ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009 2014 Επιτροπή Νομικών Θεμάτων 12.12.2011 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ (98/2011) Θέμα: Αιτιολογημένη γνώμη της Βουλής των Αντιπροσώπων της Δημοκρατίας της Μάλτας σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για ένα κοινό σύστημα φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/7/ΕΚ (COM(2011)0594 C7-0355/2011 2011/0261(CNS)) Βάσει του άρθρου 6 του πρωτοκόλλου αριθ. 2 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, κάθε εθνικό κοινοβούλιο μπορεί, εντός προθεσμίας οκτώ εβδομάδων από την ημερομηνία διαβίβασης ενός σχεδίου νομοθετικής πράξης, να απευθύνει προς τους προέδρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής αιτιολογημένη γνώμη στην οποία εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους εκτιμά ότι το εν λόγω σχέδιο δεν συνάδει με την αρχή της επικουρικότητας. Σύμφωνα με τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας είναι η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων. Επισυνάπτεται, προς ενημέρωσή σας, αιτιολογημένη γνώμη της Βουλής των Αντιπροσώπων της Δημοκρατίας της Μάλτας σχετικά με την ως άνω πρόταση. CM\886898.doc PE478.479v01-00 Eνωμένη στην πολυμορφία
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΜΑΛΤΑΣ Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για ένα κοινό σύστημα φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (ΦΧΣ) και για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/7/ΕΚ (COM(2011) 594 COM(2011) 594 Οι αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας αποκτούν συνάφεια όταν η Ένωση και τα κράτη μέλη διαθέτουν συντρέχουσα αρμοδιότητα σε έναν ορισμένο τομέα, δυνάμει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Η αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης προφανώς αποκλείεται σε δημοσιονομικά ζητήματα. Επομένως, η μόνη άλλη δυνατότητα (όπως εκλαμβάνεται από την Επιτροπή) είναι να διαθέτουν η Ένωση και τα κράτη μέλη της συντρέχουσα αρμοδιότητα σε φορολογικά ζητήματα, όπως προβλέπεται από τη Συνθήκη, για την εσωτερική αγορά εν γένει. Ανακύπτει το ζήτημα σχετικά με το κατά πόσον η Ένωση διαθέτει εξουσία έγκρισης μέτρων φορολογικής εναρμόνισης, όπως αυτό που προτείνεται ειδικότερα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η εξουσία της Ένωσης να αναλαμβάνει δράση Η νομική βάση της υπό εξέταση πρότασης είναι το άρθρο 113 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο 113 ορίζει ότι: Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, εκδίδει διατάξεις για την εναρμόνιση των νομοθεσιών περί των φόρων κύκλου εργασιών, των ειδικών φόρων καταναλώσεως και των λοιπών εμμέσων φόρων, στο βαθμό που η εναρμόνιση αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλισθεί η εγκαθίδρυση και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Εν προκειμένω, η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτεί από την Επιτροπή να αποδεικνύει σαφώς ότι κάθε μέτρο που προτείνει η Επιτροπή είναι απαραίτητο για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου της εν λόγω διάταξης δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, της διασφάλισης της εγκαθίδρυσης και της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, καθώς και της αποτροπής, μέσω της εν λόγω εναρμόνισης, των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού αυτό θα πρέπει, ως εκ τούτου, να επιτυγχάνεται μόνο μέσω αναλογικών μέτρων και μέσω της εναρμόνισης των διαφορετικών νομοθεσιών των κρατών μελών. Συνεπώς, η Συνθήκη δεν επιτρέπει την εγκαθίδρυση ενός συστήματος που θα υπερβαίνει τα όρια της εναρμόνισης των νομοθεσιών και θα έχει αντίκτυπο στη φορολογική κυριαρχία κράτους μέλους. Η Επιτροπή οφείλει επίσης να αποδεικνύει ότι τα επιμέρους κράτη μέλη ή μια ομάδα κρατών μελών δεν είναι σε θέση να επιτύχουν τους κοινούς στόχους κατά τον ίδιο αποτελεσματικό τρόπο που θα τους επιτύχουν σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (επικουρικότητα) και θα πρέπει να καταδεικνύεται σαφώς ότι τα μέτρα που προτείνει η Επιτροπή είναι, πράγματι, τα ελάχιστα απαραίτητα για την εγκαθίδρυση ή λειτουργία της ενιαίας αγοράς εν προκειμένω στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών χωρίς να υπερβαίνουν αυτόν τον στόχο (αναλογικότητα). Η Επιτροπή οφείλει να υποβάλει αναλυτική αιτιολόγηση των ενεργειών της και να καταδείξει ότι τα πλεονεκτήματα της πρότασης υπερτερούν κατά πολύ των μειονεκτημάτων της. Η πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για ένα κοινό σύστημα φόρου επί των χρηματοπιστωτικών PE478.479v01-00 2/6 CM\886898.doc
συναλλαγών (ΦΧΣ) και για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/7/ΕΚ (COM(2011) 594) δεν καταδεικνύει επαρκώς πώς ο ΦΧΣ μπορεί να επιφέρει μεγαλύτερη ευημερία στην ΕΕ ούτε εξηγεί για ποιον λόγο τα κράτη μέλη δεν είναι σε θέση να επιτύχουν τους ίδιους στόχους σε μεμονωμένη βάση. Αυτό υποδηλώνει ότι η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποδείξει ότι έχουν τηρηθεί οι αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Μολονότι επισημαίνεται ότι ο πρωταρχικός στόχος της πρότασης είναι η ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, κυρίως διασφαλίζοντας ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα συνεισφέρουν στο κόστος που βαρύνει τα κράτη μέλη λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, είναι σαφές ότι αυτός ο στόχος δεν θα επιτευχθεί για διάφορους λόγους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τονίζει ότι η οδηγία θα εγγυηθεί τη φορολογική εναρμόνιση μεταξύ των κρατών μελών και ότι ο αντίκτυπος της οδηγίας θα είναι ο ίδιος σε κάθε κράτος μέλος. Εντούτοις, είναι εξίσου σαφές ότι αυτό δεν θα συμβεί για διάφορους λόγους. Στην πραγματικότητα, προκύπτει σαφώς ότι ο πραγματικός βασικός και τελικός στόχος της πρότασης είναι η συγκέντρωση περίπου 60 εκατομμυρίων ευρώ σε πρόσθετους χρηματοπιστωτικούς πόρους που στη συνέχεια θα είναι στη διάθεση της Ένωσης προς χρήση στην ενδεχόμενη περίπτωση νέας κρίσης που μπορεί, κάποια στιγμή στο μέλλον, να προκληθεί από τον «χρηματοπιστωτικό τομέα». Άλλοι δεδηλωμένοι στόχοι της Επιτροπής είναι η επιβολή «κυρώσεων» στους οικονομικούς παράγοντες που είναι υπεύθυνοι για τη ζημία που προκλήθηκε στις αγορές (μολονότι οι κυρώσεις στην ουσία θα επιβληθούν σε όλους), διασφαλίζοντας ότι θα συνεισφέρουν στην κάλυψη του κόστους της χρηματοπιστωτικής κρίσης η επιβολή φόρου σε αυτούς, προκειμένου να αναχαιτισθούν οι συναλλαγές στην αγορά οι οποίες «δεν βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών» και το να αποδειχθεί ότι, επιβάλλοντας τον ΦΧΣ στην Ευρώπη, η Ένωση μπορεί να βρεθεί σε ισχυρότερη θέση ώστε να επιμείνει ότι ο ΦΧΣ θα πρέπει να θεσπισθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα αίτια για τα οποία κρίνεται ότι η πρόταση παραβιάζει την αρχή της επικουρικότητας είναι τα εξής: Επί του παρόντος, ορισμένα κράτη μέλη ήδη επιβάλλουν φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών με κάποια μορφή. Εντούτοις, αυτό ποτέ δεν είχε αρνητικό αντίκτυπο στα άλλα κράτη μέλη που επέλεξαν να μην επιβάλλουν παρόμοιο φόρο. Τα κράτη μέλη θα εξακολουθούν να είναι ελεύθερα να επιλέγουν διαφορετικούς συντελεστές, εφόσον επιβάλλουν τον θεσπισμένο ελάχιστο συντελεστή. Επομένως, δεδομένου ότι δεν έχουν υπάρξει αρνητικές επιπτώσεις σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Επιτροπή δεν διαθέτει το απαιτούμενο προνόμιο ώστε να προβαίνει σε εναρμόνιση της νομοθεσίας στον τομέα αυτόν. Γενικά, εάν εφαρμοστεί ο ΦΧΣ μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπάρχει η πιθανότητα να μεταφερθούν κεφάλαια εκτός Ευρώπης. Αυτό θα σήμαινε ότι τα έσοδα από αυτόν τον φόρο θα είχαν αρνητικό αντίκτυπο σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, εκτός εάν επρόκειτο για παγκόσμιο φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, οπότε και δεν θα συνεπαγόταν μειονεκτική θέση για τον ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό τομέα. Επιπλέον, όσον αφορά την αντίληψη ότι η Ένωση θα μπορούσε να ενισχύσει τη διαπραγματευτική της θέση μέσω κάποιας παγκόσμιας πρωτοβουλίας που ίσως προτίθεται να αναλάβει κάποια στιγμή στο μέλλον, η άποψη των εμπειρογνωμόνων είναι ότι θα συνιστούσε μείζον σφάλμα η επιβολή από την Ένωση ενός τέτοιου φόρου, εκτός εάν ενταχθεί σε μια συμφωνία περί ΦΧΣ σε παγκόσμιο επίπεδο επίσης, το μέτρο αυτό δεν είναι αναλογικό ως προς τον στόχο του, και ένας ΦΧΣ μόνο στην Ευρώπη θα είχε κατά πάσα πιθανότητα αρνητικό αντίκτυπο στο σύνολο του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης, καθώς θα έχει επιβληθεί μόνον από εμάς και όχι και από τους ανταγωνιστές μας σε ολόκληρο τον κόσμο. Προς το παρόν, και για όσο μπορούμε να προβλέψουμε στο μέλλον, δεν υπάρχει πραγματική υποστήριξη από άλλες χώρες του κόσμου υπέρ της επιβολής ενός παγκόσμιου φόρου. Πέραν τούτου, θα πρέπει να αναφερθεί ότι μολονότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι πολύ σημαντικός για την ευρωπαϊκή οικονομία, το μέγεθος του χρηματοπιστωτικού τομέα σε σχέση με την οικονομία κάθε κράτους μέλους ποικίλλει από κράτος σε κράτος. Αυτό σημαίνει ότι ο φόρος αυτός CM\886898.doc 3/6 PE478.479v01-00
θα επηρεάσει τα κράτη μέλη με διαφορετικό και δυσανάλογο τρόπο. Επομένως, η εν λόγω πρόταση όχι μόνο θα είχε αρνητικό αντίκτυπο για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά επιπλέον θα έπληττε ορισμένα κράτη μέλη δριμύτερα από ό,τι άλλα. Το Κοινοβούλιο της Μάλτας επαναλαμβάνει ότι πρέπει να διασφαλίζεται η αρχή της κυριαρχίας των κρατών μελών στα ζητήματα φορολογίας. Το άρθρο 113 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) εκχωρεί στην Ένωση την αρμοδιότητα να εγκρίνει διατάξεις για την εναρμόνιση των νομοθεσιών περί των φόρων κύκλου εργασιών, των ειδικών φόρων καταναλώσεως και των λοιπών έμμεσων φόρων, στον βαθμό που αυτή η εναρμόνιση είναι αναγκαία για να εξασφαλισθεί η εγκαθίδρυση ή η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Εντούτοις, η πρόταση της Επιτροπής υπερβαίνει την εναρμόνιση. Ο στόχος της Επιτροπής είναι η δημιουργία μιας νέας ροής εσόδων που θα αντικαταστήσουν σταδιακά τις εθνικές συνεισφορές στον προϋπολογισμό της ΕΕ και θα μετριάσουν με τον τρόπο αυτό την επιβάρυνση για τα δημόσια ταμεία. Η παράγραφος με τίτλο «Δημοσιονομικές επιπτώσεις» στη σελίδα 12 της πρότασης της Επιτροπής ορίζει τα εξής: Τα έσοδα που θα προκύψουν από τον ΦΧΣ στην ΕΕ μπορούν να χρησιμοποιηθούν εν όλω ή εν μέρει ως ίδιοι πόροι για τον προϋπολογισμό της ΕΕ, αντικαθιστώντας ορισμένους υφιστάμενους ίδιους πόρους που καταβάλλονται από τους εθνικούς προϋπολογισμούς, πράγμα το οποίο θα συμβάλει στις προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης των κρατών μελών. Η Επιτροπή θα υποβάλει χωριστά τις αναγκαίες συμπληρωματικές προτάσεις, στις οποίες θα περιγράφεται με ποιον τρόπο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο ΦΧΣ ως πηγή εσόδων για τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Το Κοινοβούλιο της Μάλτας είναι της γνώμης ότι είναι αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους να μεριμνά για την ευημερία του διασφαλίζοντας την ορθή κατανομή των φορολογικών εσόδων. Μακροπρόθεσμα, μια υπέρμετρα εκτενής εφαρμογή των κανόνων που εκχωρούν πρόσθετες νομοθετικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή θα επιφέρει εντέλει τη διάβρωση της εθνικής κυριαρχίας. Είναι ζωτικής σημασίας να διατηρήσει κάθε κράτος μέλος επαρκή επίπεδα εσόδων, ώστε η κυβέρνησή του να είναι σε θέση να παρέχει τις υπηρεσίες πρόνοιας τις οποίες έχει αναλάβει. Με άλλα λόγια, ο σκοπός της πρότασης της Επιτροπής δεν είναι η εναρμόνιση των νομοθεσιών, που δεν θα ήταν δυνατή λόγω του γεγονότος ότι δεν θα αρκούσε η δράση των επιμέρους κρατών μελών, αλλά η αύξηση των εσόδων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω των ιδίων πόρων της Ένωσης. Παράλληλα, τίποτα δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη, εάν το επιθυμούν, να θεσπίσουν φόρους ή να λάβουν μη φορολογικά μέτρα για την αντιμετώπιση των μελλοντικών αναγκών τους. Οι δράσεις αυτές δεν συνεπάγονται απαραίτητα την επιβολή φόρων. Η ρύθμιση του τομέα μπορεί να επιφέρει μια πιο συνετή και ελεγχόμενη συμπεριφορά στην αγορά, και πράγματι το πράττει, κατά τρόπο ώστε να έχει αντίκτυπο στους οργανισμούς και στις συναλλαγές που πραγματικά χρήζουν ελέγχου. Στην ουσία, οι δράσεις αυτές είναι υπό συζήτηση και αναλαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Επομένως, δεν είναι απαραίτητος και εδώ καλείται η Επιτροπή να αποδείξει το αντίθετο αυτός ο φόρος ούτε σε εθνικό ούτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο προϋπολογισμός της Ένωσης μπορεί και θα πρέπει να αυξηθεί, εάν χρειαστεί, με τρόπο διαφορετικό από τον προτεινόμενο. Η Επιτροπή επίσης δηλώνει ότι ο εν λόγω φόρος μπορεί να αποτελέσει πηγή εσόδων για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Εντούτοις, το γεγονός ότι τα κράτη μέλη δεν θα συνεισφέρουν ισόποσα θα καταστήσει ιδιαίτερα δυσχερή τη διαπραγμάτευση ισόποσης και ισότιμης κατανομής των εσόδων από τον φόρο. Τα επιχειρήματα υπέρ της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που προβάλλονται από την Επιτροπή δεν έχουν καμία απολύτως συνάφεια με τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. PE478.479v01-00 4/6 CM\886898.doc
Φαίνεται ότι η Επιτροπή δεν έχει εξετάσει σε επαρκές βάθος τον αντίκτυπο που θα έχει ο φόρος στους καταναλωτές, που θα κληθούν να καταβάλουν τον ΦΧΣ στα συνταξιοδοτικά ταμεία και στα συλλογικά επενδυτικά προγράμματα. Θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι όταν το Ηνωμένο Βασίλειο θέσπισε φόρο επί των συντάξεων, οι καταναλωτές υπέστησαν ζημίες στις επενδύσεις τους, με αποτέλεσμα τα συνταξιοδοτικά ταμεία να καταστούν λιγότερο επικερδή. Η εκτίμηση αντικτύπου της εν λόγω πρότασης διαγράφει αρνητική εικόνα όλων των πτυχών αυτής. Εντούτοις, είναι σαφές ότι η Επιτροπή επιθυμεί να επιρρίψει κατηγορίες στους υπεύθυνους της συνεχιζόμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αυτό πρέπει δε να ιδωθεί με βάση το δεδομένο ότι τελικά θα κληθεί ο καταναλωτής να πληρώσει το τίμημα και όχι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η ιδέα της φορολόγησης των χαρτοφυλακίων φαίνεται να αποτελεί μια πιο δίκαιη επιλογή, δεδομένου ότι υπάρχει διαφορά στη δυνατότητα επιβολής του φόρου μεταξύ επενδυτικών τραπεζών και εμπορικών τραπεζών. Καθώς, όπως εξηγείται εδώ, ο καταναλωτής είναι εκείνος που θα πρέπει να πληρώσει στο τέλος, και καθώς τα κράτη μέλη θα θιγούν δυσανάλογα, αυτό σημαίνει ότι οι πολίτες των κρατών μελών θα επιβαρυνθούν περισσότερο. Αυτό θα πρέπει να εξεταστεί με δεδομένο το ενδεχόμενο να μπορέσει ο ΦΧΣ να αποτελέσει μια πηγή εσόδων για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Βέβαια, δεν πρόκειται για μία από τις περιπτώσεις στις οποίες ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αναφορά στα ασφαλιστικά ταμεία στη σελίδα 9 της πρότασης είναι ασαφής και εγείρει αμφιβολίες ως προς το εάν η Επιτροπή δεν αποκλείει από άλλα ταμεία συντάξεις που θεμελιώθηκαν στο πλαίσιο «συνταξιοδοτικού καταπιστεύματος». Υπάρχουν επίσης σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον οι αναφορές σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) και σε εναλλακτικά επενδυτικά κεφάλαια στο πλαίσιο οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (βλ. σελίδα 18) σημαίνει ότι τα προγράμματα εκτός ΟΣΕΚΑ εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της πρότασης. Η πρόταση επίσης αναφέρει ότι, σε περίπτωση που η έδρα ενός συμβαλλόμενου στη συναλλαγή βρίσκεται εντός της ΕΕ, καταβάλλεται ΦΧΣ. Εδώ αντιλαμβανόμαστε ότι ο λόγος για κάτι τέτοιο είναι η αποτροπή της μετεγκατάστασης των εταιρειών εκτός της ΕΕ. Εντούτοις, δεν είναι αρκούντως σαφές εάν ο φόρος καταβάλλεται και στην περίπτωση ατόμων εντός της ΕΕ που συναλλάσσονται εκτός ΕΕ. Διερωτάται κανείς εάν αυτό σημαίνει ότι εφαρμόζεται σε αυτήν την περίπτωση ο μηχανισμός αντίστροφης επιβάρυνσης (όπως ισχύει στην περίπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας). Στην πρότασή της η Επιτροπή αναφέρει ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα οδηγία περί φόρου προστιθέμενης αξίας (οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου), εξαιρούνται οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Εντούτοις, η υπό εξέταση πρόταση δεν αναφέρει την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όσον αφορά τη μεταχείριση ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Πέραν τούτου, η πρόταση παραβλέπει το γεγονός ότι η πλειονότητα των «φυσικών» προσώπων (καταναλωτών) που αγοράζουν αυτά τα προϊόντα για το χαρτοφυλάκιό τους από διαμεσολαβητές θα καλούνται να καταβάλλουν ΦΠΑ ακόμη και επί των υπηρεσιών επενδυτικών συμβουλών που λαμβάνουν από τον διαμεσολαβητή. Αναλογικότητα Το προτεινόμενο μέτρο δεν τηρεί ούτε καν την αρχή της αναλογικότητας, όπως απαιτείται από τις Συνθήκες και όπως θα έπρεπε να έχει καταδειχθεί από την Επιτροπή. Η υποτιθέμενη «στοχοποίηση» ιδρυμάτων και συναλλαγών που ευθύνονται για τη χρηματοπιστωτική κρίση δεν είναι παρά απλώς ένα CM\886898.doc 5/6 PE478.479v01-00
ευρωπαϊκό φορολογικό μέτρο που πλήττει άμεσα κάθε ίδρυμα και κάθε συναλλαγή και παράλληλα κάθε είδους επενδυτή. Πέραν τούτου, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, θα πρέπει να αναφερθεί ότι, μολονότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι πολύ σημαντικός για την ευρωπαϊκή οικονομία, το μέγεθος του χρηματοπιστωτικού τομέα σε σχέση με την οικονομία κάθε κράτους μέλους διαφέρει από κράτος σε κράτος. Αυτό σημαίνει ότι, με την υπό εξέταση πρόταση, ο φόρος θα επηρεάσει διαφορετικά κάθε κράτος μέλος και, σε ορισμένες περιπτώσεις, δυσανάλογα. Επομένως, η εν λόγω πρόταση όχι μόνο θα είχε αρνητικό αντίκτυπο για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά επιπλέον θα έπληττε ορισμένα κράτη μέλη δριμύτερα από ό,τι άλλα. Επιπροσθέτως, άπαξ και θεσπισθεί, το μέτρο αυτό αποσκοπεί στην είσπραξη ενός φόρου που θα έχει ως αποτέλεσμα να απολέσουν διά παντός (στην πράξη) όλα τα κράτη μέλη τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν την εξουσία τους να επιβάλλουν ή όχι φορολογία ανάλογα με την κάθε περίπτωση, όταν προκύπτει σαφώς από μελέτες εμπειρογνωμόνων και άλλων ότι υπάρχουν μέσα που δεν πλήττουν την κυριαρχία ενός κράτους που μπορούν να επιβληθούν μόνο στα κράτη μέλη, και επί των οποίων μπορεί να υπάρχει ακόμη και ομόφωνη συμφωνία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν πρόκειται για τέτοιο μέτρο. Συμπέρασμα Λόγω του αντικτύπου στην κυριαρχία των κρατών, λόγω των σοβαρών αναμενόμενων επιπτώσεων του μέτρου ως έχει, ιδιαίτερα για τις οικονομίες με σχετικά εκτενή χρηματοπιστωτικό τομέα, και λόγω του γεγονότος ότι τα οφέλη, τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για την Ένωση, είναι αμελητέα σε σύγκριση με τη ζημία ή, το πολύ, προϊόντα εικασίας ή αμφισβητήσιμα: Το Κοινοβούλιο της Μάλτας αποφάσισε να αντιταχθεί στην εν λόγω πρόταση και να υποβάλει την παρούσα αιτιολογημένη γνώμη του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 του πρωτοκόλλου (αριθ. 2) σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεκέμβριος 2011 Το Κοινοβούλιο της Μάλτας PE478.479v01-00 6/6 CM\886898.doc