ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Δικαστήριο: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ Τόπος: ΑΘΗΝΑ Αριθ. Απόφασης: 89 Ετος: 2011 Περίληψη Καταγγελία σύμβασης δικαιόχρησης (franchising) - Λήψη αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου -. Αβάσιμοι λόγοι καταγγελίας σύμβασης δικαιόχρησης (franchising). Παρά την καταγγελία της σύμβασης και την ύπαρξη ρητού συμβατικού όρου, ο οποίος ορίζει ότι σε περίπτωση καταγγελίας παύει η υποχρέωση του δικαιοπαρόχου να προμηθεύει το δικαιοδόχο με προϊόντα και να του παρέχει υπηρεσίες, η δικαιοπάροχος εταιρεία εξακολούθησε να προμηθεύει με προϊόντα παραγωγής της την δικαιοδόχο εταιρεία για χρονικό διάστημα μετά την καταγγελία της σύμβασης δικαιόχρησης. Με τον τρόπο αυτό, η δικαιοπάροχος συναίνεσε στη συνέχιση της σύμβασης δικαιόχρησης, γεγονός που αποδέχθηκε η δικαιοδόχος εταιρεία, διότι η καταγγελία, ακόμη και αν είναι άκυρη ως καταχρηστική, επέφερε τη λύση της σύμβασης δικαιόχρησης. Κατά την τακτική διαδικασία το δικαστήριο, μπορεί με τον περιορισμό μόνο των ΚΠολΔ 303 και 394, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ισχυρισμού των διαδίκων, να λαμβάνει υπόψη και να συνεκτιμά ελεύθερα, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως είναι και τα ανεπικύρωτα αντίγραφα ιδιωτικών εγγράφων, εφόσον απαιτείται συμπληρωματικά η προσφυγή του στα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά αυτά μέσα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι απαιτείται η συμπληρωματική προσφυγή, σε μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα "αυτονοήτως" προκύπτει όταν το δικαστήριο προσφεύγει σ' αυτά, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Απόρριψη αναιρετικών λόγων από τους αριθ. 11, 14 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ 1 / 6
Κείμενο Απόφασης ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ρένα Ασημακοπούλου, Αντιπρόεδρο, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου και Γεράσιμο Φουρλάνο, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: εταιρείας με την επωνυμία "Β. ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ" και τον διακρ. τίτλο "Χ. Β. ΑΕ" που εδρεύει στη... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Λυκουρέζο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1. Εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "Ν. Α. ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", που εδρεύει στο... και εκπροσωπείται νόμιμα και 2. Ν. Α., κατοίκου..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Ρήγο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-11-2003 και 5-4-2004 αγωγές των ήδη ανωτέρω διαδίκων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1739/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 3513/2007 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 8-10-2007 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρυσόστομος Ευαγγέλου ανέγνωσε την από 20-1-2009 έκθεση του ήδη προαχθέντος σε Αντιπρόεδρο Χαράλαμπου Ζώη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη. 2 / 6
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 566 1 και 577 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μεταξύ των στοιχείων που απαιτούνται για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης είναι να περιέχεται στο έγγραφο αυτής ένας τουλάχιστον λόγος αναίρεσης και ότι η έλλειψη του στοιχείου τούτου συνεπάγεται την απόρριψη αυτής αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτης (ΑΠ 489/2004). Στην προκειμένη περίπτωση από την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου προκύπτει, ότι αυτό απέρριψε, όπως και το πρωτοβάθμιο, την αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας εναντίον του δευτέρου εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου, ως μη νόμιμη. Με την κρινόμενη αίτηση που απευθύνεται και κατά του δευτέρου αναιρεσιβλήτου Ν. Α., η αναιρεσείουσα κανένα λόγο αναίρεσης δεν επικαλείται ως προς την κρίση του Εφετείου, ότι η εναντίον αυτού αγωγή της είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη. Επομένως η κρινόμενη αίτηση, καθόσον απευθύνεται κατ' αυτού (δευτέρου αναιρεσιβλήτου) είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο κηρύσσει απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα εξής: Με την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, συνεκδικάστηκαν α) η από 28.11.2003 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας εναντίον των ήδη αναιρεσιβλήτων, με την οποία η ενάγουσα αυτή, επικαλούμενη ότι η μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγομένης καταρτισθείσα σύμβαση δικαιόχρησης λύθηκε με καταγγελία της ενάγουσας, λόγω υπαίτιας παραβίασης από την πρώτη εναγομένη δικαιοδόχο των αναφερομένων στην αγωγή αυτή συμβατικών της υποχρεώσεων, μεταξύ των οποίων και παραβίαση της υποχρέωσης προμηθείας προϊόντων αποκλειστικά από την ίδια, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλλουν το συνολικό ποσό των 10.761.043,46 ευρώ, όπως κατά αιτία και ποσό αναλύεται στην αγωγή της (συμφωνηθείσες ποινικές ρήτρες που κατέπεσαν κλπ) και β) η από 5.4.2004 αγωγή της πρώτης αναιρεσίβλητης εναντίον της αναιρεσείουσας, με την οποία αυτή, επικαλούμενη ότι η μεταξύ τους σύμβαση δικαιόχρησης, λύθηκε με καταγγελία της ιδίας αυτής (δικαιοδόχου) λόγω υπαίτιας παραβίασης ουσιωδών συμβατικών όρων από την εναγομένη δικαιοπάροχο και δη αφενός λόγω αρνήσεως αυτής να προμηθεύει την δικαιοδόχο με τα συμβατικά προϊόντα και αφετέρου λόγω μονομερούς εκ μέρους της μεταβολής του συμφωνηθέντος τρόπου πληρωμής, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη δικαιοπάροχος υποχρεούται να καταβάλει σ' αυτή τα αναφερόμενα, κατά αιτία και κονδύλια ποσά (καταπεσούσα ποινική ρήτρα, αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης). Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε κατ' ουσίαν την πρώτη αγωγή (της δικαιοπαρόχου) και δέχθηκε εν μέρει κατ' ουσίαν τη δεύτερη (της δικαιοδόχου). Η δικαιοπάροχος ενάγουσα και εναγομένη ήδη δε αναιρεσείουσα, υπέβαλε, ως όφειλε, χωριστές προτάσεις ως ενάγουσα και ως εναγομένη. Στο κύριο σώμα των από 11-5-2005 εγγράφων προτάσεων που υπέβαλε προς αντίκρουση της εναντίον της αγωγής και ειδικότερα της βάσεως της αγωγής ότι προέβη (η δικαιοδόχος) στην καταγγελία της σύμβασης (και) για το λόγο ότι η εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα αρνήθηκε κατά παράβαση της σύμβασης να εκτελέσει τις παραγγελίες 3 / 6
της 11ης και 12ης Νοεμβρίου 2001, από 12-11-2011 έως 4-12-2001 περιόρισε τα δρομολόγια από δύο σε ένα και παρέδιδε μόνο ορισμένα είδη και από 6-12-2001 έως και Οκτώβριο 2002 εκτελούσε τις παραγγελίες μόνο κατά 60%, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι σύμφωνα με τους υπ' αριθμ. 14.5 και 14.6 συμβατικούς όρους αυτή είχε δικαίωμα να αρνηθεί την εκτέλεση των παραγγελιών, εάν προηγουμένως η δικαιοδόχος δεν είχε τηρήσει τη συμβατική της υποχρέωση να εξοφλεί εντός της συμφωνηθείσης προθεσμίας του ενός μηνός το χρέος της, που δεν έπρεπε να υπερβαίνει τα 30.000.000 δρχ., δικαίωμα το οποίο και άσκησε, αρνηθείσα την εκτέλεση των παραγγελιών της 11ης και 12ης Νοεμβρίου 2001, επειδή η δικαιοπάροχος δεν είχε εξοφλήσει τις μέχρι τότε οφειλές της, που υπερέβαιναν το ποσό των 30.000.000 δρχ, ενώ κατά το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα λειτουργίας της σύμβασης εκτελούσε το σύνολο των παραγγελιών και όχι το 60% αυτών, όπως διαλαμβάνεται στην αγωγή της δικαιοδόχου. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας δικαιοπαρόχου, που επαναφέρθηκε με λόγο έφεσης, αποτελεί ένσταση καταλυτική εν μέρει της εναντίον της αγωγής, ήτοι όσον αφορά μόνο την άρνηση εκτέλεσης των παραγγελιών της 11ης και 12ης Νοεμβρίου 2001, ενώ κατά το υπόλοιπο μέρος αποτελεί άρνηση της αγωγής, προβλήθηκε δε παραδεκτά με τις πρωτόδικες προτάσεις της και όχι με την προσθήκη των προτάσεων ενώπιον του Εφετείου. Το Εφετείο που δέχθηκε ότι ο εν λόγω ουσιώδης ισχυρισμός προβλήθηκε από την εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα το πρώτον με την έφεση και για το λόγο αυτό τον απέρριψε ως απαράδεκτο, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο. Δεδομένου, όμως, ότι το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζει αυτοτελώς η παραδοχή ότι είναι βάσιμος ο λόγος καταγγελίας της σύμβασης από την δικαιοδόχο, επειδή η δικαιοπάροχος αρνήθηκε να εκτελέσει στο σύνολο τους τις παραγγελίες (και) κατά το χρονικό διάστημα μετά την 12-11-2001 και μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 2002, οπότε έπαυσε οριστικά να την προμηθεύει με προϊόντα της και ότι εντεύθεν οφείλει την συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα των 10.000.000 δρχ., λόγω καταγγελίας της σύμβασης από σπουδαίο λόγο, η μη λήψη υπόψη της παραπάνω ένστασης που περιορίζεται στο προγενέστερο της 13-11-2001 χρονικό διάστημα δεν ασκεί έννομη επιρροή και ο δεύτερος από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος του αναιρετηρίου είναι αβάσιμος, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος. Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα με την προσθήκη των πρωτόδικων προτάσεων της επί της αγωγής της, η οποία βάση είχε (και) την εκ μέρους της καταγγελία της σύμβασης για το λόγο ότι η δικαιοδόχος κατά το χρονικό διάστημα από 6-12-2001 έως 4-10-2002 παραβίασε τη συμβατική της υποχρέωση να προμηθεύεται προϊόντα μόνο από την ίδια και όχι από τρίτους, πρόβαλε τον ίδιο ως άνω ισχυρισμό, ότι δηλαδή η μη τήρηση από την δικαιοδόχο των οικονομικών υποχρεώσεων της δικαιολογούσε την άρνηση εκτέλεσης των παραγγελιών της 11-11-2001 και 12-11-2001 και την καταγγελία της σύμβασης. Ο ισχυρισμός αυτός θα μπορούσε να θεμελιώσει αντένσταση, παραδεκτώς προβαλλόμενη με την προσθήκη των προτάσεων (άρθρο 237 παρ.3 ΚΠολΔ), αν η εναγόμενη δικαιοδόχος, προς απόκρουση της εναντίον της αγωγής προέβαλε με τις προτάσεις της την ένσταση ότι αναγκάστηκε να προμηθεύεται προϊόντα από τρίτους συνεπεία της (αντισυμβατικής) άρνησης της ενάγουσας να την προμηθεύει με τα δικά της προϊόντα και τη συνομολόγηση της ένστασης αυτής από την αναιρεσείουσα. Η τελευταία, όμως, δεν προσκομίζει τις πρωτόδικες προτάσεις της αναιρεσίβλητης, ώστε να μπορεί να ερευνηθεί αν προεβλήθη ή 4 / 6
όχι τέτοια ένσταση. Και υπό την εκδοχή, όμως, ότι προβλήθηκε η ως άνω ένσταση, η αναιρεσείουσα δεν συνομολογεί, ούτε επικουρικά, τη βάση της ένστασης, ότι δηλαδή αρνήθηκε να εκτελέσει τις παραγγελίες κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Αντίθετα ισχυρίζεται ότι τις όποιες μειωμένες από την δικαιοδόχο παραγγελίες εκτελούσε στο σύνολο τους. Επομένως, είναι αβάσιμος και κατά το μέρος αυτό ο δεύτερος από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος. Κατά το άρθρο 270 παρ.2 εδ. α' ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του, με το άρθρο 12 ν.2915/2001 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, το δικαστήριο, λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι, κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, το δικαστήριο, μπορεί, με τον περιορισμό μόνο των διατάξεων των άρθρων 303 και 394 ιδίου κώδικα, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ισχυρισμού των διαδίκων, να λαμβάνει υπόψη και να συνεκτιμά ελεύθερα, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως είναι και τα ανεπικύρωτα αντίγραφα ιδιωτικών εγγράφων, εφόσον, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, απαιτείται συμπληρωματικά η προσφυγή του στα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά αυτά μέσα. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. α' ΚΠολΔ η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Εφετείο την πλημμέλεια, ότι με το να απορρίψει τη έφεση της, επικυρώνοντας την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της εναντίον της πρώτης αναιρεσίβλητης και έγινε δεκτή η αγωγή της τελευταίας εναντίον της, δεχόμενο ότι η μεταξύ τους σύμβαση δικαιόχρησης λύθηκε με καταγγελία για σπουδαίο λόγο από την εναγομένη και ενάγουσα ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη δικαιοδόχο, παρά τον νόμο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, μαζί με τα λοιπά νόμιμα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι προς απόδειξη και ανταπόδειξη των ισχυρισμών τους, και φωτοτυπίες ανεπικύρωτων εγγράφων (επιστολές της αναιρεσίβλητης με ημερομηνίες 10.3.2000, 20.3.2000, 22.4.2000, 20.5.2000, 23.5.2000, 25.5.2000 και 10.7.2000, τα από 30 και 31.5.2000 τηλεομοιοτυπήματα και τιμολόγια) τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε η ήδη αναιρεσίβλητη στο Εφετείο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, κατά τα παραπάνω εκτιθέμενα, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι απαιτείται η συμπληρωματική προσφυγή, σε μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, η οποία αυτονοήτως προκύπτει όταν το δικαστήριο προσφεύγει σ' αυτά, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που 5 / 6
έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία, σύμφωνα με το νόμο,, είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε στην συγκεκριμένη περίπτωση ή αποκλείστηκε η εφαρμογή της. Εξ άλλου ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή και αντιφατικό, στερεί την απόφαση νόμιμης βάσης, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα απλά νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: "Η ενάγουσα-εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία "Χ. Β. ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ" και το διακριτικό τίτλο "Χ.. Β. ΑΕ" έχει ως αντικείμενο εργασιών την παραγωγή και εμπορία πάσης φύσεως αρτοσκευασμάτων, προϊόντων ζαχαροπλαστικής, καθώς και γενικά προϊόντων διατροφής, τα οποία παράγει στο εργοστάσιο της, το οποίο βρίσκεται στο Δήμο..., όπου πλέον είναι και η έδρα της. Λόγω της μεγάλης ζήτησης των προϊόντων της εταιρείας αυτής, έχει ήδη δημιουργήσει στο νομό Αττικής μια αλυσίδα καταστημάτων λιανικής διάθεσης των προϊόντων της (43 τον αριθμό), μετά από συμβάσεις δικαιόχρησης που κατάρτισε με τους ιδιοκτήτες ή μισθωτές των καταστημάτων αυτών. Η εναγομένη-ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία "Ν. Α. ΕΠΕ", από την άλλη πλευρά είχε στην ιδιοκτησία της ένα κατάστημα στην συμβολή των οδών λεωφόρος... αρ. 72 και..., στο..., αποτελούμενο από ισόγειο επιφάνειας 70 τ. μ. με αντίστοιχο υπόγειο, καθώς και μεσοπάτωμα (πατάρι), το οποίο βρίσκεται πάνω από το ισόγειο. Οι παραπάνω εταιρείες την 24-3-2000 κατάρτισαν εγγράφως σύμβαση δικαιόχρησης Επομένως, και ο τρίτος λόγος της καταγγελίας της δικαιοπαρόχου είναι ουσιαστικά αβάσιμος και δεν δικαιούται αυτή την ποινική ρήτρα που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 30.3. της σύμβασης. Από το ίδιο πιο πάνω αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι η εταιρεία "Ν. Α. ΕΠΕ" είχε αναρτήσει στη δεξιά πλευρά του καταστήματος της μια πινακίδα με την επωνυμία "ESCAPE CAFE", διότι στο πατάρι του καταστήματος της, το οποίο, όπως εκτέθηκε παραπάνω, δεν συμπεριελήφθη στη σύμβαση δικαιόχρησης, λειτουργούσε μία καφετέρια με την επωνυμία αυτή. Η είσοδος του καταστήματος "φούρνος Β." ήταν από τη λεωφόρο..., ενώ η είσοδος της καφετέριας από την οδό... Οι μάρτυρες της δικαιοπαρόχου Σ. Λ. και Μ. Β. κατέθεσαν ότι η καφετέρια έχει άμεση πρόσβαση και από το εσωτερικό του καταστήματος που είχε ενταχθεί στο σύστημα Β., και ότι η δικαιοδόχος όφειλε, κατά τους όρους της σύμβασης, να ανοίξει και να λειτουργήσει κατάστημα Β. CAFE και όχι ένα κατάστημα ανταγωνιστικό του Β. CAFΕ. Οι ως άνω καταθέσεις δεν είναι αληθείς, διότι οι θαμώνες της καφετέριας "ΕSCAPE CAFE" δεν περνούσαν μέσα από το ισόγειο κατάστημα, αλλά εισήρχοντο σ' αυτή από την οδό... και από το κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στο πατάρι. 6 / 6