H ΕΠΙ ΡΑΣΗ ΤΗΣ ΟΡΑΣΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "H ΕΠΙ ΡΑΣΗ ΤΗΣ ΟΡΑΣΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ EΥΤΕΡΠΗ ΓΙΟΥΛΤΣΗ H ΕΠΙ ΡΑΣΗ ΤΗΣ ΟΡΑΣΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2006

2 Η Τριµελής Επιτροπή κ. Αναστασία Κωσταρίδου Ευκλείδη, επόπτρια κ. Γρηγόρης Κιοσέογλου κ. Φίλιππος Καργόπουλος

3 Στην οικογένειά µου

4 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ..... Όραση µετά την προσοχή, όραση πριν την προσοχή και όραση µε προσοχή... Αντίληψη, προσοχή και τα πειράµατα οπτικής αναζήτησης... Είδη προσοχής..... Η προσοχή και η µνήµη ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΥΤΕΡΟ ΟΡΑΣΗ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ. Όραση πριν την προσοχή. ιαφορά επιµερισµένης & εστιασµένης προσοχής από την όραση πριν την προσοχή Η θεωρία ολοκλήρωσης χαρακτηριστικών.. Η διαφορά της όρασης πριν την προσοχή από την αυτοµατοποίηση.. Η εξέλιξη της µελέτης της όρασης πριν την προσοχή. Η θεωρία της κατευθυνόµενης αναζήτησης Η θεωρία ανίχνευσης σήµατος. Η εξέλιξη των θεωριών και της έρευνας για την προσοχή.. Όραση µετά την προσοχή. Η όραση µετά την προσοχή όταν υπάρχει προπαρουσίαση της προς αναζήτηση οθόνης Η όραση µετά την προσοχή ως επανάληψη της ίδιας οθόνης αναζήτησης. Η όραση µετά την προσοχή ως επανάληψη της ίδιας οθόνης αναζήτησης µε απλά ερεθίσµατα.. Η όραση µετά την προσοχή ως επανάληψη της ίδιας οθόνης αναζήτησης µε σηµασιολογικό υλικό. Η όραση µετά την προσοχή ως αποµνηµόνευση. Η όραση µετά την προσοχή και πάλι ως επανάληψη.. Τα συµπεράσµατα των Wolfe et al. (2000) ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΜΗ ΕΣΤΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ... 43

5 2 Τύφλωση στις αλλαγές.... Τύφλωση στην επανάληψη. Ανοιγοκλείσιµο της προσοχής Τύφλωση λόγω µη εστίασης της προσοχής Αντίληψη και µνήµη χωρίς εστιασµένη προσοχή... H οπτική λειτουργία χωρίς εστιασµένη προσοχή Πώς καθορίζεται το πού θα στραφεί η προσοχή... Θεωρίες περί προτεραιότητας της προσοχής.. Τι µπορεί τελικά να συµβεί υπό συνθήκες µη εστίασης της προσοχής ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΤΑΓΙΓΝΩΣΚΕΙΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΡΕΥΝΑ... Στόχος.. Το πειραµατικό σχέδιο της έρευνας... Οι υποθέσεις της έρευνας.. Σύγκριση της όρασης µετά την προσοχή µε την όραση πριν την προσοχή Σύγκριση της όρασης µετά την προσοχή µε την όραση µε προσοχή. Όραση µετά την προσοχή µε επαναφορά Όραση µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά.. Σύγκριση της όρασης µετά την προσοχή µε επαναφορά και της όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά..... Η επίδραση του πλήθους των ερεθισµάτων στην αντιληπτική και µνηµονική επεξεργασία.. Η επίδραση του είδους του υλικού στην αντιληπτική και µνηµονική επεξεργασία.. Σχέση του βαθµού βεβαιότητας µε την προσοχή.. Σχέση της ορθής επίδοσης στην οπτική αναζήτηση µε τις µεταγνωστικές κρίσεις.. Συνοπτικός πίνακας υποθέσεων ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΜΕΘΟ ΟΣ.... Συµµετέχοντες

6 3 Υλικό Σχήµατα Γράµµατα.. Πρόσωπα... Λέξεις ιαδικασία... Ο δείκτης d. Μεταγνωστικές ερωτήσεις ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒ ΟΜΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ... Επίδοση στην ορθή οπτική αναζήτηση Συνθήκη... Χρόνος.... Πλήθος... Υλικό.. Αλληλεπιδράσεις Αλληλεπίδραση Συνθήκης, Χρόνου και Υλικού. Αλληλεπίδραση Συνθήκης, Χρόνου και Πλήθους.. Χρόνος αντίδρασης στην οπτική αναζήτηση.. Συνθήκη.. Πλήθος Υλικό.. Αλληλεπιδράσεις Αλληλεπίδραση Συνθήκης, Πλήθους και Υλικού Αλληλεπίδραση Συνθήκης, Υλικού και Χρόνου Η όραση µετά την προσοχή σε ειδικές συνθήκες Βεβαιότητα, µεταγνωστικές κρίσεις και επίδοση Βεβαιότητα. Μεταγνωστικές κρίσεις.. Η επίδραση του φύλου, της σχολής και της ηλικίας ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓ ΟΟ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

7 4 Βασικά συµπεράσµατα της έρευνας Βεβαιότητα και µεταγνωστικές κρίσεις για την όραση µετά την προσοχή. Βεβαιότητα. Μεταγνωστικές κρίσεις.. Ποιος είναι τελικά ο ρόλος της όρασης µετά την προσοχή; Νέα δεδοµένα και ερωτήµατα ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.. ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ.. ABSTRACT

8 Ευχαριστίες Με την ολοκλήρωση της διδακτορικής µου διατριβής, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους εκείνους που µε στήριξαν µε κάθε τρόπο στην προσπάθειά µου αυτή. Ευχαριστώ ιδιαίτερα την επόπτρια καθηγήτριά µου κ. Αναστασία Κωσταρίδου Ευκλείδη, η οποία, µε υψηλό επίπεδο επαγγελµατισµού, µου παρείχε την πιο σηµαντική καθοδήγηση σε όλα τα στάδια της διαδροµής µου. Στις δυσκολίες που εύλογα προκύπτουν σε κάθε τέτοιο εγχείρηµα, οι υποδείξεις της και οι κατευθύνσεις που µου έδινε αποτέλεσαν βοήθεια θεµελιώδους σηµασίας. Θέλω ακόµη να την ευχαριστήσω για το γεγονός ότι η συµπαράστασή της ήταν συνεχής, πολύπλευρη και αδιάλειπτη, παρά τις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες ανέλαβε την εποπτεία µου. Στο σηµείο αυτό νιώθω την ανάγκη να αναφερθώ ιδιαίτερα στη µνήµη της καθηγήτριας Μαρίας Μάνιου Βακάλη, το πρόσωπο που προσδιόρισε αποφασιστικά τον προσανατολισµό των σπουδών µου, µου ενέπνευσε το ενδιαφέρον για την Πειραµατική Ψυχολογία, ενθάρρυνε την επιλογή µου να ακολουθήσω τη συγκεκριµένη κατεύθυνση σπουδών και µου έδειξε το δρόµο να προχωρήσω. Πολλές ευχαριστίες οφείλω επίσης στον αναπληρωτή καθηγητή κ. Γρηγόρη Κιοσέογλου για τις συµβουλές του σε ό,τι αφορά τον πειραµατικό σχεδιασµό της έρευνας, αλλά και για την εξαιρετικά σηµαντική βοήθεια που µου παρείχε στο στάδιο της στατιστικής επεξεργασίας των ερευνητικών δεδοµένων. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον αναπληρωτή καθηγητή κ. Φίλιππο Καργόπουλο για τη συµµετοχή του στη συµβουλευτική µου επιτροπή, τις χρήσιµες υποδείξεις του και το ενδιαφέρον που επέδειξε για την έρευνα. Στην έρευνα συµµετείχε σηµαντικός αριθµός φοιτητών από πολλές σχολές του Πανεπιστηµίου. Τους ευχαριστώ όλους για το ενδιαφέρον τους. Ιδιαίτερα όµως επιθυµώ να ευχαριστήσω τον αναπληρωτή καθηγητή της Ιατρικής Σχολής, κ. Γεώργιο Ανωγειανάκι και τον καθηγητή, Πρόεδρο του Τµήµατος ασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος κ. Αναστάσιο Νάστη, οι οποίοι συνέβαλαν καθοριστικά στη διευκόλυνση της πειραµατικής διαδικασίας, ενθαρρύνοντας τους φοιτητές να συµµετάσχουν στα πειράµατα και παρέχοντάς µου ακόµη και το περιβάλλον για την διεξαγωγή τους υπό συνθήκες που διασφάλιζαν την εγκυρότητα και την αξιοπιστία της έρευνας.

9 6 Για τη µεγάλη συµµετοχή φοιτητών στην έρευνα επιθυµώ ακόµη να ευχαριστήσω τον καθηγητή, Πρόεδρο του Τµήµατος Βιολογίας κ. Ζαχαρία Σκούρα, τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής κ. Ιωάννη Γαλάνη, τον αναπληρωτή καθηγητή Θεολογίας π. Βασίλειο Καλλιακµάνη, την λέκτορα του Τµήµατος Θεολογίας κ. Νίκη Παπαγεωργίου, τον αναπληρωτή καθηγητή του Τµήµατος Ποιµαντικής κ. Θεόδωρο Γιάγκου, τον λέκτορα του Τµήµατος ηµοσιογραφίας και ΜΜΕ κ. Περικλή Πολίτη, την Λέκτορα του Τµήµατος Ψυχολογίας κ. Ελευθερία Γωνίδα, την Επίκουρη καθηγήτρια του Τµήµατος Ψυχολογίας κ. Γλυκερία Πήτα, την Λέκτορα του Τµήµατος Ψυχολογίας κ. Ελβίρα Μασούρα, τον Λέκτορα του Τµήµατος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών κ. Τραϊανό Γιούλτση, τον Επίκουρο Καθηγητή του Τµήµατος Χηµείας κ. Γιάννη Ελευθεριάδη και την αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τµήµατος Χηµείας κ. Σοφία Πεγιάδου. Θερµές ευχαριστίες για τη βοήθειά του στον τοµέα της συµµετοχής φοιτητών στην έρευνα απευθύνω και στον κ. Ιωάννη Μπουζιανά. Ευχαριστώ ακόµη ιδιαίτερα την E. Γωνίδα για τις συµβουλές και τις υποδείξεις της και τον Τ. Γιούλτση για την κατασκευή του λογισµικού που χρησιµοποιήθηκε στην πειραµατική διαδικασία. Ευγνωµοσύνη οφείλω σε όλους τους ανθρώπους του οικογενειακού µου περιβάλλοντος για τη στήριξη των προσπαθειών µου. Κλείνοντας, ευχαριστώ όλους εκείνους που µε έκαναν να θυµάµαι µε τον καλύτερο τρόπο όλη τη διαδικασία εκπόνησης της διδακτορικής µου διατριβής, από την αρχή µέχρι και σήµερα.

10 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Στόχος της παρούσας έρευνας ήταν η µελέτη της όρασης µετά την προσοχή, δηλαδή της οπτικής αναπαράστασης ενός αντικειµένου στο οποίο νωρίτερα είχε επικεντρωθεί η προσοχή. Παράλληλα έγινε προσπάθεια σύγκρισης του οφέλους στην οπτική αναζήτηση από την όραση µετά την προσοχή σε σχέση µε την όραση πριν την προσοχή και την όραση µε προσοχή. Το αντικείµενο αυτό αποτελεί µια νέα κατεύθυνση έρευνας στο χώρο της Πειραµατικής Ψυχολογίας και ακολουθεί τις εξελίξεις που σηµειώθηκαν τις περασµένες δεκαετίες στο χώρο της προσοχής και της όρασης πριν την προσοχή. Πολύ λίγες έρευνες πάνω στην όραση µετά την προσοχή αναφέρονται µέχρι στιγµής στη διεθνή βιβλιογραφία, γεγονός που προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο ερευνητικό αυτό πεδίο. Η παρούσα εργασία αναπτύσσεται σε οκτώ κεφάλαια. Στο πρώτο, εισαγωγικό κεφάλαιο, δίνονται οι ορισµοί και οι περιγραφές της όρασης µετά την προσοχή, της όρασης πριν την προσοχή και της όρασης µε προσοχή, προκειµένου να γίνουν κατανοητές οι διεργασίες που εξετάζονται. Παράλληλα δίνονται διευκρινίσεις για το πειραµατικό πλαίσιο µέσα στο οποίο εντάσσονται τα παραπάνω. Πρόκειται για το χώρο της αντίληψης, της προσοχής και των πειραµάτων οπτικής αναζήτησης. Στο δεύτερο κεφάλαιο περιγράφονται τα ερευνητικά δεδοµένα και οι θεωρίες που έχουν διαµορφωθεί στα γνωστικά αντικείµενα της όρασης πριν και µετά την προσοχή. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται ερευνητικά ευρήµατα που συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης φαινοµένων υπό συνθήκες µη εστίασης της προσοχής. Ο λόγος που ένα τέτοιο κεφάλαιο συµπεριλαµβάνεται σε αυτήν την εργασία είναι ότι έχουν γίνει προσπάθειες παραλληλισµού πτυχών της όρασης µετά την προσοχή µε τέτοια φαινόµενα. Το τέταρτο κεφάλαιο αναφέρεται σε µεταγνωστικές διεργασίες που αφορούν την προσοχή, καθώς η έρευνα που διενεργήθηκε κατέγραψε τις µεταγνωστικές κρίσεις των συµµετεχόντων για την επίδοσή τους. Το πειραµατικό σχέδιο της έρευνας και οι υποθέσεις που διατυπώνονται ξετυλίγονται στο πέµπτο κεφάλαιο, ενώ ειδική αναφορά στη µεθοδολογία που χρησιµοποιήθηκε γίνεται στο έκτο κεφάλαιο. Έπονται τα αποτελέσµατα των στατιστικών αναλύσεων, στο έβδοµο κεφάλαιο, ενώ στο όγδοο και τελευταίο παρουσιάζονται τα βασικά συµπεράσµατα της έρευνας και επιχειρείται η σύνδεσή

11 8 τους µε τα νέα δεδοµένα που διαµορφώνονται στο χώρο της έρευνας πάνω στην αντίληψη και την προσοχή. ιατυπώνονται, τέλος, νέα ερωτήµατα που προκύπτουν από την παρούσα ερευνητική εργασία και δίνονται κατευθύνσεις για τη µελλοντική πορεία της πειραµατικής έρευνας στο γνωστικό αντικείµενο της προσοχής και της όρασης µετά την προσοχή.

12 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Όραση µετά την προσοχή, όραση πριν την προσοχή και όραση µε προσοχή H παρούσα έρευνα εξετάζει την όραση µετά την προσοχή, µε την οποία ασχολήθηκαν πρώτοι οι Wolfe, Klempen, και Dahlen (2000), ορίζοντάς την ως την οπτική αναπαράσταση ενός αντικειµένου στο οποίο νωρίτερα είχε επικεντρωθεί η προσοχή. Στην όραση µετά την προσοχή το ερευνητικό ενδιαφέρον αφορά την οπτική αναπαράσταση που προκύπτει από την εστίαση της προσοχής σε κάποιο σηµείο, µε δεδοµένο όµως ότι η προσοχή που πέρασε από τα συγκεκριµένα οπτικά ερεθίσµατα δε βρίσκεται πλέον πάνω σε αυτά, αλλά σε κάποιο άλλο σηµείο του οπτικού πεδίου. Ο όρος όραση µετά την προσοχή µπορεί να γίνει καλύτερα αντιληπτός αν τον αντιδιαστείλουµε µε τον όρο όραση πριν την προσοχή, για τον οποίο ο Neisser (1967) είχε αναφέρει ότι αντιπροσωπεύει το στάδιο της όρασης πριν να εστιαστεί η προσοχή στα ερεθίσµατα. Όπως εξήγησε, στο στάδιο αυτό γίνονται αντιληπτά τα βασικά χαρακτηριστικά του οπτικού πεδίου µε παράλληλο τρόπο, ενώ ο παρατηρητής που αναζητά κάτι συγκεκριµένο στο οπτικό πεδίο το βλέπει να ξεπηδά από αυτό. Από την πλευρά της η Treisman (1993) αναφέρει για την όραση πριν την προσοχή ότι είναι ένα στάδιο της αρχικής οπτικής εντύπωσης και λαµβάνει χώρα πριν από τη συνειδητή οπτική εµπειρία. Οι παραπάνω όροι παραπέµπουν στη λειτουργία της όρασης και περιέχουν τον όρο προσοχή για τον οποίο ο James (1890) είχε αναφέρει ότι πρόκειται για την κατάσταση κατά την οποία «το µυαλό παίρνει και κάνει κτήµα του, σε καθαρή και ζωντανή µορφή, ένα από τα δυνατά αντικείµενα που παρουσιάζονται ταυτοχρόνως µπροστά του. Τότε ένα κύριο αντικείµενο διατηρείται στο σηµείο εστίασης της προσοχής, ενώ τα άλλα προσωρινά καταστέλλονται» (σσ ). Η γνώση της φυσιολογικής λειτουργίας της όρασης είναι εξαιρετικά χρήσιµη για τον προσδιορισµό των ορίων της όρασης πριν την προσοχή, της όρασης µε προσοχή και της όρασης µετά την προσοχή. Κυρίαρχη θέση στη λειτουργία του οφθαλµού κατέχουν οι σακκαδικές κινήσεις, δηλαδή οι γρήγορες, απότοµες, διαδοχικές κινήσεις του οφθαλµού από το ένα σηµείο σε ένα άλλο που συµβαίνουν µε ρυθµό τριών ή τεσσάρων ανά δευτερόλεπτο (Becker, 1991). O Sanders (1993)

13 10 αναφέρει ότι η επεξεργασία οπτικών πληροφοριών χαρακτηρίζεται από µια συνεχή εναλλαγή εστιάσεων και σακκαδικών κινήσεων. Παράλληλα επισηµαίνει ότι οι πληροφορίες λαµβάνονται κατά τη διάρκεια των εστιάσεων και όχι κατά τις σακκαδικές κινήσεις, τις οποίες ο Morray (1993) χαρακτηρίζει ως περιόδους µη οπτικής επεξεργασίας. Ο Hoffman (1998) από την πλευρά του αναφέρει ότι ουσιαστικά το µάτι είναι «τυφλό» κατά τη διάρκεια των σακκαδικών κινήσεων και πληροφορίες εισέρχονται στον εγκέφαλο κατά τις εστιάσεις. Σε ό,τι αφορά τα χρονικά διαστήµατα σακκαδικών κινήσεων και εστιάσεων, ο Hoffman (1998) επισηµαίνει ότι οι εστιάσεις µεταξύ των σακκαδικών κινήσεων µπορεί να διαρκέσουν µέχρι και 250 msec. Η διάρκεια των σακκαδικών κινήσεων έχει προσδιοριστεί από 100 msec οι πιο γρήγορες µέχρι 225 msec οι κανονικές (Fisher & Weber, 1993). Στην περίπτωση των γρήγορων σακκαδικών κινήσεων δεν ενεργοποιείται η προσοχή, ενώ όταν ενεργοποιείται η προσοχή οι σακκαδικές κινήσεις διαρκούν 200 µε 225 msec (Fisher, 1986). Εφόσον η όραση µε προσοχή προϋποθέτει την εστίαση της προσοχής σε ένα αντικείµενο (James, 1890) και οι πληροφορίες εισέρχονται κατά τη διάρκεια των εστιάσεων (Sanders, 1993), ο ελάχιστος χρόνος που θα µπορούσε να σηµατοδοτεί την έναρξη της λειτουργίας της προσοχής είναι 250 msec. O χρόνος αυτός είναι µεγαλύτερος από το χρονικό διάστηµα που µπορεί να διαρκέσουν οι σακκαδικές κινήσεις (Fisher, 1986), συνεπώς αντιπροσωπεύει και την έναρξη των εστιάσεων, στη διάρκεια των οποίων προσλαµβάνονται οι πληροφορίες (Sanders, 1993). Αντίληψη, προσοχή και τα πειράµατα οπτικής αναζήτησης Εξίσου σηµαντική µε τη λειτουργία της όρασης είναι η λειτουργία της αντίληψης που ορίζεται ως «το µέσο µε το οποίο οι πληροφορίες αποκτώνται από το περιβάλλον µέσω των αισθήσεων και µετατρέπονται σε εµπειρίες αντικειµένων, γεγονότων, ήχων, γεύσεων κ.ά.» (Roth & Frisby, 1986, σ. 81). Αντίληψη και, πιο συγκεκριµένα, οπτική αντίληψη από τη µία πλευρά και προσοχή από την άλλη εξετάζονται από κοινού στα πειράµατα οπτικής αναζήτησης (Treisman & Gelade, 1980). Οι συµµετέχοντες σε τέτοια πειράµατα καλούνται να αναζητήσουν ένα συγκεκριµένο στοιχείο µέσα σε µια εικόνα και να απαντήσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα αν υπάρχει ή όχι στην εικόνα αυτή. Η αποτελεσµατικότητα της επίδοσης σε δοκιµασίες οπτικής αναζήτησης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες

14 11 όπως ο χρόνος παρουσίασης του ερεθίσµατος, η οµοιότητά του µε τα αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα, το πλήθος και η συνθετότητα των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων, το είδος τους (οπτικό ή λεκτικό υλικό ή συνδυασµός και των δύο) κ.ά. Σε αυτό το ερευνητικό πλαίσιο, το κύριο θέµα που απασχόλησε τους Wolfe et al. (2000) ήταν οι επιδράσεις της όρασης µετά την προσοχή στην αντίληψη και αν αυτή λειτουργεί αθροιστικά, δηλαδή αν όσο περισσότερο εστιάζει κανείς την προσοχή του σε κάποιο σηµείο τόσο περισσότερα ερεθίσµατα αναγνωρίζει αργότερα, εφόσον η προσοχή µεταφερθεί πλέον αλλού. Στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνήσει την οπτική αναπαράσταση που προκύπτει από την όραση µετά την προσοχή, την ικανότητά της να υποστηρίξει την εκτέλεση έργων όπως η οπτική αναζήτηση. Ειδικότερα, γίνεται προσπάθεια να συγκριθεί η όραση µετά την προσοχή µε την όραση µε προσοχή και την όραση πριν την προσοχή, ώστε να διαπιστωθεί τι µπορεί ένας παρατηρητής να συγκρατήσει από τα οπτικά ερεθίσµατα πριν να φτάσει η προσοχή σε αυτά, όταν βρεθεί η προσοχή σε αυτά και αφού φύγει η προσοχή από αυτά. Πέραν του ερευνητικού ενδιαφέροντος που αναπτύσσεται στο χώρο της πειραµατικής ψυχολογίας και ειδικότερα στο χώρο µελέτης της προσοχής, αξίζει να σηµειωθεί ότι η όραση µετά την προσοχή είναι ένα καινούριο πεδίο έρευνας που θα µπορούσε να έχει συγκεκριµένες πρακτικές προεκτάσεις. Εφόσον διαπιστωθεί ότι το σύντοµο πέρασµα της προσοχής από κάποιο σηµείο του οπτικού πεδίου και η επακόλουθη µεταφορά της προσοχής σε άλλο σηµείο µπορεί να έχει κάποια σηµασία από αντιληπτικής πλευράς, η γνώση αυτή θα µπορούσε να χρησιµοποιηθεί στο χώρο της εκπαίδευσης για τη διευκόλυνση της διαδικασίας µάθησης, στο πλαίσιο διαγνωστικών δοκιµασιών ή στο χώρο της ιατρικής έρευνας για τη διερεύνηση συγκεκριµένων αντιληπτικών ικανοτήτων, ακόµη και στο χώρο της διαφήµισης για τη χρήση της εικόνας ως µέσου προβολής µηνυµάτων. Είδη προσοχής Σε ό,τι αφορά την προσοχή είναι απαραίτητη η περαιτέρω αποσαφήνιση του όρου και των ειδών της προσοχής, προκειµένου να είναι πλήρως αντιληπτό το αντικείµενο της παρούσας έρευνας.

15 12 Καθοριστική στη µελέτη της προσοχής ήταν η έρευνα του Broadbent (1958), ο οποίος υποστήριξε ότι στο νευρικό σύστηµα υπάρχει ένα τµήµα όπου γίνεται η επιλογή των προς επεξεργασία ερεθισµάτων (που είναι γνωστό ως δίαυλος περιορισµένης ικανότητας) και ένας χώρος προσωρινής αποθήκευσης. Στο θεωρητικό του πρότυπο, γνωστό και ως θεωρία του φίλτρου ή θεωρία της πρώιµης επιλογής, ο Broadbent (1958) περιέγραψε τη βραχύχρονη µνήµη ως ένα φίλτρο που συγκρατεί ερεθίσµατα που δέχονται οι αισθήσεις. Ακολουθεί µια λειτουργία επιλογής προκειµένου κάποια από αυτά να περάσουν από το φίλτρο, τον λεγόµενο «δίαυλο περιορισµένης ικανότητας», και να τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας. Με άλλα λόγια, ο Broadbent (1958) µε το βιβλίο του Perception and Communication έδωσε το έναυσµα για τη µελέτη της επιλεκτικής προσοχής, που ορίζεται ως η επικέντρωση της προσοχής σε ένα µόνο ερέθισµα ή σε ορισµένα µόνο ερεθίσµατα και όχι σε κάποια άλλα (Colman, 2001). Στο πλαίσιο της επιλεκτικής προσοχής, εξαιρετικά δηµοφιλής είναι ο διαχωρισµός της προσοχής σε εστιασµένη και επιµερισµένη (Εysenck & Keane, 1995). Στην εστιασµένη προσοχή µπορεί µόνο ένα ερέθισµα να γίνει αντικείµενο επεξεργασίας ενώ στην επιµερισµένη η επεξεργασία αφορά πολλά ερεθίσµατα παράλληλα. Οι Εysenck και Keane (1995) επισήµαναν ότι από την έρευνα στον τοµέα της εστιασµένης προσοχής προκύπτουν σηµαντικά στοιχεία για το πώς οι άνθρωποι επιλέγουν συγκεκριµένα ερεθίσµατα για να επεξεργαστούν και όχι άλλα, και διαχωρίζουν την εστιασµένη προσοχή σε ακουστική και οπτική. Από την άλλη πλευρά, συνάρτησαν την επιµερισµένη προσοχή µε τις αυτοµατοποιηµένες αντιληπτικές διεργασίες σε αντιληπτικά έργα. Παράλληλα οι Treisman και Gormican (1988), επιχειρώντας να άρουν τις αυστηρές διαχωριστικές γραµµές ανάµεσα στα είδη της προσοχής, έκαναν λόγο για ένα συνεχές προσοχής, µε άκρα την επιµερισµένη και την εστιασµένη προσοχή. Εξήγησαν ότι όσο στενεύει το παράθυρο της προσοχής, η τελευταία επικεντρώνεται σε συγκεκριµένα σηµεία, ενώ όσο διευρύνεται µπορούν να γίνουν αντιληπτά στοιχεία του οπτικού πεδίου που βρίσκονται στην περιφέρεια. Ακολούθησε πληθώρα ερευνών, ιδιαίτερα στον τοµέα της νευροψυχολογίας, µε στόχο να αποδοθούν συγκεκριµένες λειτουργίες σε συγκεκριµένα σηµεία του εγκεφάλου. Οι Posner και Peterson (1990) έκαναν λόγο για διαφορετικά συστήµατα προσοχής στον ανθρώπινο εγκέφαλο που επιτελούν διαφορετικές διεργασίες. Ειδικότερα, µίλησαν για ένα σύστηµα προσοχής που επιλέγει συγκεκριµένα

16 13 ερεθίσµατα, αφήνοντας τα υπόλοιπα εκτός προσοχής, ένα σύστηµα επαγρύπνησης που διατηρεί το επίπεδο ενεργοποίησης της προσοχής, και ένα σύστηµα προσανατολισµού της προσοχής ώστε να ενεργοποιεί, να µεταφέρει και να απενεργοποιεί την προσοχή στο χώρο. Με αυτή τη θεωρητική αφετηρία οι Robertson, Ward, Ridgeway και Nimmo- Smith (1994) δηµιούργησαν ένα τεστ καθηµερινής προσοχής στο οποίο εξετάζουν συγκεκριµένες µορφές της. Πρόκειται για την επιλεκτική προσοχή (κατά την οποία επιλέγονται οι πληροφορίες που θα υποστούν επεξεργασία και αποκλείονται οι υπόλοιπες), τη συντηρούµενη προσοχή (που είναι απαραίτητη για την εκτέλεση ενός έργου), και την εναλλαγή της προσοχής (για την ενεργοποίηση και την απενεργοποίηση της προσοχής όταν αυτό είναι απαραίτητο). Η συντηρούµενη προσοχή και η εναλλαγή της προσοχής (µεταξύ ενεργοποίησης και απενεργοποίησης) άπτονται ζητηµάτων ελέγχου της αντίληψης και της συµπεριφοράς. Οµοιότητες αλλά και διαφορές από τις ταξινοµήσεις των Posner και Peterson (1990) και των Robertson et al. (1994) σε είδη προσοχής παρουσιάζει η αναφορά των Baddeley και Weiskrantz (1993) στην προσοχή µε όρους επιλογής των ερεθισµάτων που θα τεθούν σε επεξεργασία, ενηµερότητας για τις διεργασίες που ενεργοποιούνται στο πλαίσιο της προσοχής, και ελέγχου της όλης διαδικασίας. Η οµοιότητα έγκειται στην αναφορά της επιλεκτικής προσοχής. Η διαφορά παρουσιάζεται στα άλλα δύο είδη προσοχής, αν και εκεί θα µπορούσαν ίσως να διατυπωθούν εκτιµήσεις για κοινά στοιχεία. Σχετικά µε την προσοχή ως επιλογή, το έργο της Treisman (1960, 1982, 1985, 1986, 1988, 1993) έριξε φως στη µελέτη της οπτικής αντίληψης χαρακτηριστικών και αντικειµένων και το ρόλο της προσοχής στην επιλογή τέτοιων χαρακτηριστικών για τη δηµιουργία σύνθετων και οργανωµένων αναπαραστάσεων. Σχετικά µε την προσοχή ως ενηµερότητα, εκδηλώθηκε ενδιαφέρον για το κατά πόσο η προσοχή είναι συνειδητή λειτουργία ή όχι και κατά πόσο κατά την οπτική αντίληψη και την προσοχή υπάρχει ενηµερότητα των διαδικασιών αυτών ή όχι (Weiskrantz, 1993). Ιδιαίτερη σηµασία απέδωσε ο Weiskrantz (1993) στη «µη συνειδητή επεξεργασία», στην οποία αποδίδει την αντιληπτική επεξεργασία που εκτελείται χωρίς ενηµερότητα. Ανέφερε ότι στο χώρο αυτό υπήρξαν πολλές αντικρουόµενες απόψεις, γεγονός που προκάλεσε ακόµη µεγαλύτερο ερευνητικό ενδιαφέρον.

17 14 Σχετικά µε τον έλεγχο της προσοχής σε σύνθετα κυρίως έργα, οι Baddeley και Weiskrantz (1993) του απέδωσαν περισσότερο έναν ρόλο επίβλεψης επί των αντιληπτικών επιµέρους λειτουργιών. Αυτή ήταν η αφορµή που ο Baddeley (1993) άρχισε να διερωτάται αν θα πρέπει να µιλάµε για ένα σύστηµα «εργαζόµενης προσοχής» κατά το πρότυπο του συστήµατος «εργαζόµενης µνήµης», στο οποίο ο κεντρικός επεξεργαστής διαδραµατίζει τον επιβλέποντα ρόλο στη λειτουργία των επιµέρους συστηµάτων, οπτικού και λεκτικού (Baddeley & Hitch, 1974). ίνοντας απάντηση στο ερώτηµά του πρότεινε τη συνέχιση χρήσης του όρου «εργαζόµενη µνήµη» αν και, όπως τόνισε, ο κεντρικός επεξεργαστής του συστήµατος της εργαζόµενης µνήµης αφορά πράγµατι την προσοχή και το συντονισµό των επιµέρους συστηµάτων και όχι την αποθήκευση στη βραχύχρονη µνήµη. Επεκτείνοντας τον προβληµατισµό για την έννοια του ελέγχου οι Shallice και Burgess (1993) διαφοροποίησαν τον έλεγχο της προσοχής επί των αντιληπτικών λειτουργιών από τον έλεγχο της προσοχής επί των γνωστικών λειτουργιών, όπως ο έλεγχος της δράσης και οι διαδικασίες σκέψης. Ακολούθησαν άλλωστε το µοντέλο των Norman και Shallice (1980), που έκανε λόγο για χαµηλότερου επιπέδου έλεγχο της προσοχής και υψηλότερου επιπέδου έλεγχο της προσοχής. Ο πρώτος ενεργοποιεί αντιληπτικά σχήµατα και επιλέγει ρουτίνες, ενώ ο δεύτερος χαρακτηρίζεται ως σύστηµα επίβλεψης που ενεργοποιείται σε συνθήκες λήψης αποφάσεων, διόρθωσης λαθών, πρωτόγνωρων ή επικίνδυνων καταστάσεων που απαιτούν την υπέρβαση από µια συνηθισµένη αντίδραση. Η παρούσα έρευνα χρησιµοποίησε δοκιµασίες οπτικής αναζήτησης και εξέτασε καθαρά την προσοχή ως επιλογή σε αντιληπτικές διαδικασίες καθώς ζητήθηκε σε κάθε περίπτωση η αναζήτηση ενός συγκεκριµένου χαρακτηριστικού στην οθόνη ενός υπολογιστή και η απάντηση στην ερώτηση αν υπάρχει ή όχι το χαρακτηριστικό αυτό. Ωστόσο έγινε µια προσπάθεια να εξεταστεί η επιλεκτική προσοχή και σε σχέση µε το βαθµό ενηµερότητας των συµµετεχόντων γι αυτήν καθώς µετά την ολοκλήρωση της έρευνας οι συµµετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις για την επίδοσή τους. Με τα δεδοµένα αυτά δεν εξετάστηκε καθόλου η προσοχή µε την έννοια του ελέγχου, είτε αντιληπτικού, είτε γνωστικού. Για το λόγο αυτό στη συνέχεια όταν χρησιµοποιείται ο όρος προσοχή θα αναφέρεται στην επιλεκτική προσοχή που εξετάζεται από τη συγκεκριµένη έρευνα.

18 15 Η προσοχή και η µνήµη Εκτός από τη µελέτη της προσοχής µε την έννοια της επιλογής, η παρούσα έρευνα εξέτασε και τη σχέση της επιλεκτικής προσοχής µε τη µνήµη. Με αφορµή τον προβληµατισµό του Baddeley (1993) περί «εργαζόµενης µνήµης» ή «εργαζόµενης προσοχής» και λόγω της στενής σχέσης µνήµης και προσοχής είναι απαραίτητη µια αρχική διευκρίνιση για τη µνήµη και το πώς εξετάστηκε επί του παρόντος. Ο Βaddeley (1990) ορίζει τη µνήµη ως «ένα σύστηµα αποθήκευσης και ανάκλησης πληροφοριών, οι οποίες αποκτώνται µέσω των αισθήσεων» (σ.13). ιευκρινίζει όµως ότι υπάρχουν υποσυστήµατα της µνήµης που διαφοροποιούνται, ανάλογα µε τη διάρκεια της αποθήκευσης, από κλάσµατα του δευτερολέπτου µέχρι για µια ζωή και, ανάλογα µε την ικανότητα αποθήκευσης στη µνήµη, από µικρές προσωρινές αποθήκες στοιχείων µέχρι το σύστηµα της µακρόχρονης µνήµης. Επιχειρώντας µια αρχική περιγραφή των επιµέρους συστηµάτων µνήµης ο Baddeley (1990) αναφέρει την αισθητηριακή µνήµη, στην οποία διατηρούνται πληροφορίες για κλάσµατα του δευτερολέπτου, την βραχύχρονη ακουστική και οπτική µνήµη, από τις οποίες προκύπτει ένα µνηµονικό ίχνος που διαρκεί για λίγα δευτερόλεπτα και τη µακρόχρονη µνήµη για σηµασίες, που παραµένει ενεργή για πολύ µεγάλα χρονικά διαστήµατα. Συνεπώς ο Baddeley (1990) θεωρεί ότι η αισθητηριακή µνήµη χρονικά ενεργοποιείται πριν το ένα δευτερόλεπτο ενώ από το ένα δευτερόλεπτο ξεκινά η βραχύχρονη µνήµη. Με την τοποθέτηση αυτή συµφωνεί ο Newell (1990), ο οποίος στο πλαίσιο της περιγραφής του για τα επίπεδα βιολογικής, γνωστικής, ορθολογικής και κοινωνικής λειτουργίας του γιγνώσκειν θεωρεί το ένα δευτερόλεπτο ως το κρίσιµο όριο από το οποίο ξεκινά η βραχύχρονη αποθήκευση στη µνήµη. Ειδικότερα, σύµφωνα µε τον «πίνακα χρονικών ορίων και επιπέδων» του Newell (1990), 10 χιλιοστά του δευτερολέπτου (milliseconds) είναι ο χρόνος που αποδίδεται σε ένα νευρωνικό κύκλωµα ώστε ορισµένοι νευρώνες να ενεργοποιηθούν ώστε να µεταβιβάσουν ένα σήµα για την αντίληψη ενός απλού συµβόλου. Αυτό θεωρείται το κατώτατο βιολογικό όριο της αντίληψης που εκτιµάται ότι διαδραµατίζεται σε αυτοµατοποιηµένο επίπεδο. Τα 100 χιλιοστά του δευτερολέπτου θεωρούνται ως το όριο από το οποίο ξεκινά η στοιχειώδης γνωστική λειτουργία, που σηµατοδοτεί την έναρξη της ενεργοποίησης των µηχανισµών εστίασης της προσοχής. Η ουσιώδης γνωστική λειτουργία, που προϋποθέτει τη βραχύχρονη µνήµη, αρχίζει

19 16 από το 1 δευτερόλεπτο τουλάχιστον ενώ µια ενότητα απλών γνωστικών λειτουργιών απαιτεί περίπου 10 δευτερόλεπτα. To επόµενο επίπεδο, αυτό της ορθολογικής επεξεργασίας, απαιτεί από ένα λεπτό έως µία ώρα, ενώ το επίπεδο της κοινωνικής λειτουργίας εκτείνεται από µία µέρα σε ένα µήνα ή και περισσότερο. Στην παρούσα έρευνα η µεταβλητή Χρόνος είναι εξαιρετικά κρίσιµη καθώς τα πειράµατα οπτικής αναζήτησης που εφαρµόστηκαν περιλάµβαναν την παρουσίαση οπτικών ερεθισµάτων για χρόνους µέχρι και ένα δευτερόλεπτο και απαιτούσαν την γρήγορη αντίδραση των συµµετεχόντων. Η αισθητηριακή µνήµη εξετάστηκε στις περιπτώσεις που ο χρόνος παρουσίασης των ερεθισµάτων ήταν µικρότερος από ένα δευτερόλεπτο. Η βραχύχρονη µνήµη εξετάστηκε στις περιπτώσεις που ο χρόνος παρουσίασης των ερεθισµάτων ήταν ένα δευτερόλεπτο. Σε ό,τι αφορά τη σχέση της προσοχής µε τη µνήµη, µετά τον προβληµατισµό του Baddeley (1993) περί «εργαζόµενης µνήµης» ή «εργαζόµενης προσοχής» και οι Pashler και Johnston (1998) αναφέρουν την άποψη ότι οι περιορισµοί στις δυνατότητες της προσοχής µπορούν να παραλληλιστούν µε αυτούς της εργαζόµενης µνήµης. Κάνουν επίσης λόγο για στενή και σηµαντική σχέση µεταξύ προσοχής και εργαζόµενης µνήµης και παρουσιάζουν εξειδικευµένες έρευνες σχετικά µε το βαθµό αλληλοεπικάλυψης των παραπάνω λειτουργιών. Στην παρούσα έρευνα, προσοχή και µνήµη συνυπάρχουν. Πιο συγκεκριµένα, συνυπάρχουν από τη µία πλευρά η επιλεκτική προσοχή και από την άλλη η αισθητηριακή µνήµη και η βραχύχρονη µνήµη. Οποιαδήποτε αποτελέσµατα θα εκτιµηθούν στο πλαίσιο αυτό προκειµένου να διασαφηνιστεί αν η όραση πριν την προσοχή, η όραση µε προσοχή και η όραση µετά την προσοχή µπορούν να υποστηρίξουν δοκιµασίες οπτικής αναζήτησης, σε επίπεδο αισθητηριακής µνήµης ή σε επίπεδο βραχύχρονης µνήµης.

20 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΟΡΑΣΗ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ Όραση πριν την προσοχή Η παρούσα έρευνα αφορά την όραση µετά την προσοχή η οποία, ωστόσο, εξετάζεται σε σχέση µε την όραση πριν την προσοχή. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητη η διευκρίνιση της λειτουργίας και των µηχανισµών της όρασης πριν την προσοχή. Με αφετηρία τη διαπίστωση ότι στην περίπτωση των γρήγορων σακκαδικών κινήσεων (100 msec) δεν ενεργοποιείται η προσοχή, ενώ όταν ενεργοποιείται η προσοχή, οι σακκαδικές κινήσεις διαρκούν τουλάχιστον 200 msec (Fisher, 1986), η πειραµατική έρευνα της προσοχής στράφηκε στο πεδίο της όρασης πριν την προσοχή, δηλαδή της όρασης πριν να υπάρξει εστίαση της προσοχής στο ερέθισµα. Ήδη από το 1967 ο Neisser στο βιβλίο του Cognitive Psychology είχε θέσει το ερώτηµα αν η αντίληψη του ερεθίσµατος στόχου κατά την οπτική αναζήτηση είναι διαδικασία διαδοχική ή παράλληλη. Στο πλαίσιο των πειραµάτων οπτικής αναζήτησης ο Neisser (1967) ασχολήθηκε µε τις περιπτώσεις στις οποίες ο στόχος φαίνεται να «ξεπηδά» από την οθόνη και τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ο παρατηρητής θα πρέπει να εστιάζει την προσοχή του σε κάθε ένα από τα αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα. Απέδωσε την πρώτη σε λειτουργίες όρασης πριν την προσοχή εκτιµώντας πως πριν να εστιαστεί η προσοχή στα ερεθίσµατα υπάρχει ένα στάδιο κατά το οποίο γίνονται αντιληπτά τα χαρακτηριστικά του προς αναζήτηση στοιχείου µε παράλληλο τρόπο. Στο ίδιο στάδιο απέδωσε και τη διάκριση της βασικής δοµής του οπτικού ερεθίσµατος. Στο ίδιο αντικείµενο µελέτης οι Treisman και Gelade (1980) διεξήγαγαν µια σειρά από πειράµατα οπτικής αναζήτησης και κατέληξαν στη διαµόρφωση της θεωρίας ολοκλήρωσης χαρακτηριστικών. Το πνεύµα της θεωρίας ήταν σύµφωνο µε τη θέση του Neisser (1967) ότι η αναζήτηση χαρακτηριστικών κατά την οπτική αντίληψη γίνεται µε παράλληλο τρόπο. Ωστόσο εισήγαγε ένα νέο όρο, αυτόν της σύζευξης χαρακτηριστικών. Ο όρος σύζευξη χαρακτηριστικών περιγράφει τη συνύπαρξη δύο χαρακτηριστικών στοιχείων σε ένα ερέθισµα, για παράδειγµα σχήµα και χρώµα. Τα αποτελέσµατα των σχετικών πειραµάτων οδήγησαν στη διαπίστωση

21 18 ότι η διάκριση της βασικής δοµής του οπτικού ερεθίσµατος είναι εύκολη διαδικασία όταν αφορά απλά χαρακτηριστικά ωστόσο δυσκολεύει ιδιαίτερα και απαιτεί προσοχή όταν αφορά µια σύζευξη χαρακτηριστικών (Treisman & Gelade, 1980). ιαφορά επιµερισµένης και εστιασµένης προσοχής από την όραση πριν την προσοχή Η έρευνα οδηγήθηκε στην ανάγκη περαιτέρω διευκρινίσεων σχετικά µε τους όρους «επιµερισµένη προσοχή», «εστιασµένη προσοχή» και «όραση πριν την προσοχή». Οι Treisman και Gormican (1988) µελέτησαν την επιλεκτική προσοχή και, πιο συγκεκριµένα, την εστιασµένη και την επιµερισµένη προσοχή. Στην επιµερισµένη προσοχή αποδόθηκαν λειτουργίες όπως η διάκριση της βασικής δοµής ενός ερεθίσµατος, η παράλληλη οπτική επεξεργασία κατά την οποία ο στόχος να φαίνεται πως «ξεπηδά» από την οθόνη και η γενική αναζήτηση της σειράς και του σχήµατος των αντικειµένων (Donnelly, Humphreys, & Riddoch, 1991). Η εστιασµένη προσοχή, αντιστοίχως, θεωρήθηκε υπεύθυνη για τον ακριβή εντοπισµό της θέσης των αντικειµένων στο χώρο και τη συνένωση χαρακτηριστικών (Treisman, 1993). Οι παραπάνω επισηµάνσεις και η αναφορά του Neisser (1967) ότι στην όραση πριν την προσοχή ο παρατηρητής βλέπει ένα ερέθισµα να «ξεπηδά» από το οπτικό πεδίο οδήγησαν στην ανάγκη διάκρισης της επιµερισµένης προσοχής από την όραση πριν την προσοχή. Οι Treisman και Gormican (1988) ανέφεραν ότι η όραση πριν την προσοχή δεν επηρεάζει άµεσα τις αντιδράσεις ή την εµπειρία. Είναι στάδιο της αρχικής οπτικής εντύπωσης πριν από την προσοχή κατά την οποία λαµβάνονται πληροφορίες από το οπτικό πεδίο. Πρόκειται για διεργασία αντίληψης χαρακτηριστικών, κατά την οποία δεν υπάρχει ενηµερότητα και προηγείται της συνειδητής οπτικής εµπειρίας. εν υπόκειται εξάλλου σε κανενός είδους έλεγχο. Η Treisman (1993) υποστήριξε πως η επιµερισµένη προσοχή έπεται της όρασης πριν την προσοχή και ενεργοποιείται για να συνενώσει σε ένα σύνολο και να ολοκληρώσει τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτήν και αφορούν τους «χάρτες» χαρακτηριστικών. Παράλληλα, η επιµερισµένη προσοχή επιτρέπει τη συνειδητή πρόσβαση στα γενικά χαρακτηριστικά που βρίσκονται στο οπτικό πεδίο.

22 19 Συµπερασµατικά, κύριες διαφορές µεταξύ της όρασης πριν την προσοχή και της επιµερισµένης προσοχής είναι ότι η πρώτη προηγείται χρονικά της δεύτερης, η πρώτη δεν είναι συνειδητή, ενώ η δεύτερη είναι, και η επιµερισµένη προσοχή οργανώνει τις πληροφορίες που λαµβάνει από την όραση πριν την προσοχή. Η θεωρία ολοκλήρωσης χαρακτηριστικών Πιο συγκεκριµένα, η Treisman (1993) µελέτησε την οπτική αντίληψη χαρακτηριστικών και αντικειµένων και το ρόλο της προσοχής στη δηµιουργία σύνθετων και ολοκληρωµένων αναπαραστάσεων. Η θεωρία ολοκλήρωσης χαρακτηριστικών (Treisman, Treisman & Gelade, 1980) πρεσβεύει ότι απλά χαρακτηριστικά γίνονται αντιληπτά µε παράλληλο τρόπο στο οπτικό πεδίο. Οι πληροφορίες που προκύπτουν από την όραση πριν την προσοχή συνδυάζονται µέσω της επιµερισµένης προσοχής και ενοποιούνται για να αναπαραστήσουν το αντικείµενο στο χώρο. Το θέµα του τι µπορεί να οριστεί ως χαρακτηριστικό απασχόλησε και την Treisman όπως και πολλούς άλλους ερευνητές που διεξήγαγαν πειράµατα οπτικής αναζήτησης. Συγκεκριµένα, η ίδια ανέφερε ότι υπάρχουν χάρτες χαρακτηριστικών για κάθε χαρακτηριστικό χρώµατος, προσανατολισµού, κλίσης, σχήµατος. Χάρτες διαφορετικών χαρακτηριστικών, όπως το χρώµα και το σχήµα, (για παράδειγµα, κόκκινο χρώµα και κάθετη γραµµή), αλλά και του ίδιου χαρακτηριστικού, όπως το χρώµα (για παράδειγµα, µπλε και κόκκινο δηµιουργεί το µωβ χρώµα) συνδυάζονται µεταξύ τους ώστε να σχηµατίζουν σύνθετες οπτικές αναπαραστάσεις. Η λειτουργία που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά σε ένα ολοκληρωµένο όλο είναι η επιµερισµένη προσοχή. Αφού ολοκληρωθεί ο συνδυασµός µεταξύ των χαρτών χαρακτηριστικών, οι πληροφορίες που προκύπτουν συνδυάζονται µε τους αποκαλούµενους χάρτες τοποθεσίας έτσι ώστε να προκύψουν οι αναπαραστάσεις των αντικειµένων στον πραγµατικό χώρο και όχι οι θέσεις των αντικειµένων στην εικόνα που δηµιουργείται στον αµφιβληστροειδή του µατιού (Treisman, 1993). Σχετικά µε τον τρόπο κωδικοποίησης της θέσης των χαρακτηριστικών στο χώρο, η Treisman (1993) επισήµανε ότι ο τρόπος µε τον οποίο αντιλαµβανόµαστε τη θέση των αντικειµένων στο χώρο φαίνεται να διαφέρει από τον τρόπο που αντιλαµβανόµαστε την ταυτότητά τους. Εκτίµησε ότι οι τοποθεσίες κωδικοποιούνται

23 20 έµµεσα (πιθανώς και κατά την όραση πριν την προσοχή), ωστόσο η πρόσβαση στη σχετική πληροφορία γίνεται µόνο µέσω της εστιασµένης προσοχής, η οποία είναι συνειδητή και υπόκειται σε έλεγχο. Η εστιασµένη προσοχή είναι ιδιαίτερα χρήσιµη και για την αντίληψη της θέσης των στοιχείων στο οπτικό πεδίο και για την αντίληψη των συνδυασµών µεταξύ των χαρακτηριστικών. Παράλληλα η Treisman (1993) αποδίδει στην εστιασµένη προσοχή τη λειτουργία της αναστολής ορισµένων χαρτών χαρακτηριστικών ώστε να διατηρούνται ενεργοί ορισµένοι άλλοι χάρτες. Σηµειώνει µάλιστα ότι το στοιχείο αυτό έχει εξέχουσα σηµασία στην αντιληπτική διεργασία καθώς, αν δεν υπήρχε, θα ενεργοποιούνταν όλοι οι δυνατοί συνδυασµοί µεταξύ χαρτών χαρακτηριστικών. Αποδίδεται έτσι στην εστιασµένη προσοχή ο ρόλος της επιλογής και της αναστολής πληροφοριών, µια µορφή ελέγχου επί των στοιχείων που φτάνουν σε αυτήν από την όραση πριν την προσοχή και από την επιµερισµένη προσοχή. Αυτή είναι η διαδικασία µε την οποία γίνονται αντιληπτοί οι συνδυασµοί µεταξύ των χαρακτηριστικών. Συνεπώς, κατά την εστιασµένη προσοχή υπάρχει συνειδητή πρόσβαση τόσο στις θέσεις των στοιχείων στο χώρο όσο και στους χάρτες των χαρακτηριστικών. Η λειτουργία της εστιασµένης προσοχής επανέφερε στο προσκήνιο τους όρους «επιλογή» και «έλεγχος» και δηµιουργήθηκαν σχετικά ερωτήµατα για το ρόλο τους στο πλαίσιο της εστιασµένης προσοχής. Ειδικότερα, διατυπώθηκε το ερώτηµα αν η επιλογή των χαρτών χαρακτηριστικών που θα συνδυαστούν στη συνέχεια γίνεται µε βάση τη θέση τους στο αντικείµενο, µε βάση το ίδιο το αντικείµενο ή µε βάση τη θέση του στο χώρο. Η Treisman (1993) εκτίµησε ότι η επιλογή στο στάδιο αυτό γίνεται µε βάση το αντικείµενο, καθώς αυτό προσφέρει µια συνολικότερη και ευρύτερη αναπαράσταση των βασικών χαρακτηριστικών του και των δοµών του αντικειµένου από ό,τι η θέση του στο χώρο. Ωστόσο άφησε ελαστικά περιθώρια στην παραπάνω λειτουργία που αφορά την επιλογή, σηµειώνοντας ότι ανάλογα µε το έργο, ενεργοποιείται κάθε φορά διαφορετική εναλλακτική στρατηγική επιλογής. Οι στρατηγικές εξαρτώνται άλλοτε από τη συνολική εικόνα του αντικειµένου, άλλοτε από τους χάρτες των χαρακτηριστικών, και άλλοτε από τη θέση του αντικειµένου στο χώρο. Υπάρχει µια διαδικασία αλληλεπίδρασης και ανταλλαγής πληροφοριών που σχετίζονται µε το αντικείµενο, µε τους χάρτες χαρακτηριστικών και µε τις συντεταγµένες τους στο χώρο ώστε η επιλογή να είναι αποτελεσµατική.

24 21 Οι τρεις παραπάνω στρατηγικές επιλογής, σύµφωνα µε τη θεωρία ολοκλήρωσης χαρακτηριστικών (Treisman, 1988), λαµβάνουν χώρα κατά την επιλογή των χαρτών χαρακτηριστικών που θα συνδυαστούν µέσω της επιµερισµένης προσοχής προκειµένου να προκύψει µια οπτική αναπαράσταση. Προκειµένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγχυση ως προς τον όρο «επιλογή», είναι απαραίτητο να επισηµανθεί ότι η επιλογή των χαρτών χαρακτηριστικών στην οποία αναφέρεται η Treisman (1988,1993) ταυτίζεται µε την «πρώιµη επιλογή» στην οποία είχε αναφερθεί ο D. Broadbent (1958), στο Perception and Communication, τονίζοντας ότι σε αυτήν επιλέγονται τα στοιχεία εκείνα του οπτικού πεδίου που θα υποστούν επεξεργασία. Από την πλευρά του ο Duncan (1993) επισήµανε ότι υπάρχουν διαφορετικά είδη επιλογής κατά την οπτική αντίληψη, και συγκεκριµένα: α) η επιλογή των χαρακτηριστικών ενός ερεθίσµατος στα οποία θα στραφεί η προσοχή, β) η επιλογή των διαδικασιών οµαδοποίησης οπτικών χαρακτηριστικών σε ένα σύνολο, γ) η επιλογή των τµηµάτων ενός αντικειµένου που θα γίνουν αντιληπτά και δ) η επιλογή των γενικότερων στόχων της οπτικής αντίληψης. Στο θέµα της επιλογής επανήλθε η Treisman (1993) διαφοροποιώντας την πρώιµη επιλογή των χαρτών χαρακτηριστικών από µια άλλη επιλογή που συµβαίνει αργότερα κατά την οπτική αντίληψη. Αυτή η «καθυστερηµένη χρονικά επιλογή» ενεργοποιείται σε περιπτώσεις χαµηλού αντιληπτικού φόρτου (σε αντίθεση µε την «πρώιµη επιλογή» που ενεργοποιείται σε περιπτώσεις υψηλού αντιληπτικού φόρτου), προκειµένου η προσοχή να επιλέξει το αντικείµενο που θα καθορίσει την τελική αντίληψη. Συνοψίζοντας, σύµφωνα µε τη θεωρία ολοκλήρωσης χαρακτηριστικών (Treisman, 1988) κατά την όραση πριν την προσοχή, το οπτικό σύστηµα αναλύει µια εικόνα και προσδιορίζει την ύπαρξη βασικών χαρακτηριστικών, όπως το χρώµα, ο προσανατολισµός, η καµπυλότητα, το µέγεθος, η κίνηση, το σχήµα, κ. ά. (Wolfe, 1998). Οι χάρτες χαρακτηριστικών, που δοµούνται, συνδυάζονται µεταξύ τους µέσω της επιµερισµένης προσοχής αλλά και µε τους χάρτες τοποθεσίας µέσω της εστιασµένης προσοχής. Η όραση πριν την προσοχή είναι µη συνειδητή, δεν υπόκειται σε έλεγχο και γίνεται πριν τη συνειδητή οπτική εµπειρία ενώ η επιµερισµένη και η εστιασµένη προσοχή έχουν οργανωτικό χαρακτήρα και είναι συνειδητές.

25 22 Η διαφορά της όρασης πριν την προσοχή από την αυτοµατοποίηση Στην προσπάθεια να αποσαφηνιστεί περαιτέρω ο ρόλος και η χρησιµότητα της όρασης πριν την προσοχή είναι απαραίτητο η τελευταία να διαχωριστεί από την αυτοµατοποίηση, λόγω ενδεχόµενης σύγχυσης µεταξύ των όρων αυτών. Οι Schneider και Shiffrin (1977) αναφέρουν ότι η αυτοµατοποίηση δεν απαιτεί προσοχή, καθώς ενεργοποιείται όταν έχει προηγηθεί πολλή εξάσκηση µε συγκεκριµένα ερεθίσµατα. Ωστόσο τονίζουν ότι στην περίπτωση που ξεκινά η αυτοµατοποίηση, µπορεί αυτή να τραβήξει την προσοχή αν δεν είναι επαρκής η εξάσκηση σε ένα συγκεκριµένο έργο. ιαφοροποιούν, εξάλλου, τις αυτοµατοποιηµένες διεργασίες από την εστιασµένη προσοχή, επισηµαίνοντας ότι οι πρώτες είναι παράλληλες, µη συνειδητές και προϋποθέτουν πολύ εξάσκηση, ενώ η δεύτερη είναι διαδοχική και συνειδητή λειτουργία. Oι παραπάνω αναφορές είναι χρήσιµες για τη διευκρίνιση του όρου «αυτοµατοποίηση», όµως κρύβουν τον κίνδυνο η αυτοµατοποίηση να θεωρηθεί ως διεργασία που συµβαίνει πριν την προσοχή καθώς και στις δύο περιπτώσεις δεν ενεργοποιείται η προσοχή (Neisser, Treisman, 1993). Για το λόγο αυτό οι Treisman, Vieira, και Hayes (1992) διευκρινίζουν ότι η όραση πριν την προσοχή και η αυτοµατοποίηση είναι ανεξάρτητες από την προσοχή, αλλά µε διαφορετικό τρόπο. Εξηγούν ότι η αυτοµατοποίηση προϋποθέτει αρχικά την ενεργοποίηση της προσοχής ώστε να ξεκινήσει η δόµηση συγκεκριµένων σχέσεων µεταξύ αντιληπτικών χαρακτηριστικών, των θέσεών τους στο χώρο και συγκεκριµένων αντιδράσεων συµπεριφορών. Εφόσον αυτές οι συγκεκριµένες αντιδράσεις δοµηθούν, δε χρειάζονται πλέον την προσοχή για να ενεργοποιούνται κάθε φορά που αυτό απαιτείται. Αντίθετα η όραση πριν την προσοχή ενεργοποιείται πάντα εκτός προσοχής. Ειδικότερα, η αυτοµατοποίηση αναπτύσσεται µέσω της εκτεταµένης εξάσκησης, ενώ η όραση πριν την προσοχή διέπεται από λειτουργίες που αποκτώνται πολύ νωρίς κατά τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου. Επίσης, η αυτοµατοποίηση υποστηρίζει έργα που απαιτούν δεξιότητα, ενώ η όραση πριν την προσοχή ενεργοποιείται σε κάθε αντιληπτική λειτουργία. Ακόµη η εµπλοκή της µνήµης στην αυτοµατοποίηση τη διαφοροποιεί από την όραση πριν την προσοχή, διότι οι αυτοµατοποιηµένες συµπεριφορές ουσιαστικά δοµούνται πάνω σε συγκεκριµένα µνηµονικά ίχνη που ενισχύονται συνεχώς µέσω της εµπειρίας ώστε αργότερα να

26 23 ανακληθούν σε πολύ συγκεκριµένες περιπτώσεις. Από την άλλη πλευρά, η όραση πριν την προσοχή διαφέρει ουσιαστικά από ένα ισχυρά δοµηµένο πρότυπο συµπεριφοράς, δεν εξαρτάται από πολύ συγκεκριµένα ερεθίσµατα ώστε να τα χρειάζεται για να ενεργοποιηθεί και είναι σε πολύ µεγαλύτερο βαθµό ανεξάρτητη από οποιαδήποτε µορφή προσοχής. Στο ίδιο πνεύµα o Logan (1992) συµφωνεί µε τους Treisman et al. (1992) ως προς την προϋπόθεση ενεργοποίησης της προσοχής για την έναρξη της αυτοµατοποίησης. ίνει όµως ακόµη µεγαλύτερη έµφαση στην προσοχή και στη µνήµη, αναφέροντας ότι τελικά η αυτοµατοποίηση δεν είναι και τόσο ανεξάρτητη από την προσοχή. Η εξέλιξη της µελέτης της όρασης πριν την προσοχή Στο πλαίσιο της µελέτης της όρασης πριν την προσοχή και των πειραµάτων οπτικής αναζήτησης, ο Julesz (1984) ασχολήθηκε µε την υφή των οπτικών ερεθισµάτων θεωρώντας ότι καθορίζει σε µεγάλο βαθµό την όραση πριν την προσοχή, καθώς προσδιορίζει τις οµάδες των οµοειδών αντικειµένων και τα όρια που τις ξεχωρίζουν. Μίλησε, συγκεκριµένα, για τρία διαφορετικά είδη πληροφοριών που λαµβάνονται κατά την αρχική οπτική αντίληψη. Αυτά είναι είτε σηµάδια (γραµµές ή άλλα σχήµατα) µε συγκεκριµένα χαρακτηριστικά όπως χρωµατικός τόνος, κατεύθυνση και πλάτος, είτε οι διαχωριστικές γραµµές µεταξύ των διάφορων σχηµάτων είτε τα σηµεία συνάντησης των σχηµάτων αυτών. Ο Julesz (1984) ισχυρίστηκε ότι τα παραπάνω µπορούν να ανιχνευτούν κατά την όραση πριν την προσοχή, ενώ επιβεβαίωσε την άποψη των Treisman και Gelade (1980) ότι η όραση πριν την προσοχή είναι παράλληλη λειτουργία σε αντίθεση µε την εστιασµένη προσοχή που είναι διαδοχική. Την όραση πριν την προσοχή µελέτησαν ακόµη οι Quinlan και Humphreys (1987) και οι Duncan και Humphreys (1989), οι οποίοι ασχολήθηκαν ιδιαίτερα µε την οπτική αναζήτηση συνδυασµών χαρακτηριστικών και τις επιδράσεις που είχε στην επίδοση το είδος του ερεθίσµατος και οι συνθήκες παρουσίασής του. Απέφυγαν µάλιστα να υποστηρίξουν τη διαφοροποίηση µεταξύ παράλληλης και διαδοχικής οπτικής αναζήτησης καθώς αυτή δεν επαρκούσε για την ερµηνεία των αποτελεσµάτων των ερευνών τους.

27 24 Ειδικότερα, στην προσπάθειά τους να ρίξουν φως στην όραση πριν την προσοχή, οι Duncan και Humphreys (1989) θεώρησαν ότι η ικανότητα οπτικής αναζήτησης σε πολύ σύντοµους χρόνους που ανήκουν στο πεδίο της όρασης πριν την προσοχή, εξαρτάται από τον τύπο του έργου και τις συνθήκες παρουσίασης του ερεθίσµατος. Εξήγησαν ότι όσο αυξάνεται η οµοιότητα µεταξύ του στόχου και των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων, τόσο αυξάνεται και η δυσκολία του έργου και ο χρόνος που χρειάζεται για την εκτέλεσή του. Αντιθέτως, όσο µειώνεται η οµοιότητα µεταξύ του στόχου και των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων τόσο αυξάνεται η ευκολία του έργου και µειώνεται αντιστοίχως ο χρόνος εκτέλεσής του. Ένα ακόµη στοιχείο που εξετάστηκε ήταν ο βαθµός οµοιότητας των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων. Όπως επισηµάνθηκε, όσο µεγαλύτερη είναι η οµοιότητα µεταξύ των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων τόσο ευκολότερος είναι ο εντοπισµός του στόχου. Όσο µικρότερη είναι η οµοιότητα των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων µεταξύ τους τόσο µειώνεται η αποτελεσµατικότητα στην εκτέλεση του έργου και αυξάνεται ο χρόνος αντίδρασης. Τα παραπάνω στοιχεία, η οµοιότητα µεταξύ στόχων και αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων και η οµοιότητα µεταξύ των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων, αλληλεπιδρούν µεταξύ τους και καθορίζουν το αποτέλεσµα της οπτικής αναζήτησης. Η οπτική αναζήτηση είναι εύκολη αν η οµοιότητα µεταξύ στόχου και αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων είναι µικρή και η οµοιότητα µεταξύ των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων µεγάλη. Ωστόσο, το έργο δυσκολεύει αν η οµοιότητα µεταξύ στόχου και αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων είναι µικρή και η οµοιότητα µεταξύ των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων µικρή. Επίσης, δύσκολο είναι το έργο αν η οµοιότητα µεταξύ στόχου και αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων είναι µεγάλη και η οµοιότητα µεταξύ των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων µικρή. Η πιο δύσκολη περίπτωση είναι η οµοιότητα µεταξύ στόχου και αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων να είναι µεγάλη και η οµοιότητα µεταξύ των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων µεγάλη. Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις οι Duncan και Humphreys (1989) διαµόρφωσαν τη θεωρία της οπτικής επιλογής σε τρία στάδια. Στο πρώτο από αυτά, το οπτικό πεδίο διαχωρίζεται σε οπτικές δοµικές µονάδες µε βάση κάποιο κοινό χαρακτηριστικό (σχήµα, εγγύτητα, θέση, χρώµα, κίνηση κ.ά.). Κάθε µία από αυτές τις δοµές υπόκειται σε περαιτέρω διαχωρισµό ώστε να υπάρχει µια ιεραρχική αναπαράσταση του οπτικού πεδίου. Αυτή η διαδικασία γίνεται µε παράλληλο τρόπο.

28 25 Στο δεύτερο στάδιο υπάρχει ένας περιορισµός στην πρόσβαση πληροφοριών στη βραχύχρονη µνήµη. Για το λόγο αυτό υπάρχουν περιορισµένες δυνατότητες στις δοµικές µονάδες του συστήµατος. Όσο µεγαλύτερη είναι η συµβατότητα των οπτικών πληροφοριών µε τις δοµές του αντιληπτικού συστήµατος, τόσο περισσότερες πληροφορίες εισέρχονται στη βραχύχρονη µνήµη. Η τοποθέτηση αυτή εξηγεί τις επιδράσεις του βαθµού οµοιότητας µεταξύ στόχου και αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων και του βαθµού οµοιότητας των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων µεταξύ τους και ισοδυναµεί µε ένα πρότυπο αποτελεσµατικότητας της οπτικής αναζήτησης. Στο τρίτο στάδιο η βραχύχρονη µνήµη δέχεται πρώτα εκείνες τις πληροφορίες που είναι περισσότερο συµβατές µε τις δοµές του αντιληπτικού συστήµατος. Όσο µεγαλύτερη είναι η οµοιότητα µεταξύ στόχου και αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων τόσο περισσότερες πληροφορίες ταιριάζουν µε τις αντιληπτικές δοµές του οπτικού συστήµατος και ο ανταγωνισµός µεταξύ τους είναι µεγαλύτερος ως προς το ποια πληροφορία θα περάσει στο σύστηµα της εργαζόµενης µνήµης. Από την άλλη πλευρά, όσο µικρότερη είναι η οµοιότητα µεταξύ των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων, αυτό σηµαίνει ότι δεν µπορούν να απορριφθούν εύκολα από την οπτική αντίληψη µεγάλες οµάδες οµοειδών χαρακτηριστικών και για το λόγο αυτό αυξάνεται ο χρόνος αντίδρασης και το έργο δυσκολεύει. To πεδίο της όρασης πριν την προσοχή αποτέλεσε αντικείµενο εκτεταµένης έρευνας µε σκοπό να προσδιοριστεί η σηµασία της και ο λειτουργικός της ρόλος. Συνοπτικά, οι Adelson και Bergen (1991) επισήµαναν ότι η όραση πριν την προσοχή διαχωρίζει µια σκηνή σε πράγµατα και ότι τα βασικά χαρακτηριστικά που εντοπίζονται περιγράφουν το υλικό από το οποίο είναι φτιαγµένα τα πράγµατα αυτά. Οι Moore και Egeth (1997) θεώρησαν ότι πριν η προσοχή κατευθυνθεί σε κάποιο ερέθισµα υπάρχουν ενδείξεις αντιληπτικής οργάνωσης µε τις αρχές της Gestalt, ωστόσο τα όποια πρότυπα δηµιουργούνται δεν µπορούν να κωδικοποιηθούν στη µνήµη χωρίς τη βοήθεια της προσοχής. Η θεωρία της κατευθυνόµενης αναζήτησης Στο πλαίσιο της έρευνας της όρασης πριν την προσοχή µε πειράµατα οπτικής αναζήτησης, ο Jeremy Wolfe (1994) επανέφερε στο προσκήνιο το θέµα του ελέγχου επί της κατεύθυνσης και της διάρκειας των σακκαδικών κινήσεων και των εστιάσεων

29 26 του µατιού, αν πρόκειται δηλαδή για εσωτερικό έλεγχο (από την προσοχή διαδικασία από πάνω προς τα κάτω) ή για εξωτερικό έλεγχο (από τις αισθήσεις διαδικασία από κάτω προς τα πάνω). Περιγράφοντας την άποψή του για την όραση πριν την προσοχή τόνισε ότι οι πληροφορίες που προέρχονται από αυτήν δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά έχουν κάποια χρησιµότητα, ο ρόλος τους είναι να χρησιµοποιηθούν για ένα σκοπό. Ο σκοπός αυτός, κατά τον ίδιο, είναι η καθοδήγηση της προσοχής ώστε αυτή να στραφεί σε κάποιο άλλο σηµείο, στη θέση κάποιων αντικειµένων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον µέσα στο οπτικό πεδίο του παρατηρητή. ιαµόρφωσε έτσι τη θεωρία της κατευθυνόµενης αναζήτησης (Wolfe, Wolfe, Cave, & Franzel, 1989) επισηµαίνοντας ότι η οπτική αναζήτηση καθοδηγείται από ένα «χάρτη ενεργοποίησης». Ο χάρτης αυτός, όπως σηµείωσε, βασίζεται σε πληροφορίες που προέρχονται τόσο από τον εγκέφαλο όσο και από τις αισθήσεις. Σε περίπτωση που φτάνουν στο χάρτη ενεργοποίησης ισχυρές επιδράσεις τόσο ως προς το ερέθισµα όσο και ως προς τις επιδιώξεις του παρατηρητή, δηµιουργούνται σε αυτόν εξάρσεις που αντιπροσωπεύουν τα σηµεία του οπτικού πεδίου που ελκύουν την προσοχή. Ο Wolfe (1994) αποδέχεται την άποψη της Treisman (1988) περί ύπαρξης χαρτών χαρακτηριστικών, ενός για κάθε είδος χαρακτηριστικού (χρώµατος, προσανατολισµού κ.ά.) και αναφέρει ότι σε κάθε έναν χάρτη, για παράδειγµα αυτόν του χρώµατος, υπάρχουν ανεξάρτητες αναπαραστάσεις για τα επιµέρους χρώµατα, (κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, και µπλε). Επίσης, µε αντίστοιχες έρευνες οπτικής αναζήτησης πάνω στο χαρακτηριστικό του προσανατολισµού, οι Wolfe, Friedman, Stewart, και O Connell (1992) κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι στο χάρτη του προσανατολισµού υπάρχουν αναπαραστάσεις για το «αριστερά», «δεξιά», «ρηχό» και «απότοµο». Σε ό,τι αφορά εξάλλου τις σχέσεις µεταξύ των αναπαραστάσεων, εκτιµά πως είναι διαφορετικές αν πρόκειται για αναπαραστάσεις του ίδιου χάρτη ή διαφορετικών χαρτών χαρακτηριστικών. Εξάλλου σε ό,τι αφορά το συνδυασµό χαρακτηριστικών σηµειώνει ότι µπορεί να γίνει αντιληπτός ακόµη και σε επίπεδο όρασης πριν την προσοχή, κάτι που η Treisman (1988) είχε αποκλείσει θεωρώντας ότι η αντίληψη ενός συνδυασµού δύο διαφορετικών χαρακτηριστικών απαιτεί διαδοχική και όχι παράλληλη επεξεργασία. Οι Wolfe et al. (1989) προσπάθησαν εξάλλου να διερευνήσουν τι συµβαίνει κατά την οπτική αναζήτηση ενός συνδυασµού τριών χαρακτηριστικών. Κατέληξαν στο

30 27 συµπέρασµα ότι η αναζήτηση αυτού του είδους (για παράδειγµα, ενός συνδυασµού χρώµατος, µεγέθους και σχήµατος) ενδέχεται να είναι ευκολότερη από την αναζήτηση ενός συνδυασµού δύο χαρακτηριστικών. Ερµήνευσαν µάλιστα το γεγονός αυτό σηµειώνοντας ότι τρεις παράλληλες διαδικασίες µπορούν να καθοδηγήσουν την προσοχή πιο αποτελεσµατικά από ό,τι δύο. Εξειδικεύοντας περαιτέρω τις αναφορές του σε εσωτερικό και εξωτερικό έλεγχο, ο Wolfe (1994) σηµειώνει ότι η από κάτω προς τα πάνω ενεργοποίηση συντελείται µε βάση την κατηγοριοποίηση των χαρακτηριστικών. Συγκεκριµένα, η οπτική αντίληψη ενεργοποιείται µε βάση τα εξωτερικά ερεθίσµατα, προκειµένου να ανιχνεύσει διαφορές και οµοιότητες µεταξύ τους. Από την άλλη πλευρά, όταν ο παρατηρητής αναζητά στο οπτικό πεδίο ένα συγκεκριµένο χαρακτηριστικό, ενεργοποιείται η από πάνω προς τα κάτω διαδικασία. Οι παραπάνω λειτουργίες ουσιαστικά συντελούνται στο χάρτη ενεργοποίησης, προκειµένου εκείνος να δώσει την εντολή για την κατεύθυνση της προσοχής. Η θεωρία της κατευθυνόµενης αναζήτησης (Wolfe, 1994) βρίσκεται στο ίδιο πνεύµα µε τη θεωρία της ολοκλήρωσης χαρακτηριστικών (Treisman, 1988), ενώ ερµηνεύει τον παράλληλο χαρακτήρα της οπτικής αναζήτησης, την εξάρτησή της από την οµοιότητα µεταξύ στόχων και αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων ή των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων µεταξύ τους, αλλά και τη δυνατότητα αναζήτησης συνδυασµού χαρακτηριστικών κατά την όραση πριν την προσοχή (κάτι που η θεωρία της ολοκλήρωσης χαρακτηριστικών πρέσβευε πως δεν µπορούσε να συµβεί σε επίπεδο όρασης πριν την προσοχή καθώς απαιτούσε διαδοχική επεξεργασία). Με την επέκταση των πειραµάτων οπτικής αναζήτησης εξελίχθηκε και η ίδια η θεωρία της κατευθυνόµενης αναζήτησης και κατέστη αργότερα µοντέλο προσοµοίωσης ηλεκτρονικών υπολογιστών µε υπολογιστικό χαρακτήρα. Έτσι, η θεωρία της κατευθυνόµενης αναζήτησης στην τέταρτη εκδοχή της (Wolfe, 2001a) αναφέρει ότι κατά το στάδιο της όρασης πριν την προσοχή δηµιουργείται ένας χάρτης καθοδήγησης µε βάση τον οποίο κατευθύνεται η προσοχή στο επόµενο στάδιο. Στο στάδιο της όρασης πριν την προσοχή µόνο µια οµάδα βασικών χαρακτηριστικών µπορούν να γίνουν αντικείµενο παράλληλης επεξεργασίας. Η καθοδήγηση της προσοχής για το επόµενο στάδιο γίνεται µε δύο µορφές, µε βάση τα ερεθίσµατα (από κάτω προς τα πάνω καθοδήγηση) ή µε βάση την επιδίωξη του παρατηρητή (από πάνω προς τα κάτω καθοδήγηση). Στην πρώτη περίπτωση, η προσοχή κατευθύνεται σε

31 28 χαρακτηριστικά ενός οπτικού αντικειµένου που διαφοροποιούνται από τα γειτονικά τους χαρακτηριστικά. Στη δεύτερη περίπτωση, η προσοχή κατευθύνεται σε αντικείµενα στα οποία βρίσκονται τα χαρακτηριστικά που αναζητά ο παρατηρητής. Ο ρόλος του χάρτη καθοδήγησης είναι να συνοψίζει τα αποτελέσµατα των δύο παραπάνω διαδικασιών. Στο δεύτερο στάδιο, εκείνο κατά το οποίο ενεργοποιείται η προσοχή, τα πιο σηµαντικά χαρακτηριστικά που έχουν προκύψει από την όραση πριν την προσοχή ολοκληρώνονται ώστε να γίνει η αναγνώριση του στόχου της οπτικής αναζήτησης. Στη συγκεκριµένη διαδικασία η προσοχή δεν αποδίδει καµία σηµασία στις προηγούµενες λειτουργίες και δεν καταναλώνει δυναµικό στα αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα που νωρίτερα απορρίφθηκαν κατά το στάδιο της όρασης πριν την προσοχή. Τα κεντρικά στοιχεία της αναθεωρηµένης θεωρίας της κατευθυνόµενης αναζήτησης εφαρµόστηκαν σε υπολογιστικά µοντέλα µίµησης της ανθρώπινης συµπεριφοράς, ως προς τους χρόνους αντίδρασης και τις πληροφορίες για τα λάθη κατά την οπτική αναζήτηση, τόσο στην περίπτωση της αναζήτησης συνδυασµών χαρακτηριστικών όσο και στην περίπτωση της διαδοχικής αναζήτησης. Τα συγκεκριµένα µοντέλα επιχείρησαν µάλιστα να κάνουν και συγκεκριµένες προβλέψεις για νέα φαινόµενα που εµπίπτουν στον τοµέα της οπτικής αναζήτησης. Η θεωρία ανίχνευσης σήµατος Στον αντίποδα της θεωρίας της κατευθυνόµενης αναζήτησης (Wolfe, Wolfe et al., 1989), αλλά στο ίδιο µήκος κύµατος, εκείνο της προσοµοίωσης της ανθρώπινης συµπεριφοράς σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, διαµορφώθηκε η θεωρία εντοπισµού σήµατος. Πιο συγκεκριµένα, τη θεωρία εντοπισµού σήµατος διαµόρφωσαν οι Green και Swets (1966) µε κεντρική ιδέα ότι η συµπεριφορά ενός παρατηρητή κατά την οπτική αναζήτηση είναι µια µορφή διεργασίας λήψης απόφασης. Πρόκειται, δηλαδή, για µια απόφαση του παρατηρητή σχετικά µε το αν ένα ερέθισµα βρίσκεται στο οπτικό πεδίο του ή όχι. Το στοιχείο που δυσχεραίνει και επιβαρύνει τη διαδικασία αυτή είναι τα αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα, το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο εµφανίζεται το ερέθισµα. Σε γενικές γραµµές, ωστόσο, βάση της θεωρίας ήταν η αναγνώριση της

32 29 ύπαρξης ενός γνωστικού συστατικού στην αισθητηριακή διαδικασία εντοπισµού ενός ερεθίσµατος. Η µεθοδολογία των πειραµάτων που εντάσσονται στην κατηγορία της θεωρίας εντοπισµού σήµατος είχε ως επίκεντρο τον υπολογισµό της ακρίβειας της οπτικής αναζήτησης. Συνεπώς, τα µοντέλα που ακολούθησαν χρησιµοποίησαν αυτό το είδος µέτρησης για να υπολογίσουν µε µαθηµατικούς τύπους και κριτήρια την επίδοση του ανθρώπου σε έργα οπτικής αναζήτησης και ειδικότερα σε έργα εντοπισµού συγκεκριµένων στόχων. Από το στοιχείο αυτό προκύπτει η πρώτη διαφοροποίηση της θεωρίας εντοπισµού σήµατος από τη θεωρία της κατευθυνόµενης αναζήτησης, καθώς η τελευταία βασίστηκε ερευνητικά σε µετρήσεις χρόνου αντίδρασης. Ειδικότερα, η θεωρία εντοπισµού σήµατος (Green & Swets, 1966) αναφέρει ότι κατά τη διαδικασία ανίχνευσης ενός σήµατος στο οπτικό πεδίο υπάρχουν δύο δυνατότητες: το ερέθισµα να βρίσκεται στο οπτικό πεδίο ή να µη βρίσκεται σε αυτό. Αν το λεγόµενο «σήµα» βρίσκεται στο οπτικό πεδίο και ο παρατηρητής αναφέρει ότι το βλέπει, σηµειώνει «επιτυχία» στην οπτική αναζήτηση. Αν το «σήµα» υπάρχει και ο παρατηρητής αναφέρει ότι δεν το βλέπει µπροστά του, «αστοχεί», γεγονός που κατά τη θεωρία εντοπισµού σήµατος, αποκαλύπτει πληροφορίες για την ικανότητα του ατόµου να εντοπίζει ερεθίσµατα. Στην περίπτωση που το ερέθισµα δε βρίσκεται στο οπτικό πεδίο του παρατηρητή και εκείνος απαντήσει ότι βρίσκεται, η αντίδρασή του χαρακτηρίζεται ως «εσφαλµένος συναγερµός» και ενδέχεται να αποκαλύπτει ότι ο παρατηρητής παρακινείται στο να «µαντέψει» την απάντηση. Τέλος, αν το ερέθισµα δε βρίσκεται στο οπτικό πεδίο του παρατηρητή και ο παρατηρητής απαντήσει ότι πράγµατι απουσιάζει το σήµα, η αντίδρασή του χαρακτηρίζεται ως «ορθή απόρριψη». Τα µοντέλα που διαµορφώθηκαν στο πλαίσιο αυτό, τάχθηκαν υπέρ της παράλληλης επεξεργασίας κατά τη διαδικασία του εντοπισµού του σήµατος (Eckstein, 1998). Κοινός παρονοµαστής των µοντέλων αυτών είναι τα στοιχεία εκείνα του οπτικού πεδίου που αποπροσανατολίζουν τον παρατηρητή από τον επιδιωκόµενο στόχο της αντίληψης. Η θεωρία εντοπισµού σήµατος (Green & Swets, 1966) αναφερόµενη στα αποπροσανατολιστικά στοιχεία τα ονοµάζει «θόρυβο» και µάλιστα κάνει λόγο για «εσωτερικό» και «εξωτερικό» θόρυβο. Στον πρώτο αποδίδει τις αντιδράσεις των νευρώνων του εγκεφάλου, οι οποίες ποικίλλουν ανεξάρτητα από το αν το ερέθισµα είναι το ίδιο σε κάθε συνθήκη. Ο εξωτερικός θόρυβος αντιστοιχεί στην ποσότητα του φωτός που εισέρχεται µέσω του οφθαλµού.

33 30 Εξάλλου η θεωρία εντοπισµού σήµατος (Green & Swets, 1966) περιλαµβάνει ακριβείς µαθηµατικούς τύπους και σαφείς γραφικές παραστάσεις της διαδικασίας ανάλυσης λήψης αποφάσεων. Οι µαθηµατικές αυτές εκφράσεις καλύπτουν µάλιστα τις όποιες πιθανότητες ατοµικών διαφορών και τα όποια περιθώρια αβεβαιότητας υπάρχουν. Η εξέλιξη των θεωριών και της έρευνας για την προσοχή Η έρευνα που έγινε στο χώρο της προσοχής µε επίκεντρο τα πειράµατα οπτικής αναζήτησης οδήγησε σε χρήσιµα συµπεράσµατα, έθεσε, ωστόσο, νέα ερωτήµατα που διαµορφώνουν τους σύγχρονους ερευνητικούς προσανατολισµούς στον τοµέα αυτό. Επιχειρώντας µια συνολική εκτίµηση της βιβλιογραφίας, ο Wolfe το 1998 αναφερόταν στο θέµα των θεµελιωδών οπτικών χαρακτηριστικών που γίνονται αντικείµενο επεξεργασίας και εκτιµούσε ότι µπορεί να υπάρξει ένας αξιόπιστος κατάλογος, ωστόσο σηµείωνε ότι υπήρχε ακόµη πολλή δουλειά να γίνει στο χώρο της όρασης πριν την προσοχή. Παράλληλα διατύπωνε εξαιρετικής σηµασίας ερωτήµατα σχετικά µε το ρόλο της µάθησης στην επεξεργασία κατά την όραση πριν την προσοχή, τον ορισµό του στοιχείου, του αντικειµένου της οπτικής αναζήτησης, το βαθµό πληρότητας της επεξεργασίας κατά την όραση πριν την προσοχή, αλλά και το αν η προσοχή περιορίζεται πάντα στην επεξεργασία ενός στοιχείου τη φορά ή υπάρχει δυνατότητα περιορισµένου βαθµού παράλληλης επεξεργασίας. Από τα παραπάνω προέκυψαν ζητήµατα σχετικά µε το ρόλο της όρασης πριν την προσοχή και της όρασης µετά την προσοχή, που αφορά το τι συµβαίνει αφού η προσοχή εγκαταλείψει το στοιχείο στο οποίο επικεντρώθηκε (Wolfe et al., 2000). «Αν υποθέσουµε ότι η προσοχή κάνει «κάτι» στην οπτική αναπαράσταση ενός αντικειµένου, τι αποµένει στην αναπαράσταση, αφού η προσοχή µεταφερθεί αλλού;» διερωτήθηκε ο Wolfe (1998) (σσ ) και επιχείρησε στη συνέχεια να συγκρίνει τις οπτικές αναπαραστάσεις που προκύπτουν από την όραση πριν την προσοχή και από την όραση µετά την προσοχή. Αρχικά εκτίµησε ότι δεν υπάρχουν διαφορές µεταξύ τους (Wolfe, 1996). O επιστηµονικός προβληµατισµός που αναπτύχθηκε γύρω από το θέµα της όρασης πριν την προσοχή κορυφώθηκε στην κοινή εργασία των Wolfe, Treisman και

34 31 Horowitz, οι οποίοι το 2003 άρχισαν πλέον να διερωτώνται τι θα απογίνει τελικά το στάδιο της όρασης πριν την προσοχή. Συνοψίζοντας τα αποτελέσµατα της έρευνας για την όραση πριν την προσοχή κατέληξαν στα εξής συµπεράσµατα: -Ο όρος όραση πριν την προσοχή θα πρέπει να διατηρηθεί -Επεξεργασία οπτικών ερεθισµάτων υπάρχει κατά την όραση πριν την προσοχή. Αυτή η επεξεργασία πραγµατοποιείται πριν να γίνει η επιλογή µέσω της προσοχής και αποτέλεσµά της είναι η διαµόρφωση µιας αφηρηµένης αναπαράστασης µε βάση το ερέθισµα, η οποία χρησιµεύει στην καθοδήγηση της προσοχής. -Αναφέρουν δύο µορφές όρασης πριν την προσοχή. Η πρώτη αντιστοιχεί στην περίπτωση κατά την οποία η όραση καθοδηγείται από τα φυσικά χαρακτηριστικά του ερεθίσµατος, ο στόχος φαίνεται να ξεπηδά από την οθόνη και δεν απαιτείται στη συνέχεια επιλεκτική χρήση της προσοχής. Στη δεύτερη µορφή η οπτική αναζήτηση γίνεται σε περισσότερα χαρακτηριστικά ή σε συνδυασµό χαρακτηριστικών, ενώ αυξάνονται οι πιθανότητες αναζήτησης στη συνέχεια µε επιλεκτική χρήση της προσοχής. Στην τελευταία περίπτωση ενεργοποιούνται, σε περιορισµένο βέβαια βαθµό, σηµασιολογικές πληροφορίες. -Στην αναπαράσταση που δηµιουργείται κατά την όραση πριν την προσοχή τα χαρακτηριστικά κωδικοποιούνται χονδρικά και άτεχνα µε παράλληλο τρόπο. Στην κωδικοποίηση είναι απαραίτητη η κατηγοριοποίηση των επιµέρους στοιχείων που συνθέτουν ένα ερέθισµα. Όσο πιο εύκολη είναι η κατηγοριοποίηση τόσο πιο σαφή είναι τα συµπεράσµατα της όρασης πριν την προσοχή. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή δεν είναι εύκολο να κατηγοριοποιηθούν τα επιµέρους στοιχεία λόγω µεγάλης οµοιότητας µεταξύ τους, δυσχεραίνεται το έργο της όρασης πριν την προσοχή. -Στην όραση πριν την προσοχή, χωρίς να είναι απαραίτητη η εξονυχιστική εξέταση του ερεθίσµατος είναι δυνατόν για κάποιον παρατηρητή να βγάζει συµπεράσµατα για χαρακτηριστικά του, για γενικές οµοιότητες και διαφορές σε αυτό. Ωστόσο δεν είναι

35 32 εύκολη η συναγωγή συµπερασµάτων για θέµατα που έχουν να κάνουν µε συνδυασµό χαρακτηριστικών. -Η όραση πριν την προσοχή κατευθύνεται σε αντικείµενα και όχι σε επιµέρους στοιχεία τους. Όταν τα αντικείµενα αυτά είναι µεµονωµένα στο οπτικό πεδίο είναι πιο εύκολος ο εντοπισµός τους. Όταν όµως τα προς αναζήτηση αντικείµενα είναι τµήµα ενός µεγαλύτερου και πιο συνεκτικού αντικειµένου καθίσταται δυσκολότερο το έργο της όρασης πριν την προσοχή. -Κατά την όραση πριν την προσοχή η καθοδήγηση της προσοχής σε κάποιο ερέθισµα γίνεται µε βάση τη δοµή των υπαρχόντων ερεθισµάτων. Ορισµένες δοµές διευκολύνουν την καθοδήγηση, όπως για παράδειγµα η δοµή που αφορά δύο διαφορετικά χρώµατα σε ένα ερέθισµα (το κόκκινο ερέθισµα που περιλαµβάνει και λίγο κίτρινο). Όσο η δοµή γίνεται συνθετότερη τόσο η καθοδήγηση δυσκολεύει. Αυτό συµβαίνει, για παράδειγµα, στην περίπτωση που η δοµή αφορά συνδυασµό δύο διαφορετικών χαρακτηριστικών (η κίτρινη κάθετη γραµµή µε την κόκκινη πλάγια γραµµή). -Σε ό,τι αφορά την καθοδήγηση κατά την όραση πριν την προσοχή υπάρχουν ποιότητες του ερεθίσµατος που µπορούν να καθοδηγήσουν την προσοχή στο επόµενο στάδιο. Συνοψίζοντας τις έρευνες για το ποιες µπορεί να είναι οι ποιότητες αυτές, οι Wolfe et al. (2003) αναφέρουν µε απόλυτη βεβαιότητα το χρώµα, το µέγεθος και τον προσανατολισµό (Treisman, 1985), την τρισδιάστατη διάταξη των στοιχείων στο χώρο (Enns & Rensink, Sun & Perona, 1996), το στοιχείο του κινδύνου που εγείρει την προσοχή (Öhman, Flykt, & Esteves, 2001), τα σηµεία όπου διασταυρώνονται διαφορετικά οπτικά ερεθίσµατα (Julesz & Krose, 1988) καθώς και το στοιχείο της καινοτοµίας (Wolfe, 2001b. Wang, Cavanagh, & Green 1994). Παράλληλα υπογραµµίζεται ότι κατά την καθοδήγηση της προσοχής η ύπαρξη ποιοτήτων στο ερέθισµα που µπορούν να την κατευθύνουν σε κάποιο σηµείο είναι εξαιρετικά σηµαντική και βοηθητική σε σύγκριση µε την απουσία τέτοιων ποιοτήτων από το οπτικό πεδίο. -Η αναπαράσταση που προκύπτει από την όραση πριν την προσοχή δεν είναι αυτάρκης, δεν είναι επαρκής προϋπόθεση ώστε να ελέγξει άµεσα τη συµπεριφορά.

36 33 Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν είναι δυνατό να δοθεί εντολή για έναρξη κινητικής αντίδρασης προτού ενεργοποιηθούν λειτουργίες προσοχής. -Συνεπώς, ενώ µπορεί να γίνεται κάποια σύνδεση χαρακτηριστικών σε επίπεδο όρασης πριν την προσοχή, η κατεξοχήν οµαδοποίησή τους που είναι απαραίτητη για την αναγνώριση αντικειµένων απαιτεί επιλεκτική προσοχή σε συγκεκριµένα αντικείµενα. Τα γενικότερα συµπεράσµατα των Wolfe et al. (2003), που αποτελούν και µια πολύ εµπεριστατωµένη σύνοψη των ερευνών στην όραση πριν την προσοχή, είναι ότι η τελευταία αποτελεί βασικό και απαραίτητο στοιχείο των θεωριών για την όραση, την προσοχή και την αναζήτηση. Είναι απαραίτητη διαδικασία καθώς η οπτική αναζήτηση δεν είναι δυνατό να ερµηνευτεί µόνο µε δεδοµένα οµοιότητας ερεθισµάτων ή µε δεδοµένα της θεωρίας εντοπισµού σήµατος (Green & Swets, 1966). Ωστόσο ό,τι βλέπουµε κατά την όραση πριν την προσοχή δεν σηµαίνει πως θα οδηγηθεί στην προσοχή. Οι αρχικές οπτικές λειτουργίες προετοιµάζουν το έδαφος για τη δηµιουργία µιας αναπαράστασης πριν την προσοχή. Παράλληλα, υπάρχει επανατροφοδότηση µε στοιχεία από προηγούµενα στάδια ώστε να επιλεγεί ένα τµήµα του ερεθίσµατος για επεξεργασία από ένα σύνολο µηχανισµών περιορισµένων δυνατοτήτων.

37 34 Όραση µετά την προσοχή Ένα άλλο πεδίο έρευνας στο χώρο της προσοχής είναι αυτό της όρασης µετά την προσοχή (Wolfe et al., 2000). ιαµορφώνοντας τη θεωρητική βάση στην οποία στήριξαν τα πειράµατά τους οι Wolfe et al. (2000) εξήγησαν ότι για να υπάρχει αναγνώριση ενός στοιχείου θα πρέπει να υπάρξει ένας σύνδεσµος µεταξύ της οπτικής αναπαράστασης του στοιχείου και της µακρόχρονης µνήµης. Κατ επέκταση, για να αναγνωρίζονται περισσότερα στοιχεία του οπτικού πεδίου θα πρέπει να υπάρξουν ισάριθµοι σύνδεσµοι των αντίστοιχων οπτικών αναπαραστάσεων µε τη µακρόχρονη µνήµη. Αν η οπτική αναπαράσταση που δηµιουργείται δε συνδεθεί µε τη µακρόχρονη µνήµη τότε δεν υπάρχει αναγνώριση και οπτική αντίληψη (Farah, Kosslyn, 1988). Με βάση τα παραπάνω, το κεντρικό ερώτηµα των πειραµάτων τους µεταφράζεται στο ερώτηµα αν είναι εφικτή η πρόσβαση στη µακρόχρονη µνήµη µέσω της προσοχής. Αν δε συµβαίνει κάτι τέτοιο, αυτό θα σηµαίνει περιορισµό πρόσβασης στη µακρόχρονη µνήµη, δηλαδή περιορισµό στη δυνατότητα παράλληλης αναγνώρισης πολλών αντικειµένων. Στα πειράµατά τους οι Wolfe et al. (2000) εξέτασαν µε διάφορους τρόπους την όραση µετά την προσοχή. Ωστόσο δε χρησιµοποίησαν συνθήκη την οποία να ορίζουν ως συνθήκη όρασης πριν την προσοχή. Η όραση µετά την προσοχή όταν υπάρχει προπαρουσίαση της προς αναζήτηση οθόνης Στο πρώτο τους πείραµα (που βασίστηκε στη µελέτη του Pashler (1984) για τις επιδράσεις της προπαρουσίασης ερεθισµάτων), οι Wolfe et al. (2000) όρισαν την όραση µετά την προσοχή µε βάση την προπαρουσίαση της προς αναζήτηση οθόνης στους συµµετέχοντες κατά τη διάρκεια ενός έργου οπτικής αναζήτησης. Ειδικότερα, στο έργο αυτό τα άτοµα θα έπρεπε να αναζητήσουν αυτό που περιέγραφε µια λεκτική οδηγία (για παράδειγµα, µια κόκκινη οριζόντια γραµµή) µέσα σε ένα πλαίσιο 3Χ3, όπου υπήρχαν 4, 5, 6, 7 ή 8 ερεθίσµατα αποτελούµενα από δύο αλληλοεπικαλυπτόµενα σχήµατα κάθε φορά (για παράδειγµα, κόκκινη οριζόντια γραµµή και πάνω της µια πράσινη κάθετη γραµµή).

38 35 Στην πρώτη συνθήκη του πειράµατος αυτού οι συµµετέχοντες έβλεπαν πρώτα µπροστά τους τη λεκτική οδηγία («κόκκινη οριζόντια γραµµή») και µετά την οθόνη αναζήτησης που περιείχε στο κέντρο τη λεκτική οδηγία και γύρω από αυτήν τα ερεθίσµατα. Αυτή ήταν η λεγόµενη τυπική συνθήκη αναζήτησης (βλ. Πίνακα 1). Πίνακας 1. Σχηµατική περιγραφή της τυπικής συνθήκης αναζήτησης του πειράµατος των Wolfe et al. (2000). 1 η οθόνη 2 η οθόνη Χ Χ οδηγία οδηγία Χ Χ Στη δεύτερη συνθήκη του πειράµατος, οι συµµετέχοντες έβλεπαν πρώτα µπροστά τους τα ερεθίσµατα προς αναζήτηση και µετά ολόκληρη την οθόνη αναζήτησης που περιείχε στο κέντρο τη λεκτική οδηγία και γύρω από αυτήν τα ερεθίσµατα. Αυτή τη συνθήκη οι Wolfe et al. (2000) ονόµασαν συνθήκη όρασης µετά την προσοχή επιδιώκοντας να εξετάσουν αν η αναζήτηση θα είναι πιο αποτελεσµατική, όταν οι συµµετέχοντες εστιάσουν την προσοχή τους στην προς αναζήτηση οθόνη χωρίς να γνωρίζουν ακόµη το στόχο (βλ. Πίνακα 2). Πίνακας 2. Σχηµατική περιγραφή της συνθήκης της όρασης µετά την προσοχή του πειράµατος των Wolfe et al. (2000). Χ 1 η οθόνη 2 η οθόνη Χ Χ Χ οδηγία Χ Χ Χ Χ

39 36 Το χρονικό διάστηµα που µεσολαβούσε µεταξύ της παρουσίασης της πρώτης και της δεύτερης οθόνης ήταν 20, 40, 60, 100, 200 και 300 msec και οι συµµετέχοντες εκτέλεσαν χίλιες επαναλήψεις του πειράµατος. Τα στοιχεία που µετρήθηκαν ήταν η αποτελεσµατικότητα στην αναζήτηση και ο χρόνος αντίδρασης. Ακολούθησαν συγκρίσεις της πρώτης και της δεύτερης συνθήκης του πειράµατος µε τη συνθήκη κατά την οποία παρουσιάζονταν ταυτόχρονα στους συµµετέχοντες και η λεκτική οδηγία στο κέντρο και τα προς αναζήτηση ερεθίσµατα στην περιφέρεια. Το συγκεκριµένο πείραµα είχε στόχο να διαπιστώσει σε ποια περίπτωση η επίδοση στην οπτική αναζήτηση είναι καλύτερη: αν νωρίτερα η προσοχή περάσει από τη λεκτική οδηγία ή από τα ίδια τα προς αναζήτηση ερεθίσµατα. Καµία από τις δύο προπαρουσιάσεις δε βρέθηκε να επιδρά θετικά στην οπτική αναζήτηση. ιαφορά βρέθηκε µόνο στο χρόνο αντίδρασης. ιαπιστώθηκε ότι η προεµφάνιση της οδηγίας είχε πολύ καλύτερα αποτελέσµατα στην οπτική αναζήτηση από ό,τι η προεµφάνιση των ερεθισµάτων. Αυτό αποδόθηκε στο γεγονός ότι το να βλέπει κανείς νωρίτερα τη λεκτική οδηγία εξοικονοµεί χρόνο από το συνολικό χρόνο αντίδρασης. Η συνθήκη όπου παρουσιαζόταν ταυτόχρονα στους συµµετέχοντες και η λεκτική οδηγία στο κέντρο και τα προς αναζήτηση ερεθίσµατα στην περιφέρεια είχε ως αποτέλεσµα το µεγαλύτερο χρόνο αντίδρασης. Η όραση µετά την προσοχή ως επανάληψη της ίδιας οθόνης αναζήτησης Στο δεύτερό τους πείραµα οι ερευνητές όρισαν µε διαφορετικό τρόπο την όραση µετά την προσοχή. Στη συγκεκριµένη περίπτωση, αυτή προσδιορίστηκε όχι µε βάση την προπαρουσίαση είτε της οδηγίας είτε των προς αναζήτηση ερεθισµάτων, αλλά µε βάση την επανάληψη της ίδιας της οθόνης αναζήτησης σε κάθε δοκιµή του πειράµατος. Το σκεπτικό των πολλών επαναλήψεων στηρίχτηκε στην έρευνα των Logan (1992) και των Shiffrin και Schneider (1977), οι οποίοι κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι σε ορισµένες δοκιµασίες η επίδοση βελτιώνεται µε την εκτεταµένη εξάσκηση σε αυτά. Το στοιχείο αυτό σε συνδυασµό µε τη θεωρητική βάση του όλου πειράµατος σχετικά µε τις συνδέσεις µεταξύ όρασης και µακρόχρονης µνήµης (Farah, 1992.

40 37 Kosslyn, 1988) αποτέλεσε τη βάση προκειµένου να διαπιστωθεί αν µε την παρατεταµένη προσοχή µπορούν να υπάρξουν ταυτόχρονα πολλές τέτοιες συνδέσεις. Ειδικότερα, την πρώτη φορά παρουσιαζόταν µια οθόνη αναζήτησης, στο κέντρο της οποίας βρισκόταν η λεκτική οδηγία και περιφερειακά τα προς αναζήτηση ερεθίσµατα. Στη δεύτερη δοκιµή παρουσιαζόταν µια οθόνη µε ακριβώς τα ίδια προς αναζήτηση ερεθίσµατα στις ίδιες θέσεις αλλά µε διαφορετική τη λεκτική οδηγία που περιέγραφε το προς αναζήτηση στοιχείο. Η ίδια διαδικασία επαναλαµβανόταν για πέντε δοκιµές. Το κρίσιµο ερώτηµα ήταν αν η επίδοση θα ήταν καλύτερη στην 5 η δοκιµή από ό,τι στη δεύτερη λόγω οφέλους από την όραση µετά την προσοχή στα ίδια προς αναζήτηση ερεθίσµατα. Από το πείραµα αυτό προέκυψαν κάποιες ασθενείς και οριακά στατιστικώς σηµαντικές ενδείξεις βελτίωσης στην οπτική αναζήτηση λόγω έκθεσης στο ίδιο προς αναζήτηση ερέθισµα. Η όραση µετά την προσοχή ως επανάληψη της ίδιας οθόνης αναζήτησης µε απλά ερεθίσµατα Η έλλειψη ισχυρών ενδείξεων οδήγησε στη διεξαγωγή ενός τρίτου πειράµατος, παρόµοιου µε το δεύτερο σε ό,τι αφορά το γεγονός ότι η όραση µετά την προσοχή προσδιορίστηκε µε βάση την επανάληψη της ίδιας οθόνης αναζήτησης σε κάθε δοκιµή του πειράµατος. Στην προκειµένη περίπτωση όµως έγινε προσπάθεια να διερευνηθεί το ενδεχόµενο µεγαλύτερου οφέλους λόγω της όρασης µετά την προσοχή σε πιο απλά ερεθίσµατα. Έτσι, απλοποιήθηκαν τα προς αναζήτηση ερεθίσµατα και από αλληλοεπικαλυπτόµενα σχήµατα (για παράδειγµα, κόκκινη οριζόντια γραµµή και πάνω της µια πράσινη κάθετη γραµµή) έγιναν απλά σχήµατα (για παράδειγµα, κόκκινη οριζόντια γραµµή). Παράλληλα υπήρξε µια ακόµη απλοποίηση: αντί να δίνεται η λεκτική περιγραφή του προς αναζήτηση ερεθίσµατος (για παράδειγµα, η φράση «κόκκινη οριζόντια γραµµή») δινόταν το ίδιο το ερέθισµα, δηλαδή η εικόνα της κόκκινης οριζόντιας γραµµής. Και το τρίτο πείραµα δεν έδειξε βελτίωση στην επίδοση οπτικής αναζήτησης στις πέντε επαναλήψεις του, ακόµη και µε απλούστερα ερεθίσµατα που θα συνηγορούσαν περισσότερο υπέρ της παράλληλης επεξεργασίας από ό,τι οι συνδυασµοί ερεθισµάτων που παραπέµπουν σε διαδοχική επεξεργασία. Φάνηκε,

41 38 λοιπόν, ότι δεν υπάρχει όφελος από την όραση µετά την προσοχή κατά την επανάληψη της ίδιας οθόνης αναζήτησης µε διαφορετικούς στόχους - οδηγίες. Η όραση µετά την προσοχή ως επανάληψη της ίδιας οθόνης αναζήτησης µε σηµασιολογικό υλικό Οι Wolfe et al. (2000) επέµειναν ακόµη περισσότερο στην όραση µετά την προσοχή µε βάση την επανάληψη της ίδιας οθόνης αναζήτησης σε κάθε δοκιµή του πειράµατος. Έτσι, επανέλαβαν το προηγούµενο πείραµά τους µε τη διαφορά ότι εδώ χρησιµοποίησαν γράµµατα αντί για γεωµετρικά σχήµατα. Με αυτό τον τρόπο επιδίωξαν να ερευνήσουν αν υπάρχει όφελος λόγω της όρασης µετά την προσοχή σε υλικό µε µεγαλύτερο σηµασιολογικό βάρος από ό,τι τα σχήµατα. Το συµπέρασµα ήταν αρνητικό και σε αυτή την περίπτωση σε ό,τι αφορά στην αποτελεσµατικότητα της οπτικής αναζήτησης. Υπήρξε µόνο µια µικρή µείωση του χρόνου αντίδρασης στην 5 η επανάληψη, η οποία αποδόθηκε στον υπερµαθηµένο χαρακτήρα των γραµµάτων. Η όραση µετά την προσοχή ως αποµνηµόνευση Σε µια άλλη εκδοχή πειραµάτων οπτικής αναζήτησης, οι Wolfe et al. (2000) µελέτησαν την όραση µετά την προσοχή µε βάση το πέρασµα της προσοχής από τα προς αναζήτηση ερεθίσµατα κατά τη διάρκεια της αποµνηµόνευσής τους. Στη δοκιµασία αυτή οι συµµετέχοντες καλούνταν να κρατήσουν στη µνήµη τους κεφαλαία γράµµατα που τους παρουσιάζονταν (από τρία ως πέντε). Μόλις έκριναν ότι συγκρατούν αυτά τα στοιχεία στη µνήµη τους έπρεπε να πατήσουν ένα πλήκτρο στον ηλεκτρονικό υπολογιστή που είχαν µπροστά τους ώστε να ξεκινήσει το κυρίως πείραµα. Στη συνέχεια τους παρουσιαζόταν η οδηγία, ένα γράµµα µικρό και έπρεπε να απαντήσουν αν αυτό το γράµµα υπήρχε στα γράµµατα που αποµνηµόνευσαν νωρίτερα. Η παραπάνω µνηµονική συνθήκη συγκρίθηκε µε µια συνθήκη επανάληψης, παρόµοια µε εκείνες των πειραµάτων δύο, τρία και τέσσερα. Στη συνθήκη επανάληψης παρουσιαζόταν ένα µικρό γράµµα στο κέντρο της οθόνης και τρία ως πέντε κεφαλαία γράµµατα γύρω από αυτό. Τα προς αναζήτηση κεφαλαία γράµµατα παρέµεναν ίδια και στις ίδιες θέσεις για 350 επαναλήψεις και το µόνο που άλλαζε

42 39 ήταν το µικρό γράµµα στο κέντρο. Το ζητούµενο ήταν πάλι το ίδιο: να αναφέρουν οι συµµετέχοντες αν το µικρό γράµµα στο κέντρο της οθόνης υπήρχε στα κεφαλαία γράµµατα που παρουσιάζονταν γύρω από αυτό. Το κύριο ερώτηµα του πειράµατος ήταν ποια είναι η µεγαλύτερη επίδραση: αυτή της όρασης µετά την προσοχή λόγω επανάληψης του προς αναζήτηση ερεθίσµατος ή αυτή της όρασης µετά την προσοχή λόγω αποµνηµόνευσης του προς αναζήτηση ερεθίσµατος. Τα αποτελέσµατα του πειράµατος έδειξαν ότι η οπτική αναπαράσταση που δηµιουργείται λόγω της αποµνηµόνευσης είναι ανθεκτικότερη και διαρκέστερη από εκείνη που δηµιουργείται λόγω της απλής επανάληψης. Το συµπέρασµα των Wolfe et al. (2000) ήταν ότι όσες επαναλήψεις και αν υπάρξουν σε ερεθίσµατα από τα οποία έχει περάσει η προσοχή µε τη µορφή πολλών εµφανίσεων του προς αναζήτηση ερεθίσµατος, µόνο ένας σύνδεσµος µεταξύ της οπτικής αναπαράστασης του στοιχείου και της µακρόχρονης µνήµης µπορεί να υπάρξει (Farah, Kosslyn, 1988). Σε ό,τι αφορά το αποτέλεσµα της όρασης µετά την προσοχή λόγω αποµνηµόνευσης, οι Wolfe et al. (2000) τονίζουν χαρακτηριστικά: «Υπάρχει πράγµατι περιορισµός στην ικανότητα πρόσβασης στη µακρόχρονη µνήµη, και αυτός εντοπίζεται πιθανότατα στην τοµή της όρασης και της µνήµης. Ο περιορισµός αυτός είναι ισχυρός και δεν αναιρείται ακόµη και αν υπάρχει παρατεταµένη προσοχή στο οπτικό ερέθισµα» (σ. 707). Η όραση µετά την προσοχή και πάλι ως επανάληψη Το παραπάνω συµπέρασµα επιβεβαιώθηκε και σε άλλα δύο πειράµατα των ίδιων ερευνητών, κατά τα οποία οι συµµετέχοντες έπρεπε να παρακολουθούν την πορεία δύο γραµµών που εµπλέκονταν µεταξύ τους χωρίς όµως να διασταυρώνονται. Σε κάθε ερέθισµα µε τις δύο γραµµές υπήρχαν ακόµη δύο τελείες και το ζητούµενο ήταν να διαπιστώσει κανείς αν οι δύο τελείες βρίσκονταν στην ίδια ή σε διαφορετικές γραµµές. Συνεπώς κάθε άτοµο που συµµετείχε στο πείραµα θα έπρεπε να παρακολουθεί την πορεία κάθε γραµµής µέχρι να φτάσει στην τελεία της. Στη µία από τις δύο συνθήκες του πειράµατος, οι γραµµές έµεναν ίδιες σε πολλές επαναλήψεις και άλλαζαν οι θέσεις των τελειών. Επρόκειτο για τη συνθήκη επανάληψης. Το στοιχείο της όρασης µετά την προσοχή στην προκειµένη περίπτωση ορίστηκε µε βάση το πέρασµα της προσοχής πολλές φορές, λόγω των επαναλήψεων, από τις ίδιες δύο γραµµές.

43 40 Στη δεύτερη συνθήκη οι δύο γραµµές διακρίνονταν ευκολότερα µεταξύ τους καθώς η µία ήταν σχεδιασµένη µε διακεκοµµένες γραµµές ώστε να είναι πιο εµφανής. Στη συνθήκη αυτή θεωρήθηκε ότι δεν ήταν καν απαραίτητη η παρακολούθηση της πορείας των γραµµών προκειµένου να διαπιστώσουν οι συµµετέχοντες αν οι δύο τελείες βρίσκονταν στην ίδια ή σε διαφορετικές γραµµές. Το αποτέλεσµα του πειράµατος ήταν και πάλι ότι σε καµία από τις δύο συνθήκες του συγκεκριµένου πειράµατος η αναπαράσταση του ερεθίσµατος δεν ήταν τόσο ανθεκτική ώστε να διευκολύνει την επίδοση. Τα συµπεράσµατα των Wolfe et al. (2000) Συνολικά, οι Wolfe et al. (2000) κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να δείχνουν ότι η επαναλαµβανόµενη εστίαση της προσοχής σε ένα αµετάβλητο ερέθισµα καθιστά το ερέθισµα περισσότερο χρησιµοποιήσιµο σε περιπτώσεις οπτικής αναζήτησης ή παρακολούθησης της πορείας ενός ερεθίσµατος. Ερµήνευσαν το εύρηµα αυτό χαρακτηρίζοντας «φευγαλέες» τις επιδράσεις της προσοχής στην οπτική αντίληψη. Συγκεκριµένα, τόνισαν ότι ερεθίσµατα στα οποία εντοπίζεται η προσοχή µπορούν να υποβοηθήσουν την οπτική αναζήτηση. Ωστόσο στις περιπτώσεις ερεθισµάτων στα οποία βρισκόταν νωρίτερα η προσοχή δε διευκολύνεται ιδιαίτερα η οπτική αναζήτηση εκτός αν η προσοχή επιστρέψει και πάλι στα ερεθίσµατα αυτά. Με άλλα λόγια, οι αντιληπτικές επιδράσεις της προσοχής εξαφανίζονται όταν η προσοχή µεταφερθεί αλλού. Συνεπώς, η προσοχή, και συγκεκριµένα η παρατεταµένη αντιληπτική προσοχή σε µια οµάδα ερεθισµάτων, δεν µπορεί να δηµιουργήσει µια διαρκή αναπαράσταση του οπτικού κόσµου (ως αποτέλεσµα της όρασης µετά την προσοχή), η οποία να χρησιµοποιηθεί για να υποστηρίξει µιαν αποτελεσµατική οπτική αναζήτηση. Η εµπειρία (αυξηµένος χρόνος προβολής του πλαισίου ερεθισµάτων ή επαναλαµβανόµενες παρουσιάσεις του έργου) βοηθά αλλά σε µικρό βαθµό στην οπτική αναζήτηση. Η οπτική αναπαράσταση που µένει µετά την εστίαση της προσοχής, αφού αυτή φύγει από ένα σηµείο από το οποίο είχε περάσει, φαίνεται ότι είναι παρόµοια µε την οπτική αναπαράσταση που δηµιουργείται πριν ακόµη η προσοχή µεταφερθεί σε αυτή.

44 41 Οι Wolfe et al. (2000) προέβησαν εξάλλου σε ένα εξαιρετικής σηµασίας σχόλιο, σηµειώνοντας ότι µπορεί να µην εντόπισαν σηµαντικές επιδράσεις της όρασης µετά την προσοχή στην αντίληψη, αλλά είναι πιθανό να υπάρχουν άλλου είδους επιδράσεις της που δεν έχουν ακόµη ανακαλυφθεί. Εκτιµώντας συνολικά το ρόλο της εστιασµένης προσοχής, υπογραµµίζουν ότι κάθε φορά αναγνωρίζεται ένα µόνο αντικείµενο, και ένας µόνο σύνδεσµος µεταξύ όρασης και µνήµης είναι ενεργός. Παραλληλίζουν την οπτική εστιασµένη προσοχή µε µια «γραµµή συναρµολόγησης» οπτικών αντικειµένων, κατά παροµοίωση µε την περίπτωση των βιοµηχανιών συναρµολόγησης αυτοκινήτων. Σε αυτή τη «γραµµή συναρµολόγησης» υπάρχουν διαδοχικές και παράλληλες διεργασίες. Ειδικότερα, υπάρχουν πολλά στοιχεία στη µνήµη που είναι ενεργά προς επεξεργασία ανά πάσα στιγµή. Ωστόσο σε µία δεδοµένη στιγµή µόνο τα µνηµονικά στοιχεία που σχετίζονται µε ένα συγκεκριµένο αντικείµενο συνδέονται µε την αντιληπτική του αναπαράσταση, δηλαδή βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής. Όσο τα στοιχεία που είναι ενεργά στη µνήµη κινούνται στη «γραµµή συναρµολόγησης» είναι πιθανό να συνδεθούν (ένα κάθε φορά) µε την αντίληψη (Wolfe et al., 2000, σ. 712).

45 42

46 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΜΗ ΕΣΤΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ Τα αποτελέσµατα των πειραµάτων των Wolfe et al. (2000) εξετάστηκαν αναπόφευκτα σε συνδυασµό µε τα αποτελέσµατα ερευνών σχετικών µε φαινόµενα που εµφανίζονται υπό συνθήκες στις οποίες η προσοχή δε βρίσκεται πάνω στα ερεθίσµατα. Αυτό έγινε σε µια προσπάθεια ερµηνείας του ρόλου και της χρησιµότητας της όρασης µετά την προσοχή. Την κατάσταση στην οποία η προσοχή δε βρίσκεται εστιασµένη στα ερεθίσµατα την εκφράζει ο όρος «όραση χωρίς προσοχή» για τον οποίο η Treisman (1993) τόνισε ότι αντανακλά τα αποτελέσµατα της όρασης πριν την προσοχή που είναι δυνατό να ανακληθούν µόνο εφόσον η προσοχή κατευθυνθεί σε αυτά. Η µελέτη των φαινοµένων υπό συνθήκες µη εστίασης της προσοχής άνοιξε νέα πεδία στο διάλογο και την πειραµατική αναζήτηση για το ρόλο της προσοχής και την επίδραση της απουσίας της από το οπτικό πεδίο. Τα αρχικά σχετικά πειράµατα προέβλεπαν τη χορήγηση δύο µηνυµάτων: για το πρώτο δινόταν η οδηγία να στραφεί η προσοχή σε αυτό, ενώ για το δεύτερο θεωρείτο ότι έµενε εκτός προσοχής (Cherry, 1953). Το συµπέρασµα που διατυπώθηκε ήταν ότι για ερεθίσµατα που έµεναν εκτός προσοχής, οι συµµετέχοντες στο πείραµα δεν είχαν προβεί σε οποιαδήποτε επεξεργασία του σηµασιολογικού τους περιεχοµένου, καθώς δεν υπήρχε άλλωστε οποιαδήποτε µορφή ενηµερότητας. Το στοιχείο αυτό ανέτρεψαν οι Von Wright, Anderson και Stenman (1975) όταν σε παρόµοια πειράµατα κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι πληροφορίες που περιέχονται στο µήνυµα που έµεινε εκτός προσοχής γίνονται αντικείµενο επεξεργασίας τόσο µε βάση τα αισθητηριακά χαρακτηριστικά του ερεθίσµατος (ηχητικά ή οπτικά) όσο και µε βάση τη σηµασία τους, ακόµη και όταν τα άτοµα δεν ήταν καθόλου ενήµερα για τη διαδικασία αυτή. Η παραπάνω τοποθέτηση έρχεται σε αντίθεση µε τη θεωρία του φίλτρου του Broadbent (1958), που απέκλειε οποιαδήποτε επεξεργασία αυτού του είδους σε ερεθίσµατα που δεν πέρασαν από το φίλτρο της προσοχής. Άνοιξε ωστόσο νέους δρόµους στη µελέτη πάνω στις πληροφορίες που µπορεί να µείνουν εκτός προσοχής, αλλά να επηρεάσουν µε κάποιον άλλο τρόπο τη συµπεριφορά. Στο εξής η έρευνα

47 44 στράφηκε στο πώς µπορεί να γίνει αυτό και στο τι συµβαίνει µε τα ερεθίσµατα που µένουν εκτός προσοχής. Τύφλωση στις αλλαγές Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον φαινόµενο παρατηρείται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας παρατηρητής ενώ βλέπει το οπτικό πεδίο που βρίσκεται ενώπιόν του, δεν αντιλαµβάνεται αλλαγές που συµβαίνουν σε αυτό. Οι Rensink, O'Regan, και Clark (1997) ορίζουν την τύφλωση στις αλλαγές ως την αποτυχία των παρατηρητών να ανιχνεύσουν µεγάλες ξαφνικές αλλαγές σε µια οθόνη. Σε µια επισκόπηση του φαινοµένου οι Simons και Levin (1997) αναφέρουν ότι σηµαντικές αλλαγές στο οπτικό πεδίο παραµένουν αόρατες υπό κανονικές και φυσιολογικές συνθήκες όρασης, παρόλο που οι παρατηρητές δε δυσκολεύονται να αντιληφθούν τις συγκεκριµένες αλλαγές αν τους επισηµανθούν. Σηµειώνουν παράλληλα ότι το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό του ότι ένα µικρό κοµµάτι από όσα βλέπουµε µπροστά µας φτάνει τελικά για επεξεργασία από την εργαζόµενη µνήµη και επηρεάζει στη συνέχεια τη συµπεριφορά. Οι Rensink et al. (1997), προσπαθώντας να ρίξουν φως στην τύφλωση στις αλλαγές, διαφοροποιούν την αλλαγή στο οπτικό πεδίο από το στοιχείο της κίνησης. Αναφέρουν ενδεικτικά ότι σε πειράµατα στα οποία τα άτοµα έπρεπε να δουν µια οθόνη αρχικά και µια δεύτερη οθόνη στη συνέχεια και να επισηµάνουν αν στη δεύτερη υπήρξε κάποια διαφορά σε σχέση µε την πρώτη, οι συµµετέχοντες διευκολύνονταν, αν το χρονικό διάστηµα από την παρουσίαση της πρώτης οθόνης µέχρι την παρουσίαση της δεύτερης ήταν µέχρι 80 χιλιοστά του δευτερολέπτου. Αυτό συνέβαινε διότι στο συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα δηµιουργούνταν «φευγαλέοι δείκτες κίνησης». Επειδή, δηλαδή, η αλλαγή από την πρώτη εικόνα στη δεύτερη γινόταν πολύ γρήγορα φαινόταν σαν η εικόνα να κινείται, σαν να υπήρχε συνεχής προβολή της εικόνας και έτσι µπορούσε κανείς να ανιχνεύσει την αλλαγή. Όσο το µεσοδιάστηµα µεταξύ παρουσίασης πρώτης και δεύτερης οθόνης αυξανόταν, τόσο δυσκολότερο γινόταν για κάποιον να ανιχνεύσει την αλλαγή µε αποτέλεσµα να εµφανίζεται τύφλωση στις αλλαγές. Με άλλα λόγια, όταν δεν υπάρχει κίνηση και υπάρχει ένα κενό µεταξύ της πρώτης και της δεύτερης παρουσίασης, παρόµοιο µε εκείνο της σακκαδικής κίνησης

48 45 µεταξύ δύο εστιάσεων των µατιών, δεν εισέρχονται πληροφορίες προς επεξεργασία στην εργαζόµενη µνήµη. Σε σχέση µε την προσοχή, οι Rensink et al. (1997) αναφέρουν πως η τύφλωση στις αλλαγές λαµβάνει χώρα πριν την εστίαση της προσοχής, όταν τα αντικείµενα αν δεν τραβήξουν την προσοχή, δε δηµιουργούν τις προϋποθέσεις για την ανίχνευση µιας αλλαγής στο οπτικό πεδίο. Η σχέση της τύφλωσης στις αλλαγές µε την προσοχή επαναφέρει στο προσκήνιο το διαχωρισµό των Treisman και Gormican (1988) µεταξύ επιµερισµένης και εστιασµένης προσοχής, όπου επιµερισµένη και εστιασµένη προσοχή είναι τα δύο άκρα ενός συνεχούς προσοχής. Χρήσιµος σε αυτή την περίπτωση είναι και ο διαχωρισµός της Treisman (1993) µεταξύ επιµερισµένης προσοχής και όρασης πριν την προσοχή, όπου η επιµερισµένη προσοχή ενεργοποιείται, για να συνενώσει σε ένα σύνολο τα στοιχεία που προκύπτουν από την όραση πριν την προσοχή και αφορούν τους χάρτες χαρακτηριστικών κατά την οπτική αντίληψη. Το επόµενο χρονικά στάδιο είναι η επικέντρωση της προσοχής, η εστίασή της σε συγκεκριµένο σηµείο του οπτικού πεδίου προκειµένου να ακολουθήσει οπτική επεξεργασία. Συνεπώς, η τύφλωση στις αλλαγές θα πρέπει να τοποθετείται «χρονικά» στην επιµερισµένη προσοχή, µετά την όραση πριν την προσοχή και πριν την εστίαση της προσοχής σε συγκεκριµένο σηµείο του οπτικού πεδίου. Μια παρόµοια αντιµετώπιση των πραγµάτων επιχειρεί και η θεωρία συνοχής της προσοχής (Rensink, 2000a). Η θεωρία αυτή κάνει λόγο για ένα αρχικό - χαµηλού επιπέδου - στάδιο επεξεργασίας, πριν από την εστιασµένη προσοχή, κατά το οποίο η επεξεργασία είναι ταχεία και παράλληλη και έχει αποτέλεσµα τη δηµιουργία πρωτοαντικειµένων. Τα πρωτο-αντικείµενα είναι δοµές που παρέχουν τοπικές περιγραφές µιας σκηνής, ωστόσο υπάρχει περιορισµός ως προς τη συνοχή τους καθώς είναι δοµές ιδιαίτερα ασταθείς και ευµετάβλητες και αντικαθίστανται συνεχώς από νέα πρωτοαντικείµενα όσο εµφανίζονται νέα στοιχεία στο οπτικό πεδίο. Τα πρωτο-αντικείµενα, σύµφωνα µε τον Rensink (2000a), δεν επαρκούν για την ανίχνευση µιας αλλαγής στο οπτικό πεδίο, καθώς για να συµβεί κάτι τέτοιο είναι απαραίτητη η εστιασµένη προσοχή. Ρόλος της τελευταίας είναι η δηµιουργία µιας πιο συνεκτικής αναπαράστασης µε βάση τα πρωτο-αντικείµενα που δηµιουργήθηκαν στο προηγούµενο στάδιο. Η συνοχή της αναπαράστασης αυτής διατηρείται µόνο στο πλαίσιο της βραχύχρονης µνήµης, διαφορετικά διασπάται.

49 46 Εξάλλου, στο πλαίσιο της µελέτης της όρασης µετά την προσοχή οι Wolfe et al. (2000) επικαλέστηκαν το φαινόµενο της τύφλωσης στις αλλαγές προκειµένου να υποστηρίξουν θεωρητικά την τοποθέτησή τους ότι οι επιδράσεις της προσοχής στην οπτική αντίληψη είναι φευγαλέες, ότι σε κάθε δεδοµένη στιγµή υπάρχει µόνο ένας σύνδεσµος µεταξύ µνήµης και όρασης και ότι η κατάσταση της οπτικής αντίληψης, αφού η προσοχή φύγει από ένα ερέθισµα, είναι παρόµοια µε την κατάσταση εκείνη πριν φτάσει η προσοχή στο ερέθισµα. Παρέθεσαν ειδικότερα ερευνητικά ευρήµατα, σύµφωνα µε τα οποία, για να γίνει αντιληπτή µια αλλαγή θα πρέπει είτε να υπάρξει µια αιφνίδια µεταβολή στο γενικότερο οπτικό πεδίο ώστε να τραβήξει την προσοχή (Jonides & Yantis, 1988), είτε η αλλαγή να συµβεί στο σηµείο όπου ήδη βρίσκεται η προσοχή (Rensink et al., 1997), είτε από την αλλαγή να προκύψει µια ασυνέπεια µεταξύ της νέας σκηνής και της σκηνής που είχε νωρίτερα αποτυπωθεί στη µνήµη όταν βρισκόταν σε αυτήν η προσοχή. Σε ό,τι αφορά την τύφλωση στις αλλαγές, οι Wolfe et al. (2000) εκτιµούν ότι γενικά το οπτικό σύστηµα δεν είναι «τυφλό» απέναντι στις αλλαγές, απλώς «ξεχνά» τα περιεχόµενα του ερεθίσµατος αν δεν πληρούνται οι παραπάνω τρεις προϋποθέσεις που θα µπορούσαν να ενισχύσουν τις πιθανότητες εστίασης της προσοχής. Εκτός από το στοιχείο της προσοχής, αναφέρονται εξάλλου και στη µνήµη, υπογραµµίζοντας ότι η ενεργοποίησή της µπορεί µερικές φορές να «καλύψει» την «αµνησία» που συµβαίνει κατά τις οπτικές διεργασίες. Συνεπώς, το φαινόµενο της τύφλωσης στις αλλαγές αντιµετωπίζεται από τους Wolfe et al. (2000) ως αµνησία των αλλαγών. Παράλληλα, του αποδίδεται κατά κάποιο τρόπο ένας εν δυνάµει χαρακτήρας ανατροπής της αµνησίας υπό την προϋπόθεση της εστίασης της προσοχής. Ίσως, εξάλλου, θα µπορούσε να αποδοθεί και ένας χαρακτήρας αναµονής στο στάδιο στο οποίο λαµβάνει χώρα η τύφλωση στις αλλαγές, ώστε µε την πλήρωση των προϋποθέσεων να υπάρξει εστίαση της προσοχής και να γίνει αντιληπτή η αλλαγή. Τύφλωση στην επανάληψη Παρόµοιο µε το φαινόµενο της τύφλωσης στις αλλαγές είναι και το φαινόµενο της τύφλωσης στην επανάληψη. Σύµφωνα µε τον Kanwiser (1987), πρόκειται για την περίπτωση στην οποία, κατά τη διάρκεια µιας ραγδαίας γραµµικής οπτικής

50 47 παρουσίασης λέξεων δεν είναι δυνατός ο εντοπισµός µιας λέξης αν αµέσως πριν από αυτή στον κατάλογο υπήρχε η ίδια λέξη ή µία ορθογραφικά παρόµοια. Με άλλα λόγια, το στοιχείο της επανάληψης ουσιαστικά αφορά τα κοινά στοιχεία των δύο λέξεων. Το φαινόµενο εµφανίζεται όταν ο χρόνος που παρεµβάλλεται µεταξύ της παρουσίασης των δύο λέξεων είναι µέχρι 500 χιλιοστά του δευτερολέπτου. Και στην περίπτωση της τύφλωσης στην επανάληψη διατυπώθηκαν διαφορετικές ερµηνείες. Ο Kanwiser (1987) επισήµανε ότι το φαινόµενο είναι αποτέλεσµα της αδυναµίας κωδικοποίησης και των δύο παρόµοιων λέξεων που εµφανίζονται στο οπτικό πεδίο. Από την άλλη πλευρά, οι Hochhaus και Marohn (1991) κάνουν λόγο για αντιληπτικό φαινόµενο κατά το οποίο «συγχωνεύονται» χαρακτηριστικά παρόµοιων επαναλαµβανόµενων λέξεων. Εκτιµούν ότι αυτό συµβαίνει σε ένα χρονικό διάστηµα που οι ίδιοι ονοµάζουν «περίοδο αδράνειας», κατά την οποία η αντίληψη εµφανίζεται ανεπηρέαστη από τα ερεθίσµατα. Μία τρίτη ερµηνεία έδωσαν οι Fagot και Pashler (1994) σηµειώνοντας ότι οι επαναλαµβανόµενες λέξεις κωδικοποιούνται, αλλά το φαινόµενο της τύφλωσης στην επανάληψη έγκειται στην αδυναµία ανάκλησής τους. Στην ίδια βάση διαµορφώθηκε και η εκτίµηση των MacΚay, Μiller, και Schuster (1994), οι οποίοι συµφώνησαν ως προς το στοιχείο της κωδικοποίησης και εστίασαν το ενδιαφέρον τους στην ανάκληση. Συγκεκριµένα, ισχυρίστηκαν ότι η τύφλωση στην επανάληψη οφείλεται στην αδυναµία άµεσης ενεργοποίησης «λεκτικών κοµβικών σηµείων» στη µνήµη. Τα κοµβικά αυτά σηµεία είναι τα ίδια για λέξεις που µοιάζουν µεταξύ τους, αλλά αποκτούν διαφορετική σηµασία ανάλογα µε το πλαίσιο στο οποίο εµφανίζονται. Για παράδειγµα, µπορεί δύο λέξεις να µοιάζουν ορθογραφικά µεταξύ τους, αλλά οι σηµασίες τους να είναι εντελώς διαφορετικές ανάλογα µε τη φράση στην οποία εµφανίζεται κάθε λέξη. Ανοιγοκλείσιµο της προσοχής Το φαινόµενο του ανοιγοκλεισίµατος της προσοχής αντιστοιχεί στην αδυναµία εστίασης της προσοχής σε ένα ερέθισµα λίγο µόλις χρόνο µετά την εστίαση της προσοχής σε ένα προηγούµενο ερέθισµα (Raymond, Shapiro, & Arnell, 1992). Στο σχετικό πείραµα εµφανίζονται πολλά γράµµατα διαδοχικά σε µία οθόνη και το κάθε γράµµα εµφανίζεται πάνω σε προηγούµενο, το οποίο πλέον εξαφανίζεται.

51 48 Οι συµµετέχοντες θα πρέπει να παρακολουθήσουν προσεκτικά όλη τη διαδοχή και στο τέλος να απαντούν αν ορισµένα γράµµατα εµφανίστηκαν ή όχι κατά τη διαδοχή. Όπως έδειξε το αποτέλεσµα του πειράµατος, η αναγνώριση του δεύτερου γράµµατος δεν είναι εύκολη όταν το γράµµα παρουσιάζεται αµέσως µετά το πρώτο (χρόνος µεταξύ εκατό και τριακοσίων χιλιοστών του δευτερολέπτου). Όσο το χρονικό διάστηµα που παρεµβάλλεται µεταξύ πρώτου και δεύτερου γράµµατος µεγαλώνει τόσο βελτιώνεται η επίδοση ως προς την αναγνώριση του δεύτερου γράµµατος (Chun & Potter, 1995). Σε ό,τι αφορά την ερµηνεία του φαινοµένου, οι Raymond et al. (1992) εκτιµούν ότι το δεύτερο γράµµα δεν «τυγχάνει» προσοχής καθώς η αναγνώριση του πρώτου γράµµατος προϋποθέτει κάποιο χρόνο προκειµένου να είναι βέβαιη η κωδικοποίησή του. Το γεγονός αυτό παρεµποδίζει τη δυνατότητα αντίδρασης σε δεύτερο ερέθισµα. Το ερώτηµα που τίθεται στη συνέχεια είναι αν το δεύτερο γράµµα κωδικοποιήθηκε ή όχι στη µνήµη. Η απάντηση ήρθε από τις έρευνες µε προκλητά δυναµικά σε δοκιµασίες ανοιγοκλεισίµατος της προσοχής από τους Luck, Vogel, και Shapiro (1996). Οι ερευνητές χρησιµοποίησαν λέξεις αντί για γράµµατα και διαπίστωσαν ότι η δεύτερη λέξη κωδικοποιείται στη µνήµη, καθώς γίνεται αντιληπτή η σηµασία της, όµως δεν είναι δυνατή η αναφορά της λέξης όταν κάτι τέτοιο ζητηθεί. Αυτό σηµαίνει ότι η κωδικοποίηση και η αναγνώριση συµβαίνει αλλά το φαινόµενο του ανοιγοκλεισίµατος της προσοχής δεν επιτρέπει την ενηµερότητα του ερεθίσµατος. Και στην περίπτωση αυτή οι Wolfe et al. (2000) υπενθυµίζουν την τοποθέτησή τους ότι γενικά το οπτικό σύστηµα δεν είναι τυφλό, απλώς ξεχνά τα περιεχόµενα του ερεθίσµατος αν δεν πληρούνται ορισµένες προϋποθέσεις. Τύφλωση λόγω µη εστίασης της προσοχής Η µελέτη των φαινοµένων της τύφλωσης στις αλλαγές, της τύφλωσης στην επανάληψη και του ανοιγοκλεισίµατος της προσοχής οδήγησε στη διατύπωση ερωτηµάτων για τις λειτουργίες που ενεργοποιούνται σε συνθήκες κατά τις οποίες η προσοχή δεν εστιάζεται σε συγκεκριµένα σηµεία, αλλά τα ερεθίσµατα που εµπλέκονται βρίσκονται εντός του οπτικού πεδίου του παρατηρητή. Το κύριο ερώτηµα ήταν: αν υπό τις συνθήκες αυτές δεν µπορούν να γίνουν αντιληπτές αλλαγές

52 49 που συνέβησαν στο οπτικό πεδίο, τα στατικά στοιχεία του οπτικού πεδίου, τα οποία παραµένουν ίδια, γίνονται αντιληπτά; Πράγµατι, όπως διαπιστώθηκε, υπάρχει περίπτωση σε συνθήκες στις οποίες η προσοχή δεν έχει εστιαστεί ακόµη σε συγκεκριµένα σηµεία του οπτικού περιβάλλοντος, ο παρατηρητής να µην αντιληφθεί ακόµη και στατικά στοιχεία αν αυτά δε σχετίζονται µε τα ενδιαφέροντά του εκείνη τη στιγµή ή αν είναι µη αναµενόµενα (Μack & Rock, Neisser & Becklen, 1975). Το φαινόµενο αυτό αποκαλείται τύφλωση λόγω µη εστίασης της προσοχής και ισοδυναµεί µε την αδυναµία αναπαράστασης αντικειµένων στα οποία δεν επικεντρώθηκε η προσοχή. Η τύφλωση λόγω µη εστίασης της προσοχής έχει ένα κοινό στοιχείο µε την τύφλωση στις αλλαγές: και τα δύο φαινόµενα συµβαίνουν υπό συνθήκες µη εστίασης της προσοχής. Ωστόσο διαφοροποιούνται ως προς το ότι η τύφλωση λόγω µη εστίασης της προσοχής αφορά τη στατική πλευρά µιας οπτικής σκηνής, ενώ η τύφλωση στις αλλαγές τη δυναµική της πλευρά (Rensink, 2000b). Ειδικότερα οι Μack και Rock (1998) παρουσίαζαν στους συµµετέχοντες στις έρευνές τους ένα σταυρό, και ζητούσαν από τα άτοµα να αναφέρουν ποια από τις γραµµές του σταυρού ήταν η µεγαλύτερη, η κάθετη ή η οριζόντια. Η διαφορά µήκους των γραµµών ήταν µικρή ώστε το έργο να παρουσιάζει δυσκολία. Επίσης, η παρουσίαση του ερεθίσµατος διαρκούσε µόνο 200 msec προκειµένου οι συµµετέχοντες να έχουν χρόνο να προσέξουν µόνο το σηµάδι του σταυρού. Μετά από τρεις δοκιµές της συνθήκης αυτής, παρουσιαζόταν η συνθήκη µη εστίασης της προσοχής. Συγκεκριµένα, σε ένα σηµείο γειτονικά του σταυρού εµφανιζόταν ένα φωτεινό τετραγωνάκι. Οι συµµετέχοντες στην έρευνα έπρεπε πρώτα να απαντήσουν ποια από τις δύο γραµµές του σταυρού ήταν η µακρύτερη και στη συνέχεια ο πειραµατιστής τους ρωτούσε αν πρόσεξαν τίποτε άλλο στην οθόνη που τους παρουσιάστηκε. Στην πλειοψηφία τους απαντούσαν ότι δεν πρόσεξαν τίποτε άλλο πέραν του σταυρού. Ακολούθως ο πειραµατιστής τους πληροφορούσε ότι στην οθόνη βρισκόταν και κάτι ακόµη εκτός από το σταυρό και τους ζητούσε να απαντήσουν σε ποιο από τα τέσσερα τεταρτηµόρια που δηµιουργούσε ο σταυρός ήταν πιο πιθανό να έχει εµφανιστεί αυτό το «κάτι». Οι συµµετέχοντες κατάφερναν να βρουν τη θέση στην οποία εµφανιζόταν το επιπλέον ερέθισµα. Εξάλλου οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτοµα που συµµετείχαν στα πειράµατα αδυνατούσαν να αναφέρουν την ύπαρξη επιπρόσθετων ερεθισµάτων ακόµη και όταν αυτά βρίσκονταν

53 50 κοντά στο σηµείο στο οποίο επικέντρωναν την προσοχή τους για να δουν το σταυρό ή ακόµη και στο ακριβές σηµείο της εστίασης. Από τα ευρήµατα του πειράµατος ξεχωρίζουν η αδυναµία των συµµετεχόντων να αναφέρουν την ύπαρξη του επιπλέον ερεθίσµατος στην οθόνη παρουσίασης (τύφλωση σε συνθήκη µη εστίασης της προσοχής για το επιπλέον ερέθισµα) αλλά και η δυνατότητά τους να εντοπίσουν τη θέση του, εφόσον ο πειραµατιστής τους γνωστοποιούσε την ύπαρξη του ερεθίσµατος αυτού. Αυτή η τελευταία επίδοση είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι οι συµµετέχοντες δε γνώριζαν για το ερέθισµα, δεν ήταν ενήµεροι για την ύπαρξή του στο οπτικό τους πεδίο, ωστόσο µπορούσαν να αναφέρουν τη θέση του όταν ο πειραµατιστής έστρεφε την προσοχή τους σε αυτό, αφού είχε εξαφανιστεί από το οπτικό πεδίο. Εκτιµώντας τα αποτελέσµατα των πειραµάτων τους οι Μack και Rock (1998) κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι δεν υπάρχει συνειδητή αντίληψη χωρίς προσοχή. Ο όρος «αντίληψη» στην περίπτωση αυτή έχει έντονο το χαρακτήρα της συνείδησης ή της ενηµερότητας της αντίληψης ενός αντικειµένου ή γεγονότος. Από την άλλη πλευρά, ο Rensink (2000a), στο πλαίσιο της θεωρίας συνοχής της προσοχής, υπενθυµίζει ότι αντίληψη χωρίς προσοχή υφίσταται στο επίπεδο των πρωτο-αντικειµένων στο οποίο δηµιουργούνται ασταθείς και ευµετάβλητες αναπαραστάσεις που αντικαθίστανται συνεχώς από νέες. Στο ίδιο µήκος κύµατος και οι Moore και Egeth (1997) αναφέρουν ότι ερεθίσµατα που δεν τυγχάνουν προσοχής δηµιουργούν ένα πλαίσιο που θα µπορούσε να επηρεάσει την οπτική αντίληψη. Υπό µια κατά τι διαφορετική οπτική γωνία ο Wolfe (1999) επισηµαίνει ότι αν κάποια στοιχεία είναι άσχετα µε ένα έργο ή µη αναµενόµενα, τότε δεν θα γίνουν αντιληπτά σε συνθήκες προσοχής και κατά κάποιο τρόπο θα «ξεχαστούν». Με άλλα λόγια, εκτιµά ότι οι πληροφορίες υπάρχουν σε ένα επίπεδο το οποίο ωστόσο χαρακτηρίζεται από υψηλούς ρυθµούς φθοράς µε αποτέλεσµα ό,τι στοιχεία βρίσκονται σε αυτό να εξασθενούν και να εξαφανίζονται πολύ γρήγορα. Με το σκεπτικό αυτό αντικαθιστά τον όρο «τύφλωση λόγω µη εστίασης της προσοχής» από τον όρο «αµνησία λόγω µη εστίασης της προσοχής». Αντίληψη και µνήµη χωρίς εστιασµένη προσοχή Τα αποτελέσµατα των ερευνών σχετικά µε την τύφλωση στις αλλαγές και την τύφλωση λόγω µη εστίασης της προσοχής οδήγησαν σε νέες έρευνες για τη

54 51 διερεύνηση του τι συµβαίνει µε την αντίληψη κατά την απουσία της προσοχής, ενώ τέθηκαν ερωτηµατικά για το αν τελικά τα παραπάνω φαινόµενα έχουν να κάνουν περισσότερο µε την αντίληψη ή µε τη µνήµη. Οι Μack και Rock (1998) έκαναν αρχικά λόγο για αδυναµία της αντίληψης να επεξεργαστεί ερεθίσµατα που βρίσκονται εκτός προσοχής. Μια δεύτερη τοποθέτηση ήταν εκείνη της Moore (2001), η οποία υποστήριξε ότι πρόκειται για αποτυχία των µνηµονικών λειτουργιών να κωδικοποιήσουν πληροφορίες για ερεθίσµατα που βρίσκονται εκτός προσοχής. Για να στηρίξει την άποψη αυτή επικαλέστηκε τον Wolfe (1999) και όσα ανέφερε περί «αµνησίας» λόγω µη εστίασης της προσοχής. ιαφοροποιήθηκε όµως από εκείνον διατυπώνοντας την άποψη ότι µάλλον πρόκειται για πρόβληµα κωδικοποίησης στη µνήµη και όχι ανάκλησης πληροφοριών από αυτήν. Πιο συγκεκριµένα, οι Μack και Rock (1998) προσπάθησαν να διερευνήσουν αν η αιτία του φαινοµένου της τύφλωσης λόγω µη εστίασης της προσοχής έγκειται στην αδυναµία της αντίληψης να επεξεργαστεί στοιχεία που δεν αποτελούν αντικείµενο της προσοχής ή στην αδυναµία των µνηµονικών λειτουργιών να καταγράψουν πληροφορίες όταν η προσοχή δεν εστιάζεται σε αυτές. Στο πλαίσιο αυτό υιοθέτησαν µια «τρέχουσα» µέτρηση ώστε να εξετάσουν τη µνηµονική εκδοχή της τύφλωσης υπό συνθήκες µη εστίασης της προσοχής. Έτσι, κατά τη συνθήκη έλλειψης προσοχής εµφάνισαν ένα τετραγωνάκι προκειµένου να διαπιστώσουν αν το στοιχείο αυτό θα µπορούσε να εγείρει την αντίληψη της κίνησης ή και την αντίληψη δύο ξεχωριστών αντικειµένων µε την εµφάνιση ενός δεύτερου τετραγώνου σε συνθήκη προσοχής. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οι ερευνητές θα εκτιµούσαν ότι το πρώτο τετραγωνάκι είχε γίνει αντιληπτό και η αδυναµία των ατόµων να το αναφέρουν κατά τη συνθήκη της έλλειψης προσοχής θα έδειχνε την αδυναµία κωδικοποίησής του στη µνήµη. Το στοιχείο της κίνησης έγινε αντιληπτό από πολύ λίγους από τους συµµετέχοντες στο πείραµα, µε αποτέλεσµα να µην ισχύει η παραπάνω υπόθεση. Το συµπέρασµα του συγκεκριµένου πειράµατος κατά τους Mack και Rock (1998) ήταν ότι θα πρέπει να αποκλειστεί η µνηµονική εκδοχή, σύµφωνα µε την οποία τα άτοµα έχουν µια προσωρινή ενηµερότητα του ερεθίσµατος αλλά αδυνατούν να το κωδικοποιήσουν στη µνήµη και για το λόγο αυτό δεν µπορούν να αναφέρουν τίποτε σχετικά µε αυτό. Απέδωσαν εξάλλου το πρόβληµα της µη αναφοράς του τετραγώνου

55 52 κατά τη συνθήκη της έλλειψης προσοχής σε αδυναµία ουσιαστικής αντιληπτικής επεξεργασίας χωρίς την παρουσία της προσοχής. Από την άλλη πλευρά, οι Moore και Egeth (1997) χρησιµοποίησαν µια παρόµοια µέτρηση για να ελέγξουν τη µνηµονική υπόθεση. Σε αυτή παρουσίασαν στη συνθήκη έλλειψης προσοχής πρότυπα οργάνωσης µε βάση την αρχή της οµοιότητας. Ακολούθησε η συνθήκη προσοχής. Το πείραµα έδειξε επίδραση της συνθήκης έλλειψης προσοχής στη συνθήκη προσοχής, καθώς οι απαντήσεις στη συνθήκη προσοχής χαρακτηρίστηκαν από τα πρότυπα οργάνωσης µε βάση την αρχή της οµοιότητας, τα οποία παρουσιάστηκαν στη συνθήκη έλλειψης προσοχής. Ωστόσο όταν οι συµµετέχοντες επιχείρησαν να ανακαλέσουν τις εικόνες που είδαν κατά τη συνθήκη έλλειψης προσοχής δεν τα κατάφεραν. Οι Moore και Egeth (1997) χαρακτήρισαν αυτή την επίδραση της παρουσίασης κατά τη συνθήκη έλλειψη προσοχής στη συνθήκη προσοχής ως δηµιουργία αντιληπτικής προδιάθεσης. Σχολίασαν ακόµη ότι η αδυναµία των συµµετεχόντων να ανακαλέσουν την εικόνα που παρουσιάστηκε στη συνθήκη έλλειψης προσοχής δείχνει ότι η εικόνα αυτή δεν κωδικοποιήθηκε στη µνήµη ώστε στη συνέχεια να µπορεί να ανακληθεί από αυτήν στη συνθήκη της προσοχής. Το συµπέρασµά τους ήταν ότι η τύφλωση λόγω µη εστίασης της προσοχής, τουλάχιστον µερικές φορές, αντικατοπτρίζει την αδυναµία κωδικοποίησης πληροφοριών στη µνήµη παρά την αδυναµία ουσιαστικής αντιληπτικής επεξεργασίας ερεθισµάτων που βρίσκονται εκτός του φάσµατος της προσοχής. Η Moore (2001) άσκησε κριτική στους Mack και Rock (1998) για σύγχυση στους όρους «αντίληψη» από τη µία πλευρά, «συνειδητότητα» και «ενηµερότητα» από την άλλη και για αντιµετώπιση της αντίληψης µόνο ως συνειδητής λειτουργίας, µε αποτέλεσµα να µη λαµβάνονται υπόψη οι αντιληπτικές λειτουργίες κατά την όραση πριν την προσοχή. Παράλληλα, υποστήριξε ότι πριν η προσοχή εστιαστεί σε συγκεκριµένο σηµείο του οπτικού πεδίου, ενεργοποιούνται αντιληπτικές διεργασίες οργάνωσης του οπτικού πεδίου και µάλιστα µε βάση τις αρχές της Μορφολογικής Θεωρίας. Τo στοιχείο αυτό απάντησε στο ερώτηµα αν πριν την προσοχή συµβαίνει αντιληπτική επεξεργασία µε βάση τις αρχές της Μορφολογικής Θεωρίας. Ήρθε µάλιστα σε αντίθεση µε την προηγούµενη τοποθέτηση ότι σε επίπεδο όρασης πριν την προσοχή δεν µπορεί να υπάρξει οµαδοποίηση µε τα πρότυπα της Μορφολογικής Θεωρίας, επειδή τα τελευταία φαίνεται να εξαρτώνται από στοιχεία

56 53 που έγιναν αντιληπτά και όχι από αρχικά πρωτογενή χαρακτηριστικά του ερεθίσµατος (Rock & Brosgole, 1964). Στο πλαίσιο της έρευνας για το τι συµβαίνει σε συνθήκες µη εστίασης της προσοχής διατυπώθηκε µέχρι στιγµής η άποψη ότι δεν υπάρχουν ολοκληρωµένες αντιληπτικές διεργασίες χωρίς εστιασµένη προσοχή (Mack & Rock, 1998) και η τοποθέτηση ότι πριν την εστίαση της προσοχής λαµβάνουν χώρα αντιληπτικές διεργασίες µε βάση τα πρότυπα της Μορφολογικής Θεωρίας αλλά οι περιορισµοί που εµφανίζονται αφορούν την αδυναµία κωδικοποίησης πληροφοριών στη µνήµη (Moore, 2001). Σε ό,τι αφορά πάντως τη σηµασία και το ρόλο της µη εστιασµένης προσοχής οι Moore και Egeth (1997) υποστηρίζουν ότι η στοιχειώδης έστω αυτή µορφή αντιληπτικής οργάνωσης µε τη µορφή των προτύπων της Μορφολογικής Θεωρίας επιδρά στη συµπεριφορά. Έτσι, παρόλο που τα άτοµα αδυνατούν να προσδιορίσουν επακριβώς τα πρότυπα οργάνωσης, είναι πιθανό να επηρεαστούν από τα πρότυπα που βρίσκονται µια συγκεκριµένη στιγµή µέσα στο οπτικό τους πεδίο. Η επίδραση αυτή µπορεί να προσδιορίσει περαιτέρω ποικιλοτρόπως τη συµπεριφορά. Τo θέµα της οργάνωσης µε βάση τις αρχές της Μορφολογικής Θεωρίας σε συνθήκες µη εστίασης της προσοχής τέθηκε µε µια διαφορετική µορφή ως ερώτηµα σχετικά µε το πόση επεξεργασία δέχονται ερεθίσµατα που βρίσκονται εκτός του φάσµατος της προσοχής. H οπτική λειτουργία χωρίς εστιασµένη προσοχή Πώς καθορίζεται το πού θα στραφεί η προσοχή Προκειµένου να διευκρινιστεί το πού θα στραφεί η προσοχή είναι χρήσιµο αρχικά να υπάρξουν ορισµένες διευκρινίσεις για την κατεύθυνση της όρασης σε συγκεκριµένα σηµεία του οπτικού πεδίου. Από πολύ νωρίς ο Julesz (1971) αναφέρθηκε στους παράλληλους οπτικούς άξονες των µατιών, οι οποίοι προσφέρουν επικάλυψη του οπτικού πεδίου κάθε µατιού. Αυτή είναι η βάση στην οποία λειτουργούν και τα δύο µάτια. Οι κινήσεις των µατιών έχουν στόχο να στρέψουν το µάτι σε κάποιο σηµείο του οπτικού πεδίου προκειµένου αυτό να γίνει καλύτερα αντιληπτό. Το ερώτηµα που ανέκυψε στη συγκεκριµένη περίπτωση αφορούσε την αιτία και τον τρόπο κατεύθυνσης του µατιού σε κάποια κατεύθυνση και σε κάποιο σηµείο.

57 54 Κατ επέκταση η µελέτη στράφηκε στην αναζήτηση των µηχανισµών εκείνων που κατευθύνουν τα µάτια σε συγκεκριµένα ερεθίσµατα. Λόγω του γεγονότος ότι στις σακκαδικές κινήσεις δεν αποκτώνται πληροφορίες, έµφαση δόθηκε στην ενεργοποίηση της προσοχής, µετά την εστίαση των µατιών, για να κατευθύνει µε τη σειρά της την επόµενη εστίαση σε κάποιο άλλο σηµείο (Hoffman, 1998). Παράλληλα, ο Hoffman (1998) ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια µιας εστίασης των µατιών, που παρεµβάλλεται µεταξύ των σακκαδικών κινήσεων, η οπτική προσοχή κατευθύνεται στην περιφέρεια, στην περιοχή γύρω από το σηµείο της εστίασης των µατιών, ώστε να προσδιορίσει το σηµείο της επόµενης εστίασης των µατιών και να υπάρξει ακολούθως σακκαδική κίνηση. Στο σηµείο αυτό προκύπτουν ερωτηµατικά για το ρόλο της οπτικής προσοχής στο σχεδιασµό και την εκτέλεση των σακκαδικών κινήσεων. Μια χρήσιµη διαφοροποίηση είναι εκείνη µεταξύ φανερών και κρυφών µηχανισµών προσανατολισµού της προσοχής. Οι πρώτοι είναι υπεύθυνοι για τη µετακίνηση των µατιών από ένα σηµείο σε ένα άλλο. Οι δεύτεροι φαίνεται να ενεργοποιούνται µε βάση τις πληροφορίες που παίρνουν από τις κινήσεις των µατιών. Μάλιστα πριν να γίνει η µετακίνησή τους η οπτική προσοχή εκτελεί µια µετακίνηση από την προηγούµενη θέση σε εκείνη όπου πρόκειται να µεταφερθούν τα µάτια. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτό συµβαίνει είτε η κίνηση των µατιών ενεργοποιηθεί από κάποιο ερέθισµα του περιβάλλοντος είτε από κάποιο εσωτερικό ερέθισµα του παρατηρητή (Yantis, 1996). Πέραν των αναφορών για το ρόλο της οπτικής προσοχής στον προσδιορισµό του σηµείου εκείνου στο οποίο θα επικεντρωθεί στη συνέχεια, εξετάστηκε και το πώς καθοδηγείται η προσοχή σε περιπτώσεις όρασης πριν την προσοχή ή σε περιπτώσεις µη εστίασης της προσοχής. Σύµφωνα µε τον Rensink (2000b), και σε αυτές τις περιπτώσεις το αν η προσοχή θα επικεντρωθεί σε κάποιο σηµείο ή όχι εξαρτάται από τη µία πλευρά από το έργο και τα ερεθίσµατα του περιβάλλοντος και από την άλλη πλευρά από τη γνώση του ατόµου και το κατά πόσο θεωρεί κάποια πράγµατα αξιοπρόσεκτα ή όχι. Τη λειτουργία του συστήµατος που λειτουργεί σε συνθήκες έλλειψης προσοχής και καθορίζει το πού θα στραφεί η προσοχή, εξειδικεύουν οι Ιtti και Κοch (2000). Συγκεκριµένα, επισηµαίνουν ότι σε συνθήκες έλλειψης προσοχής δηµιουργούνται χάρτες προεξαρχόντων χαρακτηριστικών. Τα προεξάρχοντα αυτά χαρακτηριστικά καθορίζουν το πού θα στραφεί η προσοχή. Ως προεξάρχον

58 55 χαρακτηριστικό ορίζουν εκείνο το τµήµα του οπτικού πεδίου που ελκύει περισσότερο την προσοχή. Παράλληλα αναφέρουν και αυτοί, όπως και ο Rensink (2000b), ότι η επιλογή των προεξαρχόντων χαρακτηριστικών γίνεται µε βάση τα ερεθίσµατα του οπτικού πεδίου αλλά και µε βάση την προδιάθεση του παρατηρητή. Ορίζοντας το χάρτη προεξαρχόντων χαρακτηριστικών µιλούν για ένα χάρτη δύο διαστάσεων που κωδικοποιεί τα εξέχοντα χαρακτηριστικά των αντικειµένων στο οπτικό περιβάλλον. Σηµειώνουν ότι σε επίπεδο όρασης πριν την προσοχή παράλληλοι µηχανισµοί εξετάζουν χαρακτηριστικά όπως ο προσανατολισµός και το χρώµα µε αποτέλεσµα να δηµιουργούνται πολλοί χάρτες προεξαρχόντων χαρακτηριστικών. Οι χάρτες αυτοί συνδυάζονται για κάθε χωρική συντεταγµένη, δηλαδή για κάθε θέση και αρχίζει να δηµιουργείται ένας τοπογραφικός χάρτης εξεχουσών τοποθεσιών. Η προσοχή κατευθύνεται στην πιο εξέχουσα θέση από αυτές και τα στοιχεία της θέσης αυτής θα τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας. Από την πλευρά του ο Nothdurft (2000), εξετάζοντας τους µηχανισµούς προεξοχής, µελέτησε τους βαθµούς προεξοχής που προκαλούν µεµονωµένα ερεθίσµατα ή συνδυασµοί χαρακτηριστικών ώστε να διαπιστωθεί ο βαθµός στον οποίο αυτά τα χαρακτηριστικά αλληλεπιδρούν ως προς την προεξοχή που προκαλούν. ιαπίστωσε ότι συγκεκριµένα χαρακτηριστικά έχουν πολύ µεγαλύτερο ποσοστό αλληλοεπικάλυψης, δηλαδή ο συνδυασµός τους «τραβά» περισσότερο την προσοχή από ό,τι κάποιοι άλλοι συνδυασµοί. Ενδεικτικά ανέφερε ότι ο συνδυασµός χαρακτηριστικών όπως ο προσανατολισµός και η κίνηση προσελκύουν περισσότερο την προσοχή από ό,τι ο συνδυασµός χρώµατος και κίνησης. Πέραν της έρευνας για τα συγκεκριµένα αντιληπτικά χαρακτηριστικά ή τους συνδυασµούς τους που τραβούν την προσοχή και µπορούν να την κατευθύνουν κάπου, το επόµενο ερευνητικό ερώτηµα ήταν από τι εξαρτάται ο βαθµός προεξοχής. Ο Nothdurft (2000) κατέληξε στο συµπέρασµα ότι ο βαθµός προεξοχής είναι από µόνος του µία ποιότητα που δεν εξαρτάται από συγκεκριµένα αντιληπτικά χαρακτηριστικά των ερεθισµάτων, αλλά καθορίζεται από τη διαφορά ενός στοιχείου από τα στοιχεία που το περικλείουν και από τα γενικά χαρακτηριστικά µιας οπτικής σκηνής. Στη διαδικασία αυτή ανεξάρτητοι µηχανισµοί αλληλεπιδρούν σε κάποιο βαθµό προκαλώντας µεγαλύτερη ή µικρότερη προεξοχή.

59 56 Θεωρίες περί προτεραιότητας της προσοχής Τα ερευνητικά δεδοµένα σχετικά µε τις ποιότητες των ερεθισµάτων που τραβούν περισσότερο την προσοχή αποτέλεσαν ένα µεγάλο χώρο έρευνας. Από την άλλη πλευρά, οι Jonides και Yantis (1988) παρέθεσαν ερευνητικά ευρήµατα σύµφωνα µε τα οποία µια αιφνίδια µεταβολή στο γενικότερο οπτικό πεδίο µπορεί να τραβήξει την προσοχή. Από την παράθεση των παραπάνω δεδοµένων προκύπτει το ερώτηµα ποιοί παράγοντες έχουν προτεραιότητα στην προσέλκυση της προσοχής: η απότοµη εµφάνιση νέων οπτικών ερεθισµάτων, οι συγκεκριµένες ποιότητες των υπαρχόντων στο οπτικό πεδίο στοιχείων, η πρόθεση του παρατηρητή ή άλλες λειτουργίες που επηρεάζουν έµµεσα την προσοχή; Αρχικά, οι Cave και Wolfe (1990), Duncan και Humphreys (1989) και Koch και Ullman (1985), στο πλαίσιο των ερευνών τους για την επιλεκτική προσοχή, µίλησαν για χάρτες ή δείκτες προτεραιότητας ως προς το πού θα στραφεί η προσοχή. Θεώρησαν µάλιστα ότι αυτή η διεργασία διενεργείται µε παράλληλο τρόπο ώστε να κατανεµηθούν διαφορετικοί βαθµοί «βαρύτητας» προσοχής στα στοιχεία του οπτικού πεδίου. Οι τελευταίοι συνυπολογίζονται είτε µε διαδοχικό (Cave & Wolfe, Koch & Ullman, 1985), είτε µε παράλληλο τρόπο (Duncan & Humphreys, 1989) ώστε να εστιαστεί τελικά η προσοχή στα σηµεία µε τη µεγαλύτερη βαρύτητα. Άλλωστε διατυπώθηκαν διαφορετικές αντιλήψεις για τον τρόπο που «εκτιµάται» η βαρύτητα αυτή µε βάση λειτουργίες από κάτω προς τα πάνω ή από πάνω προς τα κάτω. Το επόµενο βήµα ήταν να διαπιστωθεί µε ποια σειρά οι διάφοροι παράγοντες επηρεάζουν την προσοχή. Οι Yantis και Jonides (1990) παραθέτουν ερευνητικά στοιχεία, σύµφωνα µε τα οποία ερεθίσµατα µε µεγάλη βαρύτητα προσοχής και µε υψηλό βαθµό προεξοχής προηγούνται ως προς τη δυνατότητά τους να προσελκύσουν την προσοχή, σε σχέση µε νέα ερεθίσµατα που εµφανίζονται ξαφνικά στο οπτικό πεδίο. Από την άλλη πλευρά, η εµφάνιση νέων ερεθισµάτων προηγείται σε σχέση µε ερεθίσµατα που υπάρχουν ήδη στο οπτικό πεδίο. ιαφορετική άποψη έχουν οι Irwin, Colcombe, Kramer και Hahn (1999), που εκτιµούν ότι η απότοµη εµφάνιση νέων ερεθισµάτων και η αύξηση φωτισµού που προκαλεί προεξοχή σε υπάρχοντα ερεθίσµατα του οπτικού πεδίου µπορούν να τραβήξουν την προσοχή εξίσου αποτελεσµατικά.

60 57 Παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις ως προς την κατάταξη των παραγόντων που έχουν προτεραιότητα στο να τραβούν την προσοχή, διατυπώνεται η άποψη ότι, εκτός της ξαφνικής εµφάνισης νέων ερεθισµών και των βαθµών προεξοχής των υπαρχόντων, θα πρέπει να υπάρχουν και άλλες ποιότητες και λειτουργίες που εµπλέκονται στην κατά προτεραιότητα κατανοµή της προσοχής. Έτσι, οι Yantis και Johnson (1990) υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να διερευνηθούν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν έµµεσα το βαθµό προτεραιότητας ως προς την προσοχή, όπως για παράδειγµα η αντιληπτική οργάνωση, η κίνηση, η πιθανότητα εµφάνισης ενός ερεθίσµατος, η µοναδικότητά του κ.ά. Και οι Irwin et al. (1999) κάνουν λόγο για πολλαπλές επιδράσεις ως προς την προσέλκυση της προσοχής και φαίνεται να απορρίπτουν την τοποθέτηση περί ενός και µόνο µηχανισµού που λειτουργεί κάτω από όλες τις συνθήκες. Τι µπορεί τελικά να συµβεί υπό συνθήκες µη εστίασης της προσοχής Τα πειράµατα και οι έρευνες σε συνθήκες έλλειψης προσοχής κατέληξαν σε συµπεράσµατα για τις δυνατότητες και τους περιορισµούς της αντίληψης και της µνήµης. Οι περιορισµοί αυτοί αποδόθηκαν είτε στην πρώτη είτε στη δεύτερη και οι ερµηνείες έκαναν λόγο είτε για αδυναµία της αντίληψης να επεξεργαστεί ερεθίσµατα, είτε για αδυναµία της µνήµης να κωδικοποιήσει πληροφορίες, είτε για αδυναµία της µνήµης να ανακαλέσει πληροφορίες που είχαν κωδικοποιηθεί, λόγω του γρήγορου ρυθµού εξασθένισής τους. Πέραν όµως του τι δεν µπορεί να γίνει σε συνθήκες έλλειψης προσοχής έχει ενδιαφέρον να επισηµανθούν οι λειτουργίες εκείνες που µπορεί να λάβουν χώρα υπό συνθήκες µη εστίασης της προσοχής και ενδέχεται να κατευθύνουν την προσοχή στη συνέχεια, ή να επηρεάσουν µε κάποιο τρόπο τη συµπεριφορά. Άλλωστε ήδη από το 1975, οι Von Wright, Anderson και Stenman είχαν επισηµάνει ότι πληροφορίες που περιέχονται σε ερεθίσµατα τα οποία βρίσκονται εκτός προσοχής, γίνονται αντικείµενο επεξεργασίας τόσο µε βάση τα αισθητηριακά χαρακτηριστικά του ερεθίσµατος (ηχητικά ή οπτικά) όσο και µε βάση τη σηµασία τους, ακόµη και όταν τα άτοµα δεν είναι καθόλου ενήµερα για τη διαδικασία αυτή. Συνοψίζοντας, οι έρευνες πάνω σε φαινόµενα υπό συνθήκες έλλειψης προσοχής κατέληξαν στα εξής συµπεράσµατα:

61 58 -Ενδέχεται αλλαγές στο οπτικό πεδίο που δεν γίνονται αντιληπτές από τον παρατηρητή να αποτελέσουν το έναυσµα για την αντίληψη οπτικών ερεθισµάτων εφόσον ο πειραµατιστής ενηµερώσει τον παρατηρητή για την ύπαρξή τους (Mack & Rock, Simons & Levin, 1997). Το στοιχείο αυτό είναι ενδεικτικό του γεγονότος ότι ορισµένες πληροφορίες εισέρχονται στο αντιληπτικό σύστηµα και µπορούν να ενεργοποιηθούν υπό προϋποθέσεις. -Υπάρχουν ενδείξεις αντιληπτικής οργάνωσης πριν η προσοχή εστιαστεί σε κάποιο ερέθισµα. Η Treisman (1993) αναφέρει πως η επιµερισµένη προσοχή συνενώνει τα στοιχεία που προκύπτουν από την όραση πριν την προσοχή. Ο Rensink (2000a) σηµειώνει ότι πριν την εστιασµένη προσοχή λαµβάνει χώρα ένα αρχικό χαµηλού επιπέδου στάδιο επεξεργασίας στο οποίο δηµιουργούνται τα πρωτο-αντικείµενα, συνεκτικές δοµές, ασταθείς και ευµετάβλητες. Ακόµη η Moore (2001) υποστηρίζει σθεναρά την ενεργοποίηση αντιληπτικών λειτουργιών οργάνωσης του οπτικού πεδίου µε βάση τις αρχές της Μορφολογικής Θεωρίας ακόµη και αν δεν είναι εφικτό να προσδιοριστούν από τον παρατηρητή τα πρότυπα αυτά. Η επίδρασή τους πάντως υφίσταται και µπορεί να επηρεάσει τη συµπεριφορά µε τη µορφή της αντιληπτικής προδιάθεσης. -Σε επίπεδο έλλειψης εστιασµένης προσοχής οι Hochhaus και Marohn (1991) υποστηρίζουν ότι υπάρχει η δυνατότητα συγχώνευσης χαρακτηριστικών παρόµοιων ερεθισµάτων, γεγονός που παραπέµπει σε µια πρωτογενή αντιληπτική επεξεργασία πριν ακόµη η προσοχή εστιαστεί σε συγκεκριµένο ερέθισµα. -Στο διάστηµα πριν την εστίαση της προσοχής εισέρχονται πληροφορίες στη µνήµη και ενδέχεται να επηρεάσουν τη συµπεριφορά και πάλι υπό προϋποθέσεις. Η άποψη των Wolfe et al. (2000) και του Wolfe (1999) περί αµνησίας υπό συνθήκες µη εστίασης της προσοχής ισοδυναµεί µε την παραδοχή ότι για να ξεχαστεί κάτι σηµαίνει πως κάποια πληροφορία εισήλθε στο σύστηµα και θα µπορούσε να επηρεάσει τη συµπεριφορά υπό συγκεκριµένους όρους. -Κατά τη διαδικασία επιλογής του σηµείου στο οποίο θα στραφεί η προσοχή, τα προεξάρχοντα χαρακτηριστικά του οπτικού πεδίου παίζουν καθοριστικό ρόλο. Στη διαµόρφωσή τους συµβάλλουν τα εξέχοντα χαρακτηριστικά των ερεθισµάτων και η

62 59 προδιάθεση του παρατηρητή από γνωστικά κριτήρια που ο ίδιος έχει δοµήσει (Ιtti & Κοch, 2000). -Μπορεί η απότοµη εµφάνιση ενός νέου ερεθίσµατος ή ο βαθµός προεξοχής υπαρχόντων ερεθισµάτων να έχουν προτεραιότητα ως προς την προσέλκυση της προσοχής σε σχέση µε άλλα ερεθίσµατα του οπτικού περιβάλλοντος, ωστόσο οι Yantis και Johnson (1990) και οι Irwin et al. (1999) υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να διερευνηθούν και άλλοι παράγοντες που πιθανότατα εµπλέκονται στη διαδικασία του πού θα στραφεί τελικά η προσοχή. Κοινή συνισταµένη των παραπάνω τοποθετήσεων που αφορούν είτε την αντίληψη, είτε τη µνήµη αποτελεί η είσοδος πληροφοριών στο οπτικό σύστηµα υπό συνθήκες έλλειψης εστιασµένης προσοχής και η δυνατότητά τους να προκαλέσουν περαιτέρω αντιδράσεις σε περίπτωση που πληρούνται ειδικές προϋποθέσεις.

63 60

64 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΜΕΤΑΓΙΓΝΩΣΚΕΙΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΟΧΗ Οι λειτουργίες της προσοχής και της µνήµης εξετάστηκαν στην παρούσα έρευνα σε συνδυασµό και µε µεταγνωστικές διεργασίες. Συγκεκριµένα, µετά την ολοκλήρωση του πειράµατος οι συµµετέχοντες ρωτήθηκαν γενικά για τις επιδόσεις τους και για τη δυσκολία του πειράµατος προκειµένου να εκτιµήσουν τις γνωστικές τους διεργασίες. Αυτό έγινε σε µια προσπάθεια να βρεθούν συσχετίσεις µεταξύ των αντικειµενικών επιδόσεων των συµµετεχόντων στο πείραµα και των µεταγνωστικών τους κρίσεων για τις επιδόσεις τους και τη δυσκολία του πειράµατος. Σε πιο θεωρητικό επίπεδο, στόχος ήταν ο εντοπισµός σχέσεων µεταξύ των διεργασιών του µεταγιγνώσκειν και των διεργασιών της προσοχής, της µνήµης, και της οπτικής αναζήτησης. Τον όρο «µεταγιγνώσκειν» εισήγαγε ο Flavell (1979) προκειµένου να ερµηνεύσει µε εξελικτικό τρόπο φαινόµενα µάθησης και οργάνωσης της γνώσης στη µνήµη. Είναι χαρακτηριστική η επισήµανσή του σύµφωνα µε την οποία «τα µικρότερα παιδιά έχουν περιορισµένη γνώση για τις γνωστικές τους λειτουργίες, ενώ κάνουν πολύ περιορισµένη παρακολούθηση των γνωστικών τους διεργασιών» (Flavell, 1979, σ. 3). Προσδιορίζοντας περαιτέρω το ρόλο του µεταγιγνώσκειν αναφέρθηκε στη γνώση για τα γνωστικά φαινόµενα, η οποία είναι αποθηκευµένη στη µνήµη και στις διαδικασίες ελέγχου της λειτουργίας του γνωστικού συστήµατος. Πιο συγκεκριµένα, µίλησε για τη διττή λειτουργία του µεταγιγνώσκειν που συνίσταται από τη µία στην παρακολούθηση της γνώσης για τις γνωστικές διεργασίες και από την άλλη στη ρύθµιση της γνώσης αυτής για τον έλεγχο των γνωστικών διεργασιών και την εξυπηρέτηση ειδικών στόχων (Flavell, 1979). Η έρευνα στράφηκε στη συνέχεια και στους δύο αυτούς τοµείς του µεταγιγνώσκειν, ενώ στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής ψυχολογίας ιδιαίτερη έµφαση δόθηκε στην έρευνα πάνω στον έλεγχο των γνωστικών διεργασιών (Brown, 1978). Η διεργασία του µεταγιγνώσκειν αποτέλεσε πεδίο εκτεταµένης έρευνας µετά τον Flavell. Οι Yzerbyt, Lories, και Dardenne (1998) αποδίδουν στον όρο τη γνώση ενός ατόµου για τη γνώση του και ειδικότερα τη δυνατότητα χρήσης των προϊόντων της γνωστικής δραστηριότητας του εαυτού και άλλων, µε σκοπό την παρακολούθηση

65 62 και τον έλεγχο των γνωστικών διεργασιών. Όπως αναφέρουν, για να είναι δυνατή η παρακολούθηση της γνωστικής δραστηριότητας απαιτείται µια επαγωγική διαδροµή κατά την οποία πηγαίνουµε πίσω από τα αποτελέσµατα της διαδικασίας προς την ίδια τη διαδικασία και επιχειρούµε µιαν ανασυγκρότηση και αναπαράσταση των νοητικών µας διεργασιών. Παρ όλα αυτά η διαδικασία ανασυγκρότησης µπορεί να οδηγηθεί σε εντελώς λανθασµένα αποτελέσµατα, διότι υπάρχουν αυτοµατοποιηµένες διαδικασίες των οποίων δεν είµαστε καθόλου ενήµεροι και οι οποίες ενδέχεται να διαστρεβλώσουν εντελώς τα περιεχόµενα της εργαζόµενης µνήµης χωρίς µάλιστα να αφήσουν κανένα ίχνος. Εκτός από τη διάκριση µεταξύ παρακολούθησης και ελέγχου των γνωστικών διεργασιών, ο Flavell (1979) αναφερόµενος στην παρακολούθηση προχώρησε στο διαχωρισµό της µεταγνωστικής γνώσης από τις µεταγνωστικές εµπειρίες. Στη µεταγνωστική γνώση απέδωσε τη γνώση που ανακαλείται από τη µνήµη σχετικά µε το τι πιστεύει κανείς για τον εαυτό του και τους άλλους ως γνωστικές οντότητες. Για τις µεταγνωστικές εµπειρίες σηµείωσε ότι πρόκειται για τις εµπειρίες που αποκτά ένα άτοµο κατά τη διάρκεια ενός γνωστικού εγχειρήµατος, πρόκειται δηλαδή για την τρέχουσα ενηµερότητά του κατά την εκτέλεση ενός γνωστικού έργου. Σε ένα ακόµη πιο λεπτοµερές επίπεδο, οι µεταγνωστικές εµπειρίες διαφοροποιούνται µεταξύ τους. Μεταγνωστικές εµπειρίες είναι τα µεταγνωστικά αισθήµατα, οι µεταγνωστικές κρίσεις, και η τρέχουσα ειδική ως προς το έργο µεταγνωστική γνώση (Efklides, 2001). Tα µεταγνωστικά αισθήµατα αντιπροσωπεύουν αισθήµατα που βιώνει το άτοµο κατά τη διάρκεια της γνωστικής διεργασίας και ως τέτοια αναφέρονται τα αισθήµατα οικειότητας, βεβαιότητας, δυσκολίας, και ικανοποίησης. Μεταγνωστικές κρίσεις είναι οι κρίσεις επί των γνωστικών διεργασιών που εκτελεί ένα άτοµο. εν εκφράζουν αισθήµατα αλλά σχετίζονται κυρίως µε τη µνήµη επεισοδίων. Η τρέχουσα ειδική ως προς το έργο µεταγνωστική γνώση είναι επίσης µια µορφή µεταγνωστικών εµπειριών και εκφράζει ό,τι δηλώνεται µέσω λεκτικών αναφορών που γίνονται ταυτόχρονα µε την εκτέλεση µιας γνωστικής δοκιµασίας (Efklides, 2001, σ. 301). Κατά την παρούσα έρευνα µετά την ολοκλήρωση της πειραµατικής διαδικασίας, οι συµµετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν σε τέσσερις µεταγνωστικές ερωτήσεις, µε τις οποίες τους ζητήθηκε να προβούν σε µεταγνωστικές κρίσεις για το είδος του υλικού στο οποίο σηµείωσαν την καλύτερη και τη χειρότερη επίδοση, την εκτίµηση της δυσκολίας του πειράµατος και την αξιολόγηση της προσωπικής τους

66 63 συνολικής επίδοσης. Άλλωστε, οι µεταγνωστικές κρίσεις µπορούν να αφορούν παραµέτρους της γνωστικής διεργασίας όπως το πότε, πού και πώς αποκτήθηκε µια πληροφορία, πόσο συχνά τη συναντά κανείς µπροστά του, πόσο χρόνο αφιέρωσε για την εκτέλεση ενός έργου κ.ά. (Efklides, 1999). Ως προς τη βάση πάνω στην οποία διαµορφώνονται οι µεταγνωστικές κρίσεις, οι Lories και Schelstraete (1998) και Lories, Dardenne, και Yzerbyt (1998) εκτιµούν ότι κυρίαρχο ρόλο στη δηµιουργία των µεταγνωστικών κρίσεων παίζουν οι πληροφορίες που βρίσκονται στη βραχύχρονη εργαζόµενη µνήµη αλλά και συµπεράσµατα που συνάγονται σχετικά µε την πηγή των πληροφοριών αυτών. Ωστόσο, παρόλο που η βραχύχρονη µνήµη τροφοδοτεί τις µεταγνωστικές κρίσεις, τα άτοµα δεν είναι ενήµερα για το γεγονός αυτό και για τον τρόπο µε τον οποίο κάνουν µία κρίση. Η γνώση τους και η ενηµερότητά τους για τη διαδικασία σχηµατισµού µεταγνωστικών κρίσεων αυξάνεται µε την ηλικία, την εµπειρία και τη µεγαλύτερη γνώση σχετικά µε το έργο (Efklides, 2001). Μία από τις επιδιώξεις της έρευνας ήταν ο εντοπισµός συσχετίσεων µεταγνωστικών κρίσεων µε τους παράγοντες προσοχή και µνήµη. Σύµφωνα µε τους όρους του Flavell (1979) για το διαχωρισµό της διεργασίας του µεταγιγνώσκειν στην παρακολούθηση της γνώσης για τις γνωστικές λειτουργίες και στη ρύθµιση της γνώσης αυτής για τον έλεγχο των γνωστικών διεργασιών και την εξυπηρέτηση ειδικών στόχων, οι Fernandez-Duque, Baird, & Posner (2000) επισηµαίνουν ότι η µεταγνωστική ρύθµιση περιλαµβάνει την προσοχή, την επίλυση γνωστικών συγκρούσεων, τη διόρθωση γνωστικών λαθών, τη ρύθµιση συναισθηµάτων, και την αναστολή µη σχετικών πληροφοριών. Χρησιµοποιούν, επίσης, ανατοµικά δεδοµένα για να στηρίξουν την τοποθέτησή τους σχετικά µε την ύπαρξη ενός νευρωνικού κυκλώµατος στις µετωπιαίες περιοχές του εγκεφάλου που διέπει τις διεργασίες του µεταγιγνώσκειν. Στο ίδιο πνεύµα, ο Shimamura (2000) επεκτείνει την έννοια της µεταγνωστικής ρύθµισης ώστε να συµπεριλάβει πτυχές της εργαζόµενης µνήµης και της προσοχής. Εξάλλου ο Nelson (1999), αναφέρεται στη µεταµνήµη, στην οποία αποδίδει την παρακολούθηση και τον έλεγχο της µνήµης. Η παρακολούθηση της µνήµης αφορά περισσότερο το αν κανείς έµαθε ή θυµάται κάτι ή αν θα µάθει ή θα θυµηθεί. Ο έλεγχος αφορά περισσότερο διεργασίες της µνήµης, για παράδειγµα την αύξηση της µάθησης, την αφιέρωση περισσότερου χρόνου σε δύσκολο προς αποµνηµόνευση

67 64 υλικό, την υιοθέτηση στρατηγικών µάθησης, την άρση της αναζήτησης προς ανάκληση πληροφοριών κ.ο.κ. Η παρούσα έρευνα αναµένει συσχέτιση της επίδοσης σε συνθήκες εστιασµένης προσοχής και µνήµης µε τις µεταγνωστικές εµπειρίες που εκφράζονται µετά την ολοκλήρωση του πειράµατος οπτικής αναζήτησης, διότι οι µεταγνωστικές εµπειρίες επηρεάζονται από γνωστικούς παράγοντες (Efklides, 2001, σ. 298) και είναι πιο κοντά στην τρέχουσα γνωστική επεξεργασία µε την έννοια ότι βασίζονται σε στοιχεία της βραχύχρονης - εργαζόµενης µνήµης (Efklides, 2001, σ. 300). Με βάση τα παραπάνω οι µεταγνωστικές εµπειρίες που εξετάζονται στην περίπτωση της έρευνας µέσω των µεταγνωστικών κρίσεων, αναµένεται να είναι περισσότερο ακριβείς, δηλαδή να συσχετίζονται περισσότερο µε τις αντικειµενικές επιδόσεις των συµµετεχόντων στα έργα, στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η προσοχή βρίσκεται εστιασµένη σε ερεθίσµατα και οι πληροφορίες διατηρούνται στην εργαζόµενη µνήµη. Επίσης, αναµένεται χαµηλότερη συσχέτιση των µεταγνωστικών εµπειριών µε την αντικειµενική επίδοση στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η προσοχή δε βρίσκεται εστιασµένη σε ερεθίσµατα και οι πληροφορίες δεν προλαβαίνουν να φτάσουν στην εργαζόµενη µνήµη, δηλαδή στις συνθήκες της όρασης πριν την προσοχή και µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά. Σε ό,τι αφορά τη σχέση των µεταγνωστικών εµπειριών µε την επίδοση των ατόµων σε γνωστικά έργα, οι Efklides, Samara και Petropoulou (1999) βρήκαν χαµηλές συσχετίσεις µεταξύ τους όταν επρόκειτο για προβλεπτικές και αναδροµικές εκτιµήσεις, που δεν γίνονται την ώρα της εκτέλεσης του έργου, αλλά πριν και µετά από αυτό αντίστοιχα. Στο πλαίσιο αυτό και επειδή κατά την παρούσα έρευνα οι µεταγνωστικές κρίσεις ήταν αναδροµικές, δεν αναµένονται γενικά υψηλές συσχετίσεις των µεταγνωστικών εµπειριών µε την επίδοση. Καθώς όµως οι ιδιαιτερότητες του έργου επιδρούν στις µεταγνωστικές εµπειρίες (Efklides, 2001, σ. 308) αναµένονται σηµαντικές συσχετίσεις σε επιµέρους περιπτώσεις. Όπως τονίστηκε νωρίτερα αναµένονται συσχετίσεις των µεταγνωστικών εµπειριών µε την επίδοση στις περιπτώσεις εστιασµένης προσοχής και εργαζόµενης µνήµης. Επιπλέον, οι Efklides, Papadaki, Papantoniou, και Kiosseoglou (1997) και Efklides, Papadaki, Papantoniou, και Kiosseoglou (1998) επισηµαίνουν ότι η αντικειµενική δυσκολία του έργου επηρεάζει τις µεταγνωστικές εµπειρίες. Όπως τονίζουν, δοκιµασίες υψηλής δυσκολίας συνοδεύτηκαν από υψηλό αίσθηµα δυσκολίας, δηλαδή από µεταγνωστικές εµπειρίες που εξέφραζαν υψηλό βαθµό

68 65 υποκειµενικής δυσκολίας για το έργο. Παράλληλα οι Efklides, Pantazi, και Yazkoulidou (2000) αναφέρουν συσχετίσεις χαµηλών αντικειµενικών επιδόσεων µε αισθήµατα µεγάλης δυσκολίας και υψηλότερων επιδόσεων µε αισθήµατα µικρότερης δυσκολίας. Κατά τον ίδιο τρόπο στην παρούσα έρευνα οι µεταγνωστικές κρίσεις για τη δυσκολία του έργου αναµένεται να συσχετιστούν υψηλά µε την αντικειµενική επίδοση. Συνοπτικά, η έρευνα αναµένει συσχετίσεις των µεταγνωστικών εµπειριών µε την αντικειµενική επίδοση των συµµετεχόντων, σε περιπτώσεις εστιασµένης προσοχής και εργαζόµενης µνήµης και διαφοροποίηση των µεταγνωστικών εµπειριών ανάλογα µε τη δυσκολία του έργου. Σε κάθε περίπτωση δε θα πρέπει να παραλείπεται η επισήµανση ότι οι µεταγνωστικές εµπειρίες επηρεάζονται και από µια σειρά άλλων παραγόντων όπως η προηγούµενη γνώση, η µεγάλη εµπειρία και εξειδίκευση, η γνωστική ικανότητα αλλά και παράγοντες προσωπικότητας όπως το άγχος και η ανάγκη επίτευξης (Efklides et al Efklides et al. 1998). Oι παράγοντες αυτοί ανήκουν στο πλέγµα των ατοµικών διαφορών και δεν εξετάστηκαν ως µεταβλητές στην παρούσα έρευνα. Γενικά, ένα σηµαντικό θέµα που άπτεται της έννοιας της εγκυρότητας στη µελέτη των µεταγνωστικών φαινοµένων είναι ο ρόλος και η επάρκεια των λεκτικών αναφορών. Οι προσεγγίσεις για το θέµα κυµαίνονται από την άποψη ότι οι λεκτικές αναφορές είναι ένα µεθοδολογικό εργαλείο καταγραφής των εσωτερικών γνωστικών λειτουργιών ως την εκτίµηση ότι πρόκειται για εκδηλώσεις εσωτερικού λόγου που µπορούν να έχουν τη µορφή ερµηνειών και ελέγχου των γνωστικών διεργασιών (Efklides & Vauras, 1999). Παρ όλα αυτά χρησιµοποιούνται ως µία από τις δυνατές µετρήσεις γνωρίζοντας τα µειονεκτήµατά τους και το συµπερασµατικό χαρακτήρα τους. Η χρήση των λεκτικών αναφορών σε συνδυασµό µε άλλα κριτήρια όπως η επίδοση των συµµετεχόντων σε συγκεκριµένα έργα επιτρέπει τη συναγωγή συµπερασµάτων για τις σχέσεις των µεταγιγνωστικών φαινοµένων µε την επίδοση και τις άλλες µεταβλητές που εξετάζονται σε γνωστικά πειράµατα. Άλλωστε οι Yzerbyt, Lories, και Dardenne (1998) έχουν επισηµάνει ότι η µη ενασχόληση µε µεταγνωστικές διεργασίες και η αποκλειστική περιγραφή και µελέτη όσων διεργασιών µπορούν να ελεγχθούν εµπειρικά και πειραµατικά στερούν από την ψυχολογική έρευνα το στοιχείο της οικολογικής εγκυρότητας.

69 66 Για τους λόγους αυτούς στην παρούσα έρευνα χρησιµοποιήθηκαν και λεκτικές αναφορές σε συνδυασµό µε την αντικειµενική επίδοση των συµµετεχόντων στα πειράµατα που διενεργήθηκαν.

70 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 H ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΡΕΥΝΑ Στόχος Η παρούσα έρευνα εξετάζει την όραση µετά την προσοχή την οποία οι Wolfe et al. (2000) ορίζουν ως την οπτική αναπαράσταση ενός αντικειµένου στο οποίο νωρίτερα είχε επικεντρωθεί η προσοχή και η οποία έχει στραφεί πλέον αλλού. Επιδίωξη της έρευνας είναι να διαπιστώσει ποιο µπορεί να είναι το όφελος στην οπτική αναζήτηση από την όραση µετά την προσοχή σε σχέση µε την όραση πριν την προσοχή και την όραση µε προσοχή. Το πειραµατικό σχέδιο της έρευνας Η έρευνα ακολούθησε το πειραµατικό πρότυπο που χρησιµοποίησαν οι Wolfe et al. (2000) µε βάση την έρευνα του Pashler (1984). Πρόκειται για δοκιµασία οπτικής αναζήτησης, στην οποία οι συµµετέχοντες έπρεπε να εντοπίσουν έναν στόχο ανάµεσα σε αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα που βρίσκονται σε µια οθόνη αναζήτησης. Ειδικότερα στην παρούσα έρευνα εµφανιζόταν µια οθόνη που χωρίζεται νοητά σε εννέα θέσεις, µία κεντρική στην οποία παρουσιαζόταν η λεκτική περιγραφή του προς αναζήτηση στόχου και οκτώ περιφερειακές θέσεις στις οποίες παρουσιάζονταν τα αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα. Το ζητούµενο για τους συµµετέχοντες ήταν να αναζητήσουν το στόχο που περιέγραφε η λεκτική οδηγία µέσα σε κάποιο από τα αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα που παρουσιάζονταν. Αν ο στόχος ανευρισκόταν ανάµεσα στα αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα, ο εξεταζόµενος έπρεπε να πατήσει το πλήκτρο enter. Αν δεν υπήρχε, έπρεπε να πατήσει το πλήκτρο escape. Οι επιδόσεις µετρήθηκαν µε βάση την ακρίβεια της απάντησης (σωστό ή λάθος) και µε βάση το χρόνο αντίδρασης (δηλαδή το χρόνο που απαιτείται για να απαντήσει κανείς αν ο στόχος υπάρχει ή όχι µέσα στην οθόνη µε τα αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα).

71 68 Συνοπτικά, οι βασικές ανεξάρτητες µεταβλητές της έρευνας ήταν η Συνθήκη (µε πέντε επίπεδα: Συνθήκη 1 της όρασης πριν και µετά την προσοχή µε επιστροφή στην οδηγία, Συνθήκη 2 της όρασης πριν και µετά την προσοχή µε επιστροφή στα ερεθίσµατα, Συνθήκη 3 της όρασης µε εστιασµένη προσοχή, Συνθήκη 4 της όρασης πριν και µετά την προσοχή χωρίς επιστροφή στην οδηγία και Συνθήκη 5 της όρασης πριν και µετά την προσοχή χωρίς επιστροφή στα ερεθίσµατα), ο Χρόνος µεταξύ των δύο παρουσιάσεων (µε τρία επίπεδα: 100 msec, 300 msec και 1 sec) και το Πλήθος των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων (µε τρία επίπεδα: 4, 6 και 8 ερεθίσµατα). Από τους συνδυασµούς των παραπάνω µεταβλητών προέκυψαν 45 διαφορετικές εκδοχές του πειράµατος. Σε κάθε µία από αυτές εξετάστηκαν ισάριθµες οµάδες φοιτητών αποτελούµενες η κάθε µία από 10 ως 12 άτοµα. Η µεταβλητή υλικό, µε τέσσερα επίπεδα, διαφοροποιήθηκε από τις υπόλοιπες ανεξάρτητες µεταβλητές ως προς το ότι όλοι οι συµµετέχοντες στην έρευνα εξετάστηκαν σε όλα τα είδη υλικού, επρόκειτο, δηλαδή, για διυποκειµενική µεταβλητή. Όπως αναφέρθηκε εξαρτηµένες µεταβλητές ήταν η επίδοση, δηλαδή το πόσες σωστές απαντήσεις δόθηκαν στην οπτική αναζήτηση και ο συνολικός χρόνος αντίδρασης. Συνθήκη Στη Συνθήκη 1, της όρασης πριν και µετά την προσοχή µε επιστροφή στην οδηγία, παρουσιαζόταν αρχικά η οδηγία και στη συνέχεια ολόκληρη η οθόνη αναζήτησης που συµπεριλάµβανε τα ερεθίσµατα και την οδηγία (Βλ. Πίνακα 1). Πίνακας 1. Παράδειγµα οθονών στη Συνθήκη 1

72 69 Στη Συνθήκη 2, της όρασης πριν και µετά την προσοχή µε επιστροφή στα ερεθίσµατα, παρουσιάζονταν αρχικά τα προς αναζήτηση ερεθίσµατα και στη συνέχεια ολόκληρη η οθόνη αναζήτησης που συµπεριλάµβανε τα ερεθίσµατα και την οδηγία (Βλ. Πίνακα 2). Πίνακας 2. Παράδειγµα οθονών στη Συνθήκη 2 Στη Συνθήκη 3, της όρασης µε εστιασµένη προσοχή, παρουσιαζόταν αρχικά µια κενή οθόνη και στη συνέχεια ολόκληρη η οθόνη αναζήτησης που συµπεριλάµβανε τα ερεθίσµατα και την οδηγία (Βλ. Πίνακα 3). Πίνακας 3. Παράδειγµα οθονών στη Συνθήκη 3 Στη Συνθήκη 4, της όρασης πριν και µετά την προσοχή χωρίς επιστροφή στην οδηγία, παρουσιαζόταν αρχικά η οδηγία και στη συνέχεια µόνο τα προς αναζήτηση ερεθίσµατα (Βλ. Πίνακα 4). Πίνακας 4. Παράδειγµα οθονών στη Συνθήκη 4

73 70 Στη Συνθήκη 5, της όρασης πριν και µετά την προσοχή χωρίς επιστροφή στα ερεθίσµατα, παρουσιάζονταν αρχικά τα προς αναζήτηση ερεθίσµατα και στη συνέχεια µόνο η οδηγία (Βλ. Πίνακα 5). Πίνακας 5. Παράδειγµα οθονών στη Συνθήκη 5 Χρόνος Στην παρούσα έρευνα χρησιµοποιήθηκαν τρεις χρόνοι παρουσίασης της πρώτης οθόνης, τα 100 χιλιοστά του δευτερολέπτου, τα τριακόσια χιλιοστά του δευτερολέπτου και το ένα δευτερόλεπτο. Η όραση µε εστιασµένη προσοχή εξετάστηκε στην περίπτωση της παρουσίασης των οπτικών ερεθισµάτων για 300 msec, θεωρώντας ότι στο χρονικό αυτό διάστηµα ενεργοποιείται µε βεβαιότητα η προσοχή. Η όραση πριν την προσοχή εξετάστηκε στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα οπτικά ερεθίσµατα παρουσιάζονται για 100 χιλιοστά του δευτερολέπτου. Η όραση µετά την προσοχή εξετάστηκε µε τον τρόπο που την εξέτασαν και οι Wolfe et al. (2000), οι οποίοι τόνισαν ότι η όραση µετά την προσοχή προϋποθέτει το πέρασµα της προσοχής από κάποια σηµεία του οπτικού πεδίου, ωστόσο

74 71 διαφοροποιείται από την προσοχή ως προς το ότι δε βρίσκεται πλέον στα σηµεία όπου εστιάστηκε νωρίτερα. Συνεπώς και στην παρούσα έρευνα η όραση µετά την προσοχή αφορά την οπτική αναπαράσταση του αντικειµένου στο οποίο νωρίτερα βρισκόταν η προσοχή, αλλά στη δεδοµένη στιγµή η προσοχή εστιάζεται σε άλλο σηµείο του οπτικού πεδίου. Επιπλέον η όραση µετά την προσοχή µε διατήρηση των ερεθισµάτων στη βραχύχρονη µνήµη εξετάστηκε στην περίπτωση του ενός δευτερολέπτου. Πλήθος Στο πείραµα εµφανίζονταν είτε τέσσερα, είτε έξι, είτε οκτώ αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα. Υλικό Το Υλικό που χρησιµοποιήθηκε ήταν γεωµετρικά σχήµατα, γράµµατα, λέξεις και σκίτσα προσώπων. Οι υποθέσεις της έρευνας Οι Wolfe et al. (2000) µέτρησαν πειραµατικά την όραση µετά την προσοχή µε αυτό που ονόµασαν θετικό ασύγχρονο της εµφάνισης του ερεθίσµατος ανάµεσα στην προπαρουσίαση των προς αναζήτηση ερεθισµάτων και την παρουσίαση ολόκληρης της οθόνης αναζήτησης (συµπεριλαµβανοµένων των ερεθισµάτων και της οδηγίας). Όταν δηλαδή παρουσίαζαν αρχικά τα προς αναζήτηση ερεθίσµατα µόνο και στη συνέχεια και τα ερεθίσµατα και την οδηγία µαζί εξέταζαν την όραση µετά την προσοχή. Προχώρησαν εξάλλου στη σύγκριση της όρασης µετά την προσοχή, δηλαδή του θετικού ασύγχρονου της εµφάνισης του ερεθίσµατος µε το αρνητικό ασύγχρονο εµφάνισης του ερεθίσµατος ανάµεσα στην προπαρουσίαση της οδηγίας και την παρουσίαση ολόκληρης της οθόνης αναζήτησης (συµπεριλαµβανοµένων των ερεθισµάτων και της οδηγίας). Στην περίπτωση αυτή παρουσίαζαν αρχικά την οδηγία και στη συνέχεια και τα ερεθίσµατα και την οδηγία µαζί.

75 72 Σε κάθε περίπτωση το διάστηµα του χρόνου που παρεµβαλλόταν µεταξύ των δύο παρουσιάσεων ήταν 20, 40, 60, 100, 200 και 300 χιλιοστά του δευτερολέπτου. Το πλήθος των ερεθισµάτων ήταν 4, 6 και 8 ερεθίσµατα ανά οθόνη. Επιπλέον, η αποτελεσµατικότητα της οπτικής αναζήτησης µετρήθηκε από τους Wolfe et al. (2000) ως η συνάφεια του χρόνου αντίδρασης και του αριθµού των στοιχείων ανά οθόνη αναζήτησης, δηλαδή η καµπύλη που προκύπτει από αυτά τα δύο µεγέθη. Αυτή η καµπύλη θεωρείται ότι εκφράζει την αποτελεσµατικότητα της οπτικής αναζήτησης (Wolfe, 1997). Όταν η καµπύλη αυτή βρίσκεται κοντά στο µηδέν, αυτό σηµαίνει ότι ο εντοπισµός του στόχου γίνεται χωρίς παρεµβολές από τα αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα, δηλαδή η επεξεργασία είναι παράλληλη. Όταν η καµπύλη αυξάνεται αυτό σηµαίνει ότι ο εντοπισµός του στόχου γίνεται µε διαδοχική επεξεργασία καθώς στη διαδικασία υπάρχουν έντονες παρεµβολές από τα αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα. Σε αυτή την περίπτωση ο χρόνος αντίδρασης αυξάνεται όσο αυξάνεται ο αριθµός των στοιχείων στην οθόνη αναζήτησης. Η παρούσα έρευνα επαναλαµβάνει το πείραµα των Wolfe et al. (2000), ως προς τις συνθήκες της προπαρουσίασης της οδηγίας (Συνθήκη 1), της προπαρουσίασης των ερεθισµάτων (Συνθήκη 2) και της ταυτόχρονης παρουσίασης της οδηγίας και των ερεθισµάτων (Συνθήκη 3). ιαφοροποιείται όµως από τους παραπάνω ερευνητές καθώς: - συµπεριλαµβάνει στη συνθήκη όρασης µετά την προσοχή και τη συνθήκη της προπαρουσίασης της οδηγίας, η οποία επαναλαµβάνεται και στην οθόνη αναζήτησης. Αυτό έγινε επειδή η προσοχή εστιάζεται κατά την πρώτη παρουσίαση στην οδηγία, φεύγει από αυτήν και επιστρέφει και πάλι στην οδηγία κατά τη δεύτερη παρουσίαση. - εξετάζει πειραµατικά συγκεκριµένα χρονικά όρια µεταξύ της προπαρουσίασης και της ακόλουθης παρουσίασης. Τα όρια αυτά αντιστοιχούν σε επίπεδο όρασης πριν την προσοχή (100 χιλιοστά του δευτερολέπτου), σε επίπεδο προσοχής (300 χιλιοστά του δευτερολέπτου) και σε επίπεδο µνήµης (ένα δευτερόλεπτο). - εξετάζει πειραµατικά συγκεκριµένα πλήθη ερεθισµάτων, που αντιστοιχούν στο επίπεδο της αισθητήριας αποθήκευσης (τέσσερις µονάδες), στο επίπεδο της βραχύχρονης µνήµης (έξι µονάδες) και στο επίπεδο του βαρύ φόρτου της εργαζόµενης µνήµης (οκτώ µονάδες). - χρησιµοποιεί διαφορετικά είδη ερεθισµών, οπτικών και λεκτικών, αντιληπτικών και σηµασιολογικών, ώστε να διερευνηθούν τα όρια της όρασης µετά την προσοχή

76 73 - εκτός από τη σύγκριση των συνθηκών των προπαρουσιάσεων οδηγίας και προς αναζήτηση ερεθισµάτων (των Συνθηκών 1 και 2) µε τη Συνθήκη 3 (όπου δεν υπάρχει προπαρουσίαση), ελέγχει δύο ακόµη συνθήκες: τη Συνθήκη 4 όπου παρουσιάζεται αρχικά η οδηγία (στους παραπάνω χρόνους), µετά εξαφανίζεται και στη δεύτερη οθόνη παρουσίασης παρουσιάζονται µόνο τα προς αναζήτηση ερεθίσµατα και τη Συνθήκη 5, όπου παρουσιάζονται αρχικά τα προς αναζήτηση ερεθίσµατα (στους παραπάνω χρόνους), µετά εξαφανίζονται και στη δεύτερη οθόνη παρουσίασης παρουσιάζεται µόνον η οδηγία. Συνοπτικά, η όραση πριν την προσοχή εξετάζεται από την παρούσα έρευνα σε όλες τις πειραµατικές συνθήκες στις οποίες ο χρόνος παρουσίασης της πρώτης οθόνης είναι εκατό χιλιοστά του δευτερολέπτου. Ο χρόνος αυτός κατά τον Fisher (1986) δεν επαρκεί για την εστίαση της προσοχής. Η όραση µε προσοχή εξετάζεται στη Συνθήκη 3 κατά την οποία ερεθίσµατα και οδηγία βρίσκονται ταυτοχρόνως µπροστά στους συµµετέχοντες για όσο χρονικό διάστηµα χρειαστούν µέχρι να δώσουν την απάντησή τους. Η όραση µετά την προσοχή εξετάζεται στην παρούσα έρευνα σε δύο µορφές. Στην πρώτη, εφόσον ο χρόνος παρουσίασης της πρώτης οθόνης είναι τουλάχιστον 200 χιλιοστά του δευτερολέπτου (Fisher, 1986), η προσοχή εστιάζεται αρχικά στην οδηγία (Συνθήκη 1) ή στα ερεθίσµατα (Συνθήκη 2) και µετά, στη δεύτερη οθόνη, επιστρέφει στα σηµεία στα οποία βρισκόταν νωρίτερα και µεταβαίνει επιπλέον στα υπόλοιπα στοιχεία (είτε στα ερεθίσµατα είτε την οδηγία). Στην προκειµένη περίπτωση η έρευνα εξετάζει την όραση µετά την προσοχή µε επαναφορά εκεί που βρισκόταν νωρίτερα. Στη δεύτερη µορφή όρασης µετά την προσοχή, η προσοχή (και πάλι εφόσον ο χρόνος παρουσίασης της πρώτης οθόνης είναι τουλάχιστον 200 χιλιοστά του δευτερολέπτου (Fisher, 1986) εστιάζεται στην οδηγία (Συνθήκη 4) ή στα ερεθίσµατα (Συνθήκη 5) και µετά, στη δεύτερη οθόνη, δεν επιστρέφει στα σηµεία όπου βρισκόταν νωρίτερα, αλλά µεταβαίνει στα υπόλοιπα στοιχεία (είτε στα ερεθίσµατα είτε την οδηγία). Πρόκειται για την όραση µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά εκεί όπου βρισκόταν νωρίτερα. Συνολικά, υπενθυµίζεται ότι το σχέδιο έρευνας περιλαµβάνει τις ανεξάρτητες µεταβλητές Συνθήκη (µε πέντε επίπεδα: Συνθήκη 1 της όρασης πριν και µετά την προσοχή µε επιστροφή στην οδηγία, Συνθήκη 2 της όρασης πριν και µετά την προσοχή µε επιστροφή στα ερεθίσµατα, Συνθήκη 3 της όρασης µε εστιασµένη

77 74 προσοχή, Συνθήκη 4 της όρασης πριν και µετά την προσοχή χωρίς επιστροφή στην οδηγία και Συνθήκη 5 της όρασης πριν και µετά την προσοχή χωρίς επιστροφή στα ερεθίσµατα), Χρόνος µεταξύ των δύο παρουσιάσεων (µε τρία επίπεδα: 100 msec, 300 msec και 1 sec), Πλήθος των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων (µε τρία επίπεδα: 4, 6 και 8 ερεθίσµατα) και Υλικό (σχήµατα, γράµµατα, λέξεις και πρόσωπα). Όπως επίσης αναφέρθηκε, εξαρτηµένες µεταβλητές ήταν η επίδοση, δηλαδή το πόσες σωστές απαντήσεις δόθηκαν στην οπτική αναζήτηση και ο συνολικός χρόνος αντίδρασης. Σύγκριση της όρασης µετά την προσοχή µε την όραση πριν την προσοχή Αναφορικά µε τη σχέση της όρασης πριν την προσοχή µε την όραση µετά την προσοχή οι Wolfe et al. (2000) αναφέρουν ότι µε την όραση µετά την προσοχή έχει κανείς περισσότερα στοιχεία από ό,τι µε την όραση πριν την προσοχή. Το στοιχείο αυτό έρχεται βέβαια σε ασυµφωνία µε την επισήµανση των ίδιων ερευνητών ότι η οπτική αναπαράσταση που δηµιουργείται µετά την προσοχή είναι πολύ ανίσχυρη, δεν µπορεί να στηρίξει οπτική αναζήτηση, και βρέθηκε να είναι ισοδύναµη µε την οπτική αναπαράσταση πριν την προσοχή, η οποία µπορεί να στηρίξει αναζήτηση απλών χαρακτηριστικών ή αναζήτηση κάποιων συνδυασµών απλών χαρακτηριστικών. Από την άλλη πλευρά, η Treisman (1993) διαφοροποιεί την όραση πριν την προσοχή από την επιµερισµένη προσοχή. Συγκεκριµένα, αναφέρει ότι στην όραση πριν την προσοχή που συνιστά αρχικό στάδιο της οπτικής αντίληψης, λαµβάνονται πληροφορίες για τα οπτικά ερεθίσµατα και δηµιουργούνται χάρτες χαρακτηριστικών. Στην επιµερισµένη προσοχή, υπάρχει πλέον συνειδητή πρόσβαση στα γενικά χαρακτηριστικά που βρίσκονται στο οπτικό πεδίο, τα οποία συνενώνονται σε σύνολο µε βάση τα στοιχεία που προκύπτουν από την όραση πριν την προσοχή. Με άλλα λόγια, τα στοιχεία που προκύπτουν από την όραση πριν την προσοχή χρησιµοποιούνται από την επιµερισµένη προσοχή. Από την άλλη πλευρά, η όραση µετά την προσοχή έπεται της επιµερισµένης προσοχής, καθώς για να επιστρέψει η προσοχή σε κάποια ερεθίσµατα θα πρέπει νωρίτερα να έχει περάσει από αυτά. Η παρούσα έρευνα διατυπώνει την υπόθεση ότι εφόσον η επιµερισµένη προσοχή διαφοροποιείται από την όραση πριν την προσοχή (Treisman, 1993) και η όραση µετά την προσοχή προϋποθέτει την επιµερισµένη προσοχή, θα πρέπει η επίδοση στην όραση µετά την προσοχή ως προς την οπτική αναζήτηση να είναι

78 75 καλύτερη από την όραση πριν την προσοχή, καθώς θα έχουν προσληφθεί περισσότερες πληροφορίες λόγω της προσοχής (Υπόθεση 1). Σύγκριση της όρασης µετά την προσοχή µε την όραση µε προσοχή Όπως αναφέρθηκε, η όραση µετά την προσοχή εξετάζεται στην παρούσα έρευνα σε δύο µορφές: την όραση µετά την προσοχή µε επαναφορά στο σηµείο στο οποίο βρισκόταν νωρίτερα η προσοχή και την όραση µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά στο σηµείο στο οποίο βρισκόταν νωρίτερα η προσοχή. Η σύγκριση της όρασης µετά την προσοχή µε επαναφορά εκεί όπου βρισκόταν νωρίτερα (Συνθήκες 1 και 2 του πειράµατος) γίνεται σε σχέση µε την όραση µε προσοχή, κατά την οποία παρουσιάζονται ταυτοχρόνως οδηγία και ερεθίσµατα (Συνθήκη 3). Επίσης η σύγκριση της όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά (Συνθήκες 4 και 5) γίνεται µε την όραση µε προσοχή, όπου παρουσιάζονται ταυτόχρονα οδηγία και ερεθίσµατα (Συνθήκη 3). Όραση µετά την προσοχή µε επαναφορά Οι Raymond, Shapiro, και Arnell (1992) αναφέρουν ότι αν ο χρόνος που παρεµβάλλεται µεταξύ δύο παρουσιάσεων ερεθισµάτων είναι τουλάχιστον τριακόσια χιλιοστά του δευτερολέπτου, το ερέθισµα που περιλαµβάνεται στην πρώτη παρουσίαση κωδικοποιείται στη βραχύχρονη µνήµη. Από την άλλη πλευρά, οι Luck, Vogel, και Shapiro (1996) σηµειώνουν ότι η κωδικοποίηση στη βραχύχρονη µνήµη συµβαίνει καθώς ενεργοποιούνται και σηµασιολογικά χαρακτηριστικά του ερεθίσµατος. Ωστόσο υπογραµµίζουν ότι παρά την κωδικοποίηση του ερεθίσµατος στη βραχύχρονη µνήµη είναι πιθανόν να µην είναι δυνατή η λεκτική αναφορά του, σε περίπτωση που κάτι τέτοιο ζητηθεί. Από την πλευρά τους, οι Wolfe et al. (2000) βρήκαν όφελος της όρασης µετά την προσοχή µε επαναφορά σε σχέση µε την όραση µε προσοχή µόνο ως προς τον χρόνο αντίδρασης και όχι ως προς την επίδοση. Άλλωστε και ο Pashler (1994) είχε αναφέρει ότι η προπαρουσίαση ενός ερεθίσµατος δεν έχει θετική επίδραση στην επίδοση σε έργα οπτικής αναζήτησης.

79 76 Οι Wolfe et al. (2000) απέδωσαν τη µη ύπαρξη οφέλους ως προς την επίδοση στο γεγονός ότι το οπτικό σύστηµα «ξεχνά» τα περιεχόµενα του ερεθίσµατος αν δεν πληρούνται συγκεκριµένες προϋποθέσεις. Η παρούσα έρευνα επιδιώκει να διαπιστώσει ποιες είναι εκείνες οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα περιεχόµενα του ερεθίσµατος που κωδικοποιούνται, διατηρούνται ενεργά και δεν εξασθενούν. Το στοιχείο της µη διαφοροποίησης µεταξύ της όρασης µετά την προσοχή µε επαναφορά και της όρασης µε προσοχή ως προς την επίδοση δείχνει ότι και η όραση µετά την προσοχή µε επαναφορά µπορεί να έχει το ίδιο αποτέλεσµα µε την όραση µε προσοχή. Το στοιχείο αυτό µπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιµο σε περιπτώσεις οπτικής επεξεργασίας κατά την οποία δεν µπορεί να διατηρείται η προσοχή εστιασµένη σε κάποιο σηµείο για παρατεταµένο χρονικό διάστηµα. Με άλλα λόγια, η επαναφορά και πάλι στο σηµείο όπου βρισκόταν νωρίτερα η προσοχή µπορεί να είναι µία από τις προϋποθέσεις διατήρησης στη βραχύχρονη µνήµη των κωδικοποιηµένων πληροφοριών. Συνεπώς, και η παρούσα έρευνα περιµένει παρόµοια επίδοση στη συνθήκη της όρασης µε προσοχή µε τη συνθήκη της όρασης µετά την προσοχή µε επαναφορά στην οδηγία ή τα ερεθίσµατα, ακριβώς λόγω της επαναφοράς αυτής (Υπόθεση 2α). Άλλωστε ο Broadbent (1958) είχε από νωρίς περιγράψει τη διαδικασία της επαναφοράς πληροφοριών στη βραχύχρονη µνήµη ώστε να εκτελεστεί ένα έργο. Συγκεκριµένα, είχε αναφέρει ότι τα αποτελέσµατα της βραχύχρονης µνήµης είτε καταλήγουν στη µακρόχρονη µνήµη είτε επιστρέφουν στη βραχύχρονη ώστε το σύστηµα να επεξεργαστεί νέες πληροφορίες. Με βάση τα παραπάνω, η παρούσα έρευνα περιµένει κάποιο όφελος της όρασης µετά την προσοχή µε επαναφορά σε σχέση µε την όραση µε προσοχή, ως προς το χρόνο αντίδρασης, σύµφωνα και µε το αποτέλεσµα των πειραµάτων των Wolfe et al. (2000) (Υπόθεση 2β). Εκτιµάται, δηλαδή, ότι η κωδικοποίηση των πληροφοριών που βρίσκονται στην πρώτη οθόνη στη βραχύχρονη µνήµη (Raymond, Shapiro, & Arnell, Luck, Vogel, & Shapiro, 1996) θα συµβάλει τουλάχιστον στην εξοικονόµηση χρόνου κατά την εκτέλεση του έργου της οπτικής αναζήτησης. Τέλος, σε ό,τι αφορά την επίδοση στην ορθή αναγνώριση θα γίνει µια προσπάθεια να διαπιστωθεί µήπως υπάρξει τελικά όφελος λόγω όρασης µετά την προσοχή µε επαναφορά, στις περιπτώσεις που το υλικό του πειράµατος έχει

80 77 µεγαλύτερο σηµασιολογικό βάρος (όπως τα πρόσωπα ή οι λέξεις) ή η παρουσίαση της πρώτης οθόνης γίνει σε µεγαλύτερο χρόνο (όπως το 1 sec) ή το υλικό του πειράµατος είναι πιο απλό (όπως στην περίπτωση των γραµµάτων και των σχηµάτων). Οι τρεις παραπάνω περιπτώσεις εκτιµάται ότι είναι πιθανό να ενισχύσουν την κωδικοποίηση των πληροφοριών της πρώτης οθόνης στη βραχύχρονη µνήµη ώστε να «αντέξουν» περισσότερο στη διαδικασία εξασθένισης της ισχύος των µνηµονικών ιχνών των ερεθισµάτων της πρώτης οθόνης (Υπόθεση 2γ). Όραση µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά Με βάση την αναφορά των Wolfe et al. (2000) ότι οι αντιληπτικές επιδράσεις της προσοχής εξαφανίζονται αν η προσοχή µεταφερθεί αλλού και τη διαπίστωσή τους ότι η όραση µε προσοχή δε διαφοροποιείται από την όραση µετά την προσοχή µε επαναφορά, η παρούσα έρευνα αναµένει µείωση της επίδοσης σε συνθήκες όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά στην οδηγία ή τα ερεθίσµατα σε σχέση µε την όραση µε προσοχή (Υπόθεση 3γ). Επίσης οι Raymond, Shapiro, και Arnell (1992) και οι Luck, Vogel, και Shapiro (1996) ανέφεραν ότι τα στοιχεία της πρώτης οθόνης κωδικοποιούνται στη βραχύχρονη µνήµη. Αν η όραση µε προσοχή χωρίς επαναφορά διαφοροποιηθεί από την όραση µε προσοχή, όπως υποθέτει η παρούσα έρευνα, αυτό θα σηµαίνει ότι η κωδικοποίηση και µόνο πληροφοριών στη βραχύχρονη µνήµη δεν είναι επαρκής προϋπόθεση ώστε να σηµειωθούν αποτελέσµατα παρόµοια µε την όραση µε προσοχή. Ωστόσο µε βάση την τοποθέτηση ότι το οπτικό σύστηµα «ξεχνά» τα περιεχόµενα του ερεθίσµατος αν δεν πληρούνται συγκεκριµένες προϋποθέσεις (Wolfe et al., 2000), η παρούσα έρευνα επιχειρεί να εξετάσει δύο ακόµη περιπτώσεις στις οποίες θα µπορούσαν να υπάρξουν άλλες προϋποθέσεις για τη διατήρηση των κωδικοποιηµένων πληροφοριών. Η µία είναι η παρουσίαση της οδηγίας. Λόγω της φύσης της δοκιµασίας της οπτικής αναζήτησης, η παρουσίαση της οδηγίας, ιδιαίτερα όταν αυτή εµφανίζεται µεµονωµένη και η προσοχή εστιάζεται µόνο σε αυτήν, διευκολύνει την κατεύθυνση της προσοχής στα ερεθίσµατα που θα παρουσιαστούν στη συνέχεια (Wolfe et al., 2000, σ. 696).

81 78 Ο Cherry (1953) είχε αναφέρει ότι παράγοντες του οπτικού περιβάλλοντος καθορίζουν το πού θα στραφεί η προσοχή ενώ ο Broadbent (1958) είχε κάνει λόγο για φίλτρα που µπορούν να κατευθύνουν τις αντιδράσεις της οπτικής αναζήτησης σε κάποιο σκοπό. Επίσης, οι Wolfe, Cave, και Franzel (1989) και ο Wolfe (1994) στο πλαίσιο της Θεωρίας της Κατευθυνόµενης Αναζήτησης επισηµαίνουν ότι η οπτική αναζήτηση καθοδηγείται από έναν χάρτη ενεργοποίησης, ο οποίος δέχεται πληροφορίες τόσο από τον εγκέφαλο όσο και από τις αισθήσεις. Αν σε αυτόν φτάνουν ισχυρά σήµατα, δηµιουργούνται «κορυφές» στο χάρτη, οι οποίες αντιπροσωπεύουν εκείνα τα σηµεία του οπτικού πεδίου που «ελκύουν» την προσοχή. Η παραπάνω διαδικασία συντελείται µάλιστα τόσο σε επίπεδο πριν την προσοχή όσο και σε επίπεδο µετά την προσοχή. Οι Wolfe, Treisman, και Horowitz (2003) αποδίδουν στην όραση πριν την προσοχή τη δηµιουργία µιας οπτικής αναπαράστασης η οποία χρησιµεύει στην καθοδήγηση της προσοχής. Επίσης, ο Hoffman (1998), µιλώντας για τις σακκαδικές κινήσεις, σηµειώνει ότι όσο αυτές διαρκούν δεν αποκτώνται πληροφορίες, ωστόσο η προσήλωση των µατιών που παρεµβάλλεται µεταξύ των σακκαδικών κινήσεων εξυπηρετεί το σκοπό της καθοδήγησης της επόµενης προσήλωσης σε κάποιο άλλο σηµείο. Επίσης, ο Hoffman (1998) αναφέρει ότι η προσοχή, που ενεργοποιείται κατά τη διάρκεια µιας προσήλωσης των µατιών, καθοδηγεί την επόµενη προσήλωση στην περιφέρεια. Στο πλαίσιο της σύγκρισης της όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά µε την όραση µε προσοχή και θεωρώντας ότι η παρουσίαση της οδηγίας αποτελεί µια προϋπόθεση διατήρησης των στοιχείων που κωδικοποιούνται µε την προβολή της πρώτης οθόνης, η παρούσα έρευνα εκτιµά ότι η Συνθήκη 4 θα έχει εξίσου θετικά αποτελέσµατα στην επίδοση µε τη Συνθήκη 3 (όραση µε προσοχή) τόσο σε επίπεδο όρασης πριν την προσοχή όσο και σε επίπεδο όρασης µετά την προσοχή (Υπόθεση 3α). Η δεύτερη προϋπόθεση που εξετάζει η παρούσα έρευνα για τη διατήρηση των κωδικοποιηµένων πληροφοριών στη βραχύχρονη µνήµη είναι η παρουσίαση των ερεθισµάτων κατά την πρώτη προβολή υπό συνθήκες που διευκολύνουν τη διατήρηση των κωδικοποιηµένων πληροφοριών στη βραχύχρονη µνήµη. Με βάση τις αναφορές της Farah (1992) και του Kosslyn (1988), σύµφωνα µε τις οποίες αν δεν υπάρχει σύνδεσµος οπτικής αναπαράστασης και µακρόχρονης µνήµης, δεν υπάρχει αναγνώριση και οπτική µνήµη, περιµένουµε επιτυχή οπτική

82 79 αναζήτηση κατά τη συνθήκη όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά στα ερεθίσµατα µόνο στην περίπτωση της παρουσίασης στην πρώτη οθόνη τεσσάρων γραµµάτων για χρόνο ενός δευτερολέπτου, καθώς ο χρόνος του ενός δευτερολέπτου είναι αρκετός για την αποθήκευση στοιχείων στη µνήµη (Newell, 1990) και οι τέσσερις απλές µονάδες είναι δυνατόν να διατηρηθούν προσωρινά στη βραχύχρονη µνήµη µε παράλληλο τρόπο (Miller, Sperling, Treisman & Gelade, 1980) (Υπόθεση 3β). Επιχειρώντας, εξάλλου, να διερευνήσουµε τις δυνατότητες της προσοχής εξετάζουµε αν θα υπάρξει επιτυχής οπτική αναζήτηση κατά τη συνθήκη όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά στα ερεθίσµατα στην περίπτωση της παρουσίασης στην πρώτη οθόνη τεσσάρων γραµµάτων για χρόνο τριακοσίων χιλιοστών του δευτερολέπτου, καθώς ο χρόνος αυτός είναι αρκετός για την εστίαση της προσοχής (Fisher, 1986) και οι τέσσερις απλές µονάδες είναι δυνατόν να διατηρηθούν προσωρινά στη βραχύχρονη µνήµη µε παράλληλο τρόπο (Miller, Sperling, Treisman & Gelade, 1980). Εξάλλου, θα πρέπει να επισηµανθεί ότι σε γενικές γραµµές αναµένεται διαφοροποίηση µεταξύ της συνθήκης της όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά στην οδηγία και της συνθήκης της όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά στα ερεθίσµατα. Σε κάθε περίπτωση ενεργοποιούνται διαφορετικοί µηχανισµοί. Στην πρώτη απαιτείται η διατήρηση της οδηγίας στη βραχύχρονη µνήµη προκειµένου µε βάση αυτή να εντοπιστεί ο στόχος στη δεύτερη οθόνη. Στη δεύτερη περίπτωση παρουσιάζονται τα ερεθίσµατα, µετά εξαφανίζονται, και η προσοχή θα πρέπει να µεταφερθεί στην οδηγία. Αφού όµως γίνει η τελευταία αντιληπτή, η µνήµη θα πρέπει να επαναφέρει τις πληροφορίες που αφορούν τα ερεθίσµατα για να εκτελεστεί το έργο. Συνεπώς, αναµένεται µεγάλη διαφοροποίηση στην επίδοση στην ορθή οπτική αναζήτηση µεταξύ των δύο περιπτώσεων υπέρ της πρώτης (Υπόθεση 3δ). Σχετικά µε το χρόνο αντίδρασης, η παρούσα έρευνα θεωρεί ότι ο µεγαλύτερος χρόνος θα σηµειωθεί στην περίπτωση της όρασης µε προσοχή, διότι η προσοχή θα πρέπει να µεταφερθεί σε όλα τα στοιχεία της οθόνης που παρουσιάζεται. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις της όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά οι χρόνοι αντίδρασης θα πρέπει να είναι συντοµότεροι, καθώς οι συµµετέχοντες θα πρέπει να

83 80 προσπαθήσουν να εκµεταλλευτούν τη γρήγορη παρουσίαση της πρώτης οθόνης και να απαντήσουν επίσης γρήγορα κατά την παρουσίαση της δεύτερης οθόνης ώστε να µη χαθεί από τη βραχύχρονή τους µνήµη ό,τι αποτυπώθηκε σε αυτήν στην πρώτη παρουσίαση (Υπόθεση 3ε). Παράλληλα, λόγω της ύπαρξης του ίδιου αριθµού στοιχείων δεν αναµένεται διαφοροποίηση του χρόνου αντίδρασης στην όραση πριν και µετά την προσοχή χωρίς επιστροφή στην οδηγία και τα ερεθίσµατα (Υπόθεση 3στ). Ανάλογα ήταν και τα ευρήµατα των Wolfe et al. (2000) ως προς το χρόνο αντίδρασης. Σύγκριση της όρασης µετά την προσοχή µε επαναφορά και της όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά Οι Wolfe et al. (2000) αναφέρουν ότι οι αντιληπτικές επιδράσεις της προσοχής εξαφανίζονται αν η προσοχή µεταφερθεί αλλού. Σηµειώνουν, επίσης, ότι «ένα ερέθισµα στο οποίο βρισκόταν νωρίτερα η προσοχή δεν µπορεί να υποστηρίξει έργα οπτικής αναζήτησης, εκτός αν η προσοχή επιστρέψει και πάλι στο ερέθισµα αυτό». Παρ όλα αυτά δε σύγκριναν την επαναφορά της προσοχής στο ίδιο σηµείο µε τη µεταφορά της προσοχής σε άλλο σηµείο. Αυτό επιχειρεί να κάνει η παρούσα έρευνα. Με βάση τα παραπάνω εκτιµούµε ότι οι περιπτώσεις όρασης µετά την προσοχή µε επαναφορά θα οδηγούν σε καλύτερες επιδόσεις από ό,τι η όραση µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά (Υπόθεση 4γ), µε εξαίρεση τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η απουσία του οφέλους της επαναφοράς αντισταθµίζεται από τα οφέλη της παρουσίασης της οδηγίας (Υπόθεση 4α) και της διατήρησης ερεθισµάτων στη βραχύχρονη µνήµη (Υπόθεση 4β). Στο πλαίσιο της διερεύνησης της υπόθεσης 4β θα επιχειρήσουµε επιπλέον να διερευνήσουµε τις δυνατότητες της προσοχής ώστε να δούµε αν θα υπάρξει επιτυχής οπτική αναζήτηση κατά τη συνθήκη όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά στα ερεθίσµατα, στην περίπτωση της παρουσίασης στην πρώτη οθόνη τεσσάρων γραµµάτων για χρόνο τριακοσίων χιλιοστών του δευτερολέπτου, καθώς ο χρόνος αυτός είναι αρκετός για την εστίαση της προσοχής (Fisher, 1986) και οι τέσσερις απλές µονάδες είναι δυνατόν να διατηρηθούν προσωρινά στη βραχύχρονη µνήµη µε παράλληλο τρόπο (Miller, Sperling, Treisman & Gelade, 1980).

84 81 Σχετικά µε το χρόνο αντίδρασης, στις συνθήκες της όρασης µετά την προσοχή µε επαναφορά αναµένονται µεγαλύτεροι χρόνοι αντίδρασης από ό,τι στις συνθήκες της όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά, διότι η επαναφορά προϋποθέτει το πέρασµα της προσοχής και πάλι από τα στοιχεία στα οποία είχε βρεθεί νωρίτερα (Υπόθεση 4δ). Η επίδραση του πλήθους των ερεθισµάτων στην αντιληπτική και µνηµονική επεξεργασία Στην παρούσα έρευνα χρησιµοποιήθηκε διαφορετικός αριθµός ερεθισµάτων προς αναζήτηση. Ο αριθµός αυτός ήταν τέσσερα, έξι ή οκτώ ερεθίσµατα στην οθόνη. Οι Wolfe et al. (2000), που χρησιµοποίησαν τους ίδιους αριθµούς ερεθισµάτων, διαπίστωσαν ότι η επίδοση των συµµετεχόντων στην οπτική αναζήτηση επιδεινωνόταν όσο αυξανόταν το πλήθος των προς αναζήτηση ερεθισµάτων. Τα τέσσερα ερεθίσµατα εκτιµάται ότι βρίσκονται εντός του πλαισίου των δυνατοτήτων της αισθητήριας αποθήκευσης, σύµφωνα µε τον G. Sperling (1960). Ο ίδιος µελέτησε την ικανότητα των ανθρώπων να αναφέρουν γράµµατα ή αριθµούς αµέσως µετά τη σύντοµη παρουσίασή τους µε ταχιστοσκόπιο για πενήντα χιλιοστά του δευτερολέπτου. Ανέφερε ότι οι συµµετέχοντες στο πείραµα µπορούσαν να αναφέρουν τέσσερις µονάδες αµέσως µετά την παύση παρουσίασης του συνολικού ερεθίσµατος. Εξάλλου, τα έξι ερεθίσµατα βρίσκονται στο πλαίσιο του αριθµού των 7±2 που τεκµηρίωσε ο Miller (1956) ως τον αριθµό των στοιχείων που µπορούν να συγκρατηθούν από τη βραχύχρονη µνήµη. Όπως ανέφερε ο ίδιος χαρακτηριστικά, η βραχύχρονη µνήµη έχει την παραπάνω περιορισµένη ικανότητα αποθήκευσης, εκτός αν οργανωθούν οι µονάδες σε σύνολα. Τέλος, χρησιµοποιήθηκε ο αριθµός των 8 ερεθισµάτων που υποθέτουµε ότι θα έθεταν εξαιρετικά βαρύ φορτίο στην εργαζόµενη µνήµη. Συνεπώς, η έρευνα αναµένει σαφή διαφοροποίηση µεταξύ αντιληπτικής επεξεργασίας που αφορά τέσσερα ερεθίσµατα και επεξεργασίας που αφορά από 5 έως 9 ερεθίσµατα (Miller, 1956). Κατ επέκταση δεν αναµένεται στατιστικώς σηµαντική διαφοροποίηση των έξι από τα οκτώ ερεθίσµατα (Υπόθεση 5).

85 82 Η επίδραση του είδους του υλικού στην αντιληπτική και µνηµονική επεξεργασία Με αφετηρία το γεγονός ότι διαφορετικού είδους ερεθίσµατα γίνονται αντικείµενο διαφορετικής επεξεργασίας κατά την αντίληψη, η παρούσα έρευνα χρησιµοποίησε απλά οπτικά ερεθίσµατα (σχήµατα και γράµµατα), τα οποία προϋποθέτουν κατά κύριο λόγο αντιληπτική επεξεργασία και οπτικά ερεθίσµατα µε σηµασιολογική βαρύτητα (πρόσωπα και λέξεις), τα οποία προϋποθέτουν σηµασιολογική επεξεργασία. Η διαφοροποίηση µεταξύ αισθητήριας αποθήκευσης και βραχύχρονης µνήµης από τους Atkinson και Shiffrin (1968) αποδίδει στην πρώτη την άµεση καταγραφή του ερεθισµού στο οπτικό σύστηµα και τη διατήρησή του µετά την παύση του ερεθισµού για σύντοµο χρονικό διάστηµα. Στη δεύτερη αποδίδει τη διατήρηση της πληροφορίας για περισσότερο χρόνο αλλά και τη δυνατότητα διεκπεραίωσης πολλών νοητικών έργων. Συνεπώς, η σηµασιολογική επεξεργασία ερεθισµάτων µπορεί να είναι επιτυχής µόνο στο πλαίσιο της βραχύχρονης µνήµης και όχι στο πλαίσιο της αντιληπτικής µνήµης. Η υπόθεσή µας ήταν ότι θα υπάρχει διαφοροποίηση της επίδοσης στην οπτική αναζήτηση ανάλογα µε το είδος του υλικού (αντιληπτικό ή σηµασιολογικό) µε καλύτερες και γρηγορότερες επιδόσεις στο αντιληπτικό υλικό (Υπόθεση 6). Σχέση του βαθµού βεβαιότητας µε την προσοχή Η έρευνα εξετάζει τη σχέση του δείκτη d µε την προσοχή. Σύµφωνα µε τον Yonelinas (2001), ερεθίσµατα που οι άνθρωποι µελετούν µε πλήρη προσοχή αναγνωρίζονται µε µεγαλύτερο βαθµό βεβαιότητας σε σχέση µε εκείνα τα ερεθίσµατα που εξετάζονται µε επιµερισµένη προσοχή. Συνεπώς η έρευνα θα πρέπει να αναµένει υψηλότερα επίπεδα βεβαιότητας στις περιπτώσεις εστιασµένης προσοχής και χαµηλότερα επίπεδα βεβαιότητας σε περιπτώσεις µη προσοχής (Curran, 2004). Πιο συγκεκριµένα, αναµένεται υψηλότερος δείκτης d, δηλαδή µεγαλύτερη βεβαιότητα, στις περιπτώσεις στις οποίες η προσοχή βρίσκεται πάνω στα ερεθίσµατα (όραση µε προσοχή - χρόνος παρουσίασης 300 msec και 1000 msec) σε σχέση µε τις περιπτώσεις στις οποίες η προσοχή δεν είναι πάνω στα ερεθίσµατα (όραση πριν την προσοχή, δηλαδή παρουσίαση των ερεθισµάτων για 100 msec και όραση µετά την προσοχή) (Υπόθεση 7).

86 83 Σχέση της ορθής επίδοσης στην οπτική αναζήτηση µε τις µεταγνωστικές κρίσεις Όπως αναφέρθηκε ήδη κατά την αναφορά στις µεταγνωστικές κρίσεις, στις περιπτώσεις στις οποίες η προσοχή βρίσκεται πάνω στα ερεθίσµατα (Συνθήκη 3) αναµένουµε ότι η συσχέτιση της αντικειµενικής επίδοσης µε τις µεταγνωστικές κρίσεις θα είναι υψηλότερη από ό,τι στις περιπτώσεις που η προσοχή δεν είναι πάνω στα ερεθίσµατα (Συνθήκες 1, 2, 4, 5) (Υπόθεση 8α). Επίσης, οι συσχετίσεις επίδοσης µεταγνωστικών κρίσεων δεν αναµένεται να είναι γενικά υψηλές (Υπόθεση 8β), ενώ οι συσχετίσεις επίδοσης µεταγνωστικών κρίσεων για τη δυσκολία του πειράµατος αναµένεται να είναι υψηλές στις περιπτώσεις αυξηµένης δυσκολίας (Υπόθεση 8γ). Συνοπτικός πίνακας υποθέσεων 1. Στις συνθήκες όρασης µετά την προσοχή η επίδοση θα είναι καλύτερη από ό,τι στις συνθήκες όρασης πριν την προσοχή. Συνθήκες 1, 2, 4, 5 για χρόνους 300 και 1000 χιλιοστά του δευτερολέπτου > Συνθήκες 1, 2, 4, 5 για χρόνο 100 χιλιοστά του δευτερολέπτου ως προς την επίδοση. 2α. εν αναµένεται διαφοροποίηση ως προς την επίδοση µεταξύ της όρασης µετά την προσοχή µε επαναφορά και της όρασης µε προσοχή. Συνθήκες 1 = 2 = 3. 2β. Αναµένεται διαφοροποίηση ως προς το χρόνο αντίδρασης µεταξύ της όρασης µετά την προσοχή µε επαναφορά και της όρασης µε προσοχή. Συνθήκες 1 > 2 > 3. 2γ. Αναµένεται διαφοροποίηση ως προς την επίδοση µεταξύ της όρασης µετά την προσοχή µε επαναφορά και της όρασης µε προσοχή σε συνθήκες ενίσχυσης των πληροφοριών στη βραχύχρονη µνήµη (σηµασιολογικό υλικό και παρουσίαση της πρώτης οθόνης σε χρόνο ενός δευτερολέπτου). Συνθήκες 1 > 2 > 3 για υλικό πρόσωπα και λέξεις, για χρόνο παρουσίασης της πρώτης οθόνης ένα δευτερόλεπτο, για υλικό γράµµατα ή σχήµατα.

87 84 3. Αναµένεται µείωση της επίδοσης σε συνθήκες όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά σε σχέση µε την όραση µε προσοχή. Εκτός από τις περιπτώσεις : 3α. Που χορηγείται νωρίτερα η οδηγία. Συνθήκη 3 = Συνθήκη 4. 3β. Που υπάρχουν οι προϋποθέσεις διατήρησης πληροφοριών στη βραχύχρονη µνήµη. Συνθήκη 5 = Συνθήκη 3 για πλήθος ερεθισµάτων 4 στην πρώτη οθόνη και για χρόνο παρουσίασης της πρώτης οθόνης για ένα δευτερόλεπτο. 3γ. ηλαδή αναµένεται µείωση της επίδοσης στη συνθήκη όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά στα ερεθίσµατα σε σχέση µε την όραση µε προσοχή, σε περιπτώσεις πλήθους ερεθισµάτων και χρόνων παρουσίασης της πρώτης οθόνης εκτός του πλήθους τεσσάρων ερεθισµάτων και της παρουσίασής τους για ένα δευτερόλεπτο. Συνθήκη 5 < Συνθήκη 3. 3δ. Αναµένεται καλύτερη επίδοση στη συνθήκη της όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά στην οδηγία σε σχέση µε τη συνθήκη της όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά στα ερεθίσµατα. Συνθήκη 4 > Συνθήκη 5. 3ε. Αναµένεται µεγαλύτερος χρόνος αντίδρασης στη συνθήκη της όρασης µε προσοχή σε σχέση µε τις συνθήκες της όρασης χωρίς επαναφορά στην οδηγία και χωρίς επαναφορά στα ερεθίσµατα. Συνθήκη 3 < Συνθήκη 4 και Συνθήκη 3 < Συνθήκη 5. 3στ. εν αναµένεται διαφορά χρόνου αντίδρασης στη συνθήκη της όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά στην οδηγία και στη συνθήκη της όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά στα ερεθίσµατα. Συνθήκη 4 = Συνθήκη 5.

88 85 4. Οι περιπτώσεις όρασης µετά την προσοχή µε επαναφορά αναµένεται να έχουν καλύτερες επιδόσεις από την όραση µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά, εκτός από τις περιπτώσεις: 4α. όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά στην οδηγία. Συνθήκη 1 = Συνθήκη 4. 4β. όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά στα ερεθίσµατα αν υπάρχουν οι συνθήκες διατήρησής τους στη βραχύχρονη µνήµη. Συνθήκη 2 = Συνθήκη 5 για χρόνο παρουσίασης ένα δευτερόλεπτο, αριθµό ερεθισµάτων 4. 4γ. ηλαδή αναµένονται καλύτερες επιδόσεις της όρασης µετά την προσοχή µε επαναφορά στα ερεθίσµατα σε σχέση µε την όραση µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά στα ερεθίσµατα. Συνθήκη 2 > Συνθήκη 5 για όλες τις περιπτώσεις εκτός από χρόνο παρουσίασης ένα δευτερόλεπτο, αριθµό ερεθισµάτων 4, υλικό γράµµατα. 4δ. Στο χρόνο αντίδρασης, στις συνθήκες της όρασης µετά την προσοχή µε επαναφορά αναµένονται µεγαλύτεροι χρόνοι αντίδρασης από ό,τι στις συνθήκες της όρασης µετά την προσοχή χωρίς επαναφορά. Συνθήκη 1 < Συνθήκη 4 και Συνθήκη 2 < Συνθήκη 5 ως προς το χρόνο αντίδρασης. 5. Αναµένονται καλύτερες επιδόσεις και συντοµότεροι χρόνοι αντίδρασης για πλήθος ερεθισµάτων 4 σε σχέση µε πλήθος 6 και 8. Πλήθος 4 > πλήθος 6 και Αναµένονται καλύτερες επιδόσεις και συντοµότεροι χρόνοι αντίδρασης για απλό υλικό σε σχέση µε το συνθετότερο σηµασιολογικό υλικό. Γράµµατα και σχήµατα > Λέξεις και πρόσωπα. 7. Αναµένεται υψηλότερο d κατά την όραση µε προσοχή (Συνθήκη 3) σε σχέση µε το d κατά την όραση µετά την προσοχή και την όραση πριν την προσοχή (Συνθήκες 1, 2, 4, 5).

89 86 8α. Αναµένεται καλύτερη συσχέτιση επίδοσης µεταγνωστικών κρίσεων κατά την όραση µε προσοχή από ό,τι κατά την όραση µετά την προσοχή και την όραση πριν την προσοχή (Συνθήκη 3 > Συνθήκες 1, 2, 4, 5). 8β. Οι συσχετίσεις επίδοσης µεταγνωστικών κρίσεων δεν αναµένεται να είναι γενικά υψηλές. 8γ. Οι συσχετίσεις επίδοσης µεταγνωστικών κρίσεων για τη δυσκολία του πειράµατος αναµένεται να είναι υψηλές στις περιπτώσεις αντικειµενικά αυξηµένης δυσκολίας (όπως είναι για παράδειγµα οι Συνθήκες 4, 5).

90 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΜΕΘΟ ΟΣ Συµµετέχοντες Στο πείραµα συµµετείχαν 458 φοιτητές του Αριστοτέλειου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστηµίου Μακεδονίας, µε µέση ηλικία τα 21 χρόνια. Οι 229 ήταν άνδρες και οι 229 γυναίκες ώστε να υπάρχει η ίδια αντιπροσώπευση και των δύο φύλων στο δείγµα. Οι 229 φοιτούσαν σε θεωρητικές σχολές και οι 229 σε θετικές ώστε να υπάρχει η ίδια αντιπροσώπευση των δύο κατευθύνσεων σπουδών στο δείγµα. Οι φοιτητές Θεωρητικών σχολών προέρχονταν από τα τµήµατα Ψυχολογίας, Φιλολογίας, Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής, Ιστορίας Αρχαιολογίας, ιεθνών Σπουδών, Οικονοµίας, Θεολογίας, Αγγλικής Φιλολογίας, ΤΕΦΑΑ, Νοµικής, ηµοσιογραφίας και Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής. Οι φοιτητές Θετικών σχολών προέρχονταν από τα τµήµατα Ιατρικής, Οδοντιατρικής, Φυσικής, Χηµείας, Βιολογίας, Γεωπονίας, Πληροφορικής, ασολογίας. Γεωλογίας, Αρχιτεκτονικής, Χηµικών Μηχανικών και Ηλεκτρολόγων Μηχανικών. Σε κάθε µία από τις 45 εκδοχές του πειράµατος συµµετείχαν από 10 έως 12 άτοµα. Σε κάθε περίπτωση στην κάθε οµάδα συµπεριλήφθηκε ίσος αριθµός αγοριών και κοριτσιών, ίσος αριθµός φοιτητών από Θεωρητικές και Θετικές Σχολές. Όλοι οι συµµετέχοντες στην έρευνα είχαν οµαλή όραση και στοιχειώδη γνώση ηλεκτρονικών υπολογιστών. Τα παραπάνω ελήφθησαν υπόψη προκειµένου να εξισωθούν όλες οι οµάδες ως προς το φύλο, τη σχολή και την ηλικία ώστε οποιεσδήποτε διαφορές προκύψουν να µην αποδοθούν στους παράγοντες αυτούς. Υλικό Όπως αναφέρθηκε, χρησιµοποιήθηκαν τέσσερα διαφορετικά είδη ερεθισµών: γεωµετρικά σχήµατα, γράµµατα, λέξεις και σκίτσα προσώπων. Σχήµατα. Στην περίπτωση των γεωµετρικών σχηµάτων ως ερεθίσµατα στόχοι ορίστηκαν οι συνδυασµοί µεταξύ έξι σχηµάτων (τετράγωνο, τρίγωνο, κύκλος,

91 88 οριζόντια γραµµή, κατακόρυφη γραµµή και πλάγια γραµµή) και τριών χρωµάτων (κόκκινο, µπλε, κίτρινο). Τα παραπάνω σχήµατα και χρώµατα επελέγησαν, διότι είναι ιδιαιτέρως οικεία και ευδιάκριτα ώστε να τραβούν την προσοχή. Το σύνολο των ερεθισµάτων στόχων ήταν δεκαοκτώ (Κόκκινο τετράγωνο, Κόκκινος κύκλος, Κόκκινο τρίγωνο, Κόκκινη οριζόντια γραµµή, Κόκκινη κατακόρυφη γραµµή, Κόκκινη πλάγια γραµµή, Μπλε τετράγωνο, Μπλε κύκλος, Μπλε τρίγωνο, Μπλε οριζόντια γραµµή, Μπλε κατακόρυφη γραµµή, Μπλε πλάγια γραµµή, Κίτρινο τετράγωνο, Κίτρινος κύκλος, Κίτρινο τρίγωνο, Κίτρινη οριζόντια γραµµή, Κίτρινη κατακόρυφη γραµµή, Κίτρινη πλάγια γραµµή). Οι συµµετέχοντες έπρεπε να διαβάσουν την οδηγία (18 λεκτικές περιγραφές των ερεθισµάτων στόχων) και να διαπιστώσουν αν ο συνδυασµός χρώµατος και σχήµατος που περιγραφόταν στη λεκτική οδηγία (π.χ., κόκκινο τρίγωνο) υπήρχε ή όχι µεταξύ των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων που παρουσιάζονταν στην οθόνη. Ως αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα χρησιµοποιήθηκαν οι συνδυασµοί δύο σχηµάτων από αυτά που αναφέρθηκαν και προέκυψαν τα εξής 15 αλληλοεπικαλυπτόµενα σχήµατα : κύκλος µε τετράγωνο, κύκλος µε τρίγωνο, κύκλος µε οριζόντια γραµµή, κύκλος µε κατακόρυφη γραµµή, κύκλος µε πλάγια γραµµή, τετράγωνο µε τρίγωνο, τετράγωνο µε οριζόντια γραµµή, τετράγωνο µε κατακόρυφη γραµµή, τετράγωνο µε πλάγια γραµµή, τρίγωνο µε οριζόντια γραµµή, τρίγωνο µε κατακόρυφη γραµµή, τρίγωνο µε πλάγια γραµµή, οριζόντια γραµµή µε κατακόρυφη γραµµή, οριζόντια γραµµή µε πλάγια γραµµή και κατακόρυφη γραµµή µε πλάγια γραµµή. Κάθε ένα από τα επιµέρους σχήµατα ενός συνδυασµού δύο σχηµάτων ήταν χρωµατισµένο µε ένα από τα επτά χρώµατα (κόκκινο, µπλε, κίτρινο, πράσινο, άσπρο, µαύρο, µοβ). Καθώς οι συνδυασµοί σχήµατος και χρώµατος ήταν 42 και οι πιθανοί συνδυασµοί σχηµάτων 15, θα µπορούσαν να προκύψουν 630 αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα. Προκειµένου, ωστόσο να µην είναι υπερβολικά µεγάλη η αποθήκη των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων, επιλέχθηκαν µόνο 45. Η «αποθήκη» των 45 αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων αποτελούνταν από δεκαοκτώ ερεθίσµατα, το κάθε ένα από τα οποία περιείχε έναν από τους 18 ενδεχόµενους στόχους, και άλλα 27 ερεθίσµατα που επιλέχθηκαν τυχαία από το σύνολο των 630 πιθανών αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων (αφού αφαιρέθηκαν οι συνδυασµοί στους οποίους ενδέχεται να περιέχονται οι στόχοι που προαναφέρθηκαν). Συνοπτικά, το ερέθισµα στόχος (π.χ., κόκκινη οριζόντια γραµµή) ήταν πάντα τµήµα ενός αποπροσανατολιστικού ερεθίσµατος (π.χ., κόκκινη οριζόντια γραµµή και

92 89 µαύρη κάθετη γραµµή). Εξάλλου ο στόχος αποτελείτο πάντα από δύο χαρακτηριστικά (π.χ. σχήµα = οριζόντια γραµµή και χρώµα = κόκκινη). Πίνακας 6. Παράδειγµα του πειράµατος µε υλικό σχήµατα Γράµµατα. Η οδηγία ήταν ένα γράµµα του ελληνικού αλφάβητου που εµφανιζόταν πάντα πεζό (24 οδηγίες). Οι 24 οδηγίες ήταν α β γ δ ε ζ η θ ι κ λ µ ν ξ ο π ρ σ τ υ φ χ ψ, ω. Τα αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα ήταν όλα τα γράµµατα του ελληνικού αλφάβητου µε πεζούς αλλά και µε κεφαλαίους χαρακτήρες (48) ( α Α β Β γ Γ δ ε Ε ζ Ζ η Η θ Θ ι Ι κ Κ λ Λ µ Μ ν Ν ξ Ξ ο Ο π Π ρ Ρ σ Σ τ Τ υ Υ φ Φ χ Χ ψ Ψ ω Ω). Οι συµµετέχοντες κλήθηκαν να δουν την οδηγία και να απαντήσουν αν το ίδιο γράµµα βρισκόταν µε την ίδια ακριβώς µορφή στα αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα. Το είδος του υλικού χαρακτηρίζεται απλό αντιληπτικό, απλούστερο από τα σχήµατα διότι δεν υπάρχουν δύο αλληλοεπικαλυπτόµενα σχήµατα, αλλά µε σηµασιολογικό χαρακτήρα διότι τα γράµµατα εµπεριέχουν και σηµασία.

93 90 Πίνακας 7. Παράδειγµα του πειράµατος µε υλικό γράµµατα Πρόσωπα. Οι συµµετέχοντες στην έρευνα καλούνταν να αναφέρουν την ύπαρξη ή µη ενός προσώπου µεταξύ των αποπροσανατολιστικών ερεθισµάτων. Η οδηγία ήταν η λεκτική περιγραφή του φύλου και της έκφρασης του προσώπου (π.χ., άνδρας χαρούµενος). Χρησιµοποιήθηκαν είκοσι λεκτικές περιγραφές ως οδηγίες, οι δέκα για άνδρες και οι δέκα για γυναίκες, για δέκα διαφορετικές εκφράσεις του προσώπου (χαρούµενος-η, λυπηµένος-η, ήρεµος-η, θυµωµένος-η, άρρωστος-η, υστερικός-η, φιλάργυρος-η, ντροπαλός-ή, αηδιασµένος η, τροµαγµένος-η). Το στοιχείο που διαφοροποιούσε το φύλο ήταν τα µαλλιά. εδοµένης της δυσκολίας του έργου της αναγνώρισης της έκφρασης προσώπων, τα σκίτσα των προσώπων που επιλέχθηκαν να ανταποκρίνονται στις οδηγίες είχαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, δηλωτικά της αντίστοιχης έκφρασης. Ως αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα χρησιµοποιήθηκαν τα σκίτσα για τις παραπάνω εκφράσεις (20) και άλλα είκοσι σκίτσα προσώπων, δέκα για άνδρες, δέκα για γυναίκες, που ανταποκρίνονταν σε άλλες δέκα εκφράσεις του προσώπου (άφωνος η, λαίµαργος η, ζαλισµένος- η, αυτάρεσκος η, πληγωµένος-η, µπερδεµένος η, προσεκτικός η, κουρασµένος η, νυσταγµένος η, σκεπτικός η). Το είδος του υλικού χαρακτηρίζεται πολύ σύνθετο αντιληπτικό αλλά και σηµασιολογικό.

94 91 Πίνακας 8. Παράδειγµα του πειράµατος µε υλικό πρόσωπα Λέξεις. Στην περίπτωση των λέξεων ως οδηγία εµφανιζόταν µία λέξη και τα υποκείµενα έπρεπε να αναζητήσουν τη συνώνυµή της στα αποπροσανατολιστικά ερεθίσµατα. Ως οδηγίες επιλέχθησαν είκοσι λέξεις συνειρµικής αξίας 12,1-4,8 (Μάνιου-Βακάλη, Συγκολλίτου, & Κωσταρίδου Ευκλείδη, 1984). Πίνακας 9. Παράδειγµα του πειράµατος µε υλικό λέξεις

Οπτική αντίληψη. Μετά?..

Οπτική αντίληψη. Μετά?.. Οπτική αντίληψη Πρωτογενής ερεθισµός (φυσικό φαινόµενο) Μεταφορά µηνύµατος στον εγκέφαλο (ψυχολογική αντίδραση) Μετατροπή ερεθίσµατος σε έννοια Μετά?.. ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΟΡΑΣΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΟΥΜΕ

Διαβάστε περισσότερα

Προσοχή. Ηπροσοχήείναιµία κεντρική λειτουργία του γνωστικού συστήµατος.

Προσοχή. Ηπροσοχήείναιµία κεντρική λειτουργία του γνωστικού συστήµατος. Προσοχή Ηπροσοχήείναιµία κεντρική λειτουργία του γνωστικού συστήµατος. Ηπροσοχήεµπλέκεται στην επιλογή των στοιχείων του περιβάλλοντος που επιθυµούµε να επεξεργαστούµε, και παράλληλα στην αγνόηση στοιχείων

Διαβάστε περισσότερα

Αντίληψη. Αντίληψη είναι η γνωστική διεργασία που µας επιτρέπει να έχουµε µία εικόνα του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού περιβάλλοντος.

Αντίληψη. Αντίληψη είναι η γνωστική διεργασία που µας επιτρέπει να έχουµε µία εικόνα του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού περιβάλλοντος. Αντίληψη Αντίληψη εί η γνωστική διεργασία που µας επιτρέπει να έχουµε µία εικόνα του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού περιβάλλοντος. Ηαντίληψηαποτελείκρίσιµη και αναγκαία προϋπόθεση για οποιαδήποτε γνωστική

Διαβάστε περισσότερα

Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

Κωνσταντίνος Π. Χρήστου 1 Κριτήρια: Διδακτική διαδικασία Μαθητοκεντρικά Δασκαλοκεντρικά Αλληλεπίδρασης διδάσκοντα διδασκόµενου Είδος δεξιοτήτων που θέλουν να αναπτύξουν Επεξεργασίας Πληροφοριών Οργάνωση-ανάλυση πληροφοριών, λύση

Διαβάστε περισσότερα

Κλινική Νευροψυχολογία του παιδιού

Κλινική Νευροψυχολογία του παιδιού Κλινική Νευροψυχολογία του παιδιού Α εξάμηνο Διδάσκων : Α. Β. Καραπέτσας Ακαδημαϊκό έτος 2015-2016 1 ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ 2 Μία από τις πρώτες έρευνες που μελετούν και επιβεβαιώνουν ότι τα άτομα με μουσική

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΙΧΝΟΥΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΚΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ: ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΟΠΗΣ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΥ ΤΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΙΧΝΟΥΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΚΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ: ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΟΠΗΣ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΥ ΤΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΙΧΝΟΥΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΚΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ: ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Βετεράνοι αθλητές. Απόδοση & Ηλικία. Βασικά στοιχεία. Αθλητισμός Επιδόσεων στη 2η και 3η Ηλικία. Γενικευμένη θεωρία για τη

Βετεράνοι αθλητές. Απόδοση & Ηλικία. Βασικά στοιχεία. Αθλητισμός Επιδόσεων στη 2η και 3η Ηλικία. Γενικευμένη θεωρία για τη Αθλητισμός Επιδόσεων στη 2η και 3η Ηλικία. Γενικευμένη θεωρία για τη Διατήρηση η της αθλητικής απόδοσης 710: 8 η Διάλεξη Μιχαλοπούλου Μαρία Ph.D. Περιεχόμενο της διάλεξης αυτής αποτελούν: Αγωνιστικός αθλητισμός

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 5: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: III

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 5: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: III ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες Θεματική Ενότητα 5: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: III Θεματική Ενότητα 5: Στόχοι: Η εισαγωγή των φοιτητών στην ψυχολογική προσέγγιση της Σχολής

Διαβάστε περισσότερα

Μεταγνωστικές διεργασίες και αυτο-ρύθμιση

Μεταγνωστικές διεργασίες και αυτο-ρύθμιση Πρόλογος Tα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια υπάρχουν δύο έννοιες που κυριαρχούν διεθνώς στο ψυχολογικό και εκπαιδευτικό λεξιλόγιο: το μεταγιγνώσκειν και η αυτο-ρυθμιζόμενη μάθηση. Παρά την ευρεία χρήση

Διαβάστε περισσότερα

6. ΠΡΟΣΟΧΗ. Ο William James (1890) και άλλοι από τους πρώτους ψυχολόγους μελέτησαν την προσοχή με τη μέθοδο της ενδοσκόπησης.

6. ΠΡΟΣΟΧΗ. Ο William James (1890) και άλλοι από τους πρώτους ψυχολόγους μελέτησαν την προσοχή με τη μέθοδο της ενδοσκόπησης. 6. ΠΡΟΣΟΧΗ Σε τι αναφέρεται η προσοχή; Η προσοχή είναι μία αυτόνομη διεργασία του κεντρικού νευρικού συστήματος κατά την οποία οι αισθήσεις εστιάζουν σε συγκεκριμένα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. ΙΣΤΟΡΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχολογική Προετοιμασία Αθλητών Τσορμπατζούδης Χαράλαμπος ΤΕΦΑΑ-Α.Π.Θ.

Ψυχολογική Προετοιμασία Αθλητών Τσορμπατζούδης Χαράλαμπος ΤΕΦΑΑ-Α.Π.Θ. Ψυχολογική Προετοιμασία Αθλητών Τσορμπατζούδης Χαράλαμπος ΤΕΦΑΑ-Α.Π.Θ. Προσοχή - Συγκέντρωση Η συγκέντρωση αναφέρεται στην ικανότητα συνειδητής κατεύθυνσης της προσοχής σε ένα συγκεκριμένο μέρος του πεδίου

Διαβάστε περισσότερα

Εξελικτική Ψυχολογία: Κοινωνικο-γνωστική ανάπτυξη

Εξελικτική Ψυχολογία: Κοινωνικο-γνωστική ανάπτυξη ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Εξελικτική Ψυχολογία: Κοινωνικο-γνωστική ανάπτυξη Ενότητα 3 Θεωρία Επεξεργασίας Πληροφοριών: Βασικές Αρχές και Κριτική Θεώρηση Ελευθερία

Διαβάστε περισσότερα

Πρόλογος Πρόλογος ελληνικής έκδοσης Ευχαριστίες. Κεφάλαιο 1 Έργο και γνωστική αποκατάσταση 3

Πρόλογος Πρόλογος ελληνικής έκδοσης Ευχαριστίες. Κεφάλαιο 1 Έργο και γνωστική αποκατάσταση 3 Πρόλογος Πρόλογος ελληνικής έκδοσης Ευχαριστίες xiii xiv xvii ΜΈΡΟΣ 1 Γνωστικές λειτουργίες και εργοθεραπευτική διαδικασία 1 Κεφάλαιο 1 Έργο και γνωστική αποκατάσταση 3 Ο σκοπός της γνωστικής αποκατάστασης

Διαβάστε περισσότερα

710 -Μάθηση - Απόδοση

710 -Μάθηση - Απόδοση 710 -Μάθηση - Απόδοση Διάλεξη 6η Ποιοτική αξιολόγηση της Κινητικής Συμπεριφοράς Παρατήρηση III Η διάλεξη αυτή περιλαμβάνει: Διαδικασία της παρατήρησης & της αξιολόγησης Στόχοι και περιεχόμενο παρατήρησης

Διαβάστε περισσότερα

710 -Μάθηση - Απόδοση

710 -Μάθηση - Απόδοση 710 -Μάθηση - Απόδοση Διάλεξη 6η Ποιοτική αξιολόγηση της Κινητικής Παρατήρηση Αξιολόγηση & Διάγνωση Η διάλεξη αυτή περιλαμβάνει: Διαδικασία της παρατήρησης & της αξιολόγησης Στόχοι και περιεχόμενο παρατήρησης

Διαβάστε περισσότερα

Γνωστική Ψυχολογία 3

Γνωστική Ψυχολογία 3 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Γνωστική Ψυχολογία 3 Ενότητα #8: Θεωρητικά μοντέλα Διδάσκων: Οικονόμου Ηλίας ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Πρόλογος... 13

Περιεχόμενα. Πρόλογος... 13 Περιεχόμενα Πρόλογος... 13 Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή στη Γνωστική Ψυχολογία... 17 1. Γνωστική Ψυχολογία... 17 2. Ιστορική αναδρομή... 19 2.1. Οι πρόδρομοι... 19 2.2. Επιδράσεις από άλλες επιστήμες... 20 2.2.1.

Διαβάστε περισσότερα

Η τυπική θεωρία Επεξεργασίας Πληροφοριών

Η τυπική θεωρία Επεξεργασίας Πληροφοριών Η θεωρία επεξεργασίας πληροφοριών: Ιστορία μέθοδοι επισκόπηση ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ Η τυπική θεωρία Επεξεργασίας Πληροφοριών 1 Επεξεργασία Πληροφοριών Η επικρατούσα μεταφορά: ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι σαν

Διαβάστε περισσότερα

Πέραν της θεωρίας του Piaget. Κ. Παπαδοπούλου ΕΚΠΑ/ΤΕΑΠΗ

Πέραν της θεωρίας του Piaget. Κ. Παπαδοπούλου ΕΚΠΑ/ΤΕΑΠΗ Πέραν της θεωρίας του Piaget Κ. Παπαδοπούλου ΕΚΠΑ/ΤΕΑΠΗ Προσεγγίσεις επεξεργασίας πληροφοριών Siegler, R. (2002) Πώς Σκέφτονται τα Παιδιά. Αθήνα: Gutenberg. Προσεγγίσεις επεξεργασίας πληροφοριών Η γνωστική

Διαβάστε περισσότερα

Εφαρµοσµένη ιδακτική των Φυσικών Επιστηµών (Πρακτικές Ασκήσεις Β Φάσης)

Εφαρµοσµένη ιδακτική των Φυσικών Επιστηµών (Πρακτικές Ασκήσεις Β Φάσης) Πανεπιστήµιο Αιγαίου Παιδαγωγικό Τµήµα ηµοτικής Εκπαίδευσης Μιχάλης Σκουµιός Εφαρµοσµένη ιδακτική των Φυσικών Επιστηµών (Πρακτικές Ασκήσεις Β Φάσης) Παρατήρηση ιδασκαλίας και Μοντέλο Συγγραφής Έκθεσης

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (# 252) Ε ΕΞΑΜΗΝΟ 9 η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΛΙΓΗ ΘΕΩΡΙΑ Στην προηγούμενη διάλεξη μάθαμε ότι υπάρχουν διάφορες μορφές έρευνας

Διαβάστε περισσότερα

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32)

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32) Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32) Διάλεξη 1 Εισαγωγή, ορισμός και ιστορία της Γνωστικής Ψυχολογίας Πέτρος Ρούσσος Μερικά διαδικαστικά http://users.uoa.gr/~roussosp/gr/index.htm http://eclass.uoa.gr/courses/ppp146/

Διαβάστε περισσότερα

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι δυσκολίες μάθησης των παιδιών συνεχίζουν να απασχολούν όλους όσοι ασχολούνται με την ανάπτυξη των παιδιών και με την εκπαίδευση. Τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι, μέσα στην τάξη τους, βρίσκονται

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 3: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: I

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 3: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: I ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες Θεματική Ενότητα 3: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: I Θεματική Ενότητα 3: Στόχοι: Η απόκτηση ενημερότητας, εκ μέρους των φοιτητών, για τις πολλές

Διαβάστε περισσότερα

Παρακολούθηση Διδασκαλίας στη βάση του Δυναμικού Μοντέλου Εκπαιδευτικής Αποτελεσματικότητας. Μαργαρίτα Χριστοφορίδου 28 Νοεμβρίου 2013

Παρακολούθηση Διδασκαλίας στη βάση του Δυναμικού Μοντέλου Εκπαιδευτικής Αποτελεσματικότητας. Μαργαρίτα Χριστοφορίδου 28 Νοεμβρίου 2013 Παρακολούθηση Διδασκαλίας στη βάση του Δυναμικού Μοντέλου Εκπαιδευτικής Αποτελεσματικότητας Μαργαρίτα Χριστοφορίδου 28 Νοεμβρίου 2013 Σκοπός τη σημερινής παρουσίασης: αναγνώριση της παρατήρησης ως πολύτιμη

Διαβάστε περισσότερα

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015 Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015 Μάθηση και γνώση: μια συνεχής και καθοριστική αλληλοεπίδραση Αντώνης Λιοναράκης Στην παρουσίαση που θα ακολουθήσει θα μιλήσουμε

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Γνωστική Ψυχολογία. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

Εισαγωγή στη Γνωστική Ψυχολογία. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου Εισαγωγή στη Γνωστική Ψυχολογία Inside the black box για µια επιστήµη του Νου Επιστροφή στο Νου Γνωστική Ψυχολογία / Γνωσιακή Επιστήµη Inside the black box για µια επιστήµη του Νου Επιστροφή στο Νου Γνωστική

Διαβάστε περισσότερα

Πανεπιστήµιο Αθηνών. Εισαγωγή στην Ψυχολογία. Στέλλα Βοσνιάδου 11/23/2006

Πανεπιστήµιο Αθηνών. Εισαγωγή στην Ψυχολογία. Στέλλα Βοσνιάδου 11/23/2006 Μνήµη Στέλλα Βοσνιάδου Τµήµα ΜΙΘΕ Πανεπιστήµιο Αθηνών 11/23/2006 Εισαγωγή στην Ψυχολογία Στέλλα Βοσνιάδου Τα τρία στάδια της µνήµης Κωδικοποίηση Αποθήκευση Ανάσυρση Η µνήµη απαιτεί οι πληροφορίες που έρχονται

Διαβάστε περισσότερα

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Νίκος Ναγόπουλος Για τη διεξαγωγή της κοινωνικής έρευνας χρησιμοποιούνται ποσοτικές ή/και ποιοτικές μέθοδοι που έχουν τις δικές τους τεχνικές και

Διαβάστε περισσότερα

Ρετσινάς Σωτήριος ΠΕ 1703 Ηλεκτρολόγων ΑΣΕΤΕΜ

Ρετσινάς Σωτήριος ΠΕ 1703 Ηλεκτρολόγων ΑΣΕΤΕΜ Ρετσινάς Σωτήριος ΠΕ 1703 Ηλεκτρολόγων ΑΣΕΤΕΜ Τι είναι η ερευνητική εργασία Η ερευνητική εργασία στο σχολείο είναι μια δυναμική διαδικασία, ανοιχτή στην αναζήτηση για την κατανόηση του πραγματικού κόσμου.

Διαβάστε περισσότερα

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ Εγχειρίδιο Εφαρµογής Γραµµατειών Περιεχόμενα Πίνακας Εικόνων...3 1. Είσοδος στο σύστημα...5 2. Στοιχεία Γραμματείας...9 3. Μεταπτυχιακά Προγράμματα...

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες

Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: ΙΙΙ Διδάσκουσα: Επίκ. Καθ. Γεωργία Α. Παπαντωνίου Άδειες Χρήσης

Διαβάστε περισσότερα

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας: Στόχος της ψυχολογικής έρευνας: Συστηματική περιγραφή και κατανόηση των ψυχολογικών φαινομένων. Η ψυχολογική έρευνα χρησιμοποιεί μεθόδους συστηματικής διερεύνησης για τη συλλογή, την ανάλυση και την ερμηνεία

Διαβάστε περισσότερα

Αλληλεπίδραση Ανθρώπου- Υπολογιστή & Ευχρηστία

Αλληλεπίδραση Ανθρώπου- Υπολογιστή & Ευχρηστία Αλληλεπίδραση Ανθρώπου- Υπολογιστή & Ευχρηστία Ενότητα 2: Ο Άνθρωπος Σαπρίκης Ευάγγελος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων (Γρεβενά) Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00) ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00) Πέτρος Ρούσσος ΔΙΑΛΕΞΗ 4 Γνωστική ψυχολογία Οι πληροφορίες του περιβάλλοντος γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας από τον εγκέφαλο μέσω γνωστικών διαδικασιών (αντίληψη, μνήμη,

Διαβάστε περισσότερα

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου Βασίλειος Κωτούλας vaskotoulas@sch.gr h=p://dipe.kar.sch.gr/grss Αρχαιολογικό Μουσείο Καρδίτσας Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου Η Δομή της εισήγησης 1 2 3 Δυο λόγια για Στόχοι των Ερευνητική

Διαβάστε περισσότερα

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Μια σύνοψη του Βιβλίου (ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ): Η πλειοψηφία θεωρεί πως η Νόηση είναι μια διεργασία που συμβαίνει στον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Διαβάστε περισσότερα

Το μάθημα της Τεχνολογία ευκαιρία μεταγνωστικής ανάπτυξης

Το μάθημα της Τεχνολογία ευκαιρία μεταγνωστικής ανάπτυξης Το μάθημα της Τεχνολογία ευκαιρία μεταγνωστικής ανάπτυξης Χρυσούλα Λαλαζήση Σχολική Σύμβουλος Δ/μιας Eκπ/σης Αρχιτεκτόνων-Πολιτικών Μηχανικών και Τοπογράφων Μηχανικών chrlalazisi@gmail.com Πως μαθαίνουμε;

Διαβάστε περισσότερα

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32)

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32) Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32) Διάλεξη 9 Η δομή της μνήμης Πέτρος Ρούσσος Μνήμη Σημασία της μνήμης Η περίπτωση του Η.Μ. (ή Henry Molaison) Μνήμη είναι το μέσο με το οποίο συγκρατούμε τις εμπειρίες του παρελθόντος

Διαβάστε περισσότερα

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο Διδάσκοντες Χατζηγεωργιάδης Αντώνης / Zουρμπάνος Νίκος ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Μορφή

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ Δρ. Ζαφειριάδης Κυριάκος Οι ικανοί αναγνώστες χρησιμοποιούν πολλές στρατηγικές (συνδυάζουν την

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ Δρ. Ζαφειριάδης Κυριάκος Οι ικανοί αναγνώστες χρησιμοποιούν πολλές στρατηγικές (συνδυάζουν την 1 ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ Δρ. Ζαφειριάδης Κυριάκος Οι ικανοί αναγνώστες χρησιμοποιούν πολλές στρατηγικές (συνδυάζουν την παλαιότερη γνώση τους, σημειώνουν λεπτομέρειες, παρακολουθούν

Διαβάστε περισσότερα

Γνωστική Ψυχολογία 3

Γνωστική Ψυχολογία 3 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Γνωστική Ψυχολογία 3 Ενότητα #4: Αισθητήρια Καταγραφή Διδάσκων: Οικονόμου Ηλίας ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό

Διαβάστε περισσότερα

Τρίτη 24 και Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

Τρίτη 24 και Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017 Τρίτη 24 και Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017 Παιδαγωγικές προσεγγίσεις και διδακτικές πρακτικές - η σχέση τους με τις θεωρίες μάθησης Παρατηρώντας τη μαθησιακή διαδικασία Τι είδους δραστηριότητες παρατηρήσατε

Διαβάστε περισσότερα

Αυτόµατα εστιασµένη προσοχή (covert attention) Το πειραµατικό παράδειγµα του Stroop.

Αυτόµατα εστιασµένη προσοχή (covert attention) Το πειραµατικό παράδειγµα του Stroop. Αυτόµατα εστιασµένη προσοχή (covert attention) Το πειραµατικό παράδειγµα του Stroop. Αυτόµατη εστίαση Η προσοχή είναι ένας µηχανισµός που είναι κάτω από τον «συνειδητό έλεγχό» µας. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις

Διαβάστε περισσότερα

Πώς σκέφτονται οι άνθρωποι; Προσέγγιση επεξεργασίας πληροφοριών Γνωστική ανάλυση του έργου (λύση προβλήµατος, κατανόηση κειµένου, επικοινωνία, κλπ.) σε επιµέρους νοητικές διεργασίες, δεξιότητες και γνώσεις

Διαβάστε περισσότερα

Γνωστική Ψυχολογία και Μάθηση. Στέλλα Βοσνιάδου Πανεπιστήµιο Αθηνών

Γνωστική Ψυχολογία και Μάθηση. Στέλλα Βοσνιάδου Πανεπιστήµιο Αθηνών Γνωστική Ψυχολογία και Μάθηση Στέλλα Βοσνιάδου Πανεπιστήµιο Αθηνών Θεωρίες της επεξεργασίας πληροφοριών Η σκέψη είναι επεξεργασία πληροφοριών Περιγραφή των δοµικών χαρακτηριστικών (περιορισµών) της σκέψης

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΤΠΕ ΣΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ ΟΡΙΟ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ ΕΞ ΑΡΙΣΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΕΚ ΔΕΞΙΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΚΟΥΤΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας;

Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας; Για τους γονείς και όχι μόνο από το Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας; Ακουστικός, οπτικός ή μήπως σφαιρικός; Ανακαλύψτε ποιος είναι ο μαθησιακός τύπος του παιδιού σας, δηλαδή με ποιο τρόπο μαθαίνει

Διαβάστε περισσότερα

Εξελικτική Ψυχολογία: Κοινωνικο-γνωστική ανάπτυξη

Εξελικτική Ψυχολογία: Κοινωνικο-γνωστική ανάπτυξη ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Εξελικτική Ψυχολογία: Κοινωνικο-γνωστική ανάπτυξη Ενότητα 6 Η Θεωρία των Eποικοδομητικών Τελεστών του J. Pascual-Leone Ελευθερία Ν. Γωνίδα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΔΑΣΚΩΝ/ ΟΥΣΑ: ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ:. Σας παρακαλούμε, απαντώντας στα δύο ερωτηματολόγια που ακολουθούν,

Διαβάστε περισσότερα

1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία

1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία 1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία Ο διδακτικός σχεδιασμός (instructional design) εμφανίσθηκε στην εκπαιδευτική διαδικασία και στην κατάρτιση την περίοδο

Διαβάστε περισσότερα

Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΓΙΑ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΓΙΑ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΡΟΩΘΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: ΜΙΑ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΓΙΑ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Λεωνίδας Κυριακίδης Αναστασία

Διαβάστε περισσότερα

Οραση - οπτική αντίληψη Οπτική γνώση - οπτική

Οραση - οπτική αντίληψη Οπτική γνώση - οπτική Περιεχόµενα Μαθήµατος Οδηγού Σπουδών (Course Catalog data) Στόχοι του µαθήµατος είναι: Οραση - οπτική αντίληψη Οπτική γνώση - οπτική µνήµη Αντίληψη του χώρου και χάρτες Νοητικές κατηγορίες Αναπαραστάσεις

Διαβάστε περισσότερα

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Μια σύνοψη του Βιβλίου (ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ): Η πλειοψηφία θεωρεί ότι η Νόηση είναι μια διεργασία που συμβαίνει στο ανθρώπινο εγκέφαλο.

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Κων/νος Καλέμης, Άννα Κωσταρέλου, Μαρία Αγγελική Καλέμη Εισαγωγή H σύγχρονη τάση που επικρατεί

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΧΑΡΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΧΡΗΣΗ β. φιλιππακοπουλου 1 Αναλυτικό Πρόγραµµα 1. Εισαγωγή: Μια επιστηµονική προσέγγιση στη χαρτογραφική απεικόνιση και το χαρτογραφικό σχέδιο

Διαβάστε περισσότερα

«Η κανονική νοητική συνθήκη των ανθρώπων σε κατάσταση εγρήγορσης, που χαρακτηρίζεται από την εμπειρία των αντιλήψεων, σκέψεων, συναισθημάτων,

«Η κανονική νοητική συνθήκη των ανθρώπων σε κατάσταση εγρήγορσης, που χαρακτηρίζεται από την εμπειρία των αντιλήψεων, σκέψεων, συναισθημάτων, 9 Γνωστική Ψυχολογία ΙΙ (ΨΧ 05) Το πρόβλημα της συνείδησης Μια απόπειρα ορισμού της συνείδησης «Η κανονική νοητική συνθήκη των ανθρώπων σε κατάσταση εγρήγορσης, που χαρακτηρίζεται από την εμπειρία των

Διαβάστε περισσότερα

Τι θα προτιμούσατε; Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32) 25/4/2012. Διάλεξη 5 Όραση και οπτική αντίληψη. Πέτρος Ρούσσος. Να περιγράψετε τι βλέπετε στην εικόνα;

Τι θα προτιμούσατε; Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32) 25/4/2012. Διάλεξη 5 Όραση και οπτική αντίληψη. Πέτρος Ρούσσος. Να περιγράψετε τι βλέπετε στην εικόνα; Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32) Διάλεξη 5 Όραση και οπτική αντίληψη Πέτρος Ρούσσος Να περιγράψετε τι βλέπετε στην εικόνα; Τι θα προτιμούσατε; Ή να αντιμετωπίσετε τον Γκάρι Κασπάροβ σε μια παρτίδα σκάκι; 1

Διαβάστε περισσότερα

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών Πηγή: Δημάκη, Α. Χαϊτοπούλου, Ι. Παπαπάνου, Ι. Ραβάνης, Κ. Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών: μια ποιοτική προσέγγιση αντιλήψεων μελλοντικών νηπιαγωγών. Στο Π. Κουμαράς & Φ. Σέρογλου (επιμ.). (2008).

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνικό Δελτίο. Εντάσσοντας την θερμογραφία στο πρόγραμμα συντήρησης

Τεχνικό Δελτίο. Εντάσσοντας την θερμογραφία στο πρόγραμμα συντήρησης Εντάσσοντας την θερμογραφία στο πρόγραμμα συντήρησης Απο την σειρά τεχνικών δελτίων της Transam Trading Co «Η Θερμογραφία ως μέθοδος διάγνωσης» Οι Ειδικοί στην Θερμογραφία απο το 1997 [ 1 ] Ξεκινώντας

Διαβάστε περισσότερα

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Σύνοψη κεφαλαίου Σύνδεση θεωρίας και ανάλυσης Επεξεργασία ποιοτικών δεδομένων Δεοντολογία και ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Αξιολογώντας την ποιότητα των ποιοτικών ερευνών Εισαγωγή

Διαβάστε περισσότερα

Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων

Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων Πρώτο στάδιο: λειτουργικοί ορισμοί της ανεξάρτητης και της εξαρτημένης μεταβλητής Επιλογή της ανεξάρτητης μεταβλητής Επιλέγουμε μια ανεξάρτητη μεταβλητή (ΑΜ), την οποία

Διαβάστε περισσότερα

Εφαρμοσμένη Γνωστική Ψυχολογία. Πέτρος Ρούσσος

Εφαρμοσμένη Γνωστική Ψυχολογία. Πέτρος Ρούσσος 2 Εφαρμοσμένη Γνωστική Ψυχολογία Πέτρος Ρούσσος Ιστορία της Εφαρμοσμένης Γνωστικής Ψυχολογίας (1) Πρώιμη έρευνα στην Ευρώπη (πολλές έρευνες που σήμερα θα θεωρούνταν «γνωστικές» και είχαν σημαντική πρακτική

Διαβάστε περισσότερα

H ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΟ-ΕΠΙ ΡΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΪΟΣ ΟΚΤ 2013

H ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΟ-ΕΠΙ ΡΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΪΟΣ ΟΚΤ 2013 H ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΟ-ΕΠΙ ΡΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΪΟΣ ΟΚΤ 2013 ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΚΕΦ3 Περιλαµβάνει Εργαστήριο στην τάξη Προβολές Video Ασκήσεις Επανάληψη Βοµβαρδιζόµαστε από αναποτελεσµατικά

Διαβάστε περισσότερα

ιπλωµατική εργασία: Νικόλαος Ματάνας Επιβλέπων Καθηγήτρια: Μπούσιου έσποινα

ιπλωµατική εργασία: Νικόλαος Ματάνας Επιβλέπων Καθηγήτρια: Μπούσιου έσποινα ιπλωµατική εργασία: Νικόλαος Ματάνας Επιβλέπων Καθηγήτρια: Μπούσιου έσποινα ΤµήµαΕφαρµοσµένης Πληροφορικής Πανεπιστήµιο Μακεδονίας Θεσσαλονίκη Ιούνιος 2006 εισαγωγικού µαθήµατος προγραµµατισµού υπολογιστών.

Διαβάστε περισσότερα

1. Σκοπός της έρευνας

1. Σκοπός της έρευνας Στατιστική ανάλυση και ερμηνεία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων πιστοποίησης ελληνομάθειας 1. Σκοπός της έρευνας Ο σκοπός αυτής της έρευνας είναι κυριότατα πρακτικός. Η εξέταση των δεκτικών/αντιληπτικών

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εισαγωγή Μεθοδολογία της Έρευνας ΕΙΚΟΝΑ 1-1 Μεθοδολογία της έρευνας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εισαγωγή Μεθοδολογία της Έρευνας ΕΙΚΟΝΑ 1-1 Μεθοδολογία της έρευνας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Εισαγωγή Η Μεθοδολογία της Έρευνας (research methodology) είναι η επιστήμη που αφορά τη μεθοδολογία πραγματοποίησης μελετών με συστηματικό, επιστημονικό και λογικό τρόπο, με σκοπό την παραγωγή

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΚΙΝΗΣΗΣ. Εξελικτική Κρισιµότητα της Κίνησης

ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΚΙΝΗΣΗΣ. Εξελικτική Κρισιµότητα της Κίνησης ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΚΙΝΗΣΗΣ Εξελικτική Κρισιµότητα της Κίνησης 1. Χρήση από θήραµα και θηρευτή 2. Προσέλκυση Προσοχής 3. Αντίληψη 3D αντικειµένων 4. ιαχωρισµός Φιγούρας-Φόντου (καµουφλάζ) 5. Πλοήγηση στο περιβάλλον

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΙΑΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΑΞΟΝΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Εισαγωγή

ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΙΑΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΑΞΟΝΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Εισαγωγή ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΙΑΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΑΞΟΝΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ Αθανάσιος Γαγάτσης Τµήµα Επιστηµών της Αγωγής Πανεπιστήµιο Κύπρου Χρήστος Παντσίδης Παναγιώτης Σπύρου Πανεπιστήµιο

Διαβάστε περισσότερα

Τρόποι εξάσκησης της μνήμης και μέθοδοι καλυτέρευσης

Τρόποι εξάσκησης της μνήμης και μέθοδοι καλυτέρευσης Η μνήμη είναι μια νοητική ικανότητα με την οποία αποθηκεύουμε, αναγνωρίζουμε και ανακαλούμε, αλλά και αναπλάθουμε πληροφορίες ή εμπειρίες. Με άλλα λόγια, με τη μνήμη αποθηκεύουμε και διατηρούμε δεδομένα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΔΑΣΚΩΝ/ ΟΥΣΑ: ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ:. Σας παρακαλούμε, απαντώντας στα δύο ερωτηματολόγια που ακολουθούν,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Παράγοντες που επηρεάζουν τον επαγγελματικό προσανατολισμό των νέων. Λάμπρου Αικατερίνη Φιοράλμπα-Δήμητρα Τσαραχόση

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Παράγοντες που επηρεάζουν τον επαγγελματικό προσανατολισμό των νέων. Λάμπρου Αικατερίνη Φιοράλμπα-Δήμητρα Τσαραχόση ΤΕΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΜΗΜΑ: ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΣΧΟΛΗ: ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Παράγοντες που επηρεάζουν τον επαγγελματικό προσανατολισμό των νέων Λάμπρου Αικατερίνη Φιοράλμπα-Δήμητρα Τσαραχόση ΑΜ:

Διαβάστε περισσότερα

H μάθηση υπό το πρίσμα των σύγχρονων παιδαγωγικών αντιλήψεων

H μάθηση υπό το πρίσμα των σύγχρονων παιδαγωγικών αντιλήψεων H μάθηση υπό το πρίσμα των σύγχρονων παιδαγωγικών αντιλήψεων Συζητήστε τι σημαίνει για σας μαθαίνω; Πώς θεωρείτε ότι μαθαίνουν τα παιδιά; Σημειώστε κάτι που θεωρείτε ότι έμαθαν τα παιδιά σε κάποια από

Διαβάστε περισσότερα

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης; ΕΘΝΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ Παραδοχές Εκπαίδευση ως μηχανισμός εθνικής διαπαιδαγώγησης. Καλλιέργεια εθνικής συνείδησης. Αίσθηση ομοιότητας στο εσωτερικό και διαφοράς στο εξωτερικό Αξιολόγηση ιεράρχηση εθνικών ομάδων.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00) ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00) Πέτρος Ρούσσος ΔΙΑΛΕΞΗ 3 Ορισμός της Ψυχολογίας Η επιστήμη που σκοπό έχει να περιγράψει και να εξηγήσει τη συμπεριφορά και τις νοητικές διεργασίες του ανθρώπου (κυρίως)

Διαβάστε περισσότερα

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση)

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση) 18 Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση) Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο John Turner και οι συνεργάτες του (Turner, 1985, Turner et al. 1987), θεωρητικοί και ερευνητές

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας 1 Δρ. Αλέξανδρος Αποστολάκης Email: aapostolakis@staff.teicrete.gr Τηλ.: 2810379603 E-class μαθήματος: https://eclass.teicrete.gr/courses/pgrad_omm107/

Διαβάστε περισσότερα

Βελτιώνοντας την Απόδοση Μάρκετινγκ & Πωλήσεων στις Φαρμακευτικές Επιχειρήσεις

Βελτιώνοντας την Απόδοση Μάρκετινγκ & Πωλήσεων στις Φαρμακευτικές Επιχειρήσεις Βελτιώνοντας την Απόδοση Μάρκετινγκ & Πωλήσεων στις Φαρμακευτικές Επιχειρήσεις Γεώργιος Ι. Αυλωνίτης, Καθηγητής Μάρκετινγκ Ο.Π.Α. Νικόλαος Γ. Παναγόπουλος, Λέκτορας Μάρκετινγκ Ο.Π.Α. Το δυναμικό πωλήσεων

Διαβάστε περισσότερα

Γουλή Ευαγγελία. 1. Εισαγωγή. 2. Παρουσίαση και Σχολιασµός των Εργασιών της Συνεδρίας

Γουλή Ευαγγελία. 1. Εισαγωγή. 2. Παρουσίαση και Σχολιασµός των Εργασιών της Συνεδρίας 1. Εισαγωγή Σχολιασµός των εργασιών της 16 ης παράλληλης συνεδρίας µε θέµα «Σχεδίαση Περιβαλλόντων για ιδασκαλία Προγραµµατισµού» που πραγµατοποιήθηκε στο πλαίσιο του 4 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου «ιδακτική

Διαβάστε περισσότερα

Αξιολόγηση Εκτελεστικών Λειτουργιών

Αξιολόγηση Εκτελεστικών Λειτουργιών Αξιολόγηση Εκτελεστικών Λειτουργιών Εισαγωγή: οκιμασίες Εκτελεστικών Λειτουργιών και η Συμβολή τους στην Επαγγελματική σας Επιλογή Η σημασία της αξιολόγησης των γνωστικών δεξιοτήτων Οι γνωστικές ικανότητες

Διαβάστε περισσότερα

Επιµέλεια Θοδωρής Πιερράτος

Επιµέλεια Θοδωρής Πιερράτος Η έννοια πρόβληµα Ανάλυση προβλήµατος Με τον όρο πρόβληµα εννοούµε µια κατάσταση η οποία χρήζει αντιµετώπισης, απαιτεί λύση, η δε λύση της δεν είναι γνωστή ούτε προφανής. Μερικά προβλήµατα είναι τα εξής:

Διαβάστε περισσότερα

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΨΕΒΕ) ΗΜΕΡΙΔΑ Προχωρημένες μέθοδοι ανάλυσης ποσοτικών δεδομένων στις επιστήμες της συμπεριφοράς

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΨΕΒΕ) ΗΜΕΡΙΔΑ Προχωρημένες μέθοδοι ανάλυσης ποσοτικών δεδομένων στις επιστήμες της συμπεριφοράς ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΨΕΒΕ) ΗΜΕΡΙΔΑ Προχωρημένες μέθοδοι ανάλυσης ποσοτικών δεδομένων στις επιστήμες της συμπεριφοράς Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2018 9:00-13.30 Αμφιθέατρο Κεντρικής Βιβλιοθήκης

Διαβάστε περισσότερα

Σχολική Ψυχολογία Ενότητα 4 Χαρακτηριστικά Παιδιών με Μαθησιακές Δυσκολίες

Σχολική Ψυχολογία Ενότητα 4 Χαρακτηριστικά Παιδιών με Μαθησιακές Δυσκολίες ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 4 Χαρακτηριστικά Παιδιών με Μαθησιακές Δυσκολίες Ελευθερία Ν. Γωνίδα Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες

Διαβάστε περισσότερα

Παιδαγωγικό Υπόβαθρο ΤΠΕ. Κυρίαρχες παιδαγωγικές θεωρίες

Παιδαγωγικό Υπόβαθρο ΤΠΕ. Κυρίαρχες παιδαγωγικές θεωρίες Παιδαγωγικό Υπόβαθρο ΤΠΕ Κυρίαρχες παιδαγωγικές θεωρίες Θεωρίες μάθησης για τις ΤΠΕ Συμπεριφορισμός (behaviorism) Γνωστικές Γνωστικής Ψυχολογίας (cognitive psychology) Εποικοδομητισμός (constructivism)

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες

Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: Ι Διδάσκουσα: Επίκ. Καθ. Γεωργία Α. Παπαντωνίου Άδειες Χρήσης

Διαβάστε περισσότερα

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν 41 Διαγώνισµα 91 Ισότητα των Φύλων Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν Το επάγγελµα της εκπαιδευτικού στην Ελλάδα αποτέλεσε το πρώτο µη χειρωνακτικό επάγγελµα που άνοιξε και θεωρήθηκε

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan)

Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan) On-the-fly feedback, Upper Secondary Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan) Τάξη: Β Λυκείου Διάρκεια ενότητας Μάθημα: Φυσική Θέμα: Ταλαντώσεις (αριθμός Χ διάρκεια μαθήματος): 6X90

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ Η διπλωµατική εργασία στο τµήµα μηχανικών σχεδίασης προϊόντων και συστημάτων Η ιπλωµατική Εργασία ( Ε) εκπονείται από τους τελειόφοιτους του Τμήματος προκειμένου να αποκτήσουν

Διαβάστε περισσότερα

µια λειτουργική προσέγγιση στην απεικόνιση του χάρτη σηµασιολογία και και σύνταξη των των χαρτογραφικών σηµάτων

µια λειτουργική προσέγγιση στην απεικόνιση του χάρτη σηµασιολογία και και σύνταξη των των χαρτογραφικών σηµάτων µια λειτουργική προσέγγιση στην απεικόνιση του χάρτη σηµασιολογία και και σύνταξη των των χαρτογραφικών σηµάτων όχηµα-σήµα Σε «λειτουργικό» επίπεδο ανάλυσης, τα σήµατα του χάρτη λειτουργούν ως µεσολαβητής

Διαβάστε περισσότερα

1 Ανάλυση Προβλήματος

1 Ανάλυση Προβλήματος 1 Ανάλυση Προβλήματος 1.1 Η Έννοια Πρόβλημα Τι είναι δεδομένο; Δεδομένο είναι οτιδήποτε μπορεί να γίνει αντιληπτό από έναν τουλάχιστον παρατηρητή, με μία από τις πέντε αισθήσεις του. Τι είναι επεξεργασία

Διαβάστε περισσότερα

6. Διαχείριση Έργου. Έκδοση των φοιτητών

6. Διαχείριση Έργου. Έκδοση των φοιτητών 6. Διαχείριση Έργου Έκδοση των φοιτητών Εισαγωγή 1. Η διαδικασία της Διαχείρισης Έργου 2. Διαχείριση κινδύνων Επανεξέταση Ερωτήσεις Αυτοαξιολόγησης Διαχείριση του έργου είναι να βάζεις σαφείς στόχους,

Διαβάστε περισσότερα

ΟΠΤΙΚΟΚΙΝΗΤΙΚO ΣYΣΤΗΜΑ. Αθανασιάδης Στάθης φυσικοθεραπευτής NDT

ΟΠΤΙΚΟΚΙΝΗΤΙΚO ΣYΣΤΗΜΑ. Αθανασιάδης Στάθης φυσικοθεραπευτής NDT ΟΠΤΙΚΟΚΙΝΗΤΙΚO ΣYΣΤΗΜΑ Αθανασιάδης Στάθης φυσικοθεραπευτής NDT ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜOΣ ΤΗΣ ΟΡΑΣΗΣ «κοιτάζουμε με τα μάτια αλλά βλέπουμε με τον εγκέφαλο» 90% των πληροφοριών που φθάνουν στον εγκέφαλο περνούν μέσα

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 1 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΝΕΥΡΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ

Κεφάλαιο 1 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΝΕΥΡΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ Κεφάλαιο 1 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΝΕΥΡΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ 1.1. Εισαγωγή Ο ζωντανός οργανισµός έχει την ικανότητα να αντιδρά σε µεταβολές που συµβαίνουν στο περιβάλλον και στο εσωτερικό του. Οι µεταβολές αυτές ονοµάζονται

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Ψυχολογία Ενότητα 10: Μνήμη: Δομικά μέρη και Λειτουργία

Εισαγωγή στην Ψυχολογία Ενότητα 10: Μνήμη: Δομικά μέρη και Λειτουργία Εισαγωγή στην Ψυχολογία Ενότητα 10: Μνήμη: Δομικά μέρη και Λειτουργία Διδάσκουσα: Ειρήνη Σκοπελίτη Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία Σκοποί ενότητας Παρουσίαση της μνημονικής

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Σπύρος Τσιπίδης Γεω - οπτικοποίηση χωρωχρονικών αρχαιολογικών δεδομένων Περίληψη διατριβής H παρούσα εργασία

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Νάκου Αλεξάνδρα Εισαγωγή στις Επιστήμες της Αγωγής Ο όρος ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ δημιουργεί μία αίσθηση ασάφειας αφού επιδέχεται πολλές εξηγήσεις. Υπάρχει συνεχής διάλογος και προβληματισμός ακόμα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΙΑΙΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΕΝΙΑΙΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΙΣΧΥΕΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΛΥΚΕΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΙΣΧΥΟΥΝ ΤΟ ΔΕΠΠΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Κύκλος Ζωής Εφαρμογών ΕΝΟΤΗΤΑ 2. Εφαρμογές Πληροφορικής. Διδακτικές ενότητες 5.1 Πρόβλημα και υπολογιστής 5.2 Ανάπτυξη εφαρμογών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Κύκλος Ζωής Εφαρμογών ΕΝΟΤΗΤΑ 2. Εφαρμογές Πληροφορικής. Διδακτικές ενότητες 5.1 Πρόβλημα και υπολογιστής 5.2 Ανάπτυξη εφαρμογών 44 Διδακτικές ενότητες 5.1 Πρόβλημα και υπολογιστής 5.2 Ανάπτυξη εφαρμογών Διδακτικοί στόχοι Σκοπός του κεφαλαίου είναι οι μαθητές να κατανοήσουν τα βήματα που ακολουθούνται κατά την ανάπτυξη μιας εφαρμογής.

Διαβάστε περισσότερα

Γνωστική-Πειραµατική Ψυχολογία

Γνωστική-Πειραµατική Ψυχολογία Γνωστική-Πειραµατική Ψυχολογία ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2018 Γνωστική λειτουργία & φλοιός. Γνωστική λειτουργία & φλοιός. Γνωστικές λειτουργίες à επεξεργασία πληροφοριών από διαφορετικές περιοχές (µεγαλύτερη ( αποκλειστική)

Διαβάστε περισσότερα

«Άρχεσθαι μαθών, άρχειν επιστήσει» («Ανάλαβε εξουσία αφού πρώτα μάθεις να εξουσιάζεσαι») Σόλων, ο Αθηναίος

«Άρχεσθαι μαθών, άρχειν επιστήσει» («Ανάλαβε εξουσία αφού πρώτα μάθεις να εξουσιάζεσαι») Σόλων, ο Αθηναίος EIΣΑΓΩΓΗ «Άρχεσθαι μαθών, άρχειν επιστήσει» («Ανάλαβε εξουσία αφού πρώτα μάθεις να εξουσιάζεσαι») Σόλων, ο Αθηναίος Η ηγεσία και η άσκησή της η έννοιά της και το σύνολο των συμπεριφορών που τη συνθέτουν,

Διαβάστε περισσότερα