ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ Α Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσε πολλῶν δ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω, πολλὰ δ ὅ γ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν, ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων. 5 ἀλλ οὐδ ὧς ἑτάρους ἐῤῥύσατο, ἱέμενός περ αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο, νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο 3 νόον vulg. : νόμον Zenod. De eerste 25 verzen bevatten een aanroeping van de Muze en een heel korte schets van de hoofdpersoon en de situatie waarin deze zich bevindt. Zijn naam Odysseus wordt pas in vs. 21 terloops genoemd. 1. ἄνδρα: de man, niet een man ; H. gebruikt het lidwoord (ὁ, ἡ, τό) vrijwel alleen als pron. demonstr. ἔννεπε: ἐν(ν)έπω, aor. ἔνισπον - zeggen, vertellen. πολύτροπον ὃς: als een adjectief onmiddellijk wordt gevolgd door een relatieve bijzin dan geldt bij Homerus dat die relatieve bijzin een toelichting vormt op het adjectief; πολύτροπος (2 x) kan dus niet zoals vaak gedacht vindingrijk o.i.d. betekenen; voor de vertaling (met een substantief) kan men denken aan zwerver, reiziger, globetrotter, avonturier. 2. πλάγχθη: aor. v. πλάζομαι - dolen, zwerven; het act. πλάζω - slaan, uit de koers drijven. Τροίης πτολίεθρον: de genit. vlg. AHC als in la ville de Paris. ἔπερσε: aor. v. πέρθω, aor. ἔπερσα of ἔπραθον - verwoesten. 4. ὅ: hij. ὃν: ὅς (< σϝος, lat. suus) zijn. 5. ἀρνύμενος: ἄρνυμαι, aor. ἠρόμην en ἠράμην - (proberen te) verwerven. ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων: geformuleerd alsof ψυχὴν alleen bij ἥν hoort en νόστον alleen bij ἑταίρων, terwijl het gaat om de ψυχὴν καὶ νόστον van zowel Odysseus als van zijn makkers. ἥν: zie aant. bij ὃν in vs. 4. 6. ἀλλ οὐδ ὧς: maar toch niet. ἐῤῥύσατο: aor. v. ῥύομαι - redden, beschermen. ἱέμενός περ: concessief. ἱέμενός: ἵεμαι - streven, verlangen. 7. σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν: door eigen lichtzinnigheden. 8. κατὰ ἤσθιον: tmesis. Ὑπερίονος Ἠελίοιο: van Helius Hyperion ; Hyperion is een bijnaam van de zonnegod Helius.
9 2 4 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 2 10 15 20 ἤσθιον αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ. τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν. Ἔνθ ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, οἴκοι ἔσαν, πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν τὸν δ οἶον, νόστου κεχρημένον ἠδὲ γυναικός, νύμφη πότνι ἔρυκε Καλυψώ, δῖα θεάων, ἐν σπέεσι γλαφυροῖσι, λιλαιομένη πόσιν εἶναι. ἀλλ ὅτε δὴ ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν, τῷ οἱ ἐπεκλώσαντο θεοὶ οἶκόνδε νέεσθαι, εἰς Ἰθάκην, οὐδ ἔνθα πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων καὶ μετὰ οἷσι φίλοισι θεοὶ δ ἐλέαιρον ἅπαντες νόσφι Ποσειδάωνος ὁ δ ἀσπερχὲς μενέαινεν ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ πάρος ἣν γαῖαν ἱκέσθαι. ἀλλ ὁ μὲν Αἰθίοπας μετεκίαθε τηλόθ ἐόντας, Αἰθίοπας, τοὶ διχθὰ δεδαίαται, ἔσχατοι ἀνδρῶν, οἱ μὲν δυσομένου Ὑπερίονος, οἱ δ ἀνιόντος, 9. αὐτὰρ ὁ: sc. Helius. 10. ἁμόθεν: van enig punt af. θεά θύγατερ Διός: de in vs. 1 aangeroepen Muze. 11. φύγον: φύγειν (aor.) betekent ontkomen, φεύγειν proberen te ontkomen, vluchten. 12. οἴκοι: thuis ; oude locativus gebruikt als adverbium. 13. οἶον: οἶος - één, alleen. νόστου: behouden terugkeer, thuisreis, thuiskomst. κεχρημένον: missend, verlangend naar. 15. λιλαιομένη πόσιν εἶναι: sc. αὐτόν. 16. περιπλομένων ἐνιαυτῶν: in de kringloop der jaren, genit. absol., formulaire wending. 17. τῷ οἱ: Attisch ἐν ᾧ αὐτῷ. ἐπεκλώσαντο: aor. v. ἐπικλώθω - toespinnen, beschikken (8 x). 18. ἀέθλων: ἄεθλος - wedstrijd, moeite; ἄεθλον - wedstrijd, kampprijs. 19. ἐλέαιρον: hadden (niet kregen ) medelijden. 20. ἀσπερχὲς: - ijverig, hevig, vurig (5 x). μενέαινεν: μενεαίνω - 1. vurig verlangen; 2. vertoornd zijn. 21. ἣν: oorspr. σϝήν, Lat. suam. ἱκέσθαι: het verzwegen logisch subject is Odysseus, niet, zoals normaal, het subject van de hoofdzin. 22. μετεκίαθε: μετακίνυμαι, aor. μετεκίαθον - 1. later komen; 2. gaan naar. 23. διχθὰ: = δίχα - in tweeën, in twee delen. δεδαίαται: zijn gedeeld / gesplitst ; voor -νται en -ντο bij H. doorgaans -αται en -ατο (α als gevocaliseerde ν). 24. δυσομένου: zou naar de vorm gezien een part. fut. kunnen zijn, is echter een part. aor., z.g.n. aoristus mixtus, cf. γ 487 δύσετο τ ἠέλιος.
3 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Α 2 5 4 0 ἀντιόων ταύρων τε καὶ ἀρνειῶν ἑκατόμβης. 25 ἔνθ ὅ γε τέρπετο δαιτὶ παρήμενος οἱ δὲ δὴ ἄλλοι Ζηνὸς ἐνὶ μεγάροισιν Ὀλυμπίου ἁθρόοι ἦσαν. τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε μνήσατο γὰρ κατὰ θυμὸν ἀμύμονος Αἰγίσθοιο, τόν ῥ Ἀγαμεμνονίδης τηλεκλυτὸς ἔκταν Ὀρέστης 30 τοῦ ὅ γ ἐπιμνησθεὶς ἔπε ἀθανάτοισι μετηύδα «Ὢ πόποι, οἷον δή νυ θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται. ἐξ ἡμέων γάρ φασι κάκ ἔμμεναι οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ σφῇσιν ἀτασθαλίῃσιν ὑπὲρ μόρον ἄλγε ἔχουσιν, ὡς καὶ νῦν Αἴγισθος ὑπὲρ μόρον Ἀτρεΐδαο 35 γῆμ ἄλοχον μνηστήν, τὸν δ ἔκτανε νοστήσαντα, εἰδὼς αἰπὺν ὄλεθρον, ἐπεὶ πρό οἱ εἴπομεν ἡμεῖς, Ἑρμείαν πέμψαντες, ἐΰσκοπον Ἀργεϊφόντην, μήτ αὐτὸν κτεῖναι μήτε μνάασθαι ἄκοιτιν ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τίσις ἔσσεται Ἀτρεΐδαο, 40 25 ἀντιόων vulg., edd. nonn. (Allen, St., ATM, Br-Sp) : ἀντιάων AHC 39 κτεῖναι Laur. 32, 24 : κτείνειν vulg. 25. ἀντιόων: bij ὁ μὲν in vs. 22 (Poseidon); om deel te nemen aan (cum genit.); is, ongeacht of men ἀντιόων leest of ἀντιάων, een part. fut., naar de vorm identiek aan het part. praes; conservering op schrift van het Homerische epos zoals wij dat kennen vond plaats in een Attisch taalmilieu waar contractie van άω tot ῶ de norm was; wat de klank betreft volgt het epos de contractieregel, maar om wille van het metrum vaak zonder reductie van de lettergrepen; vandaar όω i.p.v. άω of ῶ; dit verschijnsel wordt diectasis of metrische Dehnung genoemd. 26. οἱ δὲ δὴ ἄλλοι: sc. θεοί, d.w.z. allen behalve Poseidon. 29. ἀμύμονος: ἀμύμων - onberispelijk; daar Aegisthus een erkende schurk was, moet worden aangenomen dat het adjectief slechts het uiterlijk, niet de morele kwaliteit beschrijft; andere verklaring: het epitheton is louter formulair; ironisch gebruik is niet in de geest van het epos. 30. τηλεκλυτὸς: - wijd vermaard (2 x). 34. ὑπὲρ μόρον: = ὑπὲρ μοῖραν = ὑπὲρ αἶσαν. 37. ἐπεὶ : de bijzin verklaart εἰδώς. 39. μνάασθαι: i.p.v. μνάεσθαι; cf. aant. op ἀντιόων in vs. 25.
4 1 6 2 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 4 45 50 55 60 ὁππότ ἂν ἡβήσῃ τε καὶ ἧς ἱμείρεται αἴης. ὣς ἔφαθ Ἑρμείας, ἀλλ οὐ φρένας Αἰγίσθοιο πεῖθ ἀγαθὰ φρονέων νῦν δ ἁθρόα πάντ ἀπέτεισε.» Τὸν δ ἠμείβετ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη «Ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων, καὶ λίην κεῖνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ, ὡς ἀπόλοιτο καὶ ἄλλος ὅτις τοιαῦτά γε ῥέζοι. ἀλλά μοι ἀμφ Ὀδυσῆϊ δαΐφρονι δαίεται ἦτορ, δυσμόρῳ, ὃς δὴ δηθὰ φίλων ἄπο πήματα πάσχει νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ, ὅθι τ ὀμφαλός ἐστι θαλάσσης, νῆσος δενδρήεσσα, θεὰ δ ἐν δώματα ναίει, Ἄτλαντος θυγάτηρ ὀλοόφρονος, ὅς τε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν, ἔχει δέ τε κίονας αὐτὸς μακράς, αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσι. τοῦ θυγάτηρ δύστηνον ὀδυρόμενον κατερύκει, αἰεὶ δὲ μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι θέλγει, ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται αὐτὰρ Ὀδυσσεύς, ἱέμενος καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης, θανέειν ἱμείρεται. οὐδέ νυ σοί περ ἐντρέπεται φίλον ἦτορ, Ὀλύμπιε; οὔ νύ τ Ὀδυσσεὺς Ἀργείων παρὰ νηυσὶ χαρίζετο ἱερὰ ῥέζων Τροίῃ ἐν εὐρείῃ; τί νύ οἱ τόσον ὠδύσαο, Ζεῦ;» 41 τε καὶ vulg. : καὶ Allen c. codd. q. ἱμείρεται vulg. : ἐπιβήσεται codd. nonn. 41. ἱμείρεται: zou naar de vorm gezien ind. praes. kunnen zijn (cf. vs. 59), is echter coni. aor.; dat de coni. aor. naar de vorm niet is te onderscheiden van een ind. fut. is zeer frequent, identieke vormen voor coni. aor. en ind. praes. komen minder vaak voor. 52. ὀλοόφρονος: ὀλοόφρων - kwaadaardig; als kwalificatie van Atlas niet goed te begrijpen. 56. αἱμυλίοισι: αἱμύλιος - vriendelijk, vleiend (betekenis onzeker). 57. θέλγει: de conatu. ὅπως ἐπιλήσεται: indic. fut. in finale bijzin is uitzonderlijk. 58. καὶ: al was het maar. 60. φίλον ἦτορ: de betekenis van φίλος is zeer vaak afgevlakt tot pronomen possessivum. τ : = τοι; = τε vlg. Ruijgh. 62. ὠδύσαο: ὀδύσσομαι - vertoornd zijn.
5 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Α 6 3 8 4 Τὴν δ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς «Τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων. πῶς ἂν ἔπειτ Ὀδυσῆος ἐγὼ θείοιο λαθοίμην, 65 ὃς περὶ μὲν νόον ἐστὶ βροτῶν, περὶ δ ἱρὰ θεοῖσιν ἀθανάτοισιν ἔδωκε, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν; ἀλλὰ Ποσειδάων γαιήοχος ἀσκελὲς αἰὲν Κύκλωπος κεχόλωται, ὃν ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν, ἀντίθεον Πολύφημον, ὅου κράτος ἐστὶ μέγιστον 70 πᾶσιν Κυκλώπεσσι Θόωσα δέ μιν τέκε νύμφη, Φόρκυνος θυγάτηρ, ἁλὸς ἀτρυγέτοιο μέδοντος, ἐν σπέεσι γλαφυροῖσι Ποσειδάωνι μιγεῖσα. ἐκ τοῦ δὴ Ὀδυσῆα Ποσειδάων ἐνοσίχθων οὔ τι κατακτείνει, πλάζει δ ἀπὸ πατρίδος αἴης. 75 ἀλλ ἄγεθ ἡμεῖς οἵδε περιφραζώμεθα πάντες νόστον, ὅπως ἔλθῃσι Ποσειδάων δὲ μεθήσει ὃν χόλον οὐ μὲν γάρ τι δυνήσεται ἀντία πάντων ἀθανάτων ἀέκητι θεῶν ἐριδαινέμεν οἶος.» Τὸν δ ἠμείβετ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη 80 «Ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων, εἰ μὲν δὴ νῦν τοῦτο φίλον μακάρεσσι θεοῖσι, νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε, Ἑρμείαν μὲν ἔπειτα, διάκτορον Ἀργεϊφόντην, 83 πολύφρονα codd. nonn. : δαΐφρονα cett. 66. περὶ 1 ἐστὶ: tmesis; περιεῖναι + genit. - overtreffen. περὶ 2 : adverbiaal meer dan anderen. 68. ἀσκελὲς: onbedaarlijk (2 x), verg. ἀσπερχὲς hevig in vs. 20. 69. ἀλάωσεν: ἀλαόω - blind maken (2 x). 72. ἁλὸς ἀτρυγέτοιο: van de oneindige zee pleegt men te vertalen, al is de betekenis eigenlijk niet bekend. μέδοντος: μέδων - vorst, heerser. 75. οὔ τι κατακτείνει: doodt weliswaar niet. πλάζει ἀπὸ: houdt verwijderd van. 76. ἡμεῖς οἵδε: wij hier. 77. νόστον ὅπως ἔλθῃσι: cf. νόστον ὥς κε νέηται in vs. 87. 84. διάκτορον: vast epitheton bij Hermes; betekenis onbekend, misschien overbrenger sc. van zielen naar de Hades, vlg. anderen uitdeler van geschenken.
8 5 9 9 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 6 85 90 95 νῆσον ἐς Ὠγυγίην ὀτρύνομεν, ὄφρα τάχιστα νύμφῃ ἐϋπλοκάμῳ εἴπῃ νημερτέα βουλήν, νόστον Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὥς κε νέηται. αὐτὰρ ἐγὼν Ἰθάκηνδ ἐσελεύσομαι, ὄφρα οἱ υἱὸν μᾶλλον ἐποτρύνω καί οἱ μένος ἐν φρεσὶ θείω, εἰς ἀγορὴν καλέσαντα κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς πᾶσι μνηστήρεσσιν ἀπειπέμεν, οἵ τέ οἱ αἰεὶ μῆλ ἁδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς. πέμψω δ ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα νόστον πευσόμενον πατρὸς φίλου, ἤν που ἀκούσῃ, ἠδ ἵνα μιν κλέος ἐσθλὸν ἐν ἀνθρώποισιν ἔχῃσιν.» Ὣς εἰποῦσ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ ὑγρὴν ἠδ ἐπ ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇσ ἀνέμοιο. εἵλετο δ ἄλκιμον ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ, 88 Ἰθάκηνδ ἐσελεύσομαι vulg. : Ἰθάκηνδε ἐλεύσομαι Monro c. codd. nonn. 85. ὀτρύνομεν: conj. aor. met korte themavocaal. De aor. van ὀτρύνω is ὄτρυνα of ὤτρυνα. Naar de vorm kan ὀτρύνομεν praes. of imperf. indicat. zijn of conj. aor.; het fut. is ὀτρυνέω. 86. νημερτέα βουλήν: onfeilbaar raadsbesluit. 87. νόστον ὥς κε νέηται: = νόστον ὅπως ἔλθῃσι in vs. 77. 88. Ἰθάκηνδ ἐσελεύσομαι: vlg. S. West één van de antieke conjecturen om de hiaat in het door haar geprefereerde Ἰθάκηνδε ἐλεύσομαι te vermijden; op de caesuur zou tegen een hiaat geen bezwaar bestaan; maar wie hier een caesuur leest doet of woorden klanken zijn zonder betekenis. οἱ υἱὸν: zijn zoon ; de dativ. van het pron. pers. wordt zeer frequent gebruikt als pron. poss. 90. καλέσαντα: bij οἱ in vs. 89; normale casusverschuiving. κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς: vrije Grieken onderscheidden zich van slaven en barbaren door knippen en scheren achterwege te laten. Ἀχαιοὺς passen in het metrum, Ἰθακησίους niet. 91. ἀπειπέμεν: zeggen waar het op staat, duidelijk zijn mening geven ; bij Hom. nog net niet verbieden zoals in het latere en huidige Grieks. 92. ἁδινὰ: betekenis onzeker, misschien samenscholend, opeendringend, vlg. anderen blatend, krijsend. 93. Πύλον ἠμαθόεντα: het zandige Pylus ; epitheton alleen in deze combinatie. 97. ἀμβρόσια: ἀμβρόσιος - goddelijk, onsterfelijk (α-privans).
7 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Α 1 0 0 1 1 7 βριθὺ μέγα στιβαρόν, τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν 100 ἡρώων, τοῖσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη, βῆ δὲ κατ Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα, στῆ δ Ἰθάκης ἐνὶ δήμῳ ἐπὶ προθύροισ Ὀδυσῆος, οὐδοῦ ἐπ αὐλείου παλάμῃ δ ἔχε χάλκεον ἔγχος, εἰδομένη ξείνῳ, Ταφίων ἡγήτορι, Μέντῃ. 105 εὗρε δ ἄρα μνηστῆρας ἀγήνορας οἱ μὲν ἔπειτα πεσσοῖσι προπάροιθε θυράων θυμὸν ἔτερπον, ἥμενοι ἐν ῥινοῖσι βοῶν, οὓς ἔκτανον αὐτοί. κήρυκες δ αὐτοῖσι καὶ ὀτρηροὶ θεράποντες οἱ μὲν ἄρ οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ, 110 οἱ δ αὖτε σπόγγοισι πολυτρήτοισι τραπέζας νίζον καὶ πρότιθεν, τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῦντο. Τὴν δὲ πολὺ πρῶτος ἴδε Τηλέμαχος θεοειδής ἧστο γὰρ ἐν μνηστῆρσι φίλον τετιημένος ἦτορ, ὀσσόμενος πατέρ ἐσθλὸν ἐνὶ φρεσίν, εἴ ποθεν ἐλθὼν 115 μνηστήρων τῶν μὲν σκέδασιν κατὰ δώματα θείη, τιμὴν δ αὐτὸς ἔχοι καὶ κτήμασιν οἷσιν ἀνάσσοι. 101. κοτέσσεται: coni. aor. van κοτέομαι - vertoornd zijn; coniunctivus generalis zonder κέν of ἄν. 104. οὐδοῦ: οὐδός, ὁ - drempel; οὖδας, τό - bodem; het is zaak beide woorden goed te onderscheiden omdat niet alleen de vormen een zekere gelijkenis hebben, maar de context niet altijd duidelijk maakt om welk van beide het gaat. 107. πεσσοῖσι: πεσσός - damsteen, plur. damspel. 108. ἔκτανον αὐτοί: αὐτοί benadrukt het eigenmachtige en wederrechtelijke, het plaatst de vrijers niet tegenover de dienaars maar tegenover de eigenaren; het handwerk slachten dat wij schokkend en vies vinden en dus liever aan personeel overlaten, verrichtten Griekse edelen en vorsten zonder enig probleem. 111. αὖτε: - 1. wederom; 2. daarentegen; de betekenis van het woord is vaak zodanig verzwakt dat uitdrukkelijke vertaling te ver gaat. πολυτρήτοισι: πολύτρητος - met veel gaten, poreus (3 x). 112. δατεῦντο: δατέομαι = δαίομαι - verdelen. 114. τετιημένος: - bedroefd. 115. ὀσσόμενος: ὄσσομαι - zien, bevroeden, denken aan. 116. σκέδασιν: σκέδασις - verstrooiing (2 x). 117. τιμὴν ἔχοι: = κλέος ἐσθλὸν ἔχῃσιν in vs. 95, een motief dat heel de handel en wandel van de
1 1 8 1 3 4 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 8 120 125 130 τὰ φρονέων μνηστῆρσι μεθήμενος εἴσιδ Ἀθήνην, βῆ δ ἰθὺς προθύροιο, νεμεσσήθη δ ἐνὶ θυμῷ ξεῖνον δηθὰ θύρῃσιν ἐφεστάμεν ἐγγύθι δὲ στὰς χεῖρ ἕλε δεξιτερὴν καὶ ἐδέξατο χάλκεον ἔγχος, καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα «Χαῖρε, ξεῖνε, παρ ἄμμι φιλήσεαι αὐτὰρ ἔπειτα δείπνου πασσάμενος μυθήσεαι ὅττεό σε χρή.» Ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ, ἡ δ ἕσπετο Παλλὰς Ἀθήνη. οἱ δ ὅτε δή ῥ ἔντοσθεν ἔσαν δόμου ὑψηλοῖο, ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα μακρὴν δουροδόκης ἔντοσθεν ἐϋξόου, ἔνθα περ ἄλλα ἔγχε Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἵστατο πολλά, αὐτὴν δ ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῖτα πετάσσας, καλὸν δαιδάλεον ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν. πὰρ δ αὐτὸς κλισμὸν θέτο ποικίλον, ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων, μὴ ξεῖνος ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷ δείπνῳ ἀηδήσειεν, ὑπερφιάλοισι μετελθών, 134 ἀηδήσειεν codd. nonn. : ἁδήσειεν cett. Griekse aristocratie beheerste. 123. παρ ἄμμι φιλήσεαι: bij ons zul je onthaald worden ; ἄμμι = ἡμῖν; φιλήσεαι < φιλήσεσαι (Att. φιλήσῃ); bij Hom. doen de mediale vormen van aor. en fut. dienst voor het passivum; passiva met het suffix -θη zijn relatief zeldzaam en hebben meestal intransitieve betekenis. 124. ὅττεό: = ὅτου = ὅτινος. 128. δουροδόκης: δουροδόκη - speerstandaard. ἐϋξόου: ἐΰξοος = ἐΰξεστος - goed geschaafd, glad gepolijst. ἄλλα ἔγχε Ὀδυσσῆος: Grieks idioom: Athenes speer hoorde niet tot de collectie van Odysseus. 131. δαιδάλεον: δαιδάλεος - kunstig bewerkt, kunstig versierd (de kunst is niet naar Daedalus genoemd, maar Daedalus naar zijn ambacht). θρῆνυς: - voetbank; op de vloer was een ontzaglijke smeerboel; het bankje diende zowel het comfort als de hygiëne. 132. κλισμὸν: κλισμός - leunstoel, waarvoor ook κλισίη wordt gebruikt, dat echter in de eerste plaats hut of tent betekent. 133. ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷ: gekweld door het rumoer ; v. ἀνιάω - kwellen. 134. ἀηδήσειεν: of men met met Monro dit leest of met de meeste andere uitgevers ἁδήσειεν maakt voor de betekenis niet uit. ἀηδέω
9 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Α 1 3 5 1 5 3 ἠδ ἵνα μιν περὶ πατρὸς ἀποιχομένοιο ἔροιτο. 135 χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος, νίψασθαι παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν. σῖτον δ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα, εἴδατα πόλλ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων 140 δαιτρὸς δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν ἀείρας παντοίων, παρὰ δέ σφι τίθει χρύσεια κύπελλα, κῆρυξ δ αὐτοῖσιν θάμ ἐπῴχετο οἰνοχοεύων. Ἐς δ ἦλθον μνηστῆρες ἀγήνορες οἱ μὲν ἔπειτα ἑξείης ἕζοντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε. 145 τοῖσι δὲ κήρυκες μὲν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν, σῖτον δὲ δμῳαὶ παρενήεον ἐν κανέοισι, [κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο.] οἱ δ ἐπ ὀνείαθ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον. αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο 150 μνηστῆρες, τοῖσιν μὲν ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει, μολπή τ ὀρχηστύς τε τὰ γάρ τ ἀναθήματα δαιτός. κῆρυξ δ ἐν χερσὶν κίθαριν περικαλλέα θῆκε (ἁδέω) c. dat. - een afkeer hebben van. ὑπερφιάλοισι μετελθών: onder brutale lieden terecht gekomen. 136. χέρνιβα: χέρνιψ - waswater. ἀμφίπολος: = δούλη (dat bij Hom. slechts 2 x voorkomt). προχόῳ: dativus loci vlg. AHC. 137. λέβητος: λέβης, ὁ - ketel, (was-)bekken. 139. ταμίη: - huishoudster. 140. χαριζομένη παρεόντων: royaal gevend van de voorraad. 141. δαιτρὸς: - voorsnijder. κρειῶν πίνακας: schalen met vlees ; slices of meat vlg. Stanford (ten onrechte). 148. κοῦροι δὲ κρητῆρας : in enkele MSS. ontbreekt het vers, maar, wat belangrijker is, het mengen (vs. 110) en inschenken (vs. 140) van de wijn is al gepasseerd. 150. ἐξ ἔρον ἕντο: tmesis; hun verlangen hadden gestild. 152. μολπή τ ὀρχηστύς τε: zang en dans. ἀναθήματα δαιτός: opluistering (vlg. anderen toegiften ) van de maaltijd (2 x), in klassiek Grieks is ἀνάθημα wijgeschenk, in christelijke Grieks met een onbetekenende spellingswijziging (ἀνάθεμα) wat gewijd is aan den boze, vervloekte, vloek.
1 5 4 1 7 2 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 1 0 155 160 165 170 Φημίῳ, ὅς ῥ ἤειδε παρὰ μνηστῆρσιν ἀνάγκῃ. ἦ τοι ὁ φορμίζων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν, αὐτὰρ Τηλέμαχος προσέφη γλαυκῶπιν Ἀθήνην, ἄγχι σχὼν κεφαλήν, ἵνα μὴ πευθοίαθ οἱ ἄλλοι «Ξεῖνε φίλ, ἦ καί μοι νεμεσήσεαι ὅττι κεν εἴπω; τούτοισιν μὲν ταῦτα μέλει, κίθαρις καὶ ἀοιδή, ῥεῖ, ἐπεὶ ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν, ἀνέρος, οὗ δή που λεύκ ὀστέα πύθεται ὄμβρῳ κείμεν ἐπ ἠπείρου, ἢ εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει. εἰ κεῖνόν γ Ἰθάκηνδε ἰδοίατο νοστήσαντα, πάντες κ ἀρησαίατ ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι ἢ ἀφνειότεροι χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε. νῦν δ ὁ μὲν ὣς ἀπόλωλε κακὸν μόρον, οὐδέ τις ἥμιν θαλπωρή, εἴ πέρ τις ἐπιχθονίων ἀνθρώπων φῇσιν ἐλεύσεσθαι τοῦ δ ὤλετο νόστιμον ἦμαρ. ἀλλ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες; ὁπποίης τ ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο; πῶς δέ σε ναῦται ἤγαγον εἰς Ἰθάκην; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο; 154. ἀνάγκῃ: er is Homerus veel aan gelegen de reputatie van zijn beroepsgenoten hoog te houden. 155. φορμίζων: spelend op de cither. ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν: hij begon zijn mooie lied te zingen. ἀνεβάλλετο: hij begon ; elders betekent ἀναβάλλω / ἀναβάλλομαι juist het omgekeerde, uitstellen. 157. πευθοίαθ : naast πυνθάνομαι zonder onderscheid πεύθομαι. 159. κίθαρις καὶ ἀοιδή: variatie op de μολπή τ ὀρχηστύς τε in vs. 152. 161. πύθεται: πύθομαι - verrotten, wegrotten; de vorm πύθεται zou theoretisch ook conj. aor. met korte themavocaal van πυνθάνομαι kunnen zijn. 163. ἰδοίατο: = ἴδοιντο. 165. ἀφνειότεροι χρυσοῖό τε ἐσθῆτός: de mogelijkheid voor misdadigers hun straf af te kopen, de talio, bestaat al in de primitiefste samenlevingen. 166. ὁ μὲν ὣς ἀπόλωλε: had Telemachus inderdaad al alle hoop opgegeven? ὣς: hier zoals wel vaststaat, blijkbaar. 167. θαλπωρή: - troost (eig. verwarming ). 168. φῇσιν ἐλεύσεσθαι: sc. μιν of αὐτόν; φῇσιν is conjunctivus, de indicativus is φησίν, een encliticum.
1 1 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Α 1 7 3 1 9 3 οὐ μὲν γάρ τί σε πεζὸν ὀΐομαι ἐνθάδ ἱκέσθαι. καί μοι τοῦτ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ ἐῢ εἰδῶ, ἠὲ νέον μεθέπεις, ἦ καὶ πατρώϊός ἐσσι 175 ξεῖνος, ἐπεὶ πολλοὶ ἴσαν ἀνέρες ἡμέτερον δῶ ἄλλοι, ἐπεὶ καὶ κεῖνος ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων.» Τὸν δ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη «Τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ ἀτρεκέως ἀγορεύσω. Μέντης Ἀγχιάλοιο δαΐφρονος εὔχομαι εἶναι 180 υἱός, ἀτὰρ Ταφίοισι φιληρέτμοισιν ἀνάσσω. νῦν δ ὧδε ξὺν νηῒ κατήλυθον ἠδ ἑτάροισι, πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, ἐς Τεμέσην μετὰ χαλκόν, ἄγω δ αἴθωνα σίδηρον. νηῦς δέ μοι ἥδ ἕστηκεν ἐπ ἀγροῦ νόσφι πόληος, 185 ἐν λιμένι Ῥείθρῳ, ὑπὸ Νηΐῳ ὑλήεντι. ξεῖνοι δ ἀλλήλων πατρώϊοι εὐχόμεθ εἶναι ἐξ ἀρχῆς, εἴ πέρ τε γέροντ εἴρηαι ἐπελθὼν, Λαέρτην ἥρωα, τὸν οὐκέτι φασὶ πόλινδε ἔρχεσθ, ἀλλ ἀπάνευθεν ἐπ ἀγροῦ πήματα πάσχειν 190 γρηῒ σὺν ἀμφιπόλῳ, ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε παρτιθεῖ, εὖτ ἄν μιν κάματος κατὰ γυῖα λάβῃσιν ἑρπύζοντ ἀνὰ γουνὸν ἀλῳῆς οἰνοπέδοιο. 175. ἠὲ νέον μεθέπεις: kom je hier pas sinds kort? 177. καὶ κεῖνος ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων: ook hij (Odysseus) ging vaak bij mensen op bezoek ; ἐπίστροφος. κεῖνος: sc. Odysseus. 180. Μέντης: in β 225 treedt Athene op in de gedaante van Mentor. Mentes / Mentor is misschien een verdubbeling van wat in een eerdere versie van het verhaal één persoon was. Iets overeenkomstigs lijkt het geval te zijn met Circe / Calypso. 181. Ταφίοισι: Taphiërs, bewoners van het mythische eiland Taphos, dat men zich wrsch. moet voorstellen in de Ionische Zee voor de Acarnanische kust. 183. ἐπ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους: naar mensen die een andere taal spreken (4 x). ἀλλοθρόους: een vreemde taal sprekend (4 x). 188. εἴρηαι: conj. aor. med. v. ἐρωτάω. 193. ἑρπύζοντ ἀνὰ γουνὸν: zich voortslepend op de helling. ἀλῳῆς οἰνοπέδοιο: wijngaarde ; lett. de wijnbodemige gaarde.
1 9 4 2 1 8 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 1 2 195 200 205 210 215 νῦν δ ἦλθον δὴ γάρ μιν ἔφαντ ἐπιδήμιον εἶναι, σὸν πατέρ ἀλλά νυ τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου. οὐ γάρ πω τέθνηκεν ἐπὶ χθονὶ δῖος Ὀδυσσεύς, ἀλλ ἔτι που ζωὸς κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ, νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ, χαλεποὶ δέ μιν ἄνδρες ἔχουσιν, ἄγριοι, οἵ που κεῖνον ἐρυκανόωσ ἀέκοντα. αὐτὰρ νῦν τοι ἐγὼ μαντεύσομαι, ὡς ἐνὶ θυμῷ ἀθάνατοι βάλλουσι καὶ ὡς τελέεσθαι ὀΐω, οὔτε τι μάντις ἐὼν οὔτ οἰωνῶν σάφα εἰδώς. οὔ τοι ἔτι δηρόν γε φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης ἔσσεται, οὐδ εἴ πέρ τε σιδήρεα δέσματ ἔχῃσι φράσσεται ὥς κε νέηται, ἐπεὶ πολυμήχανός ἐστιν. ἀλλ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον, εἰ δὴ ἐξ αὐτοῖο τόσος πάϊς εἰς Ὀδυσῆος. αἰνῶς μὲν κεφαλήν τε καὶ ὄμματα καλὰ ἔοικας κείνῳ, ἐπεὶ θαμὰ τοῖον ἐμισγόμεθ ἀλλήλοισι, πρίν γε τὸν ἐς Τροίην ἀναβήμεναι, ἔνθα περ ἄλλοι Ἀργείων οἱ ἄριστοι ἔβαν κοίλῃσ ἐνὶ νηυσίν ἐκ τοῦ δ οὔτ Ὀδυσῆα ἐγὼν ἴδον οὔτ ἐμὲ κεῖνος.» Τὴν δ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα «Τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ ἀτρεκέως ἀγορεύσω. μήτηρ μέν τέ μέ φησι τοῦ ἔμμεναι, αὐτὰρ ἐγώ γε οὐκ οἶδ οὐ γάρ πώ τις ἑὸν γόνον αὐτὸς ἀνέγνω. ὡς δὴ ἐγώ γ ὄφελον μάκαρός νύ τευ ἔμμεναι υἱὸς ἀνέρος, ὃν κτεάτεσσιν ἑοῖσ ἔπι γῆρας ἔτετμε. 194. δὴ ἐπιδήμιον: al een tijdje in het land. ἔφαντ : imperf. med. van φημί; er is geen betekenisverschil tussen actieve en mediale vormen van dit verbum. 195. βλάπτουσι κελεύθου: als O. al in het land is, is zijn reis volbracht, zou je zeggen; vertaal hier κέλευθος met thuiskomst o.i.d. 207. εἰ δὴ ἐξ αὐτοῖο τόσος πάϊς εἰς Ὀδυσῆος: of jij, zo n grote kerel, een zoon bent van Odysseus zelf. 216. οὐ γάρ πώ τις ἑὸν γόνον αὐτὸς ἀνέγνω: nooit kent iemand zelf zijn afkomst (van vaderskant) ; aoristus gnomicus.
1 3 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Α 2 1 9 2 4 4 νῦν δ ὃς ἀποτμότατος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων, τοῦ μ ἔκ φασι γενέσθαι, ἐπεὶ σύ με τοῦτ ἐρεείνεις.» 220 Τὸν δ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη «Οὐ μέν τοι γενεήν γε θεοὶ νώνυμνον ὀπίσσω θῆκαν, ἐπεὶ σέ γε τοῖον ἐγείνατο Πηνελόπεια. ἀλλ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον τίς δαίς, τίς δὲ ὅμιλος ὅδ ἔπλετο; τίπτε δέ σε χρεώ; 225 εἰλαπίνη ἦε γάμος; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ ἐστίν, ὥς τέ μοι ὑβρίζοντες ὑπερφιάλως δοκέουσι δαίνυσθαι κατὰ δῶμα. νεμεσσήσαιτό κεν ἀνὴρ αἴσχεα πόλλ ὁρόων, ὅς τις πινυτός γε μετέλθοι.» Τὴν δ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα 230 «Ξεῖν, ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά μ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς, μέλλεν μέν ποτε οἶκος ὅδ ἀφνειὸς καὶ ἀμύμων ἔμμεναι, ὄφρ ἔτι κεῖνος ἀνὴρ ἐπιδήμιος ἦεν νῦν δ ἑτέρως ἐβόλοντο θεοὶ κακὰ μητιόωντες, οἳ κεῖνον μὲν ἄϊστον ἐποίησαν περὶ πάντων 235 ἀνθρώπων, ἐπεὶ οὔ κε θανόντι περ ὧδ ἀκαχοίμην, εἰ μετὰ οἷσ ἑτάροισι δάμη Τρώων ἐνὶ δήμῳ, ἠὲ φίλων ἐν χερσίν, ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσε. τῶ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί, ἠδέ κε καὶ ᾧ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ ὀπίσσω. 240 νῦν δέ μιν ἀκλειῶς Ἅρπυιαι ἀνηρέψαντο οἴχετ ἄϊστος ἄπυστος, ἐμοὶ δ ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν οὐδέ τι κεῖνον ὀδυρόμενος στεναχίζω οἶον, ἐπεί νύ μοι ἄλλα θεοὶ κακὰ κήδε ἔτευξαν. 225. ἔπλετο: van dit verbum moet de aoristus vaak als praesens vertaald worden: wat in het verleden begonnen is duurt voort in het heden (geldt b.v. ook voor ἔφυν). τίπτε δέ σε χρεώ: waarvoor heb je dat nodig?, wat moet je daarmee?. 226. ἔρανος: maaltijd op gezamenlijke kosten van de deelnemers. 238. ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσε: daar hij de oorlog heeft meegemaakt. 241. ἀνηρέψαντο: hebben weggerukt ; alleen deze vorm (5 x).
2 4 5 2 7 1 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 1 4 245 250 255 260 265 270 ὅσσοι γὰρ νήσοισιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι, Δουλιχίῳ τε Σάμῃ τε καὶ ὑλήεντι Ζακύνθῳ, ἠδ ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσι, τόσσοι μητέρ ἐμὴν μνῶνται, τρύχουσι δὲ οἶκον. ἡ δ οὔτ ἀρνεῖται στυγερὸν γάμον οὔτε τελευτὴν ποιῆσαι δύναται τοὶ δὲ φθινύθουσιν ἔδοντες οἶκον ἐμόν τάχα δή με διαῤῥαίσουσι καὶ αὐτόν.» Τὸν δ ἐπαλαστήσασα προσηύδα Παλλὰς Ἀθήνη «Ὢ πόποι, ἦ δὴ πολλὸν ἀποιχομένου Ὀδυσῆος δεύῃ, ὅ κε μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφείη. εἰ γὰρ νῦν ἐλθὼν δόμου ἐν πρώτῃσι θύρῃσι σταίη, ἔχων πήληκα καὶ ἀσπίδα καὶ δύο δοῦρε, τοῖος ἐὼν οἷόν μιν ἐγὼ τὰ πρῶτ ἐνόησα οἴκῳ ἐν ἡμετέρῳ πίνοντά τε τερπόμενόν τε, ἐξ Ἐφύρης ἀνιόντα παρ Ἴλου Μερμερίδαο ᾤχετο γὰρ καὶ κεῖσε θοῆς ἐπὶ νηὸς Ὀδυσσεὺς φάρμακον ἀνδροφόνον διζήμενος, ὄφρα οἱ εἴη ἰοὺς χρίεσθαι χαλκήρεας ἀλλ ὁ μὲν οὔ οἱ δῶκεν, ἐπεί ῥα θεοὺς νεμεσίζετο αἰὲν ἐόντας, ἀλλὰ πατήρ οἱ δῶκεν ἐμός φιλέεσκε γὰρ αἰνῶς τοῖος ἐὼν μνηστῆρσιν ὁμιλήσειεν Ὀδυσσεύς πάντες κ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε. ἀλλ ἦ τοι μὲν ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, ἤ κεν νοστήσας ἀποτείσεται, ἦε καὶ οὐκί, οἷσιν ἐνὶ μεγάροισι σὲ δὲ φράζεσθαι ἄνωγα, ὅππως κε μνηστῆρας ἀπώσεαι ἐκ μεγάροιο. εἰ δ ἄγε νῦν ξυνίει καὶ ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων 252. ἐπαλαστήσασα: verontwaardigd. 254. δεύῃ: < δεύε(σ)αι mis je, heb je nodig. 256. πήληκα: acc. v. πήληξ - helm, een woord dat verder in de Odyssee niet voorkomt. 263. ἐπεί ῥα θεοὺς νεμεσίζετο: omdat hij beducht was voor de goden ; elders betekent νεμεσίζομαι altijd kwalijk nemen.
1 5 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Α 2 7 2 3 0 1 αὔριον εἰς ἀγορὴν καλέσας ἥρωας Ἀχαιοὺς μῦθον πέφραδε πᾶσι, θεοὶ δ ἐπὶ μάρτυροι ἔστων. μνηστῆρας μὲν ἐπὶ σφέτερα σκίδνασθαι ἄνωχθι, μητέρα δ, εἴ οἱ θυμὸς ἐφορμᾶται γαμέεσθαι, 275 ἂψ ἴτω ἐς μέγαρον πατρὸς μέγα δυναμένοιο οἱ δὲ γάμον τεύξουσι καὶ ἀρτυνέουσιν ἔεδνα πολλὰ μάλ, ὅσσα ἔοικε φίλης ἐπὶ παιδὸς ἕπεσθαι. σοὶ δ αὐτῷ πυκινῶς ὑποθήσομαι, αἴ κε πίθηαι νῆ ἄρσας ἐρέτῃσιν ἐείκοσιν, ἥ τις ἀρίστη, 280 ἔρχεο πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο, ἤν τίς τοι εἴπῃσι βροτῶν, ἢ ὄσσαν ἀκούσῃς ἐκ Διός, ἥ τε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισι. πρῶτα μὲν ἐς Πύλον ἐλθὲ καὶ εἴρεο Νέστορα δῖον, κεῖθεν δὲ Σπάρτηνδε παρὰ ξανθὸν Μενέλαον 285 ὃς γὰρ δεύτατος ἦλθεν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων. εἰ μέν κεν πατρὸς βίοτον καὶ νόστον ἀκούσῃς, ἦ τ ἂν τρυχόμενός περ ἔτι τλαίης ἐνιαυτόν εἰ δέ κε τεθνηῶτος ἀκούσῃς μηδ ἔτ ἐόντος, νοστήσας δὴ ἔπειτα φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν 290 σῆμά τέ οἱ χεῦαι καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερεΐξαι πολλὰ μάλ, ὅσσα ἔοικε, καὶ ἀνέρι μητέρα δοῦναι. αὐτὰρ ἐπὴν δὴ ταῦτα τελευτήσῃς τε καὶ ἕρξῃς, φράζεσθαι δὴ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, ὅππως κε μνηστῆρας ἐνὶ μεγάροισι τεοῖσι 295 κτείνῃς ἠὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδόν οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν, ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐσσί. ἦ οὐκ ἀΐεις οἷον κλέος ἔλλαβε δῖος Ὀρέστης πάντας ἐπ ἀνθρώπους, ἐπεὶ ἔκτανε πατροφονῆα, Αἴγισθον δολόμητιν, ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα; 300 καὶ σύ, φίλος, μάλα γάρ σ ὁρόω καλόν τε μέγαν τε,
3 0 2 3 2 7 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 1 6 305 310 315 320 325 ἄλκιμος ἔσσ, ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων ἐῢ εἴπῃ. αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι ἤδη ἠδ ἑτάρους, οἵ πού με μάλ ἀσχαλόωσι μένοντες σοὶ δ αὐτῷ μελέτω, καὶ ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων.» Τὴν δ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα «Ξεῖν, ἦ τοι μὲν ταῦτα φίλα φρονέων ἀγορεύεις, ὥς τε πατὴρ ᾧ παιδί, καὶ οὔ ποτε λήσομαι αὐτῶν. ἀλλ ἄγε νῦν ἐπίμεινον, ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο, ὄφρα λοεσσάμενός τε τεταρπόμενός τε φίλον κῆρ δῶρον ἔχων ἐπὶ νῆα κίῃς, χαίρων ἐνὶ θυμῷ, τιμῆεν, μάλα καλόν, ὅ τοι κειμήλιον ἔσται ἐξ ἐμεῦ, οἷα φίλοι ξεῖνοι ξείνοισι διδοῦσι.» Τὸν δ ἠμείβετ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη «Μή μ ἔτι νῦν κατέρυκε, λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο δῶρον δ ὅττι κέ μοι δοῦναι φίλον ἦτορ ἀνώγῃ, αὖτις ἀνερχομένῳ δόμεναι οἶκόνδε φέρεσθαι, καὶ μάλα καλὸν ἑλών σοὶ δ ἄξιον ἔσται ἀμοιβῆς.» Ἡ μὲν ἄρ ὣς εἰποῦσ ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη, ὄρνις δ ὣς ἀνόπαια διέπτατο τῷ δ ἐνὶ θυμῷ θῆκε μένος καὶ θάρσος, ὑπέμνησέν τέ ἑ πατρὸς μᾶλλον ἔτ ἢ τὸ πάροιθεν. ὁ δὲ φρεσὶν ᾗσι νοήσας θάμβησεν κατὰ θυμόν ὀΐσατο γὰρ θεὸν εἶναι. αὐτίκα δὲ μνηστῆρας ἐπῴχετο ἰσόθεος φώς. Τοῖσι δ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός, οἱ δὲ σιωπῇ εἵατ ἀκούοντες ὁ δ Ἀχαιῶν νόστον ἄειδε λυγρόν, ὃν ἐκ Τροίης ἐπετείλατο Παλλὰς Ἀθήνη. 302. ἔσσ : = ἔσσι = εἶς - jij bent; de imperativus is sing. ἴσθι (een vorm die bij Hom. alleen voorkomt als imperat. van οἶδα), plur. ἔστε. 304. ἀσχαλόωσι: zij zijn ongeduldig 305. μελέτω: imperat. 3de pers.; kan niet imperat. 2de pers. med. van μελετάω zijn omdat dat verbum bij Hom. niet voorkomt en het accent dan perispomenon zou zijn. 320. ἀνόπαια διέπτατο: anderen lezen ἀν ὄπαια διέπτατο vloog weg door de dakopening.
1 7 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Α 3 2 8 3 5 5 Τοῦ δ ὑπερωϊόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδὴν κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια κλίμακα δ ὑψηλὴν κατεβήσετο οἷο δόμοιο, 330 οὐκ οἴη, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι δύ ἕποντο. ἡ δ ὅτε δὴ μνηστῆρας ἀφίκετο δῖα γυναικῶν, στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο, ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα ἀμφίπολος δ ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερθε παρέστη. 335 δακρύσασα δ ἔπειτα προσηύδα θεῖον ἀοιδόν «Φήμιε, πολλὰ γὰρ ἄλλα βροτῶν θελκτήρια οἶδας ἔργ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, τά τε κλείουσιν ἀοιδοί τῶν ἕν γέ σφιν ἄειδε παρήμενος, οἱ δὲ σιωπῇ οἶνον πινόντων ταύτης δ ἀποπαύε ἀοιδῆς 340 λυγρῆς, ἥ τέ μοι αἰὲν ἐνὶ στήθεσσι φίλον κῆρ τείρει, ἐπεί με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον. τοίην γὰρ κεφαλὴν ποθέω μεμνημένη αἰεὶ ἀνδρός, τοῦ κλέος εὐρὺ καθ Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος.» Τὴν δ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα 345 «Μῆτερ ἐμή, τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται; οὔ νύ τ ἀοιδοὶ αἴτιοι, ἀλλά ποθι Ζεὺς αἴτιος, ὅς τε δίδωσιν ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν ὅπως ἐθέλῃσιν ἑκάστῳ. τούτῳ δ οὐ νέμεσις Δαναῶν κακὸν οἶτον ἀείδειν 350 τὴν γὰρ ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσ ἄνθρωποι, ἥ τις ἀϊόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται. σοὶ δ ἐπιτολμάτω κραδίη καὶ θυμὸς ἀκούειν οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς οἶος ἀπώλεσε νόστιμον ἦμαρ ἐν Τροίῃ, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι φῶτες ὄλοντο. 355 328. τοῦ: sc. ἀοιδοῦ / Φημίου. 337. θελκτήρια: - middelen om te bekoren. 338. κλείουσιν: κλείω - bekend maken, verheerlijken. 342. ἄλαστον: - die niet vergeten kan worden (5 x). 352. ἀϊόντεσσι: voor de toehoorders.
3 5 6 3 7 7 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 1 8 360 365 370 375 ἀλλ εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ αὐτῆς ἔργα κόμιζε, ἱστόν τ ἠλακάτην τε, καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε ἔργον ἐποίχεσθαι μῦθος δ ἄνδρεσσι μελήσει πᾶσι, μάλιστα δ ἐμοί τοῦ γὰρ κράτος ἔστ ἐνὶ οἴκῳ.» Ἡ μὲν θαμβήσασα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει παιδὸς γὰρ μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ. ἐς δ ὑπερῷ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶ κλαῖεν ἔπειτ Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη. Μνηστῆρες δ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα πάντες δ ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι. τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἤρχετο μύθων «Μητρὸς ἐμῆς μνηστῆρες, ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες, νῦν μὲν δαινύμενοι τερπώμεθα, μηδὲ βοητὺς ἔστω, ἐπεὶ τό γε καλὸν ἀκουέμεν ἐστὶν ἀοιδοῦ τοιοῦδ οἷος ὅδ ἐστί, θεοῖσ ἐναλίγκιος αὐδήν. ἠῶθεν δ ἀγορήνδε καθεζώμεσθα κιόντες πάντες, ἵν ὕμιν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποείπω, ἐξιέναι μεγάρων ἄλλας δ ἀλεγύνετε δαῖτας, ὑμὰ κτήματ ἔδοντες, ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους. εἰ δ ὕμιν δοκέει τόδε λωΐτερον καὶ ἄμεινον ἔμμεναι, ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι, 365. ὁμάδησαν: begonnen rumoer te maken. 366. ἠρήσαντο: zij baden, aor. van ἀράομαι; A.H.C. ἠρήσαντο Aor. alle (hatte) das Verlangen ergriffen; daß sie dem lauten Ausdruck geben, ruft Telemachs Unwillen hervor., dat ware juist als er had gestaan ἠράσαντο, aor. van ἔραμαι (= *ἐράομαι). Geheel correct is Stanford ἠρήσαντο (ἀράομαι) = prayed (sc. aloud, for silent prayer, like silent reading, was not customary in antiquity). Mehler en Makkink beweren ten onrechte dat ἀράομαι behalve bidden óók verlangen (naar een vrouw) (ἔραμαι of *ἐράομαι) kan betekenen. παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι: ernaast (naast Penelope) in bed (locatieve dativus) liggen. 369. βοητὺς: geschreeuw. 373. ἀπηλεγέως: zonder aanzien des persoons, onbekommerd (2 x). 375. ὑμὰ: = ὑμέτερα.
1 9 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Α 3 7 8 3 9 9 κείρετ ἐγὼ δὲ θεοὺς ἐπιβώσομαι αἰὲν ἐόντας, αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε.» 380 Ὣς ἔφαθ, οἱ δ ἄρα πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε. Τὸν δ αὖτ Ἀντίνοος προσέφη, Εὐπείθεος υἱός «Τηλέμαχ, ἦ μάλα δή σε διδάσκουσιν θεοὶ αὐτοὶ ὑψαγόρην τ ἔμεναι καὶ θαρσαλέως ἀγορεύειν. 385 μὴ σέ γ ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ βασιλῆα Κρονίων ποιήσειεν, ὅ τοι γενεῇ πατρώϊόν ἐστιν.» Τὸν δ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα «Ἀντίνο, εἴ πέρ μοι καὶ ἀγάσσεαι ὅττι κεν εἴπω, καί κεν τοῦτ ἐθέλοιμι Διός γε διδόντος ἀρέσθαι. 390 ἦ φῂς τοῦτο κάκιστον ἐν ἀνθρώποισι τετύχθαι; οὐ μὲν γάρ τι κακὸν βασιλευέμεν αἶψά τέ οἱ δῶ ἀφνειὸν πέλεται καὶ τιμηέστερος αὐτός. ἀλλ ἦ τοι βασιλῆες Ἀχαιῶν εἰσὶ καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ, νέοι ἠδὲ παλαιοί, 395 τῶν κέν τις τόδ ἔχῃσιν, ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς αὐτὰρ ἐγὼν οἴκοιο ἄναξ ἔσομ ἡμετέροιο καὶ δμώων, οὕς μοι ληΐσσατο δῖος Ὀδυσσεύς.» Τὸν δ αὖτ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἀντίον ηὔδα 378. κείρετ : plukt hem dan maar kaal. 387. ὅ τοι γενεῇ πατρώϊόν ἐστιν: de erfelijkheid van het koningschap van Ithaca laat zich enigszins vergelijken met de positie van de Habsburgers in de periode vóór de gouden bul: de kiesmannen kunnen als vorst aanwijzen wie zij willen, maar beperken zich zonder enig wettelijk voorschrift dienaangaande in de praktijk tot de leden van één familie. ὅ: hetgeen, d.w.z. het koningschap. 389. εἴ πέρ μοι καὶ ἀγάσσεαι: ook al zul je je ergeren ; ἀγάσσεαι vlg. Makkink fut., het kan echter ook een conj. aor. met korte themavocaal zijn; waar beide mogelijk is denke men eerder aan de conjunctivus; voor de vertaling maakt het niets uit: de conjunctivus is in de eerste plaats een futurum. 391. τοῦτο: sc. τὸ βασιλεύειν. 398. ληΐσσατο: heeft buitgemaakt.
4 0 0 4 2 4 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 2 0 400 405 410 415 420 «Τηλέμαχ, ἦ τοι ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, ὅς τις ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ βασιλεύσει Ἀχαιῶν κτήματα δ αὐτὸς ἔχοις καὶ δώμασι σοῖσιν ἀνάσσοις. μὴ γὰρ ὅ γ ἔλθοι ἀνήρ, ὅς τίς σ ἀέκοντα βίηφι κτήματ ἀποῤῥαίσει, Ἰθάκης ἔτι ναιεταούσης. ἀλλ ἐθέλω σε, φέριστε, περὶ ξείνοιο ἐρέσθαι, ὁππόθεν οὗτος ἀνήρ ποίης δ ἐξ εὔχεται εἶναι γαίης; ποῦ δέ νύ οἱ γενεὴ καὶ πατρὶς ἄρουρα; ἠέ τιν ἀγγελίην πατρὸς φέρει ἐρχομένοιο, ἦ ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος τόδ ἱκάνει; οἷον ἀναΐξας ἄφαρ οἴχεται, οὐδ ὑπέμεινε γνώμεναι οὐ μὲν γάρ τι κακῷ εἰς ὦπα ἐῴκει.» Τὸν δ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα «Εὐρύμαχ, ἦ τοι νόστος ἀπώλετο πατρὸς ἐμοῖο οὔτ οὖν ἀγγελίῃ ἔτι πείθομαι, εἴ ποθεν ἔλθοι, οὔτε θεοπροπίης ἐμπάζομαι, ἥν τινα μήτηρ ἐς μέγαρον καλέσασα θεοπρόπον ἐξερέηται. ξεῖνος δ οὗτος ἐμὸς πατρώϊος ἐκ Τάφου ἐστί, Μέντης δ Ἀγχιάλοιο δαΐφρονος εὔχεται εἶναι υἱός, ἀτὰρ Ταφίοισι φιληρέτμοισιν ἀνάσσει.» Ὣς φάτο Τηλέμαχος, φρεσὶ δ ἀθανάτην θεὸν ἔγνω. οἱ δ εἰς ὀρχηστύν τε καὶ ἱμερόεσσαν ἀοιδὴν τρεψάμενοι τέρποντο, μένον δ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν. τοῖσι δὲ τερπομένοισι μέλας ἐπὶ ἕσπερος ἦλθε δὴ τότε κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος. 409. ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος: lett. hoop koesterend met betrekking tot zijn eigen behoefte, vert. voor een persoonlijke aangelegenheid (Mehler). 410. οἷον ἀναΐξας ἄφαρ οἴχεται: zoals hij opsprong en ineens verdwenen was. 414. ἔλθοι: subject is de boodschap, niet Odysseus. 420. ἀθανάτην: dit adjectief is doorgaans van twee uitgangen, maar ἀθανάτον zou hier onduidelijkheid scheppen. 422. ἕσπερον: masc. avond, ook adject. avond-.
2 1 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Α 4 2 5 4 4 4 Τηλέμαχος δ, ὅθι οἱ θάλαμος περικαλλέος αὐλῆς 425 ὑψηλὸς δέδμητο, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ, ἔνθ ἔβη εἰς εὐνὴν πολλὰ φρεσὶ μερμηρίζων. τῷ δ ἄρ ἅμ αἰθομένας δαΐδας φέρε κεδνὰ ἰδυῖα Εὐρύκλει, Ὦπος θυγάτηρ Πεισηνορίδαο, τήν ποτε Λαέρτης πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσι, 430 πρωθήβην ἔτ ἐοῦσαν, ἐεικοσάβοια δ ἔδωκεν, ἶσα δέ μιν κεδνῇ ἀλόχῳ τίεν ἐν μεγάροισιν, εὐνῇ δ οὔ ποτ ἔμικτο, χόλον δ ἀλέεινε γυναικός ἥ οἱ ἅμ αἰθομένας δαΐδας φέρε καί ἑ μάλιστα δμῳάων φιλέεσκε καὶ ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα. 435 ὤϊξεν δὲ θύρας θαλάμου πύκα ποιητοῖο, ἕζετο δ ἐν λέκτρῳ, μαλακὸν δ ἔκδυνε χιτῶνα καὶ τὸν μὲν γραίης πυκιμηδέος ἔμβαλε χερσίν. ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα, πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα παρὰ τρητοῖσι λέχεσσι, 440 βῆ ῥ ἴμεν ἐκ θαλάμοιο, θύρην δ ἐπέρυσσε κορώνῃ ἀργυρέῃ, ἐπὶ δὲ κληιδ ἐτάνυσσεν ἱμάντι. ἔνθ ὅ γε παννύχιος, κεκαλυμμένος οἰὸς ἀώτῳ, βούλευε φρεσὶν ᾗσιν ὁδόν, τὴν πέφραδ Ἀθήνη. 439. πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα: nadat zij het hemd had opgevouwen en gladgestreken had. 440. πασσάλῳ: πάσσαλος - houten pen, haak (6 x). παρὰ τρητοῖσι λέχεσσι: naast het bed met boorgaten ; door deze gaten werden de riemen gespannen die de bodem van het bed vormden. 441. θύρην δ ἐπέρυσσε κορώνῃ: zij trok (ἐπ-ερύω) de deur dicht met een haak. 442. ἐπὶ δὲ κληιδ ἐτάνυσσεν ἱμάντι: trok de grendel er op met een riempje. 443. κεκαλυμμένος οἰὸς ἀώτῳ: bedekt met de vacht van een schaap.