A1 Το πρώτο χαμόγελο
B1 B1 Το πρώτο χαμόγελο Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία για παιδιά μέση σχολικής ηλικίας Διορθώσεις: Νέστορας Χούνος Σελιδοποίηση: Κωνσταντίνα Ελαιοτριβάρη Μακέτα εξωφύλλου: Ευθύµης Δηµουλάς 2010 & EKΔOΣEIΣ «AΓKYPA» Δ. A. ΠAΠAΔHMHTPIOY A. B. E. E. Λάµπρου Κατσώνη 271 & Γεωργίου Παπανδρέου - Άγιοι Ανάργυροι, Τ. Κ. 13562 Τηλ. : 210 2693800-4 Fax: 210 2693806-7 Κεντρικό κατάστηµα: ΑΓΚΥΡΑ-ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ, Σόλωνος 124 - Αθήνα, Τ. Κ. 10681 Τηλ. : 210 3837667, 210 3837540 Fax: 210 3837066 e-mail agyra@agyra. gr www. agyra. gr Eικόνες: Λιάνα Δενεζάκη ISBN: 978-960-422- Απαγορεύεται η αναπαραγωγή µέρους ή όλης της έκδοσης, η µεταφορά σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό αποθηκευτικό σύστηµα ή αναµετάδοση µε οποιασδήποτε µορφής ηλεκτρονικά, µηχανικά, φωτοτυπικά ή άλλα µέσα, χωρίς την προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη. Ν. 2121/1993, καθώς και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν και στην Ελλάδα.
A1 A1 Έχουν περάσει πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια από τότε που ο «Ήσυχος Τωβίτ» γεννήθηκε στη Βηθλεέμ. Το κανονικό του όνομα ήταν σκέτο Τωβίτ. Το «ήσυχος» του είχαν κολλήσει οι γείτονες γιατί ποτέ δεν είχαν ακούσει τη φωνή του. Η αλήθεια είναι ότι απ όταν γεννήθηκε δεν είχε κλάψει ποτέ. Μα μήτε γέλασε ή φώναξε σαν όλα τα παιδιά. Ποτέ δεν κουβέντιασε με κανέναν για τις χαρές και τις λύπες του. Κι αυτό γιατί ο Τωβίτ δεν είχε φωνή. Όμως οι γονείς του κι όσοι ήταν πρόθυμοι να τον προσέξουν μπορούσαν να τον καταλαβαίνουν από τον τρόπο 5
B1 που τους κοιτούσε κι από τα νοήματα που έκανε με τα επιδέξια χέρια του. Εκείνα τα χρόνια η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν απλωμένη στη μισή σχεδόν Ευρώπη μέχρι και την Καππαδοκία. Οι κάτοικοι των πόλεων και των χωριών πλήρωναν στους Ρωμαίους πολλούς φόρους. Όσοι αρνούνταν να πληρώσουν ρίχνονταν στις φυλακές ή έπεφταν στο χώμα από το σπαθί κάποιου Ρωμαίου οπλίτη. Αυτή την κακή τύχη είχαν και οι γονείς του Τωβίτ. Έχασαν τη ζωή τους επειδή δεν είχαν χρήματα να πληρώσουν τους φόρους που τους ζητούσαν οι φοροεισπράκτορες του Καίσαρα. Ο Τωβίτ ήταν τότε μόλις εφτά χρόνων. Θα έμενε ολομόναχος στον κόσμο αν δεν βρισκόταν ο Αυνάν, ένας πλούσιος γείτονας. Ο Αυνάν προσφέρθηκε να πάρει τον μικρό στη δούλεψή του, για να φυλάει τα γιδοπρόβατά του. Ο Τωβίτ δέχτηκε κι άρχισε να φροντίζει τα κοπάδια του πονηρού γείτονα που έβοσκαν σε κάποια μακρινά βοσκοτόπια. Μα αντί για κανονικό μεροκάματο του έδινε μονάχα μια κούπα γάλα κι ένα κομμάτι ξερό ψωμί. Ποτέ δεν του χαλάλισε μια αλλαξιά ρούχα ή ένα ζευγάρι φτηνά σανδάλια. Έτσι χειμώνα-καλοκαίρι ήταν αναγκασμένος να περπατά ξυπόλητος και κουρελής. Το βράδυ κοιμότανε μαζί με τα ζώα μέσα σε μία σπηλιά που την χρησιμοποιούσε σα στάβλο. Κάποια μέρα, το μάτι του πεσε σε κάτι καλαμιές που λικνίζονταν στο απαλό αεράκι. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να φτιάξει μια φλογέρα. Έκοψε 6 7
A1 A1 ένα γερό καλάμι κι άρχισε το σκάλισμα με τόση υπομονή και τέχνη που απόρησε κι ο ίδιος για τις ικανότητες του. Φύσηξε απαλά και, με το που βγήκαν οι πρώτοι ήχοι, ένιωσε σα να απόκτησε φωνή. Άρχισε να φυσάει προσπαθώντας να μιμηθεί το φύσημα του αγέρα, το κελάρυσμα του νερού, το κελάηδισμα των πουλιών. Σιγά-σιγά έφτιαξε τις πρώτες δικές του μελωδίες και μετά από καιρό είχε καταφέρει να παίζει καλύτερα από όλους τους βοσκούς στα γύρω βοσκοτόπια. Τώρα πια ο ήχος της φλογέρας του ήταν η φωνή του, το γέλιο και το κλάμα του. 8 9
B1 B1 Η μουσική του ήταν τόσο γλυκιά που έκανε τα κλαριά των δέντρων να λυγάνε από ευχαρίστηση και τ αστέρια να τρεμοσβήνουν από συγκίνηση. Ξυπνούσε πριν να φέξει το φως της μέρας και περίμενε να χαράξει. Όταν ο ήλιος άρχιζε να ανεβαίνει στον ουρανό, ο Τωβίτ τον καλωσόριζε με μια χαρμόσυνη μελωδία. Κι όταν το απόγευμα τραβούσε κατά τη Δύση έπιανε ένα νοσταλγικό σκοπό λες και ξεπροβόδιζε κάποιον αγαπημένο φίλο στο ταξίδι του. Κάθε φορά που το κοπάδι ήταν ανήσυχο ή σκορπούσε πέρα-δώθε, εκείνος έπαιζε έναν γλυκό σκοπό με τη φλογέρα του. Τα ζώα τότε γυρνου σαν πίσω. Μαζεύονταν ολόγυρά του και λούφαζαν για να απολαύσουν τη μουσική του. Τι κι αν κάποιοι άνθρωποι σκληροί όπως ο Αυνάν ο αφέντης του, τον φώναζαν «μουγκό»; Τι κι αν τον κορόιδευαν επειδή δεν μπορούσαν να τον καταλάβουν; Το πρόβλημα ήταν δικό τους. Όταν ζούσαν οι γονείς του τον καταλάβαιναν μια χαρά. Μα ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω για να μας ξαναφέρει τις παλιές μας χαρές. Φέρνει όμως ένα σωρό καινούργιες. Ο Τωβίτ, μ όλη τη φτώχια και τη σκληρή ζωή που ζούσε, δεν ήθελε να τον λυπούνται, αλλά να τον αγαπούν απλά και ειλικρινά. Του έφτανε ένα χαμόγελο, ζεστό κι αληθινό σαν αυτό που πρέπει να δίνει κάθε άνθρωπος στο συνάνθρωπό του. Συχνά ονειρευόταν τη μητέρα και τον πατέρα του να τον συμβουλεύουν στοργικά. Τότε το όνειρό του γέμιζε χαμόγελα που αρμένιζαν σα καραβάκια μέσα σ ένα πέλαγος ευτυχίας. Όταν όμως ξυπνούσε έβλεπε την άσπρη αγελάδα του να ρουθουνίζει τεμπέλικα και τα γιδοπρόβατα να αναμασάνε ολοένα το χορτάρι τους ενώ το δικό του στομάχι γουργούριζε από την πείνα. 10 11