Τα media και το τσάι του βουνού (Δήμητρα Κρουστάλλη, Δημοσιογράφος ΤΟ ΒΗΜΑ) To θέμα του συνεδρίου -Εργαλεία και ευκαιρίες στην Ελλάδα της κρίσης μοιάζει σαν μια καλοστημένη παγίδα για έναν δημοσιογράφο. Μα είναι δυνατόν να υπάρχουν πραγματικές ευκαιρίες στην Ελλάδα της κρίσης; Και είναι ο εκπρόσωπος του κλάδου της ενημέρωσης που έχει γονατίσει από την κρίση κατάλληλος να μιλήσει για αυτές; Απάντηση δεν έχω. Μπορώ όμως να σας μεταφέρω το ερώτημα που μου έθεσε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, ο κ. Θανάσης Τσαυτάρης σε πρόσφατη συνομιλία μας: «Πόσο κοστίζει ένα βαρέλι πετρέλαιο; 100-110 δολάρια; Ξέρεις πόσο μπορεί να πιάσει στην Ευρώπη ένα βαρέλι τσάι του βουνού με μέλι και λεμόνι; Κοντά στα 200 ευρώ!». Μήπως τελικά, αν αλλάξουμε προοπτική, μπορούμε να ανακαλύψουμε μια ευκαιρία πίσω από κάθε αδιέξοδο; Η Ελλάδα σήμερα είναι μια διχασμένη χώρα. Δίπλα στους 1,5 εκ. ανέργους που προσπαθούν να επιβιώσουν με τα επιδόματα του ΟΑΕΔ, ξεφυτρώνουν νέοι επιχειρηματίες, καινοτόμες επιχειρήσεις, δυναμικές επενδύσεις στον πρωτογενή τομέα. Σημειώνεται αξιόλογη εξαγωγική δραστηριότητα. Υπολογίζεται ότι περίπου 25.000 νέοι εγκατέλειψαν τα τελευταία δύο χρόνια τα αστικά κέντρα, εγκαταστάθηκαν στην επαρχία και ασχολούνται με την γεωργική και την κτηνοτροφική παραγωγή. Επιπλέον άνθισε και η κοινωνία των πολιτών. Πριν από την κρίση δεν υπήρχαν τa TED events, ούτε το Intelligence Squared το πρωτοποριακό διεθνές φόρουμ για ντιμπέιτ, ούτε το Οpen Coffee, η πλατφόρμα για τις επιχειρήσεις start up. Αλλά μήπως η δημοσιογραφία έμεινε ίδια; Τόσο για τα μεγάλα Μέσα όσο για τον κάθε δημοσιογράφο ατομικά; Όσοι ξεκινήσαμε τη δημοσιογραφία στις αρχές του 90 στοιχειωνόμασταν από διάφορα κλισέ, φερμένα από τη Βρετανία και την Αμερική. Ένα από τα δημοφιλέστερα ήταν «Σου λέει η μαμά σου ότι σε αγαπάει; Διασταύρωσε το!». Τώρα δεν έχει καμία σημασία αν πραγματικά σε αγαπάει η μαμά σου. Πρώτα μεταδίδεις την είδηση και έπειτα τη διασταυρώνεις. Στις εφημερίδες ότι γράφεται δεν ξεγράφεται.
Στο ίντερνετ όμως η είδηση ανανεώνεται κάθε πέντε λεπτά. Τα πάντα μπορούν να ξαναγραφτούν. Να αλλάξουν. Να ανατραπούν. Και είναι αμφίβολο πόσοι αναγνώστες θα αντιληφθούν τις αλλαγές εξαιτίας της ταχύτητας με την οποία συμβαίνουν. Πριν από δύο χρόνια, ο όμιλος Λαμπράκη έφερε έναν ειδήμονα από τις ΗΠΑ, ονόματι Τζόναθαν Χόλς, για μια σειρά σεμιναρίων σχετικά με το web writing, αντίστοιχων με αυτά που είχε κάνει προηγουμένως στο ΒΒC, στον Guardian και στους New York Times. Η θεωρία του ήταν η εξής: οι ειδήσεις έπρεπε να παρουσιάζονται απλά και συνοπτικά. Ο μέσος αναγνώστης διαβάζει περίπου 200 χαρακτήρες και μένει σε κάθε θέμα κατά μέσο όρο 2 ως 3 λεπτά. Πρακτικά δηλαδή θα έπρεπε μέσα σε ελάχιστα λεπτά ο ανταγωνισμός με τα άλλα μέσα είναι θηριώδης- να γράψουμε ένα σύντομο, περιεκτικό και ευρηματικό κείμενο. Επιπλέον θα χρειαζόταν να σπαζοκεφαλιάζουμε για να εφεύρουμε τίτλους με λέξεις κλειδιά ή να τοποθετούμε λέξεις κλειδιά στην πρώτη αράδα του προλόγου ώστε να ανασύρονται κατά προτεραιότητα τα δικά μας θέματα στις μηχανές αναζήτησης. Φυσικά η πιο δημοφιλής λέξη κλειδί στο διαδίκτυο είναι -όπως σωστά μαντέψατε- είναι η λέξη «σεξ». Πόσο συχνά μπορεί να τη χρησιμοποιήσει ένας πολιτικός ή ένας οικονομικός συντάκτης, χωρίς να παρεξηγηθεί ανεπανόρθωτα; Όταν ρωτήσαμε τον Τζόναθαν Χολς, αν στα μεγάλα σάιτ του εξωτερικού ακολουθούν τις οδηγίες του, παραδέχτηκε ότι κανένα δεν τις εφαρμόζει. Η ομολογία αυτή ούτως ή άλλως μικρή σημασία είχε. Τη στιγμή που μας μυούσε στα μυστικά της διαδικτυακής γραφής όλα όσα μας έλεγε ήταν ήδη ξεπερασμένα. Το facebook έχανε την αίγλη του. Στη μάχη της ενημέρωσης έμπαιναν τα smart phones, οι ταμπλέτες, και κυρίως το twitter, το οποίο πραγματικά άλλαξε τους όρους του παιχνιδιού - όχι μόνο για τους δημοσιογράφους. Όλο και πιο συχνά οι πολιτικοί επικοινωνούν μέσω του twitter, ορισμένοι δεν βγάζουν πια ανακοινώσεις και έτσι όσοι ασχολούμαστε με την ενημέρωση είμαστε διαρκώς σε επιφυλακή. Η αλήθεια πάντως είναι ότι η αντιπαράθεση απόψεων και οι καβγάδες στο twitter έχουν μακράν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από όσα διαμείβονται στο καφενείο και στο εντευκτήριο της Βουλής.
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, οι αναγνώστες αφιερώνουν πολύ περισσότερο χρόνο για να διαβάσουν κείμενα που κατεβάζουν στα κινητά τους, στις ταμπλέτες και στα i pad από ότι σε άλλα μέσα και ειδικά στους σταθερούς ή στους φορητούς υπολογιστές. Oι νεότερης ηλικίας αναγνώστες προτιμούν τις πιο άμεσες πλατφόρμες ενημέρωσης. Τα κινητά έχουν αυξήσει την κατανάλωση πληροφορίας και φαίνεται ότι ενισχύουν την ισχύ των παραδοσιακών μέσων. Την ίδια ώρα όμως η κυκλοφορία των εντύπων, εφημερίδων και περιοδικών, φθίνει. Τα μέσα ενημέρωσης έρχονται καθημερινά αντιμέτωπα με αδιανόητες και αντιφατικές προκλήσεις. Τα κακά νέα δεν σταματούν εδώ. Για να ακολουθήσει ένας δημοσιογραφικός οργανισμός τις τεχνολογικές εξελίξεις με τον ρυθμό που το κάνουν οι καταναλωτές, απαιτούνται μεγάλες επενδύσεις. Αυτά τα ποσά, μέχρι στιγμής, δεν μπορούν να καλυφθούν από τα διαφημιστικά έσοδα, τα οποία με τη σειρά τους παρουσιάζουν μεγάλη κάμψη. Ενδεικτικά, το 2012 το σύνολο της διαφημιστικής δαπάνης στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 28,4% σε σύγκριση με το 2011. Στο Βήμα, που έλαβε την πρωτοποριακή για τα ελληνικά δεδομένα απόφαση να αναστείλει την έντυπη καθημερινή έκδοση του παρακινημένο και από την οικονομική δυσπραγία - και να ρίξει το βάρος στην ηλεκτρονική του σελίδα, και που προσφάτως κάνει ειδική συνδρομητική έκδοση για ταμπλέτες και I pad, το 10-15% της διαφημιστικής δαπάνης κατευθύνεται στις ηλεκτρονικές εκδόσεις. Η μερίδα του λέοντος εξακολουθεί να πηγαίνει στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας. Ο θόρυβος που συντηρείται πέριξ των εφημερίδων και των τηλεοπτικών σταθμών γίνεται πλέον εκκωφαντικός. Ενημερωτικά σάιτ, μπλογκ, αναρτήσεις στο facebook, twitts, γεγονότα αληθινά ή φανταστικά, φήμες, αναλύσεις, θεωρίες συνωμοσίας, όλα συνυπάρχουν ισότιμα στη σύγχρονη επικοινωνιακή Βαβέλ. Το μέγεθος της πληροφόρησης είναι τέτοιο που οδηγεί στην αποπληροφόρηση. Ποιος ξέρει στα σίγουρα ότι καθετί που διαβάζει είναι αληθινό; Στο τέλος οι περισσότεροι καταλήγουν στα παραδοσιακά μέσα, τα οποία όμως επειδή νοιάζονται για την αξιοπιστία της πληροφορίας, τη μεταδίδουν τελευταία και καταϊδρωμένα.
Οι δημοσιογράφοι τους συχνά καλούνται να γράψουν σε ελάχιστο χρόνο και μια υποτυπώδη ανάλυση ώστε να διαφοροποιηθούν από τον ανταγωνισμό. Φυσικά συχνά ακολουθούμε τη γενική τάση. Θα γράψουμε με επιφυλάξεις την πληροφορία και μετά θα την γράψουμε ξανά και ξανά έως ότου να ειπωθεί η αλήθεια. Εύλογα τίθεται το ερώτημα: Οι εφημερίδες δεν είδαν εγκαίρως το ιντερνετικό τσουνάμι στην ενημέρωση; Όχι μόνο το είδαν αλλά προσπάθησαν από την πρώτη ώρα να το αναχαιτίσουν. Δοκίμασαν διάφορες λύσεις: Να επιβάλλουν συνδρομή ή ένα είδος μικροπληρωμής. Να έχουν άλλα κείμενα δεσμευμένα και άλλα με ελεύθερη πρόσβαση. Προς το παρόν, η συζήτηση ανακυκλώνεται γιατί καμία λύση δεν λειτούργησε αποτελεσματικά, ούτε βρέθηκε ένα καινούργιο μοντέλο σωτηρίας των εντύπων που θα αντικαταστήσει το προηγούμενο. Ο προβληματισμός αυτός δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Διεθνώς συμβαίνουν αλλαγές που μας αφορούν όλους. Όπως, παραδείγματος χάριν, η αναστολή της έντυπης έκδοσης του Newsweek το οποίον πλέον βρίσκεται μόνο στο διαδίκτυο, ή η πώληση της Washington Post στον ιδρυτή και ιδιοκτήτη της Αmazon Τζεφ Μπέζος. Πολλά σχόλια έγιναν για αυτή την αγοραπωλησία αλλά μόνο το Business Week / Βloomberg υπονόησε ότι υπάρχει και οσμή διαπλοκής. Επιπροσθέτως εγείρεται ένα σοβαρό ζήτημα που αφορά την διαχείριση των προσωπικών μας δεδομένων. Τον περασμένο χρόνο, τεχνολογικοί γίγαντες όπως η Google, η Amazon, το Facebook, η Apple, άρχισαν να ενώνουν τις δυνάμεις τους και να μετατρέπονται σε δημιουργούς του σύμπαντος της ψηφιακής μας ζωής: Των συστήματων διαχείρισης για τις νέες συσκευές, των μπράουζερ, της υπηρεσίας ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των διαδικτυακών πλατφορμών για παιχνίδια και αγορές on line. Ολα αυτά παρέχουν στις μεγάλες εταιρείες λεπτομερή προσωπικά δεδομένα για κάθε έναν καταναλωτή, ο οποίος δεν έχει τα μέσα για να προστατευτεί. Σίγουρα θα έχετε ακούσει πολλούς παιάνες για τη δημοσιογραφία του πολίτη που θα εκδημοκράτιζε την ενημέρωση. Για τον ρόλο που έπαιξε το twitter και το facebook σε κινήματα, όπως η αραβική άνοιξη, που τελικώς κατέληξαν σε χάος και πάντως σίγουρα δεν υπήρξε καμία μετάβαση εξουσίας στον λαό. Τελικώς η ενημέρωση παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό στα χέρια των επαγγελματιών. Ο διαδικτυακός δημοσιογράφος αντιμετωπίζει συνεχώς νέες προκλήσεις: Πρέπει να αποφασίσει πως θα αφηγηθεί την είδηση.
Αν θα χρειαστεί να τραβήξει φωτογραφίες ή αν θα τις αναζητήσει σε φωτογραφικά αρχεία ή σε πρακτορεία. Αν θα χρησιμοποιήσει βίντεο ή slideshow. Αν θα προσθέσει λινκ σε συναφή ή παλαιότερα αρχεία του δικού του ή άλλων συνεργαζόμενων μέσων. Αν θα δώσει στο κοινό τη δυνατότητα να σχολιάζει. Η δουλειά μας έχει γίνει ξαφνικά πολύ περίπλοκη. Δεν είναι πια αρκετό να γράψεις ένα κείμενο και να το στείλεις στη φωτοσύνθεση προς δημοσίευση. Μεγάλη πληγή είναι και η κλοπή των ειδήσεων. Τα μικρότερα ειδησεογραφικά σάιτ στην Ελλάδα επιβιώνουν κάνοντας copy paste στα ρεπορτάζ των μεγαλύτερων σάιτ αλλά και αλληλοκλεπτόμενα. Το αποτέλεσμα είναι να παρουσιάζουν πανομοιότυπο περιεχόμενο που διαφοροποιείται μόνο στις συνταγές μαγειρικής. Θα αναρωτιέστε τι σημασία έχουν οι τεχνικές λεπτομέρειες της δουλειάς μας. Αντί άλλης απάντησης θα σας διηγηθώ κάτι που συνέβη την περασμένη εβδομάδα. Σίγουρα οι περισσότεροι θα είδατε τις προκλητικές εμφανίσεις της Lady Gaga και της Μαίλι Σάιρους στα Video Music Awards του ΜΤV. Την επόμενη ημέρα, το CNN δημοσίευσε στις κύριες διεθνείς ειδήσεις το ρεπορτάζ για τον σέξι χορό της νεαρής τραγουδίστριας και ηθοποιού Μάιλι Σάιρους που σόκαρε τους θαυμαστές της Χάνα Μοντάνα. Φυσικά προκλήθηκε σάλος, και το σάιτ που υπερηφανεύεται ότι είναι ο ηγέτης στην παγκόσμια ενημέρωση, δέχτηκε βροχή επικριτικών μηνυμάτων για την ελαφρότητα της είδησης που δημοσιεύτηκε δίπλα στα ρεπορτάζ για τις θηριωδίες στη Συρία, τον εμφύλιο σπαραγμό στην Αίγυπτο και τα αφιερώματα στην επέτειο των 50 χρόνων από την εκφώνηση της ιστορικής ομιλίας «Έχω ένα όνειρο» του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Η Μέρεντιθ Άρτλι, Μanaging Editor του CNN. Com με ένα επιθετικό, ενδεχομένως κυνικό, κείμενο απάντησε στην κριτική επισημαίνοντας ότι το ρεπορτάζ αυτό εξαιτίας της δημοφιλίας του μπήκε στην ίδια θέση με εκείνο για την τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους την 11η Σεπτεμβρίου.. «Γιατί το κάναμε αυτό;» έθεσε το ερώτημα. «Η απάντηση», πρόσθεσε, «είναι απλή. Με αυτόν τον τρόπο επιχειρήσαμε να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον σας για να κλικάρετε στο δικό μας σάιτ, να μεγαλώσετε την επισκεψιμότητα του η οποία εκτοξεύτηκε- και σε αντάλλαγμα να αυξήσουμε τα διαφημιστικά μας έσοδα. Δεν είχε να κάνει με την αξιολόγηση των σημαντικότερων ειδήσεων της ημέρας. Αυτή την κάνατε εσείς, με τις επιλογές σας, όχι εμείς».
Επίσης, εξήγησε, ότι το ρεπορτάζ συνοδευόταν από βίντεο. «Οι διαφημιστές» έγραψε, «αγαπούν τα βίντεο όσο κι εσείς. Όποιος επέλεξε να το δει το συγκεκριμένο βίντεο έμεινε στο σάιτ τουλάχιστον για επτά λεπτά. Όσο περισσότερο χρόνο μένετε στο σαιτ, τόσο πιο εύκολη γίνεται για εμάς η προσέγγιση των μεγάλων εταιρειών για διαφημίσεις». «Αν βάζαμε την είδηση στα καλλιτεχνικά», συνέχισε η Αρτλι, «δεν θα μπαίνατε στον κόπο να δείτε ούτε αυτή ούτε τις άλλες μεγάλες ειδήσεις μας, δεν θα είχαμε τόσο μεγάλη επισκεψιμότητα, δεν θα βγάζαμε τα χρήματα που χρειαζόμαστε και εγώ δεν θα εισέπραττα τα συγχαρητήρια που θέλω. Βλέπετε λοιπόν ότι δεν υπάρχει τέλος σε αυτό. Και τι είναι «αυτό» θα ρωτήσετε; Η σύγχρονη δημοσιογραφία», κατέληγε το άρθρο. Αν η σύγχρονη δημοσιογραφία σας μοιάζει με την Άγρια Δύση δεν έχετε άδικο. Πριν από λίγα χρόνια ήταν όλα σχολαστικά τακτοποιημένα. Τώρα οι κανόνες ξαναγράφονται, ο χάρτης της επικοινωνίας αλλάζει αφήνοντας πίσω του καθεστωτικές νοοτροπίες και μονοπώλια. Ο καθένας έχει λόγο και κανένας δεν έχει τη συνταγή της επιτυχίας. Άρα υπάρχει πραγματικά ένα βαρέλι τσάι του βουνού πίσω από κάθε βαρέλι πετρέλαιο. Αυτό που μένει είναι να το δούμε.