ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Αναλυτικές προσεγγίσεις στη μελέτη της γραπτή κεραμικής της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής από τη Θεσσαλία: το παράδειγμα του Αχιλλείου και της Οτζάκι Μαγούλας Χαμχαλέ Δέσποινα Μεταπτυχιακή εργασία Θεσσαλονίκη 2009

2 Αναλυτικές προσεγγίσεις στη μελέτη της γραπτή κεραμικής της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής από τη Θεσσαλία: το παράδειγμα του Αχιλλείου και της Οτζάκι Μαγούλας Χαμχαλέ Δέσποινα Επιβλέπων καθηγητής: Καθ. Κ. Κωτσάκης Ημερομηνία έγκρισης: 4 Φεβρουαρίου 2009 Η έγκριση της Μεταπτυχιακής Εργασίας από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες του συγγραφέα. 2

3 Ι. Πρόλογος/ Ευχαριστίες ΙΙ. Συντομογραφίες ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Σύντομη ιστορία της προϊστορικής έρευνας στη Θεσσαλία 1.2 Θεωρία και μέθοδος της μελέτης της κεραμικής 2. ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΚΕΡΑΜΙΚΗΣ 2.1 Το στιλ 2.2 Η τεχνολογία 2.3 Η χρήση 2.4 Οι οικονομικές διαστάσεις 3. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΕΡΑΜΙΚΗΣ ΣΤΑ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ 3.1 Η τροφή ως αντικείμενο ανθρωπολογικής έρευνας 3.2 Ο ρόλος της κεραμικής στην αποθήκευση, την προετοιμασία, την προσφορά και την κατανάλωση της τροφής 4. ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ 4.1 Η γραπτή κεραμική της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής από τη Θεσσαλία 4.2 Δύο παραδείγματα από τη Θεσσαλία Αχίλλειο Οτζάκι 4.3 Σύνθεση 4.4 Η τεχνολογία της κεραμικής 5. ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΑΓΓΕΙΑ ΩΣ ΤΜΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ 5.1 Η μελέτη της γραπτής κεραμικής από το Αχίλλειο και το Οτζάκι της Θεσσαλίας μέσα στο πλαίσιο των πρακτικών που σχετίζονται με την τροφή 5.2 Γιατί διακοσμούνται τα αγγεία; ΙΙΙ. Βιβλιογραφία 3

4 Ι. ΠΡΟΛΟΓΟΣ/ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η μελέτη του θέματος της νεολιθικής κεραμικής από τη Θεσσαλία και ειδικότερα από τους οικισμούς του Αχιλλείου και της Οτζάκι Μαγούλας φιλοδοξεί να παρουσιάσει συνοπτικά τα χαρακτηριστικά της γραπτής κεραμικής που προέρχεται από τις παραπάνω θέσεις. Η συζήτηση αφορά θέματα που σχετίζονται με την τεχνολογία, την τυπολογία και τη διακόσμηση των αγγείων αυτών, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη μελέτη της κατανομής της γραπτής κεραμικής στους χώρους των δύο οικισμών. Στόχος είναι να μελετηθεί το αρχαιολογικό πλαίσιο εντοπισμού των γραπτών αγγείων όσο αυτό είναι εφικτό με βάση τις πληροφορίες που παραθέτουν οι ίδιοι οι ανασκαφείς στις δημοσιεύσεις του έργου τους. Ταυτόχρονα, βασική επιδίωξη είναι να μελετηθεί η γραπτή κεραμική ως αντικείμενο του υλικού πολιτισμού που συμμετέχει στις ποικίλες δραστηριότητες και πρακτικές των προϊστορικών κοινωνιών και μεταφέρει τα δικά του μοναδικά νοήματα. Η μελέτη διαιρέθηκε και οργανώθηκε σε πέντε κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο αποτελεί μια γενική εισαγωγή στη μελέτη που θα ακολουθήσει στα επόμενα κεφάλαια. Χωρίζεται σε δύο υποκεφάλαια: στο πρώτο παρουσιάζονται συνοπτικά τα θεωρητικά ρεύματα που κυριάρχησαν στον ευρωπαϊκό κυρίως χώρο κατά τον 20 ο αι. και τα οποία επηρέασαν την αρχαιολογική έρευνα γενικά και τη μελέτη της κεραμικής ειδικότερα. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται μια συνοπτική επισκόπηση της προϊστοριολογικής έρευνας στο θεσσαλικό χώρο, ενώ ταυτόχρονα καταγράφεται ο τρόπος με τον οποίο τα διάφορα αυτά θεωρητικά ρεύματα επηρέασαν την έρευνα στη Θεσσαλία και ειδικότερα τη μελέτη της κεραμικής από τους θεσσαλικούς οικισμούς. Στο δεύτερο υποκεφάλαιο γίνεται προσπάθεια να αποτυπωθεί ένα σύγχρονο θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο θα αποτελέσει τη βάση για να μελετηθεί η γραπτή κεραμική από το Αχίλλειο και το Οτζάκι στα παρακάτω κεφάλαια. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι αναλυτικές προσεγγίσεις που εφαρμόζονται από τη σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα στη μελέτη της κεραμικής. Το κεφάλαιο αυτό υποδιαιρείται σε τέσσερα μέρη, σε καθένα από τα οποία καταγράφεται συνοπτικά και μια από τις παραπάνω προσεγγίσεις. Το πρώτο υποκεφάλαιο περιλαμβάνει τη μελέτη του στιλ της κεραμικής και του τρόπου με τον οποίο η έννοια αυτή αντιμετωπίστηκε από τους αρχαιολόγους στο πέρασμα των χρόνων. Στο δεύτερο υποκεφάλαιο η συζήτηση αφορά την τεχνολογία ως αναλυτικό εργαλείο της μελέτης της κεραμικής, ενώ το τρίτο υποκεφάλαιο αφορά τη μελέτη της χρήσης των αγγείων. Τέλος, στο τέταρτο υποκεφάλαιο καταγράφεται η μελέτη των οικονομικών διαστάσεων της κεραμικής και ειδικότερα των γραπτών αγγείων. 4

5 Στο τρίτο κεφάλαιο μελετάται ο ρόλος της γραπτής κεραμικής στα διατροφικά συστήματα του παρελθόντος. Το κεφάλαιο αυτό υποδιαιρείται σε δύο μέρη. Στο πρώτο υποκεφάλαιο αποτυπώνονται κάποιες γενικές παρατηρήσεις σχετικά με τη σημασία της τροφής για τον άνθρωπο και τα διατροφικά συστήματα μέσα από το πρίσμα της ανθρωπολογικής έρευνας. Στο δεύτερο υποκεφάλαιο επιχειρείται η σύνδεση της γραπτής κεραμικής της Νεολιθικής περιόδου με τις πρακτικές των προϊστορικών κοινωνιών οι οποίες σχετίζονται με την τροφή, όπως η προετοιμασία της, η αποθήκευσή της, η προσφορά και η κατανάλωσή της. Το τέταρτο κεφάλαιο περιλαμβάνει τη μελέτη των αρχαιολογικών δεδομένων και χωρίζεται σε τέσσερα υποκεφάλαια. Το πρώτο από αυτά είναι μια γενική και συνοπτική επισκόπηση της μελέτης της γραπτής κεραμικής της Θεσσαλίας. Παρουσιάζονται κάποια ιστορικά στοιχεία και συμπεράσματα από τις μακρόχρονες ανασκαφικές έρευνες και από τη μελέτη της γραπτής κεραμικής, όπως αυτή αποτυπώνεται στη βιβλιογραφία. Στόχος είναι να παρουσιαστεί μια μικρή εισαγωγή που θα περιλαμβάνει γενικά στοιχεία και πληροφορίες για τη γραπτή κεραμική της Θεσσαλίας, ώστε να γίνουν περισσότερο κατανοητά τα επιμέρους χαρακτηριστικά της γραπτής κεραμικής από το Αχίλλειο και την Οτζάκι Μαγούλα που θα ακολουθήσουν. Το δεύτερο υποκεφάλαιο περιλαμβάνει τη μελέτη της γραπτής κεραμικής από τους δύο αυτούς οικισμούς χωριστά. Η μελέτη της γραπτής κεραμικής οργανώνεται σε υποκεφάλαια τα οποία περιλαμβάνουν την ανάλυση των τεχνολογικών, τυπολογικών και διακοσμητικών στοιχείων, καθώς και την ανάλυση της κατανομής της γραπτής κεραμικής στο χώρο των δύο οικισμών. Τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μελέτη της γραπτής κεραμικής από το Αχίλλειο και την Οτζάκι Μαγούλα συζητώνται στο τρίτο υποκεφάλαιο όπου και καταγράφονται τα γενικά συμπεράσματα. Κύριος άξονας της μελέτης της κατανομής της γραπτής κεραμικής είναι η αντιπαραβολή της με στοιχεία που σχετίζονται με την οικιστική διάταξη και την οργάνωση του χώρου στους δύο οικισμούς. Τέλος, στο τέταρτο υποκεφάλαιο αποτυπώνονται στοιχεία που αφορούν την τεχνολογία της κεραμικής γενικότερα και της γραπτής κεραμικής ειδικότερα με βάση τη σύγχρονη σχετική βιβλιογραφία. Οργανώνοντας το κεφάλαιο σε τέσσερα υποκεφάλαια, παρουσιάζονται όλα τα επιμέρους στάδια που απαιτούνται για την κατασκευή ενός αγγείου: η συλλογή των πρώτων υλών και η επεξεργασία τους, οι τεχνικές κατασκευής ενός αγγείου και οι τρόποι επεξεργασίας της επιφάνειάς του, η τεχνική της γραπτής διακόσμησης των αγγείων και η όπτησή τους. Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο ακολουθεί η συζήτηση και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μελέτη της γραπτής κεραμικής του Αχιλλείου και της Οτζάκι Μαγούλας. Στο πρώτο υποκεφάλαιο παρουσιάζονται τα συμπεράσματα που προκύπτουν 5

6 σχετικά με τη σύνδεση της γραπτής κεραμικής του Αχιλλείου και της Οτζάκι Μαγούλας με τις πρακτικές που σχετίζονται με την τροφή. Στο δεύτερο υποκεφάλαιο γίνεται λόγος για την πρακτική της διακόσμησης των αγγείων και πώς αυτή η πρακτική αποτυπώνει μια κοινωνική τακτική, στην οποία μετέχουν και τα ίδια τα αγγεία. Για την εκπόνηση της παρούσας μεταπτυχιακής εργασίας οφείλω να ευχαριστήσω πρώτo απ όλους τον επιβλέποντα αυτής Καθηγητή Κώστα Κωτσάκη. Η συνεργασία μαζί του ήταν κάτι παραπάνω από καθοριστική για τη συγγραφή της μεταπτυχιακής εργασίας μου. Οι συμβουλές και οι παρατηρήσεις του ήταν πάντα καίριες, ενώ οι συζητήσεις μαζί του με βοηθούσαν πάντα να προχωρήσω ένα βήμα παραπέρα. Εξάλλου, την κεραμική της Νεολιθικής τη γνώρισα μέσα από τις προπτυχιακές και μεταπτυχιακές διαλέξεις του και τη συμμετοχή μου στις ανασκαφικές του έρευνες. Το ενδιαφέρον μου για την κεραμική το οφείλω στον ίδιο. Για τη διαρκή βοήθειά του όλα αυτά τα χρόνια τον ευχαριστώ ιδιαίτερα. Στο φίλο μου Στράτο Νανόγλου οφείλω πολλά ευχαριστώ τόσο για τις συζητήσεις που κάναμε κατά καιρούς όσο και για τις γόνιμες παρατηρήσεις του. Οι παρεμβάσεις του σε θέματα που αφορούν τη μεθοδολογία με βοήθησαν ιδιαίτερα. Τον ευχαριστώ γιατί ποτέ δεν μου αρνήθηκε την πρόσβαση στη βιβλιοθήκη του. Για την αμέριστη συμπαράστασή της και για τις πολύτιμες παρατηρήσεις της σε θέματα που αφορούν την επιλογή της βιβλιογραφίας θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την Ντούσκα Ούρεμ Κώτσου. Οι παρατηρήσεις της στάθηκαν ιδιαίτερα διαφωτιστικές και με βοήθησαν να οργανώσω τη σκέψη μου και το υλικό της μελέτης μου. Για την κατανόησή της οφείλω να ευχαριστήσω την προϊσταμένη της Κ ΕΠΚΑ κ. Όλγα Φιλανιώτου. Τη συνάδελφό μου και συνεργάτιδα Χρύσα Τσιγγινού, αρχαιολόγο της Κ ΕΠΚΑ, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τόσο για την πολύτιμη βοήθειά της όσο και για τη συμπαράστασή της τον τελευταίο χρόνο. Στους εργάτες της Κ ΕΠΚΑ που εργάστηκαν μαζί μου στην Πέτρα Λέσβου τον τελευταίο χρόνο χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ για την κατανόησή που έδειξαν τους τελευταίους μήνες. Τους γονείς μου, Αννέτα και Γιώργο, την αδερφή μου Δήμητρα και το Χρήστο ευχαριστώ για κάθε υλική και ηθική συμπαράσταση. Τους ευχαριστώ ιδιαίτερα γιατί, όποτε χρειάστηκε, μίκρυναν την απόσταση μεταξύ Θεσσαλονίκης και Λέσβου. 6

7 ΙΙ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΝ ΜΝ ΝΝ ΤΝ ΠΕΧ Αρχαιότερη Νεολιθική Μέση Νεολιθική Νεότερη Νεολιθική Τελική Νεολιθική Πρώιμη Εποχή Χαλκού 7

8 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Σύντομη ιστορία της προϊστορικής έρευνας στη Θεσσαλία Η κεραμική, ως κατάλοιπο του υλικού πολιτισμού, βρισκόταν πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των αρχαιολόγων. Παρότι ο πηλός που είναι η πρώτη ύλη της κεραμικής είναι ένα φθαρτό και ευτελές υλικό, τα προϊόντα του κατάφεραν να γίνουν αναλυτικά εργαλεία στα χέρια των αρχαιολόγων. Όπως αναφέρει ο Δ. Θεοχάρης, «είναι το πιο εύγλωττο, το πιο διαρκές και το πιο ενδιαφέρον, ρυθμολογικά, δημιούργημα της ανθρώπινης τεχνικής πριν από την Εκβιομηχάνιση» (Θεοχάρης 1973: 39). Στόχος της μελέτης της νεολιθικής κεραμικής είναι η ανασύνθεση των στοιχείων εκείνων που συγκρότησαν τις ανθρώπινες κοινωνίες. Στην προσπάθεια αυτή, κάποιοι από τους αρχαιολόγους αντιμετώπισαν την κεραμική ως εργαλείο χρονολόγησης των πολιτισμικών ομάδων. Αφού ταξινόμησαν την κεραμική σε τύπους, στη συνέχεια τους κατέταξαν στο χώρο και στο χρόνο. Άλλες αρχαιολογικές έρευνες έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στη μελέτη της τεχνολογίας της κεραμικής, αναλύοντας τις ιδιότητες του πηλού και τις διαδικασίες κατασκευής των αγγείων. Τέλος, το ίδιο αυτό αρχαιολογικό υλικό χρησίμευσε ως αντικείμενο στιλιστικής ανάλυσης, κυρίως σε ό,τι αφορά τη μελέτη της διακοσμημένης κεραμικής. Μέσα στο θεωρητικό πλαίσιο της πολιτισμικής-ιστορικής προσέγγισης που κυριάρχησε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, η μελέτη της κεραμικής ταυτίστηκε με την ανάλυση και την ταξινόμηση των κεραμικών «τύπων». Ο ρόλος του αρχαιολόγου ήταν να κατανείμει τους κεραμικούς τύπους στο χώρο και ταυτόχρονα να ορίσει τη χρονική τους σχέση στις περιοχές όπου εμφανίστηκαν (Whittle 1988: 105). Ο ορισμός του Gordon Childe «ο πολιτισμός είναι ένα επαναλαμβανόμενο σύνολο αρχαιολογικών τύπων» (Childe 1956: 15) βρήκε την απόλυτη έκφρασή του στη μελέτη της κεραμικής. Οι αρχαιολόγοι ταύτιζαν τα σύνολα των «επαναλαμβανόμενων όμοιων τύπων» με την ύπαρξη συγκεκριμένων ανθρώπινων ομάδων, πολιτισμών ή εθνών (Trigger 2006: 237, 246). Το σημείο όπου εντοπιζόταν για πρώτη φορά μια κεραμική κατηγορία δάνειζε συμβατικά το όνομα του στην ομάδα αυτή (π.χ. πολιτισμός του Σέσκλου). Στόχος της μελέτης των επαναλαμβανόμενων τύπων σε ένα χώρο ήταν να υπογραμμιστεί η ιστορική συνέχεια μιας πολιτισμικής ομάδας (Trigger 2006: ). Η κεραμική και ιδιαίτερα η διακοσμημένη αποτέλεσε διαγνωστικό στοιχείο για έναν πολιτισμό. Η αναλυτική μελέτη της διακοσμημένης κεραμικής βασίστηκε στην κατανομή 8

9 της στον άξονα του χώρου και του χρόνου (Κωτσάκης 1986: 56). Με την κατανομή της διακοσμημένης κεραμικής στον άξονα του χρόνου (ή αλλιώς κάθετη κατανομή) επιχειρήθηκε η σύνθεση της χρονολογικής κλίμακας, ενώ με την κατανομή της στον άξονα του χώρου (οριζόντια κατανομή) στόχος έγινε ο εντοπισμός των γεωγραφικών ορίων του εκάστοτε πολιτισμού. Οι κεραμικοί τύποι ταυτίστηκαν με τη μορφή και περιγράφηκαν με στιλιστικούς όρους. Με λίγα λόγια, η μεταβολή της μορφής εξυπηρέτησε τη χρονολόγηση του αρχαιολογικού υλικού και την τεκμηρίωση ή μη της πολιτισμικής συνέχειας. Εξάλλου, η ιδέα ότι η μορφή εξελίσσεται είναι βαθιά εμπεδωμένη στην αρχαιολογική σκέψη. Η σημασία των μορφολογικών διακυμάνσεων έγκειται στο γεγονός ότι μαρτυρούν μιαν αλλαγή, η οποία με τη σειρά της βοηθά τον αρχαιολόγο να προσδιορίσει το χρόνο (Conkey 1990: 8). Με βάση, λοιπόν, την κατανομή των αρχαιολογικών τύπων στο χωροχρονικό άξονα, η πολιτισμική-ιστορική προσέγγιση προσπάθησε να ερμηνεύσει τα δεδομένα. Έτσι, στην περίπτωση που όμοιοι τύποι αντικειμένων, οι οποίοι έχουν ήδη ταυτιστεί με έναν συγκεκριμένο πολιτισμό, εμφανίζονται και σε γειτονικές ή πιο απομακρυσμένες περιοχές από τη θέση του αρχικού τους εντοπισμού, τότε μπορεί να γίνει λόγος για εξάπλωση του πολιτισμού αυτού, καθώς και για σχέσεις και επαφές μεταξύ πολιτισμών. Οι συνηθέστερες ερμηνείες που προτάθηκαν από την πολιτισμική-ιστορική προσέγγιση εξαντλήθηκαν σε θεωρίες όπως αυτές της μετανάστευσης πληθυσμών ή της διάδοσης ιδεών, οι οποίες εξυπηρέτησαν απόλυτα το παραπάνω πρότυπο της εξάπλωσης των αρχαιολογικών τύπων (Κωτσάκης 1986: 55-56, Trigger 2006: 246). Η πολιτισμική συνέχεια ερμηνεύτηκε ως εθνοτική συνέχεια (Trigger 2006: 246). Στην περίπτωση που αρχαιολογικά χαρακτηριστικά ενός πολιτισμού σταμάτησαν να εμφανίζονται στη στρωματογραφική ακολουθία, τότε ως ερμηνευτική εξήγηση προτάθηκε η εισβολή ξένων φύλων, η υποταγή των τοπικών φύλων και η υιοθέτηση από μέρους τους των νέων πολιτισμικών χαρακτηριστικών, ως αποτέλεσμα της επικυριαρχίας. Με την ανάπτυξη της Νέας Αρχαιολογίας στη δεκαετία του 1960, τόσο η επιστημονική μέθοδος μελέτης του αρχαιολογικού υλικού, όσο και η ερμηνευτική του προσέγγιση αναθεωρήθηκαν. Οι διαδικαστικοί αρχαιολόγοι έδωσαν νέα πνοή στην επιστημονική προσέγγιση των δεδομένων. Οργάνωσαν τη σκέψη και τη γνώση τους με συστηματικό και μεθοδικό τρόπο και επηρεάστηκαν από τις θεωρίες του εμπειρισμού και του θετικισμού του 19 ου αιώνα. Μέσω της εμπειρίας και της παρατήρησης επιχειρήθηκε να αξιολογηθεί και στην πορεία να ερμηνευθεί το αρχαιολογικό υλικό. Μόνο ό,τι μπορούσε να γίνει 9

10 αντιληπτό με την παρατήρηση ήταν δυνατό να ενδιαφέρει τον αρχαιολόγο. Έτσι, η παρατήρηση μετατράπηκε σε εξήγηση (Binford 1962: ). Για να φτάσει, όμως, ο αρχαιολόγος από την παρατήρηση στην εξήγηση έπρεπε να ακολουθήσει μια σειρά από εργασίες δανεισμένες από τις θετικές επιστήμες, όπως η ποσοτικοποίηση των αρχαιολογικών δεδομένων και η στατιστική ανάλυσή τους (Binford 1965). Η χρήση μιας τέτοιας μεθοδολογίας μετέτρεψε το αρχαιολογικό δεδομένο σε μετρήσιμη πληροφορία, δίνοντας τη δυνατότητα στον αρχαιολόγο να επαληθεύσει ή να διαψεύσει τα συμπεράσματά του. Η βασική καινοτομία που εισηγήθηκε η Νέα Αρχαιολογία ήταν η διερεύνηση των κοινωνικών διαδικασιών και αλλαγών που πραγματοποιούνται εκ των έσω και όχι η αναγωγή της πολιτιστικής αλλαγής σε εξωτερικούς παράγοντες όπως η μετανάστευση και η διάδοση, όπως είχε επιχειρηθεί νωρίτερα από την παραδοσιακή αρχαιολογία (Trigger 2006: 314). Η διαδικαστική σχολή αντιμετώπισε τις ανθρώπινες κοινωνίες του παρελθόντος ως ένα σύνολο συστημάτων που αλληλεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται μέσα από αυτές τις διαδικασίες, τα συστήματα μεταβάλλονται αλλά καταφέρνουν να διατηρούν την ισορροπία που είναι απαραίτητη ώστε να επιτυγχάνεται η επιβίωση των κοινωνιών. Στόχος της διαδικαστικής αρχαιολογίας ήταν να απομονώσει αυτά τα συστήματα, να τα μελετήσει και στη συνέχεια να ανασυνθέσει πλήρως το μοντέλο των ανθρώπινων κοινωνιών. Με τον τρόπο αυτό οι διαδικαστικοί αρχαιολόγοι κατάφεραν να επικεντρωθούν στη μελέτη των διαφορετικών όψεων μιας κοινωνίας, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη των σύνθετων και περίπλοκων δομών που τη διέπουν. Απομονώνοντας κάποια από τα χαρακτηριστικά της διαδικαστικής προσέγγισης, δύο είναι τα βασικά σημεία τα οποία πρέπει να τονίσει κανείς. Το πρώτο είναι η αντίληψη του πολιτισμού ως προσαρμογή στο φυσικό περιβάλλον (Trigger 2006: ). Οι αρχαιολόγοι εστίασαν περισσότερο στη μελέτη των οικολογικών παραγόντων, ορίζοντας το φυσικό περιβάλλον ως καθοριστική παράμετρο για την επιβίωση των κοινωνιών (Κωτσάκης 1986: 57). Οι αλλαγές στο φυσικό περιβάλλον προκάλεσαν μεταβολές στις ανθρώπινες κοινωνίες, επηρεάζοντας αλυσιδωτά τα συστήματα που τις διέπουν. Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν να υπερτονιστούν παράγοντες όπως η οικονομία, τα μέσα παραγωγής, η πρόσβαση σε φυσικούς πόρους κλπ. Αντίθετα, παραμερίστηκαν παράγοντες όπως η ιδεολογία και γενικά οι επιμέρους κοινωνικές συνθήκες και ιδιαιτερότητες. Το δεύτερο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η γενίκευση. Με τον τρόπο αυτό, η διαδικαστική σχολή προσπάθησε να αποκτήσει πληρέστερη και σφαιρικότερη αντίληψη 10

11 της πραγματικότητας στις κοινωνίες του παρελθόντος. Η αναγωγή σε ένα γενικότερο πλαίσιο ήταν απαραίτητη προκειμένου να εξεταστούν επιμέρους γεγονότα (Κωτσάκης 1986: 57). Κάθε κατάσταση έπρεπε να επεξηγηθεί με όρους ενός σαφώς προσδιορισμένου πλαισίου. Με τον τρόπο αυτό, όμως, χάνεται η μοναδικότητα των γεγονότων, καθώς ακυρώνεται η ιστορική τους διάσταση. Μέσω της γενίκευσης, η διαδικαστική σχολή τόνισε περισσότερο τις ομοιότητες, ενώ οι διαφορές και οι μεταβολές παραγκωνίστηκαν. Παρά τα μειονεκτήματά της διαδικαστικής προσέγγισης, όμως, είναι δύσκολο να μην αναγνωρίσει κανείς την αξία της προσφοράς της κυρίως σε δύο σημεία. Σε αντίθεση με την πολιτισμική-ιστορική προσέγγιση και τις μονοδιάστατες ερμηνείες της, η Νέα Αρχαιολογία προσπάθησε να ερμηνεύσει τις διαδικασίες του παρελθόντος μέσω της μελέτης διαφορετικών και αντικρουόμενων παραμέτρων μιας κοινωνίας. Επιπλέον, η διαδικαστική σχολή κατάφερε να ανταποκριθεί στο δύσκολο έργο της μελέτης του παρελθόντος υιοθετώντας θετική και αισιόδοξη στάση. Όσον αφορά τη διακοσμημένη κεραμική, η Νέα Αρχαιολογία έθεσε τις δικές της προτάσεις για ανάλυση και ερμηνεία. Η μελέτη της διακοσμημένης κεραμικής εντάσσεται στην προσπάθεια της Νέας Αρχαιολογίας να εξηγήσει την πολιτισμική διαδικασία. Μέσα από την οπτική της διαδικαστικής σχολής, τα αγγεία που κατασκεύασαν και διακόσμησαν οι άνθρωποι θεωρήθηκαν ως προϊόντα του πολιτισμού τους πρόκειται δηλαδή για την υλική έκφραση των συστημάτων που διέπουν τις κοινωνίες του παρελθόντος. Παρόλο, όμως, που τα αρχαιολογικά αντικείμενα και ειδικότερα η κεραμική είχαν κεντρική θέση στη μελέτη για την κατανόηση των συστημάτων και των διαδικασιών μιας κοινωνίας, η διαδικαστική σχολή παρέβλεψε τον ενεργό τους ρόλο (Conkey 1990: 9). Με τον τρόπο αυτό, η κεραμική αντιμετωπίστηκε ως η συνισταμένη ενός λειτουργικού συστήματος. Η ανάλυσή της έγινε κυρίως με στιλιστικούς όρους. Έτσι, η διακοσμημένη κεραμική με τις στιλιστικές της διαφοροποιήσεις έγινε το προϊόν ενός πολιτισμού που εξελίσσεται, γι αυτό και περιέχει πληροφορίες τις οποίες ο αρχαιολόγος πρέπει να αποκρυπτογραφήσει. Η προϊστορική έρευνα και η μελέτη της κεραμικής από το θεσσαλικό χώρο Μέσα σ αυτό το ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο που κυριάρχησε στην Ευρώπη και στην Αμερική, θα προσπαθήσουμε να εντάξουμε τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή της Θεσσαλίας μετά την προσάρτησή της στο ελληνικό κράτος, στα τέλη του 19 ου αι. και καθ όλη τη διάρκεια του 20 ου (Γαλλής 1979). Η περιοχή της Θεσσαλίας 11

12 περιλαμβάνει μεγάλο πλήθος προϊστορικών θέσεων, τόσο της Νεολιθικής όσο και της Εποχής του Χαλκού (Γαλλής 1990: 11, 20). Η Θεσσαλία υπήρξε η αφετηρία για τη μελέτη της Νεολιθικής περιόδου στην Ελλάδα. Τις πρώτες έρευνες διεξήγαγε ο Χρ. Τσούντας, ο οποίος κατά τη χρονική περίοδο έκανε εκτεταμένες ανασκαφές στο Σέσκλο και το Διμήνι και περιορισμένες ανασκαφές σε άλλες θέσεις, όπως η Μαρμάριανη, η Μεσιανή Μαγούλα, η Άργισσα κ.ά. (Γαλλής 1990: 9). Οι έρευνες του Τσούντα ουσιαστικά εγκαινιάζουν τη μελέτη της Νεολιθικής περιόδου στην Ελλάδα και η προσφορά του στην έρευνα της θεσσαλικής προϊστορίας αποτυπώνεται στο έργο του Αι προϊστορικαί Ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου (1908). Τη σκυτάλη πήραν δύο Άγγλοι αρχαιολόγοι, οι A. Wace και M. Thompson, οι οποίοι σε ένα σύντομο διάστημα τριών χρόνων ( ) ανέσκαψαν το Τσαγγλί, τη Τζάνη Μαγούλα, το Ραχμάνι, αλλά και άλλες θέσεις. Μετά το 1950 και έως το 1977, οι προϊστορικές έρευνες στη Θεσσαλία σηματοδοτήθηκαν κυρίως από το έργο του Vl. Milojčiċ και του Δ. Ρ. Θεοχάρη. Ο πρώτος διεξήγαγε εκτεταμένες ανασκαφές στους οικισμούς Άργισσα, Οτζάκι, Αράπη Μαγούλα, Αγία Σοφία και Πευκάκια (Γαλλής 1990: 11). Βασικός στόχος των ανασκαφικών του ερευνών ήταν η αποσαφήνιση της στρωματογραφικής ακολουθίας, γεγονός που αποτυπώνεται στην πρότασή του για τριμερή διαχωρισμό της Νεολιθικής περιόδου σε Αρχαιότερη, Μέση και Νεότερη και στο διαχωρισμό τους σε επιμέρους φάσεις. Ο Δ. Θεοχάρης εργάστηκε στη Θεσσαλία από το 1956 έως και το 1977 ανασκάπτοντας μια πληθώρα θέσεων μεταξύ των οποίων το Σουφλί, το Αχίλλειο, το Γεντίκι, τα Πευκάκια, τον Άγιο Πέτρο στις Β. Σποράδες κλπ. (Γαλλής 1990: 11). Η σημαντικότερη συμβολή του στην προϊστορική έρευνα της Θεσσαλίας ήταν η ανασκαφή του Σέσκλου και η επέκταση των αρχαιολογικών ερευνών δυτικά της «ακρόπολης» που είχε αποκαλύψει ο Τσούντας. Η προϊστοριολογική έρευνα στη Θεσσαλία απέβη ιδιαίτερα καρποφόρα στη μελέτη της κεραμικής, καθώς όλοι οι αρχαιολόγοι που εργάστηκαν στην περιοχή ασχολήθηκαν με την επισταμένη ανάλυσή της. Το κύριο μεθοδολογικό εργαλείο που χρησιμοποίησαν οι αρχαιολόγοι ήταν η κατάταξη της κεραμικής σε κατηγορίες. Πρώτος ο Χρ. Τσούντας ασχολήθηκε εντατικά με τη συστηματική κατάταξη του κεραμικού υλικού και δημιούργησε τον πρώτο ταξινομικό πίνακα της θεσσαλικής κεραμικής (Τσούντας 1908: ). Το σύστημα που υιοθέτησε ο Τσούντας δεν ήταν σύνθετο η ταξινόμηση βασίστηκε στο διαχωρισμό διακοσμημένης και ακόσμητης κεραμικής (Κωτσάκης 1983: ). Οι τέσσερις βασικές κατηγορίες κεραμικής που διέκρινε ο Τσούντας (Α1, Α2, 12

13 Α3α και Α3β) συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται έως και σήμερα και το ταξινομικό σύστημα που συνέταξε, αν και απλό στη μορφή, αποτέλεσε τη βάση όλων των μετέπειτα ταξινομικών σχημάτων. Το επόμενο βήμα στην ταξινόμηση της θεσσαλικής κεραμικής έγινε από τον Wace και τον Thompson (Wace & Thompson 1912: 13-23). Το ταξινομικό σύστημα που συνέταξαν εμπλουτίστηκε με περισσότερες κεραμικές κατηγορίες, καθώς ο Wace και ο Thompson επέλεξαν περισσότερα κριτήρια για την ταξινόμηση της κεραμικής (Κωτσάκης 1983: ). Κατέληξαν, λοιπόν, σε ένα ταξινομικό σχήμα πολυσύνθετο, το οποίο καταγράφει μια πληθώρα ποιοτικών και τεχνικών χαρακτηριστικών του κεραμικού υλικού. Το τελευταίο ταξινομικό σύστημα που αξίζει να σημειωθεί ανήκει στον Vl. Milojčiċ, αν και περιλαμβάνει μόνο τις κατηγορίες της μονόχρωμης και εγχάρακτης κεραμικής, αφήνοντας εκτός ταξινόμησης τη γραπτή κεραμική. Το ταξινομικό σύστημα του Milojčiċ καταγράφει το κεραμικό υλικό χρησιμοποιώντας ως κριτήριο αξιολόγησης τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά (χείλη και βάσεις) (Κωτσάκης 1983: ). Όλη η παραπάνω προσπάθεια μελέτης και καταγραφής της κεραμικής κινείται στο πλαίσιο της πολιτισμικής-ιστορικής προσέγγισης. Η χρήση αυτής της συγκριτικής τυπολογικής μεθόδου που υιοθέτησαν ο Δ. Ρ. Θεοχάρης, ο Wace και ο Thompson, ο Weinberg και ο Vl. Milojčiċ απηχεί τις ιδέες τόσο του F. Ratzel και του G. Kossina, όσο και του G. Childe σχετικά με τη θεωρία των πολιτιστικών ομάδων (Kotsakis 1991: 73). Βέβαια, οι απόψεις τους αποτελούν μεν τη βασική θεωρητική παραδοχή, αλλά δεν έγιναν πλήρως και άκριτα αποδεκτές. Σύμφωνα με τις μαρξιστικές θέσεις του G. Childe (Trigger 2006: ), ο υλικός πολιτισμός είναι η αντανάκλαση της κοινωνίας, καθώς και των ιδεών και των νόμων που τη συγκροτούν (Childe 1954). Όσον αφορά την έννοια της ιστορίας για την αρχαιολογική έρευνα, είναι ξεκάθαρη και εδώ η επίδραση του ιστορικού υλισμού στις απόψεις του Childe, καθώς δεν ταυτίζει την ιστορία με τη χρονολόγηση αντίθετα, ορίζει την ιστορία ως έκφραση των πνευματικών φαινομένων μιας κοινωνίας (Κωτσάκης 1983: 3). Σ αυτό ακριβώς το σημείο της θεώρησης της έννοιας της ιστορίας έγκειται η βασική διαφοροποίηση του Δ. Θεοχάρη, όπως παρουσιάζεται από το έργο του. Ο μακρύς χρόνος που κυριαρχεί στον ιστορικό υλισμό των μαρξιστικών θέσεων του Childe, όπου τα ιστορικά γεγονότα απαιτούν προετοιμασία και είναι αποτέλεσμα των αντιθέσεων μέσα σε μια κοινωνία, αντικαθίσταται στο έργο του Δ. Θεοχάρη από την έννοια της ιστορικής συνέχειας (Kotsakis 1991: 74). 13

14 Το αποτέλεσμα όλων αυτών των ανασκαφικών ερευνών ήταν η συστηματική ανάλυση και η ερμηνεία του αρχαιολογικού υλικού, οι οποίες στηρίχτηκαν στο θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο που κυριάρχησε σε κάθε εποχή. Σύμφωνα, λοιπόν, με το θεωρητικό πλαίσιο της αρχαιολογικής έρευνας που επικρατεί κατά το 19 ο αι. και στις αρχές του 20 ου αι., δύο είναι οι κύριοι άξονες στους οποίους στηρίχτηκε η προϊστορική έρευνα στη Θεσσαλία: ο πρώτος είναι ο άξονας του χρόνου, δηλαδή η αποσαφήνιση της στρωματογραφικής ακολουθίας στους νεολιθικούς οικισμούς της Θεσσαλίας. Ο δεύτερος άξονας αφορά την κατανομή του αρχαιολογικού υλικού στο χώρο, ώστε να διευκρινιστεί η καταγωγή του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στη θεσσαλική πεδιάδα και ταυτόχρονα να εντοπιστούν οι πολιτιστικές συγγένειες με γειτονικούς πολιτισμούς (Χουρμουζιάδης 1993: 15). Ο προσανατολισμός αυτός της αρχαιολογικής έρευνας είναι εύκολο να κατανοηθεί αν λάβουμε υπόψη τη σημασία που είχε η αιγιακή προϊστορία για τα Βαλκάνια και την υπόλοιπη Ευρώπη (Andreou et al. 1996: 539). Η μέθοδος που χρησιμοποίησαν οι αρχαιολόγοι για να εντάξουν το αρχαιολογικό υλικό στο χωροχρονικό άξονα ήταν η περιγραφή και η σύγκριση (Χουρμουζιάδης 1993: 16). Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 70, τη σκυτάλη των ερευνών στη Θεσσαλία παίρνει ο Γ. Χουρμουζιάδης, ο οποίος διενεργεί ανασκαφές σε πολλές θέσεις της Θεσσαλίας, όπως ο Πρόδρομος και το Διμήνι (Χουρμουζιάδης 1971 και 1993). Την ίδια περίοδο διενεργεί ανασκαφές και η M. Gimbutas στο Αχίλλειο, συνεχίζοντας τις έρευνες που είχε ξεκινήσει την προηγούμενη δεκαετία ο Δ. Θεοχάρης. Η προϊστορική έρευνα στη Θεσσαλία συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες, προσθέτοντας νέες μελέτες και προσεγγίσεις του αρχαιολογικού υλικού και, ειδικότερα, της κεραμικής. Στις πιο πρόσφατες αυτές μελέτες συγκαταλέγονται εργασίες που εστιάζουν τόσο στην τεχνολογική διάσταση της κεραμικής, όσο και στον ενεργό ρόλο της μέσα στην κοινωνία (Wijnen 1981, Κωτσάκης 1983). Επιπρόσθετα, η εισαγωγή και εκτεταμένη χρήση των θετικών επιστημών άνοιξε το δρόμο για νέες και πιο εξειδικευμένες μελέτες, όπως συμβαίνει με τις περιπτώσεις αρχαιομετρικών αναλύσεων του κεραμικού υλικού (Demoule et al. 1988). Επιπλέον, επανεξετάζεται το κεραμικό υλικό μέσα από το πρίσμα νέων προτάσεων και θεωρητικών προσεγγίσεων, όπως συμβαίνει με την κεραμική που συνέλεξε ο D. French στα μέσα περίπου του προηγούμενου αιώνα και την προσπάθεια κατανομής της στο χώρο (Ροντήρη 1985). 14

15 1.2 Θεωρία και μέθοδος της μελέτης της κεραμικής Παραπάνω έγινε προσπάθεια να αποτυπωθεί συνοπτικά η ιστορία της έρευνας μέσα από το πρίσμα των θεωρητικών προσεγγίσεων και μεθόδων που κυριάρχησαν στο μεγαλύτερο μέρος του προηγούμενου αιώνα και ο τρόπος με τον οποίο οι μέθοδοι αυτές εφαρμόστηκαν στη μελέτη του αρχαιολογικού υλικού που προέρχεται από τη Θεσσαλία. Πώς, όμως, αντιλαμβάνεται η σύγχρονη επιστημονική σκέψη τη μελέτη και ερμηνεία της αρχαιολογικής πληροφορίας; Ο τρόπος με τον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη του. Αντίστοιχα, η σύγχρονη αντίληψη των πραγμάτων διαμορφώνει καθοριστικά την επιστημονική σκέψη και, κατά συνέπεια, την αρχαιολογική γνώση. Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και κατέχει μια συγκεκριμένη θέση στο χώρο και το χρόνο. Η ίδια μοναδικότητα χαρακτηρίζει την αντίληψή του και τον τρόπο σκέψης του. Η προσωπική εμπειρία, η μνήμη, η κοινωνική θέση, η γνώση καθορίζουν την ατομική σκέψη και διαμορφώνουν το προσωπικό και ανεπανάληπτο στίγμα του κάθε ατόμου. Τα άτομα που έζησαν στην προϊστορία είναι μοναδικά όντα που έζησαν μέσα σε συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο και έδρασαν με γνώμονα την κοινωνική εμπειρία τους και την ατομική τους σκέψη. Η δράση αυτή, συλλογική ή ατομική, αποτυπώθηκε και διασώθηκε στο παρόν μέσω του υλικού πολιτισμού. Όπως ο προϊστορικός άνθρωπος έτσι και ο σύγχρονος αρχαιολόγος είναι ένα μοναδικό πλάσμα που ζει και αυτός σε συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο και έχει τη δική του γνώση και αντίληψη των πραγμάτων. Η αρχαιολογική έρευνα έχει ως επίκεντρο τη μελέτη του υλικού πολιτισμού και κατά συνέπεια τη μελέτη της δράσης των ατόμων στις προϊστορικές κοινωνίες. Δηλαδή, το προϊστορικό άτομο πράττει και ο αρχαιολόγος ερμηνεύει. Η ερμηνεία της αρχαιολογικής πληροφορίας από τον αρχαιολόγο δεν μπορεί να είναι αντικειμενική (Tilley 1989: ). Ο αρχαιολόγος ερμηνεύει το παρελθόν με βάση τη δική του προδιαμορφωμένη γνώση και αντίληψη. Το ερώτημα που θέτει ο Whittle (2003: xiii) «Πώς θα ήταν αν ήμασταν εκεί;» θα μένει εκ των πραγμάτων αναπάντητο, καθώς όποιες ερμηνείες και αν δοθούν για το παρελθόν του ανθρώπου, θα δίνονται πάντα μέσα από τη σύγχρονη οπτική των πραγμάτων. Με λίγα λόγια, δε θα είμαστε ποτέ «εκεί». Η εξήγηση θα είναι πάντα ερμηνευτική κάθε παρόν θα δίνει τη δική του ερμηνεία για το παρελθόν (Hodder 1991). Κάθε αρχαιολογική πληροφορία θα αντιμετωπίζεται σαν κείμενο, το οποίο ερμηνεύεται με πολλούς τρόπους, καθώς κάθε αναγνώστης αρχαιολόγος θα δίνει το δικό του διαφορετικό νόημα στα πράγματα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποστασιοποιηθεί 15

16 όσο το δυνατόν από τη σύγχρονη αντίληψη των πραγμάτων για να μην την προβάλλει στο παρελθόν. Η «ανάγνωση» του υλικού πολιτισμού στοχεύει στην ανασύσταση του κοινωνικού ιστού και στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα άτομα έδρασαν μέσα στο κοινωνικό τους πλαίσιο. Στόχος είναι η μελέτη της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ της δομής της κοινωνίας και της δράσης των ατόμων σ αυτή (Whittle 2003: 9-14). Ο υλικός πολιτισμός είναι αναπόσπαστο τμήμα της σχέσης αυτής, καθώς μετέχει ενεργά στις κοινωνικές πρακτικές. Τα άτομα βιώνουν το δομημένο κόσμο γύρω τους χωρίς πάντα να είναι σε θέση να εξηγήσουν το πώς και γιατί συμβαίνει αυτό (Bourdieu 1977: 78-79). Περισσότερο, όμως, η δράση είναι ένας συνδυασμός σιωπηρής γνώσης και συνειδητών πράξεων (Giddens 1984, Baert 1998: 105). Οι άνθρωποι, είτε ατομικά είτε συλλογικά, δρουν και πράττουν άλλοτε συνειδητά, εμπρόθετα και σκόπιμα και άλλοτε μηχανικά (Whittle 2003: 13). Κάποιες από τις πράξεις κατευθύνονται από το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζουν οι άνθρωποι, ενώ κάποιες άλλες παραβλέπουν και παρακάμπτουν το ίδιο αυτό πλαίσιο. Η ύπαρξη της κοινωνικής δομής, δηλαδή το σύνολο των κοινωνικών κανόνων, δεν αναιρεί τη δράση των υποκειμένων. Αντίθετα, είναι αυτή η επανάληψη της δράσης και των πρακτικών που διαμορφώνουν την κοινωνική δομή (Giddens 1984: 17). Στην πραγματικότητα, η δομή είναι ταυτόχρονα η προϋπόθεση και το αποτέλεσμα της δράσης των υποκειμένων (Baert 1998: 104). Ο υλικός πολιτισμός είναι το αποτέλεσμα αυτής της δράσης και μεταφέρει το νόημά των πράξεων των δρώντων υποκειμένων. Ας επανέλθουμε, όμως, στην κατηγορία υλικού πολιτισμού που μας απασχολεί: την κεραμική. Η εμφάνισή της κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής θεωρείται ένα γεγονός με ιδιαίτερη σημασία εξαιτίας της σύνδεσης της κεραμικής με τη μόνιμη εγκατάσταση και τις νέες οικονομικές στρατηγικές και κοινωνικές διαδικασίες που χαρακτηρίζουν την περίοδο αυτή. Η διαδικασία της νεολιθικοποίησης είναι ένα σύνολο από συμβολικές δομές (Hodder 1990a) στις οποίες μετέχουν και τα κεραμικά σκεύη. Τα αγγεία δεν είναι απλοί δείκτες εμφάνισης της Νεολιθικής ή λειτουργικά αντικείμενα και εργαλεία. Η σημασία του ρόλου τους έγκειται στο γεγονός ότι μετέχουν ενεργά στις νέες στρατηγικές που σχετίζονται με την παραγωγή της τροφής, την προετοιμασία της, την προσφορά και κατανάλωσή της (Jones 1999: 56-57). Στόχος της μελέτης της κεραμικής είναι να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο τα κεραμικά σκεύη, ως αναλυτικά εργαλεία, μετέχουν στις κοινωνικές πρακτικές. Τα αγγεία δεν είναι ούτε απλά λειτουργικά αντικείμενα, ούτε και στατικές παράμετροι των συμβολικών συστημάτων. Το νόημα της ύπαρξής τους είναι αυτή ακριβώς 16

17 η συμμετοχή τους στις κοινωνικές πρακτικές και συγκεκριμένα στις πρακτικές που σχετίζονται με την τροφή, την παρασκευή, την προσφορά και την κατανάλωσή της. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να μελετήσουμε τον τρόπο με τον οποίο τα κεραμικά αγγεία κατηγοριοποιούνται και πώς κάποιες κατηγορίες, όπως η διακοσμημένη κεραμική, οδηγούν στη διαμόρφωση κοινωνικών σχέσεων και ταυτοτήτων. Τα γραπτά αγγεία, όπως και οι υπόλοιπες κατηγορίες υλικού πολιτισμού, μετέχουν σ αυτή τη διαλεκτική σχέση μεταξύ δομής και ενεργού δράσης (Hegmon & Kulow 2005). Για παράδειγμα, ο προϊστορικός κεραμέας που διακοσμεί ένα αγγείο ακολουθεί την παράδοση στην κατασκευή του, αλλά την ίδια στιγμή μπορεί να καινοτομήσει και να διαφοροποιηθεί από την παραδοσιακή τεχνοτροπία, εισάγοντας νεωτερισμούς και ξεκινώντας μια νέα παράδοση. Αυτές οι διαδικασίες αποτυπώνουν τη δυαδικότητα της σχέσης της δομής και της δράσης (Hegmon & Kulow 2005: ). Τα κεραμικά σκεύη μετέχουν ενεργά στις κοινωνικές διαδικασίες και μέσω αυτών τα άτομα ταξινομούν και διαπραγματεύονται την ταυτότητά τους, τις μεταξύ τους σχέσεις, τις έννοιες του χώρου και του χρόνου (Miller 1982: 17-19). Τα αγγεία εντοπίζονται σε συγκεκριμένα αρχαιολογικά πλαίσια και η μελέτη τους θα πρέπει να περιλαμβάνει και την ταυτόχρονη μελέτη αυτού του πλαισίου. Γραπτά αγγεία που εντοπίστηκαν σε νεκροταφεία θα πρέπει να εξυπηρέτησαν διαφορετικές πρακτικές από τα γραπτά αγγεία που εντοπίστηκαν στους οικισμούς. Τα αρχαιολογικά δεδομένα πρέπει να μελετώνται σε συνδυασμό (Jones 1999). Για παράδειγμα, οι μεταβολές στην οργάνωση του χώρου και την οικιστική δομή ενός οικισμού και οι αλλαγές που παρατηρούνται σε συγκεκριμένες κατηγορίες αντικειμένων όπως η κεραμική είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένων κοινωνικών πρακτικών (Jones 1999: 60). 17

18 2. ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΚΕΡΑΜΙΚΗΣ 2.1 Το στιλ Το στιλ ως αντικείμενο μελέτης απασχόλησε την αρχαιολογική έρευνα από τα πρώτα της βήματα. Η μελέτη του είναι συνυφασμένη με όλες σχεδόν τις αρχαιολογικές αναλύσεις και καλύπτει ποικίλα πεδία της αρχαιολογικής έρευνας. Η μελέτη της μεταβολής του στιλ καταγράφεται σχεδόν πάντα σε συνάρτηση με το χωροχρονικό άξονα. Ταυτόχρονα, η ανάλυσή του καθορίζεται και από το αρχαιολογικό πλαίσιο (context) στο οποίο ανήκουν τα αντικείμενα. Η σημασία του στιλ είναι διττή, καθώς χρησιμοποιείται τόσο για την περιγραφή του υλικού πολιτισμού όσο και για την ερμηνεία του. Σύμφωνα με την M. W. Conkey, το στιλ είναι μια έννοια προβληματική, καθώς λειτούργησε ως τροχοπέδη στην προσπάθεια των αρχαιολόγων να κατανοήσουν τις ανθρώπινες κοινωνίες του παρελθόντος και των αντικειμένων τους (1990: 6-7). Κι αυτό γιατί το στιλ είναι μια έννοια που δεν ενυπάρχει στα αντικείμενα, αλλά επινοήθηκε ή υιοθετήθηκε από συναφείς επιστήμες, όπως η Ιστορία της Τέχνης και η Ανθρωπολογία, προκειμένου να λειτουργήσει ως αναλυτικό εργαλείο για τη μελέτη των αντικειμένων. Για το λόγο αυτό, η αρχαιολογική επιστήμη δανείστηκε όρους για την περιγραφή του στιλ, όπως π.χ. νατουραλιστικό, ρεαλιστικό, εικονικό, αφαιρετικό, κλπ. οι οποίοι όμως αποτυπώνουν τη σύγχρονη δυτικοευρωπαϊκή αισθητική αντίληψη και δεν βοηθούν στην περιγραφή και κατανόηση του αρχαιολογικού υλικού. Τα θεωρητικά ρεύματα που κυριάρχησαν κατά καιρούς στην αρχαιολογική επιστήμη επηρέασαν τη μελέτη του στιλ. Η πολιτισμική ιστορική προσέγγιση μελέτησε την ιστορική σημασία του στιλ. Κατέγραψε τις μορφολογικές μεταβολές των αντικειμένων και ταύτισε τη μορφή με συγκεκριμένες πολιτισμικές ομάδες. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 60, η πολιτισμική ιστορική προσέγγιση περιέγραψε το αρχαιολογικό υλικό με βάση στιλιστικούς όρους (Conkey 1990: 5, 8). Βασικός στόχος ήταν ο εντοπισμός ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ αντικειμένων που ανήκαν σε διαφορετικά αρχαιολογικά πλαίσια. Το αποτέλεσμα αυτής της ανάλυσης ήταν η τοποθέτηση του αρχαιολογικού υλικού στους άξονες του χώρου και του χρόνου και η ταύτισή του με συγκεκριμένους πολιτισμούς. Οι ομοιότητες που παρατηρούνται στο αρχαιολογικό υλικό ερμηνεύονται ως το αποτέλεσμα επαφών μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και ανταλλαγής ιδεών (Hodder 1979: 446). Ως επιχειρήματα για την ενίσχυση τέτοιων ερμηνειών χρησιμοποιήθηκαν κυρίως οι μεταναστεύσεις λαών, η διάδοση ιδεών και οι εμπορικές σχέσεις (Conkey 1990: 8). Επιπλέον, οι ομοιότητες και οι διαφορές που απαντώνται στο αρχαιολογικό υλικό 18

19 χρησιμοποιήθηκαν ως κριτήρια για να οριστεί η χρονική σχέση των πολιτισμικών ομάδων (Conkey 1990: 8, Ψαράκη 2004: 34). Η πολιτισμική ιστορική προσέγγιση ταύτισε το αρχαιολογικό υλικό στην περίπτωσή μας την κεραμική με συγκεκριμένες πολιτισμικές ομάδες. Ακόμη περισσότερο, ταύτισε τη διαφοροποίηση στη μορφή των αντικειμένων με τις κοινωνικές εξελίξεις που διαδραματίστηκαν σ αυτές τις πολιτισμικές ομάδες. Στη συνέχεια, οι πολιτισμικές ομάδες δάνεισαν συμβατικά το όνομά τους στα αντικείμενα που μελετήθηκαν, π.χ. πολιτισμός του Σέσκλου, πολιτισμός του Διμηνίου. Με λίγα λόγια, το στιλ των αντικειμένων εξισώθηκε με συγκεκριμένες κοινωνικές και ιστορικές ενότητες, π.χ. πολιτισμός του Κλασικού Διμηνίου (Conkey 1990: 8). Το στιλ, λοιπόν, ταυτίστηκε με τη μορφή των αντικειμένων και αντιμετωπίστηκε ως αντανάκλαση της εθνοτικής/φυλετικής ταυτότητας (Ψαράκη 2004: 34-35). Μέσα στο πλαίσιο της πολιτισμικής ιστορικής προσέγγισης, η κοινωνική πρακτική εξισώθηκε με την παραγωγή του υλικού πολιτισμού (Conkey 1990: 8). Τα αντικείμενα τοποθετήθηκαν στο επίκεντρο της αρχαιολογικής έρευνας και οι μεταβολές που παρουσιάζονται σε αυτά θεωρήθηκε ότι αποτυπώνουν πολιτιστικές αλλαγές των κοινωνιών που τα παρήγαγαν. Η μελέτη της μορφής των αντικειμένων και η διάκριση ομοιοτήτων και διαφορών ήταν και θα παραμείνει ένα βασικό αναλυτικό εργαλείο στα χέρια των αρχαιολόγων. Η μελέτη της μορφής των αντικειμένων, όμως, πρέπει να συνδυάζεται με τη μελέτη του αρχαιολογικού πλαισίου εντοπισμού των αντικειμένων. Μόνη η μελέτη της μορφής και ο εντοπισμός ομοιοτήτων και διαφορών με άλλα αρχαιολογικά σύνολα δεν αρκεί για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Τα αντικείμενα συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική διαδικασία. Αντίθετα, η ταύτιση της μορφής με τη λειτουργία των αντικειμένων, χωρίς την ταυτόχρονη μελέτη του αρχαιολογικού πλαισίου τους (context) περιορίζει τη σημασία των αντικειμένων και τα μετατρέπει σε παθητικούς φορείς των κοινωνικών διαδικασιών. Από τα τέλη της δεκαετίας του 60 και μετά, με την είσοδο των αναλυτικών και ερμηνευτικών προσεγγίσεων της Νέας Αρχαιολογίας, ο ρόλος του στιλ στη μελέτη του αρχαιολογικού υλικού διαφοροποιήθηκε. Το στιλ των αντικειμένων μελετήθηκε ως προϊόν των συστημάτων που διέπουν τις προϊστορικές κοινωνίες. Σύμφωνα με τους εκφραστές της Νέας Αρχαιολογίας, το στιλ ενυπάρχει στα αντικείμενα και πρέπει να ανακαλυφθεί από τον αρχαιολόγο προκειμένου να μελετηθεί (Conkey 1990: 9). Ο ενεργός ρόλος του υλικού πολιτισμού δεν αποτελεί αντικείμενο μελέτης της Νέας Αρχαιολογίας και μέσα σ αυτή τη 19

20 λογική το στιλ αντιμετωπίζεται ως μια παράμετρος του υλικού πολιτισμού που έχει περισσότερο παθητικό ρόλο (Sackett 1977: 372, Sackett 1990: 33, Conkey 1990: 8). Η στιλιστική ομοιότητα μεταξύ αντικειμένων που εντοπίζονται σε διαφορετικές περιοχές, οικισμούς, κοινωνίες ή κοινωνικές ομάδες ερμηνεύτηκε ως το αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης μεταξύ των παραπάνω (Hodder 1982: 8-9). Έντονη κριτική ασκήθηκε στη θεωρία αυτή, καθώς η στιλιστική ομοιότητα μεταξύ αντικειμένων που εντοπίστηκαν σε διαφορετικά αρχαιολογικά πλαίσια δεν οφείλεται απαραίτητα σε κάποιου είδους κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική ή άλλη επαφή (Rice 1987: 254). Αρκετά εθνογραφικά παραδείγματα έχουν επισημάνει την ύπαρξη και αρνητικής συσχέτισης μεταξύ της στιλιστικής ομοιότητας και της αλληλεπίδρασης μεταξύ κοινωνικών ομάδων (Hodder 1977: , 1982). Το στιλ είναι ένα φαινόμενο πολύπλοκο και πολυδιάστατο. Μ αυτό τον τρόπο το αντιμετώπισε η μεταδιαδικαστική αρχαιολογία, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τη διττή του σημασία: πρόκειται δηλ. για ένα φαινόμενο που έχει συνάμα αρχαιολογική και αντικειμενική αξία. Όπως, όμως, προείπαμε, το στιλ είναι ένα αναλυτικό εργαλείο στα χέρια των αρχαιολόγων χρησιμοποιείται ως μεσολαβητής ανάμεσα στην τυπολογία και την ταξινόμηση των αρχαιολογικών αντικειμένων (Ψαράκη 2004: 62). Δεν είναι έμφυτο χαρακτηριστικό των αρχαιολογικών καταλοίπων. Το αποτέλεσμα είναι να χρησιμοποιείται μία έννοια δανεισμένη από συναφείς με την αρχαιολογία επιστήμες η έννοια του στιλ για να περιγράψει κατεξοχήν αρχαιολογικά αντικείμενα, όπως είναι η γραπτή κεραμική. Οι μελετητές προσπαθούν να κατανοήσουν την κοινωνική σημασία του στιλ μέσω της παραδοσιακής διχοτόμησης μεταξύ στιλ και λειτουργίας (Dietler & Herbich 1989: 156). Με λίγα λόγια, η προσπάθεια επικεντρώνεται στο να ερμηνευθεί η κοινωνική λειτουργία εκείνων των χαρακτηριστικών του αρχαιολογικού υλικού που δεν έχουν προφανή λειτουργικό χαρακτήρα, όπως π.χ. η διακόσμηση των αγγείων. Η Νέα Αρχαιολογία διαχώρισε πλήρως τις δύο έννοιες. Σύμφωνα με τις απόψεις της, το στιλ δε συνδέεται με την κυρίαρχη λειτουργία των αντικειμένων αλλά με τη δευτερεύουσα, η οποία ταυτίζεται περισσότερο με τη συμβολική διάσταση των αντικειμένων παρά με τη χρηστική (Binford 1962: 220, Binford 1965: 206, 208). Όμως, τόσο η χρηστική όσο και η συμβολική διάσταση δεν μπορούν να απομονωθούν και να μελετηθούν χωριστά (Sackett 1982: 95-99, Sackett 1990: 34, Ψαράκη 2004: 38). Οι δύο έννοιες δεν είναι αντικρουόμενες και δεν πρέπει να μελετώνται σε αντιδιαστολή αντίθετα, αλληλοσυμπληρώνονται και συμμετέχουν εξίσου ενεργά στην τελική διαμόρφωση του αγγείου. Η χρήση και η 20

21 κοινωνική λειτουργία των αντικειμένων δεν είναι απαραίτητα δύο διακριτές έννοιες. Η κοινωνική λειτουργία των αντικειμένων εμπεριέχει τη χρήση και το αντίστροφο (Κωτσάκης 1983: 177). Ένας δεύτερος τρόπος προσέγγισης αφορά τη διχοτόμηση μεταξύ στιλ και μορφής. Σ αυτή την περίπτωση το στιλ δεν εξισώνεται με τη μορφή. Η τελική μορφή ενός αγγείου επηρεάζεται από ποικίλες παραμέτρους όπως είναι οι τεχνολογικές επιλογές του αγγειοπλάστη, οι πρώτες ύλες, η παράδοση και οι καινοτομίες που ο ίδιος εισάγει. Η μορφή καθορίζεται από μια πληθώρα παραγόντων, ένας εκ των οποίων είναι το στιλ. Με λίγα λόγια, το στιλ δεν χαρακτηρίζει μόνο την επεξεργασία της επιφάνειας των αγγείων, αλλά είναι τμήμα όλων των τεχνολογικών επιλογών και βημάτων που δίνουν στο αγγείο την τελική του μορφή (Sackett 1990: 33). Τα βήματα της κατασκευής και διακόσμησης ενός αγγείου δημιουργούν ένα σύνολο από επιλογές και διαδικασίες που ακολουθεί ο κεραμέας μέχρι να κατασκευάσει το τελικό προϊόν. Όσο περισσότερα είναι τα στοιχεία που καταγράφουν αυτές τις επιλογές, τόσο μεγαλύτερη είναι και η δυνατότητα που έχει ο αρχαιολόγος να κατανοήσει τη στιλιστική συμπεριφορά (Rice 1987: 245). Μελέτες όπως αυτή των Dietler και Herbich απέδειξαν ότι οι στιλιστικές επιλογές των αγγειοπλαστών δεν περιορίζονται μόνο στη διακόσμηση των αγγείων αλλά επηρεάζουν το σχήμα του αγγείου, τις τεχνικές κατασκευής, τις πρώτες ύλες και γενικά τη μορφή του (Dietler & Herbich 1989: 157). Ποια είναι όμως ερμηνευτική διάσταση που δίνουν οι αρχαιολόγοι στο στιλ; Το στιλ είναι φορέας κωδικοποιημένων μηνυμάτων, χρησιμοποιείται από τα άτομα και τις κοινωνίες ως μέσο επικοινωνίας. Το στιλ διαδραματίζει έναν κοινωνικό ρόλο, μετέχει στις κοινωνικές διαδικασίες, τις επηρεάζει και επηρεάζεται απ αυτές (Braun 1995: ). Αυτή η συμμετοχή στην κοινωνική διαδικασία γίνεται μέσω της μετάδοσης μηνυμάτων. Το στιλ είναι δείκτης της ατομικής και κοινωνικής ταυτότητας έχει τη μοναδική ικανότητα να διαφοροποιεί και να ομαδοποιεί ή να ενσωματώνει, προκαλώντας τα άτομα να διαπραγματευτούν την ταυτότητά τους (Wiessner 1983: ). Το στιλ είναι ένα ανοιχτό σύστημα έκφρασης το οποίο διαρκώς λαμβάνει και μεταδίδει νέες πληροφορίες και μηνύματα. Πρόκειται για έναν «μη-λεκτικό τρόπο μετάδοσης πληροφοριών» (Ψαράκη 2004: 40), έναν κώδικα επικοινωνίας κατ αντιστοιχία με τους ήχους, τις λέξεις και τις προτάσεις μιας φυσικής γλώσσας (Leach 1976: 10). Όλες οι παραπάνω έννοιες που αναφέρθηκαν, όπως π.χ. το στιλ, η μορφή και η λειτουργία ή η χρήση των αντικειμένων, λίγη σημασία έχουν αν μελετηθούν αποκομμένα από το 21

22 κοινωνικό τους πλαίσιο. Αντικείμενα όμοια στη μορφή ή το στιλ είναι δυνατό να μετέχουν σε εντελώς διαφορετικές κοινωνικές πρακτικές και να επιδέχονται πολλές και διαφορετικές ερμηνείες, δηλαδή να είναι φορείς διαφορετικών νοημάτων. Η κοινωνική πρακτική και οι ποικίλες εκφάνσεις της είναι αυτές που νοηματοδοτούν τα αντικείμενα και όχι η μεταβολή στη μορφή, το σχήμα ή το στιλ. Άρα η έννοια του στιλ δεν εξαντλείται στην ανάλυση της μορφής και στην περιγραφή των χαρακτηριστικών των αντικειμένων, αλλά αφορά ταυτόχρονα και τη μελέτη του κοινωνικού ρόλου των αντικειμένων, τη συμμετοχή τους στις κοινωνικές διαδικασίες και στη διαπραγμάτευση της κοινωνικής και ατομικής ταυτότητας (Ψαράκη 2004: 48-49, Κωτσάκης 1983: , Χουρμουζιάδης 1980: 122). Το στιλ, λοιπόν, είναι ένα μέσο για να ερμηνευθεί η κοινωνική διαδικασία. Είναι ο τρόπος που επιλέγουν οι άνθρωποι για να «ντύσουν» τις πράξεις τους. Είναι η προβολή ενός ατομικού γεγονότος σε ένα γενικότερο τρόπο σκέψεων και πράξεων (Hodder 1990b: 45). Κατά συνέπεια, όπως είπαμε στην αρχή του κεφαλαίου, το στιλ δεν ενυπάρχει στα αντικείμενα, αλλά εξαρτάται και καθορίζεται από τις προθέσεις των ανθρώπων γι αυτό και βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία επαναπροσδιορισμού (Ψαράκη 2004: 49). Οι άνθρωποι ενσωματώνουν τα αντικείμενα στην καθημερινότητά τους και αναπαράγουν τα νοήματα που αυτά μεταφέρουν μέσω της κοινωνικής και ατομικής μνήμης (Connerton 1989, Rowlands 1993). Με αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι κατέχουν τη γνώση για να διαχειριστούν τα αντικείμενα και να τα κάνουν κτήμα τους, με το μοναδικό όμως στιλ που διαμορφώνεται σε κάθε ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο. 2.2 Η τεχνολογία Ως κυρίαρχη ανθρώπινη δραστηριότητα, η τεχνολογία είναι επιφορτισμένη τόσο με πολύπλοκες κοινωνικο-οικονομικές αναλύσεις όσο και με συμβολικά νοήματα. Έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην ανθρώπινη προσπάθεια για επιβίωση, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες βιώνουν και κατανοούν τον κόσμο γύρω τους. Όταν κάνουμε λόγο για την τεχνολογία της κεραμικής αναφερόμαστε κυρίως στην ανάλυση των φυσικών και χημικών ιδιοτήτων των πρώτων υλών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των αγγείων. Πρόκειται για την υλική υπόσταση της κεραμικής, η οποία καθορίζεται κυρίως από περιβαλλοντικούς και φυσικούς παράγοντες. Η μελέτη της, λοιπόν, στοχεύει στον προσδιορισμό των πρώτων υλών και στην ανασύνθεση των τεχνικών που ακολουθεί ο κεραμέας. Η συμβολή των θετικών επιστημών και της 22

23 πειραματικής αρχαιολογίας στάθηκε καθοριστική για τη συγκέντρωση των πληροφοριών και της γνώσης που απαιτείται για να γίνει κατανοητή από τον αρχαιολόγο η διαδικασία κατασκευής των αγγείων. Με τη χρήση των θετικών επιστημών και των αναλυτικών μεθόδων τους προσδιορίστηκαν η προέλευση και οι ιδιότητες των πρώτων υλών και μελετήθηκαν αναλυτικά τα επιμέρους στάδια της κατασκευής των αγγείων, όπως η επεξεργασία της επιφάνειας και η όπτηση. Αυτή η χρήση των θετικών επιστημών για την ανάλυση των φυσικο-χημικών ιδιοτήτων της κεραμικής επικεντρώνεται στον προσδιορισμό των πρώτων υλών και στην ανάλυση των τεχνολογικών επιλογών και παραβλέπει τον ενεργό ρόλο της τεχνολογίας. Όπως αναφέρει η Κυριατζή, με τον τρόπο αυτό αναπαράγεται η «τυπολογική-περιγραφική» προσέγγιση της κεραμικής και η τεχνολογία εξετάζεται ανεξάρτητα από το κοινωνικό, οικονομικό και ιστορικό της πλαίσιο (2000: 11). Για να γίνει κατανοητός ο ρόλος της τεχνολογίας δεν αρκεί να ταυτίζεται με τις φυσικές ιδιότητες και τη μηχανική συμπεριφορά των πρώτων υλών, αλλά να αντιμετωπιστεί σαν ένα κοινωνικό φαινόμενο (Pfaffenberger 1992: 498, Lemonnier 1993: 2-6). Με τον τρόπο αυτό δεν κινδυνεύει να αντιμετωπιστεί αποσπασματικά και στατικά αντίθετα, η τεχνολογία πρέπει να ενταχθεί μέσα στο αρχαιολογικό πλαίσιο και να μελετηθεί σαν μια σύνθετη, δυναμική και εμπρόθετη διαδικασία, η οποία διαιρείται σε επιμέρους στάδια. Μέσα σε αυτά τα στάδια εμπεριέχεται η ανθρώπινη δράση και ενέργεια που μετατρέπει την πρώτη ύλη σε τελικό προϊόν. Συχνά, βέβαια, οι αρχαιολόγοι παραβλέπουν ή αδυνατούν να προσδιορίσουν το κοινωνικό πλαίσιο κατασκευής των αγγείων. Όμως, η συμβολική αξία ενός αντικειμένου δεν είναι αποκομμένη από τις χρηστικές του διαστάσεις. Ο κοινωνικός ρόλος ενός αγγείου είναι συνυφασμένος στην πράξη τόσο με τις συνθήκες κατασκευής όσο και με τις συνθήκες χρήσης του. Τα ίδια τα αντικείμενα είναι προϊόντα πολιτισμών που αναπτύχθηκαν σε συγκεκριμένες συνθήκες και γι αυτό είναι φορτισμένα με την κοινωνική τους σημασία. Κατά συνέπεια, το νόημα που περιβάλλει τα αντικείμενα ορίζεται ή μεταβάλλεται ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες (Χουρμουζιάδης 1981: 41). Η σχέση ανάμεσα στις τεχνολογικές πρακτικές και τις κοινωνικές δομές είναι διαλεκτική. Είναι σημαντικό για τον αρχαιολόγο να κατανοήσει ότι ο νεολιθικός κεραμέας αξιοποιεί τα υλικά και τα εργαλεία του και χρησιμοποιεί τις τεχνικές γνώσεις και την εμπειρία του στο βαθμό που του επιτρέπει η κοινωνικά διαμορφωμένη συνείδησή του (Κυριατζή 2000: 17). 23

24 Η κατασκευή ενός αγγείου δεν εμπεριέχει μόνο συμβολικά νοήματα και δεν αντανακλά αποκλειστικά τις πεποιθήσεις μιας κοινωνίας. Ούτε πρόκειται για μια σειρά από πράξεις που γίνονται μηχανικά και ασυνείδητα από τον αγγειοπλάστη. Διότι, μπορεί ο νεολιθικός κεραμέας να μη γνώριζε τις φυσικοχημικές ιδιότητες των υλικών που χρησιμοποιούσε όπως ένας σύγχρονος θετικός επιστήμονας, μπορούσε όμως να κατανοήσει εμπειρικά το αντικείμενο της εργασίας του. Η κατασκευή ενός αγγείου προϋποθέτει μια σειρά από επιλογές που πραγματοποιούνται από τον κεραμέα συνειδητά. Αυτές οι επιλογές σχετίζονται με την συλλογή της πρώτης ύλης, τη χρήση των κατάλληλων εργαλείων, την τεχνική της κατασκευής ακόμη και τη χρήση ή την ανταλλαγή του αγγείου. Η ανασύνθεση της διαδικασίας κατασκευής του αγγείου επιτυγχάνεται μέσω μιας αλυσίδας εγχειρημάτων (chaîne opératoire) πρόκειται για τα στάδια που ακολουθεί ο νεολιθικός αγγειοπλάστης για να κατασκευάσει τα αγγεία του μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικά διαμορφωμένης εμπειρίας και παράδοσης. Κάποια από αυτά τα βήματα στην κατασκευή των αγγείων είναι μερικώς προκαθορισμένα από την τεχνολογική παράδοση κάθε κοινωνίας, την οποία ο αγγειοπλάστης κληρονόμησε από τους προγόνους του αυτή η παράδοση επηρεάζει την τεχνοτροπία των κεραμέων. Άλλες φορές, επεμβαίνει ο ίδιος στη διαδικασία της κατασκευής και διαφοροποιείται από την παράδοση, καινοτομεί και αφήνει το στίγμα του. Κάθε εγχειρηματική αλυσίδα αποτελείται από χρονικά εκτεταμένες διαδικασίες οι οποίες, με τη σειρά τους, περιλαμβάνουν ένα σύνολο από κινητικές συνήθειες και ανακλαστικές κινήσεις (motor habits) καθώς και μια σειρά από ατομικές επιλογές. Τα αντικείμενα έχουν μια καθορισμένη διάρκεια ζωής κάποια στιγμή θα σπάσουν, θα πάψουν να χρησιμοποιούνται ή θα πεταχτούν. Η τεχνολογία, όμως, με την οποία κατασκευάστηκαν θα παραμένει μια ζωντανή και διαρκής διαδικασία που εξελίσσεται και μεταβάλλεται με το πέρασμα του χρόνου και τη συμμετοχή των ατόμων (Dobres 2000: 4). Η τεχνολογία είναι συνυφασμένη με τα συστήματα ιδεολογίας (belief systems) και την κοινωνική και πολιτική δυναμική κάθε κοινωνίας (Dobres & Hoffman 1999: 2). Ανιχνεύοντας αυτές τις επιλογές των κατασκευαστών στα υπολείμματα των κεραμικών αγγείων που ανακαλύπτονται, συνειδητοποιούμε ότι η κεραμική δεν είναι ένα σύνολο τεχνουργημάτων κατασκευασμένων μηχανικά. Κάθε αγγείο έχει τη δική του βιογραφία, καθώς μέσα σ αυτό ενυπάρχουν πολλές στιγμές από το παρελθόν, όπως η επιλογή της κατάλληλης τεχνικής για την κατασκευή του, η επιλογή των διακοσμητικών μοτίβων, ο τρόπος όπτησής του. Ο τόπος που κατασκευάστηκε ένα αγγείο, ο τρόπος και η διάρκεια 24

25 της χρήσης του, η ανταλλακτική του αξία, ακόμη και η απόρριψή του είναι κομμάτι της «ζωής» του (Appadurai 1986: 3-4). Η τεχνολογία, λοιπόν, είναι η διαλεκτική σχέση μεταξύ της εμπειρικής γνώσης και της ανθρώπινης καινοτομίας, μεταξύ της τέχνης και του τεχνάσματος, μεταξύ της ατομικής δράσης και της κοινωνικής δομής. Αυτή η δυναμική αντανακλάται στην κυρίαρχη άποψη ότι τα αρχαιολογικά αντικείμενα, και εν προκειμένω η κεραμική, δεν είναι απλοί μεσολαβητές για να κατανοήσουμε τις κοινωνικές σχέσεις του παρελθόντος μαρτυρούν το πέρασμα των ανθρώπων που τα κατασκεύασαν και οι οποίοι μέσω της κατασκευής και χρήσης των αντικειμένων τους βίωσαν και διαμόρφωσαν τις κοινωνικές τους σχέσεις. Κατά συνέπεια, η τεχνολογία είναι κάτι παραπάνω από μια διαδικασία που υπόκειται σε φυσικούς και μηχανικούς νόμους είναι μια πολύπλοκη κοινωνική πρακτική και μια πολυδιάστατη διαδικασία. 2.3 Η χρήση Με τον όρο χρήση εννοούμε τη μελέτη της λειτουργίας των αγγείων, ως αντικείμενα που εξυπηρετούν τις υλικές ανάγκες των ατόμων (Rice 1987: 207 κ.ε). Για να μελετηθεί η χρήση πρέπει να αναλυθούν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των αγγείων, καθώς και οι φυσικές ιδιότητές τους, όπως το πορώδες ή η αντοχή σε θερμικό σοκ. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να αξιολογηθεί η συμπεριφορά των αγγείων στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που συμμετείχαν. Οι δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχαν τα κεραμικά σκεύη είναι η αποθήκευση, η παρασκευή, η μεταφορά, η προσφορά τροφών και ποτών, η ανταλλαγή αγαθών ή η επίδειξή τους ως αντικείμενα κύρους. Καθεμιά από τις παραπάνω δραστηριότητες απαιτεί συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή συνδυασμό χαρακτηριστικών όσον αφορά τη μορφή και την τεχνολογία κατασκευής των αγγείων. Είναι πιθανό, όμως, ένα αγγείο να έχει πολλαπλές χρήσεις για παράδειγμα, μπορεί το ίδιο κεραμικό σκεύος να χρησιμοποιείται για την παρασκευή και την προσφορά τροφής ή για τη μεταφορά και αποθήκευσή της (Rice 1987: 209). Η μακροσκοπική μελέτη των μορφολογικών, τεχνολογικών και στιλιστικών χαρακτηριστικών των αγγείων είναι ένας τρόπος μελέτης της χρήσης (Hally 1986). Οι μικροσκοπικές αναλύσεις των τροφικών υπολειμμάτων και των ιχνών χρήσης που βρίσκονται πάνω στα όστρακα είναι ένας ασφαλής τρόπος για να μελετηθεί η χρήση των κεραμικών σκευών. 25

26 Τα κεραμικά σκεύη θα πρέπει να είχαν ποικίλες χρήσεις σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Υπάρχουν πολλοί έμμεσοι και άμεσοι τρόποι για να μελετηθεί η χρήση των αγγείων. Κάποιες από τις ιδιότητες των αγγείων, όπως η χωρητικότητα, η σταθερότητα, η ικανότητα πρόσβασης στο περιεχόμενο του αγγείου, η ευκολία ή δυσκολία της μεταφοράς των σκευών φέρουν έμμεσες πληροφορίες για τη χρήση τους (Rice 1987: ). Οι παραπάνω ιδιότητες σχετίζονται άμεσα με το σχήμα των αγγείων. Έμμεσες πληροφορίες για τη χρήση μπορεί να εξάγει κανείς μελετώντας την τεχνολογία κατασκευής των αγγείων. Η επιλογή των πρώτων υλών, η επεξεργασία τους και οι τεχνικές που ακολουθούνται για την κατασκευή ενός αγγείου καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί. Τροποποιήσεις στις παραπάνω διαδικασίες επιφέρουν την κατασκευή αγγείων κατάλληλων για ποικίλες χρήσεις. Τέτοιες ιδιότητες που σχετίζονται με την τεχνολογία είναι το πάχος των τοιχωμάτων του αγγείου, το πορώδες, η αντοχή στις μηχανικές πιέσεις και το θερμικό σοκ (Rice 1987: ). Άμεσες πληροφορίες για τη χρήση των αγγείων μπορούν να εξαχθούν από τη μελέτη του αρχαιολογικού πλαισίου εντοπισμού των κεραμικών σκευών. Θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι ένα αγγείο πιθανότατα υπηρετεί μια πληθώρα χρήσεων σε όλη τη διάρκεια της ζωής του κατά συνέπεια το πλαίσιο εντοπισμού του δίνει πληροφορίες μόνο για έναν απ όλους τους τρόπους χρήσης του. Η μελέτη των τροφικών καταλοίπων στο εσωτερικό των αγγείων, καθώς και η μελέτη των ιχνών χρήσης μπορούν να δώσουν άμεσες πληροφορίες για τη χρήση των αγγείων. Επιπλέον η μελέτη των νεφών καπνιάς μπορεί να μας πληροφορήσει για το αν τα αγγεία χρησιμοποιήθηκαν για το μαγείρεμα, ακόμη και τη θέση που είχε το αγγείο κατά τη διαδικασία του μαγειρέματος, δηλ. μέσα ή πάνω από τη φωτιά. Η μελέτη της χρήσης συνδυάζεται άμεσα με τη μελέτη της τεχνολογίας. Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η μελέτη της τεχνολογίας αφορά τις φυσικές και χημικές ιδιότητες των πρώτων υλών και τις τεχνικές κατασκευής των αγγείων, δηλ. την εγχειρηματική αλυσίδα. Μέσω της μελέτης των παραπάνω μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για την καταλληλότητα ορισμένων πρώτων υλών, τεχνικών κατασκευής ή σχημάτων αγγείων σε συγκεκριμένες συνθήκες χρήσης (Bronitsky & Hamer 1986: 89-93). Η συζήτηση για την τεχνολογία και το σχήμα των αγγείων βασίζεται στις επιλογές που κάνει ο κεραμέας για να διαμορφώσει τα αγγεία του με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες ανάγκες και δραστηριότητες. Το κοινωνικό πλαίσιο κατασκευής και χρήσης των αγγείων, όμως, δεν είναι δυνατό να παραβλεφθεί. Αυτό σημαίνει ότι οι επιλογές των ατόμων που θα χρησιμοποιήσουν τα 26

27 αγγεία δεν καθορίζονται μόνο από την αξιολόγηση της συμπεριφοράς των αγγείων στις καθορισμένες συνθήκες χρήσης τους. Δεν μπορούν να εφαρμοστούν συγκεκριμένοι νόμοι ή κανόνες που να καθορίζουν από πριν τη σχέση των φυσικών ιδιοτήτων με τη χρήση των αγγείων. Με βάση αυτή τη λογική, η ζήτηση για τα αγγεία θα έπρεπε να καθορίζεται πάντα με τον ίδιο τρόπο. Το κοινωνικό πλαίσιο είναι αυτό που σε μεγάλο βαθμό καθορίζει την επιλογή στη χρήση των κεραμικών σκευών. Κάθε κοινωνία δίνει τους δικούς της ορισμούς για το τι θεωρείται «κατάλληλο». Κάθε κοινωνία έχει τις δικές διαφορετικές αντιλήψεις για το πότε, από ποιους και σε ποιες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται τα κεραμικά σκεύη (αποθήκευση, μαγείρεμα, προσφορά κλπ.) Πολλές φορές, τα ίδια τα τεχνολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά των αγγείων μπορούν να παραπλανήσουν τον αρχαιολόγο. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των αγγείων δεν εξυπηρετούν απαραίτητα χρηστικούς σκοπούς. Συχνά η παρουσία τους στα αγγεία υποδηλώνουν συμβολικές αντιλήψεις ή τεχνολογικές παραδόσεις (Meadows 1997: 22-23). Η κατασκευή και χρήση της κεραμικής δεν υπόκεινται σε φυσικούς, περιβαλλοντικούς περιορισμούς. Οι τρόποι με τους οποίους τα αγγεία χρησιμοποιούνται αλλάζουν από κοινωνία σε κοινωνία (Schiffer & Skibo 1997: 37-38). Το κοινωνικό πλαίσιο είναι αυτό που καθορίζει και διαμορφώνει τη χρήση των αγγείων και όχι οι περιορισμοί των φυσικών ιδιοτήτων των πρώτων υλών ή των μορφολογικών χαρακτηριστικών (Arthur 2002: ). 2.4 Οι οικονομικές διαστάσεις Μια ακόμη προσέγγιση που εφαρμόζεται στη μελέτη της κεραμικής εκτός από τη μελέτη του στιλ και της τεχνολογίας είναι η ανάλυση των οικονομικών διαστάσεων της γραπτής κεραμικής οι οποίες αφορούν κυρίως την παραγωγή και διακίνησή της. Οι κοινωνικοοικονομικές διαστάσεις που σχετίζονται με τη γραπτή κεραμική της νεολιθικής περιόδου δεν έχουν γίνει πλήρως κατανοητές από τους αρχαιολόγους λόγω της ελλιπούς γνώσης για το πώς, πού και από ποιους παράχθηκε, διακινήθηκε και χρησιμοποιήθηκε η κεραμική (Rice 1987: 168, 169). Το πρώτο βήμα για τη μελέτη της παραγωγής της κεραμικής είναι η ανάλυση της διαδικασίας κατασκευής των αγγείων, δηλ. της εγχειρηματικής αλυσίδας, ξεκινώντας από την επιλογή των πρώτων υλών, τις τεχνικές που αφορούν το πλάσιμο του αγγείου, την όπτηση και τη διακόσμησή του, τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται. Η διαδικασία 27

28 κατασκευής των αγγείων, όμως, είναι ένα μέρος μόνο από τη συνολική παραγωγική διαδικασία. Ως μια οικονομική διαδικασία, η παραγωγή της κεραμικής αποτελεί μέρος του ευρύτερου κοινωνικού ιστού, ο οποίος αναπόφευκτα επηρεάζει τις επιλογές στην κατασκευή των αγγείων και η οποία παραγωγή συνδέεται άμεσα με τις διαδικασίες της διακίνησης, της ζήτησης και της κατανάλωσης της κεραμικής. Η Rice χωρίζει τη διαδικασία παραγωγής σε τέσσερις κατηγορίες, σύμφωνα με πληροφορίες από εθνογραφικές μελέτες: η κλίμακα παραγωγής (scale of production), ο τρόπος παραγωγής (mode of production), η ποικιλία των προϊόντων (variability) και οι αλλαγές που πραγματοποιούνται σε καθεμιά από τις παραπάνω περιπτώσεις (Rice 1987: 170). Η κλίμακα παραγωγής αναφέρεται στην ποσότητα και το είδος της κεραμικής που κατασκευάστηκε και σχετίζεται άμεσα με τις τεχνολογικές επιλογές και τις διαδικασίες της χρήσης και της διακίνησης των αγγείων ο τρόπος παραγωγής αναφέρεται επίσης στις τεχνολογικές επιλογές των κατασκευαστών, καθώς και στην οργάνωση της εργασίας, τους εργάτες (άνδρες, γυναίκες ή παιδιά, ηλικιωμένοι ή όχι, εξειδικευμένοι ή μη κλπ), την κατανομή της εργασίας και τους χώρους όπου αυτή λαμβάνει χώρα. Δύο τρόποι παραγωγής θα πρέπει να κυριάρχησαν κατά τη Νεολιθική περίοδο: η οικιακή παραγωγή αγγείων και η παραγωγή σε εξειδικευμένους χώρους, δηλ. σε εργαστήρια (Rice 1987: 186). Κατά την ΑΝ και ΜΝ της Θεσσαλίας η παραγωγή της κεραμικής γίνεται σε οικιστικό επίπεδο και βασίζεται στην εκμετάλλευση τοπικών πρώτων υλών επιπλέον, η διακίνηση των κεραμικών προϊόντων μεταξύ των οικισμών γινόταν σε χαμηλό βαθμό (Perlès 2001: 210). Για το Αχίλλειο, η Björk αναφέρει ότι ο αριθμός των κεραμέων πρέπει να ήταν μικρός (Björk 1995: 137). Για να γίνει κατανοητός ο τρόπος παραγωγής πρέπει να ερευνηθεί το ζήτημα της εξειδίκευσης στην εργασία. Με τον όρο εξειδίκευση εννοούμε την έμφαση από έναν αριθμό εργατών, νοικοκυριών ή εργαστηρίων στην παραγωγή προϊόντων με συγκεκριμένα λειτουργικά, μορφολογικά ή διακοσμητικά χαρακτηριστικά, όπως η γραπτή κεραμική. Κατά κάποιο τρόπο, πρόκειται για μια μορφή εντατικοποίησης της παραγωγής, εστιάζοντας σε μια συγκεκριμένη κατηγορία υλικού πολιτισμού (Rice 1987: 190). Μια πληθώρα από θέματα εγείρονται στη συζήτηση για την εξειδίκευση, όπως π.χ. η εποχικότητα της παραγωγής της κεραμικής, ο αριθμός των εργατών, η ηλικία και το φύλο τους, ο βαθμός κατανομής της εργασίας, το επίπεδο του τεχνολογικού εξοπλισμού κλπ. (Rice 1987: ). Ένα από τα σημαντικότερα θέματα της συζήτησης είναι η ύπαρξη εξειδικευμένων τεχνιτών με πλήρη ή μερική απασχόληση (full-time, part-time specialists). 28

29 Δύο βασικά σημεία φωτίζονται από τη μελέτη της εξειδίκευσης στην εργασία το πρώτο αφορά τον καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας και το δεύτερο την κατανομή του προϊόντος (Κωτσάκης 1983: 211). Παρ όλα αυτά, είναι δύσκολο να ανιχνευθεί αρχαιολογικά η ύπαρξη εξειδικευμένων εργατών. Έμμεσες μαρτυρίες υπάρχουν αρκετές, όπως για παράδειγμα η ύπαρξη εργαστηρίων, φούρνων ή εργαλείων. Οι μαρτυρίες, όμως, αυτές σκοντάφτουν πάνω στην προσπάθεια ερμηνείας της αρχαιολογικής πληροφορίας (Κωτσάκης 1983: 217). Είναι ασφαλής η ταύτιση συγκεκριμένων χώρων με κεραμικά εργαστήρια ή συγκεκριμένων τύπων εργαλείων με τα εργαλεία του κεραμέα; Μια διαφορετική προσέγγιση, όμως, μπορεί να δώσει πληροφορίες για την ύπαρξη εξειδικευμένης εργασίας και αυτή αφορά τη μελέτη των ίδιων των κεραμικών αγγείων, τα οποία αποτελούν άμεσους φορείς πληροφοριών. Λόγω της έλλειψης άμεσων πληροφοριών που θα μπορούσαν να διαφωτίσουν τη δομή της οικονομίας και τη διαδικασία της παραγωγής προϊόντων σε μια προϊστορική κοινωνία, το επίκεντρο της έρευνας έχει μεταφερθεί στη μελέτη των ίδιων των αγγείων, ως προϊόντων της διαδικασίας παραγωγής (Rice 1987: 171). Ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο Χρ. Τσούντας έχει αναφέρει την ύπαρξη εξειδικευμένων εργατών στην περιοχή της Θεσσαλίας (Τσούντας 1908: 87). Το ίδιο αναφέρει τόσο ο Renfrew για την γραπτή κεραμική του Σέσκλου (Renfrew 1972: 340), όσο και ο Χουρμουζιάδης (1980: 123, 1993: 43). Η ύπαρξη, όμως, ελάχιστης ποσότητας γραπτής κεραμικής σε σύγκριση με την ακόσμητη στους οικισμούς της Θεσσαλίας, υποδεικνύει την παρουσία εξειδικευμένων εργατών με μερική και όχι πλήρη απασχόληση. Η ανταλλαγή των αγαθών είναι ένα θέμα κεφαλαιώδους σημασίας για την αρχαιολογική έρευνα και σχετίζεται άμεσα με οικονομικές και πολιτικές στρατηγικές, ενώ ως πρακτική μεταφέρει ποικίλα συμβολικά νοήματα. Οι τρόποι με τους οποίους η γραπτή κεραμική ανταλλάσσεται ποικίλουν. Η ανταλλαγή αγαθών δεν είναι μόνο μια συναλλαγή με οικονομικό χαρακτήρα, αλλά σχετίζεται και με μια πληθώρα πρακτικών που έχουν ταυτόχρονα συμβολικό και κοινωνικό χαρακτήρα, όπως η φιλοξενία, ο γάμος, η ανταλλαγή δώρων (Halstead 1989: 74). Μέσω αυτών των δικτύων ανταλλαγής δεν διακινούνται μόνο προϊόντα και υλικά αγαθά μέσω αυτών, τα άτομα και οι κοινωνίες ανταλλάσσουν πληροφορίες, προσδιορίζουν και επαναπροσδιορίζουν την ταυτότητά τους και τις μεταξύ τους σχέσεις (Hodder 1979: ). 29

30 Στην περίπτωση της Θεσσαλίας, η επαφή μεταξύ των οικισμών μαρτυρείται από την παρουσία σε αυτούς γραπτής κεραμικής με τα ίδια χαρακτηριστικά. Κάποια από τα γραπτά αγγεία θα κατασκευάστηκαν μέσα στους οικισμούς όπου εντοπίστηκαν, ενώ κάποια άλλα θα ήταν αντικείμενα ανταλλαγών και επαφών μεταξύ των οικισμών (Wace and Thompson 1912: 241, Κωτσάκης 1996: 109). Κάποιοι τύποι αγγείων εντοπίστηκαν σε απομακρυσμένες μεταξύ τους περιοχές. Αυτή η κατανομή ορισμένων τύπων γραπτών αγγείων προφανώς υποδηλώνει την ύπαρξη δικτύων ανταλλαγής και επαφών μεταξύ των οικισμών. Οι επαφές αυτές θα μπορούσαν να είναι το αποτέλεσμα διακοινοτικής συνεργασίας και αλληλοβοήθειας μεταξύ των οικισμών σε περίπτωση ανάγκης (Halstead 1989: 74). Σε τέτοιες περιπτώσεις, η διαδικασία της ανταλλαγής αγαθών μέσα στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ των οικισμών μπορεί να πάρει ποικίλες μορφές, από το απλό μοίρασμα των προϊόντων έως τη δημιουργία περισσότερο περίπλοκων κοινωνικών πρακτικών, όπως οι περιπτώσεις δημόσιας κατανάλωσης τροφής (Halstead 1989: 73, Halstead 1999: 81-91). Επιπλέον, πρακτικές όπως το εμπόριο ή οι γάμοι και οι συμμαχίες μεταξύ μελών διαφορετικών οικισμών αποτελούν ζωτικά στοιχεία και δικλείδες ασφαλείας για την οικονομία των νοικοκυριών και των οικισμών (Halstead 1989: 74). Μέσω αυτών των πρακτικών οι άνθρωποι διασφαλίζουν τη συνεργασία μεταξύ των οικισμών σε περίπτωση ανάγκης. Τμήμα αυτών των πρακτικών είναι και τα ίδια τα γραπτά αγγεία (Schiffer & Skibo 1997: 36), τα οποία είτε ως σκεύη που μετέχουν στις δημόσιες καταναλώσεις τροφής, είτε ως αντικείμενα που επιδεικνύονται, ανταλλάσσονται ή δωρίζονται στους νέους συγγενείς ή τους συμμάχους (Tomkins 2007: 193), κατανέμονται στο θεσσαλικό χώρο αποτυπώνοντας σε μεγάλο βαθμό τις διακοινοτικές σχέσεις. Η αξία των γραπτών αγγείων θα πρέπει να ήταν μεγάλη, καθώς μηχανισμοί όπως η αξία των πρώτων υλών, η επένδυση σε χρόνο εργασίας για τη διακόσμηση και τελειοποίηση του αγγείου (Κωτσάκης 1996: 109), η διακίνησή της σε περιοχές απομακρυσμένες από το κέντρο παραγωγής της (Hodder 1974: ) θα πρέπει να επηρέαζαν την τελική εμπορική και συμβολική αξία του προϊόντος (Hodder 1982: ). Μια τέτοια, όμως, εκτίμηση των αντικειμένων θα πρέπει να γίνεται με επιφυλακτικότητα, καθώς η κρίση βασίζεται κυρίως σε σύγχρονες αντιλήψεις βασισμένες σε βιομηχανικά και καπιταλιστικά συστήματα, τα οποία καμία εφαρμογή δεν έχουν στις προϊστορικές κοινωνίες. Εξάλλου, η έννοια της αξίας ενός αντικειμένου δεν ξεπερνά τα όρια του χρόνου και του χώρου. Είναι μια έννοια που έχει ιστορική και κοινωνική σημασία. Σε κάθε εποχή, κάθε κοινωνία προσδιορίζει την αξία του υλικού πολιτισμού της με διαφορετικούς όρους, οι οποίοι 30

31 διαμορφώνονται από τις ποικίλες ιστορικές, κοινωνικές και συμβολικές συμβάσεις που διέπουν κάθε κοινωνία ξεχωριστά. Δηλαδή, το ίδιο αντικείμενο μπορεί να έχει διαφορετική αξία αν εντοπιστεί σε διαφορετικές κοινωνίες και εποχές. Η αξία δεν ενυπάρχει στα αντικείμενα αλλά είναι επίκτητη, καθώς διαμορφώνεται από το εκάστοτε κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αυτά ανήκουν (Κωτσάκης 1983: 171). Τόσο η παραγωγή και κατά συνέπεια και η εξειδίκευση όσο και η διακίνηση των αγαθών εξαρτώνται άμεσα από έναν τρίτο παράγοντα, τη ζήτηση. Η παραγωγή μιας συγκεκριμένης κατηγορίας αντικειμένων, όπως η γραπτή κεραμική, προϋποθέτει τη ζήτηση από μέρους της κοινωνίας για το ίδιο προϊόν. Η γραπτή κεραμική εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ΑΝ, είτε ταυτόχρονα με τη μονόχρωμη κεραμική είτε με κάποια χρονική καθυστέρηση. Είναι άγνωστο αν η ζήτηση προκάλεσε την εμφάνισή της ή το αντίστροφο. Σίγουρα πάντως η αποδοχή της προϋποθέτει την καταναλωτική ανάγκη η οποία διαμορφώνεται από τα ιδιαίτερα πολιτισμικά και ιστορικά χαρακτηριστικά του τόπου (Ανδρέου 2003: 193). Η αποδοχή και χρήση μιας συγκεκριμένης κατηγορίας υλικού πολιτισμού, όπως η γραπτή κεραμική, δε γίνεται άκριτα ή ασυνείδητα, αλλά προϋποθέτει την επιλογή των καταναλωτών (Dietler 1995: 96). 31

32 3. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΕΡΑΜΙΚΗΣ ΣΤΑ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ 3.1 Η τροφή ως αντικείμενο ανθρωπολογικής έρευνας Η αξία της τροφής για τον άνθρωπο δεν έγκειται μόνο στην ιδιαίτερη σημασία της για την επιβίωσή του η τροφή δεν είναι απλά μια απαραίτητη διαδικασία για να καλυφθούν οι βιοτικές ανάγκες του ανθρώπου. Οι πρακτικές που σχετίζονται με την τροφή είναι ένα σύνολο από συνήθειες και τρόπους κοινωνικά διδαγμένους και κληροδοτημένους από γενιά σε γενιά. Η τροφή ενυπάρχει στην κοινωνική διαδικασία και μόνο ως αναπόσπαστο τμήμα της μπορεί να γίνει κατανοητή. Η τροφή αποτελεί μια κοινωνική πράξη, ένα κοινωνικό γεγονός που εμπεριέχει πολλές και διαφορετικές όψεις ενός πολιτισμού (Appadurai 1981: 494, Dietler 1990: 391). Παρότι η μελέτη της κεραμικής απασχόλησε εξαρχής τους αρχαιολόγους, η σύνδεση της με τις διατροφικές συνήθειες των προϊστορικών ανθρώπων και η αντιμετώπισή της ως ενεργό και αναφαίρετο τμήμα των προϊστορικών κοινωνιών είναι σχετικά πρόσφατη (Gosden 1999: 2, Parker Pearson 2003: 1). Η αρχαιολογική έρευνα στρέφει τώρα την προσοχή της στο κοινωνικό πλαίσιο κατανάλωσης της τροφής. Η ίδια η τροφή εξετάζεται ως μορφή του υλικού πολιτισμού και η μελέτη της συνδυάζεται με άλλες κατηγορίες υλικών όπως η κεραμική (Gosden 1999: 3, van der Veen 2003: 405, Ούρεμ- Κώτσου 2006: 5-6). Η διαδικασία της τροφής περιλαμβάνει μια μακρά σειρά από στάδια που ξεκινούν από την καλλιέργεια των κατάλληλων εδώδιμων προϊόντων, τη συγκομιδή και την αποθήκευσή τους για να καταλήξει στην προετοιμασία των τροφών, την προσφορά και την κατανάλωσή τους. Με τον τρόπο αυτό, η τροφή καταφέρνει να γεφυρώσει το κενό μεταξύ φύσης και πολιτισμού (Lévi-Strauss 1997: 29, Parker Pearson 2003: 1). Η αφήγηση των σταδίων δεν εξαντλείται σε τεχνικούς και περιγραφικούς όρους τα στάδια αυτά είναι φορτισμένα με κανόνες, νοήματα και συμβολισμούς κατανοητούς μόνο μέσα στο κοινωνικό τους πλαίσιο. Η τροφή είναι μέρος της κοινωνικής ένταξης των ατόμων. Οι πρακτικές και οι αντιλήψεις που συνοδεύουν την τροφή είναι τόσες πολλές και ποικίλες, όσο αναρίθμητες είναι και οι ανθρώπινες κοινωνίες. Η διατροφή είναι φαινόμενο διαπολιτισμικό (Lévi-Strauss 1997: 28), καθώς όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν αναπτύξει διατροφικά συστήματα, τα οποία διέπονται από συμπεριφορές, κανόνες και πρακτικές, είναι σημασιοδοτημένα και χαρακτηρίζονται από πλήθος συμβόλων. Η τροφή είναι ένα πολιτιστικό σύστημα που αποτελείται από σύμβολα, 32

33 κατηγορίες και νοήματα (Appadurai 1981: ). Κάθε διατροφικό σύστημα είναι διαφορετικό, καθώς προσδιορίζεται ιστορικά και ταυτίζεται με συγκεκριμένα αντικείμενα, τεχνικές και σύμβολα. Οι κανόνες, οι συνήθειες ακόμη και τα σύμβολα που σχετίζονται με την τροφή θεσπίζονται αναφορικά με τις ανάγκες της εκάστοτε κοινωνίας και σταδιακά γίνονται τμήμα της βιωμένης συμπεριφοράς των ατόμων (Bourdieu 1977). Οι πρακτικές και οι ενέργειες που σχετίζονται με την τροφή έχουν ποικίλες κοινωνικές συνέπειες. Η τροφή διαμορφώνει τις σχέσεις μεταξύ των ατόμων και κατά συνέπεια επηρεάζει και την κοινωνική τους θέση. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, ο ρόλος της μητέρας και του πατέρα, οι σχέσεις των ατόμων που ελέγχουν τις παραγωγικές πηγές και των υποτελών τους είναι η απόδειξη της επίδρασης που ασκεί η διαδικασία της τροφής στις ανθρώπινες σχέσεις. Η τροφή διαμορφώνει σχέσεις πολιτικής εξουσίας μεταξύ των ατόμων, καθώς δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια πρόσβαση σ αυτήν (Harris 1989: 15). Η τροφή έχει τη δύναμη να διαμορφώνει σχέσεις εξάρτησης ή ανταγωνισμού μεταξύ των ατόμων ή των διαφόρων κοινωνικών ομάδων (Harris 1989: 26-27). Κατά συνέπεια, όσοι έχουν πρόσβαση στην τροφή είναι σε θέση να ασκούν κοινωνικό έλεγχο. Η ταυτότητα του ατόμου είναι πολυπρόσωπη και μπορεί να εκφραστεί μέσα από ποικίλες κοινωνικές παραμέτρους και διαφοροποιήσεις, όπως το κοινωνικό φύλο, η ηλικία, η κοινωνική τάξη, η καταγωγή, η εθνότητα, η θρησκεία (Mills 2004: 4). Με τον ίδιο τρόπο και η τροφή αποτελεί μέσο ορισμού της κοινωνικής ταυτότητας του ατόμου. Οι τροφές που επιλέγουν οι άνθρωποι, αλλά και οι ποικίλοι τρόποι κατανάλωσής τους προσδιορίζουν την ταυτότητα του ανθρώπου, τόσο την ατομική όσο και τη συλλογική (Parker Pearson 2003: 8-9). Η σύνδεση της τροφής με την ατομική και συλλογική ταυτότητα εκφράζεται με όρους που σχετίζονται με το γένος, την εθνικότητα, την ηλικία, την κοινωνική τάξη, αλλά και πολλές επιπλέον εκφάνσεις της. Ακόμη, μέσω της τροφής οι άνθρωποι μπορούν να ορίσουν και να κατανοήσουν τη σχέση τους με το χώρο και το χρόνο. Οι άνθρωποι ταξινομούν τις δραστηριότητες τους στο χώρο, διαμορφώνοντας χώρους αποθήκευσης της τροφής, χώρους παρασκευής της, αλλά και χώρους κατανάλωσης της τροφής, ιδιωτικούς ή κοινοτικούς. Ακόμη και ο τόπος απόρριψης των τροφικών υπολειμμάτων εντάσσεται στην ίδια διαδικασία ταξινόμησης των δραστηριοτήτων μέσα στο χώρο. Η τροφή εμπλέκεται σε πρακτικές που επηρεάζουν τη σχέση του ατόμου με το χώρο και διαμορφώνουν την ταυτότητά του. Στις αγροτικές κοινωνίες η σχέση του ατόμου με τη γη που καλλιεργεί είναι άμεση, καθώς αυτή αποτελεί την πηγή των προϊόντων του και καθορίζει την επιβίωσή του. Μέσω της ανταλλαγής ή της 33

34 διανομής των αγαθών που παράγονται επηρεάζεται και η σχέση των μελών μιας κοινωνίας και καθορίζεται η θέση τους στην ομάδα (Parker Pearson 2003: 9). Αντίστοιχα, οι άνθρωποι μετρούν και υπολογίζουν το χρόνο βασισμένοι σε δραστηριότητες που σχετίζονται με την τροφή. Οι τροφές είναι στοιχεία που δομούν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, καθώς χρησιμοποιούνται για να χωρίσουν και να προσδιορίσουν το χρόνο. Το καθημερινό φαγητό, τα γιορτινά ή επετειακά γεύματα, οι τροφές που παράγονται σε συγκεκριμένες εποχές του χρόνου, οι θρησκευτικές εορτές είναι μερικά από τα παραδείγματα που αποδεικνύουν τη σύνδεση της τροφής με την έννοια του χρόνου. Επιπλέον, η τροφή μπορεί να οριστεί ακόμη και ως τέχνη (Τζαβάρα 1985: 416). Μια τέχνη που εμπεριέχεται σε μια πληθώρα κανόνων που σχετίζονται με τη μαγειρική: πώς επιλέγονται τα υλικά, πώς παρασκευάζονται, πώς σερβίρονται, τα σκεύη που χρησιμοποιούνται και ο τρόπος με τον οποίο καταναλώνονται. Σ αυτούς τους κανόνες ενυπάρχει η ταυτότητα του κάθε διατροφικού συστήματος. Επιπλέον, η τροφή όπως και η τέχνη είναι ένα σημαντικό μέσο επαφής μεταξύ των ανθρώπων και για το λόγο αυτό προκαλεί έντονα συναισθήματα. Με βάση τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η τροφή είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια βασική βιολογική ανάγκη του ανθρώπου. Παραφράζοντας τον M. Harris, θα λέγαμε ότι η διατροφή- και όχι μόνο η κρεοφαγία, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται- είναι η πεμπτουσία των κοινωνικών συναναστροφών (Harris 1989: 26). Για το λόγο αυτό το διατροφικό σύστημα έχει εμπλουτιστεί από όλες τις κοινωνικές ομάδες με πλήθος συμβόλων και νοημάτων. 3.2 Ο ρόλος της κεραμικής στην αποθήκευση, την προετοιμασία, την προσφορά και την κατανάλωση της τροφής Η ανάλυση των διατροφικών συστημάτων των προϊστορικών κοινωνιών βασίζεται στη μελέτη των τροφικών καταλοίπων και των κεραμικών σκευών που έρχονται στην επιφάνεια με τις ανασκαφικές έρευνες. Τα κεραμικά αγγεία αποτελούν τμήμα της οικοσκευής των νοικοκυριών που συνέθεταν τους προϊστορικούς οικισμούς και αντιστοιχούσαν σε μια ποικιλία χρήσεων, όπως η αποθήκευση τροφών και υγρών, η προετοιμασία της τροφής, η προσφορά και η κατανάλωσή της. Αυτή η ποικιλία των αγγείων αντανακλά τόσο τις πολυειδείς χρήσεις τους όσο και την πολυπλοκότητα των διατροφικών συστημάτων στα οποία συμμετείχαν. 34

35 Η εξακρίβωση της χρήσης των αγγείων απαιτεί τη συμβολή των θετικών επιστημών. Πέρα από τη μακροσκοπική μελέτη των μορφολογικών, στιλιστικών και τεχνολογικών χαρακτηριστικών των κεραμικών αγγείων, επιπλέον χημικές και μικροσκοπικές αναλύσεις μπορούν να οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα: η ανάλυση και μελέτη των υπολειμμάτων τροφής, η εξέταση των ιχνών χρήσης στις επιφάνειες των αγγείων σε συνδυασμό με τη μελέτη του αρχαιολογικού πλαισίου στο οποίο ανήκουν τα αγγεία, αλλά και η μελέτη των εθνογραφικών παραλλήλων αποτελούν τα βασικά βήματα μιας μεθοδολογίας που στόχο έχει να προσεγγίσει και να μελετήσει τα διατροφικά συστήματα των προϊστορικών κοινωνιών. Η κατασκευή των κεραμικών αγγείων έχει συνδεθεί ακατάλυτα με τη μετάβαση από τη μεσολιθική στη νεολιθική περίοδο και αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της σε συνδυασμό με τη μόνιμη εγκατάσταση, την εξημέρωση των φυτών και ζώων και τις ποικίλες και πολύπλοκες κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που συντελέστηκαν στον ελλαδικό χώρο την περίοδο αυτή (Kotsakis 2001: 65-70). Επιμέρους μελέτες, όμως, απέδειξαν ότι η σύνδεση των πρακτικών της τροφής με την κεραμική δεν είναι απαραίτητα αυτονόητη. Τα πρώτα αγγεία που εντοπίστηκαν στον ελλαδικό χώρο θεωρούνται ότι σχετίζονται μόνο με την προσφορά ή την κατανάλωση της τροφής και όχι με το μαγείρεμά της (Vitelli 1989, Björk 1995, Kotsakis 2001). Όποια, όμως, και αν είναι η χρήση των αγγείων μέσα στο πλαίσιο των διατροφικών συνηθειών μιας κοινωνίας, το βέβαιο είναι ότι η σχέση της τροφής με την κεραμική είναι άρρηκτη. Τα αγγεία είναι ενεργά συστατικά μέρη ενός μεγάλου φάσματος πρακτικών που σχετίζονται με την τροφή και για το λόγο αυτό θα πρέπει να μελετηθεί ο ρόλος τους στη διαμόρφωση των νέων στρατηγικών της Νεολιθικής όπως η παραγωγή και η αποθήκευση, καθώς και στη θέσπιση των πολύπλοκων κανόνων που διέπουν την προετοιμασία και την κατανάλωση τροφών και ποτών. Τα κεραμικά αγγεία, λοιπόν, είναι ο συνδετικός κρίκος για τη γνώση των διατροφικών συνηθειών του παρελθόντος. Η ιδιαιτερότητα της τροφής έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί το πλέον φθαρτό αντικείμενο του υλικού πολιτισμού για να γίνουμε πιο ακριβείς, ο σκοπός της χρήσης του αντικειμένου αυτού είναι η τέλεια καταστροφή του (Τζαβάρα 1985: 413). Κατά συνέπεια, οι αρχαιολόγοι δεν έχουν άμεση πρόσβαση στην τροφή και τα διατροφικά συστήματα του παρελθόντος, οπότε η μελέτη του υλικού πολιτισμού που διασώθηκε και σχετίζεται με την τροφή, όπως η κεραμική, μπορεί να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες. Τέτοιου είδους πληροφορίες προέρχονται από τα οργανικά υπολείμματα που σώζονται πάνω στις επιφάνειες των οστράκων και αφορούν τις τροφές που 35

36 καταναλώνονταν στην προϊστορία και τον τρόπο παρασκευής τους (Ούρεμ- Κώτσου 2002, 2006). Οι χημικές αναλύσεις των υπολειμμάτων αποκαλύπτουν το περιεχόμενο των αγγείων και μαζί μ αυτό και τις προτιμήσεις των ατόμων που τα χρησιμοποίησαν: ίχνη από τροφές φυτικής ή ζωικής προέλευσης, ίχνη από γαλακτοκομικά προϊόντα, ποτά κλπ. φανερώνουν μέρος από το μενού και τις γαστριμαργικές προτιμήσεις των ατόμων στην προϊστορία. Όπως είπαμε, η τεχνολογική, μορφολογική και στιλιστική ανάλυση των κεραμικών σκευών είναι ένα πρώτο βήμα για την κατανόηση της χρήσης τους. Σε συνδυασμό με τις χημικές αναλύσεις των υπολειμμάτων που εντοπίζονται στις επιφάνειές τους, είμαστε σε θέση να ταξινομήσουμε τα αγγεία σε αποθηκευτικά ή μαγειρικά σκεύη, αγγεία πόσης ή κατανάλωσης της τροφής, σκεύη μεταφοράς προϊόντων κλπ. Ήδη από τα πρώτα στάδια κατασκευής των αγγείων, ο αγγειοπλάστης κάνει συγκεκριμένες επιλογές έχοντας υπόψη του το σκοπό χρήσης των αγγείων. Διαφορετική κεραμική ύλη θα πρέπει να χρησιμοποιούσε για την κατασκευή των μαγειρικών σκευών και διαφορετική για την κατασκευή των πιο εκλεπτυσμένων αγγείων που χρησιμοποιούνταν για την προσφορά, την κατανάλωση της τροφής ή για την ανταλλαγή αγαθών. Επιπλέον, η επιλογή του κατάλληλου σχήματος του αγγείου βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη χρήση του. Για παράδειγμα, τα αγγεία με μεγάλο σχήμα κατασκευάζονταν κυρίως με σκοπό την παρασκευή ή την αποθήκευση τροφών και ποτών ή ακόμη και την προσφορά σε περιπτώσεις συλλογικής κατανάλωσης της τροφής (feastings) (Blitz 1993: 84-93). Αντίθετα, τα αγγεία με μικρό σχήμα θα πρέπει να προορίζονταν για ατομική χρήση. Αντίστοιχα, η ίδια λογική επιβάλλει την κατασκευή κλειστών αγγείων για την αποθήκευση και μεταφορά υγρών. Τέλος, τα διακοσμημένα αγγεία απαιτούσαν τεχνικές γνώσεις, επιδεξιότητα και μεγαλύτερη επένδυση χρόνου για την κατασκευή τους απ ό,τι τα ακόσμητα αγγεία και θα πρέπει να προορίζονταν για προσφορά και κατανάλωση τροφών και ποτών, για την ανταλλαγή προϊόντων ή ως αντικείμενα κύρους. Τα παραδείγματα αυτά είναι ενδεικτικά της άμεσης συνάρτησης μεταξύ των τεχνολογικών, μορφολογικών και στιλιστικών χαρακτηριστικών των αγγείων και του πλαισίου χρήσης των σκευών αυτών. Με λίγα λόγια, η ποικιλία που συναντά ο αρχαιολόγος στα χαρακτηριστικά των αγγείων ανταποκρίνεται σε μια πληθώρα πρακτικών που σχετίζονται με την τροφή. Τα αγγεία, με τα ποικίλα τεχνολογικά, μορφολογικά και στιλιστικά χαρακτηριστικά τους, μεταφέρουν τις αντιλήψεις και την κοσμοθεωρία τόσο των κατασκευαστών όσο και των χρηστών τους. Οι επιλογές, λοιπόν, που κάνει ο αγγειοπλάστης κατά την κατασκευή των αγγείων υπακούουν 36

37 σε συγκεκριμένες επιταγές που καθορίζονται από το κοινωνικό πλαίσιο χρήσης των αγγείων και τη ζήτηση (Vitelli 1989: 17). Τα χαρακτηριστικά των αγγείων μπορούν να διαμορφωθούν με βάση το πλαίσιο στο οποίο θα χρησιμοποιηθούν και αντίστροφα, όμως, τα χαρακτηριστικά των αγγείων μπορούν να ορίσουν το πλαίσιο χρήσης τους (Κωτσάκης 2002: ). Ενίοτε, όμως, η λογική που καθορίζει τη σύνδεση των τεχνολογικών, μορφολογικών και στιλιστικών χαρακτηριστικών των αγγείων με τη χρήση τους δεν είναι τόσο προφανής. Τα χαρακτηριστικά που συναντά ο αρχαιολόγος πάνω στα αγγεία δεν εξυπηρετούν πάντα πρακτικούς ή χρηστικούς σκοπούς αντίθετα, η παρουσία τους στα αγγεία ενδέχεται να οφείλεται σε τεχνολογικές παραδόσεις ή συμβολικές αντιλήψεις (Meadows 1997: 22-23). Αυτό που η σκέψη του σύγχρονου ανθρώπου αντιλαμβάνεται ως λογικό, αποτελεσματικό, αποδοτικό ή πρακτικό, μπορεί να είχε εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα κατά την προϊστορία. Τα αντικείμενα είναι φορτισμένα με νοήματα που απηχούν τους όρους και τις συνθήκες της ζωής των ατόμων που τα κατασκεύασαν και τα χρησιμοποίησαν ο χαρακτήρας, όμως, του νοήματος είναι πρόσκαιρος γιατί αφορά τη συμμετοχή των αντικειμένων σε συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές (Κωτσάκης 2002: 159). Όπως όλες οι άλλες κατηγορίες υλικού πολιτισμού έτσι και τα κεραμικά σκεύη είναι αντικείμενα που κατασκευάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από άτομα που έζησαν μέσα σε καθορισμένα κοινωνικά πλαίσια και συνθήκες. Κατά συνέπεια, κανενός είδους σύγκριση ή προβολή στο παρελθόν σύγχρονων αντιλήψεων και πρακτικών δεν μπορεί να είναι απόλυτα ασφαλής, παρά μόνο υποθετική. Ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάζονται τα αγγεία καθορίζεται από τις απαιτήσεις της κάθε κοινωνίας και εξυπηρετούν τόσο πρακτικές ανάγκες, όσο και σημειωτικές εκφράσεις (Κωτσάκης 2002: ). Τα κεραμικά σκεύη είναι φορείς νοημάτων που μετέχουν στις κοινωνικές διαδικασίες από τη στιγμή που θα κατασκευαστούν μέχρι και τη στιγμή που θα απορριφθούν. Τα κεραμικά όστρακα ενσωματώνουν την κοσμοθεωρία κάθε κοινωνίας για την τροφή. Το αρχαιολογικό περιεχόμενο (context) στο οποίο ανήκει κάθε κεραμικό σύνολο είναι καθοριστικό για την ερμηνεία του. Κεραμικά όστρακα εντοπίζονται σε ποικίλα αρχαιολογικά σύνολα, όπως σε τάφους, σε λάκκους απόρριψης, σε οικίες και χώρους αποθήκευσης τροφών και υγρών, σε χώρους ιδιωτικών ή κοινοτικών δραστηριοτήτων κλπ. Ο ρόλος των αγγείων που εντοπίζονται στους οικισμούς δεν είναι στατικός, αλλά ενεργός. Η δυναμική των οστράκων αυτών έγκειται στο γεγονός ότι είναι κομμάτι των αγγείων τα οποία συμμετείχαν ενεργά στις δραστηριότητες των ανθρώπων σε 37

38 όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς τους, είτε συνοδεύοντας τους νεκρούς τους, είτε συμμετέχοντας στις γιορτές και τα γεύματά τους. Ο αρχαιολόγος καλείται να αναγνωρίσει και να υφάνει το κοινωνικό πλέγμα κατανάλωσης της τροφής και χρήσης των κεραμικών αγγείων. Η ατομική και κοινωνική ταυτότητα του ατόμου εκφράζεται μέσω των ποικίλων και πολύπλοκων πλαισίων κατανάλωσης της τροφής. Η ίδια η τροφή αλλά και η κατανάλωσή της διαμορφώνει τη βιωμένη εμπειρία και την ταυτότητα του ατόμου, τόσο την ατομική όσο και την κοινωνική (Parker Pearson 2003: 8). Στα πλαίσια όμως της κατανάλωσης της τροφής ανήκει και η χρήση των κεραμικών αγγείων, που, κατά συνέπεια, συμβάλλουν και αυτά με τον τρόπο τους στη διαμόρφωση της ταυτότητας των ατόμων. Τα μορφολογικά και στιλιστικά χαρακτηριστικά των κεραμικών σκευών απηχούν τα στοιχεία της ατομικής και κοινωνικής ταυτότητας των ατόμων που τα κατασκεύασαν και τα χρησιμοποίησαν (Ούρεμ-Κώτσου 2006: 13). Η σύνδεση της έννοιας της ταυτότητας με τα κεραμικά σκεύη μπορεί να εκφράζεται με ποικίλους τρόπους. Αγγεία με ορισμένο σχήμα, μέγεθος ή διακόσμηση μπορεί να χρησιμοποιούνταν από συγκεκριμένους ανθρώπους σε καθορισμένα κοινωνικά πλαίσια, ή το αντίστροφο, κάποιες κατηγορίες κεραμικών σκευών να ήταν απαγορευμένες σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες (Ούρεμ- Κώτσου 2006: 13-14). Όλα αυτά συνθέτουν τη διαπραγμάτευση της ατομικής και κοινωνικής ταυτότητας των ατόμων μέσω ενός διαρκούς διαλόγου με τα αντικείμενα. Στο ίδιο πλαίσιο ερμηνείας κινούνται και τα ανθρωπόμορφα αγγεία, παραδείγματα των οποίων υπάρχουν αρκετά στην περιοχή της Θεσσαλίας (Πηλείδου 2006: 21-26). Σ αυτές τις περιπτώσεις των αγγείων, η απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής αποκτά μεταφυσικές διαστάσεις. Το ίδιο το αγγείο ταυτίζεται με την ανθρώπινη μορφή και κατά συνέπεια υιοθετεί στοιχεία της ταυτότητάς του, όπως το φύλο, η ηλικία, η κοινωνική θέση (Πηλείδου 2006: ). Είναι σημαντικό, λοιπόν, να κατανοήσουμε ότι τα κεραμικά σκεύη δεν είναι απλά δείκτες που υποδηλώνουν την ύπαρξη νεολιθικών στρωμάτων σε μια θέση, αλλά εργαλεία, δηλαδή λειτουργικά αντικείμενα (Jones 1999: 57, Ψαράκη 2004: 69, Ούρεμ- Κώτσου 2006: 12), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μελέτη τους εξαντλείται στην κατανόηση της χρηστικής τους αξίας. Αντίθετα, η ανάλυση των κεραμικών σκευών ως λειτουργικών αντικειμένων πρέπει να γίνει σε συνδυασμό με τη μελέτη του τρόπου με τον οποίο τα αγγεία μετέχουν στις κοινωνικές πρακτικές. Τα κεραμικά αγγεία, λοιπόν, δεν είναι απλώς εργαλεία, αλλά ούτε και αδρανείς παράμετροι των συμβολικών συστημάτων (Jones 1999: 57). Δεν πρόκειται για παθητικά και μονοδιάστατα προϊόντα ενός πολιτισμού, αλλά για αντικείμενα που 38

39 συμμετέχουν ενεργά στις κοινωνικές πρακτικές των ανθρώπων. Όπως ισχυρίζεται ο Lévi- Strauss, τα κεραμικά αγγεία είναι ο παράγοντας εκείνος που μεσολαβεί μεταξύ της φύσης και του πολιτισμού (1997: 29). Είναι ο συντελεστής που μετατρέπει τα προϊόντα της φύσης σε μορφές υλικού πολιτισμού. Παρακάτω θα μελετήσουμε την κατανομή της γραπτής κεραμικής από τους οικισμούς του Αχιλλείου και της Οτζάκι Μαγούλας και ταυτόχρονα θα παραθέσουμε συμπληρωματικά στοιχεία που αφορούν την τεχνολογία, τη διακόσμηση και την τυπολογία της κεραμικής αυτής. 39

40 4. ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ 4.1 Η γραπτή κεραμική της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής από τη Θεσσαλία Στο παρόν κεφάλαιο θα γίνει προσπάθεια να καταγραφούν τα γενικά χαρακτηριστικά της γραπτής κεραμικής στο θεσσαλικό χώρο. Στόχος είναι η δημιουργία ενός γενικού πλαισίου στο οποίο θα ενταχθούν στην πορεία τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της γραπτής κεραμικής από το Αχίλλειο και το Οτζάκι. Ο χρονολογικός διαχωρισμός της περιοχής θα βασιστεί στη συγκεντρωτική μελέτη του Ανδρέου, του Κωτσάκη και του Φωτιάδη (Andreou et al. 1996: ). Το παρόν κεφάλαιο θα περιοριστεί στη γενική περιγραφή των χαρακτηριστικών της γραπτής κεραμικής της Θεσσαλίας κατά την Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική, ενώ συμπληρωματικές πληροφορίες θα παρατεθούν και για τις άλλες κατηγορίες διακόσμησης, όπως η εγχάρακτη, η ξεστή και η κεραμική με πλαστική διακόσμηση. Η φάση που προηγείται της Αρχαιότερης Νεολιθικής είναι γνωστή ως ακεραμική ή προκεραμική περίοδος. Ο Vl. Milojčić ήταν από τους πρώτους ερευνητές που θεώρησε πιθανή την ύπαρξη της ακεραμικής Νεολιθικής φάσης στους οικισμούς του ελλαδικού χώρου. Για να εξετάσει αυτή του την υπόθεση ανέσκαψε την Άργισσα, την Αράπη και το Οτζάκι στην περιοχή της Θεσσαλίας κατά τη χρονική περίοδο (Bloedow 1991: 1-2, 1992/93: 49). Χρονολογικά η φάση τοποθετείται στα τέλη της 7 ης χιλιετίας (Θεοχάρης 1973: 35, Bloedow 1992/93: 57) και για αρκετά χρόνια η ύπαρξή της ήταν γνωστή μόνο από τους οικισμούς της Θεσσαλίας. Ακόμη και σήμερα, όμως, οι περισσότερες πληροφορίες προέρχονται από αυτή την περιοχή. Θέσεις γνωστές για τα προκεραμικά τους στρώματα από την περιοχή της Θεσσαλίας είναι η Άργισσα (Θεοχάρης 1973: 35, Andreou et al. 1996: 551-2), το Σέσκλο (Θεοχάρης 1973: 35, Andreou et al. 1996: 540), η Σουφλί Μαγούλα (Θεοχάρης 1973: 35), το Αχίλλειο (Θεοχάρης 1973: 35, Andreou et al. 1996: 555) και το Γεντίκι (Θεοχάρης 1973: 35). Η παρουσία ακεραμικών στρωμάτων αμφισβητήθηκε (Nandris 1970: 193), ενώ η Gimbutas μετά από δύο περιόδους ανασκαφών στο Αχίλλειο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αντίθετα με τους ισχυρισμούς του Θεοχάρη, δεν υπήρχαν ακεραμικά στρώματα στον οικισμό του Αχιλλείου (Gimbutas 1974: 282). Την ίδια αμφιβολία για την ύπαρξη ακεραμικών φάσεων στον ελλαδικό χώρο εξέφρασε και ο Bloedow (1991: 43, 1992/93: 56), αφού πρώτα επανεξέτασε το υλικό και τα στρωματογραφικά δεδομένα από αρκετές θέσεις μεταξύ αυτών της Άργισσας και του 40

41 Σέσκλου. Στον αντίποδα, αρκετές σύγχρονες μελέτες υποστηρίζουν την ύπαρξη ακεραμικών φάσεων στον ελλαδικό χώρο (Κωτσάκης 1992, Andreou et al. 1996). Οι παραπάνω θέσεις συνεχίζουν να κατοικούνται και κατά την ΑΝ, ενώ προστίθενται και νέοι οικισμοί στο χάρτη, όπως π.χ. το Οτζάκι. Η Αρχαιότερη Νεολιθική φάση της Θεσσαλίας χωρίζεται χρονολογικά σε τρεις υποπεριόδους. Ο διαχωρισμός αυτός βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην εξέλιξη της κεραμικής. Η πρώτη υποπερίοδος ή αλλιώς Φάση Ι αντιστοιχεί σε μια πρώιμη κεραμική φάση. Κατά τη χρονική αυτή υποπερίοδο, τα αγγεία είναι κυρίως μονόχρωμα, με επιφάνεια καστανή ή σκούρα καστανή (Θεοχάρης 1967: 93, Θεοχάρης 1973: 47). Η δεύτερη υποπερίοδος αντιστοιχεί στη Φάση ΙΙ. Η μονόχρωμη κεραμική συνεχίζει να κυριαρχεί και σε αυτή την περίοδο, μόνο που σε αυτή τη φάση οι αποχρώσεις στην επιφάνεια των αγγείων ποικίλλουν από το μελανό έως και το λευκό (Θεοχάρης 1967: 127, Θεοχάρης 1973: 47). Τα αγγεία με γραπτή διακόσμηση κάνουν την εμφάνισή τους σε αυτή την περίοδο. Η πρώτη αυτή γραπτή διακόσμηση είναι κυρίως ερυθρή ή καστανή σε καστανέρυθρο φόντο ή λευκή σε καστανό φόντο. Τα διακοσμητικά μοτίβα της περιόδου αυτής είναι κυρίως γραμμικά, συμπαγή, ίσως και τυχαία. Σε όλες τις θέσεις όπου απαντάται η ΑΝ τόσο στη Θεσσαλία όσο και σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου η μονόχρωμη κεραμική προηγείται της γραπτής. Πιο σωστά, η μονόχρωμη κεραμική αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία κατασκευάστηκαν αργότερα τα γραπτά αγγεία. Η πρόταση αυτή αμφισβητήθηκε από τον Χουρμουζιάδη, ο οποίος διατύπωσε αντιρρήσεις και για το τριμερή διαχωρισμό της ΑΝ (1971: 187). Η τρίτη υποπερίοδος της ΑΝ αντιστοιχεί στη Φάση ΙΙΙ. Τα διακοσμητικά μοτίβα της τρίτης φάσης είναι γραμμικά και ελεύθερα (Χουρμουζιάδης 1971: 169). Ευθείες και τεθλασμένες γραμμές, ημικύκλια και καμπυλόγραμμα μοτίβα κυριαρχούν πάνω στα αγγεία της περιόδου. Σπάνια απεικονίζεται η ανθρώπινη μορφή στα γραπτά αγγεία της ΑΝ στη Θεσσαλία. Ο χαρακτήρας αυτών των πρώιμων γραπτών αγγείων ήταν εντελώς ανεικονικός. Σε ελάχιστες περιπτώσεις συναντούμε αγγεία στα οποία αποτυπώνονται προτομές ανθρώπων ή ζώων, καθώς και τμήματα του ανθρώπινου σώματος. Επιπρόσθετα, στην περιοχή της Θεσσαλίας έχουν εντοπιστεί ελάχιστα ανθρωπόμορφα αγγεία σε στρώματα της ΑΝ, όπως π.χ. στη φάση ΙΙΑ του Αχιλλείου (Πηλείδου 2006: 21-22). Στη φάση αυτή εμφανίζονται η εγχάρακτη, η πλαστική, η εμπίεστη και η barbotin διακόσμηση (Θεοχάρης 1967: 127, Θεοχάρης 1973: 47), ενώ η γραπτή διακόσμηση 41

42 εμφανίζεται πιο σπάνια από ό,τι πριν σε κάποιες περιοχές της Θεσσαλίας, όπως π.χ. στην περιοχή της δυτικής Θεσσαλίας (Θεοχάρης 1967: 127, Θεοχάρης 1973: 47). Χαρακτηριστική είναι επίσης η εμφάνιση της εμπίεστης κεραμικής στην περιοχή της βορειοανατολικής Θεσσαλίας (περιοχή Λάρισας), σε αντίθεση με την περιοχή της νοτιοανατολικής Θεσσαλίας ειδικότερα την περιοχή του Σέσκλου όπου η εμπίεστη κεραμική δεν συναντάται. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εμφάνιση της κεραμικής με ξεστή διακόσμηση, καθώς και των μελανοστεφών αγγείων (Χουρμουζιάδης 1971: 173). Ο Χουρμουζιάδης θεωρεί ότι κατά τη διάρκεια της ΑΝ στην περιοχή της Θεσσαλίας επικρατεί ομοιογένεια όσον αφορά τη διακοσμημένη κεραμική, ενώ η ΜΝ αποτελεί ώριμη φάση της ΑΝ (1971: 187). Το σχηματολόγιο των αγγείων της ΑΝ περιλαμβάνει κλειστά και ανοιχτά αγγεία, τα περισσότερα από τα οποία έχουν ημισφαιρικό σχήμα. Τα τοιχώματα των αγγείων είναι αρκετά χοντρά, οι επιφάνειές τους όμως είναι λειασμένες και στιλβωμένες. Κατά την αμέσως επόμενη φάση, τη ΜΝ, πολλές από τις θέσεις της ΑΝ συνεχίζουν να κατοικούνται, όπως το Αχίλλειο, το Σέσκλο, το Οτζάκι, αλλά δημιουργούνται και νέοι οικισμοί, όπως η Τζάνη Μαγούλα, το Τσαγγλί, τα Ζερέλια (Θεοχάρης 1973: 59-60). Η παράδοση κατασκευής των αγγείων με γραπτή διακόσμηση συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια της ΜΝ περιόδου. Η ίδια παράδοση συνεχίζεται και για τις άλλες κατηγορίες κεραμικής, όπως η μονόχρωμη, η εμπίεστη και η εγχάρακτη. Η γραπτή κεραμική της ΜΝ περιόδου χωρίζεται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει τα αγγεία με λευκή διακόσμηση πάνω σε ερυθρό ή καστανό φόντο (Α3α) και η δεύτερη περιλαμβάνει τα αγγεία με ερυθρή διακόσμηση πάνω σε λευκό φόντο (Α3β) (Θεοχάρης 1973: 59-60, Θεοχάρης 1981: ). Η δεύτερη κατηγορία είναι περισσότερο διαδεδομένη από την πρώτη. Κάποιοι ερευνητές διέκριναν τρεις φάσεις εξέλιξης κατά τη διάρκεια της ΜΝ περιόδου: α) ερυθρή διακόσμηση πάνω σε λευκό φόντο, β) μεταβατική φάση και γ) ξεστή διακόσμηση (Milojcic 1960: 13, Mottier 1981: 37-38). Δύο βασικοί διακοσμητικοί τύποι διακρίνονται σ αυτή την περίοδο: ο συμπαγής και ο γραμμικός ρυθμός (solid και linear style αντίστοιχα). Ο συμπαγής ρυθμός είναι περισσότερο διαδεδομένος στα αγγεία της δυτικής Θεσσαλίας (π.χ. Τζάνη Μαγούλα, Μεγάλο Παζαράκι). Τα διακοσμητικά θέματα της ΜΝ είναι κυρίως γραμμικά, με τις τεθλασμένες να αποτελούν το πιο διαδεδομένο μοτίβο. Πολύ συνηθισμένα, όμως, είναι και άλλα διακοσμητικά 42

43 θέματα, όπως τα τρίγωνα, οι ρόμβοι και τα αβακωτά σχήματα. Είναι πολύ πιθανό οι αγγειοπλάστες να δανείστηκαν τα μοτίβα αυτά από την τέχνη της υφαντικής και της καλαθοπλεκτικής. Αυτό, όμως, που διακρίνει τα γραπτά αγγεία της ΜΝ είναι ο τρόπος διάταξης των μοτίβων επάνω στην επιφάνεια του αγγείου. Χαρακτηριστικό είναι το κόσμημα της ζώνης όπως ονομάζεται, το οποίο δεν είναι τοποθετημένο πάνω στον οριζόντιο άξονα του αγγείου, αλλά περιτρέχει σε λοξό σχηματισμό όλη την επιφάνεια του αγγείου ξεκινώντας από το χείλος και καταλήγοντας στη βάση. Με τον τρόπο αυτό η αρχή και το τέλος του μοτίβου δεν εφάπτονται (Θεοχάρης 1981: 95), ενώ παράλληλα δημιουργείται η αίσθηση της κίνησης. Όπως κατά την ΑΝ, έτσι και κατά τη διάρκεια της ΜΝ η παρουσία των ανθρωπόμορφων αγγείων παραμένει σποραδική. Αυτά τα ελάχιστα ανθρωπόμορφα αγγεία της ΜΝ εντοπίστηκαν στο Αχίλλειο (Πηλείδου 2006: 22-24) και τη Τζάνη Μαγούλα (Πηλείδου 2006: 24-25). Όμοια με την ΑΝ, κατά την ΜΝ τα σχήματα των αγγείων είναι κλειστά και ανοιχτά. Τώρα, όμως, εμφανίζονται και νέοι τύποι αγγείων που έρχονται να εμπλουτίσουν το ήδη υπάρχον σχηματολόγιο, όπως αγγεία με σιγμοειδές προφίλ, αγγεία με ψηλό λαιμό, καθώς και φιάλες με επίπεδη βάση και κάθετα τοιχώματα (Gimbutas et al. 1989: 27). Συμπεραίνοντας, πρέπει να τονιστεί ότι η εξέλιξη της γραπτής κεραμικής όπως αποτυπώνεται στη μετάβαση από την ΑΝ στη ΜΝ είναι ομαλή και αδιάσπαστη (Γαλλής 2002: 59). Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι τόσο η γραπτή κεραμική όσο και οι υπόλοιπες κατηγορίες διακοσμημένων αγγείων εμφανίζονται χωρίς διακοπή στα στρώματα της ΑΝ και της ΜΝ. Οι αγγειοπλάστες διατηρούν την παράδοση στην κατασκευή και διακόσμηση των προϊόντων τους, ενώ σταδιακά εξελίσσουν την τέχνη τους, πειραματίζονται, νεωτερίζουν και καθιερώνουν νέες παραδόσεις. 4.2 Δύο παραδείγματα από τη Θεσσαλία Αχίλλειο α Εισαγωγή Ο οικισμός του Αχιλλείου βρίσκεται 5 χιλιόμετρα ΝΑ των Φαρσάλων, σε υψόμετρο 800 μ. Η έκτασή του αγγίζει τα 200x 260 μ. (Gimbutas et al. 1989: 1). Το Αχίλλειον ανασκάφτηκε για πρώτη φορά στα 1961 από το Δ. Θεοχάρη. Στόχος του ήταν να εντοπίσει την ύπαρξη 43

44 των πρωιμότερων νεολιθικών φάσεων. Με βάση δεδομένα από παλαιότερες δοκιμαστικές τομές, ο Δ. Θεοχάρης πίστευε ότι τα κατώτερα στρώματα του οικισμού αντιστοιχούν στην ακεραμική φάση (Θεοχάρης 1973: 35, Gimbutas et al. 1989: 1-2). Στα η M. Gimbutas συνέχισε την ανασκαφή του οικισμού. Οι νεότερες αυτές έρευνες απέδειξαν ότι αντίθετα με τις προσδοκίες του Θεοχάρη τα κατώτερα στρώματα του Αχιλλείου περιείχαν μεγάλη ποσότητα κεραμικής. Οι επιχώσεις του Αχιλλείου αποτελούνται από στρώματα της ΑΝ και της ΜΝ. Οι ραδιοχρονολογήσεις των ευρημάτων έδωσαν μια σειρά από απόλυτες χρονολογήσεις που κυμαίνονται μεταξύ 6400 και 5600 BC (Gimbutas et al. 1989: 2, Bloedow 1992/93: 57). Την περίοδο ανασκάφηκαν στο κέντρο του λόφου τέσσερις τομές (A, B, C & D) διαστάσεων 5x5 μ. Στην περιφέρεια του λόφου ανασκάφηκαν μερικές επιπλέον δοκιμαστικές τομές. Παρ όλα αυτά, η συνολική έκταση των τομών είναι πολύ περιορισμένη για να αποσαφηνιστούν τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του οικισμού και να εξακριβωθούν οι σχέσεις των χαρακτηριστικών αυτών μεταξύ τους. Ο οικισμός του Αχιλλείου χωρίστηκε στρωματογραφικά σε τέσσερις κύριες αρχιτεκτονικές φάσεις. Από αυτές, οι δύο πρώτες φάσεις (φάση Ι και ΙΙ) και οι υποδιαιρέσεις τους (φάση ΙΑ, φάση ΙΒ πρώιμη, και ΙΒ ύστερη, φάση ΙΙΑ και φάση ΙΙΒ) ανήκουν στην ΑΝ (Gimbutas et al. 1989: 32-33). Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της ΑΝ είναι κυρίως λάκκοι, ίχνη δαπέδων, τμήματα τοίχων, τάφροι θεμελίωσης κατά τη διάρκεια της Ι φάσης, καθώς και πασσαλόπηκτες οικίες κατά τη διάρκεια της φάσης ΙΙ (Gimbutas et al. 1989: 32-44). Η ΜΝ περίοδος του Αχιλλείου αντιστοιχεί στρωματογραφικά στις φάσεις ΙΙΙ και IV και τις υποδιαιρέσεις τους (φάση ΙΙΙΑ, φάση ΙΙΙΒ πρώιμη και ΙΙΙΒ ύστερη, φάση IVA πρώιμη, IVA μέση, IVA ύστερη και φάση IVB) (Gimbutas et al. 1989: 32-33). Η έναρξη της ΜΝ περιόδου (φάση ΙΙΙΑ) σηματοδοτείται από την ύπαρξη ελάχιστων αρχιτεκτονικών στοιχείων και κινητών ευρημάτων. Δεν αποκαλύφθηκαν ίχνη οικιών, ενώ αντίθετα εντοπίστηκαν ίχνη καύσης και λάκκοι, γεγονός που υποδηλώνει κατά τους ανασκαφείς ότι ο οικισμός εγκαταλείφθηκε ή μετατοπίστηκε κατά τη διάρκεια της φάσης ΙΙΙΑ (Gimbutas et al. 1989: 44). Κατά την πρώτη περίοδο των ανασκαφών στα 1973 βρέθηκαν περισσότερα από όστρακα, ενώ στη δεύτερη ανασκαφική περίοδο του 1974 βρέθηκαν γύρω στα όστρακα. Τα όστρακα που φέρουν γραπτή διακόσμηση είναι και ουσιαστικά αποτελούν περίπου μόνο το 1% του συνόλου των κεραμικών οστράκων του Αχιλλείου (Gimbutas et al. 1989: 96, 163). Από τις πρώτες φάσεις κατοίκησης του Αχιλλείου 44

45 εμφανίζονται παράλληλα με τη γραπτή και άλλες τεχνικές διακόσμησης της κεραμικής, όπως η εγχάρακτη και η πλαστική (Gimbutas et al. 1989: 92). Είναι ολοφάνερο ότι το ποσοστό των διακοσμημένων οστράκων είναι συντριπτικά μικρότερο από το ποσοστό της ακόσμητης κεραμικής. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη χρονική κατανομή των οστράκων. Κάτι τέτοιο καθιστά αδύνατη την αντιστοίχηση ορισμένου αριθμού οστράκων σε κάθε χρονική φάση. Κατά συνέπεια, είναι πρακτικά αδύνατο να μελετηθεί η αναλογία της γραπτής κεραμικής συγκριτικά με την ακόσμητη στις διαδοχικές φάσεις της ΑΝ και ΜΝ β Τεχνολογία Η μελέτη του πηλού που επιλέχθηκε για την κατασκευή των αγγείων του Αχιλλείου έγινε από τον S. Winn και τον D. Shimabuku (Gimbutas et al. 1989: 75 κ.ε.). Διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει διαφοροποίηση στην επιλογή της πρώτης ύλης μεταξύ ακόσμητων και γραπτών αγγείων. Αλλαγές παρατηρούνται από φάση σε φάση στο χρώμα της κεραμικής ύλης και αφορούν όλες τις κατηγορίες αγγείων. Αυτές οι διαφοροποιήσεις εξαρτώνται από τη σύνθεση του πηλού και τις τεχνικές όπτησης (Gimbutas et al. 1989: 76). Η μεγαλύτερη ποσότητα κεραμικής του Αχιλλείου είναι ερυθρή ή καστανέρυθρη, ενώ σημαντική ποσότητα σκούρας καστανής κεραμικής παράχθηκε κατά τη διάρκεια των φάσεων ΙΒ και ΙΙΑ. Κατά τη διάρκεια της φάσης ΙΙ, ο σκούρος καστανός πηλός μετατρέπεται σταδιακά σε καστανέρυθρο και, τέλος, κατά τη διάρκεια των φάσεων ΙΙΙ και IV κυριαρχεί σχεδόν αποκλειστικά η ερυθρή κεραμική (Gimbutas et al. 1989: 77). Η κεραμική ύλη από την οποία είναι κατασκευασμένη η γραπτή κεραμική της ΑΝ είναι αποκλειστικά χονδρόκοκκη. Δεν μαρτυρείται η ύπαρξη λεπτόκοκκης γραπτής κεραμικής, αλλά ούτε και ιδιαίτερα χονδρόκοκκης. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια της ΜΝ η λεπτόκοκκη και χονδρόκοκκη κεραμική ύλη χρησιμοποιούνται παράλληλα για την κατασκευή των γραπτών αγγείων (Gimbutas et al. 1989: 96). Η μέτρια λεπτή κεραμική ύλη εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της φάσης ΙΙΒ και σταδιακά η χρήση της αυξάνεται. Η λεπτή αμμώδης κεραμική ύλη εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της φάσης ΙΙΙ, παράλληλα με την αύξηση του αριθμού των γραπτών αγγείων (Gimbutas et al. 1989: 96). Ο χαλαζίας είναι το υλικό εκείνο που χρησιμοποιήθηκε κατ εξοχήν ως έγκλεισμα για την επεξεργασία της κεραμικής ύλης στο Αχίλλειο (Perlès 2001: 211). Ο Winn και ο Shimabuku αναφέρουν ότι χρησιμοποιήθηκαν και φυτικά εγκλείσματα για την επεξεργασία της κεραμικής ύλης του 45

46 Αχιλλείου (Gimbutas et al. 1989: 78). Αυτή η παρατήρηση, όμως, δεν επιβεβαιώνεται από τη μικροσκοπική μελέτη δειγμάτων του Αχιλλείου από τη Björk (Björk 1995). Επιπλέον, η Björk ισχυρίζεται ότι η ποσότητα ή η φύση των εγκλεισμάτων της κεραμικής ύλης ποικίλουν ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά των αγγείων, όπως το μέγεθος, το σχήμα ή το πάχος των τοιχωμάτων. Άρα δεν μπορεί να γίνει άμεση σύνδεση μεταξύ της ποιότητας της κεραμικής ύλης και της χρήσης των αγγείων (Björk 1995: 87). Καταλήγει η Björk στο συμπέρασμα ότι οι κεραμείς του Αχιλλείου δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν πώς η χρήση ενός αγγείου μπορεί να επηρεαστεί από την τροποποίηση των ιδιοτήτων κεραμικής του ύλης (Björk 1995: 87). Είναι όμως επισφαλές να καταλήγει κανείς σε τόσο απόλυτα συμπεράσματα, καθώς σύγχρονες έρευνες απέδειξαν ότι η χρήση των αγγείων δεν εξαρτάται πάντα από τις χημικές ιδιότητες της κεραμικής τους ύλης (Perlès 2001: 211). Κατά τη διάρκεια της ΑΝ, το μεγαλύτερο μέρος των γραπτών οστράκων έχουν χοντρά τοιχώματα (το 65% του συνόλου των γραπτών), ενώ γραπτή διακόσμηση φέρει και ένας αρκετά μεγάλος αριθμός οστράκων με μεσαίου πάχους τοιχώματα (35%). Κατά τη διάρκεια της ΜΝ, τα δεδομένα αντιστρέφονται. Το μεγαλύτερο ποσοστό των γραπτών αγγείων έχουν μεσαίου πάχους τοιχώματα. Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της φάσης ΙΙΙ, η λευκή διακόσμηση σε σκούρο ή ερυθρό βάθος συναντάται σχεδόν αποκλειστικά σε αγγεία με μεσαίου πάχους τοιχώματα (Gimbutas et al. 1989: 96). Άλλα είδη διακόσμησης, όπως η ερυθρή σε ερυθρό ή λευκό φόντο της φάσης ΙΙΙ και IV συναντάται κυρίως σε αγγεία με μεσαίου πάχους τοιχώματα, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό αγγείων αυτής της κατηγορίας κατασκευάζεται με λεπτά τοιχώματα (Gimbutas et al. 1989: 96) γ Τυπολογία Στην περίπτωση του Αχιλλείου, η κεραμική τυπολογία βασίστηκε στη μελέτη του μεγέθους και του σχήματος του χείλους των οστράκων, καθώς λίγα μόνο αγγεία ανακατασκευάστηκαν πλήρως (Gimbutas et al. 1989: 83-88, Björk 1995: 89). Κατά τη διάρκεια της ΑΝ και συγκεκριμένα στη διάρκεια των φάσεων ΙΒ και ΙΙΑ κυριαρχούν τα κλειστά σχήματα αγγείων. Τα αγγεία με χαμηλό λαιμό (με ύψος μικρότερο από 3 εκ.) κάνουν την εμφάνισή τους κατά τη διάρκεια της φάσης ΙΙ. Τα αγγεία με ψηλό λαιμό (με ύψος μεταξύ 4 και 9 εκ.) και τα σιγμοειδή αγγεία εμφανίζονται στη διάρκεια της φάσης ΙΙΙ (Gimbutas et al. 1989: 85). Τα σχήματα που κυριαρχούν στα γραπτά αγγεία της ΑΝ είναι τα κλειστά μεγάλου μεγέθους αγγεία (Gimbutas et al. 1989: 96). 46

47 Η έναρξη της ΜΝ χαρακτηρίζεται από καινοτομίες στην κεραμική τυπολογία. Τα σχήματα των αγγείων που βρίσκονταν σε χρήση κατά τη διάρκεια της ΑΝ συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται και κατά τη διάρκεια της ΜΝ παράλληλα με τα νέα σχήματα (Gimbutas et al. 1989: 44). Στη διάρκεια της ΜΝ του Αχιλλείου, τα σχήματα που χρησιμοποιούνται για τα γραπτά αγγεία παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία απ ό,τι στην αρχαιότερη: γραπτή διακόσμηση συναντάται τόσο σε ανοιχτά όσο και σε κλειστά σχήματα αγγείων. Η γραπτή διακόσμηση, όμως, απαντάται πιο συχνά στα σιγμοειδή αγγεία (Gimbutas et al. 1989: 85). Επιπλέον, αντίθετα με τα μεγάλου μεγέθους αγγεία που κυριαρχούν κατά την αρχαιότερη Νεολιθική, από τη φάση ΙΙ και μετά κυριαρχεί μια τάση προτίμησης για τα μικρού μεγέθους αγγεία. Η προτίμηση αυτή περιλαμβάνει και τα γραπτά αγγεία (Gimbutas et al. 1989: 89) δ Διακόσμηση Κατά τη διάρκεια της ΑΝ κυριαρχούν τα ερυθρόχρωμα μοτίβα πάνω σε λευκή επιφάνεια. Το μοτίβο που κυριαρχεί στα γραπτά αγγεία της ΑΝ είναι τα μεγάλα συμπαγή τρίγωνα (Gimbutas et al. 1989: 99). Εμφανίζεται στη φάση ΙΒ και διατηρείται μέχρι και το τέλος της φάσης ΙΙΙΒ (Gimbutas et al. 1989: 98). Προς το τέλος της ΙΒ φάσης και στις αρχές της φάσης ΙΙΑ εμφανίζονται δύο ακόμη μοτίβα της γραπτής κεραμικής: πρόκειται για το μοτίβο της τεθλασμένης και τους παράλληλους αμείβοντες, τα οποία διατηρούνται έως και το τέλος της IVB φάσης, όταν δηλαδή ο οικισμός εγκαταλείπεται. Προς το τέλος της φάσης ΙΙΑ και στις αρχές της φάσης ΙΙΒ κάνουν την εμφάνισή τους δύο ακόμη μοτίβα της γραπτής διακόσμησης, μια σειρά από τρίγωνα και μια οριζόντια παχιά γραμμή. Όπως και τα προηγούμενα, τα δύο αυτά μοτίβα διατηρήθηκαν μέχρι και το τέλος της φάσης IVB (Εικ. 18). Η ΜΝ του Αχιλλείου σηματοδοτείται από καινοτομίες και στην κεραμική διακόσμηση, καθώς εισάγονται νέα μοτίβα. Τα διακοσμητικά μοτίβα της ΑΝ διατηρούνται και συνυπάρχουν με τα νέα μοτίβα της ΜΝ (Gimbutas et al. 1989: 44). Γραμμικά σχέδια, όπως παράλληλες γραμμές ή αβακωτά σχέδια, αμείβοντες και κυματιστές γραμμές, βαθμιδωτά μοτίβα ή τεθλασμένες ταινίες, ομόκεντροι ρόμβοι ή κύκλοι και φλογόσχημα μοτίβα κάνουν την εμφάνισή τους στη φάση ΙΙΙΑ και διατηρούνται μέχρι και το τέλος της ΜΝ του Αχιλλείου (Gimbutas et al. 1989: 98, Εικ ). 47

48 Κατά τη διάρκεια της φάσης ΙΙΙ που σηματοδοτεί την έναρξη της ΜΝ τα αγγεία διακοσμούνται είτε με λευκή πάστα πάνω σε ερυθρή, καστανή ή καστανέρυθρη στιλβωμένη επιφάνεια είτε με ερυθρό ή καστανό χρώμα πάνω σε λευκό φόντο (Gimbutas et al. 1989: 96). Η κεραμική ύλη από την οποία είναι κατασκευασμένα τα όστρακα με λευκή διακόσμηση πάνω σε ερυθρό, καστανό ή καστανέρυθρο φόντο είναι κυρίως χονδρόκοκκη (87%). Αντίθετα, υπάρχουν ελάχιστα όστρακα αυτής της κατηγορίας που αποτελούνται από ιδιαίτερα χονδρόκοκκη κεραμική ύλη. Ένα σημαντικό ποσοστό οστράκων (26%) αποτελείται από λεπτόκοκκη κεραμική ύλη και είναι διακοσμημένο με λευκή πάστα πάνω σε ερυθρή στιλβωμένη επιφάνεια (Gimbutas et al. 1989: 96). Το συγκεκριμένο είδος διακόσμησης συναντάται σε αγγεία με μεσαίου πάχους τοιχώματα κυρίως. Τα αγγεία που επιθυμούν οι κεραμείς να διακοσμήσουν με λευκά μοτίβα έχουν κυρίως κλειστά σχήματα. Τέλος, τα μοτίβα που προτιμούν είναι οι γραμμές και οι αμείβοντες (Gimbutas et al. 1989: 96). Η διακόσμηση με ερυθρό ή καστανό χρώμα πάνω σε λευκή επιφάνεια χαρακτηρίζει κυρίως τις φάσεις ΙΙΙ και IV. Αντίθετα με τη λευκή διακόσμηση σε ερυθρή ή σκουρόχρωμη επιφάνεια, εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα σε όστρακα με λεπτόκοκκη κεραμική ύλη (61% και 62% αντίστοιχα) (Gimbutas et al. 1989: 96). Τα αγγεία που είναι διακοσμημένα μ αυτό τον τρόπο έχουν μεσαίου πάχους τοιχώματα, ενώ ένας σημαντικός αριθμός αγγείων έχει λεπτά τοιχώματα (28% και 32% αντίστοιχα). Η ερυθρή διακόσμηση σε λευκό φόντο συναντάται σε αγγεία ανοιχτού σχήματος η παραλλαγή της (καστανό σε λευκό) συναντάται τόσο σε ανοιχτά αγγεία, όσο και σε σιγμοειδή αγγεία και τα μοτίβα της είναι τα βαθμιδωτά σχήματα, οι ακανόνιστες παράλληλες ταινίες και οι κυματιστές γραμμές. Στη διάρκεια της φάσης IV κυριαρχεί επίσης και η ερυθρή διακόσμηση πάνω σε ερυθρή επιφάνεια. Τα αγγεία που διακοσμούνται μ αυτό τον τρόπο είναι κυρίως κατασκευασμένα από χονδρόκοκκη κεραμική ύλη, ενώ υπάρχει και ένα σημαντικό ποσοστό αγγείων λεπτόκοκκης κεραμικής ύλης (65% και 28% αντίστοιχα, Gimbutas et al. 1989: 96). Επιπρόσθετα, το μεγαλύτερο ποσοστό αγγείων που φέρει ερυθρή διακόσμηση σε ερυθρό βάθος έχει μεσαίου πάχους τοιχώματα, ενώ ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό των αγγείων έχουν λεπτά τοιχώματα (66% και 28% αντίστοιχα, Gimbutas et al. 1989: 96). Μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό έχει παχιά τοιχώματα (6%). Αυτό το είδος διακόσμησης εμφανίζεται συχνότερα σε αγγεία με ψηλό λαιμό και σιγμοειδή αγγεία. Τα μοτίβα που επικρατούν είναι οι ταινίες, οι γραμμές, οι αμείβοντες, οι τεθλασμένες και τα φλογόσχημα. 48

49 4.2.1.ε Κατανομή Τα πρώτα όστρακα γραπτής κεραμικής τοποθετούνται στην ύστερη ΙΒ φάση (Εικ. 1) και χρονολογούνται περίπου στα 6300±200 π.χ. (Gimbutas et al. 1989: 34-35). Τα πρώτα αυτά όστρακα γραπτής κεραμικής είναι τέσσερα στον αριθμό (Gimbutas et al. 1989: 163) και εντοπίστηκαν πάνω σε δάπεδο της τομής Α μαζί με άλλα ευρήματα (Gimbutas et al. 1989: 35). Τα τέσσερα αυτά όστρακα φέρουν ερυθρή διακόσμηση πάνω σε λευκή επιφάνεια, η οποία όμως είναι σε μεγάλο βαθμό απολεπισμένη (Εικ. 18). Στην αμέσως επόμενη φάση (ΙΙΑ) εντοπίστηκαν μόνο 5 όστρακα με ερυθρή διακόσμηση πάνω σε λευκή επιφάνεια (Εικ. 2, Εικ. 18). Μόνο όμως τα δύο από αυτά διατηρούνται σε καλή κατάσταση ενώ τα υπόλοιπα είναι απολεπισμένα (Gimbutas et al. 1989: 163). Στη διάρκεια της ΙΙΒ φάσης (Εικ. 3), η οποία σηματοδοτεί και το τέλος της ΑΝ στο Αχίλλειο, ο αριθμός των γραπτών οστράκων αυξάνεται. Εντοπίστηκαν 23 γραπτά όστρακα, όλα σε καλή κατάσταση (Εικ. 18). Από αυτά, τα 15 (65% του συνόλου των γραπτών οστράκων) φέρουν ερυθρή διακόσμηση πάνω σε λευκό βάθος. 7 όστρακα (30%) φέρουν καστανή διακόσμηση πάνω σε λευκό βάθος, ενώ μόνο 1 όστρακο φέρει λευκή διακόσμηση πάνω σε ερυθρή επιφάνεια (Gimbutas et al. 1989: 163). Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πληροφορίες για την κατανομή των γραπτών οστράκων στο χώρο κατά τη διάρκεια των δύο υποπεριόδων της φάσης ΙΙ. Στη φάση IΙΙΑ εντοπίστηκαν τα υπολείμματα υφάσματος πάνω οποίο βρέθηκαν πολλά όστρακα κεραμικής (Εικ. 4), χωρίς όμως να διασαφηνίζεται από τους ανασκαφείς αν συμπεριλαμβάνεται γραπτή κεραμική (Gimbutas et al. 1989: 44). Αντίθετα, με σαφήνεια μαρτυρείται η ύπαρξη γραπτής κεραμικής στο μεγάλο λάκκο που βρίσκεται στο κέντρο της ανασκαμμένης περιοχής (Gimbutas et al. 1989: 46). Ανάμεσα στα άλλα ευρήματα που εντοπίστηκαν στο εσωτερικό του λάκκου (τριπτήρες, μυλόλιθοι, ειδώλια και μια αρύταινα), βρέθηκαν αρκετά όστρακα γραπτής κεραμικής στα οποία αποτυπώνονται τα νέα διακοσμητικά μοτίβα της ΜΝ (Εικ. 19, 20). Παράλληλα, από τη μελέτη των οστράκων προέκυψαν νέα σχήματα αγγείων, όπως τα αγγεία με ψηλό λαιμό και τα σιγμοειδή αγγεία (Gimbutas et al. 1989: 46). Επιπλέον, όστρακα γραπτής κεραμικής εντοπίστηκαν μέσα στην κυκλική κατασκευή από πηλό που ανασκάφηκε στην τομή Α και στην περιοχή με ίχνη καύσης στα ΒΔ της τομής C (Gimbutas et al. 1989: 46). Η ΙΙΙΑ φάση αριθμεί συνολικά 62 όστρακα, σχεδόν τα τριπλάσια συγκριτικά με την προηγούμενη ΙΙΒ φάση. Περίπου τα μισά από αυτά τα όστρακα (32, 51%) φέρουν ερυθρή διακόσμηση πάνω σε λευκή επιφάνεια. Από το σύνολο των 62 οστράκων, τα 7 έχουν καστανή πάνω σε λευκή 49

50 διακόσμηση, τα 17 φέρουν λευκή πάνω σε ερυθρή διακόσμηση, ενώ 4 όστρακα φέρουν λευκή διακόσμηση πάνω σε σκούρα στιλβωμένη επιφάνεια. Τέλος, εντοπίστηκαν μόνο δύο όστρακα που φέρουν ερυθρή διακόσμηση σε ερυθρή επιφάνεια (Gimbutas et al. 1989: 163). Δεν υπάρχουν πληροφορίες που να αποσαφηνίζουν πόσα και ποια από αυτά τα όστρακα εντοπίστηκαν στο εσωτερικό του λάκκου και την κυκλική κατασκευή της τομής Α. Η εικόνα του οικισμού του Αχιλλείου, όπως παρουσιάζεται στην πρώιμη ΙΙΙΒ φάση, είναι ολότελα διαφορετική από την φάση ΙΙΙΑ. Τόσο τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα όσο και τα κινητά ευρήματα αυξάνονται σε αριθμό, γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στη διεύρυνση της ανασκαμμένης έκτασης (Εικ. 5). Από τα αρχιτεκτονικά στοιχεία που εντοπίστηκαν αυτά που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι οι πέντε πασσαλότρυπες που ανακαλύφθηκαν στο ΝΔ τμήμα της τομής C, καθώς και το σύνολο των αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών που αποκαλύφθηκαν στην τομή Β (Gimbutas et al. 1989: 46-50). Κοντά στις πασσαλότρυπες της τομής C (όπου οι ανασκαφείς αναγνώρισαν την ύπαρξη οικίας, Gimbutas et al. 1989: 46-47) εντοπίστηκαν αρκετά θραύσματα ρηχών φιαλών και σιγμοειδών αγγείων (Gimbutas et al. 1989: 46), χωρίς όμως να διευκρινίζεται η ύπαρξη γραπτών αγγείων στο σύνολο των ευρημάτων. Στην τομή Β οι ανασκαφείς αναγνωρίζουν ένα αρχιτεκτονικό σύνολο που θα πρέπει να χρησιμοποιούταν ως χώρος κοινοτικών δραστηριοτήτων, καθώς σύμφωνα πάντα με τη γνώμη των ανασκαφέων η έκταση που καταλαμβάνουν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα είναι αρκετά μεγάλη για να χρησιμοποιηθεί μόνο από τους κατοίκους της πασσαλόπηκτης οικίας που βρίσκεται στην τομή C (Gimbutas et al. 1989: 46). Ένα τέτοιο συμπέρασμα όμως είναι ταυτόχρονα αμφίβολο και παράτολμο, καθώς η συνολική έκταση του ανασκαμμένου χώρου του Αχιλλείου είναι αρκετά περιορισμένη για να οδηγήσει με ασφάλεια σε συμπεράσματα που αφορούν το διαχωρισμό της περιοχής σε χώρους ιδιωτικών ή κοινοτικών δραστηριοτήτων. Πιο αναλυτικά, στο βόρειο τμήμα της τομής βρέθηκε μια λιθόστρωτη επιφάνεια η οποία γειτνιάζει στα ανατολικά της με ένα δάπεδο κατασκευασμένο από κιτρινωπό πηλό. Στα ΒΑ εντοπίστηκε ένας φούρνος. Το πιο ενδιαφέρον από τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της τομής Β είναι η πλατφόρμα που εντοπίστηκε στο κέντρο σχεδόν της τομής. Είναι κατασκευασμένη από πέτρες και πηλό και πάνω της εντοπίστηκαν τρεις εστίες κατασκευασμένες από πέτρες. Δύο ακόμη τέτοιες εστίες βρέθηκαν στην περιφέρεια της πλατφόρμας, η μία στα δυτικά του δαπέδου που περιβάλλει την πλατφόρμα και η άλλη στα 50

51 βόρειά του (Gimbutas et al. 1989: 47). Στο δάπεδο που περιβάλλει την πλατφόρμα εντοπίστηκαν δύο λατρευτικά αγγεία, πέντε ειδώλια, ένας τριπτήρας και δύο αρύταινες (Gimbutas et al. 1989: 47-48). Επιπλέον, στο ΝΑ τμήμα της τομής Β αποκαλύφθηκε ένας λάκκος ο οποίος περιείχε υπολείμματα καμμένης ύλης, καθώς και θραύσματα τριπτήρων, σπασμένες λεπίδες και μεγάλη ποσότητα οστών. Επιπρόσθετα, στο εσωτερικό του λάκκου εντοπίστηκαν αρκετά ειδώλια και μεγάλος αριθμός γραπτών οστράκων (Gimbutas et al. 1989: 48). Όσον αφορά την κεραμική και την κατανομή της στο χώρο, όστρακα από φιάλες και σιγμοειδή αγγεία εντοπίστηκαν πάνω στη λιθόστρωτη επιφάνεια στο βόρειο τμήμα της τομής, ενώ η πλειοψηφία των οστράκων που φέρουν χείλος και εντοπίστηκαν γύρω από το φούρνο και το λιθόστρωτο δάπεδο φανερώνουν την ύπαρξη μεγάλου αριθμού κλειστών αγγείων (Gimbutas et al. 1989: 48, Εικ ). Από τα γραπτά όστρακα που εντοπίστηκαν στο εσωτερικό του λάκκου, προκύπτει ένα ενδιαφέρον στοιχείο που αφορά την κατανομή της κεραμικής με λευκή διακόσμηση. Τα παραδείγματα των οστράκων με λευκή διακόσμηση που ανήκουν στο στρώμα της πρώιμης ΙΙΙΒ φάσης αποτελούν το 14% του συνόλου των γραπτών οστράκων. Αντίθετα, τα όστρακα με λευκή διακόσμηση που αποκαλύφθηκαν στο εσωτερικό του λάκκου αποτελούν την πλειονότητα των γραπτών (60%) (Gimbutas et al. 1989: 48). Αντίστοιχη παρατήρηση μπορεί να γίνει και για τα λευκά διακοσμητικά μοτίβα. Τα κυρίαρχα μοτίβα της φάσης είναι οι μονές γραμμές, οι παράλληλες γραμμές και οι αμείβοντες (Gimbutas et al. 1989: 48, Εικ ). Σχεδόν τα μισά από τα γραπτά όστρακα που εντοπίστηκαν εντός του λάκκου φέρουν διακόσμηση με παράλληλες λευκές γραμμές, ενώ μόνο το 15% των γραπτών οστράκων που εντοπίστηκαν στο υπόλοιπο στρώμα της φάσης είναι διακοσμημένο μ αυτό τον τρόπο (Gimbutas et al. 1989: 48). Το ίδιο μοτίβο ήταν αποτυπωμένο σε μεγάλη ποσότητα οστράκων που βρέθηκαν σε λάκκους μεταγενέστερων φάσεων (IIIB και IVA) (Gimbutas et al. 1989: 48). Λόγω της αποσπασματικής διατήρησης της διακόσμησης πάνω στα όστρακα, δεν είναι σαφές αν οι γραμμές αποτελούν μέρος των αμειβόντων (Gimbutas et al. 1989: 48). Η πλειονότητα των αμειβόντων είναι κατασκευασμένη με λευκό χρώμα, υπάρχει όμως και ένας μικρός αριθμός οστράκων διακοσμημένων με ερυθρούς αμείβοντες, ο οποίος δεν εντοπίστηκε σε λάκκους, αλλά εντός των οικιών ή σε υπαίθριες περιοχές με ίχνη δραστηριοτήτων (work areas). Όλα τα όστρακα που φέρουν ως διακόσμηση τη συμπαγή ταινία και εντοπίστηκαν 51

52 μέσα σε λάκκους είναι βαμμένα με λευκό χρώμα, ενώ όσα βρέθηκαν εκτός των λάκκων φέρουν ερυθρή διακόσμηση (Gimbutas et al. 1989: 48). Το ίδιο σύνολο αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών παρατηρείται και κατά τη διάρκεια της ύστερης ΙΙΙΒ φάσης (Εικ. 6). Η βασική διαφορά με την προηγούμενη φάση έγκειται στην αλλαγή της θέσης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων στο χώρο και στο διαφορετικό προσανατολισμό τους (Gimbutas et al. 1989: 50). Οι πασσαλότρυπες εντοπίστηκαν στο ΒΑ τμήμα της τομής C και στο ΒΔ τμήμα της τομής D (Gimbutas et al. 1989: 50-51). Ανάμεσα στις πασσαλότρυπες της τομής D εντοπίστηκαν δύο εστίες. Στη θέση όπου βρέθηκαν οι πασσαλότρυπες της τομής C, κατά την πρώιμη ΙΙΙΒ φάση, εντοπίστηκε φούρνος (Gimbutas et al. 1989: 51). Εξαιτίας των πολυειδών ευρημάτων της τομής Α και της μεγάλης ποσότητάς τους, οι ανασκαφείς αναγνώρισαν στο χώρο αυτό μια περιοχή κοινοτικών δραστηριοτήτων (Gimbutas et al. 1989: 50-51). Αντίθετα, στην τομή Β, η οποία κατά την προηγούμενη φάση είχε χαρακτηριστεί ως χώρος κοινοτικών δραστηριοτήτων, δεν αποκαλύφθηκαν ευρήματα. Συγκεκριμένα, στην τομή Α εντοπίστηκε μια μεγάλη κυκλική εστία, μια τετράγωνη εστία που περιβαλλόταν από τραπεζιόσχημη επίπεδη επιφάνεια και δύο λάκκοι καύσης (Gimbutas et al. 1989: 53). Οι ανασκαφείς θεωρούν ότι η κυκλική εστία χρησιμοποιήθηκε για την όπτηση κεραμικών αγγείων, καθώς στην περιφέρειά της εντοπίστηκαν άψητα τμήματα από αγγεία (Gimbutas et al. 1989: 53). Όστρακα γραπτής κεραμικής που φέρουν διακόσμηση με λευκές γραμμές εντοπίστηκαν κοντά στις δύο εστίες που βρίσκονται στο εσωτερικό του σπιτιού (Gimbutas et al. 1989: 53). Επιπλέον, γραπτά όστρακα αποκαλύφθηκαν πάνω στο δάπεδο που περιβάλλει την τετράγωνη εστία της τομής Α μαζί με μερικές λεπίδες εργαλείων (Gimbutas et al. 1989: 54). Πάνω στο πήλινο θρανίο που αποκαλύφθηκε στη ΝΑ γωνία της τομής Α και τη ΝΔ γωνία της τομής Β εντοπίστηκαν αρκετά ευρήματα, όπως ειδώλια, μία σφραγίδα και εργαλεία από οψιανό. Μαζί με αυτά τα ευρήματα εντοπίστηκε και αρκετή ποσότητα γραπτών οστράκων, καθώς και σιγμοειδών αγγείων (Gimbutas et al. 1989: 54). Στο λάκκο που αποκαλύφθηκε στην τομή Β βρέθηκε μεγάλος αριθμός απορριμμάτων. Ανάμεσα στα ευρήματα του λάκκου εντοπίστηκαν οστά, λίθινα εργαλεία και μεγάλη ποσότητα γραπτών οστράκων διακοσμημένων με λευκή διακόσμηση (Gimbutas et al. 1989: 54). Ο αριθμός των γραπτών οστράκων που ανήκουν στην ΙΙΙΒ φάση είναι 338, χωρίς όμως να γίνεται επιμερισμός των οστράκων αυτών στις δύο υποπεριόδους (πρώιμη και ύστερη). Η 52

53 πιο σημαντική παρατήρηση που αφορά την περίοδο αυτή είναι η κατακόρυφη αύξηση των γραπτών οστράκων σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους. Τα περισσότερα από τα όστρακα φέρουν ερυθρή διακόσμηση πάνω σε λευκή επιφάνεια (205, 61%), ενώ 33 όστρακα φέρουν καστανή σε λευκή διακόσμηση (Εικ ). Αντίθετα, ένας μικρός αριθμός φέρει λευκή διακόσμηση σε ερυθρό βάθος (59). Πολύ λιγότερα είναι τα όστρακα που φέρουν λευκή διακόσμηση σε σκούρα στιλβωμένη επιφάνεια (25) και ερυθρή σε ερυθρή διακόσμηση (16) (Gimbutas et al. 1989: 163, Εικ ). Η πρώιμη IVA φάση σηματοδοτείται από μια σημαντική καινοτομία στην κατασκευή των σπιτιών σε αντίθεση με τις πασσαλόπηκτες οικίες που εντοπίστηκαν στις προηγούμενες φάσεις, οι τοίχοι της οικίας που εντοπίστηκε στη φάση αυτή είναι κατασκευασμένοι από λίθο (Gimbutas et al. 1989: 56-57). Το μοναδικό οίκημα αποκαλύφθηκε στην τομή C, είναι δίχωρο και στο εσωτερικό του εντοπίστηκαν πολλά ευρήματα (Εικ. 7). Συγκεκριμένα, στον ανατολικό τοίχο του δυτικού δωματίου υπήρχε θρανίο γύρω από το οποίο εντοπίστηκαν δύο σφονδύλια, ένα πηνίο, μία βελόνα, ένας οπέας, ειδώλια και μερικοί πήλινοι δίσκοι (Gimbutas et al. 1989: 57). Στο ανατολικό δωμάτιο εντοπίστηκε μια εστία και γύρω από αυτήν βρέθηκαν λεπίδες, ένας πέλεκυς, μια πήλινη σφαίρα, διάτρητοι πήλινοι δίσκοι και ειδώλια (Gimbutas et al. 1989: 57). Δεν γίνεται λόγος για την ύπαρξη οστράκων αγγείων εντός του δυτικού δωματίου, ενώ αντίθετα, εντοπίστηκε μεγάλος αριθμός οστράκων γραπτής κεραμικής και οστράκων από σιγμοειδή αγγεία και φιάλες στο ανατολικό δωμάτιο (Gimbutas et al. 1989: 57, Εικ ). Στην τομή D εντοπίστηκε ένας λάκκος καύσης που περιείχε όστρακα αγγείων, ενώ η τομή Β ήταν διαταραγμένη (Gimbutas et al. 1989: 58-59). Αντίθετα, η τομή Α περιείχε αρκετά μεγάλο αριθμό ευρημάτων. Στη ΒΔ γωνία αποκαλύφθηκε μια μεγάλη κυκλική εστία παρόμοια με αυτή που εντοπίστηκε στην ίδια τομή κατά την ύστερη ΙΙΙΒ φάση (Gimbutas et al. 1989: 51-53). Οι ανασκαφείς θεωρούν ότι πρόκειται για εστία/ λάκκο όπτησης αγγείων, παρόλο που προσθέτουν ότι θα πρέπει να χρησιμοποιήθηκε για μικρής έκτασης και χαμηλής θερμοκρασίας καύσεις (Gimbutas et al. 1989: 59). Δίπλα στην εστία/ λάκκο αποκαλύφθηκε δάπεδο, ενώ νοτιότερα του δαπέδου βρέθηκαν ίχνη ψάθας κατασκευασμένης από καλάμι, καθώς και θραύσματα από την ξύλινη κατασκευή της οροφής (Gimbutas et al. 1989: 58). Αρκετά ευρήματα εντοπίστηκαν πάνω στο δάπεδο και την ψάθα, όπως λεπίδες οψιανού, ένας οπέας και λίθινα εργαλεία (Gimbutas et al. 1989: 58), δεν γίνεται όμως καμία αναφορά για τον εντοπισμό κεραμικής και ειδικότερα γραπτής. Τέλος, στην ανατολική πλευρά της τομής Α αποκαλύφθηκε τμήμα ενός λάκκου 53

54 στο εσωτερικό του οποίου εντοπίστηκαν απορρίμματα και οστά (Gimbutas et al. 1989: 59). Δεν εντοπίστηκαν όστρακα γραπτής κεραμικής εντός του λάκκου, όπως συνέβη με το λάκκο της τομής Β κατά την πρώιμη ΙΙΙΒ φάση (Gimbutas et al. 1989: 47-48). Κατά την μέση IVA φάση, τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα κατανέμονται στις τομές A, C και D (Εικ. 8). Ο χαρακτήρας των αρχιτεκτονικών καταλοίπων της τομής Α παραμένει ουσιαστικά αδιευκρίνιστος, καθώς οι ανασκαφείς αντιστοιχούν τα κατάλοιπα είτε με το βόρειο δωμάτιο του δίχωρου κτίσματος που καλύπτει τις τομές Α και C (Gimbutas et al. 1989: 60), είτε με υπαίθριο χώρο που χρησίμευε ως εργαστήριο (Gimbutas et al. 1989: 61). Μία ακόμη λίθινη κατασκευή εντοπίστηκε στην τομή D (Gimbutas et al. 1989: 61), το νότιο τμήμα της οποίας καταστράφηκε από την νεότερη τάφρο. Ανάμεσα στα ευρήματα της τομής Α συγκαταλέγεται ένας φούρνος στη ΒΑ γωνία της τομής, καθώς και μία εστία στα δυτικά του (Gimbutas et al. 1989: 61-62). Επιπλέον, στα ΒΔ της τομής Α αποκαλύφθηκε ένα λίθινο θρανίο πάνω στο οποίο εντοπίστηκαν ειδώλια και όστρακα γραπτής κεραμικής (Gimbutas et al. 1989: 62, Εικ. 31). Ανάμεσα στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της τομής C αποκαλύφθηκε μια εστία στο ΒΔ άκρο της τομής. Μεταξύ των ευρημάτων που εντοπίστηκαν περιφερειακά της εστίας αποκαλύφθηκε και αρκετή ποσότητα γραπτής κεραμικής (Gimbutas et al. 1989: 61). Στο νότιο τμήμα της τομής C αποκαλύφθηκε ένας λάκκος ο οποίος περιείχε μεγάλη ποσότητα καμμένης ύλης και σπασμένων εργαλείων. Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό του λάκκου εντοπίστηκε μεγάλη ποσότητα οστών, γραπτής κεραμικής και τελετουργικού εξοπλισμού ( cultic equipment ), χωρίς όμως περαιτέρω διευκρινήσεις από τους ανασκαφείς για το είδος αυτού του εξοπλισμού (Gimbutas et al. 1989: 61). Η ποσότητα κεραμικής με λευκή διακόσμηση που εντοπίστηκε στο εσωτερικό του λάκκου είναι συγκριτικά δυσανάλογη με την κεραμική που εντοπίστηκε στους υπόλοιπους χώρους της τομής C πιο συγκεκριμένα, ο λάκκος περιείχε τη διπλή ποσότητα κεραμικής με λευκή διακόσμηση (Gimbutas et al. 1989: 61, Εικ. 31). Κατά τη διάρκεια της ύστερης IVA φάσης εντοπίστηκαν αρκετές σειρές από λίθους στις τέσσερις τομές (Εικ. 9), καμιά όμως σαφής κάτοψη σπιτιού δεν ήταν δυνατόν να διακριθεί (Gimbutas et al. 1989: 63). Αντίθετα, εντοπίστηκαν αρκετές επιφάνειες επιχρισμένες με λευκό ή κιτρινωπό πηλό (Gimbutas et al. 1989: 63). Επιπλέον, στη διάρκεια της φάσης αυτής δεν αποκαλύφθηκαν εστίες και φούρνοι σε καμία από τις τομές (Gimbutas et al. 1989: 63). 54

55 Όσον αφορά την κεραμική, δεν υπάρχουν πληροφορίες για την κατανομή της στο χώρο. Γνωρίζουμε, όμως, ότι εμφανίζονται μοτίβα της γραπτής διακόσμησης τα οποία θα κυριαρχήσουν στην επόμενη φάση IVB (π.χ. free-style painting, Εικ ). Επιπλέον, κυριαρχούν τα σιγμοειδή αγγεία (Gimbutas et al. 1989: 63). Οι ανασκαφείς αναγνωρίζουν στη φάση αυτή μια μεταβατική περίοδο, ενώ με βάση την κεραμική ακολουθία, αυτό που παρατηρείται είναι περισσότερο συνέχεια μεταξύ της ύστερης IVA και IVB φάσης παρά διακοπή (Gimbutas et al. 1989: 63). Συνολικά εντοπίστηκαν 446 όστρακα γραπτής κεραμικής. Από αυτά, τα 269 είναι διακοσμημένα με ερυθρή διακόσμηση σε λευκό βάθος (60%). 47 όστρακα φέρουν καστανή διακόσμηση πάνω σε λευκή επιφάνεια, 55 όστρακα είναι διακοσμημένα με λευκό χρώμα σε ερυθρό φόντο και 43 όστρακα φέρουν ερυθρή πάνω σε ερυθρή διακόσμηση. Τέλος, 32 όστρακα έχουν λευκή διακόσμηση πάνω σε σκουρόχρωμη στιλβωμένη επιφάνεια (Gimbutas et al. 1989: 163, Εικ ). Στη διάρκεια της IVB φάσης (Εικ. 10), που σηματοδοτεί το τέλος της Μέσης Νεολιθικής, τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα αποκαλύπτουν την ύπαρξη ενός σπιτιού στην τομή Β (Gimbutas et al. 1989: 63). Όπως συνέβη και κατά την προηγούμενη φάση, δεν εντοπίστηκαν φούρνοι και εστίες στις ανασκαμμένες τομές (Gimbutas et al. 1989: 63). Αντίθετα, στο εσωτερικό του δωματίου εντοπίστηκαν αρκετά ευρήματα, όπως πελέκεις, λεπίδες, ξέστρα και οστά. Επιπλέον, στο βόρειο άκρο του δωματίου της τομής Α αποκαλύφθηκε μια σημαντική ποσότητα γραπτής κεραμικής μαζί με ειδώλια και τελετουργικό εξοπλισμό (Gimbutas et al. 1989: 63). Στην τομή Β αποκαλύφθηκε ακόμη ένα τμήμα λίθινου τοίχου που πιθανώς να συνδέεται με την οικία της τομής Α (Gimbutas et al. 1989: 63-64). Τα ευρήματα που εντοπίστηκαν δορυφορικά του τοίχου περιλαμβάνουν τριπτήρες, μυλόλιθους, σπασμένα εργαλεία, καθώς και μια σφραγίδα και θραύσματα ειδωλίων (Gimbutas et al. 1989: 63), ενώ δεν εντοπίστηκε κεραμική. Δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο χώρος αυτός ήταν κλειστός ή υπαίθριος (Gimbutas et al. 1989: 63-64). Η γραπτή κεραμική που αντιστοιχεί στην περίοδο αυτή είναι σαφώς πολύ λιγότερη σε σχέση με τις προγενέστερες περιόδους. Εντοπίστηκαν 142 γραπτά όστρακα, από τα οποία τα 77 φέρουν ερυθρή διακόσμηση σε λευκό φόντο, ενώ 31 όστρακα είναι διακοσμημένα με καστανό χρώμα σε λευκό φόντο (Εικ ). Εντυπωσιακή, όμως, είναι η μείωση του αριθμού των οστράκων που φέρουν λευκή διακόσμηση σε ερυθρό βάθος μόνο 7 όστρακα από το σύνολο των 142 είναι διακοσμημένα με αυτό τον τρόπο. 9 όστρακα φέρουν λευκή 55

56 διακόσμηση σε σκούρα βερνικωμένη επιφάνεια, ενώ 18 όστρακα φέρουν ερυθρή σε ερυθρή διακόσμηση (Gimbutas et al. 1989: 163) στ Συμπεράσματα Ανακεφαλαιώνοντας, λοιπόν, είναι εύκολο να παρατηρήσουμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό γραπτής κεραμικής φέρει ερυθρή διακόσμηση (περίπου το 66%), τόσο κατά την ΑΝ όσο και κατά την ΜΝ (Gimbutas et al. 1989: 94). Τα περισσότερα όστρακα ανήκουν στην κατηγορία της ερυθρής διακόσμησης πάνω σε λευκό φόντο (711 όστρακα) (Gimbutas et al. 1989: 94). Επιπλέον, περισσότερα από τα μισά γραπτά όστρακα είναι κατασκευασμένα με λεπτόκοκκη κεραμική ύλη. Ταυτόχρονα, τόσο τα όστρακα που φέρουν λευκή διακόσμηση όσο και αυτά με ερυθρή είναι πολύ καλά στιλβωμένα σπανίζουν τα αστίλβωτα γραπτά όστρακα (Gimbutas et al. 1989: 92-93). Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η υψηλή συχνότητα εμφάνισης της γραπτής διακόσμησης σε αγγεία με λεπτά τοιχώματα, ιδίως στη διάρκεια της ΜΝ το ποσοστό αυτό αγγίζει το 24 % του συνόλου των οστράκων με γραπτή διακόσμηση, ενώ ο αριθμός των οστράκων των προερχομένων από ακόσμητα αγγεία με λεπτά τοιχώματα αντιστοιχεί στο 10% του συνόλου τους (Gimbutas et al. 1989: 93). Το μεγαλύτερο, όμως, ποσοστό των οστράκων που φέρουν γραπτή διακόσμηση ανήκουν σε αγγεία με μεσαίου πάχους τοιχώματα (73%). Επιπλέον, τα σχήματα των γραπτών διακοσμημένων αγγείων διαφέρουν από τα σχήματα των ακόσμητων. Τα σιγμοειδή αγγεία είναι αυτά που προτιμούν περισσότερο να διακοσμούν με γραπτά μοτίβα οι κεραμείς (Gimbutas et al. 1989: 93). Οκτώ μόνο παραδείγματα κλειστών αγγείων φέρουν γραπτή διακόσμηση, ενώ εννέα αγγεία με ψηλό λαιμό είναι διακοσμημένα με τον ίδιο τρόπο. Επίσης, μόνο δύο ρηχά φιαλόσχημα (plate-like) αγγεία φέρουν γραπτή διακόσμηση (Gimbutas et al. 1989: 93). Η βάση που επιλέγουν οι νεολιθικοί κεραμείς για τα γραπτά αγγεία του Αχιλλείου είναι κυρίως επίπεδη με μια χαρακτηριστική εγκοπή στο πάνω τμήμα της. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν εντοπίστηκαν όστρακα διακοσμημένα με την τεχνική της ξεστής διακόσμησης ούτε κατά τη διάρκεια της ΑΝ αλλά ούτε και κατά τις φάσεις της ΜΝ. Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση της κεραμικής του Αχιλλείου αποδεικνύεται πόσο προβληματική είναι η συνολική αξιολόγηση των δεδομένων. Η ίδια η δημοσίευση του Αχιλλείου είναι σε πολλά σημεία ασαφής και ελλιπής. Το βασικότερο μειονέκτημα εντοπίζεται στην αποκατάσταση της στρωματογραφίας και στη σύνδεσή της με τα 56

57 αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά (Runnels 1990: 342, Νανόγλου 1999: 39-41). Κατά συνέπεια, η προσπάθεια ερμηνείας της στρωματογραφίας μπορεί να είναι σε πολλά σημεία παραπλανητική. Είναι απαραίτητο, όμως να αναφέρουμε κάποια γενικά στοιχεία που σχετίζονται με τη μελέτη της κεραμικής. Το βασικότερο από τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι ότι το ποσοστό της γραπτής κεραμικής είναι πάρα πολύ μικρό σε σχέση με την ακόσμητη (1%). Η περιγραφή όμως της ποσότητας της γραπτής κεραμικής σε κάθε φάση δεν είναι ακριβής και περιορίζεται σε ασαφείς χαρακτηρισμούς του τύπου μερική, λίγη ή μεγάλη ( some, few, largish ) (Runnels 1990: 342). Κατά την παρουσίαση των αρχιτεκτονικών φάσεων, οι ανασκαφείς κάνουν λόγο για την ύπαρξη στεγασμένων χώρων (π.χ. πασσαλόπηκτες οικίες) και υπαίθριων. Στους υπαίθριους χώρους αποκαλύφθηκε μια πληθώρα ευρημάτων, όπως λάκκοι και πήλινες ή λίθινες κατασκευές. Επιπλέον, δεν παραλείπεται η αναφορά στην κατανομή των κινητών ευρημάτων (όπως η κεραμική, τα εργαλεία, τα ειδώλια κλπ). Πληροφορίες για την κατανομή της γραπτής κεραμικής στο χώρο υπάρχουν αρκετές, συχνά όμως είναι ασαφείς ή και ελλιπείς. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη σύγκριση της κατανομής της γραπτής κεραμικής στους λάκκους και τους χώρους δραστηριοτήτων (Gimbutas et al. 1989: 47-48) και στα συμπεράσματα που προκύπτουν για τις συνθήκες χρήσης και απόρριψης των γραπτών αγγείων (Gimbutas et al. 1989: 48-50). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κατανομή των οστράκων που φέρουν λευκή διακόσμηση, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων εντοπίστηκε εντός των λάκκων, αλλά και κοντά σε εστίες. Κατά τους ανασκαφείς, η κατηγορία αυτή της γραπτής κεραμικής δεν ήταν ιδιαίτερα καλής ποιότητας σε συνδυασμό με τον τόπο εντοπισμού της, καταλήγουν στο γεγονός ότι τα ανοιχτά αγγεία με λευκή διακόσμηση θα πρέπει να προορίζονταν για καθημερινή χρήση, αντίθετα με τα κλειστά ή σιγμοειδή αγγεία με ερυθρή διακόσμηση τα οποία είναι καλύτερης ποιότητας και εντοπίστηκαν κυρίως πάνω σε δάπεδα (Gimbutas et al. 1989: 48-50). Η επανειλημμένη αναφορά των ανασκαφέων στην ύπαρξη χώρων κοινοτικών δραστηριοτήτων (communal activities) βασίζεται τόσο στο χαρακτήρα των αρχιτεκτονικών ευρημάτων όσο και στην κατανομή των κινητών ευρημάτων (κεραμική, εργαλεία, ειδώλια). Η οργάνωση του χώρου στο Αχίλλειο είναι χαλαρή (Andreou et al. 1996: 555) και η έκταση του ανασκαμμένου χώρου αρκετά περιορισμένη για να επιτρέψει την ασφαλή εξαγωγή ανάλογων συμπερασμάτων, όπως προαναφέραμε. Παρ όλα αυτά, ο διαχωρισμός μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, δηλαδή χώρων που καταλαμβάνονται από τις 57

58 οικίες του οικισμού και υπαίθριων περιοχών, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Επιπλέον, η ίδια η κατανομή των αντικειμένων στο χώρο μπορεί να διαφωτίσει το χαρακτηρισμό των περιοχών αυτών ως χώρων δραστηριοτήτων με περισσότερο δημόσιο χαρακτήρα ή μη Οτζάκι α Εισαγωγή Ο οικισμός της Οτζάκι Μαγούλας βρίσκεται στην περιοχή της Λάρισας, στα βόρεια του Πηνειού ποταμού. Η μαγούλα έχει ύψος 5 μ. και έκταση περίπου 9 εκτάρια, ενώ ο ανασκαμμένος χώρος έχει έκταση λιγότερο από 400 μ² (Andreou et al. 1996: 552). Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε από το Vl. Milojčić στα Μεγάλο τμήμα της μαγούλας καταστράφηκε κατά τον Α Βαλκανικό πόλεμο και το Β Παγκόσμιο (Milojcic v. Zumbusch & Milojcic 1971: 5). Η ανασκαφική έκταση, μήκους 38 μ. διαμορφώθηκε κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της μαγούλας. Ο ανασκαμμένος χώρος χωρίζεται σε τρεις τομές (Ι-ΙΙΙ). Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της τομής Ι, που είναι και η μεγαλύτερη, χρονολογούνται στη ΝΝ και τη Χαλκολιθική, τα κατάλοιπα της τομής ΙΙ χρονολογούνται στην ΜΝ, ενώ τα κατάλοιπα της τομής ΙΙΙ χρονολογούνται στην ΑΝ. Η τομή Ι περιλαμβάνει τα τετράγωνα A, B, C, D από 1-8, η τομή ΙΙ τα τετράγωνα B, C και D από 9-15 καθώς και το D/ Η τομή ΙΙΙ περιλαμβάνει τα τετράγωνα Α-Β/16-19 και C/18-19 (Milojcic 1983: 1). Ο χρονολογικός διαχωρισμός των τομών γίνεται με βάση την κεραμική τυπολογία. Η παρούσα εργασία αφορά τη μελέτη της ΑΝ και ΜΝ, δηλαδή τις τομές ΙΙ και ΙΙΙ από το Οτζάκι. Επιπλέον, πρέπει να προσθέσουμε ότι τα στρώματα (planum) στα οποία αναφέρονται οι ανασκαφείς στη δημοσίευσή τους είναι τεχνητά και όχι φυσικά στρώματα τα οποία έχουν πάχος περίπου 0,10 μ. Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τον ακριβή αριθμό των γραπτών οστράκων. Γνωρίζουμε, όμως, ότι τα γραπτά αγγεία είναι σπάνια στην ΑΝ και εμφανίζονται σε μεγαλύτερη συχνότητα κατά τη ΜΝ, ενώ η κατηγορία των αγγείων με ερυθρή διακόσμηση σε λευκό φόντο εμφανίζεται ακόμη πιο σπάνια κατά τη ΝΝ (Mottier 1981: 28). 58

59 4.2.2.β Τεχνολογία Στα στρώματα της ΑΝ η μονόχρωμη κεραμική εμφανίζεται σε μεγαλύτερη ποσότητα από τη γραπτή και επιπλέον είναι πολύ καλύτερα κατασκευασμένη απ ό,τι οι πρώτες απόπειρες της γραπτής κεραμικής (Mottier 1981: 10). Σε σύγκριση με τη μονόχρωμη, ο πηλός με τον οποίο είναι κατασκευασμένη η γραπτή κεραμική είναι λεπτόκοκκος, πιο ανθεκτικός και αναμεμειγμένος με άμμο ή χαλαζία. Επιπλέον, η όπτηση είναι καλή και τα σχήματα των αγγείων προσεχτικά κατασκευασμένα, παρότι το πάχος των τοιχωμάτων είναι μεγαλύτερο από το πάχος των τοιχωμάτων των μονόχρωμων αγγείων (Mottier 1981: 8). Η τεχνολογία των γραπτών αγγείων της ΜΝ διαφοροποιείται και βελτιώνεται ποιοτικά σε σχέση με τα αγγεία της ΑΝ. Το χρώμα των αγγείων αλλάζει και η επεξεργασία της επιφάνειας των γραπτών αγγείων βελτιώνεται. Οι αλλαγές αυτές στα γραπτά αγγεία εμφανίζονται παράλληλα με αλλαγές στα διακοσμητικά μοτίβα των αγγείων (Mottier 1981: 28) γ Τυπολογία Κατά την ΑΝ, ο πιο συχνός τύπος αγγείου είναι η φιάλη με επίπεδη ή κάποιες φορές με δακτυλιόσχημη βάση. Τα τοιχώματα είναι απότομα και ανοίγουν ελαφρώς προς τα πάνω. Τα σιγμοειδή αγγεία είναι πιο σπάνια στην ΑΝ, εμφανίζονται συχνότερα στη ΜΝ. Οι χαμηλές, αβαθείς φιάλες έχουν συνήθως μία εγκοπή ακριβώς πάνω από τη βάση τους (Mottier 1981: 9). Η διακόσμηση είναι συνήθως ερυθρή σε λευκό φόντο. Συχνή είναι η εμφάνιση των αγγείων με στενό λαιμό με ερυθρή διακόσμηση σε λευκό φόντο (Mottier 1981: 9). Κατά τη ΜΝ, οι φιάλες που διακοσμούνται με γραπτά μοτίβα εμφανίζονται ακόμη συχνότερα απ ό,τι στη διάρκεια της ΑΝ στα στρώματα της Οτζάκι Μαγούλας (Mottier 1981: 28-9, Εικ. 39, 40, 43). Τα τοιχώματα των φιαλών ποικίλουν: είναι άλλοτε κυρτά και άλλοτε κάθετα. Οι φιάλες διακρίνονται σε δύο τύπους: στον πρώτο τύπο διακρίνεται μια μικρή εγκοπή ανάμεσα στα τοιχώματα και τη βάση, ενώ τα τοιχώματα των φιαλών αυτών κλίνουν ελαφρά προς τα έξω. Ο τύπος αυτός εμφανίζεται συχνότερα στα κατώτερα στρώματα της ΜΝ (Mottier 1981: 29). Ο δεύτερος τύπος χαρακτηρίζεται από πιο κάθετα τοιχώματα. Η βάση των φιαλών αυτών είναι επίπεδη, χωρίς καμπύλη και δεν ξεχωρίζει από τα τοιχώματα. Ο δεύτερος αυτός τύπος είναι σπανιότερος από τον πρώτο και εντοπίστηκε 59

60 κυρίως στο στρώμα 10 της ΜΝ (Mottier 1981: 29). Αυτές οι φιάλες διακοσμούνται συνήθως με παράλληλες τεθλασμένες γραμμές (Mottier 1981: 29). Ένας δεύτερος τύπος αγγείου που συχνά διακοσμείται με γραπτά μοτίβα είναι οι φιάλες με ψηλή βάση (Εικ ). Σαν σχήμα, η φιάλη με ψηλή βάση αποτελεί μια τυπολογική εξέλιξη των φιαλών που περιγράψαμε παραπάνω (Mottier 1981: 29). Η βάση είναι κάθετη και σχεδόν κυλινδρική ή χωνοειδής. Τα περισσότερα όστρακα αυτού του τύπου εντοπίστηκαν στο στρώμα 7 της τομής ΙΙ (ΜΝ), ενώ ελάχιστα παραδείγματα εντοπίστηκαν σε κατώτερα στρώματα, στη μετάβαση από την ΑΝ στη ΜΝ (στρώμα 16, τομή ΙΙ). Ένα ακόμη χαρακτηριστικό σχήμα αγγείων που συχνά διακοσμείται με γραπτά μοτίβα είναι τα αγγεία με στενό λαιμό (Mottier 1981: 29). Σώζονται μόνο όστρακα από τους λαιμούς ή τα χείλη των αγγείων. Τα σώματα των αγγείων αυτών είναι κυρτά (Mottier 1981: 29) δ Διακόσμηση Σε όλες τις φάσεις της Νεολιθικής αποκαλύπτονται όστρακα με ερυθρή διακόσμηση σε λευκό φόντο. Η Y. Mottier διακρίνει επτά υποκατηγορίες της παραπάνω διακόσμησης, οι οποίες βασίζονται στις διαφοροποιήσεις των αποχρώσεων του πηλού και της διακόσμησης (1981: 28, 67-9): η πρώτη υποκατηγορία περιλαμβάνει όστρακα με καστανή διακόσμηση πάνω σε λευκό φόντο εντοπίστηκε κυρίως στα στρώματα της ΑΝ (Εικ ) και ΜΝ (Εικ ), δηλ. στα ανώτερα στρώματα της τομής ΙΙΙ και στα κατώτερα της τομής ΙΙ. Η δεύτερη υποκατηγορία περιλαμβάνει όστρακα διακοσμημένα με καστανα/πορτοκαλί μοτίβα πάνω σε λευκή επιφάνεια ή επιφάνεια στο χρώμα του πηλού. Ολόκληρη η επιφάνεια των οστράκων είναι καλά στιλβωμένη. Στην τρίτη υποκατηγορία, η οποία είναι πολύ σπάνια, συναντάμε πάνω στη σκούρα καστανή επιφάνεια του πηλού σχέδια σε πορτοκαλί χρώμα. Η τέταρτη υποκατηγορία αποτελείται από όστρακα των οποίων η διακόσμηση είναι καστανοκόκκινη και η επιφάνεια υπόλευκη. Η πέμπτη υποκατηγορία περιλαμβάνει τα όστρακα με καστανή διακόσμηση σε υπόλευκο φόντο. Αυτή η υποκατηγορία εμφανίζεται στο στρώμα 16α της τομής ΙΙ και υπάρχει έως και το στρώμα 6 της τομής Ι και είναι η πιο συχνή. Η έκτη υποκατηγορία περιλαμβάνει τα όστρακα με καστανοκίτρινη διακόσμηση σε λευκό φόντο. Τέλος, η έβδομη κατηγορία ένα όστρακα το οποίο η Mottier δεν εντάσσει σε καμία από τις παραπάνω υποκατηγορίες (Mottier 1981: 28). Στα στρώματα 6-1 που αντιστοιχούν στη ΝΝ (τομή Ι) τα γραπτά όστρακα με ερυθρή διακόσμηση σε λευκό φόντο αντιστοιχούν στο ένα τρίτο της συνολικής ποσότητας της 60

61 γραπτής κεραμικής (Mottier 1981: 28). Άλλες κατηγορίες γραπτής διακόσμησης, όπως η καστανή διακόσμηση σε λευκό φόντο και η λευκή διακόσμηση σε ερυθρό φόντο είναι πολύ σπάνιες στην Οτζάκι Μαγούλα (Mottier 1981: 70). Η ερυθρή διακόσμηση σε λευκό φόντο επικρατεί σε τρεις κυρίως τύπους αγγείων: τη ρηχή φιάλη με τους τύπους της, τη φιάλη με ψηλή βάση και τα αγγεία με στενό λαιμό (Mottier 1981: 30). Τα αγγεία διακοσμούνται σε όλη την επιφάνειά τους (Mottier 1981: 30). Συχνά διακοσμείται και το εσωτερικό των φιαλών τα συνηθέστερα μοτίβα είναι ευθείες, παράλληλες ή ελαφρά καμπύλες γραμμές, τα οποία εκτείνονται από το χείλος προς τη βάση (Mottier 1981: 31). Τα μοτίβα που διακοσμούν τα γραπτά αγγεία είναι κυρίως γραμμικά σχέδια κατά την ΑΝ (Εικ ), όπως παράλληλες γραμμές και παράγωγά τους (Mottier 1981: 29, 30). Απλά διακοσμητικά μοτίβα αποτελούμενα από χοντρές, παράλληλες γραμμές εμφανίζονται στα στρώματα της ΑΝ και στο στρώμα 16 της ΜΝ (Mottier 1981: 30). Οι τεθλασμένες γραμμές κάνουν την εμφάνισή τους στο στρώμα 16 α της ΜΝ, ενώ σε άλλες περιοχές της Θεσσαλίας, όπως στο Σέσκλο, το μοτίβο αυτό εμφανίζεται νωρίτερα (Mottier 1981: 30). Στο ίδιο στρώμα εμφανίζεται και ένα μεμονωμένο όστρακο με αβακωτό σχέδιο (Mottier 1981: 30). Τα συχνότερα διακοσμητικά μοτίβα της ΜΝ είναι τα φλογόσχημα και τα οδοντωτά σχέδια, καθώς και τα μικρά τρίγωνα και οι ρόμβοι (Mottier 1981: 30-32, Εικ ) τα παραπάνω μοτίβα συχνά αποτυπώνονται στις επιφάνειες των αγγείων σε ποικίλους συνδυασμούς ε Κατανομή Στο τετράγωνο Β/17, στα κατώτερα στρώματα της τομής ΙΙΙ (10g-h, Εικ. 11), εντοπίστηκε τμήμα πλινθόκτιστης οικίας, ενώ στο Α/17 αποκαλύφθηκε τμήμα λάκκου (Milojcic -v. Zumbusch & Milojcic 1971: 16-7). Στα τετράγωνα B-C/18-19 εντοπίστηκε τμήμα λάκκου, που πιθανότατα ήταν δάπεδο οικίας, μεταγενέστερου της προηγούμενης πλινθόκτιστης οικίας. Στα γειτονικά τετράγωνα (Α/17, Β/17, C/18, C/19) εντοπίστηκαν πασσαλότρυπες (Milojcic-v. Zumbusch & Milojcic 1971: 16). Στο ανώτερο επίπεδο, στα τετράγωνα Α- Β/16-18 και Α-Β/19 αποκαλύφθηκαν ίχνη δαπέδων δύο οικιών με προσανατολισμό Βορρά- Νότου. Στα δάπεδα εντοπίστηκαν ίχνη απορριμμάτων (Milojcic -v. Zumbusch & Milojcic 1971: 16). Στα ανώτερα στρώματα αποκαλύφθηκε τμήμα ορθογώνιας οικίας. Στο εσωτερικό της εντοπίστηκε μια εστία (Α-Β/17) και ένας μυλόλιθος (Α/16-17). Σε μεταγενέστερη φάση, 61

62 στην ίδια πάντα θέση, εντοπίστηκε όμοια οικία (Milojcic-v. Zumbusch & Milojcic 1971: 16). Στα ανατολικά της παραπάνω οικίας εντοπίστηκε δεύτερη οικία, η οποία κατέστρεψε τμήμα του ανατολικού τοίχου της πρώτης (A-C/18-19). Οι δύο παραπάνω οικίες εντοπίστηκαν διαταραγμένες από μεταγενέστερους λάκκους, στο εσωτερικό των οποίων εντοπίστηκαν ίχνη καύσης. Στα δυτικά της πρώτης οικίας αποκαλύφθηκε άλλη μία (Α/15-16), η χρονολόγηση της οποίας είναι ασαφής (Milojcic-v. Zumbusch & Milojcic 1971: 15). Σε ανώτερα στρώματα εντοπίστηκε οικία με πιθανότατα τετράπλευρη κάτοψη. Στο εσωτερικό της εντοπίστηκαν ίχνη καύσης και ένας λάκκος (Β/17, C/17-18, B-C/19) (Milojcic-v. Zumbusch & Milojcic 1971: 15). Ελάχιστα συμπεράσματα μπορούν να προκύψουν για την κατανομή της γραπτής κεραμικής στα στρώματα της ΑΝ. Ο Milojčić στον κατάλογο της δημοσίευσής του αναφέρει ότι 12 γραπτά όστρακα εντοπίστηκαν στην οικία του τετρ. Β/17 στα στρώματα 10g-c (Milojcic-v. Zumbusch & Milojcic 1971: 28-29), ενώ 2 μόνο γραπτά όστρακα εντοπίστηκαν στο λάκκο των τετρ. Β/18-19 (Milojcic-v. Zumbusch & Milojcic 1971: 29). Οι πληροφορίες που παραθέτει για τα γραπτά όστρακα των υπόλοιπων στρωμάτων είναι πολύ γενικές και δεν βοηθούν στο να κατανοήσουμε την κατανομή των γραπτών οστράκων στο χώρο (Milojcicv. Zumbusch & Milojcic 1971: 29-32). Στα αρχαιότερα στρώματα της τομής ΙΙ (στρώμα 16 και 15) εντοπίστηκε η οικία h4 (D/15-17, Εικ. 12). Ο βόρειος τοίχος της είχε μήκος 6,0μ. (Milojcic 1983: 15). Η οικία εντοπίστηκε στο δυτικό τμήμα του ανασκαμμένου χώρου και στο εσωτερικό της βρέθηκαν ίχνη του δαπέδου (Milojcic 1983: 16). Σύγχρονη με την h4 είναι η οικία p, η οποία εντοπίστηκε στο δυτικό τμήμα του ανασκαμμένου χώρου. Σώζονται τμήματα του ανατολικού, δυτικού και βόρειου τοίχου. Στη βορειοδυτική γωνία και στον ανατολικό τοίχο βρέθηκαν εντοιχισμένοι λίθοι, ενώ στην εξωτερική πλευρά του ανατολικού τοίχου βρέθηκε εντοιχισμένος μυλόλιθος. Στο εσωτερικό της οικίας p εντοπίστηκε εστία (Milojcic 1983: 16). Ανάμεσα στις δύο οικίες εντοπίστηκε μια εστία (C/12-13). Στο D/13 εντοπίστηκε άλλη μια εστία, μεταγενέστερη και δίπλα της δύο λάκκοι απορριμμάτων (Milojcic 1983: 16). Όστρακα γραπτής κεραμικής εντοπίστηκαν στο τετρ. D/13, D/16, 17, 18, B/14 (Mottier 1981: 79-80). Τα τετράγωνα αυτά περιλαμβάνουν τη βορειοανατολική έκταση του σωζόμενου τμήματος της οικίας h4, τη μικρή έκταση που βρίσκεται έξω από τον ανατολικό τοίχο της οικίας και τον εξωτερικό χώρο που βρίσκεται στα δυτικά της και συγκεκριμένα έξω από το δυτικό τοίχο της και στο χώρο που εντοπίστηκαν οι λάκκοι απορριμμάτων. Εντός ή περιμετρικά της οικίας p δεν εντοπίστηκαν γραπτά όστρακα. 62

63 Στο στρώμα 14 η οικία h4 είναι ορατή, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτεται το κατώτερο τμήμα δεύτερης οικίας (n2) η οποία βρίσκεται στα βορειοδυτικά της h4 (Εικ. 13). Είναι μεταγενέστερη της h4 και στο εσωτερικό της εντοπίστηκε εστία (D/13). Στα τετρ. D/12 και C/13 εντοπίστηκαν πασσαλότρυπες, ενώ στα C-D/12 αποκαλύφθηκαν απιόσχημοι λάκκοι, στο εσωτερικό των οποίων υπήρχαν ίχνη καύσης (Milojcic 1983: 14-6). Όστρακα γραπτής κεραμικής εντοπίστηκαν στα τετρ. B/13-14, C/12-13 και D/14 (Mottier 1981: 84-86). Πρόκειται για το χώρο που βρίσκεται ανάμεσα στις δύο οικίες, δηλ. δυτικά της οικίας h4 και νότια της n2, καθώς και εντός της οικίας n2, στο ανατολικό τμήμα της και στο νοτιοδυτική γωνία της η οποία βρίσκεται σε επαφή με την εστία του τετρ. D/13. Στα ανώτερα στρώματα εντοπίστηκε η οικία n1 (Εικ. 14). Η εστία που εντοπίστηκε στο στρώμα 14 (D/13) εμφανίζεται και στα παρόντα στρώματα και συνδέεται με την οικία n1 (Milojcic 1983: 14). Όσον αφορά τις οικίες n1 και n2, στην ουσία δεν πρόκειται για δύο διαφορετικά κτίσματα, αλλά για ανακατασκευές της ίδιας οικίας. Το ίδιο ισχύει και για την ανακατασκευασμένη εστία του D/13. Χαρακτηριστικό είναι ότι γύρω από την εστία εντοπίστηκε στάχτη και αρκετή ποσότητα οστράκων, γεγονός που δεν παρατηρήθηκε στις οικίες των άλλων στρωμάτων (Milojcic 1983: 15). Στα τετρ. C/11, Α/12, δυτικά των οικιών n1 και n2, αποκαλύφθηκε τάφρος (Milojcic 1983: 14). Επιπλέον εντοπίστηκαν λάκκοι με ίχνη καύσης στο εσωτερικό τους. Στο εσωτερικό ενός εντοπίστηκε αγγείο, εντός και εκτός του οποίου υπήρχαν στάχτες. Πάνω στο αγγείο εντοπίστηκαν τα θραύσματα αναποδογυρισμένου σκύφου. Ο Milojčić θεώρησε ότι πρόκειται για κάποιο είδος φούρνου (1983: 14). Εντός της οικίας n εντοπίστηκε μεγάλη ποσότητα οστράκων, γεγονός που κάνει τον Milojčić να θεωρεί ότι πιθανότατα πρόκειται για την οικία του αγγειοπλάστη (1983: 14). Νότια της n1 εντοπίστηκαν τα θεμέλια της οικίας h3, η οποία πρέπει να είναι μεταγενέστερη της n1. Αρκετά όστρακα γραπτής κεραμικής βρέθηκαν στην τάφρο των τετρ. B/11-12 και C/11 (Mottier 1981: 88), η οποία βρίσκεται στο δυτικότερο άκρο της ανασκαμμένης έκτασης, δίπλα στην οικία n1. Επίσης, γραπτά όστρακα βρέθηκαν στο εσωτερικό της νοτιοδυτικής γωνίας της οικίας n1, σε επαφή με την εστία του D/13 (τετρ. C/12-13, Mottier 1981: 88), καθώς και στο βόρειο τμήμα της οικίας, στα τετρ. D/11-15 (Mottier 1981: 91). Τέλος, γραπτή κεραμική εντοπίστηκε στον εξωτερικό χώρο που βρίσκεται ανάμεσα στις δύο οικίες, στα τετρ. Β/13-14 (Mottier 1981: 89, 91). Στο τμήμα της οικίας h3 που αποκαλύφθηκε σ αυτό το στρώμα δεν εντοπίστηκαν γραπτά όστρακα. Στο στρώμα 10 είναι ορατή η οικία h3 (Milojcic 1983: 13). Η οικία αυτή ανακατασκευάστηκε αρκετές φορές. Ο βόρειος τοίχος της είχε μήκος 6,7μ. (Εικ. 15). Ο δυτικός και ο ανατολικός τοίχος σώθηκαν αποσπασματικά (3,5μ. και 1,6μ. αντίστοιχα). 63

64 Στο εσωτερικό της h3 εντοπίστηκε μια εστία και μια πασσαλότρυπα (C/15 και C/14 αντίστοιχα), ενώ στο εσωτερικό του δυτικού τοίχου εντοπίστηκε εντοιχισμένος μυλόλιθος. Το δάπεδο ήταν κατασκευασμένο από πηλό (Milojcic 1983: 13). Βόρεια της h3 εντοπίστηκαν πασσαλότρυπες (D/12-15) και μια εστία (D/13). Ο χώρος αυτός θεωρείται από τους ανασκαφείς ως υπαίθριος (Milojcic 1983: 13). Σύγχρονη της h3 είναι και η οικία m3 που εντοπίστηκε στα στρώματα 11 και 10. Στο εσωτερικό της βορειοανατολικής γωνίας της βρέθηκε εντοιχισμένος μυλόλιθος (C/11), ενώ το δάπεδο αποτελούνταν από πατημένο πηλό (Milojcic 1983: 12-13). Ανατολικά του h3 εντοπίστηκε ο δυτικός τοίχος μιας τρίτης οικίας, της o (D/17-18) (Milojcic 1983: 13). Ανάμεσα στις οικίες h3 και m3 εντοπίστηκε τάφρος (Milojcic 1983: 13). Όστρακα γραπτής κεραμικής εντοπίστηκαν εξωτερικά της δυτικής γωνίας της οικίας h3, στο χώρο που ορίζεται ανατολικά και δυτικά από τις οικίες h3 και m3 αντίστοιχα και από την εστία του D/13 στα βόρεια (C/13-14, B/13-14, Mottier 1981: 95-96). Στα στρώματα 9-8 και βορειοδυτικά της τομής εντοπίστηκαν οι οικίες ł3 και ł2. Από την ł3 αποκαλύφθηκε μόνο η γωνία στο τετράγωνο D/ Η θέση αυτού του οίκου l3 ήταν κάπως διαφορετική από αυτήν του οίκου ł2 (Milojcic 1983: 12). Στο στρώμα 7 εντοπίστηκε η οικία h2 η οποία ήταν μεγαλύτερη της h3, ορθογώνια και ο βόρειος τοίχος της είχε μήκος 7,4μ. (Εικ. 16). Το δάπεδό της ήταν κατασκευασμένο από πηλό (Milojcic 1983: 12). Στη θέση της ł3 εντοπίστηκε η ł2 (D/11-12), ενώ της m3 η m2. Η m2 αντιστοιχεί ακριβώς στην έκταση της m3. Στην βορειοανατολική γωνία του οίκου m2 διαμορφώθηκε μια κυκλική επιφάνεια από καθαρό καστανοκίτρινο πηλό. Κατά τους ανασκαφείς, η οικία h2 δεν κατασκευάστηκε ταυτόχρονα ούτε με την ł2 ούτε με την m2, ούτε είχε την ίδια διάρκεια ζωής. Η οικία h2 ολοφάνερα δημιουργήθηκε παλαιότερα από την m2, η οποία με τη σειρά της φαίνεται να είναι παλαιότερη από την ł2 και μάλλον ταυτόχρονη με την ł3. Αντίστοιχα, η οικία m2 κατεδαφίστηκε νωρίτερα από την l2 και αντικαταστάθηκε από την διάδοχή της m1 (Milojcic 1983: 12). Τα γραπτά όστρακα του στρώματος 7 προέρχονται από τα τετρ. B/13-14, C/13-14, D/13, C/15, D/15-16 (Mottier 1981: 104). Πρόκειται για τους χώρους που περιλαμβάνουν την ανοιχτή έκταση ανάμεσα στις οικίες h2 και m2, το εσωτερικό της οικίας h2 και τμήμα της ανοιχτής έκτασης βόρεια της οικίας h2. Στο στρώμα 6 εντοπίστηκε η οικία m1, η οποία κτίστηκε στη θέση της m2 και αποτελούνταν από τουλάχιστον δύο δωμάτια (Εικ. 17). Το αδιατάρακτο εσωτερικό της οικίας αποτελείται από πατημένο κίτρινο πηλό. Η h1 που εντοπίστηκε στα στρώματα αποτελεί τη μεταγενέστερη φάση της h2. Σώζεται ο βόρειος τοίχος σε όλο το μήκος του 64

65 (6,3μ.), ενώ ο ανατολικός και δυτικός τοίχος σώζονται αποσπασματικά. Το εσωτερικό της αποτελείται από πατημένο κίτρινο πηλό, όπως και της m1 (Milojcic 1983: 11). Βόρεια της h1 εντοπίστηκαν πασσαλότρυπες και μια εστία (C/13). Ο χώρος αυτός θεωρήθηκε υπαίθριος. Κατά μήκος του ανατολικού τοίχου της m1 εντοπίστηκε τάφρος (C/12 έως A/13), η οποία ήταν μεταγενέστερη ή σύγχρονη της οικίας m1 (Milojcic 1983: 11). Γραπτά όστρακα εντοπίστηκαν στα τετρ. B-D/13, B-D/14, D/16, B-D/12 (Mottier 1981: 104, ). Όπως παρατηρούμε, τα γραπτά όστρακα εντοπίστηκαν κυρίως στους εξωτερικούς χώρους, συγκεκριμένα ανάμεσα στις δύο οικίες m1 και h1 και βόρεια της h1. Στα στρώματα 3-4 εντοπίστηκαν κάποια απομεινάρια τοίχων (D/11-12) που ανήκαν στην νοτιοδυτική γωνία του οίκου ł1,ο οποίος διαδέχθηκε τον ł2. Δίπλα στον οίκο ł1 εντοπίστηκε μια εστία (Β/11-12), περιμετρικά της οποίας εντοπίστηκαν γραπτά όστρακα (B/11-13), καθώς και ένα ρηχό κοίλωμα μπροστά από την νοτιοδυτική γωνία του οίκου (D/12-13). Εκεί βρέθηκαν 21 όστρακα με ξεστή διακόσμηση, 4 όστρακα με ερυθρή διακόσμηση σε λευκό φόντο, ένα όστρακο με εγχάρακτη διακόσμηση και 16 όστρακα αδρής κεραμικής. Εκτός από την κεραμική, σημαντική ήταν η ανεύρεση τμήματος αγγείου με μορφή ζώου (Milojcic 1983: 10-11). Η τάφρος που εντοπίστηκε στο C/15-D/14 είναι μεταγενέστερη και περνούσε πάνω από τις οικίες h. Στα στρώματα 1 και 2 της τομής ΙΙ δεν εντοπίστηκε κανένα αρχιτεκτονικό κατάλοιπο εξαιτίας της μεγάλης καταστροφής της ανασκαφικής έκτασης από τους λάκκους στ Συμπεράσματα Το σημαντικότερο πρόβλημα που προκύπτει από τη μελέτη της δημοσίευσης για την Οτζάκι Μαγούλα είναι η έλλειψη πληροφοριών σχετικά με τον ακριβή αριθμό των γραπτών οστράκων στα στρώματα της ΑΝ και ΜΝ. Αυτό καθιστά αδύνατη και τη σύγκριση της ποσότητας της γραπτής κεραμικής με την ακόσμητη. Μόνο κάποιες ασαφείς και γενικευμένες παρατηρήσεις γίνονται από τη Mottier για την ύπαρξη ελάχιστης ποσότητας γραπτής κεραμικής στα στρώματα της ΑΝ και μεγαλύτερης ποσότητας της ίδιας κεραμικής στα στρώματα της ΜΝ. Όσον αφορά την τεχνολογία των γραπτών αγγείων παρατηρούμε ότι η ποιότητά τους είναι σαφώς βελτιωμένη στη ΜΝ απ ό,τι στην ΑΝ (Mottier 1981: 10). Επιπλέον, είναι καλύτερα κατασκευασμένα από τα μονόχρωμα αγγεία. Τα σχήματα των αγγείων που φέρουν γραπτή διακόσμηση πληθαίνουν κατά τη διάρκεια της ΜΝ. Κατά την ΑΝ το σχήμα που κυριαρχεί είναι η φιάλη, ενώ κατά την ΜΝ τα αγγεία 65

66 με σιγμοειδές προφίλ και οι φιάλες που διακοσμούνται με γραπτή διακόσμηση εμφανίζονται πολύ συχνότερα απ ό,τι στη διάρκεια της ΑΝ. Ο τύπος διακόσμησης που κυριαρχεί στα στρώματα της ΑΝ και ΜΝ της Οτζάκι Μαγούλας είναι η ερυθρή διακόσμηση σε λευκό φόντο. Υπάρχουν ελάχιστα όστρακα λευκής διακόσμησης σε ερυθρό φόντο. Τα μοτίβα της γραπτής διακόσμησης είναι κυρίως γραμμικά κατά την ΑΝ, ενώ κατά τη διάρκεια της ΜΝ προστίθενται νέα μοτίβα, όπως τα φλογόσχημα και τα αβακωτά σχέδια. Όσον αφορά την κατανομή της γραπτής κεραμικής στο χώρο, παρατηρούμε ότι παρά την πυκνή οικιστική διάταξη της Μαγούλας, τα γραπτά όστρακα βρίσκονται συχνότερα στους εξωτερικούς, υπαίθριους χώρους παρά στους εσωτερικούς. Όλα αυτά, όμως, θα τα συζητήσουμε παρακάτω. 4.3 Σύνθεση Η πρώτη παρατήρηση που πρέπει να επισημάνουμε για την παρουσία της γραπτής κεραμικής στους οικισμούς του Αχιλλείου και της Οτζάκι Μαγούλας είναι η αύξηση του αριθμού τους από την ΑΝ στη ΜΝ. Η παρατήρηση αυτή είναι σαφέστερη στο Αχίλλειο όπου οι ανασκαφείς παραθέτουν συνήθως τους ακριβείς αριθμούς των γραπτών οστράκων που εντοπίζονται. Αντίθετα, στον οικισμό της Οτζάκι Μαγούλας οι πληροφορίες είναι πιο γενικές και όχι τόσο σαφείς. Η τεχνολογία της γραπτής κεραμικής της ΜΝ είναι βελτιωμένη σε σύγκριση με αυτή της ΑΝ και στους δύο οικισμούς. Τόσο η όπτηση όσο και η επεξεργασία της επιφάνειας τελειοποιούνται στη ΜΝ. Η κεραμική ύλη των γραπτών αγγείων είναι χονδρόκοκκη κατά την ΑΝ, ενώ κατά τη ΜΝ είναι άλλοτε χονδρόκοκκη και άλλοτε λεπτόκοκκη στο Αχίλλειο, ενώ σχεδόν αποκλειστικά λεπτόκοκκη στο Οτζάκι. Τα τοιχώματα των αγγείων του Αχιλλείου είναι χοντρά και μεσαίου πάχους κατά την ΑΝ, ενώ μόνο μεσαίου πάχους κατά τη ΜΝ. Αντίθετα, στο Οτζάκι η γραπτή κεραμική απαντάται μόνο σε αγγεία με χοντρά τοιχώματα. Τα σχήματα των αγγείων της γραπτής κεραμικής είναι ανοιχτά και κλειστά. Οι σκύφοι, οι φιάλες, τα σιγμοειδή αγγεία και οι λεκάνες είναι τα κυρίαρχα σχήματα της γραπτής κεραμικής. Δεν υπάρχουν μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία που να διακοσμούνται με γραπτά μοτίβα, γεγονός που πιθανότατα υποδεικνύει ότι τα γραπτά αγγεία χρησιμοποιούνταν σε πρακτικές που σχετίζονταν με την προετοιμασία, την προσφορά και την κατανάλωση της τροφής, αλλά όχι με την αποθήκευσή της. 66

67 Όσον αφορά τη διακόσμηση, αυτή που κυριαρχεί είναι η ερυθρή σε λευκό φόντο και στους δύο οικισμούς. Τα όστρακα με λευκή διακόσμηση σε ερυθρό φόντο είναι σπάνια τόσο στο Αχίλλειο όσο και στο Οτζάκι. Τα μοτίβα της ΑΝ είναι κυρίως γραμμικά, όπως γραμμές παράλληλες ή τεθλασμένες, τα οποία διατηρούνται και στη διάρκεια της ΜΝ και εμπλουτίζονται με νέα μοτίβα, όπως τα φλογόσχημα σχήματα και τα αβακωτά σχέδια. Πριν από τη συζήτηση σχετικά με την κατανομή της γραπτής κεραμικής, θα ήταν σκόπιμο να παραθέσουμε κάποιες παρατηρήσεις που αφορούν την οργάνωση του χώρου και τη διάταξη των οικιών και των λοιπών κατασκευών τους στους δύο οικισμούς. Στον οικισμό του Αχιλλείου η οργάνωση του χώρου είναι χαλαρή, η δόμηση δεν είναι πυκνή και ο χώρος του οικισμού μοιράζεται μεταξύ ανοιχτών, υπαίθριων χώρων και μονόχωρων κυρίως οικιών. Το νοικοκυριό δεν είναι το κύριο σημείο αναφοράς της κοινότητας. Τα κτίσματα του οικισμού είναι ελαφρές κατασκευές (Νανόγλου 1999: 92), ενώ η επαναλαμβανόμενη εμφάνιση λάκκων, εστιών και ποικίλων άλλων ευρημάτων εκτός των οικιών μαρτυρούν πλήθος δραστηριοτήτων που λάμβαναν χώρα στους υπαίθριους χώρους. Συχνά οι ανασκαφείς κάνουν λόγω για την ύπαρξη κοινόχρηστων υπαίθριων χώρων στον οικισμό του Αχιλλείου. Λόγω της μικρής έκτασης του ανασκαμμένου χώρου θα ήταν δύσκολο να ταξινομήσει κανείς με ασφάλεια τους χώρους του οικισμού σε ιδιωτικούς και δημόσιους. Αντίθετα, με ασφάλεια μπορούμε να ισχυριστούμε ότι πλήθος δραστηριοτήτων λάμβανε χώρα εκτός των οικιών, στους εξωτερικούς χώρους. Είναι πολύ πιθανό οι δραστηριότητες αυτές να είχαν περισσότερο δημόσιο χαρακτήρα (Halstead 1999: 80) ή να συνέβαιναν μέσα στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ των κατοίκων του οικισμού. Εξάλλου, η συνεργασία και η αλληλοβοήθεια μεταξύ των νοικοκυριών ενός οικισμού θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωσή τους κανένα νοικοκυριό δεν είναι αύταρκες, αλλά δημιουργείται και επιβιώνει μόνο μέσα από τη συνεργασία και βοήθεια των άλλων (Halstead 1995). Στον οικισμό της Οτζάκι Μαγούλας η εικόνα είναι πολύ διαφορετική. Η δόμηση των οικιών είναι πυκνή και οι ανοιχτοί/ υπαίθριοι χώροι είναι πιο περιορισμένοι σε έκταση. Οι οικίες της Οτζάκι Μαγούλας είναι πιο ισχυρές κατασκευές, ανακατασκευάζονται συχνά και σχεδόν πάντα στην ίδια θέση. Ο Milojčić ισχυρίζεται ότι η διάταξη του χώρου ήταν ρυθμισμένη με τέτοιο τρόπο που να καθιστά αδύνατη τη μετατόπιση των οικιών εκτός των οικοπέδων (1981: 8). Θεωρούμε, όμως, ότι αυτή η πρακτική μαρτυρά περισσότερο τη σκόπιμη και συνειδητή επιλογή των κατοίκων να διατηρήσουν τους τόπους διαμονής των προγόνων τους (Kotsakis 1999: 70). Η επίμονη ανακατασκευή των οικιών στο ίδιο σχεδόν σημείο και η διατήρηση αυτής της συνέχειας πιθανότατα αποτυπώνει συγκεκριμένες 67

68 σχέσεις των κατοίκων με το χώρο και μεταξύ τους: ο χώρος είναι περισσότερο ιδιωτικός και τα νοικοκυριά περισσότερο απομονωμένα το ένα από το άλλο και πιθανόν οι σχέσεις μεταξύ των κατοίκων ή των νοικοκυριών να είναι πιο ανταγωνιστικές (Kotsakis 1999: 73). Αυτή η επιμονή των κατοίκων της Οτζάκι Μαγούλας να χτίζουν τις οικίες τη μία πάνω στην άλλη δεν μπορούμε να την ερμηνεύσουμε απλώς ως το αποτέλεσμα παραγόντων που σχετίζονται με τη μορφολογία του χώρου. Επιπλέον, οι περισσότερες κατασκευές, όπως οι λάκκοι και οι εστίες βρίσκονται στο εσωτερικό των οικιών, ενώ πολύ λιγότερες έχουν εντοπιστεί στους υπαίθριους χώρους. Με βάση λοιπόν την οργάνωση του χώρου συμπεραίνουμε ότι οι περισσότερες δραστηριότητες των κατοίκων του οικισμού θα πρέπει να πραγματοποιούνταν εντός των οικιών. Παρότι, λοιπόν, η συζήτηση αφορά δύο σύγχρονους και γειτονικούς οικισμούς της Θεσσαλίας, οι πρακτικές και οι επιλογές των κατοίκων των δύο οικισμών όπως αποτυπώνονται στην οργάνωση του χώρου και στη διάταξη των οικιών και των κατασκευών φαίνεται να διαφέρουν αισθητά. Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνουν και ταξινομούν τις καθημερινές δραστηριότητές τους στο χώρο διαφέρει. Η μελέτη της κατανομής της γραπτής κεραμικής στους χώρους των δύο οικισμών μπορεί να διαφωτίσει τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται ο χώρος και ταξινομούνται οι δραστηριότητες σ αυτόν, συγκεκριμένα αυτές που σχετίζονται με την προετοιμασία, την προσφορά και την κατανάλωση της τροφής. Η εικόνα που έχουμε από το Αχίλλειο παρουσιάζει μια σχεδόν ισάριθμη κατανομή της γραπτής κεραμικής μεταξύ των εσωτερικών των οικιών και των εξωτερικών, υπαίθριων χώρων. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε με βάση τα δεδομένα της δημοσίευσης του Αχιλλείου ότι ελαφρώς μεγαλύτερη ποσότητα γραπτών οστράκων εντοπίστηκε στους υπαίθριους χώρους απ ό,τι στο εσωτερικό των οικιών. Τα γραπτά όστρακα που εντοπίστηκαν στους εσωτερικούς χώρους των οικιών, βρέθηκαν κυρίως κοντά σε εστίες, ενώ τα γραπτά όστρακα που εντοπίστηκαν σε υπαίθριους χώρους βρέθηκαν γύρω από εστίες και κατασκευές ή στο εσωτερικό των λάκκων. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση ότι τα γραπτά όστρακα που εντοπίστηκαν σε λάκκους έφεραν λευκή διακόσμηση σε ερυθρό φόντο, ενώ τα γραπτά όστρακα από το εσωτερικό των οικιών ήταν διακοσμημένα με ερυθρή διακόσμηση σε λευκό φόντο. Αυτή η παρατήρηση αφορά κυρίως τη φάση ΙΙΙΒ. Ενδεικτικό είναι και το γεγονός ότι η γραπτή κεραμική όταν οι ανασκαφείς μας δίνουν ακριβείς πληροφορίες για το σημείο εντοπισμού της συνδέεται πάντα με κάποια κατασκευή, όπως οι εστίες και τα θρανία ή εντοπίζεται στο εσωτερικό λάκκου. 68

69 Όσον αφορά την Οτζάκι Μαγούλα, η εικόνα που έχουμε για την κατανομή των γραπτών οστράκων κατά την ΑΝ δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχουν πληροφορίες για την κατανομή της κεραμικής σε κάθε ανασκαφικό στρώμα. Η εικόνα, όμως, που έχουμε από τις λιγοστές πληροφορίες αποτυπώνει την ύπαρξη μεγαλύτερης ποσότητας γραπτής κεραμικής στο εσωτερικό της οικίας του στρώματος 10g-h και ελάχιστης ποσότητας στο εσωτερικό του λάκκου, στα νοτιοανατολικά της οικίας. Ενώ η εικόνα της κατανομής της γραπτής κεραμικής στο χώρο κατά την ΑΝ είναι αμφίβολη, τα δεδομένα για την κατανομή της ίδιας κεραμικής κατά τη ΜΝ είναι πιο διαφωτιστικά. Όστρακα γραπτής κεραμικής εντοπίστηκαν τόσο στο εσωτερικό των οικιών όσο και στους εξωτερικούς, υπαίθριους χώρους. Στα πρώτα στρώματα (16-12) τα γραπτά όστρακα εντοπίζονται τόσο στο εσωτερικό των οικιών κυρίως κοντά σε εστίες όσο και στους υπαίθριους χώρους. Στα νεότερα στρώματα της ΜΝ (10-3), η εικόνα αλλάζει συλλήβδην: η μεγαλύτερη ποσότητα γραπτών οστράκων βρίσκεται υπαίθριους χώρους, ακριβώς έξω από τις οικίες. Μόνο στο στρώμα 7 αναφέρεται η ύπαρξη γραπτών οστράκων στο εσωτερικό της οικίας h2. Η εικόνα της κατανομής της γραπτής κεραμικής στο χώρο του οικισμού της Οτζάκι Μαγούλας παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλο ενδιαφέρον αν σκεφτεί κανείς την πυκνή οικιστική διάταξη και την ύπαρξη περιορισμένων υπαίθριων χώρων συγκριτικά με τον οικισμό του Αχιλλείου. Παρά την προσδοκία που προκαλεί αυτή η πυκνή οικιστική διάταξη ότι οι περισσότερες καθημερινές δραστηριότητες ή πρακτικές των κατοίκων της Οτζάκι Μαγούλας θα πραγματοποιούνταν στο εσωτερικό των οικιών, η κατανομή της γραπτής κεραμικής στο χώρο μαρτυρά την ύπαρξη δραστηριοτήτων και στους εξωτερικούς έστω και περιορισμένους χώρους. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι η παρουσία της γραπτής κεραμικής στους εξωτερικούς χώρους της Οτζάκι είναι ακόμη πιο έντονη και από την παρουσία γραπτών αγγείων στους υπαίθριους χώρους του Αχιλλείου, όπου η δόμηση είναι πιο χαλαρή και οι υπαίθριοι χώροι καταλαμβάνουν μεγαλύτερη έκταση. Τα παραπάνω δεδομένα και συμπεράσματα μαρτυρούν ότι οι δραστηριότητες και οι πρακτικές των ατόμων και των κοινωνιών δύσκολα υπακούουν σε συγκεκριμένες ή προκαθορισμένες νόρμες. Κάθε κοινωνία υφαίνει τους δικούς της κανόνες και ακολουθεί τη δική της λογική των καθημερινών δραστηριοτήτων και κοινωνικών πρακτικών. Κάποιες από αυτές τις πρακτικές αποτυπώνονται με σαφήνεια στο χώρο ή στα αντικείμενα. Κάποιες άλλες υπόκεινται σε περισσότερο περίπλοκους κανόνες, συμβολικά δομημένους που δεν αφήνουν το στίγμα τους και δύσκολα αναγνωρίζονται αρχαιολογικά. Οι άνθρωποι δομούν το χώρο γύρω τους και διαμορφώνουν τις σχέσεις τους και την κοινωνική τους 69

70 συμπεριφορά σε σχέση με αυτόν (Robben 1989: ). Μέσω της οργάνωσης του χώρου οι άνθρωποι ταξινομούν τις δραστηριότητες τους και μέσω των πρακτικών που σχετίζονται με την τροφή, τα αγγεία κατανέμονται στο χώρο αποτυπώνοντας αυτές τις πρακτικές. Τόσο οι σχέση των κοινωνικών πρακτικών με το χώρο, όσο και η σχέση των αγγείων και των αντικειμένων γενικά με τις πρακτικές αυτές είναι διαλεκτική. 4.4 Η τεχνολογία της κεραμικής Οι πρώτες ύλες: ο πηλός, οι προσμείξεις και οι ιδιότητες τους Κάθε συζήτηση για την κεραμική πρέπει να ξεκινά από τη μελέτη των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των αγγείων, καθώς η συμβολή τους είναι σημαντική για την επιτυχία ή αποτυχία του τελικού προϊόντος. Παρά, όμως, τη μακρά χρήση του πηλού στην αγγειοπλαστική, η γνώση της σύνθεσής του και των ιδιοτήτων του είναι σχετικά πρόσφατη. Ο πηλός που χρησιμοποιείται για την κατασκευή της κεραμικής περιλαμβάνει ένα σύνολο από φυσικά υλικά που διαφέρουν τόσο στη δομή και τη σύνθεση όσο και στις ιδιότητές τους. Ως πηλός νοείται για τους αρχαιολόγους τόσο το ορυκτό άργιλος όσο και το κλάσμα άργιλος του εδάφους (Κωτσάκης 1983: 108). Η άργιλος είναι προϊόν της διάλυσης και αποσύνθεσης συγκεκριμένων πυριτογενών λίθων, ειδικότερα αυτών που περιέχουν σημαντική ποσότητα αργιλίου (Al3O3) (Rice 1987: 34). Τα διαφορετικά είδη της αργίλου οφείλονται στην ποικιλομορφία των ορυκτών και στους πολυειδείς τρόπους αποσύνθεσής τους (Rice 1987: 35). Μια από τις μεθόδους μελέτης και ταξινόμησης της αργίλου είναι η εξέταση του τρόπου απόθεσής της. Με βάση αυτό το κριτήριο, διακρίνουμε την πρωτογενή (primary ή residual) και τη δευτερογενή (secondary, transported ή sedimentary) άργιλο (Rice 1987: 36-37). Η πρωτογενής άργιλος βρίσκεται πάντα in situ, δηλαδή στο ίδιο σημείο ή κοντά στο ορυκτό από το οποίο προήλθε μετά τη διάσπασή του. Συχνά, όμως, η διάσπαση των ορυκτών δεν είναι πλήρης για το λόγο αυτό, η πρωτογενής άργιλος περιέχει συνήθως τραχέα, αμετάβλητα και γωνιώδη τμήματα του αρχικού ορυκτού, όπως ο χαλαζίας, ο μαρμαρυγίας, ο άστριος και ο πυρίτης (Rice 1987: 37). Η πρωτογενής άργιλος έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε οργανικά υλικά και ελάχιστη πλαστικότητα. Οι δευτερογενείς άργιλοι εντοπίζονται πάντα σε απόσταση από το αρχικό ορυκτό από το οποίο προέρχονται, καθώς μετακινήθηκαν εξαιτίας διαφόρων φυσικών αιτίων, όπως η παλίρροια, η διάβρωση και ο άνεμος. Οι δευτερογενείς άργιλοι έχουν περισσότερο 70

71 ομοιογενή σύνθεση και πιο λεπτή υφή από τις πρωτογενείς, εξαιτίας της τριβής της ύλης κατά τη μεταφορά της. Επίσης, περιέχουν αρκετά μεγάλη ποσότητα οργανικών υλικών, περίπου 5-10 % του συνόλου της σύνθεσής τους (Rice 1987: 37). Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της αργίλου είναι το μικρό μέγεθος των κόκκων που την αποτελούν. Πρόκειται στην ουσία για ένα μικρό κλάσμα του εδάφους του οποίου η διάμετρος δεν ξεπερνά σε μέγεθος τα 2 μm (Rice 1987: 38). Το χαρακτηριστικό αυτό μικρό μέγεθος των κόκκων που αποτελούν την άργιλο είναι η αιτία μιας από τις βασικότερες ιδιότητές της, της πλαστικότητας. Η άργιλος δεν υπάρχει σε καθαρή μορφή στη φύση αλλά βρίσκεται πάντα σε προσμείξεις. Τα δύο βασικά χημικά στοιχεία που τη συνθέτουν είναι το πυρίτιο (Si) και το αργίλιο (Al). Οι περισσότεροι τύποι αργίλου μπορούν να περιγραφούν ως ένυδρα πυριτικά αργίλια (hydrous aluminum silicates) και να οριστούν με το γενικό χημικό τύπο Al2O3-2SiO2-2H2O Η αναλογία των χημικών στοιχείων που συνθέτουν τον πηλό ποικίλουν ανάλογα με το είδος του (Rice 1987: 40). Στη χημική σύνθεση και δομή της αργίλου οφείλονται και οι βασικές ιδιότητες του πηλού που απαιτούνται για το πλάσιμο και το ψήσιμο των αγγείων. Ανάλογα με τις φυσικές και χημικές ιδιότητες τους, οι άργιλοι μπορούν να διακριθούν σε τρεις ομάδες: την ομάδα του καολινίτη, του μοντμοριλλονίτη και την ομάδα του ιλλίτη (Rice 1987: 45-50). Η τελευταία είναι η πιο συχνή κατηγορία αργίλου, καθώς και αυτή που χρησιμοποιείται κατά κόρον για την κατασκευή των αγγείων. Ο πηλός που χρησιμοποιούν οι νεολιθικοί κεραμείς δεν αποτελείται από καθαρά ορυκτά της αργίλου, αλλά από συνδυασμούς αργιλικών και μη αργιλικών ορυκτών (Κωτσάκης 1983: ). Με την προσθήκη νερού ο πηλός σχηματίζει μια μάζα, η οποία εξαιτίας της πλαστικότητάς της μπορεί εύκολα να μορφοποιηθεί. Κάτω από υψηλές θερμοκρασίες η μάζα αυτή συρρικνώνεται και σταθεροποιείται. Με τον τρόπο αυτό, διατηρεί το σχήμα της και αποκτά μηχανική αντοχή. Οι παράγοντες που καθορίζουν τις ιδιότητες του πηλού είναι κυρίως τα ορυκτά της αργίλου και τα μη αργιλικά ορυκτά που περιέχει, η μηχανική του σύσταση, καθώς επίσης οι οργανικές ουσίες και τα άλατα που υπάρχουν στην κεραμική ύλη (Κωτσάκης 1983: 110). Διάφορα πετρώματα, ιζήματα και οργανικά υλικά βρίσκονται συνήθως αναμεμειγμένα με την άργιλο, εξαιτίας των αποθετικών διαδικασιών. Σε πολλές περιπτώσεις, η παρουσία 71

72 αυτών των υλικών μέσα στον πηλό είναι ανεπιθύμητη, γι αυτό και οι κεραμείς καθαρίζουν τον πηλό αφαιρώντας τα πρόσθετα αυτά υλικά. Η κεραμική ύλη των νεολιθικών αγγείων είναι πλούσια σε εγκλείσματα, γεγονός που υποδηλώνει την σκόπιμη πρόθεση του κεραμέα να τα συμπεριλάβει στην τεχνοτροπία του, καθώς γνωρίζει εμπειρικά τις ιδιότητές τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι κεραμείς επεμβαίνουν πιο δυναμικά προσθέτοντας στην κεραμική ύλη επιπλέον μη πλαστικά υλικά για να τροποποιηθούν οι ιδιότητες της (Orton 1993: 115). Τα υλικά αυτά έχουν ιδιαίτερη αρχαιολογική αξία, καθώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως τεκμήρια για τη χρονολόγηση των αντικειμένων ή ως διακριτικά συγκεκριμένων πολιτισμών κλπ. (Rice 1987: 118). Οι αγγειοπλάστες χρησιμοποιούσαν τα μη πλαστικά για να ελέγξουν τις ιδιότητες του πηλού και να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Κατάφερναν έτσι να διορθώσουν την υπερβολική πλαστικότητα του πηλού, να μειώσουν το πορώδες του, να ελαττώσουν τη χρονική διάρκεια που απαιτείται για το στέγνωμα των αγγείων ή να βοηθήσουν τη διαδικασία της όπτησης (Rice 1987: 74). Επιπλέον, η ύπαρξη των μη πλαστικών υλικών στην κεραμική ύλη αποτρέπει το σπάσιμο των μαγειρικών σκευών κατά την επανειλημμένη χρήση τους στη φωτιά. Διάφορα υλικά μπορούσαν να αναμειχθούν ώστε να επιτευχθεί η κατάλληλη κεραμική ύλη, όπως άμμος, πέτρες, στάχτη, άχυρο, πριονίδι, κοπανισμένη κεραμική, κοπανισμένος ασβεστόλιθος ακόμη και οργανικά υλικά, όπως όστρεα, κοπριά ή οστά ζώων. Οι φυτικές ύλες, τα όστρεα και η κοπανισμένη κεραμική δεν εμφανίζονται συχνά στα αγγεία της Νεολιθικής της Ελλάδας (Κωτσάκης 1996: 107). Με τη συμβολή αρχαιομετρικών μεθόδων (π.χ. μικροσκοπική ανάλυση, λεπτές τομές) είναι δυνατό να διαπιστωθεί κατά πόσο οι προσμείξεις της κεραμικής ύλης υπάρχουν στην αρχική φυσική σύνθεσή της ή είναι το αποτέλεσμα της σκόπιμης προσθήκης τους από τον κεραμέα για να τροποποιηθούν οι ιδιότητες του πηλού. Μια απλή μέθοδος η οποία μπορεί να μας δώσει σχετικές πληροφορίες είναι η μακροσκοπική εξέταση του σχήματος των κόκκων το στρόγγυλο σχήμα των εγκλεισμάτων υποδηλώνει φυσική προέλευση, ενώ αντίθετα, τα εγκλείσματα με γωνιώδες σχήμα είναι κοπανισμένα υλικά που πρόσθεσε ο αγγειοπλάστης στην κεραμική ύλη (Κωτσάκης 1983: 117). Η κατασκευή κεραμικών αγγείων που αντέχουν στις συνθήκες χρήσης τους (π.χ. μαγειρικά σκεύη) εξαρτάται άμεσα από την επιλογή της κατάλληλης κεραμικής ύλης. Είναι γενικά αποδεκτό πλέον ότι ο νεολιθικός κεραμέας κατείχε την τεχνική γνώση για να επιλέξει τα ιδανικά υλικά για την εργασία του και επιπλέον να επέμβει σ αυτά (Κωτσάκης 1996: 107), 72

73 να τα επεξεργαστεί και να τα τροποποιήσει έτσι ώστε να επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα Η κατασκευή του αγγείου και η επεξεργασία της επιφάνειας Οι εθνογραφικές μελέτες έχουν καταγράψει αρκετές τεχνικές κατασκευής κεραμικών αγγείων χωρίς τη χρήση τροχού. Οι αρχαιολόγοι έχουν αναγνωρίσει τέσσερις κύριες τεχνικές κατασκευής των μη-τροχήλατων νεολιθικών κεραμικών αγγείων: την τεχνική του καλουπιού (molding), την τσιμπητή ή τραβηχτή τεχνική (pinching or drawing), την τεχνική της κατασκευής αγγείων με σφυρί και αμόνι και, τέλος, την τεχνική της κουλούρας (coiling ) (Rice 1987: ). Δύο ή παραπάνω τεχνικές θα μπορούσαν να συνδυαστούν για να κατασκευαστεί ένα αγγείο, οι οποίες συχνά είναι δύσκολο να διακριθούν από τον αρχαιολόγο που μελετά τα όστρακα. Για την κατασκευή των αγγείων με τη χρήση καλουπιού, ο κεραμέας χρησιμοποιεί κοίλα ή κυρτά καλούπια πάνω στα οποία εφαρμόζει τον πηλό. Τα σπασμένα αγγεία μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως καλούπια για την κατασκευή νέων αγγείων (Rice 1987: 125). Με τη χρήση του καλουπιού ο κεραμέας μπορεί να κατασκευάσει είτε ολόκληρα αγγεία είτε τμήματά τους. Η τραβηχτή ή τσιμπητή τεχνική εφαρμόζεται πάνω σε μια μάζα πηλού από την οποία θα προκύψει το τελικό αγγείο χωρίς την προσθήκη επιπλέον πηλού. Σύμφωνα με τη διαδικασία της, ο κεραμέας πιέζει τον αντίχειρά του στο κέντρο της μάζας του πηλού στη συνέχεια, πιέζοντας τον πηλό με τον δείκτη και τον αντίχειρά του και τραβώντας τον σταδιακά προς τα πάνω διαμορφώνει τα τοιχώματα του αγγείου. Η τεχνική αυτή θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική για την κατασκευή αγγείων με ανοιχτό σχήμα, γιατί η πίεση του πηλού με τα δάχτυλα και το τράβηγμά του προς τα πάνω δημιουργούν προοδευτικά μεγάλη διάμετρο στο ύψος του χείλους του αγγείου. Τόσο στις εξωτερικές όσο και στις εσωτερικές επιφάνειες των αγγείων, οι κεραμείς τοποθετούσαν επιπλέον στρώματα πηλού. Αυτή η τεχνική χρησιμοποιήθηκε συχνά και για την κατασκευή τροπιδωτών αγγείων (Κωτσάκης 1983: 124). Η πιο συχνή από όλες τις τεχνικές κατασκευής αγγείων κατά τη νεολιθική περίοδο ήταν η τεχνική της κουλούρας. Σύμφωνα με αυτήν την τεχνική, οι κουλούρες από πηλό τοποθετούνται η μια πάνω στην άλλη, με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται σταδιακά τα τοιχώματα του αγγείου. Μια παραλλαγή αυτής της τεχνικής είναι η κατασκευή του αγγείου 73

74 με μια μακριά κουλούρα σε συνεχή σπειροειδή σχηματισμό (Rice 1987: 127). Οι κουλούρες σχηματίζονται κυλινδρώνοντας τον πηλό σε μακριές λωρίδες των οποίων η διάμετρος θα πρέπει να είναι δύο ή τρεις φορές μεγαλύτερη από το επιθυμητό πάχος του αγγείου (Rice 1987: 127). Αυτές οι κουλούρες τοποθετούνται διαδοχικά η μία πάνω στην άλλη. Στη συνέχεια, ο κεραμέας πιέζει με τα δάχτυλά του τα σημεία όπου εφάπτονται οι κουλούρες, ούτως ώστε να τις ενώσει μεταξύ τους σε μια ενιαία επιφάνεια και με τη βοήθεια ενός εργαλείου προσπαθεί αν δώσει το επιθυμητό τελικό σχήμα στο αγγείο, αφαιρώντας ταυτόχρονα τον περιττό πηλό. Σε πολλά αγγεία έχει παρατηρηθεί ο συνδυασμός της τεχνικής της κουλούρας με άλλες τεχνικές. Σε αυτή την περίπτωση, οι κεραμείς κατασκεύαζαν τη βάση του αγγείου με μια μάζα πηλού πάνω στην οποία τοποθετούσαν τις κουλούρες. Η κοιλιά του αγγείου είναι επίσης ένα από τα σημεία που κατασκευάζονταν με το πλάσιμο μιας μάζας του πηλού. Το τελικό στάδιο της διαμόρφωσης του αρχικού σχήματος του αγγείου γινόταν με την επίστρωση πηλού σε όλη την εξωτερική και εσωτερική επιφάνειά του. Με τον τρόπο αυτό ο κεραμέας κατόρθωνε να καλύπτει τα ίχνη που άφηναν οι επάλληλες κουλούρες και η επεξεργασία τους στα σημεία ένωσης. Στη συνέχεια, ο κεραμέας έξυνε την επίστρωση για να αφαιρεθεί ο περιττός πηλός και να πάρει το αγγείο το τελικό του σχήμα. Η τεχνική της κουλούρας υπερέχει σε σχέση με τις άλλες τεχνικές σε ένα βασικό σημείο: δίνει τη δυνατότητα στον κεραμέα να πειραματιστεί και να κατασκευάσει πιο πολύπλοκα σχήματα αγγείων (Κωτσάκης 1983: 123). Το αμέσως επόμενο στάδιο στην κατασκευή του αγγείου είναι το ξύσιμο της επιφάνειάς του για την απομάκρυνση της περιττής ποσότητας πηλού. Το ξύσιμο της επιφάνειας είναι μια διαδικασία που απαιτεί πολύ χρόνο για να ολοκληρωθεί, καθώς μπορεί να χρειαστούν πολλές επαναλήψεις για να λεπτύνουν τα τοιχώματα του αγγείου και να εξομαλυνθεί η επιφάνεια (Rice 1987: 137). Το ξύσιμο της επιφάνειας πραγματοποιείται όταν ο πηλός είναι αρκετά στεγνός. Η διαδικασία του ξυσίματος αφήνει ίχνη πάνω στην επιφάνεια των αγγείων. Τα εγκλείσματα του πηλού σύρονται πάνω στην επιφάνεια ακολουθώντας τη φορά της κίνησης που κάνει ο κεραμέας με το εργαλείο του. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν για το ξύσιμο της επιφάνειας των αγγείων ήταν οστά, όστρεα, κομμάτια ξύλου ή ακόμη και κεραμικά όστρακα που φέρουν κατάλληλες επιφάνειες παρ όλα αυτά, οι πληροφορίες που υπάρχουν για τα εργαλεία των κεραμέων είναι περιορισμένες και η ταύτιση πολλών ευρημάτων είναι προβληματική (Κωτσάκης 1983: 125). 74

75 Το επόμενο βήμα της επεξεργασίας της επιφάνειας μετά το ξύσιμό της ήταν η λείανσή της. Η λείανση επιτυγχάνεται με ένα κομμάτι ύφασμα ή δέρμα ή ακόμη και με τα χέρια του κεραμέα (Rice 1987: 138). Συνήθως, η λείανση πραγματοποιείται πάνω σε υγρή επιφάνεια. Γι αυτό οι κεραμείς θα πρέπει να λείαιναν τα αγγεία τους πριν αυτά στεγνώσουν ή να ύγραιναν την επιφάνεια των στεγνών αγγείων (Rice 1987: 138). Με την λείανση επιτυγχάνεται η ομοιόμορφη κατανομή του πηλού στην επιφάνεια του αγγείου και, επιπλέον, τα αγγεία αποκτούν αμαυρή όψη, καθώς τα εγκλείσματα του πηλού δεν συμπιέζονται κατά τη διαδικασία της λείανσης όπως συμβαίνει με τη στίλβωση (Rice 1987: 138). Η συνήθης πρακτική επιβάλλει αμέσως μετά τη λείανση να ακολουθεί η επάλειψη της επιφάνειας του αγγείου με επίχρισμα. Σκοπός της χρήσης του επιχρίσματος ήταν η ενίσχυση της αδιαπερατότητας του αγγείου, καθώς και η προετοιμασία της επιφάνειας για τη στίλβωσή της. Η στίλβωση είναι το τελευταίο στάδιο της επεξεργασίας της επιφάνειας πριν από την όπτηση του αγγείου. Επιτυγχάνεται με το επαναλαμβανόμενο τρίψιμο της επιφάνειας του αγγείου με ένα σκληρό εργαλείο, το στιλβωτήρα (Κωτσάκης 1983: ). Ως στιλβωτήρες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τα βότσαλα, τα οστά, τα όστρεα ή και τα κεραμικά αποστρογγυλεμένα όστρακα. Η στίλβωση είναι το αποτέλεσμα της συμπίεσης και της αλλαγής της φοράς των κόκκων του πηλού. Επιπλέον, χαρίζει στο αγγείο στιλπνή όψη (Rice 1987: 138). Εκτός, όμως, από τους αισθητικούς λόγους που οδηγούν στη στίλβωση των αγγείων (Κωτσάκης 1996: 108), υπάρχει και η πρακτική όψη της διαδικασίας, καθώς αυτή οφείλεται για τη μείωση του πορώδους και κατά συνέπεια της διαπερατότητας των αγγείων. Τόσο η επάλειψη του αγγείου με επίχρισμα όσο και η στίλβωση της επιφάνειας είναι διαδικασίες που απαιτούν υψηλό επίπεδο τεχνικής εμπειρίας και γνώσης από τον κεραμέα. Η ελλιπής κάλυψη της επιφάνειας του αγγείου με επίχρισμα, η απολέπιση του επιχρίσματος λόγω της αποτυχημένης όπτησης ή ακόμη και η ύπαρξη στην επιφάνεια του αγγείου έντονων ιχνών του στιλβωτήρα είναι παράγοντες που μειώνουν την αισθητική αξία των αγγείων (Κωτσάκης 1983: ). Κυρίως, όμως, φανερώνουν τον υψηλό βαθμό τεχνικής γνώσης που απαιτούνταν για την τέχνη της αγγειοπλαστικής. 75

76 4.4.3 Η γραπτή διακόσμηση Η βαφή τοποθετείται σε όλη την επιφάνεια του αγγείου ή χρησιμοποιείται μόνο για την αποτύπωση των μοτίβων. Οι βαφές που χρησιμοποιούνται είναι κυρίως λεπτοί πηλοί, πλούσιοι σε οξείδια του σιδήρου. Ο πηλός της βαφής είναι πιο λεπτόκοκκος από τον πηλό του επιχρίσματος (Κωτσάκης 1996: 108). Οι βαφές που χρησιμοποιούνται για τη διακόσμηση των αγγείων αποτελούνται από χρωστικές ουσίες (colorants), λεπτά σωματίδια πηλού, νερό και συνδετικό υλικό (binder) (Rice 1987: 148). Οι χρωστικές ουσίες είναι χημικά στοιχεία και πιο συγκεκριμένα οξείδια και σ αυτές οφείλεται το χρώμα της βαφής. Συνήθως χρησιμοποιούνται τα οξείδια του σιδήρου, του μαγγανίου και του άνθρακα. Στα οξείδια του σιδήρου οφείλεται το κόκκινο χρώμα που κοσμεί τα αγγεία της νεολιθικής (Rice 1987: 148). Όσο περισσότερο οξειδωμένος είναι ο σίδηρος τόσο πιο κόκκινος γίνεται ο πηλός αντίθετα, όσο λιγότερο οξειδωμένος είναι ο σίδηρος τόσο ο πηλός μαυρίζει. Η τοποθέτηση της βαφής πάνω στην επιφάνεια του αγγείου πρέπει να γίνεται όσο ο πηλός είναι ακόμη υγρός, πριν δηλαδή το αγγείο στεγνώσει τελείως. Όταν ο πηλός είναι υγρός η βαφή απορροφάται καλύτερα, αποκτά μεγαλύτερη συνοχή με τον πηλό και δύσκολα απολεπίζεται μετά την όπτηση (Κωτσάκης 1983: ). Η πρόσθεση χρώματος στο αγγείο μπορεί να γίνει είτε πριν από τη στίλβωση της επιφάνειάς του είτε μετά από αυτή. Στη νεολιθική κεραμική της Θεσσαλίας έχουν παρατηρηθεί και οι δύο τεχνικές. Έχουν μεγάλο βαθμό δυσκολίας, γι αυτό και απαιτούν καλή εμπειρική γνώση ώστε να επιφέρουν το απαιτούμενο αισθητικό αποτέλεσμα. Στη βιβλιογραφία αναφέρονται και περιπτώσεις διακόσμησης των αγγείων με γραπτά μοτίβα ακόμη και μετά την όπτηση, όμως σε αυτή την περίπτωση η διακόσμηση είναι ιδιαίτερα εύθραυστη και απολεπίζεται με μεγάλη ευκολία (Orton 1993: 85) Η όπτηση Μια από τις βασικότερες ιδιότητες του πηλού είναι η ικανότητά του να στεγνώνει και να σταθεροποιείται όταν υπόκειται σε υψηλές θερμοκρασίες. Με την όπτηση επηρεάζονται οι φυσικές ιδιότητες της κεραμικής, όπως η σκληρότητα, το πορώδες, η διαπερατότητα, η μηχανική αντοχή, το χρώμα και τα αγγεία αποκτούν την τελική τους όψη (Orton 1993: 117). 76

77 Είναι πιθανό οι αγγειοπλάστες να άφηναν τα αγγεία να στεγνώσουν πριν από τη διαδικασία της όπτησης. Με το στέγνωμα αποβάλλεται η υγρασία από τον πηλό πριν από την όπτηση, γεγονός που ελαχιστοποιεί το θερμικό σοκ όταν τα αγγεία έρθουν σε επαφή με τη φωτιά (Rice 1987: 152). Η διαδικασία του στεγνώματος απαιτεί προσεκτικό έλεγχο από τον αγγειοπλάστη το ανόμοιο ή ημιτελές στέγνωμα του αγγείου μπορεί να προκαλέσει ραγίσματα που θα καταστρέψουν το αγγείο είτε κατά τη διάρκεια του στεγνώματος είτε κατά την όπτηση. Τα χοντρόκοκκα αγγεία μπορούν να στεγνώσουν γρήγορα και χωρίς ραγίσματα, ακόμη και κάτω από το φως του ήλιου. Αντίθετα, τα λεπτόκοκκα αγγεία και τα αγγεία με παχιά τοιχώματα απαιτούν πιο αργό και προσεκτικό στέγνωμα, γι αυτό και μπορούν να τοποθετηθούν σε πιο σκιερά μέρη (Rice 1987: 152). Σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τη χρονική διάρκεια του στεγνώματος των αγγείων είναι οι καιρικές συνθήκες: σε περιόδους με συχνές βροχές και υγρασία τα αγγεία χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να στεγνώσουν, ενώ το αντίθετο συμβαίνει κατά τη διάρκεια των περιόδων με ζέστη και ξηρασία. Στην πρώτη περίπτωση, βέβαια, οι αγγειοπλάστες θα εφηύραν διάφορους τρόπους για να ελαττώσουν την απαιτούμενη χρονική διάρκεια, όπως π.χ. τη χρήση εσωτερικών χώρων και εργαστηρίων ή το στέγνωμα των αγγείων δίπλα σε εστίες για να επωφεληθούν από τη θερμότητα (Rice 1987: 152). Κατά τη νεολιθική περίοδο, το ψήσιμο των αγγείων δεν γινόταν με τη βοήθεια κλιβάνων, αλλά σε ανοιχτή φωτιά (Κωτσάκης 1996: 108). Παρακάτω θα γίνει προσπάθεια να σκιαγραφηθούν κάποια βασικά βήματα αυτής της διαδικασίας. Αρχικά, ο αγγειοπλάστης τοποθετεί στο έδαφος την καύσιμη ύλη. Πάνω από την καύσιμη ύλη τοποθετούνται τα αγγεία που πρόκειται να ψηθούν και στη συνέχεια τα αγγεία καλύπτονται με πρόσθετη καύσιμη ύλη. Ο αγγειοπλάστης βάζει φωτιά πρώτα στο κατώτερο στρώμα των καυσίμων και στη συνέχεια καίγονται και τα υλικά που καλύπτουν τα αγγεία. Αν χρειαστεί προστίθεται επιπλέον καύσιμη ύλη. Η διαδικασία της όπτησης ολοκληρώνεται μόλις εξαντληθεί όλη η καύσιμη ύλη που περιβάλει τα αγγεία και αφού αυτά έχουν αποκτήσει την επιθυμητή μορφή (Rice 1987: 153). Αντίθετα με την τεχνική της όπτησης σε κλίβανο, κατά τη διάρκεια της όπτησης σε ανοιχτή φωτιά τα αγγεία έρχονται σε άμεση επαφή με τη φωτιά. Τόσο η καύσιμη ύλη όσο και η διάρκεια της όπτησης θα ποίκιλαν. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι νεολιθικοί κεραμείς θα πρέπει να τα προμηθεύονταν από το άμεσο 77

78 περιβάλλον τους. Το ξύλο, οι φλοιοί των δέντρων, οι θάμνοι, τα κλαδιά, τα φρύγανα, τα άχυρα θα πρέπει να ήταν μερικά από τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι αγγειοπλάστες ως καύσιμη ύλη. Από την άλλη, η διάρκεια της όπτησης θα βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση τόσο με το μέγεθος των αγγείων και το είδος της κεραμικής τους ύλης (χοντρόκοκκα, λεπτόκοκκα αγγεία) όσο και με το είδος της καύσιμης ύλης. Δεν έχουν όλα τα καύσιμα υλικά τις ίδιες ιδιότητες (Orton 1993: 116), γι αυτό και ο κεραμέας πρέπει να διαθέτει την απαραίτητη γνώση για να χειριστεί τις ιδιότητες αυτές. Η όπτηση σε ανοιχτή φωτιά είναι μια διαδικασία που απαιτεί απόλυτη τεχνική γνώση και ικανότητα από τον κεραμέα ώστε να μην καταστραφεί το προϊόν της παραγωγής. Ταυτόχρονα, πρόκειται για μια τεχνολογική πρακτική που έρχεται σε συνάρτηση με τη νεολιθική οικονομία και για χιλιετίες έδωσε τη λύση στις ανάγκες των νεολιθικών κοινωνιών. Παρ όλα αυτά, τα μειονεκτήματά της είναι αρκετά (Rice 1987: ). Το πιο σημαντικό από όλα τα μειονεκτήματα της συγκεκριμένης τεχνικής είναι ότι τα αγγεία κατά τη διάρκεια της όπτησης είναι εκτεθειμένα στα ρεύματα του αέρα και στην ίδια την καύσιμη ύλη. Οι απότομες εναλλαγές της θερμοκρασίας καθώς και οι αλλαγές στη θέση των καυσίμων καθώς καίγονται μπορούν να προκαλέσουν ραγίσματα ή εσοχές στην επιφάνεια των αγγείων, ακόμη και ημιτελές ψήσιμο. Επιπλέον, είναι δύσκολο να διατηρηθεί μια σταθερή θερμοκρασία λόγω των μεταβολών του αέρα ένα επιπλέον βασικό μειονέκτημα αυτής της τεχνικής είναι ότι αρκετή από τη θερμότητα χάνεται στην ατμόσφαιρα. Επιπρόσθετα, οι καιρικές συνθήκες μπορούν να προκαλέσουν αρκετά προβλήματα στη διαδικασία της όπτησης. Η βροχή και η υγρασία είναι ανασταλτικοί παράγοντες, ενώ οι δυνατοί άνεμοι κατά τη διάρκεια της όπτησης μπορούν να ρίξουν τη θερμοκρασία ακόμη και στους 246 C (Rice 1987: 156). Οι θερμοκρασίες που μπορεί να επιτύχει ο κεραμέας με την ανοιχτή φωτιά κυμαίνονται μεταξύ 600 και 850 C (Rice 1987: 156). Εργαστηριακές αναλύσεις έχουν δείξει ότι σπάνια υπερέβαιναν τους 850 με 900 C (Κωτσάκης 1996: 108). Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της όπτησης σε ανοιχτή φωτιά είναι η απότομη αύξηση της θερμοκρασίας. Συνήθως, η μέγιστη θερμοκρασία μπορεί να επιτευχθεί τη στιγμή που εξαντλούνται τα καύσιμα υλικά που καλύπτουν τα αγγεία. Αμέσως μετά, η θερμοκρασία πέφτει η πτώση της θερμοκρασίας είναι απότομη στην αρχή, ενώ με την πάροδο του χρόνου γίνεται πιο αργή. Η μέγιστη δυνατή θερμοκρασία, ο χρόνος που χρειάζεται για να επιτευχθεί, αλλά και 78

79 η διάρκειά της είναι παράγοντες που βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με το είδος των καύσιμων υλικών, την ποσότητα, το μέγεθός τους, αλλά και τη θέση που έχουν κατά την όπτηση (Rice 1987: 157). Η αργή καύση επιτυγχάνεται με τη χρήση καύσιμων υλικών μεγάλου μεγέθους, όπως κούτσουρα, ενώ τα πιο λεπτά υλικά, όπως το γρασίδι και τα φρύγανα, είναι πιο κατάλληλα για γρήγορη καύση. Υπάρχουν δύο τρόποι όπτησης της κεραμικής (Κωτσάκης 1996: 108). Στην πρώτη περίπτωση τα αγγεία ψήνονται σε οξειδωτική ατμόσφαιρα, όπου η καύση γίνεται με την επίδραση του οξυγόνου και χωρίς καπνό. Το χρώμα που αποκτούν τα αγγεία μετά από το ψήσιμο σε οξειδωτική ατμόσφαιρα είναι συνήθως ερυθρό ή καστανό. Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή της όπτησης σε αναγωγική ατμόσφαιρα, δηλαδή με την έλλειψη οξυγόνου. Στην περίπτωση αυτή, η καύση των αγγείων γίνεται με αρκετή ποσότητα καπνού, ενώ το χρώμα των αγγείων μετά την καύση είναι μελανό. 79

80 5. ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΑΓΓΕΙΑ ΩΣ ΤΜΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ 5.1 Η μελέτη της γραπτής κεραμικής από το Αχίλλειο και το Οτζάκι της Θεσσαλίας μέσα στο πλαίσιο των πρακτικών που σχετίζονται με την τροφή Τα κεραμικά αγγεία με γραπτή διακόσμηση αποτελούν μια κατηγορία της κεραμικής η οποία ενσωματώνει ποικίλα στοιχεία του νεολιθικού τρόπου ζωής, όπως η παραγωγή και αποθήκευση τροφών και ποτών, η διανομή και ανταλλαγή των προϊόντων, οι τελετουργίες, η παρασκευή και κατανάλωση των τροφών σε κοινοτικό επίπεδο, η ατομική και κοινωνική ταυτότητα, η κατοχή και επίδειξη αντικειμένων κύρους και πολλά άλλα. Η γραπτή κεραμική, ως αντικείμενο του υλικού πολιτισμού, αποτελεί ιδιαίτερα πρόσφορο έδαφος για τη μελέτη των συμβολικών και σημειωτικών εκφράσεων της νεολιθικής περιόδου (Κωτσάκης 2002: ). Αρχαιολογικές μελέτες πάνω στην κεραμική της αρχαιότερης Νεολιθικής προσπάθησαν να αποδείξουν ότι τα κεραμικά σκεύη της περιόδου αυτής δεν χρησιμοποιήθηκαν για το μαγείρεμα, αλλά σε ποικίλες άλλες πρακτικές που σχετίζονται με την τροφή (Vitelli 1989: 22-27). Η ίδια παραδοχή ισχύει και για τα γραπτά αγγεία της αρχαιότερης Νεολιθικής, τα οποία είναι σαφώς λιγότερα σε ποσότητα από τα ακόσμητα. Σύμφωνα με τη μελέτη της Cl. Björk πάνω στην κεραμική της αρχαιότερης Νεολιθικής του Αχιλλείου, τα κεραμικά σκεύη της περιόδου αυτής δεν προορίζονταν για το μαγείρεμα, αλλά για την προσφορά, την κατανάλωση και την αποθήκευση της τροφής (1995: ). Ειδικότερα η γραπτή κεραμική προοριζόταν κυρίως για την προσφορά και κατανάλωση, αλλά και για την επίδειξή της σε τελετουργικές πρακτικές ή ως αντικείμενα κύρους (Björk 1995: ). Η χρήση των αγγείων βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τις στρατηγικές επιβίωσης που ακολουθεί κάθε ομάδα, αλλά και τις κοινωνικές πρακτικές ή τις παραδόσεις των ανθρώπων. Για παράδειγμα, είναι πολύ πιθανό να διατηρήθηκαν στην αρχαιότερη Νεολιθική οι τρόποι παρασκευής της τροφής που ίσχυαν κατά τη Μεσολιθική (χωρίς τη χρήση κεραμικών σκευών) και η παράδοση αυτή να άλλαξε σταδιακά σ αυτές τις πρώτες φάσεις της Νεολιθικής με την κατασκευή των πρώτων κεραμικών σκευών (Vitelli 1989: 25). Τόσο κατά την αρχαιότερη όσο και στις επόμενες φάσεις της Νεολιθικής στη Θεσσαλία, η γραπτή κεραμική χρησιμοποιήθηκε στην προσφορά και την κατανάλωση της τροφής και στην ανταλλαγή προϊόντων (Halstead 1989: 74). Επιπλέον, έχει προταθεί ότι στη Νεολιθική Θεσσαλία οι τροφές που καταναλώνονταν εντός των οικιών δεν χρειάζονταν 80

81 ιδιαίτερη προετοιμασία ή μαγείρεμα, σε αντίθεση με τις μαγειρεμένες τροφές που καταναλώνονταν σε ανοιχτούς χώρους, δηλαδή χώρους με περισσότερο δημόσιο χαρακτήρα (Halstead 1989: 74). Όποια, όμως, κι αν ήταν η χρήση των γραπτών αγγείων κατά την αρχαιότερη Νεολιθική, η σύνδεση τους με την τροφή και τις πρακτικές που σχετίζονται με αυτή είναι άμεση. Μια από τις πρακτικές που σχετίζονται με την τροφή και η οποία τα τελευταία χρόνια κέντρισε το αρχαιολογικό ενδιαφέρον είναι η περίπτωση ομαδικής κατανάλωσης τροφής και/ ή ποτού (feastings). Οι τρόποι με τους οποίους ορίζονται και κατηγοριοποιούνται οι εκδηλώσεις αυτές είναι σύνθετοι και ποικίλοι και δε θα μας απασχολήσουν εδώ (για μια αναλυτική προσέγγιση του θέματος βλ. Dietler & Hayden 2001: 3-7). Αυτές οι εκδηλώσεις, είτε έχουν τελετουργικό ή εορταστικό χαρακτήρα είτε πολιτικό, σχετίζονται άμεσα με διαδικασίες που μπορούν να επιφέρουν κοινωνικές αλλαγές. Δεν πρόκειται απλώς για πρακτικές που αντανακλούν τις αλλαγές σε μια κοινωνία οι εκδηλώσεις αυτές είναι πεδία κοινωνικής δράσης, ανταγωνισμού και ανταποδοτικότητας, συνεργασίας και οικονομικών συμφερόντων, διαμόρφωσης της κοινωνικής ή ατομικής ταυτότητας και των σχέσεων εξουσίας (Dietler & Hayden 2001: 16-17). Τέτοιες σχέσεις εξάρτησης και συνεργασίας μεταξύ των οικισμών και των μελών τους θα πρέπει να ίσχυαν και στη Θεσσαλία (Halstead 1989: 74-75, 1999: 80). Όσον αφορά τη γραπτή κεραμική, είναι κατανοητό ότι θα πρέπει να κατείχε ενεργό ρόλο σ αυτές τις εκδηλώσεις. Όπως προαναφέραμε, το κοινωνικό πλαίσιο χρήσης της αφορούσε κυρίως την προσφορά και κατανάλωση τροφής και την ανταλλαγή αγαθών. Κατά συνέπεια, τέτοιες εκδηλώσεις ομαδικής κατανάλωσης τροφής αποτελούσαν πρόσφορο έδαφος για τη χρήση των γραπτών αγγείων. Τα αντικείμενα που μετείχαν στις εκδηλώσεις αυτές θα πρέπει να υιοθετούσαν το συμβολικό χαρακτήρα των εκδηλώσεων αυτών. Ειδικότερα τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των γραπτών αγγείων θα πρέπει να προσέδιδαν σ αυτά ιδιαίτερη συμβολική σημασία, μετατρέποντάς τα σε αναπόσπαστο τμήμα των εκδηλώσεων αυτών (Ανδρέου 2003: 198). Τα γραπτά αγγεία και τα διακοσμητικά μοτίβα που τα στολίζουν είναι στην πραγματικότητα συμβολικές αναπαραστάσεις των κοινωνικών διαδικασιών στις οποίες τα αντικείμενα αυτά συμμετέχουν και των κοινωνικών πλαισίων στα οποία καταναλώνονται (Halstead & Barrett: 8). Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τέτοιες πρακτικές που σχετίζονται με την ομαδική κατανάλωση της τροφής θα πρέπει να πραγματοποιούνταν και στην περίπτωση του Αχιλλείου και της Οτζάκι Μαγούλας. Μ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να ερμηνευθεί 81

82 η παρουσία μεγαλύτερης ποσότητας γραπτής κεραμικής στους υπαίθριους χώρους των δύο οικισμών. Η κατανάλωση της τροφής είναι μια κοινωνική διαδικασία, η οποία διαμορφώνει κοινωνικές σχέσεις και σχέσεις εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα παράγει και αναπαράγει ανισότητες μεταξύ των μελών μιας ομάδας (Gumerman 1997: 108). Οι αλλαγές στις διαδικασίες κατανάλωσης της τροφής σηματοδοτούνται και από αλλαγές στα αντικείμενα που μετέχουν σ αυτές τις διαδικασίες, όπως είναι τα γραπτά αγγεία (Hamilakis 1999: 59). Έχει υποστηριχθεί η ύπαρξη ιεραρχίας και ανισότητας όσον αφορά την κατανομή του πλούτου σε οικισμούς της Θεσσαλίας, όπως στο Σέσκλο (Κωτσάκης 1983, 2002) και το Διμήνι (Σουβατζή 2002). Η άποψη αυτή βασίστηκε στη μελέτη της κατανομής της κεραμικής στο χώρο και ερμηνεύτηκε ως το αποτέλεσμα της κοινωνικής ιεραρχίας και της ανισότητας και του ανταγωνισμού μεταξύ των νοικοκυριών των δύο οικισμών. Στην περίπτωση των δύο οικισμών που μελετούμε, οι αλλαγές που παρατηρούνται σχετικά με τη γραπτή κεραμική αφορούν αρχικά την αύξηση του αριθμού των γραπτών αγγείων από την ΑΝ στη ΜΝ. Επιπλέον, χαρακτηριστική είναι και η κατανομή της κεραμικής στο χώρο. Παρά την έντονη διαφοροποίηση που παρατηρείται στην οικιστική διάταξη ανάμεσα στους οικισμούς αυτούς χαλαρή διάταξη στο Αχίλλειο, πυκνή διάταξη στο Οτζάκι η γραπτή κεραμική εμφανίζεται σε μεγαλύτερη ποσότητα στους υπαίθριους χώρους. Η εμφάνιση της γραπτής κεραμικής και η κατανομή της αντανακλά συγκεκριμένες κοινωνικές διαδικασίες σχετικά με τη χρήση των γραπτών αγγείων οι κοινωνικές σχέσεις των μελών των θεσσαλικών οικισμών, το ζήτημα της κοινωνικής και ατομικής ταυτότητάς τους και οι διαδικασίες κατανάλωσης της τροφής βρίσκονται σε διαρκή διάλογο με τα αντικείμενα γενικότερα και τα γραπτά αγγεία ειδικότερα. Το γεγονός ότι η γραπτή κεραμική εμφανίζεται με ελάχιστη καθυστέρηση από την ακόσμητη αποδεικνύει ότι η αρχική κοινωνική συμπεριφορά των ομάδων που κατοικούσαν στη Θεσσαλία σταδιακά άλλαξε. Εξάλλου, τα αντικείμενα, όπως τα γραπτά αγγεία, έχουν τη δύναμη να διαμορφώνουν τις κοινωνικές σχέσεις και να διαμορφώνονται από αυτές. Πέρα από την κατακόρυφη αλλαγή στον αριθμό των γραπτών αγγείων από την αρχαιότερη στη μέση Νεολιθική, μεταβολή παρατηρείται και στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των αγγείων, όπως η ποικιλία των σχημάτων και η πολυπλοκότητα των διακοσμητικών μοτίβων, σε όλες τις φάσεις της Νεολιθικής. Η σύνδεση των μορφολογικών χαρακτηριστικών των γραπτών αγγείων και της χρήσης τους δεν καθορίζεται από συγκεκριμένες φόρμες. Η χρήση των γραπτών αγγείων και η σχέση τους με την κοινωνική 82

83 και ατομική ταυτότητα εξαρτάται από το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο στο οποίο ανήκουν (Ούρεμ- Κώτσου 2006: 40). Η εμφάνιση των γραπτών αγγείων στη Θεσσαλία σηματοδοτεί αλλαγή στις τοπικές κοινωνικές διαδικασίες και τα συστήματα αξιών. Αντίστοιχα, οι αλλαγές που παρατηρούνται στο σχήμα και τη διακόσμηση των αγγείων αντανακλούν τη ζήτηση που είχαν τα αντικείμενα αυτά στους οικισμούς της Θεσσαλίας. Για να γίνει κατανοητή η ζήτηση των γραπτών αγγείων και η σημασία της χρήσης τους πρέπει να ερευνηθούν αναλυτικά τα τεχνολογικά, μορφολογικά και συμβολικά χαρακτηριστικά των αγγείων, καθώς και το αρχαιολογικό πλαίσιο χρήσης τους (Ανδρέου 2003: 193). Τα γραπτά αγγεία αρχικά κατασκευάζονται και στη συνέχεια εξελίσσονται ως προς τη μορφή τους για να καλύψουν τις ανάγκες των κατοίκων της Θεσσαλίας, που ως δρώντα υποκείμενα χρησιμοποιούν τον υλικό πολιτισμό για να διαπραγματευτούν την ταυτότητά τους και το ρόλο τους μέσα στην κοινωνία (Hodder 1991: 73-79). Η ζήτηση εκ μέρους της κοινωνίας μιας συγκεκριμένης κατηγορίας αντικειμένων δεν είναι μια διαδικασία που πραγματοποιείται αυτόματα πολύ περισσότερο, δεν είναι μια διαδικασία αυτονόητη. Για να υιοθετηθούν τα γραπτά αγγεία από τις θεσσαλικές κοινωνίες δεν θα έπρεπε να πληρούν απλά κάποιους χρηστικούς κανόνες, αλλά να ενταχθούν πρώτα στο σύστημα αξιών των κοινωνιών αυτών (Ανδρέου 2003: ). Είναι οι εσωτερικές διαδικασίες μιας κοινωνίας που κάνουν εφικτή την υιοθέτηση ή την απόρριψη μιας κατηγορίας αντικειμένων. Η έννοια της χρησιμότητας ενός αγγείου δεν ορίζεται με απλούς λειτουργικούς όρους. Η σημασία της γραπτής κεραμικής εξαρτάται από το κοινωνικό πλαίσιο χρήσης της, είτε πρόκειται για περιπτώσεις ομαδικής κατανάλωσης τροφής είτε για τη διαμόρφωση κοινωνικών, ατομικών ή φυλετικών ταυτοτήτων (Marshall & Maas 1997: 288). 5.2 Γιατί διακοσμούνται τα αγγεία; Στο παραπάνω κεφάλαιο προσπαθήσαμε να αποτυπώσουμε την πολύπλοκη σχέση της τροφής με την κεραμική και πώς οι κοινωνικές σχέσεις και η ατομική και κοινωνική ταυτότητα διαμορφώνονται μέσα από τις πρακτικές που σχετίζονται με την τροφή. Ταυτόχρονα προσπαθήσαμε να δείξουμε πώς οι πρακτικές της δημόσιας κατανάλωσης τροφής θα πρέπει να ίσχυαν και στην περίπτωση των δύο οικισμών της Θεσσαλίας που μελετούμε, του Αχιλλείου και της Οτζάκι Μαγούλας, στηριζόμενοι στην κατανομή της γραπτής κεραμικής στο χώρο. 83

84 Είναι, όμως, αυτονόητο να γεννάται το εύλογο ερώτημα γιατί οι προϊστορικές κοινωνίες επέλεξαν να διακοσμήσουν τα αγγεία τους (David et al. 1988, Braun 1991). Γιατί επέλεξαν μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και όχι κάποια άλλη. Η απάντηση, αν και άγνωστη, σίγουρα δεν μπορεί να καθοριστεί από κάποιες διαπολιτισμικές και διαχρονικές κανονικότητες θα πρέπει να διαφέρει για κάθε κοινωνία και θα εξαρτάται από τα διαφορετικά ιστορικά, κοινωνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα (Braun 1991: 360). Τα διακοσμητικά μοτίβα που αποτυπώνονται στα γραπτά αγγεία αποτελούν από μόνα τους ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο της αρχαιολογικής έρευνας. Η διακόσμηση των αγγείων πρέπει να μελετηθεί ανεξάρτητα από τυπολογικές και στιλιστικές περιγραφές ή ταξινομήσεις αξίζει να μελετηθεί σαν μια δραστηριότητα, μια πρακτική των προϊστορικών ατόμων η οποία εντάσσεται σε συγκεκριμένες χρονικές και κοινωνικές συνάφειες. Πάνω στα αγγεία οι άνθρωποι αποτύπωσαν τις εικόνες του κόσμου τους, όπως αυτοί τις εισέπραξαν. Η πρακτική της διακόσμησης των αγγείων είναι μια δραστηριότητα μέσω της οποίας αποδίδονται εικόνες και σύμβολα μιας πραγματικότητας μιας πραγματικότητας, όμως, που φιλτράρεται μέσα από νοήματα, ιδέες και σύμβολα που πλάθουν οι άνθρωποι για τον κόσμο τους. Τα γραπτά αγγεία που διατηρήθηκαν στους προϊστορικούς οικισμούς αποτυπώνουν αυτή την υποκειμενική πραγματικότητα και απευθύνονται στους φυσικούς αποδέκτες τους. Δεν μπορούν να μελετηθούν με αντικειμενικά και ουδέτερα κριτήρια γιατί είναι φορείς συγκεκριμένων νοημάτων και φτιάχτηκαν για να απευθύνονται σε άτομα που μπορούν να κατανοήσουν και να διαχειριστούν αυτά τα νοήματα. Τα γραμμικά μοτίβα, όπως οι τεθλασμένες και οι αμείβοντες, ή τα φλογόσχημα και αβακωτά σχέδια, πέρα από γεωμετρικά σχήματα είναι και το αποτέλεσμα της δράσης των προϊστορικών υποκειμένων και της προσπάθειάς τους να αποδώσουν τη βιωμένη κοινωνική εμπειρία τους και τον ίδιο τους τον εαυτό. Οι απεικονίσεις πάνω στα γραπτά αγγεία πιθανόν να αποτυπώνουν το φυσικό ή το κοινωνικό και δομημένο περιβάλλον του ανθρώπου, καθώς αυτά αποτελούν άμεσα ερεθίσματα για έναν άνθρωπο. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τα οπτικά μέσα για να επικοινωνήσουν και πιθανότατα να επηρεάσουν τη σχέση τους με τους άλλους ανθρώπους αλλά και τη γενικότερη κοινωνική αντίληψη (Braun 1991: 367). Οι απεικονίσεις στα αγγεία μπορεί να είναι δηλωτικές εκφράσεις της ατομικής ταυτότητας ή της κοινωνικής θέσης. Δηλαδή αγγεία που ήταν διακοσμημένα με συγκεκριμένα μοτίβα θα μπορούσαν να απευθύνονται σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες ή ξεχωριστά άτομα. Θα μπορούσαν επιπλέον να χρησιμοποιούνται σε καθορισμένες χρονικές στιγμές και για συγκεκριμένες 84

85 πρακτικές ή τελετές. Άρα πάνω στα γραπτά αγγεία δεν αποτυπώνονται τυχαία μοτίβα, αλλά συνειδητά επιλεγμένα σχέδια. Τα ίδια τα αγγεία μετέχουν στη διαδικασία της διακόσμησης, καθώς το σχήμα τους σε μεγάλο βαθμό κατευθύνει τον τρόπο με τον οποίο τα μοτίβα αποτυπώνονται και οργανώνονται πάνω στην επιφάνειά τους. Όχι, όμως, μόνο τα μοτίβα, αλλά και τα χρώματα έχουν τη δική τους συμβολική σημασία σε πολλούς πολιτισμούς (Rice 1987: , David et al. 1988: ). Όπως παρατηρούμε, τα μοτίβα αυτά εισάγονται στην ΑΝ και διατηρούνται και εμπλουτίζονται στη ΜΝ. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι νεολιθικοί κεραμείς επιμένουν στη χρήση των ίδιων μοτίβων τα οποία σταδιακά τυποποιούνται. Αυτή η επανάληψη των μοτίβων φανερώνει μια επιλογή και αποτυπώνει μια συγκεκριμένη κοινωνική στρατηγική. Αυτή η τυποποίηση της διακοσμητικής πρακτικής υποδηλώνει μια προσπάθεια ελέγχου των εικόνων και των νοημάτων που φέρουν (Hodder 1990b: 46). Τα νοήματα αυτά είναι σημαντικά και με την επανάληψη των εικόνων σφραγίζεται η κυριαρχία τους και εμπεδώνεται από το κοινωνικό σύνολο. Η διακοσμητική δραστηριότητα, λοιπόν, εμπλέκεται άμεσα στις κοινωνικές στρατηγικές και συνεισφέρει στην επικύρωση συγκεκριμένων σχέσεων και ιδεολογιών (Rowlands 1993: 141), καθώς μεταφέρει συγκεκριμένα νοήματα κατανοητά από τα άτομα που χρησιμοποιούσαν τα γραπτά αγγεία. Συζητώντας, όμως, για τη διακοσμητική δραστηριότητα και τα μοτίβα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των γραπτών αγγείων και πρέπει να μελετώνται ως σύνολο. Όπως τα μοτίβα, έτσι και τα γραπτά αγγεία που κοσμούνται με αυτά είναι φορείς νοημάτων και συμβόλων (Shanks & Tilley 1987: 107). Συμμετέχουν στις κοινωνικές πρακτικές που σχετίζονται με την τροφή την προετοιμασία της, την προσφορά της και την κατανάλωσή της και με την επαναλαμβανόμενη συμμετοχή τους σε αυτές τις πρακτικές «θεσπίζουν» το νόημα που μεταφέρουν. Η γραπτή κεραμική εμφανίζεται στο Αχίλλειο και το Οτζάκι στην ΑΝ σχεδόν ταυτόχρονα ή με μια μικρή χρονική καθυστέρηση από τη μονόχρωμη κεραμική και αυξάνεται σε ποσότητα κατά τη ΜΝ. Η κατασκευή της δεν μπορεί να υποδηλώνει ένα τυχαίο γεγονός, αλλά μια σκόπιμη επιλογή των νεολιθικών κεραμέων. Μπορεί η γραπτή κεραμική να είναι νοηματικά φορτισμένη, η ίδια λογική, όμως, θα πρέπει να χαρακτηρίζει και τη μονόχρωμη κεραμική. Τα νοήματα και τα μηνύματα δεν είναι προνόμιο μόνο των διακοσμημένων αγγείων, αλλά χαρακτηρίζουν και αντικείμενα με όχι και τόσο έκδηλη συμβολική σημασία. Ο συμβολισμός υπάρχει σε κάθε αντικείμενο του υλικού πολιτισμού, ακόμη και σ αυτά που προορίζονται να υπηρετούν καθημερινές, πρακτικές ανάγκες (Κατσαρού 2000:

86 36). Τα νοήματα, όμως, που μεταφέρουν οι δύο κατηγορίες αγγείων πιθανότατα να διαφέρουν, όπως θα διαφέρουν και τα κοινωνικά πλαίσια χρήσης τους. Τόσο η κατασκευή της γραπτής κεραμικής κατά την ΑΝ όσο και η αύξηση της ποσότητάς της κατά τη ΜΝ στους δύο οικισμούς αποτυπώνουν συγκεκριμένες πρακτικές και κοινωνικές στρατηγικές. Πιθανόν, η αύξηση του αριθμού των γραπτών αγγείων κατά τη ΜΝ να υποδηλώνει μια έμφαση στις πρακτικές στις οποίες συμμετέχει η γραπτή κεραμική ή μεγαλύτερη συμμετοχή ατόμων σε αυτές. Ίσως βέβαια τα γραπτά αγγεία να αυξάνονται και να χρησιμοποιούνται περισσότερο γιατί τα νοήματα που μεταφέρουν έρχονται στο προσκήνιο, αυξάνουν σε σημασία και πρέπει να κυριαρχήσουν. Η κατανομή της γραπτής κεραμικής στο χώρο των δύο οικισμών του Αχιλλείου και της Οτζάκι Μαγούλας αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται οι δραστηριότητες των κατοίκων μέσα στον οικισμό και πώς οι δραστηριότητες αυτές διαμορφώνουν τις σχέσεις τους. Ο μεγαλύτερος αριθμός γραπτών οστράκων βρίσκεται στους υπαίθριους χώρους και των δύο οικισμών, γεγονός που φανερώνει ότι οι πρακτικές στις οποίες συμμετείχαν τα γραπτά αγγεία είχαν δημόσιο χαρακτήρα, σε αντιδιαστολή με πρακτικές που σχετίζονται με την τροφή και λάμβαναν χώρα στο εσωτερικό των οικιών και άρα είχαν περισσότερο ιδιωτικό χαρακτήρα. Εξάλλου έχει υποστηριχθεί ότι τα γραπτά αγγεία φτιάχτηκαν για να επιδεικνύονται σε διάφορες κοινωνικές περιστάσεις (Vitelli 1995: 56-57). Η συμμετοχή τους σε δραστηριότητες που σχετίζονται με την προσφορά και την κατανάλωση τροφής σε πρακτικές που είχαν δημόσιο χαρακτήρα θα πρέπει να ήταν μεγάλη. Οι διάφορες κατηγορίες υλικού πολιτισμού είναι ό,τι έχει διασωθεί από τις προϊστορικές κοινωνίες που έζησαν και έδρασαν στην περιοχή της Θεσσαλίας. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι των κοινωνιών αυτών και μόνο έτσι μπορεί να μελετηθεί και να ερμηνευθεί. Τα αντικείμενα, όπως η γραπτή κεραμική, μετέχουν ενεργά στην κοινωνική διαδικασία και τις πρακτικές της τις διαμορφώνουν και διαμορφώνονται από αυτές. Τα γραπτά αγγεία μετέχουν στον κοινωνικό διάλογο μέσα από τη διαρκή παρουσία τους στους προϊστορικούς οικισμούς. Μεταφέρουν νοήματα γνώριμα και κατανοητά στα προϊστορικά άτομα. Στην παρούσα μελέτη επιχειρήθηκε μια προσπάθεια ανάγνωσης της γραπτής κεραμικής, μέσα από την καταγραφή των μεταβολών στην τεχνολογία κατασκευής της και στη μορφή της, αλλά και μέσα από τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται στους οικισμούς και στην ουσία συνδιαλέγεται με τον κοινωνικό χώρο. Η γραπτή κεραμική δεν είναι αποκομμένη από το κοινωνικό της περιβάλλον υπάρχει σε αυτό και συμμετέχει στη διαμόρφωση της 86

87 κοινωνικής συμπεριφοράς, των σχέσεων μεταξύ των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων, αλλά και στη διαμόρφωση της ίδιας της ταυτότητας του ατόμου. 87

88 ΙΙΙ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ανδρέου, Σ. 2003: Η Μυκηναϊκή Κεραμική και οι Κοινωνίες της Κεντρικής Μακεδονίας κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Στα Πρακτικά του Β Διεθνούς Διεπιστημονικού Συμποσίου, Λαμία 1999: Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού, ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Andreou, St., M. Fotiadis and K. Kotsakis 1996: Review of Aegean Prehistory V: The Neolithic and Bronze Age of Northern Greece. American Journal of Archaeology 100 (3): Appadurai, A. 1981: Gastropolitics in Hindu South Asia. American Ethnologist 8: Appadurai, A. 1986: Introduction: commodities and the politics of value. Στο The Social Life of Things, Appadurai, A. (Ed.): Cambridge: Cambridge University Press. Arthur, J. 2002: Pottery Use-Alteration as an Indicator of Socioeconomic Status: An Ethnoarchaeological Study of the Gamo of Ethiopia. Journal of Archaeological Method and Theory 9(4): Baert, P. 1998: Social Theory in the Twentieth Century. Cambridge: Polity Press. Binford, L. 1962: Archaeology as Anthropology. American Antiquity 28: Binford, L. 1965: Archaeological Systematics and the Study of Culture Process. American Antiquity 31(2): Björk, C. 1995: Early Pottery in Greece: A Technological and Functional Analysis of the Evidence from Neolithic Achilleion Thessaly. Studies in Mediterranean Archaeology, vol. CXV. Blitz, J. 1993: Big Pots for Big Shots: Feasting and Storage in a Mississippian Community. American Antiquity 58: Bloedow, E. F. 1991: The Aceramic Neolithic phase in Greece reconsidered. Mediterranean Archaeology 1991 (4): Bloedow, E. F. 1992/93: The date of the earliest phase at Argissa Magoula in Thessaly and other Neolithic sites in Greece. Mediterranean Archaeology 1992/93 (5-6): Bourdieu, P. 1977: Outline of a theory of practice. Cambridge: Cambridge University Press. Braun, P. D. 1991: Why Decorate a Pot? Midwestern Household Pottery, 200 B.C.- A.D Journal of Anthropological Archaeology 10: Braun, P. D. 1995: Style, Selection and Historicity. Στο Style, Society and Person: Archaeological and Ethnological Perspectives, Carr, Chr. and J. E. Neitzel (Eds.): New York and London: Plenum Press. Bronitsky, G & R. Hamer 1986: Experiments in ceramic technology: the effects of various tempering materials on impact and thermal-shock resistance. American Antiquity 51(1): Childe, V. G. 1954: What Happened in History. Harmondsworth, Eng.: Penguin Books. 88

89 Childe, V. G. 1956: Piecing together the Past. The interpretation of Archaeological data. London: Routledge and Kegan Paul. Conkey, M. W. 1990: Experimenting with style in archaeology: some historical and theoretical issues. Στο The Uses of Style in Archaeology, Conkey, M. and Chr. Hastorf (Eds.): Cambridge: Cambridge University Press. Connerton, P. 1989: How Societies Remember. Cambridge: Cambridge University Press. David, N., J. Sterner and K. Gavua 1988: Why Pots are Decorated. Current Anthropology 29(3): Demoule, J. P., K. Gallis et L. Manolakakis 1988: Transition entre les cultures néolithiques de Sesklo et de Dimini. Les catégories céramiques. BCH 112: Dietler, M. 1990: Driven by Drink: The Role of Drinking in the Political Economy and the Case Early Iron Age France. Journal of Anthropological Archaeology 9: Dietler, M. 1995: The Cup of Gyptis: Rethinking the Encounter in Early Iron Age Western Europe and the Relevance of World-System Models. Journal of European Archaeology 3(2): Dietler, M. & B. Hayden 2001: Digesting the Feast: Good to Eat, Good to Drink, Good to Think. An Introduction. Στο Feasts: Archaeological and Ethnographic Perspectives on Food, Politics and Power, Dietler, M. and B. Hayden (Eds.): Washington and London: Smithsonian Institution Press. Dietler, M. & B. Herbich 1989: Tich Matek: the technology of Luo pottery production and the definition of ceramic style. World Archaeology 21(1): Dobres, M. 2000: Technology and Social Agency. Outlining a Practice Framework for Archaeology. Oxford: Blackwell. Dobres, M. & C. Hoffman 1999: Introduction: A Context for the present and future of technology studies. Στο The Social Dynamics of Technology. Practice, Politics, and World Views, Dobres, M. and C. Hoffman (Eds.): Washington: Smithsonian Institution Press. Γαλλής, Κ. Ι. 1979: A short Chronicle of Greek Archaeological Investigations in Thessaly from 1881 until the Present Day. Στο La Thessalie: actes de la Table-ronde, juillet 1975, Lyon (Collection de la Maison de l Orient méditerranéen 6, Lyons 1979): Γαλλής, Κ. Ι. 1990: Πρόσφατες έρευνες στη Νεολιθική Θεσσαλία. Αρχαιολογία 34: Γαλλής, Κ. Ι. 2002: Ενδείξεις συνέχειας στη νεολιθική κεραμεική της Θεσσαλίας. Στο Η προϊστορική έρευνα στην Ελλάδα και οι προοπτικές της: Θεωρητικοί και Μεθοδολογικοί προβληματισμοί. Πρακτικά διεθνούς συμποσίου στη μνήμη του Δ. Ρ. Θεοχάρη. Θεσσαλονίκη-Καστοριά, Νοεμβρίου 1998: 59. Giddens, A. 1984: The Constitution of Society: outline of the theory of structuration. Cambridge: Polity Press. Gimbutas M. 1974: Achilleion: a Neolithic mound in Thessaly. Preliminary report on the 1973/74 excavation. Journal of Field Archaeology 1:

90 Gimbutas M., S. Winn and D. Shimabuku 1989: Achilleion. A Neolithic Settlement in Thessaly, Greece, B.C. Monumenta Archaeologica 14. Los Angeles. Gosden, C. 1999: Introduction. Στο The Prehistory of Food, Gosden, C. and J. Hather (Eds.): 1-9. London: Routledge Gumerman, G. 1997: Food and complex societies. Journal of Archaeological Method and Theory 4 (2): Hally, D. 1986: The Identification of Vessel Function: A Case Study from Northwest Georgia. American Antiquity 51(2): Halstead, P. 1989: The economy has a normal surplus: economic stability and social change among early farming communities of Thessaly, Greece. Στο Bad Year Economics: Cultural Responses to Risk and Uncertainty, Halstead, P. and J. O Shea (Eds.): Cambridge: Cambridge University Press. Halstead, P. 1999: Neighbours from hell? The household in Neolithic Greece. Στο Neolithic Society in Greece (Sheffield Studies of Aegean Archaeology 2), Halstead, P. (Ed.): Sheffield: Sheffield Academic Press. Halstead, P. & J. C. Barrett 2004: Introduction. Στο Food, Cuisine and Society in Prehistoric Greece, Halstead, P. & J. C. Barrett (Eds.): Oxford: Oxbow. Hamilakis, Y. 1999: The Anthropology of Food and Drink Consumption and the Aegean Archaeology. Στο Palaeodiet in the Aegean, Vaughan, S. J. & W. D. E. Coulson (Eds.): Oxford: Oxbow. Harris, M. 1989: Η ιερή αγελάδα και ο βδελυρός χοίρος. Αινίγματα της διατροφής και του πολιτισμού. Μετάφρ. Ν. Κωνσταντόπουλος. Αθήνα: Εκδόσεις Τροχαλία. Hegmon, M. & S. Kulow 2005: Painting as Agency, Style as Structure: Innovations in Mimbres Pottery Designs from Southwest New Mexico. Journal of Archaeological Method and Theory 12(4): Hodder, I. 1974: Some Marketing Models for Romano British Coarse Pottery. Britannia 5: Hodder, I. 1977: The Distribution of Material Culture Items in the Baringo District, Western Kenya. Man, New Series 12(2): Hodder, I. 1979: Economic and Social Stress and Material Culture Patterning. American Antiquity 44(3): Hodder, I. 1982: Symbols in Action. Cambridge: Cambridge University Press. Hodder, I. 1990a: The Domestication of Europe. Oxford: Blackwell. Hodder, I. 1990b: Style as Historical Quality. Στο The Uses of Style in Archaeology, Conkey, M. and Chr. Hastorf (Eds.): Cambridge: Cambridge University Press. Hodder, I. 1991: Reading the Past. 2 nd ed. Cambridge: Cambridge University Press. Χουρμουζιάδης, Γ. 1971: Η διακεκοσμημένη κεραμεική της Αρχαιοτέρας Νεολιθικής περιόδου εις την Θεσσαλίαν. ΑΕ 1971: Χουρμουζιάδης, Γ. 1980: Εισαγωγή στο Νεολιθικό τρόπο παραγωγής (Α Μέρος). Ανθρωπολογικά 1: Χουρμουζιάδης, Γ. 1981: Εισαγωγή στο Νεολιθικό τρόπο παραγωγής (Β Μέρος). Ανθρωπολογικά 2:

91 Χουρμουζιάδης, Γ. 1993: Το Νεολιθικό Διμήνι. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. Jones, A. 1999: The world on a plate: ceramics, food technology and cosmology in Neolithic Orkney. World Archaeology 31 (1): Κατσαρού, Σ. 2000: Η Μονόχρωμη Κεραμική της Νεολιθικής ως Προϊόν μιας Διαδικασίας Επιλογής. Η Περίπτωση του Σπηλαίου της Θεόπετρας. Στο Σπήλαιο Θεόπετρας: Δώδεκα Χρόνια Ανασκαφών και Έρευνας Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Τρίκαλα, 6-7 Νοεμβρίου 1998, Ν. Κυπαρίσση- Αποστολίκα (Επιμ.): Αθήνα. Κυριατζή, Ευ. 2000: Κεραμική τεχνολογία και παραγωγή. Η κεραμική της Ύστερης Εποχής Χαλκού από την Τούμπα Θεσσαλονίκης. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Κωτσάκης, Κ. 1983: Κεραμική Τεχνολογία και Κεραμική Διαφοροποίηση: προβλήματα της γραπτής κεραμικής της Μέσης Νεολιθικής εποχής του Σέσκλου. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Κωτσάκης, Κ. 1986: Σύγχρονη Αρχαιολογία: Ρεύματα και Κατευθύνσεις. Αρχαιολογία 20: Kotsakis, K. 1991: The powerful past: Greek Archaeology. Στο Archaeological Theory in Europe. The last three decades, Hodder, I. (Ed.): London & New York: Routledge. Κωτσάκης, Κ. 1992: Ο νεολιθικός τρόπος παραγωγής. Ιθαγενής ή άποικος. Στο Διεθνές Συνέδριο για την Αρχαία Θεσσαλία στη μνήμη του Δημήτρη Ρ. Θεοχάρη. Αθήνα: Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων Κωτσάκης, Κ. 1996: Κεραμική Τεχνολογία. Στο Νεολιθικός Πολιτισμός 1996: Kotsakis, K. 1999: What Tells Can Tell: Social Space and Settlement in the Greek Neolithic. Στο Neolithic Society in Greece, Halstead, P. (Ed.): Sheffield: Sheffield Academic Press. Kotsakis, K. 2001: Mesolithic to Neolithic in Greece. Continuity, discontinuity or change of course? Documenta Praehistorica, 28: Κωτσάκης, Κ. 2002: Ορατοί άνθρωποι, αόρατες ιδέες: Οικήματα και πρακτικές στο νεολιθικό Σέσκλο. Στο Η προϊστορική έρευνα στην Ελλάδα και οι προοπτικές της: Θεωρητικοί και Μεθοδολογικοί προβληματισμοί. Πρακτικά διεθνούς συμποσίου στη μνήμη του Δ. Ρ. Θεοχάρη. Θεσσαλονίκη-Καστοριά, Νοεμβρίου 1998: Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Leach, E. 1976: Culture and Communication: the logic by which symbols are connected: an introduction to the use of structuralist analysis in social anthropology. Cambridge: Cambridge University Press. Lemonnier, P. 1993: Introduction. Στο Technological Choices: Transformation in Material Culture since the Neolithic, Lemonnier, P. (Ed.): London & New York: Routledge. Lévi-Strauss, C. 1997: The culinary triangle. Στο Food and Culture: a reader, Counihan, C. and P. Van Esterik (Eds.): New York: Routledge. Marshall, Y. & A. Maas 1997: Dashing Dishes. World Archaeology 28 (3):

92 Meadows, K. I. 1997: Much ado about nothing: the social context of eating and drinking in early Roman Britain. Στο Not so Much a Pot, More a Way of Life: current approaches to artifact analysis in archaeology, Cumberpatch, C. G. and P. W. Blinkhorn (Eds.): Oxford: Oxbow. Miller, D. 1982: Artifacts as Products of Human Categorisation Processes. Στο Symbolic and Structural Archaeology, Hodder, I. (Ed.): Cambridge: Cambridge University Press. Mills, B. J. 2004: Identity, Feasting, and the Archaeology of the Greater Southwest. Στο Identity, Feasting, and the Archaeology of the Greater Southwest, Mills, B. J. (Ed.): Boulder, Colorado: University Press of Colorado. Milojcic, Vl. 1960: Hauptergebnisse der Deutschen Ausgrabungen in Thessalien Rudolf Habelt Verlag. Milojcic, Vl. 1983: Die deutschen Ausgrabungen auf der Otzaki-Magula in Thessalien II: Das mittlere Neolithikum. Die mittelneolithische Siedlung. Beiträge zur ur- und frühgeschichtlichen Archäologie des Mittelmeer-Kulturraumes 20. Bonn: Habelt. Milojcic v. Zumbusch, J. & Vl. Milojcic 1971: Die deutschen Ausgrabungen auf der Otzaki-Magula in Thessalien I: Das frühe Neolithikum. Beiträge zur ur- und frühgeschichtlichen Archäologie des Mittelmeer-Kulturraumes Bonn: Habelt. Mottier, Y. 1981: Die deutschen Ausgrabungen auf der Otzaki Magula in Thessalien, vol. II, Das mittlere Neolithikum. Beiträge zur ur- und frühgeschichtlichen Archäologie des Mittelmeer- Kulturraumes 22. Bonn: Rudolf Habelt. Nandris, J. 1970: The development and relationships of the earlier Greek Neolithic. Man 5(2): Νανόγλου, Σ. 1999: Συμβολισμός και δομημένος χώρος στη βορειοελλαδική Νεολιθική. Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Orton, C. 1993: Pottery in Archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. Ούρεμ- Κώτσου, Ντ. 2002: Η κεραμεική ως ένδειξη για τις διατροφικές συνήθειες: ένα παράδειγμα από νεολιθικό οικισμό Θέρμη Β. Στο Η προϊστορική έρευνα στην Ελλάδα και οι προοπτικές της: Θεωρητικοί και Μεθοδολογικοί προβληματισμοί. Πρακτικά διεθνούς συμποσίου στη μνήμη του Δ. Ρ. Θεοχάρη. Θεσσαλονίκη-Καστοριά, Νοεμβρίου 1998: Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Ούρεμ- Κώτσου, Ντ. 2006: Νεολιθική κεραμική του Μακρύγιαλου. Διατροφικές συνήθειες και οι κοινωνικές διαστάσεις της κεραμικής. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Parker Pearson, M. 2003: Food, Identity and Culture: An Introduction and Overview. Στο Food, Culture and Identity in the Neolithic and Early Bronze Age, Parker Pearson, M. (Ed.): British Archaeological Reports, International Series Oxford: Archaeopress. Perlès, C. 2001: The Early Neolithic in Greece. Cambridge: Cambridge University Press. Pfaffenberger, B 1992: Social Anthropology of Technology. Annual Review of Anthropology 21: Πηλείδου, Κ. 2006: Η νεολιθική ανθρωπόμορφη αγγειοπλαστική των Βαλκανίων. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. 92

93 Ψαράκη, Κ. 2004: Υλική και κοινωνική διάσταση του στιλ της κεραμικής: η χειροποίητη κεραμική της εποχής του Χαλκού από την Τούμπα Θεσσαλονίκης. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Renfrew, C. 1972: The Emergence of Civilization. The Cyclades and the Aegean in the third millennium BC. London: Methuen. Rice, P. M. 1987: Pottery Analysis: A Sourcebook. Chicago. The University of Chicago Press. Rowlands, M. 1993: The Role of Memory in the Transmission to Culture. World Archaeology 25(2): Runnels, C. 1990: Review of Gimbutas et al., Achilleion: a Neolithic Settlement in Thessaly, Greece, B.C. Journal of Field Archaeology 17: Robben, A. 1989: Habits of the Home: Spatial Hegemony and the Structuration of House and Society in Brazil. American Anthropologist 91(3): Ροντήρη, Β. 1985: Επιφανειακή κεραμεική νεολιθικών θέσεων από τη Θεσσαλία. Κατανομή στο χώρο. Ανθρωπολογικά 8: Sackett, J. 1977: The Meaning of Style in Archaeology: A General Model. American Antiquity 42(3): Sackett, J. 1982: Approaches to Style in Lithic Archaeology. Journal of Anthropological Archaeology 1 (1 March 1982): Sackett, J. 1990: Style and Ethnicity in Archaeology: The Case for Isochrestism. Στο The Uses of Style in Archaeology, Conkey, M. and Chr. Hastorf (Eds.): Cambridge: Cambridge University Press. Schiffer, M. B. & J. M. Skibo 1997: The Explanation of Artifact Variability. American Antiquity 62(1): Shanks, M. & C. Tilley 1987: Social Theory and Archaeology. Cambridge: Polity Press. Σουβατζή, Σ. 2002: Η οικιστική οργάνωση ως ιδιαίτερη μονάδα κοινωνικής ανάλυσης. Ανθρωπολογικές και Αρχαιολογικές προσεγγίσεις. Στο Η προϊστορική έρευνα στην Ελλάδα και οι προοπτικές της: Θεωρητικοί και Μεθοδολογικοί προβληματισμοί. Πρακτικά διεθνούς συμποσίου στη μνήμη του Δ. Ρ. Θεοχάρη. Θεσσαλονίκη-Καστοριά, Νοεμβρίου 1998: Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Θεοχάρης, Δ. Ρ. 1967: Η Αυγή της Θεσσαλικής Προϊστορίας. Αρχή και πρώιμη εξέλιξη της Νεολιθικής. Βόλος. Φιλάρχαιος Εταιρεία Βόλου (Θεσσαλικά Μελετήματα Ι). Θεοχάρης, Δ. Ρ. 1981: Νεολιθικός Πολιτισμός: σύντομη επισκόπηση της Νεολιθικής στον ελλαδικό χώρο. Αθήνα. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Θεοχάρης, Δ. Ρ. 1973: Νεολιθική Ελλάς. Αθήνα. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Tilley, C. 1989: Excavation as theatre. Antiquity 63: Tomkins, P. 2007: Communality and Competition: The social life of food and containers at Aceramic and Early Neolithic Knossos, Crete. Στο Cooking Up the Past. Food and Culinary Practices in the Neolithic and Bronze Age Aegean, Mee, Chr. and J. Renard (Eds.): Oxford: Oxbow. 93

94 Trigger, B. G. 2006: A History of Archaeological Thought. New York: Cambridge University Press. Τζαβάρα, Ε. 1985: Η μαγειρική στον ελληνικό αγροτικό χώρο. Στοιχεία ανάλυσης του συστήματος. Στο Η δυναμική των σημείων. Πεδία και μέθοδοι μιας κοινωνιοσημειωτικής. Λαγόπουλος, Α.-Φ. κ. ά. (Επιμ.): Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής. Τσούντας, Χ. 1908: Αι προϊστορικαί Ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου. Αθήνα: Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταρεία. Van der Veen, M. 2003: When is food a luxury? World Archaeology 34 (3): Vitelli, K. D : Were pots first made for foods? Doubts from Franchthi. World Archaeology 21 (1): Vitelli, K. D. 1995: Pots, Potters, and the Shaping of Greek Neolithic Society. Στο The Emergence of Pottery: Technology and Innovation in Prehistoric Societies, Barnett, K. W. and J. Hoopes (Eds.): Wace, A. G. B. and M. S. Thompson 1912: Prehistoric Thessaly. Cambridge: Cambridge University Press. Whittle, A. 1988: Problems in Neolithic Archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. Whittle, A. 2003: The Archaeology of People: dimensions of Neolithic life. London, New York: Routledge. Wiessner, P. 1983: Style and Social Information in Kalahari San Projectile Points. American Antiquity 48(2): Wijnen, M. 1981: The Early Neolithic I Settlement at Sesklo: an early farming community in Thessaly, Greece. Analecta Praehistorica Leidensia XIV. Leiden: Leiden University Press. 94

95 ΚΑΤΟΨΕΙΣ 95

96 Εικόνα 1: Η φάση ΙΒ του Αχιλλείου. Εικόνα 2: Η φάση ΙΙΑ του Αχιλλείου. 96

97 Εικόνα 3: Η φάση ΙΙΒ του Αχιλλείου. 97

98 Εικόνα 4: Η φάση ΙΙΙΑ του Αχιλλείου. 98

99 Εικόνα 5: Η πρώιμη ΙΙΙΒ φάση του Αχιλλείου. 99

100 Εικόνα 6: Η ύστερη ΙΙΙΒ φάση του Αχιλλείου. 100

101 Εικόνα 7: Η πρώιμη IVA φάση του Αχιλλείου. 101

102 Εικόνα 8: Η μέση IVA φάση του Αχιλλείου. 102

103 Εικόνα 9: Η ύστερη IVA φάση του Αχιλλείου. 103

104 Εικόνα 10: Η IVB φάση του Αχιλλείου. 104

105 Εικόνα 11: Το στρώμα 10g-h από το επίπεδο ΙΙΙ της Οτζάκι Μαγούλας.

106 Εικόνα 12: Το στρώμα 16 από το επίπεδο ΙΙ της Οτζάκι Μαγούλας. 106

107 Εικόνα 13: Το στρώμα 14 από το επίπεδο ΙΙ της Οτζάκι Μαγούλας. 107

108 Εικόνα 14: Το στρώμα 12 από το επίπεδο ΙΙ της Οτζάκι Μαγούλας. 108

109 Εικόνα 15: Το στρώμα 10 από το επίπεδο ΙΙ της Οτζάκι Μαγούλας. 109

110 Εικόνα 16: Το στρώμα 7 από το επίπεδο ΙΙ της Οτζάκι Μαγούλας. 110

111 Εικόνα 17: Το στρώμα 6 από το επίπεδο ΙΙ της Οτζάκι Μαγούλας. 111

112 ΣΧΕΔΙΑ / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

113 Εικόνα 18: Γραπτά όστρακα από τις φάσεις IB, IIA και IIB του Αχιλλείου. 113

114 Εικόνα 19: Γραπτά όστρακα από τη φάση ΙΙΙΑ του Αχιλλείου. 114

115 Εικόνα 20: Γραπτά όστρακα από τη φάση ΙΙΙΑ του Αχιλλείου. 115

116 Εικόνα 21: Γραπτά όστρακα από την πρώιμη ΙΙΙΒ φάση του Αχιλλείου. 116

117 Εικόνα 22: Γραπτά όστρακα από την πρώιμη ΙΙΙΒ φάση του Αχιλλείου. 117

118 Εικόνα 23: Γραπτά όστρακα από την πρώιμη ΙΙΙΒ φάση του Αχιλλείου. 118

119 Εικόνα 24: Γραπτά όστρακα από την πρώιμη ΙΙΙΒ φάση του Αχιλλείου. 119

120 Εικόνα 25: Γραπτά όστρακα από την ύστερη ΙΙΙΒ φάση του Αχιλλείου. 120

121 Εικόνα 26: Γραπτά όστρακα από την ύστερη ΙΙΙΒ φάση του Αχιλλείου. 121

122 Εικόνα 27: Γραπτά όστρακα από την πρώιμη IVA φάση του Αχιλλείου. 122

123 Εικόνα 28: Γραπτά όστρακα από την πρώιμη IVA φάση του Αχιλλείου. 123

124 Εικόνα 29: Γραπτά όστρακα από την πρώιμη IVA φάση του Αχιλλείου. 124

125 Εικόνα 30: Γραπτά όστρακα από την πρώιμη IVA φάση του Αχιλλείου. 125

126 Εικόνα 31: Γραπτά όστρακα από την IVA φάση του Αχιλλείου. 126

127 Εικόνα 32: Γραπτά όστρακα από την ύστερη IVA φάση του Αχιλλείου. 127

128 Εικόνα 33: Γραπτά όστρακα από την ύστερη IVA φάση του Αχιλλείου. 128

129 Εικόνα 34: Γραπτά όστρακα από την IVB φάση του Αχιλλείου. 129

130 Εικόνα 35: Γραπτά όστρακα από την IVB φάση του Αχιλλείου. 130

131 Εικόνα 36: Γραπτά όστρακα της ΑΝ από την Οτζάκι Μαγούλα. 131

132 Εικόνα 37: Γραπτά όστρακα της ΑΝ από την Οτζάκι Μαγούλα. 132

133 Εικόνα 38: Γραπτά όστρακα της ΑΝ από την Οτζάκι Μαγούλα. 133

134 Εικόνα 39: Γραπτά όστρακα της ΜΝ από την Οτζάκι Μαγούλα. 134

135 Εικόνα 40: Γραπτά όστρακα της ΜΝ από την Οτζάκι Μαγούλα. 135

136 Εικόνα 41: Γραπτά όστρακα της ΜΝ από την Οτζάκι Μαγούλα. 136

137 Εικόνα 42: Γραπτά όστρακα της ΜΝ από την Οτζάκι Μαγούλα. 137

138 Εικόνα 43: Γραπτά όστρακα της ΜΝ από την Οτζάκι Μαγούλα. 138

139 Εικόνα 44: Γραπτά όστρακα της ΜΝ από την Οτζάκι Μαγούλα. 139

140 Εικόνα 45: Γραπτά όστρακα της ΜΝ από την Οτζάκι Μαγούλα. 140

141 Εικόνα 46: Γραπτά όστρακα της ΜΝ από την Οτζάκι Μαγούλα. 141

142 Εικόνα 47: Γραπτά όστρακα της ΜΝ από την Οτζάκι Μαγούλα. 142

143 Εικόνα 48: Γραπτά όστρακα της ΜΝ από την Οτζάκι Μαγούλα. 143

144 Εικόνα 49: Γραπτά όστρακα της ΜΝ από την Οτζάκι Μαγούλα. 144

145 Εικόνα 50: Γραπτά όστρακα της ΜΝ από την Οτζάκι Μαγούλα. 145

146 Εικόνα 51: Γραπτά όστρακα της ΜΝ από την Οτζάκι Μαγούλα. 146

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ42

Διαβάστε περισσότερα

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΑΝΙΑΤΣΑΣ' Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» Α. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Το θέμα του συνεδρίου, Ήέες πόλεις πάνω σε παλιές", είναι θέμα με πολλές

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος Αναπαράσταση του κλασικού: Το κλασικό παρελθόν δεν ανασκάπτεται ώστε να μελετηθεί ως αυτόνομη ιστορική οντότητα,

Διαβάστε περισσότερα

Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ: ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ

Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ: ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ 1 Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ: ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ Η ποιοτική έρευνα έχει επιχειρηθεί να ορισθεί με αρκετούς και διαφορετικούς τρόπους εξαιτίας

Διαβάστε περισσότερα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παιδική ηλικία είναι ένα ζήτημα για το οποίο η κοινωνιολογία έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως σήμερα βρίσκεται υπό εξέλιξη ένα πρόγραμμα

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016 ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016 ΚΕΘΕΑ Τομέας Έρευνας Η ποιοτική έρευνα επιχειρεί να περιγράψει, αναλύσει, κατανοήσει, ερμηνεύσει κοινωνικά φαινόμενα,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016 ΚΕΘΕΑ Τομέας Έρευνας Η ποιοτική έρευνα επιχειρεί να περιγράψει, αναλύσει, κατανοήσει, ερμηνεύσει κοινωνικά φαινόμενα,

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88: Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Το σεμινάριο βοηθά τους φοιτητές να εμπεδώσουν

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Σπύρος Τσιπίδης Γεω - οπτικοποίηση χωρωχρονικών αρχαιολογικών δεδομένων Περίληψη διατριβής H παρούσα εργασία

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαία ελληνική τέχνη: τι είναι και σε τι χρησιμεύει;

Αρχαία ελληνική τέχνη: τι είναι και σε τι χρησιμεύει; ΕΘΝΙΚΟN ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟN ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟN ΑΘΗΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα: Ἱστορίης Ἐπίσκεψις Αρχαία ελληνική τέχνη: τι είναι και σε τι χρησιμεύει; Δημήτρης

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Τομέας Έρευνας ΚΕΘΕΑ Η ποιοτική έρευνα επιχειρεί να περιγράψει, αναλύσει, κατανοήσει, ερμηνεύσει κοινωνικά φαινόμενα, έννοιες ή συμπεριφορές επιχειρεί να απαντήσει το γιατί

Διαβάστε περισσότερα

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)» «Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)» Εισαγωγικά Στη σημερινή πρώτη μας συνάντηση θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε με απλό και ευσύνοπτο τρόπο

Διαβάστε περισσότερα

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Νίκος Ναγόπουλος Για τη διεξαγωγή της κοινωνικής έρευνας χρησιμοποιούνται ποσοτικές ή/και ποιοτικές μέθοδοι που έχουν τις δικές τους τεχνικές και

Διαβάστε περισσότερα

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής.

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής. Ντ. Ούρεμ-Κώτσου, Ά. Παπαϊωάννου, T. Silva, Φ. Αδακτύλου, Μ. Μπέσιος Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής. Στην εργασία αυτή επιχειρείται

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας 1 Δρ. Αλέξανδρος Αποστολάκης Email: aapostolakis@staff.teicrete.gr Τηλ.: 2810379603 E-class μαθήματος: https://eclass.teicrete.gr/courses/pgrad_omm107/

Διαβάστε περισσότερα

Προσεγγίζοντας παιδαγωγικά τη γλώσσα της σύγχρονης τέχνης με τη χρήση πολυμεσικών εφαρμογών: Η περίπτωσης της Mec Art του Νίκου Κεσσανλή

Προσεγγίζοντας παιδαγωγικά τη γλώσσα της σύγχρονης τέχνης με τη χρήση πολυμεσικών εφαρμογών: Η περίπτωσης της Mec Art του Νίκου Κεσσανλή Προσεγγίζοντας παιδαγωγικά τη γλώσσα της σύγχρονης τέχνης με τη χρήση πολυμεσικών εφαρμογών: Η περίπτωσης της Mec Art του Νίκου Κεσσανλή Πανάγου Ελένη, Ερευνήτρια του Ινστιτούτου Πολιτιστικής & Εκπ/κής

Διαβάστε περισσότερα

Ρετσινάς Σωτήριος ΠΕ 1703 Ηλεκτρολόγων ΑΣΕΤΕΜ

Ρετσινάς Σωτήριος ΠΕ 1703 Ηλεκτρολόγων ΑΣΕΤΕΜ Ρετσινάς Σωτήριος ΠΕ 1703 Ηλεκτρολόγων ΑΣΕΤΕΜ Τι είναι η ερευνητική εργασία Η ερευνητική εργασία στο σχολείο είναι μια δυναμική διαδικασία, ανοιχτή στην αναζήτηση για την κατανόηση του πραγματικού κόσμου.

Διαβάστε περισσότερα

- ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. Περίληψη διατριβής

- ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. Περίληψη διατριβής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Μάρκος Κατσιάνης Ανασκαφική Μεθοδολογία και Σχεδιασμός Πληροφοριακού Συστήματος για τη Διαχείριση Αρχαιολογικών Τεκμηρίων

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος Δομή του Σεμιναρίου: Εισαγωγικά (10.10) Τι είναι θεωρία; Σε τι χρησιμεύει; (17.10) Εύρημα / έργο / έκθεμα / δημιουργός

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119: Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Το μάθημα προφέρει μια συστηματική και

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών koutsouris@aua.gr

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών koutsouris@aua.gr ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών koutsouris@aua.gr Ενδογενής ανάπτυξη αξιοποίηση των τοπικών πόρων τοπικός προσδιορισμός των αναπτυξιακών προοπτικών - στόχων τοπικός

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πηγές και μέθοδοι Κλασική Αρχαιολογία είναι: Ο κλάδος της αρχαιολογίας που μελετά τα υλικά

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος Τέχνη και Πρόθεση εμπρόθετη διαμεσολάβηση (agency): η ικανότητα ενός εμπρόθετου δράστη να δρα συνειδητή υποσυνείδητη

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (μάθημα επιλογής) Α τάξη Γενικού Λυκείου Α) Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών (ΑΠΣ) Στο πλαίσιο της διδασκαλίας του μαθήματος επιλογής «Ελληνικός και Ευρωπαϊκός πολιτισμός»,

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Κουσερή Γεωργία Φιλόλογος Δρ. Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ΚΕΡΚΥΡΑ ΜΑΙΟΣ 2017 Περιεχόμενα της παρουσίασης Το ιστορικό ερώτημα Το

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πηγές και μέθοδοι (συνέχεια) Ο κλασικός αρχαιολόγος ταξινομεί το υλικό του: Κατά χρονική

Διαβάστε περισσότερα

Μαθήματα Προσανατολισμού Α Λυκείου

Μαθήματα Προσανατολισμού Α Λυκείου Μαθήματα Προσανατολισμού Α Λυκείου 1. Αρχαία Ελληνικά / Αρχαιογνωσία Το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών επιδιώκει, μέσα από κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στο πρωτότυπο ή από μετάφραση, την πνευματική

Διαβάστε περισσότερα

Κυριακή Αγγελοπούλου. Επιβλέπων Καθηγητής: Μανώλης Πατηνιώτης

Κυριακή Αγγελοπούλου. Επιβλέπων Καθηγητής: Μανώλης Πατηνιώτης Κυριακή Αγγελοπούλου Επιβλέπων Καθηγητής: Μανώλης Πατηνιώτης Οι πρώτες προσπάθειες μελέτης του τρόπου επιστημονικής εργασίας έγιναν το 1970. Πραγματοποιήθηκαν μέσω της άμεσης παρατήρησης των επιστημόνων

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ MANAGEMENT ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ. Ορισμοί

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ MANAGEMENT ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ. Ορισμοί Ορισμοί Ηγεσία είναι η διαδικασία με την οποία ένα άτομο επηρεάζει άλλα άτομα για την επίτευξη επιθυμητών στόχων. Σε μια επιχείρηση, η διαδικασία της ηγεσίας υλοποιείται από ένα στέλεχος που κατευθύνει

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η εκπαιδευτική έρευνα και ο σχεδιασμός της Διδάσκων: Νίκος Ανδρεαδάκης ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο Μορφές Εκπόνησης Ερευνητικής Εργασίας Μαρία Κουτσούμπα Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι «η τηλεδιάσκεψη». Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε ερευνητικό ερώτημα που θέσαμε πριν από λίγο Κουτσούμπα/Σεμινάριο

Διαβάστε περισσότερα

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη ΕΙΣΑΓΩΓΗ Είναι γνωστό ότι, παραδοσιακά, όπως άλλα εκπαιδευτικά συστήματα έτσι και το ελληνικό στόχευαν στην καλλιέργεια και ενδυνάμωση της εθνοπολιτιστικής ταυτότητας. Αυτό κρίνεται θετικό, στο βαθμό που

Διαβάστε περισσότερα

Τα Διδακτικά Σενάρια και οι Προδιαγραφές τους. του Σταύρου Κοκκαλίδη. Μαθηματικού

Τα Διδακτικά Σενάρια και οι Προδιαγραφές τους. του Σταύρου Κοκκαλίδη. Μαθηματικού Τα Διδακτικά Σενάρια και οι Προδιαγραφές τους του Σταύρου Κοκκαλίδη Μαθηματικού Διευθυντή του Γυμνασίου Αρχαγγέλου Ρόδου-Εκπαιδευτή Στα προγράμματα Β Επιπέδου στις ΤΠΕ Ορισμός της έννοιας του σεναρίου.

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΟΛΗ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ & ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α.Τ.Ε.Ι. ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΑΡΙΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: AΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ / ΧΩΡΟΙ ΑΝΑΨΥΧΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ & ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α.Τ.Ε.Ι. ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΑΡΙΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: AΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ / ΧΩΡΟΙ ΑΝΑΨΥΧΗΣ ΣΧΟΛΗ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ & ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α.Τ.Ε.Ι. ΤΜΗΜΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ, ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΑΡΙΝΟ 2011-12 ΜΑΘΗΜΑ: AΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ / ΧΩΡΟΙ ΑΝΑΨΥΧΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Μια σύνοψη του Βιβλίου (ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ): Η πλειοψηφία θεωρεί πως η Νόηση είναι μια διεργασία που συμβαίνει στον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η δημιουργικότητα είναι η λειτουργία που επιτρέπει στο νου να πραγματοποιήσει ένα άλμα, πολλές φορές εκτός του αναμενόμενου πλαισίου, να αναδιατάξει τα δεδομένα με απρόσμενο τρόπο, υπερβαίνοντας

Διαβάστε περισσότερα

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση Κωδικός μαθήματος: ΚΕΠ 302 Διδάσκων: Δημήτρης Θ. Ζάχος Πιστωτικές μονάδες: 10 Χρόνος και τόπος διεξαγωγής: Τετάρτη 6-9 αίθουσα 907 Εισαγωγικά Η επιτυχής συμμετοχή σ ένα

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ15 / Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Τέχνη

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ15 / Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Τέχνη Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ15 / Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Τέχνη Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ15

Διαβάστε περισσότερα

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης: «Σπουδές στην Εκπαίδευση» Οδηγός Σχολιασμού Διπλωματικής Εργασίας (βιβλιογραφική σύνθεση) ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: «ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις Έργο: «Ένταξη παιδιών παλιννοστούντων και αλλοδαπών στο σχολείο - για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Γυμνάσιο)» Επιμορφωτικό Σεμινάριο Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 3ο (σελ. 67-79) 2 Talcott

Διαβάστε περισσότερα

Ποιοτικοί μέθοδοι έρευνας. Μυλωνά Ιφιγένεια

Ποιοτικοί μέθοδοι έρευνας. Μυλωνά Ιφιγένεια Ποιοτικοί μέθοδοι έρευνας Μυλωνά Ιφιγένεια Έρευνες για την απόκτηση πληροφοριών η γνωμών από τους χρήστες Χρησιμοποιήθηκαν από τις κοινωνικές επιστήμες για τη χρήση κοινωνικών φαινομένων Ο όρος «ποιοτική

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Βεμπεριανές απόψεις για την Εκπαίδευση Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 12ο (σελ. 274 282) 2 Max Weber (1864 1920) Βεμπεριανές απόψεις για

Διαβάστε περισσότερα

Μέθοδοι Γεωργοοικονομικής & Κοινωνιολογικής Έρευνας

Μέθοδοι Γεωργοοικονομικής & Κοινωνιολογικής Έρευνας Μέθοδοι Γεωργοοικονομικής & Κοινωνιολογικής Έρευνας Ενότητα 9: Συμμετοχική Παρατήρηση (2/2) 2ΔΩ Διδάσκοντες: Χ. Κασίμης- Ελ. Νέλλας Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης Μαθησιακοί στόχοι Η εκμάθηση

Διαβάστε περισσότερα

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία Ελευθερία Μαντέλου Ψυχολόγος Ψυχοθεραπεύτρια Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία Τα τελευταία χρόνια, οι ειδικοί της οικογενειακής θεραπείας παροτρύνουν τους θεραπευτές του κλάδου να χρησιμοποιούν

Διαβάστε περισσότερα

Η αυθεντική μάθηση και αξιολόγηση. Δρ Δημήτριος Γκότζος

Η αυθεντική μάθηση και αξιολόγηση. Δρ Δημήτριος Γκότζος Η αυθεντική μάθηση και αξιολόγηση Δρ Δημήτριος Γκότζος Ορισμός αυθεντικής μάθησης Μάθηση που έχει αξία στον πραγματικό κόσμο χρησιμοποιείται για την επίλυση πραγματικών προβλημάτων και για την ολοκλήρωση

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα Το κείμενο αυτό είναι ένα απόσπασμα από το Κεφάλαιο 16: Ποιοτικές ερμηνευτικές μέθοδοι έρευνας στη φυσική αγωγή (σελ.341-364) του βιβλίου «Για μία καλύτερη φυσική αγωγή» (Παπαιωάννου, Α., Θεοδωράκης Ι.,

Διαβάστε περισσότερα

12 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ στην εκπαιδευση

12 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ στην εκπαιδευση προλογοσ Το βιβλίο αυτό αποτελεί καρπό πολύχρονης ενασχόλησης με τη θεωρητική μελέτη και την πρακτική εφαρμογή του παραδοσιακού χορού και γράφτηκε με την προσδοκία να καλύψει ένα κενό όσον αφορά το αντικείμενο

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 1 2 3 ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών έρευνα ανακάλυψη εφεύρεσηκαινοτομία-επινόηση εξέλιξη 4 5 Ανακάλυψη: εύρεση αντικειμένου που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο. Ανακάλυψη (επιστήμη):

Διαβάστε περισσότερα

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας Κεφάλαιο Εξέλιξη 3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ανάλυση θεωρίας Πολλές από τις επιστημονικές απόψεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί δεν γίνονται εύκολα αποδεκτές, διότι αντιβαίνουν την αντίληψη που οι άνθρωποι διαμορφώνουν

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάπτυξη της Εποικοδομητικής Πρότασης για τη διδασκαλία και τη μάθηση του μαθήματος της Χημείας. Άννα Κουκά

Η ανάπτυξη της Εποικοδομητικής Πρότασης για τη διδασκαλία και τη μάθηση του μαθήματος της Χημείας. Άννα Κουκά Η ανάπτυξη της Εποικοδομητικής Πρότασης για τη διδασκαλία και τη μάθηση του μαθήματος της Χημείας Άννα Κουκά Μοντέλα για τη διδασκαλία της Χημείας Εποικοδομητική πρόταση για τη διδασκαλία «Παραδοσιακή»

Διαβάστε περισσότερα

ΟΔΗΓΟΣ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΟΔΗΓΟΣ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ "ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ & ΕΛΕΓΚΤΙΚΗ" ΟΔΗΓΟΣ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Κοζάνη, 2015 Πίνακας περιεχομένων 1) ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΕΡΓΑΣΙΩΝ....

Διαβάστε περισσότερα

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Χ Ρ Η Σ Η Γ Λ Ω Σ Σ Α Σ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Χ Ρ Η Σ Η Γ Λ Ω Σ Σ Α Σ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Χ Ρ Η Σ Η Γ Λ Ω Σ Σ Α Σ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 2 0 Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ 1 Y Π Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Ο Π Α Ι Δ Ε Ι Α Σ Κ Α Ι Θ Ρ Η Σ Κ Ε Υ Μ Α Τ Ω Ν Κ Ε Ν Τ Ρ Ο Ε Λ Λ Η Ν Ι

Διαβάστε περισσότερα

Η πολιτιστική κληρονομιά ως κοινωνικό κατασκεύασμα. Ιωάννα Καταπίδη, PhD, MSc Research Fellow, Birmingham University

Η πολιτιστική κληρονομιά ως κοινωνικό κατασκεύασμα. Ιωάννα Καταπίδη, PhD, MSc Research Fellow, Birmingham University Η πολιτιστική κληρονομιά ως κοινωνικό κατασκεύασμα Ιωάννα Καταπίδη, PhD, MSc Research Fellow, Birmingham University Περιεχόμενο διάλεξης Εννοιολογική προσέγγιση Κληρονομιά και αξίες Περιεχόμενο Ιστορική

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου Κάποιες έννοιες Επιστήμη : κάθε συστηματικό πεδίο μελέτης ή σύστημα γνώσης που έχει ως σκοπό

Διαβάστε περισσότερα

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Διαστάσεις της διαφορετικότητας Τα παιδιά προέρχονται

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας PYS623 / Νομικά και Ηθικά Θέματα στην Υγεία

Διάταξη Θεματικής Ενότητας PYS623 / Νομικά και Ηθικά Θέματα στην Υγεία Διάταξη Θεματικής Ενότητας PYS623 / Νομικά και Ηθικά Θέματα στην Υγεία Σχολή ΣΟΕΔ Σχολή Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης Πρόγραμμα Σπουδών PYS Πολιτική Υγείας και Σχεδιασμός Υπηρεσιών Υγείας Θεματική

Διαβάστε περισσότερα

«ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ» Μάθημα 6 «Βασικές μέθοδοι ποιοτικής & μικτής έρευνας»

«ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ» Μάθημα 6 «Βασικές μέθοδοι ποιοτικής & μικτής έρευνας» «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ» Μάθημα 6 «Βασικές μέθοδοι ποιοτικής & μικτής έρευνας» Τα θέματά μας Μέθοδοι ποιοτικής έρευνας «Φαινομενολογία» «Εθνογραφία» «Θεμελιωμένη Θεωρία» o

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ: «ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΗΘΙΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ» ΜΑΘΗΤΡΙΑ: ΣΚΡΕΚΑ ΝΑΤΑΛΙΑ, Β4 ΕΠΙΒΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΝΤΑΒΑΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2016 17 Περιεχόμενα

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας Τμήμα Ιατρικών εργαστηρίων & Προσχολικής Αγωγής Συντονίστρια: Επίκουρη Καθηγήτρια, Ελένη Μουσένα [Σύγχρονες Τάσεις στην Παιδαγωγική Επιστήμη] «Παιδαγωγικά μέσω Καινοτόμων

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Σημειώσεις Μαθήματος Ανθρωπογεωγραφίας-Ανάλυση Περιφερειακού Χώρου Ηλίας Μπεριάτος ΒΟΛΟΣ 2000 «Ανάλυση του Περιφερειακού Χώρου»

Διαβάστε περισσότερα

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές; ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ; τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές; ποια είναι η σχέση των πεποιθήσεών μας με την πραγματικότητα, για να είναι αληθείς και

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάλυση της κριτικής διδασκαλίας. Περιεχόμενο ή διαδικασία? Βασικό δίλημμα κάθε εκπαιδευτικού. Περιεχόμενο - η γνώση ως μετάδοση πληροφορίας

Η ανάλυση της κριτικής διδασκαλίας. Περιεχόμενο ή διαδικασία? Βασικό δίλημμα κάθε εκπαιδευτικού. Περιεχόμενο - η γνώση ως μετάδοση πληροφορίας Η ανάλυση της κριτικής διδασκαλίας Περιεχόμενο ή διαδικασία? Βασικό δίλημμα κάθε εκπαιδευτικού Περιεχόμενο - η γνώση ως μετάδοση πληροφορίας Διαδικασία η γνώση ως ανάπτυξη υψηλών νοητικών λειτουργιών (

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 Η ΚΘ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων και η Επιστημονική Ομάδα των Ανασκαφών Αυγής οργανώνουν για πέμπτη χρονιά εκπαιδευτικές δράσεις με αφορμή

Διαβάστε περισσότερα

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι δυσκολίες μάθησης των παιδιών συνεχίζουν να απασχολούν όλους όσοι ασχολούνται με την ανάπτυξη των παιδιών και με την εκπαίδευση. Τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι, μέσα στην τάξη τους, βρίσκονται

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΧΑΡΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΧΡΗΣΗ β. φιλιππακοπουλου 1 Αναλυτικό Πρόγραµµα 1. Εισαγωγή: Μια επιστηµονική προσέγγιση στη χαρτογραφική απεικόνιση και το χαρτογραφικό σχέδιο

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Τι είναι Aρχαιολογία; Η επιστήμη της αρχαιολογίας: Ασχολείται με την περισυλλογή,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Φυσικός, M.Ed. Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας

ΑΡΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Φυσικός, M.Ed. Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας ΑΡΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Φυσικός, M.Ed. Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας Ομιλία με θέμα: ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ & ΦΥΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ Εκδήλωση αριστούχων μαθητών: Οι μαθητές συναντούν τη Φυσική και η Φυσική

Διαβάστε περισσότερα

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία Ερωτήσεις Επανάληψης 1 Οι Θεολογικές Δηλώσεις στην Συστηματική Θεολογία Διάλεξη Τρίτη από την σειρά Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία Οδηγός Μελέτης Περιεχόμενα Περίγραμμα Ένα περίγραμμα του μαθήματος,

Διαβάστε περισσότερα

Ηγεσία και Διοικηση. Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας

Ηγεσία και Διοικηση. Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας Ηγεσία και Διοικηση Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας 1. Η έννοια της αποτελεσματικής ηγεσίας Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε πως η έννοια της ηγεσίας δεν είναι ταυτόσημη με τις έννοιες της

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Μετά τον εντοπισμό και καθορισμό των αρχαιολογικών θέσεων, καθώς και τη μεταφορά των απαραίτητων υλικών και εργαλείων, το επόμενο σημαντικό στάδιο είναι η ανασκαφή

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΙΑΙΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΕΝΙΑΙΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΙΣΧΥΕΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΛΥΚΕΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΙΣΧΥΟΥΝ ΤΟ ΔΕΠΠΣ

Διαβάστε περισσότερα

Γ Γυμνασίου: Οδηγίες Γραπτής Εργασίας και Σεμιναρίων. Επιμέλεια Καραβλίδης Αλέξανδρος. Πίνακας περιεχομένων

Γ Γυμνασίου: Οδηγίες Γραπτής Εργασίας και Σεμιναρίων. Επιμέλεια Καραβλίδης Αλέξανδρος. Πίνακας περιεχομένων Γ Γυμνασίου: Οδηγίες Γραπτής Εργασίας και Σεμιναρίων. Πίνακας περιεχομένων Τίτλος της έρευνας (title)... 2 Περιγραφή του προβλήματος (Statement of the problem)... 2 Περιγραφή του σκοπού της έρευνας (statement

Διαβάστε περισσότερα

Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ι Κ Η Α Ν Α Λ Υ Σ Η Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Ι Α Κ Ω Ν Κ Τ Ι Ρ Ι Ω Ν - Σ Υ Ν Ο Λ Ω Ν

Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ι Κ Η Α Ν Α Λ Υ Σ Η Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Ι Α Κ Ω Ν Κ Τ Ι Ρ Ι Ω Ν - Σ Υ Ν Ο Λ Ω Ν 1 Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ι Κ Η Α Ν Α Λ Υ Σ Η Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Ι Α Κ Ω Ν Κ Τ Ι Ρ Ι Ω Ν - Σ Υ Ν Ο Λ Ω Ν Έλενα Κωνσταντινίδου, Επ. Καθηγήτρια ΕΜΠ Σας καλοσωρίζουμε στο μάθημα της «Αρχιτεκτονικής ανάλυσης παραδοσιακού

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΟΙΚΙΣΜΟ ΣΤΗ ΘΕΡΜΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΟΙΚΙΣΜΟ ΣΤΗ ΘΕΡΜΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΟΙΚΙΣΜΟ ΣΤΗ ΘΕΡΜΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Χωρική κατανομή

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Αναπτυξιακή Ψυχολογία Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Θέματα διάλεξης Η σημασία της αυτοαντίληψης Η φύση και το περιεχόμενο της αυτοαντίληψης Η ανάπτυξη της αυτοαντίληψης Παράγοντες

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Διάρθρωση μαθημάτων: Εισαγωγικά (2/10 Πλάντζος) Μεθοδολογία

Διαβάστε περισσότερα

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Φυσικής 541 24 Θεσσαλονίκη Καθηγητής Γεώργιος Θεοδώρου Tel.: +30 2310998051, Ιστοσελίδα: http://users.auth.gr/theodoru Περί της Ταξινόμησης

Διαβάστε περισσότερα

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο ΣΧΟΛΗ Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ω Ν Μ Η Χ Α Ν Ι Κ Ω Ν Τ Ο Μ Ε Α Σ Π Ο Λ Ε Ο Δ Ο Μ Ι Α Σ Κ Α Ι Χ Ω Ρ Ο Τ Α Ξ Ι Α Σ Πατησίων 42, 10682 Αθήνα τηλ. 30(1) 772 3818

Διαβάστε περισσότερα

710 -Μάθηση - Απόδοση

710 -Μάθηση - Απόδοση 710 -Μάθηση - Απόδοση Διάλεξη 6η Ποιοτική αξιολόγηση της Κινητικής Παρατήρηση Αξιολόγηση & Διάγνωση Η διάλεξη αυτή περιλαμβάνει: Διαδικασία της παρατήρησης & της αξιολόγησης Στόχοι και περιεχόμενο παρατήρησης

Διαβάστε περισσότερα

108 Ιστορίας και Εθνολογίας Θράκης (Κομοτηνή)

108 Ιστορίας και Εθνολογίας Θράκης (Κομοτηνή) 108 Ιστορίας και Εθνολογίας Θράκης (Κομοτηνή) Το Τμήμα ιδρύθηκε το 1990 και άρχισε να λειτουργεί το ακαδημαϊκό έτος 1991-1992. Δέχεται κατ' έτος 200 περίπου φοιτητές. Σκοπός Σκοπός του Τμήματος είναι:

Διαβάστε περισσότερα

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων Βασίλης Κόμης, Επίκουρος Καθηγητής Ερευνητική Ομάδα «ΤΠΕ στην Εκπαίδευση» Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της

Διαβάστε περισσότερα

DeSqual Ενότητες κατάρτισης 1. Ενδυνάμωση των εξυπηρετούμενων

DeSqual Ενότητες κατάρτισης 1. Ενδυνάμωση των εξυπηρετούμενων DeSqual Ενότητες κατάρτισης 1. Ενδυνάμωση των εξυπηρετούμενων 2 x 4 ώρες Μέτρηση και Βελτίωση Ενδυνάμωσης Ορισμός της Ενδυνάμωσης: Η ενδυνάμωση είναι η διαδικασία της αύξησης της ικανότητας των ατόμων

Διαβάστε περισσότερα

Οι συζητήσεις Δρ Δημήτριος Γκότζος

Οι συζητήσεις Δρ Δημήτριος Γκότζος Οι συζητήσεις Δρ Δημήτριος Γκότζος Οι διαφάνειες αποτελούν προϊόν μελέτης και αποδελτίωσης του Ι.Ε.Π. (2017). Οδηγός Εκπαιδευτικού για την Περιγραφική Αξιολόγηση στο Δημοτικό http://iep.edu.gr/images/iep/epistimoniki_ypiresia/epist_monades/a_kyklos/evaluation/2017/2a_perigrafiki_d

Διαβάστε περισσότερα

Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις

Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις Α/ Α Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις Απλή Αν κάνετε αναζήτηση µιας λέξης σε ένα αρχαιοελληνικό σώµα κειµένων, αυτό που θα λάβετε ως αποτέλεσµα θα είναι: Μια καταγραφή όλων των εµφανίσεων της λέξης στο συγκεκριµένο

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42 ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42 2 Η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2012-2013 ΘΕΜΑ: «Να συγκρίνετε τις απόψεις του Βέμπερ με αυτές του Μάρξ σχετικά με την ηθική της

Διαβάστε περισσότερα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr «Νεολιθική επανάσταση» και η καταγωγή της Νεολιθικής στην Ελλάδα Στο θέμα της προέλευσης του παραγωγικού τρόπου

Διαβάστε περισσότερα

Αυτή ακριβώς η μεταλλαγή είναι το θέμα του παρόντος βιβλίου. Προκειμένου να την προσδιορίσουμε μέσα σε όλο αυτό το ομιχλώδες τοπίο της

Αυτή ακριβώς η μεταλλαγή είναι το θέμα του παρόντος βιβλίου. Προκειμένου να την προσδιορίσουμε μέσα σε όλο αυτό το ομιχλώδες τοπίο της Εισαγωγή Tο βιβλίο αυτό θα μπορούσε να τιτλοφορείται διαφορετικά. Αν θέλαμε να ακολουθήσουμε το ρεύμα των αλλαγών στο χώρο των διεθνών οργανισμών, ο τίτλος του θα ήταν «Εκπαίδευση για την αειφόρο ανάπτυξη».

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΣΕ Π ΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΤΙΚΟ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΣΕ Π ΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΤΙΚΟ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΣΕ Π ΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΤΙΚΟ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Κ Υ Κ Λ Ο Υ Π Λ Η Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Η Σ Κ Α Ι Υ Π Η Ρ Ε Σ Ι Ω Ν Τ Ε Χ Ν Ο Λ Ο Γ Ι Κ Η

Διαβάστε περισσότερα

Μουσεία και Εκπαίδευση (υποχρεωτικό 3,4 εξ.) Προσδοκώμενα αποτελέσματα: Στη διάρκεια του μαθήματος οι φοιτητές/τριες

Μουσεία και Εκπαίδευση (υποχρεωτικό 3,4 εξ.) Προσδοκώμενα αποτελέσματα: Στη διάρκεια του μαθήματος οι φοιτητές/τριες Μουσεία και Εκπαίδευση (υποχρεωτικό 3,4 εξ.) Περιγραφή του μαθήματος - στόχοι: Το μάθημα εξετάζει τις κοινωνικές, πολιτισμικές και ιστορικές διαστάσεις της ανάπτυξης του θεσμού του μουσείου και η ανάπτυξη

Διαβάστε περισσότερα

Διαχείριση Ανθρώπινου Δυναμικού ή Διοίκηση Προσωπικού. Οργανωσιακή Κουλτούρα

Διαχείριση Ανθρώπινου Δυναμικού ή Διοίκηση Προσωπικού. Οργανωσιακή Κουλτούρα Διαχείριση Ανθρώπινου Δυναμικού ή Διοίκηση Προσωπικού Οργανωσιακή Κουλτούρα Οργανωσιακή Κουλτούρα, Εννοιολογικός Προσδιορισμός O Ο όρος Οργανωσιακή Κουλτούρα πρωτοεμφανίστηκε στην αμερικάνικη ακαδημαϊκή

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εθνομεθοδολογία Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 9ο (σελ. 197 207) 2 Η Εθνομεθοδολογία Βασικές Θέσεις Η εθνομεθοδολογία, αποτελεί έκφραση

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Συγκρουσιακές Θεωρήσεις Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 5ο (σελ. 128 136) Οι θέσεις του Althusser Οι θέσεις του Gramsci 2 Karl Marx (1818-1883)

Διαβάστε περισσότερα

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης http://users.uoa.gr/~dhatziha Αριθμός: 1 Η εισαγωγή σε μια επιστήμη πρέπει να απαντά σε δύο ερωτήματα: Ποιον τομέα και με ποιους τρόπους

Διαβάστε περισσότερα

Το περιβάλλον ως σύστηµα

Το περιβάλλον ως σύστηµα Το περιβάλλον ως σύστηµα Σύστηµα : ηιδέατουστηθεώρησητουκόσµου Το σύστηµα αποτελεί θεµελιώδη έννοια γύρω από την οποία οργανώνεται ο τρόπος θεώρησης του κόσµου και των φαινοµένων που συντελούνται µέσα

Διαβάστε περισσότερα

Νέες τάσεις στη διδακτική των Μαθηματικών

Νέες τάσεις στη διδακτική των Μαθηματικών Νέες τάσεις στη διδακτική των Μαθηματικών Μέχρι πριν λίγα χρόνια ηαντίληψη που επικρατούσε ήταν ότι ημαθηματική γνώση είναι ένα αγαθό που έχει παραχθεί και καλούνται οι μαθητές να το καταναλώσουν αποστηθίζοντάς

Διαβάστε περισσότερα

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας Σκοποί Θεματικές ενότητες Διαμόρφωση των σκοπών της αγωγής Ιστορική εξέλιξη των σκοπών της αγωγής Σύγχρονος προβληματισμός http://users.uoa.gr/~dhatziha/ Διαφάνεια:

Διαβάστε περισσότερα

«Ανακαλύπτοντας τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Επαρχίας Ελασσόνας»- Μια διδακτική προσέγγιση

«Ανακαλύπτοντας τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Επαρχίας Ελασσόνας»- Μια διδακτική προσέγγιση «Ανακαλύπτοντας τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Επαρχίας Ελασσόνας»- Μια διδακτική προσέγγιση Μαρία Θ. Παπαδοπούλου, PhD Σχολική Σύμβουλος 6 ης Περιφέρειας Π.Ε. ν. Λάρισας Ελασσόνα, 7 Νοεμβρίου 2015

Διαβάστε περισσότερα

Ερμηνευτική της Νεολιθικής Ειδωλοπλαστικής

Ερμηνευτική της Νεολιθικής Ειδωλοπλαστικής Ερμηνευτική της Νεολιθικής Ειδωλοπλαστικής ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΡΩΙΜΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΚΕΨΗ Οι τεράστια ανθρώπινη ικανότητα για μάθηση διακρίνει τον άνθρωπο από όλα τα άλλα γένη. Στην απώτερη Προϊστορία, η εξέλιξη της

Διαβάστε περισσότερα

710 -Μάθηση - Απόδοση

710 -Μάθηση - Απόδοση 710 -Μάθηση - Απόδοση Διάλεξη 6η Ποιοτική αξιολόγηση της Κινητικής Συμπεριφοράς Παρατήρηση III Η διάλεξη αυτή περιλαμβάνει: Διαδικασία της παρατήρησης & της αξιολόγησης Στόχοι και περιεχόμενο παρατήρησης

Διαβάστε περισσότερα