Ανάλωση κεφαλαίου - ιευκρινίσεις για τη συµπλήρωση των κωδικών 787-788 του εντύπου Ε1 Κωνσταντίνος ηµ. Γραβιάς Πτυχιούχος Οικον. Παν/µίου Πειραιά Λογιστής Φοροτεχνικός Το παρόν άρθρο αποτελεί απόσπασµα από το σύγγραµµα «Ανάλωση κεφαλαίου. Θεωρία και πράξη» που ήδη κυκλοφορεί από τις 2 Μαΐου 213. 1.1. ιευκρινίσεις για τη συµπλήρωση των κ.α. 787-788 του εντύπου Ε1 Στους κωδικούς αυτούς 1, όπως είναι γνωστό, αναγράφεται η ανάλωση κεφαλαίου που ήδη φορολογήθηκε ή απαλλασσόταν από τον φόρο. Στην ενότητα αυτή θα αναφερθούµε σε δύο σηµαντικά σηµεία που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής από τους συναδέλφους. Σύµφωνα µε τις οδηγίες συµπλήρωσης του εντύπου Ε1 διαχρονικά (από το οικ. έτος 1981 έως και το οικ. έτος 212), στους κωδικούς αυτούς γράφονται τα ποσά που ξοδεύτηκαν στο οικείο έτος από τον φορολογούµενο, προκειµένου να υπάρχει µείωση της ετήσιας τεκµαρτής (µετέπειτα αντικειµενικής) δαπάνης. Από τη γραµµατική διατύπωση των οδηγιών συµπλήρωσης του εντύπου όλα αυτά τα χρόνια δηµιουργήθηκε η λανθασµένη άποψη σε πολλούς φορολογούµενους και ελεγκτές ότι αν αναγραφεί στους ανωτέρω κωδικούς ένα ποσό µεγαλύτερο από αυτό που απαιτούνταν για τη συγκεκριµένη χρήση προκειµένου να καλυφθεί η ετήσια τεκµαρτή (ή αντικειµενική) δαπάνη του φορολογούµενου, τότε το επιπλέον αυτό ποσό σε περίπτωση που η ίδια χρήση περιληφθεί εκ νέου σε κατάσταση ανάλωσης κεφαλαίων χάνεται και δεν µεταφέρεται στην επόµενη χρήση. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης βρίσκουν έρεισµα στις οδηγίες συµπλήρωσης του εντύπου που, όπως ήδη σηµειώσαµε ανωτέρω, ανέφεραν συγκεκριµένα «γράψτε το ποσό που ξοδέψατε» και θεωρούν ότι από τη στιγµή που ο φορολογούµενος δήλωνε στους κωδικούς 787-788 πως ξόδεψε το χ ποσό (που είναι µεγαλύτερο από αυτό που χρειαζόταν για να καλύψει τα τεκµήρια), δεν µπορεί στο µέλλον να επικαλεστεί την επιπλέον διαφορά (δηλαδή το µη χρησιµοποιηθέν πόσο) για κάλυψη µελλοντικών τεκµηρίων. Αυτή η άποψη κατά την προσωπική µας άποψη είναι λανθασµένη, διότι στην ανωτέρω περίπτωση θα υπήρχε ένα είδος τιµωρίας σε όσους φορολογούµενους ανέγραφαν στους ανωτέρω κωδικούς (είτε εκ παραδροµής είτε για άλλους λόγους) ποσά ανώτερα από αυτά που χρειαζόταν. 1 Στα οικ. έτη 1981-1984 οι σχετικοί κωδικοί ήταν οι 252-352. Στο οικ. έτος 1985 οι κωδικοί ήταν 753-754. Στα οικ. έτη 1986-1988 οι κωδικοί ήταν 781-782. Από το οικ. έτος 1989 και µετά οι κωδικοί ήταν 787-788. 1.1.1. Αναγραφή στους κ.α. 787-788 ποσού µεγαλύτερου από αυτό που απαιτείται για την κάλυψη τεκµηρίων Για να γίνουν κατανοητά όλα όσα αναφέρονται παραπάνω, θα παραθέσουµε ένα παράδειγµα. Έστω ότι φορολογούµενος κατά το οικ. έτος 29 είχε τα παρακάτω οικονοµικά δεδοµένα: Πίνακας 1
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΕΤΗ 29 Φορολογούµενα 8., εισοδήµατα Αφορολόγητα & φορολογηθέντα κατ' ειδικό τρόπο 11., ΕΙΣΟ ΗΜΑΤΩΝ 19., Τεκµήρια άρθρου 16 & 17 ν.2238/1994 5., ΤΕΚΜΗΡΙΩΝ & ΑΠΑΝΩΝ 5., ΣΤΗ ΧΡΗΣΗ - 31., Επειδή τα ποσά των τεκµαρτών δαπανών είναι µεγαλύτερα από τα εισοδήµατά του (φορολογούµενα, αφορολόγητα κ.λπ.), θα φορολογηθεί µε τα ποσό των 39., (8., εισόδηµα + 31., προστιθέµενη διαφορά τεκµηρίων).για να µη συµβεί αυτό, επικαλείται ανάλωση κεφαλαίων προηγουµένων ετών και συγκεκριµένα των οικ. ετών 27, 28 και επισυνάπτει την ακόλουθη κατάσταση: Πίνακας 2 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΕΤΗ 28 27 Φορολογούµενα εισοδήµατα 15., 25., Αφορολόγητα & φορολογηθέντα κατ' ειδικό τρόπο 3., ΕΙΣΟ ΗΜΑΤΩΝ 15., 55., Τεκµήρια άρθρου 16 & 17 ν.2238/1994 12., 2., ΤΕΚΜΗΡΙΩΝ & ΑΠΑΝΩΝ 12., 2., ΣΤΗ ΧΡΗΣΗ 3., 35., Ανάλωση κεφαλαίου που ήδη φορολογήθηκε (ποσό κ.α. 787) ΤΕΛΙΚΟ 38., 35.,
Από τον ανωτέρω πίνακα 2 προκύπτει ότι το περίσσευµα κεφαλαίου που µπορεί να χρησιµοποιήσει ο φορολογούµενος είναι 38., ευρώ (35., + 3.,). Από τον πίνακα 1 βλέπουµε ότι το ποσό που χρειάζεται προκειµένου να φορολογηθεί µόνο για το δηλούµενο εισόδηµά του (δηλ. το ποσό των 8.,) και να µην υπάρξει καθόλου προστιθέµενη διαφορά τεκµηρίων είναι το ποσό των 31., ευρώ. Ο φορολογούµενος αποφασίζει οικειοθελώς να αναγράψει στον κ.α. 787 το ποσό των 35., και έτσι ως δηλούµενο και φορολογούµενο εισόδηµά του είναι το ποσό των 8., (δηλ. δεν φορολογήθηκε µε τα τεκµήρια). Το επιπλέον ποσό που αναγράφηκε στον κ.α. 787 όµως δεν χάνεται σε περίπτωση που στο µέλλον θα επικαλεστεί εκ νέου ανάλωση κεφαλαίων στην οποία θα συµπεριλαµβάνεται και η επίµαχη χρονιά. Αν για παράδειγµα ο ίδιος φορολογούµενος µε την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήµατος του οικ. έτους 213 επικαλείται ανάλωση κεφαλαίων από το οικ. έτος 27 µέχρι και το οικ. έτος 212, τότε η κατάσταση που πρέπει να επισυνάψει θα έχει ως ακολούθως 2 : Πίνακας 3 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚ Α ΕΤΗ 212 211 21 29 28 27 Φορολογούµε να εισοδήµατα 5., 2., 15., 8., 15., 25., Αφορολόγητα & φορολογηθέντ α κατ' ειδικό τρόπο 11., 3., ΕΙΣΟ ΗΜΑΤ ΩΝ Τεκµήρια άρθρου 16 & 17 ν.2238/1994 ΤΕΚΜΗΡΙΩΝ & ΑΠΑΝΩΝ ΣΤΗ ΧΡΗΣΗ Ανάλωση κεφαλαίου που ήδη φορολογήθηκ ε ΤΕΛΙΚΟ 5., 4., 4., 1., 3., 2., 13., 13., 7., 2., 15., 9., 9., 6., 13., 19., 5., 5., - 31., 35., 7., 15., 12., 12., 3., 38., 55., 2., 2., 35., 35.,
Από τον ανωτέρω πίνακα 3 βλέπουµε ότι το ποσό των 35., ευρώ που αναγράφηκε στον κ.α. 787 (ανάλωση κεφαλαίου που φορολογήθηκε), δεν επηρεάζει το τελικό αλγεβρικό άθροισµα και το ποσό που µεταφέρθηκε ως διαθέσιµο υπόλοιπο στο οικ. έτος 29 είναι 7., (38., 31.,). 2 Τα οικονοµικά δεδοµένα των οικ. ετών 21, 211 και 212 αναγράφονται απευθείας πάνω στην κατάσταση. 1.1.2. Αναγραφή στους κ.α. 787-788 ποσού εκ παραδροµής Στην υποενότητα 1.1.1. αναφερθήκαµε στις περιπτώσεις που ο φορολογούµενος οικειοθελώς αναγράφει στους κωδικούς αυτούς ποσά µεγαλύτερα από αυτά που απαιτούνται για την κάλυψη των τεκµηρίων. Τι γίνεται όµως όταν ο φορολογούµενος αναγράψει ένα ποσό στους κ.α. 787-788 για να καλύψει µια τεκµαρτή δαπάνη που όµως εξαιρείται από την εφαρµογή του τεκµηρίου; Ας δούµε ένα παράδειγµα για να γίνουν σαφή τα ανωτέρω: Έστω φορολογούµενος αγόρασε αυτοκίνητο το έτος 25 δεκαπέντε φορολογήσιµων ίππων, αξίας 4., ευρώ 3. Κατά τη σύνταξη της φορολογικής του δήλωσης και προκειµένου να καλύψει το τεκµήριο αγοράς, ανέγραψε στον κ.α. 787 το ποσό των 4.,. Όµως, θεώρησε ότι εµπίπτει και στην τεκµαρτή δαπάνη διαβίωσης του άρθρου 16 του ν. 2238/1994 και διόρθωσε το ανωτέρω ποσό προσθέτοντας ακόµη 26.5, ευρώ. Αφού επισύναψε και την αναλυτική κατάσταση από την οποία προέκυπτε το ποσό των 66.5, που ανέγραψε στον κ.α. 787, απέστειλε ταχυδροµικώς τη δήλωση φορολογίας εισοδήµατος στην αρµόδια.ο.υ. Σύµφωνα όµως µε την περίπτωση ι του άρθρου 18 του ν. 2238/1994 4, το τεκµήριο δεν είχε εφαρµογή για αυτοκίνητα τα οποία αποκτώνται από την 1.1.24 και εφεξής και η εργοστασιακή τιµολογιακή αξία του έτους πρώτης κυκλοφορίας τους µειωµένη λόγω παλαιότητας κατά τα ποσοστά της κλίµακας της παρ. 1 του άρθρου 126 του ν. 296/1 (Φ.Ε.Κ. 265 Α') δεν υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (5.) ευρώ. Συνεπώς, το αυτοκίνητο που αγόρασε ο φορολογούµενος δεν ενέπιπτε στις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2238/1994, διότι είχε εργοστασιακή αξία µικρότερη των 5.,. Το επιπλέον ποσό των 26.5, ευρώ, που ανέγραψε προκειµένου να καλύψει την τεκµαρτή δαπάνη του αυτοκινήτου, δεν ξοδεύτηκε στην ίδια χρήση, αλλά παραµένει αδιάθετο και δεν απαιτείται να υποβάλει τροποποιητική δήλωση για να αναγράψει στον κ.α. 787 το ορθό ποσό, δηλ. τα 4., ευρώ 5. Να σηµειώσουµε εδώ ότι αν στο µέλλον ο φορολογούµενος επικαλεστεί ανάλωση κεφαλαίου από προηγούµενες χρήσεις στις οποίες συµπεριλαµβάνεται και η επίµαχη χρήση 25 (οικ. έτος 26), τότε προκειµένου να προσδιοριστεί το τελικό υπόλοιπο της χρήσης αυτής θα αφαιρεθεί το ποσό της τεκµαρτής δαπάνης του αυτοκινήτου (26.5,), παρόλο που για εκείνη τη χρονιά δεν εφαρµοζόταν το τεκµήριο διαβίωσης του άρθρου 16 του ν. 2238/1994 (µοναδική εξαίρεση αποτελούν οι χρήσεις 28, 29). 3 Υποθέτουµε ότι ο φορολογούµενος δεν είχε καθόλου εισοδήµατα το οικ. έτος 25. 4 Όπως ίσχυε τότε.
5 Βλ. σχετ. 14842/95/Α12/14.2.26 έγγραφο του Υ.Ο. Σηµαντικό: Ένα θέµα που ανακύπτει συχνά κατά τον έλεγχο των δηλώσεων φορ. εισοδήµατος είναι το ακόλουθο: Έστω ο φορολογούµενος Α το οικ. έτος 212 επικαλέστηκε ανάλωση κεφαλαίου των οικ. ετών 21 και 211 (χρήσεις 29-21) και ανέγραψε στον κ.α. 787 το σχετικό ποσό. Την επόµενη χρονιά (οικ. έτος 213) επιθυµεί να προβεί πάλι σε ανάλωση κεφαλαίου και προχωρά σε επίκληση περισσότερων ετών (π.χ. από το οικ. έτος 21). Στην περίπτωση αυτή θα καταρτίσει νέα κατάσταση προσδιορισµού κεφαλαίου προηγουµένων ετών στην οποία θα συµπεριλάβει τα οικ. έτη από 21-212, δηλαδή θα συµπεριλάβει εκ νέου και τα δύο οικ. έτη που είχε ήδη επικαλεστεί το οικ. έτος 212. Η αντιµετώπιση αυτή δεν αντίκειται σε καµία διάταξη νόµου και είναι απολύτως νόµιµη (βλ. σχετ. και ανωτέρω πίνακα 3). Αρκετοί ελεγκτές ισχυρίζονται ότι ο ανωτέρω φορολογούµενος έπρεπε εξ αρχής (το οικ. έτος 212) να επικαλεστεί κεφάλαιο προηγουµένων ετών µε έτος αφετηρίας το παλαιότερο που µπορούσε (στη συγκεκριµένη περίπτωση από το οικ. έτος 21), και το µη αναλωθέν ποσό της χρήσης να µεταφερθεί στα επόµενα έτη. Μάλιστα διατείνονται ότι ο φορολογούµενος δεν δύναται το οικ. έτος 213 να επικαλεστεί για ανάλωση οικ. έτη πριν το 21, επειδή είχε προβεί σε ανάλωση κεφαλαίου την προηγούµενη χρονιά που σταµατούσε στο οικ. έτος 21. Αυτή η άποψη φυσικά δεν βρίσκει έρεισµα σε καµία διάταξη νόµου και καλό θα ήταν να µην υιοθετείται από τους αρµόδιους υπαλλήλους ώστε να αποφεύγονται οι προστριβές.