ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: στο μάθημα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΜΕ ΘΕΜΑ: «Το αδίκημα της αντίστασης κατά της αρχής» [Άρθρο 167 ΠΚ] Επιβλέπων Καθηγητής: Θεόδωρος Παπακυριάκου Φοιτήτρια: Ειρήνη Ι. Τσιρονίκου (ΑΕΜ: 600758) Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 2017
1
Πίνακας Περιεχομένων ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ... 4 Ι. Εισαγωγικά... 6 ΙΙ. Το προστατευόμενο στο άρθρο 167 ΠΚ έννομο αγαθό... 9 Α. Η «πολιτειακή εξουσία»: Βασικός εννοιολογικός προσδιορισμός και οροθέτηση έναντι των λοιπών κρατικών εννόμων αγαθών... 9 Β. Η πολιτειακή εξουσία: ειδικότερα ζητήματα... 16 1. Επιμέρους χαρακτηριστικά του εννόμου αγαθού... 16 2. Η περιγραφή του εννόμου αγαθού σύμφωνα με τη διαλεκτική του σύλληψη... 18 3. Οι όψεις του εννόμου αγαθού πολιτειακή εξουσία στο Ε κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα... 20 Γ. Η αμφισβήτηση της πολιτειακής εξουσίας ως (αυτοτελούς) εννόμου αγαθού De lege ferenda προτάσεις... 24 1. Η αμφισβήτηση της πολιτειακής εξουσίας ως κατ ακριβολογία εννόμου αγαθού από τον Μανωλεδάκη... 24 2. Η κατάργηση της πολιτειακής εξουσίας ως αυτοτελούς εννόμου αγαθού στο Σχέδιο Ποινικού Κώδικα της Επιτροπής Μανωλεδάκη... 28 ΙII. Το έγκλημα της αντίστασης κατά της αρχής του άρθρου 167 ΠΚ... 31 Α. Αντικειμενική υπόσταση... 31 1. Υποκείμενο τέλεσης του εγκλήματος... 31 2. Αντικείμενο τέλεσης του εγκλήματος... 34 α. Η «αρχή»... 34 β. Ο «υπάλληλος»... 38 γ. Ο «προσληφθείς ιδιώτης» και ο «προστρέξας υπάλληλος»... 41 3. Η αναγωγή της εκβιαζόμενης ή παρεμποδισθείσας πράξης στα καθήκοντα του υπαλλήλου ή της αρχής... 42 4. Τρόποι τέλεσης του εγκλήματος... 46 α. Η χρήση βίας για τον εξαναγκασμό υπαλλήλου ή αρχής σε ενέργεια... 47 i. Η «βία» γενικά Διακρίσεις της βίας Βασικά χαρακτηριστικά της σωματικής βίας 47 ii. Ειδικά η χρήση βίας στο άρθρο 167 ΠΚ για τον εξαναγκασμό υπαλλήλου ή αρχής σε ενέργεια... 54 iii. Η βία του άρθρου 167 ΠΚ στη νομολογία... 64 β. Η χρήση απειλής βίας για τον εξαναγκασμό υπαλλήλου ή αρχής σε ενέργεια... 66 γ. Η χρήση βίας για τον εξαναγκασμό υπαλλήλου ή αρχής σε παράλειψη νόμιμης πράξης... 71 δ. Η χρήση απειλής βίας για τον εξαναγκασμό υπαλλήλου ή αρχής σε παράλειψη νόμιμης πράξης... 73 ε. Η βιαιοπραγία κατά υπαλλήλου ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για την υποστήριξη του υπαλλήλου ενόσω διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του... 74 2
Β. Η «νομιμότητα» της κρατικής ενέργειας επιβολής... 78 1. Προσδιορισμός του περιεχομένου του όρου «νομιμότητα»... 79 2. Δογματική ταυτότητα του όρου «νομιμότητα»... 86 α. Η νομιμότητα ως εξωτερικός όρος του αξιοποίνου... 87 β. Η νομιμότητα ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης... 88 γ. Η νομιμότητα ως ειδικό στοιχείο του αδίκου... 89 δ. Κριτική θεώρηση των απόψεων... 91 ε. Η στάση της νομολογίας... 99 Γ. Λόγοι άρσης του αδίκου... 100 Δ. Υποκειμενική υπόσταση... 102 Ε. Απόπειρα... 106 ΣΤ. Συμμετοχή... 107 Ζ. Συρροές... 109 1. Περιπτώσεις φαινομενικής συρροής... 109 2. Περιπτώσεις αληθινής συρροής... 115 Η. Ποινική Κύρωση... 120 Θ. Διακεκριμένες παραλλαγές... 120 1. Η τέλεση αντίστασης από πρόσωπο που οπλοφορεί ή φέρει αντικείμενα με τα οποία μπορεί να προκληθεί σωματική βλάβη... 122 2. Η τέλεση αντίστασης από πρόσωπο που έχει καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του... 130 3. Η τέλεση αντίστασης από περισσότερους... 144 4. Η τέλεση αντίστασης κατά προσώπου που διέτρεξε σοβαρό προσωπικό κίνδυνο...152 Ι. Δικονομικά ζητήματα... 161 1. Ποινική δίωξη... 161 2. Αρμοδιότητα... 161 3. Πολιτική αγωγή... 162 4. Μεταβολή κατηγορίας... 163 IV. Επιλογικές σκέψεις... 164 Συγκεντρωτική Βιβλιογραφία... 169 3
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΠ Άρειος Πάγος αριθμ. αριθμός Αρμ Αρμενόπουλος βλ. βλέπε Βουλ Βούλευμα εδ. εδάφιο έκδ. έκδοση ΕλλΔ/νη επ. Ελληνική Δικαιοσύνη επόμενες Εφ Εφετείο (-ίου) ΚΠΔ Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ΚΠολΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας λ.χ. λόγου χάρη ν. νόμος (-ου) Ν. Νόμος (-ου) ΝοΒ Νομικό Βήμα ό.π. όπως παραπάνω παρ. παράγραφος παρατ. παρατηρήσεις περ. περίπτωση ΠΚ Ποινικός Κώδικας Πλημ Πλημμελειοδικείο (-ίου) ΠοινΔικ Ποινική Δικαιοσύνη ΠοινΧρ Ποινικά Χρονικά πρβλ. παράβαλε π.χ. παραδείγματος χάρη σελ. σελίδα Συμβ Συμβούλιο (-ίου) Συντ Σύνταγμα (-τος) 4
τ. τόμος ΤΝΠ Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Υπερ. Υπεράσπιση υποσ. υποσημείωση 5
Ι. Εισαγωγικά Η δίωξη και καταδίκη, κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών μου σπουδών, ενός προσώπου του φιλικού μου τότε περιβάλλοντος για το αδίκημα της αντίστασης κατά της αρχής, υπό συνθήκες απλής απείθειας, με αντίστροφη προέλευση της βίας και με μόνο αποδεικτικό στοιχείο τις καταθέσεις των πολιτειακών οργάνων - «θυμάτων», με έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με το συγκεκριμένο αδίκημα και ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά μου για την ευκολία και τον κίνδυνο κατάχρησης της κρατικής εξουσίας. Πέρα από εκείνη την «υπόσχεση» ενασχόλησης κάποια στιγμή με το συγκεκριμένο έγκλημα, στην επιλογή του ως αντικειμένου διπλωματικής εργασίας, παρότι δεν εντάσσεται στους «επίκαιρους» προβληματισμούς του ποινικού δικαίου, συνετέλεσαν, επίσης, τα ενδιαφέροντα δογματικά ζητήματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 167 ΠΚ 1, η κοινωνική ευαισθησία σε εγκλήματα του είδους αυτού και η ψυχολογική αντίδραση που γεννά στον πολίτη, σε συνδυασμό με την πρόκληση που εμπεριέχει η οριοθέτηση της πάντοτε επίκαιρης, και δη σε περιόδους κρίσεων, «αντιδικίας» κράτους - πολίτη, καθώς η προστασία του πρώτου λειτουργεί περιοριστικά για τις ελευθερίες του δεύτερου. Αντικείμενο, λοιπόν, της ανά χείρας εργασίας αποτελεί η ερμηνευτική προσέγγιση του εγκλήματος της αντίστασης κατά της αρχής, όπως αυτό τυποποιείται στο άρθρο 167 ΠΚ. Η εργασία ξεκινά με τη μελέτη του προστατευόμενου από τη διάταξη εννόμου αγαθού και προχωρά, στη συνέχεια, στην εξέταση της υπόστασης του αδικήματος, ακολουθώντας την παραδοσιακή δομή του εγκλήματος. Η γνωστή, θεμελιώδης σημασία της έννοιας του εννόμου αγαθού για όλο το ποινικό οικοδόμημα, η λειτουργία του ως νομιμοποιητικού όρου μιας αξιόποινης πράξης 2, η συμβολή του στην κατανόηση της ουσίας μιας προσβολής και εν γένει 1 Άρθρο 167 ΠΚ: 1. «Όποιος μεταχειρίζεται βία ή απειλή βίας για να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσουν πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή να παραλείψουν νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί κατά υπαλλήλου ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Σε κάθε περίπτωση αποκλείεται η μετατροπή ή η αναστολή της ποινής». 2. «Αν οι πράξεις που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος έγιναν από πρόσωπο που οπλοφορεί ή φέρει αντικείμενα με τα οποία μπορεί να προκληθεί σωματική βλάβη ή έχει καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του ή έγιναν από περισσότερους, καθώς και αν το πρόσωπο κατά του οποίου στράφηκε η πράξη διέτρεξε σοβαρό προσωπικό κίνδυνο επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη». 2 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, σελ. 40 επ., 45 επ. και 105 επ. Ν. Δημητράτου, Έννομο αγαθό και διδασκαλία περί εγκλήματος στο ποινικό δίκαιο, σελ, 18-20. 6
στην ερμηνεία μιας ποινικής διάταξης, αλλά και συγκεκριμένα στην υπό κρίση περίπτωση, η συμβολή του εννόμου αγαθού στην επίλυση ζητημάτων, που ανακύπτουν ειδικά στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 167 ΠΚ, όπως ζητημάτων συρροής ή της εξεύρεσης του δογματικού χαρακτήρα του όρου της «νομιμότητας» της υπαλληλικής ενέργειας, δικαιολογούν την πρόταξη της επεξεργασίας του εννόμου αγαθού στην πρώτη, αυτοτελή ενότητα της παρούσας εργασίας. Ειδικότερα, επιχειρείται, καταρχάς, ο βασικός εννοιολογικός προσδιορισμός της «πολιτειακής εξουσίας», που είναι το προστατευόμενο εν προκειμένω έννομο αγαθό, όπως προκύπτει από την ένταξη του άρθρου 167 ΠΚ στο Ε κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα με τίτλο «Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας», και η οριοθέτηση της σχέσης της πολιτειακής εξουσίας με τα λοιπά κρατικά έννομα αγαθά. Εξετάζονται, ακολούθως, κάποια επιμέρους ζητήματα, που άπτονται του ειδικότερου προσδιορισμού του αγαθού της πολιτειακής εξουσίας, και παρατίθενται, έπειτα, κάποιες σύγχρονες de lege ferenda προτάσεις αμφισβήτησης της πολιτειακής εξουσίας ως κατ ακριβολογία και ως αυτοτελούς εννόμου αγαθού. Εν συνεχεία, η μελέτη προχωρά στην εξέταση της νομοτυπικής μορφής του αδικήματος της αντίστασης σύμφωνα με το άρθρο 167 ΠΚ. Ερευνάται, αρχκά, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, και συγκεκριμένα, το υποκείμενο τέλεσης του εγκλήματος, το αντικείμενο τέλεσης του εγκλήματος, ήτοι οι έννοιες της «αρχής», του «υπαλλήλου» και, στην περίπτωση της βιαιοπραγίας, του «προσώπου που έχει προσληφθεί» και του «υπαλλήλου που έχει προστρέξει» για να συνδράμει τον εκτελούντα υπηρεσιακή ενέργεια υπάλληλο, καθώς και η αναγωγή της εκβιαζόμενης ή παρεμποδισθείσας κρατικής πράξης στα καθήκοντα του υπαλλήλου. Κεντρική θέση έχει, ακολούθως, η διερεύνηση των πέντε τρόπων τέλεσης του εγκλήματος της αντίστασης και συγκεκριμένα: α) της χρήσης βίας για τον εξαναγκασμό του υπαλλήλου ή της αρχής σε διενέργεια κρατικής πράξης, β) της χρήσης απειλής βίας για τον ίδιο σκοπό, γ) της χρήσης βίας για τον εξαναγκασμό του υπαλλήλου ή της αρχής σε παράλειψη νόμιμης πράξης, δ) της χρήσης απειλής βίας για τον ίδιο σκοπό, και ε) της βιαιοπραγίας κατά υπαλλήλου ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για την υποστήριξη του υπαλλήλου, ενόσω διαρκεί η νόμιμη ενέργεια του. Στην ανάλυση των τρόπων τέλεσης του εγκλήματος, και δεδομένου ότι η αντίσταση συνιστά έγκλημα βίας, χρήσιμη και απαραίτητη είναι η αναγωγή στη γενική διαδιασκαλία για τη βία, όπως αυτή αναπτύσσεται, κατά βάση, στο πλαίσιο ερμηνείας της γενικής περί βίας 7
διάταξης του άρθρου 330 ΠΚ, παραπομή στην οποία θα γίνεται στα σημεία όπου κρίνεται αυτό αναγκαίο. Ξεχωριστή θέση κατέχει, περαιτέρω, η ανάλυση του κομβικής σημασίας για το έγκλημα της αντίστασης στοιχείου της νομιμότητας, που θα πρέπει να χαρακτηρίζει την κρατική ενέργεια επιβολής της κρατικής βούλησης στις τρεις τελευταίες μορφές αντίστασης, και το οποίο περιλαμβάνεται ρητά στη νομοτυπική τους περιγραφή. Η αναφορά στον όρο της νομιμότητας εστιάζεται αφενός στον προσδιορισμό του περιεχομένου του και αφετέρου στη διερεύνηση της δογματικής του ταυτότητας, με την παράθεση και κριτική θεώρηση όλων των δυνατών προς τούτο απόψεων, καθώς και των συνεπειών τους, και με την πρόκριση της ορθότερης τελικά εκδοχής. Έπεται η εξέταση των λόγων άρσης του αδίκου που δύνανται να εφαρμοστούν στο υπό εξέταση αδίκημα, η μελέτη της υποκειμενικής του υπόστασης, και η ανάλυση ειδικών ζητημάτων απόπειρας και συμμετοχής, καθώς των σημαντικότερων ζητημάτων, που ανακύπτουν στον χώρο της συρροής (φαινομενικής και αληθινής) του εγκλήματος της αντίστασης με άλλα εγκλήματα. Ειδικά εξετάζονται, στη συνέχεια, οι τέσσερις διακεκριμένες παραλλαγές αντίστασης, που τυποποιούνται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 167 ΠΚ, και συγκεκριμένα, η τέλεση πράξεων αντίστασης: α) από πρόσωπο που οπλοφορεί ή φέρει αντικείμενα με τα οποία μπορεί να προκληθεί σωματική βλάβη, β) από πρόσωπο που έχει καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του, γ) από περισσότερους, και δ) η περίπτωση όπου το πρόσωπο κατά του οποίου στράφηκε η πράξη διέτρεξε σοβαρό προσωπικό κίνδυνο. Η μελέτη των διακεκριμένων παραλλαγών εκτείνεται τόσο στον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής έκαστης εξ αυτών, όσο και στην αναζήτηση της δικαιολογητικής βάσης διάπλασής τους επί τη βάσει των δικαιοκρατικών νομιμοποιητικών θεμελίων ενός φιλελεύθερου αντικειμενικού ποινικού συστήματος. Τέλος, παρατίθενται κάποια βασικά ζητήματα, που άπτονται της δικονομικής μεταχείρισης του συγκεκριμένου εγκλήματος. Σημειωτέον ότι σε όλη την έκταση της εργασίας, ξεχωριστή αναφορά γίνεται στις θέσεις της νομολογίας αναφορικά με την ερμηνεία του εκάστοτε εξεταζόμενου όρου, στις περιπτώσεις βέβαια όπου τα ποινικά δικαστήρια έχουν επεξεργαστεί ερμηνευτικά τα στοιχεία που συνθέτουν το αξιόποινο της αντίστασης. Η μελέτη κλείνει με κάποιες γενικότερες επιλογικές σκέψεις. 8
ΙΙ. Το προστατευόμενο στο άρθρο 167 ΠΚ έννομο αγαθό Α. Η «πολιτειακή εξουσία»: Βασικός εννοιολογικός προσδιορισμός και οροθέτηση έναντι των λοιπών κρατικών εννόμων αγαθών Το αδίκημα της αντίστασης κατά της αρχής του άρθρου 167 ΠΚ είναι ενταγμένο στο Ε κεφάλαιο του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα με τίτλο «Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας». Προστατευόμενο, συνεπώς, από τη διάταξη έννομο αγαθό είναι η «πολιτειακή εξουσία». Σύμφωνα με την έννοια των όρων που συνθέτουν το συγκεκριμένο έννομο αγαθό, ως «εξουσία» θεωρείται η δυνατότητα, που πηγάζει από δικαίωµα ή από ισχύ, να επιβάλει κάποιος τη θέλησή του σε άλλους, να «ελέγχει» (άτοµο, οµάδα, κοινωνικό σύνολο, χώρα κ.λπ.), ενώ «πολιτειακός» είναι αυτός που σχετίζεται µε το πολίτευµα και γενικότερα µε τον τρόπο ασκήσεως των εξουσιών από την πολιτεία 3. Ήδη η έννοια των συνθετικών του υπό εξέταση αγαθού, μας προϊδεάζει για το χαρακτήρα του ως κρατικού εννόμου αγαθού, όπως θα εξηγηθεί ειδικότερα παρακάτω. Η εξουσία, με την ως άνω έννοια της δυνάμει δικαιώματος ή ισχύος επιβολής της βούλησης κάποιου σε κάποιον άλλο, συνιστά την εξουσία με την ευρεία έννοια του όρου και, μ αυτό το περιεχόμενο, ένα από τα βασικά στοιχεία της έννοιας του κράτους, καθώς, σύμφωνα με τον κρατούντα ορισμό αυτού, «κράτος» αποτελεί η αυτοδύναμη επιβολή της βούλησης ανθρώπων επί ανθρώπων (εξουσία) σε ορισμένο τόπο και κατά τρόπο μονίμως οργανωμένο 4. Το κράτος, δηλαδή, συνίσταται στην 3 Για την ερμηνεία των όρων αυτών βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, 2 η έκδ., σελ. 632 και 1439, αντίστοιχα. 4 Βλ. Αρ. Μάνεση, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, τ. Ι, σελ. 9 επ. Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, Επιτομή Ια, 3 η έκδ., σελ. 59 Αθ. Ράικου, Γενική πολιτειολογία, 3 η έκδ., σελ. 117 επ. H. Laski, Εισαγωγήστηνπολιτική, μεταφρ. Γ. Καραγιάννης, σελ. 11-4 και του ίδιου, the state in theory and practice, σελ. 21 επ. Ι. Μανωλεδάκη, Η προστασία της πολιτειακής εξουσίας κατά τον ελληνικόν ποινικόν κώδικα Διατριβή επί διδακτορία, σελ. 11 επ. Για την έννοια του κράτους έχουν διατυπωθεί, βέβαια, πολλές θεωρίες, με τις πιο σύγχρονες να θεωρούν αυτό είτε ως κοινωνικό φαινόμενο είτε ως νομικό φαινόμενο είτε και τα δύο, ενώ ο αναφερθείς στο κείμενο ορισμός ανταποκρίνεται στην κρατούσα περί κράτους θεωρία, που είναι δυαδική, αποτελούμενη τόσο από την κοινωνιολογική όσο και από τη νομική έννοια του κράτους, άλλως από το οντολογικό και το δεοντολογικό στοιχείο της έννοιας αυτού (βλ. σχετικά Αθ. Ράικου, ό.π., σελ. 119 επ.). Ειδικότερα: α) υπό την κοινωνιολογική έννοια, το κράτος αποτελείται από τρία στοιχεία («θεωρία των τριών στοιχείων»): α) το λαό, β) τη χώρα και γ) την εξουσία. Συνίσταται, δηλαδή, στο πραγματικό γεγονός της σε ορισμένο τόπο (χώρα) αυτοδύναμης επιβολής της βούλησης ανθρώπων (εξουσία) επί ανθρώπων (λαός). Και β) υπό τη νομική έννοια, το κράτος είναι νομικό πρόσωπο, αποτελείται δηλαδή από τα τρία στοιχεία υπό την κοινωνιολογική έννοια και τη νομική προσωπικότητα αυτού. Ως νομικό πρόσωπο, το κράτος είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, υπόκειται και το ίδιο, όπως κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο, στην έννομη τάξη, της 9
πραγματική κατάσταση επιβολής της βούλησης των κυβερνώντων στους κυβερνώμενους, ήτοι της άσκησης εξουσίας, η οποία είναι πάντως οργανωμένη βάσει συστήματος κανόνων δικαίου, που ρυθμίζουν κατά μόνιμο τρόπο τη σχέση εξουσιαζόντων - εξουσιαζομένων 5. Ως κρατική ή πολιτειακή ή πολιτική εξουσία 6, λοιπόν, με την ευρεία έννοια του όρου νοείται η μονίμως οργανωμένη εξουσία του κράτους. Η οργάνωση της κρατικής εξουσίας περιλαμβάνει, κατά βάση, τον προσδιορισμό των προσώπων που εκφράζουν πρωτογενώς την κρατική βούληση, που ασκούν δηλαδή την κρατική εξουσία, καθώς και τον τρόπο άσκησης αυτής. Η «ρύθμιση» αυτή, βάσει κανόνων δικαίου, του συστήματος άσκησης της κρατικής εξουσίας αφενός εξασφαλίζει τη διάρκειά της και εξηγεί τη διατήρησή της παρά την εκάστοτε αλλαγή των κυβερνώντων και των κυβερνωμένων, αφετέρου επιτυγχάνει τον περιορισμό της 7, καθιστά δε και την ίδια περισσότερο ασφαλή, καθώς υποκείμενη στους αντικειμενικούς κανόνες της έννομης τάξης, η εξουσία δεν επιβάλλεται πια μέσω μόνο της υλικής, της υποκειμενικής της δύναμης, αλλά και αντικειμενικά, μέσω της δημιουργίας στους εξουσιαζόμενους συνείδησης υποταγής στους κανόνες της 8. οποίας βέβαια είναι και δημιουργός (βλ. σχετικά Αθ. Ράικου, ό.π., σελ. 119-121 και 140-2 με παραπέρα αναφορές). 5 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 14 επ. Το «οργανωμένο» της εξουσίας τονίζει και ο H. Laski, the state in theory and practice, σελ. 27. 6 Για το ταυτόσημο των όρων βλ. Αρ. Μάνεση, ό.π., σελ. 9 υποσ. 3 και τις εκεί παραπομπές. Πρβλ., όμως, Δ. Τσάτσου, ό.π., σελ. 59 επ., όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στη διάκριση κράτους και πολιτείας, με τον όρο κράτος να αποτυπώνει, κυρίως, το καθαρά εξουσιαστικό φαινόμενο και τον όρο πολιτεία να είναι πιο εκφραστικός του φαινομένου της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης, ενώ και από την ετυμολογία του όρου «πολιτειακή» προκύπτει ότι ρίζα του είναι η «πόλις». Μικρή και έμμεση αναφορά στην οριοθέτηση των εννοιών πολιτείας και κράτους κάνει και ο Αρ. Μάνεσης, Συνταγματικά δικαιώματα - ατομικές ελευθερίες. Πανεπιστημιακές παραδόσεις, σελ. 84-5. 7 Αυτός επιτυγχάνεται κατά βάση δια του Συντάγματος. Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 16 επ.πρβλ., όμως, Αθ. Ράικου, ό.π., σελ. 141-2, όπου ο συγγραφέας σημειώνει ότι «η θεωρία της νομικής προσωπικότητας του κράτους δεν είναι ορθή, γιατί το κράτος δεν μπορεί προφανώς να υποβάλει τον εαυτό του στο δίκαιο και ειδικότερα να επιβάλει στον εαυτό του υποχρεώσεις. Αυτό διέβλεψε ήδη η κρατούσα θεωρία και προσπάθησε να δικαιολογήσει τη νομική προσωπικότητα του κράτους με τη λεγόμενη θεωρία της αυτοδέσμευσης και ακριβέστερα της αυθυποχρέωσης κατά την οποία το κράτος εν προκειμένω αυτοδεσμεύεται ή αυτοπεριορίζεται». «Μια τέτοια αυτοδέσμευση του κράτους όμως», συνεχίζει ο συγγραφέας, «είναι λογικά αδύνατη, γιατί το κράτος μπορεί με το δίκαιό του να καταργεί ελεύθερα οποτεδήποτε την υποχρέωσή του» 8 Κατά τον J. Maritain, L home et l Êtat, σελ. 117: «L Autorité et le Pouvoir sont deux choses différentes: le Pouvoir est la force au moyen de laquelle on peut obliger autrui à obeir. L Autorité est le droit de diriger et de commander, d êtreécouté ou obéi d autrui. L Autorité requiert le Pouvoir. Le Pouvoir sans autorité est tyrannic». 10
Τα πρόσωπα, λοιπόν, που ασκούν την κρατική εξουσία με την παραπάνω έννοια καλούνται όργανα και συγκεκριμένα άμεσα 9 όργανα του κράτους, τόσο διότι προβλέπονται στο Σύνταγμα, όσο ιδίως διότι όταν λειτουργούν στα πλαίσια τούτου εκφράζουν τη δική τους, πρωτεύουσα βούληση και δεν εκτελούν τη βούληση άλλου οργάνου είναι, δε, μεταξύ τους νομικά ισότιμα. Τα άμεσα κρατικά όργανα υλοποιούν την εσωτερική υπόσταση ή το πολίτευμα του κράτους 10, που προστατεύεται ποινικά στα Α και Δ κεφάλαια του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα, όπως εξηγείται και κατωτέρω. Σύμφωνα, δε, με το πολίτευμά μας, τα όργανα αυτά είναι ο λαός ως εκλογικό σώμα κατά την άσκηση του λειτουργήματος του εκλέγειν, η Βουλή και το κάθε μέλος της χωριστά όταν ενεργεί ασκώντας τα κατά το Σύνταγμα καθήκοντά του, ο Πρωθυπουργός, η κυβέρνηση και το κάθε μέλος της κατά την ενάσκηση της εξουσίας που τους παρέχει το Σύνταγμα, τα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια τοπικής αυτοδιοίκησης και το κάθε μέλος τους όταν ασκεί τις κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητές του (άρθρο 102 Συντ), τα πολιτικά κόμματα, και τα δικαστήρια και το κάθε μέλος τους χωριστά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (άρθρο 87 παρ. 1 και 2 Συντ) 11. Το κράτος, ωστόσο, πέρα από τους μηχανισμούς έκφρασης της πολιτειακής βούλησης, χρειάζεται και τους μηχανισμούς επιβολής της, που θα του επιτρέψουν να επιβάλει αποτελεσματικά την εκφρασθείσα βούλησή του επί των λοιπών βουλήσεων 9 Βλ. γι αυτά Αλ. Σβώλου, Συνταγματικόν Δίκαιον, τ. Ι, σελ. 104 επ. Αρ. Μάνεση, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, τ. Ι, σελ. 10 Δ. Τσάτσου, ό.π., σελ. 270 επ. Αθ. Ράικου, ό.π., σελ. 220 επ. 10 Για τον ακριβή προσδιορισμό του αγαθού «κράτος» έχουν υποστηριχθεί διάφορες εκφράσεις: «εσωτερική υπόσταση του κράτους», «ύπαρξη ή υπόσταση της πολιτείας», «πολιτική υπόσταση του κράτους», «εσωτερική υπόσταση της χώρας», «εσωτερική ασφάλεια του κράτους», «πολίτευμα της χώρας», «συνταγματική τάξη» κλπ. (βλ. σχετικά Ι. Μανωλεδάκη, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, σελ. 214 επ. με τις εκεί παραπομπές). Ομοίως και για την «επικράτεια», ως μέγεθος ποινικής προστασίας, υποστηρίχθηκαν διάφοροι όροι: «εξωτερική υπόσταση του κράτους», «διεθνής υπόσταση του κράτους», «εξωτερική θέση του κράτους», «εξωτερική ασφάλεια της πολιτείας», «εξωτερική ασφάλεια του κράτους», «διεθνής κρατική υπόσταση», «εδαφική ακεραιότητα της χώρας» (βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 224 επ., με τις εκεί παραπομπές). Για παράδειγμα, κατά τον Δ. Καρανίκα, Εγχειρίδιον Ποινικού Δικαίου, τ. Β, Ειδικόν Μέρος, σελ. 15, το έννομο αγαθό «κρατική υπόσταση» διακρίνεται σε «εσωτερική» και «εξωτερική υπόσταση του κράτους». Ο Ι. Μανωλεδάκης στη διατριβή του, «Η προστασία της πολιτειακής εξουσίας κατά τον ελληνικόν ποινικόν κώδικα», σελ. 26, 32 και υποσ. 11, υποστήριξε τους όρους «υπόσταση του κράτους» και «διεθνής υπόσταση του κράτους», ενώ αργότερα, στο έργο Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, σελ. 7-8, τους όρους «πολιτική υπόσταση του κράτους» και «διεθνής υπόσταση του κράτους». Αντίθετα, η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η ποινική προστασία των πολιτικών σωμάτων στο ελληνικό δίκαιο, σελ. 27επ. (29) προτιμά ως έννομο αγαθό το «πολίτευμα». Στην παρούσα εργασία, παράλληλα με τον όρο «πολίτευμα» που αναγράφεται ήδη στον τίτλο του Α κεφαλαίου του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα, θα χρησιμοποιείται συμβατικά και ο όρος «εσωτερική υπόσταση» του κράτους, γιατί αποδίδει με αρκετή σαφήνεια τη διάκριση από τη «διεθνή κρατική υπόσταση». 11 Βλ. έτσι Ι. Μανωλεδάκη, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας Άρθρα 167-182 ΠΚ, 2 η έκδ., σελ. 9 επ. 11
εντός των ορίων του, εξαναγκάζοντάς τες σε συμμόρφωση ακόμη και με τη χρήση, ως έσχατο μέσο, υλικού καταναγκασμού. Και φυσικά τους διαθέτει και τους παρέχει και νομική προστασία, αφού οι επιταγές και οι αποφάσεις του θα έμεναν διαφορετικά ανεκτέλεστες και θα απέβαλε το οντολογικό του στοιχείο ως κατάσταση επιβολής. Οι μηχανισμοί αυτοί υλικού καταναγκασμού 12 του κράτους συνιστούν μια διαφορετική όψη της κρατικής εξουσίας, όχι εδώ ως οργανωμένης έκφρασης της επικρατούσας κοινωνικής βούλησης σε ορισμένο τόπο, αλλά ως μέσο προς επιβολή αυτής της βούλησης 13. Διακρίνουμε, έτσι, δύο έννοιες και όψεις κρατικής εξουσίας: ως οργανωμένης έκφρασης βούλησης αφενός (: κρατική εξουσία με την «ευρεία έννοια του όρου») και ως μέσο προς επιβολή της αφετέρου (: κρατική εξουσία με την «στενή έννοια»). Η κρατική εξουσία με τη στενή έννοια πραγματώνει την ουσία του κράτους ως «εξουσίας ανθρώπων επί ανθρώπων σε ορισμένο τόπο», επαληθεύοντας μ αυτό τον τρόπο το περιεχόμενο της ευρείας έννοιάς της. Η πολιτειακή εξουσία με την ως άνω στενή τεχνική έννοια αποτελεί και το προστατευόμενο στο Ε κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα έννομο αγαθό ως, κατ ακριβολογία, ικανότητα και αποτελεσματικότητα του μηχανισμού επιβολής της κρατικής βούλησης εντός των χωρικών ορίων του κράτους σε συγκεκριμένη περίπτωση 14. Την πολιτειακή εξουσία με την στενή έννοια, ως μέσο επιβολής, ενσαρκώνουν τα έμμεσα εκτελεστικά όργανα του κράτους 15, που εκτελούν την εκφρασθείσα πρωτογενώς πολιτειακή βούληση των άμεσων κρατικών οργάνων. Τα έμμεσα κρατικά όργανα, ακόμη κι αν η ύπαρξη ή η δράση τους προβλέπεται από το Σύνταγμα (όπως συμβαίνει λ.χ. με τους δημόσιους υπαλλήλους στο άρθρο 103 Συντ), εξαρτώνται από τη βούληση άλλων οργάνων του κράτους, ιδίως των άμεσων, και 12 Βλ. γι αυτούς Αρ. Μάνεση, ό.π., σελ. 39-40 Ι. Μανωλεδάκη, Η προστασία της πολιτειακής εξουσίας κατά τον ελληνικόν ποινικόν κώδικα, σελ. 20 A. P. d Entreves, The notion of the State. An introduction to political theory, σελ. 106. 13 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 18 επ. 14 Βλ. έτσι Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 18 επ., με παραπέρα αναφορές του ίδιου, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, σελ. 16 επ. Α. Φάκου, εισ. πρότ. στο βουλεφαθ 646/1984, ΠοινΧρ 1985, 174. Κατά τον Μ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας. Ερμηνεία εφαρμογή, 3 η έκδ., σελ. 406 επ., «το άρθρο (167 ΠΚ) προστατεύει τη νόμιμη εφαρμογή της πολιτειακής βούλησης, καθώς και τα όργανα τα επιτετραμμένα με την εφαρμογή». Πρβλ. Ι. Φαρσεδάκη / Χρ. Σατλάνη, Ειδικό Μέρος Ποινικού Κώδικα. Ερμηνευτικά σχόλια Παραδείγματα, σελ. 22-3, κατά τους οποίους, ως πολιτειακή εξουσία «θα πρέπει να θεωρούνται τα νομοθετικά όργανα, τα εκτελεστικά ή διοικητικά όργανα (Κεντρική Διοίκηση Κυβέρνηση Υπουργοί, δεκατρείς Περιφέρειες και Τοπική και καθ ύλην Αυτοδιοίκηση) και τα δικαστικά όργανα (α), τα οποία εκφράζουν τη βούληση της Πολιτείας και των λοιπών Δημόσιων Νομικών Προσώπων (ΝΠΔΔ) (β), εκδίδοντας και θεσπίζοντας στα πλαίσια της νομιμότητας νόμους, διοικητικές πράξεις και δικαστικές αποφάσεις (γ), με σκοπό την εξυπηρέτηση των πτυχών του δημόσιου συμφέροντος (δ)» (η έντονη γραφή των συγγραφέων). Η τελευταία αυτή θεώρηση δεν αποδίδει, πάντως, την ως άνω διάκριση μεταξύ έκφρασηςκι επιβολής της κρατικής εξουσίας. 15 Βλ. γι αυτά Αλ. Σβώλου, ό.π., σελ. 106 Αθ. Ράικου, ό.π., σελ. 221. 12
τελούν άμεσα ή έμμεσα σε σχέση υποταγής σε άλλα ιεραρχικά ανώτερα όργανα, σε αντίθεση με τα άμεσα. Εντάσσονται, κατά βάση, στην στρατιωτική, αστυνομική και εν γένει εκτελεστική δύναμη του κράτους, που είναι ιεραρχικώς διαρθρωμένη και διαθέτει, πέρα απότο έμψυχο, και άψυχο υλικό αποφασιστικής επιβολής, όπως θα εκτεθεί αναλυτικότερα στην οικεία θέση 16. Η πολιτειακή εξουσία με την ως άνω στενή έννοια, όπως προστατεύεται στο Ε κεφάλαιο του ΠΚ, αποτελεί την προερχόμενη από την ίδια την κρατική εξουσία επιβολή της κρατικής θέλησης, που επιτυγχάνεται μέσω θετικής ενέργειας των οργάνων της. Η επιβολή, δηλαδή, εδώ προέρχεται απότο υποκείμενο της επιβολής, από τους φορείς της κρατικής εξουσίας, και εξασφαλίζεται μέσω του εξαναγκασμού των πολιτών σε συμμόρφωση με τη χρήση υλικής δύναμης. Μ αυτή την έννοια, η πολιτειακή εξουσία αποτελείτον υποκειμενικό παράγοντα επιβολής της κρατικής βούλησης 17. Η επιβολή, όμως, της κρατικής βούλησης εντός του κράτους καθίσταται πλήρης μόνο όταν συντρέχει, πέραν του υποκειμενικού, και ο αντικειμενικός παράγοντας επιβολής. Όταν, δηλαδή, και το αντικείμενο της επιβολής υποτάσσεται στο υποκείμενο αρνητικά, μέσω της γενικής αναγνώρισης της υπεροχής της κρατικής βούλησης και της υποταγής του σε αυτή 18. Η υποταγή αυτή του αντικειμένου επιβολής, ήτοι των πολιτών, στο υποκείμενο αυτής συνεπάγεται τη διατήρηση της ηρεμίας και της ευταξίας εντός του κράτους, συνθέτοντας το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης, που προστατεύεται στο ΣΤ κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα 19. 16 Βλ. σελ. 18 επ. της παρούσας. 17 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 23 επ. του ίδιου, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, σελ. 14 επ. 18 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Η προστασία της πολιτειακής εξουσίας κατά τον ελληνικόν ποινικόν κώδικα, σελ. 23 επ. του ίδιου, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, σελ. 14 επ. 19 Η επικρατούσα στο κράτος τάξη - η δημόσια τάξη - ως συνθετικό αποτέλεσμα της συνάντησης δύο στοιχείων, του υποκειμενικού αφενός (: έννομη τάξη - ρύθμιση: επιβολή κανόνων) και του αντικειμενικού αφετέρου (: γενική υποταγή σε αυτή), αποτελεί τον αντικειμενικό παράγοντα της εσωτερικής ασφάλειας του κράτους και συνεπάγεται δύο βασικά επακόλουθα, εμφανιζόμενη αντίστοιχα υπό δύο όψεις: α) την εξασφάλιση επιβολής της θεσπιζόμενης ρύθμισης και συνεπώς την εκπλήρωση του περιεχομένου της βούλησης των φορέων της κρατικής εξουσίας («πολιτειακή όψη» της δημόσιας τάξης), β) την εξασφάλιση ειρηνικής συμβίωσης των προσώπων που υπόκεινται στη ρύθμιση, καθώς όπου επικρατεί τάξη υπάρχει κοινή ειρήνη («κοινωνική όψη» δημόσιας τάξης). Το υπό στοιχ. α) επακόλουθο συνάπτεται αμέσως προς αυτή την ίδια τη δύναμη που θέτει τη ρύθμιση: την κρατική εξουσία. Το β) αναφέρεται αμέσως στο κοινωνικό σύνολο που υπόκειται στη συγκεκριμένη ρύθμιση (βλ. σχετικά Ι. Μανωλεδάκη, Η προστασία της δημόσιας τάξεως κατά τον ελληνικόν ποινικόν κώδικα, σελ. 17 επ. και του ίδιου, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, σελ. 18 επ.). Πρβλ., βέβαια, και Αλ. Κωστάρα, Χρήση και κατάχρηση μιας αυθεντίας. Σκέψεις πάνω στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, που προστατεύουν την πολιτειακή εξουσία και τη δημόσια τάξη, σε «ΜΝΗΜΗ» Ν. Χωραφά, Η. Γάφου, Κ. Γαρδίκα, τ. Α, σελ. 97 επ. και ιδίως 107 επ., ο οποίος απορρίπτει τη «δημόσια τάξη» ως έννομο αγαθό. 13
Καθώς, δε, η επιβολή εδώ προέρχεται από το αντικείμενο της επιβολής, η δημόσια τάξη συνιστά τον αντικειμενικό παράγοντα επιβολής της κρατικής βούλησης 20. Η πολιτειακή εξουσία, λοιπόν, από τη μία πλευρά, ως υποκειμενικός παράγοντας της κρατικής επιβολής, και η δημόσια τάξη, από την άλλη πλευρά, ως αντικειμενικός παράγοντας, συνιστούν τα δύο αναγκαία στοιχεία για την πλήρη επιβολή της κρατικής βούλησης εντός του κράτους και την επιβεβαίωση, έτσι, της εξουσίας και της κυριαρχίας του. Στηρίζουν, δε, μ αυτόν τον τρόπο την ίδια την υπόσταση του κράτους και το καθιστούν εσωτερικά ασφαλές, συνθέτοντας την έννοια της εσωτερικής ασφάλειας του κράτους 21 και αποτελώντας τον υποκειμενικό και τον αντικειμενικό, αντίστοιχα, παράγοντα αυτής. Η εσωτερική ασφάλεια του κράτους δεν τυποποιείται, βέβαια, ως έννομο αγαθό στον ΠΚ, αλλά αναγνωρίζεται στη θεωρία του ποινικού δικαίου ως περισσότερο, θα λέγαμε, ένα ενδιάμεσο αγαθό για τη σύνδεση του υποκειμενικού και του αντικειμενικού παράγοντα επιβολής της κρατικής βούλησης με την υπόσταση του κράτους. Το «διαμεσολαβητικό» αυτό αγαθό υποδεικνύει και την στενή σχέση μεταξύ των παραπάνω εννόμων αγαθών, καθώς και τη σημασία της λειτουργίας που επιτελούν τα πρώτα (: πολιτειακή εξουσία και δημόσια τάξη) για την προστασία και διατήρηση του δεύτερου (: κρατική υπόσταση), καθώς η εσωτερική ασφάλεια του κράτους με αμφότερους τους παράγοντές της αποτελεί το μέσο, την προϋπόθεση για την προστασία και διατήρηση της κρατικής υπόστασης 22. Υπηρετεί, με άλλα λόγια, την υπόσταση του κράτους. Από τα παραπάνω προκύπτει και ο χαρακτήρας της πολιτειακής εξουσίας ως υπερατομικού κρατικού 23 εννόμου αγαθού. Συγκεκριμένα, πολιτειακή εξουσία και 20 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Η προστασία της πολιτειακής εξουσίας κατά τον ελληνικόν ποινικόν κώδικα, σελ. 23 επ. του ίδιου, Η προστασία της δημόσιας τάξεως κατά τον ελληνικόνποινικόν κώδικα, σελ. 30 επ. και 35. 21 Την υπαγωγή των εγκλημάτων του Ε και ΣΤ κεφαλαίου ΠΚ στη μεγαλύτερη κατηγορία «εγκλήματα κατά της εσωτερικής ασφάλειας του κράτους» υποστήριξε πρώτος ο Δ. Καρανίκας, Εγχειρίδιον Ποινικού Δικαίου, τ. Β, Ειδικόν Μέρος, σελ. 15, 149. Έτσι, έπειτα, και ο Ι. Μανωλεδάκης, Η προστασία της πολιτειακής εξουσίας κατά τον ελληνικόνποινικόν κώδικα, σελ. 22 επ. και ο ίδιος, Η προστασία της δημόσιας τάξεως κατά τον ελληνικόν ποινικόν κώδικα, σελ. 30 επ. 22 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Η προστασία της πολιτειακής εξουσίας κατά τον ελληνικόν ποινικόν κώδικα, σελ. 25 επ. και του ίδιου, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, σελ. 17. 23 Ο χαρακτήρας ενός αγαθού, και εν προκειμένω της πολιτειακής εξουσίας, ως κρατικού εννόμου αγαθού έχει κάποιες συνέπειες, βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, σελ. 81 και 19. Οι πιο σημαντικές είναι:α) το αυτεπάγγελτο της ποινικής δίωξής του, β) ο αποκλεισμός της συναίνεσης του παθόντος (του εκάστοτε φορέα της πολιτειακής εξουσίας) ως λόγου άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης, γ) η δυνατότητα να χαρακτηριστούν οι σχετικές προσβολές ως πολιτικά εγκλήματα όταν τελούνται ως μέσο αναγκαίο για την ανατροπή της πολιτειακής υπόστασης του κράτους (βλ. εδώ και την ανάλυση του Αθ. Κονταξή, Το έγκλημα της απείθειας του άρθρου 169 του 14
δημόσια τάξη 24 συνιστούν όψεις του εννόμου αγαθού του κράτους, παράλληλες με τις πρωταρχικές όψεις του, αυτές της εσωτερικής του υπόστασης ή του πολιτεύματός του και της διεθνούς του υπόστασης 25. Κάθε μία από τις τέσσερις αυτές όψεις προστατεύεται σε ξεχωριστό κεφάλαιο του Ποινικού μας Κώδικα ως αυτοτελές κρατικό έννομο αγαθό. Η λειτουργία, μάλιστα, της πολιτειακής εξουσίας και της δημόσιας τάξης, ως «μέσων» για την προστασία της κρατικής υπόστασης και, συνακόλουθα, η αξιολογικά δευτερεύουσα σημασία τους σε σχέση μ εκείνη 26 αποτυπώνεται και στη δομή του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα, παράλληλα με το εμφανές μέλημα του νομοθέτη για πρόταξη στο βασικό ποινικό νομοθέτημα της ποινικού κώδικα, σελ. 24 επ.) και δ) η έλλειψη της δυνατότητας παράστασης πολιτικής αγωγής από τους φορείς της πολιτειακής εξουσίας στην ποινική δίκη για τα αδικήματα αυτά, εκτός βέβαια κι αν συρρέει προσβολή προσωπικού εννόμου αγαθού τους (βλ. Ά. Ψαρούδα-Μπενάκη, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, σελ. 109 επ. Αλ. Κωστάρα, Ποινικό Δίκαιο - Επιτομή Ειδικού Μέρους, 4 η έκδ., σελ. 140 Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 101 ΣυμβΑΠ 52/2004, ΠοινΔικ 2005, 13 επ. ΣυμβΑΠ 658/1989, ΠοινΧρ 1990, 77-8 ΤριμΠλημΦλωρ 31/1983, ΠοινΧρ 1983, 327). 24 Η δημόσια τάξη βέβαια έχει, κατά τον Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, σελ. 22, και κοινωνική όψη, υπό την έννοια της κατάστασης κοινωνικής ηρεμίας, του γενικού ειρηνικού περίγυρου των εννόμων αγαθών, ώστε να συνιστά παράλληλα και κοινωνικό αγαθό. Κατά τη Μ. Καϊάφα- Γκμπάντι, Έννοια και προβληματική των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων, σελ. 47, πρωταρχική σημασία φαίνεται να έχει η πολιτειακή όψη της δημόσιας τάξης («Ήδη στην εξέταση των στοιχείων του εννόμου αγαθού της δημόσιας τάξης διαπιστώσαμε ένα πρωταρχικά πολιτειακό, κρατικό στίγμα σ αυτό το έννομο αγαθό, έστω κι αν πρόκειται για προσβολές της κοινωνικής του όψης») (βλ. και σελ. 41-2). Από την άλλη πλευρά, ο Αλ. Κωστάρας, Χρήση και κατάχρηση μιας αυθεντίας. Σκέψεις πάνω στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, που προστατεύουν την πολιτειακή εξουσία και τη δημόσια τάξη, σε «ΜΝΗΜΗ» Ν. Χωραφά, Η. Γάφου, Κ. Γαρδίκα, τ. Α, σελ. 97 επ. και ιδίως 107 επ., ενώ απορρίπτει τη «δημόσια τάξη» ως έννομο αγαθό γενικά, φαίνεται πάντως να αποδέχεται την αυτοτέλεια του αγαθού «κοινή ειρήνη», της κοινωνικής δηλαδή όψης της δημόσιας τάξης, για την προστασία της οποίας προτείνει την ύπαρξη ξεχωριστού κεφαλαίου στον Ποινικό Κώδικα (109-110). 25 Βλ.Ι. Μανωλεδάκη, Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών, σελ. 72 επ. 26 Βλ. Ι. Μανωλεδάκης, Η προστασία της πολιτειακής εξουσίας κατά τον ελληνικόν ποινικόν κώδικα, σελ. 26 επ. Αυτό, όμως, το εκ πρώτης όψεως γενικό συμπέρασμα μπορεί κάποτε, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, να σχετικοποιηθεί και η προστασία του μέσου να αποκτήσει σημασία ανάλογη προς την προστασία του σκοπού. Αυτό μπορεί, για παράδειγμα, να συμβεί όταν οι, ασύγκριτα στην πράξη συχνότερες από τις προσβολές της κρατικής υπόστασης, προσβολές της πολιτειακής εξουσίας και της δημόσιας τάξης δεν ξεκινάνε από την απλή εναντίωση στην επιβολή της κρατικής βούλησης σε συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά εμπερικλείουν ανατρεπτικά κίνητρα και υποκρύπτουν πρόθεση προσβολής της ίδιας της υπόστασης του κράτους (βλ. και Δ. Καρανίκα, Εγχειρίδιον Ποινικού Δικαίου, τ. Β, Ειδικόν Μέρος, σελ. 150). Το αγαθό, εξάλλου, της κρατικής υπόστασης είναι περιχαρακωμένο με το μηχανισμό επιβολής της κρατικής βούλησης (την πολιτειακή εξουσία), που είναι παράλληλα και μηχανισμός προστασίας, ώστε η προσβολή της κρατικής υπόστασης να περνά μέσα από την προσβολή της πολιτειακής εξουσίας και ο κρατικός καταναγκαστικός μηχανισμός να δέχεται κατ ανάγκην πρώτος το πλήγμα. Η προσβολή, βέβαια, αυτή μπορεί να έχει αυτοτέλεια έναντι της προσβολής της κρατικής υπόστασης, καθώς η πρόσκρουση στην εσωτερική ασφάλεια του κράτους αποτελεί προσβολή αυτοτελώς προστατευόμενων εννόμων αγαθών (: πολιτειακής εξουσίας και δημόσιας τάξης), η προσβολή ωστόσο της πολιτειακής εξουσίας είναι επικουρική έναντι εκείνης της κρατικής υπόστασης, όταν αποτελεί μέσο προς τούτη, αλλιώς η συρροή διεκδικεί το χαρακτήρα αληθινής συρροής (βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, σελ. 17). 15
αυτοπροστασίας 27 του κράτους και της τυποποίησης των αμέσως στρεφόμενων κατ αυτού προσβολών. Έτσι, το αγαθό του πολιτεύματος ή της εσωτερικής υπόστασης του κράτους, που εξατομικεύεται στα πρόσωπα εκείνα που κάθε φορά λειτουργούν με την ιδιότητα του άμεσου οργάνου της πολιτείας σύμφωνα με το Σύνταγμα, προστατεύεται στο πρώτο κεφάλαιο του ειδικού μέρους του ΠΚ με τον τίτλο «Προσβολές κατά του πολιτεύματος», καθώς και στο τέταρτο κεφάλαιο με τον τίτλο «Εγκλήματα κατά της ελεύθερης άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων». Στο μεταξύ τους χώρο παρεμβάλλονται στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Προδοσία της χώρας» η προστασία της διεθνούς υπόστασης του ελληνικού κράτους και στο τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Εγκλήματα κατά ξένων κρατών» η προστασία των πολιτικών υποστάσεων ορισμένων ξένων κρατών. Μετά, δε, την προστασία της υπόστασης του ελληνικού κράτους ακολουθεί η προστασία της εσωτερικής ασφάλειας αυτού, και συγκεκριμένα της πολιτειακής εξουσίας, στο πέμπτο κεφάλαιο με τίτλο «Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας», και της δημόσιας τάξης στο αμέσως επόμενο, έκτο κεφάλαιο με τίτλο «Επιβουλή της Δημόσιας Τάξης». Β. Η πολιτειακή εξουσία: ειδικότερα ζητήματα 1. Επιμέρους χαρακτηριστικά του εννόμου αγαθού Μετά από τον βασικό εννοιολογικό προσδιορισμό του εννόμου αγαθού της πολιτειακής εξουσίας, τη διερεύνηση της λειτουργίας που επιτελεί σε σχέση με τα λοιπά κρατικά έννομα αγαθά και την αποτύπωση της θέσης του Ε κεφαλαίου στη συστηματική προστασία του κράτους στον Ποινικό Κώδικα, μπορούμε τώρα να περάσουμε στα ειδικότερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου εννόμου αγαθού. Η πολιτειακή εξουσία με την στενή έννοια, ως ικανότητα του κράτους να επιβάλει με ίδια μέσα τη βούλησή του εντός των ορίων του εξαναγκάζοντας τους πάντες σε συμμόρφωση, χαρακτηρίζεται, κυρίως, από αποτελεσματικότητα, αποκλειστικότητα και οργάνωση βάσει κανόνων δικαίου 28. Είναι αποτελεσματική διότι είναι σε θέση να κάμψει οποιαδήποτε αντιτιθέμενη βούληση και να επιβληθεί τελικά σε αυτή. 27 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Η σχετικότητα της ποινικής προστασίας. Συμβολή στη διδασκαλία για το άδικο, σελ. 15 επ. και υποσ. 10. 28 Βλ. αναλυτικά Ι. Μανωλεδάκη, Η προστασία της πολιτειακής εξουσίας κατά τον ελληνικόν ποινικόν κώδικα, σελ. 20 επ. 16
Αποκλειστική διότι στο κράτος ανήκει η αποκλειστικότητα, το μονοπώλιο του εξαναγκασμού 29. Είναι, ακόμη, οργανωμένη. Υπόκειται σε κανόνες δικαίου, τους οποίους η ίδια η κρατική βούληση θέσπισε περιορίζοντας τον εαυτό της 30. Η οργάνωση της εξουσίας σε κράτος, δηλαδή, συνεπάγεται την ρύθμιση μέσω κανόνων δικαίου όχι μόνο του μηχανισμού παραγωγής «πρωτογενούς» κρατικής βούλησης (: πολιτειακή εξουσία με την ευρεία έννοια), όπως εξηγήθηκε σε προηγούμενο σημείο, αλλά εξίσου και του τρόπου επιβολής αυτής (: πολιτειακή εξουσία με την στενή έννοια). Έτσι, παράλληλα με τα πρόσωπα που, ως άμεσα όργανα του κράτους, ασκούν την κρατική εξουσία με ευρεία έννοια εκφράζοντας την κρατική βούληση, οι κανόνες δικαίου καθορίζουν και τα έμμεσα εκτελεστικά όργανα, που νομιμοποιούνται να επιβάλουν την εκφρασθείσα κρατική βούληση σε συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς επίσης και το είδος, την έκταση και τις προϋποθέσεις χρήσης καταναγκαστικών μέσων από μέρους τους προς συμμόρφωση των λοιπών βουλήσεων εντός του κράτους στην υπερέχουσα βούληση 31. Προσβολή προσώπων που ασκούν καταναγκασμό προς επιβολή, έστω και νόμιμα εκφρασμένης, κρατικής βούλησης, ενεργώντας όμως παράνομα και αναρμόδια ή χρησιμοποιώντας καταναγκαστικά μέσα διαφορετικά από αυτά που ο νόμος αναγνωρίζει ή πέρα από τα όρια που αυτός επιτρέπει ή χωρίς τις προϋποθέσεις που θέτει, δεν αποτελεί προσβολή της πολιτειακής εξουσίας και δεν στοιχειοθετεί έγκλημα κατ αυτής, αφού η δράση των κρατικών οργάνων με τον τρόπο αυτόκανέναν δεν υποχρεώνει σε συμμόρφωση ως μη νόμιμο μέσο επιβολής. Η οργάνωση κι εδώ της πολιτειακής εξουσίας με την στενή έννοια επί τη βάσει κανόνων δικαίου συνεπάγεται, ομοίως, τον περιορισμό της, όπως συμβαίνει και με τη ρύθμιση της πολιτειακής εξουσίας με την ευρεία έννοια. 29 Βλ. Αρ. Μάνεση, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, τ. Ι., σελ. 34 επ. A. Hauriou, Droit Constitutionnel et Institutions Politiques, σελ. 10. 30 Πέραν από την ερμηνευτική προσέεγγιση, η αξίωση όταν μιλούμε για πολιτειακή εξουσία να εννοούμε τη νόμιμη πολιτειακή εξουσία, υπαγορεύεται και από το γράμμα του νόμου, καθώς στοιχείο του πραγματικού του άρθρου 167 ΠΚ, αλλά και των λοιπών νομοτυπικών περιγραφών των εγκλημάτων του Ε κεφαλαίου του ΠΚ, αποτελεί η «νομιμότητα» της κρατικής ενέργειας επιβολής της κρατικής βούλησης. Για το ζήτημα του δογματικού χαρακτήρα του στοιχείου της «νομιμότητας» και το εάν, ειδικότερα, πρόκειται για στοιχείο περιγραφής του εννόμου αγαθού της πολιτειακής εξουσίας και των προσβολών του που οριοθετούν το αρχικό άδικο ή για ειδικό στοιχείο του αδίκου, γίνεται εκτενής ανάλυση σε επόμενη, αυτοτελή ενότητα της εργασίας. 31 Βλ. αναλυτικά Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 21 επ. 17
2. Η περιγραφή του εννόμου αγαθού σύμφωνα με τη διαλεκτική του σύλληψη Η ρύθμιση, κατά τα παραπάνω, βάσει κανόνων δικαίου του μηχανισμού επιβολήςτης κρατικής βούλησης περιλαμβάνει ειδικότερα (α) τον προσδιορισμό των έμμεσων εκτελεστικών οργάνων του κράτους που αναγνωρίζονται από το νόμο ως αρμόδια για την επιβολή, (β) των συγκεκριμένων ενεργειών τους προς επιβολή της κρατικής θέλησης, και (γ) των αντικειμένων της επιβολής 32. Τα έμμεσα εκτελεστικά κρατικά όργανα, παράλληλα με τα αντικείμενα επιβολής, ενσαρκώνουν και εξατομικεύουν το έννομο αγαθό της πολιτειακής εξουσίας 33. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τη διαλεκτική σύλληψη της έννοιας του εννόμου αγαθού, το κράτος υπό την όψη της πολιτειακής εξουσίας, ως έννοια γένους, εξειδικεύεται στην επιβολή από τα κρατικά όργανα σε συγκεκριμένη περίπτωση της κρατικής βούλησης και εξατομικεύεται - υλοποιείται αφενός στα συγκεκριμένα πρόσωπα που φέρουν την ιδιότητα του κρατικού οργάνου και επιβάλλουν σε συγκεκριμένη περίπτωση την κρατική θέληση, και αφετέρου στα αντικείμενα της επιβολής 34. Όσον αφορά στα έμμεσα εκτελεστικά όργανα, που αποτελούν και τα υλικά αντικείμενα του εννόμου αγαθού της πολιτειακής εξουσίας, αυτά είναι σύμφωνα με τις διατάξεις του Ε κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα, αλλά και ειδικά του άρθρου 167 ΠΚ, οι υπάλληλοι με την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α ΠΚ 35, που εκτελούν τη θέληση των άμεσων οργάνων του κράτους, καθώς επίσης και οι αρχές, όχι όταν λειτουργούν πρωτογενώς ως άμεσα όργανα, αλλά πάντα σε (δευτερογενές) εκτελεστικό επίπεδο 36. Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι τα παραπάνω έμμεσα κρατικάόργανα αποτελούν υλικά αντικείμενα των πράξεων προσβολής της πολιτειακής εξουσίας, εξατομικεύοντας το συγκεκριμένο έννομο αγαθό, όχι πάντα και γενικά επειδή φέρουν αυτή την ιδιότητα, αλλά όταν ειδικά προβαίνουν σε πράξη επιβολής της κρατικής βούλησης και μάλιστα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, που αποτελούν και τις όψεις του εννόμου αγαθού, όπως θα αναλυθεί στην επόμενη 32 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, σελ. 16 επ. και την υποσ. 3. 33 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 16 επ. και ιδίως 19 επ. 34 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών, σελ. 73 επ. 35 Σύμφωνα με το άρθρο 13 στοιχ. α ΠΚ «Υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο έχει νόμιμα ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσιακής δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου». 36 Η έννοια της «αρχής» αναλύεται παρακάτω στην ερμηνεία της νομοτυπικής μορφής του άρθρου 167 ΠΚ. 18
ενότητα. Όταν δρουν, δηλαδή, «επί του πεδίου επιβολής» της κρατικής βούλησης και είτε ενεργούν προς επιβολή αυτής είτε εξαναγκάζονται να ενεργήσουν 37. Η «πολιτειακή εξουσία», συνεπώς, ως έννομο αγαθό, δεν ταυτίζεται γενικά με τον κρατικό μηχανισμό επιβολής, αλλά με την αποτελεσματικότητα (ικανότητα) τούτου «επί του πεδίου της επιβολής» 38. Σε σχέση, δε, με τα υλικά αντικείμενα επιβολής της πολιτειακής βούλησης, τα οποία υλοποιούν ομοίως την πολιτειακή εξουσία σε συγκεκριμένη περίπτωση, αυτά εξειδικεύονται στις φυλακές, τα κρατητήρια, τα κατασχεμένα ή υπό φύλαξη της αρχής τελούντα πράγματα, τις σφραγίδες της αρχής και γενικά σε κάθε αντικείμενο επί του οποίου είναι εκφρασμένη συγκεκριμένη κρατική θέληση για ορισμένη περίπτωση και του οποίου η προσβολή, κατά τις προβλεπόμενες από τα σχετικά άρθρα του ΠΚ περιπτώσεις, αποτελεί προσβολή του συγκεκριμένου αγαθού 39. Μία τελευταία επισήμανση που είναι σημαντικό να γίνει εδώ έχει να κάνει με τη σχέση του κρατικού οργάνου που θίγεται και του εγκλήματος που στοιχειοθετείται και, ωσαυτώς, του κρατικού εννόμου αγαθού (λ.χ. του «πολιτεύματος του κράτους», ή της «πολιτειακής εξουσίας») του οποίου θεμελιώνεται η προσβολή σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Πιο συγκεκριμένα, ενώ καταρχήν είπαμε ότι ισχύει πως η προσβολή των άμεσων οργάνων του κράτους (ΠτΔ, Πρωθυπουργού, Κυβέρνησης, Βουλής και βουλευτών, συμβουλίων Ο.Τ.Α., εκλογικού σώματος,δικαστηρίων, πολιτικών κομμάτων) κατά την άσκηση της συνταγματικής τους εξουσίας και υπό τις προϋποθέσεις που τυποποιούνται στις αντίστοιχες ποινικές διατάξεις, συνιστά προσβολή της εσωτερικής υπόστασης ή του πολιτεύματος του κράτους και ότι, από την άλλη πλευρά, η προσβολή των έμμεσων κρατικών οργάνων αποτελεί, υπό τις προϋποθέσεις κι εδώ των αντίστοιχων τυποποιήσεων, έγκλημα κατά της πολιτειακής εξουσίας, πρέπει ωστόσο να προσέξουμε το εξής. Για τον προσδιορισμό του εγκλήματος που κάθε φορά θεμελιώνεται από την προσβολή του κρατικού οργάνου, 37 Στην περίπτωση αυτή εξαναγκασμού των κρατικών οργάνων σε ενέργεια δημιουργείται «πεδίο επιβολής», όπου τη θέληση του κράτους υποκαθιστά η βούληση του ιδιώτη, με τον τελευταίο να επιβάλεται αντί για το κράτος, με αποτέλεσμα να πλήττεται όχι μόνο η αποτελεσματικότητα αλλά και το μονοπώλιο του κρατικού μηχανισμού επιβολής, βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, σελ. 19-20 και υποσ.14. 38 Έτσι Ι. Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 18-9. 39 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών, σελ. 73-4 του ίδιου, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, σελ. 18 επ. και 20, όπου ο συγγραφέας σημειώνει ότι και τα αντικείμενα επιβολής αποτελούν εξατομίκευση της πολιτειακής εξουσίας όταν τελούν σε άμεση συνάφεια με τις αντίστοιχες πράξεις και αντικείμενα επιβολής. Για να έχουμε λ.χ. έννομο αγαθό «πολιτειακή εξουσία» το κύριο δεν είναι η σφραγίδα που τέθηκε να αποτελεί κρατική σφραγίδα, αλλά πρέπει να την έθεσε το αρμόδιο κρατικό όργανο και το πράγμα στο οποίο τέθηκε να αποτελεί αντικείμενο επιβολής συγκεκριμένης κρατικής βούλησης (σελ. 18 υποσ. 7). 19
για την τοποθέτηση δηλαδή της προσβολής στην κατηγορία προσβολών κατά του «πολιτεύματος του κράτους», ή κατά της «πολιτειακής εξουσίας», και δεδομένου ότι στην έννοια του υπαλλήλου και της αρχής, που ενσαρκώνουν την πολιτειακή εξουσία, υπάγονται και τα άμεσα όργανα του κράτους (όχι όλα βέβαια), για τον προσδιορισμό λοιπόν του εκάστοτε εγκλήματος λαμβάνεται υπόψη η λειτουργία του οργάνου στη συγκεκριμένη περίπτωση της προσβολής και όχι η γενική ιδιότητά του ως άμεσου ή έμμεσου - εκτελεστικού 40. Για παράδειγμα, αν γίνει βίαιη προσπάθεια αντικατάστασης ενός τακτικού δικαστηρίου απονομής δικαιοσύνης (άρθρα 87 παρ. 1, 93 παρ. 1 και 96 παρ. 1 Συντ) ενόψει της εκδίκασης συγκεκριμένης υπόθεσης, από έκτακτο «στρατοδικείο», τότε θα πρόκειται για πράξη κατά του πολιτεύματος και συγκεκριμένα για εσχάτη προδοσία (άρθρο 134 παρ. 2 περ. α ΠΚ), γιατί στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο εκλαμβάνεται ως θεμελιώδης θεσμός του πολιτεύματος που ασκεί πρωτογενή κατά το Σύνταγμα δικαιοδοτική λειτουργία. Αντίθετα, αν κάποιος πολίτης παρεμποδίσει βίαια τον ανακριτή (δικαστή) να επιχειρήσει συγκεκριμένη ανακριτική πράξη (λ.χ. κατ οίκον έρευνα κατά τα άρθρα 253 επ. ΚΠΔ), διαπράττει αντίσταση (άρθρο 167 ΠΚ), δηλαδή έγκλημα κατά της πολιτειακής εξουσίας, γιατί το δικαστικό όργανο (ανακριτής) παρόλο που είναι άμεσο όργανο της πολιτείας σε γενικό θεσμικό επίπεδο, στην προκειμένη περίπτωση λειτουργεί ως όργανο του ευρύτερου εκτελεστικού μηχανισμού του κράτους. 3. Οι όψεις του εννόμου αγαθού πολιτειακή εξουσία στο Ε κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα Η πολιτειακή εξουσία με την στενή έννοια, ως ικανότητα αποτελεσματικής επιβολής της κρατικής βούλησης, δεν προστατεύεται από τον ποινικό νομοθέτη γενικά, ως εξασφάλιση της υλοποίησης κάθε κρατικής επιταγής, αφού, υπ αυτή την ευρεία εκδοχή, κάθε παράβαση ενός κανόνα (ακόμη και διοικητικού) θα απέβαινε -ως αντίθεση στις κρατικές επιταγές- ποινική προσβολή της πολιτειακής εξουσίας. Αντίθετα, η ποινική προστασία της τελευταίας εξειδικεύεται και περιορίζεται στην προσβολή της ικανότητας επιβολής συγκεκριμένης κρατικής επιταγής και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, που αποτελούν και τις όψεις του υπό κρίση εννόμου αγαθού. 40 Έτσι Ι. Μανωλεδάκης, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, σελ. 20 επ., όπου και σχετικά παραδείγματα, ένα από τα οποία είναι και το παράδειγμα του κειμένου. 20
Οι όψεις αυτές του αγαθού της πολιτειακής εξουσίας αντιστοιχούν στην ταξινόμηση των τυποποιούμενων στο Ε κεφάλαιο του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα προσβολών της σε τρεις κατηγορίες 4142. Συγκεκριμένα: [Α] Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται οι προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας κατά την εκδήλωσή της σε συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή τα εγκλήματα που προσβάλλουν την ικανότητα επιβολής της κρατικής θέλησης σε δεδομένη περίπτωση και στιγμή. Εδώ ανήκουν η αντίσταση κατά της αρχής (άρθρο 167 ΠΚ), η απείθεια (άρθρο 169 ΠΚ), η στάση (άρθρο 170 ΠΚ) και η θρασύτητα κατά της αρχής (άρθρο 171 ΠΚ). Τα εγκλήματα της πρώτης αυτής κατηγορίας αποτυπώνουν τη σύγκρουση της κρατικής βούλησης, επί του πεδίου επιβολής της, με την ιδιωτική βούληση, φορέας της οποίας είναι είτε μεμονωμένο άτομο (άρθρα 167, 169 ΠΚ) είτε πλήθος ατόμων (άρθρα 170, 171 ΠΚ). Κατά την παραπάνω σύγκρουση βουλήσεων τίθεται υπό δοκιμασία όχι μόνο η ικανότητα επιβολής της κρατικής επί της ιδιωτικής βούλησης, αλλά και το έτερο βασικό χαρακτηριστικό της, η αποκλειστικότητα χρήσης του εξαναγκασμού από το κράτος, το μονοπώλιο εξαναγκασμού 43 κάθε άλλης βούλησης σε υπακοή. Και τούτο διότι οι προσβολές της πολιτειακής εξουσίας επί του πεδίου επιβολής συνίστανται 44 εδώ είτε στην προσπάθεια επιβολής της οποιαδήποτε βούλησης επί της κρατικής σε συγκεκριμένη περίπτωση δια του εξαναγκασμού του φορέα της τελευταίας στη 41 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Η προστασία της πολιτειακής εξουσίας κατά τον ελληνικόν ποινικόν κώδικα, σελ. 47 επ. και για καθεμιά κατηγορία χωριστά σελ. 51 επ, 73 επ. και 98 επ. αντίστοιχα του ίδιου, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, σελ. 28 επ. 42 Ας σημειωθεί παρεκβατικά ότι και στις ποινικές διατάξεις του Ν. 3386/2005 [Είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην ελληνική επικράτεια], ως ισχύουν σήμερα, γίνεται δεκτό ότι προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η πολιτειακή εξουσία (βλ. Δ. Σπυράκου, Η ποινική αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης στο Ν. 1975/1991, σε: Αντεγκληματική πολιτική, επιμ. Ν. Κουράκη, τ. Ι, σελ. 363 επ. και ιδίως 369 επ. Ά. Αποστολίδου, Ποινική ευθύνη του αλλοδαπού για την παράνομη είσοδό του στην ελληνική επικράτεια, σε: Αλλοδαποί στην Ελλάδα: ένταξη ή περιθωριοποίηση; Πρακτικά Συνεδρίου Κομοτηνή, 28-29 Νοεμβρίου 2006, επιμ. Αθ. Συκιώτου, σελ. 221 επ., ιδίως 223-5 και Γ. Μπέκα, Η ποινική ευθύνη του μεταφορέα λαθρομεταναστών, σε: Αλλοδαποί στην Ελλάδα, ό.π., σελ. 265 επ. Ν. Χατζηνικολάου, Η ποινική προστασία της παράνομης μετανάστευσης. Δογματική προσέγγιση και βασικά ερμηνευτικά προβλήματα, σελ. 30 επ.). Η ειδικότερη όψη της πολιτειακής εξουσίας, που προστατεύεται στον εν λόγω ειδικό ποινικό νόμο είναι η ικανότητα και αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού όσον αφορά στον έλεγχο διάβασης των συνόρων και στην τήρηση των επιβληθέντων περιορισμών ως προς την είσοδο και έξοδο στην επικράτεια μη υπηκόων του κράτους, η ικανότητα με άλλα λόγια επιβολής της κρατικής θέλησης στο ειδικότερο πεδίο του συνοριακού ελέγχου, καθώς αναιρούνται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί αυτός να ασκηθεί και παρακάμπτεται έτσι η ίδια η δυνατότητα έκφρασής του (βλ. Ν. Χατζηνικολάου, ό.π., σελ. 35 επ. και 58 επ.). 43 Αυτό σημαίνει ότι ο μηχανισμός επιβολής της κρατικής βούλησης μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή μόνο όταν και εφόσον αυτό το ίδιο το κράτος το θελήσει μέσω των προβλεπόμενων προς τούτο προσώπων και μέσων, βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Η προστασία της πολιτειακής εξουσίας κατά τον ελληνικόν ποινικόν κώδικα, σελ. 67. 44 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 51, 67 επ. 21