LXX > Prophetisches, Lehrreiches und Grausiges aus der griechischen Fassung des Alten Testaments

Σχετικά έγγραφα
Prüfungstexte zum Griechisch-Intensivkurs (SS 2003)

αὐτόν φέρω αὐτόν τὸ φῶς τὸ φῶς αὐτόν τὸ φῶς ὁ λόγος ὁ κόσμος δι αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω αὐτόν

The Septuagint, Apocrypha, Susanna, Interlinear English - G.T. Emery. ΣΩΣΑΝΝΑ.

Ο πύργος της Βαβέλ Πως «εξηγεί» η ιουδαιοχριστιανική θρησκεία την ποικιλία γλωσσών στον κόσμο

Πῶς σὺ Ιουδαῖος ὢν παρ ἐμοῦ πεῖν αἰτεῖς γυναικὸς Σαμαρίτιδος οὔσης;

EDU IT i Ny Testamente på Teologi. Adjunkt, ph.d. Jacob P.B. Mortensen

Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΞΟΔΟΣ

Griechische und roemische Rechtsgeschichte

1st and 2nd Person Personal Pronouns

1 Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν, καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος. 2 οὗτος

ΕΞΟΔΟΣ Chapters Καὶ Μωυσῆς ἦν ποιµαίνων τὰ πρόβατα Ιοθορ τοῦ γαµβροῦ αὐτοῦ τοῦ ἱερέως

πρῶτον μὲν τοῦτον τὸν λόγον ἀναλάβωμεν ὃν σὺ λέγεις περὶ τῶν δοξῶν μέν congr. cmpl. subj. bep. bij bijzinskern

ΑΝΙΗΛ (LXX) Dan 1:

Griechische und römische Rechtsgeschichte

πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν καὶ εἰσῆλθεν ἐκεῖ ἄνθρωπος καὶ ἐξηραμμένην ἔχων τὴν χεῖρα παρετήρουν καὶ αὐτὸν αὐτόν θεραπεύσει τοῖς σάββασιν κατηγορήσωσιν

3 Lösungen zu Kapitel 3

Niveau A1 & A2 PHASE 3 ΚΡΑΤΙΚΟ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΟΜΑΘΕΙΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ, ΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ

ΠΟΤΔΗ ΣΗ ΤΝΟΠΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΗ ΚΑΙ ΣΗΝ Q

DEUTSCHE SCHULE ATHEN ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΘΗΝΩΝ

Griechische und roemische Rechtsgeschichte

Mission Berlin. Deutsch lernen und unterrichten Arbeitsmaterialien. Mission Berlin 22 Έλα τώρα, κουνήσου

Numbers / Αριθμοι - According to 4Q121 Septuagint Numbers (4QLXXNum) - Verse Order

Ρ Η Μ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Η

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

Griechische und römische Rechtsgeschichte

ΚΑΝΟΝΙΟΝ ΕΤΟΥΣ 2013 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΗΜΕΡΟΜ. ΗΧΟΣ ΕΩΘΙΝΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ 6. Τῆς ἑορτῆς Ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ (Τίτ.

ΓΕΝΕΣΙΣ. Gen 1:

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΒΕΡΝΗΣ Bern

Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΜΟΣ ΕΚΤΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΤΟΥ ΝΑΥΗ

12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ". ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΕΤΟΥΣ 2004 ΦΥΛΛΑ

ΑΡΧΗ & ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Εμπορική αλληλογραφία Ηλεκτρονική Αλληλογραφία

ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ. (Β Κορ. δ 6 15)

Mission Berlin. Deutsch lernen und unterrichten Arbeitsmaterialien. Mission Berlin 26 Πειράµατα µε τον χρόνο

Chapter 26: Exercises

ΘΕΜΑ 1o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α (M 1Sam) 1Regn 1:

Auswandern Dokumente Dokumente - Allgemeines Griechisch Koreanisch Dokumente - Persönliche Informationen

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΕΝΟΤΗΤΑ 4η

Η ελεύθερη έκφραση μέσω του τύπου. Κάνω κάτι πιο φιλελεύθερο Η πίστη και η αφοσίωση στην ιδέα της ελευθερίας.

PASSANT A: Ja, guten Tag. Ich suche den Alexanderplatz. Können Sie mir helfen?

DEUTSCHE SCHULE ATHEN ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΘΗΝΩΝ

Griechische und römische Rechtsgeschichte

Griechische und römische Rechtsgeschichte

Τῼ ΑΓΙῼ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛῼ ΣΑΒΒΑΤῼ ΕΣΠΕΡΑΣ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ. Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Πλάτων, Πολιτεία 615C-616Α Αρδιαίος ο τύραννος

Mission Berlin. Deutsch lernen und unterrichten Arbeitsmaterialien. Mission Berlin 14 Στο παρελθόν για το µέλλον

MATERIALIEN ZUR VORBEREITUNG AUF DIE KLAUSUR INFORMATIK II FÜR VERKEHRSINGENIEURWESEN ANTEIL VON PROF. VOGLER IM WINTERSEMESTER 2011/12

2 Sam a (Kaige- / antiochenische Rezension) Seite 1/7

Τῼ ΑΓΙῼ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛῼ ΣΑΒΒΑΤῼ ΕΣΠΕΡΑΣ

Κείμενο διδαγμένο από το πρωτότυπο Δημοσθένους, Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας, 17-18

Griechisches Staatszertifikat - Deutsch

Griechisches Staatszertifikat - Deutsch

Περικλέους Σταύρου Χαλκίδα Τ: & F: chalkida@diakrotima.gr W:

Η παράσταση αυτή ήταν πολύ καλή και οργανωµένη, να συνεχίσουµε έτσι. Langer ( ιευθύντρια του Albrecht-Ernst Gymnasium)

Auswandern Studieren Studieren - Universität Griechisch Θα ήθελα να εγγραφώ σε πανεπιστήμιο. Angeben, dass man sich einschreiben will Japanisch Θα ήθε

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ (ΑΓΝΩΣΤΟ)

ΚΡΑΤΙΚΟ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΟΜΑΘΕΙΑΣ HÖRVERSTEHEN. Mai 2012

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Β ΓΥΜΝΑΙΟΥ

Το σύστημα των αξιών της ελληνικής κοινωνίας μέσα στα σχολικά εγχειρίδια της Λογοτεχνίας του Δημοτικού Σχολείου

1. Ταξινόμησε τα ρήματα στον παρακάτω πίνακα, ανάλογα με την αλλαγή του φωνήεντος στο θέμα τους. 2. Ξανάγραψε τις προτάσεις σε χρόνο Παρακείμενο

ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ Bildung älterer Arbeitnehmer

Auswandern Dokumente. Dokumente - Allgemeines. Fragen wo man ein Formular findet. Fragen wann ein Dokument ausgestellt wurde

Auswandern Dokumente. Dokumente - Allgemeines. Dokumente - Persönliche Informationen. Fragen wo man ein Formular findet

Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η Σ Τ Τ Ο Υ Λ Ο Υ Κ Α

Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΜΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΕΝΑΤΟΣ ΙΟΥΔΙΘ

Griechisches Staatszertifikat - Deutsch

Hauptseminar Mathematische Logik Pcf Theorie (S2A2) Das Galvin-Hajnal Theorem

Αν νομίζουν κάποιοι ότι η τεχνική αυτή της οικονομικής κρίσης είναι κάτι καινούριο, πλανώνται πλάνη οικτράν...

«ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ»

Corrections to the Antoniades Patriarchal Greek Text of the New Testament

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Μ.ΤΕΤΑΡΤΗ 11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Griechisches Staatszertifikat - Deutsch

ΜΑΡΤΙΟΣ Θ 2014 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Η ΛΙΤΑΝΕΥΣΙΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

Aufgabe 1 Dreierkette Legt mit den Bild- und Wortkarten eine Dreierkette. Τρεις στη σειρά. Σχηματίστε τριάδες με εικόνες και λέξεις που ταιριάζουν.

Και θα γίνει κατά τις έσχατες μέρες να εκχύσω ( αποστείλω ) το Πνεύμα σε κάθε άνθρωπο.

Ὁ πιστὸς φίλος. Πιστεύω¹ τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις². Ὁ φίλος τὸν

2o ΘΕΜΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ

Auswandern Wohnen. Wohnen - Mieten. Θα ήθελα να ενοικιάσω ένα. Äußern dass man etwas mieten möchte. δωμάτιο Art der Unterbringung

Origenes - Adnotationes in Judices

1. ιδαγµένο κείµενο από το πρωτότυπο Θουκυδίδου Ἱστοριῶν Β 36

«Η λύση του Γόρδιου Δεσμού» αρχαία ελληνικά Α Γυμνασίου ενότητα 7

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β. 2Par 1:1. 2Par 2:

ΟΔΟΘ ΔΘΖΗΣΘΟΣ Θ,28-32

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Α ΓΥΜΝΑΙΟΥ

2. Σε καθεμία από ηις παρακάηφ προηάζεις σπάρτει ένα οσζιαζηικό ζε αιηιαηική ή ζε δοηική. Υπογράμμιζε ηο και ζσμπλήρφζε ηο ζε ονομαζηική

Mission Berlin. Deutsch lernen und unterrichten Arbeitsmaterialien. Mission Berlin 23 Θα τα πούµε µετά

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΛΟΡΕΛΑΪ DIE LORELEY FABEL

Το κατηγορούμενο. Ασκήσεις συντακτικού

Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η Ζ Τ Ο Υ Λ Ο Υ Κ Α

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γεγραμμένον

Mission Berlin. Deutsch lernen und unterrichten Arbeitsmaterialien. Mission Berlin 16 Παλιοί γνωστοί

persoon praesens imperfectum sigmatische aoristus

ἀξιόω! στερέω! ψεύδομαι! συγγιγνώσκω!

ΑΝΙΗΛ (Θεοδοτίων) Dan Th 1:

Εμπορική αλληλογραφία Ηλεκτρονική Αλληλογραφία

Transcript:

LXX > Prophetisches, Lehrreiches und Grausiges aus der griechischen Fassung des Alten Testaments Benutzungshinweis: Das Skriptum ist zur Vorbereitung auf den Sprachwettbewerb Griechisch 2010/11 verfasst worden und darf ohne Zustimmung der Autoren nicht veröffentlicht werden.

INHALT Einleitung... S. 1 Aus dem Buch Genesis Die Sintflut (c. 7-8)... S. 3 Sodom und Gomorrha (c. 19)... S. 4 Der Traum des Pharao (c. 41)... S. 5 Aus dem Buch Exodus Der brennende Dornbusch (c. 3)... S. 6 Auszug aus Ägypten (c. 14)... S. 8 Aus dem Buch Josua Die Eroberung von Jericho (c. 6)... S. 10 Aus dem Buch Judith Judith und Holofernes (c. 13)... S. 11 Aus dem Buch Daniel Das Gastmahl des Belsazar (c. 5)... S. 12 Daniel in der Löwengrube (c. 6)... S. 14 Susanna im Bade (nach Theodot)... S. 15 Aus dem Buch Ezechiel Die Berufungs-Vision (c.1)... S. 18 Drohung gegen heidnische Bergheiligtümer in Israel (c. 6)... S. 20 Die Sündhaftigkeit der Juden und das Gericht (c. 8-9)... S. 21 Die Untreue der Hure Jerusalem (c. 16, 1-38; gek.)... S. 22 Individuelle Gerechtigkeit statt Kollektivstrafe und Generationen-Haftung (c. 18, 14-32)... S. 24 Aus dem Buch Esra Die Erzählung von der Macht der Wahrheit (c. 3, 13-4, 47)... S. 25 Aus den 4 Büchern Makkabäer 1.Buch Grausame Verfolgung der strenggläubigen Juden (c. 1, 54-64)... S. 29 Weigerung des Mattathias und Beginn der Erhebung (c. 2, 19-28)... S. 29 Schlacht am Sabbat (c. 2, 33-41)... S. 30 Die Elefanten-Schlacht (c. 6, 28-47)... S. 30 Curiosa: Juden loben Römer; die röm. Verfassung aus der Distanz (c. 8, 1-16)... S. 32 2.Buch Die Vertreibung des Heliodor aus dem Tempel (c. 3, 16-35)... S. 33 Theodizée für das auserwählte Volk (c. 6, 12-17)... S. 35 Das Martyrium des Eleazar (c. 6, 18-31)... S. 35 Das Martyrium der 7 Jünglinge und ihrer Mutter (c. 7, 1-9: 24-29)... S. 36 Das Ende Antiochos IV. (c. 9, 3-17)... S. 37 Verrat und Rache (c.10, 19-23)... S. 39 Erscheinungen in der Schlacht; ein weiterer Sieg (c.10, 29-38)... S. 39 Heimlicher Abfall von Gott; die Auferstehung (c.12, 33-45)... S. 40 Vision vor der Schlacht gegen Nikanor (c.15, 10-16)... S. 41 Die Schlacht und das Ende des Nikanor (c.15, 25-36)... S. 41

1 EINLEITUNG Die Septuaginta ist die älteste und zugleich umfangreichste Übersetzung des Alten Testaments aus dem Hebräischen (und Aramäischen) ins Griechische. Sie gilt bis zum heutigen Tag als inspiriert, d.h. als vor Gott korrekte und von allen Kirchen anerkannte Wiedergabe der heiligen Bücher; ihre Bezeichnung (lat. Siebzig ) verdankt sie dem angeblichen Umstand, von 70 (oder 72) befugten Übersetzern angefertigt worden zu sein, dem sich noch die Legende hinzugesellte, dass alle 70 unabhängig von einander gearbeitet haben und zu demselben Ergebnis gekommen sein sollen (was den Status der Inspiriertheit noch weiter unterstreichen sollte). Das Übersetzungswerk wurde bereits vor 200 v.chr. in der Umgebung der hellenistischen Bibliothek von Alexandria begonnen (vielleicht auch dort in Auftrag gegeben?) und verfolgt jedenfalls den Zweck, die des Hebräischen nicht mehr in vollem Umfang mächtigen Juden der Diaspora (=nach der babylonischen Gefangenschaft ab 586 v.chr. in der gesamten zivilisierten Welt verstreuten Exilgemeinden) mit einer Vollversion der heiligen Schriften in der aktuell gültigen Weltsprache also Griechisch- zu versorgen. Übersetzt wurden dabei sämtliche damals verfügbaren Schriften, die dem Judentum im weitesten Sinn als zur biblischen Tradition gehörig galten, zuerst natürlich der Pentateuch (=die 5 Bücher Mose von Genesis bis Deuteronomium), im Anschluss aber auch alles im Rahmen der Tradition im Umlauf Befindliche; dazu kamen spätere Schriften, die zum Abfassungszeitpunkt noch gar nicht vorlagen und sich mit der weiteren Geschichte des Heiligen Landes in der Zeit des Hellenismus befassen (z.b. die Makkabäer-Bücher), die letzten Propheten und auch weitere, in frühere Zeiten zurückprojizierte Schriften, die das Judentum der hellenistischen Zeit unter Bezug auf früher überstandene Notzeiten zum Durchhalten in einer fremden, teils feindlichen Umgebung aufmuntern sollten (z.b. Ester). Diese letzten Bücher waren z.t. überhaupt schon original in Griechisch verfasst. Die Geltung dieses vorchristlichen Bibelwerks in griechischer Sprache ist nicht zu unterschätzen. Der Großteil des hellenistischen Judentums verwendete es als religiöses Fundament, da die Kenntnis des Hebräischen das hauptsächlich zur rabbinischen Schulsprache wurde und zu Christi Zeiten so gut wie ausgestorben war ständig abnahm und die gemeinsame geistige Grundlage der in alle Welt zerstreuten Gemeinden gesichert erhalten bleiben sollte. Auch die Verfasser des Neuen Testaments benutzen demzufolge die Septuaginta für Bezüge auf das Alte Testament als Textgrundlage, nachgerade für die Weissagungen der Propheten in Bezug auf das Kommen des Messias. Die ältesten lateinischen Übersetzungen des Alten Testaments beziehen sich auf die Septuaginta als Textvorlage, bevor der Heilige Hieronymus am Ende des 4. Jhdts.n.Chr. für seine inspirierte Auftragsübersetzung die lat. Vulgata wieder aufs hebräische Original zurückgriff. Zu dieser Zeit bot sich allerdings bereits das Problem des Kanons, d.h. der in eine rechtmäßige Sammlung als inspiriert aufzunehmenden Schriften. Aus der losen Sammlung der alttestamentarischen Schriften, die zu Christi Zeiten quasi als Sammel-Bibel vorgelegen hatte, hatte die jüdische Zentralgemeinde mittlerweile in Auseinandersetzung mit dem Christentum- ein straffes Werk herausgegeben, aus dem einige in der Septuaginta enthaltene Bücher unter dem Aspekt eines nicht unbeträchtlichen inhaltlichen Abweichens von der eigentlichen Heilsgeschichte ausgeschlossen wurden. Die christliche Kirche ließ trotzdem nochmals alle aus der Septuaginta verfügbaren Schriften ins Lateinische übersetzen, und damit wurden für die katholische Kirche so gut wie alle darin erhaltenen Bücher kanonisch, während die jüdische Gemeinde gerade einige sich auf die eigene, vorchristliche Geschichte beziehende Werke ausschloss (z.b. das 1. Buch Esra, alle 4 Makkabäer-Bücher und sogar das Buch Ester). Diesem Urteil schlossen sich ab dem 16. Jahrhundert die protestantischen Kirchengemeinschaften an, weshalb sich die betroffenen Bücher auch nicht in der deutschen Übersetzung der Luther-Bibel finden. Die Orthodoxen erkennen von den 4 Makkabäer- Büchern immerhin die ersten 3 an, wenngleich sie als deutero-kanonisch, d.h. zwar nicht

2 inspiriert, aber der Erbauung dienlich und von der zentralen Linie der Heilsgeschichte nicht abweichend eingestuft werden. Die von Juden und Protestanten verworfenen Bücher sind mithin aus deren Sicht als apokryph aufzufassen, d.h. ohne geistliche Autorität im Verborgenen blühend. Aus dieser Kategorie existieren außerdem noch zahlreiche Einzelschriften außerhalb der Sammlung der Septuaginta, die auch von der katholischen Kirche aus denselben Gründen als nicht inspiriert verworfen werden. Diese Apokryphen liegen zwar oft nur mehr in späteren Übersetzungen vor (lateinisch, armenisch, koptisch), haben aber ebenso wie die Apokryphen zum Neuen Testament zum guten Teil die Jahrhunderte des kirchlichen Verbots überdauert und die religiösen Anschauungen aller Konfessionen eben im Verborgenen weiter nachhaltig beeinflusst. Das Alte Testament umfasst je nach konfessionell bedingtem Kanon über 40 Bücher, die üblicherweise in historische allen voran der Pentateuch-, prophetische und Weisheitsliteratur gegliedert werden. Die Bezeichnungen der einzelnen Bücher variieren z.t., nicht zuletzt auch bedingt durch die schwierige Wiedergabe der hebräischen Eigennamen, vor allem nach dem griechischen Lautbestand, den das Christentum für die Nomenklatur hauptsächlich übernommen hat (im Hebräischen werden üblicherweise die Anfangsworte des Textes zum Zitat einzelner Bücher herangezogen). Als Abfassungszeit für das hebräische Original gilt die Zeitspanne von ca. 1000 100 v.chr., wobei die jüngeren Bücher bereits in Aramäisch und vereinzelt sogar im Original schon in Griechisch verfasst sind (Makkabäer 2-4, s.o.). Daraus soll hier eine Auswahl nach den Gesichtspunkten des Besonderen, aus der üblichen Lektüre weniger Bekannten getroffen werden, die den Inhalten und der Sichtweise der hellenistischen Bibelübersetzung der Septuaginta (aber auch der im Umlauf befindlichen Apokryphen) unter möglichst vielen, theologisch wie kulturgeschichtlich relevanten Aspekten gerecht wird.

3 Aus dem Buch Genesis Die Sintflut, (Gen 7,7 8,12) Noe bekommt den Auftrag, mit seiner Familie und den Tieren die rettende Arche zu besteigen. 7. 7 Εἰσῆλθεν δὲ Νωὲ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ µετ αὐτοῦ εἰς τὴν κιβωτὸν 1 διὰ τὸ ὕδωρ τοῦ κατακλυσµοῦ. 8 Καὶ ἀπὸ τῶν πετεινῶν 2 καὶ ἀπὸ τῶν κτηνῶν 3 τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν κτηνῶν τῶν µὴ καθαρῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἐπὶ τῆς γῆς 9 δύο δύο εἰσῆλθον πρὸς Νωὲ εἰς τὴν κιβωτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ, καθὰ 4 ἐνετείλατο αὐτῷ ὁ θεός. 10 Καὶ ἐγένετο µετὰ τὰς ἑπτὰ ἡµέρας καὶ τὸ ὕδωρ τοῦ κατακλυσµοῦ ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς. 11 Ἐν τῷ ἑξακοσιοστῷ ἔτει ἐν τῇ ζωῇ τοῦ Νωὲ, τοῦ δευτέρου µηνός, ἑβδόµῃ καὶ εἰκάδι 5 τοῦ µηνός, τῇ ἡµέρᾳ ταύτῃ ἐρράγησαν 6 πᾶσαι αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου, καὶ οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ ἠνεῴχθησαν. 12 Καὶ ἐγένετο ὁ ὑετὸς 7 ἐπὶ τῆς γῆς τεσσαράκοντα ἡµέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας. [...] 17 Καὶ ἐγένετο ὁ κατακλυσµὸς τεσσαράκοντα ἡµέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐπληθύνθη 8 τὸ ὕδωρ καὶ ἐπῆρεν 9 τὴν κιβωτόν, καὶ ὑψώθη ἀπὸ τῆς γῆς. 18 Καὶ ἐπεκράτει 10 τὸ ὕδωρ καὶ ἐπληθύνετο σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐπεφέρετο ἡ κιβωτὸς ἐπάνω τοῦ ὕδατος. 19 Τὸ δὲ ὕδωρ ἐπεκράτει σφόδρα σφοδρῶς ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπεκάλυψεν πάντα τὰ ὄρη τὰ ὑψηλά, ἃ ἦν ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ 20 δέκα πέντε πήχεις 11 ἐπάνω ὑψώθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπεκάλυψεν πάντα τὰ ὄρη τὰ ὑψηλά. 21 Καὶ ἀπέθανεν πᾶσα σὰρξ κινουµένη ἐπὶ τῆς γῆς τῶν πετεινῶν καὶ τῶν κτηνῶν καὶ τῶν θηρίων καὶ πᾶν ἑρπετὸν 12 κινούµενον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶς ἄνθρωπος. 22 Καὶ πάντα, ὅσα ἔχει πνοὴν ζωῆς, καὶ πᾶς, ὃς ἦν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, 13 ἀπέθανεν. 23 Καὶ ἐξήλειψεν 14 πᾶν τὸ ἀνάστηµα, ὃ ἦν ἐπὶ προσώπου πάσης τῆς γῆς, ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἑρπετῶν καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐξηλείφθησαν 14 ἀπὸ τῆς γῆς καὶ κατελείφθη µόνος Νωὲ καὶ οἱ µετ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ. 24 Καὶ ὑψώθη τὸ ὕδωρ ἐπὶ τῆς γῆς ἡµέρας ἑκατὸν πεντήκοντα. 8. 1 Καὶ ἐµνήσθη ὁ θεὸς τοῦ Νωὲ καὶ πάντων τῶν θηρίων καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάντων τῶν πετεινῶν καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν, ὅσα ἦν µετ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ, καὶ ἐπήγαγεν ὁ θεὸς πνεῦµα ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐκόπασεν τὸ ὕδωρ. 2 Καὶ ἐπεκαλύφθησαν αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου καὶ οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ, καὶ συνεσχέθη 15 ὁ ὑετὸς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ. 3 Καὶ ἐνεδίδου 16 τὸ ὕδωρ πορευόµενον ἀπὸ τῆς γῆς, ἐνεδίδου καὶ ἠλαττονοῦτο τὸ ὕδωρ µετὰ πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ἡµέρας. 4 Καὶ ἐκάθισεν ἡ κιβωτὸς ἐν µηνὶ τῷ ἑβδόµῳ, ἑβδόµῃ καὶ εἰκάδι τοῦ µηνός, ἐπὶ τὰ ὄρη τὰ Ἀραράτ. 5 Τὸ δὲ ὕδωρ πορευόµενον ἠλαττονοῦτο ἕως τοῦ δεκάτου µηνός ἐν δὲ τῷ ἑνδεκάτῳ µηνί, τῇ πρώτῃ τοῦ µηνός, ὤφθησαν 17 αἱ κεφαλαὶ τῶν 1 ἡ κιβωτός Kiste, Arche 2 τὸ πετεινός Geflügel, Vogel 3 τὸ κτῆνος (Herden-, Haus)Tier 4 καθά = ὥσπερ 5 εἰκάς,-αδος der 20.Tag 6 ῥήγνυµι (pass:) bersten 7 ὁ ὑετός Regen 8 πληθύνω anfüllen 9 ἐπαίρω auf-, hochheben 10 ἐπικρατέω herrschen, mächtig sein 11 ὁ πῆχυς, -εως Elle 12 ἑρπετός 3 kriechend, Kriechtier 13 ξηρᾶς erg. γῆς 14 ἐξαλείφω ausstreichen, vertilgen 15 συνέχω in Schranken halten, aufhalten 16 ἐνδίδωµι (intr.) nachgeben, weichen 17 3.P.Pl.Aor.Pass. v. ὁράω

4 ὀρέων. 6 Καὶ ἐγένετο µετὰ τεσσαράκοντα ἡµέρας ἠνέῳξεν Νωὲ τὴν θυρίδα τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἐποίησεν, 7 καὶ ἀπέστειλεν τὸν κόρακα τοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακεν 18 τὸ ὕδωρ καὶ ἐξελθὼν οὐχ ὑπέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι 19 τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς. 8 Καὶ ἀπέστειλεν τὴν περιστερὰν ὀπίσω αὐτοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακεν τὸ ὕδωρ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς 9 καὶ οὐχ εὑροῦσα ἡ περιστερὰ ἀνάπαυσιν τοῖς ποσὶν αὐτῆς ὑπέστρεψεν πρὸς αὐτὸν εἰς τὴν κιβωτόν, ὅτι ὕδωρ ἦν ἐπὶ παντὶ προσώπῳ πάσης τῆς γῆς, καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἔλαβεν αὐτὴν καὶ εἰσήγαγεν αὐτὴν πρὸς ἑαυτὸν εἰς τὴν κιβωτόν. 10 Καὶ ἐπισχὼν 20 ἔτι ἡµέρας ἑπτὰ ἑτέρας πάλιν ἐξαπέστειλεν τὴν περιστερὰν ἐκ τῆς κιβωτοῦ. 11 Καὶ ἀνέστρεψεν πρὸς αὐτὸν ἡ περιστερὰ τὸ πρὸς ἑσπέραν καὶ εἶχεν φύλλον ἐλαίας κάρφος 21 ἐν τῷ στόµατι αὐτῆς, καὶ ἔγνω Νωέ, ὅτι κεκόπακεν τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς. 12 Καὶ ἐπισχὼν ἔτι ἡµέρας ἑπτὰ ἑτέρας πάλιν ἐξαπέστειλεν τὴν περιστεράν, καὶ οὐ προσέθετο 22 τοῦ ἐπιστρέψαι πρὸς αὐτὸν ἔτι. 18 κοπάζω ermüden, nachlassen 19 ξηραίνω austrocknen 20 ἐπέχω festhalten, zuwarten 21 τὸ κάρφος Halm, Reisig 22 προστίθεµαι + Inf. etwas weiter tun Sodom und Gomorra (Gen 19,12 29) Zwei Engel besuchen Lot in seinem Haus und künden ihm das Strafgericht Gottes an. 12 Εἶπαν δὲ οἱ ἄνδρες πρὸς Λώτ Ἔστιν τίς σοι ὧδε, γαµβροὶ 1 ἢ υἱοὶ ἢ θυγατέρες; ἢ εἴ τίς σοι ἄλλος ἔστιν ἐν τῇ πόλει, ἐξάγαγε ἐκ τοῦ τόπου τούτου, 13 ὅτι ἀπόλλυµεν ἡµεῖς τὸν τόπον τοῦτον, ὅτι ὑψώθη ἡ κραυγὴ αὐτῶν ἐναντίον κυρίου, καὶ ἀπέστειλεν ἡµᾶς κύριος ἐκτρῖψαι αὐτήν. 14 Ἐξῆλθεν δὲ Λωτ καὶ ἐλάλησεν πρὸς τοὺς γαµβροὺς αὐτοῦ τοὺς εἰληφότας τὰς θυγατέρας αὐτοῦ καὶ εἶπεν Ἀνάστητε καὶ ἐξέλθατε ἐκ τοῦ τόπου τούτου, ὅτι ἐκτρίβει κύριος τὴν πόλιν. Ἔδοξεν δὲ γελοιάζειν 2 ἐναντίον τῶν γαµβρῶν αὐτοῦ. 15 Ἡνίκα δὲ ὄρθρος 3 ἐγίνετο, ἐπεσπούδαζον οἱ ἄγγελοι τὸν Λὼτ λέγοντες Ἀναστὰς λαβὲ τὴν γυναῖκά σου καὶ τὰς δύο θυγατέρας σου, ἃς ἔχεις, καὶ ἔξελθε, ἵνα µὴ συναπόλῃ ταῖς ἀνοµίαις τῆς πόλεως. 16 Καὶ ἐταράχθησαν καὶ ἐκράτησαν οἱ ἄγγελοι τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ τῆς χειρὸς τῆς γυναικὸς αὐτοῦ καὶ τῶν χειρῶν τῶν δύο θυγατέρων αὐτοῦ ἐν τῷ φείσασθαι 4 κύριον αὐτοῦ. 17 Καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἐξήγαγον αὐτοὺς ἔξω, καὶ εἶπαν Σῴζων σῷζε τὴν σεαυτοῦ ψυχήν µὴ περιβλέψῃς εἰς τὰ ὀπίσω µηδὲ στῇς ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ εἰς τὸ ὄρος σῴζου, µήποτε συµπαραληµφθῇς. 18 Εἶπεν δὲ Λὼτ πρὸς αὐτούς έοµαι, κύριε 19 ἐπειδὴ εὗρεν ὁ παῖς σου ἔλεος ἐναντίον σου καὶ ἐµεγάλυνας τὴν δικαιοσύνην σου, ὃ ποιεῖς ἐπ ἐµέ, τοῦ ζῆν τὴν ψυχήν µου, ἐγὼ δὲ οὐ δυνήσοµαι διασωθῆναι εἰς τὸ ὄρος, µὴ καταλάβῃ µε τὰ κακὰ καὶ ἀποθάνω. 20 Ἰδοὺ ἡ πόλις αὕτη ἐγγὺς τοῦ καταφυγεῖν µε ἐκεῖ, ἥ ἐστιν µικρά, ἐκεῖ σωθήσοµαι οὐ µικρά ἐστιν; καὶ ζήσεται ἡ ψυχή µου. 21 Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἰδοὺ 1 ὁ γαµβρός Schwiegersohn 2 γελοιάζω Spaß machen 3 ὁ ὄρθρος früher Morgen 4 φείδοµαι (ver)schonen

5 ἐθαύµασά σου τὸ πρόσωπον καὶ ἐπὶ τῷ ῥήµατι τούτῳ τοῦ µὴ καταστρέψαι 5 τὴν πόλιν, περὶ ἧς ἐλάλησας 22 σπεῦσον οὖν τοῦ σωθῆναι ἐκεῖ οὐ γὰρ δυνήσοµαι ποιῆσαι πρᾶγµα ἕως τοῦ σε εἰσελθεῖν ἐκεῖ. ιὰ τοῦτο ἐκάλεσεν τὸ ὄνοµα τῆς πόλεως ἐκείνης Σήγωρ. 23 Ὁ ἥλιος ἐξῆλθεν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ Λὼτ εἰσῆλθεν εἰς Σήγωρ, 24 καὶ κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδοµα καὶ Γοµόρρα θεῖον 6 καὶ πῦρ παρὰ κυρίου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ 25 καὶ κατέστρεψεν τὰς πόλεις ταύτας καὶ πᾶσαν τὴν περίοικον καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσιν καὶ πάντα τὰ ἀνατέλλοντα ἐκ τῆς γῆς. 26 Καὶ ἐπέβλεψεν ἡ γυνὴ αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἐγένετο στήλη ἁλός. 27 Ὤρθρισεν 7 δὲ Αβρααµ τὸ πρωῒ εἰς τὸν τόπον, οὗ εἱστήκει ἐναντίον κυρίου, 28 καὶ ἐπέβλεψεν ἐπὶ πρόσωπον Σόδοµων καὶ Γοµόρρας καὶ ἐπὶ πρόσωπον τῆς γῆς τῆς περιχώρου καὶ εἶδεν, καὶ ἰδοὺ ἀνέβαινεν φλὸξ τῆς γῆς ὡσεὶ ἀτµὶς 8 καµίνου. 29 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐκτρῖψαι κύριον πάσας τὰς πόλεις τῆς περιοίκου ἐµνήσθη ὁ θεὸς τοῦ Αβρααµ καὶ ἐξαπέστειλεν τὸν Λὼτ ἐκ µέσου τῆς καταστροφῆς ἐν τῷ καταστρέψαι κύριον τὰς πόλεις, ἐν αἷς κατῴκει ἐν αὐταῖς Λώτ. 5 καταστρέφω niederwerfen, vernichten 6 τὸ θεῖον Schwefel 7 ὀρθρίζω früh aufstehen, s. aufmachen 8 ἡ ἀτµίς, -ίδος Dampf, Dunst Der Traum des Pharao (Gen 41,14 37) Nach zwei schrecklichen Träumen ist der Pharao verunsichert und lässt Josef zu sich rufen, um sich die Traumgeschichten erklären zu lassen. 14 Ἀποστείλας δὲ Φαραὼ ἐκάλεσεν τὸν Ιωσὴφ καὶ ἐξήγαγον αὐτὸν ἐκ τοῦ ὀχυρώµατος 1 καὶ ἐξύρησαν 2 αὐτὸν καὶ ἤλλαξαν τὴν στολὴν αὐτοῦ, καὶ ἦλθεν πρὸς Φαραώ. 15 Εἶπεν δὲ Φαραὼ τῷ Ιωσήφ Ἐνύπνιον ἑώρακα, καὶ ὁ συγκρίνων 3 οὐκ ἔστιν αὐτό ἐγὼ δὲ ἀκήκοα περὶ σοῦ λεγόντων ἀκούσαντά σε ἐνύπνια συγκρῖναι αὐτά. 16 Ἀποκριθεὶς δὲ Ιωσὴφ τῷ Φαραὼ εἶπεν Ἄνευ τοῦ θεοῦ οὐκ ἀποκριθήσεται τὸ σωτήριον Φαραώ. 17 Ἐλάλησεν δὲ Φαραὼ τῷ Ιωςὴφ λέγων Ἐν τῷ ὕπνῳ µου ᾤµην 4 ἑστάναι παρὰ τὸ χεῖλος 5 τοῦ ποταµοῦ, 18 καὶ ὥσπερ ἐκ τοῦ ποταµοῦ ἀνέβαινον ἑπτὰ βόες καλαὶ τῷ εἴδει καὶ ἐκλεκταὶ ταῖς σαρξὶν καὶ ἐνέµοντο ἐν τῷ ἄχει. 6 19 Καὶ ἰδοὺ ἑπτὰ βόες ἕτεραι ἀνέβαινον ὀπίσω αὐτῶν ἐκ τοῦ ποταµοῦ πονηραὶ καὶ αἰσχραὶ τῷ εἴδει καὶ λεπταὶ ταῖς σαρξίν, οἵας οὐκ εἶδον τοιαύτας ἐν ὅλῃ γῇ Αἰγύπτῳ αἰσχροτέρας. 20 Καὶ κατέφαγον αἱ ἑπτὰ βόες αἱ αἰσχραὶ καὶ λεπταὶ τὰς ἑπτὰ βόας τὰς πρώτας τὰς καλὰς καὶ ἐκλεκτάς, 21 καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς κοιλίας αὐτῶν καὶ οὐ διάδηλοι ἐγένοντο, ὅτι εἰσῆλθον εἰς τὰς κοιλίας αὐτῶν, καὶ αἱ ὄψεις αὐτῶν αἰσχραὶ καθὰ καὶ τὴν ἀρχήν. Ἐξεγερθεὶς δὲ ἐκοιµήθην. 22 Καὶ εἶδον πάλιν ἐν τῷ ὕπνῳ µου, καὶ ὥσπερ ἑπτὰ στάχυες 7 ἀνέβαινον ἐν πυθµένι 8 ἑνὶ πλήρεις καὶ καλοὶ. 23 Ἀλλοι δὲ ἑπτὰ στάχυες λεπτοὶ καὶ ἀνεµόφθοροι 9 ἀνεφύοντο ἐχόµενοι αὐτῶν 24 καὶ κατέπιον 10 οἱ ἑπτὰ στάχυες οἱ 1 τὸ ὀχύρωµα Festung, Burg, Kerker 2 ξυράω scheren, rasieren 3 συγκρίνω beurteilen, deuten 4 ᾤµην Impf. v. οἴοµαι 5 τὸ χεῖλος Lippe, Rand, Ufer 6 τὸ ἄχι Gras, Schilfrohr 7 ὁ στάχυς Ähre 8 ὁ πυθµήν,-ένος Wurzel, Stamm 9 ἀνεµόθφορος 2 vom Wind beschädigt 10 καταπίνω hinunterschlucken, verschlingen

6 λεπτοὶ καὶ ἀνεµόφθοροι τοὺς ἑπτὰ στάχυας τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς πλήρεις. Εἶπα οὖν τοῖς ἐξηγηταῖς, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἀπαγγέλλων µοι. 25 Καὶ εἶπεν Ιωσὴφ τῷ Φαραὼ Τὸ ἐνύπνιον Φαραὼ ἕν ἐστιν ὅσα ὁ θεὸς ποιεῖ, ἔδειξεν τῷ Φαραὼ. 26 Αἱ ἑπτὰ βόες αἱ καλαὶ ἑπτὰ ἔτη ἐστίν, καὶ οἱ ἑπτὰ στάχυες οἱ καλοὶ ἑπτὰ ἔτη ἐστίν τὸ ἐνύπνιον Φαραὼ ἕν ἐστιν. 27 Καὶ αἱ ἑπτὰ βόες αἱ λεπταὶ αἱ ἀναβαίνουσαι ὀπίσω αὐτῶν ἑπτὰ ἔτη ἐστίν, καὶ οἱ ἑπτὰ στάχυες οἱ λεπτοὶ καὶ ἀνεµόφθοροι ἔσονται ἑπτὰ ἔτη λιµοῦ. 28 Τὸ δὲ ῥῆµα, 11 ὃ εἴρηκα Φαραώ «Ὅσα ὁ θεὸς ποιεῖ, ἔδειξεν τῷ Φαραώ, 29 ἰδοὺ ἑπτὰ ἔτη ἔρχεται εὐθηνία 12 πολλὴ ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτῳ 30 ἥξει δὲ ἑπτὰ ἔτη λιµοῦ µετὰ ταῦτα, καὶ ἐπιλήσονται 13 τῆς πλησµονῆς 14 ἐν ὅλῃ γῇ Αἰγύπτῳ, καὶ ἀναλώσει ὁ λιµὸς τὴν γῆν. 31 Καὶ οὐκ ἐπιγνωσθήσεται ἡ εὐθηνία ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ λιµοῦ τοῦ ἐσοµένου µετὰ ταῦτα ἰσχυρὸς γὰρ ἔσται σφόδρα.» 32 Περὶ δὲ τοῦ δευτερῶσαι 15 τὸ ἐνύπνιον Φαραὼ δίς, ὅτι ἀληθὲς ἔσται τὸ ῥῆµα τὸ παρὰ τοῦ θεοῦ, καὶ ταχυνεῖ ὁ θεὸς τοῦ ποιῆσαι αὐτό. 33 Νῦν οὖν σκέψαι 16 ἄνθρωπον φρόνιµον καὶ συνετὸν καὶ κατάστησον αὐτὸν ἐπὶ γῆς Αἰγύπτου. 34 Καὶ ποιησάτω Φαραὼ καὶ καταστησάτω τοπάρχας 17 ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἀποπεµπτωσάτωσαν 18 πάντα τὰ γενήµατα 19 τῆς γῆς Αἰγύπτου τῶν ἑπτὰ ἐτῶν τῆς εὐθηνίας 35 καὶ συναγαγέτωσαν πάντα τὰ βρώµατα τῶν ἑπτὰ ἐτῶν τῶν ἐρχοµένων τῶν καλῶν τούτων, καὶ συναχθήτω ὁ σῖτος ὑπὸ χεῖρα Φαραώ, βρώµατα ἐν ταῖς πόλεσιν φυλαχθήτω. 36 Καὶ ἔσται τὰ βρώµατα πεφυλαγµένα τῇ γῇ εἰς τὰ ἑπτὰ ἔτη τοῦ λιµοῦ, ἃ ἔσονται ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, καὶ οὐκ ἐκτριβήσεται ἡ γῆ ἐν τῷ λιµῷ. 37 Ἤρεσεν δὲ τὰ ῥήµατα ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον πάντων τῶν παίδων 20 αὐτοῦ. 11 erg. ἐστίν 12 ἡ εὐθηνία Wohlstand, Überfluss 13 ἐπιλανθάνοµαι vergessen 14 ἡ πλησµονή Sättigung, Überfluss 15 δευτερόω wiederholen 16 Imp. Aor. v. σκέπτοµαι 17 ὁ τοπάρχης Landfürst 18 ἀποπεµτόω den Fünften (als Steuer) einheben, besteuern 19 το γένηµα Gewächs, Feldfrucht, Ertrag 20 ὁ παῖς (hier:) Diener Aus dem Buch Exodus Der brennende Dornbusch (Ex 3,1 22) Moses begegnet seinem Gott Jahwe. Καὶ Μωϋσῆς ἦν ποιµαίνων τὰ πρόβατα Ιόθορ τοῦ γαµβροῦ 1 αὐτοῦ τοῦ ἱερέως Μαδιὰµ καὶ ἤγαγεν τὰ πρόβατα ὑπὸ τὴν ἔρηµον καὶ ἦλθεν εἰς τὸ ὄρος Χωρήβ. 2 Ὤφθη 2 δὲ αὐτῷ ἄγγελος κυρίου ἐν φλογὶ πυρὸς ἐκ τοῦ βάτου, 3 καὶ ὁρᾷ, ὅτι ὁ βάτος καίεται πυρί, ὁ δὲ βάτος οὐ κατεκαίετο. 3 Εἶπεν δὲ Μωϋσῆς Παρελθὼν ὄψοµαι τὸ ὅραµα τὸ µέγα τοῦτο, τί ὅτι 4 οὐ κατακαίεται ὁ βάτος. 4 Ὡς δὲ εἶδεν κύριος, ὅτι προσάγει ἰδεῖν, ἐκάλεσεν αὐτὸν κύριος ἐκ τοῦ βάτου λέγων Μωυσῆ, Μωυσῆ. Ὁ δὲ εἶπεν Τί ἐστιν; 5 Καὶ εἶπεν Μὴ ἐγγίσῃς ὧδε λῦσαι τὸ ὑπόδηµα ἐκ τῶν ποδῶν σου ὁ γὰρ τόπος, ἐν ᾧ σὺ ἕστηκας, γῆ ἁγία ἐστίν. 6 Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἐγώ εἰµι ὁ θεὸς τοῦ πατρός σου, θεὸς Αβραὰµ καὶ θεὸς Ισαὰκ καὶ θεὸς Ιακὼβ. 1 ὁ γαµβρός (hier:) Schwiegervater 2 Aor. Pass. v. ὁράοµαι erscheinen 3 ὁ βάτος Dornenstrauch 4 τί ὅτι warum

7 Ἀπέστρεψεν δὲ Μωϋσῆς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ εὐλαβεῖτο γὰρ κατεµβλέψαι ἐνώπιον τοῦ θεοῦ. 7 Εἶπεν δὲ κύριος πρὸς Μωυσῆν Ἰδὼν εἶδον τὴν κάκωσιν 5 τοῦ λαοῦ µου τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τῆς κραυγῆς αὐτῶν ἀκήκοα ἀπὸ τῶν ἐργοδιωκτῶν 6 οἶδα γὰρ τὴν ὀδύνην 7 αὐτῶν 8 Καὶ κατέβην ἐξελέσθαι αὐτοὺς ἐκ χειρὸς Αἰγυπτίων καὶ ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ τῆς γῆς ἐκείνης καὶ εἰσαγαγεῖν αὐτοὺς εἰς γῆν ἀγαθὴν καὶ πολλήν, εἰς γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ µέλι, εἰς τὸν τόπον τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ Αµορραίων καὶ Φερεζαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Εὐαίων καὶ Ιεβουσαίων. 9 Καὶ νῦν ἰδοὺ κραυγὴ τῶν υἱῶν Ισραὴλ ἥκει πρός µε, κἀγὼ ἑώρακα τὸν θλιµµόν, 8 ὃν οἱ Αἰγύπτιοι θλίβουσιν αὐτούς. 10 Καὶ νῦν δεῦρο ἀποστείλω σε πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου, καὶ ἐξάξεις τὸν λαόν µου τοὺς υἱοὺς Ισραὴηλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου. 11 Καὶ εἶπεν Μωϋσῆς πρὸς τὸν θεόν Τίς εἰµι, ὅτι πορεύσοµαι πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου, καὶ ὅτι ἐξάξω τοὺς υἱοὺς Ισραηλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου; 12 Εἶπεν δὲ ὁ θεὸς Μωυσεῖ λέγων, ὅτι Ἔσοµαι µετὰ σοῦ, καὶ τοῦτό σοι τὸ σηµεῖον, ὅτι ἐγώ σε ἐξαποστέλλω ἐν τῷ ἐξαγαγεῖν σε τὸν λαόν µου ἐξ Αἰγύπτου καὶ λατρεύσετε τῷ θεῷ ἐν τῷ ὄρει τούτῳ. 13 Καὶ εἶπεν Μωϋσῆς πρὸς τὸν θεόν Ἰδοὺ ἐγὼ ἐλεύσοµαι πρὸς τοὺς υἱοὺς Ισραηλ καὶ ἐρῶ πρὸς αὐτούς «Ὁ θεὸς τῶν πατέρων ὑµῶν ἀπέσταλκέν µε πρὸς ὑµᾶς.» Ἐρωτήσουσίν µε «Τί ὄνοµα αὐτῷ;» Τί ἐρῶ πρὸς αὐτούς; 14 Καὶ εἶπεν ὁ θεὸς πρὸς Μωυσῆν Ἐγώ εἰµι ὁ ὤν. Καὶ εἶπεν Οὕτως ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς Ισραὴλ «Ὁ ὢν ἀπέσταλκέν µε πρὸς ὑµᾶς.» 15 Καὶ εἶπεν ὁ θεὸς πάλιν πρὸς Μωυσῆν Οὕτως ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς Ισραὴλ «Κύριος ὁ θεὸς τῶν πατέρων ὑµῶν, θεὸς Αβραὰµ καὶ θεὸς Ισαὰκ καὶ θεὸς Ιακώβ, ἀπέσταλκέν µε πρὸς ὑµᾶς.» Τοῦτό µού ἐστιν ὄνοµα αἰώνιον καὶ µνηµόσυνον 9 γενεῶν γενεαῖς. 16 Ἐλθὼν οὖν συνάγαγε τὴν γερουσίαν τῶν υἱῶν Ισραὴλ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς «Κύριος ὁ θεὸς τῶν πατέρων ὑµῶν ὦπταί 10 µοι, θεὸς Αβραὰµ καὶ θεὸς Ισαὰκ καὶ θεὸς Ιακώβ, λέγων Ἐπισκοπῇ ἐπέσκεµµαι ὑµᾶς καὶ ὅσα συµβέβηκεν ὑµῖν ἐν Αἰγύπτῳ. 17 Καὶ εἶπον Ἀναβιβάσω ὑµᾶς ἐκ τῆς κακώσεως τῶν Αἰγυπτίων εἰς τὴν γῆν τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ Αµορραίων καὶ Φερεζαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Εὐαίων καὶ Ιεβουσαίων, εἰς γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ µέλι.» 18 Καὶ εἰσακούσονταί σου τῆς φωνῆς καὶ εἰσελεύσῃ σὺ καὶ ἡ γερουσία Ισραὴλ πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν «Ὁ θεὸς τῶν Εβραίων προσκέκληται 11 ἡµᾶς πορευσώµεθα οὖν ὁδὸν τριῶν ἡµερῶν εἰς τὴν ἔρηµον, ἵνα θύσωµεν τῷ θεῷ ἡµῶν.» 19 Ἐγὼ δὲ οἶδα, ὅτι οὐ προήσεται 12 ὑµᾶς Φαραὼ βασιλεὺς Αἰγύπτου πορευθῆναι, ἐὰν µὴ µετὰ χειρὸς κραταιᾶς. 20 Καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα πατάξω τοὺς Αἰγυπτίους ἐν πᾶσι τοῖς θαυµασίοις µου, οἷς ποιήσω ἐν αὐτοῖς, καὶ µετὰ ταῦτα ἐξαποστελεῖ ὑµᾶς. 21 Καὶ δώσω χάριν τῷ λαῷ τούτῳ ἐναντίον τῶν Αἰγυπτίων 5 ἡ κάκωσις Elend, Not 6 ὁ ἐργοδιώκτης Aufseher 7 ἡ ὀδύνη Schmerz, Leid 8 ὁ θλιµµός Bedrängnis 9 µνηµόσυνος 3 als Andenken 10 Perf. Pass. v. ὁράοµαι erscheinen 11 προσκαλέω herbeirufen, auffordern 12 προίηµι med.: lassen, erlauben

8 ὅταν δὲ ἀποτρέχητε, οὐκ ἀπελεύσεσθε κενοί. 22 Αἰτήσει γυνὴ παρὰ γείτονος καὶ συσκήνου 13 αὐτῆς σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ ἱµατισµόν, καὶ ἐπιθήσετε ἐπὶ τοὺς υἱοὺς ὑµῶν καὶ ἐπὶ τὰς θυγατέρας ὑµῶν καὶ σκυλεύσετε 14 τοὺς Αἰγυπτίους. 13 σύσκηνος 2 in einem Zelt zusammen wohnend, Zeltgenosse 14 σκυλεύω berauben, ausplündern Auszug aus Ägypten (Ex 14,1 31) Auf Jahwes Wort hin führt Moses sein Volk aus Ägyptens Knechtschaft. 1 Καὶ ἐλάλησεν κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων 2 Λάλησον τοῖς υἱοῖς Ισραήλ, καὶ ἀποστρέψαντες στρατοπεδευσάτωσαν ἀπέναντι τῆς ἐπαύλεως 1 ἀνὰ µέσον 2 Μαγδώλου καὶ ἀνὰ µέσον 2 τῆς θαλάσσης ἐξ ἐναντίας Βεελσεπφών, ἐνώπιον αὐτῶν στρατοπεδεύσεις ἐπὶ τῆς θαλάσσης. 3 Καὶ ἐρεῖ Φαραὼ τῷ λαῷ αὐτοῦ «Οἱ υἱοὶ Ισραὴλ πλανῶνται οὗτοι ἐν τῇ γῇ συγκέκλεικεν γὰρ αὐτοὺς ἡ ἔρηµος.» 4 Ἐγὼ δὲ σκληρυνῶ 3 τὴν καρδίαν Φαραὼ, καὶ καταδιώξεται ὀπίσω αὐτῶν καὶ ἐνδοξασθήσοµαι 4 ἐν Φαραὼ καὶ ἐν πάσῃ τῇ στρατιᾷ αὐτοῦ, καὶ γνώσονται πάντες οἱ Αἰγύπτιοι, ὅτι ἐγώ εἰµι κύριος. καὶ ἐποίησαν οὕτως. 5 Καὶ ἀνηγγέλη 5 τῷ βασιλεῖ τῶν Αἰγυπτίων, ὅτι πέφευγεν ὁ λαός καὶ µετεστράφη ἡ καρδία Φαραὼ καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ ἐπὶ τὸν λαόν, καὶ εἶπαν Τί τοῦτο ἐποιήσαµεν τοῦ ἐξαποστεῖλαι 6 τοὺς υἱοὺς Ισραὴλ τοῦ µὴ δουλεύειν ἡµῖν; 6 Ἔζευξεν οὖν Φαραὼ τὰ ἅρµατα αὐτοῦ καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ συναπήγαγεν µεθ ἑαυτοῦ 7 καὶ λαβὼν ἑξακόσια ἅρµατα ἐκλεκτὰ καὶ πᾶσαν τὴν ἵππον 7 τῶν Αἰγυπτίων καὶ τριστάτας 8 ἐπὶ πάντων. 8 Καὶ ἐσκλήρυνεν κύριος τὴν καρδίαν Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, καὶ κατεδίωξεν ὀπίσω τῶν υἱῶν Ισραὴλ οἱ δὲ υἱοὶ Ισραὴλ ἐξεπορεύοντο ἐν χειρὶ ὑψηλῇ. 9 Καὶ κατεδίωξαν οἱ Αἰγύπτιοι ὀπίσω αὐτῶν καὶ εὕροσαν 9 αὐτοὺς παρεµβεβληκότας 10 παρὰ τὴν θάλασσαν, καὶ πᾶσα ἡ ἵππος καὶ τὰ ἅρµατα Φαραὼ καὶ οἱ ἱππεῖς καὶ ἡ στρατιὰ αὐτοῦ ἀπέναντι τῆς ἐπαύλεως ἐξ ἐναντίας Βεελσεπφὼν. 10 Καὶ Φαραὼ προσῆγεν καὶ ἀναβλέψαντες οἱ υἱοὶ Ισραὴλ τοῖς ὀφθαλµοῖς ὁρῶσιν, καὶ οἱ Αἰγύπτιοι ἐστρατοπέδευσαν ὀπίσω αὐτῶν, καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα ἀνεβόησαν δὲ οἱ υἱοὶ Ισραὴλ πρὸς κύριον. 11 Καὶ εἶπαν πρὸς Μωυσῆν Παρὰ 11 τὸ µὴ ὑπάρχειν µνήµατα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ἐξήγαγες ἡµᾶς θανατῶσαι 12 ἐν τῇ ἐρήµῳ; Τί τοῦτο ἐποίησας ἡµῖν ἐξαγαγὼν ἐξ Αἰγύπτου; 12 Οὐ τοῦτο ἦν τὸ ῥῆµα, ὃ ἐλαλήσαµεν πρὸς σὲ ἐν Αἰγύπτῳ λέγοντες «Πάρες 13 ἡµᾶς, ὅπως δουλεύσωµεν τοῖς Αἰγυπτίοις; κρεῖσσον γὰρ ἡµᾶς δουλεύειν τοῖς Αἰγυπτίοις ἢ ἀποθανεῖν ἐν τῇ ἐρήµῳ ταύτῃ.» 13 Εἶπεν δὲ Μωϋσῆς πρὸς τὸν λαόν Θαρσεῖτε στῆτε καὶ ὁρᾶτε τὴν σωτηρίαν τὴν παρὰ τοῦ θεοῦ, ἣν ποιήσει ἡµῖν σήµερον ὃν τρόπον γὰρ ἑωράκατε τοὺς Αἰγυπτίους σήµερον, οὐ προσθήσεσθε 14 ἔτι ἰδεῖν αὐτοὺς εἰς τὸν αἰῶνα χρόνον. 14 Κύριος πολεµήσει περὶ ὑµῶν, καὶ ὑµεῖς σιγήσετε. 15 1 ἡ ἔπαυλις Behausung, (milit.) Quartier 2 ἀνὰ µέσον... ἀνὰ µέσον zwischen.. und 3 σκληρύνω verhärten 4 ἐνδοξάζοµαι verherrlicht werden 5 Aor.Pass.3.P.Sg. v. ἀνηγγέλη 6 τοῦ ἐξαποστεῖλαι explikativer Infinitiv zu ἐποιήσαµεν 7 ἡ ἴππος Reiterei 8 ὁ τριστάτης Drittoberster, Oberbefehlshaber des Pharao 9 εὕροσαν = εὗρον 10 παρεµβάλλω sich in Schlachtordung aufstellen 11 παρά + AcI kausale Adverbialangabe; hier ironisch gemeint! 12 θανατόω töten, sterben lassen 13 Aor.Imper.A. v παρίηµι 14 προστίθεσθαι sich verschaffen, die Gelgenheit bekommen 15 σιγάω schweigen, ruhig bleiben

9 15 Εἶπεν δὲ κύριος πρὸς Μωυσῆν Τί βοᾷς πρός µε; Λάλησον τοῖς υἱοῖς Ισραὴλ, καὶ ἀναζευξάτωσαν 16 16 καὶ σὺ ἔπαρον 17 τῇ ῥάβδῳ σου καὶ ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὴν θάλασσαν καὶ ῥῆξον 18 αὐτήν, καὶ εἰσελθάτωσαν οἱ υἱοὶ Ισραὴλ εἰς µέσον τῆς θαλάσσης κατὰ τὸ ξηρόν. 17 Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ σκληρυνῶ τὴν καρδίαν Φαραὼ καὶ τῶν Αἰγυπτίων πάντων, καὶ εἰσελεύσονται ὀπίσω αὐτῶν καὶ ἐνδοξασθήσοµαι ἐν Φαραὼ καὶ ἐν πάσῃ τῇ στρατιᾷ αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς ἅρµασιν καὶ ἐν τοῖς ἵπποις αὐτοῦ. 18 Καὶ γνώσονται πάντες οἱ Αἰγύπτιοι, ὅτι ἐγώ εἰµι κύριος ἐνδοξαζοµένου µου ἐν Φαραὼ καὶ ἐν τοῖς ἅρµασιν καὶ ἵπποις αὐτοῦ. 19 Ἐξῆρεν 19 δὲ ὁ ἄγγελος τοῦ θεοῦ ὁ προπορευόµενος τῆς παρεµβολῆς 20 τῶν υἱῶν Ισραὴλ καὶ ἐπορεύθη ἐκ τῶν ὄπισθεν ἐξῆρεν δὲ καὶ ὁ στῦλος τῆς νεφέλης ἀπὸ προσώπου αὐτῶν καὶ ἔστη ἐκ τῶν ὀπίσω αὐτῶν. 20 Καὶ εἰσῆλθεν ἀνὰ µέσον τῆς παρεµβολῆς τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἀνὰ µέσον τῆς παρεµβολῆς Ισραὴλ καὶ ἔστη καὶ ἐγένετο σκότος καὶ γνόφος, 21 καὶ διῆλθεν ἡ νύξ, καὶ οὐ συνέµιξαν 22 ἀλλήλοις ὅλην τὴν νύκτα 21 Ἐξέτεινεν δὲ Μωϋσῆς τὴν χεῖρα ἐπὶ τὴν θάλασσαν, καὶ ὑπήγαγεν κύριος τὴν θάλασσαν ἐν ἀνέµῳ νότῳ βιαίῳ ὅλην τὴν νύκτα καὶ ἐποίησεν τὴν θάλασσαν ξηράν, καὶ ἐσχίσθη 23 τὸ ὕδωρ. 22 Καὶ εἰσῆλθον οἱ υἱοὶ Ισραὴλ εἰς µέσον τῆς θαλάσσης κατὰ τὸ ξηρόν, καὶ τὸ ὕδωρ αὐτοῖς τεῖχος ἐκ δεξιῶν καὶ τεῖχος ἐξ εὐωνύµων. 23 Κατεδίωξαν δὲ οἱ Αἰγύπτιοι καὶ εἰσῆλθον ὀπίσω αὐτῶν, πᾶσα ἡ ἵππος Φαραὼ καὶ τὰ ἅρµατα καὶ οἱ ἀναβάται, 24 εἰς µέσον τῆς θαλάσσης. 24 Ἐγενήθη 25 δὲ ἐν τῇ φυλακῇ τῇ ἑωθινῇ 26 καὶ ἐπέβλεψεν κύριος ἐπὶ τὴν παρεµβολὴν τῶν Αἰγυπτίων ἐν στύλῳ πυρὸς καὶ νεφέλης καὶ συνετάραξεν τὴν παρεµβολὴν τῶν Αἰγυπτίων 25 καὶ συνέδησεν 27 τοὺς ἄξονας τῶν ἁρµάτων αὐτῶν καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς µετὰ βίας. Καὶ εἶπαν οἱ Αἰγύπτιοι Φύγωµεν ἀπὸ προσώπου Ισραὴλ ὁ γὰρ κύριος πολεµεῖ περὶ αὐτῶν τοὺς Αἰγυπτίους. 26 Εἶπεν δὲ κύριος πρὸς Μωυσῆν Ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὴν θάλασσαν, καὶ ἀποκαταστήτω τὸ ὕδωρ καὶ ἐπικαλυψάτω τοὺς Αἰγυπτίους, ἐπί τε τὰ ἅρµατα καὶ τοὺς ἀναβάτας. 27 Ἐξέτεινεν δὲ Μωϋσῆς τὴν χεῖρα ἐπὶ τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπεκατέστη τὸ ὕδωρ πρὸς ἡµέραν 28 ἐπὶ χώρας οἱ δὲ Αἰγύπτιοι ἔφυγον ὑπὸ τὸ ὕδωρ, καὶ ἐξετίναξεν 29 κύριος τοὺς Αἰγυπτίους µέσον τῆς θαλάσσης. 28 Καὶ ἐπαναστραφὲν τὸ ὕδωρ ἐκάλυψεν τὰ ἅρµατα καὶ τοὺς ἀναβάτας καὶ πᾶσαν τὴν δύναµιν Φαραὼ τοὺς εἰσπεπορευµένους ὀπίσω αὐτῶν εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ οὐ κατελείφθη ἐξ αὐτῶν οὐδὲ εἷς. 29 Οἱ δὲ υἱοὶ Ισραὴλ ἐπορεύθησαν διὰ ξηρᾶς ἐν µέσῳ τῆς θαλάσσης, τὸ δὲ ὕδωρ αὐτοῖς τεῖχος ἐκ δεξιῶν καὶ τεῖχος ἐξ εὐωνύµων. 30 Καὶ ἐρρύσατο κύριος τὸν Ισραὴλ ἐν τῇ ἡµέρᾳ ἐκείνῃ ἐκ χειρὸς τῶν Αἰγυπτίων καὶ εἶδεν Ισραὴλ τοὺς Αἰγυπτίους τεθνηκότας παρὰ τὸ χεῖλος 30 τῆς θαλάσσης. 31 Εἶδεν δὲ Ισραὴλ τὴν 16 ἀναζεύγνυµι (mit dem Wagen) aufbrechen 17 Aor. Imper. Sg. v. ἐπαίρω sich erheben 18 Aor. Imper. Sg. v. ῥήγνυµι 19 ἐξαίρω intr.: sich erheben 20 ἡ παρερµβολή Lager, Heer 21 ὁ γνόφος Verfinsterung, Dunkelheit 22 συµµείγνυµι intrans.: sich vermischen, zusammenkommen, aufeinandergeraten 23 σχίζω spalten 24 ὁ ἀναβάτης Reiter 25 ἐγενήθη = ἐγένεντο 26 ἑωθινός 3 morgentlich, am Morgen 27 συνδέω (hier:) blockieren 28 πρὸς ἡµέραν gegen den Tagesanbruch, gegen Morgen 29 ἐκτινάσσω abschütteln, abstoßen 30 τὸ χεῖλος Lippe, Rand, Ufer

10 χεῖρα τὴν µεγάλην, ἃ ἐποίησεν κύριος τοῖς Αἰγυπτίοις ἐφοβήθη δὲ ὁ λαὸς τὸν κύριον καὶ ἐπίστευσαν τῷ θεῷ καὶ Μωυσῇ τῷ θεράποντι αὐτοῦ. Aus dem Buch Josua Josua fit the battle o Jericho (Jos 6,1 21) Josua erobert die Stadt Jericho. 1 Καὶ Ιεριχὼ συγκεκλεισµένη καὶ ὠχυρωµένη, 1 καὶ οὐθεὶς 2 ἐξεπορεύετο ἐξ αὐτῆς οὐδὲ εἰσεπορεύετο. 2 Καὶ εἶπεν κύριος πρὸς Ἰησοῦν 3 Ἰδοὺ, ἐγὼ παραδίδωµι ὑποχείριόν 4 σου τὴν Ιεριχὼ καὶ τὸν βασιλέα αὐτῆς τὸν ἐν αὐτῇ δυνατοὺς ὄντας ἐν ἰσχύι 3 σὺ δὲ περίστησον αὐτῇ τοὺς µαχίµους 5 κύκλῳ. 5 Καὶ ἔσται ὡς ἂν σαλπίσητε τῇ σάλπιγγι, ἀνακραγέτω 6 πᾶς ὁ λαὸς ἅµα, καὶ ἀνακραγόντων αὐτῶν πεσεῖται αὐτόµατα τὰ τείχη τῆς πόλεως, καὶ εἰσελεύσεται πᾶς ὁ λαὸς ὁρµήσας ἕκαστος κατὰ πρόσωπον εἰς τὴν πόλιν. 6 Καὶ εἰσῆλθεν Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ 7 πρὸς τοὺς ἱερεῖς 7 καὶ εἶπεν αὐτοῖς λέγων Παραγγείλατε τῷ λαῷ περιελθεῖν καὶ κυκλῶσαι τὴν πόλιν, καὶ οἱ µάχιµοι παραπορευέσθωσαν ἐνωπλισ- µένοι ἐναντίον κυρίου. 8 Καὶ ἑπτὰ ἱερεῖς ἔχοντες ἑπτὰ σάλπιγγας ἱερὰς παρελθέτωσαν ὡσαύτως ἐναντίον τοῦ κυρίου καὶ σηµαινέτωσαν εὐτόνως, 8 καὶ ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης 9 κυρίου ἐπακολουθείτω. 9 Οἱ δὲ µάχιµοι ἔµπροσθεν παραπορευέσθωσαν καὶ οἱ ἱερεῖς οἱ οὐραγοῦντες 10 ὀπίσω τῆς κιβωτοῦ τῆς διαθήκης κυρίου πορευόµενοι καὶ σαλπίζοντες. 10 Τῷ δὲ λαῷ ἐνετείλατο Ἰησοῦς λέγων Μὴ βοᾶτε, µηδὲ ἀκουσάτω µηθεὶς ὑµῶν τὴν φωνήν, ἕως ἂν ἡµέραν αὐτὸς διαγγείλῃ ἀναβοῆσαι, καὶ τότε ἀναβοήσετε. 11 Καὶ περιελθοῦσα ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης τοῦ θεοῦ τὴν πόλιν εὐθέως ἀπῆλθεν εἰς τὴν παρεµβολὴν 11 καὶ ἐκοιµήθη 12 ἐκεῖ. 12 Καὶ τῇ ἡµέρᾳ τῇ δευτέρᾳ ἀνέστη Ἰησοῦς τὸ πρωί, καὶ ἦραν οἱ ἱερεῖς τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης κυρίου, 13 καὶ οἱ ἑπτὰ ἱερεῖς οἱ φέροντες τὰς σάλπιγγας τὰς ἑπτὰ προεπορεύοντο ἐναντίον κυρίου, καὶ µετὰ ταῦτα εἰσεπορεύοντο οἱ µάχιµοι καὶ ὁ λοιπὸς ὄχλος ὄπισθε τῆς κιβωτοῦ τῆς διαθήκης κυρίου καὶ οἱ ἱερεῖς ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι, καὶ ὁ λοιπὸς ὄχλος ἅπας περιεκύκλωσε τὴν πόλιν ἐγγύθεν. 14 Καὶ ἀπῆλθεν πάλιν εἰς τὴν παρεµβολήν. Οὕτως ἐποίει ἐπὶ ἓξ ἡµέρας. 15 Καὶ τῇ ἡµέρᾳ τῇ ἑβδόµῃ ἀνέστησαν ὄρθρου 13 καὶ περιήλθοσαν τὴν πόλιν ἑξάκις. 16 Καὶ τῇ περιόδῳ τῇ ἑβδόµῃ ἐσάλπισαν οἱ ἱερεῖς, καὶ εἶπεν Ἰησοῦς τοῖς υἱοῖς Ισραηλ Κεκράξατε παρέδωκεν γὰρ κύριος ὑµῖν τὴν πόλιν. 17 Καὶ ἔσται ἡ πόλις ἀνάθεµα, 14 αὐτὴ καὶ πάντα, ὅσα ἐστὶν ἐν αὐτῇ, κυρίῳ Σαβαώθ 15 πλὴν Ραὰβ τὴν πόρνην περιποιήσασθε, 16 αὐτὴν καὶ ὅσα ἐστὶν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτῆς. 18 Ἀλλὰ ὑµεῖς φυλάξασθε σφόδρα ἀπὸ τοῦ ἀναθέµατος, µήποτε ἐνθυµη- 1 ὁχυρόω fest machen 2 οὐθείς = οὐδείς 3 Ἰησοῦς griech. Wiedergabe von hebr. J(eh)oshua 4 ὑποχείριος 2 zur / in die Hand 5 µάχιµος 3 kriegerisch; Krieger 6 ἀνακράζω aufschreien, brüllen 7 Ναυής Nun; Vater des Josua 8 εὔτονος 2 kräftig, intensiv 9 ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης die Bundeslade 10 οὐραγέω die Nachhult bilden 11 ἡ παρερµβολή Lager, Heer 12 κοιµάοµαι schlafen, übernachten 13 ὁ ὄρθρος Morgenfrühe 14 τὸ ἀνάθεµα Bann; verflucht 15 Σαβαώθ Sabaoth 16 περιποιέω erhalten, verschonen

11 θέντες 17 ὑµεῖς αὐτοὶ λάβητε ἀπὸ τοῦ ἀναθέµατος καὶ ποιήσητε τὴν παρεµβολὴν τῶν υἱῶν Ισραηλ ἀνάθεµα καὶ ἐκτρίψητε 18 ἡµᾶς. 19 Καὶ πᾶν ἀργύριον ἢ χρυσίον ἢ χαλκὸς ἢ σίδηρος ἅγιον ἔσται τῷ κυρίῳ, εἰς θησαυρὸν κυρίου εἰσενεχθήσεται. 20 Καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξιν οἱ ἱερεῖς ὡς δὲ ἤκουσεν ὁ λαὸς τὴν φωνὴν τῶν σαλπίγγων, ἠλάλαξεν 19 πᾶς ὁ λαὸς ἅµα ἀλαλαγµῷ µεγάλῳ καὶ ἰσχυρῷ. Καὶ ἔπεσεν ἅπαν τὸ τεῖχος κύκλῳ, καὶ ἀνέβη πᾶς ὁ λαὸς εἰς τὴν πόλιν. 21 Καὶ ἀνεθεµάτισεν 20 αὐτὴν Ἰησοῦς καὶ ὅσα ἦν ἐν τῇ πόλει ἀπὸ ἀνδρὸς καὶ ἕως γυναικός, ἀπὸ νεανίσκου καὶ ἕως πρεσβύτου καὶ ἕως µόσχου καὶ ὑποζυγίου, 21 ἐν στόµατι ῥοµφαίας. 17 ἐνθυµέοµαι begehren 18 ἐκτρίβω aufreiben, zerstören 19 ἀλαλάζω laut schreien, jubeln 20 ἀναθεµατίζω verfluchen, dem Untergang preisgeben 21 τὸ ὑποζύγιον Zugtier, Esel Aus dem Buch Judith Judith und Holofernes (Jud 13,1 21) Judith gelingt es, in einem günstigen Moment, aus ihrer Gefangenschaft im feindlichen Lager zu entkommen. 1 Ὡς δὲ ὀψία 1 ἐγένετο, ἐσπούδασαν οἱ δοῦλοι αὐτοῦ 2 ἀναλύειν 3 καὶ Βαγώας συνέκλεισεν τὴν σκηνὴν ἔξωθεν καὶ ἀπέκλεισεν τοὺς παρεστῶτας ἐκ προσώπου τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ ἀπῴχοντο εἰς τὰς κοίτας 4 αὐτῶν ἦσαν γὰρ πάντες κεκοπωµένοι 5 διὰ τὸ ἐπὶ πλεῖον 6 γεγονέναι τὸν πότον. 2 Ὑπελείφθη 7 δὲ Ἰουδὶθ µόνη ἐν τῇ σκηνῇ καὶ Ὁλοφέρνης προπεπτωκὼς ἐπὶ τὴν κλίνην αὐτοῦ ἦν γὰρ περικεχυµένος 8 αὐτῷ ὁ οἶνος. 3 Καὶ εἶπεν Ἰουδὶθ τῇ δούλῃ αὐτῆς στῆναι ἔξω τοῦ κοιτῶνος 9 αὐτῆς καὶ ἐπιτηρεῖν 10 τὴν ἔξοδον αὐτῆς, καθάπερ 11 καθ ἡµέραν 12 ἐξελεύσεσθαι γὰρ ἔφη ἐπὶ τὴν προσευχὴν αὐτῆς καὶ τῷ Βαγώᾳ ἐλάλησεν κατὰ τὰ ῥήµατα ταῦτα. 4 Καὶ ἀπήλθοσαν 13 πάντες ἐκ προσώπου καὶ οὐδεὶς κατελείφθη 14 ἐν τῷ κοιτῶνι ἀπὸ µικροῦ 15 ἕως µεγάλου καὶ στᾶσα Ἰουδὶθ παρὰ τὴν κλίνην αὐτοῦ εἶπεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς Κύριε, ὁ θεὸς πάσης δυνάµεως, ἐπίβλεψον ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν µου εἰς ὕψωµα 16 Ἰερουσαληµ, 5 ὅτι νῦν καιρὸς ἀντιλαβέσθαι 17 τῆς κληρονοµίας 18 σου καὶ ποιῆσαι τὸ ἐπιτήδευµά 19 µου εἰς θραῦσµα 20 ἐχθρῶν, οἳ ἐπανέστησαν 21 ἡµῖν. 6 Καὶ προσελθοῦσα τῷ κανόνι 22 τῆς κλίνης, ὃς ἦν πρὸς κεφαλῆς Ὁλοφέρνου, καθεῖλεν τὸν ἀκινάκην 23 αὐτοῦ ἀπ αὐτοῦ. 7 Καὶ ἐγγίσασα τῆς κλίνης ἐδράξατο 24 τῆς κόµης τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ εἶπεν Κραταίωσόν 25 µε, κύριε ὁ θεὸς Ἰσραὴλ, ἐν τῇ ἡµέρᾳ ταύτῃ. 8 Καὶ ἐπάταξεν 26 εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ δὶς ἐν 27 τῇ ἰσχύι αὐτῆς καὶ ἀφεῖλεν τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀπ αὐτοῦ. 9 Καὶ ἀπεκύλισε 28 τὸ σῶµα αὐτοῦ ἀπὸ τῆς στρωµνῆς 29 καὶ ἀφεῖλε τὸ κωνώπιον 30 ἀπὸ τῶν στύλων 31 καὶ µετ ὀλίγον 32 ἐξῆλθεν καὶ παρέδωκεν τῇ ἅβρᾳ 33 αὐτῆς τὴν κεφαλὴν Ὁλοφέρνου. 10 Καὶ ἐνέβαλεν αὐτὴν εἰς τὴν πήραν τῶν 1 ὀψία spät, Abend 2 αὐτοῦ scil. Holophernes 3 ἀναλύω aufbrechen, losgehen 4 ἡ κοίτη Lager, Bett 5 κοπόω ermüden, ermatten 6 ἐπὶ πλεῖον zu viel 7 ὑπολείποµαι übrigbleiben 8 περιχέω überschütten (mit Wein) (vgl.: sich volllaufen lassen ) 9 ὁ κοιτῶν Schlafgemach 10 ἐπιτηρέω bewachen 11 καθάπερ = ὥσπερ 12 καθ ἡµέραν täglich 13 ἀπήλθοσαν = ἀπῆλθον 14 καταλείποµαι = ὑπολείποµαι 15 ἀπὸ µικροῦ ἕως µεγάλου von klein bis groß 16 τὸ ὕψωµα Erhöhung, Verherrlichung 17 ἀντιλαµβάνοµαι (+Gen) sich einer Sache annehmen 18 ἡ κληρονοµία Erbe, Erbbesitz 19 τὸ ἐπτήδευµα Bestreben, Vorhaben 20 τὸ θραῦσµα Vernichtung 21 ἐπανίσταµαι sich erheben gegen 22 ὁ κανών Rohr (als Fuß des Bettgestells) 23 ὁ ἀκινάκης Krummsäbel 24 δράσσοµαι (+Gen) erfassen, ergreifen 25 κραταιόω stärken 26 πατάσσω schlagen 27 ἐν (hier instrumental:) mit 28 ἀποκυλίω wegrollen 29 ἡ στρωµνή Lager, Bettpolster

12 βρωµάτων αὐτῆς, καὶ ἐξῆλθον αἱ δύο ἅµα κατὰ τὸν ἐθισµὸν 34 αὐτῶν ἐπὶ τὴν προσευχήν καὶ διελθοῦσαι τὴν παρεµβολὴν 35 ἐκύκλωσαν τὴν φάραγγα 36 ἐκείνην καὶ προσανέβησαν τὸ ὄρος Βαιτύλουα 37 καὶ ἤλθοσαν πρὸς τὰς πύλας αὐτῆς. 11 Καὶ εἶπεν Ἰουδὶθ µακρόθεν τοῖς φυλάσσουσιν ἐπὶ τῶν πυλῶν Ανοίξατε, ἀνοίξατε δὴ τὴν πύλην, µεθ ἡµῶν ὁ θεὸς, ὁ θεὸς ἡµῶν ποιῆσαι 38 ἔτι ἰσχὺν ἐν Ἰσραὴλ καὶ κράτος 39 κατὰ τῶν ἐχθρῶν, καθὰ 40 καὶ σήµερον ἐποίησεν. 12 Καὶ ἐγένετο, ὡς ἤκουσαν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως αὐτῆς τὴν φωνὴν αὐτῆς, ἐσπούδασαν τοῦ καταβῆναι ἐπὶ τὴν πύλην τῆς πόλεως αὐτῶν καὶ συνεκάλεσαν τοὺς πρεσβυτέρους τῆς πόλεως. 13 Καὶ συν- έδραµον πάντες ἀπὸ µικροῦ ἕως µεγάλου αὐτῶν, ὅτι παράδοξον 41 ἦν αὐτοῖς τὸ ἐλθεῖν αὐτήν, καὶ ἤνοιξαν τὴν πύλην καὶ ὑπεδέξαντο 42 αὐτὰς καὶ ἅψαντες 43 πῦρ εἰς φαῦσιν 44 περιεκύκλωσαν αὐτάς. 14 Ἡ δὲ εἶπεν πρὸς αὐτοὺς φωνῇ µεγάλῃ Αἰνεῖτε τὸν θεόν, αἰνεῖτε, αἰνεῖτε τὸν θεόν, ὃς οὐκ ἀπέστησεν 45 τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ οἴκου Ἰσραήλ, ἀλλ ἔθραυσε 46 τοὺς ἐχθροὺς ἡµῶν διὰ χειρός µου ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ. 15 Καὶ προελοῦσα τὴν κεφαλὴν ἐκ τῆς πήρας ἔδειξεν καὶ εἶπεν αὐτοῖς Ἰδοὺ ἡ κεφαλὴ Ὁλοφέρνου, ἀρχιστρατήγου δυνάµεως Ἀσσοὺρ καὶ ἰδοὺ τὸ κωνώπιον, ἐν ᾧ κατέκειτο 47 ἐν ταῖς µέθαις 48 αὐτοῦ καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν ὁ κύριος ἐν χειρὶ θηλείας. 16 Καὶ ζῇ κύριος, ὃς διεφύλαξέν µε ἐν τῇ ὁδῷ µου, ᾗ ἐπορεύθην, ὅτι ἠπάτησεν 49 αὐτὸν τὸ πρόσωπόν µου εἰς ἀπώλειαν αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐποίησεν ἁµάρτηµα µετ ἐµοῦ εἰς µίασµα 50 καὶ αἰσχύνην. 51 30 τὸ κωνώπιον Mosquitonetz 31 ὁ στῦλος Pfeiler, Stange 32 µετ ὀλίγον nach kurzer Zeit 33 ἡ ἅβρα Zofe, Sklavin 34 κατὰ τὸν ἐθισµόν nach ihrer Gewohnheit 35 ἡ παρεµβολή Heereslager 36 ἡ φάραγξ Schlucht 37 Βαιτύλουα Betulia (Stadt in Persien) 38 ποιῆσαι finaler Inf.: um zu... 39 τὸ κράτος Stärke, Macht 40 καθά = καθάπερ 41 παράδοξος 2 widersinnig, seltsam 42 ὑποδέχοµαι aufnehmen, empfangen 43 ἅπτω anzünden 44 ἡ φαῦσις Signalfeuer, Beleuchtung 45 ἀφίστηµι wegstellen, entfernen 46 θραύω vernichten 47 κατέκειτο Plusqupf. zu κατάκειται 48 ἡ µέθη Rausch, Trunkenheit 49 ἀπατάω verleiten, verführen 50 τὸ µίασµα Befleckung 51 ἡ αἰσχύνη Schande Aus dem Buch Daniel Mene, Tekel, Uparsin Das Gastmahl des Belschazar (Dan 5,1 30) Während eines großen Festessens des Königs der Chaldäer erscheint ein fürchterliches Zeichen an der Wand. 1 Βαλτασὰρ 1 ὁ βασιλεὺς ἐποίησεν ἑστιατορίαν 2 µεγάλην τοῖς ἑταίροις αὐτοῦ καὶ ἔπινεν οἶνον. 2 Καὶ ἀνυψώθη 3 ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ εἶπεν ἐνέγκαι 4 τὰ σκεύη τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀργυρᾶ τοῦ οἴκου τοῦ θεοῦ, ἃ ἤνεγκε Ναβουχοδόνοσορ 5 ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἀπὸ Ιερουσαλήµ, καὶ οἰνοχοῆσαι ἐν αὐτοῖς τοῖς ἑταίροις αὐτοῦ. 3 Καὶ ἠνέχθη, καὶ ἔπινον ἐν αὐτοῖς 4 καὶ ηὐλόγουν τὰ εἴδωλα τὰ χειροποίητα αὐτῶν, καὶ τὸν θεὸν τοῦ αἰῶνος οὐκ εὐλόγησαν τὸν ἔχοντα τὴν ἐξουσίαν τοῦ πνεύµατος αὐτῶν. 5 Ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ ἐξῆλθον δάκτυλοι ὡσεὶ χειρὸς ἀνθρώπου καὶ ἔγραψαν ἐπὶ τοῦ τοίχου τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ κονιάµατος 6 κατέναντι τοῦ φωτὸς 7 ἔναντι τοῦ βασιλέως Βαλτασάρ, καὶ εἶδε χεῖρα 1 Βαλτασάρ Belschazzar 2 ἡ ἑστιατορια Bewirtung, Festessen 3 ἀνυψόω erhöhen, erfreuen 4 Inf. Aor.A.v. φέρω 5 Ναβουχοδόνοσορ Nebukadnezzar 6 τὸ κονίαµα Kalkanstrich, Verputz 7 τὸ φῶς (hier:) Beleuchtung, Leuchter

13 γράφουσαν. 6 Καὶ ἡ ὅρασις αὐτοῦ ἠλλοιώθη, 8 καὶ φόβοι καὶ ὑπόνοιαι 9 αὐτὸν κατέσπευδον. 10 Ἔσπευσεν οὖν ὁ βασιλεὺς καὶ ἐξανέστη καὶ ἑώρα 11 τὴν γραφὴν ἐκείνην, καὶ οἱ συνεταῖροι κύκλῳ αὐτοῦ ἐκαυχῶντο. 12 7 Καὶ ὁ βασιλεὺς ἐφώνησε φωνῇ µεγάλῃ καλέσαι τοὺς ἐπαοιδοὺς 13 καὶ φαρµακοὺς 14 καὶ Χαλδαίους καὶ γαζαρηνοὺς 15 ἀπαγγεῖλαι τὸ σύγκριµα τῆς γραφῆς. Καὶ εἰσεπορεύοντο ἐπὶ θεωρίαν ἰδεῖν τὴν γραφήν, καὶ τὸ σύγκριµα 16 τῆς γραφῆς οὐκ ἐδύναντο συγκρῖναι 17 τῷ βασιλεῖ. Τότε ὁ βασιλεὺς ἐξέθηκε πρόσταγµα 18 λέγων Πᾶς ἀνήρ, ὃς ἂν ὑποδείξῃ τὸ σύγκριµα τῆς γραφῆς, στολιεῖ 19 αὐτὸν πορφύραν καὶ µανιάκην 20 χρυσοῦν περιθήσει αὐτῷ, καὶ δοθήσεται αὐτῷ ἐξουσία τοῦ τρίτου µέρους τῆς βασιλείας. 8 Καὶ εἰσεπορεύοντο οἱ ἐπαοιδοὶ καὶ φαρµακοὶ καὶ γαζαρηνοί, καὶ οὐκ ἠδύνατο οὐδεὶς τὸ σύγκριµα τῆς γραφῆς ἀπαγγεῖλαι. 9 Τότε ὁ βασιλεὺς ἐκάλεσε τὴν βασίλισσαν περὶ τοῦ σηµείου καὶ ὑπέδειξεν αὐτῇ, ὡς µέγα ἐστί, καὶ ὅτι πᾶς ἄνθρωπος οὐ δύναται ἀπαγγεῖλαι τῷ βασιλεῖ τὸ σύγκριµα τῆς γραφῆς. 10 Τότε ἡ βασίλισσα ἐµνήσθη πρὸς αὐτὸν περὶ τοῦ ανιήλ, ὃς ἦν ἐκ τῆς αἰχµαλωσίας 21 τῆς Ἰουδαίας, 11 καὶ εἶπε τῷ βασιλεῖ Ὁ ἄνθρωπος ἐπιστήµων ἦν καὶ σοφὸς καὶ ὑπερέχων 22 πάντας τοὺς σοφοὺς Βαβυλῶνος, 12 καὶ πνεῦµα ἅγιον ἐν αὐτῷ ἐστι. Καὶ ἐν ταῖς ἡµέραις τοῦ πατρός σου τοῦ βασιλέως συγκρίµατα ὑπέρογκα 23 ὑπέδειξε Ναβουχοδόνοσορ τῷ πατρί σου. 13 Τότε ανιὴλ εἰσήχθη πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς εἶπεν αὐτῷ 16 Ὦ ανιήλ, δύνῃ 24 µοι ὑποδεῖξαι τὸ σύγκριµα τῆς γραφῆς; καὶ στολιῶ σε πορφύραν καὶ µανιάκην χρυσοῦν περιθήσω σοι, καὶ ἕξεις ἐξουσίαν τοῦ τρίτου µέρους τῆς βασιλείας µου. 17 Τότε ανιὴλ ἔστη κατέναντι τῆς γραφῆς καὶ ἀνέγνω 25 καὶ οὕτως ἀπεκρίθη τῷ βασιλεῖ Αὕτη ἡ γραφή «Ἠρίθµηται, 26 κατελογίσθη, 27 ἐξῆρται.» 28 Καὶ ἔστη ἡ γράψασα χείρ. Καὶ αὕτη ἡ σύγκρισις αὐτῶν. 23 Βασιλεῦ, σὺ ἐποιήσω ἑστιατορίαν τοῖς φίλοις σου καὶ ἔπινες οἶνον, καὶ τὰ σκεύη τοῦ οἴκου τοῦ θεοῦ τοῦ ζῶντος ἠνέχθη σοι, καὶ ἐπίνετε ἐν αὐτοῖς σὺ καὶ οἱ µεγιστᾶνές 29 σου καὶ ᾐνέσατε 30 πάντα τὰ εἴδωλα τὰ χειροποίητα τῶν ἀνθρώπων καὶ τῷ θεῷ τῷ ζῶντι οὐκ εὐλογήσατε, καὶ τὸ πνεῦµά σου ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, καὶ τὸ βασίλειόν σου αὐτὸς ἔδωκέ σοι, καὶ οὐκ εὐλόγησας αὐτὸν οὐδὲ ᾔνεσας αὐτῷ. 26-28 Τοῦτο τὸ σύγκριµα τῆς γραφῆς ἠρίθµηται 26 ὁ χρόνος σου τῆς βασιλείας, ἀπολήγει 31 ἡ βασιλεία σου, συντέτµηται 32 καὶ συντετέλεσται 33 ἡ βασιλεία σου, τοῖς Μήδοις καὶ τοῖς Πέρσαις δίδοται. 29 Τότε Βαλτασὰρ ὁ βασιλεὺς ἐνέδυσε τὸν ανιὴλ πορφύραν καὶ µανιάκην χρυσοῦν περιέθηκεν αὐτῷ καὶ ἔδωκεν ἐξουσίαν αὐτῷ τοῦ τρίτου µέρους τῆς βασιλείας αὐτοῦ. 30 Καὶ τὸ σύγκριµα ἐπῆλθε Βαλτασὰρ τῷ βασιλεῖ, καὶ τὸ βασίλειον ἐξῆρται ἀπὸ τῶν Χαλδαίων καὶ ἐδόθη τοῖς Μήδοις καὶ τοῖς Πέρσαις. 8 ἀλλοιόω verändern 9 ἡ ὑπόνοια Verdacht, Vermutung 10 κατασπεύδω beschleunigen 11 Impf.3..P.Sg.A.v. ὡράω 12 καυχάοµαι prahlen, protzen 13 ὁ ἐπαοιδὸς Beschwörer 14 ὁ φαρµακός Giftmischer 15 ὁ γαζαρηνός Sterndeuter, Wahrsager 16 τὸ σύγκριµα Zusammensetzung, das Ganze 17 συγκρίνω beurteilen, deuten 18 τὸ πρόσταγµα Anordnung, Befehl 19 στολίζω ausstatten, kleiden 20 ὁ µανιάκης Halsband, Halskette 21 ἡ αἰχµαλωσία Kriegsgefangenschaft 22 ὑπερέχω überragen, übertreffen 23 ὑπέρογκος 2 überragend groß 24 Präs.2.P.Sg.v. δύναµαι 25 ἀναγιγνώσκω vorlesen 26 Perf.Pass.3.P.S.v. ἀριθµέω zählen 27 Perf.Pass.3.P.S.v. καταλογίζω dazurechnen, registrieren 28 Perf.Pass.3.P.S.v. ἐξαιρω wegnehmen 29 οἱ µεγιστᾶνες Vornehmen, Fürsten 30 Aor.2.P.Pl.v. αἰνέω lobpreisen 31 ἀπολήγω aufhören, zu Ende gehen 32 συντέµνω zerschneiden, aufteilen 33 συντελέω vollenden, beenden

14 Daniel in der Löwengrube (Dan 6,4 5; 14 21) Daniel wird verleumdet, verurteilt und schließlich rehabilitiert. 4 Καὶ ανιὴλ ἦν ἐνδεδυµένος πορφύραν καὶ µέγας καὶ ἔνδοξος 1 ἔναντι αρείου τοῦ βασιλέως, κάθοτι ἦν ἐπιστήµων καὶ συνετός, καὶ πνεῦµα ἅγιον ἐν αὐτῷ. 5 Καὶ οἱ τακτικοὶ 2 καὶ οἱ σατράπαι ἐζήτουν πρόφασιν εὑρεῖν κατὰ ανιὴλ.[...] 14 Καὶ εἶπαν Ἰδοὺ εὕροµεν ανιὴλ τὸν φίλον σου εὐχόµενον καὶ δεόµενον 3 τοῦ προσώπου τοῦ θεοῦ αὐτοῦ τρίς τῆς ἡµέρας. 15 Καὶ λυπούµενος ὁ βασιλεὺς εἶπεν ῥιφῆναι 4 τὸν ανιὴλ εἰς τὸν λάκκον 5 τῶν λεόντων κατὰ τὸν ὁρισµόν, 6 ὃν ἔστησε κατ αὐτοῦ. Τότε ὁ βασιλεὺς σφόδρα ἐλυπήθη ἐπὶ τῷ ανιὴλ καὶ ἐβοήθει 7 τοῦ ἐξελέσθαι αὐτὸν ἕως δυσµῶν 8 ἡλίου ἀπὸ τῶν χειρῶν τῶν σατραπῶν. 16 Καὶ οὐκ ἠδύνατο ἐξελέσθαι αὐτὸν ἀπ αὐτῶν. 17 Ἀναβοήσας 9 δὲ αρεῖος ὁ βασιλεὺς εἶπε τῷ ανιὴλ Ὁ θεός σου, ᾧ σὺ λατρεύεις ἐνδελεχῶς 10 τρὶς τῆς ἡµέρας, αὐτὸς ἐξελεῖταί σε ἐκ χειρὸς τῶν λεόντων, ἕως πρωὶ 11 θάρρει. 18 Τότε ανιὴλ ἐρρίφη εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων καὶ ἠνέχθη λίθος καὶ ἐτέθη εἰς τὸ στόµα τοῦ λάκκου καὶ ἐσφραγίσατο ὁ βασιλεὺς ἐν 12 τῷ δακτυλίῳ 13 ἑαυτοῦ καὶ ἐν τοῖς δακτυλίοις τῶν µεγιστάνων 14 αὐτοῦ, ὅπως µὴ ἀπ αὐτῶν ἀρθῇ ὁ ανιὴλ ἤ ὁ βασιλεὺς αὐτὸν ἀνασπάσῃ 15 ἐκ τοῦ λάκκου. 19 Τότε ὑπέστρεψεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὰ βασίλεια 16 αὐτοῦ καὶ ηὐλίσθη 17 νῆστις 18 καὶ ἦν λυπούµενος περὶ τοῦ ανιὴλ. Τότε ὁ θεὸς τοῦ ανιὴλ πρόνοιαν ποιούµενος αὐτοῦ ἀπέκλεισε τὰ στόµατα τῶν λεόντων καὶ οὐ παρηνώχλησαν 19 τῷ ανιήλ. 20 Καὶ ὁ βασιλεὺς αρεῖος ὤρθρισε 20 πρωὶ καὶ παρέλαβε µεθ ἑαυτοῦ τοὺς σατράπας καὶ πορευθεὶς ἔστη 21 ἐπὶ τοῦ στόµατος τοῦ λάκκου τῶν λεόντων. 21 Τότε ὁ βασιλεὺς ἐκάλεσε τὸν ανιὴλ φωνῇ µεγάλῃ µετὰ κλαυθµοῦ 22 λέγων Ὦ ανιὴλ, εἰ ἄρα 23 ζῇς καὶ ὁ θεός σου, ᾧ λατρεύεις ἐνδελεχῶς, σέσωκέ σε ἀπὸ τῶν λεόντων καὶ οὐκ ἠχρείωκάν 24 σε; 22 Τότε ανιὴλ ἐπήκουσε φωνῇ µεγάλῃ καὶ εἶπεν Βασιλεῦ, ἔτι εἰµὶ ζῶν. 23 Καὶ σέσωκέ µε ὁ θεὸς ἀπὸ τῶν λεόντων, καθότι δικαιοσύνη ἐν ἐµοὶ εὑρέθη ἐναντίον αὐτοῦ καὶ ἐναντίον δὲ σοῦ, βασιλεῦ, οὔτε ἄγνοια 25 οὔτε ἁµαρτία εὑρέθη ἐν ἐµοὶ. Σὺ δὲ ἤκουσας ἀνθρώπων πλανώντων βασιλεῖς καὶ ἔρριψάς µε εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων εἰς ἀπώλειαν. 24 Τότε συνήχθησαν πᾶσαι αἱ δυνάµεις 26 καὶ εἶδον τὸν ανιὴλ, ὡς οὐ παρηνώχλησαν αὐτῷ οἱ λέοντες. 25 Τότε οἱ δύο ἄνθρωποι ἐκεῖνοι οἱ καταµαρτυρήσαντες 27 τοῦ ανιὴλ αὐτοὶ καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν ἐρρίφησαν τοῖς λέουσι καὶ οἱ λέοντες ἀπέκτειναν αὐτοὺς καὶ ἔθλασαν 28 τὰ ὀστᾶ αὐτῶν. 26 Τότε αρεῖος ἔγραψε πᾶσι τοῖς ἔθνεσι καὶ χώραις καὶ γλώσσαις 1 ἔνδοξος 2 angesehen, berühmt 2 ὁ τακτικός (hier:) Exekutiv-Beamter 3 δέοµαι (+ Gen) flehen zu 4 ῥιφῆναι Inf. Aor. P. zu ῥίπτω 5 ὁ λάκκος Grube 6 ὁ ὁρισµός Erlass, Verordnung 7 βοηθέω helfen 8 ἡ δυσµή Untergang 9 ἀναβοάω aufschreien, rufen 10 ἐνδελεχῶς fortwährend 11 πρωὶ θάρρει der Morgen graut 12 ἐν (hier instrumental:) mit 13 τὸ δακτύλιον Siegelring 14 οἱ µεγιστάνες Fürsten 15 ἀνασπάω emporziehen 16 τὰ βασίλεια Königspalast 17 αὐλίζοµαι im Freien nächtigen 18 νῆστις, -ιος nüchtern, fastend 19 παρενοχλέω etwas zuleide tun 20 ὀρθρίζω frühmorgens aufstehen 21 ἔστη Aor.3.P. zu ἵσταµαι trat hin zu 22 ὁ κλαυθµός Weinen, Wehklagen 23 εἰ ἄρα = ἄρα Fragepartikel 24 ἀχρειόω (hier:) verletzen 25 ἡ ἄγνοια Unverstand, Schuld 26 ἡ δύναµις Macht; Mächtiger 27 καταµαρτυρέω (+Gen) verleumden 28 θλάω zermalmen

15 τοῖς οἰκοῦσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ αὐτοῦ λέγων 27 Πάντες οἱ ἄνθρωποι οἱ ὄντες ἐν τῇ βασιλείᾳ µου ἔστωσαν προσκυνοῦντες καὶ λατρεύοντες τῷ θεῷ τοῦ ανιὴλ. Αὐτὸς γάρ ἐστι θεὸς µένων καὶ ζῶν εἰς γενεὰς γενεῶν ἕως τοῦ αἰῶνος. 28 Ἐγὼ αρεῖος ἔσοµαι αὐτῷ προσκυνῶν καὶ δουλεύων πάσας τὰς ἡµέρας µου. Τὰ γὰρ εἴδωλα τὰ χειροποίητα οὐ δύνανται σῶσαι, ὡς ἐλυτρώσατο 29 ὁ θεὸς τοῦ ανιὴλ τὸν ανιὴλ. 29 Καὶ ὁ βασιλεὺς αρεῖος προσετέθη 30 πρὸς τὸ γένος αὐτοῦ καὶ ανιὴλ κατεστάθη ἐπὶ τῆς βασιλείας αρείου καὶ Κῦρος ὁ Πέρσης παρέλαβε τὴν βασιλείαν αὐτοῦ. 29 λυτρόω (medial:) für sich erretten 30 προστίθεµαι sich auf jemandes Seite stellen, jemandem gewogen sein Susanna im Bade (getrennt überliefert; =Dan. 13, 1-64) Susanna wird im Garten ihres Hauses von zwei alten Männern überrascht und verleumdet. 1 Καὶ ἦν ἀνὴρ οἰκῶν ἐν Βαβυλῶνι, καὶ ὄνοµα αὐτῷ Ιωακίµ. 2 Καὶ ἔλαβεν γυναῖκα, ᾗ ὄνοµα Σουσάννα θυγάτηρ Χελκίου, 1 καλὴ σφόδρα καὶ φοβουµένη τὸν κύριον. 3 Καὶ οἱ γονεῖς αὐτῆς δίκαιοι καὶ ἐδίδαξαν τὴν θυγατέρα αὐτῶν κατὰ τὸν νόµον Μωυσῆ. 4 Καὶ ἦν Ιωακὶµ πλούσιος σφόδρα, καὶ ἦν αὐτῷ παράδεισος γειτνιῶν 2 τῷ οἴκῳ αὐτοῦ καὶ πρὸς αὐτὸν προσήγοντο 3 οἱ Ιουδαῖοι διὰ 4 τὸ εἶναι αὐτὸν ἐνδοξότερον 5 πάντων. 5 Καὶ ἀπεδείχθησαν δύο πρεσβύτεροι ἐκ τοῦ λαοῦ κριταὶ ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ, περὶ ὧν ἐλάλησεν ὁ δεσπότης, ὅτι Ἐξῆλθεν ἀνοµία 6 ἐκ Βαβυλῶνος ἐκ πρεσβυτέρων κριτῶν, οἳ ἐδόκουν κυβερνᾶν τὸν λαόν. 6 Οὗτοι προσεκαρτέρουν 7 ἐν τῇ οἰκίᾳ Ιωακίµ, καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτοὺς πάντες οἱ κρινόµενοι. 7 Καὶ ἐγένετο, ἡνίκα ἀπέτρεχεν ὁ λαὸς µέσον ἡµέρας, εἰσεπορεύετο Σουσάννα καὶ περιεπάτει ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς. 8 Καὶ ἐθεώρουν αὐτὴν οἱ δύο πρεσβύτεροι καθ ἡµέραν εἰσπορευοµένην καὶ περιπατοῦσαν καὶ ἐγένοντο ἐν ἐπιθυµίᾳ αὐτῆς. 9 Καὶ διέστρεψαν 8 τὸν ἑαυτῶν νοῦν καὶ ἐξέκλιναν 9 τοὺς ὀφθαλµοὺς αὐτῶν τοῦ 10 µὴ βλέπειν εἰς τὸν οὐρανὸν µηδὲ µνηµονεύειν κριµάτων δικαίων. 10 Καὶ ἦσαν ἀµφότεροι κατανενυγµένοι 11 περὶ αὐτῆς καὶ οὐκ ἀνήγγειλαν ἀλλήλοις τὴν ὀδύνην 12 αὐτῶν, 11 ὅτι ᾐσχύνοντο ἀναγγεῖλαι τὴν ἐπιθυµίαν αὐτῶν, ὅτι ἤθελον συγγενέσθαι 13 αὐτῇ. 12 Καὶ παρετηροῦσαν 14 φιλοτίµως καθ ἡµέραν ὁρᾶν αὐτήν. 13 Καὶ εἶπαν ἕτερος τῷ ἑτέρῳ Πορευθῶµεν δὴ εἰς οἶκον, ὅτι ἀρίστου 15 ὥρα ἐστίν. Καὶ ἐξελθόντες διεχωρίσθησαν 16 ἀπ ἀλλήλων. 14 Καὶ ἀνακάµψαντες ἦλθον ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ ἀνετάζοντες 17 ἀλλήλους τὴν αἰτίαν ὡµολόγησαν τὴν ἐπιθυµίαν αὐτῶν καὶ τότε κοινῇ συνετάξαντο 18 καιρὸν, ὅτε αὐτὴν δυνήσονται εὑρεῖν µόνην. 15 Καὶ ἐγένετο ἐν 19 τῷ παρατηρεῖν αὐτοὺς ἡµέραν εὔθετον 20 εἰσῆλθέν ποτε καθὼς ἐχθὲς καὶ τρίτης ἡµέρας µετὰ δύο µόνων κορασίων καὶ ἐπεθύµησε λούσασθαι ἐν τῷ παραδείσῳ, ὅτι καῦµα ἦν. 16 Καὶ οὐκ ἦν οὐδεὶς ἐκεῖ πλὴν οἱ δύο πρεσβύτεροι κεκρυµµένοι καὶ παρατηροῦντες αὐτήν. 17 Καὶ εἶπεν τοῖς κορασίοις Ἐνέγκατε 21 δή µοι ἔλαιον καὶ σµῆγµα 22 καὶ τὰς θύρας τοῦ παραδείσου κλείσατε, 1 Χελκίας,-ου Hilkija 2 γειτνιάω angrenzen 3 προσάγοµαι hinkommen zu, sich begeben zu 4 Adverbialer AcI mit kausalem Sinn 5 ἔνδοξος 2 angesehen, berühmt 6 ἡ ἀνοµία Gesetzlosigkeit; Sünde 7 προσκαρτερτέω ausharren, sich ständig aufhalten 8 διαστρέφω verdrehen, auf Abwege bringen 9 ἐκκλίνω abwenden, in die Irre lenken 10 τοῦ µὴ βλέπειν...µηδὲ µνηµονεύειν Finaler Infinitiv 11 κατανύσσοµαι betrübt werden, Liebeskummer bekommen 12 ἡ ὀδύνη Schmerz, Liebskummer 13 συγγίγνοµαι zusammensein mit, (sexuell) verkehren mit 14 παρατηρέω auflauern, warten auf 15 τό ἄριστον (Mittag)Essen 16 διαχωρίζω trennen 17 ἀνετάζω ausforschen, verhören 18 συντάσσω bestimmen, vereinbaren 19 Adverbialer AcI mit temporalem Sinn 20 εὔθετος 2 passend, günstig 21 Aor.Imper.2.P.Pl.v. ἐµφέρω

16 ὅπως λούσωµαι. 18 Καὶ ἐποίησαν, καθὼς εἶπεν, καὶ ἀπέκλεισαν τὰς θύρας τοῦ παραδείσου καὶ ἐξῆλθαν κατὰ τὰς πλαγίας 23 θύρας ἐνέγκαι τὰ προστεταγµένα αὐταῖς καὶ οὐκ εἴδοσαν 24 τοὺς πρεσβυτέρους, ὅτι ἦσαν κεκρυµµένοι. 19 Καὶ ἐγένετο, ὡς ἐξήλθοσαν 25 τὰ κοράσια, καὶ ἀνέστησαν οἱ δύο πρεσβῦται καὶ ἐπέδραµον αὐτῇ 20 καὶ εἶπον Ἰδοὺ αἱ θύραι τοῦ παραδείσου κέκλεινται, καὶ οὐδεὶς θεωρεῖ ἡµᾶς, καὶ ἐν ἐπιθυµίᾳ σού ἐσµεν διὸ συγκατάθου 26 ἡµῖν καὶ γενοῦ µεθ ἡµῶν 21 εἰ δὲ µή, καταµαρτυρήσοµέν σου, ὅτι ἦν µετὰ σοῦ νεανίσκος καὶ διὰ τοῦτο ἐξαπέστειλας τὰ κοράσια ἀπὸ σοῦ. 22 Καὶ ἀνεστέναξεν 27 Σουσάννα καὶ εἶπεν Στενά 28 µοι πάντοθεν ἐάν τε γὰρ τοῦτο πράξω, θάνατός µοί ἐστιν, ἐάν τε µὴ πράξω, οὐκ ἐκφεύξοµαι τὰς χεῖρας ὑµῶν. 23 Αἱρετόν 29 µοί ἐστιν µὴ πράξασαν ἐµπεσεῖν εἰς τὰς χεῖρας ὑµῶν ἢ ἁµαρτεῖν ἐνώπιον κυρίου. 24 Καὶ ἀνεβόησεν φωνῇ µεγάλῃ Σουσάννα, ἐβόησαν δὲ καὶ οἱ δύο πρεσβῦται κατέναντι αὐτῆς. 25 Καὶ δραµὼν ὁ εἷς ἤνοιξεν τὰς θύρας τοῦ παραδείσου. 26 Ὡς δὲ ἤκουσαν τὴν κραυγὴν ἐν τῷ παραδείσῳ οἱ ἐκ τῆς οἰκίας, εἰσεπήδησαν 30 διὰ τῆς πλαγίας θύρας ἰδεῖν τὸ συµβεβηκὸς 31 αὐτῇ. 27 Ἡνίκα δὲ εἶπαν οἱ πρεσβῦται τοὺς λόγους αὐτῶν, κατῃσχύνθησαν 32 οἱ δοῦλοι σφόδρα, ὅτι πώποτε οὐκ ἐρρέθη λόγος τοιοῦτος περὶ Σουσάννης. 28 Καὶ ἐγένετο τῇ ἐπαύριον 33 ὡς συνῆλθεν ὁ λαὸς πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς Ιωακίµ, ἦλθον οἱ δύο πρεσβῦται πλήρεις τῆς ἀνόµου 34 ἐννοίας κατὰ Σουσάννης τοῦ θανατῶσαι αὐτὴν 29 καὶ εἶπαν ἔµπροσθεν τοῦ λαοῦ Ἀποστείλατε ἐπὶ Σουσάνναν θυγατέρα Χελκίου, ἥ ἐστιν γυνὴ Ιωακίµ οἱ δὲ ἀπέστειλαν. 30 Καὶ ἦλθεν αὐτὴ καὶ οἱ γονεῖς αὐτῆς καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς καὶ πάντες οἱ συγγενεῖς αὐτῆς. 31 Ἡ δὲ Σουσάννα ἦν τρυφερὰ 35 σφόδρα καὶ καλὴ τῷ εἴδει. 32 Οἱ δὲ παράνοµοι 36 ἐκέλευσαν ἀποκαλυφθῆναι αὐτήν, ἦν γὰρ κατακεκαλυµµένη, ὅπως ἐµπλησθῶσιν 37 τοῦ κάλλους αὐτῆς 33 ἔκλαιον δὲ οἱ παρ αὐτῆς καὶ πάντες οἱ ἰδόντες αὐτήν. 34 Ἀναστάντες δὲ οἱ δύο πρεσβῦται ἐν µέσῳ τῷ λαῷ ἔθηκαν τὰς χεῖρας ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς 35 ἡ δὲ κλαίουσα ἀνέβλεψεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὅτι ἦν ἡ καρδία αὐτῆς πεποιθυῖα 38 ἐπὶ τῷ κυρίῳ. 36 Εἶπαν δὲ οἱ πρεσβῦται Περιπατούντων ἡµῶν ἐν τῷ παραδείσῳ µόνων εἰσῆλθεν αὕτη µετὰ δύο παιδισκῶν καὶ ἀπέκλεισεν τὰς θύρας τοῦ παραδείσου καὶ ἀπέλυσεν τὰς παιδίσκας. 37 Καὶ ἦλθεν πρὸς αὐτὴν νεανίσκος, ὃς ἦν κεκρυµµένος, καὶ ἀνέπεσε 39 µετ αὐτῆς. 38 Ἡµεῖς δὲ ὄντες ἐν τῇ γωνίᾳ τοῦ παραδείσου ἰδόντες τὴν ἀνοµίαν ἐδράµοµεν ἐπ αὐτούς 39 καὶ ἰδόντες συγγινοµένους αὐτοὺς ἐκείνου µὲν οὐκ ἠδυνήθηµεν ἐγκρατεῖς 40 γενέσθαι διὰ 41 τὸ ἰσχύειν αὐτὸν ὑπὲρ ἡµᾶς καὶ ἀνοίξαντα τὰς θύρας ἐκπεπηδηκέναι, 42 40 ταύτης δὲ ἐπιλαβόµενοι ἐπηρωτῶ- µεν, τίς ἦν ὁ νεανίσκος. 41 Καὶ οὐκ ἠθέλησεν ἀναγγεῖλαι ἡµῖν ταῦτα µαρτυροῦµεν. Καὶ ἐπίστευσεν αὐτοῖς ἡ συναγωγὴ 43 ὡς πρεσβυτέροις τοῦ λαοῦ καὶ κριταῖς καὶ κατέκριναν αὐτὴν ἀποθανεῖν. 22 τό σµῆγµα Salbe, Creme 23 πλάγιος 3 seitlich, auf der Seite 24 εἴδοσαν = εἶδον 25 ἐξήλθοσαν = ἐξῆλθον 26 συγκατατίθηµι (med.:) sich mit jemandem hinlegen 27 ἀναστενάζω aufseufzen, klagen 28 τά στενά (n.pl.) Bedrängnis 29 αἱρετός 3 wünschenswert, vorzuziehen 30 εἰσπηδάω losströmen, herbeieilen 31 συµβαίνω passieren, zustoßen 32 καταισχύνοµαι sich schämen 33 erg. ἡµέρᾳ 34 ἄνοµος 2 gesetzlos, sündig 35 τρυφερός 3 zierlich, anmutig 36 παράνοµος 2 gesetzteswidrig 37 ἐµπίµληµι (pass:) sich sättigen, sich weiden an 38 πεθοιθώς,-υῖα,-ός vertrauend 39 ἀναπίπτω sich hinlegen 40 ἐγκρατὴς γενέσθαι τινός jemandes habhaft werden, jem. erwischen 41 διὰ τὸ ἰσχύειν αὐτὸν...ἀνοίξαντα... ἐκπεπηδηκέναι adverbialer AcI mit kausalem Sinn 42 ἐκπηδάω losspringen, davonstürzen 43 ἡ συναγωγή Versammlung