Επιμέλεια : Πομπιέρη Βασιλεία, Δικηγόρος, LLM UCL
ΕΡΩΤΗΜΑ 1 Με βάση το άρθρο 26 του ν. 2190/1920 για την πρόσκληση της γενικής συνέλευσης προβλέπεται ότι: Η Γενική Συνέλευση, πρέπει να καλείται είκοσι τουλάχιστον ημέρες, προ της ο ριζόμενης για την συνεδρίαση αυτής, υπολογιζομένων και των εξαιρετέων ημερών. Η ημέρα της δημοσιεύσεως της προσκλήσεως της Γενικής Συνελεύσεως και η ημέρα της συνεδριάσεως αυτής δεν υπολογίζονται. Η πρόσκληση της γενικής συνέλευσης περιλαμβάνει τουλάχιστον το οίκημα με ακριβή διεύθυνση, τη χρονολογία και την ώρα της συνεδρίασης, τα θέματα της ημερήσιας διάταξης με σαφήνεια, τους μετόχους που έχουν δικαίωμα συμμετοχής, καθώς και ακριβείς οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίο οι μέτοχοι θα μπορέσουν να μετάσχουν στη συνέλευση και να ασκήσουν τα δικαιώματα τους αυτοπροσώπως ή δι` α ντιπροσώπου ή, ενδεχομένως, και εξ αποστάσεως. Η πρόσκληση πρέπει να δημοσιεύεται όπως προβλέπεται στις διατάξεις του ίδιου άρθρου. Κατά δε το άρθρο 35γ για τις ανυπόστατες αποφάσεις της Γ.Σ.,όπου τέτοιες είναι: όσες λαμβάνονται με τις ψήφους προσώπων τα οποία: α) δεν είχαν μετοχική ι διότητα, ή β) είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα. Οι ανυπόστατες αποφάσεις είναι ανύπαρκτη ως δικαιοπραξία και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Η περίπτωση του δικού μας ιστορικού δεν υπάγεται στον 35γ. Κατά δε το άρθρο 35β άκυρες είναι οι αποφάσεις που πάρθηκαν από Γ.Σ. σε περίπτωση που δεν υπήρξε σύγκληση της γενικής συνέλευσης ή το περιεχόμενο της α πόφασης της είναι αντίθετο στο νόμο ή το καταστατικό. Όμως για την σύγκληση των Γ.Σ. θεωρείται ότι ΠΡΆΓΜΑΤΙ συγκλήθηκε η γενική συνέλευση, εάν υπήρξε πρόσκληση της προερχόμενη από την εταιρεία και περιέχου 2
σα τουλάχιστον ένδειξη της ημερομηνίας και του τόπου της γενικής συνέλευσης και η πρόσκληση αυτή δημοσιεύθηκε κατά το νόμο. Στην περίπτωση του δικού μας ιστορικού η σύγκληση της γενικής συνέλευσης πράγματι έλαβε χώρα χωρίς όμως η πρόσκλησή της να περιέχει τον τόπο της γενικής συνέλευσης. Συνεπώς η απόφαση για την εκλογή των μελών του ΔΣ θα μπορούσε να υπαχθεί στην περίπτωση των άκυρων αποφάσεων του άρθρου 35 β. Κατά δε το άρθρο 35 α για την ακυρωσία των αποφάσεων γενικών συνελεύσεων: απόφαση της γενικής συνέλευσης που λήφθηκε με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο ή το καταστατικό, ακυρώνεται από το δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και για αποφάσεις τις οποίες έλαβε γενική συνέλευση που δεν είχε νόμιμα συγκληθεί ή συγκροτηθεί. Ομοίως στην περίπτωση του δικού μας ιστορικού η σύγκληση της γενικής συνέλευσης πράγματι έλαβε χώρα χωρίς όμως η πρόσκλησή της να περιέχει τον τόπο της γενικής συνέλευσης. Συνεπώς η απόφαση για την εκλογή των μελών του ΔΣ θα μπορούσε να υπαχθεί στην περίπτωση των ακυρώσιμων αποφάσεων του άρθρου 35 α λόγω της παράβαση του νόμου άρθρο 26 για την πρόσκληση σε σύγκληση των γενικών συνελεύσεων. Όμως σε κάθε περίπτωση είτε την υπάγουμε στο 35 α είτε στο 35β θα πρέπει αυτή η απόφαση να προσβληθεί δικαστικώς είτε για να ακυρωθεί (35 α παρ. 3,6,7,8,9,11) είτε για να αναγνωριστεί η ακυρότητά της (35β παρ. 4,5,6). Στο μέτρο που στο ιστορικό δεν αναφέρεται καμία τέτοια πράξη από τους απόντες στη ΓΣ μετόχους ή τον οποιοδήποτε έχοντα έννομο συμφέρον η απόφαση είναι έγκυρη. Επομένως το ΔΣ που έχει εκλεγεί με απόφαση της ΓΣ και έχει δημοσιευθεί νόμιμα στην ΕτΚ μέχρι και την προσβολή της συγκεκριμένης απόφασης. Ο Χ ως μέλος του ΔΣ και Πρόεδρος της εταιρίας, εκπροσωπεί την εταιρία δικαστικά και εξώδικα (άρθρα 18 παρ.1, άρθρο 22 ν. 2190/1920). Στο ιστορικό αναφέρει ότι ο Χ ο οποίος συνήθιζε να καταρτίζει συμβάσεις στο όνομα και για λογαριασμό της εται 3
ρίας και εν γνώσει των λοιπών μελών του ΔΣ κατήρτισε με το Γερμανικό οίκο κατασκευής ιατρικών μηχανημάτων σύμβαση με το εκεί αναφερόμενο περιεχόμενο. Η υπογραφή της σύμβασης είναι έγκυρη και δεσμέυει την εταιρία αφενός για τους λόγους που αναφέραμε ως άνω για την ακυρότητα και ακυρωσία της απόφασης της ΓΣ που τον εξέλεξε στο ΔΣ αφετέρου γιατί είναι μέσα στα όρια των αρμοδιοτήτων του ΔΣ κατά το άρθρο 22: Παρ. 1 Το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν` αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρίας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρίας. Πράξεις του Διοικητικού Συμβουλίου, ακόμη και αν είναι εκτός του εταιρικού σκοπού, δεσμεύουν την εταιρία απέναντι στους τρίτους, εκτός αν αποδειχθεί ότι ο τρίτος γνώριζε την υπέρβαση του εταιρικού σκοπού ή όφειλε να τη γνωρίζει. Δε συνιστά απόδειξη μόνη η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας ως προς το καταστατικό της εταιρίας ή τις τροποποιήσεις του. Παρ. 2 Περιορισμοί της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου από το καταστατικό ή από απόφαση της γενικής συνέλευσης δεν αντιτάσσονται στους τρίτους ακόμα και αν έχουν υποβληθεί στις διατυπώσεις δημοσιότητας Η σύμβαση μεταξύ της ΑΕ και του Γερμανικού οίκου ομοιάζει και για αυτό, από το νόμο αλλά τη νομολογία, ερμηνεύεται ως σύμβαση αποκλειστικής διανομής. Τέτοια είναι η διαρκής ενοχική σύμβαση κατά τη διάρκεια της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός ή χονδρέμπορος) υποχρεούται να πωλεί αποκλειστικά για ορισμένη περιοχή στον άλλο (διανομέα) εμπορεύματα, τα οποία στη συνέχεια ο τελευταίος μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό. Από την προαναφερόμενη σύμβαση διακρίνεται η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας με την οποία ο παραγωγός ή χονδρέμπορος αναθέτει στον εμπορικό αντιπρόσωπο έναντι αμοιβής (προμήθειας) τη για ορισμένη συνήθως περιοχή μέριμνα των υποθέσεών του, η οποία κατευθύνεται είτε στη διαπραγμάτευση είτε στη σύναψη συμβάσεων πωλήσεως ή αγοράς εμπορευμάτων, στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου (άρθρα 1, 4 7 ΠΔ 219/1991). Σε αντίθεση με τον αποκλειστικό εμπο 4
ρικό αντιπρόσωπο που εκτελεί βοηθητική λειτουργία διαμεσολαβήσεως, ο αποκλειστικός διανομέας συναλλάσσεται με τους τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του αναλαμβάνοντας πλήρως τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Στη σύμβαση εμπορικής διανομής εφαρμόζονται οι περί παραγγελίας διατάξεις του Εμπορικού Νόμου (άρθρα 90 επ.) και, συμπληρωματικά, οι διατάξεις περί εντολής (άρθρα 713 επ. ΑΚ) και αντιπροσωπείας (άρθρα 210 επ. ΑΚ). ΕΡΩΤΗΜΑ 2 Μάλιστα δε (κατά το άρθρο 14 παρ.4 Ν.3557/2007,ΦΕΚ Α 100/14.5.2007) Οι διατάξεις του π.δ. 219/1991, όπως ισχύει, εφαρμόζονται αναλόγως στις συμβάσεις: α) αντιπροσωπείας, οι οποίες αφορούν παροχή υπηρεσιών, β) αποκλειστικής διανομής, εφόσον, ως συνέπεια της σύμβασης αυτής, ο διανομέας ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του προμηθευτή. Επομένως, κατά δε το άρθρο 9 του ιδίου διατάγματος 1. α) Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση εάν και εφόσον κατά τη διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς και η καταβολή της αποζημίωσης αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Στις περιστάσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται επίσης και η εφαρμογή ρήτρας μη ανταγωνισμού με την έννοια του άρθρου 10 του παρόντος. 5
γ) Η χορήγηση αυτής της αποζημίωσης δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της περαιτέρω ζημίας την οποία υπέστη όπως ορίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, ότι η αποζημίωση πελατείας είναι μια ιδιόρρυθμη αξίωση αμοιβής, που κινείται μεταξύ δύο ισοδύναμων πόλων, ε κείνου της αμοιβής και εκείνου της επιείκειας, οι οποίοι δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της ως ένα είδος εύλογης ή δίκαιης αποζημίωσης, όπως ιδίως φαίνεται και από την άνω διατύπωση του άρθρου 9 παρ.1 εδ. αʹ του π.δ. 219/1991, όπως το εδ. αʹ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ.1 του πδ 312/1995. Το άνω πραγματικό του άρθρου 9 θέτει τρεις ισοδύναμες προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά: α) η εισφορά νέων πελατών ή η προαγωγή, σημαντικά, των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες από τον εμπορικό αντιπρόσωπο κατά τη διάρκεια της σύμβασης, β) η διατήρηση ουσιαστικών ωφελειών από τον εντολέα αντιπροσωπευόμενο, που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς μετά τη λύση της σύμβασης και γ) η καταβολή της αποζημιώσεως να είναι ʺδίκαιηʺ αν ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις καθεμιάς συγκεκριμένης περιπτώσεως και ιδιαίτερα οι προμήθειες που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Τέλος από τις προαναφερόμενες διατάξεις και εκείνης του άρθρου 298 παρ.1 του Α.Κ. που ορίζει ότι ʺ Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία) καθώς και το διαφυγόν κέρδος.ʺ συνάγεται ότι επί συμβάσεως αποκλειστικής εμπορικής διανομής, στην οποία εφαρμόζονται α ναλόγως οι διατάξεις περί εμπορικής αντιπροσωπείας, αν αυτή (σύμβαση διανομής) είναι αορίστου χρόνου και καταγγελθεί από τον αντισυμβαλλόμενο του διανομέως χωρίς να τηρηθεί η προαναφερόμενη κατά περίπτωση νόμιμη προθεσμία και άνευ σπουδαίου λόγου, τότε ο διανομέας δικαιούται το διαφυγόν του κέρδος για τον μέχρι της λήξης της προθεσμίας αυτής χρόνο. 6
ΕΡΩΤΗΜΑ 3 4 Κατά το πρακτικό η ΑΕ μετά την καταγγελία της σύμβασης περιήλθε σε οικονομική αδυναμία και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της και από την 2/07/2010 ήταν πλέον ορατή η πτώχευση της. Κατά δε το άρθρο 41 και 42 ν. 3588/2007 (ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΌΣ ΚΩΔΙΚΑΣ) Πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν εντός του χρόνου που περιλαμβάνεται από την παύση των πληρωμών μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης (ύποπτη περίοδος) και είναι επιζήμιες για την ομάδα των πιστωτών ανακαλούνται ή μπορούν να ανακληθούν από τον σύνδικο κατά τις διατάξεις των επόμενων άρθρων. Βλέπε αρ.42 πράξεις υποχρεωτικής ανάκλησης. Η εκχώρηση απαιτήσεων και μάλιστα χωρίς αντάλλαγμα είναι πράξη χαριστική που ανακαλείται υποχρεωτικά. Για την ευθύνη των μελών του ΔΣ θα ανατρέξουμε στη διάταξη του άρθρου 22 α και 22β του ν.2190/1920. Για δε την πώληση της επωνυμίας της ΑΕ θα πρέπει να εξεταστεί αν είναι επιζήμια για να ανακληθεί ή όχι με βάση το άρθρο 43 του πτωχευτικού κώδικα (Πράξεις δυνητικής ανάκλησης). Επιπλέον θα πρέπει να γίνει μια αναφορά στη δυνατότητα πώλησης της επωνυμίας της ΑΕ καθώς δεν αναφέρεται στο πρακτικό η λήψη της σχετικής απόφασης για τέτοια διακιοπραξία και να συσχετιστεί με την αποκλειστική αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης άρθρο 34 ν.2190/1920. 7