Π. ΤΕΤΣΗΣ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΜΙΕΤ 17 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013 2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014 ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΑΓΡΙΝΙΟΥ
ΠΕΡΙ χαλκογραφιασ Ἡ χαλκογραφία δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ ἐπαναλάβει ἕναν πίνακα ζωγραφικῆς, ἀλλὰ ἀποζητᾶ μίαν ἄλλη ἔκφραση. Σ αὐτὴν βρῆκα λύσεις ποὺ δὲν εἶχα στὴ ζωγραφική. Αὐτὲς εἶναι σχετικὲς μὲ τὴν ἰδιομορφία της, ποὺ σὲ ὑποχρεώνει νὰ δημιουργήσεις τὸ ἔργο σου σὲ περιορισμένα ὅρια (συνήθως λείπει τὸ χρῶμα), μέσα σε λιτότητα. Τὸ μαγικὸ τοῦ χρώματος ποὺ ἔχει ἡ ζωγραφική, ἐδῶ εἶναι ἀνύπαρκτο. Δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο τὸ μαῦρο μελάνι καὶ τὸ ἄσπρο τοῦ χαρτιοῦ. Τὰ μοναδικὰ αὐτὰ δύο στοιχεῖα, σὰν τὸν καλόγηρο ἢ τὸν ἀσκητὴ ποὺ ἀπέχει ἀπὸ τὶς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς. Τὸ μαῦρο ράσο του καὶ τὸ ἄσπρο ἀσβεστωμένο κελί του. (Πόσο ταίριαζε αὐτὴ ἡ τέχνη στοὺς καλλιτέχνες καλόγηρους τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ποὺ τὴν ἀσκήσανε ἐπὶ δύο αἰῶνες καὶ μᾶς δώσανε ἔργα γεμάτα ἰδιοτυπία). Καὶ ἡ λιτότητα αὐτὴ εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς τεχνικῆς μὲ ἐξαιρετικὰ πολύπλοκα προβλήματα κι ἐπίπονη προπαρασκευαστικὴ διαδικασία κατὰ τὴ χάραξη. Τεχνικὴ μ ἕναν κόσμο γεμάτο μυστικὰ καὶ ταυτόχρονα ἀνοιχτὸ γιὰ κάθε ἐξέλιξη. Μπορεῖς ν ἀνακαλύψεις ἐκφραστικοὺς δρόμους καινούριους. Ἡ ἐκτύπωση εἶναι χαρά, αἰσθάνεσαι ὁλοκλήρωση ὅταν κάθε ἀνάτυπο παίρνει τὸν προσωπικό του τόνο κι ἕνα ὕφος ἀπὸ τὴν εὐαισθησία τῆς στιγμῆς. Στὴ χαλκογραφία δοκιμάζεται ὁ καλλιτέχνης-ἐργάτης. Εἶναι πολὺ δύσκολο ὅταν σὲ κυνηγᾶ συγχρόνως τὸ ὅραμα τοῦ ἔργου καὶ πρέπει νὰ μὴν τὸ προδώσεις. Ἔχει μιὰ ἰδιαίτερη θέση γιὰ μένα ἡ χαλκογραφία, παράλληλα μὲ τὴ ζωγραφική, μὲ πολλὰ κοινά. Τὰ κοινὰ σημεῖα ἂς μὴν τὰ ἐντοπίσουμε στὴ θεματογραφία, ποὺ εἶναι κάτι συμπτωματικό, ἀλλὰ στὴν ἀντίληψη τοῦ περίγυρου, στὶς ἀναφορὲς ποὺ περνοῦν καὶ στὴ ζωγραφικὴ καὶ στὴ χαρακτική. Δέχομαι τὴν ὅραση σὰν κύρια αἴσθηση ἐπικοινωνίας μὲ τὸ περιβάλλον, κι ἔτσι τὸ πρόβλημά μου καὶ κατὰ συνέπεια οἱ ἀναζητήσεις μου ἁπλώνονται στὴν ἀνακάλυψη τοῦ φωτός. Ἐκεῖ ζητάω τὶς λύσεις μου τώρα, ὅπως καὶ ἄλλοτε. Εἶμαι σαφὴς σ αὐτὸ ποὺ γύρευα πάντα. Μένω σταθερὸς στὸ «πιστεύω» μου. Πρῶτ ἀπ ὅλα εἶναι τὰ μάτια! Νά τί εἶναι τώρα: ἀπότομες μεταλλαγές, κοντράστα χωρὶς ἥσυχες μεταπτώσεις τονικὴ ἀφήγηση ἑνὸς χώρου δίχως χρωματικὴ ὑπόσταση, μὲ λιτὰ μέσα, τὸ μαῦρο καὶ τὸ ἄσπρο συμπύκνωση τοῦ φωτὸς μέχρι τὰ ἄκρα καὶ ἔνταση. Κοινὰ προβλήματα στὴ ζωγραφικὴ καὶ στὴ χαρακτική, ποὺ εἶναι μιὰ προέκταση τῆς πρώτης. Π. ΤEΤΣΗΣ ἐφ. Θεσσαλονίκη, 7 Μαΐου 1971
Γιαπί, 1964. Ἀκουατίντα, 33 x 49,2 ἑκ. (ἀρ. κατ. 15)
Νεκρὴ φύση, 1970-80. Ἔγχρωμη λιθογραφία, 50x70,1 ἑκ. (ἀρ. κατ. 51) Πασχαλινὰ αὐγά, 1970-80[;]. Ἔγχρωμη λιθογραφία, 50,1x70 ἑκ. (ἀρ. κατ. 58)
ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ARTIGRAF ΚΑΙ ΤΗ λιθογραφια Ἡ Artigraf ἐπιμένει νὰ μᾶς βάζει σὲ μικρὲς ταλαιπωρίες. Θέλει ἕνα «κειμενάκι» περὶ λιθογραφίας. Κατὰ καιροὺς μοῦ πρότεινε ὁμιλίες στὶς ἐτήσιες ἐκθέσεις της. Εὐτυχῶς τότε ὑπῆρχε ὁ Τσαρούχης ποὺ ἦταν πρόθυμος. Τώρα πάει κι αὐτός, μᾶς ἄφησε χρόνους ἀλλὰ δὲν θὰ τὸν ἀντικαταστήσω. Μὰ τί νὰ γράψω; Νὰ κάνω ἐκλαϊκευμένο μάθημα τεχνικῆς τῆς λιθογραφίας δὲν γίνεται. Γι αὐτὸ θὰ διηγηθῶ μιὰ μικρὴ ἱστορία. Πῶς καὶ ποιὸς μὲ δίδαξε τὴ λιθογραφία, τὴν τεχνικὴ ποὺ γίνεται ἐπάνω σὲ τσίγκο, γιατὶ ὡς γνωστὸ συνυπῆρξαν ἀπ ἀρχῆς ἡ πέτρα καὶ ὁ τσίγκος. Κάποτε, γύρω στὸ 60, τὸ περιοδικὸ Ζυγός, δηλαδὴ ὁ Φραντζῆς Φραντζισκάκης, στὴν προσπάθειά του νὰ ἀνοιχτεῖ πρὸς ἕνα πλατύτερο κοινὸ καὶ νὰ τὸ προσελκύσει, σκέφθηκε νὰ ἀπευθυνθεῖ σὲ ὁρισμένους «ἐπώνυμους» καλλιτέχνες [γιὰ] νὰ κάνουν λιθογραφίες, οἱ ὁποῖες θὰ προσφέρονταν μαζὶ μὲ τὸ περιοδικό. Κανένας ἀπὸ τοὺς διαλεγμένους καλλιτέχνες δὲν ἤξερε τίποτε ἀπὸ τὴν τεχνική. Τὴν καθοδήγησή τους ἀνέλαβε ὁ Ἀσαντοὺρ Μπαχαριάν, ποὺ ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια εἶχε ζυμωθεῖ στὴν ἐπαγγελματικὴ λιθογραφία κι ἤξερε καλὰ τὴ δουλειά. Ὣς τότε τὰ προϊόντα τῶν γραφικῶν τεχνῶν, ἐτικέτες, ἀφίσες κι ἄλλα διαφημιστικά, ἐκτελοῦντο μὲ τὸ λιθογραφικὸ τρόπο, μὲ τὸ χέρι ἐλάχιστα μὲ διαφάνειες ἢ φωτομεταφορά, ποὺ μόλις ἐμφανίζετο ἀπὸ πολὺ σπουδαίους κι ἄξιους τεχνίτες. Ὁ Μπαχαριὰν εἶχε μαθητεύσει σ αὐτούς. Ἡ λιθογραφία στὸν τόπο μας, τότε, περιορίζετο σὲ ἐλάχιστα δείγματα μερικῶν χαρακτῶν, σὲ μικρὸ ἀριθμὸ ἀντιτύπων μονάδων, καὶ ἦταν ἕνα σπάνιο εἶδος, ἀλλὰ γιὰ μεγαλύτερη διάδοση καὶ κατανάλωση τέτοιο καλλιτεχνικὸ ἀγαθὸ ἦταν ἄγνωστο σ ἐμᾶς ὁ Ζυγὸς τότε εἶχε ἀνάγκη ἑνὸς σχετικὰ μεγάλου ἀριθμοῦ ἀντιτύπων, ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ γίνει σὲ πέτρα καὶ σὲ ἐπίπεδο πιεστήριο. Ἔμενε, λοιπόν, ὁ τσίγκος, ποὺ θὰ ἔμπαινε στὴ μηχανὴ offset, δηλαδὴ ὅπως γινόταν γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα ἔντυπα. Ἡ ἐκτύπωση θὰ γινόταν στὴν Ἀσπιώτη-ΕλΚΑ. Οἱ εἰδικοὶ τεχνίτες καὶ ὁ Τάσσος, ποὺ κρατοῦσε τὸ καλλιτεχνικὸ μέρος τοῦ ἐργοστασίου, νόμισαν γιὰ τρελὸ τὸν Μπαχαριὰν καὶ οὐτοπία τὴν ἰδέα πὼς μποροῦσαν νὰ βγοῦν πεντακόσια ἀντίτυπα κάθε ἔργου δίχως νὰ χαλάσει ἡ πλάκα, γιατὶ ὁρισμένοι καλλιτέχνες εἶχαν δουλέψει ἀνορθόδοξα, πέρα ἀπὸ τὴ συνήθη χρήση τοῦ κραγιονιοῦ. Ὁ Μπαχαριάν, ὅμως, κέρδισε! Αὐτὴ ἡ προσπάθεια τοῦ Ζυγοῦ θαρρῶ πὼς εἶναι ἡ πρώτη [γιὰ] νὰ διαδοθεῖ τὸ λιθογραφικὸ ἔργο σὲ κοινὸ εὐρύτερο καὶ πρέπει νὰ τὴν τοποθετοῦμε στὰ καλλιτεχνικὰ γεγονότα ποὺ εἶναι σημαδιακὰ γιὰ τὸν τόπο μας.
Γι αὐτὴ τὴ σειρὰ τοῦ Ζυγοῦ εἶχαν δουλέψει ὁ Βακαλό, ὁ Κανέλλης, νομίζω ὁ Σπυρόπουλος, ὁ Σικελιώτης, ὁ Βασιλείου καὶ ἄλλοι. Ὁ ὑποφαινόμενος, νέος τότε, μὴ ὄντας «ἐπώνυμος», δὲν εἶχε περιληφθεῖ. Ἀλλὰ βλέποντας τὸν Μπαχαριὰν νὰ καθοδηγεῖ τὸν Γιῶργο Βακαλό, τοῦ προκλήθηκε ἡ ἐπιθυμία νὰ δοκιμάσει καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Φραντζῆ Φραντζισκάκη νὰ ἐπιχειρήσει κι αὐτός, πράγμα ποὺ ἔγινε. Ὁ φίλος Ἀσαντοὺρ μοῦ ἐξήγησε πὼς ἐκτὸς ἀπὸ τὸ λιθογραφικὸ κραγιόνι μποροῦσα νὰ χρησιμοποιήσω καὶ τὴν παστίλια ποὺ διελύετο στὸ νερὸ σὰν μελάνι. Ἕνα ἀραιὸ διάλυμα θὰ ἔδινε ἐλαφροὺς γκρίζους τόνους, τὸ πυκνότερο πιὸ σκούρους, ἀλλὰ ποὺ ἦταν δύσκολο νὰ ἐλεγχθεῖ γιατὶ κατὰ τὴν ὀξείδωση μποροῦσε νὰ χανόταν τὸ μέτρο καὶ νὰ ἔφτανε μέχρι τὸ μαῦρο. Τοῦτος ὁ τρόπος ἦταν ριψοκίνδυνος συγκρίνοντάς τον μὲ τὴ σιγουριὰ τοῦ κραγιονιοῦ, ὅπου τὸ τύπωμα εἶναι πανόμοιο μὲ τὸ γράψιμο. Αὐτὸ μοῦ ἄρεσε τὸ χρησιμοποίησα καὶ τὸ χρησιμοποιῶ ἔκτοτε. Πιστεύω πὼς μὲ λίγα μέσα, λίγα χρώματα καὶ τόνους, μποροῦμε νὰ ἔχουμε πλούσιο ἀποτέλεσμα καὶ νὰ μὴ φτάνουμε νὰ κάνουμε ζωγραφικὴ μὲ τὴ λιθογραφία. χαίρομαι ὅταν βλέπω μιὰ λιτὴ λιθογραφία καὶ λυπᾶμαι πὼς σπάνια τὸ ἔχω καταφέρει. Ἔτσι ὁ Μπαχαριὰν ὑπῆρξε δάσκαλός μου, καὶ ὁ ὁποῖος ἀργότερα δίδαξε ἐπὶ ἀρκετὰ χρόνια στὴ σχολὴ Βακαλό. Ἡ φίλη μας ἡ Artigraf εἶναι σχεδὸν δεκαπέντε χρόνια ποὺ ἔδωσε πολὺ μεγάλη ὤθηση, καλώντας ὥριμους καὶ νέους καλλιτέχνες νὰ ἐργασθοῦν καὶ νὰ δοκιμασθοῦν. Σ αὐτὰ τὰ χρόνια ἔγιναν ἑκατοντάδες λιθογραφικὰ ἔργα καὶ δόθηκε ἡ δυνατότητα σὲ πολλοὺς νὰ ἀποκτήσουν ἕνα αὐθεντικὸ ἔργο, φτιαγμένο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ καλλιτέχνη μὲ τὸν τρόπο τῆς εὐγενοῦς αὐτῆς τέχνης. Καὶ μιὰ ποὺ μιλᾶμε γι αὐτή, θὰ πρέπει νὰ σταθοῦμε στοὺς παλιοὺς λιθογράφους πόσοι θὰ ζοῦν ἀκόμη; ποὺ μὲ τὴν καλλιτεχνική τους φύση, τὴ δεξιοτεχνία τους, τὴν ὑπομονή τους καὶ τὴν ἀγάπη τους γιὰ τὴ δουλειά τους ἔκαναν μικρὰ ἀριστουργήματα, εἴτε δικές τους συνθέσεις εἴτε ἀναπαραγωγὲς ἔργων καλλιτεχνικῶν, καὶ τὰ ὁποῖα ὅμως εἶχαν τὴ μοίρα νὰ εἶναι ἐφήμερα. Τί ἀπομένει ἀπὸ αὐτά; Ἐλάχιστα. Θά πρεπε νὰ ὑπῆρχε μιὰ Ἀρχειοθήκη-Πινακοθήκη ἔργων γραφικῶν τεχνῶν ποὺ νὰ τὰ εἶχε συλλέξει καὶ φροντίσει στοργικά. Πιστεύω πὼς κάποιος μὲ ὄρεξη καὶ ἐνθουσιασμὸ θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε ἀρχίσει τὴ δημιουργία της, ἂν εἶχε ἀνταπόκριση ἀπὸ τὴν πολιτεία, δηλαδὴ ἠθικὴ καὶ ὑλικὴ ὑποστήριξη. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἀργά. Νοέμβριος 1990 Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Παναγιώτη Τέτση Τὸ θράσος τοῦ καλλιτέχνη νὰ γράφει, Ἐκδόσεις Καστανιώτη, Ἀθήνα 1995, σ. 54-56
λαϊκὴ ἀγορά, 1979-82. Ἔγχρωμη λιθογραφία, 47x70 ἑκ. (ἀρ. κατ. 59)
Σπίτι. Ἔγχρωμη μεταξοτυπία, 67,6x97,5 ἑκ. (ἀρ. κατ. 61)
Κυπαρίσσια, 1964. Ἀκουατίντα καὶ ὀξυγραφία, 74,8 x 42,5 ἑκ. (ἀρ. κατ. 17)
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΩΤΙΔΗΣ ΤΑ χαρακτικα ΤΟΥ Π. ΤΕΤΣΗ Τὸ 1958 κάνει τὴν πρώτη ἔκθεση χαρακτικῶν του μὲ χαλκογραφίες στὸν «Ἁρμό». Ἡ συστηματικὴ σχέση του μὲ τὴ χαλκογραφία εἶχε ἀρχίσει στὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν τοῦ Παρισιοῦ μὲ δάσκαλο τὸν Ed. Goërg. Τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴ χαρακτικὴ ἀπὸ τόσο νεαρὴ ἡλικία συνεχίστηκε ἀδιάπτωτο καὶ καλύπτει τὸ σύνολο σχεδὸν τῆς πορείας του μέχρι σήμερα. χαρακτηριστικὸ δεῖγμα τῆς προσωπικότητας τοῦ καλλιτέχνη εἶναι ἡ ἐμμονή του στὴν κυριολεξία τοῦ αὐθεντικοῦ γιὰ τὸ ὑλικὸ τῆς βάσης: δουλεύει τὴ χαλκογραφία μὲ χαλκὸ καὶ ὄχι, κατὰ τὴ συνήθη πρακτική, μὲ τὸν τσίγκο ποὺ εἶναι ὑλικὸ εὐτελὲς καὶ ἀπρόβλεπτο στὴ διάβρωσή του ἀπὸ τὸ ὀξύ. Ἀντίθετα, ἡ ἐπιφάνεια τοῦ χαλκοῦ δὲν προδίδει οὔτε στὸ ἐλάχιστο τὴν εὐαισθησία τῆς γραμμῆς καὶ τοῦ πλασμοῦ ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει ὁ καλλιτέχνης. Ἀπὸ τὸν Goërg πῆρε τὴν τεχνογνωσία ποὺ τοῦ χρειαζόταν γιὰ νὰ προχωρήσει ἀργότερα σὲ ἰδιοπρόσωπους πειραματισμούς, ποὺ μέσα ἀπὸ ἐπώδυνες συχνὰ πρακτικὲς ἀπέδωσαν ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ μεστὰ ποιότητας καὶ ὄγκου σώματα χαρακτικοῦ ἔργου τῆς γενιᾶς του. λογικὰ προκύπτει τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τῆς χαρακτικῆς τοῦ Τέτση σὲ ὅλη της τὴν πορεία: βασίζεται στὴν τονικότητα τῆς γραφῆς ποὺ ἔχει καὶ ἡ ζωγραφική του. Ἀνήκει περισσότερο στὴν παράδοση τῆς χαρακτικῆς τοῦ Ντεγκὰ καὶ τῶν μοντερνιστῶν παρὰ στὴ σχεδιαστικὴ γραμμικότητα τῆς συνολικῆς μορφῆς. Στὰ ἔργα τῆς πρώτης ἔκθεσης ἡ κριτικὴ 1 σημείωσε τὸν κυρίαρχο ρόλο ποὺ ὁ Τέτσης δίνει στὴ χρωματικὴ ἐπεξεργασία: ἀπὸ τότε χρονολογεῖται ὁ πολυεστιακὸς φωτισμὸς καὶ τὰ ὑποβλητικὰ ἀποτελέσματά του στοὺς χρωματικοὺς τόνους ὅταν τὰ σχήματα φωτίζονται ὄχι ἀπὸ μία ἀλλὰ ἀπὸ διάφορες πηγές. Ὁ ἴδιος σημειώνει στὸν κατάλογο ὅτι ἡ χαρακτική του «δὲν θά πρεπε νὰ θεωρηθεῖ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν προηγούμενη ζωγραφικὴ ἐργασία μου, εἶναι ἕνα κομμάτι της ἢ ἡ συνέχειά της, ἀλλάζει μόνον τὸ μέσον καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ μέσον θέλησα νὰ ἀντλήσω ζωγραφικὲς δυνατότητες ποὺ προσφέρονται ἀγνοώντας τὴ γραφικὴ ἀντίληψη τῆς παλιᾶς παραδόσεως, ἀφοῦ ἡ χαρακτικὴ ἔπαψε νὰ περιορίζεται σὲ καθαρὰ εἰκονογραφικοὺς σκοπούς». 2 Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ καλλιτέχνης δίνει τὸ στίγμα του: μέσα ἀπὸ τὴ χαρακτική, ἀξιοποιώντας τὶς ἐκφραστικὲς ἰδιοτυπίες τοῦ μέσου, θὰ ἐπεξεργαστεῖ τὶς ἐντυπώσεις τῶν μοναδικῶν ἔργων, αὐτῶν ποὺ ἡ ζωγραφικὴ δίνει στοὺς σχετικὰ λίγους οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ τὴν ἀποκτήσουν.
Ἕνα σημαντικὸ μέρος τῆς δημοτικότητας τοῦ Τέτση ὡς ζωγράφου ὀφείλεται στὸ ὅτι ἔκανε ἔμπρακτα τὴν αἰσθητικὴ τῆς ζωγραφικῆς του κοινὸ κτῆμα μέσα ἀπὸ τὴ χαρακτική. Μιὰ χαρακτικὴ ποὺ συχνὰ ἔδινε ἔργα τὰ ὁποῖα ἀργότερα μετέφερε στὴ ζωγραφική, ἀντὶ τοῦ συνηθισμένου νὰ μεταφέρει στὴ χαρακτικὴ ἕνα ζωγραφικὸ ἔργο. 3 Τὰ πρῶτα χαρακτικά του εἶναι κυρίως ὀξυγραφίες μὲ θέματα ἀντικείμενα πάνω σὲ μικρὸ τραπέζι καὶ λίγες ἀνθρώπινες μορφὲς καὶ τοπία. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς ἐπιλογὲς τῆς ἑπόμενης ἔκθεσης χαρακτικῶν του (1964), μὲ τὴν προσθήκη ἀθηναϊκῶν σπιτιῶν καὶ γιαπιῶν ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴ θεματική του δεσπόζουσα τῆς ἐποχῆς 1961-65. Καὶ πάλι ἡ ὀξυγραφία (eau forte) εἶναι ἡ τεχνικὴ μὲ τὴν ὁποία γίνονται τὰ περισσότερα. Ἀργότερα θὰ χρησιμοποιήσει μιὰ ἄλλη τεχνικὴ τῆς ὀξυγραφίας, τὴν ἀκουατίντα, ποὺ θὰ ἀποδώσει τὴν ἐντύπωση τῆς ἐπιπεδότητας σὲ μεγάλες, συνήθως, ἐπιφάνειες. Καὶ οἱ δύο πάντως ἀποδίδουν ζωγραφικὴ ἐντύπωση τῶν ὄγκων καὶ τὴν ὑλικότητα τῶν χρωμάτων, σύμμετρα μὲ τὴ συνέπεια ὕφους ποὺ ἔχει τὸ ζωγραφικὸ καὶ τὸ χαρακτικὸ ἔργο τοῦ Τέτση. Τὸ 1970 θὰ παρουσιάσει ἄκουα τίντες στὴν Ἀθήνα καὶ τὴ Θεσσαλονίκη μὲ ἀσπρόμαυρα κυρίως τοπία τῆς Σίφνου. Ἡ κριτικὴ θὰ ἀναφερθεῖ στὴν παράδοση τῆς τεχνικῆς ἀπὸ τὸν Γκόγια, τὸν χρονολογικὰ πρῶτο καὶ καλλιτεχνικὰ μέγιστο δάσκαλο ποὺ τὴν ἐφάρμοσε, ὣς τοὺς μοντέρνους τοῦ 20οῦ αἰώνα Πικάσο, Μιρὸ καὶ Ρουό. 4 Τὸ 1975 στὶς «Νέες Μορφὲς» παρουσιάζονται καὶ πάλι χαρακτικὰ μὲ κυρίαρχα τὰ ἀσπρόμαυρα ποὺ καλύπτουν τὰ δύο τρίτα τῆς θεματικῆς τῆς ἔκθεσης: θάλασσα καὶ τοπία, ἐνῶ τὸ τρίτο εἶναι ἔγχρωμες χαλκογραφίες καὶ λιθογραφίες μὲ νεκρὲς φύσεις. Τὰ ἀσπρόμαυρα ἔργα δημιουργοῦν καὶ πάλι ξεχωριστὴ αἴσθηση. «Σ αὐτὲς τὶς χαλκογραφίες ἀνακαλοῦνται στοιχεῖα ποὺ ἀναιροῦν τὴν αὐστηρότητα τῆς χαρακτικῆς. Στοὺς αἰσθαντικοὺς τόνους τοῦ γκρίζου συνεχίζεται μιὰ ζωγραφικὴ προβληματικὴ ποὺ γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ σὲ χαλκογραφία ἀπαιτεῖται μεγάλη καὶ σκληρὴ διαδικασία», ἐπισημαίνει ἡ Βεατρίκη Σπηλιάδη, 5 ἐνῶ ὁ χρύσανθος χρήστου τονίζει τὴ στενὴ σχέση τοῦ χαρακτικοῦ ἰδιώματος μὲ τὸ ζωγραφικὸ σὲ «ἔργα στὰ ὁποῖα ἀποδεικνύεται ἀκόμη μιὰ φορὰ ἡ ἑνότητα τῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας τοῦ Τέτση». Γιὰ τὰ ἀσπρόμαυρα, στὸ ἴδιο κείμενο: «Ἡ ἑνότητα τοῦ ἄσπρου καὶ ἡ πολλαπλότητα τοῦ μαύρου μαγεύουν κυριολεκτικὰ τὸν θεατή». 6 Παρόμοια συναισθήματα καταγράφονται στὴν ἀντίδραση τῆς Ἔφης Ἀνδρεάδη: «Ὁ Τέτσης φτάνει νὰ δώσει σὲ μερικὰ ἔργα, ἀκόμα καὶ σὲ ἤδη οἰκεῖα θέματά του, μὲ τοὺς μαύρους τόνους του, ἀλλὰ ἴσως περισσότερο μὲ τὰ λευκά του, μιὰ αἴσθηση ἐμβαθυντική, σχεδὸν μυστική». 7
Ὅταν ὀργανώνεται στὸν «Ὑάκινθο» ἡ ἔκθεση «25 χρόνια χαλκογραφίας τοῦ Π. Τέτση», παρουσιάζεται τὸ πανόραμα μιᾶς δημιουργίας μὲ ὅλες σχεδὸν τὶς τεχνικὲς τῆς χαλκογραφίας καὶ ἰδιαίτερα τὶς ὀξυγραφικές, ποὺ σημαδεύουν ἕνα μακροχρόνιο ἀγώνα μὲ τὸ ὑλικὸ καὶ τὰ προβλήματα τῆς ἐπεξεργασίας του. Ὁ Νίκος Γρηγοράκης, στὴν κατακλείδα τοῦ εἰσαγωγικοῦ του κειμένου, φαίνεται νὰ διακατέχεται ἀπὸ τὸ ἴδιο μὲ τῶν προηγούμενων συναίσθημα μπροστά στὰ ἀσπρόμαυρα: «Ἐκεῖνα τὰ φορτισμένα ἔντονα μαῦρα τοῦ Τέτση στὶς χαλκογραφίες του ἀναδίδουν πνευματικότητα καὶ ἀποκαλύπτουν τὴν ἔνταση τῆς πάλης τοῦ ποιητῆ, τοῦ δημιουργοῦ». 8 Α. Κωτίδης, «Π. Τέτσης: Τὸ ἔργο καὶ ἡ ὑποδοχή του», στὸ Π. Τέτσης, Γκαλερὶ Νέες Μορφές, Ἀθήνα 1999, σ. 59-61 1. Δ.Ε. Εὐαγγελίδης, Νέα Ἑστία, 65, 1959, σ. 60. 2. Κατάλογος Π. Τέτσης χαρακτική, Αἴθουσα Ἁρμός, 4-24 Νοεμβρίου 1958. 3. Ν. Γρηγοράκης, «Π. Τέτσης, 25 χρόνια χαλκογραφίας», 1956-1981, Ὑάκινθος, Ἀθήνα 1982. 4. Ἔφη Ἀνδρεάδη, Τὸ Βῆμα, 29-3-1970. 5. Βεατρίκη Σπηλιάδη, «Π. Τέτσης, ἕνας μάστορας στὴ δύσκολη τέχνη τῆς χαλκογραφίας», Ἡ Καθημερινή, 20-3-1975. 6. χρύσανθος χρήστου, «Ὁ ζωγραφικὸς χαρακτήρας τῆς χαρακτικῆς τοῦ Τέτση», Ζυγός, Ἰανουάριος 1975, σ. 32. 7. Ἔφη Ἀνδρεάδη, Τὸ Βῆμα, 29-3-1975. 8. Ν. Γρηγοράκης, ὅ.π., σ. 5.
Τοπίο, 1960. Βελονογραφία, 12 x 25,8 ἑκ. (ἀρ. κατ. 4)
Μπαλκόνι, 1961. Ὀξυγραφία, 38x10 ἑκ. (ἀρ. κατ. 8)
Σπίτια, 1963. Ἀκουατίντα, 34,6x11,5 ἑκ. (ἀρ. κατ. 9)
Κ Α Τ Α Λ Ο Γ Ο Σ Ε Ρ Γ Ω Ν 1. Ἀντικείμενα, 1959. Ἀκουατίντα, 15 x 21,4. Δοκίμιο τοῦ ζωγράφου 2. Τοπίο, 1960. Βελονογραφία, 9x13,6. Ἐνυπόγραφο, χρονολογημένο. 5/12 3. Τοπίο, 1960. Ἀκουατίντα, 12,5x17,5. Ἐνυπόγραφο, χρονολογημένο. 4/15 4. Τοπίο, 1960. Βελονογραφία, 12x25,8. Ἐνυπόγραφο, χρονολογημένο. 5/10 5. λιμάνι, 1958-60. Ἀκουατίντα καὶ ὀξυγραφία, 58,6x82,6. Ἐνυπόγραφο. 5/30 6. Τοπίο τῆς Ἀθήνας, 1961. Ἀκουατίντα, 11,7x30,2. Ἐνυπόγραφο, χρονολογημένο. 4/12 7. Μπαλκόνι, 1961. Βελονογραφία, 21,5x10,5. Ἐνυπόγραφο, χρονολογημένο. 7/10 8. Μπαλκόνι, 1961. Ὀξυγραφία, 38x10. Ἐνυπόγραφο, χρονολογημένο. Δοκίμιο τοῦ ζωγράφου 9. Σπίτια, 1963. Ἀκουατίντα, 34,6x11,5. Ἐνυπόγραφο, χρονολογημένο. 2/15 10. Τοπίο, 1963. Ἀκουατίντα, 12,5x20. Ἐνυπόγραφο, χρονολογημένο. 2/15 11. Τοπίο, 1963. Ὀξυγραφία, 10,5x19. Ἐνυπόγραφο, χρονολογημένο. 2/15 12. Τοπίο, 1963. Βελονογραφία, 11,8x16,7. Δοκίμιο τοῦ ζωγράφου 13. λιμάνι, 1963. Βελονογραφία, 17x28,5. 5/12 14. Νεκρὴ φύση, 1963. Ἀκουατίντα, 29,3x37,5. Ἐνυπόγραφο. Δοκίμιο τοῦ ζωγράφου 15. Γιαπί, 1964. Ἀκουατίντα, 33x49,2. Ἐνυπόγραφο, χρονολογημένο. 4/15 16. Γιαπί, 1964. Ἀκουατίντα, 35,8x58,8. Ἐνυπόγραφο. 5/20 17. Κυπαρίσσια, 1964. Ἀκουατίντα καὶ βελονογραφία, 75x42,5. Ἐνυπόγραφο, χρονολογημένο. 4/15 18. Τοπίο, 1965. Ἀκουατίντα, 49,3x70. Ἐνυπόγραφο, χρονολογημένο. Δοκίμιο τοῦ ζωγράφου 19. Ναυπηγεῖο, 1965. Ἀκουατίντα καὶ βελονογραφία, 59x83. Ἐνυπόγραφο. 7/30 20. Νεκρὴ φύση, 1965. Ἔγχρωμη ὀξυγραφία καὶ ἀκουατίντα, 39x19,5. Ἐνυπόγραφο. 6/30 21. Ρόδια, 1960-65. Ἀκουατίντα καὶ βελονογραφία, 32x59. Ἐνυπόγραφο. 6/20 22. Γιαπί, 1968. Ἀκουατίντα, 40,8x58,6. Ἐνυπόγραφο. 6/20 23. Ἀθήνα, 1968. Ἔγχρωμη ὀξυγραφία καὶ ἀκουατίντα, 40,7x58,6. Ἐνυπόγραφο. 5/20 24. Ἐκκλησία δειλινό, 1969-70[;]. Ἔγχρωμη ἀκουατίντα, 41,6x58,7. Ἐνυπόγραφο. Δοκίμιο τοῦ ζωγράφου 25. Σπίτια, 1960-70. Ἀκουατίντα, 12x25,8. Ἐνυπόγραφο. 3/15 26. Τοπίο, 1960-70. Βελονογραφία, 11,5x34,5. Ἐνυπόγραφο. 7/10 27. Κουκουνάρι, 1960-70. Ἀκουατίντα, 14x8,5. Ἐνυπόγραφο. Δοκίμιο τοῦ ζωγράφου 28. Νεκρὴ φύση, 1960-70. Ἔγχρωμη ἀκουατίντα καὶ ὀξυγραφία, 39,8x39,2. Ἐνυπόγραφο. 25/30 29. Νεκρὴ φύση, 1960-70. Ἀκουατίντα καὶ βελονογραφία, 11,5x17. Ἐνυπόγραφο. Δοκίμιο τοῦ ζωγράφου 30. Νεκρὴ φύση, 1960-70. Ἀκουατίντα καὶ ὀξυγραφία, 16,4x23,9. Δοκίμιο τοῦ ζωγράφου 31. Νεκρὴ φύση, 1960-70. Ἀκουατίντα καὶ ὀξυγραφία, 35x49. Ἐνυπόγραφο. Δοκίμιο τοῦ ζωγράφου 32. Νεκρὴ φύση, 1960-70[;]. Ἔγχρωμη ἀκουατίντα, 40x39,5. Ἐνυπόγραφο. 11/30
33. Νεκρὴ φύση, 1960-70[;]. Ἔγχρωμη ἀκουατίντα, βελονογραφία καὶ ὀξυγραφία, 39,7x39,2. Ἐνυπόγραφο. 7/30 34. Ναυπηγεῖο, 1960-70[;]. λιθογραφία, 58,8x83,6. Ἐνυπόγραφο. 27/60 35. Βάρκες, 1971. Ἀκουατίντα, 58,6x82,9. Ἐνυπόγραφο. 4/30 36. Σίφνος, 1972. Ἀκουατίντα, 58,8x83,5. Ἐνυπόγραφο. 3/30 37. Σίφνος, 1972. Ἀκουατίντα, 58,8x83. Ἐνυπόγραφο. 7/30 38. Σίφνος, 1973. Ἀκουατίντα, 40,5x59,7. Ἐνυπόγραφο. 6/20 39. Σίφνος, 1973. Ἀκουατίντα καὶ βελονογραφία, 49,3x69,3. Ἐνυπόγραφο. 5/20 40. Τὰ τραπέζια, 1973. Ἔγχρωμη ἀκουατίντα καὶ βελονογραφία, 46,9x36 41. Ρόδια, 1975. Ἔγχρωμη ἀκουατίντα, 39,7x39,6. Ἐνυπόγραφο. 8/30 42. Σίφνος, 1970-80. Ἀκουατίντα, 41x59,3. Ἐνυπόγραφο. 2/20 43. Σίφνος, 1970-80. Ἀκουατίντα καὶ βελονογραφία, 58,6x83,3. Ἐνυπόγραφο. 10/30 44. Σίφνος, 1970-80. Ἀκουατίντα, 34,5x48,8. Ἐνυπόγραφο. 7/20 45. Σίφνος, 1970-80. Ἀκουατίντα, 12x35. 3/20 46. Σίφνος, 1970-80. Ἀκουατίντα καὶ βελονογραφία, 40,5x58,5. Ἐνυπόγραφο. 7/20 47. Σίφνος, 1970-80. Ἀκουατίντα, 16,8x23,5. Ἐνυπόγραφο. Δοκίμιο τοῦ ζωγράφου 48. Σπίτια, 1970-80. Ἀκουατίντα, 58,7x83,5. Ἐνυπόγραφο. 1/30 49. Σουπερμάρκετ, 1970-80. λιθογραφία, 59,5x83,4. Ἐνυπόγραφο. 24/50 50. Πλοῖο, 1970-80. Ἀκουατίντα, 59x83,5. Ἐνυπόγραφο. 4/30 51. Νεκρὴ φύση, 1970-80. Ἔγχρωμη λιθογραφία, 50x70,1. Ἐνυπόγραφο. 21/60 52. Νεκρὴ φύση, 1970-80[;]. Ἔγχρωμη λιθογραφία, 50,4x70. Ἐνυπόγραφο. 189/240 53. Νεκρὴ φύση, 1970-80[;]. Ἔγχρωμη λιθογραφία, 50x70,1. Ἐνυπόγραφο. 137/240 54. Ναυπηγεῖο, 1970-80[;]. λιθογραφία, 59x84,3. Ἐνυπόγραφο. 27/60 55. Βάρκες, 1970-80[;]. Ἀκουατίντα καὶ βελονογραφία, 83,2x59. Ἐνυπόγραφο. 7/30 56. Ρόδια, 1970-80[;]. Ἔγχρωμη λιθογραφία, 50,2x49,9. Ἐνυπόγραφο. 6/60 57. Ρόδια, 1970-80[;]. Ἔγχρωμη λιθογραφία, 40,3x40. Ἐνυπόγραφο. 14/60 58. Πασχαλινὰ αὐγά, 1970-80[;]. Ἔγχρωμη λιθογραφία, 50,1x70. Ἐνυπόγραφο. 124/240 59. λαϊκὴ ἀγορά, 1979-82. Ἔγχρωμη λιθογραφία, 47x70. Ἐνυπόγραφο. 137/240 60. λαϊκὴ ἀγορά, 1986. Ἀκουατίντα καὶ ὀξυγραφία, 57,8x46,1. Ἐνυπόγραφο. Δοκίμιο τοῦ ζωγράφου. 61. Σπίτι. Ἔγχρωμη μεταξοτυπία, 67,6x97,5. Ἐνυπόγραφο. 18/40 Οἱ διαστάσεις δίνονται σὲ ἑκατοστὰ καὶ ἀφοροῦν τὴν παράσταση.
λαϊκὴ ἀγορά, 1986. Ἀκουατίντα καὶ ὀξυγραφία, 57,8 x 46,2 ἑκ. (ἀρ. κατ. 60)
Π Α Ν Α Γ Ι Ω Τ Η Σ Τ Ε Τ Σ Η Σ Γεννήθηκε στὴν Ὕδρα τὸ 1925. Τὸ 1940 πῆρε τὰ πρῶτα μαθήματα ζωγραφικῆς ἀπὸ τὸν Klaus Vrieslander καὶ ἡ γνωριμία του μὲ τὸν Δ. Πικιώνη καὶ τὸν Ν. χατζηκυριάκο-γκίκα καθόρισε τὴ μετέπειτα πορεία του. Ἀπὸ τὸ 1943 ἕως τὸ 1949 φοίτησε στὴν Ἀνωτάτη Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν μὲ δασκάλους τοὺς Δ. Μπισκίνη, Π. Μαθιόπουλο καὶ Κ. Παρθένη. Μὲ κρατικὴ ὑποτροφία συνέχισε τὶς σπουδές του στὸ Παρίσι, στὴν École des Beaux-Arts, ὅπου, μεταξὺ ἄλλων, διδάχθηκε τὴν τέχνη τῆς χαλκογραφίας κοντὰ στὸν E. J. Goërg (1953-1956). Tὸ 1960, μὲ τιμητικὴ ὑποτροφία τῆς ἰταλικῆς κυβέρνησης, ἐπισκέφθηκε τὴν Ἰταλία καὶ μελέτησε τὰ μουσεῖα της. Τὸ διδακτικό του ἔργο τὸ ἀρχίζει τὸ 1951, ὅταν διορίζεται ἐπιμελητὴς μὲ καθηγητὴ τὸν Ν. χατζηκυριάκο-γκίκα στὴν ἕδρα τοῦ ἐλεύθερου σχεδίου στὴν Ἀνωτάτη Σχολὴ Ἀρχιτεκτόνων τοῦ Ἐθνικοῦ Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Δίδαξε ἐπίσης (1958-1976) στὸ Ἐλεύθερο Σπουδαστήριο Καλῶν Τεχνῶν (μετέπειτα Σχολὴ Βακαλό), τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε καὶ ἱδρυτικὸ μέλος, καθὼς καὶ στὴ Σχολὴ Σχεδιαστῶν τοῦ Ἀθηναϊκοῦ Τεχνολογικοῦ Ὁμίλου (1958-1962). Τὸ 1976 ἐξελέγη καθηγητὴς στὸ Γ ἐργαστήριο ζωγραφικῆς στὴν ΑΣΚΤ, στὴν ὁποία διετέλεσε καὶ πρύτανης τὸ διάστημα 1989 ἕως 1991, καὶ δίδαξε ἕως τὸ 1992. Ἀπὸ τὸ 1993 εἶναι μέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν. Τὸ χαρακτικό του ἔργο, ἰδιαίτερα σημαντικὸ καὶ συμπληρωματικὸ τοῦ ζωγραφικοῦ του, τὸ ἔχει παρουσιάσει σὲ ἀτομικὲς καὶ ὁμαδικὲς ἐκθέσεις στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικό.
ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΚΘΕΣΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΑΓΡΙΝΙΟΥ Καλλιτεχνικὸς διευθυντής: χρῆστος Γαρουφαλῆς ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ Διονύσης Καψάλης, Ὄλγα Δροσινοῦ, Βούλα λιβάνη, Ἰωάννα Μαντζαβίνου, Κάτια χανδρᾶ ΤΕχΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ Μαρία Ἀλεξίου, Ἐργαστήριο Συντήρησης χάρτινου Ὑλικοῦ ΠλΑΙΣΙΑ ΚΟΡΝΙΖΕΣ Νικόλαος Σδράλης ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΕΡΓΩΝ Δημήτρης Τσαλαματὰς ΗλΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΕΣ Μαρία Ἀλεξίου, Ἀνέστης & Νίκος Κυριακίδης ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΝΤΥΠΩΝ Α. & Ν. Κυριακίδης Ο.Ε. GRAPHICON Θερμὲς εὐχαριστίες γιὰ τὴ βοήθειά τους κατὰ τὴν προετοιμασία τῆς ἔκθεσης στὸ Ἰνστιτοῦτο Σύγχρονης Ἑλληνικῆς Τέχνης (iset), καὶ στὴ Μαρία Βασιλείου στὴν Εἰρήνη Ὀράτη καὶ στὴ Δέσποινα Τσούργιαννη (Τμῆμα Συλλογῶν Ἔργων Τέχνης τῆς Alpha Bank) γιὰ τὴν παραχώρηση τοῦ κειμένου στὸν Ἀντώνη Κωτίδη.