DIE WILLENSFREIHEIT UND DIE AFFEKTE DER SEELE NACH KLEMENS VON ALEXANDRIEN



Σχετικά έγγραφα
Ο Τριαδικός Θεός: Η Τριαδικότητα και η Μοναδικότητα του Θεού

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 1: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, και 3 επιλέγοντας τη σωστή

Η θεολογική διδασκαλία της προς Εβραίους. Οι βασικές θέσεις και οι ιδιαιτερότητες της επιστολής σε σχέση με τα υπόλοιπα βιβλία της Κ.Δ.

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Πατέρες και Οικουµενικοί Διδάσκαλοι. Πατρολογία Ι (Υ102) Διδάσκων: Συμεών Πασχαλίδης

Επιτρέπεται να αρθρώνει η Εκκλησία πολιτικό λόγο;

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Αποσπάσματα

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος (Κυριακή της Πεντηκοστής)

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

5 Μαρτίου Το μυστήριο της ζωής. Θρησκεία / Θεολογία. Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ( 1979)

ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Μασονία. Εμφανίζεται τον Μεσαίωνα στη Δυτική Ευρώπη. Μασονισμός ή τεκτονισμός Ελευθεροτεκτονισμός Free mansory. Παγκόσμια οργάνωση

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 3: Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

Οι Γραφές αποκαλύπτουν αλήθειες της πίστης: Παράδεισος-Πτώση-Σωτηρία

Αισθητική. Ενότητα 6: Η ποίηση ως μιμητική τέχνη στον Αριστοτέλη ΙΙΙ. Όνομα Καθηγητή : Καλέρη Αικατερίνη. Τμήμα: Φιλοσοφίας

Ομιλία στην Σχολική Εορτή των Τριών Ιεραρχών Γυμνάσιο Ξυλοφάγου

Μέτρο για όλα ο άνθρωπος; (Μέρος 2o)

1. Στα αποστολικά χρόνια, η Θεία Ευχαριστία γινόταν διαφορετικά από τον τρόπο που έγινε τη βραδιά του Μυστικού Δείπνου.

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

Αισθητική. Ενότητα 5: Η ποίηση ως μιμητική τέχνη στον Αριστοτέλη ΙΙ. Όνομα Καθηγητή Καλέρη Αικατερίνη. Τμήμα Φιλοσοφίας

β. εκφράζουν αλήθειες για τον Χριστό, τη Θεοτόκο, την Αγία Τριάδα, τους αγίους

Οι Καθολικές επιστολές

Αισθητική φιλοσοφία της τέχνης και του ωραίου

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 9: Η σχέση μεταξύ νόμου και ελευθερίας. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

VIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της Φιλοσοφίας

Ο Τριαδικός Θεός: οι γιορτές της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος. Διδ. Εν. 14

(Εξήγηση του τίτλου και της εικόνας που επέλεξα για το ιστολόγιό μου)

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

ΔΕ3. Η Καινή Διαθήκη Α: Τα Ευαγγέλια και οι Πράξεις των Αποστόλων

Α ΕΞΑΜΗΝΟ. Επιλέγονται τρία (3) από τα παραπάνω προσφερόμενα μαθήματα. ΣΥΝΟΛΟ (επί των επιλεγομένων μαθημάτων) 30 Β ΕΞΑΜΗΝΟ

ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Αριστοτέλους Πολιτικά, Θ 2, 1 4)

Αρθρο: 1 Ημ/νία: Ημ/νία Ισχύος: Περιγραφή όρου θησαυρού: ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ ΣΕ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΥΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

Α1) µετάφραση Β1) Β2)

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. 1. Θέματα Ερμηνείας και Θεολογίας των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου. 2. Πατερική Ερμηνευτική.

Ένα γόνιμο μέλλον. στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα

Πατρ τ ιάρχης Αλ εξα εξ νδρείας ένας από τους πέντε μεγάλους Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

ΜΑΘΗΜΑ 11 Ο Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Α. «Ἐπεί δ ἡ πόλις τῶν συγκειµένων τοῖς ἀπό συµβόλων κοινωνοῦσι»:να µεταφράσετε το απόσπασµα που σας δίνεται. Μονάδες 10 Β. Να γράψετε σ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Θρησκευτικά Α Λυκείου GI_A_THI_0_8712 Απαντήσεις των θεμάτων ΘΕΜΑ Α1

Η Παύλεια Θεολογία. Εκκλησιολογία. Αικατερίνη Τσαλαμπούνη Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογία

Ιστορία και Θεολογία των Εκκλησιαστικών Ύμνων

EΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ Β' ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

Η ελευθερία του προσώπου

Σελ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ 7-8 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΆ 9-10

Θεός και Σύμπαν. Source URL:

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΟΙΟΥΝΤΟΣ ΠΥΡΡΩΝ Ο ΗΛΕΙΟΣ

Εισαγωγή στην Παιδαγωγική

Μητρ. Λαγκαδά: Θα πρέπει να κάνουμε βήματα «ασκήσεως» για να αλλάξει η ζωή μας

Ηθική ανά τους λαούς

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΓΟΥΣΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗΣ Β3 (υπεύθυνη καθηγήτρια :Ελένη Μαργαρίτου)

Μαθημα 6. «Ποιησωμεν ανθρωπον»

Αι ιστορικαί χειροτονίαι των Γ.ΟΧ. υπό του αειμνήστου Επισκόπου Βρεσθένης κυρού Ματθαίου του Α’ το έτος 1948

Πώς οι Πατέρες αντιμετώπισαν τους αιρετικούς.

Αρχή και Πορεία του Κόσμου (Χριστιανική Κοσμολογία) Διδ. Εν. 9

α. αποτελούνταν από τους Αποστόλους και όσους βαπτίστηκαν την ημέρα της Πεντηκοστής.

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

120 Φιλοσοφίας - Παιδαγωγικής Θεσσαλονίκης

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΑΝΟΙΧΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Η

ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Παιδαγωγικό Σχόλιο σε Νομικά Πορίσματα και Αποφάσεις

1ος Πανελλαδικός Μαθητικός Διαγωνισμός Φιλοσοφικού Δοκιμίου. Η φιλοσοφία ως τρόπος ζωής Αρχαία ελληνική φιλοσοφία

Iωάννης ο Πρόδρομος, αυτός που δεν υπέκυψε στον πειρασμό

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α ΕΞΑΜΗΝΟ. 3 5 ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ Χρήστος Καραγιάννης ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ Αλεξάνδρα Παλάντζα 30693

Ο κατηγορούμενος δεν επολιτεύετο εν στενή εννοία. Υπήρξε ελεύθερο κριτικό πνεύμα, που στους δημοκρατικούς καιρούς απεστρέφετο τους λαοπλάνους

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 8: ΟΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 2: ΗΘΙΚΟΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Είναι τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας;

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

ΠΡΟΣ: ΚΟΙΝ. : ΘΕΜΑ: Οδηγίες για τη διδασκαλία μαθημάτων του Γενικού και του Εσπερινού Γενικού Λυκείου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Η ΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑΣ

Η Παύλεια Θεολογία. Ανθρωπολογία. Αικατερίνη Τσαλαμπούνη Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογία

Ο άνθρωπος ως κοινωνός της θείας ζωής: κίνδυνος παρερμηνειών

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΛΕΞΕΙΣ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 11: ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΝΟΜΙΑ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

ΒΙΟΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ο Αγ. Ιουστίνος Πόποβιτς. Ο Άγιος που αγαπούσε τους Έλληνες (φώτο & βίντεο)

Ελευθερία και Θεότητα στην αρχαιοελληνική σκέψη και στους Πατέρες

Παραπλανημένος άνθρωπος

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Τσικολάτας Α. (2018). Η Επικαιρότητα και η Αναγκαιότητα του θρησκευτικού μαθήματος

Οι τρεις Ιεράρχες και η Ελληνική φιλοσοφία

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

ΒΙΟΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 18: ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΔΕΙΚΤΕΣ ΖΩΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Φροντιστήριο smartclass.gr

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία (Φ101)

Η αυτοκάθαρση στην Εκκλησία (Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου)

Transcript:

THEODOR NIKOLAOU DIE WILLENSFREIHEIT UND DIE AFFEKTE DER SEELE NACH KLEMENS VON ALEXANDRIEN THESSALONIKI 1961 Copyright: Theodor Nikolaou, Mecklenburger Str. 1 D-5202 Hennef 1

ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΤΑ ΚΛΗΜΕΝΤΑ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΛΡΕΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1981

«Ή εγκρισις διδακτορικής διατριβής υπό τής Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν ύποδηλοΐ άποδοχήν τών γνωμών του συγγραφέως». (Νόμος 5343/1932, άρθρον 202, 2)

Εις την σύζυγόν μου

ΠΡΟΛΟΓΟΣ κ0 άγων του ανθρώπου προς ήθικήν προκοπήν xal τελείωσαν είναι πάντοτε επίκαιρος, είναι άγων καταξιώσεως της υπάρξεως του. Κ Η υπαρξιακή διάστασις της πάλης ταύτης εκδηλώνεται ώς συνεχής προσπάθεια αρνητικώς μεν απαλλαγής εκ δυνάμεων, at όποΐαι τον καθιστούν δοϋλον, θετικώς δε στροφής καΐ άφοσιώσεως προς την ζωήν και τήν έλευθερίαν. Χ Η ελευθερία περί τήν ήθικήν πράξιν δεν είναι έννοια ουτοπική, άλλα βαθύτατα υπαρξιακή* είναι ή φυσική και αυτόνομος κίνησις της βουλήσεως, της κατ 9 εξοχήν λειτουργίας της λογικής του άνθρωπου δυνάμεως, ή οποία ώς νίκη πρωτίστως κατά τών ψυχοσωματικών εκείνων δυνάμεων και ορμών, τών γνωστών ώς παθών, αποτελεί ένέργειαν άκρως δημιουργικήν. ΚΗ παρούσα μελέτη έρευνα τήν σχέσιν ταύτην της ελευθερίας της βουλήσεως και τών παθών της ψνχής εις το έργον Κλήμεντος του Άλεξανδρέως. Δοθείσης της σημασίας του έργου του εκκλησιαστικού τούτου συγγραφέως, διαφωτίζεται, ελπίζω, επαρκώς εξ απόψεως φιλολογικής, φιλοσοφικής και θεολογικής μία λίαν αξιοπρόσεκτος πτυχή του περϊ προβλημάτων ηθικής ζωής και πράξεως διαλόγου, ο όποιος διεξήχθη εντός τών πλαισίων της υπό του ελληνικού πνεύματος άρδευθείσης χριστιανικής σκέψεως της αρχαιότητος. 9 Επειδή δε τά εν λόγω προβλήματα απασχολούν και σήμερον τον ανθρωπον, δύνανται ϊσως τά πορίσματα της εργασίας ταύτης να θεωρηθούν και ώς επίκαιρος συμβολή εις το θέμα. Τούτο εναπόκειται ασφαλώς εις τήν ευμενή τών αναγνωστών κρίσιν. Εις τήν επιεική τών ^Ελλήνων αναγνωστών κρίσιν επαφίεται και ή εν τή παρούση πραγματεία χρησιμοποιηθείσα καθαρεύουσα γλώσσα. Καίτοι εχω δημοσιεύσει μελετάς και εις τήν δημοτικήν γλώσσαν, προετιμήθη ενταύθα ή καθαρεύουσα, οχι μόνον διότι τήν 7

χειρίζομαι άνετώτερον, άλλα και διότι, ζών μονίμως εν Δντ. Γερμανία, γνωρίζω, ότι αϋτη τνγχάνει είς ξένους επιστήμονας, οι όποιοι ασχολούνται περι τήν ελληνικήν κλασσικήν τε και πατερικήν γραμματείαν, προσιτωτέρα ή ή δημοτική. Είς τους καθηγητάς της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης εκφράζω τάς ευχαριστίας μου δι 9 υποδείξεις των προς βελτίωσιν και υπό της Σχολής δμόφωνον εγκρισιν της παρούσης εργασίας ώς διατριβής επι διδακτορία. 9 Ιδιαιτέρως ευχαριστώ τον συνάδελφον καθηγητήν κ. Δημήτριον Τσάμην, διότι εκτός τών συμβουλών του είσηγήθη τήν εγκρισιν και μετ 9 ενδιαφέροντος παρηκολούθησε τά κατά τήν εν λόγω διαδικασίαν. Πολύτιμος ύπήρξεν ή συμβολή του αγαπητού φίλου ύφηγητοϋ κ. Βασιλείου Στογιάννου κατά τήν διαδικασίαν τόσον της εγκρίσεως όσον και της εκτυπώσεως τής παρούσης μελέτης ίδια επι θεμάτων, τών οποίων δεν ήδυνάμην να επιληφθώ μακρόθεν* δι 9 αυτό τον ευχαριστώ θερμώς. 9 Εν τέλει ευχαριστώ τον σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Γερμανίας και "Εξαρχον Κεντρώας Ευρώπης άγαπητόν όμογάλακτον και φίλον κ. Αύγουστΐνον δια τήν άξιόλογον οίκονομικήν ενίσχυσιν προς κάλυψιν τών εξόδων τής εκτυπώσεως. Βόννη, Νοέμβριος 1980 Θεόδωρος Στ. Νικολάου 8

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η Α' Σημασία και δομή τής εργασίας "Ανευ οιασδήποτε υπερβολής είναι δυνατόν και πρέπει νά λεχθή ευθύς εξ αρχής, ότι τό ύπό έξέτασιν θέμα είναι εν τών δυσχερέστερων και άκανθωδεστέρων τής τε φιλοσοφικής και τής χριστιανικής ηθικής. Ή δυσχέρεια τοϋ θέματος συνίσταται κυρίως είς τό γεγονός, δτι άπτεται δύο έπι μέρους Ζητημάτων, τά όποια καθ' έαυτά είναι πολυθρύλητα και άκρως περίπλοκα: πρώτον τό αύτεξούσιον τοϋ άνθρωπου και δεύτερον τά πάθη τής ψυχής. Ή περιπλοκή τών προβλημάτων τούτων καθ' έαυτά γίνεται ακόμη μεγαλύτερα, όταν έπιχειρηθή ή έξέτασίς των έν τή σχέσει και συνάφεια των προς άλληλα, ήτοι, έάν και κατά πόσον τά πάθη τής ψυχής εξαρτώνται και έκδηλώνωνται με τήν συνεπίνευσιν τής ελευθέρας τοϋ ανθρώπου βουλήσεως, ή οποία δύναται και νά τά εμπόδιση, καθώς επίσης, έάν και κατά πόσον τά πάθη έκδηλωθέντα περιορίζουν τήν βούλησιν τοϋ άνθρωπου είς τάς περαιτέρω πράξεις. Προς δέ τή ανωτέρω γενική δυσχέρεια σοβαράν και ρυθμιστικήν σημασίαν ώς προς τήν έξέλιξιν τής μελέτης κέκτηνται και αί ήθικαι άρχαι και άξίαι, αί όποϊαι τίθενται εκάστοτε ώς βάσις τής έρεύνης. Όμιλοϋντες περί «ηθικών άρχων και άξιων» ύποσημαίνομεν τήν ποικιλίαν τών ηθικών συστημάτων, τών οποίων βρίθει ή ιστορία τοϋ ανθρωπίνου πνεύματος και τά όποια άλλως άλλα όρίζουν και παραγγέλλουν. Ή «ηθική» πραξις και ή θεωρητική άρχή καί θεμελίωσις αυτής δέν υπήρξε πάντοτε ενιαία και καθολική έν τή ιστορία τοϋ πνεύματος και τή εμπειρία τών λαών και τών ανθρώπων. Αύται καθορίζοντα! πολλάκις ύπό τών εκάστοτε και έκασταχοϋ κρατουσών διαφόρων κοσμοθεωρητικών και θρησκευτικών αντιλήψεων. "Ετι δέ και οι πολιτειακοί νόμοι και άρχαί, τά πολιτικά καί κοινωνικά καθήκοντα και δι- 9

κοιώματα και γενικώς ειπείν αί συνθήκαι, ύπό τάς οποίας βιούν οι άνθρωποι, είναι στοιχεία, τά όποϊα διαδραματίζουν σύν τω χρόνω σημαντικόν ρόλον, τόσον ώς προς τόν καθορισμόν τοϋ ηθικώς όρθοϋ και τών ηθικών άξιων, όσον και ώς προς τήν κατ* ατομον μόρφωσιν τής ηθικής συνειδήσεως. Ή παραγωγή λόγου χάριν τής «ηθικής» έκ τοϋ «έθους» 1 αποτελεί σαφή ένδειξιν τής ποικιλίας τών ηθικών άρχων, δεδομένου δτι τό έθος δέν είναι φυσική τις και αυθόρμητος δύναμις, άλλ' εθισμού έπιγέννημα, τό όποιον, καίτοι «τη φύσει έοικεν» 2, είναι δυνατόν νά ποικίλλη μεγάλως. Αύτη δέ ή αναφορά τής ηθικής είς τήν πράξιν και Ζωήν προσεπιδηλώνει τήν ποικιλίαν. Ή Ζώσα ποικιλία τών όντων καί γινομένων δέν δέχεται προκρούστειον λύσιν. Ή άναζήτησις καί προβολή αντικειμενικών ηθικών άξιων, έκ τής εμπειρίας άπορρεουσών, μένει έργον σισύφειον. Εντεύθεν γίνεται άντιληπτόν, διατί, ο,τι ίσχυε και ισχύει ώς ηθικόν καί έκ τοϋ άγαθοϋ απορρέον κατά ταύτην ή έκείνην τήν έποχήν, είς τούτον ή εκείνον τόν λαόν καί δια τούτο ή εκείνο τό άτομον, όχι μόνον δέν υπήρξε πάντοτε τό αυτό, άλλά και άντικρυς άντίθετον ενίοτε. Τοιαύτας διαφοράς και αντιθέσεις ανακαλύπτει ό μελετητής τόσον ευκόλως, ώστε είναι περιττή ή μνεία παραδειγμάτων ενταύθα. Σημειωτέον δέ και τούτο, δτι αι αντιθέσεις αύται είναι πλέον αισθητά! έκεϊ, ένθα υπαγορεύονται ύπό εντελώς διαφόρων θρησκειών και πολιτισμών, άσυνδιαλλάκτων μεταξύ των κοινωνικών συστημάτων καί αντιτιθεμένων φιλοσοφικών θεωρημάτων. Τό γεγονός, ότι γίνεται λόγος π.χ. περι χριστιανικής ή βουδιστικής, καπιταλιστικής ή κομμουνιστικής 1. Αριστοτέλους, Ήθ. Nut., Β' 1, 1103 α 17 έξ.: «ή δ' ηθική (τ.ε. αρετή) έ ξ Ε θ ο υ ς περιγίνεται, δθεν και τοΰνομα εσχηκε μικρόν παρεκκλΐνον άπό του εθους. έξ οΰ καί δήλον δτι ουδεμία τών ηθικών αρετών φύσει ήμΐν έγγίγνεται». Πρβλ. καί Μετά τά φυσικά, Μ' 4, 1078 6 17 έξ. Ήθ. Μεγ., Α' 5, 1185 β 38 έξ.: «ή δ* ηθική αρετή εντεύθεν τάς επωνυμίας εχει. τό γάρ ήθος άπό του εθους εχει τήν έπωνυμίαν' ηθική γάρ καλείται διά του έθίζε. σθαι». [Πλουτάρχου], Περι παίδων αγωγής, 4: Paton, 4, 15-17: «Και γάρ τό ήθος εθος έστι πολύχρονων και τάς ήθικάς άρετάς έθικάς αν τις λέγη ουκ άν τι πλημμελειν δόξειεν». Έξ άλλου καί ό ορισμός αυτής ταύτης τής αρετής ώς «εξεως» (habitus), μάλιστα «επαινετής» καί «βέλτιστης» (Αριστοτέλους, Ήθ. Νικ., Α' 13, 1103 α 9. Ζ' 2, 1139 α 16), διαδηλώνει κατ* αρχήν, δ,τι καί τό εθος ώς προς τόν έπίκτητον καί μεταβλητόν αύτοΰ χαρακτήρα. Είναι δυνατόν δηλαδή υπό διαφόρους συνθήκας καί περιστάσεις νά έξαλλάσση αυτό, τό όποιον καλείται αρετή. 2. Αριστοτέλους, Ήθ. Νικ., Η' 10, 1152 α 29 έξ. Πρβλ. σχετικώς καί Η. Krön, Ethos und Ethik. Der Pluralismus der Kulturen und das Problem des ethischen Relativismus, Frankfurt - Bonn 1960 σ. 9 έξ. 10

ηθικής, περι ηθικής τοϋ Πλάτωνος ή τοϋ Kant είναι επαρκής προς έδραίωσιν τών λεγομένων. ένδειξις Τοιαϋται καί ανάλογοι συστηματικά! και φαινομενολογικά! παρατηρήσεις, προ πάντων δέ ή διαπίστωσις, ότι υπάρχουν περισσότεροι ήθικαί, δέν συνηγορούν όμως οπωσδήποτε υπέρ τής γνωστής θεωρίας τής σχετικότητος πασών τών άξιων (Relativität aller Werte) πράγμα τό οποίον, ώς γνωστόν, ύπεστηρίχθη ωσαύτως έν τη ιστορία τής ηθικής επιστήμης, άλλ' αποβλέπουν μόνον είς τήν έπισήμανσιν τοϋ κινδύνου νά προϋποτίθεται κάτι ώς ένιαϊον και μονολιθικόν, τό οποίον έν τή πραγματικότητι είναι πολύπλευρον και ποικίλον, ώς είναι ή ηθική πράξις και Ζωή καί ή θεωρητική της θεμελίωσις. "Οπωσδήποτε έχει ή ηθική Ζωή και επιστήμη νά επίδειξη και ομοιότητας και ώρισμένην ενότητα. Απαιτείται όμως μεγάλη προσοχή και ιδιαιτέρα φροντίς, πριν άναγνωρίσωμεν μίαν άποψιν ώς ήθικήν άξίαν και παγίαν αρχήν τής ηθικής επιστήμης συλλήβδην* έκτος αν πρόκειται περι αρχής ενός συγκεκριμένου ήθικοϋ συστήματος, οπότε ή εξαγωγή συμπερασμάτων είναι εύκολωτέρα και ασφαλεστέρα. Έν τή έννοια λοιπόν ασφαλεστέρας εξαγωγής συμπερασμάτων περιορίζεται ή έρευνα τοϋ παρόντος θέματος είς τήν πατερικήν σκέψιν. Επειδή δέ ταυτοχρόνως είναι εύνόητον, ότι αί μαρτυρίαι, αί όποϊαι λαμβάνονται είς τήν παροϋσαν έργασίαν ύπ' όψιν, δέν είναι δυνατόν νά εξαντλούν τήν πληθύν τοϋ σχετικού προς τό θέμα υλικού έξ όλων τών ιερών πατέρων καί εκκλησιαστικών συγγραφέων, δι' αυτό και τίθενται ώς βάσις είδικώτερον τά έργα Κλήμεντος τοϋ Άλεξανδρέως. Οι λόγοι, διά τούς οποίους προετιμήθη ό Κλήμης καί όχι έτερος εκκλησιαστικός συγγραφεύς, είναι δυνατόν νά συνοψισθούν ώς έξης: α) Ό Κλήμης είναι ό πρώτος εκκλησιαστικός συγγραφεύς, ό όποιος παρέχει ύλικόν ίκανόν προς σύνθεσιν ειδικής επί τοϋ αντικειμένου μελέτης, β) Ούτος κατέχει έξέχουσαν θέσιν έν τη χριστιανική καθόλου γραμματεία ιδιαιτέρως ώς προς τήν σχέσιν της προς τήν άρχαίαν έλληνικήν φιλοσοφίαν, τής όποιας έμφανίζεται εντριβής καί βαθύς γνώστης καί έκ τής οποίας άρύεται στοιχεία σχετικά προς τό έρευνώμενον Ζήτημα, γ) Έξ αυτού αντλούν έν προκειμένω καί μερικοί μετέπειτα ιεροί εκκλησιαστικό! συγγραφείς, όπως θά καταδειχθή έν τή πορεία τής μετά χείρας πραγματείας 3, δ) Δέν πρέπει νά παραθεωρηθη 3. Τήν άφετηριακήν θέσιν του Κλήμεντος έν τή χριστιανική γραμματεία ώς προς περισσότερα θέματα καί ιδιαιτέρως τό ζήτημα τής έν Χριστώ ζωής καί τελειώσεως κατοχυρώνει ό Walther Völker είς τήν διά τόν πλοΰτον του υλικού καί τήν έπιμέλειαν διακρινομένην σειράν τών εργασιών του: Der wahre 11

ούδ' έπί στιγμήν, ότι τό δλον πρόβλημα είναι δυσχερέστατον. Διά τοΰ περιορισμού δίδεται μεν ή δυνατότης βεβαιότερος και πλέον εμπεριστατωμένης μελέτης τοϋ Ζητήματος, πλήν όμως δέν εγείρεται ή άξίωσις οριστικής ερμηνείας και αναλύσεως τής περί αυτεξουσίου και παθών διδασκαλίας τών Ελλήνων πατέρων. Ύπ' αυτήν τήν έννοιαν ή παρούσα διατριβή αποτελεί συμβολήν μόνον είς τό δύσκολον καί βασικώς άνερεύνητον τούτο πρόβλημα 4. Μετά τήν παροϋσαν είσαγωγήν, είς τήν οποίαν ακολούθως διαλαμβάνονται μερικαι γενικαί παρατηρήσεις περι αυτεξουσίου και πάθους κυρίως έξ έπόψεως ορολογίας, αναλύονται συστηματικώς αί περί τό θέμα μαρτυρίαι τοϋ Κλήμεντος. Ή διαπραγμάτευσις τοϋ υλικού γίνεται είς έξ κεφάλαια. Έν άρχή έξετάζονται τά θέματα τής έκ σώματος καί ψυχής συγκροτήσεως τοϋ άνθρωπου καί τοϋ ενιαίου τής ψυχής καί τών δυνάμεων αυτής. Τά έν τοις κεφαλαίοις τούτοις παρατιθέμενα στοιχεία ανθρωπολογίας ύπογραμμίζουν τό άνθρωπολογικόν πλαίσιον, είς τό όποιον εμπίπτει τό έρευνώμενον Ζήτημα. Ή σπουδή των τυγχάνει κυριολεκτικώς απαραίτητος, διότι τό θέμα τής παρούσης πραγματείας καθ' εαυτό, ήτοι ή ελευθερία τής βουλήσεως καί τά πάθη τής ψυχής, αποτελούν τήν συνισταμένην τοϋ ανθρωπολογικού προβλήματος έν τή ψυχολογική καί ιδιαιτέρως τή ηθική πρακτική αυτού διαστάσει. Είς τό έν συνεχεία τρίτον κεφάλαιον ερευνάται ή λογική τής ψυχής δύναμις. Προς ταύτην συνδέεται δέ άρρήκτως ή αύτεξουσιότης τοΰ άνθρωπου, ή οποία καί αναλύεται είς τό έπόμενον τέταρτον κεφάλαιον. Είς τό πέμπτον κεφάλαιον γίνεται λόγος περί τοϋ υποκειμένου πνεύματος τής ψυχής καί τών παθών αυτής. Διά τοϋ κεφαλαίου περί τής απάθειας ώς τοϋ αποτελέσματος αδιάλειπτου ήθικοϋ αγώνος καί κατά Χριστόν γνώσεως καί Ζωής ολοκληρώνεται ή μετά χείρας μελέτη. Κατά τήν ολην διαπραγμάτευσιν έμφιλοχωροϋνται τούτο μέν Gnostiker nach Clemens Alexandrinus, Berlin - Leipzig 1952. Das Vollkommenheitsideal des Origenes. Eine Untersuchung zur Geschichte der Frömmigkeit und zu den Anfängen der christlichen Mystik, Tübingen 1931. Gregor von Nyssa als Mystiker, Wiesbaden 1955. Kontemplation und Ekstase bei Pseudo - Dionysius Areopagita, Wiesbaden 1958. Maximus Confessor als Meister des geistlichen Lebens, Wiesbaden 1965. Scala Paradisi. Eine Studie zu Johannes Climacus und zugleich eine Vorstudie zu Symeon dem Neuen Theologen, Wiesbaden 1968. Praxis und Theoria bei Symeon dem Neuen Theologen. Ein Beitrag zur byzantinischen Mystik, Wiesbaden 1974. 4. Τάς δυσχέρειας περι τό ζήτημα καί τήν ανάγκην σχετικής μελέτης έπε. σήμανε προ ετών καί δ Χρ. Γιανναράς, Ή μεταφυσική τοΰ σώματος. Σπουδή στον Ιωάννη τής Κλίμακος, Αθήνα 1971, σ. 132. 12

στοιχεία έκ τής προγενεστέρας χριστιανικής γραμματείας και τής ελληνικής φιλοσοφίας, διά τών οποίων ύποσημαίνονται αί πηγαί τοΰ Κλήμεντος, τούτο δέ έκ τής γενικωτέρας πατερικής παραδόσεως. Διά τής παραθέσεως αντιπροσωπευτικών κατά τό μάλλον ή ήττον χωρίων καί άλλων εκκλησιαστικών συγγραφέων σκοπεϊται ή έξαρσις ένότητος τής σκέψεως αυτών έπί τοΰ θέματος. Kai είναι μέν γεγονός, ότι οι ανωτέρω συγγραφείς δέν ένεβάθυναν έξ ίσου ευρέως είς τό έν λόγω πρόβλημα καί γεννάται ώς έκ τούτου αύτονοήτως καί Ζήτημα επιλογής, συνδυασμού καί ερμηνείας τών διαφόρων χωρίων, όμως καταυγαζόμενοι ούτοι ύπό τοΰ φωτός τής Αγίας Γραφής καί καθοδηγούμενοι ύπό τοΰ Παρακλήτου, παρουσιάζουν ίκανήν όμοφωνίαν καί συνοχήν, ώστε νά επιτρέπεται καί νά είναι δυνατή μέχρις τής ενός σημείου ή συνεξέτασις. Ή αυθεντία τής Βίβλου είναι δγ αυτούς απεριόριστος καί εκείθεν αντλούν κατά πρώτον λόγον τό ύλικόν των. Έχουν όμως συχνώς ύπ' όψει των καί τήν έλληνικήν φιλοσοφίαν. Δι* αυτό διαλέγεται είς τά συγγράμματα των πολλάκις ό ελληνικός φιλοσοφικός στοχασμός μετά τής θείας αληθείας και αμφότερα προάγουν και δημιουργούν μίαν εϋστοχον καί άζιοθαύμαστον ενότητα. Αυτό επιδιώκει νά κατάδειξη ή παρούσα πραγματεία, όταν ύπογραμμί- Ζη ο,τι ό Κλήμης καί οί πατέρες γενικώτερον έχουν μετά τής ελληνικής φιλοσοφίας κοινόν καί έζαίρη τό παρ' αύτοϊς νέον. Ός προς τήν προοπτικήν νά τεθή τό βάρος έρεύνης έπί τής πατερικής κληρονομιάς καί παραδόσεως πρέπει νά όμολογήση ό γράφων, οτι πράττει τοϋτο, διότι διακατέχεται ύπό τής στερράς πεποιθήσεως, ότι οί πατέρες τής Εκκλησίας συνέθεσαν βαθυστοχάστως τήν θύραθεν σοφίαν καί έπιστήμην μετά τής έν Χριστώ αληθείας καί ότι αυτή αϋτη ή έν Χριστώ αλήθεια εύρεν είς τά πρόσωπα των ειλικρινείς και ακραιφνείς πιστούς καί έγκριτους έρμηνευτάς καί ύποφήτας. ΔΓ αυτό καί δέν είναι υπερβολή, άν λεχθή, ότι χωρίς τήν πατερικήν σκέψιν δέν νοείται θεολογία γενικώτερον καί είδικώτερον Όρθόδοξος. "Ετι δέ, ότι ή Όρθόδοξος Θεολογία όρθοδοξεϊ, καθόσον συμφωνεί προς τό πνεύμα τής ομοφώνου πατερικής σκέψεως καί ερείδεται αυτής* ή πατερική δέ θεμελίωσις δέν αποτελεί απλούν καί έξωτερικόν γνώρισμα, άλλά τό βαθύτερον νόημα και τόν σεσαρκωμένον αυτής θεολογικό ν λόγον. Β' Περί αυτεξουσίου καί πάθους κυρίως εξ επόψεως ορολογίας έπ' α' Αύτεξούσιον Ό όρος αύτεξούσιον (λατ. liberum arbitrium) έδημιουργήθη και 13

έχρησιμοποιήθη τό πρώτον καίτοι σπανίως ύπό τών φιλοσόφων τής Στοάς, μάλιστα δ' ίσως ύπό τών ιδρυτών της, Ζήνωνος και Χρυσίππου 5. Είναι συνεπώς κατ" αρχήν όρος τής ηθικής φιλοσοφίας. Παρά τών στωικών φιλοσόφων παρέλαβον τόν öpov καί έχρησιμοποίησον ευρέως καί οί ιεροί πατέρες καί εκκλησιαστικοί συγγραφείς 6. Ώς προς τήν σημασίαν είναι ούτος ισοβαρής καί ίσόκυρος προς ετέρας έν χρήσει σήμερον καί τοΰ αύτοϋ πράγματος δηλωτικός εκφράσεις ώς ελευθερία τής βουλήσεως, ελευθέρα θέλησις, αύταρχία (Indeterminismus) 7. Έκτος αύτοϋ ίσως μάλιστα ό όρος αύτεξούσιον περιγράφει καλύτερον καί έπιτυχέστερον τήν ήθικήν - ψυχολογικήν έκείνην πλευράν τής ελευθερίας, ή οποία θά μας απασχόληση έν συνεχεία. Έν τοις εφεξής πάντως γίνεται χρήσις τών όρων τούτων αδιακρίτως. Τό αύτεζούσιον ώς τό όντως συστατικόν στοιχεϊον τής ηθικής πράξεως τοϋ άνθρωπου καί τοϋ καταλογιστοϋ αυτής καταφάσκει τήν έν τή ψυχή τοϋ άνθρωπου έλλογον βουλητικήν δύναμιν, ή οποία κατ* αυτό άπηλλαγμένη καί ανεξάρτητος άπό παντός εξωτερικού αιτίου ή 5. Ιππολύτου, Κατά πασών τών αιρέσεων έλεγχος, 1, 21: SVF, II, 284, 1-5: «καί αυτοί δέ (τ.έ. Ζήνων καί Χρύσιππος) τό καθ' ειμαρμένην είναι πάντα διεβεβαιώσαντο παραδείγματι χρησάμενοι τοιούτω, δτι ώσπερ οχήματος έάν ή έξηρτημένος κύων, έάν μέν βούληται έπεσθαι, καί Ιλκεται καί έπεται, ποιών καί τό αύτεξούσιον μετά τής ανάγκης». Πρβλ. Επικτήτου, Διατριβαί, 2, 2, 3: Schenkt, 119, 12 έξ.: «τά γάρ έπί σοι αυτεξούσια καί φύσει ελεύθερα...». 4, 1, 58: Schenkl, 364, 8. 4, 1, 62: Schenkl, 366, 2. 4, 1, 68: Schenkt, 367, 3. 4, 1, 100: Schenkl, 373, 5. Tertulliani, De anima, 21: CSEL, 20, 334, 27 έξ. Ώριγένους, Περί αρχών, 3, 1, 5: SVF, II, 290. 'Τπό τήν προϋπόθεσιν, δτι όντως 6 δρος «αύτεξούσιον» ανάγεται είς τους Στωικούς, πράγμα τό όποιον καθ' ημάς αρκούντως διαβεβαιώνουν τά ανωτέρω χωρία, κυρίως δέ τά του "Επικτήτου, ελέγχεται ώς ανακριβής ή ύπό τοΰ Π. Δημητροπούλου, Θέλησις, έν: ΘΗΕ, τ. 6, στ. 135, ενταξις τοΰ δρου «είς τήν θεολογικήν γλώσσαν». Βλ. καί κατ. σ. 56 έξ. 6. Θεωροΰμεν περιττήν τήν προσαγωγήν ένταΰθα σχετικών μαρτυριών. Άρκεΐ ή μνεία τοΰ α' κεφ. τοΰ 3ου βιβλίου τοΰ «Περί αρχών» έργου τοΰ Ώριγένους, τό όποιον φέρει τήν έπιγραφήν Περί αυτεξουσίου: ΒΕΠ, 16, 312-328, καί τό όμώνυμον έργον Μεθοδίου τοΰ Όλύμπου, Περί τοΰ αυτεξουσίου: ΒΕΠ, 18, 93-110. 7. Πρβλ. Θ. Βορέα, Ηθική, Αθήναι 1957, σ. 204 καί σημ. 2. Τό πρόβλημα τής ελευθερίας τής βουλήσεως έν τή αρχαία Έλ?νάδι, έν: ΠΑΑ, 23, 1948, 220 σημ. 2: «Σημειωτέον δτι ή θεωρία τής ελευθερίας ώνομάσθη καί τοΰ αυτεξουσίου θεωρία καί αύταρχία καί άλλως». Π. Δημητροπούλου, Θέλησις, έν: ΘΗΕ, τ. 6, στ. 138: «ό δρος αύτεξούσιον ουδέν άλλο σημαίνει εί μή τήν απόλυτον έλευθερίαν τής βουλήσεως εντός τών πλαισίων τών δυνατοτήτων τής ανθρωπινής ενεργείας». 14

εσωτερικής παρορμήσεως εκλέγει και ενεργεί ύπευθύνως και ελευθέρως περι τήν πράξιν. Αντιθέτως προς τήν άποψιν τοϋ αυτεξουσίου έκδέχεται ή θεωρία τής έ τ ε ρ ο ρ χ ί α ς ή αιτιοκρατίας (Determinismus), ότι ό άνθρωπος είναι υπεξούσιος καί ή βούλησίς του υπόκειται άναγκαίως είς αίτιας καί νόμους, οί όποιοι, ώς καί έν τή φύσει, προσδιορίζουν καί υπαγορεύουν τήν πρδξιν. Πλήν τών δύο τούτων θεωριών, τοϋ αυτεξουσίου καί τοϋ υπεξουσίου, τών όποιων αί αντιλήψεις είναι άκρως αντίθετοι προς άλλήλας, διεμορφώθη ή μετριωτέρα θεωρία τής σχετικής ελευθερίας τής βουλήσεως. Κατ αυτήν ή βούλησις παρακινείται μέν ύπό αιτίων, πλήν όμως τά έν λόγω αίτια δέν προκαθορίζουν οϋτε άγουν άναγκαίως είς τήν πράξιν, ή οποία εξαρτάται κυρίως έκ τοϋ χαρακτήρος και τής προσωπικότητος τοϋ δρώντος άνθρωπου. Τοιουτοτρόπως παρίσταται έν γενικαϊς γραμμαϊς τό δυσεπίλυτον καί εξαιρετικώς περίπλοκον πρόβλημα τής ελευθερίας ή μή τής βουλήσεως 0 καί τοιαϋται υπήρξαν λίαν άδρομερώς αί προταθεϊσαι έπ' αύτοϋ θεωρίαι. Τό Ζήτημα αυτό άπησχόλησε σοβαρώς τήν φιλοσοφικήν έρευναν σχεδόν καθ' ολην αυτής τήν πορείαν 9. Και είναι μέν γεγονός, ότι διεξοδικωτέρας εξετάσεως καί φιλοσοφικής αναλύσεως έτυχε κατά τούς νεωτέρους χρόνους, ήτοι άπό τοϋ 17ου αιώνος καί έξης. Κατά τήν έποχήν αυτήν αί φυσικαί έπιστήμαι, σχοϋσαι αλματώδη πρόοδον καί αξιόλογα επιτεύγματα, διηκρίβωσαν, ότι πάν τό έν τή φύσει συμβαίνον προσδιορίζεται ύπό αναλλοίωτων φυσικών νόμων καί αιτίων. Ή διαπίστωσις αυτή έπεξετάθη και έπί τών ανθρωπίνων πράξεων, έν δέ τή φιλοσοφία τοϋ 17ου αιώνος (π.χ. Geulincx, Malebranche, Spi- 8. Πρβλ. Θ. Βορέα, Ηθική, σ. 202 έξ., ενθα καί ή παλαιοτέρα έπί τοΰ θέματος βιβλιογραφία. Επιπροσθέτως βλ. Θ. Βορέα, Τό πρόβλημα τής ελευθερίας τής βουλήσεως..., έν: ΠΑΑ, 23, 1948, 217 έξ. J. Fuchs, Situation und Entscheidung, Frankfurt 1952. A. Spakovsky, Freedom - Determinism - Indeterminism, The Hague 1963, δ όποιος (σ. 97 έξ.) έξ έπόψεως σκοποΰ καί μέσων διακρίνει τεσσάρας όψεις τοΰ προβλήματος: 1. 'Ελευθερία ώς προς τήν έκλογήν σκοποΰ καί μέσων (freedom of aim and means), 2. Ελευθερία ώς προς τήν έκλογήν μέσων, όχι δμως καί σκοποΰ (freedom of means and non - freedom of aim), 3. Ελευθερία ώς προς τήν έκλογήν σκοποΰ, όχι δμως καί μέσων (freedom of aim and non - freedom of means) καί 4. Έλλειψις ελευθερίας σκοποΰ καί μέσων (non - freedom of aim and means). 9. Πρβλ. J. Auer, Die menschliche Willensfreiheit im Lehrsystem des Thomas von Aquin und Johannes Duns Scotus, München 1938, σ. 1: τό πρόβλημα τής ελευθερίας τής βουλήσεως ετέθη «der Philosophie aller Zeiten zur Erörterung». H. Groos, Willensfreiheit oder Schicksal? München 1939, σ. 11: «eines der am meisten verhandelten (sc. Themen)». 15

noza) έκυριάρχησεν ευρέως ή μηχανική έξήγησις τών ανθρωπίνων πράξεων. Ταυτοχρόνως κατεβλήθη εργώδης προσπάθεια προς έναρμόνισιν τής άτεγκτου αιτιοκρατίας έξ ενός καί τής ελευθέρας καί υπευθύνου πράξεως έξ έτερου (π.χ. Hobbes, Hume, Leibniz, Kant). "Εκτοτε και μέχρι σήμερον τό πρόβλημα τής ελευθερίας ή μή τής βουλήσεως παρέμεινεν έν τή φιλοσοφία έπίκαιρον καί έμελετήθη συνεχώς καί επισταμένως 10. Πλήν όμως όχι μόνον έν τή νεωτέρα φιλοσοφία, άλλά καί έν τή τών αρχαίων καί μέσων χρόνων, έτι δέ καί έν τή θεολογία, έξηνέχθησαν διδασκαλίαι, αί όποϊαι άπτονται στενώς τής προβληματικής τοϋ αυτεξουσίου ή υπεξουσίου τοϋ άνθρωπου. ΆξίΖει μάλιστα νά τονισθή έμφαντικώς ενταύθα, ότι τό Ζήτημα τής ελευθερίας τής βουλήσεως «έν Ελλάδι ήρευνήθη τό πρώτον άκριβέστερον καί διετυπώθησαν αί περί αύτοϋ θεωρία ι και προηνέχθησαν οί κ υ ρ ι ώ- τ α τ ο ι τών υπέρ τών θεωριών τούτων έτι καί νϋν φερομένων λόγων» 1 1. Ή όρθότης τής παρατηρήσεως αυτής δέν αίρεται, νομί- Ζομεν, ύπό τής κατ αρχήν σωστής διαπιστώσεως, ότι ή αρχαία ελληνική φιλοσοφική ηθική δέν γνωρίζει καί δέν χρησιμοποιεί τήν «θέλησιν» ή τήν «βούλησιν» «ώς αύτόνομον γενικώς ήθικήν δύναμιν καί κατά συνέπειαν ούτε τό πρόβλημα τής ελευθερίας τής βουλήσεως έν στενότερα έννοια» 1 2. Διότι, όπως παραδέχεται ό ίδιος ό Α. Dihle ευθύς αμέσως, σπουδαίον ρόλον είς τήν ήθικήν φιλοσοφίαν τών αρχαίων Ελλήνων διαδραματίζει ή ελευθερία τής αποφάσεως καί ή σχέσις της προς τήν φυσικήν αίτιοκρατίαν. Μήπως όμως αυτό δέν είναι έν βαθύτερα έννοια ό πυρήν τοϋ Ζητήματος; Έκτος αύτοϋ ολόκληρος σειρά όρων (έκούσιον, άκούσιον, ορεξις, βούλησις, θέλησις, βουλευ- 10. Λίαν εύσύνοπτον καί αρκούντως κατατοπιστικήν Ιστορικήν έπισκόπησιν του θέματος βλ. R. Kuhlen - Ch. Seidel - Ν. Tsoujopoulos, Determinismus/ Indeterminismus, έν: HWPh, τ. 2, στ. 150-155. 11. Θ. Βορέα, Τό πρόβλημα της ελευθερίας της βουλήσεως..., έν: ΠΑΑ, 23, 1948, 219 (ή άραίωσις έγένετο ύπ' έμοΰ). Πρβλ. W. Windelband, Über Willensfreiheit, Tübingen 2 1905, σ. 3: «Erst wo die Philosophie der griechischen Aufklärung die Bahn betritt, auf der sie sich zu einer Lebenskunst auf wissenschaftlicher Grundlage entwickeln sollte, erst da kommt in der Frage des Sokrates nach des 'Freiwilligkeit des Unrechttuns' der schüchterne Keim unseres Problems heraus: aber seine volle Entfaltung findet er dann bei den Stoikern». Β. Τατάκη, Θέματα χριστιανικής καί βυζαντινής φιλοσοφίας, Αθήναι 1952, σ. 126: «Τό σχετικό με τόν προορισμό καί τό αυτεξούσιο πρόβλημα είχε απασχολήσει πολύ καί τους αρχαίους φιλοσόφους». 12. Α. Dihle, Ethik, έν: RAG, τ. 6, στ. 683 (ή άραίωσις έγένετο υπ έμού). 16

τικόν, προαίρεσις κλπ.) έχουν τόσον στενήν σχέσιν καί συνάφειαν προς τό Ζήτημα, ώστε νά έγείρωνται δίκαιαι επιφυλάξεις ώς προς τήν άπεριόριστον ορθότητα τοϋ ανωτέρω ίσχυρισμοϋ, οτι ή αρχαία ελληνική φιλοσοφία δέν γνωρίζει τό πρόβλημα τής ελευθερίας τής βουλήσεως «έν στενότερα έννοια». Ή παράθεσις καί άνάλυσις σχετικού υλικού προς τήν προβληματολογίαν τής ελευθερίας τής βουλήσεως είς τήν πραγματείαν αυτήν θά κατάδειξη τήν άλήθειαν τοϋ λόγου, ότι δηλαδή καί ώς προς τό θέμα τοϋ αυτεξουσίου ό ελληνικός φιλοσοφικός στοχασμός καί ή συνέχεια αύτοϋ ελληνική πατερική σκέψις κατέβαλον τάς πρώτας εδραίας βάσεις, έπί τών όποιων οικοδομεί καί ή σύγχρονος εισέτι φιλοσοφία. 6' Πάθος Ό όρος πάθος είς τήν έλληνικήν γλώσσαν έγνώρισε ποικίλην χρήσιν καί σημασίαν. Ούτως έχρησιμοποιήθη ότέ μέν προς δήλωσιν φυσικών φαινομένων καί γιγνομένων (π.χ. ουρανίων παθών) 1 3, ότέ δέ προς χαρακτηρισμόν αδιάβλητων καί φυσικών αναγκών τοϋ ανθρωπίνου σώματος (ώς τοϋ ύπνου, τής δίψης, τής κοπώσεως κλπ.) 14. Έν 13. Πρβλ. Διογένους Λαέρτιου, Βίοι φιλοσόφων, 9, 7: Long, II, 440, 5. Πλουτάρχου, Προς Κωλώτην, 13: FVS, I, 223, 31, Αριστοτέλους, Μετά τά φυσικά, Α' 8, 989 β 29. Τά χωρία αυτά αναφέρονται είς τήν διδασκαλίαν τών Πυθαγορείων. Βλ. καί Πλάτωνος, Ιππίας Μείζων, 285 Β 9. Φαίδων, 96 Β 9 - C 1. Προτρεπτικός, 10 (I, 73, 19 έξ., 74, 2). Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Λόγος 28, 30: PG, 36, 69 Β. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος κατηχητικός, 23: PG, 45, 61 C. 14. Πρβλ. Άετίου, Περί άρεσκόντων, 5, 25, 2: FVS, II, 30, 11. Προτρεπτικός, 10 (I, 73, 28 έξ.): «ΰπνος καί θάνατος... πάθη ταύτα περί τά ζώα συμβαίνοντα φυσικώς». Στρωματεις, 6, 9 (II, 467, 7-9). Βασιλείου Μεγάλου, Έπιστ(Λή, 261, 3: ΒΕΠ, 55, 326, 13: πάθη «φυσικά καί αναγκαία τω ζώω». 'Όροι κατά πλάτος, 17, 1: ΒΕΠ, 53, 173, 14: «αναγκαία πάθη τής σαρκός». Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος κατηχητικός, 16: PG, 45, 49 Β, ενθα εκφέρεται ή γνώμη, οτι τό «έν τή φύσει κατά τόν ίδιον ειρμόν πορευομένη» συμβαίνον θά ήτο όρθότερον νά καλήται «έργον» καί όχι «πάθος». Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως. 36, 1-2: Kotter, II, 87, δπου ώς πάθος χαρακτηρίζεται ή σωματική ασθένεια. 64: Kotter, II, 162-163" όλόκληρον τό κεφάλαιον τούτο αφιερώνεται είς τά φυσικά καί αδιάβλητα πάθη τοΰ ένανθρωπήσαντος Σωτήρος. Βλ. είδικώτερον, 64, 7-12: Kotter, II, 162: «Φυσικά δέ καί αδιάβλητα πάθη είσί τά ούκ έ φ' ή μι ν, δσα έκ τής έπί τή παραβάσει κατακρίσεως είς τόν άνθρώπινον εισήλθε βίον' οίον πείνα, δίψα, κόπος... καί τά τοιαύτα, άτινα πασι τοις άνθρώποις φυσικώς ένυπάρχουσι». Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης, 9: PG, 95, 109 C. 17

τη πρώτη περιπτώσει ή λέξις έχει περισσότερον τήν έννοιαν τοϋ συμβάντος, τής αλλαγής έν τω φυσικω κόσμω 15, έν δέ τη δευτέρα τής φυσικής και αναπόδραστου σωματικής ανάγκης καί λειτουργίας. Είς άμφοτέρας δέ τάς περιπτώσεις υποδηλώνεται ο,τι και διά τής χρήσεως τοϋ ρήματος «πάσχω» ή τής σπανιώτερον έν χρήσει λέξεως «πάθημα», ήτοι οτι τό ύπ' δψει σώμα (ούράνιον ή άνθρώπινον) υφίσταται άλλαγήν καί μεταβολήν τίνα αίσθητήν είτε έξωτερικώς είτε εσωτερικώς. Ή έν λόγω «μεταβολή» δέν συνιστά πράξιν ενεργητική ν, άλλά προϋποθέτει αίτιον τι, άναλλοίωτον καί φυσικόν τινα νόμον, ό όποιος τήν προκαλεί. Προς δήλωσιν ακριβώς τής παθητικής αυτής καταστάσεως χρησιμοποιείται ό όρος πάθος. Είναι προφανές, οτι ύπό τήν έννοιαν αυτήν τοΰ ουρανίου ή σωματικού πάθους δέν πρόκειται νά μας απασχόληση ό όρος έν συνεχεία 16. Εμπερικλείει έν τούτοις έν λίαν άξιόλογον στοιχεϊον διά τήν παροϋσαν πραγματείαν, ότι δηλαδή ό όρος πάθος είναι καί ενταύθα τό άντίθετον τής ενεργείας καί προϋποθέτει άφορμήν και αίτίαν τινά, ή οποία είτε ώς φυσικός νόμος εϊτε ώς βιολογική ανάγκη δρα άφ' εαυτής, επιδρά έπί τοϋ συγκεκριμένου σώματος καί προκαλεί τήν έκδήλωσιν τοΰ οϋτω καλουμένου πάθους 17. Έκ τής προοπτικής αυτής άνάλογον σημασίαν έχει ό όρος «πάθος», όταν χρησιμοποιήται προς χαρακτηρισμόν «μεταβολής» τίνος, έντετοπισμένης μέν είδικώτερον είς τήν ψυχήν τοΰ άνθρωπου, έχού- 15. Ή τοιαύτη έννοια και χρήσις τού δρου οφείλεται είς έπίδρασιν τών Πυθαγορείων, δπως ύπέδειξεν 6 W. Michaelis (Πάθος, έν: ThWNT, τ. 5, σ. 926) καί αποδεικνύουν τά ανωτέρω (σημ. 13) παρατεθέντα χωρία. 16. Ωσαύτως δέν θά έξετάσωμεν ετέρας σημασίας της λέξεως πάθος, δπως λ.χ. της ιδιότητος τοΰ αριθμού (Αριστοτέλους, Μετά τά φυσικά, Α' 5, 985 6 29. Δ' 9, 1018 α 15 έξ.) ήτήςρητορικήςύποκρίσεως (Αριστοτέλους, Ρητορική, Γ' 17, 1418 α 12: «πάθος ποιειν»). Πρβλ. έπ' αυτών καί W. Michaelis, Πάθος, έν: ThWNT, τ. 5. σ. 926. 17. Έξ έπόψεως τοΰ στοιχείου τούτου ενδιαφέρον παρουσιάζει ή ευσύνοπτος παράστασις τοΰ δρου «πάθος» παρά τοΰ Μ. Pohlenz, Die Stoa. Geschichte einer geistigen Bewegung, Göttingen 4 1970, τ. I, σ. 141: «Das Wort Pathos ist aus der Tiefe des hellenischen Wesens geschaffen, das ganz auf Aktivität und selbstbestimmtes Handeln angelegt ist und alle Vorgänge, bei denen der Anstoss von aussen kommt und das Subjekt sich passiv verhält, als 'Leiden' zusammenfasst. Pathos ist die Veränderung, die der körperliche Organismus unter äusserer Einwirkung durchmacht, oder die jedenfalls seiner selbständigen, natürlichen Entwicklung zuwiderläuft. Pathos ist aber auch jeder seelische Vorgang, der von aussen hervorgerufen wird». 18

σης όμως γενικώτερον εύρυτέρας ψυχοσωματικός, κυρίως δέ ήθικάς διαστάσεις. Είς τήν περίπτωσιν αυτήν δέν είναι επιτυχής, νομίζομεν, ή θεώρησις τοϋ πάθους μεμονωμένως έξ έπόψεως φιλοσοφικής, ηθικής ή ψυχολογικής 16. Διότι πρόκειται περί ενός καί τοϋ αύτοϋ προβλήματος, ήτοι τών παθών τής ψυχής μετά τών φιλοσοφικοηθικών καί ψυχολογικών των διαστάσεων καί επιπτώσεων. Ώς ένιαϊον ψυχολογικό - φιλοσοφικό - ηθικόν πρόβλημα εΐδον καί έξήτασαν τά πάθη τόσον οί "Ελληνες φιλόσοφοι όσον καί οί ιεροί πατέρες. Έκ τούτου γίνεται επίσης σαφές, ότι ή έξέτασις τών παθών τής ψυχής είναι δυνατή μόνον έν αναφορά καί σχέσει προς τήν περί ψυχής άφ' ενός καί ηθικής άφ' έτερου διδασκαλίαν τών έν λόγω συγγραφέων και φιλοσόφων. Έν τή ψυχολογική - ηθική ταύτη έννοια έχρησιμοποιήθη ό όρος προς τούτοις άπό τής αρχαιότητος καί δή ήδη άπό τοΰ Χρυσίππου ύπό τήν έξης διάκρισιν: άφ' ενός μέν προς χαρακτηρισμόν απότομων ψυχικών μεταβολών, αί όποϊαι οφείλονται είς ερεθισμούς τής στιγμής («εύεμπτωσία»), άφ' έτερου δέ πρός δήλωσιν έρριζωμένων ψυχικών συνηθειών καί διαθέσεων, αί όποϊαι κατήντησαν χρόνια ψυχικά «νοσήματα» 19. Ή τοιουτότροπος χρήσις τής λέξεως άπαντα ακολούθως, ώς προελέχθη, καί είς τούς ιερούς πατέρας και εκκλησιαστικούς συγγραφείς καθώς επίσης καί είς τήν σχολαστικήν φιλοσοφίαν. Δοθέντος, οτι οί Έλληνες φιλόσοφοι και ή πατερική σκέψις θά μας απασχολήσουν διεξοδικώτερον κατωτέρω, δέον ενταύθα νά προστεθή έν συντομία, οτι καί έν τοις νεωτέροις χρόνοις έτυχε τό ζήτημα τών παθών ευρείας διαπραγματεύσεως, όχι μόνον καθ' εαυτό, άλλά καί έν σχέσει πρός τό αύτεξούσιον. Είς τήν λατινικήν, καθ' α μας πληροφορεί ό ιερός Αυγουστίνος 20, άπεδόθη ό όρος πάθος διά περισσοτέρων εκφράσεων: perturbatio, affectio, affectus καί passio. Έξ όλων αυτών παρέμεινεν έν χρήσει κυ- 18. Βλ. τοιαύτην εκθεσιν παρά Σ. Γκίκα, Πάθος, έν: ΘΗΕ, τ. 9, στ. 1037. 19. I. Στοβαίου, Έκλογαί, 2, 93, 1: SVF, III, 102, 33 έξ: «εύεμπτωσί αν δ* είναι εύκαταφορίαν είς πάθος ή τι τών παρά φύσιν έργων, οίον έπιλυπίαν, όργιλότητα, φθονερίαν, άκροχολίαν καί τά δμοια... νόσημα δ' είναι δόξαν επιθυμίας έρρυηκυΐαν είς έξιν ένεσκιρωμένην, καθ' ην ύπολαμβάνουσι τά μή αιρετά σφόδρα αιρετά είναι, οίον φιλογυνίαν, φιλοινίαν, φιλαργυρίαν...». Πρβλ. καί Διογένους Λαέρτιου, Βίοι φιλοσόφων, 7, 115: Long, II, 15 έξ. Ciceronis, Tusc. disp., 4, 27: SVF, III, 103, 10 έξ., δπου και έτερα χωρία. 20. Augustini, De civ. Dei, 9, 4: CSEL, 40, 410-411: «quae Graeci πάθη, nostri autem quidam, sicut Cicero, perturbationes, quidam affectiones vel affectus, quidam vero sicut iste de Graeco expressius passiones vocant». 19

ρίως ό όρος affectus. Είς τήν άγγλικήν και γαλλικήν γλώσσαν έπεκράτησεν ό όρος passion, είς δέ τήν γερμανικήν οί όροι Affekt καί Leidenschaft. Οί όροι αυτοί σημαίνουν, όπως παρατηρεί ό Th. Ribot 21, κατά τόν 17ον αιώνα καί άργότερον γενικώς τά π α θ η τ ι κ ώ ς 8ιούμενα ψυχικά φαινόμενα, τάς «παθητικός καταστάσεις». Ή σημασία αυτή επιτρέπει, κατά τόν ]. Lanz 22, είς τόν Descartes, νά όρίση τά πάθη τής ψυχής ώς «Des perceptions, ou des sentiments, ou des emotions de Tame qu'on rapporte particulierement ä eile» 23, έτι δέ νά διαπραγματευθή ύπό τόν τίτλον «Les passions de Tarne», όχι μόνον τά έξ πρωταρχικά κατ' αυτόν πάθη (passions primitives) 24, άλλ' ιδιαιτέρως καί παράγωγα τούτων, τά μερικά πάθη (passions particulieres) 25. Ή γένεσις τών παθών οφείλεται κατ' αυτόν είς τόν έπηρεασμόν τοϋ σώματος έπί τής ψυχής. Τά πάθη έχουν ώς άφετηρίαν κινήσεις σωματικός, αί όποϊαι ανέρχονται διά τών «ζωικών πνευμάτων» (esprits vitaux) 26 είς τόν κωνοειδή αδένα (conarium), τήν έδραν τής ψυχής 27, καί έπενεργοϋσαι έπ' αυτής προκαλούν ανάλογους έν αύτη κινήσεις καί διαταραχάς. Τοιουτοτρόπως γεννώνται αί σύμμικτοι αύται καί ασαφείς κινήσεις, τά λεγόμενα πάθη. Ή ένοχη βαρύνει έν προκειμένω 21. Th. Ribot, Essai sur les passions, Paris 2 1907, σ. 2: «on donnait ä Texpression 'passions de Tame' im sens si large qu'il equivalait ä Texpression actuelle d' e t a t s affectifs». 22. J. Lanz, Affekt, έν: HWPh, τ. I, στ. 94' σημειωτέον, δτι τόσον τό πρώτον μέρος τοΰ άρθρου τούτου, τό όποιον εχει γραφή ύπό τοΰ J. Hengelbrock και αναλύει τά πάθη άπό τής αρχαιότητος μέχρι καί Θωμά τοΰ Άκινάτου (στ. 89-93), δσον καί τό δεύτερον αύτοΰ μέρος, τό όποιον συνετάχθη ύπό τοΰ J. Lanz καί διαλαμβάνει τους νεωτέρους χρόνους μέχρι τής σήμερον (στ. 93-100), διακρίνονται διά τήν έκλεκτήν βιβλιογραφικήν ένημέρωσιν καί έμβρίθειαν. 23. Descartes, Les passions de Tame, art. 27, Introduction et notes par G. Rodis - Lewis, Paris 1955, σ. 86. 24. Descartes, Les passions..., art. 69 έξ.: Rodis-Lewis, σ. 115 έξ. Πρβλ. έπ' αύτοΰ καί Κ. Berneker, Kritische Darstellung der Geschichte des Affektbegriffs (von Descartes bis zur Gegenwart), Berlin 1915, σ. 19. 25. Descartes, Les passions..., art. 157, 167, 182, 199: Rodis-Lewis, σ. 180 έξ., 188, 197, 207 έξ. 26. Descartes, Les passions..., art. 27: Rodis-Lewis, σ. 86. 27. Descartes, Les passions..., art. 31, 32: Rodis-Lewis, σ. 89-90. Ή προβολή τοΰ conarium ώς σημείου επηρεασμού τοΰ σώματος έπί τής ψυχής απετέλεσε τήν αχίλλειον πτέρναν τοΰ φιλοσόφου. Τό σημεΐον αυτό έπεκρίθη καί ύπό τοΰ μαθητού του Β. Spinoza, Ethica, V, praef.: C. Gebhardt (Hrsg.), Spinoza, Opera, τ. II, Heidelberg 2 1972, 233/277 έξ. Ό Ε. Παπανούτσος, Ηθική, Αθήνα 1970, σ. 80, λέγει, δτι τούτο «αποτελεί τό ασθενέστερο σημείο δλης τής θεωρίας του». 20

τήν ψυχήν, διότι αί αντιδράσεις της πρός τάς σωματικός κινήσεις δέν είναι αυτόματοι και άναγκαϊαι, άλλ' εξαρτώνται έκ τής νοήσεως και δή έκ τών βουλητικών αυτής ενεργειών. Ή βούλησις δηλαδή, ώς βασική δύναμις τής ψυχής και ή πρώτη ενεργητική έκδήλωσις τής νοήσεως, διακρινόμενη έπί σαφήνεια καί χρησιμοποιούμενη προσηκόντως δύναται νά προλάβη τήν σύγχυσιν καί τά πάθη τής ψυχής ή νά τά καταστείλη, έπηρεάζουσα αντιστρόφως τόν κωνοειδή αδένα καί δγ αύτοϋ τά ζωικά πνεύματα 20. Είς τήν τοιαύτην αίσιόδοξον θεώρησιν τών παθών καί τής σχέσεως των πρός τό αύτεξούσιον τοϋ Descartes άντετάχθη ό Β. Spinoza 29. Έκκινών ούτος έκ τής αρχής, οτι πάν τό έν τή φύσει συμβαίνον «δέν είναι τυχαίον, άλλά καθορίζεται δυνάμει τής άναγκαιότητος τής θείας φύσεως» 3 0 και κατ έπέκτασιν καί ή φύσις τοϋ άνθρωπου καί ή βούλησίς του υπόκεινται είς τούς αυτούς μηχανικούς νόμους όπως και πάντα τά λοιπά έπί μέρους όντα, διαβλέπει τήν έλευθερίαν τοϋ άνθρωπου συνισταμένην είς τήν έμφυτον όρμήν καί προσπάθειαν νά άνεξαρτοποιήση τόν εαυτόν του άπό τής έξωθεν αιτιώδους συνάφειας. Ή τάσις αυτή άνεξαρτοποιήσεως δέν είναι έν τελευταία αναλύσει τίποτε άλλο ή ή έμφυτος ορμή τής αυτοσυντηρήσεως 31. Ή ηθικώς όρθή πράξις απορρέει άπό τήν αύτοσυνείδησιν τοϋ άνθρωπου ώς μέρους τής φύσεως. Έπεκτείνων μετά συνεπείας τήν αρχήν τής απολύτου αιτιοκρατίας έρευνα καί τά πάθη τής ψυχής θέμα, τό οποίον διεξοδικώς εξετάζει είς τό τρίτον, τέταρτον καί πέμπτον μέρος τής Ηθικής του, κατά γεωμετρικόν τρόπον (ordine geometrico), όπως δηλαδή προκειμένου περί γραμμών, εκτάσεων καί σωμάτων. Οί κρατούντες έν τή φύσει γενικώς νόμοι, έπί τή βάσει τών οποίων συμβαίνουν τά πάντα, συνιστούν τήν αιτιώδη συνάφειαν γενέσεως τών παθών. Ούτως αναγνωρίζονται τά πάθη ώς άναγκαϊαι διαθέσεις καί κλίσεις, προσοϋσαι τή ανθρωπινή φύσει καί ουδόλως άποτελοϋσαι σφάλματα ηθικά 32. Διεπεξήλθομεν ενταύθα τούς δύο τούτους φιλοσόφους συντόμως, 28. Descartes, Les passions..., art. 47 έξ.: Rodis - Lewis, σ. 101 έξ. Βλ. περισσότερα Ε. Παπανούτσου, Ηθική, σ. 79 έξ. 29. Κατά τήν γνώμην του (Spinoza, Ethica, III, praef.: Gebhardt, II, 93/137 έξ.) ό Descartes ουδέν έτερον έπί τοΰ ζητήματος αύτοΰ επέδειξε παρά μόνον «τήν οξύνοιαν τοΰ μεγάλου πνεύματος του». 30. Spinoza, Ethica, I, 29: Gebhardt, II, 26/70 έξ. 31. Spinoza, Ethica, III, 6: Gebhardt, II, 112/146. 32. Spinoza, Ethica, III, praef.: Gebhardt, II, 93/137 έξ. Πρβλ. καί Tractatus politicus, I, 4: Gebhardt, III, 268/274 έξ. 21

οχι μόνον διότι άποτελοϋν σταθμόν έν τη σχετικώς νεωτέρα έρεύνη τοϋ θέματος, άλλ' Ιδιαιτέρως διότι άποτελοϋν κλασσικόν, θά έλέγομεν, παράδειγμα όλως αντιθέτου θεωρήσεως τοϋ ζητήματος μας και αποδεικνύουν τοιουτοτρόπως άφ' ενός μέν τό περίπλοκον καί δυσεπίλυτον αύτοϋ, άφ' έτερου δέ, όπως θά καταδειχθή έν τοις έφ' έξης, τό έπίκαιρον τής έπί τοϋ θέματος πατερικής διδασκαλίας. Δέν θά έπεκταθώμεν είς τήν ίστορικήν έπισκόπησιν τών έπί τοϋ θέματος πορισμάτων τής νεωτέρας φιλοσοφίας καί δή και τής νεωτέρας ψυχολογίας 33, περιοριζόμενοι έν συνεχεία είς τά πλαίσια, τά όποια καθορίζονται διά τοϋ τίτλου τής παρούσης μελέτης. 33. Πρβλ. σχετικώς J. Lanz, Affect, έν: HWPh, τ. I, στ. 94-100. Βλ. περισσότερα Κ. Berneker, Kritische Darstellung der Geschichte des Affektbegriffs (von Descartes bis zur Gegenwart), Berlin 1915. S. Strasser, Das Gemüt. Grundgedanken zu einer phänomenologischen Philosophie und Theorie des menschlichen Gefühlslebens, Freiburg 1956. Η. M. Gardiner - R. C. Metealf - J. G. Beede - Center, Feeling and emotion..., σ. 149 έξ. R. Heller, Das Wesen der Affekte, Wien-Leipzig 2 1946. O. F. Bollnow, Das Wesen der Stimmungen, Frankfurt 2 1968. 22

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ Η ΣΥΝΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΚ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ Ή άντίληψις περί δημιουργίας τοϋ ανθρώπου ύπό τοΰ Θεοΰ, ώρειδομένη είς τά δεδομένα τής Αγίας Γραφής 1, αποτελεί κοινόν τόπον και ουσιώδες συστατικό ν τής χριστιανικής ανθρωπολογίας 2. Έν προκειμένω τήν αυτήν άποψιν εκπροσωπεί ασφαλώς και ό Κλήμης 3. Άπόρροιαν μάλιστα αυτής θεωρεί άφ' ενός μέν τήν ισότητα τών ανθρώπων πρός αλλήλους καί τήν απόλυτον καί άσύγκριτον ύπεροχήν τοϋ Πλαστού έναντι τοϋ πλάσματος 4, άφ' έτερου δέ τήν «φιλίαν», τήν οποίαν 1. Σύντομον άνάλυσιν αυτών βλ. Η. Karpp, Probleme altchristlicher Anthropologie..., σ. 22-32. Βλ. περισσότερα Ν. Μπρατσιώτου, Ανθρωπολογία τής Παλαιάς Διαθήκης I. Ό άνθρωπος ώς θείον δημιούργημα, Αθήναι 1967, ένθα καί εκτενής βιβλιογραφία (σ. 336-350). 2. Πρβλ. Η. Karpp, Probleme altchristlicher Anthropologie..., σ. 237: «Der Schöpfungsgedanke war durch das biblische Zeugnis ein unabdingbarer Bestandteil des kirchlichen Glaubens». Βλ. καί Θ. Νικολάου, Ή καταγωγή του ανθρώπου σύμφωνα με τήν διδασκαλία τής Όρθόδοξης Εκκλησίας καί ή θεωρία τής εξέλιξης, έν: Όρθόδοξος Μετανάστης, Ιανουάριος / Φεβρουάριος 1976, σ. 5. 3. Πρβλ. Παιδαγωγός, 1, 3 (I, 94, 9 έξ. Στρωματεΐς, 2, 23 (II, 190, 6 έξ.). 7, 13 (III, 58, 3 έξ.). 7, 14 (III, 61, 22 έξ.). Προτρεπτικός, 10 (I, 67, 31 έξ.). 'Εκλογαί (III, 141, 19). Ώς έκ τούτου είναι αυτονόητον, διατί άποκα?νει «μιαρούς» καί «ούτιδανούς» εκείνους, οι όποιοι «τόν ανθρωπον ύπό διαφόρων δυνάμεων πλασθήναι λέγουσι», Στρα)ματεΐς, 3, 4 (II, 211, 8-11). Πρβλ. 'Επιφανίου, Κατά αιρέσεων, 45, 2: PG, 41, 833 Α έξ., ενθα λέγονται τά αυτά περί τών Σευηριανών. 4. Στρωματεΐς, 2, 16 (II, 152, 1-7). Τήν έκ φύσεως ισότητα δέχεται καί μεταξύ τών δύο φύλων: Στρωματεΐς, 4, 8 (II, 275, 9-11), καίτοι ολίγον κατωτέρω ενδίδει κάπως είς τήν άντίληψιν τής εποχής του, δτι οι άνδρες, αν δέν «καταμαλακισθουν», είναι «βελτίους» (II, 277, 1-3). Ενταύθα αποδίδει δ Κλήμης κατά Arnim (SVF, III, 59, 32 έξ.) απόψεις τοΰ Χρυσίππου. Βλ. καί Παιδαγωγός, 1, 4 (I, 95, 25 έξ.' ιδιαιτέρως 96, 11-12). 23

επιδεικνύει ό Θεός πρός τόν «οίκεϊον» αύτώ άνθρωπον, «τόν δγ αυτόν αίρετόν... καί άσμενιστόν και φιλητόν» 5. "Οχι μόνον τήν διδασκαλίαν περι τοϋ άνθρωπου ώς έργου τοϋ Θεοϋ, άλλά και τήν έκ σώματος και ψυχής συγκρότησίν του άρύεται ό Συγγραφεύς έκ τής θείας Άποκαλύψεως, όπως είναι φυσικόν και εύνόητον. Ιδιαιτέρως τό χωρίον τής Γενέσεως 2, 7: «καί έπλασεν ό Θεός τόν άνθρωπον χουν άπό τής γής και ένεφύσησεν είς τό πρόσωπον αύτοϋ πνοήν 2ωής, καί έγένετο ό άνθρωπος είς ψυχήν Ζώσαν», ένθα λακωνικώς καί σαφώς περιγράφεται ό τρόπος άνθρωπου, είναι παρ' όλον τόν άνθρωπομορφισμόν δημιουργίας τοϋ του εξαιρετικώς άποκαλυπτικόν τής έκ σώματος χοϊκοΰ καί ψυχής πνευματικής συνθέσεως τοϋ άνθρωπου. Είς αυτό αναφέρεται καί αυτό υπαινίσσεται φραστικώς ό Συγγραφεύς πολλάκις. "Ετι συχνότερον όμως κάμνει χρήσιν τοϋ αντιστοίχου εδαφίου τής α' περί δημιουργίας διηγήσεως (Γέν. 1, 26) 6. Έπί τή βάσει τοϋ χωρίου τής Γέν. 2, Τ διακρίνει ό Κλήμης τό έκ γής ύπό τοϋ Θεοϋ «χειρουργηθέν» καί πλασθέν άνθρώπινον σώμα καί τό «εμφύσημα... θεοϋ» 8, ήτοι τήν λογικήν ψυχήν, ή οποία ώς τό θείον καί ζωοποιοϋν έν τω άνθρώπω στοιχεϊον καθιστά αυτόν «πρόσ- 5. Παιδαγωγός, 1, 3 (I, 94, 26) και (I, 94, 8-9): «είκότως αρα φίλος ό άνθρωπος τω θεώ, έπεί καί πλάσμα αύτοΰ έστιν». Πρβλ. καί 1, 8 (I, 127, 7 έξ.), ένθα τονίζεται, δτι ό Θεός άγαπα «πολύ πλέον τών άλλων... τόν άνθρωπον», τόν δποχον ονομάζει «κάλλιστσν» καί «φιλόθεον ζφον»* «φιλόθεον» καθό ύπό τοΰ «φιλάνθρωπου» Θεοΰ άγαπώμενον. 6. Βλ. σχετικώς Ο. Stählin, Register (IV, 1). 7. Διεξοδικήν καί λίαν έπισταμένην άνάλυσιν τοΰ στίχου βλ. Ν. Μπρατσιώτου, Ανθρωπολογία τής Παλαιάς Διαθήκης I. Ό άνθρωπος..., σ. 27-32. Έπί τή βάσει τοΰ χωρίου αύτοΰ αναπτύσσει τό δισύνθετον τοΰ άνθρωπου καί ό Φίλων, Περί τής κατά Μωϋσέα κοσμοποιΐας, 46: Cohn - Wendland, I, 46-47: «Τοΰ δ' αισθητού καί έπί μέρους ανθρώπου τήν κατασκευήν σύνθετον είναι φησιν έκ τε γεώδους ουσίας καί πνεύματος θείου' γεγενήσθαι γάρ τό μέν σώμα χουν τοΰ τεχνίτου λαβόντος καί μορφήν άνθρωπίνην έξ αύτοΰ διαπλάσαντος, τήν δέ \[)υχήν άπ' ούδενός γενητοΰ τό παράπαν, αλλ* έκ τοΰ πατρός καί ήγεμόνος τών πάντων... Διό καί κυρίως αν τις εϊποι τόν άνθρωπον θνητής καί αθανάτου φύσεως είναι μεθόριον έκατέρας δσον άναγκαΐόν έστι μετέχοντα καί γεγενήσθαι θνητόν όμοΰ καί άθάνατον, θνητόν μέν κατά τό σώμα, κατά δέ τήν διάνοιαν άθάνατον...». Σχετικώς πρός τό χωρίον αυτό βλ. καί R. Μ. Wilson, The early history of the exegesis of Gen. 1, 26 (TU, 63), Berlin 1957, σ. 420-437. 8. Παιδαγωγός. 1, 3 (I, 94, 10-11. 16). Πρβλ. Προτρεπτικός, 10 (I, 71, 20). Παιδαγωγός, 1, 12 (I, 148, 18 έξ.). Στρωματεΐς, 4, 13 (II, 288, 3 έξ.). 5, 13 (II, 384, 1 έξ.). 5, 14 (II, 388, 9-11. 392, 7). 6, 16 (II, 500, 3). 7, 12 (III, 49, 21). Ώς πρός τήν ψυχήν ώς «εμφύσημα» Θεοΰ μέ προ- 24

ωπον» 9 και τόν αναδεικνύει όμοίαν πρός τόν Θεόν πνευματικήν οντότητα, ήτοι «σμικρόν κόσμον» 1 0 κατά τήν καθιερωμένην τών Στωικών όρολογίαν. Τά συστατικά αυτά τοϋ άνθρωπου είναι μέν «διάφορα», πλήν όμως όχι «εναντία» 11. Ή διαφορά αυτών έγκειται είς τό οτι «κρείττων... ώμολόγηται ή ψυχή, ήττον δέ τό σώμα»* τούτο ασφαλώς ουδόλως σημαίνει, ότι έξ απόψεως ηθικής ή ψυχή είναι «φύσει αγαθόν» καί τό σώμα «φύσει κακόν», τό δέ συμπέρασμα, οτι πάν δ,τι δέν είναι αγαθόν, είναι «ευθέως κακόν», πρέπει νά θεωρηθή λογικώς επισφαλές, καθόσον κατά σταθερά ν τοΰ Συγγραφέως πεποίθησιν, ή οποία τελεί ύπό άμεσον στωικήν και πάλιν έπίδρασιν, υπάρχουν «και μεσότητές τίνες και προηγμένα και άποπροηγμένα» 12. φανή άναφοράν είς Γέν. 2, 7, βλ. καί [Ίουστίνου], Περί αναστάσεως, 8: ΒΕΠ, 4, 230, 16. Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής άνθρωπου, 28: PG, 44, 229 C. Περί τής έκ «ψυχής» καί «σώματος» συστάσεως τοΰ ανθρώπου πρβλ. καί [Ίουστίνου], Περί αναστάσεως, 8: ΒΕΠ, 4, 229, 40-41. Βασιλείου Μεγάλου, Είς τό πρόσεχε σεαυτώ, 7: PG, 31, 213 D. Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής ανθρώπου, 16: PG, 44, 181 Β. Είς Έκκλησιαστήν, 8, 1: PG, 44, 736 Β. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Είς άσαφ. τής Παλαιάς..., 2, 5: PG, 56, 182. Γρηγορίου Παλαμά, Όμιλία 26: PG, 151, 332 C. 9. Στρωματεΐς, 5, 14 (II, 388, 10-11): «ψυχήν δέ τήν λογικήν άνωθεν έμπνευσθήναι ύπό τοΰ θεοΰ είς πρόσωπον». 10. Προτρεπτικός, 1, 1 (I, 6, 13). Ή περί «μακρόκοσμου - μικρόκοσμου» στωική άντίληψις έξεπροσωπήθη ύπό πολλών εκκλησιαστικών συγγραφέων και ιερών πατέρων. Συνηθέστερος είναι παρ' αύτοΐς δ χαρακτηρισμός τοΰ άνθρωπου ώς «μικρού κόσμου». Πρβλ. Μεθοδίου Όλύμπου, Άγ?^αοφών ή περί αναστάσεως, 2, 10: ΒΕΠ, 18, 160, 3. Γρηγορίου Ναζιανζηνοΰ, Λόγος 28, 22: PG, 36, 57 Α. Λόγος 38, 11: PG, 36, 324 Α «καί παρά μέν τής ύλης λαβών τό σώμα ήδη προϋποστάσης, παρ* έαυτοΰ δέ πνοήν ένθείς..., οΐόν τινα κόσμον δεύτερον, έ ν μ ι κ ρ ω μ έ γ α ν, έπί τής γής ΐστησιν...»* τό χωρίον τοΰτο άπαντα καί παρ' Ιωάννη Δαμασκηνώ, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως, 26: Kotter, II, 76. Λεοντίου Βυζαντίου, Κατά Νεστοριανών καί Εύτυχιανών, 1: PG, 86, 1284 C. Είς τόν χαράκτη ρ ισμόν αυτόν προσέδωκεν ή πατερική σκέψις κατά τό μάλλον ή ήττον χριστιανικόν περιεχόμενον. "Αριστα εκφράζει τοΰτο Γρηγόριος ό Νύσσης, δπως ύπέδειξεν ό βαθύς μελετητής τής ελληνικής χριστιανικής καί βυζαντινής ιστορίας τοΰ πνεύματος Ε. v. Ivanka, Plato Christianus, σ. 318. Βλ. επίσης τάς εύστοχους παρατηρήσεις τοΰ Η. U. ν. Balthasar, Kosmische Liturgie. Das Weltbild Maximus' des Bekenners, Einsiedeln 2 1961, σ. 171 έξ. καί 384 έξ. 11. Στρωματεΐς, 4, 26 (II, 321, 20-22): «έχρήν δή οΰν τήν σύνθεσιν τοΰ ανθρώπου έν αίσθητοΐς γενομένην έκ διαφόρων συνεστάναι, ά?.λ' ούκ έξ εναντίων, σώματος τε καί ψυχής». Ιωάννου Χρυσοστόμου, Είς Ρωμαίους, 13, 2: PG, 60, 509. Πρβλ. Πλάτωνος, Νόμοι, IB' 959 Α 5-6: «ψυχήν σώματος είναι τό πάν διαφέρουσαν». 12. Στρωματεΐς, 4, 26 (II, 321, 16-17). Βλ. καί Παιδαγωγός, 2, 10 25

Έκτος τής προελεύσεως και τοϋ τρόπου συστάσεως τής ψυχής τήν ανωτερότητα και ύπεροχήν της έναντι τοϋ σώματος καθιστά εμφανή και τό γεγονός, οτι «τό μέν σώμα γήν τε εργάζεται και σπεύδει είς γήν, τέταται δέ ή ψυχή πρός τόν θεόν», καθώς επίσης καί οτι αϋτη μέν είναι τό «λογικόν» έν τω άνθρώπω στσιχεϊον, έκεϊνο δέ τό «άλογον» 13. ΔΓ αυτό τυγχάνει εύεξήγητον, όταν υπογράμμιση, οτι «μόνη» ή ψυχή αποτελεί «θησαυρόν» 14 και συμβουλεύει τήν «έπιμέλειαν» καί φροντίδα τοϋ σώματος, όχι διά τό σώμα καθ' εαυτό, άλλά διά τήν ψυχήν, ώς τό κεντρικόν και ουσιώδες σημεϊον «αναφοράς» τών πράξεων τοϋ άνθρωπου 15. Παρά ταϋτα άνωτερότης τής ψυχής έναντι τοΰ σώματος δέν σημαίνει ύποτίμησιν τοΰ σώματος, άλλ' απλώς έξαρσιν τοΰ πνευματικού στοιχείου έναντι τοϋ ύλικοϋ. Όρθώς άλλωστε παρετηρήθη, δτι ουδεμία μαρτυρία τοϋ Συγγραφέως υπάρχει, ή οποία αναθεματίζει ή καί απλώς κακίζει τό σώμα 16. Απεναντίας ψέγει τούς «κατατρέχοντας τής πλάσεως καί κακίζοντας τό σώμα», ώς μή «ευλόγως» 1 7 ενεργούντος. Προ οφθαλμών έχει ένταΰθα κυρίως τούς Γνωστικούς. Τοΰτο καταφαίνεται έπί παραδείγματι κατά τήν έρμηνείαν τοϋ παυλείου δρου «σαρκικοί» (Α' Κορ. 3, 2), ό όποιος δέν σημαίνει, δτι «έτι έν σσρκί έσμεν, ώς ύπειλήφασί τίνες», άλλά τό φρονεϊν «τά τής σαρκός»* ή σαρξ δέον τουναντίον ν' άποτιμηθή θετικώς, διότι πρός τοϊς άλλοις «σύν αύτη (τ. έ. τή σαρκί) τό πρόσωπον ίσάγγελον έχοντες πρόσωπον πρός πρόσωπον τήν έπαγγελίαν οψόμεθα» (Α' Κσρ. 13, 12) 1 β. Πρέπει πάντως νά όμολογηθή, δτι είς τήν μεταγενεστέραν πατερικήν παράδοσιν υπάρχουν ίκαναί υποτιμητικοί εκφράσεις" μάλιστα δχι μόνον είς ασκητικά συγγράμματα, άλλά καί είς έργα μεγάλων τής (I, 226, 6 έξ.): «κρεΐττον... τήν ψυχήν τοΰ σώματος». 3, 6 (I, 257, 23 έξ.). Περί τών στωικών αδιάφορων 6λ. κατ., σ. 79, σημ. 5. 13. Στρωματεΐς, 4, 3 (II, 252, 13-15): «έοικεν (τ.έ. ό άνθρωπος) δ' οίμαι, κενταΰρφ θετταλικώ πλάσματι, έκ λ ο γ ι κ ο ΰ καί άλογου συγκείμενος, ψυχής καί σώματος». Πρβλ. 3, 5 (II, 217, 19): «γή δέ καί οποδός τό σώμα άνευ πνεύματος». 14. Παιδαγωγός, 3, 6 (I, 257, 26). 15. Στρωματεΐς, 4, 5 (II, 257, 31-33): «τούτων (τ.έ. τών αδιάφορων) οΰν άνθεκτέον ου δι' αυτά, άλλά διά τό σώμα, ή δέ τοΰ σώματος επιμέλεια διά τήν ψυχήν γίνεται, έφ' ην ή αναφορά». 16. F. Quatember, Die christliche Lebenshaltung des Klemens von Alexandrien nach seinem Pädagogus, Wien 1946, σ. 125. 17. Στρωματεΐς, 4, 26 (II, 320, 21-22). 18. Παιδαγωγός, 1, 6 (I, 112, 2-6). 26

Εκκλησίας πατέρων 19. Πρός μετριασμόν καί προσφυεστέραν έρμηνείαν τών εκφράσεων αυτών ενδείκνυται, όπως επιτυχώς υπεδείχθη, νά λαμβάνεται ύπ' όψιν άφ' ενός «τό έσχατολογικόν αυτών ύπόβαθρον» και άφ' έτερου τό γενικώτερον «ιστορικόν πλαίσιον τής εποχής των» 2 0. Ή άξιολόγησις τοΰ σώματος ύπό τοΰ Κλήμεντος είναι έπί πλέον διαφοροποίησις τής ύπό όρφικήν έπίδρασιν τελούσης πλατωνικής αντιλήψεως περί τοΰ σώματος ώς «σήματος» 21, τήν οποίαν γνωρίζει μέν ό Κλήμης 22, πλήν όμως δέν τήν οικειοποιείται 23, τήν παραθέτει απλώς διά νά κατάδειξη, δτι ό Μαρκίων δέν λέγει κάτι καινόν καί δτι είς μερικά σημεία παρεξήγησε μάλιστα τούς "Ελληνας φιλοσόφους 24. Ό Συγγραφεύς μας δέν ασπάζεται επίσης τήν όρφικήν - πλατωνικήν γνώμην, δτι τό σώμα είναι τό «κολαστήριον» τής ψυχής 25. Καί τοΰτο διότι 19. Πρβλ. π.χ. Α. Θεοδώρου, ΑΙ περί του ανθρωπίνου σώματος αντιλήψεις τοΰ άγιου Γρηγορίου τοΰ Ναζιανζηνοΰ, έν: ΕΕΘΣΑ, 21, 1974, 96-98. 20. Δ. Τσάμη, Ή πρωτολογία τοΰ Μεγάλου Βασιλείου, σ. 146' ένθα και άντιπαράθεσις μαρτυριών έκ τής εκκλησιαστικής καί θύραθεν γραμματείας, σ. 145 έξ. Πρβλ. καί Π. Φούγια, Ή περί ανθρωπίνου σώματος διδασκαλία τών ορθοδόξων χριστιανικών πηγών, έν: Εκκλησιαστικός Φάρος, 60, 1978, 105-258. Chr. Elsas, Neuplatonische und gnostische Weltablehnung in der Schule Plotins, Berlin - New York 1975, σ. 108 έξ. 21. Πλάτωνος, Γοργίας, 493 A 3. Πρβλ. Κρατύλος, 400 BC. Αθηναίου, Δειπνοσοφισταί, 4, 157 C: FVS, I, 414, 12-14. 22. Πρβλ. Στρωματεΐς, 3, 3 (II, 203, 5 έξ.). 23. Είς Στρωματεΐς, 3, 10 (II, 230, 25), δπου δ Κλήμης, αναφερόμενος είς Ρωμ. 8, 10, χαρακτηρίζει πράγματι τό σώμα ώς «τάφον... έτι τής ψυχής», πρέπει δ αναγνώστης νά προσέξη, δτι, δπως καί παρά Παύλω, δπου τό σώμα είναι «νεκρόν διά άμαρτίαν», δταν δέν έχη «πνεΰμα Χρίστου», τοιουτοτρόπως καί είς τόν ιερόν Συγγραφέα, είς τό μοναδικόν άλλωστε αυτό χωρίον, ισχύει δ χαρακτηρισμός αυτός τοΰ σώματος «ό π η ν ί κ α... άγιασθή (τ. έ'. τό σώμα) τω θεώ». Ό αναγνώστης τοΰ χωρίου ας έπισημάνη ωσαύτως τήν στενήν έξάρτησιν τοΰ Κλήμεντος ένταΰθα άπό τοΰ Παύλου καθώς καί τήν προσπάθειάν του νά έρμηνεύση ορθώς τό κείμενον τοΰ Αποστόλου καί όλιγώτερον νά έκθεση ιδίας απόψεις. Ό Η. Karpp, Probleme altchristlicher Anthropologie..., σ. 100, άποφεύγων άνάλογον άνάλυσιν τοΰ εδαφίου καί δεχόμενος τόν χαρακτηρισμόν τοΰ σώματος ώς «τάφου ψυχής» είς αυτό, αναγκάζεται ν' άπαμβλύνη τοΰτον διά της παρατηρήσεως: «...so zeigen dagegen (sc. gegen diese Stelle) seine umfangreichen ethischen Ausführungen, dass er die Würde des Leibes gegen alle häretische Entwertung scharf verteidigt». 24. Βλ. Στρωματεΐς, 3, 3 (II, 200, 28 έξ.). 25. Στρωματεΐς, 5, 14 (II, 386, 8 έξ.). Βλ. καί 3, 3 (II, 201, 16 έξ.). 4, 11 (II, 285, 3, έξ.): ένθα εκθέτει τήν άποψιν τοΰ Βασιλείδου. Πρβλ. και ΙΙλάτωνος, Φαίδων, 62 Β 3-4: «ώς έν τινι φρουρά έσμεν οι άνθρωποι». Κρατύλος, 400 C 7: «δεσμωτηρίου εικόνα». Ώριγένους, Περί αρχών, 1, 8: ΒΕΠ, 16, 306, 25 έξ. 27