Θα είχα ζήσει ειρηνικά. Οι εχθροί μου όμως μου έφεραν



Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΝΑΤΟΛΗ ΠΙΡΣ ΜΠΡΑΟΥΝ. Μια ιστορία εκδίκησης, πολέμου και αναζήτησης της εξουσίας που θυμίζει τo Hunger Games και το Game of Thrones.

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Το παραμύθι της αγάπης

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΣΕΡΒΙΣ ΒΑΤΣΑΚΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Κατερίνα Ανωγιαννάκη Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ. Εικόνες: Πετρούλα Κρίγκου

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Κολόνες Μπαλόνια Έγκατα Αιώνες Κουμπότρυπες Όλα Σύννεφα Πρίγκιπες Αγριοπερίστερα...

Ενότητα 7. πίνακας του Γιώργου Ιακωβίδη

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

Μετεωρολογία. Αν σήμερα στις 12 τα μεσάνυχτα βρέχει, ποια είναι η πιθανότητα να έχει λιακάδα μετά από 72 ώρες;

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ο θησαυρός της ζούγκλας. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ. Τραγούδι:

Παιχνίδια. 2. Το σπίτι

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Ανδρέας Αρματάς Φραντσέσκα Ασσιρέλλι

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Μια φορά κι έναν καιρό

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Κατερίνα Χριστόγερου. Είμαι 3 και μπορώ. Δραστηριότητες για παιδιά από 3 ετών

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Χάρτινη αγκαλιά. Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Β Γυμνασίου

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Transcript:

Θα είχα ζήσει ειρηνικά. Οι εχθροί μου όμως μου έφεραν πόλεμο. Κοιτάζω χίλιους διακόσιους από τους δυνατότερους γιους και τις θυγατέρες τους. Ακούω έναν άσπλαχνο Χρυσό να αγορεύει ανάμεσα σε ψηλούς μαρμάρινους κίονες. Ακούω το κτήνος που άναψε τη φλόγα, τη φλόγα που μου κατακαίει την καρδιά. «Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίσοι» δηλώνει. Ψηλός, αγέρωχος, αετόμορφος. «Οι αδύναμοι σας γέλασαν. Αυτοί θα έλεγαν πως οι πράοι πρέπει να κληρονομήσουν τη Γη. Πως οι δυνατοί πρέπει να τρέφουν τους αδύνατους. Να ποιο είναι το Ευγενές Ψέμα της Δημοκρατίας. Ο καρκίνος που φαρμάκωσε την ανθρωπότητα». Τα μάτια του διατρέχουν τους συγκεντρωμένους σπουδαστές. «Εσείς κι εγώ είμαστε Χρυσοί. Είμαστε το τέλος της εξελικτικής αλυσίδας. Δεσπόζουμε πάνω από τη μάζα της ανθρώπινης σάρκας, καθοδηγώντας τα κατώτερα Χρώματα. Είστε κληρονόμοι αυτής της παράδοσης». Kάνει μια παύση, μελετώντας πρόσωπα μέσα στην ομήγυρη. «Αυτό όμως δε σημαίνει πως θα σας χαριστεί.»την εξουσία πρέπει να τη διεκδικείς. Τα πλούτη να τα κερδίζεις. Την ηγεμονία, την κυριαρχία, την αυτοκρατορία, να τις εξαγοράζεις με αίμα. Εσείς, τα απειροπόλεμα παιδιά, δε δικαιούστε τίποτα. Δε γνωρίζετε τον πόνο. Δε γνωρίζετε τι θυσίασαν οι πρόγονοί σας για να σας ανεβάσουν τόσο ψηλά. Μα σύντομα [ 9 ]

θα μάθετε. Σύντομα θα σας δείξουμε γιατί οι Χρυσοί εξουσιάζουν την ανθρωπότητα. Και σας το υπόσχομαι, από όλους εσάς μόνο όσοι είναι ικανοί για εξουσία πρόκειται να επιζήσουν». Εγώ όμως δεν είμαι Χρυσός. Είμαι Κόκκινος. Νομίζει πως οι άνθρωποι σαν εμένα είναι αδύναμοι. Με θεωρεί βλάκα, ασθενικό, υπάνθρωπο. Δεν ανατράφηκα σε παλάτια. Δεν ίππευα άλογα μέσα σε λιβάδια ούτε έτρωγα γλώσσες κολιμπρί. Σφυρηλατήθηκα στα έγκατα του σκληρού τούτου κόσμου. Ακονίστηκα από το μίσος. Δυνάμωσα από την αγάπη. Κάνει λάθος. Κανείς τους δεν πρόκειται να επιζήσει. [ 10 ]

ΜΕΡΟΣ Α Δούλος Στον Άρη φυτρώνει ένα λουλούδι. Είναι κόκκινο και άγριο και κατάλληλο για το χώμα μας. Το λένε αιμανθό.

1 Βουτηχτής της κόλασης Το πρώτο πράγμα που πρέπει να ξέρετε για μένα είναι πως είμαι γιος του πατέρα μου. Κι όταν ήρθαν να τον πάρουν, έκανα αυτό που ζήτησε. Δεν έκλαψα. Ούτε όταν η Κοινωνία μετέδωσε τηλεοπτικά τη σύλληψη. Ούτε όταν οι Χρυσοί τον δίκασαν. Ούτε όταν οι Γκρίζοι τον κρέμασαν. Η μητέρα μ έδειρε γι αυτό. Ο στωικός υποτίθεται πως ήταν ο αδερφός μου ο Κίραν. Ήταν ο μεγαλύτερος, εγώ ο μικρότερος. Υποτίθεται πως έπρεπε να κλάψω. Αντί γι αυτό, ο Κίραν έσκουξε σαν κορίτσι όταν η μικρή Ηώ έχωσε έναν αιμανθό στην αριστερή μπότα εργασίας του πατέρα κι έτρεξε πάλι στο πλευρό του δικού της πατέρα. Η αδερφή μου η Λιάνα μουρμούριζε δίπλα μου ένα μοιρολόι. Εγώ απλώς παρακολουθούσα και το θεωρούσα κρίμα που εκείνος είχε πεθάνει χορεύοντας αλλά χωρίς τα παπούτσια του του χορού. Στον Άρη δεν υπάρχει πολλή βαρύτητα. Έτσι, πρέπει να τραβήξουν τα πόδια για να σπάσει ο λαιμός. Αυτό το αφήνουν στα αγαπημένα σου πρόσωπα. Μυρίζω την ίδια μου την μπόχα μέσα στην τηγανοστολή μου. Η στολή, φτιαγμένη από κάποιου είδους νανοπλαστικό, είναι ζεστή, όπως υπονοεί και το όνομά της. Με μονώνει από την κορυφή ως τα νύχια. Τίποτα δεν μπαίνει μέσα. Τίποτα δε βγαί- [ 13 ]

νει έξω. Ειδικά δε βγαίνει η ζέστη. Το χειρότερο είναι πως δεν μπορείς να σκουπίσεις τον ιδρώτα από τα μάτια σου. Τσούζει ο βρομοκατάρατος καθώς διαπερνάει τον κεφαλόδεσμο και λιμνάζει στις φτέρνες. Για να μη μιλήσουμε για την μπόχα όταν κατουράς. Που δεν υπάρχει περίπτωση να μην το κάνεις. Πρέπει να παίρνεις πολύ νερό μέσω του ποτοσωλήνα. Φαντάζομαι πως θα μπορούσες να εφοδιαστείς μ έναν καθετήρα. Εμείς επιλέγουμε την μπόχα. Οι τρυπανιστές της φατρίας μου φλυαρούν στο αυτί μου κουτσομπολεύοντας μέσα από την ενδοσυνεννόηση καθώς προχωράω καθισμένος πάνω στο δαγκανοτρύπανο. Είμαι μόνος μέσα σ αυτή τη βαθιά σήραγγα πάνω σε ένα μηχάνημα φτιαγμένο σαν τιτάνιο μεταλλικό χέρι, ένα χέρι που αρπάζει και κατατρώει το χώμα. Ελέγχω τα ψηφία της βραχότηξης από την κουφωτή θέση μου πάνω στο τρυπάνι, ακριβώς εκεί όπου θα βρισκόταν η άρθρωση του αγκώνα. Εκεί, τα δάχτυλά μου είναι χωμένα μέσα στα γάντια ελέγχου που χειρίζονται τα πολλά, όμοια με πλοκάμια τρυπάνια κάπου ενενήντα μέτρα κάτω από το ψηλό μου κάθισμα. Για να είσαι Βουτηχτής της Κόλασης λένε πως τα δάχτυλά σου πρέπει να κινούνται γρήγορα σαν γλώσσες φωτιάς. Τα δικά μου κινούνται γρηγορότερα. Παρά τις φωνές στ αυτιά μου, είμαι ολομόναχος στη βαθιά σήραγγα. Η ύπαρξή μου είναι δόνηση, η ηχώ της ίδιας μου της ανάσας και ζέστη τόσο πηχτή και δηλητηριασμένη, που είμαι σαν φασκιωμένος μ ένα βαρύ πάπλωμα από ζεστό κάτουρο. Ένα καινούριο ποτάμι ιδρώτα διαπερνά τον κατακόκκινο κεφαλόδεσμο που είναι δεμένος γύρω από το μέτωπό μου και γλιστράει στα μάτια μου, καίγοντάς τα μέχρι που γίνονται τόσο κόκκινα όσο και τα μαλλιά μου, που έχουν το χρώμα της σκουριάς. Παλιά σήκωνα το χέρι μου προσπαθώντας να σκουπίσω τον ιδρώτα, μόνο και μόνο για να ξύσω μάταια την προσωπίδα [ 14 ]

της τηγανοστολής μου. Εξακολουθώ να το θέλω. Ακόμα και ύστερα από τρία χρόνια, η φαγούρα και το τσούξιμο του ιδρώτα είναι σκέτη δυστυχία. Τα τοιχώματα της σήραγγας γύρω από τη θέση μου είναι λουσμένα στο κίτρινο χρώμα του θειαφιού που έρχεται από τη στεφάνη των φώτων. Καθώς κοιτάζω ψηλά στο στενό κατακόρυφο φρέαρ που λάξεψα σήμερα, η ένταση του φωτός σταδιακά μειώνεται. Από πάνω το πολύτιμο ήλιο-3 τρεμοφέγγει σαν υγρό ασήμι, εγώ όμως κοιτάζω στις σκιές αναζητώντας τις λακκουβόχεντρες που σέρνονται μέσα στο σκοτάδι ψάχνοντας τη ζεστασιά του τρυπανιού μου. Κατατρώνε και τη στολή σου για να μπουν μέσα, δαγκώνουν το περίβλημα τρυπώντας το και μετά προσπαθούν ν ανοίξουν λαγούμι μέχρι το πιο ζεστό σημείο που μπορούν να βρουν, συνήθως την κοιλιά σου, για να γεννήσουν τ αυγά τους. Μ έχουν ξαναδαγκώσει. Ακόμη το ονειρεύομαι εκείνο το θηρίο μαύρο, σαν χοντρή λαδερή έλικα. Μπορούν να γίνουν χοντρά σαν ανθρώπινος μηρός και μακριά όσο τρεις άνθρωποι, αυτά που φοβόμαστε όμως είναι τα μωρά. Δεν ξέρουν να ρυθμίζουν την ποσότητα του δηλητηρίου τους. Σαν κι εμένα, οι πρόγονοί τους ήρθαν από τη Γη, μετά ο Άρης και οι βαθιές σήραγγες τα άλλαξαν. Είναι απόκοσμα μέσα στις βαθιές σήραγγες. Μοναχικά. Πέρα από τον βρυχηθμό του τρυπανιού ακούω τις φωνές των φίλων μου, όλων μεγαλύτερων. Δεν μπορώ όμως να τους δω μισό χιλιόμετρο από πάνω μου, μέσα στο σκοτάδι. Ανοίγουν τρύπες ψηλά, κοντά στο στόμιο της σήραγγας που λάξεψα, κατεβαίνοντας με γάντζους και σκοινιά για να αιωρηθούν κατά μήκος των τοιχωμάτων της σήραγγας και να φτάσουν στις μικρές φλέβες του ήλιου-3. Εξορύσσουν με τρυπάνια του ενός μέτρου, καταβροχθίζοντας τα σκύβαλα. Η δουλειά εξακολουθεί να απαιτεί απίστευτη επιδεξιότητα στα πόδια και τα χέρια, σ αυτό το [ 15 ]

συνεργείο όμως εγώ είμαι εκείνος που βγάζει τα λεφτά. Εγώ είμαι ο Βουτηχτής της Κόλασης. Πρέπει ν ανήκεις σε μια συγκεκριμένη πάστα ανθρώπου και κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί κάποιον που να ήταν μικρότερος από μένα. Είμαι στα λαγοσύμια τρία χρόνια τώρα. Αρχίζεις στα δεκατρία σου. Αρκετά μεγάλος για στεφάνι, αρκετά μεγάλος για τρυπάνι. Τουλάχιστον έτσι είπε ο θείος Νάρολ. Μόνο που εγώ δεν παντρεύτηκα παρά πριν από έξι μήνες, επομένως δεν ξέρω γιατί το είπε. Η Ηώ χορεύει στις σκέψεις μου καθώς ρίχνω μια ματιά στο καντράν ελέγχου και γλιστράω τα δάχτυλα του δαγκανοτρύπανου γύρω από μια καινούρια φλέβα. Ηώ. Μερικές φορές είναι δύσκολο να τη σκεφτώ ως κάτι διαφορετικό από αυτό που τη φωνάζαμε όταν ήμαστε παιδιά. Η μικρή Ηώ ένα μικροκαμωμένο κοριτσάκι κρυμμένο κάτω από μια κόκκινη χαίτη. Κόκκινη σαν τον βράχο γύρω μου, όχι ατόφιο κόκκινο αλλά κόκκινο της σκουριάς. Κόκκινη σαν το σπίτι μας, σαν τον Άρη. Η Ηώ είναι κι αυτή δεκάξι χρονών. Και μπορεί να είναι σαν κι εμένα από μια φατρία Κόκκινων σκαφτιάδων, μια φατρία από τραγούδι και χορό και χώμα, θα μπορούσε όμως να είναι φτιαγμένη από αέρα, από τον αιθέρα που ενώνει σε μια κουρελού τ αστέρια. Όχι πως έχω δει ποτέ αστέρια. Κανένας Κόκκινος από τις εξορυκτικές αποικίες δε βλέπει τ αστέρια. Η μικρή Ηώ. Ήθελαν να την παντρέψουν όταν έκλεισε τα δεκατέσσερα, όπως όλα τα κορίτσια των φατριών. Έπαιρνε όμως μειωμένη μερίδα τροφίμων και με περίμενε να κλείσω τα δεκάξι, την ηλικία γάμου για τους άντρες, προκειμένου να φορέσει εκείνο τον σπάγκο γύρω από το δάχτυλό της. Είπε πως το ήξερε από τότε που ήμαστε παιδιά ότι θα παντρευόμαστε. Εγώ δεν το ήξερα. [ 16 ]

«Στάσου. Στάσου. Στάσου!» φωνάζει ο θείος Νάρολ στο κανάλι της ενδοσυνεννόησης. «Ντάροου, στάσου, παιδί μου». Τα δάχτυλά μου παγώνουν. Είναι εκεί ψηλά μαζί με όλους τους άλλους, παρακολουθώντας την πρόοδό μου στη συσκευή του κράνους του. «Τι τρέχει;» ρωτάω ενοχλημένος. Δε μ αρέσει να με διακόπτουν. «Τι τρέχει, ρωτάει ο μικρός Βουτηχτής της Κόλασης». Ο γερο-μπάρλοου καγχάζει. «Θύλακος αερίου, αυτό τρέχει» πετάει απότομα ο Νάρολ. Αυτός είναι ο Αρχιομιλητής για το συνεργείο μας, που μετράει πάνω από διακόσιους ανθρώπους. «Στάσου. Θα φωνάξουμε ένα συνεργείο ελέγχου για να κοιτάξει τις λεπτομέρειες πριν μας τινάξεις όλους στην κόλαση». «Αυτός εκεί ο θύλακος αερίου; Είναι μικρούλης» λέω. «Περισσότερο σαν σπυράκι αερίου. Τα καταφέρνω». «Ένα χρόνο στο τρυπάνι και νομίζει πως ξεχωρίζει το κεφάλι του από την τρύπα του! Το καημένο το μυρμηγκάκι» προσθέτει ξερά ο γερο- Μπάρλοου. «Θυμήσου τα λόγια του χρυσού ηγέτη μας. Υπομονή και υπακοή, νεαρέ. Η υπομονή είναι το δομικό συστατικό της γενναιότητας. Και η υπακοή το δομικό συστατικό της ανθρώπινης φύσης. Ν ακούς τους μεγαλύτερους». Σηκώνω καρτερικά τα μάτια ακούγοντας το γνωμικό. Αν οι μεγαλύτεροι μπορούσαν να κάνουν αυτό που μπορώ εγώ, θα είχε ίσως αξία το να ακούσω. Μα είναι αργοί στα χέρια και στο μυαλό. Μερικές φορές μου φαίνεται πως θέλουν να είμαι κι εγώ το ίδιο, ειδικά ο θείος μου. «Είμαι σε μια σχισμή» λέω. «Αν νομίζετε πως υπάρχει θύλακος αερίου, μπορώ απλώς να πηδήξω κάτω να το ελέγξω με το χέρι. Εύκολα. Χωρίς χασομέρι». Θα συστήσουν σύνεση. Λες και τους βοήθησε ποτέ η σύνεση. Χρόνια έχουμε να κερδίσουμε Δάφνη. «Θες ν αφήσεις την Ηώ χήρα;» Ο Μπάρλοου γελάει και η φωνή [ 17 ]

του τριζοβολάει από τον στατικό ηλεκτρισμό. «Εμένα δε με νοιάζει. Είναι ομορφούλα. Τρυπάνισε κείνον τον θύλακο και άσ τη σ εμένα. Γέρος και χοντρός μπορεί να είμαι, το τρυπάνι μου όμως ανοίγει ακόμη τρύπες». Οι διακόσιοι τρυπανιστές από πάνω γελάνε εν χορώ. Οι κόμποι των δαχτύλων μου ασπρίζουν καθώς αρπάζω τα χειριστήρια. «Άκου τον θείο Νάρολ, Ντάροου. Καλύτερα να κάνεις πίσω μέχρι να έχουμε μια ένδειξη» προσθέτει ο αδερφός μου ο Κίραν. Είναι τρία χρόνια μεγαλύτερος. Αυτό τον κάνει να νομίζει πως είναι σοφός, πως κατέχει περισσότερα. Απλώς κατέχει τη σύνεση. «Έχουμε καιρό». «Καιρό; Διάβολε, θα πάρει ώρες» πετάω απότομα. Είναι όλοι εναντίον μου σ αυτό εδώ. Κάνουν όλοι λάθος και είναι αργοί και δεν καταλαβαίνουν πως η Δάφνη απέχει μόνο μια τολμηρή κίνηση. Επιπλέον, με αμφισβητούν. «Κάνεις σαν φοβητσιάρης, Νάρολ». Σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής. Να αποκαλείς κάποιον φοβητσιάρη δεν είναι καλός τρόπος για να τον κάνεις να συνεργαστεί. Δεν έπρεπε να το πω. «Εγώ λέω να κάνεις μόνος σου τον έλεγχο» σκούζει ο Λόραν, ο ξάδερφός μου και γιος του Νάρολ. «Μην τον κάνεις και η Γάμμα έχει τη Δάφνη στο τσεπάκι, τι ωραία, για εκατοστή φορά». Η Δάφνη. Είκοσι τέσσερις φατρίες στην υπόγεια εξορυκτική αποικία του Λύκου, μία Δάφνη ανά τρίμηνο. Σημαίνει περισσότερο φαΐ απ όσο αντέχει το στομάχι σου. Σημαίνει περισσότερα φλογιστά για κάπνισμα. Παπλώματα εισαγόμενα από τη Γη. Κεχριμπαρένιο ξέπλυμα με τα σήματα ποιότητας της Κοινωνίας. Σημαίνει νίκη. Η φατρία Γάμμα την κατέχει από τότε που μπορεί κανείς να θυμηθεί. Επομένως για μας τις κατώτερες φατρίες το θέμα ήταν μόνο η Ποσόστωση, ίσα ίσα τόση ώστε μετά βίας να τα βγάζουμε πέρα. Η Ηώ λέει πως η Δάφνη είναι το καρότο που κουνάει δελεαστικά η Κοινωνία, πάντα σε τέτοια απόσταση ώστε να μην το φτάνουμε για λίγο. Τόσο λίγο ώστε [ 18 ]

να ξέρουμε πόσο κοντά έχουμε φτάσει και πόσο ελάχιστα πράγματα μπορούμε να κάνουμε γι αυτό. Υποτίθεται πως είμαστε πιονιέροι. Η Ηώ μάς αποκαλεί δούλους. Εγώ απλώς νομίζω πως δεν προσπαθούμε ποτέ αρκετά. Δε διακινδυνεύουμε ποτέ πολύ εξαιτίας των γέρων. «Λόραν, κόφ το με τη Δάφνη. Χτύπα το αέριο και θα χάσουμε όλες τις βρομοκατάρατες Δάφνες μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία, μικρέ» γρυλίζει ο θείος Νάρολ. Ψευδίζει. Σχεδόν μυρίζω το πιοτό μέσα από την ενδοσυνεννόηση. Θέλει να φωνάξει μια ομάδα ανίχνευσης για να καλύψει τα δικά του νώτα. Ή φοβάται. Ο μεθύστακας γεννήθηκε κατουρημένος πάνω του από τον φόβο. Φόβο για ποιο πράγμα; Τους επικυρίαρχούς μας, τους Χρυσούς; Τους υποτακτικούς τους, τους Γκρίζους; Ποιος ξέρει; Λίγοι. Ποιος νοιάζεται; Ακόμα λιγότεροι. Στην πραγματικότητα, μόνο ένας άνθρωπος νοιαζόταν για τον θείο μου κι αυτός πέθανε όταν ο θείος μου του τράβηξε τα πόδια. Ο θείος μου είναι αδύναμος. Είναι επιφυλακτικός και χωρίς μέτρο στο πιοτό, σκιά του πατέρα μου. Το πετάρισμα των βλεφάρων του είναι έντονο και κρατάει πολύ, σαν να δυσκολεύεται κάθε φορά ν ανοίξει τα μάτια του για να ξαναδεί τον κόσμο. Δεν τον εμπιστεύομαι εδώ κάτω στα λαγούμια ή οπουδήποτε αλλού, εδώ που τα λέμε. Η μητέρα μου, όμως, θα μου έλεγε να τον ακούω θα μου θύμιζε να σέβομαι τους μεγαλύτερους. Παρότι είμαι παντρεμένος, παρότι είμαι ο Βουτηχτής της Κόλασης της φατρίας μου, θα έλεγε πως «οι φουσκάλες μου δεν έχουν γίνει ακόμη κάλοι». Θα υπακούσω, παρόλο που είναι το ίδιο εξοργιστικό όσο και η φαγούρα από τον ιδρώτα στο πρόσωπό μου. «Καλά» μουρμουρίζω. Σφίγγω τη γροθιά που κρατάει το τρυπάνι και περιμένω, καθώς ο θείος μου ειδοποιεί από την ασφάλεια του θαλάμου [ 19 ]

πάνω από τη βαθιά σήραγγα. Θα χρειαστούν ώρες. Κάνω τους υπολογισμούς. Οχτώ ώρες μέχρι ν ακουστεί το σφύριγμα. Για να νικήσουμε τη Γάμμα πρέπει να κρατάω ένα ρυθμό 156,5 κιλών την ώρα. Μέχρι να έρθει εδώ το συνεργείο ελέγχου και να κάνει τη δουλειά του θα χρειαστούν δυόμισι ώρες, στην καλύτερη περίπτωση. Άρα μετά πρέπει να αντλώ 227,6 κιλά την ώρα. Αδύνατον. Αν όμως συνεχίσω και ζαβώσω τον βαρετό έλεγχο, τους έχουμε στο χέρι. Αναρωτιέμαι αν ο θείος Νάρολ και ο Μπάρλοου ξέρουν πόσο κοντά βρισκόμαστε. Κατά πάσα πιθανότητα. Κατά πάσα πιθανότητα απλώς θεωρούν πως δεν αξίζει να διακινδυνεύσεις ποτέ για τίποτα. Κατά πάσα πιθανότητα πιστεύουν πως η θεία παρέμβαση θα μειώσει τις πιθανότητές μας. Η Γάμμα έχει τη Δάφνη. Έτσι είναι τα πράγματα και έτσι θα είναι πάντα. Εμείς της Λάμδα απλώς προσπαθούμε να κουτσοπορευτούμε με τα τρόφιμά μας και με τις πενιχρές ανέσεις μας. Δεν ανεβαίνουμε. Δεν πέφτουμε. Τίποτα δεν αξίζει τον κίνδυνο της αλλαγής της ιεραρχίας. Ο πατέρας μου το έμαθε αυτό στην άκρη ενός σκοινιού. Τίποτα δεν αξίζει τον κίνδυνο του θανάτου. Πάνω στο στήθος μου νιώθω τη γαμήλια κορδέλα από τρίχες και μετάξι να κρέμεται από το κορδόνι γύρω από τον λαιμό μου και σκέφτομαι τα πλευρά της Ηώς. Θα δω κι άλλα από αυτά τα λεπτά πραγματάκια να προβάλλουν κάτω από το δέρμα της αυτόν τον μήνα. Θα πάει να ζητήσει αποφάγια από τις οικογένειες της Γάμμα πίσω από την πλάτη μου. Θα κάνω πως δεν το ξέρω. Αλλά και πάλι θα πεινάμε. Τρώω πάρα πολύ επειδή είμαι δεκάξι χρονών και ψηλώνω ακόμη η Ηώ λέει συνέχεια ψέματα πως δεν έχει πολλή όρεξη. Μερικές γυναίκες πουλιούνται για φαγητό ή πολυτελή είδη στους Τενεκέδες (στους Γκρίζους, για να γίνω πιο σαφής), το ασκέρι της Κοινωνίας που φρουρεί τη μικρή εξορυκτική μας [ 20 ]

αποικία. Δε θα πουλούσε το σώμα της για να με ταΐσει. Έτσι δεν είναι; Αλλά μετά το σκέφτομαι. Εγώ θα έκανα τα πάντα για να την ταΐσω Κοιτάζω πέρα από την άκρη του τρυπανιού μου. Η απόσταση μέχρι τον πάτο της τρύπας που έχω σκάψει είναι πολύ μεγάλη. Τίποτα πέρα από λιωμένα βράχια και τρυπάνια που σφυρίζουν. Αλλά προτού το καλοσκεφτώ έχω βγάλει τους ιμάντες, με τον σαρωτή στο χέρι, και πηδάω τα εκατό μέτρα μέχρι τα δάχτυλα του τρυπανιού. Κλοτσάω μπρος πίσω ανάμεσα στα τοιχώματα του φρέατος και το μακρύ, δονούμενο σώμα του τρυπανιού για να επιβραδύνω την πτώση. Φροντίζω να μην πλησιάσω καμιά λακκουβόχεντρα όταν απλώνω το χέρι μου για ν αρπαχτώ από ένα γρανάζι πάνω από τα δάχτυλα του τρυπανιού. Τα δέκα τρυπάνια λάμπουν αναδίνοντας ζέστη. Ο αέρας τρεμοφέγγει και παραμορφώνει. Νιώθω τη ζέστη στο πρόσωπό μου, τη νιώθω να μου μαχαιρώνει τα μάτια, τη νιώθω να μου πονάει την κοιλιά και τα καρύδια. Αυτά τα τρυπάνια μπορούν να σου λιώσουν τα κόκαλα αν δεν είσαι προσεκτικός. Κι εγώ δεν είμαι προσεκτικός. Απλώς σβέλτος. Κατεβαίνω χεριά χεριά, βάζοντας πρώτα τα πόδια μου ανάμεσα στα δάχτυλα του τρυπανιού έτσι ώστε να μπορέσω να πλησιάσω τον σαρωτή στον θύλακο αερίου για να πάρω την ένδειξη. Η ζέστη είναι αφόρητη. Ήταν λάθος μου. Φωνές μού φωνάζουν μέσα από την ενδοσυνεννόηση. Περνάω ξυστά δίπλα από ένα τρυπάνι, καθώς χαμηλώνω επιτέλους αρκετά κοντά στον θύλακο αερίου. Ο σαρωτής τρεμοπαίζει στο χέρι μου καθώς κάνει τη μέτρηση. Η στολή μου κοχλάζει και μυρίζω κάτι γλυκό και αψύ, σαν καμένο σιρόπι. Για έναν Βουτηχτή της Κόλασης, είναι η μυρωδιά του θανάτου. [ 21 ]

2 Ο οικισμός στολή μου δεν μπορεί ν αντέξει τη ζέστη εδώ κάτω. Η Η εξωτερική επίστρωση κοντεύει να λιώσει. Γρήγορα θα φύγει και η δεύτερη. Μετά ο σαρωτής αναβοσβήνει στο ασημί και έχω αυτό που ήρθα να βρω. Σχεδόν δεν το πρόσεξα. Ζαλισμένος και τρομαγμένος, τραβιέμαι μακριά από τα τρυπάνια. Χεριά χεριά, ωθώ το σώμα μου προς τα πάνω και απομακρύνομαι με ταχύτητα από την τρομακτική ζέστη. Μετά κάτι πιάνεται. Το πόδι μου μπερδεύεται ακριβώς κάτω από ένα γρανάζι κοντά στο δάχτυλο του τρυπανιού. Παίρνω μια κοφτή ανάσα κυριευμένος από ξαφνικό πανικό. Ο τρόμος φουσκώνει μέσα μου. Βλέπω το τακούνι της μπότας μου να λιώνει. Η πρώτη επίστρωση φεύγει. Η δεύτερη κοχλάζει. Μετά θα είναι η σάρκα μου. Πιέζω τον εαυτό μου να πάρει μια μακρόσυρτη ανάσα και πνίγω τις κραυγές που ανεβαίνουν στον λαιμό μου. Θυμάμαι τη λεπίδα. Τραβάω την αρθρωτή κυρτολεπίδα μου από την πίσω θήκη της. Είναι μια χοντροκομμένα καμπυλόσχημη λάμα μακριά όσο και το πόδι μου, που έχει στόχο να κόβει και να καυτηριάζει μέλη πιασμένα σε μηχανήματα, ακριβώς όπως αυτό εδώ. Οι περισσότεροι πανικοβάλλονται όταν πιάνονται κι έτσι η κυρτολεπίδα είναι ένα αποκρουστικό όπλο σε σχήμα μισοφέγγαρου σχεδιασμένο για χρήση από αδέξια χέρια. Ακόμα και τρομοκρατημένος, τα χέρια μου δεν είναι αδέξια. Κάνω τρεις χαρακιές με την κυρτολεπίδα, κόβοντας νανοπλαστικό αντί για σάρκα. Στο [ 22 ]

τρίτο χτύπημα, σκύβω και ελευθερώνω το πόδι μου. Καθώς το κάνω, οι κόμποι των δαχτύλων μου περνούν ξυστά από την άκρη ενός τρυπανιού. Αβάσταχτος πόνος διαπερνά το χέρι μου. Μυρίζω σάρκα που τρίζει, αλλά έχω ξεφύγει, σκαρφαλώνοντας μακριά από την κολασμένη ζέστη, επιστρέφοντας στην κουφωτή θέση μου και γελώντας σ όλο τον δρόμο. Μου ρχεται να κλάψω. Ο θείος μου είχε δίκιο. Εγώ είχα άδικο. Να με πάρει και να με σηκώσει, όμως, αν του το πω ποτέ. «Ηλίθιε» είναι το πιο ευγενικό του σχόλιο. «Μανιακέ! Βρομοκατάρατε μανιακέ!» τσιρίζει ο Λόραν. «Ελάχιστο αέριο» λέω. «Τρυπάω τώρα, θείε». Οι Τραβηχτές παίρνουν τη σοδειά μου όταν ακούγεται το σφύριγμα. Τραβιέμαι έξω από το τρυπάνι μου, αφήνοντάς το στη βαθιά σήραγγα για τη βραδινή βάρδια, και αρπάζομαι με το κουρασμένο χέρι μου από το σκοινί που ρίχνουν οι άλλοι μέσα στο βαθύ ίσαμε ένα χιλιόμετρο φρέαρ για να με βοηθήσουν ν ανεβώ. Παρά το έγκαυμα στη ράχη της παλάμης μου, γλιστράω προς τα πάνω αρπαγμένος από το σκοινί μέχρι που βγαίνω από το φρέαρ. Ο Κίραν και ο Λόραν προχωρούν μαζί μου μέχρι να φτάσουμε κοντά στους άλλους στον κοντινότερο βαρυανελκυστήρα. Κίτρινα φώτα κρέμονται σαν αράχνες από την οροφή. Η φατρία μου και τριακόσιοι άντρες της Γάμμα έχουν ήδη χώσει τα δάχτυλα των ποδιών τους κάτω από το μεταλλικό κιγκλίδωμα όταν φτάνουμε στον ορθογώνιο βαρυανελκυστήρα. Αποφεύγω τον θείο μου είναι έξαλλος και θα μου τα ψάλει και κερδίζω μια ντουζίνα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη για το κατόρθωμά μου. Οι νέοι σαν κι εμένα πιστεύουν πως έχουμε κερδίσει τη Δάφνη. Ξέρουν την ακαθάριστη σοδειά μου σε ήλιο-3 γι αυτό τον μήνα είναι καλύτερη από της Γάμμα. Οι γερο-λεχρίτες απλώς γκρινιάζουν και λένε πως είμαστε βλάκες. Κρύβω το χέρι μου και χώνω μέσα τα δάχτυλα των ποδιών μου. [ 23 ]

Η βαρύτητα αλλάζει και εκτινασσόμαστε προς τα πάνω. Ένα παλιόπαιδο της Γάμμα με λιγότερη από μιας βδομάδας σκουριά κάτω από τα νύχια του ξεχνάει να βάλει τα δάχτυλα των ποδιών του κάτω από το κιγκλίδωμα. Έτσι, μένει να αιωρείται καθώς ο ανελκυστήρας εκτινάσσεται κατακόρυφα έξι χιλιόμετρα προς τα πάνω. Τα αυτιά μας βουλώνουν. «Έχουμε ένα αιωρούμενο κουράδι της Γάμμα εδώ» γελάει ο Μπάρλοου στους Λάμδα. Όσο μικροπρεπές κι αν φαίνεται, είναι πάντα ωραίο να βλέπεις έναν Γάμμα να ζαβώνει κάτι. Κερδίζουν περισσότερο φαγητό, περισσότερα φλογιστά, περισσότερα από τα πάντα λόγω της Δάφνης. Το μόνο που μας μένει είναι να τους περιφρονούμε. Αλλά, από την άλλη, αυτό υποτίθεται πως πρέπει να κάνουμε, νομίζω. Αναρωτιέμαι αν εκείνοι θα μας περιφρονούν τώρα πια. Φτάνει τόσο. Αρπάζω το κόκκινο νανοπλαστικό της τηγανοστολής του παιδιού και το τραβάω κάτω. Παιδί. Ας γελάσω. Το πολύ τρία χρόνια μικρότερός μου. Είναι ψόφιος από την κούραση, αλλά όταν βλέπει την κόκκινη σαν αίμα τηγανοστολή μου, τσιτώνεται, αποφεύγει τα μάτια μου και γίνεται ο μόνος που βλέπει το έγκαυμα στο χέρι μου. Του κλείνω το μάτι και νομίζω πως τα κάνει πάνω του. Συμβαίνει σε όλους μας πότε πότε. Θυμάμαι όταν συνάντησα τον πρώτο μου Βουτηχτή της Κόλασης. Νόμιζα πως ήταν θεός. Τώρα είναι πεθαμένος. Στις σκαλωσιές του αμαξοστάσιου, μιας μεγάλης γκρίζας σπηλιάς από τσιμέντο και μέταλλο, πετάμε το πάνω μέρος της στολής μας και ρουφάμε τον φρέσκο, δροσερό αέρα ενός κόσμου που απέχει πολύ από λιωμένα τρυπάνια. Η μπόχα και ο ιδρώτας όλων μας γρήγορα μετατρέπουν το χώρο σε βούρκο. Φώτα τρε- [ 24 ]

μοπαίζουν στο βάθος, προειδοποιώντας μας να μείνουμε μακριά από τις γραμμές του μαγνητικού οριζοντοτράμ στην άλλη πλευρά του αμαξοστασίου. Δεν ανακατευόμαστε με τους Γάμμα καθώς κατευθυνόμαστε προς το οριζοντοτράμ σχηματίζοντας μια γραμμή από κόκκινες της σκουριάς στολές που παραπατούν. Οι μισοί με το Λ των Λάμδα, οι μισοί με τα μπαστουνάκια των Γάμμα ζωγραφισμένα με σκούρο κόκκινο στην πλάτη τους. Δύο άλικοι Αρχιομιλητές. Δύο Βουτηχτές της Κόλασης κόκκινοι σαν αίμα. Ένα στέλεχος των Τενεκέδων μάς παρατηρεί καθώς σερνόμαστε πάνω στο φθαρμένο τσιμεντένιο πάτωμα. Η Γκρίζα σκληροπανοπλία τους είναι απλή και φθαρμένη, ατημέλητη όσο και τα μαλλιά τους. Θα σταματούσε μια απλή λεπίδα, ίσως και μια λεπίδα ιόντων, αλλά μια παλμολεπίδα ή ένα ξυράφι θα τη διαπερνούσε σαν χαρτί. Αυτά όμως μόνο στο ολοδοχείο τα έχουμε δει. Οι Γκρίζοι δεν μπαίνουν καν στον κόπο να κάνουν επίδειξη δύναμης. Τα κρουστήρια τους κρέμονται στα πλευρά τους. Ξέρουν πως δε θα χρειαστεί να τα χρησιμοποιήσουν. Η υπακοή είναι η μέγιστη αρετή. Ο αρχηγός των Γκρίζων, ο Άσχημος Νταν, ένας γλοιώδης μπάσταρδος, μου πετάει ένα χαλίκι. Παρόλο που το δέρμα του έχει σκουρύνει από την έκθεση στον ήλιο, τα μαλλιά του είναι γκρίζα όπως και των υπόλοιπων του Χρώματός του. Κρέμονται αδύναμα και λεπτά πάνω από τα μάτια του δύο παγάκια τυλιγμένα σε στάχτη. Τα Εμβλήματα του Χρώματός του, ένα κοντόχοντρο γκρίζο σύμβολο σαν τον αριθμό τέσσερα με διάφορες ραβδώσεις δίπλα του, σημαδεύουν κάθε χέρι και καρπό. Σκληρός και βλοσυρός, όπως όλοι οι Γκρίζοι. Άκουσα πως απέσυραν τον Άσχημο Νταν από την πρώτη γραμμή στην Ευρασία, όπου κι αν βρίσκεται αυτή, όταν σακατεύτηκε και δεν ήθελαν να του αγοράσουν καινούριο μπράτσο. [ 25 ]

Τώρα έχει ένα παλιό μοντέλο ανταλλακτικού. Του προκαλεί ανασφάλεια, έτσι, φροντίζω να δει πως το κοιτάζω. «Είδα πως πέρασες συναρπαστική μέρα, καλέ μου». Η φωνή του είναι το ίδιο μουχλιασμένη και βαριά όσο και ο αέρας μέσα στην τηγανοστολή μου. «Είσαι γενναίος ήρωας τώρα, ε, Ντάροου; Πάντα το ήξερα πως θα γίνεις γενναίος ήρωας». «Εσύ είσαι ο ήρωας» λέω, γνέφοντας προς το χέρι του. «Περνιέσαι για ξύπνιος, έτσι;» «Είμαι απλώς ένας Κόκκινος». Μου κλείνει το μάτι. «Δώσε χαιρετίσματα στο πιτσουνάκι σου. Είναι ό,τι πρέπει για βάτεμα». Γλείφει τα δόντια του. «Ακόμα κι από έναν Σκουριασμένο». «Δεν έχω δει ποτέ πιτσούνι». Μόνο στο OΔ. «Για φαντάσου» καγχάζει. «Στάσου, πού πας;» ρωτάει καθώς γυρίζω. «Μια υπόκλιση στους καλύτερούς σου δεν πάει ποτέ στράφι, δε νομίζεις;» Χαχανίζει στους δικούς του. Αδιάφορος για τον χλευασμό του, γυρίζω και κάνω μια βαθιά υπόκλιση. Ο θείος μου το βλέπει και γυρίζει από την άλλη αηδιασμένος. Αφήνουμε πίσω μας τους Γκρίζους. Δε με πειράζει να υποκλίνομαι, αλλά θα έκοβα το λαρύγγι του Άσχημου Νταν αν έβρισκα ποτέ την ευκαιρία. Σαν να λέμε πως θα πεταγόμουν μέχρι την Αφροδίτη με ένα πυρσόπλοιο αν μου έκανε ποτέ κέφι. «Έι, Ντάγκο. Ντάγκο!» φωνάζει ο Λόραν στον Βουτηχτή της Κόλασης των Γάμμα. Ο τύπος είναι θρύλος όλοι οι άλλοι βουτηχτές είναι σαπουνόφουσκες. Ίσως να είμαι καλύτερος απ αυτόν. «Τι έβγαλες;» Ο Ντάγκο, μια ωχρή λωρίδα από γέρικο δέρμα με ένα αχνό χαμόγελο, ανάβει ένα μακρύ φλογιστό και ξεφυσάει ένα σύννεφο. «Δεν ξέρω» λέει σέρνοντας τις λέξεις. «Έλα, τώρα!» [ 26 ]

«Δε με νοιάζει. Η μέτρηση της ακαθάριστης σοδειάς δεν έχει καμιά αξία, Λάμδα». «Ναι, καλά! Τι έβγαλε όλη τη βδομάδα;» φωνάζει ο Λόραν, καθώς γεμίζουμε το τραμ. Όλοι ανάβουν φλογιστά και βγάζουν το ξέπλυμα. Αλλά όλοι έχουν στήσει αυτί. «Εννιά χιλιάδες οχτακόσια είκοσι ένα κιλά» κοκορεύεται ένας Γάμμα. Ακούγοντάς το, ακουμπάω πίσω την πλάτη μου και χαμογελάω. Είμαι απασχολημένος προσπαθώντας να φανταστώ τι θα κάνει η Ηώ με τη ζάχαρη αυτόν τον μήνα. Ποτέ δεν έχουμε ξανακερδίσει ζάχαρη παρά μόνο στον τζόγο. Και φρούτα. Έχω ακούσει πως με τη Δάφνη παίρνεις φρούτα. Κατά πάσα πιθανότητα θα τα δώσει όλα σε πεινασμένα παιδιά μόνο και μόνο για να αποδείξει στην Κοινωνία πως δε χρειάζεται τα βραβεία τους. Εγώ; Θα έτρωγα τα φρούτα και θα έκανα πολιτική με γεμάτο στομάχι. Αυτή όμως έχει πάθος με τις ιδέες, ενώ εγώ δεν έχω περισσευούμενο πάθος για τίποτα εκτός από την ίδια. «Και πάλι δε θα κερδίσετε» λέει σέρνοντας τις λέξεις ο Ντάγκο, καθώς το τραμ ξεκινάει. «Ο Ντάροου είναι παιδαρέλι, αλλά είναι αρκετά έξυπνος ώστε να το ξέρει. Δεν είσαι, Ντάροου;» «Παιδαρέλι, ξεπαιδαρέλι, σου ρίχνω στα γέρικα αυτιά σου». «Είσαι σίγουρος;» «Απόλυτα». Του κλείνω το μάτι και του στέλνω ένα φιλί. «Η Δάφνη είναι δική μας. Στείλε τις αδερφές σου στον οικισμό μου για ζάχαρη αυτή τη φορά». Οι φίλοι μου γελούν και χτυπούν τα κράνη των τηγανοστολών τους πάνω στους μηρούς τους. Ο Ντάγκο με παρατηρεί. Ύστερα από λίγο τραβάει μια βαθιά ρουφηξιά από το φλογιστό του. Λάμπει έντονα και καίγεται γρήγορα. «Αυτός είσαι εσύ» μου λέει. Σε μισό λεπτό το φλογιστό του δεν είναι παρά ένα απολειφάδι. [ 27 ]

Όταν κατεβαίνουμε από το οριζοντοτράμ, χώνομαι στο Απολυμαντήριο μαζί με τα υπόλοιπα συνεργεία. Το μέρος είναι κρύο, μουχλιασμένο και μυρίζει ακριβώς αυτό που είναι: ένα στενό, μεταλλικό παράπηγμα, όπου χιλιάδες άντρες βγάζουν τις τηγανοστολές τους ύστερα από ώρες κατούρημα και ιδρώτα για να κάνουν ντους αέρα. Βγάζω τη στολή μου, φοράω ένα από τα σκουφάκια και προχωρώ γυμνός να σταθώ στον κοντινότερο διάφανο σωλήνα. Υπάρχουν δεκάδες από δαύτους αραδιασμένοι στο Απολυμαντήριο. Εδώ δεν έχει χορούς ούτε καυχησιάρικες τούμπες η μόνη συντροφιά είναι η εξάντληση και το σιγανό χτύπημα των χεριών πάνω στους μηρούς, που πιάνει τον ίδιο ρυθμό με το ορμητικό στροβίλισμα του αέρα. Η πόρτα του σωλήνα μου κλείνει σφυρίζοντας πίσω μου, πνίγοντας τους ήχους της μουσικής. Ένα οικείο μουρμουρητό βγαίνει από τον κινητήρα και ακολουθεί μια μεγάλη εισβολή ατμόσφαιρας και μια αναρρόφηση που αντηχεί, καθώς αέρας γεμάτος με αντιβακτηριδιακά μόρια ορμάει ουρλιάζοντας από την οροφή του μηχανήματος και περνά με φόρα πάνω από το δέρμα μου, παρασύροντας τα νεκρά κύτταρα και τη βρομιά στην αποχέτευση στο κάτω μέρος του σωλήνα. Πονάει. Μετά χωρίζω από τον Λόραν και τον Κίραν, που πάνε στο Κοινόχρηστο να πιουν και να χορέψουν στα καπηλειά, προτού αρχίσει επισήμως ο χορός του Δαφνορεύματος. Οι Τενεκέδες θα μοιράσουν τις μερίδες τροφίμων και θα ανακοινώσουν τη Δάφνη τα μεσάνυχτα. Θα γίνουν χοροί πριν και μετά για μας της πρωινής βάρδιας. Οι μύθοι λένε πως ο θεός Άρης ήταν ο πατέρας των δακρύων, εχθρός του χορού και του λαούτου. Όσο για το πρώτο, συμφωνώ. Αλλά εμείς της αποικίας του Λύκου, μιας από τις πρώτες αποικίες κάτω από την επιφάνεια του Άρη, είμαστε λαός του [ 28 ]

χορού και του τραγουδιού και της οικογένειας. Φτύνουμε αυτόν τον μύθο και φτιάχνουμε το δικό μας κληρονομικό δικαίωμα. Είναι η μόνη αντίσταση που μπορούμε να προβάλουμε ενα ντίον της Κοινωνίας που μας κυβερνάει. Μας χαρίζει λίγο θάρρος. Δεν τους νοιάζει αν χορεύουμε ή αν τραγουδάμε, εφόσον σκάβουμε υπάκουα. Εφόσον ετοιμάζουμε τον πλανήτη για τους υπόλοιπους από δαύτους. Ωστόσο, για να μας θυμίσουν τη θέση μας, τιμωρούν ένα συγκεκριμένο τραγούδι κι ένα χορό με θάνατο. Ο πατέρας μου έκανε αυτόν τον χορό να γίνει ο τελευταίος του. Τον έχω δει μόνο μια φορά και επίσης έχω ακούσει μόνο μια φορά το τραγούδι. Δεν το κατάλαβα όταν ήμουν μικρός, κάτι για μακρινές κοιλάδες, ομίχλη, χαμένους εραστές κι έναν θεριστή που είναι προορισμένος να μας οδηγήσει στο αθέατο σπίτι μας. Ήμουν μικρός και περίεργος όταν το τραγούδησε η γυναίκα καθώς ο γιος της απαγχονιζόταν επειδή έκλεβε τρόφιμα. Θα είχε γίνει ψηλό παιδί, δεν είχε όμως ποτέ αρκετό φαγητό ώστε να πιάσουν τα κόκαλά του κρέας. Η επόμενη που πέθανε ήταν η μητέρα του. Οι άνθρωποι του Λύκου εκτέλεσαν γι αυτούς το Σβησμένο Μοιρολόι ένα τραγικό σφυροκόπημα χεριών σφιγμένων σε γροθιές πάνω σε στήθη, που σβήνει αργά, αργά, μέχρι που οι γροθιές, όπως και η καρδιά της, δε χτυπούσαν πια και όλοι σκόρπισαν. Ο ήχος με στοίχειωνε εκείνο το βράδυ. Έκλαψα μόνος μου στη μικρή μας κουζίνα και αναρωτήθηκα γιατί το έκανα τότε ενώ δεν είχα κλάψει για τον πατέρα μου. Καθώς ήμουν ξαπλωμένος στο κρύο πάτωμα, άκουσα ένα σιγανό γρατσούνισμα στην πόρτα μας. Όταν την άνοιξα, βρήκα ένα μπουμπουκάκι αιμανθού φωλιασμένο στο κόκκινο χώμα, χωρίς να φαίνεται ψυχή, μόνο οι μικροσκοπικές πατημασιές της Ηώς στο χώμα. Ήταν η δεύτερη φορά που έφερνε λουλούδια ύστερα από θάνατο. Αφού το τραγούδι και ο χορός κυλούν στο αίμα μας, υποθέ- [ 29 ]

τω πως δεν είναι παράξενο που ήταν τα δύο αυτά που μ έκαναν να συνειδητοποιήσω πως αγαπούσα την Ηώ. Όχι τη μικρή Ηώ. Όχι όπως ήταν. Αλλά την Ηώ όπως είναι. Αυτή λέει πως μ αγαπούσε ήδη προτού κρεμάσουν τον πατέρα μου. Ήταν όμως μέσα σε ένα καπνισμένο καπηλειό, με τα μαλλιά της που είχαν το χρώμα της σκουριάς να στροβιλίζονται και τα πόδια της ν ακολουθούν τον ήχο του τσίτερ και τους γοφούς της τα τύμπανα, που η καρδιά μου παρέλειψε μερικούς χτύπους. Δεν ήταν οι τούμπες και οι ρόδες της. Καμιά από τις καυχησιάρικες τρέλες που τόσο χαρακτηρίζουν τον χορό των νέων. Ο δικός της χορός ήταν μια κίνηση χαριτωμένη, περήφανη. Χωρίς εμένα δε θα έτρωγε. Χωρίς αυτή δε θα ζούσα. Μπορεί να με κοροϊδεύει που το λέω, αλλά είναι η ψυχή του λαού μας. Η ζωή μάς μοίρασε σκληρό χαρτί. Θα θυσιαστούμε για το καλό αντρών και γυναικών που δε γνωρίζουμε. Θα σκάβουμε για να ετοιμάσουμε τον Άρη για άλλους. Αυτό κάνει μερικούς από μας μοχθηρούς. Η καλοσύνη της Ηώς όμως, το γέλιο της, η λυσσαλέα της θέληση, είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να βγει από ένα σπίτι σαν το δικό μας. Την ψάχνω στον οικισμό της οικογένειάς μου, μόλις μισό μίλι σήραγγα μακριά από το Κοινόχρηστο. Ο οικισμός είναι ένας από τους δυο ντουζίνες οικισμούς που περιβάλλουν το Κοινόχρηστο. Είναι μια συστάδα σπιτιών σαν κυψέλη, λαξεμένη στα βραχώδη τοιχώματα των παλιών νταμαριών. Πέτρα και χώμα είναι τα ταβάνια μας, τα πατώματά μας, τα σπίτια μας. Η Φατρία είναι μια γιγαντιαία οικογένεια. Η Ηώ μεγάλωσε δυο βήματα από το σπίτι μου. Τ αδέρφια της είναι σαν τα δικά μου. Ο πατέρας της σαν κι αυτόν που έχασα. Ένα κουβάρι από ηλεκτρικά καλώδια μπερδεύεται σ όλο το μήκος της οροφής της σπηλιάς σαν μια ζούγκλα από μαύρες και κόκκινες περικοκλάδες. Φώτα κρέμονται από τη ζούγκλα [ 30 ]

και λικνίζονται απαλά καθώς ο αέρας κυκλοφορεί από το κεντρικό σύστημα του Κοινόχρηστου. Στο κέντρο του οικισμού κρέμεται ένα τεράστιο ολοδοχείο. Είναι ένα τετράγωνο κουτί με εικόνες σε κάθε πλευρά του. Κάποια πίξελ έχουν μαυρίσει και η εικόνα είναι ξεθωριασμένη και θολή, ποτέ όμως αυτό το πράγμα δεν τρεμόπαιξε, ποτέ δεν έσβησε. Λούζει το συγκρότημα των σπιτιών μας με το δικό του ωχρό φως. Βίντεο από την Κοινωνία. Το σπίτι της οικογένειάς μου είναι λαξεμένο στον βράχο εκατό μέτρα από το χαμηλότερο επίπεδο του οικισμού. Ένα απότομο μονοπάτι οδηγεί από εκεί ως το έδαφος, παρόλο που τροχαλίες και σκοινιά μπορούν επίσης να σε οδηγήσουν στα ψηλότερα επίπεδα του οικισμού. Μόνο οι γέροι ή οι ανήμποροι τα χρησιμοποιούν αυτά. Και οι μεν και οι δεν είναι λίγοι. Το σπίτι μας είναι μικρό. Η Ηώ κι εγώ μόλις πρόσφατα καταφέραμε ν αποκτήσουμε δικό μας δωμάτιο. Ο Κίραν και η οικογένειά του έχουν δύο δωμάτια και η μητέρα με την αδερφή μου μοιράζονται ένα άλλο. Όλοι οι Λάμδα στον Λύκο ζουν στον οικισμό μας. Οι γειτονιές των Ωμέγα και των Ύψιλον απέχουν μόλις ένα λεπτό μέσα από μια φαρδιά σήραγγα προς τα δεξιά και τ αριστερά. Όλοι συνδεόμαστε μεταξύ μας. Εκτός από τους Γάμμα. Αυτοί ζουν στο Κοινόχρηστο, πάνω από τα καπηλειά, τους πάγκους επισκευής, τα καταστήματα μεταξωτών και τα εμπορικά παζάρια. Οι Τενεκέδες ζουν σ ένα φρούριο εκεί από πάνω, πιο κοντά στην άγονη επιφάνεια του σκληρού κόσμου μας. Εκεί είναι τα λιμάνια που φέρνουν από τη Γη τα τρόφιμα σ εμάς τους εξόριστους πιονιέρους. Το ολοδοχείο από πάνω μου δείχνει εικόνες από τους αγώνες της ανθρωπότητας, που συνοδεύονται από επιβλητική μουσική, καθώς οι θρίαμβοι της Κοινωνίας περνούν μπροστά από τα [ 31 ]

μάτια μου. Το έμβλημα της Κοινωνίας, μια χρυσή πυραμίδα με τρεις παράλληλες λωρίδες κολλημένες στις τρεις πλευρές της κι έναν κύκλο που περιβάλλει το σύνολο, μένει στην οθόνη. Η φωνή της Οκταβίας o Λούνα, της ηλικιωμένης Αρχόντισσας της Κοινωνίας, διηγείται τον αγώνα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος για να αποικήσει τους πλανήτες και τους δορυφόρους του Συστήματος. «Από την αυγή της ιστορίας, η εποποιία μας ως είδους γράφτηκε με τους πολέμους μεταξύ φυλών. Με δοκιμασίες, θυσίες, κουράγιο για να αψηφήσουμε τα φυσικά όρια της φύσης. Τώρα, μέσα από το καθήκον και την υπακοή, είμαστε ενωμένοι, ο αγώνας μας όμως δεν είναι διαφορετικός. Γιοι και θυγατέρες όλων των Χρωμάτων καλούμαστε και πάλι σε θυσίες. Εδώ, στην καλύτερη ώρα μας, ρίχνουμε τους καλύτερους σπόρους μας στα άστρα. Πού θα ανθίσουμε πρώτα; Στην Αφροδίτη; Στον Ερμή; Στον Άρη; Στους Δορυφόρους του Πλούτωνα, του Δία;» Η φωνή της γίνεται επιβλητική, καθώς το άχρονο πρόσωπό της με τη βασιλική όψη μάς ατενίζει από το ΟΔ. Τα χέρια της λάμπουν από το σύμβολο του Χρυσού που κοσμεί τις ράχες τους μια βούλα στο κέντρο ενός φτερωτού κύκλου, χρυσά φτερά καλύπτουν τους πήχεις της στα πλάγια. Μια μόνο ατέλεια ασχημίζει το χρυσό της πρόσωπο μια μακριά μηνοειδής ουλή κατά μήκος του δεξιού ζυγωματικού της. Η ομορφιά της είναι σαν σκληρού αρπακτικού πουλιού. «Εσείς οι γενναίοι Κόκκινοι πιονιέροι του Άρη οι δυνατότεροι της ανθρώπινης φυλής θυσιάζεστε για την πρόοδο, θυσιάζεστε για να στρώσετε τον δρόμο προς το μέλλον. Οι ζωές σας, το αίμα σας, είναι μια προκαταβολή για την αθανασία της ανθρώπινης φυλής, καθώς προχωράμε πέρα από τη Γη και τη Σελήνη. Πηγαίνετε εκεί όπου δεν μπορούσαμε. Υποφέρετε έτσι ώστε να μην υποφέρουν άλλοι.»σας χαιρετίζω. Σας αγαπώ. Το ήλιο-3 που εξορύσσετε είναι η ψυχή της γαιοδιαμορφωτικής διαδικασίας. Σύντομα ο Κόκκινος Πλανήτης θα έχει [ 32 ]

αναπνεύσιμο αέρα, εύφορο έδαφος. Και σύντομα, όταν ο Άρης θα είναι κατοικήσιμος, όταν εσείς οι γενναίοι πιονιέροι θα έχετε ετοιμάσει τον Κόκκινο Πλανήτη για μας τα πιο αδύναμα Χρώματα, θα έρθουμε μαζί σας και θα απολαμβάνετε τη μεγαλύτερη εκτίμηση κάτω από τον ουρανό που ο μόχθος σας δημιούργησε. Ο ιδρώτας και το αίμα σας θρέφουν τη γαιοδιαμόρφωση!»γενναίοι πιονιέροι, πάντα να θυμάστε πως η υπακοή είναι η μέγιστη αρετή. Πάνω απ όλα υπακοή, σεβασμός, θυσία, ιεραρχία» Βρίσκω την κουζίνα του σπιτιού άδεια, ακούω όμως την Ηώ στο υπνοδωμάτιο. «Σταμάτα εκεί που είσαι!» με προστάζει πίσω από την πόρτα. «Επ ουδενί μην κοιτάξεις μέσα σ αυτό το δωμάτιο!» «Εντάξει». Σταματάω. Βγαίνει ένα λεπτό αργότερα αναψοκοκκινισμένη. Τα μαλλιά της είναι σκεπασμένα από σκόνη και αραχνιές. Περνάω τα χέρια μου μέσα από το μπέρδεμα. Έχει έρθει κατευθείαν από το Ιστοϋφαντήριο, όπου μαζεύουν το βιομετάξι. «Δεν πήγες στο Απολυμαντήριο» λέω χαμογελώντας. «Δεν προλάβαινα. Έπρεπε να φύγω βιαστικά από το Ιστοϋφαντήριο για να πάρω κάτι». «Τι πήρες;» Χαμογελάει γλυκά. «Δε με παντρεύτηκες επειδή σου λέω τα πάντα, αν θυμάσαι. Και μην μπεις σ αυτό το δωμάτιο». Ορμάω προς την πόρτα. Μου κλείνει τον δρόμο και τραβάει τον κεφαλόδεσμο που είναι δεμένος γύρω από το μέτωπό μου κατεβάζοντάς τον πάνω στα μάτια μου. Το μέτωπό της πιέζεται πάνω στο στήθος μου. Γελάω, μετακινώ τον κεφαλόδεσμο και αρπάζω τους ώμους της για να τη σπρώξω πίσω τόσο όσο να μπορώ να την κοιτάζω στα μάτια. «Αλλιώς τι θα κάνεις;» ρωτάω ανασηκώνοντας το φρύδι. Απλώς μου χαμογελάει γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι. Οπι- [ 33 ]

σθοχωρώ μακριά από τη μεταλλική πόρτα. Βουτάω μέσα σε λιωμένα φρέατα ορυχείων δίχως να διστάσω. Αλλά υπάρχουν κάποιες προειδοποιήσεις που μπορείς να αγνοήσεις και άλλες που δεν μπορείς. Σηκώνεται στις μύτες της και μου τσιμπάει χαϊδευτικά τη μύτη. «Καλό παιδί το ήξερα πως θα εκπαιδευόσουν εύκολα» λέει. Μετά η μύτη της ζαρώνει, καθώς μυρίζει το έγκαυμά μου. Δε με κανακεύει, δε με κατσαδιάζει, δε μου μιλάει καν παρά μόνο για να μου πει «σ αγαπώ» ίσα ίσα μ ένα ίχνος ανησυχίας στη φωνή της. Βγάζει τα λιωμένα κομμάτια της τηγανοστολής μου από την πληγή που απλώνεται από τις αρθρώσεις μέχρι τον καρπό μου και εφαρμόζει σφιχτά έναν ιστοεπίδεσμο με αντιβιοτικό και νευρονουκλεϊκό. «Πού το βρήκες αυτό;» ρωτάω. «Αφού εγώ δε σου τα ψέλνω, κι εσύ δε θα μου κάνεις ανάκριση για το καθετί». Της δίνω ένα πεταχτό φιλί στη μύτη και παίζω με τη λεπτή κορδέλα από πλεγμένα μαλλιά γύρω από τον παράμεσό της. Τα μαλλιά μου πλεγμένα με κομμάτια από μετάξι αποτελούν τη βέρα της. «Σου έχω μια έκπληξη απόψε» μου λέει. «Κι εγώ σου έχω μια έκπληξη» λέω, έχοντας στο μυαλό μου τη Δάφνη. Της φοράω στο κεφάλι σαν κορόνα τον κεφαλόδεσμό μου. Σουφρώνει τη μύτη της διαπιστώνοντας πως είναι υγρός. «Εντάξει, στην πραγματικότητα σου έχω δύο εκπλήξεις, Ντάροου. Κρίμα που δεν το σκέφτηκες έγκαιρα. Θα μπορούσες να μου είχες φέρει έναν κύβο ζάχαρης ή ένα σατινένιο σεντόνι ή ίσως και λίγο καφέ για να συνοδεύσει το πρώτο δώρο». «Καφέ!» γελάω. «Τι είδους Χρώμα νομίζεις πως παντρεύτηκες;» [ 34 ]

Αναστενάζει. «Δεν έχουν πλεονεκτήματα οι βουτηχτές, κανένα απολύτως. Τρελοί, πεισματάρηδες, απερίσκεπτοι» «Επιδέξιοι;» λέω μ ένα πονηρό χαμόγελο γλιστρώντας το χέρι μου στο πλάι της φούστας της. «Υποθέτω πως αυτό έχει και τα καλά του». Χαμογελάει και διώχνει το χέρι μου χτυπώντας το σαν να ήταν αράχνη. «Βάλε τώρα αυτά τα γάντια, αν θέλεις να γλιτώσεις τη μουρμούρα από τις γυναίκες. Η μητέρα σου έχει ήδη φύγει». [ 35 ]