ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΟΝ ΗΛΙΟ 3
Στάθης Λειβαδάς ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Οιακίζειν Αχαϊκές Εκδόσεις, 1998 Οδός Ηλυσίων Πεδίων Περί Τεχνών, 2001 Οι αντιστίξεις της σελήνης Γαβριηλίδης, 2004 Η περιήγηση Γαβριηλίδης, 2007 4
ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΟΝ ΗΛΙΟ Στάθης Λειβαδάς ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΟΝ ΗΛΙΟ [ ποίηση ] 5
Στάθης Λειβαδάς 6
ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΟΝ ΗΛΙΟ αφουγκράζομαι τις ρίζες του φθινοπώρου και εκτείνομαι στοιχίζομαι στις οπάλ προγεύσεις μιας ανυπέρθετης άνοιξης και μειώνομαι 7
Στάθης Λειβαδάς 8
ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΟΝ ΗΛΙΟ Στη μνήμη του αναγνώστη Παναγιώτη Φωτίου 9
Στάθης Λειβαδάς 10
ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΟΝ ΗΛΙΟ Η Ουλή στον καθρέφτη 11
Στάθης Λειβαδάς (Ι) (για τη Χ. Α.) Κυλούν τα νερά κάτω απ τη γέφυρα και μαζί τους τρέχουν οι ζωές που γνώρισα τέλεια ψιμυθιωμένες με το στραφταλιστό χαμόγελο των μεσημεριών σε σκιερούς καφενέδες, και τις άδειες ώρες της πλήξης όταν τακτοποιούμε τις αναμνήσεις με υπογραμμισμένα τα χαμόγελα σε κάποια γωνιά του σκληρού δίσκου και μαζί μια υποψία λυγμού ανεπιτήδευτου της εφηβείας με κουκούλι τις μπαμπακιές που γλείφουν τους ρόζους των ξύλων όπως ο γυμνοσάλιαγκας τις αυλακιές του προσώπου γράφοντας ένα ανάποδο δέλτα στο αντισυμμετρικό σου είδωλο κι έναν τόνο αλεγρίας κάτω απ τα πέτρινα κοράλλια τα μάτια σου. Βρες μια καίρια λέξη να πιαστώ να αιχμαλωτίσω μια μόνο στιγμή σου να κρατήσω τα λακκάκια του κοριτσίστικου γέλιου και τη λευκή αθωότητα της επάνω οδοντοστοιχίας σου, έναν επαρκή λόγο εννοώ για να μη μουντζουρώνει το είδωλό σου 12
ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΟΝ ΗΛΙΟ όταν σε αποκαθηλώνω από δυο διασταυρωμένες ακακίες στο βάμμα της ερήμου, για να ξεχωρίζω αν αυτό το ζεστό χνούδι των χειλιών είναι τα μουστάκια υφέρπουσας ανδροπρέπειας ή οι τριχοειδείς αποφύσεις της Μέδουσας που τυλίγει το πεπρωμένο σου σαν συνεκδοχή ετοιμόρροπου ορίζοντα. 13
Στάθης Λειβαδάς (II) Λοιπόν αυτό το νεοκλασικό της γωνίας έχει ένα μισοφέγγαρο πρόσωπο όταν περνούν από κάτω οι έφηβοι των εκδρομών και πιο πολλά παράθυρα την άνοιξη από τον στηθόδεσμο μιας στραγγαλισμένης που την πιτσιλίζει η υγρασία του μπάνιου με το τέμπο που τσιμπολογάει ένα σταροκορώνι τον κρόταφο αχυρένιου μεσημεριού. Δεν σκέφτομαι επί του παρόντος να κρυφτώ πίσω από τις κουίντες όταν οι δύο ταξιθέτριες θα βιάσουν τον κίτρινο παπαγάλο στη διαδρομή του La Leçon όταν ακουστούν οι σειρήνες του Τμήματος Ηθών ίσως είναι πια αργά δεν θα μπορώ να βγάλω το πέτρινο προσωπείο που κουβαλούσα παιδιόθεν στην εισαγωγή των επικηδείων. Απλώνω τον δεξί μου γάντζο να σφηνώσω μια νυχτερίδα που μου έκρυβε το κίτρινο της σελήνης πάνω από τον υπνοβάτη που σηκώνει έναν χάρτινο ελέφαντα στις σκαλωσιές του ακάλυπτου, και τις βιολετί πεταλούδες που κλείσανε στο limit up του χρηματιστηρίου της Βομβάης τις ακούμε όταν χαϊδεύουν τα πράσινα ντεκολτέ των φοιτητριών 14
ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΟΝ ΗΛΙΟ στο μάθημα της ανατομίας και υποψιαζόμαστε ένα απότομο déclic στο συλλογικό τους υποσυνείδητο τόσο ώσπου να μάθουν να γλείφουν τις ουλές τους πιο νωχελικά στο ρεπερτόριο μιας προϊούσας παράνοιας μείον τη γεύση του mango σε οξυκόρυφα αμπαζούρ. Εντούτοις σιωπή καθώς γυρίζω τις σελίδες του εορτολογίου ψάχνοντας το όνομά τους τόσο ινωματώδη για να τα πεις και τόσο εφήμερα για να τα κλείσεις σε δυο σκελίδες ασπάραγους σαν να μπαίνεις στο μισοκλεισμένο μάτι του γαλαξία όπου τίποτα δεν μπορείς να περιμένεις παρά τον ακρωτηριασμό των συναιρέσεων σε υποκίτρινα σάβανα χρόνο πάνω σε ξεδοντιασμένο χρόνο κι έναν αχανή ουλαμό από ολόιδιες κατακόκκινες ομπρέλες σαν σε πρωτομαγιάτικη παρέλαση στην Κόκκινη Πλατεία, διαλέγοντας πάντα την ίδια ακριβώς στο μέσον της απειρίας τους, για μια βουτιά στο κενό όπως σε ένα εμφιαλωμένο εναιώρημα μασουλώντας με σχόλη ένα αγγλικό μπρέκφαστ στη ράχη των έντεκα διαστάσεων, για μια παρτίδα μπριτζ 15
Στάθης Λειβαδάς πάνω σε κατοπτρικό υπερκύβο και μια αναιμική συζήτηση πάνω στο μισοδιαβασμένο βιβλίο να είναι ακόμα ανοιχτό; Το φοβάμαι κι αυτό. Για την αισχυντηλή εγκυμονούσα με τα τιρκουάζ πτερύγια που αγωνίζεται να κρύψει το μικρό της μυστικό σε ένα sorbet φράουλα καλοκαιρινό απόγευμα πεζόδρομου. Θα είμαστε εκεί να πριονίζουμε τις υπερμεγέθεις μύτες των ανασηκωμένων Burberry s μέσα από την αγέλη της γέφυρας κάθε Παρασκευή βράδυ στις 08:45 ακριβώς ή θα σβήνουμε ως συνήθως ένα αποτσίγαρο κάτω από την κρεμάλα του επόμενου υπνοδωματίου; 16
ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΟΝ ΗΛΙΟ (ΙΙΙ) Προσπαθώ να βρω με μια διαγώνιο αυτό που υπαινίσσεται η διάφανη χορεύτρια στην κόγχη του αξύριστου πιγουνιού σου σαν διακύμανση του Είναι που όταν σε κοιτάζω κατάματα μου κάνει σινιάλο μια μαύρη πεταλούδα πάνω από το χάρτινο παραβάν με την παλλόμενη σχισμή σε μέγεθος αιδοίου στο μέσον του, να τρυπώνουν δυο φρεσκοβερνικωμένα σύννεφα που να ψαχουλεύεις δεν ορίζεις μια άσπρη τούφα στο φρύδι γαλαξία ή δυο χάχανα γυναικών κουμπωμένα στο τσαντάκι με τα προφυλακτικά και το ιριδίζον κραγιόν τη λήξη της βάρδιας. Αν είχα λίγη νύχτα μέσα μου ευχαρίστως θα σου μετάγγιζα για να παγιδεύσω την οξυβέλεια της διαλεκτικής σου, κρυπτική, με τον τρόπο που δοκιμάζουν το πρόγευμα της σάλας τρεις ατσαλάκωτοι πιγκουίνοι. Τώρα δεν θέλω παρά να μπω στο πρώτο τραμ βροχερό απόγευμα 17
Στάθης Λειβαδάς στη στάση της πλατείας με τα κρεμασμένα περιστέρια στο στέγαστρο, ν ανοίξω μια φλέβα στον υποθάλαμο του βιολιστή στις παρυφές της πικετοφορίας, θα ναι πιο ευκρινής η σιωπή για ν ακούω την Έβδομη του Σοστακόβιτς σαν τότε μέσ απ το τσιγαρόχαρτο της ερημιάς και τα ροκανισμένα ξυλοκέρατα του παλιού βυρσοδεψείου, αφουγκράζοντας το τρίξιμο των οστών στις δαγκάνες του λατομείου σαν αστερίσκο στο τέλος μιας απαγγελίας δίχως λέξεις και ακροατήριο έτσι που να κυκλώνει τον χρόνο εντός σου και να γίνεσαι όλος μια ρωγμή σ έναν στραγγισμένο χωρόχρονο μια τραυλισμένη προσδοκία που κρέμεται πάνω από το άθικτο τραπέζι με το ολόλευκο τραπεζομάντιλο και τους κόκκινους συνδαιτυμόνες. 18