ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ Κύρια εργασία Ά Κύκλου Μεταπτυχιακών Σπουδών Προϊστορικής Αρχαιολογίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008

2 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ Κύρια εργασία Ά Κύκλου Μεταπτυχιακών Σπουδών Προϊστορικής Αρχαιολογίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ : ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΈΓΚΡΙΣΗΣ : Η έγκριση της Μεταπτυχιακής Εργασίας από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες του συγγραφέα.

3 ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

4 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...6 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 10 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ : ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ KΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΟΙ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ...22 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΛΗ 19ΟΥ ΑΙ. ΩΣ ΤΟ Β ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ...24 ΔΙΑΔΟΣΗ...25 Η ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ..26 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Β ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ 28 ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ..32 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ OI ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ 20 ΟΥ ΑΙ., ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 21 ΟΥ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑ-ΑΠΟΙΚΙΑΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΟΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ 1980 ΚΑΙ Η ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ...40 ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ..42

5 Η ΜΕΤΑ-ΑΠΟΙΚΙΑΚΗ ΣΚΕΨΗ...50 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ : Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΤΟ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ (π.1680/50 Π.Χ Π.Χ.) ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ 60 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ.69 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΈΚΤΟ ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΩΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΕΠΑΦΩΝ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ 75 ΜΟΤΙΒΑ ΣΗΜΕΙΑ ΓΡΑΦΗΣ ΜΕΤΑΛΛΙΝΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΟΠΛΑ..89 ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΑΓΓΕΙΑ..110 ΗΛΕΚΤΡΟ ΚΕΡΑΜΙΚΗ. 129 ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ..132 ΦΑΓΕΝΤΙΑΝΗ 138 ΤΡΟΧΟΙ ΑΡΜΑΤΑ..140

6 ΆΛΛΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ. 143 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΈΒΔΟΜΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ. 144 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΕΣ. 164

7 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Τα κύρια σημεία του θέματος αυτής της εργασίας είναι τρεις όροι ( Εποχή του Χαλκού, Ευρώπη, Ελλάδα ), οι οποίοι δεν υπήρχαν στον κόσμο των ανθρώπων της προϊστορίας. Το τριμερές σύστημα κατάταξης των αρχαιολογικών δεδομένων, ωστόσο, αλλά και τα σύγχρονα πολιτικά όρια των διαφόρων κρατών ή ηπείρων, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την εικόνα μας για το παρελθόν και κατ επέκταση το πώς αναφερόμαστε σ αυτό όταν επιχειρούμε να το περιγράψουμε. Οδηγούν τη σκέψη μας στην αναγκαστική τμηματική μελέτη του προϊστορικού υλικού, αν και οι προσεγγίσεις τροποποιούνται συνεχώς. Η περιοριστική οπτική που υπαγορεύει η πραγματικότητά μας σε πολλούς τομείς, είναι ένα από τα εμπόδια στην απόπειρα ανασύστασης του τρόπου ζωής των προϊστορικών ανθρώπων και επειδή ένα μεγάλο ποσοστό των αρχαιολογικών καταλοίπων σχετίζεται με τον παρελθοντικό τρόπο ζωής και γενικότερα με τις ανθρώπινες δράσεις, οι δυσκολίες προσέγγισής τους δεν αφορά μόνο τον τρόπο εξέτασης του υλικού αλλά κυρίως τα όσα πρέπει να ειπωθούν γι αυτό. Όσο παρωχημένοι και αν θεωρούνται κάποιοι ορισμοί συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται στη βιβλιογραφία αλλά και να εμπλουτίζονται νοηματικά μέσα από διαφορετικές οπτικές. Ανάμεσα σε διάφορες απόπειρες αναδιατύπωσης και βελτίωσης ορισμών και εννοιών, ανάλογες προσπάθειες έγιναν και για την Εποχή του Χαλκού, όπως μπορεί να διαπιστωθεί με μια αναδρομή σε έρευνες (γενικές ή ειδικές) που την αφορούν. Οι διαφωνίες σχετικά με τη χρησιμότητα και το περιεχόμενο του όρου αυτού προκύπτουν και από την πίστη ότι ανήκει σε μια άλλη περίοδο, όπου κυριαρχούσαν μελέτες βασισμένες σε αντικείμενα, νέο-εξελικτικές θεωρίες (Sherratt, 1994a) και τεχνολογικά κριτήρια (Childe, 1944). Πέρα, όμως, από κάθε ένσταση παραμένει η αντιπροσωπευτική ονομασία μιας μεγάλης σχετικά περιόδου της προϊστορίας. Ξεκινώντας από τα χρονικά της όρια μπορούμε να πούμε ότι αρχίζει στα μέσα περίπου της 4 ης χιλιετίας π.χ. (στη Μέση Ανατολή) και τελειώνει το 800 π.χ. περίπου (στην Ευρώπη), με βάση όσα υποστηρίζονται σήμερα (Harding, 2000a Kristiansen& Larsson, 2005). Το μεγάλο αυτό χρονικό διάστημα ακολουθεί τη δική του πορεία σε κάθε τμήμα της ευρύτατης αυτής περιοχής και όσα γνωρίζουμε, στηρίζονται στις κατά τόπους έρευνες των αρχαιολόγων. Όπως έχει λεχθεί, «οι πρώτες συνθέσεις της Ευρωπαϊκής προϊστορίας, στις τελευταίες δεκαετίες του 19 ου αι., γράφτηκαν από μελετητές που είχαν βαθιά στην συνείδησή τους το δεδομένο, ότι οι προϊστορικές - 6 -

8 κοινωνίες της Ευρώπης ανήκαν όλες στον ίδιο κόσμο έναν κόσμο, στον οποίο οι αρχαίοι πολιτισμοί της Εγγύς Ανατολής κατείχαν την κύρια θέση» (Bouzek, 1985a : 13). Αυτή η αντίληψη, που επικράτησε για πολλές δεκαετίες, αν και έχει χαρακτηριστεί αφελής ή επιφανειακή, αποτέλεσε τη βάση για τη συσχέτιση μεγάλων γεωγραφικών τμημάτων σε πολιτισμικό επίπεδο. Έτσι, μετά την ανακάλυψη των διαφόρων θέσεων, ερχόταν η σειρά της σύνδεσής τους με άλλες πολύ πιο μακρινές από τους πρώτους που εφάρμοσαν αυτή την τακτική στην αιγαιακή αρχαιολογία ήταν ο Schliemann και ο Evans, που πραγματοποίησαν ανασκαφές σε πολύ σημαντικές θέσεις της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (Κνωσός, Μυκήνες κ.α.). Διάφορα ευρήματά τους, έδωσαν την αφορμή για εξέταση της προέλευσής τους και αποτέλεσαν ένα ακόμη βήμα για την ανίχνευση μακρινών επαφών. Ο Schliemann, για παράδειγμα, ενδιαφέρθηκε να μάθει την προέλευση του κεχριμπαριού των λακκοειδών τάφων καθώς, όπως παρατήρησε, το υλικό ήταν ξένο για το Αιγαίο (Harding, 1984 Renfrew, 1993). Η ύστερη φάση της Εποχής του Χαλκού θεωρείται ότι έχει αποκρυσταλλώσει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται συνήθως στις κοινωνίες που χρησιμοποιούν το μέταλλο (πόλεις, ιεραρχημένη κοινωνική δομή, εξειδίκευση, χρήση μεγάλου ποσοστού μεταλλικών τεχνουργημάτων κ.λ.π.) και που παραμένουν συζητήσιμα. Οι έρευνες σε Μυκήνες, Τίρυνθα, Ασίνη, Πρόσυμνα, Δενδρά, Κακόβατο, Βαφειό, Κοράκου, Σαλαμίνα, Ορχομενό, Καστανά, Άσσηρο, Τούμπα Θεσ/νίκης κ.α. έδωσαν πολλές πληροφορίες για τη φάση αυτή και επιπλέον δημιούργησαν ή ενίσχυσαν την πεποίθηση της ύπαρξης σχέσεων με την Ανατολή, τη Δύση και το Βορρά. Η μορφολογία ορισμένων τεχνουργημάτων, η κατασκευή και η ύλη κεραμικών αγγείων, κάποιες εξωτικές ύλες και μέταλλα με πιθανολογούμενη βόρεια προέλευση έγιναν ισχυρές ενδείξεις επικοινωνίας με μακρινούς τόπους. Οι παλαιότερες επικρατούσες απόψεις και ο τρόπος μελέτης του παρελθόντος ευνοούσαν τη δημιουργία μιας εικόνας σύμφωνα με την οποία οι πολιτισμικές επαφές ήταν ένα συχνό και αυτονόητο φαινόμενο. Η φύση τους συζητήθηκε επίσης και διατυπώθηκαν πολλές και διαφορετικές θεωρίες για την ερμηνεία της. Στα επόμενα χρόνια, ως και σήμερα, εκτός από την πρόοδο σε ερευνητικό επίπεδο, συνεχίστηκε και η θεωρητική αναζήτηση γύρω από τις επαφές, οι οποίες άλλοτε χαρακτηρίστηκαν υπερτονισμένες, άλλοτε μεγάλης σημασίας για την έρευνα και άλλοτε ένα ακόμη αυτονόητο κομμάτι της ζωής των προϊστορικών κοινωνιών. Εκτός από τις ανασκαφές σε Ελλάδα και Ευρώπη, πραγματοποιήθηκαν επίσης πολλές - 7 -

9 μελέτες τυπολογικές αλλά και σχετικές με τη σύσταση πρώτων υλών και αντικειμένων. Εξετάστηκαν, κατά τις δεκαετίες του 50 και 60, όπλα (Catling, Cowen, Sandars, Snodgrass κ.α.), τεχνουργήματα από κεχριμπάρι (Hachmann), διάφορα χάλκινα και χρυσά αντικείμενα (Mozsolics), χάντρες από φαγεντιανή (Stone&Thomas) και άλλα ευρήματα, που θα αναφερθούν στην πορεία. Μετά από τέτοιου είδους προσπάθειες που δημιούργησαν μια πιο ξεκάθαρη εικόνα της περιόδου, άρχισαν (από τη δεκαετία του 60) και οι σχετικές δημοσιεύσεις (π.χ. Bouzek, 1966 Harding, 1984 Bouzek, 1985a). Με τον τρόπο αυτό καθιερώθηκε στην έρευνα το ζήτημα των επαφών μεταξύ Ελλάδας (ή Αιγαίου γενικότερα) και διαφόρων περιοχών της υπόλοιπης Ευρώπης. Το θέμα αυτό έγινε αντικείμενο πολλών συζητήσεων και ίσως και κίνητρο για την πρόοδο στην προσέγγιση των δύο περιοχών. Οι αλλαγές στον τρόπο έρευνας, οι νέες ανασκαφικές τεχνικές, η χρονολόγηση με C14 και οι νέες θεωρίες επαναπροσδιόρισαν, επαλήθευσαν ή διέψευσαν πολλές απόψεις αλλά δεν απέρριψαν την ύπαρξη αυτών των επαφών. Στην εργασία αυτή θα δούμε το θέμα των σχέσεων ηπειρωτικής Ελλάδας και κεντρικής Ευρώπης κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Οι δύο πρώτοι όροι χρησιμοποιούνται με καθαρά γεωγραφικό περιεχόμενο, απαλλαγμένοι από τις σύγχρονες διαστάσεις τους. Ο τρίτος όρος χρησιμοποιείται ως η συμβατική ονομασία της περιόδου που διαρκεί από τις αρχές του 17 ου αι. ως τα τέλη του 12 ου αι. π.χ. 1 Κυρίως όμως χρησιμοποιείται ως η ονομασία μιας φάσης η οποία, όπως κάθε φάση, έχει το δικό της ιστορικό πλαίσιο και το δικό της ξεχωριστό χαρακτήρα. Αυτά είναι στοιχεία που δεν μπορούμε πάντα να εντοπίσουμε και να περιγράψουμε για την προϊστορία κυρίως λόγω των προσεγγίσεών μας. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι οι πιο μακρινές στο χρόνο περίοδοι δεν είχαν τα δικά τους μοναδικά χαρακτηριστικά, ακόμη και αν αυτά είναι διαπραγματεύσιμα ή δύσκολα αναγνωρίσιμα. Η εργασία διαιρείται σε τρεις ενότητες : Στην εισαγωγή θα γίνει μια σύντομη αναδρομή στις απόψεις που αφορούν το εξεταζόμενο ζήτημα. Οι απόψεις αυτές ξεκινούν από τα τέλη του 19 ου αι. και φθάνουν ως σήμερα, τις αρχές του 21 ου. Πολλές από αυτές τις απόψεις σηματοδοτούν και αντίστοιχες αλλαγές ή διαφοροποιήσεις στην αρχαιολογική σκέψη. Στο διάστημα αυτό γνωστοί και σημαντικοί ερευνητές ενδιαφέρθηκαν για το συγκεκριμένο θέμα 1 Πρόκειται για τη διάρκεια που θεωρείται (σήμερα) ότι έχει η Ύστερη Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο. Ο συγχρονισμός με τις χρονολογίες και τους πολιτισμούς της κεντρικής Ευρώπης θα γίνει στο δεύτερο μέρος της εργασίας

10 επηρεάζοντας με την οπτική τους τη μελέτη του αρχαιολογικού υλικού δίνοντας διάφορες ονομασίες και ρόλους στις επαφές μεταξύ ηπειρωτικής Ελλάδας και κεντρικής Ευρώπης. Θα δούμε πως ξεκίνησε αρχικά το ενδιαφέρον για τις σχέσεις των δύο γεωγραφικών περιοχών, πως εξελίχθηκε αλλά και ποιες ήταν οι ιδέες ή οι μέθοδοι με βάση τις οποίες προσεγγίστηκε το πρόβλημα από τους κάθε φορά μελετητές. Στο πρώτο μέρος θα αναλυθούν οι θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις της αρχαιολογικής αναζήτησης κάθε περιόδου για το θέμα των διαπολιτισμικών σχέσεων κατά την προϊστορία γενικότερα. Θα δούμε πως προέκυψαν όσα διατυπώθηκαν κατά καιρούς αλλά και το πόσο αυτά επηρεάστηκαν από άλλες επιστήμες και από το πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό πλαίσιο κάθε εποχής. Με τον τρόπο αυτό θα γίνει πιο κατανοητή η επιρροή που άσκησαν διαδοχικές αρχαιολογικές σχολές στην ερευνά γενικότερα αλλά και στο θέμα των επαφών ειδικότερα. Οι επιρροές ήταν πολλές και από διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι συζητήσεις περιλάμβαναν θέματα που αφορούσαν την κοινωνία, την οικονομία, την πολιτική του παρελθόντος αλλά ακόμη και την ίδια τη φύση της αρχαιολογίας ως επιστήμης. Στο δεύτερο μέρος θα επανέλθουμε στις περιοχές του Αιγαίου και της Ευρώπης και θα δούμε το αρχαιολογικό υλικό που υποστηρίζεται ότι τις συνδέει. Αρχικά θα γίνει αναφορά στο γεωγραφικό, το χρονολογικό και το κοινωνικό πλαίσιό τους και έπειτα τα ευρήματα θα παρουσιαστούν σε ομάδες που προκύπτουν κυρίως από το υλικό τους (όπου είναι δυνατό). Θα δούμε πως εξετάστηκε κάθε ομάδα και ποιες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν γι αυτή. Στο τέλος του μέρους αυτού θα συζητηθούν όποια συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν από τα παραπάνω αλλά και όσοι προβληματισμοί μπορεί να προκύπτουν. Με την ολοκλήρωση αυτής της εργασίας πρέπει να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα καθηγητή μου Στέλιο Ανδρέου για το χρόνο και τη βοήθειά του. Οι παρατηρήσεις του υπήρξαν ουσιαστικές και αποτέλεσαν τα ερεθίσματα που με βοήθησαν στο να οργανώσω, να αναπτύξω και να ολοκληρώσω το θέμα, όπως θεώρησα πιο σωστό

11 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20 ου αι., ο O. Montelius (1903), o M. Ebert ( ) και o N. Åberg ( ) ήταν από τους πρώτους μελετητές που συνέδεσαν τους πρώιμους πολιτισμούς της Ανατολής και του Αιγαίου με αυτούς της προϊστορικής Ευρώπης. Μέσα στα συνθετικά τους έργα χρησιμοποιήθηκαν οι λέξεις σχέση και επικοινωνία, για να συγχρονιστούν οι εξελίξεις της δεύτερης με αυτές των πρώτων. Η τυπολογική μέθοδος, που ακολούθησε ο Ο. Montelius, βασιζόταν στην εξελικτική πορεία τεχνουργημάτων, που κατατάσσονταν ανάλογα με το αν θεωρούνταν παλαιότερα ή νεότερα από κάποια άλλα η απόλυτη χρονολογία δινόταν από την ταύτιση ή την ομοιότητα κάποιων τεχνουργημάτων με αντίστοιχα από περιοχές που μπορούσαν να χρονολογηθούν με ασφάλεια κυρίως λόγω της ύπαρξης γραφής. Δημιουργήθηκε με τον τρόπο αυτό ένα χρονολογικό πλαίσιο για τη βαρβαρική Ευρώπη, που την έδενε με το Αιγαίο και κατ επέκταση με την Ανατολή. Με βάση αυτό η αιγαιακή περιοχή, ως πολιτισμική γέφυρα, απέκτησε μεγάλη σημασία για τη χρονολόγηση και τη μελέτη των βόρειων πληθυσμών. Στους υποστηρικτές της ιδέας της εισροής στοιχείων (υλικών και μη) από μια ή περισσότερες περιοχές σε άλλη ή άλλες ανήκε και ο V. G. Childe. Ο Childe έδωσε έμφαση κυρίως στις πληροφορίες, που μπορεί να πάρει κανείς για τις κοινωνίες που αλληλεπιδρούσαν και προσπάθησε να δώσει μια κοινωνική και οικονομική διάσταση στις σχέσεις Βορρά Νότου. Στην πορεία απέβαλε τη δογματική υποστήριξη της διάδοσης του πολιτισμού αλλά και τον απόλυτο ρόλο της Ανατολής σ αυτόν (Childe, 1939). Το The Dawn of European Civilization είναι ένα παράδειγμα αυτών των διαφοροποιήσεων στις απόψεις του στις διαδοχικές εκδόσεις του ( ), ο συγγραφέας αναφέρει τις αλλαγές που προέκυψαν (π.χ. ραδιοχρονολόγηση, νέα αρχαιολογικά δεδομένα) και τη διαφορετική ερμηνεία που δίνει στα πράγματα. Δεν σταματά να υποστηρίζει όσα διατύπωσε αυτό που αλλάζει είναι ότι αποδέχεται πια την ενεργή συμμετοχή των περιοχών που γίνονται δέκτες νέων πραγμάτων ενώ μιλά και για τον διακριτό ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, που αρχίζει να διαφαίνεται ήδη από την Εποχή του Χαλκού, επηρεασμένος από το κλίμα της εποχής του αλλά και από τις δικές του αρχικές αναζητήσεις για την καταγωγή των Ινδοευρωπαίων. Με τη διατύπωση του ορισμού του πολιτισμού και την εγκαινίαση της πολιτισμικής ιστορικής προσέγγισης στην Ευρωπαϊκή Προϊστορία, η Ευρώπη γίνεται

12 για τον Childe μια ήπειρος, που κατοικείται από πολλές πολιτισμικές ομάδες (έθνη), που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους αλλά και με πιο μακρινούς γεωγραφικά πληθυσμούς. Μέσα απ αυτό το πρίσμα αντιμετώπισε και τις σχέσεις κεντρικής Ευρώπης και ηπειρωτικής Ελλάδας. Χρησιμοποίησε σε πολλές περιπτώσεις όρους που σχετίζονταν με το δικό του ιστορικό πλαίσιο και τις δικές του απόψεις για να περιγράψει τις επαφές αυτές ως τμήμα μιας διεθνούς αγοράς με οργανωμένο εμπόριο και ζήτηση για μέταλλα και εξωτικές ύλες (1929, 1957, 1958). H Eυρώπη έμαθε, κατά την πρώιμη Εποχή του Χαλκού 2, τα μυστικά της μεταλλουργίας με διάφορους τρόπους (από μεταλλοδίφες, περιοδεύοντες μεταλλουργούς, μετανάστες), μιμήθηκε τύπους τεχνουργημάτων (όπως όπλα) και υιοθέτησε διακοσμητικά μοτίβα από την Ανατολή και το Αιγαίο. Υποστηρίζεται η αφομοιωτική δράση της και όχι η παθητική αποδοχή την ίδια στιγμή, όμως, γίνεται αποδεκτό ότι τα τεχνουργήματα έχουν την ίδια σημασία στην Ευρώπη και σε άλλες περιοχές, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για προϊόντα σχετικά με την τεχνολογία. Αναφέρεται, επίσης, και το πόσο επηρεάστηκε η κοινωνική κατάσταση, η τεχνολογική ανάπτυξη και η εμπορική δραστηριότητα της Ευρώπης μέσα από αυτή την επαφή. Περιγράφει με λεπτομέρεια το δρόμο του κεχριμπαριού ή το δρόμο των μετάλλων ως πορείες που κατέληγαν στο Αιγαίο, αφού διέσχιζαν την κεντρική Ευρώπη και ένα τμήμα της βόρειας Ιταλίας. Η αγορά αυτή ήταν αποτέλεσμα της Αστικής Επανάστασης και της συσσώρευσης πλεονάσματος στη Μέση Ανατολή, που οδήγησε στη δημιουργία των πρώτων πόλεων στον αιγαιακό χώρο και στην ακόλουθη οικονομική τους ανάπτυξη. Μετά από αυτή, οι Μυκηναίοι διέθεταν κεφάλαιο για την εκμετάλλευση των πηγών της κεντρικής Ευρώπης. Δημιουργήθηκε, έτσι μια αξιόπιστη αγορά, ένα παγκόσμιο εμπορικό σύστημα, θαλάσσιο και χερσαίο, στο οποίο συμμετείχε και η κεντρική Ευρώπη ως μια περιοχή προμήθειας πρώτων υλών και ενδιάμεσων εμπορικών σταθμών (Childe, 1957, 1958). Η συμμετοχή της σ αυτό το σύστημα δεν της επέβαλε μια ανάλογη με τους υπόλοιπους κοινωνικοπολιτική κατάσταση, αφού η οργάνωσή της δεν χαρακτηριζόταν από αυστηρή κοινωνική διαστρωμάτωση, παρόλο που υπήρχε εξειδίκευση και τάξεις μεταλλωρύχων, μεταλλουργών και εμπόρων (Childe, 1958, 1929). Αναφέρει, επίσης ότι οι διάφορες περιοχές της Ευρώπης (Ιταλία, Κεντρική Ευρώπη, οι δυτικές ακτές της 2 Η πρώιμη Εποχή του Χαλκού της κεντρικής Ευρώπης, αντιστοιχούσε τότε στους πρώτους αιώνες της 2 ης χιλιετίας π.χ. και γι αυτό συνέπιπτε χρονικά με τον πρώιμο Μυκηναϊκό πολιτισμό

13 Βαλτικής και τα Βρετανικά νησιά) αποτελούσαν κατά την πρώιμη Εποχή του Χαλκού ένα σύστημα για την διανομή των μεταλλουργικών προϊόντων το σύστημα αυτό είχε τις ρίζες του στο Αιγαίο και ήταν ουσιαστικά μια οικονομική ενότητα χωρίς να μοιράζεται την ίδια πολιτική ή κοινωνική κατάσταση (1958 : 166). Το ενδιαφέρον αυτών των κοινωνιών για το εμπόριο φαίνεται, κατά τον Childe, και από τη θέση των οικισμών ορισμένων πολιτισμών (π.χ. Urnfield culture), οι οποίοι, όταν δεν βρίσκονταν κοντά σε υδάτινες οδούς, έλεγχαν άλλα σημαντικά σημεία. Αντίθετα, στην περίπτωση άλλων ομάδων (π.χ. Tumulus culture) το εμπόριο δεν έπαιζε σημαντικό ρόλο κρίνοντας από τα σημεία κατοίκησης. Μιλά ακόμη και για την ύπαρξη δευτερευόντων κέντρων κοντά σε εμπορικούς δρόμους (ποτάμιους ή μη) (Childe, 1929). Μέσα από αυτό το εμπόριο αναπτύχθηκε και η μεταλλουργία στην κεντρική Ευρώπη (1958), ενώ οι αιγαιακές επιρροές συνεχίστηκαν ως την πτώση του μυκηναϊκού πολιτισμού. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι ερευνητές έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στο τοπικό και περιφερειακό επίπεδο και σταμάτησαν, ως ένα βαθμό, να πραγματεύονται τόσο ευρείες γεωγραφικά περιοχές και τις μεταξύ τους σχέσεις. Ωστόσο, ένα μεγάλο και λεπτομερές έργο, που δημοσιεύτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 60 ασχολείται με τους πολιτισμούς της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης κάνοντας αναφορές, για χρονολογικούς κυρίως λόγους και στο Αιγαίο (Gimbutas, 1965). H συγγραφέας αναγνωρίζει ότι οι επαφές που υπήρχαν άσκησαν κάποια επιρροή στους βόρειους πολιτισμούς αλλά και έδωσαν, σε κάποιες περιπτώσεις, ώθηση στην εξέλιξή τους. Γενικότερα όμως ενδιαφέρεται περισσότερο να προβάλλει την αυτονομία στην εξέλιξη των δύο περιοχών που μελετά και να αποδείξει τη συνέχεια στο χώρο και στο χρόνο των υψηλών πολιτισμών που αναπτύχθηκαν εκεί. Τονίζεται η ξεχωριστή πολιτισμική ταυτότητα των διαφόρων ομάδων τους, οι οποίες συνδέονται κυρίως με τους προγενέστερούς τους παρά με μακρινούς στο χώρο πολιτισμούς. Η προέλευση των Ινδοευρωπαίων και η εθνογένεση χαρακτηρίζουν την έρευνά της, όπως άλλωστε και αυτή του Childe στα πρώτα, τουλάχιστον έργα του. Αν και για τη συγγραφέα η σημασία της διάδοσης φαίνεται να σταματά κατά κάποιο τρόπο στην απόκτηση ενός χρονολογικού περιγράμματος, αναφέρει ωστόσο ότι υπάρχουν αντικείμενα που ερμηνεύονται μόνο ως επηρεασμένα από μυκηναϊκά τεχνουργήματα (με βάση τη μορφολογία και τη διακόσμηση) καθώς και κεραμικά αγγεία που μιμούνται μυκηναϊκά μεταλλικά πρότυπα. Και η Gimbutas τονίζει τη σημασία του εμπορίου και μιλά για ένα εκτεταμένο δίκτυο, στο οποίο πρωτοστατούν οι

14 πολιτισμοί της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης καθώς συνδέουν το βορρά με το νότο κατά τη διακίνηση προϊόντων και πρώτων υλών. Περιγράφει και αυτή, την ύπαρξη συγκεκριμένων δρόμων για προϊόντα, όπως το κεχριμπάρι, τον χρυσό, τον κασσίτερο, τη φαγεντιανή. Αναφέρει, επίσης, ως μια από τις μεθόδους, που χρησιμοποιήθηκαν για την εξακρίβωση της προέλευσης των μετάλλων, την ανάλυση της σύστασής τους. Κατά τον 13 ο αι. π.χ. ή κάπως αργότερα (προς το τέλος της ΥΕ ΙΙΙΒ), εμφανίζονται όπλα, κοσμήματα και άλλα χάλκινα αντικείμενα από την κεντρική Ευρώπη στην ανατολική, βόρεια και νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Σύμφωνα με τη Gimbutas, τα τεχνουργήματα αυτά που συμπίπτουν χρονικά με την πτώση του Μυκηναϊκού πολιτισμού είναι το αποτέλεσμα της επιδρομής ή μετανάστευσης βόρειων ομάδων. Τα πολιτισμικά αυτά στοιχεία παρατηρούνται επίσης σε Ιταλία, Κρήτη, Κύπρο, Συρία, Αίγυπτο και είναι μαρτυρίες ενός μεγάλου κύματος εξάπλωσης από το βορρά μιας εξάπλωσης, που συνδέεται στο βιβλίο της με τους Λαούς της Θάλασσας (1965 : κ.ε.). Στις δεκαετίες του 1960 και 70 συνεχίζεται το ενδιαφέρον για την ανάλυση μικρότερων περιοχών, με την εξέταση του γύρω τους τοπίου, των δυνατοτήτων επιβίωσης, που πρόσφερε κ.λπ. Οι ερευνητές επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στις σχέσεις που αναπτύσσονταν σε μια πολύ πιο περιορισμένη κλίμακα προσαρμόζοντας τις θεωρίες τους σ αυτή την αναζήτηση. Επιπλέον, η μέθοδος του C14 ανέβασε την αρχή της Εποχής του Χαλκού για την Ευρώπη και έσπασε κάποιους από τους δεσμούς με το Νότο για παράδειγμα, η συμβολή της ηπειρωτικής Ελλάδας, στον πολιτισμό του Wessex της Βρετανίας, δεν μπορούσε πια να στηριχθεί, σύμφωνα με τον Renfrew, καθώς η ραδιοχρονολόγηση τον τοποθέτησε χρονικά πριν από την εμφάνιση του Mυκηναϊκού πολιτισμού (Renfrew, 1968). Κάποιοι μελετητές (π.χ. S. Piggott, Müller-Karpe) συνέχιζαν να τονίζουν τη σημασία της νότιας επιρροής για ένα μεγάλο κομμάτι της προϊστορίας σε αντίθεση με άλλους (π.χ. Merhart, Milojčić, Kossack), που μίλησαν για τον σημαντικό ρόλο, που είχαν εκείνη την περίοδο ευρωπαϊκές περιοχές, όπως τα Βαλκάνια (Bouzek, 1985a : 14). Μέσα σ αυτά υποστηρίχθηκε επίσης ότι η απόλυτη χρονολόγηση έδινε τη δυνατότητα προσδιορισμού του ρυθμού αλλαγής σε μια περιοχή χωρίς να ανακυκλώνονται επιχειρήματα για ομοιότητες του υλικού πολιτισμού της με αυτόν κάποιας άλλης ως απόδειξη εξάρτησης της μιας από την άλλη. Αποδυναμώθηκε έτσι η πεποίθηση ότι η εμφάνιση καινοτομιών στην Ευρώπη ήταν αποκλειστικά το

15 αποτέλεσμα της επαφής με το Αιγαίο και τα ΝΑ γενικότερα (Champion et al., 1984 : 204). Με βάση αυτές τις αλλαγές άρχισε να διαφοροποιείται και ο τρόπος έρευνας και προσέγγισης των θέσεων ή των περιφερειών. Στο βιβλίο των Coles&Harding (1979) υποστηρίζεται ότι στην Ευρώπη της Εποχής του Χαλκού υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός μικρών και αυτόνομων κοινοτήτων αυτές δεν αντιμετώπιζαν μεγάλη πίεση ως προς την κάλυψη των αναγκών τους και παρόλο που μπορούν να πιστοποιηθούν οι τοπικές ανταλλαγές, το εμπόριο με μακρινούς τόπους γινόταν μόνο για συγκεκριμένα αγαθά και με συγκεκριμένες περιοχές. Οι κάτοικοι της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης είχαν ως κύριες ασχολίες τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την κεραμική παραγωγή και άλλες καθημερινές συνήθειες. Με το μέταλλο, που προβάλλει ως ένα σημαντικό εμπορεύσιμο αγαθό, δεν είχαν όλοι επαφή και για ορισμένους οικισμούς είχε σημασία σε τεχνολογικό κυρίως επίπεδο καθώς τα νέα εργαλεία διευκόλυναν τη ζωή τους. Οι κοινωνίες αυτές ήταν πιθανότατα ιεραρχημένες και συμμετείχαν ως ένα βαθμό σε εμπόριο μεγάλων αποστάσεων, το οποίο το θεωρούν μεν ως ένα από τα χαρακτηριστικά της Εποχής του Χαλκού αλλά δεν το υπερτονίζουν. Δέχονται τη διακίνηση μετάλλων, κεχριμπαριού και άλλων προϊόντων αλλά η συσχέτιση με βάση, για παράδειγμα, τα διακοσμητικά μοτίβα δεν θεωρούν ότι αποδεικνύει επαφές, καθώς είναι πολύ γενικής φύσης και τελικά μπορεί απλώς να αντανακλά επιλογές της τοπικής καλλιτεχνικής παραγωγής. Το σημαντικό σε μια περιοχή, κατά τους συγγραφείς, είναι να ερευνηθεί ο βαθμός αυτονομίας των οικισμών (οικονομία, περιβάλλον), και να δημιουργηθούν χάρτες κατανομής, που να λαμβάνουν υπόψη διάφορες παραμέτρους επίσης, πρέπει να γίνονται έρευνες σχετικές με τη σύσταση των μετάλλων, ώστε να μπορεί να διερευνηθεί το κατά πόσο ένα μέταλλο είναι σκόπιμο κράμα ή για να εντοπιστεί η πηγή προέλευσής του. Αυτά θα πρέπει να είναι μόνο ένα κομμάτι της όλης αναλυτικής διαδικασίας, που θα μπορεί να εξετάσει και να ερμηνεύσει τους μηχανισμούς των ανταλλαγών. Χρειάζονται πάντα πολλές μαρτυρίες και πληροφορίες, όπως εξειδικευμένη τυπολογική μελέτη, γνώση των τοποθεσιών των οικισμών, εντοπισμός γεωγραφικών περιφερειών (territories) και ίσως κάποια βοήθεια από την εθνογραφία. Τότε μόνο μπορεί κανείς να μιλήσει με σιγουριά για τυχαίες/σποραδικές ανταλλαγές, τοπική αναδιανομή ή οργανωμένο εμπόριο. Η αυτονομία των ευρωπαϊκών κοινοτήτων, που υποστήριζαν οι μελετητές εκείνης της εποχής, ήταν μια απάντηση στη διάδοση της προηγούμενης περιόδου, αν και δεν

16 έλειπαν και οι αρχαιολόγοι που διατήρησαν ως ένα βαθμό μια ιστορική προοπτική (Bouzek, 1966). Εκτός από θέματα που αφορούσαν τη χρονολόγηση και την εμφάνιση νέων στοιχείων αυτό που άλλαξε ήταν και ο τρόπος αντιμετώπισης των επαφών, που αφορούσαν μεγάλες αποστάσεις. Θεωρήθηκαν ως δευτερεύον στοιχείο χωρίς να αρνείται κανείς ότι ήταν ένα από τα γνωρίσματα της περιόδου. Τους αποδόθηκε όμως ένας ρόλος (μια συγκεκριμένη λειτουργία) που τις συνέδεε περισσότερο με την εμφάνιση σύνθετων μορφών κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης στην Ευρώπη. Θεωρήθηκε ότι μπορούν να εξηγήσουν αυτές τις δομικές αλλαγές και υποστηρίχθηκε η ύπαρξη, κατά την πρώιμη αλλά και τη μέση Εποχή του Χαλκού, ενός συστήματος στο οποίο η αυξανόμενη ζήτηση σε μέταλλο έκανε ισχυρούς αυτούς που μπορούσαν να ελέγχουν την αναδιανομή του σε περιφερειακό επίπεδο, χωρίς να είναι απαραίτητα οι ίδιοι μεταλλουργοί ή παραγωγοί μεταλλικών αντικειμένων. Κατά συνέπεια, για τη διατήρηση της εξουσίας τους σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο έπρεπε να επεκτείνουν το δίκτυο των ανταλλαγών τους και να αποκτήσουν εξωτικές πρώτες ύλες και αντικείμενα, που θα τους προσέδιδαν κύρος. Καθιερώθηκε έτσι μια μόνιμη άρχουσα τάξη, που επέβλεπε την παραγωγή και την διανομή των προϊόντων (Gilman, 1981 Champion et al., 1984 : Milisauskas, 1978). Ο νέος τρόπος εξέτασης των κοινωνιών, οι καινούριες ιδέες, η πιο συστηματική συμμετοχή και άλλων επιστημών και η συνεχής προσθήκη υλικού δημιούργησαν επιπλέον προβληματισμούς. Αφού δεχόμαστε ότι υπήρχαν οι σχέσεις Αιγαίου Ευρώπης, τότε ποιά ήταν η φύση και η σημασία τους; Πως εκφράζονται μέσα από τον υλικό πολιτισμό και πόσο θυμόμαστε, ότι αυτός δεν σχετίζεται απαραίτητα με νοητικές καταστάσεις, εθνικές υποδηλώσεις και δραστηριότητες πέρα από την επιβίωση και τη βιοτεχνία; Η ανάλυση της σύστασης των πρώτων υλών και των αντικειμένων είναι πάντα μια βέβαιη απάντηση; Οι χάρτες κατανομής μπορούν να μας πληροφορήσουν για τα εθνικά, γλωσσικά και γεωγραφικά όρια των πολιτισμικών ομάδων (Harding, 1984); Ο Bouzek αναφέρει (1985a), ότι οι κοινωνίες του παρελθόντος ήταν ολοκληρωμένες, λειτουργικές ενότητες απ τις οποίες απομένει μια μικρή και αποσπασματική εικόνα. Αναρωτιέται αν από την εικόνα αυτή είναι ασφαλές να συνδέσουμε δύο ή περισσότερες περιοχές βασιζόμενοι κυρίως σε ομοιότητες τεχνουργημάτων. Από την άλλη, λέει ότι πρέπει να υπολογίζονται και όσες πληροφορίες δεν διασώθηκαν στο αρχαιολογικό αρχείο. Επισημαίνει ακόμη ότι στις σχέσεις Αιγαίου Ευρώπης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η αρνητική εικόνα,

17 δηλαδή οι διαφορές μεταξύ των πολιτισμών τους μπορεί να βρίσκει κανείς ομοιότητες σε διακοσμητικά θέματα ή αντικείμενα αλλά το μεγαλύτερο τμήμα του πολιτισμού τους, όπως για παράδειγμα η κεραμική τους, είναι διαφορετικό. Αυτό αλλάζει και τον τρόπο θεώρησης των τυχόν επαφών. Σημειώνει ότι κατά την Εποχή του Χαλκού οι αντιλήψεις για την έννοια της οικονομίας ή της ατομικότητας, που συνήθως ταυτίζουμε με τις δικές μας, ήταν πιθανότατα διαφορετικές. Όπως αναφέρεται, oι σχέσεις Αιγαίου και υπόλοιπης Ευρώπης είναι ένα καλό παράδειγμα σχέσεων μεταξύ πολύ διαφορετικών κοινωνιών. Αν και οι βάρβαροι πληθυσμοί ήταν παραδοσιακοί, ήταν πρόθυμοι να βελτιώσουν τις τεχνολογίες τους και τις πολεμικές τεχνικές τους και ακόμη να υιοθετήσουν κάποια στοιχεία στη θρησκεία τους και στις συνήθειές τους. Θαύμαζαν τους νότιους πολιτισμούς και περιστασιακά συνέβαλαν στην καταστροφή τους, όταν η ισορροπία της δύναμης άλλαζε προς όφελός τους. Οικολογικοί παράγοντες, κυρίως κλιματικές αλλαγές, ήταν επίσης μεγάλης σημασίας για την ανάπτυξη και την πορεία του κάθε πολιτισμού. (Bouzek, 1985a&b). Στο έργα του αναφέρει ότι οι εισαγωγές κεχριμπαριού από τη Βαλτική στην ηπειρωτική Ελλάδα κορυφώθηκαν κατά την ΥΕ Ι-ΙΙ. Το εμπόριο κεχριμπαριού αν και σημαντικό για μας καθώς αποδεικνύει τις μακρινές επαφές, ήταν περιορισμένης σημασίας τότε σε σύγκριση με το εμπόριο μετάλλων, και φαίνεται, ότι οι Μυκηναίοι εισήγαγαν όχι μόνο κασσίτερο από τη Βρετανία αλλά και Τρανσυλβανικό χαλκό, χρυσό και ήλεκτρο. Ο χαλκός από τα Καρπάθια ήταν σημαντικός για όλη την κεντρική και βόρεια Ευρώπη και μάλλον αυτό ίσχυε και για τους Μυκηναίους. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες από την Ευρώπη δείχνουν, ότι οι επαφές ήταν πιο έντονες κατά τη διάρκεια της τελευταίας πόλης της Θήρας και των Λακκοειδών τάφων. Μετά την ΥΕ ΙΙ οι μαρτυρίες είναι λιγότερο σαφείς. Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για επαφή με την κεντρική Ευρώπη αλλά μέσα σε όσα υπάρχουν είναι και κάποια σχετικά με τη θρησκεία. Το Αιγαίο ήταν μια πηγή έμπνευσης για πολλές καινοτομίες στο ανατολικό τμήμα της κεντρικής Ευρώπης κατά την εποχή της μετάβασης από τη Μέση (Tumulus culture) στην Ύστερη (Urnfield culture) Εποχή του Χαλκού και κυρίως στα όπλα. Στη συνέχεια, όμως, η πορεία αυτής της επιρροής αντιστράφηκε (Bouzek, 1985a : 81,88&1985b). Ο Harding (1983, 1984) μιλά για επαφές με τα Καρπάθια κατά την ΥΕ Ι για την απόκτηση μετάλλων (χρυσό, χαλκό) επίσης για επαφές με τη Βαλτική (κεχριμπάρι) αλλά και με την κεντρική Ευρώπη, όπως και με περιοχές της κεντρικής και ανατολικής

18 Μεσογείου. Δεν πιστεύει στη θεωρία, ότι ο έλεγχος των καινούριων αυτών δρόμων ανταλλαγών ήταν ένας από τους τρόπους απόκτησης πλούτου για τους πρίγκιπες των Λακκοειδών, καθώς τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν υποστηρίζουν κάτι τέτοιο. Αναφέρει, επίσης, ότι η περίοδος της μεγαλύτερης διασποράς των μυκηναϊκών εμπορευμάτων σε βορρά και δύση ήταν η ΥΕ ΙΙΙ. Κρίνοντας από την κατανομή των τεχνουργημάτων στο χώρο και στο χρόνο, υποστηρίζει ότι η διάταξη (patterns) των επαφών δεν ήταν στατική. Συνεχίζει λέγοντας ότι κατά την ύστερη Εποχή του Χαλκού οι ομάδες που ζούσαν στην ηπειρωτική Ελλάδα είχαν έναν τύπο κοινωνικής δομής που δεν γνωρίζουμε από κανένα άλλο τμήμα της Ευρώπης. Αλλά και οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες στο βαρβαρικό κόσμο φαίνεται, με βάση τις διαθέσιμες μαρτυρίες, ότι ήταν αρκετά διαφορετικές. Τα πλαίσια μέσα στα οποία οργανώνονται οι επαφές είναι ποικίλα και πολλά πράγματα εξαρτώνται από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες κάθε περιοχής για το λόγο αυτό, το εμπόριο μπορεί να χαρακτηριστεί κοινωνικό, οικονομικό ή και τα δύο. Όλες οι ανταλλαγές έχουν κοινωνική λειτουργία αλλά πολλές από αυτές έχουν σε μικρότερο βαθμό οικονομική βάση, όπως για παράδειγμα η ανταλλαγή δώρων, που μπορεί να ευθύνεται για την παρουσία αντικειμένων σε μακρινές περιοχές. Σε άλλες περιπτώσεις, όπου μεγαλύτερη σημασία έχουν οι κοινωνικές παρά οι οικονομικές διαστάσεις, οι επαφές μπορεί να σχετίζονται με θέματα, όπως η αρνητική αμοιβαιότητα (negative reciprocity). Αρχαιολογικά δεν είναι πάντα εύκολο να γίνει διάκριση μεταξύ των δύο. Το οργανωμένο εμπόριο ως ένα βασικό στοιχείο της Εποχής του Χαλκού διεξαγόταν από κοινότητες αλλά και από μεμωνομένα άτομα (entrepreneurs). Σε έναν κόσμο χωρίς αγορές ή νόμισμα, κάπως έπρεπε να διασφαλιστεί η σταθερότητα στις τιμές. Το ανακτορικό σύστημα ήταν ένας τέτοιος σταθεροποιητικός θεσμός (Harding, 1984 : 34 9). Σύμφωνα με τον Hänsel, αυτό το σύστημα, που βρίσκεται σε αντίθεση με ό,τι επικρατούσε στην Ευρώπη και που είναι αποδεικτικό «...μιας σαφούς κοινωνικής διάρθρωσης και επαγγελματικής εξειδίκευσης, που χρησιμοποιεί τη γραφή και έχει γύρω του μια σειρά από εξαρτημένα κέντρα και αγροτικούς οικισμούς, που έχει έξοχα οργανωμένη και σύνθετη οικονομική και αποθεματική διαχείριση... εμπεριέχει την έννοια της αυτάρκειας και τη δυνατότητα της εξέλιξης σε οριοθετημένες τροχιές : ουσιαστικά δεν έχει ανάγκη κάποιου περίγυρου και πολύ περισσότερο, όταν ο περίγυρος αυτός είναι υπανάπτυκτος. Μόνο ένα κίνητρο θα μπορούσε να κινήσει το

19 ενδιαφέρον προς την περιφέρεια, και αυτό είναι η αναζήτηση πρώτων υλών» (1988 : 66, 68). Κατά την επικρατέστερη άποψη μεταξύ των ερευνητών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, το κυνήγι των πρώτων υλών διαμορφώνει ένα εμπορικό δίκτυο που απλώνεται στην Ευρώπη και μεταφέρει μαζί με τις διάφορες επιρροές και έναν καινούριο τρόπο ζωής. Οι βάρβαροι λαοί του βορρά (των Βαλκανίων, των Καρπαθίων και της κεντρικής Ευρώπης), δανείζονται από τους πολιτισμένους γείτονές τους, αρχιτεκτονικά στοιχεία, διακοσμητικά μοτίβα, ταφικά έθιμα ή ακόμη και σημεία γραφής που έχουν βρεθεί πάνω σε κεραμικά αντικείμενα (Furmánek, 2000). Κατά συνέπεια αναπτύσσεται ένας κοινός κώδικας, μια συμβολική γλώσσα, που προκύπτει από τη συνεχή μίμηση και υιοθέτηση των μυκηναϊκών συνηθειών. Η γλώσσα αυτή συνδέει τους δύο κόσμους με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση κοινών πίστεων δοξασιών, που γίνονται η βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αυτή η νέα πραγματικότητα προκαλεί μεγάλη οικονομική και τεχνολογική αλλαγή στην κεντρική Ευρώπη που επηρεάζει και την κοινωνία της. Για τη Ρουμανία και τη Σλοβακία ο Hänsel υποστηρίζει την κοινωνική μεταβολή βασιζόμενος στη μεταβολή της διάταξης των οικισμών ξεκινώντας από ένα κέντρο, όπου συγκεντρώνεται μεγάλος πληθυσμός, προχωράμε σε συνεχώς μικρότερες αλλά περισσότερες δορυφορικές θέσεις, που εξαρτώνται από αυτό (1988). Με την περιγραφή του Μυκηναϊκού ως ενός ανώτερου πολιτισμού, που εκμεταλλεύεται τις πηγές κατώτερων γειτόνων του και συμβάλλει στην ανάπτυξή τους, εισάγεται ουσιαστικά στη συζήτηση η θεωρία κέντρου περιφέρειας (Rowlands et al., 1987, Champion, 1989a). Είναι μια άποψη που ταυτίζεται σε πολλά σημεία με αυτή του Childe που, όπως είδαμε, υποστήριζε την ανάπτυξη της Ευρώπης μέσω της διοχέτευσης μετάλλων και άλλων υλικών στην ηπειρωτική Ελλάδα με τη συμμετοχή στο εμπόριο, που οργανωνόταν από τα μυκηναϊκά κέντρα, η Ευρώπη εξελίχθηκε σε τεχνολογικό και οικονομικό επίπεδο. O Sherratt, σχολιάζοντας τη θεωρία κέντρου περιφέρειας, υποστηρίζει ότι η Ευρώπη δεν ανήκε στη δεύτερη κατηγορία, και ότι, αν δεχτούμε την άποψη της ύπαρξης ενός τέτοιου διεθνούς οικονομικού διαχωρισμού, τότε η εικόνα θα ήταν μάλλον διαφορετική. Όπως αναφέρει, κατά την Εποχή του Χαλκού η Ευρώπη ήταν τμήμα ενός συστήματος, που θα ήταν πιο σωστό να διαιρεθεί σε κέντρο περιφέρεια περιθώριο (margin) δηλαδή, σε μια πυρηνική περιοχή, η οποία συγκέντρωνε νέα

20 στοιχεία (οικονομικά, τεχνολογικά, πολιτικά), μια ζώνη άμεσης εξάπλωσης των στοιχείων αυτών και μια περιθωριακή ζώνη, η οποία απορροφούσε επιλεκτικά κάποιες από τις καινοτομίες. Η Ευρώπη, που ανήκε στην περιθωριακή ζώνη, αποδέχτηκε με διαφορετικό τρόπο σε κάθε περιοχή της τις καινοτομίες αυτές ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες, τις κοινωνικές δομές και το πολιτισμικό υπόβαθρο κυρίως, όμως, διατηρώντας την ανεξαρτησία της (1993a&b : 337). Με βάση τα παραπάνω, υποστηρίζει, ότι η κεντρική και η βορειοκεντρική Ευρώπη είχαν ήδη το δικό τους δίκτυο εντατικών εμπορικών επαφών πολύ πριν έρθουν σε επαφή με το Αιγαίο, ενώ η ηπειρωτική Ελλάδα είχε στραφεί στον πλούτο των βόρειων αυτών περιοχών, πριν εμφανιστεί ο Μυκηναϊκός πολιτισμός. Ακόμη και όταν άρχισαν οι επαφές με το νότο, οι βόρειες ομάδες σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν εξαρτημένες από τους αναπτυγμένους Μυκηναίους. Οι αλλαγές που παρατηρούνται, ως αποτέλεσμα της σχέσης με τα νότια αστικά κέντρα, είναι περισσότερο κοινωνικές και πολιτισμικές παρά οικονομικές και πολιτικές και για το λόγο αυτό οι προαναφερθείσες περιοχές της Ευρώπης, δεν μπορούν να ονομαστούν περιφέρεια. Μέσα από την επικοινωνία με την ηπειρωτική Ελλάδα υιοθετήθηκαν στοιχεία του υλικού πολιτισμού (π.χ. τεχνολογικά) αλλά και σύμβολα εξουσίας, που ένωναν ιδεολογικά τις δύο περιοχές (π.χ. σύμβολα του πολεμικού ιδεώδους/ήθους) οι ευρωπαϊκές κοινωνίες όμως δεν ανέπτυξαν κάποιου είδους εξάρτηση από μια σταθερή προς αυτές ροή εξωτικών αγαθών, καθώς αυτό, όπως λέει ο συγγραφέας, είναι ένα χαρακτηριστικό της 1 ης χιλιετίας π.χ. Οι επαφές έγιναν αφορμή μιας πιο στενής σχέσης μόλις κατά τον 13 ο και 12 ο αι. π.χ. Η Ευρώπη βρισκόταν στο περιθώριο του παγκόσμιου συστήματος της Εποχής του Χαλκού, το οποίο την άλλαξε μεν αλλά χωρίς να αποτελεί ένα ενεργό τμήμα του (Sherratt 1987, 1994a&b). Προσπάθεια να εντάξει τις σχέσεις Ευρώπης και Αιγαίου μέσα σε ένα παγκόσμιο σύστημα έγινε και από τον Kristiansen. Με βάση τις απόψεις του, παρατηρείται ότι «...από το 2000 π.χ. και εξής, μια επέκταση των διεθνών ανταλλαγών επιτάχυνε το ρυθμό της αλλαγής των περιφερειακών πολιτισμικών παραδόσεων. Η εξάπλωση αυτή, μέσω της τεχνολογίας του χαλκού, προκάλεσε εξάρτηση ως προς την προμήθεια του μετάλλου και της γνώσης των τεχνικών επεξεργασίας του μεταξύ διαφορετικών περιοχών. Αν η ισορροπία των διεθνών ανταλλαγών αυτού του συστήματος άλλαζε για κάποιο λόγο, τότε θα επηρεαζόταν όχι μόνο το τοπικό αλλά και ένα πολύ ευρύτερο επίπεδο. Οι παραδόσεις κάθε περιοχής, διατηρούνταν παρά την αφομοίωση των νέων

21 στοιχείων θα υπήρχε όμως μια κοινή βάση όσον αφορά τη μεταλλουργική γνώση και τις κοινές παραδόσεις κοινωνικών και θρησκευτικών συστημάτων αξιών που θα συνόδευαν τη μετακίνηση του χαλκού» (1994 : 7). Μέσα από αυτό το πρίσμα, ο Kristiansen αντιμετωπίζει τη μεταλλουργία (στις αρχές της 2 ης χιλιετίας π.χ.) ως έναν από τους παράγοντες της εμφάνισης μιας κάπως σύνθετης κοινωνικής οργάνωσης στις μεταλλοφόρες περιοχές της Κεντρικής Ευρώπης. Στη μετάδοση της νέας τεχνολογίας συνέβαλαν οι περιοχές του Καυκάσου και της ανατολικής Μεσογείου. Από το /1500 π.χ. ένα μεγάλο κέντρο παραγωγής και διανομής μετάλλου αναπτύσσεται στα Καρπάθια και εκτείνεται ως την κεντρική Ευρώπη. Η κοινωνική οργάνωση μπορεί πια να χαρακτηριστεί σύνθετη σε σχέση με την προηγούμενη φάση. Ο ρόλος των πολιτισμών αυτής της περιοχής ήταν αυτός ενός κέντρου που συνδεόταν με τον αιγαιακό κόσμο, και μετέφερε σε μεγάλα μέρη τις Ευρώπης τις επιρροές του (Kristiansen, 1994 : 17). Ο Harding (1993, 2000), από την άλλη, υποστηρίζει το μοντέλο της ύπαρξης πολλών μικρών πυρήνων, οι οποίοι είχαν αποκτήσει σημασία σε τοπικό επίπεδο και βρίσκονταν σε αλληλεπίδραση με τις γειτονικές κοινότητες και ίσως με άλλες πολύ πιο μακρινές. Κάποια από αυτά τα κέντρα ίσως είχαν το ρόλο του πυρήνα, με το περιεχόμενο που έχει σε ένα παγκόσμιο σύστημα, ενώ άλλοι είχαν κυρίως τοπική σημασία. Αναφέρει επίσης ότι για να αντιληφθεί κανείς τη σημασία του κόσμου της Εποχής του Χαλκού πρέπει να εξετάσει το πλαίσιο (context) και την κλίμακα (scale) κάθε κοινωνίας ξεχωριστά, να εντοπίσει τις επικράτειες (territories) κάθε κοινότητας/οικισμού και έτσι να μελετήσει καλύτερα την επικοινωνία της με τις άλλες. Αυτό που γενικότερα χαρακτηρίζει τις απόψεις του (όπως και στα παλαιότερα έργα του) είναι η έννοια της αυτονομίας, την οποία δεν εφαρμόζει, όπως λέει, με διάθεση συστημικής προσέγγισης του πολιτισμού. Άλλωστε η ίδια η μελέτη του υλικού, που διακρίνει διάφορα σύνολα δεδομένων σε πολιτισμούς, ενέχει από μόνη της την ιδέα της αυτονομίας. Το πρόβλημα είναι, ότι μια τέτοια μελέτη επηρέασε και την αντίληψή μας για την τότε πραγματικότητα. Καταλήγει λέγοντας ότι η αντίληψη του κόσμου για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής δεν θα ξεπερνούσε τα όρια του τοπικού επιπέδου. Η εμφάνιση ωστόσο αντικειμένων που δεν ήταν διαθέσιμα στην περιοχή τους, τους έκανε να αισθάνονται ότι ήταν τμήμα ενός παγκόσμιου συστήματος, ενός δικτύου ή συνόλου δικτύων, που ένωναν τους κατοίκους του βορρά με αυτούς του νότου

22 Τέλος, οι Kristiansen&Larsson (2005) τονίζουν, ότι η Εποχή του Χαλκού διαφέρει από την προγενέστερή της καθώς και από αυτή που την ακολουθεί. Συνοδεύεται από την εμφάνιση νέων μορφών πολιτισμικών και κοινωνικών ταυτοτήτων καθώς και μιας νέας πολιτικής οικονομίας. Είναι η αρχή της εποχής των ηρωϊκών ταξιδιών, της μετάδοσης πολιτισμικών στοιχείων και της κοινωνικής μεταρρύθμισης. Γι αυτή την περίοδο της προϊστορίας, η σημασία των ταξιδιών (κοντινών ή μακρινών) ήταν μεγάλη, όπως επίσης του εμπορίου και γενικότερα της επικοινωνίας. Μιας επικοινωνίας που έφερνε σε επαφή βορρά και νότο και εισήγαγε μαζί με άλλα στοιχεία και νέους θεσμούς, οι οποίοι συνέβαλαν στην κοινωνική αλλαγή της Ευρώπης οι επιρροές, όμως, ήταν αμφίδρομες. Η συνάντηση εμπόρων από την ηπειρωτική Ελλάδα και την κεντρική και βόρεια Ευρώπη ήταν ευκαιρία για ανταλλαγή προϊόντων, ιδεών και γνώσεων. Η νέα ιεραρχημένη κοινωνία της Ευρώπης, που αναδύεται εκεί κατά τον 17 ο αι. π.χ., είναι επηρεασμένη από τους Μυκηναίους. Δέχεται σύμβολα, μέρος του υλικού τους πολιτισμού (μαζί και αντικείμενα κύρους) και νέους θεσμούς, δίνοντας πρώτες ύλες, γνώση τεχνικών και προϊόντα. Οι πολεμιστές, μια καινούρια τάξη, που εμπνέεται από το μυκηναϊκό πολεμικό ήθος και το υιοθετεί, δημιουργεί μια δική της ταυτότητα και όπως και για τους τοπάρχες, τα ταξίδια γίνονται τμήμα της ταυτότητας αυτής. Με τη συνεχή επικοινωνία δημιουργούνται ισχυροί δεσμοί με την ανατολική Μεσόγειο, που συντηρούνται και με την ανταλλαγή δώρων επιστρέφοντας στο βορρά οι πρώτοι αυτοί ταξιδευτές φέρνουν μαζί τους νέα τελετουργικά τυπικά και νέες τέχνες, που ενσωματώνονται στις κατά τόπους παραδόσεις και γίνονται μέρος τους. Ήταν αυτοί «...που δημιούργησαν τις πρώτες μυθολογικές επικές αφηγήσεις (sagas) για μια μακρινή και ισχυρή καταγωγή, και με τον καιρό έγιναν τοπικοί ήρωες, που λατρεύτηκαν μέσα από την προφορική παράδοση, μέσα από τελετουργίες στις ξακουστές ταφές τους, ή με τις βραχογραφίες που αφηγούνταν το ταξίδι τους. Με τον τρόπο αυτό τα ταξίδια τους στο γεωγραφικό χώρο μετατράπηκαν σε ταξίδια στο χρόνο μέσα σε έναν κοσμολογικό χώρο» (Kristiansen& Larsson, 2005 : 209)

23 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Όσα αναφέρθηκαν στην εισαγωγή αποτελούν ουσιαστικά τα ερεθίσματα για την παράθεση αυτών που ακολουθούν. Είδαμε, μέσα από την ιστορία της έρευνας, πως εξελίχθηκε ή μεταβλήθηκε η σκέψη των ερευνητών κατά τη διάρκεια εκατό και πλέον χρόνων για το θέμα που μας ενδιαφέρει. Όλα όσα υποστηρίχθηκαν και παρουσιάστηκαν σύντομα παραπάνω, αφορούν την εξέταση ενός ζητήματος (των διαπολιτισμικών σχέσεων), το οποίο όταν αφορά προϊστορία καταλήγει να γίνεται ιδιαίτερα προβληματικό. Εδώ θα δούμε από την αρχή όσες απόψεις διατυπώθηκαν και όσες μεθόδους ακολουθήθηκαν ξεκινώντας από τους λόγους που τις υπαγόρευσαν. Με τον τρόπο αυτό θα γίνουν ίσως πιο ξεκάθαρες οι δυσκολίες που ακολουθούν ένα τέτοιο ερώτημα όταν πρέπει να τεθεί για εποχές τόσο μακρινές στο χρόνο. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΟΙ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Δεν είναι λίγες οι φορές που οι διάφορες επιστήμες, όπως η ιστορία, η πολιτική, η οικονομία και πολλοί άλλοι τομείς, βάσισαν τις θεωρίες, τις μεθόδους και τα συμπεράσματά τους στην έννοια της σχέσης. Η συμβατότητα ή η μη συμβατότητα ουσιών, ιδεών, συμφερόντων, λαών, τεχνοτροπιών, κοσμοθεωριών όρισαν τις καταστάσεις, τους τρόπους ζωής, τις εφευρέσεις, τις ανακαλύψεις. Ερωτήματα όπως, σε τι θέση βρίσκεται κάτι σε σχέση με κάτι άλλο και η ακόλουθη κατηγοριοποίηση των απαντήσεων, αποτέλεσαν πολλές φορές το υπόβαθρο και την υπόδειξη για την κατασκευή της πραγματικότητας και του τρόπου σκέψης. Ο συσχετισμός ή η σύγκριση ήταν και είναι σε πολλές περιπτώσεις το μέσο για τον ορισμό, τον προσδιορισμό ή τον αυτοπροσδιορισμό ατόμων, λαών, συνθηκών, πολιτισμών αυτά, για να αναφερθούν μόνο όσα έχουν σχέση με τον άνθρωπο, αν και η χρήση της συσχέτισης δεν έχει περιοριστεί μόνο σ αυτόν. Η τακτική της σύγκρισης και της αναζήτησης σχέσεων μεταξύ πραγμάτων και ανθρώπινων ομάδων εφαρμόστηκε πολλές φορές για την

24 κατανόηση των κάθε φορά κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών καταστάσεων. Το παλιό και το νέο, το γνωστό και το άγνωστο, το ίδιο και το διαφορετικό, το οικείο και το ξένο, το ανώτερο και το κατώτερο είναι μόνο λίγοι από τους πολλούς διαχωρισμούς που δημιουργήθηκαν. Ως προς την προϊστορία, η έννοια της σχέσης χρησιμοποιήθηκε επίσης σε πολλές περιπτώσεις μεθόδων και θεωριών. Σε κάθε χρήση της και ειδικότερα για την περιγραφή της επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπινων ομάδων σε διάφορες περιοχές, δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα απ όσα έλυνε με τα συμπεράσματα που έδινε. Η ανάγκη για σαφείς ορισμούς ή έστω για ορισμούς και η απαίτηση για προσεκτική επιλογή κάθε όρου που θα ένωνε τα κομμάτια του παρελθόντος οδηγούσε σε όλο και πιο έντονη αμφισβήτηση παρά σε συμφωνία μεταξύ των ερευνητών. Όσα συσσωρεύτηκαν στο χώρο κατά τη διάρκεια των τελευταίων χιλιετιών αλλά και ο κόσμος, όπως τον ζούμε και τον αντιλαμβανόμαστε σήμερα, δυσχεραίνουν μια τέτοια διαδικασία. Είναι δύσκολο να φανταστούμε τις περιοχές, που εξετάζονται κάθε φορά, ως εκτάσεις που κατοικούνται από ανθρώπους που δεν έχουν τους σημερινούς πολιτικούς περιορισμούς και μπορούσαν να κινούνται στο τοπίο με τους δικούς τους κανόνες, αν υπήρχαν. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε ή να φανταστούμε ποιοι ήταν οι δικοί τους περιορισμοί και για ποιους λόγους τους προσπερνούσαν. Δεν μπορούμε να τους περιγράψουμε με ικανοποιητικές λέξεις καθώς όροι όπως πολιτισμός ή κοινωνία άλλες φορές είναι πολύ γενικοί και ανοιχτοί σε παραλλαγές και άλλες αφήνουν ερωτήματα σχετικά με το ποια είναι τα όρια τους που, δηλαδή, αρχίζει και που τελειώνει ένας πολιτισμός ή μια κοινωνία ή οποιοσδήποτε χαρακτηρισμός έχει επιβληθεί κατά καιρούς. Δεν ξέρουμε για ποιους λόγους επικοινωνούσαν εκείνοι οι άνθρωποι και με ποιο τρόπο. Ίσως ο τίτλος διαπολιτισμικές σχέσεις να είναι ακατάλληλος ή πολύ συμβατικός για ένα μεγάλο τμήμα της προϊστορίας οι σχέσεις, ωστόσο, αυτές μελετήθηκαν. Η έκταση και η σημασία τους μεγάλωνε ή μειωνόταν ανάλογα με τις μεθόδους και τις θεωρίες που ακολουθούνταν ή ανάλογα με το ποια συμπεράσματα εξυπηρετούσαν κάθε περίοδο. Η αρχαιολογία δεν μπόρεσε να ξεφύγει εύκολα από το παρόν της και στην πορεία της το κατανόησε πολύ καλά αυτό. Ο τρόπος με τον οποίο οι διάφορες φάσεις της αντιμετώπισαν το ζήτημα των σχέσεων των προϊστορικών ανθρώπων και οι ονομασίες που δόθηκαν σ αυτές, περιγράφονται στη συνέχεια

25 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΛΗ 19 ΟΥ ΑΙ. ΩΣ ΤΟΝ Β ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ Τον 19 ο αι., όταν διατυπώθηκε η θεωρία της εξέλιξης, υποστηρίχθηκε ότι θα μπορούσε να αφορά περισσότερους από έναν τομείς. Ό,τι ίσχυε για τα έμβια όντα, θα μπορούσε να ισχύει και για τα κοινωνικά/πολιτισμικά φαινόμενα, με κάποιες τροποποιήσεις. Θεωρήθηκε λογικό να κυβερνώνται και αυτά από νόμους, τους οποίους μπορεί ν αποκαλύψει η επιστήμη. Οι νόμοι αυτοί είναι γενικώς ισχύουσες αλήθειες και είναι ίδιοι για παρόν και παρελθόν. Η πορεία των κοινωνιών μπορούσε να συγκριθεί με τη βιολογική πορεία ενός ζωντανού οργανισμού. Κατά την ίδια περίοδο, η τεχνολογική πρόοδος και η βιομηχανοποίηση δημιούργησαν ένα νέο τοπίο για τους λαούς που τα γνώρισαν. Πέρα από τις προοπτικές που προσέφεραν, προκάλεσαν και αλλαγές που δεν μπορούσαν να ελεγχθούν εύκολα ειδικότερα από έναν κόσμο που ως τότε ζούσε διαφορετικά. Τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα που εντάθηκαν στα τέλη του αιώνα έδωσαν ώθηση στην εμφάνιση αντιλήψεων που άλλαξαν για ακόμη μια φορά την εικόνα για το παρελθόν αλλά και τη σχέση των ανθρώπων με αυτό. Η ευθύνη που, όπως πιστευόταν, έφεραν οι γειτονικές χώρες και η πρόοδος για τη δεινή θέση κάθε κράτους, οδήγησε σε έναν συνεχώς αυξανόμενο εθνικισμό που αντικατέστησε τον πολιτισμικό εξελικτισμό. Οι χώρες της Ευρώπης άρχισαν να αναζητούν τρόπους σύνδεσης με το παρελθόν τους μέσω των μνημείων, των μύθων και της λαογραφίας. Αυτή η στροφή που τόνιζε την ανακάλυψη της ιστορίας για κάθε λαό, άρχισε να επηρεάζει και να χαρακτηρίζει και την αρχαιολογία. Σε περιοχές μάλιστα όπως η βόρεια και κεντρική Ευρώπη, η αρχαιολογία ήταν συνδεδεμένη με την εθνική συνείδηση σε όλη τη διάρκεια του αιώνα (Trigger, 1989 : 149). H έρευνα συσσώρευε σταδιακά νέα στοιχεία για την προϊστορική αρχαιολογία και το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε λίγο αργότερα στα τεχνουργήματα και όχι τόσο στα εντυπωσιακά μνημεία, τα οχυρά και τους τάφους. Αυτό είχε άμεση σχέση με τα παραπάνω. Τα διάφορα έθνη, παλιά και νεοϊδρυμένα, ήθελαν και έπρεπε να βρουν το παρελθόν τους για το λόγο αυτό ήταν ανάγκη να διερευνηθεί η πορεία και η συνέχειά τους στο χρόνο και στο χώρο. Οι αρχαιολόγοι έδωσαν βάρος στην αποτύπωση της γεωγραφικής κατανομής διακριτών τύπων τεχνουργημάτων (συνόλων ή μεμονωμένων). Οι χάρτες που προέκυπταν από τη μέθοδο αυτή επέτρεπαν την παρακολούθηση των

26 κινήσεων διαφόρων λαών και την ακόλουθη συσχέτισή τους με γνωστές ιστορικές ομάδες. Μέσα στο κλίμα αυτό γεννήθηκαν νέες ιδέες. Άρχισαν να αμφισβητούνται και να απορρίπτονται έννοιες όπως η πρόοδος και ο βιολογικός ντετερμινισμός. Η πρώτη ήταν υπεύθυνη για την κοινωνική αστάθεια και τα καθημερινά προβλήματα. Ο δεύτερος υποστήριζε μια σειρά διαδοχικών και κοινών για όλους τους ανθρώπους σταδίων μια τέτοια θεωρία δεν συμβάδιζε με την πίστη στην φυλετική διαφορετικότητα, που καλλιεργούνταν τότε. Αντίθετα, κυριαρχούσαν απόψεις που τόνιζαν ότι η κάθε εθνική ομάδα ήταν ξεχωριστή βιολογικά και η ανθρωπότητα δεν χαρακτηριζόταν από την τάση να εφευρίσκει, να προχωρά και να αλλάζει διαρκώς η φύση της αντιστεκόταν στην πρόοδο. ΔΙΑΔΟΣΗ Όλα αυτά διαπότισαν την αρχαιολογική σκέψη, αν και πολλές φορές η αρχαιολογία ήταν αυτή που διατύπωσε πρώτη τέτοιες προτάσεις. Η άρνηση της εξέλιξης και η έμφαση στο στατικό χαρακτήρα του πολιτισμού, αποτέλεσαν τον πυρήνα της θεωρίας τη διάδοσης (diffusionism). Η ανεξάρτητη ανάπτυξη των διαφόρων πολιτισμικών στοιχείων και εφευρέσεων δεν γινόταν αποδεκτή. Αυτό που μάλλον συνέβη ήταν η εξάπλωση των νέων στοιχείων με διάφορους τρόπους όπως η μετανάστευση λαών, οι επιδρομές, οι πόλεμοι. Οι εθνικές ομάδες είχαν και έχουν ξεχωριστές και συγκεκριμένες ιδιοσυγκρασίες. Η εμφάνιση καινούριων πραγμάτων θα μπορούσε να οφείλεται σε μια σειρά τυχαίων περιστατικών που πρωτοεντοπίζονται στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή και από εκεί διαδίδονται παντού. Έτσι έγινε αντιληπτός ο πρώτος έμμεσος τρόπος με τον οποίο ήρθαν σε επαφή οι πολιτισμοί του παρελθόντος και μοιράστηκαν ιδέες και συνήθειες. Η διάδοση θεωρήθηκε ως ο πιο πιθανός λόγος της πολιτισμικής αλλαγής καθώς ήταν ο μηχανισμός που ένωνε τους διάφορους λαούς και επέφερε μεταβολές στον τρόπο ζωής τους. Η εξελικτική αντίληψη, που ενέπνεε την προϊστορική αρχαιολογία στη δυτική Ευρώπη, αντικαταστάθηκε από την ιστορική προσέγγιση. Πολλοί ήταν οι μελετητές που βασίστηκαν σ αυτή για να μιλήσουν για μακρινές στο χρόνο περιόδους και κάποιοι από αυτούς θα αναφερθούν στην πορεία. Από τους κύριους, ωστόσο, υποστηρικτές της διάδοσης και με μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση της εικόνας για ένα μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής προϊστορίας ήταν ο O. Montelius

27 Παρόλο που το όνομά του έχει συνδεθεί στενά με την παραπάνω θεωρία, έχει χαρακτηριστεί ως μετριοπαθής στις απόψεις του. Μελέτησε μια μεγάλη ποσότητα αρχαιολογικού υλικού έχοντας επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στην προϊστορική χρονολόγηση. Χρησιμοποίησε εξελικτικές παρατηρήσεις και βελτίωσε την αλληλοδιαδοχική προσέγγιση (seriational approach) των αντικειμένων που πρότεινε ο Thomsen. Η τυπολογική του μέθοδος σημείωνε παραλλαγές στη μορφή και τη διακόσμηση τεχνουργημάτων που ανήκαν σε διάφορες κατηγορίες. Τα αντικείμενα αυτά προέρχονταν από όλη την Ευρώπη και σκοπός του ήταν να δημιουργήσει και να συσχετίσει μια σειρά περιφερειακών χρονολογιών. Εφάρμοσε βιολογικές αναλογίες στον τρόπο μελέτης του αλλά τόνισε και τις ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες κατασκευάστηκαν όσα ερεύνησε (Trigger 1989 Gosden 1999). Χώρισε σε φάσεις την Εποχή του Χαλκού για την Ευρώπη και τη συνέδεσε με την Ανατολή, απ όπου είχαν έλθει οι καινοτομίες με κύματα διάδοσης ή μετανάστευσης μέσω των Βαλκανίων και της Ιταλίας. Άρα η ΝΑ Ευρώπη προπορευόταν πάντα λόγω της γειτνίασης με τα κέντρα της πολιτισμικής ανάπτυξης. Σύμφωνα με τον Montelius η προσέγγισή του ήταν αντικειμενική και ουσιαστικά υπαγορευμένη από τα ίδια τα ευρήματα ενώ τα συμπεράσματά του ευνόησαν την εικόνα της ύπαρξης πολιτισμικών πυρήνων και αντίστοιχων περιφερειών (Trigger, 1989 : 157). Με βάση τις παρατηρήσεις του σχετικά με τον προϊστορικό υλικό πολιτισμό, τα συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε είναι : α) Ο πολιτισμός στην Ανατολή είναι πολύ παλιός β) Ο πολιτισμός μπορεί να διαδοθεί γ) στοιχεία του πολιτισμού διαδόθηκαν από την Ανατολή στην Ευρώπη δ) η διάδοση ιστορικά χρονολογημένων ανατολικών τύπων μας δίνει τη βάση για να βάλουμε την Ευρώπη σε ένα πλαίσιο ιστορικής χρονολόγησης ε) οι προϊστορικοί ευρωπαϊκοί πολιτισμοί είναι πιο φτωχοί από τους ανατολικούς, δηλαδή πιο πρόσφατοι (Childe, 1939 : 10). Η ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Όπως ο Μontelius ήταν ένας από αυτούς που ταυτίστηκαν με τη διάδοση έτσι και ο V. G. Childe ταυτίστηκε, εκτός από τη διάδοση και με τον ορισμό του πολιτισμού για την προϊστορία. Στην πραγματικότητα, η ονομασία γεωγραφικά και χρονικά συγκεκριμένων συνόλων προϊστορικού αρχαιολογικού υλικού ως πολιτισμών και η ταύτισή τους με απομεινάρια εθνικών ομάδων φαίνεται να υπάρχει ανεξάρτητα σε έναν αριθμό

28 αρχαιολόγων. Εφαρμόστηκε συστηματικά από τον G. Kossina, που τον συνέδεσε με το γερμανικό έθνος και τους Ινδοευρωπαίους καθώς από αυτούς, όπως υποστήριξε, διαδόθηκε ο πολιτισμός. Ο Childe υιοθέτησε τον ορισμό, όπως τον διατύπωσε ο Kossina, απορρίπτοντας τις φυλετικές του διαστάσεις (Trigger, 1989). Τον συνδύασε με τη χρονολόγηση του Montelius και με την πίστη στη διάδοση. Άφησε, ωστόσο, περισσότερο χώρο στην εφευρετικότητα των προϊστορικών ανθρώπων. Όπως πίστευε, κάποια τεχνουργήματα ή πρακτικές (προχειροφτιαγμένη κεραμική, ταφικά έθιμα, διακοσμητικά αντικείμενα), ήταν ανθεκτικά στις αλλαγές και λόγω της συνεχούς και αμετάβλητης παρουσίας τους μπορούσαν να αποτελέσουν διαγνωστικά στοιχεία των διάφορων πολιτισμών. Αντίθετα, η χρηστική αξία εργαλείων, όπλων και άλλων τεχνολογικών εφευρέσεων διαδίδονταν γρήγορα από τη μια ομάδα στην άλλη μέσω εμπορίου ή αντιγραφής και μπορούσαν να βοηθήσουν στην εξακρίβωση χρονολογιών και συσχετισμών. Οι ομοιότητες των αντικειμένων διαφορετικών περιοχών/πολιτισμών ήταν ένδειξη ή και απόδειξη κάποιου είδους επαφής μεταξύ τους. Η ιστορική πολιτισμική θέση του προσπάθησε να εξισώσει τη μελέτη της προϊστορίας με αυτή της ιστορίας και θέλησε, πολλές φορές, να αφηγηθεί όσα πιθανότατα έλαβαν χώρα στο μακρινό παρελθόν. Η αλλαγή ερχόταν από εξωτερικούς παράγοντες (διάδοση, μετανάστευση) και η απουσία τους σήμαινε τη συνέχεια στο χρόνο. Για τον Childe η παραπάνω προσέγγιση εξηγούσε πολύ καλύτερα τη γεωγραφική και χρονική διαφοροποίηση του αρχαιολογικού αρχείου απ όσο οι παλαιότερες αντιλήψεις. Όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή, ο Childe ενδιαφέρθηκε για την κοινωνία και την οικονομία των προϊστορικών ανθρώπων θέλησε να διακρίνει τους θεσμούς, τις συνήθειές τους και τον τρόπο ζωής τους. Χρησιμοποίησε αρκετές σύγχρονες έννοιες και περιέγραψε καταστάσεις, που μπορούσαν να επαληθευτούν μόνο για τη σύγχρονη πραγματικότητα. Μίλησε για Αστική Επανάσταση, κέντρο και περιφέρεια, εμπόριο και εμπορικούς δρόμους, κοινωνικές τάξεις, προϊστορικές αγορές (markets), εμπορικά δίκτυα, παγκόσμιο σύστημα, κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις των επαφών, μεταναστεύσεις, και γενικότερα επικοινωνία με κάθε δυνατό τρόπο (Childe, 1925, 1929, 1957, 1958). Θέλησε να δει τον κόσμο της Εποχής του Χαλκού σαν ένα ενιαίο σύστημα, στο οποίο κανένα μέρος δεν μπορούσε να κατανοηθεί χωριστά από τα υπόλοιπα (Sherratt, 1994a : 336). Σε όλο το έργο του δίνει μεγάλη σημασία στο ρόλο της τεχνολογίας αυτή τροποποιεί τον εξωτερικό κόσμο μέσω της ανθρώπινης διάνοιας και διαφοροποιεί τις διαδοχικές περιόδους (Childe, 1944), ενώ η στάση του απέναντι

29 στον υλικό πολιτισμό έχει χαρακτηριστεί, μεταξύ άλλων, και ευνοϊκή προς τον λειτουργισμό (Trigger, 1989&1994). Η πολιτισμική ιστορία βασίζεται στον επαγωγικό συλλογισμό (inductive reasoning) προσπάθησε να καταλήξει σε γενικά συμπεράσματα μέσα από επιμέρους στοιχεία που δεν μπορούσαν πάντα να εντοπιστούν στο αρχαιολογικό αρχείο. Είχε ως αιχμή της τη διάδοση (λιγότερο ή περισσότερο) και έδωσε μια πρώτη εξήγηση για τον τρόπο, με τον οποίο επικοινωνούσαν οι διάφοροι πολιτισμοί, παρόλο που οι ιδέες και οι μέθοδοί της δεν ήταν πειστικές για όλους. Ενδιαφερόταν για τη δυναμική εικόνα του παρελθόντος ή τουλάχιστον μια τέτοια εικόνα έπλασε και δεν δεχόταν τη μονογραμμική εξέλιξη του πολιτισμού ή των κοινωνιών, συνδέοντας με αυτόν τον τρόπο τις περιοχές ενός μεγάλου τμήματος του πλανήτη. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Β ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ Μετά τις παγκόσμιες συνέπειες του πολέμου και την αλλαγή στο συσχετισμό των δυνάμεων, μια νέα πραγματικότητα δημιουργήθηκε. Πολλές από τις πίστεις που είχαν καλλιεργηθεί τα προηγούμενα χρόνια, άρχισαν να αλλάζουν. Μεγάλη ήταν η επιρροή των Η.Π.Α. στη διαμόρφωση των νέων δεδομένων αλλά και στις προσεγγίσεις της αρχαιολογίας που άρχισε να συνδέεται πιο στενά με την ανθρωπολογία, η οποία ενδιέφερε περισσότερο τη συγκεκριμένη χώρα. Οι μεταβολές στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, η επιστροφή στην πεποίθηση ότι η τεχνολογική πρόοδος είναι η απάντηση σε πολλά προβλήματα και η γενικότερη αισιοδοξία για τις λύσεις που μπορεί να προσφέρει η επιστήμη, διαφοροποίησαν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε η αρχαιολογία τις σχέσεις των παρελθοντικών πολιτισμών. Οι υλιστικές αντιλήψεις και η επανεμφάνιση του πολιτισμικού εξελικτισμού επηρέασαν την ανθρωπολογία και την αρχαιολογία στην Αμερική. Στην Ευρώπη, κάθε χώρα ακολούθησε τις δικές της επιρροές (Γαλλία, Γερμανία) και άλλες όπως η Βρετανία τροποποίησαν τις μεθόδους και τις αναζητήσεις τους, για να συμβαδίσουν με την κυρίαρχη τάση. Η επίδραση πάντως των ερευνητών της άλλης άκρης του Ατλαντικού ήταν έντονη. Κατά τις δεκαετίες του 1940 και του 50 σε Ευρώπη και Αμερική οι έρευνες περιορίζουν όλο και περισσότερο τη χωρική κλίμακά τους, ενώ μεγάλο ρόλο σ αυτό

30 έπαιξαν και οι πρωτοποριακές μελέτες που ασχολήθηκαν με το τοπίο (π.χ. του G. R. Willey). Το ενδιαφέρον στράφηκε από τις σχέσεις μεταξύ μακρινών και εκτεταμένων περιοχών στις σχέσεις μεταξύ θέσεων μέσα σε συγκεκριμένα όρια η μελέτη αυτών των σχέσεων θα επιτυγχανόταν με τη μελέτη της διάταξης των οικισμών της κάθε περιφέρειας. Έτσι θα ανιχνεύονταν οι κοινωνικές δομές της εξεταζόμενης περιοχής αλλά και οι διαδικασίες που τις διαμόρφωσαν. Άλλωστε, θεωρίες, όπως ο περιβαλλοντικός ντετερμινισμός της πολιτισμικής οικολογίας (cultural ecology) του J. Steward και έρευνες που είχαν ως σκοπό τους τα μέσα επιβίωσης των προϊστορικών οικισμών (π.χ. G. Clark) δεν μπορούσαν παρά να αναφέρονται σε μικρής κλίμακας κοινωνίες έτσι θα εφαρμόζονταν καλύτερα οι καινούριες ιδέες και θα γινόταν δυνατή η πιο συστηματική και λεπτομερής καταγραφή όσων ενδιέφεραν τους ερευνητές (Trigger 1989 Gosden 1999). Κατά την περίοδο αυτή (δεκαετίες ), εκδηλώθηκε μια έντονη ανάγκη να βρεθεί ο αντίλογος στη διάδοση και στις ιστορικές μεθόδους. Αυτό το αρνητικό κλίμα προκάλεσε τη διχοτόμηση μεταξύ ιστορίας και επιστήμης. Οι απλοϊκές, όπως πιστευόταν, ερμηνείες της διάδοσης έπρεπε να επανεξεταστούν. Οι εξωτερικές επαφές, το εμπόριο με μακρινούς τόπους και η εξάπλωση των ιδεολογιών αντικαταστάθηκαν από τη μελέτη μικρότερων, όπως ειπώθηκε, μονάδων. Το ενδιαφέρον εστιάστηκε σε παράγοντες όπως η αύξηση του πληθυσμού μιας θέσης ή περιφέρειας, η γεωργία και η τοπική ανάπτυξη διαφόρων τεχνολογιών. Η αυτονομία και η εξέλιξη πήραν τη θέση των καταλυτικών εξωτερικών επιρροών, που ευθύνονταν για την πολιτισμική αλλαγή (Sherratt, 1993a). Τα χωρικά άλματα περασμένων δεκαετιών που έφερναν κοντά απομακρυσμένες περιοχές με έναν εύκολο και απλά εξηγήσιμο τρόπο δεν γίνονταν πια αποδεκτά, τουλάχιστον όχι από όλους. Σε όλα αυτά σημαντικό ρόλο έπαιξαν η αναβίωση παλαιότερων θεωριών (εξελικτισμός), οι περισσότερο μαθηματικές μέθοδοι προσέγγισης του αρχαιολογικού υλικού αλλά και η πιο συστηματική χρήση της χρονολόγησης με C14, που δικαιολόγησε και στήριξε πολλές από τις απόψεις, που τόνιζαν την αυτονομία. Η ραδιοχρονολόγηση εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 αλλά η επίδρασή της άρχισε να γίνεται πιο έντονη μια δεκαετία αργότερα (Renfrew&Bahn, 2000). Η άφιξή της μεθόδου αυτής, εξυπηρέτησε το κλίμα της περιόδου και συνδυάστηκε και με τη μεγάλη σημασία που δόθηκε από την έρευνα στα οργανικά κατάλοιπα (οικονομία, οικολογία), που χρησιμοποιήθηκαν για τη χρονολόγηση με τη συγκεκριμένη μέθοδο

31 O νέο εξελικτισμός (neo-evolutionism), που αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1960, υποστήριξε ότι η διαδικασία που εξελίσσει τον άνθρωπο τον καθιστά ικανό για μεγαλύτερο έλεγχο στο περιβάλλον και για απελευθέρωση από τους περιορισμούς της φύσης. Χαρακτηριζόταν από τον δημογραφικό, τον οικολογικό και τον τεχνολογικό ντετερμινισμό, που δεν άφηναν χώρο για πρωτοβουλίες ατόμων που θα μπορούσαν να επιφέρουν πολιτισμική αλλαγή. Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι προκαθορισμένη, δεν ορίζεται από την ανθρώπινη βούληση και αντιστέκεται στο διαφορετικό. Η φύση της είναι συντηρητική και έτσι δεν ευνοεί την ιδέα της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Οι επιφανειακές έρευνες, η δειγματοληψία και η αποτύπωση της κατανομής των δεδομένων ανήκαν στις μεθόδους της περιόδου. Με το πέρασμα του χρόνου, το ενδιαφέρον εστιάστηκε ακόμη περισσότερο στην εξέταση του χώρου σε πολλές διαφορετικές κλίμακες, από το επίπεδο της θέσης ως το επίπεδο της περιφέρειας για να ανιχνευθούν πιο αποτελεσματικά οι σχέσεις των θέσεων της ίδια περιόδου, μέσα στα όρια τους, στα ευρύτερα συστήματα θέσεων και στο περιβάλλον τους. Η ανάλυση αυτή (locational analysis) θα βοηθούσε στην ανακάλυψη και κατανόηση των νόμων που υπαγορεύουν την ανθρώπινη τοποθέτηση στο χώρο (και συνδέονται κυρίως με τις ανάγκες επιβίωσης, την κοινωνική απόσταση κ.λ.π.). Έτσι, όροι όπως αρχαιολογία της διάταξης των οικισμών (settlement pattern archaeology) (Anschuetz&Wilshusen& Scheick, 2001) και χωρική αρχαιολογία (spatial archaeology) (Clarke 1977) ήταν στο επίκεντρο της αρχαιολογικής συζήτησης για τρεις, περίπου, δεκαετίες μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην απόπειρα διερεύνησης της ιεραρχικής οργάνωσης των θέσεων κατοίκησης σε μια περιοχή χρησιμοποιήθηκαν γεωγραφικά μοντέλα, που εφαρμόζονταν από προηγούμενες δεκαετίες αλλά όχι για αρχαιολογικούς σκοπούς (Flannery 1976 : 170). Αυτά σχετίζονται με τη θεωρία του κεντρικού σημείου, η οποία έχει συνδεθεί με το Γερμανό γεωγράφο W. Christaller κατά τη δεκαετία του 40, όταν εξέτασε τη διάταξη της κατοίκησης στη νότια Γερμανία εκείνης της εποχής (Flannery 1976 : 170). Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, οι κεντρικές μεγάλες πόλεις βρίσκονται σε ίση απόσταση μεταξύ τους. Γύρω τους υπήρχαν άλλες μικρότερες, οι οποίες απείχαν, επίσης, το ίδιο μεταξύ τους αλλά και από το κέντρο. Η σπουδαιότητα της κάθε πόλης εξαρτιόταν από το πλήθος των υπηρεσιών που παρείχε. Στο χώρο, με βάση το μοντέλο αυτό, σχηματίζονταν εξάγωνα, τα οποία ως προϊόντα της γεωμετρίας, παραπέμπουν σε προβλέψιμες και υπολογίσιμες κινήσεις, που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη

32 συμπεριφορά (Flannery 1976 : ). Tο περιβάλλον απέκτησε μια κεντρική θέση στην έρευνα και η ενασχόληση με το τοπίο έδωσε βάρος στη μελέτη των οικισμών, της διάταξής τους και του γύρω τους χώρου. Αυτά έδιναν απαντήσεις για τη λειτουργία κάθε θέσης και τις σχέσεις της με όσες άλλες την περιέβαλαν πάντα, όμως, σε περιορισμένη κλίμακα. Η Νέα Αρχαιολογία, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, βασίστηκε κυρίως στον θετικισμό, το λειτουργισμό και τη συστημική θεωρία. Ο θετικισμός εξίσωνε την πρόβλεψη με την εξήγηση και οι υποστηρικτές του πίστευαν ότι η πραγματική γνώση προέρχεται μόνο μέσω της επιστήμης. Μεγάλη σημασία είχε η εξάλειψη κάθε υποκειμενικού στοιχείου από την έρευνα και η αντικειμενική επιστημονική ερμηνεία των αρχαιολογικών δεδομένων. Ο λειτουργισμός αναγνώριζε συγκεκριμένους ρόλους σε αντικείμενα, κοινωνικές ομάδες και θεσμούς, που θα μπορούσαν να δρουν ρυθμιστικά για τις κοινωνίες και να τις οδηγούν στην ισορροπία. Η συστημική θεωρία, δανεική για την αρχαιολογία, αντιμετώπιζε τον πολιτισμό ως ένα σύστημα το οποίο διαμορφωνόταν, ουσιαστικά, από την αλληλεπίδραση των τμημάτων που το αποτελούσαν και εξαρτιόταν από το περιβάλλον. Ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη φύση και το πλαίσιο κάθε συστήματος υπήρχε η δυνατότητα να εξαχθούν συμπεράσματα γενικά και μετρήσιμα, τα οποία μπορούσαν να εφαρμοστούν σε κάθε ανάλογο σύστημα (πολιτισμό) σε παγκόσμιο επίπεδο (Τrigger 1989 Gosden 1999). Η επιδίωξη της γενίκευσης στηριζόταν στο ότι ο πολιτισμός και η ανθρώπινη συμπεριφορά διέπονται από κανονικότητες (regularities), οι οποίες όταν εντοπιστούν, μετρηθούν και καταγραφούν μπορούν να ερμηνεύσουν μεγάλο τμήμα της ζωής των ανθρώπων. Η ερμηνεία αυτή αφορούσε όχι μόνο το παρόν αλλά και το παρελθόν. Μπορούσε να επεκταθεί πίσω στο χρόνο εφόσον τα κεντρικά και πιο σημαντικά στοιχεία των κοινωνιών έμεναν τα ίδια. Κατά την περίοδο αυτή το ενδιαφέρον για την εθνογραφία προστέθηκε στη μεθοδολογία και στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τους παρελθοντικούς ανθρώπους. Οι σύγχρονοι πρωτόγονοι ήταν ομάδες που μπορούσαν να μιλήσουν σε μεγάλο βαθμό για το παρελθόν. Το χαμηλό τεχνολογικό τους επίπεδο και η μεγαλύτερη εξάρτησή τους από το περιβάλλον, ήταν στοιχεία που τους εξίσωναν κατά κάποιο τρόπο με ομάδες αρκετά προγενέστερων περιόδων ήταν παραδείγματα παραδοσιακών κοινωνιών που αναπτύσσονταν γύρω από οικογενειακούς δεσμούς. Δόθηκε περισσότερη βάση σε δεδομένα που μπορούσαν να ποσοτικοποιηθούν και είχαν σχέση με την οικονομία (Τrigger 1989 Gosden 1999). Το

33 ενδιαφέρον είχε στραφεί πια στα αποτελέσματα που μπορούσε να δώσει μια συστημική, οικολογικά προσανατολισμένη προσέγγιση (Adams, 1974). Ως προς την πολιτισμική αλλαγή, ευνοήθηκε μια θεώρησή της που σχετιζόταν με τις εσωτερικές μορφογενετικές διαδικασίες κάθε συστήματος. Τα κοινωνικοπολιτικά συστήματα, όταν έπρεπε για κάποιο εξωτερικό λόγο (εισροή αγαθών, ενέργειας, πληροφοριών) να μεταβληθούν, μεταμορφώνονταν προχωρώντας στο επόμενο αναμενόμενο στάδιο με νέες δομές και σχέσεις (Friedman&Rowlands, 1978). Με βάση την αντίληψη ότι οι κοινωνίες μπορούν να ακολουθούν μια εξελικτική πορεία που τις μεταμορφώνει και τις τοποθετεί σε άλλη κάθε φορά κατηγορία, προέκυψε μια σειρά τυπολογιών για το παρελθόν που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα (Service, 1971&1975). Και παρόλο που οι ερευνητές της εποχής θέλησαν να διατηρήσουν τις αναζητήσεις τους σε τοπικό επίπεδο, κατά τη δεκαετία του 1970 άρχισε μια ακόμη προσπάθεια να συμφιλιωθεί η πίστη στην τοπική ανάπτυξη με το ενδιαφέρον για το εμπόριο και τις ανταλλαγές, καθώς θεωρήθηκαν δείκτες αλλά και αιτία για την εμφάνιση συγκεκριμένων κοινωνικών δομών. Ήταν μια τάση που προέκυψε και από την επιρροή του παγκόσμιου συστήματος του Wallerstein, που θα αναφερθεί πιο αναλυτικά παρακάτω. Οι ιδέες του ήταν ελκυστικές καθώς επέτρεπαν τον ορισμό των τοπικών διαδοχικών αλλαγών μέσα σε μια ευρύτερη κοινωνική προοπτική, η οποία συμπεριλάμβανε δεσμούς μεταξύ περιοχών μέσω της διακίνησης υλικών και ανθρώπων (Gosden, 1999 : 109). Το εμπόριο δεν είναι μια δραστηριότητα που δεν τονίστηκε από τους αρχαιολόγους περασμένων ετών. Τώρα, όμως, προσεγγίζεται και μελετάται διαφορετικά ενώ στη συζήτηση που το αφορά προστίθεται ο προβληματισμός για τη φύση της οικονομίας και το είδος της κοινωνικής οργάνωσης των ομάδων που συμμετέχουν σε αυτό. ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ Ένας από τους μελετητές που ενδιαφέρθηκαν και ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με το ζήτημα του εμπορίου είναι ο C. Renfrew. Στα κείμενά του παρατηρεί κανείς διαφοροποιήσεις στον τρόπο προσέγγισης με το πέρασμα του χρόνου. Τα πρώτα άρθρα και βιβλία του ακολουθούν το πνεύμα της εποχής του 60 και 70 (1969, 1972, 1975). Στα τέλη της δεκαετίας του 60 τονίζει ότι το εμπόριο μπορεί να δώσει κάποιες απαντήσεις, γιατί τα προϊόντα του μπορούν να μετρηθούν. Είναι κάτι που μπορεί να αποδειχθεί και όταν

34 αυτό δεν γίνεται, τότε δεν υπάρχει δεν πρόκειται για μια δραστηριότητα που μπορούμε να υποθέσουμε (1969 : 151 3). Δεν έδωσε έμφαση στις επαφές μεγάλων αποστάσεων και υποβάθμισε την οικονομική και κοινωνική τους σημασία ή τη συμβολή τους στην πολιτισμική αλλαγή. Αν πρέπει να δούμε την αλλαγή με όρους εσωτερικής διαφοροποίησης, τότε πρέπει να γίνουν κατανοητοί μέσω της ποσοτικοποίησης οι διάφοροι παράγοντες ή τα συστήματα (ειδικότερα τα οικονομικά) που λειτουργούν σε κάθε κοινωνία. Εφαρμόζοντας τη συστημική θεωρία, αντιμετώπισε την κοινωνία ως ένα σύστημα με υποσυστήματα, που θα μπορούσαν να αφορούν την οικονομία, την κοινωνία, την παραγωγή τεχνουργημάτων κ.α. Τα υποσυστήματα αυτά (κατηγορίες) προκύπτουν από την περιγραφή του υλικού πολιτισμού, είναι ορατά στη διάταξη του υλικού πολιτισμού και των καταλοίπων γενικότερα, μπορούν να οριστούν ξεκάθαρα και συνδέονται μεταξύ τους η σχέση τους υπαγορεύει συγκεκριμένους τρόπους κοινωνικών συμπεριφορών που διατηρούν την ισορροπία, τη μη αλλαγή (1972). Οι προϊστορικοί άνθρωποι θεωρήθηκε ότι θα έπρεπε να ανήκουν σε κλειστά συστήματα, όπου οι ανταλλαγές και το εμπόριο είχαν έναν συγκεκριμένο ρόλο, ενώ η κλίμακά τους δεν θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα ευρεία. Ο Renfrew ήταν, επίσης, ένας από αυτούς που χρησιμοποίησαν τις κοινωνικές τυπολογίες (bands, tribes, chiefdoms, states) και περιέγραψε τις οικονομικές σχέσεις που θα υπήρχαν μέσα σε αυτές αλλά και μεταξύ τους. Διαχώρισε τις εσωτερικές ανταλλαγές από το εξωτερικό εμπόριο, χρησιμοποίησε τη χημεία και τη στατιστική, τόνισε τη σημασία της απόστασης και των κεντρικών σημείων για τη διακίνηση των αγαθών και υπογράμμισε ότι δεν διακινούνται μόνο αντικείμενα αλλά και πληροφορίες. Οι κατηγορίες του για τα αγαθά που διακινούνται ήταν : καθημερινά εμπορεύματα (commodities) που αγοράζονται και πωλούνται αλλά και ξεχωριστά εμπορεύματα ή πολύτιμα είδη (valuables) που είναι κατάλληλα να προσφερθούν ως δώρα. Διέκρινε διάφορους τρόπους ανταλλαγής, είτε με την παρέμβαση μεσαζόντων, είτε άμεσα και με διάφορες παραλλαγές, λαμβάνοντας πάντα υπόψη την ύπαρξη συνόρων (boundaries) μεταξύ κοινωνιών ή ατόμων (εικ. 1). Τόνισε τη σημασία της κοινωνικής σχέσης σε μια συναλλαγή και ότι το εμπόριο είναι γενικότερα μια κοινωνική πράξη που μπορεί να έχει διάφορα κίνητρα. Μίλησε για την αμοιβαιότητα, την αναδιανομή και την ύπαρξη αγορών, τρεις διαφορετικές μορφές οικονομικής οργάνωσης ανάλογα με τον τύπο κοινωνίας που αναλύεται (1975)

35 εικ. 1 Μορφές ανταλλαγής (Renfrew&Bahn, 2000) Αυτές οι μορφές μπήκαν στην αρχαιολογική συζήτηση όταν η μελέτη του εμπορίου συνδέθηκε με το είδος της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, που σχετίζεται άμεσα με το είδος των ανταλλαγών. Το εμπόριο ή οι ανταλλαγές των πρωτόγονων ομάδων κάποιες φορές ταυτίστηκαν με τη σύγχρονη κατάσταση, ενώ άλλες αντιμετωπίστηκαν ως τελείως διαφορετικές. Ο φορμαλισμός (formalism) που υποστήριζε την πρώτη θέση είναι μια προσέγγιση που τονίζει τον σχεδόν μαθηματικό τρόπο αντιμετώπισης των ανθρώπινων αναγκών/επιθυμιών (wants). Οι ανάγκες αυτές είναι απεριόριστες καθώς οι άνθρωποι βρίσκονται μονίμως σε μια κατάσταση έλλειψης (scarcity). Τα άτομα προσπαθούν να καλύψουν τις απαιτήσεις τους πάντα μέσα από λογικές επιλογές καθώς είναι σε θέση να κάνουν τους απαραίτητους υπολογισμούς άσχετα με αυτό που τους οδηγεί κάθε φορά (συνειδητή σκέψη, ένστικτα, παραδόσεις). Αυτή η συμπεριφορά χαρακτηρίζει τους ανθρώπους όλων των κοινωνιών και μπορεί να

36 ισχύει για κάθε χρονικό ή χωρικό πλαίσιο. Οι φορμαλιστές/μοντερνιστές ανθρωπολόγοι υποστήριζαν ότι η σύγχρονη οικονομική ανάλυση μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τις προϊστορικές κοινωνίες (Frank, 1993 : 385). Άλλωστε η στήριξη των ανθρώπινων οικονομικών ενεργειών σε μια βιολογική, εξαρτημένη από τη συμπεριφορά βάση, φυσικοποιεί τους οικονομικούς νόμους, οι οποίοι υπάρχουν ανεξάρτητα και δεν επηρεάζονται από το κάθε φορά κοινωνικό πλαίσιο (Dalton, 1961). Την αντίθετη φύση της προϊστορικής οικονομίας υποστήριξαν άλλοι ερευνητές (substantivists/primitivists), με βάση τα όσα πρότεινε ο K. Polanyi σε έργα όπως το The Great Transformation το Σύμφωνα μ αυτούς, οι κοινωνίες του μακρινού παρελθόντος μπορεί να μη διέφεραν από τις παροντικές ως προς την ένταση των οικονομικών ανταλλαγών τους, διέφεραν όμως ως προς το είδος τους. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε κάποιον θεσμοθετημένο μηχανισμό, μέσω του οποίου αποκτούνται και διανέμονται τα προϊόντα και ίσως μπορούμε να ανιχνεύσουμε ομοιότητες με το παρόν ως προς τον τρόπο διεξαγωγής των οικονομικών πράξεων αυτό όμως δεν αποτελεί ένδειξη ή απόδειξη οργανωτικών ή λειτουργικών ομοιοτήτων. Χαρακτηριστικό των πρωτόγονων ομάδων είναι ο μη διαχωρισμός μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας. Η ατομική επιλογή, όπου υπάρχει, δεν βασίζεται απαραίτητα στην απόκτηση προσωπικού οικονομικού κέρδους αλλά περισσότερο σε κοινωνικές σχέσεις, ηθικές αξίες, πολιτισμικά στοιχεία (Polanyi 1944 Dalton 1961). Στις κοινωνίες αυτές κυριαρχεί η αμοιβαιότητα, η συμμετρική δηλαδή διακίνηση αγαθών μεταξύ ομάδων ή ατόμων, που συναλλάσσονται ως ίσοι και μεγάλη σημασία έχουν σ αυτές και τα λεγόμενα αντικείμενα κύρους (prestige goods). Έχει γίνει διάκριση ανάμεσα σε θετική (positive), ισορροπημένη (balanced) και αρνητική (negative) αμοιβαιότητα. Η πρώτη που χαρακτηρίζεται από τη γενναιοδωρία αφορά κυρίως άτομα ή ομάδες, που ενώνονται με στενούς συγγενικούς δεσμούς. Η δεύτερη συνδέει ανθρώπους που τους ενώνει η παρουσία τους στο ίδιο, καλά γνωστό κοινωνικό πλαίσιο. Η τρίτη περιγράφει σχέσεις μεταξύ ξένων ή κοινωνικά απομακρυσμένων πλευρών στην περίπτωση αυτή η μια προσπαθεί να ξεπεράσει την άλλη κατά την ανταλλαγή. Οι τρεις τύποι αμοιβαιότητας μπορούμε να πούμε ότι περιγράφουν και την ικανότητα ή τη μη ικανότητα των δύο μερών να ανταπεξέλθουν σε όσα επιβάλλει (Polanyi, 1957 Moseley& Wallerstein, 1978 Renfrew&Bahn, 2000). Μια ανάλογη κατάσταση περιγράφει και το σύστημα που βασίζεται στην ανταλλαγή δώρων (Gift economy). Πρόκειται για ένα οικονομικό σύστημα, στο οποίο

37 η ανταλλαγή αγαθών ή υπηρεσιών δεν στηρίζεται σε κάποια οικονομική συμφωνία αλλά στην υποχρέωση, που δημιουργεί η αποδοχή τους. Αρνείται τις έννοιες της οικονομίας που οργανώνεται γύρω από μια αγορά ή της οικονομίας, όπου επικρατεί η έννοια του εμπορεύσιμου προϊόντος. Μπορεί να χαρακτηρίζει ιεραρχημένες ή μη κοινωνίες και μεγάλη σημασία έχουν οι κοινωνικές προεκτάσεις της ανταλλαγής ή του μοιράσματος δώρων. Αυτά πρέπει να ανταποδίδονται με κάποιο τρόπο μόνο έτσι μπορούν ν αποφευχθούν οι συνέπειες που προκαλούνται από την αδυναμία επιστροφής των πραγμάτων που έγιναν αποδεκτά καθώς, ουσιαστικά, τίποτα δεν χαρίζεται (Μauss, 1969). Οι ανταλλαγές σε κοινωνίες που δεν είχαν νόμισμα ήταν κάτι περισσότερο από διακίνηση υλικών αγαθών. Η αξία όσων προσφέρονταν ήταν προκαθορισμένη, φανέρωνε τη θέση αυτών που τα προσέφεραν και οικοδομούσε κοινωνικές σχέσεις. Υπήρχε, μάλλον, ένα περίπλοκο δίκτυο πράξεων και υπηρεσιών που βασιζόταν στους συγγενικούς δεσμούς και στη δομή της εξουσίας (Voutsaki, 1993). Από την άλλη, το σύστημα της αναδιανομής (redistribution) περιγράφει τη διοχέτευση αγαθών προς ένα εξουσιαστικό κέντρο που αναλαμβάνει, στη συνέχεια, τη διαχείριση τους. Για τη λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος είναι απαραίτητη μια πιο ιεραρχημένη κοινωνία και πιθανότατα μπορεί να χαρακτηρίζει τις τοπαρχίες (chiefdoms). Τέλος, η ύπαρξη αγορών κατά την προϊστορία ήταν και αυτή ένα ζήτημα διαφωνίας και κάθε θέση που υποστηρίχθηκε της απέδωσε διαφορετικά γνωρίσματα. Πιστεύτηκε ότι πρέπει να συνδυάζεται με κοινωνίες που έχουν νόμισμα και στις οποίες η διαπραγμάτευση μπορεί να καθορίσει ποια θα είναι κάθε φορά η τιμή των αγαθών. Δεν έλειψαν, όμως, και όσοι πίστευαν ότι αγορές μπορούμε να συναντήσουμε ακόμη και σε περιόδους της προϊστορίας (Polanyi, 1957 Moseley&Wallerstein,1978 Renfrew&Bahn, 2000). Για την παραπάνω διαμάχη, ο Adams (1974) λέει ότι είναι πράγματι απαραίτητο να αναζητήσουμε διαφορετικές οργανωτικές αρχές για τις κοινωνίες του παρελθόντος. Συνεχίζει, ωστόσο, τονίζοντας ότι καμιά επιλογή μας δεν θα μας πληροφορήσει απόλυτα για το εμπόριο και την οικονομία των πρωτόγονων ομάδων και αυτές, σίγουρα, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν από τις κατηγορίες μας, όποιες και αν είναι. Αναφέρει ότι το εμπόριο και η διάδοση σχεδόν ταυτίζονται πολλές φορές στη βιβλιογραφία καθώς δεν διαφοροποιείται ο τρόπος αναγνώρισής τους στο αρχαιολογικό αρχείο και προσέγγισής τους. Το εμπόριο όμως είναι μια διαδικασία κοινωνικής διαφοροποίησης και αλληλεπίδρασης με πολύ μεγαλύτερη επιρροή στην θεσμική δομή

38 μιας κοινωνίας απ όση έχει ποτέ αποδοθεί στη διάδοση. Τέλος, συμπεριλαμβάνει στο κείμενό του τις μεθόδους που ακολουθούνταν την περίοδο συγγραφής του : καταγραφή κατανομής και χρήσης πρώτων υλών δημιουργία μιας συγχρονικής εικόνας μέσα από αυτές ή απόκτηση ξεκάθαρα διαχωρισμένων χρονικών ακολουθιών ανάλυση της λειτουργίας των υλικών που συμμετέχουν στο εμπόριο ποσοτικές σχέσεις των πρώτων υλών, οι οποίες μπορούν να μεταφραστούν σε σταθερές και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές μελέτη γεωγραφικών μονάδων ανάλυσης με έμφαση στο περιβάλλον. Αυτό θα βοηθούσε την παρακολούθηση της προοδευτικής αύξησης του μεγέθους και της πολυπλοκότητάς τους και την αναγνώριση διαφορετικών μορφών και βαθμών κοινωνικής αλληλεπίδρασης, που χαρακτηρίζει την καθεμιά (p ). Θεωρίες και μεθόδους για τα προϊστορικά συστήματα ανταλλαγής, που χαρακτήριζαν την εποχή τους, πρότειναν και οι Earle&Ericson (1977). Αναφέρονται στο ενδιαφέρον για τις ανταλλαγές το οποίο προκύπτει από δύο παράγοντες : α) από την αναγνώριση ότι είναι κεντρικές για τη διατήρηση και την αλλαγή στα πολιτισμικά συστήματα και β) από τις τεχνολογικές καινοτομίες που επιτρέπουν τις αναλυτικές ποσοτικές μελέτες. Όπως υποστηρίζουν, οι παλιές απόψεις περί σχέσεων μεταξύ πολιτισμών που βασίζονταν σε στυλιστικά κριτήρια ή ακόμη και στην παρουσία ζωϊκών και βοτανικών μαρτυριών, δεν μπορούν να στηριχτούν. Πιο ασφαλής τρόπος είναι η απόκτηση πληροφοριών για την κατανομή πρώτων υλών από πηγές που μπορούμε να ταυτοποιήσουμε. Αυτό είναι δυνατό με την εξέταση της εσωτερικής δομής και των ιδιοτήτων διαφόρων υλικών (chemical characterization) με τη βοήθεια μεθόδων όπως της φασματομετρίας ακτίνων Χ φθορισμού (X-Ray fluorescence), της ανάλυσης με ενεργοποίηση νετρονίου (neutron activation analysis), και της οπτικής φασματομετρίας (optical spectroscopy). Με τον τρόπο αυτό θα γινόταν δυνατή η ανίχνευση συγκεκριμένων στοιχείων σε κάθε υλικό, τα οποία θα αναλύονταν και θα ποσοτικοποιούνταν. Μέσω αυτής της διαδικασίας προκύπτει μια τυπολογία των πρώτων υλών για κάθε θέση η τυπολογία αυτή θα οδηγούσε σε σύγκριση μεταξύ των θέσεων και η ερμηνεία των δεδομένων θα βασίζονταν σε περιγραφικά μοντέλα που λαμβάνουν υπόψη : α) την απόσταση από την πηγή προέλευσης των υλικών και το κόστος μεταφοράς β) την αλλαγή στην ποσότητα των πρώτων υλών στο χώρο (σε κάθε θέση) γ) τη διάταξη των δικτύων αλληλεπίδρασης δ) την αλληλεπίδραση μέσα σε μια θέση κάθε φορά

39 Σημειώνουν ότι οι αρχαιολόγοι θα πρέπει να είναι προσεκτικοί ως προς τη χρήση της εθνογραφίας γιατί υπάρχουν ραγδαίες αλλαγές στα παραδοσιακά συστήματα ανταλλαγών λόγω του αποικισμού και της μετα-αποικιακής ανάπτυξης. Επίσης αναφέρουν ότι διακρίνουν τις προϊστορικές κοινωνίες σε ιεραρχημένες και μη (ranked/stratified, egalitarian) καθώς η κάθε μια διέπεται από διαφορετική οικονομική οργάνωση και άρα διαφορετικές συναλλαγές. Κλείνουν λέγοντας, ότι ενδιαφέρονται για τη συστημική προσέγγιση των ανταλλαγών καθώς αυτή επιτρέπει μια εξέταση των δυναμικών ιδιοτήτων των συστημάτων ανταλλαγών. Τα δύο ερωτήματα που ενδιαφέρεται να απαντήσει ένα τέτοιο μοντέλο είναι : α) πώς λειτουργούν τα συστήματα και β) γιατί αυτά αλλάζουν ή εξελίσσονται (p. 9 11). ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ OI ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ 20 ΟΥ ΑΙ., ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 21 ΟΥ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑ-ΑΠΟΙΚΙΑΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΟΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ 1980 ΚΑΙ 90 Ο συνδυασμός του λειτουργισμού με τις ανταλλαγές και η έμφαση των κοινωνικών προεκτάσεων τους, συνεχίστηκε και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (Renfrew& Shennan, 1982). Το περιβάλλον είχε και πάλι σημαντική θέση στον τρόπο περιγραφής και κατανόησης των προϊστορικών πολιτισμών ενώ δεν σταμάτησε και η συζήτηση σχετικά με το είδος της οικονομικής οργάνωσης και πως αυτή προκύπτει κάθε φορά. Σε σχέση με την κοινωνική και οικονομική οργάνωση μεγάλη αν και όχι πάντα ευδιάκριτη ήταν και η επιρροή του Marx στις σχετικές με το παρελθόν απόψεις. Η επιρροή αυτή δεν εντοπίζεται τόσο στην πρώτη περίοδο της ανθρωπολογικής και της αρχαιολογικής σκέψης αλλά στοιχεία της διαφαίνονται σε πρώιμα έργα, όπως του Childe (Harris, 1994). Κατά την περίοδο αυτή άρχισαν να συζητούνται και πάλι οι προτάσεις του για τα αντικείμενα μιας οικονομικής συναλλαγής. Οι συζητήσεις αυτές επανέφεραν απόψεις του σχετικές με τη σημασία που μπορεί να έχει η αξία ενός εμπορεύσιμου αγαθού (commodity) και οι οποίες πρωτοδιατυπώθηκαν περίπου στα μέσα του 19 ου αι. Ο Marx μίλησε για την αξία χρήσης των αγαθών (use value), δηλαδή τη χρησιμότητα τους και την αξία ανταλλαγής (exchange value), δηλαδή σε τι αναλογία η αξία χρήσης ενός είδους ανταλλάσσεται με αυτή κάποιου άλλου είδους. Αυτό ωστόσο

40 που είναι κοινό σε όλα τα αγαθά είναι ότι πρόκειται για προϊόντα εργασίας και γι αυτό θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για αξία εργασίας (labor value). Αυτοί οι όροι χρησιμοποιήθηκαν στην ανάλυση του για τις καπιταλιστικές οικονομίες (Renfrew, 1986a : 157). Επειδή διαχώριζε την οικονομία του παρόντος από αυτή του παρελθόντος πολλοί συντάχθηκαν με τι ιδέες του. Όπως υποστηρίχθηκε, το νοηματικό περιεχόμενο όρων, όπως αγαθό και αξία, που είναι σχεδόν ξεκάθαρο για μας, δεν χαρακτηρίζει απαραίτητα την προϊστορική πραγματικότητα. Τους χρησιμοποιούμε χωρίς να θέτουμε πάντα το ερώτημα αν όντως ίσχυαν και τότε. Οι αντιλήψεις μας σχετικά με το πολύτιμο κάποιων υλικών μπορεί, επίσης, να μην ταυτίζονται με ή να μην προσεγγίζουν καν εκείνες των ανθρώπων της προϊστορίας (Appadurai, 1986a&b Renfrew, 1986a). Οι διαφορετικές προσεγγίσεις στα αντικείμενα που μπορεί να συνδέουν δύο κοινωνίες ή πολιτισμούς άρχισαν να μην αφορούν πάντα την οικονομική τους διάσταση. Τονίστηκε η διαφορετική θέση/σημασία, που θα μπορούσαν να έχουν τα αγαθά, τα εμπορεύματα ή τα προϊόντα σε κάθε κοινωνία και πως ο ρόλος ακόμη και ενός αντικειμένου μπορεί να αλλάζει από περιοχή σε περιοχή και από κατάσταση σε κατάσταση. Στη διάρκεια αυτής της ζωής μπορεί να εντάσσεται σε περισσότερες από μια κατηγορίες ανάλογα με τα όσα ισχύουν κάθε φορά για το εμπόριο, την αξία των αγαθών, τη συμμετοχή του σε πολιτικές διαδικασίες αλλά και για όσα μεταδίδει ή σημαίνει από άνθρωπο σε άνθρωπο (Bradley, 1985 Appadurai, 1986b). Αυτό μπορεί να εκτιμηθεί μέσα από την κατανόηση της αξίας/του νοήματος (συμβολικού ίσως), που είχαν τα διάφορα πράγματα για όσους τα χρησιμοποιούσαν και που θα ήταν διαφορετικό για κάθε ομάδα ανθρώπων. Ο υλικός πολιτισμός θεωρήθηκε ότι είχε έναν ενεργό ρόλο μέσα στο κοινωνικό σύνολο καθώς έφερε (ή φέρει) τμήμα της ευθύνης για τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται κάποιες πτυχές της ζωής (Hodder, 1982). Για την μελέτη των ανταλλαγών, του εμπορίου και γενικότερα της οικονομίας υπογραμμίστηκε ιδιαίτερα η σημασία του να γνωρίζει κανείς τις κοινωνικές έννοιες της αξίας και της ζήτησης (Renfrew, 1986a : 145). Αυτές, όπως έχει λεχθεί, δεν είναι μόνο προϊόντα της ανεξάρτητης και προκαθορισμένης αντίληψης των ανθρώπων για τα πράγματα. Οδηγούνται και από τον δυναμικό ρόλο των αντικειμένων μέσα σε μια κοινωνία, από όσα δηλαδή αντιπροσωπεύουν για τους ανθρώπους (Hodder, 1982). Ο Renfrew κάνει έναν διαχωρισμό του ρόλου της αξίας και του αγαθού στις απλές και

41 στις σύνθετες κοινωνίες και τονίζει τη δυσκολία να τις εντοπίσει κανείς βασιζόμενος σε αναμενόμενα μηνύματα από τον υλικό πολιτισμό (1986a). Σημασία δόθηκε και στη συμμετοχή των αρχαιολόγων στην εξέταση των αρχαιολογικών καταλοίπων σε αντίθεση με την αποστασιοποιημένη ματιά του παρατηρητή που έπρεπε να έχουν (ή υποτίθεται ότι είχαν) ως τότε. Η συστηματική διαίρεση των αρχαιολογικών μαρτυριών σε κατηγορίες και η αναλυτική ξεχωριστή μελέτη τους παρέβλεπε την πολυπλοκότητα των καταστάσεων και των σχέσεων. Η αγωνία για την απόδειξη και την αντικειμενικότητα θυσίαζε πολλές πτυχές της ζωής του παρελθόντος (Gosden, 1999). Ο διαφορετικός τρόπος που ο κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται τα πράγματα και η έμφαση στην ερμηνεία (Hodder, 1991) αποτέλεσαν μια από τις νέες θέσεις που έδωσαν ώθηση στην αρχαιολογική σκέψη. Όλα αυτά επαναπροσδιόρισαν και τον τρόπο μελέτης των διαπολιτισμικών σχέσεων, οι οποίες άρχισαν να αφορούν και πάλι εκτεταμένες περιοχές, σε μια προσπάθεια των αρχαιολόγων να ξεφύγουν από παλιότερες αδιέξοδες απόψεις. Η ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ Η διαμάχη μεταξύ αυτών που υποστήριζαν τη διάδοση και όσων τόνιζαν την αυτονομία και την εξελικτική πορεία των κοινωνιών, άρχισε να δημιουργεί προβληματισμούς, που αφορούσαν το κατά πόσο έπρεπε να ισχύει απόλυτα η μια ή η άλλη άποψη για όλες τις περιόδους και για όλες τις περιοχές. Για το λόγο αυτό έγινε απόπειρα εύρεσης νέων τρόπων αντιμετώπισης των επαφών κατά την προϊστορία, που να απαντά σε τέτοια ερωτήματα και να εξηγεί ή τουλάχιστον να προσπαθεί να εξηγήσει πιο πειστικά και πιο σφαιρικά ανάλογα ζητήματα. Έγινε κατανοητό ότι η κλίμακα της έρευνας έπρεπε να διευρυνθεί ξανά. Οι κοινωνίες όσο κλειστές ή αυτάρκεις και αν ήταν, δεν μπορούσαν να νοηθούν ως αποκομμένες από έναν ευρύτερο περίγυρο ούτε έπρεπε αναγκαστικά να επικοινωνούν μόνο με όσες άλλες βρίσκονταν σε μια ικανοποιητική και ικανή για υπολογισμό απόσταση. Η συνεχής μέτρηση των ανθρώπινων κινήσεων και η συστηματική εσωστρέφεια που απέδιδαν στις παρελθοντικές κοινωνίες δεν έμοιαζαν πια πειστικά. Η απόρριψη της διάδοσης, όσο ανεπαρκής και αν ήταν ως θεωρία, είχε αφήσει ένα κενό στην εξέταση των επαφών μακρινών αποστάσεων και αυτό έπρεπε να καλυφθεί. Η εξέταση σχέσεων μέσα σε ευρύτερες περιοχές, δεν ήταν απαραίτητο να υπερτονίζει και

42 πάλι λέξεις, όπως εξαρτημένος ή ανεξάρτητος. Επαφές αυτού του είδους μπορούσαν να αντιμετωπιστούν διαφορετικά (Sherratt, 1993a). Πολλές φορές τα αρχαιολογικά δεδομένα υποστήριζαν τέτοιες μακρινές σχέσεις, οι οποίες δεν είχαν οπωσδήποτε μια λειτουργιστική ή/και μικρής σημασίας θέση επιπλέον, οι κοινωνίες που συμμετείχαν σ αυτές δεν έπρεπε υποχρεωτικά να ανήκουν στην εξελικτική τυπολογία που είχε προταθεί (π.χ. τοπαρχίες, κράτη κ.λ.π.). Αυτές οι προτάσεις σχετικά με την εμφάνιση της κοινωνικής πολυπλοκότητας εξαφάνιζαν μια μεγάλη ποικιλία κοινωνικών δομών και σχέσεων μέσα σε υπεραπλοποιημένες κατηγορίες (Champion, 1989b). Η κοινωνική οργάνωση και η φύση της επικοινωνίας θα είχαν πιθανότατα πολλές διαφορετικές μορφές και διαστάσεις. Βάση για την καλύτερη προσέγγιση των παραπάνω αναζητήθηκε σε διάφορες θεωρίες. Μέσα σ αυτές ξεχωρίζουν τα μοντέλα κέντρου και περιφέρειας και παγκόσμιου συστήματος. Υπήρξαν και υπάρχουν μελετητές που τα εφάρμοσαν, αφού τα προσάρμοσαν στις απόψεις τους και στα αρχαιολογικά δεδομένα (Champion 1989b Kristiansen 1994 Sherratt 1993a&b, 1994a&b Kristiansen&Larsson 2005) προτάθηκαν, όμως, και διαφορετικές λύσεις για την αποφυγή του διλήμματος διάδοση ή αυτονομία (Renfrew&Cherry 1986 Renfrew 1986b). Δεν έλειψε, ωστόσο, η συνέχιση απόψεων πιο εσωστρεφών για τις προϊστορικές κοινωνίες συνεχίζοντας, κατά κάποιο τρόπο τις θεωρίες και τις μεθόδους της προηγούμενης περιόδου παρόλο που οι ερευνητές που τις υποστήριξαν, ενδιαφέρθηκαν για το εμπόριο και γενικότερα τις σχέσεις μακρινών χωρικά πολιτισμών (Harding, 1983, 1984, 2000 Needham, 1993). Η διαίρεση του χώρου σε κέντρο και περιφέρεια αλλά και η ενσωμάτωσή του σε ένα παγκόσμιο σύστημα ήταν, εκτός των άλλων, και μια προσπάθεια να αποδοθεί χωρικά η εμπνευσμένη από το Marx οικονομική δομή τουλάχιστον σε κάποια έργα (Gosden, 1999 : 109). Είναι όροι, ωστόσο, που δεν εμφανίστηκαν ξαφνικά για να εξυπηρετήσουν την αρχαιολογία. Δεν είναι εμπνευσμένοι από το αρχαιολογικό αρχείο και διατυπώθηκαν για να περιγράψουν το παρόν τους. Στην προϊστορία μεταφέρθηκαν, όχι χωρίς κριτική, επειδή πιστεύτηκε ότι μπορούν ως ένα βαθμό να την απεικονίσουν. Πριν δούμε, όμως, την αρχαιολογική τους εφαρμογή, θα δούμε πως προέκυψαν

43 ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Σε όλη τη διάρκεια του 19 ου αι. και σχεδόν σε όλο το πρώτο μισό του 20 ου αι., επικρατούσε η αντίληψη της ανεξάρτητης ανάπτυξης της Δύσης και της ισχυρής πολιτικής και οικονομικής της θέσης. Ήταν το πιο εξελιγμένο τμήμα του κόσμου λόγω του συνδυασμού μοναδικών παραγόντων (πολιτισμικών και υλικών), που δεν υπήρχαν πουθενά αλλού. Με τη μετάδοση τεχνολογικών στοιχείων, οικονομικής βοήθειας και εκπαίδευσης μπορούσε να παρέμβει στις συνθήκες της ιστορικής υπανάπτυξης άλλων περιοχών. Αυτός ο διαχωρισμός οδήγησε στις έννοιες του κέντρου και της περιφέρειας, ενός ακόμη ζεύγους αντιθέτων μέσα στα πολλά που έχει δημιουργήσει η ανθρώπινη σκέψη. Συναντώνται συχνά στην πορεία της Δυτικής Ευρώπης και έχουν τη δική τους θέση στην κατασκευή της δυτικής ιστορίας. Χρησιμοποιήθηκαν ως όροι χωρικοί αλλά η υιοθέτησή τους από θεωρίες κοινωνικής εξέλιξης τους προσέδωσε και χρονικό περιεχόμενο ενώ η προβολή της δυτικής Ευρώπης ως μιας περιοχής με μεγάλο ενδιαφέρον και αξίες, τους προσέδωσε και μια πολιτισμική διάσταση (Champion, 1989b : 2 4 Rowlands, 1987). Οι έννοιες αυτές έπαιξαν, όπως είδαμε και παραπάνω, σημαντικό ρόλο και στην προσπάθεια της γεωγραφικής ανάλυσης της χωρικής οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών. Ένας από τους γεωγράφους, που τους συμπεριέλαβαν στα έργα τους είναι εκτός από τον W. Christaller και ο M. von Thünen δεν τους χρησιμοποίησαν, βέβαια, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ο M. von Thünen (1826) παρουσιάζει την εικόνα μιας απομονωμένης πόλης σε μια άδεια έκταση και τη θεωρητική σχέση μεταξύ της απόστασης από το κέντρο και του αυξανόμενου οικονομικού μειονεκτήματος. Ο W. Christaller (1966) από την άλλη, ερευνά τις λύσεις με το λιγότερο κόστος στο πρόβλημα της χωρικής οργάνωσης λειτουργικών ιεραρχιών συστημάτων εγκαταστάσεων σε μια βιομηχανοποιημένη κοινωνία. Οι όροι κέντρο και περιφέρεια άρχισαν να αποκτούν μεγαλύτερη δημοτικότητα από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και να χρησιμοποιούνται σε πολλούς τομείς (πολιτική, οικονομική και ιστορική γεωγραφία, πολιτική θεωρία, ιστορική κοινωνιολογία). Συνδέθηκαν με τη δομή περιφερειακών οικονομικών συστημάτων, που συνδέονται μεταξύ τους με κάποιο τρόπο. Τα κέντρα είναι περιοχές που ελέγχουν εξελιγμένες τεχνολογίες και παραγωγικές διαδικασίες, τύπους εργασιακής οργάνωσης και διαθέτουν έναν ισχυρό κρατικό ιδεολογικό μηχανισμό για την προάσπιση των συμφερόντων τους. Οι

44 περιφέρειες στερούνται των παραπάνω και έχουν προσαρμοστεί έτσι ώστε να καλύπτουν τις εξωτερικές ανάγκες των κέντρων σε πρώτες ύλες (Champion, 1989b : 2 4). Είναι έννοιες που εφαρμόστηκαν στην ανάλυση συγχρονικών πολιτικών δομών αλλά υποστηρίχθηκε ότι θα μπορούσαν να έχουν και μια ιστορική διάσταση και να εφαρμοστούν στην προσπάθεια ανίχνευσης των ιστορικών διαδικασιών, που τις δημιούργησαν (Rowlands, 1987 : 5). Ο ορισμός των κέντρων προϋποθέτει ότι ομάδες πολιτικών ενοτήτων (polities) και συγκεκριμένα οι εξουσιαστικές ελίτ τους, γίνονται καταναλωτές σε ένα δίκτυο που διαμορφώνεται και από άλλες ενότητες. Η επαφή αυτή μπορεί να χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία σχέσεων εκμετάλλευσης και το σημαντικό είναι, όχι τόσο αυτό που καταναλώνεται αλλά ο τρόπος με τον οποίο καταναλώνεται γι αυτό πρέπει να εντοπίζονται τα κυκλώματα κατανάλωσης παραγωγής ώστε να εκτιμάται η σημασία τους για την αναπαραγωγή του συνόλου. Οι περιφέρειες, από την άλλη, ορίζονται ως πολιτικές ενότητες με κυρίαρχες ομάδες που πιέζονται να καλύψουν τις ανάγκες σε πλεονασματικό προϊόν. Η συναλλαγή με τις υπόλοιπες κοινωνίες μπορεί να σχετίζεται με μεταφορές διαφορετικών εξουσιαστικών ελίτ προς όφελος και των δύο. Το να ανήκει κανείς στην περιφέρεια δεν σχετίζεται απαραίτητα με υπανάπτυξη, αν και θεωρείται ότι το κόστος της κάλυψης των αναγκών με βάση τους ρυθμούς εκμετάλλευσης, είναι μεγαλύτερο. Επίσης, οι περιφερειακές ελίτ έχουν λιγότερες επιλογές ως προς αυτούς, με τους οποίους θα συναλλαγούν. Γενικότερα, οι περιφέρειες ορίζονται ως περιοχές, α) όπου οι συνθήκες, οι οποίες αναπαράγουν και επεκτείνουν την κοινωνική ανισότητα, εξαρτώνται από το δίκτυο συμμαχιών στο οποίο ανήκουν οι τοπικές ελίτ και β) όπου το κόστος της διατήρησης μιας τέτοιας θέσης είναι άνισα κατανεμημένο, ως προς το σχετικό βαθμό εκμετάλλευσης των τοπικών πληθυσμών αλλά και ως προς το κόστος που έχουν οι τοπικές ελίτ για τη συμμετοχή τους σε εξωτερικές συμμαχίες (Rowlands, 1987 : 5). H θεωρία του παγκόσμιου συστήματος, από την άλλη, προτάθηκε από τους κοινωνιολόγους Ι. Wallerstein και A.G. Frank, με αφορμή τη σύγχρονη καπιταλιστική πραγματικότητα. Είναι μια θεωρία που εξετάζει τις σχέσεις πολλών διαφορετικών κοινωνιών, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους (Champion, 1989 : 5). Όπως αναφέρει ο Rowlands, το παγκόσμιο σύστημα είναι, ουσιαστικά, η προσπάθεια να εξεταστεί η σχέση κέντρου περιφέρειας ως μια ευρύτερη ενότητα, και έχει ως στόχο να ανιχνεύσει

45 τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα (τις ιστορικές διαδικασίες) της εσωτερικής δυναμικής, που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση των τμημάτων του συστήματος (1987 : 5). Ο I. Wallerstein θέλησε να εξηγήσει την εμφάνιση του καπιταλιστικού συστήματος μετά την παρακμή της φεουδαρχίας. Σε άρθρο του, (1976a) αναφέρει τις διάφορες κοινωνιολογικές θεωρίες που επικράτησαν κατά καιρούς και την εγκατάλειψή τους όταν δεν εξυπηρετούσαν πια καμιά κοινωνική λειτουργία. Όπως σημειώνει, αυτό στο οποίο σιωπηρά συμφώνησαν οι περισσότεροι μελετητές είναι η μονάδα ανάλυσης των κοινωνικών ζητημάτων, που ήταν πάντα οι μεμονωμένες κοινωνίες. Ο ίδιος προτείνει τη μελέτη της κοινωνικής δράσης, όπως αυτή λαμβάνει χώρα σε μια ενότητα πολλών διαφορετικών κοινωνιών. Η προοπτική του παγκόσμιου συστήματος δεν ενδιαφέρεται να μιμηθεί αναπτυξιακές θεωρίες (developmentalism). Η έναρξή του τοποθετείται χρονικά στην Ευρώπη του 15 ου 16 ου αι. μ.χ. και όχι πιο πριν. To παγκόσμιο σύστημα διαχωρίζεται από τις παγκόσμιες αυτοκρατορίες, η εμφάνιση των οποίων αρχίζει από την νεολιθική εποχή και φθάνει μέχρι πολύ πρόσφατα χρόνια και οι οποίες δημιουργούνται από μια μονάδα, που επεκτείνεται σε ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου. Σύγχρονο δημιούργημα είναι γι αυτόν και η έννοια της παγκόσμιας οικονομίας. Σύμφωνα με τον ορισμό του, το παγκόσμιο σύστημα είναι «...ένα κοινωνικό σύστημα με όρια, δομές, συμμετέχουσες ομάδες, κανόνες νομιμοποίησης και συνάφεια. Η ύπαρξή του εξαρτάται από τις συγκρουόμενες δυνάμεις που το συντηρούν ή το διαλύουν, καθώς κάθε ομάδα προσπαθεί να το διαμορφώσει προς όφελός της. Έχει τα γνωρίσματα ενός ζωντανού οργανισμού, ως προς το ότι έχει μια διάρκεια ζωής, κατά την οποία κάποια χαρακτηριστικά του αλλάζουν, ως ένα βαθμό, ενώ άλλα μένουν ίδια. Οι διάφορες δομές του είναι κατά καιρούς ισχυρές ή αποδυναμωμένες ανάλογα με την εσωτερική λογική και λειτουργία του» (1976b : 229). Μέσα σ αυτή την ενότητα υπάρχει ένας συνεχής χωρικός καταμερισμός εργασίας και στόχος του Wallerstein είναι να διαπιστώσει αν αυτός ο οργανισμός είναι ενοποιημένος πολιτικά ή πολιτισμικά, θέτοντας το ερώτημα ποιες είναι οι συνέπειες της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας μιας τέτοιας ενοποίησης (1976a : 345). Για τον Wallerstein κάθε κοινωνικό σύστημα είναι ως ένα σημείο αυτόνομο, με εσωτερική δυναμική ανάπτυξης. Καμιά κοινωνία, όμως, δεν είναι ολοκληρωτικά απομονωμένη και έτσι διακρίνει δύο τύπους κοινωνικού συστήματος : τις σχετικά

46 μικρής κλίμακας οικονομίες, που χαρακτηρίζονται από αυτονομία ως προς την επιβίωσή τους και τα πολύ μεγαλύτερα παγκόσμια συστήματα, που αποτελούνται από πολλούς πολιτισμούς και βασίζονται σε έναν γεωγραφικό καταμερισμό εργασίας σύμφωνα με την αρχή της πιο αποδοτικής θέσης παραγωγής μέσα στο σύστημα ως σύνολο (Champion, 1989b : 5). Οι διαιρέσεις του δεύτερου τύπου κοινωνικού συστήματος (του παγκόσμιου) είναι οι εξής : κέντρο, περιφέρεια, ημι-περιφέρεια (semiperiphery). To κέντρο κυριαρχεί καθώς έχει σύνθετες κοινωνικές δομές και εκμεταλλεύεται την περιφέρεια, η οποία είναι αποδυναμωμένη εξουσιαστικά, παρέχει πρώτες ύλες και χαρακτηρίζεται από καταπιεστικές σχέσεις εργασίας. Η ημι-περιφέρεια αποτελείται είτε από παρακμάζουσες πυρηνικές περιοχές ή από περιφερειακές περιοχές που προσπαθούν ν αναπτυχθούν. Μπορεί ακόμη να είναι γέφυρα μεταξύ των δύο άλλων κύριων διαιρέσεων ή προστατευτική για τον πυρήνα περιοχή καθώς μετριάζει τις πιέσεις που ασκεί η περιφέρεια. Αυτό που θέλησε να τονίσει είναι ότι η εμφάνιση και ισχυροποίηση του καπιταλισμού δεν μπορεί να κατανοηθεί με το να επικεντρωθούμε στην Ευρώπη. Με τον τρόπο αυτό αγνοούμε άλλα τμήματα του πλανήτη που συνεισέφεραν πρώτες ύλες, εργασία και πολύτιμα μέταλλα στη βιομηχανική διαδικασία. Η Ευρώπη και ο υπόλοιπος κόσμος αποτελούσαν ένα μη ομοιογενές σύνολο και ήταν εμπλεγμένοι σε ένα σύνολο σχέσεων που μόνο ως ολότητα μπορούσε να μελετηθεί (Gosden, 1999 : 109). Ο A. G. Frank, από την άλλη, τοποθετεί χρονικά την εμφάνιση του παγκόσμιου συστήματος στην 3 η χιλιετία π.χ. (ή ίσως και νωρίτερα). Πρόκειται για ένα σύστημα, το οποίο έχει μια αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια και συνδέει την Εποχή του Χαλκού με τον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο (1993). Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας και της προϊστορίας υπήρξαν σύνολα συσχετιζόμενων ηγεμονικών πυρήνων με τις αντίστοιχες περιφέρειες και ενδοχώρες τους. Ωστόσο, διάφορες πυρηνικές περιοχές φαίνεται ότι πέρασαν από φάσεις ακμής και παρακμής. Η παρακμή τους οδήγησε συχνά σε αλλαγές στην ηγεμονία, που μεταφερόταν σε άλλα νεοεμφανιζόμενα κέντρα. Η ηγεμονία θα μπορούσε να οριστεί ως η ιεραρχημένη δομή της συσσώρευσης πλεονάσματος μεταξύ των πολιτικών ενοτήτων και των τάξεων που τις αποτελούσαν μια δομή που διαμορφώθηκε με τη μεσολάβηση βίας. Μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα η αλληλεπίδραση δύο μερών ίσως ήταν μόνο έμμεση όμως, το κριτήριο αναγνώρισης του είναι ότι κανένα τμήμα του δεν θα ήταν όπως είναι (ή ήταν) αν άλλα τμήματα δεν ήταν όπως είναι (ή ήταν) (Gills&Frank, 1990&1991)

47 Αναγνωρίζει τα προβλήματα που προκύπτουν από την προσπάθεια ερμηνείας των αρχαιολογικών ευρημάτων μέσα από μια τέτοια οπτική και χαρακτηρίζει την εικόνα για την Εποχή του Χαλκού ένα μεγάλο παζλ, που πιθανότατα αποτελούνταν από αμέτρητα κομμάτια, που εμείς δεν έχουμε στη διάθεσή μας ακόμη δεν υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος συναρμολόγησής του, ούτε κάποιος προκαθορισμένος τρόπος δημιουργίας του δεν είναι δυνατή η διαπίστωση των περιθωρίων ή των άκρων του και ασφαλώς δεν είναι μια απόπειρα που μπορεί να αντιμετωπίσει τα δεδομένα με τρόπο στατικό, καθώς το σύστημα διαμορφώνεται από αλλεπάλληλους κύκλους, οι οποίοι πρέπει να αναγνωριστούν (1993 : 384 5). Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη, ο Frank, θεωρεί ότι τα στοιχεία, που χαρακτηρίζουν το παγκόσμιο σύστημα από την Εποχή του Χαλκού μέχρι σήμερα είναι τα εξής : α) πρόκειται για ένα σύστημα με ιστορική συνέχεια 5000 ετών. Εμφανίστηκε με πυρήνα του τη Δυτική Ασία και την Αίγυπτο και έπειτα επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει μεγάλο τμήμα της Αφρο-Ευρασίας β) η κινητήριος δύναμη της ιστορίας του ήταν η συσσώρευση κεφαλαίου, το οποίο έπαιξε κεντρικό ρόλο για πολλές χιλιετίες γ) οι όροι κέντρο και περιφέρεια που χρησιμοποιήθηκαν σε αναλύσεις συνθηκών εξάρτησης καθώς και οι συνθήκες του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος, μπορούν να εφαρμοστούν σ αυτό δ) η ηγεμονία εναλλάσσεται με περιόδους διαμαχών για την απόκτησή της. Η λέξη ηγεμονία έχει το νόημα που δίνεται από τη βιβλιογραφία στα κέντρα του σύγχρονου συστήματος, το οποίο χρονολογείται από το 1500 μ.χ. ε) πολύ πίσω στο χρόνο, τοποθετούνται και οι εναλλασσόμενοι οικονομικοί κύκλοι ακμής και παρακμής που συνδέονται με τις αλλαγές στη συσσώρευση κεφαλαίου στο κέντρο και στην περιφέρεια. Με βάση τα παραπάνω, δημιουργείται ένας κόσμος που μοιράζεται μεγάλους και μικρούς οικονομικούς, πολιτικούς και ίσως και πολιτισμικούς κύκλους (1993 : 388 9). Στην αρχαιολογία μια από τις πρώτες προσπάθειες απομάκρυνσης από παλαιότερες θεωρίες ήταν των Renfrew και Cherry, οι οποίοι περιγράφουν τον τρόπο αποφυγής των όρων διάδοση και ανεξάρτητη εφεύρεση στο βιβλίο Peer-polity interaction and socio-political change (1986). Εκεί κριτικάρουν το μοντέλο κέντρου περιφέρειας και παγκόσμιου συστήματος, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε αυτά και στα όσα υποστήριξε η πολιτισμική ιστορική σχολή. Πρόκειται και πάλι για έμφαση στην εξωγενή αλλαγή μόνο που εδώ έχει διαφορετική ονομασία. Και ο Renfrew δέχεται ότι οι κοινωνικές αλλαγές μπορούν να είναι

48 αποτέλεσμα τόσο εξωτερικών σχέσεων όσο και ενδογενών παραγόντων. Η διαφορά έγκειται στο ότι στο έργο του δίνεται έμφαση σε σχέσεις μεταξύ μιας ομάδας αυτόνομων πολιτικών ενοτήτων (polities), που είναι ισοδύναμες ως προς τη δομή ή ακόμη και ως προς την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική δύναμη (1986b : 6). Στο προτεινόμενο μοντέλο, οι συμμετέχοντες σε ένα εμπορικό σύστημα επηρεάζονται από τις συνεχείς αλληλεπιδράσεις που λαμβάνουν χώρα, χωρίς την ανάπτυξη κέντρου, περιφέρειας ή περιθωρίου. Μπορεί κανείς να ερευνήσει την ακριβή φύση των αλληλεπιδράσεων και των αποτελεσμάτων τους στα άτομα και στις υπό εξέταση κοινωνίες. Πρόκειται για σχέσεις που χαρακτηρίζονται από ανταγωνισμό, μετάδοση πληροφοριών ή συμβόλων και ανταλλαγή αγαθών. Αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι η εφαρμογή των παραπάνω σαν μια ερμηνευτική φόρμουλα ενέχει τον κίνδυνο του ίδιου αυτοματισμού και στειρότητας, όπως η εφαρμογή του παγκόσμιου συστήματος στην προϊστορία (1993 : 8). Δεν είχαν όλοι, ωστόσο, την ίδια άποψη. Θεωρήθηκε, για παράδειγμα, ότι οι αναλύσεις κέντρου και περιφέρειας μπορούν, με κάποιες τροποποιήσεις, να περιγράψουν τις προϊστορικές συνθήκες. Η παγκόσμια οικονομία που περιγράφουν δεν θα έπρεπε να νοείται ως κινούμενη από ιστορικές δυνάμεις, που ισχύουν για όλες τις περιοχές. Η εικόνα αυτή, πιθανότατα, να μην μπορεί να στηριχθεί για το μακρινό παρελθόν. Αν όμως χρησιμοποιηθεί λαμβάνοντας υπόψη τις ακριβείς σύνθηκες και τα συγκεκριμένα πλαίσια κάθε περίπτωσης, μπορεί να είναι μια χρήσιμη διάκριση. Μπορεί να μας πληροφορήσει για τη σχέση μεταξύ ισότιμων πολιτικών ενοτήτων (polities), που βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα οικονομικής, πολιτικής ή τεχνολογικής ανάπτυξης η σχέση αυτή είναι υπεύθυνη για αλλαγές που παρατηρούνται σε κάθε κοινωνία. Δεν πρόκειται για μια δοκιμασμένη και αποτυχημένη συνταγή, που παρουσιάζεται ξανά με άλλο όνομα, αλλά για ένα θέμα που μπορεί να δώσει τη βάση για προβληματισμούς και για ερμηνεία της κοινωνικής αλλαγής κατά την προϊστορία (Champion, 1989b : 9 10). Όπως υποστηρίχθηκε, επειδή η εφαρμογή των όρων αυτών από τον Wallerstein αφορούσε την καπιταλιστική πραγματικότητα, δεν γίνεται να χρησιμοποιηθούν χωρίς αλλαγές. Αν αποφασίσουμε να τους εφαρμόσουμε και στον προ-καπιταλιστικό κόσμο, θα πρέπει να τους αποφορτίσουμε από το πολιτισμικά συγκεκριμένο περιεχόμενο τους και να τους γενικεύσουμε. Θα πρέπει να στραφούμε στην ιδέα του παγκόσμιου συστήματος που περιλαμβάνει το κέντρο και την περιφέρεια και που παραπέμπει σε μια ευρεία κλίμακα ανάλυσης ευρύτερης από τα όρια μιας πολιτικά ανεξάρτητης

49 κοινωνίας (polity) ή μιας ομάδας από αυτές. Επίσης, η αντίθεση που δηλώνουν οι έννοιες του κέντρου και της περιφέρειας δεν αναφέρεται μόνο σε μια χωρική διάκριση αλλά και στη διαφορά στη φύση της κοινωνικής οργάνωσης. Παρόλο που ο Wallerstein δεν δεχόταν την ύπαρξη μιας παγκόσμιας οικονομίας για το προϊστορικό παρελθόν δεν μπορούμε να την αποκλείσουμε. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τη συνέχεια στο χρόνο. Ίσως η οικονομία του παρελθόντος ήταν άλλου είδους αλλά η αποδοχή του μοντέλου οδηγεί στο ότι οι πυρηνικές περιοχές εισήγαγαν προϊόντα από την περιφέρεια και ήταν οι κυρίαρχες πολιτικά, ενώ οι περιφέρειες εξήγαγαν και ήταν κυριαρχούμενες (Champion, 1989b). Μέσα από άλλες απόψεις τονίστηκε περισσότερο η αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών που διαμορφώνουν ένα παγκόσμιο σύστημα. Η σύνδεση τους σημαίνει ότι μια αλλαγή σε ένα τμήμα μπορούσε να ευθύνεται για αλλαγές στα υπόλοιπα σε μια ευρύτερη κλίμακα. Δεν μπορούμε, ωστόσο, να αποκλείσουμε την ανάπτυξη και την αλλαγή που προκαλείται από εσωτερικές συνθήκες κάθε κοινωνίας/περιοχής, οι οποίες της αναγνωρίζουν έναν βαθμό αυτονομίας. Έτσι στο επίπεδο της μακρο ιστορίας (macro-history) μπορούμε να συνδέσουμε μακρινές μεταξύ τους περιοχές και να εντοπίσουμε αλλαγές που προκύπτουν μέσα από αυτή την επικοινωνία. Πρέπει όμως να εξετάζουμε και το τοπικό ιστορικό πλαίσιο κάθε πολιτισμού πριν το τοποθετήσουμε σε μια τόσο μεγάλη, διεθνή εικόνα. Επιπλέον υπάρχουν στοιχεία που επαναλαμβάνονται σε διαδοχικές περιόδους αποδεικνύοντας τη χρονική επέκταση και την αναπαραγωγή του παγκόσμιου συστήματος. Οι διαδικασίες της πολιτισμικής και κοινωνικής αλλαγής μπορεί να είναι παρόμοιες ακόμη και σε αρκετά μεταγενέστερες φάσεις, καθώς οι τρόποι της οργάνωσης και οι ιστορικές συνθήκες επανεμφανίζονται μέσα σε ένα χρονικό συνεχές. Πολλά στοιχεία της αλληλεπίδρασης, όσων συμμετέχουν σε ένα παγκόσμιο σύστημα αναπαράγονται σε μια σειρά κυκλικών μεταρρυθμίσεων. Επηρεάζονται με τον τρόπο αυτό οι μακροπρόθεσμες ιστορικές διαδικασίες μέσα από δομικούς περιορισμούς (constraints) που μεταφέρονται στο χρόνο, δημιουργώντας παράλληλα εναλλασσόμενες περιόδους ανάπτυξης και υπανάπτυξης για κάθε περιοχή. Παραμένει βέβαια πάντα το ερώτημα που αφορά τη θέση που είχε απέναντι σε όλα αυτά το τοπικό ιστορικό πλαίσιο κάθε κοινωνίας. Ίσως τελικά να είναι αυτό που ρυθμίζει και υποδεικνύει το βαθμό της εμπλοκής σε ένα παγκόσμιο σύστημα και την ένταση των συνεπειών της (Kristiansen, 1994)

50 Η διάταξη των προϊστορικών πολιτισμικών σχέσεων έχει περιγραφεί και με άλλο τρόπο. Το 1977 η J. Schneider στο άρθρο της «Was there a pre-capitalist worldsystem?» σχολιάζει τους παγκόσμιους οικονομικούς διαχωρισμούς του Wallerstein και προσθέτει έναν ακόμη, το περιθώριο (margin). Με βάση αυτό αντιμετωπίστηκε διαφορετικά και η θέση ορισμένων περιοχών (π.χ. Ευρώπη) στην παγκόσμια εικόνα για ένα μεγάλο τμήμα της προϊστορίας. Τα καινούρια ερωτήματα που τέθηκαν είχαν σχέση με την έκταση της επιρροή μιας κεντρικής περιοχής και με το αν, εκτός από τον κύριο διαχωρισμό σε κέντρο και περιφέρεια, υπήρχαν και μικρότερες τέτοιες διαιρέσεις. Πόση πρέπει να υποθέσουμε ότι ήταν η έκταση της περιφέρειας, που ήταν πολιτικά εξαρτημένη από έναν πυρήνα; Έχει υποστηριχθεί, ότι ο πιο σωστός ορισμός της περιφέρειας είναι αυτός μιας περιοχής, η οποία αποτελείται από κοινωνίες που υφίστανται δομικές αλλαγές μέσα από συνεχείς ανταλλαγές προϊόντων με προνομιούχους καταναλωτές. Οι υπόλοιπες που δεν έχουν μια τέτοιου είδους τακτική σχέση ανήκουν στο περιθώριο. Τα εμπορικά συστήματα των αστικών ή των αναπτυγμένων γενικότερα κέντρων, που μεταφέρουν ιδέες και τεχνολογίες, εκτείνονται και εκεί. Οι δρόμοι, όμως, των ανταλλαγών και η γνώση των νέων εφευρέσεων δεν δημιουργεί πολιτική εξάρτηση. Αντίθετα υπάρχει χώρος και για την τοπική ανάπτυξη νέων στοιχείων. Τέτοιου είδους περιοχές ανήκαν σε συστήματα πυρήνων/περιθωρίου (nuclear margin), τα οποία ήταν υποσύνολα μέσα στο μακρο-οικονομικό σύστημα του κέντρου και της περιφέρειας (Sherratt, 1993a&b, 1994a&b). Όσα υποστηρίχθηκαν και παρατηρήθηκαν παραπάνω επανεξετάστηκαν και σε ένα πιο πρόσφατο έργο. Οι Kristiansen&Larsson (2005) παρατήρησαν ότι : η προσφορά άλλων επιστημών για τη μελέτη της αλληλεπίδρασης κατά την προϊστορία ήταν σημαντική και οδήγησε στη μελέτη μεγαλύτερων περιοχών. Το θεωρητικό ωστόσο πλαίσιο που δημιουργήθηκε (κέντρο-περιφέρεια, παγκόσμιο σύστημα) θέτει περιορισμούς λόγω της μακρο-ιστορικής του προσέγγισης και της γενικής αντίληψης περί κυριαρχίας που το διέπει. Υποστηρίζουν ότι το παγκόσμιο σύστημα υπήρχε (αναφερόμενοι κυρίως στην Εποχή του Χαλκού) αλλά είχε έναν πολύ διαφορετικό χαρακτήρα από κάθε ανάλογο σύγχρονο σχήμα. Ως αφετηρία τους έχουν την εξήγηση της συμβολικής μετάδοσης και της κοινωνικής μεταρρύθμισης ως μιας σύνθετης και επιλεκτικής διαδικασίας, που έλαβε χώρα και επηρέασε ταυτόχρονα τις διαπεριφερειακές και τοπικές συνθήκες. Ήταν πολλά περισσότερα από αντικείμενα και πρώτες ύλες αυτά που ταξίδευαν όσα μετακινούνταν ένωναν σε ένα δίκτυο διάφορες

51 κοινωνίες, οι οποίες από ένα σημείο και έπειτα άρχισαν να μοιράζονται ιδέες, τρόπους ζωής και πίστεις. Οι διάφορες σχέσεις που αναπτύσσονταν ήταν πολλών ειδών και δεν μπορούν να περιγραφούν μόνο με έναν ή δύο όρους. Θα μπορούσαν να δημιουργούνται από το εμπόριο (κάθε είδους διαδικασίας ανταλλαγής), τη μετακίνηση πληθυσμών, τις επιδρομές, τα ταξίδια ατόμων κ.λ.π. και αν κάποιος θέλει να χρησιμοποιήσει τον παλιότερο περιγραφικό και περιεκτικό όρο διάδοση τότε θα πρέπει να τον συνδυάσει με τις έννοιες της πολιτισμικής αφομοίωσης (acculturation) και της τοποθέτησης στο κατά τόπους πλαίσιο (contextualisation). Αν τελικά τη δεχτούμε πρέπει να την εμπλουτίσουμε δεν είναι μια ουδέτερη αλλά μια εμποτισμένη με νόημα διαδικασία. Πρέπει να την ορίσουμε ξανά ώστε να γίνει μια ολοκληρωμένη ερμηνευτική διαδικασία. Ο χώρος και η απόσταση είναι έννοιες ομοιογενείς και ουδέτερες μόνο πάνω σε αρχαιολογικούς χάρτες κατανομής. Στην πραγματικότητα θα πρέπει να θεωρούνται ως φορτισμένες με νοήματα για όσους τις προσλαμβάνουν. Θα μπορούσαν να γίνονται αντιληπτές με συμβολικούς και κοσμολογικούς όρους ενώ το ταξίδι δεν θα είχε πάντα μια οικονομική ή κοινωνική σημασία τα κίνητρα μπορεί να ήταν πολλά και όχι πάντα άμεσα κατανοητά. Όσοι ταξίδευαν διέσχιζαν πολιτισμικά σύνορα (cultural boundaries) και ζώνες, που διαχώριζαν τον κόσμο τους από έναν άλλον, ξένο. Η οικονομική και πολιτική διάσταση της διάκρισης κέντρου περιφέρειας γίνεται κοσμολογική. Η γνώση και η κατάκτηση μακρινών τόπων, η απόκτηση τεχνογνωσίας, η επιστροφή και η απόκτηση κύρους και δύναμης, η διαμόρφωση ταυτοτήτων αλλά και μια σειρά άλλων στοιχείων θα μπορούσαν να περιγράψουν τις σχέσεις του παρελθόντος (και συγκεκριμένα του κόσμου της Εποχής του Χαλκού) σε ένα διαφορετικό επίπεδο (Kristiansen&Larsson, 2005). Η ΜΕΤΑ-ΑΠΟΙΚΙΑΚΗ ΣΚΕΨΗ Ο δυτικός κόσμος αντιλήφθηκε, λιγότερο ή περισσότερο σε κάθε φάση, ότι σχεδόν όλες οι κοινωνίες σε όλες τις περιόδους είχαν έρθει σε επαφή με τον έξω από αυτές κόσμο. Όση προσπάθεια και αν έγινε για το αντίθετο, οι αρχαιολογικές έρευνες έπρεπε να ασχοληθούν και με την επικοινωνία των ανθρώπων σε διάφορες περιοχές. Η μεταβίβαση στοιχείων, η μεταφορά ιδεών, η ανταλλαγή αγαθών, τα ταξίδια ομάδων ή ατόμων είχαν συμβεί και συνέβαιναν ακόμη, άσχετα με το ρόλο και την ερμηνεία που τους έδιναν κάθε φορά οι αρχαιολόγοι. Ο τρόπος, ωστόσο, που αντιμετωπίστηκαν αυτές

52 οι σχέσεις ήταν για πολύ μεγάλο διάστημα υπό την επιρροή των τακτικών και των πίστεων της αποικιακής περιόδου. Όποια προσέγγιση και αν εξετάσει κανείς, παρατηρεί πτυχές που εξαρτώνται από αυτή την οπτική. Η αρχαιολογία συμπορεύτηκε με την αποικιακή περίοδο μέχρι και πολύ πρόσφατα. Χρονικά αυτό δεν ισχύει πια αλλά οι ιδέες τη δεύτερης ασκούν ακόμη την επίδρασή τους στις θεωρίες και τις μεθόδους της πρώτης (Gosden, 2001). Η εικόνα μας για το παρελθόν έχει διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό από τα παραπάνω. Η παγκόσμια ισχυρή θέση, που η Ευρώπη κατείχε για αιώνες χάραξε τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε αναπτυγμένους, αναπτυσσόμενους και υπανάπτυκτους πληθυσμούς. Ο ανώτερος κόσμος της, νομιμοποιημένος από τις εθνικές αρχαιολογίες και την κληρονομιά του Κλασικού κόσμου, είχε ως σκοπό να εκπολιτίσει και να εκσυγχρονίσει τους σύγχρονους πρωτόγονους. Αυτός ήταν ο ρόλος της συγκεκριμένης ηπείρου κατά την αρχαιότητα και αυτός ήταν και τώρα. Όσα πιστεύονταν, έπρεπε με κάποιο τρόπο να διατηρηθούν και να προβληθούν έτσι ώστε να διατηρηθούν και οι αυτοκρατορίες που προέκυψαν σταδιακά. Ένας τρόπος ήταν μέσω της παρουσίασης αυτών των κατακτημένων ανθρώπων έτσι ώστε να δηλώνεται η παθητικότητά τους και η παραδοσιακή τους φύση. Μια πολύ καλή τακτική ήταν μέσω της επιλεκτικής παρουσίασης τεχνουργημάτων από τους ντόπιους κατοίκους της περιφέρειας. Η υλική ματιά της αποικιακής περιόδου πρόβαλλε κάποια στοιχεία του υλικού πολιτισμού τους ενώ παραμέριζε άλλα που δεν θεωρούνταν και τόσο σημαντικά, παραβλέποντας έτσι μια ολόκληρη σειρά πιθανών νοημάτων και συμβολισμών (Gosden 2001, Lyons& Papadopoulos, 2002) Οι παραπάνω παρατηρήσεις και το όλο κλίμα απέναντι σε λαούς και χώρες που δεν ανήκαν στο δυτικό κόσμο έφεραν αντιδράσεις. Η μετα-αποικιακή θεωρία, η οποία δημιούργησε προβληματισμούς και στην αρχαιολογία, ήταν το αποτέλεσμα των αντιδράσεων αυτών. Στο έργο Orientalism του 1974, o E. Said, ένας από τους θεμελιωτές της θεωρίας, τόνισε το λάθος τρόπο με τον οποίο η Δύση αντιλαμβάνεται την Ανατολή. Όσα έχουν υποστηριχθεί είναι μια αλλοιωμένη πραγματικότητα και η αντικειμενικότητα της θεώρησης είναι απλά και μόνο νομιμοποίηση θέσεων και πολιτικών. Αυτό που ονομάζουμε μετα-αποικιακή θεωρία είναι μια σειρά συζητήσεων, σχετικών με τα είδη των πολιτισμικών μορφών και ταυτοτήτων που δημιουργήθηκαν μέσα από την αποικιακή πραγματικότητα. Είναι μια σειρά απόψεων που αντιτίθενται σε οποιαδήποτε ουσιοκρατική (essentialist) θεώρηση του πολιτισμού. Δεν αποδέχονται ότι

53 ο πολιτισμός έχει κάποια γνωρίσματα που είναι σταθερά ή στατικά και μένουν αναλλοίωτα στο χρόνο δεν είναι ένα σύνολο στοιχείων που κληρονομούνται ανέπαφα στους ανθρώπους μιας περιοχής και δεν έχει χαρακτηριστικά που μπορούν να διαχωρίσουν απόλυτα στο χώρο τις πολιτισμικές ομάδες σίγουρα όχι σε όλες τις περιπτώσεις. Τα συμπεράσματα αυτά προέκυψαν από τη διαπίστωση ότι η αποικιακή περίοδος είχε αφήσει πίσω της υβριδικές μορφές πολιτισμού. Μέσω αυτών αποδεικνυόταν ότι οι ανώτεροι και οι κατώτεροι λαοί είχαν αλληλοεπηρεαστεί είχαν υιοθετήσει πολλά πράγματα ο ένας από τον άλλον και στη συνέχεια τα αφομοίωσαν. Η ιστορία, η ταυτότητα, ο τρόπος σκέψης και ζωής τους δεν θα επανέρχονταν ποτέ στην προ-αποικιοκρατική περίοδο. Μετά τη διάλυση των αυτοκρατοριών, το ενδιαφέρον στράφηκε προς τις περιφέρειες, τα μέρη εκείνα όπου συναντήθηκαν οι διαφορετικοί κόσμοι. Η πολιτισμική αφομοίωση (acculturation) που λάμβανε χώρα εκεί, είχε διαφορετικό χαρακτήρα, απ αυτόν που πιστευόταν. Ήταν μάλλον μια δημιουργική διαδικασία που διαμόρφωνε καινούριες, υβριδικές πολιτισμικές ενότητες. Οι ντόπιοι πληθυσμοί επέλεγαν και ενσωμάτωναν ιδέες ή αντικείμενα διατηρώντας συγχρόνως τις πίστεις και τα έθιμά τους. Επανεξετάστηκε ακόμη ο ρόλος των αντικειμένων για τους πολιτισμούς και τις κοινωνίες. Τονίστηκε ότι αυτά έχουν τη δική τους κοινωνική ζωή περνάνε από διαδοχικά στάδια και χρησιμοποιούνται για πολλούς διαφορετικούς λόγους. Η αυταπόδεικτη θέση τους σε μια κατηγορία δεν ισχύει απαραίτητα. Ο υλικός πολιτισμός εμπλέκεται στη ζωή των ανθρώπων με πολλούς τρόπους καθώς τα αντικείμενα είναι ισχυρά πολιτισμικά παράγωγα, είναι ενεργοί δράστες (Gosden 2001, Lyons& Papadopoulos, 2002). Ένα κομμάτι της αρχαιολογίας συμπεριέλαβε την παραπάνω προσέγγιση στις αναζητήσεις της και επανεξέτασε ορισμένα συμπεράσματα για την προϊστορία. Άρχισε να γίνεται κατανοητό ότι η δημιουργία ενός γενικευτικού και αντικειμενικού παρελθόντος δεν μπορούσε να περιγράψει όσα ίσχυαν στην πραγματικότητα. Οι απόλυτοι διαχωρισμοί και οι κατηγορίες που ομαδοποιούν τον υλικό πολιτισμό και τις ιδέες πρέπει να συνδυαστούν με ή να αντικατασταθούν από μια οπτική που να λαμβάνει υπόψη τις πολλές κατά τόπους πολιτισμικές αντιλήψεις. Παρόλο που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και τη μη υλική διάσταση των καταστάσεων (κάτι που δεν έκανε η αποικιακή περίοδος) δεν πρέπει να παραγκωνίζεται ο υλικός πολιτισμός στο σύνολό του (Gosden, 2001). Ο υλικός πολιτισμός δεν μπορεί, ειδικότερα για την προϊστορία, να

54 πληροφορεί για διαγνωστικές διατάξεις που αποτυπώνουν όρια ομοιογενών πληθυσμών σε ένα αποικιακό σύστημα κέντρου περιφέρειας. Τα τεχνουργήματα είναι ενεργά μέσα, που συμμετέχουν σε καθημερινές διαπραγματεύσεις (ανταλλαγές αγαθών, προετοιμασία και κατανάλωση τροφής, επικοινωνία πληροφοριών κ.λ.π.). Δεν επιβάλλονται σε παθητικούς πληθυσμούς από τους ισχυρούς κατακτητές τους. Αντίθετα, υπάρχει μια αμφίδρομη διακίνηση και είναι δύσκολο κάποιες φορές να πει κανείς από ποια πλευρά πέρασε κάτι στην άλλη (Lightfoot&Martinez, 1995)

55 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΤΟ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Όπως είναι κατανοητό δεν μπορούμε να ορίσουμε σαφή και ξεκάθαρα γεωγραφικά όρια μέσα στα οποία να τοποθετήσουμε τις κινήσεις των ανθρώπων της περιόδου που μας αφορά. Θα δοθεί ωστόσο μια σύντομη περιγραφή των περιοχών που σήμερα ονομάζουμε κεντρική Ευρώπη και ηπειρωτική Ελλάδα για να υπάρχει μια εικόνα. Η κεντρική Ευρώπη είναι μια περιοχή με διαφορετικό σε κάθε εποχή πολιτικό και γεωγραφικό περιεχόμενο. Ο τρόπος που ορίζεται μπορεί να διαφέρει σε διάφορα κείμενα ενώ πολλές φορές τμήματα της ανατολικής, της βόρειας και της δυτικής Ευρώπης θεωρήθηκαν ότι ανήκουν σ αυτή. Είναι μια περιοχή που απαρτίζεται από διαφορετικές πολιτικές ενότητες, που έχουν και κάποιες κοινές παραδόσεις ή πολιτισμικά στοιχεία ως αποτέλεσμα της πιο σύγχρονης ιστορίας τους. Οι Coles και Harding (1979) υποστηρίζουν ότι με την ονομασία κεντρική Ευρώπη εννοούμε την περιοχή που αποκαλούν στη Γερμανία Mitteleuropa, δηλαδή : το τμήμα που εκτείνεται από την κεντρική Γερμανία στα δυτικά ως τα Καρπάθια και το Βιστούλα στα ανατολικά και από το Βερολίνο και τη Βαρσοβία στα βόρεια ως τα αυστριακά και ουγγρικά σύνορα στα νότια. Αποτελείται από την Αυστρία, την Τσεχία, τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, το μεγαλύτερο κομμάτι της ανατολικής Γερμανίας και την Πολωνία. Γεωγραφικά χαρακτηρίζεται από έναν αριθμό διακριτών ζωνών. Στο βορρά (βόρεια Γερμανία και Πολωνία) βρίσκουμε την αχανή περιοχή της βόρειας Ευρωπαϊκής πεδιάδας, διασπαρμένης από λίμνες και εκτεταμένα δάση. Η δράση των παγετώνων έχει καταστήσει πολλά από τα εδάφη αμμώδη ή βαλτώδη. Νότια αυτής της περιοχής βρίσκεται το λοφώδες τμήμα που συνορεύει με τη Γερμανία και σταματά στην Μοραβία και τη Βοημία 3, για να δώσει τη θέση του σε πιο ορεινή χώρα με παρεμβαλλόμενα δάση με το ανάλογο έδαφος και σε πολλά τμήματα με ένα λεπτό στρώμα αιολικών αποθέσεων (loess). Ακόμη πιο νότια συναντά κανείς την κοιλάδα του Δούναβη, την Αυστρία, την Ελβετία και έπειτα τους πρόποδες της οροσειράς των Άλπεων, όπου 3 Η Μοραβία βρίσκεται στο ανατολικό και μικρότερο τμήμα της Τσεχίας σε αντίθεση με τη Βοημία που καταλαμβάνει το δυτικό και μεγαλύτερο

56 εμφανίζεται ένα πιο φτωχό ορεινό έδαφος και όπου το ανάγλυφο είναι πιο έντονο καθώς τα βουνά γίνονται ψηλότερα. Στην κεντρική Ευρώπη συναντάμε μεγάλα και συνήθως πλωτά ποτάμια όπως τον Δούναβη, τον Βιστούλα, τον Όντερ, τον Ρήνο, τον Έλβα, τον Μοράβα και τους παραποτάμους τους αλλά και τη μεγάλη Ουγγρική πεδιάδα, η οποία μαζί με την Τρανσυλβανία σχηματίζει την λεκάνη των Καρπαθίων. Πρόκειται για έναν γεωγραφικό όρο που περιλαμβάνει την Ουγγαρία, τμήματα της Ρουμανίας και τη Σλοβακία (Sherratt, 1994) και είναι μια πεδιάδα έκτασης χλμ 2, που διασχίζεται από μεγάλα ποτάμια (Δούναβης, Τίσα, Σάβα) και περιβάλλεται από εκτεταμένες οροσειρές. Το μεγαλύτερο τμήμα της βρίσκεται 200 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και αποτελείται από μαύρη γη αιολικών αποθέσεων ή δασικά εδάφη (brown forest soils) κατάλληλα για εντατική καλλιέργεια (Coles&Harding, 1979 : 68). Στην εργασία αυτή εκτός από τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης και τη λεκάνη των Καρπαθίων θα αναφερθούν επίσης η Ρουμανία (που θεωρείται ότι ανήκει στην ανατολική Ευρώπη) αλλά και η περιοχή της Βαλτικής, που επίσης δεν ανήκει στα όρια που θέσαμε αλλά εμπλέκεται στη συζήτηση. Η ηπειρωτική Ελλάδα, από την άλλη, βρέχεται στις τρεις πλευρές της από θάλασσα (Αιγαίο, Ιόνιο, Θρακικό, Μυρτώο και Κρητικό Πέλαγος) και σχεδόν το 70% του εδάφους της είναι ορεινό και λοφώδες. Διαιρείται σε έξι διαμερίσματα (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα Εύβοια, Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία και Θράκη). Οι ακτές της σχηματίζουν πολυάριθμους κόλπους (π.χ. Αμβρακικός, Θερμαϊκός, Σαρωνικός, Παγασητικός, Κορινθιακός κ.α.). Στη χερσόνησο αυτή κυρίαρχη θέση έχει η οροσειρά της Πίνδου (που συνδέεται με τις Δειναρικές Άλπεις) και διασχίζει τη δυτική Ελλάδα από τα ΒΔ στα ΝΑ, φθάνοντας με διάφορα ονόματα, ως τον Κορινθιακό Κόλπο. Έπειτα συνεχίζει μέσα στην Πελοπόννησο, διατηρώντας την ίδια κατεύθυνση, για να καταλήξει στα ακρωτήρια Ταίναρο και Μαλέα. Από την κεντρική αυτή οροσειρά ξεκινούν μικρότερες διακλαδώσεις με ανατολική κατεύθυνση (Χάσια, Όθρη, Οίτη κ.α.). Σε ανατολική Μακεδονία και Θράκη έχουμε διακλαδώσεις της Ροδόπης ενώ άλλα βουνά σε Θεσσαλία και Στερεά Ελλάδα είναι : ο Όλυμπος στο ΒΑ άκρο της θεσσαλικής πεδιάδας, το Πήλιο, η Όσσα, ο Παρνασσός, η Πάρνηθα κ.λ.π. Το ανάγλυφο αυτό διακόπτεται από τις πεδινές εκτάσεις σε κεντρική Μακεδονία, Θεσσαλία, Θράκη, Έβρο και Σέρρες, οι οποίες μαζί με κάποιες κοιλάδες καλύπτουν μια πολύ μικρότερη έκταση. Η ηπειρωτική Ελλάδα δεν έχει τους μεγάλους, πλωτούς

57 ποταμούς της κεντρικής Ευρώπης. Μεγάλα, ωστόσο, ποτάμια που κυλούν ολόκληρα στο έδαφός της είναι ο Πηνειός, ο Αλιάκμονας και ο Αχελώος. Άλλα που βγαίνουν εκτός συνόρων είναι ο Έβρος, ο Αξιός, ο Στρυμόνας, ο Νέστος. Εκτός από αυτά υπάρχουν σε διάφορες περιοχές μικρότεροι ποταμοί και παραπόταμοι ενώ λίγες είναι οι ελληνικές λίμνες με τις περισσότερες από αυτές να βρίσκονται στη Μακεδονία. Η γεωμορφολογία της χερσονήσου δημιουργεί σημαντική περιφερειακή και τοπική ποικιλότητα σε κλίμα, εδάφη, υδρολογία και βλάστηση. Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στο σημερινό φυσικό περιβάλλον και αυτό της ύστερης προϊστορίας. Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας έχει αλλάξει το χάρτη της Ελλάδας, βυθίζοντας μεγάλες πεδινές περιοχές. Ωστόσο, η διάβρωση και οι αλλουβιακές (ποτάμιες) αποθέσεις έχουν ως ένα σημείο αντιστρέψει τη διαδικασία, δημιουργώντας εκτεταμένες πεδιάδες σε παράκτιες περιοχές ενώ στην ενδοχώρα, η ίδια διαδικασία, έχει καταστρέψει ή θάψει κάποιες προϊστορικές θέσεις. Υπάρχουν επίσης μεγάλες αλλαγές και στη βλάστηση όπως φαίνεται από το συνδυασμό οικολογικών και παλυνολογικών μελετών (όσο αξιόπιστες μπορούν να είναι) κάποιες από αυτές τις αλλαγές ήταν ανθρωπογενείς (Halstead, 1994 : 196). ΤΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Οι χρονολογίες που έχουν δοθεί για την Εποχή του Χαλκού στην Ευρώπη βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε στρωματογραφικές ακολουθίες, τυπολογικές μελέτες και στην παραδοσιακή σύνδεσή της με την Ανατολή. Η ραδιοχρονολόγηση δεν χρησιμοποιήθηκε σε πολλές περιοχές και όπου αυτό έγινε δεν εφαρμόστηκε συστηματικά. Η κάθε περιοχή ή χώρα ακολούθησε κατά καιρούς τις δικές της διαιρέσεις, οι οποίες μπορεί να έχουν και υποδιαιρέσεις. Πολλές φορές ολόκληρες φάσεις ονομάζονται από θέσεις μιας περιοχής που ασφαλώς δεν μπορεί να χαρακτηρίζει όλη την ήπειρο (Harding, 2002). Η σχετική χρονολόγηση δημιουργεί συνεχώς προβληματισμούς και συζητήσεις που εκφράζονται στη βιβλιογραφία ενώ η απόλυτη, που ως αρκετά πρόσφατα εξαρτιόταν από τους δεσμούς με την ιστορική Ανατολή (Αίγυπτο και Μεσοποταμία), παρόλο που έγινε ευρέως αποδεκτή, δεν αποκλείει τις αντίθετες απόψεις. Ο Paul Reinecke ( ) δουλεύοντας με κλειστά σύνολα από τάφους και αποθέσεις/ θησαυρούς (hoards) στη Βαυαρία δημιούργησε ένα σύστημα φάσεων για την Εποχή του Χαλκού (Bronzezeit) και την Εποχή Hallstatt (που αντιστοιχούσε

58 στην Εποχή του Σιδήρου). Η κάθε μια είχε τέσσερις μικρότερες υποδιαιρέσεις (Α D). Αργότερα θεωρήθηκε σωστό να συμπεριληφθούν οι δύο πρώτες περίοδοι της Hallstatt στην Εποχή του Χαλκού. Έτσι η Br A του Reinecke είναι η πρώιμη Εποχή του Χαλκού, η Br B C η μέση (πολιτισμός Tumulus) και η Br D μαζί με τις Α, Β από τη Hallstatt η ύστερη (πολιτισμός Urnfield). Οι φάσεις αυτές υπέστησαν περαιτέρω χωρισμούς και εξέταση και χρησιμοποιήθηκαν με διαφορετικό τρόπο και περιεχόμενο από διάφορους ερευνητές. Το σχήμα αυτό παρόλο που αφορά μια πολύ μεγάλη περιοχή και ίσως είναι προβληματικό χρησιμοποιείται ακόμη. Σ αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι προέκυψε από ένα υλικό που είναι πολύ καλά γνωστό και εύκολα αναγνωρίσιμο. Παραμένουν ωστόσο διαφωνίες όσον αφορά κάποια θέματα που σχετίζονται με τα τεχνουργήματα (Coles&Harding, 1979, Harding, 2000). Ο Ο. Montelius ( ) ασχολήθηκε επίσης με θέματα χρονολόγησης και συγκεκριμένα δημιούργησε ένα χρονολογικό σχήμα για την κατανόηση της Εποχής του Χαλκού στη Σκανδιναβία, επηρεάζοντας όμως ένα πολύ μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης. Μελέτησε και αυτός κλειστά σύνολα ευρημάτων έχοντας μια βαθιά γνώση του αρχαιολογικού υλικού της προϊστορικής Ευρώπης. Το σύστημά του διακρίνει έξι φάσεις (I VI), οι οποίες υποδιαιρεθήκαν και άλλαξαν στην πορεία αλλά χρησιμοποιήθηκαν για ένα μεγάλο τμήμα της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης. Η αντιστοιχία τους με τις περιόδους της δεύτερης περιοχής είναι η ακόλουθη : φάση Ι με Br A (πρώιμη), φάση ΙΙ και τμήμα της ΙΙΙ με Br B C (μέση), φάσεις IV V με Br D και Hallstatt A B (ύστερη). Εκτός όμως από τα παραπάνω δύο συστήματα δημιουργήθηκε για την περιοχή των Καρπαθίων ένα ακόμη σύστημα από την A. Mozsolics στις δεκαετίες του 60 και 70, με βάση τις αποθέσεις χάλκινων αντικειμένων (bronze hoards) της περιοχής. Περισσότερο ωστόσο χρησιμοποιήθηκε η πρόταση του B. Hänsel για την ίδια περιοχή, καθώς βασίστηκε σε μεγαλύτερο αριθμό θέσεων και τεχνουργημάτων. Από τη δουλειά του προέκυψαν οι όροι πρώιμη, μέση και ύστερη Δουνάβεια Εποχή του Χαλκού (Harding, 2000&2002). Σήμερα υπάρχει η δυνατότητα απόκτησης ανεξάρτητων χρονολογικών πλαισίων για ορισμένες περιοχές με τη βοήθεια του C14. Η μέθοδος αυτή έδωσε κάποιες αποσπασματικές απαντήσεις για τη χρονολόγηση ορισμένων θέσεων, που συνάντησαν αντιδράσεις επειδή έπρεπε να επανεξεταστούν οι απόψεις μισού και παραπάνω αιώνα. Η σύνδεση μιας περιοχής με άλλες για να εντοπίσουμε τη θέση της στο χρόνο μπορεί τώρα πια σε πολλές περιπτώσεις ν αντικατασταθεί από πιο συγκεκριμένες και ακριβείς

59 τοπικές ακολουθίες. Υπήρξαν βέβαια και διαφωνίες σχετικά με τις συνθήκες και το χώρο εύρεσης των δειγμάτων που χρονολογήθηκαν καθώς η στρωματογραφία δεν θεωρήθηκε πάντα ξεκάθαρη και οι θέσεις δεν ήταν επαρκώς ανασκαμμένες. Επίσης, δεν υπάρχει πάντα η ευκαιρία επαλήθευσης αν και η δενδροχρονολόγηση άλλαξε ως ένα βαθμό τα πράγματα. Οι ακολουθίες όμως που προέκυψαν από αυτή είναι διαθέσιμες σε ορισμένες περιοχές (Αλπική ζώνη, Ιρλανδία) καθώς τα οργανικά κατάλοιπα στα οποία εφαρμόζεται δεν σώζονται ή δεν υπάρχουν παντού και πάντα. Άλλωστε λείπουν οι ραδιοχρονολογήσεις ενός μεγάλου τμήματος της Ευρώπης. Η βελτίωση της ραδιοχρονολόγησης και η χρήση της φασματομετρίας με επιταχυντή μάζας (accelerator mass spectrometry AMS) έχουν οδηγήσει στην απόκτηση απόλυτων χρονολογιών για σημαντικές μεταβάσεις της Εποχής του Χαλκού για πολλές περιοχές της δυτικής, κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Συνεχίζουν να υπάρχουν όμως προβλήματα για περιοχές όπως η ανατολική Μεσόγειος (Αιγαίο) (Harding, 2000 : 9). Υπάρχει γενική συμφωνία σχετικά με την αρχή της Εποχής του Χαλκού στην κεντρική Ευρώπη που τοποθετείται γύρω στο 2300 π.χ. ή στο 2000 π.χ. Η αρχή της μέσης Εποχής του Χαλκού τοποθετείται γύρω στο 1600 π.χ. με μια αρχική φάση στο 1650 π.χ., σύμφωνα με τον C14 ενώ η δενδροχρονολόγηση την τοποθετεί στο 1500 π.χ. Επίσης, η αρχή του πολιτισμού των Νεκροταφείων με Τεφροδόχες Κάλπες (Urnfield culture), η Br. D, θεωρείται σήμερα ότι αρχίζει στο ύστερο τμήμα του 14 ου αι. π.χ. όπως προκύπτει από τον C14 ενώ η δενδροχρονολόγηση δείχνει το 1300 π.χ. (Kristiansen& Larsson, 2005 : 116 8). Στην ηπειρωτική Ελλάδα οι χρονολογήσεις για την Εποχή του Χαλκού βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στις κατά τόπους κεραμικές ακολουθίες από στρωματογραφημένα ανασκαφικά πλαίσια. Με το πέρασμα του χρόνου οι απόψεις των μελετητών της κεραμικής διαφοροποιούνται καθώς προσπαθούν να δώσουν πιο ακριβή αποτελέσματα στη σχετική χρονολόγηση. Ο τριμερής διαχωρισμός διατηρείται και εδώ για την Εποχή του Χαλκού (πρώιμη, μέση και ύστερη, με την αρχή της πρώτης να τοποθετείται γύρω στο 3100 π.χ. και το τέλος της τρίτης κάπου στο τέλος του 12 ου αι. π.χ.). Γενικότερα, το πρώτο τριμερές σύστημα χρονολόγησης για την αιγαιακή προϊστορία δημιουργήθηκε από τον Α. Evans, όπως παρουσιάζεται στο έργο του The Palace of Minos at Knossos I IV, Οι φάσεις που διακρίθηκαν χαρακτηρίστηκαν ως περίοδοι πολιτισμικής ανόδου και πτώσης και βασίστηκαν σε κατάταξη υλικού με ιδιαίτερη

60 έμφαση στην κεραμική. Το τριμερές αυτό σχήμα χρησιμοποιείται ως και σήμερα αν και ένας τέτοιος διαχωρισμός δεν μπορούσε να αφορά το υλικό της Εποχής του Χαλκού για όλες τις περιοχές, όπως μαρτυρείται από τις διαφωνίες και τις πολλές υποδιαιρέσεις. Γενικότερα η χρονολόγηση της περιόδου ακολούθησε την κεραμική εξέλιξη σε κάθε μικρότερη ή μεγαλύτερη περιοχή (Κρήτη, Κυκλάδες, ηπειρωτική Ελλάδα) αν και οι διάφορες τοπικές ακολουθίες παρουσιάζουν τα δικά τους προβλήματα. Αφετηρία για την έρευνα που αφορά την απόλυτη χρονολόγηση υπήρξε η προσπάθεια συγχρονισμού με την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία μέσω της εύρεσης ανατολικών τεχνουργημάτων σε αιγαιακές θέσεις. Η παραδοσιακή αυτή μέθοδος έχει δεχθεί κριτική καθώς αμφισβητείται η ύπαρξη απόλυτα καθορισμένων χρονολογιών ακόμη και για τις δύο αυτές ιστορικές περιοχές (Manning&Weninger, 1992). Για την περιοχή του Αιγαίου η εφαρμογή της ραδιοχρονολόγησης εμποδίζεται από την προσπάθεια συσχέτισης με την Ανατολή και τις μεγάλες αποκλίσεις που προκύπτουν, ειδικότερα για την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Διαφωνίες υπάρχουν άλλωστε και για την χρονολογία της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας καθώς οι ραδιοχρονολογήσεις που έχουμε από τη θέση είναι αρκετά υψηλές σε σχέση με τις παλαιότερες ιστορικές. Λείπει, άλλωστε μια πλήρης δενδροχρονολογική εξέλιξη πριν από τους ιστορικούς χρόνους (Dickinson, 2003 : 46 7). Η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας αποτελεί ένα ζήτημα διαμάχης και έχει γίνει κεντρικό στην Αιγαιακή και Μεσογειακή γενικότερα προϊστορία 4 για το γεγονός αυτό ο S. Manning προτείνει τη χρονολογία 1628 π.χ. ανεβάζοντας χρονολογικά, σε σχέση με το παρελθόν, την ύστερη Εποχή του Χαλκού για το Αιγαίο (1999 : 335). Στην εργασία αυτή θα επικεντρωθούμε στην ύστερη φάση της Εποχής του Χαλκού ξεκινώντας από τις χρονολογίες που ορίζουν την αρχή και το τέλος της στην ηπειρωτική Ελλάδα. Θα τεθεί έτσι ένα χρονολογικό πλαίσιο που θα συσχετιστεί με το αντίστοιχο της κεντρική Ευρώπης και θα σημειωθούν οι όποιες αποκλίσεις υπάρχουν ως προς τα όρια της φάσης αυτής στις δύο περιοχές. Για το Αιγαίο έχουν προταθεί, 4 Στο Ακρωτήρι, εκτός από τα τοπικά τεχνουργήματα, έχουν θαφτεί και αντικείμενα εισηγμένα από Κρήτη και ηπειρωτική Ελλάδα, συγχρονίζοντας έτσι την έκρηξη με τις αρχαιολογικές και πολιτισμικές ακολουθίες των δύο αυτών περιοχών. Τέφρα έχει βρεθεί, επίσης, σε στρώματα θέσεων του Αιγαίου και σε πυρήνες ιζημάτων από την ίδια περιοχή, την ανατολική Μεσόγειο, την Ανατολία και τη Μαύρη Θάλασσα συνδέοντας έναν ευρύ και σημαντικό ορίζοντα σχετικό με την έκρηξη του ηφαιστείου. Το Ακρωτήρι μπορεί να αποτελέσει ένα σταθερό χρονικό σημείο καθώς μοιάζει σαν μια συγκεκριμένη χρονοκάψουλα : μια ολόκληρη πόλη βρίσκεται θαμμένη μαζί με έναν αρχαιολογικό και γεωλογικό ορίζοντα. Η ακριβής χρονολόγησή της θα πρόσφερε ένα σταθερό σημείο για την αιγαιακή προϊστορία και ένα σημείο αναφοράς για την προϊστορία όλης της περιοχής (Manning, 1999 : 10 2)

61 όπως ειπώθηκε, υψηλές και χαμηλές χρονολογήσεις. Αν δεχτούμε ως αρχή της Εποχής, που μας ενδιαφέρει, το 1680/1650 π.χ. και ως τέλος της το τέλος του 11 ου αι. π.χ., τότε οι ενδιάμεσες φάσεις θα μπορούσαν να είναι αυτές που βλέπουμε στην εικ. 2. Οι διάφορες φάσεις της ΥΕ περιόδου της ηπειρωτικής Ελλάδας συγχρονίζονται διαδοχικά με τμήμα του πολιτισμού Otomani, τον πολιτισμό των Τύμβων (Tumulus culture) και με ένα τμήμα του πολιτισμού των Νεκροταφείων με Τεφροδόχες Κάλπες (Urnfield culture) της Κεντρικής Ευρώπης. Ο συγχρονισμός βέβαια δεν μπορεί να είναι απόλυτος για κάθε υποδιαίρεση που ίσως υπάρχει στις δύο περιοχές απλά εδώ δίνεται μια γενική εικόνα όσο για τις εξελίξεις κατά τη διάρκεια των περιόδων αυτών θα τις δούμε συνοπτικά στη συνέχεια. εικ. 2 Υψηλές και χαμηλές χρονολογίες για την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο (Shelmerdine, 2001). ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ (π. 1680/50 Π.Χ Π.Χ.) ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ Η μετάβαση από τη Μέση στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού είναι μια πολυσυζητημένη περίοδος της προϊστορίας της ηπειρωτικής Ελλάδας και ειδικότερα του νότιου τμήματός της. Στη Μεσσηνία και λίγο αργότερα στην Αργολίδα εμφανίζεται ο θολωτός τάφος. Ο νέος αυτός τύπος τάφου αλλά και οι λακκοειδείς των Μυκηνών με τα πολλά και πλούσια ευρήματά τους αποτέλεσαν ενδείξεις της εμφάνισης νέων κοινωνικών δομών και δεδομένων. Σήμερα είναι γενικά αποδεκτό ότι οι αλλαγές που σημειώνονται κατά την ΥΕ Ι δεν είναι απότομες και χωρίς ουσιαστικό υπόβαθρο. Πρόκειται για νέες

62 καταστάσεις που προετοιμάστηκαν στη διάρκεια της ΜΕ, η οποία δεν θεωρείται πια σκοτεινή και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον (Rutter, 1993). Οι μαρτυρίες που έχουμε σήμερα δείχνουν ότι είναι η περίοδος κατά την οποία προετοιμάζεται η ανάδειξη μιας αριστοκρατικής τάξης που έχει χαρακτηριστεί πολεμική ο χαρακτηρισμός αυτός την ακολουθεί στη βιβλιογραφία ως και το τέλος σχεδόν της Εποχής του Χαλκού. Τα συμπεράσματα που αφορούν την ύπαρξη της κοινωνικής διαστρωμάτωσης έχουν εξαχθεί με βάση τη διαφοροποίηση στους τάφους (μέγεθος, κατασκευή) και τον πλούτο των κτερισμάτων τους (Tournavitou, 1993). Με την καινούρια εικόνα του νότιου τμήματος της ηπειρωτικής Ελλάδας κατά την ΥΕ Ι ΙΙ προέκυψαν και νέα ερωτήματα σχετικά με τους λόγους που τη διαμόρφωσαν. Οι εξηγήσεις που προτάθηκαν είναι διάφορες και κυμαίνονται από την παραδοσιακή, κατά την οποία η Μινωϊκή επιρροή έδρασε καταλυτικά στις κατώτερες πολιτισμικά ΜΕ ομάδες ως την άποψη της άνθησης μέσα από μια εσωτερική κοινωνική ανάπτυξη. Θεωρείται ότι κατά την περίοδο αυτή πολλά ΜΕ κέντρα εξελίχθηκαν σε τοπαρχίες χωρίς να θεωρούνται ίσες μεταξύ τους. Χαρακτηρίζονται από την προσπάθεια απόκτησης εξωτικών αντικειμένων ή υλών και από τη δημόσια επιδεικτική κατανάλωση (Wright, 1995). Γενικά υποστηρίζεται η επίδειξη πλούτου μέσω μνημείων, τελετουργιών ή πρώτων υλών αλλά και η πιθανή ύπαρξη του συστήματος ανταλλαγής δώρων. Η πρώτη δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ασύμμετρες σχέσεις μέσα στα πλαίσια του δεύτερου. Έτσι η απόθεση πλούτου στους λακκοειδείς δεν ήταν απλά μια ένδειξη κοινωνικής διαστρωμάτωσης αλλά και η διαδικασία μέσω της οποίας αυτή προέκυψε. Έχει ωστόσο υποστηριχθεί ακόμη ότι η αντίθεση ανάμεσα στους πλούσιους τάφους (λακκοειδείς θολωτούς) και στη φτωχή παρουσία οικιστικών καταλοίπων έχει μια επιπλέον σημασία τονίζει για τους κατοίκους της ευρύτερης αυτής περιοχής όχι μόνο την ανάδειξη μιας ελίτ αλλά και την ανάγκη να υπογραμμίσουν την πολιτισμική τους διαφορετικότητα σε σχέση με άλλες ομάδες αυτό το τονίζουν επιλέγοντας να ανεγείρουν τα συγκεκριμένα μνημεία (Voutsaki, 1999 : 111 6). Κατά το 1600 π.χ. η Αργολίδα και η Μεσσηνία είχαν αναδειχθεί ως κομβικά σημεία μέσα στο δίκτυο των αιγαιακών ανταλλαγών με τα τοπικά τους κέντρα δύναμης (Sherratt, 1993a) αν και δεν λείπουν και οι αμφιβολίες σχετικά με το χαρακτήρα της οργάνωσης κατά την περίοδο εκείνη (Laffineur, 1995). Αυτό που τονίζεται πάντως είναι ο ρόλος που ο είχε πόλεμος (οικονομικά, κοινωνικά και συμβολικά) αλλά και το πολεμικό ήθος στη δημιουργία και τη διατήρηση

63 της εξουσίας των πρώιμων μυκηναϊκών κοινοτήτων. Ο πλούτος μοιάζει να είναι συνώνυμος των πολεμιστών ο αρχηγός, που χαρακτηρίζεται από τις πολεμικές αξίες και που ταξιδεύει φέρνοντας γνώσεις και αγαθά πιστεύεται ότι είχε μια ιδιαίτερη δύναμη στον τότε κόσμο. Η πολεμική όψη της μυκηναϊκής κοινωνίας δεν την εγκατέλειψε ποτέ από την αρχή ως το τέλος της, απλά σε κάθε φάση εκδηλωνόταν διαφορετικά. Μεγάλες ποσότητες όπλων, πολεμικές σκηνές, εντυπωσιακά αμυντικά έργα κ.λπ. είναι κάποιες από τις μορφές έκφρασης των παραπάνω (Acheson, 1999 Deger-Jalkotzy, 1999). Για την περίοδο ΥΕ ΙΙΒ ΙΙΙΑ έχει ειπωθεί, ότι οι παλαιότερες τoπαρχίες εξελίσσονται σε βασίλεια καθώς γειτονικά κέντρα αποφασίζουν να ενωθούν για να δημιουργήσουν μεγαλύτερες, συνθετότερες και πιο παραγωγικές ενότητες (Wright, 1995). Η εποχή που ξεκινά για την ηπειρωτική Ελλάδα από το 1500 π.χ. περίπου σηματοδοτείται από τις εξελίξεις που μαρτυρούνται αρχαιολογικά σε Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο χωρίς βέβαια να είναι πάντα σύγχρονες και χωρίς να θεωρούνται ίδιες ως προς την εμβέλεια. Η εντυπωσιακή αρχιτεκτονική (ανακτορική, οικιστική, αμυντική, ταφική κ.λπ.), η τέχνη (μνημειακή και μη), η ύπαρξη γραφής, οι ενδείξεις για συνέχιση των επαφών με μακρινούς τόπους κ.α., προκάλεσαν μια σειρά συζητήσεων που εμπλουτίζεται ακόμη και σήμερα. Μετά την καταστροφή και εγκατάλειψη των μινωϊκών ανακτόρων (με εξαίρεση την Κνωσό που ανοικοδομείται), στα μέσα περίπου του 15 ου αι. π.χ., το ενδιαφέρον του προϊστορικού αιγαιακού κόσμου εστιάζεται, όπως υποστηρίζεται, στην ηπειρωτική Ελλάδα πιο συγκεκριμένα σε κάποια κέντρα της, τα οποία γίνονται αντιπροσωπευτικά του Μυκηναϊκού πολιτισμού, που τώρα βρίσκεται στη μεγάλη του ακμή. Σε Μυκήνες, Πύλο, Τίρυνθα, Θήβα, Μιδέα, Ορχομενό και αλλού εμφανίζονται τα σύνθετα αυτά οικοδομήματα που αποκαλούμε ανάκτορα, ορισμένα από τα οποία προστατεύονται από τις φυσικώς οχυρές θέσεις τους σε συνδυασμό με κυκλώπειες οχυρωματικές κατασκευές. Έχουν συγκριθεί με τα προγενέστερά τους μινωϊκά αλλά η οργάνωση του χώρου τους, ο τρόπος κατασκευής τους και οι πιθανολογούμενες λειτουργίες των τμημάτων τους διαφέρουν. Σε κάποιες θέσεις (Τίρυνθα, Μυκήνες, Πύλος) έχουν παρατηρηθεί περισσότερες από μια οικοδομικές φάσεις, σε κάθε μια από τις οποίες νέα στοιχεία προστίθενται (μεγαλύτερη έκταση, περισσότεροι χώροι, πύλες, πυλίδες, αναβάθρες, πύργοι κ.α.). Η προοδευτική αυτή αλλαγή προδίδει την αυξανόμενη σημασία των κέντρων αυτών, που όπως πιστεύουμε προβάλλουν την

64 πολεμική διάσταση της ζωής των κατοίκων τους και ζουν οργανωμένα με βάση σύνθετες γραφειοκρατικές δραστηριότητες και έχοντας τις δικές τους θρησκευτικές πίστεις (Δημακοπούλου 2000 Osgood et al., 2000 Shelmerdine, 2001). Τα ανάκτορα, στη μεγαλύτερη ακμή τους, έχουν περιγραφεί ως όχι απλά σημαντικά για τη διοίκηση αλλά κεντρικά και κυρίαρχα. Ήταν αυτά, όπως πιστεύεται, που έλεγχαν τη γη και τις διάφορες πηγές ή διαδικασίες, επέβαλαν φόρους και στρατιωτικές υποχρεώσεις και ήταν υπεύθυνα για τη διάθεση των τελικών προϊόντων στους αποδέκτες τους (κοσμικούς ή θρησκευτικούς ) (Shelmerdine, 2006). Εμείς σήμερα χρησιμοποιούμε τον όρο Μυκηναίοι γνωρίζοντας ότι πρόκειται για ένα όνομα που κατασκευάστηκε στο σύγχρονο κόσμο αν και έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον ως εθνικό όνομα για την προϊστορία με βάση την παρουσία συγκεκριμένων συνόλων υλικού πολιτισμού σε διάφορες περιοχές. Αυτό, βέβαια, δεν αποδεικνύει τίποτα σε σχέση με την ύπαρξη ενός λαού. Έχει, ωστόσο, υποστηριχθεί ότι χωρίς να χρησιμοποιήσουμε τον όρο μυκηναϊκός με μια εθνική σημασία, μπορούμε να δούμε ένα είδος ενότητας για ένα μεγάλο τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Πέρα από τις απόψεις των επηρεασμένων από την ανθρωπολογία αρχαιολόγων που εντοπίζουν πάντα μια συγκεκριμένη σειρά σταδίων στην πορεία μιας κοινωνίας, υπάρχουν και όσοι τονίζουν τις ιστορικές συνθήκες που διαμορφώνουν τις καταστάσεις. Με βάση τη δεύτερη οπτική μπορούμε να δούμε την πορεία εκείνη, κατά την οποία ορισμένα μικρής εμβέλειας κέντρα με περιορισμένες γεωγραφικά παραδόσεις και διαφορετικά χαρακτηριστικά αποκτούν κάποια στιγμή κυρίαρχη θέση. Αρχικά ο μυκηναϊκός πολιτισμός αφορούσε τις αριστοκρατικές ομάδες των ανακτόρων και των περιοχών που έλεγχαν. Αργότερα ενσωματώνονται σ αυτόν ετερογενείς ομάδες, οι οποίες αφομοιώνονται και αποκρυσταλλώνουν μια αίσθηση πολιτισμικής μυκηναϊκής ενότητας (Davis&Bennet, 1999). Ως προς την οικονομία των Μυκηναίων έχει υποστηριχθεί η ύπαρξη του συστήματος της αναδιανομής. Κατά καιρούς οι διάφορες απόψεις αντανακλούν ιδέες των φορμαλιστών ή των αντιπάλων τους (substantivists). Οι πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β στήριξαν τις απόψεις των πρώτων καθώς παρουσιάζουν μια κοινωνία συγκεντρωτική. Η μαρτυρία τους για είσοδο και έξοδο αγαθών από τα ανάκτορα καθώς και η έλλειψη νομίσματος κάνουν το σύστημα αυτό να μοιάζει πιο ταιριαστό. Υπήρχε όπως είναι πιστευτό, κρατικό μονοπώλιο στις εμπορικές συναλλαγές που αναγκαστικά περιόριζε την ατομική πρωτοβουλία και οικονομική δραστηριότητα. Με

65 τον τρόπο αυτό εφαρμόζεται η περιγραφή του Polanyi για τη δομή τέτοιου είδους συγκεντρωτικών συστημάτων. Υπάρχουν, όμως, και απόψεις που δεν αποκλείουν και την παράλληλη ύπαρξη κάποιου είδους αγοράς παρουσιάζοντας μια κοινωνία με περισσότερες επιλογές παρά την απουσία νομίσματος καθώς δεν είναι απαραίτητο να περιορίσουμε τον ορισμό της αγοράς στην καθιέρωση τιμών. Εκτός αυτού έχει ειπωθεί ότι οι πινακίδες δεν αποδεικνύουν ένα σύστημα αναδιανομής, απλά ερμηνεύονται ως αντιπροσωπευτικές ενός τέτοιου συστήματος. Λείπουν, άλλωστε, από αυτές δραστηριότητες (όπως αυτή των κεραμέων) που πιθανόν να ήταν ανεξάρτητες από τα ανάκτορα. Επίσης, είναι ένα σώμα αρχείων μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου ίσως όσα περιγράφουν να είναι το αποτέλεσμα μιας εξελικτικής συσσωρευτικής πορείας αλλά δεν ξέρουμε αν μπορούν να μας πληροφορήσουν για το οικονομικό σύστημα τριών αιώνων (Sjöberg, 1993). Τέλος, πολλές είναι οι συζητήσεις και για την εμπορική δραστηριότητα της εποχής με απόψεις που υποστηρίζουν την επέκταση και τη συστηματοποίηση των εμπορικών δικτύων προς και από την ηπειρωτική Ελλάδα με προορισμούς την Κρήτη, την Ανατολή ή το Βορρά (Sherratt&Sherratt, 1991 Gillis, 1993 Sherlmerdine, 2001). Η ακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού τελειώνει με το τέλος της ΥΕ ΙΙΙΒ. Κατά την επόμενη περίοδο ο κόσμος μοιάζει διαφορετικός με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα. Τα ανάκτορα δεν φαίνονται να έχουν τη θέση που είχαν παλαιότερα αν και οι θέσεις τους συνεχίζουν να κατοικούνται. Από τα αρχαιολογικά δεδομένα φαίνεται ότι οι περιοχές που συνδέονταν πιο στενά με τα μυκηναϊκά κέντρα διατηρούν (γύρω στο 1200 π.χ.) κάποια στοιχεία που τις συνδέουν με το ανακτορικό τους παρελθόν (Eder, 2006) οι παλιές συνήθειες, όμως, μάλλον εξασθενούν με το πέρασμα του χρόνου. Γενικότερα η ΥΕ ΙΙΙΓ έχει θεωρηθεί ως μια φάση παρακμής και ως ένα πρελούδιο των Σκοτεινών Αιώνων, αν και αυτό μάλλον εξαρτάται, εκτός των άλλων, και από την ερμηνεία των ευρημάτων. Ίσως είναι περισσότερο μια εποχή διαφοροποίησης, με στοιχεία που μαρτυρούν συνέχεια αλλά και μεταβολή. Οι οικισμοί γίνονται πιο συγκεντρωτικοί και πιο οργανωμένοι, με παλαιότερες ταφικές πρακτικές να επιβιώνουν (ταφή σε θαλαμοειδείς) και άλλες να πρωτοεμφανίζονται (καύση νεκρών) αλλά και με πλούσια κτερίσματα που δεν είναι σημάδια παρακμής ή έλλειψης πλούτου. Ίσως δημιουργούνται καινούριες παραδόσεις και διατηρούνται επιλεκτικά και κάποιες προγενέστερες μέσα σε μια περίοδο, όπου ο κόσμος βγαίνει από ένα ξεχωριστό πράγματι πολιτισμό, όπως ο Μυκηναϊκός αλλά και από την Εποχή του Χαλκού

66 γενικότερα, αν τελικά δεχτούμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Ο διαφορετικός αυτός κόσμος κρατά μνήμες του ανακτορικού του παρελθόντος μαθαίνοντας παράλληλα να αναπτύσσεται ανεξάρτητα (Thomatos, 2006). Η μυκηναϊκή κοινωνία της νότιας και κεντρικής Ελλάδας δεν ήταν η μόνη της ηπειρωτικής χώρας. Θέσεις της περιόδου είναι επίσης γνωστές από τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Μακεδονία. Η θέση τους σ αυτή την ευρύτερη εικόνα, η οργάνωσή τους, ο υλικός τους πολιτισμός αλλά και η σχέση τους με τον εντυπωσιακό κόσμο του νότου είναι θέματα, στα οποία η έρευνα συνέβαλε σταδιακά. Οι περιοχές αυτές ονομάζονται περιφερειακές είτε επειδή πιστεύεται ότι είχαν αυτό το ρόλο μέσα σε ένα γενικότερο σύστημα είτε επειδή έπρεπε κάπως να διαφοροποιηθούν από τον πλούτο των δεδομένων της κεντρικής και νότιας Ελλάδας η μελέτη τους, άλλωστε, λαμβάνει συνήθως υπόψη και την πιθανή σύνδεσή τους με τις περιοχές αυτές. Για το βορειότερο τμήμα της χώρας έχει επίσης προταθεί από τον Wardle και μια χρονολογική διαίρεση που αντιπροσωπεύει φάσεις επαφών με ή/και επιρροής των Μυκηναίων σ αυτό, με βάση την κεραμική (ΜΕ ΥΕΙΙΑ, ΥΕΙΙΒ ΙΙΑ1, ΥΕΙΙΙΑ2 ΙΙΙΒ, ΥΕΙΙΙΓ) (1993). H Θεσσαλία έχει εξεταστεί ιδιαίτερα σε σχέση με τη μυκηναϊκή επικράτεια και έχει ονομαστεί βόρειο σύνορό της (Feuer, 1981). Υποστηρίζεται ότι υπήρχε επικοινωνία σε όλη τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού με τη βοήθεια της θάλασσας αλλά και μέσω των ποτάμιων κοιλάδων και των ορεινών περασμάτων. Η επικοινωνία αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη διάδοση ιδεών και αντικειμένων από το νότο στο βορρά. Η ένταση των επαφών θα ποίκιλλε ανάλογα με τη φάση, σε κάθε μια από τις οποίες θα υπήρχαν κομβικά σημεία, δηλαδή οικισμοί με πλεονεκτική θέση για να προωθούν και να διαδίδουν όσα έρχονταν από μακριά. Για παράδειγμα, το σύμπλεγμα των οικισμών (Ιωλκός, Διμήνι, Πευκάκια) στο μυχό του Κόλπου του Βόλου αντιπροσωπεύει ένα τέτοιο σημείο. Βρίσκεται σε μια τοποθεσία, η βλάστηση της οποίας μοιάζει με αυτή των νότιων γειτόνων της και έχει πρόσβαση στη θάλασσα. Η περιοχή αυτή δεν έχει ίσως σε πλήρη ανάπτυξη κάποια νότια στοιχεία που γνωρίζουμε από τη Μεσσηνία, την Αργολίδα και τη Βοιωτία (ιεραρχημένη κοινωνία και συγκεντρωτικές πολιτικές και οικονομικές δομές), έχει ωστόσο να επιδείξει μυκηναϊκά χαρακτηριστικά όπως μεγάλα και καλοδομημένα κτίρια, θολωτούς και θαλαμωτούς/θαλαμοειδείς τάφους, ειδώλια, κοσμήματα και κεραμική

67 Τα στοιχεία αυτά μαρτυρούν έναν βαθμό επιρροής από τις εξελίξεις της Πελοποννήσου και της κεντρικής Ελλάδας, χωρίς να παραβλέπεται η τοπική παράδοση και το σε ποιο βαθμό επέτρεπε την αφομοίωση. Δεν υπάρχει, άλλωστε, εικόνα ιεράρχησης των οικισμών και δεν θα έπρεπε να φανταζόμαστε την πλήρη υιοθέτηση της οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης των Μυκηναίων. Η επίδραση των στοιχείων του νότου θα ήταν περιορισμένη και συγκεκριμένη καθώς μάλλον εξυπηρετούσαν συγκεκριμένα ιδεολογικά και πολιτικά πλαίσια (Andreou, Fotiadis& Kotsakis, 2001). Στο βορειότερο κομμάτι της Θεσσαλίας, όμως, η εικόνα διαφοροποιείται. Οι ανασκαφικές μαρτυρίες δεν είναι πολλές και οι πληροφορίες μας προέρχονται από επιφανειακά ευρήματα και τάφους. Παρόλα αυτά είναι φανερό ότι ο βαθμός αφομοίωσης είναι πολύ μικρότερος μοιάζει να είναι μια εξωτερική συνοριακή περιοχή. Μαρτυρίες για μυκηναϊκή παρουσία είναι σπάνιες ή και ανύπαρκτες πριν από την ΥΕΙΙΙΑ. Αργότερα εμφανίζονται κάποια ειδώλια, κοσμήματα και τύποι τάφων. Αυτό ίσως είναι ενδεικτικό μιας τοπικής παράδοσης που δεν ενδιαφέρεται να αφομοιώσει κάτι περισσότερο ή πρόκειται απλά για το επίπεδο της έως τώρα έρευνας (Feuer, 2003). Στη Μακεδονία η κατάσταση διαφοροποιείται ακόμη περισσότερο. Καλύτερα γνωστό είναι το κεντρικό τμήμα της, όπου κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού αρχίζει μια περίοδος ανάπτυξης και επέκτασης της κατοίκησης. Εμφανίζονται νέες θέσεις, πολλές από τις οποίες βρίσκονται σε μικρούς και απότομους γηλόφους (τούμπες). Παλαιότεροι οικισμοί μεγαλώνουν, παρά το γεγονός ότι μπορεί να βρίσκονται σε περιοχές με όχι ιδιαίτερα καλές συνθήκες διαβίωσης. Κάποιες φορές, διάφορες θέσεις δεν απείχαν πολύ μεταξύ τους αποτελώντας μικρές ομάδες. Οι ομάδες αυτές θα προσπαθούσαν ίσως να ενισχύσουν τους μεταξύ τους δεσμούς, οργανώνοντας μικρής εμβέλειας, ασταθή και παροδικά δίκτυα, που μπορεί να οδηγούσαν σε εξαρτήσεις, κοινωνικές ασυμμετρίες και σχέσεις εκμετάλλευσης. Σ αυτά τα δίκτυα κάποιες θέσεις με συμβολικά και παραγωγικά προνόμια θα μπορούσαν να έχουν ηγετικό ρόλο (π.χ. Άσσηρος, Τούμπα Θεσ/νίκης). Οι συγκεκριμένες θέσεις ήταν ξεχωριστές για τα τοπικά δεδομένα είχαν περιβόλους και οικήματα με αρκετούς χώρους και σε κάποιες φάσεις τους συσσώρευαν γεωργικό πλούτο. Σε σύγκριση με αυτές η τούμπα του Καστανά είχε μάλλον μια λιγότερο σημαντική θέση στο πιθανολογούμενο δίκτυο. Υπάρχει δηλαδή μια διαφοροποίηση ως προς τους οικισμούς. Στο εσωτερικό, όμως, των κοινωνιών της περιοχής δεν μπορούμε να διακρίνουμε κάποια έντονη κοινωνική διαστρωμάτωση ή αντιθέσεις. Η αρχιτεκτονική πολυπλοκότητα, ο πλούτος, τα πολυτελή αντικείμενα, οι

68 σύνθετες ταφικές ή θρησκευτικές τελετουργίες και τα αντίστοιχα κτίσματα λείπουν (Ανδρέου, 2003). Όποια ιεράρχηση και αν υπήρχε, δεν φαίνεται στον υλικό πολιτισμό με την ένταση που πιστεύουμε ότι τη βλέπουμε στη νότια και κεντρική Ελλάδα. Αυτό που θα μπορούσαμε να διακρίνουμε, όμως, σ αυτές τις κοινωνίες είναι ότι κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού υπάρχει έντονη κοινωνική και πολιτισμική δραστηριότητα σε όλα τα επίπεδα [από την περιφέρεια ως το νοικοκυριό (household)] η δραστηριότητα είχε μάλλον μια ιδεολογική και συμβολική βάση, η οποία επενέβαινε στις σχέσεις, στην ισορροπία δύναμης και μέσω αυτών σε πιο πρακτικούς τομείς της ζωής (π.χ. οικονομία) (Andreou, 2001). Γενικότερα η Μακεδονία έχει τον δικό της διακριτό πολιτισμό, ο οποίος συναντά κάποια στιγμή τον Μυκηναϊκό αλλά δεν επηρεάζεται με τον τρόπο που ίσως θα πίστευε κανείς. Η επαφή τους, που εντοπίζεται κυρίως μέσω της κεραμικής, μπορεί να είχε το ρόλο της στην προώθηση κάποιων κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικών αλλαγών (χωρίς να τις ελέγχει) αλλά οι πίστεις, οι αξίες, και ο υλικός πολιτισμός δεν επηρεάζονται (Wardle, 1993 Feuer, 2003). Η πρώτη μυκηναϊκή κεραμική ήταν εισηγμένη ενώ αργότερα διακρίνεται η τοπική παραγωγή ανάλογων αγγείων. Η θέση της στις εκεί κοινωνίες και ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε δεν ήταν αυτός του ξένου αντικειμένου που αντιμετωπίζεται ως απομακρυσμένο από το υπόλοιπο πλαίσιο. Tα αγγεία σταματούν να αντιπροσωπεύουν απλά μια μακρινή και πιο αναπτυγμένη περιοχή αφομοιώνονται, γίνονται νοηματικά καταληπτά στο καινούριο τους περιβάλλον και συμμετέχουν με τη σειρά τους στην κοινωνική αναπαραγωγή, στη δημιουργία σχέσεων μεταξύ ατόμων και ομάδων αλλά και στον ορισμό ρόλων (Ανδρέου, 2003). Άλλωστε τα κεραμικά εργαστήρια της Μακεδονίας φαίνεται ότι διάλεγαν τα στοιχεία που θα δανείζονταν καθώς αυτά έπρεπε να προσαρμοστούν στη δική τους ζωή. Η τροχήλατη κεραμική ενδιέφερε ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο και επιλέχτηκε, δεν επιβλήθηκε. Οι ντόπιες παραδόσεις ήταν σταθερές (ως προς τα αρχιτεκτονικά δεδομένα, τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, την καλλιέργεια και την κτηνοτροφία). Οι πολιτισμικές επαφές είχαν εδώ έναν διαφορετικό χαρακτήρα αν και δεν απορρίπτονται και περιπτώσεις μεμονωμένων θέσεων, οι κοινωνικές συνθήκες των οποίων ίσως είχαν πιεστεί ή επηρεαστεί περισσότερο (Jung, 2003). Στην Ήπειρο, τα δεδομένα για την Εποχή του Χαλκού και η μέχρι σήμερα έρευνα δεν μας επιτρέπουν να μιλήσουμε με βεβαιότητα για την κοινωνική οργάνωση της περιοχής. Πιθανότατα, στην αρχή της ύστερης φάσης της εποχής αυτής, να την

69 κατοικούσαν μικρές κοινότητες που να συνδέονταν μεταξύ τους πολιτικά ή τελετουργικά παραμένοντας αυτάρκεις οικονομικά. Βάση της οικονομίας τους ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία και μάλλον δεν υπήρχαν συγκεντρωτικά χαρακτηριστικά, όπως συσσώρευση πλεονάσματος ή λήψη αποφάσεων από μια ομάδα ατόμων. Μοιάζει σαν μια κάπως απομονωμένη περιοχή με την επικοινωνία να περιορίζεται, όπως υποστηρίζεται, από την Πίνδο και από το Ιόνιο. Η επαφή τους με το μυκηναϊκό κόσμο μαρτυρείται από την ΥΕΙΙΙ και έπειτα έχουν, μάλιστα, προταθεί τρεις φάσεις εντοπισμού τους : 1) η πρώτη φάση έντονης επαφής από τις ακτές αντιστοιχεί με την ΥΕΙΙΙΑ1 και ίσως κάπως πρωϊμότερα 2) η δεύτερη συμπίπτει με την ακμή του μυκηναϊκού ανακτορικού πολιτισμού δηλαδή ΥΕΙΙΙΑ1 ΥΕΙΙΙΒ 3) μια τελική φάση, από την ΥΕΙΙΙΓ και έπειτα που είναι λιγότερο έντονη και δηλώνει και την παρακμή του πολιτισμού του νότου. Η επικοινωνία με τους Μυκηναίους ποίκιλλε από περίοδο σε περίοδο και δεν αφορούσε άμεσα όλα τα σημεία της περιοχής έχοντας κάθε φορά διαφορετικές μορφές. Είναι μια γνωριμία που σε κάποιες θέσεις επηρεάζει την προηγούμενη κοινωνική οργάνωση ενώ εκτός από όπλα, κεραμική κ.λ.π. υπάρχουν δάνεια και στην αρχιτεκτονική. Μια πολύ γνωστή θέση είναι ο οικισμός τη Εφύρας όπου συναντάμε τείχη με κυκλώπεια τοιχοδομία. Η εγκατάσταση εντός και εκτός του οικισμού θα μπορούσε να είναι το κεντρικό σημείο ενός συστήματος οικισμών αλλά και ένας τόπος που θα παρεμβαλλόταν στις επαφές των ντόπιων κατοίκων και Μυκηναίων. Περιβάλλεται από τρία ομόκεντρα τείχη που πρέπει να ανήκουν όλα στην ΥΕΙΙΙ. Το εξωτερικό τείχος έχει τα χαρακτηριστικά που μπορούν να το κατατάξουν στα κυκλώπεια οικοδομήματα αλλά και μια μνημειώδη νότια πύλη. Η ανεπαρκής, όμως, στρωματογραφία της θέσης δεν μας επιτρέπει να γνωρίζουμε πολλά για τη γενικότερη οργάνωσή της. Άλλες θέσεις με κυκλώπεια αρχιτεκτονική είναι η Αγία Ελένη και η Καστρίτσα, προστατευμένη στην κοιλάδα του ποταμού Βουβού, παραπόταμου του Αχέροντα. Η δεύτερη θέση βρίσκεται ανάμεσα στην Εφύρα και στην Κίπερη (κοντά στην Πάργα), όπου και βρίσκουμε το μοναδικό παράδειγμα θολωτού τάφου θαλαμωτοί τάφοι δεν έχουν βρεθεί ενώ ο τύπος που κυριαρχεί σε όλη την Εποχή του Χαλκού είναι ο κιβωτιόσχημος (Tartaron, 2004). Στη Θράκη, τέλος, τα παρόντα δεδομένα για την Εποχή του Χαλκού δεν είναι πολλά αλλά από τις έως τώρα ανασκαφές μπορούμε να δούμε για την ύστερη φάση τα εξής : παρατηρείται μια αλλαγή στη διάταξη των οικισμών. Νέες θέσεις ιδρύονται σε ψηλούς, φυσικώς οχυρούς λόφους μακριά από την πεδιάδα και την ακτή. Υπάρχουν

70 ακόμη διαφορές στη δομή και στη διάταξη μεταξύ των οικισμών ενώ εμφανίζονται κάποια μεγάλα οικοδομήματα και κάποιοι χώροι μέσα στους οικισμούς απομονώνονται από τους υπόλοιπους. Αν αυτά είναι ενδείξεις μιας συγκεκριμένης κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης και ποια είναι αυτή, θα απαντηθούν όταν υπάρχουν περισσότερα στοιχεία από την περιοχή (Andreou, Fotiadis&Kotsakis, 2001). ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ H κεντρική Ευρώπη δεν εξαιρέθηκε από την ονομασία των κοινωνιών της με βάση κάποια τυπολογία ή σειρά σταδίων. Ο G. Childe ακολούθησε την ορολογία που πρότειναν οι Tylor και Morgan (Savagery, Barbarism, Civilization), με τις κοινωνίες της Εποχής του Χαλκού της Ευρώπης να αντιστοιχούν στο δεύτερο στάδιο άλλωστε μοιάζουν να αποτελούν πια τον αρχετυπικό ορισμό του βαρβαρισμού για την προϊστορία αλλά και για την αρχαιότητα γενικότερα. Η τριμερής διαίρεση του Service (band, tribe, state) είχε επίσης τη δική της επιρροή ενώ ευρύτατα χρησιμοποιήθηκε ο όρος τοπαρχία (chiefdom) για πολλές φάσεις της Εποχής του Χαλκού, χωρίς να λείπει και η περιγραφή ορισμένων θέσεων ως πρωτο-αστικού χαρακτήρα. Τα κριτήρια για τη διαμόρφωση αυτών των κατηγοριών μπορεί να αφορούν τη συσσώρευση πλούτου στα χέρια προνομιούχων ομάδων, την ύπαρξη σκλάβων, δημογραφικές αλλαγές, εξειδίκευση, θρησκεία, δημόσια έργα κ.λ.π. βασίζονται, δηλαδή, ή θα μπορούσαν να βασίζονται σε οικονομικούς, τεχνολογικούς, δημογραφικούς ή γεωγραφικούς παράγοντες (Harding, 1983 : 12 4). Στην κεντρική Ευρώπη από την αρχή της Εποχής του Χαλκού και έπειτα, παρατηρούνται από περιοχή σε περιοχή ομοιότητες και διαφορές ως προς τους οικισμούς, την παραγωγή μετάλλων, την κοινωνία, την ιδεολογία και την οικονομία (Shennan, 1993) αλλά τις περισσότερες φορές την αντιμετωπίζουμε ως μια ενότητα κυρίως λόγω της κυρίαρχης θέσης που πιστεύουμε ότι έχουν κάποια αρχαιολογικά δεδομένα. Ο Bertemes (2000), δίνει συνοπτικά τις αλλαγές στην οικονομία, την τεχνολογία και την κοινωνική οργάνωση που χαρακτηρίζουν την Ευρώπη μετά το 2000 π.χ. Διαμορφώνονται καινούριες κοινωνικές ομάδες, εμφανίζονται αντικείμενα κύρους και πλούσιοι πριγκηπικοί τάφοι. Υπάρχουν βέβαια και μονές ή οικογενειακές ταφές σε μεγάλα νεκροταφεία, όπως και οι αριστοκρατικές ταφές σε τύμβους επίσης, έχουμε νέους τύπους τελετουργικών αποθέσεων, νέα σύμβολα και εικονογραφία. Οι οικισμοί είναι ανοιχτά χωριά σε πεδινές περιοχές αλλά και οχυρωμένες εγκαταστάσεις

71 σε ψηλότερα μέρη ενώ εμφανίζονται και τελετουργικές θέσεις. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπήρχε διαχωρισμός εργασίας, εξειδίκευση, αντιμετώπιση του μετάλλου ως εμπόρευμα, καθιέρωση συστημάτων μέτρησης, εντατικοποίηση της μεταλλουργίας και εμπόριο μακρινών αποστάσεων. Εμφανίζεται ο μπρούτζος, τα εξειδικευμένα εργαστήρια, οι σύνθετες τεχνολογίες χύτευσης του μετάλλου αλλά και συγκεκριμένα κράματα για συγκεκριμένα αντικείμενα. Σημαντικό στοιχείο για την περιοχή, από τις αρχές της 2 ης χιλιετίας π.χ. (ή και νωρίτερα) και ως το 1600/1500 π.χ. είναι η ανάπτυξη στα Καρπάθια ενός μεγάλου κέντρου παραγωγής και διανομής μπρούτζου που εκτεινόταν ως μέσα στη Μοραβία και τη Βοημία με επαφές με τη Σκανδιναβία αλλά και τμήματα της δυτικής Ευρώπης (Sherratt, 1994b). Οι παραλλαγές στο στιλ της κεραμικής έκαναν τους αρχαιολόγους να διακρίνουν πολλά σύνολα ως διαφορετικούς πολιτισμούς (Wietenberg, Vatya, Veterov, Otomani, Madarovce) 5 (εικ.3). Για ευκολία χρησιμοποιείται συνήθως στη βιβλιογραφία ο όρος πολιτισμός Otomani (Kristiansen&Larsson, 2005 : 125). Οι διάφοροι αυτοί πολιτισμοί δεν συμπίπτουν χρονικά σε όλες τις φάσεις τους αλλά με μια πιο γενικευτική ματιά, μπορούμε να πούμε ότι περιγράφουν την αρχαιολογική εικόνα της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Εκείνη την εποχή οι κοινωνίες αυτές δεν ήταν λιγότερο οργανωμένες από τις αντίστοιχες μυκηναϊκές. Υποστηρίζεται ότι η ιεραρχημένη παρουσία οικισμών γύρω από οχυρωμένες θέσεις αστικού χαρακτήρα δηλώνει μια σύνθετη κοινωνική οργάνωση. Μια από τις θέσεις αυτές είναι και το Spišsky Štvrtok (Mysia Ηorka), που θεωρείται κέντρο παραγωγής και εμπορίου μετάλλινων αντικειμένων. Οι θέσεις που είναι οχυρωμένες έχουν ονομαστεί και ακροπόλεις κατά τα αιγαιακά πρότυπα. Έτσι, ως το 1600 π.χ. περίπου στη λεκάνη των Καρπαθίων έχει παρατηρηθεί μια μαζική παραγωγή τεχνουργημάτων από μπρούτζο (Sherratt, 1987, Kristiansen, 1994). Η περιοχή είναι άλλωστε γνωστή για τον αρχαίο της πλούτο σε χρυσό και χαλκό αλλά όπως έχει προταθεί και για τη δυνατότητα πρόσβασης και σε άλλες πηγές όπως ο κασσίτερος της Βοημίας (Sherratt, 1993a). Ο Kovács (2000 : 65) περιγράφει τις εκεί εξελίξεις ως εξής : κατά το πρώτο μισό της 2 ης χιλιετίας π.χ. εμφανίζονται στη λεκάνη των Καρπαθίων και στην όμορη προς το νότο περιοχή οχυρωμένοι οικισμοί. Αυτή η περιοχή κατοικήθηκε διαδοχικά από την πρώιμη ως και τη μέση Εποχή του Χαλκού από τους πολιτισμούς Nagyrév, Hatvan, 5 Υποστηρίζεται ότι οι περιοχές που οριοθετούνται από το κάθε κεραμικό στιλ είναι πολιτικές περιφέρειες (Kristiansen& Larsson : 124)

72 Ottomani, Porjámos, Vativ, Vatya Füzesabony, Madárovce, με κάποιες χρονολογικές αποκλίσεις στο συγχρονισμό. Αυτοί οι τύπου εικ. 3 Χάρτης των πολιτισμών με οικισμούς τύπου τελλ στην περιοχή Ουγγαρίας Καρπαθίων κατά τους 17 ο 16 ο αι. π.χ. (Kristiansen&Larsson, 2005) τελλ οικισμοί, συχνά με συνεχή κατοίκηση κατά τη διάρκεια συναπτών πολιτισμικών περιόδων, συνήθως εμφανίζονταν στο οικολογικό κέντρο μιας μικρής περιοχής, όπου οι περιβαλλοντικές συνθήκες ήταν οι πιο ευνοϊκές. Εντοπίζονται σε καμπές ποταμών, όπου η άμυνα είναι εύκολη (π.χ. Békés, Socodor, Vèsztö), σε πρανή κοίτης με αιολικές αποθέσεις κατά μήκος του ποταμού Maros και του Δούναβη (π.χ. Pecica, Bölecske, Dunáujváros) και στα υψίπεδα (π.χ. Pákozd, Szécsény). Τέτοιοι οικισμοί συχνά διαχωρισμένοι σε ακρόπολη και πόλη λειτουργούσαν ως το επίκεντρο ενός συγκεκριμένου πολιτισμού. Έπαιζαν έναν σημαντικό ρόλο στο εμπόριο (π.χ. Tószeg), ήταν πολλές φορές σημαντικά κέντρα μεταλλουργίας (π.χ. Μοžοrin, Dunáujváros, Tiszafüred, Nitriansky Hradok, Barca) (εικ. 4) και σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούσαν και ως τελετουργικά κέντρα, όπως φαίνεται από την παρουσία αποθετών (π.χ. Berttyó Ùjfalú), ενός ιερού (Salačea) ή ομοιωμάτων αμαξών και αγαλματιδίων ανθρώπων ή ζώων. Οι κάτοικοι των οικισμών αυτών είχαν καλή γνώση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, καλλιεργούσαν διάφορα δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη κ.α.), λαχανικά και φρούτα. Επίσης, εξέτρεφαν βοοειδή, αιγοειδή και άλογα. Τα σπίτια

73 στους οικισμούς τους ήταν διαταγμένα κατά μήκος κανονικών δρόμων και χτισμένα με ξύλινους πασσάλους (για το σκελετό τους) και άχυρο και πηλό, για τους τοίχους (Poroszlai, 2003). Κατά τη διάρκεια, ωστόσο, του 16 ου αι. π.χ. εμφανίζεται στη ΒΔ περιφέρεια της ύστερης φάσης του πολιτισμού Otomani μια ζώνη πολεμικών κοινωνιών, ο πολιτισμός των Τύμβων (Tumulus culture). Ο πολιτισμός αυτός βρίσκεται αρχικά σε στενή επαφή με τον παλαιότερο αλλά αργότερα γίνεται η αιτία που τον οδηγεί σε παρακμή καθώς από το 1500 π.χ. και εξής εξαπλώνεται με γρήγορο ρυθμό. Η ονομασία του προήλθε από τους τύμβους που ανήκαν, όπως υποστηρίζεται, σε αρχηγικές ομάδες. Τα μνημεία αυτά κατασκευάζονταν με συσσώρευση τύρφης, χώματος, λίθων ή ενός συνδυασμού των παραπάνω. Όπου η κατασκευή τους γινόταν με τύρφη, ένα μεγάλο τμήμα καλλιεργήσιμης γης δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. εικ. 4 Ακροπόλεις Spišsky Štvrtok, Barca και Nitriansky Hradok

74 Ο νεκρός τοποθετούνταν σε ένα λάκκο ή σε άσκαφο έδαφος κάτω από το σωρό αυτό. Τα συνοδευτικά αντικείμενά του κυριαρχούνταν από όπλα, όπως μακρά ξίφη και πελέκεις. Η οικονομία του πολιτισμού αυτού φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για την κτηνοτροφία αυτό έχει αποδοθεί και στις διαφορετικές κλιματικές συνθήκες (χαμηλότερες θερμοκρασίες, υγρασία) σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο που ήταν πιο θερμή και ξηρή (Bouzek, 1982). Οι πολεμικές ελίτ πιθανόν να εκμεταλλεύονταν τις τοπικές καλλιεργήσιμες ενδοχώρες τους ελέγχοντας ταυτόχρονα τους τόπους βοσκής, τα κοπάδια και την ανταλλαγή του μετάλλου για τους λόγους αυτούς είχαν ιδρύσει και οχυρωμένους οικισμούς αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Κατά την περίοδο αυτή το κέντρο της παραγωγικής και εμπορικής δραστηριότητας της Κεντρικής Ευρώπης μεταφέρεται από τα Καρπάθια στη βόρεια Αλπική περιοχή (Kristiansen, 1994 : 16). Ακμή και αλλαγή παρατηρούνται γύρω στο 1300 π.χ. ή λίγο νωρίτερα με την εμφάνιση νέων πριγκηπικών τύμβων στην Κεντρική Ευρώπη που αντανακλούν επαφές με τον ανατολικό Δούναβη και το Αιγαίο αλλά και αντίστροφα συναντάμε κάποιους τύπους όπλων από την κεντρική Ευρώπη και άλλες ομάδες υλικού πολιτισμού στο Αιγαίο. Παρά τις πριγκιπικές ταφές σε τύμβους που υπάρχουν σε ορισμένες περιοχές, παρατηρείται μια μεγάλη αλλαγή στις γενικότερες ταφικές πρακτικές. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση εκτεταμένων επίπεδων νεκροταφείων με τεφροδόχες κάλπες, τα λεγόμενα Urnfields. Οι νεκροί αποτεφρώνονταν και οι στάχτες τους τοποθετούνταν σε αγγεία και μετά στη γη. Η αρχή της περιόδου του πολιτισμού Urnfield, όπως ονομάστηκε από τον τρόπο και τον τόπο ταφής, χαρακτηρίζεται από την αγροτική εντατικοποίηση με συστήματα αγρών (field systems), νέες καλλιέργειες, αλλαγή στο σχεδιασμό του αρότρου, από την εξάπλωση των οικισμών και από έναν νέο προσανατολισμό στο εμπόριο και στις ανταλλαγές κυρίως μετά την κατάρρευση των μεγάλων κέντρων της Ανατολής και του Αιγαίου 6. Δεν έχουμε πολλούς οικισμούς της περιόδου και η θέση τους εντοπίζεται από τεχνουργήματα. Η μεταλλουργία φαίνεται να βελτιώνεται ποιοτικά και να αυξάνεται ποσοτικά. Η παραγωγή και η επεξεργασία του μπρούτζου και του χρυσού, όμως, δεν μονοπωλούσε το ενδιαφέρον των ανθρώπων το γυαλί, ο λίθος και το ξύλο είχαν επίσης μεγάλη σημασία (Harding, 1994). 6 Ο Πολιτισμός Urnfield συνεχίζει και μετά το τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού και ως τους ιστορικούς (για μας) χρόνους (8 ος αι. π.χ.) καθώς στην Ευρώπη η προϊστορία (με την έννοια της μη ύπαρξης γραφής) συνεχίζεται. Για το λόγο αυτό μόνο ένα τμήμα του συμπίπτει με την προϊστορία της ηπειρωτικής Ελλάδας

75 Παρατηρείται διαφορά σε σχέση με την κτηνοτροφική οικονομία των προηγούμενων ομάδων. Οι κοινότητες της περιόδου είναι μικρές και αγροτικές, υπήρχε όμως κοινωνική διαφοροποίηση και άνιση κατανομή πλούτου (ή τουλάχιστον ήταν μια διαδικασία που βρισκόταν σε εξέλιξη). Αργότερα εμφανίζονται και οχυρωμένα κέντρα, τα οποία δεν θεωρούνται απλά ως μια πολεμική τακτική καθώς σε τέτοιες θέσεις έχουν βρεθεί μαρτυρίες για μεταλλουργία και υφαντουργία. Ο κύριος ρόλος που τους έχει αποδοθεί είναι η προστασία των βιοτεχνικών αυτών εγκαταστάσεων. Σε τοπικό επίπεδο εντοπίζονται μικροπεριφέρειες (micro-regions) ανταλλαγών, ενώ περιφερειακές και πιο εκτεταμένες επαφές προκύπτουν μέσω του εμπορίου, του πολέμου και των συμμαχιών σε αρχηγικό επίπεδο. Οι αγροτικές αυτές ομάδες με τα μεγάλα νεκροταφεία ίσως είχαν κάποια διάκριση μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων ενώ ίσως αποτελούνταν και από ένα αυξημένο σε σχέση με πριν πληθυσμό (Sherratt, 1993a Harding, 1994 Kristiansen, 1994). Σε μια προχωρημένη φάση της περιόδου, ιδρύονται και πάλι οχυρωμένοι οικισμοί, από την περιοχή των Καρπαθίων ως την ανατολική Γαλλία, από τις Άλπεις ως το βόρειο άκρο της ορεινής περιοχής Mittelgebirge της Γερμανίας, στα πεδινά της ΒΑ Γερμανίας και μέχρι τον πολιτισμό Lusatian της ανατολικής Γερμανίας και Πολωνίας. Πρόκειται για αρκετά μεγαλύτερους οικισμούς σε σύγκριση με τους παλαιότερους και βρίσκονται σε φυσικώς αμυντικές θέσεις. Φαίνεται ότι και αυτοί, όπως και τα προηγούμενα οχυρά, είχαν γύρω τους μικρότερες δορυφορικές αγροτικές και ανοχύρωτες θέσεις. Σε κανέναν από αυτούς, ωστόσο, όπως άλλωστε και σε καμιά φάση της Εποχής του Χαλκού στην Ευρώπη, δεν βρέθηκε ένα οικοδόμημα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έδρα κάποιου αρχηγού (Jockenhövel, 2000). Πολλές, ωστόσο, από τις εξελίξεις του πολιτισμού Urnfield δεν αφορούν αυτή την εργασία λόγω της χρονικής του διάρκειας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΈΚΤΟ ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΩΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΕΠΑΦΩΝ Στη συνέχεια θα γίνει μια συνοπτική και ομαδοποιημένη παρουσίαση των τεχνουργημάτων ή υλικών τα οποία πιστεύεται ότι μπορεί να συνέδεαν τις δύο περιοχές. Η παρουσίαση αυτή θα βασιστεί σε κάποια γνωστά συγκεντρωτικά έργα και σε ορισμένες από τις πολυάριθμες επιμέρους εργασίες. Ο τρόπος με τον οποίο ονομάζονται

76 οι κατηγορίες σχετίζεται με το υλικό τους και δεν επιχειρείται κάποιος συγκεκριμένος χαρακτηρισμός (πολυτελή αντικείμενα, καθημερινά, πολύτιμα κ.λπ.), αν και δεν αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Όπου η ονομασία της ομάδας με βάση το υλικό δεν αρκεί, χρησιμοποιούνται όροι όπως κοσμήματα κ.λπ., αν και δεν έχει διευκρινιστεί τι ακριβώς ήταν ορισμένα από αυτά τα αντικείμενα ή αν είχαν όντως και πάντα αυτή τη σημασία. Πολλές φορές οι διάφορες ομάδες επικαλύπτονται επειδή ορισμένες από τις μαρτυρίες μπορούν να εξεταστούν με ένα συνδυασμό κριτηρίων (πρώτη ύλη, διακόσμηση, είδος). Η παρουσίαση αυτή δεν είναι αναλυτική με την έννοια της λεπτομερούς καταγραφής όλων των θέσεων και των ευρημάτων που αφορούν το θέμα μας. Η αναφορά στις διάφορες ομάδες ίσως να μην εξαντλεί όλα τα δεδομένα και κάποιες φορές μοιάζει ενδεικτική. Δεν παραβλέπεται το γεγονός ότι καινούρια δεδομένα μπορεί να υπάρχουν ήδη αλλά η όλη περιγραφή είναι αντιπροσωπευτική ενός θέματος που συζητάται για περισσότερο από έναν αιώνα. ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ Από τις πιο συζητημένες πρώτες ύλες κατά την Εποχή του Χαλκού ήταν ασφαλώς τα μέταλλα και, όπως πιστεύεται, η ανάγκη γι αυτά τα έκανε να διακινούνται σε μικρές ή μεγαλύτερες αποστάσεις. Σε Ευρώπη και Αιγαίο η παρουσία τους είναι ανομοιόμορφη και όχι πάντα πλούσια. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν οι χάρτες κατανομής, οι οποίοι όμως δεν λαμβάνουν υπόψη τις μικρότερες επιφανειακές πηγές που θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται από τους μεταλλουργούς και να καλύπτουν αρκετές ανάγκες (Harding, 2000a : 197). Υποστηρίζεται επίσης ότι στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την ύστερη Εποχή του Χαλκού υπήρχε ζήτηση για πρώτες ύλες που την έφερνε αναγκαστικά σε επαφή με άλλες πολιτισμικές περιοχές του Παλαιού Κόσμου. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι τα μεγάλα μεταλλουργικά κέντρα (π.χ. Ελλάδα, Ουγγαρία, Δανία) δεν διέθεταν μεγάλες ποσότητες δικών τους μεταλλευμάτων και γι αυτό έπρεπε να εισάγουν, αν όχι όλη, τότε τη μεγαλύτερη ποσότητα των μετάλλων τους. Τα μέταλλα που μετακινούνταν εκείνη την περίοδο θα ήταν ο χαλκός, ο κασσίτερος και ο χρυσός ενώ χρησιμοποιούνταν επίσης ο μόλυβδος και ο άργυρος (Ηarding, 1984). Ο τρόπος εντοπισμού πηγών και προέλευσης του υλικού των τεχνουργημάτων επιτυγχάνεται με χημικές αναλύσεις : ανάλυση των ισοτόπων του μολύβδου (lead isotope analysis), εξέταση των προσμείξεων τους, ανίχνευση της περιεκτικότητάς τους σε διάφορα ιχνοστοιχεία (χρησιμοποιώντας φασματομετρία με

77 ακτίνες Χ φθορισμού με διασπορά ενέργειας - Energy Dispersive X-Ray Fluorescence) ή ανάλυση με ενεργοποίηση νετρονίου. Δεν μπορούμε, ωστόσο, να παραβλέψουμε τα αναλυτικά λάθη και τη δυσκολία που υπάρχει κάποιες φορές στο συσχετισμό των κατεργασμένων προϊόντων με συγκεκριμένες πηγές μεταλλευμάτων (Pare, 2000). Για το χαλκό υπάρχουν μαρτυρίες εξόρυξής του από ένα σύνολο καλά διατηρημένων και πλούσιων πηγών. Οι περισσότερες συζητήσεις δεν αφορούν μόνο την πιθανότητα αλλά και τη δυνατότητα μεταφοράς του. Για την Ευρώπη έχουν εντοπιστεί μεταλλεία σε Γαλλία, Βρετανία, Ισπανία, Σλοβακία, Βαλκάνια, Αυστρία, Τρανσυλβανία, στα Όρη Χαρτς (Harz) και στα Μεταλλοφόρα Όρη (Ore Mountains ή Erzgebirge) αλλά αυτό δεν μπορεί να ξεκαθαρίσει με βεβαιότητα την κατανομή των προϊόντων τους σε πιο μακρινές αποστάσεις. Για τις περιοχές της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης έχουν προταθεί περιπτώσεις μετακίνησης μετάλλινων αντικειμένων και πιθανές κατανομές (Harding 2000a&b). Στο Αιγαίο οι πηγές χαλκού σε νότια και κεντρική Ελλάδα είναι μικρές και λίγες. Η Πελοπόννησος και η Βοιωτία δεν έχουν σχεδόν καθόλου ενώ στη Θεσσαλία υπάρχει ένας αριθμός αποθεμάτων στο όρος Όθρη μεταξύ Λαμίας και Βόλου. Τα αποθέματα του Λαυρίου της Αττικής από την άλλη, γνωστά από διάφορες περιόδους, έχουν θεωρηθεί αρκετά να καλύψουν τις ανάγκες του Αιγαίου κατά την Εποχή του Χαλκού, αν και αυτό είναι συζητήσιμο. Στη βόρεια Ελλάδα υπάρχει επίσης ένας αριθμός πηγών που θα μπορούσαν να δώσουν αρκετό υλικό για τη μεταλλουργία, η οποία θα ήταν γνωστή σε διάφορες θέσεις (Harding, 1984). O κασσίτερος, σημαντικός για την παραγωγή μπρούτζου, συναντάται σε πολύ λίγες και μικρές πηγές στην Ευρώπη. Στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, ο κασσίτερος δουλευόταν ιδιαίτερα κατά την ύστερη Εποχή του Χαλκού αν και οι πηγές της κεντρικής Ευρώπης, όπως πιστεύεται, δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν με την τότε υπάρχουσα τεχνολογία. Το Αιγαίο από την άλλη θεωρείται ότι μάλλον τον εισήγαγε από την Ανατολή ενώ κατά άλλους τον αναζητούσε στον βορρά (Bouzek, 1985). Ο χρυσός είναι ένα αρκετά σύνηθες μέταλλο για την Εποχή του Χαλκού και η σημασία του ή απλά η χρήση του μαρτυρείται και από παλαιότερες περιόδους (π.χ. νεκροταφείο της Βάρνα). Οι Τρανσυλβανικές πηγές υπήρξαν πλούσιες και βρίσκονταν σε μια περιοχή, όπου η μεταλλοτεχνία είχε τη δική της παράδοση. Πιστεύεται ότι είναι ο τόπος, απ όπου προήλθε ο χρυσός των Λακκοειδών (Davis, 1983), αν και οι αναλυτικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες δεν θεωρείται ότι στηρίζουν ένα τέτοιο

78 επιχείρημα. Στην Ελλάδα υπάρχει χρυσός σε μικρές ποσότητες (Σίφνος, Θάσος, Εύβοια αλλά και σε Μακεδονία, Θράκη). Φαίνεται ότι ήταν οι σχετικά πλούσιες πηγές της Εγγύς και Μέσης Ανατολής που προμήθευαν το Αιγαίο και όχι οι ευρωπαϊκές αν και έχει παρατηρηθεί ότι η Κρήτη δεν έχει τον χρυσό που έχει η νότια Ελλάδα την περίοδο των Λακκοειδών παρόλο που είναι πιο κοντά στην Ανατολή. Περισσότερη αναλυτική έρευνα ίσως δώσει πιο ικανοποιητικές απαντήσεις (Harding, 1984), αν και η προέλευση από τα Καρπάθια δεν μπορεί να αποκλειστεί. Πολλά υλικά θα έφταναν στο Αιγαίο κατά την περίοδο που εξετάζουμε, κάποια απ τα οποία ίσως να μην διασώθηκαν. Μερικά από αυτά ήταν το ελεφαντόδοντο, διαφόρων ειδών λίθοι πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι : καρνεόλιο, σάρδιος, αμέθυστος, αλάβαστρο, λαζουρίτης (lapis lazuli). Αυτά τα υλικά, βέβαια, έχουν συνδεθεί κυρίως με την Αίγυπτο και την Ανατολή αντίθετα με το κεχριμπάρι, που ανήκει στο βορρά και που θα δούμε πιο αναλυτικά παρακάτω. Μια παρατήρηση που μπορεί να γίνει εδώ είναι ότι δεν μπορούμε να αποδείξουμε την περιφερειακή θέση της κεντρικής Ευρώπης που τροφοδοτεί την ηπειρωτική Ελλάδα και μάλλον η διακίνηση των πρώτων υλών ενέπλεκε πολλές και διαφορετικές περιοχές που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν με βάση γεωγραφικούς οικονομικούς διαχωρισμούς. ΜΟΤΙΒΑ ΣΗΜΕΙΑ ΓΡΑΦΗΣ Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα θέματα στην εξέταση της σύνδεσης μεταξύ Αιγαίου και Ευρώπης είναι αυτό των σχεδίων ή μοτίβων που παρατηρήθηκαν σε διάφορες κατηγορίες του υλικού πολιτισμού. Βασιζόμενοι στην παρουσία τους, αρκετοί ερευνητές δημιούργησαν ένα ολόκληρο πλαίσιο μελέτης για την κεντρική Ευρώπη (και άλλες περιοχές της ίδιας ηπείρου). Το πλαίσιο αυτό ήταν χρονολογικό, οικονομικό, πολιτισμικό και το συντηρούσε και η μη ύπαρξη πολλών ή έστω ξεκάθαρων χρονολογήσεων (Hachmann, 1957 Hänsel, 1968 Vladár, 1973 Vladár& Bartonĕk, 1977). Θεωρήθηκαν ως καλλιτεχνικές ή άλλου είδους εκφράσεις, που αποδείκνυαν την είσοδο ενός ξένου πολιτισμού στη ζωή των τοπικών κοινωνιών. Πιστεύτηκε ότι έπρεπε να δοθεί σημασία στην παρουσία τους καθώς πιθανότατα ήταν ένδειξη για μια πιο ουσιαστική εξωτερική επιρροή, φορτισμένης με συμβολισμούς. Μια τέτοια αποδοχή, βέβαια, απειλούσε την αντικειμενικότητα της έρευνας καθώς χρησιμοποιούσε ασαφείς όρους όπως επιρροή, μίμηση κ.α. Επίσης, η ταύτιση πολλών από τα σχέδια αυτά

79 εξαρτιόταν από τις συγκρίσεις και τις προσωπικές απόψεις του ερευνητή. Όλα αυτά συζητήθηκαν και ανακυκλώθηκαν κατά καιρούς και οι απόψεις ποικίλλουν. Τα μοτίβα που θα μας απασχολήσουν, έχουν βρεθεί σε αντικείμενα από οστό ή κέρατο ζώων (π.χ. cheek-pieces) 7, σε τεχνουργήματα από χαλκό και χρυσό (π.χ. όπλα, κοσμήματα, δισκάρια, επίμηλα, αγγεία) και από πηλό (π.χ. αγγεία, ειδώλια). Πρόκειται για : α) τον καμπυλόγραμμο μαίανδρο (Wellenband) που τυλίγεται γύρω από μικρούς κύκλους σχεδιασμένους με διαβήτη β) τον επίπεδο μαίανδρο γ) την τρέχουσα σπείρα δ) ομάδες ημιτελών ομόκεντρων κύκλων, οι άκρες των οποίων ενώνονται ε) στιγμές και ημιτελή ημικύκλια που ενώνονται για να δημιουργήσουν ένα τρισκελές ή τετρασκελές σχήμα (Spiralhaken) στ) ο αψιδοειδής μαίανδρος ζ) κυλινδρικά μοτίβα σε σχήμα U και V. Συναντάμε ακόμη σταυρούς, φυλλωτές ταινίες, σχέδια φύλλων κισσού και κλεψύδρας, πουλιά και ζώα, ηλιακά σύμβολα. (εικ. 5). Τα σχέδια αυτά μπορεί να δημιουργούνται με διαβήτη ή με εγχάραξη, μπορεί να είναι ανάγλυφα ή να φτιάχνονται με την έκκρουστη τεχνική (repoussé). Πολλά από τα μοτίβα αυτά και ιδιαίτερα η σπείρα συναντώνται στην περιοχή των Καρπαθίων (Harding, 1984). Διακοσμημένα ευρήματα έχουμε από τις θέσεις Füzesabony, Nitrianský Hradok, Sepsé, Surčin, Tiszafüred, Tószeg, Vattina, Vĕtĕrov (οστέινοι δίσκοι) και Ţufalǎu, Ostrovul Mare, Graniceri (χρυσοί δίσκοι) (εικ. 6, 7). Οι δίσκοι αυτοί θυμίζουν τους αντίστοιχους των Λακκοειδών αλλά και κάποια κομμάτια από τον Κακόβατο και την Πρόσυμνα (τάφος 34). Κυλίνδρους από οστό βρίσκουμε σε Blučina, Nitrianský Hradok, Pecica, Tiszafüred, Vattina, Vĕtĕrov (εικ. 8). Το συγκεκριμένο τεχνούργημα δεν το βρίσκουμε στην Ελλάδα, αν και υπάρχουν παράλληλα σε θέσεις της Ανατολής (Tell Atchana στη Συρία), και έτσι η σύνδεση έχει γίνει με βάση τη διακόσμηση και μόνο. Διακοσμημένα δισκάρια, αγγεία και κοσμήματα από χρυσό έχουμε από Ostrovul Mare, Adoni (Erabony), Graniceri, Sacheihind, Şmig, Ţufalău, πρώην κομητεία Bihar, Braşov, που μοιάζουν με τα αντίστοιχα από τους λακκοειδείς τάφους. Σε πελέκεις, ξίφη και εγχειρίδια από τη λεκάνη των Καρπαθίων βρίσκουμε επίσης σπειροειδή μοτίβα, τα οποία θυμίζουν την αντίστοιχη διακόσμηση της κεραμικής της περιόδου (των πολιτισμών Füzesabony, Vărşand, Wietenberg). Αυτά είναι κάποια από τα 7 Θεωρείται, ότι πρόκειται για πλευρικά τμήματα των χαλιναριών, που τοποθετούνται σε κάθε πλευρά του κεφαλιού του αλόγου με μια λεπτή δερμάτινη λωρίδα που βρίσκεται μεταξύ τους περνώντας μέσα από το στόμα του ζώου (Harding, 2000)

80 τεχνουργήματα που συζητήθηκαν αν και τα διάφορα μοτίβα έχουν βρεθεί και σε άλλες ομάδες αντικειμένων (Harding, 1984 Bouzek, 1985a). εικ. 5 Σπειροειδής διακόσμηση και ανάλογα σχέδια από τη λεκάνη των Καρπαθίων : 1) Male Kosihy, 2) Tiszafüred, (3 4) Ţufalǎu, 5) Surčin, 6) Vattina, 7) Velky Zernosek, 8) Hajdusamson, (9 17) κεραμική από Wietenberg (Harding, 1984)

81 εικ. 6 Χρυσοί δίσκοι από το Graniceri (πάνω) και τις Μυκήνες (κάτω) (Bader, 1990 Δημακοπούλου κ.α., 1988) εικ. 7 Χρυσοί δίσκοι από το Osrtovul Mare (πάνω) και οστέινοι από τον Κακόβατο (κάτω) (Bader 1990 Bouzek, 1985)

82 εικ. 8 Οστέινοι κύλινδροι από Vattina, Tiszafüred και Male Kosihy (Βouzek, 1985 Vladar, 1973) Σχέδια όπως ο κισσός, οι φυλλωτές ταινίες και ο κρίνος που συναντώνται και στη Μινωϊκή τέχνη έχουν παρατηρηθεί σε κρεμαστά κοσμήματα (π.χ. Kisapostag) και σε κεραμική (Suciu de Sus) (Harding, 1984). Είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς το μοτίβο του ήλιου από αυτό του τροχού (wheel), αν τελικά είναι κάτι από τα δύο. Ηλιακά σύμβολα εμφανίζονται σε μυκηναϊκή κεραμική της δεύτερης με τρίτη ΥΕ φάσης, ενώ οι τροχοί και οι ροζέτες εμφανίζονται κατά την ΥΕ ΙΙΙ. Τα δύο αυτά σύμβολα τα βρίσκουμε και στην κεντροευρωπαϊκή περίοδο των Τύμβων (Bouzek, 1985a). Μοτίβα πουλιών και ζώων είναι συνηθισμένα σε διάφορους πολιτισμούς. Αυτό που συνδέει εδώ τις δύο περιοχές είναι η απόδοση των πουλιών σε μυκηναϊκά τεχνουργήματα που μοιάζουν επηρεασμένα από το βορρά και η πλαστική ή στυλιζαρισμένη απόδοση ζώων στην κεντρική Ευρώπη που μοιάζει με αυτή των Μυκηναίων. Για τη δεύτερη περίπτωση μπορούμε να αναφέρουμε ένα κεφάλι ταύρου και μια πάπια από οικισμό του πολιτισμού Suciu de Sus, ένα αγριογούρουνο και μια κεφαλή κριαριού επίσης από πηλό από τον οικισμό Sacueni του πολιτισμού Οttomani, το κεφάλι ζώου πάνω σε ένα μοντέλο άρματος από το Wietenberg, μια μικρή ορειχάλκινη πλάκα από το Spišsky Štvrtok που θεωρείται ότι οι δύο άκρες της απολήγουν σε κεφαλές λιονταριών αλλά και μια πλαστική ζωική μορφή από τον ίδιο οικισμό (εικ. 9) (Harding, 1984 : 207). Η

83 ομοιότητα δεν είναι φανερή και δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που να τη δικαιολογεί. Ίσως η σύγκριση έχει γίνει με βάση την επιλογή των ζώων που απεικονίζονται (ταύρος(;), λιοντάρι), που είναι γνωστά και αγαπητά θέματα στον Αιγαιακό κόσμο. Ο τρόπος κατασκευής τους δεν μοιάζει με παραδείγματα από την ηπειρωτική Ελλάδα, η οποία δεν προτιμά ιδιαίτερα την πλαστική. εικ. 9 Ειδώλιο ζώου και ορειχάλκινη πλάκα από Spišsky Štvrtok (Vladar, 1973 Harding, 1984). Το ζήτημα των μοτίβων απασχόλησε την έρευνα από πολύ νωρίς, επηρεασμένο καθώς ήταν και από τους πρώιμους ορισμούς περί πολιτισμού, που συνέδεαν τη μορφή και το στυλ με συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων. Η παρουσία τους σε μια περιοχή, στην οποία υποθετικά δεν ανήκαν, ήταν επιρροή, σχέση, επικοινωνία. Αυτές οι ιδέες έχουν από καιρό αμφισβητηθεί καθώς αφήνουν πολλά ερωτήματα αναπάντητα και απλοποιούν ένα σύνθετο θέμα. Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, η ερμηνεία ευρημάτων με τις παραπάνω διακοσμήσεις καταλήγει να γυρνά γύρω από τη σχέση διαφόρων περιοχών με το Αιγαίο. Υπάρχει βέβαια η παραδοχή ότι τα σπειροειδή και σχετικά μοτίβα που βρίσκουμε σε αντικείμενα της Ευρώπης συναντώνται σε μια περιοχή που ξεκινά από τη μέση Ανατολή και καταλήγει στη ΒΔ Ευρώπη (Clark&Piggot, 1980)

84 Κάποια από τα σχέδια αυτά άλλωστε δεν εμφανίζονται για πρώτη φορά κατά την Εποχή του Χαλκού αλλά και αρκετά παλαιότερα. Οι δύο αυτές παρατηρήσεις αποδυναμώνουν ίσως περισσότερο τη σύνδεση Αιγαίου και κεντρικής Ευρώπης με βάση τα μοτίβα. Η χρονολογική σημασία της συγκεκριμένης διακόσμησης δεν θεωρήθηκε πάντα ουσιαστική και ο ρόλος της, όταν γίνεται δεκτός, είναι επικουρικός. Από την άλλη, η αρχαιολογία δεν έχει πάντα την πολυτέλεια να απορρίπτει στοιχεία και υποθέσεις ακόμη και αν δεν είναι δεδομένα που μετρώνται ή αναλύονται με σταθερούς, αντικειμενικούς τρόπους. Η μελέτη των μοτίβων βασίζεται συνήθως στα ακόλουθα : αν σχεδιάστηκαν με διαβήτη (για τα πιο συμμετρικά και τυποποιημένα) ή με το χέρι, αν είναι έντυπα, έκκρουστα κ.λπ. ποια φορά ακολουθούν κατά την κατασκευή τους και αν μπορούμε να εντοπίσουμε στάδια κατασκευής από πόσες γραμμές, ημικύκλια, κύκλους ή στιγμές αποτελείται το κάθε μοτίβο και αν ο αριθμός τους είναι ίδιος με αντίστοιχα άλλων περιοχών. Με τον τρόπο αυτό εκτιμάται αν πρόκειται για παραλλαγές, για κάτι τελείως διαφορετικό ή κάτι απόλυτα όμοιο. Δευτερευόντως εξετάζονται τα τεχνουργήματα που φέρουν τις διακοσμήσεις και ερευνάται αν κάποια μοτίβα επαναλαμβάνονται σε συγκεκριμένες ομάδες και με ποια συχνότητα και αν μια τέτοια παρατήρηση μπορεί να γίνει και για αντίστοιχα από άλλους πολιτισμούς. Ο πιο διαδεδομένος τύπος σπειροειδούς διακόσμησης στις δύο περιοχές (Καρπάθια/Δούναβης Ανατολική Μεσόγειος) είναι ο καμπυλόγραμμος μαίανδρος (γνωστός στη γερμανική βιβλιογραφία ως karpatenländisch-ostmediterrane Wellenbandornamentik). Πρόκειται για έναν τύπο που ταυτίζεται απόλυτα ως προς τη μορφή και τη σύνθεσή του σε όσες περιοχές συναντάται (Ανατολή Αιγαίο Κεντρική Ευρώπη). Τον βρίσκουμε συχνά σε αντικείμενα που σχετίζονται με τα άλογα και τα άρματα αλλά δεν περιορίζεται μόνο εκεί. Χάνεται έτσι το επιχείρημα της σύνδεσής του με συγκεκριμένα τεχνουργήματα και της φόρτισής του με συγκεκριμένα νοήματα. Ο Wolfgang David, που αναφέρει τα παραπάνω, υποστηρίζει επίσης ότι το μοτίβο αυτό δεν έχει δουνάβεια καταγωγή χωρίς να σημαίνει ότι όσα αντικείμενα το φέρουν είναι εισαγωγές. Είναι πιθανή η άμεση επικοινωνία των περιοχών στις οποίες εμφανίζονται τόσο όμοιες διακοσμήσεις αλλά δεν μπορούμε απλώς να φανταζόμαστε κάτι τέτοιο. Υποστηρίζει ότι τα δάνεια μοτίβων μπορούν να εξηγηθούν καλύτερα μόνο μετά από συγκριτικές μελέτες, εξέταση του είδους των αντικειμένων στα οποία υπάρχουν και έπειτα από τη διασαφήνιση χρονολογικών προβλημάτων. Υπάρχουν πια ωστόσο

85 καινούρια ευρήματα που μαρτυρούν μυκηναϊκές επαφές που φθάνουν ως τη Γερμανία (Bernstorf (;), Pörndorf). Οι επαφές αυτές ίσως ενέπλεκαν και τα Καρπάθια φέρνοντας καινούριες ιδέες στην περιοχή (David, 2001). Η μεταφορά των καινούριων αυτών ιδεών δεν ήταν απαραίτητα μια μονόπλευρη διαδικασία. Άλλωστε αν πρέπει να αναζητήσει κανείς καταγωγές και επιρροές δεν πρέπει να παραβλέπει το γεγονός ότι η σπείρα και άλλα σχέδια από αυτά που είδαμε έχουν παράδοση και στο Αιγαίο και στην Ευρώπη. Η μελέτη των μοτίβων σχετίζεται άμεσα με τη συζήτηση για το στυλ και τη σημασία που ίσως έχει για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Ο όρος αυτός θα μπορούσε να περιγραφεί με διάφορες διατυπώσεις και να εφαρμοστεί στην εξέταση πολλών και διαφορετικών κατηγοριών του υλικού πολιτισμού (χωρίς να αφορά μόνο τα αντικείμενα). Είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος κατασκευής, γραφής, ζωγραφικής, διαμόρφωσης. Ένα σύνολο συλλήψεων που αποδίδονται με κάποιους κανόνες δημιουργώντας ένα διακριτό και αναγνωρίσιμο αποτέλεσμα. Το τελικό προϊόν μεταδίδει μηνύματα που μπορεί να αφορούν συγκεκριμένα πολιτισμικά πλαίσια και ίσως σχετίζονται με ιδέες, κοσμοθεωρίες, πολιτικές, περιορισμούς κ.λπ. Το στυλ είναι ένας τρόπος εκδήλωσης και μεταφοράς εννοιών, τρόπων ζωής και απόψεων ένας τρόπος για να δοθεί σε όλα αυτά το ανάλογο νόημα. Το θέμα που μας αφορά εξετάζεται, όπως είδαμε και παραπάνω, βάσει παρατηρήσεων της ιστορίας της τέχνης ως προς την απόδοση, την ομοιότητα, τις φάσεις δημιουργίας. Αν σε όλα αυτά αποφασίσουμε να δώσουμε νόημα, αν πιστέψουμε ότι κάτι τέτοιο υπήρχε, τότε η έρευνα που τα αφορά αποκτά καινούριο ενδιαφέρον. Η δυσκολία ωστόσο απόκτησης ξεκάθαρης χρονολόγησης δημιουργεί εμπόδια στο συγχρονισμό των πολιτισμών και στην πίστη ότι η διακόσμηση ήταν ένας ακόμη τρόπος να επικοινωνούν και να μοιράζονται ιδέες. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πάντως ότι ο μη απόλυτος συγχρονισμός των κοινωνιών καταργεί τα πιθανά συγκεκριμένα πολιτισμικά μηνύματα των μοτίβων. Το ποια ήταν αυτά είναι ένα ερώτημα που μάλλον χρειάζεται μια πιο συνδυαστική μελέτη. Ως προς το πρόβλημα της καταγωγής και της διάδοσης αυτών των διακοσμητικών στοιχείων είναι απαραίτητες περισσότερες εξειδικευμένες έρευνες αν και δεν μπορούμε να απορρίψουμε την πιθανότητα της αμφίδρομης επιρροής μέσω του εμπορίου και άλλου είδους ταξιδιών, καθώς χρονολογικά ορισμένα ευρωπαϊκά παραδείγματα μάλλον προηγούνται. Στην κατηγορία των μοτίβων, αν και θα μπορούσαν να αποτελούν και ξεχωριστή ομάδα θα συμπεριληφθούν και κάποιες μαρτυρίες που μοιάζουν με ή είναι γραφή και

86 έχουν βρεθεί σε αντικείμενα του πολιτισμού Vattina αλλά και σε περιοχή της Γερμανίας. Από τον ορίζοντα του πολιτισμού της Vattina (γύρω στο 1500 π.χ.), το πρώτο αντικείμενο είναι ένας δίσκος με επίπεδη την πίσω πλευρά και με το κέντρο της μπροστινής πλευράς να προεξέχει και να διαμορφώνει ένα επίπεδο κυκλικό τμήμα. Οι δύο πλευρές του δίσκου περιβάλλονται από μια σειρά κοίλων οπών (28 πίσω και 26 μπροστά). Στην επίπεδη πίσω πλευρά και μέσα σε δύο ομόκεντρους κύκλους είναι χαραγμένο ένα σχέδιο και στο επίπεδο τμήμα της μπροστινής πλευράς υπάρχουν μερικές οριζόντιες και κάθετες εγχαράξεις, οι οποίες δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται για σημεία γραφής (εικ. 10Α). Το δεύτερο αντικείμενο μοιάζει με σφοντύλι και στην περίμετρό του βρίσκεται μια σειρά οριζόντιων και κάθετων εγχαράξεων (εικ. 10Β). (Vladár&Bartonĕk, 1977 : 391). Πρόκειται για δύο αντικείμενα που δημοσιεύτηκαν στις αρχές του 20 ου αι. και ήταν γνωστά στους αρχαιολόγους της περιόδου. Με αφορμή αυτά (και ειδικότερα το σφοντύλι ) ο Childe αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Vattina πρέπει να είχαν κάποια στοιχειώδη γνώση γραφής (1929 : 289). Ο J. Makkay, σαράντα χρόνια μετά την παρατήρηση του Childe, πρόσθεσε ότι τα σχέδια θυμίζουν τους γραμμικούς χαρακτήρες του νότου αλλά θα ήταν ίσως τολμηρό να αναγνωρίσουμε τη Γραμμική γραφή Α εδώ. Υπογραμμίζει επίσης ότι τέτοιου είδους εγχάρακτα στοιχεία είναι συνήθη σε σφοντύλια της περιοχής και υπενθυμίζει την πρόσφατη (τότε) ανακάλυψη στη θέση Tărtăria της Ρουμανίας πινακίδων με εικονογράμματα. Τον δίσκο, από την άλλη, τον χαρακτηρίζει ως ένα αντικείμενο με ιδιαίτερη διακόσμηση και το συγκρίνει με τα δισκάρια που φέρουν τα μυκηναϊκά ξίφη και εγχειρίδια στο επίμηλό τους, χαρακτηρίζοντάς το πιθανή μίμηση (1968a&b). εικ. 10 Αντικείμενα με σημεία γραφής του πολιτισμού Vattina (Vladár&Bartonĕk, 1977)

87 Τα αντικείμενα από τη Vattina θυμίζουν σημεία γραφής και μπορεί να αποτελούν μια πρώιμη απόπειρα εφεύρεσής της αν και αυτό μπορεί να κριθεί από πιο σχετικές και εξειδικευμένες έρευνες. Από την άλλη, η σύγκρισή τους με τη Γραμμική Α δεν μπορεί να στηριχτεί με βάση την ομοιότητα, η οποία είναι αμυδρή καθώς τα σημεία της Γραμμικής Α είναι πιο σύνθετα. Τα σχέδια από τη Vattina είναι γραμμικά αλλά δεν θυμίζουν τόσο έντονα τις Κρητικές γραφές. Αν υπάρχει κάποιου είδους ταύτιση που ξεπερνά τις αρχαιολογικές παρατηρήσεις και είναι δυνατό να εντοπιστεί από τη γλωσσολογία ή την επιγραφική δεν μπορούμε να το πούμε εδώ. Οι σποραδικές εμφανίσεις τέτοιων σημείων έχουμε ανάλογα παραδείγματα και από τα ΝΑ Βαλκάνια (Fol&Schmitt, 2000) ίσως είναι ενδεικτικές μιας απόπειρας χρήσης γραφής ή απλώς μιας μίμησης νότιων στοιχείων που μπορεί να συμβόλιζαν μια ξένη και μακρινή γνώση, η οποία ως αντικείμενο κύρους επενέβαινε στη διαχείριση κοινωνικών υποθέσεων. Τέλος, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα της απλής και χωρίς καμία επιπλέον σημασίας διακόσμησης. H δεύτερη περίπτωση συναντάται στο Bernstorf της Γερμανίας 8. Εκεί ανακαλύφθηκε ένας οικισμός της Εποχής του Χαλκού οχυρωμένος με ξύλινο τείχος και τάφρους. Το ξύλο ήταν αυτό που τοποθέτησε χρονικά τον οικισμό γύρω στο 1360 π.χ. Κατά τη διάρκεια των διαφόρων ανασκαφών βρέθηκαν, εκτός των άλλων, και δύο αντικείμενα από ήλεκτρο, τα οποία θεωρείται ότι φέρουν σύμβολα γραφής. Τα αντικείμενα αυτά βρέθηκαν κοντά σε έναν θησαυρό χρυσών κοσμημάτων και μάλλον ανήκουν στο σύνολο αυτών των ευρημάτων. Το πρώτο (εικ. 11) είναι ένα μικρό σχεδόν τριγωνικό πλακίδιο, το οποίο φέρει την εικόνα ενός στυλιζαρισμένου ανδρικού (μάλλον) προσώπου από τη μια του πλευρά και από την άλλη τρία σχέδια που έχουν ονομαστεί και εικονογράμματα (Gehard&Rieder, 2002). Η μορφή της μπροστινής πλευράς πιστεύεται ότι θυμίζει τις ταφικές προσωπίδες των λακκοειδών και ίσως εικονίζει έναν ανάλογο αρχηγό. Τα σχέδια της άλλης πλευράς έχουν ερμηνευθεί (ξεκινώντας από αριστερά) ως δόρυ ή φλόγα, τροχός, διπλός πέλεκυς και υποστηρίζεται ότι θυμίζουν τις συλλαβές «do-ka-me» της Γραμμικής γραφής Β. Το δεύτερο αντικείμενο πιστεύεται ότι είναι μια σφραγίδα (εικ. 12) στη μια πλευρά της 8 Σε συζήτησή μου με τον καθηγητή Σ. Ανδρέου μου ανέφερε τις επιφυλάξεις που υπάρχουν σχετικά με τη γνησιότητα του θησαυρού από το Bernstorf. Από προσωπική του επικοινωνία με ειδικούς που εξέτασαν τα ευρήματα αυτά θεωρεί ότι μάλλον είναι πλαστά. Εδώ παρουσιάζονται χωρίς να υπερτονίζονται αλλά και χωρίς να παραβλέπονται. Άλλωστε, η παρουσία τους στην εργασία ή η απουσία τους από αυτή δεν προσθέτει ούτε αφαιρεί πληροφορίες που θα μπορούσαν να αλλάξουν την εικόνα της ή τα τελικά της συμπεράσματα

88 οποίας βρίσκουμε, όπως υποστηρίχθηκε, τρεις χαρακτήρες της Γραμμικής Β (στην πάνω σειρά) και ένα άλλο εικονόγραμμα ή απλώς ένα σχέδιο (στην κάτω). Η επάνω σειρά έχει διαβαστεί και πάλι με βάση τη Γραμμική Β και πιστεύεται ότι διακρίνονται οι συλλαβές «pa-nwa-ti». Επειδή ακριβώς πρόκειται για σφραγίδα το αποτύπωμά της θα ήταν «tin-wa-pa». Η φράση αυτή δεν έχει βρεθεί ως τώρα σε κάποιο κείμενο αλλά μπορεί να συγκριθεί με το συνθετικό ονομάτων «Tinwa» από την Πύλο. Στην κάτω σειρά βρίσκεται ένα σχέδιο που μοιάζει με το χρυσό διάδημα που βρέθηκε στην ίδια θέση (Moosauer, 2006). εικ. 11 Πλακίδιο από ήλεκτρο από το Bernstorf ( Gehard& Rieder, 2002)

89 εικ. 12 Σφραγίδα από ήλεκτρο από το Bernstorf με σημεία Γραμμικής Β ( index.htm Gehard&Rieder, 2002). Τα σημεία που φέρουν τα δύο αντικείμενα από το Bernstorf μοιάζουν πράγματι με τα αντίστοιχα εικονογράμματα της Γραμμικής γραφής Β εκτός από μικρές σχεδιαστικές αποκλίσεις. Ο λόγος για πιο εξειδικευμένες παρατηρήσεις ανήκει στους ειδικούς αλλά η ομοιότητα είναι υπαρκτή. Το πρόσωπο του πλακιδίου είναι σχηματικά δοσμένο και δεν δίνει την εικόνα εξατομικευμένων χαρακτηριστικών, οπότε δεν μπορούμε να το ονομάσουμε πορτρέτο. Η σύγκριση με τις προσωπίδες των λακκοειδών προκύπτει μάλλον από την παρουσία της μυκηναϊκής γραφής και ίσως και από το τριγωνικό σχήμα του προσώπου. Ένα ακόμη επιχείρημα για μια τέτοια σύγκριση ίσως είναι και το γεγονός ότι δεν έχουμε από την κεντρική Ευρώπη ανάλογες απεικονίσεις έστω και στυλιζαρισμένων προσώπων ενώ στο Αιγαίο γίνονται πρώιμες προσπάθειες απόδοσης προσώπων σε διάφορες μορφές τέχνης. Η σφραγίδα από την άλλη είναι ένα αντικείμενο που έχει ιδιωτικό χαρακτήρα στο Αιγαίο. Μπορεί να φορεθεί ως κόσμημα αλλά και να δηλώσει ιδιοκτησία. Είναι ένα δημιούργημα που συνδέεται με άτομα. Η κατασκευή της μπορεί να σχετίζεται με προσωπικές προτιμήσεις και να μαρτυρά συνήθειες ή και ιδιότητες, όταν βέβαια δεν ανήκει σε κάποιο τυποποιημένο ρεπερτόριο. Το Bernstorf, αν δεχτούμε ότι μας έδωσε γνήσια ευρήματα, ίσως είχε επαφές με την ηπειρωτική Ελλάδα. Δεν ξέρουμε αν μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε εμπορικές ή

90 άλλου είδους. Είναι πιθανή η εμπορική συναλλαγή χωρίς να αποκλείεται και η σχέση μέσω πιο προσωπικών μετακινήσεων. Αν οι σχέσεις αυτές υπήρξαν, τότε τα ευρήματα από ήλεκτρο είναι μια ακόμη απόδειξη ότι το υλικό αυτό έφτανε στην Ελλάδα και ακατέργαστο. Τα χρυσά κοσμήματα που βρέθηκαν μαζί τους (και που θα δούμε παρακάτω) έχουν και αυτά στοιχεία μυκηναϊκής επιρροής αλλά δεν είναι σίγουρο ότι δεν κατασκευάστηκαν τοπικά.. ΜΕΤΑΛΛΙΝΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΟΠΛΑ Στην αρχή της ύστερης Εποχής του Χαλκού τα όπλα που συναντάμε στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι : ξίφη τύπου Α και Β, εγχειρίδια (με καλύτερη κατασκευή σε σχέση με τα παλιότερα και έχοντας και μεσονεύρωση), δόρατα (με αυλό), τόξα (όπως μαρτυρείται από πυριτολιθικές και χάλκινες αιχμές) και μαχαίρια, που ίσως ήταν ταυτόχρονα και εργαλεία. Αμυντικά όπλα δεν βρέθηκαν ή δεν διασώθηκαν λόγω του υλικού τους. Βρέθηκαν, όμως, χαυλιόδοντες κάπρου που ίσως προέρχονται από επένδυση κράνους, γνωστού από την εικονογραφία. Από την εικονογραφία είναι γνωστές και οι ασπίδες της εποχής : η οκτώσχημη 9 και η πυργόσχημη (Δανιηλίδου, 1998). Οι ασπίδες θεωρείται ότι υπήρχαν και χρησιμοποιούνταν και εικάζεται ότι συνόδευαν και κάποιους από τους νεκρούς των Ταφικών κύκλων αλλά δεν έφτασαν ως εμάς λόγω των οργανικών τους υλικών. Πολλά από τα όπλα και κυρίως των Λακκοειδών δείχνουν υψηλό επίπεδο τεχνολογίας, πλούτου και αισθητικής, καθώς πολλά από αυτά φέρουν περίτεχνη διακόσμηση με πολύπλοκες τεχνικές και πολύτιμες ύλες. Υπάρχουν βέβαια και πιο απλά παραδείγματα όπλων σε άλλους τάφους ή σε διαφορετικού είδους θέσεις. To ξίφος θεωρείται ως μια από τις πιο σημαντικές εφευρέσεις της Εποχής του Χαλκού στο 9 H οκτώσχημη ασπίδα εμφανίζεται πρώτη φορά, ως διακοσμητικό ή θρησκευτικό θέμα στην Κρήτη (ΠΜ ΙΙ ΙΙΙ/ΜΜ ΙΑ : δύο σφραγίδες σε σχήμα οκτώσχημης ασπίδας από τον Άγιο Ονούφριο και ΠΜ ΙΙΙ : σφραγίδα με παράσταση οκτώσχημης από την ιδιωτική συλλογή του Evans). Ως χρηστικό αντικείμενο, ωστόσο, τη βρίσκουμε για πρώτη φορά στη μυκηναϊκή Ελλάδα (λακκοειδείς). Υποτίθεται, ότι η δεύτερη λειτουργία θα έπρεπε λογικά να προηγείται της πρώτης. Οι χρονολογίες, ωστόσο, δείχνουν ότι οι Μυκηναίοι έμαθαν αυτόν τον τύπο ασπίδας από την Κρήτη παρόλο που δεν ξέρουμε αν εκεί χρησιμοποιήθηκε και στον πόλεμο ή αν εξαρχής ήταν σύμβολο (Δανιηλίδου, 1998)

91 Αιγαίο με πιο εντυπωσιακά παραδείγματα αυτά του τύπου Α ενώ λίγο αργότερα εμφανίζεται και ο Β 10 (εικ. 13) (Karo, 1933 Sandars, 1961). Μέσα στον 15 ο αι. π.χ. κατασκευάζονται καινούρια ξίφη : ξίφη τύπου C, D (και οι παραλλαγές τους), τα οποία δανείζονται και εξελίσσουν στοιχεία των προηγούμενων (A, B) ενώ στη συνέχεια βρίσκουμε τους τύπους Ε (παραξιφίδα), F, G, Naue II 11. Σε κάποια από αυτά υπάρχει διακόσμηση και πολύτιμες ύλες, στη λαβή ή στη λεπίδα. Στα Δενδρά η ανακάλυψη της χάλκινης πανοπλίας με το οδοντόφρακτο κράνος, μας δείχνει την κατάργηση των μεγάλων ασπίδων μετά την πρώιμη φάση αλλά και τη συνεχιζόμενη παρουσία ορισμένων από τα αμυντικά όπλα (π.χ. κράνη). Από την ΥΕ ΙΙ και έπειτα σταματούν οι πλούσιες διακοσμήσεις των ξιφών και των εγχειριδίων ή γίνονται σπάνιες. Στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙΒ περιόδου εμφανίζεται στο Αιγαίο και το ξίφος τύπου Naue II με ευρεία γεωγραφική διάδοση και μη αιγαιακή, όπως έχει υποστηριχθεί, προέλευση (εικ. 14) (Catling, 1956 Sandars, 1963 Foltiny, 1964). 10 Προς τα μέσα της 2 ης π.χ. χιλιετίας εμφανίζονται στον αιγαιακό χώρο τα ξίφη τύπου Α και Β, με βάση τη διάκριση του Karo (Karo, 1933). Oι ονομασίες αυτές διατηρήθηκαν και από τους μετέπειτα ερευνητές. Ο τύπος Α φτάνει κάποιες φορές ακόμη και το 1 μ. Έχει επίπεδους και στενούς οβελίσκους (tangs) με μια οπή για καρφί. Υπάρχουν και οβελίσκοι πιο μακριοί με δύο ή τρεις οπές. Οι ώμοι είναι στογγυλλεμένοι και χωρίς περιχείλωμα, και υπάρχουν δύο οπές για καρφιά στη λεπίδα, τοποθετημένες λίγο πιο κάτω από τους ώμους. Το ξίφος αυτό έχει έντονη κεντρική νεύρωση στη λεπίδα, συνήθως στρογγυλεμένη, εκτός από λίγες σπάνιες περιπτώσεις, που φέρει περίτεχνη διακόσμηση και έτσι αλλάζει το σχήμα της. Ο τύπος Β είναι πιο κοντός, με αρκετά πλατύ και μακρύ οβελίσκο. Έχει τετράγωνους ή ελαφρά αιχμηρούς ώμους και τα καρφιά τοποθετούνται οριζόντια και αμέσως κάτω από την άκρη της λεπίδας. Οι ώμοι και ο οβελίσκος έχουν περιχείλωμα (αποφύσεις). Η νεύρωση δεν είναι τόσο έντονη, όπως στον τύπο Α, ο οποίος έχει και τη μεγαλύτερη διάδοση και θεωρείται ότι κατασκευάστηκε στην Κρήτη κάτω από ανατολικές επιδράσεις. Ο τύπος Β φαίνεται ότι είναι προϊόν της Αργολίδας και η διάδοση του δεν ξεπερνά ιδιαίτερα τα όρια της ηπειρωτικής Ελλάδας (Sandars, 1961). 11 Στους τύπους C, D οι λαβές είναι πιο δυνατές και συμφυείς με τη λεπίδα και το στέλεχος. Και αυτές και το στέλεχος έχουν περιχείλωμα ενώ η λεπίδα είναι μακριά με ισχυρή κεντρική νεύρωση. Ο C (με κερατοειδούς μορφής προστασία για το χέρι) δεν διαφέρει πολύ από τον Α και τον συναντάμε σε δύο παραλλαγές (Ci, Cii). O D ο λεγόμενος σταυροειδής τύπος έχει επίσης παραλλαγές (Di, Dii). O D2 έχει σταυρόσχημη λαβή με μεγάλο περιχείλωμα και πιο κοντή και δυνατή λεπίδα. Ο τύπος Naue II είναι ο υστερότερος και είναι ένα ισχυρό ξίφος με λαβή που παρουσιάζει απότομη κλίση στο κάτω τμήμα της. Έχει πλατιά λεπίδα (ίδιο πλάτος με τη λαβή), η οποία στενεύει μόνο προς το μέρος της αιχμής (Sandars, 1963)

92 εικ. 13 Ξίφη τύπου Α και Β (Sandars, 1961) εικ. 14 Ξίφη από την ΥΕ ΙΙΙ και έπειτα. Με τη σειρά που εικονίζονται : C 1, C 2, D 1, D 2, E 2, F, F, G, G, Naue II (Sandars, 1961 Catling, 1956)

93 Η κεντρική Ευρώπη πιστεύεται ότι είναι η πατρίδα πολλών από τα όπλα και τα είδη πανοπλίας που αργότερα βρίσκονται σε διάφορα μέρη της ηπείρου. Κατά τη Μέση και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, το δόρυ μοιάζει να προτιμάται από το τόξο ως εκηβόλο όπλο. Συνεχίζεται η χρήση των εγχειριδίων και εμφανίζεται το ξίφος, το οποίο γινόταν όλο και πιο δημοφιλές. Κατά την περίοδο Urnfield εξαπλώνεται και συναντάται σε διάφορες παραλλαγές. Βρίσκουμε, επίσης, και μια σειρά αμυντικών όπλων (θώρακες, ασπίδες από μέταλλο, κράνη, περικνημίδες) (Harding, 2000&Osgood et al., 2000). Τα όπλα αυτά δεν βρίσκονται όλα μαζί στις ίδιες φάσεις αλλά προστίθενται στην πορεία της περιόδου ως και τον 12 ο αι. π.χ. Στην κεντρική Ευρώπη η εξέλιξη του πρώιμου τύπου ξίφους (Sauerbrunn-Boiu) (εικ. 15) ολοκληρώνεται στην Br B2-C και ως το 1100 π.χ. περνάει συνεχή στάδια βελτίωσης. Ο τύποι αυτοί έχουν θεωρηθεί και ως τοπικές εξέλιξεις του αιγαιακού τύπου Α. εικ. 15 Ξίφη τύπου Boiu (1,2) και Sauerbrunn (3) (Foltiny, 1964 Bouzek, 1985) Ως προς τη σύνδεση των δύο εξεταζόμενων περιοχών πρέπει αρχικά να αναφερθεί η περίπτωση μιας ομάδας τρανσυλβανικών ξιφών από διάφορες θέσεις. Πρόκειται για ευρήματα, που όπως έχει παρατηρηθεί, παρουσιάζουν τυπολογικές ομοιότητες με τα αιγαιακά ξίφη τύπου Α. Ο τύπος αυτός άλλωστε μοιάζει με τα λεπτά, μακριά ξίφη

94 (rapiers) της Ευρώπης και θεωρείται ότι μπορεί να παραλληλιστεί με τα ρουμανικά παραδείγματα που προέρχονται από τις θέσεις Miercurea, Alba Iulia, Alma, Inlăceni, Dumbrăviora, Copşa Mare, κ.α. (εικ. 16) (Cowen, 1966). Ορισμένα από τα ξίφη αυτής της περιοχής είναι μεμωνομένα/τυχαία ευρήματα (Copşa Mare, Dumbrăviora, Dobricel, Alba Iulia, Inlăceni, Alma) άλλα ανήκουν σε αποθέσεις (hoards) (Drajna de Jos), άλλα πιθανότατα σε οικισμούς (Aluniş, Bucureşti-Tei) και για ένα δεν υπάρχουν σχετικές πληροφορίες (Sfîntu Gheorghe). Δεν έχουν σωθεί ακέραια και έχουν χωριστεί σε τέσσερις κατηγορίες με βάση χαρακτηριστικά που αφορούν τη λαβή, την εγκάρσια τομή της λεπίδας (και άρα το σχήμα της νεύρωσης), το μήκος, τον αριθμό των καρφιών που ενώνουν λαβή και λεπίδα, την ύπαρξη ή μη διακόσμησης κ.λπ. Αυτό που δυσκολεύει, όμως, τη μελέτη τους είναι η έλλειψη ουσιαστικών στοιχείων σχετικών με τον τόπο και τους συσχετισμούς εύρεσής τους με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται μια ασφαλής εκτίμηση της προέλευσης και της χρονολόγησής τους. Η ομοιότητά τους, ωστόσο, με τα εικ. 16 Τρανσυλβανικά ξίφη τύπου Α. Με τη σειρά που εικονίζονται από : Miercurea, Alba Iulia, Alma, Alunis, Inlăceni, Dumbrăviora, Sväty. Τα έξι πρώτα από Ρουμανία, το έβδομο από Σλοβακία

95 ανάλογα ευρήματα από τους Λακκοειδείς, την Κρήτη, τον Κακόβατο αλλά και από θέσεις των Βαλκανίων (ως μια ενδιάμεση οδό ) υποδεικνύει τη σχέση με το Αιγαίο (Bouzek, 1985a Bader 1990&1991). Το ερώτημα που απασχόλησε όσους τα μελέτησαν ήταν αν έπρεπε να θεωρηθούν προϊόντα εισαγωγής ή προϊόντα μίμησης και κατ επέκταση σε ποια περίοδο μπορούσαν να τοποθετηθούν. Η τυπολογική εξέταση δεν μπόρεσε να απαντήσει σ αυτό και οι γνώμες των ερευνητών διαφέρουν. Ορισμένα στοιχεία κάποιων από τα ξίφη και κυρίως το σχήμα της κεντρικής νεύρωσης της λεπίδας τους τα διαφοροποιούν ως προς την κατασκευή από τα μυκηναϊκά και ίσως αποκλείουν την περίπτωση να πρόκειται για αυθεντικά προϊόντα του νότου (αν δεχτούμε ότι αυτό θα αποδεικνυόταν με τέτοια κριτήρια). Από την άλλη υπάρχουν και εκείνα που μοιάζουν πολύ τεχνολογικά ενώ συνεχίζει να υπάρχει και το ζήτημα της μίμησης καθώς ο τύπος αυτός δεν συναντάται στο παρελθόν της περιοχής και διαφέρει αισθητά από τα τοπικής παραγωγής ξίφη (Apa και Boiu) που θεωρούνται σύγχρονά τους. Αυτό που έχει γίνει γενικά αποδεκτό είναι ότι μάλλον μπορούμε να τα παραλληλίσουμε με τα αιγαιακά και να τα τοποθετήσουμε στο ίδιο χρονολογικό πλαίσιο λαμβάνοντας πάντα υπόψη τους προβληματισμούς που δημιουργεί μια τέτοια παραδοχή (Bader 1990&1991). Άλλωστε έχει υποστηριχθεί η επιρροή της ηπειρωτικής Ελλάδας στην οπλοτεχνία των περιοχών του Δούναβη και της ευρύτερης περιοχής της κεντρικής Ευρώπης (Hänsel, 1988) αν και σύμφωνα με άλλες απόψεις η ομάδα ξιφών της Ρουμανίας παραμένει διακριτή σε σχέση με την ομάδα του Αιγαίου ή και των Βαλκανίων καθώς η τυπολογική τους μελέτη (που αναφέρθηκε) καθιστά πιθανή την τοπική κατασκευή τους και όχι την εισαγωγή. Το στοιχείο που τα ενώνει πιστεύεται ότι είναι απλά η επιφανειακή ομοιότητά τους καθώς πρόκειται για παρόμοιους τύπους (Harding, 1984). Σε σχέση με την τοπική παραγωγή, έχει λεχθεί, ότι τα Τρανσυλβανικά λεπτά ξίφη έχουν περισσότερα παράλληλα στο Αιγαίο σε σχέση με γειτονικές τους περιοχές αλλά ίσως ήταν εξέλιξη του μακρού τριγωνικού εγχειριδίου με νεύρωση και οβελίσκο, που έχει επίσης βρεθεί σε Ουγγαρία και Σλοβακία. Ο ίδιος ερευνητής, όμως, δεν αποκλείει και την περίπτωση η εμφάνισή τους να ήταν μια θετική αντίδραση σε αντίστοιχες αιγαιακές εξελίξεις (Bouzek, 1985a). Με άλλα λόγια, και όπως ειπώθηκε και πριν, μια προσπάθεια μίμησης. Για τον τύπο Β αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι πρόκειται για ένα ξίφος μεταγενέστερο στην ηπειρωτική Ελλάδα και όχι ευρείας διάδοσης. Ωστόσο, υπάρχουν δύο παραδείγματα ξιφών από τη Ρουμανία και πάλι που έχουν αποδοθεί στον τύπο

96 αυτό. Το πρώτο ανήκει σε έναν θησαυρό (Schatzfunde) από τη θέση Perşinari αλλά δεν έχουμε πολλά στοιχεία για τις συνθήκες εύρεσής του καθώς δεν πρόκειται για κλειστό εύρημα (εικ. 17) και το δεύτερο είναι μεμονωμένο εύρημα από το Roşiori de Vede (εικ. 18) χωρίς σίγουρες πληροφορίες για τις συνθήκες εύρεσής του. Το ξίφος από το Perşinari 12 (Dîmboviţa) είναι ένα συμπαγές βραχύ όπλο κατασκευασμένο από χρυσό και με την αιχμή της λεπίδας του σπασμένη. εικ. 17 Ξίφος από το Perşinari (Bader, 1991) εικ. 18 Ξίφος από το Roşiori de Vede (Bader, 1991) Η νεύρωσή του είναι ημικυκλική και οι ώμοι του (που το συνδέουν και με τον ελλαδικό τύπο Β) είναι έντονα τριγωνικοί, όπως και στο ξίφος από το Roşiori de Vede. Η μοναδικότητα του αντικειμένου αυτού και η όλη μορφή του δεν το συνδέουν με τα προγενέστερα τοπικά εγχειρίδια από την άλλη, όμως, η τεχνική χύτευσης της λαβής και της λεπίδας μαζί και όχι σε χωριστά τμήματα που έπειτα ενώνονται, δεν συναντάται στο Αιγαίο και θεωρείται μια ολοκληρωτικά ευρωπαϊκή πρακτική. Είναι μοναδικό, όπως 12 Έχει επίσης χαρακτηριστεί και ως εγχειρίδιο (Sherratt, 1987 : 65). Στην εργασία αυτή αναφέρεται ως ξίφος λόγω της εξειδικευμένης μελέτης του Bader που το ονομάζει έτσι αλλά και γιατί τα ξίφη τύπου Β πολλές φορές δεν είναι πολύ μεγαλύτερα από εγχειρίδια και για το λόγο αυτό ίσως το παράδειγμα από το Perşinari θεωρήθηκε ως τέτοιο. Ως ξίφος αναφέρεται και από τον Harding (2000 : 228)

97 και τα όπλα από την απόθεση Borodino που βρίσκεται ανατολικότερα της περιοχής που μας ενδιαφέρει. Ξίφη που ανήκουν στις υστερότερες C (με κερατοειδείς αποφύσεις στη λαβή) και D (σταυρόσχημες) παραλλαγές έχουν βρεθεί στα Βαλκάνια ενώ και στη Ρουμανία υπάρχουν ομάδες ξιφών που ίσως ανήκουν στον τύπο C. Ο Bader αναφέρει ένα ξίφος που ίσως ανήκει στον τύπο C 3 από τη Medgidia (εικ. 19). Εικ. 19 Ξίφος τύπου C 3 από τη Medgidia (Bader, 1991) Συζήτηση έχει γίνει και για άλλα ξίφη, όπως τα γνωστά τύπου Apa (εικ. 20) που τα βρίσκουμε και στις αποθέσεις από το Hajdusamson. Η συζήτηση αυτή αφορά μάλλον τη διακόσμησή τους και την χρονολόγησή τους και όχι την τυπολογία τους (εικ. 21) (Harding, 1984 Bouzek, 1985 Bader, 1990&1991). Θεωρήθηκαν και σε πρόσφατη μελέτη του W. David (2002) ως σχεδόν σύγχρονα με την περίοδο των Λακκοειδών τάφων. Η προσέγγισή του δεν ξεκαθαρίζει περισσότερο τη σχέση αυτών των όπλων με το Αιγαίο. Οι διακοσμήσεις των αντικειμένων από τις γνωστές αυτές αποθέσεις διακρίνονται ως νεότερες σε σύγκριση με ανάλογες κεντροευρωπαϊκές από άλλα όπλα αλλά δεν έχουμε πιο σαφή συμπεράσματα για τη σύνδεσή τους με την ηπειρωτική Ελλάδα

98 εικ. 20&21 Ξίφος τύπου Apa και ξίφος ίδιου τύπου από την απόθεση Hajdusamson (Bouzek, 1985 Cunliffe, 1994) Στις μετέπειτα περιόδους η πορεία, όπως πιστεύεται, αντιστρέφεται. Τα μυκηναϊκά ξίφη γίνονται πολύ στενά, με κλιμακούμενη λέπτυνση προς την άκρη τους και με αρκετά υψηλή νεύρωση. Υπήρχαν βέβαια και οι τύποι E, F, και G που θυμίζουν περισσότερο μακριά εγχειρίδια ή πολύ κοντά ξίφη. Ανάμεσα σ αυτά εμφανίζεται ο ευρωπαϊκός τύπος (Naue II) ή ξίφη με περιχείλωμα στη λαβή (flange-hilted swords) 13, που γνωρίζει αρκετά μεγάλη διάδοση και επιβιώνει ως τους πρώτους Σκοτεινούς χρόνους, με το σίδηρο να αντικαθιστά το μπρούτζο (εικ. 22, 23). Αυτά τα ξίφη είναι συνηθισμένα στην ανατολική Μεσόγειο, στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη ενώ συναντάμε και παραδείγματα από την Ιταλία (Foltiny, 1964). Το ξίφος είναι μια σημαντική εφεύρεση της Εποχής του Χαλκού. Έτσι τουλάχιστον χαρακτηρίζεται, αν και μάλλον δεν χρησιμοποιήθηκε περισσότερο από άλλα πιο αποτελεσματικά όπλα. Ήταν ένα αντικείμενο εντυπωσιακό, που κάποιες φορές έφερε ιδιαίτερα φροντισμένη διακόσμηση, βρέθηκε και σε αποθέσεις, είχε τα δικά του τεχνολογικά μυστικά, ενώ διάσημα ξίφη αποτέλεσαν θέμα μύθων και ιστοριών που διαμόρφωσαν κατά πολύ την εικόνα μας για την Εποχή του Χαλκού (Kristiansen, 2002). Ως προς τη σύνδεση Ευρώπης και Αιγαίου η όλη προβληματική παραμένει ως 13 Τα ξίφη Naue II αναφέρονται συχνά και ως Sprockhoff IIa, από τα ονόματα των δύο διαφορετικών ερευνητών που τα μελέτησαν (Foltiny, 1964)

99 ένα βαθμό καθώς οι διαφωνίες για τη χρονολόγηση ή την αξία των τυπολογικών παρατηρήσεων θα συνεχίζονται. εικ. 22&23 Δύο μυκηναϊκά Flange-hilted ξίφη Flange-hilted ξίφη από : 1,2 Θεσσαλία. 3 Μουλιανά. 4 Μυκήνες. 5, 6 Καλλιθέα (Kristiansen&Larsson, 2005 Bouzek, 1985) Ξεκινώντας από τα ξίφη τύπου Α πρέπει να πούμε ότι πρόκειται για ένα πράγματι ξεχωριστό αντικείμενο και ευδιάκριτο ως προς τη μορφολογία του αν και δεν λείπουν οι παραλλαγές στις διάφορες περιοχές που συναντάται. Το αν τα ξίφη των Καρπαθίων ήταν εισαγωγές ή τοπικές δημιουργίες δεν είναι ξεκάθαρο. Μπορούμε, όμως, να τα εντάξουμε στην ομάδα των ξιφών αυτών και να τα θεωρήσουμε ως επηρεασμένα από αυτά. Τα Καρπάθια δεν ήταν μια περιοχή χωρίς δεσμούς (και μάλιστα πρώιμους) με τη μεταλλουργία. Πιθανότατα δεν θα στηρίζονταν σε εμπνεύσεις, τεχνικές και εισαγωγές από το νότο για τον όγκο της παραγωγής τους σε μετάλλινα αντικείμενα και σε συνδυασμό με τον πλούτο τους σε μέταλλα θα μπορούσαν να δρουν ανεξάρτητα επιρροών. Το ζήτημα με τη συγκεκριμένη ομάδα όπλων, για όσους δέχονται τη σύγκριση, δεν είναι μόνο αν πρόκειται για προϊόντα που ήλθαν από κάπου αλλού ή αν κάποιος που γνώριζε το νότο τα μιμήθηκε αλλά και το γιατί. Γυρίζοντας ξανά στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι ενδιαφέρον να δούμε κάποια στοιχεία για τα ξίφη Α. Όπως υποστηρίχθηκε, έχουν κατασκευαστικές αδυναμίες οι

100 οποίες είναι το μεγάλο μήκος της λεπτής τους λεπίδας, το αδύναμο σημείο ένωσης λεπίδας λαβής αλλά και το βάρος που μετατίθεται στη λεπίδα, όταν κρατούνται σε οριζόντια θέση δυσκολεύοντας έτσι τη χρήση τους σε μάχη. Η περίτεχνη διακόσμηση πολλών από αυτά (ειδικά στη λαβή αλλά και στη λεπίδα) τα καθιστά μάλλον αντικείμενα θαυμασμού παρά φονικά όπλα (χωρίς να αποκλείεται και αυτό). Είναι πιθανό δηλαδή να μην ήταν (μόνο) χρηστικά αλλά (και) τελετουργικά αντικείμενα ή σύμβολα. Η τεχνολογία τους και ο στολισμός τους δεν μπορεί να σχετιστεί με την αποτελεσματικότητά τους ως όπλα (Kilian Dirlmeier, 1990 : 157 Peatfield, 1999). Είναι τεχνουργήματα που ανήκουν σε μια πρώτη και ισχυρή φάση του μυκηναϊκού πολιτισμού, όταν αρχίζει να διαφαίνεται η δημιουργία νέων κοινωνικών ομάδων, που διεκδικούν την εξουσία προβάλλοντας συγχρόνως και νέες ιδέες ή ήθη. Τα βρίσκουμε συνήθως σε ιδιαίτερους τάφους (λακκοειδείς, θολωτούς) να συνοδεύουν με πολλά άλλα ξεχωριστά ευρήματα τους νεκρούς και σταματούν κατά την επόμενη ΥΕΙΙ φάση, οπότε και έχουν κατοχυρωθεί όσα διεκδικήθηκαν στην προηγούμενη. Η χρήση αυτών των παρατηρήσεων για την περιγραφή παρόμοιων καταστάσεων στην Τρανσυλβανία δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Είναι όμως μια περιοχή, στην οποία επίσης εμφανίζονται καινούρια δεδομένα εκείνη την περίοδο και δεν θα ήταν άστοχο να εικάσουμε μια σύνδεση μέσω μιας πιθανής κοινής ιδεολογίας που εκφράζεται και με την προβολή του πολεμικού ήθους και της επίδειξης δύναμης. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε τι εξελίξεις στις δύο περιοχές αλλά είναι γνωστή η διαμόρφωση νέων καταστάσεων και στην κεντρική Ευρώπη εκείνη την εποχή. Πρόκειται βέβαια για μεμωνομένα και λίγα σε αριθμό ευρήματα, που θα μπορούσαν να είναι και μαρτυρίες μιας διαπροσωπικής επαφής ή γενικότερα κάποιων πολύ συγκεκριμένων σχέσεων που δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε με ευκολία ή ακρίβεια. Ίσως και τα τρανσυλβανικά ξίφη να μην ήταν όπλα μόνο για μάχη αλλά και σύμβολα επικοινωνίας με το Αιγαίο και τον κόσμο του. Για τα ξίφη τύπου Β που αναφέρθηκαν, το χρυσό παράδειγμα από το Persinari δεν πρέπει να ήταν επίσης χρηστικό αντικείμενο και τα αντίστοιχα αιγαιακά παραδείγματα δεν έτυχαν ποτέ τέτοιας κατασκευής. Ήταν περισσότερο όπλα για πόλεμο παρά τη μικρή ακτίνα δράσης που οδηγούσε σε μια σώμα με σώμα μάχη. Ίσως το ξίφος της Ρουμανίας να είναι πράγματι προϊόν τοπικού εργαστηρίου, αν και ο κατασκευαστής του μοιάζει να γνωρίζει τα ελλαδικά πρότυπα. Ως προς την περίπτωση των Naue ΙΙ, πρόκειται για τεχνουργήματα που βρίσκονται σε πολλές περιοχές από τα μέσα του 13 ου

101 αι. π.χ. και έπειτα. Οι ομοιότητες που παρουσιάζουν αυτά τα ξίφη σε σχεδόν όλη την κεντρική και βόρεια Ευρώπη αλλά και στη Μεσόγειο υποδεικνύουν μια καινούρια ευρύτερη αγορά, έναν κόσμο που μπαίνει σε μια περίοδο πιο εντατικών επαφών με πιο τυποποιημένα προϊόντα. Τα προϊόντα αυτά αποκτούν σταθερά και κοινά χαρακτηριστικά και μπορούν να είναι προσβάσιμα από περισσότερους ανθρώπους σε σχέση με τα πιο πολυτελή παραδείγματα προηγούμενων περιόδων. Ως προς τις άλλες ομάδες όπλων οι μαρτυρίες που συνδέουν τις δύο περιοχές είναι λιγότερες ή περισσότερο αμφισβητήσιμες. Το εγχειρίδιο για παράδειγμα έχει μακρά παράδοση και στις δύο περιοχές. Στο Αιγαίο είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στην Κρήτη ενώ από τους Λακκοειδείς τάφους και από ορισμένους θολωτούς (π.χ. Μυρσινοχώρι/Ρούτσι) έχουμε και διακοσμημένα παραδείγματα. Σταματά να είναι διαδεδομένο μετά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο. Τα εγχειρίδια της ηπειρωτικής Ελλάδας έχουν κερατοειδείς ή τριγωνικούς ώμους. Αργότερα πιο συνηθισμένα είναι αυτά με τις κοίλες πλευρές, τα οποία έχουν μια σειρά καρφιών κατά πλάτος της βάσης της λεπίδας. Στην κεντρική Ευρώπη το εγχειρίδιο σταματά επίσης, να είναι σύνηθες στη Μέση Εποχή του Χαλκού σε αντίθεση με τη δημοτικότητά του κατά τις πρώιμες περιόδους (Copper Age, Early Bronze Age) και αντικαθίσταται από έναν άλλο τύπο (dirk) καθώς και από το λεπτό, μακρύ ξίφος (rapier), που αναφέρθηκε και παραπάνω. Για τα όπλα αυτά παραλληλισμοί έχουν γίνει μεταξύ Αιγαίου, Βαλκανίων και Ιταλίας και όχι με την περιοχή που μας ενδιαφέρει εδώ. Πέρα από τα εγχειρίδια, γνωστό σε Ελλάδα και Ευρώπη είναι επίσης το τόξο αλλά και πάλι δεν έχει γίνει κάποια συσχέτιση ως προς τη μορφή, τα υλικά κ.λ.π., ίσως και λόγω της μη διάσωσης πολλών από αυτά (συνήθως βρίσκουμε τις αιχμές). Οι αιχμές των δοράτων και των ακοντίων πριν από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στερεώνονταν με οβελίσκο ή καρφιά και όχι με τη βοήθεια αυλού (socket) στειλέωσης. Κάποια από αυτά τα παραδείγματα επιβιώνουν ως την αρχή της περιόδου αν και έπειτα η μορφή τους αλλάζει. Τα δόρατα έχουν διακριθεί σε τέσσερις κατηγορίες, όπως τις αναφέρει ο Harding (1984 : 166) : α) η λεπίδα και ο αυλός συνδέονται ομαλά χωρίς να διακρίνεται το σημείο ένωσης. Αντιστοιχεί στις ομάδες D, E και H του Höckmann (1980) β) στη δεύτερη ομάδα το σημείο σύνδεσης των δύο τμημάτων είναι τονισμένο και δεν μοιάζουν να αποτελούν ενιαίο σώμα. Τέτοια παραδείγματα είναι γνωστά από τους λακκοειδείς τάφους. Αντιστοιχεί στις ομάδες C, F και G του Höckmann γ) η τρίτη κατηγορία έχει φυλλόσχημη αιχμή που αντιστοιχεί στην ομάδα Κ του Höckmann δ) στην τέταρτη, η αιχμή έχει κοίλες πλευρές και

102 αντιστοιχεί στον τύπο Β του Snodgrass (1964) και στον τύπο geflammte (κατά Milojčić) (1948). Οι πιο συχνοί παραλληλισμοί γίνονται και πάλι με περιοχές των Βαλκανίων και της Ιταλίας αλλά υπάρχουν και οι απόψεις για επιρροή από και προς την κεντρική Ευρώπη. Οι τύποι Α και Β κατά Snodgrass, σχετίζονται συχνά με το ξίφος τύπου Naue II σε τάφους και σε αποθέσεις και χρησιμοποιούνται συνήθως μαζί με παραδοσιακές φυλλόσχημες (laurel-leaf) μυκηναϊκές αιχμές. Θεωρείται επίσης ότι η τέταρτη κατηγορία που αναφέρθηκε έχει δουνάβεια προέλευση αλλά δεν υπάρχουν πολλά ευρήματα που να στηρίζουν κάτι τέτοιο. Από την άλλη, πιστεύεται ότι τα αιγαιακά δόρατα είναι τοπικά και όχι εισαγόμενα προϊόντα και ότι ήταν οι μεταλλουργοί της κεντρικής Ευρώπης αυτοί που επηρεάστηκαν από το νότο (Harding, 1984 Bouzek, 1985a). Ως προς τον αμυντικό οπλισμό, γνωρίζουμε ή υποθέτουμε λογικά την ύπαρξη ασπίδων, θωράκων, κρανών και κνημίδων και στις δύο περιοχές. Στην εικονογραφία βλέπουμε τα όπλα αυτά αλλά αυτή δεν είναι πάντα μια αξιόπιστη πηγή. Πολλά όμως κομμάτια του αμυντικού εξοπλισμού είναι γνωστά μόνο από αυτή. Οι πρώιμες μυκηναϊκές ασπίδες δεν έχουν σωθεί. Τα κράνη από χαυλιόδοντες κάπρου εικονίζονται σε διάφορες παραστάσεις ως και το τέλος της Εποχής του Χαλκού. Εικάζεται, όπως αναφέραμε, ότι οι χαυλιόδοντες που βρέθηκαν στους λακκοειδείς τάφους ανήκουν σε αυτά. Υπήρχαν βέβαια και πιο απλοί τύποι από ελάσματα χαλκού και επένδυση. Προς το τέλος της ΥΕ ΙΙΙ υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία από κράνη ενώ πολύ γνωστό είναι το κράνος της Τίρυνθας (με ανοίγματα σε τριγωνικό σχήμα και κυρτώματα για διακόσμηση). Για τα κράνη από χαυλιόδοντες κάπρου έχει υποστηριχθεί η ανατολική καταγωγή (π.χ. Sandars, 1978) αλλά υπάρχει και η άποψη που υποστηρίζει ότι προήλθαν από το βορρά και ότι εκεί είναι γνωστά ήδη από την Τελική Νεολιθική. Μάλιστα πιστεύεται ότι ήταν σε χρήση και κατά την Περίοδο των Τύμβων της κεντρικής Ευρώπης (Makkay, 1982). Οι ύστερες μυκηναϊκές ασπίδες εικονίζονται κυκλικές ενώ οι πρώιμοι μεγάλοι τύποι μοιάζουν να εξαφανίζονται. Οι κυκλικές ασπίδες του Αγγείου των Πολεμιστών έχουν μια ευρεία εγκοπή σχήματος V στο κάτω μέρος τους. Όσο για εξαρτήματα που έρχονται σε επαφή με το σώμα, η πανοπλία των Δενδρών είναι το μοναδικό τέτοιο παράδειγμα από το Αιγαίο και έχει γίνει αφορμή να επανεξεταστούν κάποια χάλκινα ελάσματα από τους Λακκοειδείς (θεωρούμενα ως πρώιμοι θώρακες ή κάποιου είδους προστατευτικά του στήθους). Από τα Δενδρά έχουμε και ένα παράδειγμα κνημίδας

103 (άλλα είναι γνωστά από την Καλλιθέα και από τη νότια πλαγιά της Ακρόπολης των Αθηνών, αν και έχουν θεωρηθεί μεταγενέστερα λόγω διακόσμησης). Από την κεντρική Ευρώπη γνωρίζουμε ασπίδες κυκλικές του τύπου Herzsprung ή Nipperwiese με μια εγκοπή σχήματος V ή U. Αρκετές από αυτές είναι μεταγενέστερες αλλά η ασπίδα από τη θέση Plzeň-Jíkalka της Βοημίας ανήκει στην Br D (τέλη 14 ου αι. π.χ.) και ίσως η ύπαρξη του στοιχείου της εγκοπής να μην είναι τυχαίο και να τη συνδέει και αυτή με το Αιγαίο. Τα κράνη που γνωρίζουμε από την κεντρική Ευρώπη είναι κυκλικά και ανήκουν στο ύστερο τμήμα της περιόδου Urnfield όπως και οι κνημίδες που είναι σπάνια ευρήματα όπως και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Τέλος πανοπλίες (θώρακες) έχουν βρεθεί σε Σλοβακία (Čaka, Čierná nad Tisou, Ducové) (εικ. 24). Τοποθετούνται επίσης στην Br D και ακολουθούν χρονικά αυτή των Δενδρών. Δεν υπάρχει κάποια ομοιότητα ως προς τη μορφή τους αλλά ως σύλληψη ίσως είναι επηρεασμένη από το νότο, απ όπου έχουμε ως τώρα και το αρχαιότερο παράδειγμα (Harding, 1984 Bouzek, 1985a Osgood et al. 2000). εικ. 24 Θώρακας από τη θέση Čaka της Σλοβακίας (Osgood, 2000) Τα όπλα ανήκουν στα τεχνουργήματα που έχουν ανακαλυφθεί σε μεγάλες ποσότητες σε όλη την Ευρώπη και το Αιγαίο παρά τις φθορές τους ή το ποσοστό που τελικά δεν φθάνει ως εμάς. Από την άποψη αυτή αναγκαστικά έχουν μια ξεχωριστή θέση στη μελέτη της Εποχής του Χαλκού. Πέρα όμως από την εύνοια που έχουν από το χρόνο σε σχέση με άλλα αντικείμενα, ίσως είχαν πράγματι μια ιδιαίτερη σημασία για

104 τον κόσμο της περιόδου μια σημασία που πιθανότατα αφορούσε περισσότερες από μια περιοχές. Η Ύστερη Εποχή του Χαλκού, όσο και αν διαφοροποιηθούν οι ορισμοί και οι μέθοδοι της αρχαιολογίας, πιθανότατα να μην απαλλαγεί ποτέ από τον πολεμικό χαρακτήρα που της αποδίδεται. Χωρίς να πιστεύει κανείς ότι οι προηγούμενες περίοδοι ήταν ειρηνικές (Keegan, 1993 Keeley, 1996 Thorpe, 2003), είναι γεγονός ότι είναι πολλές οι μαρτυρίες που μας ωθούν στην υιοθέτηση ενός τέτοιου χαρακτηρισμού για την περίοδο και ειδικά για τις περιοχές που μας ενδιαφέρουν. Ο πόλεμος ή έστω η προβολή μιας πολεμικής εικόνας/ήθους πρέπει να είχε μια ξεχωριστή θέση στις τότε κοινωνίες και στις πολιτικές τους συνθήκες (Sherratt, 1987 Harding, 1999 Kristiansen, 1999 Osgood et al., 2000). Το στοιχείο αυτό σημειώνεται και στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην κεντρική Ευρώπη. Είναι πιθανό μέσα σε ένα πλαίσιο όπως αυτό της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (που παρά τις διαφωνίες έχει κάποια αναγνωριστικά δικά της χαρακτηριστικά) η πολεμική αυτή διάσταση να είχε το δικό της ρόλο. Οι κοινωνίες δεν μπορεί να είναι μόνο πολεμικές, αγροτικές ή ό,τι άλλο η ονομασία αυτή είναι συμβατική και χαρακτηρίζει μια από τις πολλές και διαφορετικές τους όψεις. Υπάρχει ωστόσο η αίσθηση ότι αυτή τους την πτυχή (την πολεμική) οι άνθρωποι τη διαχειρίζονταν με ιδιαίτερη φροντίδα. Τη διαχείριση αυτή και τη συμβολική χρήση του πολεμικού ήθους, το Αιγαίο και η Ευρώπη τη μοιράζονται. Άσχετα με την ποσότητα και το είδος των όπλων που πιστεύουμε ότι τις συνδέουν υπάρχει πάντα και ένας κοινός τρόπος ζωής. Αυτός δεν εκδηλώνεται, ούτε εξελίσσεται με τον ίδιο τρόπο στις δύο περιοχές. Φαίνεται να υπάρχει, όμως, μια κοινή ιδεολογία σε ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης ενώ και τα όπλα δεν χρησιμοποιούνται μόνο για πόλεμο. Αντίθετα τα βρίσκουμε πολλές φορές άθικτα σε αποθέσεις (τελετουργικές;), τα βλέπουμε διακοσμημένα με πολύτιμα υλικά και περίτεχνες διακοσμήσεις, τα συναντάμε να συνοδεύουν πλούσιες ταφές. Καινούρια αρχαιολογικά δεδομένα, καινούριες ιδέες και μέθοδοι ίσως βοηθήσουν στην απόκτηση μιας καλύτερη εικόνας για διάφορες τυπολογικές ασάφειες και για το αν κάποια πράγματα ήταν προϊόντα εμπορίου. ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ Ο Childe ήταν ο πρώτος που παρατήρησε την ομοιότητα ανάμεσα στο μοτίβο του μυκηναϊκού ιερού κισσού και τα καρδιόσχημα κρεμαστά κοσμήματα από την περιοχή των Καρπαθίων και την ανατολικο-κεντρική ευρωπαϊκή Μέση Εποχή του Χαλκού

105 (Childe, 1927). Επίσης, όταν ο Έβανς είδε τα ενώτια με τις σπειροειδείς απολήξεις (Lockenringe) από τους Λακκοειδείς τάφους, τα συνέκρινε με αντίστοιχα από την Τροία και την κεντρική Ευρώπη και τα ονόμασε προίκα ξένων πριγκιπισσών που ήλθαν στην Ελλάδα (Evans, 1929). Μπορούμε πράγματι να παρατηρήσουμε ομοιότητες μεταξύ των συγκεκριμένων κοσμημάτων και αντίστοιχων από το Ţufalău, (Ρουμανία), την Barca (Σλοβακία), από τη Μοραβία (εικ. 25, 26) αλλά και από άλλες θέσεις των Καρπαθίων και της Κεντρικής Ευρώπης. Τα κεντροευρωπαϊκά παραδείγματα των ενωτίων έχουν προγόνους στον πολιτισμό Sarata-Monteοru, ενώ τα κοσμήματα με σπειροειδείς απολήξεις έχουν παράδοση και στο Αιγαίο. Ένας πιθανός κοινός τόπος καταγωγής και για τα δύο σύνολα ίσως είναι η Ανατολία, όπου ανάλογα κοσμήματα έχουμε από τις πόλεις II και III της Τροίας (Harding, 1984 Bouzek, 1985a). εικ. 25 Χρυσά κοσμήματα από Barca (Vladar, 1973)

106 εικ. 26 Χρυσά ενώτια από Tufalau, Μυκήνες, Μοραβία (Bouzek, 1985) Από τον Ταφικό Κύκλο Β των Μυκηνών έχουμε μια περόνη με κεφαλή σε σχήμα τροχού, η οποία μοιάζει ως ένα βαθμό με αυτή που βρέθηκε σε μια γυναικεία ταφή στη Βοημία (Kristiansen&Larsson, 2005) (εικ. 27). Τα εξαρτήματα αυτά (οι περόνες) συναντώνται σε λακκοειδείς όπως ο Άλφα, ο Όμικρον, ο Ύψιλον, και ο ΙΙΙ αλλά και σε άλλες θέσεις (π.χ. Περατή τάφος 108) (εικ. 28). Μπορεί να είναι από χαλκό ή οστό και η κεφαλή τους από άλλα υλικά (ελεφαντόδοντο, ορεία κρύσταλλος) σε σχήμα κωνικό, δισκοειδές αλλά και χωρίς ιδιαίτερη μορφή. Κατά τον 12 ο αι. εμφανίζονται και νέοι τύποι. Χαρακτηρίζονται από νέα σχήματα κεφαλής αλλά και από το μήκος τους (για παράδειγμα η περόνη από το νεκροταφείο Δειράς στο Άργος, που φθάνει τα 35 εκ.). Άλλες είναι γνωστές από Κνωσό και από υπομυκηναϊκούς τάφους στην Αθήνα. Κάποια παραδείγματα με εξόγκωση στο στέλεχός τους θυμίζουν ευρωπαϊκές περόνες που συναντάμε από τη Μέση Εποχή του Χαλκού και εξής. Για τους διάφορους ύστερους τύπους, έχουν γίνει παραλληλισμοί με την Ιταλία και λιγότερο με την κεντρική Ευρώπη

107 εικ. 27 Δύο περόνες με κεφαλή σε σχήμα τροχού από Μυκήνες (Ταφικός Κύκλος Β) και Βοημία (γυναικεία ταφή) (Kristiansen&Larsson, 2005) εικ. 28 Περόνη από οστό από το Λακκοειδή Μ και από χαλκό από το Λακκοειδή Υ (Harding, 1984) Αντικείμενα που επίσης θεωρήθηκαν ως επηρεασμένα από το βορρά είναι και οι πόρπες. Ειδικότερα οι βιολόσχημες (violin-bow fibulae) του 12 ου αι. π.χ. είναι ένα από τα αντικείμενα που προβλημάτισαν τους μελετητές (τις βρίσκουμε σε Μυκήνες,

108 Μαραθώνα, τείχος Δυμαίων, Ορχομενό κ.α.). Αργότερα αντικαθίστανται από αυτές που έχουν τόξο σε σχήμα D (D-shaped) ή αλλιώς τοξωτές, οι οποίες συναντώνται σε Βεργίνα, Περατή, Ελάτεια κ.α. (εικ. 29). Οι ίδιοι τύποι υπάρχουν την ίδια περίπου εποχή και σε Βαλκάνια, Ιταλία και Κεντρική Ευρώπη. Τα αιγαιακά παραδείγματα δεν θυμίζουν τοπικά κοσμήματα και για το λόγο αυτό θεωρείται ότι μιμούνται ξένα πρότυπα. Μια τυπολογική ανάλυση σημείωσε 30 διαφορετικές παραλλαγές της βιολόσχημης πόρπης στην περιοχή μεταξύ Άλπεων και Μεσογείου. Τέτοιου είδους τυπολογικές μελέτες απομακρύνουν τις ελληνικές πόρπες από την κεντρική Ευρώπη (όπου παρατηρείται διαφορά στα σχήματα) και οδηγούν στην Ιταλία (ειδικά για το βιολόσχημο τύπο) και στα Βαλκάνια (Ηarding, 1984). Εικ. 29 Πόρπες. Με τη σειρά που εικονίζονται : 1) Τοξωτή από Ελάτεια, 2) Δοξαρωτή από Τείχος Δυμαίων, 3) Δοξαρωτή από Μυκήνες, 4) Δοξαρωτή από Μαραθώνα (Δημακοπούλου κ.α., 1988 Harding, 1984)

109 Για τη θέση στο Bernstorf της Γερμανίας έγινε αναφορά και παραπάνω. Εδώ θα την ξαναδούμε για την ομάδα των χρυσών κοσμημάτων που ανακαλύφθηκαν εκεί θαμμένα στο έδαφος. Πρόκειται για ελάσματα (δίσκοι, ζώνες κ.α.), μια περόνη με δισκοειδή κεφαλή και ένα διάδημα που θυμίζει αιγαιακά πρότυπα (εικ. 30). Μοιάζουν συνοδευτικά ενδυμασίας και αποτελούν ένα σύνολο αντικειμένων που θα μπορούσε να ολοκληρώνει μια εμφάνιση. Αν είναι γνήσια, τότε είναι μοναδικά για την περιοχή της νότιας Βαυαρίας. Η χημική ανάλυση του χρυσού έδειξε ότι η τεχνολογία και οι προσμείξεις του δεν τα καθιστούν ντόπια προϊόντα. Δεν αποκλείεται, όμως, η σύνδεση με την ευρύτερη κεντρική Ευρώπη καθώς έχει προταθεί εισαγωγή του ελάσματος αλλά κεντροευρωπαϊκή επεξεργασία. Έχουμε άλλωστε από την περιοχή παραδείγματα διακόσμησης του κεφαλιού με ελάσματα (από μπρούτζο) από προγενέστερες περιόδους. Η ιδέα, ωστόσο, του διαδήματος προέρχεται από τη Μικρά Ασία και το Αιγαίο. Σύγκριση έχει γίνει με τα διαδήματα από τους ταφικούς κύκλους αλλά και με το διάδημα που φέρει η Θεά από το Γάζι στην Κρήτη. Στο Bernstorf, βέβαια, δεν είναι ξεκάθαροι οι λόγοι για τους οποίους χρησιμοποιήθηκαν. Δεν ξέρουμε αν σχετίζονται με θρησκευτικές πρακτικές και μάλλον δεν συνδέονται με ταφικά έθιμα (Gebhard, 1999)

110 εικ. 30 Χρυσά κοσμήματα από το Bernstorf (Gebhard, 1999) Τα κοσμήματα, γενικά, είναι από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (και όχι μόνο). Στο Αιγαίο η κατασκευή τους και οι τρόποι διακόσμησής τους έχουν φτάσει ήδη σε πολύ υψηλό επίπεδο από τη μινωϊκή περίοδο χωρίς να λείπουν και πρωϊμότερα καλοδουλεμένα παραδείγματα. Είναι περίτεχνα τεχνουργήματα από μπρούτζο και χρυσό (και άλλα υλικά), προϊόντα μιας πολύπλοκης και χρονοβόρας διαδικασίας αλλά και ενδεικτικά καλής γνώσης δύσκολων τεχνικών. Τα μοτίβα που απεικονίζουν και τα σχήματα που παίρνουν είναι πολλά και διαφορετικά. Οι εμπνεύσεις για τις επιταγές των κάθε φορά περιστάσεων προέρχονται από πολλές πηγές. Έχουν βρεθεί περιλαίμια, ενώτια, πόρπες, περόνες και άλλα. Στην κεντρική Ευρώπη έχουμε ποσότητες κοσμημάτων αλλά διαφορετικής μορφής. Έχουν πιο απλές και αδρές γραμμές φτιάχνονται και εδώ από χρυσό και μπρούτζο και χαρακτηρίζονται από την κίνηση των σπειροειδών και καμπυλόγραμμων μοτίβων που κυριαρχούν. Αυτό που πρέπει πούμε και πάλι είναι ότι η περιοχή των Καρπαθίων και της υπόλοιπης κεντρικής Ευρώπης έχει δικές της παραδόσεις και κέντρα μεταλλουργίας. Είναι αυτόνομη ως προς την ικανότητα παραγωγής μετάλλινων αντικειμένων χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν δέχεται επιρροές ή ότι δεν αναζητά πρώτες ύλες. Από τα παραδείγματα που είδαμε ως τώρα, τα οποία είναι απλώς αντιπροσωπευτικά και όχι αποτέλεσμα μιας αναλυτικής καταγραφής ευρημάτων,

111 παρατηρούμε τα εξής : κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο συναντάται στη νότια ηπειρωτική Ελλάδα μια σειρά κοσμημάτων (κυρίως ενώτια) τα οποία μοιάζουν με αντίστοιχα κεντροευρωπαϊκά και συνυπάρχουν με καθαρά αιγαιακές παραδόσεις στην κοσμηματοτεχνία. Δεν είναι ξεκάθαρο ποια ήταν η περιοχή που επηρέασε την άλλη αλλά είναι πιθανό να πρόκειται για μια βόρεια μόδα που έφθασε μαζί με άλλα στοιχεία στο Αιγαίο εκείνη την εποχή, για την οποία έχουμε μαρτυρίες μακρινών ταξιδιών. Δεν μπορούμε να πούμε ότι κάποια περιοχή προηγείται χρονικά σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θέτει πιο σοβαρή υποψηφιότητα και όπως ειπώθηκε η σπείρα είναι γνωστή από παλιά και στις δύο. Η μορφή των κοσμημάτων των δύο περιοχών δεν είναι πανομοιότυπη. Υπάρχουν διαφορές στην απόδοση αλλά σε γενικές γραμμές είναι ο ίδιος τύπος κοσμήματος. Μια παρόμοια παρατήρηση μπορεί να γίνει και για το μάλλον μοναδικό παράδειγμα των περονών με κεφαλές που απολήγουν σε τροχούς. Είναι δύο ξεχωριστά ευρήματα που συμβολίζουν ένα όχημα γνωστό και ίσως αγαπητό και στις δύο περιοχές την ίδια περίοδο, το ελαφρύ άρμα. Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν υπάρχει επιρροή ή αν απλά πρόκειται για μια τυχαία περίπτωση ταφικής χρήσης ενός κοινού συμβόλου. Αργότερα, τα κοσμήματα της ηπειρωτικής Ελλάδας φαίνεται να έχουν περισσότερες ομοιότητες με αυτά άλλων περιοχών πέρα από την κεντρική Ευρώπη. Γενικότερα, υπάρχει μια σχετική εξάπλωση ορισμένων τύπων κοσμημάτων σε περισσότερες κατευθύνσεις. Ίσως σε μια πιο προχωρημένη φάση της Ύστερης Εποχής του Χαλκού δημιουργείται μια πιο μεγάλη κοινή αγορά, όπου η πρόσβαση σε κάποια είδη είναι ευκολότερη από παλιά και πιο συχνή. Όπως και με τα όπλα, έτσι και εδώ γίνεται πιο δύσκολο να εντοπιστούν επιρροές και οι κατανομές αποκτούν μεγαλύτερη έκταση. Επίσης, τα κοσμήματα της δεύτερης αυτής φάσης δεν ανακαλύφθηκαν σε τάφους ή θέσεις με τον πλούτο και τις υποδηλώσεις των Λακκοειδών. ΑΓΓΕΙΑ Η εξέταση των μετάλλινων αγγείων μοιάζει ως έναν βαθμό με την τυπολογική μελέτη της κεραμικής. Ενδιαφέρεται για το σχήμα, τον τύπο της λαβής και τον τρόπο στερέωσής της, τη μορφή του χείλους, το πάχος των τοιχωμάτων και φυσικά τον τύπο της διακόσμησης (ένθετη, έκκρουστη, αυλακωτή) αλλά και τα σχέδια με τα οποία αυτή

112 γίνεται. Γνωστά παραδείγματα μετάλλινων αγγείων από την κεντρική Ευρώπη που συνδέθηκαν με το Αιγαίο, με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις, είναι τα ακόλουθα : Δύο αγγεία, ένα από μπρούτζο και ένα από χρυσό, θεωρούνται επηρεασμένα ή εισηγμένα από το νότο. Το πρώτο είναι ένα τυχαίο εύρημα (εικ. 31) από τη βόρεια Γερμανία (Dohnsen Σαξονία), χρονολογείται στον 16 ο αι. π.χ. και υποστηρίζεται ότι είναι γνήσιο κρητομυκηναϊκό προϊόν. Πρόκειται για ένα ρηχό κύπελλο με καμπύλο πυθμένα, με έντονα προεξέχουσα προχοή και ταινιόσχημη λαβή. Κάτω από το οδοντωτό χείλος του αγγείου υπάρχουν τρεις οριζόντιες αυλακώσεις και ακολουθεί κλαδί με έντυπα φύλλα (παραλλαγή ίσως της φυλλωτής ταινίας foliate band). Το δεύτερο (εικ. 32) βρέθηκε επίσης στη Γερμανία (Fritzdorf βόρεια Ρηνανία) και χρονολογείται στην περίοδο από τον 18 ο 16 ο αι. π.χ.. Είναι μόνωτο κύπελλο με ημισφαιρικό κάτω τμήμα και ευρύ, κυλινδρικό λαιμό που σχηματίζει γωνιώδες περίγραμμα με το σώμα. Το οριζόντιο περιχείλωμα περιτρέχει διπλή σειρά σφυρήλατων έκτυπων στιγμών ενώ η λαβή του είναι ταινιωτή και κατακόρυφη με ανάγλυφες ραβδώσεις. Τέσσερα καρφιά και ισάριθμα ρομβοειδή ενισχυτικά πλακίδια την προσαρτούν στο σώμα του αγγείου που είναι σφυρήλατο. Παράλληλά του υπάρχουν στους λακκοειδείς αλλά και σε παραδείγματα από τη Βρετανία (Δημακοπούλου, 1988 : 264 5). εικ. 31 Κύπελλο από το Dohnsen (Δημακοπούλου κ.α., 1988)

113 εικ. 32 Κύπελλο από το Fritzdorf (Δημακοπούλου κ.α., 1988) Άλλα ευρήματα που έχουν θεωρηθεί μιμήσεις έχουμε και από την περιοχή των Καρπαθίων : τέσσερα χρυσά κύπελλα από το Bihar (μια περιοχή μοιρασμένη σήμερα μεταξύ Ουγγαρίας και Ρουμανίας), που χρονολογούνται γύρω στο 1800 π.χ. (εικ. 33). Για κάθε ένα έχει χρησιμοποιηθεί μόνο ένα έλασμα χρυσού, από το οποίο έχει φτιαχτεί συνεχόμενα και η λαβή, που δεν αποτελεί χωριστό τμήμα του αγγείου. Σε δύο από αυτά αναγνωρίζουμε και πάλι το τριγωνικό περίγραμμα στο σώμα τους και οριζόντιο περιχείλωμα. Τρία από αυτά έχουν κάθετες αυλακώσεις στο σώμα τους (θυμίζουν χρυσά κύπελλα με ανάλογη κατασκευή από τον ταφικό κύκλο Α, που έχουν όμως άλλη μορφή) και όλα φέρουν διακόσμηση. Η πιο χαρακτηριστική (καμπυλόγραμμος μαίανδρος) είναι αυτή που έχει μόνο ένα και η οποία έχει κατασκευαστεί με διαβήτη και μοιάζει με αντίστοιχες που βρίσκουμε σε αντικείμενα από οστό και κέρατο της περιοχής (Wellenbandornamentik). Για την πιθανή τους σχέση με το Αιγαίο έχουν συζητηθεί επίσης ένα κύπελλο από τη θέση Biia και δύο θραύσματα ενός ορειχάλκινου αγγείου από τη θέση Şmig (και τα δύο από Σλοβακία). Από τη Σλοβακία (Vel ka Lomnica), επίσης, ένα θραύσμα μπρούτζινου αγγείου έχει χρησιμοποιηθεί για τη σύνδεση ηπειρωτικής Ελλάδας και κεντρικής Ευρώπης. Ένας τύπος σφυρήλατου αγγείου της κεντρικής Ευρώπης που συνδέθηκε με την ηπειρωτική Ελλάδα είναι και το κύπελλο τύπου Friedrichsruhe, το

114 σχήμα του οποίου θεωρήθηκε αιγαιακής προέλευσης. Έχουν ακόμη αναφερθεί παράλληλα και από τη δυτική Ευρώπη (Rillaton) και τη Μεσόγειο (Ledro) ενώ σημειώνονται περιπτώσεις επιρροής σε μεταγενέστερα πολιτισμικά πλαίσια των αρχών της Εποχής του Σιδήρου για κάποιες περιοχές των Βαλκανίων. εικ. 33 Χρυσά αγγεία από τη Θέση Bihar (Sherratt, 1994b). Τα αγγεία από μέταλλο ήταν γνωστά στο Αιγαίο ήδη από την πρώιμη Εποχή του Χαλκού και είναι ιδιαίτερα αγαπητά και κατά τις ΥΕ Ι ΙΙ (λακκοειδείς, θολωτοί τάφοι). Στην κεντρική Ευρώπη από την άλλη δεν έχουμε πολλά παραδείγματα ανάλογων τεχνουργημάτων πριν από την περίοδο Urnfield. Τα μεταλλουργικά κέντρα της κεντρικής Γερμανίας και της Τρανσυλβανίας είναι γνωστά όπως άλλωστε η τεχνογνωσία τους και τα διάφορα αντικείμενα που παρήγαγαν (Sherratt, 1994b). Ήταν περιοχές που έδωσαν μεγάλες ποσότητες όπλων, εργαλείων, κοσμημάτων, ταλάντων. Οι μαρτυρίες για την κατεργασία του χρυσού φθάνουν τα μέσα της 4 ης χιλιετίας ενώ από τις αρχές της 2 ης και ειδικότερα στα Καρπάθια η μεταλλουργία μπρούτζου και χρυσού αναπτύσσονταν παράλληλα. Στη λεκάνη Δούναβη Τίσα έχουν ανακαλυφθεί 323 θησαυροί (hoards) μπρούτζινων αντικειμένων και 32 χρυσών και έχουν συνδεθεί και με την ύπαρξη εργαστηρίων στην περιοχή (Kemenczei, 2003). Γνωστή ήταν και η κατασκευή σφυρήλατων ελασμάτων αλλά οι γνώσεις αυτές δεν χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή μεγάλων ποσοτήτων μετάλλινων αγγείων. Τα παραπάνω θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μη πειστικές παρατηρήσεις, είναι όμως ενδεικτικές των λόγων για τους οποίους τα αγγεία που είδαμε θεωρούνται μιμήσεις ή εισαγωγές. Σε μια ευρύτερη

115 περιοχή που γνώριζε καλά τα μέταλλα και είχε τους δικούς της τρόπους κατασκευής και δικό της ρεπερτόριο, λείπουν ορισμένες κατηγορίες τεχνουργημάτων, τα οποία αρχίζουν να εμφανίζονται επιλεκτικά όταν εντείνονται οι επαφές με το νότο. Από τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν, το κύπελλο από το Dohnsen θα μπορούσε να είναι εισαγωγή καθώς η γενική μορφολογία του, η λαβή, η προχοή αλλά και η διακόσμησή του ακολουθούν μινωικά και μυκηναϊκά πρότυπα. Τοποθετείται χρονικά σε μια φάση (16 ος αι. π.χ.), κατά την οποία η διάκριση μινωικών και μυκηναϊκών στοιχείων είναι δύσκολη στην ηπειρωτική Ελλάδα και δεν είναι απίθανο να πρόκειται για καθαρά νότιο προϊόν. Ένα μπρούτζινο αγγείο σχεδόν όμοιο με αυτό είναι γνωστό από το Ακρωτήρι της Θήρας (Schauer, 1985 Δημακοπούλου, 1988). Ομοιότητες με τα μυκηναϊκά των λακκοειδών τάφων μπορούμε να βρούμε και στο παράδειγμα από το Fritzdorf. Τα επιχειρήματα για μίμηση, εισαγωγή ή τοπική παραγωγή βρίσκονται σε ισορροπία. Η κατασκευή του και οι λεπτομέρειές της (λαβή, σχήμα κ.α.) μοιράζεται στις δύο περιοχές. Η χρονολόγησή του πιθανότατα το καθιστά προγενέστερο των λακκοειδών. Θα μπορούσαμε έτσι να εικάσουμε μια αντίστροφη επιρροή παρόλο που δεν συναντούμε μεγάλο αριθμό τέτοιων κυπέλλων στο βορρά, αν αυτό έχει κάποια σημασία. Τα αγγεία από το Bihar έχουν και αυτά ανοιχτά σχήματα, όπως τα παραπάνω δύο και μπορούν να συγκριθούν χαλαρά με τα μυκηναϊκά. Χρονολογούνται όμως σε προγενέστερη περίοδο και δεν μάλλον δεν είναι αποτελέσματα επιρροής ή μίμησης, τουλάχιστον ως προς την κατασκευή τους. Τα μετάλλινα αγγεία του Αιγαίου είναι συνήθως κτερίσματα ταφών και ορισμένα από αυτά μπορούν να χαρακτηριστούν καλλιτεχνήματα. Έχουν πολλές φορές περίτεχνη διακόσμηση, είναι φτιαγμένα από πολύτιμα μέταλλα και αποτελούν προσωπικά αντικείμενα των νεκρών που συνοδεύουν. Μοιάζουν αναπόσπαστο τμήμα των τεχνουργημάτων που τους συνοδεύουν και τα βρίσκουμε σε εντυπωσιακές ταφές ή έστω ενδεικτικές σημαντικής θέσης ή πλούτου. Αναφορές σε τέτοιου είδους μετάλλινα κύπελλα γίνονται στα ομηρικά έπη αλλά και σε πιο αξιόπιστες πηγές της περιόδου, τις πινακίδες της Γραμμικής Β (Δημακοπούλου, 1988). Λόγω της κατασκευής, των υλικών και της επεξεργασίας τους δεν μπορούμε να πούμε αν ήταν ενταγμένα στην καθημερινή ζωή των προσώπων αυτών. Σίγουρα, όμως, είχαν μια σημαντική θέση μεταφέροντας ίσως και πληροφορίες για τη σπουδαιότητα των κατόχων τους. Η διαφοροποιημένη και πιο απλή απόδοσή τους στην κεντρική Ευρώπη δεν τα στερεί απαραίτητα από ένα παρόμοιο νόημα και συμβολισμό

116 ΗΛΕΚΤΡΟ Το ήλεκτρο 14 είναι η απολιθωμένη ρητίνη ενός εξαφανισμένου είδους πεύκου, που αποτέθηκε με την πάροδο των γεωλογικών εποχών σε διάφορα μέρη του κόσμου. Οι πιο πλούσιες ευρωπαϊκές πηγές είναι αυτές της Βαλτικής που ανήκουν στην Τριτογενή περίοδο (Tertiary Age) (Harding, 2000b). Ο όρος ήλεκτρο αντιμετωπίζεται πολλές φορές ως συνώνυμος του ηλεκτρικού οξέος 15 (succinitic acid) και η ευρύτατη κατανομή του στη βόρεια Ευρώπη (από την Ουκρανία ως τα Βαλτικά κράτη και την ανατολική ακτή της Αγγλίας) αντιπροσωπεύει δευτερογενείς αποθέσεις ενός δάσους κεχριμπαριού που βρισκόταν στην περιοχή της σημερινής Φινλανδίας. Από εκεί μεταφέρθηκε σε όλη τη βόρεια Ευρώπη μέσω της δράσης των παγετώνων και των ποταμών. Μπορούμε να το συναντήσουμε σε διάφορα χρώματα, κάποια πιο συνήθη και άλλα πιο σπάνια (κίτρινο, πορτοκαλί, λευκό, πράσινο, μπλε, καφέ). Το ήλεκτρο κατά την επεξεργασία του μπορεί να δώσει φολίδες, ένα στοιχείο που το συνδέει με τον πυριτόλιθο, αν και πρόκειται για ένα υλικό με πολύ χαμηλότερο δείκτη σκληρότητας, το οποίο μπορεί να κοπεί ακόμη και με ένα σπάγκο αλλά και να στιλβωθεί εύκολα (με άμμο ή σμύριδα). Υπάρχουν διάφορες ποικιλίες ήλεκτρου : διαφανές (transparent), με νεφελώματα (cloudy), νόθο και οστεώδες (bastard and osseous) κ.α., το καθένα από τα οποία περιέχει μικρότερο ή μεγαλύτερο αριθμό φυσαλίδων. Η διαφάνεια και το συμπαγές του κεχριμπαριού εξαρτώνται από τη συχνότητα και το μέγεθος των φυσαλίδων αυτών (du Gardin, 1993). Έχει οργανική καταγωγή, μη σταθερή σύσταση και η εσωτερική διάταξη των ατόμων του είναι άμορφη, δεν παρουσιάζει δηλαδή μια συγκεκριμένη και σταθερή δομή τα στοιχεία αυτά το διαχωρίζουν από τα ορυκτά αλλά το κεχριμπάρι έχει χρησιμοποιηθεί σαν πολύτιμος λίθος. Πρόκειται για ένα υλικό θερμό στην αφή και η τριβή το φορτίζει με στατικό ηλεκτρισμό. Από την εποχή της ανακάλυψης των Λακκοειδών Τάφων έγινε προσπάθεια εντοπισμού της γεωλογικής προέλευσης των ευρημάτων που ήταν φτιαγμένα από αυτό. Η πρώτη προσπάθεια ήταν η ανάλυση της περιεκτικότητάς του σε ηλεκτρικό οξύ. Κατά τη δεκαετία του 1960 αμφισβητήθηκε αυτή η μέθοδος και δύο ομάδες ερευνητών 14 Με το ίδιο όνομα είναι γνωστό και ένα κράμα μαγνησίου με προσμείξεις αλουμινίου και ψευδαργύρου αλλά και ένα φυσικό κράμα χαλκού, σιδήρου, παλλαδίου και άλλων μετάλλων. 15 Βουτανοδιοϊκό οξύ (C 4 H 6 O 4 ) : πρόκειται για ένα φυσικό οργανικό δικαρβοξυλικό οξύ με τέσσερα άτομα άνθρακα

117 άρχισαν να πειραματίζονται διαφορετικά. Η πρώτη, του Curt W. Beck και των συνεργατών του, ανακάλυψε ότι η φασματοσκοπία υπερύθρου (infra-red spectroscopy) μπορεί να προσφέρει μια σίγουρη ταύτιση των διάφορων τύπων ήλεκτρου. Μια δεύτερη ομάδα υποστήριξε ότι μπορούμε να έχουμε τη διάκριση των διαφορετικών πηγών κεχριμπαριού μέσω φασματομετρίας μάζας χρησιμοποιώντας ιονισμό πεδίου (mass spectrometry using field ionization). Οι αναλύσεις του Beck υπέδειξαν τη Βαλτική ως περιοχή προέλευσης του κεχριμπαριού που βρέθηκε στο Αιγαίο, οι μέθοδοί του όμως αμφισβητήθηκαν. Οι αντιρρήσεις για τη μέθοδο του Beck, αναφέρουν ότι δεν κάνει κάτι περισσότερο από το να εκτιμά την περιεκτικότητα των ευρημάτων σε ηλεκτρικό οξύ, το οποίο όμως δεν είναι παρά ένα προϊόν οξείδωσης που επηρεάζεται από την έκθεση σε καιρικά φαινόμενα. Οι ενστάσεις αυτές, ωστόσο, δύσκολα μπορούν να αποκλείσουν τις αρχικές υποθέσεις για την προέλευση του αιγαιακού αλλά και του μεγαλύτερου ποσοστού του ευρωπαϊκού κεχριμπαριού. Για την ακρίβεια μόνο ένα παράδειγμα από την Πύλο δεν φαίνεται να προέρχεται από τη Βαλτική (Harding, 1984). Οι αναλύσεις υπέδειξαν τη βόρεια Ευρώπη για τις περισσότερες περιπτώσεις και αυτό ήταν ένα πρώτο βήμα. Η χρησιμότητα των αναλύσεων, ωστόσο, υποστηρίχθηκε ότι σταματά εκεί. Το φάσμα υπερύθρου είναι το ίδιο για το ήλεκτρο της Ουκρανίας, της Πολωνίας και της ανατολικής ακτής της Αγγλίας καθώς προέρχονται από το ίδιο αρχικό δάσος αποτελώντας, όπως ειπώθηκε, δευτερογενείς αποθέσεις. Η υπόλοιπη έρευνα χρειάστηκε να ακολουθήσει πολλές φορές καθαρά αρχαιολογικά κριτήρια, όπως η τυπολογική μελέτη και η ανίχνευση τεχνικών επεξεργασίας έτσι ώστε να απαντηθούν πιο συγκεκριμένα ερωτήματα (Harding 1984 du Gardin, 1993). Κεχριμπάρι βρέθηκε και στην κεντρική Ευρώπη και σε ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτό που συζητήθηκε ήταν ο τρόπος με τον οποίο εμπλέκονταν οι δύο περιοχές κατά τη μεταφορά του και αν η σημασία του υλικού αυτού είχε κάποια κοινά στοιχεία για τις δύο. Το ήλεκτρο ήταν γνωστό και κατά τη Νεολιθική αλλά μόνο κατά την Εποχή του Χαλκού το συναντάμε σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες. Είναι αρκετά σύνηθες εύρημα στην άμεση νότια περιοχή της Βαλτικής αλλά και στην κεντρική Ευρώπη ως τη Βοημία και την Αυστρία. Είναι πιο σπάνιο στην Ουγγαρία ενώ είναι γνωστό και στη Ρουμανία (Bouzek, 1985a). Στην ηπειρωτική Ελλάδα το συναντούμε σε Λακωνία, Μεσσηνία, Αργολίδα, Ηλεία, Αχαΐα, Εύβοια, Αττική, Βοιωτία, Φωκίδα, Ήπειρο, Θεσσαλία. Αναλυτική αναφορά των τόπων εύρεσής του στο Αιγαίο γίνεται στο άρθρο των Harding&Hughes-Brock όπου λαμβάνεται υπόψη και η μη διατήρηση ή η μη

118 αναγνώριση ορισμένων ποσοτήτων καθώς και η πιθανή ανεπαρκής δημοσίευση ορισμένων θέσεων (1974). Το ενδιαφέρον για την παρουσία του ήλεκτρου στην Ελλάδα, έγινε αφορμή για αρκετές μελέτες, οι παρατηρήσεις των οποίων αφορούν την ποσότητα των ευρημάτων, την κατανομή τους, τις θέσεις που βρέθηκε, τα σχήματα και τη χρήση τους, τη σύγκριση μεταξύ διαφορετικών περιόδων αλλά και τους λόγους εισαγωγής του. Ο Harding αναφέρθηκε στο ήλεκτρο και το 1984 βασιζόμενος στην έως τότε έρευνα και ακολουθώντας τη χρονολόγηση που ίσχυε εκείνη την εποχή. Σύμφωνα με τις μελέτες του οι μεγαλύτερες ποσότητες αυτού του υλικού βρέθηκαν κατά την ΥΕ Ι στους Λακκοειδείς τάφους και η αρχαιότερη παρουσία τους εντοπίζεται στον Λακκοειδή Όμικρον του Ταφικού Κύκλου Β αλλά και στον λεγόμενο ταφικό κύκλο (στην πραγματικότητα θολωτό) στην Πύλο. Όπως υποστηρίζει, δεν έχουμε ενδείξεις για παλαιότερα ευρήματα στον ελλαδικό χώρο και έτσι πρέπει να εξετάσουμε το φαινόμενο μέσα στο γενικότερο πλαίσιο και τις συνήθειες των ανθρώπων της περιόδου και της περιοχής. Ο χάρτης κατανομής που δίνει παρουσιάζει τις συγκεντρώσεις για την πρώιμη Μυκηναϊκή περίοδο (εικ. 34). Βλέπουμε ότι το ήλεκτρο είναι συγκεντρωμένο σχεδόν αποκλειστικά στην Πελοπόννησο (με εξαίρεση τη Θήβα), γύρω από τις Μυκήνες αλλά και στη δυτική ακτή της. Το συναντάμε σε 14 θέσεις και σε 36 διαφορετικά ευρήματα. Ο αριθμός τους υπερβαίνει τα 2500 κομμάτια. Μόνο στους λακκοειδείς βρέθηκαν 1569 χάντρες. Πάνω από 500 κομμάτια βρέθηκαν στον Κακόβατο της Τριφυλίας, απ όπου έχουμε και τα μόνα μεγάλου μεγέθους παραδείγματα στην ηπειρωτική Ελλάδα (p ). Κατά την ΥΕ ΙΙ, ωστόσο, η ποσότητα μειώνεται παρόλο που το υλικό αυτό εμφανίζεται και σε Ήπειρο και Αιτωλία

119 εικ. 34, 35&36 Οι κατανομές του κεχριμπαριού στην Ελλάδα κατά την ΥΕ Ι ΙΙ (επάνω) και ΥΕ ΙΙΙΑ (κάτω) (Harding, 1984) Κατά την ΥΕ ΙΙΙ η εικόνα αλλάζει (εικ. 35, 36). Σχετικά με την παρουσία του ήλεκτρου στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και λαμβάνοντας υπόψη πιθανές αν και όχι μεγάλες διαφοροποιήσεις που ίσως υπάρχουν από καινούρια δεδομένα, βλέπουμε αρχικά ότι διακρίνονται δύο περίοδοι : η ΥΕ Ι ΙΙ και η ΥΕ ΙΙΙ. Το κεχριμπάρι φτάνει στην κεντρική Ελλάδα, στην Εύβοια, στην Αττική

120 και στη Θεσσαλία. Υπάρχουν λιγότερα σημεία εύρεσης σε σύγκριση με τις ΥΕ Ι και ΙΙ αλλά είναι διασκορπισμένα μεταξύ 17 ή και περισσοτέρων θέσεων και ο αριθμός των ευρημάτων μειώνεται αισθητά. Η πτώση αυτή χαρακτηρίζει την ΥΕ ΙΙΙΑ και Β και αλλάζει κατά την επόμενη ΥΕ ΙΙΙΓ φάση, της οποίας έχουν εντοπιστεί 26 σημεία εύρεσης σε περίπου 14 θέσεις όχι και σε πολύ μικρότερες ποσότητες από τις προηγούμενες φάσεις ενώ φτάνει για πρώτη φορά και στην Αχαΐα. Οι διαφορές στις κατανομές και στις ποσότητες ερμηνεύθηκαν σε συνάρτηση με προβληματισμούς που αφορούσαν : την κοινωνική οργάνωση, το είδος των ανταλλαγών, την εισαγωγή έτοιμων προϊόντων ή πρώτης ύλης για παράδειγμα, η περίοδος της μεγαλύτερης διασποράς έχει ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα της αναδιανομής του ήδη υπάρχοντος υλικού από τα μεγάλα κέντρα και όχι εισαγωγή καινούριων προϊόντων (Harding& Hughes-Brock, 1974 Harding, 1984). Η πλειονότητα των ευρημάτων από ήλεκτρο βρέθηκε σε τάφους (θολωτούς, κιβωτιόσχημους, λακκοειδείς, θαλαμοειδείς/θαλαμωτούς) και είναι χάντρες διαφόρων σχημάτων: τριγωνικές, ακανόνιστες, ετεροβαρείς (lopsided), πολυγωνικές ή πρισματικές, κυλινδρικές αμφικωνικές, αμυγδαλοειδείς κ.λπ. (εικ ). Οι τελευταίες θεωρείται ότι έχουν ένα κατεξοχήν μυκηναϊκό σχήμα και πιστεύεται ότι αποτελούν μαρτυρία τοπικής επεξεργασίας. Αυτό υποστηρίζεται και από τη σφραγίδα με παράσταση ταύρου που έχει συνδεθεί ως εικόνα με το Αιγαίο και δείχνει την δημιουργία της από ντόπιους τεχνίτες (εικ. 41). Άλλα πιο απλά σχήματα θεωρήθηκαν προϊόντα εισαγωγής. Γνωστά ευρήματα είναι και τα λεγόμενα διαχωριστικά πλακίδια (spacer plates) (από Κακόβατο, Περιστεριά, Πύλο, και σε μεγαλύτερη ποσότητα από τους Λακκοειδείς IV, V και Όμικρον) (εικ )

121 εικ Χάντρες από ήλεκτρο και περιδέραια από Μυκήνες και Κακόβατο (Harding, 1984 Δημακοπούλου κ.α., 1988)

122 εικ. 41 Αμυγδαλόσχημη σφραγίδα από ήλεκτρο και σχεδιαστική αναπαράσταση της έγγλυφης μορφής ταύρου που φέρει (Δημακοπούλου κ.α., 1988)

123 εικ Διαχωριστικά πλακίδια από Κακόβατο και Μυκήνες (δύο πρώτα) και νότια Γερμανία και Βοημία (τα δύο κάτω) (Bouzek, 1985) Τα πλακίδια αυτά πιστεύεται ότι χρησιμοποιήθηκαν για να χωρίζουν τα διάφορα τμήματα ή τους πολλαπλούς σπάγκους των περιδεραίων και μπορεί να είναι τραπεζοειδή ή σε σχήμα D ακραία κομμάτια (end-pieces) με συγκλίνουσες διατρήσεις (converging perforations), είτε ορθογώνια κεντρικά πλακίδια με παράλληλες εγκοπές (borings) κάποια από τα δεύτερα έχουν διατρήσεις σχήματος V μεταξύ των κύριων εγκοπών. Έχουμε, επίσης, σπάνια παραδείγματα από τον Κακόβατο (δακτυλιόσχημα κρεμαστά κοσμήματα {ring pendants}, οκτώσχημα κομμάτια και τριπλούς κύκλους) (εικ. 46). Τέλος ένα ακόμη ασυνήθιστο σχήμα είναι ο γνωστός τύπος της Τίρυνθας (εικ. 47) πρόκειται για μια χάντρα η οποία έχει πεπιεσμένο σώμα, σχεδόν κυλινδρικό ή κοίλο αμφικωνικό με μια κεντρική νεύρωση και μερικές φορές με μια προεξοχή ( collar ) σε κάθε άκρη, όπως φαίνεται από τα παραδείγματα στον τροχό του θησαυρού της Τίρυνθας 16 (εικ 48). Είναι ένα σχήμα με συγκεκριμένη διάρκεια ζωής προς το τέλος 16 Πρόκειται για ένα τεχνούργημα από λεπτά χρυσά σύρματα που συμπλέκονται με ρομβοειδή κοσμήματα από το ίδιο υλικό. Χάντρες του τύπου Τίρυνθας χρησιμοποιούνται μαζί με άλλες για την πλήρωση του εσωτερικού του τροχού. Ένα ζευγάρι τέτοιων τροχών βρέθηκε στην Τίρυνθα μαζί με άλλα αντικείμενα ( Θησαυρός Τίρυνθας ) (Δημακοπούλου κ.α., 1988)

124 της ΥΕ ΙΙΙ με παράλληλα στην ανατολική Βοημία και διασπορά στην περιοχή της Αδριατικής (Harding&Hughes-Brock, 1974 Harding, 1984 Bouzek, 1993). εικ. 46&47 Αντικείμενα από ήλεκτρο από τον Κακόβατο και χάντρα τύπου Τίρυνθας (Δημακοπούλου κ.α., 1988) Ως προς το αν αυτά τα ευρήματα ήταν όλα εισαγόμενα ή και εγχώριες δημιουργίες, έχουν τονιστεί ότι οι περισσότερες χάντρες έχουν απλά σχήματα και μπορούσαν να περαστούν σε σπάγκο για τη δημιουργία περιδεραίων. Το ετεροκλινές και ακανόνιστο σχήμα πολλών από τις χάντρες κάνει απίθανη τη μυκηναϊκή κατασκευή επειδή δεν συμβαδίζει με τη σχολαστικότητα που επεδείκνυαν οι Μυκηναίοι σε πολλούς άλλους τομείς. Μια τόσο πρόχειρη επεξεργασία ενός μαλακού και εύκολα διαμορφώσιμου υλικού αντανακλά, για τα πολύ απλά σχήματα, το μέτρο των ικανοτήτων των βάρβαρων Ευρωπαίων. Για το λόγο αυτό υποστηρίζεται ένας συνδυασμός : τοπική κατασκευή και εισαγωγή. Πιο προβληματική, όμως, είναι η

125 περίπτωση των διαχωριστικών πλακιδίων, τα οποία κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση στη συζήτηση που ερευνά τις σχέσεις των Μυκηναίων με το Βορρά (Harding, 1984 Bouzek, 1985). εικ. 48 Τροχός από την Τίρυνθα (Harding, 1984) O G. von Merhart σε άρθρο του στο Germania το 1940 ήταν αυτός που παρατήρησε ότι τα διαχωριστικά πλακίδια του τύπου των Λακκοειδών βρέθηκαν επίσης στην κεντρική Ευρώπη (πολιτισμός των Τύμβων) αλλά και στη Βρετανία (πολιτισμός Wessex). O Hachmann σημείωσε ότι ο τρόπος που φορούσαν τα κομμάτια αυτά σε Ελλάδα και Βρετανία ήταν διαφορετικός από αυτόν της Γερμανίας (1957). H Sandars διέκρινε δύο τύπους : αυτόν με τη βασική διάταξη ( basic-pattern ) και τον σύνθετα διάτρητο ( complex-bored ) για να δηλώσει τους κάθε φορά τρόπους διάτρησης (1959). Mε βάση αυτά θεωρήθηκε ότι τα μυκηναϊκά παραδείγματα σχετίζονται κυρίως με τα βρετανικά (ως προς τη μορφή και τη χρήση). Δεν μπορούμε, ωστόσο, να

126 αποκλείσουμε οποιαδήποτε σύνδεση με τα κεντροευρωπαϊκά ένας από τους λόγους που δεν μπορούμε να την αποκλείσουμε είναι η πορεία, που ακολουθούσε το ήλεκτρο για να φτάσει στις μεσογειακές χώρες (Bouzek, 1985a). Όλες οι παραπάνω παρατηρήσεις, που αναλύονται περισσότερο στα σχετικά κείμενα, εμπλέκονται σε μια γενικότερη συζήτηση που αφορά τη σύνδεση της ηπειρωτικής Ελλάδας με τις ευρωπαϊκές περιοχές και τους πιθανούς δρόμους του κεχριμπαριού. Όπως αναφέρει ο Bouzek (1993), το κεχριμπάρι μεταφερόταν σε μακρινές αποστάσεις από τη Νεολιθική ήδη περίοδο αλλά μόνο κατά την Εποχή του Χαλκού μπορούμε να μιλήσουμε για συγκεκριμένες πορείες. Τα κύρια ποτάμια εξυπηρετούσαν ως σημεία προσανατολισμού ακόμη και όταν δεν ήταν πλωτά και μπορούμε να υποθέσουμε λογικά ότι ο Όντερ, ο Έλβας, ο Βιστούλας, ο Ρήνος, ο Δνείστερος και άλλα μεγάλα ευρωπαϊκά ποτάμια χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά κεχριμπαριού και μετάλλων. Κατά τη 2 η χιλιετία π.χ. η Μεσόγειος είναι γνωστή για τις μακρινές ταξιδιωτικές επιχειρήσεις της, κάποιες απ τις οποίες θα επηρέασαν και την Ευρώπη. Η Τρανσυλβανία, η ανατολική Αλπική περιοχή και τα Μεταλλοφόρα Όρη 17 ήταν μεταξύ των περιοχών που θα αποτελούσαν μεσάζοντες στο εμπόριο ήλεκτρου. H παραδοσιακή άποψη για την πορεία που ακολούθησε το κεχριμπάρι διατυπώθηκε από τον Navarro που διέκρινε τρεις φάσεις και τρεις πορείες : α) μια κεντρική της πρώιμης Εποχής του Χαλκού, από τη Γιουτλάνδη στον Έλβα και από εκεί στη βόρεια Ιταλία. β) Μια δυτική της Μέσης Εποχής του Χαλκού από τη Γιουτλάνδη στο Ρήνο και στην Ιταλία και γ) μια ανατολική της ύστερης Εποχής του Χαλκού από την ακτή της Βαλτικής στο Βιστούλα και κάτω στο Δούναβη. Γενικότερα υποστηρίχθηκε ο πιο κοντινός και εύκολος δρόμος από τις πλούσιες σε κεχριμπάρι περιοχές του Βορρά ως την Ελλάδα. Ακολουθούσε τα μεγάλα ποτάμια της βόρειας Ευρωπαϊκής πεδιάδας και έφτανε στην κεντρική Ευρώπη. Μετά με τη βοήθεια των παραποτάμων του Δούναβη έφτανε στις Άλπεις, πάνω από το πέρασμα Μπρένερ (Brenner Pass) 18 στην Αδριατική και μετά στην Ελλάδα μέσω της θάλασσα (1925). Αυτή η διαδρομή υιοθετήθηκε από μεταγενέστερους ερευνητές, με κάποιες παραλλαγές κάθε φορά (τη συναντάμε συχνά σε έργα του Childe, για παράδειγμα). Προτάθηκαν, ωστόσο, και άλλοι δρόμοι βασισμένοι σε αρχαιολογικές παρατηρήσεις. 17 Τσεχο-γερμανικά σύνορα μεταξύ Πράγας και Δρέσδης (Harding, 1983). 18 Είναι ένα από τα κυριότερα και ευκολότερα περάσματα των Άλπεων κατά μήκος των συνόρων Ιταλίας και Αυστρίας

127 Ακολουθώντας κριτήρια καθαρά τυπολογικά και όχι γεωγραφικά (σχετικά δηλαδή μόνο με την απόσταση και την ευκολία μεταφοράς) οι Bouzek και Harding υποστήριξαν μια αρκετά δυτικότερη πορεία, τουλάχιστον για μια πρώτη φάση, χωρίς βέβαια να αποκλείουν εντελώς και τη χρήση της παραπάνω. Η μορφολογία των ευρημάτων τα συνδέει με την Βρετανία και μόνο γενικότερα με τη Γερμανία και δεν υπάρχουν ενδιάμεσα ευρήματα σε Ιταλία και Βαλκάνια. Μια περίπτωση θα ήταν o δρόμος να ξεκινά από τη Βαλτική, να κατευθύνεται στη Βρετανία και να περνά μέσα από τη Γαλλία, τις Άλπεις φτάνοντας νότια μέσω της Ιταλίας. Θα μπορούσε επίσης να ακολουθεί την κοιλάδα του Ροδανού ποταμού προς τη Μεσόγειο και από εκεί στην Ελλάδα μέσω θάλασσας γύρω από την Ιταλία. Ευρήματα σχετικά (ομάδα από spacerplates και απλές χάντρες) υπάρχουν άλλωστε στο Λανγκεντόκ (Languedoc) αυτά γεφυρώνουν τις περιοχές και δικαιολογούν αυτή την επιλογή. Η πορεία από την κεντρική Ευρώπη, από την άλλη, θεωρείται ότι γίνεται πιο πιθανή κατά την ύστερη Εποχή του Χαλκού χάντρες τύπου Τίρυνθας, με τους συσχετισμούς που αναφέρθηκαν παραπάνω ξαναφέρνουν στο προσκήνιο την κλασική διαδρομή (Harding, 1984, Bouzek, 1985a&1993). Οι διαφορές στην παρουσία του ήλεκτρου στην ηπειρωτική Ελλάδα στις διάφορες φάσεις έχουν αποδοθεί, όπως αναφέρθηκε, σε αντίστοιχες κοινωνικές διαφορές που δεν έχουν ως ένδειξη μόνο το ήλεκτρο, το οποίο είναι απλά ένα τμήμα των μαρτυριών που τις δηλώνουν. Η πρώτη περίοδος θεωρείται ως φάση εμφάνισης νέων κοινωνικών δομών, νέων κοινωνικών δεδομένων. Το ήλεκτρο μαζί με άλλα σπάνια για την περιοχή υλικά και με μεγάλες ποσότητες μετάλλινων αντικειμένων συγκεντρώνεται σε λίγες θέσεις, στις οποίες έχουν τις έδρες τους οι επικεφαλής των αρχηγικών ομάδων που εμφανίζονται. Ανήκει στα σπάνια και πολύτιμα αντικείμενα που βρίσκουμε σε πλούσια σύνολα (λακκοειδείς και θολωτούς τάφους) και ταυτίζονται με σημαντικά πρόσωπα της περιόδου, τα οποία αποκτούσαν το ήλεκτρο έχοντας και μια άμεση επαφή με τις βόρειες περιοχές. Ως εκπρόσωποι μιας καινούριας πολιτικής πραγματικότητας θα μπορούσαν να συμμετέχουν σε μακρινά ταξίδια, από τα οποία θα αποκόμιζαν γνώσεις, θα αποκτούσαν κύρος και θα είχαν ως αποδείξεις τους τα καινούρια αντικείμενα ή τις ύλες που θα έφερναν μαζί τους. Στη δεύτερη περίοδο, από την άλλη, το κεχριμπάρι θα μπορούσε να είναι εισαγωγή ενός πιο οργανωμένου εμπορικού δικτύου μιας νέας τάξης, που είχε πια καθιερωθεί. Η παρουσία του σε διάφορες θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα άμεσης ανταλλαγής αλλά

128 και προϊόν αναδιανομής από τα κέντρα του νότου. Από την άλλη αν οι δραστηριότητες αυτές αντιμετωπιστούν σε σχέση με την Ευρώπη, ξαναγυρίζουμε στο ερώτημα της σύνδεσης με τα κεντρικά ή τα ΒΑ τμήματά της αλλά και της διερεύνησης του δρόμου του κεχριμπαριού. Η έννοια του εμπορικού δρόμου μοιάζει να είναι δημιούργημα μεταγενέστερων εποχών. Ως εμπορική οδός θα μπορούσε να οριστεί μια συγκριμένη χερσαία ή θαλάσσια διαδρομή, που έχει επιλεγεί για τη μεταφορά εμπορεύσιμων προϊόντων. Η διαδρομή αυτή ίσως να μην αφορά μόνο την ένωση δύο μακρινών γεωγραφικά σημείων αλλά και ενδιάμεσους σταθμούς. Σε συνδυασμό με τέτοιες διαδρομές (ή διασταυρούμενα με αυτές) θα μπορούσαν να εμφανίζονται μικρότερα σε έκταση δίκτυα που μπορεί να αφορούν άλλες δραστηριότητες (πολεμικές, θρησκευτικές, διοικητικές κ.λπ.). Τέτοιοι δρόμοι, με τα αντίστοιχα δίκτυά τους, είναι γνωστοί από την ιστορική αρχαιότητα (κλασικός/ελληνιστικός κόσμος, ρωμαϊκή αυτοκρατορία) αλλά και από το μεσαίωνα. Οι περιοχές που ήταν τμήματά τους επηρεάζονταν σε μεγάλο βαθμό από την παρουσία τους σε πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο. Εικάζονται για όλες σχεδόν τις περιόδους της ανθρώπινης παρουσίας στον πλανήτη και έχουν συζητηθεί ασφαλώς και για την Εποχή του Χαλκού. Ένα από τα θέματα αυτής της συζήτησης είναι και η διακίνηση ή η μετακίνηση του ήλεκτρου στην Ευρώπη ως πρώτης ύλης ή με τη μορφή διάφορων τεχνουργημάτων. Η ύπαρξη αυτής της εμπορικής οδού μπορεί να αναγνωριστεί στην Ευρώπη κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και νωρίτερα (Burns, 2003). Δημιουργείται, ωστόσο, το ερώτημα αν η ίδια ή μια τέτοια σταθερή διαδρομή υπήρχε και επηρέαζε τον κόσμο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, αν μπορούμε να την εντοπίσουμε και ποια στοιχεία βοηθούν σ αυτό. Έχει υποστηριχθεί η σημασία του εμπορίου, ήδη από την προϊστορία, και η συσωρευτική διαδικασία της εξάπλωσής του που δημιούργησε κύκλους που άνοιγαν σταδιακά για να φτάσουν στο παρόν και να χαρακτηρίζουν πια όλο τον κόσμο (Sherratt, 2006). Μέσα σ αυτούς θεωρείται ότι υπήρχαν και μικρότεροι που αφορούσαν μια πιο περιορισμένη έκταση και τμήμα τους θα μπορούσε να είναι ο δρόμος του κεχριμπαριού. Έχουν περιγραφεί διάφορες διαδρομές, κάποιες αναφέρθηκαν παραπάνω, και πολλές χώρες της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης θεωρήθηκε ότι αποτελούσαν μέρος τους. Το ήλεκτρο ωστόσο, όπως είδαμε και από τα παραπάνω ευρήματα, φαίνεται να χρησιμοποιείται για μια συγκεκριμένη σειρά τεχνουργημάτων ( κοσμήματα ) και η παρουσία του σε Ελλάδα αλλά και όπου έχει βρεθεί περιορίζεται σε κάποια είδη θέσεων

129 ακόμη και αν η ποσότητά του είναι σχετικά μεγάλη. Τα αντικείμενα από ήλεκτρο δεν φαίνεται να είναι τμήμα της καθημερινότητας όλων των ανθρώπων της περιόδου και πιθανότατα δεν είχαν πάντα κάποια πρακτική/χρηστική σημασία. Μπορεί να επηρέαζαν με έναν διαφορετικό τρόπο τις καταστάσεις αλλά ακόμη και όταν εξαπλώνονται σε περισσότερες περιοχές η ποσότητά τους δεν αυξάνεται (αντίθετα μειώνεται). Δεν δίνεται η εντύπωση ότι το υλικό αυτό ήταν απαραίτητο σε μόνιμη βάση και σε μεγάλες ποσότητες (όπως ίσως τα μέταλλα) έτσι ώστε να είναι απαραίτητη η συχνή εισαγωγή του. Είναι άλλωστε μια ελαφριά ύλη που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια ή χώρο για να μεταφερθεί. Ο Harding παρατηρεί ότι όλο το ήλεκτρο που βρέθηκε στο Αιγαίο θα μπορούσε να ήταν αποτέλεσμα ενός και μόνου ταξιδιού (1984 : 80 1). Οι παρατηρήσεις αυτές και ίσως και άλλες έχουν οδηγήσει σε προβληματισμούς για το αν υπήρχε τελικά ένας δρόμος του κεχριμπαριού και πόσο συστηματικά χρησιμοποιούνταν Δεν ξέρουμε αν ήταν μια διαδρομή επιλεγμένη ειδικά και μόνο για τη μεταφορά ή αν η ανταλλαγή του γινόταν σε συνδυασμό με άλλες πρώτες ύλες και προϊόντα. Δεν είναι επίσης γνωστό αν η ανταλλαγή αυτή ήταν μια άμεση επαφή των κάθε φορά ενδιαφερόμενων μερών ή αν η συναλλαγή γινόταν με τη βοήθεια ενδιάμεσων σταθμών. Καταληκτικές απαντήσεις δεν υπάρχουν. Ο δρόμος του κεχριμπαριού είναι μια γνωστή αρχαία πορεία μέσα στην ευρωπαϊκή ήπειρο και σαν έκφραση συναντάται σε γλώσσες όπως τα γερμανικά, τα τσέχικα, τα πολωνικά, τα ρώσικα, τα ουγγρικά, τα λιθουανικά. Τα ερωτήματα που τίθενται αφορούν αυτή την εμπορική οδό σε σχέση με την Εποχή του Χαλκού, για την οποία δεν υπάρχουν πηγές να μας διαφωτίσουν. Παρόλο που δεν έχουμε πολλά στοιχεία που να τη στηρίζουν, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα το ήλεκτρο να μεταφερόταν στο Αιγαίο όχι μόνο ως τελικό προϊόν αλλά και ως πρώτη ύλη. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να δεχτούμε ότι μόνο τα καλοδουλεμένα σχήματα ήταν μυκηναϊκές δημιουργίες ενώ τα πιο προχειροφτιαγμένα βαρβαρικές και άρα εισαγωγές. Από την άλλη τα διαχωριστικά πλακίδια, που έχουν χαρακτηριστεί διαγνωστικός τύπος, θεωρείται, όπως είπαμε, ότι συνδέουν τη Βρετανία με την ηπειρωτική Ελλάδα και όχι τόσο έντονα με την κεντρική Ευρώπη. Και πάλι μια τέτοια προσέγγιση δεν πείθει για να στηρίξει από μόνη της το πέρασμα του δρόμου του κεχριμπαριού από τη δυτική Ευρώπη. Άλλωστε οι ομοιότητες

130 των πλακιδίων της ηπειρωτικής Ελλάδας με αυτά των τάφων του Πολιτισμού των Τύμβων υπάρχουν και είναι ορατές και στο σχήμα και στον τρόπο διάτρησης. ΚΕΡΑΜΙΚΗ O J. Rutter μελετώντας κεραμική από του Κοράκου, αναγνώρισε ως ξένα ορισμένα αγγεία (1975). Τα χρονολόγησε στην πρώιμη ΥΕ ΙΙΙΓ και θεωρήθηκαν ως μη μυκηναϊκά λόγω του υλικού, των σχημάτων, της διακόσμησης και της επιφάνειάς τους. Υποστήριξε ότι παρόλο που δεν συνδέονται με τη μυκηναϊκή κεραμική, είχαν κατασκευαστεί τοπικά. Για το λόγο αυτό πιστεύτηκε ότι αποτελούν μαρτυρίες για ξένους εισβολείς από το βορρά (Βουλγαρία, Ρουμανία), ενώ κάποια από τα αγγεία του Κοράκου έχουν συσχετιστεί με κατηγορίες που βρέθηκαν στην Τροία (VIIb1&2). Παρόμοια κεραμική έχει ανακαλυφθεί και σε άλλες σχεδόν σύγχρονες θέσεις όπως το Λευκαντί, η Περατή, η Αθήνα, οι Μυκήνες, η Αίγειρα, η Ασίνη, το Μενελάιον, τα Νιχώρια, η Τίρυνθα (Wardle, 1973 French&Rutter, 1977 Deger-Jalkotzy, 1977 Catling& Catling, 1981 Kilian&Podzuweit&Weisshaar, 1981 Bouzek, 1985a) (εικ. 49). Πρόκειται για αγγεία χειροποίητα, στιλβωτά ή μη, με χοντρά τοιχώματα και απλά σχήματα, που μπορεί να είχαν πολλές διαφορετικές χρήσεις. Το χρώμα τους κυμαίνεται από το σκούρο γκρίζο στο ανοικτό καστανό και το ερυθρό. Μπορεί να έχουν επίσης διακόσμηση (σχοινοειδή επίθετη, αυλακωτή, εγχάρακτη ή επίκρουστη). Σε ορισμένες περιοχές το υλικό τους συναντάται σε περισσότερες παραλλαγές (Αίγειρα) απ ό,τι σε άλλες (Τίρυνθα, Μυκήνες, Μενελάϊον). Γενικότερο χαρακτηριστικό του μεγαλύτερου ποσοστού της βαρβαρικής κεραμικής είναι μια αμμώδης ύλη με λιθώδεις και οργανικές προσμείξεις στον πηλό κάποια κομμάτια, όμως, φτιάχνονται με πιο λεπτόκοκκη ύλη (Rutter, 1975 Bouzek, 1985a : 183). Είναι κεραμική που παράγεται σύγχρονα με τα τροχήλατα κεραμικά αγγεία. Η παρουσία αυτής της κεραμικής δεν περιορίζεται, όπως υποστηρίζεται, στον Αιγαιακό χώρο. Συγκρίσεις έχουν γίνει με ανάλογο υλικό από την Ιταλία, τα Βαλκάνια, την Κύπρο. Η αρχή της τοποθετείται είτε πριν την καταστροφή της ΥΕΙΙΙΒ2 φάσης είτε αμέσως μετά. H ασαφής βόρεια προέλευση της δεν συνδέει τις δύο περιοχές που εξετάζονται εδώ. Πέρα από αυτό παραμένει ένα ζήτημα προβληματισμού λόγω και της φύσης του υλικού ενώ οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί είναι πολλές με κυρίαρχα τα δύο αντίθετα επιχειρήματα της παραγωγής της από Μυκηναίους ( επαγγελματίες τεχνίτες ή ιδιώτες) ή από ξένες ομάδες (Pilides, 1994). Είναι ένα ζήτημα που αφορά

131 περισσότερο πιο εξειδικευμένες μελέτες αλλά επιχειρήματα όπως η κατασκευή της από εισβολείς δεν είναι ιδιαίτερα πειστικά. Θα μπορούσε να κατασκευάζεται στις κατά τόπους περιοχές του αιγαιακού χώρου καθώς εμφανίζεται σε μια φάση που πολλές τέχνες μοιάζουν να παρακμάζουν ή τουλάχιστον να μην παρουσιάζουν την ποιότητα προηγούμενων περιόδων. Το θέμα της παρουσίας της σε μια ευρύτερη περιοχή, που ξεπερνά το Αιγαίο προσθέτει ένα ακόμη προβληματισμό. εικ. 49 Παραδείγματα βαρβαρικής κεραμική (Harding, 1984) Από την κεντρική Ευρώπη και τη Ρουμανία δεν έχουμε κεραμική της ηπειρωτικής Ελλάδας (τουλάχιστον μυκηναϊκή) εκείνη την περίοδο (Bader, 1990). Έχουμε, όμως, από κεντρική και κεντροδυτική Ευρώπη παραδείγματα πήλινων αγγείων που πιστεύεται ότι μιμούνται αιγαιακά μετάλλινα αγγεία. Δύο από τα πιο γνωστά είναι : α) από το Nienhagen (Σαξονία) (εικ. 50), η λαβή του οποίου μιμείται τη λαβή του κυπέλλου από το Βαφειό και β) από το Oldendorf (Lüneburg, Κάτω Σαξονία) (εικ. 51). Το πρώτο βρέθηκε σε ένα νεκροταφείο και θεωρείται ότι ανήκει σε πρωϊμότερη περίοδο (Únětice) αλλά η συγκεκριμένη θέση έχει τάφους που ανήκουν σε πολλές διαφορετικές περιόδους και στον τάφο που ανακαλύφθηκε δεν υπήρχε άλλο κτέρισμα. Το δεύτερο ανακαλύφθηκε σε ένα μεγαλιθικό τάφο και είναι ένα κύπελλο (carinated) με μια υψηλή ταινιωτή λαβή (που θυμίζει τις μινυακές ) και κάτι που μοιάζει με απομίμηση καρφιού

132 στην ένωση του επάνω μέρους της λαβής με το χείλος. Άλλα παραδείγματα προέρχονται από Ιταλία και από τις θέσεις Veterov (το παράδειγμα αυτό χρονολογείται στην τελευταία φάση της Unetice) και Pecica (συγκρίνεται με μινωικά αγγεία από ασήμι και ένα βάζο από αλάβαστρο από τους λακκοειδείς) (Harding, 1984 : 112 3). Η χρονολόγηση αυτών των δύο αγγείων έχει γίνει με τυπολογικούς συσχετισμούς και αν δεχτούμε τη μίμηση μεταλλικών προτύπων τότε θα μπορούσαμε να την αποδώσουμε στην πιθανή σημασία που είχαν τέτοιου είδους αγγεία όπως είδαμε και παραπάνω. εικ. 50&51 Πήλινα αγγεία από το Nienhagen και το Oldendorf (Harding, 1984)

133 ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Οι συγκρίσεις και οι συσχετισμοί που αφορούν την αρχιτεκτονική είναι ένα αρκετά ασαφές θέμα καθώς ομοιότητες ως προς τους τρόπους κατασκευής, τα υλικά δομής και τη γενικότερη μορφή μπορεί να βρει κανείς αρκετές σε διαφορετικές περιοχές του κόσμου και σε διαφορετικές περιόδους. Χωρίς να γυρίσουμε σε απόψεις σαν και αυτή που έβλεπε τη μυκηναϊκή αρχιτεκτονική στα τρίλιθα του Stonehenge, μπορούμε να αναφερθούμε σε κάποιες παρατηρήσεις που έγιναν για την αρχιτεκτονική των δύο περιοχών που εξετάζουμε. Με βάση αυτές υποστηρίχθηκε ότι το Αιγαίο είχε έναν βαθμό επιρροής στις επιλογές της Κεντρικής Ευρώπης. Οι ομοιότητες που υπογραμμίστηκαν αναφέρθηκαν στη βιβλιογραφία άσχετα με τη θέση των ερευνητών και πρόκειται για στοιχεία που πράγματι είναι σχεδόν μοναδικά, όπου εντοπίστηκαν. Η εμφάνιση ακροπόλεων που περιβάλλονται, κάποιες φορές, και από τειχισμένες πόλεις ήταν ένα στοιχείο, που προσέδωσε στις αγροτικές θέσεις της κεντρικής Ευρώπης έναν πρωτο-αστικό χαρακτήρα. Σ αυτές τις θέσεις δεν έχουμε κάποιο κτίσμα που μπορούμε να ονομάσουμε ανάκτορο αλλά συναντάμε μια πολεοδομική λογική, με τα σπίτια σε σειρές, δρόμους, ανοιχτούς κεντρικούς χώρους και οχυρώσεις. Σε διάφορες θέσεις της Σλοβακίας (Spišsky Štvrtok, Barca, Nitriansky Hradok, Hradisko Vesele) παρατηρήθηκαν μινωϊκά/μυκηναϊκά στοιχεία. Στο Spišsky Štvrtok (ΒΑ Σλοβακία), για παράδειγμα, χρησιμοποιείται λίθος στις αμυντικές και όχι μόνο κατασκευές (εικ ). Η ανακάλυψη αυτή ήταν μια έκπληξη για τους ανασκαφείς καθώς σε μια ευρύτερη περιοχή, όπου τα υλικά για τις διάφορες κατασκευές (ακόμη και τείχη) ήταν το χώμα και το ξύλο βρέθηκαν μπροστά σε μια ακρόπολη που διέθετε πολλά νέα στοιχεία. Το τείχος διατηρείται σε μήκος 170 μέτρων και αποτελείται από δύο λιθόκτιστες πλευρές 0,7 μέτρων και συνολικό πάχος 6,1 7,5 μ. Η πύλη του προστατεύεται από δύο παραστάδες κυκλικού σχήματος και διαμέτρου 5,9 μ. Η όλη κατασκευή του τείχους δείχνει καλή γνώση στατικής ενώ πέτρα έχει χρησιμοποιηθεί και για τη θεμελίωση σπιτιών στο εσωτερικό του. Από άλλες θέσεις έχουμε επίχρισμα σε τοίχους ορισμένων οικημάτων, μια ξύλινη κολώνα με επίστεψη από πηλό που θυμίζει αντίστοιχες μινωϊκές (Podedim), βωμούς ή τράπεζες προσφορών, ενώ από το Wietenberg έχουμε και παράδειγμα εστίας με σπειροειδή διακόσμηση στο χείλος της σαν αυτές των μυκηναϊκών ανακτόρων (εικ ) (Vladar, 1973 Bader, 1990 Kristiansen& Larsson, 2005)

134 Στη θέση Salacea (πολιτισμός Otomani) ήρθε στο φως ένα κτίσμα, που θεωρείται μοναδικό στην περιοχή της κεντρικής Ευρώπης και έχει χαρακτηριστεί ιερό, αν και δεν έχει τα τυπικά γνωρίσματα που θεωρείται ότι πρέπει να συγκεντρώνει ένα τέτοιο κτίσμα. Έχει ανοιχτό πρόπυλο και πιστεύεται ότι ακολουθεί την τριμερή διαίρεση του μυκηναϊκού μεγάρου (εικ ). Στον τρίτο χώρο του βρέθηκαν δύο σειρές οπών για πασσάλους, που μάλλον θα στήριζαν την οροφή. Έχουν βρεθεί και τμήματα ανάγλυφης σπειροειδούς διακόσμησης, η οποία θυμίζει τη διακόσμηση της εστίας του Wietenberg. Στο ίδιο κτίριο βρέθηκαν ένας φορητός και δύο σταθεροί βωμοί. Σε άλλες θέσεις (της Βοημίας, Μοραβίας κ.α.) έχουν παρατηρηθεί κάποια ακόμη στοιχεία που τις συνδέουν κυρίως με την Κρήτη (Vladar, 1973 Coles&Harding, 1979 Bouzek, 1985)

135 εικ Τμήμα της οχύρωσης και λιθοδομή από τον οικισμό του Spišsky Štvrtok (Δημακοπούλου κ.α., 2000 Vladar, 1973)

136 εικ Η διακόσμηση της εστίας στο Wietenberg και η σύγκρισή της με την αντίστοιχη της Πύλου (επάνω) και με των Μυκηνών (κάτω) (Kristiansen&Larsson, 2005 Bouzek, 1985) εικ Ιερό από τη Salacea (Bader, 1990) (πάνω). Πιθανή εξωτερική και εσωτερική αποκατάσταση ( ro/arhitectura/romania_templu_neolitic_04.htm) (κάτω)

137 Η αρχιτεκτονική του Αιγαίου κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού έχει γίνει αντικείμενο πολλών συζητήσεων και πολλά από τα στοιχεία της είναι χαρακτηριστικά και αναγνωριστικά της περιοχής. Ο μινωϊκός και ο μυκηναϊκός πολιτισμός έδωσαν αρχιτεκτονικές μορφές που αποτέλεσαν το αντικείμενο μελετών που μπορεί να σχετίζονταν με την καταγωγή τους, την κατασκευή και τα υλικά τους, τον τρόπο οργάνωσης των χώρων τους κ.λ.π. Σε σχέση με την αρχιτεκτονική του Αιγαίου εξετάστηκαν και άλλες τέχνες στενά δεμένες ορισμένες φορές με τα οικοδομήματα, όπως οι τοιχογραφίες και η γλυπτική ενώ πρέπει να σημειωθούν ακόμη και οι διάφορες κατηγορίες της αρχιτεκτονικής, όπως η οικιστική, η ανακτορική, η αμυντική, η θρησκευτική, η ταφική. Οι μελέτες αυτές συνδυάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν σε μια προσπάθεια εξαγωγής συμπερασμάτων σχετικών με την κοινωνική οργάνωση, τις συνήθειες και τις δραστηριότητες των ανθρώπων που δημιούργησαν, κατοίκησαν και διαχειρίστηκαν τα αρχιτεκτονήματα αυτά. Οι πόλεις που δημιουργήθηκαν, τα ανάκτορα, οι τάφοι, τα δημόσια έργα κ.λ.π. (χωρίς να αναφερόμαστε μόνο στο νότιο τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας), δίνουν την εντύπωση μιας λογικής και υπολογισμένης εξέλιξης (ή τουλάχιστον έτσι ερμηνεύτηκαν), η οποία αναδεικνύει ή αποκλείει κοινωνικές ομάδες, θεσμούς, τρόπους ζωής. Τα οικοδομήματα παίζουν πολλές φορές ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση των νέων κοινωνικών συνθηκών, γίνονται σχεδόν αντικείμενα κύρους, σύμβολα μνήμης, ενδεικτικά δύναμης ή μαρτυρίες για αλλαγή σε εποχές και συνήθειες. Αυτές είναι κάποιες από τις προτάσεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς σε σχέση με τις διαφορετικές μορφές της αρχιτεκτονικής και του ρόλου της στο Αιγαίο (Mee& Cavanagh, 1984 Kilian, 1988 Hiesel, 1990 Bennet, 1999 Davis&Bennet, 1999 Albers, 2001 Cavanagh, 2001 Maran, 2001 Wright, 2006 κ.α.). Η κεντρική Ευρώπη απ την άλλη δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για τις εντυπωσιακές δημιουργίες του Αιγαίου. Τα δεδομένα που έχουμε για την αρχιτεκτονική της δεν είναι πολλά και σίγουρα δεν μοιάζουν με αυτά της ηπειρωτικής Ελλάδας. Δεν είναι όμως μια περιοχή που υστερεί σε κοινωνική οργάνωση, δραστηριότητες, επαφές. Οι τεχνολογικές γνώσεις, τα τεχνουργήματα, ο φυσικός πλούτος και οι ενδείξεις για πολλές και διαφορετικές ασχολίες είναι μαρτυρίες για την ύπαρξη κοινωνιών με κάποιο βαθμό πολυπλοκότητας. Η διαπίστωση είναι ότι αυτή η πολυπλοκότητα εκδηλώνεται διαφορετικά ή τουλάχιστον αυτό βλέπουμε με βάση την έως τώρα έρευνα. Το παράδειγμα του Spissky Stvrtok είναι πράγματι μοναδικό. Σε μια περιοχή όπου τα υλικά

138 δομής για όλες σχεδόν τις κατασκευές είναι το χώμα, το ξύλο και η λάσπη σε διάφορους συνδυασμούς, ένα λιθόκτιστο τείχος μεγάλων διαστάσεων προκάλεσε την έκπληξη των ανασκαφέων. Ο οικισμός αυτός, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, δεν είναι ο μόνος τειχισμένος καθώς κατά την περίοδο από το π.χ. οι αμυντικές κατασκευές είναι συχνές ακόμη και σε φυσικώς οχυρές θέσεις. Είναι όμως ο μόνος που έχει τέτοια οχύρωση και είναι δύσκολο να πει κανείς αν πρόκειται για κάποια επιρροή από το νότο ή αν απλά υπήρχε η ανάγκη για καλύτερη άμυνα μιας θέσης που βρισκόταν σε μια σημαντική εμπορική οδό (σε ένα σταυροδρόμι εμπορικών δρόμων για τις ιστορικές περιόδους) και έκρυβε αρκετό πλούτο όπως αποκάλυψαν οι ανασκαφές. Δεν μπορούμε πάντως να ισχυριστούμε ότι μοιάζει με τις μυκηναϊκές ακροπόλεις ή ότι διαθέτει τα μνημειώδη δικά τους κτίσματα ή κάποιο που να μπορεί να χαρακτηριστεί θρησκευτικό. Από την άλλη, η γνώση των αρχιτεκτονικών αρχών συναντά το πιο κοντινό της παράλληλο στον Μυκηναϊκό πολιτισμό και άλλωστε η ακρόπολη αυτή συγκεντρώνει πολλές διαφορετικές δραστηριότητες, όπως και οι ελλαδικές. Αν δεχτούμε πάντως την πρόθεση μίμησης τότε εκτός από τους αμυντικούς λόγους θα πρέπει να δεχτούμε και αυτούς που σχετίζονται με την επίδειξη ή τη δήλωση ισχύος μιας σημαντικής θέσης, όπως γίνεται και στη νότια ηπειρωτική Ελλάδα, όπου τα τείχη δεν φτιάχνονται μόνο για προστασία. Το μέγαρο της Salacea από την άλλη έχει πράγματι την τριμερή διαίρεση αυτού του τύπου κτίσματος χωρίς όμως να μοιάζει με τα κλασικά μυκηναϊκά μέγαρα, απ τα οποία ίσως είναι και πρωϊμότερο. Εκτός αυτού, ο συγκεκριμένος τύπος κτίσματος είναι γνωστός με διάφορες παραλλαγές και από παλαιότερες περιόδους σε Μικρά Ασία, Αιγαίο, Βαλκάνια. Αν επιμείνει κάποιος στη σύνδεση με το Αιγαίο τότε θα πρέπει να συγκρίνει την πιθανή χρήση του και τη σχέση της με τα αντίστοιχα μυκηναϊκά. Έχει ονομαστεί θρησκευτικό κτίσμα και όχι ανάκτορο αν και δεν είναι ξεκάθαρος ο ρόλος του. Η μίμηση αυτή ή είναι συμπωματική ή αναπαράγεται ένας αρχιτεκτονικός τύπος που μπορεί να είχε κάποιο ιδιαίτερο νόημα λόγω της σχέση του με το νότο αν και φαίνεται να χρησιμοποιείται διαφορετικά. Αυτό, ωστόσο, παραμένει μια υπόθεση που δεν μπορεί να στηριχτεί ικανοποιητικά. Για τη σπειροειδή διακόσμηση στις εστίες, τέλος, ισχύουν όσα αναφέρθηκαν και στα μοτίβα με τη διαφορά ότι ο συνδυασμός τους με τα συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία πιθανότατα να μην είναι τόσο συμπτωματικός καθώς είναι ως ένα βαθμό μια αιγαιακή συνήθεια. Το ίδιο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και για τις διακοσμητικές

139 επιστέψεις σε κολώνες, τους βωμούς και τις τράπεζες προσφορών. Πρόκειται μεν για φευγαλέες μαρτυρίες αλλά δεν είναι απίθανη η υιοθέτησή τους ως διακοσμητικά ή τελετουργικά στοιχεία. Είναι κάποιες μικρότερες παρεμβάσεις που δεν αλλοιώνουν την ξεχωριστή εικόνα του εκεί πολιτισμού αλλά μπορεί να μεταφέρουν ή να συμβολίζουν κάποιες επαφές, που ενώνουν τις δύο περιοχές και που εκδηλώνονται μέσα από επιλεγμένες λεπτομέρειες. Επειδή, όμως, πολλές φορές η απόδειξη πιστεύεται ότι πρέπει να στηρίζεται στην ποσότητα, ίσως θα έπρεπε να περιμένουμε επιπλέον στοιχεία από την έρευνα που να παρουσιάζουν κάποιες επαναλαμβανόμενες διατάξεις ώστε να στηρίζονται καλύτερα παρατηρήσεις σαν τις παραπάνω. ΦΑΓΕΝΤΙΑΝΗ Η φαγεντιανή είναι ένα συνθετικό υλικό, που πήρε το όνομά του από την πόλη Faenza της Ιταλίας (γαλλικά Faience). Τα δύο βασικά συστατικά του κατά την Εποχή του Χαλκού ήταν : α) πυριτικά άλατα (χαλαζίας, ψαμμόλιθος, άμμος) και β) συνδετικούς παράγοντες ανθρακικού άλατος, συνήθως νάτρον (καυστική σόδα) 19 (Stone&Thomas, 1956). Τα υλικά αυτά έπρεπε να θερμανθούν σε περίπου 870 C. Στη θερμοκρασία αυτή κάποια ποσότητα ανθρακικού άλατος μετακινούνταν στην επιφάνεια του αντικειμένου και εκεί ρευστοποιούνταν μαζί με κόκκους χαλαζία καθώς αυξανόταν η θερμοκρασία. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας υαλώδους επιφάνειας στο τελικό προϊόν. Ένας δεύτερος τρόπος επίτευξης της στίλβωσης αυτής πιστεύεται ότι ήταν η επάλειψη των αντικειμένων με ένα μίγμα (από χαλαζία, νάτρο, χαλκό και ίχνη καλίου) πριν την επαφή με τη φωτιά (Foster, 1979). Ο τρόπος παρασκευής της φαγεντιανής, όμως, δεν παύει να είναι ένα θέμα διαφωνίας. Προβληματισμούς έχει επίσης δημιουργήσει και η τελική υάλωση της επιφάνειας των τεχνουργημάτων και αν αυτή οφείλεται σε ανθρώπινη παρέμβαση ή πρόκειται για ένα αποτέλεσμα τη έκθεσης των διαφόρων υλικών σε υψηλή θερμοκρασία. Από το ερώτημα αυτό ξεκινά και το ζήτημα της τοπικής παραγωγής ή της εισαγωγής από την ανατολική Μεσόγειο και το Νότο. Μια σχολή υποστηρίζει ότι η Ευρώπη δεν είχε τα μέσα για την παραγωγή της ενώ η άλλη ότι όποιες περιοχές μπορούσαν να φτιάξουν κεραμική είχαν τις γνώσεις που απαιτούνταν. 19 Το Νάτρον (Νatron) είναι ένα λευκό, κρυσταλλικό, υγροσκοπικό ορυκτό άλας, μείγμα διττανθρακικού νατρίου (κοινή σόδα) και ανθρακικού νατρίου, με μικρές ποσότητες χλωριούχου νατρίου και θειϊκής σόδας

140 Η φαγεντιανή είναι ήδη γνωστή στο Αιγαίο από την πρώιμη Εποχή του Χαλκού και διάφορα τεχνουργήματα (χάντρες, αγγεία, κοσμήματα, ενθέματα κ.λ.π.) έχουν κατασκευαστεί με αυτή. Η παρουσία της στον αιγαιακό χώρο συνδέεται με την Αίγυπτο, απ όπου ίσως ήρθε ως γνώση. Στην κεντρική Ευρώπη τη συναντάμε επίσης από την πρώιμη Εποχή του Χαλκού (Unetice ή Aunjetitz) και κυρίως με τη μορφή χαντρών διαφόρων σχημάτων (δακτυλιόσχημες, πολυμερείς {segmented}, κυλινδρικές, σε σχήμα αστεριού κ.α.), που έχουν βρεθεί σε Ουγγαρία, Σλοβακία, Μοραβία, και νότια Πολωνία. Περιθωριακές ως προς ανάλογα ευρήματα είναι οι : Βοημία, Αυστρία, Ελβετία (Bouzek, 1985a : 58). Η παρουσία της έχει συνδεθεί και με το εμπόριο του κεχριμπαριού και του κασσίτερου, το οποίο μέσω ενός σύνθετου συστήματος μεσαζόντων, ανταλλαγών και συμφωνιών, όπως έχει λεχθεί, διένειμε τα προϊόντα του προς και από την ανατολική Μεσόγειο (Foster, 1979). Η τυπολογική και χημική ανάλυση των ευρωπαϊκών χαντρών όμως έδειξε ότι : υπάρχουν σχήματα που ενώνουν την Ανατολή με την κεντρική Ευρώπη αλλά δεν έχουμε στην ενδιάμεση περιοχή του Αιγαίου τύπους, που να δικαιολογούν το ρόλο της ως γέφυρας (αν υπάρχουν είναι σπάνιες). Στην Ευρώπη υπάρχει πυκνή κατανομή χαντρών φαγεντιανής, που εμπίπτουν σε διακριτές τοπικές ομάδες. Μπορούμε μάλιστα να σημειώσουμε και χαρακτηριστικούς τοπικούς τύπούς (localized types). Η ανάλυση των συστατικών συνηγορεί υπέρ της ντόπιας παραγωγής και έτσι ο ρόλος της ηπειρωτικής Ελλάδας σταματά να είναι τόσο καθοριστικός ως προς τη διάδοση της ύλης αυτής. Υπάρχει, άλλωστε, και στην Ευρώπη μια σχετικά πρώιμη παρουσία ανάλογων ευρημάτων (Harding, 1984 : ). Ο Harding (2000 : ) αναφέρει ότι, αν μιλήσουμε με τεχνολογικά κριτήρια, τότε οι δυνατότητες παρασκευής πρωτόγονου γυαλιού ήταν στις δυνατότητες των πρώιμων σταδίων της Εποχής του Χαλκού (Copper age) ή και της Τελικής Νεολιθικής. Τέτοιου είδους υλικά όμως άρχισαν να κατασκευάζονται την 3 η χιλιετία π.χ. ή και νωρίτερα στη μέση Ανατολή και κατά τη διάρκεια της 2 ης ή προς το τέλος της 3 ης στην Ευρώπη. Για το λόγο αυτό η φαγεντιανή έχει κατοχυρωθεί ως εφεύρεση της μεταγενέστερης περιόδου κατά την οποία ο μπρούτζος είχε κάνει ήδη την εμφάνισή του. Η φαγεντιανή και η υαλόμαζα έχουν μια θέση στις τέχνες της ηπειρωτικής Ελλάδας και της κεντρικής Ευρώπης και μάλιστα με ξεχωριστές παραδόσεις ως προς τα τεχνουργήματα και την πιθανή χρήση τους. Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να συνδέουν άμεσα τις δύο περιοχές ως προς το υλικό αυτό και οι

141 συζητήσεις αφορούν κυρίως εμπορικούς δρόμους και μεταφορές ιδεών μέσω αυτών. Ένα σχετικά νέο στοιχείο είναι η ανακάλυψη σε τάφο στο Pörndorf (νότια Βαυαρία) μιας μυκηναϊκής χάντρας από φαγεντιανή που θα μπορούσε να είναι ένδειξη επαφών με το μεσογειακό κόσμο. Είναι μια μικρή συμβολή στην έρευνα του θέματος αυτού αν και προκύπτουν ερωτήματα που αφορούν την άμεση επικοινωνία μεταξύ Γερμανίας και ηπειρωτικής Ελλάδας ή έμμεσης μέσω της λεκάνης των Καρπαθίων (David, 2000). Γενικότερα όμως οι μαρτυρίες που έχουμε δεν βοηθούν την εικόνα μας για τη σύνδεση των δύο περιοχών μέσω της φαγεντιανής καθώς θα πρέπει να στηριχτούμε σε λίγα δεδομένα, αν δεχτούμε ότι μόνο η ποσότητα μπορεί να αποδείξει τις υποθέσεις. Μαζί, ωστόσο, με τα ευρήματα από το Bernstorf(;) και τα μετάλλινα αγγεία που αναφέρθηκαν παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε από τη Γερμανία ενδείξεις για μια επέκταση των επαφών της ηπειρωτικής Ελλάδας με αυτή την περιοχή, κάτι για το οποίο ίσως προσφέρουν περισσότερα μελλοντικές ανακαλύψεις. ΤΡΟΧΟΙ ΑΡΜΑΤΑ Το ελαφρύ άρμα εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Αιγαίο σε παραστάσεις των ταφικών στηλών των Λακκοειδών τάφων, οι οποίες μας δείχνουν τετράκτινους τροχούς (σε αντίθεση με τους παλαιότερους συμπαγείς) και ιπποσκευή. Πρώιμα παραδείγματα ακτινωτών τροχών έχουμε από τους πολιτισμούς της ρωσικής στέπας, όπου πιστεύεται ότι εξημερώθηκε για πρώτη φορά και το άλογο (Renfrew, 1989 : 202), αλλά και από την κεντρική Ευρώπη (πρώιμη Εποχή Χαλκού), στην οποία πήλινα ομοιώματα τροχών, απεικονίσεις τους σε κεραμική και αντικείμενα ιπποσκευής, μαρτυρούν την ύπαρξη και τη χρήση αυτού του οχήματος, παρόλο που εκεί δεν συναντάμε τις παραστάσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας (εικ. 61) (Kristiansen&Larsson, 2005). Γνωστά εξαρτήματα ιπποσκευής, όπως έχουν ερμηνευθεί, είναι τα λεγόμενα cheek-pieces που αναφέρθηκαν και στα μοτίβα έχουν παρατηρηθεί δύο κύριες παραλλαγές : τα δισκοειδή (Scheibenknebel) και οι ράβδοι (Stangenknebel) (εικ. 62, 63). Δεν έχει βρεθεί κάτι ανάλογο στην ηπειρωτική Ελλάδα και γι αυτό η σύγκριση αφορά κυρίως τη διακόσμησή τους. Οι ακτινωτοί τροχοί της κεντρικής Ευρώπης (Ρουμανία, Σλοβακία) κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού έχουν συσχετιστεί με τους τύπους της ανατολικής Μεσογείου. Απεικονίσεις έντυπων τροχών από την Τίρυνθα και περίαπτα του ίδιου σχήματος (εικ. 64, 65), που ανήκουν στην ΥΕ ΙΙΙΒ Γ, έχουν παραλληλιστεί με ανάλογα παραδείγματα από την Ιταλία και την περιοχή βόρεια των Άλπεων (Bouzek,

142 1985). Άλλα παραδείγματα μοντέλων τροχών έχουμε από Μυκήνες, από τη Μοραβία αλλά και από άλλες περιοχές της Κεντρικής Ευρώπης (εικ. 66, 67). εικ. 61 Άρματα σε λεπτομέρεια από σφραγιστικό δαχτυλίδι και σε παράσταση από επιτύμβια στήλη στις Μυκήνες (Bouzek, 1985 Kristiansen&Larsson, 2005). εικ. 62, 63 Cheek-pieces (Bader, 1990 Bouzek, 1985) εικ. 64, 65 Έντυποι και μπρούτζινοι τροχοί από Τίρυνθα και Άργος (Harding, 1984)

143 εικ. 66, 67 Τροχός από πηλό (Μοραβία) και από χρυσό (Μυκήνες) (Bouzek, 1985) Η συζήτηση που αφορά τους τροχούς και τα άρματα (τους διαφόρους τύπους τους μέχρι να αποκτήσουν την τελική τους μορφή), εμπλέκει συνήθως το ζήτημα των Ινδοευρωπαίων και της καταγωγής αυτής της εφεύρεσης. Έχουν προταθεί διάφορες περιοχές απ όπου προήλθε το νέο αυτό στοιχείο και πολλοί ερευνητές έχουν υποστηρίξει κατά καιρούς τη μεσανατολική ή την ινδοευρωπαϊκή κ.λπ. προέλευση. Έχει γίνει ακόμη απόπειρα να συνδεθεί η παρουσία του άρματος με γλωσσολογικά δεδομένα, που υποτίθεται ότι το μαρτυρούν, σε μια προσπάθεια να αντιστοιχηθούν και πάλι συγκεκριμένα σύνολα υλικού πολιτισμού με αντίστοιχες εθνικές ομάδες μέσω της γλώσσας τους (Renfrew, 1989 Anthony, 1994&1995 Raulwing, 2000). H σχέση αυτής της συζήτησης με την παρούσα εργασία βρίσκεται στις διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί και που συνδέουν τις περιοχές που μας ενδιαφέρουν οι απόψεις αυτές μπορεί να υποστηρίζουν τη διάδοση αυτού του οχήματος, την κατά τόπους ανεξάρτητη εμφάνισή του αλλά και τη σημασία που είχε για τις κοινωνίες που το χρησιμοποιούσαν. Σήμερα υπάρχουν νέα αρχαιολογικά δεδομένα που μαρτυρούν ότι ο τροχός (συμπαγής) και ένα είδος άρματος ήταν γνωστά στη στέπα από τα τέλη της 4 ης χιλιετίας π.χ. (τάφοι με άρματα του πολιτισμού Yamna ) (Anthony, 1995 : 561). Άσχετα με το πώς μια τέτοια πληροφορία χρησιμοποιείται στη βιβλιογραφία (π.χ. αναζήτηση Ινδοευρωπαίων) είναι σημαντικό να ξέρουμε ότι πιθανότατα έχουμε σε περισσότερες από μια περιοχές ένα τέτοιο καινούριο στοιχείο. Το μεταγενέστερο ελαφρύ άρμα, ωστόσο, είναι αυτό που συμπίπτει με το δικό μας χρονολογικό πλαίσιο και πρόκειται για μια καινοτομία που πρόσφερε νέες δυνατότητες στις κοινωνίες που το υιοθέτησαν. Τα νέα άρματα και οι τροχοί μπορεί να αφορούσαν την ανάγκη για συντομότερη διάνυση των αποστάσεων με τη μείωση του βάρους χωρίς να μειώνεται η αντοχή (Harding, 2000) αλλά μπορεί και να μαρτυρούσαν τη σύνδεση περιοχών που μοιράζονταν κοινούς τρόπους ζωής, ιδεώδη και ήθη και τα υιοθετούσαν και ως σύμβολα (Kristiansen& Larsson, 2005)

144 Το άρμα δεν είναι μόνο ένα μέσο μεταφοράς και είναι συζητήσιμο το κατά πόσο στη μυκηναϊκή Ελλάδα ή στην κεντρική Ευρώπη το χρησιμοποιούσαν σε καθημερινή βάση για τις διάφορες ασχολίες. Ο S. Piggott σε μια σύντομη μελέτη του που εξετάζει το θέμα διαχρονικά και η οποία ξεκινά από την πρώτη χρήση ζώων για την έλξη οχήματος με τροχούς και φθάνει ως το μεσαίωνα, σημειώνει ότι πολλές φορές το άρμα υπήρξε σύμβολο μεγαλοπρέπειας και υψηλής κοινωνικής θέσης (1992). Σαν απεικόνιση το άρμα έχει συναντηθεί σε τοιχογραφίες και γλυπτά στην ηπειρωτική Ελλάδα χωρίς ανάλογα παραδείγματα από την κεντρική Ευρώπη 20. Έχουμε όμως μαρτυρίες για πρώιμη παρουσία του άρματος καθώς και ομοιώματα τροχών (που βρίσκουμε και στο νότο). Συνδυάζοντας το άρμα (και όχι απλά ένα τροχοφόρο όχημα) με τη σημασία που έχει αποδοθεί στα όπλα εκείνη την περίοδο μπορούμε να πούμε ότι πέρα από τον πρακτικό χαρακτήρα που ίσως είχε (αν και δεν μπορούμε να ξέρουμε ως πιο βαθμό) είχε και μια θέση συμβολική που συμπλήρωνε την εικόνα των νέων κοινωνικών ομάδων, που θεωρούμε ότι εμφανίζονται σε μια ευρύτερη περιοχή από τον 18 ο 17 ο αι. π.χ. και εδραιώνονται αργότερα. Ο πόλεμος, το κυνήγι, οι επίσημες ή τελετουργικές εμφανίσεις πιθανών αρχηγικών μορφών θα μπορούσαν να εμπλέκουν και το όχημα αυτό. Δεν το βλέπουμε με την ίδια ένταση ή μέσω των ίδιων μαρτυριών σε Αιγαίο και Ευρώπη. Ξέρουμε ότι η εμφάνισή του είναι μάλλον σύγχρονη σε κάποια τμήματα βορρά και νότου, τα οποία επικοινωνούσαν για εμπορικούς ή άλλους λόγους και μοιράζονταν συνήθειες και ιδέες, αν και αυτά τα στοιχεία εκδηλώνονται με διαφορετικό τρόπο στα δεδομένα κάθε περιοχής. ΆΛΛΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ Εκτός από τις ομάδες που είδαμε είναι πιθανή η ύπαρξη σύνδεσης και μέσω άλλων στοιχείων, που μπορούμε μόνο να υποθέσουμε λόγω της αορατότητάς για το αρχαιολογικό αρχείο. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τη μεταφορά τροφών και υγρών προϊόντων, όπως το κρασί, το λάδι ή τις αρωματικές ουσίες. Έχουμε άλλωστε μαρτυρίες από τα μυκηναϊκά ανάκτορα για την παρασκευή τους. Επίσης ξύλινα αντικείμενα, υφάσματα (από διάφορες ύλες) και πολύτιμοι λίθοι που δεν διασώθηκαν. 20 Παραστάσεις αρμάτων έχουν βρεθεί σε βραχογραφίες στη Σκανδιναβία και χρονολογούνται από το 16 ο 14 ο αι. π.χ. (Kristiansen, 1999)

145 Πιθανές είναι επίσης οι ανταλλαγές ζώων ή και ανθρώπων, όχι απαραίτητα στα πλαίσια μιας θεσμοθετημένης οικονομικής συναλλαγής. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΈΒΔΟΜΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Κάθε φορά που συζητάται η Ύστερη Εποχή του Χαλκού είναι αναπόφευκτη η αναφορά σε ευρύτερες και μεγάλες σε έκταση περιοχές. Είναι δύσκολο, ειδικά όταν πρόκειται για πιο σύνθετα ερωτήματα, να μην γίνουν άλματα στο χώρο είτε για την επαλήθευση είτε για τη διάψευση στοιχείων και προτάσεων. Αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό αν ανατρέξει κανείς στη βιβλιογραφία που έχει αναφερθεί ως τώρα και δει, ότι άσχετα με τις απόψεις του κάθε συγγραφέα, η έρευνα δεν περιορίζεται σχεδόν ποτέ σε μια περιοχή. Από τα ευρήματα ή τις μαρτυρίες του δεύτερου μέρους (που αφορούν την ηπειρωτική Ελλάδα και την κεντρική Ευρώπη) λείπουν στοιχεία που προέρχονται από την Ανατολή, την Αίγυπτο, την Κρήτη, τα Βαλκάνια, την ανατολική, βόρεια και δυτική Ευρώπη αλλά και από τη δυτική Μεσόγειο. Αυτός είναι ο αρχαιολογικός κόσμος που πάντα λαμβάνεται υπόψη όταν εξετάζεται η Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίου (ίσως περισσότερο οι ώριμες φάσεις της) και έχει δημιουργηθεί μέσα από συνεχείς συσχετισμούς και συγκρίσεις. Εδώ είδαμε ένα μόνο μέρος των επαφών που πιθανολογούνται. Ίσως η κατανόηση των δεδομένων που παρουσιάστηκαν να ήταν καλύτερη αν μπορούσαμε να έχουμε τη συνολική εικόνα που συνήθως προτείνεται είτε είναι θετική είτε αρνητική. Με βάση ωστόσο όσα είδαμε θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής : Η περίοδος από τις αρχές του 17 ου ως τα τέλη του 12 ου αι. π.χ. είναι για την ηπειρωτική Ελλάδα και την κεντρική Ευρώπη μια φάση που μας έδωσε αρχαιολογικά δεδομένα τα οποία έχουν ερμηνευθεί ως αναγνωριστικά μιας καινούριας κοινωνικής πραγματικότητας. Ορισμένες από τις ομάδες αυτών των δεδομένων θεωρήθηκε ότι είναι δηλωτικές επαφών μεταξύ των δύο περιοχών. Οι μηχανισμοί των σχέσεων αυτών δεν είναι πάντα ξεκάθαροι και πολλές φορές πρέπει να πιθανολογήσουμε ή να χρησιμοποιήσουμε ανθρωπολογικά μοντέλα και διάφορες ερμηνευτικές συνταγές για να τους περιγράψουμε ικανοποιητικά. Δεν ξέρουμε επίσης πάντα τους λόγους ύπαρξης αυτών των μηχανισμών και δεν είναι λίγες οι φορές που οι απόψεις για την ύπαρξη ή τη

146 μη ύπαρξη των επαφών είναι μοιρασμένες. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι ποσότητες των αντικειμένων που μετακινούνται είναι πάντα μεγάλες αλλά η ποσότητα δεν πρέπει να θεωρείται σε κάθε περίπτωση καθοριστικό ή αποδεικτικό στοιχείο. Το κοινωνικό πλαίσιο των δύο γεωγραφικών περιοχών δόθηκε συνοπτικά στο δεύτερο μέρος και με βάση αυτό μπορούμε να κάνουμε κάποια σχόλια. Οι κοινωνίες που φιλοξενούνται σ αυτές τις περιοχές είναι διαφορετικές. Ακόμη και μέσα στα σύγχρονα πολιτικά όρια της ηπειρωτικής Ελλάδας τα πράγματα είναι διαφορετικά για τους ανθρώπους που ζουν σε βορρά, νότο κ.λπ. Οι κοινωνίες της κεντρικής Ευρώπης διαφοροποιούνται επίσης. Μέσα σ αυτή τη μεγάλη έκταση δεν υπάρχει ομοιομορφία στους τρόπους ζωής, οργάνωσης, στις συνήθειες ή στις πίστεις. Οι παρατηρήσεις αυτές προκύπτουν από τον υλικό πολιτισμό αλλά και από την ανάλογη προσέγγισή του, που δεν αναγνωρίζει και δεν τονίζει πια μόνο τις ομοιότητες αλλά και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των διαφορών. Σ αυτή την εικόνα μπορούμε να εντοπίσουμε ή να υποθέσουμε στοιχεία (υλικά και μη), τα οποία είναι δηλωτικά επικοινωνίας (με διάφορες άμεσες και έμμεσες μορφές). Τα στοιχεία αυτά είναι ορισμένες φορές αμυδρά και εύκολα θα μπορούσε να τα προσπεράσεις κανείς. Στο Αιγαίο, ο Μυκηναϊκός πολιτισμός αντιμετωπιζόταν μέχρι πολύ πρόσφατα ως η καταλυτική παρουσία που κυριαρχούσε στην περιοχή. Αποτελούσε τη γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης και έναν ισχυρό πυρήνα, που είχε κληρονομήσει τη θέση του μινωϊκού πολιτισμού έχοντας όμως άλλα χαρακτηριστικά. Ήταν πράγματι ένα φαινόμενο τη σημασία του οποίου δεν μπορούμε να μειώσουμε. Δεν μπορούμε να μη δεχτούμε την επιρροή του σε κοντινές και μακρινές περιοχές. Αυτό που πρέπει να τονίσουμε, όμως, είναι ότι η επιρροή αυτή επιλέγεται από τις περιοχές που τη δέχονται και ότι δεν ήταν το κέντρο που απλά εκμεταλλεύεται μια περιφέρεια για να επιβιώσει και να ισχυροποιηθεί. Ο ευρωπαϊκός βορράς αντίστοιχα είχε συνήθως την αντιμετώπιση της περιθωριακής ή περιφερειακής θέσης καθώς δεν είχε να επιδείξει τα εντυπωσιακά αρχιτεκτονήματα του Αιγαίου ή της Ανατολής και ο υλικός πολιτισμός του είχε μια άλλη γενικότερη μορφή που συνήθως χαρακτηριζόταν βαρβαρική. Οι έρευνες των τελευταίων ετών αλλά και οι νέες χρονολογήσεις έδειξαν όμως ότι και αυτές οι περιοχές είχαν τα δικά τους εντυπωσιακά στοιχεία, τις τεχνολογικές τους γνώσεις και τη δική τους οργάνωση σε διάφορους τομείς. Τα στοιχεία αυτά δεν υστερούσαν ούτε ήταν στο σύνολό τους μεταγενέστερα αυτών του νότου

147 Η κοινωνική διαφοροποίηση που μαρτυρείται στη νότια ηπειρωτική Ελλάδα από τις αρχές του 17 ου αι. π.χ. βρίσκει παράλληλα στην περιοχή των Καρπαθίων και του Δούναβη, χωρίς αυτά να λείπουν και από περιοχές της Γερμανίας. Εκτός από ένα είδος κοινωνικής διαστρωμάτωσης που παρατηρείται, έντονη μοιάζει να είναι και η προβολή του πολεμικού ήθους με την κατασκευή μιας πληθώρας όπλων που ορισμένες φορές έχουν και πολυτελείς διακοσμήσεις και τα οποία συναντώνται σε διάφορα πλαίσια. Το ξίφος είναι ένα νέο τεχνούργημα που γίνεται ευρύτερα γνωστό και ορισμένοι τύποι του έχουν χαρακτηριστεί περισσότερο τελετουργικά αντικείμενα και ενδεικτικά θέσεων ή πίστεων. Παράλληλα με τη μεγάλη παραγωγή όπλων παρατηρείται και η παρουσία μιας σειράς μοτίβων και στις δύο περιοχές. Αυτά συναντώνται σε διάφορα αντικείμενα και παρόλο που δεν είναι ξεκάθαρη η προέλευση τους δεν αποκλείεται να πρόκειται να αποτελούν μια βόρεια επιρροή στο Αιγαίο (τουλάχιστον ορισμένα από αυτά). Δεν λείπουν οι διαφοροποιήσεις τους που ίσως δηλώνουν μια αμφίδρομη πορεία και μια τοπική προσαρμογή ως προς τον τρόπο απόδοσής τους. Στην ίδια περίοδο (αλλά και στην επόμενη, όταν ακμάζει ο μυκηναϊκός πολιτισμός) ανήκουν και τα κοσμήματα που είδαμε (σπειροειδή, σε σχήμα τροχών και από χρυσά ελάσματα) από τους Λακκοειδείς, τη Μοραβία, τη Βοημία, και αλλού. Δεν είναι πανομοιότυπα μεταξύ τους και πρόκειται μάλλον για τοπικές κατασκευές αλλά ακολουθούν μια κοινή (και γνωστή) μόδα, η οποία αναπαράγει παρόμοιους τύπους και φαίνεται να αφορά συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες λαμβάνοντας υπόψη το περιβάλλον στο οποίο τη συναντάμε. Από παρόμοια (πλούσια) πλαίσια προέρχονται (ή υποθέτουμε ότι προέρχονται) και τα μετάλλινα αγγεία που ανακαλύπτονται στην κεντρική Ευρώπη και στα Καρπάθια και χρονολογούνται από το 1800 ως και τον 14 ο αι. π.χ. Πρόκειται για σπάνιες περιπτώσεις και κάποια είναι εισαγωγές ενώ άλλα τοπικά προϊόντα που γνωρίζουν τα αιγαιακά πρότυπα. Τουλάχιστον ένα ευρωπαϊκό παράδειγμα μάλλον προηγείται χρονικά. Είναι αντικείμενα κύρους ίσως και για τις δύο περιοχές φτιαγμένα για να συνοδέψουν μαζί με τα όπλα και τα κοσμήματα σημαντικά πρόσωπα και δεν λείπουν και παραδείγματα μίμησής τους από την κεραμική. Το σύνολο αυτό συμπληρώνεται και από τις μαρτυρίες για την ύπαρξη αρμάτων, με διαφορετικά δεδομένα από κάθε περιοχή (εκτός από τα ομοιώματα τροχών) και τα οποία είναι μάλλον ένα ακόμη σύμβολο μιας κυρίαρχης τάξης. Στα αντικείμενα κύρους ανήκουν και όσα φτιάχνονται από ήλεκτρο, το οποίο δεν μεταφέρεται από τη μια περιοχή στην άλλη αλλά υπάρχει και στις δύο και η διακίνησή του (μαζί ίσως και με άλλες ύλες) τις εμπλέκει τουλάχιστον ως

148 προς το δρόμο που ακολουθείται. Σε κάποια φάση (από τον 14 ο αι. π.χ.) η οργάνωση και η παρουσία του μυκηναϊκού πολιτισμού μοιάζει να υπερτερεί αυτής της κεντρικής Ευρώπης (που ακολουθεί τις δικές της επιλογές) και αρχίζουν και τα δεδομένα που τους συνδέουν να μην διακρίνονται εύκολα. Αργότερα, όταν οι Μυκηναίοι αρχίζουν να αποδυναμώνονται και έπειτα να παρακμάζουν, τα στοιχεία που ενώνουν τη νότια ηπειρωτική Ελλάδα με την κεντρική Ευρώπη αρχίζουν να λείπουν ή να μην είναι πια αναγνωρίσιμα. Τα τεχνουργήματα που χαρακτηρίζονται ως ξένα για το Αιγαίο είναι περισσότερο τυποποιημένα, τα βρίσκουμε σε ευρύτερες κατανομές και σε μεγαλύτερες ποσότητες και συνδέουν πολλές περιοχές μεταξύ τους. Ίσως σηματοδοτούν καινούριες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, μια νέα πραγματικότητα στο κατώφλι των ιστορικών χρόνων. Στις υπόλοιπες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, με βάση τα όσα είδαμε στο δεύτερο μέρος, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν έχουμε κάποια φάση έντονων σχέσεων που στην πορεία μεταβάλλονται. Κεντροευρωπαϊκά αντικείμενα (κοσμήματα και διάφορα όπλα) συναντάμε εκεί από την ΥΕΙΙΙ και μετά και κυρίως από το 1200 π.χ. και έπειτα. Ένα κοινό στοιχείο με το νότο είναι το ήλεκτρο που παρουσιάζει μεγάλη διασπορά από τον 14 ο αι. π.χ. Δεν ξέρουμε πως έφτασε στις διάφορες θέσεις της χώρας και δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το αν αποκτήθηκε με άμεσες επαφές. Αργότερα βρίσκουμε διασκορπισμένα σε διάφορες θέσεις όπλα (ξίφη Naue ΙΙ και δόρατα), κοσμήματα (πόρπες) και κεραμική που είναι ή μοιάζουν με ξένα αντικείμενα. Εκείνη την περίοδο άλλωστε αυτά είναι στοιχεία που συναντάμε σε μεγάλες αποστάσεις. Εκτός από το κεχριμπάρι (που και πάλι εμφανίζεται σχετικά αργά) δεν υπάρχει κάποιο άλλο αντικείμενο από την πρώιμη περίοδο που να συνδέει άμεσα τη Θεσσαλία, την Ήπειρο ή τη Μακεδονία με την κεντρική Ευρώπη. Αν υπήρξαν στοιχεία που έφταναν εκεί έμμεσα, από τα κέντρα του μυκηναϊκού πολιτισμού, τότε είναι φιλτραρισμένα σε τέτοιο βαθμό που να μην γίνονται αντιληπτά. Μέσα στο χρονολογικό πλαίσιο που μας ενδιαφέρει, οι κοινωνίες σε ηπειρωτική Ελλάδα και κεντρική Ευρώπη είχαν αποκτήσει το δικό τους χαρακτήρα. Δεν μας ενδιαφέρουν εδώ ερωτήματα σχετικά με την κατεύθυνση απ την οποία έφθασαν στην κεντρική Ευρώπη τα πρώτα στοιχεία της Εποχής του Χαλκού (όσα ήρθαν από αλλού), από ποιους επηρεάστηκαν και πως οι άνθρωποι τα ενσωμάτωσαν και ανέπτυξαν

149 τεχνολογίες και θεσμούς. Η δική μας περίοδος έχει ξεπεράσει αυτούς τους προβληματισμούς και οι δύο περιοχές έχουν αποδείξει μέσα από τα επιτεύγματά τους ότι διαμόρφωσαν ξεχωριστούς και αξιόλογους πολιτισμούς. Από τις μαρτυρίες που μπορούμε να θεωρήσουμε ως πιθανούς συνδέσμους τους λείπουν ίσως περισσότερα πράγματα απ όσα υπάρχουν. Δεν μιλήσαμε για κεραμική, είδαμε πολύ λίγα από την αρχιτεκτονική, δεν εξετάσαμε ομάδες πιο καθημερινές όπως τα εργαλεία τους ή ακόμη και τη διατροφή τους ή τους τρόπους διευθέτησης άλλων αναγκών πιο γήινων κ.λπ. Γενικότερα, εκτός συζήτησης μένουν πολλά πράγματα που αφορούσαν σε μεγαλύτερο βαθμό ένα μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων σε καθημερινή βάση. Θα ήταν ενδιαφέρουσα μια τέτοια συγκριτική μελέτη των συνολικών τρόπων ζωής αλλά για την ώρα τα υποψήφια δεδομένα, οι παραδοσιακές ομάδες που απασχόλησαν την εργασία και που ένωναν αυτούς τους ανθρώπους είναι, πέρα από τις πρώτες ύλες και όσα δεν μπορούμε να εντοπίσουμε, αντικείμενα που δεν αφορούσαν άμεσα μεγάλες ομάδες ανθρώπων. Ίσως τακτικές ή πράγματα που ήταν αποτέλεσμα επαφών και δεν καταγράφονται σε μια ανασκαφή λόγω καταστροφής ή ταφονομικών διαδικασιών να ήταν πιο σημαντικά για να χαρακτηρίσουν την επικοινωνία της περιόδου. Εμείς όμως, εκτός από μια σειρά υποθέσεων, έχουμε να εξετάσουμε τις ομάδες που αναφέρθηκαν και που είναι πολλές φορές σπάνια και μεμονωμένα παραδείγματα τεχνουργημάτων, καταδικασμένα να μας βοηθήσουν στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Πρόκειται για μια σειρά διακριτών ευρημάτων, τα οποία δεν μπορούμε πάντα να τα αναγνωρίσουμε ή να τα αποδώσουμε κάπου με τρόπο ικανοποιητικό. Δεν πρέπει να τρέφουμε τη λάθος εντύπωση ότι τα αντικείμενα αυτά είναι σε θέση να μας πληροφορήσουν ουσιαστικά για την πολυπλοκότητα και τη (μικρή ή μεγάλη ένταση) όσων συνέβαιναν μεταξύ ηπειρωτικής Ελλάδας και κεντρικής Ευρώπης. Οι χρονολογήσεις είναι συνήθως ασαφείς και για πολλά απ όσα είδαμε δεν ξέρουμε λεπτομέρειες της ανακάλυψής τους (π.χ. context ). Έχουμε παρόλα αυτά το δεδομένο ότι μεταξύ των περιοχών αυτών διακινούνται ορισμένα επιλεγμένα αντικείμενα, τα οποία φαίνεται ότι είτε στη μια είτε στην άλλη έχουν ένα νόημα που ξεπερνά αυτό της προφανής τους χρήσης. Ο τρόπος με τον οποίο αυτά επενέβαιναν στη ζωή των καινούριων κοινωνιών που βρίσκονταν μπορούμε και πάλι μόνο να τον υποθέσουμε μέσα από ανθρωπολογικούς παραλληλισμούς (όπως συνηθίζεται) ή με μια πιο συνδυαστική μελέτη των όσων ξέρουμε γι αυτά. Αυτή η επιλεκτική απορρόφηση δεν αλλοιώνει το τοπικό χρώμα του νέου τους περιβάλλοντος. Οι επαφές αυτών των δύο

150 περιοχών δεν μοιάζουν επιβεβλημένες από τη μια στην άλλη και δεν είναι λίγες οι φορές που όσα υιοθετούνται αποδίδονται με διαφορετικό, σχετικό με την περιοχή τρόπο. Τα δάνεια που θεωρήθηκε ότι υπήρχαν είτε στη διακόσμηση είτε στην αρχιτεκτονική είτε σε άλλους τομείς δεν αλλάζουν τη γενικότερη εικόνα των πολιτισμών της κεντρικής Ευρώπης, η οποία πέρα από πιθανές εξαρτήσεις που αφορούν πρώτες ύλες ή κάτι αντίστοιχο δεν παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στο νότο. Όχι σε βαθμό που να τις δεχτεί με έντονο και αδιαπραγμάτευτο τρόπο. Οι σχέσεις που υπήρχαν ήταν εμπορικές, αποτέλεσμα ατομικών ταξιδιών, επιγαμιών, συγκρούσεων κ.α. Μακρινές περιοχές συνδέονταν μέσω της θάλασσας και της ξηράς και πιθανότατα μέσω πολλών μικρότερών ή μεγαλύτερων δικτύων, τα οποία ίσως να μην μπορούμε να τα ονομάσουμε εμπορικούς δρόμους (όπως τους ξέρουμε από το πρόσφατο παρελθόν ) αλλά σίγουρα διαμόρφωναν ένα παγκόσμιο σύστημα, οριζόμενο πολύ διαφορετικά από αυτό που γνωρίζουμε εμείς. Οι επαφές αυτές δεν αφορούσαν σίγουρα όλους τους ανθρώπους και πολλοί από αυτούς ίσως δεν είχαν τη γνώση μακρινών κόσμων ή τη δυνατότητα να τους προσεγγίσουν. Ξαναγυρνώντας στα αντικείμενα που είδαμε πρέπει να πούμε ότι δεν είναι απίθανο να μας πληροφορούν για ένα σύνολο ιδεών που έδεναν την ηπειρωτική Ελλάδα και την κεντρική Ευρώπη και που πήγαζε από την ανάγκη των καινούριων κοινωνικών ομάδων να δηλώσουν την παρουσία και τις διεκδικήσεις αλλά και αργότερα να αποδείξουν ότι τις κατοχύρωσαν. Πολλά από αυτά άλλωστε είναι τεχνουργήματα που μπορούν να αποδοθούν σε άτομα τα οποία είχαν μια υψηλή κοινωνική θέση. Ένα τέτοιο συμπέρασμα βασίζεται σε όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα από τα δεδομένα που μοιράζονται οκτώ και περισσότερες χώρες (με διαφορές στον τρόπο και στο βαθμό της ερευνητικής δραστηριότητας). Εκτός από αυτό, που είναι ήδη μια μεγάλη δυσκολία, πρόκειται για μαρτυρίες που αφορούν μια μεγάλη χρονική περίοδο (πεντακοσίων περίπου ετών), η οποία δεν χαρακτηρίζεται από κάποιες απλές τελικές διατυπώσεις καθώς τα όσα διαδραματίστηκαν σ αυτή δεν μπορούν παρά μόνο επιφανειακά να περιγραφούν τις περισσότερες φορές. Μια πιο τμηματική μελέτη που να εξετάζει το κάθε εύρημα στο πλαίσιο του με περισσότερες λεπτομέρειες ίσως να μας πληροφορούσε πιο ξεκάθαρα. Η απόκτηση και άλλων δεδομένων που να συμπληρώνουν κενά και ασάφειες για τις κοινωνίες των δύο περιοχών αλλά και μια πιο αναλυτική μελέτη των τεχνουργημάτων πιθανότατα να διαφώτιζε περισσότερο το συγκεκριμένο θέμα

151 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ǻberg, N. ( ) Bronzezeitliche und früheisenzeitliche Chronologie I V, Stockholm. Acheson, P.E. (1999) The role of force in the development of early Mycenaean polities, in Laffineur, R. (ed.) Polemos. Le contexte guerrier en Égée à l Age Du Bronze, Aegaeum 19, p Adams, R. McC. (1974) Anthropological Perspectives on Ancient Trade, Current Anthropology 15(3), pp Αlbers. G. (2001) Rethinking Mycenaean Sanctuaries, in Laffineur, R. & Hägg, R. (eds.) Potnia: Deities and Religion in the Aegean Bronze Age, Proceedings of the 8th International Aegean Conference 8e Rencontre égéenne internationale. Göteborg, Göteborg University, April Liège: Université de Liège. Aegaeum 22, pp Andreou, S., Fotiadis, M. & Kotsakis, K. (2001) Review of Aegean Prehistory V : The Neolithic and Bronze Age of Northern Greece, in Cullen, T. (ed.) Aegean Prehistory A Review, AJA Supplement I, Boston : Archaeological Institute of America, p Andreou, S. (2001) Exploring the Patterns of Power in the Bronze Age Settlements of Northern Greece, in Branigan, K. (ed.) Urbanism in the Aegean Bronze Age, Sheffield Studies in Archaeology, p Ανδρέου, Σ. (2003) Η Μυκηναϊκή κεραμική και οι κοινωνίες της κεντρικής Μακεδονίας κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, in The Periphery of the Mycenaean World, 2 nd International Interdisciplinary Colloquium, Lamia 1999, σ Anthony, D. W. (1995) Horse, wagon & chariot : Indo-european Languages and archaeology, Antiquity 69 (262) : Anschuetz, K.F., Wilshusen, R.H., Scheick, C.L. (2001) An Archaeology of Landscapes : Perspectives and Directions, Journal of Archaeological Research 2(2) : Appadurai, A. (ed.) (1986a) The social life of things, Cambridge : Cambridge University Press. Appadurai, A. (1986b) Introduction : commodities and the politics of value, in Appadurai, A. (ed.) The social life of things, p Cambridge : Cambridge University Press

152 Bader, T. (1990) Bemerkungen über die Ägäischen einflüsse auf die Alt- und Mittelbronzezeitliche Entwicklung im Donau-Karpatenraum, in Orientalisch- Ägäische einflüsse in der europäischen Bronzezeit. Ergebnisse eines Kolloquiums. Römisch-Germanisches Zentralmuseum, Forschungsinstitut für Vor- und Frügeschichte. Monographien Band 15, s Bader, T. (1991) Die Schwerter in Rumänien, Prähistorische Bronzefunde, Abteilung IV Band 8, Stuttgart : Franz Steiner Verlag Bennet, J. (1999) Pylos : The expansion of a Mycenaean palatial center in Galaty, M. and Parkinson, W. (eds) Rethinking Mycenaean Palaces : New interpretations of an old idea, Cotsen Institute of Archaeology, Monograph 41, Los Angeles : Cotsen Institute of Archaeology, pp Bertemes, F. (2000) Zur Entstehung den danubischen Frübronzezeit in Mitteleuropa, In memoriam Jan Rulf, Památky Archeologické, Supplementum 13 : Bouzek, J. (1966) The Aegean and Central Europe : An introduction to the study of cultural interrelations B.C., Památky Archeologické 57(1) : Bouzek, J. (1982) Climatic changes and central European prehistory, in Harding, A. (ed.) Climatic change in Later Prehistory p , Edinburgh University Press. Bouzek, J. (1985a) The Aegean Anatolia and Europe : Cultural interrelations in the 2 nd millennium B.C., Prague : Academia/Göteborg : Ǻström. Bouzek, J. (1985b) Relations between Barbarian Europe and the Aegean Civilizations, Advances in world Archaeology 4 : Bouzek, J. (1993) The Shifts of the Amber Route, in Beck, C.W., J. Bouzek, and D. Dreslerová, (eds), Amber in Archaeology. Proceedings of the Second International Conference on Amber in Archaeology Liblice Institute of Archaeology, Czech Academy of Sciences, Prague. p Bradley, R. (1985) Exchange and Social Distance The Structure of Bronze Artefact Distributions, Man, New Series 20(4), pp Catling, H. W. (1956) Bronze Cut-and-Thrust Swords in the East Mediterranean, PPS 22 : Catling, H.W., and E.A. Catling. (1981) «Barbarian» Pottery from the Mycenaean Settlement at the Menelaion, Sparta, BSA 76. p Cavanagh, W. G. (2001) Empty space? Courts and squares in Mycenaean towns, in Branigan, K. (ed) Urbanism in the Aegean Bronze Age, Sheffield Studies in Archaeology, Sheffield : Sheffield Academic Press, pp

153 Champion, T., Gamble, C., Shennan, S., Whittle, A. (1984) Prehistoric Europe, London : Academic Press. Champion, T. C. (ed.) (1989a) Centre and Periphery : Comparative studies in archaeology, London : Unwin Hyman Champion, T. C. (1989b) Ιntroduction, in Champion, T. C. (ed.) Centre and Periphery : Comparative studies in archaeology, London : Unwin Hyman Childe, V. G. (1925) The Dawn of European Civilization, London : Kegan Paul, Trench, Trubner Childe, V. G (1927) The Minoan Influence on the Danubian Bronze Age, Essays in Aegean Archaeology presented to Sir Arthur Evans, Oxford, pp Childe, V. G. (1929) Danube in Prehistory, Oxford : Oxford University Press. Childe, V. G. (1939) The Orient and Europe, ΑJA 43 (1) : Childe, V. G. (1944) Archaeological Ages as Technological Stages The Journal of the Royal Anthropological Institute of Great Britain and Ireland Vol. 74 1/2 pp Childe, V. G. (1957) The Dawn of European Civilization, 6 th edition, London : Routledge. Childe, V. G. (1958) The Prehistory of European Society, Harmondsworth : Penguin Christaller, W. (1966) Central places in southern Germany, Englewood Cliffs, NJ : Prentice Hall. Clark, G. & Piggott, S. (1980) Προϊστορικές Κοινωνίες, Αθήνα : Εκδόσεις Καρδαμίτσα. (Πρώτη έκδοση 1965 στη σειρά Ιστορία της Ανθρώπινης Κοινωνίας με την επιμέλεια του Plumb, J. H.) Coles, J. M. & Harding, A. F. (1979) The Bronze Age in Europe : An introduction to the prehistory of Europe c B.C., London : Methuen and Co Ltd Cowen, J. (1966) The origins of the flange-hilted sword of bronze in Continental Europe, Proceedings of the Prehistoric Society 32 : Dalton, G. (1961) Economic Theory and Primitive Society, American Anthropologist, New Series 63(1), pp Δανιηλίδου, Δ. (1998) Η οκτώσχημη ασπίδα στο Αιγαίο της 2 ης χιλιετίας π.χ., Αθήνα : Ακαδημία Αθηνών Κέντρο Ερεύνης της Αρχαιότητας Σειρά Μονογραφιών 5 David, W. (2001) Zu den Beziehungen zwischen Donau-Karpatenraum, osteuropäischen Steppengebieten und ägäisch-anatolischem Raum zur Zeit der mykenischen Schachtgräber unter Berücksichtigung neuerer Funde aus Südbayern ANODOS 1 Studies of the Ancient World, p

154 David, W. (2002) Studien zu Ornamentik und Datierung der bronzezeitlichen Depotfundgruppe Hajdúsámson-Apa-Ighiel-Zajta, Biblioteca Musei Apulensis XVIII, Verlag ALTIP S.A., Alba Iulia Davis, E. (1983) The gold of the Shaft Graves : The Transylvanian connection, TUAS 8 : 32 8 Davis, J. & Bennet, J. (1999) Making Mycenaeans : Warfare, territorial expansion and representations of the other in the Pylian Kingdom, in Laffineur, R. (ed.) Polemos. Le contexte guerrier en Égée à l Age Du Bronze, Aegaeum 19, p de Navarro, J. M. (1925) Prehistoric Routes between Northern Europe and Italy Defined by the Amber Trade, Geographical Journal 66 (6) : Deger-Jalkotzy, S. (1977) Fremde Zuwanderer im spätmykenischen Griechenland, Österreichische Akademie der Wissenschaften 326. Österreichische Akademie der Wissenschaften, Wien. Deger Jalkotzy, S. (1999) Military prowess and social in Mycenaean Greece, in Laffineur, R. (ed.) Polemos. Le contexte guerrier en égée à l Age Du Bronze, Aegaeum 19 : Δημακοπούλου, Κ. (επιμ.) (1988) Ο Μυκηναϊκός Κόσμος : πέντε αιώνες πρώιμου Ελληνικού Πολιτισμού π.χ., Αθήνα. Δημακοπούλου, Κ. (2000) Αιγαιακά Ανάκτορα, στο Δημακοπούλου κ.α. (επιμ.) Θεοί και Ήρωες της Εποχής του Χαλκού Η Ευρώπη στις ρίζες του Οδυσσέα, Αθήνα, σ Dickinson, O. (2003) Αιγαίο, Εποχή του Χαλκού, Αθήνα : Ινστιτούτο του Βιβλίου Α. Καρδαμίτσα. du Gardin, C. (1993) The Circulation of amber in Prehistoric Europe in Scarre, C. & Healy, F. (eds) Trade and exchange in prehistoric Europe, p Oxford : Oxbow Monograph 33 Earle, T. K. and Ericson, J. E. (1977) Exchange Systems in archaeological perspective, in Exchange Systems in Prehistory, Earle, T. K. and Ericson, J. E. (eds) pp. 3 12, New York : Academic Press Ebert, M. ( ) Reallexikon der Vorgeschichte, Berlin Eder, B. (2006) The world of Telemachus : Western Greece BC, in Deger- Jalkotzy, S. & Lemos, S. I. (eds) Ancient Greece : from the Mycenaean palaces to the Age of Homer, Edinburgh University Press, p Evans, A. (1929) The Shaft Graves and Bee-hive Tombs of Mycenae and Their Interrelation, Macmillan and co

155 Feuer, B. A. (1981) The Northern Mycenaean Border in Thessaly, Ph.D. dissertation, UCLA. University Microfilms Feuer, B. A. (2003) Cultural interaction processes in the Mycenaean Periphery, in The Periphery of the Mycenaean World, 2 nd International Interdisciplinary Colloquium, Lamia 1999, p Flannery, K. V. (1976) Evolution of Complex Settlement Systems in Flannery K. V. (ed) The Early Mesoamerican Village, Academic Press, New York, p Fol, A. & Schmitt, R. (2000) A Linear A text on a clay reel from Drama, south-east Bulgaria?, Prähistorische Zeitschrift 75 : Foltiny, S. (1964) Flange-hilted cutting swords of bronze in Central Europe, Northeast Italy and Greece, American Journal of Archaeology Vol.68 (3) : Foster, K. P. (1979) Aegean Faience of the Bronze Age, Yale University Press, New Haven. Frank, A. G. (1993) Bronze Age World System Cycles, Current Anthropology 34(4) : French, Elizabeth and Jeremy Rutter (1977) The Handmade Burnished Ware of the Late Helladic IIIC Period: Its Modern Historical Context, AJA 81:1. p Friedman, J. & Rowlands, M. J. (eds) (1978) The evolution of Social Systems, Proceedings of a meeting of the Research Seminar in Archaeology and Related Subjects, held at the Institute of Archaeology, London University, Duckworth. Furmánek, V. (2000) Καρπάθια και Ανατολική Μεσόγειος : Αλληλεπιδράσεις στα μέσα της 2 ης χιλιετίας π.χ., στο Δημακοπούλου, Κ., κ.α. (επιμ.) Θεοί και Ήρωες της Εποχής του Χαλκού Η Ευρώπη στις ρίζες του Οδυσσέα, Αθήνα σ Gebhard, R. (1999) Der Goldfund von Bernstorf, Bayer. Vorgeschichtsbl. 64 : Gebhard, V. R. & Rieder, K. H. (2002) Zwei bronzezeitliche Bernseinobjekte mit Bildund Schriftzeichen aus Bernstorf, Germania 80 (1) Anzeiger Der Römisch- Germanischen Komission Des Deutschen Archäologischen Instituts, p Gillis, C. (1993) Trade in the Late Bronze Age, in Trade and production in premonetary Greece: Aspects of Trade, Gillis, C. et al. (eds), p , Proceedings of the Third International Workshop, Athens Gills, B.K. & Frank, A.G. (1990) The cumulation of accumulation : Theses and research agenda for 5000 years of world system history, Dialectical Archaeology 15 : Gills, B.K. & Frank, A.G. (1991) 5000 years of world system history : the cumulation of accumulation, in Chase Dunn C. & Hall, T. (eds), Core/periphery relations in precapitalist worlds, pp , Boulder : Westview Press

156 Gilman, A. (1981) The development of Social Stratification in Bronze Age Europe, Current Anthropology 22(1) : Gimbutas, M. (1965) Bronze Age Cultures in Central and Eastern Europe, Mouton and Co. Gosden, C. (1999) Anthropology and Archaeology. A changing relationship, London and New York : Routledge. Gosden, C. (2001) Postcolonial Archaeology. Issues of Culture, Identity and Knowledge, in Hodder, I. (ed.) Archaeological Theory Today, p Hachmann, R. (1957) Bronzezeitliche Bernsteinschieber, Bayerische Vorgeschichtsblätter 22 : 1 36 Halstead, P. (1994) The North-South Divide : Paths to Complexity in Prehistoric Greece, in Mathers, C. & Stoddart, S. (eds) Development and decline in the Mediterranean Bronze Age, Sheffield Archaeological Monographs 8, p Ηänsel, Β. (1968) Beiträge zur Chronologie der mitt leren Bronzezeit im Karpatenbecken Beiträge zur ur- und frühgeschichtliche Archäologie des Mittelmeerkulturraumes, 7 8, Bonn : Habelt Hänsel, B. (1988) Μυκηναϊκή Ελλάδα και Ευρώπη, στο Ο Μυκηναϊκός Κόσμος : πέντε αιώνες πρώιμου Ελληνικού Πολιτισμού π.χ., Δημακοπούλου, Κ. (επιμ.) Αθήνα. σ Harding, A.F.&Hughes-Brock, H. (1974) Amber in the Mycenaean World Annual of the British School at Athens 69 : Harding, A. F. (1983) The Bronze Age in Central and Eastern Europe : Advances and Prospects, Advances in World Archaeology 2: 1-50, Academic Press. Harding, A. (1984) The Mycenaeans and Europe, London : Academic Press Harding, A. (1993) Europe and the Mediterranean in the Bronze Age : Cores and Peripheries, in Scarre, C. & Healy, F. (eds) Trade and exchange in prehistoric Europe, p , Oxford : Oxbow Monograph 33 Harding, A. F. (1994) Reformation in Barbarian Europe, B.C., in Cunliffe, B. (ed) The Oxford Illustrated Prehistory of Europe, Oxford : Oxford University Press, p Harding, A. (1999) Warfare : A Defining Characteristic of Bronze Age Europe? in Carman, J.&Harding, A. (eds) Ancient Warfare, pp Harding, A. F. (2000a) European Societies in the Bronze Age, Cambridge : Cambridge University Press

157 Harding, A.F. (2000b) Ανταλλαγές πρώτων υλών Βορρά Νότου στο Δημακοπούλου, Κ. κ.α. (επιμ.) Θεοί και Ήρωες της Εποχής του Χαλκού Η Ευρώπη στις ρίζες του Οδυσσέα, Αθήνα, σ Harding, A. (2002) The Bronze Age in Milisauskas, S. (ed.) European Prehistory : A survey, p , Kluwer Academic / Plenum Publishers. Harris, D. R. (ed.) (1994) The archaeology of V. Gordon Childe. Contemporary Perspectives, Proceedings of the V. Gordon Childe Centennial Conference held at the Institute of Archaeology, University College London, 8 9 May 1992 under the auspices of the Institute of Archaeology and the Prehistoric Societies, Institute of Archaeology University College London. Hiesel, G. (1990) Späthelladische Hausarchitektur : Studien zur Architekturgeschichte des griechischen Festlandes in der späten Bronzezeit, Mainz am Rhein : Phillipp von Zabern Höckmann, O. (198) Lanze und Speer im spätminoischen und mykenischen Griechenland, Jahrbuch des römisch-germanischen Zentralmuseums Mainz 27 : Hodder, I. (1982) The present past, London : Batsford. Hodder, I. (1991) Interpretive Archaeology and Its Role, American Antiquity Vol. 56 (1) : Jockenhövel, A. (2000) Οχυρά της Εποχής του Χαλκού στην Ευρώπη : Εδαφική ασφάλεια, στο Δημακοπούλου, Κ. κ.α. (επιμ.) Θεοί και Ήρωες της Εποχής του Χαλκού Η Ευρώπη στις ρίζες του Οδυσσέα, Αθήνα, σ Jung, R. (2003) H Mυκηναϊκή κεραμική της Μακεδονίας και η εργασία της, in The Periphery of the Mycenaean World, 2 nd International Interdisciplinary Colloquium, Lamia 1999, σ Κaro, G. (1933) Die Schachtgräber von Mykenai, Μόναχο : Bruckmann. Keegan, J. (1993) A history of warfare, London : Hutchinson Keeley, L. (1996) War before civilisation : The myth of the peaceful savage, Oxford : Oxford University Press Kemenczei, T. (2003) Bronze Age Metallurgy, in Ζsolt, V. & Mihály, N. & Zsuzsa, B. K. (eds) Hungarian Archaeology at the turn of the Millennium, Minisrty of National Cultural Heritage, Budapest : Teleki László Foundation, pp Kilian, K., C. Podzuweit, and H.-J. Weisshaar (1981) Ausgrabungen in Tiryns 1978, 1979, AA p Kilian, K. (1988) The emergence of Wanax ideology in the Mycenaean palaces, OJA 7 :

158 Kilian Dirlmeier, I. (1990) Remarks on the non-military functions of swords in the Mycenaean Argolid, in Hägg & Nordquist (eds) Celebrations of death and divinity in the Bronze Age Argolid, Proceedings of the Sixth International Symposium at the Swedish Institute at Athens, June, 1998, pp Kovács, T. (2000) Oικισμοί τύπου Τελλ στην περιοχή του Δούναβη, στο Δημακοπούλου, Κ. κ.α. (επιμ.) Θεοί και Ήρωες της Εποχής του Χαλκού Η Ευρώπη στις ρίζες του Οδυσσέα, Αθήνα, σ. 65 Kristiansen, K. (1994) The emergence of the European World System in the Bronze Age : Divergence, Convergence and Social Evolution during the First and Second Millennia B.C. in Europe in the First Millennium B.C., Kristiansen, K., and Jensen, J. (eds), Sheffield Archaeological Monographs 6, pp Kristiansen, K. (1999) The Emergence of Warrior Aristocracies in Later European Prehistory an their ong-term History in Carman, J.&Harding, A. (eds) Ancient Warfare, pp Kristiansen, K. (2002) The tale of the sword Swords and Swordfighters in Bronze Age Europe, OJA 21(4) : Kristiansen, K. & Larsson, T. B. (2005) The Rise of Bronze Age : Travels, transmission and transformation, Cambridge : Cambridge University Press. Laffineur, R. (1995) Aspects of Rulership at Mycenae in the Shaft Grave Period, Proceedings of a Panel Discussion presented at the Annual Meeting of the Archaeological Institute of America, New Orleans, Louisiana, 28 December With Additions. Aegaeum 11. Histoire de l' art et archéologie de la Grèce antique. Université de Liège and Program in Aegean Scripts and Prehistory, University of Texas at Austin. p Lightfoot, K. G.&Martinez, A. (1995) Frontiers and Boundaries in Archaeological Perspective, Annual Review of Anthropology 24 : Lyons, C. L. & Papadopoulos, J. K. (2002) Archaeology of Colonialism, in The Archaeology of Colonialism, Lyons, C. L. & Papadopoulos, J. K. (eds), Issues and Debates, Getty Publications Makkay, J. (1968a) Remarks to the Archaeology of the Relations between Crete, Mycenae and Central Europe, in Atti e Memorie del 1 o congresso internazionale di Micenologia I. Roma, s Makkay, J. (1968b) The Tărtăria Tablets, Orientalia 37 : Makkay, J. (1982) The earliest use of helmets in South-East Europe, Acta Archaeologica Hungaricae 34 :

159 Manning, S & Weninger, B. (1992) Archaeological wiggle matching and chronology in the Aegean Late Bronze Age Antiquity 66 : Manning, S. W. (1999) A test of time. The volcano of Thera and the chronology and history of the Aegean and east Mediterranean in the mid 2 nd millennium B.C., Oxbow Books Maran, J. (2001) Political and religious aspects of architectural change on the upper citadel of Tiryns. The case of building T, in Laffineur, R. & Hägg, R. (eds.) Potnia: Deities and Religion in the Aegean Bronze Age, Proceedings of the 8th International Aegean Conference / 8e Rencontre égéenne internationale. Göteborg, Göteborg University, April Liège: Université de Liège. Aegaeum 22 pp Mauss, M. (1969) The gift, London : Routledge and Kegan Paul. Mee, C. B. & Cavanagh, W. G. (2001) Mycenaean tombs as evidence for social and political organisation, OJA 3 : Milisauskas, S. (1978) European Prehistory, New York : Academic Press. Milojčić, V. (1948 9) Die dorische Wanderung im Lichte der vorgeschichtlichen Funde, Archäologischer Anzeiger : Montelius, O. (1903) Die älteren Kulturperioden im Orient und in Europa, Stockholm : Selbstverlag des Verfassens Moosauer, M. (2006) Das Bernstein Gesicht von Bernstorf. Eine bronzezeitliche Siedlung zwischen Ostsee und Nil, _2_aviso_ pdf Moseley, K. P. & Wallerstein, I. (1978) Precapitalist Social structures, Annual Review of Sociology 4 : Needham, S. (1993) Displacement and exchange in archaeological methodology, in Scarre, C. & Healy, F. (eds) Trade and exchange in prehistoric Europe, pp , Oxford : Oxbow Monograph 33 Osgood, R., Monks, S. & Toms, J. (2000) Bronze Age Warfare, Sutton Publishing Pare, C.F.E. (ed.) (2000) Metals make the world go round. The Supply and Circulation of Metals in Bronze Age Europe, Proceedings of a Conference held at the University of Birmingham in June 1997, Oxbow Books Peatfield, A. (1999) The Paradox of violence : weaponry and martial art in Minoan Crete, in Laffineur, R. (ed) Polemos, le contexte guerrier en Égée à l Âge du Bronze Actes de la 7e Rencontre ègèenne internationale Université de Liège, avril 1998 (I), Aegaeum 19, pp

160 Piggott, S. (1992) Wagon, Chariot and Carriage Symbol and status in the history of transport, Thames and Hudson Pilides, D. (1994) Handmade burnished ware of the Late Bronze Age in Cyprus, SIMA CV, Jonsered Paul Åström Förlag Polanyi, K. (1957) The economy as instituted process, in Trade and Market in the Early Empires, Polanyi, K., Arensberg, M.&Pearson, H. (eds), Free Press : Glencoe, Illinois Poroszlai, I. (2003) Tell Cultures of the Early and middle Bronze Age in Ζsolt, V.&Mihály, N. &Zsuzsa, B. K. (eds) Hungarian Archaeology at the turn of the Millennium, Minisrty of National Cultural Heritage, Budapest : Teleki László Foundation, pp Raulwing, P. (2000) Horses, Chariots and Indo-Europeans. Foundations and methods of charitry research from the viewpoint of comparative Indo-European Linguistics, Budapest : Archaeolingua Series Minor Renfrew, C. (1968) Wessex without Mycenae, BSA 63 : Renfrew, C. (1969) Trade and Culture Process in European Prehistory, Current Anthropology 10(2/3), pp Renfrew, C. (1972) The Emergence of Civilization. The Cyclades an the Aegean in the Third Millennium B.C. London : Methuen. Renfrew, C. (1975) Trade as action at a distance, in Ancient Civilizations and trade, ed. C.C. Lamberg-Karlovsky, pp Albuquerque : University of New Mexico Press. Renfrew, C & Shennan, S. J. (eds) (1982) Ranking, Resource and Exchange : Aspects of the Archaeology of Early European Society, Cambridge : Cambridge University Press Renfrew, C. & Cherry, J. F. (eds) (1986) Peer-Polity Interaction and Socio-Political Change, Cambridge : Cambridge University Press. Renfrew, C. (1986a) Varna and the emergence of wealth in prehistoric Europe, in Appadurai, A. (ed.) The social life of things, Cambridge : Cambridge University Press. Renfrew, C. (1986b) Introduction : peer political interaction and socio-political change, in Renfrew, C & Cherry, J. F. (eds) Peer-polity interaction and sociopolitical change, Cambridge : Cambridge University Press, pp Renfrew, C. (1989) Archaeology and language : the puzzle of Indo-European origins, London : Penguin

161 Renfrew, C. (1993) Trade beyond the material, in Scarre, C. & Healy, F. (eds) Trade and exchange in prehistoric Europe, pp Oxford : Oxbow Monograph 33 Renfrew, C. & Bahn, P. (2000) Archaeology : Theories, Methods and Practice, London : Thames and Hudson, (Third Edition). Rowlands, M., Larsen, M., Kristiansen, K. (eds) (1987) Centre and Periphery in the ancient world, Cambridge : Cambridge University Press. Rowlands, M. (1987) Centre and Periphery : a review of a concept, in Centre and Periphery in the ancient world, Rowlands, M., Larsen, M., Kristiansen, K. (eds) pp. 1 11, Cambridge : Cambridge University Press. Rutter, J. (1975) Ceramic evidence for Northern Intruders in Southern Greece at the beginning of the Late Helladic IIIC Period, AJA 79 (1) : Rutter, J. (1993) Review of Aegean Prehistory II : The pre-palatial Bronze Age of the southern and central Greek Mainland, AJA 97(4) : Sandars, N. K. (1959) Amber spacer-beads again, Antiquity 33 : Sandars, N. K. (1961) The First Aegean Swords and their Ancestry, American Journal of Archaeology, Vol.65, No.1 : Sandars, N. K. (1963) Later Aegean Bronze Swords, American Journal of Archaeology, Vol. 67 (2) : Sandars, N. K. (1978) The Sea Peoples. Warriors of the Ancient Mediterranean, London : Thames and Hudson Schauer, P. (1985) Spuren Minoisch-Mykenischen und orientalischen Einflusses im atlantischen Westeuropa, Jahrbuch des Römisch-Germanischen Zentralmuseums 32 : Service, E. R. (1971) Primitive Social Organisation, New York : Random House 2 nd edition. Service E. R. (1975) Origins of the State and Civilization, New York : Norton. Shelmerdine, C. (2001) Review of the Aegean Prehistory VI : The Palatial Bronze Age of the Southern and Central Greek Mainland in Cullen, T. (ed.) Aegean Prehistory A Review, AJA Supplement I, Boston : Archaeological Institute of America, p Shelmerdine, C. W. (2006) Mycenaean Palatial Administration in Deger-Jalkotzy, S. & Lemos, S. I. (eds) Ancient Greece : from the Mycenaean palaces to the Age of Homer, Edinburgh University Press, p Shennan, S. J. (1993) Settlement and social change in Central Europe, B.C., Journal of World Prehistory 7(2) :

162 Sherratt, A. (1987) Warriors and traders : Bronze Age Chiefdoms in Central Europe in Origins: the roots of European Civilisation, Cunliffe, B. (ed.), Chicago Illinois : Dorsey Press p Sherratt, A. & S. (1991) From Luxuries to Commodities :The Nature of Mediterranean Bronze Age Trading Systems, in Gale, N. H. (ed.) Bronze Age Trade in the Mediterranean, Papers presented at the Conference held at Rewley House Oxford in December 1989, p Sherratt, A. (1993a) What would a Bronze Age World System look like? Relations between temperate Europe and the Mediterranean in later prehistory, Journal of European Prehistory 1(2) : Sherratt, A. (1993b) Who are you calling peripheral? Dependence and independence in European prehistory, in Scarre, C. & Healy, F. (eds) Trade and exchange in prehistoric Europe, pp , Oxford : Oxbow Monograph 33 Sherratt, A. (1994a) Core, Periphery and margin : Perspectives on the Bronze Age, in Mathers, C. & Stoddart, S. (eds) Development and decline in the Mediterranean Bronze Age, pp , Sheffield Archaeological Monographs 8 Sherratt, A. (1994b) The emergence of élites : earlier Bronze Age Europe B.C., in Cunliffe, B. (ed) The Oxford Illustrated Prehistory of Europe, Oxford : Oxford University Press, p Sherratt, A. (2006) 'Trade Routes: the Growth of Global Trade, ArchAtlas, 2nd Edition, Sjöberg, B. L. (1993) The Mycenaean Economy : Theoretical Frameworks, in Trade and production in pre-monetary Greece: Aspects of Trade, Gillis, C. et al. (eds), p , Proceedings of the Third International Workshop, Athens Snodgrass, A. (1964) Early Greek Armour and Weapons from the end of the Bronze Age to 600 B.C., Edinburgh University Press Stone, J. F. S.&Thomas, L. C. (1956) The Use and Distribution of Faience in Ancient East and Prehistoric Europe, Proceedings of the Prehistoric Society 22 : Tartaron, T. F. (2004) Bronze Age Landscape and Society in SE Epirus, Greece BAR International Series 1290 Thomatos, M. (2006) The Final Revival of the Aegean Bronze. A case study of the Argolid, Corinthia, Attica, Euboa, the Cyclades and the Dodecanese during LHIIIC Middle, BAR International Series 1498 Thorpe, I.J.N. (2003) Anthropology, archaeology and the origin of warfare, World Archaeology Vol. 10(1) :

163 Tournavitou, I. (1993) The Shaft Grave Phenomenon. A Dead End?, in Trade and production in pre-monetary Greece: Aspects of Trade, Gillis, C. et al. (eds), p , Proceedings of the Third International Workshop, Athens Trigger, B. (1989) A history of archaeological thought, Cambridge : Cambridge University Press. Trigger, B. (1994) Childe s relevance to the 1990s, in Harris, D. R. (ed.) The archaeology of V. Gordon Childe. Contemporary Perspectives, Harris, D. R. (ed.) Proceedings of the V. Gordon Childe Centennial Conference held at the Institute of Archaeology, University College London, 8 9 May 1992 under the auspices of the Institute of Archaeology and the Prehistoric Societies, pp Institute of Archaeology University College London. Vladár, J. (1973) Osteuropäische und Mediterrane Eiflüsse im Gebiet der Slowakei während der Bronzezeit, Slovenská Archeológia XXI (2) : Vladár, J. & Bartŏnek, A. (1977) Zu Beziehungen des Ägäischen, Balkanischen und Karpatischen Raumes in der Mittleren Bronzezeit und die Kulturelle Asstrahlung der Ägäischen Schriften in die Nachbarländer, Slovenská Archeológia XXV(2) : von Thünen, M. (1826) Die isolierte Staat in Beziehung auf Landwirtschaft und Nationalökonomie, Hamburg. Voutsaki, S. (1993) Value and Exchange in Pre-Monetary Societies : Anthropological Debates and Aegean Archaeology in Trade and production in pre-monetary Greece: Aspects of Trade, Gillis, C. et al. (eds), p. 7 17, Proceedings of the Third International Workshop, Athens Voutsaki, S. (1999) Mortuary display, prestige and identity in the Shaft Grave Era in Eliten in der Bronzezeit. Ergebnisse zweier Kolloquien in Mainz und Athen, Teil 1 p , Römisch Germanisches Zentralmuseum, Forschunsinstitut für Vorund Frügeschichte Wallerstein, I. (1976a) A world-system perspective on the social sciences, The British Journal of Sociology 27(3), Special Issue. History and Sociology., pp Wallerstein, I. (1976b) The modern world system ΙΙ : Capitalist agriculture and the origins of European world economy in the 16 th century, New York : Academic Press. Wardle, K.A. (1973) A Group of Late Helladic IIB 2 Pottery from Within the Citadel at Mycenae: 'The Causeway Deposit', BSA 68 p Wardle, K. A. (1993) Mycenaean trade and influence in Northern Greece, in Zerner, C., Zerner, P. & Winder, J. (eds) Pottery as evidence for trade in the Aegean

164 Bronze Aegean , Proceedings of the International Conference Wace & Blegen, p Wright, J. C. (1995) From Chief to King in Mycenaean Greece in Rehak, Paul,( ed)., The Role of the Ruler in the Prehistoric Aegean. Proceedings of a Panel Discussion presented at the Annual Meeting of the Archaeological Institute of America, New Orleans, Louisiana, 28 December With Additions. Aegaeum 11, p Wright, J. C. (2006) The Formation of the Mycenaean Palace, in in Deger-Jalkotzy, S. & Lemos, S. I. (eds) Ancient Greece : from the Mycenaean palaces to the Age of Homer, Edinburgh University Press, pp

165 ΧΑΡΤΕΣ

166 Χάρτης κεντρικής Ευρώπης (

167 Χάρτης κεντρικής Ευρώπης (Shennan, 1993)

168 Ηπειρωτική Ελλάδα (

169 Το παγκόσμιο σύστημα από το π.χ. (Sherratt, 2006)l

170 To παγκόσμιο σύστημα από το π.χ. (Sherratt, 2006)

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΡΙΑ ΒΕΝΕΤΟΥΛΙΑ, Α1 ΜΑΡΙΑ ΒΟΥΓΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Α1 2015-2016 ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΦΟΡΤΣΕΡΑ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΌΣ ΠΟΥ ΈΜΕΙΝΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΊΑ Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή.

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή. Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ (3000-1100π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή. - Ο σημαντικότερος οικισμός ήταν η... - Κατά τη 2 η και 3 η χιλιετία

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ42

Διαβάστε περισσότερα

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό Με τον όρο Μυκηναϊκός Πολιτισμός χαρακτηρίζεται ο προϊστορικός πολιτισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, που αναπτύχθηκε την περίοδο 1600-1100 π. Χ., κυρίως στην

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Κουσερή Γεωργία Φιλόλογος Δρ. Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ΚΕΡΚΥΡΑ ΜΑΙΟΣ 2017 Περιεχόμενα της παρουσίασης Το ιστορικό ερώτημα Το

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος Αναπαράσταση του κλασικού: Το κλασικό παρελθόν δεν ανασκάπτεται ώστε να μελετηθεί ως αυτόνομη ιστορική οντότητα,

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (μάθημα επιλογής) Α τάξη Γενικού Λυκείου Α) Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών (ΑΠΣ) Στο πλαίσιο της διδασκαλίας του μαθήματος επιλογής «Ελληνικός και Ευρωπαϊκός πολιτισμός»,

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ 1. Από τη Γραμμική Β στην εισαγωγή του αλφαβήτου - Στον ελληνικό χώρο, υπήρχε ένα σύστημα γραφής μέχρι το 1200 π.χ. περίπου, η

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88: Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Το σεμινάριο βοηθά τους φοιτητές να εμπεδώσουν

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής τέχνης:

Διαβάστε περισσότερα

Ανάβρυτα Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα

Ανάβρυτα Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα Ανάβρυτα 2015 2016 Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα Γεωργική Οικονομία Τα πρώτα βήματα στην γεωργική οικονομία γίνονται κατά την Μυκηναϊκήεποχή. Τηνεποχήαυτή:

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στο ίκαιο των Πληροφοριακών Συστημάτων, των Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και του ιαδικτύου Α.Μ 30437. Χριστίνα Θεοδωρίδου 2

Εισαγωγή στο ίκαιο των Πληροφοριακών Συστημάτων, των Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και του ιαδικτύου Α.Μ 30437. Χριστίνα Θεοδωρίδου 2 Α.Μ 30437 Χριστίνα Θεοδωρίδου 2 Περιεχόμενα Περιεχόμενα... 3 1. Εισαγωγή... 7 2. Θέματα νομικής ορολογίας... 9 2.1. Η νομική έννοια του διαδικτύου και του κυβερνοχώρου... 9 2.2. Το πρόβλημα της νομικής

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. 2 ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ (Ι) ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; Στο μάθημα «Κοινωνική Θεωρία της Γνώσης (I)» (όπως και στο (ΙΙ) που ακολουθεί) παρουσιάζονται

Διαβάστε περισσότερα

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)» «Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)» Εισαγωγικά Στη σημερινή πρώτη μας συνάντηση θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε με απλό και ευσύνοπτο τρόπο

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 5: Η κοινωνική διάσταση της καινοτομίας ως μοχλός της αειφορίας Αφροδίτη Παπαδάκη-Κλαυδιανού Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ: «ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΗΘΙΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ» ΜΑΘΗΤΡΙΑ: ΣΚΡΕΚΑ ΝΑΤΑΛΙΑ, Β4 ΕΠΙΒΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΝΤΑΒΑΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2016 17 Περιεχόμενα

Διαβάστε περισσότερα

ΚΟΙΝΈΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΥΡΏΠΗ ΧΩΡΊΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΈΣ ΓΡΑΜΜΈΣ

ΚΟΙΝΈΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΥΡΏΠΗ ΧΩΡΊΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΈΣ ΓΡΑΜΜΈΣ ΚΟΙΝΈΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΥΡΏΠΗ ΧΩΡΊΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΈΣ ΓΡΑΜΜΈΣ 33Οι επιπτώσεις της Βιομηχανικής Επανάστασης 33Η ανάπτυξη της εκπαίδευσης 33Τα ανθρώπινα δικαιώματα στην ιστορία της τέχνης 3 3 Η Ευρώπη και ο

Διαβάστε περισσότερα

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη ΕΙΣΑΓΩΓΗ Είναι γνωστό ότι, παραδοσιακά, όπως άλλα εκπαιδευτικά συστήματα έτσι και το ελληνικό στόχευαν στην καλλιέργεια και ενδυνάμωση της εθνοπολιτιστικής ταυτότητας. Αυτό κρίνεται θετικό, στο βαθμό που

Διαβάστε περισσότερα

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Μέρος της οχύρωσης Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που διενεργούνται στην περιοχή της La Bastida (Totana, Murcia στην Ισπανία) έχουν αποκαλύψει ένα επιβλητικό οχυρωματικό

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη Το παρόν ηλεκτρονικό εγχειρίδιο έχει ως στόχο του να παρακολουθήσει τις πολύπλοκες σχέσεις που συνδέουν τον

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ : Π.Χ. ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ : Π.Χ. ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ : 1600 1100 Π.Χ. ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ 1 ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ : Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Χώρος : ηηπειρωτικήελλάδααπότηθεσσαλίαωςτην Πελοπόννησο Τα φύλα

Διαβάστε περισσότερα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Νεολιθική εποχή μόνιμη εγκατάσταση Νεολιθική εποχή Αρχή της παραγωγής της τροφής. Νεολιθική εποχή Αρχή της καλλιέργειας

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ, Ανοιχτό Πανεπιστημιακό Πρόγραμμα / / Το Ανοιχτό Πανεπιστημιακό Πρόγραμμα «ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στην Ιστορία, την Αρχαιολογία και την Ιστορία της Τέχνης» φιλοδοξεί να φέρει σε επαφή το της Φιλοσοφικής Σχολής

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119: Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Το μάθημα προφέρει μια συστηματική και

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42 ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42 2 Η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2012-2013 ΘΕΜΑ: «Να συγκρίνετε τις απόψεις του Βέμπερ με αυτές του Μάρξ σχετικά με την ηθική της

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Σημειώσεις Μαθήματος Ανθρωπογεωγραφίας-Ανάλυση Περιφερειακού Χώρου Ηλίας Μπεριάτος ΒΟΛΟΣ 2000 «Ανάλυση του Περιφερειακού Χώρου»

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Τίτλος Ερευνητικού Έργου «Η καθημερινή ζωή στις κοινότητες της 5ης

Διαβάστε περισσότερα

Νοητική Διεργασία και Απεριόριστη Νοημοσύνη

Νοητική Διεργασία και Απεριόριστη Νοημοσύνη (Επιφυλλίδα - Οπισθόφυλλο). ΜΙΑ ΣΥΝΟΨΗ Η κατανόηση της νοητικής διεργασίας και της νοητικής εξέλιξης στην πράξη απαιτεί τη συνεχή και σε βάθος αντίληψη τριών σημείων, τα οποία είναι και τα βασικά σημεία

Διαβάστε περισσότερα

Κύρια σημεία. Η έννοια του μοντέλου. Έρευνα στην εφαρμοσμένη Στατιστική. ΈρευναστηΜαθηματικήΣτατιστική. Αντικείμενο της Μαθηματικής Στατιστικής

Κύρια σημεία. Η έννοια του μοντέλου. Έρευνα στην εφαρμοσμένη Στατιστική. ΈρευναστηΜαθηματικήΣτατιστική. Αντικείμενο της Μαθηματικής Στατιστικής Κύρια σημεία Ερευνητική Μεθοδολογία και Μαθηματική Στατιστική Απόστολος Μπουρνέτας Τμήμα Μαθηματικών ΕΚΠΑ Αναζήτηση ερευνητικού θέματος Εισαγωγή στην έρευνα Ολοκλήρωση ερευνητικής εργασίας Ο ρόλος των

Διαβάστε περισσότερα

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΑΝΙΑΤΣΑΣ' Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» Α. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Το θέμα του συνεδρίου, Ήέες πόλεις πάνω σε παλιές", είναι θέμα με πολλές

Διαβάστε περισσότερα

ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ

ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ: Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Μυκηναϊκός Πολιτισμός ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΚΑΛΛΙΑΔΟΥ ΜΑΡΙΑ ΘΕΜΑ: «Η καθημερινή ζωή στον Μυκηναϊκό Κόσμο» Οι μαθητές

Διαβάστε περισσότερα

ΤΙΤΛΟΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ: ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΕ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΤΠΩΣΕΙΣ

ΤΙΤΛΟΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ: ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΕ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΤΠΩΣΕΙΣ ΤΙΤΛΟΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ: ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΕ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΤΠΩΣΕΙΣ ΚΩΔΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΟΤΕΟΥ: Π18 ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΈΡΓΟΥ: ΤΠΕ/ΟΡΖΙΟ/0308(ΒΕ)/03 ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΟΥ: ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΣΑΦΟΥΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟΥ ΧΑΡΤΗ

Διαβάστε περισσότερα

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Εισαγωγή Η χώρα μας απέκτησε Νέα Προγράμματα Σπουδών και Νέα

Διαβάστε περισσότερα

Διαχείριση Ανθρώπινου Δυναμικού ή Διοίκηση Προσωπικού. Οργανωσιακή Κουλτούρα

Διαχείριση Ανθρώπινου Δυναμικού ή Διοίκηση Προσωπικού. Οργανωσιακή Κουλτούρα Διαχείριση Ανθρώπινου Δυναμικού ή Διοίκηση Προσωπικού Οργανωσιακή Κουλτούρα Οργανωσιακή Κουλτούρα, Εννοιολογικός Προσδιορισμός O Ο όρος Οργανωσιακή Κουλτούρα πρωτοεμφανίστηκε στην αμερικάνικη ακαδημαϊκή

Διαβάστε περισσότερα

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Τμήμα Μηχανικών Οικονομίας και Διοίκησης Οικονομική της Τεχνολογίας Διάλεξη 6 η: Οικονομική Θεωρία και το Ζήτημα της Τεχνολογικής Αλλαγής: & II 1 Ερωτήματα

Διαβάστε περισσότερα

MIA ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

MIA ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ MIA ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ ΣΤ. ΑΝ ΡΕΟΥ Κ. ΕΥΚΛΕΙ ΟΥ Α. ΚΟΥΣΟΥΛΑΚΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ-ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ, Α.Π.Θ. ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ-ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ, Α.Π.Θ. XEEE

Διαβάστε περισσότερα

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου Βασίλειος Κωτούλας vaskotoulas@sch.gr h=p://dipe.kar.sch.gr/grss Αρχαιολογικό Μουσείο Καρδίτσας Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου Η Δομή της εισήγησης 1 2 3 Δυο λόγια για Στόχοι των Ερευνητική

Διαβάστε περισσότερα

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας Κεφάλαιο Εξέλιξη 3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ανάλυση θεωρίας Πολλές από τις επιστημονικές απόψεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί δεν γίνονται εύκολα αποδεκτές, διότι αντιβαίνουν την αντίληψη που οι άνθρωποι διαμορφώνουν

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντικές διαδρομές στα ίχνη του παρελθόντος, αναζητώντας ένα βιώσιμο μέλλον. Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Λαυρίου

Περιβαλλοντικές διαδρομές στα ίχνη του παρελθόντος, αναζητώντας ένα βιώσιμο μέλλον. Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Λαυρίου Περιβαλλοντικές διαδρομές στα ίχνη του παρελθόντος, αναζητώντας ένα βιώσιμο μέλλον Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Λαυρίου Θεματικά Δίκτυα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης ΤΟΠΙΚΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ ΕΘΝΙΚΑ ΔΙΕΘΝΗ

Διαβάστε περισσότερα

Κυριακή Αγγελοπούλου. Επιβλέπων Καθηγητής: Μανώλης Πατηνιώτης

Κυριακή Αγγελοπούλου. Επιβλέπων Καθηγητής: Μανώλης Πατηνιώτης Κυριακή Αγγελοπούλου Επιβλέπων Καθηγητής: Μανώλης Πατηνιώτης Οι πρώτες προσπάθειες μελέτης του τρόπου επιστημονικής εργασίας έγιναν το 1970. Πραγματοποιήθηκαν μέσω της άμεσης παρατήρησης των επιστημόνων

Διαβάστε περισσότερα

Πρόταση Διδασκαλίας. Ενότητα: Γ Γυμνασίου. Θέμα: Δραστηριότητες Παραγωγής Λόγου Διάρκεια: Μία διδακτική περίοδος. Α: Στόχοι. Οι μαθητές/ τριες:

Πρόταση Διδασκαλίας. Ενότητα: Γ Γυμνασίου. Θέμα: Δραστηριότητες Παραγωγής Λόγου Διάρκεια: Μία διδακτική περίοδος. Α: Στόχοι. Οι μαθητές/ τριες: Πρόταση Διδασκαλίας Ενότητα: Τάξη: 7 η - Τέχνη: Μια γλώσσα για όλους, σε όλες τις εποχές Γ Γυμνασίου Θέμα: Δραστηριότητες Παραγωγής Λόγου Διάρκεια: Μία διδακτική περίοδος Α: Στόχοι Οι μαθητές/ τριες: Να

Διαβάστε περισσότερα

Νεοελληνικός Πολιτισμός

Νεοελληνικός Πολιτισμός ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 9: Τα διλήμματα του Εξευρωπαϊσμού Γρηγόρης Πασχαλίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ Σχολή Οικονομικών και

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ Τ.Ε.Ι. Θεσσαλίας Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών Τμήμα Μηχανολογίας ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ Κώστας Κιτσάκης Μηχανολόγος Μηχανικός ΤΕ MSc Διασφάλιση ποιότητας Επιστημονικός Συνεργάτης Αρχές Μεθοδικής Πορείας

Διαβάστε περισσότερα

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι δυσκολίες μάθησης των παιδιών συνεχίζουν να απασχολούν όλους όσοι ασχολούνται με την ανάπτυξη των παιδιών και με την εκπαίδευση. Τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι, μέσα στην τάξη τους, βρίσκονται

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝEΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Κοινωνίες αγροτικού τύπου (παραδοσιακές, στατικές κοινωνίες)

ΓΕΝEΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Κοινωνίες αγροτικού τύπου (παραδοσιακές, στατικές κοινωνίες) ΓΕΝEΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Κοινωνίες αγροτικού τύπου (παραδοσιακές, στατικές κοινωνίες) Αξίες αδιαµφισβήτητες από γενιά σε γενιά Οι σχέσεις καθορισµένες από ήθη και έθιµα Εξωτερική ηθική Κοινωνίες

Διαβάστε περισσότερα

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός; 1 α) H πραγματική ζωή κρύβει χαρά, αγάπη, στόχους, όνειρα, έρωτα, αλλά και πόνο, απογοήτευση, πίκρες, αγώνα. αν λείπουν όλα αυτά τα συναισθήματα και οι ανατροπές, αν χαθεί η καρδιά και η ψυχή, η ελευθερία,

Διαβάστε περισσότερα

Πρόλογος. Στις μέρες μας, η ελεύθερη πληροφόρηση και διακίνηση της πληροφορίας

Πρόλογος. Στις μέρες μας, η ελεύθερη πληροφόρηση και διακίνηση της πληροφορίας Πρόλογος Στις μέρες μας, η ελεύθερη πληροφόρηση και διακίνηση της πληροφορίας αποτελεί δημόσιο αγαθό, το οποίο πρέπει να παρέχεται χωρίς περιορισμούς και εμπόδια στα μέλη της κοινωνίας. Οι πολύπλευρα πληροφορημένοι

Διαβάστε περισσότερα

Ιστορία. ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» 16 Σεπτεμβρίου Α. ΚΕΙΜΕΝΟ [Ιστορία & Εκπαίδευση]

Ιστορία. ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» 16 Σεπτεμβρίου Α. ΚΕΙΜΕΝΟ [Ιστορία & Εκπαίδευση] ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» 16 Σεπτεμβρίου 2018 19.02. Ιστορία Α. ΚΕΙΜΕΝΟ [Ιστορία & Εκπαίδευση] Η χρήση της ιστορίας μπορεί να συμβάλει στην πρόοδο και στην ειρηνική συνύπαρξη της

Διαβάστε περισσότερα

Αποτυπώσεις Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων

Αποτυπώσεις Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Αποτυπώσεις Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων Ενότητα 1 : Εισαγωγή Τοκμακίδης Κωνσταντίνος Τμήμα Αγρονόμων & Τοπογράφων Μηχανικών Άδειες

Διαβάστε περισσότερα

Ενότητα στις Εικαστικές Τέχνες

Ενότητα στις Εικαστικές Τέχνες Ενότητα στις Εικαστικές Τέχνες Θέμα/τίτλος: Η δική μου πολιτεία-διάσημα Κτίρια Βαθμίδα: 2 Τάξη: Ε 2 Διάρκεια: 7Χ80 λεπτά Περιγραφή Ενότητας Οι μαθητές/μαθήτριες ανακαλούν εμπειρίες, εκφράζουν συναισθήματα

Διαβάστε περισσότερα

Διδακτική πρόταση 2 1 : Οι μετακινήσεις ανθρώπων σε άλλες περιοχές της γης κατά την Αρχαϊκή Εποχή

Διδακτική πρόταση 2 1 : Οι μετακινήσεις ανθρώπων σε άλλες περιοχές της γης κατά την Αρχαϊκή Εποχή Διδακτική πρόταση 2 1 : Οι μετακινήσεις ανθρώπων σε άλλες περιοχές της γης κατά την Αρχαϊκή Εποχή Ερώτημα-κλειδί 2 Οι άνθρωποι της Αρχαϊκής Εποχής μετακινούνταν για τους ίδιους λόγους και με τον ίδιο τρόπο

Διαβάστε περισσότερα

Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας

Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας Ενότητα 1: Aντικείμενο και εννοιολογικοί προσδιορισμοί Δώρα Μονιούδη-Γαβαλά Σχολή Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων Τμήμα Διαχείρισης Πολιτισμικού Περιβάλλοντος

Διαβάστε περισσότερα

ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ (ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΙΑ)

ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ (ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΙΑ) 11 0 ΓΕΛ ΠΑΤΡΑΣ Σχ.2014-15 Τμήμα Α1 ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ (ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΙΑ) 1.Κριτήρια επιλογής θέματος Ενδιαφέρον περιεχόμενο Μας αρέσει αυτό το θέμα Είχαμε συνεργαστεί τα προηγούμενα χρόνια γι αυτό

Διαβάστε περισσότερα

Γιάννης Α. Μυλόπουλος Πρόεδρος Αττικό Μετρό Α.Ε.

Γιάννης Α. Μυλόπουλος Πρόεδρος Αττικό Μετρό Α.Ε. Γιάννης Α. Μυλόπουλος Πρόεδρος Αττικό Μετρό Α.Ε. Σήμερα αναζητείται ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο για την Ελλάδα, απαλλαγμένο από τις παθογένεις του παρελθόντος. Ένα νέο πρότυπο που, ακολουθώντας τις αρχές

Διαβάστε περισσότερα

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια 18 ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια χαρακτηριστικά αποδίδουμε σε ένα πρόσωπο το οποίο λέμε

Διαβάστε περισσότερα

Σχεδιασμός Οικολογικού Διαμεσολαβητή για την εποπτεία και διαχείριση δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας

Σχεδιασμός Οικολογικού Διαμεσολαβητή για την εποπτεία και διαχείριση δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας Σχεδιασμός Οικολογικού Διαμεσολαβητή για την εποπτεία και διαχείριση δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας Σωτηρία Δριβάλου Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Μονάδα Εργονομίας Συστήματα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαϊκή εποχή. Πότε; Π.Χ ΔΕΜΟΙΡΑΚΟΥ ΜΑΡΙΑ

Αρχαϊκή εποχή. Πότε; Π.Χ ΔΕΜΟΙΡΑΚΟΥ ΜΑΡΙΑ Αρχαϊκή εποχή 1 Πότε; 750 480 Π.Χ Τι εποχή είναι; 2 Εποχή προετοιμασίας και απαρχών : Οικονομικής Πολιτικής Πολιτιστικής εξέλιξης Πώς αντιμετωπίστηκε η κρίση του ομηρικού κόσμου στα μέσα του 8 ου αι π.χ.

Διαβάστε περισσότερα

Ελληνιστική Περίοδος Πολιτισμός. Τάξη: Α4 Ονόματα μαθητών : Παρλιάρου Βάσω Σφήκας Ηλίας

Ελληνιστική Περίοδος Πολιτισμός. Τάξη: Α4 Ονόματα μαθητών : Παρλιάρου Βάσω Σφήκας Ηλίας Ελληνιστική Περίοδος Πολιτισμός Τάξη: Α4 Ονόματα μαθητών : Παρλιάρου Βάσω Σφήκας Ηλίας ελληνιστικός ονομάστηκε o πολιτισμός που προήλθε από τη σύνθεση ελληνικών και ανατολικών στοιχείων κατά τους τρεις

Διαβάστε περισσότερα

2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία

2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία 2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία Α Μέρος: ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ Τα επίπεδα συνείδησης Ύπνος Μισοξύπνιο Αφύπνιση Ελάχιστη εργασία των εξωτερικών αισθήσεων Με εικόνες

Διαβάστε περισσότερα

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου 1. Περιεχόμενα Κεφαλαίου Α. Εισαγωγικά: Οι κατευθύνσεις του Σύγχρονου Εμπορίου B. Η Παραδοσιακή Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου Οι Εμποροκράτες Adam Smith: Απόλυτο Πλεονέκτημα

Διαβάστε περισσότερα

Το Αληθινό, το Όμορφο και η απόλυτη σχέση τους με την Νοημοσύνη και τη Δημιουργία Σελ.1

Το Αληθινό, το Όμορφο και η απόλυτη σχέση τους με την Νοημοσύνη και τη Δημιουργία Σελ.1 Το Αληθινό, το Όμορφο και η απόλυτη σχέση τους με την Νοημοσύνη και τη Δημιουργία Σελ.1 (ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ - ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ) Μια σύνοψη: Κατανοώντας ορισμένες λέξεις και έννοιες προκύπτει μια ανυπολόγιστη αξία διαμορφώνεται

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Όταν οι μαθητές δημιουργούν

ΟΙ ΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Όταν οι μαθητές δημιουργούν ΟΙ ΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Όταν οι μαθητές δημιουργούν ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στην Α τάξη Γυμνασίου, οι μαθητές μας

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΤΑΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ (Ε.Χαραλάμπους)

ΕΝΤΑΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ (Ε.Χαραλάμπους) ΕΝΤΑΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ (Ε.Χαραλάμπους) Όνομα Παιδιού: Ναταλία Ασιήκαλη ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ: Πως οι παράγοντες υλικό, μήκος και πάχος υλικού επηρεάζουν την αντίσταση και κατ επέκταση την ένταση του ρεύματος

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην επιστήμη και την επιστημονική μέθοδο

Εισαγωγή στην επιστήμη και την επιστημονική μέθοδο Εισαγωγή στην επιστήμη και την επιστημονική μέθοδο I. Τι είναι η επιστήμη; A. Ο στόχος της επιστήμης είναι να διερευνήσει και να κατανοήσει τον φυσικό κόσμο, για να εξηγήσει τα γεγονότα στο φυσικό κόσμο,

Διαβάστε περισσότερα

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση Διαπολιτισμική Εκπαίδευση Ενότητα 1: Παγκοσμιοποίηση και πολυπολιτισμικές κοινωνίες; Χρήστος Παρθένης Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Παγκοσμιοποίηση και Πολυπολιτισμικές Κοινωνίες; 1.

Διαβάστε περισσότερα

«Ο ρόλος και το έργο των Διπλωματούχων Μηχανικών Δημοσίων Υπαλλήλων» Πέμπτη 09.06.2005

«Ο ρόλος και το έργο των Διπλωματούχων Μηχανικών Δημοσίων Υπαλλήλων» Πέμπτη 09.06.2005 Καθ. Bασίλης Ασημακόπουλος Ειδικός Γραμματέας για την Κοινωνία της Πληροφορίας Χαιρετισμός στο πλαίσιο της Ημερίδας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Μηχανικών Δημοσίων Υπαλλήλων Διπλωματούχων Ανωτάτων

Διαβάστε περισσότερα

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Σύνοψη κεφαλαίου Σύνδεση θεωρίας και ανάλυσης Επεξεργασία ποιοτικών δεδομένων Δεοντολογία και ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Αξιολογώντας την ποιότητα των ποιοτικών ερευνών Εισαγωγή

Διαβάστε περισσότερα

Γλώσσα και Πολιτισμός στο Παγκόσμιο Χωριό

Γλώσσα και Πολιτισμός στο Παγκόσμιο Χωριό Γλώσσα και Πολιτισμός στο Παγκόσμιο Χωριό Στις διαπολιτισμικές μελέτες επικοινωνίας, ο πολιτισμός και η γλώσσας συχνά θεωρούνται συνυφασμένες έννοιες. Νέες λέξεις έχουν επινοηθεί για να αναδείξουν αυτή

Διαβάστε περισσότερα

PROJECT Β 1 ΓΕΛ. Θέμα: Μετανάστευση Καθηγήτρια: Στέλλα Τσιακμάκη

PROJECT Β 1 ΓΕΛ. Θέμα: Μετανάστευση Καθηγήτρια: Στέλλα Τσιακμάκη PROJECT Β 1 ΓΕΛ Θέμα: Μετανάστευση Καθηγήτρια: Στέλλα Τσιακμάκη ΟΡΙΣΜΟΣ Μετανάστευση ονομάζεται η γεωγραφική μετακίνηση ανθρώπων είτε μεμονωμένα είτε κατά ομάδες. Υπάρχουν δυο είδη μετανάστευσης : 1. Η

Διαβάστε περισσότερα

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία Ερωτήσεις Επανάληψης 1 Οι Θεολογικές Δηλώσεις στην Συστηματική Θεολογία Διάλεξη Τρίτη από την σειρά Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία Οδηγός Μελέτης Περιεχόμενα Περίγραμμα Ένα περίγραμμα του μαθήματος,

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πηγές και μέθοδοι (συνέχεια) Ο κλασικός αρχαιολόγος ταξινομεί το υλικό του: Κατά χρονική

Διαβάστε περισσότερα

Mάθηση και διαδικασίες γραμματισμού

Mάθηση και διαδικασίες γραμματισμού Mάθηση και διαδικασίες γραμματισμού Διαβάστε προσεκτικά την λίστα που ακολουθεί. Ποιες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται θεωρείτε ότι θα συνέβαλαν περισσότερο στην προώθηση του γραμματισμού των παιδιών

Διαβάστε περισσότερα

Προηγμένες Υπηρεσίες Τηλεκπαίδευσης στο ΤΕΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΔΕΑ. Νικόλαος Καρανάσιος Επίκουρος Καθηγητής

Προηγμένες Υπηρεσίες Τηλεκπαίδευσης στο ΤΕΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΔΕΑ. Νικόλαος Καρανάσιος Επίκουρος Καθηγητής ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΔΕΑ Νικόλαος Καρανάσιος Επίκουρος Καθηγητής Είναι η υπόθεση ότι μια ομάδα ανθρώπων έχει τη δυνατότητα να παράγει ένα αγαθό ή μια υπηρεσία, με τρόπο τέτοιο που: Να υπάρχουν αρκετοί καταναλωτές,

Διαβάστε περισσότερα

Χρήση. Αποκρυπτογράφηση

Χρήση. Αποκρυπτογράφηση Εύρεση Ανακαλύφθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα στην Κνωσό από τον Άρθουρ Έβανς, που την ονόμασε έτσι επειδή χρησιμοποιούσε γραμμικούς χαρακτήρες (και όχι εικονιστικούς, όπως η μινωική ιερογλυφική γραφή)

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΜΠ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Πρόγραμμα Διατμηματικών Μεταπτυχιακών Σπουδών Εξειδίκευσης ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ. Σοφία

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Νικόλαος Χ. Μπέκας Greek classroom of Masterστην "Κοινωνική Παιδαγωγική και μάχη ενάντια στη νεανική

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1 Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα Earl Babbie Κεφάλαιο 2 Έρευνα και θεωρία 2-1 Σύνοψη κεφαλαίου Μερικά παραδείγματα της κοινωνικής επιστήμης Επιστροφή σε δύο συστήματα λογικής Παραγωγική συγκρότηση θεωρίας

Διαβάστε περισσότερα

Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε

Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ ΣΤΗ: http //blgs.sch.gr/anianiuris ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ: Νιανιούρης Αντώνης (email: anianiuris@sch.gr) Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε Διηγούμαστε ή αφηγούμαστε ένα γεγονότος, πραγματικό

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΑΘΗΝΑ : ΓΝΩΡΙΖΩ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΑΓΑΠΩ

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΑΘΗΝΑ : ΓΝΩΡΙΖΩ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΑΓΑΠΩ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2013 2014 ΑΘΗΝΑ : ΓΝΩΡΙΖΩ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΑΓΑΠΩ Κατά το τρέχον σχολικό έτος, οι μαθητές των Δ1 και ΣΤ τάξεων του σχολείου μας, στα πλαίσια της υλοποίησης προγραμμάτων σχολικών δραστηριοτήτων,

Διαβάστε περισσότερα

Ενημερωτικό Δελτίο Μάιος-Ιούνιος 2018

Ενημερωτικό Δελτίο Μάιος-Ιούνιος 2018 Η εκπομπή μαγειρικής «ΜΙΑ ΒΑΛΙΤΣΑ ΓΕΥΣΕΙΣ» η οποία συγχρηματοδοτείται από το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και την Κυπριακή Δημοκρατία, που στόχο έχει να μας ταξιδέψει στον κόσμο μέσω της γαστρονομίας.

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014 Βασικές έννοιες και αρχές της τουριστικής βιομηχανίας/ Η

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΠΙΩΝ: Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΠΙΩΝ: Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΠΙΩΝ: Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ Αγαπητοί κυρίες και κύριοι, Η διαφορετικότητα των φυσικών και ανθρώπινων συνθηκών ορίζει τα τοπία των περιοχών μας. Αυτό

Διαβάστε περισσότερα

Θεματική Ενότητα: ΔΕΟ 11 Εισαγωγή στη Διοικητική Επιχειρήσεων και Οργανισμών. 1 η Γραπτή Εργασία. Ενδεικτικές Απαντήσεις

Θεματική Ενότητα: ΔΕΟ 11 Εισαγωγή στη Διοικητική Επιχειρήσεων και Οργανισμών. 1 η Γραπτή Εργασία. Ενδεικτικές Απαντήσεις Πρόγραμμα Σπουδών: Διοίκηση Επιχειρήσεων και Οργανισμών Θεματική Ενότητα: ΔΕΟ 11 Εισαγωγή στη Διοικητική Επιχειρήσεων και Οργανισμών Ακαδημαϊκό Έτος: 2018-19 1 η Γραπτή Εργασία Ενδεικτικές Απαντήσεις Θέμα

Διαβάστε περισσότερα

Μεταγνωστικές διεργασίες και αυτο-ρύθμιση

Μεταγνωστικές διεργασίες και αυτο-ρύθμιση Πρόλογος Tα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια υπάρχουν δύο έννοιες που κυριαρχούν διεθνώς στο ψυχολογικό και εκπαιδευτικό λεξιλόγιο: το μεταγιγνώσκειν και η αυτο-ρυθμιζόμενη μάθηση. Παρά την ευρεία χρήση

Διαβάστε περισσότερα

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα Ηφαίστειο της Θήρας Η Μινωική Κρήτη λόγω της εμπορικής αλλά και στρατηγικής θέσης της έγινε γρήγορα μεγάλη ναυτική και εμπορική δύναμη. Οι Μινωίτες πωλούσαν τα προϊόντα τους σε όλη τη Μεσόγειο με αποτέλεσμα

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών koutsouris@aua.gr

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών koutsouris@aua.gr ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών koutsouris@aua.gr Ενδογενής ανάπτυξη αξιοποίηση των τοπικών πόρων τοπικός προσδιορισμός των αναπτυξιακών προοπτικών - στόχων τοπικός

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΠΠΣ. ΔΕΠΠΣ και ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΔΕΠΠΣ. ΔΕΠΠΣ και ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ ΔΕΠΠΣ ΔΕΠΠΣ και ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών ΔΕΠΠΣ Φ.Ε.Κ., 303/13-03-03, τεύχος Β Φ.Ε.Κ., 304/13-03-03, τεύχος Β Ποιοι λόγοι οδήγησαν στην σύνταξη των ΔΕΠΠΣ Γενικότερες ανάγκες

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι Ενότητα #2: Βασικές Γνώσεις I Εισαγωγή Νικόλαος Καραπιδάκης Τμήμα Ιστορίας Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

στις οποίες διαμορφώθηκαν οι ιστορικοί και οι πολιτισμικοί όροι για τη δημοκρατική ισότητα: στη δυτική αντίληψη της ανθρώπινης οντότητας, το παιδί

στις οποίες διαμορφώθηκαν οι ιστορικοί και οι πολιτισμικοί όροι για τη δημοκρατική ισότητα: στη δυτική αντίληψη της ανθρώπινης οντότητας, το παιδί 160 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Τα δικαιώματα του παιδιού και οι συνέπειες της αναγνώρισής τους σε διεθνές επίπεδο αντιπροσωπεύουν μια τεράστια αλλαγή των αντιλήψεων και των νοοτροπιών για το παιδί, γεγονός που συνοδεύτηκε

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Μετά τον εντοπισμό και καθορισμό των αρχαιολογικών θέσεων, καθώς και τη μεταφορά των απαραίτητων υλικών και εργαλείων, το επόμενο σημαντικό στάδιο είναι η ανασκαφή

Διαβάστε περισσότερα

Μαθηση και διαδικασίες γραμματισμού

Μαθηση και διαδικασίες γραμματισμού Μαθηση και διαδικασίες γραμματισμού Τι είδους δραστηριότητα είναι ο γραμματισμός; Πότε, πώς και γιατί εμπλέκονται οι άνθρωποι σε δραστηριότητες εγγραμματισμού; Σε ποιες περιστάσεις και με ποιο σκοπό; Καθημερινές

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ»

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Περιληπτική Απόδοση Κειμένων ΑΣΚΗΣΗ: Να αποδώσετε περιληπτικά το περιεχόμενο του κειμένου που ακολουθεί σε μία παράγραφο 100 έως 120 λέξεων. (Πανελλαδικές Εξετάσεις

Διαβάστε περισσότερα

Αφορμή μαθήματος : Κλιπ ναυμαχία Ναβαρίνο ή Χάρτες ή Ιστορικά γεγονότα προϋπάρχουσα γνώση παραλληλισμός χρονολογιών

Αφορμή μαθήματος : Κλιπ ναυμαχία Ναβαρίνο ή Χάρτες ή Ιστορικά γεγονότα προϋπάρχουσα γνώση παραλληλισμός χρονολογιών Αφορμή μαθήματος : Κλιπ ναυμαχία Ναβαρίνο ή Χάρτες ή Ιστορικά γεγονότα προϋπάρχουσα γνώση παραλληλισμός χρονολογιών Να κατανοήσουν οι μαθητές το ρόλο των μεγάλων δυνάμεων και τη σημασία που είχαν πριν

Διαβάστε περισσότερα

Διδακτική πρόταση 4: Συνοπτικό πλαίσιο πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης. Ερώτημα-κλειδί Πώς οργανωνόμαστε από τα πολύ παλιά χρόνια μέχρι σήμερα;

Διδακτική πρόταση 4: Συνοπτικό πλαίσιο πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης. Ερώτημα-κλειδί Πώς οργανωνόμαστε από τα πολύ παλιά χρόνια μέχρι σήμερα; Πώς οργανωνόμαστε; Διδακτική πρόταση 4: Συνοπτικό πλαίσιο πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης Ερώτημα-κλειδί Πώς οργανωνόμαστε από τα πολύ παλιά χρόνια μέχρι σήμερα; Σύνδεση με το προηγούμενο μάθημα Στα

Διαβάστε περισσότερα

Κακοποίηση Ζώων Συντροφιάς

Κακοποίηση Ζώων Συντροφιάς Κακοποίηση Ζώων Συντροφιάς VPRC VPRC Δ.1 Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ VPRC- - Εμπιστευτικό Proastiakos.net 17993 // Δ.2 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η VPRC, με την ευαισθησία που τη διακρίνει σε θέματα που αφορούν στα ζώα συντροφιάς,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή..2. - Iστορική αναδρομή...3-4. - Περιγραφή του χώρου...5-8. - Επίλογος...9. - Βιβλιογραφία 10

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή..2. - Iστορική αναδρομή...3-4. - Περιγραφή του χώρου...5-8. - Επίλογος...9. - Βιβλιογραφία 10 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ - Γενική Εισαγωγή..2 - Iστορική αναδρομή....3-4 - Περιγραφή του χώρου.....5-8 - Επίλογος...9 - Βιβλιογραφία 10 1 Γενική Εισαγωγή Επίσκεψη στο Επαρχιακό Μουσείο Πάφου Το Επαρχιακό Μουσείο της

Διαβάστε περισσότερα

Σοφία Αυγερινού-Κολώνια, Καθηγήτρια

Σοφία Αυγερινού-Κολώνια, Καθηγήτρια ΕΜΠ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Πρόγραμμα Διατμηματικών Μεταπτυχιακών Σπουδών Εξειδίκευσης ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ. Σοφία

Διαβάστε περισσότερα

Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ. Χρωματίστε τη γραμμή του χρόνου Α.. Β.. Γ...

Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ. Χρωματίστε τη γραμμή του χρόνου Α.. Β.. Γ... Χρωματίστε τη γραμμή του χρόνου 1) Καταγράφω τους τρεις (3) σημαντικότερους πολιτισμούς που εμφανίστηκαν στον ελλαδικό χώρο κατά την εποχή του χαλκού: Α.. Β.. Γ... 2) Επιλέξτε ποιες λέξεις της στήλης Β

Διαβάστε περισσότερα

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης; ΕΘΝΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ Παραδοχές Εκπαίδευση ως μηχανισμός εθνικής διαπαιδαγώγησης. Καλλιέργεια εθνικής συνείδησης. Αίσθηση ομοιότητας στο εσωτερικό και διαφοράς στο εξωτερικό Αξιολόγηση ιεράρχηση εθνικών ομάδων.

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών Dr. Anthony Montgomery Επίκουρος Καθηγητής Εκπαιδευτικής & Κοινωνικής Πολιτικής antmont@uom.gr Ποιός είναι ο σκοπός του μαθήματος μας? Στο τέλος του σημερινού μαθήματος,

Διαβάστε περισσότερα