Η προστασία του εργαζομένου από καταχρηστικούς όρους εργασίας

Σχετικά έγγραφα
Διαφάνεια των όρων της σύµβασης µεταξύ καταναλωτή (επιλέγοντα πελάτη) και παρόχου υπηρεσιών στον τοµέα της ενέργειας.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...IX ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...XI ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... ΧΙΧ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Το ζήτημα της εφαρμογής του εργατικού δικαίου στο πλαίσιο της σύγχρονης αθλητικής

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ένας προβληματισμός ως προς το αν σήμερα εν τέλει προστατεύεται ο καταναλωτής από αδιαφανείς ΓΟΣ. Τέλος, θα ήθελα να αναφέρω ότι η μελέτη αυτή

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Υπεύθυνος δανεισµός: άµυνα στην υπερχρέωση των καταναλωτών

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. Η πρωτότυπη κτήση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας... 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

(2015) 1 PRO JUSTITIA. «Αρχή Υπεύθυνου Δανεισμού» Άννα Οβσεπιάν, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Τα νομικά πρόσωπα και οι κανόνες γνώσης - Μια πρόκληση για τη νομική σκέψη και πράξη

(Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση) ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΟΔΗΠΑ 93/13/EOK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. της 5ης Απριλίου 1993

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Αθήνα, 5 Δεκεμβρίου 2008 Αριθ. πρωτ.: 1627

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ H ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΩΣ ΚΡΑΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ

ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ (σελ. 1-14)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες. 1. Εισαγωγή 1 Ι. Η οικονομική σημασία των συμβάσεων καταναλωτικής

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στις επαγγελματικές μισθώσεις,

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΘΕΜΑ: Αναφορά του κ... (αρ. πρωτ. εισερχ / ).

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Ημερ: Αρ. Πρωτ.:1571 Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Λεωφ. Κηφισίας 60, Μαρούσι Αθήνα, ΤΚ 15125

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Αντί προλόγου. Χολαργός, Ιούλιος 2014 Πόπη Χριστακάκου-Φωτιάδη

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Περιγραφή του ισχύοντος συστήµατος οριοθέτησης αρµοδιοτήτων µεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών µελών

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

1.Κατεύθυνση «ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ»

Τα μαθήματα που θα προσφερθούν στις κατευθύνσεις του ΠΜΣ της Νομικής Σχολής είναι τα ακόλουθα:

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: 35958/666

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ &ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

(2015) 1 PRO JUSTITIA. Το πρόβλημα της κατάχρησης της συμβατικής ελευθερίας στο δικονομικό πεδίο Μαγδαληνή Χ. Τσιλιγγερίδου Δικηγόρος, Υποψ.

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Τροπολογία. Martina Dlabajová εξ ονόματος της Ομάδας ALDE

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Working Paper. Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos

94/ ) προστασίας και αξιοποίησης

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΑΠ 296/2001

Η Οδηγία 2007/64/ΕΚ για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά Συνολική θεώρηση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III. Δικαιώματά του υποκειμένου των δεδομένων. Τμήμα 1. Διαφάνεια και ρυθμίσεις. Άρθρο 12

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΕΤΟΥΣ 1987)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 1. Ρύθμιση

Κων/νος Τσουμάνης, Δικηγόρος, Νομικός Σύμβουλος ΣΠΕΔΕΘ & ΚΜ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Δεύτερη Γραπτή Εργασία. Διοικητικό Δίκαιο. Θέμα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΔEE 225 / Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων

Υπόθεση C-309/99. J. C. J. Wouters κ.λπ. κατά Algemene Raad van die Nederlandse Orde van Advocaten

2. Σχετικά με τους ειδικευμένους Ιατρούς του Ε.Σ.Υ., οι οποίοι είναι Δημόσιοι Λειτουργοί, παρά τις θεωρητικές κατασκευές για τις ιδιαιτερότητες

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Transcript:

Κωνσταντίνα Θ. Νάκου Η προστασία του εργαζομένου από καταχρηστικούς όρους εργασίας Επιβλέπων καθηγητής Εργατικού Δικαίου: Δημήτρης Ζερδελής Νοέμβριος 2009

2 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1. Εισαγωγή... 1 2. Θεμελιώδεις αρχές της ιδιωτικής έννομης τάξης... 3 I. Συμβατική ελευθερία και ιδιωτική αυτονομία...... 3 II. Η αρχή προστασίας του ασθενέστερου συμβαλλομένου.... 8 3. Τυπικές καταστάσεις συμβατικής δομικής ανισότητα... 9 I. Καταναλωτικές συμβάσεις γενικοί όροι συναλλαγών... 9 II. Συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας..... 13 4. Το πρόβλημα του δικαστικού ελέγχου του περιεχομένου της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας... 17 5. Ο δικαστικός έλεγχος των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ειδικότερα... 21 I. O έλεγχος της ένταξης των όρων στη σύμβασης... 21 II. Ο έλεγχος μέσω της ερμηνείας... 26 6. Ο έλεγχος του περιεχομένου των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας... 31 I. Η συνταγματική διάσταση του ελέγχου του περιεχομένου των όρων της σύμβασης...... 31

3 II. Η νομοθετική βάση και τα κριτήρια του δικαστικού ελέγχου των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας... 34 ΙΙΙ. Kατευθυντήριες αρχές για το δικαστικό έλεγχο του περιεχομένου της σύμβασης βάσει της ΑΚ 281... 41 IV. Οι αρχές της αναλογικότητας και της διαφάνειας ως κατευθυντήριες γραμμές για τον έλεγχο του περιεχομένου των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας... 46 α. Η αρχή της αναλογικότητας... 46 β. Η αρχή της διαφάνειας... 49 7. Συνέπειες καταχρηστικότητας των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας... 53 8. Περιπτωσιολογία καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις Εξαρτημένης εργασίας... 55 Ι. Ρήτρες που περιορίζουν την επαγγελματική ελευθερία του μισθωτού... 55 α. Ρήτρες απαγόρευσης ανταγωνισμού για το μετά τη λύση της σύμβασης διάστημα... 55 β. Ρήτρες που απαγορεύουν την παράλληλη απασχόληση κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης... 63 γ. Ρήτρες επιστροφής των εξόδων που δαπάνησε ο εργοδότης για την εκπαίδευσης του μισθωτού... 65 ΙΙ. Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου... 70 ΙΙΙ. Ρήτρες περί ορίου ηλικίας... 83

4 ΙV. Ρήτρες που παρέχουν στον εργοδότη το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης των όρων της σύμβασης... 87 α. Ρήτρες που διευρύνουν το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη... 93 β. Ρήτρες ανάκλησης... 106 γ. Ρήτρες με επιφύλαξη ελευθεριότητας... 113 δ. Ρήτρες που προβλέπουν την ορισμένου χρόνου ισχύ μεμονωμένων όρων της σύμβασης εργασίας... 117 V. Ποινικές ρήτρες... 120 VI. Δηλωτικές ρήτρες... 128 9. Επίλογος... 131 - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

5 1. Εισαγωγή Η σύμβαση είναι το αποδεκτό εργαλείο του ιδιωτικού δικαίου, με το οποίο τα υποκείμενα του δικαίου ρυθμίζουν μόνα τους αυτόνομα τις μεταξύ τους έννομες σχέσεις, σύμφωνα με τις υποκειμενικές τους εκτιμήσεις και αξιολογήσεις. Το εργατικό δίκαιο αυτονομήθηκε ως ιδιαίτερος κλάδος του ιδιωτικού δικαίου και ανέπτυξε προστατευτικό χαρακτήρα για το κατά τεκμήριο αδύναμο μέρος της σύμβασης, τον εργαζόμενο. Παρά την ύπαρξη ποικιλίας αναγκαστικής φύσεως διατάξεων και κανονιστικών συλλογικών ρυθμίσεων που δεσμεύουν τα μέρη της εργασιακής σχέσης, η σύμβαση δεν παύει να είναι το βασικό εργαλείο, το θεμέλιο της εργασιακής σχέσης. Πάνω σ αυτή εδράζεται η σχέση εργασίας, ακόμα και αν αυτή δε θεμελιώνεται ακριβώς μέσω της σύμβασης, -ήτοι της σύμπτωσης των αντιτιθεμένων δηλώσεων βουλήσεως των μερών, αλλά μέσω της ένταξης σε μια εκμετάλλευση. Η σημασία και ο καθοριστικός ρόλος που διαδραματίζει η ατομική σύμβαση εργασίας για τη διαμόρφωση των εργασιακών όρων διαφαίνεται ακόμα εντονότερα στις μέρες μας, όπου η αυξανόμενη απαίτηση για ελαστικοποίηση και απορρύθμιση του σύγχρονου εργατικού δικαίου, στο πλαίσιο του διαμορφούμενου «δικαίου της ευελιξίας», επιθυμεί αφενός μεν τη μείωση των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων, αποβλέποντας σε έναν περιορισμό του ειδικού προστατευτικού νομοθετικού πλαισίου, αφετέρου δε την επέκταση της αρχής της συμβατικής ελευθερίας, σκοπούμενη την ευέλικτη προσαρμογή των εργασιακών όρων στις αυξανόμενες ανάγκες της οικονομίας της αγοράς. Στην περίπτωση, δε, της εργασιακής σχέσης, -όπως άλλωστε και σε άλλες περιοχές του δικαίου, ιδιαίτερα στο δίκαιο των καταναλωτών-, ουσιώδη σημασία αναπτύσσει η δομή της σύμβασης, η τυπική διαμόρφωση της κατανομής των ρόλων των αντισυμβαλλομένων. Οι εργαζόμενοι αποτελούν μια κοινωνική ομάδα η οποία χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της εξάρτησης τους από ισχυρά οικονομικά υποκείμενα, τους εργοδότες. Εξ αυτού του λόγου το εργατικό δίκαιο δεν δείχνει την ίδια εμπιστοσύνη που δείχνουν άλλοι κλάδοι του ιδιωτικού δικαίου στη συμβατική ελευθερία κατά τη διαμόρφωση των όρων της εργασιακής σχέσης, γεγονός άλλωστε το οποίο επιβεβαιώνει η πληθώρα των διατάξεων αναγκαστικού δίκαιου που καθορίζουν, προς προστασία των εργαζομένων, την ροή της εργασιακής σχέσης. Οι

Κεφάλαιο 1 ο : Εισαγωγή 6 εργαζόμενοι βρίσκονται σε μια εκ των πραγμάτων μειονεκτική διαπραγματευτική θέση κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, καθώς πρέπει να επιλέξουν είτε την αποδοχή των όρων της σύμβασης, που θέτει μονομερώς και πολλές φορές κατά το δοκούν ο εργοδότης και την ένταξη τους στην επιχείρηση, είτε την ανεργία. Η εν λόγω κατάσταση δομικής συμβατικής ανισότητας, χαρακτηριστικό των συμβάσεων εργασίας, γίνεται εμφανώς αντιληπτή ιδίως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εργοδότης λόγω της οικονομικής του υπεροχής χρησιμοποιεί τυποποιημένους και προδιατυπωμένους γενικούς όρους εργασίας, τους οποίους ο εργαζόμενος πρέπει να αποδεχτεί, αν επιθυμεί να συνάψει τη σύμβαση εργασίας (συμβάσεις προσχώρησης). Στις εν λόγω περιπτώσεις οιαδήποτε δυνατότητα επίδρασης του περιεχομένου της σύμβασης εργασίας από τον εργαζόμενο, ως αδύναμο μέρος της σύμβασης, εξοβελίζεται. Η έννομη τάξη δύναται να παράσχει επαρκή προστασία στον εργαζόμενο, υπό την ιδιότητά του ως ασθενούς συναλλασσομένου, παρέχοντας ασφαλή κριτήρια ελέγχου των όρων της σύμβασης εργασίας που τίθενται κατά κατάχρηση της συμβατικής ελευθερίας του εργοδότη και αντίκειται στις επιταγές των αρχών της καλής πίστης και της προστασίας του ασθενέστερου συμβαλλομένου.

Κεφάλαιο 2 ο : Θεμελιώδεις αρχές της ιδιωτικής έννομης τάξης 7 2. Θεμελιώδεις αρχές της ιδιωτικής έννομης τάξης I. Συμβατική ελευθερία και ιδιωτική αυτονομία Η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας έχει αναχθεί σε θεμέλιο του ιδιωτικού μας δικαίου. Για την πραγμάτωση της αρχής αυτής αναγνωρίζεται από το δίκαιο στα υποκείμενά του δικαιοπρακτική ελευθερία, καθώς τους παρέχεται η εξουσία να παράγουν έννομα αποτελέσματα με τη δήλωση της βούλησης τους, να διαμορφώνουν τις έννομες σχέσεις τους με δική τους πρωτοβουλία και ευθύνη μετά από στάθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων τους, με άλλα λόγια να αυτοκαθορίζονται, χωρίς ετερόνομες παρεμβάσεις. Εκδήλωση, άλλως, πραγμάτωση της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας αποτελεί η αρχή της συμβατικής ελευθερίας. Η ελευθερία αυτή εκδηλώνεται είτε ως ελευθερία σύναψης ή μη σύμβασης (εξωτερική ελευθερία), τόσο γενικά όσο και με συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο, είτε ως ελευθερία καθορισμού των όρων, υπό τους οποίους θα ισχύσει η σύμβαση (εσωτερική ελευθερία) 1. Κατά τον πυρήνα της η συμβατική ελευθερία ως θεσμός απολαμβάνει τη συνταγματική εγγύηση του άρθρου 5 1 του Συντάγματος και τελεί υπό τον αναγραφόμενο εκεί τριπλό περιορισμό, ότι δηλαδή με την άσκηση της δεν πρέπει να προσβάλλονται τα δικαιώματα των άλλων και να παραβιάζονται το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη 2. Πέρα, δε, της θεμελίωσης της αυτής στο θετικό δίκαιο, η συμβατική ελευθερία βρίσκει επιπλέον την ηθική της δικαιολόγηση στην αξία της αυτονομίας του ατόμου και στην πρωταρχική ανάγκη του για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του 3. Οι ανωτέρω όμως εγγυήσεις της συμβατικής ελευθερίας, συνταγματικές και ηθικές, δεν προσφέρουν από μόνες τους τη διάπλαση επαρκών ουσιαστικών κριτηρίων για τη διαμόρφωση του περιεχομένου της συμβατικής ελευθερίας. Θα λέγαμε ότι είναι πολύ περισσότερο υπόθεση του ιδιωτικού δικαίου, που διαθέτει τα κατάλληλα αξιολογικά και ερμηνευτικά εργαλεία, ιδίως μέσω των 1 Βλ. Σταθόπουλο Μιχαήλ, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, σελ. 688, Γεωργιάδη Αστέριο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2003, σελ. 283, Σπυριδάκη Ιωάννη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2004, σελ. 135. 2 Βλ. ΟλΣτΕ 1909/2001, ΝοΒ 2002, 218, ΟλΑΠ 4/1998, ΕλλΔνη 1998, 66, Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2002, σελ. 178-179, Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα Β, 1991, σελ. 1299 επ. 3 Βλ. μεταξύ άλλων Παπανικολάου Παναγιώτη, Περί των ορίων της προστατευτικής παρεμβάσεως του δικαστή σύμβαση, 1991, σελ. 61 επ., Αστ. Γεωργιάδη, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, σελ. 13 επ.

Κεφάλαιο 2 ο : Θεμελιώδεις αρχές της ιδιωτικής έννομης τάξης 8 αναγκαστικού δικαίου διατάξεων και των γενικών αρχών, να καθορίσει τις συγκεκριμένες μορφές, με τις οποίες θα εκδηλωθεί η συμβατική ελευθερία και να διαγράψει επακριβώς τα όρια της άσκησης της. Στο σύγχρονο δίκαιο των συμβάσεων η συμβατική ελευθερία προσλαμβάνει μια περισσότερο ουσιαστική, κοινωνική διάσταση, δοθέντος ότι η σύμβαση δεν αντικρύζεται πια σαν μια απλή διαδικασία σύμπτωσης των εκατέρωθεν δικαιοπρακτικών δηλώσεων βούλησης, όπως συνέβαινε στο κλασικό συμβατικό δίκαιο, όπου ουσιώδες χαρακτηριστικό της ελευθερίας των συμβάσεων και λόγος της ισχύος και της δεσμευτικότητας τους ήταν η απλή σύμπτωση της βούλησης των συμβαλλομένων καθεαυτή, ο consensus αυτών (souls consensus obligat), χωρίς ανάγκη συνδρομής άλλων προϋποθέσεων 4. Αντίθετα επιδίωξη της έννομης τάξης αποτελεί πλέον η διασφάλιση μέσω του συμβατικού μηχανισμού, και στα δυο αντισυμβαλλόμενα μέρη, της προοπτικής μιας αντικειμενικά δίκαιης εξίσωσης των συνεχόμενων με τη σύμβαση συμφερόντων τους. Σκοπός της συμβατικής ελευθερίας, υπό την ουσιαστική και πιο εκλεπτυσμένη 5 έννοια αυτής, είναι η διάπλαση μιας δίκαιης συμβατικής τάξης και η διασφάλιση ενός εχεγγύου ορθότητας της συμβατικής ρύθμισης 6. Η μεταβολή αυτή στην λειτουργία του θεσμού της σύμβασης συντελέστηκε βαθμηδόν με αφορμή τη διαπίστωση περιπτώσεων οικονομικών, κοινωνικών και οργανωτικών ανισοτήτων στην συναλλακτική ζωή, όπου μοναδική επιλογή των ασθενών συναλλασσομένων στο πλαίσιο μιας σύμβασης δεν ήταν άλλη από την αποδοχή των συμβατικών όρων που μονομερώς καθόριζε ο ισχυρότερος αντισυμβαλλόμενος, αν επιθυμούσαν να αποκτήσουν τη συμβατική παροχή. Η προϋποτιθέμενη από τον, φιλελεύθερης αφετηρίας, Αστικό Κώδικα τυπική ισότητα των συμβαλλομένων είναι συχνά ανύπαρκτη, κυρίως λόγω της συμβατικής ανισότητας τους και του ελλείμματος διαπραγματευτικής ισχύος του ασθενέστερου μέρους. Οι ως άνω διαπιστώσεις οδήγησαν πολλούς θεωρητικούς του δικαίου να 4 Βλ. Π. Παπανικολάου, Περί των ορίων της προστατευτικής παρεμβάσεως του δικαστή στη σύμβαση, σελ.18, 97 επ., Σταθόπουλο, Γενικό ενοχικό δίκαιο, σελ. 690 επ. 5 Βλ. Παπανικολάου, Περί των ορίων, σελ. 141. 6 Fastrich, Richterliche Inhaltskontrolle im Privatrecht, 1992, σελ. 52, 53, Μ. Καράσης, Η κατάχρηση θεσμού στο ιδιωτικό δίκαιο, ΕΝΟΒΕ 32, σελ. 209, Ζερδελής, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, 1999, σελ. 328, ο ίδιος, Καταχρηστικοί όροι εργασίας, 2005, σελ. 24, ο ίδιος, Ελευθερία και έλεγχος στο δίκαιο της ατομικής σύμβασης εργασίας, ΕΕργΔ 2003, σελ. 324.

Κεφάλαιο 2 ο : Θεμελιώδεις αρχές της ιδιωτικής έννομης τάξης 9 μιλούν για την μεγαλύτερη κρίση 7 του δόγματος της ελευθερίας των συμβάσεων, με ιδιαίτερη όξυνση στην εποχή μας. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα περιπτώσεων διατάραξης της ρυθμιστικής λειτουργίας της συμβατικής ελευθερίας στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου αποτελούν το εργατικό δίκαιο και το δίκαιο των καταναλωτών. Στις εν λόγω περιοχές του δικαίου, στο πλαίσιο του συμβατικού μηχανισμού, η διατάραξη της συμβατικής ισότητας των μερών διαφαίνεται έντονα, όχι μόνο περιστασιακά σε ορισμένες ατομικές περιπτώσεις, αλλά γενικώς και παγίως, δεδομένου ότι στις συμβάσεις εργασίας και στις καταναλωτικές συμβάσεις διαγιγνώσκεται ελλειμματική η προοπτική ορθότητας της συμβατικής ρύθμισης και δίκαιης στάθμισης των αντίρροπων συμφερόντων των μερών, ώστε κάλλιστα θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την διαπραγματευτική ανισότητα των μερών δομική. Στις κατηγορίες αυτές των συμβάσεων η άσκηση της συμβατικής ελευθερίας με τη μορφή της ελευθερίας διαπλάσεως του περιεχομένου της σύμβασης είναι κατ ανάγκη συνυφασμένη κυρίως με την προσπάθεια για εξίσωση των αντικρουόμενων συμφερόντων των μερών. Αυτή, άλλωστε, είναι και η υποχρέωση της έννομης τάξης μπροστά σε τυπικές καταστάσεις διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας των συμβαλλομένων μερών, όπου κάθε ουσιώδης περιορισμός της δυνατότητας επιρροής ενός εκ των μερών στο περιεχόμενο της σύμβασης χρήζει ιδιαίτερης προστασίας 9 8. Βασική επιδίωξή του νομοθέτη αλλά και της νομολογίας θα πρέπει να είναι η αναζήτηση, με τα μέσα που διαθέτει το εθνικό και κοινοτικό δίκαιο, ήτοι ρυθμίσεις αναγκαστικού δικαίου, αξιοποίηση των γενικών ρητρών, μηχανισμών για την 7 Μεταξύ άλλων βλ. Παπανικολάου, Περί των ορίων, σελ. 118, 139, ο οποίος επισημαίνει χαρακτηριστικά: «ότι ακριβώς αυτή η διάσταση μεταξύ της τυπικής και της ουσιαστικής έννοιας της συμβατικής ελευθερίας έμελλε να αποτελέσει τη βασική αδυναμία της κλασσικής περί συμβάσεως θεωρίας, που είχε στηρίξει το πρότυπο της στην τυπική ισότητα των συμβαλλομένων, και να οδηγήσει στην «κρίση» του δόγματος της ελευθερίας των συμβάσεων», Αρ. Καζάκο, Αστικό δίκαιο, οικονομία της αγοράς και προστασία των καταναλωτών, 1987, σελ. 31 επ., Σταθόπουλο, Γενικό ενοχικό δίκαιο, σελ. 698. 8 Βλ. Ζερδελή, Καταχρηστικοί όροι εργασίας, σελ. 25, τον ίδιο, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, σελ. 329, Δημ. Λαδά, Η εφαρμογή του ν. 2251/1994 στις σχέσεις εργασίας, 2007, σελ. 19, Παπανικολάου, Περί των ορίων, σελ. 128. 9 Βλ. Δέλλιο, Καλη πίστη και γενικοί όροι συναλλαγών, ΝοΒ 2003, σελ. 220, 221, τον ίδιο, Προστασία των καταναλωτών και σύστημα του ιδιωτικού δικαίου ΙΙ, 2001, σελ. 14 επ.

Κεφάλαιο 2 ο : Θεμελιώδεις αρχές της ιδιωτικής έννομης τάξης 10 εξισορρόπηση της συμβατικής ανισότητας 10. Η επέμβαση της έννομης τάξης οφείλει να είναι διορθωτική από τη σκοπιά της αρχής της εξισωτικής συμβατικής δικαιοσύνης. Στο σύγχρονο δίκαιο των συμβάσεων συμβατική ελευθερία και εξισωτική συμβατική δικαιοσύνη, ως παράγοντες αξιολόγησης του θεμιτού και ανεκτού της συμβατικής ρύθμισης, τελούν υπό μια λειτουργική και διαλεκτική σχέση. Την ανάγκη, δε, αυτή για δικαιοσύνη στις συμβάσεις υπηρετεί ο έλεγχος του περιεχομένου των όρων της σύμβασης 11, καθώς η πράξη διδάσκει ότι συνήθως δεν συντρέχει η βασική προϋπόθεση για να λειτουργήσει χωρίς περιορισμούς η συμβατική ελευθερία στις συναλλακτικές επαφές 12. Σήμερα ελευθερία συμβάσεων χωρίς περιορισμούς σημαίνει ελευθερία μόνο του ισχυρότερου συμβαλλομένου, με αποτέλεσμα για τον ασθενέστερο συμβαλλόμενο η συμβατική ρύθμιση να αποβαίνει εις βάρος του, συνιστώντας ουσιαστικά ετερόνομη επέμβαση στη συμβατική του ελευθερία. Βασικός στόχος, επομένως, των περιορισμών είναι η προστασία της αυτονομίας του ασθενέστερου μέρους. Στο ανωτέρω πλαίσιο, λοιπόν, συμβατική ελευθερία και συμβατικός έλεγχος, ως μέσο προστασίας από τη συμβατική αδικία τελούν σε σχέση αλληλεπίδρασης, συνθέτουν μια αδιάσπαστη ενότητα και δε γίνεται παρά να ιδωθούν ως συμβατές μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρούμενες εκφάνσεις μιας ενιαίας σύγχρονης αντίληψης της ιδιωτικής αυτονομίας 13. Ενώ οι περιορισμοί στην ελευθερία σύναψης ή μη μιας σύμβασης έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα και εξαρτώνται από την συνδρομή ιδιαίτερων προϋποθέσεων, οι περιορισμοί στην ελευθερία καθορισμού του περιεχομένου της σύμβασης στο εργατικό δίκαιο είναι συνηθέστεροι, γεγονός το οποίο προσδίδει σε όλο το εργατικό δίκαιο τον χαρακτήρα ενός συστήματος του μεγαλύτερου περιορισμού της συμβατικής ελευθερίας 14, λαμβανομένου επιπλέον υπόψη ότι το 10 Preis, Grundfragen der Vertragsgestaltung im Arbeitsrecht, 1992, σελ. 217-218, Fastrich, Inhaltskontrolle, σελ. 60, Παπανικολάου, Περί των ορίων, σελ. 274-275, Λαδάς, Η εφαρμογή του ν. 2251/1994 στις σχέσεις εργασίας, σελ. 39-40. 11 Βλ. Παπανικολάου, Περί των ορίων, σελ. 246 επ. 12 Preis, Der Arbeitsvertrag, σελ. 93 επ. 13 Βλ. Δέλλιο, Προστασία των καταναλωτών και σύστημα του Ιδιωτικού δικαίου ΙΙ, σελ. 19. 14 Ζερδελής, Καταχρηστικοί όροι εργασίας, σελ. 18, ο ίδιος, Ελευθερία και έλεγχος στο δίκαιο της ατομικής σύμβασης εργασίας, ΕΕργΔ 2003, σελ. 322.

Κεφάλαιο 2 ο : Θεμελιώδεις αρχές της ιδιωτικής έννομης τάξης 11 εργατικό δίκαιο δεν μπορεί παρά να υπάρχει κυρίως ως δίκαιο προστασίας του εργαζομένου. Ο Αστικός Κώδικας, -ο οποίος συνετάγη έχοντας ως πρότυπό του τον γερμανικό ΑΚ-, έχει ως αφετηρία την τυπική ισότητα των συμβαλλομένων μέρων, θέτοντας ως κανόνα την ελευθερία των συμβάσεων (361 ΑΚ). Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί οι περιορισμοί της συμβατικής ελευθερίας τίθενται ως εξαιρέσεις υπό τα ακραία όρια των χρηστών ηθών (178, 179 ΑΚ) 15, τα οποία αποτελούν το ηθικό ελάχιστο 16, την τήρηση του οποίου επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση να περιφρουρεί η έννομη τάξη 17. Ο νομοθέτης, λοιπόν, του Αστικού Κώδικα δεν ρύθμισε κατά τρόπο γενικό το πρόβλημα της προστασίας του ασθενέστερου συμβαλλομένου για την αντιμετώπιση καταστάσεων όπου η συμβατική ελευθερία από τον έναν συμβαλλόμενο ασκείται καταχρηστικά, σε περιπτώσεις που δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων των 178 και 179 ΑΚ. Βέβαια, ο Αστικός Κώδικας περιέχει ορισμένες ειδικές διατάξεις προστασίας του ασθενέστερου συμβαλλομένου, αυτές όμως ρυθμίζουν αφενός μεν αποσπασματικά ένα μέρος της συναλλακτικής ζωής, αφετέρου δε το πραγματικό τους πληρούται με την συνδρομή συγκεκριμένων προϋποθέσεων (π.χ. 366-370 ΑΚ). Το ίδιο, δε, ισχύει και για την προστασία του εργαζομένου. Στο εργατικό δίκαιο, παρά την ύπαρξη διατάξεων αναγκαστικού δικαίου και συλλογικών κανονιστικών ρυθμίσεων, η ατομική σύμβαση εργασίας διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των όρων εργασίας. Επομένως, ένας περιορισμός της συμβατικής ελευθερίας του ισχυρότερου συμβαλλομένου, ήτοι του εργοδότη, προς διασφάλιση μιας δίκαιης συνδιαμόρφωσης της εργασιακής σχέσης για χάρη, και-, των συμφερόντων του εργαζομένου, μέσω του ελέγχου του περιεχομένου της σύμβασης, αποβαίνει αναγκαίος. 15 Βλ. Φ. Δωρή, Η εξειδίκευση της καλής πίστης στο άρθρο 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών και η σημασία της στο κοινό αστικό δίκαιο, ΝοΒ 2000, σελ. 737 (760). 16 Βλ. Preis, Der Arbeitsvertrag, 2009, σελ. 104. 17 Βλ. Παπανικολάου, Περί των ορίων, σελ. 111-114, Ζερδελή, Καταχρηστικοί όροι εργασίας, Καζάκο, Αστικό, Δίκαιο, οικονομία της αγοράς και προστασία των καταναλωτών, σελ. 31.

Κεφάλαιο 2 ο : Θεμελιώδεις αρχές της ιδιωτικής έννομης τάξης 12 II. Η αρχή της προστασίας του ασθενέστερου Παράλληλα με το κλασικό ιδιωτικό δίκαιο δημιουργήθηκε στο σύγχρονο συμβατικό δίκαιο και λειτουργεί ένα σύστημα κανόνων που εκφράζουν και διέπονται από το αξίωμα της προστασίας του ασθενέστερου 18. Τα τελευταία χρόνια διαγράφεται μια τάση δυσχέρανσης της συμβατικής αυτοδέσμευσης με σκοπό την προστασία του αδύναμου μέρους της σύμβασης. Η εύνοια προς τον ασθενέστερο συμβαλλόμενο απορρέει «από την τάσιν του δικαίου όπως μη θάλπη τον άκρατον εγωισμό αλλά επιβάλλη ανθρωπιστικωτέρας και κοινωνικωτέρας λύσεις» 19. Η ανατροπή των προϋποθέσεων πάνω στις οποίες στηρίζεται το δόγμα της ελευθερίας των συμβάσεων 20, κατέδειξε ότι η αρχή αυτή δεν αποτελεί το μοναδικό πυρήνα του νομικού μας συστήματος 21. Αναμφισβήτητα, μια εξελιγμένη έννομη τάξη, ανοικτή στα ερεθίσματα των κοινωνικών μεταβολών και επιταγών της σύγχρονης συναλλακτικής ζωής, δεν μπορεί να αγνοεί ότι όλα τα πρόσωπα, ως κοινωνοί του δικαίου, δεν εμφανίζουν τις ίδιες ανάγκες προστασίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ανταπόκρισης της έννομης τάξης στην αντίληψη αυτή αποτελούν η νομοθετική προστασία των εργαζομένων έναντι του εργοδότη, των καταναλωτών έναντι του προμηθευτή, του μισθωτή έναντι του εκμισθωτή 22. Η ανάγκη περαιτέρω διακρίσεων ως προς την ένταση των αναγκών προστασίας με γνώμονα το έλλειμμα διαπραγματευτικής ισχύος του ασθενέστερου συμβαλλομένου αναγνωρίζεται ως δεδομένη. Υπό το πρίσμα αυτό γίνεται λόγος περί κοινωνικής αντίληψης του δικαίου 23, καθώς απώτερος στόχος αποτελεί η επίτευξη μεγαλύτερης ουσιαστικής ισότητας μεταξύ των κοινωνών του δικαίου. Έτσι, μέσω της προστασίας του ασθενέστερου συμβαλλομένου επενεργεί αφανώς 18 Βλ. Δωρή, Η καλή πίστη.., ΝοΒ 2000, σελ. 759 επ., Καζάκο, Αστικό Δίκαιο.., σελ. 74, ΕΝΟΒΕ 1997, τις εισηγήσεις διημερίδας με θέμα «Η προστασία του ασθενέστερου στο Δίκαιο». 19 Λιτζερόπουλος, Στοιχεία Ενοχικού Δικαίου (πανεπιστημιακές παραδόσεις), τευχ. Α, 20β σελ. 20, Ζέπο, Ενοχικόν Δίκαιον, Α μέρος Γενικόν, σελ. 120. 20 Βλ. ανωτέρω τη διεξοδική ανάλυση υπό I, σελ. 3 επ. 21 Βλ. Παπανικολάου, Οι δικαιοηθικές αρχές στο ενοχικό δίκαιο του Μ. Σταθόπουλου, 2005, σελ. 29,Αθ. Κοτζάμπαση, Οι απαλλακτικές ρήτρες στους γενικούς όρους συναλλαγών, 2001, σελ. 23 επ. 22 Πρβλ. Δέλλιο, Προστασία των καταναλωτών και σύστημα του ιδιωτικού δικαίου I, σελ. 152, όπου αναφέρεται «ότι η τάση αυτή για διάσπαση του Ιδιωτικού Δικαίου σε ένα τμήμα «ίσων» και «άνισων» συμβαλλομένων είναι και η κυρίως υπεύθυνη για την απεμπόληση του στόχου της αξιολογικής ενσωμάτωσης των νέων κανόνων στο ενιαίο «εσωτερικό» σύστημα της έννομης τάξης». 23 Βλ. Παπανικολάου, Περί των ορίων.., σελ. 128 129, Δέλλιο, Προστασία των καταναλωτών Ι, σελ. 128.

Κεφάλαιο 3 ο : Τυπικές καταστάσεις δομικής συμβατικής ανισότητας 13 στο δίκαιο των συμβάσεων η θεμελιώδης αρχή της ισότητας 24 και η συνδεόμενη με αυτήν, αριστοτελικής προέλευσης, αρχή της εξισωτικής αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Υπό το τρίπτυχο των εν λόγω αρχών το δόγμα της συμβατικής ελευθερίας εξορθολογίζεται για χάρη του ασθενέστερου συμβαλλομένου. Ειδικά στο πεδίο των σχέσεων εργασίας οι ρυθμίσεις του ατομικού εργατικού δικαίου θεμελιώνονται σε μεγάλο βαθμό στο δόγμα της προστασίας του ασθενέστερου 25, το οποίο και συνετέλεσε στην ανάδειξη της προστατευτικής αρχής ως ύπατης, υπερκείμενης αρχής που διέπει την ερμηνεία των κανόνων του εργατικού δικαίου 26. 3. Τυπικές καταστάσεις δομικής συμβατικής ανισότητας I. Καταναλωτικές συμβάσεις Γενικοί όροι συναλλαγών Με αφορμή κυρίως την εμφάνιση των γενικών όρων συναλλαγών (ΓΟΣ) στις καταναλωτικές συμβάσεις έγινε αντιληπτό ότι η αγορά εμφανίζει μορφές οικονομικής, κοινωνικής και οργανωτικής ανισότητας που αίρουν ακόμη και το minimum της διαπραγματευτικής ισχύος του ασθενέστερου συμβαλλομένου. Επί μαζικών συμβάσεων που καταρτίζονται με την χρήση ΓΟΣ, δεδομένου ότι οι γενικοί όροι τίθενται μονομερώς εκ των προτέρων από τον ισχυρότερο συμβαλλόμενο, το 24 Αναλυτικά για την επενέργεια της αρχής αυτής στο δίκαιο των συμβάσεων, βλ. Σταθόπουλο, Η αρχή της ισότητας στο δίκαιο των συμβάσεων, ΚριτΕ 1999, σελ. 13 επ., πρβλ. και Καζάκο, Αστικό Δίκαιο, οικονομία της αγοράς, σελ. 79-80. 25 Αν επιχειρήσει κανείς να επισκοπήσει ιστορικά την εξέλιξη του ιδιωτικού δικαίου σε ό, τι αφορά την προστασία του ασθενέστερου μέρους θα πρέπει να παρατηρήσει ότι η αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού έγινε όχι τόσο με τρόπο γενικό για όλες τις κατηγορίες ασθενών συμβαλλομένων, αλλά με άξονα μια συγκεκριμένη εκάστοτε κατηγορία συμβαλλομένων, που σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο βρισκόταν πράγματι σε θέση ιδιαίτερης διαπραγματευτικής αδυναμίας. Η πρώτη ομάδα προσώπων, που αποτέλεσε ιστορικά χαρακτηριστικό παράδειγμα κατηγορίας συμβαλλομένων που έπρεπε να προστατευθεί στις έννομες τάξεις με ελεύθερη οικονομία, ήταν οι εργαζόμενοι (μισθωτοί). Κύριο μέσο για την προστασία τους ύστερα φυσικά από αγώνες- υπήρξε και εξακολουθεί να είναι η συλλογική σύμβαση εργασίας. Η ελληνική νομολογία, δε, προκειμένου να προστατεύσει τον εργαζόμενο πέρα από όσο επέτρεπαν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και οι διατάξεις του αστικού κώδικα για τη σύμβαση εργασίας, αξιοποίησε τη γενική ρήτρα της καλής πίστης τόσο με βάση την ΑΚ 288, την οποία συνδύασε με την αρχή της ισότητας των εργαζομένων στο πλαίσιο της επιχειρησιακής εκμετάλλευσης, όσο και με βάση την ΑΚ 281, προκειμένου να ελεγχθεί η καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη. 26 Βλ. Καζάκο, Για το ζήτημα της ερμηνείας στο Εργατικό Δίκαιο, ΕΕργΔ 2001, σελ. 1041 επ., τον ίδιο, Το εργατικό δίκαιο στην πράξη, 1998, σελ. 41 επ., τον ίδιο, Η διαιτησία συλλογικών διαφορών συμφερόντων κατά τον ν. 1876/1990, 1998, σελ. 53-54, Δέλλιο, ο.π., σελ. 154.

Κεφάλαιο 3 ο : Τυπικές καταστάσεις δομικής συμβατικής ανισότητας 14 τυπικό εχέγγυο ορθότητας δεν υφίσταται, ενώ η διατάραξη της συμβατικής ελευθερίας και της εξισωτικής συμβατικής δικαιοσύνης δεν είναι περιστασιακή και τυχαία, αλλά εμφανίζει μορφή κοινωνικοτυπική και δομική 27. Χαρακτηριστικό των ΓΟΣ 28 είναι η προδιατύπωση τους κατά τρόπο γενικό και ενιαίο με σκοπό να αποτελέσουν τυπικό και ομοιόμορφο περιεχόμενο ενός ορισμένου ή αορίστου 29 αριθμού μελλοντικών συμβάσεων 30. Οι γενικοί όροι συναλλαγών τίθενται από τον έναν συμβαλλόμενο, τον χρήστη ως ισχυρότερο μέρος της σύμβασης, στον άλλον, τον καταναλωτή, μονομερώς, ενώ στον τελευταίο απολείπονται ελάχιστα περιθώρια ελεύθερης διαπραγμάτευσης των γενικών όρων της σύμβασης αλλά και επηρεασμού του περιεχομένου τους, με αποτέλεσμα η προσχώρηση ή μη του ασθενέστερου συμβαλλομένου στη σύμβαση να αποτελεί η μοναδική δυνατότητα συμβολής του στην κατάρτιση της (συμβάσεις προσχώρησης). Οι θεωρητικοί του δικαίου διέγνωσαν από μακρού ότι η συναπτόμενη με γενικούς όρους συναλλαγών σύμβαση δεν δύναται να εκπληρώσει το σκοπό της ως εργαλείο εξασφάλισης ίσων και πραγματικών δυνατοτήτων στα συμβαλλόμενα μέρη για αναζήτηση μιας δίκαιης εξισορρόπησης των αντίρροπων συμφερόντων τους. Λόγω του παρατηρούμενου «ελλείμματος» 31 του αποδέκτη των ΓΟΣ, 27 Βλ. Παπανικολάου, Περί των ορίων, σελ. 197. 28 Βλ. Καράση, ΓΟΣ, 1992, σελ. 13 επ., Καράκωστα, Δίκαιο προστασίας Καταναλωτή, 2004, σελ. 81 επ., Μεντή, ΓΟΣ σε καταναλωτικές και εμπορικές συμβάσεις, 2000, σελ. 19, Κοτζάμπαση, Οι απαλλακτικές ρήτρες στους γενικούς όρους συναλλαγών, 2001, σελ. 62 επ., Γαζετά, Γενικοί όροι συναλλαγών, δικαστική προστασία, εκδ. δ, 2001, Καζάκο, Αστικό Δίκαιο.., σελ. 147-149, Daübler, Dorndorf, Bonin, Deinert, AGB-Kontrolle im Arbeitsrecht, 2008, σελ. 89 επ. 29 Με τον ν. 3587/2007 επήλθε μεταβολή του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2251/1994, το οποίο ορίζει πλέον ως γενικούς όρους συναλλαγών τους όρους «που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις». Υπό την προγενέστερη μορφή της η διάταξη αναφερόταν σε «απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων». Κατά συνέπεια εύλογο είναι να αντιμετωπίζονται ως ΓΟΣ και οι όροι που προορίζονται για ομοιόμορφη χρησιμοποίηση σε ορισμένο (όχι δηλαδή απαραίτητα αόριστο) αριθμό συμβάσεων, τουλάχιστον από δύο και πάνω συμβάσεων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αρκεί ο προορισμός των όρων για πολλαπλή χρήση και δεν απαιτείται να έχει γίνει πράγματι πολλαπλή χρήση τους. 30 Η παρ. 10 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, όπως αυτή προστέθηκε με τον ν. 2741/1999, επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου και σε κάθε όρο της σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. Στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 2 παρ. 1 υπάγονται όχι μόνο όσοι όροι είναι προδιατυπωμένοι για απροσδιόριστο αριθμό συμβάσεων αλλά και όσοι είναι προδιατυπωμένοι για να ισχύσουν έστω και για μια σύμβαση, εφόσον δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, ήτοι όταν ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενο τους, Έτσι, λοιπόν, ο ν. 2741/1999 αποσυνδέει του γενικούς όρους συναλλαγών από τις μαζικές συμβάσεις. 31 Έλλειμμα γνωσιολογικό, έλλειμμα οργανωτικό, έλλειμμα εναλλακτικών λύσεων και έλλειμμα ορθολογικής συμπεριφοράς, κατά ακριβή διατύπωση του Δέλλιου σε, Προστασία των καταναλωτών ΙΙ, 2001, σελ. 31-105, τον ίδιο, ΝοΒ 2003, σελ. 218 (222-223). Πρβλ. όμως και Καζάκο, Αστικό Δίκαιο κλπ 1987, σελ. 155.

Κεφάλαιο 3 ο : Τυπικές καταστάσεις δομικής συμβατικής ανισότητας 15 δημιουργούνται καταστάσεις απουσίας του δικαιοπρακτικού αυτοκαθορισμού και αυτοδιάθεσής του, που χρήζουν ικανής προστασίας για χάρη της αρχής της εξισωτικής συμβατικής δικαιοσύνης 32. Όπως τονίσθηκε επανειλημμένως η έννομη τάξη, διαπνεόμενη από το αξίωμα της συμβατικής δικαιοσύνης, οφείλει να μην ανέχεται τη μονομερή διαμόρφωση του περιεχομένου της σύμβασης από τον έναν συμβαλλόμενο, όταν η ασθενής πλευρά δεν διαθέτει επαρκείς δυνατότητες αυτοπροστασίας. Επομένως, ο κίνδυνος καταχρηστικής άσκησης της ευχέρειας του χρήστη να διαμορφώσει μονομερώς το περιεχόμενο της σύμβασης αποδεικνύεται δεδομένος, γεγονός το οποίο δικαιολογεί το λόγο για τον οποίο ο έλεγχος του περιεχομένου της σύμβασης πρέπει να είναι δραστικότερος. Η προηγηθείσα διαπίστωση αποτέλεσε και την αφετηρία για την αναζήτηση της νομιμοποιητικής βάσης του δικαστικού ελέγχου των γενικών όρων στις συμβάσεις. Παρά την επίκληση των γενικών διατάξεων και αρχών του Αστικού Κώδικα, ιδίως των ΑΚ 281 και 288, ως επαρκούς νομιμοποιητικού θεμελίου για τη δικαστική παρέμβαση στο περιεχόμενο των ΓΟΣ, τα δικαστήρια ήταν επιφυλακτικά να προσφέρουν πάντοτε επαρκή επίπεδα προστασίας του καταναλωτή. Την παγιωμένη, δε, αυτή κατάσταση επιβάρυναν, επιπρόσθετα, οι δυσχέρειες απόδειξης της πλήρωσης των προϋποθέσεων του επιτρεπτού του ελέγχου ή του άδικου χαρακτήρα των όρων, που αντιμετώπιζε ο αιτούμενος προστασία καταναλωτής. Οι ανωτέρω, λοιπόν, εκτιμήσεις προέβαλαν αδήριτη την ανάγκη θέσπισης ειδικού νομοθετήματος για την προστασία του καταναλωτή από καταχρηστικούς ΓΟΣ. Τούτο επιτεύχθηκε με την, σε εθνικό επίπεδο, νομοθετική καθιέρωση του συστήματος των τριών σταδίων δικαστικού ελέγχου που εισάγει ο ν. 2251/1994 (άρθρ. 2 6-7) για την προστασία των καταναλωτών 33. Αρχικά εκδόθηκε 32 Fastrich, Inhaltskontrolle 1992, σελ. 79 (υποσ. 4). 33 Ο ελληνικός ν. 2251/1994 υιοθετεί την ευρεία έννοια του καταναλωτή αναφορικά με το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, σε αντίθεση με την οδηγία 93/13 και πολλά άλλα κοινοτικά και εθνικά νομοθετήματα που ακολουθούν την στενή έννοια του καταναλωτή, κατά την οποία προστασία παρέχεται μόνο στο φυσικό πρόσωπο που αποκτά αγαθά για εξυπηρέτηση ιδιωτικών, μη επαγγελματικών αναγκών του. Κατά τον ν. 2251/1994, μετά την αναδιατύπωση του από τον ν. 3587/2007, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών εφόσον αποτελούν τον τελικό τους αποδέκτη. Καταναλωτής είναι και αα) Κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του. Ως τελικός αποδέκτης θα πρέπει να θεωρείται μόνο το πρόσωπο εκείνο που αποκτά, είτε για ιδιωτική χρήση είτε για εξυπηρέτηση του επαγγέλματός του, αγαθά ξένα προς το σύνηθες αντικείμενο της εμπορίας ή της

Κεφάλαιο 3 ο : Τυπικές καταστάσεις δομικής συμβατικής ανισότητας 16 ο νόμος 1961/1991, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον ισχύοντα σήμερα νόμο 2251/1994, όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από το άρθρο 10 24 του ν. 2741/1999 και από το άρθρο 2 του πρόσφατου ν. 3587/2007. Οι ανωτέρω διατάξεις υιοθετούν τις επιταγές της οδηγίας 93/13 ΕΟΚ «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές», με ισχύ από 31.12.1994 και παρέχουν σε εθνικό επίπεδο μια δραστικότερη προστασία στον καταναλωτή από τους κινδύνους που συνεπάγεται η χρήση ΓΟΣ. Κατ εφαρμογή του άρθρου 2 6 του ν. 2251/1994 προβλέπεται ο έλεγχος του περιεχομένου των καταχρηστικών ΓΟΣ. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο, το οποίο αποτελεί νομοθετική εξειδίκευση του κανόνα της 281 ΑΚ 34, αλλά και επαγγελματικής δραστηριότητας που ασκεί. Δεν είναι δυνατόν λοιπόν να θεωρηθεί καταναλωτής το πρόσωπο που αποκτά προϊόντα, αγαθά, κινητά ή ακίνητα πράγματα με σκοπό να τα μεταπωλήσει αυτούσια ή επεξεργασμένα, να παραχωρήσει τη χρήση ή να τα χρησιμοποιήσει για λογαριασμό ή οικονομική εξυπηρέτηση τρίτου. Απεναντίας την ιδιότητα του καταναλωτή δύναται να αποκτήσει εκείνος που προμηθεύεται αγαθά ή υπηρεσίες για σκοπό που εμπίπτει στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, αρκεί να είναι ο τελικός αποδέκτης τους, για παράδειγμα ο γιατρός που προμηθεύεται κάποιο μηχάνημα για το ιατρείο του ή ο δικηγόρος στον οποίο παρέχονται νομικές πληροφορίες από τράπεζα δεδομένων. Σε κάθε περίπτωση όμως η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή κρίνεται με βάση τον προστατευτικό σκοπό του νόμου, δηλαδή την ανάγκη κατοχύρωσης της προστασίας του καταναλωτή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτός είναι στην ουσία αδύνατο συμβαλλόμενο μέρος. Έτσι, ο καταναλωτής δεν μπορεί να θεωρηθεί άξιος προστασίας, όταν για τις ανάγκες της συγκεκριμένης συναλλαγής δεν είναι διαπραγματευτικά ασθενέστερος έναντι του προμηθευτή. Σε τέτοιες περιπτώσεις ενδέχεται να είναι αναγκαία μια διορθωτική επέμβαση του δικαστή μέσω της διάταξης 281 ΑΚ. Βλ. σχετικά Δέλλιο, Ατομική και συλλογική προστασία, 2008, σελ. 77-78, Καράκωστα, Δίκαιο προστασίας καταναλωτή, 2004, σελ. 72-74. Διεξοδικότερα για την έννοια του «τελικού αποδέκτη» και γενικότερα του καταναλωτή, βλ. Δέλλιο, Προστασία καταναλωτή I, 2005, σελ. 25-35, τον ίδιο, Προστασία ΙΙ, 2001, σελ. 224-267, τον ίδιο, Ατομική και συλλογική προστασία των καταναλωτών, 2008, σελ. 75 επ., Δωρή, ΝοΒ 2004, σελ. 729, Σταθόπουλο, σε Σταθόπουλο/Χιωτέλλη/ Αυγουστιανάκη, ΚοινΑστΔ, 1995, σελ. 39-42, Καράκωστα, Δίκαιο προστασίας καταναλωτή, 2004, 69 επ., τον ίδιο, Ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών ως καταναλωτή, ΧρΙΔ 2003, σελ. 97, τον ίδιο, Γενικοί όροι των τραπεζικών συναλλαγών, 2001, σελ. 28 επ., Γαρδούνη, Οι καταχρηστικές ρήτρες που σχετίζονται με το τίμημα των καταναλωτικών συμβάσεων, ΧρΙΔ 2004, σελ. 25-27, Γαζετά, ΓΟΣ, σελ. 60 επ., Κοτζάμπαση, Απαλλακτικές ρήτρες, 2001, σελ. 58 επ., Μεντή, ΓΟΣ σε καταναλωτικές και εμπορικές συμβάσεις, 2000, σελ. 9 επ., Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, 1996, σελ. 35-44, Περάκη, Η έννοια του καταναλωτή κατά το νέο νόμο 2251/1994, ΔΕΕ 1995, σελ. 32-34, Καράση, ΓΟΣ, 1992, σελ. 121, τον ίδιο, Γενικοί όροι συναλλαγών-το πρόβλημα της ερμηνείας στο: Σύγχρονα ζητήματα Αστικού Δικαίου πέρα από το σύστημα του Αστικού Κώδικα, 1995, σελ. 114, Δελούκα Ιγγλέση, Ελληνικό και κοινοτικό δίκαιο του καταναλωτή, 1998, σελ. 58-59, Πυροβέτση, Προστασία καταναλωτή. Γενικοί όροι-γενικοί καταχρηστικοί όροι των συναλλαγών με τους καταναλωτές, Αρμ. 2006, σελ. 300-301. 34 Βλ. Καράση, Η κατάχρηση θεσμού στο ιδιωτικό δίκαιο, ΕΝΟΒΕ 32, σελ. 212-213, τον ίδιο, ΓΟΣ, 1992, σελ. 128 επ., Αυγουστιανάκη σε Σταθόπουλο/Χιωτέλλη/Αυγουστιανάκη, Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο Ι, σελ. 106-107, Δωρή, Η εξειδίκευση της καλής πίστης στο άρθρο 2 του νόμου 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών και η σημασία της στο κοινό αστικό δίκαιο, ΝοΒ 2000, σελ. 737 επ., Κοτζάμπαση, Οι απαλλακτικές ρήτρες στου γενικούς όρους συναλλαγών, 2001, σελ. 213, Δέλλιο, Καλή πίστη και γενικοί όροι συναλλαγών, ΝοΒ 2003, σελ. 218 (227), τον ίδιο, Ατομική και συλλογική προστασία των καταναλωτών από την έλλειψη ουσιαστικής διαπραγμάτευσης των όρων της σύμβασης, 2008, σελ. 19, Λελεντζή, Ο έλεγχος του περιεχομένου των γενικών όρων συναλλαγών (άρθρο 2 6 και 7 ν. 2251/1994) κατά την πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου, ΝοΒ 2002, 274

Κεφάλαιο 3 ο : Τυπικές καταστάσεις δομικής συμβατικής ανισότητας 17 περαιτέρω, δε, της αρχής της καλής πίστης, καταχρηστικός και άρα άκυρος είναι ο όρος που έχει ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων εις βάρος του καταναλωτή. Στην παράγραφο, δε, 7 του ίδιου άρθρου παρατίθεται ένα ενδεικτικός κατάλογος γενικών καταχρηστικών όρων, οι οποίοι κατά τεκμήριο είναι per se, αυτοδικαίως καταχρηστικοί και αποτελούν περαιτέρω νομοθετικές εξειδικεύσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 2, ήτοι του γενικού αξιολογικού κριτηρίου της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. II. Συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας Καταστάσεις δομικής συμβατικής ανισότητας εντοπίζονται όχι μόνο στο δίκαιο των καταναλωτών, αλλά και στο εργατικό δίκαιο 35, δεδομένου ότι οι σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων, έτσι όπως διαμορφώνονται στο πεδίο αυτό του δικαίου, παρουσιάζουν έντονα στοιχεία υπεροχής και υποταγής, καθώς δεν υφίστανται κατά κανόνα και εδώ κοινωνικοτυπικά οι προϋποθέσεις λειτουργίας της συμβατικής ελευθερίας, ως μέσου που εγγυάται στα μέρη τη δυνατότητα μιας ισότιμης και δίκαιης εξίσωσης των επιδιωκόμενων, συνήθως αντικρουόμενων, συμφερόντων τους. Όπως και στις καταναλωτικές συμβάσεις, η έννομη τάξη οφείλει να υποβάλει το περιεχόμενο της σύμβασης εργασίας σε έναν έλεγχο εξίσου δραστικό χάριν προστασίας του ασθενέστερου συμβαλλομένου. Δοθέντος ότι ο εργαζόμενος δεν είναι σε θέση να συνεπιδράσει στη διαμόρφωση του περιεχομένου των όρων της σύμβασης, λόγω της διαπραγματευτικής υπεροπλίας του εργοδότη, ο οποίος έχει όλα τα μέσα να επιβάλει τη δική του συμβατική τάξη, με γνώμονα αποκλειστικά επ, Μεντή, Γενικοί Όροι τραπεζικών καταναλωτικών συμβάσεων, ΧρΙΔ 2001, σελ. 1 επ., τον ίδιο, Γενικοί όροι συναλλαγών σε καταναλωτικές και εμπορικές συμβάσεις, 2000, σελ. 60-61, Απ. Γεωργιάδη, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, εκδ. β, 1997, σελ. 231 επ., Σταθόπουλο, Γενικό ενοχικό δίκαιο, 2004, σελ. 725, ΑΠ 127/2005, ΕλλΔνη 2005, σελ. 1700, ΑΠ 1219/2001, ΧρΙΔ 2001, σελ. 891, ΑΠ 1030/2001, ΧρΙΔ 2001, σελ. 611, ΑΠ 296/2001, ΕΕμπΔ 2001, σελ. 489, ΑΠ 1401/1999, ΔΕΕ 2000, σελ. 192, ΕφΑθ 6291/2000, ΔΕΕ 2000, σελ. 1122 επ. (1123). 35 Βλ. Ζερδελή, Καταχρηστικοί όροι εργασίας, σελ. 34 επ. Πρβλ. όμως και Σταθόπουλο, Γενικό ενοχικό δίκαιο, 2004, σελ. 730, Δωρή, ΝοΒ 2000, σελ. 759 επ., Καράση, ΕΝΟΒΕ 32, σελ. 210, Δέλλιο, ΝοΒ 2003, σελ. 221, Μεντή, ΓΟΣ, 2000, σελ. 14-15, Λαδά, ο.π., 2007, σελ. 77-80

Κεφάλαιο 3 ο : Τυπικές καταστάσεις δομικής συμβατικής ανισότητας 18 τα δικά του συμφέροντα, η ανάγκη να περιοριστεί ο κίνδυνος θεσμικής κατάχρησης της συμβατικής ελευθερίας είναι επιτακτική. Ο συμβατικός μηχανισμός στις σχέσεις εξαρτημένης εργασίας δεν απολαμβάνει, όπως και στις καταναλωτικές συμβάσεις, το τυπικό «εχέγγυο ορθότητας» 36, ενώ δε η διατάραξη της συμβατικής ελευθερίας δεν είναι περιστασιακή και τυχαία, αλλά δομική και γενική. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας είναι πλέον σύνηθες το φαινόμενο ο εργοδότης, κατά κύριο λόγο μεγάλες επιχειρήσεις, να χρησιμοποιεί προδιατυπωμένους όρους εργασίας, που έχει διαμορφώσει μονομερώς για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, με αποτέλεσμα η θέση του εργαζομένου να μην διαφέρει από εκείνη του καταναλωτή που καλείται να συναλλαχθεί, με τους επιβληθέντες από τον ισχυρότερο συμβαλλόμενο, γενικούς όρους συναλλαγών. Οι γενικοί όροι εργασίας δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, ο τελευταίος, εάν επιθυμεί να συνάψει σύμβασης εργασίας, αναγκαστικά πρέπει να τους αποδεχτεί, όπως τους έχει διαμορφώσει ο εργοδότης, προσχωρώντας στην εργασιακή σύμβαση. Συνάγεται, λοιπόν, ότι οι γενικοί όροι εργασίας, κατά την έννοια και λειτουργία τους αποτελούν ένα είδος γενικών όρων συναλλαγών, αφού πρόκειται για δεσμευτικούς συμβατικούς όρους μονομερώς και εκ των προτέρων διατυπωμένους, με σκοπό να αποτελέσουν τυπικό και ομοιόμορφο περιεχόμενο ενός απροσδιόριστου αριθμού συμβάσεων εργασίας. Υπό την ως άνω διαμορφούμενη κατάσταση υποστηρίζεται σθεναρά ότι ο εργαζόμενος στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας του πρέπει να αντιμετωπίζεται ως καταναλωτής 37 και να απολαμβάνει ανάλογης προστασίας από την έννομη τάξη σε περιπτώσεις καταχρηστικών όρων εργασίας. Κοινός τόπος του δικαίου τόσο των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας όσο και των καταναλωτικών συμβάσεων 36 Βλ. Fastrich, Inhaltskontrolle, 1992, σελ. 176. 37 Από την πλούσια γερμανική βιβλιογραφία βλ. ενδεικτικά, Daübler, Dorndorf, Bonin, Deinert, AGB-Kontrolle im Arbeitsrecht, 2008, σελ. 26, Preis, Der Arbeitsvertrag, 2009, σελ. 115 Löwisch, Kondifizierung Arbeitsvertragrechts im Bürgerlichen Gesetzbuch, ZfA 2007, σελ. 7, Boudon, AGB-Kontrolle-neue Regeln für die Entwicklung von Arbeitsverträge ArbRB 2003, σελ. 150, Daübler, Die Auswirkung der Schuldrechtsmodernisierung auf das Arbeitsrecht, NZA 2001, σελ. 1333, Diehn,, AGB-Kontrolle von arbeitsrechtlichen Verweisungsklauseln, NZA 2004, σελ. 130, Lindemann, Neuerungen im Arbeitsrecht durch die Schuldrechtsreform. AuR 2002, σελ. 84, Schleusener, Zur Widerrufsmöglichkeit von arbeitsrechtlichen Aufhebungsverträgen nach 312 BGB, NZA 2002, σελ. 950. Σύμφωνη και η νομολογία του BAG, βλ. 25.5.2005-5 AZR 572/04, AP Nr. 1 zu 310 BGB. Βλ. όμως και Ζερδελή, Καταχρηστικοί όροι εργασίας, ομοίως Λαδά, Η εφαρμογή του ν. 2251/1994 στι εργασιακές σχέσεις, πρβλ., Μεντή, ΓΟΣ, σελ. 146.

Κεφάλαιο 3 ο : Τυπικές καταστάσεις δομικής συμβατικής ανισότητας 19 αποτελεί η συμβολή του δόγματος της εξισωτικής συμβατικής δικαιοσύνης και του αξιώματος προστασίας του ασθενέστερου μέρους της σύμβασης στη διασφάλιση της προοπτικής ορθότητας της εκάστοτε σύμβασης. Διαφορετικά η διαπραγματευτική υπεροχή του εργοδότη θα συνεπάγετο τον ετεροπροσδιορισμό των συμφερόντων του δικαιοπρακτικά ασθενέστερου εργαζομένου 38. Επομένως, θα ήταν λογικά ανακόλουθο η έννομη τάξη να απέκλειε από τους προστατευτικούς της μηχανισμούς το πεδίο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Απεναντίας και στο εν λόγω είδος σύμβασης η αντίδραση της έννομης τάξης οφείλει να είναι στοχευμένη και δραστικότερη, μέσω ενός γενικευμένου περιορισμού της συμβατικής ελευθερίας του κραταιού συμβαλλομένου, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της καταναλωτικής σύμβασης, ιδίως μέσω του ελέγχου του περιεχομένου των συμβατικών όρων, που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, με κριτήρια αυστηρότερα από αυτό της υπέρβασης των ορίων των χρηστών ηθών. Εκτός από τους γενικούς όρους εργασίας ο έλεγχος του περιεχομένου θα πρέπει να προβλέπεται και για τους ατομικούς όρους εργασίας, εφόσον δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Και ως προς αυτούς τους όρους ο εργαζόμενος δεν έχει συχνά τη δυνατότητα να επηρεάσει το περιεχόμενο τους, με αποτέλεσμα και σε αυτήν την περίπτωση ο συμβατικός μηχανισμός να εμφανίζεται κοινωνικοτυπικά διαταραγμένος. Προς επίρρωση της ορθότητας της ανωτέρω θέσης 39 συντελεί και η διάταξη του άρθρου 2 10 του νόμου 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή κατά την οποία στον έλεγχο του περιεχομένου των όρων των καταναλωτικών συμβάσεων με τα κριτήρια του άρθρο 2 παρ. 6 και 7 υπάγονται και οι ατομικοί όροι που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης 40. Ο αποκλεισμός του δραστικότερου ελέγχου του περιεχομένου των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, σε αντίθεση με την περίπτωση των 38 Βλ. Derleder, Der Konsument seines Arbeitsplatzes-Zum Verhältnis von Verbraucherrecht und Arbeitsrecht, AuR 2004, σελ. 364, Reinhard Singer, Οι νεότερες εξελίξεις στη νομολογία του Γερμανικού Εργατικού Ακυρωτικού σχετικά με την εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο γερμανικό εργατικό δίκαιο, ΕΕργΔ 2008, σελ. 132 επ. 39 Βλ. Fastrich, Inhaltskontrolle, 1992, σελ. 184-185, Ζερδελή, Καταχρηστικοί όροι εργασίας, 2005, σελ. 36, τον ίδιο, ΕΕργΔ 2003, σελ. 329-330, τον ίδιο, Εργατικό Δίκαιο, 2007, σελ. 502, Τραυλό Τζανετάτο, Η μετασυμβατική απαγόρευση του ανταγωνισμού στο εργατικό δίκαιο, 2005, σελ. 33, υποσ. 60. 40 Βλ. Κοτζάμπαση, Οι απαλλακτικές ρήτρες, 2001, σελ. 68 επ.

Κεφάλαιο 3 ο : Τυπικές καταστάσεις δομικής συμβατικής ανισότητας 20 καταναλωτικών συμβάσεων, θα κατηγορείτο ως αξιολογική αντινομία 41, καθόσον ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος που επιβάλλει την προστασία των καταναλωτών κατά τη διαμόρφωση του περιεχομένου της σύμβασης αναγνωρίζεται και για τα πρόσωπα που παρέχουν εξαρτημένη εργασία. Και στις δύο περιπτώσεις η έννομη τάξη καλείται να παράσχει μια ευρύτερη προστασία του τυπικά ασθενέστερου συμβαλλομένου, λαμβανομένου υπόψη την ιδιομορφία τους ως ομοιαζουσών τυπικών καταστάσεων δομικής συμβατικής ανισότητας 42. Δεν θα ήταν, δε, υπερβολή από την πλευρά μας να υποστηριχθεί ότι ο εργαζόμενος έχει μεγαλύτερη 43 ανάγκη προστατευτικών ρυθμίσεων, σε σχέση με τον καταναλωτή, προς άρση της δομικής φύσεως διαπραγματευτικής του κατίσχυσης, δοθέντος ότι αφενός μεν η εργασιακή σχέση αποτελεί τη βάση της οικονομικής και κοινωνικής του υπόστασης, αφετέρου δε κατά την προσφορά θέσεως εργασίας συχνά δεν έχει την πολυτέλεια να επιλέξει ανάμεσα σε περισσότερες εναλλακτικές προτάσεις, σε αντίθεση με τον καταναλωτή ο οποίος κατά κανόνα έχει την ευχέρεια επιλογής 44. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι στη Γερμανία, της οποίας η παράδοση στη διαμόρφωση του αυτονομημένου, προστατευτικού εργατικού δικαίου είναι ευρέως αναγνωρισμένη, ο περίφημος εκσυγχρονισμός του ενοχικού δικαίου με τη θέση σε ισχύ του σχετικού νόμου (Gesetz zur Modernisierung des Schuldrechts) 45, δυνάμει του οποίου ενσωματώθηκε ο μέχρι τότε ισχύων νόμος περί γενικών όρων συναλλαγών (AGBG), συμπεριέλαβε εκτός των άλλων τροποποιήσεων, την επέκταση του πεδίου εφαρμογής των περισσοτέρων από τις ρυθμίσεις για την προστασία του καταναλωτή και στις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας σύμφωνα με την νέα 310 εδ. 4 BGB. Η επίκαιρη αυτή συγκυρία γεννά προβληματισμούς για μια ανάλογη πρωτοβουλία του εθνικού μας νομοθέτη, στο μέτρο που έχει γίνει κοινώς αποδεκτό ότι δεν μπορεί το επίπεδο προστασίας στο 41 Ζερδελή, Καταχρηστικοί όροι εργασίας, σελ. 40. 42 Thüsing, AGB-Kontrolle im Arbeitsrecht, 2007, σελ. 5. 43 Daübler, Dorndorf, Bonin, Deinert, AGB-Kontrolle im Arbeitsrecht, 2008, σελ. 33. 44 Με το σκεπτικό της μαζικής παραγωγής τυποποιημένων προϊόντων και της μαζικής προσφοράς τυποποιημένων υπηρεσιών, της πληθώρας των προτάσεων προς αποδοχή σύναψης σύμβασης που δέχεται ο καταναλωτής μέσω των διαφημιστικών μηνυμάτων και άλλων μεθόδων του marketing. Την δυναμική του συγκεκριμένου κριτηρίου αξιοποιεί συστηματικά ο Γ. Δέλλιος, σε «Καλή πίστη και γενικοί όροι συναλλαγών», ΝοΒ 2003, σελ. 218 επ., 221, επίσης, βλ. Λαδά, Η εφαρμογή του ν. 2251/1994 στις εργασιακές σχέσεις, σελ. 66-67. 45 Θεσπίστηκε στις 26.11.2001 και τέθηκε σε ισχύ την 1.1.2002. Βλ. αναλυτικά Daübler, Dorndorf, Bonin, Deinert, AGB-Kontrolle im Arbeitsrecht, 2008, σελ. 3 επ.

Κεφάλαιο 4 ο : Το πρόβλημα του δικαστικού ελέγχου του περιεχομένου της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας 21 χώρο του εργατικού δικαίου να υπολείπεται εκείνου που παρέχεται στο χώρο του αστικού δικαίου 46. Κατά τον προϊσχύσαντα ΑGBG δεν προβλεπόταν η de lege lata εφαρμογή των ρυθμίσεων του στις συμβάσεις εργασίας, παρόλο αυτά είχε υποστηριχθεί στη γερμανική νομική επιστήμη αλλά και νομολογία η θέση ότι και στον εργαζόμενο πρέπει να παρέχεται μια επαρκής προστασία απέναντι σε ανεπιεικείς, καταχρηστικούς συμβατικούς όρους, βάσει των γενικών ρητρών και ειδικότερα της γενικής ρήτρας της καλής πίστης. Έτσι, ο έλεγχος του περιεχομένου των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας στο πεδίο του εργατικού δικαίου διαπλάστηκε νομολογιακά 47. 4. Το πρόβλημα του δικαστικού ελέγχου του περιεχομένου της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας Ο δικαστικός έλεγχος του περιεχομένου των όρων μιας σύμβασης ασκείται μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, που είναι το εκάστοτε ειδικότερο νομοθετικό καθεστώς. Η κατάσταση, όμως, διαμορφώνεται διαφορετικά και το έργο αυτό αποβαίνει δυσχερέστερο, όταν ο έλεγχος του περιεχομένου των όρων ενός συγκεκριμένου είδους σύμβασης δεν έχει αποτελέσει ακόμη αντικείμενο ειδικής νομοθετικής ρύθμισης, όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Ο πρώτιστος προβληματισμός που ανακύπτει εν προκειμένω είναι ο προσδιορισμός του νομιμοποιητικού πλαισίου μέσα στο οποίο ο δικαστής δύναται και πρέπει να ασκεί τον εν λόγω έλεγχο. Οι κατ ιδίαν λύσεις θα συναχθούν ερμηνευτικά μέσα από το σύστημα του αστικού δικαίου και με την βοήθεια της συγκριτικής μεθόδου. Σε αντίθεση με το δίκαιο προστασίας του καταναλωτή, όπου η ύπαρξη ειδικής νομοθετικής ρύθμισης για τον έλεγχο του περιεχομένου των όρων των καταναλωτικών συμβάσεων, μέσω σαφών, διατυπωμένων από τον ίδιο το νομοθέτη, κριτηρίων, στην ουσία «έλυσε» τα χέρια του δικαστή να παρεμβαίνει 46 BT-Drucks 14-6857, σελ. 17. 47 Βλ. Ζερδελή, Καταχρηστικοί όροι εργασίας, 2005, σελ. 42-43, τον ίδιο, ΕΕργΔ 2003, σελ. 332-333.

Κεφάλαιο 4 ο : Το πρόβλημα του δικαστικού ελέγχου του περιεχομένου της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας 22 προστατευτικά στη σύμβαση, χάριν προστασίας του ασθενέστερου μέρους από καταχρηστικού συμβατικούς όρους 48, χωρίς ενδοιασμούς, καλυπτόμενος από την σχετική νομοθετική πρόβλεψη, στο εργατικό δίκαιο, όσον αφορά τον έλεγχο του περιεχομένου των όρων συμβάσεων εργασίας, -απλών ατομικών αλλά και γενικών προδιατυπωμένων-, η νομολογία εμφανίζεται ιδιαιτέρως διστακτική να χρησιμοποιήσει ως εργαλεία ελέγχου τις γενικές ρήτρες της καλής πίστης και της απαγόρευσης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος 49. Κατά πάγια πρακτική των δικαστηρίων ένας συγκεκριμένος όρος εργασίας μπορεί να υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο όταν αντίκειται στην αρχή των χρηστών ηθών ή σε κανόνα αναγκαστικού ελέγχου, ειδάλλως ο δογματικός κανόνας του pacta sund servanda πρέπει να τηρείται 50. Η πληθώρα αναγκαστικού δικαίου διατάξεων που χαρακτηρίζει το πεδίο του εργατικού δικαίου προς προστασία του εργαζομένου αλλά και η δυνατότητα σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας 51 δεν μπορούν να αποτελέσουν τον δικαιολογητικό λόγο για τον οποίο η ελληνική νομολογία δεν τολμά έναν αυστηρότερο έλεγχο του περιεχομένου της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, δεδομένου ότι η διατάραξη του συμβατικού μηχανισμού κατεξοχήν στο χώρο αυτό του δικαίου λόγω της διαπραγματευτικής αδυναμίας του εργαζομένου χαρακτηρίζεται γενική και όχι μεμονωμένη και περιστασιακή, παρατηρούμενη μόνο στις περιπτώσεις που έχουν τύχει νομοθετικής ρύθμισης. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο ο εργοδότης, εκμεταλλευόμενος την προνομιακή του θέση, να επιχειρεί καταχρηστικά τη διαμόρφωση του περιεχομένου της σύμβασης με γνώμονα μόνο τα δικά του συμφέροντα, όπως με τη συνομολόγηση ρητρών, οι οποίες αφενός μεν δημιουργούν υπεράριθμες παρεπόμενες υποχρεώσεις που βαρύνουν τον 48 Από την πλούσια ελληνική νομολογία, βλ. ενδεικτικά τις κάτωθι πρόσφατες αποφάσεις, ΟλΑΠ 6/2006, ΕλλΔνη 2006, σελ. 419, ΑΠ 11/2006, ΧρΙΔ 2006, σελ. 454, ΑΠ 430/2005, ΔΕΕ 2005, σελ. 460, ΑΠ 127/2005, ΕλλΔνη 2005, σελ. 1700, ΑΠ 1011/2004, ΕΕμπΔ 2005, σελ. 85, ΑΠ 969/2003, ιστοσελίδα νόμος, ΑΠ 1219/2001, ΝοΒ 50, σελ.356, ΑΠ 296/2001, ιστοσελίδα βάσης δεδομένων νόμoς. 49 Βέβαια, με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπιζε η νομολογία και τον έλεγχο των γενικών όρων συναλλαγών πριν την θέσπιση του ειδικού νομοθετικού πλαισίου για την προστασία των καταναλωτών, βλ. σχετικά, Καράση, ΓΟΣ, σελ. 81. 50 Ζερδελής, Καταχρηστικοί όροι εργασίας, σελ. 44, ο ίδιος, ΕΕργΔ 2003, σελ. 333. 51 Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεν μπορούν να ρυθμίζουν εξαντλητικά όλα τα θέματα για τα οποία χρήζει προστασίας ο εργαζόμενος, περαιτέρω δε η προστασία των συλλογικών συμβάσεων δεν μπορεί να καλύπτει όλους τους εργαζομένους, Υπό τα δεδομένα, λοιπόν, αυτά ο έλεγχος του περιεχομένου της σύμβασης, ως ουσιαστικός περιορισμός της ελευθερίας των συμβάσεων, δεν μπορεί να είναι περιττός. βλ. Fastrich, Inhaltskontrolle, σελ. 195.