Συνέντευξη με τους κυρίους Καπετανάκη Γεώργιο ή Καψάλη και Καπετανάκη Φανούριο 5-9-99



Σχετικά έγγραφα
Συνέντευξη με τον κύριο Αβυσσηνό. Α. Πλευρά

Συνέντευξη με τον κύριο Κοϊνάκη Νικόλαο στην Ιεράπετρα.

Συνέντευξη με τον κ. Χριστοδουλάκη Μανώλη στη Σητεία.

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Συνέντευξη με τον κύριο Γιώργο Βουτυράκη στη Σητεία.

Συνέντευξη με τον κύριο Βασιλάκη Γιώργο στο Ηράκλειο. ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α. Πλευρά

Συνέντευξη με τον κύριο Κονδυλάκη Μανώλη στο Ηράκλειο. 1. ΚΑΣΕΤΑ Α. Πλευρά

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Συνέντευξη με τον κύριο Μαρκάκη Αριστοτέλη στη Σητεία. ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α. Πλευρά

Συνέντευξη με τον αγαπητό τον κύριο Κανάκη Μηνά στο σπίτι του στον Άγιο Νικόλαο.

Συνέντευξη με τον κύριο Βαρσαμίδη Γεώργιο στην Ιεράπετρα. ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α. Πλευρά

Συνέντευξη με τον κύριο Βασιλάκη Κωνσταντίνο στο Ηράκλειο. ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α. Πλευρά

Συνέντευξη με τον κύριο Κανιτάκη Γιώργο στην Ιεράπετρα. ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α. Πλευρά

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Συνέντευξη με τον κύριο Φραγκιαδάκη Γιώργο στη Σητεία. Α. Πλευρά

Συνέντευξη με τον κύριο Περάκη Νίκο.

Συνέντευξη με τον Κύριο Σμυρνιό Μιχάλη ή Λαμπράκη στην Ιεράπετρα. Α. Πλευρά

Συνέντευξη με τον Νίκο Τσαγκαράκη.

Συνέντευξη με τον κύριο Γιάννη Σταυρουλάκη στη Σητεία.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Συνέντευξη με τον Γεώργιο Ξενούδη.

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Συνέντευξη με τον κύριο Τσαντάκη Γιώργο στο Ηράκλειο. ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α. Πλευρά

Συνέντευξη με τον κύριο Λουφαρδάκη Μιχαήλ Α. Πλευρά

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Κατανόηση προφορικού λόγου

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Συνέντευξη με τον αγαπητό φίλο μας κιθαρίστα Παξιμαδάκη Γιάννη στο Ηράκλειο. Α. Πλευρά

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Συνέντευξη με τον κ. Ζερβάκη Ιωάννη 14/5/98 στη Σητεία.

Ι ΑΚΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ: Προσκλήσεις και ευχές

Συνέντευξη με τους κύριους Αντώνη και Μιχάλη Βασαρμίδη (Συμμετέχει ο κος Εξουζίδης Παύλος) στην Ιεράπετρα. ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α.

Συνέντευξη με τον κύριο Κατράκη Φώτη Α. Πλευρά

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το Α' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη Σμπώκου

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Ε ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ (Ε1) ΣΤΗΝ ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΖΩΝΗ


Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Ενότητα 7. πίνακας του Γιώργου Ιακωβίδη

ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΚΑΙ ΕΝΗΛΙΚΟΥΣ Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ

Συνέντευξη με τον Καντηλιεράκη Σταύρο ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α. Πλευρά

Συνέντευξη με τον κύριο Καταξάκη Γιώργο στη Σητεία.

Κατανόηση προφορικού λόγου

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Έτσι, αν το αγόρι σου κάνει τα παρακάτω, αυτό σημαίνει ότι είναι αρκετά ανασφαλής. #1 Αμφιβάλλει για τα κίνητρα σου

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

17.Α.ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 1 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Modern Greek Beginners

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Αξιοποιώντας τους γλωσσικούς πόρους

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Ιδέες των μαθητών της ΣΤ' τάξης του Δημοτικού Σχολείου Athener Schule

Συνέντευξη με τον κύριο Μανιουδάκη Εμμανουήλ ή Μανιό Α. Πλευρά

Γεννηθήκαμε και υπήρξαμε μωρά. Κλαίγαμε, τρώγαμε, γελάγαμε, κοιμόμασταν, ξυπνάγαμε, λερωνόμασταν.

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Συνέντευξη με τον κύριο Βαρδάκη Βαγγέλη στην Ιεράπετρα. ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α. Πλευρά

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης)

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

μονόλογος. του γιώργου αθανασίου.

Μια φορά κι έναν καιρό

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Καθηγητής: Λοιπόν, εδώ έχουμε δυο αριθμούς α και β. Ποιος είναι πιο μεγάλος. Λέγε Ελπίδα.

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΩΣ. Διασκευή ενός κεφαλαίου του λογοτεχνικού βιβλίου. (Δημιουργική γραφή)

Συνέντευξη με τον Κύριο Λαποκωσταντάκη Γιώργο στην Ιεράπετρα. ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α. Πλευρά

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Συνέντευξη με τον κύριο Παπαδάκη Κώστα ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α. Πλευρά

Εισαγωγή στα Πρότυπα Γυμνάσια-N.Γλώσσα

Συνέντευξη με τον κύριο Γιαννουλάκη Κωστή Α. Πλευρά

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

ΜΕΡΟΣ Ι. Τυμπανιστής:

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Συνέντευξη με τον κύριο Τσαγκαράκη Τζιμάκη Γεώργιο Α. Πλευρά

Transcript:

Συνέντευξη με τους κυρίους Καπετανάκη Γεώργιο ή Καψάλη και Καπετανάκη Φανούριο 5-9-99 Ερ. Κύριε Γιώργο ποια ήταν τα πρώτα σας ερεθίσματα για να μάθετε βιολί; Γεω. Εγώ την αρχή, όταν ήμουνα περίπου δεκαπέντε ετών πήγαινα έξω στις μπαμπακιές κι έπαιρνα λίγο νταργιά που λέμε, που κάνουν τις σκούπες, σαν καλαμάκια ήταν κι έβαζα ξύλα από κάτω και χτύπουνα μ ένα άλλο ξύλο, σαν μαντολίνο, μετά έφτιαχνα την τσατσάρα κι έβαζα απάνω ένα χαρτάκι στην τσατσάρα κι έπαιζα λοιπόν και μαζευότανε κόσμος να μ ακούσει. Με το χαρτάκι, τσατσάρα. Ερ. Οι μπαμπακιές, τι είναι οι μπαμπακιές; Γεω. Η μπαμπακιά είναι ένα κομμάτι νταρί, νταρί που κάνουν τις σκούπες. Σπέρνουν μπαμπάκι και βάζουν μέσα καλαμπόκι και φυτρώνει. Τα καλάμια εκείνα έχουνε κοντύλους σαν το καλάμι και τα κόβαμε με το μαχαιράκι και βάζαμε από κάτω εκεί, κάναμε σαν τις χορδές και βάναμε από κάτω, έβγανε σαν τις χορδές αυτό, κι έβανε ένα ξυλαράκι και το κανα έτσι και... μαζευότανε. Δηλαδή παιδιά Ερ. Δηλαδή ήτανε χοντρό σαν το καλάμι αυτό; Γεω. Σαν το καλάμι. Τα χεις υπόψη σου καθόλου αυτά; Ερ. Και γιατί το χρησιμοποιούσατε αυτό, ήταν κάτι ειδικό ή δεν είχατε καλάμι; Γεω. Όχι, ήταν της μπαμπακιάς, το οποίο άμα το τέντωνες, έβγαζε μια διαφορετική φωνή, χτυπούσε σαν να τανε χορδές. Φαν. Άφηνε ίνες. Γεω. Ναι, τότες λοιπόν παίρνω εγώ το καλάμι, του βάνω τα αυτά από κάτω και το παιζα λοιπόν κάθε βράδυ στο δώμα απάνω και μ ενοχλούσανε οι γειτόνοι, «τι είναι αυτό που κάνεις έτσι». 1

Φαν. Από τη μια μεριά σηκωνότανε μ ένα καλαμάκι, σαν μπελτιές, μπελτιές λέγεται αυτό που πατάμε τα χωρίσματα κι από την άλλη μεριά πάλι το ίδιο και ψηλωνότανε λιγάκι αυτές οι χορδές. Ερ. Πόσες χορδές βάζατε; Φαν. Όχι, δικό του, του καλαμιού ήτανε αυτό. Γεω. Τους ξεκολλάγαμε απ το καλάμι απάνω και τις χωρίζαμε και βάναμε ένα καλάμι εδώ, άλλο ένα εκεί, έτσι σαν το κλήμα και το χτυπούσαμε κι έβγαζε διάφορες φωνές. Ερ. Καλά μπορούσε να ξεχωρίσει κανείς δυο φωνές; Γεω. Όχι, κανείς, καμία, όλες μαζί. Όπως είναι το μαντολίνο ακριβώς. Ερ. Αλλά πόσες χορδές φτιάχνατε; Γεω. Τέσσερις χορδές και πέντε. Φαν. Χωρίς πατήματα βέβαια. Γεω. Όχι πατήματα. Ήταν τόσο περίπου μεγάλο το καλάμι, του βγάζαμε τα αυτά έτσι μ ένα μαχαιράκι και το σκίζαμε έτσι και βάναμε τη χορδή. Μετά περνάγαμε από κάτω εκεί, περνάγαμε το ξύλο κι από δω έν άλλο και σηκωνόταν και το παίζαμε μ ένα άλλο ξυλαράκι. Στα παιδικά μου χρόνια, δηλαδή στα δεκαπέντε μου χρόνια. Ερ. Ήταν δηλαδή γύρω στα δεκαπέντε εκατοστά; Γεω. Ναι, μπράβο. Ερ. Και σηκώνατε έτσι λίγο τους κονδύλους και βγάζατε το ξυλαράκι; Γεω. Ναι. Μετά έπαιρνα μια τσατσάρα κι έβαζα πάνω ένα χαρτί, ή από τσίπα, αν έχετε υπόψη σας έξω στα βουνά κάτι πέτρες που κάνουνε από κάτω μια τσίπα... κάνουνε νούνουρα που λένε και βάναμε τσίπες και κάναμε νουνουνου και βάναμε τσίπες κι έπαιζε. Από κει λοιπόν έβλεπα τον κόσμο, τα παιδιά, μαζευότανε. Εμένα μου άρεσε ν ακούω μουσική και μετά πήρα μια φυσαρμόνικα και την έχω ακόμα, φυσαρμόνικα. Ερ. Την αγόρασες; 2

Γεω. Ναι, την αγόρασα, φυσαρμόνικα, την οποία την έχω ακόμα και θα ναι τουλάχιστον εξήντα πέντε χρονών πρέπει να ναι, πενήντα εννιά, εξήντα χρονών πρέπει να ναι αυτή η φυσαρμόνικα. Την έχω σπίτι ακόμα. Κι έπαιζα εκεί λίγα πράγματα. Ερ. Πώς και πήρατε φυσαρμόνικα, είχατε τέτοια ακούσματα; Γεω. Ναι, μου άρεσε. Είχα ένα αδελφό, τον πρώτο μου αδελφό τον Κώστα κι έπαιζε βιολί στην αρχή. Ερ. Μεγαλύτερος αδελφός; Γεω. Ναι, μεγαλύτερος περίπου από μένα δέκα χρονών Φανούρη; Κι έπαιζε βιολί, πολύ ωραίο βιολί έπαιζε, πήγαινε στους γάμους, δεξιά, αριστερά. Κι έπαιρνα την τσατσάρα, φυσαρμόνικα κι έπαιζα κι εγώ αλλά όχι όπως τον αδελφό. Αισθανόμουνα κι εγώ κάποια δόνηση μέσα μου, λέω να πάρω κι εγώ μια αυτή. Και πήρα μετά τη φυσαρμόνικα ένα μαντολίνο. Στο μαντολίνο αυτό έμαθα μερικούς σκοπούς, από ακουστικά του αδελφού μου, από ακουστικά απ τα ραδιόφωνα μέσα. Και κάθομαι κι ήπαιζα. Μετά χρόνια που γίνηκα είκοσι ετών, επήγα και πήρα ένα βιολί από να τσαγκάρη που δούλευα μαζί του, τσαγκάρης ήταν αυτός. Είχε ένα βιολί και μου λέει «Γιώργη το πουλώ» «πόσο;» λέει «θα μου δουλεύεις εδώ, θα σαι κάλφας, δεν θα σου δίδω τίποτα να μου δουλεύεις εδώ, να σου δώσω το βιολί και θα μου δώσεις πενήντα χιλιάδες» τότες. Ήταν τα λεφτά, το χιλιάρικο ήτανε φράγκα, αν τα θυμάστε. Και πήρα τότες το βιολί, είπα του πατέρα μου πενήντα οκάδες λάδι και το δωσα και πενήντα χιλιάδες που τις είχε δώσει καμιά φορά μπουρμπουάρ, δήθεν μπουρμπουάρ ο τσαγκάρης και πήρα το βιολί. Από κει σιγά-σιγά κούρδιζα στα δώματα πάνω του πατέρα μου εκεί που πήγαμε χτες βράδυ στο στούντιο πάνω το δικό μας το παλιόσπιτο κι έπαιζα που λες μέρα νύχτα εκεί. Τζίγρι-τζίγκρι το βιολί, έτσι αυτός να μαθαίνει απ τον αδελφό μου, ακουστικά στ αυτιά μου κάθε μέρα απ το ραδιόφωνο κι έτσι που λες απέκτησα αυτή την πείρα του βιολιού. Κανείς δεν μου δειξε, ε και πάτησα πουθενά. 3

Ερ. Ούτε πώς να το κουρδίζεις; Γεω. Καθόλου, κανείς, μόνος μου, με δική μου έμπνευση το κούρδιζα, του βαζα χορδές κανείς δεν μου πε «εκεί πάτησε». Ερ. Γιατί δεν πήγες τον αδελφό σου; Γιατί δεν ζήτησες βοήθεια απ τον αδελφό σου; Γεω. Δεν πήγα στον αδελφό μου, γιατί ο αδελφός μου είχε πολύ δουλειά στη δουλειά του, που ήκανε πρώτα-πρώτα το σιδηρουργό και δεύτερο που ήπαιζε βιολί στα χωριά και δεν σταμάταγε καθόλου. Ποτέ δεν μου δειξε να μου πει εκείνο κάνε. Μόνος αυτοδύναμος, αυτόβουλος έμαθα εγώ αυτά που μαθα. Ερ. Ήταν αυτός ο πραγματικός λόγος ή μήπως δεν ήθελε να σου δείξει ο αδελφός σου; Γεω. Όχι, δεν ήθελε να μου δείξει. Ουδέποτε εγώ ζήτησα να πω «αδέλφι δείξε μου» ποτέ μου, γιατί εγώ δεν είπα ότι θα γενώ κι επαγγελματίας. Κι έτσι που λες μόνος σιγά-σιγά έκανα αυτή την προσπάθεια κι έμαθα το βιολί που έμαθα μέχρι σήμερα, αλλά για να ανταποδώσω πολύ ήταν ότι δεν είχα και καλούς βοηθούς για να ανυψωθώ λίγο παραπάνω κι έμεινα στο χωριό και μένω ακόμα εκεί. Ερ. Εκτός από τον αδελφό σου, πριν από τον αδελφό σου, υπήρχε άλλος στην οικογένεια που έπαιζε όργανο; Γεω. Ο πατέρας μου λέει έπαιζε μαντολίνο παλιά. Ερ. Γιατί λες «λέει» δεν τον έφτασες τον πατέρα σου; Γεω. Όχι, δεν τον άκουσα να παίζει. Φαν. Τον άκουσα εγώ. Γεω. Α, δεν ξέρω, εγώ δεν τον άκουσα τον πατέρα να παίζει, αλλά παλιά μου λένε, τον πατέρα μου τον έφτασα γέρο, διότι ο πατέρας μου είχενε παντρευτεί δύο φορές. Είχε πάρει μια γυναίκα η οποία κακοπόδωσε και έμεινε χήρος και πήρε μετά τη μητέρα μου. Τη μητέρα μου την πήρε το 17. Το 17 πήρε τη μητέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν σαράντα ετών. Ερ. Όταν πέθανε ο πατέρας σου πόσο χρονών ήσουνα; 4

Γεω. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, επόθανε το 67, 28 ήμουνα εγώ γεννηθείς. Ερ. Τον έφτασες επομένως; Γεω. Ναι, αλλά μαντολίνο να παίζει στα χρόνια τα δικά του δεν τον θυμάμαι, όχι. Ο Φανούρης λέει πως τον είδε κι ήπαιζε. Εγώ δεν τον είδα. Δηλαδή δεν είδα το μαντολίνο του, αλλά άκουσα ότι έπαιζε μαντολίνο. Φαν. Παίζω και το σκοπό που έπαιζε ακόμα. Γεω. Τον παίζεις; Δεν ξέρω. Ερ. Εσύ Φανούρη τον άκουσες να παίζει; Φαν. Ε, βέβαια. Ερ. Άλλος εκτός απ τον πατέρα υπήρχε στην οικογένεια, παλαιότερος ακόμη; Γεω. Παλαιότερος από τον πατέρα μου σε μένα κανένας μόνο ο πατέρας μου. Μόνο ο πατέρας μου που έπαιζε λέει μαντολίνο. Εγώ σου λέω δεν τον άκουσα, αλλά εμένα μου χε τόσο να ερωτευτεί το όργανο μέσα κι έπαιζα το βιολί που λες και κάθε μέρα τζίγκιρι, τζίγκιρι κι έμαθα αυτό που έμαθα αυτόβουλα, δηλαδή αυτοδύναμη δική μου, χωρίς να μου δείξει κανείς, ούτε ο άλφας, ούτε ο βήτας, άνθρωπος να ξέρει μαντολίνο, είτε να ξέρει λαούτο, είτε να ξέρει βιολί, γιατί τότες υπήρχανε τα παλιά μαντολίνα, δεν υπήρχανε τότες λαούτα. Υπήρχε το μαντολίνο. Και σε μαντολίνο απάνω επαίζανε λύρες και κάναν τους γάμους και καθόμαστε στη μέση στο σπίτι ή σε καφενείο μπορεί να ήτανε και γύρω-γύρω χορεύανε. Δεν υπήρχαν τότες μεγάφωνα κ. λ. π. Ερ. Απ όσο θυμάστε τώρα, βιολί παίζανε; Γεω. Βιολί έπαιζε στο χωριό ένας χωριανός μου, ο οποίος λεγότανε ο Μιχελούκος. Φαν. Ο Ρίγας είναι πρώτος. Γεω. Πρώτα ο Μιχελούκος. Ο Μιχελούκος ο Μανώλης. Ερ. Αυτό είναι το πραγματικό του όνομα; Γεω. Παρατσούκλι. Φρουδαράκης. Ερ. Φρουδαράκης Μανώλης; 5

Γεω. Ναι, αλλά λέγουνταν Μιχελούκος. Πέθανε αυτός. Μετά έπιασε ο αδελφός μου βιολί κι έπαιζε, μετά ο άλλος μου αδελφός, Μιχάλης, μετά εγώ και μετά ο Φανούρης. Δηλαδή τέσσερα αδέλφια, εμαθαίναμε κι οι τέσσερις βιολί, αλλά η κορυφή στο βιολί τότες ήταν ο αδελφός μου ο Κωστής. Ήταν και σιδηρουργός. Ερ. Στο χωριό σας δηλαδή επικρατούσε η λύρα ή το βιολί έτσι όπως το θυμάστε; Γεω. Παλιά το βιολί. Ήταν και μία λύρα του Κουρουπαντώνη, που έχουμε γράψει εδώ, του Κουρουπαντώνη μια λύρα τότες υπήρχενε και του γέρου Μιχελούκου άλλη μια λύρα παλιά. Φαν. Τον έφτασες τον Μιχελούκο; Γεω. Όχι, τον άκουγα. Ερ. Ο Μιχελούκος δεν είναι αυτός που μας είπατε που έπαιζε βιολί; Γεω. Ο Μιχελούκος τον έφτασα εγώ, με το βιολί τον έφτασα. Ερ. Ο γιος έπαιζε το βιολί; Γεω. Το γέρο Μιχελούκο τον πατέρα του που έπαιζε λύρα δεν τον έφτασα. Αλλά ήταν ο Μιχελούκος ο άλλος, είχενε και ωραίο τόξο. Έπαιζε πολύ καλά. Ερ. Δηλαδή τότε, όταν παντρεύονταν, γινόταν ένα πανηγύρι, ένας γάμος, καλούσανε αυτούς τους δύο λυράρηδες; Γεω. Τους δύο λυράρηδες. Ερ. Ή τους βιολιτζήδες; Γεω. Όχι, εκαλούσαν ήταν δυο λύρες, ένας ο οποίος λεγότανε Χατζάκης, ετσά δεν λεγότανε, Χατζάκης ο μπάρμπας σου; Φαν. Α, ο Βασίλης. Γεω. Ο Βασίλης και ο Κουρουπαντώνης. Ερ. Κουρουπαντώνης, ποιο είναι το πραγματικό του όνομα; Γεω. Ήτανε Αρχοντάκης Αντώνιος, αλλά είχανε το παρατσούκλι Κουρούπη. Όπως λέμε το παρατσούκλι εμένα Καψάλης, η οικογένειά μου Καψάληδες. 6

Ερ. Κι αυτός έπαιζε λύρα; Γεω. Και Καψάλης λεγότανε η οικογένεια, γιατί λέει υπήρχε στην οικογένεια του προπάππου μου ένας άνθρωπος πολύ μελαχρινός, πολύ μαύρος σαν τον αμερικάνο κι από κει τον βγάλανε Καψάλη. Και το Καπετανάκης το πήραν από καπετανιά, ήταν τότες καπετάνιοι αυτοί και πήραμε το όνομα Καπετανάκηδες. Ερ. Να επανέλθουμε λιγάκι στην ερώτηση; Τότε ο κόσμος δηλαδή προτιμούσε στα πανηγύρια ή στους γάμους να καλέσει, ν ακούσει τους λυράρηδες ή τους βιολάτορες; Γεω. Βιολί. Όταν πήγαμε με τον αδελφό μου κάποτε στη Μεσαρά, παίζανε λύρες. Ερ. Όχι αλλού, στο χωριό σου στο Μοχό; Γεω. Στο χωριό παίζαμε εμείς με τον αδελφό μου, ο αδελφός μου βιολιά αν θέλαν ν ακούσουνε μαζεύουνταν ο κόσμος. Ερ. Στα πανηγύρια, στις επίσημες εκδηλώσεις, στο γάμο, στη βάφτιση; Γεω. Στο γάμο, στη βάφτιση, στις εκδηλώσεις, καμιά φορά σε παρέες, βιολί. Ήταν το μόνο που ο κόσμος εσίμωνε. Ακούγανε άλλη μελωδία στο βιολί. Λύρα ήταν ένα τοπικό όργανο το οποίο σήμερο εξαπολίστηκε σ όλη την Ελλάδα η λύρα, γιατί τα βιολιά δεν τα εργάζονται σήμερο. Εργάζονται τις λύρες. Και γενικά σήμερα οι νέοι παίρνουνε λύρες. Ενώ στο βιολί είναι ο βασιλεύς των οργάνων σήμερα. Ερ. Εμείς ρωτάμε την εποχή που ήσουνα μικρός, που άρχισες να παίζεις το βιολί, που άρχισες επαγγελματικά, να το πούμε έτσι, ο κόσμος τι προτιμούσε περισσότερο τη λύρα ή το βιολί; Γερ. Το βιολί. Ερ. Και στο χωριό σας είχατε περισσότερα βιολιά από λύρες; Γεω. Ναι, ήμουνε εγώ, ήταν ο αδελφός μου, ήταν ο Μιχελούκος, ήταν ο Μιχάλης ο Πλατάκης, ο οποίος λεγόταν κι αυτός το παρατσούκλι του ο Ρίγας, ο αδελφός μου ο Μιχάλης κι ο Φανούρης. Ήτανε τέσσερα, πέντε, έξι βιολιά στην Κρήτη. 7

Φαν. Νομίζω ότι απ την ερώτηση ξεφύγαμε. Το ερέθισμα που σ έκανε να μάθεις βιολί είπε η κοπέλα, ποιο ήταν ο ερέθισμα που σ έκανε να μάθεις όργανο; Εκεί ήταν η αρχική ερώτηση. Γεω. Ε, ναι. Είπα κι εγώ ότι μου άρεσε η μουσική. Αυτό είναι, μου άρεσε η μουσική κι από την αρχή σας λέω ότι πήγαινα κι έβγαζα νταριά για να κάμω... Φαν. Μα δεν σε ρώτησε πώς την έμαθες, το ερέθισμα; Ερ. Ποιος σε παρακίνησε; Γιατί έμαθες βιολί κι όχι λύρα; Γεω. Τι να πω τώρα, τη λύρα δεν την ήθελα, διότι η λύρα ήταν έτσι φτωχό πράμα, πώς να το πω, δεν ήταν εξευγενισμένη. Ενώ στο βιολί ήτανε πλούσιο πράμα, ήταν πιο ακουστικό, πιο ανοιχτικό πιο επίσημο, ενώ στη λύρα τη λέγαμε εμείς ποιος παίζει λύρα δεν είναι τίποτα, ενώ στο βιολί ήταν ένα πράμα που σε πλούτιζε να το κρατάς μόνο. Ερ. Υπήρχαν κάποιοι βιολάτορες τότε που θαυμάζατε εσείς και είπατε από μικρός «να μωρέ, σ αυτόν θέλω να μοιάσω»; Γεω. Ναι, εγώ έλεγα τώρα ο Πλατάκης ο Ρίγας, που λέγαμε το παρατσούκλι Ρίγα, όταν έπαιζε, εκλαίγαν τα δέντρα. Τόσο γλυκό, τόσο τονωτικό, με τόσο ρυθμό το έπαιζε το όργανό του που λες και κάθουνταν και οι κοπέλες εκείνη την εποχή, έκανε καντάδες στα μπαλκόνια και κλαίγαν οι κοπέλες απ τον ενθουσιασμό που είχαν στο βιολί απάνω. Ερ. Αυτούς εσείς τους θαυμάζατε και θέλατε να τους μοιάσετε; Γεω. Ναι, εγώ ήλεγα «ας ήπαιζα έτσι κι ας ήμουνα ολόστραβος» τόσο πεθυμούσα το βιολί τότες, μου άρεσε. Ερ. Πήγατε κοντά σε κάποιον απ αυτούς να μάθετε, ν ακούσετε, να κλέψετε πράγματα; Γεω. Τους έβλεπα και καθόμουνα έτσι από μακριά τους έβλεπα και τους καμάρωνα, τους χάζευα από δίπλα κι έλεγα «πώς να παίζω κι εγώ έτσι». Δηλαδή μέσα το αίμα μου έλεγε μέσα πώς να μάθω. Τόση αγωνία είχα. Κι έλεγα «κοίτα κει, αυτός ο άνθρωπος να στέκεται, να τον κοιτάζει τόσος κόσμος κι εγώ να κάθομαι στην άκρη να τον κοιτάζω». Κι 8

εγώ τότες, θα μουνα δεκαπέντε, δεκάξι χρονών. Κι έπαιζε βιολί και πήγαινε σε παρέες, έκανε τη νύχτα καντάδες και του κόλουναν από πάνω το νερό και γίνονταν μούσκεμα κι αυτός έπαιζε στις κοπέλες. Κείνη την εποχή δεν υπήρχε ούτε φως, μόνο τα λιχναράκια και οι λάμπες. Να βγάλει απ το παραθύρι έξω το λίχνο να δει ποιος είναι από κάτω που παίζει από κάτω με τόση γλυκιά μελωδία. Ερ. Κι όταν τον παρατηρούσες που έπαιζε, τι παρατηρούσες, τι πρόσεχες; Γεω. Εγώ πρόσεχα τα δαχτύλια του, τον παλμό του τόξου πώς τον κάνει και τότες έλεγα «κοίταξε να δεις πώς το παίζει, πώς κάνει αυτό το πράμα και μιλάει έτσι το βιολί». Τόση απαίτηση είχα να μάθω κι εγώ όργανο. Κι όντας το πήρα, δεν σταματούσα ούτε μία ώρα την ημέρα μόνο τζούγκουρου, τζούγκουρου απάνω στο δώμα, εκεί που κάτσαμε χτες το βράδυ ήτανε χώματα και τώρα είναι χώμα. Να το παίζω όλη νύχτα να μην αφήνω να μπορεί να κοιμηθεί, μέχρι που σιγά-σιγά με τον καιρό και ακουστικά από τον αδελφό μου κι από τα ραδιόφωνα έμαθα αυτό που έμαθα σήμερα. Ερ. Δηλαδή αυτά που ξέρεις και παίζεις τώρα, που θυμάσαι τώρα και παίζεις, τα ξέρεις απ τον αδελφό σου και από το Ρίγα; Γεω. Και από τον αδελφό μου και από το Ρίγα και από άλλα που παίζανε μετά τα ραδιόφωνα, γιατί τότες δεν υπήρχαν τηλεοράσεις. Άκουγα καμιά φορά απ το ράδιο κι έπαιζε κάτι κασέτες. Ερ. Ποιους άλλους καλούς βιολιστές άκουσες την εποχή εκείνη, έτσι για να μάθεις; Γεω. Την εποχή εκείνη, προ τριάντα χρόνια, ήταν κι ένας, ο Ναύτης. Φαν. Υπάρχει και σήμερα ο Ναύτης. Μα δεν τον άκουσες το Ναύτη. Γεω. Τον άκουσα στο ραδιόφωνο. Ερ. Δεν λέω για ραδιόφωνο, λέω εδώ της περιοχής εκτός από τους δύο που μου είπες στο χωριό σου, υπήρχαν άλλοι που άκουσες, που διδάχτηκες απ αυτούς που έμαθες απ αυτούς πράγματα που τα παίζεις σήμερα; 9

Γεω. Όχι, από κανένα, μόνο απ τ αδέρφια μου κι απ το Μιχελούκο που άκουγα πολλές φορές κοντυλιές κι από το Ρίγα τον Μιχάλη όταν ήμουνα εγώ μικρός. Ερ. Τον Καλογερίδη, ας πούμε, δεν τον άκουσες ποτέ σου; Γεω. Ποτέ μου όχι τον Καλογερίδη το Στειακό; Όχι δεν τον άκουσα. Αυτά τα πήρα όλα που λένε αρπαχτά, κλεψίμια, πώς να το πω. Μέσα απ τον εγκέφαλό μου, άκουγα αυτά τα πράματα, τα τύπωνα μέσα και τα παιζα στο βιολί μετά από δεκαπέντε, είκοσι χρόνια. Δηλαδή επαγγελματίας εγώ εβγήκα στο κλαρί μετά από πέντε χρόνια μετά την έναρξη του βιολιού. Δηλαδή όταν πήρα το βιολί το 50, το 54 με 55 επήγαινα στα γλέντια. Ερ. Ήταν τότε η πρώτη φορά που κρατήσατε μόνος σας γλέντι; Γεω. Πρώτη φορά επήγα το 50 στο Αμαργιανό, σ ένα χωριό εδώ πέρα, το οποίο έκαμα ένα γλέντι και ήπιασα εκατόν εξήντα δραχμές. Ερ. Το 50 μόλις είχατε πρωτοπάρει το βιολί; Γεω. Το βιολί το πήρα το 50 και δεν ήξερα καθόλου κι έπαιζα άλλα των αλλών και πήγαμε στο Αμαργιανό να παίξουμε, τότε θα ταν ανθρώποι δα, δεν ξέρανε ούτε να χορεύουν, ούτε τίποτα στο Αμοργιανό, σε κάτι βουνοχώρια και πήγαμε εκεί και παίξαμε με κάποιο ξαδελφό μου, το Μανώλη... και παίξαμε, αλλά ούτε με ρυθμούς, ούτε με χρόνο και πιάσαμε εκεί με τη φασαρία που ακούγανε το βιολί εκεί χάμου, γιατί τρελάθηκαν να τ ακούνε, πιάσαμε εκατόν πενήντα δραχμές το 50. Ήταν το πρώτο μου γλέντι δήθεν ότι ήπιασα λεφτά. Κι άμα είδα ότι εμαζεύτηκαν και μου βαζαν φράγκα και πενηνταράκια μέσα στο όργανο, α, πάω και μου δίνουνε λεφτά από κει συνέχισα και κάνω τη δουλειά αυτή που έκαμα αργότερα, μέχρι σήμερο. Ερ. Χαρτούρα υπήρχε, δηλαδή παραγγελιές γινόντουσαν τότε; Γεω. Παλιά; Όχι, παλιά όταν ήτανε το γλέντι καλό, ο άλλος δεν είχε λεφτά να σου βάλει, εκράταε τη χλαίνη κι ήκοβε τα κουμπιά τα πέταγε στην τρύπα της μαντόλας λέει «αυτό είναι τάλιρο μπρος παίζε λύρα». Το 10

πρωί βγάζανε τα μισά κουμπιά, τ άλλα μισά πενηνταράκια και δεκάρικα. Ερ. Εδώ πέρα στο Μοχό που μεγαλώσατε, είχατε τοπικούς σκοπούς που παίζατε και δεν τους παίζανε αλλού; Γεω. Όχι. Ερ. Εχθές για παράδειγμα, ακούσαμε το λυράρη, το κύριο Σομαράκη... Γεω. Ε, αυτός λέει ότι ήτανε ο παλιός κρητικός χορός του Μοχού. Εδώ πέρα στο Μοχό ήταν αυτό, μόνο στο Μοχό τον παίζανε σα χορό, σαν πηδηχτό που λέμε. Αυτό που λένε σήμερα μαλεβιζιώτη τον λέγαμε εμείς κρητικό ή πηδηχτό. Ερ. Τον χόρευαν διαφορετικά; Γεω. Όχι. Αλλά ήταν τότες στραταής, δηλαδή εστραταρϊζανε και τον χορεύανε. Τώρα πηδάνε. Ερ. Ναι, καλά. Αλλά λέω ο χορός, τα βήματα του χορού ήταν τα ίδια; Γεω. Τα ίδια βήματα, αλλά σε πιο μεγάλη αρχοντιά στο χορό η κοπέλα είτε ο άντρας του κανε ζαλάκια, δηλαδή σαν την πέρδικα πηγαίνε. Ενώ τώρα τακ τουκ χτυπά από δω κι από κει σέρνει πήδους. Τώρα αυτός ο χορός ο παλιός σήμερα δεν χορεύεται, δεν τον χορεύουν έτσι. Γενικά σ όλη την Κρήτη μόλις πιάσουν τώρα χτυπούν από δω κι από κει κι ανεβαίνουν απάνω. Ενόσω πρώτα ήταν το γλέντι, το όργανο τόσο σιγά και κάνανε στραταρϊδες, δηλαδή σαν την πέρδικα πηγαίναν τα πόδια τους. Πάλι με ρυθμούς. Ερ. Το βιολί έπαιζε αυτό το πηδηχτό ή μόνο λύρα; Γεω. Ναι, το βιολί τον έπαιζε, αλλά εγώ τώρα αρχινάω με τους νέους. Τονε παίζαμε τον ίδιο και το βιολί ο Ρίγας, ο αδελφός μου τον έπαιζε. Ερ. Γιατί δεν μας τον έπαιξες εσύ εχθές; Γεω. Δεν τον θυμάμαι. Ερ. Τον έπαιζες όμως; Γεω. Ναι, όταν ήμουνα μικρός τον έπαιζα σαν τον Κουρουπαντώνη, τον έπαιζα από παλιά. Κι ο αδελφός μου ο Κωστής. Αλλά έχει το χέρι του 11

πάθει το δαχτύλι και δεν μπορεί τώρα να το καλοπιάσει, αλλά εγώ θα τον ήφερνα εχθές, είναι εδώ στη Σταλίδα. Ερ. Μιλάμε για τον Κωστή; Γεω. Ναι, τον αδελφό μου. Ερ. Τον Κωστή Καπετανάκη. Γεω. Είναι πιο ηλικιωμένος από μας, είναι περίπου ογδόντα χρονών πιάνει τώρα, το 21 είναι γεννηθείς, αλλά έχει πάθει αγκύλωση το δαχτύλι του το μικρό. Φαν. Έσπασε το χέρι του. Γεω. Ναι, τ έσπασε κι έχει πάθει αγκύλωση και δεν μπορεί τώρα να πατήσει για να δώσει κάποια μελωδία στο βιολί. Αλλιώς παίζει μαλεβιζιώτη που δεν τον παίζει κανείς. Αλλά τώρα δεν μπορεί να παίξει. Ερ. Συνηθίζανε να μπλέκουνε γυρίσματα του μαλεβιζιώτη με τον πηδηχτό του Μοχού; Γεω. Σε άλλα χωριά; Ερ. Ναι, δηλαδή εκεί που άρχιζε και ξεκινούσε αυτόν με τα ζάλα αυτά που είπαμε... Γεω. Στο Μοχό ήταν οι καλύτερες χορευτές που υπήρχαν σε όλη την Κρήτη. Ερ. Δεν μιλάω για χορό. Παίζετε, ας πούμε, εσείς βιολί και ξεκινούσατε με μαλεβιζιώτη, θα το καταλήγατε μετά στον πηδηχτό του Μοχού τον τοπικό, αυτόν που ακούσαμε χτες; Γεω. Εγώ; Ερ. Ναι. Γεω. Δεν τον θυμάμαι τον παλιό πηδηχτό τώρα εγώ. Αυτά που κάνουν τώρα ο Κουρούπης, ο Μιχελούκος, δεν τα θυμάμαι τώρα εγώ. Ερ. Αυτό που ρωτάω είναι ότι κάποιος που τους έπαιζε και τους δύο και το μαλεβιζιώτικο τον πηδηχτό και τον άλλο τον πηδηχτό τον τοπικό σας. Γεω. Όχι, πρώτα δεν παίζανε πηδηχτό σαν σήμερα οι Μοχιανοί οργανοπαίχτες. Επαίζαν τον τοπικό τον μοχιανό πηδηχτό. Ερ. Μόνο; 12

Γεω. Ναι, αυτό ξέρανε. Και οι άλλοι που παίζουν τώρα στα χωριά τα διάφορα δεν τον ξέρουν τον πηδηχτό του Μοχού. Αλλά τώρα συνήθως παίζουνε καμιά φορά αυτά που παίζουνε οι Ανωγειανοί. Φαν. Μα δεν υπήρχε καμιά ιδιαίτερη, κανένα ιδιαίτερο παίξιμο στο όργανο σαν πηδηχτός του Μοχού. Ερ. Όχι, αλλά τα γυρίσματα που βάζανε αν τα μπλέκανε; Φαν. Τα γυρίσματα είναι θέμα καλλιτέχνη, θέμα οργανοπαίχτη τα γυρίσματα, τα οποία βέβαια δεν είναι ιδιαίτερα Μοχιανοί, ο μοχιανός χορός, αυτό το πράμα καθόλου δεν ισχύει. Ισχύει ότι οι Μοχιανοί χορεύαν καλά, δηλαδή χορεύανε τόσο ωραία που αυτή τη στιγμή στην Κρήτη δεν υπάρχουν τέτοιοι χορευτάδες. Αλλά το όργανο ήταν το ίδιο. Είναι μια διάλεκτος να την χαρακτηρίσουμε των Χανίων με τη Σητεία που μιλάνε κάπως διαφορετικά. Νομίζω ότι υπάρχει, δεν υπάρχει σε διάφορα μέρη διαλέκτους, το ίδιο συμβαίνει και με το όργανο. Ερ. Για πες μου Φανούρη, εμείς ακούσαμε χτες βράδυ που έπαιξε με τη λύρα αυτό το μοχιανό σκοπό ότι ήταν λίγο, στην αρχή τουλάχιστον, διαφορετικός απ το συνηθισμένο πηδηχτό χορό που παίζουνε. Φαν. Δεν μπορεί να παίξει η λύρα διαφορετικό πηδηχτό. Ερ. Όχι, ήταν εντελώς διαφορετικό, έχω ακούσει κι άλλες λύρες που παίζουν πηδηχτό, δεν ήτανε. Έκανε κάποια πράγματα τα οποία είναι, για μένα τουλάχιστον, πρωτάκουστα. Έτσι γινόταν και στο βιολί, έτσι τα παιζε και το βιολί; Φαν. Όχι. Εάν είχαμε την τύχη χτες το βράδυ να ερχόταν ο μεγάλος μου ο αδελφός ν ακούατε πηδηχτό, δεν θα τ ακούατε, ας κρατάει βιολί, έστω και που δεν μπορεί να πατήσει το δαχτυλάκι του το μικρό. Όσοι κρατάνε δοξάρι δεν παίζουνε καλύτερο πηδηχτό. Γεω. Δηλαδή ήταν πολύ ο αδελφός μου δεξιοτέχνης στο τόξο απάνω. Φαν. Κι αυτός θα πάει χαμένος, αυτό είναι κρίμα να χαθεί. Αυτός ήταν κρίμα να χαθεί. Γεω. Ο μαλεβιζιώτης, ο οποίος παιζόταν στο χωριό μας. 13

Φαν. Όχι στο χωριό μας Γιώργη, ο Κωστής ο αδελφός μου. Γεω. Στο χωριό μας και συνήθως με το βιολί του αδελφού μου δεν θα υπάρξει πουθενά αλλού στην Κρήτη, σε κανένα μέρος της Κρήτης να παιχτεί. Ερ. Εγώ θέλω να μου ξεκαθαρίσετε, γιατί ακόμα δεν το κατάλαβα αυτό. Μιλάμε για πηδηχτό χορό μαλεβιζιώτη και μιλάμε και για μοχιανό. Δεν μιλάμε για το χορό, πώς χορεύουν, αν υπάρχουν διαφορές, μιλάμε για το παίξιμο. Υπάρχει διαφορά μεταξύ του μαλεβιζιώτη και του μοχιανού; Ως μελωδία, υπάρχει διαφορά; Γεω. Πώς δεν υπάρχει, μεγάλη διαφορά. Φαν. Είναι θέμα καλλιτέχνου, οργανοπαίχτου. Ερ. Φυσικά είναι θέμα, αλλά τι παίζει; Τα γυρίσματα που παίζει είναι διαφορετικά απ αυτά που βάζουνε στο μαλεβιζιώτη; Φαν. Πολύ διαφορετικά. Πάντως προχθές ο Αρδάμας έπαιζε, ο Ροδάμας ένα πηδηχτό που λέει «αυτή τη στιγμή έχω κάνει τριάντα δύο γυρίσματα». Ο αδελφός μου έκανε εβδομήντα δύο. Ερ. Ναι, αλλά ήταν διαφορετικά; Φαν. Όχι. Στον ίδιο χρόνο. Αλλά με διαφορετικά πατήματα, όχι διαφορετικά με κάποιον άλλο χρώμα. Στον ίδιο χρόνο, στον ίδιο ρυθμό, με την διαφορά ότι είχε άλλα πατήματα στο ίδιο στυλ. Ερ. Για να το πούμε διαφορετικά, εσείς πάτε μια βόλτα προς το Ρέθυμνο κι ακούτε κάποιον εκεί πέρα σε μια ταβέρνα και παίζει μαλεβιζιώτη πηδηχτό και λέτε «αυτός είναι απ το Μαλεβίζι». Κι ακούτε έναν άλλο σε μια άλλη ταβέρνα μια άλλη βραδιά και παίζει το μοχιανό τον πηδηχτό, θα καταλάβετε ότι είναι μοχιανό; Φαν. Ναι, άμα είναι μοχιανό θα το καταλάβουμε. Αυτό θα το καταλάβουμε βεβαίως. Ερ. Από πού θα το καταλάβετε; Φαν. Μάλλον τον λέγαμε και παλιά το χορό αυτό πεδιαδίτη, Πεδιάδα. Ερ. Δηλαδή με το που θα τον ακούσετε να παίζει κάτι θα πείτε ότι αυτός είναι δικός μας, χωρίς να τον ξέρετε τον άνθρωπο; 14

Φαν. Δεν θα πούμε ότι είναι δικός μας, δεν θα πούμε ότι είναι κτήμα του Μοχού, αλλά θα πούμε ότι έχει ομοιότητα. Γεω. Δηλαδή ο μοχιανός πηδηχτός διακρίνεται από όλους τους λυράρηδες που παίζουν στην Κρήτη. Είναι διαφορετικός, στα πατήματα διαφορετικά και στην ακοή. Δεν είναι ο ίδιος πηδηχτός που παίζουν εδώ πέρα, οι άλλοι παίζουνε ένα, δύο, τρία γυρίσματα, σταματάνε. Τα άλλα κομμάτια είναι διαφορετικό το παίξιμο και διαφορετική η ακοή. Άλλο παίξιμο κάνει ο Μοχιανός και άλλο κάνουν τ άλλα χωριά που παίζουνε λύρες. Φαν. Εάν είχαμε την τύχη, δεν μου κοψε και μένα, να φέρουμε τον αδελφό μου να παίξει αυτό το πηδηχτό, θα είχατε τεράστια εντύπωση. Διαφορετικό πολύ. Ερ. Εκτός απ τον πηδηχτό χορό και τις κοντυλιές παίζατε άλλους σκοπούς παλαιότερα; Γεω. Παίζαν τότες τη μπόλκα, εμείς δεν την παίξαμε χτες βράδυ, επαίζανε ταγκό, που λένε, επαίζανε το σλον, επαίζανε αυτό το κομμάτι που πιάνανε τη σκούπα, πώς το λένε; Φαν. Πρινιανός. Δηλαδή το σημερινό σιγανό. Γεω. Αλλά κρατούσανε τα χέρια έτσι, δεν τα κρατούσανε έτσι, τα κάναν έτσι σταυρωτά. Φαν. Όχι, δεν τα κρατούσαν έτσι, τα κρατούσαν έτσι και ο άλλος από δω. Γεω. Και πηγαίναν και κάνανε βόλτες εδώ πέρα και λέγανε μαντινάδες. Αυτοί το λέγανε πρινιανό. Ερ. Πώς τις λέγαν τις μαντινάδες, για θύμισέ μου; Όχι ποιες μαντινάδες, με τι σειρά τις λέγανε; Γεω. Ελέγανε γύρω-γύρω οι κοπελιές που λέγανε κάτι κλεισάρες. Φαν. Μα δεν λεγόντουσαν μαντινάδες ιδιαίτερες. Ερ. Ποιοι τραγουδούσαν; Γεω. Οι ίδιοι οι χορευτές. Καθένας χορευτής ήλεγε και τη μαντινάδα του. Ερ. Καθένας χορευτής έλεγε μια μαντινάδα. Με τη σειρά όμως, όποιος ήθελε τραγουδούσε; 15

Φαν. Ο πρώτος. Πρώτα ο λυράρης μια μαντινάδα και μετά αρχινούσε ο άλλος. Γεω. Η πρώτη κοπέλα, ο δεύτερος νεαρός, η τρίτη κοπέλα κ.ο.κ. γύρω-γύρω. Ερ. Δηλαδή ήταν πιασμένοι άντρας γυναίκα, άντρας γυναίκα; Γεω. Ναι άντρας γυναίκα. Μα πώς τη λέγαν τη μαντινιάδα ρε Φανούρη; Γύρω-γύρω; Φαν. Δεν την θυμάμαι τώρα. Β. Πλευρά Γεω. Διότι παλιά, αν τα θυμάστε στο Μεραμπέλο, ότι και πρώτα παίζανε λύρες και το νπαουλάκι. Χορεύανε εκεί και μαλεβιζιώτη και πηδηχτό και πεντοζάλη όλα τα χορεύανε με το νταουλάκι. Ερ. Εκτός απ τον, πώς τον είπες, αυτό το σιγανό χορό τονε λέγανε; Γεω. Σιγανό, πρινιανό. Ερ. Όχι σιγανό, πρινιανό; Φαν. Ο σημερινός σιγανός. Γεω. Ο σημερινός που λένε σήμερα σιγανός χορός είναι αυτός που χορεύουνε τώρα, τονε λέγανε παλιά «παίξε ένα πρινιανό». Φαν. Τουλάχιστο τον λέγαμε εμείς εδώ στην Πεδιάδα. Ερ. Είπατε όμως προηγουμένως για μια σκούπα. Γεω. Όταν χορεύανε ταγκό, έπαιρνε ένας νεαρός μία σκούπα. Και ήτανε δέκα οι ντάμες και έντεκα οι νεαροί. Ο νεαρός ο ένας βάσταγε μία σκούπα. Και τη χόρευε και μόλις ήθελε να πούνε «αργέ λε νταμ» εμολέρνανε τις ντάμες και λάκανε όποιος μπόρηγε ν αλλάξει να πάρει την ντάμα, εγώ, εσύ παιρνες αυτή την ντάμα κι εγώ αυτήνε. Κι λάκαγα εγώ να πάρω τη δική σου κι ο άλλος τη δική του και λάκανε και με τη σκούπα και πολλές φορές δεν προλάβαινες να πάρεις κι έμενες με τη σκούπα. Ήτανε σαν παιχνίδι. Έντεκα νεαροί, δέκα ντάμες, δηλαδή γυναίκες. Φαν. Ανεξαρτήτου αριθμό, μπορεί να τανε και δεκαπέντε. Ερ. Ένας μονός υπήρχε; 16

Γεω. Ένας μονός με μια σκούπα. Κι έδωκε τη σκούπα κι από το πολύ αριέ λε νταμ, τέλος πάντων, λέγανε μια κουβέντα, λέγανε «μπρο νατ» κι ήτανε έτοιμος, αριέ λε νταμ, ν αλλάζουν τις ντάμες, να λακάω δίπλα εγώ να πάρω του αλλουνού. Φαν. Αριέ λε νταμ σημαίνει αλλάξτε τη ντάμα. Γεω. Ναι, αλλάξτε τη ντάμα θα πει. Λέγανε μπρο με νατ ήταν στο νου του ότι τώρα θα πει το αριέ λε νταμ για ν αλλάξεις ντάμα. Και μόλις θα πει αριέ λε νταμ ήταν δα έτοιμος ο άλλος ν αφήσεις τη ντάμα αυτή να πάρεις κείνη και λάκανε με τη σούπα... δεν έβρισκε πράμα να πάρει, μόνο να την ξαναπιάσει πάλι να την ξαναδουλεύει πάλι τη σκούπα. Ερ. Δεν χορεύατε κυκλικά αυτό το χορό; Γεω. Ναι. Δηλαδή αν επρολάβενε να πάρει την ντάμα. Φαν. Πολλές φορές το έκαναν και οι κοπέλες επίτηδες για να γελάσουνε, να πάει αλλού, να μην πάρει τον άλλο για να γελάσουνε. Ερ. Εκτός τον πηδηχτό, εκτός τον πρινιανό, άλλο χορό τι χορεύανε; Γεω. Η μπόλκα. Ερ. Αφήστε τα ευρωπαϊκά μας τα είπατε. Μπόλκα, ταγκό, βαλς; Γεω. Και πρινιανό. Ερ. Άλλο; Γεω. Άλλο χορό δεν είχαμε, δεν θυμάμαι εγώ να χουμε. Ταγκό, το βαλς, το σλον. Φαν. Εκτός απ αυτά για κρητικά λέει. Γεω. Είχαμε κρητικά τον πεντοζάλη, τον πρινιανό, τον χανιώτικο, τον πηδηχτό. Ερ. Ζερβόδεξο παίζατε, χορεύατε καθόλου; Γεω. Όχι. Ερ. Αγκαλιαστό; Γεω. Ναι, αυτός ο αγκαλιαστός, τα ευρωπαϊκά που λέμε. Ταγκό το λέμε εμείς. Και το σλον και το βαλς πάλι αγκαλιαστά. Ερ. Τοπικός κρητικός χορός αγκαλιαστός δεν υπήρχε τότε; 17

Φαν. Εδώ σε μας όχι. Όταν έλεγες στον οργανοπαίχτη «παίξε μας ένα αγκαλιαστό» θα σου παιζε ή ταγκό ή βαλς ή σλον. Γεω. Ναι, αυτά ήταν τα τρία, σλον, βαλς και το ταγκό. Ερ. Να ρωτήσω τώρα κάτι άλλο, κοντυλιές είπατε ότι παίζατε; Γεω. Ναι. Ερ. Ο πρινιανός τι είχε; Μήπως είχε κοντυλιές; Γεω. Σαν αυτό που παίζουμε σήμερο λέγανε των κοπελιών (τραγουδάει) «σειρά σειρά οι κοπελιές σειρά και κνισάρες». Παλιά αυτό το σκοπό. Ερ. Αυτό που θέλω να ρωτήσω είναι το εξής: ο πρινιανός ήταν ξεχωριστός χορός, ήταν άλλη μελωδία ή ήτανε κοντυλιές που παίζατε; Γεω. Σας είπα, οι κοντυλιές σήμερο ήταν ο πρινιανός σε μας. Ερ. Άρα τις παίζατε πιο αργά; Γεω. Πιο αργά ήταν τότες. Και το παίζαμε διαφορετικά, όχι σαν σήμερα. Ερ. Όταν λέτε διαφορετικά; Φαν. Έχει κάτι άλλα πατήματα. Γεω. Πώς είπα τώρα ότι (τραγουδάει) «σειρά σειρά οι κοπελιές» λέγαν το σκοπό τότες οι παλιοί. Τώρα όμως παίζουμε διαφορετικά, τονε παίζουμε τώρα απ το σιγανό όπως τονε παίζουνε όλοι οι άλλοι. Ερ. Όταν παίζατε τότε αρχίζατε με τον πρινιανό, τον παίζατε μόνο του και τελείωνε ή του κολλούσατε μαζί τον πηδηχτό ή το πεντοζάλη; Φαν. Μοναχό του, τώρα το κολλάνε. Γεω. Τώρα κολλάνε απ τον ένα στον άλλο τα κάνουνε χαρμάνι. Αυτά ήταν τα παλιά γλέντια της εποχής αυτηνής. Ερ. Για πες μου κάτι, ο συρτός τον θυμάσαι από μικρό παιδί τον χορεύανε στο χωριό σου; Γεω. Ναι. Λέμε ο πρώτος χανιώτικος του δύο λα, αυτό λέγαμε παλιά στη συνέχεια του δύο λα χανιώτικος. Το παίζουν και σήμερα. Και είναι ο μόνος χανιώτικος που χορεύεται σ όλη την Κρήτη. Ερ. Ο αδελφός σου κι ο πατέρας σου ας πούμε ή ο Ρίγας που λέγαμε προηγουμένως οι παλιοί αυτοί τον ήξεραν; 18

Γεω. Τον ήξεραν. Ερ. Και οι κάτοικοι του χωριού ήξεραν να το χορεύουνε; Γεω. Ναι, ήξεραν να το χορεύουνε όλοι. Αλλά χορεύανε διαφορετικά από όλη την Κρήτη στο Μοχό, διαφορετικό πηδηχτό. Ερ. Όχι πηδηχτό, συρτό. Πώς το λέγατε χανιώτικο συρτό; Γεω. Χανιώτικο το λέγαμε εμείς. Και το άλλο το λέγαμε ή πηδηχτό ή κρητικό. Δεν λέγαμε μαλεβιζιώτη παλιά. Ερ. Εσύ γεννήθηκες το 28; Γεω. Ναι. Ερ. Όταν ήσουνα δέκα ετών θυμάσαι να χορεύανε χανιώτικο συρτό εδώ στο χωριό σου; Γεω. Ναι πως. Έπαιζε ο Κουρουπαντώνης, ο Βασίλης του Αντωναρά, θυμάμαι εγώ λυράρηδες παλιά. Ποιος άλλος ήτανε Φανούρη; Φαν. Αυτοί ήτανε. Γεω. Όχι, ήταν άλλος ένας. Ερ. Κι αυτοί παίζανε συρτό; Γεω. Κι αυτοί παίζανε χανιώτικο. Φαν. Κι ο Ρίγας ήτανε. Ερ. Και πεντοζάλη παίζανε; Γεω. Πεντοζάλη, χανιώτικο, πηδηχτό και τα συνηθισμένα το ταγκό που λέμε, την πόλκα, τον πρινιανό, αυτά ξέραν πρώτα. Δεν υπήρχαν τότες, σήμερα που λένε γιάγκα, αυτά δεν τα ξέραν τότες, ρούμπα και τέτοια. Πρινιανό, αυτά ξέρανε και τη σούστα που την παίζουνε σήμερο, την παίζαν και παλιά. Ερ. Τις κοντυλιές τις ονομάζατε κάπως, τις ξεχωρίζατε, δηλαδή «τώρα παίξε κοντυλιές της νύχτας, τώρα το πρωινού»; Γεω. Παλιά λέγανε «παίξε μας ένα πρινιανό». Παλιά δηλαδή πριν παίξω εγώ. Ερ. Όχι, μιλάω για τις κοντυλιές τώρα. Έχουν ονόματα όπως στη Σητεία π.χ. μας είπαν «θα σας παίξω κοντυλιές του ρε τώρα»; 19

Γεω. Υπάρχουνε. Του δυο λα κοντυλιά, ανοιχτό λα κοντυλιά, ανοιχτό μι κοντυλιές, αλλά είναι το ίδιο. Ερ. Η ερώτησή μας είναι όχι αν το λένε τώρα έτσι, αλλά εάν τότε που ήσουνα μικρός χρησιμοποιούσατε τέτοια ορολογία, λέγατε για να συνεννοηθείτε μεταξύ σας; Γεω. Λέγαμε παλιά δυο λα κοντυλιά, ανοιχτό λα, «ανοιχτά να παίζεις» λέγανε τότες. Δεν θυμάμαι εγώ να λένε το μι, μόνο του δυο λα κοντυλιά την θυμάμαι καλά «ανοιχτά παίξε ανοιχτά» δηλαδή το μι φαίνεται ήταν αυτό, το παίζανε ανοιχτά και το δυο λα κοντυλιές. Τρία λα κοντυλιές, αυτό ήτανε. Δηλαδή το ίδιο πάλι σε χορό παίζανε, αλλά ήταν διαφορετικές οι κοντυλιές. Ερ. Είχατε δηλαδή κοντυλιές μήπως που είχαν κάποιο όνομα; Θα παίξω τώρα κοντυλιές του τάδε; Γεω. Όχι, για να δούμε ότι αυτός τις ήπαιζε; Ερ. Ναι. Γεω. Όχι. Το μόνο λέγαμε, καμιά φορά έπαιζε ο Πλατάκης. Φαν. Υπήρχαν κοντυλιές οι οποίες ήταν του Ροδινού. Γεω. Άλλο ρε παιδί μου εκείνο, εμείς λέμε για το Μοχό. Για το Μοχό λέμε. Δεν είχαμε στο Μοχό να λέμε παίξε εκείνου την κοντυλιά που τις ήβγαλε. Ήταν ο Ροδινός, ήταν ο Καψιλίδης οι άλλοι οργανοπαίχτες, που τις ακούγαμε εμείς και τις παίζαμε. Ερ. Τώρα είπατε είχαμε τον Πλατάκη που τι; Γεω. Τον Πλατάκη και ήπαιζε μια κοντυλιά τρία λα και λέμε αυτή την κοντυλιά την έπαιζε ο Ρίγας. Ερ. Να στο πω διαφορετικά. Οι κοντυλιές είναι πολλών λογιών, έχουν πολλών λογιών γυρίσματα. Αν έπαιζες εσύ κάποια βραδιά και δίπλα ήτανε ο αδελφός σου με το λαούτο και σε συνόδευε με την κιθάρα κι ήθελες να του πεις ότι «τώρα θα παίξουμε να ξεκινήσουμε» τι θα του πεις, πώς θα συνεννοηθείς, ότι θα παίξουμε... 20

Γεω. Τώρα θα παίξουμε ανοιχτό λα, κοντυλιές. Δυο λα, θα πιάσει το δυο λα αυτός. Τρία μι, θα πιάσει τρία μι. Αλλά λέγαμε ότι «τώρα θα παίξουμε μια κοντυλιά την ήπαιζε ο Πλατάκη, του Ρίγα την κοντυλιά, τρία λα» αυτό λέγαμε εμείς. Αλλά όταν παίζαμε ένα σιγανό δεν λέγαμε του τάδε του τάδε. Ερ. Μεσαρίτικη λέγατε; Γεω. Όχι. Ερ. Στειακές κοντυλιές να παίξω τώρα; Γεω. Στειακές λέγαμε, Καλογερίδη λέγαμε. Ερ. Γιεραπετρίτικες; Γεω. Όχι. Ερ. Καβουσιανές; Γεω. Εμείς γνωρίζαμε Καλογερίδη, στειακές κοντυλιές την εποχή μου. Τώρα αν λένε καβουσανός, αν λένε αυτά, εγώ δεν τα ξέρω. Ερ. Για πες μου τώρα κάτι άλλο, έπαιζε το βιολί, τι το συνόδευε; Γεω. Παλιά το συνόδευε αρχικά μαντολίνο, μετά μαντόλα, μια μαντόλα πάλι με οχτώ χορδές σαν στυλ πάλι μαντολίνο και παίζανε πάσο και πατήματα. Τώρα βγήκαν τα λαούτα. Ερ. Κιθάρα δεν είχατε ποτέ; Γεω. Παλιά όχι. Είχαν παλιά σε άλλα χωριά, εμείς όχι. Κιθάρα εμείς δεν είχαμε, στο χωριό να παίζουν οι παλιοί με κιθάρα όχι. Μόνο μαντολίνα και μαντόλες. Δηλαδή μαντόλα εμείς, ήταν μια μαντόλα με κατσουνωτό χέρι, σχήμα ιταλικό που λέγαν τότες και μαντολίνα παλιά, ιταλικά πάλι μαντολίνα. Ερ. Και αυτές τις μαντόλες πού τις βρίσκανε; Γεω. Τις έκανε μια φορά ένας Μαλλιώτης εδώ το οποίο είχε πάρει ένα σχέδιο, λέει, απ την Ιταλία. Κι έκανε μια μαντόλα μ ένα κατσουνωτό χέρι και το κολλά στην άκρη. Μια μαντόλα δηλαδή σαν μαντολίνο, αλλά πιο μεγάλο το χέρι και πλακέ σαν κωνικές τρίγωνες περίπου. Ερ. Ο ήχος της ήταν πιο κοντά στο μαντολίνο ή πιο κοντά στην κιθάρα; 21

Γεω. Στο μαντολίνο. Το μαντολίνο το παίζανε παλιά σου λέω όλοι οι οργανοπαίχτες, δηλαδή πριν γεννηθώ εγώ επαίζανε όλοι με μαντολίνα. Με μαντολίνα κάνανε γάμο και καμιά φορά και μόνοι πηγαίναν με μαντολίνο και κάναν το γάμο. Άμα ήθελε να έχει αρρωστήσει ο λυράρης, πήγαινε μόνο με το μαντολίνο κι έκανε το γάμο. Αλλά τι γάμος τώρα με τριάντα άτομα, είκοσι άτομα. Ερ. Νταούλι χρησιμοποιούσαν ποτέ; Γεω. Στο Μοχό όχι. Στο Μεραμπέλο θυμάμαι πολλά. Ερ. Τι άλλα όργανα παίζανε εδώ στην περιοχή; Γεω. Μόνο αυτά τα πράγματα. Λύρα, βιολί, μαντολίνο, μαντόλα και τίποτα άλλο. Ερ. Από πνευστά θιαμπόλι παίζανε; Γεω. Όχι. Ερ. Ασκομαντούρα; Γεω. Ασκομαντούρα παίζαν καλιά οι βοσκοί με τα καλαμάκια. Καλάμια ήθελε να κάνουνε καμιά φορά οι βοσκοί. Αλλά για γλέντι να παίζουνε με ασκομαντούρες κανείς εδώ πέρα. Ερ. Δεν μας ενδιαφέρει για το γλέντι, μόνο τι όργανα άλλα έπαιζαν; Γεω. Εγώ θυμάμαι κι παίζανε μαντούρες, κάνανε με καλάμι. Εκόβανε καλάμι, του κάνανε πάνω μια γλώσσα και το βάζανε στο στόμα τους και κάνανε και πέντε έξι τρύπες και κάναν σαν θιαμπολάκι που λένε. Ερ. Όχι, το θιαμπόλι θα μου πεις τώρα αν υπάρχει το θιαμπόλι; Το θιαμπόλι είναι αλλιώς, το θιαμπόλι δεν το βάζουνε μες στο στόμα. Γεω. Το φυσάνε κι αυτό φυσάει. Ερ. Υπήρχε λοιπόν; Γεω. Ναι. Ερ. Και θιαμπόλι και μαντούρα; Γεω. Θιαμπόλι δεν είδα εγώ στο χωριό. Είδα το καλάμι, του κάνανε εδώ πέρα μια γλώσσα και το βάζει στη μούρη του μέσα όλο κι έχει τρύπες, το βάνει μες στη μούρη του, ενώ το θιαμπόλι μπαίνει μέχρι εκεί. Το καλάμι 22

το βάνει στη μούρη μέσα. Γιατί έχει από πάνω μία γλώσσα και όπως φυσάς πάλλεται. Ερ. Επομένως στο Μοχό δεν υπήρχε θιαμπόλι; Γεω. Όχι. Ερ. Ασκομαντούρα υπήρχε; Γεω. Ούτε ασκομαντούρα. Ερ. Δηλαδή οι βοσκοί δεν χρησιμοποιούσαν ασκομαντούρα; Γεω. Όχι, κανείς. Μα καλαμάκι, σου λέω, κάνανε οι βοσκοί, τριάντα χρονών άνθρωπος, σαράντα χρονών, έπαιζε έτσι για να περνάει η ώρα τους στα ζώα. Άλλο όργανο στο Μοχό πλην απ την μαντόλα, μαντολίνο, βιολί και λύρα, άλλο όργανο δεν υπήρξε. Ερ. Τις λύρες τις φτιάχνανε μόνοι τους αυτοί που τις είχανε ή τις αγόραζαν; Γεω. Μπα, τις αγοράζανε. Ερ. Δεν θυμάσαι κανένα δηλαδή που να φτιάχνει μόνος του λύρα; Γεω. Μόνος λύρα έφτιαχνε αυτός που παίζαμε χτες βράδυ, ο Καρακατσάνης ο Γιώργης. Το λαούτο και τη λύρα. Το λαούτο που έχει αυτός και η λύρα την έφτιαξε μοναχός του. Φαν. Υπήρχε κι ένας ερασιτέχνης λεγόμενος Πορτοκάλης, ο οποίος έκανε μια λύρα μοναχός του, ερασιτέχνης πάντα. Γεω. Αυτές δεν ήτανε για να παίζονται, ήτανε μόνο για μπιμπελό, να βγάνουνε φωνή όχι. Διότι καμιά φορά τις έσκαβε ολόκληρο ένα ξύλο κι ήτανε τρία κιλά η λύρα, δεν ήταν αυτή για να παίξεις, ήτανε για να τη βλέπεις. Ερ. Τα λαούτα πότε περίπου ήρθαν εδώ στο Μοχό; Γεω. Είκοσι πέντε, τριάντα χρόνια; Προ τριάντα χρόνια. Φαν. Σαράντα χρόνια άνετα για το Μοχό. Ερ. Συνόδευαν κυρίως λύρα ή βιολί; Γεω. Τα παλιά υπήρχαν σου λέω πολλά βιολιά στο Μοχό και συνόδευαν τότες με μαντολίνο τα όργανα γενικά όλα. Μετά που βγήκανε τα λαούτα σχεδόν τα βιολιά... 23

Ερ. Παίζουνε μαζί με λαούτο; Γεω. Παίζανε με λαούτα, αλλά τώρα έχουνε βγει περισσότερες οι λύρες, δηλαδή έχουνε τώρα εγκαταλείψει τα βιολιά και παίζουν λύρες. Ερ. Γυναίκες παίζανε όργανο; Γεω. Γυναίκα εδώ για όργανο καμία. Εγώ μάθαινα κάποτε μια γυναίκα, μια κοπέλα μαντολίνο, αυτή η μαντόλα. Την μάθαινα που λες περίπου έξι μήνες μαντόλα, αυτές τις ιταλικές, άλλη γυναίκα στο Μοχό δεν εμάθαινα. Ερ. Δηλαδή δεν ενδιαφερόντουσαν να μάθουν ή ήταν κακό πράμα να ξέρει η γυναίκα; Γεω. Όχι δεν ήταν κακό πράμα, αλλά δεν ενδιαφερόταν κανείς. Δεν είχε κανείς ζήλο στο να κάτσει να μάθει ένα όργανο, οιονδήποτε όργανο. Κανείς. Πλην από την οικογένεια Πλατάκη, Κισσαμιτάκη και Καπετανάκηδες είχαν το ζήλο να μάθουν όργανο. Και παραμένουμε τώρα εμείς στην αφάνεια ακόμη. Ερ. Γυναίκες στο γλέντι λέγανε μαντινάδες, δηλαδή άνετα μπορούσε κάποια γυναίκα σηκωθεί να πει; Γεω. Καμιά φορά άμα θα ρθουνε στο κέφι, μες στο γλέντι, μες στην παρέα ήλεγε και καμία κοπέλα μαντινάδες, αλλά συνήθως όταν ήθελε να παίξουνε οι κοπέλες μαντινάδες, λέγανε σε γάμο ή τις Απόκριες στα σπίτια μέσα, άμα ήθελε να μαζευτούνε τίποτα να κάνουνε, μαζεύονταν στα σπίτια και κάνανε Απόκριες οικογενειακά και κάνανε ένα γκρουπ μαζεμένο και συνήθως εκεί μέσα λένε και μαντινάδες. Αλλά οι μαντινάδες οι πολλές λέγονται όταν γίνει νύφη τώρα στο σπίτι μέσα λένε μαντινάδες και σήμερα οι κοπέλες. Ερ. Η ερώτησή μας ήταν η εξής: σ ένα γλέντι, όπως αυτό που είδαμε χτες βράδυ, ο γάμος που τραγουδάει συνήθως ο λυράρης, τραγουδάει ο μπασαδόρος, μπορεί να τραγουδήσει κι ο οποιοσδήποτε. Παλιότερα τα όργανα πού καθόντουσαν, έτσι απάνω σε εξέδρα; Γεω. Όχι, μες τη μέση του σπιτιού. 24

Ερ. Χορεύαν όλοι, τραγουδούσαν όλοι. Η γυναίκα τραγουδούσε ελεύθερα ή το θεωρούσαν ότι ήταν; Γεω. Όχι, δεν μπορούσε να τραγουδήσει. Και ακόμα όταν ήθελε να τραγουδήσει, έπρεπε να ναι το περιβάλλον τόσο στενό και όταν ήθελε να χορέψει μία κοπέλα, επήγες και τη ζήτας απ τον πατέρα, ή απ τη μάνα της, ή απ τον αδελφό της «επιτρέπεται κύριε να χορέψω την κόρη σου» σου λέει «πάρτη». Και την ξαναπήγαινες και του λεγες «ευχαριστώ πολύ». Την ξαναπήγαινες πάλι στο μέρος που ήτανε. Τώρα δεν υπάρχει τέτοιο πράμα. Τώρα ελεύθερα. Ερ. Για το τραγούδι όμως ειδικά, δεν θα ήθελα να ξεκόψουμε από κει. Γιατί δεν τραγουδούσαν πολύ οι γυναίκες; Το θεωρούσαν κακό πράμα; Γεω. Όχι κακό, ήταν απαγορευμένο και από τους γονείς. Σου λέει η κοπέλα άμα τραγουδήσει μπορεί να την περάσει ο άλλος. Ερ. Μα αυτό ρωτάω. Άρα υπήρχε ένας... Γεω. Ναι, σεβασμός προς τον πατέρα, δεν την ήφηνε την κοπέλα ελεύθερη να τραγουδήσει είτε να χορέψει, εάν δεν ήτανε διαταγή απ τον πατέρα, ή απ τη μητέρα, ή απ το συγγενή. Ερ. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που έπρεπε να τραγουδήσει υποχρεωτικά; Δηλαδή χορεύοντας, ας πούμε, αυτόν τον πρινιανό χορό, που έπρεπε να τραγουδήσουν όλοι. Γεω. Όταν ήταν στο χορό όλοι ελέγαμε «τώρα θα πούμε ο καθένας τη δική του μαντινάδα». Τότες ήταν ελεύθερα σ όλες τι κοπέλες να τραγουδήσουνε. Δεν απαγορευόταν ούτε απ τον πατέρα, ούτε απ τους συγγενείς, ούτε από κανένα. Ερ. Σ ένα τέτοιο χορό τώρα που λέγανε μαντινάδες, ανταλλάσσανε και μεταξύ τους πειραχτικές μαντινάδες; Πείραζε ο ένας τον άλλο; Γεω. Όχι και πειραχτικές, αστειευόμενες μαντινάδες ελέγανε. Ερ. Για πες μας Φανούρη, είπες ότι κάτι σου έτυχε. Φαν. Εγώ έπαιζα και κάποτε πιαστήκανε ένας νεαρός με μια κοπέλα στις μαντινάδες. Και μάλιστα είπε «κοπελιά χωρίς παρεξήγηση οι μαντινάδες» 25

λέει «χωρίς παρεξήγηση». Και πιαστήκαν οι δυο τους. Μπορώ να τις πω τις μαντινάδες που λέγανε Ερ. Ναι, να τις πεις. Φαν. Είναι λίγο θρασύτατες. Λέει η κοπέλα του νεαρού «μωρή αρκούδα μαλλιαρή με τα κοντά ποδάρια βάνεις κι εσύ τα μούτρα σου μέσα στα παλικάρια». Και του απαντάει αυτός «επαίνεσέ με κοπελιά κι εγώ θα σε παινέσω σ ένα θύμο δροσερό θα πα να σε μεταδέσω». Ο θύμος τώρα σημαίνει που τον τρώνε τα γαϊδούρια. Επαναλάμβανε αυτή πάλι, του λέει αυτή πάλι, αυτός ήτανε κοντός «έμπα στην καρυδόκουπα να δεις αν θα σε παίρνει» ήταν κοντός «να μάθεις πρώτα να μιλάς κι ύστερα να προσβλαίλεις». Του απαντάει αυτή πάλι «από ψηλά να γκρεμιστείς, απ της ελιάς τον κλώνο, να δώσεις μέσα στα αυτά να κάμεις ένα χρόνο». Ερ. Πες το κανονικά να το γράψουμε. Φαν. «Να πέσεις μέσα στα σκατά να κάμεις ένα χρόνο». Ερ. Εκεί τέλειωσε; Φαν. Συνέχεια τώρα μαντινάδες μεταξύ τους. Γεω. Έχεις κι άλλη να πεις λέει; Φαν. Υπάρχουνε πολλές. Ερ. Όχι εννοώ εκείνη τη στιγμή... Φαν. Δεν υπήρχε παρεξήγηση. Ερ. Ναι, δεν υπήρχε παρεξήγηση, αλλά αυτός δεν αισθάνθηκε... Φαν. Ότι τον πρόσβαλε; Όχι, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Ερ. Όχι ότι τον πρόσβαλε. Ότι εξουδετερώθηκε κατά κάποιο τρόπο, δεν μπορούσε ν απαντήσει πια. Σταμάτησε εκεί πια ο αγώνας; Φαν. Ναι σταμάτησε. Παράλαβα κι εγώ μαντινάδες κι έλεγα τις δικές μου για να τους αποσπάσω. Ερ. Στον πρινιώτη χορό λεχθήκανε αυτές οι μαντινάδες; Φαν. Ναι, ήτανε μάλιστα σ ένα γάμο που έπαιζα στου Λαγού στο Λασίθι, εκεί στρώναμε περιβάλλον βέβαια, οικογενειακό γλέντι, όχι οικογενειακό, 26

αλλά αυτοί που πάνε στους γάμους συνήθως είναι γνώριμοι μεταξύ τους και εκεί μπορεί να εκφραστείς ελεύθερα στο γλέντι μέσα. Γεω. Παλιά ήταν και πιο λίγος ο κόσμος, στο σπίτι μέσα που ήταν τριάντα τετραγωνικά και κάνανε γάμο. Ούτε μεγάφωνα, ούτε τίποτα. Επηγαίναν και παίζαν στο γλέντι μες στο σπίτι και χωρίς να υπάρχει κανένα μεγάφωνο. Ερ. Συγνώμη, τα γλέντια δεν τα κάνανε έξω στην εκκλησιά, απ έξω στην πλατεία, τα γλέντια των γάμων; Φαν. Ναι, αν ήτανε καλοκαίρι ναι. Γεω. Παλιά ναι, αλλά έξω χωρίς μεγάφωνα. Ερ. Και φαντάζομαι δεν είχε τόσο κόσμο προσκαλεσμένους τότε, έτσι δεν είναι; Γεω. Όχι, ο μεγαλύτερος γάμος μπορεί να τανε μέχρι πενήντα, εξήντα άτομα παλιά. Στα παλιά μας χρόνια που δεν παίζαμε σχεδόν εμείς. Εγώ θυμάμαι γάμο στο χωριό μας σε σπίτι μέσα, τριάντα άτομα γάμος. Ερ. Να σας ρωτήσω κάτι, τώρα μου γεννήθηκε μια απορία. Μας είπατε πριν για το χορό πρινιανό, υπήρχε και πρινιώτης; Γεω. Όχι. Ερ. Τον έχετε ακούσει εσείς καθόλου τον πρινιώτη, πρινιώτικο; Γεω. Όχι, εμείς τον ακούγαμε από τους παλιούς ανθρώπους τον πρινιανό. Και τονε χορεύανε με το χέρι έτσι και λέγανε «σειρά-σειρά οι κοπελιές, σειρά και οι κνισάρες» δεν την θυμάμαι καλά την μαντινάδα «σειρά σειρά τα κόσκινα, σειρά και οι κνισάρες, σειρά σειρά κι οι κοπελιές και λένε μαντινάδες». Ερ. Άλλες εποχές του χρόνου είχατε κάλαντα ξεχωριστά εδώ απ ότι σε άλλες περιοχές; Γεω. Εμείς τα κάλαντα είναι μιας λοής τα δικά μας κάλαντα. Ερ. Είναι τα γνωστά που λένε σ όλη την Ελλάδα; Γεω. Όχι, αλλού τα λένε διαφορετικά, εμείς τα λέμε διαφορετικά. Ερ. Πώς είναι τα δικά σας δηλαδή; 27

Γεω. Εμάς είναι αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά. Ερ. Όχι, η μελωδία; Γεω. (Τραγουδάει μελωδία). Αυτή είναι η μελωδία. Ερ. Αλλά ιδιαίτερη μελωδία εδώ δεν είχατε να λέτε κάλαντα; Γεω. Όχι. Ερ. Το Πάσχα λέγατε τίποτα; Γεω. Όχι. Ερ. Τραγουδούσανε τίποτα τη Μεγάλη Παρασκευή, το Σάββατο; Φαν. Τη Μεγάλη Παρασκευή λέγανε το Λάζαρο, αλλά όχι σαν σύνολο μεγάλη ομάδα, για παιδιά. Γεω. Αλλά σαν συναυλία όχι. Ερ. Όχι σαν συναυλία. Τα παιδιά λέγαν όμως το Λάζαρο. Γεω. Τα παιδιά το λέγανε, τα κάλαντα γυρίζανε τα λέγανε στα σπίτια, παίρνανε αυγά, παλιά. Ερ. Τη Μεγάλη Παρασκευή λέγανε κανένα μοιρολόι της Παναγίας, τη Μεγάλη Πέμπτη, Παρασκευή; Γεω. Όχι. Λένε τα εγκώμια. Ερ. Τις Απόκριες λέγατε κάποια ειδικά τραγούδια; Γεω. Παλιά σου λέω ότι ήτανε οικογενειακώς εσμίγανε, τραγουδούσανε μαντινάδες. Ερ. Τι τραγουδούσανε, κοντυλιές πάλι; Γεω. Ναι, μαντινάδες. Κοντυλιές. Ερ. Το Πιπέρι, ας πούμε, δεν το λέγατε; Γεω. Και το Πιπέρι που τρίβανε χάμου με το κώλο τους, με την μύτη. Ερ. Με το τσιγκέλι θα στα βγάλουμε πέστα. Γεω. Όλα τα θυμάσαι. Ερ. Το Πιπέρι πώς το λέγανε; Γεω. «Πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι». Ερ. Θυμάσαι πώς το τραγουδάγανε, το θυμάσαι το σκοπό; 28

Γεω. Ναι αυτός είναι. (Τραγουδάει σκοπό) «πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι, με τη μύτη ντος το τρίβουν και ψιλό το κοπανίζουν, με τη γλώσσα» αυτό το σκοπό και μετά βάνανε τη γλώσσα χάμε, τον άγκωνα, το στήθος της γυναίκας, τον κώλο, τα πάντα, παλιά. Ερ. Σκοπό του κλήδονα είχατε; Γεω. Κλήδονα, κοντυλιές πάλι, αυτές οι κοντυλιές. Ερ. Ήτανε με όργανα ή μόνο μαντινάδες λέγατε; Γεω. Πηγαίναν καμιά φορά με όργανα, μαντολίνα στα σοκάκια εκεί. Φαν. Και αυτά τοπικά, γειτονιές. Γεω. Όχι να κάνουνε γλέντι, τοπικά, από κάτω σε κανένα δέντρο, σε καμιά γειτονιά που ήτανε μαζεμένα κορίτσια και νεαροί, να λένε μαντινάδες, να βγάλουνε απ το σταμνί μέσα κανένα αχλάδι, κανένα αυτές τις μπουρνέλες που λέμε, κανένα μύγδαλο, να το χουνε σημαδέψει, να το βγάλουνε να λέει «αυτό το παιδί ήταν της κοπέλας αυτηνής», να πάρουν τ όνομά της και της λένε τη μαντινάδα και αν ήταν καλή, αν ήταν κακή, άλλος αυτός. Δηλαδή λέγανε μαντινάδα καλή, ήτανε καλή, γιατί καμιά φορά είχε και μαντινιάδες που ήταν πολύ ντροπαλές μαντινάδες. Κι έτσι που λες ο κόσμος δεν επαραξηγούσε ό,τι και να λεγες. Ερ. Πρώτα έλεγαν τη μαντινάδα και μετά έβγαινε το μήλο; Γεω. Ναι, το πιανε. Φαν. Έπιανε τη μαντινάδα, έλεγε τη μαντινάδα, το πιάνει, «ποιανού ήταν αυτό, πώς την είπες», έτσι. Γεω. Τίνος είναι αυτή κυρία κοπέλα, γιατί έγραφε το όνομά της απάνω. Ερ. Και οι νεαροί παίζανε μουσική και οι κοπέλες λέγανε τις μαντινάδες; Γεω. Και οι νεαροί και οι κοπέλες, όλοι μαζί. Και λέει «αυτό το αχλάδι είναι της κοπέλας». Και το βγάζει και λέει «αυτό είναι δικό μου, γράφει τ όνομά μου απάνω» και της λέει μια μαντινάδα. Ποιος την είπε. Ερ. Πόσους σκοπούς του γάμου είχατε εδώ; Γεω. Ένας. 29

Ερ. Αυτόν που ακούσαμε χτες; Γεω. Αυτός, δεν υπήρχε άλλος. Ερ. Τον τραγουδούσαν αυτόν κι όταν στολίζανε τη νύφη; Γεω. Κρατούσανε αγκαζέ όλοι και πηγαίναμε στους δρόμους αγκαζέ και λέγανε τις μαντινάδες στο δρόμο που πηγαίνανε, αλλά κι όταν στολίζανε τη νύφη τον ίδιο σκοπό. Φαν. Καθ οδόν που βγαίναμε, αυτούς που καλούσανε, εβγαίνανε έξω και μας κερνούσανε με τα ποτήρια. Ευχόσουνα «και στων παιδιών σου» ή αν ήταν κοπέλα «και στα δικά σου» την ώρα που πηγαίναμε στην εκκλησία. Ερ. Όταν πηγαίνατε στην εκκλησία, πέστε μου αν υπήρχε στο χωριό σας η συνήθεια αυτή, πηγαίνατε άτακτα ή μπαίνατε σε μια σειρά οι συγγενείς της νύφης, οι συγγενείς του γαμπρού; Γεω. Όχι, ανακατεμένοι, αγκαζέ πηγαίναμε και λέγανε μαντινάδες στο δρόμο. Τις ίδιες μαντινάδες που λέγαμε εμείς στο δρόμο. Ερ. Το λέω γιατί σε κάποιο χωριό είδα ότι υπήρχαν αυτές οι παρατάξεις, συγγενείς του γαμπρού, συγγενείς της νύφης και λέγανε μεταξύ τους μαντινάδες. Έλεγαν οι μεν και απαντούσαν οι δε. Λέω μήπως συνέβαινε κι εδώ κάτι τέτοιο; Φαν. Συμβαίνει εντάξει, μπορεί να πεις μια μαντινάδα της νύφης και να πεις «κοιτάξτε τη νύφη σας, δέστε και το γαμπρό μας» αν λένε για τις μαντινάδες «κι αν έχεις και παράπονο να μας το πείτε ομπρός μας» π. χ. Αλλά αυτά τώρα όχι ότι υπάρχουνε επί της ουσίας, απλώς είναι τυπικά. Ερ. Το τυπικό μας ενδιαφέρει αν γινότανε; Φαν. Ναι, γινότανε. Γεω. Αλλού έχουνε σ άλλα χωριά, έχουνε πει ότι πάνε χώρια του γαμπρού και χώρια της νύφης και λένε μαντινάδες. Ερ. Όταν ξυρίζαν το γαμπρό; 30

Γεω. Τον ξυρίζανε ναι. Του λέγανε μαντινάδες την ώρα που τον ξυρίζανε βέβαια. Του λέγανε μαντινάδες, τη νύφη όντε στολίζανε λέγανε τις μαντινάδες, τις συνηθισμένες μαντινάδες. Ερ. Είχανε και όργανα στο στόλισμα της νύφης ή στο στόλισμα του γαμπρού; Γεω. Επήγαινε ο οργανοπαίχτης κι έπαιζε εκεί πέρα το σκοπό της νύφης και λέγανε οι καλεστοί και οι κοπέλες και οι νέοι καμιά φορά μαντινάδες. Αλλά τώρα σχεδόν τα χουνε εγκαταλείψει. Δηλαδή παίζει τώρα λίγα πράγματα. Πρώτα έκανε στο σπίτι μέσα ο γαμπρός μία ώρα μόνο μαντινάδες. Και στο κρεβάτι να κάθεται εκεί πέρα, να του λένε μαντινάδες κι ο κουμπάρος δίπλα να κάθεται. Τώρα ώστε να τελειώσει το χτες λέει «πάμε». Ερ. Για πες μου κάτι Φανούρη, το να ξέρει κανείς ένα όργανο και να παίζει ως επαγγελματίας, πώς το θεωρούσαν οι άλλοι, οι χωριανοί ως προτέρημα ή ως μειονέκτημα; ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΣΕΤΑ Α. Πλευρά Ερ. Εάν εσύ ανύπαντρος όντας ζητούσες μια κοπέλα, υπήρχε περίπτωση να σκεφτεί ο πατέρας της «σ αυτόν θα την δώσω που παίζει όργανο»; Φαν. Παλαιότερα σ αυτό το συνοικέσιο του γάμου λέγαν οι παλιοί «άνθρωπο από γενιά, σκυλί από μητάτο». Δηλαδή έπρεπε να είναι η οικογένειά σου καλή και επιπλέον αν είχες το κλειδί στο κόκαλο, δηλαδή ότι είχες σπίτι να την βάλεις μέσα. Εάν βέβαια δεν υπήρχε το σπίτι αυτό και η κοπέλα ήτανε κάπως ευκατάστατη, αλλά δεν είχε σπίτι «πού θα πας, ποιον θα πάρεις, αυτόν, αφού δεν έχει πού να σε βάλει». Ερ. Αυτό είναι το γενικό. Αλλά λέω, αν ήταν οργανοπαίχτης τον θεωρούσαν με κάποια καχυποψία; 31

Φαν. Όχι, δεν νομίζω, όχι. Ερ. Ήταν προσόν να είναι οργανοπαίχτης, τον εκτιμούσαν περισσότερο; Φαν. Μπορώ να πω ότι ήταν προσόν ένα ποσοστό μεγάλο, ειδικά στη νεολαία, στα κορίτσια. Ήταν ένα προσόν. Στους γονείς ανάλογα και πάλι επανέρχομαι στη πρώτη μου απάντηση, ότι ήτανε θέμα οικογένειας. Εάν δηλαδή ήτανε ένας λυράρης, ο οποίος ήταν από μία οικογένεια η οποία ήτανε αυτή, επικρατούσε αυτό το μειονέκτημα στην οικογένεια και λέει όχι, «εντάξει μπορεί να είναι καλό παιδί, αλλά πού θα μπεις, σ αυτή την οικογένεια θα πας να μπεις». Καταλάβατε, «μπορεί να είναι καλό παιδί, παίζει καλά, αλλά θα πας σ αυτή την οικογένεια μέσα που είναι έτσι, που είναι αλλιώς» Υπήρξαν αυτή παλαιότερα. Ερ. Να σας θέσω λίγο διαφορετικά το ερώτημα για να γίνει λίγο πιο κατανοητό; Ήσασταν εσείς που ήσασταν μουσικός, παίζατε κάποιο όργανο κι ήταν ένας άλλος νεαρός στην ίδια ηλικία με σας, ο οποίος ήτανε τσαγκάρης, ήτανε αγρότης. Ο πατέρας της κοπελιάς που αγαπούσατε κι οι δύο σε ποιον θα έδινε την κόρη του; Σε σας ή στον άλλο; Φαν. Στον οργανοπαίχτη. Βεβαίως υπάρχει μια κριτική αυτή τη στιγμή. Εγώ μπορεί να έπαιζα όργανο, να μουνε αρεστός στην κοπελιά, αλλά ο άλλος ήταν ευκατάστατος. Αυτή ήταν μια άλλη, μπορούσε να πει όχι «κοίταξε να δεις, μπορεί να είναι καλό κοπέλι, ωραίος είναι, αλλά ο άλλος είναι νοικοκύρης». Υπήρχε αυτή η διαφορά. Ερ. Να το πω εγώ διαφορετικά. Εάν ήταν δύο περιπτώσεις, δύο γαμπροί που έχουν τα ίδια προσόντα, αλλά ο ένας παίζει ο άλλος δεν παίζει; Φαν. Στον οργανοπαίχτη θα πήγαινε σίγουρα. Στο όργανο θα πήγαινε, έχω παραδείγματα. Γεω. Θα το επιθυμούσε καλύτερα η κοπέλα, σου λέει «εγώ θα πάρω οργανοπαίχτη να με διασκεδάζει». Αυτό λέγανε. Ερ. Δεν υπήρχε δηλαδή ο φόβος ότι ο οργανοπαίχτης είναι και λίγο τζαναμπέτης; 32