2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη» Η αρχή ne bis in idem στην διοικητική δίκη 1 Ευαγγελία Νίκα Σύμβουλος Επικρατείας Δυο εισαγωγικές παρατηρήσεις: Ι. Η αρχή ne bis in idem έχει δύο όψεις/μορφές. Η μία, η παραδοσιακή, εκφράζει και στηρίζει τον σεβασμό προς το δεδικασμένο που απορρέει από τις δικαστικές αποφάσεις [res judicata pro veritate habetur 2 ]. Η άλλη πλευρά, που προέκυψε εξελικτικά, διακηρύσσει ένα ατομικό δικαίωμα που έγκειται στην προστασία του ανθρώπου απέναντι στην κυρωτική λειτουργία του Κράτους [ius puniendi] και, ειδικότερα, ενάντια στην σωρευτική επιβολή ποινών. Υπό την μορφή αυτή αποτελεί μέρος των αρχών της δίκαιης δίκης περί ής το Συνέδριο. ΙΙ. Η σχέση ποινών και διοικητικής δίκης είναι μία σχέση κατά το μάλλον ή ήττον αμήχανη. Στη διοικητική δίκη, κατά βάση, δεν επιβάλλονται πρωτοτύπως ποινές, όπως στην ποινική δίκη. Στην διοικητική δίκη ελέγχονται οι επιβληθείσες από την Διοίκηση (ήδη δε και από τις Ανεξάρτητες Αρχές) κυρώσεις. 3 Σύμφωνα με την παραδοσιακή διοικητική σκέψη 4 οι διοικητικές κυρώσεις αντιμετωπίζονταν έως προσφάτως ως μέσα αποτελεσματικής ασκήσεως του έργου της Διοικήσεως (εργαλεία για να εισπραχθούν οι φόροι, οι δασμοί, να τηρηθεί η πολεοδομική τάξη, να εξασφαλισθεί η προστασία των δασών, να πληρωθούν οι ασφαλιστικές εισφορές κ.ο.κ.), διακρινόμενες αυστηρά από τις ποινές του ποινικού δικαίου, επί των οποίων και μόνον επ αυτών εθεωρείτο ότι ισχύει και εφαρμόζεται, βάσει συγκεκριμένης διατάξεως, του άρθρου 57 του Κώδικα Ποινικής Διαδικασίας, 5 η αρχή ne bis in idem. 1 Στην παρούσα δημοσίευση συμπεριελήφθησαν, για λόγους πληρότητας και χρησιμότητας, οι σημαντικές νομολογιακές εξελίξεις που έλαβαν χώρα στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τον Απρίλιο του 2016, που πραγματοποιήθηκε το 2 ο Συνέδριο της Νομικής Σχολής, μέχρι τον Ιανουάριο του 2017. 2 Bis in eadem re ne sit action /πραιτωρική απαγόρευση Bas van Βockel, Τhe ne bis in idem principle in EU Law, σελ. 25 Βλ. και επεξηγήσεις στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ 3 Για την ανάθεση στα φορολογικά δικαστήρια της επιβολής χρηματικής ποινής διευκρινίσθηκε από τη νομολογία ότι η τελευταία δεν έχει τον χαρακτήρα ποινικής κυρώσεως και, ως εκ τούτου, η προβλέπουσα αυτήν διάταξη δεν παραβιάζει τις συνταγματικές διατάξεις περί εκδικάσεως των ποινικών αδικημάτων και επιβολής των ποινικών κυρώσεων υπό των ποινικών δικαστηρίων (βλ. ΣτΕ 2570/1981). Συναφώς το Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δέχεται ότι η ανάθεση σε διοικητικές αρχές του έργου της διώξεως και του κολασμού των παραβάσεων δεν αντίκειται στην Σύμβαση, όμως ο ενδιαφερόμενος πρέπει να μπορεί να προσβάλει την «διοικητική» ποινή ενώπιον δικαστηρίου πλήρους δικαιοδοσίας (βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 27.9.2011,υπόθεση 43509/08, Menarini Diagnostics κατά Ιταλίας, σκέψεις 58-59) 4 Μιχ. Στασινόπουλος, Δίκαιον των διοικητικών πράξεων, 1957 (ανατύπωση 1982), σελ. 141-146 5 Αρθρο 57. Δεδικασμένο - Κώλυμα για νέα δίωξη 1. Αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ` αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. 2. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 παρ.2, 525 και 526. 3. Αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. 216
Pro Justitia 2/ 2016 Xαρακτηριστική σχετικώς είναι η πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου 1077/2012, στην οποία εκφράζεται η πάγια αντίληψη περί διοικητικών κυρώσεων ότι αποτελούν άσκηση διοίκησης και δεν αποτελούν ακριβώς κολασμό, δηλαδή δεν επιβάλλονται στον παραβάτη σε ένδειξη ιδιαίτερης αποδοκιμασίας, αλλά αποσκοπούν αποκλειστικά στον εξαναγκασμό του υποχρέου να προβεί στην απαιτουμένη πράξη ή παράλειψη. Σύμφωνα λοιπόν με την άποψη αυτή η απαγόρευση ne bis in idem δεν εφαρμόζεται επί των διοικητικών κυρώσεων, ήτοι των κυρώσεων που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα και δικάζονται από τα διοικητικά δικαστήρια και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Είναι, όμως, η άποψη αυτή συμβατή με το παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου; Η απάντηση δεν είναι ούτε το απόλυτο όχι ούτε το απόλυτο ναι. Η απάντηση είναι ότι αναλόγως των χαρακτηριστικών της επίδικης εκάστοτε διοικητικής κυρώσεως μπορεί να τεθεί ζήτημα εφαρμογής της εν λόγω αρχής στην αντίστοιχη διοικητική δίκη. ----------------------------------- Από τότε που πρωτοδιατυπώθηκαν οι προαναφερθείσες απόψεις και η συναφής νομολογία υπήρξαν εξελίξεις. Η χώρα μας έγινε μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, επεκύρωσε με το ν.δ. 53/1974 την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και με το ν. 1705/1987 το 7ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο σ αυτήν, στο άρθρο 4 του οποίου κατοχυρώνεται η αρχή ne bis in idem. Επίσης η Ελλάδα έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και με την Συνθήκη της Λισσαβώνας αναγνώρισε στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ την αυτή νομική ισχύ με τις Συνθήκες, στο άρθρο δε 50 του εν λόγω Χάρτη ομοίως κατοχυρώνεται η αρχή ne bis in idem. Η συμμετοχή της χώρας στις δύο αυτές διεθνείς έννομες τάξεις συνεπάγεται την υποχρέωση συμμορφώσεως προς το δίκαιο αυτών, όπως τούτο ερμηνεύεται από τα αρμόδια όργανα, που είναι, αντιστοίχως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και τα δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και πρωτευόντως το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Η νομολογία ακριβώς των δικαστηρίων αυτών αναφορικά με το πεδίο εφαρμογής της αρχής ne bis in idem έθεσε το ζήτημα εφαρμογής της και στην διοικητική δίκη. Όπως είναι γνωστό η εφαρμογή της αρχής αυτής προϋποθέτει παράλληλες ποινικές διαδικασίες. Το ΕΔΔΑ, καθορίζοντας το εύρος της εννοίας της ποινής, της ποινικής διαδικασίας και της κατηγορίας ποινικής φύσεως για τις ανάγκες εφαρμογής των άρθρων 6 και 7 της ΕΣΔΑ και 4 του 7 ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, δέχθηκε ότι δεν μπορεί να εξαρτήσει τούτο από τους σχετικούς χαρακτηρισμούς των εννόμων τάξεων των συμβαλλομένων κρατών και υιοθέτησε μια αυτόνομη έννοια της ποινής επί τη βάσει ορισμένων κριτηρίων, που το πρώτον διατυπώθηκαν στην υπόθεση Εngel και λοιποί κατά Ολλανδίας (απόφαση της 8.6.1976). Βάσει της νομολογίας Εngel, κάθε κύρωση που συγκεντρώνει ορισμένα χαρακτηριστικά αποτελεί ποινή για τις ανάγκες εφαρμογής των προαναφερθεισών διατάξεων της ΕΣΔΑ και της απαγορεύσεως του άρθρου 4 του 7 ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου. Τα κριτήρια αυτά είναι συνοπτικώς τα ακόλουθα: ο χαρακτηρισμός στο εθνικό δίκαιο, η φύση της παραβάσεως; η φύση και η βαρύτητα της επαπειλουμένης κυρώσεως. Η εφαρμογή των κριτηρίων Εngel έχει οδηγήσει κατ επανάληψη το ΕΔΔΑ να χαρακτηρίσει ως ποινικές εθνικές κυρώσεις που προβλέπονται από τις νομοθεσίες των συμβαλλομένων κρατών ως διοικητικές (μεταξύ πολλών οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 217
2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη» 24.9.1997, Γαρυφάλλου ΑΕΒΕ κατά Ελλάδος, της 9.10.2003, Ezeh και Connors κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 39665/98 και 40086/98, της 16.6.2009, Ruotsalainen κατά Φινλανδίας, 13079/03, της 9.1.2014, Μ. Τασιούλη κατά Ελλάδος, 36169/10, επίσης απόφαση ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. της 10.2.2009, Zolotukhin κατά Ρωσίας, 14939/03). Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επίσης δέχθηκε με την απόφασή του της 26.2.2013, στην υπόθεση C-610/13, Akeberg Fransson, ότι ο ποινικός χαρακτήρας των κυρώσεων, στις οποίες έχει εφαρμογή το άρθρο 50 του Χάρτη, (το πεδίο εφαρμογής του οποίου συμπίπτει με αυτό του δικαίου της ΕΕ), εκτιμάται επί τη βάσει των κριτηρίων Εngel, τα οποία κριτήρια άλλωστε είχε χρησιμοποιήσει χωρίς να τα κατονομάσει- και στην υπόθεση Bonda (C-489/10). 6 ---------------------------------------------- Μετά ταύτα, στην διοικητική δίκη, όταν ελέγχεται επιβληθείσα και προσβληθείσα διοικητική κύρωση και γίνεται επίκληση της αρχής ne bis in idem, ο Ελληνας δικαστής της διοικητικής διαφοράς, συμμορφούμενος, όπως επιβάλλουν οι διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, με την νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, βαρύνεται με την υποχρέωση - να εξετάσει εάν η επίδικη ενώπιόν του κύρωση συνιστά ποινή βάσει των κριτηρίων Εngel και, - περαιτέρω, εάν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής, που είναι η ταυτότητα του προσώπου, η ταυτότητα της παραβάσεως (idem), η πολλαπλότητα των κυρωτικών διαδικασιών (bis) και το αμετάκλητο της παράλληλης ποινικής διαδικασίας. -αναλόγως δε των συμπερασμάτων του να εφαρμόσει ή όχι την αρχή ne bis in idem στην ενώπιόν του διεξαγομένη διοικητική δίκη. ----------------------------------- Στο σημείο αυτό να αναφέρω παρενθετικώς και τα εξής: - λόγω της όλο και αυξανομένης ποινικοποιήσεως των διοικητικών παραβάσεων και της σχετικής ταχύτητας διεκπεραιώσεως της ποινικής διαδικασίας, το βάρος αντιμετωπίσεως της επικλήσεως της αρχής ne bis in idem πίπτει κυρίως στους ώμους του δικαστή που διεξάγει την διοικητική δίκη, ο οποίος καλείται να ανεξαρτητοποιηθεί από τον εθνικό νομοθέτη και να χαρακτηρίσει ενδεχομένως ποινή μια κύρωση που ο νομοθέτης προέβλεψε ως διοικητική. Το πικρό αυτό ποτήριο της συγκρούσεως με το νομοθέτη όσον αφορά τον χαρακτήρα της ποινής ο διοικητικός δικαστής το αποφεύγει όταν διαπιστώνει ότι πάντως δεν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, που είναι οι εξής: -η ταυτότητα του διωκομένου προσώπου. Δοθέντος ότι οι διατάξεις που κατοχυρώνουν την αρχή ne bis in idem κωλύουν την επιβολή δεύτερης ποινής στο ίδιο πρόσωπο για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται όταν η μία διαδικασία κινήθηκε κατά νομικού προσώπου, ενώ η δεύτερη ασκείται κατά προσώπου που ενήργησε για λογαριασμό του νομικού προσώπου και αντιστρόφως (βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 6.12.2007, Γιαννετάκη Ε. και Σ. Μεταφορική ΕΠΕ κλπ. κατά Ελλάδος,29829, της 6.1.2015, Heinanen κατά Φινλανδίας, 947/13, και Kuljetus κατά Φινλανδίας, 15936/12, της 6 Το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν συνιστούν κυρώσεις ποινικής φύσεως ο αποκλεισμός του γεωργού από την δυνατότητα λήψεως ενισχύσεως για το έτος για το οποίο υπέβαλε αναληθή δήλωση εκτάσεως επιλέξιμης για χορήγηση της ενισχύσεως αυτής και στη μείωση της ενισχύσεως την οποία αυτός θα μπορούσε να λάβει για τα τρία επόμενα ημερολογιακά έτη κατά ποσό ίσο προς την διαφορά μεταξύ της δηλωθείσας και της διαπιστωθείσας εκτάσεως. 218
Pro Justitia 2/ 2016 20.5.2014, Pirttimaki κατά Φινλανδίας, 35232/11, επίσης προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα του ΔΕΕ στις υποθέσεις C-217/15 και C-350/15). -η ταυτότητα του πραγματικού επί του οποίου ερείδονται οι παράλληλες διαδικασίες (idem). Μετά από μακρά περίοδο διακυμάνσεων της νομολογίας του όσον αφορά την έννοια του idem, το ΕΔΔΑ έκρινε, με την προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση Zolotukhin κατά Ρωσίας του έτους 2009, ότι το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ απαγορεύει να διώκεται ή να δικάζεται πρόσωπο για δεύτερη αξιόποινη πράξη, στο μέτρο που αυτή στηρίζεται στα ίδια ή ουσιωδώς στα ίδια πραγματικά περιστατικά. Κατά το ΕΔΔΑ, κρίσιμα είναι τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η κατηγορία, και όχι ο νομικός χαρακτηρισμός τους από την διώκουσα αρχή ούτε ο διαφορετικός σκοπός που ενδεχομένως επιδιώκεται με τις πλείονες κυρωτικές διαδικασίες. Τούτο σημαίνει ότι το ΕΔΔΑ στηρίζεται μόνο στην ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών, χωρίς να εξετάζει επιπλέον την ταυτότητα του προστατευόμενου έννομου αγαθού [πρβλ. ΑΠ 268/2015]. Το ΔΕΕ, από την άλλη πλευρά, μολονότι σε περιπτώσεις συνδεόμενες με την εφαρμογή του άρθρου 54 της Σύμβασης Εφαρμογής της Συνθήκης του Σένγκεν, που αφορά την διακρατική εφαρμογή της αρχής, έχει δεχθεί ότι το μοναδικό κατάλληλο κριτήριο είναι η ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών και όχι ο νομικός χαρακτηρισμός αυτών ή τα προστατευόμενα έννομα συμφέροντα, υπάρχουν και πολλές υποθέσεις, ιδίως ανταγωνισμού, όπου έκρινε ότι, πέραν της ταυτότητας του διωκομένου και των πραγματικών περιστατικών, απαιτείται για την εφαρμογή της αρχής και ταυτότητα του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος (βλ. και ΣτΕ 715/2013, 2797/2015) -η ύπαρξη πλειόνων αυτοτελών διαδικασιών επιβολής κυρώσεων (bis) Η αρχή ne bis in idem δεν αποκλείει την πρόβλεψη από τον εθνικό νομοθέτη πλειόνων κυρώσεων επιβαλλομένων από διαφορετικά όργανα μέσω διαφορετικών διαδικασιών. Όταν όμως η μία εκ των διαδικασιών έχει λήξει τελειωτικά/αμετάκλητα, αποκλείεται η επιβολή κυρώσεως στο πλαίσιο της δεύτερης διαδικασίας, η οποία πρέπει να τερματισθεί/λήξει (αποφάσεις του. ΕΔΔΑ της 4.3.2014, Grande Stevens και λοιποί κατά Ιταλίας, 18640/10, 18647/10, 18663/10, 18668/10 and 18698/10, της 27.11.2014, Lucky Dev κατά Σουηδίας, 7356/10, βλ. επίσης απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-617/10, σκ. 34). Εξ άλλου, σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ σε μείζονα σύνθεση της 15.11.2016, A & B κατά Νορβηγίας, 24130/11 και 29758/11 (βλ. ιδία σκ. 130-134), δεν ανακύπτει ζήτημα παραβιάσεως της αρχής ne bis in idem σε περίπτωση επιβολής πλειόνων «ποινών» μέσω διακεκριμένων διαδικασιών, εφ όσον οι διαδικασίες αυτές συνδέονται στενά μεταξύ τους κατ ουσίαν και κατά χρόνον ( sufficiently closely connected in substance and in time ), ώστε να πρόκειται ουσιαστικά όχι για αυτοτελείς διαδικασίες, αλλά για μια ενιαία κυρωτική διαδικασία (a coherent whole) ή, κατά μείζονα λόγο, όταν επιβάλλονται σωρευτικά (δύο ή περισσότερες) κυρώσεις στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας οι δε πιθανές συνέπειες της τοιαύτης οργάνωσης της νομικής μεταχείρισης της οικείας συμπεριφοράς είναι αναλογικές και προβλέψιμες για τους εμπλεκόμενους (βλ. επίσης ΣτΕ εν συμβουλίω 108/2015 και τις εκεί παραπομπές). -η λήξη της πρώτης κυρωτικής/ποινικής διαδικασίας. Η συνδρομή της προϋποθέσεως αυτής εκτιμάται βάσει του εθνικού δικαίου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται παγίως ότι μόνον το αμετάκλητο μιας αποφάσεως συνεπάγεται την λήξη της αντίστοιχης ένδικης διαδικασίας (βλ. μεταξύ 219
2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη» πολλών ΣτΕ σε συμβούλιο 421/2014, 2375/2013) 7 Ήδη με την υπ αριθμ. 167/2017 απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας προσέθεσε ότι δεν τίθεται ζήτημα παραβιάσεως της αρχής ne bis in idem όταν η ποινική διαδικασία τερματίσθηκε δια βουλεύματος που έπαυσε την ποινική δίωξη κατά προσώπου λόγω παραγραφής του αδικήματος και όχι βάσει εκτιμήσεως για την στοιχειοθέτηση ή μη της παραβάσεως. Η τελευταία αυτή απόφαση παραπέμπει στην ενδιαφέρουσα απόφαση του ΔΕΕ της 29.6.2016, Kossowski, κατά την οποία «διάταξη της εισαγγελικής αρχής περί παύσεως της ποινικής διώξεως και περατώσεως, χωρίς την επιβολή κυρώσεων, της σε βάρος ενός προσώπου ανακριτικής διαδικασίας, η οποία είναι απρόσβλητη με την επιφύλαξη της εκ νέου κινήσεως της ανακριτικής διαδικασίας ή της ανακλήσεως της διατάξεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αμετάκλητη απόφαση, όταν από την αιτιολογία της προκύπτει ότι η διαδικασία περατώθηκε χωρίς να διεξαχθεί λεπτομερής ανάκριση, ένδειξη για τη μη διεξαγωγή της οποίας αποτελεί η μη ακρόαση του παθόντος και ενός πιθανού μάρτυρα». Πράγματι, όταν είναι εμφανές ότι κάποια από τις προϋποθέσεις αυτές ελλείπει, π.χ. το idem [πρβλ. ΑΠ 268/2015] ή η ύπαρξη πλειόνων διακεκριμένων διαδικασιών ή εάν η πρώτη κινηθείσα διαδικασία δεν έχει λήξει αμετάκλητα, δεν συντρέχει λόγος να εξετασθεί ο ενδεχόμενος ποινικός χαρακτήρας των προβλεπομένων πλειόνων κυρώσεων. 8 Εφ όσον πάντως οι άλλες προϋποθέσεις της αρχής ne bis in idem συντρέχουν, ο δικαστής δεν μπορεί παρά να εφαρμόσει τα κριτήρια Εngel στην ενώπιόν του επίδικη διοικητική κύρωση. Μετά το πέρας της αξιολογήσεως αυτής μπορεί να ευρεθεί αντιμέτωπος με μία από τις εξής περιπτώσεις: - η ενώπιόν του διοικητική κύρωση είναι διοικητική και βάσει των κριτηρίων Εngel. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η αρχή ne bis in idem. [Βεβαίως εάν η προηγηθείσα ποινική διαδικασία έχει λήξει αμετάκλητα με αθώωση του καθ ού οι διττές κυρώσεις, εγείρεται το ζήτημα του σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας, που όμως δεν είναι το θέμα μας στην παρούσα εισήγηση]. - η ενώπιόν του διοικητική κύρωση είναι ποινική βάσει των κριτηρίων Εngel, οπότε εξετάζεται εάν η παραλλήλως επιβληθείσα κύρωση, ανεξαρτήτως του εθνικού χαρακτηρισμού της, είναι ομοίως ποινική βάσει των κριτηρίων Εngel. Και στην μεν περίπτωση που η παράλληλη αυτή κύρωση δεν έχει ποινικό χαρακτήρα δεν εφαρμόζεται η αρχή ne bis in idem. Αντιθέτως εάν και αυτή έχει ποινικό χαρακτήρα βάσει των κριτηρίων Εngel καλείται σε εφαρμογή η αρχή ne bis in idem. Εάν τυχόν η εκδικαζομένη υπόθεση εμπίπτει στο πεδίο του δικαίου της ευρωπαϊκής ένωσης, το έργο του δικαστού περιπλέκεται ακόμη περισσότερο. 7 Η απόφαση Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδος της 30.4.2015 καταφάσκει την υποχρέωση εξετάσεως από τον διοικητικό δικαστή του πέρατος της πρώτης των ποινικών διαδικασιών αυτεπαγγέλτως, ανεξαρτήτως της εκ μέρους του ενδιαφερομένου νομότυπης προσκομίσεως των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων. Το ΣτΕ, όμως, στο πλαίσιο διαλόγου με το ΕΔΔΑ, ενέμεινε στην ανάγκη τηρήσεως των δικονομικών προϋποθέσεων προβολής του γεγονότος της αμετάκλητης περατώσεως της ποινικής δίκης (βλ. ΣτΕ 1993/2016) 8 όπως εκθέτει στις προτάσεις του στην υπόθεση C-217/15 ο Γενικός Εισαγγελέας του ΔΕΕ M.CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONAS, το Δικαστήριο πρέπει μεν να συμπληρώσει και να αναπτύξει τη νομολογία του επί της αρχής ne bis in idem, όμως, η προκειμένη υπόθεση «δεν αποτελεί την πλέον κατάλληλη ευκαιρία προς τούτο, καθώς, η απάντηση επί αμφοτέρων των προδικαστικών ερωτημάτων εξαρτάται από το λιγότερο προβληματικό στοιχείο της αρχής ne bis in idem, ήτοι την υποκειμενική ταυτότητα μεταξύ αυτών στους οποίους έχουν επιβληθεί κυρώσεις». 220
Pro Justitia 2/ 2016 - Το ΔΕΕ, αν και υιοθέτησε τα κριτήρια Εngel προκειμένου να αξιολογήσει τον ποινικό ή μη χαρακτήρα μιάς κυρώσεως για τις ανάγκες εφαρμογής του άρθρου 50 του Χάρτη, εν τούτοις, προβαίνοντας σε μια αυτόνομη ερμηνεία του ως άνω άρθρου, φαίνεται να απαιτεί από τον εθνικό δικαστή, σε περίπτωση εφαρμογής της αρχής, οι εναπομένουσες κυρώσεις να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές. Ένα παράδειγμα της κατά τα ανωτέρω υποδειχθείσης αντιμετωπίσεως βρίσκουμε στην απόφαση της 22.1.2014, Χ. Αntoine, της γαλλικής Cour de cassation-chambre criminelle, (βλ. όμως ήδη την απόφαση 2016-572 QPC του Conseil Constitutionnel της 30.9.2016, εν όψει της επελθούσης -σύμφωνης με τη νομολογία του ΕΔΔΑνομοθετικής μεταβολής). Οι συνέπειες: εφ όσον ο Ελληνας δικαστής της διοικητικής διαφοράς καταλήξει ότι η ενώπιόν του επίδικη, διοικητική κατά το νομοθέτη, κύρωση έχει ποινικό χαρακτήρα βάσει των κριτηρίων Engel, καθώς και ότι συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, οφείλει να ενεργήσει περαιτέρω μέσα στο ισχύον δικονομικό πλαίσιο- έτσι ώστε η διοικητική διαδικασία να λήξει «δίχως δυσμενείς συνέπειες για τον υποστάντα ήδη αμετακλήτως μια ποινική κύρωση» (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ Menarini Diagnostics). Έτσι, αναλόγως του βαθμού δικαιοδοσίας και του διαδίκου που έχει ανοίξει την δίκη, εφ όσον γίνει προσηκόντως δικονομικά επίκληση της αρχής ne bis in idem και διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της, ο δικαστής θα προχωρήσει είτε στην ακύρωση της «διοικητικής» κυρώσεως, δεχόμενος το ένδικο βοήθημα ή μέσο του διοικουμένου, είτε στην κατάργηση της δίκης τερματίζοντας την «διοικητική» κυρωτική διαδικασία. 221