ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ"

Transcript

1 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΕΛΕΝΗ Δ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ειδίκευση στην Προϊστορική Αρχαιολογία Η ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΩΙΜΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗΣ, ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΤΟΜΟΣ Ι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015

2 2 ΕΛΕΝΗ Δ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Η ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΩΙΜΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗΣ, ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ (ΤΟΜΟΣ Ι) Υποβλήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Τομέας: Αρχαιολογίας Ημερομηνία Προφορικής Εξέτασης: Εξεταστική Επιτροπή (Μέλη ΔΕΠ της Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής) Στέλιος Ανδρέου, Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας Κωνσταντίνος Κωτσάκης, Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας Αικατερίνη Παπαευθυμίου-Παπανθίμου, Ομ. Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας (ΜΕΛΗ ΔΕΠ) Νίκος Ευστρατίου, Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Εξεταστής Ελένη Μανακίδου, Αν. καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας, Εξεταστής Σουλτάνα Βαλαμώτη, Αν. καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Εξεταστής Σεβαστή Τριανταφύλλου, Επικ. Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Εξεταστής

3 3 Ελένη Βασιλείου Α.Π.Θ. Τίτλος Διδακτορικής Διατριβής: Η ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΩΙΜΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗΣ, ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ISBN "Η έγκριση της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν δηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέως" (Ν.5343/1932, άρθρο 202, παρ.2).

4 4 Στο Βασίλη και στην Πηνελόπη

5 5 «Με λογισμό και μ όνειρο» Αντί προλόγου Επιθυμώ να ξεκινήσω το σύντομο πρόλογο μου με μία αναφορά στον άνθρωπο, που μου πρότεινε και με παρότρυνε να ασχοληθώ με τη μελέτη της χειροποίητης κεραμικής της εποχής του Χαλκού - Πρώιμης εποχής Σιδήρου από την κεντρική Ήπειρο, το δάσκαλο μου Δρ Κωνσταντίνο Ζάχο. Κατά τη διάρκεια των ατέλειωτων ωρών εργασίας για την προετοιμασία της Επανέκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων, για την οποία είχα την απεριόριστη τύχη να εργαστώ, γεννήθηκε η ιδέα του θέματος της παρούσας διατριβής. Ο Δρ Ζάχος μου επεσήμανε τη σπουδαιότητα της μελέτης της χειροποίητης κεραμικής και μου προσέφερε, καθόλη τη διάρκεια της μελέτης, ηθική υποστήριξη. Θερμότατες ευχαριστίες οφείλω στον καθηγητή Στέλιο Ανδρέου, ο οποίος, παρά τον τεράστιο φόρτο εργασίας δέχτηκε πρόθυμα να αναλάβει την εποπτεία της μελέτης μου. Τον ευχαριστώ, επίσης, για τις πολύτιμες συμβουλές, τη συμπαράσταση και το χρόνο που διέθεσε για τη διόρθωση των δοκιμίων. Τους καθηγητές κ. Κ. Κωτσάκη και κ. Α. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου επιθυμώ να ευχαριστήσω ιδιαίτερα γιατί αποδέχτηκαν πρόθυμα τη συμμετοχή τους στην τριμελή συμβουλευτική επιτροπή της Διατριβής. Ευχαριστίες, επίσης, εκφράζονται στα μέλη της επταμελούς επιτροπής για την αποδοχή της συμμετοχής τους στην υποστήριξη της διδακτορικής μου διατριβής. Η μελέτη αυτή δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη γενναιόδωρη παραχώρηση άδειας μελέτης, σχεδίασης, φωτογράφησης και δημοσίευσης υλικού από τους κάτωθι: τη Δρα Ευγενία Αδάμ (λακκοειδής τάφος Πεδινής), τις καθηγήτριες Α. Βλαχοπούλου-Οικονόμου, Κ. Γραβάνη-Κατσίκη και Χρ. Τζουβάρα-Σούλη (Δωδώνη), το Δρα Κωνσταντίνο Ζάχο, Επίτιμο Έφορο Αρχαιοτήτων (Κρύα, Μαζαράκι, Καλπάκι, Ελαφότοπος, οικισμός Βίτσας), τον κ. Βασίλειο Πετράκο, Γραμματέα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας (Δωδώνη, Καστρίτσα), τη Δρα Γεωργία Πλιάκου, Τμηματάρχη Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιολογικών Χώρων, Μνημείων, Αρχαιογνωστικής Έρευνας και Μουσείων στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας (Επισκοπή Σερβιανών, Κάστρο Ιωαννίνων), τη Δρα Αγγέλικα Ντούζουγλη, Επίτιμη Έφορο Αρχαιοτήτων (Λιατοβούνι Κόνιτσας) και την κ. Υπατία Φάκλαρη, αρχαιολόγο στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων (Κάτω Κόνιτσα). Επίσης, ευχαριστώ ιδιαίτερα τη Δρα Καλλιόπη Πρέκα-Αλεξανδρή, Επίτιμη Έφορο Αρχαιοτήτων, η οποία μου επέτρεψε, πρόθυμα, να δω, για συγκριτικούς λόγους, το αδημοσίευτο υλικό των ανασκαφών της στη θέση Στένες Γκρίκας, στη Θεσπρωτία, καθώς και τη Δρα Ιουλία Κατσαδήμα, αρχαιολόγο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων, για την

6 6 άδεια να δω την αδημοσίευτη κεραμική από τη θέση Παλαμπούτι στο Νεοχωρόπουλο Ιωαννίνων. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής της διατριβής είχα τη μεγάλη τύχη να γνωρίσω - έστω και μέσω της ανταλλαγής γραπτών μηνυμάτων στο διαδίκτυοανθρώπους, οι οποίοι συνέδεσαν την επιστημονική τους πορεία με την Ήπειρο, όπως ο Dr Ken Wardle και ο Dr Thomas Tartaron. Θα ήθελα να εκφράσω τη βαθύτατη ευγνωμοσύνη μου στον Dr Wardle για την αποστολή του κεφαλαίου της διδακτορικής διατριβής του, το οποίο αναφέρεται στην κεραμική της Eποχής του Χαλκού από την Ήπειρο, καθώς και για την παραχώρηση της άδειας να μελετήσω τη διατριβή του στη Βιβλιοθήκη της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα. Τον Dr Tartaron ευχαριστώ για την προθυμία του να απαντήσει σε οποιαδήποτε απορία μου σχετικά με την Eποχή του Χαλκού στην Ήπειρο. Θερμές ευχαριστίες οφείλω, επίσης, στη συνάδελφο αρχαιολόγο Sarah Lima, η οποία εκπονεί διατριβή με θέμα: Ex Australe Lux? Reconstructing an Epirote Late Bronze Age and Early Iron Age στο Πανεπιστήμιο του Cincinnati, στην Αμερική για την ανταλλαγή απόψεων αναφορικά με τη χειροποίητη κεραμική και την αποστολή αδημοσίευτων χειρογράφων της. Ιδιαίτερα θα ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στους καθηγητές του Πανεπιστημίου UCLA Sarah Morris και John Papadopoulos για την άμεση τροφοδότηση μου με άρθρα, στα οποία αδυνατούσα να έχω πρόσβαση, καθώς και για την προθυμία τους να απαντήσουν στα ερωτήματα που τους υπέβαλα. Θερμές ευχαριστίες οφείλω, επίσης, στον κ. Robert K. Pitt Assistant Director της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής για την αμεσότατη ανταπόκριση του στο αίτημα μου για την παροχή πληροφοριών σχετικά με την ύπαρξη αρχαιολογικού υλικού στις αποθήκες της Βρετανικής Σχολής από τις έρευνες του Hammond στην Ήπειρο (αρχές δεκαετίας 1930). Στους συναδέλφους μου στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ γιατί παρότι η διετής απουσία μου από την Υπηρεσία ισοδυναμούσε με επιπρόσθετο φόρτο εργασίας για τους ίδιους, εκείνοι δεν παραπονέθηκαν στιγμή και μου προσέφεραν ηθική υποστήριξη. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Δρα Κωνσταντίνο Σουέρεφ, Προϊστάμενο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων για την ηθική υποστήριξη και τη γόνιμη ανταλλαγή απόψεων, καθώς η διδακτορική του διατριβή «Μυκηναϊκές μαρτυρίες από την Ήπειρο» αποτελεί βασικό εγχειρίδιο της Ηπειρωτικής προϊστορίας. Αμέριστη βοήθεια μου παρείχε ο φίλος και συνάδελφος Συντηρητής της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων κ. Γιώργος Κύρκος, ο οποίος πρόθυμα έσπευδε να βοηθήσει στη συντήρηση του υλικού, καθώς και οι συντηρήτριες κκ. Γαλάτεια Γιαννούλη και Μελίνα Νάκα. Οι αρχαιοφύλακες του Μουσείου

7 7 Ιωαννίνων (Αδριανή Αναστάση, Ιωάννα Βρόντου, Πολυξένη Γαλάνη, Κωνσταντίνος Γιώτης, Βασιλική Δρεπανά, Σοφία Ζώνιου, Κωνσταντίνος Κώττης και Παρασκευή Κουτσάφτη) διευκόλυναν αδιαμαρτύρητα την παραμονή μου στις αποθήκες πέραν του ωραρίου και κατά τη διάρκεια του σαββατοκύριακου και για αυτό το λόγο επιθυμώ να τους εκφράσω την ευγνωμοσύνη και τις ευχαριστίες μου. Πολλές ευχαριστίες επιθυμώ να εκφράσω στο φίλο και συνάδελφο αρχαιολόγο κ. Δημήτρη Σακκά για την άμεση και πρόθυμη παροχή πληροφοριών, καθώς και για τη γόνιμη ανταλλαγή απόψεων κατά τη διάρκεια της ετοιμασίας της μελέτης. Ιδιαίτερα, επιθυμώ από τα βάθη της καρδιάς μου να εκφράσω από τη θέση αυτή την ευγνωμοσύνη, τις ευχαριστίες και την εκτίμηση μου στους στενούς μου φίλους και συναδέλφους Νίκο Χόινα, Γεωργία Πλιάκου και Ευγενία Αδάμ. Με το Νίκο υπήρξαμε συνεργάτες επί πέντε έτη στο Πρόγραμμα της Επανέκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων, διάστημα κατά το οποίο μου δόθηκε η ευκαιρία να μοιραστώ τις σημαντικές γνώσεις του και να ενημερωθώ από εκείνον βιβλιογραφικά για την Ήπειρο. Επιπροσθέτως, κατά τη διάρκεια της μελέτης, πολύτιμες υπήρξαν για μένα οι απόψεις του σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετώπιζα στην επεξεργασία του υλικού. Αγόγγυστα και άμεσα αφιέρωσε χρόνο στην ανάγνωση μέρους των δοκιμίων της διατριβής. Η Γεωργία ήταν πάντα παρούσα σε κάθε απορία μου. Η διατριβή της σχετικά με το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων αποτέλεσε ανεκτίμητη βοήθεια για μένα. Οι γόνιμες συζητήσεις, οι στοχευόμενες υποδείξεις και παρατηρήσεις της υπήρξαν καθοριστικές για τη διαμόρφωση του προβληματισμού γύρω από την υπό μελέτη κεραμική. Η Ευγενία, τέλος, παρόλο που η επιστημονική της έρευνα εστιάζεται στην Παλαιολιθική λιθοτεχνία, με «εφοδίαζε» συχνά με βιβλιογραφικό υλικό της Εποχής του Χαλκού, που τύχαινε να πέσει στην αντίληψη της κατά την έρευνα της στο διαδίκτυο και σε βιβλιοθήκες. Στον αρχιτέκτονα Λεωνίδα Λεοντάρη επιθυμώ να εκφράσω τις βαθύτατες ευχαριστίες μου για την εκπόνηση του όγκου των σχεδίων των οστράκων. Ευχαριστίες οφείλονται επίσης στην αρχιτέκτονα Ιουλία Στάμου, η οποία επιμελήθηκε μέρος των σχεδίων και στην απόφοιτο του τμήματος Πλαστικών Τεχνών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Αλίκη Μπούτζια για την εκπόνηση των σχεδίων των αγγείων Α.Μ.Ι (αμαυρόχρωμος κάνθαρος από Κάτω Κόνιτσα) και Α.Μ.Ι (σκύφος από Πεδινή). Το ψηφιακό μελάνωμα των σχεδίων έγινε από το γραφίστα κ. Ευάγγελο Γιαννούλη. Ο χάρτης της κεντρικής Ηπείρου σχεδιάστηκε από το συνάδελφο κ. Δημήτρη Καλπάκη, ο οποίος ανταποκρίθηκε άμεσα στο αίτημα μου, όπως εξάλλου και οποιαδήποτε άλλη φορά χρειάστηκα τη βοήθεια του, και για το λόγο αυτό επιθυμώ να του εκφράσω την

8 8 ευγνωμοσύνη και τις ευχαριστίες μου. Μέρος των φωτογραφιών οφείλεται στον καλλιτέχνη-φωτογράφο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων κ. Παναγιώτη Τσιγκούλη, τον οποίο θα ήθελα να ευχαριστήσω από καρδίας. Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στο Ίδρυμα Αιγαιακής Προϊστορίας (INSTAP) για τη χρηματοδότηση της διενέργειας των σχεδίων της κεραμικής, της ραδιοχρονολόγησης και των λεπτών τομών. Οι ραδιοχρονολογήσεις των δειγμάτων άνθρακα από τις θέσεις Κρύα, Λιατοβούνι και Παλαμπούτι πραγματοποιήθηκαν από το ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος. Οι λεπτές τομές διενεργήθηκαν στο Εργαστήριο Fitch της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα. Στο Δρα Γιάννη Μανιάτη (ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος) και στη Δρα Βαγγελιώ Κυριατζή (Fitch Laboratory, Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή) εκφράζω τη βαθύτατη ευγνωμοσύνη μου για τη βοήθεια τους. Η συνάδελφος Δρ Παρασκευή Γιούνη ανέλαβε τη μελέτη των λεπτών τομών και επέλεξε μαζί μου τα δείγματα παρέχοντας μου χρήσιμες συμβουλές αναφορικά με τον τρόπο επιλογής και χρησιμότατες πληροφορίες για τις πρώτες ύλες της κεραμικής της Ηπείρου. Από τη θέση αυτή την ευχαριστώ θερμότατα. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους γονείς μου, Δημήτρη και Πηνελόπη, για την αγάπη, την υποστήριξη, τη βοήθεια και την ενθάρρυνση, που μου προσέφεραν όχι μόνο κατά τη διάρκεια εκπόνησης της διατριβής αλλά και κατά τη διάρκεια των μαθητικών και φοιτητικών μου χρόνων. Ιδιαίτερα, όμως, θα ήθελα να ευχαριστήσω το σύντροφο και συνοδοιπόρο μου στη ζωή Δρα Βασίλη Πολυχρονόπουλο και την κόρη μου Πηνελόπη. Το Βασίλη γιατί δε διαμαρτυρήθηκε ποτέ για τις ατελείωτες ώρες μελέτης και εργασίας στον υπολογιστή και προσέφερε με κάθε τρόπο τη βοήθεια του. Αφιέρωσε, δε, σημαντικό από τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του στη φιλολογική επιμέλεια των δοκιμίων της διατριβής. Την Πηνελόπη για τις ώρες που τις στέρησα με την υπόσχεση στο μέλλον να είμαι διαρκώς κοντά της. Στο Βασίλη, λοιπόν, και στην Πηνελόπη αφιερώνω τη διατριβή μου, ως ένδειξη αγάπης, ευγνωμοσύνης, και αφοσίωσης.

9 9 «( ) αυτό είναι το μόνο γνωστό δεδομένο της αρχαιολογικής έρευνας: ο Άνθρωπος. Όχι ως παραγωγός νοημάτων, αλλά ως κατασκευαστής πραγμάτων που αποκαλύπτουν την ανθρώπινη ανάγκη και υποδηλώνουν την ανθρώπινη σκέψη». Γ.Χ. Χουρμουζιάδης, 2009, 159.

10 10 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟΜΟΣ Ι Εισαγωγή Η έρευνα και τα συστήματα 6-15 ταξινόμησης της προϊστορικής κεραμικής της Ηπείρου 2. Το θεωρητικό πλαίσιο της μελέτης Η εξέταση της χειροποίητης κεραμικής από την κεντρική Ήπειρο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Οι θέσεις της Εποχής Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου στην Κεντρική Ήπειρο 1.1. Εισαγωγή Η γεωγραφία της κεντρικής Ηπείρου Η γεωγραφία του λεκανοπεδίου Η γεωγραφία της ορεινής ενδοχώρας 1.3. Οι θέσεις στο λεκανοπέδιο Δωδώνη Η αρχαιολογική έρευνα και η στρωματογραφία του Ιερού Τα προϊστορικά κατάλοιπα στη Δωδώνη Ι. Χώρος Ι ΙΙ. Χώρος ΙΙ Επισκοπή Σερβιανών Καστρίτσα Κάστρο Ιωαννίνων Κρύα Η στρωματογραφία και οι φάσεις του οικισμού Ι. Κρύα Ι ΙΙ. Κρύα ΙΙ Νεοχωρόπουλο Η ορεινή ενδοχώρα Βίτσα Ελαφότοπος Καλπάκι Κάτω Κόνιτσα Κάτω Πεδινά Λιατοβούνι Η στρωματογραφία και οι φάσεις του οικισμού Ι. Λιατοβούνι Ι 61-62

11 ΙΙ. Λιατοβούνι ΙΙ ΙΙΙ. Λιατοβούνι ΙΙΙ Μαζαράκι ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Κεραμική Η διαμόρφωση της τυπολογίας της 65 κεραμικής: οι ιδιότητες των αγγείων Μορφολογικά χαρακτηριστικά 66 Ι.1. Σχήμα Ι.2. Μέγεθος ΙΙ. Τεχνολογικά χαρακτηριστικά 68 ΙΙ.1. Η κεραμική ύλη 68 ΙΙ.2. Οι τεχνικές κατασκευής των αγγείων ΙΙ.3. Η επεξεργασία της επιφάνειας ΙΙ.4. Η όπτηση ΙΙ.5. Το χρώμα ΙΙΙ. Η διακόσμηση ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Τυπολογία Το δείγμα: Προβλήματα και δυνατότητες 3.2. Η διαμόρφωση της τυπολογίας Προβλήματα Κεραμικές ύλες και τεχνικές κατασκευής 3.4. Η διακόσμηση Πλαστική Εμπίεστη Εγχάρακτη Γραπτή Κεραμικές κατηγορίες Τυπολογία Ι. Κλειστά αγγεία 95 Ι.1. Το στόμιο Ι.2. Το χείλος Ι.3. Το σώμα Ι.4. Η βάση Ι.5. Λαβές-αποφύσεις ΙΙ. Ανοιχτά αγγεία ΙΙ.1. Το στόμιο ΙΙ.2. Το χείλος ΙΙ.3. Το σώμα ΙΙ.4. Η βάση ΙΙ.5. Λαβές-αποφύσεις ΙΙΙ. Πώμα 102 IV. Στέλεχος Οι τύποι των αγγείων

12 12 1. Κλειστά αγγεία 103 Σχήμα ΚΙ 103 Τύπος ΚΙ Τύπος ΚΙ Σχήμα ΚΙΙ 106 Σχήμα ΚΙΙΙ Τύπος ΚΙΙΙ 1 Τύπος ΚΙΙΙ Σχήμα KIV 109 Σχήμα KV 109 Τύπος KV Τύπος KV Τύπος KV Τύπος KV Τύπος KV Τύπος KV Σχήμα KVΙ Σχήμα KVΙΙ Σχήμα KVΙΙΙ 115 Σχήμα ΚΙΧ 115 Σχήμα ΚΧ Σχήμα ΚΧΙ Ανοιχτά αγγεία 117 Σχήμα ΑΙ 117 Τύπος ΑΙ Τύπος ΑΙ Τύπος ΑΙ Τύπος ΑΙ Τύπος ΑΙ Τύπος ΑΙ Σχήμα ΑΙΙ Σχήμα ΑΙΙΙ Τύπος ΑΙΙΙ 1 Τύπος ΑΙΙΙ 2 Σχήμα AIV Τύπος AIV 1 Τύπος AIV Τύπος AIV3 127 Σχήμα AV Σχήμα AVΙ Τύπος AVΙ 1 Τύπος AVΙ Σχήμα AVΙΙ Σχήμα AVΙΙΙ Τύπος AVΙΙΙ 1 Τύπος AVΙΙΙ

13 13 3. Μαγειρικά αγγεία 135 Σχήμα ΜΙ 135 Σχήμα ΜΙΙ Σχήμα ΜΙΙΙ Σχήμα ΜIV Αποθηκευτικά αγγεία 139 Σχήμα ΑΠ Ι 139 Τύπος ΑΠΙ Τύπος ΑΠΙ Τύπος ΑΠΙ Σχήμα ΑΠΙΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Το ζήτημα της οργάνωσης της κεραμικής παραγωγής στη χειροποίητη κεραμική της κεντρικής Ηπείρου ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Τυποποίηση Ι.1. Η τυποποίηση στα σχήματα των αγγείων Ι.2. Η τυποποίηση στην κεραμική ύλη Ι.3. Η τυποποίηση στην τεχνολογία κατασκευής Ι.4. Η τυποποίηση στις διακοσμητικές μεθόδους ΙΙ. Επένδυση χρόνου ΙΙΙ. Δεξιοτεχνία IV. Συμπεράσματα Β. Ανιχνεύοντας το χαρακτήρα των εγκαταστάσεων στην κεντρική Ήπειρο της εποχής του Xαλκού και Πρώιμης Εποχής Σιδήρου Ι. Μορφή και μέγεθος οικισμών ΙΙ. Η κεραμική παραγωγή ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Το ζήτημα της χρονολόγησης της χειροποίητης κεραμικής της κεντρικής Ηπείρου ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: Το ζήτημα της κατανάλωσης της χειροποίητης κεραμικής της κεντρικής Ηπείρου ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: "Περί των φαύλων και προχείρων..." ΤΟΜΟΣ ΙΙ Συντομογραφίες Βιβλιογραφία Παράρτημα Ι Λεζάντες γραφημάτων 310 Λεζάντες πινάκων

14 14 Λεζάντες σχεδίων 315 Λεζάντες εικόνων Πίνακες Σχέδια Εικόνες Παράρτημα ΙΙ: Ψηφιακός δίσκος με ΒΔ

15 15 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Η έρευνα και τα συστήματα ταξινόμησης της προϊστορικής κεραμικής της Ηπείρου. Η ιστορία της αρχαιολογικής έρευνας στην περιοχή της Ηπείρου παρουσιάζει ιδιαιτερότητα, λόγω των ρευστών γεωγραφικών της συνόρων και της καθυστερημένης, χρονολογικά, ένταξής της στο Νέο Ελληνικό Κράτος 1. Όταν το 1913 η Ήπειρος ενσωματώθηκε πλέον στο ελληνικό κράτος, δεν υπήρχαν διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι για την πραγματοποίηση συστηματικών ανασκαφών στην περιοχή. Για αυτό και οι αρχαιολόγοι περιορίστηκαν σε μικρής έκτασης επιφανειακές έρευνες 2. Η συστηματική αρχαιολογική έρευνα ξεκίνησε το 1920, όταν ο καθηγητής Γεώργιος Σωτηριάδης ως εκπρόσωπος της «Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας» ανέλαβε την ανασκαφή του Ιερού της Δωδώνης. Η θέση αποτελούσε για «την Ελληνικήν Αρχαιολογίαν και την Ελλάδα καθόλου ευγενή εθνική υπόθεση» (Πετράκος 2008, 5), καθώς σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ( ) εκεί λειτούργησε το αρχαιότερο και ως μία περίοδο μοναδικό μαντείο της Ελλάδας. Αργότερα, οι ανασκαφές στη Δωδώνη, του καθηγητή και μέλους της Αρχαιολογικής Εταιρείας Δημήτριου Ευαγγελίδη, έφεραν στο φως για πρώτη φορά λείψανα του προϊστορικού πολιτισμού στην Ήπειρο, διευρύνοντας σύμφωνα με το Δάκαρη την ιστορία του Ιερού κατά μια χιλιετηρίδα (Δάκαρης 1960, 157). Κατά τη διάρκεια των ερευνών του στο ανατολικό τμήμα του χώρου σημείωνε χαρακτηριστικά: «Το τελευταίον κατώτατον στρώμα πάχους 0.40μ. φθάνον μέχρι του φυσικού εδάφους είναι καθαρώτερον, αποτελείται εκ χώματος καστανού το πλείστον με ολίγους χάλικας και περιέχει πολλά όστρακα και οστά. 1 Η περιοχή της Ηπείρου αποτελούσε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα το μήλο της έριδας μεταξύ της Ελλάδας και της Αλβανίας, Liakos 2007, Το 1913, ο Δημήτριος Ευαγγελίδης ταξίδεψε ως επιμελητής αρχαιοτήτων στη γειτονική Αλβανία με κύριο σκοπό την αρχαιολογική εξερεύνηση της χώρας. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα έφερε μαζί του ένα μικρό αριθμό επιγραφών από τα χωριά της τότε βορείου Ηπείρου - σημερινής νότιας Αλβανίας (Χιμάρα, Φοινίκη, Τεπελένι, κοιλάδα Δρίνου), Ευαγγελίδης 1914, Ορισμένες από τις επιγραφές εκτίθενται στο ανακαινισμένο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων (στο εξής Α.Μ.Ι.), στην ενότητα Παλαιοί μύθοι και νέες λατρείες (Α.Μ.Ι. 408, 410).

16 16 Είναι το προϊστορικόν στρώμα, το οποίο φαίνεται, εκτείνεται εις όλον τον χώρον της ανασκαφής αλλά δε σώζει, όσον τουλάχιστον ανεσκάφη, ίχνος τι κατασκευής» (Ευαγγελίδης 1931, 85). Ο Ευαγγελίδης εύστοχα παρατήρησε ότι «ουδεμία στρωματογραφική παρατήρησις εγένετο δυνατόν να καταρτισθή ένεκα του μικρού πάχους του προϊστορικού στρώματος» (Ευαγγελίδης 1935, 195). Ωστόσο, προχώρησε στην παρουσίαση των ευρημάτων της Εποχής του Χαλκού από τη Δωδώνη, καθώς «συνέδεσαν τουλάχιστον την Ήπειρον με την προϊστορίαν της λοιπής Ελλάδος και θα μας επιτρέψουν ίσως βαθμηδόν να διεισδύσωμεν με κάποιαν ασφάλειαν εις το ημίφως της παραδόσεως που οδηγεί εις την πραγματικήν ιστορίαν» (Ευαγγελίδης 1935, 194). Με βάση τα χαρακτηριστικά του πηλού και τη μορφολογία των αγγείων, ο Ευαγγελίδης διέκρινε δύο κεραμικές κατηγορίες: τα «απλά» μονόχρωμα αγγεία και εκείνα που έφεραν ανάγλυφη διακόσμηση. Εξέτασε, επίσης, τους τύπους των λαβών και των βάσεων των σκευών αναζητώντας τυπολογικά παράλληλα στις περιοχές της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Αιτωλοακαρνανίας και των Ιόνιων νήσων. Την εποχή εκείνη στην Ευρώπη επικρατούσε η πολιτισμική-ιστορική προσέγγιση, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της οποίας βρισκόταν η χρονοτυπολογική και γεωγραφική ταξινόμηση των πολιτισμών με απώτερο στόχο την κατανόηση της ιστορίας των λαών (Trigger 2005, ). Επηρεασμένος, λοιπόν, από το πνεύμα της εποχής, ο Ευαγγελίδης επιχείρησε την ιστορική ανασύνθεση του παρελθόντος και τη σύνδεση των προϊόντων του υλικού πολιτισμού της Ηπείρου με συγκριμένες πολιτισμικές ομάδες. Ωστόσο, επεσήμανε ότι, εξαιτίας του ότι η αρχαιολογική έρευνα στην Ήπειρο βρισκόταν σε εμβρυακό στάδιο, η όποια εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με την εθνολογική σύσταση του πληθυσμού της περιοχής, θα ήταν παρακινδυνευμένη (Ευαγγελίδης 1935, 212). Για αυτό το λόγο, απέρριψε την πρόταση του Hammond για τη σύνδεση της κεραμικής με ανάγλυφη διακόσμηση με το επεισόδιο της «καθόδου των Δωριέων» 3. 3 Στο άρθρο του Epirus and the Dorian Invasion ο Hammond δημοσίευσε για πρώτη φορά κεραμική της προϊστορικής περιόδου από διάφορες θέσεις της Ηπείρου (Δωδώνη, Κουτσελιό, Τέροβο, Ξερακιά Άρτας), την οποία συγκέντρωσε ο ίδιος στην επτάμηνη

17 17 Συνοδοιπόρος του Δημήτριου Ευαγγελίδη και συνεχιστής μετά το θάνατό του, στην ανασκαφή της Δωδώνης, υπήρξε από το 1952, ο τότε επιμελητής αρχαιοτήτων και αργότερα καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Σωτήρης Δάκαρης. Υπήρξε ο ανασκαφέας προϊστορικών θέσεων, όπως αυτές στη Δωδώνη (οικισμός;), στην Καστρίτσα (οικισμός;), στο Νεοχωρόπουλο (τάφος), στην Κίπερη (θολωτός τάφος), στην Εφύρα (Ακρόπολη και τύμβοι) και στο Ζαγόρι (κιβωτιόσχημοι τάφοι Καλπακίου), ενώ οι δημοσιεύσεις του για την Ήπειρο της Εποχής του Χαλκού έθεσαν τις βάσεις για τη μετέπειτα έρευνα. Πιστός στη μακρά παράδοση της Ομηρικής Αρχαιολογίας στην Ελλάδα, o Δάκαρης αναζήτησε σχέσεις μεταξύ των όσων αναφέρονταν στην επική παράδοση και των υλικών καταλοίπων της Ηπείρου. Χαρακτηριστική υπήρξε η ταύτιση των οικιστικών λειψάνων, τα οποία εντοπίστηκαν σε φυσικά οχυρωμένο λόφο απέναντι από το Νεκρομαντείο, με την ομηρική πόλη Εφύρα (Δάκαρης 1976, 80-88). Στη μελέτη του για το αρχαιολογικό υλικό από τους πρόποδες του λόφου της Καστρίτσας αναγνώρισε την απουσία στρωματογραφίας και προχώρησε στην πρώτη τυπολογική κατάταξη της χειροποίητης προϊστορικής κεραμικής από την Ήπειρο. Ακολουθώντας τις μεθοδολογικές και ερμηνευτικές απόψεις της εποχής, ταξινόμησε χωρο-χρονο-τυπολογικά την κεραμική σε τέσσερις κατηγορίες βασισμένος στις ομοιότητες κάθε κατηγορίας με κεραμικές κατηγορίες της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και των νησιών του Ιονίου (Δάκαρης 1951, , ). Οι κατηγορίες και η ερμηνεία τους ήταν οι εξής: 1. Κατηγορία Ι: κεραμική με εγχάρακτη διακόσμηση. Παρουσίαζε ομοιότητες με την αντίστοιχη από τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τα Ιόνια νησιά και θεωρήθηκε προϊόν των κατοίκων του νεολιθικού σπηλαίου της Καστρίτσας (Δάκαρης 1951, ). 2. Κατηγορία ΙΙ: κεραμική με πλαστική διακόσμηση. Η πλαστική διακόσμηση συνίστατο από ανάγλυφες ζώνες του τύπου της αλυσίδας ή του περιπλάνηση του από τον ποταμό Αώο έως τα σύνορα της Ηπείρου με την Ακαρνανία, Hammond , 1. Σύμφωνα με τον Dickinson (2006, 4), o Hammond υπήρξε ο εισηγητής της άποψης ότι οι κάτοικοι της Ηπείρου κατάγονται από τους Δωριείς, λόγω του συντηρητικού αγροτικού τρόπου διαβίωσης τους.

18 18 σχοινιού και από δισκάρια, που θυμίζουν κομβία ή κεφάλια καρφιών τοποθετημένα ανομοιόμορφα στο σώμα του αγγείου. Αναγνωρίστηκε ως δημιούργημα των προελληνικών φύλων, που κατοικούσαν στην Ήπειρο «κατά την α εποχή του Χαλκού» (Δάκαρης 1964, 2). Σύμφωνα με το Δάκαρη, η κεραμική αυτή παρέμεινε αναλλοίωτη έως και το τέλος του 5 ου αι. π.χ. και ανήκε σε μια κοινή παράδοση, που απλωνόταν σε όλη σχεδόν τη λεκάνη της Μεσογείου. 3. Κατηγορία ΙΙΙ: κεραμική καστανομέλανη και μελανή. Ο πυρήνας της κεραμικής ύλης των αγγείων αυτής της κατηγορίας ήταν ερυθρός, μελανότεφρος ή μελανός. Τα τοιχώματα ήταν ως επί το πλείστον λεπτά. Η πλειονότητα των οστράκων ανήκε σε μικρά σφαιρικά κύπελλα. Ο Δάκαρης τοποθέτησε την εμφάνιση της στο τέλος της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και τη συνέδεσε με την άφιξη στην περιοχή, του πρώτου Ελληνικού φύλου, των Θεσπρωτών. Επεσήμανε τις ομοιότητες με την κατηγορία των μελανών μονόχρωμων αγγείων της Δυτικής Ελλάδας, τα οποία έχουν εντοπιστεί από τη Λευκάδα έως τη Μεσσηνία. 4. Κατηγορία ΙV: αμαυρόχρωμη γραπτή κεραμική, τύπου Μπουμπούστι 4. Η κεραμική αυτή διακρίθηκε σε δύο υποκατηγορίες: α. άνευ επιχρίσματος και β. με επίχρισμα. Θεωρήθηκε προϊόν του νεοαφιχθέντος, στα μέσα του 12 ου αιώνα π.χ., στην Ήπειρο από τη δυτική Μακεδονία, φύλου των Μολοσσών 4 Ο όρος αμαυρόχρωμη κεραμική χρησιμοποιήθηκε στην περιγραφή μίας κεραμικής κατηγορίας διακοσμημένης με θαμπή βαφή, η οποία εντοπίστηκε για πρώτη φορά από τους A. Furtwängler και G. Loeschke, το 1879, στο υλικό από τον Ταφικό Κύκλο Α των Μυκηνών. Σύντομα, υιοθετήθηκε από το σύνολο των ερευνητών για κεραμικές κατηγορίες διαφορετικής χρονολογικής και γεωγραφικής προέλευσης (τη χειροποίητη γραπτή κεραμική της Νεότερης Νεολιθικής, τη χειροποίητη γραπτή κεραμική της Μέσης Εποχής του Χαλκού, τη χειροποίητη κεραμική της Ύστερης Εποχής του Χαλκού με τη δίχρωμη και μονόχρωμη διακόσμηση και την αμαυρόχρωμη κεραμική της Εποχής του Σιδήρου). Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκαν και άλλοι όροι, που σε ορισμένες περιπτώσεις συνδέονταν με τον τόπο εύρεσής της κεραμικής: δωρική κεραμική (Schahermeyer 1980, ), βορειοδυτική αμαυρόχρωμη (Heurtley 1926/7, ), κεραμική τύπου Μπουμπούστι (Heurtley 1926/7, ), κεραμική τύπου Δέβολη (Prendi and Budina 1971, 143) και νοτιο-ιταλικός ή Ιαπυγικός πρωτογεωμετρικός ρυθμός (Yntema 1990, 19, 23). Πρόσφατα, προτάθηκε ο όρος «Νότια Αμαυρόχρωμη κεραμική» (South Matt painted ware) από τους Μόσχο και Dietz (2006, 60) για την κεραμική από την Αιτωλοακαρνανία (Πάμφιο, Χαλκίδα, Σταμνά, Καλυδώνα και Πλευρώνα) και την αντίστοιχη από τη Φθιώτιδα (Κύνος, Αγία Παρασκευή).

19 19 (Schachermeyer 1980, Dakaris 1985, Vokotopoulou 1985, Καραμήτρου Μεντεσίδη 1999, 127, 129). Στην αρχαιολογική έρευνα της χειροποίητης κεραμικής της Εποχής του Χαλκού στην Ήπειρο, η τυπολογική αυτή ταξινόμηση κατέχει κεντρική θέση. Παράλληλα, τα συμπεράσματα του Δάκαρη στο άρθρο για τους κιβωτιόσχημους τάφους από το Καλπάκι (Δάκαρης 1956α) θίγουν τα κυριότερα ζητήματα, που απασχόλησαν και απασχολούν τους ερευνητές της Εποχής του Χαλκού στην Ήπειρο έως σήμερα. Τα ασφαλώς χρονολογημένα «μυκηναϊκά» αγγεία των τάφων οδήγησαν στη βέβαιη χρονολόγησή του συνόλου στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, γεγονός που σημειωνόταν για πρώτη φορά στην Ήπειρο (Δάκαρης 1956α, 146). Τόσο ο Ευαγγελίδης (1935, 195) όσο και ο Δάκαρης (1952, ), είχαν επισημάνει κατά τη συζήτηση των ερευνητικών τους αποτελεσμάτων στη Δωδώνη και Καστρίτσα αντίστοιχα, ότι το ζήτημα της χρονολόγησης, στην έρευνα της προϊστορικής περιόδου της περιοχής, ήταν θεμελιώδες λόγω του προβληματικού χαρακτήρα της στρωματογραφίας των θέσεων και του ιδιαίτερα συντηρητικού χαρακτήρα του πολιτισμού της περιοχής. Σύμφωνα με το Δάκαρη (1956, 147) η γεωγραφική θέση της Ηπείρου, στις παρυφές της Ελληνικής χερσονήσου την ανήγαγε σε σημείο συνάντησης και συγχώνευσης δύο πολιτισμών, του κεντροευρωπαϊκού και του «ελληνικού-μυκηναϊκού». Κατά συνέπεια, σύμφωνα με εκείνον, ο προσδιορισμός της πολιτισμικής ταυτότητας της περιοχής μοιραία στηρίζεται στην αναζήτηση διαχρονικά αναλογιών και ομοιοτήτων με γειτονικές πολιτισμικές ενότητες. Οι απόψεις αυτές αντιμετωπίζουν την Ήπειρο ως ετερόφωτη οντότητα και ως χωνευτήρι πολιτισμικών στοιχείων των γειτονικών περιοχών. Η μορφή των τάφων του Καλπακίου και τα ευρήματα τους, όπως αναφέρει ο Δάκαρης (1956α, 149) «[..] παρέχουν την πρώτην συγκεκριμένην απόδειξιν περί της ελληνικότητας των ηπειρωτικών φύλων κατά τους υστεροελλαδικούς χρόνους». Το γεγονός ότι η τοπική κεραμική συνυπήρχε με τη «μυκηναϊκή» υποδήλωνε ότι οι δημιουργοί της ήταν Έλληνες 5. Όσον αφορά στην παρουσία της «μυκηναϊκής» κεραμικής, ο 5 Πολύς λόγος είχε γίνει κατά καιρούς σχετικά με την ελληνικότητα των κατοίκων της περιοχής. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της άποψης ότι ήταν Δωριείς με προέλευση

20 20 Δάκαρης θεωρούσε ότι η Ήπειρος βρισκόταν σε στενή επαφή με τους «Αχαιούς», ιδιαίτερα εκείνους που κατοικούσαν στα νησιά του Ιονίου και τη Θεσσαλία. Επιπροσθέτως, σημείωνε ότι οι επαφές ήταν εντονότερες στις παράλιες περιοχές από ότι στην ενδοχώρα, και ότι τα «μυκηναϊκά» προϊόντα μαρτυρούσαν την ύπαρξη ανταλλακτικού εμπορίου (Δάκαρης 1956α, 152). Στο θεμελιώδες έργο του Epirus: The Geography, the Ancient Remains, the History and the Topography of Epirus and Adjacent area (1967) ο Άγγλος ιστορικός Nicholas Hammond υιοθέτησε την κεραμική κατηγοριοποίηση του Δάκαρη. Επιχείρησε, μάλιστα, τη σύνδεσή της με έθνη «που άφησαν ίχνη στην περιοχή, όπως μαρτυρούν και τοπωνύμια, θρύλοι, αρχαίες πηγές» (Σουέρεφ 2001, 18). Σύμφωνα με τον Hammond η υιοθέτηση ή εγκατάλειψη μίας κεραμικής κατηγορίας βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με τη μετακίνηση, μετανάστευση ή εισβολή μίας ανθρώπινης ομάδας στην περιοχή. Η κεραμική διαφοροποίηση, επομένως, έβαινε παράλληλα με την ομοιογένεια ή ανομοιογένεια του πληθυσμού της. Κύριος στόχος της εργασίας του Άγγλου ιστορικού ήταν η απόδειξη της ελληνικότητας των κατοίκων της Ηπείρου κατά την αρχαιότητα. Από την άποψη αυτή ήταν σημαντικό να δείξει τις πολιτισμικές συγγένειες κατά την Εποχή του Χαλκού της Ηπείρου με τη γειτονική Μακεδονία, την οποία ο Heurtley είχε ήδη τοποθετήσει στον Αιγαιακό πολιτισμό στο βιβλίο του Prehistoric Macedonia (1939). Προς αυτή την κατεύθυνση, ο Hammond αναζήτησε επιχειρήματα τόσο ανάμεσα στις φιλολογικές μαρτυρίες όσο και στα δεδομένα από τις μέχρι τότε αρχαιολογικές έρευνες (1976, 135) τονίζοντας παράλληλα τον κομβικό ρόλο της περιοχής μεταξύ των Βαλκανίων και της νοτίου Ελλάδας (Σουέρεφ 2001, 19). Ανάλογες απόψεις, χωρίς όμως την αναλυτική τεκμηρίωση του Hammond είχε εκφράσει την ίδια περίπου εποχή και ο Ιταλός ιστορικός Ettore Lepore (1962) στη μελέτη του Ricerche sull antico Epiro. Le origini storiche e gli interessi Greci. από τη βόρεια Ευρώπη, ένα τμήμα τους εγκαταστάθηκε στην Ήπειρο ενώ ένα άλλο συνέχισε την πορεία προς τα νότια, όπου, αφού κατέστρεψε, κατέκτησε τα κέντρα του Μυκηναϊκού πολιτισμού (Hammond , ).

21 21 Νέα ώθηση στην έρευνα της ηπειρωτικής προϊστορίας σημειώθηκε με τις εργασίες του Ken Wardle. Ο τελευταίος πρόσθεσε στις κεραμικές κατηγορίες του Δάκαρη μία πέμπτη, αυτή της πορτοκαλέρυθρης κεραμικής. Στην αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή του The Greek Bronze Age West of the Pindus (1972), υποστήριξε ότι η πορτοκαλέρυθρη κεραμική αποτέλεσε την κύρια κεραμική κατηγορία των τελευταίων χρόνων της Εποχής του Χαλκού και την πρώτη που κατασκευάστηκε από τους ντόπιους κεραμείς με τη χρήση του κεραμικού τροχού. Την ίδια άποψη εξέφρασε λίγα χρόνια αργότερα στο συνθετικό άρθρο του Cultural Groups of the Late Bronze and Early Iron Age in North-West Greece (1977), τονίζοντας ότι ίσως ήταν η πρώτη κεραμική, που παρήχθη σε οργανωμένο εργαστήριο. Έως τότε, κατά τους περισσότερους μελετητές, η κεραμική θα πρέπει να αποτελούσε προϊόν που παραγόταν από κάθε νοικοκυριό για να καλύψει τις ανάγκες του. Ο Wardle διαφοροποιήθηκε, επίσης, ελαφρά από το Δάκαρη διατυπώνοντας την άποψη ότι οι κεραμικές κατηγορίες ΙΙ και ΙΙΙ μπορούσαν να αντιμετωπιστούν έως μία, καθώς, μακροσκοπικά τουλάχιστον, δεν υπήρχαν διακριτές διαφορές στην κεραμική ύλη και στο ψήσιμο των αγγείων των κατηγοριών αυτών (Wardle 1977, 181). Όσον αφορά στην αμαυρόχρωμη κεραμική, διατύπωσε την άποψη ότι παρουσίαζε στενή ομοιότητα με την πορτοκαλέρυθρη ως προς την προετοιμασία και την όπτηση του πηλού και υποστήριξε ότι η παραγωγή και των δύο κατηγοριών ήταν αδύνατο να τοποθετηθεί νωρίτερα από τον 11ο αι. π.χ. Η Ιουλία Βοκοτοπούλου στη μονογραφία της για τα νεκροταφεία της Βίτσας Ζαγορίου (1986) αφιέρωσε σημαντικό τμήμα στη συζήτηση γύρω από την προέλευση καταγωγή της αμαυρόχρωμης κεραμικής 6 καταλήγοντας στο 6 Όσον αφορά στην προέλευση και τους φορείς της αμαυρόχρωμης κεραμικής οι απόψεις διίστανται. Τρεις είναι οι επικρατέστερες ερμηνείες σύμφωνα με τις οποίες η αμαυρόχρωμη κεραμική: α. δημιουργήθηκε ως μίμηση της μυκηναϊκής κεραμικής (Hochstetter 1982, Hochstetter 1984, ), β. προήλθε απευθείας από τη μεσοελλαδική κεραμική και διαδόθηκε διαμέσου των μεταναστεύσεων των φύλων (Βοκοτοπούλου 1986, 268) και γ. επηρεάστηκε από τη μεσοελλαδική κεραμική, την οποία οι δημιουργοί της γνώρισαν μέσω των επαφών τους με τα γειτονικά φύλα (Horejs 2003, , ). Οι Αλβανοί αρχαιολόγοι υποστήριξαν ότι η παραγωγή της αμαυρόχρωμης κεραμικής στην πεδιάδα της Κορυτσάς ξεκίνησε στο 12 ο ενδεχομένως και στο 13 ο αι. π.χ. (Vokotopoulou 1985, 157). Επιπροσθέτως, διατύπωσαν την άποψη ότι

22 22 συμπέρασμα ότι προήλθε από την αντίστοιχη μεσοελλαδική κατηγορία. Η ίδια ερευνήτρια μέσα από την αναλυτική παρουσίαση των ταφικών κτερισμάτων, αναφέρθηκε επίσης διεξοδικά στη χειροποίητη κεραμική της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (Βοκοτοπούλου 1986, ) 7. Διέκρινε σε αυτή τρεις κεραμικές ενότητες, οι οποίες βρισκόταν σε παράλληλη χρήση από τα μέσα του 9 ου έως τον 7 ο αι. π.χ. και αναγνώρισε τη λειτουργία τεσσάρων εργαστηρίων παραγωγής αγγείων (Α, Β, Γ, και Δ, Βοκοτοπούλου 1986, ) 8. Την κατηγοριοποίηση του Wardle υιοθέτησε και ο Thomas Tartaron στη μελέτη του Bronze Age settlement and subsistence in Southwestern Epirus, Greece (2004) 9. Η εργασία του βασίστηκε στο υλικό των επιφανειακών ερευνών, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο Νομό Πρεβέζης από το 1992 έως το 1994 υπό τη διεύθυνση των James Wiseman και Κωνσταντίνου Ζάχου 10. Ο Tartaron στο κεφάλαιο της διατριβής του σχετικά με την προϊστορική ηπειρωτική κεραμική παρέθεσε στοιχεία για την τεχνολογία κατασκευής, τα σχήματα και τη χρήση των αγγείων, ενώ έκανε αναφορές και σε τυπολογικά παράλληλα από τον ελλαδικό χώρο και τις γειτονικές χώρες προκειμένου να συζητήσει την χρονολόγηση, τα συστήματα εμπορίου και το δίκτυο των επαφών. Επίσης, μέσα από τις κεραμικές μαρτυρίες αναζήτησε στοιχεία για την κοινωνική και επρόκειτο για καθαρά ιλλυρική κεραμική, η οποία ξεχώριζε για τις τοπικές στιλιστικές ιδιαιτερότητες της και διαδόθηκε από εκεί στην Μακεδονία και στην Ήπειρο (Prendi 1984, ). Στην περιοχή της Ιταλίας, δείγματα αμαυρόχρωμης κεραμικής εντοπίστηκαν αποκλειστικά στο Νότο (Yntema 1990). 7 Οι μόνες αναφορές στην κεραμική από τα νεκροταφεία της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου περιορίζονται στην παρουσίαση των ταφικών κτερισμάτων από τη Βίτσα (Βοκοτοπούλου 1986), το Λιατοβούνι (Ντούζουγλη 1996, Douzougli and Papadopoulos 2011, 1-87) και το Πωγώνι (Ανδρέου και Ανδρέου 1999, 77-90). Μία προσπάθεια σύνοψης των δεδομένων περιλαμβάνεται στο άρθρο του Δάκαρη, Epiro e Magna Grecia fino all eta Archaica, στο συνέδριο του Τάραντα Magna Grecia, Epiro e Macedonia, το Πρόσφατα (2007), η Πλιάκου παρουσίασε αναλυτικά την κεραμική της Πρώιμης Εποχής Σιδήρου από τα οικιστικά σύνολα του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων. 8 Σε παλαιότερο άρθρο της η Βοκοτοπούλου περιγράφει συνοπτικά την κατάσταση, που επικρατούσε στην Ήπειρο κατά τον 8 ο και 7 ο αι. π.χ. βάσει των ανασκαφών της στην Άρτα και στη Βίτσα (1982, ). 9 Η μονογραφία του Tartaron συμπεριλήφθηκε στο κεφάλαιο αυτό, παρόλο που βασίζεται σε υλικό από το Νομό Πρεβέζης, λόγω της διεξοδικής αναφοράς του στις κατηγορίες της ηπειρωτικής κεραμικής της Εποχής του Χαλκού. 10 Μία πρώτη σύντομη παρουσίαση της «μυκηναϊκής» κεραμικής από την Ήπειρο περιλαμβάνεται στο άρθρο των Tartaron and Zachos 1999.

23 23 οικονομική οργάνωση των τοπικών κοινοτήτων. Στην ίδια κατεύθυνση, στη βάση των μυκηναϊκού χαρακτήρα στοιχείων κινήθηκε και η μελέτη του Κωνσταντίνου Σουέρεφ (2001). Η μελέτη αυτή συγκεντρώνει και αναλύει με συστηματικό τρόπο τα μέχρι τότε γνωστά - μυκηναϊκού ρυθμού- δεδομένα από την Ήπειρο 11. Ο Γιώργος Παπαϊωάννου (2004) συνδυάζοντας τα δεδομένα της έρευνας όλων των προηγούμενων μελετητών με την ποσοτική ανάλυση (quantitative approach) της κεραμικής από τον οικισμό του Λιατοβουνίου στη Κόνιτσα, προχώρησε σε μία νέα, ενιαία κατηγοριοποίηση της κεραμικής της Ηπείρου. Διέκρινε τέσσερις κατηγορίες στις οποίες έδωσε αντίστοιχα την ονομασία Ήπειρος 1, 2, 3 και 4. Η πρώτη κατηγορία αντιστοιχεί στις κατηγορίες ΙΙ και ΙΙΙ του Δάκαρη και διαιρείται σε τρεις υποκατηγορίες από τις οποίες η πρώτη (1α) περιλαμβάνει χονδροειδή κεραμική, η δεύτερη (1β) ημιχονδροειδή και η τρίτη (1γ) κεραμική, που μιμείται μινυακά πρότυπα. Στη δεύτερη κατηγορία κατατάσσονται τα αγγεία με αμαυρόχρωμη διακόσμηση (κατηγορία IV Δάκαρη), στην τρίτη τοποθετείται η αποκαλούμενη από τον Wardle πορτοκαλέρυθρη κεραμική ενώ την τέταρτη και τελευταία κατηγορία συγκροτούν τα εισηγμένα «μυκηναϊκά» αγγεία. Κάθε μία από τις παραπάνω κατηγορίες παρουσιάζεται αναλυτικά ως προς το σχήμα, τη χρήση, τη μορφή, τη διακόσμηση, τη χρονολόγηση και τη γεωγραφική της κατανομή σε μια προσπάθεια να προσδιοριστούν συγκεκριμένες πολιτισμικές περιοχές στον Ηπειρωτικό χώρο. Η ταξινόμηση της κεραμικής σε κατηγορίες, η χρονολόγηση και η αναζήτηση των γεωγραφικών συσχετισμών της με στόχο τον προσδιορισμό της εθνοτικής ταυτότητας των πληθυσμών της περιοχής κατά την Εποχή του Χαλκού ή των πολιτισμικών και οικονομικών τους σχέσεων αποτέλεσαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό το κύριο μέλημα της πλειονότητας των μελετητών της προϊστορικής Ηπείρου τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 21 ου αι. Οι στόχοι αυτοί ήταν βέβαια συμβατοί και με τις δεσπόζουσες κατευθύνσεις της 11 Μια πρώτη παρουσίαση των δεδομένων αυτών γίνεται στο άρθρο του Α. Παπαδόπουλου «Η Εποχή του Χαλκού στην Ήπειρο» (1976).

24 24 αρχαιολογικής έρευνας στην περιοχή του Αιγαίου 12. Τις τελευταίες δεκαετίες ωστόσο, στην αρχαιολογία γενικότερα και στην Αιγαιακή προϊστορία ειδικότερα, είναι έντονες οι τάσεις για την αναπροσαρμογή των στόχων αυτών, όσο αφορά στη μελέτη και κατανόηση της κεραμικής αλλά και άλλων κατηγοριών του υλικού πολιτισμού. Στη βάση των αλλαγών στις αναζητήσεις της αρχαιολογικής έρευνας τα τελευταία χρόνια βρίσκονται από τη μια η κατανόηση της συμβολικής σημασίας του υλικού πολιτισμού ως στοιχείου που χρησιμοποιείται ενεργητικά στη διατύπωση των αντιλήψεων και των προθέσεων των ανθρώπων και από την άλλη η αναγνώριση και κατά συνέπεια και η αναζήτηση του ενεργού ρόλου των υποκειμένων στις πολιτισμικές διαδικασίες του παρελθόντος (Κωτσάκης 2002, 18). 2. Το θεωρητικό πλαίσιο της μελέτης Η κεραμική αποτελεί μία από τις πολυπληθέστερες και συχνότερες μαρτυρίες του υλικού πολιτισμού, γεγονός που οφείλεται στο χαμηλό κόστος παραγωγής της και στην αντοχή της στη βακτηριδιακή αποσάθρωση και οξείδωση του εδάφους. H σκιαγράφηση της κεραμικής πολυμορφίας και διαφοροποίησης στηρίχτηκε αρχικά στην παραδοσιακή εξελικτική τυπολογική ανάλυση. Οι παράμετροι του χρόνου και του χώρου αποτέλεσαν τους κύριους ερμηνευτικούς της άξονες. Η τυπολογία επικεντρώθηκε στη χρονολόγηση των αρχαίων αντικειμένων και στη γεωγραφική συσχέτιση των τύπων με τους αντίστοιχους των γειτονικών περιοχών (Κωτσάκης 1983, 147 Arnold 1985, 1 Trigger 2005, 208). Προέκυψαν, κατά συνέπεια, ποικίλες πολιτισμικές ομάδες, κάθε μια από τις οποίες αποτελούνταν από συγκεκριμένους τύπους αντικειμένων, οι οποίοι επαναλαμβάνονταν σταθερά στο χώρο και παρέμεναν αναλλοίωτοι. Η οιαδήποτε αλλαγή ερμηνευόταν ως αποτέλεσμα μετακίνησης, εισβολής ή μετανάστευσης ανθρώπινων ομάδων. Με αυτό τον τρόπο καθίστατο εφικτή η σύνδεση των ιστορικών κρατών με τις πολιτισμικές ομάδες της αρχαιότητας και αποδεικνυόταν η εθνική ταυτότητα και η ιστορικότητα τους (Κωτσάκης 1983, ). Όσον αφορά στη μελέτη της ποικιλομορφίας της 12 Για μια ανασκόπηση της εξέλιξης της Αιγαιακής προϊστορίας βλ. Andreou 2005,

25 25 κεραμικής, περιορίστηκε στην κατάρτιση τυπολογικών πινάκων βασιζόμενων στα μορφολογικά και στιλιστικά χαρακτηριστικά των αγγείων. Τη δεκαετία του 1960 με κύριο εκφραστή τον Lewis Binford ( ) η έρευνα προσέλαβε κοινωνικές διαστάσεις. Δόθηκε έμφαση στη λειτουργική διάσταση του υλικού πολιτισμού και η κεραμική αντιμετωπίστηκε ως παθητική αντανάκλαση του κοινωνικο-πολιτισμικού συστήματος. Το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην παραγωγή και στη χρήση, ενώ η τεχνολογία αντιμετωπίστηκε ως ένας τρόπος προσαρμογής του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον. Ωστόσο, ο ρόλος του υλικού πολιτισμού, όπως έχει προταθεί, δεν είναι παθητικός, δεν καθρεφτίζει απλά τις αρχαίες κοινωνίες, αλλά τις δημιουργεί μέσα από την ανθρώπινη δράση (Hodder 1986, 6). «Εάν υπάρχει ανθρώπινη δράση τότε υπάρχει και υλική δράση» (Malafouris 2007, 22, έμφαση της γράφουσας). Ειδικότερα, ο μετασχηματισμός του πηλού σε δρών αντικείμενο - την κεραμική - ενσωματώνει ένα σύνολο πολιτισμικών και κοινωνικών αξιών, που εκφράζονται μέσα από τα τεχνολογικά, μορφολογικά και στιλιστικά γνωρίσματα του αντικειμένου (Κωτσάκης 2008, 31). Τα τρία αυτά στοιχεία αντιμετωπίστηκαν για πρώτη φορά ως σύνολο στη διατύπωση της έννοιας του τεχνολογικού στυλ από την Lechtman [2006 (1977), ]. Όπως υποστηρίζει η Dobres, (1999,128 Dobres and Robb 2000, 96-97) μέσω της τεχνολογίας εκφράζονται κοινωνικές σχέσεις και αντιλήψεις για τον κόσμο, ενώ παράλληλα υλοποιούνται οι απόψεις των ανθρώπων για τον τρόπο παραγωγής και χρήσης των υλικών αντικειμένων. Επομένως, ο ενδεικτικότερος τρόπος για τη μελέτη της κεραμικής, είναι η ανασύνθεση των διαδοχικών σταδίων παραγωγής 13 σε συνδυασμό με τη μελέτη της «πολιτισμικής βιογραφίας» των αγγείων (Kopytoff 1986). Ως παραγωγή ορίζεται η διαδικασία κατασκευής και δημιουργίας, 13 Τα διαδοχικά στάδια παραγωγής εξετάζονται υπό το πρίσμα της έννοιας της "ακολουθίας εγχειρημάτων" ή "εγχειρηματικής αλυσίδας", που εισήχθη από τον Mauss (1935) και τον Leroi-Gourhan (1964) και περιλαμβάνει μια σειρά από επιλογές κατά την προμήθεια της πρώτης ύλης, την κατασκευή και την όπτηση των αγγείων.

26 26 συμπεριλαμβανομένων των υλικών αντικειμένων και των εμπλεκομένων τεχνικών (Miller 2007, 5). Σύμφωνα με τον van der Leew (1993, 241) «οι επιλογές παρά οι πρώτες ύλες και τα εργαλεία είναι κρίσιμες για τον προσδιορισμό της φύσης και του σχήματος ενός προϊόντος, την αποτελεσματικότητα του και τη διάρκεια ζωής του». Το σύνολο των κοινωνικών γνώσεων και απόψεων, που καθορίζουν τις επιλογές των κατασκευαστών στα διάφορα τεχνολογικά στάδια παραγωγής ενός αγγείου 14, συνιστά μία τεχνολογική παράδοση. Οι κεραμείς έχουν την δυνατότητα να προσαρμοστούν σε όποιο βαθμό επιθυμούν με τους κανόνες και τους περιορισμούς της τεχνολογικής παράδοσης στο πλαίσιο της οποίας δρουν. Όταν οι άνθρωποι που παράγουν ένα αντικείμενο είναι λιγότεροι από εκείνους που το καταναλώνουν, τότε γίνεται λόγος για εξειδίκευση (Costin 2001, 276). Ενδεικτική της εξειδίκευσης είναι η τυποποίηση. Αποτελεί συνώνυμο της απουσίας ποικιλομορφίας και σε ορισμένες περιπτώσεις σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική ή την οικιστική οργάνωση των κεραμέων (Kramer 1985,118). Έχει επιπτώσεις σε όλους τους τομείς των οικονομικών δραστηριοτήτων που συνδέονται με την κεραμική: την παραγωγή, την κατανάλωση και τη διακίνηση (Rice 1987, 202 Berg 2004, 76). Οι Costin και Hagstrum τη διακρίνουν σε σκόπιμη και μηχανική (1995, 622) 15. Η σκόπιμη τυποποίηση αναφέρεται σε χαρακτηριστικά, που ελέγχει ο κεραμέας, και σχετίζονται με τη χρήση και την κοινωνική ή πολιτιστική λειτουργία της κεραμικής (σχήμα, μέγεθος, κεραμική ύλη, τεχνολογία κατασκευής και διακόσμηση). Όσον αφορά στον τομέα της οργάνωσης της κεραμικής παραγωγής, η σκόπιμη τυποποίηση παρέχει ελάχιστες πληροφορίες, καθώς αποτελεί λειτουργική αναγκαιότητα. Η μηχανική τυποποίηση, από την άλλη, συνδέεται με την ακούσια επανάληψη συγκεκριμένων χαρακτηριστικών από τον κεραμέα. Kάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, μπορεί να είναι ενδεικτική μαζικής και εντατικής κεραμικής παραγωγής, στην οποία μετέχει μικρός αριθμός κατασκευαστών. 14 Τα τεχνολογικά στάδια παραγωγής περιλαμβάνουν: την πρώτη ύλη, τα εργαλεία, τις πηγές ενέργειας (χέρια ή τροχός) και τις τεχνικές, Sillar and Tite 2000, Για κριτική της διάκρισης αυτής βλ. Κυριατζή 2000, 23.

27 27 Η δεξιοτεχνία, από την άλλη, αντανακλά την εμπειρία, τον επαγγελματισμό και το ταλέντο του τεχνίτη και αναγνωρίζεται τόσο από τους παραγωγούς όσο και από τους καταναλωτές (Costin and Hagstrum 1995, 623). Η παράμετρος αυτή δε βρίσκεται σε άμεση σχέση με την τυποποίηση, καθώς, όπως είναι ευνόητο, ακόμη και σε περιπτώσεις μη εντατικοποιημένης παραγωγής, δεν αποκλείεται η παρουσία και δράση επιδέξιων τεχνιτών (Κυριατζή 2000, 27). Η ποικιλομορφία και διαφοροποίηση των κεραμικών αγγείων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τη ζήτηση, όπως αυτή εκφράζεται από τους καταναλωτές των αγγείων. Η ζήτηση συνδέεται στενά με τις ανάγκες μίας κοινότητας, με τα τεχνολογικά και χρηστικά πλεονεκτήματα συγκεκριμένων σχημάτων αγγείων, το ρυθμό που μία κοινότητα σπάει τα σκεύη της, το μέγεθος του πληθυσμού, το βαθμό που τα σκεύη συνδέονται με το ιδεολογικό και κοινωνικό υποσύστημα του πολιτισμού και τα συστήματα διακίνησης της κεραμικής (Arnold 1985, ). Η ζήτηση διακρίνεται σε συλλογική και ατομική. Είναι το αποτέλεσμα συνειδητών επιλογών με στόχο την απόκτηση αντικειμένων, που ανταποκρίνονται στο κοινωνικό πλαίσιο αξιών και τις στρατηγικές επιβίωσης των ατόμων κάθε κοινωνίας (Ψαράκη 2004, 64). Τα αντικείμενα δεν καταναλώνονται απλώς, αλλά ενσωματώνονται στην κοινωνία παράγοντας νοήματα και κατασκευάζοντας ταυτότητες (κοινωνικές, φυλετικές, ατομικές, συλλογικές κ.ά., Crielaard 1999, 63 Ανδρέου 2003, 193). Παράλληλα, εκφράζουν και ορισμένες κοινωνικές αξίες. Με αυτό τον τρόπο η διαδικασία της κατανάλωσης αποκτά διττή σημασία ως αποστολέας και ταυτόχρονα αποδέκτης κοινωνικών μηνυμάτων (Appadurai 1986, 31). Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τον Gosden (1999, 163) η κατανάλωση δεν αποτελεί συνώνυμο του τέλους της χρήσης ενός αντικειμένου, αλλά αποτελεί τμήμα της βιογραφίας του. Ένα αντικείμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί πολλές φορές και σε διαφορετικές περιπτώσεις (Rice 1987, Ourem-Kotsou et al. 2002, 111). Η μελέτη της κατανάλωσης των αγγείων βασίζεται στην ανάλυση της χωρικής και χρονικής κατανομή τους, καθώς και στη σύνδεση τους με συγκεκριμένα πλαίσια εύρεσης (contexts). Λόγω, των διαφορετικών νοημάτων, που προσλαμβάνει ένα αγγείο κατά τη χρήση του, ο χώρος εύρεσης του αποτυπώνει πιθανότατα ορισμένες μόνο από τις λειτουργίες του.

28 28 Συμπεράσματα για τη χρήση ενός κεραμικού τύπου προκύπτουν και από τη μελέτη των ιχνών χρήσης, των τυχόν οργανικών υπολειμμάτων ή ακόμη και τη μελέτη ορισμένων μορφολογικών χαρακτηριστικών, όπως για παράδειγμα τα ίχνη καύσης, από τα οποία συναρτάται η μαγειρική χρήση ενός σκεύους (Orton, Tyers and Vince 1993, 222). Ένας τύπος αγγείου, συχνά, είναι κοινός σε περιοχές γεωγραφικά απομακρυσμένες. Γεγονός ενδεικτικό της ύπαρξης δικτύων ανταλλαγής και επαφών μεταξύ των οικισμών, των οποίων ο χαρακτήρας δεν είναι αποκλειστικά οικονομικός. Διαθέτουν ενίοτε συμβολικό και κοινωνικό χαρακτήρα (Halstead 1989, 74) και αποτελούν ανταλλαγή πληροφοριών, που επαναπροσδιορίζουν την ταυτότητα και τις σχέσεις των εμπλεκόμενων ατόμων (Hodder 1979, ). Επιπροσθέτως, συχνά, μέσω των πολιτισμικών επαφών και σχέσεων, δημιουργούνται νέοι τύποι σκευών, που συνδυάζουν στοιχεία διαφορετικών παραδόσεων. Πρόκειται για τους λεγόμενους υβριδικούς τύπους 16, οι οποίοι στηρίζονται στην υιοθέτηση παρόμοιων τρόπων έκφρασης της ταυτότητας και τη συσχέτιση με όμοια νοήματα στο εσωτερικό των αντικειμένων. Το σημαντικό σε σχέση με αυτά τα αντικείμενα δεν είναι η παραγωγή τους αυτή καθαυτή αλλά ο τρόπος που καθορίζονται πολιτισμικά και χρησιμοποιούνται από τους γηγενείς. Όλοι οι παραπάνω όροι (παραγωγή, τεχνολογική παράδοση, εξειδίκευση, τυποποίηση, ζήτηση, κατανάλωση, ανταλλαγή) συνιστούν το θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί η διαπραγμάτευση του θέματος της παρούσας διατριβής. 16 Για το φαινόμενο του υβριδισμού βλ. αναλυτικά Bhabha 1994.

29 29 3. Η εξέταση της χειροποίητης κεραμικής από την κεντρική Ήπειρο. For Epirus, the problem seems to be far more basic and discomforting: a scarcity of data Andreou, Fotiadis and Kotsakis 1996, 596 Επίκεντρο της έρευνας της παρούσας διατριβής θα αποτελέσει η μελέτη της χειροποίητης κεραμικής της Εποχής του Χαλκού - Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου στη γεωγραφική περιοχή της κεντρικής Ηπείρου (εικ.1). Η περιοχή διαιρείται σε δύο γεωγραφικές ενότητες, την ενότητα του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων και την ενότητα της ορεινής ενδοχώρας. Με στόχο την εξαγωγή, όσο το δυνατόν ασφαλέστερων συμπερασμάτων, αναφορικά με την παραγωγή, την κατανάλωση και τη χρήση των αγγείων επιλέχτηκαν θέσεις για μελέτη και από τα δύο ανωτέρω οικοσυστήματα. Πρόκειται για οικισμούς (Βίτσα, Δωδώνη, Ελαφότοπος, Επισκοπή Σερβιανών, Καστρίτσα, Κάστρο Ιωαννίνων, Κρύα, Λιατοβούνι,) αλλά και για ταφικά σύνολα (Ελαφότοπος, Καλπάκι, Καστρίτσα, Κάτω Κόνιτσα, Κάτω Πεδινά, Μαζαράκι, Νεοχωρόπουλο). Στην Ήπειρο, το κυρίαρχο πρόβλημα στη μελέτη του υλικού πολιτισμού - και ειδικότερα της κεραμικής - της Εποχής του Χαλκού - Πρώιμης Εποχής Σιδήρου - είναι η απουσία θέσεων με αδιατάρακτη στρωματογραφική ακολουθία (Tartaron 2004,29) 17. Tο γεγονός αυτό οφείλεται αφενός στην περιορισμένη ερευνητική δραστηριότητα (Adam et al. 2011, 53-59) και αφετέρου στις φυσικές παραμέτρους που έχουν προκαλέσει μετα-αποθετικές αλλοιώσεις. Τα μεγάλα ποσοστά υγρασίας, που επικρατούν στην περιοχή, ευνοούν την ανάπτυξη πυκνής βλάστησης, με αποτέλεσμα με το πέρασμα των χρόνων τα όποια αρχαιολογικά κατάλοιπα να καλύπτονται από αυτή (Wardle 1977, 153 Andreou, Fotiadis and Kotsakis 1996, 593). Η δυσκολία αναγνώρισης της χρονολογικής αλληλουχίας των φάσεων εγκατάστασης και χρήσης επιτείνεται και από τον έντονα συντηρητικό 17 Ακόμη και στις πρόσφατες ανασκαφές, η στρωματογραφική αλληλουχία εμφανίζεται σε μεγάλο ποσοστό διαταραγμένη.

30 30 χαρακτήρα της τοπικής χειροποίητης κεραμικής. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει τον καθορισμό των πολιτισμικών χαρακτηριστικών των κοινοτήτων της περιόδου. Σύμφωνα με τους μελετητές, τα σχήματα και τα διακοσμητικά θέματα επαναλαμβάνονται ελαφρώς παραλλαγμένα σε ένα ευρύ χρονικό φάσμα και σε μεγάλο αριθμό οικισμών, που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους (Tartaron 2004, 71 Forsén 2009) 18. Κατά συνέπεια, η εξαγωγή συμπερασμάτων, σχετικά με την αλλαγή στο κεραμικό status μίας θέσης, καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη και συχνά βασίζεται αποκλειστικά στην παρουσία ασφαλώς χρονολογημένων εισηγμένων αντικειμένων (κεραμικής και χάλκινων όπλων, εργαλείων, κοσμημάτων). Η συχνότητα εμφάνισης των τελευταίων στην Ήπειρο είναι ωστόσο περιορισμένη (Tartaron 2004, 30). Επιπροσθέτως, η ανεύρεση οικοδομικών καταλοίπων είναι πενιχρή 19. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για άμορφους λιθοσωρούς, υπολείμματα πιθανότατα θεμελίων οικιστικών κατασκευών. Η χρήση φθαρτών υλικών (ξύλου, άχυρων, καλαμιών) στην ανωδομή των κτιρίων, η οποία επιβεβαιώνεται από την εύρεση θραυσμάτων πηλού με αποτυπώματα δομικών στοιχείων, δικαιολογεί ως ένα βαθμό την πενιχρότητα των στοιχείων. H απουσία αρχιτεκτονικών καταλοίπων δυσχεραίνει τη διάκριση των χώρων σε εσωτερικούς και εξωτερικούς και δεν επιτρέπει το συσχετισμό των κεραμικών ομάδων με συγκεκριμένους χώρους. Η παράμετρος αυτή επηρεάζει αρνητικά τη μελέτη της οργάνωσης της κεραμικής παραγωγής αλλά και τη σκιαγράφηση του πλαισίου της κατανάλωσης της χειροποίητης κεραμικής στην Ήπειρο. Ως προς την οργάνωση της κεραμικής παραγωγής, απουσιάζει η άμεση μαρτυρία την οποία θα 18 Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η κεραμική κατηγορία ΙΙ του Δάκαρη επιβιώνει, τουλάχιστον στις θέσεις του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων, έως τον 5 ο αι. π.χ., Πλιάκου 2007, Το μικρό ποσοστό οικοδομικών λειψάνων ερμηνεύτηκε ως απόρροια του νομαδικού χαρακτήρα κατοίκησης βλ. αναλυτικά Κεφ. 4, Hammond 1967, 43, 291 Kilian 1973, Βοκοτοπούλου 1986, , 268 Ζάχος 1997, Η άποψη αυτή δε βρίσκει σύμφωνο τον Wardle (1977, 159), ο οποίος αποδίδει την απουσία αρχιτεκτονικών κατασκευών στην περιορισμένης κλίμακας έρευνα. Πρόσφατα, η Πλιάκου (2007, ) συνέδεσε την πενιχρή παρουσία οικιστικών καταλοίπων με την κοινωνική και οικονομική οργάνωση των κατοίκων.

31 31 προσέφεραν τα λείψανα ενός κεραμικού κλιβάνου ή ο εντοπισμός ενός εργαστηριακού χώρου κατασκευής αγγείων 20. Το δε ερμηνευτικό πλαίσιο της κατανάλωσης, που βασίζεται στη μελέτη του τύπου του ευρύτερου ανθρωπογενούς χώρου (οικιστική εγκατάσταση, ταφικό σύνολο, λατρευτικός χώρος), του επιμέρους συγκροτήματος (οικία, τάφος, δημόσιο κτίριο) και του ειδικού πλαισίου εύρεσης της κεραμικής σε σχέση με τα συνευρήματά της, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, προσκρούει επίσης σε σημαντικά προβλήματα. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω προβλήματα η παρούσα εργασία στοχεύει στην όσο το δυνατόν σαφέστερη παρουσίαση της κεραμικής ποικιλομορφίας σε σχέση με τις επιλογές των παραγωγών και των καταναλωτών στην κεντρική Ήπειρο της Εποχής του Χαλκού - Πρώιμης Εποχής Σιδήρου, τη σύγκριση της με δημοσιευμένα σύνολα και τη χρονολόγηση της. Η μελέτη της ποικιλομορφίας βασίζεται στη μακροσκοπική εξέταση, καταγραφή και οργάνωση του υλικού σε τύπους και κατηγορίες. Η τυπολογία στηρίζεται στις ομοιότητες και διαφορές που παρουσιάζουν τα αγγεία μεταξύ τους ενώ η ταξινόμηση ταυτίζεται με την τακτοποίηση των τύπων που προκύπτουν σε κατηγορίες βάσει των μορφολογικών και τεχνολογικών χαρακτηριστικών τους. Σε ένα δεύτερο επίπεδο μέσα από τη διενέργεια λεπτών τομών εξετάζονται οι κεραμικές ύλες από τις οποίες κατασκευάστηκαν τα αγγεία προκειμένου να εντοπιστούν ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των αγγείων από τις υπό εξέταση θέσεις, καθώς και να επισημανθεί η χρήση τοπικών ή μη πηγών. Η παρουσίαση του θέματος γίνεται σε έξι κεφάλαια. Στην Εισαγωγή παρουσιάστηκαν τα προτεινόμενα κατά καιρούς συστήματα ταξινόμησης της ηπειρωτικής κεραμικής. Στη συνέχεια αναλύθηκαν οι βασικές έννοιες, που σχετίζονται με την παραγωγή και την κατανάλωση, και, οι οποίες διαμορφώνουν το θεωρητικό πλαίσιο, που διέπει τη διατριβή. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στο γεωγραφικό και αρχαιολογικό πλαίσιο των θέσεων από τις οποίες προέρχεται η υπό εξέταση κεραμική. 20 Ο Ανδρέου (1994, 235) αναφέρει την παρουσία καταλοίπων κεραμικού κλιβάνου στην περιοχή Γκλάβα της Κάτω Μερόπης.

32 32 Παρουσιάζονται αναλυτικά οι θέσεις μέσα από σύντομη αναφορά στην ιστορία της έρευνας τους, τα στρωματογραφικά τους δεδομένα και τα ευρήματα τους. Στο δεύτερο κεφάλαιο αναπτύσσεται η μεθοδολογία που εφαρμόστηκε στην καταγραφή και οργάνωση των μορφολογικών και τεχνολογικών χαρακτηριστικών των αγγείων και ορίζονται τα κριτήρια ταξινόμησης του υλικού. Ακολουθεί στο τρίτο κεφάλαιο η τυπολογία: οι κεραμικές ύλες και οι τρόποι κατασκευής των αγγείων, η διακόσμηση, η παρουσίαση των κεραμικών κατηγοριών και οι τύποι των αγγείων. Τα επόμενα κεφάλαια επικεντρώνονται στην οργάνωση της παραγωγής και τη σχέση της με το χαρακτήρα των εγκαταστάσεων (κεφάλαιο 4), στη χρονολόγηση (κεφάλαιο 5) και στην κατανάλωση (κεφάλαιο 6) της χειροποίητης κεραμικής στην κεντρική Ήπειρο. Τέλος, το κεφάλαιο 7 περιλαμβάνει τα συμπεράσματα σχετικά με την παραγωγή και κατανάλωση των αγγείων στην κεντρική Ήπειρο κατά την Εποχή του Χαλκού - Πρώιμη Εποχή Σιδήρου (κεφάλαιο 6).

33 33 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Οι θέσεις της Εποχής του Χαλκού και Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου στην κεντρική Ήπειρο Εισαγωγή Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται οι θέσεις από τις οποίες προέρχεται η κεραμική, που εξετάζεται στην παρούσα εργασία. Οι θέσεις, όπως προαναφέρθηκε, εντάσσονται σε δύο γεωγραφικές ενότητες: το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και την ορεινή ενδοχώρα. Η επιλογή παρουσίασης θέσεων και από τις δύο ενότητες έγινε σκόπιμα προκειμένου να εξεταστεί κατά πόσο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος επηρέασαν τη μορφή του υλικού πολιτισμού κάθε ενότητας. Επιπροσθέτως, επιλέχτηκαν θέσεις και από τις δύο γεωγραφικές ενότητες, που διαφοροποιούνται ως προς το χαρακτήρα τους. Οι θέσεις Βίτσα, Δωδώνη, Επισκοπή Σερβιανών, Καστρίτσα, Κάστρο Ιωαννίνων, Λιατοβούνι έχουν οικιστικό χαρακτήρα ενώ οι θέσεις Ελαφότοπος, Καλπάκι, Κάτω Κόνιτσα, Κάτω Πεδινά, Μαζαράκι, Νεοχωρόπουλο, ταφικό. Σε δύο από τις θέσεις την Καστρίτσα και τον Ελαφότοπο το υλικό προέρχεται και από τα δύο πλαίσια εύρεσης (contexts). Επειδή και οι δύο ενότητες αποτελούν τμήμα της ευρύτερης περιοχής της κεντρικής Ηπείρου, κρίθηκε σκόπιμο να γίνει αρχικά μια παρουσίαση της γεωγραφίας αυτής και στη συνέχεια να εξεταστεί χωριστά η γεωγραφία κάθε μίας από τις δύο ενότητες. Ακολουθεί η παρουσίαση των θέσεων, που περιλαμβάνει μια σύντομη αναφορά στα ανασκαφικά και στα στρωματογραφικά δεδομένα, όπως αντλούνται από τα ανασκαφικά ημερολόγια και τις δημοσιεύσεις των ανασκαφέων.

34 Η γεωγραφία της κεντρικής Ηπείρου «Τό δέ Ήπειρος γίνεται ἀπό τοῡ ἂπειρος, καί σημαίνει ξηράν γῆν μεγάλην, καί τρόπον τινά ἂπειρον, τῆς ὁποίας τό τέλος εἶναι ἀγνώριστον» Αθανάσιος Σταγειρίτης, Ηπειρωτικά, 1819 Ο όρος ήπειρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Όμηρο, για να διαφοροποιήσει την έννοια της στεριάς από εκείνη της θάλασσας. Αργότερα - άγνωστο πότε ακριβώς - ο όρος προσδόθηκε στη σημερινή γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου (Κωλέττας 2010, 18). Τα όριά της, ήδη από την αρχαιότητα, δεν καθορίζονταν με σαφήνεια (Χατζόπουλος 1997, 142 Λιάμπη 2009, 11). Μόλις το 1924, οπότε και αποφασίστηκε η οριστική προσάρτηση της περιοχής της βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, αποσαφηνίστηκαν τα σημερινά σύνορα και η έκτασή της. Η περιοχή της κεντρικής Ηπείρου, που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας μελέτης, καταλαμβάνει το βορειοδυτικό τμήμα της ελληνικής χερσονήσου. Συνορεύει στα βόρεια με την Αλβανία, στα ανατολικά με τους νομούς Γρεβενών, Καστοριάς, Κοζάνης και Τρικάλων, στα δυτικά με το νομό Θεσπρωτίας και στα νότια με τους νομούς Άρτας και Πρέβεζας. Το φυσικό περιβάλλον της χαρακτηρίζεται από αναδιπλούμενα ορεινά συμπλέγματα με προσανατολισμό από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά και από άφθονα επιφανειακά και υπόγεια υδάτινα ρεύματα 21. Το κατακερματισμένο ανάγλυφο, απότοκο των μετακινήσεων των τεκτονικών πλακών του φλοιού της γης, συνδέεται στενά με την υψηλή σεισμικότητα της περιοχής (Καρακίτσιος 2005, 180). Οι κυριότερες οροσειρές, οι οποίες αποτελούν και τα φυσικά σύνορα της περιοχής είναι η Πίνδος, το Μιτσικέλι (1.810 μ.) και ο Τόμαρος ή Ολύτσικα (1.974 μ.). Μεταξύ των πολύκλωνων ορεινών όγκων διαμορφώνονται στενές επιμήκεις κοιλάδες με μεγαλύτερες εκείνες της Κόνιτσας, του Καλπακίου και των 21 Το πλούσιο υδατικό δυναμικό της Ηπείρου οφείλεται σε τρεις παράγοντες: το κλίμα, τη μορφολογία και τη γεωλογική δομή της περιοχής, Νικολάου 2005.

35 35 Ιωαννίνων. Οι ελάχιστες πεδινές εκτάσεις 22 διαρρέονται από πέντε μεγάλα ποτάμια: τον Άραχθο, τον Αχέροντα, τον Αώο, τον Καλαμά και το Λούρο. Τα ποτάμια της περιοχής, λόγω των ισχυρών βροχοπτώσεων, διαθέτουν μεγάλη ποσότητα νερού, γεγονός που κατά τους χειμερινούς μήνες τα καθιστά ιδιαίτερα επικίνδυνα (Hammond 1967, 16). Ωστόσο, τα ποτάμια έπαιξαν κατά καιρούς κύριο ρόλο στην επικοινωνία της κεντρικής Ηπείρου με τις γειτονικές περιοχές της Αλβανίας, Μακεδονίας, Θεσσαλίας, καθώς και με την υπόλοιπη Ήπειρο. Τέσσερις είναι οι βασικές, φυσικοί οδοί επικοινωνίας της περιοχής των Ιωαννίνων με τις γειτονικές της: το πέρασμα του Ζυγού στο Μιτσικέλι, που οδηγεί στη θεσσαλική πεδιάδα και από εκεί στα παράλια του Αιγαίου, η διαδρομή από την Κόνιτσα μέσω του Λεσκοβικίου και της Κορυτσάς στη Μακεδονία, η πρόσβαση στη Δυτική Μακεδονία μέσω του Μετσόβου ή του Γρεβενιτίου (Hammond 1967, 34) και η οδός που βαίνει παράλληλα με τον ποταμό Λούρο και ενώνει τη κεντρική με τη νότια Ήπειρο και κατ επέκταση με τη νότια Ελλάδα. Κατά τους χειμερινούς μήνες, που τα όρη καλύπτονταν με πυκνό χιόνι, η επικοινωνία με τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία ήταν σχεδόν αδύνατη. Η ορεινότητα της περιοχής δεν επέτρεψε το σχηματισμό μεγάλων λιμνών. Τέσσερις είναι οι φυσικές λίμνες της περιοχής (Παμβώτιδα, Ζεραβίνα, δρακόλιμνη Τύμφης ή Γκαμήλας και δρακόλιμνη Σμόλικα) με σπουδαιότερη εκείνη των Ιωαννίνων (Παμβώτιδα), της οποίας η γένεση ανάγεται στη γεωλογική περίοδο του Πλειόκαινου (Κατσίκης 1992, 18). Το κλίμα της κεντρικής Ηπείρου είναι μεσο-ευρωπαϊκό. Παρατεταμένοι χειμώνες, σύντομα καλοκαίρια και έντονες βροχοπτώσεις αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά του (Σούλης 1994). Η αφθονία του υγρού στοιχείου είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία έντονης βλάστησης και εκτεταμένων δασικών εκτάσεων. Στις περιοχές με μεγάλο υψόμετρο, κυριαρχούν τα δάση κωνοφόρων, ενώ στα 22 Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι πεδινές εκτάσεις καλύπτουν το 3% της έκτασης του νομού Ιωαννίνων.

36 36 χαμηλότερα σχετικά υψόμετρα, αναπτύσσονται σχηματισμοί πλατύφυλλων δασών από οξιά και δρυ (Hammond 1967, 18-19) Η γεωγραφία του λεκανοπεδίου Το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, στα νοτιοδυτικά του ομώνυμου νομού, αποτελεί τη μεγαλύτερη σε έκταση και σημαντικότερη πεδιάδα της ενδοχώρας της Ηπείρου (Κατσίκης 1992, 9). Πρόκειται για μία εκτεταμένη καρστική λεκάνη, προϊόν δύο ρηγμάτων διεύθυνσης ΒΒΔ-ΝΝΑ και Α-Δ και της ιδιαίτερης τεκτονικής της περιοχής (Καρακίτσιος 2005, 174). Περικλείεται από ορεινούς όγκους, με μεγαλύτερο εκείνο του Μιτσικελίου (1.810μ.) στα βορειοανατολικά του. Στο κέντρο του δεσπόζει η λίμνη Παμβώτιδα. Στο παρελθόν - πριν τα αποστραγγιστικά έργα της δεκαετίας του σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων συνενωνόταν με τη μικρότερη λίμνη της Λαψίστας, στο βόρειο τμήμα του λεκανοπεδίου (Stuart 1869, 288 Κατσίκης 1992, 22-23). Η Παμβώτιδα (παν + βωτις = αυτή που τους τρέφει όλους), δημιουργεί ένα αυτόνομο οικοσύστημα, πλούσιο σε χλωρίδα και πανίδα (Katsikis 1992, Μαλδογιάννης 1972, ), ιδανικό για την ανάπτυξη της πρωτογενούς παραγωγής (Ζάχος 1997, 160 Πλιάκου 2007, 27). Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, το λεκανοπέδιο ήταν ένας τόπος με άφθονα νερά, γνωστός με το όνομα Ελλοπία «Υπάρχει κάπου μία χώρα που τη λένε Ελλοπία πολύπλουτη με πολλά λιβάδια πλούσια σε πρόβατα και σε στριφοπόδαρα βόδια κι εκεί κατοικούνε άνθρωποι που πλήθος έχουν κοπάδια, πλήθος βόδια» ( Ησίοδος Ηοίαι, ) Η γεωγραφία της ορεινής ενδοχώρας Στο βορειοανατολικό τμήμα της κεντρικής Ηπείρου δεσπόζουν οι ορεινοί όγκοι του Γράμμου (2.520μ.), της Νεμέρτσικας (2.486μ.), της Γκαμήλας (2.497μ.) και του Σμόλικα (2.637μ.) μεταξύ των οποίων σχηματίζονται οι κοιλάδες του Καλπακίου και της Κόνιτσας, που διαρρέονται από τους ποταμούς Καλαμά και Αώο και τους παραποτάμούς του Βοϊδομάτη και Σαραντάπορο.

37 37 Η παράλληλη παρουσία ορεινών όγκων και ποταμιών συμβάλλει σημαντικά στη δημιουργία ενός ευνοϊκού οικοσυστήματος. Τα αλπικά λιβάδια και ο πλούσιος υδροφόρος ορίζοντας στα μεγάλα υψόμετρα ήταν κατάλληλα για την άσκηση κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων κατά τους θερινούς μήνες. Από την άλλη, τα εύφορα χορτολίβαδα και το άφθονο νερό στις κοιλάδες των ποταμών μπορούσαν να στηρίξουν τη μόνιμη κατοίκηση και την ενασχόληση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία (Ντούζουγλη 1996, 17 Νιτσιάκος 2008, 20-21) Οι θέσεις στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων Στην ενότητα του λεκανοπεδίου εντάσσονται με αλφαβητική σειρά οι θέσεις: Δωδώνη 23, Επισκοπή Σερβιανών, Κρύα, Καστρίτσα, Κάστρο Ιωαννίνων και Νεοχωρόπουλο, οι οποίες θα μας απασχολήσουν στην παρούσα εργασία Δωδώνη 24 (εικ.1, εικ.2) Το Ιερό της Δωδώνης αποτελεί το σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο της κεντρικής Ηπείρου με διάρκεια κατοίκησης από την Προϊστορική εποχή έως και τα Βυζαντινά χρόνια. Αναπτύχθηκε σε μία κοιλάδα (μήκους δώδεκα χλμ. και μέγιστου πλάτους 1.2 χλμ.), η οποία ορίζεται στα νοτιοδυτικά από το όρος Ολύτσικα (Τόμαρος) και τα υψώματα του Αγίου Νικολάου και στα βορειοανατολικά από τον ορεινό όγκο της Μανωλιάσας (Καραπάνος 1877, ). Στα νότια του χώρου σχηματίζεται ομαλή φυσική διάβαση, η οποία συνέδεε το Ιερό με τη νότια Ήπειρο μέσω της κοιλάδας του ποταμού Λούρου (Ευαγγελίδης και Δάκαρης 1959, 8). Η θέση του Ιερού της Δωδώνης απασχόλησε για αρκετά χρόνια τους περιηγητές του 18 ου και 19 ου αι. λόγω της μεγάλης φήμης, που είχε αποκτήσει κατά την αρχαιότητα. Στα χρόνια της ακμής του Τεπενλή Αλή Πάσα ( ), 23 Η Δωδώνη παρόλο που δεν περιλαμβάνεται στα γεωγραφικά όρια του λεκανοπεδίου, όπως σημειώθηκαν παραπάνω, εξετάζεται σε αυτή την ενότητα, καθώς σύμφωνα με τον Hammond (1997, 22) η κοιλάδα της παρουσίαζε τα ίδια γεωφυσικά χαρακτηριστικά με εκείνη των Ιωαννίνων. 24 Η παραβολή των στοιχείων από τη Δωδώνη θα είναι εκτεταμένη, καθώς αφενός αποτελούν προϊόν πρωτογενής έρευνας στο αρχείο της πρώην ΙΒ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (στο εξής ΙΒ ΕΠΚΑ), νυν Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων, και στις αποθήκες του Α.Μ.Ι. και αφετέρου παρουσιάζονται για πρώτη φορά με συνθετικό τρόπο.

38 38 ξένοι ταξιδιώτες - κυρίως Άγγλοι και Γάλλοι - διαφόρων ειδικοτήτων (αρχιτέκτονες, λογοτέχνες, ζωγράφοι, γιατροί κ.ά.), επηρεασμένοι από το κίνημα του νεοκλασικισμού, συνέρεαν στην Ήπειρο, με την ελπίδα να εντοπίσουν τη θέση του για την οποία προτείνονταν διάφορες τοποθεσίες 25. Εκείνος, που τελικά ταύτισε τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην πεδιάδα της Τσαρκοβίστας με το Ιερό της Δωδώνης, ήταν ο Άγγλος αρχιτέκτονας Thomas L. Donaldson (Donaldson 1830, Μανόπουλος 2012, ). Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στο χώρο αναπτύσσονται σε τρία επίπεδα (σχ.1). Στην κορυφή του λόφου, ο οποίος αποτελεί προέκταση των δυτικών υπωρειών της οροσειράς του Αγίου Νικολάου, βρίσκεται η ακρόπολη. Στους πρόποδες, σε κατηφορικό έδαφος, κτίστηκαν τα οικοδομήματα του Ιερού εκατέρωθεν μίας κεντρικής οδού. Στο χαμηλότερο επίπεδο, στα νοτιοδυτικά, είχε διαμορφωθεί η κύρια είσοδος του ιερού (Δάκαρης 1998, 32 Γραβάνη 2007, ). Στη σύγχρονη εποχή, ο επισκέπτης εισέρχεται στο χώρο από τα δυτικά. Συναντά αρχικά το Στάδιο (ΣΤ) και στα βόρεια το Θέατρο. Ανατολικά του θεάτρου βρίσκεται το Βουλευτήριο (Ε2) και στα νότια του το Πρυτανείο (Ο) πλαισιωμένο από δύο πτέρυγες (Ο1 και Ο2, αντίστοιχα). Στα ανατολικά του Βουλευτηρίου σώζεται μία σειρά βάθρων χάλκινων ανδριάντων. Στη συνέχεια και προχωρώντας προς τα ανατολικά σε αμφιθεατρική διάταξη αναπτύσσονται ο ναός της Αφροδίτης (Λ), ένα ρωμαϊκό κτίσμα άγνωστης χρήσης (Η2), ο ναός της Θέμιδας (Ζ), ο ναός του Δία και της Διώνης (Ε1) («Ιερά Οικία»), ο αρχαιότερος ναός της Διώνης (Γ), ο νεότερος ναός της Διώνης (Θ) και ο ναός του Ηρακλέος (Α), που στο μεγαλύτερο τμήμα του καλύπτεται από τα λείψανα τρίκογχης χριστιανικής βασιλικής (Β). 25 Αναλυτική αναφορά στη μελέτη του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Ηπειρωτικών Σπουδών (Α.Ι.Η.Σ.) με τίτλο «Στα ίχνη των περιηγητών: Πρόγραμμα καταγραφής, τεκμηρίωσης και προβολής επιλεγμένων αρχαιολογικών θέσεων και μνημείων της Ηπείρου», η οποία συντάχθηκε στο πλαίσιο του Γ ΚΠΣ Μέτρο 3.3. «Μελέτες ωρίµανσης και προετοιμασίας». Βλ. επίσης Παπαϊωάννου 2007,

39 Η αρχαιολογική έρευνα και η στρωματογραφία του Ιερού Η θέση ερευνήθηκε αρχαιολογικά για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1875 από τον Αρτινό τραπεζίτη και πολιτικό Κωνσταντίνο Καραπάνο 26. Ο Καραπάνος, αφού εξασφάλισε την άδεια της Υψηλής Πύλης, υπό την κατοχή της οποίας βρισκόταν την εποχή εκείνη η Ήπειρος, διεξήγαγε συστηματικές ανασκαφές στο χώρο για διάστημα δέκα μηνών. Οι έρευνες του επικεντρώθηκαν στα εμφανή στο χώρο μνημεία, έφτασαν σε βάθος 2.50μ. και κάλυψαν μία έκταση περίπου τ.μ. (Carapanos 1878, 5). Ωστόσο, δε συνοδεύονταν από καμία στρωματογραφική πληροφορία, καθώς, όπως σημείωνε ο ίδιος, «Je crois inutile de m étendre sur les details de mes fouilles 27. Τα αποτελέσματά των ερευνών του, τα δημοσίευσε τρία χρόνια μετά, στο δίτομο έργο Dodone et ses ruines (1878) 28, ενώ μετέφερε και δώρισε το μεγαλύτερο μέρος των ευρημάτων στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα. Η συστηματική ανασκαφική έρευνα της θέσης ξεκίνησε το 1920 από την «Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία», υπό τη διεύθυνση του Γεωργίου Σωτηριάδη. Ο Σωτηριάδης επικέντρωσε τις έρευνες του στο χώρο, που είχε ταυτιστεί από τον Καραπάνο με τη θέση του ναού του Δία. Κατά τη διάρκεια των δύο περίπου εβδομάδων ( ), που διήρκησαν οι ανασκαφές, αποδείχτηκε ότι επρόκειτο για μια παλαιοχριστιανική βασιλική κτισμένη με αρχιτεκτονικό υλικό από τον παρακείμενο αρχαίο ναό του Ηρακλή (Α) (Σωτηριάδης 1920, Sotiriadis 1921, ). Όσον αφορά στη στρωματογραφία του χώρου, ο Σωτηριάδης περιορίστηκε στην επισήμανση ότι τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, που ερεύνησε, βρισκόταν στο επίπεδο του αρχαίου στρώματος, καθώς οι νεότερες επιχώσεις είχαν αφαιρεθεί από τον Καραπάνο. Αργότερα ( , 1935, 1939, ) για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας, εκτεταμένες έρευνες στο χώρο πραγματοποίησε ο 26 Περισσότερες λεπτομέρειες για την ιστορία των ερευνών του Καραπάνου στη Δωδώνη Παπαϊωάννου 2007, «Θεωρώ ανούσιο να επεκταθώ περισσότερο σχετικά με τις λεπτομέρειες των ανασκαφών μου», (Μετάφραση: Παπαιωάννου 2007, 398), Carapanos 1878, Είχε προηγηθεί μία προκαταρκτική αναφορά σε άρθρο του στο BCH 1877,

40 40 Δημήτριος Ευαγγελίδης (όπως προαναφέρθηκε και στην Εισαγωγή). Οι ανασκαφές του επικεντρωθήκαν στο ανατολικό τμήμα του Ιερού και διακόπηκαν για ένα χρονικό διάστημα εξαιτίας του Δεύτερου Παγκοσμίου ( ) και του Εμφύλιου πολέμου ( ) (σχ.2) (Tartaron 2004, 18). Ο Ευαγγελίδης στο άρθρο του με τίτλο «Η ανασκαφή της Δωδώνης» στα Ηπειρωτικά Χρονικά του 1930 (1930, 1) άσκησε δριμεία κριτική στην απουσία στρωματογραφικών παρατηρήσεων από τον Καραπάνο. Αναγνώρισε ότι χάρη σε εκείνον έγινε γνωστή η θέση του Ιερού της Δωδώνης, αλλά τόνισε τη σημασία της μελέτης των επάλληλων στρωμάτων πάνω στα οποία αποτυπωνόταν διαχρονικά η ανθρώπινη ιστορία. Ο ίδιος στις αναφορές του στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας (ΠΑΕ) παρείχε για πρώτη φορά πληροφορίες σχετικά με τη στρωματογραφία του χώρου. Ειδικότερα, στο άρθρο του στα Ηπειρωτικά Χρονικά του 1935 σημείωνε «Εἰς τό τελευταῖον βάθος τῆς ἐπιχώσεως επί τοῦ φυσικοῦ ἐδάφους τοῦ μεγαλυτέρου μέρους τῶν ἀνασκαφῶν, ὃπου τά μεγάλα οἰκοδομήματα, εὑρέθη ὀμοιογενές στρῶμα περιέχον τά ἰδιάζοντα εἰς τήν προϊστορικήν ἐποχήν τεμάχια ἀγγείων» και λίγο παρακάτω «Τό στρῶμα τοῦτο διαφόρου πάχους εἰς τά διάφορα σημεῖα ἀποτελεῖται ἐκ πηλοῦ συνήθως ὠχροῦ, ἐνιαχοῦ ἀνοικτοῦ καστανοῦ, σχεδόν καθαροῦ, προερχομένου ἲσως εἰς τινα σημεῖα ἐκ διαλύσεως πηλοκτίστων οἰκημάτων και ἐκτείνεται ὁμοιομόρφως ὑποκάτω ὃλων τῶν κτηρίων τῶν περιλαμβανομένων δυτικῶς τῆς βασιλικῆς μέχρι τοῦ τραπεζοειδοῦς παρά τό θέατρον κτιρίου» (Ευαγγελίδης 1935, 194). Ωστόσο, τόνιζε ότι τα στοιχεία ήταν αρκετά επισφαλή, λόγω του μικρού πάχους - σε σύγκριση με εκείνο των ιστορικών χρόνων - του προϊστορικού στρώματος (0.40μ.), καθώς και του γεγονότος ότι προϊστορικά ευρήματα συνυπήρχαν συχνά με αντικείμενα ιστορικών χρόνων στο ίδιο στρώμα (Ευαγγελίδης 1935, 195). Από το 1952 και έως το 1959 ο Ευαγγελίδης συνεργαζόταν στην ανασκαφή της Δωδώνης με το Σωτήρη Δάκαρη. Ο τελευταίος εργάστηκε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του, το Δεκέμβριο του 1996 και επικέντρωσε τις έρευνες του στο δυτικό τμήμα του Ιερού (Βουλευτήριο, Θέατρο, Στάδιο και Πρυτανείο) (σχ.3). Οι έρευνες του Δάκαρη στο Βουλευτήριο (Ε2) ( ) έφεραν στο φως για πρώτη φορά οικοδομικά λείψανα της Εποχής του Χαλκού στη Δωδώνη (Δάκαρης 1998, 60). Ο

41 41 Δάκαρης χώρισε την ανασκαφή σε τομείς, τους οποίους ανέσκαψε κατά στρώματα και "στρώσεις" (=πάσες). Η κεραμική εντάχθηκε σε ομάδες, οι οποίες δηλώθηκαν με το γράμμα Δ (=Δωδώνη) και τον αύξοντα αριθμό τους. Οι ομάδες περιλάμβαναν ευρήματα, που εντοπίστηκαν στον ίδιο χώρο και την ίδια πάσα. Ωστόσο, λόγω της κατωφέρειας του εδάφους, η στρωματογραφική αλληλουχία, κυρίως στο χώρο του Βουλευτηρίου, ήταν αρκετά διαταραγμένη με αποτέλεσμα την αδυναμία εξαγωγής ασφαλών συμπερασμάτων (Γραβάνη 2007, 179). Σε γενικές γραμμές η στρωματογραφία παρουσίαζε την εξής μορφή 29 : στρώμα α, επιφανειακό, στρώμα β, μελανωπό με ελάχιστη περιεκτικότητα σε κεραμίδια στέγης, στρώμα γ, μαύρο με ίχνη καύσης και περιέχον αποτμήματα κεράμων στέγης, στρώμα δ, μαύρο με άνθρακες και τεμάχια κεράμων, στρώμα ε, με ωχρό αργιλικό χώμα, στρώμα στ, αποθέτης και στρώμα ζ φυσικό (Λύρου 2009, ). Τα τελευταία χρόνια οι ανασκαφές συνεχίστηκαν από τις συνεργάτιδες του καθηγητή Δάκαρη κκ. Χρ. Τζουβάρα-Σούλη, Α. Βλαχοπούλου-Οικονόμου και Κ. Γραβάνη-Κατσίκη, στην περιοχή του Πρυτανείου και το χώρο της κύριας, νοτιοδυτικής, πρόσβασης στο ιερό (Γραβάνη 2007, ). Το γεγονός, ότι το Πρυτανείο ήταν κτισμένο σε επίπεδη έκταση, συνετέλεσε θετικά στη διατήρηση της στρωματογραφικής ακολουθίας (Γραβάνη 2007, 185). Συνολικά διακρίθηκαν πέντε στρώματα: το στρώμα α, το επιφανειακό, το στρώμα β, που διακρίνεται στο β1, μαύρο με πολλούς μικρούς λίθους και β2, τεφρό αναμεμιγμένο με ασβεστοκονία, το στρώμα γ, μελανό με κάρβουνα, κεραμίδια στέγης και κατά τόπους ερυθρωπό λόγω της διάλυσης των ωμών πλίνθων, το στρώμα δ, συμπαγές μαύρο επικαλυπτόμενο στην άνω επιφάνεια του από στρώμα λατύπης και το στρώμα ε, το φυσικό (Λύρου 2009, ) Τα προϊστορικά κατάλοιπα στη Δωδώνη Ευρήματα της περιόδου την οποία εξετάζει η παρούσα εργασία, όπως προαναφέρθηκε, εντοπίστηκαν στις ανασκαφές του Ευαγγελίδη, του Δάκαρη και 29 Η παρακολούθηση των στρωμάτων έγινε κυρίως στην ανασκαφή του κεντρικού και νότιου τμήματος του Βουλευτηρίου. Στο αμφιθεατρικό τμήμα η εξαγωγή οποιουδήποτε συμπεράσματος για τη στρωματογραφία είναι αυθαίρετη (Λύρου 2009, 186).

42 42 των συνεργατριών του. Το προϊστορικό στρώμα, μέσου πάχους περίπου 0.50μ., εκτεινόταν ομοιόμορφα κάτω από όλα τα οικοδομήματα δυτικά της παλαιοχριστιανικής βασιλικής (Β) έως το Βουλευτήριο (Ε2) και το Πρυτανείο (Ο). Η περιοχή αυτή διαιρέθηκε για λόγους μελέτης σε δύο επιμέρους χώρους ακολουθώντας τα ανασκαφικά ημερολόγια των Ευαγγελίδη, Δάκαρη και Σούλη- Βλαχοπούλου-Γραβάνη 30. Σε αυτούς δόθηκε λατινική αρίθμηση ενώ σημειώθηκαν οι ανασκαφικές ομάδες ευρημάτων που αντιστοιχούν σε κάθε έναν από τους δύο χώρους 31. Θεωρούμε ότι με τον τρόπο αυτό παρά την έλλειψη επαρκών στρωματογραφικών στοιχείων, θα είναι δυνατή η εξαγωγή ορισμένων συμπερασμάτων για την προϊστορική κατοίκηση στη Δωδώνη Ι. Χώρος Ι (Ανασκαφές Ευαγγελίδη , 1935 και ). Από τον πρώτο χρόνο της ανασκαφής, ο Ευαγγελίδης, κατά τη διάρκεια δοκιμαστικής τομής, που διενήργησε σε περιοχή που εκτεινόταν από την ανατολική πλευρά του Βουλευτηρίου (Ε2) έως την περιοχή δυτικά του ναού της Θέμιδας (Ζ), εντόπισε εκτεταμένο προϊστορικό στρώμα. Λόγω της εύρεσης μεγάλου αριθμού χάλκινων αντικειμένων και μολύβδινων ενεπίγραφων ελασμάτων, ιδιαίτερα στα δυτικά του ναού της Θέμιδας (Ζ), είχε χαρακτηρίσει το χώρο ως «αποθέτη» (Ευαγγελίδης 1929, 111 Ευαγγελίδης 1930, 5). Διέκρινε τρία στρώματα: το επιφανειακό πάχους περίπου 1.30μ. με μεγάλη περιεκτικότητα σε χαλίκια, λίγους κεράμους και ευρήματα των ιστορικών χρόνων, το στρώμα των ιστορικών χρόνων πάχους 0.50μ. με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε κεράμους και ευρήματα αρχαϊκών χρόνων και το αποκαλούμενο προϊστορικό, πάχους 0.40μ., 30 Κατά τη μελέτη της χειροποίητης κεραμικής από τη γράφουσα παρατηρήθηκε ότι δεν ήταν σαφής πάντα η προέλευση των ευρημάτων και ότι δημιουργούταν σύγχυση από τις διαφορετικές ονομασίες, που κατά καιρούς χρησιμοποιούνταν για τους ανασκαφικούς χώρους, από τους οποίους προέρχονταν αυτά. Αποφασίστηκε λοιπόν η ανάλυση της κεραμικής να ακολουθήσει την μέθοδο, που περιγράφεται στο παρόν κείμενο. Πιστεύουμε ότι έτσι διευκολύνεται τόσο η παρούσα μελέτη όσο και το έργο των μελλοντικών μελετητών του υλικού. 31 Η αρίθμηση των ανασκαφικών ομάδων ξεκίνησε με το σύνολο των χειροποίητων οστράκων «προϊστορικού» τύπου, που περισυνέλεξε από το χώρο ο Φώτιος Πέτσας το 1946, που υπηρετούσε τότε ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων της περιοχής. 32 Ο Wardle (1977, 176) σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «με εξαίρεση τους τοίχους και τις οπές, που εντόπισε ο Δάκαρης στη στοά του Βουλευτηρίου, κανένα από τα ευρήματα δε φαίνεται να βρίσκεται στην αρχική του θέση».

43 43 καστανού χρώματος με ελάχιστα χαλίκια και σημαντική ποσότητα χειροποίητων οστράκων μελανού χρώματος και οστών (Ευαγγελίδης 1931, 85). Η κεραμική από την περιοχή περιλάμβανε, σύμφωνα με τον Ευαγγελίδη (1930, 68) αποκλειστικά χειροποίητα αγγεία αδρά λειασμένα, με μελανό πηλό εμπεριέχων μεγάλη ποσότητα εγκλεισμάτων. Συνεχίζοντας σημειώνει ότι ελάχιστα - λεπτού πάχους - αγγεία έχουν λεία ή στιλβωμένη επιφάνεια ενώ το κυριότερο χαρακτηριστικό τους είναι ότι φέρουν πλαστική διακόσμηση. Τέλος, παρατηρεί ότι αξιοσημείωτη είναι η παρουσία ενός συνόλου συμπαγών-ημικυκλικώνδιάτρητων και διχαλωτών λαβών του πρώιμου τύπου (εικ.3). Αργότερα, στην περιοχή της δυτικής στοάς της Ιεράς Οικίας (Ε1), όπου οι επιχώσεις ήταν πολύ βαθιές, λόγω της μεγάλης κλίσεως του εδάφους (Ευαγγελίδης και Δάκαρης 1959, 65), ακριβώς πάνω από το φυσικό έδαφος, εντοπίστηκε «ομοιογενές προϊστορικό στρώμα», πάχους μ., χρώματος ωχρού και κατά περιοχές ανοιχτού καστανού (Ευαγγελίδης 1935, 194). Από εκεί προήλθαν ακέραια αγγεία, μεταξύ των οποίων αρκετά μικύλλα, και πλήθος οστράκων μονόχρωμων και με "ανάγλυφη διακόσμηση" (εικ.4) (Ευαγγελίδης 1935, ). Επίσης, περισυλλέχτηκε σημαντική ποσότητα λαβών, με αντιπροσωπευτικότερο τον τύπο της διχαλωτής (Ευαγγελίδης 1935, ). Λίθινες αξίνες, πήλινα σφοντύλια και πήλινα, κυκλικά, κυρτά καλύμματα αγγείων συμπλήρωναν το σύνολο των ευρημάτων (Ευαγγελίδης 1935, ). Στην περιοχή δυτικά του ναού της Θέμιδας (Ζ) και του τετράγωνου κτιρίου Η, το προϊστορικό στρώμα πάχους 0.55μ., στο κατώτερο τμήμα του περιείχε σημαντική ποσότητα χειροποίητων μονόχρωμων, χωρίς πλαστική διακόσμηση, αγγείων (Ευαγγελίδης 1952, ). Από τον πρόναο του ναού της Θέμιδας (Ζ), κατά τις ανασκαφές των ετών , συγκεντρώθηκε σημαντικός αριθμός ακέραιων μονόχρωμων και με πλαστική διακόσμηση, ανοιχτών αγγείων (εικ.5, κάνθαροι, κύπελλα) (ανασκαφικές ομάδες Δ4-7 και Δ17-22, Ευαγγελίδης 1954, Ανασκαφικό ημερολόγιο 1954, 24). Στο ίδιο στρώμα εντοπίστηκε και ένα σύνολο μικρογραφικών χάλκινων αντικειμένων (A.M.I. 582, 656, 704). Το έτος 1956, κατά

44 44 την ανασκαφή της περιοχής νότια του ναού της Θέμιδας (Ζ) και του τετράγωνου κτιρίου Η, ήρθε στο φως «προϊστορικό στρώμα» ύψους περ. 0.50μ. εντός του οποίου υπήρχε χειροποίητη κεραμική μελανού και ερυθρού χρώματος (Ευαγγελίδης 1956, 157). Από τον ίδιο χώρο προήλθαν ένας σταυροπέλεκυς με στικτή διακόσμηση (Α.Μ.Ι. 801), καθώς και τμήματα δύο χάλκινων διπλών πελέκεων μικρογραφικού τύπου και μίας χάλκινης αιχμής (Α.Μ.Ι. 855, 909 και 910 αντίστοιχα). Η ανασκαφή επεκτάθηκε στην περιοχή νοτίως του ναού της Αφροδίτης (Λ), το 1959, από όπου συγκεντρώθηκε σημαντικός αριθμός χειροποίητης μονόχρωμης και με πλαστική διακόσμηση κεραμικής (ανασκαφικές ομάδες Δ43-50, Ανασκαφικό ημερολόγιο 1959, 41-42) 33. Σε σημείο μεταξύ του τετράγωνου κτιρίου Η και του ναού της Αφροδίτης (Λ) εντοπίστηκε σε βάθος περίπου 1.20μ. πλούσιο στρώμα χειροποίητης κεραμικής, καθώς και χάλκινος διπλός πέλεκυς τύπου "Ερμόνων" (Ανασκαφικό ημερολόγιο 1959, 47-48, 51, Σουέρεφ 2001, 40). Στο ανατολικό τμήμα του Ιερού, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα δεν ήρθαν στο φως σε κανένα σημείο του χώρου Ι ΙΙ. Χώρος ΙΙ (ανασκαφές Δάκαρη , ανασκαφές Σούλη- Βλαχοπούλου-Γραβάνη 1997 και εξής). Ο χώρος ΙΙ ταυτίζεται με το δυτικό τμήμα του Ιερού, στο οποίο επικεντρώθηκαν οι έρευνες του Δάκαρη από τα μέσα της δεκαετίας του Το 1965, ορίστηκε στην ανατολική εξωτερική πλευρά του Βουλευτηρίου (Ε2), ο καλούμενος από το Δάκαρη "Τομέας Ι" (Ανασκαφικό ημερολόγιο 1965, 4). Η στοά του Βουλευτηρίου (Ε2) έλαβε την ονομασία Τομέας ΙΙ και χωρίστηκε σε δύο υποτομείς, τον ανατολικό (Α) και το δυτικό (Δ). Η απόσταση μεταξύ Α και Δ μήκους περίπου 16μ. διαιρέθηκε σε δύο επίσης τομείς, τον Β και Γ (σχ.4). Το Δεν πρόκειται για αμιγώς προϊστορικές ανασκαφικές ομάδες, καθώς, κατά την επεξεργασία του υλικού, παρατηρήθηκε ότι περιλάμβαναν σημαντικό αριθμό τροχήλατων οστράκων ιστορικών χρόνων. Αποτέλεσμα, πιθανότατα, αναμοχλεύσεων και διαφορετικών αποθετικών επεισοδίων.

45 45 στην περιοχή του "Τομέα Ι" ανοίχθηκαν τρία ορθογώνια σκάμματα ("τάφροι Α, Β και Γ") διαστάσεων 2.50μ.Χ2.50μ., με απόσταση μεταξύ τους 0.50μ. Από την περιοχή αυτή προήλθαν οι ανασκαφικές ομάδες Δ56-66, οι οποίες περιλάμβαναν όστρακα των κεραμικών κατηγοριών ΚΙΙ και ΚΙΙΙ του Δάκαρη και της πορτοκαλέρυθρης του Wardle, όπως προκύπτει από τη μελέτη τους από τη γράφουσα στην αποθήκη του Μουσείου Ιωαννίνων. Το 1967, η ανασκαφική έρευνα επικεντρώθηκε σε δύο τομείς. Ο τομέας Ι, περιλάμβανε τις ονομαζόμενες από το Δάκαρη «τάφρους Α, Β, Γ και Δ» και τον τομέα Ε1 βορείως της "τάφρου Δ" (Ανασκαφικό ημερολόγιο 1967, 8). Ο τομέας ΙΙ ταυτιζόταν με το ανατολικό ήμισυ της στοάς του Βουλευτηρίου, το οποίο ονομάστηκε από το Δάκαρη "στοά 2" 34. Στον τομέα Ι διακρίθηκαν από τον ανασκαφέα τα ακόλουθα στρώματα: στρώμα α, ύψους 1.00μ., επιφανειακό, στρώμα β, ύψους μ., καθαρό αργιλικό, στρώμα γ, ύψους μ., λεπτό στρώμα με κεραμίδια, λιθάρια και λατύπη, που ο ανασκαφέας χρονολόγησε στον 3 ο αι. π.χ. και στρώμα δ, ύψους 0.60μ., καθαρό και καστανό, το οποίο χαρακτηρίζεται ως προϊστορικό (Ανασκαφικό Ημερολόγιο 1967, 14-15). Στο βορειότερο σημείο της "τάφρου Δ" εντοπίστηκαν όστρακα αμαυρόχρωμης κεραμικής, ενώ στον τομέα Ε1 δείγματα της κεραμικής αυτής "συνυπήρχαν με όστρακα μυκηναϊκών κυλίκων". Επί του φυσικού εδάφους σημειώθηκαν συγκεντρώσεις μελανού χώματος ορθογώνιου σχήματος, οι οποίες ταυτίστηκαν με «βόθρους» από το Δάκαρη (Δάκαρης 1967, 39). Στον τομέα ΙΙ - «στοά 2», μπροστά από την περιοχή της ανατολικής εισόδου του Βουλευτηρίου (Ε2) ήρθαν στο φως δύο κυκλικές οπές πασσάλων (α, β) ενώ νοτιότερα, πλησίον του στυλοβάτη, αποκαλύφθηκε οχτώσχημη κοιλότητα, η οποία περιείχε μεγάλη ποσότητα οστράκων. Πιθανότατα, σύμφωνα με το Δάκαρη, επρόκειτο για μικρό προϊστορικό «ιπνό» 35 (σχ.5). Από την ίδια περιοχή περισυλλέχτηκαν και αρκετά τεμάχια καμένου πηλού με τύπους κλάδων και καλαμιών στην μία επιφάνεια, τα οποία αποτελούσαν πιθανότατα τμήμα της 34 Στο ημερολόγιο του 1965 φέρει την ονομασία τομέας Α (=Ανατολικός). 35 Βλ. αναλυτικά στο κεφ. 4Β, 183.

46 46 ανωδομής της στέγης κτιρίου, που καταλάμβανε το συγκεκριμένο χώρο. Σποραδικά εντοπίστηκαν και τμήματα μυκηναϊκών αγγείων. Η περιοχή μπροστά από τη δυτική είσοδο του Βουλευτηρίου (Ε2), ονομάστηκε από τον Δάκαρη «στοά 4» 36. Εντός του ερυθρού, φυσικού εδάφους εντοπίσθηκαν πέντε οπές (α, β, γ, δ, ζ) και ένα αγγείο (ε, Α.Μ.Ι. 3715) (Δάκαρης 1967,40 Ανασκαφικό Ημερολόγιο 1967, 34). Στην οπή α, διαμ.0.90μ. και βάθους 0.80μ., βρέθηκαν δύο αγγεία, ένα ευρύστομο, δίωτο, με σιγμοειδές περίγραμμα και πλαστική διακόσμηση (Α.Μ.Ι. 3579) και μια κωνική λεκάνη (Α.Μ.Ι. 3642) (εικ. 6) (Ανασκαφικό Ημερολόγιο 1967, 35). Οι οπές β και γ ήταν κενές και μικρότερες, διαμέτρου περίπου 0.30μ. και προορίζονταν πιθανότατα για την τοποθέτηση κάθετων ξύλινων πασσάλων, που στήριζαν την οροφή «καλύβας». Η οπή δ περιείχε όστρακα ενός μεγάλου αγγείου, ένα όστρακο ΥΕΙΙΙΒ, αποτμήματα πυριτολίθου και δύο κυκλικές ασβεστολιθικές πλάκες διαμέτρου 0.31μ (Ανασκαφικό Ημερολόγιο 1967, 35) 37. Στο βόθρο ε εντοπίστηκαν όστρακα ενός οξυπύθμενου αμφορέα μαζί με όστρακα «προϊστορικού τύπου» και μάζες πηλού. Το δυτικότερο τμήμα της στοάς του Βουλευτηρίου (Ε2) μεταξύ της πύλης και του δυτικού στυλοβάτη, κατά την ανασκαφή έφερε την ονομασία «στοά 5» 38. Επί του ερυθρωπού φυσικού εδάφους παρατηρήθηκαν πέντε πασσαλότρυπες βάθους περίπου 0.40μ. και διαμέτρου μ., οι οποίες οριοθετούνταν από κάθετα τοποθετημένες λεπτές πλάκες ασβεστολίθου (Ανασκαφικό Ημερολόγιο 1967, 45). Οι δύο δυτικές οπές, α και β, σώθηκαν αποσπασματικά λόγω της θεμελιώσεως της δυτικής πλευράς της στοάς. Οι υπόλοιπες τρεις διατηρήθηκαν ακέραιες και η απόσταση από κέντρο σε κέντρο ήταν ε-δ= 1.55μ., δ-γ= 1.55μ. Μεταξύ των οπών α και ε εντοπίστηκαν άφθονα υπολείμματα απανθρακωμένου ξύλου, καθώς και αποτμήματα πηλού με αποτυπώματα καλαμιών και κλαδιών (Ανασκαφικό Ημερολόγιο 1967, 48). Το γεγονός ότι οι οπές γ, δ και ε βρίσκονται στην ίδια ευθεία και απείχαν μεταξύ τους συμμετρικά 1.65μ. οδήγησε στο 36 Στο ανασκαφικό ημερολόγιο του 1965 η περιοχή ονομάζεται τομέας Γ. 37 Οι πλάκες, σύμφωνα με το Δάκαρη, χρησίμευαν ως κάλυμμα πίθων ή πιθανότερα ως βάση πασσάλου ή πίθου. 38 Στο ανασκαφικό ημερολόγιο του 1965 έφερε την ονομασία τομέας Δ.

47 47 συμπέρασμα ότι η «καλύβα» στην οποία ανήκαν θα προεκτεινόταν βόρεια προς το εσωτερικό του Βουλευτηρίου (Ε2) και νότια εξωτερικά της στοάς του. Από την περιοχή προήλθαν όστρακα μελαμβαφή αναμεμειγμένα με γεωμετρικά, μυκηναϊκά, αμαυρόχρωμα και πορτοκαλέρυθρα. Η περιοχή μεταξύ των δύο τοιχαρίων, που είχαν κατασκευαστεί για να συγκρατούν τις επιχώσεις, βορείως των βάθρων στην ανατολική πλευρά του Βουλευτηρίου (Ε2), ονομάστηκε από τον Δάκαρη «Τομεύς ανατολικώς Ε2». Διέκρινε τέσσερα στρώματα: στρώμα α, βάθους περίπου 0.50μ., στρώμα β, βάθους μέχρι 0.35μ. που περιείχε κυρτά κεραμίδια και κεραμική μυκηναϊκή (κύπελλα, κύλικες και γενικά ευρύστομα αγγεία), αμαυρόχρωμη, των κατηγοριών ΙΙ και ΙΙΙ και ιστορικών χρόνων (Ανασκαφικό ημερολόγιο 1968, 19-21), στρώμα γ, με μεγάλη περιεκτικότητα σε λίθους, στο οποίο βρέθηκαν όστρακα μυκηναϊκά (στελέχη και βάσεις κυλίκων), αμαυρόχρωμα και μελαμβαφή και στρώμα δ, βάθους περίπου 0.50μ., με μελανά χώματα, τα οποία περιείχαν κυρίως όστρακα των κεραμικών κατηγοριών ΙΙ και ΙΙΙ ανάμεικτα με μερικά μυκηναϊκά τροχήλατα μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν κύλικες, κύπελλα και ψευδόστομοι αμφορείς (Ανασκαφικό ημερολόγιο 1968, 6, 16). Από τη δεύτερη πάσα του τέταρτου στρώματος προήλθε χάλκινος διπλός πέλεκυς (Ανασκαφικό ημερολόγιο 1968, 11 Σουέρεφ 2001, 41). Το τμήμα του Βουλευτηρίου (Ε2), που ο Δάκαρης όρισε ως τομέα Γ περιλάμβανε την περιοχή μεταξύ του βωμού του Χάροπα και της δυτικής εισόδου (διαστάσεις 6Χ9μ.). Στην περιοχή του βάθρου ανασκάφηκαν τα θεμέλια «αψιδωτής καλύβας», της οποίας το δυτικό τμήμα διερχόταν κάτω από αυτό 39. Στην ανατολική πλευρά του κτιρίου εντοπίστηκε το ήμισυ αμαυρόχρωμου κανθαρόσχημου αγγείου (Α.Μ.Ι. 4965) (εικ.7), ενώ από τη βάση των θεμελίων προήλθε πήλινο σφοντύλι «σχήματος κόλουρου κώνου της ΥΕΙΙΙ περιόδου». Σύμφωνα με τον ανασκαφέα, το κτίριο μπορεί να χρονολογηθεί στην υπομυκηναική περίοδο ή την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και πιθανότατα με 39 Παρόμοια αψιδωτή κατασκευή εντοπίστηκε κάτω από την Ιερά Οικία (Ε1), Ευαγγελίδης και Δάκαρης 1959,

48 48 αυτό να σχετίζεται και ο ανακαλυφθείς το 1967 στη στοά του Βουλευτηρίου, «ιπνός» (Δάκαρης 1969, 30-31). Το 1971 στο εσωτερικό του Βουλευτηρίου ανοίχτηκαν τρεις τάφροι. Στο νοτιότερο τμήμα μεταξύ των δύο βάθρων ήρθαν στο φως χειροποίητα όστρακα αναμεμειγμένα με μελαμβαφή και μυκηναϊκά όστρακα (Ανασκαφικό ημερολόγιο 1971, 11). Το 1972 από τις ανώτερες επιχώσεις της δυτικής πτέρυγας του Βουλευτηρίου προήλθαν όστρακα αμαυρόχρωμα και μυκηναϊκά (πόδια κυλίκων με ταινιωτή διακόσμηση, σώμα αρτόσχημου κλειστού αγγείου), καθώς και ένα υστερογεωμετρικό όστρακο (Ανασκαφικό ημερολόγιο 1972, 5). Στην ανατολική τάφρο σε βάθος περίπου μ. εντοπίστηκαν όστρακα προϊστορικά μαζί με τροχήλατα και ένα μικρό χάλκινο μαχαιρίδιο τριγωνικού σχήματος της ΥΕΙΙΙ περιόδου, σύμφωνα με τον ανασκαφέα (Ανασκαφικό ημερολόγιο 1972, 16). Η περιοχή μεταξύ του Βουλευτηρίου και του απέναντι, μετέπειτα ταυτισμένου με το Πρυτανείο (Ο), κτιρίου είχε ονομαστεί από το Δάκαρη τομέας «Νότια Ε2». Στο χώρο αυτό κάτω από το λιθόστρωτο της «Ιεράς Οδού» (στρώμα ε) ήρθαν στο φως θραύσματα «εσχάρας» ιπνού, πιθανότατα του προαναφερθέντος από τη στοά του Βουλευτηρίου (Ανασκαφικό ημερολόγιο 1974, 6). Στο στρώμα γ, βόρεια του οικοδομήματος Ο, εντοπίστηκε χάλκινος σταυρόσχημος πέλεκυς μαζί με ευρήματα ιστορικών χρόνων (Ανασκαφικό ημερολόγιο 1974, 14). Κατά τον καθαρισμό της δυτικής του πλευράς (τέλος στρώματος δ-αρχή στρώματος ε) περισυλλέγη σημαντικός αριθμός οστράκων των κατηγοριών ΙΙ και ΙΙΙ του Δάκαρη, ένα πόδι κύλικας με ανεπαίσθητους δακτυλίους, τμήμα από μία δεύτερη κύλικα και θραύσματα οστράκων με αμαυρόχρωμη και γραπτή διακόσμηση. Χειροποίητα όστρακα των κατηγοριών ΙΙ και ΙΙΙ του Δάκαρη εντοπίστηκαν και στην περιοχή του Πρυτανείου (Ο). Οι τοίχοι της πτέρυγας Ο1 ήταν θεμελιωμένοι στο κλασικό στρώμα, το οποίο κάλυπτε το φυσικό, όπου στο δωμάτιο α, στη νοτιοδυτική γωνία αποκαλύφτηκε κυκλική λίθινη κατασκευή, η οποία χρησίμευε πιθανότατα ως πασσαλότρυπα (σχ.6) (Ανασκαφικό ημερολόγιο

49 , 23 Γραβάνη 1997, 333) 40. Το στρώμα δ όλων των δωματίων της πτέρυγας Ο1 περιείχε όστρακα ιστορικών χρόνων αναμεμειγμένα με χειροποίητα. Συγκεκριμένα, στη βορειοανατολική γωνία της πτέρυγας Ο1 εντοπίστηκαν όστρακα των κεραμικών κατηγοριών ΙΙ και ΙΙΙ, ένα πόδι υστερομυκηναικής κύλικας, όστρακα αμαυρόχρωμης και γεωμετρικής κεραμικής, καθώς και τμήμα λίθινης μαρμάρινης ενεπίγραφης στήλης (εικ.8) (Δάκαρης 1985, 42 Γραβάνη 1997, 333 Γραβάνη 2007, 195). Το 2004, στις τομές και 33 της πτέρυγας Ο2 του Πρυτανείου, στο στρώμα δ (σκούρο καστανό χρώμα) αποκαλύφτηκαν μάζες πηλού με αποτυπώματα καλαμιών και κλαδιών (Ανασκαφικό ημερολόγιο 2000, 21-25, 27-28). Πιθανότατα στην περιοχή αυτή υπήρχε κτίριο με πασσάλους παρόμοιου τύπου με εκείνο, που εντοπίστηκε στη στοά του Βουλευτηρίου (Ε2). Η επιμέρους διαίρεση και παρουσίαση των κεραμικών συνόλων από τη Δωδώνη βοηθά στην καλύτερη κατανόηση της διασποράς των ευρημάτων στο χώρο και κατ' επέκταση στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τις πρακτικές κατανάλωσης στην περιοχή. Η σύγκριση της κεραμικής, που εντοπίζεται στους δύο χώρους, και η αναγνώριση ομοιοτήτων και διαφορών λειτουργεί επικουρικά στον προσδιορισμό του χαρακτήρα εκάστου χώρου. Δηλαδή, εάν πρόκειται για ένα μικρό οικισμό ή για ένα λατρευτικό χώρο ή ακόμη και για τα δύο σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές. Η γενική εικόνα που προκύπτει είναι ότι πρόκειται για μια θέση με ταραγμένη στρωματογραφία, καθώς συχνά τα προϊστορικά ευρήματα απαντούν στα ίδια στρώματα με εκείνα των ιστορικών χρόνων (κυρίως στο χώρο ΙΙ, στην περιοχή του Βουλευτηρίου). Ωστόσο, όπως προκύπτει από την περιγραφή των συνόλων, η κατάσταση στο χώρο Ι φαίνεται να είναι περισσότερο ξεκάθαρη, καθώς το προϊστορικό στρώμα, σύμφωνα τουλάχιστον με τον ανασκαφέα, ήταν ομοιογενές και "ανέπαφο" (Ευαγγελίδης και Δάκαρης 1959, 65). Σε τρεις μάλιστα περιπτώσεις (στον πρόναο του ναού της Θέμιδας, στα νότια του ίδιου ναού και στο χώρο μεταξύ του ναού της Αφροδίτης και του τετράγωνου κτιρίου Η) η συνύπαρξη της κεραμικής με χάλκινα 40 Η ύπαρξη της πασσαλότρυπας παραπέμπει στην παρουσία ενός ακόμη κτιρίου με σκελετό από πασσάλους στο χώρο. 41 Στο ανασκαφικό ημερολόγιο 2000, 25 αναφέρεται ότι όλα τα όστρακα από το υψόμετρο μ. έως μ. ήταν χειροποίητα «προϊστορικού τύπου».

50 50 ευρήματα μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλέστερη χρονολόγηση. Στην πρώτη περίπτωση τα δύο χάλκινα μαχαιρίδια τοποθετούνται από τον Παπαδόπουλο (1976, 273) στη Μέση Εποχή Χαλκού ενώ στις δύο άλλες περιπτώσεις οι χάλκινοι πέλεκεις στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού και ειδικότερα ο πέλεκυς τύπου Ερμόνων στα π.χ. (Παπαδόπουλος 1976, 300, 302) Επισκοπή Σερβιανών (εικ.1, σχ.7) Η θέση Επισκοπή Σερβιανών εκτείνεται σε χαμηλό επιμήκη λόφο στα νότια του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων. Κατά τη διενέργεια δοκιμαστικών τομών από την ΙΒ ΕΠΚΑ αποκαλύφτηκαν αρχαία λείψανα στο βόρειο τµήµα του χώρου. Το ακίνητο (συνολικής έκτασης ,85 τ.μ.) δεσμεύτηκε και πραγματοποιήθηκε σωστική ανασκαφή, η οποία έφερε στο φως αγροτική εγκατάσταση ελληνιστικών χρόνων στην ανατολική πλαγιά και ρωμαϊκό νεκροταφείο στη δυτική (Πλιάκου 2007, Πλιάκου 2012, ). Ορίστηκε κάναβος με τετράγωνα 5Χ5, των οποίων ο κάθετος άξονας έφερε τα γράμματα της αλφαβήτου σε αύξουσα ταξινόμηση και ο οριζόντιος αραβική αρίθμηση. Ερευνήθηκαν συνολικά 200 τομές σε βάθος κυμαινόμενο έως και 2.15μ. από τη φυσική στάθμη του εδάφους. Η στρωματογραφία παρουσίαζε την εξής μορφή: το ανώτερο, επιφανειακό στρώμα κάλυπτε ένα ερυθροκάστανο αμμώδες χώμα, το οποίο σφράγιζε ένα τρίτο τεφροκάστανο, λιγότερο αμμώδες, στρώμα. Στο χώρο του οικισμού αποκαλύφτηκαν συνολικά πέντε κτήρια (Α, Β, Γ, Δ και Ε). Νότια και ανατολικά του κτιρίου Α εντοπίστηκε στρώμα χωρίς οικοδομικά λείψανα αλλά με άφθονη χειροποίητη κεραμική, που αποδόθηκε από την ανασκαφέα στο τέλος της Εποχής Χαλκού και την αρχή της Πρώιμης Εποχής Σιδήρου. Πρόκειται κυρίως για κεραμική με πλαστική διακόσμηση, μονόχρωμη (λεπτή και χονδρόκοκκη) και πορτοκαλέρυθρη. Οι λάκκοι για ταφές των ρωμαϊκών χρόνων είχαν ανοιχτεί στο χώρο, όπου παλαιότερα υπήρχε προϊστορική εγκατάσταση. Βρέθηκαν δύο ευρείς και δύο μικρότεροι λάκκοι σκαμμένοι στο φυσικό αργιλώδες έδαφος, οι οποίοι περιείχαν σημαντική ποσότητα λίθινων εργαλείων και χειροποίητης κεραμικής. Κατά την επεξεργασία του υλικού η κεραμική χρονολογήθηκε - βάσει της

51 51 παρουσίας εγχάρακτων οστράκων της κατηγορίας Ι του Δάκαρη - στη Νεολιθική περίοδο (εικ.9). Δύο χρόνια αργότερα, το 2010, στην ίδια θέση και στο χώρο του πλατώματος του λόφου εντοπίστηκαν κατάλοιπα λάκκων και υπόσκαφων κτηρίων, τα οποία σύμφωνα με μία πρώτη εκτίμηση ήταν σύγχρονα με τα προαναφερθέντα από το χώρο του νεκροταφείου (Ζάχος και Βασιλείου 2012, 346). Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών συγκεντρώθηκε δείγμα άνθρακα από το λάκκο 8, το οποίο δόθηκε για ραδιοχρονολόγηση. Τα αποτελέσματα δίνονται στον παρακάτω πίνακα: Αρ. Hλικία 14 C (ΒΡ) δ 13 C ( ) Θέση Αρ. Είδος Προέλευση εργαστηρίου Βαθμονομημένη Ηλικία (ΒC/AD) Σερβιανά S6 Άνθρακας Λάκκος 8 Lyon ± Σερβιανά S5 Άνθρακας Λάκκος 8 Lyon ± Πίν Ραδιοχρονολογήσεις Επισκοπής Σερβιανών. Το υλικό από την Επισκοπή λήφθηκε υπόψη κατά τη συγγραφή της διατριβής, καθώς εντάσσεται χρονολογικά (σύμφωνα με τη ραδιοχρονολόγηση) και χωρικά στην περίοδο και στην περιοχή μελέτης αντίστοιχα. Η απουσία, ωστόσο, χαρακτηριστικών κεραμικών συνόλων (όπως για παράδειγμα αμαυρόχρωμης κεραμικής) το καθιστά επισφαλές ως προς την χρονολόγηση, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, οι κεραμικές κατηγορίες ΙΙ και ΙΙΙ του Δάκαρη, στις οποίες εντάσσεται στην πλειονότητα του το υλικό, συνεχίζουν με μικρές διαφοροποιήσεις, αναλλοίωτες έως και τον 5ο αι. π.χ Καστρίτσα (εικ.1, εικ.10) Ο λόφος της Καστρίτσας (υψόμετρο 757μ.), στη νοτιοανατολική άκρη της λίμνης Παμβώτιδας κατοικήθηκε διαχρονικά Στην κορυφή του λόφου διατηρούνται λείψανα πολυγωνικού τείχους Ελληνιστικών χρόνων.

52 52 Στη δεκαετία του 1960 ο Eric Higgs 43 έφερε στο φως ένα σπήλαιο με ίχνη κατοίκησης της Aνώτερης Παλαιολιθικής περιόδου, στις δυτικές υπώρειες του λόφου της Καστρίτσας ( Higgs 1967, 350 Higgs 1968, Higgs et al. 1967, Bailey et al. 1984, 7-11 Adam 1989 Galanidou 1997 Kotjabopoulou 2001 Elefanti 2003). Μεταξύ των ευρημάτων ξεχώριζε ένα σύνολο πυριτολιθικών τεχνουργημάτων (αιχμές με ώμο, μικρολεπίδες με τεχνητή ράχη και ξέστρα), οστέινων αιχμών και οστρέινων ψήφων, καθώς και αρκετά μεγάλη ποσότητα ερυθρής ώχρας (Higgs 1967, 350). Παράλληλα, μια ομάδα από φοιτητές του Higgs με επικεφαλής τον G. Eldridge, εντόπισε στη βόρεια πλευρά του λόφου ένα δεύτερο μικρότερο σπήλαιο (3Χ5μ.), το οποίο βάσει της κεραμικής χρονολογήθηκε στην Τελική Νεολιθική περίοδο 44. Το 1951, κατά τη διάρκεια της διάνοιξης αποστραγγιστικής τάφρου στους ανατολικούς πρόποδες του λόφου της Καστρίτσας (εικ.11) 45, εντοπίστηκαν από το Δάκαρη λείψανα προϊστορικής εγκατάστασης (περίπου 300μ.). Σε βάθος 1.50 μ. από την επιφάνεια του εδάφους εντοπίστηκε συνεχές στρώμα πάχους 0.80μ. εμπεριέχον όστρακα των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων και ελάχιστα χειροποίητα. Ακολουθούσε επίχωση πάχους περίπου 0.50μ. και μία στρώση από μικρές πέτρες, της οποίας το πάχος αυξανόταν σταδιακά όσο πλησίαζε στους πρόποδες του λόφου 46. Στο αργιλώδες χώμα κάτω από αυτή τη στρώση 47, βρέθηκε μεγάλη ποσότητα οστράκων των τεσσάρων κατηγοριών της χειροποίητης κεραμικής του Δάκαρη. 43 Ο Higgs εργάστηκε για 5 χρόνια στην Ήπειρο ( ) με την ομάδα του από το Πανεπιστήμιο του Cambridge, Adam 1989, Αδάμ και Bailey 1994, 306 Kotjabopoulou 2001, Στη Νεολιθική περίοδο χρονολογήθηκαν, επίσης, τα όστρακα και οι αξίνες, που περισυλλέγησαν στις ανατολικές υπώρειες του λόφου. Βοκοτοπούλου 1968β, Δάκαρης 1951, Δάκαρης 1952, Η τάφρος μήκους 6.5 χλμ. και βάθους κυμαινόμενου από μ. κατασκευάστηκε από την εταιρεία Α.Η.Τ.Ε. με σκοπό την διοχέτευση των λιμνάζοντων νερών στη λίμνη των Ιωαννίνων, Δάκαρης 1951, Σε μερικά σημεία, το πάχος της λιθόστρωσης έφθανε τα μ. με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο έλεγχος του εδάφους προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη του προϊστορικού στρώματος. Δάκαρης 1951, Δάκαρης 1952, Κατά τόπους, το προϊστορικό στρώμα εντοπιζόταν ακριβώς κάτω από το στρώμα των ιστορικών χρόνων χωρίς τη μεσολάβηση της επίχωσης και της στρώσης των μικρών λίθων.

53 53 Το φθινόπωρο του επόμενου χρόνου επανέλαβε την ανασκαφή στην ίδια περιοχή. Μόνο σε ένα σημείο κατάφερε να εντοπίσει «αδιατάρακτο προϊστορικό» στρώμα αμέσως κάτω από το κλασικό (Δάκαρης 1952, ). Σε βάθος μ. από το επιφανειακό αργιλώδες χώμα (α) εκτεινόταν το ιστορικό στρώμα πάχους 0.50μ. περίπου, χρώματος μελανού (β1-β2). Στο κατώτερο σημείο του εντοπίστηκε λεπτή στρώση από λακωνικές κεράμους και ακριβώς κάτω από αυτή το «προϊστορικό» στρώμα (β3) πάχους περίπου μ. Στο ανώτερο τμήμα του στρώματος αυτού, τα «προϊστορικά» όστρακα συνυπήρχαν με όστρακα κλασικών χρόνων, ενώ από το ίδιο στρώμα προήλθαν, επίσης, ένας χάλκινος πέλεκυς που αποδόθηκε στην Πρώιμη Εποχή Σιδήρου και τμήμα χείλους χάλκινου λέβητα με διακόσμηση τριών πτηνών (ύστερος 7 ος -6 ος αι. π.χ.). Επομένως, η στρωματογραφία ήταν επισφαλής και το μόνο, που σημείωνε με βεβαιότητα ο Δάκαρης, ήταν ότι στο βαθύτερο σημείο του προϊστορικού στρώματος εντοπίστηκαν αποκλειστικά όστρακα των κατηγοριών ΙΙ και ΙΙΙ (Δάκαρης 1952, 365). Βασιζόμενος κυρίως στη συγκριτική μελέτη της κεραμικής με χρονολογημένα κεραμικά σύνολα γειτονικών περιοχών, ο Δάκαρης τοποθέτησε την έναρξη του, κατά την άποψή του, ατείχιστου οικισμού στην Πρώιμη Εποχή Χαλκού 48. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι κάτοικοι εξακολούθησαν να ζουν εκεί έως το τέλος του 5 ου αι. π.χ., οπότε εγκατέλειψαν τη θέση για να μεταφερθούν στην κορυφή του λόφου (Δάκαρης 1952, ) 49. Η ακρόπολη της Καστρίτσας ταυτίστηκε από το Δάκαρη με την αρχαία ηπειρωτική πόλη Τέκμων (Δάκαρης 1956β, 46-80). Στο εσωτερικό των τειχών, στη δεκαετία του 1990, διενεργήθηκαν έρευνες σε δύο αρχαία κτήρια από την ΙΒ ΕΠΚΑ. Στο επονομαζόμενο κτίριο Α, το οποίο εφαπτόταν στο εσωτερικό της νοτιοδυτικής οχύρωσης, στα βαθύτερα στρώματα των χώρων 1, 3, 4 και 5 48 Η Πλιάκου αναφέρει ότι ο οικισμός κατοικήθηκε διαρκώς από την ΥΕΙΙΙΒ-Γ έως το τέλος του 4 ου αι. π.χ., Πλιάκου 2007, Η υπόθεση του Δάκαρη στηρίχτηκε στη λανθασμένη κατά την Πλιάκου (2007, ) χρονολόγηση της λιθόστρωσης κάτω από το ιστορικό στρώμα στο τέλος του 5 ου αι. π.χ. Η ίδια επισημαίνει ότι λόγω της διατάραξης των αρχαιολογικών στρωμάτων είναι αδύνατη η ακριβής χρονολόγηση της δημιουργίας της λιθόστρωσης, η οποία πιθανότατα οφείλεται στην «αποσάθρωση και κατακρήμνιση των λατυποπαγών πετρωμάτων του ανατολικού πρανούς του λόφου», Πλιάκου 2007, 115.

54 54 εντοπίστηκε σημαντικός αριθμός οστράκων χειροποίητης κεραμικής των κατηγοριών ΙΙ και ΙΙΙ αναμεμειγμένος με όστρακα των υστεροκλασικώνελληνιστικών χρόνων (Ντούζουγλη 1994, 366). Παράλληλα, διάσπαρτοι σε διάφορα σημεία του λόφου, κυρίως δε στους ανατολικούς πρόποδες, εντοπίστηκαν τάφοι της Ύστερης Εποχής Χαλκού - Πρώιμης Εποχής Σιδήρου. Δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι, ο ένας κτερισμένος με μυκηναϊκό ψευδόστομο αμφορέα της ΥΕΙΙΙΓ (Δάκαρης 1964, Σουέρεφ 2001, 46) και ο δεύτερος ακτέριστος, με ταφή νεκρού σε συνεσταλμένη στάση και εμπεριέχων τα οστά άλλων δύο ανθρώπων (Δάκαρης 1966, 288 Σουέρεφ 2001, 46) 50, εντοπίστηκαν στην περιοχή, όπου εκτεινόταν ο ατείχιστος οικισμός. Στον ίδιο χώρο, στην επιφάνεια της στρώσης των μικρών λίθων πάνω από το προϊστορικό στρώμα, βρέθηκαν δύο λακκοειδείς τάφοι της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου 51. Ένας τρίτος κιβωτιόσχημος τάφος ήρθε στο φως έξω από την είσοδο του παλαιολιθικού σπηλαίου κτερισμένος με χάλκινο εγχειρίδιο της ΥΕΙΙΙΒ περιόδου (Δάκαρης 1968, 291 Σουέρεφ 2001, 46). Η έντονα διαταραγμένη στρωματογραφία τόσο στους πρόποδες όσο και στην κορυφή του λόφου της Καστρίτσας, όπως συνάγεται από τα παραπάνω, καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη τη διάκριση φάσεων και τη χρονολόγηση του κεραμικού υλικού. Το βέβαιο είναι ότι ο χώρος κατοικούνταν στο τέλος της Εποχής του Χαλκού, παρόλο που δεν εντοπίστηκαν καθόλου οικοδομικά λείψανα ή άλλες κατασκευές, που να σχετίζονται με οικιστικούς χώρους (εστίες, λάκκοι απόρριψης, πασσαλότρυπες, βόθροι) Κάστρο Ιωαννίνων (εικ.1, εικ.12) Η χερσόνησος του Κάστρου στη δυτική όχθη της Παμβώτιδας, συνίσταται από δύο τμήματα, ένα ψηλότερο στα βορειανατολικά (Ακρόπολη Ασλάν) και ένα 50 Στα χώματα, που κάλυπταν την ταφή, βρέθηκαν όστρακα της κεραμικής κατηγορίας ΙΙΙ. 51 Ο ένας περιείχε παιδική ταφή κτερισμένη με χειροποίητη οπισθότμητη πρόχου και ο δεύτερος γυναικεία ταφή στην οποία είχαν εναποθετηθεί δύο οστέινες περόνες. Ο Δάκαρης (1952, ) είχε λανθασμένα χρονολογήσει τις ταφές στο τέλος του 5 ου αι. π.χ., Πλιάκου 2007,

55 55 χαμηλότερο και πιο εκτεταμένο στα νοτιοανατολικά (Ιτς Καλέ). Οι πρώτες ενδείξεις για την ύπαρξη αρχαιοτήτων στην περιοχή του Κάστρου χρονολογούνται στη δεκαετία του Η Βοκοτοπούλου (1973, 95) διατύπωσε πρώτη την υπόθεση περί ύπαρξης αρχαίας εγκατάστασης στην περιοχή μετά την ανακάλυψη ενός μαρμάρινου κεφαλιού αγάλματος. Οι ανασκαφές των τελευταίων ετών έφεραν στο φως οικοδομικά κατάλοιπα εκτεταμένου αρχαίου οικισμού του τέλους του 5 ου αι. π.χ., που οχυρώθηκε στις αρχές του 3 ου αι. π.χ. (Πλιάκου 2007, ). Το 2009, κατά τη διάρκεια σωστικής ανασκαφής ελληνιστικού κτιρίου σε ιδιωτικό ακίνητο εντός του Κάστρου, αποκαλύφτηκε σημαντικός αριθμός χειροποίητων οστράκων, που εντάσσονται κυρίως στις κατηγορίες ΙΙ και ΙΙΙ του Δάκαρη (Πλιάκου 2009 υπό δημοσίευση). Το «προϊστορικό» στρώμα, χρώματος καστανομέλανου, διαχωριζόταν από το υπερκείμενο στρώμα καταστροφής από μία λεπτή στρώση ανοικτού καστανομέλανου χώματος. Το σύνολο, παρόλο που δεν είναι ασφαλώς χρονολογημένο, καθώς η ένταξη του στην προϊστορική περίοδο βασίζεται στα μορφολογικά χαρακτηριστικά του και στην τυπολογική σύγκριση με κεραμική των γειτονικών περιοχών 52, λήφθηκε υπόψη κατά τη μελέτη της χειροποίητης κεραμικής της κεντρικής Ηπείρου για συγκριτικούς λόγους Κρύα (εικ.1, εικ.13) Το χωριό Κρύα, στα βορειοανατολικά του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων, εκτείνεται στις υπώρειες του όρους Μιτσικέλι, στην ελώδη περιοχή ανάμεσα στη λίμνη Παμβώτιδα και την αποξηραμένη σήμερα λίμνη της Λαψίστας (Κατσίκης 1992, 22-23). Κατά τους χειμερινούς μήνες, η περιοχή συχνά πλημμυρίζει από τα νερά της λίμνης, που ξεχειλίζουν και μετατρέπεται σε έλος (Philippson 1956, 82 Καρακίτσιος 2008, 179) 53. Όταν την άνοιξη απομακρύνονται πλέον τα νερά, η λάσπη, που αφήνουν πίσω τους, αποτελεί εύφορο έδαφος για καλλιέργεια ή για 52 Για παράδειγμα στη Δοκιμαστική τομή VI, ΟΜ.220, εντοπίστηκε ωτόσχημη απόφυση που απαντά συνήθως στις πρώιμες φάσεις της Εποχής του Χαλκού (Otto and Bulle 1934, Abb.5.1, 2 Zachos 2008, 25). 53 Από την παρουσία ελών στην περιοχή φαίνεται ότι προέρχεται και η ονομασία Ελλοπία, η οποία οδήγησε και στη διατήρηση χλωρής χλόης καθ όλο το έτος, απαραίτητης για την εκτροφή ζώων, Δάκαρης 1952, 551.

56 56 βοσκή. Δίνεται, επομένως, η δυνατότητα στους κατοίκους της περιοχής να αναπτύξουν ποικίλες οικονομικές δραστηριότητες. Βάσει της στρωματογραφίας της Κρύας, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το ίδιο ίσχυε και κατά την περίοδο υπό εξέταση, καθώς κατά τόπους εντοπίζονται ίχνη του πυθμένα της λίμνης. Το 1982, παραδόθηκαν από κάτοικο της περιοχής, στον τότε επιμελητή αρχαιοτήτων της ΙΒ ΕΠΚΑ Η. Ανδρέου, τρεις σιδερένιες αιχμές δοράτων, ένα σιδερένιο μαχαίρι και ένας χάλκινος δακτύλιος, τα οποία εντοπίστηκαν σε βάθος μ. (Ανδρέου 1982, 266). Τα ευρήματα ερμηνεύτηκαν ως κτερίσματα ταφής. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1988, κατά τις εργασίες κατασκευής του γηπέδου ποδοσφαίρου της Κρύας, στο νοτιοδυτικό άκρο του χωριού, εντοπίστηκαν κατά χώραν έξι πίθοι, καθώς και λείψανα θεμελίων τοίχων. Παράλληλα, περισυλλέχτηκε σημαντικός αριθμός οστράκων χειροποίητης κεραμικής και τρία σφοντύλια. Η θέση, που υπολογίζεται, ότι καταλάμβανε έκταση περίπου ενός στρέμματος, ταυτίστηκε με προϊστορική εγκατάσταση και χρονολογήθηκε βάσει των ευρημάτων στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού - Πρώιμη Εποχή Σιδήρου (Ανδρέου 1988, 604 Ανδρέου 1994, Ντούζουγλη και Ζάχος 1994, Ζάχος 1995, , Βασιλείου 2011, ). Η ανασκαφική έρευνα πραγµατοποιήθηκε το επόµενο έτος από την ΙΒ ΕΠΚΑ και είχε διάρκεια τρεις μήνες. Παρόλο, που η ανασκαφή ήταν σωστική, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στη συστηματική και λεπτομερή καταγραφή της αρχαιολογικής πληροφορίας. Ανασκάφηκαν συνολικά επτά τομές διαφορετικών διαστάσεων, στις οποίες δόθηκε αύξουσα λατινική αρίθμηση (Ι-VII) (σχ.8). Συγκεκριμένα, οι τομές Ι, ΙΙ και ΙΙΙ είχαν διαστάσεις 2.00Χ8.00μ., 3.00Χ8.00μ. και 1.50Χ11.70μ. αντίστοιχα, ενώ οι IV, V, VI και VII 3.00Χ4.00μ. Στις τέσσερις τομές (Ι, ΙΙ, IV, V), που βρίσκονταν στο νοτιοδυτικό τμήμα του γηπέδου, εντοπίστηκε σε μικρό βάθος μ. το παρθένο, αργιλώδες έδαφος. Στις τομές ΙΙΙ και VI, ωστόσο, στο κέντρο περίπου του γηπέδου, οι επιχώσεις έφταναν σε αρκετά μεγάλο βάθος ( μ) και αποκαλύφτηκαν δύο επάλληλα στρώματα κατοίκησης με ασαφή υπολείμματα εστιών. Οικοδομικά λείψανα, υπό τη μορφή

57 57 λιθοσωρών απροσδιόριστου σχήματος, εντοπίστηκαν μόνο σε δύο τομές (Ι και IV) 54. Στο ανατολικό τμήμα του γηπέδου ήρθαν στο φως δεκαπέντε αποσπασματικά σωζόμενοι πίθοι, τοποθετημένοι κατακόρυφα σε στρώμα με καθαρό κοκκινωπό πηλό 55 (σχ.9). Στις περισσότερες περιπτώσεις είχε διατηρηθεί μόνο το κατώτερο τμήμα τους, το οποίο περιείχε καθαρό χώμα, λίγες πέτρες και ενίοτε λίγα οστά ζώων. Εξωτερικά, η στήριξη των πίθων επιτυγχανόταν με τη χρήση μικρών λίθων (εικ.14). Εξαιτίας της μεγάλης έκτασης του χώρου και των περιορισμένων οικονομικών κονδυλίων, πραγματοποιήθηκαν τέσσερις στενές δοκιμαστικές τομές με μηχανικό εκσκαφέα, προκειμένου να ερευνηθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιφάνεια και να επισπευστεί η διαδικασία. Σε αρκετά σημεία το φυσικό στρώμα εμφανίστηκε λίγα μόλις εκατοστά από την επιφάνεια του εδάφους (Ντούζουγλη και Ζάχος 1994, 12-13). Στα κινητά ευρήματα συγκαταλέγονται μεγάλες ποσότητες οστράκων και οστών ζώων, λίγα πήλινα σφοντύλια (εικ.15), εργαλεία από πυριτόλιθο και οστό, καθώς και μια χάλκινη περόνη (εικ.16). Η τελευταία έχει μήκος περίπου 0.23μ. και εντάσσεται στο γνωστό υπομυκηναϊκό τύπο με το κυκλικής διατομής στέλεχος και την ορθογώνια διεύρυνση στο πάνω μέρος της κεφαλής (Kilian- Dirlmeier 1984, Souyoudzoglou-Haywood 1999, 81, pl. 20, Α948). Οι περόνες αυτού του τύπου ίσως χρησιμοποιούνταν για τη στερέωση του επενδύτη (Hammond 1976, 138). Η εμφάνιση τους στο Αιγαίο χρονολογείται σύμφωνα με την Kilian-Dirlmeier (1984, 66-69) στο τέλος του 12 ου αρχές 11 ου αι. π.χ. ενώ συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται και κατά την υπομυκηναϊκή περίοδο συνήθως ανά ζεύγη σε ταφές. 54 Κατά την προκαταρκτική έρευνα του 1988 στο δυτικό τμήμα του γηπέδου, όπου αργότερα η τομή Ι, είχαν εντοπιστεί θεμέλια τοίχων, Ανδρέου 1988, Πρόκειται για τους έξι που είχαν εντοπιστεί το 1988 και άλλους εννέα, που ήρθαν στο φως μετά την εντατικότερη διερεύνηση της περιοχής το 1989, Ανασκαφικό ημερολόγιο Ι50Β, Αρχικά οι έξι πίθοι, που είχαν ανακαλυφθεί το 1988, είχαν θεωρηθεί ταφικοί. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή δεν επιβεβαιώθηκε, καθώς δεν εντοπίστηκαν οστά ή ίχνη καύσης στο εσωτερικό τους.

58 H στρωματογραφία και οι φάσεις του οικισμού 56 Η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι το μεγαλύτερο τμήμα των επιχώσεων του χώρου είχε ήδη καταστραφεί από το μηχανικό εκσκαφέα,, που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του γηπέδου. Σε πολλά σημεία, είχε αφαιρεθεί επίχωση πάχους μεγαλύτερου από δύο μέτρα. Διακρίθηκαν συνολικά έξι στρώματα (σχ.10), στα οποία δόθηκε λατινική αρίθμηση από πάνω προς τα κάτω: Α/α στρώματος Χρώμα Χαρακτηριστικά Ι (επιφανειακό) 57 Σκούρο καστανό Περιείχε μεγάλη ποσότητα λίθων ΙΙ Γκριζοκάστανο Περιείχε χαλίκι ΙΙΙ Γκρίζο Περιείχε ελάχιστο χαλίκι IV Ανοιχτό καστανό Χαλαρό, με μεγάλη περιεκτικότητα σε αρχαιολογικά ευρήματα V Ερυθρωπό Εύσκαπτο VΙ (Φυσικό) Κιτρινωπό Ταυτίζεται με τον πυθμένα της λίμνης. Λασπώδες. Στη μεγαλύτερη έκτασή του καλύπτεται από λεπτόκοκκο ίζημα ιλύος και αργίλου (Κατσίκης 1992, 21) Πίν Στρωματογραφία Κρύας. Σύμφωνα με τους ανασκαφείς στη θέση αντιπροσωπεύονταν δύο διαδοχικές φάσεις κατοίκησης του οικισμού, οι οποίες ονομάστηκαν από τη γράφουσα 56 Η συζήτηση της στρωματογραφίας βασίζεται στις ανασκαφικές πληροφορίες των ημερολογίων και στη σχεδιαστική και φωτογραφική αποτύπωση της στρωματογραφίας των παρειών των τομών 57 Σε ορισμένες τομές το επιφανειακό χώμα καλυπτόταν από ένα λεπτό στρώμα κίτρινου αργιλώδη πηλού (γλίνας).

59 59 συμβατικά Κρύα Ι (αρχαιότερη) και Κρύα ΙΙ (νεότερη). Τα στρώματα Ι-ΙΙΙ αντιστοιχούν στη φάση Κρύα ΙΙ ενώ τα στρώματα IV-VΙ στη φάση Κρύα Ι. ΣΤΡΩΜΑ ΤΟΜΗ I II III IV V VI Ι ΠΑΣΑ ΙΙ 1 ΙΙΙ IV 1-5 V VI VII 1-3 ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΙΙΙ ΚΑΙ VI Πίν Αντιστοιχία πασών - στρωμάτων ανά ανασκαφική τομή στην Κρύα. Δεν υπάρχουν ενδείξεις διακοπής, εγκατάλειψης ή καταστροφής του οικισμού μεταξύ των δύο φάσεων. Ορισμένα κενά, που παρατηρούνται, ήταν πιθανότατα αποτέλεσμα φυσικών αιτίων, όπως για παράδειγμα διάβρωσης του εδάφους ή νεροσυρμών. Η στρωματογραφία σε γενικές γραμμές ήταν ομοιόμορφη σε όλες τις τομές, με κατά τόπους διαφοροποιήσεις στο πάχος και στο βάθος εμφάνισης των στρωμάτων, οι οποίες οφείλονταν πιθανότατα στην κλίση του εδάφους από Ν προς Β και από Α προς Δ Ι. Κρύα Ι Στη φάση αυτή (πάσα 8), εντός του μάρτυρα μεταξύ των τομών ΙΙΙ και VI, ανήκει η προαναφερθείσα χάλκινη περόνη. Η ένταξή της στην Υπομυκηναϊκή ή

60 60 την Πρωτογεωμετρική περίοδο (Δακορώνια 1992, , πιν.66α Donder 1999, 96, fig.6) ενισχύθηκε από δύο δείγματα 14C που αναλύθηκαν στο Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. Δημόκριτος 58. Η φάση Ι, λοιπόν, φαίνεται ότι καλύπτει το χρονικό διάστημα από το τέλος του 12 ου αι. π.χ. έως τα τέλη του 10ου αι. π.χ. Αριθμός Δείγμα Είδος Hλικία δ 13 C Βαθμονομημέ- Πιθανό- Εργα- 14 C (ΒΡ) ( ) νη τητες στηρίου Ηλικία (ΒC/AD) Θέση: ΚΡΥΑ Δείγμα 1, DEM 2174 Τομή VI, Άνθρακας 2849 ± -25, π.χ. (68,2%) Από την εστία π.χ. (95,4%) της πάσας 11, Ομάδα 4, Στρώμα IV, Βάθος: 1.30μ Δείγμα 3, DEM 2227 Δείκτης, Άνθρακας 2887 ± -24, π.χ. (68,2%) Πάσα 9, π.χ. (94,8%) Ομάδα 4, π.χ. 0,6% Στρώμα IV, εστία Βάθος: 1.36μ Πίν Ραδιοχρονολογήσεις Κρύας. Στρώματα της φάσης Ι σημειώθηκαν στις τομές Ι, ΙΙΙ, VI και στο μάρτυρα μεταξύ των δύο τελευταίων τομών. Ειδικότερα, στη φάση αυτή εντάχθηκαν τα 58 Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στο Δρα Γ. Μανιάτη για την πολύτιμη βοήθεια του.

61 61 όστρακα της τομής I, που προέρχονταν από τις πάσες 4 και 5 κάτω από τα λείψανα των θεμελίων τοίχου, ο οποίος καταλάμβανε τη δυτική πλευρά της τομής. Επίσης, στη φάση αυτή ανήκαν η εστία, που εντοπίστηκε στο στρώμα IV των τομών ΙΙΙ (πάσα 9), VI (πάσα 11) και στο μεταξύ τους μάρτυρα (πάσες 7-8), καθώς και το δάπεδο από πατημένο χώμα με χονδρότοιχα όστρακα και πέτρες της τομής VI (πάσα 11) και του μάρτυρα των τομών ΙΙΙ και VI (πάσα 9) (εικ.17). Η συνύπαρξη της εστίας και του δαπέδου υποδηλώνει ότι το στρώμα αυτό ταυτίζεται με το δάπεδο χρήσης των κατοίκων της κοινότητας της φάσης Κρύα Ι. Στις τομές ΙΙ 59, V και VII αντιπροσωπεύεται μόνο η φάση αυτή με μικρής ποσότητας κεραμική. Δυστυχώς πουθενά στη φάση αυτή δεν εμφανίζονται αρχιτεκτονικά κατάλοιπα ΙΙ. Κρύα ΙΙ (9ος - 8ος αι. π.χ.) Στη φάση αυτή ανήκαν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, που εντοπίστηκαν στις τομές Ι (πάσες 1-3) (εικ.18) και IV. Συγκεκριμένα, στο δυτικό τμήμα της τομής Ι ήρθαν στο φως διάσπαρτες πέτρες μεγάλου μεγέθους, οι οποίες προέρχονταν πιθανότατα από τα θεμέλια τοίχου. Στην ίδια φάση ανήκαν και τα λείψανα των δεκαπέντε πίθων, που εντοπίστηκαν σε άμεση επαφή με τους λίθους της τομής Ι. Στο νοτιοανατολικό τμήμα της τομής IV, στην πάσα 3 αποκαλύφθηκε σωρός από πεσμένους λίθους, που αποτελούσαν πιθανότατα τα θεμέλια κτιρίου. Στο στρώμα ΙΙΙ των τομών ΙΙΙ (πάσες 6-8), VI (πάσες 8-10) και του μεταξύ τους μάρτυρα (πάσες 4-6) εντοπίστηκαν τα ίχνη ανοιχτής εστίας υπό τη μορφή ερυθρής κηλίδας ελλειψοειδούς σχήματος, με μεγάλη περιεκτικότητα σε καρβουνάκια, στάχτες, λίγα οστά και όστρακα (εικ.19). Στην τομή VI βρέθηκε σημαντική ποσότητα τεμαχίων άψητου πηλού, που χρησίμευαν πιθανότατα ως δομικό υλικό Νεοχωρόπουλο (εικ.1) Το χωριό Νεοχωρόπουλο βρίσκεται στις ανατολικές υπώρειες της λοφοσειράς των Μαρμάρων, η οποία οριοθετεί το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων στα δυτικά. 59 Το βορειοδυτικό τμήμα της τομής ΙΙ καταλαμβανόταν από μεγάλες, πεσμένες, πιθανότατα, πέτρες.

62 62 Στο σημείο, όπου το χωριό διαχωρίζεται από τη Μονή Δουρούτης, κατά τη διάρκεια εξομαλύνσεως του χώρου από στρατιωτικό προωθητήρα, εντοπίστηκε στρώμα με χειροποίητα όστρακα και καταστράφηκε κιβωτιόσχημος τάφος που κατά τον ανασκαφέα ανήκε στην Εποχή του Χαλκού (Δάκαρης 1965, 287 Δάκαρης , ). Το 2009, κατά τη διάρκεια δοκιμαστικών τομών στη θέση «Παλαμπούτι» του Νεοχωρόπουλου, περισυλλέχτηκε σημαντική ποσότητα χειροποίητων οστράκων από τη νοτιοανατολική γωνία οικοπέδου ιδιοκτησίας της εταιρείας «Αρωγή Ηπείρου Α.Ε.» (Κατσαδήμα-Βασιλείου 2010 υπό δημοσίευση Κατσαδήμα 2012, 347) 60. Το η ΙΒ ΕΠΚΑ προχώρησε στην ανασκαφή του χώρου, κατά την οποία αποκαλύφτηκαν εκτεταμένα λείψανα προϊστορικής εγκατάστασης 61 (εικ.20). Χαράχτηκε κάναβος διαστάσεων 5Χ5μ. και οι τομές ονομάστηκαν με τα γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου (σχ.11). Την προϊστορική επίχωση αποτελούσε ένα γκρίζο-κάστανο χώμα, στο οποίο εντοπίστηκε μεγάλη ποσότητα κεραμικής (εικ.21) και λίθινων εργαλείων. Εδραζόταν σε ένα στρώμα καφέ ανοιχτό, αμμώδες, με μεγάλη περιεκτικότητα σε χαλίκι και καμένα οργανικά κατάλοιπα. Το τελευταίο, σφραγιζόταν από ένα χώμα παρόμοιας σύστασης, που προήλθε από τη διάβρωση της γύρω περιοχής. Η εγκατάσταση περιοριζόταν στη βορειοανατολική γωνία του δεσμευμένου χώρου και εκτεινόταν προς τα δυτικά στο γειτονικό οικόπεδο, όπως αποδείχτηκε από τις δοκιμαστικές τομές, που έγιναν με τη χρήση μηχανικού εκσκαφέα. Βάσει της πρώτης μελέτης της κεραμικής θεωρήθηκε ότι η θέση θα μπορούσε να χρονολογηθεί στα τέλη της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Η υπόθεση αυτή ενισχύθηκε από τη ραδιοχρονολόγηση ενός δείγματος άνθρακα από το Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. Δημόκριτος. 60 Η ανασκαφέας διατηρεί το αποκλειστικό δικαίωμα δημοσίευσης της ανασκαφής. Η αναφορά της θεωρήθηκε απαραίτητη γιατί για πρώτη φορά στο «Παλαμπούτι» εντοπίστηκαν δείγματα της κεραμικής κατηγορίας ΙΙ χωρίς αντίστοιχα της κεραμικής κατηγορίας ΙΙΙ του Δάκαρη. Η σημασία του στοιχείου αυτού θα εξηγηθεί αναλυτικά στο κεφάλαιο της Χρονολόγησης. 61 Η ταύτιση με οικιστικό σύνολο βασίζεται στην παρουσία εκτεταμένων στρωμάτων χρήσης και πήλινης κυκλικής θερμαντικής κατασκευής.

63 63 Θέση: ΠΑΛΑΜΠΟΥΤΙ Αριθμός Εργαστηρίου Δείγμα Είδος Hλικία 14 C (ΒΡ) δ 13 C ( ) Βαθμονομημένη Πιθανότητες Ηλικία (ΒC/AD) AMS Δείγμα 6, Άνθρακας 3342 ± 31-20, π.χ. (68,2%) (DEM 2482) Τετρ. Η2, Ομάδα 6, Αφαίρεση στρ. καταστροφής π.χ. (95,4%) Βάθος: -0.54μ Πιν.1.5. Ραδιοχρονολόγηση Παλαμπουτίου Η ορεινή ενδοχώρα Στην ενότητα της ορεινής ενδοχώρας εντάσσονται με αλφαβητική σειρά οι θέσεις: Βίτσα, Ελαφότοπος, Καλπάκι, Κάτω Κόνιτσα, Κάτω Πεδινά, Λιατοβούνι και Μαζαράκι, οι οποίες θα μας απασχολήσουν στην παρούσα εργασία Βίτσα (εικ.1, εικ.22) Στο νοτιοανατολικό άκρο της χαράδρας του Βίκου, στη δυτική Πίνδο, στα όρια των κοινοτήτων Βίτσας και Μονοδενδρίου και σε υψόμετρο μέτρων βρέθηκε τυχαία, το 1965, το Νότιο Νεκροταφείο της Βίτσας. Το επόμενο έτος, ήρθε στο φως και ο οικισμός, στον οποίο ανήκαν οι τάφοι Αργότερα, στη δεκαετία του 1970 ανασκάφτηκε ένα δεύτερο νεκροταφείο, γνωστό ως Βόρειο Νεκροταφείο, καθώς και τέσσερις τάφοι στο νοτιοδυτικό άκρο του οικισμού. Στον οικισμό αναγνωρίστηκαν δύο φάσεις κατοίκησης (σχ.12). Η πρώτη χρονολογήθηκε στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (μέσα 9 ου -8 ος αι. π.χ.) και αντιπροσωπεύεται από τα λείψανα τριών οικιών 62, μια κυκλική εστία, μια 62 Στην ίδια εποχή ανήκει και μικρό τμήμα τείχους, που εντοπίστηκε στο δυτικό τμήμα του οικισμού, Βοκοτοπούλου 1994, 596.

64 64 χαλικόστρωτη αυλή, τμήματα τοίχων και οχτώ βόθρους. Η καλύτερα διατηρημένη οικία είχε καμπυλόγραμμο περίγραμμα, λιθόκτιστο θεμέλιο και πλινθόκτιστη ανωδομή (Βοκοτοπούλου 1972, 446). Η κεραμική ανήκε στο μεγαλύτερο ποσοστό στην πορτοκαλέρυθρη κατηγορία (Βοκοτοπούλου 1986, 252). Η δεύτερη φάση κατοίκησης του οικισμού τοποθετείται μετά τον 7 ο αι. και δεν εμπίπτει στα όρια της παρούσας εργασίας (Βοκοτοπούλου 1994, ). Στο νοτιοδυτικό άκρο του οικισμού μία ομάδα τάφων του 9 ου αι. π.χ. θεωρήθηκε από τη Βοκοτοπούλου ότι ανήκε στους πρώτους οικιστές, καθώς βρισκόταν εκτός των νεκροταφείων της θέσης (Βοκοτοπούλου 1994, 597). Συνολικά, στα δύο νεκροταφεία, το Βόρειο (23 τάφοι), το Νότιο (154 τάφοι), και στο νοτιοδυτικό άκρο της θέσης εντοπίστηκαν 181 τάφοι, που χρονολογούνται από τον 9 ο μέχρι τον 4 ο αι. π.χ. 63 Οι περισσότεροι ήταν λιθόκτιστοι. Οι νεκροί, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, ήταν θαμμένοι εκτάδην πλαισιωμένοι με κοσμήματα, σιδερένια όπλα, πήλινα και χάλκινα αγγεία. Στα κτερίσματα των τάφων, εκτός από τα ντόπια χειροποίητα αγγεία, περιλαμβάνονταν και εισηγμένα, Κορινθιακά και Αττικά αγγεία, κυρίως. Το σχήμα του κανθάρου αποτελεί το δημοφιλέστερο τύπο ταφικού αγγείου κατά τον 9 ο και 8 ο αι. π.χ. (Βοκοτοπούλου 1982, 191) Ελαφότοπος (εικ.1) 64 Σε υψόμετρο 850μ., στους πρόποδες του λόφου «Κονίσματα» Ελαφοτόπου, εντοπίστηκαν τέσσερις κιβωτιόσχημοι τάφοι (Βοκοτοπούλου 1967, Βοκοτοπούλου 1969, ). Οι τρεις από τους τέσσερις τάφους βρέθηκαν συλημένοι. Περιείχαν, ωστόσο, σημαντικό αριθμό πήλινων αγγείων και χάλκινων αντικειμένων της ΥΕΙΙΙΓ περιόδου. Σε γειτονικής έκτασης αγρό, που απείχε λίγα μέτρα από τους τάφους, ήρθε στο φως μεγάλη ποσότητα κεραμικής, τάφοι χρονολογούνται στον 9 ο αι. π.χ., 81 στον 8 ο αι. π.χ., 9 στη μετάβαση από τον 8 ο στον 7 ο αι. π.χ., 7 στον 7 ο αι. π.χ., 10 στον 6 ο αι. π.χ., 26 στον 5 ο αι. π.χ. και 15 στον 4 ο αι. π.χ., Βοκοτοπούλου 1982, Η κεραμική από τα ταφικά σύνολα του Ελαφοτόπου, Καλπακίου, Κάτω Κόνιτσας, Κάτω Πεδινών και Μαζαρακίου συμπεριλήφθηκε στην παρουσίαση της χειροποίητης κεραμικής από την κεντρική Ήπειρο λόγω της συνύπαρξης της με ασφαλώς χρονολογημένα εισηγμένα αγγεία και μεταλλικά αντικείμενα.

65 65 κυρίως της κατηγορίας ΙΙ του Δάκαρη (Βοκοτοπούλου 1969, Σουέρεφ 2001, 34). Η μελέτη της κεραμικής από τη θέση οδήγησε στην υπόθεση ότι εκεί υπήρχε μικρή εγκατάσταση του τέλους της Εποχής του Χαλκού Καλπάκι (εικ.1) Στην κοιλάδα του Καλπακίου, λίγα μόλις χιλιόμετρα νότια του Ελαφοτόπου, βρέθηκαν τέσσερις κιβωτιόσχημοι τάφοι με ευρήματα ανάλογα εκείνων του Ελαφοτόπου Κάτω Κόνιτσα (εικ.1) Πενιχρές είναι οι αρχαιολογικές μαρτυρίες για την Εποχή του Χαλκού ( π.χ.) από την κοιλάδα της Κόνιτσας. Δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι της Ύστερης Εποχής του Χαλκού έχουν εντοπιστεί στην περιοχή της Κάτω Κόνιτσας (Ζάχος 2008, 53). Ο ένας ήταν ακτέριστος και ο δεύτερος περιείχε δίωτο αμαυρόχρωμο κάνθαρο (Α.Μ.Ι. 8715). Από την περιοχή του δεύτερου κιβωτιόσχημου τάφου περισυλλέγησαν, επίσης, μια χάλκινη φυλλόσχημη αιχμή δόρατος (Α.Μ.Ι. 8706), ένα χάλκινο εγχειρίδιο (Α.Μ.Ι. 8707) και δύο χάλκινα κομβία (tutuli) (εικ.23) (Φάκλαρη 2000, 589). Αποτελούσαν πιθανότατα τα κτερίσματα άλλου τάφου που καταστράφηκε κατά τις εργασίες στο χώρο Κάτω Πεδινά (εικ.1) Το 1975 από την περιοχή του χωριού Κάτω Πεδινά παραδόθηκε ένας αμαυρόχρωμος κάνθαρος (Α.Μ.Ι. 5943) και μία χάλκινη φυλλόσχημη λαβή (Α.Μ.Ι. 5944), που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια εργασιών διάνοιξης ενός δρόμου (Ανδρέου 1975, ) Λιατοβούνι (εικ.1, εικ.24) Η σημαντικότερη, μαρτυρία για την εγκατάσταση στην περιοχή της Κόνιτσας κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία παρέχεται από τον οικισμό και το νεκροταφείο στο λόφο του Λιατοβουνίου. 65 Δεν εντοπίστηκαν οικοδομικά υλικά, που να συνδέουν την κεραμική με οικιακή εγκατάσταση, κατά τη διάρκεια των δοκιμαστικών τομών στο χώρο, Βοκοτοπούλου 1967, Οι τάφοι βρέθηκαν καταστραμμένοι μέσα σε στρατόπεδο και αυτό κατέστησε δύσκολη την έρευνα τους. Στην επίχωση των τάφων εντοπίστηκαν όστρακα της κεραμικής κατηγορίας ΙΙ, Δάκαρης 1956α, Για την χειροποίητη κεραμική, Δάκαρης 1956α, 130 Σουέρεφ 2001,

66 66 Πρόκειται για επιμήκη λόφο που υψώνεται στο μέσο της πεδιάδας της Κόνιτσας, στο σημείο συμβολής του ποταμού Αώου με τον παραπόταμό του Βοϊδομάτη (υψόμετρο 525μ.) (Ντούζουγλη 1996, 18). Στα δύο άκρα του λόφου του Λιατοβουνίου αναπτύσσονται δύο φυσικά επίπεδα (σχ.13). Στο βορειοανατολικό επίπεδο, το 1994, κατά τη διάρκεια δοκιμαστικών τομών, εντοπίστηκαν λείψανα οικισμού (υψόμετρο 352μ.) σε μία έκταση πάνω από 100 στρέμματα, όπου βρίσκεται και το εγκαταλελειμμένο εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου (Ντούζουγλη 1994, 367). Ανατολικά αυτού, σε χαμηλότερο επίπεδο, η ανακάλυψη κατά την καλλιέργεια κριθαριού και τριφυλλιού ακέραιων αγγείων ταφικού τύπου, οδήγησε στην αποκάλυψη του νεκροταφείου του οικισμού σε μία έκταση τ.μ. (Ντούζουγλη 1994, Ντούζουγλη 1996, 18). Το νεκροταφείο περιλάμβανε 103 ταφές, οι οποίες σύμφωνα με την ανασκαφέα κάλυπταν το χρονικό διάστημα από το τέλος της Ύστερης Εποχής Χαλκού έως τις αρχές του 4 ου αι. π.χ. Η αρχαιότερη περίοδος αντιπροσωπευόταν από μία αντρική ταφή (Τ59), καθώς και από επιφανειακά ευρήματα διαταραγμένων ταφών 67. Η πλειονότητα των ταφών χρονολογείται σε περιόδους που βρίσκονται εκτός των ορίων της παρούσας εργασίας (από τον 7ο έως τον 5ο αι. π.χ.) 68. Οι τάφοι της Εποχής του Σιδήρου (10ος-8ος αι. π.χ.) ήταν κυρίως λακκοειδείς, δεν είχαν συγκεκριμένο προσανατολισμό και περιείχαν συνήθως ένα νεκρό, κτερισμένο με πήλινα αγγεία, μεταλλικά όπλα, κοσμήματα και αγγεία. Στο σχηματολόγιο επικρατούσαν οι χειροποίητοι τύποι της πρόχου (ραμφόστομης και οπισθότμητης), του αμφορίσκου, του κανθάρου, του κυπέλλου, του ασκού και του αμφικύπελλου 69. Συχνά η εξωτερική τους επιφάνεια έφερε αμαυρόχρωμη διακόσμηση. 67 Πρόσφατα προτάθηκε η άποψη ότι η ταφή θα μπορούσε να ανήκει στο γενάρχηπολεμιστή της μικρής ομάδας, που οίκησε το χωριό (Douzougli and Papadopoulos 2011, 22-35). Ένα χάλκινο ξίφος με αριθμό ευρετηρίου Α.Μ.Ι. 8127, το οποίο αποτελεί προϊόν περισυλλογής, πιθανότατα προερχόταν από μία διαλυμένη ταφή, Ντούζουγλη 1996, Εικοσιδύο ταφές συνολικά χρονολογούνται από τον 10ο έως και τον 8ο αι. π.χ., Ντούζουγλη 1996, Ντούζουγλη 1996, 22 Douzougli and Papadopoulos 2011, 45.

67 67 Η συστηματική ανασκαφή του οικισμού ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1997 και διήρκησε περίπου τρεις μήνες. Η έρευνα συνεχίστηκε στο χώρο της δοκιμαστικής τομής Α του Στο νότιο τμήμα της τομής είχε εντοπιστεί σειρά λίθων σε βάθος μ. από την επιφάνεια του εδάφους, στη βορειοανατολική γωνία της τμήματα πλίνθων ανάμεσα σε μικρούς λίθους και στο δυτικό τμήμα της ίχνη δαπέδου. Το γεγονός αυτό οδήγησε στη χάραξη κανάβου αποτελούμενου από δεκαέξι τετράγωνα, διαστάσεων 10Χ10μ., το καθένα από τα οποία διαιρέθηκε σε τέσσερις τομές (Α, Β, Γ, Δ διαστάσεων 4Χ4μ.) με μάρτυρα 1μ. ανάμεσα τους. Η δοκιμαστική τομή Α συμπεριλήφθηκε στο βόρειο και ανατολικό άκρο του τετραγώνου Β1. Η έρευνα επικεντρώθηκε στα τετράγωνα Α1, Β1 και Γ2. Διανοίχτηκαν 11 τομές, συνολικής έκτασης 200 τ.μ. και επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη οικισμού. Τα σημαντικότερα οικοδομικά λείψανα εντοπίστηκαν στο βορειοανατολικό άκρο της ανασκαφείσας έκτασης. Συγκεκριμένα, στην τομή Β του τετραγώνου Α1 αποκαλύφτηκαν λείψανα καμπυλόγραμμου τοίχου (τοίχος 1α, πάχους μ.) μήκους 14 περίπου μέτρων με κατεύθυνση βορειοδυτική-νοτιοανατολική (εικ.25). Ο τοίχος ήταν κατασκευασμένος από μετρίου μεγέθους ασβεστολιθικές κροκάλες. Η εξωτερική όψη ήταν επιμελέστερης κατασκευής από την εσωτερική. Το κενό ανάμεσά τους καλυπτόταν με βότσαλα και μικρούς λίθους. Ο τοίχος 1α, μαζί με τους παρόμοιας κατασκευής τοίχους 2 και 4, που ήρθαν στο φως στις τομές Α και Γ του Τετραγώνου Α1 αντίστοιχα, αποτελούσαν, πιθανότατα, αναλημματικό τοίχο, που όριζε το χώρο του οικισμού. Στο εσωτερικό του εντοπίστηκαν τρεις επάλληλες φάσεις κατοίκησης και ήρθαν στο φως καμπυλόγραμμα και ορθογώνια θεμέλια σπιτιών από μεγάλες κροκάλες (σχ.14). Η ανωδομή τους, βάσει των καμένων από τη πυρκαγιά τμημάτων ωμού πηλού με αποτυπώματα ξύλων, φαίνεται ότι αποτελείτο από φθαρτά υλικά (ωμές πλίνθους και ξύλα). Το δάπεδο των σπιτιών ήταν κατασκευασμένο από πατημένο χώμα και βότσαλα και οι εστίες είχαν υποτυπώδη διαμόρφωση πλην μίας περίπτωσης, που οριζόταν 70 Η δοκιμαστική τομή Α βρισκόταν δυτικά του ναού του Αγίου Αθανασίου, είχε σχήμα Γ και αποτελούνταν από τέσσερα ορθογώνια τμήματα διαστάσεων: α= 5.00Χ1.50μ., β= 5.00Χ1.50μ., γ=4.25χ1.50μ. και δ= 4.25Χ1.50μ. Το 1997 λόγω υποχώρησης των ανατολικών και δυτικών παρειών των τμημάτων α και β, επαναπροσδιορίστηκαν οι διαστάσεις τους ως εξής: α=5.00χ1.70μ., β=5.00χ1.70μ., γ=4.05χ1.50μ. και δ= 4.25Χ1.50μ.

68 68 με μικρούς λίθους. Σε μία περίπτωση κάτω από το βοτσαλωτό δάπεδο εντοπίστηκε μία παιδική ταφή 71. Στα κινητά ευρήματα από τη θέση, εκτός της μεγάλης ποσότητας κεραμικής συμπεριλαμβάνονταν πήλινα σφοντύλια, υφαντικά βάρη και ψήφοι, λίθινα εργαλεία, καθώς και μικρή ποσότητα χάλκινων και σιδερένιων αντικειμένων (εικ.26). Τα οστά ζώων, που συγκεντρώθηκαν, ήταν ελάχιστα σε σχέση με την έκταση του οικισμού. Η πλειονότητα προερχόταν από αιγοπρόβατα και βοοειδή, ενώ εντοπίστηκαν επίσης δόντια αγριόχοιρου και τμήματα από κέλυφος χελώνας Η στρωματογραφία και οι φάσεις του οικισμού Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις των ανασκαφέων η διάρκεια ζωής του οικισμού εκτείνεται από το τέλος της Ύστερης Εποχής Χαλκού 72 έως τον 4 ο αι. π.χ. Στην περίοδο του τέλους της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (11ος - 10ος αι. π.χ.) διακρίνονται δύο διαδοχικές οικοδομικές φάσεις, τις οποίες συμβατικά ονομάζουμε Λιατοβούνι Ι (ομάδες 4-6) και Λιατοβούνι ΙΙ (ομάδα 3). Μια τρίτη φάση Λιατοβούνι ΙΙΙ (ομάδες 1-2) χρονολογείται πιθανότατα στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Οι εκτιμήσεις των ανασκαφέων επιβεβαιώθηκαν από τη ραδιοχρονολόγηση ενός δείγματος άνθρακα από το Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. Δημόκριτος. 71 Τετράγωνο Α1, Μάρτυρας τομών Β-Δ, Στρώμα Με την πρώτη φάση του οικισμού συνδέονταν πιθανότατα οι πρωιμότερες ταφές στο νεκροταφείο, όπως για παράδειγμα η ταφή 59, που ταυτίστηκε με τον τάφο του γενάρχη της φυλής, καθώς και το χάλκινο ξίφος Α.Μ.Ι και ένα χάλκινο αγγείο με επίθημα βουκράνιου στη λαβή, Ντούζουγλη 1994, 369 Douzougli and Papadopoulos 2011, 22.

69 69 Θέση: ΛΙΑΤΟΒΟΥΝΙ Αριθμός Δείγμα Είδος Hλικία δ 13 C Βαθμονομημένη Πιθανό- Εργαστηρίου 14 C (ΒΡ) ( ) Ηλικία (ΒC/AD) τητες Τομή B, MAMS Τετρ. Β1, Άνθρακας 2817 ± -17, π.χ. (68,2%) (DEM 2480) Ομάδα κάτω από π.χ. (95,4%) 4, Πάσα 2 Βάθος: 1.02μ Πιν.1.6. Ραδιοχρονολόγηση Λιατοβουνίου. Η στρωματογραφική εικόνα σε γενικές γραμμές ήταν ομοιόμορφη σε όλη την έκταση του ανασκαμμένου χώρου 73, με κατά τόπους διαφοροποιήσεις στο πάχος και στο βάθος εμφάνισης των στρωμάτων, οι οποίες οφείλονταν πιθανότατα στην κλίση του εδάφους. Διακρίθηκαν συνολικά τα ακόλουθα έξι στρώματα, τα οποία έφεραν αραβική αύξουσα αρίθμηση από πάνω προς τα κάτω. 73 Η στρωματογραφία διαφοροποιούταν ελαφριά στην περιοχή της δοκιμαστικής τομής, που ανοίχτηκε το 1997 σε απόσταση 182μ. από το σημείο του οικισμού, λόγω της έντονης κλίσης του εδάφους από δυτικά προς ανατολικά. Στην τομή αυτή βρέθηκε τοίχος από κροκάλες πάχους 1.00μ., Ντούζουγλη 1997, 558.

70 70 Α/α στρώματος Χρώμα Χαρακτηριστικά 1 (επιφανειακό) Σκούρο καστανό Συμπαγές με μικρή περιεκτικότητα σε όστρακα. 2 Σκούρο καστανό Συμπαγές με μεγάλη περιεκτικότητα σε όστρακα. 3 Ερυθροκάστανο Συμπαγές με χαλίκια. 4 Τεφροκάστανο Περιείχε βότσαλα, μικρούς λίθους και όστρακα. 5 Ερυθρωπό Συμπαγές με βότσαλα και ελάχιστα όστρακα. 6 (Φυσικό) Γκριζοκάστανο Συμπαγές με χαλίκια ή βότσαλα. Πιν.1.7. Στρωματογραφία Λιατοβουνίου Ι. Λιατοβούνι Ι Η πρώτη οικοδομική φάση στο Λιατοβούνι αντιπροσωπεύεται από τρεις τοίχους (3β, 11 και 13) των τομών Γ και Δ, του τετραγώνου Α1 (Στρώμα 4) (εικ.27). Ο τοίχος 3β, πάχους 0.30μ., συνίστατο από μία σειρά ακατέργαστων λίθων μικρού και μεσαίου μεγέθους (μήκους μ.) και όριζε από τα δυτικά καμπυλόγραμμη κατασκευή. Στο ανατολικό τμήμα της κατασκευής φαίνεται ότι υπήρχε ευθύγραμμος τοίχος, ο οποίος καλυπτόταν από το νεότερο τοίχο 14. Στο εσωτερικό της, εντοπίστηκε δάπεδο από πατημένο χώμα, στρωμένο με μικρά βότσαλα (Στρώμα 6), πάνω στο οποίο διατηρούνταν τα λείψανα μικρής εστίας (Στρώμα 6α). Το σχήμα και η μορφή των τοίχων 11 και 13 δεν κατέστη δυνατό να προσδιοριστούν με σαφήνεια, καθώς αποκαλύφτηκε μικρό μόνο τμήμα τους. Στην τομή Β του τετραγώνου Α1, εντός του τοίχου 1α, εντοπίστηκαν δύο δάπεδα κατοίκησης, εκ των οποίων το κατώτερο, πάνω στο οποίο εδραζόταν εστία οριζόμενη με μικρούς λίθους, άνηκε στη φάση Ι. Κάτω από αυτό, βρέθηκε ταφή μικρού παιδιού, τοποθετημένη κατευθείαν πάνω στο φυσικό βράχο με κατεύθυνση βορρά-νότο. Ο τάφος οριζόταν από δύο σειρές λίθων σε ορθή γωνία και ήταν κτερισμένος με χειροποίητο αμφορίσκο (Α.Μ.Ι.8589). Στα βαθύτερα

71 71 στρώματα (4-6) του τετραγώνου Α1 εντοπίζεται η πλειονότητα των παραδειγμάτων των κυλίκων τύπου Εξαλόφου, καθώς και των «μυκηναϊκών» αγγείων. Τα τελευταία αντιπροσωπεύονται κυρίως από ανοιχτούς τύπους (κύλικες και σκύφους). Στην ίδια φάση τοποθετήθηκε και η ανοικτή εστία της τομής Β του τετραγώνου Β1 (Στρώμα 4). Εδραζόταν πάνω στο φυσικό κροκαλοπαγές έδαφος και είχε διαστάσεις 0.50Χ1.15μ. Σύμφωνα με το ανασκαφικό ημερολόγιο (Ι70, 40) "ο χώρος ήταν κενός ευρημάτων". Στην παρακείμενη τομή Δ, σκαμμένο μέσα στο φυσικό στρώμα του φλύσχη, σε μήκος 4.40μ. βρέθηκε ρηχό αυλάκι (βάθος μ.) πλάτους μ., από το οποίο προέρχεται σημαντική ποσότητα αμαυρόχρωμων οστράκων (Στρώμα 5). Στο βόρειο και δυτικό άκρο του εντοπίστηκαν τρεις λίθοι σε σειρά, οι οποίοι συνιστούσαν μία αρχιτεκτονική κατασκευή, πιθανόν έναν αγωγό μεταφοράς υδάτων ΙΙ. Λιατοβούνι ΙΙ Στη δεύτερη οικοδομική φάση του Λιατοβουνίου αποδίδονται οκτώ τοίχοι (3 α 74, 5 α, 5 β, 6, 8, 9, 10 και 12), οι επτά από τους οποίους όριζαν τρεις διαφορετικούς χώρους στην τομή Α, του τετραγώνου Β1 (εικ.28). Ο χώρος 1 ελλειψοειδούς σχήματος, οριζόταν από τους ισχυρούς τοίχους 5α και 5β (πάχους περίπου 1μ.) και είχε διαστάσεις 1.90Χ0.80μ. Στο εσωτερικό του βρέθηκε μικρή ποσότητα κεραμικής, πεσμένοι λίθοι και τμήματα πλίνθων. Οι τοίχοι 6, 8 και 9 75, μέγιστου πάχους 0.34μ., σχημάτιζαν τον ορθογώνιο χώρο 2, διαστάσεων 2.20Χ2.12μ., ενώ ο ημικυκλικός τοίχος 10 (πάχος 0.50μ.) στα βόρεια, ο 5α στα ανατολικά και ο 12 στα δυτικά εμπεριείχαν το χώρο 3, στο κέντρο του οποίου εντασσόταν μικρή κτιστή ελλειψοειδούς σχήματος κατασκευή, πιθανότατα εστία 76. Μεταξύ των τοίχων 9 και 12 υπήρχε κενό, που ερμηνεύθηκε ως η είσοδος 74 Ο τοίχος 3α (πάχους 0.45μ., τομή Δ, τετράγωνο Α1), αποτελούμενος από δύο σειρές ακατέργαστες ποταμίσιες πέτρες (μήκους μ.), ήταν κτισμένος με τον ίδιο προσανατολισμό πάνω από τον τοίχο 3β και φαίνεται ότι σχημάτιζε έναν ορθογώνιο χώρο μαζί με τον τοίχο 14 (τομές Β και Δ, τετράγωνο Α1). 75 Ο τοίχος 9 βρέθηκε κάτω από το νεότερο τοίχο Στο εσωτερικό της κατασκευής δεν εντοπίστηκαν ίχνη καύσης, γεγονός, όμως, που θεωρήθηκε φυσιολογικό λόγω της υπαίθριας θέσης της.

72 72 στο χώρο 3 από τα δυτικά. Από την περιοχή αυτή περισυλλέχτηκαν όστρακα κεραμικής κυρίως αμαυρόχρωμης και πορτοκαλέρυθρης, πήλινα σφονδύλια μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ένα με εγχάρακτη διακόσμηση (Α.Μ.Ι. 8598) και ένα πήλινο διάτρητο σε σχήμα πτηνού αντικείμενο (Α.Μ.Ι. 8599). Στην ίδια φάση τοποθετήθηκε και το επικλινές δάπεδο μεταξύ των τοίχων 1α και 4 (τομές Β και Γ τετραγώνου Α1), το οποίο συνίστατο από πατημένο χώμα, σκύρα και βότσαλα 77 (εικ.29). Κατά μήκος του τοίχου 4, ταυτίστηκε με λιθόστρωτο δρόμο 78, ενώ εσωτερικά του 1α θεωρήθηκε ότι αποτελούσε δάπεδο, καθώς καλυπτόταν με μεγάλη ποσότητα χονδροειδών αγγείων οικιακής χρήσης σε επίπεδη θέση. Σε συνδυασμό με την ύπαρξη στο χώρο υποδοχής για δοκό στήριξη στέγης, διατυπώθηκε η υπόθεση ότι επρόκειτο για στεγασμένη βοηθητική κατασκευή ΙΙΙ. Λιατοβούνι ΙΙΙ Στη φάση αυτή δεν εντοπίστηκαν καθόλου αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Το γεγονός αυτό, πιθανότατα, οφείλεται στις συνεχείς αρόσεις του χώρου, προκειμένου να καταστεί καλλιεργήσιμος. Συγκεντρώθηκε σημαντικός αριθμός οστράκων κυρίως της πορτοκαλέρυθρης κεραμικής, καθώς και οστά ζώων, θραύσματα χάλκινων και σιδερένιων αντικειμένων Μαζαράκι (εικ.1) Κοντά στον ποταμό Καλαμά, στην περιοχή που σχηματίζεται μεταξύ των οροπεδίων του Καλπακίου και του Ελαφοτόπου και πάνω στην οδό που οδηγεί από την κεντρική Ήπειρο και τη Θεσπρωτία στην Αλβανία, ο βοσκός Δ. Καγιάς ανακάλυψε, το 1968, έναν κιβωτιόσχημο τάφο (Βοκοτοπούλου 1969, ) Παρόμοια χρήση πρέπει να είχε και το λιθόστρωτο, που είχε αποκαλυφθεί στην τομή Γ του τετραγώνου Β1 (στρώματα 2 και 3). 78 Η κατασκευή του επικλινούς λιθόστρωτου κρίθηκε απαραίτητη για την προστασία των θεμελίων από την επίδραση των νερών της βροχής, που έπεφταν από τη στέγη. Ιδιαίτερα σε περιοχές με υψηλά ποσοστά βροχόπτωσης, όπως ο Νόμος Ιωαννίνων, η ύπαρξη του ήταν απαραίτητη. 79 Διακόσια μέτρα δυτικότερα του τάφου είχαν εντοπιστεί άλλοι δύο τάφοι το 1940/1 από τους κατοίκους, που σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους ήταν ακτέριστοι. Επίσης, σε μικρή απόσταση από τον τάφο αναγνωρίστηκαν θεμέλια κτιρίων, από τα οποία προέρχεται

73 73 Περιείχε τα οστά τριών νεκρών κτερισμένων με πήλινα αγγεία, χάλκινα όπλα και κοσμήματα της ΥΕΙΙΙΒ περιόδου. Όστρακα τοπικής χειροποίητης κεραμικής περισυλλέχτηκαν από την επίχωση του τάφου. μικρή ποσότητα προϊστορικής κεραμικής και τα οποία ανήκαν πιθανότατα σε οικισμό που σχετίζεται με τοον τάφο του 1968 (Ανδρέου 1994, 239).

74 74 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 αγγείων. Κεραμική 2.1. Η διαμόρφωση της τυπολογίας της κεραμικής: οι ιδιότητες των Η τυπολογία αποτελεί το βασικό εργαλείο προσδιορισμού της ποικιλομορφίας και της διαφοροποίησης της κεραμικής στους άξονες αναφοράς του χώρου και του χρόνου (Κωτσάκης 1983, ). Τα αρχαιολογικά αντικείμενα τοποθετούνται σε ομάδες (τύπους) ώστε να είναι δυνατές οι ποσοτικές και στατιστικές συγκρίσεις μεταξύ τους βάσει της συχνότητας εμφάνισης σε διαφορετικές περιπτώσεις (Adams and Adams 1991, 89). Επομένως, το ενδιαφέρον εστιάζεται στη σχέση ανάμεσα στα ίδια τα αντικείμενα (Clarke 1977, 5 Κωτσάκης 1983, 150). Η κάθε ομάδα (τύπος) περιλαμβάνει συγκεκριμένες οντότητες με κοινά διακριτά χαρακτηριστικά (Spaulding 1953, 305). Στην περίπτωση της κεραμικής τρεις είναι οι κύριες κατηγορίες χαρακτηριστικών βάσει των οποίων κατηγοριοποιούνται τα προϊόντα της: η μορφολογία (σχήμα, μέγεθος), η τεχνολογία (κεραμική ύλη, τρόπος κατασκευής, επεξεργασία επιφάνειας, συνθήκες όπτησης, χρώμα) και οι ρυθμοί της διακόσμησης. Στο πλαίσιο αυτό, στο παρόν κεφάλαιο, στόχος είναι η παρουσίαση των ιδιοτήτων των αγγείων, που χρησιμοποιούνται ως αναλυτικά εργαλεία στην ταξινόμηση και ανάλυση της κεραμικής από την κεντρική Ήπειρο, προκειμένου να προσεγγιστούν οι όψεις της χρονολόγησης, της οργάνωσης της παραγωγής και της κατανάλωσής της. Η παρουσίαση θα είναι σύντομη, καθώς πρόκειται για ένα θέμα, το οποίο έχει εξεταστεί λεπτομερώς κατά καιρούς από μεγάλο αριθμό ελλήνων και ξένων μελετητών (Shepard 1976 Rye 1981 Κωτσάκης 1983 Rice 1987 Rice 1996α Rice 1996β Κυριατζή 2000 Ψαράκη 2004). Η αναφορά στις ιδιότητες των αγγείων θα περιοριστεί στα σημεία, που κρίνονται απαραίτητα, αναφορικά με το ερμηνευτικό σκεπτικό και την πληρέστερη κατανόηση των σχετικών με την κεντρική Ήπειρο πληροφοριών.

75 Ι. Μορφολογικά χαρακτηριστικά Ι. 1. Σχήμα Κάθε αγγείο χαρακτηρίζεται από τέσσερις μεταβλητές: το στόμιο, το σώμα, τη βάση και τη λαβή/απόφυση, οι οποίες επηρεάζουν την κατασκευή, τη λειτουργία ακόμη και τη διακόσμηση του. Οι αναλογίες των ανωτέρω μεταβλητών καθορίζουν την κατηγορία του σχήματος στην οποία εντάσσεται ένα σκεύος 80. Το στόμιο διακρίνεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: το απλό και το διαφοροποιημένο/αρθρωτό. Στην πρώτη περίπτωση εντάσσονται αγγεία, που το στόμιο τους είναι ενιαίο με το σώμα τους (χείλος) και στη δεύτερη αγγεία που το στόμιο διαφοροποιείται από το σώμα, καθώς μεταξύ τους παρεμβάλλεται ο λαιμός. Το απλό στόμιο επιτρέπει την απρόσκοπτη πρόσβαση στο εσωτερικό του σκεύους ενώ το αρθρωτό διασφαλίζει το περιεχόμενο. Προτιμάται, επομένως, για αγγεία αποθήκευσης υγρών. Το σώμα του αγγείου περιγράφεται βάσει των γεωμετρικών του χαρακτηριστικών (ημισφαιρικό, σφαιρικό, κωνικό, τροπιδωτό, ελλειψοειδές) και ορίζεται από τις εξής παραμέτρους: την ύπαρξη λαιμού, οπότε το σημείο ανάμεσα στη μεγαλύτερη διάμετρο του σώματος και το λαιμό ονομάζεται ώμος και τη συχνότητα τροπιδώσεων. Οι λαβές/αποφύσεις κατατάσσονται σε τύπους βάσει του άξονα τοποθέτησης τους στο σώμα του αγγείου (κάθετος ή οριζόντιος), του σχήματος της διατομής (κυκλικό, ελλειψοειδές, τετράγωνο, ορθογώνιο) και ορισμένων ιδιαίτερων γνωρισμάτων, όπως οπών και αποφύσεων. Η τέταρτη μεταβλητή, η βάση, καθορίζεται από το εάν είναι ενιαία ή όχι με το σώμα και εάν εφάπτεται στην επιφάνεια έδρασης (επίπεδη, κοίλη, κυρτή). Συχνά, η κατάταξη των αγγείων σε σχήματα (ανοιχτά ή κλειστά) βασίζεται στην αναλογική σχέση ανάμεσα στη διάμετρο του χείλους και τη μεγαλύτερη 80 Η Rice (1987, 212) αναφέρει ότι οι μεταβλητές είναι τρεις, καθώς δε συμπεριλαμβάνει τη μεταβλητή της λαβής.

76 76 διάμετρο του σώματος του αγγείου. Εάν η διάμετρος του χείλους είναι μεγαλύτερη ή ίση με τη μέγιστη διάμετρο του σώματος, τότε το αγγείο θεωρείται ανοιχτό. Εάν η διάμετρος του χείλους είναι μικρότερη από τη μέγιστη διάμετρο του σώματος, τότε το αγγείο θεωρείται κλειστό. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί σε όλες τις περιπτώσεις και ειδικότερα όταν ο μελετητής καταγράφει όστρακα και όχι ακέραια αγγεία. Σε αυτή την περίπτωση η πιο αξιόπιστη μεταβλητή για τη μελέτη του σχήματος και του μεγέθους ενός αγγείου είναι η διάμετρος και τα χαρακτηριστικά των οστράκων, που προέρχονται από το χείλος παρόλο που και εδώ δεν απουσιάζουν οι κίνδυνοι λαθών και παρεκκλίσεων λόγω έλλειψης κανονικότητας σε ορισμένα χείλη η λόγω διαφορών στις μετρήσεις που γίνονται από διαφορετικά άτομα. Ι.2. Μέγεθος αγγείου Το μέγεθος ενός αγγείου ανήκει σύμφωνα με τον DeBoer (1983, 27-28) στις στοιχειώδεις ιδιότητες του και παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την οργάνωση μίας κοινωνίας. Ο υπολογισμός του μεγέθους βασίζεται σε μετρήσεις που γίνονται επί του φυσικού αντικειμένου είτε επί του υπό κλίμακα σχεδίου της διατομής του αγγείου. Στην πλειονότητα, όμως, των αρχαιολογικών περιπτώσεων δεν πρόκειται για ακέραια αγγεία αλλά για όστρακα κάτι που περιπλέκει το ζήτημα (Whalen 1998, 219). Το μέγεθος προσδιορίζεται συνήθως βάσει των διαστάσεων ενός αγγείου: της διαμέτρου του χείλους, του ύψους και της διαμέτρου του σώματος. Στα κλειστά αγγεία λόγω της σύνθετης γεωμετρικής φόρμας τους, ο υπολογισμός του μεγέθους από όστρακα είναι παρακινδυνευμένος (Ψαράκη 2004, 79). Στα ανοιχτά αγγεία, αντίθετα, οι μετρήσεις, που βασίζονται στην τιμή της διαμέτρου του χείλους τους, μπορεί να θεωρηθούν περισσότερο αξιόπιστες. Οι διακυμάνσεις στην τιμή της διαμέτρου οδηγούν στην αναγνώριση αγγείων μικρού, μεσαίου και μεγάλου μεγέθους. Σημαντικό βέβαια για την ορθότερη αξιολόγηση του μεγέθους είναι και το πάχος των τοιχωμάτων ενός αγγείου. Τα μεγαλύτερα αγγεία απαιτούν κατά κανόνα παχύτερα τοιχώματα ώστε να εξασφαλίζεται η στήριξη τους και να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα «κατάρρευσης» τους (Bjork 1995, 97).

77 ΙΙ. Τεχνολογικά χαρακτηριστικά ΙΙ.1. Η κεραμική ύλη Η βασική πρώτη ύλη για την παραγωγή κεραμικής είναι η άργιλος, η οποία όταν αναμειγνύεται με νερό αποκτά πλαστικότητα και μετατρέπεται σε πηλό (Rice 1987, 53). Διαθέτει, επίσης, την ιδιότητα, όπως είναι γνωστό, μετά από την επαφή με μία θερμική πηγή να σκληραίνει. Έχει, επίσης, συχνά επισημανθεί, ότι η κεραμική ύλη εμπεριέχει μη πλαστικές ύλες - εγκλείσματα (χαλαζία, φύλλα, όστρεα, λεπτή άργιλο κ.ά.) διαφορετικού είδους και μεγέθους, καθώς και κυμαινόμενης πυκνότητας (Rye 1981, 16, 32). Ανάλογα με την περιεκτικότητα της σε εγκλείσματα σύμφωνα με τον συγκριτικό πίνακα των Matthew, Woods and Oliver (1991, 216) διακρίνεται σε χονδρόκοκκη, μεσόκοκκη και λεπτόκοκκη (Orton, Tyers and Vince 1993, 238). Η σύσταση της, είναι γνωστό ότι, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες (θερμοκρασία και ατμόσφαιρα όπτησης) επηρεάζει το χρώμα των επιφανειών (Maniatis 2009, 17), την τεχνική κατασκευής και την υφή του αγγείου. Η ανάλυση της κεραμικής ύλης είναι δυνατό να προσφέρει πληροφορίες για την προέλευσής της και κατ επέκταση για την απόσταση την οποία διένυαν οι παραγωγοί για να την αποκτήσουν (Arnold 2005, 32). Ο συσχετισμός των συστατικών, που περιέχουν οι κεραμικές ύλες μίας περιοχής με γεωλογικούς σχηματισμούς της ευρύτερης περιοχής της θέσης, υποδεικνύει ότι πρόκειται για προϊόντα τοπικής παραγωγής. Ο εντοπισμός των πηγών πρώτης ύλης δίνει, επίσης, στοιχεία για τα δίκτυα ανταλλαγών σε τοπικό και υπερ-τοπικό επίπεδο. II.2. Οι τεχνικές κατασκευής των αγγείων Οι τεχνικές κατασκευής διακρίθηκαν σε δύο κύριες κατηγορίες: την χειροποίητη και την τροχήλατη. Η χειροποίητη, ειδικότερα, κατατάσσεται βάσει ορισμένων μεταβλητών σε διάφορες υποκατηγορίες όπως κεραμική που παράγεται απευθείας από ένα κομμάτι πηλού ή κεραμική που προκύπτει από

78 78 την προσθήκη περισσότερων του ενός τμημάτων πηλού 81. Η αναγνώριση τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εφαρμογή ή μη δευτερογενούς επεξεργασίας στις επιφάνειες των αγγείων. Όταν ένα αγγείο, για παράδειγμα, έχει υποστεί έντονη στίλβωση τα ίχνη κατασκευής του πιθανότατα να έχουν εξαλειφτεί. Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις τα ίχνη που θεωρούνται δηλωτικά της μίας ή της άλλης μεθόδου δεν είναι σαφή (Courty and Roux 1995, 17-18). Η ενδεικτικότερη μέθοδος προσδιορισμού της τεχνικής κατασκευής ενός σκεύους είναι η μελέτη της εσωτερικής δομής του μέσω των λεπτών τομών ή της ακτινογράφησής του. Η χειροποίητη ή με τη χρήση κινητικής ενέργειας κατασκευή ενός αγγείου εξαρτάται άμεσα από το σχήμα και το μέγεθος του. Για παράδειγμα τα μεγάλου μεγέθους σκεύη ακόμη και μετά την ευρεία υιοθέτηση της χρήσης του τροχού, συνεχίζουν να κατασκευάζονται χειροποίητα. Οι πιο κοινές μέθοδοι κατασκευής αγγείων ήταν: η "τσιμπητή", η "τραβηχτή", η "τεχνική των τμημάτων", με μήτρα, με "κουλούρες" και με τον τροχό 82. II.3. Η επεξεργασία της επιφάνειας. Η επεξεργασία της εξωτερικής και εσωτερικής επιφάνειας ενός αγγείου χαρακτηρίζεται από σχέση αλληλεξάρτησης με τη χρήση του αγγείου, καθώς επιδρά άμεσα στις φυσικές ιδιότητες του (Rice 1987, ). Οι κύριοι τρόποι επεξεργασίας είναι η απλή εξομάλυνση των επιφανειών, η λείανση, η στίλβωση και η επάλειψη τους ενίοτε με οργανική (π.χ. ρητίνη ή κερί) ή ανόργανη (π.χ. επίχρισμα), ουσία. Απλή εξομάλυνση: περιορίζεται στην εξομάλυνση της επιφάνειας του αγγείου είτε με τα χέρια του αγγειοπλάστη είτε με τη χρήση εργαλείου. Αδρή είναι η ιδανική εξωτερική επιφάνεια των αγγείων μεταφοράς, καθώς διευκολύνει τη συγκράτηση τους. Στην αντίθετη περίπτωση μία λεία ή 81 βλ. αναλυτικά Κυριατζή 2000, βλ. αναλυτικά Κυριατζή 2000, 54-58

79 79 στιλβωμένη επιφάνεια θα δυσχέραινε τη μεταφορά (Rice 1987, Schiffer and Skibo 1987, 606). Λείανση: επιτυγχάνεται με τη χρήση ενός μαλακού υλικού (δέρμα, ύφασμα, χόρτα) ή με τα χέρια του κατασκευαστή ενώ ακόμα το αγγείο είναι υγρό. Δεν αποκλείεται και η χρήση ενός σκληρού εργαλείου. Αναγνωρίζεται από τα ίχνη δεσμών παράλληλων γραμμώσεων, των οποίων η κατεύθυνση είναι ενδεικτική των κινήσεων του κατασκευαστή (Κυριατζή 2000, 61). Στίλβωση: εφαρμόζεται στην επιφάνεια του αγγείου με τη χρήση κάποιου σκληρού εργαλείου με αποστρογγυλεμένο το ένα του άκρο (βότσαλο, κόκαλο, κέρατο). Το εργαλείο πιέζει την επιφάνεια του αγγείου ενεργοποιώντας τα φυλλίδια του πηλού προς την ίδια κατεύθυνση δημιουργώντας επιμήκη ίχνη και έντονη στιλπνότητα (Κυριατζή 2000, 62). Η στίλβωση της εξωτερικής επιφάνειας εξασφαλίζει στο σκεύος επιφανειακή σκληρότητα απαραίτητη για την ανθεκτικότητα σε μηχανικές πιέσεις (τριβή, κοπάνισμα, διάτρηση, γδάρσιμο) (Schiffer and Skibo 1987, , 10). Επιπροσθέτως, με τη στίλβωση επιτυγχάνεται μεγαλύτερος βαθμός στεγανότητας απαραίτητος για αποθηκευτικά αγγεία και σκεύη νερού (Rice 1987, 232). Επίχρισμα: μετά το στέγνωμα του αγγείου, οι επιφάνειες καλύπτονται με αραιό διάλυμα λεπτόκοκκου πηλού, του οποίου το χρώμα όταν διαφέρει από εκείνο του πηλού βοηθά στην αναγνώριση του. Η επεξεργασία της εξωτερικής επιφάνειας δεν είναι απαραίτητο να είναι ίδια με εκείνη της εσωτερικής. Η μέθοδος επεξεργασίας της επιφάνειας επηρεάζει την αντοχή του σκεύους στην ελαστικότητα, στις αυξομειώσεις της θερμοκρασίας, καθώς και την ψυκτική και θερμαντική του απόδοση. Για παράδειγμα, ένα μαγειρικό σκεύος πρέπει να αντέχει στις υψηλές θερμοκρασίες, που αναπτύσσονται πάνω στη φωτιά. Για το λόγο αυτό τα χειροποίητα αυτά αγγεία, που ψήνονται σε χαμηλές θερμοκρασίες, χαρακτηρίζονται από έντονα πορώδεις επιφάνειες, οι οποίες επιτυγχάνονται με τη χρήση οργανικών προσμίξεων. Ωστόσο, οι πόροι ευνοούν τη διαπερατότητα των τοιχωμάτων και

80 80 κατά συνέπεια τη μείωση της θερμικής απορρόφησης και το μη ικανοποιητικό μαγείρεμα του περιεχομένου. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η δυσκολία επιστρατεύονται οι τεχνικές της επίθεσης οργανικών επιχρισμάτων ή της στίλβωσης. ΙΙ.4. Η Όπτηση Κατά την όπτηση μέσω της βαθμιαία αυξανόμενης θερμοκρασίας, ο πηλός χάνει εντελώς την πλαστικότητά του και μετατρέπεται σε κεραμική. Στην προϊστορική εποχή δύο ήταν οι κύριες μέθοδοι όπτησης: η ανοιχτή φωτιά και ο κλίβανος. Τρεις βασικοί παράγοντες έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της όπτησης: η ατμόσφαιρα, η θερμοκρασία και η διάρκεια. Η ατμόσφαιρα σχετιζόταν με την παρουσία ή μη οξυγόνου κατά την όπτηση γεγονός που - όπως προαναφέρθηκε - επηρέαζε σημαντικά το χρώμα των επιφανειών του αγγείου αλλά και το χρώμα του πυρήνα. Στην όπτηση σε ανοιχτή φωτιά ο έλεγχος της κυκλοφορίας των αερίων (οξυγόνου, μονοξειδίου κα διοξειδίου του άνθρακα) ήταν πολύ δύσκολος, με αποτέλεσμα συχνά λόγω της απότομης αλλαγής της ατμόσφαιρας, από οξειδωτική σε αναγωγική και το αντίστροφο, να δημιουργούνται «νέφη όπτησης» στην επιφάνεια των αγγείων. Μία μέθοδος περιορισμένου ελέγχου ήταν στο τελικό στάδιο της όπτησης η κάλυψη των αγγείων με κλαδιά ή αποξηραμένη κοπριά, προκειμένου να δημιουργηθεί αναγωγική ατμόσφαιρα (Rye 1981, ,117 Rice 1987, 81). Στον κλίβανο, ο οποίος ήταν κατακόρυφος ή οριζόντιος και αποτελούνταν από το θάλαμο όπτησης και το χώρο των καυσίμων, επιτυγχάνονταν υψηλότερες θερμοκρασίες, ελεγχόταν αποτελεσματικότερα η κυκλοφορία των αερίων και οι παραγωγοί εξοικονομούσαν καύσιμη ύλη (Κυριατζή 2000, 75). Η θερμοκρασία και η διάρκεια όπτησης επηρεάζουν σημαντικά τις φυσικές - μηχανικές ιδιότητες των αγγείων και ειδικότερα τη στεγανότητα, τη σκληρότητα και την αντοχή στη θραύση. Η υαλοποίηση, που ελαττώνει το πορώδες και ενισχύει τη στεγανότητα και σκληρότητα του αγγείου, επιτυγχάνεται σε θερμοκρασίες από 800 ο C και άνω (Rice 1987, 354). Στους πηλούς, ωστόσο, που

81 81 περιέχουν ασβέστιο, η διαδικασία υαλοποίησης είναι ταχύτερη και επιτυγχάνεται σε μικρότερη θερμοκρασία. Η στιλπνότητα ενός αγγείου, παρέχει επίσης σημαντικές πληροφορίες για τη θερμοκρασία όπτησης ενός αγγείου, καθώς σε θερμοκρασία άνω των ο C αλλοιώνεται η στιλπνότητα λόγω της υαλοποίησης, που επιφέρει μεταβολή της μικροδομής της επιφάνειας του αγγείου (Κυριατζή 2000, 90). IΙ.5. Το χρώμα Το χρώμα αποτελεί μία από τις βασικές παραμέτρους κατηγοριοποίησης των κεραμικών αγγείων. Βρίσκεται σε συνάρτηση με τη σύσταση του πηλού (μέγεθος, ποσότητα και κατανομή προσμίξεων) και τις συνθήκες όπτησης (χρόνος, θερμοκρασία, ατμόσφαιρα) ενός αγγείου αλλά επηρεάζεται επίσης σε μεγάλο βαθμό από την πρακτική και την κοινωνική/συμβολική χρήση του σκεύους (Rice 1987, ). Το χρώμα ενός αγγείου καθορίζεται από τις συνθήκες όπτησης και συνδέεται με τις φυσικές ιδιότητες του πηλού. Επομένως, το χρώμα της επιφάνειας δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό χρώμα του πηλού, το οποίο μπορεί να προσδιοριστεί με τις καλούμενες δοκιμές επανόπτησης, κατά τις οποίες ο πηλός οξειδώνεται πλήρως. Σημαντικό ρόλο στο τελικό χρώμα του αγγείου παίζουν και οι χρήσεις του κατά τη διάρκεια του κύκλου της ζωής του αλλά και οι μεταποθετικές διαδικασίες. Η χρωματική διαφορά των επιφανειών από το εσωτερικό του τοιχώματος ενός αγγείου οφείλεται σε ανομοιογενείς συνθήκες όπτησης (Κυριατζή 2000, 89). Η Shepard (1965, 112) παρατηρεί, ότι η ευρεία χρωματική ποικιλία στην κεραμική μίας κοινότητας μπορεί να υποδηλώνει αδιαφορία των κατασκευαστών να παράγουν ένα συγκεκριμένο χρώμα. Αντίθετα, συχνά οι κεραμείς επιδιώκουν ένα συγκεκριμένο χρώμα σε αγγεία ειδικών χρήσεων. Η μέτρηση του χρώματος γίνεται στην κλίμακα Munsell, η οποία συνίσταται από τρεις μεταβλητές: την απόχρωση, τη φωτεινότητα και την καθαρότητα. Καταγράφονται το χρώμα της εξωτερικής και της εσωτερικής επιφάνειας γιατί

82 82 συχνά διαφέρουν, καθώς και το χρώμα της κεραμικής ύλης σε μία πρόσφατη τομή (Rice 1987, 343). ΙΙΙ. Η Διακόσμηση Η διακόσμηση αποτελεί μια παράμετρο της επεξεργασίας της επιφάνειας, η οποία σχετίζεται περισσότερο με τον κοινωνικό ρόλο της κεραμικής. Σε ορισμένες περιπτώσεις η διακόσμηση καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του αγγείου ενώ συχνά τμήμα αυτής. Τα αγγεία ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονταν έφεραν, ενίοτε, και διαφορετική διακόσμηση, ενώ ακόμη και τμήματα του ίδιου σκεύους αντιμετωπίζονταν από τους κεραμείς ως διαφορετικές διακοσμητικές περιοχές (Shanks and Tilley 1987, 140). Επιπροσθέτως, αγγεία της ίδιας χρηστικής κατηγορίας παρουσίαζαν διαφορές ως προς τη διακόσμηση ανάλογα με το μέγεθος τους (Braun 1983, 113). Ανάλογα με την αλλαγή, που επιφέρουν στην επιφάνεια εργασίας, οι διακοσμήσεις χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες από την Rice (1987, 144): σε αυτές που διαφοροποιούν την επιφάνεια με τη χρήση κάποιου βοηθητικού εργαλείου (εγχάραξη, εμπίεση κ.ά.) και σε αυτές που προστίθενται στην επιφάνεια (επιθέματα πηλού, βαφή κ.ά.). Η διακόσμηση συνδέεται με την επένδυση περισσότερου χρόνου και εν μέρει με τη δεξιοτεχνία του κεραμέα. Η γνώση που προϋποθέτει και η οποία δεν αποτελεί κοινό κτήμα όλων προσδίδει ξεχωριστή θέση τόσο στο δημιουργό όσο και στο ίδιο το προϊόν. Δημιουργείται με αυτό τον τρόπο μια πρωτογενής διαφοροποίηση στις τάξεις των κεραμέων και τα αγγεία αποκτούν κοινωνικό ρόλο (Stark 1998 Ψαράκη 2004, 260). Ο ρόλος της διακόσμησης πέραν από αισθητικός μπορεί να είναι και λειτουργικός. Για παράδειγμα οι πλαστικές ταινίες, που χρησιμοποιούνται συχνά από τους κεραμείς της κεντρικής Ηπείρου, στο ύψος της μεγαλύτερης διαμέτρου του σώματος του αγγείου, προσδίδουν πιθανότατα ανθεκτικότητα στο αγγείο. Τα δισκάρια δε, που τοποθετούνται διάσπαρτα σε ολόκληρο το κάτω

83 83 τμήμα του αγγείου, ενδεχομένως διευκολύνουν τη μεταφορά του, καθώς είναι πιο εύκολο στους χρήστες να το κουβαλούν χωρίς να γλιστράει.

84 84 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ 3.1. Το δείγμα. Προβλήματα - Δυνατότητες. Η τυπολογία αποτελεί ουσιαστικά προέκταση της αναγνώρισης ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ των εκάστοτε υπό εξέταση αντικειμένων. Το γεγονός ότι προκύπτει ως άμεσο επακόλουθο ενός συγκεκριμένου σκοπού, την καθιστά εξορισμού υποκειμενική (Adams and Adams 1991, 48). Ανάλογα, εξάλλου, με το σκοπό για τον οποίο καταρτίζεται, διαμορφώνονται οι μεταβλητές και οι ιδιότητες των εκάστοτε υπό μελέτη συνόλων. Στην παρούσα εργασία στόχος είναι να αποτυπωθεί με τον καλύτερο τρόπο η ποικιλομορφία του κεραμικού υλικού στην κεντρική Ήπειρο κατά την Ύστερη Εποχή Χαλκού - Πρώιμη Εποχή Σιδήρου σε σχέση με τις επιλογές των κατασκευαστών και των καταναλωτών. Με βάση αυτό το σκεπτικό στην τυπολογία περιλαμβάνονται τα ελάχιστα ολόκληρα και κυρίως τα αποσπασματικά σωζόμενα διαγνωστικά τμήματα αγγείων από τους οικισμούς της Κρύας (Φάσεις Ι και ΙΙ) και του Λιατοβουνίου (Φάσεις Ι, ΙΙ και ΙΙΙ). Οι δύο αυτές θέσεις επιλέχτηκαν γιατί αποτελούν τις πληρέστερα ανασκαμμένες θέσεις με τη λιγότερο προβληματική στρωματογραφική ακολουθία. Παράλληλα, προκειμένου να δοθεί όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα της κεραμικής ποικιλομορφίας, στην τυπολογία περιλήφθηκαν και τύποι αγγείων, που προέρχονται από τα σύνολα του οικισμού και των τάφων της Βίτσας, της Δωδώνης, του Ελαφότοπου (τάφοι και γειτονικός αγρός), της Επισκοπής Σερβιανών, της Καστρίτσας, του Κάστρου των Ιωαννίνων, των Κάτω Πεδινών, της Κάτω Κόνιτσας, των τάφων του Λιατοβουνίου, του Μαζαρακίου και του Νεοχωρόπουλου. Στην περίπτωση των ταφικών συνόλων από τη Βίτσα και το Λιατοβούνι η αναφορά είναι επιγραμματική, καθώς πρόκειται για δύο ενδελεχώς δημοσιευμένα από τους ανασκαφείς τους νεκροταφεία (Βοκοτοπούλου 1986 Douzougli and Papadopoulos 2011).

85 85 Σε πρώτο στάδιο έγινε καταγραφή του συνόλου του υλικού. Καταμετρήθηκαν σε φόρμες καταγραφής, αρχικά χειρόγραφα και στη συνέχεια ηλεκτρονικά σε φύλλα του excel, όστρακα από τη Κρύα και όστρακα από το Λιατοβούνι. Τα όστρακα ήταν αποθηκευμένα σε πλαστικές σακούλες τοποθετημένες μέσα σε πλαστικά τελάρα και ξύλινα κιβώτια ανά τομή, ομάδα και πάσα. Απλώθηκαν κατά θέση, τομή, κατηγορία 83, ομάδα και πάσα προκειμένου να συγκολληθούν όσο το δυνατόν περισσότερα συνανήκοντα τμήματα αγγείων. Αφού εξαντλήθηκαν οι πιθανότητες συγκόλλησης, ακολούθησε η καταμέτρηση των οστράκων ανά κεραμική κατηγορία και ανασκαφικό σύνολο (τομή, στρώμα και πάσα). Η περιγραφή των κεραμικών κατηγοριών βασίστηκε αρχικά στη μακροσκοπική παρατήρηση των μορφολογικών και τεχνολογικών χαρακτηριστικών τους: χρώμα και επεξεργασία εσωτερικής και εξωτερικής επιφάνειας, διακόσμηση, γενικές παρατηρήσεις για κεραμική ύλη και το σχήμα. Τα όστρακα χωρίστηκαν σε κατηγορίες ανάλογα με το πάχος των τοιχωμάτων (λεπτότοιχα, μεσαία και χονδρότοιχα), το σχήμα τους 84 (ανοιχτά, κλειστά και αδιάγνωστα) και τέλος το τμήμα του αγγείου από το οποίο προέρχονται (σώμα, χείλος, βάση, λαβή και απόφυση). Σε δεύτερη φάση πραγματοποιήθηκε δειγματοληψία από την Δρα Παρασκευή Γιούνη για τη διενέργεια λεπτών τομών 85. Επιλέχτηκαν συνολικά εκατόν είκοσι δύο δείγματα, εξήντα δύο από την Κρύα, σαράντα από το Λιατοβούνι, και είκοσι από τις υπόλοιπες θέσεις (Δωδώνη, Επισκοπή, Καστρίτσα, Κάστρο Ιωαννίνων και Παλαμπούτι 86 ). Η επιλογή των δειγμάτων από την Κρύα 83 Κατά τη μελέτη του υλικού από τους ανασκαφείς για την προκαταρκτική δημοσίευση στα Χρονικά του Αρχαιολογικού Δελτίου είχε γίνει διαχωρισμός των οστράκων σε κεραμικές κατηγορίες (wares), οι οποίες κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας ελέγχθηκαν εκ νέου και αναπροσαρμόσθηκαν. 84 Σε ορισμένες περιπτώσεις, η επεξεργασία της εσωτερικής επιφάνειας του αγγείου, εάν δηλαδή είναι τραχιά ή λειασμένη, συμβάλλει στην αναγνώριση ενός αγγείου ως ανοιχτού ή κλειστού. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, όταν η εσωτερική επιφάνεια είναι τραχιά, το αγγείο θεωρείται κλειστό. 85 Βλ. αναλυτικά στο Παράρτημα Ι. 86 Έξι δείγματα από την Επισκοπή, δέκα δείγματα από το Κάστρο Ιωαννίνων, δύο δείγματα από το Παλαμπούτι, ένα δείγμα από την Καστρίτσα και ένα δείγμα από τη

86 86 και το Λιατοβούνι έγινε προσεκτικά ώστε να καλύπτονται όλες οι φάσεις των θέσεων και να αντιπροσωπεύονται όλες οι κεραμικές κατηγορίες 87. Τα δείγματα από τις υπόλοιπες θέσεις πάρθηκαν κυρίως για συγκριτικούς λόγους. Στόχος της πετρογραφικής ανάλυσης ήταν η εξαγωγή συμπερασμάτων για τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά της τοπικής κεραμικής της Ηπείρου, καθώς και για την προέλευσης της πρώτης ύλης παραγωγής της. Τα αποτελέσματα των αναλύσεων χρησιμοποιήθηκαν στην ανάπτυξη του σκεπτικού γύρω από την οργάνωση της παραγωγής στην Ήπειρο, θέμα το οποίο θα θιγεί αναλυτικά στο επόμενο κεφάλαιο. Στη συνέχεια επιλέχτηκαν 837 διαγνωστικά όστρακα 88, για καταγραφή σε βάση δεδομένων 89 προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την κατάρτιση της τυπολογίας της χειροποίητης κεραμικής της κεντρικής Ηπείρου. Κατά την επιλογή καταβλήθηκε προσπάθεια τα επιλεγμένα όστρακα να καλύπτουν όλη την ποικιλία των σχημάτων και να αντιπροσωπεύουν όλους τους τύπους των διαγνωστικών τμημάτων των αγγείων εκάστης κεραμικής κατηγορίας χωρίς τον κίνδυνο επανάληψης. Η βάση δεδομένων περιέχει στοιχεία μορφολογικά, τεχνολογικά και διακοσμητικά. Αρχικά δηλώνονται τα βασικά στοιχεία του οστράκου: η ταυτότητα του (θέση και ανασκαφική ενότητα). Δωδώνη. Τα τρία τελευταία χρησιμοποιήθηκαν καθαρά για συγκριτικούς λόγους με την κεραμική από την Κρύα. 87 Δεν επιλέχτηκε δείγμα από τις κεραμικές κατηγορίες 2 και 3, καθώς τεχνολογικά τα όστρακα αυτών των κατηγοριών παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά με την κεραμική κατηγορία Πρόκειται για μεμονωμένα όστρακα ή όστρακα που προέρχονται από το ίδιο αγγείο, καθώς και για ολόκληρα αγγεία. Για εργονομικούς λόγους δεν συμπεριλήφθηκε το σύνολο των διαγνωστικών οστράκων από την Kρύα και το Λιατοβούνι. Συγκεκριμένα στη βάση καταγράφηκαν 344 όστρακα από την Κρύα, 448 όστρακα από το Λιατοβούνι και 45 όστρακα από άλλες θέσεις της κεντρικής Ηπείρου (τη Δωδώνη, τον Ελαφότοπο, την Επισκοπή, την Καστρίτσα, το Κουτσελιό, τη Λαψίστα, το Μαζαράκι, την Οξυά Κόνιτσας και την Πεδινή). Φωτογραφήθηκε αλλά δεν σχεδιάστηκε το σύνολο των οστράκων. 89 Για τη βάση δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό Microsoft Access, βλ. Παράρτημα ΙΙ.

87 87 Στα μορφολογικά χαρακτηριστικά περιλαμβάνονται το τμήμα του αγγείου από το οποίο προέρχεται το όστρακο (χείλος, σώμα, βάση, λαβή, απόφυση, στέλεχος), οι διαστάσεις (μήκος/ύψος, πλάτος, πάχος και διάμετρος) και το σχήμα. Στα τεχνολογικά χαρακτηριστικά περιλαμβάνονται το χρώμα των επιφανειών και το χρώμα της κεραμικής ύλης βάσει της κλίμακας Munsell, η επεξεργασία της επιφάνειας του αγγείου, η περιεκτικότητα σε εγκλείσματα της κεραμικής ύλης (λεπτόκοκκη, μεσαία, χονδρόκοκκη), τα ειδικότερα χαρακτηριστικά των εγκλεισμάτων (μέγεθος, ποσοστιαία συχνότητα εμφάνισης και κοκκομετρική διαβάθμιση) και ο τρόπος κατασκευής του αγγείου. Οι πληροφορίες για τη διακόσμηση των αγγείων περιορίζονται στην παρουσία ή μη διακόσμησης και στον τύπο αυτής (εγχάρακτη, πλαστική, γραπτή, εμπίεστη). Στο πεδίο της κατασκευής δηλώνεται ότι πρόκειται για χειροποίητη κεραμική, καθώς και η τεχνική κατασκευής, εφόσον μπορεί να αναγνωριστεί από τα πιθανά ίχνη της. Στις παρατηρήσεις σημειώνονται ορισμένες πρόσθετες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα η σύσταση του πηλού, βάσει της μακροσκοπικής παρατήρησης και η κατάσταση διατήρησης του οστράκου Η διαμόρφωση της τυπολογίας. Προβλήματα. Η διαμόρφωση της τυπολογίας στηρίχτηκε στη συγκριτική εξέταση των μορφολογικών χαρακτηριστικών των υπό μελέτη οστράκων και αγγείων. Αφού καταγράφηκε το υλικό με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, στη συνέχεια από το σύνολο των 837 οστράκων, που ενσωματώθηκαν στη βάση δεδομένων, προέκυψαν οι τύποι των αγγείων. Σε κάθε ένα όστρακο σημειωνόταν τα χαρακτηριστικά του στομίου, του χείλους, του σώματος, των λαβών ή αποφύσεων και της βάσης. Με τον τρόπο αυτό προστίθεντο συνεχώς νέοι τύποι και δημιουργήθηκε ο τελικός κατάλογος. Στον κατάλογο αυτό έγινε ομαδοποίηση των χαρακτηριστικών που παρουσίαζε το κάθε τμήμα του αγγείου. Οι τύποι του στομίου διακρίθηκαν βάσει της ύπαρξης ή μη λαιμού, του σχήματος της διατομής του χείλους και της γωνίας

88 88 κλίσης με τη νοητή γραμμή της διαμέτρου του χείλους. Στα κλειστά αγγεία η διάκριση σε τύπους σε σχέση με το περίγραμμα του σώματος παρουσιάζει προβλήματα γιατί τόσο μια πρόχους όσο και ένας αμφορέας μπορεί να έχουν σφαιρικό σώμα. Απαραίτητο λοιπόν στοιχείο για την κατάταξη τους σε τύπους είναι ο προσδιορισμός της μορφής του στομίου τους. Τα ανοιχτά αγγεία αντίθετα διακρίνονται σε εκείνα που έχουν ενιαίο περίγραμμα (ημισφαιρικά, κωνικά, σφαιρικά), σε εκείνα που έχουν σιγμοειδές περίγραμμα και στα σκεύη με τροπιδώσεις. Οι λαβές κατατάσσονται σε τύπους ανάλογα με την τοποθέτηση τους στο σώμα (κάθετα ή οριζόντια), το περίγραμμα τους και ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως την ύπαρξη αποφύσεων ή οπών. Το ίδιο ισχύει και για τις αποφύσεις. Οι βάσεις, τέλος, ταξινομήθηκαν με κριτήριο τη μορφή της επιφάνειας έδρασης τους και τα στελέχη με το σχήμα τους. Η ίδια διαδικασία με την κατάταξη του κεραμικού υλικού σε τύπους ακολουθήθηκε και στον τομέα των διακοσμητικών πρακτικών που υιοθέτησαν οι κεραμείς της κεντρικής Ηπείρου. Οι τεχνικές διακρίθηκαν σε τέσσερις τύπους ανάλογα με τον τρόπο που εφαρμοζόταν η διακόσμηση στην επιφάνεια του αγγείου: πλαστική, εμπίεστη, εγχάρακτη και γραπτή. Σε κάθε μία από αυτές επισημάνθηκαν τα διαφορετικά διακοσμητικά μοτίβα που αναγνωρίστηκαν και έγινε αναφορά στους τύπους των αγγείων στους οποίους εφαρμόστηκε η κάθε τεχνική αντίστοιχα. Το γεγονός ότι η κεραμική προέρχεται κυρίως από οικιστικά σύνολα έχει ως αποτέλεσμα να εμφανίζει μεγάλο ποσοστό αποσπασματικότητας και η αποκατάσταση ολόκληρων σχημάτων να καθίσταται αρκετά δύσκολη. Επιπλέον, η σύσταση του υπό εξέταση κεραμικού υλικού ως επί το πλείστον από όστρακα, δυσχεραίνει τη διαμόρφωση μίας αντικειμενικής τυπολογίας, καθώς οι τύποι αντιστοιχούν σε ολόκληρα αγγεία (Adams and Adams 1991, 195). Το υλικό από τη Δωδώνη αντιμετωπίζεται με μεγάλη επιφυλακτικότητα γιατί η χρονολόγηση του στηρίζεται στο μεγαλύτερο ποσοστό στη σύγκριση με ανάλογα σκεύη από τις γειτονικές περιοχές λόγω της έντονα διαταραγμένης στρωματογραφίας. Το ίδιο ισχύει και για το υλικό από την Καστρίτσα.

89 89 Επιπροσθέτως, το τελευταίο δεν αντιπροσωπεύει τη συνολική εικόνα της κεραμικής της θέσης, καθώς αποτελεί προϊόν διαλογής, με αποτέλεσμα να αγνοούμε τον αρχικό όγκο και την πλήρη μορφή του Κεραμικές ύλες και τεχνικές κατασκευής της κεραμικής Όπως προαναφέρθηκε, για την αναγνώριση των πρώτων υλών κατασκευής των κεραμικών από την κεντρική Ήπειρο διενεργήθηκε πετρογραφική ανάλυση με τη μέθοδο των λεπτών τομών. Στην Κρύα αναγνωρίστηκαν τρεις ομάδες κεραμικών υλών, από τις οποίες η 1 διαιρείται σε τρεις υποομάδες (1Α, 1Β και 1Γ) και η 3 σε τέσσερις (3Α, Β, Γ και Δ). Στην ομάδα 1 ανήκει λεπτή κεραμική, η οποία στην πλειονότητά της περιέχει εγκλείσματα μεγέθους μικρότερα από 0.2χιλ. Οι υποομάδες 1Β και 1Γ αποτελούν χονδρόκοκκες παραλλαγές της 1Α. Η ύλη της ομάδας 2 είναι εξαιρετικά λεπτόκοκκη με εγκλείσματα μεγέθους μικρότερα από 0.12χιλ. και μικρή περιεκτικότητα σε κοκκία πηλού. Όσον αφορά στην όπτηση των αγγείων, η οπτική αντίδραση της λεπτόμαζας των δειγμάτων των ομάδων 1 και 2 υποδεικνύει θερμοκρασίες όπτησης κάτω από 850 ο C, σε μεικτή ατμόσφαιρα. Στην ομάδα 3 εντάσσονται υλικά αρκετά πορώδη που περιέχουν κοκκία πηλού, θραύσματα κοπανισμένης κεραμικής και λίγα κομμάτια αργιλικών πετρωμάτων. Τα δείγματα της Ομάδας 3 είναι ψημένα σε πιο χαμηλές θερμοκρασίες, καθώς η λεπτόμαζά τους είναι ενεργή με έντονο προσανατολισμό των φυλλαρίων της αργίλου. Στο Λιατοβούνι εντοπίστηκαν τέσσερις ομάδες, από τις οποίες η 2 διακρίνεται στη 2Α, 2Β και 2Γ και η 4 στην 4Α και 4Β. Η ομάδα 1 περιλαμβάνει όστρακα με λεπτή κεραμική ύλη, η οποία περιέχει εγκλείσματα μικρότερα από 0.2mm και λίγα κοκκία πηλού. Στην ομάδα 2 εντάσσονται όστρακα με αρκετά χονδρόκοκκο υλικό, το οποίο περιέχει εγκλείσματα μέγιστου μεγέθους 4χιλ. Η κεραμική ύλη της ομάδας 3 είναι, επίσης, αρκετά χονδρόκοκκη με εγκλείσματα μέγιστου μεγέθους 2χιλ. Τα δείγματα της Ομάδας 3 είναι ψημένα σε πιο χαμηλές θερμοκρασίες, καθώς η λεπτόμαζά τους είναι ενεργή με έντονο

90 90 προσανατολισμό των φυλλαρίων της αργίλου. Όσον αφορά στις συνθήκες όπτησης των αγγείων, η οπτική αντίδραση της λεπτόμαζας των δειγμάτων των Ομάδων 1, 2 και 3 κυμαίνεται από ανενεργή σε ελαφρά ενεργή, υποδεικνύοντας θερμοκρασίες όπτησης χαμηλότερες από 850 ο C και μεικτή ατμόσφαιρα. Η ομάδα 4 χαρακτηρίζεται από την παρουσία κοκκίων πηλού και θραυσμάτων κοπανισμένης κεραμικής. Τα αγγεία της ομάδας 4 είναι ψημένα σε χαμηλές θερμοκρασίες, χωρίς ιδιαίτερο έλεγχο της ατμόσφαιρας όπτησης, και έχουν πορώδη τοιχώματα. Θυμίζει αρκετά την ομάδα 3 της Κρύας. Τα υλικά της Επισκοπής Σερβιανών παρουσιάζουν αρκετή ποικιλία και δεν μπορούν να ομαδοποιηθούν σε συγκεκριμένες κατηγορίες ενώ οι πρώτες ύλες κατασκευής των κεραμικών του Κάστρου Ιωαννίνων παρουσιάζουν γενικά ομοιότητες. Είναι πλούσιες σε θραύσματα πυριτικού σχιστόλιθου, συχνά μεγάλου μεγέθους. Περιέχουν, επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις θραύσματα κοπανισμένης κεραμικής. Όπως προκύπτει από την πετρογραφική ανάλυση, οι πρώτες ύλες κατασκευής στην Κρύα και στο Λιατοβούνι είναι σε χρήση καθόλη της διάρκεια της ζωής των δύο οικισμών. Όσον αφορά στις κατασκευαστικές μεθόδους, η πλειονότητα των αγγείων φαίνεται ότι κατασκευάστηκε με την "τεχνική των κουλούρων", η οποία αναγνωρίζεται στα σπασίματα των τοιχωμάτων και ειδικότερα στο σημείο ενώσεως των κουλούρων. Οι κύριες ενδείξεις για την εφαρμογή αυτής της τεχνικής είναι το ανομοιογενές πάχος των τοιχωμάτων (Α.Κ. 93, 99, 111, 122, 219, 254, 266, 275, 288, 297, 736) και τα ίχνη από τις «κολλήσεις» (Α.Κ. 85, 246, 263, 506, 738, 743) (εικ.30). Στα κλειστά αγγεία, η κατασκευή του λαιμού, απαιτούσε ειδική προεργασία. Διαμορφωνόταν ξεχωριστά και επικολλάτο στο σώμα. Ενδεικτική του σταδίου αυτού, είναι η παρουσία στο εσωτερικό των κλειστών αγγείων, στο σημείο μετάβασης από το λαιμό στο σώμα, πρόσθετου πηλού (Α.Κ. 211, 251). Όσον αφορά στις λαβές, η τοποθέτηση τους πραγματοποιούνταν συχνά με τη μεσολάβηση ενός εξογκώματος-κομβίου στην απόληξη τους (Α.Κ. 94, 201, 300, 303, 410, 749) (εικ.31). Σε ορισμένες περιπτώσεις και ειδικότερα στους πίθους, στο

91 91 εσωτερικό, στο σημείο μετάβασης από το σώμα στο οξύ έμβολο του αγγείου, παρατηρείται σπειροειδής διαμόρφωση (Α.Κ. 350, 614, 633) (εικ.32). Τα στελέχη των υψίποδων κυλίκων διαθέτουν ενίοτε μία κεντρική βάθυνση στην επιφάνεια έδρασης της δισκοειδούς βάσης τους (Α.Κ. 306, 311, 312, 313) (εικ.33). Το στοιχείο αυτό εξυπηρετούσε πιθανότατα την καλύτερη και ομοιόμορφη όπτηση των κυλίκων (Hruby 2006, 188). Η διαμόρφωση του λάμβανε χώρα κατά το τελικό στάδιο μορφοποίησης της βάσης και διενεργείτο από τα δάχτυλα του κεραμέα Η Διακόσμηση Οι κύριες διακοσμητικές μέθοδοι, που εφαρμόστηκαν από τους κεραμείς της Ηπείρου, ήταν - όπως αναφέρθηκε και παραπάνω - η πλαστική, η εμπίεστη, η εγχάρακτη και η γραπτή. Ι. Πλαστική Με τον όρο πλαστική διακόσμηση εννοείται η επίθεση πηλού σε ποικίλες μορφές (ταινίες, κομβία, δισκάρια) στο σώμα και στις λαβές-αποφύσεις ενός αγγείου. Το αποτέλεσμα είναι πιο ικανοποιητικό, όταν οι επιφάνειες του αγγείου και του επίθετου τμήματος πηλού έχουν τον ίδιο βαθμό υγρασίας και όταν οι επιφάνειες τους είναι αδρές (Rice 1987, 148). Η επίθετη ταινία, ποικίλου πάχους, αποτελεί ένα πρόσθετο κομμάτι πηλού, που επικολλάται στο σώμα του αγγείου πριν το ψήσιμο και διακοσμείται κατά περίπτωση με κυκλικές, ωοειδείς ή ελλειψοειδείς εμπιέσεις, κάθετες ή λοξές εγχαράξεις, μικρά σφαιρικά κομμάτια πηλού ή σπανιότερα παραμένει ακόσμητη. Τοποθετείται συνήθως στις αρθρώσεις του αγγείου στο χείλος, στο σημείο μετάβασης από το σώμα στο λαιμό, στη βάση και στο σημείο προσάρτησης των λαβών στο σώμα του αγγείου (Δάκαρης 1952, ). Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται σημαντικά η στατικότητα του αγγείου. Ερμηνεύτηκε, επίσης, ως σχηματική επιβίωση λειτουργικών στοιχείων των αγγείων από άλλο υλικό (π.χ. σχοινιά) (Phelps 2004, 117 Strack 2007, 409). Συνήθως, οι ταινίες είναι ευθείες και οριζόντιες αλλά εντοπίζονται και παραδείγματα καμπυλόσχημων

92 92 ταινιών, καθώς και συνδυασμός κάθετων και οριζόντιων ταινιών, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία διαχώρων. Τα δισκάρια- μικρά σφαιρικά κομμάτια πηλού - τοποθετούνταν συνήθως ατάκτως στο κατώτερο μέρος του αγγείου πριν την όπτηση. Η χρήση των δισκαρίων στη διακόσμηση των ηπειρωτικών δειγμάτων συνιστά το «σήμα κατατεθέν» της τοπικής κεραμικής. Κατηγορία Α: Οριζόντια ταινία διακοσμημένη με ελλειψοειδείς ή κυκλικές εμπιέσεις στο σημείο της μετάβασης από το λαιμό στο σώμα του αγγείου σε συνδυασμό με επίθετα πλαστικά δισκάρια ελλειψοειδούς ή κυκλικού σχήματος στο σώμα. Πρόκειται για τη συνηθέστερη μορφή πλαστικής διακόσμησης. Κατηγορία Β: Οριζόντια ταινία διακοσμημένη με κάθετες ή λοξές εγχαράξεις στο σημείο της μετάβασης από το λαιμό στο σώμα του αγγείου σε συνδυασμό με επίθετα πλαστικά δισκάρια ελλειψοειδούς ή κυκλικού σχήματος στο σώμα. Κατηγορία Γ: Οριζόντια ταινία διακοσμημένη με επίθετα κυκλικά τμήματα πηλού στο σημείο της μετάβασης από το λαιμό στο σώμα του αγγείου σε συνδυασμό με επίθετα πλαστικά δισκάρια ελλειψοειδούς ή κυκλικού σχήματος στο σώμα. Κατηγορία Δ: Κάθετες και οριζόντιες ταινίες διακοσμημένες με ελλειψοειδείς ή κυκλικές εμπιέσεις ή με κάθετες ή λοξές εγχαράξεις, οι οποίες ενίοτε συμπλέκονται μεταξύ τους. Κατηγορία Ε: Πεταλόσχημες ταινίες διακοσμημένες με ελλειψοειδείς ή κυκλικές εμπιέσεις. Κατηγορία ΣΤ: Απλές ταινίες κάθετες, οριζόντιες ή τεθλασμένες. Κατηγορία Ζ: Κερατοειδείς ή μηνοειδείς αποφύσεις στο ύψος του ώμου, στο λαιμό του αγγείου, καθώς και στη ράχη της λαβής. Οι εμπιέσεις και οι εγχαράξεις δημιουργούνταν με τα δάχτυλα των κεραμέων ή με τη χρήση ενός ξύλου ή ενός κλαδιού με αποστρογγυλεμένο άκρο

93 93 (Ευαγγελίδης 1935, 204). Το χρώμα της εξωτερικής επιφάνειας των αγγείων είναι ερυθροκάστανο (2.5YR6/8, 5YR6/6, 7.5YR6/6), σκούρο καστανό (10YR5/3, 10YR8/4) και σπανιότερα τεφρό (2.5Y2.5/1, 7.5YR2.5/1, 10YR2/1). Πρόκειται κυρίως για όστρακα από αγγεία κλειστού σχήματος. ΙΙ. Εμπίεστη Η εμπίεστη διακόσμηση, εκτός από την εφαρμογή της επί των πλαστικών ταινιών, απαντά και ως αυτόνομο μοτίβο στην ακμή του χείλους ανοιχτών ή ευρύστομων αγγείων (Α.Κ. 40, 599), στην άνω επιφάνεια του χείλους (Α.Κ. 96), σε λαβές (Α.Κ. 502), σε σώματα (Α.Κ. 360, 523, 533, 554, 584, 603, 724) και σε πώματα (Α.Κ. 835). Οι εμπιέσεις, βαθιές ή αβαθείς, σε οριζόντια, κάθετη ή λοξή διάταξη, έχουν κυρίως κυκλικό ή ελλειψοειδές σχήμα. Σε μία περίπτωση έχουν τη μορφή ενάλληλων-κρεμάμενων τριγώνων (Α.Κ. 554). ΙΙΙ. Εγχάρακτη Στην Ήπειρο, όπως και στη δυτική Μακεδονία, σε αντίθεση με την κεντρική και ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη της Ύστερης Eποχής του Χαλκού - Πρώιμης Eποχής Σιδήρου, η χρήση της εγχάραξης στη διακόσμηση των αγγείων ήταν περιορισμένη. Βαθιές ή αβαθείς, κάθετες ή λοξές εγχαράξεις διακοσμούσαν το χείλος των αγγείων (Α.Κ. 14, 15, 17, 418, 834) και τα άκρα των λαβών (Α.Κ. 21, 46, 51, 695). Στο σώμα των αγγείων εφαρμοζόταν η εγχάρακτη τεχνική με τη μορφή κάθετων, οριζόντιων ή τεθλασμένων γραμμών, ενίοτε τεμνόμενων (Α.Κ. 472, 508, 514, 613, 685, 736). Τα διακοσμητικά μοτίβα του διαγραμμισμένου τριγώνου (Α.Κ. 472) και του μηνοειδούς (Α.Κ. 492, 685) απαντούν σε τρεις περιπτώσεις. Σε μία περίπτωση εγχάρακτο διχτυωτό μοτίβο συνδυαζόταν με εμπίεστες «στιγμές» (Α.Κ. 502). Για την χάραξη των επιφανειών οι κεραμείς χρησιμοποιούσαν πιθανότατα ένα οξυκόρυφο εργαλείο. ΙV. Γραπτή (πιν.3.1) Η γραπτή διακόσμηση, στο υπό μελέτη σύνολο, αφορά στις κατηγορίες της αμαυρόχρωμης και της με μελανή στιλπνή διακόσμηση κεραμικής.

94 94 Στα δείγματα της αμαυρόχρωμης η εξωτερική και συχνά και η εσωτερική επιφάνεια - ειδικότερα η περιοχή του χείλους - καλυπτόταν με αμαυρή-θαμπή σκούρα καστανή ή μελανή διακόσμηση. Τα διακοσμητικά θέματα παρουσιάζουν σχετική ποικιλία και παρά τις χρονολογικές διαφορές, αποτελούν τμήμα ενός τυποποιημένου συστήματος. Πρόκειται κυρίως για γεωμετρικά και ευθύγραμμα κοσμήματα και σπανιότερα καμπυλόγραμμα. Η διακόσμηση εντοπίζεται στις περισσότερες περιπτώσεις στο χείλος (εσωτερικά και εξωτερικά), στη βάση του λαιμού, στις λαβές, στο σώμα και στη μετάβαση από το σώμα στη βάση. Η χρήση της σε διαφορετικά τμήματα του αγγείου αποσκοπούσε στην προβολή της δομής και της διάρθρωσης της εξωτερικής επιφάνειας. Η τεχνική εφαρμόστηκε σε κλειστά και ανοικτά σχήματα αγγείων. Διακόσμηση με στιλπνή μελανή βαφή εφαρμόζεται μόνο σε αγγεία από τις Φάσεις ΙΙ και ΙΙΙ του Λιατοβουνίου. Τα διακοσμητικά θέματα είναι πάντα γραμμικά (παχιές γραμμές και ταινίες) και τοποθετούνται συνήθως στο σώμα και στο χείλος των αγγείων. Εφαρμόζεται στα ίδια σχήματα με την αμαυρόχρωμη κεραμική Κεραμικές κατηγορίες Η διαμόρφωση των κεραμικών κατηγοριών έγινε βάσει της μακροσκοπικής παρατήρησης των 837 οστράκων, που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία της φόρμας καταγραφής και βασίζεται στις παραμέτρους του χρώματος, της επεξεργασίας της επιφάνειας και της παρουσίας ή μη διακόσμησης. Στην παρουσίαση των κεραμικών κατηγοριών συμπεριλαμβάνονται αναφορές στους τύπους των αγγείων και στις κεραμικές ύλες κατασκευής τους. Οι τελευταίες αναφορές στηρίζονται στη μικροσκοπική παρατήρηση των 122 δειγμάτων, στα οποία διενεργήθηκαν λεπτές τομές. Κεραμική κατηγορία 1: Με πλαστική διακόσμηση Η κεραμική ύλη χρώματος ερυθρού, ερυθροκάστανου και τεφρού [Munsell 2.5 YR 2/1, 3/1, 3/4, 4/3, 6/8 (light red), 5/6, 5/8 (red), 7/4, 7/8-5 YR 3/2, 5/2 (reddish gray), 5/6, 7/6, 7/8, 6/6, 6/8 (reddish yellow) YR 5/8, 7/6, 7/4, 6/4 (light brown), 6/6

95 95 (reddish yellow), 6/8-10 YR 3/2, 5/3, 6/4, 6/6, 7/2 (light gray), 7/4, 7/6, 7/8, 8/3, 8/4] περιέχει συνήθως μεγάλο αριθμό εγκλεισμάτων ορατών και με γυμνό οφθαλμό ακόμη και στις επιφάνειες των οστράκων, γεγονός που ερμηνεύεται είτε ως έλλειψη χρόνου για τον καθαρισμό του πηλού από τη πλευρά των παραγωγών είτε ως ηθελημένη προσθήκη προκειμένου να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα των σκευών στη φωτιά. Ο πυρήνας είναι συνήθως ομοιόχρωμος με τις εξωτερικές επιφάνειες και σπανιότερα μελανός (2.5Y 2.5/1, Gley 1, 3/N, Gley 2, 2.5/5PB, 2.5/10B, 3/5PB, 3/10B, 4/5PB). Τα τοιχώματα των αγγείων είναι κυρίως μεσαίου και χονδρού πάχους αλλά δεν απουσιάζουν και δείγματα λεπτότερων οστράκων. Στην εξωτερική επιφάνεια των αγγείων, η οποία συνήθως είναι λειασμένη ή φέρει επίχρισμα, εφαρμοζόταν πλαστική διακόσμηση των προαναφερθεισών επτά κατηγοριών (Α-Ζ). Οι πλαστικές ταινίες με εμπιέσεις σε συνδυασμό με τα δισκάρια στο σώμα αποτελούσαν το βασικό διακοσμητικό μοτίβο και τοποθετούνταν σε διαφορετικά μέρη του σώματος του αγγείου (στο χείλος, κάτω από το χείλος, στο ύψος των λαβών). Οι κεραμείς χρησιμοποιώντας ένα κομμάτι δέρμα ή ένα ξύλο λείαιναν την επιφάνεια του αγγείου και αφαιρούσαν τα πρόσθετα κομμάτια πηλού. Συχνά, κάλυπταν την εξωτερική επιφάνεια του αγγείου με ένα αραιό επίχρισμα στο ίδιο χρώμα με αυτή, προκειμένου να περιορίσουν την απολέπιση της. Σε αρκετές περιπτώσεις στην εξωτερική επιφάνεια των αγγείων παρατηρούνται διαφοροποιήσεις του χρώματος (νέφη όπτησης). Το χρώμα της επιφάνειας των αγγείων επηρεαζόταν σημαντικά από την επαφή τους με το χώμα. Αγγεία των οποίων το αρχικό χρώμα ήταν καστανό αποκτούσαν ένα τεφρό-μελανό χρώμα ενώ ορισμένα άλλα μία ερυθρή ή ωχροκίτρινη απόχρωση (Wardle 1972, 208). Στην κατασκευή των αγγείων με πλαστική διακόσμηση οι κεραμείς στην Κρύα έκαναν χρήση των κεραμικών υλών των ομάδων 3Α, Β, Γ και Δ και στο Λιατοβούνι των ομάδων 2Α, Β, 2Γ και 3. Το μέγιστο μέγεθος των κόκκων των υπογωνιώδων έως αποστρογγυλεμένων εγκλεισμάτων είναι 4.00χιλ. και η

96 96 πυκνότητά τους κυμαίνεται από 10-25% της κλίμακας των Mathew, Woods and Oliver. Με βάση την καταγραφή των οστράκων προκύπτει ότι η πλειονότητα τους προέρχεται από κλειστά σχήματα αγγείων, τα οποία απαντούν καθόλη τη διάρκεια της ζωής στους οικισμούς της Κρύας και του Λιατοβουνίου. Συγκεκριμένα το σχηματολόγιο συνθέτουν αγγεία που ανήκουν στους τύπους ΚΙ, ΚΙΙ, ΚIV, KVI, AI, AIII, MIΙΙ, ΑΠΙ, AΠΙΙ. Κεραμική κατηγορία 2: Με εγχάρακτη διακόσμηση Το χρώμα της εξωτερικής επιφάνειας των αγγείων είναι κυρίως καστανέρυθρο (5YR 6/6, 7/6, 7.5YR 6/8, 7/8, 10YR6/6, 10YR7/6) και καστανό (2.5Y7/4, 7.5YR 5/8, 7.5YR6/4, 10YR5/3). Το χρώμα της κεραμικής ύλης στην τομή των οστράκων είναι στις περισσότερες περιπτώσεις ομοιόμορφο. Η εξωτερική επιφάνεια καλύπτεται συνήθως από επίχρισμα. Στην παραγωγή της χρησιμοποιήθηκαν οι ίδιες πρώτες ύλες με αυτές της κατηγορίας 1. Όσον αφορά στα εγκλείσματα το μέγεθος τους κυμαίνεται από 0.5 έως 1.00χιλ. και σε λιγότερες περιπτώσεις φτάνει τα 2.00χιλ. Η πυκνότητα των εγκλεισμάτων κυμαίνεται από 5 έως 10% και σε ελάχιστες περιπτώσεις 20%. Όστρακα της κατηγορίας αυτής προέρχονται από αγγεία σχήματος ΚΙΙ και ΑΙΙΙ και απαντούν στην Κρύα και στο Λιατοβούνι σε μικρό ποσοστό. Κεραμική κατηγορία 3: Με εμπίεστη διακόσμηση Το χρώμα της επιφάνειας των αγγείων, που εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία, ποικίλλει: από μαύρο (2.5Y2.5/1) και σκούρο γκρι (7.5YR 3/1) έως ερυθροκάστανο (5YR 6/6, 7.5YR 6/6, 7/6) και ερυθρό (2.5YR 5/8, 6/8, 7/8). Το χρώμα της τομής των οστράκων είναι συνήθως ομοιόμορφο. Η εξωτερική επιφάνεια καλύπτεται συνήθως από επίχρισμα ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ορατά τα ίχνη του λειαντικού εργαλείου.

97 97 Για την κατασκευή των αγγείων της κατηγορίας 3 χρησιμοποιήθηκαν οι ίδιες πρώτες ύλες με εκείνες των κεραμικών κατηγοριών 1 και 2. Το μέγεθος τω εγκλεισμάτων κυμαίνεται από 0.5 έως 1.00χιλ. και η πυκνότητά τους από 5 έως 10%. Τα όστρακα με εμπίεστη διακόσμηση προέρχονται από τη φάση ΙΙ του οικισμού της Κρύας και τις φάσεις ΙΙ και ΙΙΙ του Λιατοβουνίου. Αποδίδονται στα σχήματα ΑΙ, ΜΙ και ΑΠΙΙ. Κεραμική κατηγορία 4: Μονόχρωμη Σε αυτή εντάσσονται αγγεία με καστανές, μελανές, ερυθροκάστανες και καστανομέλανες αδρά λειασμένες, επιχρισμένες και σπανιότερα στιλβωμένες επιφάνειες (2.5Y2.5/1, 5Y2.5/1, 7.5YR2.5/1, 3/1, 3/3, 4/1, 5/3, 5/4, 6/6, 10YR2/1, 3/1, 3/2, 4/1, 4/2, 4/3, 5/1, 5/2, 5/3,5/4,6/2 6/4, 7/3). Η κεραμική ύλη χρώματος συνήθως τεφρού (Gley 1 2.5/N, 3/N, 4/10Y, Gley 2 2.5/10B, 2.5/5PB, 3/5B, 3/5PB, 3/10B, 4/10B) περιέχει μικρή ποσότητα εγκλεισμάτων. Οι κεραμικές ύλες, που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των αγγείων αυτής της κατηγορίας στην Κρύα, ταυτίζονται με τις αντίστοιχες των αγγείων της κεραμικής με πλαστική διακόσμηση. Στο Λιατοβούνι στα αγγεία της ίδιας κατηγορίας απαντούν οι κεραμικές ύλες των ομάδων 2Α, 2Β, 2Γ και 4. Το υλικό κατασκευής είναι χονδρόκοκκο και περιέχει κοκκία πηλού και θραύσματα κοπανισμένης κεραμικής. Τα εγκλείσματα έχουν μέγεθος 1.8 έως 4.00χιλ. Η πυκνότητά τους κυμαίνεται από 5 έως 25%. Ειδικότερα ο πηλός της ομάδας 4 του Λιατοβουνίου είναι φτωχός σε μη πλαστικά εγκλείσματα και χαρακτηρίζεται από μεγάλο ποσοστό πόρων. Οι επιφάνειες στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ακόσμητες, αδρά λειασμένες, επιχρισμένες και σπανιότερα στιλβωμένες. Ενίοτε διατηρούν έντονα τα ίχνη του λειαντικού εργαλείου στην επιφάνεια τους. Αγγεία της κεραμικής κατηγορίας 4 απαντούν στις δύο φάσεις της Κρύας και στις τρεις φάσεις του Λιατοβουνίου. Όπως προκύπτει από την καταγραφή της

98 98 κεραμικής επικρατούν τα ανοιχτά σχήματα: ΑΙ, AII, AIII, ΑIV, AV, AVI, AVIΙΙ. Σε μικρότερο ποσοστό αντιπροσωπεύονται οι τύποι ΚΙΙΙ, KV, KVI, KXII, MI, MII, MIII, AΠΙ και ΑΠΙΙ. Κεραμική κατηγορία 5: Πορτοκαλέρυθρη κεραμική Ξεχωριστής σημασίας κατηγορία αποτελεί η, καλούμενη από τον Wardle (1972), πορτοκαλέρυθρη κεραμική. Κατά τη μελέτη της κεραμικής προέκυψε ότι μπορεί να διαιρεθεί σε δύο υποκατηγορίες. Η πορτοκαλέρυθρη Ι (5α) περιλάμβανε αγγεία που είχαν ψηθεί σε υψηλές θερμοκρασίες και πλήρως οξειδωτικές συνθήκες, όπως υποδηλώνει το ομοιόμορφο ερυθρό χρώμα των επιφανειών (Munsell 2.5 ΥR 6/8 (red), 7.5 YR, 6/6, 7/6, 7/8 (reddish yellow), 10 YR 6/6) (Wardle 1977, 181). Το τεφρό χρώμα του πυρήνα (Gley2 2.5/5PB, 2.6/5PB, 2.6/10B, 2.7/10B, 2.6/10BG, 2.7/10BG, 1.4/10GY, 1.6/5GY, 1.7/10GY) μαρτυρά τη γρήγορη άνοδο της θερμοκρασίας και τη μικρή διάρκεια της όπτησης, στην οποία ίσως οφείλεται και η παρουσία μεγάλης ποσότητας πόρων στην εξωτερική επιφάνεια των αγγείων. Στην κατασκευή της πορτοκαλέρυθρης Ι χρησιμοποιήθηκε ποικιλία κεραμικών υλών. Στην Κρύα έγινε χρήση των ομάδων 1Α, Β και Γ, και 2 και στο Λιατοβούνι των ομάδων 1, 2Α, Γ και 3. Το υλικό λεπτόκοκκο και χονδρόκοκκο, περιέχει εγκλείσματα μεγέθους από 0.12 έως 4.00χιλ. Η κεραμική ύλη της ομάδας 1 του Λιατοβουνίου είναι εξαιρετικά λεπτή με εγκλείσματα των οποίων το μέγεθος κυμαίνεται κυρίως από χιλ. Η πυκνότητά είναι μεταξύ 15-25%. Η επιφάνεια των αγγείων καλύπτεται συχνά από επίχρισμα. Ενίοτε η επιφάνεια των οστράκων είναι εύθρυπτη. Αγγεία της πορτοκαλέρυθρης Ι απαντούν και στις δύο φάσεις των οικισμών της Κρύας και του Λιατοβουνίου. Χαρακτηριστικά σχήματα αγγείων είναι τα εξής: KXI, ΚV, AVIΙ και AV. Η πορτοκαλέρυθρη ΙΙ (5β) διαφέρει από την Ι στο ότι οι επιφάνειες των αγγείων δεν είναι εύθρυπτες, είναι ομοιόχρωμες με τον πυρήνα και το χρώμα τους δεν είναι έντονο πορτοκαλί (7.5YR6/4, 6/6, 6/8, 7/6, 10YR6/6, 7/4, 7/6, 7/8).

99 99 Οι κεραμικές ύλες, που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή της στην Κρύα περιορίζονται στην ομάδα 3Β ενώ στο Λιατοβούνι εντάσσονται στις Ομάδες 1, 2Α και Β. Η κεραμική ύλη είναι κυρίως χονδρόκοκκη και μόνο σε μία περίπτωση - στην ομάδα 1 του Λιατοβουνίου- λεπτόκοκκη. Το μέγεθος των εγκλεισμάτων - πλην αυτών της ομάδας 1 του Λιατοβουνίου, που είναι κυρίως χιλ. - είναι 4.00 χιλ. Η πυκνότητα τους κυμαίνεται από 10-25%. Στις περισσότερες περιπτώσεις η εξωτερική επιφάνεια των αγγείων καλύπτεται με επίχρισμα. Αγγεία της πορτοκαλέρυθρης ΙΙ εντοπίζονται στις δύο φάσεις της Κρύας και στις τρεις του Λιατοβουνίου. Το σχηματολόγιο της περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία: ΚΙ, ΚΙΙ, ΚΙΙΙ, KV, KVI, KVIII, KIX, KX, AI, AII, AIII, AIV, AV, AVI, AΠΙΙ. Κεραμική κατηγορία 6: Γραπτή αμαυρόχρωμη Στο υπό μελέτη κεραμικό σύνολο ως αμαυρόχρωμη κεραμική 90 ορίζεται η κατηγορία των οστράκων, που φέρει στην εξωτερική και σε ορισμένα παραδείγματα στην εσωτερική επιφάνεια αμαυρή-θαμπή καστανομέλανη διακόσμηση. (6β). Διακρίνονται δύο υποκατηγορίες η αμαυρόχρωμη Ι (6α) και η αμαυρόχρωμη ΙΙ Ειδικότερα, στην αμαυρόχρωμη Ι ανήκουν αγγεία με πορτοκαλέρυθρη ή ανοιχτοκάστανη εξωτερική επιφάνεια (5YR6/8, 5YR7/6, 7.5YR5/3, 7.5YR6/6, 7.5YR6/8, 7.5YR7/6, 10YR5/2, 10YR6/2, 10YR6/3, 10YR6/6 KAI 10YR7/8) πάνω στην οποία αναπτύσσεται καστανομέλανη θαμπή διακόσμηση. Ο πυρήνας είναι ομοιόχρωμος με τις εξωτερικές επιφάνειες και ενίοτε τεφρός (GLEY 2.5/5PB, 2.4/5PB, 1.5/N). 90 Η γεωγραφική εξάπλωση της χρήσης αμαυρόχρωμης διακόσμησης κατά την Ύστερη Εποχή Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή Σιδήρου είναι αρκετά ευρεία και έχει πρόσφατα καταγραφεί από την Horejs (2007, ). Αγγεία διακοσμημένα με την τεχνική αυτή έχουν εντοπιστεί σε θέσεις της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας, στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία, στην Αιτωλοακαρνανία, στη Στερεά Ελλάδα, στην Αττική στην Πελοπόννησο στην Αλβανία, στη Βουλγαρία στo FYROM και στη νότια Ιταλία.

100 100 Στην κατασκευή των αγγείων χρησιμοποιήθηκαν στην Κρύα κεραμικές ύλες της ομάδας 1Α και στο Λιατοβούνι της 2Α. Η κεραμική ύλη της ομάδας 1Α της Κρύας χαρακτηρίζεται ως λεπτόκοκκη ενώ της ομάδας 2Α του Λιατοβουνίου ως αρκετά χονδρόκοκκη. Το μέγιστο μέγεθος των εγκλεισμάτων της ομάδας 1Α είναι 0.8χιλ. και της ομάδας 2Α, 4.00 χιλ. Η πυκνότητα τους είναι 20-25% και 15-25% αντίστοιχα. Και στις δύο ομάδες η κεραμική ύλη περιέχει κοινά σκούρα καστανά κοκκία πηλού μεγέθους στην πρώτη περίπτωση χιλ. και στη δεύτερη χιλ. Η επιφάνεια είναι πολύ καλά λειασμένη και ενίοτε στιλβωμένη. Στις φιάλες η διακόσμηση απλωνόταν στο σώμα και στο χείλος (εσωτερικά και εξωτερικά), στους κανθάρους στο λαιμό, στο σώμα, στις λαβές και στο χείλος (εσωτερικά και εξωτερικά) και στις κύλικες στο σώμα, στις λαβές, στο στέλεχος και στο χείλος (κυρίως εξωτερικά). Επικρατούσαν τα θέματα των ζωνών κρεμαστών διαγραμμισμένων ή λογχοειδών τριγώνων (Α.Κ. 221, 222, 791, 792, 807, Α.Μ.Ι. 4965, 5943, 8715) και σπανιότερα των ενάλληλων γωνιών (Α.Κ. 225, 828) στο σώμα των αγγείων, των οριζόντιων (Α.Κ. 230, 406, 551, 632, 814, 827) και τεθλασμένων ταινιών (Α.Κ. 219, 221, 225, 226, 227, 452, 792, 806, 807, 813), της κυματοειδούς γραμμής υπό μορφή πλοχμού (Α.Μ.Ι. 4965, 8715), καθώς και των στηλών από οριζόντια γραμμίδια στο λαιμό (Α.Μ.Ι. 4965) και στο χείλος, των εγκάρσιων γραμμιδίων (Α.Κ.791, 792), των εναλλασσόμενων οριζόντιων ταινιών με Χ, που απολήγουν σε αγκιστροειδή σπείρα (Α.Μ.Ι. 4965) και του διχτυωτού (Α.Κ.223) στη ράχη των λαβών. Όστρακα της κατηγορίας αυτής εντοπίζονται στη φάση Ι του οικισμού της Κρύας και στις τρεις φάσεις του οικισμού του Λιατοβουνίου. Τα σχήματα είναι στην πλειονότητα τους ανοιχτά (φιάλες, κάνθαροι, κύλικες) με λεπτά τοιχώματα. Απαντούν οι τύποι: ΚΙΙ, KVI, AI, AIIΙ, AV, AVII. Στην αμαυρόχρωμη ΙΙ (6β) οι επιφάνειες των αγγείων είναι κυρίως πορτοκαλέρυθρες (2.5YR6/8, 5YR6/8, 5YR7/8, 7.5YR6/6, 7.5YR7/8, 10YR6/4). Σε ορισμένες περιπτώσεις ο πυρήνας των αγγείων είναι τεφρός (GLEY 1.5/N, 1.7/10Y, 2.7/5B, 1.7/5GY, 2.7/10BG, 1.6/N, 1.6/10Y).

101 101 Στην κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν κεραμικές ύλες των ομάδων 1Α, 2 και 3Δ στην Κρύα και 1, 2Α και Β στο Λιατοβούνι. Η κεραμική ύλη των ομάδων 3Δ της Κρύας και 2Α, Β του Λιατοβουνίου είναι χονδρόκοκκη, ενώ των ομάδων 1Α,2 της Κρύας και 1 του Λιατοβουνίου λεπτόκοκκη. Τα εγκλείσματα των τριών ομάδων με χονδρόκοκκη ύλη είναι συνήθως 4.00 χιλ. ενώ των ομάδων με λεπτόκοκκη ύλη είναι από χιλ. Η πυκνότητα κυμαίνεται από 15-25%. Ενίοτε οι επιφάνειες καλύπτονται με καστανέρυθρο 91 ή πυκνό κίτρινουπόλευκο επίχρισμα (Καστρίτσα, Δωδώνη, Λιατοβούνι, Βίτσα 92 ). Πάνω σε αυτές αναπτύσσεται η καστανόχρωμη θαμπή διακόσμηση, που απολεπίζεται πολύ εύκολα, καθώς δε φέρει στίλβωση. Τα διακοσμητικά θέματα δεν παρουσιάζουν έντονη διαφοροποίηση, απλώνονται, όμως σε μεγαλύτερη έκταση με τρόπο ώστε να τονίζουν ιδιαίτερα τη δομή του αγγείου (Βοκοτοπούλου 1986, 266). Πρόκειται κυρίως για συστήματα ενάλληλων γωνιών (Α.Κ. 232, 234, 242, 278, 281, 286, 290, 307, Α.Μ.Ι. 9435, 9436, 9437, 9438) και διαγραμμισμένων τριγώνων (Α.Κ. 233, 261, 305) καθώς και διχτυωτού κοσμήματος (Α.Κ. 223, 224) στο σώμα, ενώ απαντούν και τα μοτίβα της τεθλασμένης (Α.Κ. 255, 268, 283, 290), της κυματοειδούς γραμμής σε μορφή πλοχμού (Α.Μ.Ι. 45), των κάθετων γραμμών υπό μορφή τριγλύφων (Α.Κ.233), των συστημάτων παράλληλων γραμμών ή ταινιών (Α.Κ. 234, 240, 243, 244, 254, 265, 268, 308), των ρόμβων (Α.Κ. 233), της αγκιστροειδούς σπείρας (Α.Μ.Ι.45) και της ιχθυάκανθας (Α.Κ. 283) στο χείλος, στο λαιμό και στη ράχη της λαβής. Όστρακα της αμαυρόχρωμης ΙΙ προέρχονται από τη φάση ΙΙ της Κρύας και από τις φάσεις ΙΙ και ΙΙΙ του Λιατοβουνίου. Το σχηματολόγιο απαρτίζεται από ανοιχτά σχήματα με λεπτά τοιχώματα (AI, AII, ΑΙΙΙ, AV, AVII) ενώ σταδιακά επικρατούν τα κλειστά σχήματα (ΚΙ, ΚΙΙ, ΚΙΙΙ, KV, KVI, KIX, AΠΙΙ) και το πάχος των τοιχωμάτων αυξάνει. 91 Σε ορισμένα παραδείγματα το καστανέρυθρο επίχρισμα ήταν στιλπνό. 92 Το υπόλευκο επίχρισμα απαντά σε κανθάρους και πρόχους από τη Βίτσα του 9 ου και 8 ου αι. π.χ. και κατά τη Βοκοτοπούλου (1986, 250, υποσ. 80) συναντά παράλληλα στη Μακεδονία.

102 102 Κεραμική κατηγορία 7: Γραπτή πορτοκαλέρυθρη με στιλπνή διακόσμηση. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται όστρακα με πορτοκαλέρυθρη επιφάνεια (Munsell 2.5YR6/8, 5YR6/8, 5YR7/8, 7.5YR6/6, 7.5YR7/8, 10YR6/4). Σε ορισμένες περιπτώσεις ο πυρήνας των αγγείων είναι τεφρός (GLEY 1.5/N, 1.7/10Y, 2.7/5B, 1.7/5GY, 2.7/10BG, 1.6/N, 1.6/10Y). Το μέγεθος των εγκλεισμάτων κυμαίνεται από 0.5 έως 1.00 χιλ. και η πυκνότητα από 5-10%. Η εξωτερική επιφάνεια, πάνω στην οποία αναπτύσσεται η καστανομέλανη στιλπνή διακόσμηση, ενίοτε καλύπτεται με καστανέρυθρο επίχρισμα. Τα διακοσμητικά θέματα είναι κυρίως γραμμικά και δεν παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Πρόκειται ως επί το πλείστον για συστήματα διαγραμμισμένων τριγώνων (Α.Κ.438, 449, 541), οριζόντιες ταινίες (Α.Κ. 406, 541) και σε μια περίπτωση αβακωτό (Α.Κ. 438). Υπερτερούν τα ανοικτά σε σχέση με τα κλειστά σχήματα χωρίς όμως τα όστρακα να μπορούν να ενταχτούν σε συγκεκριμένο τύπο λόγω της αποσπασματικής διατήρησής τους Τυπολογία Οι μεταβλητές, που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάταξη σε τύπους, όπως προαναφέρθηκε, είναι η μορφή του στομίου, το περίγραμμα του σώματος και η διάταξη των λαβών. Στη συνέχεια, βάσει των παραπάνω μεταβλητών, σκιαγραφήθηκαν οι περαιτέρω ιδιότητες εκάστου τύπου σε συνδυασμό με το μέγεθος, την επεξεργασία της επιφάνειας, την κεραμική ύλη, την όπτηση και γενικότερα τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες. Η διάκριση του κάθε τύπου δε βασίζεται στα ίδια κριτήρια, αλλά εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά της ομάδας των σκευών, που ανήκουν σε αυτόν. Παράλληλα, βάσει του μεγέθους, του σχήματος και των πιθανών ιχνών χρήσης, προτάθηκαν οι πιθανές πρακτικές χρήσεις των σκευών. Η ερμηνεία της χρήσης, ωστόσο, είναι ιδιαίτερα επισφαλής, όταν μάλιστα τις περισσότερες

103 103 φορές βασίζεται σε τμηματικά σωζόμενα και όχι ακέραια αγγεία. Η αναγνώριση της χρήσης, που βασιζόταν στο χώρο εύρεσης ενός αγγείου, είναι προβληματική, καθώς ελάχιστα αγγεία εντοπίζονται στον αρχικό χώρο χρήσης τους (Orton, Tyers and Vince 1993, 28-30). Διακρίνονται οι παρακάτω μορφές χρήσης: η αποσκοπούμενη (από τους κατασκευαστές του αγγείου), η πραγματική (στο συστημικό πλαίσιο αναφοράς), η συναγόμενη (από τους αρχαιολόγους) και η τελική (από το χώρο εύρεσης). Ο ερευνητής έχει τη δυνατότητα να ανιχνεύσει μόνο την τελευταία χρήση μέσα κυρίως από τη μελέτη των καλούμενων «ιχνών χρήσης» (φθορά, αποχρωματισμός, ίχνη καπνιάς και οργανικά κατάλοιπα). Λαμβανομένων υπόψη όλων των παραπάνω περιοριστικών παραγόντων, τα χειροποίητα αγγεία της κεντρικής Ηπείρου διακρίθηκαν στις ακόλουθες γενικές κατηγορίες ως προς την υποτιθέμενη χρήση τους: προσφοράς και κατανάλωσης τροφής, προσφοράς και μικρής διάρκειας αποθήκευσης υγρών ουσιών, κατανάλωσης υγρών ουσιών, μαγειρικά-τροφοπαρασκευαστικά και αποθηκευτικά. Τα σκεύη των τριών πρώτων κατηγοριών χαρακτηρίζονται συχνά ως σκεύη πολλαπλών χρήσεων, παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλομορφία και λόγω της συχνής χρήσης τους (σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο) αντικαθίστανται συχνά. Για τους λόγους αυτούς, ο προσδιορισμός της ακριβής χρήσης τους είναι ιδιαίτερα δύσκολος. Το ίδιο σχήμα, εξάλλου, μπορεί να έχει πολλές χρήσεις (Κωτσάκης 1983, ). Με αυτό το σκεπτικό ταξινομήθηκαν σε ανοιχτά και κλειστά και στη συνέχεια σε επιμέρους κατηγορίες. Η διάκριση σε σχήματα όπως φιάλες, λεκάνες και κύπελλα βασίστηκε σε διαφορές στις διαστάσεις και στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των σκευών. Τα μαγειρικά-τροφοπαρασκευαστικά 93 και τα αποθηκευτικά σκεύη, αποτελούν δύο λειτουργικές κατηγορίες, των οποίων η χρήση, βάσει των μορφολογικών και τεχνολογικών χαρακτηριστικών τους είναι περισσότερο ξεκάθαρη. Όσον αφορά στο ρυθμό διαφοροποίησης-εξέλιξης είναι ιδιαίτερα βραδύς, καθώς υπόκειται σε περιορισμούς λόγω της αποσκοπούμενης χρήσης 93 Στην κατηγορία των μαγειρικών σκευών εντάχθηκαν όστρακα αγγείων, των οποίων το σχήμα, με βάση παράλληλα από άλλες σύγχρονες θέσεις, έχει συνδεθεί με την προετοιμασία του φαγητού (ταψί, πύραυνος, τριποδική χύτρα και ηθμός).

104 104 τους. Για αυτό το λόγο τοποθετήθηκαν, ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται για ανοιχτά ή κλειστά αγγεία, σε χωριστές κατηγορίες. Στην περίπτωση, που ένας τύπος εκπροσωπείται από ελάχιστα παραδείγματα, η αναφορά περιορίζεται στην παρουσίαση των μορφολογικών και τεχνολογικών χαρακτηριστικών του. Ι. ΚΛΕΙΣΤΑ ΑΓΓΕΙΑ Ι.1. Το στόμιο (πιν.3.2) Η διάκριση σε τύπους βασίστηκε στη μορφή του στομίου και στη σχέση ανάμεσα στη διάμετρο του χείλους και τη μεγαλύτερη διάμετρο του σώματος του αγγείου. Τύπος Α: Κωνικό στόμιο με διάμετρο χείλους μικρότερη από τη διάμετρο στη βάση του λαιμού. Τύπος Β: Χοανοειδές στόμιο με διάμετρο χείλους μικρότερη ή ίση από/με τη διάμετρο στη βάση του λαιμού. Τύπος Γ: Ενιαίο στόμιο με τα τοιχώματα του σώματος και με διάμετρο χείλους ίση με τη διάμετρο στη βάση του λαιμού. Τύπος Δ: Απλό στόμιο, που ακολουθεί την έντονη κλίση των τοιχωμάτων προς το εσωτερικό του αγγείου. Τύπος Ε: Κυλινδρικό. Ι.2. Το Χείλος (πιν.3.3) Το χείλος των κλειστών αγγείων διακρίνεται σε τέσσερις τύπους. Στον πρώτο τύπο εντάσσονται τα αγγεία, που διαθέτουν έξω νεύον χείλος. Στον τύπο αυτό απαντούν οι ακόλουθες υποκατηγορίες: τύπος Ι.1. Έξω νεύον χείλος, τονισμένο και φουσκωτό, τύπος Ι.2. Έξω νεύον χείλος, ελαφρά διογκωμένο, τύπος Ι.3. Έξω νεύον χείλος, επίπεδο στην άνω επιφάνεια και τύπος Ι.4. Έξω νεύον χείλος, αποστρογγυλεμένο. Στο δεύτερο τύπο ανήκουν αγγεία με επίπεδο χείλος, τα

105 105 οποία απαντούν στις ακόλουθες παραλλαγές: τύπος ΙΙ.1. Χείλος απλό, επίπεδο στην άνω επιφάνεια του, τύπος ΙΙ.2. Χείλος επίπεδο στην άνω επιφάνεια του με διογκωμένες τις δύο ή τη μία ακμή του. Δύο υποκατηγορίες αναγνωρίζονται στον τύπο 3 του ενιαίου χείλους: τύπος ΙΙΙ.1. Ενιαίο χείλος ισόπαχο με τα τοιχώματα του αγγείου και τύπος ΙΙΙ.2. Ενιαίο καμπύλο χείλος. Στον τέταρτο τύπο (τύπος IV) ανήκουν αγγεία με ελλειψοειδές χείλος, το οποίο σχηματίζει γωνία στην εσωτερική επιφάνεια του αγγείου, στο σημείο μετάβασης στο σώμα. Ι.3. Το σώμα (πιν.3.4) Η διάκριση βασίστηκε στο σχήμα του σώματος των αγγείων. Σχήμα ΚΙ: Ευρύστομα αγγεία με σιγμοειδές περίγραμμα. Σχήμα ΚΙΙ: Ευρύστομα αγγεία με κάθετα τοιχώματα. Σχήμα ΚΙΙΙ: Αγγεία με σφαιρικό σώμα και κυλινδρικό στόμιο. Σχήμα ΚIV: Αγγεία με σφαιρικό σώμα και κωνικό στόμιο. Σχήμα KV: Πρόχοι με σφαιρικό σώμα και λαιμό κυλινδρικό ή κολουροκωνικό, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις καταλήγει σε προχοή (οπισθότμητη, λοξότμητη, ραμφόστομη). Σχήμα ΚVI: Αγγεία με σφαιρικό ή ωοειδές σώμα μεγάλων διαστάσεων και ιδιαίτερα στενά στόμιο με λαιμό. Ι.4. Βάση (πιν.3.5) Τύπος Β1: Απλή επίπεδη. Σε ορισμένες περιπτώσεις βάσεις αυτού του τύπου φέρουν αποτύπωμα από τη ψάθα ή τα άχυρα πάνω στα οποία είχαν ακουμπήσει οι κεραμείς τα αγγεία για να στεγνώσουν. Επίσης, ορισμένες βάσεις μαγειρικών κυρίως σκευών είναι ιδιαίτερα τραχείες λόγω της συχνής χρήσης και της επαφής με τη φωτιά. Τύπος Β2: Απλή επίπεδη, ελαφρά υπερυψωμένη. Τύπος Β3: Απλή επίπεδη, ελαφρά κοίλη.

106 106 Τύπος Β4: Δισκοειδής. Τύπος Β5: Κυρτή- αποστρογγυλεμένη. Ι.5. Λαβές-αποφύσεις Ο διαχωρισμός λαβής-απόφυσης στηρίζεται στην άποψη του Diamant (1974,36), σύμφωνα με την οποία, ως λαβή εκλαμβάνεται κάθε κομμάτι πηλού με δύο απολήξεις που προσκολλώνται στο αγγείο ενώ ως απόφυση κάθε μάζα πηλού, που, αφού προσκολληθεί στο σώμα του αγγείου, διατρυπάται οριζοντίως ή καθέτως ή παραμένει άτρητη. Τύποι κάθετων λαβών (πιν.3.6) Τύπος ΛΚΚΙ: Ταινιωτή ελλειψοειδούς διατομής. Σε ορισμένες περιπτώσεις στα άκρα της φέρει εγχάρακτη διακόσμηση συνιστώμενη από βραχείες, κάθετες, παράλληλες μεταξύ τους γραμμές. Σε μία περίπτωση τα άκρα της λαβής διακοσμούνταν με κερατοειδείς απολήξεις. Τύπος ΛΚΚΙ.1: Ταινιωτή, ελλειψοειδούς διατομής με έντονη γωνία κλίσης, που πλαταίνει ιδιαίτερα στο ανώτερο τμήμα της. Τύπος ΛΚΚΙ.2: Ταινιωτή, ελλειψοειδούς διατομής με μία κάθετη «αυλακιά» κατά μήκος της εξωτερικής της όψης. Τύπος ΛΚΚIΙ: Ταινιωτή τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής. Τύπος ΛΚΚΙΙΙ: Κυλινδρική. Τύπος ΛΚΚΙV: Στρεπτή. Τύπος ΛΚΚV: Με κεντρική νεύρωση. Τύπος ΛΚΚVI: Με μία ή δύο αυλακιές κατά μήκος της εξωτερικής της όψης και Τύπος ΛΚΚVII: Με εγκάρσιο οριζόντιο στέλεχος, που τη διαχωρίζει σε δύο τμήματα.

107 107 Τύποι Οριζόντιων λαβών (πιν.3.7) ΛΚΟΙ: Ταινιωτή ελλειψοειδούς διατομής. ΛΚΟΙΙ: Κυκλική. ΛΚΟΙΙΙ: Κυλινδρική με νευρώσεις. ΛΚΟIV.1: Τοξωτή ελλειψοειδούς διατομής. ΛΚΟΙV.2: Τοξωτή τριγωνικής διατομής και ΛΚΟΙV.3: Τοξωτή κυκλικής διατομής. Αποφύσεις (πιν.3.8) ΑΠΚΙ: Διχαλωτή. ΑΠΚΙΙ: Πεταλόσχημη. ΑΠΚIII: Σανιδόσχημη. ΑΠΚIV: Κομβιόσχημη και ΑΠΚV: Διπλή κερατόσχημη. ΙΙ. ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΓΓΕΙΑ ΙΙ.1. Το στόμιο (πιν.3.9) Τύπος Α: Έξωνευον και καμπύλο. Τύπος Β: Ενιαίο με τον κάθετο άξονα του περιγράμματος του σώματος του αγγείου. Τύπος Γ: Ενιαίο με τα τοιχώματα του αγγείου. Η διάμετρος του στομίου αποτελεί τη μεγαλύτερη διάμετρο του σώματος. Τύπος Δ: Απλό, που ακολουθεί την έντονη κλίση του σώματος προς το εσωτερικό του αγγείου. Τύπος Ε: Σχηματίζον τροπίδωση στο σημείο ένωσης με το σώμα.

108 108 Τύπος Ζ: Κυλινδρικό. ΙΙ.2. Το χείλος (πιν.3.10) Τύπος Ι: τριγωνικής διατομής. Τύπος ΙΙ: Ενιαίο. Σε ορισμένες περιπτώσεις με οξεία-αιχμηρή απόληξη. Τύπος ΙΙΙ.1.: Επίπεδο με πάχος ίσο ή λίγο μεγαλύτερο από εκείνο του σώματος. Τύπος ΙΙΙ.2.: Επίπεδο με διογκωμένες τις δύο ή τη μία ακμή του. Τύπος IV: Τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής. Τύπος V: Στρογγυλεμένο με πάχος ίσο ή μικρότερο από εκείνο του σώματος. Τύπος VI: Ελλειψοειδές, που σχηματίζει γωνία στην εσωτερική επιφάνεια του, στο σημείο της μετάβασης από το σώμα. Τύπος VII.1.: Έξω νεύον. Τύπος VII.2.: Έξω νεύον, επίπεδο στην άνω επιφάνεια του. Τύπος VIII: Έσω νεύον. ΙΙ.3. Το σώμα (πιν. 3.11) Σχήμα ΑΙ: Αγγεία με ημισφαιρικό περίγραμμα. Σχήμα ΑΙΙ: Αγγεία με σφαιρικό περίγραμμα. Σχήμα ΑΙΙΙ: Αγγεία με γωνιώδες περίγραμμα. Σχήμα ΑIV: Αγγεία με κωνικό περίγραμμα. Σχήμα ΑV: Αγγεία με σιγμοειδές περίγραμμα. Σχήμα ΑVI: Αγγεία με τονισμένο λαιμό και ώμο. Σχήμα ΑVII: Αγγεία με χοανοειδές περίγραμμα και ψηλό κυλινδρικό στέλεχος.

109 109 Σχήμα ΑVIII: Αγγεία με σφαιρικό ή ημισφαιρικό περίγραμμα, λαβές και σε ορισμένες περιπτώσεις κυλινδρικό στόμιο. ΙΙ.4. Βάση Οι τύποι των βάσεων των ανοιχτών αγγείων είναι οι ίδιοι με εκείνους των κλειστών. IΙ.5.Λαβές-αποφύσεις Κάθετες λαβές (πιν. 3.12) Οι τύποι ΛΚΚΙ.1, ΛΚΚΙ.2, ΛΚΚΙΙ και ΛΚΚΙΙΙ των κλειστών αγγείων συναντώνται και στα ανοιχτά αγγεία με τη διαφορά ότι στην περίπτωση αυτή χαρακτηρίζονται ως ΛΚΑΙ.1, ΛΚΑΙ.2, ΛΚΑΙΙ ΚΑΙ ΛΚΑΙΙΙ αντίστοιχα. Στον τύπο ΛΚΑΙΙ σημειώνεται μια παραλλαγή, όπου στη βάση της λαβής δημιουργείται ρηχό πεταλόσχημο περιχείλωμα, πιθανότατα για να βοηθά στη συγκράτηση του σκεύους (ΛΚΑΙΙ.1). Τύπος ΛΚΑIV: Ταινιωτή ή κυλινδρική υπερυψωμένη, συμφυής συνήθως στο χείλος του αγγείου. Αξίζει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε μία λαβή του τύπου αυτού, η οποία βρίσκει παράλληλα στην Ιταλία. Προέρχεται από την επίχωση του τάφου του Μαζαρακίου, εκφύεται από το χείλος μεγάλου ανοικτού αγγείου φέρει κυκλική οπή στο μέσο και άλλη μία στο αποκεκρουμένο άκρο της (Βοκοτοπούλου 1969, 203, πιν.30γ,ε Peroni 1984, 216, fig.6.22) 94. Τύπος ΛΚΑV: Τύπου θηλιάς. Τύπος ΛΚΑVI: Τύπου δαχτυλίου 95. Τύπος ΛΚΑVII: Τοξωτή και 94 Μία δεύτερη, τροχήλατη και πιθανότατα εισηγμένη, λαβή παρόμοιου τύπου εντοπίστηκε στο υλικό από το Λιατοβούνι και χαρακτηρίζεται από έντονη κάμψη και επισήμανση των άκρων της, μιμούμενη πιθανότατα σύγχρονα μεταλλικά πρότυπα (Scarano 2007, fig.5). 95 Πρβλ. Hochstetter 1984, taf.197:4.

110 110 Τύπος ΛΚΑVIII: «Σκανδαλόσχημη». Ο σχηματισμός της τριγωνικής λαβής - με το κάθετο τμήμα της να επιμηκύνεται πέραν του οριζοντίου- διευκόλυνε το σταθερότερο κράτημα του αγγείου με τον αντίχειρα (trigger ή thumb handle). Σε ορισμένες περιπτώσεις και τα δύο τμήματα της λαβής ήταν διάτρητα, με σκοπό την ανάρτηση του σκεύους και το ανώτερο τμήμα έφερε την ίδια διακόσμηση με το χείλος (Heurtley 1939, 94). Οριζόντιες λαβές (πιν. 3.13) Οι τύποι ΛΚΟΙΙΙ και ΛΚΟIV των κλειστών αγγείων απαντούν και στα ανοιχτά αγγεία με τη διαφορά ότι αναφέρονται ως ΛΑΟΙ και ΛΑΟΙΙ αντίστοιχα. Τύπος ΛΑΟIII: Διάτρητη διχαλωτή με τριγωνικό τρήμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις η λαβή φέρει γλωσσοειδή απόληξη, η οποία απολήγει σε γωνίες και διαθέτει κυκλικό ή ωοειδές τρήμα. Η διχαλωτή λαβή επικρατεί κυρίως στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού στις περιοχές της Μακεδονίας, της Χαλκιδικής, της Θεσσαλίας, της Αλβανίας και της Ηπείρου. Στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία ήταν γνωστή από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (Heurtley 1939, 97 Wace and Thompson 1912, fig.134b,e). Ένας πρώιμος τύπος διχαλωτής λαβής, βάσει παραλλήλων από τον οικισμό Καστρί Θάσου και το Εμποριό Χίου, ήταν σε χρήση ήδη από τη Νεολιθική περίοδο (Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1992, 445). Τύπος ΛΑΟΙV: Τετράγωνης διατομής. Τύπος ΛΑΟV: Σε σχήμα πηνίου, το στέλεχος του οποίου πλαισιώνεται από κάθετα ωτία. Ο τύπος απαντά αποκλειστικά στο κεραμικό υλικό από το Ιερό της Δωδώνης (Ευαγγελίδης 1935, 201, πιν.5β, 1, 2 Wardle 1972, 510 fig.134, ). Βρίσκει παράλληλα σε λαβές από τη Μακεδονία (Heurtley 1939, 80-81, fig.37) και την κεντρική Ελλάδα (Ζάχου 2009, 97, εικ.4.4), οι οποίες χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Τύπος ΛΑΟVI: Ταινιωτή με πλαστική απόφυση στο μέσο της καμπύλης (Βίτσα, Βοκοτοπούλου 1986, 228, Δωδώνη: Δ24).

111 111 Αποφύσεις (πιν. 3.14) Οι τύποι ΑΠΚΙ, ΑΠΚΙΙΙ, ΑΠΚIV των κλειστών αγγείων χρησιμοποιούνται και στα ανοιχτά σχήματα αγγείων με το χαρακτηρισμό ΑΠΑΙ, ΑΠΑΙΙ, ΑΠΑΙΙΙ αντίστοιχα. ΑΠΑIV: Τριγωνική συμπαγής. Στις τροπιδωτές φιάλες συνήθως τοποθετούνται στο ύψος της γωνίωσης. ΑΠΑV: Μηνοειδής. ΑΠΑVI: Πεταλόσχημη. ΙΙΙ. ΠΩΜΑ Ως πώματα χαρακτηρίζονται κυκλικά κυρτά δισκάρια, των οποίων η άνω επιφάνεια στο μέσο φέρει τριγωνικό-συχνά διάτρητο- έξαρμα, το οποίο πιθανότατα χρησίμευε ως λαβή. Παραδείγματα του τύπου αυτού προέρχονται από τη Δωδώνη (Ευαγγελίδης 1935, πιν.3β, 22, πιν.6β, 9, 13 και πιν.9β, 13, 22), την Επισκοπή Σερβιανών και τη θέση Παλαμπούτι στο Νεοχωρόπουλο. Τα δύο τελευταία φέρουν εμπίεστη διακόσμηση συνιστώμενη από κυκλικές στιγμές στην περιφέρεια του χείλους τους. ΙV. ΣΤΕΛΕΧΟΣ (πιν. 3.15) ΣΤΙ: Πόδι τριποδικού σκεύους ημικυκλικής, ελλειψοειδούς ή πυραμιδόσχημης διατομής. ΣΤΙΙ: Στέλεχος κύλικας. Διακρίνονται οι εξής τύποι: ΣΤΙΙ.1. Ψηλό κυλινδρικό στέλεχος, ΣΤ.ΙΙ.2. Ψηλό στέλεχος, που παρουσιάζει το φαινόμενο της «έντασης», δηλαδή πλαταίνει περισσότερο ή λιγότερο έντονα από πάνω προς τα κάτω. Πρόκειται για χαρακτηριστικό των κυλίκων, που χρονολογούνται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ περίοδο (Evely 2006, ) Ο τύπος του ψηλού στελέχους με δακτυλίους («τύπου Εξαλόφου», Θεοχάρης 1968, ) απαντά σε τροχήλατα παραδείγματα από τον οικισμό του Λιατοβουνίου.

112 112 ΣΤIΙΙ: Έμβολο οξυπύθμενων αγγείων. Διακρίνoνται δύο τύποι: ΣΤIΙΙ.1. Ψηλό κωνικό και ΣΤIΙΙ.2. Ψηλό αποστρογγυλεμένο (τύποι D και Ε Καστανά, Hochstetter 1984, abb.40 και τύποι Α, Β Προϊστορικής Ολύνθου, Horejs 2007, 162). Τρία έμβολα (δύο από την Κρύα και ένα από την Επισκοπή Σερβιανών) φέρουν διακόσμηση από ελλειψοειδείς εμπιέσεις. Στα δύο (Κρύα και Επισκοπή Σερβιανών) έχουν αποτυπωθεί τέσσερις εμπιέσεις στην επιφάνεια έδρασης και στην επιφάνεια τους σε παράλληλες σειρές τέσσερις και πέντε αντίστοιχα κάθετες εμπιέσεις. Στο τρίτο, η εξωτερική επιφάνεια διακοσμείται από παράλληλες σειρές έξι κάθετων εμπιέσεων. Το σημείο μετάβασης από το έμβολο στο σώμα φέρει οριζόντια ταινία από κυκλικές εμπιέσεις Οι τύποι των αγγείων 1. Κλειστά αγγεία Σχήμα ΚΙ Τα αγγεία του σχήματος ΚΙ διακρίνονται σε δύο τύπους: Τύπος ΚΙ 1 (πιν. 3.16, εικ.34) Ευρύστομο αγγείο με λαιμό διαμέτρου μικρότερης του χείλους Δείγματα του τύπου έχουν εντοπιστεί στην Κρύα (Φάσεις Ι και ΙΙ), στο Λιατοβούνι (Φάσεις Ι, ΙΙ και ΙΙΙ), στο χώρο ΙΙ στη Δωδώνη 97, στον Ελαφότοπο, στο Κάστρο των Ιωαννίνων και στην Καστρίτσα. Συνήθως διατηρείται η ανώτερη ζώνη του στομίου με αποτέλεσμα οι πληροφορίες να περιορίζονται στο χείλος και τις λαβές του. Σε δύο μόνο περιπτώσεις σώζονται δεδομένα για τη βάση των αγγείων του τύπου. Πρόκειται για ένα ευρύστομο αγγείο από το χώρο ΙΙ της Δωδώνης, που διαθέτει αποστρογγυλεμένη βάση και για ένα δείγμα από τη φάση ΙΙΙ του Λιατοβουνίου με δισκοειδή βάση (Α.Κ. 593). Το χείλος εντάσσεται στους τύπους Ι.1, Ι.2, Ι.3, Ι.4, ΙΙ.2, ΙΙΙ.1, ΙΙΙ.2 και IV. Οι λαβές στους τύπους ΛΚΚ Ι, ΛΚΚ ΙΙ και ΛΚΟ ΙΙ. Σε τρία 97 Τομέας Ι, τάφρος Δ, 1967, αριθμός ημερολογίου ανασκαφής 63.

113 113 παραδείγματα, δύο από την Δωδώνη (Α.Μ.Ι , Α.Κ. 316) και ένα από τον Ελαφότοπο (690 Wardle, 1972, fig.132) στη θέση των λαβών έχουν χρησιμοποιηθεί αποφύσεις των τύπων ΑΠΚ ΙΙΙ, ΑΠΑ Ι και ΑΠΚ IV. Σε καμία περίπτωση δε σημειώθηκε συνύπαρξη λαβών και αποφύσεων. Ειδικότερα, συγκρίνοντας τα χαρακτηριστικά των αγγείων, που ανήκουν στον τύπο και μπορούν να τοποθετηθούν χρονολογικά σε μία από τις δύο φάσεις της Κρύας και σε μία από τις τρεις φάσεις του Λιατοβουνίου, είναι δυνατό να υποστηριχτεί, με κάθε επιφύλαξη, καθώς δεν εξετάζεται το σύνολο των διαγνωστικών οστράκων, ότι δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφορές στο σχήμα από φάση σε φάση. Όσον αφορά στο μέγεθος των αγγείων παρατηρείται σχετικά μεγάλη διακύμανση ιδιαίτερα στην τιμή της διαμέτρου του χείλους ( μ.). Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από μ. Στην πλειονότητα των παραδειγμάτων ο πυρήνας της κεραμικής ύλης ήταν τεφρός. Το χρώμα της εξωτερικής επιφάνειας κυμαίνεται στους τόνους του τεφρού, καστανού, μελανού και ερυθρού. Στη φάση Ι της Κρύας και του Λιατοβουνίου επικρατούν οι σκουρόχρωμοι τόνοι ενώ στη φάση ΙΙ της Κρύας, φάσεις ΙΙ και ΙΙΙ του Λιατοβουνίου αυξάνεται σημαντικά η ποσότητα των αγγείων των οποίων η επιφάνεια κυμαίνεται στους τόνους του ερυθρού. Το γεγονός αυτό, πιθανόν, σχετίζεται με την εφαρμογή της αμαυρόχρωμης διακόσμησης στην επιφάνεια των αγγείων. Τα πρωιμότερα αγγεία του τύπου αυτού εντάσσονται κυρίως στην κεραμική κατηγορία 1 ενώ τα υστερότερα στην κεραμική κατηγορία 6. Η εξωτερική, αδρά λειασμένη επιφάνεια, καλυπτόταν αρκετά συχνά με επίχρισμα. Σε τρεις περιπτώσεις (Α.Κ. 61, 379, 381) η εξωτερική επιφάνεια φέρει στίλβωση. Όταν έφερε πλαστική διακόσμηση, συνίστατο από επίθετη ταινία με εμπιέσεις και δισκάρια (Κατηγορία Α, Α.Μ.Ι.3578 (=633 Wardle), 690 και 691 Wardle 1972, fig. 135, Α.Κ. 316, 705). Το Α.Κ. 360 διακοσμείται με ελλειψοειδείς εμπιέσεις στην περιοχή 98 Στην αναφορά των οστράκων ή αγγείων χρησιμοποιούνται: ο αριθμός καταλόγου (Α.Κ.) της βάσης καταγραφής, ο Α.Μ.Ι. (αριθμός ευρετηρίου του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων) και σε όσα αναφέρονται στη διατριβή του Wardle ο αύξων αριθμός σχεδίου με τη μορφή: Χ αριθμός Wardle 1972.

114 114 μετάβασης από το σώμα στο λαιμό. Στην περίπτωση που ανήκε στην αμαυρόχρωμη κατηγορία, τα μοτίβα συνίσταντο κυρίως από γραμμές [τεθλασμένες (Α.Κ. 278, 280, 304) και κάθετες (Α.Κ. 623)]. Σε ένα μόνο παράδειγμα το χείλος διακοσμείται με αβακωτό κόσμημα (Α.Κ. 438). Τύπος ΚΙ 2 (πιν.3.17, εικ.35) Ευρύστομο αγγείο με σιγμοειδές περίγραμμα Έχει βρεθεί στην Κρύα (Φάσεις Ι και ΙΙ), στο Λιατοβούνι (Φάσεις Ι και ΙΙ), στο χώρο ΙΙ στη Δωδώνη 99, στην Επισκοπή Σερβιανών και στον Ελαφότοπο. Το χείλος είναι συνήθως του τύπου Ι ενώ απαντούν και παραδείγματα του τύπου ΙΙΙ στη δεύτερη φάση του Λιατοβουνίου. Η βάση σε ένα παράδειγμα, που σώζεται, είναι επίπεδη (Α.Μ.Ι. 3579). Οι λαβές εντάσσονται στον τύπο ΛΚΚ Ι, τουλάχιστον στη φάση Ι των οικισμών από όπου προέρχονται τα καταγεγραμμένα παραδείγματα. Στην ίδια φάση σημειώνονται και δύο περιπτώσεις παρουσίας αποφύσεων μίας του τύπου ΑΠΚ Ι και μίας του ΑΠΚ ΙΙ από τη Δωδώνη και το Λιατοβούνι αντίστοιχα. Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από μ. και η διάμετρος από μ. Παρατηρείται, επομένως, σημαντική διακύμανση κυρίως στην τιμή της διαμέτρου του χείλους. Το χρώμα της επιφάνειας κυμαίνεται από καστανό, καστανέρυθρο έως μελανό. Στη φάση ΙΙ των οικισμών με βάση τα καταγεγραμμένα όστρακα φαίνεται ότι επικρατούν ανοιχτότεροι τόνοι στην εξωτερική επιφάνεια των αγγείων. Τα ευρύστομα αγγεία με σιγμοειδές περίγραμμα εντάσσονται κυρίως στην κεραμική κατηγορία 1, της οποίας αποτελούν και το αντιπροσωπευτικότερο σχήμα. Σε τρεις περιπτώσεις (Α.Κ. 504, Α.Μ.Ι.3579 και 635 Wardle, 1972, fig. 130) η εξωτερική επιφάνεια φέρει κατά τόπους μελανό χρώμα. Όσον αφορά στην επεξεργασία της είναι συνήθως αδρά λειασμένη (με ορατά ενίοτε τα ίχνη του 99 Στην περιοχή του Βουλευτηρίου.

115 115 λειαντικού εργαλείου), καλυμμένη με επίχρισμα και με πλαστική διακόσμηση. Η διακόσμηση συνίστατο από κάθετες, οριζόντιες και διαγώνιες πλαστικές ταινίες με εμπιέσεις ή εγχαράξεις και ελλειψοειδή δισκάρια (Κατηγορίες Α και Β). Οι ταινίες τοποθετούνταν συνήθως στις αρθρώσεις του αγγείου, ενώ τα δισκάρια τοποθετούνταν στο κατώτερο τμήμα του. Σε μία περίπτωση το αγγείο διακοσμείται με λοξές ελλειψοειδείς εμπιέσεις στο σημείο μετάβασης από το σώμα στο στόμιο (Α.Κ. 603). Σχήμα ΚΙΙ (πιν.3.18, εικ. 36) Ευρύστομο αγγείο με κάθετα τοιχώματα Το σχήμα αντιπροσωπεύεται με παραδείγματα από τους οικισμούς της Κρύας (Φάση ΙΙ) και του Λιατοβουνίου (Φάσεις Ι, ΙΙ και ΙΙΙ). Το χείλος εντάσσεται στους τύπους Ι και ΙΙΙ. Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από μ. και η διάμετρος του χείλους από μ. Πρόκειται, επομένως, για αγγεία με μικρή διαφοροποίηση στις τιμές των διαστάσεων τους. Στο χρώμα της αδρά λειασμένης εξωτερικής επιφάνειας επικρατούν κατά κύριο λόγο οι τόνοι του ερυθρού. Τα αγγεία του τύπου πλην ενός παραδείγματος της κατηγορίας 2 (Α.Κ. 398) ανήκουν στις κεραμικές κατηγορίες 5 και 6. Στο Α.Κ. 324 στην εξωτερική επιφάνεια διατηρούνται ίχνη καστανομέλανου επιχρίσματος. Τα περισσότερα αγγεία έχουν αμαυρόχρωμη διακόσμηση, η οποία εντοπίζεται συνήθως στην περιοχή του χείλους και συνίσταται από απλές (Α.Κ. 241, 282, 302) ή τεθλασμένες ταινίες (Α.Κ. 255). Σε μία περίπτωση (Α.Κ. 398) η περιοχή του λαιμού φέρει εγχάρακτη ζιγκ-ζαγκ διακόσμηση. Σχήμα ΚΙΙΙ Το σχήμα διακρίνεται σε δύο τύπους βάσει της διαμόρφωσης του στομίου του.

116 116 Τύπος ΚΙΙΙ 1 (πιν.3.19, εικ.37) Κλειστό αγγείο με σφαιρικό σώμα και έξω νεύον στόμιο Δείγματα του τύπου απαντούν στην Κρύα (Φάση ΙΙ), στο Λιατοβούνι (Φάσεις Ι και ΙΙ), στην Καστρίτσα και στη Βίτσα 100. Πρόκειται για σκεύη, που αποτελούνται από σφαιρικό σώμα και έξω νεύον στόμιο, στο οποίο η διάμετρος του χείλους είναι συνήθως μεγαλύτερη της διαμέτρου του λαιμού. Το χείλος εντάσσεται στους τύπους ΙΙ και ΙV. Το εύρος των τιμών του πάχους των τοιχωμάτων και της διαμέτρου είναι μεγάλο, καθώς κυμαίνεται από μ. και μ. αντίστοιχα. Πρόκειται, επομένως, κυρίως για αγγεία σχετικά μεγάλου μεγέθους, που ίσως χρησίμευαν ως σκεύη αποθήκευσης. Όσον αφορά στο χρώμα, περιορίζεται στους τόνους του μελανού και του πορτοκαλέρυθρου, με ομοιόμορφο πυρήνα. Η εξωτερική επιφάνεια του Α.Κ. 70 διατηρεί έντονα τα ίχνη από το λειαντικό εργαλείο Τα αγγεία του τύπου φέρουν συνήθως αμαυρόχρωμη διακόσμηση και εντάσσονται στην κεραμική κατηγορία 6. Σε δύο περιπτώσεις, η άνω επίπεδη επιφάνεια του χείλους διακοσμείται με αμαυρά μοτίβα. Διαγραμμισμένα τρίγωνα στη μία (Α.Κ. 598) και κάθετα-παράλληλα μεταξύ τους γραμμίδια στη δεύτερη (Α.Κ. 627). Ένα μόνο αγγείο (Α.Κ. 70) ανήκει στην κατηγορία 3. Τύπος ΚΙΙΙ 2 (πιν.3.20, εικ.38) Αμφορίσκος Δείγματα αμφορίσκων προέρχονται από την Κρύα (Φάσεις Ι και ΙΙ), το Λιατοβούνι (Φάση ΙΙΙ), την Καστρίτσα (Α.Μ.Ι προϊόν παράδοσης Δάκαρης 100 Πρόκειται για το Α.Μ.Ι. 7352, το οποίο βάσει του σχήματος, του τύπου των λαβών και της τεχνικής κατασκευής (τεχνική κουλούρων), χρονολογείται στην Ύστερη Eποχή του Χαλκού, Βοκοτοπούλου 1986, 229, πιν. 59ε.

117 , 313 Σουέρεφ 2001, 47-48) 101 και το νεκροταφείο της Βίτσας (Βοκοτοπούλου 1986, ). Τα αγγεία του τύπου αυτού διαθέτουν σφαιρικό σώμα, λαιμό τονισμένο διανοιγόμενο προς το έξω νεύον χείλος (τύπος Ι), δύο οριζόντιες, κυλινδρικές λαβές με ελαφρά κλίση προς τα πάνω στο ύψος του ώμου (τύπος ΛΚΟ ΙΙΙ) και επίπεδη βάση (τύπος Β1). Τα Α.Κ. 128 και Α.Κ. 515 φέρουν μαστοειδείς αποφύσεις. Η διάμετρος του χείλους κυμαίνεται από μ. και το πάχος των τοιχωμάτων από μ. Η χρωματική ποικιλία των δειγμάτων, που εντάσσονται στον τύπο, καλύπτει τους τόνους του πορτοκαλέρυθρου, του κιτρινέρυθρου και του μελανού. Ο πυρήνας τις περισσότερες φορές δε διαφέρει από το χρώμα της επιφάνειας. Τα αγγεία εντάσσονται στις κεραμικές κατηγορίες 1, 4, 5 και 6. Η εξωτερική, αδιακόσμητη στις περισσότερες των περιπτώσεων, επιφάνεια είναι αδρά λειασμένη. Ένα παράδειγμα φέρει αμαυρόχρωμη διακόσμηση τεθλασμένης γραμμής πλαισιωμένης από μελανές ταινίες (Α.Κ. 226) και ένα δεύτερο στικτή διακόσμηση στη βάση του λαιμού (Α.Μ.Ι. 3338). Το Α.Κ. 515 φέρει πλαστική ταινία αδιακόσμητη στο ύψος της μετάβασης από το σώμα στο λαιμό του αγγείου. Το σχήμα που στην κεντρική Ήπειρο είναι κατεξοχήν χειροποίητο αντλεί τα πρότυπα του από την τροχήλατη μυκηναϊκή παράδοση (Mountjoy 1994, FS 59, εικ.150, 131) και βρίσκει παράλληλα στην Κεφαλονιά (Μαρινάτος 1932, πιν.7, 11 και , 81, εικ. 25), στη Μακεδονία (Ανδρόνικος 1969, Rhomiopoulou 1971, 357), την κοιλάδα του μέσου Αξιού (Videski 2007, ), την Αργολίδα και την Αττική (Ανδρόνικος 1969, 206). Αμφορίσκοι με αποφύσεις όπως οι Α.Κ Παρόμοιος τύπος αγγείου από τον τύμβο Β στη θέση Παλιουριά στο Πωγώνι (Α.Μ.Ι. 7444, υψ.0.136μ., διαμ. χ. 0.09μ. και διαμ. β. 0.05μ.), Ανδρέου και Ανδρέου 1999, 83, εικ.33.

118 118 και 515, απαντούν επίσης σε διάφορες θέσεις της Θεσσαλίας, Μακεδονίας και Ηπείρου 102. Σχήμα ΚIV (πιν.3.20, εικ.39) Κανθαρόσχημος αμφορίσκος Ο τύπος αντιπροσωπεύεται από το Α.Μ.Ι. 8589, που προέρχεται από τον οικισμό του Λιατοβουνίου (Φάση Ι). Πρόκειται για σφαιρικό αγγείο, με δύο κάθετες, ταινιωτές, ελαφρά υπερυψωμένες, τετράγωνης διατομής λαβές (τύπος ΛΚΚ ΙΙ), χείλος ελαφρά έξω νεύον (τύπος Ι) και βάση επίπεδη (τύπος Β1). Το αγγείο έχει ύψος 0.195μ., πάχος τοιχωμάτων 0.005μ., διάμετρο χείλους 0.111μ. και διάμετρο βάσης 0.065μ. Η επιφάνεια του, καστανού και κατά τόπους μελανού χρώματος, διατηρεί σε σημεία ίχνη στιλπνού καστανόχρωμου επιχρίσματος. Ανήκει στην κεραμική κατηγορία 1. Στο ύψος του ώμου φέρει επίθετη ταινία διακοσμημένη με κυκλικές εμπιέσεις ενώ το σώμα του αγγείου καλύπτεται με αβαθείς, ελλειψοειδείς εμπιέσεις (Κατηγορία Α). Σχήμα ΚV (πιν. 3.21, εικ.40) Τα αγγεία του σχήματος της πρόχου διακρίνονται σε έξι τύπους ανάλογα με τη διαμόρφωση του στομίου τους. Τύπος ΚV 1 Οπισθότμητη πρόχους Ένα ακέραιο, αδιακόσμητο παράδειγμα προέρχεται από τις ανασκαφές του Ευαγγελίδη στη Δωδώνη 103 (Α.Μ.Ι. 3450). Το γεγονός ότι η πρόχους εντοπίστηκε σε στρώμα μαζί με χάλκινα ευρήματα (Α.Μ.Ι. 801, 855, 909 και 910), που 102 Παράλληλο από το νεκροταφείο της Πρώιμης Εποχής Σιδήρου στην Κραννώνα (Τζιαφάλιας και Ζαούρη 1999, , εικ. 22, 23) και τον Εξάλοφο της Θεσσαλίας (Χουρμουζιάδης 1968, πιν.201). Επίσης, αμφορίσκοι του τύπου αυτού απαντούν στο νεκροταφείο της Βεργίνας (Ανδρόνικος 1969, ). Βλέπε επίσης δύο όμοιους αμφορίσκους από τάφους του 8ου αι. π.χ. στη Βίτσα. Τάφος 37: 2081 και Τάφος 137: 2235, Βοκοτοπούλου 1986, 89, σχεδ. 37στ. και , σχεδ. 37ε. 103 Ανασκαφή 1959, νοτίως του ναού της Θέμιδας (Ζ) και κοντά στη νότια πλευρά βάθρου.

119 119 χρονολογούνται στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, επιτρέπει την ένταξη της σε αυτή την περίοδο. Το σώμα του αγγείου είναι σφαιρικό με αποστρογγυλεμένη βάση και φέρει κάθετη-κυλινδρική λαβή, η οποία εκφύεται από τη βάση του λαιμού και προσφύεται στη γάστρα. Η πρόχους έχει ύψος 0.155μ. και διάμετρο χείλους 0.104μ. Το χρώμα της, πολύ καλά λειασμένης, εξωτερικής επιφάνειας είναι καστανέρυθρο και κατά τόπους μελανό. Ανήκει στην κεραμική κατηγορία 4. Τύπος ΚV2 Οπισθότμητη πρόχους -θήλαστρο Πρόκειται για οπισθότμητη πρόχου με μικρή σωληνωτή προχοή στο ύψος της μεγαλύτερης διαμέτρου του σώματος, που αποτελούσε το μοναδικό κτέρισμα ενός παιδικού τάφου στην Καστρίτσα (Α.Μ.Ι. 35, Δάκαρης 1952, 383) 104. Παρόμοιοι τύποι αγγείων προέρχονται από τα νεκροταφεία της Βίτσας (Βοκοτοπούλου 1986, 240, σχεδ.26ζ), των τύμβων στο Πωγώνι (Α.Μ.Ι.9232, Ανδρέου και Ανδρέου 1999, εικ.19) και στη Βεργίνα (Ανδρόνικος 1969, 201). Το σώμα είναι σφαιρικό με επίπεδη βάση και κάθετη-κυλινδρική λαβή, που εκφύεται από τη βάση του λαιμού και προσφύεται στον ώμο. Η πρόχους έχει ύψος 0.088μ. και διάμετρο κοιλιάς 0.073μ. Η εξωτερική επιφάνεια έχει χρώμα πορτοκαλέρυθρο ενώ ο πυρήνας της κεραμικής ύλης τεφρός. Εντάσσεται στην κεραμική κατηγορία 5. Τύπος ΚV3 Λοξότμητη πρόχους Τα παραδείγματα προέρχονται από τους οικισμούς της Κρύας (Φάση ΙΙ), του Λιατοβουνίου (Φάσεις Ι και ΙΙΙ) και το χώρο ΙΙ στη Δωδώνη (545, 546, 547, Από την Καστρίτσα προέρχεται και μια πρόχους με χοανοειδές λαιμό (Α.Μ.Ι. 4154, παράδοση 1964), που βρίσκει παράλληλα στον τάφο 3 του τύμβου της Γκλάβας Πωγωνίου, (Α.Μ.Ι. 9225, τέλη 9 ου -αρχές 8 ου αι. π.χ.). Μαζί του βρέθηκε και το κάτω ήμισυ παρόμοιας πρόχου (Α.Μ.Ι. 9230), Ανδρέου 1991, 243.

120 120 Wardle 1972, fig. 126) 105. Το σχήμα είναι γνωστό και από τα νεκροταφεία της Βίτσας (Βοκοτοπούλου 1986, 239) και του Λιατοβουνίου (Ντούζουγλη 1996, 22). Από τους οικισμούς σώζονται μόνο τμήματα από το λαιμό των αγγείων με αποτέλεσμα να μη μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για το περίγραμμα του σώματος και τη μορφή της βάσης. Ο λαιμός είναι κυλινδρικός με ελαφρά καμπύλα τοιχώματα που απολήγουν σε ημικυκλική ή κυλινδρική προχοή με έξω νεύον (τύπος Ι) ή ενιαίο καμπύλο χείλος (τύπος ΙΙΙ.2). Δε σημειώνονται διαφοροποιήσεις μεταξύ των φάσεων. Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από μ. ενώ η διάμετρος του χείλους κατέστη δυνατό να μετρηθεί μόνο σε τρία παραδείγματα (Α.Κ. 184: 0.019μ., Α.Κ. 479: 0.009μ. και 549 Wardle: 0.045μ.). Όσον αφορά στο χρώμα της εξωτερικής επιφάνειας είναι πορτοκαλέρυθρο και σε όλα τα παραδείγματα ομοιόμορφο με τον πυρήνα της λεπτόκοκκης κεραμικής ύλης. Σε μία περίπτωση διατηρούνται ίχνη μελανού επιχρίσματος στην εξωτερική επιφάνεια του λαιμού του σκεύους (Α.Κ. 184). Εντάσσονται στις κατηγορίες 5 και 6. Τύπος ΚV4 Ραμφόστομη πρόχους Τα δείγματα προέρχονται από την Κρύα (Φάση ΙΙ) και το χώρο ΙΙ της Δωδώνης (548 Wardle, 1972, fig. 126). Το σχήμα ήταν αρκετά διαδεδομένο στα νεκροταφεία της Βίτσας (Βοκοτοπούλου 1986, ) και του Λιατοβουνίου (Douzougli and Papadopoulos 2011, fig.17d, 44-45). Τα τοιχώματα του λαιμού του αγγείου είναι κάθετα και απολήγουν σε έξω νεύον, αποστρογγυλεμένο χείλος (τύπος Ι.4). Δε διατηρήθηκαν πληροφορίες για το σώμα, τη βάση και τη λαβή του σκεύους. Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από μ. 105 Μία ακέραια λοξότμητη προχοίσκη με ίχνη αμαυρής διακόσμησης προέρχεται από τον τύμβο της Κάτω Μερόπης στο Πωγώνι (Α.Μ.Ι. 9240, 8 ος αι. π.χ.), Ανδρέου 1988, 302.

121 121 Τα σκεύη αποδίδονται σε μία περίπτωση στην κατηγορία 6 (Α.Κ. 251) και σε δύο στην 5 (Α.Κ. 185, 548 Wardle). Η εξωτερική αδιακόσμητη επιφάνεια, χρώματος πορτοκαλέρυθρου, είναι αδρά λειασμένη και σε μία περίπτωση (Α.Κ.251) διατηρεί ίχνη αμαυρής διακόσμησης. Τύπος ΚV5 Πρόχους με κυλινδρικό λαιμό Η περιγραφή του σχήματος βασίζεται σε τρία παραδείγματα, δύο από τη Δωδώνη [Α.Μ.Ι. 379, ναός Θέμιδας 1954 (χώρος Ι) και 541 Wardle, 1972, fig. 126, Βουλευτήριο 1969, στρώση Α1 (χώρος ΙΙ)] και ένα από τον Ελαφότοπο (Α.Μ.Ι. 3289, τάφος 2) 106. Πρόκειται για σκεύη με σφαιρικό σώμα, κυλινδρικό λαιμό, κάθετηκυλινδρική λαβή, που εκφύεται από το λαιμό και προσφύεται στον ώμο του αγγείου (τύπος ΛΚΚΙΙΙ) και αποστρογγυλεμένη βάση (τύπος Β5). Το ύψος των αγγείων είναι 0.132μ. (Α.Μ.Ι. 379) και 0.107μ. (Α.Μ.Ι. 3289) και η διάμετρος (Α.Μ.Ι. 379) και 0.087μ. (Α.Μ.Ι και 541 Wardle, 1972, fig. 126). Πρόκειται, επομένως, για μεσαίου μεγέθους αγγεία. Ανήκουν στην κεραμική κατηγορία 5. Το χρώμα της εξωτερικής, αδρά λειασμένης επιφάνειας, περιορίζεται στους τόνους του ερυθρού και του πορτοκαλέρυθρου. Ένα μόνο παράδειγμα (541 Wardle, 1972, fig. 126) φέρει διακόσμηση από εγχάρακτες ταινίες στη μετάβαση από το σώμα στο λαιμό του σκεύους. Τύπος ΚV6 Μικρογραφικό αγγείο με κυλινδρικό λαιμό 106 Παρόμοιου σχήματος είναι και το αγγείο με ένδειξη Αγ.Απ.-2 (Πλιάκου 2007, Τόμος Β, 70, πιν.69), το οποίο προέρχεται από τον ατείχιστο οικισμό των Αγίων Αποστολών στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και ανήκει στην κατηγορία της μονόχρωμης κεραμικής (Α.Μ.Ι =Α.Κ.811).

122 122 Το μοναδικό παράδειγμα του τύπου αυτού προέρχεται από τη Δωδώνη (Α.Μ.Ι. 3274, ανασκαφή 1930, χώρος Ι). Διαθέτει κυλινδρικό λαιμό με έξω νεύον αποστρογγυλεμένο χείλος (τύπος Ι.4) κάτω από το οποίο έχουν ανοιχτεί δύο διαμετρικά τοποθετημένες οπές, ωοειδές σώμα και επίπεδη βάση (τύπος Β1). Η εξωτερική, αδρά λειασμένη, καστανέρυθρη επιφάνεια του αγγείου καλύπτεται στο μεγαλύτερο τμήμα της από ίχνη καύσης, ως αποτέλεσμα των ανομοιογενών συνθηκών όπτησης. Το αγγείο έχει ύψος 0.065μ. και διάμετρο χείλους 0.034μ. Πρόκειται, επομένως, για μικρογραφικό αγγείο, του οποίου ο σκοπός παραγωγής δεν ήταν χρηστικός (Βλ. σχετικά κεφ.6). Σχήμα ΚVI (πιν , εικ.41) Αμφορέας Τα παραδείγματα προέρχονται από τις δύο φάσεις του οικισμού της Κρύας, τις τρεις φάσεις του Λιατοβουνίου 107, από την Καστρίτσα και τον Ελαφότοπο 108. Ο τύπος είναι επίσης διαδεδομένος στα νεκροταφεία της Βίτσας (Βοκοτοπούλου 1986, ) και του Λιατοβουνίου (Douzougli and Papadopoulos 2011, fig.17a, b, 44). Η ταύτιση του σχήματος βασίζεται στην άνω ζώνη του στομίου, καθώς δε διατηρείται κανένα ακέραιο παράδειγμα ώστε να μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα για το κατώτερο τμήμα του σχήματος. Το χαρακτηριστικό του τύπου είναι το στενό κυλινδρικό και σπανιότερα κωνικό ή χοανοειδές στόμιο. Το χείλος ανήκει στους τύπους Ι.1, Ι.3, ΙΙ.1, ΙΙ.2, ΙΙ.3,ΙΙΙ και IV. Oι λαβές στους τύπους ΛΚΚ Ι, ΛΚΚ ΙΙΙ, ΛΚΟ Ι, ΛΚΟ ΙΙ και ΛΚΟ ΙΙΙ. Σε ένα αγγείο (Α.Κ. 531) από τη φάση ΙΙΙ του Λιατοβουνίου σώζεται απόφυση του τύπου ΑΠΚ Ι. 107 Τμήμα ώμου με κάθετη κυλινδρική λαβή αμφορέα από πορτοκαλέρυθρο πηλό προέρχεται από τη Μεσογέφυρα, Ντούζουγλη 1996, 26, πιν.2η. 108 Ένα αστρωματογράφητο δείγμα προέρχεται από την περιοχή μεταξύ της Μονής Δουρούτης και του χωριού Νεοχωρόπουλου στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων (Δάκαρης , 400).

123 123 Η διάμετρος του χείλους κυμαίνεται από 0.08 έως πάνω από 50μ. και το πάχος των τοιχωμάτων από μ. Παρατηρείται σχετικά μεγάλη διακύμανση στις τιμές τους. Επικρατούν οι τόνοι του ερυθρού και πορτοκαλέρυθρου χρώματος. Σε ελάχιστες περιπτώσεις το χρώμα της εξωτερικής επιφάνειας είναι καστανότεφρο (Α.Κ. 80, 100, 749, 799). Εντάσσονται στις κατηγορίες 1, 4, 5 και 6. Η εξωτερική επιφάνεια στα περισσότερα παραδείγματα καλύπτεται με επίχρισμα ενώ συχνά δε φέρει καμία επεξεργασία (Α.Κ. 132, 135, 212, 248, 749, 781). Ένα σκεύος (Α.Κ. 299) διατηρεί ίχνη καστανέρυθρου επιχρίσματος στο εσωτερικό του. Σε δύο μόνο περιπτώσεις η εξωτερική επιφάνεια είναι στιλβωμένη (Α.Κ. 373, 799). Τρία δείγματα φέρουν πλαστική διακόσμηση αποτελούμενη στα δύο από ταινία διακοσμημένη με ελλειψοειδείς εμπέσεις (Κατηγορία Α, Α.Κ. 25, 817) και στο τρίτο από ακόσμητη ταινία (Κατηγορία ΣΤ, Α.Κ. 781). Αρκετά όστρακα διατηρούν ίχνη αμαυρής διακόσμησης ( Α.Κ. 233, 254, 266, 284, 495, 541, 550, 702, 806, 807). Στο Α.Κ. 233 η διακόσμηση συνίσταται από μία τεθλασμένη γραμμή από την οποία άρχεται διαγραμμισμένος ρόμβος απολήγων σε δύο τεθλασμένες-παράλληλες μεταξύ τους από τις οποίες κρέμονται συστάδες τριών κάθετων-παράλληλων μεταξύ τους γραμμών. Στο Α.Κ. 254 η διακόσμηση περιορίζεται στη βάση του λαιμού και αποτελείται από δύο οριζόντιες-παράλληλες μεταξύ τους γραμμές. Το περιχείλωμα του Α.Κ. 541 διακοσμείται με διαγραμμισμένα τρίγωνα και το σώμα του με ταινίες παράλληλες μεταξύ τους. Στο σημείο μετάβασης από το σώμα στο στόμιο του Α.Κ. 550 έχουν αποδοθεί δύο οριζόντιες ταινίες από τις οποίες εκφύεται σύστημα κάθετων-παράλληλων μεταξύ τους γραμμών. Το Α.Κ. 806 διακοσμείται με δύο παράλληλες μεταξύ τους τεθλασμένες ταινίες κάτω από το χείλος και στη βάση του λαιμού με μία τεθλασμένη από την οποία εκφύεται αγκυλωτή σπείρα. Τεθλασμένη ταινία στη βάση του λαιμού φέρει και το Α.Κ.807, με τη διαφορά ότι το σώμα διακοσμείται με διαγραμμισμένα τρίγωνα.

124 124 Σχήμα ΚVIΙ Λάγηνος Πρόκειται για κλειστό αγγείο με αποκλειστικά ταφική χρήση. Διαθέτει σφαιρικό σώμα και κυλινδρικό λαιμό. Στον ώμο φέρει λοξά τοποθετημένη κυκλικής διατομής λαβή και διαμετρικά αντίθετα τοποθετημένο ένα ζεύγος μαστοειδών αποφύσεων. Η εξωτερική επιφάνεια είναι στους τόνους του καστανού και του πορτοκαλέρυθρου χρώματος (Βοκοτοπούλου 1986, 248). Σχήμα ΚVIII Ασκός Το σχήμα θυμίζει τους πτηνόμορφους ασκούς των υπομυκηναϊκών και γεωμετρικών χρόνων. Οι επιφάνειες είναι πορτοκαλέρυθρες και καστανοκίτρινες. Ορισμένα παραδείγματα φέρουν αμαυρόχρωμη διακόσμηση (Α.Μ.Ι. 5215, 7986) (Βοκοτοπούλου 1986, 239 Ντούζουγλη 1996, 23). Η χρήση του ήταν αποκλειστικά ταφική. Σχήμα ΚIΧ Τελετουργικά σκεύη Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται μία ομάδα αγγείων από τη Βίτσα, τα οποία έχουν σφαιρικό σώμα και φέρουν δύο ή τρείς λαιμούς ή οπή στη βάση τους, γεγονός που οδήγησε στη σύνδεση τους με την ταφική τελετουργία (Βοκοτοπούλου 1986, ). Συχνά φέρουν αμαυρόχρωμη διακόσμηση. Σχήμα ΚΧ (εικ.42) Αλάβαστρο Στον τύπο του αρτόσχημου αλαβάστρου ανήκει το χειροποίητο αγγείο Α.Μ.Ι από τον κιβωτιόσχημο τάφο του Μαζαρακίου (Βοκοτοπούλου 1969, 200). Το αγγείο συμπεριλήφθηκε στην τυπολογία των σχημάτων από την κεντρική

125 125 Ήπειρο γιατί είναι χειροποίητο και γιατί με βάση τα μεταλλικά συνευρήματά του μπορεί να χρονολογηθεί στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΒ περίοδο. Το σώμα του είναι σφαιρικό-πεπιεσμένο, ο λαιμός χαμηλός σε σχήμα κόλουρου κώνου και στο ύψος του ώμου φέρει τρεις οριζόντιες-κυκλικές λαβές (FS84) 109. 'Εχει ύψος 0.065μ. και η διάμετρος του χείλους του είναι 0.08μ. Το χρώμα της επιφάνειας του είναι πορτοκαλέρυθρο. Η ομοιομορφία του χρώματος του πυρήνα και των επιφανειών, καθώς και το ίδιο το χρώμα υποδεικνύει μεγάλης διάρκειας όπτηση σε πλήρη οξειδωτική ατμόσφαιρα και υψηλή θερμοκρασία. Σε ορισμένα σημεία διατηρεί ίχνη στίλβωσης. Η διακόσμηση έχει γίνει με βαφή καστανέρυθρου χρώματος και συνίσταται από ομόκεντρα ημικύκλια στο σώμα και εγκάρσια γραμμίδια στην περιφέρεια του χείλους (FM 43). Εντάσσεται στην κεραμική κατηγορία 5. Σχήμα ΚΧΙ (εικ.43) Πυξίδα Στον τύπο αυτό εντάσσεται ένα χειροποίητο, άωτο αγγείο από τον κιβωτιόσχημο τάφο στο Νεοχωρόπουλο (Α.Μ.Ι.4339). Με βάση τα συνευρήματά του (Α.Μ.Ι και Α.Μ.Ι. 4340) 110 και τα παράλληλα από άλλες θέσεις μπορεί ασφαλώς να χρονολογηθεί στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ περίοδο (Δακορώνια 1987, 87, φωτ.68-69,σχ.16). Το σώμα είναι σφαιρικό-πεπιεσμένο, η βάση κυρτή και το χείλος ενιαίο με τον υποτυπώδη κυλινδρικό λαιμό. Κάτω από το χείλος φέρει δύο αντιθετικά ανοιγμένες οπές, που χρησίμευαν, κατά το Δάκαρη (1968, ), για την ανάρτηση του αγγείου. Ωστόσο, βάσει παραλλήλων από το δυτικό νεκροταφείο της Ελευσίνας (Μυλωνάς 1975, ) θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι χρησίμευαν για τη στερέωση του πώματός της «πυξίδας». Το πώμα πιθανώς να 109 O Σουέρεφ (2001, 88-89) υποστηρίζει ότι το σχήμα βρίσκει παράλληλα σε ένα αλάβαστρο από τον τάφο Β των Μεταξάτων στην Κεφαλονιά και αντίστοιχα σε ένα δεύτερο αλάβαστρο από το Κεφαλόβρυσο της Πύλου. 110 βλ. παρακάτω Σχήμα ΑΙ 3 και Σχήμα ΑVIII 1, αντίστοιχα.

126 126 ήταν κατασκευασμένο από φθαρτό-οργανικό υλικό και για αυτό το λόγο να μη διατηρήθηκε. Το αγγείο έχει ύψος 0.65μ., διάμετρο 0.92μ. και πάχος τοιχωμάτων 0.008μ. Το χρώμα της, αδρά λειασμένης, εξωτερικής επιφάνειας, η οποία διατηρεί ελάχιστα ίχνη επιχρίσματος είναι καστανέρυθρο. Το μεγαλύτερο τμήμα της περιφέρειας του χείλους καλύπτεται από τεφρό χρώμα, που, ίσως, οφείλεται σε φθορά του αγγείου. Το σχήμα του σώματος χαρακτηρίζεται από μεγάλο βαθμό κακοτεχνίας, ο οποίος εντοπίζεται στην έντονη ανωμαλία του εξωτερικού του περιγράμματος, αποτέλεσμα, πιθανότατα της απειρίας του κεραμέα. Εντάσσεται στην κεραμική κατηγορία Ανοιχτά Αγγεία Σχήμα ΑΙ Αγγεία με ημισφαιρικό περίγραμμα Τύπος ΑΙ 1 (πιν. 3.24, εικ.44) Ημισφαιρική Φιάλη Δείγματα ημισφαιρικών φιαλών προέρχονται από τις δύο φάσεις της Κρύας, τις τρεις φάσεις του Λιατοβουνίου, τη Βίτσα 111 και την Καστρίτσα. Το χείλος των πρωιμότερων ημισφαιρικών φιαλών, που προέρχονται από τη φάση Ι της Κρύας και του Λιατοβουνίου και την Καστρίτσα, ανήκει στον τύπο VII, οι λαβές στους τύπους ΛΚΑ Ι και ΛΚΑ IV και οι αποφύσεις στον ΑΠΑ IV. Σε μία περίπτωση (Α.Κ. 815) κάθετη ταινιωτή λαβή συνυπάρχει με απόφυση του τύπου ΑΠΑ IV. Οι φιάλες της φάσης ΙΙ της Κρύας, των φάσεων ΙΙ και ΙΙΙ του Λιατοβουνίου, καθώς και εκείνες από τη Βίτσα παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία ως προς τον τύπο του χείλους: Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV, VI και VII. Οι λαβές είναι των τύπων ΛΑΟ Ι, ΛΑΟ IV και ΛΑΟ VII. Οι βάσεις δεν παρουσιάζουν μεγάλη 111 Στον τύπο της αμαυρόχρωμης ημισφαιρικής φιάλης εντάσσονται τα Α.Μ.Ι. 5445, 5384, 5399 και δύο ακόμη θραύσματα από τον οικισμό της Βίτσας, Βοκοτοπούλου 1986, , σχεδ.56δ, β, γ, ζ και η.

127 127 ποικιλία είναι κυρίως του τύπου Β1. Σε μια μόνο περίπτωση (Α.Κ. 762) η βάση είναι κυρτή-αποστρογγυλεμένη. Στην ιδιότητα του μεγέθους παρατηρείται μεγάλη διαφοροποίηση. Η διάμετρος του χείλους στα πρωιμότερα παραδείγματα κυμαίνεται από μ. και το πάχος των τοιχωμάτων από μ. Στα υστερότερα παραδείγματα η διάμετρος κυμαίνεται από μ. και το πάχος των τοιχωμάτων από μ. Οι φιάλες εντάσσονται στις κεραμικές κατηγορίες 1, 4, 5 και 6. Το χρώμα της εξωτερικής επιφάνειας κυμαίνεται κυρίως στους τόνους του ερυθρού, πορτοκαλέρυθρου και ακολουθούν οι τόνοι του καστανού. Οι επιφάνειες των αγγείων είναι αδρά λειασμένες και σε αρκετές περιπτώσεις καλύπτονται με επίχρισμα ενώ σε δύο περιπτώσεις από την Καστρίτσα (Α.Μ.Ι. 32, 33) και σε μια από το Λιατοβούνι (Α.Κ. 388) είναι στιλβωμένη. Η πλαστική διακόσμηση αποτελείται σε μία περίπτωση από πλαστική ταινία στο σημείο μετάβασης από το σώμα στο λαιμό (Α.Κ. 388) και σε μια δεύτερη από δισκάρια στο σώμα του αγγείου (Α.Κ. 16). Το Α.Κ. 349 διακοσμείται με κρεμάμενα διακοσμητικά τρίγωνα και το Α.Κ. 265 με οριζόντιες παράλληλες μεταξύ τους ταινίες. Σε τρεις περιπτώσεις (Α.Κ. 733, 778, 782) διατηρούνται στην εξωτερική επιφάνεια ίχνη αμαυρής διακόσμησης ενώ η εσωτερική επιφάνεια του αγγείου καλύπτεται με επίχρισμα. Τύπος ΑΙ 2 (πιν. 3.25, εικ.45) Αρύταινα Αρύταινες έχουν βρεθεί τόσο σε οικιστικά σύνολα στην Κρύα (Φάσεις Ι και ΙΙ), στο Λιατοβούνι (Φάσεις ΙΙ και ΙΙΙ), στο χώρο ΙΙ στη Δωδώνη 112, στην Επισκοπή 113 όσο και σε ταφικά, όπως για παράδειγμα, στο Μαζαράκι , Wardle 1972, fig.128. Τμήματα λαβών σε σχήμα θηλιάς, έχουν εντοπιστεί και στο υλικό από τις κεραμικές ομάδες 103, 128 και 201 της Δωδώνης. 113 Στον τύπο της αρύταινας εντάσσεται και το Αγ.Απ.-1 (Α.Μ.Ι , Πλιάκου 2007, τόμος Β, 70, πιν.69).

128 128 Ως αρύταινα χαρακτηρίζεται κάθε ημισφαιρική φιάλη, η οποία φέρει κάθετη λαβή τύπου θηλιάς (ΛΚΑV). Συνήθως η βάση είναι αποστρογγυλεμένη (τύπος Β5), καθώς χρησιμοποιούσαν τη μακριά λαβή της για να την κρεμάνε. Το ύψος της λαβής ήταν μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του σώματος. Το χείλος της φιάλης διακρίνεται σε τρεις τύπους: ΙΙ, ΙΙΙ και VII. Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από μ., η διάμετρος του χείλους από μ. και το ύψος σε όσα δείγματα διατηρούν ακέραιο το σώμα του αγγείου - από μ. Ως εκ τούτου, σημειώνεται μικρή διαφοροποίηση στις τιμές του μεγέθους και προκύπτει ότι πρόκειται για μικρού μεγέθους σκεύη. Τα πρωιμότερα παραδείγματα (Φάση Ι Κρύας και Μαζαράκι) ανήκουν στις κεραμικές κατηγορίες 4, 5 ενώ τα υστερότερα (Φάση ΙΙ Κρύας, Λιατοβούνι, Δωδώνη) στις κατηγορίες 5 και 6. Το χρώμα περιορίζεται στους τόνους του καστανέρυθρου και του τεφρού. Η εξωτερική επιφάνεια είναι αδρά λειασμένη και σε ορισμένες περιπτώσεις επικαλυμμένη με επίχρισμα (Α.Κ. 182, 253). Το ίδιο παρατηρείται και στην εσωτερική επιφάνεια πιθανότατα για να ελαττωθεί η απορροφητικότητα των τοιχωμάτων. Τύπος ΑΙ 3 (εικ.46) Ημισφαιρικό κύπελλο Στον τύπο αυτό ανήκουν ακέραια και συμπληρωμένα αγγεία προερχόμενα από τους κιβωτιόσχημους τάφους του Νεοχωρόπουλου, του Ελαφοτόπου και του Μαζαρακίου, καθώς και από τη Δωδώνη 114. Τα χείλη των κυπέλλων είναι έξω νεύοντα (τύπος VII), οι λαβές τους κάθετες, ταινιωτές, υπερυψωμένες ή μη (ΛΚΑ Ι, ΛΚΑ IV) και οι βάσεις αποστρογγυλεμένες (τύπος Β5) πλην μίας επίπεδης (τύπος Β1) από το Μαζαράκι (Α.Μ.Ι. 3323). 114 Στον ίδιο τύπο μπορεί να ενταχτεί και ένα κύπελλο από το χωριό Κάτω Λαψίστα στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, το ποίο παραδόθηκε το 1968 στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηπείρου (Α.Κ. 829=Α.Μ.Ι. 3336, Βοκοτοπούλου 1969, 190).

129 129 Σε αυτόν τον τύπο θα μπορούσε να ενταχθεί και το Α.Μ.Ι από τη Δωδώνη (1930) με τη διαφορά ότι η βάση του είναι οξυπύθμενη. Το Α.Μ.Ι από το Νεοχωρόπουλο διαφέρει από τα υπόλοιπα, καθώς διαθέτει οριζόντιακυκλικής διατομής λαβή προσαρτημένη στο χείλος του 115. Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από μ., η διάμετρος του χείλους από μ. και το ύψος των περισσοτέρων κυπέλλων με μικρές αποκλίσεις είναι 0.06μ. 116 Τα παραδείγματα εντάσσονται στις κεραμικές κατηγορίες 1 και 4. Το χρώμα των σκευών περιορίζεται στους τόνους του ερυθρού, καστανού και τεφρού. Η εξωτερική επιφάνεια είναι αδρά λειασμένη, σε μία περίπτωση καλυπτόταν με επίχρισμα (Α.Μ.Ι. 3323) και σε τρεις περιπτώσεις έφερε πλαστική διακόσμηση της κατηγορίας Ζ (Α.Μ.Ι. 3270, 3283, 3285). Τύπος ΑΙ 4 (πιν. 3.26, εικ.47) Πινάκιο Δείγματα του σχήματος εντοπίστηκαν στο κεραμικό υλικό από τους οικισμούς της Κρύας (Φάσεις Ι και ΙΙ) και του Λιατοβουνίου (Φάση ΙΙ), καθώς και από τη Δωδώνη (627 Wardle 1972). Πρόκειται στην ουσία για έναν τύπο ρηχής φιάλης. Τα τοιχώματα ήταν συνήθως καμπύλα. Το χείλος ανήκει στις κατηγορίες ΙΙ και VI. Δε σώζονται δείγματα λαβών και το πιθανότερο είναι ότι τα σκεύη ήταν άωτα. Η βάση σε μία περίπτωση που διατηρείται (Δωδώνη 627 Wardle 1972) ανήκε στον τύπο Β1. Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από μ. και στις περισσότερες περιπτώσεις αυξάνεται προς το κέντρο του αγγείου. Η διάμετρος είναι μ. και σε μία περίπτωση πάνω από 0.50μ. (Α.Κ.267). 115 Παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με το αγγείο από τον τάφο 35 στο Σέσκλο, Τσούντας 1908, , εικ Το Α.Μ.Ι έχει ύψος 0.92μ.

130 130 Τα παραδείγματα εντάσσονται στις κατηγορίες 4, 5 και 6. Το χρώμα των επιφανειών είναι στους τόνους του ερυθρού, ερυθροκάστανου και τεφρού. Στην εξωτερική επιφάνεια του Α.Κ.64 διατηρούνται έντονα τα ίχνη του λειαντικού εργαλείου, που χρησιμοποιήθηκε για την εξομάλυνση της. Τύπος ΑΙ 5 (πιν. 3.27, εικ.48) Ημισφαιρική λεκάνη Ημισφαιρικές λεκάνες προέρχονται από τον οικισμό της Κρύας (Φάσεις Ι και ΙΙ), του Λιατοβουνίου (Φάσεις Ι, ΙΙ και ΙΙΙ) και την Καστρίτσα (Δάκαρης 1952, 376, εικ.14). Οι λεκάνες διαφέρουν από τις φιάλες στο ότι πρόκειται συνήθως για μεγαλύτερου μεγέθους αγγεία 117. Το χείλος ανήκει στους τύπους Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και VII. Σε δύο περιπτώσεις (Α.Μ.Ι. 9584, Α.Κ. 125) 118 διατηρείται η επίπεδη βάση (τύπος Β1) και σε τρεις οι οριζόντιες-κυλινδρικές λαβές (ΛΑΟ ΙΙ, Α.Κ. 753, 758, Α.Μ.Ι. 9584). Συνηθέστερες φαίνεται ότι ήταν οι τοξωτές αποφύσεις (ΑΠΑ ΙΙΙ, Α.Κ. 744, 753, 758). Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από μ. και η διάμετρος του χείλους από πάνω από 0.50μ. Η εξωτερική επιφάνεια, καστανέρυθρη, αδρά λειασμένη, καλύπτεται με επίχρισμα στις περισσότερες περιπτώσεις. Τα ίχνη του εργαλείου λείανσης είναι έντονα με αποτέλεσμα να καλύπτει τα όποια ίχνη σχετικά με τον τρόπο κατασκευής των αγγείων. Σε μία περίπτωση (Α.Κ. 19) η υφή των επιφανειών είναι πορώδης. Ανήκουν στις κεραμικές κατηγορίες 1, 4, 5 και 6. Δείγματα του σχήματος φέρουν πλαστική διακόσμηση συνιστάμενη από οριζόντιες και πεταλόσχημες 117 Η διάκριση ανάμεσα σε φιάλη και λεκάνη είναι σχετική και βασίζεται στη διάμετρο του χείλους. Όταν η διάμετρος του χείλους είναι έως 0.20μ. το σκεύος χαρακτηρίζεται ως φιάλη ενώ από 0.20μ. και πάνω ως λεκάνη. 118 Ίδιου τύπου ημισφαιρική λεκάνη προέρχεται και από τη θέση Πύργος Ραγίου Θεσπρωτίας, η οποία χρονολογείται στο τέλος της Εποχής του Χαλκού, Κάντα-Κίτσου κ.ά. 2008, 18, εικ.1.

131 131 εμπίεστες ταινίες κάτω από το χείλος (Κατηγορία Ε: Α.Κ. 8, Κατηγορία Α: Α.Κ. 19) και δισκάρια στο σώμα (Κατηγορία Α: Α.Κ. 2). Ένα δείγμα από την Καστρίτσα φέρει αμαυρή διακόσμηση συνιστάμενη από διαγράμμιση στο χείλος 119. Τύπος ΑΙ 6 (εικ. 49) Αμφικύπελλο Πρόκειται για σύνθετο σκεύος, που αποτελείται από δύο κύπελλα ενωμένα σε σημείο της γάστρας με μία κοινή λαβή, η οποία εκφύεται από τα χείλη και τα δύο σημεία πρόσφυσης της ενώνονται συνήθως με οριζόντιο πήχη. Διακοσμούνται με δύο ή τρεις μαστοειδείς αποφύσεις Κατηγορία Ζ) και ενίοτε διατηρούν ίχνη αμαυρής διακόσμησης. Οι επιφάνειες τους είναι καστανού και πορτοκαλέρυθρου χρώματος και ο πηλός πολύ λεπτός. Εντοπίζονται συνήθως σε γυναικείες ταφές και αποτελούν επιβίωση ενός σχήματος της Εποχής του Χαλκού (Βοκοτοπούλου 1986, Ανδρέου και Ανδρέου 1999, 80 Douzougli and Papadopoulos 2011, 45, fig. 18). Σχήμα ΑΙΙ (πιν. 3.28, εικ.50) Σφαιρική Φιάλη 120 Δείγματά της προέρχονται από τις δύο φάσεις της Κρύας, τις τρεις του Λιατοβουνίου και το χώρο Ι στη Δωδώνη. Το χείλος τους εντάσσεται στις κατηγορίες Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV και VII. Η λαβή σε μία περίπτωση που σώζεται ανήκει στον τύπο ΛΚΑ Ι (Α.Κ. 598). Στοιχεία για την κατώτερη ζώνη της βάσης των αγγείων προέρχονται μόνο από ένα παράδειγμα, το οποίο ανήκει στον τύπο Β1(Α.Κ.756). 119 Αναφέρονται και άλλα τρία παραδείγματα, που φέρουν αμαυρόχρωμη διακόσμηση στο σώμα και στο χείλος. Το ένα προέρχεται από τους Αγίους Αποστόλους (Αγ.Απ.-7, Πλιάκου 2007, τόμος Β, 71, πιν.70), το δεύτερο από την Παλαιογορίτσα Κόνιτσας (Ντούζουγλη 1996, 30, πιν. 4α) και το τρίτο από το νεκροταφείο της Δουρούτης στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων (Ανδρέου και Γραβάνη 1997, 613, φωτ.22). Όλα τα παραδείγματα χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή Σιδήρου βάσει παραλλήλων από τη γειτονική Θεσσαλία (Βερδελής 1958, 57). 120 Η διάκριση των φιαλών σε επιμέρους σχήματα βασίστηκε στη διαμόρφωση του σώματος και αποδόθηκε με γεωμετρικούς όρους.

132 132 Η διάμετρος του χείλους κυμαίνεται από μ. και το πάχος των τοιχωμάτων από μ. Δεν παρατηρείται διαφοροποίηση στις τιμές της διαμέτρου από τη μια φάση στην άλλη των οικισμών αλλά στο πάχος των τοιχωμάτων σημειώνεται μια προτίμηση στην κατασκευή λεπτότερων αγγείων στην ύστερη φάση. Τα αγγεία που προέρχονται από τη φάση Ι της Κρύας και του Λιατοβουνίου και τη Δωδώνη ανήκουν αποκλειστικά στην κεραμική κατηγορία 4, ενώ τα υπόλοιπα στις κατηγορίες 1, 4, 5 και 6. Στο χρώμα της επιφάνειας των αγγείων της φάσης Ι της Κρύας και του Λιατοβουνίου και εκείνων από τη Δωδώνη επικρατούν οι καστανομέλανοι τόνοι ενώ στα αγγεία της φάσης ΙΙ των οικισμών οι ερυθροί, ερυθροκάστανοι. Οι εξωτερικές επιφάνειες ήταν κυρίως αδρά λειασμένες, με εξαίρεση δύο παραδείγματα από τη φάση Ι της Κρύας και του Λιατοβουνίου (Α.Κ. 67 και 728 αντίστοιχα), που η ποιότητα της στίλβωσης ήταν αρκετά υψηλή. Σε δύο περιπτώσεις της φάσης ΙΙ των οικισμών το εσωτερικό των αγγείων είχε καλυφθεί με επίχρισμα (Α.Κ. 147, 356). Δε φέρουν διακόσμηση τα αγγεία που εντάσσονται στην φάση Ι των οικισμών. Ορισμένα από τα όστρακα της φάσης ΙΙ φέρουν αμαυρόχρωμη διακόσμηση Το Α.Κ. 767 διακοσμείται με διαγραμμισμένα τρίγωνα στο σώμα και κάθετες-παράλληλες μεταξύ τους γραμμές στην άνω επιφάνεια του χείλους. Σχήμα ΑΙΙΙ Τύπος ΑΙΙΙ 1 (πιν. 3.29, εικ.51) Τροπιδωτή φιάλη Δείγματα του σχήματος αυτού προέρχονται από την Κρύα (Φάσεις Ι και ΙΙ), το Λιατοβούνι (Φάσεις Ι, ΙΙ και ΙΙΙ) τη Βίτσα (Βοκοτοπούλου 1986, 226, πιν.59δ) και την Καστρίτσα. Ως τροπιδωτές χαρακτηρίζονται οι φιάλες, οι οποίες στο ύψος της μεγαλύτερης διαμέτρου του σώματος παρουσιάζουν έντονη κάμψη (γωνίωση). Το χείλος ανήκει στους τύπους ΙΙ, ΙΙΙ, IV, V, VI και VII, η λαβή στους ΛΚΑ Ι.1, ΛΚΚ

133 133 VIΙI, ΛΑΟ ΙΙ και ΛΑΟ IV ενώ οι αποφύσεις εντάσσονται στους τύπους ΑΠA IV. Στη ζώνη της βάσης διακρίνονται οι τύποι Β1, Β3 και Β5. Σε περίπτωση που, μεταξύ του χείλους και του σώματος, παρεμβάλλεται λαιμός, τα τοιχώματα του είναι ευθέα (Α.Κ. 78, 133 και 197). Η διάμετρος του χείλους κυμαίνεται από μ. με μεγαλύτερη συχνότητα στις τιμές μ. Το πάχος των τοιχωμάτων παρουσιάζει μια ευρύτητα από μ. αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό απαντά μεταξύ μ. Τα τοιχώματα έχουν συνήθως μεγαλύτερο πάχος στο σημείο κάμψης. Δε σημειώνονται διαφοροποιήσεις. Όσον αφορά στο χρώμα της εξωτερικής επιφάνειας, κυριαρχούν οι τόνοι του καστανέρυθρου και καστανού. Σε ένα παράδειγμα (Α.Κ. 798) η εξωτερική επιφάνεια φέρει "νέφη όπτησης". Στις περισσότερες περιπτώσεις τα τοιχώματα έχουν υποστεί αδρή λείανση. Μόνο σε παραδείγματα της φάσης Ι της Κρύας και του Λιατοβουνίου και της Καστρίτσας έφεραν στίλβωση μεσαίας (Α.Κ. 751, 757) και υψηλής ποιότητας (Α.Κ. 57, 678, 725, Α.Μ.Ι. 34). Σε ορισμένες περιπτώσεις η εξωτερική επιφάνεια έχει επικαλυφθεί με επίχρισμα (Α.Κ. 434, 451, 471, 586, 674,700) ενώ σε άλλες και η εσωτερική (Α.Κ. 588, 606, 674, 685, 687, 700, 808). Τα αγγεία της φάσης Ι των οικισμών εντάσσονται στις κεραμικές κατηγορίες 4, 5 και 6. Το ίδιο ισχύει και για τα υστερότερα με τη διαφορά ότι εντοπίζονται και δείγματα των κατηγοριών 1, 2 και 3. Αμαυρόχρωμη διακόσμηση εφαρμόζεται σε δείγματα και των δύο φάσεων. Η αμαυρόχρωμη διακόσμηση εντοπίζεται στο χείλος, στο στόμιο, στις λαβές και στο σώμα-κοιλιά του αγγείου (Α.Κ. 467, 666, 687, 792, 808). Συνίσταται από διχτυωτά κρεμάμενα τρίγωνα, διχτυωτό, κάθετεςπαράλληλες μεταξύ τους γραμμές και τεθλασμένες ταινίες. Εμπίεστη διακόσμηση αποτελούμενη από δύο οριζόντιες ταινίες από τις οποίες κρέμονται πιθανότατα τρίγωνα απαντά μόνο σε μία περίπτωση (Α.Κ. 544) και αντίστοιχα εγχάρακτα μηνοειδή κοσμήματα έχουν εφαρμοστεί σε ένα παράδειγμα (Α.Κ. 685). Πλαστική διακόσμηση αποτελούμενη από καμπύλη ταινία διακοσμημένη με ελλειψοειδείς εμπιέσεις σημειώνεται σε ένα παράδειγμα από τη φάση ΙΙ του Λιατοβουνίου (Κατηγορία Ε, Α.Κ. 471)

134 134 Τύπος ΑΙΙΙ 2 (εικ.52) Τροπιδωτό κύπελλο Τα περισσότερα δείγματα του τύπου αυτού προέρχονται από τους κιβωτιόσχημους τάφους του Ελαφοτόπου και σώζονται ακέραια (Α.Μ.Ι.3282, 3284, 3286 και 3288) 121. Ένα συμπληρωμένο παράδειγμα προέρχεται από τη φάση Ι του Λιατοβουνίου (Α.Μ.Ι. 8590=764). Το χείλος είναι έξω νεύον (τύπος VII.1), η λαβή κάθετη, ταινιωτή, υπερυψωμένη (ΛΚΑ IV) και η βάση αποστρογγυλεμένη (Β5). Όσον αφορά στο βαθμό διαφοροποίησης του μεγέθους των αγγείων, προκύπτει ότι είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Το πάχος των τοιχωμάτων είναι σε όλα τα παραδείγματα 0.005μ. πλην του παραδείγματος του Λιατοβουνίου (0.003μ.), η διάμετρος του χείλους κυμαίνεται από μ. και το ύψος από μ. Όλα τα δείγματα από τον Ελαφότοπο εντάσσονται στην κεραμική κατηγορία 4 ενώ το κύπελλο από το Λιατοβούνι στην κατηγορία 5. Το χρώμα κυμαίνεται στους τόνους του καστανού, καστανότεφρου, καστανέρυθρου. Η εξωτερική επιφάνεια των αγγείων είναι αδρά λειασμένη και στα τρία από τα τέσσερα παραδείγματα φέρει διακόσμηση της κατηγορίας Ζ (Α.Μ.Ι. 3284, 3286 και 3288). Τα Α.Μ.Ι και 3288 φέρουν ίχνη μηχανικής λείανσης. Σε μία περίπτωση (Α.Μ.Ι. 3288) τμήμα της εξωτερικής επιφάνειας καλύπτεται από μελανή κηλίδα, η οποία πιθανότατα οφείλεται στην ατελή όπτηση του αγγείου. Σχήμα ΑIV Τύπος AIV 1 (πιν. 3.30, εικ.53) Κωνική Φιάλη Παραδείγματα του σχήματος αυτού προέρχονται από την Κρύα (Φάσεις Ι και ΙΙ), το Λιατοβούνι, το χώρο ΙΙ στη Δωδώνη (Βουλευτήριο, , Wardle 1972, fig ) και την Καστρίτσα. 121 Ένα αποσπασματικά σωζόμενο τμήμα τροπιδωτού κυπέλλου εντοπίστηκε στην επίχωση του τάφου του Μαζαρακίου, Βοκοτοπούλου 1969, 203.

135 135 Το χαρακτηριστικό του τύπου αυτού είναι ότι τα ευθέα τοιχώματα αποκλίνουν προς το χείλος δίνοντας κωνικό σχήμα στο σώμα του αγγείου. Το χείλος ανήκει στην κατηγορία Ι, ΙΙ, ΙΙΙ.2 και VII. Οι λαβές εντάσσονται στους τύπους ΛΚΑ Ι και ΛΑΟ ΙΙ. Οι τελευταίες μάλιστα συχνά εντοπίζονται στο εσωτερικό των αγγείων. Σε ορισμένα παραδείγματα το χείλος ανασηκώνεται σχηματίζοντας μία υποτυπώδη λαβή 122. Σε μία περίπτωση από την Καστρίτσα (Α.Κ.798) διατηρείται η απόφυση του τύπου ΑΠΑ IV. Για τον τύπο αυτό των αγγείων οι πληροφορίες περιορίζονται στη ζώνη του στομίου. Η διάμετρος του χείλους κυμαίνεται από μ. και το πάχος των τοιχωμάτων από Δεν παρατηρούνται ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις μεταξύ των δειγμάτων των δύο φάσεων του οικισμού της Κρύας. Η εξωτερική, αδρά λειασμένη, επιφάνεια είναι συνήθως καστανού, καστανέρυθρου και πορτοκαλέρυθρου χρώματος. Σε μία περίπτωση (Α.Κ.798) η εξωτερική επιφάνεια, η οποία είναι και στιλβωμένη, φέρει «νέφη όπτησης», στοιχείο που οφείλεται, πιθανότατα, στην ατελή όπτηση του αγγείου. Τα δείγματα της φάσης Ι εντάσσονται στις κατηγορίες 4 και 5 και είναι ακόσμητα. Στη φάση ΙΙ του οικισμού της Κρύας και στα όστρακα από το Λιατοβούνι και τη Δωδώνη αναγνωρίζονται οι κεραμικές κατηγορίες 1, 4, 5 και 6. Πλαστική διακόσμηση εντοπίζεται σε ένα παράδειγμα από τη Δωδώνη (621 Wardle 1972) στην περιφέρεια του χείλους και ανήκει στην κατηγορία Δ. Δύο δείγματα από τη φάση ΙΙ της Κρύας φέρουν αμαυρή διακόσμηση αποτελούμενη από οριζόντιες-παράλληλες μεταξύ τους γραμμές (Α.Κ. 244 και 285). Τύπος AIV 2 (εικ.54) Κωνικό Κύπελλο Το μοναδικό δείγμα του τύπου προέρχεται από τις ανασκαφές του Δάκαρη στην περιοχή της στοάς του Βουλευτηρίου στη Δωδώνη (Α.Μ.Ι. 3715=600 Wardle , 621, 622 (Δωδώνη), Wardle 1972, fig Ένα παράδειγμα του τύπου αυτού ήρθε στο φως και στον οικισμό των Αγίων Αποστόλων Πεδινής, Πλιάκου 2007,

136 , fig.129). Διαθέτει τοιχώματα ελαφρά καμπύλα, έξω νεύον χείλος (τύπος VII.1), κάθετη-ταινιωτή λαβή (τύπος ΛΚΑΙ.1) και επίπεδη βάση (τύπος Β1). Η διάμετρος του χείλους είναι 0.11μ. και το ύψος του 0.098μ. Εντάσσεται στην κεραμική κατηγορία 4. Το χρώμα της επιφάνειας, η οποία καλύπτεται από απολεπισμένο επίχρισμα, είναι καστανέρυθρο. Κατά τόπους, κυρίως στο χείλος, σημειώνονται περιοχές τεφρού χρώματος, αποτέλεσμα πιθανότατα ατελούς όπτησης ή ίχνη φθοράς. Τύπος AIV 3 (πιν. 3.31, εικ.55) Κωνική Λεκάνη Στον τύπο της κωνικής λεκάνης εντάσσονται τέσσερα παραδείγματα από το χώρο ΙΙ της Δωδώνης και τέσσερα από την Κρύα (Φάσεις Ι και ΙΙ). Οι λεκάνες είναι άωτες, με κάθετα τοιχώματα, ενιαίο (τύπος ΙΙ) και επίπεδο (τύπος ΙΙΙ) χείλος, εσωτερική οριζόντια κυκλική λαβή (ΛΑΟ ΙΙ) και επίπεδη βάση (τύποι Β1, Β2). Το εύρος των τιμών του πάχους των τοιχωμάτων δεν παρουσιάζει μεγάλη απόκλιση ( μ.) και η διάμετρος κυμαίνεται από 0.20-πάνω από 0.50μ. Όσον αφορά στο χρώμα της επιφάνειας είναι από καστανέρυθρο έως καστανομέλανο. Η διαφορά του χρώματος της εξωτερικής επιφάνειας από εκείνο του πυρήνα των σκευών είναι ενδεικτική των μη σταθερών συνθηκών όπτησης. Υπόθεση, που ενισχύεται και από την παρουσία νεφών όπτησης στο Α.Μ.Ι Στο Α.Κ. 271 διατηρούνται ίχνη καστανομέλανου επιχρίσματος στην εξωτερική επιφάνεια. Εντάσσονται στις κεραμικές κατηγορίες 1, 4 και 6. Δύο δείγματα από τη Δωδώνη (623, 624 Wardle 1972) διακοσμούνται με επίθετη πλαστική ταινία, ακριβώς κάτω από το χείλος (Κατηγορία Δ).

137 137 Σχήμα AV (πιν. 3.32, εικ.56) Σιγμοειδής Φιάλη Το σχήμα της σιγμοειδούς φιάλης έχει αναγνωριστεί στο υλικό από τους οικισμούς της Κρύας (Φάσεις Ι και ΙΙ) και του Λιατοβουνίου (Φάσεις Ι, ΙΙ και ΙΙΙ). Η ταύτιση του τύπου αυτού στηρίχτηκε στα μορφολογικά γνωρίσματα της ζώνης του στομίου των αγγείων, καθώς δεν έχει διατηρηθεί κανένα ακέραιο παράδειγμα. Το χείλος ανήκει στον τύπο VII1 και η λαβή στους τύπους ΛΑΟ Ι και ΛΑΟ IV. Όσον αφορά στο μέγεθος των σκευών σημειώνεται μεγάλος βαθμός τυποποίησης. Το πάχος των τοιχωμάτων με ελάχιστες εξαιρέσεις είναι 0.005μ. ενώ η διάμετρος του χείλους κυμαίνεται από 0.09 έως 0.18μ. Δε σημειώνονται σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των φάσεων των οικισμών. Το χρώμα της επιφάνειας ποικίλλει από μελανό, ερυθροκάστανο έως πορτοκαλέρυθρο. Η εξωτερική επιφάνεια είναι αδρά λειασμένη και συχνά στιλβωμένη (Α.Κ. 221, 227, 228, 371, 380) 123. Καστανέρυθρο επίχρισμα έχει χρησιμοποιηθεί για την επικάλυψη της εσωτερικής επιφάνειας του Α.Κ. 146, ίσως για να εξασφαλιστεί η στεγανότητα και να περιοριστεί η απορροφητικότητα των τοιχωμάτων. Τα αγγεία όλων των φάσεων ανήκουν στις κεραμικές κατηγορίες 4, 5 και 6. Τα όστρακα που αποδίδονται στην κατηγορία 6 φέρουν αμαυρή διακόσμηση (Α.Κ. 221, 227, 228, 234, 281, 305, 542, 814). Τεθλασμένες ταινίες από τις οποίες ξεκινούν διαγραμμισμένα τρίγωνα συνιστούν τη διακόσμηση, που εφαρμόζεται στη βάση του λαιμού και στο σώμα-κοιλιά των αγγείων. Στο Α.Κ. 221, ίχνη τεθλασμένης ταινίας, διατηρούνται και στο εσωτερικό του χείλους ενώ στο Α.Κ. 234 η μετάβαση από το σώμα στο λαιμό τονίζεται με δύο ευθείες-παράλληλες μεταξύ τους ταινίες. Το Α.Κ. 814 διακοσμείται με διαγραμμισμένα τρίγωνα στο σώμα και το Α.Κ. 281 με ενάλληλες γωνίες. Το Α.Κ. 305 φέρει μελανή ταινία 123 Στα Α.Κ. 221 και 380 είναι ορατά τα ίχνη του στιλβωτικού εργαλείου.

138 138 κάτω από το χείλος και στο σημείο μετάβασης από το σώμα το λαιμό, εκ της οποίας κρέμονται διαγραμμισμένα τρίγωνα. Σχήμα AVI Τύπος ΑVI 1 (πιν. 3.33, εικ.57) Φιάλη με τονισμένο λαιμό και ώμο Ο τύπος αυτός αντιπροσωπεύεται με δύο δείγματα από την φάση Ι της Κρύας και του Λιατοβουνίου (Α.Κ. 194 και 727, αντίστοιχα) και ένα δείγμα από τη φάση ΙΙ του Λιατοβουνίου (Α.Κ. 584). Το χείλος των Α.Κ. 194, 584 ανήκει στον τύπο VII1 ενώ του Α.Κ. 727 στον ΙΙ. Η διάμετρος του Α.Κ. 194 είναι 0.14μ. και του Α.Κ μ. Το Α.Κ. 727 δε διατηρεί τμήμα του χείλους, ώστε να μπορεί να προσδιοριστεί διάμετρος. Το πάχος των τοιχωμάτων και των τριών δειγμάτων είναι 0.005μ. Το χρώμα της αδρά λειασμένης επιφάνειας του Α.Κ. 194 είναι πορτοκαλέρυθρο ενώ των Α.Κ. 584 και 727, που καλύπτεται με επίχρισμα, καστανέρυθρο. Το Α.Κ. 584 φέρει εμπίεστη διακόσμηση στιγμών στο χείλος, κάτω από το χείλος και στο σημείο της μεγαλύτερης διαμέτρου του σώματος του αγγείου. Το Α.Κ. 194 αποδίδεται στην κεραμική κατηγορία 5, το Α.Κ. 584 στην 3 και το Α.Κ. 727 στην κατηγορία 4. Τύπος ΑVI 2 (πιν. 3.33, εικ.58) Κύπελλο με τονισμένο λαιμό και ώμο Τα δείγματα προέρχονται από τον κιβωτιόσχημο τάφο του Μαζαρακίου και το χώρο ΙΙ στη Δωδώνη. Στον τύπο εντάσσονται κύπελλα με σώμα σφαιρικό (Α.Μ.Ι. 3693, Δωδώνη: 593 και 594 Wardle 1972, fig.128) ή συμπιεσμένο (Α.Μ.Ι. 3302, Δωδώνη: 592, Wardle 1972, fig.128). Διαθέτουν όρθιο, κυλινδρικό λαιμό, που απολήγει σε ενιαίο (τύπος

139 139 ΙΙ), έξω νεύον (τύπος VII) ή στρογγυλεμένο χείλος (τύπος V) και λαβή κάθετη υπερυψωμένη (τύπος ΛΚΑIV, Α.Μ.Ι. 3693) ή απλή κάθετη (τύπος ΛΚΑΙ.1, Α.Μ.Ι. 3302). Η βάση ανήκει στον τύπο Β1 (Α.Μ.Ι. 3302, 3693). Έχει υποστηριχτεί ότι το κύπελλο με τονισμένο λαιμό και ώμο αποτελούσε απομίμηση του μυκηναϊκού λεβητοκυάθιου (Βοκοτοπούλου 1969, 201). Ελάχιστη διαφοροποίηση σημειώνεται στις τιμές του πάχους των τοιχωμάτων, του χείλους της διαμέτρου και του ύψους των κυπέλλων. Συγκεκριμένα, το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από μ., η διάμετρος του χείλους από μ. και το ύψος των σκευών από μ. Στο χρώμα της επιφάνειας κυριαρχούν οι τόνοι του ερυθρού και του σκούρου καστανού. Η εξωτερική, αδρά λειασμένη, επιφάνεια σε μια περίπτωση καλύπτεται από επίχρισμα (Α.Μ.Ι. 3693). Εντάσσονται στις κεραμικές κατηγορίες 3 και 5. Η διακόσμηση περιορίζεται στο σημείο μετάβασης από το σώμα στο λαιμό του αγγείου και συνίσταται σε δύο παραδείγματα από εμπίεστες στιγμές (Α.Μ.Ι. 3302, Δωδώνη: 593, Wardle 1972, fig.128) 124. Σχήμα ΑVII (πιν. 3.34, εικ.59) Κύλικα Δείγματα του σχήματος έχουν εντοπιστεί στην Κρύα (Φάσεις Ι και ΙΙ) 125, στην Καστρίτσα 126, στο χώρο ΙΙ στη Δωδώνη 127 και στην Επισκοπή Σερβιανών Ως προς τη διακόσμηση συναντά παράλληλα στην Κεφαλονιά (Μαρινάτος 1933, 84-84, 88, εικ. 30, 31 και 37) και στη Μακεδονία (Heurtley 1939, plate XXIIIa, F). 125 Στις τομές Ι, ΙΙΙ, V, VI και στο μάρτυρα μεταξύ των τομών ΙΙΙ και VI. Κυρίως στην τομή ΙΙΙ, στις πάσες Στην επίχωση των ανασκαφών του 1951 (10 όστρακα) και στην αποξηραντική τάφρο, Σουέρεφ 2001, Προέρχονται από το δυτικό τμήμα του ιερού και τις ανασκαφές του Δάκαρη και των συνεργατριών του. Συγκεκριμένα, από την επίχωση του Βουλευτηρίου (12 όστρακα), την επίχωση της στοάς του Βουλευτηρίου (9 όστρακα), την πάσα Δ4 της τάφρου Δ και το Πρυτανείο, Σουέρεφ 2001, 52.

140 140 Πρόκειται για υψίποδες κύλικες με βαθύ χοανοειδές σώμα, έσω νεύον χείλος (τύπος VIII) και δύο κάθετες ταινιωτές λαβές (τύπος ΛΚΚΙ), που εκφύονται από το χείλος και προσφύονται συνήθως στο σημείο μετάβασης από το σώμα στο στέλεχος 129. Τα επιμέρους τμήματα (σώμα, λαβές, στέλεχος) επικολλούνται μεταξύ τους και στη συνέχεια καλύπτονται με αραιό επίχρισμα. Η βάση είναι δισκοειδής (τύπος Β4), κοίλη στο εσωτερικό της. Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από μ. ενώ η διάμετρος του στελέχους από μ. Δεν παρουσιάζει, επομένως, η παράμετρος του μεγέθους σημαντικές διαφοροποιήσεις. Το χρώμα της εξωτερικής επιφάνειας εμφανίζει υψηλό βαθμό τυποποίησης, καθώς είναι στην πλειονότητα των περιπτώσεων πορτοκαλέρυθρο. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρούνται ίχνη επιχρίσματος (χρώματος καστανού και σπανιότερα ερυθρού) στις επιφάνειες [εσωτερική (Α.Κ. 247, 307) και εξωτερική (Α.Κ. 260, 306, 308, 309, 310, 311, 313, 526)] του σώματος και του ποδιού. Η χρήση επιχρίσματος στην εσωτερική επιφάνεια αποσκοπούσε στην ελάττωση της απορροφητικότητας των τοιχωμάτων. Αντιπροσωπεύεται με παραδείγματα σε δύο κεραμικές κατηγορίες την πορτοκαλέρυθρη και την αμαυρόχρωμη ΙΙ. Σε ορισμένες περιπτώσεις η εξωτερική επιφάνεια φέρει γραπτή αμαυρόχρωμη διακόσμηση. Η τελευταία εντοπίζεται στην περιοχή του σώματος και του ποδιού και συνίσταται από ενάλληλες γωνίες και οριζόντιες ταινίες καστανομέλανου χρώματος. Βαθιές κωνικές, τροχήλατες κύλικες με έσω νεύον χείλος προέρχονται από την Κεφαλλονιά (Λακκίθρα, Μεταξάτα, Μαρινάτος 1932, πιν.6, 12 Μαρινάτος 1933, 82, εικ.26, 32), την Ιθάκη (Αετός, Σπήλαιο Πόλης, Souyoudzoglou-Haywood 1999, 105), την Αιτωλία (Θέρμος, Παπαποστόλου 2003, 59, Αστακός, Benton Επίσης, από ένα παράδειγμα στις θέσεις Ροδοτόπι (Πλιάκου 2007, 97, πιν. 42 Ροδ-3) και Άγιοι Απόστολοι Πεδινής, (Πλιάκου 2007, πιν.43), καθώς και ένα από κατασχεθέν υλικό στα Ιωάννινα. 129 Στην κύλικα Α.Μ.Ι από το Βουλευτήριο της Δωδώνης η διαμόρφωση των λαβών είναι διαφορετική, καθώς πρόκειται για κάθετες λαβές κυκλικής διατομής, οι οποίες εκφύονται κάτω από το χείλος και προσφύονται στη βάση του σώματος.

141 141 39, 13, fig.1), τη δυτική Θεσσαλία (Εξάλοφος, Θεοχάρης 1968, , Φήκη, Μπάτζιου-Ευσταθίου 1984, 74-87), την Αχαΐα (Τείχος Δυμαίων, Μαστροκώστας 1965, πιν.175), την Ηλεία (Ολυμπία, Eder 2001, ), τη Μεσσηνία (Μάλθη, Νιχώρια, Coulson 1983, 69-70) και τον Άγιο Κωνσταντίνο Δήμητρας στα Γρεβενά (Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2008). Διαφέρουν από τις ηπειρωτικές στο ότι διαθέτουν συνήθως διογκωμένο ή διακοσμημένο με δακτυλίους στέλεχος. Χρονολογούνται στο τέλος της ΥΕΙΙΙΓ περιόδου και είναι εξαιρετικά διαδεδομένες στην περιοχή της δυτικής Ελλάδας (Kilian 1975, 32 Coulson 1983, 70 Papadopoulos 1995, 207). Σημειώνεται ότι τροχήλατες κύλικες αυτού του τύπου με διογκωμένο ολόβαφο στέλεχος εντοπίστηκαν στον οικισμό του Λιατοβουνίου (Α.Μ.Ι ), από όπου απουσιάζει η «ηπειρωτική παραλλαγή». Σχήμα ΑVIII Κανθαρόσχημο Τύπος AVIII 1 (πιν. 3.35, εικ.60) Με κυλινδρικό λαιμό Το σχήμα γνώρισε ευρεία εξάπλωση στην Ήπειρο με παραδείγματα από τις δύο φάσεις του οικισμού της Κρύας, τις τρεις φάσεις του Λιατοβουνίου, το χώρο Ι στη Δωδώνη, καθώς και τους τάφους του Νεοχωρόπουλου (Α.Μ.Ι. 4340), των Κάτω Πεδινών (Α.Μ.Ι. 5943) και της Κάτω Κόνιτσας (Α.Μ.Ι. 8715) 130. Το σώμα και ο λαιμός του αγγείου παρουσιάζουν στενή ομοιότητα με το αντίστοιχο του τύπου της φιάλης με τονισμένο λαιμό και ώμο. Το χείλος εμφανίζεται σε δύο παραλλαγές: ενιαίο (τύπος ΙΙ) και ελαφρά έξω νεύον (τύπος VII). Οι λαβές εντάσσονται στους τύπους ΛΚΑ Ι, ΛΚΑ IV, ΛΚΑ V και οι βάσεις στους Β1 και Β5. Στις τιμές του πάχους των τοιχωμάτων και της διαμέτρου του χείλους του αγγείου παρατηρείται μικρή απόκλιση, καθώς το πάχος των τοιχωμάτων 130 Πρόκειται για το δημοφιλέστερο σχήμα στα νεκροταφεία της Βίτσας, του Λιατοβουνίου και του Πωγωνίου, Βοκοτοπούλου 1986, Ντούζουγλη 1996, 22 Ανδρέου και Ανδρέου 1999, 81, 83.

142 142 κυμαίνεται από μ. και η διάμετρος από μ. Το ύψος των τριών αγγείων από τους τάφους, που σώζονται ολόκληρα είναι: 0.065μ.(Α.Μ.Ι. 4340), 0.18μ. (Α.Μ.Ι. 5943), 0.107μ. (Α.Μ.Ι. 8715). Δε σημειώνονται σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα δείγματα που προέρχονται από τις διαφορετικές φάσεις. Το χρώμα της εξωτερικής επιφάνειας παρουσιάζει σχετική διαφοροποίηση, καθώς κυμαίνεται από καστανό, ερυθρό έως μελανό. Σε ορισμένες περιπτώσεις (Α.Κ. 71, 72, 231, 455 και Α.Μ.Ι. 5943, 8715) η εξωτερική επιφάνεια είναι καλυμμένη με επίχρισμα. Σε μία περίπτωση (Α.Κ. 252) η εσωτερική επιφάνεια καλύπτεται με επίχρισμα, πιθανότατα προκειμένου να περιοριστεί η απορροφητικότητα των τοιχωμάτων. Δείγματά του απαντούν στις κεραμικές κατηγορίες 4, 5 και 6. Η διακόσμηση περιορίζεται στη χρήση αμαυρών μοτίβων (Α.Κ. 240, 268 και Α.Μ.Ι , 5943 και 8715). Ο λαιμός του κανθάρου Α.Κ. 240 διακοσμείται με κάθετες-παράλληλες μεταξύ τους γραμμές ενώ το σώμα του Α.Κ. 268 με μία τεθλασμένη. Κάτω από το χείλος του Α.Κ. 793 διατηρούνται ίχνη τεθλασμένης γραμμής. Ο κάνθαρος Α.Μ.Ι διακοσμείται σχεδόν ολόκληρος. Στο χείλος φέρει μία τεθλασμένη ταινία από τα άκρα της οποίας εκφύονται δύο κάθετες ταινίες, που την ενώνουν με δεύτερη τεθλασμένη στη βάση του λαιμού. Το σώμα του αγγείου καλύπτεται από κάθετα λογχοειδή και η ράχη των λαβών από δύο χιαστί τεμνόμενες γραμμές, οι οποίες πλαισιώνονται από οριζόντιες γραμμές απολήγουσες σε αγκιστροειδείς σπείρες. Παρόμοια διακόσμηση με τη διαφορά ότι στο χείλος φέρει οριζόντια ταινία, στη βάση του λαιμού δύο οριζόντιες-παράλληλες μεταξύ τους και στις λαβές κάθετες και οριζόντιες ταινίες απαντά στο Α.Μ.Ι από 131 Εντοπίστηκε μεταξύ των στρώσεων Α2 και Α3 της περιοχής ανατολικά του καμπύλου κτίσματος στη στοά του Βουλευτηρίου (Ε2), στο ύψος των θεμελίων του οικοδομήματος. Δύο ακόμη τμήματα κανθάρου με κυλινδρικό λαιμό, διακοσμημένα με αμαυρόχρωμα κοσμήματα προέρχονται από τη βορειοανατολική γωνία του Πρυτανείου (Ο), Δάκαρης 1985, πιν.10.

143 143 τα Κάτω Πεδινά 132. Το Α.Μ.Ι διακοσμείται με μία κροσσωτή ταινία στο χείλος και σειρά διχτυωτών τριγώνων στο σώμα του αγγείου. Τύπος AVIII 2 (πιν. 3.36, εικ.61) Χωρίς λαιμό Τα περισσότερα παραδείγματα προέρχονται από τις ανασκαφές του Ευαγγελίδη στη Δωδώνη (χώρος Ι) αλλά και από την Κρύα (Φάση ΙΙ) και το Λιατοβούνι (Φάση ΙΙ) 133. Η διαφορά του τύπου αυτού από τον προηγούμενο έγκειται στο ότι τα αγγεία δε διαθέτουν λαιμό. Το χείλος είναι έξω νεύον (τύπος VII.1), οι λαβές κάθετες, ταινιωτές, υπερυψωμένες (ΛΚΑ IV) και η βάση επίπεδη (Β1) ή αποστρογγυλεμένη (Β5). Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από μ. και η διάμετρος από μ. Το χρώμα της επιφάνειας περιορίζεται στους τόνους του τεφρού, καστανού και ερυθρού. Η εξωτερική επιφάνεια καλύπτεται συνήθως με επίχρισμα. Σε μία είναι στιλβωμένη (Α.Κ. 827). Αποδίδονται στις κεραμικές κατηγορίες 1 και 6. Συχνά φέρουν πλαστική διακόσμηση ενώ σε δύο περιπτώσεις αμαυρή (Α.Κ. 319, 431). Η πλαστική διακόσμηση συνίσταται, συνήθως, από σειρά κομβίων-αποφύσεων στο ύψος της πρόσφυσης των λαβών στο σώμα των αγγείων (Κατηγορία Ζ, Α.Μ.Ι. 286α, γ, 287β, 3618) ενώ σε μία περίπτωση από ομόκεντρα ημικύκλια (Κατηγορία ΣΤ, Α.Μ.Ι. 286β) 134 και σε μία δεύτερη από ένα σταυρό (Κατηγορία ΣΤ, Α.Μ.Ι. 287α). Το 132 Παρόμοιου σχήματος κάνθαρος, χωρίς όμως διακόσμηση, προέρχεται από τον τάφο 5 του τύμβου Α στην Παλιουριά Πωγωνίου (Α.Μ.Ι. 9231, μέσα 11 ου αι. π.χ.), Ανδρέου 1980, 'Ενα παράδειγμα προέρχεται από την Οξυά Κόνιτσας. Ο κάνθαρος έφερε διακόσμηση κρεμαστών διαγραμμισμένων τριγώνων, Βοκοτοπούλου 1972β, Το μοτίβο έχει ερμηνευτεί από τον Hoddinott (1981, 57, fig.4) ως στυλιζαρισμένη παραλλαγή του διακοσμητικού θέματος των κεράτων, το οποίο περιβαλλόταν με αποτροπαική σημασία. Παρόμοια διακόσμηση σε κύπελλο της Μέσης Εποχής του Χαλκού από τον τάφο S8 στον Σκάρο της Λευκάδας (Kilian-Dirlmeier 2005,51, tafel 47.1).

144 144 Α.Κ. 319 φέρει στο χείλος τεθλασμένη ταινία από τα άκρα της οποίας εκφύονται δύο κάθετες ταινίες, που την ενώνουν με δεύτερη τεθλασμένη. Το σώμα του διακοσμείται με κάθετα λογχοειδή και η λαβή με χιαστί τεμνόμενες γραμμές που απολήγουν σε αγκιστροειδείς σπείρες. 3. ΜΑΓΕΙΡΙΚΑ ΣΚΕΥΗ Σχήμα ΜΙ (πιν. 3.37, εικ.62) Ταψί Τα δείγματα προέρχονται από την Κρύα (Φάση Ι, Α.Κ. 99, 113) και τις φάσεις Ι και ΙΙ του Λιατοβουνίου (Α.Κ. 426, 484, 487, 496, 520, 553, 738, 742). Το σκεύος έχει κάθετα τοιχώματα, ενιαίο (τύπος ΙΙ) και επίπεδο (τύπος ΙΙΙ) χείλος, επίπεδη βάση με τραχεία επιφάνεια έδρασης (τύποι Β1, Β2) και κάθετη (ΛΚΑ IV, Α.Κ. 742) ή οριζόντια (ΛΚΑ ΟΙΙ, Α.Κ. 496) τοξωτή λαβή. Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από μ. και η διάμετρος της βάσης από μ. Δε σημειώνονται σημαντικές διαφοροποιήσεις στο σχήμα από τη φάση Ι στη φάση ΙΙ των οικισμών. Το χρώμα της επιφάνειας κυμαίνεται από ερυθρό έως καστανέρυθρο, ενδεικτικό των μεικτών συνθηκών όπτησης. Σε μία μόνο περίπτωση (Α.Κ. 99) σημειώνεται διαφοροποίηση του χρώματος της κεραμικής ύλης από εκείνο των επιφανειών. Η εξωτερική επιφάνεια είναι αδρά λειασμένη και στις περισσότερες περιπτώσεις καλύπτεται από καστανέρυθρο επίχρισμα. Στα Α.Κ. 520, 742 διακρίνονται υπολείμματα επιχρίσματος και στην εσωτερική επιφάνεια ενώ το Α.Κ. 484 παρουσιάζει «ραγίσματα» στην εξωτερική επιφάνεια, που οφείλονται πιθανότατα στην επίδραση της φωτιάς. Σε ένα μάλιστα παράδειγμα (Α.Κ. 99) η επιφάνεια έδρασης της βάσης φέρει ίχνη καύσης από την επαφή της με τη φωτιά. Αποδίδονται στις κεραμικές κατηγορίες 3, 4, 5. Το Α.Κ. 553 διακοσμείται με εμπιέσεις στο σώμα.

145 145 Σχήμα ΜΙΙ (πιν. 3.38, εικ.63) Πύραυνος Από την κεντρική Ήπειρο διασώζονται δέκα συνολικά παραδείγματα, οχτώ από την Κρύα (Φάσεις Ι και ΙΙ) (Α.Κ. 11, 12, 13, 17, 90, 93, 111, 211), ένα από το Λιατοβούνι (Φάση ΙΙ) (Α.Κ. 386) και ένα από τη Βίτσα (Α.Μ.Ι. 5403) 135. Με τον όρο πύραυνος έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται ένα σύνθετο, χειροποίητο μαγειρικό αγγείο, που αποτελείται από ένα σκεύος και μια υψηλή βάση. Οι πύραυνοι χρησίμευαν ως φορητές εστίες (Hochstetter 1984, 156). Η βάση (διαφορετική από εκείνη του σκεύους) φέρει περιμετρικά στα τοιχώματά της οπές εξαερισμού, καθώς και ένα μεγάλο τοξωτό άνοιγμα για την τοποθέτηση της καύσιμης ύλης. Τα δύο τμήματα του αγγείου ενώνονται στο ύψος της κοιλιάς του σκεύους. Το κατώτερο τμήμα (βάση) είναι ψηλότερο για να μπορεί να σταθεί το αγγείο. Το γεγονός ότι σπάνια διατηρείται ικανό τμήμα τους, οδηγεί στην υποθετική αποκατάστασή τους βάσει σύγχρονων παραλλήλων από γειτονικές περιοχές. Οι πύραυνοι ήταν ένα σκεύος συνηθισμένο στην κεραμική παραγωγή της κεντρικής Μακεδονίας κατά την Ύστερη Εποχή Χαλκού (Καστανάς, Άσσηρος, Όλυνθος, Τούμπα, Αγγελοχώρι, Αρχοντικό, Άψαλος, Λιμνότοπος). Φαίνεται ότι αντλούσε τα πρότυπα του από τους πυραύνους της περιοχής του Δούναβη (Horejs 2007, 153). Το σχήμα επιχωρίαζε στην κεντρική Ευρώπη και στα νότια Βαλκάνια 136. Η Hochstetter (1984, , abb.43) μελετώντας το υλικό από τον Καστανά διέκρινε τους πυραύνους σε έξι τύπους: με σκεύος σε σχήμα δοχείου, με σφαιρικό σκεύος, με σκεύος με στενό στόμιο, με σιγμοειδές σκεύος, με ευρύστομο σκεύος και με σφαιρικό σκεύος και κυλινδρικό λαιμό. Τα περισσότερα θραύσματα - πλην τριών (Α.Κ. 93,111, 211) - προέρχονται από τη βάση του πυραύνου, ενώ μόνο ένα θραύσμα (Α.Κ. 90) διατηρεί τμήμα της επίπεδης βάσης του σκεύους από το οποίο εκφυόταν κάθετη ταινιωτή λαβή. Οι 135 Βλ. πρλ. από Várdina, Heutley 1939, 234, nr Για τη γεωγραφική εξάπλωση του σχήματος βλ. χάρτη Horejs 2007, 152, abb.97.

146 146 ηπειρωτικοί πύραυνοι μπορούν να ενταχθούν σε τρεις τύπους, βάσει του χείλους της βάσης τους: με σιγμοειδές περίγραμμα (Α.Κ. 11, 13), κυλινδρικού (Α.Κ. 12) και κωνικού σχήματος (Α.Κ. 17). Σε μία περίπτωση (Α.Κ. 17) το περιχείλωμα της βάσης διακοσμείται με σειρά κάθετων, ρηχών εγχαράξεων. Η απουσία δειγμάτων από το ανώτερο τμήμα των αγγείων οφείλεται πιθανότατα στο γεγονός ότι παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με το αντίστοιχο των πίθων με αποτέλεσμα η διάκριση να είναι δύσκολη. Ένα θραύσμα (Α.Κ. 111) διασώζει οριζόντια τοξωτή κυκλικής διατομής λαβή, η οποία διευκόλυνε τη μεταφορά του σκεύους. Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από μ. Η εξωτερική επιφάνεια, χρώματος καστανού έως τεφρού, είναι αδρά λειασμένη. Εντάσσονται στην κεραμική κατηγορία 4. Σε μία περίπτωση διατηρεί ίχνη ερυθρού επιχρίσματος (Α.Κ. 17) ενώ σε δύο άλλες (Α.Κ. 11, 13) διακρίνονται έντονα τα ίχνη του λειαντικού εργαλείου. Επίσης, σε ένα παράδειγμα (Α.Κ. 13) η επιφάνεια φέρει «νέφη όπτησης», που οφείλονται στην επαφή του σκεύους με τη φωτιά. Η εσωτερική επιφάνεια δε φέρει καμία επεξεργασία και συχνά είναι ορατά τα ίχνη των δαχτύλων του κεραμέα. Η κεραμική ύλη είναι χονδρόκοκκη (Α.Κ. 93,111, 211). Σχήμα ΜΙΙΙ (πιν. 3.39, εικ.64) Τριποδική χύτρα Τα δείγματα προέρχονται από την Κρύα (Φάση ΙΙ) και την Καστρίτσα 137. Πληροφορίες για την κάτω ζώνη του αγγείου παρέχει μόνο ένα από τα σωζόμενα τρία παραδείγματα (Α.Κ. 18). Το σκεύος διαθέτει σφαιρικό σώμα και επίπεδη βάση από την οποία εκφύονται τα τρία πόδια του σκεύους. Το στέλεχος Α.Κ. 18 από την Κρύα έχει ελλειψοειδή διατομή, το Α.Κ. 82 είναι πυραμιδόσχημο ενώ το Α.Κ. 800 από την Καστρίτσα έχει ημικυκλική διατομή. 137 Τμήματα ποδιών, πιθανότατα από τριποδικές χύτρες, εντοπίστηκαν και κατά τις ανασκαφές του Δάκαρη στην περιοχή του Βουλευτηρίου.

147 147 Η διάμετρος του στελέχους κυμαίνεται από μ. και το πάχος των τοιχωμάτων της χύτρας στη μία περίπτωση (Α.Κ. 18), που διατηρούνται, είναι 0.009μ. Το χρώμα της αδρά λειασμένης επιφάνειας είναι ερυθρό ως καστανό. Σε μία περίπτωση (Α.Κ. 18), η εξωτερική καστανέρυθρη επιφάνεια είναι καλυμμένη με επίχρισμα. Στο ίδιο αγγείο, το κάτω ήμισυ της εξωτερικής επιφάνειας είναι μαυρισμένο από την επαφή του με τη φωτιά. Στην εσωτερική επιφάνεια διακρίνονται οπές, οι οποίες δημιουργήθηκαν σκόπιμα ίσως για την καλύτερη διοχέτευση της θερμότητας. Τα δείγματα ανήκουν στις κεραμικές κατηγορίες 1 και 4. Το Α.Κ. 18 φέρει πλαστική διακόσμηση αποτελούμενη από πλαστικά δισκάρια στο σώμα. Σχήμα ΜΙV Ηθμός Ένα δείγμα ηθμού προέρχεται από τη φάση ΙΙ του οικισμού του Λιατοβουνίου (Α.Κ. 459) και ένα τμήμα βάσης από το χώρο ΙΙ στη Δωδώνη (568, Wardle 1972, fig. 127). Το πάχος των τοιχωμάτων του Α.Κ. 459 είναι 0.15μ. και η διάμετρος της οπής και στα δύο παραδείγματα 0.01μ. Η διάμετρος της βάσης του παραδείγματος από τη Δωδώνη είναι 0.05μ. Το χρώμα της εξωτερικής επιφάνειας, η οποία καλύπτεται με επίχρισμα, είναι πορτοκαλέρυθρο. Στο Α.Κ. 459 είναι ορατά τα ίχνη του λειαντικού εργαλείου. Εντάσσονται στην κεραμική κατηγορία 5.

148 ΑΠΟΘΗΚΕΥΤΙΚΑ ΣΚΕΥΗ Σχήμα ΑΠΙ (πιν. 3.40, εικ.65) Πίθος 138 Το σχήμα δε φαίνεται να παρουσιάζει έντονες διαφοροποιήσεις (ευρύστομα αγγεία με ωοειδές σώμα). Πίθοι αυτού του σχήματος χρησίμευαν για μικρής διάρκειας αποθήκευση (Rice 1987, 241). Μπορoύν, ωστόσο, να διακριθούν σε τρεις τύπους με κριτήριο τη μορφή της βάσης του. Τύπος ΑΠΙ1 Με οξυπύθμενη βάση Τα δείγματα του τύπου αυτού προέρχονται από τον ανατολικό τομέα του οικισμού της Κρύας (Φάση ΙΙ), τη Βίτσα Ζαγορίου (ΑΜΙ 6905), την Επισκοπή Σερβιανών και το χώρο ΙΙ στη Δωδώνη 139. Οι πίθοι έχουν ψηλό ωοειδές σώμα, χείλος έξω νεύον-επίπεδο στην άνω επιφάνεια (τύπος Ι.3) και απολήγουν σε οξύ έμβολο με επίπεδη επιφάνεια έδρασης, φθαρμένη από την τριβή με την επιφάνεια του εδάφους. Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από μ., η διάμετρος και το ύψος του ποδιού από μ. και από μ. αντίστοιχα. Η εξωτερική επιφάνεια φέρει καστανέρυθρο επίχρισμα. Η εσωτερική επιφάνεια είναι αδρή. Ενίοτε, διακρίνονται σαφώς τα ίχνη των δαχτύλων του κεραμέα και σε τρεις περιπτώσεις (Α.Κ. 614, 633, 647) είναι επιχρισμένη με ένα καστανομέλανο υλικό. Πιθανότατα, να πρόκειται για τα οργανικά υπολείμματα των τροφίμων, που φυλάσσονταν στο εσωτερικό των πίθων. Στον πίθο Α.Κ. 647, η ίδια ουσία διακρίνεται και στην επιφάνεια έδρασης του εμβόλου. 138 Μεγάλος αριθμός οστράκων διακοσμημένων με επίθετες ταινίες με εμπίεστες στρογγυλού σχήματος κοιλότητες ή εγχαράξεις (κάθετες ή λοξές) και κομβιόσχημες αποφύσεις προέρχεται από το Λιατοβούνι, τον οικισμό και τις επιχώσεις των τάφων της Βίτσας, Βοκοτοπούλου 1986, , σχεδ.57α, 58α-ε και 59 α-γ. 139 Σημαντική ποσότητα οξυπύθμενων βάσεων έχει συγκεντρωθεί από τις ανασκαφές ανατολικά του Βουλευτηρίου (1968).

149 149 Εντάσσονται στις κεραμικές κατηγορίες 1 και 4. Σε ορισμένες περιπτώσεις φέρουν πλαστική διακόσμηση. Το σώμα ενός πίθου διακοσμείται με ελλειψοειδή δισκάρια (Α.Κ. 350) ενώ σε δύο παραδείγματα το έμβολο και το σημείο μετάβασης από το σώμα στο έμβολο του πίθου φέρουν πλαστικές ελλειψοειδείς εμπιέσεις (Α.Κ. 614, 633, Επισκοπή). Επιπροσθέτως οριζόντιες αυλακιές, που δημιουργήθηκαν πιθανότατα από τη χρήση σχοινιού για τη στήριξη των πίθων σε κάθετη θέση, υπάρχουν στην επιφάνεια έδρασης δύο παραδειγμάτων (Α.Κ. 368, 511). Τύπος ΑΠΙ2 Με κωνικό πόδι Δύο παραδείγματα σώζονται από την Κρύα (Φάση ΙΙ, Α.Κ. 522, 571) 140. Το σώμα των πίθων είναι ωοειδές, το χείλος επίπεδο στην άνω επιφάνεια (τύπος Ι.3) και η βάση κωνική με επίπεδη επιφάνεια έδρασης. Το πάχος των τοιχωμάτων είναι και στις δύο περιπτώσεις 0.015μ., η διάμετρος του ποδιού στο ένα παράδειγμα 0.078μ. (Α.Κ. 522) και στο άλλο 0.052μ. (Α.Κ. 571) και το ύψος του ποδιού 0.032μ. και 0.023μ. αντίστοιχα. Η εσωτερική επιφάνεια είναι καλυμμένη με επίχρισμα και η εξωτερική, ερυθρού χρώματος, αδρή με έντονα τα ίχνη του λειαντικού εργαλείου. Αποδίδονται στην κεραμική κατηγορία 4 και είναι ακόσμητα. Τύπος ΑΠΙ3 Με επίπεδη βάση Οι πίθοι του τύπου αυτού προέρχονται από την Κρύα (Φάση ΙΙ, Α.Κ. 413) και το Λιατοβούνι (Φάσεις Ι και ΙΙ, Α.Κ. 651, 679 και 743). 140 Παρόμοιες κωνικές βάσεις, που πιθανότατα προέρχονται από πίθους, απεικονίζονται από τον Ευαγγελίδη (1935, πιν.7).

150 150 Στον τρίτο τύπο εντάσσονται πίθοι με επίπεδη βάση και τραχεία επιφάνεια έδρασης. Σε μία περίπτωση διατηρείται και η λαβή, η οποία είναι του τύπου ΛΟΙΙ. Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από μ. και η διάμετρος της βάσης από μ. Η εξωτερική επιφάνεια τους φέρει επίχρισμα, στο οποίο παρατηρούνται «ραγίσματα» κατά τόπους. Σημειώνεται, επίσης, ότι η εξωτερική επιφάνεια του πίθου (Α.Κ. 413) είναι μελανού χρώματος σε αντίθεση με των υπόλοιπων πιθαριών, που είναι ερυθρή. Στην εσωτερική επιφάνεια διατηρούνται έντονα τα ίχνη του λειαντικού εργαλείου. Αποδίδονται στις κεραμικές κατηγορίες 1 και 4. Ένα παράδειγμα φέρει πλαστική διακόσμηση συνιστάμενη από έξεργη ταινία με τρεις οριζόντιες σειρές κυκλικών εμπιέσεων (Κατηγορία Δ, Α.Κ.651) 141. Σχήμα ΑΠΙΙ (πιν. 3.41, εικ.66) Πιθοειδές Παραδείγματα του σχήματος έχουν εντοπιστεί στο Λιατοβούνι (Φάσεις Ι, ΙΙ και ΙΙΙ) και στην Καστρίτσα. Το σκεύος διαθέτει συνήθως σφαιρικό σώμα με επίπεδη (τύπος Β1) ή σε μία περίπτωση δισκοειδή βάση (τύπος Β4, Α.Κ. 616). Το χείλος είναι των τύπων Ι και ΙΙΙ και η λαβή κάθετη, ταινιωτή ελλειψοειδής διατομής (ΛΚΚΙ) και ταινιωτή τετράγωνης διατομής (ΛΚΚΙΙ). Σε ορισμένες περιπτώσεις αντί λαβής το αγγείο είναι εξοπλισμένο με πεταλόσχημη απόφυση (ΑΠΑIV, Α.Κ. 499, 503). Τα τοιχώματα των αγγείων είναι σχετικά μεγάλου πάχους, καθώς κυμαίνονται από 0.01 έως 0.022μ. Το χρώμα των επιφανειών περιορίζεται στους τόνους του ερυθρού, πορτοκαλέρυθρου. Η εξωτερική επιφάνεια είναι αδρά λειασμένη και στις 141 Το ίδιο διακοσμητικό μοτίβο απαντά και σε όστρακό πιθοειδούς με πορτοκαλέρυθρη επιφάνεια από την Οξυά Κονίτσης.

151 151 περισσότερες περιπτώσεις καλύπτεται με επίχρισμα. Η εσωτερική επιφάνεια καλύπτεται ενίοτε με επίχρισμα, στο οποίο παρατηρούνται «ραγίσματα» κατά τόπους. Τα δείγματα ανήκουν στις κεραμικές κατηγορίες 1, 3, 4, 5, 6 και 7. Συχνά η εξωτερική επιφάνεια φέρει πλαστική διακόσμηση αποτελούμενη από πλαστικές ταινίες οριζόντιες και κάθετες με εμπιέσεις (Κατηγορία Δ, Α.Κ. 493, 612, 803, Α.Μ.Ι. 8589) ή εγχαράξεις και δισκάρια (Κατηγορία Β, Α.Κ. 391, 612). Σε μία περίπτωση η ακμή του χείλους διακοσμείται με ελλειψοειδείς εμπιέσεις (Α.Κ. 599). Δύο αγγεία έχουν αμαυρόχρωμη διακόσμηση. Στο Α.Κ. 809 το χείλος φέρει εσωτερικά και εξωτερικά αμαυρή διακόσμηση κάθετων-παράλληλων μεταξύ τους γραμμών, ενώ στο Α.Κ. 283 το ίδιο μοτίβο απαντά στην άνω επιφάνεια του περιχειλώματος.

152 152 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Α. Το ζήτημα της οργάνωσης της κεραμικής παραγωγής στη χειροποίητη κεραμική της κεντρικής Ηπείρου ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σε συνέχεια των προηγούμενων κεφαλαίων, όπου καθορίστηκαν οι τύποι και οι κεραμικές κατηγορίες των αγγείων, στο παρόν κεφάλαιο επιχειρείται η σκιαγράφηση της οργάνωσης της κεραμικής παραγωγής, που έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης πολλών ερευνητών (Rice 1981 Κωτσάκης 1983 van der Leeuw 1984 Rice 1991 Costin 1991 Vitelli 1993 Κυριατζή 2000). Η κεραμική παραγωγή για σημαντικό χρονικό διάστημα είχε ταυτιστεί με την εξειδίκευση και είχε αντιμετωπιστεί ως μία καθαρά οικονομική διαδικασία διεπόμενη από μία σειρά περιορισμών όπως η εποχικότητα, η διαθεσιμότητα των τοπικών πηγών πρώτης ύλης και το κανονιστικό πλαίσιο διακίνησης και κατανάλωσης των αγαθών, (Loney 2000, 655). Ωστόσο, είναι αδύνατο να ερμηνευτεί αποκλειστικά με οικονομικούς όρους, καθώς, ως τεχνολογική πράξη, αποτελεί ταυτόχρονα κοινωνική δραστηριότητα και έκφραση. Τα προϊόντα της ενσωματώνουν τις παραδόσεις και τις επιλογές των παραγωγών και των χρηστών της ενώ αντανακλούν κοινωνικές σχέσεις σε διαφορετικά επίπεδα: μεταξύ των κεραμέων, μεταξύ των κεραμέων και των χρηστών και μεταξύ των χρηστών (Tsetlin 2005, 289). Ο συνηθέστερος τρόπος εξαγωγής συμπερασμάτων για τον τρόπο, που ήταν οργανωμένη η κεραμική παραγωγή, στηριζόταν στη μελέτη των καταλοίπων των χώρων, όπου λάμβανε χώρα. Ο Κωτσάκης (1983, 217) χαρακτήρισε τη μέθοδο «εξωτερική» και αντιπρότεινε ως αποτελεσματικότερη την καταγραφή της κεραμικής διαφοροποίησης (τεχνολογία κατασκευής, σχήμα, διακόσμηση).

153 153 Έχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, η παρουσίαση της οργάνωσης της κεραμικής παραγωγής στην κεντρική Ήπειρο κατά την Εποχή του Χαλκού - Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου θα βασιστεί αναγκαστικά 142 στις παραμέτρους της τυποποίησης, της επένδυσης εργασίας και της δεξιοτεχνίας (βλ. και Εισαγωγή, Costin and Hagstrum 1995, ), όπως προκύπτουν από τη μελέτη των δεδομένων από τους οικισμούς της Κρύας και του Λιατοβουνίου. Στόχος της παρουσίασης δεν είναι η απόδειξη της ύπαρξης ή μη εξειδικευμένης παραγωγής, καθώς τα σύνολα υπό εξέταση έχουν μεγάλη χρονική διάρκεια, αλλά η αναζήτηση της ύπαρξης ή μη κεραμικών παραδόσεων. Η τυποποίηση θα αναλυθεί ως προς το σχήμα, την κεραμική ύλη, την τεχνολογία κατασκευής και τις διακοσμητικές μεθόδους. Επισημαίνεται ότι τα στοιχεία που παρατίθενται είναι σχετικά, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις ο αριθμός των αγγείων που εντάσσονται σε έναν τύπο είναι μικρός. Α. Τυποποίηση Η τυποποίηση εκλαμβάνεται συχνά ως συνώνυμο της έλλειψης ποικιλομορφίας και ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της εντατικοποίησης της παραγωγής σε συνδυασμό με τη συμμετοχή στην παραγωγή μικρού αριθμού ατόμων (Costin and Hagstrum 1995, 619). Ωστόσο, εκ των πραγμάτων, στον τομέα της κεραμικής, η ύπαρξη διαφορετικών μεταξύ τους τύπων αγγείων είναι αναπόφευκτη, καθώς συνδέεται με την ικανοποίηση των διαφορετικών αναγκών των ανθρώπων (αποθήκευση, μεταφορά, προετοιμασία, προσφορά και κατανάλωση στερεών και υγρών ουσιών). Οι επιμέρους διαφορές, που σημειώνονται στους τύπους του χείλους, των λαβών, των αποφύσεων και των βάσεων υπόκεινται στις προσωπικές επιλογές εκάστου κεραμέα. Στην ίδια λογική της συνειδητής επιλογής εκ μέρους του παραγωγού εντάσσονται και οι αποκλίσεις ή ομοιότητες στα τεχνολογικά και στιλιστικά χαρακτηριστικά των σκευών. Πρόκειται, επομένως, για παραμέτρους, οι οποίες σχετίζονται με τη χρήση των αγγείων και δεν επηρεάζουν άμεσα τον 142 Αναγκαστικά, καθώς δεν έχουν εντοπιστεί, στους μέχρι σήμερα ανασκαμμένους οικισμούς, χώροι, όπου λάμβανε χώρα η κεραμική παραγωγή.

154 154 τρόπο οργάνωσης της παραγωγής (σκόπιμη τυποποίηση). Αντίθετα, η ομοιογένεια, που σημειώνεται στην επιλογή των πρώτων υλών, του χρώματος και της υφής της εξωτερικής επιφάνειας, του μέγεθους των διακοσμητικών μοτίβων και των σχημάτων, καθώς και της μορφολογίας συγκεκριμένων τύπων αγγείων, αποτελεί χαρακτηριστικό της μηχανικής τυποποίησης (Costin and Hagstrum 1995, 622). Η τελευταία έχει συνδεθεί με τη γεωγραφική συγκέντρωση των παραγωγών σε μία θέση, καθώς τους έδινε τη δυνατότητα να μοιράζονται τις ίδιες πηγές πρώτης ύλης και τις ίδιες εγκαταστάσεις, να ανταλλάσουν εργαλεία και γνώσεις και να έχουν πρόσβαση ο ένας στα προϊόντα του άλλου (Costin and Hagstrum 1995, 624). Αντανακλά, επομένως, στοιχεία μαζικής και εντατικοποιημένης παραγωγής. Ι.1. Η τυποποίηση στα σχήματα των αγγείων Τα αγγεία ως δημιουργήματα ανθρώπων, που ζουν και δρουν σε διαφορετικά περιβάλλοντα, ενσωματώνουν τις ιδέες, τα πιστεύω και τις αρχές μίας συγκεκριμένης κάθε φορά ομάδας (Dobres 2000, 96-97). Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο ίδιος τύπος αγγείου να εμφανίζει διαφορετικά χαρακτηριστικά από περιοχή σε περιοχή και από εποχή σε εποχή. Οι διαφοροποιήσεις, που σημειώνονται, στο σχήμα ενός σκεύους έχουν προσδιοριστεί, όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή, με τον όρο τεχνολογικό στιλ (Lechtmann 2006). Το ρεπερτόριο των σχημάτων τόσο στην Εποχή του Χαλκού όσο και στην Εποχή του Σιδήρου παρουσιάζει σχετική ποικιλομορφία, η οποία οφείλεται πιθανότατα στο γεγονός ότι τα σκεύη εξυπηρετούσαν ένα ευρύ φάσμα χρήσεων. Οι μετρήσεις των επιμέρους χαρακτηριστικών των σκευών στηρίχτηκαν κυρίως στις μεταβλητές της διαμέτρου του χείλους και του πάχους των τοιχωμάτων των διαγνωστικών οστράκων, που συμπεριλήφθηκαν στη βάση δεδομένων, λόγω της αποσπασματικής κατάστασης του υπό εξέταση κεραμικού υλικού. Αναλυτικότερα, τα σχήματα των αγγείων παρουσιάζουν την εξής εικόνα:

155 155 Η σχετικά μεγάλη διαφοροποίηση στη διαμόρφωση του χείλους σε συνδυασμό με το εύρος των τιμών του πάχους των τοιχωμάτων και της διαμέτρου του χείλους των ευρύστομων αγγείων με λαιμό διαμέτρου μικρότερης του χείλους (KΙ 1) είναι ενδεικτικά της απουσίας σκόπιμης και μηχανικής τυποποίησης (πιν.4.1, 2 και 3). Γεγονός που ενισχύεται και από την ευρύτητα των χρωματικών τόνων της εξωτερικής επιφάνειας των σκευών (πιν.4.4). Από μικρότερη ποικιλία χαρακτηρίζεται η επεξεργασία της επιφάνειας (πιν.4.5). Η απόκλιση των τιμών του μεγέθους απορρέει πιθανότατα από την πρόθεση των παραγωγών να κατασκευάσουν δοχεία με διαφορετική χωρητικότητα, που θα ικανοποιούσαν τις διαφορετικές ανάγκες του πληθυσμού. Με εξαίρεση τη σημαντική διαφοροποίηση στις τιμές του πάχους των τοιχωμάτων (πιν.4.6) και της διαμέτρου του χείλους (πιν.4.7), τα ευρύστομα αγγεία με σιγμοειδές περίγραμμα (ΚΙ 2) χαρακτηρίζονται από σκόπιμη τυποποίηση στα μορφολογικά και τεχνολογικά χαρακτηριστικά τους (πιν.4.8). Πρόκειται για μία κατηγορία σκευών, που προοριζόταν για την ικανοποίηση συγκεκριμένων διαχρονικών αναγκών (προετοιμασία και αποθήκευση τροφής). Τα ευρύστομα αγγεία με κάθετα τοιχώματα (ΚΙΙ) χαρακτηρίζονται από τυποποίηση στα επιμέρους χαρακτηριστικά τους (πιν.4.9, 10). Σχετική, ωστόσο, διαφοροποίηση παρατηρείται στο σχηματισμό του χείλους (πιν.4.11), γεγονός που ίσως αντικατοπτρίζει προσωπικές επιλογές των κατασκευαστών και δεν επηρεάζει τη χρήση των σκευών. Η διαμόρφωση του στομίου και του χείλους του τύπου των κλειστών σφαιρικών αγγείων με έξω νεύον στόμιο (ΚΙΙΙ 1) παρουσιάζει μικρή ποικιλομορφία (πιν.4.12) και το ίδιο παρατηρείται και στο χρώμα της επιφάνειας τους (πιν.4.13). Στους αμφορίσκους (ΚΙΙΙ 2), ως προς τη διαμόρφωση των μορφολογικών χαρακτηριστικών και του μεγέθους σημειώνεται έντονη τυποποίηση. Σχετική διαφοροποίηση παρατηρείται στη διακόσμηση τους, η οποία ίσως σχετίζεται με

156 156 τη συμμετοχή τους σε πρακτικές κατανάλωσης με ιδιαίτερο περιεχόμενο (εορταστικές εκδηλώσεις). Το σχήμα της πρόχου (ΚV) παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία ως προς τη διαμόρφωση του στομίου (πιν.4.14). Στις λοξότμητες (ΚV 3) και ραμφόστομες πρόχους (ΚV 4) παρατηρείται μικρός βαθμός διαφοροποίησης στα μορφολογικά και τεχνολογικά χαρακτηριστικά, γεγονός που υποδηλώνει σκόπιμη τυποποίηση. Στις πρόχους με κυλινδρικό λαιμό (ΚV 5) τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά των σκευών είναι έντονα τυποποιημένα και παρουσιάζουν μικρές αποκλίσεις, οι οποίες οφείλονται πιθανότατα στις επιλογές των διαφορετικών κεραμέων, που τα κατασκεύασαν. Σημαντική διαφοροποίηση σημειώνεται στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των αμφορέων (ΚVI) και κυρίως στη διαμόρφωση του χείλους (πιν.4.15) και των λαβών (πιν.4.16). Το γεγονός αυτό, όμως, δεν επηρεάζει τη χρήση τους αλλά αντικατοπτρίζει πιθανότατα την ιδιοσυγκρασία του κεραμέα. Παράλληλα, μεγάλη απόκλιση παρατηρείται στις τιμές των μεγεθών της διαμέτρου του χείλους και του πάχους των τοιχωμάτων. Όσον αφορά στις παραμέτρους του χρώματος και της επεξεργασίας της εξωτερικής επιφάνειας αναγνωρίζεται, επίσης, έλλειψη τυποποίησης. Ο τύπος της φιάλης παρουσιάζει μεγάλη διαφοροποίηση ως προς το σχήμα του σώματος. Στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των ημισφαιρικών φιάλων (AI 1) σημειώνεται σημαντική διαφοροποίηση στη διαμόρφωση του χείλους (πιν.4.17) και στον τύπο της λαβής (πιν.4.18). Ίδια είναι η εικόνα και όσον αφορά στις παραμέτρους του μεγέθους (πιν.4.19, 20), του χρώματος (πιν.4.21) και της επεξεργασίας της επιφάνειας (πιν.4.22). Το γεγονός, ότι το σκεύος της ημισφαιρικής φιάλης αποτελεί ένα διαχρονικό αγγείο, που συνδέεται με την προσφορά και την κατανάλωση της τροφής, είναι δυνατό να εξηγήσει σε ικανοποιητικό επίπεδο τον υψηλό βαθμό ποικιλομορφίας, που παρουσιάζει.

157 157 Η περιορισμένη ευρύτητα στα μορφολογικά χαρακτηριστικά του σχήματος της αρύταινας (AI 2, χείλος, περίγραμμα σώματος και λαβής, βάση) είναι ενδεικτική σκόπιμης τυποποίησης, που συνδεόταν με την ειδική λειτουργία της στην ικανοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών αναγκών. Παράλληλα, η αρύταινα χαρακτηρίζεται από σκόπιμη τυποποίηση στο χρώμα (πιν.4.23) και στην επεξεργασία της επιφάνειας (πιν.4.24). Τα κύπελλα, όπως και οι φιάλες, χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποικιλομορφία στο περίγραμμα του σώματος. Βάσει των μορφολογικών και τεχνολογικών χαρακτηριστικών, δεν παρατηρούνται ενδείξεις έντονης διαφοροποίησης των ημισφαιρικών κυπέλλων (AI 3). Το εύρος των τιμών, που σημειώνεται στο πάχος των τοιχωμάτων (πιν.4.25) και στις τιμές της διαμέτρου του χείλους των πινακίων (AΙ 4) (πιν.4.26), ερμηνεύεται ως απότοκο της πρόθεσης των παραγωγών να κατασκευάσουν σκεύη διαφόρων μεγεθών για χρήση στην τροφοπαρασκευαστική διαδικασία. Η ποικιλομορφία των μορφολογικών χαρακτηριστικών (χείλος, λαβές, αποφύσεις) των ημισφαιρικών λεκανών (AI 5) υποδηλώνει ότι δεν υπήρχε πρόθεση για τυποποίηση από την πλευρά των κεραμέων (πιν.4.27). Η ίδια εικόνα παρατηρείται στη διακύμανση του μεγέθους (πιν.4.28, 29), του χρώματος (πιν.4.30) και της επεξεργασίας της επιφάνειας (πιν.4.31). Οι σφαιρικές φιάλες (AII) χαρακτηρίζονται από διαφοροποίηση ως προς τη διαμόρφωση του στομίου τους (πιν.4.32). Περιορισμένη ωστόσο ποικιλία σημειώνεται στις παραμέτρους του χρώματος (πιν.4.33) και της επεξεργασίας των επιφανειών των αγγείων (πιν.4.34). Αυτό οφειλόταν πιθανότατα στην εφαρμογή σκόπιμης τυποποίησης από την πλευρά των κεραμικών παραγωγών. Διαφοροποίηση σημειώνεται, επίσης, στο εύρος των τιμών της διαμέτρου του χείλους (πιν.4.35), ως αποτέλεσμα, ίσως, της προσπάθειας τους να δημιουργήσουν σκεύη με διαφορετική χωρητικότητα κατάλληλα για διαφορετική χρήση (προσφορά και κατανάλωση τροφής και ποτού).

158 158 Στα μορφολογικά χαρακτηριστικά (χείλος και λαβές κυρίως) των τροπιδωτών φιάλων (AIII 1) παρατηρείται ποικιλία (πιν.4.36, 37) και το ίδιο ισχύει για τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά. Οι τιμές της διαμέτρου του χείλους (πιν.4.38) και του πάχους των τοιχωμάτων (πιν.4.39) παρουσιάζουν μικρή απόκλιση. Το εύρος των κεραμικών κατηγοριών στις οποίες απαντά το σχήμα υποδηλώνει πιθανότατα την αξία-σημασία του για τους κατοίκους της Ηπείρου. Όσον αφορά στην απουσία διαφοροποίησης στο μέγεθος, στο χρώμα και στην επεξεργασία της επιφάνειας συμπεραίνεται ότι οι κεραμείς είναι ιδιαίτερα συντηρητικοί στην απόδοση του τροπιδωτού κυπέλλου (AIII 2). Το μικρό εύρος διαφοροποίησης στην τιμή της διαμέτρου του χείλους (πιν.4.40), των λαβών και της βάσης των κωνικών φιαλών (AΙV 1), καθώς και στο χρώμα (πιν.4.41) και την επεξεργασία της εξωτερικής τους επιφάνειας (πιν.4.42) είναι ενδεικτικά της εφαρμογής σκόπιμης τυποποίησης από τους παραγωγούς. Στον τύπο των σιγμοειδών φιαλών (AV) σημειώνεται έντονη σκόπιμη τυποποίηση στο μέγεθος των σκευών (πιν.4.43,44) αλλά και στο χρώμα της επιφάνειας τους (πιν.4.45). Μικρή διαφοροποίηση αναγνωρίζεται στην επεξεργασία της επιφάνειας, αποτέλεσμα των διαφορετικών γνωρισμάτων των κεραμικών κατηγοριών, στις οποίες εντάσσονται τα αγγεία. Όσον αφορά στο μέγεθος των σκευών σημειώνεται μεγάλος βαθμός τυποποίησης. Το πάχος των τοιχωμάτων με ελάχιστες εξαιρέσεις είναι 0.005μ. Τα κύπελλα με τονισμένο λαιμό (AVI 2) χαρακτηρίζονται από σημαντικό εύρος επιλογών στη διαμόρφωση των επιμέρους μορφολογικών χαρακτηριστικών, στην επεξεργασία και διακόσμηση της επιφάνειας. Όσον αφορά στο μέγεθος των σκευών, όπως προαναφέρθηκε, παρατηρείται μικρή διακύμανση των τιμών του πάχους των τοιχωμάτων, της διαμέτρου του χείλους και του ύψους. Έντονη τυποποίηση σημειώνεται στην περίπτωση των κυλίκων (AVII), η παραγωγή των οποίων τοποθετείται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά (χείλος, σώμα, λαβές, στέλεχος), το χρώμα της

159 159 επιφάνειας και η κεραμική ύλη παρουσιάζουν συγκεκριμένη μορφή, που υποδηλώνει πιθανότατα μία προσπάθεια σκόπιμης τυποποίησης. Τα κανθαρόσχημα αγγεία (AVIII 1) εμφανίζουν σχετική τυποποίηση στο σχήμα και στη διαμόρφωση του χείλους. Η σχετικά περιορισμένη ποικιλία, που σημειώνεται, στους τύπους του χείλους (πιν.4.46), των λαβών (πιν.4.47) και της βάσης των κανθάρων με λαιμό σε συνδυασμό με τη μικρή διακύμανση του μεγέθους των σκευών (πιν.4.48, 49) επιτρέπουν την υπόθεση περί εφαρμογής σκόπιμης τυποποίησης από την πλευρά των παραγωγών. Η ευρύτητα των χρωματικών τόνων οφείλεται στην πιθανή «δημοφιλία» του σχήματος, όπως αποδεικνύεται από την αντιπροσώπευση του σε διάφορες κεραμικές κατηγορίες. Δείγματα του προέρχονται τόσο από οικιστικά όσο και από ταφικά σύνολα υποδηλώνοντας ότι περιβαλόταν από ιδιαίτερη σημασία. Στους κανθάρους χωρίς λαιμό (AVIII 2) το περιορισμένο εύρος τιμών του πάχους των τοιχωμάτων (πιν.4.50) και της διαμέτρου του χείλους (πιν.4.51) είναι ενδεικτικό της σκόπιμης τυποποίησης στην κατασκευή τους. Τα μαγειρικά σκεύη δε χαρακτηρίζονται από ποικιλομορφία, καθώς οι ανάγκες τις οποίες καλούνταν να ικανοποιήσουν ήταν συγκεκριμένες. Η εξέλιξη των χρηστικών αγγείων, γενικότερα, επηρεάζεται περισσότερο από λειτουργικούς παρά μορφολογικούς παράγοντες και για αυτό το λόγο χαρακτηρίζονται από συντηρητικότητα και έλλειψη ποικιλομορφίας. Όσον αφορά στις τιμές του μεγέθους του πάχους των τοιχωμάτων (πιν.4.52) και της διαμέτρου του χείλους, του χρώματος και της επεξεργασίας της επιφάνειας, καθώς και της όπτησης και του τρόπου κατασκευής των ταψιών (MI), δεν παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση. Στη διακόσμηση της εξωτερικής επιφάνειας υπάρχει μία σχετική ποικιλία. Τα μορφολογικά και τεχνολογικά χαρακτηριστικά των πυραύνων (MII) χαρακτηρίζονται από έντονη τυποποίηση οφειλόμενη στην ειδική λειτουργία τους ως φορητών χυτρών.

160 160 Το δείγμα των τριποδικών χυτρών (MIII) είναι πολύ μικρό για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το βαθμό τυποποίησης ή διαφοροποίησης. Ωστόσο, με αρκετή επιφύλαξη διαπιστώνεται ένας βαθμός διαφοροποίησης στη μορφή του ποδιού, στο οποίο στηριζόταν το σκεύος. Το γεγονός ότι το σχήμα του ηθμού (MIV) αντιπροσωπεύεται από μόνο δύο παραδείγματα δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για το βαθμό τυποποίησης της παραγωγής του συγκεκριμένου σχήματος. Τέλος, οι πίθοι (AΠΙ) χαρακτηρίζονται από έντονη ομοιομορφία στο σχήμα του σώματος και ποικιλία στο σχήμα της βάσης και στη διαμόρφωση του χείλους. Ο έντονος βαθμός τυποποίησης, που παρατηρείται, τόσο στη διαμόρφωση του σχήματος όσο και στο χρώμα και στην επεξεργασία της επιφάνειας, καθώς και στον τρόπο κατασκευής και όπτησης των σκευών, απορρέει από την ειδική λειτουργία, την οποία σχεδιάστηκαν να επιτελέσουν, δηλαδή την αποθήκευση στερεών και υγρών τροφίμων. Ι.2. Η τυποποίηση στην κεραμική ύλη Η ποικιλομορφία της κεραμικής ύλης εξαρτάται καταρχάς από την ποικιλία των αποθέσεων πηλού, τον αριθμό των πηγών προέλευσης και τη διασπορά των τελευταίων στο χώρο (Arnold 2000, 340). Στην κεντρική Ήπειρο απαντούν τρεις κυρίως τύποι πετρωμάτων: ο ηφαιστιογενής πρασινόλιθος σε μεγάλα υψόμετρα, ο ασβεστόλιθος, που κυριαρχεί στην περιοχή του λεκανοπεδίου και ο φλύσχης, ο οποίος περιλαμβάνει ποικιλία ψαμμιτικών, κροκαλοπαγών και αργιλικών πετρωμάτων και εντοπίζεται συνήθως σε χαμηλούς λόφους (οροσειρά Δρίσκου στα νοτιοανατολικά του λεκανοπεδίου) με θαμνώδη βλάστηση (Hammond 1997, 24). Με βάση τις λεπτές τομές μπορεί να υποστηριχτεί ότι οι κεραμείς της Ηπείρου, στην υπό εξέταση περίοδο, χρησιμοποίησαν - τουλάχιστον όσον αφορά στη χειροποίητη κεραμική - τα τοπικά κοιτάσματα πηλού για την κατασκευή των αγγείων τους. Η διαφορά στη σύσταση της κεραμικής ύλης, που χρησιμοποιείται στην κεραμική παραγωγή, εξαρτάται σε μεγάλο ποσοστό από την πρακτική χρήση

161 161 του αγγείου, το μέγεθος και την τεχνική κατασκευής του (Κυριατζή 2000, 237) ή συνδέεται με τις διατροφικές συνήθειες και το είδος της τροφής. Στην κατασκευή των μικρού, μεσαίου και μεγάλου μεγέθους αγγείων, που χρησιμοποιούνταν για την ικανοποίηση των καθημερινών αναγκών του πληθυσμού (κυρίως των κατηγοριών της άβαφης με πλαστική διακόσμηση, της μονόχρωμης και της μονόχρωμης χονδρόκοκκης), είχαν χρησιμοποιηθεί κεραμικές ύλες, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από ομοιογένεια και σύμφωνα με την πετρογραφική ανάλυση είχαν κοινή γεωγραφική προέλευση (Ομάδες 3Α, Β, Γ και Δ από την Κρύα και 2Α, Β, 3, 4 από το Λιατοβούνι). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ομάδα 4 του Λιατοβουνίου, στην οποία σημειώνεται μία πρακτική, που δε συνηθιζόταν στην κεραμική παραγωγή της θέσης, η προσθήκη θρυμματισμένης κεραμικής στον πηλό. Πρόκειται για μία τεχνική κοινή στην Κρύα (Ομάδα 3) και γενικότερα στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων (Κάστρο Ιωαννίνων, Επισκοπή Σερβιανών, Παλαμπούτι). Τα σκεύη της πρώιμης φάσης της πορτοκαλέρυθρης κεραμικής κατηγορίας, τα οποία προορίζονταν κυρίως για την προσφορά και κατανάλωση ποτού, ήταν κατασκευασμένα από ντόπια λεπτόκοκκη κεραμική ύλη (Ομάδες 1Α, Β, Γ, 2 στην Κρύα και όλες οι ομάδες πλην της 4 στο Λιατοβούνι). Στην ώριμη φάση της πορτοκαλέρυθρης κεραμικής (Πρώιμη Εποχή Σιδήρου), η κεραμική ύλη των παραπάνω και όσων αγγείων είχαν εναποτεθεί στους τάφους εξακολουθούσε να είναι λεπτόκοκκη. Ωστόσο, καθώς η χρήση της κεραμικής αυτής επεκτάθηκε και στην κατασκευή καθημερινών σκευών (προετοιμασία-κατανάλωση τροφής, μεταφορά, αποθήκευση), η κεραμική ύλη εμπλουτίστηκε με εγκλείσματα και έγινε πιο χονδρόκοκκη (Ομάδες 3Β Κρύας και 2Α, Β και 4 Λιατοβουνίου). Παρόμοια κατάσταση επικρατούσε και στην κεραμική κατηγορία της αμαυρόχρωμης. Τα αγγεία της αμαυρόχρωμης Ι κατασκευάζονταν αποκλειστικά από λεπτόκοκκη κεραμική ύλη, προφανώς λόγω της χρήσης τους ως σκευών πόσης (Ομάδα 1Α Κρύα και 2Α Λιατοβουνίου). Στη δεύτερη φάση της αμαυρόχρωμης, που το σχηματολόγιο διαφοροποιείται, καθώς επικρατούν τα αγγεία προσφοράς ποτού, η κεραμική ύλη εμπλουτίζεται με εγκλείσματα και

162 162 είναι κυρίως μεσαία (Ομάδες 1Α, 2 και 3Δ Κρύας και 1, 2Α, 2Β Λιατοβουνίου). Ειδικότερα, η ομάδα 3Δ της Κρύας φαίνεται ότι υπήρξε αποτέλεσμα του συνδυασμού των δύο υλών, γιατί χαρακτηρίζεται από πηλό πλούσιο σε ορυκτά και πετρώματα, στον οποίο προσετίθετο θρυμματισμένη κεραμική. Η τριμερής διαφοροποίηση της κεραμικής ύλης σε λεπτόκοκκη, μεσαία και χονδρόκοκκη βασίστηκε στην περιεκτικότητα της σε προσμίξεις. Στο μεγαλύτερο ποσοστό των χειροποίητων αγγείων της κεντρικής Ηπείρου η κεραμική ύλη είναι λεπτόκοκκη (59%). Έπεται η μεσαία (28%), ενώ το μικρότερο ποσοστό σκευών έχει κατασκευαστεί από χονδρόκοκκη ύλη (13%). Γρ.1. Η διαφορά των ποσοστών είναι μικρότερη στην Κρύα σε σχέση με το Λιατοβούνι, όπου επικρατεί κυρίως η λεπτόκοκκη κεραμική, ως ένδειξη του ότι οι κεραμείς δαπανούσαν σημαντικότερο χρόνο στον «καθαρισμό» του πηλού από τις προσμίξεις, καθώς ασχολούνταν πιο εντατικά και- πιθανότατα- πιο «επαγγελματικά» με την κεραμική παραγωγή. Ι.3. Η τυποποίηση στην τεχνολογία κατασκευής Τα αγγεία της κεντρικής Ηπείρου κατά την Εποχή του Χαλκού - Πρώιμη Εποχή Σιδήρου χωρίζονται σε δύο μεγάλες τεχνολογικές κατηγορίες: τα

163 163 χειροποίητα και τα τροχήλατα 143. Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται τα εισηγμένα «μυκηναϊκά» και αργότερα τα γεωμετρικά σκεύη και ίσως ορισμένα της πορτοκαλέρυθρης κεραμικής κατηγορίας. Το γεγονός ότι η πλειονότητα των αγγείων ανήκει στη χειροποίητη κατηγορία δε σημαίνει ότι δεν εμφανίζουν επιμέρους διαφοροποιήσεις ως προς την τεχνολογία κατασκευής τους. Η ισοπεδωτική άποψη ότι η χειροποίητη κεραμική ταυτίζεται με την απουσία εξειδίκευσης και την παρουσία άπειρων «τεχνιτών» (κυρίως γυναικών), οι οποίοι παράγουν σε οικιακό επίπεδο, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (Δάκαρης 1972, 54). Στον τομέα της χειροποίητης κεραμικής αναπτύσσονται διαφορετικές τεχνολογικές διαδικασίες, που απαιτούν γνώση, εμπειρία και ικανότητα από την πλευρά του κεραμέα. Παράλληλα, ο χρόνος που απαιτείται για την κατασκευής των χειροποίητων αγγείων είναι αντιστρόφως ανάλογος του χρόνου απόκτησης της τεχνογνωσίας τους. Στην κεντρική Ήπειρο κατά την Εποχή του Χαλκού - Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου φαίνεται ότι τα αγγεία στην πλειονότητα τους ήταν λειασμένα ή έφεραν επίχρισμα στην εξωτερική επιφάνεια τους. Το ποσοστό εφαρμογής της τεχνικής της στίλβωσης ήταν πολύ χαμηλό. Σε ορισμένες περιπτώσεις με επίχρισμα καλυπτόταν και η εσωτερική επιφάνεια των αγγείων, γεγονός που σχετιζόταν άμεσα με την πρακτική χρήση τους ως αποθηκευτικών σκευών υγρών ουσιών (Rice 1987, 232). Η περιορισμένη εφαρμογή της τεχνικής της στίλβωσης στις επιφάνειες των αγγείων δεν αποτελούσε απαραίτητα ένδειξη απειρίας των κεραμέων και προχειρότητας της κατασκευής. Θα μπορούσε εύλογα να είναι σκόπιμη και να συνδέεται με τη χρήση τους. Μία επιφάνεια αδρή ή με πλαστικές επίθετες ταινίες θα διευκόλυνε τη συγκράτηση και μεταφορά των αγγείων (Rice 1987, ). 143 Ο διαχωρισμός αυτός σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες είναι επισφαλής, καθώς οι κεραμείς της περιόδου εφάρμοζαν και άλλες τεχνικές, οι οποίες συχνά προέκυπταν από το συνδυασμό αυτών των δύο, πρβλ. Κοτσώνας 2012, 118 Choleva 2012,

164 164 Η απουσία κεραμικών κλιβάνων στην περιοχή της κεντρικής Ηπείρου 144 υποδηλώνει ότι η όπτηση των αγγείων λάμβανε χώρα σε ανοιχτή φωτιά. Οι ειδικές συνθήκες και δυσκολίες της κεραμικής αυτής πρακτικής απαιτούσαν αυξημένες ικανότητες και γνώσεις από τον κεραμέα, προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό χρώμα, η σκληρότητα και το πορώδες του πηλού (Κωτσάκης 1983, 136, 140). Ο παραγωγός έπρεπε να γνωρίζει τη σημασία της θερμότητας, της ατμόσφαιρας και της διάρκειας κατά την εφαρμογή της όπτησης. Οι αγγειοπλάστες θα έπρεπε να διαθέτουν αρκετή γνώση και εμπειρία ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της όπτησης σε ανοιχτή φωτιά. Το τεφρό χρώμα του πυρήνα που απαντά αρκετά συχνά στη χειροποίητη κεραμική της κεντρικής Ηπείρου οφείλεται, πιθανότατα στην ταχεία όπτηση σε οξειδωτικές συνθήκες ή στο γεγονός ότι κατά την όπτηση τα αγγεία ψήθηκαν σε αναγωγικές συνθήκες και στο τελικό στάδιο ξεσκεπάστηκαν με αποτέλεσμα να εισέλθει οξυγόνο και να επηρεάσει το χρώμα των επιφανειών τους. Αντίθετα, στην περίπτωση, που ο πυρήνας είναι ομοιόμορφος με τις επιφάνειες του αγγείου, θεωρείται ότι τα αγγεία ψήθηκαν υπό σταθερές συνθήκες όπτησης με αποτέλεσμα την πλήρη καύση των οργανικών ουσιών ή ότι εξαρχής δεν περιείχαν οργανικά στοιχεία (Rye 1981,114). Στην ανοιχτή φωτιά η θερμοκρασία κυμαίνεται από 600 έως 850 Ο C. Τα αγγεία, που ψήνονται σε ανοιχτή φωτιά, είναι συνήθως πορώδη και με αδρή επιφάνεια, γεγονός που τα καθιστά ιδιαίτερα ανθεκτικά στη φωτιά. Γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από την πετρογραφική ανάλυση για τα δείγματα της κεντρικής Ηπείρου. Ωστόσο, η παραγωγή της γραπτής με στιλπνή βαφή κεραμικής στο Λιατοβούνι απαιτoύσε ειδικές γνώσεις στον τομέα της όπτησης και σημαντικό χρόνο, καθώς έπρεπε να ακολουθηθούν τρία στάδια: ένα παρατεταμένο οξειδωτικό στάδιο, ένα στάδιο στο οποίο θα επικρατούσαν έντονα αναγωγικές συνθήκες και ένα στάδιο επανοξείδωσης. Η τεχνική αυτή πρωτοεφαρμόστηκε στο τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού και κυρίως κατά τη διάρκεια της 144 Ο Ανδρέου (1994, 235) αναφέρει την ανακάλυψη των καταλοίπων ενός κεραμικού κλιβάνου της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην περιοχή Γκλάβα της Κάτω Μερόπης στο Πωγώνι.

165 165 Ύστερης και ονομάστηκε «τεχνική της αναγωγής του σιδήρου (iron reduction technique)» (Maniatis 2009, 10-14). Επιπροσθέτως, θα ήταν πολύ δύσκολο- αν όχι αδύνατο- και θα απαιτούσε μεγάλη εμπειρία από τους κεραμείς, η διαδικασία αυτή να λάβει χώρα σε ανοιχτή φωτιά. Θα πρέπει, επομένως, να εφαρμοζόταν σε κλειστού τύπου κλιβάνους, παρόλο που κλίβανοι τέτοιου τύπου δεν έχουν αποκαλυφθεί μέχρι στιγμής στην υπό μελέτη περιοχή. Ι.4. Η τυποποίηση στις διακοσμητικές μεθόδους Η σύνδεση συγκεκριμένων διακοσμητικών μεθόδων με συγκεκριμένες κεραμικές κατηγορίες και συγκεκριμένους τύπους αγγείων αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τυποποίησης μίας διακοσμητικής πρακτικής. Το γεγονός αυτό υποκρύπτει μία προσπάθεια ελέγχου των εικόνων και των νοημάτων, που φέρουν τα σκεύη. Η διακοσμητική δραστηριότητα εμπλέκεται άμεσα με τις κοινωνικές στρατηγικές και συνεισφέρει στην επικύρωση συγκεκριμένων σχέσεων και ιδεολογιών, καθώς μεταφέρει συγκεκριμένα νοήματα κατανοητά από τα άτομα, που χρησιμοποιούσαν τα διακοσμημένα αγγεία. Η επίθετη πλαστική διακόσμηση εντοπίζεται κυρίως σε αγγεία καθημερινής χρήσης (προετοιμασίας και προσφοράς τροφής, αποθήκευσης). Τα διακοσμητικά μοτίβα της χαρακτηρίζονται από έντονη τυποποίηση, καθώς συνίστανται στην πλειονότητα των περιπτώσεων από πλαστικές εμπίεστες ταινίες, παρόμοιου πάχους, στη μετάβαση από το λαιμό στο σώμα του αγγείου και επίθετα δισκάρια στο σώμα. Μια αίσθηση διαφορετικότητας προσδίδεται από την εφαρμογή κάθετων, οριζόντιων και καμπυλόσχημων μοτίβων, ενίοτε συμπλεκομένων. Ωστόσο, η διαρκής επανάληψη του ίδιου μοτίβου για χρονικό διάστημα αιώνων οδήγησε στη σχηματοποίηση των μοτίβων και στην επικράτηση ενός μανιερισμού στη θεματολογία και στην εκτέλεση. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι η διακοσμητική αυτή πρακτική απαντά στην πλειονότητα των θέσεων της κεντρικής Ηπείρου είναι ενδεικτικό της αλληλεπίδρασης των κατοίκων.

166 166 Η γραπτή αμαυρόχρωμη διακόσμηση απαντά, κατά την πρώιμη φάση της, σε ανοιχτά αγγεία πόσης σε οικιστικά σύνολα του λεκανοπεδίου και σε ταφικά σύνολα στην ορεινή ενδοχώρα. Κατά την Πρώιμη Εποχή Σιδήρου εφαρμόζεται σε αγγεία προσφοράς ποτού, που προέρχονται από ταφικά και οικιστικά σύνολα και προσέδιδε ιδιαίτερη κοινωνική σημασία στα προϊόντα της. Στα διακοσμητικά μοτίβα εμφανίζεται μία σχετική τυποποίηση, καθώς στην αμαυρόχρωμη Ι επικρατούν τα κρεμαστά τρίγωνα (συμπαγή, διχτυωτά, λογχόσχημα) και οι ταινίες ποικίλων τύπων (ευθείες, τεθλασμένες, πλοχμοί) ενώ στην αμαυρόχρωμη ΙΙ συνηθέστερο είναι το μοτίβο των ενάλληλων γωνιών. Καινοτομία των τεχνιτών του Λιατοβουνίου αποτελεί η απόδοση διακοσμητικών μοτίβων της αμαυρόχρωμης ΙΙ με στιλπνή μελανή βαφή στα ίδια σχήματα αγγείων. Τα ποσοστά των οστράκων με εγχάρακτη ή εμπίεστη διακόσμηση και ενίοτε με συνδυασμό των δύο είναι σχετικά μικρά. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την εξέταση του υλικού, στην Κρύα η εγχάρακτη-εμπίεστη διακόσμηση συνυπάρχει σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις με επίθετες-πλαστικές ταινίες. Στο Λιατοβούνι, η εικόνα είναι διαφορετική, καθώς τα δείγματα με εγχάρακτη ή εμπίεστη διακόσμηση είναι σαφώς περισσότερα και εντοπίζονται στο μεγαλύτερο ποσοστό τους σε ανοιχτά αγγεία της πορτοκαλέρυθρης κεραμικής κατηγορίας (φιάλες). Τα δημοφιλέστερα μοτίβα είναι οι απλές γραμμές (οριζόντιες, κάθετες και τεθλασμένες), το διχτυωτό, τα κρεμαστά τρίγωνα και τα μηνοειδή. ΙΙ. Επένδυση χρόνου 145 Η επένδυση χρόνου περιλαμβάνει δύο συνιστώσες: α. τον απαιτούμενο για την εκμάθηση των τεχνικών κατασκευής χρόνο και β. το δαπανούμενο κατά την κατασκευή του αγγείου χρόνο. Η πρώτη συνιστώσα διαιρείται σε δύο στάδια: α. την εξοικείωση του μαθητευόμενου με τα υλικά και τις διαδικασίες και β. την ουσιαστική εκπαίδευση (Gosselain 1998, 94). Η δεύτερη παράμετρος εξαρτάται από την τεχνική κατασκευής, το μέγεθος και την επεξεργασία της εξωτερικής 145 Αναλυτικά σχετικά με την παράμετρο της επένδυσης χρόνου στην κεραμική παραγωγή βλ. Κυριατζή 2000,

167 167 επιφάνειας του αγγείου (Κυριατζή 2000, 245). Η διαδικασία της μάθησης της κεραμικής τέχνης σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο οδηγεί στη διαμόρφωση μίας συγκεκριμένης τεχνολογικής παράδοσης. Η τελευταία μπορεί να μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά ή να μεταφέρεται από γειτονικές περιοχές. Σε κάθε περίπτωση συνδέεται με τη διαμόρφωση διαφορετικών κοινωνικών ή πολιτιστικών ταυτοτήτων (Κυριατζή 2000, 260). Όσον αφορά στην τεχνική κατασκευής, η απόσταση καταρχήν των πηγών της πρώτης ύλης από το χώρο διαμονής του τεχνίτη επηρέαζε σημαντικά το δαπανούμενο στην κατασκευή ενός σκεύους χρόνο (Arnold 2005, 32). Στη συνέχεια, η αφαίρεση ή η προσθήκη προσμίξεων συνιστούσε μία επιλογή του κεραμέα, η οποία ισοδυναμούσε με την αύξηση του προσδοκώμενου χρόνου κατασκευής. Η παραγωγή ενός αγγείου μεγάλου μεγέθους (πιθαριού) με την τεχνική των κουλούρων θα απαιτούσε περισσότερο χρόνο, μεγαλύτερη δεξιοτεχνία και συγκεκριμένες γνώσεις από τον κεραμέα (Hitckock 1989, 77) από τη διαμόρφωση για παράδειγμα μίας χειροποίητης κύλικας. Ειδικότερα, οι κεραμείς πρέπει να κατανάλωναν πολύ χρόνο στο πλάσιμο και το στέγνωμα των πίθων και συχνά να χρειάζονταν και τη σύμπραξη άλλων ατόμων λόγω του βάρους και του μεγέθους τους (Κυριατζή 2000, 255). Επιπροσθέτως, στο στάδιο της επεξεργασίας της εξωτερικής επιφάνειας, η εφαρμογή επίθετης πλαστικής ή γραπτής αμαυρόχρωμης διακόσμησης είναι σαφέστατα πιο χρονοβόρα από την απλή λείανση της εξωτερικής επιφάνειας ενός αγγείου. Η διακόσμηση εξυπηρετούσε την κοινωνική λειτουργία των σκευών, καθώς αγγεία, που χρησιμοποιούνταν σε δημόσιες εκδηλώσεις, μετέφεραν μηνύματα σχετικά με τη συνοχή της ομάδας και την κοινωνικοπολιτική της κατάσταση (Costin and Hagstrum 1995, 621). Η απουσία στίλβωσης από το μεγαλύτερο ποσοστό των αγγείων της κεντρικής Ηπείρου ισοδυναμούσε με μικρή επένδυση χρόνου από την πλευρά των κεραμέων. Η επίθεση, ωστόσο, επιχρίσματος, που έχει διαπιστωθεί σε σημαντικό αριθμό σκευών, απαιτούσε επιπρόσθετο χρόνο εργασίας.

168 168 ΙΙΙ. Δεξιοτεχνία Παράλληλα με την κυμαινόμενη επένδυση χρόνου, η οποία απαιτείται για την τεχνική κατασκευής ή την επεξεργασία της επιφάνειας ενός αγγείου, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί και η δεξιοτεχνία. Ως δεξιοτεχνία ορίζεται η εμπειρία, ο επαγγελματισμός και το ταλέντο του τεχνίτη, που αναγνωρίζεται και εκτιμάται από τους άλλους τεχνίτες αλλά και από τους καταναλωτές (Costin and Hagstrum 1995, 623). Η δεξιοτεχνία των κεραμέων είναι πολύ δύσκολο να αναγνωριστεί τόσο εθνογραφικά όσο και αρχαιολογικά. O Hayden (1995, 261) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η τέχνη της κεραμικής πιθανότατα ήταν δύσκολη στη διαχείριση. Οι πρώτες ύλες ήταν δύσκολο να επιλεγούν ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κατασκευής και της ιδιότητες της όπτησης. Οι τεχνικές κατασκευής απαιτούσαν αξιοσημείωτη πρακτική προκειμένου η κεραμική που θα πρόεκυπτε να ήταν χρηστική και ευπαρουσίαστη. Στην επεξεργασία της επιφάνειας και τη διακόσμηση ήταν έντονη η ανάγκη επιπρόσθετης γνώσης, δεξιοτεχνίας και υλικών. Το στέγνωμα και η όπτηση αποτελούσαν δύο πολύ σημαντικά στάδια, τα οποία αρχικά θα στέφθηκαν με μεγάλη αποτυχία». Η δεξιοτεχνία βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την εντατικοποιημένη παραγωγή γιατί οι κεραμείς, που αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στην τέχνη τους, ανταποκρίνονται με μεγαλύτερη επιτυχία στα καθήκοντα τους μέσω της επανάληψης και της απόκτησης εμπειρίας (Costin and Hagstrum 1995, 623). Η κατασκευή των πιθαριών, για παράδειγμα, απαιτούσε από τον παραγωγό την ικανότητα να αποφύγει, λόγω του μεγάλου μεγέθους και της υγρής κατάστασης του πηλού, την κατάρρευση των τοιχωμάτων του αγγείου. Σε ορισμένες περιπτώσεις έδεναν τα πιθάρια, προκειμένου να τα «σταθεροποιήσουν» κατά τη διάρκεια του χτισίματος τους, όπως είναι εμφανές από τα ίχνη των ινών του σχοινιού στα πιθάρια Α.Κ. 368, 511, 614 και 647 από την Κρύα. Δεξιοτεχνία προϋπόθετε και η διακόσμηση της εξωτερικής επιφάνειας των αγγείων με επίθετη πλαστική διακόσμηση και ειδικότερα με γραπτά αμαυρόχρωμα μοτίβα. Δε μπορεί να υποστηριχτεί με βεβαιότητα ότι όλοι οι κεραμείς κατείχαν την τέχνη της γραπτής διακόσμησης. Η τελευταία λόγω του

169 169 βαθμού δυσκολίας της δεν ήταν προσιτή σε όλους, με αποτέλεσμα οι κάτοχοι της συγκεκριμένης τεχνογνωσίας να διαφοροποιούνται, πιθανότατα, κοινωνικά από τους υπόλοιπους. IV. Συμπεράσματα Με βάση όλα τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι στην κεντρική Ήπειρο, στην υπό εξέταση περίοδο, οι κεραμείς παρήγαγαν διαφορετικούς αλλά με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τύπους αγγείων. Η επικρατούσα παράδοση των χειροποίητων κατηγοριών κεραμικής δεν αντανακλά απαραίτητα ερασιτέχνες, μη εξειδικευμένους τεχνίτες, οι οποίοι παράγουν σε οικιακό επίπεδο. Αντίθετα, η χρήση ντόπιων πρώτων υλών και η «εμμονή» στην κατασκευή χειροποίητης κεραμικής έως και τον 8 ο αι. π.χ. είναι αποτέλεσμα συνειδητών επιλογών των παραγωγών, οι οποίες διαμορφώνονται μέσα σε μία συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Η εφαρμογή της ίδιας τεχνολογικής διαδικασίας στην κατασκευή των σκευών διαμορφώνει το πλαίσιο μιας μακραίωνης κεραμικής παράδοσης στην περιοχή. Στους τύπους των αγγείων σημειώνεται σκόπιμη τυποποίηση, που υπαγορεύεται πιθανότατα από χρηστικούς παράγοντες και είναι ενδεικτική μη εντατικοποιημένης παραγωγής στην οποία συμμετέχει μεγάλος αριθμός ατόμων. Σε όλες τις ιδιότητες σημειώνονται μικρές ή μεγάλες διαφοροποιήσεις ως αποτέλεσμα της απουσίας μηχανικής τυποποίησης. Στη μετάβαση από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου έντονη τυποποίηση σημειώνεται στον τύπο της υψίποδης κύλικας και αποδίδεται στην ανάγκη ικανοποίησης του αιτήματος των καταναλωτών για το συγκεκριμένο σκεύος 146. Η ταυτόχρονη χρήση του σχήματος σε σημαντικό αριθμό θέσεων του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων είναι ενδεικτική της «μαζικής παραγωγής» του, που υπερβαίνει τα όρια της οικιακής παραγωγής και υποδεικνύει τεχνική εξειδίκευση (Σουέρεφ 1989, ). Πιθανότατα, ο τύπος 146 Τυποποίηση σημειώνεται και στα σχήματα των ραμφόστομων πρόχων (KV 4), των αμφορέων (KVI), των κανθάρων (AVIII), των αμφικύπελλων (AI 6), που απαντούν σε μεγάλο ποσοστό στους τάφους της Βίτσας και του Λιατοβουνίου.

170 170 κατασκευαζόταν σε μία θέση, η οποία τροφοδοτούσε την ευρύτερη περιοχή. Ποια από τις υπό εξέταση θέσεις θα μπορούσε να επιτελεί αυτό τον σκοπό; Το γεγονός ότι το σχήμα φαίνεται ότι προήλθε από το συγκερασμό τριών διαφορετικών κεραμικών κατηγοριών («μυκηναϊκής», πορτοκαλέρυθρης και αμαυρόχρωμης) σε συνδυασμό με το ότι οι τρεις τους συνυπάρχουν μόνο στη Δωδώνη οδηγεί στην υπόθεση ότι εκεί πρωτοδημιουργήθηκε ο υβριδικός τύπος και στη συνέχεια διοχετεύτηκε και στις άλλες θέσεις. Ωστόσο, στην πετρογραφική ανάλυση των λεπτών τομών το υλικό της κύλικας από τη Δωδώνη διαφοροποιείται από τα αντίστοιχα της Κρύας και της Καστρίτσας. Τα δύο τελευταία εμφανίζουν παρόμοια σύσταση. Επομένως, το κέντρο παραγωγής των κυλίκων θα πρέπει να αναζητηθεί σε κάποια άλλη θέση ή να υπήρχαν περισσότερα κέντρα παραγωγής. Για την εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων θα πρέπει να γίνουν περισσότερες αναλύσεις δειγμάτων. Οι κεραμικές συνταγές φαίνεται ότι μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά και παραμένουν αναλλοίωτες για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στο Λιατοβούνι καθόλη τη διάρκεια της ζωής του οικισμού οι τεχνίτες χρησιμοποιούν τις ίδιες πρώτες ύλες κατασκευής αγγείων. Όλες οι ομάδες κεραμικής παρουσιάζουν ομοιότητες μεταξύ τους και φαίνεται ότι τόσο τα λεπτότερα όσο και τα χονδρότερα αγγεία κατασκευάζονταν από τους ίδιους κεραμείς. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρακτική της προσθήκης θρυμματισμένης κεραμικής (grog) στον πηλό των αγγείων, η οποία βάσει και των αναλύσεων από θέσεις του λεκανοπεδίου, χαρακτήριζε την τεχνολογική παράδοση της περιοχής. Τα τρία δείγματα κεραμικής (αρ. 59, 84, 85) από το Λιατοβούνι, που εντάχθηκαν στην Ομάδα 4, προέρχονται όλα από τη φάση Λιατοβούνι Ι. Η εφαρμογή, επομένως, της πρακτικής αυτής, η οποία διαφοροποιεί το υλικό από τα υπόλοιπα της θέσης, συνδέεται πιθανότατα με τη χρονολογική του πρωιμότητα. Η παρουσία της στο Λιατοβούνι μπορεί να οφείλεται είτε στην εισαγωγή της από κάποια γειτονική θέση είτε στη ντόπια κατασκευή της από αγγειοπλάστες εκπαιδευμένους σε μια διαφορετική κεραμική παράδοση. Η πρώτη υπόθεση προβάλλει λιγότερο πιθανή, καθώς τα αγγεία είναι κατώτερης ποιότητας, έχουν πορώδη επιφάνεια και είναι ψημένα σε χαμηλή θερμοκρασία σε μη ελεγχόμενη ατμόσφαιρα.

171 171 Στην Κρύα το σκηνικό είναι πιο ξεκάθαρο, καθώς σημειώνεται σαφέστερη διάκριση στη χρήση των πρώτων υλών για την παραγωγή λεπτότεχνων ή χονδροειδών αγγείων. Η ομάδα Κρύα 2, διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες της θέσης, καθώς πρόκειται για ιδιαίτερα λεπτόκοκκη κεραμική. Χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή πορτοκαλέρυθρων και αμαυρόχρωμων αγγείων και παρουσιάζει ομοιότητες με τις ομάδες Λιατοβούνι 1 και 2Α, γεγονός που οδηγεί στην υπόθεση ότι ίσως τα σκεύη της ομάδας αυτής αποτελούν προϊόν ανταλλαγής μεταξύ των κατοίκων της Κρύας και του Λιατοβουνίου. Όσον αφορά στη διακόσμηση, παρατηρείται τυποποίηση στα διακοσμητικά μοτίβα μεταξύ ακόμη και απομακρυσμένων περιοχών, γεγονός που οδηγεί στην υπόθεση ότι ή υπήρχε επαφή μεταξύ των παραγωγών ή ότι οι τεχνίτες ήταν μετακινούμενοι και ικανοποιούσαν τις ανάγκες πολλών κοινοτήτων σε μια εκτεταμένη γεωγραφικά περιοχή. Παράλληλα, η χρήση γραπτής-αμαυρόχρωμης διακόσμησης παραπέμπει σε εξοπλισμένους με ειδικές γνώσεις τεχνίτες, τις οποίες δε διέθεταν οι προκάτοχοι τους. Όλα τα δείγματα της αμαυρόχρωμης Ι ήταν κατασκευασμένα στο χέρι, όπως και όλα τα προϊόντα των ντόπιων κεραμικών κατηγοριών. Η τεχνική κατασκευής των αγγείων ήταν κατά συνέπεια οικεία στους κεραμείς και δεν υφίστατο λόγος να θεωρηθεί ότι αποτελούσε προϊόν εισαγωγής. Επρόκειτο τεχνικά για μία κεραμική κατηγορία, η οποία θα μπορούσε να παράγεται από τους ντόπιους κεραμείς ταυτόχρονα με τις άλλες κατηγορίες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Η διακόσμηση, ωστόσο, των αγγείων αποτελούσε αλλότριο στοιχείο στη ντόπια κεραμική. Στην Ήπειρο δεν υπάρχουν ενδείξεις για παραγωγή αμαυρόχρωμης κεραμικής μεσοελλαδικής παράδοσης όπως συμβαίνει για παράδειγμα στον Θέρμο (Παπαποστόλου 2003, Wardle 2003, 149). Επομένως, η μόνη πηγή έμπνευσης, όσον αφορά στα διακοσμητικά θέματα, μπορεί να αναζητηθεί στη σύγχρονη μυκηναϊκή και αμαυρόχρωμη κεραμική. Όσον αφορά στη μυκηναϊκή κεραμική, η πλειονότητα του συγκριτικού υλικού προέρχεται από τη Δωδώνη. O Wardle μελέτησε περίπου 200 μυκηναϊκά όστρακα από τις ανασκαφές του Δάκαρη στο Βουλευτήριο. Τα όστρακα παρουσίαζαν

172 172 μεγάλη φθορά με αποτέλεσμα η διακόσμηση να μη διατηρείται ή να μπορεί να αναγνωστεί σε ελάχιστα. Ωστόσο, ένα σύνηθες μοτίβο σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο (1976, 284) ήταν οι οριζόντιες ταινίες, μοτίβο που εμφανιζόταν συχνά και στην αμαυρόχρωμη Ι. Όσον αφορά δε στην αμαυρόχρωμη, τα διακοσμητικά μοτίβα της αμαυρόχρωμης Ι έβρισκαν τα πλησιέστερα παράλληλα στη νότια Αλβανία (Maliq IIId, Tren IIb, Löfkend, Kameniče) και στη δυτική Μακεδονία (Αιανή, Μπουμπούστι). Σε μικρότερο ποσοστό παρουσίαζαν ομοιότητες με την αντίστοιχη κεραμική από την κεντρική Μακεδονία (Καστανάς), τη Χαλκιδική (Προϊστορική Όλυνθος) και τη Θεσσαλία (Τρίκκη). Η αμαυρόχρωμη Ι παρουσίαζε στο σχηματολόγιο ομοιότητες με την μυκηναϊκή, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και τη μονόχρωμη κεραμική (Πλιάκου 2007, 209) 147. Τα κανθαρόσχημα αγγεία και οι φιάλες, σχήματα συνήθη της αμαυρόχρωμης Ι, αντλούσαν πιθανότατα το πρότυπο τους από τα αντίστοιχα σχήματα της ντόπιας καστανομέλανης κεραμικής. Ιδιαίτερα συχνά απαντούσαν οι τύποι αυτοί και στο ρεπερτόριο της αμαυρόχρωμης κεραμικής στη νότια Αλβανία και στη δυτική Μακεδονία. Όσον αφορά στη χρηστική τους λειτουργία, επρόκειτο κυρίως για ατομικά αγγεία πόσης, τα οποία λόγω και της παρουσίας τους ως ταφικών κτερισμάτων προσλάμβαναν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Ο αριθμός των δειγμάτων της αμαυρόχρωμης Ι είναι πολύ μικρός. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια αντινομία σε σχέση με την μακρά περίοδο μαθητείας που απαιτεί η παραγωγή της. Δύο είναι οι πιθανές εξηγήσεις. Τα σωζόμενα δείγματα αποτελούσαν προϊόν ανταλλαγής ή οι παραγωγοί τους κατασκεύαζαν παράλληλα και αγγεία άλλων κατηγοριών. Η πρώτη υπόθεση αποδυναμώνεται, καθώς βάσει της πετρογραφικής ανάλυσης ο πηλός που χρησιμοποιήθηκε για την παρασκευή τους ήταν τοπικός. Επομένως, φαίνεται ότι 147 Η άποψη της Πλιάκου ότι το σχηματολόγιο του λεκανοπεδίου διαφοροποιείται σαφώς από εκείνο των ορεινών κωμών αποδυναμώνεται βάσει δύο παραμέτρων. Το υλικό από το λεκανοπέδιο προέρχεται αποκλειστικά από οικιστικά σύνολα ενώ το αντίστοιχο των ορεινών κωμών από νεκροταφεία. Επιπροσθέτως, το υλικό του λεκανοπεδίου ανήκει στη πλειονότητα του στην αμαυρόχρωμη Ι ενώ τα αγγεία των νεκροταφείων χρονολογούνται στην αμαυρόχρωμη ΙΙ. Η κεραμική της αμαυρόχρωμης ΙΙ από το λεκανοπέδιο, που μπορεί να θεωρηθεί σύγχρονη με την αντίστοιχη των τάφων - πλην της απουσίας των αμφικύπελλων και των αμφορίσκων - δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από αυτή.

173 173 οι αγγειοπλάστες που την κατασκεύαζαν ήταν υπεύθυνοι και για την παραγωγή σκευών που ανήκαν σε άλλη κεραμική κατηγορία. Πιθανότερη προβάλλει η υπόθεση ότι ήταν οι ίδιοι που κατασκεύαζαν και την πορτοκαλέρυθρη, καθώς οι κεραμικές ύλες κατασκευής των δύο κατηγοριών ταυτίζονται, τα σχήματα τους είναι κοινά και κατά την κατασκευή τους επικρατούσαν οι ίδιες συνθήκες όπτησης. Η μόνη ουσιαστική διαφορά τους είναι ότι η αμαυρόχρωμη φέρει διακόσμηση. Η παρουσία ξένων κεραμέων δε μπορεί να υποστηριχτεί, καθώς, πέραν της αμαυρόχρωμης διακόσμησης, δεν υπάρχουν αποδείξεις για τη μεταφορά τεχνικών γνώσεων στην προετοιμασία της πρώτης ύλης και στην επεξεργασία της επιφάνειας αλλά ούτε και στις τεχνικές κατασκευής (χρήση τροχού) ή όπτησης (κεραμικός κλίβανος).

174 174 Β. Ανιχνεύοντας τον χαρακτήρα των εγκαταστάσεων στην κεντρική Ήπειρο της Εποχής του Χαλκού - Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου «[ ] η γεωφυσική ιδιομορφία της Ηπείρου επέβαλλε το σύστημα της κινητής οικονομίας και πολιτιστικοί νεωτερισμοί σε γειτονικές περιοχές έφταναν νωρίς με τους μετακινούμενους κτηνοτρόφους στο εσωτερικό της Ηπείρου [ ]» Δάκαρης 1972, 50 Ο χαρακτήρας των εγκαταστάσεων (μόνιμος, ημιμόνιμος, περιοδικός) επηρεάζει άμεσα την κοινωνική και οικονομική οργάνωση ενός οικισμού και για αυτό το λόγο θα εξεταστεί σε αυτό το κεφάλαιο σε σχέση με την κεραμική παραγωγή. Στους κύκλους της Ηπειρωτικής προϊστορίας επικράτησε πολύ νωρίς η άποψη ότι η αδυναμία εντοπισμού θέσεων της προϊστορικής περιόδου σε συνδυασμό με την περιορισμένη παρουσία μόνιμων αρχιτεκτονικών καταλοίπων στους λιγοστούς ανεσκαμμένους οικισμούς, οφειλόταν στην κινητικότητα των μελών των τοπικών ομάδων, λόγω της ενασχόλησης τους με τη νομαδική ή μεταβατική κτηνοτροφία 148. Επρόκειτο για μία οικονομική δραστηριότητα, η οποία βασιζόταν στην εποχική μετακίνηση κοπαδιών εξημερωμένων ζώων σε βοσκότοπους διαφορετικού υψομέτρου (Chang 1993, 687 Chang and Tourtellotte 1993, 249). 148 Ο Higgs είχε υποστηρίξει ότι η οροσειρά της Πίνδου χαρακτηριζόταν ήδη από την αρχαιότητα από κάθετες εποχικές μετακινήσεις κυνηγών-τροφοσυλλεκτών και κτηνοτρόφων, Halstead 1996, 64.

175 175 Η εποχική μετακίνηση, αρχικά, εντάχθηκε στο ερμηνευτικό πλαίσιο των στρατηγικών επιβίωσης, οι οποίες αναπτύχθηκαν ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων περιβαλλοντολογικών και οικονομικών συνθηκών. Οι υψηλές θερμοκρασίες κατά τους θερινούς μήνες και η επακόλουθη ξηρασία στα χαμηλά υψόμετρα οδηγούσαν τους βοσκούς στην αναζήτηση καταλληλότερων συνθηκών για τα κοπάδια (δροσιά και τροφή) στα γειτονικά οροπέδια 149. Τα πλεονεκτήματα της νομαδικής κτηνοτροφίας συνοψίζονται στα ακόλουθα: α. εκμετάλλευση διαφορετικών (χωροταξικά και εποχικά) οικοσυστημάτων, β. αξιοποίηση πηγών πλούτου και βοσκοτόπων σε απόσταση από τους οικισμούς, γ. χρήση εποχικών βοσκοτόπων και δ. εξασφάλιση ζωικού κεφαλαίου με ελάχιστο κόπο και οικονομικό κόστος (Arnold and Greenfield 2006α, 11). Το μέγεθος του κοπαδιού και κατ επέκταση ο βαθμός στον οποίο η οικονομία της κοινότητας βασιζόταν στην κτηνοτροφία 150 κατείχαν σημαντικό ρόλο στη λήψη της απόφασης μετακίνησης και στο ποσοστό των συμμετεχόντων-συνοδών των κοπαδιών 151. Ωστόσο, εξίσου μεγάλης σημασίας ήταν η γεωγραφική γνώση του τοπίου, οι κοινωνικές επαφές με τις γειτονικές ομάδες και η προσβασιμότητα στους βοσκοτόπους των οροπεδίων (Arnold and Greenfield 2006β, 244). Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκαν τρία μοντέλα παραδοσιακής ορεινής οικονομίας βάσει δύο παραμέτρων, του βαθμού κινητικότητας της ανθρώπινης ομάδας που συνόδευε το κοπάδι και του βαθμού εξάρτησης της από τα κτηνοτροφικά προϊόντα: το μοντέλο των ειδικευμένων κτηνοτρόφων, των μικτών κτηνοτρόφων και των μικτών γεωργοκτηνοτρόφων (Halstead 1996, 64-65). Οι ειδικευμένοι κτηνοτρόφοι μετακινούνταν εποχικά ανάμεσα στο βουνό και στην πεδιάδα με τα κοπάδια τους, που αποτελούνταν συνήθως από αιγοπρόβατα. Η οικονομία τους βασίζονταν αποκλειστικά και μόνο στο οικιακό κοπάδι. Οι μικτοί 149 Ο Halstead (1987, 79) παρατηρεί ότι όλα τα συνήθη οικόσιτα ζώα μπορούν να αντιμετωπίσουν τη ζέστη και την ανυδρία στην πεδιάδα κατά τους θερινούς μήνες, καθώς και το κρύο στα βουνά το χειμώνα και κατ επέκταση η μετακίνηση τους δεν καθίστατο απαραίτητη. 150 Δηλαδή, εάν οι κάτοικοι ασχολούνταν αποκλειστικά και μόνο με την κτηνοτροφία ή εάν παράλληλα ασκούσαν και τη γεωργία. 151 Η μετακίνηση ήταν δυνατό να περιλαμβάνει ολόκληρη την κοινότητα ή μόνο τους «επαγγελματίες» βοσκούς, οι οποίοι συνόδευαν τα κοπάδια, Arnold and Greenfield 2006β, 245.

176 176 κτηνοτρόφοι ήταν ημινομάδες, διέθεταν δικά τους λιβάδια και μόνιμα χωριά στα βουνά ενώ παράλληλα με την κτηνοτροφία επιδίδονταν και στο εμπόριομεταπρατική δραστηριότητα. Οι μικτοί γεωργοκτηνοτρόφοι, τέλος, κατοικούσαν μόνιμα σε μία περιοχή και ασχολούνταν παράλληλα με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και άλλα επιτηδεύματα. Μεγάλη συζήτηση αναπτύχθηκε γύρω από τη χρονική αφετηρία του φαινομένου της νομαδικής κτηνοτροφίας στην Ευρώπη και ειδικότερα σχετικά με την εφαρμογή της κατά την προϊστορική εποχή. Μία μερίδα μελετητών με κυριότερους εκφραστές τους John Cherry (1988, 6-34) και Paul Halstead (1987, , , 63-73) υποστήριξε ότι η στρατηγική της νομαδικής κτηνοτροφίας δεν εφαρμοζόταν ανέκαθεν στον ελλαδικό χώρο αλλά ότι αναπτύχθηκε κάτω από την επίδραση ειδικών ιστορικών συνθηκών στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Τα βασικά επιχειρήματα των «πολέμιων» της άσκησης της νομαδικής κτηνοτροφίας κατά την προϊστορική εποχή στην Ελλάδα ήταν τα ακόλουθα: α. οι θερινοί βοσκότοποι των υψιπέδων αποτελούν προϊόν ανθρώπινης επέμβασης, καθώς στα χαμηλά σχετικά βουνά της Μεσογείου η βλάστηση είναι αρκετά πυκνή. Στην προϊστορική περίοδο, ωστόσο, λόγω της μη αναπτυγμένης τεχνολογίας και του μικρού αριθμού εργατικών χεριών οι εκτεταμένες εκχερσώσεις ήταν αδύνατες (Halstead 1987, 80 Cherry 1988, 15), β. Τα εύφορα πεδινά εδάφη προσφέρονταν για παράλληλη άσκηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, με την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των εκτρεφόμενων ζώων δε θα ήταν πολύ μεγάλος (Halstead 1987, 79) και γ. Η αποκλειστική ενασχόληση με την κτηνοτροφία και η επακόλουθη εξάρτηση της οικονομίας της ομάδας από αυτή, προϋπόθετε την ύπαρξη στοιχειωδώς οργανωμένων οικισμών προκειμένου να εξασφαλίζεται η πώληση ή η ανταλλαγή των προϊόντων της (Halstead 1987, 80). Στην προϊστορική εποχή δεν υπάρχουν ενδείξεις για τέτοιες μορφές οργάνωσης. Όσον αφορά στην περίπτωση της Ηπείρου, ένα από τα βασικά επιχειρήματα των πολέμιων της άσκησης εξειδικευμένης κτηνοτροφίας ήταν το «ανυπέρβλητον εμπόδιον» της Πίνδου (Στεργιόπουλος 1940, ). Ωστόσο,

177 177 τόσο ο Hammond ( , ), ο οποίος διέσχισε με τα πόδια την Πίνδο όσο και ο Ευαγγελίδης (1962, 39-48), που σύμφωνα με την προσωπική του μαρτυρία επισκέφτηκε ορισμένες από τις ορεινές διαβάσεις έφιππος, απέδειξαν ότι τα βουνά δεν αποτελούσαν εμπόδιο. Σύμφωνα με τους παραπάνω συγγραφείς, αρχικά, οι πρώτοι βοσκοί ακολουθώντας τις φυσικές διαβάσεις πιθανότατα να κατέβαλαν σημαντικό κόπο για τον εντοπισμό των δρόμων, που θα τους οδηγούσαν σε εύφορα λιβάδια, αλλά με τον καιρό η γνώση μεταδόθηκε και η μετακίνηση έγινε συνήθεια. Ο Ευαγγελίδης (1962, 41) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «οι δρόμοι, που πρώτοι πάτησαν οι τσομπάνηδες, για να περάσουν από τόπο σε τόπο, γίνονται πάντα οι λεωφόροι του πολιτισμού και οι δημιουργοί των σχέσεων ενός λαού με το γείτονα». Σε αντίθεση με τους Cherry και Halstead, μελετητές όπως ο Δάκαρης (1976, 5-21), o Sherratt (1981, ), ο Geddes (1983, 51-66), η Ντούζουγλη (1996, 14-16) και ο Greenfield (2010, 29-54) τάχθηκαν υπέρ της άσκησης της μεταβατικής κτηνοτροφίας ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους 152. Ο Geddes (1983, 52) μιλώντας για την άσκηση νομαδικής κτηνοτροφίας στα Πυρηναία, υποστήριξε ότι η μεταβατική κτηνοτροφία εμφανίστηκε στη μετάβαση από τη μεσολιθική στη νεολιθική εποχή ως αντιστάθμισμα της ποσοτικής και ποιοτικής ανεπάρκειας των πεδινών βοσκοτόπων. Oι Sherratt (1981, 286) και Greenfield (2010, 31) συνέδεσαν τη μετακίνηση των ανθρώπων από τα πεδινά στα ορεινά με την επανάσταση των δευτερογενών προϊόντων (γάλα, τυρί, δέρμα, μαλλί), η οποία έλαβε χώρα στο τέλος της νεολιθικής περιόδου. Ο Δάκαρης (1976, 12), ειδικότερα για το χώρο της Ηπείρου, διατύπωσε την άποψη ότι οι εποχικές μετακινήσεις των κοπαδιών δύο φορές το χρόνο συνέχιζαν μία μακρά παράδοση από την εμφάνιση του παλαιολιθικού κυνηγού στην Ήπειρο έως τη σύγχρονη εποχή 153. H Ντούζουγλη (1996, 15-16)πρότεινε ένα μοντέλο με δύο σκέλη: α. στην περίπτωση που το φυσικό περιβάλλον προσέφερε τις κατάλληλες συνθήκες για την εκτροφή κοπαδιών αποτελούμενων από αιγοπρόβατα και βοοειδή και 152 Η πρόσφατη έρευνα στα υψίπεδα των Γρεβενών έδειξε ότι η εξειδικευμένη κτηνοτροφία λάμβανε χώρα στην περιοχή ήδη από το τέλος της μεσοελλαδικής περιόδου, Efstratiou et al. 2006, Την ίδια άποψη είχαν υποστηρίξει διεξοδικά οι Higgs and Vita-Finzi 1966, 12.

178 178 ταυτόχρονα τη δυνατότητα ενασχόλησης με τη γεωργία, δημιουργούταν ένας κεντρικός οικισμός με επικουρικές δορυφορικές εγκαταστάσεις σε απόσταση όχι μεγαλύτερη της μίας ημέρας 154 ενώ β. στην αντίθετη περίπτωση οι κάτοικοι αναγκάζονταν να μετακινούνται με τα ποίμνια τους αναζητώντας κατάλληλους χώρους για κατασκήνωση και αποτελώντας συγχρόνως φορείς ιδεών, αντιλήψεων και τεχνικών γνώσεων. Στην Ελλάδα του 20 ου αιώνα η άσκηση της νομαδικής κτηνοτροφίας αποτελούσε ένα σύνηθες φαινόμενο. Στην Ήπειρο, συγκεκριμένα, δραστηριοποιούνταν δύο ομάδες μετακινούμενων κτηνοτρόφων, οι Σαρακατσάνοι και οι Βλάχοι, καθώς σύμφωνα με τον Hammond (1997, 24) εκεί «προσφέρονται συνθήκες ιδεώδεις για τη νομαδική κτηνοτροφία [ ]». Οι Σαρακατσάνοι ήταν ειδικευμένοι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι μετακινούνταν εποχικά με τα κοπάδια τους, το χειμώνα στον κάμπο και το καλοκαίρι στο βουνό (Χατζημιχάλη 1957 Καββαδίας 1991). Οι Βλάχοι διέφεραν ως προς το ότι οι οικογένειες τους διέμεναν μόνιμα σε οργανωμένα χωριά στα βουνά και στο ότι παράλληλα με την κτηνοτροφία ασκούσαν και το εμπόριο (ξυλεία, τυρί, γάλα, δέρμα, έρια, τάπητα και κρέας) (Wace and Thompson, 1989). Στο πλαίσιο αυτό υιοθετήθηκε "αβασάνιστα" η άποψη ότι το μοντέλο των Βλαχοσαρακατσάνων βρισκόταν σε εφαρμογή στην προϊστορική Ήπειρο 155. Η Βοκοτοπούλου (1986, 340) μελετώντας τον οικισμό της Βίτσας σημείωσε ότι οι καιρικές συνθήκες, που επικρατούσαν στην περιοχή κατά τη διάρκεια του χειμώνα, δεν ήταν κατάλληλες για την εκτροφή των κοπαδιών και ότι οι κτηνοτρόφοι κάτοικοι του οικισμού, όπως και οι Σαρακατσάνοι μετέπειτα, θα έμεναν το μισό χρόνο στην Πίνδο (τέλη Απριλίου-τέλη Οκτωβρίου) και τον 154 Πρόκειται για ένα υποθετικό μοντέλο, που, όπως υποστηρίζει η ίδια για την περιοχή της κοιλάδας του Αώου, στην οποία βρίσκεται και το Λιατοβούνι: "θα ενισχυθεί [...], όταν οι θετικές ενδείξεις του οικοσυστήματος τεκμηριωθούν επαρκώς και με τα αρχαιολογικά δεδομένα από όλη την περιφέρεια της κοιλάδας" (Ντούζουγλη 1996, 16). 155 Ο Halstead (1996, 70) παρατηρεί χαρακτηριστικά ότι πρέπει να γίνεται κριτική εκμετάλλευση του παρόντος και να μη χρησιμοποιείται ως "λατομείο μοντέλων'. Με αφετηρία την εμπειρία του παρόντος να αντιμετωπίζονται τα γεγονότα του παρελθόντος πάντοτε λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές συνθήκες που επικρατούσαν στο φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον.

179 179 υπόλοιπο μισό στα παράλια της Ηπείρου (στην πεδιάδα της Αμβρακίας ή στα πεδινά εδάφη της Κασσωπαίας ή της Θεσπρωτίας). Ωστόσο, ο Halstead (1996, 66-67) επεσήμανε ότι οι καιρικές συνθήκες δεν εμποδίζουν τους κατοίκους της σύγχρονης εποχής να ζουν μόνιμα στην περιοχή και να ασχολούνται με την κτηνοτροφία και τη γεωργία (μικτοί γεωργοκτηνοτρόφοι). Επομένως, δεν υπήρχε λόγος να θεωρηθεί ότι στα προϊστορικά χρόνια ασκούσαν την ειδικευμένη κτηνοτροφία, εγκαταλείποντας τις κατοικίες τους στη διάρκεια των χειμερινών μηνών. Όσον αφορά στους οικισμούς της Κρύας 156 και του Λιατοβουνίου θα πρέπει να σημειωθεί η παρουσία εύφορων εδαφών για καλλιέργεια και βοσκή σε κοντινή απόσταση. Το γεγονός αυτό καθιστούσε εφικτή τη μόνιμη κατοίκηση και την ταυτόχρονη ενασχόληση των κατοίκων με τη γεωργία και την κτηνοτροφία (Ντούζουγλη 1996, Ζάχος 1997, Tartaron and Zachos 1999, 70-71). Προκειμένου να προσδιοριστεί σε κάποιο βαθμό ο χαρακτήρας των εγκαταστάσεων στην κεντρική Ήπειρο για την υπό μελέτη περίοδο θα εξεταστούν παρακάτω, με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, δύο παράμετροι: α. η μορφή και το μέγεθος τους οικισμών και β. η κεραμική παραγωγή Στη σύγχρονη εποχή ο παραλίμνιος χώρος χρησιμοποιείται για περιορισμένη βόσκηση, περίπου εκατό αγελάδες και μερικές εκατοντάδες πρόβατα, καθώς λόγω της πυκνότητας των καλαμιών, τα ζώα εκμεταλλεύονται μόνο τα περιφερειακά του σημεία, Μπάρμπα 2008, Ενισχυτικά αλλά επιγραμματικά θα γίνει αναφορά και στα προκαταρκτικά δημοσιευμένα στοιχεία της οστεολογικής ανάλυσης από την Κρύα, Ζάχος 1997, 165. Όσον αφορά στη Βίτσα, η Βοκοτοπούλου (1986, 340) αναφέρει ότι από τον οικισμό προέρχεται σημαντικός αριθμός οστών αιγοπροβάτων και βοοειδών. Η μελέτη του αρχαιοζωολογικού υλικού από το Λιατοβούνι βρίσκεται σε εξέλιξη από τη Δρ. Ε. Κοτζαμποπούλου.

180 180 Ι. Μορφή και μέγεθος οικισμών Settlements are usually described as having predominantly domestic or residential functions that may be contrasted with other site types such as cemeteries and monuments. The recognition of settlement sites is therefore dependent on our ability to identify domestic practice in the archaeological record Brϋck and Goodman 1999, 3 Σύμφωνα με τον Rafferty "μόνιμοι οικισμοί είναι εκείνοι στους οποίους τμήμα τουλάχιστον του πληθυσμού παραμένει στην ίδια τοποθεσία καθόλη τη διάρκεια του έτους (1985, 115). Ο Παπαδόπουλος (1976, , 361) διέκρινε δύο τύπους οικισμών στην Ήπειρο: τους ανοικτούς και τους τειχισμένους. Ο Δάκαρης (1972β, 62), αντίθετα, μελετώντας την περιοχή της Θεσπρωτίας έκανε λόγο για τρεις τύπους οικισμών: τους ημιμόνιμους κτηνοτροφικούς, τους μόνιμους και τους τειχισμένους με ακρόπολη. Ωστόσο, ο εντοπισμός μέχρι σήμερα ελάχιστων αρχιτεκτονικών λειψάνων στην Ήπειρο 158 δυσχεραίνει την εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με τη μορφή και το μέγεθος των οικισμών αλλά και με τη μεταξύ τους σχέση και ιεράρχηση (Ζάχος 1997, 163). Το γεγονός ότι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των νομαδικών πληθυσμών ήταν η «εφήμερη αρχιτεκτονική», αποτέλεσε ένα από τα κύρια επιχειρήματα των υποστηρικτών της άποψης περί άσκησης νομαδικής κτηνοτροφίας στην περιοχή 159. Με βάση τη μορφή των οικιών της Βίτσας στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (Βοκοτοπούλου 1972α, Vokotopoulou 1985, 54-64) και των 158 Τα μοναδικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, που σώζονται, με τη μορφή λιθοσωρών είναι στην Κρύα, στην Αγία Μαρίνα Πεδινής (Ανδρέου 1977, 152 Αδάμ 1998, Αδάμ και Πλιάκου 1999, 454), στους Αγίους Αποστόλους (Πλιάκου 1999, Αδάμ 2001, 2) και στο Λιατοβούνι. 159 Ο Papadopoulos (1990, 367) ωστόσο παρατηρεί ότι η αποτυχία εντοπισμού θέσεων της προϊστορικής περιόδου στην Ήπειρο είναι λάθος να αποδίδεται αποκλειστικά και μόνο στη φύση της οικονομίας της περιοχής.

181 181 αποκαλυφθέντων στην περιοχή του Πωγωνίου οικοδομημάτων (Ανδρέου και Ανδρέου 2003, ) υποστηρίχτηκε ότι στην Ήπειρο, στο τέλος της Εποχής του Χαλκού, τα σπίτια είχαν κυκλικό 160, αψιδωτό ή ελλειπτικό σχήμα και διέθεταν ένα ή περισσότερα δωμάτια, εστίες, βόθρους και πιθανόν φούρνους (Papadopoulos 1990, 367 Σουέρεφ 2001, ). Πληρέστερη εικόνα παρέχει ο οικισμός του Λιατοβουνίου, όπου παρά την αποσπασματική κατάσταση των λιθοσωρών, διαμορφώνονται υποτυπώδεις χώροι καμπυλόγραμμου και ορθογώνιου περιγράμματος, οι οποίοι φαίνεται να ανήκουν σε δύο αρχιτεκτονικές φάσεις. Χαρακτηριστική είναι η οριοθέτηση του χώρου του οικισμού από λίθινο καμπυλόγραμμο περίβολο κατεύθυνσης ΒΔ-ΝΑ, που αποκαλύφθηκε σε μήκος 14μ. Ο περίβολος ήταν διπλής όψης, κατασκευασμένος από κροκάλες μεσαίου μεγέθους, βότσαλα και μικρούς λίθους ανάμεσα τους. Οι λίθοι της εξωτερικής όψης είναι μεγαλύτερου μεγέθους από εκείνους της εσωτερικής και έχουν τοποθετηθεί με την επεξεργασμένη πλευρά τους στην πρόσοψη. Στην παλαιότερη φάση 161 τα σπίτια καμπυλόγραμμου περιγράμματος διέθεταν κρηπίδα από μικρούς και μεσαίους ακατέργαστους λίθους (πλάτους π. 0.10μ.), πλίνθινη ανωδομή και σύστημα ξυλοδεσιάς 162. Η χρήση ξύλου και πλίνθων στην ανωδομή σε συνδυασμό με το μικρό πάχος των τοίχων εξασφάλιζε τη σταθερότητα της κατασκευής. Τα δάπεδα ήταν από πατημένο χώμα και κατά αραιά διαστήματα καλύπτονταν από μικρά βότσαλα. Πάνω στα δάπεδα διαμορφώνονταν με πηλό μικρές εστίες, που αναγνωρίζονταν συνήθως 160 Ύπαρξη θεμελίων κυκλικών κτιρίων αναφέρεται σε δύο θέσεις του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων, τη Δουρούτη και το λόφο Σκαφιδά στη Νεοκαισάρεια. Η χρονολόγησή τους όμως είναι αβέβαιη. 161 Στην ίδια φάση χρονολογούνται και τα τμήματα μίας πήλινης κατασκευής με οπές, της οποίας η μία επιφάνεια ήταν επίπεδη και η άλλη αδρή λόγω πιθανότατα της επαφής της με το έδαφος. Η κατασκευή ήταν φτιαγμένη από πορτοκαλοκάστανο ωμό πηλό και δεν έφερε ίχνη φωτιάς, γεγονός που δυσχεραίνει την ταύτιση της με δάπεδο κεραμικού κλιβάνου (εσχάρα). Παρόμοιου τύπου κατασκευές, έχουν εντοπιστεί στο Λευκαντί (Sackett 1993, 74-76) και στη Θεσπρωτία (Forsén 2009, 60). 162 Τμήματα πλίνθων εντοπίστηκαν στην επίχωση που κάλυπτε τον χώρο. Η ίδια τεχνική οικοδόμησης σημειώνεται και στο Αγγελοχώρι της Μακεδονίας κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (Χατζητουλούσης 2010, )(εικ.67).

182 182 από την αφθονία στάχτης και καμένων οστών, ενώ σπάνια περιβαλλόταν από μικρούς λίθους (τομή Δ, τετράγωνο Α1). Στην ίδια τομή εντοπίστηκε αβαθές όρυγμα σκαμμένο μέσα στο φυσικό φλύσχη, που χρησίμευε πιθανότατα ως αυλάκι απορροής των όμβριων υδάτων. Στη δεύτερη φάση οι οικίες είχαν καμπυλόγραμμο και ορθογώνιο περίγραμμα και ήταν επιμελέστερης κατασκευής 163. Στην τομή Α του τετραγώνου Β1 ορίζονταν με σαφήνεια τρείς χώροι: ένας ελλειψοειδής, ένας ορθογώνιος και ένας πιθανώς υπαίθριος, στον οποίο υπήρχε μία κτιστή από μία σειρά μέτριων λίθων,, κατασκευή σε σχήμα Π. 164 Οι κρηπίδες των οικιών εξακολουθούσαν να είναι λίθινες (πλάτος λίθων μ.) και οι τοίχοι πλίνθινοι 165. Τα δάπεδα ήταν από πατημένο χώμα, στρωμένα με σκύρα και βότσαλα. Σε μία περίπτωση, κάτω από το δάπεδο, ήρθε στο φως παιδική ταφή οριοθετούμενη από δύο σειρές λίθων σε ορθή γωνία (τομή Β, τετράγωνο Α1) 166. Κατά μήκος του λίθινου περιβόλου (τοίχοι #1α και 4), αποκαλύφθηκε επικλινές δάπεδο (δρόμος) και ίχνη από καμένο ξύλο, που σχετίζονταν πιθανότατα με τις γειτονικές πασσαλότρυπες. Οι πάσσαλοι θα μπορούσαν να ανήκουν σε κάποια βοηθητικής κατασκευή-αποθήκη. Το επικλινές δάπεδο ήταν στρωμένο με βότσαλα, τα οποία προστάτευαν, πιθανότατα, τις λίθινες κρηπίδες των οικιών από την αποσαρθρωτική δράση των νερών της βροχής. Στην Κρύα λιθοσωροί ακαθόριστου σχήματος αποκαλύφτηκαν μόνο στις τομές Ι και IV, ενώ εντοπίστηκαν λείψανα αδιαμόρφωτων εστιών και δαπέδου από πατημένο χώμα στρωμένο με τμήματα αγγείων (όστρακα) και βότσαλα. Στο 163 Χρήση πλακαρών λίθων σε ορισμένες γωνίες, για παράδειγμα στη δυτική γωνία του τοίχου 10 και στη νοτιοδυτική γωνία της ταφικής κατασκευής στην τομή Β του τετραγώνου Α Σύμφωνα με την ανασκαφέα επρόκειτο πιθανότατα για εστία. Η απουσία στάχτης στο εσωτερικό της ερμηνεύτηκε ως αποτέλεσμα της έκθεσης της στα καιρικά φαινόμενα λόγω της υπαίθριας θέσης της. 165 Τμήματα πλίνθων περισυλλέχτηκαν από το χώμα που κάλυπτε τους λίθους του τοίχου Ο τρόπος αυτός ταφής ήταν συνηθισμένος στην Ελλάδα ήδη πριν την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, Douzougli and Papadopoulos 2011,63. O Papadopoulos στο άρθρο του για τον τύμβο του Löfkend αναφερόμενος στο Λιατοβούνι σημειώνει εκ παραδρομής ότι «there were no intramural burials of infants in those parts of the settlements of Vitsa Zagoriou and Liatovouni that have been excavated (Papadopoulos, Bejko and Morris 2007, 125).

183 183 ανατολικό τμήμα του οικισμού ήρθαν στο φως τμήματα δεκαπέντε αποσπασματικά σωζόμενων πίθων, σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Ο χώρος στον οποίο εντοπίστηκαν δε συνδέεται με αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Ήταν πιθανότατα υπαίθριος. Στη Δωδώνη, στην περιοχή της στοάς του Βουλευτηρίου (Ε2) και στη βορειανατολική γωνία του Πρυτανείου (Ο), εντοπίστηκαν οπές για πασσάλους, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις περιβάλλονταν από λίθους. Λείψανα αψιδωτού οικοδομήματος 167, κατασκευασμένου από αργούς λίθους, ήρθαν στο φως στην περιοχή μεταξύ του βάθρου του Χάροπα, στο εσωτερικό του Βουλευτηρίου (Ε2), και της δυτικής εισόδου του (Δάκαρης 1969, 30-31). Το δυτικό τμήμα του οικοδομήματος διερχόταν κάτω από το βάθρο του Χάροπα. Στο ανατολικό τμήμα, στο ύψος της βάσης των θεμελίων, εντοπίστηκε το ήμισυ κανθαρόσχημου αγγείου με αμαυρόχρωμη διακόσμηση και πήλινο σφοντύλι σχήματος κόλουρου κώνου. Βάσει των ευρημάτων αυτών, το οικοδόμημα χρονολογήθηκε στο τέλος της Εποχής του Χαλκού από το Δάκαρη. Στη στοά του Βουλευτηρίου, στο εσωτερικό μίας πασσαλόπηκτης οικίας λειτουργούσε, πιθανότατα, ένας ιπνός (Δάκαρης 1967, 40) 168. Η κάτοψη του ιπνού ήταν ελλειψοειδής. Το τμήμα ενός μεγάλου αποθηκευτικού αγγείου, που βρέθηκε στην περιοχή, χρησίμευε πιθανότατα ως θόλος του φούρνου. Μια στρώση πηλού πλαισίωνε την επιφάνεια του ιπνού, ενώ ένας αναβαθμός σε ύψος 40εκ. πάνω από τον πυθμένα του λειτουργούσε, πιθανότατα, ως στήριγμα για την πήλινη εσχάρα. Τμήματα της τελευταίας εντοπίστηκαν μαζί με δύο ολόκληρα αγγεία 167 Στη Δωδώνη έχουν εντοπιστεί τα θεμέλια άλλων δύο αψιδωτών κτηρίων: ενός κάτω από τα θεμέλια της Ιεράς Οικίας (Ευαγγελίδης και Δάκαρης 1959, 23) και ενός στη βορειοανατολική γωνία του Πρυτανείου (ημερολόγιο ανασκαφής 1983, 23), τα οποία δε μπορούν να χρονολογηθούν με βεβαιότητα. Ο Mazarakis-Ainian (1997, 112) σημειώνει ότι τα αψιδωτά οικοδομήματα χρησιμοποιούνταν κυρίως ως δημόσιοι χώροι ή χώροι λατρείας, αλλά, παράλληλα, τονίζει ότι στη Δωδώνη δεν υπάρχουν αποδείξεις για την άσκηση λατρείας πριν τον 8 ο αι. π.χ. (1997, 309). 168 Παράλληλο από τον οικισμό της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στον Σταθμό Αγγίστας Σερρών, Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1980, 56. Επίσης, για τους κλιβάνους της Πρώιμης Εποχής Σιδήρου βλ. Papadopoulos 2003, Σε γειτνίαση με τον ιπνό εντοπίστηκε ένα πήλινο ακροφύσιο (εικ. 68), που είχε ίσως χρησιμοποιηθεί στη λειτουργία του.

184 184 του τέλους της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (Α.Μ.Ι. 3578, 3581) στο δάπεδο του ιπνού. Η μικρή επένδυση χρόνου, που απαιτεί η κατασκευή ενός πρόχειρου καταλύματος, θα μπορούσε να είναι ενδεικτική κατοίκησης μη μόνιμου χαρακτήρα. Ωστόσο, τα εκτεταμένα στρώματα ευρημάτων - κυρίως κεραμικής - από τις θέσεις της κεντρικής Ηπείρου υποδεικνύουν χρήση του χώρου σε ευρεία έκταση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε ευρύτερο επίπεδο, η μεγάλη διασπορά θέσεων του τέλους της Εποχής του Χαλκού - Πρώιμης Εποχής Σιδήρου, που σημειώθηκε στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων (Πλιάκου 2007, ), στην κοιλάδα του Αώου (Ντούζουγλη 1996, 15, 36) και στην κοιλάδα του Γορμού (Andréou et Andréou 1999, 51-56), υποδηλώνει την παρουσία πολλών μικρών οικιστικών πυρήνων. Περαιτέρω ανάλυση απαιτείται, ωστόσο, προκειμένου να διασαφηνιστεί εάν υπάρχουν ενδείξεις ιεραρχικής διακοινοτικής οργάνωσης, όπου ένας κεντρικός οικισμός επικουρείται από άλλους μικρότερους δορυφορικούς στη γείτονα περιοχή. ΙΙ. Η κεραμική παραγωγή Συχνά στο παρελθόν η κεραμική παραγωγή συνδεόταν αποκλειστικά με μορφές μόνιμης εγκατάστασης (Arnold 1985, ). Η άποψη αυτή ήταν απόρροια εν μέρει: α. της θεωρίας του Childe για τη «Νεολιθική Επανάσταση» και τη σύνδεσή της με τη μόνιμη εγκατάσταση και την εμφάνιση της κεραμικής β. της χρήσης εθνογραφικών μοντέλων για την ερμηνεία του παρελθόντος και γ. της απουσίας αποτελεσματικής έρευνας για τον προσδιορισμό του μόνιμου ή περιοδικού χαρακτήρα ενός οικισμού. Σύμφωνα με τον Rafferty «η κατασκευή αγγείων αποτελούσε μία τεχνολογική αλλαγή, η οποία θα πρέπει να είχε ενισχυθεί από την ανάπτυξη της μόνιμης κατοίκησης» (1985, 133). Αντίθετα η παραγωγή πήλινων σκευών από ομάδες μετακινούμενων ανθρώπων δεν

185 185 ευνοούνταν - χωρίς ταυτόχρονα να αποκλείεται - για λόγους, που θα αναλυθούν παρακάτω 169. Τα κεραμικά αγγεία παρουσιάζουν δύο μειονεκτήματα: είναι σχετικά βαριά και εύθραυστα. Επομένως, η χρήση του πηλού για την κατασκευή σκευών από μία μετακινούμενη κοινότητα θα απαιτούσε σημαντική δαπάνη ενέργειας για τη μεταφορά τους και ταυτόχρονα ενείχε τον κίνδυνο του θρυμματισμού λόγω των συχνών μετακινήσεων (Eerkens 2008, 309). Ακόμη και στην περίπτωση, που η κοινότητα διέθετε υποζύγια για τη μεταφορά των σκευών, η επιπρόσθετη ενέργεια, που καταναλωνόταν από τα ζώα είχε αντίκτυπο στο χρόνο τροφής και βοσκής τους. Για αυτούς τους λόγους οι ομάδες των μετακινούμενων κτηνοτρόφων προτιμούσαν σκεύη από άλλα υλικά (δέρμα, ψάθα), τα οποία ήταν ελαφρύτερα και ανθεκτικότερα (Arnold 1985, 110) 170. Η τέχνη της κεραμικής προϋπόθετε σημαντικό χρονικό διάστημα για την ολοκλήρωση του κύκλου της (επιλογή πηλού, μορφοποίηση αγγείου, στέγνωμα και όπτηση) 171 και απαιτούσε τη συνεχή παρουσία του κεραμέα. Οι καιρικές συνθήκες επηρέαζαν σημαντικά τον προγραμματισμό της κατασκευής των αγγείων γιατί καθόριζαν το πότε θα συλλεγόταν η πρώτη ύλη και το πόσο θα διαρκούσε το στέγνωμα και το ψήσιμο (Arnold 1985, 119). Με βάση τα παραπάνω η καταλληλότερη εποχή για την παραγωγή αγγείων, ήταν η περίοδος της ξηρασίας, όταν, δηλαδή, οι γεωργοί συνέλεγαν τη σοδειά τους και οι εξειδικευμένοι κτηνοτρόφοι μετακινούνταν από τα πεδινά προς τα ορεινά. Οι μετακινούμενες ομάδες αποτελούνταν συνήθως από λίγα άτομα των οποίων η ανάγκη για πήλινα σκεύη θα ήταν περιορισμένη και θα συνδεόταν κυρίως με το μαγείρεμα (Beck 2009, 326). Η χαμηλή ζήτηση δεν ευνοούσε την παραγωγή αγγείων, καθώς ο αριθμός των προϊόντων ήταν αντιστρόφως ανάλογος του οικονομικού τους κόστους (Eerkens 2008, 310). 169 O Arnold (1985) υποστηρίζει ότι ένα ποσοστό 30% των μετακινούμενων ομάδων κατασκεύαζε και χρησιμοποιούσε κεραμικά σκεύη. 170 Η πρακτική αυτή έχει προταθεί και για την Ήπειρο από τον Wardle (1993, 124). 171 Σύμφωνα με τον Arnold (1985) μπορεί να διαρκέσει από μερικές ημέρες έως μερικές εβδομάδες.

186 186 Σύμφωνα με εθνογραφικά κυρίως παραδείγματα οι παραπάνω περιορισμοί αντιμετωπίστηκαν από τα μέλη των μετακινούμενων ομάδων, με την ανάπτυξη ποικίλων στρατηγικών. Μία πιθανή λύση, που υιοθετούνταν ενάντια στο ζήτημα του βάρους και της ευαισθησίας των πήλινων αγγείων ήταν η απόκρυψη τους, προκειμένου να αποφύγουν τη διαρκή μεταφορά τους, και η επαναχρησιμοποίηση τους με την επιστροφή στην περιοχή (Eerkens 2008, 313 Beck 2009, ). Το πρόβλημα της σχετικά μεγάλης απαιτούμενης χρονικής διάρκειας κατασκευής των αγγείων επιλυόταν πιθανότατα με την παράταση της διαμονής σε συγκεκριμένες θέσεις. Τέλος, το ζήτημα του μεγάλου κόστους παραγωγής μικρής ποσότητας αγγείων αντιμετωπιζόταν με το ψήσιμο σε χαμηλή θερμοκρασία και με την επιτόπια επισκευή τυχόν φθορών (Eerkens 2008, 318). Γενικότερα, η κεραμική τεχνολογία των μετακινούμενων ομάδων χαρακτηρίζεται από μικρό αριθμό σκευών με περιορισμένη διαφοροποίηση στο μέγεθος και στο σχήμα, από χρήση αγγείων μικρής διαμέτρου με λεπτά τοιχώματα, αδρή εξωτερική επιφάνεια και κατασκευασμένα από πηλό με μικρού μεγέθους εγκλείσματα (Cribb 1991, 76). Αντίθετα, ποικιλομορφία και σημαντική επένδυση χρόνου για την κατασκευή αγγείων χαρακτήριζαν την κεραμική παραγωγή των μόνιμων κοινοτήτων. Η ποικιλομορφία βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από τις διαθέσιμες πρώτες ύλες και την αποσκοπούμενη χρήση των σκευών (μακρόχρονη ή βραχύχρονη αποθήκευση και μεταφορά υγρών ή στερεών, προετοιμασία, σερβίρισμα και κατανάλωση φαγητού και ποτού). Η επένδυση χρόνου στην κατασκευή ενός σκεύους αξιολογείται βάσει της επεξεργασίας της επιφάνειας, του πάχους των τοιχωμάτων και του μεγέθους των εγκλεισμάτων του (Simms, Bright and Ugan 1997, 790). Από τη μελέτη του κεραμικού υλικού των θέσεων της κεντρικής Ηπείρου προέκυψε ότι επικρατούσε σχετική ποικιλομορφία ως προς τη διαμόρφωση των επιμέρους χαρακτηριστικών των αγγείων. Oι τύποι των αγγείων κάλυπταν όλες τις πιθανές χρήσεις. Το μεγαλύτερο ποσοστό αφορούσε στην προετοιμασία και την κατανάλωση τροφής και ποτού.

187 187 Η κεραμική με πλαστική διακόσμηση αντιπροσωπεύεται κυρίως από αγγεία με τοιχώματα μεσαίου και μεγάλου πάχους ( εκ.) και αδρά λειασμένη εξωτερική επιφάνεια. Πρόκειται, ως επί το πλείστον, για αγγεία οικιακής χρήσης κατάλληλα για την προετοιμασία, το σερβίρισμα, την κατανάλωση και την αποθήκευση τροφής και ποτού. Η τυποποίηση του σχήματος (ΚΙ 2) και της διακόσμησης τους (πλαστικές εμπίεστες ταινίες και δισκάρια) σε συνδυασμό με το χρώμα του πυρήνα, που λόγω της γρήγορης όπτησης, ήταν σε αρκετές περιπτώσεις τεφρό, θα μπορούσαν να ενισχύουν την επιχειρηματολογία υπέρ της σύνδεσης τους με νομαδικές κοινότητες. Ωστόσο, τα σκεύη αυτά δεν ήταν κατάλληλα για μεταφορά. Τα περισσότερα ήταν ανοιχτά ή ευρύστομα με αποτέλεσμα το περιεχόμενο τους να χύνεται εύκολα. Το βάρος τους θα δυσχέραινε τις μετακινήσεις από τόπο σε τόπο, καθώς τα περισσότερα διέθεταν μεσαίου ή μεγάλου πάχους τοιχώματα. Η πλαστική διακόσμηση παρόλη την τυποποίηση απαιτούσε την αφιέρωση σημαντικού χρόνου από τον κεραμέα, καθώς συχνά ήταν αρκετά περίτεχνη. Η μονόχρωμη κεραμική περιλαμβάνει λεπτότοιχα (αγγεία πόσης) και χονδρότοιχα αγγεία (μαγειρικά και αποθηκευτικά σκεύη). Το πάχος των τοιχωμάτων των λεπτότοιχων κυμαίνεται από εκ. και των χονδρότοιχων από εκ.. Η επιφάνεια των αγγείων είναι στο μεγαλύτερο ποσοστό αδρά λειασμένη και σε ορισμένες περιπτώσεις της πρώτης όμαδας (εν. των λεπτότοιχων) στιλβωμένη. Η συγκέντρωση δεκαπέντε πίθων σε ένα σημείο του οικισμού στην Κρύα είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς είναι ενδεικτική της άσκησης οργανωμένης αποθήκευσης και κατ επέκταση της ύπαρξης ανάλογης κοινωνικής οργάνωσης και οικονομίας που προϋποθέτουν προγραμματισμό του απασχολούμενου ανθρώπινου δυναμικού και οργάνωση του τεχνολογικού εξοπλισμού. Τα πιθάρια, λόγω του μεγάλου μεγέθους τους, δε μπορούσαν να μετακινηθούν εύκολα, συνδέονταν με μακροχρόνια αποθήκευση και λειτουργούσαν ανασταλτικά στο βαθμό κινητικότητας του πληθυσμού. Επομένως, φαίνεται ότι

188 188 πρόκειται για ένα μόνιμο οικισμό και όχι για μία περιοδική εγκατάσταση νομάδων κτηνοτρόφων. Τα λεπτότοιχα, αδρά λειασμένα και κατασκευασμένα από πολύ καθαρό πηλό πορτοκαλέρυθρα αγγεία παράγονταν πιθανότατα από κεραμείς μόνιμα εγκατεστημένους σε μία θέση. Εξειδικευμένη τεχνογνωσία, δεξιοτεχνία και αρκετό χρόνο απαιτούσε η παραγωγή της γραπτής αμαυρόχρωμης κεραμικής 172. Η επιφάνεια των αγγείων στην πλειονότητα των περιπτώσεων ήταν πολύ καλά λειασμένη - σπανιότερα δε στιλβωμένη - και τα τοιχώματα τους λεπτά ή μεσαία ( εκ.). Ο πηλός ήταν λεπτόκοκκος και με ελάχιστη περιεκτικότητα σε εγκλείσματα. Η απόσταση των πηγών της απαιτούμενης για την κατασκευή των αγγείων πρώτης ύλης θα μπορούσε να παρέχει σημαντικές πληροφορίες για το χαρακτήρα ενός οικισμού. Η χρήση διαφορετικών πηλών στην κεραμική τεχνολογία μίας κοινότητας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελούσε μία ένδειξη της αυξημένης κινητικότητας του πληθυσμού της (Simms, Bright and Ugan 1997, 790). Η επιλογή της πρώτης ύλης ωστόσο εξαρτιόταν από τη χρήση για την οποία προοριζόταν το αγγείο, το μέγεθος του και την τεχνολογία κατασκευής (Κυριατζή 2000, 237). Σύμφωνα με εθνογραφικές μελέτες από διάφορες περιοχές του κόσμου, προκύπτει ότι η συνηθέστερη απόσταση για την προμήθεια πρώτης ύλης δεν ξεπερνούσες τα 7 χλμ περίπου. (Arnold 1985, 109). Η πετρογραφική ανάλυση των δειγμάτων από την κεραμική της Ηπείρου έδειξε τη χρήση μικρής ποικιλίας πρώτων υλών. Τα εγκλείσματα των υλικών - ειδικότερα από το Λιατοβούνι - είναι συμβατά με το γεωλογικό υπόβαθρο της ευρύτερης περιοχής, γεγονός που υποδεικνύει τοπική κεραμική παραγωγή. 172 Με τις «νομαδικές, βορειοδυτικές, ελληνικές φυλές» είχε συνδεθεί η παραγωγή και εξάπλωση της αμαυρόχρωμης κεραμικής στη βόρεια Ελλάδα (Dakaris 1985, 145, 157, 161 Καραμήτρου-Μεντεσίδη 1999, ).

189 189 Η οστεολογική ανάλυση παρέχει επίσης σημαντικές πληροφορίες για το χαρακτηρισμό ενός οικισμού ως μόνιμου ή εποχικού. Στην Κρύα, βάσει της προκαταρκτικής μελέτης (Ζάχος 1997, 165) 173, εντοπίστηκαν όλα σχεδόν τα οικόσιτα (αιγοπρόβατα, βοοειδή 174, χοίροι, σκύλοι, ιπποειδή), καθώς και λίγα άγρια είδη (υδρόβια πτηνά, ελάφι, λαγός, αγριογούρουνο και χελώνα). Ποσοτικά φαίνεται ότι επικρατούσαν ελαφρώς τα αιγοπρόβατα. Το κάθε είδος προτιμούσε διαφορετικές πηγές βόσκησης και παρήγαγε με αυτόν τον τρόπο διαφορετικά προϊόντα. Τα αιγοπρόβατα παρείχαν κρέας, γάλα και μαλλί ενώ οι χοίροι αποκλειστικά κρέας. Τα βοοειδή και τα ιπποειδή βοηθούσαν σημαντικά στις γεωργικές εργασίες (όργωμα). Τα βοοειδή πέραν της εκμετάλλευσης της ελκτικής τους δύναμης στην άροση, προσέφεραν κρέας, κοπριά ως λίπασμα για τα χωράφια, γάλα, δέρμα και μεδούλι (καύσιμο, φωτισμός, επεξεργασία δέρματος) (Outram 2001, 401). Η ποικιλία των εκτρεφόμενων ζώων είναι ενδεικτική μη εξειδικευμένης κτηνοτροφίας. Ορισμένα οστά φέρουν «ίχνη κοπής» από μεταλλικά και λίθινα εργαλεία, τα οποία είναι χαρακτηριστικά όλων των σταδίων προετοιμασίας του ζώου για κατανάλωση (εκδορά, τεμαχισμός-διαμελισμός και αποστέωση). Όσον αφορά στην ηλικία των ζώων φαίνεται βάσει των μακρών οστών ότι υπάρχει μία σχετική επικράτηση των ενήλικων ατόμων, που υποδηλώνει μία στρατηγική διαχείρισης επικεντρωμένη στην παραγωγή κρέατος και δευτερευόντως στην εκμετάλλευση των δευτερογενών προϊόντων (γάλα, μαλλί, δέρμα). Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα: α. Η περιορισμένη παρουσία αρχιτεκτονικών καταλοίπων οφειλόταν πιθανότατα στη χρήση φθαρτών υλικών δόμησης και σε τοπικές οικοδομικές παραδόσεις. Η συγκέντρωση σε ένα σημείο του οικισμού της Κρύας πίθων 173 Ορισμένες πληροφορίες προέρχονται από προφορική επικοινωνία με τη Δρ Ε. Κοτζαμποπούλου, η οποία μελετά το σύνολο των οστών από την Κρύα, την οποία από αυτή τη θέση ευχαριστώ θερμά. 174 Το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, η Ελλοπία, φημίζονταν σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς για τα βόδια, τα πρόβατα και τα άλογα της. Δάκαρης 1976,

190 190 μεγάλου μεγέθους είναι ενδεικτική της λειτουργίας μακροχρόνιας αποθήκευσης 175. β. Η ποικιλομορφία των αγγείων και η υποδεικνυόμενη από την ανάλυση των πρώτων υλών τοπική παραγωγή τους είναι ενδεικτικά της μόνιμης φύσης των οικισμών. γ. Η προκαταρκτική οστεολογική ανάλυση από την Κρύα, σύμφωνα με την οποία οι κάτοικοι εξέτρεφαν διάφορα είδη οικόσιτων ζώων, παρέχει στοιχεία για την άσκηση μη εξειδικευμένης νομαδικής κτηνοτροφίας. Οι νομάδες κτηνοτρόφοι διέθεταν συνήθως κοπάδια αποτελούμενα από ένα ή το πολύ δύο είδη ζώων, καθώς η μεγαλύτερη ποικιλία θα απαιτούσε και την αναζήτηση περισσοτέρων χώρων βοσκής. Επομένως, δε μπορεί να υποστηριχτεί με βάσιμα επιχειρήματα για την κεντρική Ήπειρο κατά την Εποχή του Χαλκού - Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου η άσκηση εξειδικευμένης κτηνοτροφίας, η οποία απαιτούσε την εποχική μετακίνηση των κοπαδιών δύο φορές τουλάχιστον το χρόνο. Η περιστασιακή μετακίνηση είναι δύσκολα ανιχνεύσιμη στα υλικά κατάλοιπα. Στην περιοχή της Ηπείρου, φαίνεται ότι επικρατούσε ένα μοντέλο μεικτής οικονομίας, που βασιζόταν στην άσκηση της κτηνοτροφίας και την καλλιέργεια εκτάσεων περιορισμένης έκτασης (Douzougli and Zachos 2002). Όπως άλλωστε σημειώνουν και οι Bar Yosef και Rocek (1998, 1) all societies have a mobility component; the issue is what the form of this mobility is, not whether it exists. 175 Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν αποκλείει τη μετακίνηση τμήματος του οικισμού με τα κοπάδια κατά τους θερινούς μήνες

191 191 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Το ζήτημα της χρονολόγησης της χειροποίητης κεραμικής της κεντρικής Ηπείρου H συχνή απουσία κάθετης στρωματογραφίας στις θέσεις της κεντρικής Ηπείρου σε συνδυασμό με την αδυναμία αναγνώρισης αλλαγών στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των σκευών της ηπειρωτικής κεραμικής κατά την Εποχή Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στη διαμόρφωση μίας τοπικής χρονικής ακολουθίας των κεραμικών κατηγοριών. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι μελετητές να καταφεύγουν σε μορφολογικές και τεχνολογικές συγκρίσεις με υλικό από τις γειτονικές περιοχές (Μακεδονία, Θεσσαλία, Ιόνια νησιά, Αλβανία και Ιταλία), προκειμένου να προσδιορίσουν χρονολογικά το πλαίσιο εμφάνισης και χρήσης εκάστης κεραμικής κατηγορίας. Στόχος του παρόντος κεφαλαίου είναι να προσδιοριστεί η σχετική χρονολόγηση της κεραμικής, μέσα από τη χρήση του συνόλου: των στρωματογραφικών ακολουθιών των υπό εξέταση θέσεων (βλ. κεφ. 1), των διαθέσιμων ραδιοχρονολογήσεων και των τυπολογικών παραλλήλων από τις γειτονικές περιοχές. Θα παρουσιαστούν ανά κεραμική κατηγορία τα αρχαιολογικά σύνολα από κάθε θέση, με τη σειρά που παρουσιάστηκαν στο κεφάλαιο 1. Στη συνέχεια θα επιχειρηθεί μια σύνθεση των δεδομένων με στόχο την ένταξη των συνόλων σε χρονολογικές ομάδες. Κεραμική των κατηγοριών 1 και είναι ιδιαίτερα συχνή στις περισσότερες θέσεις του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων. Το υλικό από τη Δωδώνη προέρχεται 176 Η κοινή παρουσία των δύο κεραμικών κατηγοριών στις περισσότερες γνωστές θέσεις (εκτός από τους τάφους στο Νεοχωρόπουλο, Ελαφότοπο, Μαζαράκι) σε συνδυασμό με το ότι οι δύο κατηγορίες δεν παρουσιάζουν, μακροσκοπικά, έντονες

192 192 από μη ασφαλώς στρωματογραφημένα στρώματα, όπως προαναφέρθηκε, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για χρονολογικούς σκοπούς. Ωστόσο, μεταξύ του υλικού από το χώρο Ι και εκείνου από το χώρο ΙΙ σημειώνεται μια διαφορά βάσει μορφολογικών (χρώμα εξωτερικής επιφάνειας και σχήματα) και τεχνολογικών γνωρισμάτων (κεραμική ύλη), που μπορεί να οφείλεται σε χρονολογικούς λόγους. Συγκεκριμένα, το χρώμα της εξωτερικής επιφάνειας, των αγγείων του χώρου Ι είναι συνήθως καστανέρυθρο, ενώ του χώρου ΙΙ πορτοκαλέρυθρο με αποτέλεσμα να θυμίζουν περισσότερο αγγεία της κατηγορίας 5. Επιπροσθέτως, στο χώρο Ι και ειδικότερα στην περιοχή μπροστά από το μετέπειτα ναό της Θέμιδος (Ζ) εντοπίζεται μια ομάδα μικρογραφικών αγγείων των κατηγοριών 1 και 4, τα οποία δε βρίσκουν παράλληλο σε καμία άλλη θέση της Ηπείρου και πιθανότατα προορίζονταν για συγκεκριμένο σκοπό (βλ. παρακάτω κεφ. 6) 177. Η κεραμική ύλη των δειγμάτων του χώρου Ι περιέχει περισσότερα εγκλείσματα από εκείνη των δειγμάτων του χώρου ΙΙ και προσιδιάζει προς το υλικό κατασκευής της κεραμικής κατηγορίας 1 και 4 από την Κρύα. Η κεραμική ύλη των αντίστοιχων κατηγοριών από το χώρο ΙΙ παρουσιάζει πιο στενή ομοιότητα με τις ομάδες 3Β και Δ από την Κρύα. Επίσης, στο χώρο ΙΙ εντοπίστηκε ικανός αριθμός οστράκων, που εντάσσονται στη μονόχρωμη διαφορές στη σύσταση του πηλού, οδήγησε μερίδα μελετητών να τις αντιμετωπίσει ως μία ενιαία κατηγορία (Wardle 1977, 181 Tartaron 2004, Papaioannou 2004, 97-98). Ο Wardle, ειδικότερα, υποστήριξε ότι δεν υπήρχε πραγματική χρονολογική διαφορά μεταξύ τους. Θεώρησε ότι η κεραμική τους ύλη, με γυμνό τουλάχιστον μάτι, δεν παρουσίαζε καμία διαφορά. Οι δυο κατηγορίες διαφοροποιούνταν κυρίως ως προς το σχηματολόγιο τους, καθώς στη μεν κεραμική με πλαστική διακόσμηση επικρατούσαν τα αγγεία παρασκευής και κατανάλωσης τροφής, στη δε μονόχρωμη τα αγγεία πόσης. Από την άποψη αυτή το ένα σύνολο συμπλήρωνε το άλλο, δημιουργώντας ένα ολοκληρωμένο «σερβίτσιο» οικιακής κεραμικής. Ο Δάκαρης και οι ασπαζόμενοι την κατηγοριοποίηση του μελετητές (Hammond, Βοκοτοπούλου), ωστόσο, στήριξαν την άποψη τους περί δύο διαφορετικών κατηγοριών στη χρονολογική διαφορά της εμφάνισης τους. 177 Τα εν λόγω αγγεία συναντούν κοντινά παράλληλα στο υλικό από τη φάση Maliq IIIa, b (Πρώιμη εποχή Χαλκού, Prendi 1966, 274 Prendi , Tab. I, II). Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει ένα οξυπύθμενο κύπελλο (Α.Μ.Ι. 3270), του οποίου η διαμόρφωση της βάσης θυμίζει τα λεγόμενα base-pointed cups του πολιτισμού Glina, στη Βουλγαρία (ΠΕΧ ΙΙΙ) (Alexandrov 1995, 266, fig.9: 119, 122). O Peroni (1984, , fig.7:8) αναφέρει ένα παράλληλο από το Cavallino, ενώ ο τύπος βρίσκει παράλληλα στο Θέρμο της Αιτωλίας (Ρωμαίος 1915, 262), στα μέσα της Πρωτοελλαδικής στη Μακεδονία (Ασλάνης 1987, σχ.6) και στη Μεσοελλαδική κεραμική της Θεσσαλίας (Χατζηαγγελάκης 2010, 318, εικ.6).

193 193 κατηγορία αλλά φέρουν καστανομέλανη στιλβωμένη εξωτερική επιφάνεια 178 (εικ.69). Τα όστρακα αυτά συχνά συνυπάρχουν με μυκηναϊκή και αμαυρόχρωμη κεραμική. Το ίδιο πρόβλημα, ως προς τη χρονολόγηση, λόγω της ταραγμένης στρωματογραφίας, σημειώνεται και στο υλικό από την Καστρίτσα. Ωστόσο, βάσει της μακροσκοπικής μελέτης του υλικού, μπορεί να επισημανθεί ότι η κεραμική ύλη κατασκευής των κεραμικών κατηγοριών 1 και 4, που προέρχεται από την περιοχή της αποστραγγιστικής τάφρου (βλ κεφ.1), παρουσιάζει στενή ομοιότητα με εκείνη των ομάδων 3Α και Γ της Κρύας ενώ των οστράκων που προέρχονται από την Ακρόπολη της Καστρίτσας θυμίζει εκείνη των ομάδων 3Β και Δ. Από την Καστρίτσα και συγκεκριμένα από το βαθύτερο σημείο του προϊστορικού στρώματος, όπως ορίστηκε από τον Δάκαρη (1952, 365), προέρχονται και τρία συμπληρωμένα αγγεία με καστανομέλανη στιλβωμένη επιφάνεια (Α.Μ.Ι. 32, 33, 44, εικ.70) όμοιου τύπου με τα όστρακα που εντοπίστηκαν στο χώρο ΙΙ της Δωδώνης (Δάκαρης 1952, ). Στην Επισκοπή και στο Κάστρο εντοπίστηκαν επίσης δείγματα της κεραμικής Κ1 και Κ4 (εικ.71, 72), αλλά, καθώς τα συνευρήματα συνίστανται αποκλειστικά από τοπική αδιακόσμητη κεραμική, η χρονολόγησή τους σε μια συγκεκριμένη φάση θα ήταν παρακινδυνευμένη. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι το υλικό κατασκευής των κεραμικών κατηγοριών 1 και 4 στην Επισκοπή και στο Κάστρο είναι συγγενές προς τις ομάδες 3Β και Δ της Κρύας. Αν αντιπαραβάλλουμε τα ποσοστά των κεραμικών κατηγοριών των δύο φάσεων κατοίκησης στην Κρύα παρατηρούμε ότι στη φάση Ι υπερτερούν τα σκεύη της μονόχρωμης και ακολουθούν εκείνα της πορτοκαλέρυθρης Ι κεραμικής ενώ στη φάση ΙΙ επικρατέστερη κατηγορία είναι η πορτοκαλέρυθρη ΙΙ ακολουθούμενη από τη μονόχρωμη. 178 Ιδιαίτερα στην περιοχή του Πρυτανείου, όπου, όμως, τα στρώματα είναι εξαιρετικά διαταραγμένα βλ. ανασκαφικό ημερολόγιο 1974, 6, 14.

194 194 Γρ.2. Γρ.3. Στην Κρύα δείγματα των κεραμικών κατηγοριών 1 και 4 απαντούν, βάσει της καταγραφής του υλικού, σε όλες τις πάσες όλων των τομών με εξαίρεση την τομή VI, όπου οι κατηγορίες αυτές εμφανίζονται από την πάσα 5 και εξής. Όσον αφορά στο σχήμα των οστράκων, βάσει των καταγεγραμμένων στη βάση δεδομένων 837 οστράκων 179, δε σημειώνεται καμία σημαντική διαφοροποίηση από φάση σε φάση. Στις πάσες 8 και 9 της τομής ΙΙΙ (Φάση Ι) παρατηρείται συγκέντρωση οστράκων της κατηγορίας 4 με στιλβωμένη καστανομέλανη 179 Όλες οι αναφορές στα σχήματα των κατηγοριών στηρίζονται στα καταγεγραμμένα στη βάση δεδομένων 837 όστρακα.

195 195 εξωτερική επιφάνεια, που προέρχονται κυρίως από ανοιχτού σχήματος αγγεία. Ως προς την πρώτη ύλη κατασκευής τους, με βάση την πετρογραφική ανάλυση, τα όστρακα των κατηγοριών 1 και 4 κατασκευάστηκαν με υλικό των ομάδων 3Α, Β, Γ και Δ. Από το πρόσφατα ανασκαμμένο υλικό στη θέση Παλαμπούτι στο Νεοχωρόπουλο, που σύμφωνα με τη ραδιοχρονολόγηση, τοποθετείται, όπως προαναφέρθηκε, στη Μέση Εποχή Χαλκού ( π.χ.), προέρχεται σημαντική ποσότητα μονόχρωμης και με πλαστική διακόσμηση κεραμικής (εικ.73). Η πετρογραφική ανάλυση, που έγινε για λόγους κυρίως συγκριτικούς με την αντίστοιχη κεραμική από την Κρύα, έδειξε ότι τα δείγματα από το Παλαμπούτι περιέχουν θρυμματισμένη κεραμική και κοκκία πηλού. Παρουσιάζουν δηλαδή στενή ομοιότητα με το αντίστοιχο υλικό από την ομάδα 3 της Κρύας, που είχε χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή των σκευών των κεραμικών κατηγοριών 1 και 4 εκεί. Στην κεραμική κατηγορία 4 ανήκουν και τα τρία αγγεία 180 που εντοπίστηκαν στον τάφο του Νεοχωρόπουλου (εικ.74). Μορφολογικά και τεχνολογικά, ως προς το χρώμα της επιφάνειας και την περιεκτικότητα του πηλού σε προσμίξεις (μακροσκοπικά), θυμίζουν αγγεία της αντίστοιχης κατηγορίας της φάσης Ι στην Κρύα. Από το χώρο ΙΙ στη Δωδώνη, ο Wardle (1972, 204) καταμέτρησε 340 όστρακα, που μπορούν να αποδοθούν στην πορτοκαλέρυθρη κατηγορία. Σύμφωνα με την περιγραφή του, ο πηλός των σκευών ήταν αρκετά καθαρός, με πολύ μικρή περιεκτικότητα σε προσμίξεις. Ο πυρήνας του πηλού είναι συχνά τεφρός και η επιφάνεια αφήνει ίχνη στα χέρια κατά την επαφή με τα αγγεία. Το πάχος των τοιχωμάτων ποικίλλει και τα σχήματα ανοιχτά και κλειστά καλύπτουν μεγάλο εύρος χρήσεων. Κατά την εκ νέου μελέτη του υλικού της Δωδώνης από τη 180 Το σχήμα του Α.Μ.Ι χαρακτηρίζει τη Μεσοελλαδική Εποχή βάσει παραλλήλων από το δυτικό νεκροταφείο της Ελευσίνας (Μυλωνάς 1975, 222) αλλά εξακολουθεί να παράγεται μέχρι και την ΥΕΙΙΙ φάση. Η πυξίδα (Α.Μ.Ι. 4339) θυμίζει τον τύπο FS85 του Furumark, που απαντά και στα νεκροταφεία υπομυκηναικών τύμβων των Μαρμάρων και χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙΒ περίοδο (Δακορώνια 1987, 87).

196 196 γράφουσα παρατηρήθηκε ότι αρκετά όστρακα καλύπτονται εξωτερικά με καστανέρυθρο επίχρισμα. Σπάνια φέρουν διακόσμηση, η οποία συνίσταται από εμπίεστες στιγμές, εγχαράξεις και σε ορισμένες περιπτώσεις πλαστική εμπίεστη ταινία. Στην πορτοκαλέρυθρη Ι εντάσσσονται μια οπισθότμητη-πρόχους (Α.Μ.Ι. 35) από έναν παιδικό τάφο στην Καστρίτσα, ένας αμφορίσκος με στικτή διακόσμηση (Α.Μ.Ι. 3338) και μια ημισφαιρική φιάλη (Α.Μ.Ι. 4234) από την ίδια θέση. Η άποψη αυτή στηρίζεται στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των τριών παραδειγμάτων: αδρή, χωρίς επίχρισμα, πορτοκαλέρυθρη εξωτερική επιφάνεια και τεφρός πυρήνας. Ωστόσο, κανένα από τα τρία αυτά αγγεία δεν παρέχει ασφαλείς χρονολογικές πληροφορίες, καθώς το μεν πρώτο αποτελούσε το μοναδικό κτέρισμα του τάφου από τον οποίο προέρχεται, τα δε άλλα είναι προϊόντα παράδοσης. Μόνο με βάση τυπολογικά παράλληλα από γειτονικές περιοχές μπορούν να χρονολογηθούν στο τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού - αρχή Πρώιμης Εποχής Σιδήρου 181. Πορτοκαλέρυθρη κεραμική εντοπίζεται σε όλες τις πάσες όλων των τομών της Κρύας, με αυξημένη παρουσία από τα κατώτερα προς τα ανώτερα στρώματα. Τα σχήματα στη φάση Ι, συνίστανται κυρίως από αγγεία με λεπτά τοιχώματα, που χρησιμοποιούνταν ως σκεύη πόσης ή σερβιρίσματος. Στη φάση ΙΙ και με την επικράτηση της κεραμικής αυτής κατηγορίας σημειώνεται αύξηση στο πάχος των τοιχωμάτων των σκευών και διεύρυνση στη χρήση τους, καθώς οι τύποι τους πολλαπλασιάζονται. Η πορτοκαλέρυθρη Ι κεραμική κατασκευάστηκε με υλικό των ομάδων 1Α, Β και Γ, από τις οποίες η πρώτη χρησιμοποιήθηκε και στην παραγωγή της αμαυρόχρωμης Ι και ΙΙ. Η πορτοκαλέρυθρη ΙΙ κατασκευάστηκε αποκλειστικά με υλικό της ομάδας 3Β. Επίσης, συχνά στη φάση 181 Ο αμφορίσκος τοποθετείται στις αρχές της 1 ης χιλ. π.χ. (τέλος Ύστερης Εποχής Χαλκού - αρχή Πρώιμης Εποχής Σιδήρου) βάσει παραλλήλων από την Κεφαλονιά (Μαρινάτος 1932, πιν.7, 11 και , 81, εικ. 25), τη Μακεδονία (Ανδρόνικος 1969, Rhomiopoulou 1971, 357), την Κραννώνα (Τζιαφάλιας και Ζαούρη 1999, , εικ. 22, 23), την Αργολίδα και την Αττική (Ανδρόνικος 1969, 206). Παρόμοια ημισφαιρική φιάλη από την Αιανή (Rhomiopoulou 1971, 359).

197 197 Ι ο πυρήνας του πηλού ήταν τεφρός ενώ στη φάση ΙΙ ομοιόχρωμος με τις επιφάνειες. Στο υλικό από το Παλαμπούτι δεν εντοπίστηκε πορτοκαλέρυθρη κεραμική ενώ τα δείγματα από την Επισκοπή και το Κάστρο βρίσκονται αναμεμειγμένα με όστρακα των κατηγοριών Κ1 και Κ4 και χωρίς κανένα άλλο διακριτικό στοιχείο, που να μπορεί να βοηθήσει στη χρονολόγησή τους. Το υλικό κατασκευής τους, ωστόσο, με βάση τις πετρογραφικές αναλύσεις, παρουσιάζει ομοιότητες με εκείνο των ομάδων 3Β και Δ της Κρύας. Όστρακα αμαυρόχρωμης κεραμικής ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά στη Δωδώνη κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του Δάκαρη στον τριγωνικό χώρο δυτικά του ναού της Αφροδίτης (Λ) 182. Η πλειονότητα των οστράκων ανήκει στην αμαυρόχρωμη Ι και προέρχεται από τη στοά του Βουλευτηρίου (Δάκαρης 1967,40), το αψιδωτό κτίσμα εντός της υπόστυλης αίθουσας του Βουλευτηρίου (Ανασκαφικό ημερολόγιο 1968 και 1969) και τη βορειοανατολική γωνία του Πρυτανείου (Δάκαρης 1985, πιν.10) (εικ.75). Στις περισσότερες των περιπτώσεων συνυπήρχε με όστρακα μυκηναϊκά και δείγματα της τοπικής χειροποίητης κεραμικής. Πρόκειται κυρίως για ανοιχτού σχήματος αγγεία, των οποίων η χρονολόγηση στηρίχτηκε στις επικρατούσες απόψεις της εποχής και αποτέλεσαν τη βάση για τη χρονολόγηση των συνευρημάτων τους. Ένα χαρακτηριστικό της αμαυρόχρωμης στη Δωδώνη, που δεν απαντά στην Κρύα, είναι η κάλυψη της εξωτερικής επιφάνειας των οστράκων με παχύ υπόλευκο επίχρισμα. Χαρακτηριστικό, το οποίο αναγνωρίζεται και στην αντίστοιχη κεραμική από την Καστρίτσα 183. Αμαυρόχρωμη κεραμική και των δύο κατηγοριών εντοπίστηκε 182 Σύμφωνα με τον Tartaron (2004, 88) εντοπίστηκαν μαζί με μυκηναϊκά όστρακα αλλά δυστυχώς η στρωματογραφία ήταν ισχυρά διαταραγμένη και κατά συνέπεια η εξαγωγή συμπερασμάτων επισφαλής. 183 Ο Δάκαρης (1952, 378) αναφέρει δυο «στρεπτές» λαβές, οι οποίες φέρουν ίχνη υπόλευκου επιχρίσματος και τις οποίες συνέκρινε με τις αντίστοιχες από το στρώμα C της Βαρδαρόφτσας. Η διακόσμηση χρώματος καστανέρυθρου αποτελούνταν από: ζιγκζαγκ ταινίες, συστήματα παράλληλων ταινιών καμπτομένων σε ορθές γωνίες, διαγραμμισμένα τρίγωνα και μικρές κάθετες-παράλληλες μεταξύ τους γραμμές.

198 198 στην Καστρίτσα 184 στο υψηλότερο σημείο του προϊστορικού στρώματος και για αυτό η κατηγορία αυτή θεωρήθηκε από το Δάκαρη νεότερη από τις κατηγορίες 1 και 4. Στο σχηματολόγιο επικρατούν και εδώ τα ανοιχτά αγγεία προετοιμασίας και σερβιρίσματος τροφής (εικ.76). Η κεραμική κατηγορία 6 απουσιάζει από τις τομές ΙΙ και VII ενώ εντοπίζεται σε όλες τις πάσες των υπόλοιπων τομών στην Κρύα. Δείγματα της αμαυρόχρωμης Ι εντοπίζονται στα βαθύτερα στρώματα των τομών IV, V και στο μάρτυρα μεταξύ των τομών ΙΙΙ και VI (Φάση Ι). Αμαυρόχρωμη ΙΙ εντοπίζεται σε όλες τις πάσες πλην των βαθύτερων (10-13) της τομής VI (Φάση Ι). Μορφολογικά δεν παρατηρείται καμία σημαντική διαφοροποίηση πλην του ότι στην αμαυρόχρωμη Ι κυριαρχούν τα ανοιχτά ενώ στην ΙΙ τα κλειστά σχήματα αγγείων. Στην παραγωγή της αμαυρόχρωμης Ι χρησιμοποιήθηκε υλικό της ομάδας 1Α ενώ για την αμαυρόχρωμη ΙΙ κεραμική ύλη των ομάδων 1Α, 2 και 3Δ. Ένα σχήμα το οποίο μπορεί να προσγραφεί είτε στην πορτοκαλέρυθρη είτε στην αμαυρόχρωμη κεραμική κατηγορία είναι αυτό της υψίποδης κύλικας. Ο λόγος είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αδιακόσμητο και σε άλλες φέρει αμαυρόχρωμη διακόσμηση. Στην Κρύα τα παλαιότερα παραδείγματα προέρχονται από τις πάσες 9 και 10 του μάρτυρα μεταξύ των τομών ΙΙΙ και VI και της τομής VI αντίστοιχα, τα οποία βάσει ραδιοχρονολόγησης, τοποθετούνται στο τέλος του 12ου αι. π.χ., στη φάση Ι του οικισμού. Οι κύλικες της Κρύας έχουν κατασκευαστεί με υλικό της ομάδας 1. Η εξωτερική τους επιφάνεια φέρει διακόσμηση και καλύπτεται με επίχρισμα. Στη Δωδώνη όλα τα παραδείγματα προέρχονται από το δυτικό τμήμα του χώρου (τάφρος Δ, ανασκαφή 1967, ανασκαφικό ημερολόγιο, 18-19), όπου συνυπήρχαν με «μυκηναϊκή» κεραμική 184 Δείγματα κεραμικής της αμαυρόχρωμης Ι είχαν εντοπιστεί το 1939 από τους Δ. Ευαγγελίδη και Ι. Παπαδημητρίου κατά τη διενέργεια σύντομης ανασκαφικής έρευνας, στο χωριό Κουτσελιό, κοντά στην Καστρίτσα (Ευαγγελίδης 1952, 279 Ευαγγελίδης 1960, 12 Wardle 1977, 177). Ο Δάκαρης στο αδημοσίευτο χειρόγραφό του αναφέρει ότι η έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά τη διάνοιξη του δρόμου από το Κουτσελιό προς τους Χουλιαράδες. Ο Ζάχος 1997, 155, υποσ. 5 σημειώνει εκ παραδρομής ότι η κεραμική αυτή δεν υπάρχει στις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων. Τα εν λόγω όστρακα απεικονίζονται στην εικ.1 του Ευαγγελίδη (1952, 279), είναι καταγεγραμμένα με την ένδεξη Α.Μ.Ι. 45α και εντοπίστηκαν από τη γράφουσα.

199 199 (ΥΕΙΙΙΑ2-ΥΕΙΙΙΓ) (εικ.77). Ως προς το χρώμα και την επεξεργασία της επιφάνειας παρουσιάζουν στενή ομοιότητα με το σύνολο από την Κρύα. Η κεραμική ύλη των παραδειγμάτων από τη Δωδώνη, ωστόσο, διαφέρει από εκείνη της Κρύας, καθώς πρόκειται για λεπτόκοκκο υλικό με μέτρια κοκκομετρική διαβάθμιση, το οποίο χαρακτηρίζεται από την παρουσία μεγαλύτερων θραυσμάτων κερατόλιθου (<1 mm) 185. Τα παραδείγματα από την Καστρίτσα, μορφολογικά προσομοιάζουν σε εκείνα από την Κρύα και τη Δωδώνη (εικ.78). Έχουν χρονολογηθεί λόγω της συνεύρεσης τους με αμαυρόχρωμη κεραμική στην ΥΕΙΙΙΓ-ΠΕΣ (Δάκαρης 1951, Hammond 1967, 293, 313, 353 Wardle 1972, ). Το υλικό κατασκευής τους, με βάση την πετρογραφική ανάλυση, παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με την ομάδα 1 της Κρύας. Στον οικισμό της Βίτσας, του οποίου η κατοίκηση ξεκινά στον 9ο αι. π.χ, εντοπίστηκε μικρή ποσότητα οστράκων διακοσμημένων με πλαστική διακόσμηση, καθώς και μονόχρωμων σκευών (εικ.79). Στην πρώτη περίπτωση τα όστρακα προέρχονται συνήθως από πίθους ή άλλα αποθηκευτικά σκεύη ενώ στη δεύτερη από τμήματα ανοιχτών αγγείων. Κατάλοιπα της ομάδας με καστανομέλανη στιλβωμένη επιφάνεια εντοπίζονται σε τάφους της Βίτσας του 8ου αι. π.χ. (Βοκοτοπούλου 1986, 226). Το υλικό κατασκευής τους θυμίζει εκείνο της ομάδας 2Α των αντίστοιχων αγγείων από το Λιατοβούνι (Φάση ΙΙ). Η κεραμική Κ1 του Ελαφότοπου προέρχεται κυρίως από το γειτονικό προς τους τάφους αγρό (εικ.80). Το σχηματολόγιο της συνίσταται κυρίως από ευρύστομα αγγεία. Μορφολογικά ως προς το χρώμα και την επεξεργασία των επιφανειών θυμίζουν περισσότερο τα όστρακα της φάσης Ι της Κρύας. Δείγματα της Κ4 εντοπίστηκαν στους τάφους και στο γειτονικό αγρό. Τα παραδείγματα από τους τάφους χρονολογούνται βάσει των συνευρημάτων στην ΥΕΙΙΙΓ (Βοκοτοπούλου 1969, ). Στο σχηματολόγιο κυριαρχούν τα ανοιχτά σχήματα. Οι επιφάνειες στους τόνους του καστανομέλανου είναι σε ελάχιστες περιπτώσεις στιλβωμένες. Τα όστρακα παρουσιάζουν ομοιότητες με εκείνα από τη φάση Ι της Κρύας. Ελάχιστα όστρακα με πλαστική διακόσμηση βρέθηκαν 185 Προφορική πληροφορία από Βιβή Γιούνη.

200 200 μαζί με δείγματα της κατηγορίας 4 και στην περιοχή γύρω από τον τάφο του Μαζαρακίου, που με βάση τα χάλκινα ευρήματα χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΙΒ. Στο Λιατοβούνι αναγνωρίστηκαν, όπως προαναφέρθηκε, τρεις φάσεις κατοίκησης. Οι φάσεις Ι και ΙΙ τοποθετούνται στο τέλος του 11ου έως τα τέλη του 10ου αι. π.χ. και η φάση ΙΙΙ από τον 9ο έως τον 8ο αιώνα π.χ. Στον οικισμό αντιπροσωπεύονται όλες οι κεραμικές κατηγορίες, ενώ αναγνωρίζεται και μία που δεν απαντά σε άλλη θέση, η κατηγορία 7 (πορτοκαλέρυθρη με γραπτή, μελανή, στιλπνή διακόσμηση). Εντοπίζεται σε όλες τις τομές του τετραγώνου Β1 και σποραδικά στο Α1, κυρίως στο στρώμα 2 της τομής Β. Ενίοτε η εξωτερική επιφάνεια των δειγμάτων της κατηγορίας αυτής καλύπτεται με καστανέρυθρο επίχρισμα. Ποσοτικά, στη φάση Ι του Λιατοβουνίου υπερτερούν τα σκεύη της πορτοκαλέρυθρης Ι κεραμικής ενώ στις φάσεις ΙΙ και ΙΙΙ εκείνα της πορτοκαλέρυθρης ΙΙ. Γρ.4.

201 201 Γρ.5. Γρ.6. Όστρακα των κατηγοριών 1, 2, 3 και 4 εντοπίζονται σε πολύ μικρό ποσοστό σε όλα τα στρώματα των τετραγώνων Α1 και Β1. Μορφολογικά, οι κατηγορίες 1 και 4 καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα σχημάτων χωρίς ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις από φάση σε φάση. Ο κανθαρόσχημος αμφορίσκος (ΚIV), που φέρει πλαστική διακόσμηση της κατηγορίας Α, βρίσκει παράλληλο στην Τορώνη της Χαλκιδικής και χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (Papadopoulos 2005, 478, pls ). Στην τομή Α, του τετραγώνου Β1 σημειώνεται συγκέντρωση συνόλου στιλβωμένων καστανομέλανων οστράκων της κατηγορίας 4 παρόμοιων με εκείνα από την Κρύα, την Καστρίτσα και τη Δωδώνη, τα οποία, βάσει της θέσης

202 202 εύρεση τους, τοποθετούνται στη φάση ΙΙ του οικισμού. Για την κατασκευή των κατηγοριών 1-4, σύμφωνα με τις λεπτές τομές, χρησιμοποιήθηκε υλικό των ομάδων 2Α, Β, Γ και 4. Η ομάδα 4 αναγνωρίστηκε αποκλειστικά σε δείγματα της κατηγορίας 4. Δείγματα της πορτοκαλέρυθρης κατηγορίας (Ι και ΙΙ) απαντούν στο Λιατοβούνι στη μεγαλύτερη ποσότητα από όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες σε όλα τα στρώματα όλων των τομών. Παρατηρείται, ωστόσο, μία μείωση στα ποσοστά της στα βαθύτερα στρώματα. Όσον αφορά στα σχήματα των αγγείων δε σημειώνεται καμία ουσιαστική διαφορά. Η πορτοκαλέρυθρη Ι κατασκευάστηκε με υλικό των ομάδων 1, 2Α, Γ και 3 και η πορτοκαλέρυθρη ΙΙ με υλικό των ομάδων 1 και 2Α. Η επιφάνεια των οστράκων της πορτοκαλέρυθρης ΙΙ σε αρκετές περιπτώσεις καλύπτεται με καστανέρυθρο επίχρισμα. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και σε όστρακα της πορτοκαλέρυθρης από τη Βίτσα, που εντάσσονται στις ενότητες Ι και ΙΙ της Βοκοτοπούλου (1986, 251). Τα αγγεία της ενότητας ΙΙΙ από τη Βίτσα φαίνεται ότι αντιστοιχούν στην πορτοκαλέρυθρη Ι από το Λιατοβούνι. Την ίδια εικόνα παρουσιάζουν και τα όστρακα της πορτοκαλέρυθρης Ι από τον Ελαφότοπο και το Μαζαράκι. Από τον οικισμό της Βίτσας προέρχεται πολύ μικρή ποσότητα αμαυρόχρωμης κεραμικής ενώ στον Ελαφότοπο και στο Μαζαράκι δεν εντοπίστηκαν δείγματα αυτής της κατηγορίας. Δύο ασφαλώς χρονολογημένα δείγματα αμαυρόχρωμης κεραμικής, λόγω της συνεύρεσής τους με χάλκινα όπλα, προέρχονται από τα ταφικά σύνολα των Κάτω Πεδινών και της Κάτω Κόνιτσας αντίστοιχα. Χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΙΓ περίοδο. Στο Λιατοβούνι ελάχιστα αμαυρόχρωμα όστρακα βρέθηκαν στις τομές Β και Γ του τετραγώνου Α1 (στρώματα 2, 3 και 4: φάσεις Ι, ΙΙ και ΙΙΙ) και στις τομές Α, Β, Γ, και Δ του τετραγώνου Β1 σε όλα τα στρώματα. Αρκετά μεγάλη ποσότητα περισυλλέχτηκε από το στρώμα 3 της τομής Δ (Φάση ΙΙ). Το σχηματολόγιο δεν παρουσιάζει έντονες διαφορές από φάση σε φάση. Κυριαρχούν γενικά οι τροπιδωτές φιάλες και τα αγγεία στον τύπο του αμφορέα. Στην κατασκευή των δειγμάτων της αμαυρόχρωμης Ι χρησιμοποιήθηκε υλικό της ομάδας 2Α ενώ για

203 203 την αμαυρόχρωμη ΙΙ της ομάδας 1. Στο νεκροταφείο του οικισμού του Λιατοβουνίου, αντίθετα, οι πρώιμοι τάφοι (11ος-8ος αι. π.χ.) περιείχαν συχνά ως μοναδικό κτέρισμα αμαυρόχρωμη κεραμική (Douzougli and Papadopoulos 2011, 46). Το σχηματολόγιο απαρτίζεται από πρόχους (ραμφόστομες και λοξότμητες), φιάλες, κανθάρους, κυάθια, ασκούς και αμφικύπελλα. Η απουσία άλλων κτερισμάτων από τους τάφους δυσχεραίνει τη χρονολόγηση των αγγείων, η οποία στηρίζεται σε παράλληλα από τις γειτονικές περιοχές. Η πλειονότητα των μυκηναϊκών οστράκων στο Λιατοβούνι προέρχεται από τα βαθύτερα στρώματα του τετραγώνου Α1 και ιδιαίτερα την ομάδα 4 (Φάση Ι). Σημαντικός αριθμός εντοπίστηκε και στο τετράγωνο Β1. Ανήκουν κυρίως σε ανοιχτά αγγεία πόσης (κύλικες, σκύφοι), τα οποία βάσει παραλλήλων από τη νότια Ελλάδα χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΙΓ φάση (εικ.81). Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στο σύνολο των κυλίκων τύπου Εξαλόφου (εικ.82)(fs 274/275, Mountjoy 1994, , , 198, εικ. 187, 222, 252). Οι κύλικες του τύπου αυτού χρονολογούνται με ακρίβεια βάσει παραλλήλων στο τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού 186. Στην ομάδα 4 του τετραγώνου Α1 (Φάση Ι) εντοπίστηκε, επίσης, μια ημισφαιρική φιάλη με σκανδαλόσχημες λαβές (Α.Μ.Ι. 8591), μια δεύτερη φιάλη με διχαλωτές λαβές (Α.Μ.Ι. 8588) και ένας μόνωτος κύαθος (Α.Μ.Ι. 8590), που, μέσα από τη σύγκριση με τυπολογικά παράλληλα από γειτονικές περιοχές, χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΙΓ 187. Επομένως, όλα τα παραπάνω αποτελούν έναν αξιόπιστο "οδηγό" για τη χρονολόγηση των συνευρημάτων τους στο τέλος της Ύστερης Εποχής Χαλκού. Συμπερασματικά, ως προς τη χρονολόγηση των κεραμικών κατηγοριών, με βάση όλα τα παραπάνω, παρατηρούνται τα ακόλουθα: Όσον αφορά στην κεραμική με πλαστική διακόσμηση, τα σύνολα από το χώρο Ι στη Δωδώνη, την περιοχή της αποστραγγιστικής τάφρου στην 186 Κύλικες με διογκωμένο πόδι απαντούν σε πολλές περιοχές της δυτικής Ελλάδας και των Ιονίων νήσων και φαίνεται ότι αποτελούσαν μέρος μίας «Κοινής», Coulson 1986, Για τη φιάλη με τις σκανδαλόσχημες λαβές βλ. Hochstetter 1984, taf Για τη φιάλη με τις διχαλωτές λαβές βλ. Heurtley 1939, 209, 229, Για το μόνωτο κύπελλο βλ. Hochstetter 1984, 71, taf , 9, taf , 10.

204 204 Καστρίτσα, την Κρύα Ι, το Παλαμπούτι και τον Ελαφότοπο φαίνεται ότι αποτελούν μια ομάδα. Μία δεύτερη ομάδα αποτελούν τα σύνολα από το χώρο ΙΙ της Δωδώνης, την Ακρόπολη της Καστρίτσας, την Επισκοπή, το Κάστρο, τη Βίτσα και το Λιατοβούνι. Οι βασικές διαφορές των δύο ομάδων συνίστανται στο χρώμα της εξωτερικής επιφάνειας (καστανό, καστανέρυθρο και πορτοκαλέρυθρο αντίστοιχα) και στην κεραμική ύλη κατασκευής τους (Ομάδες 3Α και Γ, 3Β και Δ αντίστοιχα). Με βάση τη ραδιοχρονολόγηση από το Παλαμπούτι μπορεί να υποστηριχτεί ότι η πρώτη ομάδα χρονολογείται στη Μέση Εποχή του Χαλκού. Η εμφάνιση της κεραμικής με πλαστική διακόσμηση είχε τοποθετηθεί στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού από ορισμένους μελετητές (Δάκαρης 1952, 369 Hammond 1972, Παπαδόπουλος 1976, 282) και στην 'Υστερη Εποχή του Χαλκού από άλλους (Wardle 1977, 182 Βοκοτοπούλου 1986, ). Η πρώτη ανασκαφικά βεβαιωμένη εμφάνιση του συνδυασμού πλαστική ταινία με εμπιέσεις και των ατάκτως τοποθετημένων στο σώμα δισκαρίων τοποθετείται στην αρχή της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού 189 σύμφωνα με τη ραδιοχρονολόγηση από την Αγία Μαρίνα Πεδινής ( π.χ.). Στη θέση, κατά τις εργασίες για τη διάνοιξη της Εγνατίας οδού στο Νομό Ιωαννίνων, εντοπίστηκαν λείψανα οικισμού (Αδάμ 1998, ). 'Όσον αφορά στην κεραμική ύλη των οστράκων από την Αγία Μαρίνα, βάσει μακροσκοπικής παρατήρησης, θυμίζει έντονα εκείνη των ομάδων 3Α και Γ της Κρύας. Το γεγονός αυτό ενισχύει την υπόθεση ότι οι ομάδες 3Α και Γ, που χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά για την παραγωγή αγγείων της κατηγορίας αυτής, ήταν πρωιμότερες των ομάδων 3Β και Δ. Οι τελευταίες άλλωστε, χρησιμοποιήθηκαν, επίσης, στην κατασκευή οστράκων της 188 Είχε εντοπίσει τα πρότυπα της στην κεραμική παραγωγή του Porodin (Πελαγονία), η οποία χαρακτηριζόταν από το συνδυασμό πλαστικής εμπίεστης ταινίας με δισκάρια στο σώμα των αγγείων. Ανέφερε, επίσης, μεμονωμένα παραδείγματα του διακοσμητικού αυτού μοτίβου από το Velcë και το Maliq της Αλβανίας. Κατά την άποψη του, oφείλεται σε ομάδα κτηνοτρόφων από το Porodin που μετακινήθηκε νοτιοδυτικά με τα κοπάδια της αναζητώντας εύφορα εδάφη για βοσκή. 189 Στην Τελική Νεολιθική ( π.χ.) η πλαστική διακόσμηση περιορίζεται στη χρήση του κοσμήματος της επίθετης ταινίας με εμπιέσεις, όπως δείχνει το σύνολο από τα Δολιανά, που είναι και το μοναδικό αυτής της περιόδου (Douzougli et Zachos 2002, 126).

205 205 πορτοκαλέρυθρης ΙΙ και της αμαυρόχρωμης ΙΙ κεραμικής αντίστοιχα. Τα δείγματα εξάλλου της Κρύας, που ανήκουν στις ομάδες 3Α και Γ, προέρχονται από βαθύτερα στρώματα από τα δείγματα των ομάδων 3Β και Δ. Επομένως, είναι πρωιμότερα. Η μονόχρωμη κεραμική φαίνεται ότι συνέχιζε τη νεολιθική παράδοση, όπως αυτή αποτυπώνεται στο κεραμικό σύνολο από τη θέση Δολιανά κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα (Ντούζουγλη 1996, Douzougli et Zachos 2002, ). Απαντά σε όλες τις υπό εξέταση θέση. Εμφανίζει μια παραλλαγή, που χαρακτηρίζεται από καστανομέλανο έως μελανό χρώμα και πολύ καλά λειασμένη ή ενίοτε στιλβωμένη εξωτερική επιφάνεια. Η παραγωγή της απαιτούσε περισσότερο χρόνο για τον καθαρισμό του πηλού και ειδικές γνώσεις για την επίτευξη υψηλής θερμοκρασίας σε ελεγχόμενη ατμόσφαιρα, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σκληροψημένων και με μεταλλικό ήχο αγγείων. Ταυτίζεται με την καλούμενη από τους παλαιότερους μελετητές χειροποίητη στιλβωμένη κεραμική 190. Η στιλβωμένη εξωτερική επιφάνεια των αγγείων της σε 190 Η χειροποίητη στιλβωμένη κεραμική εντοπίστηκε σε μία γεωγραφικά ιδιαίτερα εκτεταμένη περιοχή (από την Ιταλία έως την Ανατολική Μεσόγειο), αλλά η χρονική διάρκεια παρουσίας της ήταν σύντομη (ΥΕ/ΥΜΙΙΙΒ2-ΥΕΙΙΙΓ Ύστερη). Πρωτοαναγνωρίστηκε το 1965 από την French κατά τη μελέτη του υλικού από το Θρησκευτικό Κέντρο των Μυκηνών (French 1969, ). Η ιδιαίτερη τεχνολογία της (χειροποίητη κατασκευή, καστανομέλανο χρώμα και στίλβωση επιφανειών) σε συνδυασμό με την παρουσία της σε στρώματα της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΒ2-ΙΙΙΓ οδήγησε στην ανάπτυξη μίας ολόκληρης φιλολογίας γύρω από την προέλευσή της, τους φορείς της και για το εάν επρόκειτο για μία ενιαία κατηγορία με ομοιόμορφα χαρακτηριστικά σε όλες τις περιοχές στις οποίες εμφανίστηκε. Σχετικά με την προέλευση της κυριάρχησαν δύο απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη επρόκειτο για εισηγμένη κεραμική (Rutter 1975 Bankoff και Winter 1984, 1996 Deger-Jalkotzy 1977, 1983 Catling and Catling 1981 Hallager, 1983 Shaw, 1984 Bouzek 1985, 1987 Watrous, 1989 Yung 2006 Strack 2007 Lis 2009 Romanos 2011). Οι υποστηρικτές της δεύτερης θεωρίας αναζήτησαν τα ενδογενή αίτια, που οδήγησαν στην παραγωγή της χειροποίητης στιλβωτής κεραμικής (Walberg, 1976 Sandars, 1978, 1983 Sherratt 1981 Snodgrass, 1983 Bloedow, 1985 Small 1990, 1997). Ο Kilian (1978) στηριζόμενος στη μελέτη του υλικού από την Τίρυνθα υποστήριξε ότι οι φορείς της κεραμικής αυτής ήταν οικονομικοί μετανάστες από τη βορειοδυτική Ελλάδα. Η χρήση της πλαστικής διακόσμησης σε συνδυασμό με το καστανομέλανο χρώμα της επιφάνειας των αγγείων και του πηλού τον οδήγησε στην υπόθεση ότι κάτοικοι της Ηπείρου υπήρξαν οι δημιουργοί της ιδιότυπης αυτής κεραμικής

206 206 συνδυασμό με τη συχνή παρουσία ανοικτών τροπιδωτών σχημάτων οδήγησε κάποιους μελετητές να θεωρήσουν την κατηγορία αυτή μίμηση της μεσοελλαδικής μινυακής κεραμικής (Δάκαρης 1952, , 384 Hammond 1967, 309 Βοκοτοπούλου 1969, 184 Παπαδόπουλος 1976, 282 Wardle 1977, ). Οι θέσεις όπου εμφανίζεται η κεραμική αυτής της παραλλαγής είναι οι ακόλουθες: Δωδώνη χώρος Ι και ΙΙ, Καστρίτσα, Κρύα Ι, Λιατοβούνι ΙΙ, ΙΙΙ και Ελαφότοπος. Το υλικό από το χώρο Ι της Δωδώνης λόγω της συνύπαρξης του σε ορισμένα σημεία με μεταλλικά ευρήματα (βλ. κεφ.1) μπορεί με σχετική ασφάλεια να χρονολογηθεί στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Στην κεραμική από το Παλαμπούτι δεν αντιπροσωπεύεται η καστανομέλανη εκδοχή της μονόχρωμης κατηγορίας. Το ίδιο, επίσης, παρατηρήθηκε και στην θέση της Αγίας Μαρίνας που χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Η απουσία των στιλβωμένων καστανομέλανων-μελανών από τα κεραμικά σύνολα της Αγίας Μαρίνας και του Παλαμπουτίου συνηγορεί στη χρονολόγηση τους στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού ή στη μετάβαση από τη Μέση στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Στην ίδια χρονολόγηση είχε καταλήξει και ο Tartaron 191 (2004, 191) υποστηρίζοντας ότι η καστανομέλανη κεραμική με στιλβωμένη επιφάνεια αντλούσε τα πρότυπα της από την περιοχή της Αλβανίας (Prendi , Tab.V, VI). Τη χρονολόγηση αυτή υποστηρίζουν τα δεδομένα και από θέσεις σε διάφορες γειτονικές περιοχές. Η μελέτη της κεραμικής από το Sovjan έδειξε ότι η χειροποίητη στιλβωμένη κεραμική εντοπίστηκε εκεί αρχικά στα στρώματα 5c και κατηγορίας (1978, , , 75). Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πιθανότατα εργάτες ή μισθοφόροι ή μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι (Kilian 1986, 83). Ο ίδιος ο Kilian αργότερα (Kilian and Muhlenbruch 2007,80) αναθεώρησε την άποψη του αναφέροντας ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό της χειροποίητης στιλβωμένης κεραμικής της Τίρυνθας έφερε επιδράσεις από τη βορειοδυτική Ελλάδα και ότι οι δημιουργοί της ήταν μία μικρή ομάδα τεχνιτών. 191 Ο Tartaron (2004, 83-84) είχε τοποθετήσει την εμφάνιση της στο τέλος του 17 ου αι. π.χ. Στήριξε την άποψη του στο γεγονός ότι κατά τη μετάβαση από τη Μέση στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού αναπτύχθηκε στην Ήπειρο μία «ψευδομίνυεια» τοπική παράδοση, της οποίας τα σχήματα αποτελούσαν μίμηση της μινυακής κεραμικής, που εισήχθησαν εκεί από την Αλβανία ή τα Ιόνια νησιά.

207 207 6 (τέλος Μέσης Εποχής Χαλκού - αρχή Ύστερης Εποχής Χαλκού) και συνέχισε και στα στρώματα 5α, b, 4 (Πρώιμη Εποχή Σιδήρου) (Touchais et al. 1996, 1007, 1017, tableau 3 Touchais et al. 2000, 636, fig.10). Στη μετάβαση από τη Μέση στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού τοποθετείται και η ανάλογου τύπου κεραμική από το Κεφάλι και τους Έρμονες της Κέρκυρας (Γιαγκούδη και Σακκάς 2008, , 209 Αρβανίτου-Μεταλληνού 1996, , 1019, αντίστοιχα) καθώς και από τους τύμβους S και F της Λευκάδας (Ζάχος και Ντούζουγλη 2003, 39, 41 Kilian- Dirlmeier 2005, 51, 55, 57). Στις θέσεις Στένες Γκρίκας της Θεσπρωτίας (Λάζαρη 2006, 47 Λάζαρη 2007, 166) και Γιαννιώτιο Άρτας (Βοκοτοπούλου 1968α, 286) εντοπίστηκαν σε κιβωτιόσχημους τάφους της Ύστερης και Μέσης Εποχής του Χαλκού 192, αντίστοιχα, ένα μόνωτο, μελανό στιλβωμένο κύπελλο και ένας μελανός στιλβωμένος κάνθαρος. Μεγάλη συζήτηση δημιουργήθηκε σχετικά με τη διάρκεια ζωής των κατηγοριών Κ1 και Κ4, λόγω του ότι ο Δάκαρης στηριζόμενος στο υλικό από την Καστρίτσα και τη Δωδώνη είχε διατυπώσει την άποψη ότι η παραγωγή τους συνεχίστηκε αδιάλειπτα μέχρι το τέλος του 5 ου αι. π.χ. 193 (Δάκαρης 1956α, Ευαγγελίδης και Δάκαρης 1959, 21, 30). Ο Wardle (1977, 187) αμφισβήτησε την παραπάνω ερμηνεία υποστηρίζοντας ότι η συνύπαρξη δειγμάτων των δύο χειροποίητων προϊστορικών κατηγοριών με μελαμβαφή όστρακα υπήρξε αποτέλεσμα αναμοχλεύσεων των ανασκαφικών στρωμάτων. Χρησιμοποίησε ως επιχείρημα την υπόθεση της Βοκοτοπούλου (1986, ) ότι αφού κανένα αγγείο αυτής της κατηγορίας δε χρησιμοποιήθηκε ως κτέρισμα σε τάφο των μέσων του 9 ου αι. π.χ., η κεραμική αυτή παράδοση πρέπει να είχε εγκαταλειφθεί την εποχή εκείνη για την κατασκευή μικρών αγγείων 194. Προκύπτουν ωστόσο δύο ερωτήματα: η μοναδική περίπτωση στην οποία αναφέρεται ταφική χρήση αγγείων της Κ1 είναι στο Καλπάκι, η οποία όμως δεν επιβεβαιώνεται, καθώς τα αγγεία δε βρέθηκαν ποτέ. Επομένως, η άποψη της Βοκοτοπούλου, ότι έως τα 192 Το κύπελλο συνυπήρχε με χάλκινη φυλλόσχημη αιχμή δόρατος και ο κάνθαρος με χάλκινο μονόστομο μαχαιρίδιο με ευθεία ράχη. 193 Άποψη την οποία ενστερνίστηκε και ο Hammond (1967, 298). 194 Την υπόθεση αυτή υιοθέτησαν επίσης ο Παπαδόπουλος (1976, ), ο Ζάχος (1997, ) και ο Papaioannou (2004, 96).

208 208 μέσα του 9 ου αι. π.χ. τοποθετούνταν αγγεία του τύπου αυτού σε τάφους, είναι αστήρικτη. Επιπροσθέτως, ακόμη και εάν αυτό ίσχυε, το γεγονός ότι παύουν τα αγγεία της κεραμικής με πλαστική διακόσμηση να χρησιμοποιούνται ως κτερίσματα δεν αποκλείει ταυτόχρονα και την παραγωγή τους για οικιακή χρήση. Η ίδια (1969, 13), άλλωστε, αναφέρει στο άρθρο της για τους κιβωτιόσχημους τάφους από το Μαζαράκι και τον Ελαφότοπο, ότι η πλαστική διακόσμηση συνέχισε να χρησιμοποιείται στην κατασκευή μεγάλων πίθων. Πρόσφατα, η μελέτη του συνόλου του κεραμικού υλικού από τις γνωστές θέσεις του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων (Πλιάκου 2007, ) επιβεβαίωσε την υπόθεση του Δάκαρη ότι οι δύο χειροποίητες κατηγορίες εντοπίζονται μαζί στα βαθύτερα στρώματα ενώ στα ανώτερα συνυπάρχουν με κεραμική κλασικών ή ελληνιστικών χρόνων. Χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί η ερμηνεία περί προϊόντων αναμόχλευσης που προτείνει ο Wardle, η άποψη ότι η παραγωγή των κατηγοριών και των τύπων τους συνεχίστηκε σε οικιακό επίπεδο, καθώς δεν υπήρχε λόγος διακοπής της, εφόσον οι χρήστες τους έκριναν ότι ανταποκρίνονταν στο σκοπό χρήσης τους, φαίνεται επίσης πιθανή. Ωστόσο, η νεότερη εκδοχή των δυο κατηγοριών παρουσιάζει μορφολογικές και τεχνολογικές διαφορές από τα πρωιμότερα παραδείγματα. Στα δείγματα της κατηγορίας 1, οι επιφάνειες είναι στις περισσότερες περιπτώσεις λειασμένες και το χρώμα τους είναι ερυθρό, πορτοκαλέρυθρο (Πλιάκου 2007, πιν.42: Ροδ-2, πιν.50: Κ12 και πιν.92: Κατσ-2 Pliakou 2011, fig.5a, 6a, 10a). Στην απόδοση του διακοσμητικού θέματος της ταινίας και των εμπιέσεων διακρίνεται μεγαλύτερη επιμέλεια που εντοπίζεται στο ότι οι εμπιέσεις είναι πιο συμμετρικές και το σχήμα των δισκαρίων περισσότερο τυποποιημένο. Το σχηματολόγιο των μεταγενέστερων σχημάτων συνιστάται κυρίως από ευρύστομα πιθοειδή. Τα όστρακα της κατηγορίας 4, σε ορισμένες περιπτώσεις (Πλιάκου 2007, πιν.29: Γαρδ-13, πιν.42: Ροδ-1, πιν.50: Κ11 και πιν.92: Κατσ-1), καλύπτονται με ένα θαμπό μαύρο χρώμα που δίνει την εντύπωση επιχρίσματος. Η κεραμική ύλη και των δύο κατηγοριών θυμίζει περισσότερο εκείνη της ομάδας 3Β και Δ της Κρύας. Τα

209 209 ποσοστά των οστράκων και των δύο κατηγοριών στα μεταγενέστερα σύνολα είναι πολύ χαμηλά και η κατάσταση τους αποσπασματική (Πλιάκου 2007, 211) 195. Η παρουσία ακέραιων δειγμάτων της αμαυρόχρωμης Ι (Κ6α) 196 σε κλειστά σύνολα (τάφοι Κάτω Πεδινών και Κάτω Κόνιτσας) αντανακλά με σχετική ασφάλεια την εμφάνιση της στην Ήπειρο κατά την ΥΕΙΙΙΓ περίοδο. Χρονολόγηση, που θα μπορούσε να υποστηριχτεί και με βάση την ανεύρεση της στα στρώματα της φάσης Ι της Κρύας, τα οποία τοποθετούνται στα τέλη του 12 ου αι. π.χ, μια χρονολόγηση συμβατή και με τα αποτελέσματα των αναλύσεων C 14 ( π.χ. και π.χ.). Στη Δωδώνη, επίσης, δείγματα της αμαυρόχρωμης Ι συνυπήρχαν με κεραμική της ΥΕΙΙΙΓ, γεγονός που ενισχύει ακόμη περισσότερο την χρονολόγησή της σε αυτή την περίοδο. Σύγχρονη με την κατηγορία 6α ή λίγο μεταγενέστερη φαίνεται ότι ήταν και η πορτοκαλέρυθρη Ι κεραμική. Στην Κρύα, στη Δωδώνη και στο Λιατοβούνι εντοπίζεται μαζί με όστρακα της αμαυρόχρωμης Ι. Για την κατασκευή μάλιστα των αγγείων των κατηγοριών 5α και 6α από την Κρύα και το Λιατοβούνι είχε χρησιμοποιηθεί υλικό από τις ίδιες ομάδες (Ομάδα 1Α στην Κρύα και Ομάδα 2Α στο Λιατοβούνι). Παράλληλα, η παραγωγή των υψίποδων κυλίκων, των οποίων τα πρωιμότερα δείγματα εμφανίζονται στο τέλος της φάσης Ι της Κρύας, τοποθετείται με βάση παράλληλα από γειτονικές περιοχές 197 στην προχωρημένη ΥΕΙΙΙΓ περίοδο. Το ίδιο ισχύει και για τις τροχήλατες κύλικες τύπου Εξαλόφου από το Λιατοβούνι (πρβλ. Θεοχάρης 1968, ). Τέλος από τους τάφους του Ελαφοτόπου προέρχεται πρόχους της πορτοκαλέρυθρης Ι, η οποία βάσει των 195 Δεν έχει δημοσιευτεί καμία μελέτη στην οποία να αναφέρονται ακριβή ποσοτικά δεδομένα. 196 Στη φάση αυτή έχει ενταχθεί το μεγαλύτερο τμήμα οστράκων από το Μπουμπούστι (Βοκοτοπούλου 1986, 255), η κεραμική από τον τύμβο του Barç (Andrea 1972, ), τις φάσεις Tren IIb (Korkuti 1971, 31-47) και Maliq IIId (Prendi 1982, 215 κ.εξής), την προϊστορική 'Ολυνθο (Horejs 2007, ), την Άσσηρο (Wardle 1980, 249, 252), τον Καστανά (Hochstetter 1984, ), το Αγγελοχώρι (Stefani 2007), την Αιανή (Καραμήτρου-Μεντεσίδη 1999, ) και την Τούμπα Θεσσαλονίκης (Ψαράκη 2004, ). 197 Τα κοντινότερα, στον ηπειρωτικό τύπο, παράλληλα προέρχονται από το σπήλαιο της Πόλης στην Ιθάκη (Souyoudzoglou-Haywood 1999, 105, Pl.26, S224 Wardle 1972, fig.120: 451) και τη δυτική Θεσσαλία (κιβωτιόσχημοι τάφοι Φήκης Τρικάλων, Μπάτζιου- Ευσταθίου 1984, 74-87).

210 210 χάλκινων συνευρημάτων, μπορεί να χρονολογηθεί στην ΥΕΙΙΙΓ (Βοκοτοπούλου 1969, 203). Η αμαυρόχρωμη ΙΙ κεραμική 198 σύμφωνα με τα κτερίσματα των τάφων στο Λιατοβούνι (συχνά μόνο αμαυρόχρωμα αγγεία, Ντούζουγλη 1996, 20, 22 Douzougli and Papadopoulos 2011, 45-46) χρονολογείται από το 10 ο αι. π.χ. και εξής. Η χρονολόγηση αυτή υποστηρίζεται και από την ανεύρεση στον οικισμό της Βίτσας θραυσμάτων αμαυρόχρωμης ΙΙ μαζί με όστρακα της μέσης Πρωτογεωμετρικής περιόδου (ανασκαφικό ημερολόγιο 1968, 57 Βοκοτοπούλου 1968β, 291) ) 199. Σύγχρονη με την αμαυρόχρωμη κεραμική του Λιατοβουνίου και της Βίτσας είναι η αντίστοιχη κεραμική από τα στρώματα 5α και β από το Sovjan της Αλβανίας, (Touchais et Lera 2007, 142) 200 και τη θέση «Μαυρομαντίλια» Θεσπρωτίας (Τζωρτζάτου και Φάτσιου 2006, 63-67), που χρονολογούνται με ασφάλεια στον 9 ο αι. π.χ. Επίσης, βάσει ραδιοχρονολόγησης, στον ίδιο αιώνα εντάσσεται και η αμαυρόχρωμη κεραμική από τη θέση Σκαφιδάκι Πρέβεζας, που βρίσκει παράλληλα στην κεραμική από τα νεκροταφεία της Βίτσας Ζαγορίου 201. Στην ίδια περίοδο με την αμαυρόχρωμη ΙΙ φαίνεται, βάσει της στρωματογραφίας από την Κρύα και το Λιατοβούνι, ότι άρχισε να παράγεται και η κεραμική κατηγορία 5β. Στην ίδια ομάδα με βάση μορφολογικά χαρακτηριστικά - ύπαρξη καστανέρυθρου επιχρίσματος στην εξωτερική επιφάνεια των αγγείων- εντάσσονται δείγματα από το χώρο ΙΙ της Δωδώνης και τη Βίτσα 202. Επομένως, η χρονική ακολουθία των κεραμικών κατηγοριών της κεντρικής Ηπείρου στην Εποχή του Χαλκού - Πρώιμη Εποχή Σιδήρου διαμορφώνεται ως εξής: 198 Δείγματα της νεότερης φάσης ΙΙ έχουν συγκεντρωθεί από το Πάτελε (σημ. Άγιος Παντελεήμων) 198, τον τύμβο Kuç I Zi (Andrea 1976, ) και τη φάση Tren III. 199 Παρόμοια εικόνα σε οικιστικά σύνολα στην Άρτα (αρχαία Αμβρακία), Βοκοτοπούλου 1982, Τα ελάχιστα δείγματα, που προέρχονται από τα στρώματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, θεωρήθηκαν προϊόν αναμοχλεύσεων, Touchais et al. 1996, Beta-67409, 2.590±120 BP, περίπου 790 B.C., Τartaron 2004, Παρόμοια μορφολογικά χαρακτηριστικά σημειώνονται και στην αντίστοιχη κεραμική από τη Θεσπρωτία Τζωρτζάτου και Φάτσιου 2006, Forsén 2009, 55.

211 211 Κεραμική κατηγορία Κ1 Κ4 Κ4α Κ5α Κ5β Κ6α Κ6β Χρονολόγηση ΠΕΧ Χ Χ ΜΕΧ Χ Χ ΥΕΧ Χ Χ Χ Χ Χ ΠΕΣ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Πίν.5.1. Χρονολογική κατανομή κεραμικών κατηγοριών κεντρικής Ηπείρου

212 212 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Το ζήτημα της κατανάλωσης της χειροποίητης κεραμικής της κεντρικής Ηπείρου Σε άμεση σχέση με την παραγωγή βρίσκεται η κατανάλωση, καθώς, ο ρυθμός της παραγωγής είναι ανάλογος της ζήτησης και κατ' επέκταση της κατανάλωσης. Η κατανάλωση κεραμικής ικανοποιεί τις ανάγκες των ανθρώπων αλλά παράλληλα παράγει νοήματα και διαμορφώνει ταυτότητες. Η μελέτη του παράγοντα της κατανάλωσης συνοψίζεται σε τρία ερωτήματα: Τι είδους κεραμική καταναλώθηκε (κεραμικές κατηγορίες και σχήματα), από ποιον και σε ποια περίσταση; Η επιλογή και χρήση συγκεκριμένων κεραμικών κατηγοριών και σχημάτων κεραμικής εξαρτιόταν σε σημαντικό βαθμό από το πλαίσιο χρήσης τους (οικιστικό, λατρευτικό, ταφικό). Από την εξέταση της κατανομής των κεραμικών κατηγοριών στα οικιστικά και ταφικά σύνολα της κεντρικής Ηπείρου (Πιν.6.1., βλ. κεφ. 5) προκύπτουν τα ακόλουθα όσον αφορά στην παραμέτρο της κατανάλωσής τους: Δείγματα της κεραμικής με πλαστική διακόσμηση εντοπίστηκαν μόνο σε οικισμούς και σε μεγαλύτερο ποσοστό σε εκείνους του λεκανοπεδίου, όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία 203. Το σχηματολόγιο δεν παρουσιάζει έντονες διαφορές από περιοχή σε περιοχή, γεγονός που υποδεικνύει συνάφεια ως προς τις καθημερινές πρακτικές μεταξύ των χρηστών. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται και από το ότι το υλικό από το γειτονικό προς τους τάφους αγρό στον Ελαφότοπο εντάσσεται μορφολογικά και τεχνολογικά στην ίδια ομάδα με εκείνο από την Κρύα και τη Δωδώνη (βλ. κεφ.5). Η έντονη ποσοστιαία διαφορά στα δείγματα κεραμικής με πλαστική διακόσμηση μεταξύ των δύο γεωγραφικών ενοτήτων οφείλεται πιθανότατα στη χρονολογική απόσταση των κεραμικών συνόλων. Τα σύνολα από τις θέσεις του λεκανοπεδίου, όπως προαναφέρθηκε 203 Σύγκριση στοιχείων από Κρύα και ωδώνη µε τα αντίστοιχα από το Λιατοβούνι και τη Βίτσα.

213 213 και στο προηγούμενο κεφάλαιο, είναι πρωιμότερα από εκείνα της ορεινής ενδοχώρας. Αγγεία της κεραμικής με πλαστική διακόσμηση δε χρησιμοποιήθηκαν ως ταφικά κτερίσματα 204. Η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι εξαιτίας της χρήσης των δειγμάτων της στην καθημερινή οικιακή πρακτική και των σχημάτων στα οποία εφαρμοζόταν κρίθηκε ασύμβατη προς το ταφικό τελετουργικό. Η παρουσία της στα ταφικά σύνολα περιορίζεται σε μικρό αριθμό δειγμάτων στην επίχωση των τάφων ή της γύρω από αυτούς περιοχής. Ερμηνεύεται δε τις περισσότερες φορές ως υπόλειμμα τελετουργίας σχετιζόμενης με τη νεκρική ακολουθία. Η μονόχρωμη κεραμική απαντά σε οικιστικά και σε ταφικά σύνολα και το σχηματολόγιο της συνίσταται συνήθως από αγγεία κατανάλωσης και προσφοράς ποτού. Σε όλα τα οικιστικά σύνολα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην κεντρική Ήπειρο συνυπήρχε με την κεραμική με πλαστική διακόσμηση, αλληλοσυμπληρώνοντας η μία την άλλη. Το γεγονός ότι εντοπίστηκε σε όλες τις γνωστές θέσεις, ότι δεν απαιτεί ιδιαίτερη τεχνική εμπειρία και ότι είναι ακόσμητη χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα για την αναγνώριση της ως οικιακής κεραμικής. Ωστόσο, η αξιοποίηση της ως ταφικού κτερίσματος σε σύνολα της Εποχής του Χαλκού (Νεοχωρόπουλο, Ελαφότοπος, Μαζαράκι) υποδηλώνει ότι οι καταναλωτές της προσέδιδαν ιδιαίτερη σημασία, η οποία πήγαζε πιθανότατα από τη χρήση της στην κατασκευή αγγείων πόσης. Στο Νεοχωρόπουλο τρια σκεύη αυτής της κατηγορίας αποτελούσαν το μοναδικό κτέρισμα του νεκρού ενώ στο Μαζαράκι αγγεία πόσης της μονόχρωμης συνυπήρχαν με μυκηναϊκή κεραμική (ψευδόστομος αμφορέας Α.Μ.Ι. 3320), κοσμήματα (ψήφοι, ψέλια, κρίκοι, ακόνη) και χάλκινα όπλα (εγχειρίδια, σταυρόσχημο ξίφος και αιχμές δοράτων). Στον Ελαφότοπο όπου οι νεκροί είχαν κτεριστεί, επίσης, με κοσμήματα (χρυσή ταινία, ψήφοι, δακτυλίδια, ψέλια) και όπλα (δρεπανοειδές μαχαίρι) και τα εννέα πήλινα αγγεία ανήκαν στη μονόχρωμη κεραμική παράδοση. 204 Το αγγείο Α.Μ.Ι από το Λιατοβούνι, που είχε χρησιμοποιηθεί ως ταφικό κτέρισμα σε παιδική ταφή, αποτελούσε εξαίρεση. Άλλωστε, δεν αποτελεί τυπικό δείγμα αγγείου της άβαφης με πλαστική διακόσμηση γιατί στο σώμα δε φέρει μαστίδια αλλά εμπιέσεις.

214 214 Η πορτοκαλέρυθρη κεραμική δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της προσπάθειας των ντόπιων κεραμέων να δημιουργήσουν μία κατηγορία λεπτότεχνης κεραμικής ανάλογη της «μυκηναϊκής» 205. Με τον καιρό επικράτησε και αντικατέστησε σταδιακά τις δύο κύριες χειροποίητες κεραμικές τοπικές κατηγορίες (Κ1 και 4). Η άποψη αυτή ενισχύεται από την παραγωγή παρόμοιων τύπων αγγείων σε κεραμική ύλη των τριών κατηγοριών. Οι επαναλαμβανόμενοι αυτοί τύποι σχετίζονται με την προετοιμασία, την κατανάλωση και την αποθήκευση τροφής. Στην Ήπειρο τα πρώτα σχήματα της πορτοκαλέρυθρης κατηγορίας μιμούνταν «μυκηναϊκά» σκεύη 206 με ιδιαίτερη προτίμηση στα αγγεία πόσης. Το σχήμα της υψίποδης κύλικας αποτελούσε μία από τις πιο ιδιαίτερες δημιουργίες των κεραμέων. Γιατί, όμως, από όλους τους τύπους της «μυκηναϊκής» κεραμικής επιλέχτηκε η κύλικα; Η υιοθέτηση του συγκεκριμένου σχήματος στην Ήπειρο και η αναπαραγωγή του σε συγκεκριμένη κεραμική ύλη δεν πρέπει να είναι τυχαία. Οι κύλικες αποτελούσαν ένα καθημερινό σκεύος πόσης κατά τη «μυκηναϊκή εποχή». Παράλληλα, όμως, συμβόλιζαν και τη δύναμη των οικονομικά ευρωστότερων σε ειδικές τελετουργίες, κατά τις οποίες γινόταν κατανάλωση κρασιού (Galaty 2007, 75-76). Ο τύπος, βάσει των θέσεων εύρεσής του (βλ. κεφ.3), επιχωρίαζε στους οικισμούς του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων. Αυτό συνδέεται πιθανότατα με την απουσία μυκηναικών κυλίκων στις θέσεις αυτές. Μυκηναικές και "πορτοκαλέρυθρες" κύλικες συνυπήρχαν μόνο στην περιοχή της Δωδώνης 207. Επομένως, η παρουσία των μυκηναικών κυλίκων εκεί αποτέλεσε το έναυσμα για την παραγωγή των χειροποίητων 205 Ο πηλός των επείσακτων «μυκηναϊκών» αγγείων, χρώματος ρόδινου ή ωχρού, είναι πιο καθαρός και πιο καλοψημένος από εκείνον που χρησιμοποιείται στην κατασκευή των χειροποίητων αγγείων (Σουέρεφ 2001, 82 Tartaron 2004, 112). Η στενή ομοιότητα των μυκηναϊκών αγγείων με τα αντίστοιχα από την Αιτωλοακαρνανία, τα Ιόνια νησιά και τη βορειοδυτική Πελοπόννησο οδήγησε στην υπόθεση ότι αποτελούσαν προϊόντα ενός επαρχιακού εργαστηρίου (Sοueref 2002, 233). 206 Στο σύνολό της η «μυκηναϊκή» κεραμική, προέρχεται τόσο από οικιστικά όσο και από ταφικά σύνολα και αντιπροσωπεύεται από ένα μικρό αριθμό οστράκων με κυρίαρχα τα αγγεία πόσης (κύλικες, κύπελλα, ψευδόστομοι αμφορίσκοι, αλάβαστρα, κρατηρίσκοι, Tartaron 2004, 89-90). 207 Η κύλικα αποτελούσε το συχνότερο σχήμα στο «μυκηναϊκό υλικό» από τη Δωδώνη, Wardle 1977, 177. Τμήματα υψίποδων κυλίκων πορτοκαλέρυθρης κεραμικής (μαζί με επείσακτες μυκηναικές) εντοπίστηκαν στη θέση Στένες, στο χωριό Γκρίκα της Θεσπρωτίας, Λάζαρη 2006, 48 καθώς και στο Κάτω Αθαμάνιο Άρτας, Ρήγινος 2008, 31.

215 215 δειγμάτων και τη σταδιακή εξάπλωση τους στην περιοχή του λεκανοπεδίου. Η απουσία τους από το υλικό της ορεινής ενδοχώρας και συγκεκριμένα το Λιατοβούνι, οφείλεται, πιθανότατα, ακριβώς στο ότι τη λειτουργία την οποία σχεδιάστηκε να επιτελέσει ο τύπος, εκεί την κάλυπταν τα τροχήλατα παραδείγματα των κυλίκων τύπου Εξαλόφου. Επιπροσθέτως, στην επίχωση του τάφου του Μαζαρακίου εντοπίστηκε το άνω τμήμα στελέχους τροχήλατης κύλικας, που διατηρεί ίχνη καστανομέλανης βαφής και χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙΓ περίοδο (Βοκοτοπούλου 1969, 202). Αποτελούσε πιθανότατα υπόλειμμα της ταφικής τελετουργίας. Αγγεία της χειροποίητης εκδοχής της υψίποδης κύλικας δε βρέθηκαν σε κανένα ταφικό σύνολο ούτε του λεκανοπεδίου ούτε της ορεινής ενδοχώρας. Το γεγονός ότι, οι υψίποδες κύλικες ήταν κατασκευασμένες από λεπτόκοκκη κεραμική ύλη και η κυκλοφορία τους ήταν σχετικά περιορισμένη χωρικά (στους οικισμούς του λεκανοπεδίου) και χρονικά (στη μετάβαση από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου), τις κατατάσσει στην κατηγορία των σκευών "ειδικής λειτουργίας", όπως έχουν οριστεί από την Rice (1987, 210). Η διακόσμηση ορισμένων παραδειγμάτων με αμαυρόχρωμα μοτίβα ενδυναμώνει την υπόθεση της ειδικής σημασίας του σχήματος και της σύνδεσης του με κοινωνικές εκδηλώσεις εορταστικού ή τελετουργικού χαρακτήρα. Γεννιέται, ωστόσο, εύλογα το ερώτημα γιατί εφόσον είχαν ειδική σημασία δεν εντοπίστηκαν σε τάφους; Μια πρώτη λογική απάντηση είναι ότι οφείλεται στον περιορισμένο αριθμό ταφικών συνόλων, που έχουν εντοπιστεί στην κεντρική Ήπειρο. Μια δεύτερη ερμηνεία, που ίσως προβάλλει απλή, είναι ότι η ειδική σημασία τους συνδεόταν με γεγονότα της ζωής και όχι του θανάτου. Δείγματα της αμαυρόχρωμης Ι και ΙΙ κεραμικής εντοπίστηκαν σε οικιστικά σύνολα του λεκανοπεδίου 208 και σε οικιστικά και ταφικά σύνολα της ορεινής 208 Η αμαυρόχρωμη στο λεκανοπέδιο απαντά αποκλειστικά σε οικιστικά σύνολα. Πιθανότατα πρόκειται για τυχαίο γεγονός, που οφείλεται στην ανασκαφή μικρού αριθμού ταφικών συνόλων στην περιοχή. Άποψη που ενισχύεται από την περισυλλογή μικρού αριθμού αμαυρόχρωμων οστράκων (κανθάρων, κυλίκων, κυπέλλων και

216 216 ενδοχώρας. Στη φάση Ι μεγαλύτερη συχνότητα, καταγράφεται στους οικισμούς του λεκανοπεδίου, όπως προκύπτει από τα συγκριτικά δεδομένα των οικισμών της Κρύας και του Λιατοβουνίου. Γρ.7. Σημειώνεται, δε, διαφοροποίηση στο σχηματολόγιο του λεκανοπεδίου σε σχέση με εκείνο της ορεινής ενδοχώρας. Στην πρώτη περίπτωση υπερισχύουν τα ανοιχτά αγγεία ενώ στη δεύτερη τα κλειστά. Ωστόσο, στα ταφικά σύνολα της ορεινής ενδοχώρας, όπου χρησιμοποιήθηκαν ως κτερίσματα δείγματα αμαυρόχρωμης κεραμικής, επικρατούν τα ανοιχτά σχήματα (Κάτω Κόνιτσα, Κάτω Πεδινά). Ανάλογη διαφοροποίηση σημειώνεται και στο σχηματολόγιο των δύο φάσεων της αμαυρόχρωμης στο υλικό από την Κρύα. Η αμαυρόχρωμη Ι αντιπροσωπεύεται από μικρό αριθμό λεπτότοιχων αγγείων πόσης. Σκεύη, που, πιθανότατα λόγω του περιορισμένου αριθμού τους και της διακόσμησής τους με αμαυρή βαφή, δεν ήταν προσβάσιμα σε όλους. Αποτελούσαν, επομένως, αγγεία "ειδικής χρήσης". Δεν τα χρησιμοποιούσαν για την ικανοποίηση των καθημερινών αναγκών αλλά ίσως σε εκδηλώσεις ιδιαίτερου χαρακτήρα. Ενδεχομένως, δε, ο συμβολισμός, που τα περιέβαλε, να προσέδιδε ιδιαίτερο ευρύστομων αγγείων) από κατεστραμμένους τάφους στο νεκροταφείο της Δουρούτης (Ανδρέου 2000, 31).

217 217 κύρος στον κάτοχο τους. Τα δείγματα της αμαυρόχρωμης ΙΙ, αντίθετα, ανήκουν κυρίως σε κλειστές φόρμες αγγείων προσφοράς ποτού (πρόχοι, αμφορείς). Ο αριθμός τους αυξάνεται σημαντικά και η ποιότητά τους, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει και η Βοκοτοπούλου (1986, 266) για τα αντίστοιχα αγγεία από τη Βίτσα, "πέφτει αισθητά". Δε φαίνεται να αποτελούν πλέον προνόμιο των ολίγων. Η χρήση τους, πιθανότατα, διευρύνεται σε μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων και αποκτούν πιο συλλογικό χαρακτήρα. Το γεγονός ότι στο ανατολικό τμήμα της Κρύας, στην τομή VII, όπως προαναφέρθηκε (κεφ.4β), σημειώθηκε συγκέντρωση δεκαπέντε πίθων, οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η πρακτική της αποθήκευσης στον οικισμό λάμβανε χώρα σε συγκεκριμένο χώρο. Δε διατηρήθηκε κανένα στοιχείο σχετικά με το περιεχόμενο των πίθων. Η εφαρμογή της πρακτικής της αποθήκευσης έστω και σε μικρή κλίμακα 209 είναι, ωστόσο, ιδιαίτερα σημαντική, καθώς παρέχει στοιχεία για τη μορφή του οικισμού και την κοινωνική οργάνωση του. Οι κάτοικοι της μικρής εγκατάστασης στην Κρύα μοιράζονταν πιθανότατα τα προϊόντα, που φυλάσσονταν στη συγκεκριμένη έκταση. Πέραν της υποθέσεως ότι η αποθήκευση αποτελούσε μία στρατηγική επιβίωσης, εξασφάλιση δηλαδή των απαραίτητων προκειμένου να αντιμετωπιστεί μία πιθανή κακοτυχία στην παραγωγή (ξηρασία, πλημμύρα), δεν αποκλείεται και η σύνδεση της με την τέλεση δημόσιων κοινωνικών εκδηλώσεων (Μαργωμένου, Ανδρέου και Κωτσάκης 2005, 169). Σε συνδυασμό με την παρουσία των κυλίκων για τις οποίες υποστηρίχτηκε ότι δεν είναι απίθανη η χρήση τους σε συλλογικές εορταστικές δραστηριότητες, μπορεί να διατυπωθεί η υπόθεση ότι μέρος του αποθηκευμένου περισσεύματος χρησιμοποιούνταν σε δημόσια κοινωνικά συμβάντα. Στα ταφικά σύνολα παρατηρείται η επαναλαμβανόμενη χρήση συγκεκριμένων αγγείων πόσης (κυπέλλων, κανθάρων) και προσφοράς (πρόχοι, αρύταινες) της μονόχρωμης, πορτοκαλέρυθρης και αμαυρόχρωμης κεραμικής κατηγορίας, τα οποία συνυπάρχουν συνήθως με κοσμήματα και χάλκινα 209 Αναλυτικά για τη διαδικασία της αποθήκευσης βλ. Τουλούμης 1994 Margomenou 2008, και Τουλούμης 2010,

218 218 όπλα 210. Σε κανένα ταφικό σύνολο δε σημειώνεται ταυτόχρονη παρουσία δειγμάτων της «μυκηναϊκής» και της αμαυρόχρωμης κεραμικής. Όσον αφορά στη «μυκηναϊκή» κεραμική σημειώνεται μία προτίμηση στα αλάβαστρα και στους ψευδόστομους αμφορείς, σκευών που συνδέονται με την χρήση αρωματικών ελαίων ή αλοιφών για το σώμα του θανόντος. Στη Δωδώνη το ανατολικό και δυτικό τμήμα του χώρου διαφοροποιούνται ως προς τη χρήση των κεραμικών κατηγοριών και των τύπων των αγγείων. Ειδικότερα, στο ανατολικό τμήμα δε βρέθηκαν σχεδόν καθόλου όστρακα της πορτοκαλέρυθρης και της αμαυρόχρωμης κεραμικής. Επιπροσθέτως, από εκεί και ειδικότερα από την περιοχή του ναού της Θέμιδας Ζ προέρχεται μία ομάδα μικρογραφικών αγγείων (κύπελλα και κάνθαροι), τα οποία λόγω του μεγέθους τους ήταν αδύνατο να είναι χρηστικά 211. Πιθανότατα, είχαν προσφερθεί ως αναθήματα στη λατρευόμενη στο χώρο θεότητα. Η άϋλη φύση του λατρευτικού τελετουργικού είναι δύσκολο να ανιχνευθεί αρχαιολογικά και συχνά η αναγνώριση ενός χώρου ως λατρευτικού βασίζεται στις φιλολογικές μαρτυρίες. Έχει υποστηριχτεί, χωρίς όμως βάσιμες αποδείξεις, ότι στην εν λόγω περιοχή, όπου αργότερα κατασκευάστηκε η Ιερά Οικία, ασκούνταν ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού υπαίθρια λατρεία προς τιμή της θέας Γης. Σε συνέχεια αυτής της υπόθεσης και βάσει μυθολογικών και φιλολογικών μαρτυριών, χωρίς όμως επί της ουσίας απτών στοιχείων, διατυπώθηκε η άποψη ότι στη δεύτερη χιλιετία π.χ η λατρεία της Γης αντικαταστάθηκε από εκείνη του θεού Δία στην περιοχή (Ευαγγελίδης και Δάκαρης 1959, Δάκαρης 1998, 86-92). Το γεγονός ότι στο ανατολικό τμήμα του Ιερού της Δωδώνης δεν ήρθαν στο φως αρχιτεκτονικά λείψανα της Εποχής του Χαλκού ενισχύει την άποψη ότι στην περιοχή ίσως λειτουργούσε κάποιο υπαίθριο ιερό. Με την άσκηση λατρείας στο χώρο συνδέθηκε, επίσης, η παρουσία λίθινων αξίνων με οπή και μεγάλου αριθμού 210 Η παρουσία χάλκινων όπλων μεταξύ των ταφικών κτερισμάτων οδήγησε στην επικράτηση του όρου «τάφοι πολεμιστών», βλ. αναλυτικά Deger-Jalkotzy 2006, Τα αγγεία, ωστόσο, είχαν κατασκευαστεί με την τσιμπητή τεχνική από την ίδια κεραμική ύλη με την οποία έπλαθαν τα χρηστικά σκεύη των αντίστοιχων κεραμικών κατηγοριών οι κεραμείς τους. Γεγονός, που υποδεικνύει ότι κατασκευάζονταν ταυτόχρονα και από το ίδιο υλικό με τα φυσικού μεγέθους αγγεία (Kleibrink , 443).

219 219 απιόσχημων «ψήφων» ανάλογης μορφής με αυτές από τον Βοιωτικό Ορχομενό (Φάππας 2010, ). Παράλληλα, από την περιοχή προέρχεται ένα σύνολο μικρογραφικών χάλκινων αντικειμένων (μαχαιρίδια, μικρογραφικοί πελέκεις ενίοτε με εγχάρακτη και στικτή διακόσμηση και αιχμές δοράτων), τα οποία φαίνεται ότι μιμούνται τα αντίστοιχα, σύγχρονα, πραγματικού μεγέθους όπλα 212. Ειδικότερα, όσον αφορά στο σύνολο των χάλκινων σταυροπελέκεων 213, το μικρό πάχος τους σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήταν διακοσμημένοι, ενισχύει τον αφιερωματικό τους χαρακτήρα 214. Παρόμοιου τύπου αντικείμενα (μικρογραφικά αγγεία και χάλκινα όπλα) δεν εντοπίστηκαν στο δυτικό τμήμα του ιερού. Το γεγονός αυτό συνηγορεί επίσης υπέρ της άποψης ότι στο ανατολικό τμήμα του Ιερού της Δωδώνης, κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού - Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, ασκούνταν πιθανότατα μία μορφή υπαίθριας λατρείας χωρίς όμως να μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποια θεότητα λατρευόταν Ίδιου τύπου χάλκινα όπλα σε φυσικό μέγεθος έχουν εντοπιστεί σε άλλα σημεία του χώρου. 213 Οι πέλεκεις του τύπου αυτού, σύμφωνα με τον Giardino (2000, 102), πρωτοεμφανίστηκαν στην Ανατολική Μεσόγειο στο τέλος της εποχής του Χαλκού αλλά γνώρισαν μεγάλη διάδοση στη Δυτική Μεσόγειο (Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία). Ειδικότερα για τους σταυροπελέκεις από τη Δωδώνη βλ. Κλείτσας 2013, Ο Ridgeway (1901, 442) αναφέρει ότι στον πολιτισμό Hallstatt οι μικρογραφικοί πελέκεις είχαν ανταλλακτική ή αναθηματική χρήση. 215 Για λεπτομέρειες βλ. Dieterle 2007,

220 220 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 «Περί των φαύλων και προχείρων» What makes the study of Epirote pottery extra challenging is the tendency to produce similar wares and shapes for many centuries merely showing changes in the percentage of the production of these wares Forsén 2009, 55 Η μορφολογική και τεχνολογική ανάλυση του κεραμικού υλικού της κεντρικής Ηπείρου οδήγησε στην κατάρτιση ενός σχηματολογίου χαρακτηριζόμενου από σχετική ποικιλομορφία. Οι κεραμικές κατηγορίες είναι ενδεικτικές της επιθυμίας των κατοίκων να δημιουργήσουν συγκεκριμένους αλλά διαφορετικούς μεταξύ τους τύπους αγγείων, οι οποίοι ανταποκρίνονταν στην ευρύτητα των αναγκών τους (προετοιμασία, προσφορά, κατανάλωση και αποθήκευση). Η περιορισμένη παρουσία αρχιτεκτονικών καταλοίπων στους υπό μελέτη οικισμούς λειτούργησε περιοριστικά αναφορικά με την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη χρήση των αγγείων σε ενδοκοινοτικό ή διακοινοτικό επίπεδο. Ωστόσο, η μελέτη της κατανάλωσης συγκεκριμένων σχημάτων και κεραμικών κατηγοριών στα οικιστικά και ταφικά σύνολα του λεκανοπεδίου και της ορεινής ενδοχώρας, αντίστοιχα, συνέβαλε στη διαμόρφωση μίας εικόνας «σχετικής» για το πώς και που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ο κάθε τύπος αγγείου. Η κοινή εξέταση της κεραμικής της Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου στηρίχτηκε στη φαινομενικά «αδιάσπαστη συνέχεια» της χειροποίητης παράδοσης στην περιοχή. Γεννιέται, ωστόσο, εύλογα το ερώτημα εάν κατά τη διάρκεια τόσων αιώνων δε σημειώθηκε η παραμικρή τεχνολογική ή μορφολογική αλλαγή στις κεραμικές κατηγορίες και στο σχηματολόγιο των αγγείων. Εάν κατ επέκταση στην περιοχή είχε διαμορφωθεί μία ενιαία κεραμική παράδοση, η οποία παρέμενε αναλλοίωτη στο πέρασμα των αιώνων.

221 221 Στον τομέα της τεχνολογίας δε φαίνεται να υπήρξε έντονη διαφοροποίηση στον τρόπο κατασκευής των σκευών, καθώς συνέχιζαν να παράγονται χειροποίητα. Η μη υιοθέτηση, μάλιστα, του κεραμικού τροχού, παρά τη γνώση της ύπαρξης του (απόκτηση και χρήση «μυκηναϊκών» αγγείων) αποτελεί πιθανότατα ένδειξη απουσίας των κοινωνικών αλλά και πολιτικών δομών, που θα απαιτούσαν αλλά και θα στήριζαν μια κεραμική παραγωγή σημαντικά εντατικοποιημένη με τη μορφή εξειδικευμένων εργαστηρίων. Ωστόσο, βάσει των αλλαγών, που σημειώνονται στα μορφολογικά χαρακτηριστικά (εισαγωγή γραπτής διακόσμησης), στην κεραμική ύλη και στον τρόπο όπτησης, είναι δυνατή η αδρή σκιαγράφηση μίας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ της Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου. Ι. Εποχή του Χαλκού Ο μικρός βαθμός τυποποίησης της κεραμικής παραγωγής σε συνδυασμό με την απουσία ειδικών χώρων προοριζόμενων για την άσκηση της, σχετίζοταν, πιθανότατα, με το ότι αποτελούσε προιόν μη εντατικοποιημένης παραγωγής. Στην κατασκευή της κεραμικής συμμετείχε, περιστασιακά, μεγάλος αριθμός μελών της κοινότητας, παράλληλα με την άσκηση των αγροτικών-γεωργικών ασχολιών του. Σημειώνεται σκόπιμη διαφοροποίηση στο σχήμα των αγγείων, που σχετίζεται με τη χρηστική λειτουργία τους και σκόπιμη τυποποίηση στην κεραμική ύλη, την επεξεργασία της επιφάνειας, τη διακόσμηση και την όπτηση. Η κεραμική παράδοση της Εποχής του Χαλκού εκφράστηκε μέσω της κεραμικής με πλαστική διακόσμηση και της μονόχρωμης. Στην κατασκευή των σκευών ακολουθήθηκαν οι ίδιες τεχνολογικές διαδικασίες (τεχνική κουλούρων για τα αγγεία μεγάλου μεγέθους, «τσιμπητή» τεχνική για τα μικρότερα αγγεία). Όσον αφορά στις πρώτες ύλες, στην Κρύα, οι τεχνίτες, καθόλη τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού, χρησιμοποιούσαν την ίδια άργιλο στην παραγωγή των αγγείων. Ενδεχομένως, επρόκειτο για «κεραμικές συνταγές», τις οποίες είχαν κληρονομήσει από τις προηγούμενες γενιές τεχνιτών. Με βάση την πετρογραφική ανάλυση προέκυψε ότι ο πηλός ήταν τοπικός και επομένως, η κατασκευή των αγγείων επιτόπια. Στο Λιατοβούνι, επικρατούσε η ίδια εικόνα, με τη διαφορά ότι η κεραμική ομάδα 4 συνδεόταν με

222 222 μία διαφορετική τεχνολογική παράδοση από την επικρατούσα στον οικισμό, η οποία φαίνεται ότι συγγένευε με εκείνη των κεραμέων του λεκανοπεδίου. Τα άτομα, που συμμετείχαν στην κεραμική παραγωγή ήταν κοινωνοί των ίδιων ιδεών και αντιλήψεων, τις οποίες εφάρμοζαν ακολουθώντας τις καθιερωμένες τεχνολογικές διαδικασίες και διαμορφώνοντας μία ενιαία τεχνολογική κεραμική παράδοση. Το σχηματολόγιο χαρακτηριζόταν από έντονη συντηρητικότητα, καθώς για αιώνες επαναλαμβάνονταν οι ίδιοι τύποι σκευών. Το γεγονός αυτό οφειλόταν, πιθανότατα, στην αποσκοπούμενη χρήση τους ως καθημερινών αγγείων προετοιμασίας, προσφοράς και κατανάλωσης τροφής και όχι ως αγγείων ειδικής χρήσης. Ο αμιγώς χρηστικός χαρακτήρας των σκευών είχε ως αποτέλεσμα την εξαιρετικά βραδεία εξέλιξη τους, καθώς, εφόσον ήταν λειτουργικά και δε σημειωνόταν οιαδήποτε μεταβολή στις μαγειρικές ή αποθηκευτικές συνήθειες της κοινότητας, δεν υφίστατο λόγος αντικατάστασης ή μεταβολής τους. Η κατοχή και χρήση παρόμοιων κεραμικών τύπων υποδεικνύει μία ομοιογένεια στις καθημερινές πρακτικές κατανάλωσης και αποθήκευσης μεταξύ των ανθρώπινων ομάδων των οικισμών. Όλοι οι κάτοικοι είχαν, πιθανότατα, άμεση πρόσβαση στα προϊόντα της τοπικής κεραμικής, γεγονός που προήγαγε τη συλλογική ισότητα και την κοινωνική συνοχή. Φαίνεται ότι σε κάθε θέση η κεραμική παραγωγή αποσκοπούσε στην κάλυψη των αναγκών των μελών της ομάδας. Δεν πειραματίζονταν ούτε αποτολμούσαν την παραγωγή σκευών πέραν των καθιερωμένων και απαραίτητων. Γεγονός, βέβαια, που δεν οδηγεί στο απλουστευτικό συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ένα συντηρητικό καταναλωτικό κοινό, προσκολλημένο στις παραδόσεις και «καθυστερημένο» σε σχέση με τα μεγάλα κέντρα του Νότου. Η κατανάλωση της κεραμικής συνδεόταν κατά κύριο λόγο με την ικανοποίηση των βιοποριστικών αναγκών των μελών της κοινότητας. Εφόσον τις εκπλήρωνε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο δεν υπήρχε ανάγκη να επινοηθούν νέες φόρμες αγγείων ή να αναζητηθούν διαφορετικές πηγές πρώτης ύλης. Σε αυτό το στάδιο θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι η λειτουργία της κεραμικής στην κεντρική Ήπειρο ήταν

223 223 αποκλειστικά χρηστική. Η ύπαρξη σκευών, που θα μπορούσαν να συνδεθούν με ιδιαίτερες κοινωνικές πρακτικές, δε μπορεί να υποστηριχτεί με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Επομένως, φαίνεται ότι κατά την εποχή του Χαλκού δε σημειώνονται μεταβολές στις επιλογές των παραγωγών και καταναλωτών αναφορικά με την κατασκευή και τη χρήση των αγγείων. Ωστόσο, στο τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, με βάση τα στοιχεία από μεμονωμένους τάφους, η κατάσταση φαίνεται να αλλάζει. Η παρουσία πολύτιμων αντικειμένων μεταξύ των κτερισμάτων (χάλκινα όπλα, κοσμήματα και μυκηναική κεραμική) είναι ενδεικτική στοιχειώδης κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Η οριοθέτηση των τάφων σε στρατηγικά σημεία της ενδοχώρας 216 συνδέεται, ενδεχομένως, με την εμφάνιση μιας ομάδας ισχυρών ατόμων (πολεμιστών;), που αντλούσαν τη δύναμή τους από τη δυνατότητά τους να ελέγχουν τις μετακινήσεις και την κυκλοφορία πολύτιμων αγαθών. ΙΙ. Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου Η έναρξη της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου σηματοδοτείται από την εμφάνιση δύο νέων κεραμικών κατηγοριών: της πορτοκαλέρυθρης και της αμαυρόχρωμης. Παράλληλα, συνέχισαν να παράγονται και να χρησιμοποιούνται οι δύο κεραμικές κατηγορίες της Εποχής του Χαλκού. Οι τελευταίες συνδεόταν, πιθανότατα, με πρακτικές οικείες προς τους καταναλωτές-χρήστες και για αυτό οι παραγωγοί δεν προχώρησαν σε αλλοίωση των βασικών χαρακτηριστικών τους. Τα σκεύη όλων των κατηγοριών εξακολουθούσαν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους να είναι χειροποίητα αλλά διαπιστώθηκαν σημαντικές αλλαγές στην τεχνολογία κατασκευής τους. Σημειώνεται σκόπιμη διαφοροποίηση στα σχήματα των αγγείων και τη 216 O Feuer (1983, 88) υποστήριξε ότι οι μεμονωμένοι κιβωτιόσχημοι τάφοι άνηκαν σε βοσκούς-πολεμιστές ή φύλαρχους, οι οποίοι λειτουργούσαν ως μεσάζοντες για τη μεταφορά προϊόντων από την κεντρική Ευρώπη στο Αιγαίο. Ο Σουέρεφ (2007, 153) υποστήριξε ότι τα «μυκηναικά» ευρήματα από τη Δωδώνη και τους κιβωτιόσχημους τάφους του Ελαφότοπου, του Καλπακίου και του Μαζαρακίου είναι ενδεικτικά της ύπαρξης ενός δικτύου ανταλλαγών στην ενδοχώρα της Ηπείρου, το οποίο εκμεταλλευόταν τα πλεονεκτήματα των κοιλάδων των ποταμών και των ορεινών περασμάτων.

224 224 διακόσμηση και σκόπιμη τυποποίηση στην κεραμική ύλη, την επεξεργασία της επιφάνειας και την όπτηση. Σε σχέση με την Εποχή του Χαλκού σημειώνονται, λοιπόν, διαφοροποιήσεις στα τεχνολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά των σκευών. Έχει υποστηριχθεί για παράδειγμα, όπως προαναφέρθηκε, ότι στην κατασκευή της πορτοκαλέρυθρης κεραμικής κατηγορίας χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ήπειρο ο κεραμικός τροχός (Wardle 1977, 181). Η χρήση του τροχού έχει συνδεθεί με την απασχόληση εξειδικευμένου προσωπικού και την αύξηση και τυποποίηση της κεραμικής παραγωγής (Arnold 1985, 205). Τα παραπάνω απορρέουν από το γεγονός ότι η γνώση της χρήσης του τροχού απαιτεί μακρόχρονη μαθητεία και συνεχή ενασχόληση (Roux and Corbetta 1989). Εάν, πράγματι, στην παραγωγή της πορτοκαλέρυθρης κατηγορίας είχε χρησιμοποιηθεί ο τροχός, τότε, σημειώνεται μια διαφοροποίηση στην οργάνωση της παραγωγής σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Θα μπορούσε, επομένως, να υποστηριχτεί ότι η παραγωγή της πορτοκαλέρυθρης κεραμικής συνδέεται με την εμφάνιση μιας πιο εντατικοποιημένης μορφής παραγωγής. Ωστόσο, τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας για την κοινωνικοπολιτική κατάσταση, που επικρατούσε στην κεντρική Ήπειρο στην υπό συζήτηση περίοδο, δεν επαρκούν για να υποστηρίξουν την ύπαρξη εντατικοποιημένης κεραμικής παραγωγής. Σε αυτό συμβάλλει σημαντικά και η απουσία αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Η έλλειψη τους καθιστά ανέφικτη την εξαγωγή συμπερασμάτων για την κατανομή των σκευών στο χώρο και την αναγνώριση διαφορετικών δραστηριοτήτων. Όσον αφορά στην επεξεργασία της επιφάνειας τα αγγεία στην πλειονότητα τους εξακολουθούσαν να είναι αδρά λειασμένα ενώ συχνά καλύπτονταν με επίχρισμα ή στίλβωση. Στις επιφάνειες των αγγείων, σε αντίθεση με την Εποχή του Χαλκού, κυριαρχούσαν οι ανοιχτοί τόνοι χρωμάτων (πορτοκαλέρυθρο, ανοιχτό καστανό, ωχροκάστανο), γεγονός που συνδέεται, πιθανότατα με αλλαγές στις συνθήκες όπτησης και τη χρήση διαφορετικών πηγών πρώτης ύλης. Η ατμόσφαιρα της όπτησης θα πρέπει να ήταν πλήρως οξειδωτική, όπως συμπεραίνεται από το πορτοκαλέρυθρο χρώμα των

225 225 επιφανειών. Παράλληλα, η θερμοκρασία όπτησης θα πρέπει να ήταν αρκετά υψηλή, όπως υποδηλώνεται από την ομοιοχρωμία του πυρήνα με τις επιφάνειες των σκευών στα δείγματα της πορτοκαλέρυθρης κεραμικής (Tartaron 2004, 88). Η παραγωγή δε των πορτοκαλέρυθρων με στιλπνή μελανή διακόσμηση στον οικισμό του Λιατοβουνίου, αντανακλά τις εξειδικευμένες γνώσεις των τεχνιτών σχετικά με την όπτηση, καθώς για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος απαιτούνταν ειδικές γνώσεις και δεξιοτεχνία. Επιπροσθέτως, θα ήταν πολύ δύσκολο - αν όχι αδύνατο - και θα απαιτούσε μεγάλη εμπειρία από τους κεραμείς, η διαδικασία αυτή να λάβει χώρα σε ανοιχτή φωτιά. Θα πρέπει, επομένως, να εφαρμοζόταν σε κλειστού τύπου κλιβάνους, παρόλο που κλίβανοι τέτοιου τύπου δεν έχουν αποκαλυφθεί μέχρι στιγμής στην υπό μελέτη περιοχή. Οι κεραμικές ύλες, που χρησιμοποιούσαν οι κεραμείς για την κατασκευή των δύο νέων κατηγοριών (πορτοκαλέρυθρης και αμαυρόχρωμης), ήταν στο μεγαλύτερο ποσοστό οι ίδιες και σε ορισμένες περιπτώσεις (κυρίως στο Λιατοβούνι) κοινές με των δυο άλλων κατηγοριών (της κεραμικής με πλαστική διακόσμηση και της μονόχρωμης). Στη φάση Κρύα ΙΙ, παρατηρείται σαφής διαχωρισμός στη χρήση των υλικών, που προορίζονταν για τα χρηστικά σκεύη (Ομάδα 3), σε σχέση με τα αντίστοιχα της λεπτότερης κεραμικής (Ομάδες 1 και 2). Στο Λιατοβούνι, η Ομάδα 1, που χαρακτηρίζεται από ένα εξαιρετικά λεπτόκοκκο υλικό, χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την παραγωγή σκευών της πορτοκαλέρυθρης και αμαυρόχρωμης κεραμικής. Η εισαγωγή του παράγοντα της διακόσμησης αποτελεί τη σημαντικότερη καινοτομία στον τομέα της κεραμικής παραγωγής γιατί επηρέαζε τη δομή των σχέσεων των ιδιοτήτων των αγγείων. Επιπλέον, η εφαρμογή γραπτής διακόσμησης υπαγόρευε την εισαγωγή νέων σταδίων στη διαδικασία κατασκευής των αγγείων (εύρεση της βαφής, προετοιμασία της βαφής, σχεδιασμός των μοτίβων) και απαιτούσε ειδικές γνώσεις, περισσότερο χρόνο και σχετική δεξιοτεχνία από την πλευρά των παραγωγών. Η υιοθέτηση και εφαρμογή της γραπτής αμαυρόχρωμης διακόσμησης στο τέλος του 11 ου αι. π.χ. φαίνεται ότι συνιστούσε παράγοντα σκόπιμης

226 226 διαφοροποίησης στις τοπικές κοινότητες της κεντρικής Ηπείρου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι κάτοικοι της περιοχής έρχονταν σε επαφή με γραπτά αγγεία. Είχε προηγηθεί ήδη από την ΥΕΙΙ-ΙΙΙΑ (15 ος αι. π.χ.) η εισαγωγή στην κεντρική Ήπειρο (στη Δωδώνη συγκεκριμένα) γραπτών «μυκηναϊκών» σκευών (Σουέρεφ 2001, 163). Οι «Μυκηναίοι» ταξίδευαν πιθανότατα στην Ήπειρο, προκειμένου να προμηθευθούν κτηνοτροφικά είδη (μαλλί, δέρματα, γαλακτοκομικά, αιγοπρόβατα, βοοειδή) αλλά και ξυλεία 217. Ωστόσο, για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν είχε σημειωθεί καμία απόπειρα μίμησης της διακόσμησης των μυκηναικών σκευών εκ μέρους των γηγενών. Αυτό, πιθανότατα, οφείλεται στο ότι τα "εξωτικά" αυτά σκεύη τα κατείχαν μικρές ομάδες ατόμων με προνομιακή πρόσβαση στα δίκτυα διακίνησης τους. Ίσως τα ίδια άτομα, που είχαν ταφεί στους κιβωτιόσχημους τάφους της ενδοχώρας, για τους οποίους έγινε λόγος παραπάνω. Ποιοι όμως κατασκεύαζαν τα αμαυρόχρωμα αγγεία; Με βάση την αλληλεπίδραση πορτοκαλέρυθρης - αμαυρόχρωμης, τη δημιουργία του υβριδικού τύπου της κύλικας και τη χρήση τοπικών πρώτων υλών είναι δυνατό να υποστηριχτεί ότι μέλη των τοπικών κοινωνιών είχαν εκπαιδευτεί στην αμαυρόχρωμη τεχνική. Η ενασχόληση των τεχνιτών με το νέο αυτό προϊόν απαιτούσε σημαντική επένδυση χρόνου εκ μέρους τους (μακρά περίοδος μαθητείας και συνεχής εξάσκηση), γεγονός που τους άφηνε περιορισμένο ελεύθερο χρόνο. Με αποτέλεσμα την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση τους στην κεραμική διαδικασία. Ωστόσο, η μικρή κλίμακα παραγωγής της αμαυρόχρωμης, ειδικά κατά την πρώτη φάση, έρχεται σε αντίθεση με τα παραπάνω. Η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι οι αγγειοπλάστες, που την παρήγαγαν, εξυπηρετούσαν τις ανάγκες πολλών κοινοτήτων σε μια εκτεταμένη γεωγραφικά περιοχή. Η κατασκευή της κεραμικής αυτής κατηγορίας εξόπλιζε τους παραγωγούς της με εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις και επέφερε, πιθανότατα, αλλαγή και στο κοινωνικό status τους. Συμμετείχαν, με αυτόν τον τρόπο, ενεργά στη δημιουργία κοινών πεδίων δράσης με άλλες κοινότητες, μέσω των οποίων προωθούσαν διαδικασίες κοινωνικοποίησης και την ίδια στιγμή 217 Δάκαρης 1964, 5 Σουέρεφ 1994, 228.

227 227 συγκροτούσαν δεσμούς εξάρτησης και ενότητας. Η κατασκευή αμαυρόχρωμων αγγείων, ωστόσο, δεν τους εμπόδιζε να παράγουν παράλληλα και άλλους τύπους σκευών. Επομένως, η εισαγωγή της νέας κεραμικής κατηγορίας δε συνοδεύτηκε απαραιτήτως από διαφοροποίηση στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής. Το σχηματολόγιο δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες αλλαγές με την εξαίρεση της υιοθέτησης μερικών νέων τύπων, οι οποίοι στην πλειονότητα τους συνδέονταν με το ταφικό τελετουργικό και ανήκαν στις δύο νέες κεραμικές κατηγορίες. Στην πρώιμη φάση της πορτοκαλέρυθρης οι τοπικοί κεραμείς επιδόθηκαν σε μία προσπάθεια μεταφοράς «μυκηναϊκών» τροχήλατων προτύπων σε χειροποίητες φόρμες. Η απλή μίμηση, που περιοριζόταν στην αντιγραφή του σχήματος των αγγείων, χωρίς την παράλληλη υιοθέτηση των τεχνολογικών χαρακτηριστικών τους, ήταν αποτέλεσμα της οπτικής επαφής με τα πρωτότυπα αντικείμενα (Κυριατζή 2000, 228). Δεν παρήγαγαν «μυκηναϊκή» κεραμική αλλά επέλεγαν να μιμηθούν μεμονωμένα σχήματα, που πιθανότατα για αυτούς συνδέονταν με συγκεκριμένες κοινωνικές εκδηλώσεις. Η αμαυρόχρωμη, στην πρώτη φάση της χαρακτηριζόταν από ανοιχτά κυρίως σχήματα (με επικρατέστερο τον κάνθαρο με λαιμό), τα οποία δεν παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλομορφία. Τα ποσοστά της, όπως προαναφέρθηκε, ήταν σχετικά χαμηλά. Τα σχήματα και τα μεγέθη των σκευών υποδήλωναν τον προορισμό τους για ατομική χρήση από τον κάτοχο τους. Λειτουργούσαν πιθανότατα ως «σκεύη γοήτρου», υπόθεση που ενισχύεται από το μικρό αριθμό τους και από τη χρήση τους ως ταφικών κτερισμάτων. Δεν αποτελούσαν σκεύη διάκρισης της ταυτότητας των χρηστών της αλλά ενσωμάτωσής τους σε ένα ευρύτερο σύνολο και υιοθέτησης μιας ενιαίας ταυτότητας. Στη δεύτερη φάση της αμαυρόχρωμης, στο σχηματολόγιο επικρατούσαν τα κλειστά σχήματα, τα οποία χρησίμευαν κυρίως ως αγγεία προσφοράς ποτού. Σημειώνεται, πιθανότατα, μία αλλαγή στον κοινωνικό ρόλο των αμαυρόχρωμων αγγείων. Δεν προορίζονταν πλέον για ατομική αποκλειστικά χρήση αλλά ίσως τονιζόταν περισσότερο η συλλογική τους χρήση. Αποτελούσαν, πιθανότατα,

228 228 αναπόσπαστο κομμάτι του «επίσημου σερβίτσιου» του οίκου. Στο σύνολο τους τα κεραμικά αγγεία ενσωματώθηκαν, πιθανότατα, σε πεδία κοινωνικών πρακτικών, οι οποίες δεν περιορίζονταν μόνο στις καθημερινές δραστηριότητες αλλά και σε γεγονότα επιφορτισμένα με λιγότερο ή περισσότερο συλλογικό χαρακτήρα (Ψαράκη 2004, 66). Η κατανάλωση κεραμικής συνέβαλε στη σκιαγράφηση της ταυτότητας του ατόμου και στην εμπλοκή του στο κοινωνικό περιβάλλον, καθώς το βοηθούσε να αναπτύξει κοινωνικές σχέσεις, να κατανοήσει τον κόσμο και να επικοινωνήσει με άλλους ανθρώπους (Tomkins 2001,62). Συμπερασματικά, η χειροποίητη παράδοση δεν εγκαταλείφτηκε από τους κατοίκους της κεντρικής Ηπείρου καθόλη τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής Σιδήρου. Δεν αντανακλά, ωστόσο, ερασιτέχνες, μη εξειδικευμένους τεχνίτες, οι οποίοι παρήγαν σε οικιακό επίπεδο. Αντίθετα, η χρήση ντόπιων πρώτων υλών και η «εμμονή» στην κατασκευή χειροποίητης κεραμικής είναι αποτέλεσμα συνειδητών επιλογών των παραγωγών, οι οποίες διαμορφώνονται μέσα σε μία συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Διαπιστώθηκαν μικρές αλλαγές στα σχήματα και σημαντικότερες στην τεχνολογία κατασκευής και στον τρόπο όπτησης των σκευών. Στο τέλος της Εποχής του Χαλκού-αρχή της Πρώιμης Εποχής Σιδήρου, μέσα από την επαφή (ανταλλαγές, εμπόριο) με την «ανώτερη» τεχνολογικά «μυκηναϊκή» κεραμική, δημιουργήθηκε η ανάγκη, πιθανόν λόγω απαίτησης των καταναλωτών, δημιουργίας μίας κεραμικής κατηγορίας με διαφορετικά μορφολογικά και τεχνολογικά χαρακτηριστικά. Η εισαγωγή της πορτοκαλέρυθρης κεραμικής πραγματοποιήθηκε μέσα στο πλαίσιο της ευρύτερης τοπικής τεχνολογικής παράδοσης. Τομή στην καθεστηκυία τάξη της κεραμικής παραγωγής σημειώθηκε με την εμφάνιση και υιοθέτηση της γραπτής αμαυρόχρωμης κεραμικής. Η οργάνωση της παραγωγής διαφοροποιείται πλέον, καθώς απαιτείται ασφαλώς περισσότερος χρόνος αλλά προστίθενται και νέα στάδια (επιλογή και εύρεση πρώτης ύλης για βαφή, σχεδίαση του μοτίβου στο αγγείο). Πιθανότατα, σηματοδοτεί το πέρασμα από τη μη εντατικοποιημένη

229 229 στην εντατικοποιημένη παραγωγή. Παράλληλα, διαφοροποιείται και ο κοινωνικός ρόλος των αγγείων. Οι παραγωγοί τους, λόγω της ειδικής γνώσης που κατέχουν, περιβάλλονται με ιδιαίτερο σεβασμό και αποκτούν κύρος. Αντίστοιχα, οι χρήστες τους συμμετέχουν σε ιδιαίτερες κοινωνικές εκδηλώσεις μέσα από τις οποίες αναπτύσσουν ένα ξεχωριστό κοινωνικό προφίλ. Παρατηρείται, επομένως, κατά το 10 ο αι. π.χ., ένας εμπλουτισμός του υλικού πολιτισμού. Οι επιλογές των ατόμων πληθαίνουν, η ζήτηση και οι ανάγκες των ανθρώπων διευρύνονται. Δεν πρόκειται για μια εποχή παρακμής και απομόνωσης αλλά για μια εποχή ακμής, προόδου και εξέλιξης.

230 230 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΕΛΕΝΗ Δ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ειδίκευση στην Προϊστορική Αρχαιολογία Η ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΩΙΜΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗΣ, ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΤΟΜΟΣ ΙΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015

231 231 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ AA AAA ΑΔ ΑΕ Archäologischer Anzeiger Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών Αρχαιολογικό Δελτίο Αρχαιολογική Εφημερίδα Aegeum Aegaeum: Annales d'archéologie égéenne de l'université de Liège ΑΕΜΘ AJA AM AmerAnt Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη American Journal of Archaeology. The Journal of the Archaeological Institute of America Athenische Mitteilungen American Antquity Antiquity Antiquity. A Quarterly Review of Archaeology Archaeometry ArchKorrBl BalkSt BAR Archaeometry. Bulletin of the Research Laboratory for Archaeology and the History of Art, Oxford University Archaeologisches Korrespondenzblatt Balkan Studies British Archaeological Reports BAR-IS British Archaeological Reports, International Series BCH BSA Bulletin de Correspondence Hellenique Annual of the British School at Athens Germania Germania. Anzeiger der Römisch- Germanischen Kommission des

232 232 Deutschen Archäologischen Instituts ΗΧ JAnthArch JAS Ηπειρωτικά Χρονικά Journal of Anthropological Archaeology Journal Of Archaeological Science JdI Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts JHS JIES JFA JMA MeditArch OJA Journal of Hellenic Studies Journal of Indo-European Studies Journal of Field Archaeology Journal of Mediterranean Archaeology Mediterranean Archaeology. Australian and New Zealand Journal for the Archaeology of the Mediterranean World. Oxford Journal of Archaeology ΠΑΕ Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας Paléorient PPS PZ REG SIMA SMEA WorldArch Paléorient. Interdisciplinary Review of Prehistory and Protohistory of Southwestern Asia Proceedings of the Prehistoric Society Prähistorische Zeitschrift Revue des Études Greques Studies in Mediterranean Archaeology Studi Micenei ed Egeo-Anatolici World Archaeology

233 233 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Adam, E., Αδάμ, Ε., Αδάμ, Ε., Αδάμ, E. και Bailey, W., Αδάμ, Ε. και Πλιάκου, Γ., Adam, E., Ntinou, M., Yiouni, P. and Kontogiorgos, D., Technological and Typological Analysis of Upper Palaeolithic Stone Industries of Epirus, Northwestern Greece. BAR IS 512. Oxford. Ανασκαφικές εργασίες. Νομός Ιωαννίνων. Β. Ανασκαφές κατά μήκος του άξονα της Εγνατίας Οδού. 1. Θέση «Αγ. Μαρίνα» Δ.Δ. Πεδινής, Δ. Μπιζανίου. ΑΔ 53 (1998), Β 2 Χρονικά Ανασκαφικές εργασίες. Νομός Ιωαννίνων. Βόρεια Παράπλευρη Οδός, Δ.Δ. Πεδινής, Δήμου Μπιζανίου. ΑΔ 56 (2001), Χρονικά Β : Τριάντα χρόνια Παλαιολιθικής έρευνας στην Ήπειρο. Στο Τζουβάρα-Σούλη, Χρ., Γραβάνη Κ. και Βλαχοπούλου, Α. (επιμ.). Φηγός. Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Ανασκαφικές εργασίες. Νομός Ιωαννίνων. Β. Ανασκαφές κατά μήκος του άξονα της Εγνατίας Οδού. Δημοτικό Διαμέρισμα Πεδινής Δήμου Μπιζανίου, θέση Αγία Μαρίνα. ΑΔ 54 (1999), Β'1 Χρονικά Surveying the Changing Landscapes of Late-to-Post- Pleistocene Epirus (NW Greece). The Open Anthropology Journal 4(2011) Adams, W.Y. and Adams, E.Y., Alexandrov,S., Archaeological Typology and Practical Reality: A Dialectical Approach to Artifact Classification and Sorting. Cambridge: Cambridge University Press. The Early Bronze Age in western Bulgaria: periodisation and cultural definition. Στο Bailey, D. and Panayotov, I. (ed.). Prehistoric Bulgaria. Monographs in world archaeology No. 22. Madison Wisconsin: Prehistory press

234 234 Andrea,Zh.,1972. La civilisation des tumuli du bassin de Korce. Studia Albanica 2(1972) Andrea,Zh.,1976. Tumat e Kuçit të Zi. Iliria 6 (1976) Ανδρέου, Η., Ανδρέου, Η.,1980. Ανδρέου, Η., Ανασκαφικές εργασίες. Νομός Ιωαννίνων. Κάτω Πεδινά Ζαγορίου. ΑΔ 30 (1975) Β 2 Χρονικά Ανασκαφικές εργασίες. Νομός Ιωαννίνων. Μερόπη και Παληόπυργος Πωγωνίου. ΑΔ 35 (1980) Β 2 Χρονικά Τυχαία ευρήματα-παράδοση αρχαίων. Μουσείο Ιωαννίνων. ΑΔ 37 (1982) Β 2 Χρονικά Ανδρέου, Η., Ανασκαφικές εργασίες. Νομός Ιωαννίνων. Κρύα. ΑΔ 43 (1988), Β 2 Χρονικά Ανδρέου, Η.,1991. Ανδρέου, Η., Ανδρέου, Η., Ανδρέου, Η. και Ανδρέου, Ι.,1999. Ανασκαφικές εργασίες. Νομός Ιωαννίνων. Κάτω Μερόπη. ΑΔ 46 (1991) Β 1 Χρονικά Νέες Προϊστορικές θέσεις στην Ήπειρο. Στο Τζουβάρα- Σούλη, Χρ., Γραβάνη Κ. και Βλαχοπούλου, Α. (επιμ.). Φηγός. Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Καμπύλα κτίσματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης εποχής του Σιδήρου στην κοιλάδα του Γορμού Πωγωνίου. Στο Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου, Β Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο. Λαμία Σεπτεμβρίου Υπουργείο Πολιτισμού-ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού- ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Η κοιλάδα του Γορμού στο Πωγώνι της Ηπείρου, κέντρο ζωής και ανάπτυξης κατά την Πρώιμη εποχή του Σιδήρου. Στο Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία, Υπουργείο Πολιτισμού, Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, A Διεθνές Διεπιστηµονικό Συµπόσιο. Λαμία Σεπτεμβρίου Υπουργείο Πολιτισμού-ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών

235 235 και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ανδρέου, Η. και Ανδρέου, Ι., Andréou, E. et Andréou, I., Η κοιλάδα του Γορμού στο Πωγώνι της Ηπείρου, κέντρο ζωής και ανάπτυξης κατά την Πρώιμη εποχή του Σιδήρου. Στο Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία, Υπουργείο Πολιτισμού, Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου, Β Διεθνές Διεπιστηµονικό Συµπόσιο. Λαμία Σεπτεμβρίου Υπουργείο Πολιτισμού-ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Les villages préhistoriques fortifies de la vallée de Gormos à Pogoni d Épire. Στο Cabanes, P.(ed.). L'Illyrie méridionale et l'épire dans l' Antiquité III. Actes du IIIème Colloque International de Chantilly (25-27 Oct. 1996). Paris: DeBoccard Ανδρέου, Ι., Νομός Ιωαννίνων. Πεδινή Ιωαννίνων. ΑΔ 32 (1977). Μέρος Β 1-Χρονικά Ανδρέου, Ι., Ανδρέου, Ι. και Ανδρέου, H Ανδρέου, Ι. και Το αρχαίο νεκροταφείο στη Δουρούτη Ιωαννίνων. Στο Αδάμ-Βελένη, Π. (επιμ.). ΜΥΡΤΟΣ. Μελέτες στη μνήμη της Ιουλίας Βοκοτοπούλου. Θεσσαλονίκη: ΥΠΠΟ- Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Η κοιλάδα του Γορμού στο Πωγώνι της Ηπείρου. Κέντρο ζωής και ανάπτυξης κατά την Πρώιμη εποχή του Σιδήρου. Στο Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου, Α Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο. Λαμία Σεπτεμβρίου Υπουργείο Πολιτισμού-ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Λαµία: ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Το ιερό της Δουρούτης. Δωδώνη ΚΣΤ (1997) Γραβάνη, Κ., Αndreou, S., Fotiadis, M. and Kotsakis, K., Review of Aegean Prehistory V: The Neolithic and Bronze Age of Northern Greece. AJA 100(1996)

236 Ανδρέου, Σ., Andreou, S., Η Μυκηναϊκή κεραμική και οι Μακεδονικές κοινωνίες κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού. Στο Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου, Β Διεθνές Διεπιστηµονικό Συμπόσιο. Λαμία Σεπτεμβρίου Υπουργείο Πολιτισμού-ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων The landscapes of modern Greek Aegean archaeology. Στο Cherry, J., Margomenou, D. and Talalay L. E. (eds.). Prehistorians Round the Pont: Reflections on Aegean Prehistory as a Discipline. Kelsey Museum Publication 2. Ann Arbor Michigan: Kelsey Museum of Archaeology. The University of Michigan Ανδρόνικος, Μ., Βεργίνα Ι: Το νεκροταφείον των τύμβων. Αθήνα: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 62. Appadurai, A., Αρβανίτου- Μεταλληνού, Γ., The Social Life of Things: Commodities in Cultural Perspective. Cambridge: Cambridge University Press. Οικισμός της εποχής του Χαλκού στους Έρμονες της Κέρκυρας. ΑΔ ( )Α Μελέτες Arnold, D.E., Ceramic Theory and Cultural Process. Cambridge: Cambridge University Press. Arnold, D.E., Arnold, D.E., Does the Standardization of Ceramic pastes really mean Specialization? Journal of Archaeological Method and Theory 7 (2000) Early Inca Expansion and the Incorporation of Local Ethnic Groups: Ethnohistory and Archaeological Reconnaissance in the Region of Acos, Department of Cusco, Peru. Andean Past 7(2005)

237 237 Arnold, E.R. and Greenfield, H.J., 2006α. The origins of transhumant pastoralism in temperate southeastern Europe: A zooarchaeological perspective from the Central Balkans. Oxford: BAR XXXX. Arnold, E.R. and Greenfield, H.J., 2006β. Ασλάνης, Ι., Bailey, G.N., Carter, P.L., Gamble, C.S., Higgs, H. and Roubet, C., Bankoff, H.A and Winter, F.A., The origins of transhumant pastoralism in temperate southeastern Europe. Στο Robertson, E.C., Siebert, J.D., Fernandez, D.C. and Zender, M.U. (ed.), Space and Spatial Analysis in Archaeology. Calgary University Press Οι σχέσεις της Κεντρικής Μακεδονίας και του Βαλκανικού χώρου κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού. Στο ΑΜΗΤΟΣ. Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Palaeolithic Investigations in Epirus: the results of the first season's excavations at Klithi, BSA 79 (1984) Northern Intruders in LH IIIC Greece: A View from the North. JIES 12 (1984) Bar Yosef, O. and Rocek, T., Βασιλείου, Ε., Beck, M.E., Benton, S., Introduction. Στο Rocek, T. and Bar Yosef, O. (eds.). Seasonality and Sedentism. Archaeological Perspectives from Old and New World sites (Peabody Museum Bulletin 6). Harvard University Press Η μετάβαση από την Χαλκοκρατία στην Εποχή του Σιδήρου στην Ήπειρο: Τα δεδομένα από τον οικισμό της Κρύας στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων. Στο Mazarakis Ainian, A. (ed.). The Dark Ages revisited. Acts of an International Conference in Memory of William D.E. Coulson. University of Thessaly, Volos June Volos: University of Thessaly Press Residential Mobility and Ceramic Exchange: Ethnography and Archaeological Implications. Journal of Archaeological Method and Theory 16(2009) Excavations in Ithaca, III; The Cave at Polis, II. BSA XXXIX ( )

238 238 Βερδελής, Ν.,1958. Berg, I., Bhabha, Η.Κ., Βιγγοπούλου, Ι., Ο Πρωτογεωμετρικός ρυθμός της Θεσσαλίας. Αθήνα. The Meanings of Standardization: Conical Cups in the Late Bronze Age Aegean. Antiquity 78 (2004) The Location of Culture. New York: Routledge. Ο ελληνικός κόσμος μέσα από το βλέμμα των περιηγητών (15 ος -20 ος αι.). Ανθολόγιο από τη συλλογή του Δ. Κοντομηνά. Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη. Binford, L.R., Archaeology as anthropology. AmerAnt 28/2 (1962) Binford, L.R., Bjork, Cl., Bloedow, E.F., 1985 Βοκοτοπούλου, Ι., Βοκοτοπούλου, I., 1968α. Βοκοτοπούλου, I., 1968β. Βοκοτοπούλου, Ι., Archaeological Systematics and the Study of Culture Process. AmerAnt 31/2 (1965) Early pottery in Greece. A technological and functional -analysis of the evidence from Neolithic Achilleion Thessaly. Jonsered: SIMA CXV. Handmade Burnished ware or barbarian pottery and Troy VIIB. La Parola del Passato. Rivista di studi antichi, fascicolo CCXX (1985) II. Ανασκαφαί. Νομός Ιωαννίνων. Ελαφότοπος Ζαγορίου. ΑΔ 22 (1967) Β 2 Χρονικά II. Ανασκαφαί. Νομός Άρτης. Γιαννιώτιον Κλειδίου Άρτης. ΑΔ 23 (1968) Β 2 Χρονικά II. Ανασκαφαί. Νομός Ιωαννίνων. Καστρίτσα Ιωαννίνων. ΑΔ 23 (1968) Β 2 Χρονικά Νέοι κιβωτιόσχημοι τάφοι της ΥΕΙΙΙΒ-Γ περιόδου εξ Ηπείρου. ΑΕ Βοκοτοπούλου, Ι., 1972α. Νομός Ιωαννίνων. Βίτσα Ζαγορίου. ΑΔ 27 (1972) Β 2 Χρονικά Βοκοτοπούλου, Ι., 1972β. Ανασκαφαί-Τυχαία ευρήματα. Νομός Ιωαννίνων. Οξυά Κονίτσης. ΑΔ 27 (1972) Β 2 Χρονικά. 450.

239 239 Βοκοτοπούλου, Οδηγός Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων. Αθήνα. Ι.,1973. Βοκοτοπούλου, Ι.,1982. Η Ήπειρος στον 8 ο και 7 ο αι.π.χ. Atti del Convegno Internazionale Grecia, Italia e Sicilia nell VIII e VII sec. A.C., Atene Ottobre Annuario della Scuola Archeologica di Atene e delle Missioni Italiene in Oriente LX (N.S. XLIV) Βοκοτοπούλου, Ι., Βίτσα: τα νεκροταφεία μιας μολοσσικής κώμης. Αθήνα: Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Βοκοτοπούλου, Ι.,1994. Bouzek, J., Bouzek, J., Braun, D.P., Brück, J. and Goodman, M., Η τελευταία οικία της μολοσσικής κώμης στη Βίτσα Ζαγορίου. Στο Τζουβάρα-Σούλη, Χρ., Γραβάνη Κ. και Βλαχοπούλου, Α. (επιμ.). Φηγός. Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων The Aegean, Anatolia and Europe: Cultural Interrelations in the second millennium B.C. Göteborg: SIMA 29. Alix Hochstetter, Kastanas. Ausgrabungen in einem Siedlungshügel der Bronze-und Eisenzeit Makedonians Die Hangemachte Keramik. Germania 65 (1987). Pots as tools. Στο Moore, J.A. and Keene, A.S. (eds.), Archaeological Hammers and Theories. New York: Academic Press Making Places in the Prehistoric World: Themes in Settlement Archaeology. London: University College London Press. Catling, H.W. and Catling, E.A., Barbarian Pottery from the Mycenaean Settlement at the Menelaion, Sparta. BSA 76 (1981) Carapanos, C., Dodone et ses ruines. Paris: Hachette.

240 240 Chang, Cl., Chang, Cl. and Tourtellotte, P.A., Pastoral Transhumance in the Southern Balkans as a social ideology: Ethnoarchaeological research in Northern Greece. American Anthropologist 95/3 (1993) Ethnoarchaeological Survey of Pastoral Transhumance Sites in the Grevena Region, Greece. JFA 20/3(1993) Cherry, J.F., Choleva, M., Clarke, D.L., Pastoralism and the Role of Animals in the Pre- and Protohistoric Economies of the Aegean. Στο Whittaker, C. R. (ed.). Pastoral Economies in Classical Antiquity. Cambridge: Cambridge Philological Society The First Wheel-Made Pottery at Lerna : Wheel-Thrown or Wheel-Fashioned? Hesperia 81 (3) Spatial Archaeology. Boston: Academic Press. Costin, C.L., Craft Specialization: Issues in Defining, Documenting and Explaining the organization of production. In Schiffer, M.B. (ed.), Archaeological Method and Theory 3(1991) Costin, C. L., Craft Production Systems. In Feinman, G.M. and Price, D.T. (eds), Archaeology at the Millennium: A Sourcebook. Kluwer New York: Academic/Plenum Publishers Costin, C.L. and Hagstrum, M.B., Standardisation, Labor Investment, Skill and the Organization of Ceramic Production in Late Prehispanic Highland Peru. Amer Ant 60/4 (1995) Coulson, W.D.E., Coulson, W.D.E., The Pottery. Στο McDonald, W.A., Coulson, W.D.E. and Rosser, J. (eds.). Excavations at Nichoria in southwest Greece. Volume III. Dark Age and Byzantine Occupation. Minneapolis The Dark Age of Pottery of Messenia. Göteborg: Paul Åströms Förlag - Studies in Mediterranean Archaeology. Pocket-

241 241 book. Courty, Μ.-Α. and Roux, V., Identification of wheel-throwing on the basis of ceramic surface features and microfabrics. JAS (1995) Cribb, R., Crieelard, J.P., Nomads in archaeology. New Studies in Archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. Production, Circulation and Consumption of Early Iron Age Greek Pottery (Eleventh to Seventh Centuries BC). Στο Crielaard, J.P., Stissi, V. and van Wijngaarden, G.J. (eds.). The Complex Past of Pottery. Production, Circulation and Consumption of Mycenaean and Greek Pottery (Sixteenth to Early Fifth Centuries BC). Proceedings of the ARCHON International Archaeological Conference held in Amsterdam, 8-9 November, Amsterdam: Gieben Publisher Δάκαρης, Σ.Ι., Ανασκαφή εις Καστρίτσαν Ιωαννίνων. ΠΑΕ Δάκαρης, Σ.Ι., Ανασκαφή εις Καστρίτσαν Ιωαννίνων.ΠΑΕ Δάκαρης, Σ.Ι., 1956α. Δάκαρης, Σ.Ι., 1956β. Προϊστορικοί τάφοι παρά το Καλπάκι Ιωαννίνων. ΑΕ Αρχαιολογικές έρευνες στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων. Στο Αφιέρωμα εις μνήμην Χρίστου Σούλη. Αθήνα Δάκαρης, Σ.Ι.,1960. Το ιερόν της Δωδώνης. ΑΔ 16 (1960) Α Μελέτες Δάκαρης, Σ.Ι., Οι γενεαλογικοί μύθοι των Μολοσσών. Αθήνα. Δάκαρης, Σ.Ι., Ανασκαφή του ιερού της Δωδώνης. ΠΑΕ Δάκαρης, Σ.Ι., Νομός Ιωαννίνων. Καστρίτσα. ΑΔ 21 (1966) Β 2 Χρονικά Δάκαρης, Σ.Ι., Ανασκαφή του ιερού της Δωδώνης. ΠΑΕ

242 242 Δάκαρης, Σ.I., Επιτύμβιος στήλη (ή περί δρυολατρείας). Χαριστήριον εις Αναστάσιον Ορλάνδον, Δ. Αθήναι Δάκαρης, Σ.Ι.,1968. Νομός Ιωαννίνων. 3. Καστρίτσα Ιωαννίνων. ΑΔ 23 (1968) Β 2 Χρονικά Δάκαρης, Σ.Ι., Ανασκαφή του ιερού της Δωδώνης. ΠΑΕ Δάκαρης, Σ.I., Δάκαρης, Σ.I., Θεσπρωτία. Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις 15. Αθήνα. Η κτηνοτροφία στην αρχαία Ήπειρο (Σκέψεις για την ανάπτυξη του Ηπειρωτικού Πανεπιστημίου). Πρυτανικός λόγος. Πανεπιστήμιο. Ιωάννινα Δάκαρης, Σ.Ι., Ανασκαφή Δωδώνης. ΠΑΕ Δάκαρης, Σ.Ι., Δωδώνη.Αρχαιολογικός οδηγός. Ιωάννινα.: Εκδόσεις Δήμου Ιωαννιτών. Dakaris, S.I., Epiro e Magna Grecia fino all Età Arcaica. Atti del 23 convegno di studi sulla Magna Grecia. Taranto 5-10 Ottobre Taranto: Istituto per la Storia e l Archeologia della Magna Grecia. MCMLXXXV Δακορώνια, Φ., Δακορώνια, Φ., DeBoer, W.R., Deger-Jalkotzy, S., Deger-Jalkotzy, S., Μάρμαρα. Τα υπομυκηναϊκά νεκροταφεία των τύμβων. Αθήνα. Χρήση και προέλευση μακρών περονών ΥΜ και ΠΓ εποχής. Στο Διεθνές Συνέδριο για την αρχαία Θεσσαλία. Στη μνήμη του Δημήτρη Ρ. Θεοχάρη. Υπουργείο Πολιτισμού. Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου, αρ.48. Αθήνα: 'Έκδοση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων The archaeological record as preserved death assemblage. Στο Moore, J.A., Keene, A.S. (eds.), Archaeological Hammers and Theories. New York: Academic Press Fremde Zuwanderer im spätmykenischen Griechenland. Zu einer Gruppe handgemalter Kermamik aus den mykenischen III-C- Siedlungsschichten von Aigeira. Vienna: Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften. Late Mycenaean warrior tombs. Στο Deger-Jalkotzy, S. and Lemos, I.S. (ed.). Ancient Greece. From the Mycenaean Palaces

243 243 to the Age of Homer. Edinburgh: Leventis Studies Diamant, S.R., Dickinson, O., Dieterle, M., Dietz, S., The Later Village Farming Stage in Southern Greece. Ph.D. Diss. University of Pennsylvania. The Aegean from Bronze Age to Iron Age. London and New York: Routledge. Dodona: religionsgeschichtliche und historische Untersuchungen zur Entstehung und Entwicklung des Zeus-Heiligtums. New York: Hildesheim. G.Olms. Catalogue of contexts and finds from Aghia Triada (Area I and the area west of Aghia Triada (Area II). Στο Dietz, S. and Moschos, I. (eds.).chalkis Aitolias, Volume One. Aarhus University Press (DK) Dobres, A.-M., Dobres, A.-M. and Robb,J.E, Donaldson, T., Technology s Links and Chaînes: The Processual Unfolding of Technique and Technician. Στο Dobres, A.-M. and Hoffman, C.R. (eds.). The Social Dynamics of technology: practice, politics and world views. Washington D.C.: Smithsonian Institution Press Agency in Archaeology. London: Routledge. On the form, arrangement and construction of the Greek theatre. Στο Kinnard, W. (ed.). Antiquities of Athens and other places in Greece, Sicily etc supplementary to The Antiquities of Athens by James Stuart, F.R.S.F.S.A. and Revett, N. Λονδίνο. Τρίτο μέρος Donder, H., Douzougli, Α. et Pin Types of the Late Helladic and the Early Iron Age in North and Central Greece. Στο Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου, Α Διεθνές Διεπιστηµονικό Συµπόσιο. Λαμία Σεπτεμβρίου Υπουργείο Πολιτισμού-ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Λαµία: ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων L' Archéologie des Zones Montagneuses: Modèles et Interconnexiones dans le Néolithique de l'

244 244 Zachos, K., Douzougli, Α. and Papadopoulos, J., Eder, B., Eerkens, J.W., Efstratiou, N., Biagi, P. Elefanti, P., Karkanas, P. and Ntinou, M., Elefanti, P., Ευαγγελίδης, Δ., Ευαγγελίδης, Δ., Ευαγγελίδης, Δ., Ευαγγελίδης, Δ., Épire et de l'albanie méridionale. Στο Touchais, G. et Renard, J. (eds.). LʹAlbanie dans lʹeurope préhistorique. Actes du colloque de Lorient organisé par l'ecole franc aise dʹathènes et LʹUniversité de Bretagne-Sud, Lorient 8-10 Juin Athènes, Paris: Ecole franc aise d'athènes, De Boccard Liatovouni: A molossian cemetery and settlement in Epirus. Στο JdI 125 (2010) Continuity of Bronze Age Cult at Olympia? The Evidence of the Late Bronze Age and Early Iron Age Pottery. Στο Hägg, R. and Laffineur R. (eds.), Potnia. Deities and Religion in the Aegean Bronze Age. Acts of the 8th International Aegean Conference at Göteborg University April Aegaeum 22. Liège Nomadic potters. Relationships between ceramic Technologies and Mobility Strategies. Στο Barnard, H. and Wendrich, W. (eds.). The archaeology of mobility: Old World and New World Nomadism. Los Angeles: Cotsen advanced seminars 4. Cotsen Institute of Archaeology. University of California Prehistoric exploitation of Grevena highland zones: hunters and herders along the Pindus chain of western Macedonia (Greece). WorldArch 28 (2006) Hunter-gatherer specialised subsistence strategies in Greece during the Upper Palaeolithic from the perspective of lithic technology. Oxford: BAR S1130. Επιγραφαί εξ Ηπείρου. ΑΕ 53 (1914) Ανασκαφή της Δωδώνης. ΠΑΕ Ανασκαφαί Δωδώνης και Παραμυθιάς. ΠΑΕ Ανασκαφαί Δωδώνης. ΠΑΕ

245 245 Ευαγγελίδης, Δ., Ευαγγελίδης, Δ., Ηπειρωτικαί έρευναι. ΗΧ 10 (1935) Η ανασκαφή της Δωδώνης. ΠΑΕ Ευαγγελίδης, Δ., Ανασκαφή εν Δωδώνη. ΠΑΕ Ευαγγελίδης, Δ., Ανασκαφή εν Δωδώνη. ΠΑΕ Ευαγγελίδης, Δ., Οι αρχαίοι κάτοικοι της Ηπείρου. Έκδοση Β Ευαγγελίδης, Δ., Ευαγγελίδης, Δ. και Από την πιο παλιά ιστορία της Ηπείρου. Ήπειρος και Θεσσαλία. Στο Ευαγγελίδης, Δ. Οι αρχαίοι κάτοικοι της Ηπείρου και άλλα μελετήματα. Ιωάννινα: Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών Το Ιερόν της Δωδώνης, Α. Ιερά Οικία. ΑΕ Δάκαρης, Σ., Φάκλαρη, Υ., Φάππας, Ι., Παραδόσεις. Νομός Ιωαννίνων. Κόνιτσα. ΑΔ 55 (2000) Β 2 Χρονικά Από τη Μέση στην Ύστερη Εποχή Χαλκού: μια οικοτεχνική δραστηριότητα στον Βοιωτικό Ορχομενό. Στο Μεσοελλαδικά. Η ηπειρωτική Ελλάδα στη Μέση εποχή του Χαλκού. Actes du colloque international organisé par l École française d Athènes, en collaboration avec l American School of Classical Studies at Athens et le Netherlands Institute in Athens, Athènes, 8-12 Mars

246 246 Feuer, B., The Northern Mycenaean Border in Thessaly. Oxford: BAR - IS176. Forsén, J., The Dark Age in the Kokytos Valley- Not So Dark After All. Στο Forsén, B. (eds.). Thesprotia Expedition I. Towards a Regional History. Helsinki: Papers and Monographs of the Finnish Institute at Athens vol. XV. French, E., The first phase of LHIIIC. ΑΑ Galanidou, N., Galaty, M., Home is Where the Hearth is The Spatial Organisation of the Upper Palaeolithic Rockshelter Occupations at Klithi and Kastritsa in Northwest Greece. Oxford: BAR S687. Wealth Ceramics, Staple Ceramics: Pots and the Mycenaean Palaces. Στο Galaty, M. and Parkinson, W. (eds.). Rethinking Mycenaean Palaces II. Los Angeles: Revised and Expanded Second Edition. Monograph #60. Cotsen Institute of Archaeology at UCLA Geddes, D.S., Γιαγκούδη, Ε. και Σακκάς, Δ.Ν., Giardino, C., Gosden, C., Gosselain, O.P., Γραβάνη, Κ., Neolithic Transhumance in the Mediterranean Pyrenees. WorldArch 15(1983) Η ανασκαφή του Wilhelm Dörpfeld στο Κεφάλι της Κέρκυρας. Στο Διεθνές Συνέδριο αφιερωμένο στον Wilhelm Dörpfeld. Πρακτικά Συνεδρίου. Λευκάδα 6-11 Αυγούστου Πάτρα: Εκδόσεις Περί Τεχνών Sicilian Hoards and Protohistoric Metal Trade in the Central West Mediterranean. Στο Pare, C. (ed.). Metals Make the World Go Round: The Supply and Circulation of Metals in Bronze Age Europe. Proceedings of a conference held at the University of Birmingham in June Oxford: Oxbow Books Anthropology and Archaeology. A changing relationship. London and New York: Routledge. Social and technical identity in a clay crystal ball, Στο Stark, M.T. (ed.). The archaeology of social boundaries. Washington and London: Smithsonian Institution Scholarly Press Ανάγλυφοι σκύφοι από το Ιερό της Δωδώνης. Δ Επιστημονική Συνάντηση για την Ελληνιστική κεραμική

247 247 (Μυτιλήνη, Μάρτιος 1994). Αθήνα: Yπουργείο Πολιτισμού - Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων και Κ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Γραβάνη, Κ., Greenfield, H.J., Hallager, B.P., Halstead, P., 1987 Halstead, P., Halstead, P., Halstead, P., Η ανασκαφική έρευνα στο Ιερό της Δωδώνης. Ηπειρωτικά Γράμματα 11(2007) The secondary products revolution: the past, the present and the future. WorldArch 42/1(2010) Italians in Late Bronze Age Khania. Στο: Magna Grecia e Mondo Miceneo. Atti del XXII Convegno di Studi sulla Magna Grecia, Taranto 7 11 ottobre Taranto Traditional and Ancient Rural Economy in Mediterranean Europe: plus ça change? JHS CVII (1987) The Economy has a Normal Surplus: Economic Stability and Social Change among Early Farming Communities of Thessaly, Greece. In Halstead, P., O Shea, J. (eds.). Bad Year Economics. Cultural Responses to Risk και Uncertainty. Cambridge: Cambridge University Press Present to past in the Pindhos: specialisation and diversification in mountain economies. Rivista di Studi Liguri 56 (1990) Μεσογειακή Ορεινή Οικονομία στην Πίνδο Μετακινήσεις Ανάμεσα στο Παρόν και το Παρελθόν. Στο Η Επαρχία της Κόνιτσας στο χώρο και το χρόνο. Εισηγήσεις στο Α' Επιστημονικό Συμπόσιο (Κόνιτσα, Μαϊου 1995) (Δήμος Κόνιτσας, Πνευματικό Κέντρο), Κόνιτσα Hammond, N.G.L., Prehistoric Epirus and the Dorian Invasion. BSA 32( ) Hammond, N.G.L., Epirus: The Geography, the Ancient Remains, the History and the Topography of Epirus and Adjacent areas. Oxford: Clarendon Press.

248 248 Hammond, N.G.L., A History of Macedonia, I. Geography and Prehistory. Oxford: Clarendon Press. Hammond, N.G.L., Migrations and invasions in Greece and adjacent areas. Park Ridge, N.J.: Noyes Press. Hammond, N.G.L., Χατζηαγγελάκης, Λ., Χατζητουλούσης, Στ., Χατζημιχάλη, Α., Γεωφυσικοί χαρακτήρες και ιστορική γεωγραφία της Ηπείρου. Στο Σακελλαρίου, Μ. (επιμ.). ΉΠΕΙΡΟΣ-4000 χρόνια ιστορίας και πολιτισμού. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε Νεότερα ανασκαφικά δεδομένα της Μέσης Εποχής Χαλκού στο νομό Καρδίτσας. Στο Μεσοελλαδικά. Η ηπειρωτική Ελλάδα στη Μέση εποχή του Χαλκού. Actes du colloque international organisé par l École française d Athènes, en collaboration avec l American School of Classical Studies at Athens et le Netherlands Institute in Athens, Athènes, 8-12 Mars Η αρχιτεκτονική. Στο Στεφάνη, Ε. Αγγελοχώρι Ημαθίας. Οικισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Τόμος Ι. Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη ΑΕ Σαρακατσάνοι. Αθήνα Χατζόπουλος, M.Β., Hayden, B.D., Heurtley, W.A., Τα όρια του ελληνισμού στην Ήπειρο κατά την Αρχαιότητα. Στο Σακελλαρίου, Μ. (επιμ.). ΉΠΕΙΡΟΣ χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε The emergence of prestige technologies and pottery. In: Barnett,W.K. and Hoopes, J.W. (eds.). The Emergence of Pottery: Technology and Innovation in Ancient Societies. Washington D.C. : Smithsonian Institution Press A Prehistoric Site in Western Macedonia and the Dorian

249 Invasion. BSA 28 ( ) Heurtley, W. A., Prehistoric Macedonia. An archaeological reconnaissance of Greek Macedonia (west of the Struma) in the Neolithic, Bronze, and Early Iron Ages. Cambridge: Cambridge University Press. Higgs, E.S., Kastritsa. ΑΔ 22 (1967) Β 2 Χρονικά Higgs, E.S., Epirus: Palaeolithic Sites. ΑΔ 23 (1968) Β 2 Χρονικά Higgs, E. and Vita- Finzi, C., The climate, environment and industries of stone age Greece: Part II. PPS 32(1966) Hochstetter, A., Die mattbemalte Keramik in Nordgriechenland, ihre Herkunft und lokale Ausprägung. PZ 57/2 (1982) Hochstetter, A., Hodder, I., Kastanas, die Handgemachte Keramik, Prähistoriche Archaeologie. Sudosteuropa Bnd. 3, Berlin: Volker Spiess. Jevtić, Miloš. Social and economic stress and material culture patterning. Amer Ant Hodder, I., Reading the Past. Cambridge: Cambridge University Press. Hoddinott, R.F., Thracians, Myceneans and the Trojan question. Στο Best, J. and DeVries, N. (ed.) Thracians and Myceneans : Proceedings of the Fourth International Congress of Thracology. Rotterdam, September Netherlands. Leiden, Sofia: E.J. Brill, Terra Antiqua Balcanica Horejs, B., Αμαυρόχρωμη κεραμική από την Τούμπα της Ολύνθου/Αγίου Μάμα. Πρώτα αποτελέσματα. ΑΕΜΘ 17 (2003) Horejs, B., Die spätbronzezeitliche handgemachte Keramik der Schichten 13 bis 1. Das Prähistorische Olynth III. Ausgrabungen in der Toumba Agios Mamas Berlin: Prähistorische Archäologie in Südosteuropa 22. Χουρμουζιάδης, Γ., Εξάλοφος Τρικάλων (Ανασκαφή Μυκηναϊκού Τύμβου).

250 ΑΔ 23 (1968)Β 2 Χρονικά Χουρμουζιάδης, Γ., Η «κοσμολογία» της ανασκαφής (σχεδιάσμα). Ανάσκαμμα 3 (2009) Feasting and Ceramis: A view from the Palace of Nestor at Pylos. Ph.D. Dissertation. University of Cincinnati. Σαρακατσάνοι. Μια ελληνική ποιμενική κοινωνία. Αθήνα. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας. Υπουργείο Πολιτισμού. Ηγουμενίτσα: ΛΒ Εφορεία Προιστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Καρστικό λεκανοπέδιο Ιωαννίνων και διαχείριση των υδάτων του. Στο Πρακτικά 7 ου Πανελλήνιου Υδρογεωλογικού Συνεδρίου/ 2 ου Workshop Υδρολογίας Διερρηγμένων Πετρωμάτων (4-8 Οκτωβρίου 2005). Δελτίο Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας Ελλάδας 37/1(2005) Βόιον, Νότια Ορεστίς. Αρχαιολογική Έρευνα και Ιστορική Τοπογραφία. Θεσσαλονίκη: Καραμήτρου- Μεντεσίδη και Νομαρχία Κοζάνης. Hruby, J., Καββαδίας,Γ.Β., Κάντα-Κίτσου, Α., Πάλλη, Ο. και Αναγνώστου Ι., Καρακίτσιος, Β., Καραμήτρου- Μεντεσίδη, Γ., Καραμήτρου- Μεντεσίδη, Γ., Η Αιανή και η συμβολή της στη διαμόρφωση της νέας ιστορικής φυσιογνωμίας της Μακεδονίας. Θεσσαλονίκη: Μακεδονική Λαϊκή Βιβλιοθήκη 43. Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Καραπάνος, K Περί Δωδώνης και των ερειπίων αυτής. BCH 1 (1877) Κατσαδήμα, Ι. και Βασιλείου, Ε., Κατσαδήμα, Ι., Κατσίκης, Α., Νομός Ιωαννίνων. Ανασκαφικές εργασίες. Θέση Παλαμπούτι. ΑΔ 2010, Χρονικά. (υπό έκδοση). ΙΒ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ιωάννινα. Στο Από το ανασκαφικό έργο των Εφορειών Αρχαιοτήτων. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού. Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Η λίμνη των Ιωαννίνων. Μορφογένεση-

251 251 Παλαιογεωγραφική εξέλιξη- Φυσική Γεωγραφία. ΗΧ 30 (1992) Katsikis, Α., Kilian, K., Physische Geographie des Beckens von Ioannina(Griechenland). Universität von Ioannina. Ioannina. Zur eisenzeitlichen Transhumanz in Nordgriechenland. ArchKorrBl 3 (1973) Kilian, K., Trachtzubehör der Eisenzeit zwischen Ägäis und Adria. PZ 50 (1975) Kilian, K., Kilian, K., Kilian, K., Kilian, K. and Muhlenbruch, T., Kilian-Dirlmeier, I., Kilian-Dirlmeier, I., Kleinbrink, M., Ausgrabungen in Tiryns Bericht zu den Grabungen. ΑΑ II confine settentrionale della civiltà micenea nella tarda età del Bronzo and Introduzione. In Marazzi, M., Tusa, S. and Vagnetti,L. and (eds.). Traffici micenei nel Mediterranean: problemi storici e documentazione archeologica : Atti del Convegno di Palermo (11-12 Maggio e 3-6 Dicembre 1984). Taranto: Istituto per la storia e l'archeologia della Magna Grecia Mycenaeans up to Date, Trends and Changes in Recent Research. In: Problems in Greek Prehistory, Papers presented at the Centenary Conference of the British School of Archaeology at Athens, Manchester April Bristol: Bristol Classical Press Tiryns XV: Die Handgemachte Geglattete Keramik Mykenischer Zeitstellung. Wiesbaden: Dr. Ludwig Reichert Verlag. Nadeln der fruḧhelladischen bis archaischen Zeit von der Peloponnes. Mu nchen: Praḧistorische Bronzefunde Abteilung XIII, 8, Band. Beck. Die bronzezeitlichen Gräber bei Nidri auf Leukas. Ausgrabungen von W. Dörpfeld Römisch-Germanisches Zentralmuseum, Forschungsinstitut für Vor- und Frühgeschichte in Verbindung mit dem Archäologischen Institut für epirotische Studien, Ioannina. The miniature votive pottery dedicated at the Laghetto del Monsignore, Campoverde. Στο Palaeohistoria. Acta et Communicationes Instituti Archaeologici Universitatis

252 252 Groninganae 39/ Κλείτσας, Χ.Ν., Kopytoff, I., Korkuti,M.,1971. Kotjabopoulou, E., Κοτσώνας, Α., Κουκούλη- Χρυσανθάκη, Χ., Κουκούλη- Χρυσανθάκη, Χ., Η Μεταλλοτεχνία της ΥΕΧ στην Ήπειρο: οι Θησαυροί και τα Εργαλεία. Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ιωάννινα. The cultural biography of things: Commoditization as process. Στο Appadurai, A. (ed.).the Social Life of Things. Cambridge: Cambridge University Press Vendbanimi prehistorik i Trenit (L'agglomération préhistorique de Tren). Iliria 1(1971) Patterned fragments and fragments of patterns: Upper Palaeolithic rockshelter faunas from Epirus Northwestern Greece. Unpublished PhD Thesis. University of Cambridge. Cambridge. Η ενεπίγραφη κεραμική του Υπογείου : προέλευση, τυπολογία, χρονολόγηση και ερμηνεία. Στο Μπέσιος, Μ., Τζιφόπουλος, Γ. και Κοτσώνας, Α. Μεθώνη Πιερίας Ι: Επιγραφές, χαράγματα και εμπορικά σύμβολα στη γεωμετρική και αρχαϊκή κεραμική από το Υπόγειο. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας Οικισμός της Ύστερης Εποχής Χαλκού στον Σταθμό Αγγίστας Σερρών. Ανθρωπολογικά 1 (1980) Πρωτοϊστορική Θάσος: τα νεκροταφεία του οικισμού Καστρί, 3 τόμοι. Αθήνα: ημοσιεύματα του Αρχαιολογικού ελτίου 45. Kramer, C., Ceramic production and specialization. Paléorient 11/2 (1985) Κυριατζή, Ε., Κωλέττας, Σ., Κεραμική Τεχνολογία και παραγωγή. Η κεραμική της Ύστερης Εποχής Χαλκού από την Τούμπα Θεσσαλονίκης Διδακτορική διατριβή, Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη. Αρχέγονος Ελλάς, Ήπειρος : Γραικοί, Μολοσσοί,

253 253 Πασσαρών, Ευρυμέναι, Ολυμπιάδα, Πύρρος, Αμβρακία, Δωδώνη. Ιωάννινα: Δήμος Μολοσσών, Πασσαρώνος, Ευρυμενών. Κωτσάκης, Κ., Κωτσάκης, Κ., Κωτσάκης, Κ., Λάζαρη, Κ., Λάζαρη, Κ., Lechtman, H., 2006 (1977). Lepore, E., Κεραμεική Τεχνολογία και Κεραμεική Διαφοροποίηση. Προβλήματα της Γραπτής Κεραμεικής της Μέσης Νεολιθικής Εποχής του Σέσκλου. Διδακτορική Διατριβή. Θεσσαλονίκη. Εισαγωγή. Στο Hodder, I.. Διαβάζοντας το παρελθόν. Τρέχουσες ερμηνευτικές προσεγγίσεις στην αρχαιολογία. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου Υλικός πολιτισμός και ερμηνεία στη σύγχρονη αρχαιολογική θεωρία. Στο Νικονάνου, Ν. και Κασβίκης, Κ. (επιμ.). Εκπαιδευτικά ταξίδια στο χρόνο. Εμπειρίες και ερμηνείες του παρελθόντος. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη Η Εποχή του Χαλκού στη Θεσπρωτία. Παλιά και νέα δεδομένα. ΗΧ 40 (2006) Η Χαλκοκρατία στη Θεσπρωτία μέσα από το εκθεσιακό πρόγραμμα του αρχαιολογικού μουσείου Ηγουμενίτσας. Στο Αρβανίτου-Μεταλληνού, Γ. (επιμ.). Η προϊστορική Κέρκυρα και ο ευρύτερος περίγυρός της : προβλήματα - προοπτικές. Πρακτικά ημερίδας τιμητικής στον Αύγουστο Σορδίνα. Κέρκυρα 17 Δεκεμβρίου Κέρκυρα: Υπουργείο Πολιτισμού Style in technology: Some early thoughts. Στο Morphy, H. and Perkins, M. (eds.)the Anthropology of Art. A Reader. Oxford: Blackwell Publishing. Malden MA Ricerche sull' antico Epiro: le origini storiche e gli interessi greci. Napoli : Libreria Scientifica. Leroi-Gourhan, A., La Geste et la Parole, Tome 1: Techniques et Language. Paris: Albin Michel. Liakos, A., Historical Time and National Space in Modern Greece. Στο Hayashi, T. and Hiroshi, F. (eds.). Regions in Central and

254 254 Eastern Europe: Past and Present. Sappovo: Slavic Eurasian Studies Λιάμπη, K., Lis, B., Loney, H.L., Λύρου, Φ., Μαλδογιάννης, Θ., Πολιτική ιστορία της Ηπείρου, της Ακαρνανίας και των νησιών του Ιονίου Πελάγους κατά την Ελληνιστική περίοδο. Στο Ελληνιστική κεραμική από την αρχαία Ήπειρο, την Αιτωλοακαρνανία και τα Ιόνια νησιά. Αθήνα Handmade and burnished pottery in the Eastern Mediterranean at the end of the Bronze Age: Towards an explanation for its diversity and geographical distribution. Στο Bachhuber, C. and Gareth Roberts, C. (eds.). Forces of Transformation: The End of the Bronze Age in the Mediterranean. Proceedings of an International Symposium held at St. John s College. University of Oxford, 25-6th March Oxford: Oxbow Books Society and technological control: a critical review of models of technological change in ceramic studies. AmerAnt 65/4 (2000) Οικοδομήματα πολιτικού χαρακτήρα στη βορειοδυτική Ελλάδα κατά την αρχαιότητα: Πρυτανεία - Βουλευτήρια - Αρχεία. Διδακτορική Διατριβή. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Φιλοσοφική. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Ιωάννινα. Το κλίμα των Ιωαννίνων. Διδακτορική Διατριβή. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Μαργωμένου, Δ., Ανδρέου, Σ. και Κωτσάκης, Κ., Τούμπα Θεσσαλονίκης: προσεγγίσεις στη μελέτη των πίθων και στο θέμα της αποθήκευσης κατά την ύστερη εποχή του χαλκού. ΑΕΜΘ 19 (2005) Margomenou, D., Malafouris, L., Food Storage in Northern Greece: Interrogating Complexity at the Margins of the Mycenaean World.JMA 21/12 (2008) At the Potter s Wheel: An argument for Material Agency. Στο Knappett, C. and Malafouris, L. (eds.). Material Agency: Towards a non-anthropocentric perspective. New York: Springer

255 255 Maniatis, Y., Μανόπουλος, Γρ., The emergence of ceramic technology and its evolution as revealed with the use of scientific techniques. Στο Shortland, A.J., Freestone, I.C. and Rehren, T. (eds). From Mine to Microscope: Advances in the Study of Ancient Technology. Oxford: Oxbow Books Το "Grand Tour" του Thomas L. Donaldson ή ποιος ταύτισε και ερεύνησε πρώτος τη Δωδώνη. Ηπειρωτικό Ημερολόγιο Μαρινάτος, Σ., Aἰ Ἀνασκαφαί Goekoop ἐν Κεφαλληνία. ΑΕ Μαρινάτος, Σ., Aἰ εν Κεφαλληνία Ἀνασκαφαί Goekoop 2. ΑΕ Μαστροκώστας, Ε., Matthew, A. J., Woods, A. J. and Oliver, C., Ανασκαφή του Τείχους Δυμαίων. ΠΑΕ Spots before the eyes: New comparison charts for visual percentage estimation in archaeological material. Στο Middleton, Α. and Freestone, Ι. (eds.). Recent developments in ceramic petrology, London: British Museum Research Laboratory Mauss, M., Les Techniques Du Corps. Journal de Psychologie Mazarakis-Ainian, A., From rulers' dwellings to temples: Architecture, religion and society in early iron age Greece ( B.C.). Göteborg: Paul Åströms förlag. Μεταλληνού, Γ., Miller, H.M.L., Mountjoy, P.A., Μπάρμπα, Α., Η Μέση Χαλκοκρατία στα άκρα: η περίπτωση της Κέρκυρας. Μεσοελλαδικά. Η ηπειρωτική Ελλάδα στη Μέση εποχή του Χαλκού. Actes du colloque international organisé par l École française d Athènes, en collaboration avec l American School of Classical Studies at Athens et le Netherlands Institute in Athens, Athènes, 8-12 Mars Archaeological Approaches to Technology. California: Elsevier. Μυκηναϊκή γραπτή κεραμική. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα. Η υφισταμένη κατάσταση της λίμνης Παμβώτιδας και οι απόψεις των κατοίκων των Ιωαννίνων για αυτή. Πτυχιακή

256 256 εργασία. Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αθήνα. Μπάτζιου- Ευσταθίου, Α., Μυλωνάς, Γ., Πρωτογεωμετρικά από τη δυτική Θεσσαλία. ΑΑΑ Το Δυτικόν Νεκροταφείον της Ελευσίνας, Α-Γ. Αθήνα: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 81. Νικολάου, Ε., Ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του υπόγειου υδατικού δυναμικού της Ηπείρου διαχειριστικές προτάσεις. ΙΓΜΑ, Περιφερειακή μονάδα Ηπείρου. Νιτσιάκος, Β., Ντούζουγλη, A., Ντούζουγλη, Α., Ντούζουγλη, Α., Η επαρχία Κόνιτσας. Στο Νιτσιάκος, Β. (επιμ.). Η Κόνιτσα και τα χωριά της. Πολιτισμού Ανατομή. Ιωάννινα: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων. Ήπειρος Α.Ε Ανασκαφικές εργασίες. Νομός Ιωαννίνων. Κόνιτσα. Θέση Λιατοβούνι. ΑΔ 49 (1994) Β 2 Χρονικά Η κοιλάδα του Αώου: Αρχαιολογικές μαρτυρίες για την ανθρώπινη δραστηριότητα από την Προϊστορική εποχή ως την Ύστερη αρχαιότητα. Στο Η επαρχία Κόνιτσας στο χώρο και το χρόνο, Eισηγήσεις στο Α Επιστηµονικό Συμπόσιο. Κόνιτσα: Δήμος Κόνιτσας-Πνευματικό Κέντρο Ανασκαφικές εργασίες. Νομός Ιωαννίνων. Κόνιτσα. Θέση Λιατοβούνι. ΑΔ 52 (1997) Β 2 Χρονικά Ντούζουγλη, Α. και Ζάχος, Κ., Αρχαιολογικές έρευνες στην Ήπειρο και τη Λευκάδα: ΗΧ 31 (1994)

257 257 Orton, C., Tyers, P. and Vince, A., Pottery in Archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. Otto, F. and Bulle, H., Ausgrabungen bei Aphiona auf Korfu. AM 59 (1934) Ούρεμ-Κώτσου, Ντ.- Χ., Νεολιθική κεραμική του Μακρύγιαλου. Διατροφικές συνήθειες και οι κοινωνικές διαστάσεις της κεραμικής. Διδακτορική Διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Ιστορίας- Αρχαιολογίας. Τομέας Αρχαιολογίας. Θεσσαλονίκη. Ourem-Kotsou, D., Kotsakis, K. and Stern, B., Defining function in Neolithic ceramics: the example of Makriyalos, Greece. Documenta Praehistorica XXIX (2006) Outram, A.K., Παπαδόπουλος, Α.Ι., A new approach to identifying bone marrow and grease exploitation: Why the indeterminate fragments should not be ignored. JAS 28(2001) Η Εποχή του Χαλκού στην Ήπειρο. Δωδώνη 5 (1976) Papadopoulos, A., Papadopoulos, J.K., A late Mycenean Koine in Western Greece and the adjacent islands. Στο Morris, C. (ed.). Klados. Essays in honour of J.N. Coldstream. Volume 63 of Bulletin supplement - University of London. London: Institute of Classical Studies Ceramicus Redivivus. The Early Iron Age Potters field in the area of the classical Athenian Agora. Hesperia suppl. 31. Athens: American School of Classical Studies at Athens. Papadopoulos, J.K., The Early Iron age Cemetery at Torone. Los Angeles.

258 258 Papadopoulos, J.K., Bejko, L. and Morris, S.P., Excavations at the Prehistoric Burial Tumulus of Lofkënd in Albania: A Preliminary Report for the Seasons. AJA 111 (2007) Papadopoulos, Th., Papaioannou, G., Settlement types in prehistoric Epirus. Στο Darcque, P. et Treuil, R. (ed.). L habitat égéen préhistorique. Actes de la table ronde internationale organisée par le Centre National de la Recherche Scientifique, l Université de Paris I et l Ecole française d Athènes (Athènes, Juin 1987), BCH Supplément XIX, Paris : De Boccard The Late Prehistory of the nomos of Ioannina, Greece: New approaches to the analysis of ceramic typology and site distribution. Unpublished doctoral thesis. King s College London. Παπαιωάννου, Γ., Παπαποστόλου, Ι., Peroni, R., Πετράκος, Β., Phelps, W.W., Philippson, A., Ο Christopher Wordsworth-Lincoln και η πρώτη ανακάλυψη (1832) της Δωδώνης. Ηπειρωτικά Γράμματα 11(2007) Το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής στο Θέρμο. Στο Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου, Β Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο. Λαμία Σεπτεμβρίου Υπουργείο Πολιτισμού-ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού- ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Magna Grecia, Epiro e Macedonia nell'eta del Bronzo. Στο Atti del 23 convegno di studi sulla Magna Grecia. Taranto 5-10 Ottobre Taranto: Istituto per la Storia e l Archeologia della Magna Grecia. MCMLXXXV Δύο παλαιές απόπειρες σφετερισμού ανασκαφών της Εταιρείας. Μέντωρ 21/87 (2008).1-7. The Neolithic Pottery Sequence in Southern Greece. Oxford: BAR S1259. Die Griechischen Landschafte. Band II: Der Nordwestern der Griechischen Halbinsel (herausgegeben von Ernst Kierstern). Frankfurt am Main: Klostermann.

259 259 Πλιάκου, Γ., Πλιάκου, Γ., Πλιάκου, Γ., Πλιάκου, Γ., Ανασκαφικές εργασίες. Νομός Ιωαννίνων. Έργα Οδοποιίας. Ανασκαφές κατά μήκος του άξονα της Εγνατίας Οδού. Δημοτικό Διαμέρισμα Πεδινής Δήμου Μπιζανίου, θέση Άγιοι Απόστολοι. ΑΔ 54 (1999) Β 1 Χρονικά Το Λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και η ευρύτερη περιοχή της Μολοσσίας στην Κεντρική Ήπειρο. Αρχαιολογικά κατάλοιπα, οικιστική οργάνωση και οικονομία. Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Τομέας Αρχαιολογίας. Θεσσαλονίκη. Νομός Ιωαννίνων. Κάστρο Ιωαννίνων. ΑΔ Χρονικά (υπό έκδοση). ΙΒ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ιωάννινα. Στο Από το ανασκαφικό έργο των Εφορειών Αρχαιοτήτων. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού. Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Pliakou, G., Cômai et Ethne. L organization spatial du basin d Ioannina à la lumière du materiel archéologique. Στο LʹIllyrie méridionale et lʹépire dans lʹantiquité. Actes du Ve Colloque international de Grenoble (8-11 Οctobre 2008). DeBoccard: Paris Prendi, F., La civilisation préhistorique de Maliq. Studia Albanica 1 (1966) Prendi, F., L âge du Bronze en Albanie. Iliria 7/8 ( ) Prendi, F., Prendi, F., Die Bronzezeit und der Beginn der Eisenzeit in Albanien. Στο Südosteuropa zewischen 1600 und 1000 v.chr. Berlin: Prähistorische Archäologie in Südosteuropa. Band Alcune considerazioni sulla ceramica dipinta "devolliana" della tarda eta del Bronzo e del Ferro Antico in Albania.Στο

260 260 Atti del 23 convegno di studi sulla Magna Grecia. Taranto 5-10 Ottobre Taranto: Istituto per la Storia e l Archeologia della Magna Grecia. MCMLXXXV Prendi, F. and Budina, D La civilisation illyrienne de la vallee du Drino. Studia Albanica 7(1971) Rafferty, J.E., Ρήγινος, Γ. (επιμ.), Rhomiopoulou, K., The archaeological record on sedentariness: recognition, development, and implications. Advances in Archaeological Method and Theory 8 (1985) ΑΜΒΡΑΚΙΑ. Οδηγός Αρχαιολογικού Μουσείου Άρτας. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-ΛΓ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Some pottery of the Early Iron Age from Western Macedonia. BSA 66 (1971) Rice, P.M., Rice, P.M., Evolution of Specialized Pottery Production: A Trial Model. Current Anthropology 22 (3) Pottery Analysis. A sourcebook. Chicago and London: The University of Chicago Press. Rice, P.M., Specialization, Standardization, and Diversity: a retrospective. Στο Bishop, R. L. and Lange, F. W. (eds.) The Ceramic Legacy of Anna O. Shepard. Colorado: University of Colorado Press Rice, P. M., 1996a. Recent ceramic analysis: 1. Function, style, and origins. Journal of Archaeological Research 4/2 (1996) Rice, P. M., 1996b. Recent ceramic analysis: 2. Composition, production and theory. Journal of Archaeological Research 4/3 (1996) Ridgeway, W., The early Age of Greece. Cambridge: Cambridge University Press.

261 261 Romanos, C.L., Roux, V. and Corbetta, D., Rutter, J., Rutter, J., Rye, O.S., Handmade Burnished Ware in Late Bronze Age Greece and its makers. Ph.D. thesis. University of Birmingham.Institute of Archaeology and Antquity. The Potter's Wheel: Craft Specialization and Technical Competence. Oxford & IBH Publishing Company. Ceramic Evidence for Northern Intruders In Southern Greece at the Beginning of the Late Helladic IIIC Period. AJA 79/1 (1975) Pottery Groups from Tsoungiza of the End of the Middle Bronze Age. Hesperia 59/2 (1990) Pottery technology. Principles and Reconstruction. Washington D.C.: Manuals on Archaeology 4. Taraxacum. Ρωμαίος, Κ., Εκ του προιστορικού Θέρμου. ΑΔ 1 (1915) Sackett, L.H., The finds of Metal, Bone, Stone and Terracotta. Στο Popham, M. R., Calligas, P. G. And Sackett, L. H. (eds.). Lefkandi II: the Protogeometric Building at Toumba, Part 2. The Excavation, Architecture and Finds. Oxford: BSA Suppl. Vol. 23. Sandars, N.K., The Sea People: Warriors of the Ancient Mediterranean BC. London: Thames and Hudson Ltd. Scarano, Τ., Schachermeyer, F., Shaw, J.W., The Burnt Layer of the Apennine Fortification Walls of Roca (Lecce, Italy): the Typological Classification of Pottery Assemblages as an Instrument for Functional Characterization of Archaeological Contexts. Στο Horejs, B, Jung, R. and Pavuk, P. (eds.). Analyzing Pottery. Processing - Classification - Publication. Bratislava: Comenius University Die Agaische Fruhzeit IV: Griechenland im Zeitalter der Wanderungen. Vom Ende der mykenischen Ara bis auf die Dorier. Wien: Verlag der Osterreichischen Akademie der Wissenschaften. Excavations at Kommos (Crete) during Hesperia 53 (1984)

262 262 Shepard, A. Ο., Ceramics for the Archaeologist. Washington D.C.: Carnegie Institute. Shepard, A. Ο., Sherratt, A., Schiffer, M.B. and Skibo, J.M., Schiffer, M.B. and Skibo, J.M., Shanks, M. and Tilley, Chr., Sillar, B. and Tite, M.S., Simms, S.R., Bright, J.R. and Ugan, A., Skibo, J. M., Schiffer, M.B. and Reid, K.C., Ceramics for the Archaeologist. Washington D.C.: Carnegie Institute. Plough and pastoralism: aspects of the secondary products revolution. Στο Hodder, Ι., Isaac, I. G. and Hammond, Ν. (eds.). Pattern of the Past: Studies in honour of David Clarke. Cambridge: Cambridge University Press Theory and experiment in the study of technological change. Current Anthropology 28(1987) A Provisional theory of ceramic abrasion. American Anthropologist 91(1989) Re-Constructing Archaeology. Theory and Practice. Cambridge: Cambridge University Press. The challenge of "technological choices" for material sciences approaches in Archaeology. Archaeometry 42 (1) Plain ware ceramics and residential mobility: A case study from the Great Basin. JAS 24(1997) Organic-tempered pottery: An experimental study. AmerAnt 54/1(1989) Small, D., Small, D., Snodgrass, Α.Μ., Handmade Burnished Ware and Prehistoric Aegean Economics: An Argument for Indigenous Appearance. JMA 3(1990) Can We Move Forward? Comments on the Current Debate over Handmade Burnished Ware. JMA 10 (1997) The Greek Early Iron Age. Dialogues d' Histoire Ancienne 9 (1983). 73-

263 263 Sotiriadis, G., Fouilles de Dodone. REG XXXIV/156 (1921) Σουέρεφ, Κ. I., Σουέρεφ, Κ.Ι., Σουέρεφ, Κ.Ι., Τοπική και επείσακτη κεραμική στην Ήπειρο κατά την Ύστερη Εποχή Χαλκού και Πρώιμη Εποχή Σιδήρου. Δωδώνη 18/I (1989) Εισαγωγικά στην πρωτοϊστορία της Β. Αδριατικής και του Β. Ιονίου. Στο Τζουβάρα-Σούλη, Χρ., Γραβάνη Κ. και Βλαχοπούλου, Α. (επιμ.). Φηγός. Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Μυκηναϊκές μαρτυρίες από την Ήπειρο. Ιωάννινα: Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών. Σουέρεφ, Κ.Ι., Χερσαίες επικοινωνίες στη βορειοδυτική Ελλάδα κατά την ύστερη εποχή του Χαλκού και την πρώιμη εποχή του Σιδήρου ( π.χ.). Στο Αρβανίτου-Μεταλληνού, Γ. (επιμ.). Η προϊστορική Κέρκυρα και ο ευρύτερος περίγυρός της : προβλήματα - προοπτικές. Πρακτικά ημερίδας τιμητικής στον Αύγουστο Σορδίνα. Κέρκυρα 17 Δεκεμβρίου Κέρκυρα: Υπουργείο Πολιτισμού Soueref, K.I., Σούλης, Ν.Β., Ionio e Adriatico: movimenti umani del bronzo tardo w del ferro antico. Στο Touchais, G. et Renard, J. (eds.). LʹAlbanie dans lʹeurope préhistorique. Actes du colloque de Lorient organisé par l'ecole franc aise dʹathènes et LʹUniversité de Bretagne-Sud, Lorient 8-10 Juin Ecole franc aise d'athènes, De Boccard. Athènes, Paris Το κλίμα της Ηπείρου. Ιωάννινα. Souyoudzoglou- Haywood, Ch., The Ionian Islands in the Bronze Age and Early Iron Age BC. Liverpool: Liverpool University Press. Spaulding, A., C., Statistical Techniques for the discovery of Artifact Types. Amer Ant 18/4(1953)

264 264 Stark, M. (ed.), The Archaeology of Social Boundaries. Washington and London: Smithsonian Institution Press. Στεργιόπουλος, Κ., Stefani, L., Αι δίοδοι της Πίνδου κατά της προϊστορικούς χρόνους. Στο Αφιέρωμα εις Κ. Άμαντον. Αθήνα: Κυριακούλης, Κ.Λ Angelochori: A Late Bronze Age Settlement in Western Macedonia. 3 May Στο Horejs, B. and Pavúk, P. (eds.): Aegean and Balkan Prehistory. (29 Nov. 2012). Strack, S., Stuart, R., Sueref, K., Sueref, K., Regional Dynamics and Social Change in the LBA-EIA: a study of handmade pottery from southern and central Greece. Unpublished PhD dissertation. The University of Edinburgh. On the Physical Geography and Natural Resources of Epirus. Journal of the Royal Geographical Society of London 39 (1869) Presenza Micenea in Albania e in Epiro. Problemi ed osservazioni. Iliria 2 (1989) Strumenti ed armi in bronzo in Epiro durante il tardo elladico. Στο L Illyrie méridionale et l Épire dans l'antiquité III. Actes du IIIe colloque international de Chantilly (16-19 Octobre 1996) Σωτηριάδης, Γ., Έκθεσις των πεπραγμένων. ΠΑΕ Τartaron, T.F., Tartaron, T.F. and Zachos, K., Bronze Age Settlement and subsistence in southwestern Epirus, Greece. Dissertation submitted in partial fulfillment of the requirements for the degree of Doctor of Philosophy. Boston. The Mycenaeans and Epirus. Στο Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου, Α Διεθνές Διεπιστηµονικό Συµπόσιο. Λαμία Σεπτεμβρίου Υπουργείο Πολιτισμού-ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Λαµία: ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών

265 265 Αρχαιοτήτων Τζιαφάλιας, A. και Ζαούρη,A., Τζωρτζάτου, Α. και Φάτσιου, Γ., Από τη βόρεια Περραιβία ως την αρχαία Κραννώνα: Νεκροταφεία της Πρώιμης εποχής του Σιδήρου. Στο Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου, Α Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο. Λαμία Σεπτεμβρίου Υπουργείο Πολιτισμού-ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Λαµία: ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Νέα στοιχεία για τη Θεσπρωτία των Γεωμετρικών και Αρχαϊκών χρόνων. ΗΧ 40(2006) Θεοχάρης, Δ., Tomkins, P., O τύμβος του Εξαλόφου και η εισβολή των Θεσσαλών. ΑΑΑ The production, circulation and consumption of ceramic vessels at Early Neolithic Knossos, Crete. Unpublished PhD thesis. University of Sheffield. Touchais, G., Lera, P. Sovjan (Albanie). BCH 124/2 (2000) et Prendi, F., Touchais, G. et Lera, P., Τσούντας, Χ., L Albanie méridionale et le monde égéen à l age du bronze: Problems chronologiques et rapports culturels. Στο Galanaki, I., Tomas, H., Galanakis, G. and Laffineur, R.(eds.). Βetween the aegean and baltic seas. Prehistory across borders. Proceedings of the International Conference, Bronze and Early Iron Age Interconnections and Contemporary Developments Central and Northern Europe, University of Zagreb, April Aegaeum 27(2007).Liège Αἱ Προιστορικαί Ἀκροπόλεις τοῡ Διμηνίου και Σέσκλου. Αθήνα. Τουλούμης, Κ., Το πλεόνασμα στην Προϊστορία και η αρχαιολογία της αποθήκευσης. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Τομέας

266 266 Αρχαιολογίας. Θεσσαλονίκη. Τουλούμης, Κ., Trigger, B., Tsetlin, Y.B., Urem-Kotsou, D., Kotsakis, K. And Stern, B., Η αρχαιολογία της προϊστορικής αποθήκευσης: μια επισκόπηση. Στο Μερούσης, Ν., Στεφανή, Λ. και Νικολαΐδου, Μ. (επιμ.). Ίρις. Μελέτες στη μνήμη της καθηγήτριας Αγγελικής Πιλάλη - Παπαστερίου από τους μαθητές της στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: Σφακιανάκη, Κ A History of Archaeological Thought. Cambridge: Cambridge University Press. Ceramics culture: a real system and a source of historical information. ΣτοUnderstanding people through their pottery. Trabalhos de arcqueologia 42 (2005) Defining function in Neolithic ceramics: The example of Makriyalos, Greece. Documenta Praehistorica 29 (2002) Van der Leew, S.E., Introduction: the many dimensions of pottery. Στο van der Leeuw, S.E. and Pritchard, A.C. (eds.). The Many Dimensions of Pottery: Ceramics in Archaeology and Anthropology. Amsterdam: Universiteit, Albert Egges van Giffen Instituut voor Prae-en Protohistorie Van der Leew, S., Videski, Z., Giving the Potter a Choice. Conceptual Aspects of Pottery Techniques. Στο Lemonnier, P. (ed.) Technological Choices. Transformation in Material Cultures Since the Neolithic. London: Routledge Mycenaean Influences in the Fyro Macedonia Identified in the Late Bronze Age Cemeteries. Στο Galanaki, I., Tomas, H. Galanakis, Y. and Laffineur, R. (ed.). Between the Aegean and Baltic Seas. Prehistory across borders. Proceedings of the International Conference, Bronze and Early Iron Age Interconnections and Contemporary Developments between the Aegean and the Regions of the Balkan Peninsula, Central and Northern Europe. University of Zagreb, April Aegaeum 27 (2007).

267 Vitelli, K., Vokotopoulou, J., Wace, A.J.B. and Thompson, M., Power to the Potters: Comment on Perlès "Systems of Exchange and Organization of Production in Neolithic Greece" [JMA ]. JMA 6 (2) La Macédoine de la protohistoire à l'époque archaïque. Στο Atti del 23 convegno di studi sulla Magna Grecia. Taranto 5-10 Ottobre Taranto: Istituto per la Storia e l Archeologia della Magna Grecia. MCMLXXXV Prehistoric Thessaly. Cambridge : Cambridge University Press. Wace, A.J.B. and Thompson, M., Οι νομάδες των Βαλκανίων. Περιγραφή της ζωής και των εθίμων των Βλάχων της βόρειας Πίνδου. Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός οίκος αδελφών Κυριακίδη. Walberg, G., Northern Intruders in MYC. IIIC? AJA 80 (1976) Wardle, K., The Greek Bronze Age West of Pindus. Unpublished PhD thesis. University of London. Wardle, K., Cultural Groups of the Late Bronze Age and Early Iron Age in North-West Greece. Godisnjak 15 (1977) Wardle, K., Wardle, K. and Wardle, D., Watrous, L.V., Mycenaean Trade and Influence in Northern Greece. Στο Zerner, C., Zerner, P. and Winder, J. Proceedings of the International Conference Wace and Blegen: Pottery as evidence for Trade in the Aegean Bronze Age, Prehistoric Thermon: pottery of the Late Bronze and Early Iron Age. Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσµου, Β Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο. Λαμία Σεπτεμβρίου Υπουργείο Πολιτισμού-ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων A preliminary report on imported Italian wares from the Late Bronze

268 268 Age site of Kommos on Crete. SMEA XXVII (1989) Whalen, M.E., Ceramic Vessel Size Estimation from Sherds: An Experiment and a Cast Study. JFA 25/2(1998) Yung, R., Yntema, D.G., ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ COMPARATA. Vergleichende Chronologie von Sϋdgriechenland und Sϋditalien von ca.1700/1600 bis 1000 v.u.z. Wien: Verlag der Ӧsterreichischen Akademie der Wissenschaften. The matt-painted pottery of southern Italy: A general survey of the matt-painted pottery styles of southern Italy during the final Bronze Age and the Iron Age. Galatina : Congedo Editore. Ζάχος, Κ., Νομός Ιωαννίνων. Γήπεδο κοινότητας Κρύας. ΑΔ 44 (1989). Β 2 Χρονικά Ζάχος, Κ., Ζάχος, Κ., Ζάχος, Κ. και Βασιλείου, Ε., Zachos, K.L., Ζάχου, Ε., Τοπογραφικά Ελλοπίας: Το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων κατά την ύστερη Χαλκοκρατία και την πρώιμη εποχή του Σιδήρου. Στο Αφιέρωμα στον N.G.L. Hammond. Παράρτημα Μακεδονικών, αρ. 7. Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών Η μαρτυρία του αρχαιολόγου. Στο Νιτσιάκος, Β. (επιμ.). Η Κόνιτσα και τα χωριά της. Πολιτισμού Ανατομή. Γιάννινα: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων. Ήπειρος Α.Ε ΙΒ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων: Ιωάννινα. Στο Από το ανασκαφικό έργο των Εφορειών Αρχαιοτήτων. Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού. Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Αθήνα Ayios Dhimitrios, a prehistoric settlement in the Southwestern Peloponnese: the Neolithic and Early Helladic periods. BAR IS Oxford: Archaeopress. Ο Πρωτοελλαδικός οικισμός του Προσκυνά: η οργάνωση του χώρου, η παραγωγή και η κατανάλωση της κεραμικής. Διδακτορική διατριβή. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο

269 269 Θεσσαλονίκης. Ψαράκη, Κ., Υλική και κοινωνική διάσταση του στιλ της κεραμικής: η χειροποίητη κεραμική της εποχής του Χαλκού από την Τούμπα της Θεσσαλονίκης. Διδακτορική διατριβή. Φιλοσοφική Σχολή.Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

270 270 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι PETROGRAPHIC ANALYSIS OF THE HAND-MADE LATE BRONZE AGE-EARLY IRON AGE POTTERY FROM THE SETTLEMENTS OF LIATOVOUNI AND KRYA, IN EPIRUS. One hundred-two Late Bronze Age-Early Iron Age pottery samples from the settlements of Liatovouni in the plain of Konitsa (S48-S86) 218 and Krya at the Ioannina basin (S1-S47, S90-S103, S108) were selected from stratified contexts, in collaboration with Eleni Vassiliou, for analysis with thin section petrography. The samples represent the range of hand-made ceramic categories and clay-fabrics distinguished macroscopically by E. Vassiliou (Table 1) 219. The aim of the investigation, which represents the first archaeometric study of prehistoric pottery from Epirus, is twofold: a) to study and formulate a compositional characterisation of the pottery fabrics from, diagnostic ceramics and b) to discuss their provenance and technological characteristics. Twenty more samples from the sites of Kastritsa (S107), Dodona (S196), Palampouti (S104-S105), Kastro Ioanninon (S109-S118), Episkopi (S119-S124) were selected for comparative purposes. Ceramic Ware Liatovouni Krya Number samples of Number of samples K K K4 3 6 K5a During thin section manufacture, samples S87 and S88 were destroyed so these are not included in the final sample. 219 Complete catalogue of the selected samples can be found at the end of the petrographic description.

271 271 K5b 7 3 K7a 1 3 K7a Table 1: Number of samples per Ceramic Ware from Liatovouni and Krya. PETROGRAPHIC DESCRIPTIONS The petrographic analysis was carried out at the Wiener Laboratory, of the American School of Classical Studies at Athens, using a Leica Laborlux microscope 220. The descriptions follow the system introduced by I. Whitbread 221. The following abbreviations are used: a: angular, r: rounded, sa: subangular, sr: subrounded, wr: well rounded, tcf's; textural concentration features, PPL: plane polarised light, XP: cross polarised light. The following frequency labels are used: Predominant: >70%, dominant: 50-70%, frequent: 30-50%, common: 15-30%, few: 5-15%, very few: 2-5%, rare: 0.5-2%, very rare: <0.5. GEOLOGY OF THE AREAS UNDER STUDY The geological structure of the Konitsa region and the Ioannina basin is formed by sedimentary rocks belonging principally to the geotectonic Ionian, and secondarily, to the Pindos zone. In the Konitsa region, the Ophiolitic series of the Sub-Pelagonian zone occupies the north and east part of the river Aoos basin. Liatovouni is situated on a fluvial terrace of river Aoos. The most ancient rocks of the Ionian Zone are Jurassic dolomitic limestones, overlaid by the Vigla limestones with large lenses of black cherts, followed by a series of Cretaceous through Eocene limestones and microbreccias. On top of the geological structure there are flysch 220 I am grateful to Dr. Sherry Fox, Director of Wiener Laboratory of American Scholl of Classical Studies for allowing me access to the facilities of the laboratory. I wish also to thank Dr. Eleni Nodarou and my colleague Eleni Vassiliou for their help during the study of the material. The preparation of the thin sections was financially supported by I.N.S.T.A.P. 221 Whitbread, I.K Greek Transport Amphorae: A Petrological and Archaeological Study (Fitch Laboratory Occasional Paper 4), Athens.

272 272 deposits (Upper Eocene-Aquitanian) composed by alternate argillaceous and sandstone layers, intercalated by conglomerates. To the east and north-east of the settlement there are the Sub-Pelagonian Ophiolitic series and the Eocene Pindos Zone flysch formation, the lithology of which is similar to that of the Ionian flysch. The Ophiolitic series consists of serpentines, and locally intensively serpentinised periodites, dolerites, dunites, etc 222. Krya is situated on the gentling sloping foot-hills of the mountain Mitsikeli, overlooking the drained lake of Lapsista. In this area, the sedimentary rocks of the Ionian zone are ranging from Triassic evaporates and associated breccias through a varied series of Jurassic through Upper Eocene carbonates and lesser cherts and shales, followed by Oligocene flysch composed by alternate argillaceous and sandstone layers ΙΓΜΕ Γεωλογικός Χάρτης της Ελλάδος: , Φύλλο Βασιλικόν-Πωγωνιανή & ΙΓΜΕ Γεωλογικός Χάρτης της Ελλάδος: , Φύλλο Κόνιτσα. 223 Καρακίτσιος, Β «Καρστικό λεκανοπέδιο Ιωαννίνων και διαχείριση των υδάτων του». Πρακτικά 7 ου Πανελληνίου Υδρογεωλογικού Συνεδρίου (Αθήνα 2005). ελτ. Ελλ. Γεωλ. Εταιρ. 37/1,

273 273 LIATOVOUNI In all, the sample from Liatovouni consists of forty sherds, and their clay pastes are distinguished into four petrographic fabrics (Fabric 1-4). On the basis of minor compositional and/or textural variations, Fabrics 2 and 4 are further divided into a number of subgroups (Subgroup 2A-2C, Subgroup 4A-4B). Clay K1 K3 K4 K5 K7 Paste Fabric 1 3 K5A Fabric 2Α Fabric 2Β Fabric 2G 1 K5B K5A 3 K5B K5A 3 K5B K5A 2 K7B 1 K7A 3 K7B 1 K7B Fabric K5A Fabric Table 2: Petrographic Fabrics and Ceramic Wares (number of samples per ceramic ware).

274 274 FABRIC 1 (Plates 1 & 10) Fine-textured, well sorted fabric. Samples S48, S54, S56, S71, S72, S81 Microstructure Rare meso- and very few micro-planar voids and meso-vughs (most probably due to the thin-section preparation process). Voids and non-plastics are randomly oriented. Groundmass Homogeneous in terms of fabric. Colour is ranging from red or strong brown in PPL to dark red or yellowish red in XP (X50). The darker center of S54 varies from reddish brown in PPL to reddish grey in XP (X50). S81, fired in less oxidizing conditions, varies in colour from dark reddish grey in PPL to dark reddish brown in XP (X50). The micromass of S56 and S81 is optically inactive. The micromass of S48 and S72 is optically inactive to moderately active, and the micromass of S54 and S71 is moderately active. Inclusions c:f:v10μm = 20:78:2, 25:73:2 Coarse fraction: 0.6 mm 0.1 mm long diameter Fine fraction: <0.1 mm long diameter Well sorted fine-textured fabric. Inclusions are smaller from coarse sand, but the great majority is smaller than 0.2 mm or even 0.12 mm long diameter. Their packing is close to double spaced. Dominant MONOCRYSTALLINE quartz, equant or slightly elongate, sa-

275 275 sr. Size: < 0.4 mm long diameter. Usually with straight extinction. Grains with vacuoles are present. Common to few Few BIOTITE and muscovite mica. POLYCRSYSTALLINE quartz, equant or slightly elongate, sasr. Size: < 0.6 mm long diameter. Usually with undulating extinction. Few to very few FELDSPAR, equant, sa-sr. Size: < 0.4 mm long diameter. K-feldspar (with rare microcline and perthites), often sericitic, and plagioclase feldspar. Rare QUARTZITE fragments, sa-sr. Size: < 0.2 mm long diameter. CHERT, sa-sr. Size: < 0.3 mm long diameter. Rare to absent METAMORPHOSED VOLCANIC ROCK fragments (in S56), elongate, sr. Size: 0.2 mm long diameter. MEPYROXENE (S72, S56), Size:<0.3 mm long diameter. Clay pellets (Textural concentration features) There are few to absent clay pellets in these samples. They are dark reddish brown or dusky red in PPL (X50), have sharp to merging boundaries, high or neutral optical density, are elongate or equant, discordant or concordant with the micromass. Some of them contain non-plastic inclusions of monocrystalline quartz. Prominence is distinct to faint. Well rounded. Size: < 0.72 mm long diameter. Technological features Traces of a very fine-textured, extremely thin surface layer on the exterior surface of S54 (Plate 10) and S72. Most probably a self slip. FABRIC GROUP 2 Fine textured paste with few coarse rock fragments. On the basis of minor compositional variations three subgroups are distinguished (Subgroup 2A-2C).

276 276 Subgroup 2A (Plate 2) Fine textured paste with coarse sandstone and siltstone fragments. Samples S50, S62, S64, S65, S69, S70, S73, S74, S77, S79, S83, S89, S93 Microstructure Few to very few mega-, macro- and meso-planar voids and few to rare mega- and meso-vughs. Voids and non-plastics are randomly oriented. In S69 voids show a rough orientation parallel to the long axis of the section. Groundmass Homogeneous in terms of fabric. Colour is ranging from yellowish red and strong brown in PPL to dark red and strong brown in XP (X50). Sherds fired in mixte atmosphere range in colour from grayish brown in PPL to very dark brown in XP (X50). The micromass of samples is optically inactive to moderately active. Inclusions c:f:v10μm = 15:83:2, 25:71:4 Coarse fraction: 4 mm 0.1 mm long diameter Fine fraction: <0.1 mm long diameter The matrix is very fine with poorly sorted inclusions and bimodal grain distribution. The coarse fraction is ranging from granules to fine sand. The packing of both coarse and fine fraction is close to open spaced. COARSE FRACTION Dominant predominant to SEDIMENTARY FRAGMENTS: SANDSTONE, elongate or equant, r. Size: 3.6 mm -0.4 mm long diameter. Containing a, sa, well sorted, very fine sand

277 277 to medium sand-sized grains, with dominant monocrystalline quartz mainly with straight extinction, few K-feldspar, often sericitic, and plagioclase feldspar and few to rare muscovite and biotite mica and opaques. Occasionally grading to greywacke. SILTSTONE, elongate or equant, r. Size: 4 mm- 0.6 mm long diameter. In both PPL and XP rock fragments have very similar colour to the surrounding matrix (X50). Sedimentary lamination in some grains, but not always possible to distinguish between siltstone fragments and clay pellets. Rare to very rare MONOCRYSTALLINE quartz, elongate, sr. Size: <0.5 mm long diameter. Grains with vacuoles are present. CHERT, sa-sr. Size: <0.6 mm long diameter. POLYCRYSTALLINE quartz, occasionally sheared, sa-sr. Size: <0.6 mm long diameter. FELDSPARE. Size <0.6 mm long diameter. K-feldspar (very rare microcline), occasionally sericitic and plagioclase feldspar. FINE FRACTION Predominant dominant Common to few Few Rare to MONOCRYSTALLINE quartz, mainly with straight extinction. BIOTITE and muscovite mica. POLYCRYSTALLINE quartz with undulating extinction. PLAGIOCLASE feldspar. Clay pellets (Textural concentration features) There common clay pellets in these samples. They are dark brown in PPL, have sharp boundaries, occasionally with a shrinkage rim, but also sharp to merging or diffuse boundaries, high or neutral optical density, are equant or elongate,

278 278 sometimes distorted. They are usually discordant with the micromass, occasionally with turbid orientation. Some of them contain nonplastic inclusions of fine monocrystalline quartz. They are fairly well rounded. Prominence is distinct, occasionally faint. Not always possible to distinguish between siltstone fragments and clay pellets. Size: 1.7 mm mm long diameter. Technological characteristics Brown slip on the exterior surface of S65, S78 and S86. Traces of a very fine-textured, extremely thin, self slip on the exterior surface of S89. Subgroup 2B (Plate 3) Fabric contains in addition calcareous inclusions Samples S52, S58, S61, S63, S67, S76, S75, S78, S80, S86 Microstructure Few to rare mega-, macro-, meso-planar voids and few to very few macro- and mesovughs. Voids and non-plastics are randomly oriented. In S52 and S63 voids show a very rough orientation parallel to the margins of the vessel. Groundmass Homogeneous in terms of fabric. Colour is ranging from brown in PPL to yellowish red in XP (X50), and from brown dark brown in PPL to brown dark brown or dark grey in XP (X50). The micromass is optically active or moderately inactive. Inclusions c:f:v10μm = 15:79:6, 20:74:6, 25:73:2 Coarse fraction: 4 mm to 0.1 mm long diameter Fine fraction: < 0.1 mm long diameter

279 279 Poorly sorted fabric. The coarse fraction is ranging from granules to fine sand. The packing of both coarse and fine fraction is close to double spaced. COARSE FRACTION Frequent to few SANDSTONE AND SILTSTONE FRAGMENTS, as in subgroup 2A. Size: 4 mm -0.6 mm. It is not always possible to distinguish between siltstone fragments and clay pellets. CALCAREOUS inclusions, equant or elongate, r. Size: 3.5 mm- 0.2 mm long diameter. Mainly silty marl and micritic limestone. Sparry limestone occasionally present. Few to very few MONOCRYSTALLINE quartz, equant or slightly elongate, sa-sr. Size: <0. 4 mm long diameter. Straight or undulating extinction. Grains with vacuoles are present. Rare to absent CHERT, < 0.6 mm long diameter. FELDSPAR, Size <0.5 mm long diameter. K-feldspar, occasionally sericitic and plagioclase feldspar. Very rare to absent SERPENTINISED METAMORPHOSED IGNEOUS ROCK FRAGMENT (as in Fabric 3) elongate, sr. Size: 0.6 mm long diameter. Present only in S78. FINE FRACTION Frequent Frequent to few Frequent to common Few to very few MONOCRYSTALLINE quartz, mainly with straight extinction. CALCAREOUS inclusions MUSCOVITE mica. FELDSPAR. K-feldspar, sericitic and Plagioclase feldspar. POLYCRYSTALLINE quartz, with undulating extinction, occasionally sheared. Rare CHERT.

280 280 Clay Pellets (Textural concentration features) There common to very few clay pellets in these samples. They are dark brown in PPL, have sharp to merging or diffuse boundaries, high or neutral optical density, are equant or elongate, sometimes distorted. They are usually discordant with the micromass, occasionally with turbid orientation. Some of them contain nonplastic inclusions of fine monocrystalline quartz. They are fairly well rounded. Prominence is distinct, occasionally faint. Size: 1.3 mm-0.05 mm long diameter. Subgroup 2C (Plate 4) Paste very similar to subgroup 2B it contains in addition rare serpentinite grains, yellow brown in PPL, elongate or equant, sr-r, ranging in size from 0.7 mm to 0.2 mm long diameter. The amount of calcareous inclusions (silty martl, micritic and very rarely sparitic limestone) is ranging from frequent to absent (in S57). K-feldspars in S55 are much altered, and S82 contains very rare serpentinized metamorphosed igneous rock fragments which characterize Fabric 3. Samples S49, S53, S55, S60, S66, S82, S57 Microstructure Few to rare mega-, macro-, meso-planar voids and few to very few macro- and mesovughs. Voids and non-plastics are randomly oriented. In S53 voids show a rough orientation parallel to the long axis of the section. Groundmass Homogeneous in terms of fabric. Colour is ranging from yellowish red and strong brown in PPL to dark red and strong brown in XP (X50). Sherds fired in mixte atmosphere are grayish brown in PPL and very dark brown in XP (X50). The micromass of samples is optically inactive to moderately active.

281 281 Inclusions c:f:v10μm = 20:78:2, 25:71:4 Coarse fraction: 4.5 mm to 0.1 mm long diameter Fine fraction: < 0.1 mm long diameter Poorly sorted fabric with bimodal grain distribution. The coarse fraction is ranging in size from pebbles to fine sand. The packing of both coarse and fine fraction is close to double spaced. Technological features Red slip on the exterior surface of S82. FABRIC 3 (Plates 5 & 6) A fine textured paste, similar to Fabric Group 2 (subgroup 2B & mainly 2C), containing in addition serpentinized metamorphosed igneous rock fragments. Samples S51, S68 Microstructure Rare macro- and meso-planar voids and very few mega- and meso-vughs. In S68 elongated non plastics and voids show a rough orientation parallel to the margins of the section. Voids and non plastics are randomly oriented in S51. Groundmass Homogeneous in terms of fabric. In S51 color ranges from reddish yellow in PPL to yellowish red in XP (X50). In S68 color ranges from yellowish red in PPL to dark reddish brown in XP (X50). The micromass of sample S51 is optically active, of S68 optically inactive to moderately active.

282 282 Inclusions c:f:v10μm = 20:78:2, 25:72:3 Coarse fraction: 2 mm to 0.1 mm long diameter Fine fraction: < 0.1 mm long diameter The matrix is very fine with poorly sorted larger inclusions and bimodal grain distribution. The coarse fraction is ranging from very coarse sand, to fine sand. The packing of the coarse fraction is single to open spaced, that of the fine fraction is close to double spaced. COARSE FRACTION Dominant to frequent MONOCRYSTALLINE quartz with straight extinction, equant, sr. Size:< 0.4 mm long diameter. Grains with vacuoles are present. Few SERPENTINITE fragments, yellow/brown, elongate, sr-r. Size: 1mm-0.4 mm long diameter. CHERT fragments (in S68), brown, elongate, sr. Size: 0.8 mm- 0.3 mm long diameter. Brown, stained by iron oxides. Few to very few SERPENTINISED METAMORPHOSED IGNEOUS ROCK FRAGMENTS: Ultrabasic rock fragments, elongate, sr. Size: 2 mm-0.4 mm long diameter. Most probably peridotite. Olivine inclusions partially serpentinised. Basic igneous rock fragments, equant, sr. Size: 0.7 mm- 0.3 mm long diameter. Serpentinised olivine inclusions mantled by complex coronas. Heavily altered igneous rock fragments, elongate, a-sr. Size: mm long dimension. SILTY MARL, brown coloured, elongate, r. Size: 0.8 mm-0. 2 mm long diameter. Rare FELDSPAR, elongate, sr. Size: < 0.8 mm long diameter. K-feldspar (occasional perthite and microcline) sericitic, and

283 283 plagioclase. POLYCRYSTALLINE quartz, elongate, sr. Size: < 1mm long diameter. Sutured boundaries, with muscovite mica. SANDSTONE (in S68), equant and elongate, sr. Size: 0.6 mm- 0.4 mm long diameter. Consisting of sa-sr. very fine sandsized monocrystalline quartz grains with straight extinction, rare altered K-feldspar, biotite mica and minor amount of muscovite mica. FINE FRACTION Dominant Common Rare Very few MONOCRYSTALLINE quartz, with straight extinction. MUSCOVITE and biotite mica. K- FELDSPAR and plagioclase feldspar. OPAQUES. Clay pellets (Textural concentration features) There are very few to rare clay pellets in these samples. They are dark brown in PPL (X50), have sharp to merging boundaries, usually high optical density, are equant or elongate. They are usually discordant with the micromass. Some of them contain rare nonplastic inclusions of fine monocrystalline quartz. They are fairly well rounded. Prominence is distinct. Size: 1 mm mm long diameter. FABRIC GROUP 4 Coarse textured, low fired, most probably calcareous pastes, characterized by the presence of argillaceous inclusions. Two subgroups are separated on the basis of compositional and textural variations. Subgroup 4A (Plates 7 & 8) Samples S59, S84

284 284 Microstructure Few mega-planar voids, frequent macro- and meso-planar voids and meso- and macro-vughs. In S59 voids show a rough orientation parallel to the margins of the section. Non plastics are randomly oriented. In S84 both voids and non plastic are randomly oriented. Groundmass Homogeneous in terms of fabric. In S84 colour varies from light yellowish brown to strong brown in PPL to pale and strong brown in XP (X50). In S59 colour is ranging from yellow to strong brown in PPL to yellow brown-strong brown in XP (X50). The micromass of both samples is optically active, with very distinct orientation of the clay minerals, indicating that vessels were very low fired. Inclusions (argillaceous inclusions included) c:f:v10μm = 5:88:7, 10:81:9 Coarse fraction: 1.8 mm to 0.1 mm long diameter Fine fraction: < 0.1 mm long diameter The matrix is very fine with poorly sorted inclusions and bimodal grain distribution. The coarse fraction is ranging from very coarse sand, to fine sand. The packing of the coarse fraction of S84 is single to open spaced, that of the fine fraction is double to open spaced. The packing of both coarse and fine fraction of S59 is single to double spaced. COARSE FRACTION Frequent ARGILLACEOUS INCLUSIONS (clay pellets & clay pellets/grog). CLAY PELLETS, dark brown (X50, PPL), have sharp to merging boundaries, high optical density, are equant or elongate, discordant with the surrounding matrix, occasionally with turbid orientation. Some of them contain

285 285 fine quartz grains. They are fairly well rounded. Their prominence is high. Size: mm long diameter. GROG FRAGMENTS/ FAINT ARGILLACEOUS INCLUSIONS. Argillaceous inclusions very similar in colour with the surrounding matrix (X50, PPL), equant or elongate, sr. sa. In PPL they appear as areas free from inclusions, with diffuse or sharp-merging boundaries, neutral or low optical density. Occasionally they are surrounded with a shrinkage rim. In XPL they are distinguished from the matrix due to differences in the optical activity and orientation of the clay minerals. Their prominence is very faint. Most probably grog fragments, but in some cases they appear similar to clay pellets. SEDIMENTARY ROCK FRAGMENTS (Sandstone and Siltstone). SANDSTONE fragments, elongate and equant, sr, sa. Size: 1.8 mm- 0.4 mm long diameter. As those described in Fabric 2. Another type consists of well sorted monocrystalline quartz, altered K-feldspar, some biotite laths and opaques in sparry cement. SILTSTONE, equant and elongate, r. Size: <0.6 mm long diameter. Containing well sorted monocrystalline quartz and abundant biotite and muscovite mica. Rare to absent CHERT, equant, sa. Size: 1.2 mm-0.5 mm long diameter. Occasionally with radiolaria. ALTERED IGNEOUS ROCK, as in Fabric 3, r. Size: mm long diameter. FINE FRACTION Predominant MONOCRYSTALLINE quartz, mainly with straight

286 286 extinction. Few MUSCOVITE mica. Subgroup 4B (Plate 9) S85 Microstructure Rare meso-planar voids and meso-vughs. Voids and non plastics are randomly oriented. Groundmass Homogeneous in terms of fabric. Colour ranges from light yellowish brown in PPL to yellowish brown in XP (X50). The micromass is optically active, with very distinct orientation of the clay minerals, indicating that vessel was very low fired. Inclusions (Argillaceous inclusions included) c:f:v10μm = 20:78:2 Coarse fraction: 1.6 mm to 0.12 mm long diameter Fine fraction: < 0.12 mm long diameter Moderately/poorly sorted fabric. The coarse fraction is ranging from very coarse sand, to fine sand. The packing of coarse fraction is close to open spaced, that of the fine fraction is close to double spaced. COARSE FRACTION Frequent ARGILLACEOUS INCLUSIONS: GROG FRAGMENTS, elongate, sa. Size: 1.4 mm- 0.9 mm long diameter. Brown coloured (X50, PPL), have sharp boundaries, high optical density, are discordant with the micromass, containing fine monocrystalline quartz grains, brown clay pellets and rare muscovite mica. Low fired. Their

287 287 prominence is high. CLAY PELLETS, dark brown in colour (X50, PPL), equant or elongate, w. rounded. Size: <0.07 mm long diameter. They have sharp boundaries and high optical density, are discordant with the micromass, some of them containing fine quartz grains. Their prominence is high. Present are also few clay pellets/grog similar to those in subgroup 4B. CHERT, sr. Size: <0.7 mm long diameter. Occasionally with radiolaria. Few SANDSTONE, elongate or equant, sr. Size: < 1.6 mm long diameter. As those described in subgroup 4A. OPAQUES. Very few MONOCRYSTALLINE quartz, elongate, sr. Size: <0.3 mm long diameter. Straight extinction. Grains with vacuoles are present. SILTY MARL, elongate, r. Size: < 0.3 mm long diameter. Sparitic limestone, elongate and equant, sa., sr. Size: <0.4 mm long diameter. HIGHLY ALTERED IGNEOUS ROCK FRAGMENT, equant, r. Size: 0.3 mm long diameter. FINE FRACTION Frequent MONOCRYSTALLINE quartz, mainly with straight extinction. Common CHERT. MUSCOVITE mica. Few SILTY MARL & CALCITE. OPAQUES.

288 288 KRYA The sample from Krya consists of 62 sherds that have been separated into three petrographic groups (Fabric 1-3). On the basis of minor compositional and/or textural variations, Fabrics 1 and 3 are further divided into a number of subgroups (Subgroup 1A-1C, Subgroup 3A-4D). S99 is not included in any of the established fabric groups. Clay K1 K3 K4 K5 K7 Paste Fabric 1A Fabric 1B & 1G 4 K5A 2 K5A 3 K7A 5 K7B Fabric 2 1 K5A 2 K7B Fabric A Fabric 3B K5Β Fabric G Fabric 3D K7B S99 1 K5A Table 3: Krya: Petrographic Fabrics and Ceramic Wares (number of samples/ceramic ware).

289 289 FABRIC GROUP1 Subgroup 1A (Plates 11, 27, 28, & 32) Fine textured fabric with few clay pellets. Samples S37, S40, S41, S43, S44, S45, S46, S47, S97, S100, S103, S108 Microstructure Rare meso- and very few micro-planar voids. Few meso-vughs, most probably due to the thin-section preparation process. Voids and non-plastics are randomly oriented. Groundmass Homogeneous in terms of fabric. Colour is ranging from brown, reddish brown and more rarely, dark-yellowish brown in PPL, to dark brown in XP (X50). In a few cases the core is darker than the margins. The micromass of samples S37, S43, S47, is optically inactive. The micromass of samples S40, S44, S46, S97, S100 and S103 is ranging from optically inactive to moderately active. Samples S41, S45 and S108 have an optically active micromass. Inclusions c:f:v10μm = 20:78:2 to 25:73:2 Coarse fraction= mm long diameter, consisting mainly of clay pellets Fine fraction= < 0.1 mm long diameter Rather well sorted, fine-textured fabric. Apart from few granule-sized clay pellets and few coarse sand-sized aplastics, the majority of inclusions is smaller than medium sand. The packing of the coarse fraction is double to open spaced, that of the fine fraction is close to double spaced. There is no compositional difference between the coarse and fine fraction of the fabric. Dominant MONOCRYSTALLINE quartz, mainly equant, sa-sr. Size: <0.4

290 290 mm long diameter. Straight and undulating extinction, often with abundant vacuoles. Common to few FELDSPAR, equant and elongate, sr. Size: <0.4 mm long diameter. K-feldspar, often sericitic, perthite and plagioclase feldspar. BIOTITE or muscovite mica. Few to very few CHERT, elongate, sr. Size: <0.6 mm long diameter. Very rarely with radiolarian. POLYCRSYSTALLINE quartz, elongate, sa-sr. Size: < 0.8 mm long diameter. Some examples with sutured boundaries. OPAQUES. Size : <0.3 mm long diameter. Rare to absent QUARTZITE fragments, elongate, sa-sr. Size: <0.4 mm long diameter. Clay pellets (Textural concentration features) The samples contain common clay pellets dark brown in colour (X50, PPL). They have sharp or sharp to merging boundaries, high optical density, are equant and very occasionally distorted. Some pellets contain well sorted sr., medium sand to coarse silt-sized grains consisting mainly of monocrystalline quartz with straight or undulating extinction, rare polycrystalline quartz, chert, K-feldspar fragments, occasionally sericitic, and muscovite mica. They are well rounded, discordant with the micromass and their prominence is high. Size: 2.4 mm- 0.2 mm long diameter. Technological features A very fine textured slip free from inclusions, is covering the exterior surface of S40, S41, S43 (Plate 28), S45 (Plate 27), and both surfaces of S37. Dark brown in colour, both in PPL & XP.

291 291 Subgroups 1B (S98) & 1C (S102), (Plate 12) Variations of Fabric 1A. In these samples the coarse fraction contains in addition few sedimentary rock fragments: sandstone fragments in S102, siltstone and rare sandstone fragments in S98. Microstructure Few to rare meso-planar and very few micro-planar voids. A few mega- and mesovughs, most probably due to the thin-section preparation process. Voids and nonplastics are randomly oriented. undmass Homogeneous in terms of fabric. The colour of S98 ranges from dark yellow brown in PPL to dark reddish brown in XP (X50). S102 has a dark grey center and strong brown outer zones. The micromass of S98 is optically inactive to moderately active. The micromass of S102 is optically active. Inclusions c:f:v10μm = 25:73:3 Coarse fraction= mm long diameter Fine fraction= <0.1 mm long diameter Moderately sorted fabrics with bimodal grain-size distribution. The size of the coarse fraction ranges from granules to fine sand. The fine fraction is of fine sand and below. The packing of the coarse fraction is open to double spaced, that of the fine fraction is close to double spaced. SILTSTONE fragments, elongate, r-sr. Size: mm long diameter. Brown, strong brown in colour, with sedimentary lamination. SANDSTONE fragments, elongate, r-sr. Size: mm long diameter. They consist of fine sand sized grains of monocrystalline quartz, few K-feldspars, muscovite laths and opaques.

292 292 Technological features A very fine textured brown coloured slip, free from inclusions, is covering the exterior surface of S98. FABRIC 2 (Plates 13 &14) Very fine-textured fabric with few sedimentary rock fragments. Samples S38, S42, S101 Microstructure Rare meso-planar and very few micro-planar voids. Few macro- and meso-vughs, most probably due to the thin-section preparation process. Voids and non-plastics are randomly oriented. Secondary deposition of microcrystalline calcitic material on the exterior surface of S42. Groundmass Homogeneous in terms of fabric. Colour is ranging from yellowish red, reddish brown in PPL to reddish brown in XP (X50). The darker exterior section of S38 and the darker center of S101 range from very dark grayish brown in PPL to very dark brown in XP (X50). The micromass of S41 is optically inactive, of S38 is optically inactive to moderately active, and the micromass of S101 is moderately active. Inclusions c:f:v10μm = 15:83:2, 20:76:4 Coarse fraction= mm long diameter (the majority of inclusions is smaller than 0.16 mm long diameter) Fine fraction= <0.1 mm long diameter

293 293 Rather well sorted fine-textured fabric containing common to few sedimentary rock fragments ranging in size from granules to fine sand (bimodal grain-size distribution). The fine fraction is of very fine sand and below. The packing of the coarse fraction is single to open-spaced. The packing of the fine fraction is close to double spaced. COARSE FRACTION Predominant SEDIMENTARY FRAGMENTS: Mainly sandstone and very few siltstone fragments. SANDSTONE, equant and elongate, sr-r. Size: 2.8 mm- 0.2 mm long diameter. Consisting mainly of sr-sa medium or fine sand-sized monocrystalline quartz with straight and undulating extinction. Rare polycrystalline quartz, altered K-feldspar, biotite mica and opaques. Well to moderately sorted. Occasionally grading to greywacke. SILTSTONE, equant to elongate, sr-r. Size: 2.5 mm-0.3 mm long diameter. Few MONOCRYSTALLINE quartz, sa-sr. Size: 0.4 mm mm long diameter. Mainly straight extinction, often with abundant vacuoles. Rare to absent POLYCRSYSTALLINE quartz, sr. Size: < 0.4 mm long diameter. CHERT, sr. Size: < 0.3 mm long diameter. FINE FRACTION Dominant MONOCRYSTALLINE quartz mainly straight extinction, often with abundant vacuoles. Common to few BIOTITE mica. BIOTITE and muscovite mica in S101. Very few CHERT. PLAGIOCLASE and K-feldspar.

294 294 Clay pellets (Textural concentration features) There are very few clay pellets in these samples. They are darker than the surrounding paste (dark reddish brown in both PPL and XP, X50), have sharp to merging boundaries, high optical density, are equant to elongate, discordant with the micromass. They are fairly well rounded and their prominence is rather distinct. Size: 0.3 mm-0.4 mm long diameter. Technological features A very fine textured slip free from inclusions, is covering the exterior surface of S101. FABRIC GROUP 3 Fabric 3 is subdivided into 4 subgroups: subgroups 3A, 3B, 3C and 3D. In all cases, argillaceous inclusions constitute the main aplastic component of the coarse fraction: grog, clay pellets and less abundant argillaceous rock fragments. The coarse fraction contains also few to common, chert grains and in very rare cases, sandstone fragments. Subgroup 3B has in addition, abundant carbonate inclusions. Subgroups 3A, 3C and 3D are distinguished on the basis of minor variations in composition, microstructure and fabric colour. The frequency of argillaceous inclusions varies even among the samples of a single subgroup 224. Thus samples S4, S14 (subgroup 3A), and S9 (subgroup 3D) are very rich in grog, samples S10, S14, S18 (subgroup 3A), S19, S32, S95 (subgroup 3C), S11, S12 (subgroup 3D) in clay pellets, and samples S27, S29 (subgroup 3A), S93 (subgroup 3C) and S36 (subgroup 3D) are very rich both in grog and clay pellets. Grog fragments, Size: mm long diameter Grog fragments added by the potters into the fabric of Krya vessels are made from pastes presenting minor differences in composition, texture and colour, from the host material. In some cases, due to distinctive optical differences the identification of inclusions as grog fragments is rather straightforward. As an example we can 224 For description of argillaceous inclusions see Whitbread, I.K The Characterization of Argillaceous Inclusions in Ceramic Thin Sections, Archaeometry 28, pp

295 295 mention S93, a vessel built from a yellowish red fabric (PPL, X50 5YR 5/6), containing very common red or brown clay pellets, very rare mineral and rock grains (monocrystaline quartz and chert) and abundant grog fragments made from very pale brown to brownish yellow material (PPL, X50 10YR8/4-10YR 6/6). Grog fragments are equant or elongate, sa-sr and have high optical density. Their prominence is distinct, in both PPL and XP, and their boundaries are sharp. In many cases they are surrounded by a shrinkage rim. They contain the same range of aplastics present in the host paste, including abundant clay pellets. They are discordant with the surrounding matrix (Plate 15). S93 contains, in minor quantities, another very dark grayish brown coloured grog-type (PPL, X50, 10YR 3/2). In other cases, technological features facilitate the identification of grog fragments. Thus, S36 contains a rather fine-textured grog, 1.6 mm long diameter, covered with a very fine-textured slip (Plates 17 & 18). In S26, a grog (1 mm long diameter) is the aplastic component of a larger grog fragment (2.6 mm long diameter, Plate 16). Differences between grog and surrounding matrix are not so obvious when both have similar colour. In this case, grogs are identified by their angularity, sharp boundaries (sometimes marked by shrinkage rim), high optical density and discordant features (FOTO). As both vessels and grog fragments are rather low-fired, differences in the orientation of their clay minerals are distinct in XPL. Faint argillaceous inclusions, Size: < 2.8 mm long diameter (Plates 19, 20, 23, 24, 25, 26) Such structures are present, and sometimes abundant, in all subgroups of Fabric 3. In PPL their colour is very similar to the surrounding matrix and they appear as areas with diffuse or sharp-merging boundaries, elongate or equant in shape, r, sr, rarely sa. They have neutral or low optical density and they contain the same range of aplastics present in the fabric, occasionally in minor quantities. Sometimes they are free from aplastics, apart from red or brown clay pellets. In XP they are distinct from the matrix, due to differences in the optical activity and orientation of clay minerals and inclusions. On the basis of these characteristics and their resemblance to the grog fragments discussed above these inclusions are also interpreted as grog,

296 296 although the probability of being the result of incomplete homogenizing of the paste cannot be excluded. Clay pellets, Size: mm long diameter The Krya fabrics contain abundant clay pellets. They are darker than the surrounding matrix, their colour ranging from red, dark reddish brown to brown (PPL X50, 2.5YR 4/8, 5/8, 6/8, 2.5YR 3/3, 3/4-10YR 5/3 & 4/3), have sharp to merging boundaries, high optical density, are equant to elongate (occasionally distorted). They are mainly discordant with the micromass in both PPL and XPL, presenting occasionally turbid orientation. Few of them contain rare sr. monocrystalline quartz grains and very rare muscovite mica laths. They are fairly well rounded. Although both brown and red pellets are present in all subgroups of Fabric 3, the red coloured ones are very common in the samples of the red-coloured subgroup 3C. Agillaceous rock fragments, Size: mm long diameter. Mudstones are rather rare in comparison to grog and clay pellets. They are dark reddish brown in colour (PPL, X50, 5YR 3/3 & 3/4), darker than the surrounding matrix. More rarely they have bright red to yellowish red colour (PPL, X50, 2.5YR 5/6 & 5YR 5/6). They have sharp to clear boundaries, high optical density, they are elongate and rarely equant, discordant with the micromass in both PPL and XPL, a. to well r, and their prominence is distinct. Subgroup 3A (Plates 16, 19 & 20) Samples S2, S3, S4, S7, S10, S14, S17, S26, S27, S29, S94, S96 Microstructure Rare to absent mega-planar voids, frequent to few macro- and meso-planar voids and common to very rare macro- and meso-vughs. Shrinkage rims are common around grog fragments. In many samples voids show a roughly parallel orientation

297 297 to the margins of the vessel. Non-plastics are randomly oriented. In some samples the voids are in filled with microcrystalline calcitic material (secondary deposition). Groundmass Homogeneous in terms of fabric. Colour is ranging from light yellowish brown, brownish brown or strong brown in PPL, to strong brown in XP (X50). A few samples have a reddish yellow colour both in PPL and XP (X50). The micromass of all samples is optically active, with very distinct orientation of the clay minerals. Most probably very low fired vessels. Inclusions (argillaceous inclusions included) c:f:v10μm = 15:80:5 to 20:73:7 Coarse fraction= 3.2 mm 0.1 mm long diameter Fine fraction= < 0.1 mm long diameter Moderately to poorly sorted fabric. The size of the coarse fraction ranges from granules to fine sand. The packing of the coarse fraction is close to open spaced, that of the fine fraction is close to double spaced. Bimodal grain size distribution. COARSE FRACTION Predominant- Frequent ARGILLACEOUS INCLUSIONS, equant or elongate sr-sa. Size: < 2.4 mm long diameter. Grog, clay pellets, more rare argillaceous rock fragments. Frequent-few CHERT, a-sr. Size: 3.2 mm-0.1 mm long diameter. Often brown coloured. Radiolarian fragments are present. Few-rare Very rare to absent OPAQUES. POLYCRSYSTALLINE quartz, elongate sr. Size: < 0.25 mm long diameter. SANDSTONE, elongate, sr. Size:< 0.3 mm long diameter. Consisting of monocrystalline quartz with straight and undulating extinction, a few grains of polycrystalline quartz with undulating extinction, and opaques. Inclusions poorly

298 298 sorted, sr. FINE FRACTION Dominant to common MONOCRYSTALLINE quartz with straight and undulating extinction. Common to few CHERT, elongate or equant, r. CLAY PELLETS. OPAQUES. Rare MUSCOVITE laths. Subgroup 3B (Plates 21 & 22) Apart from the range of aplastics present in subgroup 3A, subgroup 3B contains few limestone fragments. Samples S1, S5, S6, S13, S18, S21, S22, S24, S25, S28, S34, S35, S90, S91, S92 Microstructure Rare mega-planar voids, frequent to few macro-and meso-planar voids and common to very rare macro- and meso-vughs. Shrinkage rims are common around grog fragments. In many samples voids show a roughly parallel orientation to the margins of the vessel. Non-plastics are randomly oriented. In some samples the voids are in filled with microcrystalline calcitic material (secondary deposition). Groundmass Homogeneous in terms of fabric. Colour is ranging from light yellowish brown, brownish brown or strong brown in PPL, to strong brown in XP (X50). The micromass of all samples is optically active, with very distinct orientation of the clay minerals. Most probably very low fired vessels.

299 299 Inclusions (argillaceous inclusions included) c:f:v10μm = 10:84:6 to 20:70:10 Coarse fraction= 4mm 0.1 mm long diameter Fine fraction= <0.1 mm long diameter Poorly sorted fabric. The coarse fraction is ranging in size from granules to fine sand. The fine fraction is of fine sand and below. The packing of the coarse fraction is close to double spaced. The packing of the fine fraction is close to open spaced. COARSE FRACTION Dominant to common ARGILLACEOUS INCLUSIONS, equant or elongate sr-sa. Size: < 2.8 mm long diameter. Grog, clay pellets, more rare argillaceous rock fragments. Common to very few MICRITIC and more rarely fine sparry limestone, mainly elongate, r. Size: 3.2 mm-0.8 mm long diameter. Rare, brown silty marl occasionally with sparitic or micritic calcite. CHERT, elongate or equant, a-sr. Size: 4 mm -0.2 mm long diameter. Often brown coloured. Radiolarian fragments are present. FINE FRACTION Dominant to frequent MONOCRYSTALLINE quartz, usually straight extinction. Common CHERT, elongate or equant, r. Common to very few CLAY PELLETS. OPAQUES. MUSCOVITE laths. Subgroup 3C (Plates 15, 23 & 24) Subgroup 3C is rather poor in non-plastic inclusions but it contains the same range of aplastics present in subgroup 3A.

300 300 Samples S15, S16, S19, S30, S31, S32, S33, S93, S95 Microstructure Rare to absent mega-planar voids, frequent to rare macro- and meso-planar voids, and common to very rare macro- and meso-vughs. Shrinkage rims are common around grog fragments. In many samples voids show a roughly parallel orientation to the margins of the vessel. Non-plastics are randomly oriented. Groundmass Homogeneous in terms of fabric. Colour is ranging from reddish yellow in PPL to yellowish red in XP (X50). S19 has red coloured striations, similar in colour to the abundant red pellets present in the fabric (X50, PPL). The micromass of all samples is optically active, with very distinct orientation of the clay minerals. Most probably very low fired vessels. Inclusions (argillaceous inclusions included) c:f:v10μm =10:86:4 to 15:80:5 Coarse fraction= 4 mm 0.1 mm long diameter Fine fraction= <0.1 mm long diameter Poorly sorted fabric. The coarse fraction is ranging in size from granules to fine sand. Brown coloured chert grains, sometimes radiolarian, constitute the largest inclusions (< 4 mm long diameter). The fine fraction is of fine sand and below. The packing of the coarse fraction is close to double-spaced. The packing of the fine fraction is single to open spaced. Sample S93 Variation of subgroup 3C. The paste is characterized by a greater proportion of inclusions, being very rich in clay pellets and heavily tempered with grog fragments,

301 301 containing in addition few sa. argillaceous rock fragments, sr. chert, rare fine monocrystalline and polycrystalline quartz grains and very few muscovite laths. Microstructure Very few mega-planar voids, frequent to rare macro- and meso-planar voids and very rare macro- and meso-vughs. Shrinkage rims are common around grog fragments. Voids show a roughly parallel orientation to the margins of the vessel. Non-plastics are randomly oriented. Groundmass Homogeneous in terms of fabric. Colour varies from yellowish red in PPL to red in XP (X50). The micromass is optically active, with very distinct orientation of the clay minerals (very low fired vessel). Inclusions (argillaceous inclusions included) c:f:v10μm =25:68:7 Coarse fraction= 2.8 mm 0.1 mm long diameter Fine fraction= <0.1 mm long diameter Poorly sorted fabric. The coarse fraction is ranging in size from granules to fine sand. The fine fraction is of fine sand and below. The packing of the coarse fraction is close to double-spaced, that of the fine fraction is single to double spaced. Subgroup 3D (Plates 17, 18, 25 & 26) More compact than subgroups 3A-3C, but poorer in grog fragments. Samples S8, S9, S11, S12, S20, S23, S36, S39

302 302 Microstructure Rare to very rare mega-planar voids), very few to very rare macro- and meso-planar voids and very rare meso-vughs (some of them due to thin section preparation). Shrinkage rims around some grog fragments. Very rare to absent casts from burned out organic material. Non-plastics and voids are randomly oriented. Groundmass Homogeneous in terms of fabric. Colour varies from yellowish red, yellow to brownish yellow in PPL, often in a single sherd, to red and brownish yellow in XP (X50). The micromass is optically active, but the vessels appear as better fired than those made from subgroups 3A-3C. Inclusions (argillaceous inclusions included) c:f:v10μm =15:83:2 to 15:20:5 Coarse fraction= 2.8 mm 0.1 mm long diameter Fine fraction= <0.1 mm long diameter Moderately to poorly sorted fabric. Coarse fraction is ranging in size from granules to fine sand. The fine fraction is of fine sand and below. The packing of both coarse and fine fraction is close to double spaced. COARSE FRACTION Dominant to common ARGILLACEOUS INCLUSIONS: CLAY PELLETS. Size: 1.2 mm- 0.2 mm long diameter, common to few. GROG FRAGMENTS. Size: 2.8 mm-0.4 mm long diameter, few to very few. ARGILLACEOUS ROCK FRAGMENTS. Size: < 1.3 mm long diameter, common to few. Common to few OPAQUES (common in S39).

303 303 Few to rare CHERT, elongate or equant, a.-sr. Size: 1.4 mm-0.4 mm long diameter. Rarely radiolarian. Brown coloured or clear. Few MONOCRYSTALLINE quartz, mainly equant, sr. Size: < 0.4 mm long diameter. Straight extinction. Few to absent MICRITIC limestone, elongate, r. Size: <0.5 mm long diameter. Present only in S23. FINE FRACTION Dominant MONOCRYSTALLINE quartz, usually straight extinction. CLAY PELLETS. Few CHERT, rarely radiolarian. OPAQUES. Rare to absent MUSCOVITE laths. PLAGIOCLASE feldspar. Common to absent MICRITIC limestone fragments, only in S23. Technological features Remnants of a fine textured slip on the exterior surface of S8 and S20. Loner (Plate 29) S99 The paste is characterised by the presence of brown grains of silty marl. Microstructure Very rare macro-, meso- and mega-planar voids (most probably due to thin section preparation). Non-plastics and voids are randomly oriented. Groundmass

304 304 Homogeneous in terms of fabric. Colour varies from reddish brown in PPL to dark brown in XP (X50). The micromass is optically active/inactive indicating that the sample was relatively well fired. Inclusions c:f:v10μm =15:83:2 Coarse fraction= 4 mm 0.1 mm long diameter Fine fraction=< 0.1 mm long diameter Moderately sorted. The coarse fraction is ranging in size from granules to fine sand. The fine fraction is of fine sand and below. The packing of the coarse fraction is single to open spaced. The packing of the fine fraction is close to double spaced. Bimodal grain size distribution, as few large calcareous mudstone fragments are scattered in a fine textured fabric. All other inclusions are smaller than 0.16 mm long diameter, but mainly smaller than 0.08 mm long diameter. COARSE FRACTION Predominant SILTY MARL, brown coloured, equant to elongate, well rounded. Size: 4 mm mm long diameter. Rare MONOCRYSTALLINE quartz, mainly elongate. Size:< 0.4 mm long diameter. Mainly undulating extinction, often with abundant vacuoles. Very rare SANDSTONE, elongate, sr. Size: 0.8 mm long diameter. Consisting of equigranular sa.-sr. monocrystalline quartz grains with straight extinction, K-feldspar and opaques. FINE FRACTION Dominant MONOCRYSTALLINE quartz, usually straight extinction. SILTY MARL. Few CHERT, rarely radiolarian. MUSCOVITE laths.

305 305 Rare K- FELDSPAR sericitic. Clay pellets (textural concentration features) The sample contains common clay pellets dark brown in colour (X50, PPL). They have mainly sharp boundaries, high optical density, are equant or elongate. They are well rounded, discordant with the micromass and their prominence is high. Size: <0.0.6 mm long diameter. KASTRITSA (Plate 31) For comparative reasons, one sample from a cylix found in Kastritsa was also studied microscopically. The vessel is made from a paste very similar in composition and texture to the Krya Subgroup 1A. Sample: S107 Microstructure Rare meso- and micro-planar voids and meso-vughs, most probably due to the thinsection preparation process. Voids and non-plastics are randomly oriented. Groundmass Homogeneous in terms of fabric. Colour is ranging from brown in PPL to dark brown in XP (X50). Micromass is optically active. Inclusions c:f:v10μm = 25:73:2 Coarse fraction= mm long diameter Fine fraction= < 0.1 mm long diameter Rather well sorted, fine-textured fabric. Apart from few very coarse sand-sized clay pellets and few coarse sand-sized aplastics, the majority of inclusions is smaller than medium sand. The packing of the coarse fraction is double to open spaced, that of the

306 306 fine fraction is close to double spaced. There is no compositional difference between the coarse and fine fraction of the fabric. Dominant MONOCRYSTALLINE quartz, mainly equant, sa-sr. Size: <0.4 mm long diameter. Straight and undulating extinction, often with abundant vacuoles. Common FELDSPAR, equant and elongate, sr, Size: <0.6 mm long diameter. Mainly K-feldspar, sericitic. Rare plagioclase feldspar. Few Very few MUSCOVITE and rarely biotite mica. CHERT, elongate, sr. Size: <0.3 mm long diameter. Occasionally with radiolaria. POLYCRSYSTALLINE quartz, elongate, sa-sr. Size: < 0.4 mm long diameter. Some examples with sutured boundaries. OPAQUES. Size : <0.3 mm long diameter. Clay pellets (Textural concentration features) The sample contains common clay pellets dark brown in colour (X50, PPL). They have sharp or sharp to merging boundaries and high optical density. Some pellets contain well sorted sr., medium sand to coarse silt-sized grains consisting mainly of monocrystalline quartz with straight or undulating extinction, rare polycrystalline quartz, K-feldspar occasionally sericitic and plagioclase fragments, and muscovite mica. They are equant, well rounded, discordant with the micromass and their prominence is high. Size: 1.5 mm- 0.2 mm long diameter. DODONA (Plate 30) For comparative reasons, one sample from a cylix found in Dodona was also studied microscopically. The vessel is made from a fine textured paste with few large chert inclusions. Sample: S106

307 307 Microstructure Rare meso-vughs, most probably due to the thin-section preparation process. Voids and non-plastics are randomly oriented. Groundmass Homogeneous in terms of fabric. Colour is ranging from strong brown in PPL to dark brown in XP (X50). In a few cases the core is darker than the margins. Micromass is optically active. Inclusions c:f:v10μm = 25:73:2 Coarse fraction=1 0.1 mm long diameter Fine fraction= < 0.1 mm long diameter Moderately sorted, fine-textured fabric containing few coarse sand-sized chert fragments (bimodal grain distribution). The packing of the coarse fraction is single to double spaced, that of the fine fraction is close to double spaced. COARSE FRACTION Frequent CHERT, elongate, sa. Size: <1 mm-0.4 mm long diameter. MONOCRYSTALLINE quartz, mainly equant, sa-sr. Size: <0.8 mm long diameter. Straight and undulating extinction, often with abundant vacuoles. FELDSPAR, equant and elongate, sr, Size: <0.7 mm long diameter. Mainly K-feldspar, sericitic. Rare plagioclase feldspar. SILTY MARL, equant or elongate, r. Size: <0.4 mm long diameter. Muddy appearance. Common POLYCRSYSTALLINE quartz, elongate, sa-sr. Size: < 0.7 mm long diameter. Some examples with sutured boundaries. Few Clusters of muscovite mica. Size:<0.3 mm long diameter.

308 308 SERPENTINISED ROCK FRAGMENTS, yellow/brown, sr. Size: < 0.4 mm long diameter. QUARTZITE fragments, elongate, sr. Size: <0.5 mm long diameter, with sericitic K-feldspar grains. FINE FRACTION Frequent MONOCRYSTALLINE quartz. K- FELDSPAR, sericitic. Common Few Rare BIOTITE and muscovite mica. POLYCRSYSTALLINE quartz with sutured boundaries. OPAQUES. Clay pellets (Textural concentration features) The sample contains common clay pellets dark brown in colour (X50, PPL). They have sharp or sharp to merging boundaries and high optical density. They are equant or elongate, well rounded, discordant with the micromass and their prominence is high. Size: 0.6 mm mm long diameter. Finer pellets are not easily distinguished from opaques. PROVENANCE ASSCRIPTION The investigation of the provenance of the Liatovouni vessels is facilitated by the presence of few diagnostic inclusions. Serpentinite grains and serpentinised metamorphosed igneous rock fragments have been identified among the aplastics of Fabric 2 (Subgroups 2B & 2C) and Fabric 3. These inclusions can be considered as the weathering products of the Ophiolitic series extending north-east of the settlement. Moreover, the fine fraction of Fabric 2 has many compositional and textural similarities with Fabric 1, and in general, the mineral and rock suit of Liatovouni Fabrics 1, 2 and 3 is compatible with the local geology. It could be proposed then, that the Liatovouni vessels made from these clay pastes were manufactured locally, by sources located in the vicinity of the settlement.

309 309 The mineralogical composition, textural characteristics and technological features of Fabric 4 differentiate it from the other clay pastes. Both Subgroups 4A and 4B are characterised by the abundance of Tcfs and Subgroup 4B by the paucity of non-plastic inclusions and the great porosity of its walls. As it will be discussed below, comparable clay recipes characterise the ceramic production at the Ioannina basin. Can we consider these, rather limited in number, pots as probable imports to Liatovouni? If we take into consideration that vessels S59, S85 and S85 are of inferior quality, having porous walls and being fired at low temperatures in non-controlled atmosphere, this hypothesis does not seem very plausible. Instead, it could be suggested that these pots were made locally by potters trained in a different, perhaps foreign, potting tradition. As for the Krya material, there is nothing exceptional in any of the fabrics described above to make the determination of provenance straightforward. Their aplastic inclusions can be considered as the weathering products of the local sedimentary outcrops, but since these formations characterize the Ioannina basin as a whole and most of the rock types are also very common across the Epirotic mainland, there are of limited diagnostic value. Fabric 1 is used for the manufacture of 14 samples covering the chronological span from L.B.A.-E.I.A. Thus the local provenance of this clay paste is supported by the frequency and duration of its use. However, the identification of a similar fabric used for the Kastritsa cylix, demonstrates the complexity of provenance ascription in a homogenous geological background. Based on the mineral and rock suit of Fabric 2, the local provenance of the vessels made from this clay paste cannot be excluded. However, the rare presence of this fine-textured paste used for the manufacture of one orange-coloured and two matpainted vessels, makes us skeptical about the origin and the organization of production of these pots. The Krya Fabric 2 has compositional and textural similarities with Fabrics 1 & 2A from Liatovouni, but the presence of fragments of chert and sericitic feldspar into the paste of the Liatovouni samples differentiates the fabrics from the two sites. It is clear, that further research and additional sampling is

310 310 required to shed light on the production and distribution of these fine-textured vessels. There are no reasons to consider that Fabric 3, used for the great majority of the Krya undecorated vessels, is not compatible with the local geology. Compositional and textural differentiations displayed among the Subgroups 3A-3C may be due either to natural variations of the raw materials or/and processing differences. Subgroup 3D represents most probably a different clay source. It appears that fabrics with similar compositional, textural and technological features characterize the ceramic production at the Ioannina basin. In fact among the 20 sherds studied microscopically from Kastro, Episkopi and Palabouti, 15 samples are made from pastes rich in argillaceous inclusions (Plates 33-36). Similarly to Krya examples, these vessels have porous walls and they are low fired in non-controlled atmosphere. It is clear that further investigation through additional sampling will allow us to get a better understanding of the production of L.B.A.-E.I.A. pottery in Epirus.

311 311 PLATES Plate 1: Liatovouni, Fabric 1 (XP, S71). Finetextured clay paste rich in monocrystalline Plate 2: Liatovouni, Fabric 2A (XP, S75). Clay paste with sandstone fragment. quartz. Plate 3: Liatovouni, Fabric 2Β (PPL, S52). Clay paste with carbonate inclusions and sandstone fragments. Plate 4: Liatovouni, Fabric 2C (XP, S55). Clay paste with sandstone fragment and fine serpentine (brown-coloured grains).

312 312 Plate 5: Liatovouni, Fabric 3 (PPL, S68). Brown-coloured fragments of serpentinite. Plate 6: Liatovouni, Fabric 3 (PPL, S51). Large fragment of serpentinised metamorphosed igneous rock. Plate 7: Liatovouni, Fabric 4A (PPL, S59). Grog fragment, faint argillaceous inclusions & clay pellets. Plate 8: Liatovouni, Fabric Fabric 4A (XP, S59). Grog fragment, faint argillaceous inclusions & clay pellets.

313 313 Plate 9: Liatovouni Fabric 4B, (PPL, S85). Grog fragmentς Plate 10: Liatovouni Fabric 1, (PPL, S54). Fine textured clay paste with self-slip on exterior surface. Plate 11: Krya Fabric 1A, (XP, S43). Fine textured clay paste rich in monocrystalline quartz. Plate 12: Krya Fabric 1C (XP, S102). Fine textured clay paste with two large siltstone fragments.

314 314 Plate 13: Krya Fabric 2 (XP, S101). Micaceous fine textured clay paste with larger sandstone fragments. Plate 14: Krya Fabric 2 (XP, S38). Micaceous fine textured clay paste with larger sandstone fragments. Plate 15: Krya Fabric 3C, (XP, S93). Grog fragments. Plate 16: Krya Fabric 3A, (XP, S14). Grog within grog

315 315 Plate 17: Krya Fabric 3D (XP, S36). Clay paste containing grog fragment with slipped exterior surface. Plate 18: Krya Fabric 3D (XP, S36). Detail of the grog fragment of plate 17. Fine slip clearly visible on the exterior surface. Plate 19: Krya Fabric 3A (PPL, S2). Grog fragments and faint argillaceous inclusions. Plate 20: Krya Fabric 3A (XP, S2). Grog fragments and faint argillaceous inclusions.

316 316 Plate 21: Krya Fabric 3B, (PPL, S13). Grog fragments, clay pellets and limestone inclusion Plate 22: Krya Fabric 3B, (XP, S3). Coarse chert and grog fragment. (upper left corner). Plate 23: Krya Fabric 3C (PPL, S31). Grog fragment, faint argillaceous inclusion (lower left) and chert grains. Plate 24: Krya Fabric 3C (XP, S31). Grog fragment, faint argillaceous inclusion (lower left) and chert grains.

317 317 Plate 25: Krya Fabric 3D, (PPL, S8). Grog fragment, faint argillaceous inclusion and chert grains. Plate 26: Krya Fabric 3D, (XP, S8). Grog fragment, faint argillaceous inclusion and chert grains. Plate 27: Krya Fabric 1A, (PPL, S45). Fine slip on exterior surface. Plate 28: Krya, Fabric 1A (PPL, S43). Detail of fine slip on exterior surface.

318 318 Plate 29: Krya S99 (XP). Two larger carbonate inclusions. Plate 30: Dodona, S106 (XP). Fine textured clay paste with monocrystalline quartz and larger chert inclusions.. Plate 31: Kastritsa 107 (XP). Fine textured clay paste rich in monocrystalline quartz. Plate 32: Krya Fabric 1A, (XP, S47). Fine textured clay paste rich in monocrystalline quartz.

319 319 Plate 33: Kastro S110 (XP). Grog fragments and large chert inclusion (left). Plate 34: Kastro S116 (XP). Grog fragment and large chert inclusion (right). Plate 35: Episkopi 129 (XP). Grog fragments and clay pellets. Plate 36: Palambouti S104 (XP). Grog fragments and clay pellets.

320 320 Γραφήματα Γράφημα 1. Ποσοστά κεραμικής ύλης στις θέσεις της κεντρικής Ηπείρου. Γράφημα 2. Ποσοστά κεραμικών κατηγοριών. Κρύα, Φάση Ι. Γράφημα 3. Ποσοστά κεραμικών κατηγοριών. Κρύα, Φάση ΙΙ. Γράφημα 4. Ποσοστά κεραμικών κατηγοριών. Λιατοβούνι, Φάση Ι. Γράφημα 5. Ποσοστά κεραμικών κατηγοριών. Λιατοβούνι, Φάση ΙΙ. Γράφημα 6. Ποσοστά κεραμικών κατηγοριών. Λιατοβούνι, Φάση ΙΙΙ. Γράφημα 7. Ποσοστά Αμαυρόχρωμης Ι. Κρύα - Λιατοβούνι.

321 321 Πίνακες Πίνακας 3.1. Διακοσμητικά μοτίβα αμαυρόχρωμης κεραμικής. Πίνακας 3.2.Κλειστά αγγεία. Τυπολογία στομίου. Πίνακας Κλειστά αγγεία. Τυπολογία χείλους. Πίνακας 3.4. Κλειστά αγγεία. Τυπολογία σχήματος. Πίνακας 3.5. Κλειστά αγγεία. Τυπολογία βάσης. Πίνακας 3.6. Κλειστά αγγεία. Τυπολογία κάθετων λαβών. Πίνακας 3.7. Κλειστά αγγεία. Τυπολογία οριζόντιων λαβών. Πίνακας 3.8. Κλειστά αγγεία. Τυπολογία αποφύσεων. Πίνακας 3.9. Ανοιχτά αγγεία. Τυπολογία στομίου. Πίνακας Ανοιχτά αγγεία. Τυπολογία χείλους. Πίνακας Ανοιχτά αγγεία. Τυπολογία σχήματος. Πίνακας Ανοιχτά αγγεία. Τυπολογία κάθετων λαβών. Πίνακας Ανοιχτά αγγεία. Τυπολογία οριζόντιων λαβών. Πίνακας Ανοιχτά αγγεία. Τυπολογία αποφύσεων. Πίνακας Τύποι στελεχών. Πίνακας Τύπος ΚΙ1. Πίνακας Τύπος ΚΙ2. Πίνακας Σχήμα ΚΙΙ. Πίνακας Σχήμα ΚΙΙΙ1. Πίνακας Σχήμα ΚΙΙΙ2, ΚΙV. Πίνακας Σχήμα KV. Πίνακας Σχήμα KVI. Πίνακας Τύπος ΑΙ1. Πίνακας Τύπος ΑΙ2. Πίνακας Τύπος ΑΙ4.

322 322 Πίνακας Τύπος ΑΙ5. Πίνακας Τύπος ΑΙΙ. Πίνακας Τύπος ΑΙΙΙ 1. Πίνακας Σχήμα AIV 1. Πίνακας Σχήμα AIV 3. Πίνακας Τύπος ΑV. Πίνακας Τύπος ΑVΙ. Πίνακας Τύπος AVII. Πίνακας Τύπος AVIII 1. Πίνακας Τύπος AVIII 2. Πίνακας Τύπος ΜΙ. Πίνακας Σχήμα ΜΙΙ. Πίνακας Σχήμα ΜΙΙΙ. Πίνακας ΑΠΙ. Πίνακας ΑΠΙΙ. Πίνακας 4.1. Τύποι χείλους ΚΙ1. Πίνακας 4.2. Πάχος τοιχωμάτων ΚΙ1. Πίνακας 4.3. Διάμετρος χείλους ΚΙ1. Πίνακας 4.4. Χρώμα εξωτερικής επιφάνειας ΚΙ1. Πίνακας 4.5. Επεξεργασία εξωτερικής επιφάνειας ΚΙ1. Πίνακας 4.6. Πάχος τοιχωμάτων ΚΙ2. Πίνακας 4.7. Διάμετρος χείλους ΚΙ2. Πίνακας 4.8. Τύποι χείλους ΚΙ2. Πίνακας 4.9. Πάχος τοιχωμάτων ΚΙΙ. Πίνακας Διάμετρος χείλους ΚΙΙ. Πίνακας Τύποι χείλους ΚΙΙ.

323 323 Πίνακας Τύποι χείλους ΚΙΙΙ1. Πίνακας Χρώμα εξωτερικής επιφάνειας ΚΙΙΙ1. Πίνακας Τύποι χείλους KV. Πίνακας Τύποι χείλους ΚVI. Πίνακας Τύποι λαβών ΚVI. Πίνακας Τύποι χείλους ΑΙ1. Πίνακας Τύποι λαβών ΑΙ1. Πίνακας Πάχος τοιχωμάτων ΑΙ1. Πίνακας Διάμετρος χείλους ΑΙ1. Πίνακας Χρώμα εξωτερικής επιφάνειας ΑΙ1. Πίνακας Επεξεργασία εξωτερικής επιφάνειας ΑΙ1. Πίνακας Χρώμα εξωτερικής επιφάνειας ΑΙ2. Πίνακας Επεξεργασία εξωτερικής επιφάνειας ΑΙ2. Πίνακας Πάχος τοιχωμάτων ΑΙ4. Πίνακας Διάμετρος χείλους ΑΙ4. Πίνακας Τύποι χείλους ΑΙ5. Πίνακας Πάχος τοιχωμάτων ΑΙ5. Πίνακας Διάμετρος χείλους ΑΙ5. Πίνακας Χρώμα εξωτερικής επιφάνειας ΑΙ5. Πίνακας Επεξεργασία εξωτερικής επιφάνειας ΑΙ5. Πίνακας Τύποι χείλους ΑΙΙ. Πίνακας Χρώμα εξωτερικής επιφάνειας ΑΙΙ. Πίνακας Επεξεργασία εξωτερικής επιφάνειας ΑΙΙ. Πίνακας Διάμετρος χείλους ΑΙΙ. Πίνακας Τύποι χείλους ΑΙΙΙ1. Πίνακας Τύποι λαβής ΑΙΙΙ1.

324 324 Πίνακας Διάμετρος χείλους ΑΙΙΙ1. Πίνακας Πάχος τοιχωμάτων ΑΙΙΙ1. Πίνακας Διάμετρος χείλους AIV1. Πίνακας Χρώμα εξωτερικής επιφάνειας AIV1. Πίνακας Επεξεργασία εξωτερικής επιφάνειας AIV1. Πίνακας Πάχος τοιχωμάτων ΑV. Πίνακας Διάμετρος χείλους ΑV. Πίνακας Χρώμα εξωτερικής επιφάνειας AV. Πίνακας Τύποι χείλους AVIII1. Πίνακας Τύποι λαβής AVIII1. Πίνακας Πάχος τοιχωμάτων AVIII1. Πίνακας Διάμετρος χείλους AVIII1. Πίνακας Πάχος τοιχωμάτων AVIII2. Πίνακας Διάμετρος χείλους AVIII2. Πίνακας Πάχος τοιχωμάτων ΜΙ. Πίνακας 6.1. Διασπορά τύπων αγγείων της Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.

325 325 Σχέδια Σχέδιο 1. Κάτοψη αρχαιολογικού χώρου Δωδώνης. Σχέδιο 2. Κάτοψη του ανατολικού τμήματος του αρχαιολογικού χώρου Δωδώνης (Χώρος Ι). Σχέδιο 3. Κάτοψη του δυτικού τμήματος του αρχαιολογικού χώρου Δωδώνης (Χώρος ΙΙ). Σχέδιο 4. Κάτοψη της στοάς του Βουλευτηρίου της Δωδώνης. Σχέδιο 5. Στοά Βουλευτηρίου Δωδώνης. Τομέας ΙΙ, στοά 2. Σχέδιο 6. Κάτοψη πτέρυγας 01 Πρυτανείου Δωδώνης. Σχέδιο 7. Κάτοψη Επισκοπής Σερβιανών. Σχέδιο 8. Κάτοψη Κρύας. Σχέδιο 9. Κάτοψη περιοχής πίθων, Κρύα. Σχέδιο 10. Στρωματογραφία τομών ΙΙΙ και VI. Σχέδιο 11. Κάτοψη Παλαμπουτίου. Σχέδιο 12. Κάτοψη οικισμού Βίτσας. Σχέδιο 13. Κάτοψη Λιατοβουνίου. Σχέδιο 14. Κάτοψη οικισμού Λιατοβουνίου.

326 326 Εικόνες Εικόνα 1. Χάρτης της κεντρικής Ηπείρου με τις θέσεις της ΕΧ-ΠΕΣ. Εικόνα 2. Δωδώνη. Εικόνα 3. Διάφοροι τύποι λαβών από τις ανασκαφές του Ευαγγελίδη. Εικόνα 4. Μικύλλα πήλινα αγγεία από το Χώρο Ι της Δωδώνης. Εικόνα 5. Επιλογή οστράκων των ομάδων Δ4-Δ7. Χώρος Ι. Δωδώνη. Εικόνα 6. ΑΜΙ 3579, ΑΜΙ Εικόνα 7. ΑΜΙ Εικόνα 8. Όστρακα αμαυρόχρωμα και γεωμετρικά από τη ΒΑ γωνία της πτέρυγας 01 του Πρυτανείου της Δωδώνης. Εικόνα 9. Νεολιθικά όστρακα από την περιοχή των λάκκων στο ρωμαϊκό νεκροταφείο της Επισκοπής. Εικόνα 10. Καστρίτσα. Εικόνα 11. Σημερινή άποψη της τάφρου της Καστρίτσας. Εικόνα 12. Κάστρο Ιωαννίνων. Εικόνα 13. Κρύα. Εικόνα 14. Οι πίθοι κατά χώραν. Εικόνα 15. Σφοντύλια, Κρύα. Εικόνα 16. Χάλκινη περόνη υπομυκηναικού τύπου, Κρύα. Εικόνα 17. Εστία, στρώμα IV τομών ΙΙΙ και VI. Εικόνα 18. Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα τομής Ι. Εικόνα 19. Εστία, στρώμα ΙΙΙ. Εικόνα 20. Παλαμπούτι. Εικόνα 21. Όστρακα από το Παλαμπούτι. Εικόνα 22. Βίτσα Ζαγορίου. Εικόνα 23. Χάλκινα κτερίσματα τάφου Κάτω Κόνιτσας.

327 327 Εικόνα 24. Λιατοβούνι. Εικόνα 25. Λιατοβούνι, Τομή Β, τετράγωνο Α1, καμπύλος τοίχος. Εικόνα 26. Επιλογή κινητών ευρημάτων, Λιατοβούνι. Εικόνα 27. Λιατοβούνι, τοίχοι 3β, 11 και 13. Εικόνα 28. Λιατοβούνι, β' οικοδομική φάση. Εικόνα 29. Λιατοβούνι, Επικλινές δάπεδο μεταξύ τοίχων 1α και 4. Εικόνα 30. Κατασκευαστικές τεχνικές αγγείων. Εικόνα 31. Κατασκευαστικά στοιχεία λαβών. Εικόνα 32. Κατασκευαστικά στοιχεία πίθων. Εικόνα 33. Κατασκευαστικά στοιχεία κυλίκων. Εικόνα 34. Τύπος ΚΙ1. Εικόνα 35. Τύπος ΚΙ2. Εικόνα 36. Σχήμα ΚΙΙ. Εικόνα 37. Τύπος ΚΙΙΙ1. Εικόνα 38. Τύπος ΚΙΙΙ2. Εικόνα 39. Σχήμα KIV. Εικόνα 40. Σχήμα KV. Εικόνα 41. Σχήμα ΚVI. Εικόνα 42. Σχήμα KX. Εικόνα 43. Σχήμα KXI. Εικόνα 44. Τύπος ΑΙ1. Εικόνα 45. Τύπος ΑΙ2. Εικόνα 46. Τύπος ΑΙ3. Εικόνα 47. Τύπος ΑΙ4. Εικόνα 48. Τύπος ΑΙ5. Εικόνα 49. Τύπος ΑΙ6.

328 328 Εικόνα 50. Σχήμα ΑΙΙ. Εικόνα 51. Τύπος ΑΙΙΙ1. Εικόνα 52. Τύπος ΑΙΙΙ2. Εικόνα 53. Τύπος AIV 1. Εικόνα 54. Τύπος AIV 2. Εικόνα 55. Τύπος ΑΙV3. Εικόνα 56. Σχήμα AV. Εικόνα 57. Τύπος ΑVI 1. Εικόνα 58. Τύπος AVI2. Εικόνα 59. Σχήμα ΑVII. Εικόνα 60. Σχήμα AVIΙΙ1. Εικόνα 61. Σχήμα ΑVIIΙ2. Εικόνα 62. Τύπος ΜΙ. Εικόνα 63. Τύπος ΜΙΙ. Εικόνα 64. Τύπος ΜΙΙΙ. Εικόνα 65. Τύπος ΑΠΙ. Εικόνα 66. Τύπος ΑΠΙΙ. Εικόνα 67. Θραύσματα οικοδομικών πηλών από το Λιατοβούνι. Εικόνα 68. Δωδώνη, πήλινο ακροφύσιο. Εικόνα 69. Καστανομέλανα στιλβωμένα όστρακα, Δωδώνη. Εικόνα 70. Καστανομέλανα στιλβωμένα αγγεία, Καστρίτσα. Εικόνα 71. Επιλογή οστράκων από την Επισκοπή Σερβιανών. Εικ.72. Επιλογή οστράκων από το Κάστρο Ιωαννίνων. Εικόνα 73. Αγγεία από το Παλαμπούτι. Εικόνα 74. ΑΜΙ 4349, ΑΜΙ 4339, ΑΜΙ Εικόνα 75. ΑΜΙ 3338, ΑΜΙ 4234.

329 329 Εικόνα 76. Αμαυρόχρωμη κεραμική, Καστρίτσα. Εικόνα 77. Κύλικες, Δωδώνη. Εικόνα 78. Κύλικες, Καστρίτσα. Εικόνα 79. Επιλογή οστράκων, Βίτσα. Εικόνα 80. Επιλογή οστράκων Μαζαράκι. Εικόνα 81. Επιλογή τροχήλατων "μυκηναϊκών" οστράκων, Λιατοβούνι. Εικόνα 82. Λιατοβούνι, κύλικες τύπου Εξαλόφου.

330 330 ΠΙΝΑΚΕΣ Πιν.3.1.

331 331 Α Β Γ Δ Ε Πιν.3.2.

332 332 Ι ΙΙ ΙΙΙ IV Πιν.3.3.

333 333 ΚΙ ΚΙΙ ΚΙΙΙ ΚIV KV KVI Πιν.3.4.

334 334 ΛΚΚΙ ΛΚΚΙ.1 ΛΚΚΙ.2 ΛΚΚΙΙ

335 335 ΛΚΚΙΙΙ ΛΚΚIV

336 336 ΛΚΚV ΛΚΚVI ΛΚΚVII Πιν.3.5. ΛΚΟΙ

337 337 ΛΚΟΙΙ ΛΚΟΙΙΙ ΛΚΟIV.1

338 338 ΛKOIV.2 ΛΚΟIV.3 Πιν.3.6.

339 339 ΑΠΚΙ ΑΠΚΙΙ ΑΠΚΙV

340 340 AΠKV ΑΠΚVI Πιν.3.7.

341 341 Β1 Β2 Β3 Β4

342 342 Β5 Πιν.3.8. Α Β Γ Δ

343 343 Ε Z Πιν.3.9.

344 344 Ι ΙΙ ΙΙΙ IV

345 345 V VI VII VIII Πιν.3.10.

346 346 ΑΙ ΑΙΙ AIII ΑΙV ΑV AVI AVII AVIII Πιν.3.11.

347 347 ΛΚΑIV ΛKAV

348 348 ΛKAVI ΛKAVII Πιν.3.12.

349 349 ΛΑΟΙΙΙ ΛΑΟΙV ΛΑΟV ΛAOVI Πιν.3.13.

350 350 ΑΠΑIV AΠAV Πιν AΠAVΙ ΣΤΙ

351 351 ΣΤΙΙ.1 ΣΤΙΙ.2

352 352 ΣΤΙΙΙ.1 ΣΤΙΙΙ.2 Πιν.3.15.

353 353 Πιν.3.16.

354 354. Πιν Πιν.3.18.

355 355 Πιν Πιν.3.20.

356 356 Πιν.3.21 Πιν.3.22.

357 357 Πιν.3.23.

358 358 Πιν.3.24.

359 359 Εικ.3.25.

360 360 Πιν Πιν.3.27.

361 361 Πιν.3.28.

362 362 Πιν.3.29.

363 363 Πιν.3.30.

364 364 Πιν.3.31.

365 365 Πιν Πιν.3.33.

366 366 Πιν.3.34.

367 367 Πιν.3.35.

368 368 Πιν Πιν.3.37.

369 369 Πιν Πιν.38. Πιν Πιν.3.38.

370 370 Πιν Πιν.3.40

371 371 Πιν.3.41.

372 372 Διάμετρος χείλους Αριθμός αγγείων Πιν Τύπος χείλους Αριθμός αγγείων Ι.1. 2 Ι.3. 3 Ι.4. 3 ΙΙΙ.1 1 Πιν Πάχος τοιχωμάτων Αριθμός αγγείων Πιν. 4.3.

373 373 Πάχος τοιχωμάτων Αριθμός αγγείων Πιν Διάμετρος χείλους Αριθμός αγγείων <50 1 Πιν. 4.5.

374 374 Τύπος χείλους Αριθμός αγγείων Ι.3. 1 ΙΙ.1. 3 ΙΙΙ.1. 1 ΙΙΙ.2. 3 VII.1. 5 VII.2. 1 Πιν.4.6. Χρώμα εξωτερικής επιφάνειας Αριθμός αγγείων 2.5Y 2.5/ Y 3/1 1 5YR 2.5/1 1 5YR 6/6 1 5YR 6/ YR 5/ YR 6/ YR 7/6 2 10YR 5/4 1 10YR 6/4 1 Πιν.4.7. Επεξεργασία εξωτερικής επιφάνειας Αριθμός Αγγείων Επίχρισμα 10 Στίλβωση 1 Καμία 3 Πιν.4.8.

375 375 Πάχος τοιχωμάτων Αριθμός Αγγείων Πιν.4.9. Τύπος χείλους Αριθμός Αγγείων Ι 3 Ι.4. 2 IV 1 Πιν Διάμετρος χείλους Αριθμός Αγγείων Πιν Διάμετρος χείλους Αριθμός Αγγείων <50 1 Πιν.4.12.

376 376 Πάχος τοιχωμάτων Αριθμός Αγγείων Πιν Πάχος τοιχωμάτων Αριθμός Αγγείων Πιν.4.14.

377 377 Τύπος χείλους Αριθμός Αγγείων Ι. 6 Ι.3. 1 ΙΙ 6 ΙΙΙ 1 IV 3 VI 1 VII.1. 8 VII.2. 1 Πιν Τύπος λαβής Αριθμός Αγγείων ΛΚΑΙ 2 ΛΚΑIV 2 ΛAOIV 1 Πιν Χρώμα εξωτερικής επιφάνειας Αριθμός Αγγείων 2.5Y 2.5/ YR 6/8 4 5Υ 2.5/1 4 5YR 6/8 1 5YR 7/ YR 3/ YR 4/ YR 6/ YR 6/ YR 7/8 1

378 378 10YR 3/1 3 10YR 4/1 1 10YR 5/2 1 10YR 6/4 1 10YR 7/4 1 10YR 7/8 1 Πιν Επεξεργασία εξωτερικής επιφάνειας Αριθμός Αγγείων Επίχρισμα 16 Στίλβωση 4 Καμία 8 Πιν Διάμετρος χείλους Αριθμός Αγγείων Πιν Πάχος τοιχωμάτων Αριθμός Αγγείων

379 Πιν Τύπος χείλους Αριθμός Αγγείων Ι 1 ΙΙ 2 V 1 VI 1 VII.1. 9 VII.2. 1 Πιν Τύπος λαβής Αριθμός Αγγείων ΛΚΑΙ 2 ΛΚΑVIII 1 ΛΑΟΙΙ 3 ΛΑΟIV 1 Πιν Διάμετρος χείλους Αριθμός Αγγείων

380 Πιν Διάμετρος χείλους Αριθμός Αγγείων Πιν Πάχος τοιχωμάτων Αριθμός Αγγείων

381 Πιν Τύπος χείλους Αριθμός Αγγείων Ι Ι.3. 6 Ι.4. 2 ΙΙ.2. 1 ΙΙΙ.1. 2 ΙΙΙ.2. 1 IV 1 Πιν Χρώμα εξωτερικής επιφάνειας Αριθμός Αγγείων 2.5Y 2.5/ YR 6/ YR 3/ YR 6/ YR 6/ YR 7/8 2 10YR 5/3 1 10YR 6/4 1 Πιν.4.27.

382 382 Επεξεργασία εξωτερικής επιφάνειας Αριθμός Αγγείων Επίχρισμα 10 Στίλβωση 4 Καμία 5 Πιν Τύπος χείλους Αριθμός Αγγείων Ι 1 Ι.4. 1 ΙΙ 3 IV 1 VII.1. 4 Πιν Χρώμα εξωτερικής επιφάνειας Αριθμός Αγγείων 2.5Y 2.5/ Y 3/ YR 6/8 2 5YR 6/8 1 5YR 7/6 1 7YR 6/ YR 7/6 3 10YR 4/2 1 Πιν.4.30.

383 383 Επεξεργασία εξωτερικής επιφάνειας Αριθμός Αγγείων Επίχρισμα 10 Στίλβωση 1 Καμία 3 Πιν Διάμετρος χείλους Αριθμός Αγγείων Πιν Πάχος τοιχωμάτων Αριθμός Αγγείων Πιν Τύπος χείλους Αριθμός Αγγείων ΙΙ 3 VII.1. 1 VII.2. 1 Πιν.4.34.

384 384 Τύπος λαβής Αριθμός Αγγείων ΛΚΑΙ 3 ΛΚΑIV 1 Πιν Διάμετρος χείλους Αριθμός Αγγείων Πιν Χρώμα εξωτερικής επιφάνειας Αριθμός Αγγείων 2.5Y 2.5/ Y 3/ YR 6/ YR 6/ YR 6/6 2 10YR 6/4 1 Πιν Επεξεργασία εξωτερικής επιφάνειας Αριθμός Αγγείων Επίχρισμα 5 Στίλβωση 0 Καμία 7 Πιν.4.38.

385 385 Τύπος χείλους Αριθμός Αγγείων Ι 6 Ι.3. 3 Ι.4. 2 ΙΙ.1. 3 ΙΙ.2. 2 ΙΙΙ 4 Πιν Τύπος λαβής Αριθμός Αγγείων ΛΚΚΙ 2 ΛΚΚΙΙ 1 ΛΚΟΙΙ 1 Πιν Πάχος τοιχωμάτων Αριθμός Αγγείων Πιν Τύπος χείλους Αριθμός Αγγείων Ι 4 ΙΙΙ 1 IV 1 Πιν.4.42.

386 386 Πάχος τοιχωμάτων Αριθμός Αγγείων Πιν Χρώμα εξωτερικής επιφάνειας Αριθμός Αγγείων 2.5Y 2.5/ YR 6/8 7 5YR 7/6 4 5YR 7/ YR 6/ YR 7/6 2 10YR 5/1 1 10YR 5/2 1 10YR 5/4 1 10YR 6/6 1 Πιν Διάμετρος χείλους Αριθμός Αγγείων Πιν.4.45.

387 387 Πάχος τοιχωμάτων Αριθμός Αγγείων Πιν Διάμετρος χείλους Αριθμός Αγγείων Πιν Χρώμα εξωτερικής επιφάνειας Αριθμός Αγγείων 2.5Y 2.5/ YR 6/ YR 6/8 2 Πιν.4.48.

388 388 Επεξεργασία εξωτερικής επιφάνειας Αριθμός Αγγείων Επίχρισμα 7 Στίλβωση 0 Καμία 7 Πιν Διάμετρος χείλους Αριθμός Αγγείων Πιν Χρώμα εξωτερικής επιφάνειας Αριθμός Αγγείων 2.5Y 2.5/1 1 5YR 6/ YR 6/8 1 Πιν Τύπος χείλους Αριθμός Αγγείων ΙΙΙ 2 ΙV 1 Πιν.4.52.

389 389 Διασπορά σχημάτων σε θέσεις ΘΕ- ΣΕΙΣ ΒΙΤΣΑ ΔΩΔΩ- ΝΗ ΕΛΑΦΟ- ΤΟΠΟΣ ΕΠΙΣΚΟ- ΠΗ ΚΑΣΤΡΙ- ΤΣΑ ΚΑΣΤΡΟ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΙ 1 Χ Χ Χ Χ Χ Χ ΚΙ 2 Χ Χ Χ Χ Χ ΚΙΙ Χ Χ ΚΙΙΙ 1 Χ Χ Χ Χ ΚΙΙΙ 2 Χ Χ Χ Χ KIV Χ KV 1 Χ KV 2 Χ KV 3 Χ Χ Χ Χ KV 4 Χ Χ Χ Χ KV 5 Χ Χ KV 6 Χ KVI Χ Χ Χ Χ Χ KVII Χ Χ KVIII Χ Χ KIX Χ KX Χ KXI Χ AI 1 Χ Χ Χ Χ AI 2 Χ Χ Χ Χ Χ AI 3 Χ Χ Χ Χ AI 4 Χ Χ Χ AI 5 Χ Χ Χ AI 6 Χ Χ AII Χ Χ Χ AIII 1 Χ Χ Χ Χ AIII 2 Χ Χ AIV 1 Χ Χ Χ Χ AIV 2 Χ AIV 3 Χ Χ AV Χ Χ AVI 1 Χ Χ AVI 2 Χ Χ AVII Χ Χ Χ Χ AVIII 1 Χ Χ Χ Χ Χ AVIII 2 Χ Χ Χ MI Χ Χ MII Χ Χ Χ MIII Χ Χ MIV Χ Χ ΑΠΙ1 Χ Χ Χ Χ ΑΠΙ2 Χ ΑΠΙ3 Χ Χ ΑΠΙΙ Χ Χ ΚΑΤΩ ΚΟΝΙ- ΤΣΑ ΚΑΤΩ ΠΕΔΙ- ΝΑ ΚΡΥΑ ΛΙΑΤΟ- ΒΟΥΝΙ ΜΑΖΑ- ΡΑΚΙ ΝΕΟΧΩΡΟ- ΠΟΥΛΟ Πιν.6.1.

390 390 ΣΧΕΔΙΑ Σχ.1.

391 391 Σχ.2. Σχ.3.

392 392 Σχ.4. Σχ.5.

393 393 Σχ.6. Σχ.7.

394 394 Σχ.8. Σχ.9. Σχ.8.

395 395 Σχ.9. Σχ.10. Σχ.10.

396 396 Σχ.12. Σχ.11. Σχ.12. Σχ.12.

397 397 Σχ.13. Σχ.13.

398 398 Σχ.14. Σχ.14.

399 399 ΕΙΚΟΝΕΣ Εικ.1. Εικ.1.

400 400 Εικ.2. Εικ.3.

401 401 Εικ.4. Εικ.5.

402 402 Εικ.6. Εικ.7.

403 403 Εικ.8. Εικ.9.

404 404 Εικ.10. Εικ Εικ.11.

405 405 Εικ.12. Εικ.13.

406 406 Εικ.14. Εικ.15.

407 407 Εικ.16. Εικ.17.

408 408 Εικ.18. Εικ.19.

409 409 Εικ.20. Εικ.21.

410 410 Εικ.22. Εικ.23.

411 411 Εικ.24. Εικ.25.

412 412 Εικ.26. Εικ.27.

413 413 Εικ.28. Εικ.29.

414 414 Εικ.30. Ει Εικ.31.

415 415 Εικ.32. Εικ.33.

416 416 Εικ.34. Εικ.35.

417 417 Εικ.36.

418 418 Εικ.37. Εικ.38.

419 419 Εικ.39. Εικ.40.

420 420 Εικ.41.

421 421 Εικ.42 Εικ.43.

422 422 Εικ.44. Εικ.45.

423 423 Εικ.46. Εικ.47.

424 424 Εικ.48. Εικ.49.

425 425 Εικ.50.

426 426 Εικ.51.

427 427 Εικ.52. Εικ.53.

428 428 Εικ.54. Εικ.55.

429 429 Εικ.56. Εικ.57.

430 430 Εικ.58. Εικ.59.

431 431 Εικ.60. Εικ.61.

432 432 Εικ.62. Εικ.63.

433 433 Εικ.64. Εικ.65.

434 434 Εικ.66. Εικ.67.

435 435 Εικ.68.

436 436 Εικ.69.

437 437 Εικ.70. Εικ.71.

438 438 Εικ.72. Εικ.73.

439 439 Εικ.74. Εικ.75.

440 440 Εικ.76. Εικ.77.

441 441 Εικ.78.

442 442 Εικ.79. Εικ.80.

443 443 Εικ.81.

444 444 Εικ.82.

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους κωνσταντινα Γραβανη e-mail: cgravani@cc.uoi.gr ΠανεΠιστηΜιουΠολη Δουρουτησ: αρχαιολογικεσ ερευνεσ, εργασιεσ και Μελετεσ: συντομη αναφορα ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ42

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής τέχνης:

Διαβάστε περισσότερα

[IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β

[IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β [IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 30 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Δ. Πλάντζος, Ελληνική τέχνη και αρχαιολογία 1200-30 π.χ. Εκδόσεις Καπόν: Αθήνα, 2016

Διαβάστε περισσότερα

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό Με τον όρο Μυκηναϊκός Πολιτισμός χαρακτηρίζεται ο προϊστορικός πολιτισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, που αναπτύχθηκε την περίοδο 1600-1100 π. Χ., κυρίως στην

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πηγές και μέθοδοι (συνέχεια) Ο κλασικός αρχαιολόγος ταξινομεί το υλικό του: Κατά χρονική

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88: Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Το σεμινάριο βοηθά τους φοιτητές να εμπεδώσουν

Διαβάστε περισσότερα

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής.

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής. Ντ. Ούρεμ-Κώτσου, Ά. Παπαϊωάννου, T. Silva, Φ. Αδακτύλου, Μ. Μπέσιος Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής. Στην εργασία αυτή επιχειρείται

Διαβάστε περισσότερα

Δομή και Περιεχόμενο

Δομή και Περιεχόμενο Υπουργείο Παιδείας & Πολιτισμού Διεύθυνση Δημοτικής Εκπαίδευσης Δομή και Περιεχόμενο Ομάδα Υποστήριξης Νέου Αναλυτικού Προγράμματος Εικαστικών Τεχνών Ιανουάριος 2013 Δομή ΝΑΠ Εικαστικών Τεχνών ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Σπύρος Τσιπίδης Γεω - οπτικοποίηση χωρωχρονικών αρχαιολογικών δεδομένων Περίληψη διατριβής H παρούσα εργασία

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014 Βασικές έννοιες και αρχές της τουριστικής βιομηχανίας/ Η

Διαβάστε περισσότερα

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΜΑΡΜΑΡΑ Καθηγητή του Τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου ΟΜΙΛΙΑ

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΜΑΡΜΑΡΑ Καθηγητή του Τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου ΟΜΙΛΙΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΜΑΡΜΑΡΑ Καθηγητή του Τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου ΟΜΙΛΙΑ Κυρίες και Κύριοι, Είναι μοιραίο, όταν ακολουθείς ως ομιλητής τους συγκεκριμένους σπουδαίους προλαλήσαντες να πρέπει

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Τίτλος Ερευνητικού Έργου «Η καθημερινή ζωή στις κοινότητες της 5ης

Διαβάστε περισσότερα

ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ

ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ: Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Μυκηναϊκός Πολιτισμός ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΚΑΛΛΙΑΔΟΥ ΜΑΡΙΑ ΘΕΜΑ: «Η καθημερινή ζωή στον Μυκηναϊκό Κόσμο» Οι μαθητές

Διαβάστε περισσότερα

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Μέρος της οχύρωσης Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που διενεργούνται στην περιοχή της La Bastida (Totana, Murcia στην Ισπανία) έχουν αποκαλύψει ένα επιβλητικό οχυρωματικό

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119: Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Το μάθημα προφέρει μια συστηματική και

Διαβάστε περισσότερα

ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΣ: 3028/2002 ΦΕΚ: Α 153/28.06.2002 ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΘΡΟ 1: ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ 1. Στην προστασία που παρέχεται

Διαβάστε περισσότερα

Συντήρηση - Αποκατάσταση Επίπλων και Ξύλινων κατασκευών Δραστηριότητες Εργαστηρίου Δρ. Τσίποτας Δημήτριος

Συντήρηση - Αποκατάσταση Επίπλων και Ξύλινων κατασκευών Δραστηριότητες Εργαστηρίου Δρ. Τσίποτας Δημήτριος Ημερίδα, 23-5-2013 Αποθήκες Καρδιτσομαγούλας Ένα σύγχρονο «Κέντρο Πολιτισμού και Εκπαίδευσης» γεννιέται Συντήρηση - Αποκατάσταση Επίπλων και Ξύλινων κατασκευών Δραστηριότητες Εργαστηρίου Δρ. Τσίποτας Δημήτριος

Διαβάστε περισσότερα

ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ. Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών στη Βιβλιοθήκη της ΑΣΠΑΙΤΕ

ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ. Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών στη Βιβλιοθήκη της ΑΣΠΑΙΤΕ ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ ΕΡΕΥΝΑ Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών στη Βιβλιοθήκη της ΑΣΠΑΙΤΕ ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2019 2 ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ ΕΡΕΥΝΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ 1. Από τη Γραμμική Β στην εισαγωγή του αλφαβήτου - Στον ελληνικό χώρο, υπήρχε ένα σύστημα γραφής μέχρι το 1200 π.χ. περίπου, η

Διαβάστε περισσότερα

12 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ στην εκπαιδευση

12 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ στην εκπαιδευση προλογοσ Το βιβλίο αυτό αποτελεί καρπό πολύχρονης ενασχόλησης με τη θεωρητική μελέτη και την πρακτική εφαρμογή του παραδοσιακού χορού και γράφτηκε με την προσδοκία να καλύψει ένα κενό όσον αφορά το αντικείμενο

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Κουσερή Γεωργία Φιλόλογος Δρ. Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ΚΕΡΚΥΡΑ ΜΑΙΟΣ 2017 Περιεχόμενα της παρουσίασης Το ιστορικό ερώτημα Το

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟÏΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟÏΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΙΒ' ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟÏΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ Έως πρόσφατα στη δικαιοδοσία της ΙΒ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, με έδρα τα Ιωάννινα, περιλαμβάνονταν οι Ν. Ιωαννίνων, Άρτας, Πρέβεζας

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ Δευτέρα 27 Μαΐου 2013 Βασικές έννοιες και αρχές της τουριστικής βιομηχανίας/ Η ελληνική

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Διάρθρωση μαθημάτων: Εισαγωγικά (2/10 Πλάντζος) Μεθοδολογία

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνία και Οικονομία στην Ανατολική Μεσόγειο από τη Νεολιθική έως και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού

Κοινωνία και Οικονομία στην Ανατολική Μεσόγειο από τη Νεολιθική έως και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού 2 ο Συνέδριο Μεταπτυχιακών Φοιτητών Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Κοινωνία και Οικονομία στην Ανατολική Μεσόγειο από

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πηγές και μέθοδοι Κλασική Αρχαιολογία είναι: Ο κλάδος της αρχαιολογίας που μελετά τα υλικά

Διαβάστε περισσότερα

Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα

Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Οι περίοδοι της Προϊστορίας στην Ελλάδα: Παλαιολιθική εποχή (800.000-10.500 ΠΣ) Μεσολιθική εποχή

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ Μέρος Α

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ Μέρος Α ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΜΟΝΙΜΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Hλίας Αθανασιάδης * Συγκριτική θέση της Ηπείρου ως προς τις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας με κριτήριο τους δείκτες ευημερίας

Hλίας Αθανασιάδης * Συγκριτική θέση της Ηπείρου ως προς τις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας με κριτήριο τους δείκτες ευημερίας Hλίας Αθανασιάδης * Συγκριτική θέση της Ηπείρου ως προς τις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας με κριτήριο τους δείκτες ευημερίας Στη σημερινή εποχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης, τα οικονομικά κριτήρια σύγκρισης

Διαβάστε περισσότερα

Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (676)

Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (676) Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (676) Το Τμήμα Το Τμήμα με το νόμο 4521/2018 εντάχτηκε στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής μετά την κατάργηση του ΤΕΙ Αθήνας. Το Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

Υπεύθυνος Προγράµµατος: Καθηγητής Νικόλαος Σταµπολίδης. (ΚΑΡ) Κλασική Αρχαιολογία (ΑΙΣ) Αρχαία Ιστορία (ΠΑΡ) Προϊστορική Αρχαιολογία

Υπεύθυνος Προγράµµατος: Καθηγητής Νικόλαος Σταµπολίδης. (ΚΑΡ) Κλασική Αρχαιολογία (ΑΙΣ) Αρχαία Ιστορία (ΠΑΡ) Προϊστορική Αρχαιολογία Ο αρχαίος µεσογειακός κόσµος: Ιστορία και Αρχαιολογία (ΦΕΚ 786/Β/6-10-93, αντικ. ΦΕΚ 170/Β/6-3-97, τροπ. ΦΕΚ 1137/Β/22-12-1997, διορθ. ΦΕΚ 401/Β/29-4-1998, τροπ. ΦΕΚ 1537/B/ 17-10-2003) τρεις κατευθύνσεις:

Διαβάστε περισσότερα

ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ. Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του TEI Ηπείρου

ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ. Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του TEI Ηπείρου ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ ΕΡΕΥΝΑ Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του TEI Ηπείρου ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2017 2 ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

17. 12.2008-20. 03. 2009. «...ανέφερα εγγράφως...» Διάρκεια Έκθεσης: ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΜΝΗΜΕΙΩΝ

17. 12.2008-20. 03. 2009. «...ανέφερα εγγράφως...» Διάρκεια Έκθεσης: ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΜΝΗΜΕΙΩΝ «...ανέφερα εγγράφως...» ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ Διάρκεια Έκθεσης: 17. 12.2008-20. 03. 2009 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΜΝΗΜΕΙΩΝ Το αρχειακό υλικό

Διαβάστε περισσότερα

ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ. Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών στις Βιβλιοθήκες του ΤΕΙ Ηπείρου

ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ. Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών στις Βιβλιοθήκες του ΤΕΙ Ηπείρου ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ ΕΡΕΥΝΑ Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών στις Βιβλιοθήκες του ΤΕΙ Ηπείρου ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2018 2 ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών στη Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών στη Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ ΕΡΕΥΝΑ Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών στη Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2018 2 ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς Π ΜΩΚ Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς Π ΜΩΚ ΓΩΜΚ Δρ Δ.Γ. Μυλωνάς 2 Π ΜΩΚ Δρ Δ.Γ. Μυλωνάς 3 Π ΜΩΚ Υπομυκηναϊκή Περίοδος, 1100 1050/1025 π.. Πρωτογεωμετρική Περίοδος, 1050 900 π.. Γεωμετρική Περίοδος, 900 700 π..

Διαβάστε περισσότερα

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49 Στις 17 Απριλίου 2013 επισκεφθήκαμε το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεγάρων. Η αρχαιολόγος κα Τσάλκου (την οποία θερμά ευχαριστούμε) μας παρουσίασε τα πολύ εντυπωσιακά ευρήματα της περιοχής μας δίνοντάς μας αναλυτικές

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) (συνέχεια) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής

Διαβάστε περισσότερα

Η Ελληνιστική Κεραμική

Η Ελληνιστική Κεραμική Η Ελληνιστική Κεραμική Μικρή Εισαγωγή Πριν από μερικές δεκαετίες η πρόταση μας για ένα φροντιστήριο ελληνιστικής κεραμικής στους φοιτητές αρχαιολογίας απορρίφθηκε πανηγυρικά, αφού η άσκηση των νέων αρχαιολόγων

Διαβάστε περισσότερα

ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ. Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών στη Βιβλιοθήκη του Α.Ε.Ι. Πειραιά Τ.Τ.

ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ. Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών στη Βιβλιοθήκη του Α.Ε.Ι. Πειραιά Τ.Τ. ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ ΕΡΕΥΝΑ Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών στη Βιβλιοθήκη του Α.Ε.Ι. Πειραιά Τ.Τ. ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2016 2 ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

108 Ιστορίας και Εθνολογίας Θράκης (Κομοτηνή)

108 Ιστορίας και Εθνολογίας Θράκης (Κομοτηνή) 108 Ιστορίας και Εθνολογίας Θράκης (Κομοτηνή) Το Τμήμα ιδρύθηκε το 1990 και άρχισε να λειτουργεί το ακαδημαϊκό έτος 1991-1992. Δέχεται κατ' έτος 200 περίπου φοιτητές. Σκοπός Σκοπός του Τμήματος είναι:

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.) ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.) ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ (Π.Ι.Ε.)

Διαβάστε περισσότερα

SCUOLA ARCHEOLOGICA ITALIANA DI ATENE

SCUOLA ARCHEOLOGICA ITALIANA DI ATENE SCUOLA ARCHEOLOGICA ITALIANA DI ATENE Odòs Parthenonos 14-16 GR11742 ATENE Tel. +30 210 9239163-9214024, fax +30 210 9220908 www.scuoladiatene.it Il Direttore Prof. Emanuele Papi direttoresaia@scuoladiatene.it

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση Βιβλίου. Δημήτρης Γερμανός Τμήμα Επιστήμων Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Παρουσίαση Βιβλίου. Δημήτρης Γερμανός Τμήμα Επιστήμων Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Επιστημονική Επετηρίδα, Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Τόμος 8 (2015) Παρουσίαση Βιβλίου Ρέντζου, Κ., Σακελλαρίου, Μ. (2014). Ο χώρος ως παιδαγωγικό πεδίο σε προσχολικά περιβάλλοντα

Διαβάστε περισσότερα

Η αποκάλυψη της τεχνικής της δομής ενός έργου τέχνης, αναγκαίο εργαλείο για την αναγνώριση και λύση των προβλημάτων συντήρησης και διατήρησής του.

Η αποκάλυψη της τεχνικής της δομής ενός έργου τέχνης, αναγκαίο εργαλείο για την αναγνώριση και λύση των προβλημάτων συντήρησης και διατήρησής του. Η αποκάλυψη της τεχνικής της δομής ενός έργου τέχνης, αναγκαίο εργαλείο για την αναγνώριση και λύση των προβλημάτων συντήρησης και διατήρησής του. Μελέτη υποδομής για την συντήρηση του εντοίχιου ζωγραφικού

Διαβάστε περισσότερα

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις Έργο: «Ένταξη παιδιών παλιννοστούντων και αλλοδαπών στο σχολείο - για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Γυμνάσιο)» Επιμορφωτικό Σεμινάριο Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές

Διαβάστε περισσότερα

ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ. Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του ΤΕΙ Θεσσαλίας

ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ. Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του ΤΕΙ Θεσσαλίας ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ ΕΡΕΥΝΑ Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του ΤΕΙ Θεσσαλίας ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2018 2 ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος Αναπαράσταση του κλασικού: Το κλασικό παρελθόν δεν ανασκάπτεται ώστε να μελετηθεί ως αυτόνομη ιστορική οντότητα,

Διαβάστε περισσότερα

Τα κτήρια λένε την ιστορία τους. 48o Γυμνάσιο Αθηνών ΔΑΝΣΜ. Διεύθυνση Αναστήλωσης Νεότερων και Σύγχρονων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού

Τα κτήρια λένε την ιστορία τους. 48o Γυμνάσιο Αθηνών ΔΑΝΣΜ. Διεύθυνση Αναστήλωσης Νεότερων και Σύγχρονων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού Διεύθυνση Αναστήλωσης Νεότερων και Σύγχρονων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού ΔΑΝΣΜ 48o Γυμνάσιο Αθηνών Τα κτήρια λένε την ιστορία τους 1 Συμμετέχοντες Σχολείο: 48 ο Γυμνάσιο Αθηνών Τάξη / Τμήμα: Γ Γυμνασίου

Διαβάστε περισσότερα

Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ ΕΡΕΥΝΑ Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2016 2 ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) (συνέχεια) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής

Διαβάστε περισσότερα

Μοναδικό παλαιοχριστιανικό μνημείο οι Κατακόμβες της Μήλου

Μοναδικό παλαιοχριστιανικό μνημείο οι Κατακόμβες της Μήλου 09/04/2019 Μοναδικό παλαιοχριστιανικό μνημείο οι Κατακόμβες της Μήλου / Ιστορία - Εθνικά Θέματα Αθανάσιος Κίμων Ευθυμίου, Δημοσιογράφος Εκτός από κοιμητήριο, οι κατακόμβες ήταν και τόπος λατρείας. Έτσι

Διαβάστε περισσότερα

MIA ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

MIA ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ MIA ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ ΣΤ. ΑΝ ΡΕΟΥ Κ. ΕΥΚΛΕΙ ΟΥ Α. ΚΟΥΣΟΥΛΑΚΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ-ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ, Α.Π.Θ. ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ-ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ, Α.Π.Θ. XEEE

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Τι είναι Aρχαιολογία; Η επιστήμη της αρχαιολογίας: Ασχολείται με την περισυλλογή,

Διαβάστε περισσότερα

Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Πολυτεχνείου Κρήτης

Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Πολυτεχνείου Κρήτης ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ ΕΡΕΥΝΑ Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Πολυτεχνείου Κρήτης ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2017 2 ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (

ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ( ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (1100-750 π.χ.).) Ή ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ Δ. ΠΕΤΡΟΥΓΑΚΗ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟΥ ΚΥΡΙΑ ΠΗΓΗ ΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ ΣΕ ΑΥΤΌ ΟΦΕΙΛΕΙ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΟΜΗΡΙΚΗ. ΩΣΤΟΣΟ ΟΙ ΟΡΟΙ ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ Ή ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΜΦΙΛΟΧΙΚΟΥ ΑΡΓΟΥΣ. βασίσθηκε στην εργασία που εκπόνησε ειδική επιστημονική ομάδα υπό τους κ.κ. Λάζαρο Κολώνα τ. γενικό Διευθυντή

Διαβάστε περισσότερα

ΑΔΑ: ΒΛ1ΡΓ-Σ09 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

ΑΔΑ: ΒΛ1ΡΓ-Σ09 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΜΕΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Ταχ. Δ/νση : Θεμιστοκλέους 87 Αθήνα Ταχ.Κώδικας : 10681 Πληροφορίες : Ιωάννα-Ασπασία Κολώκα Τηλέφωνο : 2103307646

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Η κεραμική, μια πανάρχαια τέχνη, χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη το αργιλόχωμα. Όταν αναμείξουμε το αργιλόχωμα με νερό θα προκύψει μία πλαστική μάζα

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΤΑΣΗΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕ Η ΧΩΡΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΤΑΣΗΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕ Η ΧΩΡΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ 556 3 Ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΤΗ ΣΥΡΟ ΤΠΕ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΤΑΣΗΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕ Η ΧΩΡΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ Ματούλας Γεώργιος Δάσκαλος ΔΣ Ευξινούπολης

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ Ιωάννινα, Αρ. Πρωτ.: Βαθμός Προτεραιότητας:

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Όταν οι μαθητές δημιουργούν

ΟΙ ΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Όταν οι μαθητές δημιουργούν ΟΙ ΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Όταν οι μαθητές δημιουργούν ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στην Α τάξη Γυμνασίου, οι μαθητές μας

Διαβάστε περισσότερα

Ερευνητικό ερώτημα: Η εξέλιξη της τεχνολογίας της φωτογραφίας μέσω διαδοχικών απεικονίσεων της Ακρόπολης.

Ερευνητικό ερώτημα: Η εξέλιξη της τεχνολογίας της φωτογραφίας μέσω διαδοχικών απεικονίσεων της Ακρόπολης. Περιγραφή της ερευνητικής εργασίας Βασικοί σκοποί της έρευνας: Η οικοδόμηση γνώσεων όσον αφορά στη λειτουργία των φωτογραφικών τεχνικών (αναλογικών ψηφιακών) διερευνώντας το θέμα κάτω από το πρίσμα των

Διαβάστε περισσότερα

Τέχνη Χώρος Όψεις Ανάπτυξης

Τέχνη Χώρος Όψεις Ανάπτυξης Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών Τέχνη Χώρος Όψεις Ανάπτυξης ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης Πειραιώς 211, Ταύρος Σάββατο, 23 Νοεμβρίου

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Πτυχιακή διατριβή ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΩΓΗΣ ΝΙΤΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΙΤΡΩΔΩΝ ΙΟΝΤΩΝ ΣΕ ΝΕΡΟ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΥΔΡΟΓΟΝΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Ιόνιου Πανεπιστημίου

Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Ιόνιου Πανεπιστημίου ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ ΕΡΕΥΝΑ Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Ιόνιου Πανεπιστημίου ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2018 2 ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ Ι [1+31 \Ι 111 ΝΙ \ε. \(t ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΛΑΜΠΡΕΛΛΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ

ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ ΕΡΕΥΝΑ Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών στη Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης του Πολυτεχνείου Κρήτης ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2016 2 ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Μεταπτυχιακή διατριβή

Μεταπτυχιακή διατριβή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Μεταπτυχιακή διατριβή ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΚΛΕΚΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗΣ ΟΞΕΙΔΩΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕΘΑΝΙΟΥ ΠΡΟΣ ΔΙΟΞΕΙΔΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ Βασιλική

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης Γιώργος Πρίμπας Το παρόν φωτογραφικό άλμπουμ είναι ένα αφιέρωμα για τους τρεις μεγάλης αρχαιολογικής αξίας χώρους στην περιοχή

Διαβάστε περισσότερα

Ερμηνευτική της Νεολιθικής Ειδωλοπλαστικής

Ερμηνευτική της Νεολιθικής Ειδωλοπλαστικής Ερμηνευτική της Νεολιθικής Ειδωλοπλαστικής ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΡΩΙΜΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΚΕΨΗ Οι τεράστια ανθρώπινη ικανότητα για μάθηση διακρίνει τον άνθρωπο από όλα τα άλλα γένη. Στην απώτερη Προϊστορία, η εξέλιξη της

Διαβάστε περισσότερα

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη ΕΙΣΑΓΩΓΗ Είναι γνωστό ότι, παραδοσιακά, όπως άλλα εκπαιδευτικά συστήματα έτσι και το ελληνικό στόχευαν στην καλλιέργεια και ενδυνάμωση της εθνοπολιτιστικής ταυτότητας. Αυτό κρίνεται θετικό, στο βαθμό που

Διαβάστε περισσότερα

Πρόσκληση απασχόλησης στο έργο ''Πανδέκτης: Ψηφιακός θησαυρός πρωτογενών τεκµηρίων ελληνικής ιστορίας και πολιτισµού''

Πρόσκληση απασχόλησης στο έργο ''Πανδέκτης: Ψηφιακός θησαυρός πρωτογενών τεκµηρίων ελληνικής ιστορίας και πολιτισµού'' Πρόσκληση απασχόλησης στο έργο ''Πανδέκτης: Ψηφιακός θησαυρός πρωτογενών τεκµηρίων ελληνικής ιστορίας και πολιτισµού'' Οι παρακάτω προσκλήσεις εντάσσονται στο Έργο «ΠΑΝ ΕΚΤΗΣ Νο2- Ψηφιακός Θησαυρός Πρωτογενών

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΡΙΑ ΒΕΝΕΤΟΥΛΙΑ, Α1 ΜΑΡΙΑ ΒΟΥΓΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Α1 2015-2016 ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΦΟΡΤΣΕΡΑ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΌΣ ΠΟΥ ΈΜΕΙΝΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΊΑ Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Ονοματεπώνυμο: Τουφεξή Ασπασία Σειρά: 12 Επιβλέπων καθηγητής: Ιωαννίδης Α. Διευθυντής ΠΜΣ: Σιώμκος Γεώργιος Ο ρόλος του μουσείου

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ, ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ, ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε. ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ, ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε. Ιαν. 2016 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ: Χωρική διάρθρωση και εξέλιξη της οικοδομικής δραστηριότητας στη Ζώνη Επιρροής της Εγνατίας Οδού, 2004-2014 ΓΕΩΧΩΡΟΣ Α.Ε., Σύμβαση: Παροχή υπηρεσιών

Διαβάστε περισσότερα

Οικονομία - Επιχειρήσεις Μάρκετινγκ 1

Οικονομία - Επιχειρήσεις Μάρκετινγκ 1 Οικονομία - Επιχειρήσεις Μάρκετινγκ 1 Επιμέλεια: Γεώργιος Λελεδάκης (Λέκτορας Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών) Συγγραφή: Ευθύμιος Ζιγκιρίδης ΠΡΟΛΟΓΟΣ & ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Άρης Κουμπαρέλης Καθηγητής

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Φυσικός, M.Ed. Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας

ΑΡΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Φυσικός, M.Ed. Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας ΑΡΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Φυσικός, M.Ed. Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας Ομιλία με θέμα: ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ & ΦΥΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ Εκδήλωση αριστούχων μαθητών: Οι μαθητές συναντούν τη Φυσική και η Φυσική

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή..2. - Iστορική αναδρομή...3-4. - Περιγραφή του χώρου...5-8. - Επίλογος...9. - Βιβλιογραφία 10

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή..2. - Iστορική αναδρομή...3-4. - Περιγραφή του χώρου...5-8. - Επίλογος...9. - Βιβλιογραφία 10 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ - Γενική Εισαγωγή..2 - Iστορική αναδρομή....3-4 - Περιγραφή του χώρου.....5-8 - Επίλογος...9 - Βιβλιογραφία 10 1 Γενική Εισαγωγή Επίσκεψη στο Επαρχιακό Μουσείο Πάφου Το Επαρχιακό Μουσείο της

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 Η ΚΘ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων και η Επιστημονική Ομάδα των Ανασκαφών Αυγής οργανώνουν για πέμπτη χρονιά εκπαιδευτικές δράσεις με αφορμή

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΡΑΤΟΥ. βασίσθηκε στην εργασία που εκπόνησε ειδική επιστημονική ομάδα υπό τους κ.κ. Λάζαρο Κολώνα τ. γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Αναλυτικές προσεγγίσεις στη μελέτη της γραπτή κεραμικής της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής

Διαβάστε περισσότερα

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή.

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή. Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ (3000-1100π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή. - Ο σημαντικότερος οικισμός ήταν η... - Κατά τη 2 η και 3 η χιλιετία

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ. Έχοντας υπόψη:

ΑΠΟΦΑΣΗ. Έχοντας υπόψη: ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Δ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ Ιωάννινα, Αρ. Πρωτ.:

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ . Τμήμα Γεωγραφίας Πανεπιστημίου Αιγαίου Τμήμα Αρχιτεκτόνων Πολυτεχνικής Σχολής Α.Π.Θ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΒΕΛΔΕΜΙΡΗ. 2/5/1973 Αθ. Διάκου 7-9, Άγιος Παύλος, Θεσσαλονίκη

ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΒΕΛΔΕΜΙΡΗ. 2/5/1973 Αθ. Διάκου 7-9, Άγιος Παύλος, Θεσσαλονίκη ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΒΕΛΔΕΜΙΡΗ 2/5/1973 Αθ. Διάκου 7-9, Άγιος Παύλος, Θεσσαλονίκη 2310247570-6978 315324 info@stefanieveldemiri.com Η επαγγελματική εξειδίκευση της Στεφανίας Βελδεμίρη που αφορά τη συντήρηση αρχαιολογικών

Διαβάστε περισσότερα

Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών στη Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης του Πολυτεχνείου Κρήτης

Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών στη Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης του Πολυτεχνείου Κρήτης ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ ΕΡΕΥΝΑ Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών στη Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης του Πολυτεχνείου Κρήτης ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2018 2 ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Κρίσεις Συνέχειες - Ασυνέχειες στην Εξέλιξη του Πολιτισμού του Ελλαδικού Χώρου

Κρίσεις Συνέχειες - Ασυνέχειες στην Εξέλιξη του Πολιτισμού του Ελλαδικού Χώρου Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς 2012 «Ευρώπη μια Κοινή Κληρονομιά» 28-30 Σεπτεμβρίου 2012 Υλικός & Άυλος Πολιτισμός : Κρίσεις - Συνέχειες και Ασυνέχειες ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΑΝΙΑΤΣΑΣ' Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» Α. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Το θέμα του συνεδρίου, Ήέες πόλεις πάνω σε παλιές", είναι θέμα με πολλές

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ E ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ 8467 23 Νοεμβρίου 2017 ΤΕΥΧΟΣ ΤΡΙΤΟ Αρ. Φύλλου 1174 ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ - ΛΟΙΠΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Αριθμ. 1617034157/20-7-2017

Διαβάστε περισσότερα

Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ ΕΡΕΥΝΑ Ηλεκτρονική Έρευνα Ικανοποίησης Χρηστών Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2017 2 ΜΟΝΑΔΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΚΟΙΝ.: Βαθμός Ασφαλείας: Να διατηρηθεί μέχρι: Βαθ. Προτεραιότητας: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ -----

ΚΟΙΝ.: Βαθμός Ασφαλείας: Να διατηρηθεί μέχρι: Βαθ. Προτεραιότητας: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ----- ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ----- Βαθμός Ασφαλείας: Να διατηρηθεί μέχρι: Βαθ. Προτεραιότητας: Αθήνα, 06-2-207 Αρ. Πρωτ. 2408/Δ2 ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΠΟΥΔΩΝ Π/ΘΜΙΑΣ ΚΑΙ

Διαβάστε περισσότερα

1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 1. το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων

1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 1. το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων 1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 1 το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων 1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 2 1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 3 ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΠΥΡΡΟΣ αντίγραφο από πρωτότυπο του 3ου π.χ. αι. της

Διαβάστε περισσότερα

Το Κάστρο του Πλαταμώνα μέσα στην Iστορία

Το Κάστρο του Πλαταμώνα μέσα στην Iστορία ΣΧΕΔΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Σχολείο : 9/θ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΛΑΤΑΜΩΝΑ Τίτλος/Θέμα Προγράμματος Το Κάστρο του Πλαταμώνα μέσα στην Iστορία Τάξεις ή Τμήματα συμμετοχής: ΣΤ1, ΣΤ2 Υπεύθυνοι Εκπαιδευτικοί

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ (1) ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΩΔΙΚΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΟ3019 ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ Γ ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Εισαγωγικά: ΟΡΙΣΜΟΣ: Με τον όρο μυκηναϊκός πολιτισμός χαρακτηρίζεται ο προϊστορικός πολιτισμός της ΎστερηςΕποχήςτουΧαλκούαπότο1600-1100 π. Χ. που αναπτύχθηκε κυρίως στην κεντρική

Διαβάστε περισσότερα

διάστημα κατασκευής αυτών των αγγείων περιορίζεται σε δύο έως τρεις γενιές. Ως προς τη χρονολόγησή της βασιζόμαστε στα κεραμικά συνευρήματα που

διάστημα κατασκευής αυτών των αγγείων περιορίζεται σε δύο έως τρεις γενιές. Ως προς τη χρονολόγησή της βασιζόμαστε στα κεραμικά συνευρήματα που ΠΕΡΙΛΗΨΗ H διδακτορική διατριβή με θέμα: «Σύγκλιση Απόκλιση. Έρευνα & Συνεισφορά στην τοπική κεραμική της Περιφέρειας Αρμένων-Ρεθύμνου και στην Κεραμική Παραγωγή της Κρήτης κατά τον 14 ο και 13 ο π. Χ.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΞΑΜΗΝΟ: Δ / Ακ. Έτος ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ & ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΞΑΜΗΝΟ: Δ / Ακ. Έτος ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ & ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ & ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ 1. Προγραμματισμός Μαθήματα 1-3: Εισαγωγή στην εκπαιδευτική έρευνα. Επίπεδα έρευνας, δεοντολογία εκπαιδευτικής έρευνας. Ερευνητικές διαδικασίες: Ερευνητικά πλαίσια,

Διαβάστε περισσότερα