ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΙΧΝΟΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΛΙΓΝΙΤΗ ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΑΣ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΙΧΝΟΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΛΙΓΝΙΤΗ ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΑΣ"

Transcript

1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΟΡΥΚΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ Διπλωματική εργασία για το Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στα πλαίσια του Π.Μ.Σ. «ΓΕΩΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ» ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΙΧΝΟΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΛΙΓΝΙΤΗ ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΚΙΖΗΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΑ 2010

2 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια Mεταπτυχιακής Eργασίας Eιδίκευσης στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Γεωεπιστήμες και Περιβάλλον» του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Από τη θέση αυτή θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσους βοήθησαν στην ολοκλήρωση της συγκεκριμένης εργασίας. Ευχαριστώ πολύ και ειλικρινά τον επιβλέποντα Καθηγητή του Τμήματος Γεωλογίας, κ. Κίμωνα Χρηστάνη για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε αναθέτοντας μου αυτό το δύσκολο, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα έρευνας. Επίσης θα ήθελα να τον ευχαριστήσω για την θερμή συμπαράσταση και εποικοδομητική κριτική του σε όλα τα στάδια εκπόνησης της εργασίας, για τις πολύτιμες συμβουλές που προσέφερε σε ερευνητικό επίπεδο, αλλά και από πλευράς στάσης ζωής. Τέλος θα ήθελα να τον ευχαριστήσω για την πολύτιμη μετάδοση των γνώσεων του. Ιδιαίτερες ευχαριστίες θα ήθελα να απευθύνω: στον Καθηγητή του Τομέα Εφαρμοσμένης Γεωλογίας και Γεωφυσικής κ. Νικόλαο Λαμπράκη του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών για την βοήθεια του στις στοιχειακές αναλύσεις ιχνοστοιχείων στον κ. Δημήτριο Βαχλιώτη, του κέντρου Ενόργανης Ανάλυσης της Σχολής Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών, για την τεχνική του βοήθεια στις αναλύσεις C, H, N και S των δειγμάτων. Θερμές ευχαριστίες θα ήθελα να απευθύνω στον Καθηγητή του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών κ. Σωτήριο Βαρνάβα και τον Λέκτορα Δημήτριο Παπούλη για τη συμμετοχή τους στην Εξεταστική Επιτροπή. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον υποψήφιο διδάκτορα κ. Γιώργο Σιαβάλα για την πολύτιμη βοήθεια του, τις πολύτιμες συμβουλές του και τη στήριξη που μου προσέφερε στην προσπάθεια εκπλήρωσης αυτού του στόχου και την καθοδήγηση του σε όλα τα στάδια της εργασίας. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω και την υποψήφια διδάκτορα κ. Κωνσταντίνα Κατσάνου για την πολύτιμη βοήθεια της στην περάτωση των στοιχειακών αναλύσεων ιχνοστοιχείων. Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους φίλους και συνάδελφους μου, οι οποίοι με στήριξαν σε όλη τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών μου. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τους γονείς μου και τα αδέρφια μου, οι οποίοι με στήριξαν τόσο ψυχικά, όσο και υλικά όλα τα χρόνια των σπουδών μου και περισσότερο κατά την διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών μου, χωρίς την στήριξη των οποίων δεν θα ήταν δυνατή η ολοκλήρωση της παρούσας εργασίας. Πάτρα, Ιούνιος 2010 Ελευθέριος Κιζηρόπουλος 2

3 Περιεχόμενα ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 2 ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΛΙΓΝΙΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Άμεση ανάλυση Προσδιορισμός υγρασίας Προσδιορισμός τέφρας Προσδιορισμός πτητικών συστατικών Προσδιορισμός Μόνιμου άνθρακα Στοιχειακή Ανάλυση Ανάλυση κύριων στοιχείων ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Άμεσοι προσδιορισμοί Περιεχόμενη Υγρασία Τέφρα Πτητικά συστατικά και μόνιμος άνθρακας Αποτελέσματα στοιχειακών αναλύσεων Αναλύσεις κύριων στοιχείων (C-H-N-S) Ορυκτολογική Ανάλυση Ορυκτολογική σύσταση των λιγνιτών Ορυκτολογική σύσταση της τέφρας 350 ο C Ορυκτολογική σύσταση της τέφρας 750 ο C ΧΗΜΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ Στοιχειακές αναλύσεις Λιγνίτης Εργαστηριακή Τέφρα Συμπεριφορά των στοιχείων κατά την καύση: Συντελεστής εμπλουτισμού ΜΕΤΡΗΣΗ ΦΥΣΙΚΗΣ ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

4 10.1 Ραδιενέργεια Ειδική Ραδιενέργεια Προετοιμασία δειγμάτων Βαθμονόμηση της ενέργειας Βαθμονόμηση της απόδοσης Υπολογισμός της ειδικής ραδιενέργειας ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α ΠΙΝΑΚΕΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

5 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στη λεκάνη Αμυνταίου-Πτολεμαΐδας εντοπίζονται οι σημαντικότερες αποθέσεις λιγνίτη της Ελλάδας. Η λεκάνη του Αμυνταίου-Πτολεμαΐδας είναι μέρος μιας τεκτονικής τάφρου που εκτείνεται από την πόλη του Μοναστηρίου (FYROM) μέχρι την Κοζάνη, με μέσο απόλυτο υψόμετρο +600 m και με γενική διεύθυνση ΒΒΔ-ΝΝΑ. Η παρούσα εργασία εστιάζει στον καθορισμό των ορυκτολογικών φάσεων που απαντώνται στα δείγματα του λιγνίτη, αλλά και της εργαστηριακής τέφρας. Αναλύθηκαν 10 δείγματα λιγνίτη, 10 δείγματα εργαστηριακής τέφρας 350 ο C και 10 δείγματα εργαστηριακής τέφρας 750 ο C με τη μέθοδο των ακτίνων Χ. Από την μελέτη των ορυκτολογικών φάσεων με τη μέθοδο Rietveld τα δείγματα του λιγνίτη διαχωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες ανάλογα με τις συνθήκες ιζηματογένεσης, που επικρατούσαν κατά τον σχηματισμό τους. Κατά τον σχηματισμό των δειγμάτων άλλοτε επικρατούσε κλαστική ιζηματογένεση και άλλοτε πυριτική. Σκοπός της εργασίας είναι η εκτίμηση της κινητικότητας των στοιχείων κατά την καύση του λιγνίτη. Οι συγκεντρώσεις των ιχνοστοιχείων στον λιγνίτη και στις εργαστηριακές τέφρες των 350 ο C, 550 ο C, 750 ο C και 950 ο C προσδιορίστηκαν με τη χρήση του οργάνου ELAN 6100 Perkin Elmer. Τα στοιχεία που προσδιορίστηκαν είναι τα Ag, As, B, Ba, Be, Co, Cr, Cu, Fe, Ga, Hf, Hg, Li, Mn, Mo, Ni, Pb, Sr, U, V και Zn. Για τον προσδιορισμό της σύνδεσης των στοιχείων με το οργανικό ή το ανόργανο μέρος του λιγνίτη χρησιμοποιήθηκε παραγοντική ανάλυση τύπου R. Τα αποτελέσματα της παραγοντικής ανάλυσης στο λιγνίτη εμφάνισαν υψηλές φορτίσεις στα στοιχεία K, Na, Ba, Be, Cd, Co, Cr, Cu, Fe, Li, Ni, Pb, Ga, Sr, V, Zn και Hf. Επιπροσθέτως έδειξε, ότι το Β, το Mo και το U συνδέονται με το οργανικό υλικό. Η παραγοντική ανάλυση στην τέφρα των 750 ο C έδειξε ότι τα στοιχεία K, Na, Ag, Ba, Cd, Co, Cr, Cu, Fe, Li, Ni, Pb, Ga, Sr, V, Zn και Hf εμφανίζουν σύνδεση με τα αργιλικά ορυκτά, ενώ τα στοιχεία As, B, Mn, Mo και U με τον ανυδρίτη, τον αιματίτη και το περίκλαστο. Με βάση τις περιεκτικότητες των ιχνοστοιχείων του λιγνίτη και των παραπροϊόντων της καύσης του εκτιμήθηκε η κινητικότητα τους κατά την καύση με τον υπολογισμό του συντελεστή εμπλουτισμού κάθε στοιχείου για τους 350 ο C, 550 ο C, 750 ο C και 950 ο C. Στη συνέχεια υπολογίστηκε ο μέσος όρος κάθε στοιχείου για κάθε θερμοκρασία. Έντονη πτητικότητα παρουσιάζουν τα στοιχεία Pb, Ga, Sr και το Ba σε αντίθεση με τα As, B, Co, Li, Mn, Ni, U και το V. Μια πιο προσεκτική παρατήρηση των τιμών του συντελεστή εμπλουτισμού, έδειξε ότι σε ορισμένα δείγματα κάποια στοιχεία, όπως το As, το Β, το Co, ο Fe, το Li, το Mn, το Mo, το Ni, το U και το V παρουσιάζουν σημαντική μείωση του συντελεστή εμπλουτισμού στους 750 ο C. Επιπλέον υπολογίστηκε ο παράγοντας ισορροπίας, ο οποίος αποτελεί μία άλλη μέθοδο ταξινόμησης των ιχνοστοιχείων ανάλογα με την πτητικότητα και λαμβάνει υπόψη του το οργανικό μέρος που παραμένει στην τέφρα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του παράγοντα ισορροπίας προέκυψαν δύο ομάδες στοιχείων που παρουσιάζουν την ίδια συμπεριφορά μεταξύ τους. Την πρώτη αποτελούν τα στοιχεία Pb, Ba, Li, Ga, Sr, που πιθανά συνδέονται στην δομή των αργιλικών ορυκτών, ενώ στη δεύτερη ομάδα ανήκουν το As και ο Hg που συμμετέχουν στη δομή του σιδηροπυρίτη. 5

6 Τέλος στα δείγματα λιγνίτη προσδιορίστηκε η περιεκτικότητα των φυσικών ραδιονουκλιδίων ( 238 U, 232 Th, 226 Ra και 40 Κ). Ο προσδιορισμός της περιεκτικότητας σε φυσικά ραδιονουκλίδια οδηγεί στην εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εκμετάλλευση των γαιανθράκων. 6

7 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στον Ελλαδικό χώρο λιγνιτικά κοιτάσματα απαντώνται σε περισσότερες από 60 ηπειρωτικές και παράκτιες λεκάνες. Τα κυριότερα λιγνιτικά κοιτάσματα σχηματίστηκαν σε κλειστές ενδοηπειρωτικές λεκάνες (Πτολεμαΐδα, Φλώρινα, Δράμα, Μεγαλόπολη) κατά το Νεογενές και Τεταρτογενές. Η λιγνιτογένεση σε αυτές τις λεκάνες έλαβε χώρα σε εκτεταμένους τοπογενείς τυρφώνες, με αποτέλεσμα την απόθεση λιγνιτικών στρωμάτων με μεγάλο πάχος και εξάπλωση, σε αντίθεση με τις λιγνιτικές εμφανίσεις των παράκτιων λεκανών (Κατερίνη, Πρέβεζα-Ακαρνανία, Πύργος Ολυμπία, Κρήτη) που παρουσιάζουν μικρό πάχος και σημαντική έκταση (Μπουζίνος, 2004, Koukouzas and Koukouzas, 1995). Ο λιγνίτης χρησιμοποιείται κυρίως ως πρώτη ύλη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Μέχρι το 2007 η καύση του λιγνίτη από τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.) κάλυπτε >73% της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας της Ελλάδας (Kolovos et al., 2004, Kantiranis et al., 2005, Adamidou et al. 2007). Σύμφωνα με επίσημα δεδομένα της Δ.Ε.Η. (2009), η ενέργεια που παρήχθη από την καύση του λιγνίτη κάλυψε το 51,42% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας (Σχ. 1). Το υπόλοιπο ποσοστό της ηλεκτρικής ενέργειας καλύφθηκε κατά 11,16% από την καύση πετρελαίου, κατά 15,79% από την καύση φυσικού αερίου, κατά 8,34% από τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια, κατά 5,94% από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και κατά 7,35% από την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από άλλες χώρες. Κάθε χρόνο στην Ελλάδα καίγονται περισσότεροι από 65 εκατομμύρια τόνοι λιγνίτη και παράγονται από την καύση αυτή περίπου 13 εκατομμύρια τόνοι τέφρας (Adamidou et al., 2007). Η κυριότερη εξορυκτική περιοχή της χώρας είναι το Λιγνιτικό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας, το οποίο περιλαμβάνει τα ορυχεία: Βόρειο Πεδίο, Κύριο Πεδίο, Δυτικό Πεδίο, Πεδίο Κομάνου, Πεδίο Καρδιάς, Τομέας 6 και Νότιο Πεδίο. Χρήση λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή πραγματοποιείται και στην περιοχή της Μεγαλόπολης. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι ο λιγνίτης και κυρίως αυτός της λεκάνης Πτολεμαΐδας είναι ζωτικής σημασίας για το ενεργειακό ζήτημα της χώρας και παρά τη μείωση της συμμετοχής του στο ενεργειακό ισοζύγιο θα συνεχίσει να αποτελεί το σημαντικότερο καύσιμο για τα επόμενα χρόνια. Παρόλα αυτά είναι γεγονός ότι η καύση των γαιανθράκων προκαλεί σοβαρές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και στο ευρύτερο περιβάλλον. Η ρύπανση από την καύση των γαιανθράκων έχει τέσσερις συνιστώσες: Η πρώτη περιλαμβάνει τις εκπομπές αερίων, οι οποίες συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου (CO 2 ), στην όξινη βροχή και στο φωτοχημικό νέφος (CO, SO X, NO x, CO 2, H 2 S). Στη δεύτερη συνιστώσα περιλαμβάνονται οι εκπομπές τοξικών στοιχείων στην ατμόσφαιρα, ενώ στην τρίτη τα αιωρούμενα σωματίδια PM 2,5 και PM 10. Η τέταρτη αφορά στη ρύπανση εδαφών και υγρών αποδεκτών με οργανικά συστατικά, που περιέχονται στα στερεά σωματίδια των γαιανθράκων και στα παραπροϊόντα της καύσης, καθώς και με τους μόνιμους οργανικούς ρυπαντές, κυριότεροι από τους οποίους είναι οι πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες (PAHs) και τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCBs) (Σιαβάλας, 2005, Φωτοπούλου, 2009). 7

8 Σχήμα 1: Ποσοστιαία συμμετοχή των ενεργειακών πηγών κατά το 2009 στην Ελλάδα (Δ.Ε.Η., 2009). Οι γαιάνθρακες περιέχουν ραδιενεργά στοιχεία, όπως το ουράνιο ( 238 U), το ράδιο ( 226 Ra), το θόριο ( 232 Th) και το κάλιο ( 40 Κ), τα οποία κατά την καύση μεταβαίνουν στην ιπτάμενη τέφρα με συνήθως εμπλουτισμένες συγκεντρώσεις (Λίνου, 2006). Επιπλέον η καύση του λιγνίτη είναι δυνατόν να αυξήσει τη φυσική ραδιενέργεια στην περιοχή γύρω από το σταθμό παραγωγής ενέργειας λόγω της απελευθέρωσης των ραδιονουκλιδίων και των θυγατρικών τους στο γειτονικό οικοσύστημα, όπως είναι τα επιφανειακά ιζήματα και νερά (Mahur et al., 2007). 2. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Η περιβαλλοντική επιβάρυνση από την καύση των γαιανθράκων συγκεντρώνεται κυρίως στην περιοχή γύρω από τους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας επιδρώντας πέρα από τη γενική αισθητική του περιβάλλοντος και στη ρύπανση του αέρα, του εδάφους και των υδάτων (Asokan et al., 2005). Η διαχείριση των στείρων υλικών, αλλά και της ιπτάμενης τέφρας και της τέφρας εστίας, τα απαγόμενα καυσαέρια, τα υγρά απόβλητα, ο θόρυβος και η αλλαγή του αναγλύφου της περιοχής, αποτελούν τα σημαντικότερα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν σε περιοχές εξόρυξης και καύσης (Si et al., 2010, Zhengfu et al., 2010). Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η εκτίμηση της συμπεριφοράς των ιχνοστοιχείων κατά την καύση του λιγνίτη Πτολεμαΐδας μέσω του προσδιορισμού του τρόπου σύνδεσης των ιχνοστοιχείων στον λιγνίτη και των ορυκτολογικών μεταβολών που συμβαίνουν με την αύξηση της θερμοκρασίας. Επιπλέον μέσω του προσδιορισμού της ορυκτολογικής σύστασης γίνεται μία προσπάθεια για τον προσδιορισμό των πεδίων σταθερότητας των ορυκτών με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τέλος στα δείγματα λιγνίτη μετρήθηκε και η ειδική ραδιενέργεια των δειγμάτων με απώτερο σκοπό την εκτίμηση των περιβαλλοντικών προβλημάτων και των προβλημάτων υγείας. 8

9 3. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Η λεκάνη Αμυνταίου Πτολεμαΐδας αποτελεί την πιο σημαντική Νεογενή λεκάνη της Ελλάδας λόγω της εμφάνισης πλούσιων λιγνιτικών κοιτασμάτων, τα οποία την καθιέρωσαν ως το ενεργειακό κέντρο της χώρας, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Η λεκάνη αυτή είναι μέρος του τεκτονικού βυθίσματος, που ξεκινά από το Μοναστήρι της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και διαμέσου Φλώρινας, Αμυνταίου, Πτολεμαΐδας, φθάνει μέχρι την Κοζάνη, με μέσο απόλυτο υψόμετρο +600 m και με γενική διεύθυνση ΒΒΔ ΝΝΑ, μήκος 100 km και πλάτος 20 km (Iordanidis and Georgakopoulos, 2004). Η λεκάνη Αμυνταίου Πτολεμαΐδας αποτελείται από δύο υπολεκάνες, αυτές του Αμυνταίου και της Πτολεμαΐδας, με την πρώτη να βρίσκεται βορειότερα της δεύτερης. Μαζί συνιστούν ένα λεκανοπέδιο, το οποίο παρουσιάζει μορφή ορθογωνίου με επιμήκη άξονα διεύθυνσης ΒΒΔ ΝΝΑ και μήκους 40 km και εγκάρσιο άξονα διεύθυνσης ΑΒΑ ΔΝΔ και μήκους 10 km. Το Νότιο Πεδίο και ο Τομέας 6 αποτελούν λιγνιτωρυχεία της λεκάνης Πτολεμαΐδας. Το λεκανοπέδιο οριοθετείται βόρεια από τις λίμνες Πετρών και Βεγορίτιδα και από τα ανατολικά από την οροσειρά του Βερμίου όρους (+2027 m). Τα νότια περιθώρια της λεκάνης συνιστούν οι λοφοσειρές Δρέπανου Κοζάνης, ενώ στα δυτικά βρίσκεται η οροσειρά του Ασκίου ή Σινιάτσικου (+2111 m) (Mavridou et al., 2003). Το ορυχείο του Νότιου Πεδίου αναπτύσσεται στο νότιο τμήμα της υπό εκμετάλλευση περιοχής (Σχ. 2), 15 km ΝΑ της Πτολεμαΐδας και 15 km βόρεια της Κοζάνης. Αποτελεί το μεγαλύτερο επιφανειακό ορυχείο της Ελλάδας και από τα μεγαλύτερα των Βαλκανίων. Ο Τομέας 6 αποτελεί πια τμήμα του Νοτίου Πεδίου. Κατά την αρχική διάκριση είχε οριστεί προς νότο από το Νότιο Πεδίο, ανατολικά από το πεδίο Καρδιάς, βόρεια από την κτηματική περιοχή Κοινότητας Κομάνου και δυτικά από το Δυτικό Πεδίο. Το ανάγλυφο του εδάφους είναι ομαλό και το μέσο απόλυτο υψόμετρο είναι +670 m. 9

10 Σχήμα 2: Γεωγραφική θέση της περιοχής μελέτης και θέσεις των ορυχείων (Steiakakis et al., 2009). 10

11 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ Το υπόβαθρο και τα περιθώρια της λεκάνης Αμυνταίου Πτολεμαΐδας δομούνται από τους σχηματισμούς της Πελαγονικής γεωτεκτονικής ζώνης και της ζώνης Αξιού (Σχ. 3). Συνοπτικά από τους παλαιότερους προς τους νεώτερους οι σχηματισμοί διακρίνονται σε (Μουντράκης, 1985): I. Κρυσταλλοσχιστώδες υπόβαθρο Παλαιοζωικής και προ Παλαιοζωικής ηλικίας II. III. IV. Γρανιτικά πετρώματα, Μετακλαστικά ιζήματα ηλικίας Περμίου Κατώτερου Τριαδικού, Ανθρακικά ιζήματα Τριαδικής Ιουρασικής ηλικίας, V. Επικλυσιγενή Άνω Κρητιδικά ιζήματα, ασβεστόλιθους και φλύσχη. V. Νεογενή Ιζήματα: Τα Νεογενή ιζήματα αποτελούνται από λιμναίας προέλευσης μάργες και αργίλους, που περιέχουν τους λιγνίτες και συνοδεύονται στην οροφή από μικρότερου πάχους ποταμοχερσαίες αποθέσεις. Οι αποθέσεις αυτές επικάθονται ασύμφωνα πάνω στα κρυσταλλοσχιστώδη και ασβεστολιθικά πετρώματα του υποβάθρου και αποτέθηκαν από το Άνω Μειόκαινο έως το Πλειστόκαινο (Oikonomopoulos et al., 2008). Οι Νεογενείς αποθέσεις διακρίνονται σε Κατώτερη, Λιγνιτοφόρα και Ανώτερη Σειρά. Η Κατώτερη Σειρά (υποκείμενη του λιγνίτη) διακρίνεται στους σχηματισμούς Βάσης και Βεγόρας, ενώ η Λιγνιτοφόρα Σειρά και η Ανώτερη (υπερκείμενη του λιγνίτη) συναποτελούν τον Σχηματισμό της Πτολεμαΐδας (Παυλίδης, 1985). Κατώτερη σειρά: Η κατώτερη σειρά συνίσταται κυρίως από κλαστικά ιζήματα με συνολικό πάχος 200 m. Στη βάση εμφανίζεται ένα χαλαρό γνευσιακό κροκαλοπαγές, το οποίο προς τα πάνω μεταβαίνει σε ένα ερυθροκίτρινο κροκαλοπαγές με αργιλικό συνδετικό υλικό (Παυλίδης, 1985). Οι σχηματισμοί της οροφής χαρακτηρίζονται ως αμμούχες άργιλοι με μαργαϊκές ενστρώσεις, που μεταβαίνουν σε τεφρού χρώματος αργιλικές μάργες, κατά τόπους αμμούχες που εμπεριέχουν θύλακες και φακοειδείς ενστρώσεις μαργαϊκού ασβεστόλιθου (Αναστόπουλος και Κούκουζας, 1972). Λιγνιτοφόρα σειρά: Η σειρά αυτή αποτελείται από εναλλασσόμενα στρώματα λιγνιτών, αργίλων, μαργών, άμμων και μαργαϊκών ασβεστολίθων και στο εσωτερικό αυτής μπορούν να διακριθούν τρεις στιβάδες: η κατώτερη λιγνιτοφόρα, η ενδιάμεση στείρα στιβάδα και η ανώτερη λιγνιτοφόρα (Αναστόπουλος και Κούκουζας, 1972). 11

12 Σχήμα 3: Γεωλογικός χάρτης της λεκάνης της Πτολεμαΐδας (Iordanidis and Georgakopoulos, 2004). Η κατώτερη λιγνιτοφόρα στιβάδα (Κάτω Μειόκαινο) συνίσταται από εναλλασσόμενα στρώματα λιγνίτη, μαργών και αργίλων πλούσιων σε CaCO 3. Το μέγιστο πάχος των λιγνιτικών στρωμάτων είναι 4 m, ενώ κατά τόπους εμφανίζεται στρώμα λευκοκίτρινης λιμναίας κρητίδας μικρού πάχους. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της στιβάδας αυτής αποτελεί η ύπαρξη δύο χαρακτηριστικών λιθολογικών, καθοδηγητικών οριζόντων, αυτών της χαρακτηριστικής άμμου και της Neritina, οι οποίοι βοηθούν στην στρωματογραφική συσχέτιση, αλλά και την τεκτονική ανάλυση των τομών των γεωτρήσεων (Steenbrink et al., 1981, Καλαϊτζίδης et al., 2000). Ο πρώτος ορίζοντας είναι αυτός της χαρακτηριστικής άμμου, ο οποίος συνίσταται από ηφαιστειακό τόφφο, που εμφανίζεται κοντά στη βάση της στιβάδας ως λεπτόκοκκη άμμος, χαλάρη με ανοιχτότεφρο χρώμα. Το πάχος του στρώματος αυτού είναι cm και παρεμβάλλεται μεταξύ λιγνιτικών στρωμάτων. Η ορυκτολογική του σύσταση απαρτίζεται από πλαγιόκλαστα, βιοτίτη, χαλαζία, 12

13 κεροστίλβη, απατίτη, ζιρκόνιο και ρουτίλιο. Ο ορίζοντας αυτός είναι επίσης σημαντικός στα πλαίσια αυτής της εργασίας, καθώς αποτελεί την οροφή του τμήματος που μελετήθηκε. Η ενδιάμεση στιβάδα αποτελείται από στείρα ιζήματα κυρίως ανοικτότεφρες μάργες, κατά τόπους αμμούχες. Παρεμβάλλονται επίσης ελάχιστα στρώματα λιγνίτη με μέγιστο πάχος τα 30 cm, καθώς αργιλικά στρώματα και ορίζοντες λιμναίας κρητίδας. Το μέγιστο πάχος της στιβάδας παρατηρείται στο δυτικό τμήμα (14 m), ενώ μειώνεται προς τα ανατολικά (Αναστόπουλος και Κούκουζας, 1972). Η ανώτερη λιγνιτοφόρα στιβάδα επίκειται συμφώνως των υποκείμενων στείρων και αποτελείται από εναλλαγές λιγνιτικών στρωμάτων, αργίλους και μάργες, καθώς και μικρού πάχους λιμναία κρητίδα και χαλαζιακή άμμο. Το μέγιστο πάχος που παρουσιάζουν τα λιγνιτικά στρώματα δεν ξεπερνά τα 2 m. Στην οροφή της στιβάδας αναπτύσσονται τα στρώματα του Άνω Ξυλιτικού ορίζοντα. Συνίστανται κυρίως από στρώματα λιγνίτη, τα οποία εναλλάσσονται με λεπτά στρώματα αργίλων, μάργες (λιμναίες φάσεις) και αργιλούχα ιλύ και ασβεστούχα ιλύ (λιμνοτελματικές φάσεις). Τα στρώματα του Άνω Ξυλιτικού Ορίζοντα δεν είναι σταθερά σε πάχος και έκταση ενώ πρόκειται για αυτόχθονο σχηματισμό. Το μέγιστο πάχος του Άνω Ξυλιτικού Ορίζοντα είναι 6 m και εμφανίζεται στο ΔΒΔ μέρος του Νότιου Πεδίου, ενώ βαθμιαία μειώνεται προς τα ΝΝΑ. Στο ΝΔ μέρος του Νότιου Πεδίου, ο Άνω Ξυλιτικός Ορίζοντας, ο οποίος αποτελείται από κορμούς και στελέχη δενδρόβιας βλάστησης, υπέρκειται ενός μαργαϊκού στρώματος, ενώ προς τα ΒΔ η μάργα προοδευτικά αντικαθίσταται από λιγνίτη. Ωστόσο στον Τομέα 6 παρεμβάλλονται στρώματα ασβεστούχας ιλύος και αργίλων μαζί με λιγνίτη (Αναστόπουλος και Κούκουζας, 1972, Kalaitzidis et al., 2004). Ανώτερη Σειρά: Η Ανώτερη σειρά διακρίνεται λιθολογικά σε δύο επιμέρους ενότητες, οι οποίες από κάτω προς τα πάνω είναι: η ενότητα των πρασινότεφρων αργιλομαργαϊκών αποθέσεων και η ενότητα των κιτρινόφαιων αμμωδών αποθέσεων. Η πρώτη αποτελείται από εναλλασσόμενα στρώματα αμμούχων αργίλων και ασβεστούχων έως ιλυομιγών αργιλούχων μαργών είναι λιμναίας προέλευσης και επικάθενται σύμφωνα στη λιγνιτοφόρα στιβάδα. Η δεύτερη ενότητα αποτελείται από εναλλαγές στρωμάτων ασβεστούχων άμμων, αργίλων, αμμούχων μαργών, χαλαρών κροκαλοπαγών, ψαμμιτών και μαργαϊκών ασβεστολίθων, είναι ποταμολιμναίας προέλευσης και κάθενται ασύμφωνα στην υποκείμενη σειρά (Αναστόπουλος και Κούκουζας, 1972, Koukouzas et al., 1981). Ο Kiritopoulos (1984) χρησιμοποιώντας στρωματογραφικά, γεωχημικά και παλαιομαγνητικά δεδομένα ισχυρίστηκε ότι ο σχηματισμός του λιγνίτη αποτέθηκε το Μεσσήνιο και ειδικότερα κατά το τέλος του Μεσσηνίου αρχές Πλειοκαίνου. Ο ίδιος ερευνητής τοποθετεί τα υποκείμενα, λιμναίας προέλευσης ιζήματα (Κατώτερη σειρά) στην αρχή του Μεσσηνίου, ενώ τα υπερκείμενα του λιγνίτη ανόργανα στρώματα (Ανώτερη σειρά) σε όλη τη διάρκεια του Πλειοκαίνου. Τεταρτογενείς αποθέσεις: Οι Τεταρτογενείς αποθέσεις καλύπτουν σχεδόν ολόκληρη την επιφάνεια της λεκάνης. Ο σχηματισμός τους οφείλεται τόσο σε τεκτονικούς, όσο και σε κλιματικούς 13

14 παράγοντες (Παυλίδης, 1985). Η επίδραση ανυψωτικών και καθοδικών κινήσεων στη λεκάνη είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία τοπογραφικών εξάρσεων, οι οποίες ευνόησαν τη διάβρωση των προϋπαρχόντων πετρωμάτων της λεκάνης, καθώς και των περιθωρίων της. Η δράση ενός συστήματος απορροής μετέφερε αυτά τα υλικά διάβρωσης και αποσάθρωσης στα χαμηλότερα σημεία της λεκάνης, σχηματίζοντας τις ποτάμιες αποθέσεις και τους ριπιδιακούς κώνους (Αναστόπουλος και Κούκουζας, 1972). Κατά τη διάρκεια του Τεταρτογενούς αποτέθηκαν στο Νότιο και βαθύτερο σημείο της λεκάνης ιζήματα, τα οποία αποτελούνται από εναλλασσόμενες διαστρώσεις ψαμμιτών, κροκαλοπαγών, ερυθρών αργίλων και αργιλοαμμούχων μαργών. Στη συνέχεια αυτά τα ιζήματα καλύφθηκαν από κώνους λατυποκροκαλοπαγούς και ριπιδιακούς σχηματισμούς, οι οποίοι οφείλουν τη γένεσή τους σε ποτάμια δράση. Τέλος οι νεότερες Τεταρτογενείς αποθέσεις αποτελούνται από τον μανδύα αποσάθρωσης, τις σύγχρονες ποτάμιες προσχώσεις, λιμναίες έως ελώδεις αποθέσεις, όπως στην παρόχθια ζώνη της λίμνης Χειμαδίτιδας, και πλευρικά κορήματα, τα οποία αποτέθηκαν στα εξωτερικά περιθώρια της λεκάνης (Bouzinos et al., 1997). Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν προκύψει από τη μελέτη του παλαιοπεριβάλλοντος οι συνθήκες που επικρατούσαν στο Νότιο Πεδίο ήταν λιμνοτελματικές, ενώ στον Τομέα 6 ήταν περισσότερο τελματικές. Η βλάστηση ήταν κυρίως ποώδης με μερική εμφάνιση κάποιων δέντρων στην περιοχή του Τομέα 6. Η ανάμειξη του νερού ήταν έντονη και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εισροή στη λεκάνη μεγάλων ποσοτήτων ανόργανων υλικών. Οι δειγματοληψίες πραγματοποιήθηκαν στην Κατώτερη Λιγνιτοφόρα στιβάδα και οι λιθολογικές στήλες που προέκυψαν, παρατίθενται παρακάτω. Ειδικότερα για τα ορυχεία του Νότιου Πεδίου και του Τομέα 6 παρατίθενται οι λιθολογικές τους στήλες (Σχ. 4). 14

15 Σχήμα 4: Λιθολογική στήλη του κάτω τμήματος της κατώτερης λιγνιτοφόρου στιβάδας στο Νότιο Πεδίο και τον Τομέα 6. 15

16 5. ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Αν και δεν βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με τους σκοπούς της παρούσας εργασίας ακολουθεί για λόγους πληρότητας μια σύντομη τεκτονική επισκόπηση της περιοχής. Η λεκάνη είναι μέρος μιας τεκτονικής τάφρου, που ξεκινάει από την πόλη του Μοναστηρίου (FYROM) και εκτείνεται νότια μέσα από τις πόλεις της Φλώρινας, του Αμυνταίου, της Πτολεμαΐδας και της Κοζάνης. Η μέση ανύψωση της λεκάνης είναι +600 m, έχει μήκος 100 km, πλάτος 20 km και διεύθυνση ΒΒΔ ΝΝΑ (Mavridou et al., 2003) Ο σχηματισμός αυτής της μεγάλης τεκτονικής τάφρου υπολογίζεται ότι δημιουργήθηκε στο τέλος της Τριτογενούς περιόδου (Μέσο-Άνω Μειόκαινο) και είναι αποτέλεσμα μεγάλων διαρρήξεων ΒΑ ΝΔ διεύθυνσης. Η επίδραση τεκτονικών κινήσεων (εφελκυσμός) με διεύθυνση ΒΔ ΝΑ την περίοδο του Πλειστοκαίνου οδήγησε στον κατακερματισμό της λεκάνης, σε επιμέρους υπολεκάνες, π.χ. της Φλώρινας του Αμυνταίου της Πτολεμαΐδας της Κοζάνης των Σερβίων (Pavlides and Mountrakis, 1987, Steenbrink et al. 2006, Oikonomopoulos et al., 2008). Η λεκάνη της Πτολεμαΐδας σύμφωνα με μελέτες διαχωρίζεται από την λεκάνη του Αμυνταίου με τα ρήγματα ΒΑ διεύθυνσης της Βεγορίτιδας και οριοθετείται νότια από το ρήγμα του Δρέπανου, το οποίο παρουσιάζει άλμα 400 m (Koukouzas et al., 1979, Doutsos and Koukouvelas, 1997). Η κλίση των λιγνιτοφόρων ιζημάτων κυμαίνεται από 5-10 ο (Meijninger, 2001). προς τα ΝΔ Εικόνα 1: Μέτωπο εξόρυξης στο ορυχείο του Νότιου Πεδίου. Διακρίνονται οι εναλλαγές στρωμάτων λιγνίτη (μαύρο χρώμα) με αργίλους και μάργες (γκριζόλευκο χρώμα). 6. ΛΙΓΝΙΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Η εξόρυξη του λιγνίτη στα ορυχεία του Λιγνιτικού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας γίνεται με τη μέθοδο της ανοικτής εκσκαφής των ορθών βαθμίδων. Για την επίτευξη 16

17 του έργου αυτού χρησιμοποιούνται 42 καδοφόροι εκσκαφείς, 16 αποθέτες, 225 km περίπου ταινιοδρόμων (με πλάτος 1,0 2,4 m) (Δ.Ε.Η., 2009). Σταδιακά στην περιοχή Πτολεμαΐδας Αμυνταίου δημιουργήθηκε ένα από τα μεγαλύτερα Λιγνιτικά Κέντρα στον κόσμο. Στη λεκάνη Αμυνταίου Πτολεμαϊδας λειτουργούν συνολικά 6 σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (Πίν. 1). Πίνακας 1: Οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη λεκάνη Αμυνταίου-Πτολεμαΐδας (Κaldellis et al., 2009, Δ.Ε.Η., 2009) ΣΤΑΘΜΟΣ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΗ ΙΣΧΥΣ (MW) ΑΗΣ ΛΙΠΤΟΛ 10+33=43 ΑΗΣ ΠΤΟΛΕΜΑΙΔΑΣ 70+2x =620 ΑΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ 2x x325=1250 ΑΗΣ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 2x300+2x =1595 ΑΗΣ ΑΜΥΝΤΑΙΟΥ 2x300=600 ΑΗΣ ΜΕΛΙΤΗΣ-ΑΧΛΑΔΑΣ 1x330=330 ΣΥΝΟΛΟ Το ορυχείο του Τομέα 6 οριοθετήθηκε με βάση την τεκτονική, καθώς η περιοχή αυτή αποτελεί τεκτονικό βύθισμα. Τα λιγνιτικά κοιτάσματα του Τομέα 6 εμφανίζουν καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά και ικανοποιητική σχέση εκμετάλλευσης (Υπερκείμενα και Ενδιάμεσα στείρα προς λιγνίτη, Υ+Ε/Λ), ωστόσο τα γεωμετρικά του στοιχεία είναι δυσμενή. Τα αποθέματα λιγνίτη ανέρχονται σε 650X10 6 t με κατώτερη θερμαντική ικανότητα 1370 kcal/kg σε δείγμα ως έχει και βαθμό απόληψης 3,5:1. Το ορυχείο του Νότιου Πεδίου έχει αποθέματα που ανέρχονται σε 10 9 t, με μέσο πάχος της λιγνιτικής στιβάδας 35 m, ενώ το πάχος των υπερκείμενων στρωμάτων είναι 160 m. Η κατώτερη θερμαντική ικανότητα του λιγνίτη είναι 1370 kcal/kg σε δείγμα ως έχει και παρουσιάζει μέσο βαθμό απόληψης 3,9:1m 3 /t (Kavouridis and Agioutantis, 2006, Steiakakis et al., 2009). Ο λιγνίτης έχει χρώμα ανοικτό προς σκούρο καστανό και είναι πλούσιος σε φυτικά υπολείμματα και κελύφη απολιθωμάτων. Το κύριο δομικό πετρογραφικό συστατικό του γαιάνθρακα της Πτολεμαΐδας (maceral) είναι ο χουμινίτης με περιεκτικότητα που κυμαίνεται από 84-96%, ενώ ο λεπτινίτης και ο ινερτινίτης εμφανίζονται σε συγκεντρώσεις <10% (Siavalas et al., 2004). 17

18 7. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγματα λιγνίτη που συλλέχθηκαν από το κάτω τμήμα της Κατώτερης Λιγνιτοφόρας Στιβάδας (~15 m) τόσο από το ορυχείο του Νοτίου Πεδίου, όσο και από το ορυχείο του Τομέα 6. Τα δείγματα ομαδοποιήθηκαν με σκοπό τη δημιουργία δειγμάτων παρόμοιων με αυτά που καίγονται στους ατμοηλεκτρικούς σταθμούς, κονιοποιήθηκαν και ομογενοποιήθηκαν με βάση τη λιθολογική στήλη (Σχ. 4, Πίν. 2). Πίνακας 2: Τα δείγματα που μελετήθηκαν. Κωδικός Δείγματος Κωδικός Δείγματος Νοτίου Πεδίου Τομέα 6 ΝΠ1 Τ6-1 ΝΠ2 Τ6-2 ΝΠ3 Τ6-3 ΝΠ4 Τ6-4 ΝΠ5 Τ6-5 Οι εργαστηριακοί προσδιορισμοί, που πραγματοποιούνται σε δείγματα γαιανθράκων, μπορούν να χωριστούν σε δύο βασικές κατηγορίες: την άμεση (proximate analysis) και τη στοιχειακή ανάλυση (ultimate analysis). Κατά την άμεση ανάλυση υπολογίζεται η υγρασία, η τέφρα και τα πτητικά συστατικά ενός γαιάνθρακα ενώ κατά τη στοιχειακή ανάλυση προσδιορίζονται οι περιεκτικότητες των στοιχείων άνθρακα, υδρογόνο, θείο και άζωτο (επομένως μπορεί να υπολογιστεί και η περιεκτικότητα σε οξυγόνο) (Χρηστάνης, 2005). 7.1 Άμεση ανάλυση Προσδιορισμός υγρασίας Ο προσδιορισμός της υγρασίας είναι ο πρώτος εργαστηριακός υπολογισμός που πραγματοποιείται στους γαιάνθρακες και αποτελεί σημαντική παράμετρο προσδιορισμού του βαθμού ενανθράκωσης. Η φυσική υγρασία είναι η υγρασία, που περιέχει ο γαιάνθρακας στη φύση. Είναι πολύ πιθανό όμως κατά τη μεταφορά του στο εργαστήριο ή κατά τη φύλαξή του, ένα μέρος της φυσικής του υγρασίας να διαφύγει. Η εναπομένουσα περιεχόμενη υγρασία καλείται υγρασία ως έχει. Η ολική υγρασία συνίσταται από την αρχική υγρασία, το νερό που μπορεί να απομακρυνθεί με αεροξήρανση (θερμοκρασία δωματίου) και την υγροσκοπική υγρασία, δηλαδή το νερό που μπορεί να απομακρυνθεί ύστερα από θέρμανση στους 105 ο C. Τα δείγματα κονιοποιήθηκαν σε κοκκομετρικά μεγέθη Ø<3 mm και Ø<250 μm. Η υγροσκοπική υγρασία ορίζεται ως το ποσοστό υγρασίας που απομακρύνεται με τη θέρμανση κονιοποιημένου δείγματος λιγνίτη ( Ø< 250 μm) στους 105 ο C για 24 18

19 h σύμφωνα με τις προδιαγραφές ASTM D και πραγματοποιήθηκε σε 10 δείγματα λιγνίτη Προσδιορισμός τέφρας Η τέφρα αποτελεί το ανόργανο υπόλειμμα της καύσης του άνθρακα (Χρηστάνης, 2005). Η τέφρα κάθε δείγματος οφείλεται τόσο στις ανόργανες ύλες που βρίσκονται σε διασπορά μέσα στο λιγνίτη, όσο και στις λεπτές ενδιάμεσες στείρες ενστρώσεις. Η τέφρα στα δείγματα υπολογίστηκε με την καύση του ελεύθερης υγρασίας γαιάνθρακα στους 500 ο C για 1 h και στη συνέχεια στους 750 ο C για ακόμα 3 h σύμφωνα με τις προδιαγραφές ASTM D (Speight, 2005) Προσδιορισμός πτητικών συστατικών Πτητικά συστατικά θεωρούνται τα συστατικά του γαιάνθρακα, εκτός της υγρασίας, που απελευθερώνονται σε υψηλή θερμοκρασία (900 ο C) απουσία αέρα. Η προέλευσή τους είναι κυρίως από το οργανικό κλάσμα του γαιάνθρακα, αν και μικρές ποσότητες προέρχονται από ορισμένα ορυκτά. Ο προσδιορισμός των πτητικών συστατικών πραγματοποιήθηκε για κάθε δείγμα λιγνίτη με θέρμανση στους 900 ο C για 7 min σύμφωνα με το ASTM D3175 (Χρηστάνης, 2005) Προσδιορισμός Μόνιμου άνθρακα Η περιεκτικότητα σε μόνιμο άνθρακα προσδιορίζεται έμμεσα από τη σχέση, σε δείγματα επί ξηρού. Όπου: C f = 100 VM A C f : Η επί τοις % κ.β. περιεκτικότητα σε μόνιμο άνθρακα VM: Η επί τοις % κ.β. περιεκτικότητα σε πτητικά συστατικά A: Η επί τοις % κ.β. περιεκτικότητα σε τέφρα 7.2 Στοιχειακή Ανάλυση Ανάλυση κύριων στοιχείων Η στοιχειακή ανάλυση περιλαμβάνει τον προσδιορισμό της επί τοις % περιεκτικότητας σε C, H, N, S, σε δείγματα λιγνίτη και τέφρας. Τα δείγματα λιγνίτη κονιοποιήθηκαν σε κοκκομετρικό μέγεθος Ø<250 μm και ξηράνθηκαν. Στη συνέχεια τοποθετήθηκαν σε στοιχειακό αναλυτή Carlo Erba, με τον οποίο είναι εφοδιασμένο το Εργαστήριο Ενόργανης Ανάλυσης της Σχολής Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών. Τα δείγματα υπέστησαν πλήρη και στιγμιαία καύση στους 1020 ο C με καθαρό οξυγόνο. Τα συστατικά του λιγνίτη μετατρέπονται σε αέριες φάσεις (CO 2, SO 2, N 2, H 2 O) και στη συνέχεια διέρχονται από χρωματογραφική στήλη, όπου διαχωρίζονται και ποσοτικοποιούνται με τη βοήθεια ανιχνευτή θερμικής αγωγιμότητας. Η περιεκτικότητα σε οξυγόνο υπολογίζεται έμμεσα από τη σχέση: O = 100 ( A + C + H + N + S ) 19

20 Όπου: Α: Το ποσοστό της τέφρας σε επί τοις % κ.β. επί ξηρού. C, H, N, S, O: οι επί της % κ.β. περιεκτικότητες των αντίστοιχων στοιχείων σε δείγμα επί ξηρού. 7.3 Ανάλυση Ιχνοστοιχείων Οι χημικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν στο Εργαστήριο Υδρογεωλογίας του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών με χρήση της μεθόδου φασματοσκοπίας μάζας επαγωγικά συζευγμένου πλάσματος (ICP-MS: Inductively Coupled Plasma Mass Spectrometry) και του οργάνου ELAN 6100 Perkin Elmer. Η περιεκτικότητα των ιχνοστοιχείων στα δείγματα του λιγνίτη και της τέφρας πραγματοποιήθηκε, αφού πρώτα τα δείγματα διαλύθηκαν με χρήση μίγματος οξέων σε φούρνο μικροκυμάτων Mega MLS 1200 της Milestone με χρήση του ρότορα HPR 100/6M. Η ανάλυση ιχνοστοιχείων πραγματοποιήθηκε τόσο στα δείγματα λιγνίτη, όσο και σε δείγματα τέφρας διαφορετικών θερμοκρασιών με σκοπό τη διερεύνηση της συμπεριφοράς τους κατά την καύση. Πιο συγκεκριμένα τα δείγματα λιγνίτη οξειδώθηκαν στους 350, 550, 750 και 950 C και τα υπολείμματα αυτής της διαδικασίας αποτέλεσαν τις αντίστοιχες τέφρες. Τα μίγματα οξέων που χρησιμοποιήθηκαν, διαφέρουν λόγω των διαφορών στην ορυκτολογική σύσταση και τη δομή που παρουσιάζουν τα δείγματα του λιγνίτη σε σχέση με αυτά της τέφρας. Οι διαλυτοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν σε όλα τα δείγματα λιγνίτη και σε δείγματα τέφρας 350, 550, 750 και 950 ο C. Τα δείγματα λιγνίτη τοποθετήθηκαν 0,25 g υλικού (Ø<125 μm), σε αυτόκλειστα δοχεία teflon και στη συνέχεια προστέθηκαν διαδοχικά 6 ml ΗΝΟ 3, 2 ml H 2 O 2, 1,4 ml HClO 4 και 0,5 ml HF. Για τα δείγματα τέφρας 350 ο C χρησιμοποιήθηκαν 0,25 g τέφρας, τα οποία διαλυτοποιήθηκαν με 6 ml ΗΝΟ 3, 1 ml H 2 O 2 και 2 ml HF, ενώ για τα δείγματα τέφρας των 550 ο C, των 750 ο C και των 950 ο C χρησιμοποιήθηκαν 7 ml ΗΝΟ 3 και 2 ml HF. Τα δοχεία στη συνέχεια σκεπάστηκαν και αφού παρέμειναν 20 min σε συνθήκες περιβάλλοντος, τοποθετήθηκαν στη συσκευή μικροκυμάτων για συνολικό χρόνο 60 min το καθένα. Επιπλέον κατά τη διάρκεια της παραπάνω διαδικασίας παρασκευάστηκαν και «τυφλά» διαλύματα, τα οποία περιείχαν μόνο τα μίγματα οξέων που χρησιμοποιήθηκαν σε κάθε φάση της διαλυτοποίησης με σκοπό τη διόρθωση των αποτελεσμάτων. Στη συνέχεια τα διαλύματα απομακρύνθηκαν από τη συσκευή και αφέθηκαν να ισορροπήσουν στις συνθήκες περιβάλλοντος. Στο τελικό στάδιο της διαλυτοποίησης τα διαλύματα αραιώθηκαν σε τελικό όγκο 100 ml και τοποθετήθηκαν σε αυτόκλειστα πλαστικά φιαλίδια. Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου διαλυτοποίησης ελέγχθηκε με βάση το πρότυπο υλικό CP1, το οποίο συμπεριλήφθηκε σε κάθε σετ διαλυτοποίησης. 20

21 7.4 Περιθλασιμετρία ακτίνων Χ Οι ορυκτολογικοί προσδιορισμοί πραγματοποιήθηκαν με τη μεθόδο της περιθλασιμετρίας ακτίνων Χ, με το όργανο Bruker D8 Advance, το οποίο είναι εξοπλισμένο με τον ανιχνευτή LynxEye. Η περιοχή σάρωσης 2θ κυμαίνεται από 3-70 ο με βήμα σάρωσης 0,015 ο /min. Ο ποιοτικός προσδιορισμός έγινε με το λογισμικό EVA, ενώ οι ορυκτολογικές φάσεις ποσοτικοποιήθηκαν χρησιμοποιώντας μια ρουτίνα που, βασίζεται στη μέθοδο Rietveld με τη βοήθεια του λογισμικού Topas. Πιο αναλυτικά, ο Rietveld (1969) ανέπτυξε μία μέθοδο, σύμφωνα με την οποία μπορεί να προσδιοριστεί η ένταση ανάκλασης σε οποιαδήποτε γωνία 2θ για ένα ορυκτό παρέχοντας ταυτόχρονα πληροφορίες για το πώς μπορεί να εξομαλυνθεί η κρυσταλλική του δομή και άλλες παράμετροι. Αρκετοί ερευνητές χρησιμοποίησαν την παραπάνω μέθοδο για να προσδιορίσουν ποσοτικά τα ορυκτά σε διάφορα μείγματα (Taylor 1991, Taylor and Matulis 1991, Bish and Post, 1993). Στους γαιάνθρακες, η χρήση λογισμικών βασισμένων στην παραπάνω μέθοδο απαιτεί την αφαίρεση της επίδρασης του οργανικού υλικού από το ακτινογράφημα του δείγματος. Η διαδικασία αυτή έχει ως αποτέλεσμα τον προσδιορισμό των περιεκτικοτήτων των ορυκτών ενός δείγματος γαιάνθρακα επί του συνόλου των κρυσταλλικών φάσεων που αναγνωρίζονται σε αυτό και όχι επί του συνόλου του δείγματος (Ward et al., 1999, 2001, Παπαζησίμου κ.ά. 2004). Η μέθοδος βασίζεται στον υπολογισμό ενός συνθετικού ακτινογραφήματος ενός ορυκτού, σύμφωνα με την κρυσταλλική του δομή και την προσαρμογή του στο πραγματικό για κάθε σημείο, χρησιμοποιώντας μη γραμμική μέθοδο ελαχίστων τετραγώνων (Ward et al., 2001). Ένας αριθμός παραμέτρων, όπως ο θόρυβος, η μετατόπιση του δείγματος, ο τύπος του ανιχνευτή, οι συντελεστές απορρόφησης μάζας των εξομαλυμένων φάσεων και ο προτιμώμενος προσανατολισμός των hkl επιπέδων εφαρμόστηκε, προκειμένου να επιτευχθεί η βέλτιστη εξομάλυνση των προτύπων. Μετά το στάδιο της εξομάλυνσης υπολογίζονται νέοι συντελεστές μεγέθους για κάθε ορυκτολογική φάση επιτρέποντας τον ποσοτικό υπολογισμό του κάθε ορυκτού στο δείγμα (Bish and Post, 1993). Επιπλέον υπολογίζονται τα σφάλματα που προέκυψαν κατά τον προσδιορισμό της ποσότητας για κάθε φάση επί τοις % της μάζας των κρυσταλλικών φάσεων. Επίσης υπολογίστηκαν οι παράμετροι R wp (R- weighted pattern) και R exp (R- expected pattern), προκειμένου να ελεγχθεί η ακρίβεια βάσει του συντελεστή GOF (Goodness of Fit ή παράμετρος καλής προσαρμογής). Ο συντελεστής GOF υπολογίστηκε, ώστε να εκτιμηθεί κατά πόσο επετεύχθη καλή προσαρμογή του συνθετικού ακτινογραφήματος στο πραγματικό ακτινογράφημα του δείγματος με τη μέθοδο Rietveld. Όσο το κλάσμα R wp /R exp πλησιάζει στο 1, τόσο πιο ικανοποιητική είναι η διόρθωση κατά την εξομάλυνση που έγινε και τόσο πιο καλή η προσαρμογή του συνθετικού στο πραγματικό ακτινογράφημα (Bish and Post, 1993). Η μέθοδος αυτή ωστόσο παρουσιάζει ορισμένους περιορισμούς κυρίως λόγω της υψηλής συγκέντρωσης οργανικού υλικού στα δείγματα του λιγνίτη και της ύπαρξης αργιλικών ορυκτών. Τα αργιλικά ορυκτά αρκετές φορές κρυσταλλώνονται ατελώς με αποτέλεσμα η δομή τους να είναι διαφορετική από αυτήν, που αναφέρεται στη βάση δεδομένων του λογισμικού. 21

22 8. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 8.1 Άμεσοι προσδιορισμοί Οι προσεγγιστικοί προσδιορισμοί αποτελούν τις βασικότερες εργαστηριακές αναλύσεις, που μπορούν να πραγματοποιηθούν στους ορυκτούς άνθρακες. (Χρηστάνης, 2005) Περιεχόμενη Υγρασία Στα δείγματα από το Νότιο Πεδίο η υγροσκοπική υγρασία κυμαίνεται από 5,3-11,2% με μία μέση τιμή 8,7%. Στα δείγματα, που προέρχονται από το Τομέα 6, η υγροσκοπική υγρασία κυμαίνεται από 7,0-11,2% με μία μέση τιμή 9,5% (Παράρτημα Α, Πίν. 1). Να σημειωθεί ότι στην παρούσα εργασία χρησιμοποιήθηκαν δείγματα, από τα οποία είχε ήδη απομακρυνθεί η αρχική υγρασία και για τον λόγο αυτό δεν ήταν εφικτός ο υπολογισμός της ολικής υγρασίας. Η υγρασία αποτελεί σημαντική παράμετρο προσδιορισμού του βαθμού ενανθράκωσης των γαιανθράκων χαμηλού βαθμού ωριμότητας και επηρεάζει τη μέθοδο αξιοποίησης (Χρηστάνης, 2005). Η αύξηση του βαθμού ενανθράκωσης οδηγεί σε μείωση της περιεχόμενης υγρασίας και αύξηση της θερμαντικής ικανότητας (Diessel, 1992). Η υψηλή υγρασία δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στην αξιοποίηση των λιγνιτών, διότι το νερό είναι χημικά αδρανές και κατά την καύση του λιγνίτη απορροφά θερμότητα Τέφρα Στα δείγματα του Νότιου Πεδίου η τέφρα (επί ξηρού) κυμαίνεται από 18,9% έως 40,8% με μέση τιμή 30,6%, ενώ στα δείγματα του Τομέα 6 κυμαίνεται από 19,2% έως 33,5%, με μέση τιμή 25,0% (Παράρτημα Α, Πίν. 1). Η πρακτική σημασία της υψηλής τέφρας είναι η σημαντική μείωση της θερμαντικής ικανότητας του λιγνίτη, που χρησιμοποιείται στην ηλεκτροπαραγωγή. Ο γαιάνθρακας που χρησιμοποιείται στους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας δεν πρέπει να παρουσιάζει τέφρα υψηλότερη του 20% επί αεροξηρανθέντος δείγματος (Χρηστάνης, 2005) Πτητικά συστατικά και μόνιμος άνθρακας Η περιεκτικότητα των πτητικών συστατικών (επί ξηρού) στα δείγματα του Νότιου Πεδίου κυμαίνεται από 42,1% έως 53,8% με μέση τιμή 51,0%. Επιπλέον η περιεκτικότητα σε μόνιμο άνθρακα (επί ξηρού) κυμαίνεται από 5,3% έως 27,5% με μέση τιμή 18,4% (Παράρτημα Α, Πίν. 1). Τα πτητικά συστατικά (επί ξηρού) στα δείγματα του Τομέα 6 κυμαίνονται από 48,5% έως 54,2% με μέση τιμή 52,1%. Αντίστοιχα οι τιμές σε μόνιμο άνθρακα (επί ξηρού) κυμαίνονται από 12,3% έως 29,7% με μέση τιμή 22,8% (Παράρτημα Α, Πίν. 1). 22

23 8.2 Αποτελέσματα στοιχειακών αναλύσεων Αναλύσεις κύριων στοιχείων (C-H-N-S) Το οργανικό μέρος των γαιανθράκων αποτελείται από χημικές ενώσεις, που συνίστανται κυρίως από άνθρακα, υδρογόνο, οξυγόνο, άζωτο και θείο. Τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα χημικά στοιχεία συμμετέχουν και στο ανόργανο μέρος των γαιανθράκων (ανθρακικά, αργιλικά, θειούχα και θειϊκά ορυκτά). Οι επί τοις % περιεκτικότητες σε άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των τεχνολογικών ιδιοτήτων του γαιάνθρακα. Ωστόσο οι περιεκτικότητες σε άζωτο και θείο είναι ενδεικτικές για μελλοντικά προβλήματα ρύπανσης κατά την ηλεκτροπαραγωγή. Σε 10 δείγματα λιγνίτη και στις αντίστοιχες τέφρες τους από το Νότιο Πεδίο και το Τομέα 6 προσδιορίστηκαν οι περιεκτικότητες του άνθρακα, του υδρογόνου, αζώτου, του θείου και του οξυγόνου, τόσο στο οργανικό, όσο και ανόργανο μέρος του λιγνίτη. Τα αποτελέσματα των στοιχειακών αναλύσεων παρουσιάζονται στο παράρτημα Α (Πίν. 2). Άνθρακας και υδρογόνο: Η περιεκτικότητα σε άνθρακα, που υπολογίζεται από τη στοιχειακή ανάλυση, αναφέρεται τόσο στον οργανικό άνθρακα, που περιέχεται στον γαιάνθρακα, όσο και στον άνθρακα, που συμμετέχει στα ανόργανα ανθρακικά άλατα. Το υδρογόνο συμμετέχει στις οργανικές ενώσεις ενός γαιάνθρακα, αλλά και ως συστατικό του νερού που συμμετέχει στη δομή του (Speight, 2005). Στα δείγματα του λιγνίτη, που προέρχονται από το Νότιο Πεδίο, η περιεκτικότητα του ολικού άνθρακα (επί ξηρού) κυμαίνεται από 22,9% έως 57,0% με μέση τιμή 37,1%. Αντίστοιχα στα δείγματα του Τομέα 6, η περιεκτικότητα σε άνθρακα μεταβάλλεται από 28,4% έως 43,4% με μέση τιμή 37,6%. Η περιεκτικότητα του λιγνίτη σε υδρογόνο (επί ξηρού) στα δείγματα του Νότιου Πεδίου κυμαίνεται από 1,2% έως και 4,8% με μέση τιμή 2,8%, ενώ στα δείγματα του Τομέα 6 κυμαίνεται από 2,0% (Τ6-2) έως 4,8% (Τ6-4) με μέση τιμή 3,2% (Παράρτημα Α, Πίν. 2). Οξυγόνο: Το οξυγόνο εμφανίζεται τόσο στο οργανικό μέρος του λιγνίτη, όσο και στο ανόργανο (ανθρακικά και αργιλικά ορυκτά). Ο υπολογισμός της περιεκτικότητας σε οξυγόνο προκύπτει από την αφαίρεση των περιεκτικοτήτων του άνθρακα, του υδρογόνου, του αζώτου και του θείου από το 100%. Η περιεκτικότητα σε οξυγόνο (επί ξηρού) στα δείγματα του Νότιου Πεδίου κυμαίνεται από 16,49% (ΝΠ1) έως 34,49% (ΝΠ2) με μέση τιμή 28,46%, ενώ στα δείγματα από το Τομέα 6 κυμαίνεται από 28,08% (Τ6-4) έως 36,27% (Τ6-1) με μέση τιμή 33,08% (Πίν. 4). 23

24 Διάγραμμα H/C O/C: Ο van Krevelen (1993) πρότεινε το διάγραμμα ατομικών λόγων H/C O/C για να περιγράψει τις μεταβολές των σχετικών περιεκτικοτήτων του C, H, O κατά την πορεία της ενανθράκωσης. Έτσι όσο η ενανθράκωση (τύρφη, λιγνίτης, λιθάνθρακας, ανθρακίτης) προχωρά, αυξάνεται σχετικά η περιεκτικότητα σε άνθρακα και μειώνονται οι περιεκτικότητες του H και του O με αποτέλεσμα να μειώνονται οι ατομικοί λόγοι H/C O/C. Στο ορυχείο του Νότιου Πεδίου ο λόγος H/C κυμαίνεται από 0,643-1,335, ενώ ο λόγος O/C από 0,217-1,130. Τα δείγματα που προέρχονται από το Τομέα 6 οι λόγοι κυμαίνονται 0,830-1,420 και 0,517-0,936 αντίστοιχα. Τα δείγματα ΝΠ5 και Τ6-5 παρουσιάζουν υψηλότερη περιεκτικότητα σε Η με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν υψηλό λόγο H/C 1,335 και 1,420 αντίστοιχα, σε αντίθεση με τα δείγματα ΝΠ1, ΝΠ3, ΝΠ2 και Τ6-2, που παρουσιάζουν χαμηλότερη περιεκτικότητα σε Η και επομένως χαμηλότερο λόγο H/C. Συγκεκριμένα οι αντίστοιχες τιμές είναι 0,693, 0,643, 0,764 και 0,911. Από τις προβολές των δειγμάτων στο διάγραμμα van Krevelen (Σχ. 5) παρατηρείται σημαντική απόκλιση από τα πεδία των γαιανθράκων, πιθανά οφειλόμενη σε οξείδωση κατά τη διάρκεια αποθήκευσης των δειγμάτων. Σχήμα 5: Διάγραμμα van Krevelen για την εκτίμηση της ωριμότητας των δειγμάτων του λιγνίτη από το Νότιο Πεδίο και το Τομέα 6. Τα πεδία ωριμότητας των γαιανθράκων είναι από τους Killops and Killops (1992). Άζωτο: Το άζωτο απαντάται στο οργανικό μέρος των γαιανθράκων (Speight, 2005) και συγκεκριμένα στα αμινοξέα, που σχηματίζουν μεγάλα οργανικά μόρια, τα πολυπεπτίδια (Killops and Killops, 1994, Μπουζίνος, 2004). 24

25 Η περιεκτικότητα του αζώτου (επί ξηρού) στα δείγματα του Νότιου Πεδίου κυμαίνεται από 0,5% έως 1,25% με μέση τιμή 0,9%, ενώ στα δείγματα του Τομέα 6 κυμαίνεται από 0,75% έως 1,3% με μέση τιμή 1,1% (Παράρτημα Α, Πίν. 2). Θείο: Το θείο εμφανίζεται στους γαιάνθρακες με τρεις μορφές: ως οργανικό θείο (θειούχα οργανική ένωση), ως ανόργανο θείο με τη μορφή θειούχων ορυκτών (σιδηροπυρίτης και μαρκασίτης) ή θειικών αλάτων (Na 2 SO 4, CaSO 4 ) (Speight, 2005). Σε 10 δείγματα λιγνίτη (ως έχει) και στις αντίστοιχες τέφρες τους από το Νότιο Πεδίο και το Τομέα 6 προσδιορίστηκαν οι περιεκτικότητες σε ολικό θείο και στην τέφρα τους. Το θείο εμφανίζεται σε δύο μόνο από τα 10 δείγματα λιγνίτη, στο ΝΠ1 και στο Τ6-4. Στο πρώτο η συγκέντρωση του ολικού θείου είναι 0,8% και στο δεύτερο 0,2% (Παράρτημα Α, Πίν. 2). Οι γαιάνθρακες ανάλογα με την περιεκτικότητά τους σε ολικό θείο ταξινομούνται σε μία από τις τρεις παρακάτω κατηγορίες: i) χαμηλής περιεκτικότητας (<1%), μέσης (1-3%) και υψηλής περιεκτικότητας (>3%). Τα δύο δείγματα ΝΠ1 και Τ6-4 κατατάσσονται στους λιγνίτες χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο (Liu et al., 2001). Η παρουσία, η προέλευση και η κατανομή του θείου στους γαιάνθρακες είναι πολύ σημαντική κατά την καύση τους, επειδή απελευθερώνονται οξείδια του θείου, τα οποία είναι το κύριο συστατικό της όξινης βροχής. Η διακύμανση της περιεκτικότητας του θείου (ως συστατικό) ελέγχεται κυρίως από τις γεωλογικές συνθήκες. Τα θειικά ιόντα προσλαμβάνονται από τα φυτά, που αναπτύσσονται στην επιφάνεια του τυρφώνα και σχηματίζεται οργανικό θείο. Αυτή είναι η κύρια πηγή θείου στους λιγνίτες χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο. Αντίθετα στους γαιάνθρακες με μέτρια και υψηλή περιεκτικότητα σε θείο, το θείο προέρχεται από την αναγωγή των θειικών από θειο-βακτηρίδια, οπότε σχηματίζεται H 2 S, το οποίο αντιδρά με την οργανική ύλη, κατά τη διάρκεια των αρχικών σταδίων της διαγένεσης και σχηματίζει είτε θειούχα ορυκτά (κυρίως σιδηροπυρίτη) είτε οργανικό θείο (Dai et al., 2002). 8.3 Ορυκτολογική Ανάλυση Η ορυκτολογική ανάλυση πραγματοποιείται για να επιτευχθεί όσο το δυνατόν πληρέστερα, ο προσδιορισμός των ορυκτολογικών φάσεων που συνιστούν το ανόργανο μέρος του λιγνίτη. Με τη μέθοδο της περιθλασιμετρίας ακτίνων Χ (XRD) αναλύθηκαν 10 δείγματα λιγνίτη, 10 δείγματα τέφρας 350 ο C και 10 δείγματα τέφρας 750 ο C Ορυκτολογική σύσταση των λιγνιτών Τα πιο κοινά ορυκτά που εμφανίζονται στους γαιάνθρακες είναι ο χαλαζίας, τα αργιλικά ορυκτά (ιδίως ο καολινίτης, ο ιλλίτης και μικτά αργιλικά ιλλίτηςσμηκτίτης), άστριοι, ο σιδηροπυρίτης και τα ανθρακικά ορυκτά, όπως ο ασβεστίτης, ο δολομίτης και ο αραγωνίτης (Mackowsky, 1968, Palmer and Lyons, 1996, Ward et al., 2002). Ο συντελεστής GOF ή παράμετρος καλής προσαρμογής (Goodness of Fit) 25

26 κυμαίνεται από 1,15-2,95 με μέση τιμή το 1,41, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει πολύ καλή προσαρμογή του συνθετικού με το πραγματικό διάγραμμα. Από τη μελέτη των ακτινογραφημάτων διαπιστώθηκε η συμμετοχή 12 συνολικά ορυκτών στα δείγματα της Πτολεμαΐδας. Τα ορυκτά, τα οποία αναγνωρίστηκαν σχεδόν σε όλα τα δείγματα είναι ο ασβεστίτης, ο χαλαζίας και ο αραγωνίτης. Επίσης με αρκετά μεγάλη συχνότητα απαντώνται στα δείγματα ο Κ- άστριος, τα πλαγιόκλαστα και τα αργιλικά ορυκτά (μοσχοβίτης, χλωρίτης, βιοτίτης). Με μικρότερη συχνότητα εμφανίζονται η γύψος, ο δολομίτης, ο αιματίτης και το κορούνδιο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ορυκτολογικών προσδιορισμών των δειγμάτων λιγνίτη, μπορούμε να βγάλουμε γενικά συμπεράσματα για τις συνθήκες ιζηματογένεσης που επικρατούσαν κατά τη συσσώρευση της τύρφης. Στα δείγματα ΝΠ1, ΝΠ2, ΝΠ3, ΝΠ5, Τ6-3 και Τ6-5, Τ6-1, Τ6-2 το κυριότερο μέρος των ορυκτολογικών συστατικών φαίνεται να προέρχεται από αυθιγενή ανθρακική ιζηματογένεση, ενώ στα δείγματα ΝΠ4, Τ6-4 από κλαστική. Τα μεγάλα ποσοστά ασβεστίτη οφείλονται αφενός μεν στον ασβεστίτη, που υπάρχει ως ορυκτό εντός των λιγνιτικών στρωμάτων, αφετέρου δε στον ασβεστίτη που συμμετέχει στις ανόργανες ενστρώσεις, οι οποίες αποτελούνται κυρίως από λιμναίες κρητίδες, όπως μαρτυρά το πολύ χαμηλό ποσοστό των κλαστικών ορυκτών (χαλαζίας, άστριοι, αργιλικά ορυκτά) με εξαίρεση τα ανώτερα στρώματα και στις δύο γεωλογικές τομές. Στα τελευταία παρατηρείται μία μετάβαση σε κλαστική ιζηματογένεση με την απόθεση αργίλων (ΝΠ4, Τ6-4) και μαργών (ΝΠ5, Τ6-5) μέχρι τη διακοπή της από την απόθεση του ηφαιστειακού τόφφου. Ο αραγωνίτης συνήθως προέρχεται από τους σκελετούς των οστράκων που υπάρχουν είτε συσσωρευμένα σε θανατοκοινωνίες πάχους μερικών cm είτε διάσπαρτα μέσα σε στρώματα. Να σημειωθεί ότι αντίθετα με τα αποτελέσματα της μικροσκοπικής παρατήρησης στις ίδιες τομές (Siavalas et al., 2004), δεν διαπιστώθηκε σιδηροπυρίτης. Το γεγονός αυτό μπορεί να αποδοθεί στην πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε σιδηροπυρίτη, η οποία δεν είναι ανιχνεύσιμη με τη μέθοδο της περιθλασιμετρίας ακτίνων X, αλλά και στην πιθανή οξείδωση που έχουν υποστεί τα δείγματα. Η δεύτερη υπόθεση ενισχύεται από την παρουσία τόσο του αιματίτη, όσο και της γύψου, αν και η τελευταία είναι επίσης ορυκτό που προέρχεται από αυθιγενή συγγενετική ή επιγενετική ιζηματογένεση. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι λόγω της ομαδοποίησης των δειγμάτων τα ορυκτά δεν πρέπει να εξετάζονται ως απόλυτοι δείκτες των συνθηκών συσσώρευσης της τύρφης, κάτι που άλλωστε ξεφεύγει από τους σκοπούς της παρούσας εργασίας, γιατί η μεγάλη συμμετοχή των ανόργανων στρωμάτων επισκιάζει τις περιεκτικότητες ορυκτών, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες. Τέλος δεν διαπιστώθηκε η παρουσία ορυκτών που σχετίζονται με ηφαιστειακή προέλευση, επιβεβαιώνοντας τη μακροσκοπική περιγραφή και την απουσία μεγάλου αριθμού ηφαιστειακών τόφφων, όπως είχε προταθεί από παλαιότερες μελέτες (Steenbrick et al., 2006). Στους Πίνακες 3 και 4 παρουσιάζονται αναλυτικά τα ορυκτά, που αναγνωρίστηκαν στα δείγματα λιγνίτη. 26

27 Πίνακας 3: Ποσοτικός προσδιορισμός των ορυκτολογικών συστατικών (σε % κ.β.) που συμμετέχουν στον λιγνίτη της περιοχής του Νότιου Πεδίου. GOF: Goodness of Fit factor ή παράμετρος καλής προσαρμογής (Σφάλμα μεθόδου 3%). ΟΡΥΚΤΑ ΝΠ1 ΝΠ2 ΝΠ3 ΝΠ4 ΝΠ5 Αραγωνίτης 8,2 3,3 6, ,5 Ασβεστίτης 82,4 95,8 87,9 1,7 58,7 Αργιλικά Ορυκτά - 0,6 40,4 20,2 Πλαγιόκλαστα 2, ,6 3,2 Γύψος 0,5 0,2 0,6 0,3 - Κ-Αστριοι 2,7-1,1 12,9 5,6 Χαλαζίας 3,8 0,4 2,6 6,2 5,9 Δολομίτης - - 0,2 - - Αιματίτης - 0,3 0,5 - - GOF 1,27 1,53 1,25 2,2 1,21 Πίνακας 4: Ποσοτικός προσδιορισμός των ορυκτολογικών συστατικών (σε % κ.β.) που συμμετέχουν στον λιγνίτη της περιοχής του Τομέα 6. GOF: Goodness of Fit factor ή παράμετρος καλής προσαρμογής (Σφάλμα μεθόδου 3%). ΟΡΥΚΤΑ Τ6-1 Τ6-2 Τ6-3 Τ6-4 Τ6-5 Αραγωνίτης 2,6 4,7 6,6 3,0 - Ασβεστίτης 92,40 92,8 75,1 5,2 24,7 Αργιλικά Ορυκτά - - 6,3 49,2 38,5 Πλαγιόκλαστα 1,9-5,0 19,8 12,1 Γύψος 0,4 0, Κ-Αστριοι 1,0-0,7 10,6 8,2 Χαλαζίας 1,7 1,4 4,3 9,0 16,5 Δολομίτης - 0,3 0,3 - - Αιματίτης - 0,3 0,3 - - Κορούνδιο - - 1,3 3,1 - GOF 1,2 1,32 1,25 1,40 1, Ορυκτολογική σύσταση της τέφρας 350 ο C Από την αξιολόγηση των ακτινογραφημάτων των τεφρών προέκυψε ότι κάποια από τα αρχικά ορυκτά των λιγνιτών είναι δυνατόν να παραμένουν στο υπόλειμμα μετά την καύση ή να υφίστανται μεταβολές. Ορισμένα ορυκτά είναι δυνατόν να διασπώνται και να εξαφανίζονται (όπως π.χ. η γύψος), ενώ άλλα να μεταπίπτουν σε φάσεις πιο σταθερές στη συγκεκριμένη θερμοκρασία (Παπαζησίμου, 2003). Τα ορυκτά, τα οποία εξακολουθούν να υπάρχουν σχεδόν σε όλα τα δείγματα είναι ο ασβεστίτης, ο χαλαζίας και ο αραγωνίτης. Επίσης με αρκετά μεγάλη συχνότητα απαντώνται στα δείγματα ο Κ-άστριος, τα πλαγιόκλαστα και τα αργιλικά ορυκτά (μοσχοβίτης, χλωρίτης, καολινίτης, βιοτίτης και ο ιλλίτης). Ωστόσο δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι υπάρχει καολινίτης ή αλλοϋσίτης διότι η διάκριση 27

28 μπορεί να γίνει μόνο με IR ή formamide test. Τα υπόλοιπα ορυκτά που συμμετέχουν είναι ο δολομίτης, ο αιματίτης, ο ανυδρίτης, το κορούνδιο και το διάσπορο. Στους Πίνακες 5 και 6 παρατίθενται τα ορυκτά που αναγνωρίστηκαν στα δείγματα τέφρας των 350 ο C. Πίνακας 5: Ποσοτικός προσδιορισμός των ορυκτολογικών συστατικών (σε % κ.β.) που συμμετέχουν στην εργαστηριακή τέφρα των 350 ο C της περιοχής του Nότιου Πεδίου (επί του κρυσταλλικού) GOF: Goodness of Fit factor ή παράμετρος καλής προσαρμογής (Σφάλμα μεθόδου 3%). ΟΡΥΚΤΑ ΝΠ1 ΝΠ2 ΝΠ3 ΝΠ4 ΝΠ5 Αραγωνίτης - 2,4 3,7 3,8 - Πλαγιόκλαστα 1,3-2,0 14,5 6,9 Ασβεστίτης 94,9 97,0 86,8 0,8 77,7 Δολομίτης 0,3 0,1 1,9 - - Αιματίτης 0,2 0,3 0,3-0,6 Κ-Αστριοι - - 1,5 3,9 - Χαλαζίας 3,3 0,2 2,1 4,3 7,1 Αργιλικά Ορυκτά - - 1,8 72,2 3,6 Ανυδρίτης ,0 Διάσπορο ,4 - GOF 1,15 1,28 1,18 2,95 1,17 Πίνακας 6: Ποσοτικός προσδιορισμός των ορυκτολογικών συστατικών (σε % κ.β.) που συμμετέχουν στην εργαστηριακή τέφρα των 350 ο C της περιοχής του Τομέα 6 (επί του κρυσταλλικού) GOF: Goodness of Fit factor ή παράμετρος καλής προσαρμογής (Σφάλμα μεθόδου 3%). ΟΡΥΚΤΑ Τ6-1 Τ6-2 Τ6-3 Τ6-4 Τ6-5 Αραγωνίτης 1,3 4,0 6,4 2,3 - Πλαγιόκλαστα 1,5-4,8 17,0 18,0 Ασβεστίτης 92,4 94,5 77,8 10,2 20,9 Δολομίτης 0, ,2 - Αιματίτης 0,2 0, ,5 Κ-Αστριοι 2,6 0,40 5,2 16,1 7,9 Χαλαζίας 1,1 0,9 3,3 8,9 6,7 Αργιλικά Ορυκτά 0,5-1,3 34,4 45,0 Ανυδρίτης ,9 - Κορούνδιο - - 1,1 - - GOF 1,18 1,22 1,15 1,43 1, Ορυκτολογική σύσταση της τέφρας 750 ο C Η καύση των δειγμάτων λιγνίτη στη θερμοκρασία των 750 ο C ευνοεί τις διασπάσεις των ορυκτών που αναγνωρίστηκαν στα δείγματα λιγνίτη, ενώ παράλληλα είναι δυνατόν να ευνοείται και ο σχηματισμός νέων ορυκτών φάσεων (Μπουζίνος, 2004). 28

29 Σε όλα τα δείγματα αναγνωρίστηκε ο ανυδρίτης και ο χαλαζίας, ενώ με μεγάλη συχνότητα συμμετέχουν το οξείδιο του Ca, τα πλαγιόκλαστα, οι Κ-άστριοι, τα αργιλικά ορυκτά (χλωρίτης, μοσχοβίτης), ο αιματίτης, το περίκλαστο και ο πορτλανδίτης. Τα υπόλοιπα ορυκτά που συμμετέχουν είναι ο γκαιτίτης, τα οξείδια του Ti και ο λιζαρδίτης. Η υψηλή περιεκτικότητα σε ανυδρίτη δεν μπορεί να προήλθε μόνο από την αφυδάτωση της γύψου, καθώς οι χαμηλές συγκεντρώσεις γύψου στον λιγνίτη δεν δικαιολογούν τις υψηλές συγκεντρώσεις ανυδρίτη στην τέφρα. Η υψηλή περιεκτικότητα σε ανυδρίτη επίσης οφείλεται σε αντίδραση των οξειδίων του Ca με τα θειικά ιόντα που απελευθερώνονται κατά την καύση του οργανικού υλικού ή τη διάσπαση των θειούχων ορυκτών (Filippidis et al., 1996, Ward, 2002, Παπαζησίμου, 2003, Σιαβάλας, 2005). O ασβεστίτης διασπάται σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 700 ο C και σχηματίζει οξείδιο του Ca. O πορτλανδίτης σχηματίζεται από την αντίδραση του οξείδιου του Ca με την υγρασία της ατμόσφαιρας κατά τη διάρκεια της ψύξης του δείγματος (Demir et al., 2001). Ο σχηματισμός του περίκλαστου προέρχεται από την διάσπαση του δολομίτη που πραγματοποιείται σε δύο φάσεις, σχηματίζοντας οξείδιο του Ca και περίκλαστο (Ward, 2002). Ωστόσο λαμβάνοντας υπόψη την περιεκτικότητα σε δολομίτη των δειγμάτων, είναι πιθανόν στη δομή του ασβεστίτη να συμμετείχε το μαγνήσιο, το οποίο μετά τη διάσπαση του ασβεστίτη, να σχημάτισε περίκλαστο. Ο γκαιτίτης, που αναγνωρίστηκε στα δείγματα ΝΠ3 και ΝΠ4, είναι πιθανόν να σχηματίστηκε, καθώς το δείγμα αντέδρασε με τον ατμοσφαιρικό αέρα κατά την ψύξη του. Ο χλωρίτης που εμφανίζεται στα δείγματα του λιγνίτη, της τέφρας 350 ο C και της τέφρας 750 ο C προέρχεται συνήθως από την εξαλλοίωση των μαρμαρυγιών και των αργίλων, ειδικά του καολινίτη, ενώ ένα μέρος του μπορεί να είναι κλαστικής προέλευσης, προερχόμενος από τα περιβάλλοντα πετρώματα (Diessel, 1992, Kostova and Zdravkov, 2007). Στους παρακάτω Πίνακες 7 και 8 παρουσιάζονται αναλυτικά τα ορυκτά που αναγνωρίστηκαν στα δείγματα τέφρας των 750 o C. Πίνακας 7: Ποσοτικός προσδιορισμός των ορυκτολογικών συστατικών (σε % κ.β.) που συμμετέχουν στην εργαστηριακή τέφρα των 750 ο C της περιοχής του Νοτίου Πεδίου (επί του κρυσταλλικού) GOF: Goodness of Fit factor ή παράμετρος καλής προσαρμογής (Σφάλμα μεθόδου 3%). ΟΡΥΚΤΑ ΝΠ1 ΝΠ2 ΝΠ3 ΝΠ4 ΝΠ5 Ανυδρίτης 8,6 1,7 4,3 10,6 22,4 Πλαγιόκλαστα 3,7-4,9 50,5 5,6 Αργιλικά Ορυκτά 8,0-6,8 11,8 4,5 Αιματίτης 5,1 1,6 3,7-6,7 Κ-άστριοι 2,2-1,3 13,6 2,6 Χαλαζίας 3,0 0,2 3,9 9,3 7,4 Πορτλανδίτης 33,2 28,9 34,7-18,1 Οξείδιο Ca 32,2 65,8 38,5-26,2 Περίκλαστο 4,1 1,8 1,6-6,6 Γκαιτίτης - - 0,3 1,0 - GOF 1,35 1,43 1,38 1,52 1,37 29

30 Πίνακας 8: Ποσοτικός προσδιορισμός των ορυκτολογικών συστατικών (σε % κ.β.) που συμμετέχουν στην εργαστηριακή τέφρα των 750 ο C της περιοχής του Τομέα 6 (επί του κρυσταλλικού) GOF: Goodness of Fit factor ή παράμετρος καλής προσαρμογής (Σφάλμα μεθόδου 3%). ΟΡΥΚΤΑ Τ6-1 Τ6-2 Τ6-3 Τ6-4 Τ6-5 Ανυδρίτης 6,3 4,6 11,6 16,01 15,9 Πλαγιόκλαστα 0,9-7,7 44,54 18,7 Αργιλικά Ορυκτά 6,3 2,3 5,3 15,16 14,0 Αιματίτης 4,5 4,2 5,4-8,3 Κ-άστριοι 1,7 2,3 2,1 9,11 14,8 Χαλαζίας 1,7 0,6 4,2 11,16 13,2 Πορτλανδίτης 41,8 62,8 34,2 - - Οξείδιο Ca 30,5 21,9 25,3 1,15 8,0 Περίκλαστο 2,5 1,2 4,3 2,0 2,9 Ασβεστίτης 3, ,6 Οξείδια του Ti 0, ,5 Λιζαρδίτης ,9 - GOF 1,40 1,42 1,39 1,36 1,77 Για να εξεταστεί πιο αναλυτικά η πορεία των ορυκτολογικών μεταβολών με την αύξηση της θερμοκρασίας κατά την καύση επιλέχθηκαν με βάση τα αποτελέσματα των πρώτων ορυκτολογικών αναλύσεων 4 δείγματα, τα ΝΠ2, ΝΠ4, Τ6-2 και Τ6-4. Τα δείγματα αυτά επιλέχθηκαν λόγω της διαφορετικής ορυκτολογικής σύστασης που παρατηρήθηκε αντιστοιχώντας στην επικράτηση ανθρακικών (ΝΠ2 και Τ62) και πυριτικών (ΝΠ4 και Τ64) ορυκτών στις δύο γεωλογικές τομές. Οι θερμοκρασίες που επιλέχθηκαν ήταν από τους 200 ο C 900 o C (ανά 100 ο C). Τα αποτελέσματα που προέκυψαν παρατίθενται παρακάτω (Πίνακες 9-12) Πίνακας 9: Ποσοτικός προσδιορισμός των ορυκτολογικών συστατικών (σε % κ.β.) που συμμετέχουν στο δείγμα ΝΠ2 (επί του κρυσταλλικού) με την αύξηση της θερμοκρασίας. GOF: Goodness of Fit factor ή παράμετρος καλής προσαρμογής (Σφάλμα μεθόδου 3%). Ορυκτά Αραγωνίτης 3,9 2,7 2, Ασβεστίτης 92,7 95,4 96,1 99,1 98,0 94,9 59,3 0,2 Δολομίτης 0,6 0, , Γύψος 1,3 0, Αιματίτης 0,5 0,2 0, Χαλαζίας 0,2 0,3 0,2 0,5 0,1 0,2 0,2 0,1 Κορούνδιο 0,4-0, Αργιλικά ορυκτά 0, Ανυδρίτης ,6 0,7 1,0 1,0 Κ-άστριος - 0,7 0,6 0,4 0,7 0,7 - - Πορτλανδίτης ,4 11,0 19,6 Οξείδιο Ca ,2 27,7 76,8 Περίκλαστο ,8 2,3 GOF 1,18 1,52 1,41 1,31 1,48 1,57 1,37 1,46 30

31 Πίνακας 10: Ποσοτικός προσδιορισμός των ορυκτολογικών συστατικών (σε % κ.β.) που συμμετέχουν στο δείγμα ΝΠ4 (επί του κρυσταλλικού) με την αύξηση της θερμοκρασίας. GOF: Goodness of Fit factor ή παράμετρος καλής προσαρμογής (Σφάλμα μεθόδου 3%). Ορυκτά Πλαγιόκλαστα 20,0 32,0 25,0 25,2 12,5 17,6 41,1 8,7 Ασβεστίτης 5,9 3,9 12,8 22,6 47,5 52,4 0,2 - Αργιλικά ορυκτά 40,0 40,9 33,2 26,5 15,1 4,2 22,0 11,1 Χαλαζίας 9,7 10,9 9,5 8,7 7,2 7,0 8,9 5,3 Γύψος 0, Ανυδρίτης - - 4,3 4,0 7,0 15,0 13,0 15,6 Αραγωνίτης 1,4-1, Περίκλαστο 3, ,4 Κ-άστριος 18,4 12,2 12,3 12,5 8,9 3,8 13,0 6,4 Δολομίτης - - 1,5 0,6 1, Πορτλανδίτης ,3 Γκελενίτης ,4 15,3 Ιλμενίτης ,6 Οξείδιο Ca ,3 1,2 GOF 1,2 1,17 1,16 1,11 1,10 1,2 1,29 1,35 Πίνακας 11: Ποσοτικός προσδιορισμός των ορυκτολογικών συστατικών (σε % κ.β.) που συμμετέχουν στο δείγμα Τ6-2 (επί του κρυσταλλικού) με την αύξηση της θερμοκρασίας. GOF: Goodness of Fit factor ή παράμετρος καλής προσαρμογής (Σφάλμα μεθόδου 3%). Ορυκτά Ασβεστίτης 95,0 95,1 97,4 98,7 97,9 97,9 36,7 - Αραγωνίτης 3,3 2,8 1, Κ-άστριος - 0,9 0,3 0,8 0,6 0,7 1,8 0,4 Χαλαζίας 0,7 0,8 0,6 0,5 0,6 0,4 0,6 0,5 Πυρίτης Γύψος 1,0 0, Κορούνδιο ,3 - Ανυδρίτης ,9 1,0 1,4 1,8 Πορτλανδίτης ,9 82,9 Περίκλαστο ,6 Οξείδιο Ca ,4 12,8 GOF 1,11 1,27 1,21 1,23 1,31 1,31 1,60 1,57 31

32 Πίνακας 12: Ποσοτικός προσδιορισμός των ορυκτολογικών συστατικών (σε % κ.β.) που συμμετέχουν στο δείγμα Τ6-4 (επί του κρυσταλλικού) με την αύξηση της θερμοκρασίας. GOF: Goodness of Fit factor ή παράμετρος καλής προσαρμογής (Σφάλμα μεθόδου 3%). Ορυκτά Ασβεστίτης 18,3 13,9 19,3 19,9 24,0 22,0 - - Κ-Άστριος 9,3 13,0 16,8 12,1 4,4 15,4 9,5 7,4 Χαλαζίας 7,0 10,9 11,0 9,0 13,0 10,1 11,1 11,5 Αργιλικά Ορυκτά 39,2 33,9 22,3 22,8 18,8 12,9 5,3 - Αραγωνίτης 2,4 2,2 1, Πλαγιόκλαστα 23,5 34,2 29,5 27,9 30,0 27,6 45,4 40,7 Γύψος 0, Δολομίτης , Ανυδρίτης ,9 5,8 11,9 16,3 16,0 Περίκλαστο , ,5 Ιλμενίτης , Μαγνητίτης Οξείδιο Ti ,5-2,6 3,3 Οξείδιο Ca ,2 4,2 1,8 Πορτλανδίτης ,6 - Γκελενίτης ,8 Ζιρκόνιο GOF 1,16 1,17 1,25 1,22 1,22 1,33 1,35 1,41 Ο συντελεστής GOF ή παράμετρος καλής προσαρμογής κυμαίνεται από 1,1-1,6 με μέση τιμή το 1,3. Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την αξιολόγηση των ακτινογραφημάτων, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι τα δείγματα ΝΠ2 και Τ6-2 παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες (Σχ. 7 και 9). Παρατηρείται ότι και στα δύο δείγματα η διάσπαση του ασβεστίτη πραγματοποιείται μετά τους 700 ο C και σχηματίζεται οξείδιο του Ca. Το οξείδιο του Ca, όταν έρθει σε επαφή με υγρασία (κατά την ψύξη του δείγματος) αντιδρά, και σχηματίζεται πορτλανδίτης. Ο σχηματισμός του περίκλαστου, όπως έχει προαναφερθεί προέρχεται κυρίως από τη διάσπαση του δολομίτη. Ωστόσο περίκλαστο μπορεί να σχηματιστεί από μαγνήσιο που ενδέχεται να υπήρχε στη δομή του ασβεστίτη. Επίσης φαίνεται ότι ο αραγωνίτης με την αύξηση της θερμοκρασίας μετατρέπεται σε ασβεστίτη λόγω της μεταβολής του κρυσταλλικού συστήματος του CaCO 3 στους 470 ο C (Παπαδοπούλου, 2008). Όσον αφορά στα δείγματα ΝΠ4 και Τ6-4, επικρατούν τα πυριτικά ορυκτά (Σχ. 8 και 10). Τα ορυκτά της ομάδας των αργιλικών που εμφανίζονται και στα δύο δείγματα είναι ο καολινίτης, ο χλωρίτης και ο μοσχοβίτης. Ο καολινίτης λόγω της υψηλής θερμοκρασίας αφυδατώνεται και μετατρέπεται σε ένα περίπου άμορφο υλικό που ονομάζεται μετακαολινίτης. Το οξείδιο του Ca είναι δυνατόν να αντιδράσει με τον μετακαολινίτη και να σχηματίσουν γκελενίτη ή ανορθίτη. Αυτή η αντίδραση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο εάν το οξείδιο του Ca και ο μετακαολινίτης έρθουν σε επαφή για αρκετό χρόνο και υπάρχει η κατάλληλη θερμοκρασία (>800 ο C) για να 32

33 λάβει χώρα η αντίδραση (Ward, 2002). Κάτι τέτοιο φαίνεται να έχει συμβεί στην περίπτωση του δείγματος ΝΠ4, στο οποίο παρατηρείται μία απότομη αύξηση στην περιεκτικότητα σε πλαγιόκλαστο συνοδευόμενη από ταυτόχρονη μείωση της περιεκτικότητας σε ασβεστίτη και αργιλικά ορυκτά στη θερμοκρασία των 800 C. Όπως έχει προαναφερθεί ο ασβεστίτης διασπάται σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 700 ο C και σχηματίζει οξείδιο του Ca (Demir et al., 2001). Η υψηλή περιεκτικότητα σε ανυδρίτη είναι δυνατόν να οφείλεται σε αντίδραση των οξειδίων του Ca με θειικά ιόντα (Filippidis et al., 1996, Ward, 2002, Παπαζησίμου, 2003, Σιαβάλας, 2005). Ένα μέρος του οξειδίου του Ca όταν έρθει σε επαφή με την υγρασία του αέρα, αντιδρά και σχηματίζεται πορτλανδίτης. Σχήμα 7: Σχηματική απεικόνιση των θερμοκρασιακών πεδίων σταθερότητας των ορυκτών (επί του κρυσταλλικού) για το δείγμα ΝΠ2 (Συγκεντρώσεις μικρότερες του 1% δεν απεικονίζονται στο διάγραμμα). 33

34 Σχήμα 8: Σχηματική απεικόνιση των θερμοκρασιακών πεδίων σταθερότητας των ορυκτών (επί του κρυσταλλικού) για το δείγμα ΝΠ4 (Συγκεντρώσεις μικρότερες του 1% δεν απεικονίζονται στο διάγραμμα). 34

35 Σχήμα 9: Σχηματική απεικόνιση των θερμοκρασιακών πεδίων σταθερότητας των ορυκτών (επί του κρυσταλλικού) για το δείγμα Τ6-2 (Συγκεντρώσεις μικρότερες του 1% δεν απεικονίζονται στο διάγραμμα). 35

36 Σχήμα 10: Σχηματική απεικόνιση των θερμοκρασιακών πεδίων σταθερότητας των ορυκτών (επί του κρυσταλλικού) για το δείγμα Τ6-4 (Συγκεντρώσεις μικρότερες του 1% δεν απεικονίζονται στο διάγραμμα). 36

37 9. ΧΗΜΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ Οι γαιάνθρακες περιέχουν σχεδόν όλα τα στοιχεία του περιοδικού πίνακα (Swaine, 1985). Τα ανόργανα συστατικά των γαιανθράκων είτε συνδέονται με το οργανικό υλικό είτε με το ανόργανο μέρος τους είναι δυνατό να μεταβάλλουν την κατάστασή τους και να κινητοποιηθούν προκαλώντας περιβαλλοντικά και τεχνολογικά προβλήματα, που σχετίζονται με την εξόρυξη, προετοιμασία, καύση και διαχείριση των παραπροϊόντων των γαιανθράκων (Σιαβάλας, 2005). Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί ποικίλες απόψεις αναφορικά με την κινητικότητα των ιχνοστοιχείων στο περιβάλλον κατά τη διάρκεια της καύσης των γαιανθράκων αλλά και την κατανόηση και εκτίμηση του τρόπου σύνδεσης των ιχνοστοιχείων σε αυτούς (Meij, 1995, Vasillev et al., 2001, Vassilev et al. 2005, Chatziapostopou et al.,2006). 9.1 Στοιχειακές αναλύσεις Αναλύθηκαν συνολικά 24 στοιχεία, τα οποία με βάση της περιεκτικότητες τους κατατάχθηκαν σε κύρια (>1000 ppm), δευτερεύοντα ( ppm) και ιχνοστοιχεία (<100 ppm) (Παράρτημα Α, Πίν. 3 και 4) Λιγνίτης Σύμφωνα με τον παραπάνω διαχωρισμό κύρια στοιχεία για τα δείγματα του λιγνίτη της Πτολεμαΐδας είναι τα K, Na, Fe (Karayigit et al., 2000, Liu et al., 2001) Δευτερεύοντα στοιχεία στα δείγματα λιγνίτη θεωρούνται τα στοιχεία Ba και Sr, ενώ όλα τα υπόλοιπα στοιχεία ανήκουν στην κατηγορία των ιχνοστοιχείων. Οι τιμές των συγκεντρώσεων της πλειοψηφίας των δευτερευόντων στοιχείων και ιχνοστοιχείων βρίσκονται μεταξύ των ορίων των ανώτερων και κατώτερων τιμών στους γαιάνθρακες, όπως αυτές αναφέρονται από τους Seredin and Finkelman (2008) (Παράρτημα Α, Πίν. 5). Θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι τιμές για τον Hg πρέπει να θεωρούνται καθαρά ενδεικτικές, καθώς το συγκεκριμένο στοιχείο είναι αρκετά πτητικό και η μέθοδος που ακολουθήθηκε για τον προσδιορισμό του δεν είναι η πλέον ενδεδειγμένη. Επίσης από τον έλεγχο με βάση τις τιμές του πρότυπου δείγματος διαπιστώθηκε ότι η ανάκτηση του Cr δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική και επομένως και γι αυτό το στοιχείο οι τιμές πρέπει να θεωρηθούν καθαρά ενδεικτικές. Το B μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σημαντικό στοιχείο για το προσδιορισμό του παλαιοπεριβάλλοντος γένεσης των λιγνιτικών κοιτασμάτων, καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης παλαιοαλατότητας. Σύμφωνα με τους Goodarzi and Swaine (1994) όταν η συγκέντρωση του B <50 ppm, τότε οι γαιάνθρακες έχουν υποστεί την επίδραση γλυκού νερού κατά τη διαδικασία σχηματισμού της τύρφης. Όταν η περιεκτικότητα σε B κυμαίνεται από ppm, τότε έχουν υποστεί μία ελαφριά υφαλμύρυνση, ενώ όταν η περιεκτικότητα ξεπερνά τα 110 ppm έχουν υποστεί την επίδραση υφάλμυρων νερών. Η περιεκτικότητα του B στα δέκα δείγματα του λιγνίτη (ΝΠ1, ΝΠ2, ΝΠ3, ΝΠ4, ΝΠ5, Τ6-1, Τ6-2, Τ6-3, Τ6-4 και Τ6-5) είναι 79, 7, 23, 40, 58, 60, 27, 65, 67 και 67 ppm αντίστοιχα. Τα δείγματα ΝΠ2, ΝΠ3, ΝΠ4 και Τ6-2 δείχνουν καθαρά την επίδραση γλυκού νερού, ενώ αν και σύμφωνα με την παραπάνω ταξινόμηση κάποιες συγκεντρώσεις φαίνονται σχετικά αυξημένες, πιθανά αυτές οφείλονται στη συμμετοχή των ανοργάνων στρωμάτων και δεν σχετίζονται με την επίδραση 37

38 υφάλμυρων υδάτων, δεδομένου ότι η απόθεση πραγματοποιήθηκε σε ενδοηπειρωτική λεκάνη. Ο τρόπος σύνδεσης των κύριων στοιχείων, των δευτερευόντων στοιχείων και των ιχνοστοιχείων με το οργανικό ή το ανόργανο μέρος του λιγνίτη είναι σημαντικός, γιατί είναι δυνατόν να δώσει στοιχεία για την προέλευσή τους, αλλά και τη συμπεριφορά τους κατά την καύση. Η παραγοντική ανάλυση τύπου R αποτελεί χρήσιμο εργαλείο σε αυτήν την κατεύθυνση γιατί συνδέει τα αποτελέσματα των χημικών και ορυκτολογικών αναλύσεων παρέχοντας πληροφορίες για τον τρόπο σύνδεσης των στοιχείων με το οργανικό και το ανόργανο μέρος ενός γαιάνθρακα (Kalaitzidis and Christanis, 2002, Σιαβάλας, 2005, Chatziapostolou et al. 2006). Οι συγκεντρώσεις των κύριων στοιχείων, των δευτερευόντων στοιχείων και των ιχνοστοιχείων που αναλύθηκαν ανήχθησαν σε δείγμα ελεύθερο οργανικού υλικού καθώς αυτή η προσέγγιση δίνει πληροφορίες, οι οποίες ίσως «αποκρύπτονται», όταν οι συγκεντρώσεις αναφέρονται σε δείγμα «ως έχει». (Kalaitzidis and Christanis, 2002, Chatziapostolou et al. 2006). Στον ίδιο πίνακα συμπεριλήφθηκε τέφρα επί ξηρού θερμοκρασίας 750 ο C. Σύμφωνα με τα κριτήρια επιλογής παραγόντων (Παπαθεοδώρου, 2003) επλέχθηκε το τριπλό παραγοντικό μοντέλο, το οποίο εκφράζει το 89% της ολικής διακύμανσης. Σύμφωνα με τις τιμές των παραγοντικών φορτίσεων (Παράρτημα Α, Πίν. 6-7) προκύπτει ότι: Ο πρώτος παράγοντας εκφράζει το 60,6% της ολικής διακύμανσης των δεδομένων. Ο παράγων αυτός είναι μονοπολικός (έχει υψηλές θετικές τιμές). Υψηλές θετικές φορτίσεις παρουσιάζει στα στοιχεία K, Na, Ba, Be, Cd, Co, Cr, Cu, Fe, Li, Mo, Ni, Pb, Ga, Sr, V και Zn. Ο δεύτερος παράγοντας εκφράζει το 16,6% της ολικής διακύμανσης και παρουσιάζει υψηλές θετικές φορτίσεις στα στοιχεία B (0,943), Μο (0,657) και U (0,925) και αρνητική φόρτιση στην τέφρα (-0,963). Ο τρίτος παράγοντας εκφράζει το 11,8% της ολικής διακύμανσης και παρουσιάζει υψηλές θετικές φορτίσεις στα στοιχεία As (0,964) και Hg (0,788), ενώ παρουσιάζει υψηλές αρνητικές φορτίσεις στο στοιχείο Mn (-0,877). Ο πρώτος παράγοντας ομαδοποιεί τα στοιχεία K, Na, Ba, Be, Cd, Co, Cr, Cu, Fe, Li, Mo, Ni, Pb, Ga, Sr, V και Zn, που σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές (Querol et al.,1995, Vejahati et al. 2010) συμμετέχουν στη δομή των αργιλικών ορυκτών, των αστρίων και των σουλφιδίων. Αδιάφορα ως προς αυτόν τον παράγοντα (παραγοντική φόρτιση <0,2) εμφανίζονται τα στοιχεία As, Ag, B και Mn. O δεύτερος παράγοντας ομαδοποιεί το U, το Mo και το Β και εμφανίζει αρνητική φόρτιση στην τέφρα (-0,963). Το γεγονός αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία αυτά συνδέονται περισσότερο με το οργανικό μέρος του λιγνίτη. Ο τρίτος παράγοντας εκφράζει την αντιπάθεια μεταξύ As και Mn. Το μεν αρσενικό σύμφωνα με τους Yudovich and Ketris (2005) συμμετέχει συνήθως στη δομή του σιδηροπυρίτη. Αν και κατά την ορυκτολογική ανάλυση δεν διαπιστώθηκε η παρουσία σιδηροπυρίτη στα δείγματα, πρέπει να θωρηθεί παρών έστω και σε χαμηλές συγκεντρώσεις με βάση τα δεδομένα της μικροσκοπικής εξέτασης (Siavalas et al., 38

39 2004). Από την άλλη πλευρά το Mn εμφανίζει μια ποικιλία στον τρόπο σύνδεσής του στους γαιάνθρακες συμμετέχοντας στα ανθρακικά και αργιλικά ορυκτά, αλλά ακόμη και στη δομή των σουλφιδίων ή στο οργανικό υλικό (Finkelman, 1994). Ο παράγοντας αυτός είναι δυνατόν να εκφράζει την αντιπάθεια μεταξύ του λιγνίτη και των ανόργανων παρεμβολών στις τομές που μελετήθηκαν Εργαστηριακή Τέφρα Τα κύρια στοιχεία που συμμετέχουν σε όλα τα δείγματα εργαστηριακής τέφρας είναι τα K, Na, Fe (Παράρτημα Α, Πίν. 6 και 7). Δευτερεύοντα στοιχεία σε όλα τα δείγματα εργαστηριακής τέφρας αποτελούν τα Mn, Ni, Sr, ενώ το Β και το Ba εμφανίζουν μόνο στα ΝΠ1, ΝΠ4, ΝΠ5, Τ6-1, Τ6-3, Τ6-4, Τ6-5 για το πρώτο και στα δείγματα ΝΠ4, Τ6-4 και Τ6-5 για το δεύτερο. Στην κατηγορία των ιχνοστοιχείων ανήκουν τα στοιχεία Ag, As, Be, Cd, Co, Cu, Li, Mo, Pb, Ga, Se, U, Hg, Hf, Zn και το V. Παραγοντική ανάλυση τύπου R πραγματοποιήθηκε και στις συγκεντρώσεις των στοιχείων στην εργαστηριακή τέφρα. Στον ίδιο πίνακα συμπεριλήφθηκαν οι ποσοτικές αναλύσεις των ορυκτολογικών φάσεων. Για την παραγοντική ανάλυση επιλέχθηκαν δύο παράγοντες που καλύπτουν το 87,3% της ολικής διακύμανσης (Παράρτημα Α, Πίν. 8-9). Ο πρώτος παράγοντας εκφράζει το 70,9% της ολικής διακύμανσης. Υψηλές θετικές φορτίσεις (> 0,8) εμφανίζουν τα στοιχεία, K, Na, Ag, Ba, Cd, Co, Cr, Cu, Fe, Li, Ni, Pb, Ga, Sr, V, Zn και το Hf, τα οποία εμφανίζονται να συνδέονται με τα αργιλικά ορυκτά, ενώ εμφανίζουν αρνητικές φορτίσεις σε σχέση με τα προϊόντα διάσπασης του ασβεστίτη (οξείδιο του Ca και πορτλανδίτη). Ο δεύτερος παράγοντας εκφράζει το 16,2% της ολικής διακύμανσης. Τα στοιχεία που παρουσιάζουν υψηλές φορτίσεις (> 0,7) είναι τα As, B, Mn, Mo και U που εμφανίζονται να συνδέονται περισσότερο με τις δευτερογενείς φάσεις του ανυδρίτη, του αιματίτη και του περίκλαστου. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε αυτόν τον παράγοντα ομαδοποιούνται τα στοιχεία που εμφανίζουν σύνδεση με το οργανικό μέρος του λιγνίτη μαζί με το As και το Mn που είχαν αρνητική συσχέτιση στον λιγνίτη. Φαίνεται ότι ο σχηματισμός του ανυδρίτη και των άλλων δευτερογενών φάσεων είναι σημαντικός για τη δέσμευση των στοιχείων που εμφανίζουν σύνδεση με το οργανικό μέρος Συμπεριφορά των στοιχείων κατά την καύση: Πολλά από τα ιχνοστοιχεία που βρίσκονται στον αρχικό γαιάνθρακα, εξατμίζονται εν μέρει ή πλήρως κατά τη διάρκεια της καύσης. Ο βαθμός εξάτμισης καθορίζει το πόσο ένα στοιχείο μοιράζεται ανάμεσα στα στερεά υπολείμματα και τα αέρια που παράγονται. Η συμπεριφορά των στοιχείων κατά την καύση εξαρτάται από αρκετούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων είναι η θερμοκρασία και ο τρόπος καύσης, η συγκέντρωση του οξυγόνου στο μίγμα αέρα που χρησιμοποιείται, αλλά ο σημαντικότερος από αυτούς είναι ο τρόπος σύνδεσής τους στον γαιάνθρακα (Meij, 1994). Γενικά τα ιχνοστοιχεία στους γαιάνθρακες μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις ομάδες (Σχ. 12) σύμφωνα με τη συμπεριφορά τους κατά την καύση. Την πρώτη ομάδα αποτελούν τα στοιχεία που συγκεντρώνονται στα χονδρόκοκκα υπολείμματα ή 39

40 ισο-κατανέμονται μεταξύ αυτών και των πιο λεπτόκοκκων σωματιδίων. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα λιθόφιλα στοιχεία (π.χ. Ba, Ce, Cs, Mg, Mn και Th). Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν τα στοιχεία που εξατμίζονται κατά την καύση, αλλά συμπυκνώνονται στη συνέχεια. Η συγκέντρωσή τους αυξάνεται με τη μείωση του κοκκομετρικού μεγέθους των σωματιδίων, στα οποία συμμετέχουν και για το λόγο αυτό είναι πιθανή η διαφυγή τους από τις συσκευές συγκράτησης (π.χ. As, Cd, Cu, Pb, Sb, Se και Zn). Η τρίτη ομάδα αποτελείται από στοιχεία που είναι αρκετά πτητικά. Τα στοιχεία που ανήκουν σε αυτήν την ομάδα είναι το Br, Hg και το Ι. Αρκετά στοιχεία όπως το Cr, Ni, U και το V ανήκουν μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης ομάδας, ενώ το Se μεταξύ της δεύτερης και τρίτης ομάδας (Clarke and Sloss, 1992, Σιαβάλας, 2005). Οι Yan et al. (2001) πρότειναν ένα άλλο σύστημα ταξινόμησης των στοιχείων ανάλογα με την πτητικότητα. Μελετώντας τη συμπεριφορά 16 στοιχείων τα ταξινόμησαν σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα πτητικά στοιχεία, Hg και Tl, γιατί συμμετέχουν σχεδόν ολοκληρωτικά στην αέρια φάση. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει τα στοιχεία As, Cd, Cu, Pb και Zn, τα οποία εξατμίζονται σε ενδιάμεσες θερμοκρασίες και συμμετέχουν κυρίως στην ιπτάμενη τέφρα. Τα Co, Cr, Mn και V αποτελούν την τρίτη ομάδα, διότι εξατμίζονται δύσκολα και ισο-κατανέμονται μεταξύ της ιπτάμενης τέφρας και της τέφρας εστίας. Τέλος τα Sb, Sn, Se και Te μπορούν να ανήκουν μεταξύ της πρώτης και δεύτερης ομάδας ενώ το Ni βρίσκεται μεταξύ της δεύτερης και τρίτης ομάδας. Σχήμα 12: Συμπεριφορά των στοιχείων που περιέχονται στον λιγνίτη κατά την καύση (Clarke and Sloss, 1992). Οι παραπάνω μέθοδοι ομαδοποίησης παρουσιάζουν κάποια μειονεκτήματα, παρόλο που δίνουν χρήσιμες πληροφορίες για τη συμπεριφορά των διαφόρων στοιχείων κατά την καύση. Τα βασικότερα μειονεκτήματα είναι ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους τη διαφοροποίηση που παρουσιάζουν οι γαιάνθρακες ανά περιοχή, την περιεκτικότητα σε τέφρα, καθώς και τον τρόπο σύνδεσης των στοιχείων. 40

41 9.2 Συντελεστής εμπλουτισμού Ο Meij (1995) εισήγαγε την έννοια του συντελεστή εμπλουτισμού βασιζόμενος στο ότι η τέφρα που απομένει μετά την καύση του γαιάνθρακα περιέχει τα ίδια στοιχεία με τον αρχικό γαιάνθρακα, εμπλουτισμένα κατά κάποιον χ παράγοντα. Όπου: Ο συντελεστής εμπλουτισμού υπολογίζεται από την παρακάτω εξίσωση: Σ.Ε. = C A /C C x A/100 C A : η συγκέντρωση του στοιχείου στην τέφρα (ιπτάμενη ή εστίας) C C : η συγκέντρωση του στοιχείου στο ως έχει δείγμα γαιάνθρακα A: η επί τοις % κ.β. περιεκτικότητα σε τέφρα επί ξηρού του γαιάνθρακα. Ο Meij (1995) προτείνει τον διαχωρισμό των στοιχείων σε τρεις κύριες ομάδες ανάλογα με τις τιμές του συντελεστή εμπλουτισμού για κάθε στοιχείο στην ιπτάμενη τέφρα και στην τέφρα εστίας (Πίν. 13) Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα μη πτητικά, στη δεύτερη τα πτητικά αλλά συμπυκνώσιμα στοιχεία που συμμετέχουν στην ιπτάμενη τέφρα και στην τρίτη τα πτητικά στοιχεία που δεν συμπυκνώνονται και διαφεύγουν στην αέρια φάση. Η δεύτερη ομάδα διαχωρίζεται επιμέρους σε τρεις υποκατηγορίες ανάλογα με τον συντελεστή εμπλουτισμού στην παραγόμενη ιπτάμενη τέφρα. Στον παρακάτω πίνακα εμφανίζονται οι κατηγορίες πτητικότητας με βάση τον συντελεστή εμπλουτισμού στην ιπτάμενη τέφρα και την τέφρα εστίας. Πίνακας 13: Κατηγορίες πτητικότητας στοιχείων με βάση τους συντελεστές εμπλουτισμού στην ιπτάμενη τέφρα και την τέφρα εστίας (Meij, 1995). Κατηγορία Σ.Ε. τέφρας εστιας Σ.Ε. ιπτάμενης τέφρας Σ.Ε. παραγόμενης ιπτάμενης τέφρας Συμπεριφορά στοιχείων I <0,7 ~1 ~1 Μη πτητικά II c II b <0,7 <0,7 ~1 ~1 1, Πτητικά αλλά συμπυκνώσιμα. Συμμετέχουν στην ιπτάμενη τέφρα II a <0,7 ~1 >4 III <<1 <1 Πολύ πτητικά Εναλλακτικά, αντί για την ιπτάμενη τέφρα και την τέφρα εστίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εργαστηριακή τέφρα (Kalaitzidis et al., 2004, Chatziapostolou et al., 2006). Έτσι στην παρούσα εργασία με βάση τα αποτελέσματα των αναλύσεων που πραγματοποιήθηκαν στα δείγματα λιγνίτη και εργαστηριακής τέφρας (350 ο C, 550 ο C, 750 ο C 950 ο C) (Παράρτημα Α, Πίν. 8-9 & 12-17) υπολογίστηκαν οι συντελεστές εμπλουτισμού για κάθε στοιχείο σε όλες τις θερμοκρασίες. Οι υπολογισμοί αυτοί πραγματοποιήθηκαν με σκοπό να μελετηθεί η συμπεριφορά των 41

42 στοιχείων και των ιχνοστοιχείων με την αύξηση της θερμοκρασίας και να πραγματοποιηθεί μια σύγκριση μεταξύ των συντελεστών εμπλουτισμού (Παράρτημα Α, Πίν ). Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος, δηλαδή τον υπολογισμό του μέσου όρου του συντελεστή εμπλουτισμού για κάθε στοιχείο σε κάθε θερμοκρασία (Παράρτημα Α, Πίν ), προέκυψε ότι το Ba, το Ga, ο Pb και το Sr εμφανίζουν την πιο πτητική συμπεριφορά κατά την καύση σε αντίθεση με το As, το B, το Co, το Li, το Mn, το Ni, το U και το V, που φαίνεται να εμφανίζουν γενικά μη πτητική συμπεριφορά. Για ορισμένα στοιχεία διαπιστώθηκαν σχετικά μεγάλες αποκλίσεις των τιμών εμπλουτισμού από δείγμα σε δείγμα. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στην ετερογένεια των δειγμάτων και από αλλαγές στον τρόπο σύνδεσης των στοιχείων από δείγμα σε δείγμα. Στα Σχήματα 7-20 φαίνεται η διακύμανση του συντελεστή εμπλουτισμού κάθε δείγματος με την αύξηση της θερμοκρασίας (Σχ ). Από τους Πίνακες των συντελεστών εμπλουτισμού (Παράρτημα Α, Πίν ) και τα διαγράμματα σε κάθε θερμοκρασία, προκύπτει ότι η μείωση του συντελεστή εμπλουτισμού στους 750 ο C παρατηρείται στα δείγματα ΝΠ1, ΝΠ2, ΝΠ3, Τ6-1, Τ6-2 και Τ6-3, ενώ στα ΝΠ4, ΝΠ5, Τ6-4 και Τ6-5 αυτοί αυξάνονται. Τα στοιχεία που παρουσιάζουν αυτή τη συμπεριφορά είναι τα As, B, Co, Fe, Li, Mn, Mo, Ni, U και το V. Για τα περισσότερα από αυτά τα στοιχεία παρατηρείται πολύ χαμηλός συντελεστής εμπλουτισμού στους 350 C, γεγονός που υποδηλώνει την έντονη πτητικότητά τους μέχρι αυτήν τη θερμοκρασία. Αυτή οφείλεται είτε στο γεγονός ότι είναι συνδεδεμένα με το οργανικό μέρος του λιγνίτη είτε ότι συμμετέχουν στα αργιλικά ορυκτά και τον σιδηροπυρίτη, τα οποία έχουν ήδη αρχίσει να διασπώνται. Στους 550 C παρατηρείται σημαντική αύξηση του συντελεστή εμπλουτισμού. Μεταξύ των 350 και 550 C λαμβάνει χώρα ο σχηματισμός του μεγαλύτερου μέρους του ανυδρίτη, όπως διαπιστώθηκε από τα πειραματικά δεδομένα. Από τα αποτελέσματα της παραγοντικής ανάλυσης φαίνεται ότι τα περισσότερα από τα παραπάνω στοιχεία συνδέονται με τον ανυδρίτη, γεγονός που υποδεικνύει ότι ο σχηματισμός αυτού του ορυκτού παίζει σημαντικό ρόλο στην ελάττωση της πτητικότητας των συγκεκριμένων στοιχείων. Εξαίρεση στα παραπάνω αποτελούν το Ga, ο Pb και το Sr, τα οποία εμφανίζουν προοδευτική μείωση του συντελεστή εμπλουτισμού που οφείλεται στο γεγονός ότι συμμετέχουν σε φάσεις που διασπώνται ολοένα και περισσότερο με την αύξηση της θερμοκρασίας για τα δείγματα που είναι πλούσια σε ανθρακικά ορυκτά, ενώ στα δείγματα ΝΠ4, ΝΠ5, Τ6-4 και Τ6-5 εμφανίζουν αυξημένο συντελεστή εμπλουτισμού. Τα δείγματα αυτά περιέχουν καολινίτη, ο οποίος μετά την θερμοκρασία των 400 ο C μετατρέπεται σε ένα σχεδόν άμορφο υλικό, που ονομάζεται μετακαολινίτης και ίσως εξηγεί την ακινητοποίηση των στοιχείων αυτών σε υψηλές θερμοκρασίες. Στη θερμοκρασία των 750 C, όπως αναφέρθηκε, παρατηρείται ταπείνωση του συντελεστή εμπλουτισμού για τα στοιχεία As, B, Co, Fe, Li, Mn, Mo, Ni, U και το V. Αυτό είναι πιθανό να οφείλεται στο γεγονός ότι κάποια από αυτά τα στοιχεία συμμετέχουν στον ασβεστίτη, όμως για τα περισσότερα από αυτά προκύπτει διαφορετικός τρόπος σύνδεσης στον λιγνίτη. Από τις ορυκτολογικούς προσδιορισμούς προέκυψε ότι το κυρίαρχο ορυκτό, που συμμετέχει στα δείγματα αυτά, είναι ο ασβεστίτης (>80%). Η διάσπαση της μεγαλύτερης ποσότητας του 42

43 ασβεστίτη πραγματοποιείται στους 750 ο C (Πίν. 9 και 10) σχηματίζοντας οξείδιο του Ca και CO 2 σύμφωνα με την αντίδραση CaCO 3 CaO + CO 2. Η απελευθέρωση μεγάλης ποσότητας CO 2 είναι δυνατόν να μειώσει τοπικά και για μικρό χρονικό διάστημα τη συγκέντρωση οξυγόνου στο μίγμα αέρα που συμμετέχει στην καύση. Σύμφωνα με πειραματικά δεδομένα η μείωση της συγκέντρωσης του οξυγόνου στο μίγμα του αέρα που συμμετέχει στην καύση είναι ικανή να μεταβάλει προσωρινά τη συμπεριφορά κάποιων στοιχείων, αυξάνοντας την πτητικότητα τους (Helble et al., 1996, Apps, 2006). Το γεγονός ότι η ταπείνωση του συντελεστή εμπλουτισμού παρατηρείται μόνο στα δείγματα, που είναι πλούσια σε ασβεστίτη εξηγεί ικανοποιητικά αυτό το φαινόμενο, ενώ σε αυτά που επικρατούν τα πυριτικά ορυκτά, ο συντελεστής εμπλουτισμού παραμένει σχετικά σταθερός. Η συμπεριφορά των στοιχείων μεταβάλλεται και πάλι στους 950 ο C, όπως φαίνεται από την αύξηση του συντελεστή εμπλουτισμού σε αυτήν τη θερμοκρασία. Η μείωση της συγκέντρωσης οξυγόνου τοπικά στα δείγματα ΝΠ1, ΝΠ2, ΝΠ3, Τ6-1, Τ6-2 και Τ6-3 αποτελεί μία προσωρινή κατάσταση, έχοντας ως αποτέλεσμα τον εμπλουτισμό της τέφρας των 950 ο C στα στοιχεία As, B, Co, Li, Mn, Ni, U, V, Fe, Mo, Ga και το Sr. Επιπλέον φαίνεται ότι ο σχηματισμός των φάσεων υψηλής θερμοκρασίας δεν ευνοεί την περαιτέρω κινητοποίηση των ιχνοστοιχείων, καθώς αυτά πιθανά έχουν ήδη ανακατανεμηθεί σε δευτερογενείς φάσεις (κυρίως οξείδια και ανυδρίτης), οι οποίες είναι πιο σταθερές σε τόσο υψηλές θερμοκρασίες. Σχήμα 13: Διάγραμμα απεικόνισης του συντελεστή εμπλουτισμού του Pb σε σχέση με τη θερμοκρασία. 43

44 Σχήμα 14: Διάγραμμα απεικόνισης του συντελεστή εμπλουτισμού του Ga σε σχέση με τη θερμοκρασία. Σχήμα 15: θερμοκρασία. Διάγραμμα απεικόνισης του συντελεστή εμπλουτισμού του Sr σε σχέση με τη 44

45 Σχήμα 16: Διάγραμμα απεικόνισης του συντελεστή εμπλουτισμού του Ba σε σχέση με τη θερμοκρασία. Σχήμα 17: Διάγραμμα απεικόνισης του συντελεστή εμπλουτισμού του Fe σε σχέση με τη θερμοκρασία. 45

46 Σχήμα 18: Διάγραμμα απεικόνισης του συντελεστή εμπλουτισμού του Ba σε σχέση με τη θερμοκρασία. Σχήμα 19: Διάγραμμα απεικόνισης του συντελεστή εμπλουτισμού του As σε σχέση με τη θερμοκρασία. 46

47 Σχήμα 20: Διάγραμμα απεικόνισης του συντελεστή εμπλουτισμού του B σε σχέση με τη θερμοκρασία. Σχήμα 21: Διάγραμμα απεικόνισης του συντελεστή εμπλουτισμού του Co σε σχέση με τη θερμοκρασία. 47

48 Σχήμα 22 Διάγραμμα απεικόνισης του συντελεστή εμπλουτισμού του Li σε σχέση με τη θερμοκρασία. Σχήμα 23: Διάγραμμα απεικόνισης του συντελεστή εμπλουτισμού του Mn σε σχέση με τη θερμοκρασία. 48

49 Σχήμα 24: Διάγραμμα απεικόνισης του συντελεστή εμπλουτισμού του Ni σε σχέση με τη θερμοκρασία. Σχήμα 25: Διάγραμμα απεικόνισης του συντελεστή εμπλουτισμού του U σε σχέση με τη θερμοκρασία. 49

50 Σχήμα 26: Διάγραμμα απεικόνισης του συντελεστή εμπλουτισμού του V σε σχέση με τη θερμοκρασία. Μία άλλη μέθοδος ταξινόμησης των ιχνοστοιχείων ανάλογα με την πτητικότητά τους λαμβάνει υπόψη της το οργανικό μέρος, που παραμένει στην τέφρα εστίας και την ιπτάμενη τέφρα. Η μέθοδος αυτή προτάθηκε από τον Egorov et al. (1979) και ουσιαστικά παρουσιάζει έναν άλλο συντελεστή, που καλείται παράγοντας ισορροπίας και υπολογίζεται από τη σχέση: Όπου: Π.Ι. = [(C FA X K 1 )+(C BA X K 2 ) C FC ] / C FC X 100 C FA : η συγκέντρωση ενός στοιχείου στην ιπτάμενη τέφρα ανηγμένη σε δείγμα ελεύθερου οργανικού υλικού C BA : η συγκέντρωση του στοιχείου στην τέφρα εστίας ανηγμένη σε δείγμα ελεύθερου οργανικού υλικού, C FC : η συγκέντρωση του στοιχείου στον αρχικό γαιάνθρακα ανηγμένη σε δείγμα ελεύθερου οργανικού υλικού, K 1 : συντελεστής που εξαρτάται από το ποσοστό ιπτάμενης τέφρας που παράγεται, K 2 : συντελεστής που εξαρτάται από το ποσοστό τέφρας εστίας που παράγεται από ένα ατμοηλεκτρικό σταθμό. (Κ 1 + Κ 2 = 1) 50

51 Οι τιμές του παράγοντα ισορροπίας (Π.Ι.) μπορούν να είναι και θετικές και αρνητικές και αναφέρονται σε ποσοστά επί τοις %. Τα στοιχεία που παρουσιάζουν τιμές παράγοντα ισορροπίας κοντά στο μηδέν σύμφωνα με τους Vassilev et al. (2005) θεωρούνται ισορροπημένα, ενώ όσο αυξάνεται ο παράγοντας ισορροπίας, αυξάνεται και η ανισορροπία ενός στοιχείου. Τα στοιχεία που παρουσιάζουν αρνητικές τιμές του Π.Ι. γενικά θεωρούνται πτητικά σε αντίθεση με αυτά, που παρουσιάζουν θετικές τιμές και θεωρούνται μη πτητικά. Η μέθοδος αυτή παρέχει περισσότερο πληροφορίες για τη σύγκριση των στοιχείων μεταξύ τους και όχι για την απόλυτη εκτίμηση της συμπεριφοράς τους. Οι Π.Ι. υπολογίστηκαν για τα δείγματα λιγνίτη και τις εργαστηριακές τέφρες των 350 ο C, των 550 ο C, των 750 ο C, 950 ο C. Στη θερμοκρασία των 350 ο C αρνητική ανισορροπία εμφανίζουν τα Hg> Ba> Sr> Ga> Pb> Hf, ενώ θετική τα στοιχεία Cr> Cd> Zn> B> Mo> V> As> Co> Mn> Ni> Cu> U >Li. Ισορροπημένη συμπεριφορά παρουσιάζουν ο Fe, ο Ag και το Be (Σχ. 27). Στις εργαστηριακές τέφρες των 550 ο C πτητική συμπεριφορά κατά την καύση εμφανίζουν τα στοιχεία Hg> Hf> Ba> Pb> Sr> Ga> Ag> Zn> Fe> Be> Li> Ni σε αντίθεση με τα Cr> Cd> B> As> V, που παρουσιάζουν μη πτητική συμπεριφορά. Τιμές κοντά στο μηδέν παρουσιάζουν το Co, Cu, Mn, Mo και το U (Σχ. 28). Όσον αφορά στις εργαστηριακές τέφρες των 750 ο C, τα στοιχεία που παρουσιάζουν αρνητική ισορροπία είναι τα Hg> Ba> Hf> Pb> Sr> Ga> Fe> Be> Ag> Li> Zn> Mn> Ni> Co και το U. Τα As, Cu, Mo και V θεωρούνται ισορροπημένα, ενώ το B< Cd< Cr με σειρά αυξανόμενου Π.Ι. εμφανίζουν θετική ανισορροπία (Σχ. 29). Στη θερμοκρασία των 950 ο C αρνητική ισορροπία εμφανίζουν τα Hg> Ba> Hf> Sr> Ga> Fe> Be> Ag> Li> Mn> Zn> Ni> Co> U, ενώ θετικές τιμές του Π.Ι. τα στοιχεία Cr> Cd> B> Cu> As. Ισορροπημένη συμπεριφορά παρουσιάζουν το Mo και το V (Σχ. 30). Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα του συντελεστή εμπλουτισμού και του παράγοντα ισορροπίας προκύπτει ότι τα Ba, Pb, Ga και Sr παρουσιάζουν πτητική συμπεριφορά κατά την καύση του λιγνίτη σε αντίθεση με το As, Cu, Co, Mo, Zn, Mn, Ni, U, Li, B, Ag και V, που συμπεριφέρονται ως μη πτητικά στοιχεία και εμπλουτίζουν την εργαστηριακή τέφρα. Ωστόσο ο Fe παρουσιάζει μια ελαφρώς πτητική συμπεριφορά κατά την καύση. Όπως έχει αναφερθεί παραπάνω τα δείγματα ΝΠ1, ΝΠ2 και ΝΠ3 χαρακτηρίζονται από ανθρακικά ορυκτά (κυριαρχεί ο ασβεστίτης με >86%), ενώ το ΝΠ4 από πυριτικά κυρίως ορυκτά. Το ΝΠ5 εμφανίζει ενδιάμεση σύσταση. Παρατηρώντας τα διαγράμματα των παραγόντων ισορροπίας παρατηρούνται κάποιες ομοιότητες και κάποιες διαφοροποιήσεις. Στα ΝΠ1, ΝΠ2, ΝΠ3 τα στοιχεία Ba, Fe, Li, Pb, Ga, Sr και το V παρουσιάζουν πτητική συμπεριφορά κατά την καύση με την αύξηση της θερμοκρασίας. Ωστόσο στο δείγμα ΝΠ4 η συμπεριφορά αυτή διαφοροποιείται εν μέρει, καθώς πλην του V, τα υπόλοιπα έξι στοιχεία στη θερμοκρασία των 350 ο C παρουσιάζουν μη πτητική συμπεριφορά η οποία στη συνέχεια με την αύξηση της θερμοκρασίας μεταπίπτει σε πτητική. Το δείγμα ΝΠ5 παρουσιάζει μικτή εικόνα γι αυτά τα στοιχεία. Τα στοιχεία Ba, Ga και Sr 51

52 παρουσιάζουν τη συμπεριφορά των δειγμάτων ΝΠ1, ΝΠ2, ΝΠ3 σε αντίθεση με τα Pb, Fe, Li που εμφανίζουν τη συμπεριφορά του ΝΠ4. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές (Querol et al., 1995, Vejahati et al, 2010) τα Ba, Li, Pb, Ga, Sr και το V μπορούν να συνδέονται με τα αργιλικά ορυκτά, ενώ η ίδια συμπεριφορά του V με το Β που παρατηρείται στο δείγμα ΝΠ5 μπορεί να οφείλεται στη συνύπαρξή τους στο οργανικό υλικό. Επιπροσθέτως η κοινή συμπεριφορά του As και του Hg στα δείγματα ΝΠ1 και ΝΠ2 οφείλεται πιθανώς στον σιδηροπυρίτη (Finkelman, 1995). Στα ΝΠ2 και ΝΠ3 παρατηρείται πτητική συμπεριφορά κατά την καύση μεταξύ των Fe, Ni, Pb, τα οποία είναι δυνατόν να συνδέονται με θειούχες ενώσεις του σιδήρου. Στα δείγματα που προέρχονται από τον Τομέα 6 τα στοιχεία Pb, Ga και Sr παρουσιάζουν πτητική συμπεριφορά κατά την καύση και πιθανώς σύμφωνα με τους ερευνητές (Finkelman, 1995, Querol et al. 1995, Vejahati et al., 2010) αυτά τα ορυκτά συνδέονται με τα αργιλικά ορυκτά. Στα δείγματα Τ6-3 και T6-4 αναγνωρίστηκε κοινή πτητική συμπεριφορά μεταξύ των Ni, V και Li που είναι δυνατόν να συμμετέχουν και αυτά στα αργιλικά ορυκτά. Επιπλέον αναγνωρίστηκε η κοινή συμπεριφορά στα δείγματα Τ6-4 και Τ6-5 κατά την καύση μεταξύ των Ni, Co, Zn και Pb, που σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παραγοντικής τα στοιχεία αυτά συνδέονται με τα αργιλικά ορυκτά. 52

53 Σχήμα 27: Παράγοντες ισορροπίας των ιχνοστοιχείων στην θερμοκρασία των 350 ο C (Νότιο Πεδίο). 53

54 Σχήμα 28: Παράγοντες ισορροπίας των ιχνοστοιχείων στην θερμοκρασία των 350 ο C (Τομέας 6). 54

Κεφάλαιο 2: Γαιάνθρακες (Ορυκτοί Άνθρακες)

Κεφάλαιο 2: Γαιάνθρακες (Ορυκτοί Άνθρακες) Ενεργειακές Πηγές & Ενεργειακές Πρώτες Ύλες Κεφάλαιο 2: Γαιάνθρακες (Ορυκτοί Άνθρακες) Κίμων Χρηστάνης Τομέας Ορυκτών Πρώτων Υλών Τμήμα Γεωλογίας Πανεπιστήμιο Πατρών christan@upatras.gr Τι είναι τύρφη

Διαβάστε περισσότερα

Energy resources: Technologies & Management

Energy resources: Technologies & Management Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας Energy resources: Technologies & Management Ελληνικοί Ορυκτοί Άνθρακες Δρ. Γεώργιος Σκόδρας Αν. Καθηγητής Κοιτασματολογία του λιγνίτη Η έρευνα των λιγνιτών στην Ελλάδα Αποθέματα

Διαβάστε περισσότερα

ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Σ' όλα τα επίπεδα και σ' όλα τα περιβάλλοντα, η χηµική αποσάθρωση εξαρτάται οπό την παρουσία νερού καθώς και των στερεών και αερίων

ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Σ' όλα τα επίπεδα και σ' όλα τα περιβάλλοντα, η χηµική αποσάθρωση εξαρτάται οπό την παρουσία νερού καθώς και των στερεών και αερίων ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Η αποσάθρωση ορίζεται σαν η διάσπαση και η εξαλλοίωση των υλικών κοντά στην επιφάνεια της Γης, µε τοσχηµατισµό προιόντων που είναι σχεδόν σε ισορροπία µε τηνατµόσφαιρα, την υδρόσφαιρα και τη

Διαβάστε περισσότερα

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ 2. 2.1 ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται συνοπτικά το Γεωλογικό-Σεισμοτεκτονικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής του Π.Σ. Βόλου - Ν.Ιωνίας. Η ευρύτερη περιοχή της πόλης του

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ: Περιβαλλοντικά Συστήματα

ΜΑΘΗΜΑ: Περιβαλλοντικά Συστήματα ΜΑΘΗΜΑ: Περιβαλλοντικά Συστήματα ΔΙΔΑΣΚΩΝ: Καθ. Γεώργιος Χαραλαμπίδης ΤΜΗΜΑ: Μηχανικών Περιβάλλοντος & Μηχανικών Αντιρρύπανσης 1 Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative

Διαβάστε περισσότερα

Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών. Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση

Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών. Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση Ηλίας Χατζηθεοδωρίδης, 2011 Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση Αποσάθρωση (weathering) προϋπαρχόντων

Διαβάστε περισσότερα

Λιθοστρωματογραφία. Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων

Λιθοστρωματογραφία. Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων Λιθοστρωματογραφία Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων σε ΕΝΟΤΗΤΕΣ με βάση τα λιθολογικά τους χαρακτηριστικά (σύσταση, χρώμα, στρώσεις, υφή,

Διαβάστε περισσότερα

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά Ε ΑΦΟΣ Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Έδαφος Το έδαφος σχηµατίζεται από τα προϊόντα της αποσάθρωσης των πετρωµάτων του υποβάθρου (µητρικό πέτρωµα) ή των πετρωµάτων τω γειτονικών

Διαβάστε περισσότερα

Εισήγηση: Η εκµετάλλευση του λιγνίτη στην Ελλάδα µε οικονοµικά και περιβαλλοντικά κριτήρια. Σηµερινή κατάσταση-προοπτικές

Εισήγηση: Η εκµετάλλευση του λιγνίτη στην Ελλάδα µε οικονοµικά και περιβαλλοντικά κριτήρια. Σηµερινή κατάσταση-προοπτικές Εισήγηση: Η εκµετάλλευση του λιγνίτη στην Ελλάδα µε οικονοµικά και περιβαλλοντικά κριτήρια. Σηµερινή κατάσταση-προοπτικές Από ΚΩΝ. Β. ΚΑΒΟΥΡΙ Η Γενικό ιευθυντή ορυχείων ΕΗ Α.Ε. Αναπληρωτή Καθηγητή Πολυτεχνείου

Διαβάστε περισσότερα

Προοπτικές CCS στην Ελλάδα

Προοπτικές CCS στην Ελλάδα ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΙΚΤΥΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ-Β ΚΥΚΛΟΣ» ΕΡΓΟ «ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΥΝΑΜΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΙΟΞΕΙ ΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ ΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ»

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ Ο.ΑΝ.Α.Κ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ Σ.Ν. ΠΑΡΙΤΣΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΙΟΥΝΙΟΣ 2001

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ Ν.Α. ΚΟΖΑΝΗΣ

ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ Ν.Α. ΚΟΖΑΝΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΗΚΗ Εργ. Έρευνας Παθήσεων από το Περιβάλλον ΓΝ. «Γ. Παπανικολάου», Εξοχή, 57010 Θεσσαλονίκη Τηλ. 2310992363, Fax. 2313307316 Διευθυντής: Καθηγητής

Διαβάστε περισσότερα

Stratigraphy Στρωματογραφία

Stratigraphy Στρωματογραφία Stratigraphy Στρωματογραφία τι είναι η στρωματογραφία? είναι ο κλάδος της γεωλογίας που ασχολείται με την μελέτη των στρωμένων πετρωμάτων στον χώρο και στο χρόνο. branch of geology dealing with stratified

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ 2009

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ 2009 ΜΑΘΗΜΑ: ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΕΣ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ (Γ 0101) ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ 2009 ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Μ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΗΣ Δρ. Δ. ΑΛΕΞΑΚΗΣ & Χ. ΒΑΣΙΛΑΤΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στα πλαίσια αναβάθμισης του προγράμματος σπουδών του Τμήματός μας, το

Διαβάστε περισσότερα

Δασική Εδαφολογία. Ορυκτά και Πετρώματα

Δασική Εδαφολογία. Ορυκτά και Πετρώματα Δασική Εδαφολογία Ορυκτά και Πετρώματα Ορισμοί Πετρώματα: Στερεά σώματα που αποτελούνται από συσσωματώσεις ενός ή περισσοτέρων ορυκτών και σχηματίζουν το στερεό φλοιό της γης Ορυκτά Τα ομογενή φυσικά συστατικά

Διαβάστε περισσότερα

η βελτίωση της ποιότητας του αέρα στα κράτη µέλη της ΕΕ και, ως εκ τούτου, η ενεργός προστασία των πολιτών έναντι των κινδύνων για την υγεία που

η βελτίωση της ποιότητας του αέρα στα κράτη µέλη της ΕΕ και, ως εκ τούτου, η ενεργός προστασία των πολιτών έναντι των κινδύνων για την υγεία που Τεχνολογίες ελέγχου των εκποµπών των Συµβατικών Ατµοηλεκτρικών Σταθµών (ΣΑΗΣ) µε καύσιµο άνθρακα ρ. Αντώνιος Τουρλιδάκης Τµ. Μηχανολόγων Μηχανικών, Πανεπιστήµιο υτικής Μακεδονίας Τύποι εκποµπών που εκλύονται

Διαβάστε περισσότερα

ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ

ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Χημική αποσάθρωση Διάσπαση και εξαλλοίωση υλικών κοντά στην επιφάνεια της γης Σχηματισμός προϊόντων κοντά σε κατάσταση χημικής ισορροπίας με την ατμόσφαιρα,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΟΡΥΚΤΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΟΡΓΑΝΗΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΠΕΤΡΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΟΡΥΚΤΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΟΡΓΑΝΗΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΠΕΤΡΟΓΡΑΦΙΑΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΟΡΥΚΤΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΟΡΓΑΝΗΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΠΕΤΡΟΓΡΑΦΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΟΡΓΑΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΝΟΡΓΑΝΟΥ ΘΕΙΟΥ ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ανάπτυξη νέας γενιάς σταθµών Ηλεκτροπαραγωγής

Ανάπτυξη νέας γενιάς σταθµών Ηλεκτροπαραγωγής ΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε. Ανάπτυξη νέας γενιάς σταθµών Ηλεκτροπαραγωγής υνατότητες προσαρµογής υφιστάµενων Μονάδων ΕΗ I. ΚΟΠΑΝΑΚΗΣ Α. ΚΑΣΤΑΝΑΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΥΝΑΜΙΚΟ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗ.

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΞΙΝΗΣ ΒΡΟΧΗΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΞΙΝΗΣ ΒΡΟΧΗΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ !Unexpected End of Formula l ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΞΙΝΗΣ ΒΡΟΧΗΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Παραδεισανός Αδάμ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η εργασία αυτή εκπονήθηκε το ακαδημαϊκό έτος 2003 2004 στο μάθημα «Το πείραμα στη

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗΣ ΒΙΟΜΑΖΑΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΗΛΙΑΝΘΟΥ

ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗΣ ΒΙΟΜΑΖΑΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΗΛΙΑΝΘΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗΣ ΒΙΟΜΑΖΑΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΗΛΙΑΝΘΟΥ Ιορδανίδης Ανδρέας, Βασιλειάδου Αγάπη, Ασβεστά Αργυρώ, Κόιος Κύρος, Κουμτσίδης Κωνσταντίνος και Κολιογιάννης-Κουτμηρίδης Θεμιστοκλής

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΤΕΡΕΩΝ ΚΑΙ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΣΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΤΕΡΕΩΝ ΚΑΙ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΣΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΤΕΡΕΩΝ ΚΑΙ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΣΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Ενότητα 12: Βιομηχανική ρύπανση- Υγρά βιομηχανικά απόβλητα και διάθεση αυτών (Μέρος 1 ο ) Ζαγγανά Ελένη Σχολή : Θετικών Επιστημών Τμήμα : Γεωλογίας

Διαβάστε περισσότερα

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΒΩΞΙΤΕΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΒΩΞΙΤΩΝ Το 1844 ο Γάλλος επιστήμονας Dufrenoy χαρακτήρισε το ορυκτό που μελετήθηκε το 1821 απο το Γάλλο χημικός Berthier στο χωριό Les Baux, της Ν. Γαλλίας ως

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΗ: Λιγνιτωρυχείο Πτολεμαΐδας. Ο πλούτος του υπεδάφους της Ελληνικής γης

ΔΕΗ: Λιγνιτωρυχείο Πτολεμαΐδας. Ο πλούτος του υπεδάφους της Ελληνικής γης ΔΕΗ: Λιγνιτωρυχείο Πτολεμαΐδας Ο πλούτος του υπεδάφους της Ελληνικής γης Η εκμετάλλευση του λιγνίτη Ο λιγνίτης αποτελεί την κατεξοχήν ενεργειακή πρώτη ύλη της Ελλάδας και τη βάση των αναπτυξιακών

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Ενότητα 4: Γεωχημικά θερμόμετρα, Εφαρμογές της γεωχημείας στην αναζήτηση κοιτασμάτων, Πρωτογενές και Δευτερογενές Περιβάλλον Χαραλαμπίδης Γεώργιος Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Κύρια είδη ιζηµατογενών πετρωµάτων Tα ιζηµατογενή πετρώµατα σχηµατίζονται από τα υλικά αποσάθρωσης όλων των πετρωµάτων, που βρίσκονται στην επιφάνεια της γης κάτω

Διαβάστε περισσότερα

Χρονική σχέση με τα φιλοξενούντα πετρώματα

Χρονική σχέση με τα φιλοξενούντα πετρώματα 1 Χρονική σχέση με τα φιλοξενούντα πετρώματα Συγγενετικές ανωμαλίες: Προκύπτουν συγχρόνως με το σχηματισμό των πετρωμάτων Επιγενετικές ανωμαλίες: Έπονται του φιλοξενούντος πετρώματος, τροποποιούν την ορυκτολογική

Διαβάστε περισσότερα

Παράρτημα καυσίμου σελ.1

Παράρτημα καυσίμου σελ.1 Παράρτημα καυσίμου σελ.1 Περιγραφές της σύστασης καύσιμης βιομάζας Η βιομάζα που χρησιμοποιείται σε ενεργειακές εφαρμογές μπορεί να προέρχεται εν γένει από δέντρα ή θάμνους (ξυλώδης ή λιγνο-κυτταρινούχος

Διαβάστε περισσότερα

Μεταφορά Πρότυπο διασποράς. Ευκίνητη φάση. Περιβάλλον κινητοποίησης στοιχείων. Περιβάλλον απόθεσης στοιχείων

Μεταφορά Πρότυπο διασποράς. Ευκίνητη φάση. Περιβάλλον κινητοποίησης στοιχείων. Περιβάλλον απόθεσης στοιχείων Ευκίνητη φάση Μεταφορά Πρότυπο διασποράς Περιβάλλον κινητοποίησης στοιχείων Περιβάλλον απόθεσης στοιχείων ΣΤΑΔΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΒΑΘΟΥΣ ΠΕΡΒΑΛΛΟΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΣ Διάχυση μετάλλων σε περιβάλλοντα πετρώματα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ. Αριάδνη Αργυράκη

ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ. Αριάδνη Αργυράκη ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ Αριάδνη Αργυράκη Περιεχόμενα 2 1. ΟΡΙΣΜΟΣ- ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΙΑΓΕΝΕΣΗΣ 2. ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ 3. ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ 4. ΔΙΑΓΕΝΕΣΗ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΠΗΛΟΥ ΔΙΑΓΕΝΕΣΗ / ΟΡΙΣΜΟΣ & ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Ενότητα 5: Δευτερογενής Διασπορά, Κυριότερες γεωχημικές μεθόδοι Αναζήτησης Κοιτασμάτων, Σχεδιασμός και δειγματοληψία Χαραλαμπίδης Γεώργιος Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος και Μηχανικών

Διαβάστε περισσότερα

Έδαφος Αποσάθρωση - τρεις φάσεις

Έδαφος Αποσάθρωση - τρεις φάσεις Δρ. Γεώργιος Ζαΐμης Έδαφος Αποσάθρωση - τρεις φάσεις Στερεά (ανόργανα συστατικά οργανική ουσία) Υγρή (εδαφικό διάλυμα) Αέρια ( εδαφικός αέρας) Στερεά αποσάθρωση πετρωμάτων αποσύνθεση φυτικών και ζωικών

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΟΛΟ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΗΜΕΡΑ ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ 24% ΥΔΡΟΗΛΕΚΤΡΙΚΑ 25% ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ 6% ΛΙΓΝΙΤΗΣ 45%

ΣΥΝΟΛΟ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΗΜΕΡΑ ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ 24% ΥΔΡΟΗΛΕΚΤΡΙΚΑ 25% ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ 6% ΛΙΓΝΙΤΗΣ 45% Παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα Εισαγωγική γ εισήγηση η της Μόνιμης Επιτροπής Ενέργειας του ΤΕΕ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΜΙΓΜΑ ΣΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ Ορυκτά καύσιμα που μετέχουν σήμερα

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ. Αριάδνη Αργυράκη

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ. Αριάδνη Αργυράκη ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Αριάδνη Αργυράκη ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Αναλυτική χημεία και γεωεπιστήμες 2. Ταξινόμηση μεθόδων ανάλυσης 3. Επιλογή μεθόδων ανάλυσης ΟΡΙΣΜΟΣ- ΣΤΟΧΟΙ Αναλυτική Γεωχημεία εφαρμογή της Αναλυτικής

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΕΡΕΑ ΚΑΥΣΙΜΑ. Πτητικά συστατικά, που περιέχουν ως κύριο συστατικό το φωταέριο Στερεό υπόλειμμα, δηλαδή το κώκ

ΣΤΕΡΕΑ ΚΑΥΣΙΜΑ. Πτητικά συστατικά, που περιέχουν ως κύριο συστατικό το φωταέριο Στερεό υπόλειμμα, δηλαδή το κώκ ΣΤΕΡΕΑ ΚΑΥΣΙΜΑ (Απόσπασμα από το βιβλίο ΚΑΥΣΙΜΑ-ΛΙΠΑΝΤΙΚΑ του Ευγενιδείου) 11.1 Είδη Στερεών Καυσίμων Τα στερεά καύσιμα διακρίνονται σε δυο κατηγορίες: Τα φυσικά στερεά καύσιμα (γαιάνθρακες, βιομάζα) Τα

Διαβάστε περισσότερα

Προοπτικές ηλεκτροπαραγωγής και χρησιμοποίησης εναλλακτικών καυσίμων στη Δυτική Μακεδονία

Προοπτικές ηλεκτροπαραγωγής και χρησιμοποίησης εναλλακτικών καυσίμων στη Δυτική Μακεδονία Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε. Προοπτικές ηλεκτροπαραγωγής και χρησιμοποίησης εναλλακτικών καυσίμων στη Δυτική Μακεδονία Φλώρινα, 26 Μαΐου 2010 Χ. Παπαπαύλου, Σ. Τζιβένης, Δ. Παγουλάτος, Φ. Καραγιάννης

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΑ. Β) Τι ονομάζουμε μαζικό αριθμό ενός στοιχείου και με ποιο γράμμα συμβολίζεται;

ΓΕΩΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΑ. Β) Τι ονομάζουμε μαζικό αριθμό ενός στοιχείου και με ποιο γράμμα συμβολίζεται; ΓΕΩΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΑ Α) Τι ονομάζουμε ατομικό αριθμό ενός στοιχείου και με ποιο γράμμα συμβολίζεται; Β) Τι ονομάζουμε μαζικό αριθμό ενός στοιχείου και με ποιο γράμμα συμβολίζεται; Γ) Πως συμβολίζεται

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνική Έκθεση Υδροχημικών Αναλύσεων Περιοχής Ζυγού Άρτας

Τεχνική Έκθεση Υδροχημικών Αναλύσεων Περιοχής Ζυγού Άρτας Τεχνική Έκθεση Υδροχημικών Αναλύσεων Περιοχής Ζυγού Άρτας Ιανουάριος 2016 1 Την 16.08.2015 με ευθύνη του συλλόγου του Χωριού Ζυγός Άρτας, έγινε δειγματοληψία νερού από: το δίκτυο ύδρευσης του χωριού (από

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ

ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΤΟΥ ΤΟΥ ΛΙΓΝΙΤΗ ΣΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ Περιβαλλοντικές πιέσεις στο λεκανοπέδιο Αμυνταίου από Ατμοηλεκτρικούς Σταθμούς και ορυχεία Θεοδωρίδης Κωνσταντίνος Πολιτικός

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 3: Ορυκτοί Υδρογονάνθρακες 7/3/2016. Ποιοι είναι οι ορυκτοί HC. Ποιοι θαλάσσιοι οργανισμοί. Τι είναι ορυκτός υδρογονάνθρακας (HC)

Κεφάλαιο 3: Ορυκτοί Υδρογονάνθρακες 7/3/2016. Ποιοι είναι οι ορυκτοί HC. Ποιοι θαλάσσιοι οργανισμοί. Τι είναι ορυκτός υδρογονάνθρακας (HC) Ενεργειακές Πηγές & Ενεργειακές Πρώτες Ύλες Ποιοι είναι οι ορυκτοί HC Οι συνηθέστεροι είναι: Κεφάλαιο 3: Το αργό πετρέλαιο Το φυσικό αέριο Ορυκτοί Υδρογονάνθρακες ΑΛΛΑ στη φύση απαντάται και μια σειρά

Διαβάστε περισσότερα

Χάρτης εκμεταλλεύσιμων

Χάρτης εκμεταλλεύσιμων Λ ιγνιτικό Κ έντρο υτικής Μ ακεδονίας Χρήστος Δαβάκος Διευθυντής ΛΚΔΜ ΔEH A.E./ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΥΧΕΙΩΝ ΛΙΓΝΙΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Χάρτης εκμεταλλεύσιμων Λιγνιτικών Κοιτασμάτων Δυτική Μακεδονία

Διαβάστε περισσότερα

Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος

Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος Δρ. Γεώργιος Ζαΐμης Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος Κύριες διαδικασίες: 1) Αποσάθρωση 1) Μετακίνηση Έκπλυση

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Χριστίνα Στουραϊτη

ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Χριστίνα Στουραϊτη 1 ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Χριστίνα Στουραϊτη ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑΣ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2016-2017 ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΗΜ/ΝΙΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ 1 η Τετ 22/2/17 Εισαγωγή-

Διαβάστε περισσότερα

Υλικά και τρόπος κατασκευής χωμάτινων φραγμάτων

Υλικά και τρόπος κατασκευής χωμάτινων φραγμάτων Τμήμα Δασολογίας & Διαχείρισης Περιβάλλοντος & Φυσικών Πόρων Εργαστήριο Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων και Διαχείρισης Κινδύνου Προπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών Υλικά και τρόπος κατασκευής χωμάτινων φραγμάτων

Διαβάστε περισσότερα

GEOCHEMISTRY OF MAJOR AND MINOR ELEMENTS FROM SURFACE SEDIMENTS OF LAKONIKOS GULF, GREECE

GEOCHEMISTRY OF MAJOR AND MINOR ELEMENTS FROM SURFACE SEDIMENTS OF LAKONIKOS GULF, GREECE ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΧΗΜΙΚΗ-ΓΕΩΧΗΜΙΚΗ ΡΥΠΑΝΣΗ ΠΑΡΑΚΤΙΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ GEOCHEMISTRY OF MAJOR AND MINOR ELEMENTS FROM SURFACE SEDIMENTS OF LAKONIKOS GULF, GREECE Karageorgis, A.P., Kanellopoulos, Th.D., Papageorgiou,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Ενότητα 6: Βιογεωχημεία και Ανθρωπογενείς Επιδράσεις στο Περιβάλλον Χαραλαμπίδης Γεώργιος Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος και Μηχανικών Αντιρρύπανσης Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

2 ο Κεφάλαιο: Πετρέλαιο - Υδρογονάνθρακες

2 ο Κεφάλαιο: Πετρέλαιο - Υδρογονάνθρακες 2 ο Κεφάλαιο: Πετρέλαιο - Υδρογονάνθρακες Δημήτρης Παπαδόπουλος, χημικός Βύρωνας, 2015 Καύσιμα - καύση Τα καύσιμα είναι υλικά που, όταν καίγονται, αποδίδουν σημαντικά και εκμεταλλεύσιμα ποσά θερμότητας.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΟΜΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΤΣΙΜΕΝΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

ΠΡΟΟΜΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΤΣΙΜΕΝΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΠΡΟΟΜΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΤΣΙΜΕΝΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ Φωτ.: Κατά FLSmidth 1 ΠΡΟ-ΟΜΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΗ - Εισαγωγή Είναι γνωστό ότι στην παραγωγική διαδικασία του κλίνκερ τσιμέντου, εκτός των άλλων, σημαντικότατη επίδραση έχουν

Διαβάστε περισσότερα

1. Δειγματοληψία. 2. Μέθοδοι ανάλυσης γεωχημικών δειγμάτων. 3. Στατιστική επεξεργασία - αποτίμηση. αποτελεσμάτων

1. Δειγματοληψία. 2. Μέθοδοι ανάλυσης γεωχημικών δειγμάτων. 3. Στατιστική επεξεργασία - αποτίμηση. αποτελεσμάτων ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΡΓΥΡΑΚΗ 1 1. Δειγματοληψία 2. Μέθοδοι ανάλυσης γεωχημικών δειγμάτων 3. Στατιστική επεξεργασία - αποτίμηση αποτελεσμάτων 2 ΣΤΑΔΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΓΕΩΧΗΜΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ 1.ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ: - Καθορισμός

Διαβάστε περισσότερα

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση Δασική Εδαφολογία Εδαφογένεση Σχηματισμός της στερεάς φάσης του εδάφους Η στερεά φάση του εδάφους σχηματίζεται από τα προϊόντα της αποσύνθεσης των φυτικών και ζωικών υπολειμμάτων μαζί με τα προϊόντα της

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη Οι υδρίτες (εικ. 1) είναι χημικές ενώσεις που ανήκουν στους κλειθρίτες, δηλαδή

Διαβάστε περισσότερα

ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ & ΚΛΑΣΤΙΚΑ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΙΖΗΜΑΤΑ. Αριάδνη Αργυράκη

ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ & ΚΛΑΣΤΙΚΑ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΙΖΗΜΑΤΑ. Αριάδνη Αργυράκη 1 ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ & ΚΛΑΣΤΙΚΑ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΙΖΗΜΑΤΑ Αριάδνη Αργυράκη Περιεχόμενα 2 Χαρακτηριστικά και ορυκτολογία σιδηρούχων ιζημάτων Διεργασίες FeR και SR Ταινιωτοί σιδηρούχοι σχηματισμοί (BIF) Λεπτόκοκκα κλαστικά

Διαβάστε περισσότερα

ECOELASTIKA ΑΕ ΕΚΕΤΑ/ΙΔΕΠ

ECOELASTIKA ΑΕ ΕΚΕΤΑ/ΙΔΕΠ Μελέτη για τον προσδιορισμό του ποσοστού σύρματος, της συγκέντρωση τέφρας και της σύσταση τέφρας σε κύρια στοιχεία και ιχνοστοιχεία, για ελαστικά τα οποία χρησιμοποιούνται στην τσιμεντοβιομηχανία ECOELASTIKA

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Κύκλοι Βαρέων Μετάλλων. Βαρέα Μέταλλα στα Παράκτια Συστήματα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Κύκλοι Βαρέων Μετάλλων. Βαρέα Μέταλλα στα Παράκτια Συστήματα ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Κύκλοι Βαρέων Μετάλλων Βαρέα Μέταλλα στα Παράκτια Συστήματα Ο όρος βαρέα μέταλλα (heavy metals, trace metals, toxic metals, trace elements) χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη παρουσία

Διαβάστε περισσότερα

Αναλυτικά Εργαστήρια: Η συμβολή της Χημείας στην κοιτασματολογική έρευνα και στην υποστήριξη της δραστηριότητας του μεταλλευτικού κλάδου"

Αναλυτικά Εργαστήρια: Η συμβολή της Χημείας στην κοιτασματολογική έρευνα και στην υποστήριξη της δραστηριότητας του μεταλλευτικού κλάδου ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΗ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ (Ε.Α.Γ.Μ.Ε.) Αναλυτικά Εργαστήρια: Η συμβολή της Χημείας στην κοιτασματολογική έρευνα και στην υποστήριξη της δραστηριότητας του μεταλλευτικού κλάδου"

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΓΕΩΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΓΕΩΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΓΕΩΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ 1. 23 α) Στο στοιχείο π.χ. 11Na τι συμβολίζουν οι αριθμοί 23 και 11 αντίστοιχα; β) Τι ονομάζουμε ισότοπα στοιχεία; 39 87 235 87 86 85 40 γ) Με τα ακόλουθα στοιχεία σχηματίστε ζεύγη

Διαβάστε περισσότερα

Εργασία Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων

Εργασία Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων Εργασία Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων Αλμπάνη Βάλια Καραμήτρου Ασημίνα Π.Π.Σ.Π.Α. Υπεύθυνος Καθηγητής: Δημήτριος Μανωλάς Αθήνα 2013 1 Πίνακας περιεχομένων ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ...2 Εξαντλούμενοι φυσικοί

Διαβάστε περισσότερα

Θαλάσσια ιζήματα_2. (συνέχεια...)

Θαλάσσια ιζήματα_2. (συνέχεια...) Θαλάσσια ιζήματα_2 (συνέχεια...) Τα υδρογενή ή αυθιγενή ιζήματα σχηματίζονται από την καθίζηση χημικών στοιχείων ή ενώσεων, τα οποία εξέρχονται της διαλελυμένης φάσης τους στην υδάτινη στήλη. κόνδυλοι

Διαβάστε περισσότερα

ΟΡΥΚΤΑ. Ο όρος ορυκτό προέρχεται από το ρήμα «ορύσσω» ή «ορύττω» που σημαίνει «σκάβω». Χαλαζίας. Ορυκτό αλάτι (αλίτης)

ΟΡΥΚΤΑ. Ο όρος ορυκτό προέρχεται από το ρήμα «ορύσσω» ή «ορύττω» που σημαίνει «σκάβω». Χαλαζίας. Ορυκτό αλάτι (αλίτης) ΟΡΥΚΤΑ & ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΟΡΥΚΤΑ Ο όρος ορυκτό προέρχεται από το ρήμα «ορύσσω» ή «ορύττω» που σημαίνει «σκάβω». Χαλαζίας Ορυκτό αλάτι (αλίτης) Τα ορυκτά είναι φυσικά, στερεά και ομογενή σώματα της λιθόσφαιρας

Διαβάστε περισσότερα

«γεωλογικοί σχηματισμοί» - «γεωϋλικά» όρια εδάφους και βράχου

«γεωλογικοί σχηματισμοί» - «γεωϋλικά» όρια εδάφους και βράχου «γεωλογικοί σχηματισμοί» - «γεωϋλικά» έδαφος (soil) είναι ένα φυσικό σύνολο ορυκτών κόκκων που μπορούν να διαχωριστούν με απλές μηχανικές μεθόδους (π.χ. ανακίνηση μέσα στο νερό) όλα τα υπόλοιπα φυσικά

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΟΡΓΑΝΟΙ ΡΥΠΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΚΥΡΙΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ

ΑΝΟΡΓΑΝΟΙ ΡΥΠΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΚΥΡΙΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΑΝΟΡΓΑΝΟΙ ΡΥΠΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΚΥΡΙΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΡΥΠΑΣΜΕΝΩΝ ΕΔΑΦΩΝ 2γ-1 ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ Μη ειδική προσρόφηση (ανταλλαγή ιόντων) Ειδική προσρόφηση

Διαβάστε περισσότερα

Δασική Εδαφολογία. Χημικές ιδιότητες του εδάφους

Δασική Εδαφολογία. Χημικές ιδιότητες του εδάφους Δασική Εδαφολογία Χημικές ιδιότητες του εδάφους Χημικές ιδιότητες εδάφους Εδαφικά κολλοειδή Ηλεκτρικά φορτία των ανόργανων κολλοειδών Εναλλακτική ικανότητα του εδάφους Βαθμός κορεσμού με βάσεις Ανταλλαγή

Διαβάστε περισσότερα

Καύση λιγνίτη Περιβαλλοντικές επιπτώσεις

Καύση λιγνίτη Περιβαλλοντικές επιπτώσεις Καύση λιγνίτη Περιβαλλοντικές επιπτώσεις Δημιουργία των λιγνιτών Οι λιγνίτες αλλά και οι άνθρακες γενικότερα είναι το αποτέλεσμα μιας ιδιότυπης αποσύνθεσης φυτών η οποία χαρακτηρίζεται με τον ειδικό όρο

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνική αναφορά για τη νήσο Κρήτη 1. Γεωλογικό Υπόβαθρο Σχήμα 1.

Τεχνική αναφορά για τη νήσο Κρήτη 1. Γεωλογικό Υπόβαθρο Σχήμα 1. Τεχνική αναφορά για τη νήσο Κρήτη 1. Γεωλογικό Υπόβαθρο Η γεωλογία της Κρήτης χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη κυρίως αλπικών και προαλπικών πετρωμάτων τα οποία συνθέτουν ένα πολύπλοκο οικοδόμημα τεκτονικών

Διαβάστε περισσότερα

4 Μαρτίου Ελευσίνα

4 Μαρτίου Ελευσίνα Τεχνολογίες διαχείρισης θαλασσίων ιζημάτων Καθ. Κώστας Κομνίτσας Τμήμα Μηχ. Ορυκτών Πόρων Πολ. Κρήτης 4 Μαρτίου 2009 - Ελευσίνα Θαλάσσια ιζήματα Από βιομηχανικές εκπομπές (υγρά, στερεά, αέρια) Από αστικά

Διαβάστε περισσότερα

Ορυκτά και πολύτιμοι λίθοι της Ελλάδας

Ορυκτά και πολύτιμοι λίθοι της Ελλάδας Ορυκτά και πολύτιμοι λίθοι της Ελλάδας Βασίλης Μέλφος Λέκτορας Κοιτασματολογίας-Γεωχημείας Τομέας Ορυκτολογίας, Πετρολογίας, Κοιτασματολογίας Τμήμα Γεωλογίας Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης melfosv@geo.auth.gr

Διαβάστε περισσότερα

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΣΤΕΡΕΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΣΤΕΡΕΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΣΤΕΡΕΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ Β. Tσιρίδης 1, Π. Σαμαράς 2, Α. Κούγκολος 3 και Γ. Π. Σακελλαρόπουλος 1 1 Τμήμα Χημικών Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Ινστιτούτο Τεχνικής Χημικών

Διαβάστε περισσότερα

«Σύνθεση γεωπολυμερών από ιπτάμενη τέφρα ιατρικών αποβλήτων»

«Σύνθεση γεωπολυμερών από ιπτάμενη τέφρα ιατρικών αποβλήτων» «Σύνθεση γεωπολυμερών από ιπτάμενη τέφρα ιατρικών αποβλήτων» Μιμιλίδου Αλίκη Μηχανικός Περιβάλλοντος MSc e-mail: mimilidou7@gmail.com Ομάδα συνεργασίας MSc Τζανάκος Κων/νος Dr Αναστασιάδου Καλιόπη Καθ.

Διαβάστε περισσότερα

Τα Fe-Ni-ούχα λατεριτικά μεταλλεύματα της Ελλάδας. Συμβολή της Ορυκτολογίας- Πετρολογίας στην αξιοποίησή τους. Ευριπίδης Μπόσκος, Καθηγητής

Τα Fe-Ni-ούχα λατεριτικά μεταλλεύματα της Ελλάδας. Συμβολή της Ορυκτολογίας- Πετρολογίας στην αξιοποίησή τους. Ευριπίδης Μπόσκος, Καθηγητής Τα Fe-Ni-ούχα λατεριτικά μεταλλεύματα της Ελλάδας. Συμβολή της Ορυκτολογίας- Πετρολογίας στην αξιοποίησή τους. Ευριπίδης Μπόσκος, Καθηγητής Στον Τομέα Γεωλογικών Επιστημών η Ορυκτολογία-Πετρολογία που

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra)

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra) Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra) Δίνονται αεροφωτογραφίες για στερεοσκοπική παρατήρηση. Ο βορράς είναι προσανατολισμένος προς τα πάνω κατά την ανάγνωση των γραμμάτων και των αριθμών. Ερωτήσεις:

Διαβάστε περισσότερα

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία. Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία. Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Σκοπός της ενότητας είναι η εξοικείωση με τους κλάδους της ιστορικής γεωλογίας.

Διαβάστε περισσότερα

Υδροθερμική εξαλλοίωση - Υδροθερμική απόθεση

Υδροθερμική εξαλλοίωση - Υδροθερμική απόθεση Υδροθερμική εξαλλοίωση - Υδροθερμική απόθεση Τα πετρώματα, μέσα στα οποία κυκλοφορούν τα γεωθερμικά ρευστά στο υπέδαφος, επηρεάζουν όπως είναι φυσικό τη σύστασή τους, δηλαδή ορισμένα χημικά στοιχεία από

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΣΤΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Διδάσκων: Δημήτρης Παπούλης

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΣΤΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Διδάσκων: Δημήτρης Παπούλης Τμήμα Γεωλογίας Τομέας Ορυκτών Πρώτων Υλών Εξάμηνο Σπουδών Γ Μάθημα : ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΣΤΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Διδάσκων: Δημήτρης Παπούλης - Στο βιβλίο Υλικά της Γης Ι : Εισαγωγή στις Εργαστηριακές Ασκήσεις,

Διαβάστε περισσότερα

Μείγμα διαφόρων σωματιδίων σε αιώρηση

Μείγμα διαφόρων σωματιδίων σε αιώρηση ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΑ ΣΩΜΑΤΙΔΙΑ Μείγμα διαφόρων σωματιδίων σε αιώρηση Τα σωματίδια στην ατμόσφαιρα διαφέρουν από τα αέρια. 1. Ένα αέριο αποτελείται από ξεχωριστά άτομα ή μόρια τα οποία είναι διαχωρισμένα ενώ ένα

Διαβάστε περισσότερα

Η μεταβλητότητα των Ελληνικών ιπτάμενων τεφρών. Εκτιμήσεις για την εξέλιξή τους στο μέλλον

Η μεταβλητότητα των Ελληνικών ιπτάμενων τεφρών. Εκτιμήσεις για την εξέλιξή τους στο μέλλον Η μεταβλητότητα των Ελληνικών ιπτάμενων τεφρών. Εκτιμήσεις για την εξέλιξή τους στο μέλλον Αργυρώ Καστανάκη 1, Δημήτριος Σωτηρόπουλος 2, Ελένη Παπαδοπούλου 3 1 2 3 ΔΕΗ ΑΕ, Διεύθυνση Εκμετάλλευσης ΘΗΣ,

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ 2002 ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ 04 ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΓΕΩΛΟΓΩΝ. EΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ «Γνωστικό Αντικείμενο: Γεωλογία»

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ 2002 ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ 04 ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΓΕΩΛΟΓΩΝ. EΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ «Γνωστικό Αντικείμενο: Γεωλογία» ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ 2002 ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ 04 ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΓΕΩΛΟΓΩΝ EΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ «Γνωστικό Αντικείμενο:

Διαβάστε περισσότερα

οικονομία- Τεχνολογία ΜΑΘΗΜΑ: : OικιακήO : Σχολικό έτος:2011 Β2 Γυμνασίου Νεάπολης Κοζάνης

οικονομία- Τεχνολογία ΜΑΘΗΜΑ: : OικιακήO : Σχολικό έτος:2011 Β2 Γυμνασίου Νεάπολης Κοζάνης ΜΑΘΗΜΑ: : OικιακήO οικονομία- Τεχνολογία Σχολικό έτος:2011 :2011-20122012 Β2 Γυμνασίου Νεάπολης Κοζάνης ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ: J ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΝΤ J ΣΤΕΡΓΙΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Έδαφος και Πετρώματα

Έδαφος και Πετρώματα Το έδαφος = ένα σύνθετο σύνολο από μεταλλεύματα, νερό και αέρα Επηρεάζει αμφίδρομα τους ζώντες οργανισμούς Τα πετρώματα αποτελούν συμπλέγματα μεταλλευμάτων τα οποία συνδέονται είτε μέσω συνδετικών κόκκων

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΑ ΣΙΔΗΡΟΥ Ι Μεταλλουργία Σιδήρου Χυτοσιδήρου Θεωρία και Τεχνολογία Τμήμα Μηχανικών Μεταλλείων - Μεταλλουργών

ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΑ ΣΙΔΗΡΟΥ Ι Μεταλλουργία Σιδήρου Χυτοσιδήρου Θεωρία και Τεχνολογία Τμήμα Μηχανικών Μεταλλείων - Μεταλλουργών ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΑ ΣΙΔΗΡΟΥ Ι Μεταλλουργία Σιδήρου Χυτοσιδήρου Θεωρία και Τεχνολογία Τμήμα Μηχανικών Μεταλλείων - Μεταλλουργών ΔΡ. Α. ΞΕΝΙΔΗΣ ΔΙΑΛΕΞΗ 1. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ ΑΔΕΙΑ ΧΡΗΣΗΣ 2 Το παρόν εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΟΡΥΚΤΟΙ ΑΝΘΡΑΚΕΣ ΕΝΑ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΣΤΕΡΕΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΟΡΥΚΤΟΙ ΑΝΘΡΑΚΕΣ ΕΝΑ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΣΤΕΡΕΟ Ορυκτοί άνθρακες Ένα πολύτιμο στερεό 1 Ε.Κ.Φ.Ε. ΧΑΝΙΩΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΟΡΥΚΤΟΙ ΑΝΘΡΑΚΕΣ ΕΝΑ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΣΤΕΡΕΟ ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 1 διδακτική ώρα ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ: Οι μαθητές

Διαβάστε περισσότερα

Ορυκτός Πλούτος και Τοπικές Κοινωνίες. Λιγνίτης Εθνικό Καύσιμο. Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης

Ορυκτός Πλούτος και Τοπικές Κοινωνίες. Λιγνίτης Εθνικό Καύσιμο. Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης Ορυκτός Πλούτος και Τοπικές Κοινωνίες Εισήγηση του Νομάρχη Κοζάνης Γιώργου Δακή Λιγνίτης Εθνικό Καύσιμο Νομός Κοζάνης η Ενεργειακή Καρδιά της Ελλάδος Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης Λιγνίτης Ενεργειακό

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΑΘΜΟΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

ΣΤΑΘΜΟΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΤΑΘΜΟΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Ενότητα 3: Καύσιμα Χατζηαθανασίου Βασίλειος, Καδή Στυλιανή Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών

Διαβάστε περισσότερα

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ Αποσάθρωση Ονομάζουμε τις μεταβολές στο μέγεθος, σχήμα και την εσωτερική δομή και χημική σύσταση τις οποίες δέχεται η στερεά φάση του εδάφους με την επίδραση των παραγόντων

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΟΚΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ 2. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΝΕΡΟΥ 3. ΚΥΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ 4. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 5.

1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΟΚΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ 2. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΝΕΡΟΥ 3. ΚΥΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ 4. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 5. 1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΟΚΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ 2. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΝΕΡΟΥ 3. ΚΥΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ 4. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 5. ΒΙΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 1 Σχηματισμός μέσα σε λεκάνες απόθεσης κυρίως στη θάλασσα Θαλάσσια

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΘΕΣΗ ΝΑΝΟΣΩΛΗΝΩΝ ΑΝΘΡΑΚΑ ΜΕΣΩ ΘΕΡΜΟΛΥΣΗΣ ΟΡΓΑΜΟΜΕΤΑΛΛΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΕ ΣΤΕΡΕΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΣΥΝΘΕΣΗ ΝΑΝΟΣΩΛΗΝΩΝ ΑΝΘΡΑΚΑ ΜΕΣΩ ΘΕΡΜΟΛΥΣΗΣ ΟΡΓΑΜΟΜΕΤΑΛΛΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΕ ΣΤΕΡΕΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΝΑΝΟΣΩΛΗΝΩΝ ΑΝΘΡΑΚΑ ΜΕΣΩ ΘΕΡΜΟΛΥΣΗΣ ΟΡΓΑΜΟΜΕΤΑΛΛΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΕ ΣΤΕΡΕΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Α.Μ. Νέτσου 1, Ε. Χουντουλέση 1, Μ.Περράκη 2, Α.Ντζιούνη 1, Κ. Κορδάτος 1 1 Σχολή Χημικών Μηχανικών, ΕΜΠ 2 Σχολή

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz)

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz) Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz) Δίνονται αεροφωτογραφίες για στερεοσκοπική παρατήρηση. Θεωρούμε ότι ο βορράς βρίσκεται προς τα πάνω κατά την ανάγνωση των γραμμάτων και των αριθμών. Ερωτήσεις:

Διαβάστε περισσότερα

Ν + O ΝO+N Μηχανισµός Zel'dovich Ν + O ΝO+O ΝO+H N + OH 4CO + 2ΗΟ + 4ΝΟ 5Ο 6ΗΟ + 4ΝΟ 4HCN + 7ΗΟ 4ΝΗ + CN + H O HCN + OH

Ν + O ΝO+N Μηχανισµός Zel'dovich Ν + O ΝO+O ΝO+H N + OH 4CO + 2ΗΟ + 4ΝΟ 5Ο 6ΗΟ + 4ΝΟ 4HCN + 7ΗΟ 4ΝΗ + CN + H O HCN + OH Τεχνολογίες ελέγχου των εκποµπών των Συµβατικών Ατµοηλεκτρικών Σταθµών (ΣΑΗΣ) µε καύσιµο άνθρακα ρ. Ανανίας Τοµπουλίδης Τµ. Μηχανολόγων Μηχανικών, Πανεπιστήµιο υτικής Μακεδονίας Εκποµπές NO Χ που παράγονται

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Σύστημα υπόγειου νερού. Αντιδράσεις υδρόλυσης πυριτικών ορυκτών. Ρύθμιση ph

Περιεχόμενα. Σύστημα υπόγειου νερού. Αντιδράσεις υδρόλυσης πυριτικών ορυκτών. Ρύθμιση ph Αριάδνη Αργυράκη 1 Περιεχόμενα Σύστημα υπόγειου νερού Αντιδράσεις υδρόλυσης πυριτικών ορυκτών Ρύθμιση ph 2 Σύστημα υπόγειου νερού εξέλιξη σύστασης 1. Είσοδος - χημική σύσταση κατακρημνισμάτων 2. Ζώνη αερισμού

Διαβάστε περισσότερα

Δρ. Αλέξανδρος Λιακόπουλος Προΐστ. Τμήματος Γεωχημείας και Περιβάλλοντος

Δρ. Αλέξανδρος Λιακόπουλος Προΐστ. Τμήματος Γεωχημείας και Περιβάλλοντος ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΗ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ (Ε.Α.Γ.Μ.Ε.) Δρ. Αλέξανδρος Λιακόπουλος Προΐστ. Τμήματος Γεωχημείας και Περιβάλλοντος Ημερίδα ΕΑΓΜΕ «Ο διαχρονικός ρόλος της ΕΑΓΜΕ στην έρευνα και αξιοποίηση

Διαβάστε περισσότερα

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2018 Β ΦΑΣΗ

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2018 Β ΦΑΣΗ ΤΑΞΗ: ΜΑΘΗΜΑ: A ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΧΗΜΕΙΑ Ημερομηνία: Σάββατο 14 Απριλίου 2018 Διάρκεια Εξέτασης: 2 ώρες ΘΕΜΑ Α ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ Για τις ερωτήσεις Α1 έως και Α4 να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό της ερώτησης

Διαβάστε περισσότερα

Υδατικοί Πόροι -Ρύπανση

Υδατικοί Πόροι -Ρύπανση Υδατικοί Πόροι -Ρύπανση Γήινη επιφάνεια Κατανομή υδάτων Υδάτινο στοιχείο 71% Ωκεανοί αλμυρό νερό 97% Γλυκό νερό 3% Εκμεταλλεύσιμο νερό 0,01% Γλυκό νερό 3% Παγόβουνα Υπόγεια ύδατα 2,99% Εκμεταλλεύσιμο νερό

Διαβάστε περισσότερα

Υδροχημεία. Ενότητα 10: Οξείδωση - Αναγωγή. Ζαγγανά Ελένη Σχολή : Θετικών Επιστημών Τμήμα : Γεωλογίας

Υδροχημεία. Ενότητα 10: Οξείδωση - Αναγωγή. Ζαγγανά Ελένη Σχολή : Θετικών Επιστημών Τμήμα : Γεωλογίας Υδροχημεία Ενότητα 10: Οξείδωση - Αναγωγή Ζαγγανά Ελένη Σχολή : Θετικών Επιστημών Τμήμα : Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Κατανόηση των οξειδοαναγωγικών φαινομένων, δυναμικό οξειδοαναγωγής Κατανόηση της διαδικασίας

Διαβάστε περισσότερα

Γεωχημεία. Ενότητα 2: Γεωχημικές διεργασίες στην επιφάνεια της γης. Αριάδνη Αργυράκη Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος

Γεωχημεία. Ενότητα 2: Γεωχημικές διεργασίες στην επιφάνεια της γης. Αριάδνη Αργυράκη Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Γεωχημεία Ενότητα 2: Γεωχημικές διεργασίες στην επιφάνεια της γης Αριάδνη Αργυράκη Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Γεωχημικές διεργασίες στην επιφάνεια της γης Γεωχημεία ορυκτών

Διαβάστε περισσότερα

Ενεργειακός Σχεδιασμός της χώρας και η ανταγωνιστικότητα του λιγνίτη

Ενεργειακός Σχεδιασμός της χώρας και η ανταγωνιστικότητα του λιγνίτη Ενεργειακός Σχεδιασμός της χώρας και η ανταγωνιστικότητα του λιγνίτη Ι. Κοπανάκης Γενικός Διευθυντής Παραγωγής ΔΕΗ Α.Ε. Κοζάνη, 9.7.2016 Διαδρομή στον Ιστορικό Ρόλο της Λιγνιτικής Ηλεκτροπαραγωγής Ιστορικά

Διαβάστε περισσότερα

ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΑΠΘ ΤΟΜΕΑΣ ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΑΣ-ΠΕΤΡΟΛΟΓΙΑΣ-ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΑΠΘ ΤΟΜΕΑΣ ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΑΣ-ΠΕΤΡΟΛΟΓΙΑΣ-ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΑΠΘ ΤΟΜΕΑΣ ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΑΣ-ΠΕΤΡΟΛΟΓΙΑΣ-ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΣΚΗΣΗ ΥΠΑΙΘΡΟΥ: ΣΤΡΑΤΩΝΙ ΕΞΑΜΗΝΟ: Α ΜΑΘΗΜΑ: ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΜΕΙΚΤΑ ΘΕΙΟΥΧΑ ΟΡΥΚΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ Αναχώρηση με λεωφορείο

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΘΡΑΚΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ. Συνολική ποσότητα άνθρακα στην ατμόσφαιρα: 700 x 10 9 tn

ΑΝΘΡΑΚΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ. Συνολική ποσότητα άνθρακα στην ατμόσφαιρα: 700 x 10 9 tn ΑΝΘΡΑΚΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ CO 2, CO, CH 4, NMHC Συνολική ποσότητα άνθρακα στην ατμόσφαιρα: 700 x 10 9 tn Διοξείδιο του άνθρακα CO 2 : Άχρωμο και άοσμο αέριο Πηγές: Καύσεις Παραγωγή τσιμέντου Βιολογικές διαδικασίες

Διαβάστε περισσότερα

ΡΑΔΙΟΧΗΜΕΙΑ 2. ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

ΡΑΔΙΟΧΗΜΕΙΑ 2. ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΡΑΔΙΟΧΗΜΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΩΝ ΙΣΟΤΟΠΩΝ Τμήμα Χημικών Μηχανικών Ιωάννα Δ. Αναστασοπούλου Βασιλική Δρίτσα ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 2. ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3: ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3: ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3: ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΔΙΔΑΣΚΩΝ : Ι. ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΑΓΡΙΝΙΟ, 2016 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3:

Διαβάστε περισσότερα

Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής - ΣΑΕΤ

Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής - ΣΑΕΤ Γενική και Ανόργανη Χημεία Περιοδικές ιδιότητες των στοιχείων. Σχηματισμός ιόντων. Στ. Μπογιατζής 1 Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης Π Δ Χειμερινό εξάμηνο 2018-2019 Π

Διαβάστε περισσότερα