7 Πρόλογος Νικητές και Ηττημένοι Δυτική Ακτή της Σκοτίας 1689 «Το παιδί! Φιόνα, για όνομα του Θεού, πρέπει να σώσεις το παιδί». Ο άνεμος ήταν δυνατός και παγερός. Τα μάτια της Φιόνας θόλωσαν και το μόνο που μπορούσε να νιώσει ήταν η αίσθηση του παγερού ανέμου που φυσούσε. Όλη της τη ζωή αγαπούσε την πατρίδα της, τις λοφοπλαγιές με τα πλούσια χρώματα, τους γκρεμούς με τα σκληρά βράχια και, ναι, ακόμα και τον παγωμένο, τσουχτερό άνεμο του χειμώνα. Παρά την παγωνιά, μια μέρα όπως η σημερινή σήμαινε συχνά τον ερχομό της άνοιξης, τότε που από τη γη ξεπηδούσε μια άγρια ομορφιά, την οποία λάτρευαν όσοι τη γνώριζαν και την αντιμετώπιζαν με δέος όσοι δεν ήταν εξοικειωμένοι με αυτή. Α, ναι, ο καλός Θεός σίγουρα αγαπούσε την πατρίδα της. Αρκούσε να κοιτάξει κανείς τα λαμπερά γαλάζια και μοβ χρώματα της άνοιξης, το βαθύ πράσινο του καλοκαιριού, ακόμα και το γκρίζο μιας θυμωμένης, συννεφιασμένης μέρας. Όλα αυτά είχαν χαθεί τώρα πια. Είχαν χαθεί μέσα στο αιματοκύλισμα που προκάλεσε η αποκαλούμενη «Ένδοξη Επανάσταση» του Γουλιέλμου Γ της Οράγγης.
8 SHANNON DRAKE «Φιόνα!» Η Φιόνα ένιωσε τις παλάμες του συζύγου της στους ώμους της να την τραντάζουν. Άνοιξε τα μάτια της, κοίταξε βαθιά μεσα στα δικά του και κατάλαβε ότι δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ πια. Θα πλήρωναν. Οι Σκοτσέζοι των υψιπέδων θα πλήρωναν για την αντίστασή τους στον Γουλιέλμο, για την αφοσίωσή τους στον Ιάκωβο Β, το νόμιμο βασιλιά. Καθολικός ή όχι, εκείνος έπρεπε, ελέω Θεού, να είναι βασιλιάς. Και οι Σκοτσέζοι των υψιπέδων είχαν αποδείξει το θάρρος τους, όπως τόσες φορές στο παρελθόν, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Και τώρα, για ανταμοιβή, θα συντρίβονταν χωρίς έλεος. «Πρέπει να φύγεις τώρα, αγάπη μου. Θα επιστρέψω σύντομα κοντά σου, το υπόσχομαι», της είπε ο Μαλ και πήρε το βλέμμα του από τα μάτια της, ενώ παραμέριζε μια τούφα μαλλιών που έπεφτε στο μέτωπό της. «Δεν πρόκειται να με ξαναδείς», ψιθύρισε εκείνη. Στην αρχή δεν ένιωσε τον πόνο που γεννούσε αυτή η σκέψη, μόνο το μαστίγωμα του ανέμου. Μετά όμως το βλέμμα της βυθίστηκε στο απέραντο γαλάζιο των ματιών του, ταξίδεψε στα πυκνά, κυματιστά, μαύρα, στιλπνά μαλλιά του και στα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου του. Το στόμα του ήταν πλατύ, τα χείλη του σαρκώδη. Η Φιόνα σκέφτηκε το χαμόγελο, το φιλί του και ξαφνικά ο πόνος έγινε μαχαίρι που καρφώθηκε στην καρδιά της. Μια κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της και η Φιόνα έπεσε στα γόνατα. Ο Μαλ έσπευσε να γονατίσει δίπλα της, αγνοώντας τους άντρες που τον περίμεναν, τόσο τους ιππείς όσο και τους πεζούς στρατιώτες του. Δε συγκροτούσαν ακριβώς ένα τακτικό τάγμα όπως αυτό που τους κυνηγούσε ή εκείνο που τόσο πρόσφατα είχαν νικήσει χάρη στις ικανότητες και στη γενναιότητά τους. Ήταν Σκοτσέζοι των υψιπέδων, ανήκαν σε διαφορετικές φάρες και ίσως να υπήρχαν αντιπαλότητες ανάμεσά τους. Αλλά όταν πολεμούσαν μαζί ήταν ενωμένοι σαν αδέρφια. Και μπορεί ο οπλισμός τους να ήταν ανεπαρκής, όμως είχαν να
στηριχτούν στην καρδιά και την ψυχή τους. Θα πέθαιναν ο ένας για τον άλλον, επειδή τους συνέδεε ένας δεσμός που δε βρισκόταν συχνά στις τάξεις του μισθοφορικού στρατού του εχθρού. «Φιόνα, έλα». Ο Μαλ της πρόσφερε τα χέρια του για να τη βοηθήσει να σηκωθεί. Το βλέμμα της έπεσε στις παλάμες του, καθώς ενώνονταν με τις δικές της. Ήταν υπέροχες, δυνατές, με μακριά δάχτυλα, ικανά να κρατούν εκείνη με πάθος και ένα παιδί με τρυφερότητα. Ξαφνικά φοβήθηκε ότι θα τον ντρόπιαζε φωνάζοντας υστερικά στη σκέψη ότι επρόκειτο να πεθάνει. Κι ο θάνατός του θα ήταν έγκλημα ενάντια στο Θεό, ενάντια στη φύση, γιατί ήταν όμορφος άντρας, δυνατός και σοφός, γεμάτος αγάπη για τη γη τους και το Θεό τους και όλους όσους ζούσαν στη μικρή τους γωνιά του κόσμου. «Φιόνα, το παιδί. Πρέπει να προστατέψεις το παιδί». Η Φιόνα σηκώθηκε με κόπο, προσπάθησε να κοιτάξει γύρω της, παρά τα δάκρυα που γέμιζαν τα μάτια της. Όρθωσε το ανάστημά της και άπλωσε το χέρι της προς το παιδί που στεκόταν κοντά της, με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά από το φόβο και τόσο θλιβερά ώριμο πριν από την ώρα του. Ξαφνικά ο Μαλ έσκυψε το κεφάλι, ίσως για να κρύψει από το βλέμμα του το γεγονός ότι γνώριζε καλά τη θλιβερή μοίρα που τον περίμενε και, τρέμοντας, αγκάλιασε το παιδί του. Ύστερα ίσιωσε το κορμί του και απόθεσε ένα τελευταίο, γλυκό, ζεστό φιλί στα χείλη της Φιόνας. «Γκόρντον, πάρε τη γυναίκα και το παιδί μου και φρόντισε για την ασφάλειά τους», είπε. Ο Μάλκομ γύρισε και πήρε τα χαλινάρια του αλόγου του από έναν από τους άντρες του, κάποιο μακρινό του ξάδελφο, έναν απ τους πολλούς που υπήρχαν στις τάξεις του στρατού του. Ο Γκόρντον άγγιξε τον ώμο της Φιόνας. «Λαίδη μου, πάμε στη βάρκα. Ας μην καθυστερούμε». Εκείνη δεν έβλεπε τίποτα. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της ότι έφταιγε ο άνεμος, ήξερε όμως ότι υπεύθυνα ήταν τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της. Καθώς 9
10 SHANNON DRAKE προχωρούσαν βιαστικά προς την ακτή, σκούπισε τα δάκρυά της, έσφιξε στην αγκαλιά το παιδί της και κοίταξε πίσω της να δει για μια τελευταία φορά τον άντρα που τόσο αγαπούσε. Ο λόρδος Μάλκομ, πανέμορφος και μεγαλοπρεπής στη σέλα του αλόγου του, έδινε εντολές στους άντρες γύρω του. Κι εκείνη, απ την ακτή, τους παρακολούθησε να ανεβαίνουν τρέχοντας το λόφο, σε μια γενναία εφόδο, με την πολεμική ιαχή στα χείλη τους. Τους περίμενε ένας ωραίος θάνατος. Δε θα σύρονταν στις αγχόνες, δε θα εξευτελίζονταν στο τέλος της ζωής τους. Πολεμιστές όλοι τους, θα μάχονταν τους εχθρούς τους έως θανάτου. Ο Μαλ είχε ισχυριστεί ότι θα θριάμβευαν, όπως είχαν κάνει και στο παρελθόν, όμως εκείνη γνώριζε καλά ότι αυτή τη φορά η γενναιότητα δεν ήταν αρκετή. Το παιδί στριφογύρισε στην αγκαλιά της. Ήταν κιόλας ψηλό και δυνατό. «Μπαμπά...» «Ναι, ο μπαμπάς πάει στη μάχη», ψιθύρισε η Φιόνα. Τότε, εκεί, στην κορυφή του λόφου, είδε τον εχθρό. Ο όγκος του ήταν απίστευτος. Χιλιάδες και χιλιάδες στρατιωτών. Γύρισε και όρθωσε το ανάστημά της. Τα δάκρυα δεν κυλούσαν πια στα μάγουλά της. Με τη βοήθεια του Γκόρντον, προχώρησε προς το σημείο όπου περίμενε η βάρκα. Ένας κωπηλάτης τυλιγμένος με το μανδύα του και το κεφάλι του σκυμμένο καθόταν μέσα στη βάρκα. «Βιάσου, άνθρωπέ μου, βιάσου!» φώναξε ο Γκόρντον. «Πρέπει να την πας στο πλοίο». Ο κωπηλάτης σηκώθηκε. Έριξε πίσω την κουκούλα του μανδύα του και η Φιόνα τον κοίταξε στα μάτια. Η καρδιά της σταμάτησε όταν αντίκρισε το πρόσωπό του. «Όχι, δε θα την πάω», είπε ο κωπηλάτης. Ο Γκόρντον τράβηξε το σπαθί του, όμως ο κωπηλάτης ήταν σε ετοιμότητα. Όσο καλός και έμπειρος πολεμιστής κι αν ήταν ο Γκόρντον, τα δάχτυλα του κωπηλάτη έσφιγγαν
ήδη τη λαβή του σπαθιού του κάτω απ το μανδύα του και όταν το τράβηξε, η λεπίδα του έκοψε το λαιμό του Γκόρντον. Η Φιόνα δεν ένιωθε ούτε άκουγε πλέον τον άνεμο. Η όρασή της είχε καθαρίσει πια, αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν μια κόκκινη θάλασσα μπροστά της. Τότε τρελάθηκε. Τράβηξε το στιλέτο από το θηκάρι του στη μέση της και επιτέθηκε. Ο κωπηλάτης ούρλιαξε από πόνο και οργή και ανταποκρίθηκε αμέσως. Η Φιόνα δεν ένιωσε το ατσάλι να τη διαπερνά. Ένιωσε ωστόσο την καρδιά της να χτυπάει δυνατά, γρήγορα και ακανόνιστα, ένιωσε τη ζωή της να την εγκαταλείπει. Μάλκομ, αγάπη μου, απ ό,τι φαίνεται δε θα χωριστούμε σήμερα, γιατί υπάρχει ένας ξεχωριστός παράδεισος για κείνους που υπήρξαν δίκαιοι και δυνατοί... «Μαμά!» Το παιδί της. Το πολυαγαπημένο της παιδί! Η Φιόνα προσπάθησε να φωνάξει, όμως δεν είχε ανάσα να το κάνει. Καθώς κειτόταν ετοιμοθάνατη, άκουσε το γέλιο του κωπηλάτη. Και την επόμενη στιγμή ακούστηκε μια κραυγή. Όμως δε βγήκε από τα χείλη της. Καθώς ο κόσμος έσβηνε γύρω της, είδε τον κωπηλάτη να ξεμακραίνει απ την ακτή και το παιδί της, τόσο μικρό αλλά και αρκετά μεγάλο ώστε να καταλαβαίνει τι συνέβαινε, να χάνεται εξαιτίας ενός διαβολικού κακού. 11