Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2014-2019 Επιτροπή Νομικών Θεμάτων Ο Πρόεδρος 18.6.2015 Κύριο Bernd Lange Πρόεδρο Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ Θέμα: Γνωμοδότηση σχετικά με τη νομική βάση της πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προστασία από τις συνέπειες της εξωεδαφικής εφαρμογής ορισμένων νόμων που θεσπίσθηκαν από μια τρίτη χώρα, και των μέτρων που βασίζονται σ αυτούς ή απορρέουν από αυτούς (αναδιατύπωση) (COM(2015)0048 C8 0039/2015 2015/0027(COD)) Κύριε Πρόεδρε, Με επιστολή της 19ης Μαΐου 2014, ζητήσατε από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων να εξετάσει, σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2 του Κανονισμού, την καταλληλότητα της νομικής βάσης της ανωτέρω πρότασης της Επιτροπής. Η πρόταση αποσκοπεί στην αναδιατύπωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2271/96 του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1996, για την προστασία από τις συνέπειες της εξωεδαφικής εφαρμογής ορισμένων νόμων που θεσπίστηκαν από μια τρίτη χώρα, και των μέτρων που βασίζονται σε αυτούς ή απορρέουν από αυτούς 1. Η πρόταση υποβλήθηκε από την Επιτροπή βάσει των άρθρων 64 και 207 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 352 ΣΛΕΕ (η επονομαζόμενη «ρήτρα ευελιξίας»). Η Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου ζητεί τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων στο ζήτημα αν και κατά πόσο ενδείκνυνται τα ανωτέρω άρθρα ως οι κατάλληλες νομικές βάσεις για την εν λόγω πρόταση, και ιδίως εάν η προσφυγή στο άρθρο 352 της ΣΛΕΕ θεωρείται δικαιολογημένη και εάν απαιτείται στο σύνολό του το άρθρο 64 ΣΛΕΕ ως νομική βάση της πρότασης ή εάν θα επαρκούσε το άρθρο 64, παράγραφος 2. 1 ΕΕ L 309, της 29.11.1996, σ. 1-6 ΕΕ L 179 της 8.7.1997, σ. 10-10 (διορθωτικό). AL\1062744.doc PE557.293v01-00 Ενωμένη στην πολυμορφία
Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων εξέτασε το ως άνω ζήτημα κατά τη συνεδρίασή της στις 16 Ιουνίου 2015. I. - Ιστορικό Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2271/96 του Συμβουλίου εκδόθηκε ως απάντηση σε ορισμένους νόμους, κανονισμούς και άλλες νομοθετικές πράξεις που θεσπίστηκαν από μία τρίτη χώρα, συγκεκριμένα τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με πρόθεση τη ρύθμιση ορισμένων δραστηριοτήτων φυσικών και νομικών προσώπων, υπό τη δικαιοδοσία των κρατών μελών, όταν αυτά μετέχουν σε δραστηριότητες διεθνούς εμπορίου και/ή κίνησης κεφαλαίων και σχετικές εμπορικές δραστηριότητες με τρίτες χώρες. Αυτοί οι νόμοι, επί του παρόντος μόνο πράξεις των ΗΠΑ για την επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Κούβας, του Ιράν και της Λιβύης, συμπεριελήφθησαν σε παράρτημα του κανονισμού. Οι εν λόγω νόμοι, κανονισμοί και άλλες νομοθετικές πράξεις, παραβιάζουν, δυνάμει της εξωεδαφικής εφαρμογής τους, το διεθνές δίκαιο και εμποδίζουν την επίτευξη της αρμονικής ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου και της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών. Δεδομένων των εν λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, κρίθηκε ότι είναι ανάγκη να προστατευθούν η κατεστημένη έννομη τάξη, τα συμφέροντα της Ένωσης, καθώς και τα συμφέροντα των εν λόγω φυσικών ή νομικών προσώπων σε επίπεδο Κοινότητας, ιδίως με εξάλειψη, εξουδετέρωση, παρεμπόδιση ή άλλη αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της προκειμένης αλλοδαπής νομοθεσίας. Ο κανονισμός εισάγει διατάξεις για τον σκοπό αυτό, ιδίως δε μία διάταξη περί μη αναγνώρισης και περί μη εκτέλεσης (άρθρο 4) μία διάταξη περί μη συμμόρφωσης (άρθρο 5) και μία διάταξη για να καθίστανται διαθέσιμες διαδικασίες για την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν ως αποτέλεσμα αποφάσεων που εγκρίθηκαν σε τρίτες χώρες (άρθρο 6). Στόχος των τροπολογιών στα άρθρα 5 και 12 του κανονισμού είναι να ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ εξουσιοδότηση προκειμένου να καθορίζονται κριτήρια για την εξουσιοδότηση προσώπων να συμμορφούνται εν όλω ή εν μέρει προς τυχόν απαιτήσεις ή απαγορεύσεις, περιλαμβανομένων των αιτήσεων αλλοδαπών δικαστηρίων, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η μη συμμόρφωση με τα εν παραρτήματι νομοθετικά μέτρα θα έβλαπτε σοβαρά τα συμφέροντα των ιδίων ή της Ένωσης. Η εξουσία για την έκδοση πράξεων κατ εξουσιοδότηση ανατίθεται στην Επιτροπή με την επιφύλαξη ορισμένων προϋποθέσεων και θα μπορούσε να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η πρόταση βασίζεται στα άρθρα 64, 204 παράγραφος 2 και 352 της ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή, για τη θέσπιση της νομικής βάσης για την πρότασή της, προσάρμοσε απλώς τη νομική βάση επί της οποίας εκδόθηκε ο αρχικός κανονισμός το 1996 άρθρα 73γ, 113 και 235 (αυτό που στη συνέχεια έλαβε το όνομα «ρήτρα ευελιξίας») της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στη νέα αρίθμηση της Συνθήκης της Λισαβόνας. II. - Τα συναφή άρθρα της Συνθήκης Τα ακόλουθα άρθρα της ΣΛΕΕ προτείνονται ως νομικές βάσεις στην πρόταση της Επιτροπής (υπογράμμιση του συντάκτη): Άρθρο 64 PE557.293v01-00 2/9 AL\1062744.doc
(πρώην άρθρο 57 της ΣΕΚ) 1. Οι διατάξεις του άρθρου 63 δεν θίγουν την εφαρμογή, έναντι τρίτων χωρών, τυχόν περιορισμών που ισχύουν στις 31 Δεκεμβρίου 1993 δυνάμει του εθνικού ή του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων από ή προς τρίτες χώρες που αφορούν άμεσες επενδύσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται οι επενδύσεις σε ακίνητα, εγκατάσταση, παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ή εισδοχή τίτλων σε κεφαλαιαγορές. Όσον αφορά τους ισχύοντες περιορισμούς βάσει των εθνικών νομοθεσιών στη Βουλγαρία, την Εσθονία και την Ουγγαρία, η εν λόγω ημερομηνία αναφοράς είναι η 31η Δεκεμβρίου 1999. 2. Στην προσπάθειά τους να επιτύχουν τον στόχο της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και με την επιφύλαξη των άλλων κεφαλαίων των Συνθηκών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, λαμβάνουν μέτρα σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων από ή προς τρίτες χώρες που αφορούν άμεσες επενδύσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται οι επενδύσεις σε ακίνητα, εγκατάσταση, παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ή εισδοχή τίτλων σε κεφαλαιαγορές. 3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, μόνο το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία, ομόφωνα και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μπορεί να θεσπίζει μέτρα που συνιστούν οπισθοδρόμηση του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά την ελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων από ή προς τρίτες χώρες. Άρθρο 207 (πρώην άρθρο 133 της ΣΕΚ) 1. Η κοινή εμπορική πολιτική διαμορφώνεται βάσει ενιαίων αρχών, ιδίως όσον αφορά τις μεταβολές δασμολογικών συντελεστών, τη σύναψη δασμολογικών και εμπορικών συμφωνιών σχετικά με τις ανταλλαγές εμπορευμάτων και υπηρεσιών, και τις εμπορικές πτυχές της διανοητικής ιδιοκτησίας, τις άμεσες ξένες επενδύσεις, την ενοποίηση των μέτρων ελευθέρωσης, την πολιτική των εξαγωγών και τα μέτρα εμπορικής άμυνας, στα οποία περιλαμβάνονται τα μέτρα που λαμβάνονται σε περιπτώσεις ντάμπινγκ και επιδοτήσεων. Η κοινή εμπορική πολιτική ασκείται στο πλαίσιο των αρχών και των στόχων της εξωτερικής δράσης της Ένωσης. 2. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μέσω κανονισμών σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, θεσπίζουν τα μέτρα για τον καθορισμό του πλαισίου εφαρμογής της κοινής εμπορικής πολιτικής. (...) Άρθρο 352 (πρώην άρθρο 308 της ΣΕΚ) 1. Εάν, στο πλαίσιο των πολιτικών που καθορίζονται από τις Συνθήκες, η δράση της Ένωσης θεωρείται απαραίτητη για την επίτευξη ενός από τους στόχους που τίθενται με τις Συνθήκες, χωρίς αυτές να προβλέπουν τις εξουσίες δράσης που απαιτούνται για τον σκοπό αυτό, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση της Επιτροπής και την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, θεσπίζει τις κατάλληλες διατάξεις. Όταν το Συμβούλιο θεσπίζει τις διατάξεις αυτές σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία, αποφαίνεται επίσης ομόφωνα προτάσει της Επιτροπής και μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. AL\1062744.doc 3/9 PE557.293v01-00
2. Η Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου της αρχής της επικουρικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, εφιστά την προσοχή των εθνικών κοινοβουλίων στις προτάσεις που βασίζονται στο παρόν άρθρο. 3. Τα μέτρα που βασίζονται στο παρόν άρθρο δεν μπορούν να περιλαμβάνουν εναρμόνιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών στις περιπτώσεις στις οποίες οι Συνθήκες αποκλείουν την εναρμόνιση αυτή. 4. Το παρόν άρθρο δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την επίτευξη στόχου που εμπίπτει στην κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας και κάθε πράξη θεσπιζόμενη σύμφωνα με το παρόν άρθρο σέβεται τα όρια που θέτει το άρθρο 40, εδάφιο δεύτερο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. III. - Η προτεινόμενη νομική βάση Οι τομείς που καλύπτονται από τα σημερινά άρθρα 64 και 207 παράγραφος 2 είναι στην ουσία οι ίδιοι με εκείνους που καλύπτονταν από τα προηγούμενα άρθρα 73γ και 113 της ΣΕΚ, αλλά ως αποτέλεσμα της Συνθήκης της Λισαβόνας, προβλέπουν τώρα τη χρήση της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας. Το πεδίο εφαρμογής του άρθρο 207 παράγραφος 1 έχει διευρυνθεί για να περιλάβει, στον τίτλο της κοινής εμπορικής πολιτικής, τις εμπορικές πτυχές της πνευματικής ιδιοκτησίας και τις άμεσες ξένες επενδύσεις. IV. - Νομολογία σχετικά με τη νομική βάση Η επιλογή της νομικής βάσης είναι σημαντική επειδή η Ένωση στηρίζεται θεσμικά στην αρχή της ανάθεσης αρμοδιοτήτων και τα θεσμικά της όργανα μπορούν να αποφασίζουν μόνο κατά τρόπο συνεπή με την εντολή που τους παρέχεται από τη Συνθήκη 1. Όσον αφορά την επιλογή της νομικής βάσης, ορισμένες αρχές συνάγονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Πρώτον, όσον αφορά τις συνέπειες της νομικής βάσης για την ουσιαστική αρμοδιότητα και τη διαδικασία, η επιλογή της νομικής βάσης έχει θεσμική σημασία 2. Δεύτερον, η επιλογή της νομικής βάσης για ένα μέτρο της ΕΕ πρέπει να εδράζεται σε αντικειμενικούς παράγοντες, οι οποίοι υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο σε αυτούς περιλαμβάνονται, ειδικότερα, ο σκοπός και το περιεχόμενο του μέτρου αυτού 3. Επισημαίνεται επίσης ότι η βούληση ενός θεσμικού οργάνου να συμμετάσχει κατά τρόπο πιο ενεργό στην έκδοση συγκεκριμένης πράξεως, η εργασία που έχει πραγματοποιηθεί με άλλη αφορμή στον τομέα δράσεως που εμπίπτει η πράξη ή το πλαίσιο εκδόσεως της πράξεως δεν 1 Γνωμοδότηση 2/00 σχετικά με το Πρωτόκολλο της Καρθαγένης Συλλογή [2001] I-9713, παράγραφος 3 Γνωμοδότηση 1/08 σχετικά με τη Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών Συλλογή [2009] I-01255, παράγραφος 110. 2 Γνωμοδότηση 2/00 σχετικά με το Πρωτόκολλο της Καρθαγένης Συλλογή [2001] I-9713, παράγραφος 5 Υπόθεση C-370/07 Επιτροπή κατά Συμβουλίου Συλλογή [2009] I-08917, παράγραφοι 46-49 Γνωμοδότηση 1/08 σχετικά με τη Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών Συλλογή [2009] I-01255, παράγραφος 110. 3 Υπόθεση C-411/06 Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου Συλλογή [2009] I-7585, παράγραφος 45, και νομολογία που αναφέρεται σχετικά, και Υπόθεση C-130/10 Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου Συλλογή [2012], παράγραφος 42 και νομολογία που αναφέρεται σχετικά. PE557.293v01-00 4/9 AL\1062744.doc
επηρεάζουν την επιλογή της νομικής βάσεως 1. Κατά συνέπεια, η επιλογή μη ορθής νομικής βάσης θα μπορούσε να αιτιολογήσει την ακύρωση της υπό εξέταση πράξης 2. Τέλος, όσον αφορά τις πολλαπλές νομικές βάσεις, αν από την εξέταση μιας κοινοτικής πράξης προκύπτει ότι αυτή εξυπηρετεί διττό σκοπό ή ότι απαρτίζεται από δύο συνιστώσες, και εάν ένας από τους σκοπούς αυτούς ή τις συνιστώσες μπορεί να θεωρηθεί ως κύριος ή δεσπόζων, ενώ ο άλλος είναι απλώς παρεμπίπτων, η πράξη πρέπει να βασίζεται σε μία μόνη νομική βάση, και συγκεκριμένα αυτή που υπαγορεύεται από τον κύριο ή δεσπόζοντα σκοπό ή συνιστώσα 3. Από την άλλη πλευρά, εφόσον η πράξη επιδιώκει συγχρόνως πολλούς στόχους ή έχει πολλές συνιστώσες, που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, χωρίς ο ένας να είναι δευτερεύων και έμμεσος σε σχέση με τους υπόλοιπους, η πράξη πρέπει να στηρίζεται στις διάφορες σχετικές διατάξεις της Συνθήκης 4. Η χρησιμοποίηση διττής νομικής βάσης αποκλείεται στην περίπτωση που οι διαδικασίες που προβλέπονται για καθεμία από τις νομικές αυτές βάσεις είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους και/ή η σώρευση νομικών βάσεων μπορεί να θίξει τα δικαιώματα του Κοινοβουλίου 5. Τέλος, όσον αφορά την εφαρμογή της «ρήτρας ευελιξίας», το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η διάταξη αυτή συνιστά νομική βάση έσχατης λύσης, υπό την έννοια ότι μπορεί μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο όταν οι Συνθήκες δεν έχουν προβλέψει τις απαραίτητες εξουσίες δράσης της Ένωσης, στο πλαίσιο των πολιτικών που καθορίζονται από τις Συνθήκες και προς την επίτευξη ενός εκ των στόχων που αυτές θέτουν 6. V. - Σκοπός και περιεχόμενο της πρότασης κανονισμού Σύμφωνα με το άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού, στόχος της πρότασης είναι η παροχή μέσων έννομης προστασίας έναντι των συνεπειών της εξωεδαφικής εφαρμογής των νόμων, κανονισμών και άλλων νομοθετικών πράξεων που προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι του κανονισμού, καθώς και των μέτρων που βασίζονται σε αυτά ή απορρέουν από αυτά, οσάκις η εφαρμογή αυτή θίγει τα συμφέροντα φυσικών και νομικών προσώπων τα οποία μετέχουν στο διεθνές εμπόριο, ή στην κίνηση κεφαλαίων και τις σχετικές εμπορικές δραστηριότητες μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών. Ο προτεινόμενος κανονισμός αποσκοπεί στην πραγματοποίηση των στόχων πολιτικής της Ένωσης, συγκεκριμένα την ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου και της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών και 1 Υπόθεση C-269/97 Επιτροπή κατά Συμβουλίου Συλλογή [2000] I-2257, παράγραφος 44. 2 Γνωμοδότηση 2/00 σχετικά με το Πρωτόκολλο της Καρθαγένης Συλλογή [2001] I-9713, παράγραφος 5. 3 Υπόθεση C-42/97, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σελ. I -868, παράγραφοι 39-40 Υπόθεση C- 36/98 Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή [2001] I-779, παράγραφος 59 Υπόθεση C-211/01 Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή [2003], παράγραφος 39. 4 Υπόθεση C-165/87 Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή [1988], παράγραφος 11 Υπόθεση C-178/03 Επιτροπή κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου Συλλογή [2006] I-207, παράγραφοι 43-56. 5 Υπόθεση C-178/03 Επιτροπή κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου Συλλογή [2006] I-207, παράγραφος 57 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-164/97 και C-165/97 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου Συλλογή [1999] I-1139, παράγραφος 14 Υπόθεση C-300/89 Επιτροπή κατά Συμβουλίου («Διοξείδιο του τιτανίου») Συλλογή [1991] I-2867, παράγραφοι 17-25 Υπόθεση C-338/01 Επιτροπή κατά Συμβουλίου Συλλογή [2004] I-4829 (Είσπραξη έμμεσων φόρων), παράγραφος 57. 6 Υπόθεση C-436/03 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου Συλλογή [2006] I-3733, παράγραφοι 36-46 Υπόθεση C-166/07 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου Συλλογή [2009] I-7135, παράγραφοι 40-41. AL\1062744.doc 5/9 PE557.293v01-00
τρίτων χωρών. Για τον σκοπό αυτό, δυνάμει του άρθρου 1 του προτεινόμενου κανονισμού, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ εξουσιοδότηση πράξεις για να προσθέτει στο παράρτημα Ι νόμους, κανονισμούς ή άλλες νομοθετικές πράξεις τρίτων χωρών που προκαλούν δυσμενείς επιπτώσεις στο συμφέρον της Ένωσης και το συμφέρον φυσικών και νομικών προσώπων που μετέχουν στις ως άνω δραστηριότητες, και να διαγράφει νόμους, κανονισμούς ή άλλες νομοθετικές πράξεις όταν δεν έχουν πλέον τέτοιες επιπτώσεις. Το άρθρο 2 επιβάλλει στα πρόσωπα που θίγονται από τους νόμους οι οποίοι περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι την υποχρέωση να ενημερώσουν την Επιτροπή εντός δεδομένης προθεσμίας και να της παράσχουν περαιτέρω πληροφορίες εφόσον τους ζητηθεί. Το άρθρο 3 καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή πρέπει να χειρίζεται τις πληροφορίες που της παρέχουν τα εν λόγω πρόσωπα, ιδίως όταν οι πληροφορίες αυτές είναι από τη φύση τους εμπιστευτικού χαρακτήρα ή παρέχονται εμπιστευτικά. Στόχος του άρθρου 4 είναι να προλαμβάνεται η αναγνώριση και η εκτελεστότητα οποιασδήποτε δικαστικής ή διοικητικής απόφασης που εκδίδεται από αρχή εκτός της Ένωσης η οποία θέτει σε ισχύ τους νόμους που προσδιορίζονται στο παράρτημα I. Το άρθρο 5 περιέχει διάταξη περί μη συμμόρφωσης δεδομένου ότι υποχρεώνει τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που τελούν υπό τη δικαιοδοσία των κρατών μελών να μην συμμορφώνονται επ' ουδενί με οιεσδήποτε απαιτήσεις ή απαγορεύσεις, περιλαμβανομένων και αιτήσεων αλλοδαπών δικαστηρίων, οι οποίες βασίζονται ή απορρέουν από τους νόμους που προσδιορίζονται στο παράρτημα I. Ωστόσο, το άρθρο 5 προβλέπει επίσης και ενδεχόμενες παρεκκλίσεις από αυτόν τον γενικό κανόνα, όταν η μη συμμόρφωση θα έβλαπτε σοβαρά τα συμφέροντα των εμπλεκομένων προσώπων ή τα συμφέροντα της Ένωσης. Προς τούτο, το άρθρο 5 της οδηγίας εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να εκδίδει κατ εξουσιοδότηση πράξεις για τον καθορισμό των κριτηρίων παρέκκλισης από τον γενικό κανόνα περί μη συμμόρφωσης. Το άρθρο 6 εξουσιοδοτεί τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που θίγονται από την εφαρμογή των νόμων που προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι να αξιώσουν αποζημίωση. Αναφέρει τα πρόσωπα από τα οποία θα μπορούσε να ληφθεί η αποζημίωση αυτή και ορισμένες μορφές που μπορεί να λάβει η αποζημίωση με την επιφύλαξη άλλων διαθέσιμων μέσων και σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία. Τα άρθρα 7 και 8 θέτουν τις απαιτήσεις με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται η Επιτροπή για την εφαρμογή του προτεινόμενου κανονισμού. Το άρθρο 9 επιτρέπει σε κάθε κράτος μέλος να ορίζει τις επιβλητέες κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Το άρθρο 10 επιβάλλει στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη την υποχρέωση να αλληλοενημερώνονται για τα μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και για ο,τιδήποτε έχει σχέση με αυτόν. Το άρθρο 11 απαριθμεί λεπτομερώς τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός και το άρθρο 12 καθορίζει τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η αρμοδιότητα της Επιτροπής για την έκδοση πράξεων κατ εξουσιοδότηση. VI. - Καθορισμός της κατάλληλης νομικής βάσης Όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, το άρθρο 352 της ΣΛΕΕ συνιστά νομική βάση έσχατης λύσης, υπό την έννοια ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο όταν καμία άλλη διάταξη της Συνθήκης δεν παρέχει στην Ένωση την απαιτούμενη αρμοδιότητα. Ως εκ τούτου, το άρθρο 352 της ΣΛΕΕ θα μπορούσε μόνο να τεθεί σε εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση, εφόσον η πρόταση δεν μπόρεσε να βρει επαρκή νομική βάση σε μία από τις δύο άλλες νομικές βάσεις που προτείνονται από την Επιτροπή ή που περιέχουν σε άλλο άρθρο της Συνθήκης. Πρέπει, λοιπόν, να διαπιστωθεί κατ αρχάς εάν η μία ή και οι δύο άλλες νομικές βάσεις που προτείνει PE557.293v01-00 6/9 AL\1062744.doc
η Επιτροπή επαρκούν ως κατάλληλη νομική βάση για την πρόταση. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο σκοπός κα το περιεχόμενο του προτεινόμενου μέτρου ορίζει την ορθή νομική βάση και, σε περίπτωση πολλαπλής νομικής βάσης, το ζήτημα του κατά πόσο η προτεινόμενη πράξη επιδιώκει συγχρόνως αρκετούς στόχους, οι οποίοι συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, χωρίς ο ένας να είναι δευτερεύων και έμμεσος σε σχέση με τον άλλο. Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις και τις διατάξεις της πρότασης, ο στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να προστατεύσει τα οικονομικά ή χρηματοοικονομικά συμφέροντα των φυσικών και νομικών προσώπων υπό τη δικαιοδοσία των κρατών μελών από τις επιβλαβείς συνέπειες της εξωεδαφικής εφαρμογής ορισμένων νόμων που θεσπίστηκαν από τρίτη χώρα. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του προτεινόμενου κανονισμού, η προστασία αφορά το διεθνές εμπόριο και την κίνηση κεφαλαίων και τις σχετικές εμπορικές δραστηριότητες μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 207, παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ φαίνεται ότι προσφέρει επαρκή νομική βάση για την πρόταση. Στην πραγματικότητα, στην παράγραφο 1 του άρθρο 207, που περιγράφει τους τομείς που καλύπτονται από την κοινή εμπορική πολιτική της Ένωσης, γίνεται σαφής αναφορά σε «μέτρα εμπορικής άμυνας». Η ρητή αναφορά σε «ντάμπινγκ ή επιδοτήσεις» στο άρθρο 207 παράγραφος 1, δεν πρέπει να εκληφθεί ως διεξοδικό αλλά ως απλό παράδειγμα ασφαλώς το πλέον διαδεδομένο των δραστηριοτήτων που βλάπτουν το εμπόριο οι οποίες θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με την υιοθέτηση μέτρων εμπορικής άμυνας. Το προηγούμενο άρθρο 206 διευκρινίζει ότι η Ένωση, με τη δημιουργία τελωνειακής ένωσης μεταξύ των κρατών μελών, επιθυμεί να συμβάλει, για το κοινό συμφέρον, μεταξύ άλλων, στην αρμονική ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου, στην προοδευτική κατάργηση των περιορισμών στις διεθνείς συναλλαγές και στις άμεσες ξένες επενδύσεις. Σύμφωνα με τη νομολογία σε θέματα κοινής εμπορικής πολιτικής, μια πράξη της Ένωσης εμπίπτει στο πεδίο αρμοδιοτήτων της πολιτικής αυτής μόνον αν αφορά τις διεθνείς συναλλαγές, υπό την έννοια ότι προορίζεται κυρίως να προάγει, να διευκολύνει ή να διέπει τις εμπορικές συναλλαγές και έχει άμεσες και ενεστώσες συνέπειες στο εμπόριο 1. Αυτή είναι η περίπτωση της παρούσας πρότασης. Παράλληλα με την προστασία του διεθνούς εμπορίου, η πρόταση ορίζει επίσης ως έναν από τους στόχους της την προστασία των προσώπων, τα οποία ασχολούνται με την κίνηση κεφαλαίων και τις σχετικές εμπορικές δραστηριότητες μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών, από τα ανεπιθύμητα εξωεδαφικά αποτελέσματα νομοθεσίας η οποία θεσπίζεται από τρίτη χώρα. Τα άρθρα 206 και 207 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ δεν περιλαμβάνουν τις κινήσεις κεφαλαίων ως τομέα που εμπίπτει στην κοινή εμπορική πολιτική, εκτός από «τις άμεσες ξένες επενδύσεις» 2 οι οποίες μπορεί να συνεπάγονται κινήσεις κεφαλαίων. Το μεγαλύτερο μέρος της αρμοδιότητας της ΕΕ για τις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών «που αφορούν τις άμεσες επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων σε ακίνητα, την εγκατάσταση, την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ή την εισαγωγή τίτλων σε κεφαλαιαγορές» εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 64 της ΣΛΕΕ 3. 1 Βλέπε, υπόθεση C-137/12, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2013, παράγραφος 57, και νομολογία που αναφέρεται σχετικά. 2 Η συμπερίληψη των «άμεσων ξένων επενδύσεων» στα άρθρα 206 και 207 παράγραφος 1 και, ως εκ τούτου, ως τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής της ΕΕ, οφείλεται στη Συνθήκη της Λισαβόνας. 3 Η Νομική Υπηρεσία, στο σημείωμά της SJ-0257/15 σχετικά με τη νομική βάση για την παρούσα πρόταση, AL\1062744.doc 7/9 PE557.293v01-00
Έχοντας υπόψη την υφιστάμενη διατύπωση και το περιεχόμενο της πρότασης, θα μπορούσε εύκολα να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προστασία κινήσεων των κεφαλαίων αποτελεί πράγματι έναν δεύτερο στόχο της πρότασης, άρρηκτα συνδεδεμένο με την προστασία του διεθνούς εμπορίου, χωρίς το ένα να υπερισχύει του άλλου. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που αφορά τις νομικές βάσεις, η σωρευτική χρήση δύο νομικών βάσεων αποκλείεται στην περίπτωση που οι διαδικασίες που προβλέπει καθεμία από τις νομικές βάσεις αυτές είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Αυτό δεν ισχύει για τη συγκεκριμένη πρόταση, δεδομένου ότι και οι δύο διατάξεις προβλέπουν την θέσπιση νομοθετικών μέτρων σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Εν προκειμένω, προτείνεται να θεωρηθεί ότι τα άρθρα 64 και 207 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ παρέχουν από κοινού την κατάλληλη νομική βάση για την πρόταση. Επιστρέφοντας τώρα στο ζήτημα του άρθρο 352 της ΣΛΕΕ, αξίζει να σημειωθεί ότι ούτε οι αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού αυτού ούτε η αιτιολογική έκθεση παρέχουν σημαντικές πληροφορίες ως προς τους λόγους για τους οποίους η προσφυγή στο άρθρο 352 της ΣΛΕΕ θα ήταν στην περίπτωση αυτή αναγκαία. Στην αιτιολογική σκέψη 12 αναφέρεται απλώς ότι «για τη θέσπιση ορισμένων διατάξεων του παρόντος κανονισμού, η ΣΛΕΕ δεν προβλέπει εξουσίες άλλες από αυτές του άρθρου 352». Η προσφυγή στο άρθρο 352 ΣΛΕΕ ως νομική βάση για μία πρόταση θα απαιτούσε, λόγω της φύσεως του άρθρου αυτού, ουσιώδη αιτιολόγηση εκ μέρους της Επιτροπής, ιδίως όταν, εν προκειμένω, το εν λόγω άρθρο προτείνεται ως νομική βάση σε συνδυασμό με άλλα άρθρα της Συνθήκης, τα οποία προβλέπουν τη χρήση της συνήθης νομοθετικής διαδικασίας. Στο πλαίσιο αυτό, εφιστάται η προσοχή στο άρθρο 14 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας 1, σύμφωνα με το οποίο «η Επιτροπή παρέχει σαφή και περιεκτική αιτιολόγηση για τη νομική βάση στην οποία στηρίζεται κάθε πρόταση (...)». Σε κανένα σημείο που αναφέρεται στον σκοπό ή στο περιεχόμενο του προτεινόμενου κανονισμού δεν απαιτείται η προσφυγή στο άρθρο 352 ΣΛΕΕ ως νομική βάση. Τα άρθρα 64 και 207 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ παρέχουν επαρκή νομική βάση για την πρόταση στο σύνολό της. Δεδομένου ότι όλες οι πτυχές της συμφωνίας μπορούν να καλυφθούν από ειδικές νομικές βάσεις που προβλέπονται στη Συνθήκη, δεν υπάρχει λόγος προσφυγής στο άρθρο 352 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, προτείνεται να αποκλεισθεί το άρθρο 352 ΣΛΕΕ από τις νομικές βάσεις της πρότασης. Η Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου έχει επίσης εγείρει το ερώτημα εάν είναι αναγκαίο το άρθρο 64 της ΣΛΕΕ στο σύνολό του ως νομική βάση για την πρόταση ή εάν η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού επαρκεί. Για τους σκοπούς της παρούσας πρότασης, μόνο η παράγραφος 2 του άρθρου 64 φαίνεται ότι είναι σχετική με το αντικείμενό της. Η παράγραφος 1 του άρθρου 64 παραπέμπει στην οδηγία 88/361/ΕΚ, παράρτημα I, στην οποία ορίζει την έννοια του κεφαλαίου, καθώς και στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-171/08 Επιτροπή κατά Πορτογαλίας Συλλογή [2010] I- 06817, παράγραφος 49, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 64, παράγραφος 2, της ΣΛΕΕ έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής από το άρθρο 207, παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι το πρώτο περιλαμβάνει τόσο άμεσες επενδύσεις όσο και επενδύσεις χαρτοφυλακίου οι οποίες ορίζονται ως «επενδύσεις υπό τη μορφή αποκτήσεως τίτλων στην αγορά κεφαλαίων επιχειρούμενη με μοναδική πρόθεση την πραγματοποίηση τοποθετήσεως χρημάτων και χωρίς πρόθεση ασκήσεως επιρροής στη διαχείριση και τον έλεγχο της επιχειρήσεως». 1 Διοργανική συμφωνία περί βελτίωσης της νομοθεσίας, που εγκρίθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2003 (2003/C 321/01). PE557.293v01-00 8/9 AL\1062744.doc
δεν παρέχει καμία αρμοδιότητα στα όργανα της ΕΕ για την έγκριση οιασδήποτε νομικά δεσμευτικής πράξης, αλλά απλώς και μόνο περιλαμβάνει έναν προϋπάρχοντα περιορισμό η δε παράγραφος 3 παρέχει αρμοδιότητα για τη θέσπιση μέτρων που συνιστούν οπισθοδρόμηση όσον αφορά την ελευθέρωση της κινήσεως κεφαλαίων προς ή από τρίτες χώρες, ένα ζήτημα που δεν συνδέεται με την υπό συζήτηση πρόταση. Ωστόσο, ακόμη και αν μόνο η παράγραφος 2 του άρθρο 64 της ΣΛΕΕ αποτελεί τη λυσιτελή νομική βάση για την πρόταση, η αναφορά στο άρθρο 64 ΣΛΕΕ χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση δεν θίγει το κύρος της πρότασης. VII. - Συμπεράσματα και συστάσεις Κατά τη συνεδρίασή της στις 16 Ιουνίου 2015, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων κατέληξε στο συμπέρασμα, με 23 ψήφους υπέρ, 2 ψήφους κατά και καμία αποχή 1, ότι τα άρθρα 64 και 207 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ αποτελούν τις κατάλληλες νομικές βάσεις για την πρόταση και αποφάσισε να συστήσει στην Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου να ζητήσει από την Επιτροπή να τροποποιήσει τη νομική βάση της πρότασής της με σκοπό να αποκλειστεί από τη νομική βάση το άρθρο 352 της ΣΛΕΕ. Αποφάσισε επίσης να συστήσει στην Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου να καταστεί πιο σαφής όσον αφορά την παράγραφο του άρθρου 64 η οποία αποτελεί τη νομική βάση της πρότασης, περιορίζοντάς την στην παράγραφο 2 του προαναφερθέντος άρθρου, εξυπακουομένου ότι η αναφορά στο σύνολο του άρθρου 64 δεν θίγει το κύρος της νομικής βάσης. Με εξαιρετική εκτίμηση, Pavel Svoboda 1 Ήσαν παρόντες στην τελική ψηφοφορία: Pavel Svoboda (Πρόεδρος), Jean-Marie Cavada (Αντιπρόεδρος), Mady Delvaux (Αντιπρόεδρος), Lidia Joanna Geringer de Oedenberg (Αντιπρόεδρος), Axel Voss (Αντιπρόεδρος), Max Andersson, Joëlle Bergeron, Marie-Christine Boutonnet, Κώστας Χρυσόγονος, Therese Comodini Cachia, Pascal Durand, Angel Dzhambazki, Rosa Estaràs Ferragut, Laura Ferrara, Enrico Gasbarra, Jytte Guteland, Mary Honeyball, Sajjad Karim, Dietmar Köster, Gilles Lebreton, Jiří Maštálka, Angelika Niebler, Emil Radev, Julia Reda, Evelyn Regner, József Szájer, Cecilia Wikström. AL\1062744.doc 9/9 PE557.293v01-00