξενυχτάδικα της περιοχής. Η µάνα µε δικαιολογούσε λέγοντας πως έβραζε το αίµα µου. Και δεν ήταν το µόνο, όλα µέσα µου έβραζαν. Η πιθανότητα να φύγω και να γνωρίσω άλλους τόπους και ανθρώπους, µε συνάρπαζε. Έτσι, όταν, κοντά στα 1970, ο Νίκος, ο κολλητός µου, αποφάσισε να φύγει µετανάστης για τη Γερµανία, εγώ πάλι δεν κρατιόµουν µε τίποτα. Με το Νίκο τα κάναµε όλα µαζί από παιδιά. Μαζί στις σκανδαλιές, µαζί στο σχολείο, όταν το θυµόµασταν, µαζί στις νύχτες που µε µάγευαν και στα ξενύχτια, µαζί και τώρα; Χώρια, όχι δεν το άντεχα. Είπα του πατέρα ότι ήθελα να φύγω και εγώ. Έπεσε η µάνα µου να πεθάνει. Δίκιο είχε βέβαια, για να είµαστε και δίκαιοι. Δηλαδή, όλους τους ήβρε ο θάνατος µε αυτή µου την απόφαση, όµως ήµουν ανένδοτος. Ένιωθα να στενεύουν όλα γύρω µου. Θηλιά η καθηµερινότητα που κύλαγε χωρίς αύριο. Μικρός ο τόπος µου, µικρή η ζωή µου, µικρός ο κόσµος που απλώνονταν εµπρός µου. Έλπιζα, επιθυµούσα κι ευχόµουν να µπορούσα να πετάξω, γιατί εδώ θα πνιγό- µουν. «Αχ, µάνα, προσπάθησε να µε καταλάβεις. Βαρέθηκα να ακούω κάθε µέρα τις βρισιές και την µουρµούρα του κυρ- Στέργιου. Με τίποτα δεν είναι ευχαριστηµένος, ούτε κι εγώ βέβαια.» «Και σάµπως θα τον παντρευτείς, γιέ µου; Τι χολοσκάς; Μην το παίρνεις σοβαρά. Σαν µάθεις εσύ δε θα χεις κανέναν ανάγκη. Κάνε υποµονή παιδάκι µου, όλα θα αλλάξουν.» «Τι να αλλάξει! Όπου κι αν γυρίσω τα µάτια µου βλέπω 14

µόνο γράσο. Μαύρη τη βλέπω τη ζωή µου και τα χέρια µου µαύρα. Τρίβω να καθαρίσουν, να ασπρίσουν, αλλά δε γίνεται τίποτα. Σκέψου µε, µάνα, σκέψου µε και µην µου θυ- µώνεις. Μαύρα όνειρα κάνω σαν τα χέρια µου. Βοήθα µε, κατάλαβέ µε και µη µε µποδίζεις, σε παρακαλώ.» «Να φύγεις αν είναι για το καλό σου, γιόκα µου. Συχώρα µε που σε στεναχωράω, είσαι παιδί µου και σε πονάω, δεν θέλω να σε χάσω. Μα σκέψου πού θα πας µόνος σου σε ξένο τόπο. Δεν ξέρουµε κανέναν εκεί. Δεν έχουµε ούτε ένα συγγενή να σε νοιαστεί.» «Μα µικρό παιδί είµαι, µάνα! Ή µήπως όλοι οι άλλοι είχαν συγγενείς! Θα ξεκινήσω κι αν δυσκολευτώ, πίσω σε σένα θα γυρίσω. Αλλά άσε µε να φύγω, µάνα, άσε µε και µη µου δείχνεις πόσο πονάς γιατί λυγάω.» Κι εκείνη έκλαιγε κρυφά και σκούπιζε τα µάτια της να µη φαίνονται. Ο πατέρας πάλι ήταν πάντα λιγόλογος. Το βλέµµα του όµως, που πάντα τα έλεγε όλα, τώρα ήταν φουρτουνιασµένο. Πάντα, σα µε κοιτούσε, τα µάτια του µε αγκάλιαζαν, µε χάιδευαν, όµως, τούτες τις µέρες, απέφευγε να µε κοιτάξει, µη και δω τι γινόταν στα σωθικά του. Ήταν ανάστατη η καρδιά του και η µατιά του έψαχνε µεριά να ακουµπήσει. Δε µου µίλαγε. Όµως έµοιαζε να µε παρακαλάει να αλλάξω γνώµη. Ήξερε, έβλεπε πως εδώ η ζωή στένευε για µένα κάθε µέρα, κάποτε θα µε έπνιγε και τότε ίσως να ταν αργά. Ένιωθε, δε µιλούσε, απλά το βλέµµα του µε ακολουθούσε και κατέγραφε κάθε τι. Χρόνια αργότερα έµαθα πως κράτησε στο νου του κάθε τι που µε θύµιζε και µε αυτές τις µνή- µες πορεύτηκε το υπόλοιπο της ζωής του. Η Ανθή ήταν διχασµένη. Ήθελε να ανοίξω τα φτερά µου και να πετάξω, αλλά πάλι θα µε έχανε και πονούσε. «Να φύγεις!», µου πε στα καλά καθούµενα ένα πρωί, «Να φύγεις!» «Τι έπαθες;» της είπα. «Ακούς; Να φύγεις! Πού θα σε πάει εδώ η ζωή; Στο πουθενά! Το βλέπεις, το βλέπω, δεν το αντέχω. Να φύγεις. Δεν θα 'ναι εύκολο, όµως κι εδώ τίποτε δεν είναι εύκολο, δεν υπάρχει τίποτε να σε κρατήσει. Δεν θα 'ναι εύκολο ούτε για 15

µας που θα µείνουµε πίσω. Αλλά πρέπει να αντέξουµε µακριά σου. Να φύγεις. Όµως να µη µας ξεχάσεις, αδελφέ µου. Να κοιτάς πίσω και να θυµάσαι, ποιος είσαι, ποιοι είµαστε, τι σου είµαστε. Μάνα, πατέρας, αδέλφια, οικογένεια, η δική σου οικογένεια. Μόνο µην ξεχάσεις.» Και τελικά ξέχασα. Η αγαπηµένη αδελφή µου ήταν ασθενική από µικρή. Όλοι παίζαµε στην αυλή, κι εκείνη έµενε σπίτι γιατί την ταλαιπωρούσαν συνεχώς ιώσεις. Μας κοίταζε από το τζάµι και χαιρόταν µε τα παιγνίδια µας. Αυτή ήταν πάντα η αδελφή µου, ποτέ δεν ζήλευε και δεν παραπονιόταν για τίποτα. Χαιρόταν µε την χαρά των άλλων, λυπόταν µε τον πόνο τους, στεναχωριόταν µε την στεναχώρια τους. Αυτή την εικόνα της αδελφής µου πήρα στο ταξίδι µου τη µέρα του αποχωρισµού, κι αυτή η εικόνα στοιχειώνει τη ζωή µου όλα τούτα τα χρόνια µακριά της. Ο µεγάλος µου αδελφός, ο Γεράσιµος, είχε θυµώσει πολύ µαζί µου καθώς θεωρούσε πως η ξεροκεφαλιά µου τους πίκραινε όλους. Μου φώναζε πως σκεπτόµουν µόνο τον εαυτό µου και κανέναν άλλο και πως εξαιτίας µου πικραίνονταν όλοι. Όµως τίποτα δεν µε έκανε να αλλάξω γνώµη κόντρα σε κάθε πόνο που προκαλούσε η φυγή µου, ακόµα και κόντρα στη λογική µου. Πείσµωσα και δεν έβλεπα τη θλίψη που προκαλούσα. Αυτά τα λέω τώρα, χρόνια µετά τα γεγονότα, και βλέποντας το ταξίδι της ζωής να τελειώνει εδώ, µακριά από τους αγαπηµένους µου, που επέλεξα να χάσω και να ξεχάσω. Η αλήθεια είναι ότι φοβούµουν όσα ήταν µπροστά µου, αλλά το άγνωστο και το ενδιαφέρον µου να γνωρίσω τον κόσµο, όπως επίσης και η παρουσία του Νίκου στο πλευρό µου καταλάγιαζαν τους φόβους µου. Έφτασε η ηµέρα να φύγω. Τίποτα δεν µε κράταγε παρά ο φόβος του άγνωστου, τούτος ο φόβος που µε έκανε να βιαστώ πιότερο να ξεκινήσω, πριν το µετανιώσω και γυρίσω πίσω. Τα χρήµατα που έπαιρνα µαζί µου µετρηµένα, λιγοστά, από το υστέρηµα των γονιών µου. Έπαιρνα την πιο βαριά αποσκευή. Την ευχή της µάνας µου και την εντολή της να µείνω πάντα άνθρωπος και το πάλεψα πολύ να αντα- 16

ποκριθώ σε αυτή την εντολή κι ας ήρθαν φορές που δεν την τήρησα και τότε µε κατάπιναν οι τύψεις. Τη βαλίτσα τη γέ- µισε µε τα πράγµατά µου η Ανθή µαζί µε κάποια φαγώσιµα για το δρόµο. Δύσκολα ξεκόλλησα από τις αγαπηµένες αγκαλιές που, από ό, τι φάνηκε στην πορεία, θα τις έχανα για πάντα. Ξεκόλλησα τελικά και κόλλησα τα µάτια µου στο δρόµο έτσι γεµάτα που τα ένιωθα, έτοιµα να µε προδώσουν και να κλαίω σα µικρό παιδί. Τώρα τα περιθώρια είχαν τελειώσει, ήµουν µόνος κι ο δρόµος µακρύς και άγνωστος φάνταζε µπρος µου έτοιµος να µε καταπιεί. Λίγο πριν, χωµένος στις αγκαλιές των αγαπηµένων µου ήµουν ακόµη δυνατός. Όµως τώρα ήµουν µόνος για πρώτη φορά και τροµαγµένος και δεν υπήρχε κανείς να του το πω, όπως δε θα υπήρχε και από εδώ και µπρός. Σαν ξεµάκρυνα, έµοιαζαν όλα να µε περιµένουν να τα ζήσω. Ρουφούσα κάθε τι γύρω µου µε λαχτάρα. Γύριζα πίσω διαρκώς, γιατί νόµιζα πως µε ακολουθούσαν τα µάτια της Ανθής, νόµιζα ότι τα έβλεπα παντού στο πλήθος των ανθρώπων να µε χαϊδεύουν και να µε συντροφεύουν. Δεν έκλαιγε όταν έφευγα, αλλά είχε ένα παράπονο, ένα βουβό πόνο, µια θλίψη που δεν χωρούσε σε καµιά περιγραφή. Τα µάτια της κατέγραφαν κάθε τι πάνω µου και φυλάκιζαν για πάντα τη µορφή µου που την κράτησε σα φυλακτό σε ολάκερη τη ζωή της. Με το Νίκο δεν είχαµε αλλάξει κουβέντα σε όλη τη διαδροµή, παρότι το προσπάθησα ανεπιτυχώς. Βίωνε ο καθένας την αγωνία του και δεν ήθελε να τη µοιραστεί, γιατί κανένας µας κείνη την ώρα δεν είχε δύναµη να αγωνιά και να φοβάται για δυο. Ο καθένας µόνος του. Πρώτη φορά ένιωσα µόνος, πολύ µόνος. Έτρεχα καθώς αλλάζαµε µεταφορικά µέσα, σε λίγο θα έµπαινα για πρώτη φορά σε αεροπλάνο και η καρδιά µου είχε σφιχτεί. Μας έλεγξαν τα πράγµατα, πήραµε σειρά και σε λίγο βρέθηκα να πετάω και να ξεµακραίνω από όλους για πάντα. Τώρα η ψυχή µου ζώστηκε µε φόβο, αλλά πια δεν υπήρχε επιστροφή. Στο Νίκο δεν είπα τί- 17

ποτε, γιατί τότε θα λιποψυχούσαµε και οι δύο. Έπρεπε να φαίνοµαι δυνατός, γιατί και εκείνος δε φαινόταν να ήταν καλύτερα, χαµένος στις σκέψεις του και στη δική του µοναξιά. Το έβλεπα στο σφιγµένο σαγόνι του, στην πολλή του νευρικότητα, και στις λίγες του κουβέντες. Τον κοίταζα και δεν τολµούσα να του µιλήσω. «Νίκο φοβάσαι;», τον ρώτησα κάποια στιγµή δειλά. «Και να φοβάµαι τι θα αλλάξει», µου απάντησε κοφτά. «Το νερό κύλησε στο ποτάµι και δεν γυρνάει πίσω, αυτό να το θυµάσαι και να κοιτάς µπροστά, µόνο µπροστά» Δεν ξαναµιλήσαµε. Ήµασταν κι οι δύο χαµένοι στις σκέψεις µας. Ήµουν ψηλά στον ουρανό, θα µπορούσα να αγγίξω το Θεό θαρρούσα, αλλά δεν µπορούσα να αγγίξω ούτε το Νίκο που κάθονταν δίπλα µου. Ο Νίκος δεν άφηνε πίσω αγκαλιές αγαπηµένων, εκτός από αυτή της µάνας του. Ο πατέρας του είχε πεθάνει όταν ήταν µικρός και ο αδελφός του είχε φύγει πριν χρόνια στην Αµερική. Κανείς άλλος εκτός από αυτή τη µάνα δεν θα τον περίµενε κι αυτήν κουβαλούσε µαζί του, στην ψυχή του, µια ψυχή που φάνταζε τούτη την ώρα βαρύτερη και από τις αποσκευές µας. Δυο ψυχές που έπρεπε να σταθούν δυνατές σε όσα µας περίµεναν και µας περίµεναν πολλά, αν και τότε αυτό δεν το γνωρίζαµε. 18