Η επεξεργασία του χιούμορ. Χριστίνα Παναγιώτου



Σχετικά έγγραφα
Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

Δείκτες Επικοινωνιακής Επάρκειας Κατανόησης και Παραγωγής Γραπτού και Προφορικού Λόγου Γ1

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ Γ ΤΑΞΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

Αξιολογήστε την ικανότητα του μαθητή στην κατανόηση των προφορικών κειμένων και συγκεκριμένα να:

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

ιαφήµιση και ηµόσιες Σχέσεις

ΘΕΜΑ: Είναι το γέλιο μεταδοτικό; Η απάντηση σε αριθμούς

Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας;

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

ΕΝΤΟΛΕΣ. 7.1 Εισαγωγικό μέρος με επεξήγηση των Εντολών : Επεξήγηση των εντολών που θα

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Το χιούμορ Στη Διαφήμιση. ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: Γκούνας Αθανάσιος Καθηγητής Εφαρμογών

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ. Ιωάννης Βρεττός

Από τη μεγάλη γκάμα των δεξιοτήτων ζωής που μπορεί κανείς να αναπτύξει παρακάτω παρουσιάζονται τρεις βασικοί άξονες.

Μαθησιακά Αποτελέσματα Matrix Ελληνική Έκδοση

Βιολογική εξήγηση των δυσκολιών στην ανθρώπινη επικοινωνία - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχολόγ

Εκπαιδευτική Τεχνολογία και Θεωρίες Μάθησης

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ Δρ. Ζαφειριάδης Κυριάκος Οι ικανοί αναγνώστες χρησιμοποιούν πολλές στρατηγικές (συνδυάζουν την

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 5: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: III

1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

Οι γλώσσες αλλάζουν (5540)

<5,0 5,0 6,9 7 7,9 8 8,9 9-10

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης

Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ

Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες

ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ ΤΩΝ ΒΡΕΦΩΝ

Ιστοεξερευνήσεις Στοχοθετημένη διερεύνηση στο Διαδίκτυο. Τ. Α. Μικρόπουλος

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Κείμενο 1 [Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση]

Η οργάνωση της γνώσης ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση)

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Είδαμε τη βαθμολογία των μαθητών στα Μαθηματικά της προηγούμενης σχολικής χρονιάς. Ας δούμε τώρα πώς οι ίδιοι οι μαθητές αντιμετωπίζουν τα Μαθηματικά.

Ο Γραπτός λόγος στο Νηπιαγωγείο

Η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών.

ヤ Διδασκαλία της Γλώσσας στις τάξεις Γ & Δ

Αιτία παραποµπής Ε Ω ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΤΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΤΟΥ ΠΑΙ ΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ.

Ενότητα 8: Κειμενικά είδη. Διάκριση αφηγηματικού & μη αφηγηματικού λόγου

Γράφει: Βασιλειάδης Γρηγόρης, Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπευτής, Διδάκτωρ Ψυχολογίας (Ph.D.)

ιαταραχές επικοινωνίας στον αυτισμό

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΦΙΛΑΝΑΓΝΩΣΙΑΣ

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

710 -Μάθηση - Απόδοση

Μεταγνωστικές διεργασίες και αυτο-ρύθμιση

ΦΟΡΜΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. 1) Στάση του μαθητή/τριας κατά τη διάρκεια του μαθήματος: Δεν την κατέχει. Την κατέχει μερικώς. επαρκώς

710 -Μάθηση - Απόδοση

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Πέντε Προτάσεις Αντιμετώπισης των υσκολιών στην Ανάγνωση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

Περιβαλλοντικό άγχος. Ορισμοί και μοντέλα Πυκνότητα Αίσθημα συνωστισμού Θόρυβος

ΜΕΘΟΔΟΙ & ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΙΙ «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: ΣΧΕΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥ»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 6: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: IV

Η έννοια της κοινωνικής αλλαγής στη θεωρία του Tajfel. Ο Tajfel θεωρούσε ότι η κοινωνική ταυτότητα είναι αιτιακός παράγοντας κοινωνικής αλλαγής.

ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ. ΤΗΣ ΔΟΜΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΩΣΥΡ κυρίως μετά τη δεκαετία του 60

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

Α. Στόχοι σε επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων

Ο σωστός τρόπος διερεύνησης ασφαλιστικών αναγκών

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

Δημιουργική Μέθοδος ρυθμικού και θεατρικού παιχνιδιού

Οι διδακτικές πρακτικές στην πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Προκλήσεις για την προώθηση του κριτικού γραμματισμού.

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Επικοινωνία προπονητή-αθλητών

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟ CLOUD COMPUTING ΜΑΘΗΣΙΑΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ

710 -Μάθηση - Απόδοση. Κινητικής Συμπεριφοράς: Προετοιμασία

Ερευνητική Εργασία (Project)

ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΑΣΕΠ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ

Αρχές Μάρκετινγκ Αγροτικών Προϊόντων και Τροφίμων

Φροντιστήρια "ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ" 1. Οδηγίες για την αξιολόγηση των φιλολογικών μαθημάτων στο Γυμνάσιο

The Jobbies. 14ο ΓΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Project Β τριμήνου «Το επάγγελμα που επιλέγω» Αντωνιάδου Δέσποινα. Βάκουλης Παναγιώτης.

Σχόλια και υποδείξεις για το Σχέδιο Μαθήματος

Ενότητα 1: Πώς να διδάξεις ηλικιωμένους για να χρησιμοποιήσουν τη ψηφιακή τεχνολογία. Ημερομηνία: 15/09/2017. Intellectual Output:

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Δίκτυο Ευρωπαϊκής Πολιτικής για τη Σχολική Ηγεσία

Οδηγίες διδασκαλίας για τη Νέα Ελληνική Γλώσσα Α και Β τάξεις Ημερήσιου ΓΕΛ Α Β Γ τάξεις Εσπερινού ΓΕΛ

Τα Διδακτικά Σενάρια και οι Προδιαγραφές τους. του Σταύρου Κοκκαλίδη. Μαθηματικού

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν λανθασμένα ότι δεν είναι «ψυχικά δυνατοί». Άλλοι μπορεί να φοβούνται μήπως δεν «φανούν» ψυχικά δυνατοί στο περιβάλλον τους.

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου

Δεύτερη Συνάντηση ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Κάππας Σπυρίδων

Γιάννης Θεοδωράκης (2010). ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ

A μέρος Σεμιναρίου. Λευκωσία Οκτωβρίου 2008 Μαρία Παναγή- Καραγιάννη

Βασικοί κανόνες σύνθεσης στη φωτογραφία

Ανάλυση των δραστηριοτήτων κατά γνωστική απαίτηση

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ PSY 301 Φιορεντίνα Πουλλή. Μάθημα 1ο

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307)

Transcript:

Η επεξεργασία του χιούμορ Χριστίνα Παναγιώτου Πάτρα, Μάιος 2015 1

Η επεξεργασία του χιούμορ 2

Περίληψη Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας μελετάται το φαινόμενο του χιούμορ. Πραγματοποιείται βιβλιογραφική ανασκόπηση και γίνεται προσπάθεια να οριστεί το φαινόμενο. Ερχόμαστε σε επαφή με διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις του χιούμορ και εστιάζουμε στην ερμηνεία του με βάση τη θεωρία της ασυμβατότητας. Αναλύοντας ορισμένες γλωσσολογικές προσεγγίσεις του χιούμορ καθορίζουμε τα εργαλεία, τα κριτήρια με βάση τα οποία μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ένα κείμενο, ένα ερέθισμα ως χιουμοριστικό. Επίσης, ερχόμαστε σε επαφή με τα διάφορα είδη του χιούμορ που μπορούν να προκύψουν ανάλογα με το περιεχόμενο, τη δομή ενός χιουμοριστικού ερεθίσματος, το είδος της ασυμβατότητας, τον τρόπο με τον οποίο αυτή εμφανίζεται, κ.α. Κατά τη βιβλιογραφική αυτή ανασκόπηση, έμφαση δίνεται στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η επεξεργασία του χιούμορ. Έτσι, γνωρίζουμε θεωρητικά μοντέλα που περιγράφουν τα στάδια στα οποία πραγματοποιείται η αντίληψη ύπαρξης χιούμορ και η κατανόησή του. Βλέπουμε, μάλιστα, πώς οι προτάσεις των μοντέλων αυτών επιβεβαιώνονται και ερευνητικά. Επιπλέον, μέσω της αναφοράς σε ορισμένες έρευνες για το χιούμορ, γίνεται κατανοητό πως τόσο τα χαρακτηριστικά του ίδιου του χιουμοριστικού ερεθίσματος, όσο και ατομικά χαρακτηριστικά του ατόμου που προσλαμβάνει το χιούμορ, είναι σε θέση να επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η επεξεργασία του. Βλέπουμε, ακόμη, πως αρκετές νοητικές ικανότητες και λειτουργίες κρίνονται απαραίτητες έτσι ώστε η διαδικασία κατανόησης του χιούμορ να ολοκληρωθεί με επιτυχία. Τέλος, γίνεται πρόταση να ερευνηθεί πειραματικά αν το είδος του χιούμορ και συγκεκριμένα ο τρόπος με τον οποίο κωδικοποιείται η ασυμβατότητα στο πλαίσιο ανεκδότων στα ελληνικά, επηρεάζει τον τρόπο που γίνεται η επεξεργασία του. Συγκεκριμένα, εστιάζοντας στη διάκριση ανάμεσα σε λεκτικό και αναφορικό χιούμορ προτείνεται πως θα είχε ενδιαφέρον να ελεγχθεί αν κάποιο από τα δύο αυτά είδη χιούμορ γίνεται πιο εύκολα κατανοητό, αν απαιτεί λιγότερο κόστος για την επεξεργασία του, αν αξιολογείται ως πιο αστείο και επομένως αν το είδος των ερεθισμάτων (ως προς τη διάκριση λεκτικό και αναφορικό χιούμορ) επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η αντίληψη και η επεξεργασία τους. 3

Περιεχόμενα Περίληψη.3 Πρόλογος.8 1. Εισαγωγή: το φαινόμενο του χιούμορ. 10 1.1. Η σημασία και οι λειτουργίες του χιούμορ...10 1.2. Ορισμός του χιούμορ.11 1.3. Χιούμορ και γέλιο. 13 1.4. Θεωρητική προσέγγιση του χιούμορ.14 1.4.1. Η θεωρία της ανωτερότητας 14 1.4.2. Η θεωρία της ψυχικής εκτόνωσης.. 15 1.4.3. Η θεωρία της ασυμβατότητας 15 1.5. Γλωσσολογικές θεωρίες για το χιούμορ.. 16 1.5.1. Πρώτη προσέγγιση του χιούμορ με σημείο αναφοράς την ασυμβατότητα.. 16 4

1.5.2. Η σημασιολογική\πραγματολογική θεωρία του Raskin για τα ανέκδοτα..16 1.5.3. Η Γενική θεωρία για το Γλωσσικό Χιούμορ.. 19 1.6. Διακρίσεις εντός του χιούμορ.23 1.6.1. Είδη χιουμοριστικών ερεθισμάτων 23 1.6.2. Διακρίσεις εντός του γλωσσικού χιούμορ.24 1.6.3. Διακρίσεις εντός των ανεκδότων.26 1.6.4. Διάκριση ανάμεσα σε λεκτικό και αναφορικό χιούμορ..28 1.6.5. Κατηγορίες λεκτικού χιούμορ.30 1.7. Παράγοντες επιτυχίας ενός ανεκδότου 36 2. Η επεξεργασία του χιούμορ.40 2.1. Βασικά μοντέλα επεξεργασίας του χιούμορ.40 2.2. Μελέτες για την επεξεργασία του χιούμορ 42 2.2.1. Αντίληψη του χιούμορ: Ύπαρξη ασυμβατότητας. 43 2.2.2. Αντίληψη του χιούμορ: Επίλυση της ασυμβατότητας.. 44 2.2.3. Αντίληψη του χιούμορ: Επανερμηνεία - εναλλαγή σεναρίων (frame shifting).45 5

2.3. Η επεξεργασία του χιούμορ σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του χιουμοριστικού ερεθίσματος..50 2.4. Νοητικές ικανότητες και νοητικές διεργασίες απαραίτητες κατά την επεξεργασία του χιούμορ.. 55 2.5. Η επεξεργασία του χιούμορ σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του αποδέκτη 58 3. Πρόταση πειράματος. 65 3.1. Θεωρητικό πλαίσιο. 65 3.1.1. Γενική θεωρία για το Γλωσσικό Xιούμορ (General Theory of Verbal Humor, Attardo 1994, 2001)...65 3.1.2. Διάκριση ανάμεσα στο στοιχείο που προκαλεί την έκπληξη (disjunctor) και στο αμφίσημο στοιχείο (connector) (Attardo, 1994).66 3.1.3. Είδη ανεκδότων 66 3.1.4. Θεωρητικό μοντέλο για την επεξεργασία του χιούμορ (Suls 1972).67 3.1.5. Διαφορές στην επεξεργασία του χιούμορ ανάλογα με το είδος του χιουμοριστικού ερεθίσματος 67 3.1.6. Διάκριση ανάμεσα σε Λεκτικό και Αναφορικό χιούμορ (Αttardo, 1994).68 3.2. Ερωτήματα 71 3.3. Μεθοδολογία..71 6

3.4. Ερεθίσματα..73 3.5. Πληροφορητές 75 3.6. Υποθέσεις..76 Επίλογος 78 Βιβλιογραφία.80 7

Πρόλογος Στην παρούσα εργασία θα μελετηθεί το φαινόμενο του χιούμορ. Συγκεκριμένα, παρόλο που θα γίνει γενική αναφορά στο φαινόμενο και επομένως σε όλα τα είδη που αυτό περιλαμβάνει, το ενδιαφέρον μας θα εστιαστεί στο γλωσσικό χιούμορ, στο χιούμορ που προκύπτει μέσω της χρήσης της γλώσσας και εμφανίζεται με τη μορφή κειμένου (προφορικού ή γραπτού). Πρώτος στόχος στο πλαίσιο αυτής της εργασίας είναι να πραγματοποιηθεί βιβλιογραφική ανασκόπηση σχετικά με το χιούμορ μέσω της οποίας θα γίνει εφικτό να οριστεί το φαινόμενο και να ειδωθεί σφαιρικά καθώς, ως ετερογενές και πολυσύνθετο φαινόμενο, το χιούμορ προσεγγίζεται από διαφορετικούς τομείς, με διαφορετικούς τρόπους και με ποικίλους σκοπούς. Στο πλαίσιο της βιβλιογραφικής ανασκόπησης, έμφαση θα δοθεί στο πώς γίνεται η επεξεργασία του χιούμορ. Θα γίνει, δηλαδή, αναφορά σε παράγοντες που παίζουν ρόλο και επηρεάζουν την αντίληψη και την κατανόηση ενός αστείου καθώς και στον τρόπο με τον οποίο ο αποδέκτης επεξεργάζεται νοητικά ένα χιουμοριστικό ερέθισμα για να το κατανοήσει. Τέλος, θα πραγματοποιηθεί πρόταση για μια πειραματική προσέγγιση του χιούμορ μέσω της οποίας αναμένεται πως θα δοθούν απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με τα διαφορετικά είδη του χιούμορ και το πώς αυτά είναι σε θέση να επηρεάζουν την αντίληψη και την επεξεργασία του χιούμορ από τον αποδέκτη. Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας με τίτλο «Εισαγωγή: το φαινόμενο του χιούμορ» γίνεται προσπάθεια να οριστεί το φαινόμενο ενώ καθίσταται σαφές πως πρόκειται για μια έννοια που μπορεί να προσεγγισθεί από ποικίλες πλευρές. Έτσι, ερχόμαστε σε επαφή με κάποιες βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις του φαινομένου και εστιάζουμε κυρίως στη θεωρία της ασυμβατότητας με βάση την οποία ορίζεται το χιούμορ και στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας. Έχοντας ως βάση τη θεωρία της ασυμβατότητας γίνεται αναφορά στις πιο βασικές γλωσσολογικές προσεγγίσεις του φαινομένου (Raskin 1985, Attardo 1991, 2004) οι οποίες βασίζονται στην ιδέα πως είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός ασύμβατου, μη αναμενόμενου στοιχείου για να υπάρξει χιούμορ. Γίνεται επίσης αναφορά στα χαρακτηριστικά που μπορεί να έχει ένα χιουμοριστικό ερέθισμα και επομένως στις μορφές που μπορεί να πάρει το χιούμορ, δηλαδή στα διάφορα είδη του χιούμορ. 8

Στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Η επεξεργασία του χιούμορ» εστιάζουμε στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτό το χιούμορ από τον αποδέκτη. Αρχικά, γίνεται αναφορά σε ορισμένα θεωρητικά μοντέλα (π.χ. Suls 1972) τα οποία περιγράφουν το πώς γίνεται η νοητική επεξεργασία ενός χιουμοριστικού ερεθίσματος έτσι ώστε να επιτευχθεί η κατανόησή του. Επιπλέον, αναφερόμαστε σε μελέτες για την επεξεργασία του χιούμορ οι οποίες επιβεβαιώνουν ερευνητικά τις θεωρητικές προτάσεις για τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η επεξεργασία του χιούμορ. Στη συνέχεια, βλέπουμε μια σειρά παραγόντων οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτό το χιούμορ. Συγκεκριμένα, αναφερόμαστε σε ορισμένες έρευνες οι οποίες επιβεβαιώνουν πως τα χαρακτηριστικά του ίδιου του χιουμοριστικού ερεθίσματος (π.χ. το είδος του χιούμορ) αλλά και χαρακτηριστικά του αποδέκτη (π.χ. χαρακτηριστικά προσωπικότητας, ψυχολογικά χαρακτηριστικά, νοητικές ικανότητες και δεξιότητες) αποτελούν παράγοντες που παίζουν ρόλο και καθορίζουν το πώς θα γίνει η επεξεργασία του χιούμορ. Στο τρίτο κεφάλαιο, τέλος, με τίτλο «Πρόταση πειράματος» προτείνεται μια ερευνητική διαδικασία η οποία κρίνεται η κατάλληλη για να μελετηθεί το πώς τα χαρακτηριστικά του χιούμορ μπορεί να επηρεάζουν την κατανόηση και την επεξεργασία του. Ειδικότερα, δίνεται έμφαση στο γλωσσικό χιούμορ όπως αυτό προκύπτει στο πλαίσιο χιουμοριστικών κειμένων στα ελληνικά. Συγκεκριμένα, εστιάζουμε σε σύντομα αφηγηματικά ανέκδοτα τα οποία διαφοροποιούνται ως προς τον τρόπο με τον οποίο κωδικοποιείται η ασυμβατότητα. Πρόκειται για τη γνωστή διάκριση ανάμεσα σε λεκτικό (verbal) χιούμορ, όπου το χιούμορ κωδικοποιείται και προβάλλεται με βάση τις γλωσσικές επιλογές και σε αναφορικό (referential) χιούμορ όπου το χιούμορ προκύπτει από το περιεχόμενο του κειμένου, σημασιολογικά. Βασιζόμενοι στη διάκριση αυτή (Attardo, 1994 μεταξύ άλλων) γεννιούνται ορισμένα ερωτήματα όπως αν τα δύο είδη χιούμορ επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτό ένα ανέκδοτο, αν κάποιο από τα δύο αυτά είδη έχει ισχυρότερο χιουμοριστικό αποτέλεσμα (αν δημιουργεί πιο έντονα την αίσθηση του αστείου) και αν είναι πιο απαιτητικό κατά την επεξεργασία του. Για να δοθεί απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα προτείνεται μια ερευνητική διαδικασία η οποία θα είχε ενδιαφέρον να πραγματοποιηθεί. 9

1. Εισαγωγή: το φαινόμενο του χιούμορ 1.1 Η σημασία και οι λειτουργίες του χιούμορ Το χιούμορ αποτελεί ένα σύνθετο και ετερογενές φαινόμενο το οποίο σχετίζεται με τη γλώσσα και την ανθρώπινη επικοινωνία γενικότερα. Αποτελεί βασικό συστατικό της καθημερινότητας και οδηγεί στην ικανοποίηση και τη διασκέδαση, αυξάνοντας έτσι την ποιότητα ζωής των ανθρώπων (Samson, 2013). Σύμφωνα με τους Shammi & Stuss (1999) το χιούμορ κατέχει μια εξαιρετικά σημαντική θέση στην ανθρώπινη κοινωνική διεπίδραση καθώς, όπως αναφέρουν μεταξύ άλλων οι Brownell & Gardner (1988), συμβάλλει στην καθημερινή επικοινωνία, στο χτίσιμο και την ενίσχυση των κοινωνικών δεσμών 1. Επίσης, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, το χιούμορ έχει θεραπευτικές ιδιότητες καθώς το γέλιο 2 και η ευχάριστη διάθεση που προκαλεί έχει ως αποτέλεσμα την ανακούφιση από το άγχος και τη θετική επίδραση στο ανοσοποιητικό και το νευρικό σύστημα (Fry 1992). Όπως αναφέρουν οι Watson,,Matthews & Allman (2006) πρόκειται για ένα καθολικό (Buss 1988, Miller 2000, Caron 2002) και αποκλειστικά ανθρώπινο φαινόμενο (Caron 2002) το οποίο στοχεύει στη διευκόλυνση της επικοινωνίας αλλά και στη διασκέδαση. Μάλιστα, το να έχει κάποιος την αίσθηση του χιούμορ μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του κοινωνικού του γοήτρου (Salovey et al., 2000) καθώς πρόκειται για χαρακτηριστικό που προσελκύει τους ανθρώπους (Murstain 1985, Buss 1988). Έτσι, το χιούμορ συμβάλει στην αύξηση του κοινωνικού δικτύου ενός ατόμου (Salovey et al., 2000). Εκτός από τον σημαντικό ρόλο του χιούμορ στις κοινωνικές επαφές και την προσωπική ευχαρίστηση, το χιούμορ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο άσκησης κριτικής (ανάλογα με τον 1 Σύμφωνα με τους Archaki & Tsakona (2005) η ενίσχυση των δεσμών μιας ομάδας με τη χρήση του χιούμορ πραγματοποιείται είτε με την άσκηση κριτικής (μέσω χιούμορ) εις βάρος ατόμων εκτός ομάδας των οποίων η συμπεριφορά παρεκκλίνει, είτε με τη χρήση του χιούμορ ως στρατηγική θετικής ευγένειας (βλ. Brown & Levinson 1987) για την άσκηση κριτικής και την έμμεση προσπάθεια διόρθωσης προς άτομα εντός της ομάδας. 2 Όπως αναφέρεται από τους Watson,,Matthews & Allman (2006) είναι τόσο ευεργετική η παρουσία του χιούμορ και του γέλιου που έχουν προταθεί μορφές θεραπείας βασιζόμενες στο γέλιο (laughing therapy) οι οποίες στοχεύουν στην αύξηση αντοχής στον πόνο (Weisenberg et al. 1995). 10

στόχο του), ως μέσο προβολής στάσεων και ιδεών με καλυμμένο και έμμεσο τρόπο, καθώς επίσης και ως μέσο οικοδόμησης κοινωνικών ταυτοτήτων. Ενισχύει συνήθως τους δεσμούς ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας και αποτελεί χρήσιμο εργαλείο για την προβολή κοινών απόψεων και αξιών μεταξύ των ομιλητών (Archakis & Tsakona, 2005, Αρχάκης & Τσάκωνα, 2011). Το χιούμορ επομένως δεν εμφανίζεται στον λόγο τυχαία, με μόνο σκοπό τη διασκέδαση και την πρόκληση γέλιου, αλλά αποτελεί ένα μέσο για την επίτευξη διαφόρων σκοπών και λειτουργιών. Είναι, λοιπόν, φανερός ο εξαιρετικά σημαντικός ρόλος που κατέχει το χιούμορ στην καθημερινή ζωή. 1.2. Ορισμός του χιούμορ Είναι δύσκολο να δοθεί ένας ορισμός για το χιούμορ, ο oποίος να περιγράφει απόλυτα το φαινόμενο περιλαμβάνοντας όλες τις πλευρές του. Στην ουσία, όπως αναφέρεται και από τους Samson, Huber & Ruch (2013) πρόκειται για έναν γενικό όρο όπου περιλαμβάνονται διάφορα φαινόμενα που σχετίζονται με το γέλιο και το χιούμορ και τα οποία επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες. Επομένως, απουσιάζει ένας καθολικός ορισμός που να περιλαμβάνει κάθε όψη του φαινομένου καθώς επίσης απουσιάζει και ένα κοινό εργαλείο ή όργανο μέτρησης το οποίο να μπορεί να καλύψει όλες τις πλευρές του χιούμορ (Martin 2007, Ruch 2008). Όπως αναφέρει η Samson (2013) πρόκειται για ένα πολυσύνθετο φαινόμενο, με πολλές διαφορετικές πλευρές, που χαρακτηρίζεται από ετερογένεια. Έτσι, έχουν γίνει πολλές προσεγγίσεις για την περιγραφή διαφορετικών όψεων του χιούμορ. Ας δούμε ωστόσο κάποιες βασικές προσπάθειες ορισμού του φαινομένου. Η Hay (2000, 2001) προτείνει πως χιούμορ είναι κάθε τι που ο ομιλητής έχει την πρόθεση να είναι αστείο 3. Γενικά μπορούμε να πούμε πως το χιούμορ στηρίζεται στην ασυμβατότητα, στην αναντιστοιχία μεταξύ του τι περιμένουμε να συμβεί και του τι συμβαίνει τελικά, του πως περιμένουμε να είναι τα πράγματα και του πως είναι. Η απόκλιση από τη νόρμα, από αυτό που θεωρείται κανονικό και αναμενόμενο είναι που οδηγεί στην αίσθηση του αστείου και τις περισσότερες φορές στο γέλιο (Archakis, Giakoumelou, Papazachariou & Tsakona, 2010). Η ασυμβατότητα, δηλαδή, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη χιούμορ. Το χιούμορ μάλιστα έχει οριστεί και ως η ευχαρίστηση που προκύπτει μέσω της ασυμβατότητας από τον Morreall (1983) ο οποίος χαρακτηριστικά αναφέρει πως «η ουσία του χιούμορ συνίσταται στην απόλαυση της ασυμβατότητας». Εκτός από την ύπαρξη ασυμβατότητας, είναι απαραίτητες και η κατάλληλες συνθήκες ώστε η 3 Ρόλο βέβαια παίζει, όπως αναφέρουν οι Archakis & Tsakona (2005), η γνώση του περικειμένου, δηλαδή του γενικότερου περιβάλλοντος εντός του οποίου λέγεται κάτι, ο επιτονισμός που χρησιμοποιείται καθώς και η αντίδραση του κοινού\του ακροατή. Δεν αρκεί επομένως η πρόθεση να είναι κάτι αστείο για να θεωρήσουμε πως έχουμε χιούμορ, ανεξάρτητα από το περιβάλλον και από την αντίδραση του αποδέκτη. 11

ασυμβατότητα να ερμηνευθεί με τρόπο τέτοιο (χιουμοριστικό) που θα προκαλέσει θετικά συναισθήματα και γέλιο. Δηλαδή, είναι απαραίτητο το πλαίσιο της επικοινωνίας να είναι τέτοιο που να ευνοεί τη χιουμοριστική ερμηνεία μιας πληροφορίας έτσι ώστε η ανατροπή των δεδομένων και των προσδοκιών να οδηγεί στη διασκέδαση και στο γέλιο και να μην προκαλεί άλλα (πιθανόν δυσάρεστα) συναισθήματα. Επομένως, τα κριτήρια που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον ορισμό του χιούμορ είναι δυο. Πρώτα η ύπαρξη ασυμβατότητας και σε δεύτερο επίπεδο το αν η ασυμβατότητα προκαλεί το γέλιο (Αρχάκης & Τσάκωνα, 2011). Κάνοντας λόγο για χιούμορ, αναφερόμαστε τόσο στο χιούμορ ως ικανότητα (ικανότητα να παράγουμε και να κατανοούμε χιούμορ) όσο και ως διάθεση ή τρόπο σκέψης. Όπως αναφέρει η Τσάκωνα (2004), κατά την προσπάθειά της να ορίσει το φαινόμενο, το χιούμορ συχνά ταυτίζεται και συγχέεται με άλλες έννοιες όπως για παράδειγμα με τους όρους αστείο ή κωμικό ακριβώς επειδή κοινό χαρακτηριστικό των παραπάνω αποτελεί η πρόκληση γέλιου. Επίσης, το χιούμορ κάποιες φορές μπορεί να συγχέεται με την ειρωνεία (Τσάκωνα 2004). Πρόκειται βέβαια για δύο διαφορετικά φαινόμενα τα οποία αρκετές φορές επικαλύπτονται για τον λόγο ότι και τα δύο φαινόμενα βασίζονται σε ένα κοινό χαρακτηριστικό, την παρουσία μιας αντίθεσης. Ωστόσο, ο στόχος των δύο φαινομένων είναι διαφορετικός και τα διακρίνει μεταξύ τους, αφού το χιούμορ στοχεύει στο γέλιο και τη διασκέδαση ενώ η ειρωνεία στοχεύει στην κριτική, την επίθεση και στο γέλιο που προκύπτει κάποιες φορές. Άλλα φαινόμενα τα οποία η Τσάκωνα (2004) προσπαθεί να διακρίνει από το χιούμορ (με σκοπό να ορίσει και να οριοθετήσει το φαινόμενο του χιούμορ όσο το δυνατόν επαρκέστερα) είναι η σάτιρα (η οποία βασίζεται τόσο στο χιούμορ όσο και στην ειρωνεία) και η παρωδία (της οποίας ο σκοπός είναι η σάτιρα). Βλέπουμε, λοιπόν, πως για να έχουμε ένα πιο συγκεκριμένο και ουσιώδη ορισμό του χιούμορ, με ακριβή και σαφή κριτήρια, θα πρέπει πάντα να ορίζουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο προσεγγίζεται το φαινόμενο, καθώς και το ποια πλευρά του φαινομένου είναι αυτή που μας ενδιαφέρει και στην οποία θέλουμε να εστιάσουμε. Προσεγγίζοντας το φαινόμενο, μπορούμε για παράδειγμα να επικεντρωθούμε στο χιουμοριστικό κείμενο καθεαυτό, ορίζοντας τη δομή του και τα βασικά χαρακτηριστικά που το καθιστούν χιουμοριστικό ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες όπως το επικοινωνιακό πλαίσιο, η κατανόησή του από τον αποδέκτη και η αντίδραση σε αυτό. Εστιάζοντας στην περίσταση, το πλαίσιο της επικοινωνίας και τους σκοπούς που μπορεί να εξυπηρετήσει το χιούμορ, θα επικεντρωνόμασταν στους λόγους για τους οποίους επιλέγεται η χρήση του χιούμορ, στις σχέσεις μεταξύ των συνομιλητών και στους στόχους που οι συνομιλητές θέτουν και εξυπηρετούν μέσω του χιούμορ. Το χιούμορ στο πλαίσιο αυτό εκλαμβάνεται ως μέσο για την επίτευξη ορισμένων σκοπών (π.χ. θεωρία κατασκευής ταυτοτήτων μέσω του συνομιλιακού χιούμορ, Archakis & Tsakona, 2005, Αρχάκης & Τσάκωνα, 2011). Έναν 12

άλλο τομέα μελέτης αποτελεί η νοητική επεξεργασία του χιούμορ, το πώς ο αποδέκτης εργάζεται νοητικά και ποιες ικανότητες (mental abilities) είναι απαραίτητες για να αντιληφθεί και να αποκωδικοποιήσει την ύπαρξη του χιούμορ. Την επεξεργασία και την ερμηνεία του χιούμορ φαίνεται πως μπορεί να επηρεάζει μια σειρά παραγόντων όπως προσωπικά χαρακτηριστικά και νοητικές ικανότητες του αποδέκτη, χαρακτηριστικά του ίδιου του χιουμοριστικού ερεθίσματος, κ.α. Θα μπορούσαμε ακόμη να επικεντρωθούμε στην αντίδραση (affective response), στα συναισθήματα που προκαλεί το χιούμορ ή κάποια είδη χιούμορ, στο πόσο αστεία τα βρίσκει ο αποδέκτης και πως αντιδρά σε αυτά (π.χ. γέλιο, χαμόγελο, άλλα συναισθήματα). Ακριβώς λόγω του μεγάλου εύρους του φαινομένου και των πολλαπλών ερωτημάτων που μπορούν να τεθούν εντός αυτού, ο ορισμός του χιούμορ και τα κριτήρια που τίθενται για να το ορίσουν μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με το θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούμαστε κάθε φορά και φυσικά ανάλογα με τον σκοπό κάθε μελέτης. Το χιούμορ άλλωστε προσεγγίζεται από διαφορετικούς μεταξύ τους τομείς όπως η γλωσσολογία (και εντός αυτής η σημασιολογία, η πραγματολογία, η ανάλυση του λόγου\της συνομιλίας, η κοινωνιογλωσσολογία, η ψυχογλωσσολογία, η νευρογλωσσολογία), η (γνωστική) ψυχολογία, η νευρολογία και η ψυχανάλυση. Όπως είναι αναμενόμενο, οι τομείς αυτοί εστιάζουν σε διαφορετικές πτυχές του φαινομένου, χρησιμοποιούν τα δικά τους κριτήρια για τον ορισμό το φαινομένου καθώς και τα δικά τους εργαλεία και όργανα για την προσέγγιση και την ανάλυσή του. 1.3. Χιούμορ και γέλιο Παρατηρώντας τις αρχικές προσπάθειες ορισμού του φαινομένου του χιούμορ, βλέπουμε πως σημαντικό ρόλο σε όλες σχεδόν τις προσεγγίσεις παίζει το γέλιο. Το γέλιο μπορούμε να πούμε πως αποτελεί την επιδιωκόμενη αντίδραση, τον σκοπό του χιούμορ. Στόχος του χιούμορ, δηλαδή, είναι εκτός των άλλων- η πρόκληση γέλιου. Συμφώνα με τον Kotthoff (2000) το γέλιο αποτελεί τον κατεξοχήν δείκτη συμφραστικοποίησης του χιούμορ. Ωστόσο, πρέπει εδώ να γίνει σαφές πως το χιούμορ δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με το γέλιο (Archakis & Tsakona, 2005). Η σχέση μεταξύ χιούμορ και γέλιου δεν είναι συμμετρική καθώς όπως αναφέρει και ο Attardo (1994) το χιούμορ δεν έχει πάντα ως αποτέλεσμα το γέλιο και το γέλιο δεν είναι υποχρεωτικά αποτέλεσμα του χιούμορ. Σύμφωνα με τους Archaki & Tsakona (2005) λαμβάνοντας υπόψη πως το χιούμορ βασίζεται στην ασυμβατότητα και στο απροσδόκητο, θα πρέπει εκτός από το γέλιο να αναμένουμε και άλλες αντιδράσεις στην ασυμβατότητα. Όταν επιλέγεται το γέλιο ως αντίδραση, αυτό συμβαίνει επειδή εκείνη τη στιγμή ο αποδέκτης έχει τη διάθεση (και βρίσκεται στην κατάλληλη περίσταση) να εκλάβει κάτι ως χιουμοριστικό. Ο κάθε άνθρωπος άλλωστε μπορεί να αντιδρά διαφορετικά στην ανατροπή και στην ασυμβατότητα 13

ανάλογα με τα προσωπικά χαρακτηριστικά του, τη διάθεση και την περίσταση στην οποία βρίσκεται. Επομένως, το γέλιο είναι μια πιθανή αντίδραση και δείχνει την πρόθεση των συνομιλητών να αντιμετωπίσουν την ύπαρξη μιας ασυμβατότητας, ενός απροσδόκητου γεγονότος με χιουμοριστικό τρόπο. Το γέλιο δε μπορεί από μόνο του να θεωρηθεί κριτήριο για την ύπαρξη ή όχι χιούμορ αφού σύμφωνα με τον Norrick (2000) το γέλιο είναι απλά το επιθυμητό αποτέλεσμα του χιούμορ, αλλά δεν είναι η μόνη αντίδραση σε αυτό. Αποτελεί, λοιπόν, αναγκαίο αλλά όχι επαρκές κριτήριο για την ύπαρξη χιούμορ. Η απουσία γέλιου, ωστόσο, αποτελεί μια πιθανή αντίδραση στο χιούμορ χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχει γίνει κατανοητή η ύπαρξη του χιούμορ και της χιουμοριστικής διάθεσης. Η απουσία γέλιου δε σημαίνει απαραίτητα πως ο αποδέκτης του χιούμορ αδυνατεί να το κατανοήσει. Μπορεί το χιούμορ να έχει γίνει κατανοητό αλλά να μην έχει εκτιμηθεί από τον αποδέκτη ή απλά ο αποδέκτης να αποφεύγει να διακόψει τον συνομιλητή του στο πλαίσιο μιας συνομιλίας (Hay, 2001). Αφού είδαμε κάποιες γενικές προσπάθειες προσέγγισης και ορισμού του χιούμορ καθώς και τη (στενή) σχέση του με το γέλιο θα προχωρήσουμε τώρα στην συνοπτική παρουσίαση κάποιων συστηματικότερων προσεγγίσεων του φαινομένου. 1.4. Θεωρητική προσέγγιση του χιούμορ Το φαινόμενο του χιούμορ προσεγγίζεται συστηματικά από τρείς διαφορετικές θεωρίες. Έτσι, έχουμε (1) τη θεωρία της ανωτερότητας\υπεροχής\επιθετικότητας, (2) τη θεωρία της ψυχικής εκτόνωσης και (3) τη θεωρία της ασυμβατότητας. 1.4.1. Η θεωρία της ανωτερότητας Ξεκινώντας με την κοινωνιολογική και ψυχολογική θεωρία της ανωτερότητας ή της υπεροχής ή της επιθετικότητας (Theory of superiority\ disparagement\ criticism\ hostility) θα πρέπει να πούμε ότι, στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, το χιούμορ εκλαμβάνεται ως μια μορφή επιθετικής συμπεριφοράς που εφαρμόζεται για να επιτελέσει μια λειτουργία. Προβάλλεται, δηλαδή, η αρνητική στάση αυτού που παράγει το χιούμορ προς τον στόχο του. Το χιούμορ παράγεται εις βάρος κάποιων προσώπων ή απόψεων ή καταστάσεων που για κάποιο λόγο θεωρούνται υποδεέστερες και έχουν στοχοποιηθεί. Απαραίτητη προϋπόθεση του χιούμορ, λοιπόν, αποτελεί η ύπαρξη ενός στόχου (είτε αυτός είναι 14

θεσμός, είτε πρόσωπο, είτε ομάδα ατόμων, κ.α.) καθώς και η αποστασιοποίηση από αυτόν τον στόχο. 1.4.2. Η θεωρία της ψυχικής εκτόνωσης Από την άλλη πλευρά έχουμε την ψυχολογική\ψυχαναλυτική προσέγγιση του χιούμορ και τη θεωρία της ψυχικής εκτόνωσης ή της αποφόρτισης ή ανακούφισης (Theory of release\ relief\ relaxation) με τον Freud να αποτελεί τον πιο εξέχοντα εκπρόσωπο της προσέγγισης αυτής. Το χιούμορ εδώ εκλαμβάνεται ως μέσο για την απελευθέρωση του ανθρώπου αφού έρχεται να τον απαλλάξει από την ένταση και το άγχος. Η χρήση του χιούμορ είναι ικανή να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τις καθημερινές νόρμες, από την ρεαλιστική, καθημερινή κανονικότητα, γεγονός που δημιουργεί το αίσθημα της ανακούφισης. Η έμφαση, δηλαδή, δίνεται στον αποδέκτη του χιούμορ και στο πώς το χιούμορ τον επηρεάζει ψυχολογικά. 1.4.3. Η θεωρία της ασυμβατότητας Τέλος, η γνωστική θεωρία της ασυμβατότητας (Incongruity theory\ theory of inconsistency\ contradiction\ dissociation ) υποστηρίζει ότι το χιούμορ βασίζεται στην ύπαρξη μιας αντίθεσης, μιας ανατροπής, μιας ασυμβατότητας «ανάμεσα στο τι αναμένεται να συμβεί και στο τι τελικά συμβαίνει» (Τσάκωνα, 2004). Τη βασική ιδέα αποτελεί η ύπαρξη δύο διαφορετικών σεναρίων\ γνωστικών ή νοητικών σχημάτων (frames\ istotopies\ schemas\ scripts) που μεταξύ τους είναι ασύμβατα αλλά περιέχουν κάποιο κοινό στοιχείο το οποίο είναι υπεύθυνο για τη μετάβαση από το ένα στο άλλο. Ο δέκτης επεξεργάζεται την πληροφορία που λαμβάνει περιοριζόμενος αρχικά στο γνωστικό σχήμα που ταιριάζει περισσότερο μέχρι που η ερμηνεία που έχει δώσει σκοντάφτει σε ένα σημασιολογικό εμπόδιο. Τότε, προσπαθεί να ξεπεράσει την αντίθεση που έχει προκύψει και να δώσει μια άλλη ερμηνεία η οποία έως τώρα ήταν κρυμμένη (Krikmann, 2006). Η επανάκτηση της κατανόησης συνοδεύεται από το αίσθημα της έκπληξης και της ικανοποίησης οδηγώντας στην αντίδραση του γέλιου. Στις θεωρίες της ασυμβατότητας βασίζονται κατά την προσέγγισή τους στο φαινόμενο του χιούμορ οι γλωσσολογικές θεωρίες. Στο πλαίσιο των γλωσσολογικών θεωριών για το χιούμορ, τις οποίες θα δούμε στη συνέχεια, γίνεται προσπάθεια να οριστεί το γλωσσικό χιούμορ (verbal humor). Βέβαια, σύμφωνα με τον (Krikmann, 2006) οι περισσότερες προσεγγίσεις του χιούμορ βασίζονται σε στοιχεία όλων των παραπάνω θεωριών. Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν πως το χιούμορ αποτελεί ένα φαινόμενο με πολλές διαφορετικές πλευρές που είναι δύσκολο να περιοριστεί στο πλαίσιο μιας μόνο 15

θεωρίας. Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Raskin (1985) δεν υπάρχει κοινώς αποδεκτή θεωρία για το χιούμορ που να εξηγεί τι είναι αστείο, γιατί, πώς, πότε και για ποιόν (Hemplemann et al., 2012). 1.5. Γλωσσολογικές θεωρίες για το χιούμορ Οι γλωσσολογικές θεωρίες που προτείνονται για την προσέγγιση του χιούμορ βασίζονται κυρίως στην έννοια της ασυμβατότητας. Είναι κοινά αποδεκτή η άποψη πως για την κατανόηση ενός αστείου είναι απαραίτητος ο εντοπισμός μιας ασυμβατότητας. Αυτό έχει προταθεί από μελετητές στο πλαίσιο διαφόρων οπτικών και τομέων που έχουν προσεγγίσει το χιούμορ ως φαινόμενο (π.χ. ψυχολογία, νευρολογία) και όχι μόνο από τη γλωσσολογία. Η ασυμβατότητα αυτή ορίζεται με διαφορετικό σε κάθε περίπτωση τρόπο. 1.5.1. Πρώτη προσέγγιση του χιούμορ με σημείο αναφοράς την ασυμβατότητα Η πρώτη προσέγγιση του χιούμορ στο πλαίσιο αυτό γίνεται από τον Koestler (1964) στο έργο του the Art of Creation, ο οποίος προτείνει τη θεωρία της διάστασης (dissociation theory). Ο Koestler παρατηρεί την έλλειψη σύνδεσης ανάμεσα σε δύο αφηγηματικές ιστορίες (όπως αυτές προκύπτουν μέσα από ένα χιουμοριστικό κείμενο) που η καθεμιά από αυτές έχει τη δική της δομή και τη δική της λογική. Η αίσθηση του χιούμορ προκύπτει από την αντικατάσταση της πρώτης ιστορίας με μια δεύτερη ιστορία η οποία προκύπτει από την φράση εκείνη που προκαλεί την ανατροπή. Η αντίδραση μάλιστα σε αυτή την αντίφαση είναι το γέλιο. Καταγράφεται έτσι για πρώτη φορά η γενική παρατήρηση ότι το χιούμορ περιέχει κάποιο παράδοξο, κάποιο αταίριαστο στοιχείο. Βασική συνεισφορά του Koestler στη μελέτη του χιούμορ είναι ότι πρώτος διακρίνει την ιδέα του dissociation. 1.5.2. Η σημασιολογική\πραγματολογική θεωρία του Raskin για τα ανέκδοτα Ο Raskin (1985) είναι ο πρώτος που επιχειρεί μια συστηματική γλωσσολογική 4 προσέγγιση του φαινομένου και που προτείνει μια συγκεκριμένη θεωρία. Η θεωρία αυτή όπως αναφέρει ο (Krikmann, 2006) αποτελεί ίσως τη 4 Ο Raskin με το έργο του Semantic Mechanisms of Humor (1985) είναι ο πρώτος που χαρακτηρίζει άμεσα την προσέγγισή του ως γλωσσολογική. Έτσι, είναι φανερό πως δεν σκοπεύει με την προσέγγισή του να καλύψει γενικά το φαινόμενο, αλλά δείχνει να ενδιαφέρεται συγκεκριμένα για το γλωσσικό χιούμορ (και συγκεκριμένα για τα ανέκδοτα που έχουν μια τελική ατάκα). 16

σημαντικότερη συνεισφορά στο πλαίσιο της θεωρίας της ασυμβατότητας για το χιούμορ. Χαρακτηριστικά, ο ίδιος ο Raskin (1985) αναφέρει πως «μια γλωσσική θεωρία για το χιούμορ θα πρέπει να είναι σε θέση να καθορίσει τις αναγκαίες και επαρκείς γλωσσικές συνθήκες που εξασφαλίζουν ότι ένα κείμενο είναι χιουμοριστικό\ αστείο». Σύμφωνα με τη σημασιολογική θεωρία του Raskin (1985) για το χιούμορ (Semantic script theory of humor\ script-based semantic theory of humor) ένα κείμενο είναι χιουμοριστικό όταν ικανοποιούνται και οι δύο ακόλουθες συνθήκες: (1) το κείμενο είναι συμβατό (ολικώς η μερικώς) με δύο σενάρια\ γνωστικά σχήματα 5 και (2) τα σενάρια αυτά είναι αντίθετα μεταξύ τους. Δηλαδή, σύμφωνα με τη θεωρία του Raskin (1985), ένα χιουμοριστικό κείμενο ενεργοποιεί ένα γνωστικό σχήμα, μια γενικότερη ιδέα που έχει ο αποδέκτης για τον κόσμο το οποίο σε σχέση με το κείμενο που δέχεται τον κάνει να αναμένει μια συγκεκριμένη συνέχεια. Όμως, η χιουμοριστική ατάκα που ακολουθεί φέρνει στην επιφάνεια ένα δεύτερο γνωστικό σχήμα με βάση το οποίο ο αποδέκτης πρέπει να προχωρήσει σε νέα ερμηνεία του κειμένου 6. Η μετάβαση από το ένα γνωστικό σχήμα στο άλλο αποτελεί την ανατροπή. Η ανατροπή προκύπτει από το γλωσσικό παιχνίδι που μπορεί να πραγματοποιείται σε όλα τα επίπεδα της γλώσσας (Ross, 1998, Τσάκωνα, 2000). Έτσι, η ανατροπή μπορεί να εντοπίζεται στο επίπεδο της μορφο-φωνολογίας, της μορφολογίας, της σύνταξης, της σημασιολογίας και της πραγματολογίας. Η μετάβαση γίνεται από το πιο λογικό και αναμενόμενο γνωστικό σχήμα στο λιγότερο πιθανό και αναμενόμενο. Η απρόσμενη μετάβαση από το ένα γνωστικό σχήμα στο άλλο (script opposition) βασίζεται σύμφωνα με τον Raskin (1985) σε αντιθέσεις ανάμεσα στο πραγματικό και στο μη πραγματικό\ αναμενόμενο (actual non actual\ non existing), στο αναμενόμενο και στο μη αναμενόμενο (expected abnormal\ unexpected), στο πιθανό\ το εφικτό και το λιγότερο πιθανό, το ανέφικτο (possible\ plausible impossible\ less plausible). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που συνηθίζει ο Raskin να αναλύει με βάση τη θεωρία που προτείνει είναι το ακόλουθο ανέκδοτο (Παράδειγμα 1). Παράδειγμα 1 (script opposition) «Είναι ο γιατρός στο σπίτι;» Ρώτησε ψιθυριστά ο ασθενής. «Όχι». Απάντησε η νέα και όμορφη σύζυγος του γιατρού. «Έλα γρήγορα». 5 Ως σενάρια ή γνωστικά\ νοητικά σχήματα (scripts) ορίζονται στο πλαίσιο της σημασιολογίας κάποιες γνωστικές δομές που έχει στο μυαλό του ο κάθε ομιλητής\ αποδέκτης, οι οποίες αποτελούν μια αναπαράσταση της γνώσης του για ένα κομμάτι του κόσμου. Πρόκειται, δηλαδή, για σημασιολογικές πληροφορίες οι οποίες σχετίζονται με τη σημασία των λέξεων σε σχέση με τον κόσμο και ενεργοποιούνται από συγκεκριμένες λέξεις (Hemplemann et al. 2012). 6 Στο πλαίσιο των χιουμοριστικών κειμένων μεταβαίνουμε συνήθως από το πιο αναμενόμενο, φυσιολογικό και προσιτό γνωστικό σχήμα στο λιγότερο πιθανό και αναμενόμενο σε σχέση με το πρώτο γνωστικό σχήμα (Giora, 1999). 17

Στο παραπάνω παράδειγμα το πρώτο γνωστικό σχήμα που ενεργοποιείται με βάση τις πρώτες πληροφορίες που δίνονται είναι η επαφή γιατρού - ασθενή, ο οποίος μάλιστα ελπίζει να βρει τον γιατρό στο τηλέφωνο. Όταν όμως ακολουθεί η επόμενη πρόταση, ο αποδέκτης έρχεται αντιμέτωπος με μια έκπληξη καθώς η νέα πληροφορία είναι ασύμβατη με το γνωστικό σχήμα της σχέσης γιατρού - ασθενή που έχει ενεργοποιηθεί. Η αρχική πληροφορία θα πρέπει να ερμηνευτεί με διαφορετικό τρόπο για να ταιριάξει με το τέλος του ανεκδότου. Ενεργοποιείται, λοιπόν, ένα δεύτερο γνωστικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο η φωνή στο τηλέφωνο ανήκει στον εραστή της γυναίκας του γιατρού ο οποίος μάλιστα ελπίζει να μη βρει τον γιατρό στο σπίτι για να μπορέσει να πάει ο ίδιος εκεί. Το χιούμορ, λοιπόν, στο ανέκδοτο αυτό βασίζεται σε μια σημασιολογική αντίφαση που προκύπτει και η οποία επιλύεται μέσω της εναλλαγής γνωστικών σχημάτων (script opposition) (δύο αντιθετικά γνωστικά σχήματα: επίσκεψη στον γιατρό επίσκεψη στην ερωμένη). Βλέπουμε πως η θεωρία του Raskin προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ασυμβατότητας η οποία δεν περιορίζεται μόνο στη σημασία των λέξεων αλλά απαιτεί την ενεργοποίηση σεναρίων 7 (scripts) τα οποία φέρουν σημασιολογικές και πραγματολογικές πληροφορίες, γενικές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις για τον κόσμο που δεν περιορίζονται στο πλαίσιο του κειμένου. Ο Raskin, περιορίζει τη θεωρία του στη μελέτη σύντομων ανεκδότων (jokes) τα οποία αποτελούν το βασικότερο είδος χιουμοριστικών κειμένων. Αναγνωρίζει σε αυτά, με βάση τη θεωρία του, συγκεκριμένη κειμενική οργάνωση και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ένα ανέκδοτο λοιπόν είναι ένα σύντομο σχετικά κείμενο το οποίο είναι συμβατό με δύο γνωστικά σχήματα, αντιθετικά μεταξύ τους. Η τελική ατάκα, η οποία κάνει φανερή την αντίθεση και ενεργοποιεί το δεύτερο γνωστικό σχήμα έτσι ώστε να ερμηνευθεί το προηγούμενο κείμενο, αποτελεί βασικό συστατικό του ανεκδότου όπου και εντοπίζεται το χιούμορ. Ανάλογα με τη δομή τους, αναγνωρίζονται δύο είδη ανεκδότων (1) τα αφηγηματικά ανέκδοτα (narrative jokes) που έχουν τη βασική δομή ενός αφηγηματικού κειμένου και (2) τα αινίγματα ανέκδοτα (riddle jokes) που έχουν τη μορφή ερώτησης και απάντησης. Και στις δυο περιπτώσεις θεωρείται απαραίτητη η ύπαρξη της τελικής ατάκας 8. 7 Διακρίνονται τα ακόλουθα τέσσερα είδη γνωστικών σχημάτων (scripts): (1) τα γλωσσικά, τα οποία είναι γνωστά σε κάθε μέσο φυσικό ομιλητή, (2) τα γενικής γνώσης, τα οποία είναι γνωστά σε ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων και δεν επηρεάζονται από την χρήση της γλώσσας, (3) τα περιορισμένα, τα οποία είναι γνωστά σε μικρότερο αριθμό ατόμων και δεν επηρεάζονται από τη γλώσσα και τέλος (4) τα ατομικά που ανήκουν σε ένα μόνο άτομο (π.χ. αναμνήσεις ή εμπειρίες) (Raskin et al. 2003, Nirenburg & Raskin, 2004). Το άκουσμα μιας λέξης μπορεί να ενεργοποιεί αυτόματα κάποιο από τα παραπάνω γνωστικά σχήματα. 8 Στην περίπτωση των ανεκδότων με μορφή ερώτηση-απάντηση, η απάντηση είναι που φέρει την ασύμβατη πληροφορία και αποτελεί την τελική ατάκα του ανεκδότου. 18

Η θεωρία του Raskin (1985) αναμφισβήτητα συνέβαλε σημαντικά στη συστηματοποίηση της μελέτης του γλωσσικού χιούμορ. Στη θεωρία αυτή θα βασιστούν όλες οι επόμενες προσπάθειες προσέγγισης του φαινομένου με βάση την ασυμβατότητα. Ωστόσο, η σημασιολογική θεωρία του Raskin περιορίζει την εφαρμογή της σε συγκεκριμένου τύπου ανέκδοτα τα οποία είναι περιορισμένα σε έκταση και εμφανίζουν μια ασυμβατότητα η οποία παρουσιάζεται στο τέλος του κειμένου με τη μορφή μιας χιουμοριστικής ατάκας. Ορισμένα χιουμοριστικά κείμενα όμως μπορεί να είναι πιο εκτενή από ένα ανέκδοτο ενώ επίσης, μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μια ασυμβατότητες οι οποίες δεν συγκεντρώνονται απαραίτητα στο τέλος του κειμένου. Είναι, λοιπόν, γεγονός ότι η θεωρία του Raskin (1985) δεν είναι επαρκής για να καλύψει την ανάλυση του γλωσσικού χιούμορ συνολικά. 1.5.3. Η Γενική θεωρία για το Γλωσσικό Χιούμορ Η Γενική Θεωρία για το Γλωσσικό Χιούμορ (General Theory of Verbal Humor) (Attardo 1994, 2001) έρχεται να καλύψει τα κενά που άφηνε η προσέγγιση του Raskin (1985) όσον αφορά τα κείμενα που διαφέρουν από τα ανέκδοτα ως προς τη δομή, την έκταση και την εμφάνιση του χιούμορ μέσα σε αυτά. Στόχος της θεωρίας είναι να περιγράψει όλα τα είδη γλωσσικού χιούμορ. Στο πλαίσιο αυτό το χιούμορ ορίζεται (όπως και στην προσέγγιση του Raskin) με βάση το σημασιολογικό και πραγματολογικό περιεχόμενό του και όχι σε σχέση με παραγλωσσικά στοιχεία όπως για παράδειγμα το γέλιο ή ο επιτονισμός. Η βασική ιδέα παραμένει ίδια με την προσέγγιση του Raskin (1985), όμως διακρίνονται ορισμένες διαφορές στη νέα προσέγγιση του χιούμορ οι οποίες θα συμβάλλουν στο να διευρυνθεί η δυνατότητα εφαρμογής της θεωρίας σε περισσότερα είδη γλωσσικού χιούμορ. Οι διαφορές που προτείνονται από τη νέα θεωρία είναι οι ακόλουθες. (1) Χρησιμοποιείται πλέον ο όρος χιουμοριστικό κείμενο (και όχι μόνο ανέκδοτο). Επίσης, (2) πραγματοποιείται διάκριση των χιουμοριστικών κειμένων ανάλογα με το που εμφανίζεται η ασυμβατότητα εντός αυτών. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της Θεωρίας για το Γλωσσικό Χιούμορ, αναγνωρίζονται δύο είδη χιουμοριστικών κειμένων ανάλογα με τον τρόπο που προκαλείται η αντίφαση (script opposition). (α) Yπάρχουν κείμενα, τα οποία μοιάζουν με τα κλασικά ανέκδοτα, που λήγουν με μια τελική χιουμοριστική ατάκα (η τελική αυτή ατάκα ονομάζεται punch line). Το χιούμορ στην περίπτωση αυτή βασίζεται στην ατάκα η οποία οδηγεί σε αντίφαση και σε επανερμηνεία του κειμένου με βάση τη νέα ανατρεπτική πληροφορία (Παράδειγμα 2). Στη δεύτερη περίπτωση (β) έχουμε κείμενα όπου η ύπαρξη του χιούμορ δεν περιορίζεται στο τέλος, αλλά εντοπίζεται σε όλη την πορεία του κειμένου. Ειδικότερα, εντοπίζονται χιουμοριστικές φράσεις (που ονομάζονται jab lines) οι οποίες περιέχουν επίσης ασύμβατες πληροφορίες 19

αλλά σε αντίθεση με την τελική ατάκα (punch line), βρίσκονται σε οποιοδήποτε σημείο εντός του κειμένου εκτός από το τέλος, ενώ προκαλούν γέλιο χωρίς απαραίτητα να προκαλούν την επανερμηνεία (Παράδειγμα 3). Τα χιουμοριστικά αυτά κείμενα παρουσιάζουν απαραίτητα και μια τελική ατάκα (punch line). Έτσι, τα δύο αυτά είδη ατάκας επιτελούν διαφορετική λειτουργία καθώς, ενώ στην πρώτη περίπτωση (punch line 9 ) έχουμε διακοπή του χιουμοριστικού κειμένου και ανατροπή, στη δεύτερη περίπτωση (jab lines) έχουμε ενσωματωμένες τις χιουμοριστικές φράσεις στο κείμενο, χωρίς να επηρεάζουν την εξέλιξή του. Βέβαια, σε ένα χιουμοριστικό κείμενο μπορεί να εντοπίζονται και τα δύο ήδη ατάκας 10 καθώς το καθένα επιτελεί τη δική του λειτουργία. Η τελική ατάκα είναι που οδηγεί στην έκπληξη αλλά οι ενδιάμεσες χιουμοριστικές ατάκες προσδίδουν χιουμοριστικό χαρακτήρα στο κείμενο χωρίς όμως να προϊδεάζουν για τη συγκεκριμένη έκπληξη που θα ακολουθήσει με την εμφάνιση της τελικής ατάκας. Έτσι, βλέπουμε πως η τελική ατάκα δεν αποτελεί το μόνο χιουμοριστικό στοιχείο σε ένα χιουμοριστικό κείμενο (Τσάκωνα, 2004 ). Συνοψίζοντας, λοιπόν, σχετικά με τα δύο είδη ατάκας, βλέπουμε πως υπάρχει λειτουργική διαφορά μεταξύ τους και όχι απλά διαφορά στη θέση που εντοπίζονται (Τσάκωνα, 2004). Οι ενδιάμεσες ατάκες δίνουν έναν χιουμοριστικό χαρακτήρα στο κείμενο χωρίς να βασίζονται στην εναλλαγή σεναρίων (script opposition) που θα προκύψει στο τέλος. Σκοπός τους δεν είναι να προετοιμάσουν τον αποδέκτη για την ανατροπή, αλλά να δημιουργήσουν ένα γενικότερο χιουμοριστικό κλίμα και να προκαλέσουν τις αντίστοιχες προσδοκίες για κάτι αστείο και όχι για μια σοβαρή κατάσταση (Tsakona, 2003). Η τελική ατάκα 11 είναι αυτή που οδηγεί στην κορύφωση του χιούμορ με την προβολή μιας ασυμβατότητας η οποία πρέπει να επιλυθεί. Παράδειγμα 2 (punch line) Δύο φίλοι συζητούν: -Μετά από 20 χρόνια γάμου είμαι ακόμη ερωτευμένος με την ίδια γυναίκα. -Σοβαρά; 9 Οι Attardo & Chabanne (1992) υποστηρίζουν ότι το χιούμορ βασίζεται στην τελική ατάκα (punch line). 10 Σύμφωνα με την Τσάκωνα (2004) τα περισσότερα αφηγηματικά ανέκδοτα περιέχουν τουλάχιστον μια ενδιάμεση χιουμοριστική ατάκα (jab line) που οδηγεί σε εναλλαγή σεναρίων (script opposition) η οποία βέβαια δε σχετίζεται με την κύρια αντίφαση που προκαλεί η τελική ατάκα (punch line). 11 Η Τσάκωνα συνοψίζει τον ορισμό της τελικής ατάκας (punch line) λέγοντας πως αποτελεί έναν όρο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την τελική φράση ενός ανεκδότου η οποία προκαλεί έκπληξη. Βασικά χαρακτηριστικά της αποτελούν τα εξής: 1. Βρίσκεται στο τέλος του χιουμοριστικού κειμένου (Attardo et al., 1994) 2. Αποτελεί αναγκαία συνθήκη για να υπάρξει ένα ανέκδοτο (Raskin, 1985) 3. Φέρει μια νέα πληροφορία και ανατρέπει τα δεδομένα και 4. Οδηγεί σε επανερμηνεία ολόκληρου του κειμένου (Raskin, 1985). 20

-Ναι, ελπίζω μόνο να μην το μάθει η γυναίκα μου. Στο παραπάνω ανέκδοτο με βάση την αρχική πληροφορία δημιουργείται η εντύπωση ότι το πρόσωπο του ανεκδότου αναφέρεται στη γυναίκα του όταν λέει πως μετά από πολλά χρόνια γάμου είναι ακόμη ερωτευμένος. Όμως, η πληροφορία που φέρει η τελική χιουμοριστική ατάκα (punch line) έρχεται να ανατρέψει τα δεδομένα προκαλώντας έκπληξη. Η γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος ο χαρακτήρας που μιλάει αποδεικνύεται ότι δεν είναι η γυναίκα του αλλά κάποια άλλη γυναίκα με την οποία έχει κρυφή σχέση που διατηρεί μάλιστα εδώ και 20 χρόνια, ενώ είναι παντρεμένος. Παράδειγμα 3 (jab line) Διάλογος μεταξύ γιατρού και ασθενή: -Γιατρέ, είναι ένας αόρατος άνδρας στο σαλόνι. Να περάσει; -Όχι. Πες του ότι δεν μπορώ να τον δω τώρα. Στο παραπάνω παράδειγμα, ενώ η ανατροπή και το στοιχείο που προκαλεί την επανερμηνεία του ανεκδότου έρχεται από την τελική χιουμοριστική ατάκα (punch line) πες του ότι δεν μπορώ να τον δω τώρα, ήδη η φράση είναι ένας αόρατος άνδρας στο σαλόνι φέρει μια σημασιολογικά ασύμβατη πληροφορία (καθώς δε μπορεί να υπάρχει ένας αόρατος άνδρας και αν παρόλα αυτά υπήρχε, δε θα μπορούσε να είναι ορατός από τον ασθενή που απευθύνεται στον γιατρό) η οποία δημιουργεί την προσδοκία ότι θα ακολουθήσει χιούμορ, ενώ μπορεί να προκαλέσει από μόνη της το γέλιο ή έστω να δημιουργήσει χαλαρή και αστεία διάθεση στον αποδέκτη. Πρόκειται για μια ενδιάμεση χιουμοριστική ατάκα (jab line). Για την ανάλυση κάθε χιουμοριστικού κειμένου ο Attardo (2001) προτείνει πως πρέπει να ληφθούν υπόψη έξι πηγές γνώσης. (1) Η γνωστική αντίθεση\ εναλλαγή σεναρίων ή γνωστικών σχημάτων (Script Opposition 12 ) που αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την πρόκληση χιούμορ και αναφέρεται στο χαρακτηριστικό ενός χιουμοριστικού κειμένου να είναι συμβατό με δύο αντικρουόμενα σενάρια (ουσιαστικά πρόκειται για επανάληψη της θεωρίας του Raskin), (2) η ύπαρξη κάποιου Λογικού Μηχανισμού 13 (Logical Mechanism) που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η λογική που προκαλεί την αντίφαση, ο τρόπος με τον οποίο τα δύο γνωστικά σχήματα επικαλύπτονται και έρχονται κοντά (3) η κατάσταση\περίσταση (Situation) που έχει να κάνει με τα υπόλοιπα στοιχεία 12 Η παράμετρος αυτή προέρχεται από τον χώρο της γλωσσολογίας και συγκεκριμένα της σημασιολογίας (Hemplemann et al., 2012). 13 Η παράμετρος λογικός μηχανισμός σχετίζεται κυρίως με τον χώρο της λογικής και της γνωστικής ψυχολογίας (Hemplemann et al., 2012). 21

περιεχομένου του χιουμοριστικού κειμένου όπως τον τόπο, τα πρόσωπα της χιουμοριστικής ιστορίας, τις δραστηριότητες, τα αντικείμενα, κτλ., (4) το κειμενικό είδος\ η κειμενική στρατηγική (Narrative Strategy) που χρησιμοποιείται και καθορίζει τη μορφή του χιουμοριστικού κειμένου (π.χ. διάλογος, αφήγηση, γρίφος, ερώτηση-απάντηση κτλ.), (5) ο στόχος 14 (Target) του χιούμορ, αν δηλαδή το χιούμορ γίνεται εις βάρος κάποιου ατόμου, κάποιας ομάδας, ενός θεσμού, κ.α. και (6) η γλώσσα 15 (Language) μέσω της οποίας κωδικοποιείται το χιουμοριστικό κείμενο και αναφέρεται στις γλωσσικές επιλογές που το άτομο που παράγει το χιούμορ είναι ελεύθερο να κάνει σε φωνητικό, φωνολογικό, μορφοφωνημικό, μορφολογικό, λεξιλογικό, συντακτικό και σημασιολογικό επίπεδο. Σύμφωνα με τους Attardo & Raskin (1991) και Hemplemann (2003) από τις παραπάνω γνωστικές παραμέτρους η γνωστική αντίθεση, η κατάσταση και ο στόχος έχουν να κάνουν με το περιεχόμενο του χιουμοριστικού κειμένου ενώ ο λογικός μηχανισμός, η κειμενική στρατηγική και η γλώσσα σχετίζονται με τη γλώσσα που χρησιμοποιείται ως μέσο για να εκφραστεί το περιεχόμενο του χιούμορ. Για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η επεξεργασία ενός χιουμοριστικού κειμένου ο Attardo (2001) αναφέρει πως όταν ο αποδέκτης έρχεται σε επαφή με το πρώτο μέρος ενός χιουμοριστικού κειμένου δημιουργεί στο μυαλό του μια κατάσταση, ένα γνωστικό σχήμα (istotopy). Η ερμηνεία αυτή παραμένει ενεργοποιημένη μέχρι που συναντά την τελική χιουμοριστική ατάκα (punch line) η οποία λειτουργεί ως σημασιολογικό εμπόδιο στην μέχρι τώρα ερμηνεία. Το στοιχείο αυτό που προκαλεί το πέρασμα από τη μία ερμηνεία στην άλλη, ο Attardo (1994) το ονομάζει disjunctor. Εκτός από αυτό το στοιχείο, εντοπίζεται άλλο ένα στοιχείο που ονομάζεται από τον Attardo connector και αποτελεί το κοινό στοιχείο, το δέσιμο μεταξύ των δύο ερμηνειών, των δύο γνωστικών σχημάτων (Παράδειγμα 4). Παράδειγμα 4 (διάκριση όρων connector και disjunctor) Μεθυσμένος σε σουβλατζίδικο: -Ένα γύρο απ όλα! -Πίτα; -Άσε, λιώμα. Στο παραπάνω παράδειγμα, η λέξη «πίτα» λειτουργεί ως σύνδεσμος ανάμεσα στις δύο ερμηνείες (connector). Αρχικά, ερμηνεύεται ως πίτα με γύρο, σύμφωνα δηλαδή με την κυριολεκτική της σημασία. Ακολουθεί όμως η λέξη «λιώμα» (disjunctor) η 14 Η παράμετρος το στόχου προσεγγίζεται από τον τομέα της κοινωνιολογίας. 15 Η παράμετρος της γλώσσας, όπως και η παράμετρος κειμενική στρατηγική έχει να κάνει με τον χώρο της γλωσσολογίας. 22

οποία ανατρέπει την αρχική ερμηνεία και αναγκάζει τον αποδέκτη να γυρίσει πίσω και να αναζητήσει μια δεύτερη ερμηνεία για την αμφίσημη λέξη «πίτα», η οποία ερμηνεύεται ξανά, μεταφορικά αυτή τη φορά, ως λιώμα στο μεθύσι, πολύ μεθυσμένος. Η Γενική Θεωρία για το Γλωσσικό Χιούμορ ωστόσο, δεν περιορίζεται στην ανάλυση γραπτού γλωσσικού χιούμορ όπως φάνηκε από μετέπειτα μελέτες. Οι Archakis & Tsakona (2005) χρησιμοποιούν τη θεωρία για να ορίσουν χιουμοριστικά εκφωνήματα όπως αυτά προκύπτουν στο πλαίσιο φυσικών, προφορικών συνομιλιών. Καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η Γενική Θεωρία για το Γλωσσικό Χιούμορ (Attardo 1994, 2001) μπορεί να εφαρμοστεί όχι μόνο σε γραπτά χιουμοριστικά κείμενα και ανέκδοτα αλλά και σε δεδομένα προερχόμενα από φυσικές προφορικές συνομιλίες 16 όπου το χιούμορ εντοπίζεται κυρίως με τη μορφή χιουμοριστικών φράσεων (jab lines) κατά τη διάρκεια της συνομιλίας. Επιπλέον, η Τσάκωνα (2004) έχοντας ως εργαλείο ανάλυσης τη Γενική Θεωρία για το Γλωσσικό Χιούμορ εντοπίζει ομοιότητες του διηγήματος με το αφηγηματικό ανέκδοτο και παρατηρεί πως χιουμοριστικές φράσεις (jab lines) εντός ενός διηγήματος επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες (π.χ. προώθηση της αφήγησης, διακοπή της αφήγησης και σχολιασμός). Η συγκεκριμένη θεωρία, επομένως, μπορεί να αποτελέσει ένα εργαλείο χρήσιμο για την αναγνώριση και την ανάλυση χιουμοριστικών φράσεων\ συνεισφορών με βάση το σημασιολογικό\ πραγματολογικό τους περιεχόμενο και ανεξάρτητα από μεταγλωσσικές πληροφορίες σε διαφορετικά μεταξύ τους πλαίσια επικοινωνίας και σε διαφορετικές μορφές που μπορεί να πάρει το γλωσσικό χιούμορ. 1.6. Διακρίσεις εντός του χιούμορ 1.6.1. Είδη χιουμοριστικών ερεθισμάτων Το χιούμορ αποτελεί μια γενική όπως είδαμε έννοια, που μπορεί να αναφέρεται (α) στην ικανότητα κάποιου να παράγει ή να κατανοεί ένα αστείο (λέμε για 16 Οι Archakis, Giakoumelou, Papazachariou & Tsakona (2010) μελετώντας χιουμοριστικές φράσεις (jab lines) στο πλαίσιο φυσικών συνομιλιών παρατηρούν πως οι χιουμοριστικές φράσεις μαρκάρονται όχι μόνο σημασιολογικά (με βάση το ασύμβατο\ αντιφατικό περιεχόμενό τους, όπως προτείνει και η Γενική Θεωρία για το Γλωσσικό Χιούμορ), αλλά και προσωδιακά από τους ομιλητές. Συγκεκριμένα, παρατηρείται πως παύσεις, διαφοροποίηση στην ένταση και τον ρυθμό καθορίζουν τα όρια των συνεισφορών που περιέχουν το απροσδόκητο στοιχείο (jab lines). Έτσι, προτείνεται πως η προσωδία συνδυάζεται με το ασύμβατο περιεχόμενο και κάνουν φανερή την πρόθεση για χιούμορ (χιουμοριστική διάθεση). Το γέλιο με τη σειρά του επισφραγίζει πως η πρόθεση αυτή έγινε αντιληπτή από τον ακροατή. 23

παράδειγμα πως κάποιος άνθρωπος έχει την αίσθηση του χιούμορ ή πιάνει τα αστεία), (β) στην αντίδραση σε κάποιο αστείο (δηλαδή στο γέλιο και το αίσθημα χαράς που προκύπτει) αλλά και (γ) στο ίδιο το χιουμοριστικό ερέθισμα (π.χ. ανέκδοτο). Θα ασχοληθούμε τώρα με τα χιουμοριστικά ερεθίσματα, δηλαδή τις διάφορες μορφές που μπορεί να πάρει το χιούμορ και τα χαρακτηριστικά τους, ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες όπως η αντίδραση του αποδέκτη, οι συνθήκες επικοινωνίας, η επεξεργασία και η ερμηνεία του χιούμορ, ο σκοπός 17 που επιτελείται με τη χρήση του, κ.α. Η διάκριση μεταξύ διαφορετικών ειδών χιουμοριστικών ερεθισμάτων προκύπτει από παράγοντες όπως το είδος του ερεθίσματος, το μέσο μέσω του οποίου πραγματώνεται, η μορφή και η δομή του, το πως προκύπτει η ασυμβατότητα, κ.α. Ανάλογα με το μέσο ή τον τρόπο με τον οποίο προκύπτει το χιούμορ, ένα χιουμοριστικό ερέθισμα μπορεί να είναι οπτικό όπως είναι για παράδειγμα η περίπτωση των κόμικς (comics) τα οποία αποτελούνται από μια εικόνα που μπορεί να συνοδεύεται από κάποια λεζάντα\ γλωσσικό σχόλιο ή και όχι ή η περίπτωση του βίντεο (δηλαδή κάποια αστεία σκηνή που επίσης μπορεί να συνοδεύεται από γλωσσική επεξήγηση π.χ. λόγια\ υπότιτλο ή και όχι). Από την άλλη πλευρά, κάνουμε λόγο για γλωσσικό χιούμορ όταν το χιούμορ προκύπτει μέσω της χρήσης της γλώσσας. Στην παρούσα εργασία θα επικεντρωθούμε στη μελέτη του γλωσσικού χιούμορ. 1.6.2. Διακρίσεις εντός του γλωσσικού χιούμορ Ένα γλωσσικό χιουμοριστικό ερέθισμα, ανάλογα με τον τρόπο που πραγματώνεται μπορεί να είναι οπτικό\ γραπτό (π.χ. κείμενο που καλούμαστε να διαβάσουμε) ή ακουστικό\ προφορικό (π.χ. αστεία που αναπαράγονται στον προφορικό λόγο). Επίσης, ανάλογα με τη μορφή και τη δομή του, ένα χιουμοριστικό ερέθισμα μπορεί να είναι ένα ανέκδοτο, ένα ευρύτερο αφηγηματικό κείμενο (π.χ. διήγημα 18 ) που περιέχει χιουμοριστικά στοιχεία, ή μια χιουμοριστική φράση όπως αυτή προκύπτει στο πλαίσιο της φυσικής συνομιλίας. Ακόμη, τα χιουμοριστικά κείμενα μπορούν να διακριθούν μεταξύ τους ανάλογα με την έκτασή τους, το μήκος τους. 17 Ανάλογα με το αν το χιούμορ έχει κάποιο στόχο, διακρίνεται σε καθαρό (pure) και σε στρατευμένο (impure\ applied) (Mulkay, 1988). 18 Βλ. Τσάκωνα (2004). 24

Μια άλλη διάκριση που προκύπτει στο πλαίσιο της Γενικής Θεωρίας για το Γλωσσικό Χιούμορ και την οποία είδαμε αναλυτικά παραπάνω, είναι αυτή μεταξύ χιουμοριστικών κειμένων που εμφανίζουν μια τελική χιουμοριστική ατάκα (punch line) και χιουμοριστικών κειμένων που εμφανίζουν χιουμοριστικές ατάκες σε όλη την έκτασή τους (jab lines). Βασικό στοιχείο όλων των χιουμοριστικών ερεθισμάτων αποτελεί, όπως είδαμε, η ύπαρξη μιας ασυμβατότητας. Ανάλογα με τον βαθμό στον οποίο μπορεί να επιλυθεί η ασυμβατότητα αυτή διακρίνονται δύο μορφές χιούμορ. Από τη μια πλευρά έχουμε το χιούμορ της μορφής επίλυση ασυμβατότητας (incongruityresolution humor) και από την άλλη πλευρά το κενό\ παράλογο χιούμορ (nonsense humor) στο οποίο η ασυμβατότητα 19 είναι αδύνατο να επιλυθεί εντελώς. Ο Attardo (1994), βέβαια, θεωρεί τόσο το στοιχείο της ασυμβατότητας όσο και την επίλυσή της απαραίτητα συστατικά για να υπάρξει χιούμορ. Η επίλυση, ωστόσο, δεν είναι πάντα ολοκληρωμένη, ρεαλιστική και εφαρμόσιμη αλλά μπορεί να είναι μερική ή να είναι μια μη ρεαλιστική λύση στο πλαίσιο του αστείου (playful resolution). Σύμφωνα με την Samson (2008) δε μπορεί να υπάρξει απόλυτη διάκριση ανάμεσα σε κενό\ παράλογο χιούμορ (nonsense) και χιούμορ της μορφής επίλυση ασυμβατότητας (incongruity resolution) αλλά πρόκειται για ένα συνεχές ανάμεσα στα δύο άκρα του οποίου κινούνται τα χιουμοριστικά ερεθίσματα ανάλογα με το βαθμό στον οποίο μπορεί να επιλυθεί η ασυμβατότητα που παρουσιάζουν 20. Επίσης, σχετικά με την κατανόηση του χιούμορ, διακρίνονται ορισμένα χιουμοριστικά ερεθίσματα τα οποία απαιτούν ικανότητες της Θεωρίας του Νου 21 για να γίνουν κατανοητά, δηλαδή, για να λυθεί η ασυμβατότητα και να 19 Οι Attardo et al. (2002) πραγματοποιούν διάκριση στον όρο ασυμβατότητα. Έτσι, διακρίνουν από τη βασική ασυμβατότητα την οποία ουσιαστικά αποτελεί η τελική χιουμοριστική ατάκα (punch line) και που όπως υποστηρίζουν επιλύεται πάντα, τις επιμέρους ασυμβατότητες (background incongruities) οι οποίες δεν επιλύονται. Τέτοιου είδους ασυμβατότητες (background) μπορούν να αποτελούν στοιχεία όπως για παράδειγμα ο μη ρεαλιστικός τόπος, οι όχι συνηθισμένοι χαρακτήρες, τα ανύπαρκτα, μη ρεαλιστικά γεγονότα, κτλ. 20 Ως προς τη δυνατότητα επίλυσης της ασυμβατότητας έχει φανεί από ορισμένες μελέτες ότι η προτίμηση για το ένα ή το άλλο είδος χιούμορ (nonsense ή incongruity resolution) σχετίζεται με ατομικά χαρακτηριστικά (Forabosco & Ruch, 1994). 21 Η Θεωρία του Νου (Theory of Mind) περιγράφεται ως το νοητικό συστατικό της ενσυναίσθησης (empathy) ή της ικανότητας για ενσυναίσθηση (empathizing). Σε αντίθεση με τη συστηματοποίηση (systemizing), η ενσυναίσθηση (empathizing) αποτελεί μια από τις δύο ψυχολογικές διαστάσεις (νοητικά στυλ) (Baron-Cohen et al. 2003) και περιγράφει την ικανότητα κατανόησης των συναισθημάτων και των σκέψεων των άλλων. Αντίθετα, η συστηματοποίηση (systemizing) περιγράφει το ενδιαφέρον για τον έλεγχο και την πρόβλεψη της συμπεριφοράς συστημάτων (έμφαση σε αντικείμενα και όχι σε ανθρώπους και συναισθήματα). Οι δύο αυτές ψυχολογικές διαστάσεις μπορούν να μετρηθούν\να εκτιμηθούν με τη χρήση του Empathy Quotient (EQ) και του Systemizing Quotient (SQ) (Baron-Cohen et al. 2003). 25