Το Δικαστήριο H νομολογία του
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην έννομη τάξη της Ένωσης
Πρόλογος Προς οικοδόμηση της Ευρώπης ορισμένα κράτη (28 σήμερα) συνήψαν συνθήκες περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στη συνέχεια δε της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις οποίες προβλέφθηκαν όργανα δυνάμενα να θεσπίζουν κανόνες δικαίου σε ορισμένους τομείς. Από της ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, την 1η Δεκεμβρίου 2009, η Ευρωπαϊκή Ένωση απέκτησε νομική προσωπικότητα και ανέλαβε τις αρμοδιότητες που είχε προηγουμένως η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Επομένως, το κοινοτικό δίκαιο κατέστη το δίκαιο της Ένωσης, περιλαμβάνον επίσης όλες τις εκδοθείσες στο παρελθόν διατάξεις δυνάμει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση όπως αυτή είχε προ της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Στην ακόλουθη παρουσίαση, ωστόσο, θα χρησιμοποιείται ο όρος «κοινοτικό δίκαιο» όταν παρατίθεται η προγενέστερη της ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας νομολογία του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης. Αποτελείται από τρία επί μέρους δικαιοδοτικά όργανα: Το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Η κύρια αποστολή του είναι ο έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης και η διασφάλιση ενιαίας ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Με τη νομολογία του το Δικαστήριο υπογράμμισε την υποχρέωση των εθνικών διοικητικών και δικαιοδοτικών οργάνων να εφαρμόζουν πλήρως το δίκαιο της Ένωσης στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους και να προασπίζουν τα δικαιώματα που αυτό παρέχει στους πολίτες (απ ευθείας εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης) και να μην εφαρμόζουν οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου, είτε προγενέστερη είτε μεταγενέστερη του κανόνα της Ένωσης (υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι του εθνικού δικαίου). Το Δικαστήριο διατύπωσε, επίσης, την αρχή της ευθύνης των κρατών μελών λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, η οποία συνιστά, αφενός, στοιχείο που ενισχύει αποφασιστικά την προστασία των δικαιωμάτων που παρέχουν στους ιδιώτες οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, παράγοντα δυνάμενο να συμβάλει αποτελεσματικότερα στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους των κρατών μελών. Δυνάμει της αρχής αυτής οι παραβάσεις των κρατών μελών δύνανται να θεμελιώσουν υποχρέωση αποζημιώσεως η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται να έχει σοβαρές οικονομικές συνέπειες. Επιπροσθέτως, οι εκ μέρους των κρατών μελών παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης δύνανται να παραπέμπονται ενώπιον του Δικαστηρίου, σε περίπτωση δε μη εκτελέσεως αποφάσεως διαπιστώνουσας μια τέτοια παράβαση, τo Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να επιβάλει χρηματική ποινή ή να καταδικάσει το οικείο κράτος μέλος στην καταβολή ενός κατ αποκοπήν ποσού. Εντούτοις, σε περίπτωση μη ανακοινώσεως στην Επιτροπή των μέτρων περί μεταφοράς οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη, μπορεί να επιβληθεί από το Δικαστήριο χρηματική κύρωση προτάσει της Επιτροπής, ήδη από το στάδιο της πρώτης δικαστικής αποφάσεως λόγω παραβάσεως.
Το Δικαστήριο συνεργάζεται, επίσης, με τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία είναι τα κοινά δικαστήρια του δικαίου της Ένωσης. Όλα τα εθνικά δικαστήρια που καλούνται να επιλύσουν διαφορά απτόμενη του δικαίου της Ένωσης δύνανται και, σε ορισμένες περιπτώσεις, υποχρεούνται να υποβάλλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα. Στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριο προβαίνει στην ερμηνεία ενός κανόνα του δικαίου της Ένωσης ή στον έλεγχο της νομιμότητάς του. Η εξελικτική πορεία της νομολογίας του Δικαστηρίου σηματοδοτεί τη συμβολή του στη δημιουργία ενός δικαιικού χώρου που αφορά τους πολίτες και προασπίζει τα δικαιώματα που τους παρέχει η νομοθεσία της Ένωσης στις διάφορες πτυχές του καθημερινού τους βίου.
Οι νομολογιακώς διατυπωθείσες θεμελιώδεις αρχές Με νομολογία του, οι απαρχές της οποίας ανάγονται στην απόφαση Van Gend & Loos του 1963, το Δικαστήριο διατύπωσε την αρχή του αμέσου αποτελέσματος του κοινοτικού δικαίου εντός των κρατών μελών, δυνάμει της οποίας οι Ευρωπαίοι πολίτες δύνανται να επικαλούνται απευθείας τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Πραγματοποιούσα εισαγωγές εμπορευμάτων από τη Γερμανία στις Κάτω Χώρες, η μεταφορική επιχείρηση Van Gend & Loos κλήθηκε να καταβάλει δασμούς τους οποίους θεωρούσε αντίθετους προς τον κανόνα της Συνθήκης ΕΟΚ που απαγόρευε στα κράτη μέλη να αυξάνουν τους δασμούς στις μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις. Η προσφυγή έθετε το ζήτημα της συγκρούσεως μεταξύ μιας εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως και των κανόνων της Συνθήκης ΕΟΚ. Κληθέν να απαντήσει σε σχετικό ερώτημα ολλανδικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο διατύπωσε την αρχή του αμέσου αποτελέσματος, παρέχοντας στην ενδιαφερόμενη μεταφορική επιχείρηση άμεση διασφάλιση των εκ του κοινοτικού δικαίου δικαιωμάτων της ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.
Το 1964, με την απόφαση Costa, διατυπώθηκε η αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου επί της εσωτερικής νομοθεσίας. Στο πλαίσιο αυτής της υποθέσεως, ιταλικό δικαστήριο είχε υποβάλει στο Δικαστήριο το ερώτημα αν ο ιταλικός νόμος περί κρατικοποιήσεως της παραγωγής και της διανομής ηλεκτρικής ενέργειας ήταν σύμφωνος με ορισμένους κανόνες της Συνθήκης ΕΟΚ. Το Δικαστήριο διατύπωσε την αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, την οποία θεμελίωσε επί της ιδιομορφίας της κοινοτικής εννόμου τάξεως, οι κανόνες της οποίας πρέπει να τυγχάνουν ομοιόμορφης εφαρμογής σε όλα τα κράτη μέλη. Το 1991, με την απόφαση Francovich κ.λπ., το Δικαστήριο διατύπωσε μια άλλη θεμελιώδη αρχή, την αρχή της ευθύνης των κρατών μελών έναντι των ιδιωτών για τις ζημίες που τους προκαλούν οι εκ μέρους των κρατών μελών παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου. Συνεπώς, από το 1991, οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν δικαίωμα αγωγής αποζημιώσεως κατά του κράτους που παρέβη κοινοτικό κανόνα. Δύο Ιταλοί πολίτες, στους οποίους οι υπό πτώχευση εργοδότες τους όφειλαν να καταβάλουν αμοιβές, ήγειραν αγωγές επικαλούμενοι την παράλειψη του ιταλικού κράτους, το οποίο δεν είχε μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας των εργοδοτών τους. Κατόπιν σχετικού ερωτήματος ιταλικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η οδηγία αυτή παρέχει στους ιδιώτες δικαιώματα τα οποία αυτοί στερήθηκαν λόγω της παραλείψεως του συγκεκριμένου κράτους, το οποίο δεν μετέφερε την οδηγία στην εσωτερική του έννομη τάξη. Το Δικαστήριο αναγνώρισε, συνεπώς, τη δυνατότητα ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως κατά του ιδίου του Δημοσίου.
Το Δικαστήριο στη ζωή του Ευρωπαίου πολίτη Από τις χιλιάδες των αποφάσεων του Δικαστηρίου οι περισσότερες, ιδίως οι εκδιδόμενες στο πλαίσιο της υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων, έχουν προφανείς και σημαντικές συνέπειες στην καθημερινή ζωή των Ευρωπαίων πολιτών. Παρατίθενται κατωτέρω ορισμένα παραδείγματα, που αφορούν τους σημαντικότερους τομείς του δικαίου της Ένωσης. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων Από της εκδόσεως της αποφάσεως Cassis de Dijon, το έτος 1979, επί της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, οι εμπορευόμενοι δύνανται να εισάγουν στις χώρες τους οποιοδήποτε προερχόμενο από άλλη χώρα της Ένωσης προϊόν υπό την προϋπόθεση ότι αυτό έχει νομίμως παραχθεί και διατεθεί στο εμπόριο και ότι δεν συντρέχει επιτακτικός λόγος, αναγόμενος π.χ. στην προστασία της υγείας ή του περιβάλλοντος, για την απαγόρευση της εισαγωγής του στο κράτος της καταναλώσεως.
Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων Πολυάριθμες είναι οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Με την απόφαση Kraus (1993), το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η κατάσταση κοινοτικού υπηκόου κατόχου πανεπιστημιακού διπλώματος τρίτου κύκλου, το οποίο κτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος και το οποίο διευκολύνει την πρόσβαση σε επάγγελμα ή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, διέπεται από το κοινοτικό δίκαιο, ακόμα και ως προς τις σχέσεις του συγκεκριμένου πολίτη με το κράτος μέλος της καταγωγής του. Συνεπώς, καίτοι κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να εξαρτά την εντός του εδάφους του χρήση του διπλώματος αυτού από προηγούμενη διοικητική έγκριση, μοναδικός σκοπός αυτής της εγκρίσεως πρέπει να είναι ο έλεγχος της νομοτύπου χορηγήσεως του διπλώματος αυτού. Μία από τις πλέον γνωστές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στον τομέα αυτό είναι η απόφαση Bosman (1995), με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε, κατόπιν αιτήσεως βελγικού δικαστηρίου, επί της συμφωνίας των κανόνων των ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών προς την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι τα επαγγελματικώς ασκούμενα αθλήματα συνιστούν οικονομική δραστηριότητα η οποία δεν πρέπει να παρακωλύεται από κανόνες σχετικούς με τη μεταγραφή των παικτών ή τον περιορισμό του αριθμού των παικτών που έχουν την ιθαγένεια άλλων κρατών μελών. Με μεταγενέστερες αποφάσεις ο κανόνας αυτός επεκτάθηκε στους επαγγελματίες αθλητές που προέρχονται από τρίτες χώρες οι οποίες έχουν συνάψει συμφωνία συνδέσεως (απόφαση Deutscher Handballbund, 2003) ή συμφωνία εταιρικής σχέσεως (απόφαση Simutenkov, 2005) με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών Μία απόφαση του 1989 περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών αφορούσε Βρετανό τουρίστα ο οποίος δέχθηκε επίθεση και τραυματίστηκε σοβαρά στο μετρό του Παρισιού. Κατόπιν σχετικού ερωτήματος γαλλικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο ενδιαφερόμενος, ως τουρίστας, απολάμβανε υπηρεσίες εκτός της χώρας του και είχε επ αυτού εφαρμογή η αρχή του κοινοτικού δικαίου περί απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας. Συνεπώς, είχε δικαίωμα να λάβει την ίδια αποζημίωση με εκείνη ενός Γάλλου υπηκόου (απόφαση Cowan). Κατόπιν σχετικών ερωτημάτων λουξεμβουργιανών δικαστηρίων, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι εθνική νομοθετική ρύθμιση που συνεπάγεται τη μη απόδοση σε ασφαλισμένο των δαπανών οδοντιατρικής περιθάλψεως, επειδή οι δαπάνες αυτές πραγματοποιήθηκαν σε άλλο κράτος μέλος, συνιστά αδικαιόλογητο κώλυμα στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (απόφαση Kohll, 1998) και ότι η μη απόδοση δαπανών για την αγορά γυαλιών στην αλλοδαπή συνιστά αδικαιολόγητο κώλυμα στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (απόφαση Decker, 1998). Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι νομοθεσία που εξαρτά από προηγούμενη σχετική έγκριση την κάλυψη ιατρικών εξόδων για παροχή νοσοκομειακών υπηρεσιών εντός άλλου κράτους μέλους και που προβλέπει ότι η έγκριση αυτή δεν πρέπει να δίδεται όταν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις αποτελεί εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών νοσοκομειακής περιθάλψεως. Εντούτοις, ένα τέτοιο σύστημα εγκρίσεως θα μπορούσε να δικαιολογείται αν μπορεί να παρασχεθεί στον ασφαλισμένο η ίδια ή εξίσου αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή στην ημεδαπή (απόφαση Smits και Peerbooms, 2001). Ομοίως, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι εθνική νομοθεσία που δεν καλύπτει τα έξοδα ασφαλισμένου, στον οποίο έχει δοθεί έγκριση να λάβει νοσοκομειακή περίθαλψη εντός άλλου κράτους μέλους, σε επίπεδο ανάλογο προς εκείνο το οποίο θα προβλεπόταν υπέρ αυτού αν νοσηλευόταν εντός του κράτους μέλους ασφαλίσεώς του εισάγει έναν αδικαιολόγητο περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (απόφαση Vanbraekel, 2001).
Ίση μεταχείριση και κοινωνικά δικαιώματα Μία αεροσυνοδός ενήγαγε τον εργοδότη της λόγω της εις βάρος της δυσμενούς διακρίσεως ως προς τις αμοιβές της σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους της που εκτελούσαν την ίδια εργασία. Κατόπιν σχετικού ερωτήματος βελγικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, το 1976, ότι ο κανόνας της Συνθήκης που επέβαλλε την αρχή της ισότητας των αμοιβών γυναικών και ανδρών εργαζομένων για την αυτή εργασία είχε άμεσο αποτέλεσμα (απόφαση Defrenne). Στο πλαίσιο της ερμηνείας των κοινοτικών κανόνων περί ισότητας των αμοιβών ανδρών και γυναικών, το Δικαστήριο συνέβαλε στην προστασία των γυναικών κατά της απολύσεως λόγω εγκυμοσύνης. Αδυνατούσα να εργαστεί λόγω της εγκυμοσύνης της, μία εργαζόμενη απελύθη. Το 1998, το Δικαστήριο έκρινε την απόλυση αυτή αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο. Απόλυση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, λόγω απουσιών οφειλομένων σε ασθένεια συνδεόμενη με την εγκυμοσύνη, συνιστά απαγορευόμενη δυσμενή διάκριση λόγω φύλου (απόφαση Brown). Προς διασφάλιση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, πρέπει να παρέχεται σε αυτούς ετήσια άδεια με καταβολή αποδοχών. Το 1999, το βρετανικό συνδικάτο BECTU αμφισβήτησε τη νομιμότητα διατάξεως της βρετανικής νομοθεσίας κατά την οποία δεν είχαν το δικαίωμα αυτό εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας μικρής διάρκειας, υποστηρίζοντας ότι η διάταξη αυτή είναι αντίθετη προς κοινοτική οδηγία περί διευθετήσεως του χρόνου εργασίας. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το δικαίωμα ετήσιας αδείας μετ αποδοχών συνιστά εργασιακό δικαίωμα απ ευθείας παρεχόμενο σε όλους τους εργαζόμενους από το κοινοτικό δίκαιο και ότι δεν επιτρέπεται να στερηθεί του δικαιώματος αυτού κανένας εργαζόμενος (απόφαση BECTU, 2001). Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι ο εργαζόμενος δεν χάνει το δικαίωμα ετήσιας αδείας μετ αποδοχών που δεν μπόρεσε να ασκήσει λόγω ασθενείας, οπότε σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να αποζημιώνεται για την άδειά του την οποία δεν μπόρεσε να λάβει (απόφαση Schultz, 2009).
Θεμελιώδη δικαιώματα Το Δικαστήριο, αποφαινόμενο ότι ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου των οποίων διασφαλίζει την προστασία, συνέβαλε ουσιαστικώς στη βελτίωση του επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων αυτών. Προς τούτο, έλαβε υπόψη του τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και τις διεθνείς συμβάσεις περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ιδίως την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, στη σύναψη των οποίων συνέβαλαν ή στις οποίες προσχώρησαν τα κράτη μέλη. Από της ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το Δικαστήριο εφαρμόζει και ερμηνεύει τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, στον οποίο η Συνθήκη της Λισσαβώνας αναγνωρίζει την ίδια νομική ισχύ με τις Συνθήκες. Κατόπιν σειράς τρομοκρατικών επιθέσεων εις βάρος αστυνομικών, αποφασίστηκε οι αστυνομικοί της Βόρειας Ιρλανδίας να φέρουν όπλα. Εντούτοις, για λόγους δημόσιας ασφάλειας, δεν επετράπη να φέρουν όπλα (βάσει πιστοποιητικού χορηγουμένου από το αρμόδιο υπουργείο και μη δυνάμενου να προσβληθεί ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων) οι υπηρετούσες στην αστυνομία γυναίκες. Συνέπεια της αποφάσεως αυτής υπήρξε ότι δεν προτάθηκε πλέον σε καμία γυναίκα η σύναψη συμβάσεως πλήρους απασχολήσεως στην αστυνομία της Βόρειας Ιρλανδίας. Κατόπιν σχετικού ερωτήματος δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο αποκλεισμός της δυνατότητας δικαστικού ελέγχου πιστοποιητικού εκδοθέντος από αρμόδια εθνική αρχή αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής που πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει οποιοσδήποτε θεωρεί ότι ζημιώθηκε λόγω δυσμενούς διακρίσεως με κριτήριο το φύλο (απόφαση Johnston, 1986).
Ευρωπαϊκή ιθαγένεια Όσον αφορά την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, την οποία, κατά τη Συνθήκη, έχουν όλοι οι υπήκοοι των κρατών μελών, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η ιδιότητα αυτή συνεπάγεται το δικαίωμα διαμονής εντός του εδάφους των άλλων κρατών μελών. Ειδικότερα, ανήλικος υπήκοος κράτους μέλους ο οποίος καλύπτεται από ασφάλιση ασθενείας και έχει τους αναγκαίους πόρους έχει, επίσης, ένα τέτοιο δικαίωμα διαμονής. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, κατά το κοινοτικό δίκαιο, δεν απαιτείται να έχει ο ίδιος ο ανήλικος τους αναγκαίους πόρους και ότι η μη ταυτόχρονη αναγνώριση στη μητέρα του, υπήκοο τρίτης χώρας, δικαιώματος διαμονής καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το δικαίωμα διαμονής του τέκνου (απόφαση Zhu και Chen, 2004). Με την ίδια απόφαση, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία η κτήση της ιθαγένειας κράτους μέλους αποσκοπεί στη διασφάλιση δικαιώματος διαμονής δυνάμει του κοινοτικού δικαίου σε υπήκοο τρίτου κράτους, τα κράτη μέλη δεν έχουν τη δυνατότητα να περιορίσουν τα αποτελέσματα της χορηγήσεως της ιθαγένειας άλλου κράτους μέλους. Το Δικαστήριο έχει επίσης δεχθεί ότι οι φοιτητές κράτους μέλους που μεταβαίνουν για τις σπουδές τους σε άλλο κράτος μέλος έχουν τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται υπέρ των Ευρωπαίων πολιτών. Έτσι, οι φοιτητές που κατοικούν νομίμως σε έναν τόπο και αποδεικνύουν ορισμένο βαθμό εντάξεως στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να λαμβάνουν βοήθημα καλύπτον τις δαπάνες διαβιώσεώς τους που χορηγείται από το κράτος αυτό (απόφαση Bidar, 2005). Αντιθέτως, το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει την επιβολή δυνάμει εθνικής νομοθεσίας αντικειμενικών και όχι υπερβολικών προϋποθέσεων εντάξεως στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής. Έτσι, προϋπόθεση διαμονής πέντε ετών είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο (απόφαση Förster, 2008).
Αεροπορικές μεταφορές Το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει ότι, σε περίπτωση ακυρώσεως πτήσεως, οι επιβάτες δικαιούνται αποζημίωση από τον αερομεταφορέα. Ο τελευταίος ωστόσο απαλλάσσεται από την υποχρέωση να καταβάλει αποζημίωση αν είναι σε θέση να αποδείξει ότι η ακύρωση οφείλεται σε εξαιρετικές περιστάσεις που δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν έστω και αν είχε ληφθεί κάθε εύλογο μέτρο. Με μια απόφαση του 2008 το Δικαστήριο έκρινε ότι τεχνικά προβλήματα κατά τη συντήρηση αεροσκαφών ή λόγω μη συντηρήσεως αεροσκάφους δεν αποτελούν καθαυτά «εξαιρετικές περιστάσεις». Συνεπώς, κατά κανόνα, ο αερομεταφορέας δεν μπορεί να αρνείται να αποζημιώσει τους επιβάτες κατόπιν της ακυρώσεως πτήσεως λόγω τεχνικών προβλημάτων του αεροσκάφους (απόφαση Wallentin-Hermann, 2008). Το 2009, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι επιβάτες καθυστερημένων πτήσεων, όταν φθάνουν στον τελικό προορισμό τους τρεις ώρες ή περισσότερο μετά την προβλεπομένη ώρα, μπορούν να ζητούν κατ αποκοπή αποζημίωση από τον αερομεταφορέα, ως επιβάτες καθυστερημένων πτήσεων, εκτός αν η καθυστέρηση οφείλεται σε εξαιρετικές περιστάσεις (απόφαση Sturgeon, 2009).
Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων > www.curia.europa.eu Νομολογία > http://curia.europa.eu/jcms/jcms/j_6/ Ανακοινώσεις Τύπου > http://curia.europa.eu/jcms/jcms/jo2_16799 Διαδικτυακή πύλη των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης > www.europa.eu Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης > www.eur-lex.europa.eu QD-32-12-031-EL-C Φωτογραφίες: G. Fessy CJUE Υπηρεσία Τύπου και Πληροφόρησης Έκδοση Φεβρουαρίου 2012 Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Υπηρεσία Τύπου και Πληροφόρησης L-2925 Luxembourg www.curia.europa.eu doi:10.2862/58321