Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 8 ου ΑΙ. ΈΩΣ ΤΟ 1430 ΙΕΡΑΡΧΙΚΗ ΤΑΞΗ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ - ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 8 ου ΑΙ. ΈΩΣ ΤΟ 1430 ΙΕΡΑΡΧΙΚΗ ΤΑΞΗ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ - ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ"

Transcript

1 Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 8 ου ΑΙ. ΈΩΣ ΤΟ 1430 ΙΕΡΑΡΧΙΚΗ ΤΑΞΗ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ - ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

2 ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ 42 ELISSAVET CHATZIANTONIOU THE ARCHBISHOPRIC OF THESSALONIKI FROM THE MID 8 th CENTURY ΤΟ 1430 HIERARCHICAL ORDER ECCLESIASTICAL AREA ADMINISTRATIVE ORGANISATION ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΚΕΝΤΡΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΑ ΩΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΩΝ «ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ» ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ, Πρόεδρος ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΡΡΕΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΜΠΟΥΡΗ-ΒΑΜΒΟΥΚΟΥ, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΜΟΙΡΙΔΟΥ, ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΣΟΥΡΚΑ-ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ, Μέλη BYZANTINE TEXTS AND STUDIES SUPPLEMENTARY PUBLICATIONS TO THE «BYZANTINA» PUBLISHED BY THE BYZANTINE RESEARCH CENTRE ARISTOTLE UNIVERSITY OF THESSALONIKI, FACULTY OF PHILOSOPHY ADMINISTRATION COUNCIL VASSILEIOS KATSAROS, President THEODOROS KORRES, MARIA KAMPOURI-VAMVOUKOU, EVAGELIA AMOIRIDOU DESPOINA TSOURKA-PAPASTATHI, Members

3 ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ 42 ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 8 ου ΑΙ. ΕΩΣ ΤΟ 1430 ΙΕΡΑΡΧΙΚΗ ΤΑΞΗ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ - ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2007

4

5 Στους γονείς μου

6

7 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Σε όλη τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων η Θεσσαλονίκη αποτελούσε σημαντικό πολιτικό και στρατιωτικό διοικητικό κέντρο με αξιόλογο οικονομικό-εμπορικό ρόλο και πολιτιστική ακτινοβολία. Παράλληλα όμως αναδείχθηκε σε ένα από τα σπουδαιότερα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά κέντρα του Βυζαντίου. Η ίδρυση της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης από τον απόστολο Παύλο και η σύνδεση της πόλης με τον άγιο Δημήτριο και τη λατρεία του αποτέλεσαν βασικά θεμέλια για την εδραίωση της χριστιανικής πίστης και ευσέβειας στη Θεσσαλονίκη και τη διαμόρφωση του θρησκευτικού «προσώπου» της πόλης. Ήδη ο απόστολος Παύλος προέβλεψε τη σπουδαιότητα της Θεσσαλονίκης ως εκκλησιαστικού και θρησκευτικού κέντρου, όταν σε επιστολή του προς τους Θεσσαλονικείς επισημαίνει ότι αποτελούν τύπους πᾶσι τοῖς πιστεύουσι ἐν τῇ Μακεδονίᾳ καὶ τῇ Ἀχαΐᾳ. Πράγματι η εκκλησία της Θεσσαλονίκης έχει έναν ηγετικό ρόλο σε όλη τη διάρκεια της πρωτοβυζαντινής περιόδου εξαιτίας της πολιτικής διοικητικής σημασίας της πόλης ως πρωτεύουσας του Ιλλυρικού αλλά και λόγω της ίδρυσης από τους πάπες του λεγόμενου βικαριάτου. Στα μέσα περίπου του 8 ου αι. οι δυτικές εκκλησίες οι περιοχές των οποίων εξακολουθούσαν να αποτελούν επαρχίες του βυζαντινού κράτους αποσπώνται από τη δικαιοδοσία του πατριαρχείου Ρώμης και υπάγονται στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης δεν απολαύει πλέον του ηγετικού ρόλου που είχε στο πλαίσιο του Ιλλυρικού, έστω και σε επίπεδο ιεραρχίας μόνο. Ωστόσο αναγνωρίζεται ως μια από τις σπουδαιότερες εκκλησιαστικές έδρες του πατριαρχείου, ενώ διατηρεί τον πρωταγωνιστικό της χαρακτήρα χάρη στην προσωπικότητα και τη δράση των διακεκριμένων ιεραρχών που ανέρχονται στον μητροπολιτικό της θρόνο. Η παρούσα διατριβή αποτελεί μια προσπάθεια να διερευνηθεί και να παρουσιαστεί η ιεραρχική τάξη, η εκκλησιαστική περιφέρεια και η διοικητική οργάνωση της μητρόπολης Θεσσαλονίκης από την ένταξή της στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή από τα μέσα περίπου του 8 ου αι., έως το τέλος των βυζαντινών χρόνων, που επήλθε με την οθωμανική κατάκτηση της πόλης το Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο δεν έχει μελετηθεί συστηματικά και επαρκώς ως σήμερα, ενώ χρήζουν αναθεώρησης πολλές από τις απόψεις που διατυπώθηκαν στο παρελθόν περιστασιακά και χωρίς να έχει προηγηθεί συγκριτική μελέτη των πηγών. Ειδικά όσον αφορά το ζήτημα της ιεραρχικής

8 viii Ελισάβετ Χατζηαντωνίου τάξης της μητρόπολης και της εκκλησιαστικής της περιφέρειας αξίζει να επισημάνουμε ότι, σε αντίθεση με παλαιότερους μελετητές, για τη συναγωγή συμπερασμάτων δεν βασιζόμαστε μόνο στην εξέταση των εκκλησιαστικών τακτικών, δεδομένου ότι πρόκειται για μια πηγή που παρουσιάζει αρκετά προβλήματα, όπως υπογραμμίζει ο εκδότης τους J. Darrouzès. Χωρίς βέβαια να απορρίπτουμε άρδην την αξία της εν λόγω πηγής, τηρούμε μια κριτική στάση απέναντι στις πληροφορίες που αντλούνται από τα τακτικά και υιοθετούμε όσες μόνο επιβεβαιώνονται από άλλες ασφαλέστερες και πιο αξιόπιστες πηγές και κυρίως από επίσημα έγγραφα εκκλησιαστικών και κοσμικών φορέων. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μελέτη των πηγών και της σχετικής κατά το μάλλον ή ήττον βιβλιογραφίας ελπίζουμε ότι συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας πιο ξεκάθαρης εικόνας για τη θέση της μητρόπολης Θεσσαλονίκης στην εκκλησιαστική ιεραρχία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και τη διοικητική της οργάνωση κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω τη σεβαστή μου δασκάλα καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας κυρία Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, που μου πρότεινε να ασχοληθώ με τη μελέτη της διοικητικής ιστορίας της μητρόπολης Θεσσαλονίκης και ανέλαβε την εποπτεία της διδακτορικής μου διατριβής. Η καθοδήγησή της σε όλα τα στάδια της έρευνας και της συγγραφής ήταν καθοριστική για την ολοκλήρωση της εργασίας. Την ευχαριστώ όχι μόνο για τις καίριες υποδείξεις και τις πολύτιμες συμβουλές της αλλά και για την εμπιστοσύνη που έδειξε στο πρόσωπό μου, την ενθάρρυνση και το πραγματικά συγκινητικό ενδιαφέρον της. Επίσης την ευχαριστώ για την προσφορά γνώσεων και επιστημονικού ήθους κατά τη διάρκεια της μαθητείας μου κοντά της. Ευχαριστίες οφείλω και στον καθηγητή Βυζαντινής Ιστορίας κύριο Θεόδωρο Κορρέ, μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής, για την αμέριστη συμπαράσταση και το αδιάπτωτο ενδιαφέρον του σε όλα τα έτη μαθητείας μου κοντά του αλλά και κατά τη σύνθεση της παρούσας διατριβής. Ευχαριστώ επίσης το τρίτο μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής, την ομότιμη καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας κυρία Μάρθα Γρηγορίου-Ιωαννίδου τόσο για τις επισημάνσεις με τις οποίες συνέβαλε στη βελτίωση της εργασίας όσο και για την ηθική υποστήριξη. Ευχαριστώ ακόμη τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής, τον καθηγητή Νομικής κύριο Κωνσταντίνο Πιτσάκη, τον καθηγητή Νομικής κύριο Χαράλαμπο Παπαστάθη, τον καθηγητή Μεσαιωνικής Φιλολογίας κύριο Βασίλειο Κατσαρό, την επίκουρη καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας κυρία Διονυσία Μισίου, την επίκουρη καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας κυρία Πολύμνια Κατσώνη και

9 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης ix τον επίκουρο καθηγητή Βυζαντινής Ιστορίας κύριο Ιωάννη Λεοντιάδη, που ενέκριναν τη διατριβή μου και με τις εύστοχες παρατηρήσεις τους συνέβαλαν σημαντικά στη βελτίωσή της. Ιδιαίτερα θα ήθελα να ευχαριστήσω τον καθηγητή κύριο Κωνσταντίνο Πιτσάκη, που με μεγάλη προθυμία μου διέθεσε τον πολύτιμο χρόνο του, προκειμένου να ακούσει τους ερευνητικούς μου προβληματισμούς και να με διαφωτίσει σε διάφορα ερωτήματά μου. Οι υποδείξεις και οι συμβουλές του ήταν καθοριστικές για την επίλυση πολλών ερευνητικών ζητημάτων. Επίσης τον ευχαριστώ που είχε την καλοσύνη να μου διαθέσει υπό έκδοση εργασία του σημαντική για την εκπόνηση της παρούσας διατριβής, καθώς και να μου αποστείλει επιπλέον εργασίες του σχετικές με ζητήματα που μας απασχόλησαν. Επίσης νιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω θερμά και από τη θέση αυτή τον ομότιμο καθηγητή Νομικής Σπυρίδωνα Τρωιάνο και την επίκουρη καθηγήτρια Νομικής Βασιλική Λεονταρίτου για τον χρόνο που αφειδώς αφιέρωσαν, προκειμένου να μελετήσουν τη διατριβή μου, και για τις σημαντικές υποδείξεις τους. Ευχαριστώ ακόμη τον κύριο Σ. Τρωιάνο για την προθυμία με την οποία μου εμπιστεύτηκε εργασίες του σημαντικές για τη βελτίωση της παρούσας μελέτης. Επίσης θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς τον ομότιμο καθηγητή Βυζαντινής Ιστορίας κύριο Ευάγγελο Χρυσό και τον καθηγητή Θεολογίας κύριο Βλάσιο Φειδά, που μου εμπιστεύτηκαν υπό έκδοση, σχετικές με το θέμα μου, εργασίες τους. Επιπλέον ευχαριστώ την ομότιμη καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας κυρία Βασιλική Νεράντζη-Βαρμάζη και τον λέκτορα Βυζαντινής Ιστορίας κύριο Ανδρέα Γκουτζιουκώστα, που ήταν πάντοτε πρόθυμοι να συζητήσουν μαζί μου επιμέρους ερευνητικούς προβληματισμούς μου. Στο πλαίσιο της εκπόνησης της παρούσας διατριβής εργάστηκα κυρίως στις βιβλιοθήκες του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Θα ήθελα να ευχαριστήσω και από τη θέση αυτή τους υπευθύνους των σπουδαστηρίων και βιβλιοθηκών για τη διευκόλυνση που μου παρείχαν στο έργο μου. Επίσης θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στους φίλους μου και στους συναδέλφους μεταπτυχιακούς φοιτητές και διδάκτορες και για την ηθική τους συμπαράσταση αλλά και για τη διευκόλυνση που συχνά μου παρείχαν σε διάφορα πρακτικά ζητήματα. Ιδιαίτερα θα ήθελα να ευχαριστήσω τη Μαρία Γκέκα, την Αγλαΐα Γκούρα, την Αικατερίνη Ρεβάνογλου, τον Νικόλαο Σπανό, τον Γεώργιο Λεβενιώτη, την Ειρήνη Καραμπάση, την Ελισάβετ Ντουμπάρατζη και την Ουρανία Φαρμάκη.

10 x Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Για την εκπόνηση της παρούσας διατριβής έλαβα ετήσια υποτροφίααριστείο από την Επιτροπή Ερευνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καθώς και τριετές οικονομικό βοήθημα από το Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη. Ευχαριστώ τα Διοικητικά Συμβούλια που ενέκριναν τη χρηματοδότηση της έρευνάς μου, χωρίς την οποία η εργασία αυτή θα ήταν δύσκολο να ολοκληρωθεί. Θα ήθελα να ευχαριστήσω επίσης το Διοικητικό Συμβούλιο του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τον πρόεδρο κύριο Βασίλειο Κατσαρό, και τα μέλη του, τους καθηγητές κ.κ. Θεόδωρο Κορρέ, Μαρία Καμπούρη-Βαμβούκου, Ευαγγελία Αμοιρίδου και Δέσποινα Τσούρκα-Παπαστάθη, που δέχτηκαν να συμπεριληφθεί η διδακτορική μου διατριβή στη σειρά εκδόσεων Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται. Ευχαριστώ επίσης το τυπογραφείο του κυρίου Αθανάσιου Α. Αλτιντζή, που έκανε την εκτύπωση. Ευχαριστίες οφείλω ειδικά στην κυρία Μαρία Αλτιντζή, που συνέβαλε στην αρτιότερη εμφάνιση της εργασίας. Τέλος θα ήθελα να εκφράσω την ειλικρινή μου ευγνωμοσύνη στους γονείς μου Ιωάννη και Μαρία Χατζηαντωνίου και τον σύζυγό μου Ευθύμιο Τεκτονίδη, που με στήριξαν όλα αυτά τα χρόνια των σπουδών μου. Με την ηθική τους συμπαράσταση, την υπομονή και την αγάπη τους συνέβαλαν σημαντικά στην ευόδωση της προσπάθειάς μου. Θεσσαλονίκη 2007

11 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ.. vii ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... xv ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΩΣ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 8 ου ΑΙ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (ΜΕΣΑ 8 ου ΑΙ.-1430) 1. Η θέση της μητρόπολης Θεσσαλονίκης στην εκκλησιαστική ιεραρχία Ο τίτλος του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. 73 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Η ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1. H εκκλησιαστική διαίρεση της μητροπολιτικής επαρχίας της Θεσσαλονίκης Οι επισκοπές της μητρόπολης Θεσσαλονίκης α. Κίτρους β. Βεροίας γ. Δρουγουβιτείας 134 δ. Σερβίων ε. Κασσανδρείας. 141 στ. Καμπανίας ή Καστρίου ζ. Πέτρας (και Σαγουδανείας). 145 η. Ερκούλων ήτοι Αρδαμερίου 147 θ. Ιερισσού και Αγίου Όρους ι. Λητής και Ρεντίνης ια. Πλαταμώνος και Λυκοστομίου ιβ. Βαρδαρίου (Βαρδαριωτών ήτοι Τούρκων) Η σημασία της διπλής ονομασίας των επισκοπικών εδρών H πολιτική διοικητική οργάνωση της περιοχής της Θεσσαλονίκης Σχέση πολιτικής και εκκλησιαστικής διοικητικής διαίρεσης 172

12 xii Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 6. Η επίδραση των πολιτικών-στρατιωτικών αλλαγών στην εκκλησιαστική οργάνωση και διοίκηση ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1. Η μητροπολιτική σύνοδος Θεσσαλονίκης Οι οφφικιάλιοι της μητρόπολης. 229 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 271 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι Κατάλογος μητροπολιτών Θεσσαλονίκης (8 ος - 15 ος αι.) ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ Πίνακες i. Η ένταξη της μητρόπολης Θεσσαλονίκης στην τάξη προκαθεδρίας των μητροπόλεων του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ii. Notitiae Episcopatuum 7-20: H ιεραρχική θέση του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης iii. Οι επισκοπές της μητρόπολης Θεσσαλονίκης στα τέλη του 11 ου αι. σύμφωνα με τις Notitiae 7 και App iv. Οι επισκοπικές έδρες της μητρόπολης Θεσσαλονίκης στη χειρόγραφη παράδοση της Notitia v. Η εμφάνιση των επισκοπικών εδρών της μητρόπολης στα χειρόγραφα της Notitia vi. Οι επισκοπές της μητρόπολης Θεσσαλονίκης σύμφωνα με τις Notitiae 9, 10, 13, 14, vii. Συγκριτικά δεδομένα των Notitiae Episcopatuum σχετικά με τις υποκείμενες επισκοπές της μητρόπολης Θεσσαλονίκης 302 viii. Τα χειρόγραφα των Notitiae που περιέχουν τον κατάλογο επισκοπών της Θεσσαλονίκης και η χρονολόγησή τους ix. Η επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου Γ του x. Η χρονολογική εμφάνιση των επισκοπών της μητρόπολης Θεσσαλονίκης από τα μέσα του 8 ου αι. κ.ε

13 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης xiii ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ. 307 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΧΑΡΤΕΣ Χάρτης της εκκλησιαστικής περιφέρειας της μητρόπολης Θεσσαλονίκης 343 Χάρτης της μητρόπολης Θεσσαλονίκης και των όμορων μητροπόλεων Χάρτης της μητρόπολης Θεσσαλονίκης και των επισκοπών της στις αρχές του 20 ου αι. 345 Χάρτης της επαρχότητας Ιλλυρικού 346 Χάρτης του θέματος Θεσσαλονίκης και των όμορων θεμάτων στα τέλη του 9 ου αι. 347 Χάρτης του θέματος Θεσσαλονίκης και των όμορων θεμάτων στα τέλη του 12 ου αι Χαρτης των κατεπανικίων του θέματος Θεσσαλονίκης. 349

14

15 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1 Α. Πηγές A. Chil. Actes de Chilandar, τ. I (Des origines à 1319), Mirjana Živojinović - Vassiliki Kravari - C. Giros, [Archives de l Athos XX] Paris A. Dion. Actes de Dionysiou, έκδ. Ν. Oikonomidès, [Archives de l Athos IV] Paris A. Doch. Actes de Docheiariou, έκδ. Ν. Oikonomides, [Archives de l Athos XIII] Paris Α. Esph. Actes d Esphigménou, έκδ. J. Lefort, [Archives de l Athos XVI] Paris A. Iv. Actes d Iviron, τ. Ι (Des origines au milieu du XIe siècle), έκδ. J. Lefort - N. Oikonomidès - Denise Papachryssanthou, με τη συνεργασία της Hélène Mètrèvèli, [Archives de l Athos XIV] Paris 1985 τ. ΙΙ (Du milieu du XΙe siècle à 1204), έκδ. J. Lefort - N. Oikonomidès - Denise Papachryssanthou, με τη συνεργασία των Vassiliki Kravari - Hélène Mètrèvèli, [Archives de l Athos XVI] Paris 1990 τ. ΙΙΙ (De 1204 à 1328), έκδ. J. Lefort - N. Oikonomidès - Denise Papachryssanthou, με τη συνεργασία των Vassiliki Kravari - Hélène Mètrèvèli, [Archives de l Athos XVIΙΙ] Paris 1994 τ. IV (De 1328 au début du XVIe siècle), έκδ. J. Lefort - N. Oikonomidès - Denise Papachryssanthou - Vassiliki Kravari, με τη συνεργασία της Hélène Mètrèvèli, [Archives de l Athos XIX] Paris A. Kastam. Actes de Kastamonitou, έκδ. N. Oikonomidès, [Archives de l Athos IX] Paris A. Kutl. Actes de Kutlumus, έκδ. P. Lemerle, [Archives de l Athos II 2 ] Paris Η υπόλοιπη βιβλιογραφία παρατίθεται στα οικεία κεφάλαια με πλήρη παραπεμπτικά στοιχεία.

16 xvi Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Α. La. Actes de Lavra, τ. Ι : Des origines à 1204, έκδ. P. Lemerle - A. Guillou - N. Svoronos, με τη συνεργασία της Denise Papachryssanthou, [Archives de l Athos V] Paris 1970 τ. ΙΙ : De 1204 à 1328, έκδ. Paris 1977, [Archives de l Athos VIII] Paris 1977 τ. ΙΙΙ: De 1329 à 1500, [Archives de l Athos X] Paris 1979 τ. IV: Études historiques - Actes serbes - Complèments et Index [Archives de l Athos XI] Paris A. Pantel. Actes de Saint Pantéléèmon, έκδ. P. Lemerle - G. Dagron - Sima Ćircović, [Archives de l Athos XII] Paris A. Pantocr. Actes du Pantocator, έκδ. Vassiliki Kravari, [Archives de l Athos XVII] Paris Α. Prodr. Les archives de Saint Jean Prodrome sur le mont Ménécée, έκδ. Α. Guillou, Paris A. Prôt. Actes du Prôtaton, έκδ. Denise Papachryssanthou, [Archives de l Athos VII], Paris A. Va. I. Actes de Vatopedi, t. I (Des origines à 1329), έκδ. J. Bompaire - J. Lefort - Vassiliki Kravari - C. Giros, [Archives de l Athos XXI], Paris A. Xén. Actes de Xénophon, έκδ. Denise Papachryssanthou, [Archives de l Athos XV], Paris A. Xér. Actes de Xéropotamou, έκδ. J. Bompaire [Archives de l Athos III], Paris A. Zo. Actes de Zographou, έκδ. W. Regel - E. Kurtz - B. Korablev, [Actes de l Athos IV] VV 13 (1907), παράρτημα αρ. 1. ACOe Acta Conciliorum Oecumenicorum, iussu atque mandato. Societatis Scientiarum Argentoratensis, έκδ. E. Schwartz, τ. I-IV, Berolini Αθανάσιος Εμεσηνός, Υποτίτλωσις νεαρών et Lipsiae , Ὑποτίτλωσις τῶν νεαρῶν διατάξεων Ἀθανασίου σχολαστικοῦ Ἐμεσηνοῦ, έκδ.

17 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης xvii D. Simon - Sp. Troianos, Das Novellensyntagma des Athanasios von Emesa. [Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte 16] Frankfurt am Main Α. Βακαλόπουλος, Α. Βακαλόπουλος, Συμβολή εις την ιστορίαν Συμβολή της Θεσσαλονίκης μικρόν μετά την άλωσιν αυτής υπό των Τούρκων, ΓΠ 20 (1936) 26-35, (κείμενα: 71-73). Βασ. Πεδιαδίτης, Ἐπιστολὴ τοῦ παναγιωτάτου μητροπολίτου Κερκύρας κυροῦ Βασιλείου πρὸς τὸν Επιστολή πάπαν Ῥώμης, έκδ. Κ. Α. Μανάφης, Επιστολή Βασιλείου Πεδιαδίτου μητροπολίτου Κερκύρας προς τον πάπαν Ιννοκέντιον Γ και ο χρόνος πατριαρχείας Μιχαήλ Δ του Αυτωρειανού, ΕΕΒΣ 42 ( ) (κείμενο: ). Ν. Bees, Ν. Α. Bees, Unedierte Schriftstücke aus der Schriftstücke Kanzlei des Johannes Apokaukos, BNJ 21 ( ) Βίος Θεοδώρας Ὁ Βίος τῆς ὁσιομυροβλύτιδος Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ. Διήγηση περὶ τῆς μεταθέσεως τοῦ τιμίου λειψάνου τῆς ὁσίας Θεοδώρας, έκδ. Σ. Πασχαλίδης, Εισαγωγή, κριτικό κείμενο, μετάφραση, σχόλια, [Κέντρον Αγιολογικών Μελετών Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης 1] Θεσσαλονίκη CB Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, τ. G. Cereteli, Tetraevangelium CFHB J.-C. Cheynet - C. Morrisson - W. Seibt, Sceaux 1-50, Bonnae G. Cereteli, Wo ist das Tetraevangelium von Porphyrius Uspenskij aus dem Jahre 835 entstanden?, ΒΖ 9 (1900) (κείμενο: ). Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Washington - Berlin - Wien - Bruxelles - Roma - Thessalonique 1967 κ.ε. J.-C. Cheynet - Cécile Morrisson - W. Seibt, Les sceaux byzantins de la collection Henri

18 xviii Ελισάβετ Χατζηαντωνίου J.-Cl. Cheynet, Seals Published I. J.-Cl. Cheynet, Seals Published II. Chil. CJ Seyrig, Paris J.-Cl. Cheynet, Byzantine Seals Published beetwen 1986 and 1991/2, SBS 3 (1993) J.-Cl. Cheynet, Seals Published , SBS 5 (1998) Actes de Chilandar, έκδ. L. Petit - B. Korablev, [Actes de l Athos V], 1 ère partie : actes grecs, VV 17 (1911), παράρτημα αρ. 1, ανατύπωση Amsterdam Codex Justinianus, έκδ. P. Krueger, (= Corpus Juris Civilis II), Berlin 1877, φωτοτυπική ανατύπωση Dublin-Zürich CTh Codex Theodosianus, έκδ. Th. Mommsen - P. M. Meyer, v. Ι, pt. ΙΙ, Berlin , 4 η ανατύπωση Dublin-Zürich J. Darrouzès, Documents J. Darrouzès, Documents inédits d ecclésiologie byzantine. Textes édités, traduits et annotés, [Archives de l Orient Chrétien 10 - Institut Français d Etudes Byzantines] Paris J. Darrouzès, Lettres J. Darrouzès, Lettres de 1453, REB 22 (1964) (κείμενο: ). J. Darrouzès, Rituel J. Darrouzès, Sainte-Sophie de Thessalonique d après un rituel, REB 34 (1976) (κείμενο: 47-63). J. Darrouzès, Reg. J. Darrouzès, Les regestes des actes du patriarcat de Constantinople. v. I: Les actes des patriarches. Fasc. V: Les regestes de 1310 à 1376, Fasc. VI: Les regestes de 1377 à 1410, [Le Patriarcat Byzantin, Recherches de Diplomatique, d Histoire, et de Géographie ecclésiastiques publiées par l Institut Français d Études Byzantines, Série I] Paris 1977, Δημ. Χωματηνός, Πονήματα Δημήτριος Χωματηνός, Πονήματα διάφορα, έκδ. G. Prinzing, Demetrii Chomateni Pone-

19 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης xix mata Diaphora, [CFHB 38] Berlin F. Dölger, Reg. F. Dölger, Regesten der Kaiserurkunden des oströmischen Reiches von Teil: Regesten von , München-Berlin Teil: Regesten von , München-Berlin F. Dölger - A. E. Müller - A. Beihammer, Reg. F. Dölger, Regesten der Kaiserurkunden des oströmischen Reiches von Teil: Regesten von , Zweite Auflage neu bearbeitet von A. E. Müller - A. Beihammer, München F. Dölger - P. Wirth, Reg. F. Dölger, Regesten der Kaiserurkunden des oströmischen Reiches von Teil: Regesten von , Zweite, erweiterte und verbesserte Auflage von P. Wirth, München Teil: Regesten von , Zweite, erweiterte und verbesserte Auflage von P. Wirth, München Domentijan Εἰς τὴν ἀνακομιδὴν Ekthésis Néa Domentijan, Životi svetoga Save i svetoga Simeona, μετάφραση L. Mirković - V. Čorocić, Beograd Εἰς τὴν ἀνακομιδὴν καὶ κατάθεσιν τῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῦ Θεοδώρου ἐν ταὐτῷ δὲ καὶ μνήμη πρὸς τὸ τέλος τοῦ λόγου περὶ τῆς καταθέσεως τῶν εὑρεθέντων λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἰωσὴφ ἀρχιεπισκόπου γενομένου Θεσσαλονίκης, έκδ. Ch. van de Vorst, La translation de S. Théodore Studite et de S. Joseph de Thessalonique, AB 32 (1913) (κείμενο: 50-61). J. Darrouzès, Ekthésis Néa. Μanuel des pittakia du XIV siècle, REB 27 (1969) (κείμενα Α: Ἔκθεσις νέα, σ , C: Actes concernant les sièges épiscopaux, σ ). Epirotica V. Vasilievskij, Epirotica saeculi XIII, VV 3 (1896)

20 xx Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Άλωσις Εὐσταθίου τοῦ Θεσσαλονίκης συγγραφὴ τῆς εἴθε ὑστέρας κατ αὐτὴν ἁλώσεως, έκδ. St. Kyriakidis, Eustazio di Tessalonica, La espugnazione di Tessalonica, Testo critico, Introduzione, Annotazioni, Proemio di B. Lavagnini, Versione Italiana di V. Rotolo, [Istituto Siciliano di Studi Bizantini e Neoellenici, Testi e Monumenti 5] Palermo Α. Failler, Acte inédit Α. Failler, Un acte inédit du patriarche de Constantinople Jean XII (2 juin 1294), REB 51 (1973) (κείμενο: 78-80). D. Feissel - J.-M. Spieser, Inscriptions Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί πίνακες H. Gelzer, Ungedruckte Γεώργ. Ακροπολίτης J. Gouillard, Chrysobulle Botaneiatès Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης Γράμμα Ρωμανού Διογένους D. Feissel - J.-M. Spieser, Inventaires en vue d un recueil des inscriptions historiques de Byzance, II. Les inscriptions de Thessalonique. Supplement, TM 7 (1979) Μ. Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί πίνακες, Κωνσταντινούπολις H. Gelzer, Ungedruckte und wenig bekannte Bistumerverzeichnisse der orientalischen Kirche, BZ 2 (1893) (κείμενο: 24-26, 42-46). Georgii Acropolitae opera, εκδ. A. Heisenberg, t. I, Historia, Breviarium Historiae Theodori Scutariotae additamenta, Leipzig 1903, ανατύπωση Stuttgart J. Gouillard, Un chrysobulle de Nicéphore Botaneiatès à souscription synodale, Byzantion ( ) (κείμενο: 30-31). Λ. Σωφρόνιος, Γράμμα του Θεσσαλονίκης Γαβριήλ επιδικάζον δύο χωρία της επισκοπής Αρδαμερίου τω επισκόπω Λιτής και Ρεντίνης, ΓΠ 1 (1917) (κείμενο: 41-45). Σ. Β. Κουγέας, Γράμμα του αυτοκράτορος του Βυζαντίου Ρωμανού Διογένους, Εις μνήμην Σπυρίδωνος Λάμπρου, Αθήναι 1935, σ.

21 Γρηγ. Ακίνδυνος, Επιστολαί Γρηγ. Κυπρίου, Επιστολαί Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης xxi Γρηγορίου Ἀκινδύνου, Ἐπιστολαὶ, έκδ. Αngela Constantinides Hero, Letters of Gregory Akindynos, Greek Text and English Translation, [CFHB 21 - Dumbarton Oaks Texts VII] Washington D.C Τοῦ σοφωτάτου καὶ λογιωτάτου καὶ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου κυροῦ Γρηγορίου τοῦ Κυπρίου, Ἐπιστολαί, έκδ. Σ. Ευστρατιάδης, Γρηγορίου του Κυπρίου, οικουμενικού πατριάρχου επιστολαί και μύθοι, Αλεξάνδρεια V. Grumel, Reg. V. Grumel, Les regestes des actes du patriarcat de Constantinople, v. I: Les actes des patriarches, Fasc. II-III: Les regestes de 715 à Deuxième édition revue et corrigée par J. Darrouzès, [Le Patriarcat Byzantin. Recherches de Diplomatique, d Histoire, et de Géographie ecclésiastiques publiées par l Institut Français d Études Byzantines, Série I] Paris E. Honigmann, Tomos Ιω. Καμινιάτης Ιω. Καντακουζηνός Ιω. Σκυλίτζης Ιω. Τζέτζης, Επιστολαί Ε. Honigmann, Die Unterschriften des Tomos des Jahres 1351, BZ 47 (1954) (κείμενο: ). Ἰωάννου κληρικοῦ καὶ κουβουκλεισίου τοῦ Καμινιάτου εἰς τὴν ἅλωσιν τῆς Θεσσαλονίκης, έκδ. G. Böhlig, Ioannis Caminiatae de expugnatione Thessalonicae, [CFHB 4] Berlin Ioannis Cantacuzeni eximperatoris Historiarum, Libri IV, εκδ. L. Schopen, v. I-III, Bonnae Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, έκδ. Ι. Thurn, Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum, [CFHB 5] Berlin - New York Ἐπιστολαὶ Ἰωάννου τοῦ Τζέτζου, έκδ. P. A. M. Leone, Ioannis Tzetzae, Epistulae,

22 xxii Ελισάβετ Χατζηαντωνίου [Deutsche Akademie der Wissenschaften zu Berlin Zentralinstitut für alte Geschichte und Archäologie - Bibliotheca Scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana]] Leipzig JGR Jus Graecoromanum, τ. 1-8, έκδ. Ι. και Π. Ζέπου, Αθήναι 1931 (ανατύπωση από Κ. Ε. Zachariä von Lingenthal με προσθήκες), ανατύπωση Aalen P. Joannou, Discipline Discipline générale antique, τ. 1 1 : Les canons des conciles œcuméniques (IIe-IXe s.) τ. 1 2 : Les canons des synodes particuliers (IVe-IXe s.), έκδ. P.-P. Joannou, [Fonti IX - Pontificia Commissione per la Redazione del Codice di Diritto Canonico Orientale] Roma B. Katsaros, Documents Σ. Κίσσας, Μολυβδόβουλλα Κων. Πορφ., De administrando Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος, B. Katsaros, Documents relatifs à la metropole de Thessalonique datant de la fin du XIIIe siècle-début du XIVe, Βυζαντινά 15 (1989) (επανέκδοση του «Έγγραφα σχετικά με τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης στα τέλη του 13 ου - αρχές 14 ου αιώνα», Αφιέρωμα στον Εμμ. Κριαρά, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, 3 Απριλίου 1987, [ΑΠΘ - ΚΒΕ] Θεσσαλονίκη 1988, σ , με ορισμένες βελτιώσεις). Σ. Κίσσας, Μολυβδόβουλλα από τα υπερώα της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης, BSB 2 (1990) Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανὸν, έκδ. G. Moravcsik, αγγλική μετάφραση R. J. H. Jenkins, Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio, τ. I, [Dumbarton Oaks Center for Byzantine Studies, Trustees for Harvard University - CFHB 1] Washington D.C Δ. Γκίνης, Λόγος ανέκδοτος Κωνσταντίνου

23 Λόγος Κ. Κωνσταντόπουλος, Μολυβδόβουλα S. Kugéas, Notizbuch E. Kurtz, Συνοδ. γράμματα E. Kurtz, Christophoros Σ. Λάμπρος, Ισιδώρου επιστολαί V. Laurent, Blakhernes Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης xxiii Αρμενοπούλου εις την προεόρτιον εορτήν του αγίου Δημητρίου, ΕΕΒΣ 21 (1951) (κείμενο: ). Κ. Μ. Κωνσταντόπουλος, Βυζαντιακά μολυβδόβουλα του εν Αθήναις Εθνικού Νομισματικού Μουσείου, Αθήναι S. Kugéas, Notizbuch eines Beamten der Metropolis in Thessalonike aus dem Anfang des XV. Jahrhunderts, BZ 23 ( ) Ε. Kurtz, Τρία συνοδικά γράμματα Νικολάου Μεσαρίτου μητροπολίτου Εφέσου, VV 12 (1906) E. Kurtz, Christophoros von Ankyra als Exarch des Patriarchen Germanos II, BZ 16 (1907) (κείμενο: ). Σ. Λάμπρος, Ισιδώρου μητροπολίτου Θεσσαλονίκης οκτώ επιστολαί ανέκδοτοι, ΝΕ 9 (1912) (κείμενο: ). V. Laurent, Les signataires du second synode des Blakhernes (été 1285), EO 26 (1927) (κείμενο: ). V. Laurent, Droits V. Laurent, Les droits de l empereur en matière ecclésiastique, REB 13 (1955) 5-20 (κείμενο: 14-19). V. Laurent, Reg. V. Laurent, Les regestes des actes du patriarcat de Constantinople. v. I: Les actes des patriarches, Fasc. IV: Les regestes de 1208 à 1309, [Le Patriarcat Byzantin. Recherches de Diplomatique, d Histoire, et de Géographie ecclésiastiques publiées par l Institut Français d Études Byzantines, Série I] Paris V. Laurent, Sceaux V. Laurent, Le corpus des sceaux de l empire byzantin, t. V : L Église, Parties 1-3, [Publications de l Institut Français d Études Byzantines - Éditions du Centre National de la Recherche Scientifique] Paris

24 xxiv V. Laurent, Trisépiscopat I. Λεοντιάδης, Μολυβδόβουλλα Μακάριος Πισιδίας, Επιστολή Mansi J. Meyendorff, Tome de 1347 Μιχ. Χωνιάτης, Επιστολαί MM J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals Νικ. Χωνιάτης Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 1963, 1965, V. Laurent, Trisépiscopat du patriarche Matthieu I er ( ), REB 30 (1972) (κείμενο: ) [= ανάτυπο, Institut français d Études byzantines, Paris 1972]. Ι. Γ. Λεοντιάδης, Μολυβδόβουλλα του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, [Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται - ΚΒΕ], Θεσσαλονίκη, υπό έκδοση. Μακαρίου μητροπολίτου Πισιδίας ἐπιστολὴ πρὸς Μιχαὴλ Δισύπατον, έκδ. A. Papadopoulos-Kerameus, Varia graeca sacra, S. Peterburskago 1909, ανατύπωση [Subsidia byzantina lucis ope iterata VI] Leipzig J. D. Mansi, Sacrorum consiliorum nova et amplissima collectio, t. I-XIII: Firenze , τ. IVX-XXXI: Venezia , τ. XXXII-LIII: Paris , ανατύπωση Graz J. Meyendorff, Le Tome synodal de 1347, Mélanges G. Ostrogorsky, ZRVI 8 1 (1964) (κείμενο: ). Μιχαὴλ τοῦ Χωνιάτου, Ἐπιστολαί, έκδ. Foteini Kolovou, Michaelis Choniatae Epistulae, [CFHB 41 - Series Berolinensis] Berlin M. Miklosich - J. Müller, Acta et Diplomata graeca medii aevi sacra et profana, τ. 1-6 Vindobonae , ανατύπωση Αθήνα- Aalen J. Nesbitt - N. Oikonomides, Catalogue of Byzantine Seals at Dumbarton Oaks and in the Fogg Museum of Art, τ. 1: Italy, North of the Balkans, North of the Black Sea, Washington, D.C Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ διήγησις, έκδ. J.-L. van Dieten, Nicetae Choniatae, Historia,

25 Νικ. Χωνιάτης, Επιστολαί Νικηφ. Γρηγοράς Νικηφ. Γρηγοράς, Επιστολαί Νικόλαος Καβάσιλας Επιστολαί Νικολάου Μυστικού, Επιστολαί J. Nicole, Bref inédit Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης xxv τ.ι-ιι, [CFHB 11/1-2] Berlin - New York Νικήτα τοῦ Χωνιάτου, Λόγοι καὶ Ἐπιστολαί, έκδ. I. A. van Dieten, Nicetae Choniatae Orationes et Epistulae, [CFHB 3] Berlin Νικηφόρος Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ ἱστορία, έκδ. L. Schopen, Nicephori Gregorae, Byzantina Historia, τ. I-III, [CSHB] Bonnae Nicephori Gregorae Epistulae, έκδ. P. A. M. Leone, τ. II, Matino P. Enepekides, Der Briefwechsel des Mystikers Nikolaos Kabasilas, BZ 46 (1953) (κείμενο: 29-45). Επιστολαί Νικολάου αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, έκδ. R. J. H. Jenkins - L. G. Westerink, Nicholas I Patriarch of Constantinople, Letters. Greek Text and English Translation, [CFHB 6 - Dumbarton Oaks Center] Washington D.C J. Nicole, Bref inédit de Germain II, patriarche de Constantinople (anné 1230), Revue des Études grecques, τ. 7, Paris 1894, σ NJ Novelles Justiniani, έκδ. P. Schoell - G. Kroll, Berlin 1895, ανατύπωση Dublin- Zürich 1972 (= Corpus Juris Civilis v. IIΙ). Not. N. Oikonomidès, Dated Seals Géographie ecclésiastique de l empire byzantin, t. I : Notitiae episcopatuuum ecclesiae Constantinopolitanae, Texte critique, introduction et notes, ed. J. Darrouzès, A. A., [Institut Français d Etudes Byzantines - Centre National de la Recherche Scientifique] Paris N. Oikonomidès, A Collection of Dated Byzantine Lead Seals, Dumbarton Oaks Research

26 xxvi Ελισάβετ Χατζηαντωνίου N. Oikonomidès, Décret synodal N. Oikonomides, Seals Published III. Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Σταυράκιος-Βεάσκος Περὶ μεταθέσεων L. Petit, Documents inédits PG Φιλόθεος, Κλητορολόγιον Φιλόθεος Κόκκινος, Λόγος εις Γρηγόριον Παλαμάν Φώτιος, Επιστολαί Library and Collection, Washington, D.C N. A. Oikonomidès, Un décret synodal inédit du patriarche Jean VIII Xiphilin concernant l élection et l ordination des évêques, REB 18 (1960) (κείμενο: 57-59). N. Oikonomides, Seals Published , SBS 6 (1999) Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Ιωάννης Σταυράκιος και Δημήτριος Βεάσκος, VV 13 (1907) Περὶ μεταθέσεων. Διὰ τῶν ἀρχιερέων τῶν χειροτονηθέντων ἀπὸ ἐπισκοπῶν εἰς πατριαρχεῖα καὶ τῶν μετατεθέντων καὶ ἐνθρονισθέντων ἀφ ὧν εἶχον ἐκκλησιῶν εἰς ἑτέρας μητροπόλεις καὶ ἐπισκοπάς, έκδ. Darrouzès, Le traité des transferts, Édition critique et commentaire, REB 42 (1984) (κείμενο: ). L. Petit, Documents inédits sur le concile de 1166 et ses derniers adversaires, VV 11 (1904) Patrologiae cursus completus, Series graeca, éd. J. P. Migne, Paris Φιλόθεος, Κλητορολόγιον, έκδ. Ν. Oikonomidès, Listes, σ (κείμενο: ). Φιλοθέου τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως λόγος εἰς τὸν ἐν ἁγίοις πατέρα ἡμῶν Γρηγόριον ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης, έκδ. Δ. Γ. Τσάμης, Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως του Κοκκίνου αγιολογικά έργα, τ. Α : Θεσσαλονικείς άγιοι, [Θεσσαλονικείς Βυζαντινοί Συγγραφείς 4 - ΚΒΕ] Θεσσαλονίκη 1985, σ Photii patriarchae Constantinopolitani, Epistulae et Amphilochia, έκδ. B. Laourdas - L.

27 Ι. Φουντούλης, Μαρτυρίαι PL Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης xxvii G. Westerink, τ. Ι-V, [Akademie der Wissenschaften der DDR Zentalinstitut für alte Geschichte und Archäologie - Bibliotheca Scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana] Leipzig Ι. Φουντούλης, Μαρτυρίαι του Θεσσαλονίκης Συμεών περί των ναών της Θεσσαλονίκης, ΕΕΘΣΑΠΘ 21 (1976) (κείμενα: ). Patrologiae cursus completus, Series latina, éd. J. P. Migne, Paris Α. Potthast, Regesta Α. Potthast, Regesta Pontificum Romanorum inde ab a. post Christum natum MCXCVIII ad a. MCCCIV, τ. I, Berlin 1874, φωτ. ανατυπ. Graz PRK Ψῆφος πατριάρχου Ἀλεξίου ΡΠ G. Schlumberger, Sigillographie W. Seibt - M. Zarnitz, Bleisiegel Das Register des Patriarchats von Konstantinopel, T. 1 ( ), έκδ. H. Hunger - O. Kresten u.a. T. 2 ( ), έκδ. H. Hunger - O. Kresten - E. Kislinger - C. Cupane u.a. T. 3 ( ), έκδ. J. Koder - M. Hinterberger - O. Kresten, [CFHB 19 - Österreichischen Akademie der Wissenschaften] Wien 1981, 1995, Ψῆφος τοῦ πατριάρχου κυροῦ Ἀλεξίου πρὸς Θεοφάνην ἐπίσκοπον Θεσσαλονίκης, έκδ. V. Beneševič, VV 12 (1906) Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων των τε αγίων και πανευφήμων Αποστόλων και των ιερών οικουμενικών και τοπικών συνόδων, και των κατά μέρος αγίων πατέρων, έκδ. Γ. Α. Ράλλης - Μ. Ποτλής, τ. 1-6, Αθήναι , ανατύπωση G. Schlumberger, Sigillographie de l empire byzantin, Paris 1884, ανατύπωση Torino W. Seibt - Marie Luise Zarnitz, Das byzantinische Bleisiegel als Kunstwerk, Katalog zur

28 xxviii Ε. Σκουβαράς, Ολυμπιώτισσα Α. Solovjev - V. Mošin, Diplomata J.-M. Spieser, Inscriptions Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις Συμέων Θεσσαλονίκης, Έργα πολιτικο-ιστορικά Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα θεολογικά Συνοδικόν Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Ausstellung, [Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften], Wien Ε. Α. Σκουβαράς, Ολυμπιώτισσα, Περιγραφή και ιστορία της μονής. Η βιβλιοθήκη και τα χειρόγραφα - Κατάλογος των κωδίκων. Αναγραφαί και χρονικά σημειώματα. Ακολουθία Παναγίας Ολυμπιωτίσσης. Έγγραφα εκ του αρχείου της μονής ( ), [Ακαδημία Αθηνών - Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού] Αθήναι Α. Solovjev - V. A. Mošin, Grčke povelje Srpskih vladara, Diplomata graeca regum e imperatorum Serviae, [Fontes rerum Slavorum meridionalium, Series sexta; Fontes lingua graeca conscripti, t. 1] Belgrade 1936, VR London J.-M. Spieser, Inventaires en vue d un recueil des inscriptions historiques de Byzance, I. Les inscriptions de Thessalonique, TM 5 (1977) Β. Λαούρδας, Συμεών Θεσσαλονίκης, Ακριβής διάταξις του αγίου Δημητρίου, ΓΠ 39 (1956) (κείμενο: ). Politico-Historical Works of Symeon Archbishop of Thessalonica (1416/17 to 1429), έκδ. D. Balfour, Critical Greek Text with Introduction and Commentary Wien 1979, [Österreichische Akademie der Wissenschaften, Kommission für Byzantinistik Institut für Byzantinistik und Neogräzistik der Universität Wien - Wiener Byzantinistische Studien, Band XIII] Wien Αγίου Συμεών αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1416/ ) έργα θεολογικά, έκδ. D. Balfour, [Ανάλεκτα Βλατάδων 34] Θεσσαλονίκη Le Synodikon de l Orthodoxie, édition et

29 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης xxix Τακτικόν Beneševič Τακτικόν Eskurial Teodosije Θαύματα Γ. Θεοχαρίδης, Βατοπεδινά έγγραφα Θεόδ. Στουδίτης, Επιστολαί Θεοφάνης Θεοφύλακτος Αχρίδος, Επιστολαί Θεοφύλακτος Αχρίδος, Λόγοι Ε. Τσιγαρίδας - Κ. Λοβέρδου- Τσιγαρίδα, Επιγραφές commentaire par J. Gouillard, TM 2 (1967) (κείμενο: ). Le Taktikon du cod. Hierosol. Gr. 24 dit Taktikon Beneševič, έκδ. Ν. Oikonomidès, Listes, σ (κείμενο: ). Le Taktikon du cod. Scorialensis, Gr. R.-II- 11, έκδ. Ν. Oikonomidès, Listes, σ (κείμενο: ). Teodosije, Žitije svetog Save, Preveo L. Mirković - prevod redigovao D. Bogdanović, Beograd P. Lemerle, Les plus anciens recueils des miracles de Saint Démétrius et la pénetration des Slaves dans les Balkans, t. I : Le texte, Paris 1979 t. II : Le commentaire, [Centre National de la Recherche Scientifique] Paris Γ. Ι. Θεοχαρίδης, Μια διαθήκη και μια δίκη βυζαντινή. Ανέκδοτα Βατοπεδινά έγγραφα του ΙΔ αιώνος περί της μονής Προδρόμου Βεροίας, [Μακεδονικά, παράρτημα 2] Θεσσαλονίκη Theodori Studitae Epistulae, έκδ. G. Fatouros, [CFHB 31/1-2] Berlin Θεοφάνης Ομολογητής, Χρονογραφία, έκδ. C. de Boor, Theophanis Chronographia, Lipsiae , ανατύπωση Hildesheim Ἐπιστολαὶ τοῦ μακαριωτάτου ἐπισκόπου Βουλγαρίας, κυροῦ Θεοφυλάκτου, έκδ. P. Gautier, Théophylacte d Achrida. Lettres, [CFHB 16/2] Thessalonique Theophylacte d Achrida. Discours, traités, poésies, έκδ. P. Gautier, [CFHB 16/1] Thessalonique Ε. Τσιγαρίδας - Κάτια Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Κατάλογος χριστιανικών επιγραφών στα μου-

30 xxx G. Zacos - J. Nesbitt, Seals G. Zacos - A. Veglery, Seals Ελισάβετ Χατζηαντωνίου σεία της Θεσσαλονίκης, [Μακεδονική Βιβλιοθήκη αρ. 52] Θεσσαλονίκη G. Zacos, Byzantine Lead Seals, compiled and edited by J. W. Nesbitt, τ. II, [Τετράδια αρχαιολογίας και Τέχνης 3] Berne G. Zacos - A. Veglery, Byzantine Lead Seals, τ. I, μέρος II, Basel 1972.

31 Β. Βοηθήματα ΑΒ ΑΕΜΘ Α. Αγγελόπουλος, Χριστιανική Θεσσαλονίκη Α. Αγγελόπουλος, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Α. Αγγελόπουλος, Επισκοπή Πλαταμώνος Α. Αγγελόπουλος, Επισκοπική Σύνοδος Α. Αγγελόπουλος, Εξαρχία Θεσσαλονίκης Analecta Bollandiana, Revue critique d hagiographie, Société des Bollandistes, Paris - Bruxelles 1882 κ.ε. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη, Θεσσαλονίκη 1987 κ.ε. Α. Α. Αγγελόπουλος, Η χριστιανική Θεσσαλονίκη προϊσταμένη του Ιλλυρικού (50 μ.χ.-395 μ.χ.), στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΙΙ, σ Α. Αγγελόπουλος, Η Εκκλησία Θεσσαλονίκης: διαχρονική πνευματική ακτινοβολία της πόλεως στη χερσόνησο του Αίμου ως Εξαρχίας, Βικαριάτου και Μητροπόλεως 4, Θεσσαλονίκη Α. Α. Αγγελόπουλος, Η επισκοπή Πλαταμώνος και οι αρχιερατεύσαντες εν αυτή, στο Τιμητικόν αφιέρωμα εις τον Κίτρους Βαρνάβαν, σ Α. Α. Αγγελόπουλος, Η επισκοπική σύνοδος της μητροπόλεως της Θεσσαλονίκης και η σημασία αυτής σήμερον, Θεολογία 48 4 (1977) Α. Αγγελόπουλος, Η εξαρχία της Θεσσαλονίκης και η Β Οικουμενική Σύνοδος του 381 εις Κωνσταντινούπολιν, Τιμητικό αφιέρωμα στον καθηγητή Ιω. Ορ. Καλογήρου, ΕΕΘΣ Τμήμα Ποιμαντορικής ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1992, σ Α. Αγγελόπουλος, Συμεών Α. Α. Αγγελόπουλος, Ο Συμεών αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και το κανονικόν καθεστώς της πόλεως επί βενετοκρατίας ( ), στο Συμεών Θεσσαλονίκης, σ Α. Αγγελόπουλος, Σύνοδος Θεσσαλονίκης Α. Α. Αγγελόπουλος, Περί την επαρχιακήν σύνοδον της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Μακεδονικά 18 (1978)

32 xxxii Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Δ. Αγορίτσας, Στρυμόνας Δ. Αγορίτσας, Η εκκλησιαστική οργάνωση της περιοχής του Στρυμόνα (7 ος 12 ος Η. Ahrweiler, Πολιτική Ιστορία αι.), Βυζαντιακά 24 (2004) Hélène Ahrweiler, Από τον ένατο αιώνα ως το Πολιτική ιστορία, στο Μακεδονία, σ Η. Ahrweiler, Smyrne Hélène Ahrweiler, L histoire et la géographie de la région de Smyrne entre les deux occupations turques ( ) particulièrement au XIIIe siècle, TM 1 (1965) (= Byzance: les pays et les territoires, VR, London 1976, αρ. IV). Ι. Αναστασίου, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Ι. Ε. Αναστασίου, Σύντομη ιστορία της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, Νέα Εστία, τ. 118, τεύχος 1400, Θεσσαλονίκη 1985, σ (Αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη - Εικοσιτρείς αιώνες Θεσσαλονίκη). Ι. Αναστασίου, Ι. Ε. Αναστασίου, Εκκλησιαστική ιστορία 2, τ. Α, Θεσσαλονίκη Εκκλ. Ιστορία Μ. Angold, Church Μ. Angold, Church and Society in Byzantium under the Comneni, , Cambridge Μ. Angold, Government Μ. Angold, A Byzantine Government in Exile. Government and Society under the Laskarids of Nicaea ( ), Oxford Αφιέρωμα Σ. Κίσσα Απόστολος Παύλος Αθηνά Αφιέρωμα στη μνήμη του Σωτήρη Κίσσα, έκδ. Χ. Μαυροπούλου-Τσιούμη - Ε. Κυριακούδης, Θεσσαλονίκη Απόστολος Παύλος, Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην του αγίου ενδόξου Αποστόλου Παύλου ιδρυτού της εκκλησίας Θεσσαλονίκης, Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Νοεμβρίου 1987, Θεσσαλονίκη Αθηνά, Επιστημονική Εταιρεία Αθηνών, Αθηνών 1889 κ.ε.

33 Αθηναγόρας Παραμυθίας, Σύγκελλοι Β. Ατέσης, Επισκοπικοί κατάλογοι Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης xxxiii Αθηναγόρας Παραμυθίας, Ο θεσμός των συγκέλλων εν τω Οικουμενικώ πατριαρχείω, ΕΕΒΣ 4 (1927) Β. Ατέσης, Επισκοπικοί κατάλογοι της εκκλησίας της Ελλάδος απ αρχής μέχρι σήμερον, [ανατύπωσις εκ του Εκκλησιαστικού Φάρου 56-57, ] Αθήναι Ά. Αβραμέα, Θεσσαλία Άννα Π. Αβραμέα, Η βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι του Συμβολή εις την ι- στορικήν γεωγραφίαν, διδακτορική διατριβή, Αθήναι K. Βαβούσκος, Θεοδοσιανή περίοδος A. Βακαλόπουλος, Κάστρα A. Βακαλόπουλος, Μακεδονία A. Βακαλόπουλος, Πλαταμώνας A. Βακαλόπουλος, Θεσσαλονίκη Ch. Bakirtzis, Urban Continuity Κ. Α. Βαβούσκος, Η εκκλησία εις την Θεοδοσιανήν περίοδον, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΙΙ, σ Α. Βακαλόπουλος, Τα κάστρα του Πλαταμώνος και της Ωριάς Τεμπών και ο τεκές του Χασάν Μπαμπά, Θεσσαλονίκη Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας , Θεσσαλονίκη Α. Βακαλόπουλος, Το κάστρο του Πλαταμώνα, Μακεδονικά 1 (1940) (= Παγκαρπία, σ ). Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Θεσσαλονίκης 316 π.χ , Θεσσαλονίκη 1983, Ch. Bakirtzis, Urban Continuity and size of late byzantine Thessaloniki, DOP 57 (2003) (Symposium on Late Byzantine Thessalonike). D. Balfour, Συμεών D. Balfour, Αγίου Συμεών αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1416/ ) έργα θεολογικά, κριτική έκδοση με εισαγωγή, [Ανάλεκτα Βλατάδων 34] Θεσσαλονίκη Βαρνάβας Κίτρους, Βαρνάβας Κίτρους, Μητρόπολις Κίτρους,

34 xxxiv Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Μητρόπολις Κίτρους ΘΗΕ 7, Αθήνα 1965, σ BCH Bulletin de Correspondance Hellénique, Athènes-Paris 1877 κ.ε. H.-G. Beck, Kirche H.-G. Beck, Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich, München 1959, ανατύπωση N. Βέης, Ισίδωρος N. A. Βέης, Αι πασχάλιαι επιγραφαί του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης και ο μητροπολίτης αυτής Ισίδωρος Γλαβάς ( 1396), BNJ 7-8 ( ) Γ. Βελένης, Καισάρεια Γ. Βελένης, Καισάρεια, πέμπτη πόλη Μακεδονίας, Εγνατία 5 ( ) BF Byzantinische Forschungen, Internationale Zeitschrift für Byzantinistik, Amsterdam 1966 κ.ε. BMGS Byzantine and Modern Greek Studies, Birmingham 1975 κ.ε. BNJ Byzantinisch-Neugriechische Jahrbücher, F. Bredenkamp, Thessaloniki F. Brunet, Τoponymes slaves Σ. Βρυώνης, Παρακμή τ. 1-20, Athen F. Bredenkamp, The Byzantine Empire of Thessaloniki ( ) 2, διδακτορική διατριβή, Johannesburg 1983, Thessaloniki F. Brunet, Sur l hellénisation des toponymes slaves en Macédoine byzantine, TM 9 (1985) Σ. Βρυώνης, Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού της Μικράς Ασίας και η διαδικασία του εξισλαμισμού (11 ος έως 15 ος αι.), Berkley Los Angeles London 1971, ελλην. μετάφρ. Κάτια Γαλαταριώτου, [ΜΙΕΤ] Αθήνα 1996, BS Balkan Studies, Ίδρυμα Mελετών Xερσονήσου του Aίμου, Θεσσαλονίκη 1960 κ.ε. Bsl Byzantinoslavica, Prague 1929 κ.ε.

35 Βυζαντιακά Βυζαντινά Βυζαντινή Μακεδονία Ι Βυζαντινή Μακεδονία ΙΙ Byzantino-Bulgarica Βυζάντιο-Σερβία Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης xxxv Βυζαντιακά, Επιστημονικόν όργανον Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας, Θεσσαλονίκη 1981 κ.ε. Βυζαντινά, Επιστημονικόν όργανον Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών Φιλοσοφικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, Θεσσαλονίκη 1969 κ.ε. Διεθνές Συμπόσιο «Βυζαντινή Μακεδονία μ.χ.», Θεσσαλονίκη Οκτωβρίου 1992, [Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών -Μακεδονική βιβλιοθήκη αρ. 82] Θεσσαλονίκη Β Διεθνές Συμπόσιο «Βυζαντινή Μακεδονία», Δίκαιο, Θεολογία, Φιλολογία, Θεσσαλονίκη Νοεμβρίου 1999, [Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών - Μακεδονική Βιβλιοθήκη αρ. 95] Θεσσαλονίκη Byzantino-Bulgarica, Éditions de l Académie Bulgare des Sciences, Sofia 1962 κ.ε. Βυζάντιο και Σερβία κατά τον ΙΔ αι., ΕΙΕ-ΙΒΕ, Διεθνή Συμπόσια 3, Αθήνα Byzantion Byzantion, Revue Internationale des Études Byzantines, Paris - Liège , Paris - Bruxelles 1930, Bruxelles 1931 κ.ε. Βυζαντίς Βυζαντίς, Επιθεώρησις των Βυζαντιακών Σπουδών, τ. 1-2, Αθήναι 1909, ΒΖ Byzantinische Zeitschrift, Leipzig 1892 κε. - München , Stuttgart - Leipzig , München - Leipzig 1999 κ.ε. E. Caspar, Papsttum Ε. Caspar, Geschichte des Papsttums, t. I, Tübingen 1930.

36 xxxvi Ελισάβετ Χατζηαντωνίου P. Charanis, Anastasius P. Charanis, Church and State in the Later Roman Empire. The Religious Policy of Anastasius the First ( ) 2, Madison 1939, ανατύπωση KBE - Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 11, Θεσσαλονίκη Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Λ. Χατζηλαζαρίδης, Σέρβια J.-C. Cheynet, Stratège-duc J.-C. Cheynet - B. Flusin, Route Γ. Χιονίδης, Βέροια Β Γ. Χιονίδης, Χριστιανισμός Βεροίας Γ. Χιονίδης, Περίγραμμα Ch. Chotzakoglou, Ungarn Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΙΙ Ελισάβετ Χατζηαντωνίου, Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης τὸν τόπον ἐπέχων, Βυζαντινά 27 (2007), υπό έκδοση. Ελισάβετ Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι των σεκρέτων της μητρόπολης και του μητροπολιτικού ναού της Θεσσαλονίκης, Βυζαντιακά 26 (2007) Λ. Ι. Χατζηλαζαρίδης, Τα βυζαντινά μνημεία Σερβίων (χθες και σήμερα), στο Η Κοζάνη και η περιοχή της. Ιστορία - Πολιτισμός, Πρακτικά Α Συνεδρίου, Σεπτέμβριος 1993, Κοζάνη 1997, σ J.-C. Cheynet, Du stratège de thème au duc : Chronologie de l évolution au cours du XIe siècle, TM 9 (1985) J.-Cl. Cheynet - B. Flusin, Du monastère Ta Kathara à Thessalonique : Théodore Stoudite sur la route de l exil, REB 48 (1990) Γ. Χ. Χιονίδης, Ιστορία της Βεροίας, της πόλεως και της περιοχής, τ. Β : Βυζαντινοί χρόνοι, Θεσσαλονίκη Γ. Χ. Χιονίδης, Σύντομη Ιστορία του Χριστιανισμού στην περιοχή της Βεροίας, Βέροια Γ. Χ. Χιονίδης, Περίγραμμα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Βεροίας, ΓΠ 65 (1982) Ch. G. Chotzakoglou, Byzantinische Bleisiegel aus Ungarn, BSB 6 (1999) Β Επιστημονικό Συμπόσιο «Χριστιανική

37 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης xxxvii Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΙΙΙ Χριστιανική Θεσσαλονίκη IV Χριστιανική Θεσσαλονίκη VII Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΧΙ Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΧΙΙ Χριστιανική Θεσσαλονίκη XΙΙΙ Θεσσαλονίκη. Από του Αποστόλου Παύλου μέχρι και της Κωνσταντινείου εποχής», Ιερά Μονή Βλατάδων 31 Οκτωβρίου-2 Νοεμβρίου 1988, Θεσσαλονίκη Γ Επιστημονικό Συμπόσιο «Χριστιανική Θεσσαλονίκη. Από της Ιουστινιανείου εποχής έως και της Μακεδονικής Δυναστείας», Ιερά Μονή Βλατάδων, Οκτωβρίου 1989, Θεσσαλονίκη Δ Επιστημονικό Συμπόσιο «Χριστιανική Θεσσαλονίκη. Aπό της εποχής των Κομνηνών μέχρι και της αλώσεως της Θεσσαλονίκης υπό των Οθωμανών (1430) (11 ος -15 ος μ.χ.)», Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Ιερά Μονή Βλατάδων, Οκτωβρίου 1990, [Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης του Δήμου Θεσσαλονίκης αρ. 10], Θεσσαλονίκη Ζ Επιστημονικό Συμπόσιο «Χριστιανική Θεσσαλονίκη. Σταυροπηγιακές και ενοριακές μονές», Ιερά Μονή Βλατάδων, Οκτωβρίου 1993, Θεσσαλονίκη ΙΑ Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο «Χριστιανική Θεσσαλονίκη. Πόλις συναντήσεως Ανατολής και Δύσεως», Ιερά Μονή Βλατάδων Οκτωβρίου 1997, Θεσσαλονίκη ΙΒ Επιστημονικό Συμπόσιο «Χριστιανική Θεσσαλονίκη. Ο ιερός ναός του Αγίου Δημητρίου. Προσκύνημα Ανατολής και Δύσεως», Ιερά Μονή Βλατάδων 1-3 Ο- κτωβρίου 1998, Θεσσαλονίκη ΙΓ Επιστημονικό Συμπόσιο «Χριστιανική Θεσσαλονίκη. Η επαρχιακή μητροπολιτική σύνοδος Θεσσαλονίκης», Ιερά Μονή Βλατάδων Οκτωβρίου 1999, Θεσσαλονίκη 2000.

38 xxxvii i Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΧΧ Κ Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο «Χριστιανική Θεσσαλονίκη. Χριστιανική Θεσσαλονίκη και Κωνσταντινούπολις μέχρι και του δεκάτου αιώνος», Ιερά Μονή Βλατάδων 9-11 Νοεμβρίου 2006, υπό έκδοση. Α. Χριστοφιλόπουλος, Δικαιοδοσία Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Δικαστήρια Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Μακεδονία Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Πολιτική ιστορία Β. Χριστοφορίδης, Ισίδωρος Α. Χριστοφιλόπουλος, Η δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών κατά την βυζαντινήν περίοδον, ΕΕΒΣ 18 (1948) (= Δίκαιον και Ιστορία, Μικρά Μελετήματα, Α- θήναι 1973, σ ). Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Τα βυζαντινά δικαστήρια κατά τους αιώνες Ι - ΙΑ, Δίπτυχα 4 ( ) Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Μακεδονία. Σχεδίασμα για την εποχή από τα τέλη του Στ μέχρι τα μέσα του Θ αιώνα, Βυζαντινά 12 (1983) Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Από τον έκτο έως τον ένατο αιώνα. Πολιτική ι- στορία, στο Μακεδονία, σ Β. Χ. Χριστοφορίδης, Ο Ισίδωρος Θεσσαλονίκης και τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής του, ΕΕΘΣΑΠΘ 29 ( ) Ε. Chrysos, Bischofslisten Ε. Chrysos, Die Bischofslisten des V. ökumenischen Konzils (553), Bonn Ε. Chrysos, Erzbistümer Ε. Chrysos, Zur Entstehung der Institution der autokephalen Erzbistümer, BZ 62 (1969) Ε. Χρυσός, Μονή Στουδίου Α. Constantinides Hero, Gregory Akindynos Ε. Χρυσός, Η Μονή του Στουδίου και η Θεσσαλονίκη, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΧΧ, υπό έκδοση. Αngela Constantinides Hero, Letters of Gregory Akindynos, [CFHB 21 - Dum-

39 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης xxxix barton Oaks Texts VII] Washington D.C J. Cotsonis, Saints J. Cotsonis, Saints and Cult Centres: A Geographic and Administrative Perspective in Light of Byzantine Lead Seals, SBS 8 (2003) G. Dagron, Illyricum G. Dagron, Les villes dans l Illyricum protobyzantin, στο Illyricum protobyzantin, σ J. Darrouzès, Βιβλιοκρισία «Lavra I» J. Darrouzès, Βιβλιοκρισία «Lavra II» J. Darrouzès, βιβλιοκρ. «Actes de Lavra. Première partie : Des origines à Ed. P. Lemerle, N. Svoronos, A. Guillou, D. Papachryssanthou, [Archives de l Athos V] Paris 1971», REB 30 (1972) J. Darrouzès, βιβλιοκρ. «P. Lemerle, A. Guillou, N. Svoronos, D. Papachryssanthou, Actes de Lavra, II. De 1204 à 1328; III. De 1329 à 1500, [Archives de l Athos VIII et X] Paris 1977, 1979», REB 38 (1980) J. Darrouzès, Documents J. Darrouzès, Documents inédits d ecclésiologie byzantine. Textes édités, traduits et annotés, [Archives de l Orient Chrétien 10 - Institut Français d Etudes Byzantines] Paris J. Darrouzès, Édition J. Darrouzès, L édition des Notitiae Episcopatuum, REB 40 (1982) J. Darrouzès, Ekthésis Néa J. Darrouzès, Ekthésis Néa. Μanuel des pittakia du XIV siècle, REB 27 (1969) J. Darrouzès, Évêchés J. Darrouzès, Sur les variations numériques des évêchés byzantins, REB 44 (1986) J. Darrouzès, J. Darrouzès, Listes synodales et notitiae, Listes synodales REB 28 (1970) J. Darrouzès, Nicée J. Darrouzès, Listes épiscopales du concile de Nicée (787), REB 33 (1975) 5-76.

40 xl Ελισάβετ Χατζηαντωνίου J. Darrouzès, Notitiae J. Darrouzès, A. A., Géographie ecclésiastique de l empire byzantin, t. I : Notitiae episcopatuuum ecclesiae Constantinopolitanae, Texte critique, introduction et notes, [Institut Français d Etudes Byzantines - Centre National de la Recherche Scientifique, Série XVI] Paris J. Darrouzès, Οφφίκια J. Darrouzès, Recherches sur les Οφφίκια de l église byzantine, [Archives de l Orient Chrétien 11 - Institut Français d Etudes Byzantines] Paris J. Darrouzès, Prôtes J. Darrouzès, Liste des prôtes de l Athos, Le millénaire du Mont Athos , Chevetogne 1963, τ. I, σ J. Darrouzès, Registre J. Darrouzès, Le registre synodal du patriarcat byzantin au XIVe siècle. Etude paléographique et diplomatique, Paris J. Darrouzès, Transferts J. Darrouzès, Le traité des transferts, Édition critique et commentaire, REB 42 (1984) M. Δήμιτσας, Μακεδονία Μ. Γ. Δήμιτσας, Η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις και μνημείοις σωζομένοις, τ. Ι, τεύχος Α, Αθήναι 1896, [ανατύπωση ΙΜΧΑ - Αρχείο Ιστορικών Μελετών 1] Θεσσαλονίκη I. Δημόπουλος, Εκκλησιαστικά Ι. Δ. Δημόπουλος, Τα παρά τον Αλιάκμονα Εκκλησιαστικά, Θεσσαλονίκη M. Δένδιας, Συμβολή Μ. Δένδιας, Συμβολή εις τα της οργανώσεως και λειτουργίας της διοικήσεως εν τω βυζαντινώ κράτει περί την εποχήν της υπό των Φράγκων καταλύσεως αυτού, Atti dello VIII Congresso Internazionale di Studi Bizantini, Palermo 3-10 Aprile 1951, t. II, Roma 1953, ανατ. Nendeln - Leichtenstein 1978, σ

41 G. Dennis, Metropolitans Ν. Δελιαλής, Επισκοπικά Κοζάνης J.-L. van Dieten, Choniates A. Diller, Geograph. names Δίπτυχα Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης xli G. T. Dennis The Late Byzantine Metropolitans of Thessalonike, DOP 57 (2003) (Symposium on Late Byzantine Thessalonike). Ν. Δελιαλής, Επισκοπικά Κοζάνης, Κοζάνη J.-L. van Dieten, Niketas Choniates, Erläuterungen zu den Reden und Briefen nebst einer Biographie, [Supplementa Byzantina 2] Berlin - New York Α. Diller, Byzantine Lists of old and new geographical Names, BZ 63 (1970) Δίπτυχα Εταιρείας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μελετών, Αθήναι 1979 κ.ε. F. Dölger, Neues F. Dölger, Neues vom Berg Athos, στο Παρασπορά, München 1961, σ DOP Dumbarton Oaks Papers, Washington D.C κε. L. Duchesne, Illyricum L. Duchesne, L Illyricum ecclésiastique, BZ 1 (1892) (= Autonomies ecclésiastiques. Eglises séparées, Paris 1896, σ ). I. Dujčev, Dragovitia Ι. Dujčev, Dragvista-Dragovitia, REB 22 (1964) F. Dvornik, Lutte F. Dvornik, La lutte entre Byzance et Rome à propos de l Illyricum au IXe siècle, στο Mélanges Ch. Diehl, τ. I, Paris 1930, σ F. Dvornik, Photian Schism F. Dvornik, Roman Primacy F. Dvornik, Slaves ΕΕΒΣ F. Dvornik, The Photian Schism. History and Legend, Cambridge F. Dvornik, Buzantium and the Roman Primacy, New York F. Dvornik, Les Slaves, Byzance et Rome au IXe siècle, [Travaux publiés par l Institut d Études Slaves, αρ. 4] Paris Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, Αθήναι 1924 κε.

42 xlii Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ΕΕΦΣΑΠΘ Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1931 κ.ε. ΕΕΘΣΑΠΘ Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1956 κ.ε. ΕΕΘΣΠΑ Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1924 κ.ε. Εγνατία Εγνατία, Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1989 κ.ε. Εικοσιτρείς αιώνες Εικοσιτρείς αιώνες Θεσσαλονίκη. Ιστορική πορεία της Θεσσαλονίκης, Επιστημονική Ημερίδα, 23 Νοεμβρίου 1985, Αθήνα Εκκλησιαστικός Φάρος Εκκλησιαστικός Φάρος, Επιστημονικόν Θεολογικόν Περιοδικόν Σύγγραμμα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, Αλεξάνδρεια 1908 κ.ε. Ελληνικά Ελληνικά, Ιστορικόν Περιοδικόν Δημοσίευμα εκδιδόμενον καθ εξάμηνον, Αθήναι 1928 κ.ε., Θεσσαλονίκη 1952 κ.ε. Ηπειρωτικά Χρονικά Ηπειρωτικά Χρονικά, Ιωάννινα 1926 κ.ε. ΕΟ Échos d Orient, Constantinople Paris Études Balkaniques Études Balkaniques, Académie bulgare Δ. Ευγενίδου, Μνημεία Σερβίων Ευστάθιος des sciences, Sofia 1971 κ.ε. Δέσποινα Ευγενίδου, Τα βυζαντινά μνημεία των Σερβίων, Πρακτικά 1 ου Πανσερβιωτικού Συνεδρίου (Σέρβια, 6-8 Οκτωβρίου 1995), Σέρβια 1997, σ Άγιος Ευστάθιος. Πρακτικά Θεολογικού

43 Σ. Ευστρατιάδης, Αρχείο Βατοπεδίου Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης xliii Συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην του εν αγίοις πατρός ημών Ευσταθίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης 7-9 Νοεμβρίου 1988, Θεσσαλονίκη Σ. Ευστρατιάδης, Ιστορικά μνημεία του Άθω. Β Εκ του αρχείου της μονής Βατοπεδίου, Ελληνικά 3 (1930) D. Evgenidou, Servia D. Evgenidou, Servia and Moglena. Two Byzantine Cities of Macedonia, Ιστορικογεωγραφικά 2 (1988) Α. Failler, Acte inédit Α. Failler, Un acte inédit du patriarche de Constantinople Jean XII (2 juin 1294), REB 51 (1973) Α. Failler, Promotion Α. Failler, La promotion du clerc et du moine à l épiscopat et au patriarcat, REB 59 (2001) G. Fedalto, Chiesa latina I. G. Fedalto, Chiesa latina II. G. Fedalto, La chiesa latina in Oriente 2, v. I, [Studi Religiosi 3] Verona 1973, G. Fedalto, La chiesa latina in Oriente, v. II : Hierarchia latina Orientis, [Studi Religiosi 3] Verona G. Fedalto, Hierarchia G. Fedalto, Hierarchia Ecclesiae Orientalis: series episcoporum ecclesiarum christianarum orientalium, t. I: Patriacha-tus Constantinopolitanus, Padova G. Fedalto, Tessalonica G. Fedalto, La chiesa latina nel regno di Tessalonica , , EEBΣ 41 (1974) C. Frazee, Balkans C. Frazee, The Balkans between Rome and Constantinople in the Early Middle Ages , A.D., BS 34 2 (1993) C. Fürst, Θεσσαλονίκη C. G. Fürst, Η εκκλησία της Θεσσαλονίκης και ο επίσκοπος Ρώμης, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΙΙΙ, σ P. Gautier, Blachernes P. Gautier, Le synode des Blachernes (fin 1094). Etude prosopographique, REB 29

44 xliv Ελισάβετ Χατζηαντωνίου (1971) P. Gautier, Dragvista P. Gautier, Clément d Ohrid, évêque de Dragvista, REB 22 (1964) P. Gautier, P. Gautier, Theophylacte d Achrida. Discours, traités, poésies, [CFHB 16/1] Thes- Théophylacte d Achrida salonique H. Gelzer, Achrida Η. Gelzer, Der Patriarcat von Achrida, Leipzig H. Gelzer, Ungedruckte Γεώργιος Σούλης A. Γερομιχαλός, Εκκλησία Θεσσαλονίκης A. Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης A. Γλαβίνας, Αρχιερείς Κασσανδρείας A. Γλαβίνας, Επισκοπή Αρδαμερίου A. Γλαβίνας, Επισκοπή Λητής H. Glykatzi-Ahrweiler, Recherches H. Gelzer, Ungedruckte und wenig bekannte Bistumerverzeichnisse der orientalischen Kirche, BZ 2 (1893) Γεώργιος Σούλης , Ιστορικά Μελετήματα, Βυζαντινά, Βαλκανικά, Νεοελληνικά, Αθήναι Α. Γερομιχαλός, Η ιστορία της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, ΓΠ 44 (1961) 79-91, , , Α. Ε. Γκουτζιουκώστας, Η απονομή δικαιοσύνης στο Βυζάντιο (9 ος -12 ος αιώνες). Τα κοσμικά δικαιοδοτικά όργανα και δικαστήρια της πρωτεύουσας, [ΚΒΕ - Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 37] Θεσσαλονίκη Α. Γλαβίνας, Αρχιερείς Κασσανδρείας, Μακεδονικά 22 (1982) A. Γλαβίνας, Αρχιερείς της Επισκοπής Αρδαμερίου, Μακεδονικά 20 (1980) Α. Γλαβίνας, Η Επισκοπή Λητής και Ρεντίνης, ΕΕΘΣΠΘ 24 (1979) Η. Glykatzi-Ahrweiler, Recherches sur l administration de l empire byzantin aux IXe-XIe siècles, BCH 84 (1960) (= Etudes sur les structures administratives et sociales de Byzance, VR, London

45 J. Gouillard, Chrysobulle Botaneiatès J. Gouillard, Synodicon B. Granić, Justiniana Prima S. Greenslade, Vicariate M. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Κούβερ M. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης xlv 1971, αρ. VIII). J. Gouillard, Un chrysobulle de Nicéphore Botaneiatès à souscription synodale, Byzantion ( ) J. Gouillard, Le Synodicon de l Orthodoxie. Édition et commentaire, TM 2 (1967) Β. Granić, Die Gründung des autokephalen Erzbistums von Justiniana Prima durch Kaiser Justinian I im Jahre 535 n. Chr., Byzantion 2 (1925) S. L. Greenslade, The Illyrian Churches and the Vicariate of Thessalonica, , JTS 46 (1945) Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Το επεισόδιο του Κούβερ στα «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου», Βυζαντιακά 1 (1981) Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή και πτώση του θεματικού θεσμού. Συμβολή στην εξέλιξη της διοικητικής και στρατιωτικής οργάνωσης του Βυζαντίου από το 10ο αι. κ.ε., διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη T. Gregory - A. Kazhdan, Τ. Ε. Gregory - A. Kazhdan, Hierissos, Hierissos ODB 2, σ T. Gregory - A. Kazhdan, Τ. Ε. Gregory - A. Kazhdan, Kassandreia, Kassandreia ODB 2, σ T. Gregory - N. Patterson- Τ. Ε. Gregory - N. Patterson-Ševčenco, Ševčenco, Berroia Berroia, ODB 1, σ T. Γριτσόπουλος, Βέροια Τ. Α. Γριτσόπουλος, Βεροίας και Ναούσης, Μητρόπολις, ΘΗΕ 3 (1963) V. Grumel, Hypertimes V. Grumel, Titulature de métropolites byzantins. II. Métropolites hypertimes, στο Mémorial Louis Petit, Mélanges d Histoire et d Archéologie Byzantines, [Archives de l Orient Chrétien 1 - Institut

46 xlvi Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Français d Études Byzantines] Bucarest 1948, σ V. Grumel, Illyricum V. Grumel, L Illyricum de la mort de Valentinien Ier (375) à la mort de Stilicon (408), REB 9 (1951) V. Grumel, Syncelles V. Grumel, Titulature de métropolites byzantins. I. Les métropolites syncelles, EB 3 (1945) V. Grumel, Vicariat V. Grumel, Les origines du vicariat apostolique de Thessalonique, στο Actes du XIIe Congrès International d Études byzantines, Ohride Septembre 1961, t. II, Beograd 1964, σ Μ. Grünbart, Anrede Μ. Grünbart, Formen der Anrede im byzantinischen Brief vom 6. bis zum 12. Jahrhundert, [Österreichische Akademie der Wissenschaften, Byzantinistik Institut für byzantinistik u. Neogräzistik d. Universität Wien - Wiener Byzantinistische Studien, Bd. 25] Wien R. Haacke, Kaiserliche Politik C. Hannick - G. Schmalzbauer, Synadenoi B. Hendrickx, Ερρίκος Φλάνδρας R. Haacke, Die Kaiserliche Politik in den Auseinandersetzungen um Chalkedon ( ), στο Konzil v. Chalkedon, τ. ΙΙ, σ C. Hannick - G. Schmalzbauer, Die Synadenoi. Prosopographische Untersuchung zu einer byzantinischen Familie, JÖB 25 (1976) Β. Hendrickx, Η πολιτική του αυτοκράτορος Ερρίκου της Φλάνδρας προς τους Έλληνες και Φράγκους του Μομφερρατικού Βασιλείου της Θεσσαλονίκης (1204/5-1216), στο Βυζαντινή Μακεδονία Ι, σ B. Hendrickx, Πιερία Β. Ηendrickx, Η Πιερία στο Μομφερρατικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης, Πιερία ΙΙ, σ

47 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης xlvii B. Hendrickx, Rég. Β. Hendrickx, Régestes des empereurs latins de Constantinople ( /1272), Ανάτυπο από τα Βυζαντινά 14 (1986), [ΚΒΕ - ΑΠΘ] Θεσσαλονίκη B. Hendrickx, Θεσμοί Β. Hendrickx, Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί θεσμοί της Λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1970, Αθήνα J. Herrin, Provincial Government F. Hild - J. Koder, Θεσσαλία Judith Herrin, Realities of Byzantine Provincial Government: Hellas und Peloponnesos, , DOP 29 (1975) F. Hild - J. Koder - K. Σπανός - Δ. Αγραφιώτης, Η βυζαντινή Θεσσαλία. Οικισμοί - Τοπωνύμια - Μοναστήρια - Ναοί, Ανάτυπο από τον 12 ο τόμος του περ. «Θεσσαλικό Ημερολόγιο», Λάρισα 1987 (βλ. εδώ και J. Koder - F. Hild, Hellas- Thessalia). F. Hofmann, Kampf F. Hofmann, Der Kampf der Päpste um Konzil und Dogma von Chalkedon von Leo dem Großen bis Hormisdas ( ), Konzil v. Chalkedon, τ. ΙΙ, σ E. Honigmann, Lists Ε. Honigmann, The original lists of the members of the council of Nicaea, the Robber council and the council of Chalcedon, Byzantion 16 ( ) E. Honigmann, E. Honigmann, Le Synekdèmos Synekdèmos d Hiéroklès et l opuscule géographique de Georges de Chypre, Texte, Introduction, Commentaire et Cartes, [Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae, Forma Imperii Byzantini - Fasciculus I] Bruxelles J. Hussey, Church J. Hussey, The Orthodox Church in the

48 xlviii Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Byzantine Empire, Oxford Illyricum protobyzantin Actes du Colloque organisé par l École Française de Rome: «Villes et peuplement dans l Illyricum protobyzantin», Rome mai 1982, [Collection de l École Française de Rome 77] Rome ΙΜΧΑ Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη. IRAIK Izvestija Russkago Archeologičeskago Instituta v Konstantinopolje, Odessa- Sofija Ιστορικογεωγραφικά Ιστορικογεωγραφικά, Περιοδική έκδοση για την Ιστορία, Γεωγραφία και Τοπογραφία του ελλαδικού χώρου κατά τους μέσους χρόνους, Γιάννενα - Θεσσαλονίκη 1986 κ.ε. R. Janin, Église latine R. Janin, L église latine à Thessalonique de 1204 à la conquête turque, REB 16 (1958) R. Janin, Églises R. Janin, Les églises et les monastères des grands centres byzantins, Géographie ecclésiastique de l empire byzantin, [Institut Français d Études Byzantines] Paris R. Janin, Lendemain R. Janin, Au lendemain de la conquête de Constantinople, REB 32 (1933) 5-21, R. Janin, Vardariotes R. Janin, Les Turcs Vardariotes, EO 29 (1930) JÖB Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik, Wien-Köln-Graz 1969 κ.ε. A. Jones, Cities Α. Η. Μ. Jones, The Cities of the Eastern Roman Provinces 2, Oxford 1937, JTS The Journal of Theological Studies, Oxford 1899 κε. Η. Kalligas, H. Α. Kalligas, Byzantine Monemvasia. Monemvasia The Sources, Monemvasia E. Καλτσογιάννη - Σ. Κοτζάμπα- Eλένη Καλτσογιάννη - Σοφία Κοτζάμπα-

49 ση - Ηλ. Παρασκευοπολούλου, Θεσσαλονίκη Φ. Καραγιάννη, Επισκοπικοί ναοί I. Καραγιαννόπουλος, Απόσπαση Ιλλυρικού I. Καραγιαννόπουλος, Διοικ. σύστημα Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης xlix ση - Ηλιάνα Παρασκευοπολούλου, Η Θεσσαλονίκη στη βυζαντινή λογοτεχνία. Ρητορικά και αγιολογικά κείμενα, [ΚΒΕ - Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 32] Θεσσαλονίκη Φλώρα Γ. Καραγιάννη, Επισκοπικοί ναοί της μέσης βυζαντινής περιόδου. Το παράδειγμα της Μακεδονίας, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη Ι. Καραγιαννόπουλος, Το χρονολογικό ζήτημα της απόσπασης του Ιλλυρικού από τη Ρώμη, στο Αφιέρωμα εις τον Κωνσταντίνον Βαβούσκον, Θεσσαλονίκη 1992, τ. Ε, σ Ι. Καραγιαννόπουλος, Το βυζαντινό διοικητικό σύστημα στα Βαλκάνια (4 ος -9 ος αι.), [Κέντρο Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης 32] Αθήνα Ι. Καραγιαννόπουλος, Θεσμοί - Κοινωνία - Οικονομία, στο Μακεδονία, σ I. Καραγιαννόπουλος, Θεσμοί J. Karayannopoulos, Slaves J. Karayannopoulos, Les Slaves en Macédoine. La prétendue interruption des communications entre Con/ple et Thessalonique du 7ème au 9ème siècle, [Comité National Grec des Etudes du Sud-Est Européen, Centre d Etudes du Sud-Est Européen, αρ. 25] Athènes A. Καραθανάσης - Γ. Τριανταφυλλίδης, Σύνοδος Θεσσαλονίκης Α. Καραθανάσης - Γ. Τριανταφυλλίδης, Αρχιμανδρίτης, Η Επισκοπική σύνοδος της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης (19 ος - 20 ος αιώνας), [Μακεδονική Βιβλιοθήκη - Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών αρ. 80] Θεσσαλονίκη P. Karlin-Hayter, Notes Patricia Karlin-Hayter, Notes sur quatre documents d ecclésiologie byzantine,

50 l Ελισάβετ Χατζηαντωνίου A. Karpozilos, Controversy K. Κατερέλος, Δικαιοδοσία REB 37 (1979) A. D. Karpozilos, The Ecclesiastical Controversy between the Kingdom of Nicaea and the Principality of Epiros ( ), [KBE - Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 7] Θεσσαλονίκη Κ. Κατερέλος, Η κανονική δικαιοδοσία του οικουμενικού πατριαρχείου επί των επαρχιών του δεσποτάτου της Ηπείρου κατά την περίοδο , διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη B. Κατσαρός, Πέτρα Β. Κατσαρός, Πέτρα: Πηγές και ιστορικά δεδομένα κατά τη βυζαντινή περίοδο γύρω από το πρόβλημα της ύπαρξης πόλεως με το όνομα «ΠΕΤΡΑ» στα αρχαία χρόνια, στο Πιερία ΙΙ, σ B. Κατσαρός, Πνευματική ζωή Β. Κατσαρός, Γράμματα και πνευματική ζωή στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη, στο Τοις αγαθοίς βασιλεύουσα, σ Π. Κατσώνη, Πολύμνια Κατσώνη, Οθωμανικές κατακτήσεις στη βυζαντινή Μακεδονία. Η Κατακτήσεις περίπτωση της Θεσσαλονίκης ( /1394), Βυζαντινά 21 (2000) (Αφιέρωμα στη μνήμη του καθηγητή Ι. Ε. Καραγιαννόπουλου). Α. Kazhdan, Niketas Α. Kazhdan, Niketas of Maroneia, ODB ΚΒΕ J. Koder, Βιβλιοκρισία «Notitiae» 2, σ Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών Φιλοσοφικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. J. Koder, Βιβλιοκρισία «Notitiae episcopatuuum ecclesiae Constantinopolitanae, Texte critique, introduction et notes par J. Darrouzès, A. A., (Géographie ecclésiastique de l empire byzantin 1) Institut Français d Études Byzantines, Paris 1981, XVI, 523 S., 1 Abb. am Titelblatt. 4 o», JÖB 33 (1983)

51 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης li J. Koder - F. Hild, Hellas-Thessalia Γ. Κονιδάρης, Αρχιεπίσκοπος Γ. Κονιδάρης, Εκκλ. Ιστορία Γ. Κονιδάρης, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Γ. Κονιδάρης, Επισκοπή Βαρδαριωτών Γ. Κονιδάρης, Μητροπόλεις Γ. Κονιδάρης, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης Κ. Κωνσταντινίδης, Πνευματική ακμή Σ. Κοντογιάννης, Επισκ. Κατάλογοι J. Koder - F. Hild, Hellas und Thessalia, Tabula Imperii Byzantini, [Österreichische Akademie der Wissenschaften, Philosophisch-Historische Klasse Denkschriften, Bd. 125] Wien Γ. Ι. Κονιδάρης, Αρχιεπίσκοπος, ΘΗΕ 3 (1963) Γ. Ι. Κονιδάρης, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος από της ιδρύσεως των Εκκλησιών αυτής υπό του αποστόλου Παύλου μέχρι σήμερον (49/ ), τ. Α, έκδ. β, Αθήναι 1938, τ. Β : Από των αρχών του Η αιώνος μέχρι των καθ ημάς χρόνων, Εν επιτομή, Μετ επισκοπήσεως της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Ελλάδος εισαγωγικώς, έκδ. β βελτιωμένη και επηυξημένη, Αθήναι Γ. Ι. Κονιδάρης, Η διοίκηση της Εκκλησίας και η Εξαρχία (ή το Βικαριάτον) της Θεσσαλονίκης μέχρι του , στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Ι, Αθήνα, λ. Ελλάς (Εκκλησία), σ Γ. Ι. Κονιδάρης, Η πρώτη μνεία της επισκοπής Βαρδαριωτών Τούρκων υπό τον Θεσσαλονίκης, Θεολογία 23 (1952) 87-94, Γ. Ι. Κονιδάρης, Αι μητροπόλεις και οι αρχιεπίσκοποι του οικουμενικού πατριαρχείου, Αθήνα Γ. Ι. Κονιδάρης, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, στη Θρησκευτική και Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια 3 (1940) Κ. Ν. Κωνσταντινίδης, Οι απαρχές της πνευματικής ακμής στη Θεσσαλονίκη κατά τον 14 ο αι., Δωδώνη 21 A (1992) Σ. Δ. Κοντογιάννης, Επισκοπικοί κατάλογοι. Προσθήκαι και διορθώσεις εις τους

52 lii Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Α. Κοντογιαννοπούλου, Εσωτερική πολιτική Konzil v. Chalkedon Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Salutaris επισκοπικούς καταλόγους της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι Α. Κοντογιαννοπούλου, Η εσωτερική πολιτική του Ανδρονίκου Β Παλαιολόγου ( ). Διοίκηση - Οικονομία, διδακτορική διατριβή, [Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 36, ΚΒΕ] Θεσσαλονίκη Das Konzil von Chalcedon, Geschichte und Gegenwart, t. I-III, ed. A. Grillmeier - H. Bacht, Verlag Wurzburg Α. Κωνσταντακοπούλου, Ιστορική Γεωγραφία της Μακεδονίας (4 ος -6 ος αι.), διδακτορική διατριβή, Γιάννενα Α. Κωνσταντακοπούλου, Η επαρχία Μακεδονία Salutaris. Συμβολή στη μελέτη της διοικητικής οργάνωσης του Ιλλυρικού, Δωδώνη 10 (1981) Ε. Κωνσταντινίδης, Κίτρος Ε. Κωνσταντινίδης, Ανέκδοτος επισκοπικός κατάλογος Κίτρους, στο Τιμητικόν αφιέρωμα εις τον Κίτρους Βαρνάβαν, σ Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Πρώτη Ιουστινιανή Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Σιγίλλια Θ. Κορρές, Δεύτερος γάμος Ευανθία Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Ο ηγετικός ρόλος της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης στο Ιλλυρικό κατά τους πρώτους μ.χ. αιώνες, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη XIII, σ Ευανθία Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Η αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη Ευανθία Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Τα σχετικά με την αρχιεπισκοπή Αχρίδας σιγίλλια του Βασιλείου Β, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη Θ. Κ. Κορρές, Το ζήτημα του δευτέρου γάμου του Κωνσταντίνου Στ, διδα-

53 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης liii κτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη Θ. Κορρές, Λέων Ε Θ. Κ. Κορρές, Λέων Ε ο Αρμένιος και η εποχή του. Μια κρίσιμη δεκαετία για το Βυζάντιο ( ), Θεσσαλονίκη Ε. Κουντούρα-Γαλάκη, Ιεραρχία Ε. Κουντούρα-Γαλάκη, Συμβολή στην μελέτη της βυζαντινής εκκλησιαστικής ιεραρχίας κατά την περίοδο της πρώτης εικονομαχίας, Βυζαντιακά 14 (1994) Κοζάνη Η Κοζάνη και η περιοχή της. Ιστορία - Πολιτισμός, Πρακτικά Α Συνεδρίου, Σεπτέμβριος 1993, Κοζάνη V. Kravari, Villes Vassiliki Kravari, Villes et villages de Macédoine occidentale, Paris Σ. Κυριακίδης, Βυζ. Μελέται Σ. Π. Κυριακίδης, Βυζαντιναί Μελέται ΙΙ, Θεσσαλονίκη 1939 (αρ. IV: Το Βολερόν, σ ). X. Κυριαζόπουλος, Θράκη X. Κυριαζόπουλος, Η Θράκη κατά τους 10 o 12 ο αιώνες. Συμβολή στη μελέτη της πολιτικής, διοικητικής και εκκλησιαστικής της εξέλιξης, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη Κυρίλλω και Μεθοδίω Κυρίλλω και Μεθοδίω τόμος εόρτιος επί τη χιλιοστή και εκατοστή ετηρίδι, τ. Ι, Θεσσαλονίκη Σ. Λάμπρος, Ισίδωρος Σ. Λάμπρος, Ισιδώρου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης οκτώ επιστολαί ανέκδοτοι, ΝΕ 9 (1912) V. Laurent, Blakhernes V. Laurent, Les signataires du second synode des Blakhernes (été 1285), EO 26 (1927) V. Laurent, Gabriel V. Laurent, Le Métropolite de Thessalonique Gabriel ( /19) et le couvent de la Nέα Μονή, Ελληνικά 13 (1954) V. Laurent, Higoumènes V. Laurent, La chronologie des higoumènes de la Grande Laure Athonite de 1283 à 1309, REB 28 (1970)

54 liv Ελισάβετ Χατζηαντωνίου V. Laurent, Macédoine V. Laurent, La Macédoine orientale à l époque byzantine à propos d un livre récent, REB 6 (1948) V. Laurent, Métropole d Athènes V. Laurent, L érection de la métropole d Athènes et le statut ecclésiastique de l Illyricum au VIIIe siècle, REB 1 (1943) V. Laurent, Notes V. Laurent, Notes de chronologie et d histoire byzantine de la fin su XIIIe siècle, REB 27 (1969) V. Laurent, Succession épiscopale V. Laurent, La succession épiscopale de la métropole de Thessalonique dans la première moitié du XIIIe siècle, BZ 56 (1963) V. Laurent, Synodicon V. Laurent, La liste épiscopale du synodicon de Thessalonique, EO 32 (1933) J. Lefort, Chalcidique J. Lefort, Villages de Macédoine. Notes historiques et topographiques sur la Macédoine orientale au Moyen Age. 1. La Chalcidique occidentale, [Travaux et Mémoires du centre de Recherche d Histoire et Civilisation de Byzance, Monographies 1] Paris J. Lefort, Chalcidique byzantine J. Lefort, De Bolbos à la plaine du Diable. Recherche topographique en Chalcidique byzantine, TM 7 (1979) J. Lefort, Macédoine J. Lefort e.a, Paysages de Macédoine [Travaux et Mémoires du centre de Recherche d Histoire et Civilisation de Byzance, Monographies 3], Paris P. Lemerle, Invasions P. Lemerle, Invasions et migrations dans les Balkans depuis la fin de l époque romaine jusqu au VIIIe siècle, Revue Historique 211 (1954) (= Essai sur le monde byzantin, VR, London 1980, αρ. Ι)

55 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης lv P. Lemerle, Miracles P. Lemerle, Les plus anciens recueils des miracles de Saint Démétrius et la pénétration des Slaves dans les Balkans, t. I : Le texte, Paris 1979 t. II : Le commentaire, [Centre National de la Recherche Scientifique] Paris P. Lemerle, Philippes P. Lemerle, Philippes et la Macédoine Orientale à l époque chrétienne et byzantine. Recherches d histoire et d archéologie, Paris P. Lemerle, Τribunal synodal B. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα Σ. Λιάκος, Σκλαβήνοι Αικ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Κάστρο Πλαταμώνα Ι. P. Lemerle, Recherches sur les institutions judicaires à l époque des Paléologues, II. Le tribunal du patriarcat ou tribunal synodal, στο Le monde de Byzance: Histoire et Institutions, VR, London 1978, αρ. ΧΙΙ (= AB 68, Mélanges Paul Peeters II, Bruxelles 1950, σ ). Βασιλική Α. Λεονταρίτου, Εκκλησιαστικά αξιώματα και υπηρεσίες στην πρώιμη και μέση Βυζαντινή περίοδο, [Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte, Athener Reihe 8], Αθήνα - Κομοτηνή Σ. Ν. Λιάκος, Τι πράγματι ήσαν οι Σκλαβήνοι (= Asseclae) έποικοι του θέματος Θεσσαλονίκης (Δρουγουβίται - Ρυγχίνοι - Σαγουδάτοι), [Μικρευρωπαϊκές (ήτοι Βαλκανικές) Μελέτες 4] Θεσσαλονίκη Αικατερίνη Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Νέα ανασκαφικά ευρήματα στο Κάστρο του Πλαταμώνα, ΑΕΜΘ 7 (1993) Αικ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Κάστρο Πλαταμώνα ΙΙ. σκαφικές εργασίες στο Κάστρο του Πλα- Αικατερίνη Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Αναταμώνα , ΑΕΜΘ 11 (1997) Κ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Κάτια Λοβέρδου-Τσιγαρίδα - Βασίλης

56 lvi Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Κάστρο Πλαταμώνα ΙΙΙ. Αικ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Πλαταμώνας Ι. Αικ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Πλαταμώνας ΙΙ. Ξάνθος - Αθηνά Τοκμακίδου - Περικλής Φωτιάδης, Έρευνες στο Κάστρο του Πλαταμώνα, ΑΕΜΘ 15 (2001) Αικατερίνη Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Νέα στοιχεία για το κάστρο του Πλαταμώνα ( ), Πιερία Ι, σ Αικατερίνη Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Νεότερα στοιχεία για το κάστρο του Πλαταμώνα, στο Πιερία ΙΙ, σ P. Lock, Φράγκοι P. Lock, Οι Φράγκοι στο Αιγαίο , (ελλην. μετάφρ. Γ. Κουσουνέλος, Αθήνα 1998) London R.-J. Loenertz, Isidore Glabas J. Longnon, Empire latin R.-J. Loenertz, Isidore Glabas, métropolite de Thessalonique ( ), REB 6 (1948) (= Byzantina et Franco- Graeca, [Storia e Letteratura, Raccolta di Studi e Testi 118] Roma 1970, σ ). J. Longnon, L empire latin de Constantinople et la principauté de Morée, Paris F. Lot, Partage F. Lot, La Notitia dignitatum utriusque imperii, ses tares, sa date de composition, sa valeur, Revue des Etudes Anciennes 38, Bordeaux 1936, σ , ιδίως σ : Appendice I. Date du partage de l Illyrie entre l Occident et l Orient. P. Magdalino, Additions P. Magdalino, Some Additions to the List of Byzantine Churches and Monasteries in Thessalonica, REB 35 (1977) Μακεδονία Μακεδονία, 4000 χρόνια Ελληνικής Ι- στορίας και Πολιτισμού, γεν. εποπτεία Μ. Β. Σακελλαρίου, Αθήνα 1982, Μακεδονία ΙΙ Β Διεθνές Συμπόσιο για τη Μακεδονία: «Η Μακεδονία κατά την εποχή των Παλαιολόγων», Θεσσαλονίκη Δε-

57 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης lvii κεμβρίου 1992, Θεσσαλονίκη Μακεδονικά Μακεδονικά, Σύγγραμμα περιοδικόν της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1940 κ.ε. L. Maksimović, L. Maksimović, The Byzantine Provincial Administration Administration under the Palaiologoi, Amsterdam L. Maksimović, L. Maksimović, L Illyricum septentrional Illyricum au VIe siècle, Sbornik Radova 19 (1980) L. Maksimović, L. Maksimović, Η Μακεδονία μεταξύ της Μακεδονία λατινικής και σερβικής κατακτήσεως, στο Βυζαντινή Μακεδονία Ι, σ Φ. Μαλιγκούδης, Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι στη μεσαιωνική Σλάβοι Ελλάδα, [Βιβλιοθήκη Σλαβικών Μελετών 1] Θεσσαλονίκη 1988, Μ. Μαλούτας, Μ. Ε. Μαλούτας, Τα Σέρβια. Ιστορική Σέρβια και λαογραφική επισκόπησις, Θεσσαλονίκη Σ. Μαμαλούκος, Σ. Μαμαλούκος, Πέτρα: Παρατηρήσεις Πέτρα στην τοπογραφία και στην αρχιτεκτονική του κάστρου της Πέτρας, στο Πιερία ΙΙ, σ Ε. Μαρκή, Ευτέρπη Μαρκή, Παρατηρήσεις στον Αρχαία Πύδνα οικισμό της αρχαίας Πύδνας, στα Πρακτικά Αρχαιολογικού Συνεδρίου, Καβάλα 9-11 Μαΐου 1986, Πόλις και χώρα στην αρχαία Μακεδονία και Θράκη, Μνήμη Δ. Λαζαρίδη, [Ελληνογαλλικές Έρευνες 1] Θεσσαλονίκη 1990, σ Ε. Μαρκή, Ευτέρπη Μαρκή, Συμπεράσματα από τις Βόρεια Πιερία ανασκαφές της 9 ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στη Βόρεια Πιερία, ΑΕΜΘ 10 Α (1996) Ε. Μαρκή, Ευτέρπη Μαρκή, Ανασκαφές βυζαντινής Βυζαντινή Πύδνα Πύδνας, ΑΕΜΘ 2 (1988) Ε. Μαρκή, Κίτρος Ευτέρπη Μαρκή, Κίτρος, μια πόλη-

58 lviii Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Ε. Μαρκή, «Λουλούδια» Κίτρους κάστρο της βυζαντινής περιφέρειας. Αρχαιολογική και ιστορική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη Ευτέρπη Μαρκή, Η ανασκαφή στη θέση «Λουλούδια» Κίτρους, στο Πιερία Ι, σ Ε. Μαρκή, Πιερία Ευτέρπη Μαρκή, Πιερία 2004, ΑΕΜΘ 18 (2004) F. Masai, Isauriens F. Masai, La politique des Isauriens et la naissance de l Europe, Byzantion 33 (1963) ΜΒ Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη ή συλλογή α- νεκδότων μνημείων της ελληνικής ιστορίας (Bibliotheca Graeca Medii Aevi), τ. 1-7, έκδ. Κ. Ν. Σάθας, Βενετία Αθήνα Παρίσι , ανατύπωση Αθήνα Π. Μενεβίσογλου, Επισκοπικοί τίτλοι Π. Μενεβίσογλου, Οι επισκοπικοί τίτλοι εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, στο Ξενία Ιακώβου αρχιεπισκόπου Βορείου και Νοτίου Αμερικής, εποπτεία τόμου Α. Α. Αγγελόπουλος, επιμέλεια τόμου Α. Ε. Καραθανάσης, Θεσσαλονίκη 1984, σ Α. Μέντζος, Ανάκτορο Α. Μέντζος, Το ανάκτορο και η Ροτόντα της Θεσσαλονίκης. Νέες προτάσεις για την ιστορία του συγκροτήματος, Βυζαντινά 18 ( ) (Αφιέρωμα στη μνήμη του καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου). Α. Μέντζος, Πιερία Α. Μέντζος, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της Πιερίας στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο, στο Πιερία Ι, σ Μεσαιωνική Ήπειρος Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου «Μεσαιωνική Ήπειρος», Ιωάννινα Σεπτεμβρίου 1999, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Διατμηματικό

59 J. Meyendorff, Grégoire Palamas Ν. Μίλας, Εκκλησιαστικόν Δίκαιον Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης lix Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεσαιωνικών Σπουδών, επιμέλεια Κ. Ν. Κωνσταντινίδης, Ιωάννινα J. Meyendorff, Introduction à l étude de Grégoire Palamas, Paris Ν. Μίλας, Το εκκλησιαστικόν δίκαιον της ορθοδόξου ανατολικής εκκλησίας 2, Ζάρα 1890, 1902 (ελλην. μετάφρ. Μ. Αποστολόπουλος, Αθήνα 1906, φωτοτυπ. ανατ. 1970). Δ. Μισίου, Πιερία Διονυσία Μισίου, Η Βυζαντινή Πιερία από τον 4 ο στον 9 ο αιώνα. Πόλεις, διοικητική και εκκλησιαστική οργάνωση, στο Πιερία ΙΙ., σ G. Moravcsik, Byzantinoturcica ΙΙ Ν. Μουτσόπουλος, Αρχαία Λητή Ν. Μουτσόπουλος, Ρεντίνα Ν. Μουτσόπουλος, Ρεντίνα Ι. Ν. Μουτσόπουλος, Ρεντίνα ΙΙ. ΝΕ G. Moravcsik, Byzantinoturcica, τ. IΙ: Sprachreste der Türkvölker in den byzantinischen Quellen, Berlin Ν. Μουτσόπουλος, Αναζητώντας τη θέση της αρχαίας Λητής, Επιστημονική Επετηρίδα της Πολυτεχνικής Σχολής, Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ 11 (1988) Ν. Μουτσόπουλος, Ρεντίνα, τ. ΙΙ: Το βυζαντινό κάστρο της μυγδονικής Ρεντίνας. Η οχύρωση και η ύδρευση του οικισμού, Αθήνα 2001 τ. ΙΙΙ: Οι κατοικίες και τα εργαστήρια του οικισμού, Θεσσαλονίκη 2002 τ. IV: Οι εκκλησίες του βυζαντινού οικισμού, Θεσσαλονίκη Ν. Μουτσόπουλος, Ανασκαφή στον οχυρό οικισμό της Ρεντίνας, Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας 1987 (1991) Ν. Κ. Μουτσόπουλου, Πρώτες παρατηρήσεις στην οικιστική του βυζαντινού οχυρού οικισμού της Ρεντίνας (6 ος 14 ος αι.), ΑΕΜΘ 2 (1988) Νέος Ελληνομνήμων, τ. 1-21, Αθήναι

60 lx Ελισάβετ Χατζηαντωνίου D. Nicol, Despotate D. M. Nicol, The Despotate of Epiros, Oxford D. Nicol, Refugees D. M. Nicol, Refugees, Mixed Population and Local Patriotism in Epiros and Western Macedonia after the Fourth Crusade, στο Actes du XVe Congrès International d Études Byzantines, Athènes, Septembre 1976, Athens 1976, Rapports I. Histoire, σ (= Studies, αρ. IV). D. Nicol, Studies D. M. Nicol, Studies in Late Byzantine History and Prosopography, VR, London Α. Μπούτουρας, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Βαλκανική επαρχία Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Εγκώμια Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Εγκώμια Θεσσαλονίκης Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Πιερία B. Νεράντζη-Βαρμάζη, Ταβουλλάριοι Α. Χ. Μπούτουρας, Περί του πάλαι πατριαρχικού αξιώματος του μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, ΓΠ 4 (1920) Βασιλική Νεράντζη-Βαρμάζη, Η Βαλκανική επαρχία κατά τους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες, Θεσσαλονίκη Βασιλική Νεράντζη-Βαρμάζη, Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, Εγκώμια της πόλης, Θεσσαλονίκη 1999, Βασιλική Νεράντζη-Βαρμάζη, Βυζαντινά εγκώμια της Θεσσαλονίκης, στο Θεσσαλονικέων πόλις, τ. 2, σ Βασιλική Νεράντζη-Βαρμάζη, Πολιτική και οικονομική ιστορία της Πιερίας κατά τους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες, στο Πιερία ΙΙ, σ (= Βαλκανική επαρχία, σ ). Βασιλική Νεράντζη-Βαρμάζη, Οι Βυζαντινοί ταβουλλάριοι, Ελληνικά 35 (1984) Σ. Νταγιούκλας, Διοίκηση Σ. Νταγιούκλας, Πολιτική και εκκλησιαστική διοίκηση της βυζαντινής Θεσσαλονίκης από το 1300 έως το Θεσμοί και πρόσωπα, Μακεδονικά 30 ( )

61 Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Βαλκανικοί λαοί Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Σλαβικές εγκαταστάσεις OCA OCP ODB Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης lxi Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Οι Βαλκανικοί λαοί κατά τους μέσους χρόνους, Θεσσαλονίκη Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Σλαβικές εγκαταστάσεις στη Μεσαιωνική Ελλάδα. Γενική επισκόπηση, [Όψεις της βυζαντινής κοινωνίας 8 - Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν] Αθήνα Orientalia Christiana Analecta, Pontificio Istituto Orientale, Roma 1923 κ.ε. Orientalia Christiana Periodica, Pontificio Istituto Orientale, Roma 1935 κ.ε. The Oxford Dictionary of Byzantium, ed. A. P. Kazhdan, τ. 1-3, New York - Oxford Η. Ohme, Quinisextum H. Ohme, Das Concilium Quinisextum und seine Bischofsliste, Studien zum Konstantinopler Konzil von 692, [Arbeiten zur Kirchengeschicte 56] Berlin - New York Ν. Oikonomidès, Décret synodal Ν. Oikonomidès, Institutions Ν. Oikonomidès, Listes Ν. Οικονομίδης, Σερβικές κατακτήσεις Ν. Oikonomidès, Turquie N. A. Oikonomidès, Un décret synodal inédit du patriarche Jean VIII Xiphilin concernant l élection et l ordination des évêques, REB 18 (1960) Ν. Oikonomidès, Documents et études sur les institutions de Byzance (VIIe-Xve s.), VR, London Ν. Oikonomidès, Les listes de préséance byzantines des IXe et Xe siècles, Introduction, Texte, Traduction et Commentaire [Centre National de la Recherche Scientifique] Paris Ν. Οικονομίδης, Οι δύο σερβικές κατακτήσεις της Χαλκιδικής τον ΙΔ αιώνα, Δίπτυχα 2 ( ) Ν. Oikonomidès, A propos des relations ecclésiastiques entre Byzance et la Hon-

62 lxii Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Ν. Oikonomidès, Vardariotes grie au XIe siècle: le métropole de Turquie, Revue des Etudes Sud-Est Européennes 9, Bucarest 1971, (= Institutions αρ. XX). Ν. Oikonomidès, Vardariotes - W.l.nd.r - V.n.nd.r: Hongrois installés dans la vallée du Vardar en 934, Südost-Forschungen 32 (1973) 1-8 (= Institutions αρ. XXII). G. Ostrogorsky, Cities G. Ostrogorsky, Byzantine Cities in the Εarly Middle Ages, DOP 13, 1959, σ ΠΑΑ Παγκαρπία Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήναι 1926 κ.ε. Παγκαρπία Μακεδονικής Γης, Μελέτες Αποστόλου Ε. Βακαλόπουλου, [Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών - Μακεδονική Βιβλιοθήκη αρ. 53] Θεσσαλονίκη D. Pallas, Illyricum D. Ι. Pallas, L Illyricum oriental. Aperçu historique. La problématique de son archéologie chrétienne, Θεολογία 51 (1980) Δ. Παπαχρυσάνθου, Aθωνικός μοναχισμός D. Papachryssanthou, Hiérissos D. Papachryssanthou, Métropole éphémère D. Papachryssanthou, Saint Euthyme Δ. Παπαδάτου, Συμβιβαστική επίλυση Διονυσία Παπαχρυσάνθου, Ο αθωνικός μοναχισμός, [ελληνική έκδοση βελτιωμένη και επαυξημένη - ΜΙΕΤ] Αθήνα Denise Papachryssanthou, Histoire d un évêché byzantin : Hiérissos en Chalcidique, TM 8 (1981) Denise Papachryssanthou, Hiérissos, métropole éphémère au XIVe siècle, TM 4 (1970) Denise Papachryssanthou, La vie de Saint Euthyme le jeune et la métropole de Thessalonique à la fin du IXe et au début du Xe siècle, REB 32 (1994) Δάφνη Κ. Παπαδάτου, Η συμβιβαστική επίλυση ιδιωτικών διαφορών κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή εποχή,

63 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης lxiii Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος Α. Παπαδόπουλος, Άγιος Δημήτριος Χ. Παπαδόπουλος, Εκκλησία Ελλάδος Χ. Παπαδόπουλος, Επισκόπησις Χ. Παπαδόπουλος, Πρωτείον Π. Παπαγεωργίου, Ιστορικά-Αρχαιολογικά Π. Παπαγεωργίου, Μονή Βλαταίων Ε. Παπαγιάννη, Καμινιάτης [Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte, Athener Reihe 9] Αθήνα - Κομοτηνή Νόννα Δ. Παπαδημητρίου, Η Επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, διδακτορική διατριβή, Αθήναι Α. Παπαδόπουλος, Ο Άγιος Δημήτριος, ενωτικός σύνδεσμος Θεσσαλονίκης και Ευρώπης, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΧΙ, σ Χ. Παπαδόπουλος, Η Εκκλησία της Ελλάδος εν τη 1900η επετείω της ιδρύσεώς της, Θεολογία 22 (1951) , , Χ. Παπαδόπουλος, Γενική επισκόπησις του εκκλησιαστικού παρελθόντος της Θεσσαλονίκης, Ανάπλασις, αρ. 306, Α- θήνα 1913, σ , , , 882, , , , 962, Χ. Παπαδόπουλος (αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος), Το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης. Ιστορική και κριτική μελέτη 2, Αθήναι 1930, Π. Ν. Παπαγεωργίου, Θεσσαλονίκης ι- στορικά και Αρχαιολογικά, Μακεδονικόν Ημερολόγιον 1912, σ Π. Ν. Παπαγεωργίου, Η εν Θεσσαλονίκη μονή των Βλαταίων και τα μετόχια αυτής, ΒΖ 8 (1899) Ελευθερία Παπαγιάννη, Θέματα εκκλησιαστικού δικαίου από το έργο του Ιωάννη Καμινιάτη «Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης» (Ιούλιος 904), στα Πρακτικά Στ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1985, σ

64 lxiv Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Ε. Παπαγιάννη, Κοσμικές ενασχολήσεις Ε. Παπαγιάννη, Μονή Ακαπνίου Ε. Παπαγιάννη, Νομολογία Ε. Παπαγιάννη, Οικονομικά Ε. Παπαγιάννη, Πανηγύρεις Α. Παπαθανασίου, Σέρβια F. Papazoglou, Villes Ελευθερία Παπαγιάννη, Επιτρεπόμενες και απαγορευμένες κοσμικές ενασχολήσεις του βυζαντινού κλήρου, Πρακτικά του Δ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Θεσσαλονίκη 1983, σ Ελευθερία Σπ. Παπαγιάννη Η μονή Ακαπνίου και η εφορεία του ναού των Αγίων Ασωμάτων, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη VII, σ Ελευθερίας Παπαγιάννη, Η νομολογία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου σε θέματα περιουσιακού δικαίου, τ. Ι: Ενοχικό δίκαιο - Εμπράγματο δίκαιο, τ. II: Οικογενειακό δίκαιο [Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte, Athener Reihe 6 και 11] Αθήνα 1992, Ελευθερία Παπαγιάννη, Τα οικονομικά του έγγαμου κλήρου στο Βυζάντιο, [Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte, Athener Reihe 1] Αθήνα Ελευθερία Παπαγιάννη, Οι πανηγύρεις των ναών της Θεσσαλονίκης και τα έσοδά τους στις αρχές του 15 ου αιώνα, στο Βυζαντινή Μακεδονία ΙΙ, σ Α. Παπαθανασίου, Το μεσαιωνικόν φρούριον των Σερβίων από της ιδρύσεως αυτού μέχρι της υπό των Τούρκων αλώσεως, Θεσσαλονίκη Fanoula Papazoglou, Les villes de Macédoine à l époque romaine, [BCH - Supplément XVI] Paris Θ. Παπαζώτος, Θ. Ν. Παπαζώτος, Μεσαιωνική τοπογρα-

65 Πιερία Θ. Παπαζώτος, Βέροια Σ. Πασχαλίδης, Αντώνιος Χ. Πατρινέλης, Ιερισσός Θ. Παζαράς, Κάστρο Βρύας Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης lxv φία του νομού Πιερίας, Ιστορικογεωγραφικά 1 (1986) Θ. Παπαζώτος, Η Βέροια και οι ναοί της (11 ος - 18 ος αι.), Αθήνα Σ. Α. Πασχαλίδης, Ένας ομολογητής της δεύτερης εικονομαχίας: Ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Αντώνιος ( 844), Βυζαντινά 17 (1994) Χ. Πατρινέλης, Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου Μητρόπολις, ΘΗΕ 6, Αθήνα 1965, σ Θ. Παζαράς, Από την κλασική Βρέα στο μεσαιωνικό κάστρο της Βρύας. Οι αλληλοδιάδοχες οικιστικές φάσεις με βάση τις γραπτές μαρτυρίες και τα μέχρι σήμερα πορίσματα των ανασκαφών, ΑΕΜΘ 10 Α (1996) Ι. Πηλιλής, Οφφίκια Ι. Πηλιλής, Επίσκοπος Κατάνης, Τίτλοι, Οφφίκια και αξιώματα εν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και τη χριστιανική ορθοδόξω Εκκλησία, Αθήναι L. Petit, Évêques I-III L. Petit, Les évêques de Thessalonique, EO 4 ( ) , ΕΟ 5 ( ) 26-33, 90-97, , EO 6 (1903) L. Petit, Synodicon L. Petit, Le Synodicon de Thessalonique, EO 18 ( ) B. Φειδάς, Collectio Thessalonicensis Β. Φειδάς, Δωρόθεος Θεσσαλονίκης B. Ι. Φειδάς, H Collectio Thessalonicensis και το παπικό βικαριάτο του Ανατολ. Ιλλυρικού, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΧΙ, σ Β. Ι. Φειδάς, Ο αρχιεπίσκοπος Δωρόθεος Θεσσαλονίκης και το ακακιανό σχίσμα ( ), στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΧΧ, υπό έκδοση.

66 lxvi Ελισάβετ Χατζηαντωνίου B. Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία Β. Ι. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α, Αθήναι B. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας Β. Ι. Φειδάς, Ιστορική εξέλιξη της οργανώσεως της εκκλησίας Μακεδονίας, ΕΕΘΣΠΑ 30 (1995) B. Φειδάς, Πενταρχία Β. Ι. Φειδάς, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμού της πενταρχίας των πατριαρχών, Επίδρασις των πρεσβείων τιμής και του δικαίου των χειροτονιών επί της εξελίξεως της εκκλησιαστικής διοικήσεως άχρι και της Δ Οικουμενικής συνόδου (451), Αθήνα I. Φουντούλης, Θεσσαλονίκη Πιερία Ι Πιερία ΙΙ Ι. Μ. Φουντούλης, Η Θεσσαλονίκη ως λατρευτική έδρα της ιεράς επαρχιακής μητροπολιτικής συνόδου και οι ναοί της Θεσσαλονίκης κατά τον Θεσσαλονίκης Συμεών, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΧΙΙΙ, σ Η Πιερία στα βυζαντινά και νεώτερα χρόνια, Επιστημονικό Συνέδριο, Κατερίνη Νοεμβρίου 1993, Εστία Πιερίδων Μουσών Κατερίνης, Ίδρυμα Εθνικού και Θρησκευτικού Προβληματισμού, Θεσσαλονίκη Η Πιερία στα βυζαντινά και νεότερα χρόνια, 2 ο Επιστημονικό Συνέδριο, Κατερίνη Νοεμβρίου 1998, Εστία Πιερίδων Μουσών Κατερίνης, Εταιρεία Πιερικών Μελετών, Κατερίνη C. Pietri, Illyricum C. Pietri, La géographie de l Illyricum ecclésiastique et ses relations avec l église de Rome (Ve-Vie siècles), στο Illyricum protobyzantin, σ K. Πιτσάκης, Βασίλειος Αχριδηνός Κ. Γ. Πιτσάκης, Βασίλειος Αχριδηνός, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ( post 1160): Ένας Βυζαντινός κανονολόγος σε διάλογο με την λατινική Δύση, στο

67 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης lxvii K. Πιτσάκης, Γρηγόριος Ακίνδυνος K. Πιτσάκης, Κωνσταντίνος Καβάσιλας K. Πιτσάκης, Φίλιππος Κύπριος K. Πιτσάκης, Θεσσαλονίκειες προσθήκες PLP PmbZ E. Πουλάκη-Παντερμαλή, Ανασκαφές Ολύμπου Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΧΙ, σ K. Γ. Πιτσάκης, Γρηγορίου Ακινδύνου ανέκδοτη πραγματεία περί (Κωνσταντίνου ;) Αρμενόπουλου, Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, τ. 19 (1972), Αθήναι 1974, σ Κ. Γ. Πιτσάκης, Κωνσταντίνος Καβάσιλας μητροπολίτης Δυρραχίου, αρχιεπίσκοπος Αχρίδος: Προσωπογραφικά προβλήματα, στο Μεσαιωνική Ήπειρος, σ Κ. Γ. Πιτσάκης, Φιλίππου του Κυπρίου μια μαρτυρία για το «Μέγα Νόμιμον», Πρακτικά Β Διεθνούς Κυπριολογικού Συνεδρίου, τ. Β : Μεσαιωνικόν Τμήμα, [Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών] Λευκωσία 1986, σ Κ. Γ. Πιτσάκης, Δέκα χρόνια μετά: Θεσσαλονίκειες προσθήκες στα regestes VII ( ). Μνήμη Jean Darrouzès, ΑΑ ( ), Βυζαντινή Μακεδονία ΙΙ, σ E. Trapp - R. Walther - H.-V. Beyer u.a., Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit, τ. 1-12, [Österreichische Akademie der Wissenschaften] Wien Prosopographie der mittellbyzantinischen Zeit, Erste Abteilung ( ), nach Vorarbeiten F. Winkelmanns, erstellt von Ralph-Johannes Lilie, Claudia Ludwig, Thomas Pratsch - Ilse Rochow u.a., τ. 1-5, Berlin - New York Ευτυχία Πουλάκη-Παντερμαλή, Οι ανασκαφές του Ολύμπου, ΑΕΜΘ 2 (1988)

68 lxviii Ελισάβετ Χατζηαντωνίου J. Preiser-Kapeller, Studien J. Preiser-Kapeller, Studien zu den Metropoliten und Bischöfen des Patriarchats von Konstantinopel in der Palaiologenzeit ( ), 2 Bände, Dissertation zur Erlangung des Doktorgrades der Philosophie aus dem Fachgebiet Byzantinistik, eingereicht an der Universität Wien, Wien G. Prinzing, G. Prinzing, Bedeutung Bulgariens und Bedeutung Bulgariens-Serbiens Serbiens in den Jahren in Zusammenhang mit der byzantinischen Teilstaaten nach der Einnahme Konstantinopels infolge des 4. Kreuzzuges, München G. Prinzing, Ponemata G. Prinzing, Ponemata Diaphora Demetrii Chomateni, [CFHB 38] Berlin K. Ράλλης, Κ. Μ. Ράλλης, Περί του αξιώματος των Αξίωμα Μητροπολιτών Μητροπολιτών, ΠΑΑ 13 (1938) K. Ράλλης, Εκκλησ. τίτλοι K. Ράλλης, Ένωσις-Επίδοσις Κ. Μ. Ράλλης, Περί των εκκλησιαστικών τίτλων των υπερτίμων και εξάρχων, ΠΑΑ 13 (1938) Κ. Ράλλης, Περί ενώσεως και επιδόσεως των επισκοπών, Επιστημονικής Επετηρίς Εθνικού Πανεπιστημίου 6 ( ) M. Rautman, Succession M. L. Rautman, Notes on the metropolitan succession of Thessaloniki, c. 1300, REB 46 (1988) REB Revue des Études Byzantines, Bucarest 1943 κ.ε., Paris 1949 κ.ε. Αικ. Ρεβάνογλου, Αικατερίνη Ρεβάνογλου, Γεωγραφικά Προκόπιος εθνογραφικά στοιχεία στο έργο του Προκοπίου Καισαρείας, διδακτορική διατριβή, [ΚΒΕ - Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 39] Θεσσαλονίκη J. Richard, Latin Church J. Richard, The Establishment of the Latin

69 Π. Ροδόπουλος, Εκκλησ. οργάνωσις Π. Ροδόπουλος, Κανον. Δίκαιο Π. Ροδόπουλος, Σύνοδος Θεσσαλονίκης Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης lxix Church in the Empire of Constantinople ( ), στο Latins and Greeks in the Eastern Mediterranean after 1204, ed. B. Arbel - B. Hamilton - D. Jacoby, London 1989, σ Παντελεήμων Ροδόπουλος, Μητροπολίτης Τυρολόης και Σερεντίου, Η εκκλησιαστική οργάνωσις της Μακεδονίας κατά την εποχή των Παλαιολόγων, στο Μακεδονία ΙΙ, σ Παντελεήμων Ροδόπουλος, Μητροπολίτης Τυρολόης και Σερεντίου, Επιτομή Κανονικού Δικαίου, Αθήναι Π. Ροδόπουλος, μητροπολίτης Τυρολόης και Σερεντίου, Η επαρχιακή μητροπολιτική σύνοδος Θεσσαλονίκης - Το ισχύον σήμερον νομοκανονικόν καθεστώς των μητροπόλεων των «Νέων Χωρών», στο Βυζαντινή Μακεδονία ΙΙ, σ S. Salaville, Proedros S. Salaville, Le titre ecclésiastique de proedros dans les documents byzantins, EO 29 (1930) H. Saradi, Notariat Hélène Saradi, Le notariat byzantin du Ixe au Xve siècles, Athènes SBS Studies in Byzantine Sigillography, Dumbarton Oaks Research Library and Collec- Ε. Schwartz, Αcacian. Schisma tion, Washington, D.C κ.ε. E. Schwartz, Publizistische Sammlungen zum acacianischen Schisma, [Abhandlungen der Bayerischen Akademie der Wissenschaften, Philosophisch-historische Abteilung, neue Folge, Heft 10] München W. Seibt, Skleroi W. Seibt, Die Skleroi, Eine prosopographisch-sigillographische Studie, [Byzantina Vindobonensia Bd. 11] Wien

70 lxx Ελισάβετ Χατζηαντωνίου K. Setton, Papacy Κ. Μ. Setton, The Papacy and the Levant ( ), v. I: The Thirteenth and Fourteenth Centuries, Philadelphia K. Σιαμπανόπουλος, Κοζάνη Κ. Ε. Σιαμπανόπουλος, Ο νομός Κοζάνης στο χώρο και στο χρόνο. Φύση - Ιστορία - Παράδοση μέσα από τα εκθέματα του Ιστορικού-Λαογραφικού Μουσείου Κοζάνης, Κοζάνη I. Σωτηριάδης, Κίτρος Ι. Σωτηριάδης, Κατάλογος επισκοπών και μητροπολιτών Κίτρους, στο Πιερία Ι, σ Speculum Speculum, Journal of Mediaeval Studies, Cambridge - Massachusetts 1925 κ.ε. J.-M. Spieser, J.-M. Spieser, Thessalonique et ses monuments du IVe au VIe siècle, Constribu- Thessalonique tion à l étude d une ville paléochrétienne, Paris Π. Στάμος, Κασσάνδρα Π. Γ. Στάμος, Η ηρωϊκή Κασσάνδρα ανά τους αιώνας, Αθήναι Β. Σταυρίδης, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Β. Σταυρίδης, Μητροπολιτική Σύνοδος Β. Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αγία Σοφία Β. Θ. Σταυρίδης, Ο συνοδικός θεσμός εις την Εκκλησίαν Θεσσαλονίκης, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη IV, σ Β. Θ. Σταυρίδης, Η Επαρχιακή ή Μητροπολιτική Σύνοδος εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΧΙΙΙ, σ Β. Θ. Σταυρίδης, Ο συνοδικός θεσμός εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, Θεσσαλονίκη Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Η Αγία Σοφία ως μητροπολιτικός ναός και το επισκοπείο, στο Αφιέρωμα Σ. Κίσσα, σ Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Συμβολή

71 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης lxxi Αναγόρευση Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αρχιεπισκοπή Αχρίδος Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Άρχουσα δυτικών θεμάτων Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Χρονολόγηση Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Δυτ. Μακεδονία Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εικόνες Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια στο ζήτημα της αναγόρευσης του Θεόδωρου Δούκα, στο Αφιέρωμα στον Ε. Κριαρά, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, 3 Απριλίου 1988, [ΑΠΘ - ΚΒΕ] Θεσσαλονίκη 1988, σ Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Η αρχιεπισκοπή Αχρίδος και η αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης, στο Χριστιανική Μακεδονία. Πελαγονία - Μια άλλη Ελλάδα, Θεσσαλονίκη - Αχρίδα. Επιμέλεια-εποπτεία Α. Α. Αγγελόπουλος, Θεσσαλονίκη 2004, σ Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη: ἡ ἄρχουσα τῶν δυτικῶν θεμάτων, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΧΙ, σ Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Η χρονολόγηση επιστολών και εγγράφων του Ι- ωάννη Αποκαύκου, Εγνατία 4 ( ) Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Η Δυτική Μακεδονία τον 13 ο αι. Παρατηρήσεις από το έργο του Δημητρίου Χωματηνού, Μακεδονία. Ιστορία και πολιτισμός, Διημερίδα: Φλώρινα Οκτωβρίου 1995, Φλώρινα 1997, σ Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εικόνες από το «δεσποτάτο» της Ηπείρου, Ανάτυπο από το Οι Φίλοι του Βυζαντινού Μουσείου Ιωαννίνων, Διαλέξεις ΙΙ, Ιωάννινα 2004, σ Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Από την εκκλησιαστική οργάνωση του κράτους της Ηπείρου Εκκλησιαστικά οφφίκια και υπηρεσίες του κλήρου τον 13 ο αι., στα Πρακτικά του Β Διεθνούς Αρχαιολογι-

72 lxxii Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Γρεβενά Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης Ι. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ΙΙ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Νίκαια-Ήπειρος Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πιερία Ι. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πιερία ΙΙ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Φυσιογνωμία Θεσσαλονίκης κού και Ιστορικού Συνεδρίου για την βυζαντινή Άρτα και την περιοχή της, Άρτα Απριλίου 2002, υπό έκδοση. Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Τα Γρεβενά στο πλαίσιο της πολιτικής και εκκλησιαστικής ιστορίας του κράτους της Ηπείρου (α μισό του 13 ου αι.), στο Γρεβενά, Ιστορία - Τέχνη - Πολιτισμός, Πρακτικά Συνεδρίου 2002, επιστημονική επιμέλεια Μ. Μ. Παπανικολάου, Θεσσαλονίκη 2002, σ Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης και οι σχέσεις με τις μονές του Αγίου Όρους, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΧΙΙΙ, σ Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης Ένα ζήτημα πολιτικοεκκλησιαστικό, στα Πρακτικά Ι Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη, Μάιος 1989, Θεσσαλονίκη 1989, σ Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Νίκαια και Ήπειρος τον 13 ο αιώνα. Ιδεολογική αντιπαράθεση στην προσπάθειά τους να ανακτήσουν την αυτοκρατορία, [Εταιρεία Βυζαντινών Ερευνών 7], Θεσσαλονίκη Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Η Πιερία κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο. Προβλήματα έρευνας, στο Πιερία Ι, σ Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Η Πιερία κατά τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο του 14 ου αι., στο Πιερία ΙΙ, σ Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Η Φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης ως δεύτερης

73 Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πόλις μεγάλη Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πρώτη πόλις Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θέμα Στρυμόνος Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θέμα Θεσσαλονίκης Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη Ι. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη ΙΙ. Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης lxxiii πόλης της αυτοκρατορίας την εποχή των Παλαιολόγων, στο Μακεδονία ΙΙ, σ Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη «πόλις μεγάλη και πολυάνθρωπος». Η οργάνωση της πόλης και η επιρροή της κατά τη βυζαντινή περίοδο, στα Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου «Η Θεσσαλονίκη και ο ευρύτερος χώρος. Παρελθόν - Παρόν - Μέλλον», 28 Φεβρουαρίου - 2 Μαρτίου 2003, [Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών - Μακεδονική Βιβλιοθήκη αρ. 97] Θεσσαλονίκη 2005, σ Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη, «Πρώτη πόλις Θετταλίας», στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΙΙΙ, σ Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Τα θέματα του Μακεδονικού χώρου. Το θέμα Στρυμόνος, στο Βυζαντινή Μακεδονία Ι, σ Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Τα θέματα του Μακεδονικού χώρου. Το θέμα Θεσσαλονίκης ως τις αρχές του 10 ου αι., Βυζαντινά 19 (1998) Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Η Θεσσαλονίκη, η δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας, από τα τέλη του 10 ου αι. ως το 1430, στο Εικοσιτρείς αιώνες, σ Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, H βυζαντινή Θεσσαλονίκη: Πολιτική, κοινωνική και οικονομική εξέλιξη, στο Τοις αγαθοίς Βασιλεύουσα, τ. Α, σ Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Βοδηνά Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Βοδηνά, μια βυζαντινή πόλη-κάστρο της Μακεδονίας, στα Πρακτικά του Α Πανελληνίου

74 lxxiv Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Α. Stavridou-Zafraka, Theme Organization Επιστημονικού Συμποσίου «Η Έδεσσα και η περιοχή της», Έδεσσα 1995, σ Α. Stavridou-Zafraka, Slav invasion and the Theme Organization in the Balkan Peninsula, Βυζαντιακά 12 (1992) Ε. Stein, Préfets E. Stein, A propos d un livre récent sur la liste des préfets du prétoire, Byzantion 9 (1934) Ε. Stein, Untersuchungen E. Stein, Untersuchungen zur spätrömischen Verwaltungsgeschichte I: die Teilung von Illyricum in den Jahren 379 und 395, Rheinisches Museum für Philologie, Neue Folge 74 (1925) Β. Στεφανίδης, Επισκ. τίτλοι Β. Στεφανίδης, Ιστορία των επισκοπικών τίτλων, Θεολογία 23 (1952) , Γ. Στογιόγλου, Καμπανία Γ. Α. Στογιόγλου, Ιστορία επισκόπων Μακεδονίας. Θεόφιλος Παπαφίλης επίσκοπος Καμπανίας ( ), Θεσσαλονίκη F. Streichhan, Vikariat F. Streichhan, Die Anfänge des Vikariates von Thessalonich, Zeitschrift der Savigny-Stiftung für Rechtsgeschichte, Kanonistische Abteilung 12 (1922) Ι. Συκουτρής, Σχίσμα Ι. Συκουτρής, Περί το σχίσμα των Αρσενιατών, Ι: Ελληνικά 2 (1929) ΙΙ: Ελληνικά 5 (1932) Συμεών Θεσσαλονίκης Πρακτικά Λειτουργικού Συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην του εν αγίοις πατρός ημών Συμεώνος αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Θαυματουργού, Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 15/9/1981, Θεσσαλονίκη Σύμμεικτα Σύμμεικτα Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών

75 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης lxxv Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήναι 1966 κ.ε. Th. Tafel, Thessalonica Th. L. F. Tafel, De Thessalonica eiusque agro dissertatio geographica, Berolini 1839, ανατύπωση VR, London O. Tafrali, Thessalonique O. Tafrali, Thessalonique au quatorzième siècle, Préface Ch. Diehl, Paris 1913 [ανατύπωση ΙΜΧΑ - Αρχείο Ιστορικών Μελετών 3] Θεσσαλονίκη O. Tafrali, Θεσσαλονίκη Ο. Tafrali, Η Θεσσαλονίκη από τις απαρχές έως τον 14 ο αιώνα, Paris 1919, ελλ. μεταφρ. και νεότερη βιβλιογραφία Α. Νικολοπούλου, πρόλογος - βιβλιογρ. σημείωμα - γενική επιμέλεια Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Αθήνα ΘΗΕ Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1-13, Αθήναι Γ. Θεοχαρίδης, Γ. Ι. Θεοχαρίδης, Κατεπανίκια της Μακεδονίας. Συμβολή εις την διοικητικήν ι- Κατεπανίκια στορίαν και γεωγραφίαν της Μακεδονίας κατά τους μετά την φραγκοκρατίαν χρόνους, Θεσσαλονίκη Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία Γ. Θεοχαρίδης, Ματθαίος Βλάσταρις Γ. Θεοχαρίδης, Ναός Ασωμάτων Θεσσαλονικέων πόλις TIB Γ. Ι. Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους ( ), Θεσσαλονίκη Γ. Ι. Θεοχαρίδης, Ο Ματθαίος Βλάσταρις και η μονή του κυρ-ισαάκ εν Θεσσαλονίκη, Byzantion 40 (1970) Γ. Ι. Θεοχαρίδης, Ο ναός των Ασωμάτων και η Rotonda του Αγίου Γεωργίου Θεσσαλονίκης, Ελληνικά 13 (1954) Θεσσαλονικέων πόλις. Γραφές και πηγές χρόνων, Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997, τεύχος 1-2. Tabula Imperii Byzantini, Österreichische

76 lxxvi Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Τιμητικόν αφιέρωμα εις τον Κίτρους Βαρνάβαν ΤΜ Τοις αγαθοίς Βασιλεύουσα Ν. Τωμαδάκης, Εκκλησία Κρήτης Β. Τουλίκας - Π. Βλαχάκος, Πέτρα Akademie der Wissenschaften - Philosophisch-Historische Klasse, Wien 1976 κ.ε. Τιμητικόν αφιέρωμα εις τον μητροπολίτην Κίτρους Βαρνάβαν επί τη 25ετηρίδι της αρχιερατείας του, Αθήναι Travaux et Mémoires, Centre de Recherche d Histoire et Civilisation Byzantines, Paris 1965 κ.ε. Θεσσαλονίκη Τοις αγαθοίς βασιλεύουσα, Ιστορία και Πολιτισμός, τ. Α : Ιστορία και Πολιτισμός, τ. Β : Τοπογραφία και τέχνη, εκπαίδευση και πνευματική ζωή, επιμέλεια Ι. Κ. Χασιώτης, Θεσσαλονίκη Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης Ν. Β. Τωμαδάκης, Η Αποστολική Εκκλησία της Κρήτης κατά τους αι. Η -ΙΓ και ο τίτλος του προκαθημένου αυτής, ΕΕΒΣ 24 (1954) Β. Γ. Τουλίκας - Π. Κ. Βλαχάκος, Πέτρα Ολύμπου, νομού Πιερίας. Ιστορία και Τοπωνύμια, Θεσσαλονίκη Σ. Τρωιάνος, Διαδικασία Σ. N. Τρωιάνος, Η εκκλησιαστική διαδικασία μεταξύ 565 και 1204, [Ανάτυπον εκ της Επετηρίδος του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, τ. 13, 1966, σ ] Αθήνα Σ. Τρωιάνος, Δικονομία Σ. Ν. Τρωιάνος, Η εκκλησιαστική δικονομία μέχρι του θανάτου του Ιουστινιανού, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 1964, ανατύπωση με προσθήκες Αθήνα Σ. Τρωιάνος Γ. Πουλής, Σ. Ν. Τρωιάνος - Γ. Α. Πουλής, Εκκλησιαστικό Δίκαιο 2, Αθήνα - Κομοτηνή 2002, Εκκλ. Δίκαιο Σ. Τρωιάνος, Σ. Ν. Τρωιάνος, Κανονικές αποκρίσεις

77 Καν. αποκρίσεις Γ. Τσάρας, Αμφίμεικτες κώμες Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης lxxvii και πραγματείες της βυζαντινής περιόδου, Εκκλησιαστικός Φάρος 73 ( ) Γ. Τσάρας, «και αμφιμείκτους τινας κώμας», Βυζαντινά 13 1 (1985) (Δώρημα στον Ι. Καραγιαννόπουλο). Α. Τσιλιπάκος, Σέρβια Α. Τσιλιπάκος, Σέρβια. Μία βυζαντινή καστροπολιτεία, [Υπουργείο Πολιτισμού - 11 η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων] Αθήνα Ι. Τζανής, Θέμα Σερβίας Ι. Γ. Τζανής, Το πρόβλημα της ύπαρξης βυζαντινού θέματος Σερβίας κατά τον 11 ο μ. Χ. αι., διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη Χ. Σ. Τζώγας, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, ΘΗΕ 6, Αθήνα 1965, σ Χ. Τζώγας, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης S. Vailhé, Annexion S. Vailhé, Annexion de l Illyricum au patriarcat oecuménique, EO 14 (1911) A. Vakalopoulos, Platamon Α. Vakalopoulos, Nouveaux renseignements sur l histoire de la forteresse de Platamon, στο Actes de la VIIème Réunion Scientifique de l Institut International des Châteaux Historique Les fortifications depuis l Antiquité jusqu au Moyen-âge dans le monde méditerranéen, Αθήναι 1968, σ (= στο Παγκαρπία, σ , από όπου και οι παραπομπές). A. Vasiliev, Justin A. A. Vasiliev, Justin the First. An Introduction to the Epoch of Justinian the Great, Cambridge M. Vasmer, Slaven Μ. Vasmer, Die Slaven in Griechenland, Berlin Ch. van de Vorst, Τranslation Ch. van de Vorst, La translation de S. Théodore Studite et de S. Joseph de Thessalonique, AB 32 (1913)

78 lxxviii Ελισάβετ Χατζηαντωνίου VR VV Chr. Walter, Portraits Μ. Wellas, Königreich Thessalonike Variorum Reprints. Vizantijskij Vremennik, Sanktpeterburg- Leningrad , ανατύπωση Amsterdam 1967, νέα σειρά Moskva 1947 κ.ε. Chr. Walter, Portraits of Bishops appointed by the Serbian Conquerors on Byzantine Territory, στο Βυζάντιο-Σερβία, σ Μ. B. Wellas, Das westliche Kaiserreich und das lateinische Königreich Thessalonike, Αθήνα R. Wolff, Organization R. L. Wolff, The Organization of the Latin Patriarchate of Constantinople, , στο Traditio 6, New York 1948, σ (= Studies, αρ. VIII). R. Wolff, Politics R. L. Wolff, Politics in the Latin Patriarchate of Constantinople, , DOP 8 (1954) (= Studies, αρ. IX). R. Wolff, Studies R. L. Wolff, Studies in the Latin Empire of Constantinople, VR, London A. Ξυγγόπουλος, Σέρβια Α. Ξυγγόπουλος, Τα μνημεία των Σερβίων, [Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, ΙΜΧΑ αρ. 18] Αθήνα N. Ζαχαρόπουλος, Φραγκοκρατία Ν. Γ. Ζαχαρόπουλος, Η εκκλησία στην Ελλάδα κατά τη Φραγκοκρατία 2, Θεσσαλονίκη 1981, Δ. Ζαγκλής, Χαλκιδική Δ. Ζαγκλής, Χαλκιδική, Θεσσαλονίκη Δ. Ζακυθηνός, Μελέται Ι-ΙΙΙ Δ. Ζακυθηνός, Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής διοικήσεως εν τω Βυζαντινώ Κράτει, I: ΕΕΒΣ 17 (1941) II: 18 (1948) III: 21 (1951) Δ. Ζακυθηνός, Σλάβοι Δ. Α. Ζακυθηνός, Οι Σλάβοι εν Ελλάδι. Συμβολαί εις την ιστορίαν του μεσαιωνικού Ελληνισμού, Αθήναι 1945.

79 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης lxxix J. Zeiller, Premiers siècles J. Zeiller, Les premiers siècles chrétiens en Thrace, en Macédoine, en Grèce et à Constantinople, Byzantion 3 (1926) Θ. Ζήσης, Θ. Ν. Ζήσης, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη Θεολόγοι Θεσσαλονίκης Ι. Ζηζιούλας, Συνοδικός θεσμός Ι. Ζηζιούλας, Ο Συνοδικός θεσμός. Ιστορικά, εκκλησιολογικά και κανονικά προβλήματα, στο Τιμητικόν αφιέρωμα εις τον Κίτρους Βαρνάβαν, σ Μ. Ζιβογίνοβιτς, Άγιος Σάββας Μιριάνα Ζιβογίνοβιτς, Επισκέψεις και παραμονές του αγίου Σάββα στη Θεσσαλονίκη, στα Πρακτικά του ΙΕ Διεθνούς Συνεδρίου Βυζαντινών Σπουδών, Αθήναι -Σεπτέμβριος 1976, Αθήνα 1980, τ. IV, σ Μ. Živojinović, Jerisa Mirjana Živojinović, O vremenu postanka episkopije Jerisa (με γαλλική περίληψη: Sur l époque de la formation de l évêché d Hiérissos), ZRVI 14/15 (1973) ZRVI Zbornik Radova Vizantološkog Instituta, Beograd 1975 κ.ε.

80

81 Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η Η Θεσσαλονίκη αποτελούσε μια από τις σημαντικότερες πόλεις καθόλη τη μακραίωνη διάρκεια του βυζαντινού κράτους. Στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια η πολιτική και στρατηγική σημασία της πόλης ήταν αδιαμφισβήτητη. Έχοντας την τριπλή ιδιότητα της πρωτεύουσας της ἐπαρχίας Μακεδονίας, της διοίκησης Μακεδονίας και στη συνέχεια (τέλη του 4 ου αι. ή α μισό του 5 ου αι.) της ἐπαρχότητας Ιλλυρικού, δηλαδή ολόκληρης σχεδόν της Βαλκανικής χερσονήσου, αναφέρεται ως πόλις μεγίστη καὶ πολυάνθρωπος, ἐς μὲν τὸ Μακεδόνων ἔθνος τελοῦσα, ἡγουμένη δὲ καὶ Θετταλίας καὶ Ἀχαΐας καὶ μέντοι καὶ ἄλλων παμπόλλων ἐθνῶν, ὅσα τῶν Ἰλλυριῶν τὸν ὕπαρχον ἡγούμενον ἔχει 1. Αργότερα η νέα στρατιωτικοπολιτική οργάνωση της Βαλκανικής με την ίδρυση των θεμάτων (τέλη του 7 ου αι.-τέλη του 8 ου αι.) δεν στέρησε από τη Θεσσαλονίκη την πολιτική και στρατιωτική της σημασία δεδομένης της στρατηγικής της θέσης στη Βαλκανική. Έτσι αναδείχθηκε σε ἄρχουσα τῶν δυτικῶν θεμάτων και μητέρα τῶν ἑσπερίων 2. Παράλληλα η καίρια γεωγραφική θέση της πόλης στο σταυροδρόμι της Εγνατίας οδού, που συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με το Δυρράχιο, και της οδικής αρτηρίας που συνέδεε τις πόλεις του Δούναβη με τα λιμάνια του Αιγαίου και ευρύτερα της Μεσογείου την καθιστούσε ακμαίο κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου. Ο πλούτος που εξασφάλιζε στην πόλη το πολυσύχναστο λιμάνι στον μυχό του Θερμαϊκού αλλά και η πλούσια σε παραγωγή και ποικιλία ενδοχώρα της τής απέδωσε τα κοσμητικά επίθετα της ἀρχαιοτάτης τῶν πόλεων... πλούτῳ, της πανευδαίμονος και εὐκληροτάτης 3. Η πολιτική ση- 1 Βλ. Θεοδώρητος Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, έκδ. L. Parmentier - F. Scheidweiler, Theodorets Kirchengeschichte 2, [Die griech. christl. Schiftsteller der ersten Jahrhunderte 44] Berlin 1954, Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πρώτη πόλις Ε. Καλτσογιάννη - Σ. Κοτζάμπαση - Η. Παρασκευοπούλου, Θεσσαλονίκη 5. 2 Βλ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Φυσιογνωμία Θεσσαλονίκης 75 Θεσσαλονίκη ΙΙ. 119 Άρχουσα δυτικών θεμάτων 133 κ.ε. - Για άλλα κοσμητικά επίθετα ανάλογης σημασίας, όπως ἡγουμένη Θετταλίας καὶ Ἀχαΐας, μεγαλόπολις τοῦ Ἰλλυρικοῦ, μητρόπολις Μακεδόνων καὶ Ἰλλυριῶν, ὀφθαλμὸς τῆς Δύσεως, ὀφθαλμὸς τῆς Εὐρώπης, πρεσβεία τῶν ἄλλων πόλεων κατέχουσα, προέχουσα τῶν ἑσπερίων προκαθημένη Εὐρώπης καὶ Ἀσίας, προκαθημένη πάσης Δύσεως, προκάθηται τῶν ἐν ἑσπέρᾳ πόλεων, πρόσχημα τῆς Εὐρώπη, βλ. Ε. Καλτσογιάννη - Σ. Κοτζάμπαση - Η. Παρασκευοπούλου, Θεσσαλονίκη (index). 3 Για τη Θεσσαλονίκη ως οικονομικό και εμπορικό κέντρο βλ. Ε. Dimitriadis, The harbour of Thessaloniki: Balkan Hinterland and Historical Development, στο Αρμός, Τιμητικός τόμος στον καθηγητή Ν. Κ. Μουτσόπουλο για τα εικοσιπέντε χρόνια πνευματικής του προσφοράς στο πανεπιστήμιο, Θεσσαλονίκη 1990, σ Αγγελική Λαΐου, Η Θεσσαλονίκη, η ενδοχώρα της και

82 2 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου μασία της Θεσσαλονίκης, η ασφαλεία που παρείχαν τα ισχυρά τείχη της 4, ο χαρακτήρας της ως επικοινωνιακού και εμπορικού κόμβου και γενικά η οικονομική της ευμάρεια είχαν ως συνέπεια να εξελιχθεί σε μεγάλη καὶ πολυάνθρωπον πόλη 5. Παράλληλα βέβαια αποτελούσε ένα σημαντικό καλλιτεχνικό και πνευματικό κέντρο με ακτινοβολία σε ολόκληρη τη Βαλκανική 6. Ήταν ο οικονομικός της χώρος στην εποχή των Παλαιολόγων, στο Βυζαντινή Μακεδονία Ι, σ D. Jacoby, Foreigners and the Urban Economy in Thessalonica, ca ca. 1450, DOP 57 (2003) Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πόλις μεγάλη 45, 57 κ.ε. - Για τα κοσμητικά επίθετα βλ. Ε. Καλτσογιάννη - Σ. Κοτζάμπαση - Η. Παρασκευοπούλου, Θεσσαλονίκη (index). - Βλ. ακόμη Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Εγκώμια Θεσσαλονίκης Για τα τείχη της Θεσσαλονίκης βλ. Γ. Γούναρης, Τα τείχη της Θεσσαλονίκης 2, [ΙΜΧΑ] Θεσσαλονίκη Γ. Βελένης, Τα Τείχη της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο ως τον Ηράκλειο, Θεσσαλονίκη Ch. Bakirtzis, Urban Continuity 39 κ.ε. - Βλ. ακόμη Μ. Vickers, The Byzantine Sea Walls of Thessaloniki, BS 11 (1970) X. Μπακιρτζής, Η θαλάσσια οχύρωση της Θεσσαλονίκης, Βυζαντινά 7 (1975) J.-M. Spieser, Note sur le rempart maritime de Thessalonique, Hommage à Paul Lemerle, TM 8 (1981) Π. Φωτιάδης, Παρατηρήσεις στο θάλασσιο τείχος της Θεσσαλονίκης, Μακεδονικά 12 ( ) Βλ. Φιλόθεος Κόκκινος, Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Ἀνυσίαν, έκδ. Δ. Τσάμης, Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως του Κοκκίνου αγιολογικά έργα, [Θεσσαλονικείς Βυζαντινοί Συγγραφείς 4] Θεσσαλονίκη 1985, σ , κεφ. 2, στ Βλ. και Ε. Καλτσογιάννη - Σ. Κοτζάμπαση - Η. Παρασκευοπούλου, Θεσσαλονίκη 147, Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Φυσιογνωμία Θεσσαλονίκης 82 Πόλις μεγάλη Παρόμοια δηλωτικά του μεγέθους της πόλης είναι τα εξής: μεγαλόπολις, μεγάλη, μεγίστη, ευρεία, μέγα καὶ περίπυστον ἄστυ κ.ά.: βλ. Ε. Καλτσογιάννη - Σ. Κοτζάμπαση - Η. Παρασκευοπούλου, Θεσσαλονίκη (index). - Για τον οικιστικό χώρο και τον περίγυρο της Θεσσαλονίκης βλ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πόλις μεγάλη 49 κ.ε. 6 Βλ. O. Tafrali, Thessalonique 149 κ.ε. - Β. Λαούρδας, Η κλασσική φιλολογία εις την Θεσσαλονίκην κατά τον δέκατον τέταρτον αιώνα, Θεσσαλονίκη Α. Βακαλόπουλος, Μακεδονία 30 κ.ε. - D. M. Nicol, Thessalonica as a Cultural Centre in the Fourteenth Century, στο Η Θεσσαλονίκη μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Πρακτικά Συμποσίου Τεσσαρακονταετηρίδος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, 30 Οκτωβρίου - 1 Νοεμβρίου 1980, [Μακεδονική Βιβλιοθήκη αρ. 59] Θεσσαλονίκη 1982, σ Πρακτικά του Σερβο-Ελληνικού Συμποσίου του Βελιγραδίου του 1985: L art de Thessalonique et des pays Balkaniques et les courants spirituels au XIVe siècle, éd. R. Samardžić, Belgrade Β. Κατσαρός, Πνευματική ζωή 178 κ.ε. - J. G. Leontiades, Gelehrtenkreise im Thessalonike der Palaiologenzeit, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Εορταστικός τόμος, 50 Χρόνια ( ), Θεσσαλονίκη 1992, σ Α. Σταυρίδου- Ζαφράκα, Φυσιογνωμία Θεσσαλονίκης Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Η ακτινοβολία της ζωγραφικής της Θεσσαλονίκης κατά την μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΧΙ, σ Ε. Κυριακούδης, Το κλασσικιστικό πνεύμα και η καλλιτεχνική ακμή στη Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο των Παλαιολόγων, στο Αφιέρωμα Σ. Κίσσα, σ S. Ćurčić, The Role of Late Byzantine Thessalonike, in Church Architecture in the Balkans, Symposium on Late Byzantine Thessalonike, DOP 57 (2003) F. Tinnefeld, Intellectuals in Late Byzantine Thessalonike, Symposium on Late Byzantine Thessalonike, DOP 57 (2003) Katia Loverdou-Tsigarida, Thessalonique, centre de production d objects d arts au XIVe siècle, Symposium on Late Byzantine Thessalonike, DOP 57 (2003)

83 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 3 εύλογο λοιπόν να αναδειχθεί η Θεσσαλονίκη σε δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας και να χαρακτηριστεί ως ἡ πρώτη μετὰ τὴν πρώτην 7. Η Θεσσαλονίκη ωστόσο δεν αποτελούσε μόνο ένα σπουδαίο πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό και πνευματικό κέντρο αλλά και ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά κέντρα της αυτοκρατορίας. Οι Θεσσαλονικείς διδάχτηκαν τον Λόγο του Ευαγγελίου από τον ίδιο τον απόστολο Παύλο γύρω στο 49/50. Στην πρώτη από τις δύο επιστολές που απηύθυνε στο ποίμνιο της Θεσσαλονίκης επαινεί τους πιστούς για την προσήλωσή τους στη νέα πίστη και ζωή και τον σημαντικό ρόλο που είχε η πόλη στη διάδοση του Χριστιανισμού: ὥστε γενέσθαι ὑμᾶς τύπους πᾶσι τοῖς πιστεύουσι ἐν τῇ Μακεδονίᾳ καὶ τῇ Ἀχαΐᾳ, ἀφ ὑμῶν γὰρ ἐξήχηται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου οὐ μόνον ἐν τῇ Μακεδονίᾳ καὶ ἐν τῇ Ἀχαΐᾳ, ἀλλ ἐν παντὶ τόπῳ ἡ πίστις ὑμῶν πρὸς τὸν Θεὸν ἐξελήλυθεν, ὥστε μὴ χρείαν ἡμᾶς ἔχειν λαλεῖν τι 8. Ο ζήλος των Θεσσαλονικέων χριστιανών για την εμπέδωση της χριστιανικής διδασκαλίας είναι τέτοιος και το πλήθος όσων μαρτύρησαν για την πίστη τόσο, που η πόλη αποκαλείται στις πηγές ως μαρτυροπλούτιστος και μαρτύρων καὶ ὁσίων τροφὸς οὐκ ὀλίγων 9. H πόλη βέβαια συνδέθηκε με τη λατρεία του αγίου Δημητρίου, που μαρτύρησε επί αυγούστου Γαλερίου το 305. Ο άγιος αποτέλεσε τον πολιούχο της Θεσσαλονίκης, που αναδείχθηκε τεῖχος ἄσειστον νοητόν, καὶ δαίμοσι καὶ βαρβάροις ἀκαταγώνιστον ἔρυμα, καὶ βιωτικῶν κλυδώνων φρούριον γαληνόδωρον, καὶ σωμάτων 7 Βλ. Μιχ. Χωνιάτης, Επιστολαί Ιω. Καντακουζηνός ΙΙ S. G. Mercati, Iacobi Bulgariae archiepiscopi opuscula Ι, Collectanea Byzantina, Bari 1970, τ. I, σ , κυρίως : μεγαλωνυμουμένη μετὰ τὴν Κωνσταντίνου. - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη Ι. 45 Φυσιογνωμία Θεσσαλον ίκης 75 Θεσσαλονίκη ΙΙ Ε. Καλτσογιάννη - Σ. Κοτζάμπαση - Η. Παρασκευοπούλου, Θεσσαλονίκη 26, 32, Ο Μιχαήλ Χωνιάτης στην παραπάνω επιστολή του προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ευστάθιο μετά την άλωση της πόλης το 1185 από τους Νορμανδούς παραβάλλει τη Θεσσαλονίκη με την Κωνσταντινούπολη και αποκαλεί την πρώτη ακόμη και καρδία τῆς ῥωμαϊκῆς ἀρχῆς και τοῖς ἀγαθοῖς τῶν ἁπασῶν βασιλεύουσα. - Βλ. Μιχ. Χωνιάτης, Επιστολαί , Βλ. και Ε. Καλτσογιάννη - Σ. Κοτζάμπαση - Η. Παρασκευοπούλου, Θεσσαλονίκη Βλ. Επιστολή Παύλου, Προς Θεσσαλονικείς Α 1, Βλ. και Χ. Οικονόμου, Η Θεσσαλονίκη κατά την εποχή του Αποστόλου Παύλου, Θεσσαλονίκη Ι. Αναστασίου, Πόλεις της Μακεδονίας του Απ. Παύλου, στο Απόστολος Παύλος, 29-39, σ. 33 κ.ε. - Γ. Γαλίτης, Ο Απόστολος Παύλος και η Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, στο Απόστολος Παύλος, σ Α. Αγγελόπουλος, Χριστιανική Θεσσαλονίκη Α. Βακαλόπουλος, Θεσσαλονίκη Βλ. Βίος ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ νέου, έκδ. L. Petit, Vie et office de Saint Euthyme le jeune, [Bibliothèque hagiographique orientale 5] Paris 1904, Sofia Kotzabassi, Ein unediertes Enkomion auf den hl. Nestor (BHG 2291). Kritische Ausgabe, Ελληνικά 41 (1990) , κεφ. 3, στ Βλ. και Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 68 σημ. 22, Ε. Καλτσογιάννη - Σ. Κοτζάμπαση - Η. Παρασκευοπούλου, Θεσσαλονίκη 154.

84 4 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου καὶ ψυχῶν ἀΐδιον φυλακτήριον 10. Η διάδοση της θαυματουργού φήμης του αγίου ήταν διαρκώς αυξανόμενη και γρήγορα η λατρεία του έλαβε διεθνή χαρακτήρα. Ήδη από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια η βασιλική του Αγίου Δημητρίου 11 και η πόλη της Θεσσαλονίκης αποτέλεσαν κέντρο προσκύνησης εξ Ανατολής και Δύσης: Ἀκούσαντες δὲ περὶ αὐτοῦ ἐν τῇ δύσῃ καὶ ἐν τῇ ἀνατολῇ ἔγραφον αὐτῷ ὡς πατρί, καὶ εὐλογίας ἀπέστελλον αὐτῷ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καὶ Αἰγύπτου καὶ Συρίας καὶ Ῥώμης Ἀσίας τε καὶ Θεσσαλονίκης 12. Τα Δημήτρια, ο λαμπρός και πολυήμερος εορτασμός της μνήμης 10 Βλ. Θαύματα Για την προστασία από τους εχθρούς που θεωρούνταν ότι παρείχε ο άγιος στους Θεσσαλονικείς βλ. Θ. Κορρές, Θεσσαλονίκη, Προπύργιο της αυτοκρατορίας, 4 ος 10 ος αιώνας, στο Εικοσιτρείς αιώνες Θεσσαλονίκη, σ , ιδίως σ Α. Σταυρίδου- Ζαφράκα, Φυσιογνωμία Θεσσαλονίκης Πόλις μεγάλη 47 κ.ε. - Α. Παπαδόπουλος, Άγιος Δημήτριος Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Εγκώμια Ε. Καλτσογιάννη - Σ. Κοτζάμπαση - Η. Παρασκευοπούλου, Θεσσαλονίκη 8, 14-15, 45, 61, 65, 70-71, 78, 90-95, 119 κ.α. - C. Walter, The Warrior Saints in Byzantine Art and Tradition, Aldershot 2003, σ Η ταύτιση της πόλης με τον άγιο Δημήτριο και τη λατρεία του είναι απόλυτη και σχεδόν αποκλειστική. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι σφραγίδες των μητροπολιτών Θεσσαλονίκης απεικονίζουν κατά κόρον την προτομή του αγίου, ενώ οι υποκείμενοι επίσκοποι δεν χρησιμοποιούν την ίδια εικονογραφία προτιμούν απεικονίσεις της Θεοτόκου, του τοπικού τους αγίου ή ομωνύμων τους. - Βλ. J. Cotsonis, Saints Για τον αλληλοπροσδιορισμό της Θεσσαλονίκης και του αγίου Δημητρίου βλ. Αγγελική Κωνσταντακοπούλου, Βυζαντινή Θεσσαλονίκη. Χώρος και ιδεολογία, [Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων - Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής Δωδώνη, Παράρτημα αρ. 62] Γιάννενα 1996, σ Για τον ναό του Αγίου Δημητρίου βλ. τις ειδικές μελέτες των Α. Ξυγγόπουλος, Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη Γ. και Μ. Σωτηρίου, Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης, Αθήνα Χ. Μπακιρτζής, Η Βασιλική του Αγίου Δημητρίου 2, [ΙΜΧΑ] Θεσσαλονίκη Βλ. επίσης J.-M. Spieser, Thessalonique 165 κ.ε. - R. Janin, Églises 365 κ.ε. - Για τον αρχαιότερο ναό του Αγίου Δημητρίου των αρχών του 4 ου αι. βλ. Α. Μέντζος, Ο ναός του Αγίου Δημητρίου πρό και μετά την πυρκαϊά του 7 ου αιώνα, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΧΙΙ, σ Του ιδίου, Ενδείξεις και πληροφορίες για τον αρχαιότερο ναό του Αγίου Δημητρίου, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΧΙΙΙ, σ Βλ. Βίος ἁγίου Ὑπατίου, έκδ. G. J. M. Bartelink, Callinicos, Vie d Hypatios, Paris 1971, Βλ. και C. Walter, St. Demetrius: The Myroblytos of Thessalonike, Eastern Churches Review 5 (1973) R. Cormack, The Making of a Patron Saint: The Powers of Art and Ritual in Byzantine Thessaloniki, World Art: Themes of Unity in Diversity, Acts of the XXVth International Cogress of the History of Art, III, ed. I. Lavin, University Park, PA and London 1989, Α. Μέντζος, Το προσκύνημα του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης στα βυζαντινά χρόνια, Αθήναι Χ. Μπακιρτζής, Η λατρεία του Αγίου Δημητρίου, στο Αγίου Δημητρίου Θαύματα. Οι συλλογές αρχιεπισκόπου Ιωάννου και Ανωνύμου. Ο βίος, τα θαύματα και η Θεσσαλονίκη του Αγίου Δημητρίου, Εισαγωγή, Σχόλια, Επιμέλεια Χ. Μπακιρτζής, μετάφραση Αλόη Σιδέρη, Θεσσαλονίκη 1997, Επίμετρο 3, σ , όπου και προηγούμενη βιβλιογραφία. - Του ιδίου, Pilgrimage to Thessalonike: The Tomb of Saint Demetrios, DOP 56 (2002) Για τη διάδοση της λατρείας του αγίου Δημητρίου κυρίως στην ανατολική Ευρώπη βλ. D. Obolensky, The Cult of St. Demetrius in the History of Byzantine-Slav Relations, BS 15 (1974) Α. Παπαδόπουλος, Άγιος Δημήτριος 143, 145 κ.ε. - Βλ. επίσης τα Πρακτικά της Ημερίδας «Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης χρόνια από το μαρτύριό του ( )», Θεσσαλονίκη 15 Δε-

85 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 5 του αγίου στα τέλη του Οκτωβρίου, συνέβαλλαν στην ανάδειξη της Θεσσαλονίκης σε θρησκευτικό κέντρο της Βαλκανικής, καθώς βέβαια και στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης με την υπαίθρια εμπορική πανήγυρι, που στηνόταν έξω από τα τείχη της πόλης και διαρκούσε συνολικά οκτώ ημέρες 13. Η πόλη της Θεσσαλονίκης όμως μπορούσε να καυχάται όχι μόνο για την ίδρυση της εκκλησίας της από τον απόστολο Παύλο και την κηδεμονία της από τον άγιο Δημήτριο, αλλά και για την ευσέβεια των Θεσσαλονικέων. Είναι άλλωστε εντυπωσιακός ο αριθμός των ναών και των μοναστηριών που βρίσκονται εντός και εκτός των τειχών της πόλης. Ειδικά στην ανάπτυξη και ακμή του μοναχισμού η φιλομόναχος Θεσσαλονίκη συναγωνίζεται ακόμη και το Άγιον Όρος και την Κωνσταντινούπολη 14. Η ευσέβεια και η σταθερή προσήλωση στην ορθόδοξη πίστη και παράδοση είναι στοιχεία που επαινούνται από πολλούς Βυζαντινούς συγγραφείς: Τῆς σοφίας τὸ ταμεῖον, τὸ δοχεῖον τῆς εὐσεβείας, τῆς πίστεως ἡ στάθμη τὴν ὑμῶν, φημί, πόλιν, τὴν περίφημον Θεσσαλονίκην 15. Εξ ού και ο συχνός χαρακτηρισμός της ως φιλοθέου και φιλοχρίστου 16. κεμβρίου 2005 (υπό έκδοση). - Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Η νεότερη έρευνα για τη λατρεία και τα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου, στα Πρακτικά ΙΓ Επιστημονικού Συμποσίου «Χριστιανική Θεσσαλονίκη. Ο ιερός ναός του Αγίου Δημητρίου, προσκύνημα Ανατολής και Δύσεως», Ιερά Μονή Βλατάδων 1-3 Οκτωβρίου 1998, Θεσσαλονίκη 2001, σ Βλ. σχετικά Τιμαρίων ἢ περὶ τῶν κατ αὐτὸν παθημάτων, έκδ. R. Romano, Pseudo- Luciano, Timarione, Napoli, κ.ε. - Βλ. και Ο. Tafrali, Thessalonique 138 κ.ε. - Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Εγκώμια Θεσσαλονίκης 137, Π. Βλαχάκος, Τιμαρίων. Ένα ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη Ε. Καλτσογιάννη - Σ. Κοτζάμπαση - Η. Παρασκευοπούλου, Θεσσαλονίκη 19 κ.ε. - Α. Παπαδόπουλος, Εγκώμια στον Άγιο Δημήτριο κατά την Παλαιολόγεια εποχή και ο εορτασμός του Αγίου στη Θεσσαλονίκη, στα Πρακτικά ΚΒ Επιστημονικού Συμποσίου «Χριστιανική Θεσσαλονίκη. Παλαιολόγειος εποχή», Ιερά Μονή Βλατάδων Οκτωβρίου 1987, Θεσσαλονίκη 1989, σ Ε. Παπαγιάννη, Πανηγύρεις Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Εγκώμια Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πόλις μεγάλη Βλ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Φυσιογνωμία Θεσσαλονίκης 81 Μεγάλη πόλις Θ. Ζήσης, Τα μοναστήρια της Θεσσαλονίκης σε ερευνητικό πρόγραμμα του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη VII, σ , ιδίως σ. 60 κ.ε. - Βλ. επίσης R. Janin, Églises 341 κ.ε. - P. Magdalino, Additions Βλ. Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος, Λόγος Βλ. V. Laurent, Une homélie inédite de l archevêque de Thessalonique Léon le Philosophe sur l annonciations (25 mars 842), Mélanges Eugène Tisserant, t. II, [Studi e Testi 232], Città del Vaticano 1964, σ , κυρίως , Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος, Λόγος Βλ. και Ε. Καλτσογιάννη - Σ. Κοτζάμπαση - Η. Παρασκευοπούλου, Θεσσαλονίκη 7, 172, βλ. και 6, 9-10, κ.α. - Βλ. ακόμη Α. Παπαδόπουλος, Η ευσέβεια της Θεσσαλονίκης από την Ιουστινιάνεια εποχή ως την εποχή του Ιωάννη Καμενιάτη, στο Γ Επιστημονικό Συμπόσιο «Χριστιανική Θεσσαλονίκη: Από της Ιουστινιανείου εποχής έως και της Μακεδονικής δυναστείας», Οκτωβρίου 1989, Θεσσαλονίκη 1991, σ Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Φυσιογνωμία Θεσσαλονίκης Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Εγκώμια 58.

86 6 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Άλλωστε η εκκλησία της Θεσσαλονίκης ήταν πάντοτε παρούσα στους αγώνες για τη διαφύλαξη της ορθής πίστης, καθώς οι μητροπολίτες της είτε αυτοπροσώπως είτε δι αντιπροσώπων συμμετείχαν σε όλες τις Οικουμενικές συνόδους 17. Εύλογα λοιπόν αναφέρει ο Ιωάννης Καμινιάτης: τοὺς καθεξῆς ἀρχιερεῖς πάντας τοῦ σωτηρίου λόγου στερρῶς ἀντεχομένους, ἐξ ὧν ἀεὶ καταρτιζομένη καὶ παιδαγωγουμένη τὴν θειοτέραν παίδευσιν δαιμονιώδεις καὶ μυσαρὰς πλάνας ἀπεπέμψατο, ὀρθοδόξῳ δὲ διδαχῇ τὴν πίστιν σφραγίσασα, καθαρὰν καὶ ἀκίβδηλον διεσώσατο τὴν εὐσέβειαν 18. Πέντε αιώνες αργότερα ο Συμεών Θεσσαλονίκης παρουσιάζει τη Θεσσαλονίκη ως ένα από τα τελευταία προπύργια της ορθοδοξίας, η οποία πλέον απειλείται από τους ετερόδοξους εχθρούς και κατακτητές: Ἡ πόλις αὕτη κεφάλαιον τῆς εὐσεβείας ἀπ ἀρχῆς ἐστι μετὰ τὴν πρώτην καὶ βασιλίδα. Φυλάσσει τοὺς ἐνταῦθα χριστιανούς, φυλάσσει τοὺς ἐν τῇ δύσει φυλάσσει τοὺς ἐν ταῖς νήσοις, βοηθεῖ καὶ τῇ βασιλίδι τῶν πόλεων καὶ τῆς ὀρθοδοξίας χείρ ἐστι καὶ ἀγαθὴ συνεργός. Διὸ φυλάσσωμεν αὐτὴν ὁλοψύχως καὶ θῶμεν ὑπὲρ αὐτῆς τάς ψυχάς καὶ ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν ἀγωνισώμεθα καὶ τῶν περικύκλῳ ἡμῶν ἀδελφῶν 19. Τον μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης ανέκαθεν κατείχαν διαπρεπείς ιεράρχες. Από τους μητροπολίτες της πρώιμης βυζαντινής περιόδου θα πρέπει να μνημονευτεί ο Αχόλιος, που άσκησε σημαντική πνευματική επιρροή στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α ( ). Στη Θεσσαλονίκη όχι μόνο τελέ- 17 Βλ. Ε. Honigmann, Recherches sur les listes des Pères de Nicée et de Constantinople, L ordre original de la liste des Pères de Nicée, Byzantion 11 (1936) , πίν. 1, στήλη VII: αρ. 43 και στήλη XI: αρ. 109 [162]. - Του ιδίου, La liste originale des Pères de Nicée, Byzantion 14 (1939) 17-76, σ. 48, αρ Του ιδίου, Une liste inédite des pères de Nicée, Byzantion 20 (1950) 63-71, πίν. V, αρ PL 16, col. 953 Α-Β. - ACOe I/1/ii, 3.4 Ι/1/vii, (431). - ACOe IΙ/1/i, , κ.α. (451). - Mansi 9, col. 173 B (553). - Mansi 11, 640 Ε, 669 Α (680/681). - Mansi 11, 989 Α Η. Ohme, Quinisextum αρ. 8 (691/692). - Mansi 13, col. 133 E (787). - Βλ. και Α. Αγγελόπουλος, Εξαρχία Θεσσαλονίκης Στον συνοδικό κατάλογο της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου ο Θεσσαλονίκης δεν υπέγραψε τελικά απλώς αφέθηκε κενή η σειρά στην οποία έπρεπε να υπογράψει. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του Κορίνθου. Κατά τον E. Gerland ενδεχομένως οι εν λόγω μητροπολίτες αποχώρησαν, προτού ολοκληρωθούν οι εργασίες της συνόδου, ή αρνήθηκαν να υπογράψουν. Αντίθετα ο Η. Ohme (Quinisextum 222, 233, ) θεωρεί ότι οι δύο μητροπολίτες δεν ήταν παρόντες, ούτε συμμετείχαν δι αντιπροσώπου ωστόσο αναφέρονται οι έδρες τους, προκειμένου να φαίνεται ότι συμμετείχαν οι σημαντικότεροι μητροπολίτες του Ιλλυρικού και να μην αμφισβητηθεί ο οικουμενικός χαρακτήρας της συνόδου. Πάντως η εκκλησία της Μακεδονίας έδωσε το «παρών» με τη συμμετοχή των επισκόπων Φιλίππων, Αμφιπόλεως, Εδέσσης και Στόβων (Η. Ohme, Quinisextum αρ. 61, 63-65). 18 Βλ. Ιω. Καμινιάτης κεφ. 3, Βλ. και Ε. Καλτσογιάννη - Σ. Κοτζάμπαση - Η. Παρασκευοπούλου, Θεσσαλονίκη Βλ. Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα πολιτικο-ιστορικά Β11, Βλ. και Ε. Καλτσογιάννη - Σ. Κοτζάμπαση - Η. Παρασκευοπούλου, Θεσσαλονίκη 66.

87 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 7 στηκε η βάπτιση του εν λόγω αυτοκράτορα, αλλά και εκδόθηκε το 380 το διάταγμα περὶ καθολικῆς πίστεως εναντίον του αρειανισμού 20. Κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο πολλοί από τους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης διακρίνονταν για την υψηλή τους μόρφωση, όπως ο Λέων Μαθηματικός ή Φιλόσοφος και ο Ευστάθιος, ή και για τη νομομάθειά τους, όπως ο Νικήτας ὁ τοῦ Μαρωνείας, ο Μιχαήλ Μιτυληναίος, ο Μιχαήλ Χούμνος, ο Νικήτας Μυτιληναίος και ο Βασίλειος Αχριδηνός. Η προώθηση ενός αρχιερέα στη μητροπολιτική έδρα της Θεσσαλονίκης μπορούσε επίσης να αποτελέσει ένα είδος αριστείου για τους αγώνες του υπέρ της Ορθοδοξίας. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις του Ιωσήφ Στουδίτη και του Αντωνίου του ομολογητή κατά την α και β φάση της εικονομαχίας ( , ) αντίστοιχα, του αρχιμανδρίτη Ι- γνατίου, που εξέφρασε σθεναρά την αντίθεσή του στην ένωση των δύο εκκλησιών κατά το διάστημα , και βέβαια του Γρηγορίου Παλαμά, του Νείλου Καβάσιλα και του Δωροθέου Βλατή, που αγωνίστηκαν υπέρ της Ορθοδοξίας κατά τη διάρκεια της ησυχαστικής έριδας ( ). Η προώθηση λοιπόν στον μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης αποτελούσε σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου μια σημαντικότατη διάκριση. Παράλληλα η διαποίμανση από ενάρετους και περισπούδαστους αρχιερείς διασφάλιζε στην εκκλησιαστική της έδρα πρωταγωνιστικό ρόλο στις εκκλησιαστικές υποθέσεις, αταλάντευτη προσήλωση στην Ορθοδοξία και ά- σβεστη την πνευματική και θρησκευτική ακτινοβολία της πόλης. Με την ιστορία της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, μιας από τις σπουδαιότερες εκκλησιαστικές έδρες του βυζαντινού κράτους, έχουν ασχοληθεί αρκετοί αξιόλογοι μελετητές θεολόγοι, όπως οι Χ. Παπαδόπουλος, Γ. Κονιδάρης, Α. Γερομιχαλός, Χ. Τζώγας, Ι. Αναστασίου, Β. Φειδάς στο πλαίσιο σχετικών άρθρων 21. Τα προσωπογραφικά στοιχεία των προκαθημένων της μητρό- 20 Βλ. Α. Παπαδόπουλος, Αχόλιος ή Ασχόλιος επίσκοπος Θεσσαλονίκης, ΓΠ 44 (1961) , ιδίως σ Κ. Α. Βαβούσκος, Η Εκκλησία εις την θεοδοσιανήν περίοδον, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΙΙ., σ , ιδίως σ. 122, Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία A. Αγγελόπουλος, Χριστιανική Θεσσαλονίκη 114 Εξαρχία Θεσσαλονίκης Βλ. CTh XVI,1-2 (27 Φεβρουαρίου 380). - Βλ. και Χ. Παπαδόπουλος, Γενική επισκόπησις του εκκλησιαστικού παρελθόντος της Θεσσαλονίκης, Ανάπλασις, αρ. 306, Αθήνα 1913, σ , , , 882, , , , 962, Γ. Ι. Κονιδάρης, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, στη Θρησκευτική και Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια 3 (1940) Α. Γερομιχαλός, Η ιστορία της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, ΓΠ 44 (1961) 79-91, , , Χ. Σ. Τζώγας, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, ΘΗΕ 6, Αθήνα 1965, σ Ι. Ε. Αναστασίου, Σύντομη ιστορία της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, Νέα Εστία, τ. 118, τεύχος 1400, Θεσσαλονίκη 1985, σ (Αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη - Εικοσιτρείς αιώνες Θεσσαλονίκη). - Β. Ι. Φειδάς, Ιστορική εξέλιξη της οργανώσεως της εκκλησίας Μακεδονίας, ΕΕΘΣΠΑ 30 (1995)

88 8 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου πολης Θεσσαλονίκης από την αρχή της ίδρυσης της εκκλησιαστικής έδρας έως τα τέλη του 19 ου αι. παρουσιάζει ο L. Petit 22. Για την ύστερη περίοδο σημαντικά είναι τα άρθρα του V. Laurent, που επέφερε βελτιώσεις και προσθήκες στο πόνημα του L. Petit 23, ενώ είναι πολλοί οι μελετητές που ασχολήθηκαν με μεμονωμένους μητροπολίτες 24. Ακόμη κατάλογο μητροπολιτών Θεσσαλονίκης συμπεριέλαβε ο G. Fedalto το 1988 σε μια σημαντική μελέτη, όπου συγκεντρώνει όλους τους επισκοπικούς καταλόγους των εκκλησιαστικών εδρών που ανήκουν στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ο ιστορικός βασίζεται κυρίως στις προηγούμενες μελέτες των L. Petit, V. Laurent καθώς και στα Regestes του J. Darrouzès για την ύστερη περίοδο 25. Τα συμπεράσματα των διαφόρων μελετητών για τους αρχιερείς της περιόδου συνοψίζονται στα αντίστοιχα λήμματα του Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit Prosopographisches, ενώ για την παλαιολόγεια περίοδο στο Lexikon der Palaiologenzeit. Πιο πρόσφατο είναι το άρθρο του M. Rautman, που αφορά στους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης από τα τέλη του 13 ου αι. έως τις αρχές του 14 ου αι., του 22 Βλ. L. Petit, Les évêques de Thessalonique, EO 4 ( ) , ΕΟ 5 ( ) 26-33, 90-97, , EO 6 (1903) Κατάλογο αρχιεπισκόπων Θεσσαλονίκης συνέταξε πρώτος ο M. Lequien. Ακολούθησε η μελέτη του Άνθιμου Αμασείας (βλ. και Κ. Παυλίδης και Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, που έκαναν ορισμένες προσθήκες). Οι κατάλογοι αυτοί δεν είναι πλήρεις, ενώ είναι ανακριβείς σε πολλά σημεία. Επίσης ο Γ. Ι. Κονιδάρης (Επισκοπικοί κατάλογοι, ΕΕΒΣ 12, 1936, , σ ) εξέδωσε σημειώσεις του Β. Μυστακίδη σχετικά με τους επισκοπικούς καταλόγους διαφόρων εκκλησιαστικών εδρών. Οι εργασίες του L. Petit είναι ουσιαστικά η πρώτη συγκροτημένη προσπάθεια. Ο Ο. Tafrali (Η Θεσσαλονίκη από τις απαρχές έως τον 14 ο αιώνα, Paris 1919, ελλ. μεταφρ. και νεότερη βιβλιογραφία Α. Νικολοπούλου, πρόλογος - βιβλιογρ. σημείωμα - γενική επιμέλεια Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Αθήνα 1994, σ. 190 κ.ε.) αναδημοσίευσε τα άρθρα του L. Petit κάνοντας ορισμένες προσθήκες και επισημάνσεις. Κατάλογο μητροπολιτών παραθέτουν επίσης ο Γ. Κονιδάρης (ό.π. σ ) βασιζόμενος στις παραπάνω μελέτες, ο Χ. Τζώγας (ό.π. σ ) και ο Β. Ατέσης, στη μελέτη του Επισκοπικοί κατάλογοι της εκκλησίας της Ελλάδος απ αρχής μέχρι σήμερον, [ανατύπωσις εκ του Εκκλησιαστικού Φάρου 56-57, ] Αθήναι 1975, σ Βλ. επίσης Ι. Ε. Αναστασίου, Βιβλιογραφία των επισκοπικών καταλόγων του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως και της Εκκλησίας της Ελλάδος, Θεσσαλονίκη 1979, σ , όπου βρίσκονται συγκεντρωμένες οι μελέτες σχετικά με τον κατάλογο μητροπολιτών Θεσσαλονίκης απ αρχής έως τη σύγχρονη εποχή. 23 Βλ. V. Laurent, La liste épiscopale du synodicon de Thessalonique, EO 32 (1933) La succession épiscopale de la métropole de Thessalonique dans la première moitié du XIIIe siècle, BZ 56 (1963) Βλ. ακόμη του ιδίου, Le métropolite de Thessalonique Gabriel ( /19) et le couvent de la Nέα Μονή, Ελληνικά 13 (1954) Notes de chronologie et d histoire byzantine de la fin du XIIIe siècle, REB 27 (1969) La vie de saint Germain l Hagiorite. Quelques observations, REB 10 (1952) Βλ. κατωτ. σ. 285 κ.ε. τη σχετική βιβλιογραφία στον πίνακα των μητροπολιτών. 25 Βλ. G. Fedalto, Hierarchia Ecclesiastica Orientalis. Series episcoporum ecclesiarum christianarum orientalium, t. I: Patriarchatus Constantinopolitanus, Padova 1988, σ

89 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 9 Σ. Νταγιούκλα, που ασχολείται με τους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης κατά το α μισό του 14 ου αι., και τέλος του G. Dennis για τους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης από τον Γρηγόριο Παλαμά έως τον πρώτο μητροπολίτη μετά την άλωση της πόλης από τους Οθωμανούς το Μολονότι οι μελετητές έχουν ασχοληθεί με την παρουσίαση της εκκλησιαστικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης κατά τη βυζαντινή περίοδο και με τη συγκέντρωση των προσωπογραφικών στοιχείων των αρχιερέων της, δεν υπάρχει ειδική μελέτη που να εξετάζει συστηματικά το θέμα της ιεραρχικής τάξης, της εξέλιξης της εκκλησιαστικής της περιφέρειας και της διοικητικής οργάνωσης της μητρόπολης Θεσσαλονίκης. Στα προαναφερθέντα συγγράμματα για την ιστορία της μητρόπολης γίνεται επιγραμματικά μόνο λόγος για τα ζητήματα αυτά, όπως είναι επόμενο να συμβαίνει στην περιορισμένη έκταση ενός άρθρου. Το 1839 o Th. L. F. Tafel στο πόνημά του De Thessalonica eiusque agro dissertatio geographica αφιερώνει ένα σημαντικό μέρος, για να παρουσιάσει την εκκλησιαστική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης. Η πραγμάτευση του ζητήματος από τον μελετητή αποτελεί οπωσδήποτε μια σημαντικότατη συμβολή. Ο Ο. Tafrali έχει επίσης ασχοληθεί συνοπτικά με την εκκλησιαστική οργάνωση και την περιφέρεια της μητρόπολης στο έργο του Thessalonique au quatorzième siècle 27. Οι μελετητές ωστόσο ασχολούνται παρεμπιπτόντως με την εκκλησιαστική διοίκηση, καθώς δεν αποτελεί τον βασικό σκοπό των πονημάτων τους. Πολλά από τα συμπεράσματά τους εξάλλου χρήζουν επανεξέτασης 28. Το 1980 ο Α. Αγγελόπουλος συνέγραψε μελέτη με τίτλο Η εξαρχία Θεσσαλονίκης: Πανεπιστημιακαί παραδόσεις διοικητικής και εκκλησιαστικής ιστορίας της πόλεως από της ιδρύσεώς της μέχρι σήμερα. Το σύγγραμμα επανεκδόθηκε το 1984 με ορισμένες προσθήκες υπό τον νέο τίτλο Εκκλησία Θεσσαλονίκης: διαχρονική πνευματική ακτινοβολία της πόλεως στη χερσόνησο του Αίμου ως Εξαρχίας, Βικαριάτου και Μητροπό- 26 Βλ. M. L. Rautman, Notes on the metropolitan succession of Thessaloniki, c. 1300, REB 46 (1988) Σ. Νταγιούκλας, Πολιτική και εκκλησιαστική διοίκηση της βυζαντινής Θεσσαλονίκης από το 1300 έως το Θεσμοί και πρόσωπα, Μακεδονικά 30 ( ) , σ. 129 κ.ε. - G. T. Dennis, The Late Byzantine Metropolitans of Thessalonike, Symposium on Late Byzantine Thessalonike, DOP 57 (2003) Βλ. O. Tafrali, Thessalonique au quatorzième siècle, Préface Ch. Diehl, Paris 1913 [ανατύπωση ΙΜΧΑ - Αρχείο Ιστορικών Μελετών 3] Θεσσαλονίκη 1993, σ Βλ. Th. L. F. Tafel, De Thessalonica eiusque agro dissertatio geographica, Berolini 1839, ανατύπωση VR, London 1972, σ

90 10 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου λεως 29. Ωστόσο ο μελετητής δεν βασίζεται στη μελέτη των πηγών παρά μόνο στα συμπεράσματα της ως τότε βιβλιογραφίας, προκειμένου να παρουσιάσει διαχρονικά και ευσύνοπτα την ιστορία και εξέλιξη της εκκλησιαστικής διοίκησης της Θεσσαλονίκης. Τέλος το 1992 στο πλαίσιο Συμποσίου για τη Μακεδονία κατά την εποχή των Παλαιολόγων ο μητροπολίτης Τυρολόης και Σερεντίου καθηγητής Παντελεήμων Ροδόπουλος συνέγραψε σύντομο άρθρο για την εκκλησιαστική οργάνωση της Μακεδονίας, όπου παρουσιάζει πολύ συνοπτικά τα δεδομένα για τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Πέρα όμως από το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει μια ειδική μελέτη που να εξετάζει συστηματικά την οργάνωση της μητρόπολης Θεσσαλονίκης και τη θέση της στην εκκλησιαστική ιεραρχία, υπάρχει ένας ακόμη λόγος που επιβάλλει την εκ νέου εξέταση του ζητήματος: το γεγονός ότι όλοι οι μελετητές, παλαιότεροι και νεότεροι, στηρίζονται μόνο στα εκκλησιαστικά τακτικά (Notitiae Episcopatuum), τα οποία αντιμετωπίζουν ως επίσημους καταλόγους της πατριαρχικής γραμματείας. Το 1980 ο J. Darrouzès εξέδωσε κριτικά όλα τα τακτικά, επαναπροσδιόρισε τη χρονολόγησή τους και, το κυριότερο, κατέδειξε τον ανεπίσημο και συμπιληματικό χαρακτήρα τους. Η νέα έκδοση και τα συμπεράσματα που προέκυψαν από αυτή κλόνισαν ως ένα βαθμό την αξιοπιστία των τακτικών και επέβαλαν μια πιο επιφυλακτική αντιμετώπιση των πληροφοριών που εμπεριέχονται σε αυτά 30. Πολλά λοιπόν από τα συμπεράσματα των προαναφερθέντων μελετητών σχετικά με την ιεραρχική τάξη και τη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης χρειάζεται να επανεξεταστούν. 29 Βλ. Α. Αγγελόπουλος, Η εξαρχία Θεσσαλονίκης: Πανεπιστημιακαί παραδόσεις διοικητικής και εκκλησιαστικής ιστορίας της πόλεως από της ιδρύσεώς της μέχρι σήμερα, Θεσσαλονίκη 1980, β έκδοση συμπληρωμένη: Η Εκκλησία Θεσσαλονίκης: διαχρονική πνευματική ακτινοβολία της πόλεως στη χερσόνησο του Αίμου ως Εξαρχίας, Βικαριάτου και Μητροπόλεως 4, Θεσσαλονίκη O Η.-G. Beck (Kirche 148) είχε τονίσει στο παρελθόν ότι οι Notitiae Episcopatuum θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη ως ιστορική πηγή και να διασταυρώνονται με μαρτυρίες άλλων πηγών, επειδή συχνά δεν αποδίδουν την πραγματικότητα, αλλά αντικατοπτρίζουν την παρελθούσα εκκλησιαστική κατάσταση: «Dass diese Listen gelegentlich nur noch Ansprüche und keine Wirklichkeit darstellen, ist bei der byzantinischen Mentalität und der konservativen kirchlichen Einstellung nicht verwunderlich. So muss die historische Auswertung der Notitiae immer durch die Zeitgeschichte kontrolliert werden: mit anderen Worten, die Notitiae episcopatuum stellen häufig Ideallisten dar, und es ist durchaus nicht gesagt, dass ein in der Liste geführtes Bistum wirklich noch bestand oder einen Inhaber aufwies. Andererseits kennen wir freilich auch Bistümer, meist solche von kurzer Lebensdauer, die sich in keiner Notitia finden, etwa weil während der Zeit ihres kurzen Bestandes keine Neuredaktion der offiziellen Liste erfolgte oder der inoffizielle Bearbeiter nicht über das nötige neue Material verfügte, sondern historisch-romantisch vorging».

91 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 11 Στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι να εξετάσει την ένταξη της μητρόπολης Θεσσαλονίκης στην εκκλησιαστική ιεραρχία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και την εξέλιξη που γνώρισε η ιεραρχική της κατάταξη στο πέρασμα του χρόνου. Επιπλέον μελετάται η εκκλησιαστική περιφέρεια της μητρόπολης και η διαίρεσή της σε υποκείμενες επισκοπές. Επιχειρείται επίσης να ανιχνευθεί και να προσδιοριστεί ο βαθμός εξάρτησης της εκκλησιαστικής διαίρεσης από την πολιτική διοικητική οργάνωση, καθώς και αν επηρέαζαν οι πολιτικές-στρατιωτικές εξελίξεις στην περιοχή την ενότητα της εκκλησιαστικής περιφέρειας. Τέλος εξετάζεται η λειτουργία και οι αρμοδιότητες της μητροπολιτικής συνόδου καθώς και η γραμματεία και οι υπόλοιπες υπηρεσίες (σέκρετα) της μητρόπολης, που πλαισίωναν τον μητροπολίτη στην άσκηση της διοικητικής του εξουσίας. Η μελέτη των λειτουργικών αρμοδιοτήτων και του ποιμαντορικού έργου του μητροπολίτη και των υποκείμενων επισκόπων δεν αποτελούν αντικείμενο της εργασίας μας. Χρονικά το θέμα περιορίζεται στη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο και πιο συγκεκριμένα από τα μέσα του 8 ου αι. έως το Το χρονικό πλαίσιο καθορίστηκε βάσει δύο σημαντικών termini για την ιστορία και τη διοικητική οργάνωση της μητρόπολης, την ένταξη των εκκλησιών του Ιλλυρικού στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, από τη μία πλευρά, και την οριστική λήξη της βυζαντινής κυριαρχίας, από την άλλη 31. Κατά τη χρονική αφετηρία της μελέτης μας παύει η Θεσσαλονίκη να διχάζεται ανάμεσα σε ένα διαφορετικό εκκλησιαστικό και πολιτικό κέντρο, τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα. Εγκαινιάζεται μια περίοδος αταλάντευτου προσανατολισμού προς την Κωνσταντινούπολη και πλήρους συνταύτισης όσον αφορά τους στόχους της εκκλησιαστικής και θρησκευτικής πολιτικής. Επιπλέον η υπαγωγή στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σημαίνει αλλαγή στην ιεραρχική κατάταξη της μητρόπολης Θεσσαλονίκης και επαναπροσδιορισμό του ρόλου και της θέσης της στη Βαλκανική και γενικά στο πλαίσιο του βυζαντινού κράτους. Τέλος τον ίδιο περίπου καιρό συμβαίνουν μεταρρυθμίσεις στο επίπεδο της πολιτικής διοικητικής διαίρεσης της περιοχής με την κατάργηση της ἐπαρχότητας Ιλλυρικού και την ίδρυση του θέματος Θεσσαλονίκης, οι οποίες θα καθορίσουν ως ένα βαθμό την εκκλησιαστική περιφέρεια και οργάνωση της μητρόπολης. Η επιλογή του 1430 ως έσχατου χρονικού terminus της μελέτης μας είναι προφανής. Όχι μόνο λήγει η βυζαντινή κυριαρχία στη Θεσσαλονίκη και 31 Πρβ. Γ. Κονιδάρης, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης 1030: «Η εκκλησιαστική ιστορία της Θεσσαλονίκης διαιρείται εις 4 περιόδους. Η α άρχεται από του Παύλου και λήγει το 733, η β (κυρίως βυζαντιακή) από του , η γ από και η δ από του 1912 και εξής».

92 12 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ολοκληρώνεται η οθωμανική κατάκτηση της Μακεδονίας 32, αλλά και διαμορφώνονται νέες πολιτικές, οικονομικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές συνθήκες, που θα προκαλέσουν καταρχάς μια έκρυθμη διοικητική κατάσταση και στη συνέχεια θα επιβάλουν ή έστω θα ενισχύσουν νέες πρακτικές στην εκκλησιαστική οργάνωση και διοίκηση και νέους προσανατολισμούς και ρόλους 33. Το αρχείο της μητρόπολης Θεσσαλονίκης κατά τη βυζαντινή περίοδο δεν έχει δυστυχώς σωθεί, πέρα από ένα πολύ μικρό του τμήμα. Πρόκειται για οκτώ μητροπολιτικά έγγραφα που συντάχθηκαν στα τέλη του 13 ου αι. αρχές 14 ου αι. επί αρχιερατείας Ιακώβου και εκδόθηκαν από τον Β. Κατσαρό 34. Ακόμη σώζεται και έχει εκδοθεί μεμονωμένη απόφαση μητροπολιτικού συνοδικού δικαστηρίου του 1416, στην οποία αναφέρεται και μια προγενέστερη μητροπολιτική απόφαση 35. Επίσης αποσπασματική αποκατάσταση του μητροπολιτικού αρχείου μπορεί να γίνει κυρίως μέσω των αρχείων των μονών του Αγίου Όρους, δεδομένου ότι αυτά διασώζουν ή μνημονεύουν πολλές αποφάσεις μητροπολιτών Θεσσαλονίκης και της μητροπολιτικής συνόδου. Αναφορές σε ορισμένες αποφάσεις του μητροπολιτικού δικαστηρίου της Θεσσαλονίκης υ- πάρχουν και σε γνωματεύσεις του αρχιεπισκόπου Αχρίδος Δημητρίου Χωματηνού 36. Για την πραγματοποίηση των στόχων που θέσαμε στην παρούσα εργασία αντλήσαμε πληροφορίες από τα σωζόμενα μητροπολιτικά και συνοδικά έγγραφα, καθώς και από τα ποικίλα έγγραφα που εμπεριέχονται στα αθωνικά 32 Βλ. σχετικά S. Vryonis, The Ottoman Conquest of Thessaloniki in 1430, στο Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society, ed. A. Bryer - H. Lowry, Birmingham - Washington D.C. 1986, σ Βλ. Α. Αγγελόπουλος, Εκκλησία Θεσσαλονίκης 50, 77 κ.ε., 125 κ.ε. - Για τον αριθμό των υποκείμενων στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης επισκοπών κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας βλ. και Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος 73 κ.ε. - Για την εκκλησιαστική οργάνωση του πατριαρχείου μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης βλ. Th. H. Papadopoullos, The History of the Greek Church and People under Turkish Domination 2, Brussels 1952, β έκδ. Aldershot S. Runciman, The Great Chruch in Captivity. A Study of the Patriarchate of Constantinople from the Eve of the Turkish Conquest to the Greek War of Independence, Cambridge Βλ. B. Katsaros, Documents relatifs à la metropole de Thessalonique datant de la fin du XIIIe siècle-début du XIVe, Βυζαντινά 15 (1989) (επανέκδοση με ορισμένες βελτιώσεις των εγγράφων από το «Έγγραφα σχετικά με τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης στα τέλη του 13 ου - αρχές 14 ου αιώνα», Αφιέρωμα στον Εμμ. Κριαρά, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, 3 Απριλίου 1987, ΑΠΘ - ΚΒΕ, σ ). 35 Βλ. Λ. Σωφρόνιος, Γράμμα του Θεσσαλονίκης Γαβριήλ επιδικάζον δύο χωρία της επισκοπής Αρδαμερίου τω επισκόπω Λιτής και Ρεντίνης, ΓΠ 1 (1917) (κείμενο: 41-45). - Επίσης σώζονται δύο ακόμη μητροπολιτικές αποφάσεις λίγα χρόνια μετά την άλωση, και συγκεκριμένα του 1432 και του Βλ. Α. Βακαλόπουλος, Συμβολή εις την ιστορίαν της Θεσσαλονίκης μικρόν μετά την άλωσιν αυτής υπό των Τούρκων, ΓΠ 20 (1936) 26-35, (κείμενα: 71-73). 36 Βλ. M. Rautman, Succession 148.

93 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 13 αρχεία (προνομιακά αυτοκρατορικά έγγραφα, δικαιοπρακτικά έγγραφα, αποφάσεις πολιτικών και δικαστικών προσώπων, έγγραφα του πρώτου του Αγίου Όρους, πρακτικά φορολογικών υπαλλήλων). Ακόμη πληροφορίες για τα θέματα που μας απασχόλησαν αντλήσαμε από ομιλίες και επιστολές μητροπολιτών Θεσσαλονίκης, από πατριαρχικά έγγραφα και επιστολές, πατριαρχικές συνοδικές αποφάσεις, συνοδικούς καταλόγους, δικαστικά έγγραφα όμορων αρχιερέων και επιστολές διαφόρων εκκλησιαστικών αλλά και κοσμικών προσώπων. Πολύτιμες ήταν οι πληροφορίες και από την εξέταση του επιγραφικού και σφραγιστικού υλικού, καθώς και από τα αρχαιολογικά και ανασκαφικά δεδομένα που αφορούν στον γεωγραφικό χώρο όπου εκτείνεται η εκκλησιαστική περιφέρεια της μητρόπολης, και χρονολογούνται στη βυζαντινή περίοδο. Επίσης απαραίτητη ήταν η μελέτη νομικών και κυρίως κανονολογικών κειμένων. Οι πληροφορίες των εκκλησιαστικών τακτικών αξιοποιήθηκαν κριτικά και υπό το νέο πρίσμα που επιβάλλει η έκδοση και τα συμπεράσματα του J. Darrouzès. Τέλος πληροφορίες αντλήσαμε από αφηγηματικές πηγές, ιστορικές συγγραφές, χρονογραφίες, αγιολογικά και λειτουργικά κείμενα, έμμετρα κείμενα και επιγράμματα. Η πληθώρα αλλά και αποσπασματικότητα των πληροφοριών των γραπτών πηγών και των αρχαιολογικών δεδομένων επέβαλαν μια συνθετική προσέγγιση και ερμηνεία. Παράλληλα συγκεντρώθηκε και μελετήθηκε η σχετική κατά το μάλλον ή ήττον βιβλιογραφία, καθώς και γενικά εγχειρίδια εκκλησιαστικής ιστορίας και πολιτικής και εκκλησιαστικής διοικητικής οργάνωσης. Έπειτα από τη συγκέντρωση και αξιολόγηση των πληροφοριών από τις πηγές και τις μελέτες προχωρήσαμε στη συγγραφή της παρούσας διατριβής, η οποία έλαβε την εξής τελική μεθοδολογική διάρθρωση και δομή: Στο Πρώτο Μέρος επιχειρείται μια ιστορική αναδρομή αναφορικά με τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης και την ηγετική της θέση στο πλαίσιο της εκκλησίας του Ιλλυρικού κατά την περίοδο που υπαγόταν στη δικαιοδοσία της εκκλησίας της Ρώμης. Παρουσιάζονται οι πολιτικοί και γεωγραφικοί παράγοντες που υπαγόρευσαν τον ρόλο αυτό και εκτίθενται οι διιστάμενες απόψεις των μελετητών σχετικά με το αυτόνομο ή μη καθεστώς που χαρακτήριζε τις εκκλησίες του Ιλλυρικού ως τα τέλη του 4 ου αι. αρχές του 5 ου αι. Στη συνέχεια αναφερόμαστε στην ίδρυση του λεγόμενου βικαριάτου Θεσσαλονίκης, στους λόγους που οδήγησαν τους πάπες να αναγνωρίσουν εκτεταμένες αρμοδιότητες και εξουσίες στους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης επί των εκκλησιών του Ιλλυρικού και στον τρόπο που αποδέχτηκαν αυτήν την προσπάθεια τόσο οι υπόλοιποι μητροπολίτες του Ιλλυρικού όσο και η Κωνσταντινούπολη. Ακολουθεί η παρουσίαση ιστορικών γεγονότων που υποδηλώνουν την αμφιταλά-

94 14 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ντευση και τον διχασμό των μητροπολιτών Θεσσαλονίκης ανάμεσα στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη και τη φθίνουσα εξέλιξη του θεσμού του βικαριάτου. Το κεφάλαιο αυτό κρίθηκε απαραίτητο, διότι α) παρουσιάζει το ιστορικό της διεκδίκησης του Ιλλυρικού από τα πατριαρχεία της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, που έληξε με την εκκλησιαστική του ένταξη στο δεύτερο, β) αναδεικνύει τον ηγετικό ρόλο που είχε η μητρόπολη Θεσσαλονίκης σε όλη την πρώιμη και στις αρχές της μέσης βυζαντινής περιόδου, γεγονός που καθιστά κατανοητή την ιστορική σπουδαιότητα της εκκλησιαστικής έδρας της Θεσσαλονίκης, και γ) βοηθεί στην αξιολόγηση της ιεραρχικής τάξης και της εκκλησιαστικής περιφέρειας που κατέχει γύρω στις αρχές του 10 ου αι. κ.ε. Το Δεύτερο Μέρος της εργασίας απαρτίζεται από δύο κεφάλαια. Στο πρώτο εξετάζεται η θέση που έλαβε η μητρόπολη Θεσσαλονίκης στην εκκλησιαστική ιεραρχία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και διερευνάται ο χαρακτήρας της ιεραρχικής της εξέλιξης και οι ιστορικές και πολιτικές συνθήκες που την υπαγόρευσαν. Το δεύτερο κεφάλαιο αφορά στον τίτλο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Γίνεται λόγος για τη διατήρηση του τίτλου του ἀρχιεπισκόπου, τη σταδιακή επικράτηση του τίτλου του μητροπολίτη, τον χαρακτηρισμό της εκκλησιαστικής του περιφέρειας ως Θετταλίας, τους τιμητικούς τίτλους που κατά καιρούς έφεραν οι προκαθήμενοι της Θεσσαλονίκης (σύγκελλος, πρωτοσύγκελλος, ὑπέρτιμος), καθώς επίσης και για τη διαμόρφωση του επίσημου τίτλου του ως μητροπολίτου Θεσσαλονίκης ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου πάσης Θετταλίας. Αναφερόμαστε ακόμη στον τρόπο που ο μητροπολίτης προσφωνείται τόσο από την αυτοκρατορική και την πατριαρχική γραμματεία όσο και από διοικητικά ομοβάθμους και υποδεεστέρους, στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής του περιφέρειας από υποκείμενους επισκόπους, κληρικούς, μοναχούς και κοσμικούς. Διερευνάται ιδιαίτερα το ζήτημα της προσφώνησής του ως παναγιωτάτου, για την οποία οι απόψεις των μελετητών διίστανται, καθώς και η έμμεση και αβέβαιη μαρτυρία του δικαιώματος να υπογράφει με μηνολόγημα. Τέλος γίνεται λόγος για τη χρήση της φράσης ἡ μετριότης ἡμῶν, που προσιδιάζει στον πατριάρχη, καθώς και της διατύπωσης ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος. Το Τρίτο Μέρος της διατριβής πραγματεύεται τη δικαιοδοσία της μητρόπολης Θεσσαλονίκης. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται λόγος για την εκκλησιαστική περιφέρεια της μητρόπολης και τη διαίρεσή της σε επισκοπές. Δεδομένου του ανεπίσημου και συμπιληματικού χαρακτήρα των εκκλησιαστικών τακτικών, εξετάζονται κριτικά οι πληροφορίες που προέρχονται από αυτά και επιβεβαιώνονται ή απορρίπτονται βάσει ασφαλέστερων και πιο αξιόπιστων μαρτυριών από πηγές, όπως είναι οι συνοδικοί κατάλογοι, οι επιστολές και τα

95 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 15 επίσημα έγγραφα εκκλησιαστικών προσώπων, οι σφραγίδες κ.ά. Στη συνέχεια παρουσιάζουμε ξεχωριστά τις υποκείμενες επισκοπικές έδρες καταγράφοντας τις πληροφορίες που διαθέτουμε για την ίδρυση και παρουσία τους στους βυζαντινούς χρόνους. Σε ιδιαίτερο κεφάλαιο σχολιάζουμε τη σημασία της διπλής ονομασίας ορισμένων επισκοπικών εδρών. Στη συνέχεια γίνεται συνοπτικά λόγος για την πολιτική διοικητική οργάνωση της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να μπορέσουμε να ανιχνεύσουμε αν και σε ποιο βαθμό υπάρχει σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την εκκλησιαστική διαίρεση. Το μέρος αυτό της εργασίας ολοκληρώνεται εξετάζοντας την επίδραση που μπορεί να είχαν οι πολιτικές-στρατιωτικές εξελίξεις στην περιοχή στην εκκλησιαστική οργάνωση και διοίκηση της μητρόπολης. Στο Τέταρτο και τελευταίο Μέρος της παρούσας διατριβής, που α- ναφέρεται στη διοικητική οργάνωση της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, παρουσιάζεται καταρχάς η λειτουργία του θεσμού της μητροπολιτικής συνόδου. Στο κεφάλαιο αυτό αναφερόμαστε στον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο σύγκλησης της συνόδου καθώς και στις αρμοδιότητές της. Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στους οφφικιαλίους που στελέχωναν τις υπηρεσίες (σέκρετα) της μητρόπολης. Χάρη στην πληθώρα των στοιχείων που αντλήσαμε από τα έγγραφα κυρίως του Αγίου Όρους αλλά και από άλλες πηγές, μπορούμε σε ένα σημαντικό βαθμό να ανασυνθέσουμε την οργάνωση των υπηρεσιών, αλλά και να συναγάγουμε συμπεράσματα σχετικά με την τιτλοφορία, την ιεραρχία, τον ιερατικό βαθμό, τη σταδιοδρομία και το κοινωνικό κύρος των οφφικιαλίων. Η εργασία ολοκληρώνεται με την αναλυτική καταγραφή των συμπερασμάτων που προέκυψαν από τη μελέτη των πηγών και των βοηθημάτων σχετικά με την ιεραρχική θέση και τη διοικητική οργάνωση της μητρόπολης Θεσσαλονίκης από τα μέσα περίπου του 8 ου αι. έως το Παρατίθεται κατάλογος των αρχιερέων που χρημάτισαν μητροπολίτες Θεσσαλονίκης κατά την υπό μελέτη περίοδο. Ακολουθούν πίνακες που αφορούν στα εκκλησιαστικά τακτικά για την ευκολότερη παρακολούθηση των στοιχείων που εξετάζονται στα οικεία κεφάλαια. Περιλαμβάνεται χάρτης της εκκλησιαστικής περιφέρειας της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, όπου σημειώνονται και οι όμορες εκκλησιαστικές έδρες, καθώς και πολιτικοί χάρτες της ἐπαρχότητας Ιλλυρικού, του θέματος Θεσσαλονίκης και των κατεπανικίων της περιοχής. Τέλος παρατίθεται ευρετήριο ονομάτων και πραγμάτων καθώς και συγγραφέων και εκδοτών. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να αξιοποιήσει και να συστηματοποιήσει τα αποσπασματικά συμπεράσματα των προηγούμενων μελετών, να αποκαταστήσει ορισμένες ανακρίβειες και παρερμηνείες καθώς και να επιχειρήσει μια πιο ολοκληρωμένη παρουσίαση της εκκλησιαστικής διοίκησης της

96 16 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου περιοχής. Βασικό κίνητρο για την εκπόνηση της διατριβής αποτέλεσε το γεγονός ότι απουσίαζε από την ελληνική και ξένη βιβλιογραφία μια συστηματική σχετική μελέτη. Ελπίζουμε ότι με το πόνημά μας συμβάλλουμε στην παρουσίαση και αποκατάσταση μιας ακόμη πτυχής της ιστορίας της βυζαντινής Θεσσαλονίκης.

97 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΩΣ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 8 ου ΑΙ. Η πόλη της Θεσσαλονίκης είχε ανέκαθεν εξέχουσα πολιτική σημασία. Στους αυτοκρατορικούς χρόνους ήταν πρωτεύουσα της ιδιαίτερα εκτεταμένης ἐπαρχίας Μακεδονίας (provincia Macedonia) 37. Στα χρόνια του Διοκλητιανού ή του Μ. Κωνσταντίνου η επαρχία Μακεδονίας περιορίστηκε στα ιστορικά της όρια, μεταξύ Πίνδου και Νέστου και περιοχής Σκοπίων και Πιερίας 38. Το γεγονός μάλιστα ότι ο αύγουστος Γαλέριος Βαλέριος Μαξιμιανός εγκατέστησε την έδρα του στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 4 ου αι. και κατασκεύασε λαμπρό ανακτορικό συγκρότημα ηύξανε την αίγλη της πόλης 39. Κατά το α μισό του 4 ου αι. η πόλη της Θεσσαλονίκης αποτελούσε την έδρα της διοικήσεως Μακεδονίας (dioecesis Macedonia). Αυτή ως 37 Για την επαρχία Μακεδονίας στα αυτοκρατορικά χρόνια και τα όριά της (δυτικά ως την Αδριατική, νοτιοδυτικά ως την Πίνδο, ανατολικά ως τον Νέστο, βόρεια ως την περιοχή των Σκοπίων και νότια ως τον Πηνειό και αργότερα τον Σπερχειό) βλ. Δ. Κανατσούλης, Ιστορία της Μακεδονίας μέχρι του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 98, 100, Θ. Σαρικάκης, Ρωμαίοι άρχοντες της επαρχίας Μακεδονίας. Μέρος Α ( π.χ.), [Μακεδονική Βιβλιοθήκη 36] Θεσσαλονίκη 1971, σ. 7 και Μέρος Β (27 π.χ.-284 μ.χ.), [Μακεδονική Βιβλιοθήκη 51] Θεσσαλονίκη 1977, σ Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία 30-31, 41, F. Papazoglou, Villes 82 κ.ε. - Δ. Κ. Σαμσάρης, Ιστορική γεωγραφία της ρωμαϊκής επαρχίας Μακεδονίας. Το τμήμα της σημερινής δυτικής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 22, 24, 26, Βλ. Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία 43-44, F. Papazoglou, Villes 90 κ.ε. - Κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο, μετά τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις των αρχών του 4 ου αι., τα όρια της επαρχίας Μακεδονίας ήταν στα ανατολικά ο Νέστος, στα δυτικά η περιοχή Brucida στη θέση Bukovo (19 χλμ. βορειοανατολικά της Αχρίδας), στα βόρεια η περιοχή νότια των Βαργάλων (τον 5 ο και 6 ο όμως η επαρχία επεκτάθηκε βορειότερα από τα Βάργαλα), στα νοτιοδυτικά τα όρη Βέρνο και Άσκιο (σημ. Σινιάτσικο) και στα νότια η θέση Πέτρα και το Δίον. - Βλ. Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 19 κ.ε. 39 Για το ανακτορικό συγκρότημα, που περιλάμβανε τη Ροτόντα, την Αψίδα του Γαλερίου, τον Ιππόδρομο και το Ανάκτορο βλ. J.-M. Spieser, Thessalonique 97, 117, 127 κ.ε. - Θ. Στεφανίδου- Τιβερίου, Το μικρό Τόξο του Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα Μ. Α. Τιβέριος, Τοπογραφία και τέχνη στην ελληνιστική και ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη, στο Τοις αγαθοίς βασιλεύουσα, τ. Β, 8-31, σ. 22 κ.ε., όπου και επιπλέον βιβλιογραφία. - Α. Μέντζος, Ανάκτορο 339 κ.ε. - Μ. Καραμπέρη - Ε. Χριστοδουλίδου - Α. Καϊάφα, Το ανασκαφικό έργο στο γαλεριανό συγκρότημα, ΑΕΜΘ 10 Β (1996) Φανή Αθανασίου - Βενετία Μάλαμα - Μαρία Μίζα - Μαρία Σαραντίδου, Η βασιλική του γαλεριανού συγκροτήματος, ΑΕΜΘ 12 (1998) Μεθοδολογία αποκατάστασης των ανακτόρων Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη, ΑΕΜΘ 12 (1998) , σ. 126 Οι οικοδομικές φάσεις του Οκταγώνου των ανακτόρων του Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη, ΑΕΜΘ 18 (2004) Η διακόσμηση του Οκταγώνου των ανακτόρων του Γαλερίου, ΑΕΜΘ 18 (2004) , όπου και παλαιότερη βιβλιογραφία.

98 18 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου τμήμα της ἐπαρχότητας Ιλλυρικού (prefectura praetorio per Illyricum) α- νήκε στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και απαρτιζόταν από έξι ελληνόφωνες ἐπαρχίες (provinciae), από τον Νέστο έως την Αδριατική και νότια των Σκοπίων έως την Κρήτη 40. Αξίζει να αναφερθεί ότι το ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α κατέστησε τη Θεσσαλονίκη έδρα των επιχειρήσεών του εναντίον των Γότθων 41. Το γεγονός υποδηλώνει την πολιτική και στρατιωτική σημασία της πόλης στην περιοχή του Ιλλυρικού. Από το 395/396 η επαρχότητα Ιλλυρικού εντάχθηκε στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας περιελαμβάνοντας τις διοικήσεις Μακεδονίας και Δακίας 42. Η πρωτεύουσα 40 Βλ. J. W. Eadie, The Breviarium of Festus. A Critical Edition with Historical Commentary, London 1967, σ Βλ. και Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία 46 και σημ. 2, 57, 97-99, Βλ. επίσης Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 23, 38 κ.ε., που χρονολογεί την ίδρυση της διοίκησης Μακεδονίας στο 326/327. Ήδη και οι J. Bury (The Provincial List of Verona, Journal of Roman Studies 13, London 1923, σ , ιδίως σ. 134), Α. Piganiol (L empire chrétien ( ), Paris 1947, β έκδοση από τον A. Chastagnol, Paris 1972, σ. 13, 14) κ.ά. είχαν τοποθετήσει την ίδρυση της διοίκησης Μακεδονίας στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου. Ο μεν Α. Piganiol αναφέρει ως πρωτεύουσα της διοίκησης τη Θεσσαλονίκη, ενώ ο J. Bury δεν κάνει λόγο για την πρωτεύουσά της. - Πρβ. P. Lemerle, Philippes 76, που θέτει το 327 ως terminus ante quem για την ίδρυση της εν λόγω διοίκησης. Η Α. Κωνσταντακοπούλου (Μακεδονία 83-84, 97) επισημαίνει ακόμη ότι η διοίκηση Μακεδονίας πιθανότατα καταργήθηκε πριν από το 527/8. 41 Βλ. F. Lot, Partage 326, , 334, όπου και επιπλέον βιβλιογραφία. - Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 56-57, 64, που επισημαίνουν ότι το 379 δεν υπήρξε διοικητική μεταβολή ο αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος Γρατιανός παραχώρησε μεν τμήμα του Ιλλυρικού στον Θεοδόσιο, όχι όμως ως μια ξεχωριστή διοικητική ενότητα. Απλώς του ανέθεσε προσωρινά τη διοίκηση ορισμένων εδαφών, για να αντιμετωπιστούν πιο αποτελεσματικά οι Γότθοι. Αντιθέτως βλ. V. Grumel, Illyricum 9 κ.ε., J.-R. Palanque, La préfecture de prétoire de l Illyricum au VIe siècle, Byzantion 21 1 (1951) 5-14, σ. 6 κ.ε. - Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία 49-50, 97-98, 102, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το 379 καταργήθηκε η επαρχότητα Ιλλυρικού, που περιλάμβανε τις διοικήσεις Παννονίας, Δακίας και Μακεδονίας και ανήκε στον ανήλικο αυτοκράτορα Βαλεντινιανό Β. - Πρβ. Ε. Dèmougeot, A propos des partages de l Illyricum en , Actes du VIe Congrès Iternational des Etudes Byzantines (27 juillet-2 août 1948), τ. I, Paris 1950, ανατύπωση Liechtenstein 1978, σ , ιδίως σ. 87, που κάνει λόγο για εφήμερη σύσταση επαρχότητας (ανατολικού) Ιλλυρικού το 379 απαρτιζομένης από τη διοίκηση Μακεδονίας και Δακίας. 42 Η διοίκηση Μακεδονίας περιλάμβανε τις εξής επαρχίες: Μακεδονία, Παλαιά και Νέα Ήπειρο, Θεσσαλία, Αχαΐα και Κρήτη. Η διοίκηση Δακίας απαρτιζόταν από τις επαρχίες: Έσω και Παρόχθια Δακία, Δαρδανία, Πρεβαλιτάνη, Μυσία Α, ενώ αργότερα, το 424 ή 437, προστέθηκε και η Παννονία Β. Για την επαρχότητα (ανατολικού) Ιλλυρικού και την οριστική ένταξή της στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος το 395/396 βλ. Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία 47 κ.ε., 72, 95, 100 και σημ. 3, όπου παρατίθεται η προγενέστερη βιβλιογραφία. - D. Pallas, Illyricum 62 κ.ε. - L. Maksimović, Illyricum 17 κ.ε. - Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία I. Καραγιαννόπουλος, Διοικ. σύστημα 5-6 και χάρτης 2. - Πρβ. F. Lot, Partage 322 κ.ε. Στα τέλη του 4 ου αι. ιδρύθηκε επίσης η επαρχία Μακεδονία Salutaris με πρωτεύουσα τους Στόβους, καθώς αποσπάστηκε το βορειοδυτικό τμήμα της επαρχίας της Μακεδονίας πολύ σύντομα όμως καταργήθηκε. Στο τελευταίο τέταρτο του 5 ου αι. (κατά τη Φ. Παπάζογλου) ή πριν

99 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 19 του Ιλλυρικού μεταφέρθηκε από το Σίρμιο στη Θεσσαλονίκη κατ άλλους εξαρχής, δηλαδή από το 395/396 43, ενώ σύμφωνα με τη γνώμη άλλων μελετητών από το Η εξέχουσα πολιτική θέση της Θεσσαλονίκης προσέδιδε στην εκκλησιαστική της έδρα ιδιαίτερο κύρος μεταξύ των γειτονικών μητροπόλεων 45. Σύμφωνα με τους κανόνες της Α Οικουμενικής συνόδου στη Νίκαια (325), που αναγνώρισε επισήμως τη μητροπολιτική εξουσία των επισκόπων από τα μέσα του 5 ου αι. (κατά την Α. Κωνσταντακοπούλου) ιδρύθηκε η επαρχία Μακεδονία Β, που επίσης είχε τους Στόβους ως πρωτεύουσα και ταυτιζόταν εν μέρει με τη βραχύβια Μακεδονία Salutaris. - Βλ. F. Papazoglou, La Macédoine Salutaire et la Macédoine Seconde, Bulletin de la Classe des Letres et des Sciences morales et politiques de l Académie royale de Belgique 42, Bruxelles 1956, σ και Villes 94 κ.ε. - Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Salutaris 85 κ.ε. Μακεδονία 57-58, 60, 74 κ.ε. 43 Βλ. L. Duchesne, Illyricum 536 σημ J. B. Bury, History of the Eastern Roman Empire, London 1912, σ Ε. Stein, Untersuchungen Στ. Κυριακίδης, Βυζ. Μελέται 365, Γ. Θεοχαρίδης, Σίρμιον ή Θεσσαλονίκη; Μακεδονικά 16 (1976) , σ , 299, 302 Μακεδονία 56, 72, 73, , D. Pallas, Illyricum 63, Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου- Στεργιάδου, Πρώτη Ιουστινιανή Πρβ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Διοικ. σύστημα 6 κ.ά. Όπως προαναφέρθηκε, το 424 ή 437 η επαρχία της Παννονίας Β αποσπάστηκε από το δυτικό ρωμαϊκό κράτος και εντάχθηκε στην επαρχότητα (ανατολικού) Ιλλυρικού. Έτσι, ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η έδρα της επαρχότητας επανήλθε στο Σίρμιο, ως την καταστροφή του από τους Ούννους του Αττίλα το Βλ. Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία 100 και σημ. 3, όπου και οι απόψεις των διαφόρων μελετητών. - D. Pallas, Illyricum Αντιθέτως βλ. Ε. Stein, Untersuchungen 357 κ.ε. Préfets 350, που απορρίπτει την άποψη ότι επέστρεψε η έδρα του Ιλλυρικού στο Σίρμιο. 44 Βλ. P. Lemerle, Philippes M. Vickers, Sirmium or Thessaloniki? A Critical Examination of the St. Demetrius Legend, BZ 67 (1974) , σ. 338, 345, Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Μακεδονία Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 64-66, 97, 144 πρβ. το εκ παραδρομής λάθος στη σ J.-M. Spieser, Thessalonique Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Εγκώμια Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πόλις μεγάλη 46. Αντιθέτως ο Γ. Χιονίδης (Βέροια 9) αναφέρει ότι η έδρα του Ιλλυρικού μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη στα χρόνια του Ιουστινιανού, γύρω στο 531, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των αβαροσλαβικών επιδρομών. 45 Βλ. Γ. Κονιδάρης, Εκκλ. Ιστορία Α. Γερομιχαλός, Εκκλησία Θεσσαλονίκης 192, Β. Φειδάς, Πενταρχία Εκκλησία Μακεδονίας 40 Δωρόθεος Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). - Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία 40. Πρβ. Χ. Παπαδόπουλος, Επισκόπησις 849, Α. Αγγελόπουλος, Εκκλησία Θεσσαλονίκης 96 Χριστιανική Θεσσαλονίκη 111, 112, Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Εκκλησία Θεσσαλονίκης , που αναφέρουν ως επιπλέον αιτία της εξέχουσας θέσης της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης στο Ιλλυρικό την αποστολική της ίδρυση. Αξίζει βέβαια να επισημάνουμε ότι για την ανατολική εκκλησία δεν είχε τόσο μεγάλη σημασία η αποστολικότητα μιας έδρας όσο είχε στη δυτική εκκλησία, δεδομένου άλλωστε ότι υπήρχαν πολλές εκκλησίες με αποστολική καταγωγή. Στη διοίκηση Μακεδονίας ειδικά αποστολικές έδρες ήταν επίσης οι εκκλησίες Φιλίππων, Βεροίας, Αθηνών, Κορίνθου, Πατρών, Νικοπόλεως και Γορτύνης. - Βλ. σχετικά Α. Michel, Der Kampf um das politische oder petrinische Prinzip der Kirchenführung, Konzil v. Chalcedon, τ. ΙΙ, σ F. Dvornik, Roman Primacy 40 κ.ε. - Β. Φειδάς, Πενταρχία 26 κ.ε., 267.

100 20 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου που έδρευαν στις πρωτεύουσες των επαρχιών, στη διοίκηση Μακεδονίας υ- πήρχαν οι εξής μητροπόλεις: Θεσσαλονίκης (επαρχίας Μακεδονίας), Νικοπόλεως (επαρχίας Παλαιάς Ηπείρου), Δυρραχίου (επαρχίας Νέας Ηπείρου), Λαρίσης (επαρχίας Θεσσαλίας), Κορίνθου (επαρχίας Αχαΐας), Γορτύνης (επαρχίας Κρήτης) 46. Στη Β Οικουμενική σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (381) ορίστηκε ότι οι επισκοπές στο πλαίσιο των διοικήσεων Αιγύπτου, Ιταλίας, Ανατολής, Ασίας, Πόντου και Θράκης αποτελούσαν αυτόνομες εκκλησιαστικές ενότητες με επικεφαλής τους επισκόπους των πρωτευουσών των διοικήσεων, τους ἐξάρχους. Ακόμη διευκρινίστηκε ότι γενικώς οι επίσκοποι των επαρχιών είχαν το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση στη σύνοδο της εξαρχίας 47. Αν και οι εκκλησίες των διοικήσεων Μακεδονίας και Δακίας δεν μνημονεύονται ρητά στις παραπάνω ρυθμίσεις 48, πολλοί μελετητές δέχονται ότι ως τα τέλη του 4 ου αι. η εκκλησία της Θεσσαλονίκης αποτελούσε την έδρα μιας αυτόνομης ε- ξαρχίας στο Ιλλυρικό 49. Η άποψη αυτή έχει ωστόσο αμφισβητηθεί 50. Πάντως 46 Βλ. 4 ος καν., 5 ος καν., 6 ος καν. Α Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I 1 26 κ.ε. (= ΡΠ 2, 122 κ.ε.). - Βλ. και F. Dvornik, Roman Primacy Β. Φειδάς, Πενταρχία 51 κ.ε., Π. Ροδόπουλος, Εκκλ. Οργάνωσις Βλ. 2 ος καν., 6 ος καν. Β Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I , (= ΡΠ 2, και 181). - Βλ. και F. Dvornik, Roman Primacy Β. Φειδάς, Πενταρχία 54-55, 57 κ.ε., 146 κ.ε. - Βλ. επίσης Σ. Τρωιάνος, Δικονομία Τα προνόμια των οποίων απέλαυαν οι έξαρχοι ορίζονται από τους μελετητές ως εξής: α) συμμετείχαν στην εκλογή και χειροτονία όλων των μητροπολιτών της διοικητικής τους περιφέρειας, β) επέβαλλαν εκκλησιαστικές ποινές σε αρχιερείς της εξαρχίας και γ) συγκαλούσαν μείζονες συνόδους. - Βλ. F. Streichhan, Vikariat Α. Αγγελόπουλος, Εκκλησία Θεσσαλονίκης 96 Χριστιανική Θεσσαλονίκη Εξαρχία Θεσσαλονίκης Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Βλ. και Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας Αντιθέτως βλ. Σ. Τρωιάνος - Γ. Πουλής, Εκκλ. Δίκαιο 189, που θεωρούν ότι οι έξαρχοι δεν είχαν συγκεκριμένες διοικητικές αρμοδιότητες α- πλώς ήταν πρωτόθρονοι μεταξύ των υπολοίπων μητροπολιτών στο πλαίσιο της διοίκησης. 48 Βλ. και Β. Φειδάς, Πενταρχία : «Τα μη προβλεπόμενα υπό των ιερών κανόνων δίκαια ταύτα του θρόνου της Θεσσαλονίκης (ενν. την εποπτεία επί πάσης χειροτονίας και κρίσης επισκόπων του Ιλλυρικού)». - Αντιθέτως βλ. του ιδίου, Δωρόθεος Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση): «Προφανώς, οι διοικητικές αυτές μεταβολές (ενν. του ανατολικού Ιλλυρικού) ενίσχυσαν όχι μόνο το εκκλησιαστικό του κύρος, αλλά και τη συνείδηση της εκκλησιαστικής του αυτονομίας, η οποία είχε κατοχυρωθεί ρητώς με τους κανόνες β και στ της Β Οικουμενικής συνόδου (381) και υποστηρίχθηκε με κάθε πρόσφορο μέσο από την πολιτική διοίκηση» 49 Βλ. J. Friedrich, Über die Sammlung der Kirche von Thessalonich und das päpstliche Vikariat für Illyricum, Sitzungsberichte d. philos.-philol. und histor. Klasse der. K. Bayerischen Akad. d. Wiss., München 1891, σ (το άρθρο δυστυχώς δεν μου ήταν προσιτό τις απόψεις του μελετητή πληροφορούμαι από τον Γ. Θεοχαρίδη και την Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου). - P. Leporskij, Istorija Thessalonikskago exarkhata do vremeni Konstantinopols komu Patriarkhatu, St. Petersburg 1901, σ. 47 κ.ε. (τις απόψεις του Ρώσου μελετητή πληροφορούμαι από τον Β. Φειδά, Πενταρχία ). - Χ. Παπαδόπουλος, Επισκόπησις , Πρωτείον 93 κ.ε. Εκκλησία Ελλάδος , Β. Granić, Justiniana Prima , που θεωρούν

101 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 21 σε καμία πηγή της εποχής δεν αναφέρεται ο Θεσσαλονίκης ρητά ως ἔξαρχος 51, ούτε έχουμε στη διάθεσή μας αρκετές μαρτυρίες ώστε να προσδιότι αρχικά η εκκλησία της επαρχότητας (ανατολικού) Ιλλυρικού αποτελούσε μια ανεξάρτητη εξαρχία με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο οι στενές πνευματικές σχέσεις με την έδρα της Ρώμης οδήγησαν σε μια προϊούσα υπαγωγή της εκκλησίας του Ιλλυρικού στον θρόνο της Ρώμης. - Πρβ. Γ. Κονιδάρης, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης 1030 κ.ε. Εκκλ. Ιστορία Β 9 Εκκλησία Θεσσαλονίκης Α. Γερομιχαλός, Εκκλησία Θεσσαλονίκης 196 κ.ε. - Χ. Τζώγας, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης Οι P. Lemerle (Philippes ), Γ. Θεοχαρίδης (Μακεδονία 103, 123), Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου (Εκκλησία Θεσσαλονίκης 115, , 121), Γ. Κονιδάρης (Μητροπόλεις 64, 68) κ.ά. θεωρούν ότι η εκκλησία του Ιλλυρικού ήταν αυτόνομη εξαρχία υπό την κηδεμονία του πάπα. Οι Σ. Τρωιάνος και Γ. Πουλής (Εκκλ. Δίκαιο 190) σημειώνουν ότι ως τα χρόνια του Ιουστινιανού η εκκλησία του Ιλλυρικού «είχε διοικητική αυτονομία υπό την εξαρχική δικαιοδοσία του θρόνου της Θεσσαλονίκης, χωρίς άμεση εξάρτηση ούτε από την Παλαιά ούτε από τη Νέα Ρώμη». - Βλ. και Β. Φειδάς, Δωρόθεος Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). Ο Α. Αγγελόπουλος επίσης θεωρεί ότι η Θεσσαλονίκη αποτελούσε έδρα εκκλησιαστικής ε- ξαρχίας με περιφέρεια ολόκληρο το Ιλλυρικό. Ωστόσο είναι λίγο ασαφής η θέση του, όσον αφορά την υπαγωγή ή μη της εκκλησίας του Ιλλυρικού στον πάπα. Αρχικά κάνει λόγο για εξαρχία Θεσσαλονίκης, η οποία υπαγόταν στον πάπα (Εκκλησία Θεσσαλονίκης 91 κ.ε.). Σε άρθρο του το 1988 (Χριστιανική Θεσσαλονίκη , 115) αναφέρει απλώς ότι και το Ιλλυρικό ανήκε στις εκκλησίες της Δύσης, ενώ το 1992 (Εξαρχία Θεσσαλονίκης , ) κάνει λόγο για αυτόνομη εξαρχία, που βρίσκεται υπό την άμεση επιρροή των δυτικών εκκλησιών, κυρίως της Ρώμης. - Βλ. και του ιδίου, Εκκλησιαστική ιστορία. Ιστορία των δομών διοικήσεως και ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδος, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 17: «σαν Εξαρχίας, ανεξάρτητης δηλ., Εκκλησίας που ευρισκόταν μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως και σαν Βικαριάτου, δηλ. ημιαυτόνομης Εκκλησίας, υπό την έμμεση εποπτεία του επισκόπου Ρώμης». 50 Βλ. C. Fürst, Θεσσαλονίκη 127, που αμφισβητεί τις απόψεις για ύπαρξη εξαρχίας Θεσσαλονίκης ή μιας αυτοκέφαλης εκκλησίας Ιλλυρικού. - Βλ. και L. Duchesne, Illyricum 537, 543, S. Vailhé, Annexion 29, J. Zeiller, Premiers siècles F. Dvornik, Lutte 62 Roman Primacy V. Grumel, Vicariat 452, Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Κ. Βαβούσκος, Θεοδοσιανή περίοδος 124 κ.ά., που δεν κάνουν λόγο για εξαρχία Θεσσαλονίκης, ούτε θεωρούν ότι το Ιλλυρικό ήταν αρχικά αυτόνομο. Κατ αυτούς η εκκλησία του Ιλλυρικού ανήκε στη δικαιοδοσία του πάπα. - Πρβ. Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Πρώτη Ιουστινιανή σ. 30 1, 6 και σ. 34. Ο S. Greenslade (Vicariat 27 και σημ. 1) απορρίπτει την άποψη περί ύπαρξης εξαρχίας Θεσσαλονίκης. Ωστόσο δέχεται ότι η εκκλησία του Ιλλυρικού ήταν ανεξάρτητη και τέθηκε στη δικαιοδοσία του πάπα μέσω της ίδρυσης του βικαριάτου, οπωσδήποτε μετά το Βλ. και J. Koder - F. Hild, Hellas-Thessalia Τον 12 ο αι. ο Ιωάννης Ζωναράς (ΡΠ 2, 260) εντάσσει τον Θεσσαλονίκης στους εξάρχους, όταν σχολιάζει τον 17 ο κανόνα της Δ Οικουμενικής συνόδου: Ἐλέγοντο δὲ ἔξαρχοι καὶ ἕτεροι, ἤγουν ὁ Καισαρείας Καππαδοκίας, καὶ ὁ Ἐφέσου, καὶ ὁ Θεσσαλονίκης, καὶ ὁ Κορίνθου (βλ. και Ε. Παπαγιάννη, Καμινιάτης 41 και σημ. 38). Ωστόσο η συγκεκριμένη μαρτυρία είναι καταρχάς πολύ μεταγενέστερη του 4 ου αι. Επιπλέον δεν μπορεί να θεμελιώσει την άποψη ότι η εκκλησία της Θεσσαλονίκης είχε εξαρχικά δικαιώματα σε όλο το Ιλλυρικό, ούτε καν στις εκκλησίες της διοίκησης Μακεδονίας, αφού αναφέρεται ως έξαρχος και ο Κορίνθου. Γενικώς ο σχολιασμός του Ζωναρά στον εν λόγω κανόνα (ΡΠ 2, ) δείχνει ότι επικρατούσε και στους

102 22 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ορίσουμε τη δικαιοδοσία του ως ἐξάρχου και τις αρμοδιότητές του 52. Πιο εύλογη προβάλλει μάλλον η άποψη του Β. Φειδά, ο οποίος υποστήριξε ότι ως τα τέλη του 4 ου αι. η εκκλησία της επαρχότητας (ανατολικού) Ιλλυρικού συνιστούσε «ιδιαιτέραν διοικητικήν ενότητα, εν η ουδείς των λεγομένων επισημοτάτων θρόνων διεξεδίκησε τακτικήν διοικητικήν δικαιοδοσίαν». Στο πλαίσιο αυτής οι μεν εκκλησίες σε κάθε επαρχία της διοίκησης Μακεδονίας παρουσιάζονταν αυτάρκεις, ο δε Θεσσαλονίκης δεν φαίνεται να διεκδικούσε «υπερμητροπολιτική» αυθεντία 53. Στα τέλη πάντως του 4 ου αι. επί πάπα Σιρικίου ή κατ άλλους στις αρχές του 5 ου αι. επί πάπα Ιννοκεντίου Α ιδρύθηκε το λεγόμενο βικαριάτο Βυζαντινούς μια σύγχυση σχετικά με το ποιοι αποκαλούνταν έξαρχοι. - Βλ. και Σχόλια Ζωναρά στον 9 ο καν. Δ Οικ. συν., ΡΠ 2, 238: ἐξάρχους δὲ τῶν διοικήσεων, τοὺς πατριάρχας εἶναι φάσιν ἄλλοι δὲ τοὺς μητροπολίτας. - Σχόλια Ζωναρά, Βαλσαμώνος, Αριστηνού στον 39 ο καν. Καρχηδ., ΡΠ 3, , που κάνουν λόγο για εξάρχους επαρχιών αναφερόμενοι στους μητροπολίτες κάθε επαρχίας. - Βλ. και J. Darrouzès, Documents 126 σημ Τυπικά σύμφωνα με τον 2 ο κανόνα της Β Οικουμενικής συνόδου (P. Joannou, Discipline I = ΡΠ 2, ) τα όρια μιας εξαρχίας ταυτίζονταν με τα όρια μιας διοικήσεως (βλ. και 6 ο καν. Β Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I = ΡΠ 2, 181). Αν θεωρήσουμε ότι και η εκκλησία της Θεσσαλονίκης οργανώθηκε βάσει αυτού του κανόνα, τότε τα όρια της δικαιοδοσίας του δεν θα έπρεπε να εκτείνονται σε ολόκληρη την επαρχότητα (ανατολικού) Ιλλυρικού, αλλά μόνο στη διοίκηση Μακεδονίας. - Πρβ. Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 141, που σημειώνει ότι οι επίσκοποι όλων των επαρχιών της διοίκησης Μακεδονίας εξαρτώνταν από τον Θεσσαλονίκης. - Βλ. και βιβλιοπαρουσίαση Ι. Sokolov, «P. Leporskij, Istorija Thessalonikskago exarkhata do vremeni Konstantinopolskomu Patriarkhatu, St. Petersburg 1901», VV 8 (1901) , σ Βλ. Β. Φειδάς, Πενταρχία 260, 262 κ.ε., 285 κ.ε. - Πρβ. του ιδίου, Εκκλ. Ιστορία Εκκλησία Μακεδονίας Ήδη κατά το α μισό του 4 ου αι. η εκκλησία του Ιλλυρικού φαίνεται να λειτουργεί και να αντιμετωπίζεται ως σύνολο. Στην Α Οικουμενική σύνοδο στη Νίκαια το 325 το Ιλλυρικό με σημαντικότερο επίσκοπο τον Θεσσαλονίκης συμμετέχει συσπειρωμένο: Ἀλέξανδρος Θεσσαλονίκης διὰ τῶν ὑπ αὐτὸν τελούντων ταῖς κατὰ Μακεδονίαν πρώτην καὶ δευτέραν, σὺν τῇ Ἑλλάδι τήν τε Εὐρώπην πᾶσαν, Σκυθίαν ἑκατέραν, καὶ ταῖς κατὰ τὸ Ἰλλυρικὸν ἁπάσαις, Θετταλίαν τε καὶ Ἀχαΐαν (βλ. Mansi 2, col. 881 C ). Το 365 και το 375 συγκλήθηκαν δύο τοπικές σύνοδοι της εκκλησίας του Ιλλυρικού κατά του αρειανισμού (βλ. Mansi 3, col , ). Επίσης το 365 οι επίσκοποι της Ιταλίας απηύθυναν επιστολή στους επισκόπους του Ιλλυρικού, για να τους συγχαρούν που εναρμονίζονταν με τις αποφάσεις της Νίκαιας (βλ. Mansi 3, col D ). Επίσης το 380 ο πάπας Δάμασος απηύθυνε απαντητική επιστολή στους επισκόπους του Ιλλυρικού σχετικά με το ζήτημα της παράνομης χειροτονίας του Μάξιμου Κωνσταντινουπόλεως και τους σύστησε να φροντίσουν για την εκλογή νέου κατάλληλου επισκόπου (βλ. P. Jaffé, Regesta Pontificum Romanorum, Graz 1956, τ. 1, σ. 38, αρ. 237, 238). Ακόμη το 391/2 στη σύνοδο της Καπύης ανατέθηκε στον Ανύσιο Θεσσαλονίκης και στους επισκόπους της Μακεδονίας να εκδικάσουν την υπόθεση του αιρετικού μητροπολίτη Σαρδικής (πρωτεύουσας της επαρχίας Έσω Δακίας) Βονόσου (βλ. Mansi 3, col A-B ). - Bλ. και Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία

103 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 23 της Θεσσαλονίκης 54. Βασικός στόχος της δυτικής εκκλησίας ήταν να ενισχύσει την εξουσία του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, ώστε μέσω αυτού να ε- δραιώσει τη δικαιοδοσία της επί των εκκλησιών της επαρχότητας Ιλλυρικού. Με άλλα λόγια, η Ρώμη θέλησε να αποσοβήσει το ενδεχόμενο να υπαχθεί εκκλησιαστικά το Ιλλυρικό στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Το ενδεχόμενο αυτό ήταν πολύ πιθανό, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, η επαρχότητα εντασσόταν διοικητικά στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος ήδη από το 395/ Άλλωστε ανέκαθεν η εκκλησιαστική διοικητική οργάνωση, ιδίως 54 Ορισμένοι μελετητές τοποθετούν την ίδρυση του βικαριάτου επί πάπα Δαμάσου ( ). Η άποψή τους στηρίζεται σε επαφές που είχε ο Δάμασος με τους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης, κυρίως όμως σε σχετικούς ισχυρισμούς του Ιννοκεντίου Α, ότι το βικαριάτο αναγόταν στα χρόνια του εν λόγω πάπα. - Βλ. L. Petit, Evêques I S. Vailhé, Annexion J. Zeiller, Premiers siècles F. Dvornik, Lutte V. Laurent, Macédoine 75 σημ I. Αναστασίου, Εκκλησία Θεσσαλονίκης 316 κ.ά. Οι L. Duchesne (Illyricum ), Β. Granić (Justiniana Prima 124), Χ. Παπαδόπουλος (Πρωτείον 96), F. Lot (Partage 324), V. Grumel (Vicariat 451 κ.ε.), Γ. Κονιδάρης (Εκκλ. Ιστορία 9 Εκκλησία Θεσσαλονίκης 157), Ι. Αναστασίου (Εκκλ. Ιστορία 459) κ.ά. θεωρούν ότι το βικαριάτο συστάθηκε επί πάπα Σιρικίου ( ). Αντιθέτως οι Χ. Παπαδόπουλος (Επισκόπησις 858), F. Streichhan (Vikariate 350 κ.ε.), S. Greenslade (Vicariate 26-27), P. Lemerle (Philippes ), Α. Γερομιχαλός (Εκκλησία Θεσσαλονίκης 203), Χ. Τζώγας (Μητρόπολις Θεσσαλονίκης 451), Γ. Θεοχαρίδης (Μακεδονία 107 κ.ε.), D. Pallas (Illyricum 70), Α. Αγγελόπουλος (Εκκλησία Θεσσαλονίκης 98) κ.ά. θεωρούν ως ιδρυτή του βικαριάτου Θεσσαλονίκης τον Ιννοκέντιο Α ( ). Πιο πρόσφατα ο C. Fürst (Θεσσαλονίκη 122 σημ. 4) επισήμανε ότι για το ζήτημα οι πληροφορίες των πηγών δεν επαρκούν. Επιπλέον εξαρτάται αν για τον εντοπισμό του ιδρυτή λαμβάνουμε υπόψη τη χρήση της φράσης nostra vice, που απαντά πρώτη φορά το 412 σε επιστολή του Ιννοκεντίου Α, ή την εκχώρηση των «υπερμητροπολιτικών» αρμοδιοτήτων. Αντιθέτως ο Β. Φειδάς (Πενταρχία 258 κ.ε. Εκκλησία Μακεδονίας Collectio Thessalonicensis 230 κ.ε.) αμφισβητεί την ίδρυση βικαριάτου πριν από το Βλ. επίσης R. Honig, Beiträge zur Entwicklung des Kirchenrechts II: das sogenannte Vicariat von Illyricum, Göttinger Rechtswissenschaftliche Studien 12, Göttingen 1954, σ Πρβ. Σ. Τρωιάνος - Γ. Πουλής, Εκκλ. Δίκαιο 190, που επίσης τοποθετούν την ίδρυση του βικαριάτου Θεσσαλονίκης επί Ιουστινιανού Α. 55 Βλ. J. Zeiller, Premiers siècles F. Dvornik, Roman Primacy C. Fürst, Θεσσαλονίκη Ο C. Fürst (Θεσσαλονίκη ) θεωρεί ότι η ίδρυση του βικαριάτου Θεσσαλονίκης εξυπηρετούσε και μια ακόμη σκοπιμότητα: «ήταν και ένα μέτρο για την εξασφάλιση στην Εκκλησία της ελευθερίας, να ρυθμίζει τις υποθέσεις της μόνη της, χωρίς δηλαδή επεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας». O B. Φειδάς (Πενταρχία 263 κ.ε.) αντιθέτως θεωρεί ότι καθοριστικό ρόλο είχε ο ανταγωνισμός των θρόνων Μεδιολάνων και Ρώμης και η επέκταση της επιρροής του πρώτου στο βόρειο τμήμα του Ιλλυρικού στόχος δηλαδή των παπών ήταν να εξουδετερώσουν τις διεκδικήσεις του Μεδιολάνων στις διοικήσεις Παννονίας και Δακίας, αλλά και να αποκλείσουν το ενδεχόμενο να επεκτείνει τη δράση του και στη διοίκηση Μακεδονίας. Η παραχώρηση «υπερμητροπολιτικών» εξουσιών στην έδρα της Θεσσαλονίκης θα εξασφάλιζε παράλληλα τη διείσδυση του κύρους της Ρώμης σε όλο το Ιλλυρικό.

104 24 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου στις ανατολικές επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους, βασιζόταν στην αρχή της προσαρμογής στην πολιτική διαίρεση 56. Oι αρμοδιότητες του βικαρίου 57, όπως προκύπτουν από παπικές ε- πιστολές ως τα μέσα του 5 ου αι., ήταν σε γενικές γραμμές οι εξής: (α) κατείχε την πρώτη θέση μεταξύ των μητροπολιτών του Ιλλυρικού, (β) είχε τη γενική εποπτεία της εκκλησιαστικής πειθαρχίας, (γ) η αλληλογραφία των άλλων μητροπολιτών και επισκόπων με τον πάπα γινόταν μέσω αυτού, (δ) αποφάσιζε επί ζητημάτων και διαφορών των μητροπόλεων και επισκοπών του Ιλλυρικού, εκτός αν κρινόταν ότι η σοβαρότητά τους απαιτούσε οπωσδήποτε α- πόφαση του πάπα, (ε) επέλεγε τους επισκόπους για τη συγκρότηση δικαστηρίου ή συμβουλευτικού σώματος, (στ) συγκαλούσε σε μείζονα σύνοδο τις εκκλησίες του Ιλλυρικού, (ζ) επικύρωνε την εκλογή ενός επισκόπου, εφόσον είχε γίνει σύμφωνα με τους κανόνες, και έδινε την έγκριση για τη χειροτονία του 58, (η) χειροτονούσε τους μητροπολίτες 59. Οι μελετητές βέβαια τονίζουν ότι σε αυτή τη φάση τουλάχιστον δεν πρόκειται για ένα καθαυτό κανονικό θεσμό, αλλά για μια δέσμη αρμοδιοτήτων κατά εκχώρηση, που μεταβιβάζονταν από τον εκάστοτε πάπα στον εκάστοτε μητροπολίτη Θεσσαλονίκης 60. Οι αρμοδιότητες που αναγνώρισε η έδρα της Ρώμης στον Θεσσαλονίκης προφανώς προκάλεσαν την αντίδραση ορισμένων μητροπολιτών της επαρχότητας Ιλλυρικού, δεδομένου ότι φαλκιδεύονταν οι εξουσίες και η αυ- 56 Βλ. L. Duchesne, Illyricum Β. Φειδάς, Πενταρχία 5 και σημ. 1 Εκκλησία Μακεδονίας F. Dvornik, Roman Primacy 27 κ.ε. - Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία Α. Αγγελόπουλος, Εκκλησία Θεσσαλονίκης C. Fürst, Θεσσαλονίκη Ο τίτλος του αποστολικού βικαρίου (vicarius) δεν εμφανίζεται στις σωζόμενες πηγές παρά μόνο τον 7 ο αι. - Βλ. C. Fürst, Θεσσαλονίκη Αρχικά ο πάπας Σιρίκιος είχε παραχωρήσει στον βικάριο το δικαίωμα όχι μόνο να εγκρίνει την εκλογή ενός επισκόπου, αλλά και να τον χειροτονεί. Το προνόμιο αυτό ανακλήθηκε από τον πάπα Ιννοκέντιο Α (βλ. V. Grumel, Vicariat , 457, 459) ή από τον πάπα Λέοντα Α τον Μεγάλο ( ) (βλ. S. Vailhé, Annexion 30, C. Pietri, Illyricum 25-27) προφανώς λόγω σχετικών διαμαρτυριών των μητροπολιτών, που έβλεπαν τις αρμοδιότητές τους να περιστέλλονται. - Βλ. και Β. Φειδάς, Πενταρχία Βλ. C. Fürst, Θεσσαλονίκη , όπου και οι σχετικές πηγές. - S. Vailhé, Annexion V. Grumel, Vicariat Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία 109 και σημ Α. Αγγελόπουλος, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Βλ. και Β. Φειδάς, Πενταρχία , , Βλ. C. Fürst, Θεσσαλονίκη 121 και σημ Βλ. και J. Zeiller, Premiers siècles P. Lemerle, Philippes V. Grumel, Vicariat Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία 110 (πρβ. 113 σημ. 1). - Α. Αγγελόπουλος, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Πρβ. V. Grumel, Vicariat 460, που υποστηρίζει ότι ως την αρχιερατεία του πάπα Ιννοκεντίου Α οι εκτεταμένες αρμοδιότητες εκχωρούνταν στον κάθε μητροπολίτη Θεσσαλονίκης προσωπικά. Ως θεσμός το βικαριάτο Θεσσαλονίκης καθιερώθηκε επί πάπα Βονιφάτιου Α ( ).

105 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 25 τονομία τους 61. Έτσι στις 14 Ιουλίου 421 εκδόθηκε ένα διάταγμα (rescriptum) από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β ( ), το οποίο εμμέσως χαρακτήριζε το βικαριάτο ως καινοτομία που ήταν αντίθετη προς την παράδοση. Όριζε λοιπόν ότι τα εκκλησιαστικά ζητήματα του Ιλλυρικού θα αποφασίζονταν από τη σύνοδο των επισκόπων του. Σε περίπτωση αμφιβολίας θα απευθύνονταν στον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, που έφερε τα δικαιώματα της παλαιάς Ρώμης 62. Ο πάπας Βονιφάτιος Α ( ) απέστειλε μέσω του αυτοκράτορα της Δύσεως Ονωρίου αίτηση προς τον Θεοδόσιο Β, με την οποία καλούσε τον αυτοκράτορα της Ανατολής να παραβλέψει τις αντιδράσεις ορισμένων νεωτεριζόντων επισκόπων 63. Το αίτημα του πάπα προς τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β δεν φαίνεται να ικανοποιήθηκε. Συνεπώς η Κωνσταντινούπολη δεν αναγνώριζε την 61 Βλ. C. Fürst, Θεσσαλονίκη Βλ. και P. Lemerle, Philippes Β. Φειδάς, Πενταρχία 263, 264, 267 κ.ε., J. Koder - F. Hild, Hellas-Thessalia 80. Κατά τον C. Fürst η αντίδραση των μητροπολιτών του Ιλλυρικού στις εκτεταμένες αρμοδιότητες του Θεσσαλονίκης υποδηλώνει ότι δεν προϋπήρχε εξαρχία Θεσσαλονίκης στο Ιλλυρικό. Πρέπει βέβαια να επισημάνουμε ότι ο βικάριος Θεσσαλονίκης φαίνεται να είχε πιο εκτεταμένες αρμοδιότητες από ό,τι ένας έξαρχος, που όφειλε να σέβεται τη διοικητική αυτονομία των μητροπολιτικών επαρχιών από τη στιγμή που για τη χειροτονία των επισκόπων ήταν απαραίτητη η συναίνεση του βικαρίου Θεσσαλονίκης (βλ. ανωτ. σ. 24) τίθεται θέμα επέμβασης στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη. Επιπλέον δεν αποκλείεται να υπήρχαν και περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους του βικαρίου, που δικαιολογημένα θα σκανδάλιζαν τους μητροπολίτες (για ένα μεταγενέστερο παράδειγμα κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους του βικαρίου Αναστάσιου Θεσσαλονίκης (ca ) επί πάπα Λέοντα Α βλ. C. Pietri, Illyricum 27-28). 62 Βλ. CTh XVI.2.45 (14 Ιουλίου 421). - Βλ. και L. Duchesne, Illyricum S. Vailhé, Annexion O. Tafrali, Θεσσαλονίκη F. Dvornik, Lutte V. Grumel, Le vicariat de Thessalonique et le premier rattachement de l Ilyricum Οriental au patriarcat de Constantinople, Annuaire de l École des Legislations Religieuses, Paris 1952, σ Vicariat Β. Φειδάς, Πενταρχία Α. Αγγελόπουλος, Εκκλησία Θεσσαλονίκης C. Pietri, Illyricum 27, Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Πρώτη Ιουστινιανή 30 κ.ά., που θεωρούν ότι η έκδοση του rescriptum του 421 σήμαινε την άμεση υπαγωγή του Ιλλυρικού στη δικαιοδοσία του Κωνσταντινουπόλεως. - Πρβ. όμως Β. Φειδάς, Collectio Thessalonicensis : «επέτρεπε την έμμεση υπαγωγή». - Βλ. επίσης C. Fürst, Θεσσαλονίκη , που επισημαίνει ότι η έκδοση του διατάγματος ήταν απλώς ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Πράγματι το Ιλλυρικό δεν υπήχθη στον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως με το rescriptum, δεδομένου ότι βάσει του 28 ου κανόνα της Δ Οικουμενικής συνόδου (451) η δικαιοδοσία του Κωνσταντινουπόλεως περιορίζεται στις εξαρχίες Πόντου, Ασίας και Θράκης. Οι επίσκοποι του Ιλλυρικού μάλιστα δεν υπέγραψαν αυτή την απόφαση, πιθανόν επειδή φοβήθηκαν ότι στο μέλλον θα είχαν την ίδια τύχη. - Πρβ. Χ. Παπαδόπουλος, Επισκόπησις Πρωτείον 97 Εκκλησία Ελλάδος P. Lemerle, Philippes Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία , Ι. Αναστασίου, Εκκλ. Ιστορία Βλ. S. Vailhé, Annexion Χ. Παπαδόπουλος, Επισκόπησις Πρωτείον J. Zeiller, Premiers siècles Α. Γερομιχαλός, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία Α. Αγγελόπουλος, Εκκλησία Θεσσαλονίκης

106 26 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ύπαρξη παπικού βικαριάτου με έδρα τη Θεσσαλονίκη 64. Άλλωστε λίγα χρόνια αργότερα το rescriptum του 421 ενσωματώθηκε στον Θεοδοσιανό Κώδικα (438) 65. Ωστόσο οι πάπες συνέχιζαν να κάνουν λόγο για αποστολικό βικαριάτο 66. Βέβαια ένιωθαν διαρκώς την ανάγκη να υπενθυμίζουν στους επισκόπους του Ιλλυρικού ότι τα δικαιώματα του βικαρίου ήταν θεσπισμένα από τους προκατόχους του παπικού θρόνου και ότι όφειλαν υπακοή στον βικάριο της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός δείχνει ότι υπήρχαν τάσεις αμφισβήτησης της «υπερμητροπολιτικής» εξουσίας που του εκχωρήθηκε 67 ή, κατά μια άλλη άποψη, ότι τελικά ο Θεσσαλονίκης δεν ασκούσε στην πράξη τέτοιου είδους εξουσία 68. Πάντως το κύρος του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης φαίνεται ότι το α μισό του 5 ου αι. ήταν ιδιαίτερα αυξημένο στο πλαίσιο του Ιλλυρικού 69. Χα- 64 Η επιστολή του Θεοδοσίου Β προς τον Ονώριο με την οποία ικανοποιείται το αίτημα του πάπα και καταργείται το διάταγμα της 14 ης Ιουλίου 421, αποτελεί νόθο έγγραφο του 6 ου αι., σύμφωνα με τους σύγχρονους μελετητές. - Βλ. Ε. Chrysos, Zur Echtheit des Rescriptum Theodosii ad Honorium in der Collectio thessalonicensis, Κληρονομία 4 2, Θεσσαλονίκη 1972, σ Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Βλ. και P. Lemerle, Philippes 245 σημ Αντιθέτως οι L. Duchesne (Illyricum ), S. Vailhé (Annexion 30, 31), J. Zeiller (Premiers siècles 222), Χ. Παπαδόπουλος (Εκκλησία Ελλάδος 353), Β. Φειδάς (Πενταρχία 271, 274, 275) κ.ά. θεωρούν ότι πράγματι ανακλήθηκε το rescriptum του Βλ. CTh XVI.2.45 (14 Ιουλίου 421). - Βλ. και P. Lemerle, Philippes 245, Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία Σοφία Τζωρτζακάκη-Τζαρίδου, «Συλλογή Θεσσαλονίκης», στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΧΙΙΙ, σ , σ. 162, Πρβ. S. Vailhé, Annexion J. Zeiller, Premiers siècles Χ. Παπαδόπουλος, Πρωτείον Βλ. L. Duchesne, Illyricum S. Vailhé, Annexion O. Tafrali, Θεσσαλονίκη F. Dvornik, Lutte P. Lemerle, Philippes Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία 113, Α. Αγγελόπουλος, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Βλ. και C. Fürst, Θεσσαλονίκη σημ Βλ. J. Zeiller, Premiers siècles P. Lemerle, Philippes Χ. Παπαδόπουλος, Επισκόπησις 882 Πρωτείον 100 Εκκλησία Ελλάδος Γ. Κονιδάρης, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης Χ. Τζώγας, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία Κατά τον C. Pietri (Illyricum 24 κ.ε.) το βικαριάτο δεν υφίσταται ουσιαστικά ήδη από τα χρόνια του πάπα Λέοντος Α ( ). 68 Βλ. Β. Φειδάς, Πενταρχία 262 κ.ε., που υποστηρίζει ότι οι προσπάθειες του παπικού θρόνου να ιδρυθεί αποστολικό βικαριάτο στο Ιλλυρικό δεν ευοδώθηκαν, διότι ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο το μητροπολιτικό σύστημα στις εκκλησίες της διοίκησης Μακεδονίας. Ούτε οι μητροπολίτες των επαρχιών του Ιλλυρικού προετίθεντο να εγκαταλείψουν τη διοικητική τους αυτονομία, ούτε και ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης διεκδικούσε δυναμικά έναν «υπερμητροπολιτικό» ρόλο στο Ιλλυρικό. 69 Όπως επισημαίνει ο Β. Φειδάς (Πενταρχία 275), τον 5 ο αι. το κύρος της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης αναγνωριζόταν και στο πλαίσιο ολόκληρης της Εκκλησίας. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στα πρακτικά της Γ Οικουμενικής συνόδου ο επίσκοπος Φιλίππων Φλαβιανός εκπροσωπώντας τον Ρούφο Θεσσαλονίκης υπογράφει ή μνημονεύεται μεταξύ των μητροπολιτών Εφέσου

107 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 27 ρακτηριστικά αναφέρουμε ότι κατά την Γ Οικουμενική σύνοδο της Εφέσου το 431 ο Ιουλιανός Σαρδικής υπέβαλε δήλωση μετανοίας προς τον Θεσσαλονίκης Ρούφο και την υπ αυτόν σύνοδο, η οποία απαρτιζόταν από επισκόπους και μητροπολίτες των διοικήσεων Μακεδονίας και Δακίας: Λίβελλος μετανοητικὸς Ἰουλιανοῦ ἐπισκόπου Σαρδικῆς ἐπιδοθεὶς Ῥούφῳ ἐπισκόπῳ Θεσσαλονίκης καὶ τῇ σὺν αὐτῷ συνόδῳ. <Τοῖς> ἁγίοις καὶ προσκυνητοῖς ἱερεῦσιν Ῥούφῳ ἀρχιεπισκόπῳ Εὐχαρίῳ Σεννεκίωνι Φλαβιανῷ Δομνίνῳ Βασιλιανῷ Ἑρμείᾳ, Περεβίῳ Μαρκιανῷ Κρισκονίῳ Προιέκτῳ καὶ Γενναδίῳ ἀπὸ Ἰουλιανοῦ ἐπισκόπου Σαρδικῆς. Οὔτε τὴν σὴν λανθάνειν ἡγοῦμαι μακαριότητα καὶ πᾶσαν τὴν συμπαρούσαν σοι ἁγίαν σύνοδον τὰ κατ ἐμέ 70. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι μεταξύ δώδεκα αρχιερέων ο Θεσσαλονίκης προσφωνείται πρώτος ούτε ότι είναι ο μόνος που αποκαλείται αρχιεπίσκοπος. Ο Β. Φειδάς επισημαίνει: «Αναμφιβόλως, οι μητροπολίται των διοικήσεων τούτων ανεγνώριζον τω θρόνω της Θεσσαλονίκης τα πρεσβεία τιμής και εθεώρουν τον επίσκοπον ταύτης κέντρον ενότητος εν τη ορθή πίστει» 71. Ο Θεσσαλονίκης απαντά ως πρόεδρος της μείζονος συνόδου του Ιλλυρικού και σε επιστολή του πάπα Λέοντα Α ( ) 72. Πέρα από την εξέχουσα θέση του προέδρου και πρωτοθρόνου που αδιαμφισβήτητα επιφυλασσόταν στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης είναι επίσης προφανές ότι οι εκκλησίες στο πλαίσιο της επαρχότητας του Ιλλυρικού λειτουργούσαν και αντιμετωπίζονταν ως ένα ενιαίο σύνολο 73. και Καισαρείας, που ήταν πρωτόθρονοι των εξαρχιών Ασίας και Πόντου (βλ. ACOe I/1/ii, I/1/iii, , I/1/vii, ). 70 Βλ. ACOe I/1/i, Βλ. Β. Φειδάς, Πενταρχία και σημ Σύμφωνα με τον μελετητή (ό.π. σ. 275 κ.ε.) το ότι τον 5 ο αι. οι μητροπολίτες του Ιλλυρικού αναγνώριζαν τα πρεσβεία τιμής στον εκκλησιαστικό θρόνο της Θεσσαλονίκης δεν σήμαινε ότι του αναγνώριζαν μια «υπερμητροπολιτική» εξουσία. Σταδιακά βέβαια οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης άρχισαν να συνειδητοποιούν τον ηγετικό ρόλο που μπορούσε να έχει η εκκλησιαστική τους έδρα στο Ιλλυρικό. Για τον σκοπό αυτό επωφελήθηκαν την ευμενή στάση της Ρώμης απέναντι στον θρόνο της Θεσσαλονίκης, που ενίσχυε το κύρος της. Δεν ενθάρρυναν βέβαια την παρέμβαση του πάπα, αλλά και δεν αποποιήθηκαν, από όσο γνωρίζουμε, τις εξουσίες που τους αναγνώριζε. Ακόμη, εκμεταλλεύτηκαν τον θεσμό της μείζονος συνόδου του Ιλλυρικού, η οποία συγκαλούνταν στην έδρα της επαρχότητας και συνέβαλλε στη διάκριση του προεδρεύοντος μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Ειδικά όμως ο Αναστάσιος Θεσσαλονίκης χρησιμοποίησε και την πολιτική δύναμη του επάρχου του Ιλλυρικού, προκειμένου να επιτύχει την υποταγή όσων μητροπολιτών αντιδρούσαν, όπως του Νικοπόλεως Αττικού. - Βλ. και του ιδίου, Collectio Thessalonicensis Βλ. σχετικά Β. Φειδάς, Πενταρχία , Βλ. τα πρακτικά της Γ Οικουμενικής συνόδου (431): ACOe I/1/ii, : Φλαβιανὸς ἐπίσκοπος Φιλίππων εἶπεν. συναινεῖν δὲ τούτοις διαβεβαιοῦμαι καὶ τὸν ἁγιώτατον ἡμῶν πατέρα Ῥοῦφον τῆς Θεσσαλονικέων μητροπόλεως. ταύτας γάρ μοι παραγινομένῳ εἰς ταύτην τὴν μεγάλην καὶ ἁγίαν σύνοδον δέδωκε τὰς ἐντολάς, δι ἀρρωστίαν αὐτὸς πα-

108 28 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Το 484 ξέσπασε το λεγόμενο Ακακιανό σχίσμα μεταξύ των εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινούπολης εξαιτίας της διαφορετικής αντιμετώπισης της μονοφυσιτικής έριδας 74. Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και οι ιεράρχες του Ιλλυρικού γενικά βρίσκονταν σε δύσκολη θέση σε αυτό το κλίμα διπολισμού. Το γεγονός ότι διοικητικά υπάγονταν άμεσα στην Κωνσταντινούπολη σήμαινε ότι προφανώς υπέκειντο σε εντονότερες πιέσεις, προκειμένου να ασπαστούν τη θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα σχετικά με το ζήτημα του μονοφυσιτισμού. Αντιθέτως οι πάπες, που έδρευαν στη μακρινή Ρώμη και ήταν υπό την έμμεση και τυπική μόνο κυριαρχία του αυτοκράτορα, είχαν την ευχέρεια να φανούν πιο απόλυτοι 75. Οι μητροπολίτες Θεσσαλονίραιτησάμενος τὴν ἐνθάδε ἄφιξιν. κ α ὶ π ά ν τ α ς δ ὲ π ε ί θ ο μ α ι τ ο ὺ ς τ ο ῦ Ἰ λ λ υ ρ ι κ ο ῦ τ ὰ α ὐ τ ά μ ο ι φ ρ ο ν ε ῖ ν καὶ μηδὲν ἀμφιβάλλειν περὶ τῶν ἀναγνωσθέντων. - ACOe I/1/iii, : Τοῖς εὐσεβεστάτοις καὶ φιλοχρίστοις Θεοδοσίῳ καὶ Οὐαλεντινιανῷ νικηταῖς τροπαιούχοις ἀεὶ αὐγούστοις ἡ ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος ἡ χάριτι θεοῦ καὶ νεύματι τοῦ ὑμετέρου κράτους συναχθεῖσα ἐν τῇ Ἐφεσίων μητροπόλει. ἐθαρσήσαμεν ἀνενεγκεῖν τῇ ὑμετέρᾳ γαληνότητι ὅτιπερ ἡ οἰκουμενικὴ σύνοδος ἡ πᾶσαν μὲν τὴν Δύσιν μετὰ τῆς μεγάλης ὑμῶν Ῥώμης καὶ τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου συνεδρεύουσαν ἔχουσα, πᾶσαν δὲ τὴν Ἀφρικὴν καὶ π ᾶ ν τ ὸ Ἰ λ λ υ ρ ι κ ὸ ν οὐκ ἐποίησε καθαίρεσιν τῶν προειρημένων ἁγιωτάτων καὶ θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων. - ACOe I/1/iii, : ἡ μὲν οὖν ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος, ᾗ συνεδρεύει καὶ ὁ τῆς μεγάλης ὑμῶν Ῥώμης ἁγιώτατος καὶ θεοφιλέστατος ἀρχιεπίσκοπος Κελεστῖνος καὶ ἅπασα ἡ Δυτικὴ σύνοδος διὰ τῶν παρ αὐτῆς ἀπεσταλμένων πρὸς ἡμᾶς ἁγίων ἐπισκόπων, συνεδρεύει δὲ καὶ ἡ Ἀφρικὴ πᾶσα κ α ὶ τ ὸ Ἰ λ λ υ ρ ι κ ό ν,. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από τη μελέτη των πρακτικών της Δ Οικουμενικής συνόδου (451), όπου οι συμμετέχοντες μητροπολίτες και επίσκοποι του Ιλλυρικού αποκαλούνται Ἰλλυρικιανοὶ και αποτελούν μια ομάδα με συνοχή και ενιαία στάση. - Βλ. ACOe ΙΙ/1/i, : Οἱ Ἀνατολικοὶ καὶ Ποντικοὶ καὶ Ἀσιανοὶ καὶ Θρᾷκες εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι ἐξεβόησαν Οἱ Αἰγύπτιοι καὶ οἱ Ἰλλυρικιανοὶ καὶ Παλαιστηνοὶ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι ἐξεβόησαν. - ACOe ΙΙ/1/i, ACOe ΙΙ/1/ii, , 17-19, , 29-31, : Πάντες οἱ προλεχθέντες εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι εἶπον. Πάντες οἱ τοῦ Ἰλλυρικοῦ τὴν αὐτὴν φωνὴν ἐδώκαμεν, ἧτινι πάντες συντιθέμεθα , Βλ. και ανωτ. σημ Για το λεγόμενο Ακακιανό σχίσμα έπειτα από τη ρήξη του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ακακίου ( ) με τον πάπα Φήλικα Β ( ) με αφορμή τη μονοφυσιτική έριδα και την έκδοση του Ενωτικού, ηδίκτου του αυτοκράτορα Ζήνωνα ( ), βλ. S. Salaville, L affaire de l Hénotique ou le premier schisme byzantin au Ve siècle, EO 19 (1920) E. Caspar, Papsttum 10 κ.ε. - E. Schwartz, Αcacian. Schisma 198 κε. - W. Frend, Eastern Attitudes to Rome during the Acacian Schism, Studies in Church History 13: The Orthodox Churches and the West. Papers read at the fourteenth Summer Meeting and the fifteenth Winter Meeting of the Εcclesiastical History Society, ed. D. Baker, Oxford 1976, σ , σ. 72 κ.ε. - F. Hofmann, Kampf 43 κ.ε. - R. Haacke, Kaiserliche Politik 117 κ.ε. 75 Ενδεικτικά αναφέρουμε το εξής γεγονός: όταν ο φιλομονοφυσίτης αυτοκράτορας Αναστάσιος Α ανησύχησε για επικείμενη δραστηριοποίηση των ορθόδοξων επισκόπων του Ιλλυρικού, έ- σπευσε να τους εκφοβίσει διατάσσοντας τη μετάβαση των πρωτεργατών στην πρωτεύουσα. Έτσι, το 516 εκλήθησαν στην Κωνσταντινούπολη ο Αλκίσωνας Νικοπόλεως, o Λαυρέντιος Λυχνιδού,

109 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 29 κης Ανδρέας και Δωρόθεος μάταια προσπάθησαν να τηρήσουν μια συμβιβαστική και ουδετερόφιλη στάση 76. Το γεγονός ότι ουσιαστικά συντάχθηκαν με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως είχε ως αποτέλεσμα να διακοπεί η πνευματική κοινωνία με τον πάπα. Η Ρώμη έπαψε να ενισχύει το κύρος του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης στο Ιλλυρικό και να του αποδίδει τον τίτλο του αποστολικού βικαρίου 77. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του σχίσματος οι πάπες επιχείρησαν να προσεγγίσουν κυρίως τους αρχιερείς του βόρειου λατινόφωνου Ιλλυρικού 78. Αντιθέτως ελάχιστες ήταν οι επαφές της δυτικής εκκλησίας με το ελληνόφωνο τμήμα του Ιλλυρικού, και αυτές με πρωτοβουλία της δεύτερης πλευράς 79. Το 515 πάντως σαράντα συνολικά επίσκοποι του Ιλλυρικού διέκοψαν την πνευματική κοινωνία με τον μητροo Γαϊανός της Ναϊσσού, ο Δόμνιος Σαρδικής και ο Ευάγγελος Πωταλίας (Pautalia), όπου τους ασκήθηκαν πιέσεις. - Βλ. Ε. Caspar, Papsttum 139 σημ P. Charanis, Anastasius J. Zieller, Premiers siècles R. Haacke, Kaiserliche Politik C. Pietri, Illyricum Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ανδρέας επιχείρησε να υιοθετήσει μια συμβιβαστική στάση, αποδεχόμενος μεν το Ενωτικό, διατηρώντας δε την πνευματική κοινωνία με τον πάπα. Ο πάπας Φήλικας ( ) ωστόσο επέκρινε τη στάση του. Ο Ανδρέας μάταια επιχείρησε να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τη Ρώμη επί πάπα Γελασίου A ( ). Ο Γελάσιος σε επιστολή του προς τους επισκόπους Δαρδανίας και Δακίας τους κάλεσε να διακόψουν την κοινωνία με τον Θεσσαλονίκης προειδοποιώντας τους μάλιστα για praevaricatorum vicina contagia (A. Thiel, Epistolae romanorum pontificum genuinae et quae ad eos scriptae sunt a. S. Hilaro usquae ad Pelagium II, t. I, Brunsbergae 1868, New York 1974, επ. 18, σ. 383, 1). Μια απόπειρα προσέγγισης των δύο πλευρών έγινε και επί πάπα Αναστασίου Β ( ), που όμως επίσης δεν ευοδώθηκε εξαιτίας του αιφνίδιου θανάτου του σχετικά διαλλακτικού πάπα αλλά και λόγω της αρνητικής στάσης του κλήρου της Ρώμης απέναντι σε μια τέτοια εξέλιξη. Τέλος το 515 ο διάδοχος του Ανδρέα Δωρόθεος Θεσσαλονίκης απέστειλε γράμμα στον πάπα Ορμίσδα ( ) εκφράζοντας την επιθυμία να αποκατασταθούν οι σχέσεις με τη Ρώμη. Η απάντηση του πάπα δεν έκριβε τη δυσπιστία του για τις ειλικρινείς διαθέσεις του Δωροθέου. - Βλ. L. Petit, Evêques I E. Caspar, Papsttum 55 και σημ. 6, E. Schwartz, Acacian. Schisma 223, , F. Hofmann, Kampf 68, Βλ. L. Duchesne, Illyricum 544, L. Petit, Evêques Ι S. Vailhé, Annexion E. Caspar, Papsttum 55 και σημ F. Dvornik, Lutte E. Schwartz, Acacian. Schisma P. Lemerle, Philippes Η Α. Κωνσταντακοπούλου (Μακεδονία ) διατυπώνει ορισμένες ακόμη ευλογοφανείς υποθέσεις, προκειμένου να ερμηνεύσει την υποστήριξη που έδειξε ο Ανδρέας Θεσσαλονίκης στη θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα. 78 Βλ. L. Duchesne, Illyricum S. Vailhé, Annexion J. Zieller, Premiers siècles E. Caspar, Papsttum F. Dvornik, Lutte Χ. Παπαδόπουλος, Πρωτείον E. Schwartz, Acacian. Schisma , F. Hofmann, Kampf 56-58, C. Pietri, Illyricum 38 κ.ε., Βλ. L. Duchesne, Illyricum S. Vailhé, Annexion E. Caspar, Papsttum E. Schwartz, Acacian. Schisma F. Hofmann, Kampf C. Pietri, Illyricum Βλ. και σημ. 1.

110 30 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου πολίτη Θεσσαλονίκης και αποκατέστησαν τις σχέσεις με τον πάπα 80. Η επιρροή του πάπα εδραιώθηκε ιδιαίτερα στην εκκλησία της Παλαιάς Ηπείρου 81. Αξίζει να αναφερθούμε ειδικά στην επιστολή που ο πάπας Ορμίσδας ( ) απηύθυνε προς τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Α ( ) και τον Δωρόθεο Θεσσαλονίκης ( ), όταν πληροφορήθηκε για τις πιέσεις που υφίσταντο οι επίσκοποι του Ιλλυρικού, προκειμένου να επανέλθουν σε κοινωνία με τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Ο τελευταίος επικρίθηκε ιδιαίτερα, διότι επέμενε να ασκεί εξουσία εκτός των ορίων της μητροπολιτικής του περιφέρειας, ενώ δεν ήταν πλέον αποστολικός βικάριος 82. Ο Θεσσαλονίκης λοιπόν φαίνεται ότι έχοντας χάσει την αναγνώριση του πάπα προσπαθούσε με την αυτοκρατορική υποστήριξη πλέον να θέσει υπό τη δικαιοδοσία του τις εκκλησίες της επαρχότητας Ιλλυρικού 83. Πάντως απώτερος στόχος των «αποστατούντων» ιεραρχών του Ιλλυρικού δεν φαίνεται να ήταν η άμεση υπαγωγή στη δυτική εκκλησία. Μάλλον εξέφραζαν με αυτόν τον τρόπο την αντίθεσή τους στη συνεχιζόμενη φιλομονοφυσιτική πολιτική που εφάρμοζε ο αυτοκράτορας Αναστάσιος και ο πειθήνιος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Τιμόθεος Α ( ). Παράλληλα εκδήλωναν τη δυσαρέσκειά τους στο γεγονός ότι και ο νέος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Δωρόθεος συνέχιζε να συμπλέει με την πρωτεύουσα Βλ. L. Duchesne, Illyricum L. Petit, Evêques I S. Vailhé, Annexion J. Zieller, Premiers siècles Ε. Caspar, Papsttum Χ. Παπαδόπουλος, Πρωτείον P. Charanis, Anastasius 95, F. Hofmann, Kampf C. Pietri, Illyricum Β. Φειδάς, Δωρόθεος Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). 81 Βλ. Ε. Caspar, Papsttum E. Schwartz, Acacian. Schisma F. Hofmann, Kampf C. Pietri, Illyricum Βλ. L. Duchesne, Illyricum L. Petit, Evêques Ι Ε. Caspar, Papsstum Ε. Schwartz, Acacian. Schisma P. Charanis, Anastasius F. Hofmann, Kampf 81, C. Pietri, Illyricum 45-46, C. Fürst, Θεσσαλονίκη Βλ. και C. Capizzi, L imperatore Anastasio I ( ), [Orientalia Christiana Analecta 184] Roma 1969, σ Αντιθέτως βλ. Β. Φειδάς, Δωρόθεος Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση): «Οι εξελίξεις αυτές συνάγονται από σειρά επιστολών του πάπα Ορμίσδα: α) προς τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Δωρόθεο (Mansi VIII, 405) για να τον διαβεβαιώσει ότι η προσφυγή της Επαρχιακής συνόδου της Παλαιάς Ηπείρου δεν δήλωνε και περιφρόνηση των κανονικών δικαίων του θρόνου της Θεσσαλονίκης ο πάπας παρείχε συνεχείς διαβεβαιώσεις για τον σεβασμό των κανονικών δικαίων του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης». 83 Βλ. C. Fürst, Θεσσαλονίκη : «Τότε βέβαια το αποστολικό βικαριάτο Θεσσαλονίκης είχε ξεπεραστεί. Αυτά όμως δεν σημαίνουν μιαν υποταγή του Ιλλυρικού στην Κωνσταντινούπολη αντίθετα δημιουργείται η εντύπωση, ότι ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης προσπαθούσε πλέον να ασκήσει την υπερμητροπολιτική του αυθεντία proprio jure». - Πρβ. Β. Φειδάς, Δωρόθεος Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). 84 Βλ. P. Lemerle, Philippes Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία Πρβ. Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία

111 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 31 Μετά την επίσημη άρση του Ακακιανού σχίσματος το 519 επί βασιλείας του ορθόδοξου αυτοκράτορα Ιουστίνου Α ( ) 85 ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης δεν ανέκτησε τον τίτλο και τις αρμοδιότητες του παπικού βικαρίου λόγω της αμετανόητης στάσης του. Άλλωστε, όταν οι παπικοί απεσταλμένοι μετέβησαν στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα της αποκατάστασης της πνευματικής κοινωνίας με τον πάπα, συνάντησαν τη βίαιη εχθρότητα του ποιμνίου 86. Ύστερα από τα γεγονότα αυτά εύλογα ο πάπας δεν απεκατέστησε τα προνόμια του βικαρίου στο πρόσωπο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, εφόσον η απειθής στάση του ήταν τόσο έντονη και τόσο νωπή 87. Αλλά και οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να ενισχύσουν τη θέση της Ρώμης στο Ιλλυρικό. Ο Ιουστίνος δεν εκδίωξε τον μητροπολίτη Δωρόθεο, όπως αξίωνε ο πάπας λόγω της στάσης του κατά τη διάρκεια του σχίσματος και κατά τη διαδικασία άρσης του. Δέκα έτη αργότερα προώθησε ως διάδοχο στον εκκλησιαστικό θρόνο της Θεσσαλονίκης τον στενό συνεργάτη του Δωροθέου, πρεσβύτερο Αριστείδη 88. Τέλος συμπεριλήφθηκε στον Ιουστινιάνειο Κώδικα (534) το rescriptum της 14 ης Ιουλίου 421 του Θεοδοσίου Β, το οποίο αναγνώριζε στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως το δικαίωμα να επεμβαίνει στην εκκλησία του Ιλλυρικού Βλ. A. Vasiliev, Justin 132 κ.ε. - R. Haacke, Kaiserliche Politik 141 κ.ε. - M. V. Anastos, The Emperor Justin I s Role in the Restoration of Chalcedonian Doctrine, Βυζαντινά 13/1 (1985) Βλ. και L. Duchesne, La réaction chalcédonienne sous l empereur Justin ( ), Mélanges d Archéologie et d Histoire de l Ecole Française de Rome 33 (1913) Βλ. L. Duchesne, Illyricum L. Petit, Evêques I S. Vailhé, Annexion Χ. Παπαδόπουλος, Επισκόπησις 937 Πρωτείον E. Caspar, Papsttum A. Vasiliev, Justin 175, C. Pietri, Illyricum Β. Φειδάς, Δωρόθεος Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). 87 Βλ. L. Duchesne, Illyricum S. Vailhé, Annexion Β. Granić, Justiniana Prima P. Lemerle, Philippes Α. Γερομιχαλός, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία Πρβ. και L. Petit, Evêques Ι Α. Vasiliev, Justin Αντιθέτως βλ. Χ. Παπαδόπουλος, Πρωτείον 106 και Εκκλησία Ελλάδος 354, 355, που αναφέρει ότι ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Αριστείδης ( ) πιθανότατα αναγνωρίστηκε ως βικάριος της αποστολικής έδρας. 88 Βλ. L. Duchesne, Illyricum L. Petit, Evêques I E. Caspar, Papsttum Α. Vasiliev, Justin Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία C. Pietri, Illyricum Πρβ. την ερμηνεία που δίνει ο Β. Φειδάς, Δωρόθεος Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση): «Εν τούτοις, δεν επικρίθηκε για την εμμονή στην αρνητική του στάση (ενν. ο Δωρόθεος), επειδή αφ ενός μεν υποστήριζε τις θέσεις του με ισχυρά κανονικά επιχειρήματα, αφ ετέρου δε είχε διατηρήσει α- κλόνητο το κύρος του στο Ανατ. Ιλλυρικό». 89 Βλ. CJ (έτ. 421). - Βλ. και L. Duchesne, Illyricum S. Vailhé, Annexion P. Lemerle, Philippes Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία C. Fürst, Θεσσαλονίκη 129.

112 32 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Ωστόσο η δικαιοδοσία του Θεσσαλονίκης επί των εκκλησιών της επαρχότητας Ιλλυρικού αποκαταστάθηκε, τυπικά τουλάχιστον, χάρη στη διοικητική σημασία της πόλης 90. Σύμφωνα με το Πασχάλιο Χρονικό τo 532 ο Ιουστινιανός Α ( ) απηύθυνε εγκύκλιο σχετικά με τον αναθεματισμό του μονοφυσίτη Ευτυχούς οι εκκλησίες του Ιλλυρικού ενημερώθηκαν μέσω του Θεσσαλονίκης: προέθηκεν θεῖον αὐτοῦ γράμμα ὁ αὐτὸς βασιλεὺς Ἰουστινιανὸς ἐν Κωνσταντινουπόλει, καταπέμψας καὶ ἐν τῇ πόλει Ῥώμῃ καὶ ἐν Ἱεροσολύμοις καὶ ἐν τῇ μεγάλῃ τῶν Ἀντιοχέων Θεουπόλει τῆς Συρίας καὶ ἐν τῇ μεγάλῃ τῶν Ἀλεξανδρέων πόλει τῇ πρὸς Αἴγυπτον καὶ ἐν Θεσσαλονίκη τῇ πόλει τοῦ Ἰλλυριῶν ἔθνους καὶ ἐν Ἐφέσῳ πόλει τῆς Ἀσίας τὸ αὐτὸ θεῖον αὐτοῦ γράμμα Τὸ ἴσον δὲ τούτου οἱ ἐπίσκοποι πάντες ἔλαβον ἐν ταῖς ἰδίαις πόλεσι, καὶ προέθηκαν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις 91. Η μεγάλη περιφέρεια του Θεσσαλονίκης δικαιολογεί, γιατί στις αρχές του 6 ου αι. ο εκκλησιαστικός ιστορικός Θεόδωρος Αναγνώστης τον μνημονεύει ως πατριάρχη: πατριάρχην ὀνομάζει τὸν Θεσσαλονίκης ἐπίσκοπον ὁ ἱστορῶν 92. Το 535 ο Ιουστινιανός μετέφερε την πρωτεύουσα της επαρχότητας Ιλλυρικού βορειότερα, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Πρώτη Ιουστινιανή Βλ. NJ 11, (έτ. 535): et Thessalonicensis episcopus non sua auctoritate, sed sub umbra praefecturae meruit aliquam praerogativam. - Βλ. και C. Fürst, Θεσσαλονίκη Βλ. Chronicon paschale, έκδ. L. Dindorf, CB Bonnae 1832, τ. Ι, Βλ. Θεόδωρος Αναγνώστης, Εκκλησιαστική Ιστορία, ed. G. C. Hansen, Theodoros Anagnostes, Kirchengeschichte, (GCS) Berlin 1971, Θεοφάνης Βλ. και Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Θα πρέπει βέβαια να λάβουμε υπόψη ότι στα χρόνια του Θεόδωρου Αναγνώστη (αρχές 6 ου αι.) η εκκλησιαστική οργάνωση δεν είχε ακόμη αποκτήσει την επίσημη και παγιωμένη μορφή που έχει στα χρόνια του Ιουστινιανού Α κ.ε. - Βλ. L. Duchesne, Illyricum S. Vailhé, Annexion P. Lemerle, Philippes 247 σημ Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία 118 σημ Βλ. και C. Pietri, Illyricum C. Fürst, Θεσσαλονίκη 129: «Και πάντως προκαλεί εντύπωση το γεγονός, ότι ο Θεόδωρος Αναγνώστης χαρακτήρισε το μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ως Πατριάρχη, παρόλο που εδώ η λέξη πατριάρχης δεν μπορεί να εκληφθεί αναγκαστικά με την έννοια του ειδικού όρου». - Πρβ. Β. Φειδάς, Δωρόθεος Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση): «χρησιμοποιήθηκε ο τίτλος αυτός προφανώς για να δηλώση την εκκλησιαστική του αυτονομία». - Πρβ. επίσης Γ. Κονιδάρης, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης Ι. Αναστασίου, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Για τον θεσμό της πατριαρχίας βλ. Β. Φειδάς, Πενταρχία 168 κ.ε. Ιστορικοκανονικά προβλήματα περί την λειτουργίαν του θεσμού της πενταρχίας των πατριαρχών, Αθήναι 1970 Εκκλ. Ιστορία 820 κ.ε. 93 Κατά τους περισσότερους μελετητές η διοικητική αυτή μεταβολή μάλλον δεν πραγματοποιήθηκε, αφού το 536 και το 541 μαρτυρείται έπαρχος Θεσσαλονίκης. - Βλ. Β. Granić, Justiniana Prima P. Lemerle, Invasions και 268 σημ. 2, 3. - G. Dagron, Illyricum 4 και σημ Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία 101 και σημ L. Maksimović, Illyricum Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Μακεδονία I. Καραγιαννόπουλος, Διοικ. σύστημα 6 σημ Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Πρώτη Ιουστινιανή 23.

113 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 33 Παράλληλα απέσπασε από τη δικαιοδοσία της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης και παραχώρησε στην εκκλησία της νέας έδρας του Ιλλυρικού τις μητροπόλεις των επαρχιών Κάτω Δακίας, Παροχθίου Δακίας, Μυσίας Α, Δαρδανίας, Πρεβαλιτάνης, Μακεδονίας Β 94 και μέρους της Παννονίας Β 95. Στη Νεαρά Αντιθέτως βλ. Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 97, που θεωρεί ότι εφαρμόστηκε το μέτρο του Ιουστινιανού, αλλά δεν διήρκεσε πολύ. Έτσι τοποθετούν την επαναφορά της πρωτεύουσας του Ιλλυρικού στη Θεσσαλονίκη μετά το 538/540. Για την Πρώτη Ιουστινιανή, που αρχικά τοποθετούταν από τους νεότερους ιστορικούς στα Σκόπια, αργότερα όμως στο Čaričin Grad (40-50 χλμ νότια της Niš) βλ. Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία 119 σημ. 5, όπου η σχετική βιβλιογραφία. - Βλ. επίσης G. Prinzing, Entstehung und Rezeption der Justiniana-Prima-Theorie im Mittelalter, Byzantino-Bulgarica 5 (1979) , σ Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Πρώτη Ιουστινιανή 66 κ.ε. - Αικ. Ρεβάνογλου, Προκόπιος 136 και σημ. 761, όπου και επιπλέον βιβλιογραφία. 94 H Νεαρά 11 (έτ. 535) απαριθμεί και τη Μακεδονία Β στη δικαιοδοσία της αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής. Ωστόσο δέκα χρόνια αργότερα η Νεαρά 131, 3 (έτ. 545), που απαριθμεί εκ νέου τις υπαγόμενες εκκλησίες στην αρχιεπισκοπή, δεν περιλαμβάνει την εν λόγω επαρχία. Οι Β. Granić (Justiniana Prima 136) και C. Pietri (Illyricum 49 και σημ. 99, 52 σημ. 112) θεωρούν ότι η εκκλησία της Μακεδονίας Β επέστρεψε στη δικαιοδοσία του Θεσσαλονίκης. Οι L. Duchesne (Illyricum 537 σημ. 1) και P. Lemerle (Philippes 248 σημ. 3) υποστηρίζουν ότι παρέμεινε στην περιφέρεια της Πρώτης Ιουστινιανής, εφόσον στην Ε Οικουμενική σύνοδο (553) ο μητροπολίτης Στόβων και ο επίσκοπος Ζαπάρων συμμετείχαν ως υπαγόμενοί της (βλ. σχετικά Ε. Κ. Χρυσός, Η εκκλησιαστική πολιτική του Ιουστινιανού κατά την έριν περί τα Τρία Κεφάλαια και την Ε οικουμενικήν σύνοδον, Θεσσαλονίκη 1969, σ ). Οι εν λόγω μελετητές εξηγούν το γεγονός υποθέτοντας ότι η επαρχία Μακεδονίας Β ενσωματώθηκε στη δικαιοδοσία της Δαρδανίας. Αντίθετα η F. Papazoglou (Villes 96-97, 98) θεωρεί ότι η Μακεδονία Β μοιράστηκε ανάμεσα στη Μακεδονία Α και την Έσω Δακία. - Πρβ. Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 82-83, Βλ. NJ 11 (έτ. 535). - Βλ. και L. Duchesne, Illyricum S. Vailhé, Annexion Β. Granić, Justiniana Prima 126 κ.ε. - Χ. Τζώγας, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης G. Dagron, Illyricum 3-4 και σημ C. Pietri, Illyricum Πρβ. Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία Πρβ. επίσης Αθανάσιος Εμεσηνός, Υποτίτλωσις νεαρών : Τῶν περὶ τὸ UIMINAKION πόλεων οἱ ἐπίσκοποι πάντες ὑπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπον ἔστωσαν Πρώτης Ἰουστινιανής, ἐπειδὴ ἡ ἐπαρχότης ἡ περὶ τὴν Παννονίαν ἐκεῖσε μετέστη. - Για το Βιμινάκιον (Kostolac), πόλη της επαρχίας Μυσίας Α βλ. πρόχειρα Αικ. Ρεβάνογλου, Προκόπιος , σημ. 756, 765, Πιν. Ι. Ο Σ. Τρωιάνος (Θεσπίζομεν τοίνυν, τάξιν νόμων επέχειν τους αγίους εκκλησιαστικούς κανόνας, Βυζαντινά 13, 1985, σ , ιδίως σ , Δώρημα στον Ιωάννη Καραγιαννόπουλο) διατυπώνει τις επιφυλάξεις του για την κανονικότητα της ενέργειας του Ιουστινιανού να ιδρύσει την αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής. Θεωρεί ότι η Νεαρά του 535 μάλλον έμεινε ανενεργός, γι αυτό και «έκρινε ο αυτοκράτωρ αναγκαίο να επαναλάβει τη διάταξη δέκα χρόνια αργότερα, προτάσσοντας όμως τη ρύθμιση για την εξομοίωση νόμων και ιερών κανόνων». - Πρβ. επίσης τη Νεαρά του Ιουστινιανού του 541, η οποία απευθύνεται στον έπαρχο του Ιλλυρικού και αναφέρει ότι οι εκκλησιαστικές αρχές, όπως και οι πολιτικές, όφειλαν να επιληφθούν για την εφαρμογή μιας διάταξης: ἀλλὰ τούτοις τόν τε ὁσιώτατον ἀρχιεπίσκοπον τῆς Θεσσαλονικέων καὶ τὴν ὑπ αὐτὸν ἁγίαν τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαν καὶ τὴν σὴν ἐνδοξότητα βοηθεῖν καὶ τὴν ἐλευθερίαν αὐτοῖς ἐκδικεῖν (βλ. NJ 153, για τη Νεαρά βλ. Σ. Ν. Τρωιάνος, Δικαϊκά προβλήματα του Ανατολικού Ιλλυρικού στις ιουστινιάνειες Νεαρές, στο Χριστιανική Θεσσαλονίκη ΧΧ, υπό έκδοση).

114 34 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 11, με την οποία καθορίζονταν η περιφέρεια και τα προνόμια του αρχιεπισκόπου Πρώτης Ιουστινιανής, δηλώνεται ρητά ότι οι προαναφερθείσες έδρες δεν θα είχαν σχέση εξάρτησης από την έδρα της Θεσσαλονίκης: nulla penitus Thessalonicensi episcopo neque ad hoc communione servanda 96. Μειώθηκε λοιπόν αισθητά η εκκλησιαστική περιφέρεια της έδρας της Θεσσαλονίκης, εφόσον της απέμειναν πλέον μόνο οι εκκλησίες της ελληνόγλωσσης διοίκησης Μακεδονίας 97. Με τον τρόπο αυτό προφανώς η εκκλησιαστική της περιφέρεια απέκτησε περισσότερη ομοιογένεια και, θεωρητικά τουλάχιστον, μεγαλύτερη συνοχή. Ωστόσο ανέκαθεν η άμεση και ουσιαστική δικαιοδοσία του Θεσσαλονίκης εντοπιζόταν στην περιφέρεια της επαρχίας Μακεδονίας 98. Εκτός όμως από την προαναφερθείσα αλλαγή φαίνεται ότι επί Ιουστινιανού Α επήλθε και δεύτερη μεταβολή στο εκκλησιαστικό καθεστώς της Θεσσαλονίκης. Το 545 ο αυτοκράτορας εξέδωσε τη Νεαρά 131, στην οποία μεταξύ άλλων ορίζεται ότι ο προκαθήμενος της Πρώτης Ιουστινιανής ἐν 96 Βλ. NJ 11, (έτ. 535) ό.π : nulla communione adversus <eos> Thessalonicensi episcopo servanda. - Βλ. και Αθανάσιος Εμεσηνός, Υποτίτλωσις νεαρών : Ὥστε τὰς περὶ τὸ UIMINAKION γενομένας ὑπὸ ῥωμαίους πόλεις ὑπὸ ἰδικὸν ἀρχιεπίσκοπον εἶναι, μὴ μὴν ὑπὸ τὸν Θεσσαλονίκης. - Δεν γνωρίζουμε βέβαια αυτή η εξάρτηση ποιες ακριβώς αρμοδιότητες και τί προνόμια συνεπαγόταν για τον Θεσσαλονίκης. Είναι μάλλον παρακινδυνευμένο να προσπαθήσουμε να συναγάγουμε σχετικά συμπεράσματα βασιζόμενοι στις εξουσίες που η Νεαρά 11 καθόριζε για τον αρχιεπίσκοπο Πρώτης Ιουστινιανής (βλ. NJ 11, ), δεδομένου ότι στον ελλαδικό κυρίως χώρο ήταν ανεπτυγμένο το μητροπολιτικό σύστημα και υπήρχε έντονη αυτοσυνειδησία και προαίρεση για ισοτιμία. Το βέβαιο είναι ότι ο Θεσσαλονίκης αναγνωριζόταν ως πρωτόθρονος μεταξύ των μητροπολιτών του Ιλλυρικού. - Βλ. επίσης L. Duchesne, Illyricum 535, S. Vailhé, Annexion G. Ostrogorsky, Cities Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία R. A. Markus, Carthage - Prima Justiniana - Ravenna: An Aspect of Justinian s Kirchenpolitik, Byzantion 49 (1979) , σ C. Pietri, Illyricum 48, Βλ. επίσης ανωτ. σ. 25 και κατωτ. σ Βλ. Β. Granić, Justiniana Prima , Βλ. και Ε. Chrysos, Bischofslisten 128 κ.ε., , που επισημαίνει ότι βάσει των υπογραφών των επισκόπων που συμμετείχαν στην Ε Οικουμενική σύνοδο (553) οι εκκλησίες των διοικήσεων Μακεδονίας και Δακίας δεν εμφανίζονται ως μια ενιαία εκκλησιαστική περιφέρεια. - Βλ. και G. Dagron, Illyricum 3. - Για τον διαχωρισμό του Ιλλυρικού σε λατινόφωνο και ελληνόφωνο βλ. C. Jireček, Geschichte der Serben, τ. Ι, Gotha 1911, σ Β. Granić, Justiniana Prima P. Lemerle, Philippes B. Gerov, Die lateinisch-griechische Sprachgrenze auf der Balkanhalbinsel, Sprachen im römischen Reich der Kaiserzeit, Köln 1980, σ I. Καραγιαννόπουλος, Διοικ. σύστημα 6 σημ Βλ. ενδεικτικά τις υπογραφές των επισκόπων της Μακεδονίας στη Ληστρική σύνοδο (Latrocinium) της Εφέσου (449), από όπου καθίσταται φανερό ότι ανήκαν σε μια ενιαία εκκλησιαστική περιφέρεια: Φιλίππων (59 ος ), Δοβήρου (60 ος ), Σερρών (61 ος ), Κασσανδρείας (62 ος ), Βεροίας (63 ος ) - ο επίσκοπος Ηράκλειας Λύγκου εκπροσωπούσε τον Θεσσαλονίκης, γι αυτό και κατατάσσεται υψηλά στην ιεραρχία. Το ίδιο προκύπτει και από τις υπογραφές στην Δ Οικουμενική σύνοδο (451): Φιλίππων (384 ος ), Δοβήρου (385 ος ), Σερρών (386 ος ), Στόβων (387 ος ), Βαργάλων (388 ος ), Παρθικουπόλεως (389 ος ), Θάσου (391 ος ). - Βλ. Ε. Honigmann, Lists 34-35, Βλ. και Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 151 κ.ε.

115 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 35 αὐταῖς ταῖς ὑποκειμέναις αὐτῷ ἐπαρχίαις τὸν τόπον ἐπέχειν αὐτὸν τοῦ ἀποστολικοῦ Ῥώμης θρόνου κατὰ τὰ ὁρισθέντα ὑπὸ τοῦ ἁγίου πάπα Βιγιλίου 99. Ο πάπας Βιγίλιος ( ) είχε επιτύχει λοιπόν να αναγνωριστεί επίσημα η δικαιοδοσία του πατριαρχείου Ρώμης τουλάχιστον σε ένα τμήμα του Ιλλυρικού και να επισημοποιηθεί ο θεσμός του βικαριάτου. Θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι παράλληλα επικυρώθηκαν οι παπικές αξιώσεις και για το νότιο τμήμα του Ιλλυρικού με αποστολικό βικάριο τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης 100. Πράγματι, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης φέρει στο εξής τον τίτλο του βικαρίου, ενώ καταλαμβάνει διακεκριμένη θέση στις Οικουμενικές συνόδους υπογράφοντας αμέσως μετά τους πατριάρχες 101. Ωστόσο οι πάπες προτιμούσαν στο εξής την απευθείας συνεργασία με τους μητροπολίτες της κάθε επαρχίας. Η στάση αυτή δεν αποκλείεται να υπαγορεύτηκε και από την επιθυμία των μητροπολιτών του Ιλλυρικού για ισοτιμία, όπως επισημαίνει ο P. Lemerle 102. Επίσης στις παπικές επιστολές του β μισού του 6 ου αι. δεν γίνεται αναφορά σε ευρείες εξουσίες του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ως βικαρίου 103 υποδηλώνεται απλώς η ανώτερη ιεραρχική του θέση σε σχέση με τους υπόλοιπους μητροπολίτες του Ιλλυρικού. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας ( ) ε- 99 Βλ. NJ 131.3, (έτ. 545). 100 Βλ. L. Duchesne, Illyricum , Β. Granić, Justiniana Prima F. Dvornik, Lutte Χ. Παπαδόπουλος, Πρωτείον P. Lemerle, Philippes Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία Α. Αγγελόπουλος, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Σ. Τρωιάνος - Γ. Πουλής, Εκκλ. Δίκαιο C. Pietri, Illyricum 49, C. Fürst, Θεσσαλονίκη Πρβ. Ε. Chrysos, Bischofslisten 130. Πρβ. Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας 42, 43, που δεν κάνει λόγο για αναγνώριση του βικαριάτου Θεσσαλονίκης από τον αυτοκράτορα, αλλά απλώς για υπαγωγή των εκκλησιών της διοίκησης Μακεδονίας στη δυτική εκκλησία. - Βλ. και J. Koder - F. Hild, Hellas-Thessalia 80, όπου αναφέρεται ότι οι μητροπολίτες Κορίνθου, Γορτύνης και Αθήνας ονομάζονταν αποστολικοί βικάριοι ή λεγάτοι, προκειμένου να επιβεβαιώνεται η επιρροή του πάπα στην περιοχή. 101 Βλ. Mansi 9, col. 173 B-C Ε. Chrysos, Bischofslisten 26 (αρ. 7), 41 (αρ. 4) (553). - Mansi 11, col. 640 D-E (680/681). - Mansi 11, col. 988 E -989 A H. Ohme, Quinisextum αρ. 1-8 (691/692). - Βλ. και S. Vailhé, Annexion O. Tafrali, Θεσσαλονίκη 316 σημ J. Zeiller, Premiers siècles Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Βέβαια ο Θεσσαλονίκης απαντά αμέσως μετά τους πατριάρχες και στους επισκοπικούς καταλόγους παρουσιών, ψήφων και υπογραφών στην Δ Οικουμενική σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451 (βλ. κατωτ. σ. 48 και σημ. 144). Ωστόσο δεν υπογράφει ως βικάριος της αποστολικής εκκλησίας της Ρώμης. Στη φάση αυτή η προωθημένη ιεραρχική κατάταξή του οφείλεται μάλλον στη διακεκριμένη θέση του στο πλαίσιο των εκκλησιών του Ιλλυρικού. 102 P. Lemerle, Philippes 249: «il est probable que ce régime heurtait moins les sentiments égalitaires des évêques illyriens». - Βλ. και C. Pietri, Illyricum Αντιθέτως σε παπικές επιστολές προς τον αρχιεπίσκοπο Πρώτης Ιουστινιανής και τους υπαγόμενους σ αυτόν μητροπολίτες γίνεται μνεία των εξουσιών του. - Βλ. S. Vailhé, Annexion F. Dvornik, Lutte 65.

116 36 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου πέπληξε τον Θεσσαλονίκης, διότι αναμείχθηκε σε υπόθεση του Κερκύρας. Δεν επήλθε λοιπόν ουσιαστική αναβίωση του θεσμού του βικαριάτου και ο τίτλος του βικαρίου ήταν μόνο τιμητικός 104. Γεγονός πάντως είναι ότι από το β μισό του 6 ου αι. οι εκκλησιαστικές έδρες του Ιλλυρικού υπάγονταν α- ναμφισβήτητα πλέον στη δικαιοδοσία του πάπα. Όπως προκύπτει από επίσημα έγγραφα, οι πάπες είχαν υπό την κηδεμονία τους το Ιλλυρικό οπωσδήποτε ως τα τέλη του 7 ου αι Από το 602 βέβαια η Πρώτη Ιουστινιανή δεν απαντά στις πηγές, γεγονός που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι είχε την ίδια μοίρα με τις άλλες πόλεις του βόρειου τμήματος της επαρχότητας Ιλλυρικού, οι οποίες καταλήφθηκαν ή καταστράφηκαν από βαρβαρικά φύλα 106. Κατά τον F. Dvornik, όσες επισκοπές αυτού του τμήματος επιβίωσαν υπήχθησαν στη δικαιοδοσία του Θεσσαλονίκης 107. Ως τα τέλη του 7 ου αι. ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης έφερε τον τίτλο του αποστολικού βικαρίου. Ο πάπας Μαρτίνος ( ) μάλιστα επέπληξε τον Παύλο Θεσσαλονίκης, επειδή σε επιστολή του προς τον ίδιο δεν χρησιμοποίησε τον τίτλο του 108. Ακόμη στην Στ Οικουμενική σύνοδο (680/1) ο Θεσσαλονίκης λαμβάνει μέρος ως εκπρόσωπος της δυτικής εκκλησίας και υπογράφει: Ἰωάννης ἐλέῳ Θεοῦ ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης καὶ βικάριος τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου Ῥώμης καὶ ληγητάριος ὁρίσας ὑπέγραψα Βλ. L. Duchesne, Illyricum L. Petit, Evêques I S. Vailhé, Annexion J. Zeiller, Premier siècles P. Lemerle, Philippes 247, Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία Α. Αγγελόπουλος, Εκκλησία Θεσσαλονίκης 105, C. Pietri, Illyricum 50 κ.ε. - C. Fürst, Θεσσαλονίκη Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Βλ. L. Duchesne, Illyricum Βλ. και S. Vailhé, Annexion Ο. Tafrali, Θεσσαλονίκη P. Lemerle, Philippes Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία C. Pietri, Illyricum 54 κ.ε. - C. Fürst, Θεσσαλονίκη C. Frazee, Balkans 213 κ.ε. 106 Βλ. Β. Granić, Justiniana Prima F. Dvornik, Lutte L. Maksimović, Illyricum D. Pallas, Illyricum C. Frazee, Balkans 213. Αντιθέτως βλ. Γ. Κονιδάρης, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης Χ. Παπαδόπουλος, Πρωτείον 109 και Εκκλησία Ελλάδος Χ. Τζώγας, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης Σ. Τρωιάνος - Γ. Πουλής, Εκκλ. Δίκαιο 197, που αναφέρουν ότι η αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής καταργήθηκε μετά τον θάνατο του ιδρυτή της. 107 Βλ. F. Dvornik, Lutte Βλ. και Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία Α. Αγγελόπουλος, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Βλ. L. Duchesne, Illyricum S. Vailhé, Annexion Βλ. Mansi 11, 640 Ε, 669 Α. - Βλ. και L. Duchesne, Illyricum 532, L. Petit, Evêques I S. Vailhé, Annexion O. Tafrali, Θεσσαλονίκη P. Lemerle, Philippes 248 σημ Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία 121 σημ C. Fürst, Θεσσαλονίκη C. Frazee, Balkans 216.

117 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 37 Ωστόσο η μητρόπολη Θεσσαλονίκης από τα τέλη του 4 ου αι. φαίνεται ότι διαρκώς διχαζόταν μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Η πολιτική, γεωγραφική, ιστορική και γλωσσική συνάφεια της περιφέρειάς της επέβαλλε ή έστω υπαγόρευε τη σύμπλευση με τη θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα και του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως 110. Ενδεικτική άλλωστε ήταν η στάση που τήρησαν οι μητροπολίτες της κατά τη διάρκεια του Ακακιανού σχίσματος. Η σύμπνοια με την Κωνσταντινούπολη σε επίμαχα θεολογικά ζητήματα συνεχίστηκε και στο μέλλον, ακόμη και όταν η Ρώμη τηρούσε αντίθετη στάση 111. Η έλξη που υφίσταντο οι εκκλησίες του Ιλλυρικού 112 προς την Κωνσταντινούπολη επισφραγίστηκε τελικά με την προσάρτησή τους στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τον 8 ο αι Οι περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι η εκκλησιαστική μεταβολή συνέβη γύρω στο επί Λέοντος Γ Ισαύρου ( ) 114 στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης του πάπα με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα για το ζήτημα της εικονομαχίας και την απόσπαση από τον Λέοντα των παπικών πατριμωνίων στη Σικελία και την Καλαβρία Βλ. Χ. Παπαδόπουλος, Επισκόπησις Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία Ι. Αναστασίου, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Βλ. και Ε. Chrysos, Bischofslisten Βλ. και Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 171 κ.ε. 112 Ορισμένοι μελετητές επισημαίνουν ότι το λατινόφωνο (βόρειο) τμήμα του Ιλλυρικού, που από το 535 ανήκε στη δικαιοδοσία της Πρώτης Ιουστινιανής, φαίνεται ότι υφίστατο περισσότερο την επιρροή του πατριαρχείου Ρώμης, από ό,τι το ελληνόφωνο τμήμα υπό τη δικαιοδοσία του Θεσσαλονίκης, το οποίο εμφανίζεται πιο πειθήνιο στην εκκλησιαστική πολιτική του αυτοκράτορα και του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. - Βλ. Β. Granić, Justiniana Prima Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία Α. Αγγελόπουλος, Εκκλησία Θεσσαλονίκης C. Pietri, Illyricum 52 κ.ε. 113 Βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Απόσπαση Ιλλυρικού 205 κ.ε., όπου οι θεωρίες σχετικά με τη χρονολογία προσάρτησης του Ιλλυρικού στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. - Βλ. και Αλκ. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης Ι Βλ. F. Dölger - A. Müller - A. Beihammer, Reg. 301 (731, ca. aug.). - M. Anastos, The Transfer of Illyricum, Calabria and Sicily to the jurisdiction of the Patriarchate of Constantinople in , Studi Bizantini e Neoellenici 9, Silloge Bizantina in onore di Silvio Giuseppe Mercati, Roma 1957, σ Βλ. και S. Vailhé, Annexion O. Tafrali, Θεσσαλονίκη 185, F. Dvornik, Lutte 60, 66-67, 68, Χ. Παπαδόπουλος, Πρωτείον Γ. Κονιδάρης, Μητροπόλεις 3, 26, 83 Εκκλησία Θεσσαλονίκης 156 Μητρόπολις Θεσσαλονίκης 1030, P. Lemerle, Philippes Ι. Αναστασίου, Εκκλ. Ιστορία 408, 459, Χ. Τζώγας, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία 35, 122, Α. Αγγελόπουλος, Εκκλησία Θεσσαλονίκης , Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Μακεδονία Π. Ροδόπουλος, Εκκλ. οργάνωσις Ε. Κουντούρα-Γαλάκη, Ιεραρχία 68, 69, 72 και πολλοί άλλοι. - Η F. Papazoglou (Villes 27), χωρίς να εξηγεί τον λόγο, τοποθετεί την ένταξη των εκκλησιών του Ιλλυρικού στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στο Η σύγκρουση του πάπα με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα φαίνεται ότι δεν είχε μόνο θρησκευτική αλλά και οικονομικό-πολιτική βάση. - Βλ. σχετικά F. Masai, Isauriens 197 κ.ε. - Μ. Anastos, Leo III s Edict against the Images in the Year and Italo-byzantine Relations between 726

118 38 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Ο V. Grumel ωστόσο θεωρεί ότι η απόσπαση του Ιλλυρικού από τη ρωμαϊκή εκκλησία έγινε επί πάπα Στεφάνου Β ( ), μετά την κατάλυση του εξαρχάτου της Ραβέννας από τους Λομβαρδούς και τον τερματισμό της βυζαντινής κυριαρχίας στην Ιταλία (751). Την άποψή του ασπάζονται αρκετοί επίσης μελετητές 116. Το πρόβλημα είναι δύσκολο να απαντηθεί, δεδομένου ότι ούτε οι λατινικές ούτε οι βυζαντινές πηγές αναφέρονται σαφώς στο γεγονός της α- πόσπασης της εκκλησίας του Ιλλυρικού από τη δυτική εκκλησία. Οι μελετητές προσπαθούν από έμμεσες αναφορές να συναγάγουν συμπεράσματα, τα οποία ωστόσο δεν μπορούν να είναι ασφαλή 117. Σχετικά πιο πρόσφατα ο Ι. Καραγιαννόπουλος πρότεινε μια πειστική λύση στο πρόβλημα. Οι πηγές σιωπούν, διότι η απόσπαση έγινε σταδιακά και ανεπίσημα λόγω της πολιτικής αλληλεξάρτησης που υπήρχε μεταξύ του πάπα και του Βυζαντίου ακόμη και μετά την κατάλυση του εξαρχάτου της Ραβέννας 118. and 730, Polychordia. Festschrift F. Dölger zum 75. Geburtstag, BF 3 (1968) 5-41, σ. 24 κ.ε., 34, J. T. Hallenbeck, The Roman-byzantine Reconciliation of 728: Genesis and Significances, BZ 74 (1981) 29-41, σ Βλ. V. Grumel, L annexion de l Illyricum oriental, de la Sicile et de la Calabre au Patriarcat de Constantinople. Le témoignage de Théophane le Chronographe, Recherches de Science Religieuse 40, Mélanges Jules Lebretton II, Paris , σ Cause et date de l annexion de l Illyricum oriental de la Sicile et de la Calabrie au patriarcat byzantin, Studi Bizantini e Neoellinici 7, 1953 (= Atti dello VIII Congresso Internazionale di Studi Bizantini, Palermo 3-10 Aprile 1951), σ. 376 κ.ε. - V. Laurent, βιβλιοκρισία, ΒΖ 45 (1952) R. Janin, Église latine F. Masai, Isauriens 203 σημ C. Frazee, Balkans 219 κ.ε. - Πρβ. Ν. Τωμαδάκης, Εκκλησία Κρήτης 69. Άλλωστε σε ορισμένα εκκλησιαστικά τακτικά του 9 ου αι. η απόσπαση των εκκλησιών του Ιλλυρικού από τη δικαιοδοσία του πατριαρχείου Ρώμης αιτιολογείται ως εξής: διὰ τὸ ὑπὸ τῶν ἐθνῶν κατέχεσθαι τὸν πάπαν τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης. - Βλ. Νοt και Πρβ. C. Fürst, Θεσσαλονίκη 131: «αυτό υποδηλώνει μιαν εποχή μετά το Λέοντα Γ». - Αντιθέτως βλ. Γ. Κονιδάρης, Εκκλ. Ιστορία 29-30, που θεωρεί ότι η επισήμανση των εκκλησιαστικών τακτικών ήταν μια «μεταγενέστερη διπλωματική δικαιολογία της αποσπάσεως» που έγινε επί Λέοντα Γ. Βέβαια η άποψη του μελετητή βασίζεται στο γεγονός ότι αντιμετωπίζει τα εκκλησιαστικά τακτικά ως επίσημα κείμενα της πατριαρχικής γραμματείας (για το ζήτημα αυτό βλ. κατωτ. σ. 44 κ.ε.). 117 Βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Απόσπαση Ιλλυρικού Βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Απόσπαση Ιλλυρικού 216: «Η απομάκρυνση λόγω αντιπαράθεσης Ρώμης και Βυζαντίου οδήγησε σε ψυχρότητα. Η απομάκρυνση εξελίχθηκε σε μια αποστασιοποίηση και έναν υπολανθάνοντα διαχωρισμό που και τα δύο μέρη είχαν συμφέρον να μην επισημοποιήσουν και καταστήσουν οριστικό Η ανεπίσημη αυτή κατάσταση διατηρήθηκε καθ όλο τον 8 ο αι. και γι αυτό ούτε οι πάπες έκαναν λόγο γι αυτήν, ούτε οι Βυζαντινοί την θεωρούσαν οριστική. Η αμοιβαία και προϊούσα αποξένωση των δύο κόσμων κατέληξε τέλος είτε με πρωτοβουλία του πάπα είτε των Βυζαντινών σε μια δημόσια διαπίστωση της κατάστασης αυτής, όπως την παραδίδει η Notitia του Βασιλείου Α του 860 και η επιστολή του πάπα Νικολάου». - Βλ. και P. Lemerle, Philippes 241: «Cette évolution était logique : il y aurait lieu plutot de s étonner qu elle

119 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 39 Πάντως τελευταία αναφορά στο αποστολικό βικαριάτο της Θεσσαλονίκης, με ακριβή μάλιστα προσδιορισμό της περιφέρειας υπό τη δικαιοδοσία του, γίνεται το 860 από τον πάπα Νικόλαο Α ( ) σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ ( ). Επρόκειτο ωστόσο πλέον για κενές αξιώσεις και άκαρπες προσπάθειες αναβίωσης του παλαιού εκκλησιαστικού καθεστώτος 119. Η σύγκρουση των πατριαρχείων Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως για τη δικαιοδοσία στη Βαλκανική εξακολουθούσε να υφίσταται τουλάχιστον ως τα τέλη του 9 ου αι., όπως δείχνει και το ζήτημα του εκχριστιανισμού των Σλάβων και των Βουλγάρων 120. Ο πατριάρχης Φώτιος από την άλλη στη σύνοδο του 879, που συγκροτήθηκε για την άρση του αφορισμού του, απέρριψε κατηγορηματικά την απαίτηση της δυτικής εκκλησίας που διατυπώθηκε εκ νέου από τους αποκρισιαρίους του πάπα Ιωάννη Η ( ), να επιστραφεί δηλαδή το Ιλλυρικό στη δικαιοδοσία της, δεδομένου ότι το Ιλλυρικό υπαγόταν διοικητικά στην Κωνσταντινούπολη 121. Το θέμα θεωρούνταν λήξαν για τους Βυζαντινούς, για τους οποίους η αρχή της προσαρμογής της ait été si lente, et qu au VIIIe, au IXe siècle encore, les papes aient formulé avec obstination, mais sans doute sans illusion, des réclamations qui allaient à contre sens de l histoire. - J. Darrouzès, Nicée 22: les listes montrent que le rattachement à l empire se fit lentement et avec une certaine confusion». - C. Fürst, Θεσσαλονίκη H. Α. Kalligas, Byzantine Monemvasia. The Sources, Monemvasia 1990, σ Βλ. επίσης Φ. Καραγιάννη, Επισκοπικοί ναοί 60, που υιοθετεί την άποψη του Ι. Καραγιαννόπουλου. 119 Βλ. O. Tafrali, Θεσσαλονίκη F. Dvornik, Lutte Photian Schism 75-76, P. Lemerle, Philippes J. Darrouzès, Notitiae σ C. Fürst, Θεσσαλονίκη C. Frazee, Balkans Πρβ. Γ. Κονιδάρης, Εκκλ. Ιστορία Βλ. F. Dvornik, Lutte 72 κ.ε. - Γ. Κονιδάρης, Εκκλ. Ιστορία Ι. Καραγιαννόπουλος, Το ιστορικόν πλαίσιον του έργου των αποστόλων των Σλάβων, στο Κυρίλλω και Μεθοδίω, σ , ιδίως σ C. Frazee, Balkans 223 κ.ε. - Πρβ. P. Lemerle, Philippes 250 και σημ. 2. Για τον εκχριστιανισμό των Σλάβων και των Βουλγάρων και τον σχετικό ανταγωνισμό των πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης βλ. κυρίως F. Dvornik, The Slavs. Their Early History and Civilization, Boston 1956, σ. 81 κ.ε. Slaves 147 κ.ε. Les légendes de Constantin et de Méthode vues de Byzance, Prague 1933, 248 κ.ε. Photian Schism 91 κ.ε. Byzantine Missions among the Slavs, New Jersey 1970, σ. 105 κ.ε. - P. Duthilleul, L evangelisation des Slaves : Cyrille et Méthode, Tournai P. L Huillier, Les relations bulgaro-byzantines aux IXe-Xe siècles et leurs indicences ecclésiastiques, Κυρίλλω και Μεθοδίω, σ J. Bujnoch, Zwischen Rom und Byzanz, Graz Η. Döpman, Zum Streit zwischen Rom und Byzanz um die Christianisierung Bulgariens, Palaeobulgarica 5 1, Sofia 1981, σ Βλ. Mansi 17, col. 420 A : τοὺς θρόνους, οὓς ἐπιζητεῖ σου ἡ ἁγιωσύνη, τῇ τῆς βασιλικῆς ἀνατολῇ συμπεριέχονται ἀρχῇ. - Βλ. και Χ. Παπαδόπουλος, Εκκλησία Ελλάδος Γ. Κονιδάρης, Εκκλ. Ιστορία Σ. Τρωιάνος - Γ. Πουλής, Εκκλ. Δίκαιο 193.

120 40 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου εκκλησιαστικής διοικητικής οργάνωσης στην πολιτική διαίρεση ήταν θεμελιώδης Για την ταύτιση της πολιτικής και εκκλησιαστικής διοικητικής οργάνωσης βλ. 2 ο καν. Β Οικ. συνόδου, P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 2, ) ος καν. Δ Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 2, ): Εἰ δέ τις καὶ ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις ἢ καὶ αὖθις καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ τάξις ἀκολουθείτω ος καν. Πενθέκτης, P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 2, 392). - Φώτιος, Επιστολαί ΙΙΙ, επ. 290, V. Grumel, Reg. 472 [469] (861): τὰ ἐκκλησιαστικά, καὶ μάλιστά γε τὰ περὶ τῶν ἐνοριῶν δίκαια, ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις τε καὶ διοικήσεσιν συμμεταβάλλεσθαι εἴωθεν. - Βλ. και G. Every, Byzantine Patriarchate, London 1947, σ Α. Γερομιχαλός, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τ. Α : Ιστορία πρωΐμου βυζαντινής περιόδου ( ), ανατύπωση Ε, Θεσσαλονίκη 1978, 1995, σ Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Σ. Τρωιάνος - Β. Λεονταρίτου, Οργάνωση των εκκλησιών και διεθνείς σχέσεις, Αθήνα - Κομοτηνή 1997, σ. 25 κ.ε. - Σ. Τρωιάνος - Γ. Πουλής, Εκκλ. Δίκαιο 193,

121 Μ Ε Ρ Ο Σ Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (ΜΕΣΑ 8 ου ΑΙ.-1430)

122

123 1. Η θέση της μητρόπολης Θεσσαλονίκης στην εκκλησιαστική ιεραρχία Οι απόψεις των μελετητών για τη χρονολόγηση της προσάρτησης της εκκλησίας του Ιλλυρικού στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως διχάζονται. Κατ άλλους η υπαγωγή έγινε μια δεδομένη χρονική στιγμή επί Λέοντα Γ ή επί Κωνσταντίνου Ε, ενώ κατ άλλους έγινε ανεπίσημα και σταδιακά και αποτέλεσε την αναπόφευκτη συνέπεια της μακροχρόνιας πολιτικής και εκκλησιαστικής διάστασης μεταξύ της Παλαιάς και της Νέας Ρώμης. Γεγονός πάντως είναι ότι η ένταξη των λεγόμενων δυτικών μητροπόλεων του Ιλλυρικού, της Σικελίας και της Καλαβρίας δεν συνοδεύτηκε από σαφή καθορισμό της ιεραρχικής τους τάξης. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό κατά την Ζ Οικουμενική σύνοδο (787). Στα πρακτικά της συνόδου είναι εμφανής η αμηχανία της πατριαρχικής γραμματείας όσον αφορά την ασαφή ιεραρχική θέση των παραπάνω εκκλησιαστικών εδρών. Σύμφωνα με τον J. Darrouzès φαίνεται μάλιστα να υπερεκτιμώνται. Ο ίδιος μελετητής σχολιάζει: «Une chose est certaine: ces sièges ne sont pas encore intégrés totalement dans le système administratif des métropoles du patriarcat» 123. Πράγματι, ο πατριάρχης Νικόλαος Α Μυστικός ( , ) ρητά αναφέρει ότι κανένα μέτρο αναδιοργάνωσης της εκκλησιαστικής ιεραρχίας δεν είχε ληφθεί ως τα τέλη του 9 ου αι., προκειμένου οι μητροπόλεις των δυτικών επαρχιών να ενταχθούν στην τάξη προκαθεδρίας του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως 124. Το γεγονός ότι στα τέλη του 8 ου και ως τις αρχές του 10 ου αι. δεν είχε ακόμη καθοριστεί η ιεραρχική τους τάξη επιβεβαιώνει την άποψη του Ι. Καραγιαννόπουλου, ότι δηλαδή η απόσπαση των εκκλησιών του Ιλλυρικού από τη δικαιοδοσία της Ρώμης έγινε σταδιακά και ανεπίσημα Βλ. J. Darrouzès, Nicée 22 κ.ε., ιδίως 24 (χωρίο). - Βλ. και V. Laurent, Métropole d Athènes 58, Πρβ. J. Gouillard, Synodikon Βλ. Not Βλ. και J. Darrouzès, Nicée 22 Notitiae σ. 18, 52, Δεν θα πρέπει βέβαια να συγχέουμε την ενσωμάτωση των δυτικών εδρών στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, που έγινε σταδιακά, με τον σαφή και οριστικό καθορισμό της ιεραρχικής τους τάξης στις αρχές του 10 ου αι. Στην πατριαρχική πράξη του Νικολάου Μυστικού με την οποία εξαγγέλλεται ο καθορισμός της ιεραρχικής τάξης των δυτικών μητροπόλεων αναφέρεται ότι οι εν λόγω έδρες υπάγονταν ἐκ παλαιοῦ στο πατριαρχείο. Απλώς ως τις αρχές του 10 ου αι. δεν είχε αναπροσαρμοστεί η εκκλησιαστική ιεραρχία, ώστε να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες. - Βλ. επίσης την επιστολή που απηύθυνε ο πατριάρχης Ταράσιος στον πάπα Αδριανό Α μετά τη συγκρότηση της Ζ Οικουμενικής συνόδου, όπου αναφέρεται ότι η σύνοδος απαρτίστηκε από τους αποκρισιαρίους του πάπα, τους αντιπροσώπους των πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Αντιοχείας

124 44 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Βέβαια στα εκκλησιαστικά τακτικά (Notitiae Εpiscopatuum) του 9 ου αι. γίνεται μια προσπάθεια να ενσωματωθούν οι δυτικές εκκλησίες στην τάξη προκαθεδρίας. Ωστόσο σύμφωνα με τον εκδότη τους J. Darrouzès δεν πρόκειται για επίσημα έγγραφα του πατριαρχικού χαρτοφυλακίου αλλά για συμπιλήματα ανώνυμων ιδιωτών. Η διστακτικότητα των συντακτών είναι έκδηλη, δεδομένου ότι ταυτόχρονα προσπαθούν να μη διαταράξουν την ισχύουσα ιεραρχική τάξη του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως 126. Συγκεκριμένα, η Νotitia 2 που συντάχθηκε στο α τέταρτο του 9 ου αι. 127 αντικατοπτρίζει τις αλλαγές που έγιναν τον 8 ο αι. στην εκκλησιαστική διοίκηση, εφόσον προσθέτει οκτώ μητροπόλεις του Ιλλυρικού στον κατάλογο των τριάντα τριών μητροπόλεων του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως της Notitia 1 (Ψευδο-Επιφανίου), που επίσης συντάχθηκε τον 9 ο αι Τέσσερις από αυτές, οι έδρες των Αθηνών, Πατρών, Λαρίσης και Φιλίππων, τοποθετούνται στις τελευταίες ιεραρχικές θέσεις, καταλαμβάνουν δηλαδή την 34 η -37 η τάξη αντίστοιχα. Ωστόσο οι μητροπόλεις 129 Γορτύνης, Κορίνθου, Συρακουσών και Θεσσαλονίκης παρεμβάλλονται εμβόλιμα μεταξύ της 9 ης και 10 ης ιεραρχικής θέσης, δηλαδή μεταξύ των μητροπόλεων Χαλκηδόνος και Σίδης 130. Το γεγονός ότι δεν καταλαμβάνουν συγκεκριμένη θέση υποδηλώνει ότι η ένταξή και από τους αρχιερείς που ανήκαν στη δικαιοδοσία του Κωνσταντινουπόλεως. Είναι προφανές ότι οι συμμετέχοντες αρχιερείς των λεγόμενων δυτικών εδρών συμπεριλαμβάνονται στη φράση συναθροισθέντων πάντων τῶν θεοφιλῶν ἐπισκόπων τῆς ἐνταῦθα διοικήσεως. - Βλ. Mansi 13, col. 459 B (= PG 98, col D ) V. Grumel, Reg. 359 (Οκτ. 787). - Βλ. επίσης Θεοφάνης : Τῷ δ αὐτῷ ἔτει ἀποστείλαντες οἱ βασιλεῖς προσεκαλέσαντο πάντας τοὺς ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν αὐτῶν ἐπισκόπους, καταλαβόντων καὶ τῶν ἀπὸ τῆς Ῥώμης πεμφθέντων ὑπὸ τοῦ πάπα Ἀδριανοῦ γραμμάτων τε καὶ ἀνθρώπων καὶ τοῦ Ἀντιοχείας καὶ Ἀλεξανδρείας. - Βλ. και J. Darrouzès, Nicée Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 14, 18-19, 32-33, 42 κ.ε., 51, 52 Édition , Βλ. και τα σχόλια του V. Laurent, Μétropole d Athènes 59 κ.ε., 65, 72 για τα εκκλησιαστικά τακτικά που αργότερα εκδόθηκαν κριτικά από τον J. Darrouzès υπό τον αριθμό 2, 3 και 4. - Βλ. επίσης Ε. Κουντούρα-Γαλάκη, Ιεραρχία Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ J. Koder, Βιβλιοκρισία «Notitiae» Βλ. και V. Laurent, Métropole d Athènes Για τη χρονολόγηση της Notitia 1 βλ. J. Darrouzès, Édition Αντιθέτως ο J. Koder (Βιβλιοκρισία «Notitiae» 400) τοποθετεί το τακτικό στον 7 ο αι. Ο J. Darrouzès (Notitiae σ. 8-9) εξηγεί ότι η Notitia 1 δεν συντάχθηκε τον 7 ο αι., αλλά αντικατοπτρίζει την κατάσταση στην εκκλησιαστική ιεραρχία της εποχής εκείνης, καθώς βασίζεται σε ένα τακτικό του 7 ου αι. 129 Αναγράφονται ως αρχιεπισκοπές σύμφωνα με την ορολογία της δυτικής εκκλησίας. - Βλ. V. Laurent, Μétropole d Athènes J. Darrouzès, Notitiae σ Βλ. Not , Όπως επισημαίνει ο εκδότης (Notitiae σ. 14), ο συντάκτης του τακτικού αγνοεί τις ακριβείς ονομασίες των πολιτικών και εκκλησιαστικών διαιρέσεων. Κάνει λόγο για μητρόπολη Κρήτης και Σικελίας, αντί για Γορτύνης και Συρακουσών, για επαρχίες Νήσου εννοώντας άλλοτε την Κρήτη και άλλοτε τη Σικελία, για επαρχία Πελοποννήσου αναφερόμενος στο θέμα Ελλάδος κ.ά.

125 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 45 τους στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ήταν σχετικά πρόσφατη και ότι ακόμη δεν είχε καθοριστεί επακριβώς η ιεραρχική τους τάξη 131. Προφανώς ο συντάκτης του τακτικού αναγνωρίζει ότι η σημασία των εδρών αυτών είναι μεγάλη, γι αυτό και τις τοποθετεί μεταξύ των ανώτερων ιεραρχικά μητροπόλεων 132. Oι συντάκτες των Notitiae 4, 5 και 6, οι οποίες χρονολογούνται στο β μισό του 9 ου αι. 133, δεν κάνουν ανάλογη απόπειρα να αξιολογήσουν τις δυτικές μητροπόλεις. Συγκεκριμένα, τις τοποθετούν ομαδικά στο τέλος του καταλόγου των μητροπόλεων χωρίς συγκεκριμένη ιεραρχική κατάταξη 134. Επί- 131 Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ Αντιθέτως βλ. Γ. Κονιδάρης, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης 1036, που αντιμετωπίζει το τακτικό ως επίσημο έγγραφο και σχολιάζει: «Άξιον ιδιαιτέρας σημειώσεως είναι το γεγονός ότι εν τη «τάξει προκαθεδρίας» των μητροπολιτών του Πατριαρχείου δεν κατέλαβε κατ αρχάς την αρμόζουσαν θέσιν (ενν. ο Θεσσαλονίκης), ετέθη μάλιστα μετά τον μητροπολίτην Γόρτυνος της Κρήτης βραδύτερον όμως εβελτίωσε την θέσιν αυτού και κατέστη και πάλιν από του τέλους του θ αιώνος ο επισημότατος των θρόνων της Εκκλησίας της Ελλάδος». - Βλ. και του ιδίου, Μητροπόλεις 41, Χ. Τζώγας, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης Πρβ. Ε. Κουντούρα-Γαλάκη, Ιεραρχία 68-70, που θεωρεί πιθανό η Notitia 2 να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες, που δημιουργήθηκαν με την προσάρτηση των νέων μητροπόλεων στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Υποστηρίζει μάλιστα ότι συντάχθηκε, για να χρησιμοποιηθεί στη σύνοδο του 754. Την αντιμετωπίζει λοιπόν ως επίσημο κείμενο της πατριαρχικής γραμματείας και την τοποθετεί μεταξύ 733 και 754. Σύμφωνα όμως με τον εκδότη (J. Darrouzès, Notitiae σ. 14, 18-19), δεν πρόκειται για επίσημο εκκλησιαστικό έγγραφο, αλλά για ένα μεταγενέστερο ερασιτεχνικό συμπιληματικό έργο ενός ιδιώτη. 132 Βέβαια αξίζει να αναφέρουμε ότι ο εκδότης (Notitiae σ. 14 και σημ. 2) θεωρεί πιθανό αρχικά και οι οκτώ δυτικές μητροπόλεις να αποτελούσαν μια ομάδα σε δύο στήλες υπό τον τίτλο Ἀπὸ τούτων οἱ ἀρχιεπίσκοποι, όπως δηλαδή μας τις παραδίδει το χειρόγραφο Taurinensis B II 26 (105), f. 506 v -508 (11 ος -12 ος αι.). Άλλωστε και οι Notitiae 4 και 5 παραθέτουν τις εν λόγω μητροπόλεις ως σύνολο (βλ. κατωτ. σημ. 134). Αργότερα χωρίστηκαν οι δύο στήλες προφανώς από σφάλμα αντιγραφέα και έτσι οι τέσσερις μητροπόλεις της πρώτης στήλης τοποθετήθηκαν μεταξύ της 9 ης και 10 ης θέσης χωρίς αρίθμηση και οι τέσσερις υπόλοιπες τοποθετήθηκαν στο τέλος του καταλόγου των μητροπόλεων με αρίθμηση. Χωρίς να απορρίπτουμε αυτό το ενδεχόμενο, που όντως προβάλλει ευλογοφανές, θεωρούμε ότι ίσως θα έπρεπε να θεωρήσουμε την αλλαγή της διάταξης ηθελημένη επέμβαση του αντιγραφέα και όχι εκ παραδρομής. Έτσι πιθανόν να εξηγείται και η σημείωση στην ώα του χειρογράφου Neapolitanus (Farnesinus) II C4, f (13 ος αι.), που σχετίζεται με την προσθήκη των τεσσάρων μητροπόλεων: + καὶ πάνυ καλὸν καὶ ἀρέσκον ἡμῖν (βλ. Not. 2.13, κριτικό υπόμνημα). 133 Για τη χρονολόγηση βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ , J. Koder, Βιβλιοκρισία «Notitiae» Η Notitia 4 (στ. 39, ) αναφέρει τους εξής μητροπολίτες: ὁ Θεσσαλονίκης, ὁ Συρακούσης, ὁ Κρήτης, ὁ Κορίνθου, ὁ τοῦ Ῥηγίου, ὁ Νικοπόλεως, ὁ Ἀθηνῶν, ὁ Πατρῶν. Η Notitia 5 (στ ) προσθέτει και τη μητρόπολη Λαρίσης. Η Notitia 6 (στ ) αναφέρει τις μητροπόλεις με διαφορετική σειρά, ενώ παραλείπει τη μητρόπολη Κρήτης (δηλαδή Γορτύνης) και προσθέτει την αρχιεπισκοπή Ιδρούντος (Οτράντο). - Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 43, Πρβ. Γ. Κονιδάρης, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης Χ. Τζώγας, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης 452.

126 46 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου σης, επισημαίνουν ότι αυτές ανήκουν πλέον στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως διὰ τὸ ὑπὸ τῶν ἐθνῶν κατέχεσθαι τὸν πάπαν τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης 135. Αντιθέτως ο συντάκτης της Notitia 3 (τέλη 9 ου αι. 136 ) προσπαθεί να εντάξει πιο συστηματικά τις δυτικές μητροπόλεις στην ιεραρχία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Επαναλαμβάνουμε ωστόσο ότι δεν πρόκειται για ένα επίσημο εκκλησιαστικό έγγραφο και συνεπώς δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε αβασάνιστα όλα τα στοιχεία που περιέχει. Για να κατατάξει τις τριάντα έξι πρώτες μητροπόλεις, ο συντάκτης στηρίχθηκε βασικά στον κατάλογο των αρχιερέων που συμμετείχαν στην Ζ Οικουμενική σύνοδο 137. Έτσι η μητρόπολη Θεσσαλονίκης καταλαμβάνει την 11 η θέση σε σύνολο σαράντα εννέα ε- δρών 138. Οπωσδήποτε αυτή δεν ήταν η ακριβής θέση της στην τάξη προκαθεδρίας, δεδομένου ότι στη σύνοδο δεν συμμετείχαν όλοι οι μητροπολίτες που υπάγονταν στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ωστόσο είναι προφανές ότι αναγνωριζόταν στη Θεσσαλονίκη διακεκριμένη θέση στην εκκλησιαστική ιε- 135 Βλ. Not Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae σ. 38, Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας Στη Notitia 4 ο σχετικός κατάλογος των μητροπόλεων του Ιλλυρικού τοποθετείται ξανά, μετά το τέλος του καταλόγου των επισκοπών της κάθε μητρόπολης. - Βλ. Not και J. Darrouzès, Notitiae σ. 38, 260 σημ Για τη χρονολόγηση του τακτικού βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ J. Koder, Βιβλιοκρισία «Notitiae» Πρόκειται για την αποκαλούμενη ως Notitia των εικονοκλαστών, που περιλαμβάνεται στον κώδικα Parisinus Graecus 1555 A. O Γ. Κονιδάρης και παλαιότεροι μελετητές (βλ. Μητροπόλεις 26 κ.ε., 83 κ.ε.) την τοποθετούν στα χρόνια του Λέοντα Γ Ίσαυρου και την αντιμετωπίζουν ως επίσημο κείμενο της πατριαρχικής γραμματείας. Η Ε. Κουντούρα-Γαλάκη (Ιεραρχία 70 κ.ε.), αν και έχει υπόψη τις αμφιβολίες που διατυπώθηκαν σχετικά με την αξιοπιστία του κειμένου, ωστόσο διαλαμβάνει τις πληροφορίες της Notitia 3 ως έγκυρες. Συνδέει μάλιστα τα δεδομένα του εκκλησιαστικού τακτικού με την εικονομαχική πολιτική των Ισαύρων καθώς και με την παγίωση του θεματικού θεσμού κατά την εποχή τους. Η ίδια τοποθετεί τη σύνταξη του τακτικού μετά το Αντιθέτως βλ. V. Laurent, Le Corpus notitiarum episcopatuum Ecclesiae orientalis graecae, Byzantion 7 (1932) , σ Métropole d Athènes 58 κ.ε. - N. A. Οικονομίδης, Ο Βίος του Aγίου Θεοδώρου Κυθήρων (10 ος αι.) (12 Μαΐου-BHG 3, αρ. 2430), Πρακτικά 3 ου Πανιονίου Συνεδρίου, Σεπτεμβρίου 1965, τ. Α, Αθήνα 1967, σ , ιδίως σ. 264 σημ. 3, σ. 269 σημ. 1, που ήδη πριν από την έκδοση του J. Darrouzès είχαν αμφισβητήσει την εγκυρότητα του συγκεκριμένου εκκλησιαστικού τακτικού. 137 Βλ. J. Darrouzès, Nicée 13, 62 Notitiae σ. 22, 32 Évêchés Βλ. και V. Laurent, Métropole d Athènes Πρβ. Γ. Κονιδάρης, Μητροπόλεις 42: «η συμφωνία του Παρισινού τακτικού εν προκειμένω και των πρακτικών της Ζ Οικ. Συνόδου είναι πλήρης» και σ. 61, Βλ. Not Βλ. και Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας Πρβ. Γ. Κονιδάρης, Εκκλ. Ιστορία Ο Θεσσαλονίκης απαντά σε δύο καταλόγους της Ζ Οικουμενικής συνόδου στον κατάλογο των παρουσιών, όπου μνημονεύεται στην 11 η θέση και στον κατάλογο των υπογραφών, όπου καταλαμβάνει την 4 η θέση. Ο J. Darrouzès (Nicée 12, 23, 24) επισημαίνει ότι ο πρώτος κατάλογος συντάσσεται από την πατριαρχική γραμματεία και έχει περισσότερες αξιώσεις εγκυρότητας από τον δεύτερο. Συνεπώς η 11 η θέση είναι πιο κοντά στην πραγματική τάξη της μητρόπολης Θεσσαλονίκης από ό,τι η 4 η θέση.

127 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 47 ραρχία, εφόσον τοποθετείται υψηλότερα ακόμη και από τις μητροπόλεις Χαλκηδόνος (9 η τη τάξει) και Σίδης (10 η τη τάξει) 139. Στις αρχές του 10 ου αι. ο Νικόλαος Μυστικός εξέδωσε μια πατριαρχική πράξη, με την οποία δημοσιοποιούνταν ένας επίσημος κατάλογος των μητροπόλεων και αρχιεπισκοπών που υπάγονταν στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως 140. Ο κατάλογος συντάχθηκε κατά το διάστημα της α πατριαρχίας του Νικολάου και επί βασιλείας Λέοντος Στ Σοφού ( ), δηλαδή μεταξύ 901 και 907. Η πατριαρχική πράξη αναφέρει ότι στόχος του καταλόγου ήταν να καθοριστεί επιτέλους η ιεραρχική τάξη των δυτικών μητροπόλεων, που ἐκ παλαιοῦ είχαν ενσωματωθεί στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου. Βέβαια δεν σώζεται ο αυθεντικός κατάλογος του πατριαρχικού χαρτοφυλακίου. Ωστόσο η Notitia 7, γνωστή και ως Notitia του Λέοντος Σοφού και Νικολάου Μυστικού, είναι βέβαιο ότι σχετίζεται με τη μεταρρύθμιση, την οποία εξήγγειλε ο πατριάρχης Νικόλαος 141. Σύμφωνα λοιπόν με τη Notitia 7 - την πλέον αξιόπιστη από όλα τα προγενέστερα και μεταγενέστερα εκκλησιαστικά τακτικά, ιδίως ως προς τον κατάλογο των μητροπόλεων - η έδρα της Θεσσαλονίκης καταλαμβάνει τη 16 η θέση στην εκκλησιαστική ιεραρχία, μετατοπίζοντας τις μητροπόλεις Κλαυδιουπόλεως, Νεοκαισαρείας και εφεξής κατά μια έδρα 142. Δεν γνωρίζουμε με ποια κριτήρια έγινε η κατάταξη των δυτικών μητροπόλεων. Είναι πάντως αναπόφευκτη η παρατήρηση ότι η ιεραρχική τάξη που αποδόθηκε στον Θεσσαλονίκης δεν ήταν αντίστοιχη της αίγλης του παρελθόντος. Αξίζει να θυμηθούμε ότι το 431 ο επίσκοπος Φιλίππων Φλαβιανός 139 Βλ. Not Για την ιεραρχική τάξη του Χαλκηδόνος βλ. Not. 1.14, , , Για την ιεραρχική τάξη του Σίδης βλ. Not και και Ο Φιλόθεος στο Κλητορολόγιον ( , έτ. 899) αναφέρει ότι χρησιμοποιεί το εκκλησιαστικό τακτικό του αρχιεπισκόπου Κύπρου Επιφανίου, προκειμένου να συντάξει τον ιεραρχικό κατάλογο των μητροπολιτικών, αρχιεπισκοπικών και επισκοπικών εδρών. Έμμεσα επιβεβαιώνεται η μαρτυρία του Νικολάου Μυστικού, ότι ως τα τέλη του 9 ου αι. δεν είχε συνταχθεί ένας επίσημος κατάλογος που να συμπεριλαμβάνει τις δυτικές μητροπόλεις. 141 Βλ. Not V. Grumel, Reg. 598a. - Βλ. και F. Dölger - A. Müller - A. Beihammer, Reg J. Darrouzès, Nicée Notitiae σ , 70, 71, 78, 79 Édition 216 Évêchés 5. - J. Koder, Βιβλιοκρισία «Notitiae» Βλ. Not Βλ. και πιν. i. - Η εγκυρότητα του τμήματος της Notitia 7 που αφορά στην τάξη των μητροπόλεων δεν αμφισβητείται από τον εκδότη (Notitiae σ ). Ειδικά ως προς τη 16 η θέση της μητρόπολης Θεσσαλονίκης στην τάξη προκαθεδρίας δεν έχει διατυπωθεί καμία αμφιβολία από τους σύγχρονους μελετητές. - Βλ. Th. Tafel, Thessalonica Ο. Tafrali, Thessalonique και σημ Χ. Τζώγας, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης Α. Αγγελόπουλος, Επισκοπική σύνοδος Ι. Αναστασίου, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης Ι. 61 κ.ά.

128 48 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου εκπροσωπώντας τον Ρούφο Θεσσαλονίκης στην Γ Οικουμενική σύνοδο στην Έφεσο υπογράφει ή μνημονεύεται μεταξύ του εξάρχου Ασίας Μέμνονος Εφέσου και του εξάρχου Πόντου Φίρμου Καισαρείας ή και πριν από αυτούς 143. Στη Δ Οικουμενική σύνοδο στη Χαλκηδόνα το 451 ο επίσκοπος Ηρακλείας Λυγκιστίδος Κυντίλλος ἐπέχοντας τὸν τόπον Ἀναστασίου ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης εμφανίζεται στους επισκοπικούς καταλόγους παρουσιών, ψήφων και υπογραφών αμέσως μετά τους πατριάρχες και πριν από τους Καισαρείας, Εφέσου και Ηρακλείας, τους έξαρχους Πόντου, Ασίας και Θράκης 144. Η ίδια διακεκριμένη ιεραρχική θέση επιφυλάσσεται στον αναγνωρισμένο βικάριο του πάπα μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και στις υπόλοιπες Οικουμενικές συνόδους 145. Ωστόσο τις αρχές του 10 ου αι., όταν καθορίζεται η ιεραρχική τάξη των δυτικών εδρών που ενσωματώθηκαν στη δικαιοδοσία του Κωνσταντινουπόλεως, τόσο οι εκκλησιαστικές όσο και οι πολιτικές-διοικητικές συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές από ό,τι στην πρωτοβυζαντινή περίοδο και στους πρώτους αιώνες της μέσης βυζαντινής περιόδου. Καταρχάς το Ιλλυρικό ως πολιτική διοικητική ενότητα δεν υφίσταται πλέον. Ήδη στα τέλη του 7 ου αι. άρχισε να μειώνεται η περιφέρεια της επαρχότητας, καθώς σταδιακά εισαγόταν στην περιοχή ένα νέο σχετικά διοικητικό σύστημα με την ίδρυση μικρότερων πολιτικό-στρατιωτικών μονάδων, των θεμάτων. Η Θεσσαλονίκη παρέμενε το διοικητικό κέντρο της διαρκώς περιοριζόμενης επαρχότητας Ιλλυρικού. Στα τέλη περίπου του 8 ου αι. η «ακρωτηριασμένη» επαρχότητα καταργείται και ιδρύεται η πολιτικο-στρατιωτική περιφέρεια του θέματος Θεσσαλονίκης με σύνορα από την Πίνδο ως τον Στρυμόνα και από τον μέσο ρου του Αξιού έως τον Πηνειό. Έτσι στην περιοχή, όπου κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο εκτεινόταν η διοίκηση Μακεδονίας της επαρχότητας Ιλλυρικού, στα τέλη του 9 ου αι.-αρχές 10 ου αι. υφίσταντο πλέον τα θέματα Ελλάδος, Στρυμόνος, Μακεδονίας, Θεσσαλονίκης, Δυρραχίου, Νικοπόλεως και Κεφαλληνίας 146. Η διοικητική σημασία της πόλης της Θεσ- 143 Βλ. ανωτ. σημ Βλ. επίσης ACOe I/1/iii, , όπου μνημονεύεται μετά τον Μέμνονα Εφέσου. - Βλ. και ACOe I/1/vii, , όπου μνημονεύται μετά τον Φίρμο Καισαρείας. - Βλ. ακόμη ACOe I/1/ii, ACOe I/1/iii, , ACOe I/1/vii, , όπου υπογράφει ή μνημονεύεται μετά τον Ιεροσολύμων και πριν από τους Καισαρείας και Εφέσου. 144 Βλ. ACOe IΙ/1/i, ACOe IΙ/1/ii, ACOe IΙ/1/iii, Βλ. και ανωτ. σημ Βλ. ανωτ. 35 και σημ Βλ. Ι. Καραγιανόπουλος, Διοικ. σύστημα 10 κ.ε., 20, 27, 29, και χάρτες 4-7.

129 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 49 σαλονίκης είχε λοιπόν αντικειμενικά μειωθεί, αφού δεν αποτελούσε πλέον πρωτεύουσα ενός εκτενούς διοικητικού μορφώματος, όπως ήταν η επαρχότητα, αλλά μιας πολύ μικρότερης διοικητικής περιφέρειας. Επίσης από άποψη εκκλησιαστικής διοικητικής οργάνωσης η σημασία της Θεσσαλονίκης εμφανίζεται μειωμένη σε σχέση με την πρωτοβυζαντινή περίοδο και τους πρώτους αιώνες της μέσης περιόδου. Όπως όμως α- ναφέρθηκε, ήδη από τον 6 ο αι. και εφεξής οι μητροπολίτες του Ιλλυρικού φαίνεται να προτιμούν την άμεση πνευματική κοινωνία με τη δυτική εκκλησία, ο δε πάπας την ισότιμη αντιμετώπισή τους. Η αναγνώριση του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ως αποστολικού βικαρίου στα χρόνια του Ιουστινιανού Α δεν σήμαινε ουσιαστικά τίποτε άλλο παρά την επικύρωση της δικαιοδοσίας της δυτικής εκκλησίας επί των εκκλησιών του νότιου Ιλλυρικού. O τίτλος του βικαρίου δεν του εξασφάλιζε εξουσία σε μια ευρεία αυτόνομη ή ημι-αυτόνομη εκκλησιαστική περιφέρεια ήταν μόνο τιμητικός και δεν έθιγε την αυτονομία των μητροπολιτικών επαρχιών της διοικήσεως Μακεδονίας 147. Από τη μια πλευρά λοιπόν, οι εκκλησίες του Ιλλυρικού έπαψαν προ πολλού να αισθάνονται, να αποτελούν και να λειτουργούν ως ένα ενιαίο διοικητικό σύνολο με επικεφαλής τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Από την άλλη, με την ενσωμάτωσή τους στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ο Θεσσαλονίκης απώλεσε τον έστω και κενό τίτλο του αποστολικού βικαρίου, που του εξασφάλιζε την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των εδρών του Ιλλυρικού και τη διακεκριμένη ιεραρχική κατάταξη αμέσως μετά τους πατριάρχες. Συνεπώς στις αρχές του 10 ου αι., οπότε καθορίζεται η ιεραρχική του θέση ως υποκείμενου μητροπολίτη στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, η σπουδαιότητα της έδρας του έχει μόνο ιστορική και όχι «αντικειμενική» αξία 148. Ο Θεσσαλονίκης εντάσσεται ιεραρχικά ως μητροπολίτης 147 Βλ. ανωτ. σ Αντιθέτως βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 σ. 324: «L histoire ecclésiastique de Thessalonique au Moyen Age se partage en deux parties, l une qui va des origines au milieu du VIIIe s., l autre qui s étend de 733 à la fin de l empire. Dans la première période, le siège dépend de Rome qu il représente et au nom duquel, dans une semi-autonomie de fait, il gouverne l Illyricum occidental.». Η τόσο συνοπτική παρουσίαση της εκκλησιαστικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης ως τη στιγμή που προσαρτήθηκαν οι εκκλησίες του Ιλλυρικού στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως προκαλεί μάλλον εσφαλμένες εντυπώσεις σχετικά με τον ρόλο και τις εξουσίες που είχε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο του Ιλλυρικού, ιδίως από τον 6 ο αι. και εφεξής. 148 Το γεγονός ότι η ιστορική σπουδαιότητα της εκκλησιαστικής έδρας δεν αποτέλεσε καταλυτικό παράγοντα για την ιεραρχική κατάταξή της στις αρχές του 10 ου αι. φαίνεται και από την περίπτωση του Κορίνθου. Ο Κορίνθου, που θεωρούνταν ο σημαντικότερος μητροπολίτης μετά τον Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο των εκκλησιών του Ιλλυρικού, έλαβε την 27 η ιεραρχική τάξη μεταξύ των υποκείμενων μητροπόλεων στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. - Βλ. ενδεικτικά ACOe ΙΙ/1/i,

130 50 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου μιας μικρής σχετικά εκκλησιαστικής περιφέρειας 149 και όχι με το κύρος ενός εξάρχου διοικήσεως - όπως συνέβη στην περίπτωση των Καισαρείας, Εφέσου και Ηρακλείας το 451, οι οποίοι και κατέλαβαν την 1 η, 2 η και 3 η ιεραρχική τάξη αντίστοιχα ούτε βέβαια με το κύρος ενός βικαρίου που προηγουμένως είχε μια ουσιαστική και εκτεταμένη εκκλησιαστική περιφέρεια υπό τον έλεγχό του. Επιπλέον η χαμηλή ιεραρχική τάξη που αποδόθηκε στον Θεσσαλονίκης σε σχέση με τη σημασία της μητρόπολης κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ενδεχομένως να αντικατοπτρίζει την προσπάθεια του πατριαρχείου να μην διαταράξει σημαντικά την καθιερωμένη ιεραρχική κατάταξη που ίσχυε ως τότε 151. Εξάλλου ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός στην πατριαρχική πράξη που (451), όπου ο μητροπολίτης Κορίνθου μνημονεύεται μαζί με τον Θεσσαλονίκης ως οι αρχιερείς των σημαντικότερων εδρών του Ιλλυρικού: ἐκ δὲ τοῦ δεξιοῦ αὐτῶν μέρους ὁμοίως καθεσθέντων Διοσκόρου τοῦ εὐλαβεστάτου ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας καὶ Ἰουβεναλίου τοῦ εὐλαβεστάτου ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων καὶ Κυντίλλου τοῦ εὐλαβεστάτου ἐπισκόπου τοποτηροῦντος Ἀναστασίῳ τῷ εὐλαβεστάτῳ ἐπισκόπῳ Θεσσαλονίκης καὶ Πέτρου τοῦ εὐλαβεστάτου ἐπισκόπου Κορίνθου καὶ τῶν λοιπῶν τῶν τε τῆς Αἰγυπτιακῆς διοικήσεως καὶ τοῦ Ἰλλυρικοῦ, ἔτι μὴν καὶ τῶν Παλαιστηνίων εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων. - Βλ. και Not Βλ. κατωτ. σ Βλ. 28 ος καν. Δ Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 2, ). - ACOe II/1/i, (451): Θαλασσίου Καισαρείας Καππαδοκίας, Στεφάνου Ἐφέσου, Λουκιανοῦ Βύζης ἐπέχοντος τὸν τόπον Κυπριανοῦ ἐπισκόπου Ἡρακλείας Θρᾴκης βλ. και ACOe II/1/ii, ACOe II/1/iii, Mansi 17 A, col. 373 Β (879/880). - Βλ. επίσης Not , 11, , 10, , 11, Την καθιερωμένη ως τότε ιεραρχική τάξη των μητροπολιτών που υπάγονταν στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αντικατοπτρίζουν οι Notitiae του 9 ου αι. (βλ. Not ). Σύμφωνα με τον εκδότη J. Darrouzès η ιεραρχική κατάταξη των μητροπόλεων αντικατοπτρίζει την χρονολογική σειρά με την οποία ιδρύθηκαν οι μητροπόλεις: «La conclusion principale qui découle de la comparaison avec les listes conciliaires est que tous les noms sont enregistrés dans la notice et que leur ordre hiérarchique, du moins en finale, correspond à un ordre chronologique ; en effet, les dernières métropoles, 26 Mokissos à 33 Hiérapolis, sont celles qui se sont ajoutées à la liste sous Justinien». Αξίζει ωστόσο να επισημάνουμε ότι η ιεραρχική τάξη των 30 πρώτων εδρών είναι ίδια με την κατάταξη που έχουν οι αρχιερείς στους καταλόγους παρουσιών, ψηφοφορίας και υπογραφών κατά την Δ Οικουμενική σύνοδο (451), εξαιρώντας βέβαια όσους μητροπολίτες συμμετείχαν από την εκκλησία του Ιλλυρικού και από τα πατριαρχεία Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, οι οποίοι παρεμβάλλονται. - Βλ. ACOe II/1/i, II/1/ii, , , , II/1/iii, , , , , , , , , (πρβ. ACOe II/1/ii, , όπου και ο μοναδικός κατάλογος υπογραφών στον οποίο παρατηρείται διασάλευση στην τάξη των μητροπολιτών. - Αντιθέτως βλ. ACOe III, , , , , , έτ. 536, όπου μόνο ως τον Χαλκηδόνος ταυτίζεται η ιεραρχική κατάταξη με την τάξη προκαθεδρίας κατά την Δ Οικουμενική σύνοδο. Η σημασία της Δ Οικουμενικής συνόδου και

131 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 51 δημοσιοποιούσε τον επίσημο κατάλογο των μητροπόλεων και αρχιεπισκοπών, με τον οποίο ενσωματώνονταν ιεραρχικά και οι δυτικές έδρες, σχολιάζει: ἐκ παλαιοῦ γὰρ αὐτὰς οὔπω μέχρι τῆς δεῦρο καὶ ἄλλαις συντετάχαμεν, ὧν οἱ τὴν ἐφορείαν πεπιστευμένοι, ἡ ν ί κ α κ α θ έ δ ρ α ς κ α ι ρ ὸ ς ἐ κ ά λ ε ι, π α ρ ὰ τ ῶ ν ὁ μ ο τ α γ ῶ ν δ ι ω θ ο ῦ ν τ ο κ α ὶ ἀ ν τ ώ θ ο υ ν τ ο ύ τ ο υ ς, φεῦ τῆς ὕβρεως, τῷ ἴσῳ μέτρῳ τῆς ἐπιπλήξεως 152. Η φράση δηλώνει σαφώς έναν ανταγωνισμό ανάμεσα στις παλαιότερες ανατολικές και τις πιο πρόσφατα ενταχθείσες δυτικές έδρες. Το πατριαρχείο λοιπόν επιχειρώντας να συμβιβάσει τις δύο πλευρές φαίνεται ότι προσπάθησε τουλάχιστον να διατηρήσει αμετάβλητη την τάξη των δώδεκα πρώτων μητροπόλεων. Αναφερόμαστε στην πρώτη δωδεκάδα μητροπόλεων, επειδή σε πραγματεία του Ευθυμίου Σάρδεων σχετικά με την εκλογή των μητροπολιτών (αρχές 9 ου αι.) γίνεται ειδικός λόγος για την περίπτωση που έπρεπε να πληρωθεί μητροπολιτική έδρα που ανήκε μεταξύ των πρώτων δώδεκα: ὅταν δὲ καὶ ἐ φ ἑ ν ὶ τ ῶ ν π ρ ο κ ρ ί τ ω ν δ ώ δ ε κ α θ ρ ό ν ω ν τὴν ψῆφον δέῃ γενέσθαι 153. Ο αριθμός είναι προφανώς συμβολικός. Ο J. Darrouzès βέβαια σχολιάζει ότι φαίνεται «άδικη» η τοποθέτηση της έδρας της Θεσσαλονίκης μετά τη μητρόπολη Συρακουσών, η οποία κατέλαβε την 13 η ιεραρχική τάξη 154. Θα πρέπει ίσως να αναλογιστούμε ότι τον 10 ο αι. ο στρατηγός του θέματος Σικελίας είναι ανώτερος ιεραρχικά από τον στραειδικά του 28 ου κανόνα για την ιστορία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (βλ. σχετικά R. Souarn, Le 28e canon de Chalcédoine, ΕΟ 1 ( ) 19-22, T. O. Martin, The Twenty-eight Canon of Chalcedon. A Background Νote, στο Konzil v. Chalkedon I, σ E. Hermann, Chalkedon und die Ausgestaltung des konstantinopolitanischen Primats, Konzil v. Chalkedon ΙI, σ , ιδίως σ ) θεωρούμε ότι αποτελεί επαρκή και εύλογη εξήγηση, γιατί τελικά καθιερώθηκε η ιεραρχική κατάταξη που τηρήθηκε στη σύνοδο αυτή. 152 Βλ. Not Βλ. Τοῦ Σάρδεων Εὐθυμίου τοῦ ἁγιωτάτου, Ὅτι οὐ χρὴ τοὺς χειροτονοῦντας < >, στο J. Darrouzès, Documents, σ , κυρίως στ Πρβ. V. Grumel, Hypertimes 167, που μελετώντας τον τίτλο του ὑπερτίμου επίσης αναφέρεται στην πρώτη δωδεκάδα των αρχιερέων: «qui sont dans les douze premiers de la liste de Léon le Sage». - Βλ. επίσης J. Darrouzès, Listes synodales 74: «La numération des douze premiers sièges, favorisés par leur stabilité, a duré siècles». 154 Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 71: «On ne voit pas quel critère a servi pour le classement des Occidentaux. Thessalonique, au seizième rang et après Syracuse, est nettement défavorisée». - Βλ. και V. Laurent, Sceaux V 1 σ. 324: «la métropole de Thessalonique, une fois rattachée à Constantinople, fut declassée». - Για την ιεραρχική τάξη του Συρακουσών βλ. Not , κριτικό υπόμνημα.

132 52 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου τηγό του θέματος Θεσσαλονίκης 155. Πιθανόν τα πολιτικά γεγονότα και η πολιτική ιεράρχηση να επηρέασαν ως ένα βαθμό την εκκλησιαστική κατάταξη 156. Παρ όλα αυτά δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε με την ίδια συλλογιστική την τοποθέτηση της μητρόπολης Θεσσαλονίκης μετά τις μητροπόλεις Τυάνων και Γαγγρών και πριν από τη μητρόπολη Κλαυδιουπόλεως, δεδομένου ότι τόσο οι στρατηγοί των θεμάτων Καππαδοκίας και Παφλαγονίας (στην περιφέρεια των οποίων ανήκαν τα Τύανα και η Γάγγρα αντίστοιχα) όσο και ο στρατηγός Βουκελλαρίων (στο θέμα του οποίου ανήκε η Κλαυδιούπολη) προηγούνταν ιεραρχικά του στρατηγού Θεσσαλονίκης 157. Δεν αποκλείεται βέβαια να επέδρασε και η γενικότερη έμφαση που η Κωνσταντινούπολη έδινε στις ανατολικές επαρχίες τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Κυρίως όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και πάλι την πιθανή αντίδραση των μητροπολιτών των αρχαίων ανατολικών εδρών, που θα δυσανασχετούσαν στο ενδεχόμενο να υποβιβαστούν 158. Άλλωστε ο Θεσσαλονίκης μνημονεύεται και υπογράφει μετά τους εν λόγω μητροπολίτες ήδη κατά το β μισό του 9 ου αι., όταν δηλαδή συμμετέχει στη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 869/870, η οποία καταδίκασε τον Φώτιο και τους οπαδούς του Βλ. Φιλόθεος, Κλητορολόγιον (έτ. 899): κγ ἡ τοῦ στρατηγοῦ Σικελίας κς ἡ τοῦ στρατηγοῦ Θεσσαλονίκης. - Τακτικόν Beneševič (έτ. 934/944): ὁ στρατηγὸς Σικελίας ὁ στρατηγὸς Θεσσαλονίκης. - Τακτικόν Eskurial (έτ. 971/975): ὁ κατεπάνω Ἰταλίας, ὁ δοὺξ Θεσσαλονίκης : ὁ (ενν. στρατηγός) Σικελίας ὁ Θεσσαλονίκης. 156 Ανάλογη παρατήρηση θα μπορούσε ίσως να γίνει και για τις μητροπόλεις Λαρίσσης και Δυρραχίου. Στην Δ Οικουμενική σύνοδο του 451 ο Δυρραχίου υπογράφει ή μνημονεύεται πριν από τον Λαρίσσης (βλ. ACOe II/1/ii, , , , κ.α.). Ωστόσο στις αρχές του 10 ου αι. ο Λαρίσσης έλαβε την 34η ιεραρχική τάξη, ο δε Δυρραχίου την 42 η (Not. 7.34, 42). Το γεγονός ότι ο στρατηγός του θέματος Ελλάδος ήταν ανώτερος του στρατηγού του θέματος Δυρραχίου ενδεχομένως να επηρέασε ως ένα σημείο την ιεραρχική κατάταξη των εν λόγω μητροπόλεων (βλ. Φιλόθεος, Κλητορολόγιον , 28, έτ Τακτικόν Beneševič , 26, έτ. 934/944). 157 Βλ. Φιλόθεος, Κλητορολόγιον , 11, 14 (έτ. 899). - Τακτικόν Beneševič 247.3, 4, 7 (έτ. 934/944). - Για την ιεραρχική κατάταξη των μητροπόλεων Τυάνων, Γαγγρών, Κλαυδιουπόλεως βλ. κατωτ. σημ. 171, 191, 172 αντίστοιχα. 158 Βλ. επίσης τα σχόλια του Γ. Κονιδάρη (Μητροπόλεις 61) σχετικά με την ιεραρχική κατάταξη που λαμβάνουν οι έδρες του Ιλλυρικού στο τακτικό του Παρισινού κώδικα 1555 Α (= Not. 3, τέλη 9 ου αι.): «Προκειμένου όμως περί των περισσοτέρων δεν ανευρίσκομεν άλλους παράγοντας ειδικούς, συντελέσαντας εις το να καταλάβουν την θέσιν ακριβώς, ην κατέλαβον εν τω τακτικώ, εκτός του γενικού, δήλα δη ότι τόσον ήτο δυνατόν να υπερνικηθώσι τα εμπόδια, τα οποία παρενεβάλλοντο εκ μέρους των υποβιβαζομένων μητροπολιτών εκ της παρεμβολής των νέων μητροπόλεων». 159 Mansi 16, col. 134 D-E, 158 C, 191 A-B.

133 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 53 Οπωσδήποτε η ιεραρχική κατάταξη που αποδόθηκε στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης υποδηλώνει ότι η αίγλη της πρώτης και των αρχών της μέσης βυζαντινής περιόδου αποτελούσε παρελθόν. Ίσως και να συνιστά μια έμμεση προσπάθεια του πατριαρχείου να μετριάσει ή να προλάβει ενδεχόμενες φιλοδοξίες των μητροπολιτών Θεσσαλονίκης σχετικά με τον ρόλο που ήλπιζαν ότι θα διαδραματίσουν στο πλαίσιο του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως 160. Από την άλλη πάλι η 16 η ιεραρχική θέση σε σύνολο 51 μητροπόλεων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αρκετά προωθημένη. Όπως και να έχει, η 16 η ιεραρχική τάξη, που επισήμως αποδόθηκε στη μητροπολιτική έδρα της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 10 ου αι., διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου. Πράγματι, οι Notitiae 8-10 (τέλη 10 ου αι.), η Notitia 11 (τέλη 11 ου αι.), οι Notitiae (12 ος αι.), η Notitia 15 (τέλη 12 ου - τέλη 13 ου αι.) και Notitia 16 (14 ος αι.) διατηρούν τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης στην ίδια πάντα θέση της ιεραρχίας 161. Βάσει όμως τριών εκκλησιαστικών τακτικών η ιεραρχική τάξη της μητρόπολης Θεσσαλονίκης μεταβάλλεται τον 14 ο αι. Πρόκειται για τις Notitiae 17, 18 και 19. Η πρώτη συντάχθηκε κατά το α τέταρτο του 14 ο αι. και αντι- 160 Πρβ. Γ. Κονιδάρης, Μητροπόλεις 61: «Ίσως έχομεν προ ημών ενεργείας ωρισμένης αρχής (είτε εκκλησιαστικής, είτε πολιτικής), η οποία ηθέλησε να υποβιβάση τας δύο αρχαίας μητροπόλεις του Ιλλυρικού, αίτινες κατέλαβον, οιαν είδομεν θέσιν, χάρις εις την υποστήριξιν της Εκκλησίας της Ρώμης. Πάντως ουδέν δύναται να λεχθή μετ ασφαλείας, εφ όσον στερούμεθα οιασδήποτε έξωθεν ειδήσεως». 161 Βλ. Not Για τη χρονολόγηση βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ , 120, 128, 154, 159 Édition 216, 217, Πρβ. J. Koder, Βιβλιοκρισία «Notitiae» Αντιθέτως βλ. Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας 52-53, που τοποθετεί τις Notitiae 9 και 10 στον 11 ο αι. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι από το 1204 και εξής οι συντάκτες των Notitiae δεν είχαν στη διάθεσή τους επαρκή στοιχεία, ώστε να μπορούν να συνθέσουν με σχετική ακρίβεια και αξιοπιστία ιεραρχικούς καταλόγους. Για παράδειγμα, η Notitia 16 (η λεγόμενη ως Υποτύπωσις του Λέοντος Σοφού), αν και συντάχθηκε τον 14 ο αι., δεν βοηθεί στην προσπάθεια να διερευνήσουμε την εξέλιξη της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, αφού αντικατοπτρίζει δεδομένα προηγούμενων αιώνων. Ο κατάλογος αρχιεπισκοπών λ.χ. παρουσιάζει την κατάσταση στα μέσα του 12 ου αι., ενώ ο κατάλογος των μητροπόλεων τον αριθμό και την ιεραρχική τους τάξη κατά τον 11 ο αι. Επίσης, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι τα εκκλησιαστικά τακτικά από τον 10 ο αι. κ.ε. σώζονται σε πολύ μεταγενέστερα χειρόγραφα, με αποτέλεσμα το αρχικό κείμενο να έχει υποστεί αρκετές προσθήκες και αλλοιώσεις. Υπάρχει λοιπόν μεγάλη διάσταση μεταξύ των σωζόμενων τακτικών και της πραγματικής κατάστασης στην εκκλησιαστική ιεραρχία, ιδίως από τον 13 ο αι. κ.ε. (βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 116, 172, και σημ. 5 Édition 217). Ωστόσο οι παρατηρήσεις αυτές αφορούν κυρίως τις νεοϊδρυθείσες σε κάθε περίοδο μητροπόλεις και αρχιεπισκοπές. Στις Notitiae 8-16 η τάξη προκαθεδρίας των ιεραρχικά ανώτερων μητροπόλεων, στις οποίες ανήκει και η μητρόπολη Θεσσαλονίκης, δεν επηρεάζεται από την ίδρυση νέων μητροπόλεων.

134 54 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου κατοπτρίζει την κατάσταση ως το Δεν διασώζει όμως τον επίσημο κατάλογο της πατριαρχικής γραμματείας που συντάχθηκε και χρησιμοποιούνταν επί βασιλείας του Ανδρονίκου Β ( ), παρότι ο τίτλος της δίνει αυτή την εντύπωση 163. Όπως όλα τα σωζόμενα εκκλησιαστικά τακτικά, πρόκειται για την προσπάθεια ενός ιδιώτη ερανιστή να καταγράψει την εκκλησιαστική ιεραρχία. Το προϊόν του έργου δεν έχει ιδιαίτερες αξιώσεις εγκυρότητας. Η Notitia 18 βασίζεται στη Notitia 17, αλλά φαίνεται ότι αντικατοπτρίζει μια λίγο μεταγενέστερη κατάσταση 164. Η Notitia 19 βάσει του τίτλου αποδίδεται στον Ανδρόνικο Γ ( ), αν και συντάχθηκε στα μέσα του 14 ου αι. Δεν αντικατοπτρίζει με ακρίβεια την εκκλησιαστική ιεραρχική κατάταξη της εποχής, ωστόσο είναι πιο αξιόπιστη από τις Notitiae 17 και Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω τακτικά του 14 ου αι. η μητρόπολη Θεσσαλονίκης προήχθη επί Ανδρονίκου Β στην 11 η θέση, ενώ στα χρόνια του Ανδρονίκου Γ κατέχει την 4 η θέση. Συγκεκριμένα, η Notitia 17 τοποθετεί τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης στην 11 η ιεραρχική τάξη επεξηγώντας: ια ὁ Θεσσαλονίκης ὁμοίως καὶ αὐτή, θρόνος ις οὖσα, εἰς ια παρὰ τοῦ εἰρημένου βασιλέως θρόνον προεβιβάσθη. Ο συντάκτης της Notitia 18 δεν κάνει λόγο για προβιβασμό, απλώς κατατάσσει τη μητρόπολη στην 11 η θέση 166. Ο συντάκτης της Notitia 19 προσπαθεί να καταγράψει τις εξελίξεις στην τάξη των διαφόρων μητροπόλεων, χωρίς να διαταράξει συνολικά την ιεραρχία. Έτσι σημειώνει: δ ὁ Ἀγκύρας, ἐν αὐτῷ καὶ ὁ Θεσσαλονίκης. Επίσης, τοποθετεί τον Θεσσαλονίκης στη 16 η θέση και επισημαίνει: ις ὁ Θεσσαλονίκης μετετέθη ἑνδέκατος, εἶτα καὶ εἰς τέταρτον θρόνον μετὰ τοῦ Ἀγκύρας Για τη χρονολόγηση βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 182 Édition J. Koder, Βιβλιοκρισία «Notitiae» Βλ. Not. 17 (τίτλος): Ἡ ἔκθεσις αὕτη τῶν ὑποκειμένων μητροπόλεων τῷ ἀποστολικῷ καὶ πατριαρχικῷ θρόνῳ τῆς θεοφυλάκτου καὶ βασιλίδος Κωνσταντινουπόλεως ἐξετέθη ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ ἀοιδίμου βασιλέως κυροῦ Ἀνδρονίκου Παλαιολόγου τοῦ γέροντος (β παραλλαγή: Ἡ γενομένη ἔκθεσις τῶν ὑποκειμένων τῇ βασιλίδι Κωνσταντινοπόλει μητροπόλεων ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ ἀοιδίμου βασιλέως κυροῦ Ἀνδρονίκου τοῦ δευτέρου τῶν Παλαιολόγων). 164 Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 179, 181, , 185, Βλ. Not. 19 (τίτλος): Ἔκθεσις τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως κυροῦ Ἀνδρονίκου τρίτου τῶν Παλαιολόγων. Τάξις προκαθεδρίας μητροπόλεων. - Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae σ Πρβ. του ιδίου, Édition 216, J. Koder, Βιβλιοκρισία «Notitiae» Βλ. Not Βλ. Not , Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae σ , 412 σημ Πρβ. Γ. Κονιδάρης, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης 1040 και Εκκλ. Ιστορία Η.-G. Beck, Kirche Χ. Τζώ-

135 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 55 Μία σύγκριση με ανάλογες περιπτώσεις θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την παραπάνω διατύπωση. Στη Notitia 19 λ.χ. αναφέρεται ο μητροπολίτης Άπρω: ν ὁ Εὐχαΐτων, ἐν αὐτῷ καὶ ὁ Ἄπρω 168. Σώζεται μάλιστα η αυτοκρατορική και η αντίστοιχη συνοδική απόφαση του Νοεμβρίου του 1318, βάσει της οποίας ο μητροπολίτης Άπρω απέκτησε το προνόμιο να ἐπέχει τὸν τόπον του Ευχαΐτων 169. Στα μέσα του 14 ου αι. εξακολουθεί να διατηρεί το εν λόγω προνόμιο 170. Ανάλογη είναι η διατύπωση που χρησιμοποιείται και στην περίπτωση της μητρόπολης Βεροίας, ο μητροπολίτης της οποίας το 1351 υπογράφει ως ἐπέχων τὸν τόπον του μητροπολίτη Τυάνων 171. Από την παραβολή και με άλλες ανάλογες περιπτώσεις 172 συμπεραίνουμε ότι, όταν ο συντάκτης αναφέρει: δ ὁ Ἀγκύρας, ἐν αὐτῷ καὶ ὁ Θεσσαλονίκης, εννοεί πως ο Θεσσαγας, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης Π. Ροδόπουλος, Εκκλησ. οργάνωσις Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας Βλ. Not Βλ. PRK I, αρ. 58 F. Dölger, Reg (Νοέμβρ. 1318). - PRK I, αρ. 59 J. Darrouzès, Reg (Νοέμβρ. 1318). - Βλ. και J. Darrouzés, Registre 273, 342 Notitiae σ Βλ. PRK I, αρ. 61, στ. 34 J. Darrouzès, Reg (Νοέμβρ Φεβρ. 1319). - PRK I, αρ. 70, στ J. Darrouzès, Reg (23 Μαρτ. 1324). - PRK I, αρ. 71, στ. 6-7 J. Darrouzès, Reg (25 Απρ. 1324). - PRK I, αρ. 73, στ J. Darrouzès, Reg (9 Μαΐου 1324). - PRK I, αρ. 89, στ J. Darrouzès, Reg (29 Μαΐου 1325). - PRK I, αρ. 91, στ J. Darrouzès, Reg (30 Μαΐου 1325). - PRK I, αρ. 98, στ J. Darrouzès, Reg (Απρ. 1329). - PRK I, αρ. 100, στ. 8-9 J. Darrouzès, Reg (Δεκ. 1329). - PRK ΙΙ, αρ. 147, στ J. Darrouzès, Reg (Φεβρ. 1347). - PRK IΙΙ, αρ. 178, στ J. Darrouzès, Reg (1350). - Βλ. και J. Darrouzés, Registre Βλ. Not : ιδ ὁ Τυάνων, ἐν αὐτῷ καὶ ὁ Βερροίας. - Πρβ. Ε. Honigmann, Tomos J. Darrouzès, Reg (1351): + ὁ ταπεινὸς μητροπολίτης Βερροίας ὑπέρτιμος καὶ τὸν τόπον ἐπέχων τῶν Τυάνων Διονύσιος +. - Βλ. και J. Darrouzés, Listes synodales 84 Notitiae σ Θ. Παπαζώτος, Βέροια 60. Για την ιεραρχική θέση του Τυάνων (14 ος τη τάξει) βλ. Not. 1.19, , , Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η ιεραρχική τάξη που αποδόθηκε στην εκκλησιαστική έδρα της Βέροιας, όταν στις αρχές του 14 ου αι. προήχθη σε μητρόπολη (βλ. κατωτ. σ ). Σύμφωνα με τον εκδότη των εκκλησιαστικών τακτικών J. Darrouzès (Notitiae σ. 50, 54, 92, 93 σημ. 3, 191) ως τα τέλη του 12 ου αι. στα τακτικά ίσχυε ο κανόνας της αρχαιότητας οι νεοϊδρυθείσες δηλαδή μητροπόλεις κατατάσσονταν στο τέλος του καταλόγου. Η αρχή αυτή όμως δεν διέπει τα τακτικά από τον 13 ο αι. και εφεξής. Έτσι, η 30 η θέση που αποδίδουν οι Notitiae 17 (στ. 30) και 18 (στ. 30) στη μητρόπολη Βεροίας δεν αντιστοιχεί στην κανονική της τάξη, καθώς ήδη στις αρχές του 10 ου αι. οι μητροπολιτικές έδρες του ήταν περίπου πενήντα στον αριθμό. Η 30 η κατάταξη πιθανόν να υποδηλώνει ότι ο μητροπολίτης της είχε λάβει το δικαίωμα να ἐπέχει τὸν τόπον του Σελευκείας (βλ. Not. 7.30), προτού τιμηθεί με τον τόπον του Τυάνων. 172 Βλ. Not : ιζ ὁ Κλαυδιουπόλεως, ἐν αὐτῷ καὶ ὁ Ποντοηρακλείας. - Πρβ. ΡΠ 5, V. Laurent, Reg (10 Ιουλ. 1250): τοῦ Ποντοηρακλείας, καὶ τὸν τόπον ἐπέχοντος τοῦ Κλαυδιουπόλεως, Νικηφόρου. - Για την 17 η ιεραρχική τάξη του Κλαυδιουπόλεως βλ. Not. 7.17,

136 56 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου λονίκης κατέχει την τέταρτη θέση μαζί με τον Αγκύρας, γιατί έχει λάβει το τιμητικό προνόμιο να ἐπέχει τὸν τόπον του Αγκύρας. Άλλωστε ορισμένα χειρόγραφα της Notitia 17 επισημαίνουν: νῦν δὲ τὸν τόπον ἔχει (ή ἐπέχει) τοῦ Ἀγκύρας. Η ίδια πληροφορία απαντά και σε χειρόγραφο της Notitia Αλλά και ένα ακόμη εκκλησιαστικό τακτικό, η Notitia 20, που συντάχθηκε στα τέλη του 14 ου αι., διευκρινίζει: ις ὁ Θεσσαλονίκης, πάσης Θετταλίας, ἔχει δὲ νῦν καὶ τὸν τόπον τοῦ Ἀγκύρας 174. Το φαινόμενο μια μητρόπολη να ἐπέχει τὸν τόπον μιας άλλης, ανώτερης ιεραρχικά, απαντά ήδη από τα μέσα του 13 ου αι. και εντείνεται τον 14 ο και 15 ο αι. Πρόκειται για ένα τιμητικό προνόμιο, βάσει του οποίου παραχωρούνταν η ιεραρχική τάξη μητροπόλεων κυρίως της ανατολικής και κεντρικής Μ. Ασίας, καθώς οι πόλεις τους είχαν κατακτηθεί από τους Τούρκους η δραματική μείωση του ποιμνίου, η αδυναμία οικονομικής συντήρησης της μητρόπολης, η εκδίωξη των ιεραρχών από τον κατακτητή αλλά και οι εθελούσιες αποχωρήσεις καθιστούσαν πολλές εκκλησιαστικές έδρες ανενεργούς, άλλες μόνιμα και άλλες προσωρινά, για μεγαλύτερο ή μικρότερο διάστημα 175. Το προνόμιο ένας μητροπολίτης προσωπικά ή και οι διάδοχοί του να αναπληρώνουν την ιεραρχική τάξη μιας κενής έδρας δεν συνεπαγόταν διοικητικές και λειτουργικές αρμοδιότητες στη μητρόπολη που παρέμενε χηρεύουσα. Απλώς τους εξασφάλιζε τιμής ένεκεν μια πιο διακεκριμένη θέση ἔν τε ταῖς κατὰ τὴν θείαν καὶ ἱερὰν σύνοδον συνάξεσιν, ἔν τε στάσεσι καὶ καθέδραις καὶ ταῖς λοιπαῖς συνελεύσεσι 176. Εάν οι συνθήκες το επέτρεπαν και οριζόταν μητροπολίτης για την εγκαταλελειμμένη έδρα, ο αρχιερέας που απέλαυε μέχρι τότε της ιεραρχικής της τάξης έχανε την τιμητική διάκριση. Μπορούσε όμως και να την διατηρήσει σε αυτή την περίπτωση τοποθετούνταν ιεραρχικά αμέσως μετά τον γνήσιον ἱεράρχην. Υπήρχε επίσης περίπτωση δύο μητροπολίτες ταυτόχρονα να κατέχουν τιμητικά την ίδια ιεραρχική τάξη. Πάντως δεδομένου 173 Βλ. Not , κριτικό υπόμνημα 18.11, κριτικό υπόμνημα. - Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae σ Βλ. Not Το τακτικό αυτό εμπεριέχεται στην Έκθεση Νέα, ένα ημιεπίσημο εγχειρίδιο του τέλους του 14 ου αι. σχετικά με την προσφώνηση των αρχιερέων στην εκκλησιαστική και αυτοκρατορική επιστολογραφία. Ο εκδότης J. Darrouzés (Ekthésis Néa 31 κ.ε. και σ. 43 σημ. του κεφ. 2 Notitiae σ. 192) σημειώνει ότι το τακτικό που περιλαμβάνεται στο εγχειρίδιο δεν αποτελεί έργο κανονολόγου ή νομικού και επιπλέον είναι αναχρονιστικό. Επισυνάφθηκε όχι τόσο για να δείξει την τάξη όσο τον τίτλο του κάθε αρχιερέα. Πάντως, όσον αφορά τουλάχιστον τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης, οι πληροφορίες που παρέχει φαίνεται να είναι ακριβείς. 175 Για την προώθηση των Τούρκων στη Μ. Ασία, τη μείωση του χριστιανικού στοιχείου και την παρακμή της εκκλησιαστικής οργάνωσης βλ. την ειδική μελέτη του Σ. Βρυώνη, Παρακμή. 176 Βλ. PRK I, αρ. 58, στ F. Dölger, Reg (Νοέμβρ. 1318).

137 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 57 ότι το προνόμιο ήταν ανακλητό, η κανονική τάξη της ορθόδοξης εκκλησίας δεν διαταρασσόταν παρά μόνο κατ οἰκονομίαν 177 και εφήμερα. Η τιμητική διάκριση εκχωρούνταν από τον αυτοκράτορα. Προς τα τέλη του 14 ου αι. - αρχές του 15 ου αι. φαίνεται ότι παραχωρούνταν και με πρωτοβουλία του πατριάρχη, εφόσον όμως είχε τη σύμφωνη γνώμη του αυτοκράτορα: Αἱ μεταθέσεις καὶ οἱ προβιβασμοὶ καὶ ο ἱ τ όπ οι καὶ αἱ καθέδραι καὶ τὸ δοθῆναι κατ ἐπίδοσιν πρός τινα τῶν ἀρχιερέων καὶ ἑτέραν Ἐκκλησίαν ὦσι τοῦ βασιλέως καὶ παρὰ γνώμην αὐτ οῦ οὐδὲν γ έν ηταί τ ι τ οιοῦτον, ἐπεὶ τοῦτο προνόμιόν ἐστι τῆς βασιλείας ἀνέκαθεν 178. Το προνόμιο αποδιδόταν σε έναν μητροπολίτη όχι τόσο εξαιτίας της εκκλησιαστικής σημασίας της έδρας του ή εξαιτίας της οικονομικής ευημερίας της πόλης στην οποία έδρευε 179. Οι δυναστικές έριδες και η ανάγκη να αναζητηθούν πολιτικές συμμαχίες ή να επιβραβευθούν υποστηρικτές και γενικά να ανταμειφθούν ηθικά όσοι είχαν προσφέρει υπηρεσίες στο κράτος οδήγησαν τους αυτοκράτορες να χρησιμοποιήσουν αυτό το νέο τιμητικό προνόμιο. Παράλληλα βέβαια προβάλλονταν οι ηθικές και πνευματικές αρετές του ευνοούμενου ιεράρχη και η σημαντική προσφορά του στο ποίμνιο: Ἐπειδὴ τοίνυν καὶ τὸν ἱερώτατον μητροπολίτην καὶ ὑπέρτιμον εὗρεν ἡ βασιλεία μου ἄνδρα λόγῳ καὶ ἀρετῇ κεκοσμημένον, πλήρη τὲ παιδείας καὶ πνευματικῆς συνέσεως κἀντεῦθεν ὠφέλιμον ὄντα τοῖς ἐντυγχάνουσι τά γε ἐς ψυχὴν καὶ πρὸς τούτοις εὔνοιαν εἰλικρινῆ δεικνύοντα πρὸς τὴν βασι- 177 Για την έννοια της οἰκονομίας στην ορθόδοξη Εκκλησία βλ. A. Αλιβιζάτος, Η οικονομία κατά το κανονικόν δίκαιον της ορθοδόξου εκκλησίας, Αθήναι Ι. Κοτσώνης, Προβλήματα της εκκλησιαστικής οικονομίας, Αθήνα Σ. Τρωιάνος - Γ. Πουλής, Εκκλ. Δίκαιο Βλ. V. Laurent, Droits F. Dölger, Reg (1382) J. Darrouzès, Reg (αρχές του 1380). - Πρβ. MM 1, αρ. 302, J. Darrouzès, Reg (1371): ἐδόθη ψήφῳ συνοδικῇ τῶν ἱερωτάτων ἀρχιερέων καὶ ὑπερτίμων τῷ μητροπολίτῃ Σερρῶν καὶ ὑπερτίμῳ, ἐπικρίσει καὶ τοῦ παναγιωτάτου δεσπότου καὶ αὐθέντου ἡμῶν, τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου, ὁ τόπος τοῦ Τραϊανουπόλεως, ἵνα ἔχῃ τοῦτον ἀπὸ τοῦ νῦν ἔν τε στάσεσι καὶ καθέδραις ταῖς μετὰ τῆς ἱερᾶς καὶ μεγάλης συνόδου καὶ πανταχοῦ. - ΜΜ 1, αρ. 303 J. Darrouzès, Reg (1371). - ΜΜ 1, αρ. 304, J. Darrouzès, Reg (1371). - V. Laurent, Trisépiscopat J. Darrouzès, Reg (Ιούν.-Οκτ. 1399): ὁ τόπος ὁ τοῦ Ἐφέσου, ὃς ἐδόθη μὲν τῷ ποτε Μηδείας παρὰ τοῦ πατριάρχου τιμῆς ἕνεκα. - Ekthésis Néa (C) κεφ. 4, (μέσα 15 ου αι.): Τοῦτο διὰ γράμματος γίνεται πατριαρχικοῦ γνώμῃ καὶ τῆς συνόδου Καὶ ἔκτοτε κάθηται ἐν ᾧ ἐτάχθη τόπῳ. Πολλάκις δὲ ποιεῖ τοῦτο καὶ ὁ βασιλεὺς διὰ προστάγματος καὶ στέργεται παρὰ τοῦ πατριάρχου. 179 Αντιθέτως βλ. Π. Ροδόπουλος, Εκκλησ. οργάνωσις 538 πρβ. ό.π. σ. 537 και σ Γ. Κονιδάρης, Εκκλ. Ιστορία 152 και Μητροπόλεις Ν. Ζαχαρόπουλος, Φραγκοκρατία 135.

138 58 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου λείαν μου, τῇ προσηκούσῃ τοῦτον τιμῇ καὶ τῷ τῆς καθέδρας προβιβασμῷ ἀμείβεσθαι δίκαιον ἡ βασιλεία μου κρίνει 180. Το πατριαρχείο, από την άλλη, δεν προέβαλλε αντίρρηση σε αυτήν την πρακτική. Συντηρούσε έτσι το «φάντασμα» εγκαταλελειμένων εδρών, οι περισσότερες από τις οποίες ανήκαν στις ανώτερες θέσεις της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, και διατηρούσε αμείωτο το κύρος του πατριαρχείου. Παράλληλα, όταν οι συνθήκες θα το επέτρεπαν, ερχόταν με αυτόν τον τρόπο πιο ομαλά η πλήρωση των ανενεργών εδρών. Επίσης, στις περιπτώσεις που ο ίδιος ο πατριάρχης προέβαινε ενδεχομένως στην απονομή του προνομίου, στόχευε προφανώς στην ικανοποίηση ιεραρχών που ανήκαν στο περιβάλλον του 181. Ας επιστρέψουμε λοιπόν στην περίπτωση της μητρόπολης Θεσσαλονίκης. Βάσει πληροφοριών που άμεσα ή έμμεσα μας δίνουν οι Notitiae συμπεραίνουμε τα ακόλουθα. Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, του οποίου η κανονική τάξη ήταν η 16 η, επί Ανδρονίκου Β τιμήθηκε με το προνόμιο να ἐπέχει τὸν τόπον του μητροπολίτη Σεβαστείας, που κατείχε την 11 η θέση 182. Επίσης, σύμφωνα πάντα με τα εκκλησιαστικά τακτικά, επί Ανδρονίκου Γ έ- λαβε το ακόμη τιμητικότερο προνόμιο να ἐπέχει τὸν τόπον του Αγκύρας, ο οποίος κατείχε την 4 η θέση στην τάξη προκαθεδρίας των μητροπόλεων 183. Ση- 180 Βλ. PRK I, αρ. 58, στ F. Dölger, Reg (Νοέμβρ. 1318) και στ : ἡ βασιλεία ἡμῶν οὓς ἂν βούληται τῶν ἱερωτάτων ἀρχιερέων, μείζοσιν ἀξίαις τιμᾶν καὶ ἀπὸ ταπεινοτέρων πρὸς ὑψηλοτέρους προβιβάζειν θρόνους διὰ τὸ τῆς ἀρετῆς αἰδέσιμον καὶ σεβάσμιον. 181 Για το προνόμιο ένας μητροπολίτης να ἐπέχει τὸν τόπον ενός άλλου μητροπολιτικού θρόνου βλ. Άνθιμος Αλεξούδης, μητροπολίτης Αμασείας, Περί των εν αρχιερατικαίς υπογραφαίς τίτλων «προέδρου» και «τοπον επέχοντος», ΕΑ 13 (1893) 67-69, , σ. 68, J. Darrouzès, Ekthésis Néa 80 σημ. 9 Registre 263, 273 κ.ε., , 370 Listes synodales 87 κ.ε. Reg. 2704, 2090, 3373 Notitiae σ. 165 και σημ και σημ. 3, και σημ. 3, και σημ V. Laurent, Trisépiscopat σ J. Preiser-Kapeller, Studien Ι. LXIX-LXX. - Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). 182 Για την κανονική τάξη του Σεβαστείας βλ. Not. 1.16, , Πρβ. Not και τα σχόλια του J. Darrouzès, Notitiae σ. 190 και σημ Για την κανονική τάξη του Αγκύρας βλ. Not. 1.9, , , Πρβ. Σ. Νταγιούκλας, Διοίκηση : «η μητρόπολη της Συμβασιλεύουσας αναβαθμίζεται ακόμη περισσότερο από τον Ανδρόνικο Γ Παλαιολόγο, παίρνοντας την τέταρτη σειρά στην ιεραρχία των μητροπολιτικών θρόνων, αντικαθιστώντας στη συγκεκριμένη σειρά τη μητρόπολη της Άγκυρας. Είναι σίγουρο ότι ο συντάκτης (της Not. 19), θέλοντας να διατηρήσει την παλιά ιεραρχία των μητροπόλεων, τοποθετεί στην τέταρτη σειρά και τον μητροπολίτη Αγκύρας. Η αναγραφή όμως αυτή είναι τελείως τυπική, αφού στα μέσα του 14 ου αι. η περιοχή της Αγκύρας είχε ήδη καταληφθεί από τους Τούρκους».

139 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 59 μειώνουμε ότι τόσο η Σεβάστεια όσο και η Άγκυρα είχαν χαθεί οριστικά για τους Βυζαντινούς ήδη από τα τέλη του 11 ου αι Πρόβλημα βέβαια αποτελεί το γεγονός ότι δεν σώζονται τα αυτοκρατορικά προστάγματα ή οι συνοδικές πράξεις, που εξασφάλισαν στους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης τα ανωτέρω προνόμια 185. Είναι δύσκολο λοιπόν να ε- λέγξουμε την ακρίβεια των πληροφοριών που παρέχουν τα εκκλησιαστικά τακτικά. Ωστόσο πληροφορίες για την ιεραρχική θέση της μητρόπολης μπορεί να αντλήσει κανείς από τους καταλόγους παρουσιών ή υπογραφών των αρχιερέων, που συμμετείχαν στις πατριαρχικές συνόδους του 13 ου -15 ου αι. Η σειρά με την οποία αναφέρεται ως συμμετέχων ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ή με την οποία υπογράφει τις αποφάσεις μιας συνόδου είναι ενδεικτική της τάξης του στην προκαθεδρία 186. Επίσης σχετικές πληροφορίες αντλούμε από αντίγραφα αυτοκρατορικών αποφάσεων που επικυρώθηκαν από τον πατριάρχη και τα μέλη της πατριαρχικής συνόδου, στην περίπτωση που συνυπογράφει και ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Βέβαια πρέπει να επισημάνουμε ότι τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την εξέταση των συνοδικών καταλόγων δεν είναι πάντοτε ασφαλή. Καταρχάς, τα στοιχεία που αντλούμε είναι αποσπασματικά και περιστασιακά, καθώς δεν παρίσταντο όλοι οι μητροπολίτες στις πατριαρχικές συνόδους 187, αλλά μόνο όσοι συνέβαινε να παρεπιδημούν στην Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον πολλά συνοδικά έγγραφα δεν σώζονται, και έτσι δεν μπορούμε παρά μόνο ενδεικτικά να εξετάσουμε την αδιάλειπτη ή μη τήρηση της κανονικής ιεραρχικής τάξης. Είναι πολύ λίγες οι σωζόμενες συνοδικές πράξεις του 13 ου αι., οπότε αρχίζει η φαινομενική σύγχυση στην κατάταξη των μητροπόλεων. Βέβαια σώζονται πολύ περισσότερα έγγραφα του 14 ου αι. ωστόσο επειδή η αναστάτωση στην ιεραρχική κατάταξη την εποχή εκείνη έχει ενταθεί, αποτελεί πρόβλημα η απώλεια των χρονικά ενδιάμεσων συνοδικών και πατριαρχικών εγγράφων. Έτσι δεν είμαστε πάντοτε σε θέση να ερμηνεύσουμε με βεβαιότητα 184 Βλ. F. Hild - M. Restle, Kappadokien, [TIB 2] Wien 1981, σ Kl. Belke - M. Restle, Galatien und Lykaonien, [TIB 4] Wien 1984, σ Ειδικά για την εκκλησιαστική επαρχία της Άγκυρας σώζεται μαρτυρία ότι κατά το β μισό του 12 ου αι. υπήρχε πλήρης έλλειψη χριστιανών. - Βλ. Αθηναγόρας Παραμυθίας, Ορθοδοξία 5, Αθήνα 1930, σ , ιδίως σ V. Grumel, Reg (1173). - Βλ. και J. Darrouzès, Transferts Σ. Βρυώνης, Παρακμή 185, Κ. Πιτσάκης, Κωνσταντίνος Καβάσιλας Βλ. και Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). - Βλ. επίσης J. Darrouzès, Ekthésis Néa Πρβ. Νεαρά Ανδρονίκου Β, JGR 1, 516 (ca. 1292) F. Dölger, Reg (έτ ) V. Laurent, Reg ( ). 186 Βλ. Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). - Βλ. και J. Darrouzès, Listes synodales Πρβ. Α. Jones, Cities G. Ostrogorsky, Cities 54.

140 60 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου τις μεταβολές που παρουσιάζονται. Τέλος, προκειμένου να συναγάγουμε α- σφαλή συμπεράσματα, είναι απαραίτητη η κριτική έκδοση όλων των πατριαρχικών και συνοδικών εγγράφων 188. Εξάλλου συχνά είναι προβληματική η χειρόγραφη παράδοσή τους και δεν διευκολύνει την ερμηνεία των αποκλίσεων στην τάξη προκαθεδρίας 189. Πάντως στους σωζόμενους συνοδικούς καταλόγους ως το γ τέταρτο του 13 ου αι. ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης πράγματι φαίνεται ότι κατέχει τη 16 η θέση στην ιεραρχία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο συνοδικός κατάλογος του 1079, όπου ο Θεσσαλονίκης υπογράφει μεταξύ του Γαγγρών και του Κλαυδιουπόλεως 190, κατατάσσεται δηλαδή μεταξύ 15 ης και 17 ης θέσης 191. Κατά το α μισό του 14 ου αι. η θέση που καταλαμβάνουν οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να δικαιολογηθεί διαφορετικά, παρά μόνο αν δεχτούμε ότι όντως τους αποδόθηκε το προνόμιο να ἐπέχουν τὸν τόπον μιας ανώτερης εκκλησιαστικής έδρας 192. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα εξής παραδείγματα: 188 Βλ. και G. Ostrogorsky, Cities Όπως επισήμανε ο J. Darrouzès (Registre 355) το 1970, έχουν γίνει βέβαια αξιόλογες πρόοδοι στο θέμα αυτό, ωστόσο το πρόβλημα παραμένει. Αξίζει να επαινεθεί το εξαιρετικό έργο των Η. Hunger, O. Kresten, Ε. Kislinger, C. Cupane, J. Koder, M. Hinterberger και της εκδοτικής τους ομάδας στην Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών της Βιέννης, που ήδη εξέδωσαν κριτικά τα έγγραφα του πατριαρχικού χαρτοφυλακίου από το 1315 έως το Βλ. J. Darrouzès, Listes synodales Βλ. J. Gouillard, Chrysobulle Botaneiatès V. Grumel, Reg. 914a. (Δεκ. 1079). - Βλ. επίσης Γράμμα Ρωμανού Διογένους V. Grumel, Reg. 900 (6 Νοεμβρ. 1071). - Ν. Oikonomidès, Décret synodal και σ. 60 V. Grumel, Reg. 900a. (14 Μαρτ. 1072). - P. Gautier, Le synode des Blachernes (fin 1094). Etude prosopographique, REB 29 (1971) , V. Grumel, Reg. 965 [967], τέλη 1094-αρχές PG 140, col. 180 B, 193 D, 197 C V. Grumel, Reg. 1041, 1043 (12-13 Μαΐου 1157) πρβ. J. Darrouzès, Listes synodales 59, PG 140, col. 200 B V. Grumel, Reg (Αύγ.-Σεπτ. 1157) πρβ. J. Darrouzès, Listes synodales 60, ΡΠ 5, V. Grumel, Reg (10 Μαρτ. 1169). - Α. Iv. III και σ. 85 V. Laurent, Reg (4 Μαΐου 1250). - ΜΜ 4, αρ. 17, V. Laurent, Reg (28 Νοεμβρ. 1272). - V. Laurent, Trisépiscopat , ιδίως ( , μάλλον γύρω στο 1272). - Βλ. και Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). 191 Για την κανονική τάξη της μητρόπολης Γαγγρών βλ. Not , Για την ιεραρχική θέση του Κλαυδιουπόλεως βλ. ανωτ. σημ Βλ. και Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση).

141 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 61 - Τον Οκτώβριο του 1310 ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Μαλαχίας υπογράφει μεταξύ του Νικαίας (8 ος τη τάξει) και του Γαγγρών (15 ος τη τάξει) Τον Σεπτέμβριο του 1315 ο Ιερεμίας Θεσσαλονίκης υπογράφει μεταξύ του Χαλκηδόνος (9 ος τη τάξει) και του Γαγγρών Το 1317 ο ίδιος μητροπολίτης υπογράφει μεταξύ του Χαλκηδόνος και του Μελιτηνής (13 ος τη τάξει) Το 1324 υπογράφει μεταξύ του Κυζίκου (5 ος τη τάξει) και του Αδριανουπόλεως 196. Ο τελευταίος ἐπέχει τὸν τόπον του Αμασείας την εποχή εκείνη, δηλαδή καταλαμβάνει τη 12 η ιεραρχική τάξη 197. Αν συνδυάσουμε τα ανωτέρω δεδομένα με τα συμπεράσματα που συναγάγαμε από την εξέταση των εκκλησιαστικών τακτικών του 14 ου αι., θα μπορούσαμε εύλογα να δεχτούμε ότι η μητρόπολη Θεσσαλονίκης τιμήθηκε με το προνόμιο να ἐπέχει τὸν τόπον του Σεβαστείας. Σε συνοδική απόφαση του 1327 άλλωστε αναφέρεται ότι ο μητροπολιτικός θρόνος της Σεβαστείας ήταν 193 Βλ. J. Darrouzès, Reg. 2005: ανέκδοτο, Vatican 847, f. 260v-271v (Οκτ. 1310). - Για την κανονική τάξη του Νικαίας βλ. Not. 1.13, , , Βλ. PRK I, αρ. 10, στ. 133 J. Darrouzès, Reg (Σεπτ. 1315). - Βλ. και J. Darrouzès, Registre Βλ. επίσης PRK Ι, αρ. 14, στ. 20 J. Darrouzès, Reg (Σεπτ.-Δεκ. 1315). - PRK Ι, αρ. 15, αρ. 18 J. Darrouzès, Reg (Σεπτ.-Δεκ. 1315). - PRK Ι, αρ. 22, στ. 29 J. Darrouzès, Reg (Δεκ. 1315). - PRK Ι, αρ. 23, στ. 47 J. Darrouzès, Reg (Δεκ. 1315). - Για την τάξη του Χαλκηδόνος βλ. Not. 1.14, , , Βλ. PRK Ι, αρ. 50, στ. 42 J. Darrouzès, Reg (Αύγ. 1317). - Βλ. και J. Darrouzès, Registre Βλ. επίσης PRK Ι, αρ. 47, στ. 36 J. Darrouzès, Reg (Οκτ Μάιος 1317). - Για την κανονική τάξη του Μελιτηνής βλ. Not. 2.17, , πρβ Στις αρχές του 10 ου αι. ο Συρακουσών έλαβε την ίδια ιεραρχική θέση με τον Μελιτηνής. - Βλ. ανωτ. σ Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae σ. 165 σημ. 2 και 299 σημ Βλ. PRK Ι, αρ. 88, στ J. Darrouzès, Reg (Σεπτ. 1324). - Βλ. και J. Darrouzès, Registre Για την κανονική τάξη του Κυζίκου βλ. Not. 1.10, , , Βλ. PRK Ι, αρ. 51, στ J. Darrouzès, Reg (Αύγ Αύγ. 1318): τοῦ Χαλκηδόνος, τοῦ Ἀδριανουπόλεως, τοῦ Μελιτηνῆς, τοῦ Μονεμβασίας, τοῦ Γαγγρῶν. - PRK Ι, αρ. 74, στ. 6-8 J. Darrouzès, Reg (28 Μαΐου 1324): τοῦ Χαλκηδόνος... Θεοδούλου, τοῦ Ἀδριανουπόλεως... Ἰγνατίου, τοῦ Μελιτηνῆς... Θεοδοσίου. - PRK Ι, αρ. 77, στ. 6-8 J. Darrouzès, Reg (17 Αύγ. 1324). - PRK Ι, αρ. 79, στ. 7-9 J. Darrouzès, Reg (19 Σεπτ. 1324). - PRK Ι, αρ. 89, στ. 5-7 J. Darrouzès, Reg (29 Μαΐου 1325). - PRK Ι, αρ. 91, στ. 6-8 J. Darrouzès, Reg (30 Μαΐου 1325). - Πρβ. Not : ιβ ὁ Ἀδριανουπολεως ὡσαύτως καὶ αὐτή, θρόνος μ οὖσα, εἰς ιβ θρόνον προεβιβάσθη (13) , Βλ. και J. Darrouzès, Ekthésis néa Για την τάξη του Αμασείας βλ. Not. 1.17, , 48.

142 62 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ήδη για μεγάλο χρονικό διάστημα κενός: Ἐπειδὴ τοίνυν αἱ κατὰ τὸν τόπον τῆς ἀνατολῆς ἁγιώταται μητροπόλεις, ἡ τῆς Σεβαστείας δηλονότι, ἡ τῶν Εὐχαΐτων, ἡ τοῦ Ἰκονίου, ἡ τοῦ Μωκησοῦ, καὶ ἡ ἁγιωτάτη ἀρχιεπισκοπὴ Ναζιανζός ἀμοιροῦσι γνησίων ἀρχιερέων ἐπὶ χρόνον ἤδη συχνὸν διὰ τὴν ἐπικρατήσασαν παραχωρήσει Θεοῦ διὰ πλῆθος ἁμαρτιῶν σύγχυσιν καὶ ἀνωμαλίαν ἐκ τῆς τῶν ἀθέων ἐχθρῶν ἐπιθέσεως καὶ ἐντεῦθεν στερεῖται ὁ ὑπ' αὐτὰς χριστιανικὸς λαὸς ἀρχιερατικῆς ἐπιστασίας καὶ ἐπισκέψεως 198. Η τιμητική διάκριση αποδόθηκε οπωσδήποτε μετά το Σε πατριαρχική σύνοδο εκείνου του έτους ο Θεσσαλονίκης υπογράφει μετά τον μητροπολίτη Ναυπάκτου, ο οποίος αναφέρεται ρητά ως ἐπέχων τὸν τόπον του Σεβαστείας: τοῦ Ναυπάκτου, ὑπερτίμου καὶ τὸν τόπον ἐπέχοντος Σεβαστείας τῆς μεγάλης, Ἰωάννου 199. Από την άλλη, στον Τόμο της συνόδου των Βλαχερνών του Αυγούστου 1285, που καταδίκασε τον πατριάρχη Ιωάννη Βέκκο για τις ενωτικές του τάσεις, ο Ιγνάτιος Θεσσαλονίκης υπογράφει μετά τον Νικαίας (8 ος τη τάξει) και πριν από τον Μονεμβασίας και τον Γαγγρών (15 ος τη τάξει) 200. Θα μπορούσαμε ίσως να ερμηνεύσουμε την κατάταξη του Θεσσαλονίκης πριν από τον Γαγγρών δεχόμενοι ότι ήδη από το 1285 ἐπεῖχε τὸν τόπον του Σεβαστείας 201. Μια τέτοια υπόθεση θα φαινόταν αρκετά εύλογη, δεδομένου ότι ο Ιγνάτιος είχε τηρήσει σθεναρή ανθενωτική στάση επί Μιχαήλ Η ( ). Για τις 198 Βλ. PRK I, αρ. 96, στ J. Darrouzès, Reg (Ιαν. 1327). 199 Βλ. ΜΜ. 4, αρ. 17, V. Laurent, Reg (28 Ιαν. 1272). - Βλ. και V. Laurent, Trisépiscopat ( , μάλλον 1272) και σ. 145: τοῦ Σάρδεων, τοῦ Ναυπάκτου, τοῦ Φιλαδελφείας, τοῦ Θεσσαλονίκης,. Ο Φιλαδελφείας ἐπεῖχε τὸν τόπον του μητροπολίτη Συρακουσών, δηλαδή τη 13 η τάξη (βλ. PRK I, αρ. 81, στ. 8-9 V. Laurent, Reg. 1331, 31 Μαρτ. 1256: τοῦ Φιλαδελφείας, ὑπερτίμου καὶ τὸν τόπον ἐπέχοντος Συρακούσης Ἰωαννικίου βλ. και PRK I, αρ. 52, στ. 13 J. Darrouzès, Reg. 2082, Σεπτ Αύγ. 1318). 200 Βλ. V. Laurent, Blakhernes σ. 145 (7) Reg (Αύγ. 1285). 201 Πρόβλημα βέβαια αποτελεί το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε ποιας μητρόπολης τὸν τόπον ἐπεῖχε ο Μονεμβασίας, ο οποίος επίσης προηγείται του Γαγγρών. Ο V. Laurent (Blakhernes 145 σημ. 8 Les faux de la diplomatique patriarcale: un prétendu acte synodal en faveur de la métropole de Monembasie, REB 21 (1963) , σ. 153, 154 σημ. 30, 158) θεωρεί ότι ο Νικόλαος Μονεμβασίας ήδη είχε λάβει το προνόμιο να ἐπέχει τὸν τόπον του Σίδης. Βέβαια ο μελετητής παρασυρόμενος από τις Notitiae 17 (στ. 13, 34) και 18 (στ ) αποδίδει στον Σίδης τη 13 η και όχι τη 10 η ιεραρχική τάξη, που κανονικά κατείχε (βλ. ανωτ. σημ. 139). Ο J. Darrouzès (Notitiae σ. 165 σημ. 3 και 183) δεν δέχεται τις θέσεις του V. Laurent. Δέχεται μεν ότι ο Μονεμβασίας είχε κάποιο τιμητικό προνόμιο, που του εξασφάλιζε προωθημένη θέση στην εκκλησιαστική ιεραρχία καθώς όμως δεν μνημονεύεται η θέση που τιμητικά καταλαμβάνει, ούτε και είναι εύκολο να συναχθεί έμμεσα, θεωρεί παρακινδυνευμένο να προβούμε σε υποθέσεις. Για το προνόμιο που είχε λάβει ο Νικόλαος Μονεμβασίας να ἐπέχει τὸν τόπον του Σίδης (t.a.q. 1298) βλ. A. La. II. 89. recto.10 και σ J. Darrouzès, Βιβλιοκρισία «Lavra ΙΙ» 298.

143 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 63 θέσεις του μάλιστα είχε φυλακιστεί, λόγος για τον οποίο στο Συνοδικόν της Θεσσαλονίκης αποκαλείται νέος ομολογητής 202. Δεν θα ήταν απίθανο λοιπόν να του είχε αποδοθεί το εν λόγω προνόμιο ως ένα είδος επιβράβευσης για τους αγώνες του υπέρ της Ορθοδοξίας. Εξάλλου γενικά στις συνοδικές πράξεις με τις οποίες παραχωρείται το προνόμιο γίνεται αναφορά στο ηθικό ανάστημα του εκάστοτε μητροπολίτη. Ο ενάρετος χαρακτήρας ήταν ένα από τα στοιχεία που συνέτειναν στην απόφαση να απονεμηθεί η τιμή 203. Ο J. Darrouzès όμως επισημαίνει ότι στον Τόμο του 1285 είναι προβληματική η σειρά με την οποία υπογράφουν οι αρχιερείς, δεδομένου ότι μόνο ως τον Νικαίας τηρείται η κανονική τάξη. Ο μελετητής υπογραμμίζει ότι είναι παρακινδυνευμένο να βασιστούμε στον συγκεκριμένο συνοδικό κατάλογο, προκειμένου να συναγάγουμε συμπεράσματα σχετικά με την ιεραρχική τάξη και τα τιμητικά προνόμια των συμμετεχόντων 204. Πράγματι, σε συνοδική απόφαση που εκδόθηκε κατά την α πατριαρχία του Αθανασίου Α ( ) ο Ιάκωβος Θεσσαλονίκης υπογράφει μετά τον Μακάριο Τυάνων και τον Φωκά Γαγγρών 205. Συνεπώς χωρίς αμφιβολία θα πρέπει να αποκλείσουμε την υπόθεση ότι ήδη το 1285 είχε παραχωρηθεί στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης το προνόμιο να ἐπέχει τὸν τόπον του Σεβαστείας. Το προνόμιο λοιπόν αποδόθηκε μεταξύ 1290/1294 και Δεν μπορούμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα αν ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης που πρώτος έλαβε το προνόμιο να ἐπέχει τὸν τόπον του Σεβαστείας ήταν ο Ιάκωβος (1289/ /1305) ή ο Μαλαχίας (ca ). Το γεγονός ότι ως τον Ιούλιο του 1289 ή του 1293 ο Ιάκωβος κατατάσσεται βάσει της κανονικής ιεραρχικής του τάξης, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να του εκχωρήθηκε η τιμητική διάκριση στο μέσο της αρχιερατείας του 206. Πάντως ο πρώτος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης που είναι βέβαιο ότι απέλαυε της τιμητικής διάκρισης ήταν ο Μαλαχίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μαλαχίας προωθήθηκε στον μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης κατά τη β πατριαρχία του Αθανασίου Α ( ), του οποίου ήταν μαθητής 207. Την τιμητική διάκριση διατηρεί και o διάδοχός του Ιερεμίας ( t.p.q ή 1332), καθώς, όπως 202 Βλ. Συνοδικόν Για τον Ιγνάτιο βλ. σχετική βιβλιογραφία κατωτ. σημ Βλ. PRK I, αρ. 58, στ F. Dölger, Reg (Νοέμβρ. 1318). - PRK I, αρ. 59, στ J. Darrouzès, Reg (Νοέμβρ. 1318). - Βλ. και J. Darrouzès, Listes synodales Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 165 και σημ Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι ο Τυάνων (14 ος τη τάξει) υπογράφει μετά τον Γαγγρών (15 ος τη τάξει). 205 Βλ. Α. Xér (Ιούλιος ca. 1289/1293) V. Laurent, Reg (Ιούλιος 1290/1293). - Βλ. και Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). 206 Βλ. και Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). 207 Βλ. και Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση).

144 64 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου προαναφέρθηκε, το 1324 υπογράφει πριν από τον Αδριανουπόλεως, που καταλαμβάνει επίσης τιμητικά τη 12 η ιεραρχικά θέση 208. Εξάλλου τον Ιανουάριο του 1327 η μητρόπολη Σεβαστείας αναφέρεται ότι εξακολουθούσε να είναι κενή 209. Από τους επόμενους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης, Γρηγόριο Κουτάλη (1334), Ιγνάτιο Γλαβά (t.a.q ), Μακάριο ( ) και Υάκινθο ( ), μόνο ο Ιγνάτιος Γλαβάς απαντά σε δύο πατριαρχικά συνοδικά έγγραφα, τον Φεβρουάριο και τον Νοέμβριο του Στους καταλόγους υπογραφών όμως οι συμμετέχοντες μητροπολίτες που τοποθετούνται ύ- στερα από αυτόν συμβαίνει να είναι ιεραρχικά αρκετά κατώτεροι. Έτσι, δεν μπορούμε να διακρίνουμε αν συνέχιζαν οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης να ἐπέχουν τὸν τόπον του Σεβαστείας. Όλοι οι προαναφερθέντες μητροπολίτες βέβαια είχαν καλές σχέσεις με το πολιτικό και εκκλησιαστικό κέντρο της 208 Για τις σχέσεις του Ιερεμία Θεσσαλονίκης με την κεντρική εκκλησιαστική και πολιτική εξουσία βλ. Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). 209 Βλ. PRK I, αρ. 96 J. Darrouzès, Reg (Ιαν. 1327). - Βλ. και Σ. Βρυώνης, Παρακμή 249, Το προνόμιο ένας μητροπολίτης να ἐπέχει τὸν τόπον μιας ανώτερης ιεραρχικά έδρας δεν συνεπάγεται διοικητικές αρμοδιότητες, αλλά είναι μια καθαρά τιμητική διάκριση (βλ. ανωτ. σ. 56 κ.ε.). Αντιθέτως, η διοίκηση μιας χηρεύσας μητρόπολης μπορούσε να παραχωρηθεί κατ ἐπίδοσιν σε έναν άλλον μητροπολίτη. Σε αυτήν την περίπτωση ο προνομιούχος μητροπολίτης, που αποκαλείται πρόεδρος, είχε όλες τις διοικητικές, λειτουργικές και ποιμαντορικές αρμοδιότητες ενός κανονικά εκλεγμένου και χειροτονημένου μητροπολίτη ἄνευ μέντοι τῆς τοῦ ἱεροῦ συνθρόνου ἐγκαθιδρύσεως. Όταν βέβαια οριζόταν γνήσιος ἱεράρχης για την ανάληψη του μητροπολιτικού θρόνου, η διοίκηση της μητρόπολης αφαιρούνταν από τον προνομιούχο. Οι λόγοι που μια εκκλησιαστική έδρα παραχωρούνταν κατ ἐπίδοσιν σχετίζονται με τις δυσχερείς πολιτικέςοικονομικές συνθήκες που προκαλούσε η τουρκική κατάκτηση και τις οποίες περιγράψαμε ανωτέρω. Μία ενδεής οικονομικά μητρόπολη αναλάμβανε τη διοίκηση μιας εξίσου ή και περισσότερο φτωχής και χηρεύουσας μητρόπολης, προκειμένου να δημιουργηθεί μια βιώσιμη οικονομική μονάδα, αντί να υπάρχουν δύο άπορες. Υπήρχε το ενδεχόμενο ο τόπος μιας κενής μητροπολιτικής έδρας να παραχωρούνταν σε έναν μητροπολίτη και η κατ ἐπίδοσιν διοίκηση της μητρόπολης σε έναν άλλο. Το τελευταίο προφανώς συμβαίνει στην περίπτωση της μητρόπολης Σεβαστείας, καθώς με την προαναφερθείσα συνοδική πράξη του Ιανουαρίου 1327 η διοίκησή της παραχωρήθηκε κατ ἐπίδοσιν στον πρωτόθρονο μητροπολίτη Καισαρείας, ενώ ο Θεσσαλονίκης πιθανότατα συνεχίζει να ἐπέχει τὸν τόπον αυτής. - Για την κατ ἐπίδοσιν παραχώρηση μιας μητρόπολης βλ. Κ. Ράλλης, Ένωσις-Επίδοσις S. Salaville, Proedros 422 κ.ε. - J. Darrouzès, Ekthésis Néa 81 σημ. 10 Registre , 262 κ.ε., , Transferts 204 και σημ. 61, 207, , 211, Σ. Βρυώνης, Παρακμή , 246 κ.ε. - Κ. Πιτσάκης, Κωνσταντίνος Καβάσιλας 218 σημ Ελισάβετ Χατζηαντωνίου, Εκκλησιαστικές έδρες κατ ἐπίδοσιν, Ζ Συνάντηση Βυζαντινολόγων Ελλάδος και Κύπρου: «Παράδοση και ανανέωση στο Βυζάντιο», Κομοτηνή Σεπτεμβρίου Βλ. PRK II, αρ. 124, στ. 39 J. Darrouzès, Reg (Φεβρ. 1340): τοῦ Θεσσαλονίκης, τοῦ Πισιδίας, τοῦ Δυρραχίου, τοῦ Διδυμοτείχου,. - PRK II, αρ. 134, στ. 99 J. Darrouzès, Reg (Νοέμ. 1340): τῷ Κυζίκῳ, τῷ Σάρδεων, τῷ Θεσσαλονίκης, τῷ Δυρραχίου,.

145 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 65 Κωνσταντινούπολης 211. Δεν αποκλείεται λοιπόν να διατηρούν το προνόμιο ως το 1346, οπότε λήγει η αρχιερατεία του Υακίνθου, ακολουθεί η άνοδος του Γρηγορίου Παλαμά στον μητροπολιτικό θρόνο και, όπως θα δούμε, η απονομή υψηλότερης διάκρισης. Δεν φαίνεται άλλωστε να αποτελεί απλή σύμπτωση το γεγονός ότι το 1347, έπειτα από πολλά χρόνια απουσίας, εμφανίζεται ξανά σε καταλόγους πατριαρχικών συνόδων και σε πατριαρχικές πράξεις γνήσιος μητροπολίτης Σεβαστείας 212. Συνεπώς η μητρόπολη Θεσσαλονίκης διατηρούσε σε όλη τη βυζαντινή περίοδο τη 16 η ιεραρχική τάξη. Επί Ανδρονίκου Β υπήρξε πράγματι ένα είδος μεταβολής στην ιεραρχική τάξη της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, όπως συγκεχυμένα μας πληροφορούν τα εκκλησιαστικά τακτικά. Δεν πρόκειται ό- μως για μια μόνιμη κατάσταση, αλλά για μια τιμητική διάκριση, που εξασφάλιζε στους προκαθημένους της μια ανώτερη ιεραρχική θέση, την 11 η. Η κανονική όμως ιεραρχική τάξη της ορθόδοξης εκκλησίας διαταρασσόταν μόνο κατ οἰκονομίαν και εφήμερα. Δεν θα πρέπει λοιπόν να χρησιμοποιούμε κατά κυριολεξία τους όρους προαγωγή, προβιβασμό ή μετάθεση της μητροπολιτικής έδρας Βλ. ειδικότερα Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). - Για τους εν λόγω μητροπολίτες βλ. συνοπτικά PLP 6, , , , 29453, αντίστοιχα. - Βλ. και κατωτ. σ , όπου σχετική βιβλιογραφία. 212 Βλ. J. Meyendorff, Tome 1347 στ. 496 J. Darrouzès, Reg (ca. Ιούλ. 1347) βλ. και J. Darrouzès, Reg PRK II, αρ. 160 J. Darrouzès, Reg (Αύγ. 1347). - PRK II, αρ. 161, στ. 9 J. Darrouzès, Reg (Αυγ. 1347). - PRK II, αρ. 165, στ. 9 J. Darrouzès, Reg (Σεπτ. 1347). - PRK II, αρ. 170, στ. 109 J. Darrouzès, Reg (Σεπτ. 1347). - Βλ. και Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). 213 Βλ. και Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). - Πρβ. Ο. Tafrali, Thessalonique Γ. Κονιδάρης, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης Εκκλ. ιστορία Χ. Τζώγας, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης H.-G. Beck, Kirche V. Laurent, Reg Σ. Βρυώνης, Παρακμή Ν. Ζαχαρόπουλος, Φραγκοκρατία Ι. Αναστασίου, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Μ. Rautman, Succession Π. Ροδόπουλος, Εκκλ. οργάνωσις Α. Καραθανάσης - Γ. Τριανταφυλλίδης, Σύνοδος Θεσσαλονίκης Σ. Νταγιούκλας, Διοίκηση Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ. 477 κ.ά. Οι ανωτέρω μελετητές, που αναφέρονται στην ιστορία της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, κάνουν λόγο για προαγωγή, προβιβασμό, ανύψωση ή αναβάθμιση της έδρας από τη 16 η στην 11 η θέση. Με τους όρους αυτούς δεν φαίνεται να εννοούν ότι παραχωρήθηκε στους μητροπολίτες της το τιμητικό προνόμιο να ἐπέχουν τὸν τόπον της μητρόπολης Σεβαστείας. Έτσι όμως δεν λαμβάνεται υπόψη ότι η προαγωγή μιας εκκλησιαστικής έδρας μπορεί να αφορά μόνο στο status της (μια επισκοπή να προαχθεί σε αρχιεπισκοπή ή μητρόπολη και μια αρχιεπισκοπή να καταστεί τιμητικά μητρόπολη). Δεν θα πρέπει να κάνουμε λόγο για προβιβασμό μιας έδρας ως προς την ιεραρχική της θέση, διότι, όπως επισημαίνει ο J. Darrouzès, ισχύει το απαραβίαστον της τάξης. Δεν μπορεί δηλαδή μια μητρόπολη να μεταπηδήσει από την 11 η στη 10 η θέση, ούτε να εκτοπίσει και να υποβιβάσει άλλες έδρες. Συνεπώς δεν δικαιολογείται η χρήση του όρου προβιβασμός, παρά μόνο όταν διευκρινίζεται ότι πρόκειται για προσωρινό τιμητικό προνόμιο. Πολύ δε περισ-

146 66 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Επίσης, σύμφωνα με τους σωζόμενους συνοδικούς καταλόγους της εποχής ελέγχεται μάλλον ως αναληθής η πληροφορία των εκκλησιαστικών τακτικών, ότι επί Ανδρονίκου Γ οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης απολαύουν της ακόμη μεγαλύτερης διάκρισης να ἐπέχουν τὸν τόπον του Αγκύρας 214. Στα χρόνια της βασιλείας του εν λόγω αυτοκράτορα ο μόνος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης που εμφανίζεται στις σωζόμενες συνοδικές πράξεις είναι ο Ιγνάτιος Γλαβάς το Συγκεκριμένα, στην πατριαρχική σύνοδο του Νοεμβρίου ε- κείνου του έτους ο Ιγνάτιος υπογράφει μετά τους μητροπολίτες Κυζίκου (5 ος τη τάξει) και Σάρδεων (6 ος τη τάξει) 215. Συνεπώς είτε συνεχίζει να ἐπέχει τὸν τόπον του Σεβαστείας, είτε κατατάσσεται βάσει της κανονικής του ιεραρχικής τάξης. Πάντως ως τα τέλη του 1340 και πιθανόν ως το 1341, που μάλλον εξακολουθεί να αρχιερατεύει ο ίδιος μητροπολίτης, δεν είχε αποδοθεί στον Θεσσαλονίκης ο τόπος του μητροπολίτη Αγκύρας 216. Ο Γρηγόριος Παλαμάς ( ) φαίνεται ότι ήταν ο πρώτος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης που έλαβε την τιμητική διάκριση να ἐπέχει τὸν τόπον του Αγκύρας. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η συνοδική πράξη του Αυγούστου 1347, όπου ο Θεσσαλονίκης μνημονεύεται μεταξύ του μητροπολίτη Ηρακλείας και του Κυζίκου, οι οποίοι έχουν την 3 η και 5 η ιεραρχική τάξη 217. To προνόμιο παραχωρήθηκε λοιπόν επί Ιωάννη Στ Καντακουζηνού σότερο δεν πρέπει να αναφερόμαστε σε υποβιβασμό μιας μητρόπολης, αφού αυτό είναι έξω από τις πρακτικές της Εκκλησίας (βλ. σχετικά J. Darrouzès, Listes synodales 75, 87 Notitiae σ. 190 και σημ Αντιθέτως βλ. Γ. Κονιδάρης, Αρχιεπίσκοπος 326, Π. Ροδόπουλος, Εκκλ. οργάνωσις 538). 214 Αντιθέτως βλ. Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας 56: «Στην Έκθεσιν του Ανδρονίκου Γ η μητρόπολη Θεσσαλονίκης προβιβάστηκε εις τέταρτον θρόνον μετά του Αγκύρας». - Γ. Κονιδάρης, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης 1040: «κατέστη δ μετά την Αγκύρας» Εκκλ. ιστορία 153: «Παρά του αυτού βασιλέως (ενν. τον Ανδρόνικο Γ ) προήχθη εις την δ θέσιν του Αγκύρας» κ.ά. - Πρβ. Ι. Αναστασίου, Εκκλησία Θεσσαλονίκης 318: «Στο Τακτικό του Ανδρονίκου Παλαιολόγου του Πρεσβυτέρου η μητρόπολη κατέχει την 11 η θέση και σημειώνεται νῦν δὲ τὸν τόπον ἐπέχει Ἀγκύρας». 215 Βλ. ανωτ. σημ Για την κανονική τάξη του Σάρδεων βλ. Not. 1.11, , , , Βλ. και J. Darrouzès, Listes synodales 89: «Avant 1347, Thessalonique ne semble pas avoir franchir le seuil du 10e rang; elle occupe le 11e dans la taxis d Andronic et elle n a pas progressé au moins jusqu en 1340, puisque le métropolite siège encore en synode après Sardes». - Βέβαια ο μελετητής κάνει λόγο για κατοχή της 11 ης τάξης από τον Θεσσαλονίκης, δεν διευκρινίζει όμως αν αυτό συμβαίνει, επειδή προφανώς ἐπέχει τὸν τόπον του Σεβαστείας. - Πρβ. όμως Th. Tafel, Thessalonica 51, που κάνει λόγο για τ ι μ η τ ι κ ή θέση: «Namque in Notitia Andronici junioris (sec XIV.) ad honorem loci XI pervenit». 217 Βλ. PRK II, αρ. 164, στ. 10 J. Darrouzès, Reg (Αύγ. 1347). - Βλ. και J. Darrouzès, Listes synodales 84, Registre 352, Reg Notitiae σ Αντιθέτως βλ. J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ. 477, όπου εσφαλμένα αναφέρει ότι στις πατριαρχικές συνόδους οι

147 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 67 ( ), με τον οποίο άλλωστε ο Γρηγόριος Παλαμάς είχε στενούς δεσμούς. Η διακεκριμένη προσωπικότητα και η δράση του Γρηγορίου κατά τις θεολογικές διαμάχες περί ησυχασμού επίσης συνέβαλαν στην απονομή του προνομίου 218. Ο Γρηγόριος αποδέχθηκε το προνόμιο πιθανόν τη στιγμή της ανόδου του στον μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης τον Ιούνιο του και είναι προφανές ότι το διατήρησε σε όλη τη διάρκεια της θητείας του 220. μητροπολίτες Θεσσαλονίκης καταλαμβάνουν την 4 η ιεραρχική τάξη από το 1380 κ.ε. - Για την ιεραρχική θέση του Ηρακλείας βλ. ανωτ. σ. 50. Προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι σε συνοδική πράξη του Αυγούστου 1347 ο Γρηγόριος Παλαμάς μνημονεύεται μετά τον Μακάριο Φιλαδελφείας. Ωστόσο είναι προφανές ότι ήδη είχε λάβει την τιμητική διάκριση να ἐπέχει τὸν τόπον του Αγκύρας, δεδομένου ότι προηγείται του Σεβαστείας (PRK II, αρ. 161, στ. 8-9 J. Darrouzès, Reg. 2285: τοῦ Ἡρακλείας, τοῦ Φιλαδελφείας, τοῦ Θεσσαλονίκης, τοῦ Σεβαστείας, πρβ. PRK II, αρ. 165, στ. 9 και αρ. 166 J. Darrouzès, Reg. 2290, Σεπτ. 1347). O J. Darrouzès (Registre 355) επισημαίνει ότι ο Φιλαδελφείας καταλαμβάνει τιμητικά ήδη από τα τέλη του 13 ου αι. ανώτερη ιεραρχική τάξη από εκείνη του Θεσσαλονίκης. O μελετητής ερμηνεύει την προτεραιότητα του Φιλαδελφείας στη σύνοδο του Αυγούστου 1347 έναντι του Θεσσαλονίκης, που ήδη έχει λάβει το προνόμιο να ἐπέχει τὸν τόπον του Αγκύρας, προβαίνοντας σε δύο υποθέσεις: α) ο Μακάριος Φιλαδελφείας, που είχε την εποχή εκείνη και τον τίτλο του οικουμενικού διδασκάλου, ως αρχαιότερος απαίτησε και πέτυχε κατ εξαίρεση να προηγηθεί του νεοεκλεγέντα Γρηγορίου Παλαμά β) ο Φιλαδελφείας τοποθετήθηκε στη δεύτερη θέση εκ παραδρομής του νοταρίου ή του αντιγραφέα. Σε μεταγενέστερη μελέτη του μάλιστα ο μελετητής (Reg. 2290) επαναλαμβάνει μόνο τη δεύτερη υπόθεση. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διορθώσουμε την επισήμανση του J. Darrouzès, ότι ο Φιλαδελφείας κατέχει ιεραρχικά ανώτερη θέση από τον Θεσσαλονίκης από τα τέλη του 13 ου αι. Στην πραγματικότητα αυτό ισχύει ήδη από τα μέσα του αιώνα, όταν ο Φωκάς Φιλαδελφείας εμφανίζεται να ἐπέχει τὸν τόπον του Συρακουσών καταλαμβάνοντας τη 13 η ιεραρχική τάξη. Οι μητροπολίτες Φιλαδελφείας απολαύουν της τιμητικής διάκρισης οπωσδήποτε ως τον Απρίλιο του Πιθανόν από τον Μάιο και οπωσδήποτε από τον Σεπτέμβριο του 1347 ο Φιλαδελφείας εμφανίζεται πλέον να κατέχει τον τόπον του Σάρδεων. - Βλ. ΡΠ 5, (10 Ιουλ. 1250). - PRK I, αρ. 81, στ V. Laurent, Reg (31 Μαρτίου 1256). - Α. Failler, Acte inédit V. Laurent, Reg (2 Ιουν. 1294). - PRK I, αρ. 52, στ. 13 J. Darrouzès, Reg (Σεπτ Αύγ. 1318). - PRK I, αρ. 53, στ. 31 J. Darrouzès, Reg (Σεπτ Αύγ. 1318). - PRK I, αρ. 54, στ. 15 J. Darrouzès, Reg (Αύγ. 1318). - PRK I, αρ. 55, στ. 10 J. Darrouzès, Reg (Οκτ. 1318). - PRK I, αρ. 56, στ. 31 J. Darrouzès, Reg (Οκτ. 1318). - PRK I, αρ. 61, στ. 32 J. Darrouzès, Reg (Νοέμβρ Φεβρ. 1319). - PRK ΙI, αρ. 131, στ. 15 J. Darrouzès, Reg (Απρ. 1345). - Πρβ. PRK ΙI, αρ. 147, στ. 431 J. Darrouzès, Reg (Φεβρ. 1347). - Βλ. επίσης J. Meyendorff, Tome 1347 στ J. Darrouzès, Reg (Μάιος 1347). - PRK IΙ, αρ. 170, στ. 109 J. Darrouzès, Reg (Σεπτ. 1347). 218 Βλ. J. Darrouzès, Listes synodales Βιβλιογραφία για τον Γρηγόριο Παλαμά βλ. κατωτ. σ Βλ. J. Darrouzès, Registre Για τον μήνα εκλογής και χειροτονίας του Γρηγορίου Παλαμά πρβ. J. Darrouzès, Reg Βλ. J. Meyendorff, Tome de 1347 στ J. Darrouzès, Reg (ca. Ιούλ. 1347). - P. Uspenskij, Istorija Athona III/2, St. Petersbourg 1892, 736 J. Darrouzès, Reg (τέλη Αυγ. 1347). - PRK II, αρ. 170, στ. 109 J. Darrouzès, Reg (Σεπτ. 1347). - PRK II, αρ. 148, στ. 7

148 68 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Ο διάδοχος του Γρηγορίου Παλαμά Νείλος Καβάσιλας κατά τη σύντομη αρχιερατεία του ( ) απαντά μόνο σε δύο συνοδικές πράξεις, στις οποίες όμως κατατάσσεται τελευταίος μεταξύ των μητροπολιτών λόγω του ότι ήταν απλώς εκλεγμένος και όχι ακόμη χειροτονημένος (ὑποψήφιος) 221. Ο επόμενος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Αντώνιος ( ) στη μοναδική συνοδική πράξη όπου απαντά, τον Απρίλιο του 1363, υπογράφει μεταξύ του Ηρακλείας και του Χαλκηδόνος, δηλαδή μεταξύ της 3 ης και 9 ης θέσης 222. Προφανώς οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης εξακολουθούν να καταλαμβάνουν τιμητικά την 4 η ιεραρχική τάξη τουλάχιστον ως εκείνη τη χρονική στιγμή. Ωστόσο κατά τη β πατριαρχία του Φιλόθεου Κόκκινου ( ) το προνόμιο φαίνεται ότι αφαιρέθηκε από τον μητροπολίτη Αντώνιο. Καταρχάς, το 1365 ορίστηκε γνήσιος ἱεράρχης για την έδρα της μητρόπολης Αγκύρας 223. Θα μπορούσε βέβαια ο Θεσσαλονίκης να διατηρούσε το προνόμιο. Σε αυτήν την περίπτωση θα κατατασσόταν αμέσως μετά τον μητροπολίτη Αγκύρας 224. Ωστόσο το γεγονός ότι μεταξύ 1370 και 1371 ο μητροπολίτης Νικαίας J. Darrouzès, Reg (Σεπτ. 1348). - PRK II, αρ. 151, στ. 116 J. Darrouzès, Reg (Νοέμβρ. 1348). - PRK II, αρ. 178, στ. 152 J. Darrouzès, Reg (Σεπτ. 1350). - PG 151, 720D J. Darrouzès, Reg (Μάιος-Ιούλ. 1351). - Ε. Honigmann, Tomos J. Darrouzès, Reg. 2326, (θέρος 1351). - PRK IIΙ, αρ. 261, στ. 42 J. Darrouzès, Reg (17 Αυγ. 1355). - Βλ. και Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). 221 Βλ. PRK III, αρ. 257, στ , J. Darrouzès, Reg (αρχές-μέσα 1361). - PRK III, αρ. 259, στ J. Darrouzès, Reg (Ιούλ. 1361). - Βλ. και Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). - Για το γεγονός ότι οι εκλεγμένοι, αλλά μη χειροτονημένοι ακόμη ιεράρχες συνήθως υπέγραφαν τελευταίοι βλ. PRK Ι, αρ. 54, στ. 17 J. Darrouzès, Reg (1318). - PRK Ι, αρ. 55, στ J. Darrouzès, Reg (1318): τοῦ Δυρραχίου, τοῦ Μιτυλήνης, τοῦ Ἄπρω, τοῦ ἀρχιεπισκόπου Μεσήνης καὶ τῶν ὑποψηφίων Σμύρνης καὶ Μελενίκου κ.α. - Βλ. και J. Darrouzès, Registre 339: «Ensuite, les évêques élus (hypopsèphios) qui siègent normalement en queue de liste, même après les archevêques, rarement à leur rang de siège». - Του ιδίου, Reg Αντιθέτως βλ. Σ. Τρωιάνος, Διαδικασία 119 σημ. 18: «Δέον τέλος να σημειωθεί, ότι η τάξις του θρόνου λαμβάνεται υπ όψει και αν έτι ο υπογράφων είναι υποψήφιος». 222 Βλ. PRK III, αρ. 269, στ J. Darrouzès, Reg (Απρ. 1363). - Βλ. και J. Darrouzès, Registre 110, 358, Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). 223 Βλ. ΜΜ 1, αρ. 212, (ά.χ.) J. Darrouzès, Reg (Μάρτ. 1365). - Βλ. και J. Darrouzès, Registre 362, 364 Notitiae σ Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ὑποψήφιος μητροπολίτης Αγκύρας, που συμμετείχε στην πατριαρχική σύνοδο του Μαρτίου του 1365, αν και δεν είχε χειροτονηθεί ακόμη, ωστόσο υπέγραψε στην 4 η θέση, που ανήκε στη μητρόπολη Αγκύρας. Ω- στόσο, όπως ήδη αναφέραμε (βλ. ανωτ. σημ. 221), οι εκλεγμένοι αλλά μη χειροτονημένοι μητροπολίτες υπογράφουν στο τέλος του συνοδικού καταλόγου. Αν πρόκειται για εξαίρεση στον κανόνα και όχι για σφάλμα του πατριαρχικού νοταρίου, πιθανόν να οφειλόταν στη σπουδή του νέου μητροπολίτη να επιβεβαιώσει τα δίκαια της έδρας του. 224 Βλ. ανωτ. σ. 57.

149 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 69 ἐπέχει τὸν τόπον του Αγκύρας 225 δείχνει ότι το προνόμιο είχε αποσπαστεί από τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Ενδεχομένως οι σχέσεις του με τον Φιλόθεο Κόκκινο να ήταν άσχημες, δεδομένου ότι ο Αντώνιος εξελέγη κατά τη β πατριαρχία του Καλλίστου ( ), ανταγωνιστού του Φιλόθεου 226. Για τον επόμενο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Δωρόθεο Βλατή ( ) δεν έχουμε στοιχεία σχετικά με το ζήτημα. Εξάλλου δεν σώζονται οι πατριαρχικές συνοδικές πράξεις της περιόδου Δεν μπορούμε βέβαια να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να αποκαταστάθηκε το προνόμιο στο πρόσωπο του μητροπολίτη Δωροθέου, δεδομένου ότι ήταν γνωστός παλαμιστής, όπως και ο πατριάρχης Φιλόθεος σύμφωνα μάλιστα με το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας ἱδρῶτας δὲ καὶ πόνους καὶ φυλακὰς καὶ πολλὰς κακώσεις ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας καὶ τῶν ὀρθῶν δογμάτων τῆς Χριστοῦ ἐκκλησίας ὑπομεμενηκότος συνάμα τῷ διδασκάλῳ Γρηγορίῳ 227. Πρόκειται ωστόσο για μια υπόθεση που δεν μπορεί να τεκμηριωθεί με βάση τις σωζόμενες πηγές 228. Αντιθέτως, για τον διάδοχό του Ισίδωρο Γλαβά ( , ), μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι απολαύει του προνομίου να ἐπέχει τὸν τόπον του Αγκύρας, όπως φαίνεται από την κατάταξή του στους καταλόγους παρουσιών ή υπογραφών των πατριαρχικών συνόδων μεταξύ 1380 και Σε συνοδικές πράξεις του Νοεμβρίου του 1370 ο Νικαίας και ο Βρύσεως υπογράφουν ως ἐπέχοντες τὸν τόπον του Αγκύρας και του Κυζίκου αντίστοιχα (ΜΜ 1, αρ. 284, σ. 537, ανέκδοτο J. Darrouzès, Reg. 2594, Νοέμβρ MM 1, αρ. 288, ανέκδοτο J. Darrouzès, Reg. 2600, 30 Νοεμβρ ΜΜ 1, αρ. 261, : ά.χ. J. Darrouzès, Reg. 2576: ca. Ιούν. 1370). Η σειρά με την οποία μνημονεύονται ως συμμετέχοντες στην πατριαρχική σύνοδο της 12 ης Μαΐου 1371 (ΜΜ 1, αρ. 292, J. Darrouzès, Reg. 2572) υποδηλώνει ότι εξακολουθούν να κατέχουν το προνόμιο: Νικαίας, Βρύσεως, Χαλκηδόνος, - Βλ. και ΜΜ 1, αρ. 291, J. Darrouzès, Reg (Μάρτιος 1371). - ΜΜ 1, αρ. 302, J. Darrouzès, Reg (Μάιος 1371). - ΜΜ 1, αρ. 304, J. Darrouzès, Reg (Μάιος 1371). - ΜΜ 1, αρ. 319, J. Darrouzès, Reg (Μάιος 1371). - Βλ. επίσης J. Darrouzès, Registre Βλ. και Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). 227 Βλ. Συνοδικόν Βιβλιογραφία για τον Δωρόθεο Βλατή βλ. κατωτ. σ Βλ. και Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). 229 Βλ. ΜΜ 2, αρ. 335, J. Darrouzès, Reg (Ιούν. 1380). - ΜΜ 2, αρ. 337, J. Darrouzès, Reg (Ιούν. 1380). - ΜΜ 2, αρ. 332, 6.35, J. Darrouzès, Reg (Ιούν. 1380). - ΜΜ 2, αρ. 338, J. Darrouzès, Reg (Ιούν. 1380). - MM 2, αρ. 361, IV, J. Darrouzès, Reg (16 Οκτ. 1385). - ΜΜ 2, αρ. 370, J. Darrouzès, Reg (Μάρτιος 1386). - ΜΜ 2, αρ. 374, (Μάιος 1387) J. Darrouzès, Reg (αρχές Μαΐου 1387). - Βλ. και Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). - Βέβαια μεταξύ Σεπτεμβρίου 1384 και Οκτωβρίου 1385 ο Ισίδωρος δεν συμμετείχε στις πατριαρχικές συνόδους, εφόσον είχε καθαιρεθεί (βλ. κατωτ. σημ. 233). Ταυτόχρονα όμως με την αποκατάστα-

150 70 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Ο Ισίδωρος μάλιστα δέχεται μια ακόμη μεγαλύτερη διάκριση. Από τα μέσα ή τέλη Μαΐου του 1387 ἐπέχει τὸν τόπον του πρωτοθρόνου Καισαρείας 230. Όπως και στην περίπτωση των προηγούμενων τιμητικών προνομίων, δεν σώζεται η επίσημη απόφαση, με την οποία αποδόθηκε στον Θεσσαλονίκης τιμητικά η επίζηλη θέση στην προκαθεδρία των μητροπολιτών 231. Ωστόσο σε συνοδική πράξη της 20 ης Μαρτίου 1389 αναφέρεται ρητά ως ἐπέχων τὸν τόπον του πρωτοθρόνου Καισαρείας 232. Το προνόμιο απονεμήθηκε, ίσως για να ανταμειφθεί ο ιεράρχης, επειδή δέχτηκε να επιστρέψει στην εκκλησιαστική του έδρα, παρότι η πόλη της Θεσσαλονίκης είχε καταληφθεί από τους Τούρκους 233. Αξίζει να επαναλάβουμε ότι ήταν σύνηθες φαινόμενο οι μητροπολίτες σή του στον μητροπολιτικό θρόνο ανανεώθηκε και το προνόμιό του να ἐπέχει τὸν τόπον του Αγκύρας. 230 Βλ. ΜΜ 2, αρ. 393, , J. Darrouzès, Reg (29 Μαΐου 1387). - Βλ. και J. Darrouzès, Registre 276. Βλ. ακόμη ΜΜ 2, αρ. 390, (2 Μαΐου 1387) J. Darrouzès, Reg (Δευτέρα, 20 ή 27 Μαΐου): τοῦ Θεσσαλονίκης, τοῦ Νικομηδείας, τοῦ Μονεμβασίας,. Ο J. Darrouzès (Ekthésis Néa 33) θεωρεί ότι ήδη σε αυτή τη συνοδική πράξη ο Ισίδωρος Γλαβάς καταλαμβάνει την ιεραρχική θέση του πρωτοθρόνου. Για να ενισχύσει την άποψή του ο μελετητής (Reg. 2819, 2820), βασίζεται στη φράση Μηνὶ μαΐῳ, ἡμέρᾳ β, που δηλώνει τη δεύτερη ημέρα της εβδομάδας και όχι του μήνα, όπως θεωρούν οι εκδότες. Προτείνει λοιπόν ως ημερομηνία σύνταξης του εγγράφου τη Δευτέρα 20 ή 27 Μαΐου. Έτσι τοποθετεί το έγγραφο δύο ή εννέα ημέρες πριν από τη συνοδική πράξη της Τετάρτης, 29 Μαΐου 1387 (ΜΜ 2, αρ. 393), στην οποία ο Θεσσαλονίκης οπωσδήποτε ἐπέχει τὸν τόπον του Καισαρείας. Ωστόσο, γιατί θα πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να συντάχθηκε τη 13 η του μήνα; Όπως και να χει, το γεγονός ότι στην εν λόγω συνοδική πράξη ο Θεσσαλονίκης τοποθετείται πρώτος μεταξύ των συμμετεχόντων μητροπολιτών, δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι ήδη ἐπέχει τὸν τόπον του Καισαρείας. Και ως ἐπέχων τὸν τόπον του Αγκύρας, πάλι θα προηγείτο του Νικομηδείας (7 ος τη τάξει). Συνεπώς, η 29 η Μαΐου 1387 είναι η ημερομηνία που πρέπει να εκληφθεί ως βέβαιος terminus ante quem για την απόδοση του προνομίου. 231 Βλ. και J. Darrouzès, Registre Βλ. Μ. Γεδεών, Κανονικαί Διατάξεις, Επιστολαί, λύσεις, θεσπίσματα των αγιωτάτων πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως από Γρηγορίου του Θεολόγου μέχρι Διονυσίου του από Αδριανουπόλεως, τ. Ι, Κωνσταντινούπολη 1888, σ. 24 J. Darrouzès, Reg (Μάρτ. 1389). - Βλ. και J. Darrouzès, Reg Registre Πρβ. Γ. Κονιδάρης, Εκκλ. Ιστορία J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Για την τουρκική κατάληψη της πόλης το 1387 έπειτα από τετραετή πολιορκία βλ. G. T. Dennis, The Reign of Manuel II Palaeologus in Thessalonica, , [OCA 159] Rome 1960, σ. 77 κ.ε. - Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Βαλκανική επαρχία 148, Π. Κατσώνη, Κατακτήσεις 154 κ.ε. - Κατά τον J. Darrouzès (Listes synodales 94 Registre 210, 276) ο πατριάρχης Νείλος ( ) φαίνεται ότι αναγκάστηκε να συναινέσει στην αυτοκρατορική απόφαση, δεδομένου ότι οι σχέσεις του με τον Ισίδωρο ήταν μάλλον άσχημες. Την άνοιξη-θέρος του 1382 ο Ισίδωρος είχε έρθει σε σύγκρουση με τον πατριάρχη, καθώς διαμαρτυρήθηκε για επεμβάσεις στην εκκλησιαστική του περιφέρεια. Ο Νείλος απάντησε στις ενστάσεις του Θεσσαλονίκης τον Ιούλιο του 1382 επικαλούμενος το πατριαρχικό δικαίωμα του ἐκκλήτου (MM 2, αρ. 354, J. Darrouzès, Reg. 2738). Γύρω στην άνοιξη του 1384 ο Ισίδωρος πιεζόμενος από διάφορες καταστά-

151 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 71 και επίσκοποι να εγκαταλείπουν τις υπό τουρκική κατοχή πόλεις και να αφήνουν ακηδεμόνευτο το ποίμνιό τους στους δύσκολους και ρευστούς εκείνους καιρούς 234. Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ως πότε ο Ισίδωρος Γλαβάς ἐπεῖχε τὸν τόπον του Καισαρείας. Το προνόμιο διατηρείται οπωσδήποτε ως τον Απρίλιο του και πιθανόν ως το τέλος της αρχιερατείας του, δηλαδή ως το Ωστόσο ο επόμενος μητροπολίτης Γαβριήλ ( /19) δεν απολαύει των προνομίων των προκατόχων του, πιθανόν λόγω των άσχημων σχέσεων που είχε με τον πατριάρχη Ματθαίο Α ( , ) ήδη από τον καιρό που ο πρώτος ήταν μητροπολίτης Χαλκηδόνος και ο δεύτερος μητροπολίτης Κυζίκου 237. Στη σύνοδο του Ιουνίου 1403, που καθαίρεσε, αφόρισε και αναθεμάτισε τον πατριάρχη, ο Γαβριήλ συμμετέχει διὰ τοποτηρητῶν σεις εγκατέλειψε την έδρα του και αναχώρησε για την πρωτεύουσα, όπου επέστρεψε στον ασκητικό βίο (βλ. Β. Χριστοφορίδης, Ισίδωρος , 549 κ.ε., G. Dennis, Metropolitans ). Τον Σεπτέμβριο του 1384 με συνοδική πατριαρχική απόφαση καθαιρέθηκε. Το αιτιολογικό της καταδίκης του ήταν πολιτικό, το γεγονός δηλαδή ότι εγκατέλειψε το κλυδωνιζόμενο ποίμνιό του εν μέσω πολιορκίας. Είχαν προηγηθεί οι μάταιες προσπάθειες του πατριάρχη να πείσει τον Ισίδωρο, προκειμένου να επιστρέψει στην έδρα του και στον λαό της Θεσσαλονίκης (ΜΜ 2, αρ. 378, J. Darrouzès, Reg. 2772). Κατά τον J. Darrouzès (Registre 120 σημ. 63 Reg. 2791, 2820) οι σχέσεις μεταξύ Νείλου και Ισιδώρου παρέμειναν ψυχρές και o Ισίδωρος αποκαταστάθηκε λίγο αργότερα με αυτοκρατορική μεσολάβηση (βλ. και Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, υπό έκδοση). Γεγονός πάντως είναι ότι ο Ισίδωρος αποκαταστάθηκε στον μητροπολιτικό του θρόνο σύντομα, καθώς ήδη τον Οκτώβριο του 1385 υπογράφει συνοδική απόφαση ως μέλος της πατριαρχικής συνόδου (MM 2, αρ. 361, IV, J. Darrouzès, Reg. 2791). 234 Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια , 449, που αναφέρεται στον όρκο που έδιναν οι μητροπολίτες τον 14 ο αι., ότι δεν θα εγκαταλείψουν τη διοίκησή τους, παρά την κατοχή της έδρας τους από τους Οθωμανούς, ή ότι δεν θα παρεπιδημούν για μεγάλο διάστημα στην Κωνσταντινούπολη. - Πρβ. Alice-Μary Maffry Tablot, The patriarch Athanasius ( ; ), DOP 27 (1973) 11-28, σ. 22 κ.ε. - J. Darrouzès, Reg. 1627, σχετικά με την έντονη δυσαρέσκεια του πατριάρχη Αθανασίου Α για την εγκατάλειψη των εκκλησιαστικών εδρών από τους αρχιερείς και την παρατεταμένη συνήθως εγκατάστασή τους στην πρωτεύουσα. 235 Βλ. ΜΜ 2, αρ. 406, J. Darrouzès, Reg (Απρ. 1389). - J. Darrouzès, Reg (Απρ. 1389). - Βλ. επίσης ΜΜ 2, αρ. 395, , J. Darrouzès, Reg (Ιούν. 1387). - ΜΜ 2, αρ. 397, J. Darrouzès, Reg (Σεπτ. 1387). - ΜΜ 2, αρ. 399, J. Darrouzès, Reg (Νοέμβ. 1387). - ΜΜ 2, αρ. 403, J. Darrouzès, Reg (Φεβρ. 1389). - ΜΜ 2, αρ. 405, J. Darrouzès, Reg (Φεβρ. 1389). - Πρβ. Σ. Ευστρατιάδης, Αρχείο Βατοπεδίου αρ. 2, σ Βλ. και J. Darrouzès, Registre 375, 378, 379, 380 Notitiae σ. 190 σημ Βλ. σχετικά και Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). 237 Βλ. V. Laurent, Gabriel 244 κ.ε., J. Darrouzès, Reg. 2853, G. Dennis, Metropolitans Βλ. και Ε. Χατζηαντωνίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση).

152 72 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου αὐτοῦ 238 και κατατάσσεται μετά τον Νικαίας, που κατέχει την 8 η ιεραρχική τάξη. Οι μητροπολίτες που έπονται στον συνοδικό κατάλογο είναι ο Μονεμβασίας και ο Αδριανουπόλεως 239. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε ποιον τόπον ἐπέχουν την εποχή εκείνη 240. Έτσι δεν είμαστε σε θέση να συμπεράνουμε αν η μητρόπολη Θεσσαλονίκης κατατάσσεται βάσει της κανονικής ιεραρχικής της τάξης ή αν ἐπέχει τὸν τόπον μιας ανώτερης έδρας. Πάντως είναι βέβαιο ότι ο Γαβριήλ δεν ἐπεῖχε τὸν τόπον ούτε του Αγκύρας ούτε του Καισαρείας 241. Αυτά είναι και τα τελευταία στοιχεία που διαθέτουμε για την ιεραρχική θέση που καταλάμβαναν οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης κατά τη βυζαντινή περίοδο 242. Αξίζει να επαναληφθεί ότι οι τιμητικές διακρίσεις ήταν προσωπικές και δεν είχαν μόνιμες συνέπειες στην ιεραρχική κατάταξη της μητρόπολης. Η απονομή αλλά και διατήρηση των προνομίων εξαρτιόταν από τις αγαστές σχέσεις του μητροπολίτη με τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη. 238 Σύμφωνα με τον 7 ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου (P. Joannou, Discipline I = ΡΠ 2, 320) οι αντιπρόσωποι του μητροπολίτη καταλαμβάνουν την τάξη του. - Βλ. και Σ. Τρωιάνος, Διαδικασία 29 σημ. 14, 120 σημ Βλ. V. Laurent, Trisépiscopat J. Darrouzès, Reg (10-13 Ιούν. 1403). - Ο Νικαίας κατατάσσεται βάσει της κανονικής ιεραρχικής του θέσης, αφού υπογράφει μετά τον Προύσης, που γνωρίζουμε ότι ἐπέχει τὸν τόπον του Νικομηδείας (7 ος τη τάξει). - Βλ. V. Laurent, Trisépiscopat (Ιούν. 1403). - Βλ. και MM 2, αρ. 681, (Δεκ. 1401). 240 Από το 1318 έως το 1365 ο Αδριανουπόλεως φαίνεται να ἐπέχει τὸν τόπον του Αμασείας (12 ος τη τάξει βλ. ανωτ. σ. 61). Η κατάταξή του στον κατάλογο παρουσιών και υπογραφών σε ανέκδοτη συνοδική πράξη του Απριλίου 1389 (βλ. J. Darrouzès, Reg Πρβ. Σ. Ευστρατιάδης, Αρχείο Βατοπεδίου αρ. 2, σ. 45) δείχνει ότι πλέον δεν απολαύει του προνομίου να ἐπέχει τὸν τόπον του Αμασείας. 241 Αξίζει να σημειωθεί ότι τον χειμώνα του ο Σερρών ἐπέχει τὸν τόπον του Καισαρείας, όπως και τον Σεπτέμβριο του 1405 (βλ. V. Laurent, Trisépiscopat , ). Τον Αύγουστο του 1409 (βλ. V. Laurent, Trisépiscopat , , J. Darrouzès, Reg Notitiae σ. 190 σημ. 4) ο Σερρών συνεχίζει να απολαύει του προνομίου, ενώ ο Βεροίας μαρτυρείται ως ἐπέχων τὸν τόπον του Αγκύρας. 242 Αν και δεν εντάσσεται στο χρονικό πλαίσιο της εργασίας μας, αναφέρουμε ότι το (βλ. Α. Pantocr ) ο Θεσσαλονίκης συμμετείχε σε πατριαρχική σύνοδο που εκτάκτως συνεκλήθη στην πόλη του και ψήφω τῆς ἱερᾶς συνόδου τῶν καθευρεθέντ(ων) ἐνταῦθα ἱερωτ(ά)τ(ων) ἀρχιερέ(ων) καὶ ὑπερτίμων, τοῦ Θεσσαλονίκης καὶ τὸν τόπ(ον) ἐπέχοντος τοῦ Ἀγκύρας, γνώμ(ας) ἔχοντος κ(αὶ) τοῦ αὐτοῦ Ἀγκύρας, τοῦ Δράμας καὶ γνώμ(ας) ἔχοντος οἰκειοχείρους τοῦ Σερρ(ῶν), τοῦ Μελενίκ(ου) κ(αὶ) τοῦ Ζιχν(ῶν). Από το χωρίο συμπεραίνουμε ότι κάποια στιγμή αργότερα παραχωρήθηκε στον Θεσσαλονίκης εκ νέου το προνόμιο να ἐπέχει τὸν τόπον του Αγκύρας. Μάλιστα, αν και ορίστηκε στη συνέχεια γνήσιος ἱεράρχης για τη μητρόπολη Αγκύρας, ωστόσο ο Θεσσαλονίκης διατηρούσε το προνόμιο.

153 2. Ο τίτλος του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Όσο η μητρόπολη Θεσσαλονίκης υπαγόταν στην εκκλησία της Ρώμης, ο προκαθήμενός της χρησιμοποιούσε τον τίτλο του ἀρχιεπισκόπου, όπως αποκαλούνταν οι επικεφαλής των εκκλησιαστικών επαρχιών κατά την ορολογία της δυτικής εκκλησίας 243. Στην Ανατολή αντίθετα οι μητροπολίτες ως τον 9 ο αι. χρησιμοποιούσαν κυρίως τον τίτλο ἐπίσκοπος τῆς μητροπόλεως 244. Παρότι οι έδρες του Ιλλυρικού υπήχθησαν στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως γύρω στα μέσα του 8 ου αι., ο Θεσσαλονίκης διατήρησε τον τίτλο του ἀρχιεπισκόπου 245. Το ίδιο ισχύει για τους προκαθημένους και άλλων σημα- 243 Βλ. Γ. Κονιδάρης, Μητροπόλεις Ε. Honigmann, Synekdèmos 5. - V. Laurent, Métropole d Athènes 64, 66 σημ. 2 Sceaux V 1 σ. XXIX: «Le titre de métropolite étant étranger à la terminologie latine», αρ. 871 (σχόλια). - Ν. Τωμαδάκης, Εκκλησία Κρήτης H.-G. Beck, Kirche Ν. Oikonomidès, Turquie R. Wolff, Latin Patriarchate J. Darrouzès, Notitiae σ J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Πρβ. Γ. Κονιδάρης, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης 1034 Αρχιεπίσκοπος 324, που θεωρεί ότι ο Θεσσαλονίκης αποκαλούνταν ἀρχιεπίσκοπος ως «ηγούμενος των επισκόπων του Ιλλυρικού» και «αρχηγός της ημιαυτονόμου Εκκλησίας». - Βλ. επίσης Β. Φειδάς, Δωρόθεος Θεσσαλονίκης (υπό έκδοση). Αν ωστόσο εξετάσουμε τις μνείες του Ρούφου Θεσσαλονίκης στα πρακτικά της Γ Οικουμενικής συνόδου (431), παρατηρούμε ότι δεν είχε παγιωθεί μια τέτοια τιτλοφορία. Από τις έντεκα συνολικά φορές στις οποίες ο Ρούφος μνημονεύεται, εννέα φορές αποκαλείται ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης ή Θεσσαλονικέων (βλ. ACOe I/1/i, 7.1-2, I/1/ii, I/1/iii, , , , I/1/vii, , , 37), ενώ ο επίσκοπος Φιλίππων Φλαβιανός, που μάλιστα τον εκπροσωπούσε στη σύνοδο, τον αναφέρει ως ἁγιώτατον ἡμῶν πατέρα Ῥοῦφον τῆς Θεσσαλονίκεων μητροπόλεως (βλ. ACOe I/1/ii, ). Η μοναδική φορά κατά την οποία ο Θεσσαλονίκης αποκαλείται ἀρχιεπίσκοπος εντοπίζεται στον λίβελλο που υπέβαλε ο μητροπολίτης Σαρδικής στη μείζονα σύνοδο του Ιλλυρικού. Σε αύτη την περίπτωση ο Ρούφος μνημονεύεται ως πρόεδρος της συνόδου και ο χαρακτηρισμός του ως ἀρχιεπισκόπου φαίνεται πράγματι να αποτελεί μια προσπάθεια διάκρισής του από τους υπόλοιπους αρχιερείς. Ωστόσο στον τίτλο του λίβελλου αποκαλείται ἐπίσκοπος: Λίβελλος μετανοητικὸς Ἰουλιανοῦ ἐπισκόπου Σαρδικῆς ἐπιδοθεὶς Ῥούφῳ ἐπισκόπῳ Θεσσαλονὶκης καὶ τῇ σὺν αὐτῷ συνόδῳ (βλ. ACOe I/1/vii, και ανωτ. σ. 27). Κατά παρόμοιο τρόπο το 451 στα πρακτικά της Δ Οικουμενικής συνόδου ο Θεσσαλονίκης απαντά δύο μόνο φορές ως ἀρχιεπίσκοπος (βλ. ACOe II/1/ii, II/1/iii, 84.12) και είκοσι μία φορές ως ἐπίσκοπος (βλ. ACOe II/1/ii, , 65.11, , , , , , , , , , , II/1/iii, 3.19, 7.27, 12.2, 43.28, 56.23, 63.22, 86.20, ). Εξάλλου και ο Σάρδεων απαντά μια φορά ως ἀρχιεπίσκοπος, παρότι δεν ήταν επικεφαλής αυτόνομης ή ημιαυτόνομης εκκλησίας (βλ. ACOe II/1/iii, 56.31). 244 Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 σ. XXVIII. - Βλ. επίσης Γ. Κονιδάρης, Μητροπόλεις 39 Αρχιεπίσκοπος Βλ. G. Zacos - A. Veglery, Seals αρ (8 ος αι.), αρ (8 ος αι.). - J. Nesbitt - N.Oikonomides, Seals αρ (8 ος αι.), αρ (8 ος αι.), αρ (8 ος -9 ος αι.), αρ (9 ος -

154 74 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ντικών δυτικών μητροπόλεων (Κορίνθου, Γορτύνης, Αθηνών, Νικοπόλεως, Δυρραχίου, Καλαβρίας) 246. Σε σπάνιες επίσης περιπτώσεις η μητροπολιτική έδρα της Θεσσαλονίκης απαντά και ως ἀρχιεπισκοπή 247. Είναι ωστόσο γνωστό ότι εκτός από τους προκαθημένους των δυτικών εδρών ως ἀρχιεπίσκοποι υπέγραφαν ή προσφωνούνταν και άλλοι μητροπολίτες που υπάγονταν στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Συγκεκριμένα, πέρα από τον πατριάρχη, για τον οποίο ο τίτλος του ἀρχιεπισκόπου είχε ήδη καθιερωθεί στα χρόνια του Ιουστινιανού 248, ο τίτλος χρησιμοποιείται συχνά 10 ος αι.), αρ (10 ος αι.). - V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 449 (8 ος αι.), αρ. 450 (9 ος αι.) αρ. 451 (9 ος αι.) αρ. 452 (αρχές 10 ου αι.) αρ. 453 (α μισό 10 ου αι.) αρ. 454 (α μισό 11 ου αι.) αρ. 456 (β μισό 11 ου αι.) αρ. 457 (τέλη 11 ου αι.). - N. Oikonomidès, Dated Seals αρ. 35 (β τρίτο του 8 ου αι.), αρ. 37 (τρίτο τέταρτο του 8 ου αι.), αρ. 66 (943). - V. Laurent, Sceaux V 2 αρ (10 ος αι.). - V. Laurent, Sceaux V 3 αρ (μέσα 8 ου αι.), αρ (8 ος -9 ος αι.). - G. Zacos - J. Nesbitt, Seals αρ. 876 (αρχές 10 ου αι.) αρ. 816 (μέσα 10 ου αι.) αρ. 818 (αρχές 11 ου αι.). - Α. Prôt. 4.13, 4.38 (942) (943) και σ. 198 (σφραγίδα βλ. και V. Laurent, Sceaux V 2 αρ. 1609, 10 ος αι.). - G. Schlumberger, Sigillographie σ (10 ος -11 ος αι.). - Σ. Κίσσας, Μολυβδόβουλλα αρ. 10 (τέλη 10 ου αι.) αρ. 11 (αρχές 11 ου αι.) αρ. 15 (αρχές 11 ου αι.). - Ε. Τσιγαρίδας - Κ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Επιγραφές αρ (904) (1336) κ.α. - Βλ. επίσης τους μελετητές σε ανωτ. σημ. 243 και J.-C. Cheynet - B. Flusin, Route 201 σημ Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 555 (8 ος -9 ος αι.), αρ. 670 (8 ος -9 ος αι.), αρ. 671 (8 ος -9 ος αι.), αρ. 908 (μέσα 9 ου αι.), αρ. 909 (β μισό 9 ου αι.), αρ. 910 (β μισό 9 ου αι.), 672 (9 ος -10 ος αι.), αρ. 556 (αρχές 10 ου αι.), αρ. 557 (10 ος αι.), αρ. 736 (10 ος αι.), αρ. 559 (α μισό του 11 ου αι.), αρ. 560 (α μισό του 11 ου αι.). - V. Laurent, Sceaux V 2 αρ (8 ος -9 ος αι.). - V. Laurent, Sceaux V 3 αρ (7 ος -8 ος αι.), αρ (τέλη 8 ου αι.), αρ (9 ος αι.). - PG 140, col. 200 B V. Grumel, Reg (1157). - PG 140, col. 257 D V. Grumel, Reg (1166). - L. Petit, Documents inédits αρ. ΙΙ, , V. Grumel, Reg (1170): ἀρχιεπίσκοπος τῆς μητροπόλεως Κρήτης. - D. Tsougarakis, The Byzantine Seals of Crete, BSB 2 (1990) , αρ. 2 (τέλη 12 ου αι.) κ.ά. - Βλ. και H.-G. Beck, Kirche Βλ. Α. Prôt (943). - Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Άλωσις Πρβ. Β. Katsaros, Documents αρ. 8, στ. 5-6, 10-11, 13, (τέλη 13 ου αι.), όπου οι όροι μητρόπολις και ἀρχιεπισκοπή εναλλάσσονται: τῆς θειοτάτης ἀρχιεπ ισκοπῆς Θεσσαλονίκης ἐν τοῖς δικαίοις τῆς μ ητ ροπολεως ἀρχιεπισκοπικὰ σιγίλλια πρὸς τὴν ἁγιωτάτην μ ητ ρόπ ο- λιν (τέλη 13 ου αι.). - Πρβ. Περὶ μεταθέσεων αρ. 45 (αρχές 12 ου αι.): ἐδόθη τῷ μητροπολίτῃ Πατρῶν ἡ ἀ ρ χ ι ε π ι σ κ ο π ὴ τῆς Κορίνθου. 248 Ο τίτλος του ἀρχιεπισκόπου χρησιμοποιήθηκε καταρχάς από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας και στη συνέχεια από τους αρχηγούς και των πέντε πατριαρχείων (βλ. Γ. Κονιδάρης, Αρχιεπίσκοπος V. Laurent, Sceaux V 1 σ. ΧΧVIII-ΧΧΙΧ). Αν καταμετρήσουμε τις μνείες του τίτλου στα πρακτικά της Δ Οικουμενικής συνόδου (451), παρατηρούμε ότι συνοδεύει πολύ συχνά τα ονόματα των π α π ώ ν (βλ. ACOe II/1/i, 3.4, 8.11, 8.24, 25.7, , , , 38.10, 40.14, 42.23, 43.15, 44.30, 45.1, 51.12, , 56.6, , 69.14, , , 83.25, 84.5, 26 και 33, 115.5, , ACOe II/1/ii, 3.9, 8.23, , , , , 28.9, , 28.33, κ.ά. συνολικά 198 μνείες του τίτλου πρβ. ACOe II/1/i, 3.8, 3.10, 5.10, 5.15, 5.34, 6.6, 6.26, 7.29, 8.19, 8.25, , 10.6, 10.19, 25.9, , 31.5 κ.ά. 69 φορές όπου απαντά ως ἐπίσκοπος). Λιγότερο συχνή είναι η χρήση του τίτλου για τους πατριάρχες Α λ ε ξ α ν δ ρ ε ί α ς (βλ. ACOe II/1/i, 56.8, , , 89.9, 97.35, 98.1, 98.33, 99.2, 99.18, , , ACOe II/1/ii, 16.1, 18.24, 20.20, , ,

155 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 75 από τους μητροπολίτες Εφέσου και Καισαρείας, σπανιότερα από τον Ηρακλείας 249 και περιστασιακά από άλλους προκαθημένους διακεκριμένων εδρών , , , , 108.1, , 108.9, , , , , , 109.6, , , κ.ά. συνολικά 54 μνείες του τίτλου πρβ. ACOe II/1/i, 6.30, 24.23, 25.17, 26.3, 35.12, , 48.34, 50.22, κ.ά. 238 φορές όπου απαντά ως ἐπίσκοπος), Α ν τ ι ο χ ε ί α ς (βλ. ACOe II/1/ii, 49.2, , II/1/iii, , 20.27, 20.38, 20.39, 22.3, 22.27, 23.16, 23.33, 25.2, κ.ά. συνολικά 27 μνείες πρβ. ACOe II/1/i, 65.4, 70.8, , 115.3, , , , κ.ά. 100 φορές όπου αποκαλείται ή υπογράφει ως ἐπίσκοπος) και Ι ε ρ ο σ ο λ ύ μ ω ν (ACOe II/1/i, , , II/1/ii, II/1/iii, πρβ. ACOe II/1/i, 65.10, 71.16, 74.29, 75.3, , 83.22, 84.17, 84.25, 84.28, 84.35, 85.10, 87.17, 87.21, 87.26, 90.2, κ.ά. 60 φορές όπου αποκαλείται ή υπογράφει ως ἐπίσκοπος). Αντιθέτως ο πατριάρχης Κ ω ν σ τ α ν τ ι ν ο υ π ό λ ε ω ς συνηθέστερα μνημονεύεται ως ἀρχιεπισκόπος (βλ. ACOe II/1/i, 9.6-7, 36.6, , , 97.21, 100.7, , , 102.1, , , 103.8, 104.8, , , 115.4, , , , κ.ά. συνολικά 225 μνείες πρβ. ACOe II/1/i, 3.23, 4.18, 5.18, 6.3-4, , 7.2-3, 8.10, 9.23, 9.27, , 23.8, 25.16, 27.3, 32.1, 35.1, 35.3, 38.9, 43.10, 48.11, 49.3, 50.10, , 51.8, 51.23, κ.ά. συνολικά περίπου 118 φορές όπου αποκαλείται ή υπογράφει ως ἐπίσκοπος). Κατά το α μισό του 6 ου αι. φαίνεται ότι πλέον είχε επικρατήσει για τους πατριάρχες ο τίτλος του ἀρχιεπισκόπου έναντι του ἐπισκόπου. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στις Νεαρές του Ιουστινιανού ο τίτλος του ἐπισκόπου δεν χρησιμοποιείται ποτέ για τους πατριάρχες, ενώ προσφωνούνται ή μνημονεύονται με τον τίτλο του ἀρχιεπισκόπου 34 φορές [Βλ. NJ 3, , , 34-35, 23.2 (έτ. 535). - NJ 5, (έτ. 535). - NJ 6, , (έτ. 535). - NJ 7, , 56.16, (έτ. 535). - NJ 16, (έτ. 535). - NJ 40, , (έτ. 536). - NJ 42, (έτ. 536). - NJ 43, (έτ. 537). - NJ 55, (έτ. 537). - NJ 56, (έτ. 537). - NJ 57, (έτ. 537). - NJ 58, , (έτ. 537). - NJ 59.3, , (έτ. 537). - NJ 67, (έτ. 538). - NJ 79, (έτ. 539). - NJ 83, (έτ. 539). - NJ 120.5, (έτ. 544). - NJ 123.3, , , , NJ 131.2, (έτ. 545). - NJ 137.5, (έτ. 565). - NJ 155, (έτ. 533)]. Μόνο στο ήδικτον 13, που απευθύνει στον έπαρχο των ανατολικών πραιτορίων Ιωάννη Περὶ τῆς Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν αἰγυπτιακῶν ἐπαρχιῶν αποκαλείται ο πατριάρχης Αλεξανδρείας δύο φορές ἐπίσκοπος και μια φορά ἀρχιεπίσκοπος (βλ. NJ App. Ι, Edictum 13.9, : ἐπίσκοπος 13.10, : ἀρχιεπίσκοπος, 31: ἐπίσκοπος). 249 Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 254 (7 ος αι.), αρ. 255 (8 ος αι.), αρ. 256 (8 ος -9 ος αι.), αρ. 301 (αρχές 9 ου αι.), αρ. 247 (10 ος αι.), αρ. 257 (10 ος αι.), αρ. 258 (α μισό 11 ου αι.), αρ. 262 (13 ος αι.). - A.- K. Wassiliou, Neue Metropoliten- und Bischofssiegel aus Kleinasien und der östlichen Ägäis, SBS 8 (2003) , αρ. 2 (τέλος 7 ου αι.), αρ. 4 (α μισό 9 ου αι.). - V. Laurent, Sceaux V 3 αρ (αρχές 9 ου αι. πρβ. W. Seibt, βιβλιοκρισία V. Laurent, Le Corpus des sceaux de l empire byzantin, t. V : L Eglise, parties 1-3, Bsl 35 (1974) 73-84, σ. 74 J.-Cl. Cheynet, Seals Published II. αρ. 1685), αρ (αρχές 11 ου αι.), αρ (10 ος -11 ος αι.), αρ (αρχές 9 ου αι.), αρ (α μισό 9 ου αι.), αρ (10 ος αι.). - Mansi 16, col. 144 Α : archiepiscopo Ephesi, 158 c, 190 C (869/870). - Mansi 17, col. 376 Α (879/880): τῶν τε θεοφιλεστάτων μητροπολιτῶν, φημὶ δὴ Προκοπίου ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας, Γρηγορίου ἀρχιεπισκόπου Ἐφέσου, (στον επισκοπικό κατάλογο των παρουσιών). - J.-Cl. Cheynet, Seals Published II. αρ. 173 (9 ος αι.), αρ. 205 (10 ος αι.). - J. Touratsoglou, Les sceaux byzantins en plomb de la Collection Michel Ritsos au Musée de Thessaloniki, Βυζαντινά 5 (1973) , σ. 276 (αρχές 10 ου αι. βλ.

156 76 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Συνεπώς το γεγονός ότι οι μητροπολίτες της Θεσσαλονίκης και των άλλων δυτικών εδρών χρησιμοποιούσαν τον τίτλο του ἀρχιεπισκόπου ή αποκαλούνταν με αυτόν τον τρόπο δεν φαινόταν αντίθετο προς τα ειωθότα στο πλαίσιο του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Όπως μάλιστα επεσήμανε ο V. Laurent, το γεγονός ότι οι δυτικές έ- δρες χρησιμοποιούσαν συχνά τον τίτλο του ἀρχιεπισκόπου με τη σημασία του μητροπολίτη παρότρυνε τρόπον τινά τους προκαθημένους των σημαντικών ανατολικών εδρών Καισαρείας και Εφέσου να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τον τίτλο του ἀρχιεπισκόπου, πιθανόν κατά μίμηση του Κωνσταντινουπόλεως και έχοντας συναίσθηση της ιστορικής σπουδαιότητας της έδρας τους 251. Αντίθετα οι αρχιερείς των περισσοτέρων μητροπόλεων απέφευγαν να χρησιμοποιούν τον τίτλο του ἀρχιεπισκόπου, για να μην υπάρχει σύγχυση με τους ιεραρχικά και διοικητικά κατώτερους αρχιεπισκόπους, δηλαδή τους αρχιερείς που υπάγονταν απευθείας στον πατριάρχη, χωρίς όμως να έχουν οι ίδιοι δικούς τους υποκείμενους επισκόπους και ευρύτερη εκκλησιαστική περιφέρεια 252. και J.-Cl. Cheynet, Seals Published IΙ. αρ. 6). - J.-Cl. Cheynet, Les sceaux byzantins du musée de Selçuk, Revue Numismatique 155, Series VI, Paris 1999, σ , αρ. 32 (β μισό 10 ου αι.), αρ. 34 (β μισό 13 ου αι.). - J.-Cl. Cheynet, Seals Published Ι. αρ (11 ος αι.). - L. Petit, Documents inédits αρ. Ι, : τῷ ἀρχιεπισκόπῳ τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως Ἐφέσου (1167) αρ. ΙΙ, V. Grumel, Reg (1170): ἀρχιεπίσκοπος τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως Καισαρείας. - E. Kurtz, Συνοδ. γράμματα αρ. ΙΙ, , (1216) αρ. ΙΙΙ, (1216) κ.α. - Βλ. και V. Laurent, Sceaux V 1 σ. ΧΧΙΧ, ΧΧΧ και σημ Βλ. ACOe II/1/iii, (451): Φλωρεντίου τοῦ εὐλαβεστάτου ἀρχιεπισκόπου Σάρδεων (451): ἐντυγχάνων τῷ ἀρχιεπικόπῳ (για τον Νικομηδείας). - Mansi 16, col. 190 C (869/870): archiepiscopus Ancyrorum. - Βλ. επίσης V. Laurent, Sceaux V 1 σ. ΧΧΙΧ και σημ. 3: «Reçoivent le titre, entre autres, les évêques de Césarée et globalement ceux de Nicomédie, d Ancyra et de Kos». 251 Το γεγονός ότι οι σημαντικές έδρες Καισαρείας, Εφέσου και Ηρακλείας - επικεφαλής των εκκλησιαστικών διοικήσεων Πόντου, Ασίας και Θράκης αντίστοιχα (βλ. 2 ος, 6 ος καν. Β Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I , 52 = ΡΠ 2, , 181) - υπήχθησαν τελικά στη δικαιοδοσία του Κωνσταντινουπόλεως (βλ. 28 ος καν. Δ Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I = ΡΠ 2, 281 βλ. και F. Dvornik, Roman Primacy 35-36) δεν αποκλείεται να συνέτεινε στην εμμονή των εν λόγω προκαθημένων (κυρίως των Εφέσου και Καισαρείας) να χρησιμοποιούν τον τίτλο του ἀρχιεπισκόπου, για να τονίσουν τη σπουδαιότητα της έδρας τους και ίσως με μια διάθεση ανταγωνιστική προς τον Κωνσταντινουπόλεως. Πάντως, όπως μου επισήμανε κατ ιδίαν ο καθηγητής κ. Κ. Πιτσάκης, το γεγονός ότι ο τίτλος χρησιμοποιούνταν για τους επισκόπους που υπάγονταν άμεσα στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και ήταν διοικητικά κατώτεροι των μητροπολιτών επέτρεπε τυπικά στους μητροπολίτες Καισαρείας, Εφέσου και όσων άλλων επιθυμούσαν να χρησιμοποιήσουν τον εν λόγω τίτλο να επικαλεστούν μια διάθεση (ψευδο)ταπεινοφροσύνης και να αντικρούσουν τυχόν κατηγορίες για αντιποίηση τίτλου που αρμόζει στον πατριάρχη ή στους αυτόνομους αρχιεπισκόπους Κύπρου και Βουλγαρίας (Αχρίδος). 252 Βλ. Mansi 16, col. 143 Ε -144 Β col. 158 C-D : nec non et considentibus Deo amabilissimis metropolitis, id est Basilio Deo amabili archiepiscopo Ephesi, Theodulo Deo amabili metropolita An-

157 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 77 Μια τέτοιου είδους σύγχυση βέβαια σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να συμβεί με τις εξέχουσες και αρχαιότατες έδρες, όπως ήταν η Καισάρεια ή η Έφεσος 253. Βέβαια ο V. Laurent διατύπωσε επίσης την άποψη ότι ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης χρησιμοποιούσε τον τίτλο του ἀρχιεπισκόπου στην προσπάθειά του να διατηρήσει την παλιά αίγλη που είχε η έδρα του, όσο υπαγόταν στη δυτική εκκλησία. Αυτή η τάση, υποστηρίζει ο μελετητής, οφειλόταν στο γεγονός ότι μετά την ένταξη της εκκλησίας του Ιλλυρικού στο πατριαρχείο cyrae, Barnaba Deo amabili metropolita Cyzici, Nicephoro Deo amabilissimo metropolita Amasiae (και άλλοι 17 μητροπολίτες), Joanne Deo amabili archiepiscopo Pompeiopoleos, Stephano Deo amabili archiepiscopo Amastriadis (και άλλοι 15 αρχιεπίσκοποι, εκ των οποίων οι τρεις εσφαλμένα αναφέρονται ως μητροπολίτες: βλ. τον κατάλογο των υπογραφών col. 191 D C ) col. 190 C -191 D (869/870). - Βλ. και V. Laurent, Sceaux V 1 σ. XXIX: «La première extension de son emploi se fit en effet au profit des évêques établis dans les capitales des trois grands diocèses (civils) d Asie (Éphèse), du Pont (Césarée) et de Thrace (Héraclée ). Le titre eût dû passer ensuite aux titulaires des principaux sièges de l empire. Mais sa diffusion fut freinée par l apparition dès le Ve s. d une classe d évêques avec lesquels les métropolites tinrent jalousement à ne pas être confodus : les archevêques autocéphales ainsi appelés parce qu ils dépendaient directement du patriarche. Il est probable que l appellation fût restée l apanage exclusif de ces derniers si le rattachement de l Illyricum au trône oecuménique n était venue la valoriser» και σ. ΧΧΧ. - Για τους αρχιεπισκόπους που υπάγονται απευθείας στον πατριάρχη και δεν έχουν υποκείμενους επισκόπους στην περιφέρειά τους βλ. Ε. Chrysos, Erzbistümer 263 κ.ε. 253 Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 σ. ΧVI, XVII, ΧΧΙΧ-ΧΧΧ. - Αντιθέτως βλ. Χ. Παπαδόπουλος, Ο τίτλος του αρχιεπισκόπου, Θεολογία 13 (1935) , σ , που θεωρεί ότι ο Καισαρείας αποκαλούνταν ἀρχιεπίσκοπος ως έξαρχος, δηλαδή ως επικεφαλής αυτοκέφαλης εκκλησίας. - Βλ. και Γ. Κονιδάρης, Αρχιεπίσκοπος 318, , που επίσης αναφέρει ότι ο Καισαρείας, ο Εφέσου, ο Ηρακλείας αποκαλούνταν ἀρχιεπίσκοποι ήδη από τον 5 ο αι., διότι ασκούσαν «μεγαλυτέραν επιρροήν επί μειζόνων περιοχών, ως ηγέται, τ.έ. αρχιεπίσκοποι, έξαρχοι». Βλ. ακόμη Π. Μενεβίσογλου, Επισκοπικοί τίτλοι Ωστόσο στα πρακτικά της Γ Οικουμενικής συνόδου (431), παρότι δεν έχουν ακόμη υπαχθεί οι εκκλησιαστικές τους περιφέρειες στη δικαιοδοσία του Κωνσταντινουπόλεως, ο Καισαρείας, ο Εφέσου και ο Ηρακλείας δεν απαντούν καμία φορά ως ἀρχιεπίσκοποι. Αντιθέτως μια φορά ο Εφέσου και ο Ηρακλείας απαντούν ως μητροπολίτες (βλ. ACOe I/1/v, και I/1/vii, ). Επίσης στα πρακτικά της Δ Οικουμενικής συνόδου (451) ο Εφέσου και ο Ηρακλείας δεν απαντούν καμία φορά ως ἀρχιεπίσκοποι, ο δε Καισαρείας από τις σαράντα πέντε περίπου μνείες μόνο σε μια απαντά ως ἀρχιεπίσκοπος (βλ. ACOe ΙΙ/1/i, 74.21). Τα παραπάνω δεδομένα θέτουν μάλλον υπό αμφισβήτηση την άποψη ότι ο Καισαρείας, ο Εφέσου και ο Ηρακλείας χρησιμοποιούσαν τον τίτλο ως επικεφαλής των εξαρχιών Πόντου, Ασίας και Θράκης αντίστοιχα. Άλλοι πάλι μελετητές (Ν. Τωμαδάκης, Εκκλησία Κρήτης H.-G. Beck, Kirche V. Laurent, Sceaux V 1 σ. ΧΧΙΧ-ΧΧΧ. - W. Seibt - M. Zarnitz, Bleisiegel σ. 190 και , σχόλια. - Ι. Λεοντιάδης, Μολυβδόβουλλα αρ. 45, σχόλια) θεωρούν ότι ο τίτλος του ἀρχιεπισκόπου χρησιμοποιείται από προκαθημένους εκκλησιαστικών εδρών που ήταν ή θεωρούνταν ότι ήταν αποστολικής ίδρυσης. Πάντως, όπως επισημαίνει ο F. Dvornik (Roman Primacy 40 κ.ε.), η αρχή της αποστολικότητας δεν είχε τόση σημασία και δεν επικράτησε στις ανατολικές εκκλησίες, καθώς ήταν πολλές οι μητροπόλεις που ιδρύθηκαν από Αποστόλους ή έστω είχαν την τιμή να τις επισκεφτούν.

158 78 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Κωνσταντινουπόλεως η έδρα της Θεσσαλονίκης δεν έλαβε την υψηλή ιεραρχική κατάταξη που της άρμοζε 254. Η συγκεκριμένη άποψη θα μπορούσε να γίνει δεκτή, εάν α) ο τίτλος δεν χρησιμοποιούνταν και από τις άλλες δυτικές μητροπολιτικές έδρες και β) αν ο τίτλος απαντούσε μόνο σε σφραγίδες και υπογραφές του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Το γεγονός όμως ότι απαντά σε επισκοπικούς καταλόγους υπογραφών ή παρουσιών πατριαρχικών συνόδων, σε αυτοκρατορικά έγγραφα και εκκλησιαστικά τακτικά, σε επιστολές τρίτων και σε αφηγηματικές πηγές 255, δηλώνει ότι επρόκειτο για έναν καθιερωμένο τίτλο που αποδιδόταν στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και όχι για μια επιτηδευμένη προσπάθεια εκ μέρους των προκαθημένων να προβάλλουν τη σημασία της έδρας τους. Ο Κ. Πιτσάκης, από την άλλη, επισημαίνει ότι ο τίτλος του ἀρχιεπισκόπου συνάδει με ένα «εκκλησιαστικότερο και λειτουργικότερο» ύφος και προτιμάται ως πιο εύηχος και εντυπωσιακός 256. Θα μπορούσαμε ίσως να φέρουμε ως παράδειγμα τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωάννη Χρύσανθο, που στα τέλη του 12 ου αι. επικυρώνει ἴσον προστάγματος του Ανδρονίκου Α Κομνηνού ( ) υπογράφοντας: Ὁ ευτελ(ης) ἀρχιεπισκοπ(ος) τ(ης) ἁγιωτ(ά)τ(ης) μητροπολ(εως) Θε(σσαλονίκης) Ἰω(αννης). Η δια- 254 Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 σ : «la métropole de Thessalonique, une fois rattachée à Constantinople, fut declassée. Le titulaire de la métropole essayera certes de lui garder quelque chose de son ancien lustre». 255 Βλ. Θεόδ. Στουδ., Επιστολαί , , (τέλη 8 ου -αρχές 9 ου αι.). - G. Cereteli, Tetraevangelium (α μισό 9 ου αι.). - Mansi 16, col. 158 C : archiepiscopo Thessalonicensium (στον συνοδικό κατάλογο παρουσιών), col. 191 A (869/870): archiepiscopus Thessalonicae (στον κατάλογο υπογραφών). - Εἰς τὴν ἀνακομιδὴν 50.5 (9 ος αι.). - Θεοφάνης , 461.5, , (9 ος αι.). - Νοt. 2.9, 206 (9 ος αι.). - Φώτιος, Επιστολαί ΙΙ, επ. 238 V. Grumel, Reg. 561 [530] (883/885). - Βίος Θεοδώρας (τέλη 9 ου αι.). - Ἐπιστολαὶ Νικήτα τοῦ πανευφήμου μαγίστρου, έκδ. L. G. Westerink, Nicétas Magistros, Lettres d un exilé ( ), Introduxtion, Édition, Traduction et Notes, Paris 1973, επ (α μισό 10 ου αι.). - Ιωάννης Ζωναράς, Ἐπιτομὴ ἱστοριῶν, έκδ. M. Pinder - Th. Büttner- Wobst, Ioannis Zonarae, Epitomae Historiarum, Libri XIII-XVIII, CB Bonnae 1897, τ. III, κ.α. - JGR I, Νεαρά 35 Β Αλεξίου Α Κομνηνού, 344: τίτλος, F. Dölger - P. Wirth, Reg (1095): Ἀπελύθη εἰς τὸν ἱερώτατον ἀρχιεπίσκοπον τῆς μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. - Μ. Bonnet, Actes de Saint Thomas, Apotre. Le poème de l ame, version grecque remaniée par Nicétas de Thessalonique, AB 20 (1901) (κείμενο: ), : Νικήτα ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης προθεωρία τῆς ἐν ἐπιτόμῳ διηγήσεως τῶν πράξεων τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ (τίτλος, από χφ. του 11 ου αι.) κ.α. - Βλ. και κατωτ. σημ Βλ. Κ. Πιτσάκης, Κανονικά ζητήματα της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης στην πατριαρχική σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως κατά τον 10 ο αιώνα, στο Κ Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο «Χριστιανική Θεσσαλονίκη»: Χριστιανική Θεσσαλονίκη και Κωνσταντινούπολις μέχρι και του δεκάτου αιώνος, Ι. Μ. Βλατάδων, Θεσσαλονίκη 9-11 Νοεμβρίου 2006 (υπό έκδοση). Η παραπομπή γίνεται βάσει των σημειώσεών μου κατά την προφορική παρουσίαση της εισήγησης στο συνέδριο και έπειτα από συζήτηση που είχα με τον καθηγητή κ. Κ. Πιτσάκη.

159 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 79 τύπωση είναι σαφώς πιο εξεζητημένη από το αν υπέγραφε απλώς ως μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ἰωάννης 257. Όσον αφορά το «εκκλησιαστικότερον» του τίτλου, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο τίτλος του μητροπολίτη, προήλθε από τον πολιτικό διοικητικό όρο μητρόπολις, που συνιστά την πολιτική, οικονομική και - μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού - εκκλησιαστική πρωτεύουσα της επαρχίας. Ο επίσκοπος που έδρευε στην πρωτεύουσα της πολιτικής επαρχίας (μητρόπολις), ονομάστηκε μητροπολίτης 258. Αντιθέτως ο τίτλος του ἀρχιεπισκόπου είναι ομόρριζος με τον τίτλο του ἐπισκόπου, που απαντά ήδη από τα χρόνια των Αποστόλων 259. Όσον αφορά το «λειτουργικότερον» του τίτλου, μπορούμε να παραθέσουμε το χωρίο μιας ανώνυμης πραγματείας του 10 ου αι., το οποίο αναφέρει: καὶ ἀρχιεπίσκοποι, πάντες οἱ μητροπολῖται λέγονται, ἐπεὶ κἀν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ οὐχ ἑτέρως ἀναγορεύονται 260. Πάντως δεν φαίνεται να είναι συμπτωματικό 257 Βλ. Α. La. I (επικύρωση ἴσου προστάγματος του 1184). - Για παραδείγματα άλλων μητροπολιτών που χρησιμοποιούν τον τίτλο με την ανάλογη διατύπωση ἀρχιεπίσκοπος μητροπόλεως βλ. ΡΠ 5, F. Dölger - P. Wirth, Reg (1147): Κωνσταντῖνος ὁ εὐτελὴς ἀρχιεπίσκοπος τῆς μητροπόλεως Καισαρείας Καππαδοκίας. - L. Petit, Documents inédits αρ. ΙΙ, , : ἀρχιεπίσκοπος τῆς μητροπόλεως Κρήτης (1170). - Βλ. επίσης Γεώργιος Σφραντζής, Τὰ καθ ἑαυτὸν καί τινα γεγονότα ἐν τῷ χρόνῳ τῆς ζωῆς αὐτοῦ, , έκδ. V. Grecu, Bucuresti 1966, σ , : Γερμανὸς ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδριανουπόλεως. 258 Βλ. 9 ος καν. Αντιοχείας, P. Joannou, Discipline I , (= ΡΠ 3, 440): Τοὺς καθ ἑκάστην ἐπαρχίαν ἐπισκόπους εἰδέναι χρὴ τ ὸ ν ἐ ν τ ῇ μ η τ ρ ο π ό λ ε ι π ρ ο ε σ τ ῶ - τ α ἐ π ί σ κ ο π ο ν τὴν φροντίδα ἀναδέχεσθαι πάσης τῆς ἐπαρχίας, διὰ τὸ ἐν τῇ μητροπόλει συντρέχειν πάντας τοὺς τὰ πράγματα ἔχοντας. - Βλ. και Κ. Ράλλης, Αξίωμα Μητροπολιτών F. Dvornik, Roman Primacy 29 κ.ε. - Π. Μενεβίσογλου, Επισκοπικοί τίτλοι Για τη μητρόπολη ως διοικητικό, οικονομικό και αργότερα, από τον 4 ο αι., και ως εκκλησιαστικό κέντρο βλ. Ε. Chrysos, Erzbistümer Αικ. Ρεβάνογλου, Προκόπιος 153. Βλ. επίσης J. Gouillard, Chrysobulle Botaneiatès (1079): Ἰωσὴφ ἐπίσκοπ (ος ) τ(ῆς) μ(ητ) ροπόλ(ε ως) Στ(αυ)ροῦ π(ό)λ(εως) ἱερ(ᾶς) Καρί(ας). - V. Laurent, Blakhernes 147 (1) Reg (1285): Ἰωάννης ὁ ταπεινὸς ἐπίσκο πος τῆς Ἐφεσίων μ η- τροπόλεως, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος τῆς τῶν Ἀσιανῶν ἐπαρχίας. 259 Βλ. Επιστολή Παύλου, Προς Τίτον 1, Επιστολή Παύλου, Προς Τιμόθεον Α 3, Επιστολή Παύλου, Προς Φιλιπισσίους 1, Πράξεις Αποστόλων 20, Πρβ. Γ. Κονιδάρης, Αρχιεπίσκοπος 320: «την προέλευσιν του όρου o επίσκοπος από της Κ. Διαθήκης». 260 Βλ. J. Darrouzès, Documents Βλ. και Darrouzès, Rituel κεφ. 8, : Ἵσταται οὖν ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ στασίδιον αὐτοῦ, κάτωθεν δέ, ἔμπροσθεν τοῦ στασιδίου, κατὰ τάξιν οἱ ἐπίσκοποι, πρὸς ἀνατολὰς ἀνερχόμενοι, ἐκ δεξιῶν δηλαδή, ἄνω ἱσταμένου τοῦ ἀρχιεπισκόπου. - Ότι ο τίτλος του ἀρχιεπισκόπου δεν χρησιμοποιούνταν από τους προκαθημένους με στόχο να διεκδικήσουν σχετική έστω αυτονομία από τον πατριάρχη φαίνεται από το γεγονός ότι συχνά απαντά στη διατύπωση ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῆς μητροπόλεως - Βλ. επίσης Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα θεολογικά Β4, : ὁ μὲν ἀ ρ χ ι ε π ί σ κ ο π ο ς, τὰ παρὰ τῶν ἐπισκόπων αὐτοῦ καὶ καθηγουμένων καὶ ἱερέων, κληρικῶν τε ἄλλων καὶ λαϊκῶν ἐ π ί σ κ ο π ο ς δέ, τὰ παρὰ τῶν ἱερέων αὐτοῦ καὶ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ ἱ ε ρ ε ύ ς τε

160 80 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου το γεγονός ότι κυρίως ο τίτλος υιοθετήθηκε από τους μητροπολίτες Καισαρείας και Εφέσου και τους λεγόμενους δυτικούς μητροπολίτες. Όπως και να έχει, στα τέλη του 11 ου αι. και ιδίως στη σιγιλλογραφία ο τίτλος του μητροπολίτη φαίνεται να εκτοπίζει εκείνον του ἀρχιεπισκόπου 261. Η «αντιπαλότητα» εκφράζεται με ενάργεια στην περίπτωση του μητροπολίτη Μιχαήλ Μυτιληναίου (τέλη 11 ου αι.), μια σφραγίδα του οποίου σώζεται με τον τίτλο του ἀρχιεπισκόπου, ενώ άλλες δύο με τον τίτλο του μητροπολίτη 262. Γενικότερα όμως παρατηρείται ότι από τα τέλη του 11 ου -αρχές 12 ου αι. είναι πάλιν σὺν διακόνοις καὶ κληρικοῖς, τὰ παρὰ τῶν τῇ κώμῃ αὐτοῦ, ἢ τῇ ἐν ᾗ ἐνορίᾳ τὰ ἱερατικὰ κατηξίωται παρὰ Θεοῦ ἐνεργεῖν. Ο Συμεών χρησιμοποιεί τον όρο ἀρχιεπίσκοπος ως συνώνυμο του μητροπολίτης. 261 Ο V. Laurent (Sceaux V 1 σ. ΧΧΧ) δεν θεωρεί τυχαίο το γεγονός ότι από τα τέλη του 11 ου αι. χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά ο τίτλος του μητροπολίτη στις σφραγίδες, αλλά το αποδίδει μάλλον σε επίσημη απόφαση επί Αλεξίου Α Κομνηνού: «on peut se demander si le titre (ενν. του μητροπολίτη) ne fut pas rendu obligatoire pour tous les chefs d Églises provinciales à l exclusion de celui d archevêque laissé aux autocéphales ou réservé aux chefs des Églises indépendants (Constantinople, Chypre et Bulgarie).». Συσχετίζει μάλιστα το ενδεχόμενο αυτό με το γεγονός ότι οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης, Καισαρείας και Εφέσου, που κατεξοχήν χρησιμοποιούσαν τον τίτλο του ἀρχιεπισκόπου, απαντούν τον 12 ο αι. αρκετά συχνά να χρησιμοποιούν στις σφραγίδες τους ποιητικές αποδόσεις της αρχιερωσύνης τους με τη χρήση φράσεων όπως πρόεδρος, θύτης, ποιμήν κ.ά. (βλ. σχετικά κατωτ. σ ). Υπονοεί δηλαδή ο μελετητής ότι σκόπιμα απέφευγαν να χρησιμοποιήσουν τον τίτλο του μητροπολίτη, αφότου τους απαγορεύτηκε να χρησιμοποιούν τον τίτλο του ἀρχιεπισκόπου. Για να δικαιολογήσει τη χρήση του αρχιεπισκοπικού τίτλου τον 13 ο αι., ο μελετητής καταφεύγει στο επιχείρημα της επιρροής από τη δυτική ορολογία ύστερα από το 1204: «Au XIIIe s., peut-être sous l influence de la hiérarchie latine d Orient qui en faisait naturellement usage, le titre d archevêque retrouva chez les Byzantins quelque faveur». Δεν θα συμφωνήσουμε ωστόσο με τo σχόλιο του μελετητή, δεδομένου ότι οι μητροπολίτες Καισαρείας, Εφέσου και άλλοι δεν παύουν να χρησιμοποιούν τον τίτλο του ἀρχιεπισκόπου συνυπογράφοντας μάλιστα έγγραφα πατριαρχικής συνόδου: βλ. ενδεικτικά ΡΠ 5, F. Dölger - P. Wirth, Reg (1147): Κωνσταντῖνος ὁ εὐτελὴς ἀρχιεπίσκοπος τῆς μητροπόλεως Καισαρείας Καππαδοκίας ὑπέγραψα. Ἰωάννης ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου, καὶ ἔξαρχος πάσης Ἀσίας, ὁρίσας ὑπέγραψα. - PG 140, col. 200 B V. Grumel, Reg (1157). - PG 140, col. 257 D V. Grumel, Reg (1166). - L. Petit, Documents inédits αρ. ΙΙ, , : ἀρχιεπίσκοπος τῆς μητροπόλεως Κρήτης (1170) κ.ά. 262 Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 456 (β μισό 11 ου αι.): Οπ.: +Κ(ύρι)ε β(οή)θ(ει) τῷ σῷ δού(λῳ) Μιχαὴ(λ) ἀρχιεπισκόπῳ Θεσσαλον(ί)κ(ης) τ(ῷ) Μιτυλ(η)ναίῳ. - Σ. Κίσσας, Μολυβδόβουλλα αρ. 12: Θ(εοτό)κε [βοήθει τῷ σῷ δ]ούλ(ῳ) Μιχ(αὴλ) μ(ητρ)οπολίτῃ Θε(σ)σαλονίκι(ς) τῷ Μιτουλ(η)ν(αίῳ) (8 η δεκαετία 11 ου αι., εποχή ακμής του Μιτυληναίου) Ι. Λεοντιάδης, Μολυβδόβουλλα αρ. 45 (γ τρίτο 11 ου αι.). - W. Seibt - M. Zarnitz, Bleisiegel αρ (τελευταίο τρίτο του 11 ου αι.): Οπ.: Μιχ(αὴλ) μ(ητ)ροπολίτῃ Θεσ(σ)αλον[ί]κ(η)(ς) τῷ Μ[ι]τουλη(ναίῳ). - Βλ. και V. Laurent, Sceaux V 1 σ. 325 και αρ. 458 (σχόλια) πρβ. σ. ΧΧΧ και αρ. 871 (σχόλια). - J. Gouillard, Synodikon 279.

161 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 81 σαφώς συχνότερη η προσηγορία του Θεσσαλονίκης ως μητροπολίτη 263. Πάντως ως το τέλος της βυζαντινής περιόδου καθώς και μετά το 1430 ο Θεσσαλονίκης δεν παύει να χρησιμοποιεί τον τίτλο του ἀρχιεπισκόπου 264, ούτε και οι άλλοι να τον προσφωνούν ή να αναφέρονται σε αυτόν με αυτόν τον τρόπο 265. Συνήθως βέβαια η πατριαρχική γραμματεία τον αποκαλούσε μητροπολίτη Βλ. G. Schlumberger, Sigillographie σ. 106 (11 ος αι.). - Θεοφύλακτος Αχρίδος, Επιστολαί 72.1 (αρχές 12 ου αι.). - V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 455 (11 ος αι.) αρ. 460 (11 ος αι.) αρ. 463 (τέλη 12 ου αι.). - J. Nesbitt - N.Oikonomides, Seals αρ (11 ος αι.), αρ (11 ος αι.), αρ (ca. 1198). - ΡΠ 5, (1145/1160). - N.Oikonomidès, Dated Seals αρ. 129 (ca. 1198). - Α. La. I , (1060). - Α. Doch (1117). - Ιωάννης Τζέτζης, Επιστολαί αρ. 95, (μέσα 12 ου αι.). - Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 78, στ. 26, (1223) αρ. 106, στ. 57, 73 και 112, 118 (1234/ ) αρ. 150, στ. 4-5 (1233). - Γρηγ. Ακίνδυνος, Επιστολαί PRK II, αρ. 111, στ. 95 (1336 βλ. και σ. 106/f). - Α. Χén (1338). - Chil (1374) κ.α. - Βλ. και κατωτ. σημ Βλ. Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Άλωσις Α. La. I (τέλη 12 ου αι., επικύρωση ἴσου προστάγματος του 1184). - Α. Chil. I (μέσα 13 ου αι., επικύρωση ἴσου εγγράφου του 1199). - Chil (1327). - Α. Χén (1343). - Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα θεολογικά Β1, Β2, Β3, Β9, Του ιδίου, Έργα πολιτικο-ιστορικά Β5, Α. Βακαλόπουλος, Συμβολή σ. 71, 72 (τίτλος και υπογραφή μητροπολιτικής απόφασης, έτ. 1432) 72, 73 (τίτλος και υπογραφή μητροπολιτικής απόφασης, έτ. 1452). - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πρώτη πόλις Βλ. Μακάριος Πισιδίας, Επιστολή (1276). - Β. Katsaros, Documents αρ. 8, στ. 14 (τέλη 13 ου αι.). - Α. Αργυρίου, Μακαρίου του Μακρή Συγγράμματα, [Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 25 - ΚΒΕ] Θεσσαλονίκη 1996, σ. 101, στον τίτλο: Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἁγιώτατον πατέρα ἡμῶν καὶ ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης Γαβριήλ (αρχές 15 ου αι.). - Συνοδικόν , 14, 21, 23, 25, 27, , 49, 72 βλ. και J. Gouillard, Synodicon Βλ. Α. Failler, Acte inédit V. Laurent, Reg (1294). - PRK I, αρ. 27, στ. 1-2 J. Darrouzès, Reg (1316). - PRK I, αρ. 71, στ J. Darrouzès, Reg (1324). - PRK I, αρ. 72, στ. 1-2 J. Darrouzès, Reg (1324). - PRK I, αρ. 95, στ , J. Darrouzès, Reg (1325) - PRK II, αρ. 125, στ J. Darrouzès, Reg (1340). - PRK III, αρ. 270, στ J. Darrouzès, Reg (1363). - ΜΜ 2, αρ. 354, J. Darrouzès, Reg (1382). - ΜΜ 2, αρ. 454, J. Darrouzès, Reg (1394). - ΜΜ 2, αρ. 471, J. Darrouzès, Reg (1394). - ΜΜ 2, αρ. 479, , 14 J. Darrouzès, Reg (1395). - ΜΜ 2, αρ. 481, σ. 235 (τίτλος) J. Darrouzès, Reg (1395). - ΜΜ 2, αρ. 485, J. Darrouzès, Reg (1395). - ΜΜ 2, αρ. 512, , J. Darrouzès, Reg (1397). - ΜΜ 2, αρ. 539, J. Darrouzès, Reg (1400). - ΜΜ 2, αρ. 605, J. Darrouzès, Reg (1400). - ΜΜ 2, αρ. 664, J. Darrouzès, Reg (1400). - ΜΜ 2, αρ. 659, J. Darrouzès, Reg (1401). - ΜΜ 2, αρ. 660, , 6 J. Darrouzès, Reg (1401). - ΜΜ 2, αρ. 661, J. Darrouzès, Reg (1401). - ΜΜ 2, αρ. 663, J. Darrouzès, Reg (1401). Πρβ. όμως Ψῆφος πατριάρχου Ἀλεξίου V. Grumel, Reg. 831, 832 (1027): Τῷ τιμιωτάτῳ ἱερωτάτῳ πνευματικῷ ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ, τῷ θεοφιλεστάτῳ ἀρχιεπισκόπῳ Θεσσαλονίκης. - ΡΠ 5, V. Grumel, Reg (10 Μαρτ. 1169): Ὁ ἱερώτατος ἀ ρ χ ι ε π ί σ κ ο π ο ς τῆς μ η τ ρ ο π ό λ ε ω ς Θεσσαλονίκης. - Βλ. επίσης Συνοδικόν στ και J. Gouillard, Synodikon 247, που επισημαίνει ότι στο Συνοδικόν της Ορθοδοξίας

162 82 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Παράλληλα με τον τίτλο του ἀρχιεπισκόπου ή του μητροπολίτη ο- ρισμένες φορές ο Θεσσαλονίκης απαντά και με την προσηγορία του προέδρου, που επίσης δηλώνει το επισκοπικό αξίωμα. Έτσι χρυσόβουλλος λόγος του Κωνσταντίνου Ι Δούκα ( ) του 1060 αναφέρει: μήτε μὴν τὸν πρόεδρον Θεσσαλονί(κης) δίκ(αι)όν τι προβάλλεσθαι κατὰ τῆς μον(ῆς) τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου 267. Επίσης η προσηγορία χρησιμοποιείται για την ποιητική απόδοση του μητροπολιτικού τίτλου. Έτσι, σώζεται έμμετρη σφραγίδα του α μισού του 12 ου αι. με την εξής επιγραφή: +Σφραγὶς προέδρου Θετταλῶν Κωνσταντίνου 268. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι από τον 10 ο αι. η εκκλησιαστική περιφέρεια του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης αποκαλείται Θεσσαλία 269. Εκτός από την προαναφερθείσα σφραγίδα του μητροπολίτη Κωνσταντίνου σώζονται και άλλες του 11 ου και 12 ου αι. με την επιγραφή ποιμὴν Θετταλίας 270, Θετταλῶν θύτης 271, Θετταλίδος ποιμενάρχης 272. Επίσης σε επίπιθανόν το εγκώμιο του Νείλου να αποτελεί δάνειο από το Συνοδικόν της Θεσσαλονίκης έτσι εξηγείται γιατί απαντά στο χωρίο ο τίτλος του ἀρχιεπισκόπου. 267 Βλ. Α. La. I (1060). - Βλ. επίσης Εἰς τὴν ἀνακομιδὴν (9 ος αι.). - Βίος Θεοδώρας (τέλη 9 ου αι.): τοῦ καὶ προέδρου τῆς ἡμῶν χρηματίσαντος πόλεως Για την ονομασία του προέδρου ως συνώνυμου του αρχιερέα βλ. S. Salaville, Proedros 418 κ.ε. - Η.- G. Beck, Kirche Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 459 (α μισό 12 ου αι.). - Bλ. και J. Nesbitt - N.Oikonomides, Seals αρ (α μισό 12 ου αι.). - Πρβ. G. Zacos - J. Nesbitt, Seals αρ. 428 (αρχές 10 ου αι.-1204). - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πρώτη πόλις Η Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα σε ειδικό άρθρο επισημαίνει ότι ήδη από τον 4 ο αι. οι ονομασίες Θεσσαλονίκη και Θεσσαλία συνδέθηκαν λόγω παρετυμολογίας, ενώ κυρίως από τον 9 ο αι. απαντά η χρήση του ονόματος της Θεσσαλίας για τη Θεσσαλονίκη και την περιοχή της. Ένας επιπλέον λόγος που συνέβαλε στη σύνδεση των δύο ονομασιών ήταν ότι η Θεσσαλία ως τα τέλη του 7 ου αι. αποτελούσε μια από τις επαρχίες του Ιλλυρικού, πρωτεύουσα του οποίου ήταν η Θεσσαλονίκη. Το όνομα Μακεδονία αποδιδόταν από τα τέλη 8 ου -αρχές 9 ου αι. στο θέμα της δυτικής Θράκης με πρωτεύουσα την Αδριανούπολη και στην εκκλησιαστική περιφέρεια της μητρόπολης Φιλίππων. Αντιθέτως το όνομα Θεσσαλία δεν χρησιμοποιούνταν ήδη από τα τέλη του 7 ου αι. ούτε στην πολιτική ούτε στην εκκλησιαστική διοίκηση. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες συνέτειναν γύρω στις αρχές του 10 ου αι. να αποδοθεί η ονομασία της Θεσσαλίας στην εκκλησιαστική περιφέρεια της μητρόπολης Θεσσαλονίκης. - Βλ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πρώτη πόλις 66 κ.ε. - Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae σ. 72 σημ. 1: «le choix de Thessalie pour la métropole de Thessalonique provient sans doute du fait que le nom de Macédoine, qui convient aussi à la métropole de Philippes, fut affecté à cette éparchie avant que Thessalonique ne fût intégrée dans le système byzantin». - Βλ. επίσης Δ. Μυσίου, Πιερία Βλ. V. Laurent, Sceaux V 3 αρ (β τέταρτο του 11 ου αι): +Σκέποις Ῥωμανὸν ποιμένα Θετταλίας J.-Cl. Cheynet, Seals Published II. 193, αρ. 30 (11 ος αι.). - Πρβ. J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals αρ , κατά τους οποίους η σφραγίδα ανήκει στο μητροπολίτη Ρωμανό του α μισού του 12 ου αι. - Βλ. επίσης Ά. Αβραμέα, Θεσσαλία Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πρώτη πόλις 74 Theme Organization 177.

163 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 83 γραμμα του α μισού του 13 ου αι. ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης μνημονεύεται ως Θετταλῶν ἀρχιθύτης 273, ενώ επιστολή του μητροπολίτη Ναυπάκτου Ι- ωάννη Απόκαυκου του 1225 φέρει τον τίτλο: Θεσσαλονίκης δεσπότῃ Θετταλίας ἐξ ἀσεβάστου τῶν θυτῶν οὗτος λόγος 274. Η ονομασίες Θετταλίας/Θετταλίδος/Θετταλῶν σε έμμετρες σφραγίδες και επιγράμματα χρησιμοποιούνται σε σχήματα λόγου, προκειμένου να αποδοθεί ποιητικά ο τίτλος του μητροπολίτη 275. Ωστόσο απαντά και στη Notitia 7, που απαριθμεί τις επισκοπές που υπόκεινται τῇ Θεσσαλονίκῃ τῆς Θεσσαλίας. Η ονομασία λοιπόν ήδη από τις αρχές του 10 ου αι. είχε επισημοποιηθεί και ενσωματωθεί στον τίτλο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης 276 και διατηρείται σε όλη τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων καθώς και επί τουρκοκρατίας 277. Από την επίκληση στην οπίσθια όψη σφραγίδας του μητροπολίτη Θεοφάνη (t.a.q /38) πληροφορούμαστε ότι του είχε απονεμηθεί ο 271 Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 461 (μέσα 12 ου αι.): + Ὁμώνυμόν σοι Θετταλῶν θύτην σκέπε. - N. Oikonomides, Dated Seals (12 ος αι.). - J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals αρ (12 ος αι.). - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πρώτη πόλις 74 Theme Organization Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 462 (τέλη 12 ου αι.): [+Θεσσ]αλ(ί)τ[ι]δο[ς] ποιμενάρχης με γράφει ταπε[ι]νὸς Εὐστάθιος ἐκ σακελλίου. - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πρώτη πόλις 74 Theme Organization Βλ. Κ. Horna, Analekten zur byzantinischen Literatur, Vienna 1905, σ. 35 (έτ. 1235). - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πρώτη πόλις Βλ. Epirotica αρ. 20, (Φεβρ. 1225, για τη χρονολόγηση της επιστολής βλ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Χρονολόγηση 148). - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πρώτη πόλις Γενικά για τις ποιητικές αποδόσεις του μητροπολιτικού τίτλου, όπως πρόεδρος, θύτης, αρχιθύτης, θυήπολος, ποιμήν, αρχιποίμην, ποιμενάρχης, στις σφραγίδες από τα μέσα του 10 ου και κυρίως από τα μέσα του 11 ου αι. βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 σ. ΧΧΧΙ-ΧΧΧΙΙ. - Βλ. επίσης S. Salaville, Proedros Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πρώτη πόλις Βέβαια, σύμφωνα με τον εκδότη των εκκλησιαστικών τακτικών J. Darrouzès (Notitia σ , 71, 72) το τμήμα της Notitia 7 που καταγράφει τις μητροπόλεις μαζί με την περιφέρειά τους συντάχθηκε μάλλον χωριστά από τα δύο πρώτα που αφορούν τις υπαγόμενες στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως μητροπόλεις και αρχιεπισκοπές αντίστοιχα. Το τμήμα αυτό είναι λιγότερο αξιόπιστο και έχει δεχθεί αρκετές μεταβολές και προσθήκες από τη χειρόγραφη παράδοση. Ω- στόσο το αρχαιότερο χειρόγραφο που περιέχει το εν λόγω τμήμα του τακτικού ανήκει στον 10 ο - 11 ο αι. (βλ. πίνακα viii/α). Ετσι μπορούμε να τοποθετήσουμε χρονικά την καθιέρωση της ονομασίας Θετταλία για την εκκλησιαστική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης ήδη από τις αρχές του 10 ο αι. Εξάλλου, όπως επισημαίνει ο εκδότης (ό.π. σ. 72), το γεγονός ότι η ονομασία επαναλαμβάνεται σε όλες τις επόμενες Notitiae (βλ. Not ) μας υποχρεώνει να την δεχτούμε ως επίσημη. - Βλ. ακόη Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πρώτη πόλις 69, 71, 77 Theme Organization Βλ. και κατωτ. σημ Βλ. επίσης Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα θεολογικά Β1, : ταῖς ἐν πάσῃ τῇ Θετταλίᾳ ἁγίαις ἐκκλησίαις Β4, τίτλος (ιδιοχείρως από τον Συμεών): κατὰ πᾶσαν τὴν Θετταλίαν ἁγίαις ἐπισκοπαῖς και Π. Παπαγεωργίου, Μονή Βλαταίων , αρ. 2 (έτ. 1569).

164 84 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου τιμητικός τίτλος του συγκέλλου 278. Επίσης τον Μάρτιο του 1072 ο Μιχαήλ Θεσσαλονίκης συμμετείχε σε πατριαρχική σύνοδο υπογράφοντας ως σύγκελλος μεταξύ των μητροπολιτών Σεβαστείας και Κλαυδιουπόλεως, οι οποίοι μάλιστα τυχαίνει να ήταν πρωτοσύγκελλοι 279. Όπως φαίνεται από την ιεράρχηση και σύμφωνα με πρόσταγμα του Κωνσταντίνου Ι Δούκα του , οι παραπάνω τιμητικοί τίτλοι, που απονέμονταν από τον αυτοκράτορα, δεν επηρέαζαν την κανονική τάξη των μητροπολιτών στις εκκλησιαστικές συνόδους. Κατά το β μισό του 11 ου αι. ο τίτλος του συγκέλλου γνώριζε πια αρκετά μεγάλη διάδοση. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι μεταξύ των είκοσι επτά μητροπολιτών που συμμετείχαν στην προαναφερθείσα σύνοδο του 1072 οκτώ υπέγραψαν ως σύγκελλοι, δύο ως πρωτοσύγκελλοι και ένας ως προέδρος τῶν πρωτοσυγκέλλων 281. Σε πρακτικόν του 1078 ο Μιχαήλ Θεσσαλονίκης μαρτυρείται ως πρωτοσύγκελλος: ὡς κὰι γραφὴν αὐτ(ῶ) προκομίσαντ(ος) παρὰ τοῦ σεβα<σ>μιωτ(ά)τ(ου) μ(ητ)ροπο(λίτου) καὶ (πρωτο)συγκέλλ(ου). Κατά τον εκδότη του εγγράφου J. Lefort, δεν αποκλείεται να ταυτίζεται με τον προαναφερθέντα Μιχαήλ (1072), που απλώς έλαβε πιο μεγαλόστομο τίτλο 282. Ενδεχομένως όμως να πρόκειται για τον συνονόματο διάδοχό του, που μνημονεύεται στο Συνοδικόν της Θεσσαλονίκης. Από την άλλη, τον Δεκέμβριο του 1079 ο μητροπολίτης Μιχαήλ συνυπογράφει μια συνοδική απόφαση που επικυρώνει Νεαρά του Νικηφόρου Γ Βοτανειάτη ( ), χωρίς να παραθέτει κανένα τίτλο, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα μέλη της συνόδου. Δεν είναι αξιοπερίεργο το γεγονός, δεδομένου ότι πλέον οι τίτλοι του συγκέλλου και 278 Βλ. J. Nesbitt-N. Oikonomides, Seals αρ (11 ος αι.): Οπ. [Κ(ύρι)ε βοήθει τῷ σῷ] δούλ(ῳ) [Θ]εοφάν(ει) [μ(ητ)ροπολί[τ(ῃ)] Θεσαλονίκης (καὶ) συγκέλλ(ῳ). 279 Βλ. N. Oikonomidès, Décret synodal V. Grumel, Reg. 900a. (1072). - Βλ. και Α. Esph. σ Βλ. JGR Ι, F. Dölger - P. Wirth, Reg. 961 (1065). 281 Για τους τιμητικούς τίτλους του συγκέλλου, του πρωτοσυγκέλλου, του προέδρου τῶν πρωτοσυγκέλλων και του πρωτοπροέδρου τῶν πρωτοσυγκέλλων βλ. Αθηναγόρας Παραμυθίας, Σύγκελλοι S. Salaville, Proedros 420, V. Grumel, Syncelles 92 κ.ε. Hypertimes Η.-G. Beck, Kirche N. Oikonomidès, Décret synodal σ. 68 κ.ε. - Β. Στεφανίδης, Επισκ. τίτλοι J. Gouillard, Chrysobulle Botaneiatès V. Laurent, Sceaux V 1 σ. ΧΧΧΙΙΙ, αρ. 765 (σχόλια). - Ι. Πηλιλής, Οφφίκια 197. Για τους συγκέλλους ως εκκλησιαστικούς οφφικιαλίους βλ. Αθηναγόρας Παραμυθίας, Σύγκελλοι 3 κ.ε. - Η.-G. Beck, Kirche J. Darrouzès, Οφφίκια Ι. Πηλιλής, Οφφίκια Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 553 κ.ε. 282 Βλ. Α. Esph (1078) και σ. 227 (index).

165 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 85 πρωτοσυγκέλλου απονέμονταν με τόσο μεγάλη ευκολία, που είχαν χάσει το κύρος τους ως τιμητικές διακρίσεις 283. Το 1270 ο Θεσσαλονίκης Ιωαννίκιος Κυδώνης ( ) υπογράφει δικαιοπρακτικό έγγραφο ως ταπεινὸς μητροπολίτης Θεσσαλονίκης καὶ ὑπέρτιμος 284. Από τα τέλη του 11 ου ως τα μέσα του 13 ου αι. ο τίτλος του ὑπερτίμου αποτελούσε μια τιμητική διάκριση, που απένεμε ο αυτοκράτορας προσωπικά σε έναν μητροπολίτη. Βέβαια, όπως και στην περίπτωση των συγκέλλων παλαιότερα, έτσι και για τους ὑπερτίμους ορίστηκε το 1173 ότι ο τίτλος δεν επηρεάζει την ιεραρχική τους τάξη στις πατριαρχικές συνόδους και τις εκκλησιαστικές τελετές. Στο β μισό του 13 ου αι. αποδιδόταν σε αρχιερείς των οποίων οι έδρες ήταν αρχαιότερες 285. Σύντομα έγινε τόσο διαδεδομένος, που για μεγαλύτερη διάκριση ο Ηρακλείας αποκαλούνταν πρόεδρος τῶν ὑπερτίμων και ο Καισαρείας ὑπέρτιμος τῶν ὑπερτίμων 286. Τελικά, τον 14 ο αι. έπαψε να αποτελεί προσωπική τιμητική διάκριση, αλλά καθιερώθηκε όλοι ανεξαιρέτως οι μητροπολίτες να αποκαλούνται ὑπέρτιμοι 287. Στα μέσα του 12 ου αι. πρωτοεμφανίζεται ο τίτλος του ἐξάρχου. Έτσι το 1147 ο μητροπολίτης Εφέσου Ιωάννης συνυπογράφει την καθαίρεση του πατριάρχη Κοσμά Αττικού ως ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου, καὶ ἔξαρχος πάσης Ἀσίας 288. Κατά το α μισό του 13 ου αι. αυτού του είδους η προσηγορία αρχίζει να αποδίδεται όλο και συχνότερα σε μητροπολίτες σημαντικών εδρών. Ωστό- 283 Βλ. J. Gouillard, Chrysobulle Botaneiatès V. Grumel, Reg. 914a. (1079). - Βλ. και V. Grumel, Syncelles Βλ. Α. Ζο (1270). - Βλ. επίσης ΜΜ 4, αρ. 17, V. Laurent, Reg (Νοέμβρ. 1272). 285 Βλ. ΡΠ 5, V. Grumel, Reg (1173). - Βλ. και V. Grumel, Hypertimes 157 κ.ε. - J. Gouillard, Chrysobulle Botaneiatès 39 κ.ε. - J. Darrouzès, Registre Α. Failler, Acte inédit Βλ. S. Salaville, Proedros Κ. Ράλλης, Εκκλησ. τίτλοι Η.-G. Beck, Kirche V. Grumel, Hypertimes 166 κ.ε. - Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι από τους τριάντα εννιά μητροπολίτες που συμμετείχαν στη σύνοδο των Βλαχερνών το θέρος του 1285 οι τριάντα τέσσερις έφεραν τον τίτλο του ὑπερτίμου, ενώ ο Ηρακλείας υπογράφει ως πρόεδρος τῶν ὑπερτίμων. - Βλ. V. Laurent, Blakhernes 144 (1)-148 (41). - Βλ. και V. Grumel, Hypertimes H.-G. Beck, Kirche J. Darrouzès, Notitiae σ Βλ. Not. 20.3, 41: Οἱ ἑξῆς πάντες ὑπέρτιμοι, ἤγουν ἔξαρχοι καὶ ὑπέρτιμοι. Μέχρι τούτων οἱ ἔχοντες τὰς ἐξαρχίας οἱ δὲ λοιποὶ πάντες μητροπολῖται ὑπέρτιμοι μόνον γράφονται καὶ οὐκ ἔξαρχοι. - Βλ. και Κ. Μ. Ράλλης, Περί των εκκλησιαστικών τίτλων των υπερτίμων και εξάρχων, ΠΑΑ 13 (1938) , σ. 155 κ.ε. - J. Darrouzès, Registre 275 Οφφίκια 111 Notitiae σ V. Grumel, Hypertimes Η.-G. Beck, Kirche Α. Xér. σ Α. Failler, Acte inédit Βλ. ΡΠ 5, F. Dölger - P. Wirth, Reg (1147). - Βλ. επίσης L. Petit, Documents inédits αρ. ΙΙ, (1170). - Ε. Κurtz, Συνοδικά έγγραφα, αρ. ΙΙ, , 36 (1216) αρ. ΙΙΙ, 3-4, 25 (1216). - J. Nicole, Bref inédit V. Laurent, Reg (1229).

166 86 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου σο ο τίτλος δεν έχει ακόμη παγιωθεί, καθώς ορισμένες φορές παραλείπεται η ονομασία ἔξαρχος και μνημονεύεται μόνο η εκκλησιαστική επαρχία 289. Από τα μέσα του 13 ου αι. εμφανίζεται όλο και συχνότερα σε σφραγίδες 290. Την ίδια εποχή άρχισε να συνδυάζεται ο τίτλος του ἐξάρχου με εκείνον του ὑπερτίμου με τη διατύπωση: μητροπολίτης ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης. Τον 14 ο αι. ο παραπάνω τίτλος καθιερώθηκε να αποδίδεται σε 40 περίπου μητροπολίτες, οι έδρες των οποίων συγκαταλέγονταν στις αρχαιότερες. Όλοι οι υπόλοιποι μητροπολίτες έφεραν μόνο τον τίτλο του ὑπερτίμου 291. Ο διάδοχος λοιπόν του μητροπολίτη Ιωαννικίου Ιγνάτιος ( /1293) απαντά με τον διττό πλέον τίτλο του ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου. Το θέρος του 1285 συμμετείχε στη σύνοδο των Βλαχερνών, που καταδίκασε τον ενωτικό πατριάρχη Ιωάννη Βέκκο, και υπέγραψε ως ταπεινός μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Θετταλίας 292. Η παραπάνω διατύπωση απαντά εφεξής σε δικαιοπρακτικά έγγραφα, σε επίσημα έγγραφα της μητρόπολης και στο Συνοδικόν της Θεσσαλονίκης, σε δικαστικές αποφάσεις τοπικών διοικητών, σε δεσποτικά προστάγματα, σε πατριαρχικές επιστολές και αποφάσεις της πατριαρχικής συνόδου και αποτελεί έως και σήμερα τον καθιερωμένο τίτλο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Βλ. για παράδειγμα MM 3, αρ. 13, V. Laurent, Reg (Αύγ. 1232): τοῦ Ἀγκύρας, τῶν Γαλατῶν ἐπαρχίας, Χριστοφόρου. - Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae σ Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 σ. ΧΧΧIV. 291 Βλ. Not. 20.3, Βλ. και Η.-G. Beck, Kirche J. Darrouzès, Notitiae σ Βλ. V. Laurent, Blakhernes 145 (6) του ιδίου, Reg Βλ. A. Iv. III. 55b (επικύρωση εγγρ. του 1142) (β μισό 13 ου αι., επικύρωση εγγρ. του 1259) 67.2, (1295) (ca. 1320). - Α. Χér ( ) (1407). - Α. La. II (1289 ή 1304 βλ. IV. σ. 17 σημ. 77) (περίπου 1300) (1404). - Α. Failler, Acte inédit V. Laurent, Reg (1294). - A. Zo (1299) (1369) (1369). - Α. Χén (β μισό 13 ου αι., επικύρωση ἴσου εγγρ. 1089) (1343) (1419). - Β. Katsaros, Documents (τέλη 13 ου αι.). - Α. Esph. 12.verso, στ (1316). - Α. Va. Ι. 46, verso 9-10 (1316). - Chil (1320) (1322) (1323) (1327) , (1339) (1392). - PRK II, αρ. 111, στ J. Darrouzès, Reg (1336). - J. Meyendorff, Tome de 1347 στ J. Darrouzès, Reg (ca. Ιούλ. 1347). - Α. Ζο = A. Solovjev - V. Mošin, Diplomata αρ. 36, στ (1369). - Α. Doch (1373) (1381) (1419). - A. Kutl (1375). - Γ. Θεοχαρίδης, Βατοπεδινά έγγραφα αρ. 4, στ. 121 (1375). - Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης A. Dion (1420). - Συνοδικόν , Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae σ Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πρώτη πόλις 74 Theme Organization V. Grumel, Hypertimes 181, Πρβ. Η.-G. Beck, Kirche 69. Αξίζει να σημειωθεί ότι με την καθιέρωση της εν λόγω διατύπωσης επικράτησε και ο τίτλος του μητροπολίτη έναντι του ἀρχιεπισκόπου, αφού χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις που υπογράφει ή προσφωνείται ως ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Θετταλίας (πρβ. και Α. Va. Ι , 67, έτ Α. Esph. 30.7, έτ. 1393: μόνο ὑπέρτιμος). Εξαίρεση αποτελεί μια μνεία του Ιερεμία, τοῦ παναγιωτάτου δεσπότου ἡμῶν τοῦ θειοτάτου ἀρχιεπισκόπου Θεσ-

167 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 87 Το 1276 ο καθαιρεμένος αρσενιάτης μητροπολίτης Πισιδίας Μακάριος προσφωνεί σε επιστολή του τον ομοϊδεάτη και επίσης καθαιρεμένο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Μανουήλ Δισύπατο ως ὑπέρτιμο καὶ ἔξαρχο πάσης Δύσεως 294. Αντίθετα προς τον τίτλο του ἐξάρχου πάσης Θετταλίας, ο εν λόγω χαρακτηρισμός του Μανουήλ δεν αποτελεί τιμητικό τίτλο κενό περιεχομένου, αλλά αναφέρεται στο αξίωμα του πατριαρχικού εξάρχου 295 επί των δυτικών εκκλησιών, που από ό,τι φαίνεται του είχε απονεμηθεί. Το ίδιο αξίωμα είχαν αναλάβει άλλωστε και οι δύο προκάτοχοί του Ιωσήφ 296 και Βασίλειος Γλυκύς 297. Δεν γνωρίζουμε αν ανανεώθηκε το αξίωμα στο πρόσωπο των διαδόχων τους 298. Όσον αφορά τον τρόπο που προσφωνείται ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης μπορούμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις: σαλονίκης ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου πάσης Θετταλίας (Chil , έτ. 1327). Επίσης το 1343 ο Μακάριος και το 1416 ο Γαβριήλ υπογράφουν σιγίλλιά τους ως ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Θετταλίας (Α. Xén , έτ Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης , έτ. 1416). Στις δύο αυτές περιπτώσεις η χρήση του τίτλου του ἀρχιεπισκόπου σχετίζεται με την καθιερωμένη διατύπωση ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος (βλ. κατωτ. σ. 108). 294 Βλ. Μακάριος Πισιδίας, Επιστολή σ , , , Για τους πατριαρχικούς εξάρχους και τις αρμοδιότητές τους επί των πατριαρχικών ναών και μονών βλ. Ν. Μίλας, Εκκλησιαστικόν Δίκαιον Κ. Ράλλης, Περί των εκκλησιαστικών Εξάρχων, ΠΑΑ 11 (1936) Σώζονται δύο επιγράμματα του πατριάρχη Γερμανού Β ( ) σε ράβδο που απέστειλε στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωσήφ για τον διορισμό του ως πατριαρχικού εξάρχου: βλ. Κ. Horna, Analekten zur byzantinischen Literatur, Vienna 1905, σ. 35 V. Laurent, Reg (περ. 1235). - Βλ. και V. Laurent, Succession épiscopale 294 Reg F. Bredenkamp, The Sampson Incident (ca. 1215) and the Deterioration of Epirote-Nicaean Orthodox Ecclesiastical Relations, Βυζαντιακά 4 (1984) 11-31, σ Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ΙΙ G. Prinzing, Ponemata 217* σημ Βλ. Α. Chil. I και σ. 113 (μέσα του 13 ου αι., επικύρωση ἴσου χρυσοβούλλου του 1199): ἀρχ(ι)επίσκοπος Θε(σσαλο)ν(ίκης) (καὶ) ἔξαρχο(ς). 298 Το ως πατριαρχικός έξαρχος εμφανίζεται επίσης ο μητροπολίτης Ισίδωρος Γλαβάς. Ωστόσο ο Ισίδωρος θα διοικούσε τα πατριαρχικά δίκαια, δηλαδή θα επέβλεπε τους πατριαρχικούς ναούς και τις σταυροπηγιακές μονές, στο πλαίσιο της μητροπολιτικής του περιφέρειας μόνο, όχι σε όλες τις δυτικές εκκλησιαστικές επαρχίες (βλ. Α. Esph (1393): πανιερώτατος μ(ητ)ροπολίτης Θεσσαλονίκης καὶ ὑπέρτιμος, τὰ κ α τ α ὐ τ ὴ ν πατριαρχικὰ δίκαια [κατέχων]. - ΜΜ 2, αρ, 481 J. Darrouzès, Reg (περ. Φεβρ. 1395): + Πιττάκιον τοῦ πανιερωτάτου μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, ὅπερ ἐπέμφθη ἐνταῦθα ὑπὲρ τοῦ μύλωνος τῶν Ἀκαπνιωτῶν, ἐκποιηθέντος ἐνδόσει αὐτοῦ ὡς πατριαρχικοῦ ἐξάρχου, καὶ ἀνακρινομένου +). Αντιθέτως την ίδια περίπου εποχή ως πατριαρχικός έξαρχος των δυτικών εκκλησιών απαντά ο ιερομόναχος Ναθαναήλ (βλ. ΜΜ 2, αρ. 479, , Ιαν J. Darrouzès, Reg ΜΜ 2, αρ. 512 J. Darrouzès, Reg. 3041, 20 Μαρτίου 1397: Τιμιώτατε ἐν ἱερομονάχοις καὶ ἔξαρχε τῶν περὶ τὴν δύσιν πατριαρχικῶν δικαίων ).

168 88 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Σε ειδικό άρθρο σχετικά με τις επισκοπικές προσφωνήσεις ο Β. Στεφανίδης επεσήμανε ότι από την εποχή του Ιουστινιανού Α και ιδίως από τα τέλη της οι μητροπολίτες και οι επίσκοποι αποκαλούνταν από τον αυτοκράτορα ὁσιώτατοι. Από τα τέλη του 10 ου αι. όμως και ως τα μέσα περίπου του 11 ου αι. οι μητροπολίτες αποκαλούνται συνήθως από την πατριαρχική και την αυτοκρατορική γραμματεία θεοφιλέστατοι 299. Δυστυχώς δεν σώζονται πολλά αυτοκρατορικά ή πατριαρχικά έγγραφα της περιόδου που να απευθύνονται ή έστω να αναφέρονται στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Πάντως στην πατριαρχική απόφαση που ο Αλέξιος Στουδίτης απηύθυνε το 1027 προς τον Θεσσαλονίκης, ο Θεόδουλος πράγματι προσφωνείται θεοφιλέστατος παράλληλα όμως παρατίθενται και άλλοι χαρακτηρισμοί: Τῷ τιμιωτάτῳ ἱερωτάτῳ πνευματικῷ ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ, τῷ θεοφιλεστάτῳ ἀρχιεπισκόπῳ Θεσσαλονίκης 300. Βέβαια δεν θα πρέπει να προσδοκούμε ταύτιση ανάμεσα στις προσφωνήσεις που χρησιμοποιεί η πατριαρχική ή η αυτοκρατορική γραμματεία και σε προσφωνήσεις που προέρχονται από κοσμικούς, κληρικούς ή μοναχούς, που είτε δεν γνωρίζουν την επίσημη προσηγορία των μητροπολιτών, είτε δεν ενδιαφέρονται να την τηρήσουν. Στα τέλη του 8 ου αι. ο Θεόδωρος Στουδίτης σε δύο επιστολές του αποκαλεί τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Θωμά ἁγιώτατον 301. Το 942 σε έγγραφο συμβιβασμού για τη χάραξη ορίων μεταξύ των κατοίκων της Ιερισσού και των Αθωνιτών μοναχών, το οποίο συντάχθηκε δ(ιὰ) χ(ειρὸς) Δημητριου κληρι(κοῦ) κουβουκλη(σίου) (καὶ) ορφανοτροφου, ο Γρηγόριος Θεσσαλονίκης επίσης αποκαλείται ἁγιώτατος 302. Το 1078 ο πρωτοβεστάρχης κριτής του βήλου Βολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης αποκαλεί τον Μιχαήλ Μυτιληναίο σεβασμιώτατον 303. Από το β μισό του 11 ου αι. αρχίζει να καθιερώνεται οι μητροπολίτες να προσφωνούνται από τον πατριάρχη ή τον αυτοκράτορα ἱερώτατοι. Βέβαια εντοπίζονται ορισμένες φορές παρεκκλίσεις, καθώς εξακολουθεί περιστασιακά 299 Βλ. Β. Στεφανίδης, Επισκ. τίτλοι 342 κ.ε., Βλ. και J. Darrouzès, Οφφίκια 123 σημ Πρβ. Μ. Grünbart, Anrede 164 κ.ε. 300 Βλ. Ψῆφος πατριάρχου Ἀλεξίου V. Grumel, Reg. 831, 832 (1027). 301 Βλ. Θεόδ. Στουδ., Επιστολαί αρ. 3, 114 αρ. 19, 25 (πρβ. αρ. 471, 2-3 αρ. 543, 16, όπου αποκαλεί τον μητροπολίτη Χαλκηδόνος και τον Δυρραχίου αντίστοιχα ως αγιωτάτους. Ωστόσο ο Δυρραχίου στην ίδια επιστολή (αρ. 543, 5-6) αποκαλείται θεοφιλέστατος. - Βλ. και G. Cereteli, Tetraevangelium (υστερόγραφο σημείωμα, 9 ος αι.): ἐτελειώθ(η) ὁ ἐν ἁγίοις π(ατ)ὴρ ἡμῶν Ἰωσὴφ ὁ ἁγιώτατος ἀρχ(ι)επίσκ(οπος) Θεσσαλονίκης (καὶ) νέος τοῦ Χ(ριστο)ῦ ὁμολογητὴς. 302 Βλ. A. Prôt (942): Γρηγωριου του αγιοτατ(ου) ημον αρχιεπισκοπ(ου) 37 (το χωρίο στο κείμενο). 303 Βλ. Α. Esph. 4.9 (1078). - Βλ. και Γ. Κονιδάρης, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης 1038.

169 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 89 να χρησιμοποιείται η προσφώνηση του θεοφιλεστάτου ή και η πιο μεγαλόστομη του πανιερωτάτου 304. Πάντως ημιεπίσημο εγχειρίδιο αλληλογραφίας της πατριαρχικής γραμματείας του 1386 επιβεβαιώνει ότι η προσηγορία του ἱερωτάτου αποτελούσε την επίσημη προσφώνηση των μητροπολιτών και αρχιεπισκόπων: Ὅπως γράφει πρὸς τοὺς μητροπολίτας (ενν. ο πατριάρχης) «Ἱερώτατε μητροπολῖτα τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως ὁ δεῖνα, ὑπέρτιμε» καὶ ἐὰν ἔχῃ καὶ ἐξαρχίαν, γραπτέον <καὶ ἔξαρχε>, «ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητὲ ἀδελφὲ καὶ συλλειτουργὲ τῆς ἡμῶν μετριότητος χάρις εἴη τῇ σῇ ἱερότητι ἀπὸ Θεοῦ παντοκράτορος». Ἐν τῷ τέλει «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν εἴη μετὰ τῆς σῆς ἱερότητος ἀμήν 305. Πράγματι, τόσο η πατριαρχική όσο και η αυτοκρατορική γραμματεία από τα τέλη του 11 ου αι. κ.ε. αποκαλούν 304 Για την καθιέρωση της προσφώνησης ἱερώτατος για τους μητροπολίτες βλ. Β. Στεφανίδης, Επισκ. τίτλοι 349 κ.ε., όπου και πηγές. - Βλ. επίσης Μ. Grünbart, Anrede Πρβ. J. Darrouzès, Οφφίκια 123 σημ. 2, 4, όπου σημειώνει περιπτώσεις συνοδικών εγγράφων που εξακολουθούν να αποκαλούν τους μητροπολίτες θεοφιλεστάτους στα τέλη του 11 ου αι. - Επίσης για την κατ εξαίρεσιν προσφώνηση των μητροπολιτών ως πανιερωτάτων σε ορισμένες συνοδικές αποφάσεις ή πατριαρχικές επιστολές βλ. Β. Στεφανίδης, Επισκ. τίτλοι , , 356. Όπως επισημαίνει ο Β. Στεφανίδης (Επισκ. τίτλοι 352, 356), ο τίτλος του θεοφιλεστάτου αποδίδεται πλέον στους επισκόπους. Οι υποκείμενοι επίσκοποι στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης απαντούν τις περισσότερες φορές με αυτή την προσφώνηση και μάλιστα ήδη από τα τέλη του 10 ου αι.: βλ. Α. Iv. Ι , 28 (996) (1001). - Α. Εsph. 4.8, 12, 13 (1078). - A. Xér. 7.9 (1085). - A. La. I (1071) (1080). - Α. Chil (1198) 5.25 (1199). - Θ. Παπαζώτος, Βέροια επιγρ. αρ. 6, σ (1216/1217). - Α. Iv. III (1295). - Α. Va. Ι (1317). - Chil (1320). - Α. Ζο. 43.1, 109 (1369). - Α. Kutl (1378). - Α. Pantocr (1396). - Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης , , 27 (1416). - Α. La. III (1420). - Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα θεολογικά Β1, Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα πολιτικο-ιστορικά Β5, Ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες αποκαλούνται καταχρηστικά ἱερώτατοι ή και πανιερώτατοι βλ. Θεοφύλακτος Αχρίδος, Επιστολαί 52.2 (αρχές 1097). - Α. La. II (1284). - A. Iv. III (1295). - Α. Ιv. III (ca. 1320). - Α. Ζο (1327). - Α. Kutl (1378). - Chil (1345) (1366). - Πρβ. E. Kurtz, Συνοδ. γράμματα αρ. ΙΙ, 106.7, όπου και οι υποκείμενοι επίσκοποι στη μητρόπολη Εφέσου προσφωνούνται σε συνοδική απόφαση ἱερώτατοι. 305 Βλ. Ekthésis Néa (Α) κεφ. 12, βλ. και κεφ. 19, κεφ. 20,

170 90 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου σταθερά τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ἱερώτατον 306, ενώ χρησιμοποιούν και τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό ἡ ἱερότης σου 307. Ο τρόπος βέβαια που προσαγορεύεται ο μητροπολίτης από διοικητικά ομοβάθμους του, από υποκείμενούς του επισκόπους, από λαϊκούς, κληρικούς ή μοναχούς - μέλη του ποιμνίου του ή όχι - και από τοπικούς ή άλλους κοσμικούς αξιωματούχους είναι εύλογα πιο τιμητικός από τον τρόπο με τον οποίο προσφωνείται από τον πατριάρχη ή τον αυτοκράτορα. Στα τέλη του 11 ου αι. ο πατριαρχικός οφφικιάλιος και μετέπειτα μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης ( ) προσφωνεί τον δάσκαλό του Ευστάθιο Θεσσαλονίκης ἁγιώτατον, θειότατον, μακαριώτατον, σοφώτατον δεσπότην. Επίσης χρησιμοποιεί την έκφραση ἡ σὴ ἁγιότης / ἁγιωσύνη 308, που αντιστοιχεί, όπως επισημαίνει ο Β. Στεφανίδης, στην προσηγορία του ἁγιωτάτου 309. Στις αρχές του 12 ου αι. ο Θεοφύλακτος Αχρίδος σε επιστολή του προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Θεόδουλο τον προσφωνεί πανίερε ἀδελφὲ καὶ δέσποτα προσαγορεύομέν τε τὴν ἁγιότητά σου 310. Στα μέσα του ίδιου αιώνα ο Ιωάννης Τζέτζης σε επιστολή του προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Βασίλειο Αχριδηνό χρησιμοποιεί την προσφώνηση θειότατε δέσποτα και χρησιμοποιεί επίσης τη φράση τὴν ἁγιωσύνην σου ή τὴν σὴν ἁγιότητα Βλ. JGR I, Νεαρά 35 Β Αλεξίου Α Κομνηνού, F. Dölger - P. Wirth, Reg (1095). - ΡΠ 5, V. Grumel, Reg (10 Μαρτ. 1169). - A. Xér ( ). - Α. Failler, Acte inédit V. Laurent, Reg (1294). - Β. Katsaros, Documents αρ. 2, στ (τέλη 13 ου αι.). - Α. La. II (1290 ή 1304 βλ. και ό.π. IV. σ. 17 σημ. 77). - Chil (1320). - PRK II, αρ. 123, στ. 22, 74 J. Darrouzès, Reg (1339). - PRK II, αρ. 156, στ , J. Darrouzès, Reg (1350). - Βλ. επίσης μαζί με άλλους συμμετέχοντες στην πατριαρχική σύνοδο PRK I, αρ. 14, στ J. Darrouzès, Reg (1315). - PRK I, αρ. 15, στ J. Darrouzès, Reg (1315) κ.α. - Βλ. και Γ. Κονιδάρης, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης Βλ. ΜΜ 2, αρ. 354, , 12, 24, , 20, 25 J. Darrouzès, Reg (1382). - ΜΜ 2, αρ. 454, , 13, 16, 18-19, J. Darrouzès, Reg (1394). - ΜΜ 2, αρ. 471, J. Darrouzès, Reg (1394). - ΜΜ 2, αρ. 661, , J. Darrouzès, Reg (1401) κ.α. 308 Βλ. Μιχ. Χωνιάτης, Επιστολαί (ca. 1176): γράμμα τῆς σῆς ἁγιότητος, μακαριώτατε δεσπότα 4.2-3, (ά.χ.): πρὸς τὴν σὴν ἁγιότητα, σοφώτατε δέσποτα. τῆς σῆς ἁγιωσύνης 6.2-3, 16 (t.p.q. 16 Μαΐου 1182): θειότατε δέσποτα τῆς σῆς ἁγιότητος 7.12 (ca ): τῇ σῇ ἁγιότητι 16.2 ( ): Ἁγιώτατε δέσποτα 36.2 (t.p.q. 24 Αυγ. 1185): μακαριώτατε δέσποτα. - Βλ. επίσης 2.11: μὰ τὴν σὴν ἱερὰν κεφαλήν. - Βλ. και Μ. Grünbart, Anrede Βλ. Β. Στεφανίδης, Επισκ. τίτλοι 353, Βλ. Θεοφύλακτος Αχρίδος, Επιστολαί 72.5, 4-5 (αρχές 12 ου αι.). 311 Βλ. Ιω. Τζέτζης, Επιστολαί αρ. 95, 138.9, 10, 22,

171 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 91 Το 1225 ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιωάννης Απόκαυκος σε επιστολή του προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Μεσοποταμίτη, που μόλις είχε αποκατασταθεί στον αρχιερατικό του θρόνο ύστερα από τη λήξη της λατινοκρατίας στην πόλη του, τον αποκαλεί ἡ μεγάλη ἁγιωσύνη σου 312. Επίσης ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης τον προσφωνεί σε επιστολή του ως ἁγιώτατον δεσπότην 313. Ο χαρακτηρισμός ἁγιώτατος και η φράση ἡ ἁγιωσύνη/ἁγιότης σου φαίνεται ότι προσιδιάζουν στο μητροπολιτικό αξίωμα, καθώς απαντούν συχνότατα σε επιστολές μεταξύ μητροπολιτών ή εκκλησιαστικών και κοσμικών προσώπων προς μητροπολίτες 314. Στο προαναφερθέν εγχειρίδιο εκκλησιαστικής επιστολογραφίας του τέλους του 14 ου αι. αναφέρεται ότι οι μητροπολίτες και αρχιεπίσκοποι όφειλαν να προσφωνούνται μεταξύ τους πανιερώτατοι, παράλληλα όμως χρησιμοποιούνται και τα επίθετα ἁγιώτατος και θειότατος. Τυπικά η προσφώνηση θα πρέπει να έχει την εξής διατύπωση: Πανιερώτατε μητροπολῖτα, ὑπέρτιμε καὶ ἔξαρχε πάσης, ἁγιώτατε δέσποτα καὶ θειότατε, ἀγαπητὲ ἀδελφὲ καὶ συλλειτουργὲ τῆς ἡμῶν ταπεινότητος 315. Πάντως σε δικαστικά ή δικαιοπρακτικά έγγραφα του 14 ου αι. ο Θεσσαλονίκης απαντά κυρίως ως πανιερώτατος 316. Σπανιότερα δε αποκαλείται ἱερώτατος 317, ἁγιώτατος 318, ἅγιος, μακαριώτατος 319 ή θειότατος Βλ. Ν. Bees, Schriftstücke αρ. 67, (Φεβρ βλ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Χρονολόγηση ): τῆς μεγάλης ἁγιωσύνης σου και στ Βλ. Νικ. Χωνιάτης, Επιστολαί αρ. 4, (t.p.q. τέλη 1206/αρχές 1207 βλ. J.-L. van Dieten, Choniates 175). 314 Βλ. ενδεικτικά Epirotica αρ. 9, , 255.2, 4 (1219, επιστολή του μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη προς τον μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκο). - Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 31, στ. 120: τοῦ ἁγιωτάτου μητροπολίτου Κερκύρας, ἐν Κυρίῳ ἀγαπητοῦ ἡμῖν ἀδελφοῦ καὶ συλλειτουργοῦ κυροῦ Γεωργίου και στ (t.p.q. 1220). - A. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Κερκυραϊκά, VV 13 (1907) , αρ. 1, , 4 (1222, επιστολή Ι- ωάννη Αποκαύκου προς τον Κερκύρας Γεώργιο Βαρδάνη) αρ. 4, στ. 1-2: τῆς σῆς ἁγιότητος (α.χ., επιστολή Βαρδάνη προς τον Απόκαυκο). - Γρηγ. Κυπρίου, Επιστολαί αρ. 9 (προς τον Εφέσου, προτού γίνει πατριάρχης) κ.α. 315 Βλ. Ekthésis Néa (Α) κεφ. 19, (1386): οἱ δὲ ἀρχιερεῖς πρὸς ἀλλήλους πανιερωτάτους κεφ. 20, 47.95: ὁ δὲ μητροπολίτης πρὸς μητροπολίτην, πανιερώτατε κεφ. 28, J. Darrouzès, Ekthésis Néa. Μanuel des pittakia du XIV siècle, REB 27 (1969) 1-127, κείμενο B: Πρόλογοι ἐπιστολῶν πρὸς πᾶσα (sic) ἄνθρωπον κατὰ ἀξίαν ἑκάστου, σ , ιδίως κεφ. 25, (ca. 1430). 316 Βλ. Α. Va. Ι , 58 (1317): έγγραφο του διοικητή της πόλης χαρτουλαρίου Κωνσταντίνου Παλαιολόγου βλ. όμως στ. 60, 66-67, όπου τον αποκαλεί ἱερώτατο. - Α. Iv. III , 47 (ca. 1320): πράξη ανταλλαγής κτηματικής περιουσίας μεταξύ μονής Χορταΐτου και Ιβήρων. - Chil. 54.5, (1320): δικαστικό έγγραφο του διοικητή της Θεσσαλονίκης (1322): έγγραφο συμφωνίας μεταξύ ενός μοναχού και μονής Ιβήρων (1392): δικαστική απόφαση του πρώτου Αγίου Όρους. - Α. Χén (1338): σε πρακτικό του δομεστίκου των θεμά-

172 92 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Η προσφώνηση όμως με την οποία επίσης μαρτυρείται στις πηγές ο Θεσσαλονίκης και που προκαλεί εντονότερα το ενδιαφέρον των μελετητών είναι εκείνη του παναγιωτάτου, δεδομένου ότι προσιδιάζει στους πατριάρχες 321. Η προσηγορία αποδίδεται για πρώτη φορά στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης στα τέλη του 12 ου -αρχές 13 ου αι. και χρησιμοποιείται περιστασιακά σε όλη την υπόλοιπη βυζαντινή περίοδο. Πιο συγκεκριμένα, ο Π. Παπαγεωργίου δημοσίευσε το 1912 τμήμα μαρμάρινης επιγραφής του τέλους του 12 ου -αρχών του 13 ου αι., την οποία ε- ντόπισε το 1892 στα ερείπια του νεότερου μητροπολιτικού ναού του Αγίου Δημητρίου ύστερα από την καταστροφική πυρκαϊά του Στην επιγρατων Κωνσταντίνου Μακρηνού (φοροτεχνικού υπαλλήλου). - Α. Εsph ( ?): δικαστική επίλυση διαφοράς δύο μονών από τον πρώτο Αγίου Όρους Ισαάκ 30.7 (1393): συνοδική δικαστική απόφαση του μητροπολίτη Σερρών. - Α. Ζο (1369): δικαστική απόφαση του δεσπότη Σερβίας Ιωάννη Ουγλέση έτσι αποκαλεί και τον Νικαίας (στ. 34). - Α. Kutl (1375): δικαστική απόφαση μεικτού δικαστηρίου Σερρών. - Γ. Θεοχαρίδης, Βατοπεδινά έγγραφα αρ. 5, στ. 2 (1375): δικαστική απόφαση καθολικών κριτών. - Α. Xér (1407): πράξη απογραφέων. - Βλ. επίσης ΜΜ 2, αρ. 481, σ. 235 (τίτλος) J. Darrouzès, Reg (1395): σε σημείωση πατριαρχικού νοταρίου ή του χαρτοφύλακα. 317 Βλ. Α. Va. Ι , (1317). 318 Βλ. Α. Kutl (1377): σε διαθήκη ενός μοναχού. 319 Βλ. κατωτ. σ Βλ. Γρηγ. Ακίνδυνος, Επιστολαί (1346): μετὰ τὸν θειότατον ἀρχιερέων Ὑάκινθον και στ : περὶ τοῦ θειοτάτου Ὑακίνθου τοῦ γενομένου Θεσσαλονικέων ἀρχιερέως. 321 Βλ. Ekthésis Néa (Α) κεφ , : Ὅπως γράφουσιν (ενν. οι μητροπολίται) τῷ πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως «Παναγιώτατέ μου αὐθέντα καὶ δέσποτα καὶ οἰκουμενικὲ πατριάρχα, θειότατε, θεοχαρίτωτε καὶ πᾶν εἴ τί μοι θεῖον καὶ ὑψηλὸν καὶ πρᾶγμα καὶ ὄνομα». Ὅπως γράφουσιν τῷ Ἀλεξανδρείας καὶ τοῖς λοιποῖς πατριάρχαις «Παναγιώτατε δέσποτά μου, πάπα καὶ πατριάρχα Ἀλεξανδρείας καὶ πάσης Αἰγύπτου, Πενταπόλεως, Λιβύης καὶ Αἰθιοπίας, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι θειότατε καὶ σεβασμιώτατέ μοι πάτερ.» Οὕτω καὶ τοῖς λοιποῖς, ἤγουν τῷ Ἀντιοχείας καὶ τῷ Ἱεροσολύμων. - Βλ. επίσης Β. Στεφανίδης, Επισκ. τίτλοι 350 κ.ε. 322 Όταν ο ναός της Αγίας Σοφίας μετετράπη σε τζαμί το 1523/24, ο μητροπολιτικός ναός μεταφέρθηκε πιθανότατα στον ναό των Ασωμάτων (Ροτόντα), ο οποίος επίσης μετατράπηκε σε τζαμί λίγο αργότερα (1590). Έτσι ο παραθαλάσσιος ναός του Αγίου Δημητρίου, όπου σήμερα βρίσκεται ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αποτέλεσε τον νέο καθεδρικό ναό της πόλης. Στον ναό του Αγίου Δημητρίου είχαν μεταφερθεί πολλά ιερά κειμήλια, τα οποία δυστυχώς καταστράφηκαν από την πυρκαϊά του Βλ. Π. Παπαγεωργίου, Ιστορικά- Αρχαιολογικά 59 κ.ε. - Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αγία Σοφία Για τον ναό των Ασωμάτων ως μητροπολιτικό ναό κατά την τουρκοκρατία βλ. Α. Βακαλόπουλος, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου (Rotonda) ως μητρόπολις Θεσσαλονίκης κατά τον 16 ο αιώνα, στο Μακεδονικόν Ημερολόγιον 1940, σ Του ιδίου, Υπήρξε επί Τουρκοκρατίας μητροπολιτικός ναός ο Άγιος Γεώργιος (Rotonda) και πότε; Μακεδονικά 4 ( ) Α. Μέντζος, Ανάκτορο Για τον νεότερο ναό του Αγίου Δημητρίου βλ. Θάλεια Σ. Μαντοπούλου, Ο παραθαλάσσιος ναός του αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, Μακεδονικά 20 (1890) Βλ. και Α. Σταυρίδου- Ζαφράκα, Αγία Σοφία 557 Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ΙΙ. 58.

173 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 93 φή ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Μεσοποταμίτης αποκαλείται παναγιώτατος. Ο μελετητής επισημαίνει ότι δεν επρόκειτο για ταφική επιγραφή, αλλά μάλλον προερχόταν από κάποιο έργο που κατασκευάστηκε επί ποιμαντορίας του Μεσοποταμίτη, και συμπέρανε ότι οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης έλαβαν από τον αυτοκράτορα το δικαίωμα να χρησιμοποιούν την εν λόγω προσφώνηση τιμής ένεκεν, λόγω του λαμπρού παρελθόντος της εκκλησιαστικής τους έδρας. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν πρωιμότερες μαρτυρίες, όρισε ως terminus ante quem για την απονομή του σχετικού δικαιώματος το Η επιγραφή δεν σώζεται στις μέρες μας και ο J.-M. Spieser την επανεξέδωσε βασιζόμενος στη μεταγραφή του Π. Παπαγεωργίου: ΝΑ τῆς ἁ[γιωτάτης μητροπόλε-] ως Θεσσα[λονίκης καὶ τοῦ] παναγιωτά[του ἀρχιεπισ-] κόπου ταύτ[ης Κωνσταντίνου Μεσο -] ποταμίτ[ου 324. Ο Χ. Παπαδόπουλος δεν έχει ή δεν λαμβάνει υπόψη την ανωτέρω επιγραφή. Συσχετίζει λοιπόν το δικαίωμα να προσφωνείται ο Θεσσαλονίκης παναγιώτατος με την όντως μαρτυρούμενη παραχώρηση του προνομίου να χρησιμοποιεί τον πατριαρχικό αυτοχαρακτηρισμό ἡ μετριότης ἡμῶν 325. Σε άρθρο του το 1913 σχετικά με την εκκλησιαστική ιστορία της Θεσσαλονίκης ως την εποχή που προσαρτήθηκε στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σημειώνει τα εξής: «Το μέγα παρελθόν του εκκλησιαστικού αυτού αξιώματος (ενν. του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης) δεν ελησμονήθη και μετά την προσάρτησιν του Ιλλυρικού εις τον Οικουμενικόν θρόνον κατά δε τον ιδ αιώνα επί του Αυτοκράτορος Ιωάννου Καντακουζηνού ( ) ο Μητροπολίτης της Θεσσαλονίκης ηξιώθη, τιμής ένεκεν, του τίτλου Παναγιώτατος μετά του δικαιώματος να γράφη εν ταις επιστολαίς αυτού ομοίως τοις Πατριάρχαις ἡ Μετριότης ἡμῶν και ουχί ως οι άλλοι Μητροπολίται και Επισκοποι ἡ Τα- 323 Βλ. Π. Παπαγεωργίου, Ιστορικά-Αρχαιολογικά σ. 56, 60, Βλ. και Γ. Χατζιδάκις, Βιβλιοκρισία, Αθηνά 24, 1912, σ Ο. Tafrali, Thessalonique 87 σημ Βλ. J.-M. Spieser, Inscriptions αρ Βλ. και Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί πίνακες 50-51: «Το δίκαιον του γράφειν ινδικτιώνας και παρά των υπ αυτόν επισκόπων φημίζεσθαι και γράφεσθαι παναγιώτατον εκτήσατο κατά τα μέσα του ΙΔ αιώνος, υπό του αυτοκράτορος Ιωάννου Καντακουζηνού χορηγηθέν, και ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης».

174 94 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου πεινότης ἡμῶν». Την ίδια άποψη επαναλαμβάνει σε μετέπειτα μελέτες του 326. Ο Α. Μπούτουρας σε άρθρα του σχετικά με την προσφώνηση του παναγιωτάτου το 1918 και το 1920 σημειώνει ότι μόνο ο Θεσσαλονίκης από όλους τους μητροπολίτες του πατριαρχείου είχε το προνόμιο να χρησιμοποιεί την εν λόγω πατριαρχική προσφώνηση. Ο μελετητής υποστηρίζει ότι το δικαίωμα του Θεσσαλονίκης ανάγεται στον 6 ο αιώνα, όταν ο πάπας, στο πλαίσιο της αντιζηλίας του προς τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και σε μια προσπάθεια να μειωθεί το κύρος του πατριαρχικού τίτλου, παραχώρησε στον επικεφαλής της εκκλησίας του Ιλλυρικού τον τίτλο του πατριάρχη: «Ως βέβαιον λοιπόν δύναται να θεωρηθεί ότι εκ τοιαύτης τινός αιτίας έλαβε τότε και ο Θεσσαλονίκης τον τίτλον του Πατριάρχου παρά του Πάπα, συγχρόνως δε, ί- σως και αυτοδικαίως, την επωνυμίαν Παναγιώτατος». Μετά την υπαγωγή της εκκλησίας του Ιλλυρικού στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, υποστηρίζει ο μελετητής, ο Θεσσαλονίκης διατήρησε την προσφώνηση του παναγιωτάτου, παρότι του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πατριάρχη 327. Ο Γ. Χατζιδάκις και ο Γ. Κονιδάρης κατέδειξαν ότι η άποψη του Α. Μπούτουρα στηρίζεται σε ιστορικές ανακρίβειες και αβάσιμες υποθέσεις. Ο Γ. Κονιδάρης μάλιστα πρόσθεσε το εύλογο επιχείρημα ότι η προσφώνηση του παναγιωτάτου δεν είχε καν καθιερωθεί για τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, άρα δεν μπορεί να γίνει συσχετισμός ανάμεσα στον τίτλο του πατριάρχη, που υποτίθεται ότι έλαβε ο Θεσσαλονίκης, και στην προσφώνηση του παναγιωτάτου. Τέλος σημειώνει: «Ο 326 Βλ. Χ. Παπαδόπουλος, Επισκόπησις 970 Εκκλησία Ελλάδος 156: «Ο Ιωάννης Καντακουζηνός ετίμησε τον Θεσσαλονίκης δια του τίτλου Παναγιώτατος και του δικαιώματος ομοίως τοις Πατριάρχαις γράφειν ἡ μετριότης ἡμῶν αντί ἡ ταπεινότης». - Αντιθέτως βλ. L. Petit, Évêques II. 93: «Quant au titre de παναγιώτατος, il est depuis longtemps porté par tous les métropolitains de Thessalonique, dans les limites de leur province, mais je ne saurais dire depuis quelle époque». 327 Βλ. Α. Χ. Μπούτουρας, Περί της επωνυμίας «Παναγιώτατος» του μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, ΓΠ 2 (1918) Του ιδίου, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 43 κ.ε. - Πρβ. V. Laurent, Sceaux V 1 σ. 325: «il se fera attribuer une appellation : παναγιώτατος, qui ne fût qu à lui seul (cf. Γρηγόριος Παλαμάς ΙΙ, 1918, et IV, 1920, p. 43) et qui l apparentait quelque peu aux patriarches. Il est remarquable toutefois que cette épithète ambitieuse ne paraît pas sur aucun des sceaux qui nous sont parvenus». - Πρβ. Α. Γερομιχαλός, Εκκλησία Θεσσαλονίκης 198, που συσχετίζει την απόδοση του τίτλου του παναγιωτάτου στον Θεσσαλονίκης με την εξαρχική δικαιοδοσία επί των εκκλησιών του Ιλλυρικού κατά τον 4 ο αι.: «Η ανωτάτη τιμή, η οποία τιμητικώς του απεδόθη να φέρη εν τη ιδία αυτού επαρχία τον τίτλον Παναγιώτατος, με τον οποίον μόνον ο οικουμενικός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως προσωνομάζετο, είναι δηλωτικόν της νέας του δικαιοδοσίας».

175 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 95 τίτλος ούτος αποτελεί λείψανον της παλαιάς ευκλείας, ης ένεκα και εδόθη κατά τους κυρίως βυζαντιακούς χρόνους» 328. Ο Β. Στεφανίδης, που μελέτησε σε ειδικό άρθρο την ιστορία των επισκοπικών τίτλων, παρεμπιπτόντως αναφέρθηκε στη χρήση του χαρακτηρισμού παναγιώτατος τόσο για τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης όσο και για τον Τραπεζούντος. Τοποθετεί την αρχαιότερη μαρτυρία στις αρχές του 13 ου αι. και αποδίδει το γεγονός της χρησιμοποίησης της προσφώνησης για τους συγκεκριμένους αρχιερείς στην πολιτική και εκκλησιαστική αναστάτωση που προκάλεσε η άλωση του 1204, η οποία «έδωσεν ανεξαρτησίαν εις τους δύο τούτους μητροπολίτας, αδιάφορον οποίαν και οπόσην. Τα ονόματα και οι τίτλοι δεν έχουν πολλήν σχέσιν με την πραγματικότητα» 329. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την ειδική μελέτη του Β. Στεφανίδη, η προσφώνηση του παναγιωτάτου χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως το Συγκεκριμένα, σε χρυσόβουλλο λόγο του Ισαακίου Β Αγγέλου ( ) εμπεριέχεται σημείωμα ενός πατριαρχικού νοταρίου, όπου ο πατριάρχης αποκαλείται παναγιώτατος 328 Βλ. Γ. Ν. Χατζιδάκις, Βιβλιοκρισία, Αθηνά 24, Αθήνα 1912, σ Βλ. επίσης Α. Μπούτουρας, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 48-49, ο οποίος παραδίδει αυτούσια τα λόγια του επικριτή του από την εισήγησή του Έκθεσις της επιτροπείας και πρακτικά της σχολής δια την εκλογήν τακτικού καθηγητού της Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής γλώσσης και φιλολογίας, Αθήναι 1918, σ. 36 κ.ε. - Γ. Κονιδάρης, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης Πρβ. Χ. Τζώγας, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης 453, που συνδυάζει τις δύο απόψεις: «Μετά την υπό του Βυζαντίου κατάλυσιν της Ηπειρωτικής κυριαρχίας εις την Μακεδονίαν, η Θεσσαλονίκη συνεδέθη και πάλιν εκκλησιαστικώς με την Κωνσταντινούπολιν. Έκτοτε ο Θεσσαλονίκης διετήρησε δεσπόζουσαν θέσιν. Κατά την περίοδον αυτήν έχομεν α ν α β ί ω σ ι ν του τίτλου παναγιώτατος ο οποίος α π ε δ ό θ η ε ι ς α υ τ ό ν κ α τ ά τ ο υ ς β υ ζ α ν τ ι νούς χ ρ ό ν ο υ ς, ότε ούτος εγνώρισεν ημέρας εκκλησιαστικής δόξης». Για τις προσφωνήσεις που χρησιμοποιούνται για τους πατριάρχες κατά την πρώιμη περίοδο βλ. Β. Στεφανίδης, Επισκ. τίτλοι 169 κ.ε. 329 Βλ. Β. Στεφανίδης, Επισκ. τίτλοι Πρβ. Ι. Βελανιδιώτης, Ο μητροπολιτικός τίτλος του Παναγιώτατος, ΓΠ 4 (1920) 199, που σημειώνει ότι δεν ήταν ο Θεσσαλονίκης ο μόνος μητροπολίτης που έλαβε το προνόμιο να προσφωνείται παναγιώτατος εντός της εκκλησιαστικής του περιφέρειας. Το ίδιο προνόμιο απενεμήθη και στον μητροπολίτη Μονεμβασίας από τον Ανδρόνικο Β. - Βλ. και Γ. Δ. Μεταλληνός, Παναγιώτατος, ΘΗΕ 9, σ. 1112: «επικράτησε από τον 9 ο αι. για τον Κωνσταντινουπόλεως, μετεδόθη και σε άλλους, πρώτα στον Θεσσαλονίκης (τέλη 12 ου - αρχές 13 ου αι.), μετά στον Τραπεζούντος μετά το 1204 και στον Μονεμβασίας επί Ανδρονίκου Β». Ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν υπάρχει καμία μαρτυρία παραχώρησης σχετικού προνομίου στον μητροπολίτη Τραπεζούντος. Ο δε χρυσόβουλλος λόγος του Ανδρονικού Γ (και όχι του Β, όπως εσφαλμένα αναφέρει ο εκδότης) για τη μητρόπολη Μονεμβασίας είναι πλαστός και χαλκεύτηκε γύρω στο 1570 από τον Μακάριο Μονεμβασίας (βλ. JGR Ι, , F. Dölger, Reg. 2237, Βλ. και V. Laurent, La liste épiscopale du synodicon de Monembasie, EO 32, 1933, , σ. 141).

176 96 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ἡμῶν δεσπότης καὶ οἰκουμενικὸς πατριάρχης 330. Ο Μεσοποταμίτης λοιπόν φαίνεται ότι έσπευσε να υιοθετήσει τον μεγαλόστομο χαρακτηρισμό που είχε αρχίσει να αποδίδεται στον πατριάρχη μιμούμενος το πατριαρχικό πρότυπο και επιθυμώντας να δώσει έμφαση στο αυξημένο κύρος της εκκλησιαστικής του έδρας 331. Πάντως η προσηγορία παναγιώτατος δεν είχε ακόμη παγιωθεί ως ε- πίσημη πατριαρχική προσφώνηση. Στον προαναφερθέντα χρυσόβουλλο λόγο ο αυτοκράτορας αποκαλεί επανειλημμένα τον πατριάρχη με την καθιερωμένη τότε προσφώνηση του ἁγιωτάτου 332, όπως και σε όλους τους χρυσόβουλλους λόγους ως τις αρχές του 14 ου αι. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της προαναφερθείσας μελέτης του Β. Στεφανίδη η επίσημη προσαγόρευση του πατριάρχη από τα χρόνια του Λέοντα Στ και ως το α μισό του 14 ου αι. ήταν ἁγιώτατος, ενώ η προσφώνηση του παναγιωτάτου χρησιμοποιούνταν περιστασιακά και κατ εξαίρεσιν. Από το 1324 περίπου κ.ε. αντιστρέφονται τα πράγματα και το μεν επίθετο παναγιώτατος ως προσφώνηση του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως αποτελεί τον κανόνα, το δε ἁγιώτατος την εξαίρεση 333. Συνεπώς δεν μπορούμε να μιλούμε για παραχώρηση του προνομίου στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης να προσφωνείται με την πατριαρχική προσηγορία παναγιώτατος, προτού το επίθετο καθιερωθεί ως επίσημη και σταθερή προσηγορία για τον ίδιο τον πατριάρχη. Βέβαια, παρότι η αυτοκρατορική γραμματεία ως το α τέταρτο του 14 ου αι. δεν αποδίδει την εν λόγω προσφώνηση στον πατριάρχη παρά με ελάχιστες εξαιρέσεις, ωστόσο η πατριαρχική γραμματεία και άλλα εκκλησιαστικά ή κοσμικά πρόσωπα ήδη από τα τέλη του 12 ου αι. χρησιμοποιούν αρκετά συχνά, αν και όχι σταθερά, την εν λόγω προσηγορία του παναγιωτάτου, όταν απευθύνονται ή αναφέρονται στον πατριάρχη 334. Το γεγονός φαίνεται ότι πα- 330 Βλ. JGR Ι, F. Dölger - P. Wirth, Reg (1186). - Βλ. και Β. Στεφανίδης, Επισκ. τίτλοι 351, όπου όμως δίνεται η εντύπωση ότι ο χαρακτηρισμός παναγιώτατος χρησιμοποιείται από την αυτοκρατορική γραμματεία. Έχει ωστόσο σημασία να επισημάνουμε ότι στο καθαυτό αυτοκρατορικό κείμενο χρησιμοποιείται ο επίσημος πατριαρχικός τίτλος του ἁγιωτάτου. 331 Πρβ. Ι. Αναστασίου, Εκκλησία Θεσσαλονίκης 318, που κάνει λόγο για «αντιποίηση» του πατριαρχικού τίτλου από τον Κωνσταντίνο Μεσοποταμίτη. 332 Βλ. JGR Ι, 430.9, F. Dölger - P. Wirth, Reg (1186). - Βλ. και Β. Στεφανίδης, Επισκ. τίτλοι Μ. Grünbart, Anrede Βλ. Β. Στεφανίδης, Επισκ. τίτλοι , , 352 κ.ε., , όπου και οι πηγές. - Βλ. επίσης Μ. Grünbart, Anrede 112, 168, Βλ. συνοδικά έγγραφα: ΜΜ 3, αρ. 13, V. Laurent, Reg (1232). - ΡΠ 5, V. Laurent, Reg (1250). - ΜΜ 1, αρ. 59.Ι, V. Laurent, Reg (1256). - Βλ. και προσφωνήσεις του πατριαρχή από άλλους: Epirotica αρ. 26 (Φεβρ βλ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Χρονολόγηση 152), : παναγιώτατε ἡμῶν δέσποτα καὶ

177 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 97 ρότρυνε τη χρήση της για μητροπολίτες με στόχο να τονιστεί ο σεβασμός προς το πρόσωπό τους. Σε απόφαση του αρχιεπισκόπου Αχρίδος Δημητρίου Χωματηνού του 1236 εμπεριέχεται η αίτηση γνωμοδότησης που υπέβαλε κάτοικος της Θεσσαλονίκης. Σε αυτήν ο αιτών αποκαλεί τον μητροπολίτη της πόλης του παναγιώτατον: παρὰ τῷ παναγιωτάτῳ μητροπολίτῃ Θεσσαλονίκης καὶ πατρὶ καὶ δεσπότῃ ἡμῶν κυρῷ Ἰωσὴφ. Παράλληλα όμως τον αποκαλεί και ἁγιώτατον 335. Το 1275/1276 ο αρσενιάτης μοναχός Κάλλιστος απευθύνει επιστολή προς τον ομοϊδεάτη καθαιρεμένο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Μανουήλ Δισύπατο, προσφωνώντας τον παναγιώτατον δεσπότην. Παράλληλα τον αποκαλεί θεοπρόβλητον δεσπότην και ἁγιώτατον ὑπέρτιμον ἱεράρχην Χριστοῦ. Ακόμη του αποδίδει τον χαρακτηρισμό ἡ ἁγιώτης σου, αλλά και ἡ μακαριώτης σου 336, που αντιστοιχεί στην προσηγορία μακαριώτατος. Η προσφώνηση του μακαριωτάτου από τον 6 ο αι. χρησιμοποιούνταν για τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τους υπόλοιπους πατριάρχες των ανατολικών πατριαρχείων καθώς και για τους αρχηγούς των αυτοκέφαλων εκκλησιών από τον 10 ο αι. όμως παύει να προσιδιάζει στον Κωνσταντινουπόλεως και αποδίδεται μόνο στους υπολοίπους 337. Παρόμοιες προσηγορίες χρησιμοποιεί ο επίσης αρσενιάτης και καθαιρεμένος μητροπολίτης Πισιδίας Μακάριος σε επιστολή του προς τον Μανουήλ Δισύπατο το 1276: παναγιώτατε δέσποτα, ἀρχιεπίσκοπε τῆς μεγαλωνύμου καὶ θεοσώστου πόλεως Θεσσαλονίκης, ὑπέρτιμε καὶ ἔξαρχε πάσης Δύσεως, πανάγιε δέσποτα, πρὸς τὴν μακαριώτητά σου ἀπέστειλα, τὴν μεγάλην ἁγιωσύνην σου 338. Το 1295 σε δικαστική απόφαση του πρωτοασηκρήτις Μανουήλ Νεοκαισαρείτη η αναφορά στον Ιάκωβο Θεσσαλονίκης γίνεται ως εξής: παρουσιασαμένου τοῦ παναγιωτ(ά)του μ(ητ)ροπολίτου Θεσσαλον(ίκης) οἰκουμενικὲ πατριάρχα : δέσποτα ἡμῶν παναγιώτατε. - ΜΜ 3, αρ. 13, 59.1 (1232). - Ε. Kurtz, Christophoros αρ. 1, (1233). 335 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ. 15, 57 (1236: βλ. G. Prinzing, Ponemata *): παρὰ τῷ παναγιωτάτῳ μητροπολίτῃ Θεσσαλονίκης καὶ πατρὶ καὶ δεσπότῃ ἡμῶν κυρῷ Ἰωσήφ, 73: ὁ παναγιώτατός μου δεσπότης ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και στ. 112: τοῦ ἁγιωτάτου δεσπότου μου τοῦ μητροπολίτου, στ. 118: τοῦ διαληφθέντος ἁγιωτάτου μητροπολίτου. 336 Βλ. Ἐπιστολὴ Καλλίστου πρὸς τὸν Θεσσαλονίκης Κύριον Ἐμμανουὴλ τὸν Δισύπατον, έκδ. Ι. Συκουτρής, Ελληνικά 3 (1930) 15-44, 17.3, 12, (1275/1276). 337 Βλ. σχετικά Β. Στεφανίδης, Επισκ. τίτλοι 174, 181 κ.ε., 186, 343, , 350, Βλ. Μακάριος Πισιδίας, Επιστολή σ , , ,

178 98 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ὑπερτίμου (καὶ) ἐξάρχου πάσης Θετταλί(ας) κυ(ροῦ) Ἰακώβου 339. Ο προκάτοχός του όμως Ιγνάτιος, που αναφέρεται στο ίδιο έγγραφο, αποκαλείται ἱερώτατος 340. Ο Ιάκωβος αναφέρεται επίσης σε δικαιοπρακτικό έγγραφο, που συντάχθηκε καθ ὁρισμὸν τοῦ παναγιωτάτου ἡμῶν αὐθέντου καὶ δεσπότου τῆς θειοτάτης ἀρχιεπισκοπῆς Θεσσαλονίκης, ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου κυροῦ Ἰακώβου 341. Η ίδια προσηγορία του παναγιωτάτου του αποδίδεται σε δύο ακόμη δικαιοπρακτικά έγγραφα 342. Το 1317 σε απόφαση μεικτού δικαστηρίου υπό την προεδρία του διοικητή της Θεσσαλονίκης μεγάλου χαρτουλαρίου Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ο μητροπολίτης Ιερεμίας αποκαλείται δύο φορές πανιερώτατος και δύο ἱερώτατος 343. Το 1320 σε άλλο δικαστικό έγγραφο του διοικητή της πόλης τρεις φορές αποκαλείται πανιερώτατος 344. Επίσης με την ίδια προσηγορία απαντά σε δικαιοπρακτικά έγγραφα γύρω στο 1320 και το Το 1327 όμως σε πρατήριο έγγραφο μνημονεύεται ως ὁ παναγιώτατος δεσπότης ἡμῶν ὁ θειότατος ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Θετταλίας 346. Ακόμη ο μητροπολίτης Ιγνάτιος Γλαβάς σε δικαστικό πόρισμα του 1339, που υπογράφεται από τον επίσκοπο Λητής και Ρεντίνης και δύο ανώτατους μητροπολιτικούς οφφικιαλίους, μνημονεύεται παρομοίως ως παναγιώτατος δεσπότης ἡμῶν ὁ θειότατος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Θετταλίας 347. Σε πρακτικό όμως του 1338, 339 Βλ. Α. Iv. III (1295). - Βλ. επίσης Montfaucon, Bibliotheca Coisliniana, Paris 1715, σ. 111, χφ. 37, f. 15: ἡ παροῦσα θεία βίβλος τοῦ ἁγίου πατρὸς ἡμῶν Νίκωνος προσετέθη ἐν ἁγίᾳ λαύρᾳ τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀθανασίου παρὰ τοῦ π α ν α γ ι ω τ ά τ ο υ μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου πάσης Θετταλίας, κυροῦ Ἰακώβου, καί ποτε καθηγουμένου τῆς ἁγίας ταύτης λαύρας (το χωρίο γνωρίζω μέσω του L. Petit, Évêques II. 33). 340 Βλ. Α. Iv. III , (1295). 341 Βλ. Β. Katsaros, Documents αρ. 8, στ Βλ. Α. La. II. App. VII.B. 1 και (πριν από το 1304): τὸν παναγιώτατον ἡμῶν δεσπότην τὸν θειότατον μητροπολίτην Θεσσαλονίκης. - Β. Katsaros, Documents αρ. 10, στ. 1-2: ὁ παναγιώτατος ἡμῶν δεσπότης, ὁ θειότατος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και στ Βλ. A. Va. I , 58, 60, (1317). 344 Βλ. Chil. 54.5, 38, (1320). Αξίζει να αναφερθεί ότι στη δικαστική απόφαση του διοικητή της πόλης εμπεριέχεται αυτοκρατορικό πρόσταγμα, όπου ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης αποκαλείται ἱερώτατος (ό.π. στ. 8-9), σύμφωνα άλλωστε με τους τίτλους που επισήμως απέδιδε η πατριαρχική και αυτοκρατορική γραμματεία στους μητροπολίτες (βλ. ανωτ. σ. 89). 345 Βλ. Α. Iv. III , 47 (ca. 1320). - Chil (1322). 346 Βλ. Chil (1327). 347 Βλ. Chil (1339).

179 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 99 που συνέταξε ο δομέστικος των θεμάτων Κωνσταντίνος Μακρηνός, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης αποκαλείται πανιερώτατος 348. Η προσφώνηση του πανιερωτάτου χρησιμοποιείται επίσης για τους μητροπολίτες Γρηγόριο Παλαμά το 1353/1356, τον Αντώνιο το 1369, τον Δωροθέου Βλατή το και τον Ισίδωρο Γλαβά το από πρόσωπα βέβαια που αξίζει να σημειωθεί ότι δεν ανήκαν στην εκκλησιαστική περιφέρεια του Θεσσαλονίκης 351. Αντιθέτως σε έγγραφο συμβιβασμού του 1374 ανάμεσα στη μονή Χιλανδαρίου και τη διακεκριμένη - με δεσμούς προς τους Αγγέλους και τους Κομνηνούς οικογένεια του κοντοσταύλου Γεωργίου Ίσαρι 353 ο μητροπολίτης Δωρόθεος Βλατής αποκαλείται παναγιώτατος 354. Ο ίδιος χαρακτηρισμός αποδίδεται στον μητροπολίτη Ισίδωρο Γλαβά το 1381 και στον Γαβριήλ το 1404 και το 1414 σε δικαιοπρακτικά έγγραφα και δικαστικές γνωματεύσεις 355. Τέλος σε δικαιοπρακτικά έγγραφα του 1419 και του 1420 ο μητροπολίτης Συμεών αποκαλείται παναγιώτατος δεσπότης 356. Ωστόσο το 1373 σε πρατήριο έγγραφο της Άννας Καντακουζηνής και του συζύγου της μεγάλου δομεστίκου Δημητρίου Παλαιολόγου αναφορικά με ένα κτήμα στο κατεπανίκιον Καλαμαρίας, το οποίο πωλήθηκε στη μονή Δοχειαρίου, ο χαρακτηρισμός που αποδίδεται στον μητροπολίτη Δωρόθεο Βλατή είναι πανιερώτατος 357. Το 1375 συγκροτήθηκε με αυτοκρατορική ε- ντολή μεικτό δικαστήριο στον μητροπολιτικό ναό της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να κριθεί δικαστική διαφορά ανάμεσα στη μονή Βατοπεδίου και την 348 Βλ. Α. Χén (1338). 349 Α. Kutl (1375): δικαστική απόφαση μεικτού δικαστηρίου Σερρών. 350 Chil (1392): δικαστική απόφαση του πρώτου Αγίου Όρους. - Α. Εsph (1393): συνοδική δικαστική απόφαση του μητροπολίτη Σερρών. 351 Βλ. Α. Εsph ( ?): δικαστική επίλυση διαφοράς δύο μονών από τον πρώτο Αγίου Όρους Ισαάκ. - Α. Ζο (1369): δικαστική απόφαση του δεσπότη Σερβίας Ιωάννη Ουγλέση έτσι αποκαλείται και ο Νικαίας (στ. 34). 352 Βλ. Chil (1374). 353 Βλ. PLP Add. 1-8, Βλ. Chil (1374): εἰδήσει μὲν τοῦ παναγιωτάτου ἡμῶν δεσπότου τοῦ θειοτάτου μητροπολίτου Θεσσαλονίκης ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου πάσης Θετταλίας. 355 Βλ. Α. Doch (ca. 1381): τοῦ παναγιωτ(ά)του ἡμ(ῶν) αὐθ(έν)τ(ου) καὶ δεσπότου, τοῦ θειοτάτου μ(ητ)ροπολίτου Θ(εσσα)λ(ο)ν(ίκης), ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου πάσης Θετταλίας κυροῦ Ἰσιδώρου 54.verso.1 (1414): ὁρισμῶ τοῦ παναγιωτ(ά)του ἡμ(ῶν) αὐθ(έν)του κ(αὶ) δεσπότου , 18 (1419). - Α. La. III (1404). 356 Βλ. Α. Χén (1419). - Α. Dion (1420): ἀποδοχῆ καὶ τοῦ παναγιωτάτου ἡμῶν αὐθέντου καὶ δεσπότου τοῦ θειοτάτου μ(ητ)ροπολίτου Θεσσαλον(ίκης), ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου πάσης Θετταλ(ίας) κῦρ Συμεῶν. 357 Βλ. A. Doch (1373) το έγγραφο συντάθηκε διὰ χειρὸς Ἰω(άνν)ου κληρικ[οῦ] τοῦ Σγουρόπουλου ἐκ προτροπῆς τοῦ οἰκείου τῶ κραταιῶ καὶ ἁγίω ἡμῶν αὐθέντ(η) (καὶ) βασιλεῖ πρωτονοταρίου κῦ(ρ) Νικ[ήτα] τοῦ Σωτηριώτου (στ ).

180 100 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου οικογένεια των Σαραντηνών σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς ενός μονυδρίου στη Βέροια. Στο δικαστικό έγγραφο που υπογράφουν οι καθολικοί κριτές της Θεσσαλονίκης Δημήτριος Άγγελος Μανικαΐτης και Νικήτας Σωτηριώτης 358 ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Δωρόθεος αποκαλείται πανιερώτατος και όχι παναγιώτατος 359. Σε πράξη τριών απογραφέων της διοικητικής περιφέρειας της Θεσσαλονίκης το 1407 ο μητροπολίτης Γαβριήλ επίσης αποκαλείται πανιερώτατος 360. Οι (σύγχρονοι) αντιγραφείς των επιστολών και ομιλιών του μητροπολίτη Συμεών τον αποκαλούν παναγιώτατον αλλά και ἁγιώτατον ή μακαριώτατον 361. Τέλος σε σημειωματάριο ανώνυμου οφφικιαλίου της μητρόπολης Θεσσαλονίκης του α μισού του 15 ου αι. απαντά ως ἅγιος ή ἁγιώτατος 362. Συνεπώς παρατηρείται μια ασυνέπεια όσον αφορά τη χρήση της προσηγορίας παναγιώτατος. Εκτός όμως από τους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης ως παναγιώτατοι απαντούν στις πηγές και άλλοι αρχιερείς. Έτσι, το 1216 ο μητροπολίτης Εφέσου αποκαλείται παναγιώτατος σε δύο συνοδικές αποφάσεις της εκκλησιαστικής του επαρχίας: προκαθημένου τοῦ παναγιωτάτου ἡμῶν δεσπότου τοῦ ἀρχιεπισκόπου τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως Ἐφέσου καὶ ἐξάρχου πάσης Ἀσίας κῦρ Νικολάου συνεδριαζόντων τῇ μεγάλῃ ἁγιωσύνῃ αὐτοῦ καὶ ἱερωτάτων ἐπισκόπων 363. Τα έγγραφα συντάχθηκαν από τη μητροπολιτική γραμματεία και ως εκ τούτου δεν είναι τυχαία η χρήση της προσηγορίας. Δεν γνωρίζουμε ωστόσο αν ο μητροπολίτης Εφέσου είχε λάβει επισήμως από τον αυτοκράτορα ή τον πατριάρχη το δικαίωμα να χρησιμοποιεί εντός της εκκλησιαστικής του περιφέρειας την προσφώνηση παναγιώτατος ή αν τον χρησιμοποιούσε αυτόβουλα κατά μίμηση της πατριαρχικής προσφώνησης. Το δεύτερο φαίνεται να είναι πιο πιθανό με βάση τα όσα προαναφέρθη- 358 Βλ. Α. Kutl (1375): σεκρετικὴ διάγνωσις τῶν τῆς Θεσσαλονίκης καθολικῶν κριτῶν και στ. 121: + Οἱ δοῦλοι τοῦ κραταιοῦ καὶ ἁγίου ἡμῶν αὐθέντου καὶ βασιλέως [ 121 Σω]τηριώτης ὁ πρωτονοτάριος +. Για τους εν λόγω καθολικούς κριτές βλ. ό.π. σ. 131, PLP 7, και 11, Βλ. Γ. Θεοχαρίδης, Βατοπεδινά έγγραφα αρ. 5, στ. 1-3 (1375). 360 Βλ. Α. Xér (1407) και σ Βλ. Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα θεολογικά Β2, σ. 111, κριτικό υπόμνημα, τίτλος: Τοῦ ἁγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης κὺρ Συμεὼν ἐπιστολὴ Β3, σ. 140, κριτικό υπόμνημα, τίτλος: Τοῦ μακαριωτάτου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης κὺρ Συμεὼν ἐπιστολὴ. - Του ιδίου, Έργα πολιτικο-ιστορικά Β5, σ. 70, κριτικό υπόμνημα, τίτλος: Τοῦ μακαριωτάτου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης κυροῦ Συμεὼν. - Πρβ. D. Balfour, Συμεών σ. 41, που σημειώνει ότι ο επίσημος τίτλος του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ήταν παναγιώτατος. 362 Βλ. S. Kugèas, Notizbuch αρ. 26 (1420): ὁρισμῷ τοῦ ἁγιωτάτου μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κῦρ Συμεὼν πρβ. αρ. 46 (1421): ὧν εἴασε τῷ Μουζάλωνι ὁ ἅγιος ὁ Θεσσαλονίκης. 363 Βλ. E. Kurtz, Συνοδ. γράμματα αρ. ΙΙ, (1216) αρ. ΙΙΙ, 110.2, (1216).

181 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 101 καν σχετικά με το πότε επικράτησε η προσηγορία παναγιώτατος ως επίσημη πατριαρχική προσφώνηση 364. Στα τέλη του 12 ου αι. ο πατριαρχικός οφφικιάλιος Ευθύμιος Τορνίκης σε επιστολή του προς τον μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη χρησιμοποιεί την προσφώνηση παναγιώτατε δέσποτα, παράλληλα με τις προσφωνήσεις θειότατε δέσποτα και ἡ σὴ ἁγιότης 365. Επίσης το 1219 ο ίδιος αρχιερέας, εξόριστος πλέον από τους Φράγκους κατακτητές, αποκαλείται παναγιώτατος σε πράξη της συνόδου της Άρτας για την εκλογή του Γεωργίου Βαρδάνη στη μητρόπολη Κερκύρας, η οποία συντάχθηκε από τον Ιωάννη Απόκαυκο 366. Το 1218 ο χαρτοφύλαξ της μητρόπολης Αθηνών διάκονος Γεώργιος Βαρδάνης και εκλεγμένος επίσκοπος Γρεβενών (ὑποψήφιος) σε επιστολή του προς τον μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκο τον προσφωνεί παναγιώτατε δέσποτα 367. Ο ίδιος χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται στην επιγραφή επιστολής του Θεόδωρου Δούκα της Ηπείρου προς τον Απόκαυκο το Ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται σε αρκετές περιπτώσεις για τον αρχιεπίσκοπο Α- χρίδος Δημήτριο Χωματηνό 369. Ακόμη το 1233 ο δεσπότης Μανουήλ Δούκας σε επιστολή του προς τον πατριάρχη αποκαλεί τόσο τον πατριάρχη όσο και τον μητροπολίτη Αγκύρας και πατριαρχικό έξαρχο παναγιωτάτους 370. Τέλος η προσφώνηση αποδίδεται στον μητροπολίτη Κερκύρας Βασίλειο Πεδιαδίτη σε χειρόγραφο του 14 ου αι., το οποίο εμπεριέχει την επιστολή του αρχιερέα προς 364 Βλ. ανωτ. σ. 96 και κατωτ. σημ Βλ. Foteini Kolovou, Euthymios Tornikes als Briefschreiber. Vier unedierte Briefe des Euthymios Tornikes an Michael Choniates im Codex Buc. Gr. 508, JÖB 45 (1995) 53-74, αρ. 4, στ. 8, 27, 51, 71, Βλ. επίσης Μ. Grünbart, Anrede Βλ. Epirotica αρ. 13, (1219): τοῦ παναγιωτάτου Ἀθηνῶν, ἀδελφοῦ ἡμῶν καὶ συλλειτουργοῦ κῦρ Μιχαὴλ τοῦ Χωνιάτου βλ. και λίγους στίχους παρακάτω ( ): Εἶχε δὲ καὶ ἡ τοῦ ἁγιωτάτου Ἀθηνῶν γραφὴ οὑτωσί (= Epirotica αρ. 9, , τίτλος: Τοῦ παναγιωτάτου Ἀθηνῶν πρὸς τὸν Ναυπάκτου). 367 Βλ. Epirotica αρ. 5, (1218). - Για την εκλογή του Γεωργίου Βαρδάνη στην επισκοπή Γρεβενών βλ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Γρεβενά Βλ. Epirotica αρ. 7, (1219): Ὑπογραφή Θεόδωρος ὁ Δοῦκας. ὄπισθεν δὲ ἐπιγραφή τῷ παναγιωτάτῳ δεσπότῃ καὶ ἐν Κυρίῳ πατρί μου, τῷ μητροπολίτῃ Ναυπάκτου. - Ο τίτλος του παναγιωτάτου αποδίδεται στον Ιωάννη Ναυπάκτου και σε τίτλο επιστολής του βλ. Epirotica αρ. 17, σ. 270: Πρὸς ταῦτα ἀντιγραφὴ τοῦ παναγιωτάτου μητροπολίτου Ναυπάκτου, κῦρ Ἰωάννου τοῦ Ἀποκαύκου. 369 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 19, στ. 9 (t.a.q. τέλη 1225) αρ. 33, στ. 8-9 (t.p.q. Μάιος 1220) κ.α. (βλ. index, σ. 488). - Πρβ. Epirotica αρ. 3, (1219) αρ. 17, (1222), όπου ο Ιωάννης Απόκαυκος τον αποκαλεί μακαριώτατο. - Βλ. ακόμη Chr. Walter, Portraits , που επισημαίνει ότι στα μέσα του 14 ου αι. οι αρχιεπίσκοποι Αχρίδος Νικόλαος και Γρηγόριος απαντούν ως παναγιώτατοι. Ο δε Νικόλαος αναφέρεται και ως ἁγιώτατος σε τοιχογραφία του 1345 στον ναό του Αγ. Νικολάου στο Bolnički. 370 Βλ. Ε. Kurtz, Christophoros αρ. 1, 133.3, 64 (1233).

182 102 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου τον πάπα Ιννοκέντιο Γ του 1213: Ἐπιστολὴ τοῦ παναγιωτάτου μητροπολίτου Κερκύρας κυροῦ Βασιλείου πρὸς τὸν πάπαν Ῥώμης 371. H τιμητική προσφώνηση του παναγιωτάτου, που ήδη είχε αρχίσει να αποδίδεται στον πατριάρχη, φαίνεται ότι χρησιμοποιείται, είτε επειδή οι συντάκτες των επιστολών θέλουν να υπογραμμίσουν τον σεβασμό που τρέφουν προς το πρόσωπο των συγκεκριμένων αρχιερέων 372, είτε επειδή αγνοούν ή συγχέουν τις επίσημες εκκλησιαστικές προσφωνήσεις. Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης αναφέρεται στον εαυτό του, θα πρέπει καταρχάς να σημειώσουμε ότι γενικώς οι μητροπολίτες χρησιμοποιούσαν τον χαρακτηρισμό ταπεινοφροσύνης ἡ ταπεινότης ἡμῶν, ενώ ο πατριάρχης τον χαρακτηρισμό μετριοφροσύνης ἡ ἐμὴ/ἡμῶν μετριότης 373. Ωστόσο σε αρκετά έγγραφα ο Θεσσαλονίκης εμφανίζεται επίσης να χρησιμοποιεί τη φράση ἡ ἡμῶν μετριότης. Ετσι το 1270 ο μητροπολίτης Ιωαννίκιος Κυδώνης σημειώνει: διὰ ταῦτα γὰρ καὶ ἡ ἡμ ῶν μ ετριότ ης 374. Στα τέλη του ίδιου αιώνα ο Ιάκωβος Θεσσαλονίκης χρησιμοποιεί την ίδια διατύπωση δύο φορές σε μια δικαστική του απόφαση καθώς και όταν συνυπέγραψε μια δικαστική κρίση του διοικητή της πόλης 375. Ο αυτοχαρακτηρισμός μετριοφροσύνης χρησιμοποιείται επίσης από τον μητροπολίτη Ιερεμία το 1316, τον Ιγνάτιο Γλαβά το 1339 και τον Μακάριο το Ο μητροπολίτης Ιάκωβος, που όπως προαναφέρθηκε εμφανίζεται στις πηγές τρεις φορές να χρησιμοποιεί τη φράση ἡ ἡμῶν μετριότης, απευθύνει ποιμαντορική επιστολή στο ποίμνιο και τον κλήρο της Θεσσαλονίκης, ενόσω απουσίαζε από την πόλη, όπου αναφέρεται δύο φορές στον εαυτό του ως ἡ τ α π ε ινότης ἡ μῶν. Τον ίδιο χαρακτηρισμό ταπεινοφροσύνης χρησιμοποιεί και σε ένα δικαιοπρακτικό έγγραφο 377, όπως άλλωστε και ο προκάτοχός του Ιγνάτιος επικυρώνοντας ἴσον χρυσοβούλλου του Αλεξίου Α Κομνηνού ( ) Βλ. Βασ. Πεδιαδίτης, Επιστολή (τίτλος). 372 Χαρακτηριστικό παράδειγμα χρησιμοποίησης ακατάλληλης τιμητικής προσφώνησης, προκειμένου να εκφραστεί η υπέρμετρη εκτίμηση που έτρεφε ο αποστολέας προς τον αποδέκτη, εντοπίζεται σε ερώτημα κανονολογικού περιεχομένου που απευθύνει ο μέγας σακελλάριος της μητρόπολης Δυρραχίου προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Βασίλειο Αχριδηνό στα μέσα του 12 ου αι.: Ζητῶ τοίνυν γνωρίσαι τοῦτο σαφέστατον παρὰ τῆς σῆς μ ε γ α λ ε ι ό τ η τ ο ς ἐγγράφως (ΡΠ 5, , έτ ή 1160: βλ. Κ. Πιτσάκης, Βασίλειος Αχριδηνός 275). 373 Βλ. Β. Στεφανίδης, Επισκ. τίτλοι Βλ. και Μ. Grünbart, Anrede Βλ. Α. Ζο (1270). 375 Βλ. Β. Katsaros, Documents αρ. 7, στ. 1, (τέλη 13 ου αι.). - Α. Iv. III (1295). 376 Βλ. Α. Va. I. 46, verso 5 (1316). - Chil (1339). - Α. Χén (1343). 377 Βλ. Β. Katsaros, Documents αρ. 1, στ. 2-3, 9 αρ. 9, στ. 22, (τέλη 13 ου αι.). 378 Βλ. Α. Χén (τελευταίο τέταρτο 13 ου αι., επικύρωση ἴσου εγγρ. του 1089).

183 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 103 Δεδομένου ότι η χρήση της διατύπωσης ἡ ἡμῶν μετριότης από τους προαναφερθέντες μητροπολίτες Θεσσαλονίκης δεν είναι σταθερή, θα πρέπει μάλλον να χαρακτηριστεί καταχρηστική 379. Εξάλλου σύμφωνα με το εγχειρίδιο αλληλογραφίας του τέλους του 14 ου αι. ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης που πράγματι έλαβε το προνόμιο να χρησιμοποιεί τη φράση ἡ ἡμῶν μετριότης ήταν ο Γρηγόριος Παλαμάς, εντός βέβαια της εκκλησιαστικής του περιφέρειας, όταν δηλαδή απευθυνόταν σε μέλη του ποιμνίου του ή σε υποκείμενούς του επισκόπους: Ἰστέον δὲ ὅτι μητροπολίτην ἕτερον οὐκ οἴδαμεν γράφοντα τὸ ἡ μετριότης ἡμῶν, εἰ μὴ μόνον τὸν Θεσσαλονίκης, ἐν τοῖς ὑπ αὐτὸν καὶ μόνον. Ἐγένετο δὲ καὶ τοῦτο νεωστί, ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ βασιλέως τοῦ Καντακουζηνοῦ 380. Κατά τον J. Darrouzès o λόγος για τον οποίο ο Ιωάννης Στ Καντακουζηνός του απένειμε αυτό το προνόμιο ήταν το γεγονός ότι ο νέος μητροπολίτης αντιμετώπιζε προβλήματα αποδοχής από το ποίμνιό του 381. Οι Ζηλωτές, που είχαν τον έλεγχο στη Θεσσαλονίκη από το θέρος του , δεν είχαν αποδεχθεί την αυτοκρατορική εξουσία του Ιωάννη Καντακουζηνού. Το φθινόπωρο του 1347 ο Γρηγόριος Παλαμάς προσπάθησε να α- ναλάβει τα καθήκοντά του, αλλά δεν του επετράπη η είσοδος στην πόλη. Έτσι έπειτα από μια επίσκεψη στον Άθω επέστρεψε την Κωνσταντινούπολη. Το θέρος του 1349 ο Καντακουζηνός και ο πατριάρχης απηύθυναν επανειλημμένα διαβήματα προς τις πολιτικές αρχές της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δεχτούν τον νέο μητροπολίτη. Ο Παλαμάς προσπάθησε για άλλη μια φορά ανε- 379 Βλ. ακόμη E. Kurtz, Συνοδ. γράμματα αρ. ΙΙ, (1216). - J. Nicole, Bref inédit V. Laurent, Reg (1229), όπου ο Εφέσου χρησιμοποιεί τη φράση ἡ μετρ ιότης ἡμῶν. - Αξίζει να επισημανθεί ότι το 1239/1240 σε έγγραφο, με το οποίο καθόριζε τα όρια κτηματικής περιουσίας της μονής Βατοπεδίου, ο επίσκοπος Ιερισσού Θεόφιλος επίσης χρησιμοποίησε τη διατύπωση ἡ μετριότης ἡμῶν (βλ. Α. Va. I , 30 και σ. 132). 380 Βλ. Ekthésis Néa (Α) κεφ. 33, και σ Βλ. και J. Darrouzès, Lettres σ G. Dennis, Metropolitans Κ. Πιτσάκης, Φίλιππος Κύπριος 364 σημ Α. Va. I. σ J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Ο αυτοχαρακτηρισμός ἡ μετριότης ἡμῶν εμφανίζεται στις πηγές να χρησιμοποιείται και από τον μητροπολίτη Εφέσου, παρότι σύμφωνα τουλάχιστον με το ανωτέρω χωρίο δεν είχε αποδοθεί επισήμως σχετικό προνόμιο: μητροπολίτην ἕτερον οὐκ οἴδαμεν γράφοντα τὸ ἡ μετριότης ἡμῶν, εἰ μὴ μόνον τὸν Θεσσαλονίκης. Η έκφραση μετριοφροσύνης μάλλον χρησιμοποιούνταν από τους μητροπολίτες Εφέσου αυτόβουλα και κατά μίμηση του πατριαρχικού προτύπου, όπως προφανώς και από τους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης πριν από το Το ίδιο πιθανότατα ισχύει και με τη χρησιμοποίηση του χαρακτηρισμού παναγιώτατος. 381 Βλ. J. Darrouzès, Ekthésis Néa σ , σημ Κ. Πιτσάκης, Φίλιππος Κύπριος 364 σημ Για το καθεστώς των Ζηλωτών βλ. Κ. Π. Κωτσιόπουλος, Το κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη ( ). Ιστορική, Θεολογική και Κοινωνική προσέγγιση, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1997, όπου συγκεντρωμένη και η προγενέστερη βιβλιογραφία.

184 104 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου πιτυχώς να αναλάβει τον εκκλησιαστικό του θρόνο. Στα τέλη του 1349 εστάλη από την πατριαρχική σύνοδο στη Λήμνο, όπου άσκησε εκκλησιαστική εξουσία προφανώς κατ ἐπίδοσιν 383. Το Σεπτέμβριο του 1350 όμως εγκατέλειψε το νησί, καθώς ανετράπη το καθεστώς των Ζηλωτών και η πόλη αναγνώρισε τον Καντακουζηνό ως νόμιμο αυτοκράτορα. Ο Γρηγόριος Παλαμάς συνόδευσε τον Ιωάννη Στ Καντακουζηνό και τον Ιωάννη Ε Παλαιολόγο κατά τη θριαμβευτική τους είσοδο στη Θεσσαλονίκη το φθινόπωρο του Η παραχώρηση του προνομίου προς τους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης να χρησιμοποιούν τον πατριαρχικό αυτοχαρακτηρισμό ἡ ἡμῶν μετριότης πιθανόν να αποτελούσε μια έμμεση προσπάθεια του αυτοκράτορα να προσεταιριστεί τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης με έντονη αυτοσυνειδησία και, εξαιτίας του κινήματος των Ζηλωτών, με αμβλυμμένη νομιμοφροσύνη προς την κυβέρνηση της πρωτεύουσας. Οι διάδοχοι του Παλαμά χρησιμοποιούν σταθερά τον εν λόγω αυτοχαρακτηρισμό εντός βέβαια της εκκλησιαστικής τους περιφέρειας 385. Είναι λοιπόν προφανές ότι η προσηγορία του Θεσσαλονίκης ως παναγιωτάτου δεν σχετίζεται τυπικά με την απόδοση το 1347 του δικαιώματος να χρησιμοποιεί εντός της περιφέρειάς του τον πατριαρχικό αυτοχαρακτηρισμό ἡ μετριότης ἡμῶν. Πρώτα από όλα, η προσφώνηση παναγιώτατος απαντά πολύ πριν από τα μέσα του 14 ου αι., ενώ ακόμη και μετά το 1347 η χρησιμοποίησή της δεν είναι σταθερή, αφού απαντούν και οι χαρακτηρισμοί πανιερώτατος, ἁγιώτατος, μακαριώτατος και ἅγιος. Φαίνεται λοιπόν ότι ο χαρακτηρισμός του Θεσσαλονίκης ως παναγιωτάτου δεν οφείλεται στη λήψη ενός προνομίου, αλλά γίνεται κατά μίμηση του πατριαρχικού προτύπου. Παρ όλα αυτά η απόδοση του δικαιώματος να χρησιμοποιείται ο πατριαρχικός αυτοχα- 383 Για τον θεσμό της κατ ἐπίδοσιν παραχώρησης εκκλησιαστικών εδρών βλ. ανωτ. σημ Βλ. σχετικά L. Petit, Évêques ΙΙ F. Dölger, Reg J. Darrouzès, Reg. 2302, J. Meyendorff, Grégoire Palamas 134 κ.ε. - G. Dennis Metropolitans J. Preiser- Kapeller, Studien ΙΙ. 475, Βλ. Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης , 43.7, (1416). - Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα θεολογικά. Β4, 160.4, (αρχές 15 ου αι.). - Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα πολιτικο-ιστορικά Β5, Β10, και 87.2, Β11, 88.4 και Α. Βακαλόπουλος, Συμβολή 71.11, 72.5 (1432) και 12, (1452). - Αντιθέτως βλ. J. Darrouzès, Lettres σ. 96, inscriptio: + Τῶ εὐγενεστάτ(ω), ἐνδοξοτ(ά)τω, περιφανεστάτω καὶ λαμπροτάτ(ω) ἐν ἁγίω Πν(εύματ)ι ἀγαπητῶ υἱῶ τῆς ἡμῶν ταπεινότητος ὑπερηδίστω καὶ παμφιλτάτω κῦρ Νικολάω Ἰσιδώρω τῷ κριτῆ. + Ὁ Θεσσαλονίκης 96.1: ἀγαπητὲ υἱὲ τῆς ἡμῶν ταπεινότητος (έτ. 1453). Όπως επισημαίνει ο J. Darrouzès (ό.π. σ. 106), ο αποδέκτης της επιστολής δεν βρίσκεται στην εκκλησιαστική περιφέρεια του Μεθοδίου Θεσσαλονίκης, γι αυτό και ο μητροπολίτης χρησιμοποιεί τον αυτοχαρακτηρισμό ἡ ἡμῶν ταπεινότης.

185 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 105 ρακτηρισμός ενδεχομένως να ενίσχυσε και τη χρήση της προσφώνησης του μητροπολίτη ως παναγιωτάτου. Στο υποτιθέμενο προνόμιο του Θεσσαλονίκης να προσφωνείται παναγιώτατος αναφέρεται εκκλησιαστικό τακτικό του α μισού του 17 ου αι., το λεγόμενο Chronicon Ecclesiae Graecae του Φιλίππου Κυπρίου 386, όταν γίνεται λόγος στα (γνήσια ή πλαστά) προνόμια του μητροπολίτη Μονεμβασίας: λδ ἡ Μονεμβασία οὖσα ἐπισκοπὴ τοῦ Κορίνθου, καὶ ἐτιμήθη εἰς μητρόπολιν ἐν τῷ ι τοῦ Σίδης, ὡς τὰ χρυσόβουλλα διαλαμβάνουσι καὶ ἐπέχει καὶ τὸν τόπον τοῦ Ἱεροσολύμων, καὶ παναγιώτατον, ὡς καὶ τὸν οἰκουμενικὸν πατριάρχην, οἱ ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ αὐτοῦ εὑρισκόμενοι ἐκεῖσε πάντες καλοῦσι, ἔξω δὲ τῆς αὐτοῦ διοικήσεως οὐδαμῶς καὶ ἰνδικτιῶνας ἐν τοῖς γράμμασιν ἐγχαράττει. Ἐν δὲ τῷ μεγάλῳ νομίμῳ τῆς μεγάλης ἐκκλησίας εὕρηται οὕτως «ἀπὸ τοῦ Κορίνθου, ὁ Μονεμβασίας, ὃς καὶ ἔξαρχος λέγεται τῆς Πελοποννήσου, καὶ ἔχει καὶ τὸν τόπον τοῦ Σίδης» ὡς καὶ τὸν Θεσσαλονίκης, καὶ ἑξῆς τοῦ προνομίου αὐτοῦ 387. Η μαρτυρία προέρχεται από το πλαστό χρυσόβουλλο του Ανδρονίκου Β, όπου σημειώνεται: τὸν μονεμβασίας ἐπαπολαύειν τῆς ἀνηκούσης τῷ τοῦ σίδης θρόνῳ τιμῆς ἐν ἅπασι, φορεῖν δὲ καὶ σάκκον ἐν ταῖς θείαις ἱεροτελεστίαις, ὁμοίως δὲ καὶ διβάμπουλον, καὶ ἀπλῶς πάντα τὰ ἐκείνης προνόμιά τε καὶ δίκαια ἔχειν ὡσαύτως δὲ πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ τοῦτο θεσπίζει καὶ παρακελεύεται, πάντας δηλαδὴ τοὺς ὑπ αὐτὸν ἐπισκόπους ἔν τε φήμαις καὶ γραφαῖς παναγιώτατον προσαγορεύειν καὶ ὀνομάζεσθαι, αὐτὸν δὲ πάλιν ἐν τοῖς σημειώμασι καὶ γράμμασιν ἰνδικτιῶνα ἐμφαίνειν πρὸς αὐτοὺς καὶ πρὸς πᾶσαν τὴν αὐτοῦ ἐπαρχίαν ἀνθ ἑτέρας ὑποσημάνσεως 388. Ο Κ. Πιτσάκης επισημαίνει ότι η τελευταία φράση στο 386 Το τακτικό συντάχθηκε από τον πρωτονοτάριο Φίλιππο τον Κύπριο, όχι όμως ως επίσημος κατάλογος της πατριαρχικής γραμματείας: Φιλίππου Κυπρίου, τοῦ πρωτονωταρίου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας βιβλιαρίδιον ἐν ᾧ περιέχεται ὁ κατάλογος τῶν πατριαρχῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ οἱ ὑπ αὐτῶν διατελοῦντες θρόνοι τῶν ἀρχιερέων οἱ πάλαι καὶ νῦν, ἐ ρ α ν ι σ θ ε ὶ ς ἐ κ δ ι α φ ό ρ ω ν χ ρ ο ν ι κ ῶ ν β ι β λ ί ω ν, ὅσοι σῴζονται. - Βλ. Philippi Cyprii protonotarii Constantinopolitani Chronicon Ecclesiae Graecae, e manuscripto byzantino primus vulgavit et latine reddidit Nicolaus Blancardus, Franequerae Βλ. G. Parthey, Hieroclis Synecdemus et Notitiae Episcopatuum, Berlin 1866, ανατύπωση Amsterdam 1967, αρ. 12, σ , 35 (17 ος αι.). 388 Βλ. JGR 1, (το χωρίο: ) F. Dölger, Reg. 2238: το πλαστό κείμενο βασίζεται σε προνομιακό χρυσόβουλλο λόγο του Ανδρονίκου Β, που απέλυσε το 1301 για τη Μονεμβασία. Η χάλκευση έγινε από τον Μακάριο Μονεμβασίας το Πρβ. το γνήσιο χρυσόβουλλο: S. Binon, L histoire et la légende de deux chrysobulles d Andronic II en faveur de Monembasie. Macaire ou Phrantzès? EO 37 (1938) , σ F. Dölger, Reg (Ιούν. 1301). - Βλ. και Κ. Πιτσάκης, Φίλιππος Κύπριος 364 σημ. 12, όπου και σχετική βιβλιογραφία. - Του ιδίου, Και πάλι για την «Στέψη» του Κωνσταντίνου ΙΑ Παλαιολόγου, Πρακτικά

186 106 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου κείμενο του Φιλίππου Κυπρίου νοσεί και θεωρεί ότι το τμήμα ὡς καὶ τὸν Θεσσαλονίκης πιθανόν να έχει εκπέσει από την προηγούμενη περίοδο, όπου ίσως αποτελούσε «γλώσσα», προσθήκη ή σχόλιο. Έτσι διορθώνει το χωρίο ως εξής: καὶ παναγιώτατον, ὡς καὶ τὸν οἰκουμενικὸν πατριάρχην, οἱ ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ αὐτοῦ εὑρισκόμενοι ἐκεῖσε πάντες καλοῦσι (ὡς καὶ τὸν Θεσσαλονίκης), ἔξω δὲ τῆς αὐτοῦ διοικήσεως οὐδαμῶς 389. Η μαρτυρία του τακτικού του 17 ου αι. δεν αποτελεί βέβαια απόδειξη ότι όντως ο Θεσσαλονίκης είχε λάβει στα βυζαντινά χρόνια το προνόμιο να προσφωνείται παναγιώτατος εντός της εκκλησιαστικής του περιφέρειας. Ωστόσο αποτελεί σαφή ένδειξη ότι η μακροχρόνια απόδοση της εν λόγω προσηγορίας στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης θεμελίωσε εθιμικά το δικαίωμα να προσφωνείται με αυτόν τον τρόπο, σε συσχετισμό πιθανόν προς το συγγενές πατριαρχικό προνόμιο που όντως του είχε απονεμηθεί, το δικαίωμα δηλαδή να χρησιμοποιεί εντός της περιφέρειάς του τον αυτοχαρακτηρισμό ἡ μετριότης ἡμῶν 390. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε και σε ένα ακόμη πατριαρχικό προνόμιο που εμμέσως μαρτυρείται ότι κατείχε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Όπως μου επεσήμανε ο καθηγητής κ. Κ. Πιτσάκης 391, η φράση ὡς καὶ τὸν Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε «γλώσσα» στο προαναφερθέν χωρίο του εκκλησιαστικού τακτικού του Φιλίππου Κυπρίου, πιθανόν να αποτελούσε σχόλιο ή προσθήκη όχι σε σχέση με τον τίτλο του παναγιωτάτου, αλλά σε σχέση με το δικαίωμα του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης να υπογράφει με μηνολόγημα, όπως και ο πατριάρχης. Σε αυτήν την περίπτωση το χωρίο θα είχε ως εξής: καὶ παναγιώτατον, ὡς καὶ τὸν οἰκουμενικὸν πατριάρχην, οἱ ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ αὐτοῦ εὑρισκόμενοι ἐκεῖσε πάντες καλοῦσι, ἔξω δὲ τῆς αὐτοῦ διοικήσεως οὐδαμῶς καὶ ἰνδικτιῶνας ἐν τοῖς γράμμασιν ἐγχαράττει (ὡς καὶ τὸν Θεσσαλονίκης). Η μαρτυρία είναι έμμεση και αβέβαιη. Ωστόσο απαντούν ορισμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης υπογράφει με μηνολόγημα. To 1419 o μητροπολίτης Συμεών σε γράμμα του εκθέτει τη δικαστική διαμάχη ανάμεσα στη μονή Δοχεια- Διεθνούς Συνεδρίου «Η συμβολή του Sir Steven Runciman στην ανάδειξη του βυζαντινού πολιτισμού», Μυστράς Μαΐου 2001, Αθήνα - Μυστράς 2005, σ , ιδίως σ. 157 και σημ Βλ. Κ. Πιτσάκης, Φίλιππος Κύπριος Βλ. και «Συνταγμάτιον» Χρυσάνθου Ιεροσολύμων, Τιργόβιστον 1715, σ. ξς = ΡΠ 5, σ. 514 σημ. 2: Ὁ Θεσσαλονίκης λέγεται εἰς τὴν ἐπαρχίαν αὐτοῦ Παναγιώτατος, ἔξω ὅμως ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν αὐτοῦ, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ μητροπολῖται, Πανιερώτατος. 391 Νιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω και από τη θέση αυτή τον καθηγητή κ. Κ. Πιτσάκη, που μου επέστησε την προσοχή στο εν λόγω χωρίο, καθώς και για τις διεξοδικές συζητήσεις που είχαμε σχετικά με τον τίτλο του παναγιωτάτου και το δικαίωμα υπογραφής με μηνολόγημα.

187 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 107 ρίου και την οικογένεια των Δελβιτζηνών και επικυρώνει τον συμβιβασμό στον οποίο ήρθαν οι δύο αντίδικοι χάρη στην μεσολάβησή του: Ἐπεὶ δὲ κ(αὶ) γράμματος ἡμετέρου τυχ(εῖν) ἐδεήθησαν εἰς (sic) μοναχοὶ εἰς πλείω ἀσφάλειαν, ἡ μετριότης ἡμῶν τὴν αὐτῶν προσδεξαμένη παράκλησιν τὸ παρὸν αὐτοῖς ἐπιχορηγεῖ, δι οὗ κ(αὶ) ἐν ἁγίω παρακελεύεται πν(εύματ)ι τὸ βέβαιον ἔχειν τὴν πράξιν ταύτην, ὡς διάλυσιν κ(αὶ) τέλειον ἰσασμὸν κ(αὶ) κ(α)τ(ὰ) τὴν περιλήψιν τοῦ ἐκτεθέντος παρὰ τῶν ὁμοζύγων γράμματος, ὃ δὴ κ(αὶ) αὐτὸ τὸ κύρος ἕξει κ(αὶ) βέβαιον, ἀνενοχλητοι διαμένωσιν ἕνεκα ταύτης τῆς ὑποθέσ(εως) οἱ μοναχοὶ ἐξ αὐτῶν κ(αὶ) τοῦ μέρ(ους) αὐτῶν παντός. Ἐπὶ τούτω γὰρ κ(αὶ) τὸ παρὸν τῆς ἡμῶν μετριότητος ἀπελύθη δι ἀσφάλειαν: + ΜΗΝΙ ΔΕΚ(ΕΜΒ)Ρ(ΙΩ) (ἸΝΔΙΚΤΙΩΝ)ΟΣ ΙΓ (ης) : Πάντως ο μητροπολίτης Συμεών δεν θα έπρεπε θεωρητικά να υπογράψει με μηνολόγημα, δεδομένου ότι η μονή Δοχειαρίου δεν ανήκει στην εκκλησιαστική του περιφέρεια. Αξίζει να αναφέρουμε και τα ακόλουθα παραδείγματα. Ο προκάτοχος του Συμεών Γαβριήλ το 1416 επέδωσε στον επίσκοπο Λητής και Ρεντίνης α- νάλογο γράμμα με το οποίο διασφάλιζε τα αρχιεπισκοπικά του δίκαια σε δύο χωριά, που διεκδικούσε και ο Αρδαμερίου. Ωστόσο το μητροπολιτικό γράμμα δεν υπογράφεται με μηνολόγημα: Ἐπὶ τούτῳ γὰρ καὶ τὸ παρὸν σιγιλλιῶδες γράμμα τῆς ἡμῶν μετριότητος γεγονὸς ἐπιδέδοται τῷ θεοφιλεστάτῳ ἐπισκόπῳ Λιτῆς καὶ Ῥεντίνης Χριστοδούλῳ, καὶ τῇ κατ αὐτὸν ἁγιωτάτῃ ἐπισκοπῇ εἰς βεβαίωσιν καὶ ἀσφάλειαν. Μηνὶ Μαΐω, ἰνδικτιῶνος ἐννάτης τοῦ ἐξακισχιλιοστοῦ ἐννακοσιοστοῦ εἰκοστοῦ τετάρτου ἔτους. + Γαβριὴλ ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Θετταλίας 393. Το ίδιο έτος ο Γαβριήλ εκδίκασε έπειτα από αυτοκρατορική εντολή κτηματική διαφορά ανάμεσα στις μονές Δοχειαρίου και Ξηροποτάμου. Αυτή τη φορά το σχετικό έγγραφο, που επιδίδεται στη μονή Δοχειαρίου υπογράφεται με μηνολόγημα, παρότι βέβαια οι αθωνικές μο- 392 Βλ. Α. Doch (1419). - Πρβ. το γράμμα του πατριάρχη Ησαΐα που επιδίδεται στη μονή Ιβήρων, για τη διασφάλιση των δικαίων της σε χωραφιαία έκταση 500 μοδίων: Α. Ιv. III (1325): Ἐπεὶ οὖν ἐνεφανίσθη (καὶ) εἰς τὴν ἡμ(ῶν) μετριότητα τὸ τοιοῦτ(ον) γράμμα, (καὶ) ἐδέησε τοῖς διαληφθεῖσι μοναχοῖς ἐπ αὐτῶ (καὶ) ἡμετέρου γράμμ(α)τος ἀσφαλείας ἕνεκεν πλειόνος, παρακελεύεται ἡ μετριότ(ης) ἡμῶν τὸ στέργον ἔχειν (καὶ) βέβαιον τὸ προβάν,, παρὰ τοῦ εἰρημένου ὁσιωτάτου πρώτου γράμμα, οὐδενὸς εἰς ἀθέτησ(ιν) αὐτοῦ χωρῆσαι (καὶ) ἀνατροπὴν ὀφείλοντος. Εἰς γ(ὰρ) τὴν περὶ τούτου ἀσφάλειαν ἀπελύθη ἐπὶ τῶ προσεῖναι τῆ διαληφθείση σεβασμία τ(ῶν) Ἰβήρ(ων) μονῆ καὶ τὸ παρὸν γράμμα τ(ῆς) ἡμ(ῶν) μετριότ(η)τ(ος) + ΜΗΝΙ ΔΕΚΕ(ΜΒ)Ρ(Ι)Ω (ἸΝΔΙΚΤΙΩ- ΝΟΣ) Θ Βλ. Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης (1416). Βλ. και Α. Βακαλόπουλος, Συμβολή (1432).

188 108 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου νές δεν ανήκουν στην εκκλησιαστική περιφέρεια του Θεσσαλονίκης: Εἰς γοῦν δήλωσ(ιν) (καὶ) ἀσφάλειαν ἀπολέλυτ(αι) (καὶ) τὸ παρὸν τῆς ἡμῶν μετριότητος, κ(α)τ(ὰ) τὸ ς (ὸν) Ϡ (ὸν) κ (ὸν) δ ἔτος: ΜΗΝΙ ΦΕ(ΒΡΟΥΑ)Ρ(ΙΩ) (ἸΝΔΙΚΤΙΩΝ)ΟΣ Θ (ης)394. Είναι προφανής η μίμηση του πατριαρχικού προτύπου μάλιστα αναγράφεται και το έτος απόλυσης του μητροπολιτικού γράμματος, όπως όριζε το αυτοκρατορικό πρόσταγμα του 1394, για τα αυτοκρατορικά και πατριαρχικά έγγραφα 394α. Οι περιπτώσεις που αναφέραμε υποδηλώνουν ότι οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης μάλλον δεν απέλαυαν του πατριαρχικού προνομίου να υπογράφουν με μηνολόγημα. Η χρήση του γινόταν περιστασιακά και καταχρηστικά 395. Δεν προκαλεί λοιπόν εντύπωση το γεγονός ότι η εκχώρηση ενός τέτοιου δικαιώματος δεν αναφέρεται στο ημιεπίσημο εγχειρίδιο εκκλησιαστικής αλληλογραφίας του τέλους του 14 ου αι., ενώ αντίθετα μνημονεύεται ρητά η απονομή του προνομίου να χρησιμοποιούν τον πατριαρχικό αυτοχαρακτηρισμό ἡ μετριότης ἡμῶν. Κλείνοντας θα αναφερθούμε σε άλλη μια «αντιποίηση» πατριαρχικού τίτλου, αν και πιο περιστασιακή. Ο μητροπολίτης Μακάριος το 1343 υπογράφει σιγίλλιό του ως ἐλέω Θ(εο)ῦ ἀρ(χι)επίσκοπος Θεσσαλονίκης ὑπέρτιμος (καὶ) ἔξαρχος πάσης Θετταλίας 396. Την ίδια ακριβώς διατύπωση χρησιμοποιεί ο μητροπολίτης Γαβριήλ υπογράφοντας σιγιλλιώδες γράμμα προς τον επίσκοπο Λητής και Ρεντίνης το , ενώ παραλλαγή αυτής χρησιμοποιεί ο Συμεών στο α μισό του 15 ου αι.: Συμεών, δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐλέω καὶ χάριτι Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης 398 και συχνότερα Συμεὼν ἐλάχιστος δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατὰ χάριν αὐτοῦ καὶ ἔλεος ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Βλ. Α. Doch (1416). 394α Βλ. F. Dölger, Reg Βλ. και J. Darrouzès, Ekthésis Néa Αντιθέτως βλ. Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί πίνακες 50-51: «Το δίκαιον του γράφειν ινδικτιώνας και παρά των υπ αυτών επισκόπων φημίζεσθαι και γράφεσθαι παναγιώτατον εκτήσατο κατά τα μέσα του ΙΔ αιώνος, υπό του αυτοκράτορος Ιωάννου Καντακουζηνού χορηγηθέν, και ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης». Ν. Oikonomides, Menologem, ODB 2, σ Βλ. Α. Χén (1343). - Βλ. και Α. Dion. σ Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης (1416): Γαβριήλ ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Θετταλίας. 398 Βλ. Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα θεολογικά Β3, Βλ. Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα θεολογικά Β1, Β2, Β9, Του ιδίου, Έργα πολιτικο-ιστορικά Β5, Βλ. επίσης Α. Βακαλόπουλος, Συμβολή σ. 71, 72 (τίτλος και υπογραφή μητροπολιτικής απόφασης, έτ. 1432): Γρηγόριος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Θετταλίας και σ. 72, 73 (τίτλος και υπογραφή μητροπολιτικής απόφασης, έτ. 1452): μεθόδϊ(ος) ἐλέῳ Θ(εο)ῦ ἀρχϊ Ἐπίσκοπος Θεσσαλονΐκης ὑπέρτϊμ(ος) καὶ ἔξαρχ(ος) πάσης Θετταλίας.

189 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 109 Η διατύπωση ἐλέῳ Θεοῦ ἐπίσκοπος απαντά ήδη στις υπογραφές των πατριαρχών και σχεδόν όλων των μητροπολιτών και επισκόπων ήδη κατά την Ε και Στ Οικουμενική σύνοδο (553, 680/681) 400. Κατά την Πενθέκτη Οικουμενική σύνοδο (691/692) η φράση ἐλέῳ Θεοῦ χρησιμοποιείται από πολύ λιγότερους μητροπολίτες και επισκόπους και από έναν διάκονο που εκπροσωπεί τον αρχιεπίσκοπο Αμάστριδος 401. Kατά την Ζ Οικουμενική σύνοδο (787) η φράση συνοδεύει την υπογραφή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, του αρχιεπισκόπου Κύπρου, του μητροπολίτη Ηρακλείας και των πρεσβυτέρων που εκπροσωπούσαν τα ανατολικά πατριαρχεία 402, ενώ οι συμμετέχοντες στη σύνοδο του 869, που καταδίκασε τον Φώτιο ως επιβήτορα του πατριαρχικού θρόνου Κωνσταντινουπόλεως, τον χρησιμοποιούν στην πλειονότητά τους 403. Ως τον 10 ο αι. είχε οπωσδήποτε εισαχθεί η διατύπωση ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος στον τίτλο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως 404. Κατά την ύστερη περίοδο εκτός από τον Μακάριο Θεσσαλονίκης τη διατύπωση ἐλέῳ Θεοῦ χρησιμοποίησαν περιστασιακά στις υπογραφές τους και άλλοι μητροπολίτες. Ο μητροπολίτης Σίδης συνυπέγραψε το 1079 την πατριαρχική συνοδική απόφαση που επικύρωνε χρυσόβουλλο του Βοτανειάτη ως εξής: Ἰω(άννης) ἐλ(έῳ) Θ(ε)οῦ μ(ητ)ροπο(λί)της Σίδ(ης) (καὶ) ὑπέρτ(ι)μ(ος). Ο Ιωάννης Σίδης είχε πολύ σημαντικό πολιτικό ρόλο τόσο επί Μιχαήλ Ζ ( ), οπότε του αποδόθηκε ο τίτλος του πρωτοπροέδρου τῶν πρωτοσυγκέλλων, όσο και επί Νικηφόρου Γ Βοτανειάτη ( ), οπότε του αποδόθηκε ο τίτλος του υπερτίμου 405. Με παρόμοια διατύπωση υπογράφει το 1166 ο πρωτόθρονος Καισαρείας πατριαρχική συνοδική από- 400 Βλ. Ε. Chrysos, Bischofslisten 25 κ.ε. (553). - Mansi 11, col. 640 D κ.ε. (680/681). 401 Βλ. Mansi 11, col. 990 D, 992 A, C, 996 B, C, 997 A, 1000 A, B, 1004 C Η. Ohme, Quinisextum αρ. 25, 33, 42, 54, 70, 91, 95, 109, 112, 141, 142, 187, Βλ. Mansi 13, col. 380 C-Ε. - Πρβ. J. Gouillard, Chrysobulle Botaneiatès Βλ. Mansi 16, col. 190 Α κ.ε. 404 Βλ. Νικολάου Μυστικού, Επιστολαί (τίτλος) (τίτλος) (τίτλος) (έτ. 921 οι επιστολές βρίσκονται στο χειρόγραφο Patmos 178, του 10 ου -11 ου αι.: βλ. σ. xxxi και κριτικό υπόμνημα). - Ιωάννης Σκυλίτζης : Ἐπ ὄψει πάντων ὑπέγραψεν οὕτως Τρύφων ἐλέῳ θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ῥώμης, καὶ οἰκουμενικὸς πατριάρχης. - Πρβ. V. Laurent, Sceaux V 1 σ. ΧVIII, που επισημαίνει ότι στις σφραγίδες η διατύπωση υιοθετείται από το α τέταρτο του 11 ου αι. Η διατύπωση χρησιμοποιείται τον 12 ο αι. και από τους αρχιεπισκόπους Αχρίδος. Το 1157 ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Ιωάννης Κομνηνός συμμετέχει στη σύνοδο του 1157 στην Κωνσταντινούπολη και υπογράφει ως ἐλέῳ θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος, α Ἰουστινιανῆς καὶ πάσης Βουλγαρίας. - Βλ. επίσης Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 111, στ. 4-5 (t.p.q t.a.q.1227 βλ. G. Prinzing, Ponemata 305*). - Βλ. και Α. V. Popović, The titles of the Archbischop of Ohrid in the Letters of Demetrios Chomatianos, ZRVI 38, , , σ. 281, 282, Βλ. J. Gouillard, Chrysobulle Botaneiatès 30.1 και σ

190 110 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου φαση 406. Το 1228/1229 ο Ιωάννης Εφέσου υπογράφει επίσης πατριαρχική συνοδική απόφαση ως ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως Ἐφέσου καὶ ἔξαρχος πάσης Ἀσίας 407. Το 1285, στη σύνοδο που καταδίκασε τον πατριάρχη Ιωάννη Βέκκο, ο διακεκριμένος ανθενωτικός Θεόληπτος Φιλαδελφείας υπογράφει ως ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος μητροπόλεως Φιλαδελφείας καὶ ὑπέρτιμος 408. Ακόμη ο μητροπολίτης Ρωσίας Κύριλλος ( ) χρησιμοποιεί τη διατύπωση ἐλέῳ Θεοῦ σε σφραγίδα του 409. Δεν γνωρίζουμε αν ο Θεσσαλονίκης και οι εν λόγω μητροπολίτες έ- λαβαν σχετικό προνόμιο, προκειμένου να χρησιμοποιούν παρόμοιο τίτλο με εκείνον του πατριάρχη. Στην περίπτωση βέβαια της πατριαρχικής διατύπωσης ἡ ἐμὴ μετριότης, η χρήση της οποίας επετράπη τιμής ένεκεν από τον Ιωάννη Καντακουζηνό στον Γρηγόριο Παλαμά, ορίζεται ότι η υιοθέτησή της θα περιοριζόταν στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής επαρχίας του Θεσσαλονίκης. Το γεγονός ότι πολλοί από τους ανωτέρω μητροπολίτες εμφανίζονται να χρησιμοποιούν στον τίτλο τους τη φράση ἐλέῳ Θεοῦ, ενώ υπογράφουν σε αποφάσεις πατριαρχικών συνόδων, υποδηλώνει ότι μάλλον επρόκειτο για αυτόβουλη υιοθέτηση του πατριαρχικού προτύπου. Από την πλευρά του ο πατριάρχης φαίνεται ότι ήταν κατ εξαίρεσιν ανεκτικός στην «οικειοποίηση» του τίτλου του, λόγω του ότι επρόκειτο για διακεκριμένα εκκλησιαστικά πρόσωπα Βλ. PG 140, col. 257 Β V. Grumel, Reg (1166). - Βλ. και J. Gouillard, Chrysobulle Botaneiatès Βλ. J. Nicole, Bref inédit V. Laurent, Reg (1229). 408 Βλ. V. Laurent, Blakhernes 147 (31) και σημ. 31 Reg (1285). - Για τον Θεόληπτο Φιλαδελφείας βλ. PLP 4, Ι. Κ. Γρηγορόπουλος, Θεολήπτου Φιλαδελφείας του Ομολογητού ( ), Βίος και Έργα, τ. 1: Εισαγωγή, τ. 2: Κείμενο-Σχόλια, Κατερίνη Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 792: Κύριλλος μοναχὸς ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος τῆς μητροπόλεως Ῥωσίας. Για την περίπτωση του Κυρίλλου ο εκδότης (σ. ΧΧΧ, 497) σχολιάζει ότι δεν είχε ιστορικό δικαίωμα στη χρήση του τίτλου του ἀρχιεπισκόπου και ότι υποδηλώνεται μια τάση αμφισβήτησης του πατριαρχείου Νικαίας, όπως συνέβη με τις δυτικές εκκλησίες του κράτους της Ηπείρου και την αρχιεπισκοπή Κύπρου, και μια διάθεση αυτονόμησης, όπως συνέβη στην περίπτωση της βουλγαρικής και σερβικής εκκλησίας το α μισό του 13 ου αι. 410 Ειδίκα πάντως για τον Μακάριο είναι προφανές ότι στο σιγίλλιο του 1343 χρησιμοποιεί καταχρηστικά τη φράση ἐλέῳ Θεοῦ στην υπογραφή του, όπως είναι βέβαιο ότι αυτόβουλα χρησιμοποιεί και τη διατύπωση ἡ μετριότης ἡμῶν στο ίδιο έγγραφο, χωρίς να έχει λάβει σχετικό προνόμιο.

191

192

193 Μ Ε Ρ Ο Σ Τ Ρ Ι Τ Ο Η ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

194

195 1. H εκκλησιαστική διαίρεση της μητροπολιτικής επαρχίας της Θεσσαλονίκης Όπως ήδη αναφέρθηκε, στο β μισό του 6 ου αι. κ.ε. ο τίτλος του α- ποστολικού βικαρίου δεν εξασφάλιζε στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ευρείες εξουσίες, παρά μόνο μια ιεραρχικά ανώτερη θέση μεταξύ των αρχιερέων του Ιλλυρικού 411. Τον 7 ο αι. η περιφέρεια της μητρόπολης Θεσσαλονίκης περιοριζόταν ουσιαστικά στις επισκοπές της επαρχίας Μακεδονίας, δηλαδή Φιλίππων, Στόβων, Σερρών, Θάσου, Κασσανδρείας, Βεροίας, Κίτρους, Αμφιπόλεως, Εδέσσης, που μαρτυρούνται από την πρωτοβυζαντινή περίοδο και είναι βέβαιο ότι εξακολουθούν να υφίστανται 412. Από αυτές η επισκοπή Στόβων δεν απαντά στις πηγές μετά την Πενθέκτη Οικουμενική σύνοδο (691/692) 413, ενώ η Αμφίπολη εγκαταλείφθηκε πιθανότατα στις αρχές του 8 ου αι Βλ. ανωτ. σ Η ανώτερη ιεραρχική κατάταξη του Θεσσαλονίκης από τους υπόλοιπους μητροπολίτες Ιλλυρικού είναι προφανής στον κατάλογο των υπογραφών τους στα πρακτικά των Οικουμενικών συνόδων. - Βλ. Mansi 9, col. 173 c, 174 C (553). - Mansi 11, col. 640 Ε, 641 Α, 669 Α-C (680/681). - Mansi 11, col. 989 Α-B Η. Ohme, Quinisextum αρ. 8, 14, 15 (691/692). 412 Οι μακεδονικές έδρες που μαρτυρούνται από τον 4 ο έως τον 6 ο αι. είναι οι εξής: Ηράκλεια Λύγκου, Φίλιπποι, Δόβηρος, Σέρρες, Στόβοι, Βάργαλα, Παρθικόπολη, Θάσος, Κασσάνδρεια, Βέροια, Αμφίπολις, Δίον, Έδεσσα και Ζάπαρα. Σε αυτές θα πρέπει να προσθέσουμε την επισκοπή Κίτρους, που βάσει των αρχαιολογικών δεδομένων υφίσταται ήδη από τον 5 ο αι. Όλες οι παραπάνω επισκοπές υπάγονταν στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Βέβαια οι επισκοπές Στόβων, Βαργάλων και Ζαπάρων από το 535 έως τις αρχές του 7 ου αι. εντάσσονταν εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία της αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής. Οι πόλεις Παρθικόπολη, Ηράκλεια Λύγκου, Βάργαλα, Δόβηρος έχουν πια εγκαταλειφθεί στα τέλη του 6 ου - αρχές του 7 ου αι. - Για την εκκλησιαστική οργάνωση της επαρχίας Μακεδονίας από τον 4 ο έως τον 6 ο αι. και τη μαρτυρία μόνο ορισμένων επισκοπών τον 7 ο αι. βλ. Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 141, 144, 151 κ.ε., όπου και οι σχετικές πηγές. - Για την καταστροφή των προαναφερθεισών μακεδονικών πόλεων στα τέλη του 6 ου αρχές 7 ου αι. βλ. ό.π. σ. 194 (Δόβηρος), (Παρθικόπολη), 198, 213 (Βάργαλα και Ηράκλεια Λύγκου). - Για τις επισκοπές Δίου, Κίτρους και Εδέσσης βλ. κατωτ και σημ. 482, σ. 127 κ.ε., σ και σημ. 666 αντίστοιχα. 413 Βλ. Mansi 11, col. 613 D, 628 B, 645 Α (680/681). - Mansi 11, col. 673 C Η. Ohme, Quinisextum αρ. 65 (691/692). - Βλ. και Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 153, Μ. Νυσταζοπούλου- Πελεκίδου, Σλαβικές εγκαταστάσεις και σημ Για τους Στόβους βλ. το ειδικό άρθρο του J. R. Wiseman, The City of Macedonia Secunda, στο Illyricum protobyzantin, σ , και ιδίως σ. 310 κ.ε., όπου επισημαίνεται ότι μετά τις επιδρομές των Οστρογότθων γύρω στο 479 η πόλη δεν μπόρεσε να ανακάμψει, ενώ στις μεγάλες ξηρασίες στα τέλη του 6 ου - αρχές του 7 ου αι. αποδίδεται πιθανότατα η εγκατάλειψη κάθε οικοδομικής δραστηριότητας. 414 Για την Αμφίπολη βλ. Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Δ. Αγορίτσας, Στρυμόνας Η F. Papazoglou (Eion - Amphipolis - Chrysopolis, ZRVI 2, 1953, 6-24, σ. 14, 23) και η A. Κωνσταντακοπούλου (Μακεδονία ) αποδίδουν την εγκατάλειψη της Αμφίπολης στις σλαβικές επιδρομές. - Κατά τον Ch. Bakirtzis (A propos de la destruction de la Basilique paléochrétienne de Kipia (Pangée), παράρτημα στο J. Karayannopoulos, Slaves, σ ) η έντο-

196 114 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Οι πληροφορίες που μας παρέχουν οι Notitiae Episcopatuum για τη δικαιοδοσία της μητρόπολης Θεσσαλονίκης κατά τη μεταβατική περίοδο των μέσων του 8 ου αι. είναι ανακριβείς. Από τα εκκλησιαστικά τακτικά του 9 ου αι. μόνο η Notitia 3 παραδίδει έναν κατάλογο 19 υπαγομένων επισκοπών. Ωστόσο ο συντάκτης του τακτικού, για να παρουσιάσει τη δικαιοδοσία της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, όπως και άλλων εκκλησιαστικών εδρών του Ιλλυρικού, χρησιμοποίησε ως βασική πηγή τον Συνέκδημο του Ιεροκλέους 415. Στην πραγματικότητα λοιπόν ο κατάλογος των 19 επισκοπών απεικονίζει την πολιτική διαίρεση της επαρχίας Μακεδονίας Α κατά τον 6 ο αι. και όχι την εκκλησιαστική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης τον 9 ο αι Ωστόσο ήδη από νη σεισμική δραστηριότητα γύρω στο στην περιοχή Αμφίπολης - Φίλίππων - Θάσου συνέβαλε στην παρακμή των παλαιοχριστιανικών κέντρων της Μακεδονίας. Γενικά για τις επιπτώσεις των φυσικών φαινομένων στη ζωή των πόλεων και της υπαίθρου βλ. Α. Σινάκος, Άνθρωπος και περιβάλλον στην πρωτοβυζαντινή εποχή (4 ος -6 ος αι.), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη Πρβ. Δ. Μισίου, Πιερία 43 κ.ε., που παραθέτει επιπλέον σχετική βιβλιογραφία και παρουσιάζει τη διάσταση στις απόψεις των μελετητών. Η ίδια τονίζει ότι οι επιδρομές και οι φυσικές καταστροφές μπορούν να συμβάλλουν στην παρακμή των πόλεων, όχι όμως να αποτελέσουν την αιτία της εγκατάλειψής τους. Η ιστορικός θεωρεί λοιπόν ότι η παρακμή των παλαιοχριστιανικών κέντρων θα πρέπει κυρίως να αποδοθεί σε εκφυλισμό της εσωτερικής οργάνωσης των πόλεων. - Για συνδυασμό εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων κάνει λόγο ο Ν. Μουτσόπουλος, Ρεντίνα Ι. 149 Ρεντίνα ΙΙ Βλ. Not Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae σ σ. 235 σημ. 257 Transferts 208 σημ E. Honigmann, Synekdèmos V. Laurent, Athènes 61 και σημ Ε. Κουντούρα- Γαλάκη, Iεραρχία Βλ. επίσης V. Laurent, Βιβλιοκρισία «Ε. Gerland, Corpus Notitiarum episcopatuum Ecclesiae orientalis graecae, t. I: Die Genesis der Notitia episcopatuum», Byzantion 7 (1932) , σ P. Lemerle, Philippes 252 και σημ Πρβ. G. Ostrogorsky, Cities 53 και σημ Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 22 σημ και σημ. 1 σ. 235 σημ Πρβ. Α. Jones, Cities Αντιθέτως βλ. Γ. Κονιδάρης, Επισκοπή Βαρδαριωτών 91 σημ. 1, όπου ο μελετητής βασιζόμενος στον εν λόγω κατάλογο υποστηρίζει ότι τα όρια της δικαιοδοσίας της μητρόπολης Θεσσαλονίκης μειώθηκαν δραματικά μεταξύ 8 ου και 9 ου αι., λόγω βαρβαρικών επιδρομών και των πολιτικών αναμορφώσεων που επακολούθησαν: «Αι νέαι λοιπόν επισκοπαί υπό την Θεσσαλονίκην ( ) ήτοι αι β -ε μαρτυρούσι εκκλησιαστικήν αναμόρφωσιν της περιοχής, ένεκα προηγηθείσης πολιτικής αναμορφώσεως». - Βλ. ακόμη του ιδίου, Μητροπόλεις 42 και Εκκλ. Ιστορία Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 164, που επίσης υποστηρίζει ότι ο επισκοπικός κατάλογος απεικονίζει την ανασυγκρότηση της εκκλησιαστικής οργάνωσης τον 9 ο αι., έπειτα από την ερήμωση των πόλεων-επισκοπών λόγω των αβαροσλαβικών επιδρομών και τη μεταβατική περίοδο του 7 ου και 8 ου αι. - Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας 47, που θεωρεί ότι ο κατάλογος περιγράφει τη δικαιοδοσία της μητρόπολης από τα τέλη του 8 ου ως τις αρχές του 11 ου αι. - Πρβ. X. I. Μακαρόνας, Απολλωνία η Μυγδονική, Αρχαία Μακεδονία ΙΙ, Ανακοινώσεις κατά το Δεύτερο Διεθνές Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη Αυγούστου 1973, [ΙΜΧΑ 155] Θεσσαλονίκη 1977, σ , ιδίως σ Ν. Ζαχαρόπουλος, Φραγκοκρατία

197 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 115 την πρωτοβυζαντινή περίοδο δεν ήταν απαραίτητο κάθε αστικό ή διοικητικό κέντρο να αποτελεί οπωσδήποτε και επισκοπική έδρα 417. Βέβαια ελλείψει άλλων μαρτυριών τα εκκλησιαστικά τακτικά της εποχής μπορούν ως ένα σημείο να μας διαφωτίσουν για την εκκλησιαστική οργάνωση της περιοχής στα τέλη τουλάχιστον του 8 ου αι., λίγο δηλαδή μετά την υπαγωγή των εκκλησιών του Ιλλυρικού στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Πιο συγκεκριμένα, η Notitia 2 (α τέταρτο του 9 ου αι.) μνημονεύει στην περιοχή της Μακεδονίας δύο μητροπόλεις: ἐπαρχία Ἰλλυρικοῦ α Μακεδονίας ὁ Θεσσαλονίκης ἐπαρχία Μακεδονίας α ο Φιλίππων 418. Η Notitia 3 (β μισό - τέλη του 9 ου αι.) επίσης αναφέρει ως μητροπόλεις της Μακεδονίας τις έδρες της Θεσσαλονίκης και των Φιλίππων 419. Οπωσδήποτε 417 Βλ. 6 ος καν. Σαρδικής, P. Joannou, Discipline I , ιδίως (= ΡΠ 3, , ιδίως σ. 243): Μὴ ἐξεῖναι δὲ ἀπλῶς καθιστᾶν ἐπίσκοπον ἐν κώμῃ τινὶ ἢ βραχείᾳ πόλει, ᾗτινι καὶ εἷς μόνος πρεσβύτερος ἐξαρκεῖ οὐκ ἀναγκαῖον γὰρ ἐπισκόπους ἐκεῖ καθίστασθαι, ἵνα μὴ κατευτελίζηται τό τοῦ ἐπισκόπου ὄνομα καὶ ἡ αὐθεντία. Εἰ δὲ εὑρίσκοιτο οὕτως πληθύνουσά τις ἐν πολλῷ ἀριθμῷ λαοῦ πόλις, ὡς ἀξίαν αὐτὴν εἶναι καὶ ἐπίσκοπον κομίζεσθαι, λαμβανέτω ος καν. Λαοδικείας, P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 3, , ιδίως σ. 222): Ὅτι οὐ δεῖ ἐν ταῖς κώμαις καὶ ἐν τοῖς χωρίοις καθίστασθαι ἐπισκόπους, ἀλλὰ περιοδευτάς, και σχόλιο Βαλσαμώνος, ΡΠ 3, 223: Ἄλλοι μὲν κανόνες ἐν ταῖς κώμαις καὶ ἐν τοῖς χωρίοις χωρεπισκόπους καὶ πρεσβυτέρους καθίστασθαι διωρίσαντο ὁ δὲ παρὼν κανὼν περιοδευτὰς παρακελεύεται γίνεσθαι, καὶ μὴ ἐπισκόπους, ἵνα μὴ γένηται εὐκαταφρόνητος ἡ ἀρχιερωσύνη, ὡς μὴ ἐχούσης τῆς χώρας, ἐν ᾗ ἐχειροτονήθη ὁ ἐπίσκοπος, πλῆθος ἀνθρώπων εἰς τιμὴν τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀρχιερωσύνης. - Βλ. και Α. Jones, Cities J. Darrouzès, Notitiae σ. 22 σημ. 1 Édition 221 σημ Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 141, Αντιθέτως βλ. Α. Μέντζος, Αγία Σοφία 585 σημ. 10: «Την έκταση της δικαιοδοσίας της μητρόπολης Θεσσαλονίκης (ενν. στις αρχές του 6 ου αι.) βρίσκουμε στον Συνέκδημο του Ιεροκλή, κατάλογο προερχόμενο από την πολιτική διοίκηση, αλλά σύγχρονο με την εποχή αυτή». Αξίζει να σημειωθεί ότι από τις 37 πόλεις της Μακεδονίας πρώτης και δευτέρας που καταγράφει ο Συνέκδημος του Ιεροκλέους μόνο οι 15 συμβαίνει να απαντούν ως επισκοπικές έδρες κατά τους 4 ο -6 ο αι. (βλ. Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία ). 418 Βλ. Not. 2.13, 243 και H Notitia 5 (στ. 35) αναφέρει μόνο τον Θεσσαλονίκης ως μητροπολίτη στην ἐπαρχία Ἰλλυρικοῦ α Μακεδονίας. Άλλωστε καμία από τις Notitiae 2, 4, 5 και 6 δεν παραδίδει τον πλήρη κατάλογο των δυτικών μητροπόλεων που προσαρτήθηκαν στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 50, πίνακας). 419 Βλ. Not. 3.16, 257 και 48 (κριτικό υπόμνημα). - Βέβαια η πολιτική επαρχία Μακεδονίας παύει να υφίσταται από τα τέλη του 8 ου αι. ή τις αρχές του 9 ου αι., οπότε συστήνεται το θέμα Θεσσαλονίκης (βλ. ανωτ. σ. 166). Από τα τέλη του 8 ου αι. η ονομασία Μακεδονία ως διοικητικός όρος χρησιμοποιείται επισήμως για την περιοχή της δυτικής Θράκης, που από το 789 ή αποτέλεσε το θέμα Μακεδονίας με πρωτεύουσα την Αδριανούπολη. Παρ όλα αυτά η ονομασία ποτέ δεν έπαψε να χρησιμοποιείται από τους Βυζαντινούς, προκειμένου να αναφερθούν στην περιοχή της Θεσσαλονίκης (βλ. σχετικά Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πρώτη πόλις 66, 75-77, όπου και οι σχετικές πηγές). Εξάλλου στα εκκλησιαστικά τακτικά είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούνται συχνότατα αναχρονιστικοί διοικητικοί όροι, που δεν έχουν πάντα σχέση με τους επίσημους τίτλους των εκκλησιαστικών εδρών (βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 14, 72 σημ. 1).

198 116 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου λοιπόν ως τα τέλη του 8 ου αι. είχε προαχθεί η επισκοπή Φιλίππων σε μητροπολιτική έδρα. Γνωρίζουμε ακόμη από σφραγίδα που χρονολογείται στο α μισό του 9 ου αι. ή και μεταξύ 750 και 850 ότι η έδρα των Σερρών είχε προαχθεί σε αρχιεπισκοπή 420, ενώ πριν από τα τέλη του 10 ου αι. αποτελεί μητροπολιτική έδρα 421. Η διαχωριστική γραμμή των δύο εκκλησιαστικών περιφερειών με την περιφέρεια της Θεσσαλονίκης ήταν τα όρη Βερτίσκος και Κερδύλλιον 422. Τα υπόλοιπα όρια της εκκλησιαστικής περιφέρειας της Θεσσαλονίκης θα πρέπει περίπου να ταυτίζονται με τα όρια του θέματος Θεσσαλονίκης, της πολιτικής διοικητικής περιφέρειας που είχε οπωσδήποτε ιδρυθεί ως τα τέλη του 8 ου αι Το βόρειο σύνορο μπορεί να τοποθετηθεί κατά προσέγγιση στον μέσο ρού του Αξιού, στο ύψος της λίμνης Δοϊράνης. Δυτικά και νοτιοδυτικά η εκκλησιαστική περιφέρεια θα πρέπει πιθανόν να εκτεινόταν ως τα όρη Βέρμιο και Πάικο 424. Νοτίως ο Όλυμπος και η κοιλάδα των Τεμπών αποτελούσε τη διαχωριστική γραμμή με την εκκλησιαστική περιφέρεια της μητρόπολης Λαρίσης. Σύμφωνα με τη Notitia 7 οι υποκείμενοι επίσκοποι στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης στα τέλη του 9 ου αι. - αρχές του 10 ου αι. είναι δώδεκα: α Κίτρου(ς) ἤτοι Πύδνης, β Βερ(ρ)οίας, γ Δρουγουβιτείας, δ Σερβίων, ε Κασανδρείας (τῆς Ποτιδαίας), στ Καστρίου ἤτοι Καμπανίας, ζ Πέτρας, η Ἑρκούλων, θ Ἱερισσοῦ, ι Λιτῆς, ια Λυκοστομίου ἤτοι Θετταλικῶν Τεμπῶν, ιβ Βαρδαριωτῶν ἤτοι Τούρκων 425. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η Notitia 7 προβάλλει ως το πλέον αξιόπιστο τακτικό. Αν και δεν αποτελεί επίσημο τακτικό της πατριαρχικής γραμματείας, ωστόσο σχετίζεται με τη μεταρρύθμιση στην εκκλησιαστική ιεραρχία του πατριαρχείου, την οποία εξήγγειλε ο 420 Βλ. V. Laurent, Sceaux V 3 αρ (9 ος αι.) = G. Zacos - A. Veglery, Seals αρ ( ). = J. Nesbitt - Ν. Oikonomides, Catalogue of Byzantine Seals at Dumbarton Oaks and in the Fogg Museum of Art, Washington D.C. 1991, τ. 1, αρ (9 ος αι.). - Βλ. και Not Βλ. και Δ. Αγορίτσας, Στρυμόνας 37, Βλ. V. Grumel, Reg. 804 (997). - Βλ. και Not και App.1, στ Βλ. επίσης Δ. Αγορίτσας, Στρυμόνας Για τη μητρόπολη Σερρών βλ. Δ. Αγορίτσας, Στρυμόνας 40 κ.ε. - Βάσω Πέννα, Η Εκκλησία των Σερρών (11 ος -12 ος αι.): Η μαρτυρία των μολυβδοβούλλων, στο Οι Σέρρες και η περιοχή τους από την αρχαία στη μεταβυζαντινή κοινωνία, Σέρρες 1993, Θεσσαλονίκη 1998, τ. Β, σ Με την εκκλησιαστική οργάνωση των Φιλίππων έχει ασχοληθεί ο P. Lemerle, Philippes 250 κ.ε. - Βλ. επίσης Not Βλ. κατωτ. σ Βλ. κατωτ. σημ. 666, αναφορικά με την επισκοπή Εδέσσης. 425 Βλ. Not Βλ. και Τh. Tafel, Thessalonica Ο. Tafrali, Thessalonique Α. Αγγελόπουλος, Eπισκοπική σύνοδος Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας Στ. Νταγιούκλας, Διοίκηση Ι. Φουντούλης, Θεσσαλονίκη Πρβ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Θεσμοί 321.

199 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 117 Νικόλαος Α Μυστικός κατά την α πατριαρχία του ( ). Κατά την άποψη του εκδότη J. Darrouzès το αυθεντικό τακτικό που εκδόθηκε στις αρχές του 10 ου αι. πιθανότατα περιλάμβανε μόνο κατάλογο των μητροπόλεων και αρχιεπισκοπών που υπάγονταν άμεσα στο πατριαρχείο. Έτσι το τμήμα της Notitia 7 που αφορά στις υποκείμενες στην κάθε μητρόπολη επισκοπές δεν φαίνεται να σχετίζεται με ένα επίσημο αρχέτυπο και δεν θεωρείται τόσο αξιόπιστο όσο ο κατάλογος των μητροπόλεων και των αρχιεπισκοπών 426. Στα χειρόγραφα της Notitia 7, που κατανέμονται στον χρόνο από τον 10 ο έως τον 15 ο αι. 427, ο αριθμός των υπαγομένων στη Θεσσαλονίκη επισκοπών ποικίλλει. Ο J. Darrouzès όμως διακρίνει τρεις ομάδες χειρογράφων, μέσω των οποίων θεωρεί ότι μπορούμε να παρακολουθήσουμε την ιστορική εξέλιξη της δικαιοδοσίας της μητρόπολης από τις αρχές του 10 ου ως τα μέσα του 11 ου αι Επίσης υποστηρίζει ότι η σημαντική αύξηση της δικαιοδοσίας της θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά μετά τη βασιλεία του Βασιλείου Β, δηλαδή μετά το β τέταρτο του 11 ου αι Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 54, 70, 71 Édition , 219 Évêchés 5. Ωστόσο σε συνοδική πατριαρχική απόφαση του Ιουλίου 1356 αναφέρεται: Ἐξετάσεως γάρ, καθάπερ ἐχρῆν, ἀκριβοῦς γενομένης καὶ τῶν κανονικῶν βίβλων προτεθειμένων εἰς μέσον καὶ τῆς ἀπαριθμήσεως γεγονυίας λελογισμένως τῶν τε ἑκασταχοῦ μητροπόλεων καὶ τῶν ὑποκειμένων ταύταις ἐπισκοπῶν κατὰ τὴν ἐκ παλαιοῦ ἐπικρατήσασαν τάξιν καὶ ὑποτύπωσιν εἰς τὴν τῆς ἀληθείας ἀνεύρεσιν οὐδεμία τὶς εὕρηται ἐπισκοπὴ εὑρισκομένη ὑπὸ τὴν Ἀλανίας ἡ Καυκασία λεγομένη, ὡς αὐτὸς προφασιζόμενος ἔλεγεν. Δεν γνωρίζουμε βέβαια αν η αναφερόμενη ὑποτύπωσις ανάγεται στα χρόνια του Νικολάου Μυστικού (βλ. και PRK III, σ. 210, e). Ωστόσο καθίσταται φανερό ότι το επιχείρημα του J. Darrouzès, ότι δηλαδή η πατριαρχική γραμματεία ενδιαφερόταν βασικά να συντάξει κατάλογο των άμεσα υπαγομένων εδρών, δεν είναι ατράνταχτο. Το πατριαρχείο όφειλε να είναι και ήταν εξίσου ενήμερο σχετικά με τη δικαιοδοσία των μητροπολιτών, καθόσον έκρινε υποθέσεις επέμβασης ενός μητροπολίτη στην επαρχία άλλου ή και υποθέσεις μεταξύ επισκόπων σε δευτεροβάθμιο επίπεδο. - Βλ. επίσης ΜΜ 1, αρ. 325 J. Darrouzès, Reg (Σεπτ. 1371): πατριαρχικό σιγίλλιο που απαριθμούσε τις επισκοπές που υπάγονταν στη μητρόπολη Λαρίσης. Το σιγίλλιο απολύθηκε ύστερα από αίτημα του μητροπολίτη Λαρίσης, προκειμένου να διασφαλιστεί η δικαιοδοσία του. 427 Βλ. πίνακα viii/α. - Για τη χρονολόγηση των χειρογράφων βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 425 κ.ε. (Liste des manuscrits). - Πρβ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 108: «les copies elles-mêmes sont échelonnées du Xe au XIIe siècle et fournissent quelques points de repère» σ : «Déjà les manuscrits de la notice 7, échelonnés du Xe au XIVe siècle,». 428 Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ , , 108, 142, : «dans quelques manuscrits de la notice, dont deux ont le 11 (LM), un le total de 12 (D) ; ce dernier manuscrit, du XIIIe siècle, donne l état des sièges obtenu déjà au ΧΙe siècle» 299 σημ. 182: «si la forme longue se trouve déjà dans des manuscrits de la notice 7, cela signifie qu ils ont accueilli des apports plus tardifs en rapport avec leur propre date». - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης Ι. 64 και σημ Βλ. επίσης πίνακες iv-v. 429 Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 102, 142, 299 σημ. 182: «L augmentation principale a dû se produire après le règne de Basile II». - Αντιθέτως βλ. Γ. Κονιδάρης, Εκκλ. Iστορία 34, 46, ο οποίος βέβαια βασίζεται στις παλαιότερες εκδόσεις των εκκλησιαστικών τακτικών. Ο μελετητής λοιπόν

200 118 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Σύμφωνα λοιπόν με τον εκδότη των τακτικών οι επισκοπές Κίτρους, Βεροίας, Δρουγουβιτείας, Σερβίων και Κασσανδρείας, που περιλαμβάνονται στην πρώτη ομάδα χειρογράφων της Notitia 7 (χφφ. ΒCNP), συνιστούν την αρχική φάση στη δικαιοδοσία της μητρόπολης 430. Με την προσθήκη των επισκοπών Ερκούλων, Λητής και Λυκοστομίου η δεύτερη ομάδα χειρογράφων (χφφ. ΑΕFG) 431 απεικονίζει μια ενδιάμεση φάση, κατά την οποία οι υπαγόμενες έδρες ανέρχονται σε οκτώ 432. Στην τελευταία φάση προστίθενται οι επισκοπές Καστρίου ή Καμπανίας, Πέτρας, Ιερισσού και Βαρδαριωτών ήτοι Τούρκων (χφφ. DLM) 433. θεωρεί ότι η αύξηση της δικαιοδοσίας της Θεσσαλονίκης από πέντε επισκοπές (αρχές 10 ου αι.) σε έντεκα έγινε το β μισό του 10ου αι. επί Ιωάννη Τσιμισκή ( ). Επίσης δέχεται (βλ. Βαρδαριωτών Τούρκων 91 και Εκκλ. Iστορία 34, 39, 44, 46-47, 97, 102 σημ. 142) ότι ο Βασίλειος Β υπήγαγε τις επισκοπές Βεροίας, Σερβίων και Πέτρας στην αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Αργότερα, επί Αλεξίου Α, θεωρεί ότι επανήλθαν στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης, το β μισό του 12 ου αι. όμως επήλθε νέα μείωση στη δικαιοδοσία της Θεσσαλονίκης, που περιορίστηκε έτσι σε οκτώ επισκοπικές έδρες. 430 Πρβ. και Not (b) Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ , 108, που σημειώνει ότι η παραλλαγή b της Notitia 10 (πέντε επισκοπές) είναι πρωϊμότερη και πιο αξιόπιστη από τις παραλλαγές a, c, d, (έντεκα επισκοπές), οι οποίες είναι αποτέλεσμα μεταγενέστερων προσθηκών. Ο εκδότης αφήνει να εννοηθεί, χωρίς ωστόσο να το διατυπώνει ρητά, ότι ο επισκοπικός κατάλογος των πέντε επισκοπών, που παραδίδει η παραλλαγή b, πιθανόν να αντικατοπτρίζει τη δικαιοδοσία της μητρόπολης ως τα τέλη του 10 ου αι. (βλ. και κατωτ. σημ. 436). - Βλ. και ό.π. σ , 299 σημ. 182, για τον επισκοπικό κατάλογο στις Notitiae 9 και 14. Πρβ. Χ. Παπαδόπουλος, Εκκλησία Ελλάδος 360, ο οποίος βασίζεται σε παλαιότερες εκδόσεις των εκκλησιαστικών τακτικών και αποδίδει στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης πέντε επισκοπές κατά τον 9 ο αι. Αντιθέτως ο Β. Φειδάς (Εκκλησία Μακεδονίας 52, 53), αν και έχει υπόψη του την έκδοση του J. Darrouzès, τοποθετεί τη Notitia 9 στον 11 ο αι. και κάνει λόγο για συρρίκνωση της δικαιοδοσίας της μητρόπολης Θεσσαλονίκης μετά την ίδρυση της αρχιεπισκοπής Αχρίδος. 431 Το χειρόγραφο G αναφέρει οκτώ επισκοπές, αλλά παραλείπει την επισκοπή Βεροίας και παραθέτει την επισκοπή Κασσανδρείας και Ποτιδαίας σαν να είναι δύο διαφορετικές. - Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ Πρβ. και Not Για τη σχέση ανάμεσα στις Notitiae 13 και 14 βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ Βλ. επίσης ό.π. σ. 142, 152, όπου σημειώνεται ότι, αν και η Notitia 13 απεικονίζει τη δικαιοδοσία των μητροπόλεων στα τέλη του 12 ου αι., ωστόσο στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης αντικατοπτρίζει μια ενδιάμεση φάση στην εξέλιξη της δικαιοδοσίας της. - Πρβ. Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας 53. Ένα από τα δύο χειρόγραφα της Notitia 13 δεν αναφέρει την επισκοπή Λυκοστομίου. Επίσης το άλλο χειρόγραφο κάνει λόγο για επισκοπή Κήπου, που κατά τον εκδότη (Notitiae σ. 146) δηλώνει την επισκοπή Κίτρους. Ο Γ. Στογιόγλου (Καμπανία 47 σημ. 20) θεωρεί ότι ο Κήπου αποτελεί κακή απόδοση του Καμπανίας. Αντιθέτως ο Γ. Κονιδάρης (Εκκλ. Iστορία 34, 124) υποστηρίζει ότι η επισκοπή Κήπου είναι μια επιπλέον επισκοπή που ως τον 12 ο αι. είχε προστεθεί στην επικράτεια του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. 433 Τα χειρόγραφα LM παραθέτουν έντεκα επισκοπές. Ο κώδικας L παραλείπει την επισκοπή Καστρίου ως την 8 η επισκοπή ταυτίζεται με τους κώδικες Ε και F και στη συνέχεια προσθέτει τρεις επιπλέον έδρες με διαφορετική όμως σειρά από ό,τι ο κώδικας D. Ο κώδικας Μ, από την

201 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 119 Ωστόσο είναι μάλλον επισφαλές να βασιστούμε μόνο στη χειρόγραφη παράδοση, προκειμένου να χρονολογήσουμε την ίδρυση των επισκοπικών εδρών 434. Για παράδειγμα το γεγονός ότι τα χειρόγραφα της δεύτερης ομάδας προσθέτουν τις επισκοπές Λητής και Λυκοστομίου αλλά όχι την επισκοπή Ιερισσού δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι η επισκοπή Ιερισσού είναι μεταγενέστερη των δύο πρώτων. Μπορεί να παραλείφθηκε είτε από άγνοια του συντάκτη είτε εκ παραδρομής 435. Πάντως και ο ίδιος ο J. Darrouzès αποφεύγει να προσδιορίσει τα χρονικά όρια των τριών φάσεων 436. Επίσης αμφισβητήσιμη είναι η άποψη του μελετητή, ότι η σημαντικότερη αύξηση στη δικαιοδοσία της μητρόπολης τοποθετείται μετά το Οι επισκοπές Κίτρους, Βεροίας και Κασσανδρείας υφίστανται ήδη από την πρώιμη βυζαντινή περίοδο η επισκοπή Δρουγουβιτείας μαρτυρείται για πρώτη φορά κατά το β μισό του 9 ου αι. και συγκεκριμένα το 879 ο επίσκοπος Σερβίων απαντά σε σφραγίδα των αρχών του 10 ου αι., ο Ερκούλων σε δικαιοπρακτικό έγγραφο του 943 και ο Ιερισσού του 982. Επτά λοιπόν από τις έντεκα ή δώδεκα επισκοπές της μητρόπολης υφίστανται ήδη πριν από τα τέλη του 10 ου αι άλλη, ταυτίζεται με τον κώδικα D ως προς τη σειρά και τον αριθμό των εδρών, με εξαίρεση την επισκοπή Λυκοστομίου, την οποία παραλείπει. - Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ , Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης Ι. 64 και σημ Βλ. και πίνακες iv-v. Πρβ. Not και κριτικό υπόμνημα στ. 228: οι παραλλαγές a, c, d της Notitia 10 ε- πίσης αποδίδουν έντεκα επισκοπές στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης, καθώς όλα τα χειρόγραφα εκτός από ένα παραλείπουν την επισκοπή Λυκοστομίου. Αν και η Notitia 10 χρονολογείται στα τέλη του 10 ου αι., κανένα από τα χειρόγραφα δεν ανάγεται πριν από τον 14 ο αι. και σύμφωνα με τον εκδότη έχουν μάλλον δεχτεί προσθήκες. - Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ , Πρβ. Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας 53, που όμως τοποθετεί τη Notitia 10 στον 11 ο αι. 434 Πρβ. και J. Darrouzès, Notitiae σ. 108 σημ. 4: «C est la conclusion que suggère le seul examen des manuscrits». 435 Πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι δεν έχουμε πρώιμες μαρτυρίες για την ίδρυση των επισκοπών Λητής και Λυκοστομίου. Αυτό κυρίως μας εμποδίζει να αποδεχθούμε ανεπιφύλακτα την άποψη του J. Darrouzès, ότι η ομάδα των οκτώ επισκοπών αντικατοπτρίζει μια ενδιάμεση φάση στην αύξηση της δικαιοδοσίας της μητρόπολης. 436 Ο J. Darrouzès (Notitiae σ. 108) επιχειρεί εμμέσως μια χρονική οριοθέτηση μεταξύ της α και β φάσης, όταν σχολιάζει τον κατάλογο των πέντε επισκοπών, που παραδίδει η παραλλαγή b της Notitia 10: «Il est remarquable que la liste la plus brève (ενν. των πέντε επισκοπών) appartienne à la recension b, qui est la seule dont la liste simple des métropoles (notice 8, col. 1) s arrête à la fin du Xe siècle». - Βλ. και ανωτ. σημ Αλλά και η άποψη του J. Darrouzès, ότι τα χειρόγραφα χωρίζονται σε ομάδες, που παραδίδουν τρεις φάσεις στην αύξηση της δικαιοδοσίας της μητρόπολης, έρχεται σε αντίθεση με τη δεύτερη άποψή του, ότι δηλαδή η μέγιστη αύξηση στη δικαιοδοσία της μητρόπολης συνέβη μετά το Αν δεχτούμε για παράδειγμα ότι η επισκοπή Ιερισσού (t.a.q. 982) ανήκει στην τελευταία φάση, τότε και η ίδρυση των επισκοπών Λητής και Λυκοστομίου θα έπρεπε να αναχθεί πριν από τα τέλη του 10 ου αι., εφόσον εντάσσονται κατά τον μελετητή στην προηγούμενη φάση. Έτσι όμως ο

202 120 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Αξίζει να γίνει μια ακόμη παρατήρηση σχετικά με τον κατάλογο ε- πισκοπών της μητρόπολης Θεσσαλονίκης που παραθέτει η Notitia 7. Σύμφωνα με τον J. Darrouzès στα εκκλησιαστικά τακτικά ως τα τέλη του 12 ου αι. ίσχυε ο κανόνας της αρχαιότητας: οι νεοϊδρυθείσες δηλαδή μητροπόλεις κατατάσσονταν στο τέλος του καταλόγου 438. Η αρχή αυτή όμως δεν διέπει την κατάταξη των επισκοπών μιας μητρόπολης, όπως και ο ίδιος επισημαίνει σε σχετικό του άρθρο 439. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι η επισκοπή Κασσανδρείας, που μαρτυρείται ήδη στα μέσα του 5 ου αι., τοποθετείται μετά την επισκοπή Δρουγουβιτείας, που δεν μπορεί να ιδρύθηκε πολύ πριν από τα μέσα του 9 ου αι. Είναι λοιπόν προφανές ότι δεν θα πρέπει να συναγάγουμε συμπεράσματα για τη χρονολογία ίδρυσης των επισκοπικών εδρών βάσει της αριθμητικής τους κατάταξης στον παραπάνω κατάλογο 440. Επίσης, όπως σημειώνει ο J. Darrouzès, η αρίθμηση στους καταλόγους των επισκοπών που περιλαμβάνουν τα εκκλησιαστικά τακτικά δεν φαίνεται να απεικονίζει την ιεραρχική τάξη των εδρών στο πλαίσιο της μητροπολιτικής τους περιφέρειας 441. Η παρατήρηση αυτή μάλλον ισχύει και για αριθμός των επισκοπών, που ιδρύθηκαν πριν από το 1025, ανέρχεται τουλάχιστον σε εννέα έδρες. Πρόκειται βέβαια για ένα συμπέρασμα που βασίζεται σε μια υπόθεση και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Ωστόσο δείχνει ότι είναι διάτρητη η άποψη του μελετητή σχετικά με την αύξηση των επισκοπικών εδρών κυρίως μετά το Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 50, 54, 92, 93 σημ. 3, 191 Évêchés (αυτή η αρχή ιεραρχικής κατάταξης τηρείται ως τα τέλη του 12 ου αι.). - Αντιθέτως βλ. Γ. Κονιδάρης, Μητροπόλεις 72, που θεωρεί ότι η συγκεκριμένη αρχή τηρείται ως τις αρχές του 8 ου αι. 439 Βλ. J. Darrouzès, Édition 219 Évêchés 30 κ.ε., ιδίως σ : «l ordre des noms ne fournit pas immédiatement et à coup sûr l indication de l origine des sièges, qui ne forment plus dans les listes des couches chronologiques régulières». 440 Αντιθέτως βλ. Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος 59-60: «Η μνεία της επισκοπής Βαρδαριωτών μετά την του Λυκοστομίου επιτρέπει εις ημάς να υποθέσουμε ότι, ως προκύπτει εκ του ανωτέρω τακτικού (Darrouzès, not. 7), η επισκοπή Λυκοστομίου υπήρχε προ της των Βαρδαριωτών». - Β. Κατσαρός, Πέτρα 119: «η επισκοπή Πέτρας κατέχει τη ζ θέση και στο χειρόγραφο της Άνδρου την θ επί του συνόλου των δώδεκα επισκοπών. Επομένως η επισκοπή Πέτρας υπήρχε προ των επισκοπών Ερκούλων (-ίων, μτγν. Αρδαμερίου), Ιερισσού, Λιτής και Ρεδίνης, Λυκοστομίου ήτοι Θεσσαλικών Τεμπών και Βαρδαριωτών ήτοι Τούρκων». 441 Βλ. και J. Darrouzès, Évêchés 32: «il y a trop d exceptions ou trop peu de témoignages extérieurs, pour que l ordre des noms reflète un ordre de préséance et un ordre chronologique, comme dans les additions à la liste des métropoles du 10 e au 13 e siècle». - Του ιδίου, Notitiae σ. 8 σημ. 1: «On doit en conclure, jusqu à preuve du contraire, que l ordre de copie dans les premières notices ne provient pas de l application d un décret, mais d une compilation dont l ordre s est imposé par l habitude. En réalité, on ignore quel est dans chaque éparchie l ordre hiérarchique et si le premier de liste est partout le protothronos, comme dans la liste des métropoles du patriarcat» και σ. 91: «L addition d un ou plusieurs évêchés dans une liste n a pas le même sens que celle d une métropole nouvelle (ενν. ότι δεν γίνεται κατά χρονολογική σειρά)».

203 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 121 την περίπτωση της Θεσσαλονίκης 442. Στη διαθήκη του αρχιεπισκόπου Αχρίδος Θεόδωρου Κεραμέα του 1284, η οποία μάλιστα συντάχθηκε στη Θεσσαλονίκη, μνημονεύεται πρώτος ο επίσκοπος Πέτρας και μετά ο επίσκοπος Κασσανδρείας 443. Ωστόσο στον κατάλογο της Notitia 7 η επισκοπή Πέτρας καταλαμβάνει την 7 η θέση, ενώ η επισκοπή Κασσανδρείας την 5 η θέση. Επίσης σε δικαστική απόφαση του 1295 πρώτος μνημονεύεται και υπογράφει ο Κίτρους, ακολουθεί ο Πέτρας, ο Βαρδαρίου και ο Ρεντίνης. Η κατάταξη είναι πάλι διαφορετική από ό, τι στη Notitia 7 (α ζ ιβ ι ) 444. Βέβαια οπωσδήποτε υπήρχε κάποια ιεράρχηση μεταξύ των επισκοπών σε μια μητροπολιτική επαρχία. Κατ αρχάς είναι γνωστό ότι ο πρώτος τη τάξει επίσκοπος αποκαλούνταν πρωτόθρονος 445. Επίσης η πατριαρχική συνοδική απόφαση του 1028 ορίζει: Περὶ δὲ τῆς τῶν ἐπισκόπων καθέδρας, διοριζόμεθα, κ ατ ὰ τ ὴν τ άξ ιν αὐτοὺς τῶν οἰκείων καθέζεσθαι 442 Βλ. και J. Darrouzès, Évêchés 27: «Cependant les notices n explicetent pas le sens des places ; même lorsque des listes circulent détachées, comme celles de Thessalonikè, d Hèrakleia et d Achrida, il n y a aucune indication relative à la préséance des sièges». - Αντιθέτως βλ. Th. Tafel, Thessalonica 85 κ.ε. - Μ. Δήμιτσας, Μακεδονία 154, Γ. Χιονίδης, Βέροια Β. Ατέσης, Επισκοπικοί κατάλογοι Α. Γλαβίνας, Επισκοπή Λητής P. Gautier, Théophylacte d Achrida σ. 297 σημ Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος 59, Θ. Παπαζώτος, Πιερία 39, Ι. Δημόπουλος, Εκκλησιαστικά 9. - Β. Κατσαρός, Πέτρα Γ. Βελένης, Καισάρεια 55, Β. Τουλίκας - Π. Βλαχάκος, Πέτρα J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ. 487, 488, 491, 493, 494, 496 κ.ά., που ερμηνεύουν την αριθμητική κατάταξη των επισκοπών στα επισκοπικά τακτικά ως ιεραρχική τάξη. 443 Βλ. Α. La. II (1284). 444 Βλ. Α. Iv. III , (1295). - Βλ. επίσης Α. Dion (1503/4): + Ὀ Κίτρ(ους) Ἱερόθεως καὶ προτώθρονος :. : - / + Ὁ ταπινὸς ἐπίσκοπος Λιτῆς καὶ Ῥενδίνης Ἀκάκιος. / + Ὁ ταπινὸς ἐπίσκοπος Μπωλειανίνης καὶ Βαρδαρίου / + Ὁ ταπινὸς ἐπίσκοπος Καμπανί(ας) καὶ Καστρίου Ματθαῖος. Η κατάταξη των επισκόπων δεν συμπίπτει ούτε με την σειρά με την οποία απαντούν οι εν λόγω επισκοπές στη Not. 7 (α - ι - ιβ - στ ), ούτε όμως και με τη σειρά που αναφέρονται στη Not. 21 (β μισό 15 ου αι.: α - ζ - η - γ ). - Βλ. όμως και Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ (1236), όπου μνημονεύονται οι Κίτρους, Βεροίας, Κασσανδρείας, Καμπανίας και Αρδαμερίου, με τη σειρά που αναφέρονται και στη Notitia 7 (α - β - ε - στ - ζ ). Θα πρέπει να θεωρήσουμε την ταύτιση συμπτωματική ή ενδεικτική της αξιοπιστίας του τακτικού; Δεν αποκλείεται βέβαια ο Χωματηνός να είχε στη διάθεσή του αντίγραφο κάποιου από τους καταλόγους επισκοπών που κυκλοφορούσαν από τον 10 ο αι. κ.ε. Πρβ. Νοt , όπου καταγράφονται οι υποκείμενες επισκοπές στη μητρόπολη Εφέσου. Σε συνοδικό έγγραφο της μητρόπολης του 1167 (βλ. L. Petit, Documents inédits αρ. Ι, στ. 10 κ.ε.) δεν υπογράφουν όλοι οι επίσκοποι με την ίδια σειρά που αναφέρονται στο τακτικό: λ.χ. ο Βαρέτων (ιζ ) υπογράφει μετά τον Αρκαδιουπόλεως (κβ ) και ο Πριήνης (κα ) μετά τον Σίων (κς ). - Βλ. και J. Darrouzès, Évêchés 28, για επιπλέον παραδείγματα. 445 Βλ. Β. Ι. Φειδάς, Το πρωτείον του πρώτου εις την κοινωνίαν των τοπικών εκκλησιών, Ιεροσόλυμα Βλ. και H.-G. Beck, Kirche J. Darrouzès, Évêchés καθώς και σημ. 22, όπου σχολιάζει ότι ο τίτλος του πρωτοθρόνου στο πλαίσιο της μητροπολιτικής επαρχίας δεν πρέπει να είναι πολύ αρχαίος.

204 122 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου μητροπολιτῶν, καὶ ἐν συνθρόνοις, καὶ ἐν συνόδοις, καὶ ἐν ἑστιάσεσι καὶ μὴ τάς προεδρίας ἁρπάζειν, καὶ τὸ φιλόπρωτον, ἀναξίως ἑαυτῶν, τοὺς τῆς ὑποβεβηκυίας μητροπόλεως ἐπισκόπους ἀλλ ὡς πρὸς κανόνας καὶ ὅρους, τοὺς ἰδίους ὁρᾶν μητροπολίτας, καὶ τυποῦν ἑαυτοὺς ἔν τε καθέδραις, καὶ πανταχοῦ 446. Στην εκκλησιαστική επαρχία της μητρόπολης Θεσσαλονίκης τη θέση και τον τίτλο του πρωτοθρόνου μεταξύ των υποκείμενων αρχιερέων έχει ο επίσκοπος Κίτρους 447. Για τις υπόλοιπες όμως επισκοπές οι πληροφορίες των πηγών δεν είναι αρκετές, προκειμένου να διευκρινίσουμε την ιεραρχική τους θέση. Σε καμία από τις λιγοστές αποφάσεις της μητροπολιτικής συνόδου που έχουμε στη διάθεσή μας δεν εμφανίζεται το σύνολο ή έστω μεγάλος αριθμός των υπαγομένων επισκόπων. Σύμφωνα με τον 86 ο κανόνα της συνόδου της Καρχηδόνας η τάξη των επισκόπων δεν ήταν συγκεκριμένη, αλλά καθοριζόταν από την αρχαιότητα του εκάστοτε ιεράρχη 448. Ο Βαλσαμών σχολιάζει τον κανόνα και επισημαίνει ότι το δίκαιον τῆς προγενεσίας ίσχυε στο παρελθόν, σήμερον δὲ τοῦτο οὐκ ἐνεργεῖ, ἀλλὰ κατὰ τὴν γενομένην ὑποτύπωσιν παρὰ τοῦ βασιλέως κυροῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ οἱ θρόνοι τιμῶνται τῶν ἐκκλησιῶν 449. Κατά τον J. Darrouzès ωστόσο το σχόλιο του Βαλσαμώνος αφορά πιθανότατα μόνο στις μητροπόλεις και τις αρχιεπισκοπές 450. Ο μελετητής πάντως δέχεται ότι είχε διαμορφωθεί κατ έθος μια ιεραρχική τάξη μεταξύ των υποκείμενων επισκοπών 451. Στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι 446 Βλ. ΡΠ 5, V. Grumel, Reg. 835 (1028). - Βλ. επίσης J. Darrouzès, Évêchés 28: «Dans les assemblées provinciales (synodes), surtout quand le nombre des évêchés était élevé, les évêques devaient siéger dans un certain ordre, mais on ne peut dire comment s organisa chaque éparchie». 447 Βλ. Α. Iv. III , 124 (1295). - Βλ. και Α. Αγγελόπουλος, Επισκοπική σύνοδος Β. Σταυρίδης, Μητροπολιτική Σύνοδος Ι. Φουντούλης, Θεσσαλονίκη 176. O Γ. Χιονίδης (Βέροια 153) δεν αποκλείει αρχικά πρωτόθρονος να ήταν ο επίσκοπος Βεροίας, δεδομένου ότι η έδρα του ήταν από τις πρώτες που ιδρύθηκαν στη Μακεδονία. Υποθέτει ότι υποβιβάστηκε αργότερα, επειδή μειώθηκε η δικαιοδοσία της με την ίδρυση των όμορων επισκοπών Δρουγουβιτείας και Καμπανίας. Όπως όμως έχουμε ήδη αναφέρει, δεν υφίσταται πρακτική υποβίβασης εκκλησιαστικών εδρών. - Πρβ. επίσης Μ. Μαλούτας, Σέρβια 63, που εσφαλμένα αναφέρει τον επίσκοπο Σερβίων ως πρωτόθρονο στην εκκλησιαστική επαρχία της Θεσσαλονίκης. 448 Βλ. 86 ος καν. Καρχηδ., P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 3, ). 449 Βλ. Βαλσαμών, σχ. σε 86 ο καν. Καρχηδ., ΡΠ 3, Βλ. J. Darrouzès, Évêchés και σημ Βλ. J. Darrouzès, Évêchés 28: «Dans les assemblées provinciales (synodes),, les évêques devaient sièger dans un certain ordre, mais on ne peut dire comment s organisa chaque éparchie», σ. 31: «l ordre habituel, qui dépend sans doute d une coutume».

205 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 123 εξαρχής ποιες ακριβώς εκκλησιαστικές έδρες εννοεί ο Βαλσαμών με τη φράση οἱ θρόνοι τῶν ἐκκλησιῶν. Στη συνέχεια όμως προσθέτει: Τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ παρόντος κανόνος ἀναφαινόμενον δίκαιον τῆς π ρ ογεν εσ ίας ἐνεργεῖ εἰς τ ὰ τῶν κ ληρ ικ ῶν τ άγματ α τιμᾶται γὰρ ἕκαστος κατὰ τὴν προγενεσίαν τοῦ χρόνου τῆς οἰκείας χειροτονίας 452. Άλλωστε στο σχόλιο του 89 ου κανόνα της ίδιας συνόδου, σύμφωνα με τον οποίο πρέπει να επιδίδεται στον άρτι χειροτονηθέντα επίσκοπο πιττάκιο που να δηλώνει τη χρονολογία της χειροτονίας του και να διασφαλίζει έτσι την ιεραρχική του τάξη, ο Βαλσαμών διευκρινίζει: Καὶ οὗτος ὁ κανὼν ἀλυσιτελής ἐστι, διὰ τ ὸ τ ὴν πρ ογενεσίαν μὴ ὠφελεῖν τ οὺς ἐπ ισκ όπους εἰς δὲ τοὺς ἄλλους ἐκκλησιαστικοὺς βαθμοὺς χρησιμεύει 453. Καθώς λοιπόν α- ναφέρει μόνο τους απλούς κληρικούς να εξακολουθούν να υπόκεινται στον κανόνα αρχαιότητας, μάλλον δεν θα πρέπει να εξαιρέσουμε τους επισκόπους από την κατάταξη βάσει ενός επίσημου εκκλησιαστικού τακτικού 454. Ο R. Wolff υποστηρίζει ότι οι επίσκοποι ήταν ισότιμοι και δεν υπήρχε καθορισμένη ιεραρχική τάξη. Έτσι εξηγεί το γεγονός ότι δεν υπάρχει συνέπεια στη σειρά με την οποία καταγράφονται στα διάφορα εκκλησιαστικά τακτικά 455. Η άποψη του μελετητή, αν και φαίνεται εύλογη, ωστόσο αντικρούεται από την προαναφερθείσα συνοδική απόφαση του 1028, που καλεί τους επισκόπους να τηρούν τη μεταξύ τους ιεραρχική κατάταξη. Ειδικά όμως για τους υποκείμενους επισκόπους στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης σώζεται και η μαρτυρία του μητροπολίτη της Συμεών (1416/ ). Σε πραγματείες που συνέγραψε περιγράφοντας το λειτουργικό τυπικό της Αγίας Σοφίας Θεσσαλο- 452 Βλ. Βαλσαμών, σχ. σε 86 ο καν. Καρχηδ., ΡΠ 3, Βλ. Βαλσαμών, σχόλιο στον 89 ο καν. Καρχηδ., ΡΠ 3, ος καν. Καρχηδ., P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 3, ). 454 Βλ. επίσης W. Seibt - Μ. Zarnitz, Bleisiegel σ. 190, που επίσης θεωρούν ότι υπήρχε καθορισμένη ιεραρχική κατάταξη μεταξύ των επισκόπων μιας μητρόπολης. 455 Βλ. R. Wolff, Organization Πρβ. την πατριαρχική συνοδική απόφαση του 1250, όπου γίνεται λόγος για εκκλησιαστικές έδρες ὁμοτίμους και ἰσοστασίους: πολλοὺς τῶν ἀρχιερέων κατὰ διαφόρους καιροὺς οὐκ εἰς ὁμοτίμους, ἀλλ ἤδη καὶ εἰς ὑπερβεβηκότας θρόνους μετατεθῆναι, : μεταθέσεις γενομένας ἀρχιερέων, ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν, οὐκ εἰς ἰσοστασίους θρόνους, ἀλλά γε δὴ καὶ εἰς ὑψηλοτέρους (βλ. ΡΠ 5, V. Laurent, Reg. 1316). Βλ. επίσης το αυτοκρατορικό πρόσταγμα του 1382, όπου γίνεται μνεία ἴσων εκκλησιαστικών θρόνων: οὐ μόνον ἀπὸ ἐλασσόνων θρόνων εἰς ὑψηλοτέρους καὶ μείζονας, ἀλλ ἔστιν ὅτε καὶ ἀπὸ ὑψηλοτέρους εἰς ἐλάσσονας διά τινα οἰκονομίαν συμφέρουσαν καὶ ἀπὸ ἴσων εἰς ἴσους (βλ. V. Laurent, Droits F. Dölger, Reg. 3176). Όπως μου διευκρίνισε ο καθηγητής κ. Κ. Πιτσάκης, δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η αναφερόμενη ισότητα αφορά στις επισκοπικές έδρες στο πλαίσιο της ίδιας μητροπολιτικής επαρχίας. - Για το ζήτημα της κανονικότητας των επισκοπικών μεταθέσεων βλ. την πραγματεία Περί Μεταθέσεων. - Βλ. και K. Πιτσάκης, Κωνσταντίνος Καβάσιλας 196 κ.ε., όπου και οι σχετικοί κανόνες.

206 124 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου νίκης αναφέρει ότι οι υποκείμενοι επίσκοποι κατά τη τέλεση πανηγυρικών εσπερινών και όρθρων των εορτών οφείλουν να εισέρχονται στον ναό ή στο ιερό κατὰ συζυγίαν και να στέκονται κ ατὰ τ άξ ιν 456. Δεν απαριθμούνται όμως οι επίσκοποι, ούτε διευκρινίζεται ποια ήταν η ιεραρχική τους τάξη. Επίσης σε άλλο σημείο ο Συμεών μιλεί για πρώτους και ἐλάττ ον ες επισκόπους 457. Με τη φράση αυτή ο μητροπολίτης αναφέρεται γενικευμένα στην ιεραρχική κατάταξη που τους αποδιδόταν 458. Ποια ήταν η αρχή με βάση την οποία είχε καθοριστεί η ιεραρχική τους τάξη δεν είναι γνωστό. Προφανώς θα λαμβανόταν υπόψη η αρχαιότητα στην ίδρυση των επισκοπών, η έ- κτασή της περιφέρειάς τους, η πολιτική, οικονομική ή ιστορική σημασία της έδρας τους ακόμη και το προσωπικό κύρος των προκαθημένων τους 459. Επίσης δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο σε ορισμένες περιπτώσεις λόγω της σεβάσμιας προσωπικότητας ή της μεγάλης ηλικίας ενός επισκόπου να του παραχωρούσε οικειοθελώς ένας νεότερος επίσκοπος το προβάδισμα. Παρότι ο κατάλογος επισκοπών της μητρόπολης Θεσσαλονίκης που παραθέτει η Notitia 7 μάλλον δεν είναι ενδεικτικός της ιεραρχικής τους κατάταξης, ωστόσο φαίνεται σχετικά ορθός όσον αφορά τον αριθμό των υπαγομένων επισκοπικών εδρών. Σύμφωνα με το εν λόγω εκκλησιαστικό τακτικό η μητρόπολη Θεσσαλονίκης είχε στη δικαιοδοσία της έντεκα ή δώδεκα επισκοπές που μοιράζονταν στις περιοχές της Πιερίας, της Ημαθίας, της κοιλάδας του Βαρδαρίου, της Μυγδονίας (πεδιάδα Λαγκαδά-Ρεντίνας), της κοιλάδας του Ανθεμούντος (νότια των λιμνών Κορώνειας και Βόλβης) και της Χαλκιδικής. Το ένα από τα δύο χειρόγραφα (L) που παραδίδουν έντεκα στον αριθμό επισκοπές παραλείπει την επισκοπή Καστρίου ή Καμπανίας και ανήκει στον 14 ο αι., ενώ το άλλο (M) παραλείπει την επισκοπή Λυκοστομί- 456 Βλ. J. Darrouzès, Rituel κεφ. 8, : Ἵσταται οὖν ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ στασίδιον αὐτοῦ, κάτωθεν δέ, ἔμπροσθεν τοῦ στασιδίου, κατὰ τάξιν οἱ ἐπίσκοποι. - Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις : Μετὰ τὸν ἀρχιερέα δὲ εὐθὺς οἱ ἐπίσκοποι καὶ αὐτοὶ κατὰ συζυγίαν. - Βλ. και Ι. Φουντούλης, Θεσσαλονίκης Α. Αγγελόπουλος, Σύνοδος Θεσσαλονίκης Ι. Σταυρίδης, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Βλ. J. Darrouzès, Rituel κεφ. 12, : ὄπισθεν τοῦ ἀρχιερέως εὐθὺς μετ αὐτὸν οἱ πρῶτοι μὲν ἐπίσκοποι ἢ οἱ πρωτοπρεσβύτεροι, ἐφεξῆς δὲ οἱ ἐλάττονες. 458 Βλ. και Νικηφ. Γρηγοράς ΙΙΙ σχετικά με τον εκχριστιανισμό των Ρώσων: τοῦτο τοίνυν τὸ ἔθνος ἀφ οὗ τῇ εὐσεβεῖ προσερρύη θρησκείᾳ καὶ τὸ τῶν χριστιανῶν θεῖον ἐδέξατο βάπτισμα, ὑφ ἑνὶ τυποῦσθαι τέτακται καθάπαξ ἀρχιερεῖ, κατὰ τ ὸ ἀ νάλογον τ ῶν ἑ κάστο ις ἑκασταχῇ π ροσηκό ντων ε ἰς ἐ π ισκο π ὰ ς διαφόρους καὶ μ ε ί ζ ο υ ς καὶ ἥ τ τ ο υ ς διανειμαμένῳ τὴν τοῦ παντὸς ἔθνους ἐκκλησιαστικὴν διοίκησιν. 459 Στο σημείο αυτό θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στον καθηγητή κ. Κωνσταντίνο Πιτσάκη για τις καίριες υποδείξεις και διευκρινίσεις του σχετικά με το ζήτημα της ιεραρχίας των επισκόπων.

207 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 125 ου/θεσσαλικῶν Τεμπῶν ή Πλαταμῶνος και ανήκει στον 14 ο -15 ο αι. Το χειρόγραφο D της Notitia 7, το οποίο μας παραδίδει τον κατάλογο των δώδεκα επισκοπικών εδρών, προέρχεται από τη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τον εκδότη, αν και χρονολογείται στα τέλη του 12 ου αι., βασίζεται σε τακτικό των μέσων του 11 ου αι Τον ίδιο αριθμό επισκοπών παραδίδει και επισκοπικός κατάλογος που βρίσκεται σε χειρόγραφα των αρχών του 14 ου αι. κ.ε. και, σύμφωνα τουλάχιστον με τον J. Darrouzès, αντικατοπτρίζει τη δικαιοδοσία της μητρόπολης Θεσσαλονίκης στα μέσα του 11 ου αι Η εκκλησιαστική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης παραμένει σε γενικές γραμμές η ίδια και στις αρχές του 13 ου αι. Αυτό επιβεβαιώνεται από μια επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου Γ ( ) του 1212, που αναφέρεται στη δικαιοδοσία του Λατίνου μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας.: Ad haec ipsi Thessalonicensi metropoli suam confirmamus provinciam; in qua subscriptos episcopatus specialibus nominibus duximus exprimendos, videlicet Citrensem, Beriensem, Campaniensem, Vardariensem, Serviensem, Petrensem, Platamonensem, Langardensem, Adrameriensem, Nerisiensem et Cassadriensem 462. Η αναφερόμενη ως επισκοπή Langardensis διορθώθηκε σε Langandensis από τον Th. Tafel και θα πρέπει να ταυτιστεί με την επισκοπή Λητής και Ρεντίνης 463, ενώ η Nerisiensis διορθώθηκε σε Hierissensis 464. Η Αρδαμερίου ταυτίζεται με την επισκοπή Ερκούλων που μνημονεύεται στη Notitia Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν μνημονεύεται η επισκοπή Δρουγουβιτείας, που μαρτυρείται στα τέλη του 9 ου αι. και στα εκκλησιαστικά τακτικά. Το ζήτημα θα σχολιαστεί κατωτέρω 466. Η Ν. Παπαδημητρίου σημειώνει ότι ο κατάλογος των υποκείμενων στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης επισκοπών, τον οποίο παραθέτει ο πάπας στην 460 Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 69, , 371 σημ. 822 και σ. 437, αρ. 173 (Liste des manuscrits). 461 Βλ. Not. 13, App.2, στ Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae 151, Βλ. PL 216, col. 557 D Α. Potthast, Regesta αρ Βλ. και Th. Tafel, Thessalonica R. Wolff, Organization R. Janin, Église latine G. Fedalto, Chiesa latina I. 226, 265, 287 και II. 28, 56, 67, 70, 87, 137, 192, 193, 204, 236 Tessalonica 88, Chiesa latina IΙ. 287, Α. Αγγελόπουλος, Επισκοπή Πλαταμώνος Γ. Στογιόγλου, Καμπανία Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πιερία Ι Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας Β. Hendrickx, Πιερία 109 σημ J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Βλ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πιερία Ι , όπου και ο σχετικός προβληματισμός των μελετητών. 464 Βλ. Th. Tafel, Thessalonica Ο. Tafrali, Thessalonique 91 σημ Χ. Τζώγας, Μητρόπολις Θεσσαλονίκης G. Fedalto, Chiesa latina I. 137 Tessalonica Α. Γλαβίνας, Επισκοπή Λητής Βλ. κατωτ. σ Βλ. κατωτ. σ

208 126 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου επιστολή του 1212, ήταν αντίγραφο ενός από τα εκκλησιαστικά τακτικά της εποχής 467. Εύλογη ωστόσο προβάλλει η επισήμανση του Β. Κατσαρού, που σημειώνει ότι οι επισκοπές δεν μνημονεύονται με μια τυχαία σειρά, καθώς είναι προφανές ότι λαμβάνεται υπόψη η γεωγραφική τους θέση 468. Οι προαναφερθείσες επισκοπές μαρτυρούνται σε μητροπολιτικά και συνοδικά έγγραφα, σε πατριαρχικές συνοδικές αποφάσεις, δικαστικές αποφάσεις κοσμικών αρχόντων, σε σφραγίδες προκαθημένων τους, σε επιστολές εκκλησιαστικών και κοσμικών προσώπων, σε ιδιωτικά και μοναστηριακά έγγραφα, σε αφηγηματικές πηγές 469. Ως το τέλος της βυζαντινής περιόδου η μητρόπολη Θεσσαλονίκης φαίνεται να διατήρησε σε γενικές γραμμές τη δικαιοδοσία της. Η μόνη επιβεβαιωμένη μείωση που υπέστη στον αριθμό των υποκείμενων επισκοπικών εδρών σημειώθηκε το β μισό του 13 ου αι., όταν η έδρα της Βέροιας προήχθη σε αρχιεπισκοπή και αργότερα, στις αρχές του 14 ου αι., σε μητρόπολη 470. Επίσης κατά το β μισό του 14 ου αι. η επισκοπή Ιερισσού προήχθη σε μητροπολιτική έδρα. Επρόκειτο όμως για μια τιμητική προαγωγή, που υπαγορεύτηκε από συγκεκριμένες πολιτικές συνθήκες και διήρκεσε κατά την ποιμαντορία ενός μόνο προκαθημένου (προσωποπαγής μητρόπολη) 471. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε συνοπτικά στις επισκοπές που υπάγονταν στην εκκλησιαστική επαρχία της Θεσσαλονίκης. 467 Βλ. Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Λυκοστομίου Βλ. και Γ. Στογιόγλου, Καμπανία 51: «Η τρίτη θέση που καταλαμβάνει (ενν. η επισκοπή Καμπανίας) στον πίνακα των επισκόπων του γράμματος Ιννοκεντίου Γ ίσως να μην είναι τυχαίο γεγονός, αλλά να απηχεί κάποια ιεράρχηση της εποχής». 468 Βλ. Β. Κατσαρός, Πέτρα Βλ. κατωτ. σ. 127 κ.ε. στις αντίστοιχες επισκοπές. 470 Βλ. κατωτ. σ Αντιθέτως βλ. την εσφαλμένη παρατήρηση του Α. Αγγελόπουλου, Επισκοπική σύνοδος 796: «Δώδεκα επισκοπαί εξηρτώντο εκ της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης κατά τον 14 ο αι. Έκτοτε αι ανωτέρω επισκοπαί υφίστανται διαφοροποιήσεις εις την ονομασίαν και τον αριθμόν των. Αι επισκοπαί Βεροίας, Κασσανδρείας και Σερβίων προάγονται εις μητροπόλεις, η Βαρδαριωτών αντικαθίσταται υπό της Πολυανής ολίγον μετά την εκκλησιαστικήν μεταρρύθμισιν του Ανδρονίκου Β, ενώ η της Λητής και Δραγουβιτίας συγχωνεύονται προς τας ομόρους επισκοπάς Βεροίας, Καμπανίας και Πολυανής». 471 Βλ. κατωτ. σ

209 2. Οι επισκοπές της μητρόπολης Θεσσαλονίκης 472 α. Επισκοπή Κίτρους Το Κίτρος βρίσκεται στη δυτική παραλία του Θερμαϊκού κόλπου, στο μέσο σχεδόν της απόστασης μεταξύ της Θεσσαλονίκης και των εκβολών του Πηνειού. Σύμφωνα με τον Στράβωνα το Κίτρος αντικατέστησε ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια την αρχαία πόλη της Πύδνας, η οποία κείται δύο περίπου χιλιόμετρα νοτιότερα αυτού, στον Μακρύγιαλο Πιερίας. Το βυζαντινό Κίτρος βρίσκεται 4,5 χλμ. βορειοανατολικά του σημερινού ομώνυμου οικισμού 473. Δεν γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα πότε ιδρύθηκε η επισκοπή Κίτρους 474. Πρόσφατα σχετικά αρχαιολογικά δεδομένα έφεραν στο φως λα- 472 Η παρουσίαση των επισκοπών γίνεται με τη σειρά που παραδίδονται στη Notitia 7, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θεωρούμε την αριθμητική κατάταξη ενδεικτική της ιεραρχίας που υπήρχε μεταξύ των επισκοπών ή της χρονολογίας ίδρυσής τους. 473 Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικών Α -ΙΖ, έκδ. H. L. Jones, The Geography of Strabo, τ. Ι-VIII, [The Loeb Classical Library] London , ανατύπωση 1969, βιβλ. 7 α, κεφ. 1, Βλ. και Τh. Tafel, Thessalonica Μ. Δήμιτσας, Μακεδονία 116, Ε. Μαρκή, Βυζαντινή Πύδνα 195, 198 Αρχαία Πύδνα V. Kravari, Villes P. Gautier, Théophylacte d Achrida 296 σημ. 15 Lettres σ Η Δ. Μισίου (Πιερία 73) ορθά επισημαίνει ότι η επεξήγηση στον Στράβωνα ἐν ᾗ καὶ πόλις Πύδνα, ἣ νῦν Κίτρον καλεῖται μάλλον αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη. Η Ε. Μαρκή (Βυζαντινή Πύδνα 195, 201 Βόρεια Πιερία 239, 256), που διενήργησε ανασκαφές στο κάστρο του Κίτρους από το 1983 κ.ε., τοποθετεί την ίδρυση του κάστρου στα χρόνια του Ιουστινιανού, αλλά η μετατόπιση του οικισμού της αρχαίας Πύδνας δύο χλμ. βορειότερα στο ατείχιστο αρχικά πόλισμα τοποθετείται ήδη νωρίτερα. Κατά την αρχαιολόγο (Βόρεια Πιερία 244 Κίτρος 39) η μετονομασία της βυζαντινής Πύδνας σε Κίτρος έγινε το γ τέταρτο του 6 ου αι., όταν η επισκοπική έδρα επανήλθε στη βυζαντινή Πύδνα από τις Λουλουδιές Κίτρους, όπου για ένα διάστημα είχε μεταφερθεί (από το β μισό 5 ου αι.). - Για το κάστρο του Κίτρους και την ιστορία του βλ. τη συγκεντρωτική μελέτη της Ε. Μαρκή, Κίτρος, μια πόληκάστρο της βυζαντινής περιφέρειας. Αρχαιολογική και ιστορική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη Για τον πιο πρόσφατα συνταχθέντα κατάλογο επισκόπων Κίτρους κατά τα βυζαντινά χρόνια βλ. Ι. Σωτηριάδης, Κίτρος Θα πρέπει να προσθέσουμε τους εξής: α. Π α ν ά ρ ε τ ο ς Κ ί τ ρ ο υ ς : 996 (βλ. Α. Iv. I ) β. R. C i t r e n s i s e l e c t i : Λατίνος επίσκοπος Κίτρους, 1208, 1209, 1210 (βλ. PL 215, col D A Α. Potthast, Reg. 3458, 14 Ιουλίου PL 215, col C Α. Potthast, Reg. 3629, 23 Ιαν PL 215, col A Α. Potthast, Reg. 3648, 3 Φεβρ PL 216, col. 360 A, 21 Δεκ PL 216, col. 299 A Α. Potthast, Reg. 4031, 2 Ιουλίου PL 216, col. 301 A-B, 302 B-D Α. Potthast, Reg. 4048, 4051, 10 Ιουλίου PL 216, 604 C. - Βλ. και G. Fedalto, Chiesa II. 87) γ. α ν ώ ν υ μ ο ς : Βυζαντινός επίσκοπος Κίτρους, 1213, 1236 (βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ , έτ βλ. G. Prinzing, Ponemata *, αναφέρεται σε έγγραφο του Βλ. και κατωτ. σ , ) δ. [ ] ο ς Β ρ υ έ ν ν ι ο ς : 1317 (βλ. Α. Va. I. 49.2, σ J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ. 490)

210 128 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου μπρό επισκοπικό συγκρότημα στην περιοχή Λουλουδιές, κοντά στις Αλυκές Κίτρους. Το συγκρότημα, που προστατευόταν από τετραπύργιο περίβολο, αποτελούνταν από μεγαλοπρεπές επισκοπικό μέγαρο και τρίκλιτη βασιλική με προσκτίσματα. Κατά την αρχαιολόγο Ε. Μαρκή, που ανέλαβε την ανασκαφή του χώρου, το επισκοπείο χρονολογείται πιθανότατα στο β μισό του 5 ου αι. Η ερευνήτρια υποθέτει ότι ιδρύθηκε, επειδή ο επίσκοπος και οι κάτοικοι της βυζαντινής Πύδνας (Κίτρος) αναγκάστηκαν να μεταφερθούν στη θέση αυτή (8 χλμ. νοτιότερα), όταν ο Ζήνων ( ) παραχώρησε την άδεια στους Γότθους του Θευδέριχου να εγκατασταθούν στην Πύδνα και σε πέντε ακόμη μακεδονικές πόλεις (αρχές δεκαετίας του 480) 475. Όπως επισημαίνει «το συγκρότημα πρέπει να οικοδομήθηκε με αυτοκρατορική χορηγία κι έτσι μπορεί να ερμηνευθεί όχι μόνο ο φρουριακός του χαρακτήρας, αλλά και η αφθονία και η ποιότητα των ευρημάτων». Δεν είναι βέβαια το μόνο παράδειγμα οχυρωμένου επισκοπικού συγκροτήματος 476. Η αποκάλυψή του μας υποχρεώνει να τοποθετήσουμε την ίδρυση της επισκοπής Κίτρους τουλάχιστον στο α μισό του 5 ου αι ε. α ν ώ ν υ μ ο ς : ca (βλ. Α. Iv. III ) πιθανόν να ταυτίζεται με τον Βρυέννιο στ. Ι ά κ ω β ο ς : t.p.q (βλ. Ι. Σακκελίων - Α. Σακελλίων, Κατάλογος των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, Αθήνα 1892, 160 βλ. και PLP 4, J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ. 490) ζ. Γ ρ η γ ό ρ ι ο ς : ως το 1382 (βλ. V. Laurent, Droits , J. Darrouzès, Reg PLP 2, Βλ. και Θ. Παπαζώτος, Πιερία 34, που όμως εσφαλμένα τον τοποθετεί ως το J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ. 490). 475 Βλ. Jordanes, De origine actibusque Getarum, έκδ. Th. Mommsen, Monumenta Germaniae Historica, Auctores Antiqui, V/1, Berolini 1882, σ αγγλική μετάφραση Ch. C. Mierow, Jordanes the Origin and Deeds of the Goths, New York, κεφ. LVI (287). - Βλ. και Th. Tafel, Thessalonica F. Papazoglou, Villes 108 σημ Δ. Μισίου, Πιερία Βλ. Ε. Μαρκή, Ανασκαφή στα Λουλούδια Κίτρους, ΑΕΜΘ 7 (1993) Η ανασκαφή στη θέση «Λουλούδια» Κίτρους, στο Πιερία Ι, σ , ιδίως σ Ανασκαφή στις Λουλουδιές Κίτρους, ΑΕΜΘ 8 (1994) (το χωρίο: σ. 151) Ανασκαφή Λουλουδιών 1995, ΑΕΜΘ 9 (1995) Βόρεια Πιερία 239 κ.ε. Μια άγνωστη πόλη των παλαιοχριστιανικών χρόνων στην Πιερία. Τα ανασκαφικά δεδομένα, στο Στ Διεθνές Συμπόσιο «Αρχαία Μακεδονία», Θεσσαλονίκη Οκτωβρίου 1996, Θεσσαλονίκη 1999, τ. IV, σ Λουλουδιές 1997, ΑΕΜΘ 11 (1997) Κίτρος 14 κ.ε. Λουλουδιές Κίτρους: Η βασιλική του επισκοπικού συγκροτήματος, στο Πιερία ΙΙ, σ Αξίζει να σημειωθεί ότι σώζονται τμήματα παλαιοχριστιανικής βασιλικής (Α) των αρχών του 5 ου αι. κάτω από τον μεσοβυζαντινό επισκοπικό ναό του Κίτρους. Η βασιλική ιδρύθηκε πριν από την περιτείχιση του πολίσματος, η οποία κατασκευάστηκε επί Ιουστινιανού. - Βλ. Ε. Μαρκή, Βυζ. Πύδνα 195, 201 Αρχαία Πύδνα 47 Βόρεια Πιερία Βλ. και Ι. Σωτηριάδης, Κίτρος 241 και σημ Πρβ. Δ. Μισίου, Πιερία 42, 54-55, που λαμβάνει υπόψη τα συμπεράσματα της Ε. Μαρκή, τα αποδέχεται όμως με ορισμένες επιφυλάξεις: «Με την κάμψη του Δίου συγχρονίζεται η ανάδειξη της Πύδνας σε έδρα επισκοπής, όπως προκύπτει αν το συγκρότημα που αποκαλύφθη-

211 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 129 Αν και πιθανότατα οι περισσότεροι κάτοικοι του Κίτρους επέστρεψαν στο πόλισμά τους μετά την αποχώρηση των Γότθων το 488, ωστόσο το θρησκευτικό και διοικητικό κέντρο παρέμεινε στις Λουλουδιές, όπως υποδηλώνει η ανάκτιση της βασιλικής το α τέταρτο του 6 ου αι. και η διεύρυνση του επισκοπικού συγκροτήματος επί Ιουστινιανού Α ( ). Στα μέσα του 6 ου αι. ωστόσο ισχυρός σεισμός κατέστρεψε το επισκοπείο και τη βασιλική και κατά το γ τέταρτο του ίδιου αιώνα ο επίσκοπος πιθανόν επανήλθε στο Κίτρος 478. Στην εποχή αυτή άλλωστε χρονολογείται και η βασιλική Β στο κάστρο του Κίτρους, τμήμα της οποίας εντοπίστηκε ανασκαφικά. Αυτή καταστράφηκε από πυρκαϊά γύρω στα μέσα του 10 ου αι Στη θέση της χτίστηκε άλλος επισκοπικός ναός, μια τρουλαία βασιλική, που αντιγράφει σε μικρότερη κλίμακα την Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης 480. Κατά τον Α. Αγγελόπουλο, η παράδοση φαίνεται ότι συνέδεσε την επισκοπή Κίτρους με την επισκοπή Δίου, που μαρτυρείται με βεβαιότητα ήδη στο α μισό του 4 ου αι. 481, με αποτέλεσμα ο επίσκοπος Κίτρους να θεωκε τα τελευταία χρόνια στη θέση Λουλουδιές κοντά στην Πύδνα, δεχτούμε ότι ήταν επισκοπικό» βλ. όμως και σ Η σημασία των αρχαιολογικών δεδομένων αναδεικνύεται, αν αναλογιστεί κανείς τη διχογνωμία που επικρατούσε παλαιότερα, όσον αφορά την ίδρυση της επισκοπής. Ο Γ. Θεοχαρίδης (Μακεδονία 39) ανέφερε χωρίς αποδείξεις ότι η επισκοπή Πύδνης υφίστατο ήδη κατά τα τέλη του 3 ου αι.-αρχές του 4 ου αι. Ο Βαρνάβας Κίτρους (Μητρόπολις Κίτρους 598) τοποθετεί την ίδρυση της επισκοπής Κίτρους πιθανόν στον 7 ο αι. και την ταυτίζει με την «αρχαίαν Επισκοπήν Πύδνης», ενώ ο Γ. Κονιδάρης (Εκκλ. Iστορία Βλ. και Ε. Κωνσταντινίδης, Κίτρος 226) την τοποθετούσε μεταξύ 6 ου και 8 ου αι. Τέλος η Α. Κωνσταντακοπούλου (Μακεδονία 144, 161) βάσει των γραπτών μαρτυριών υποστήριξε ότι μόνο η επισκοπή Δίου υφίστατο στην περιοχή της Πιερίας ως τον 6 ο αι. 478 Βλ. Ε. Μαρκή, Βόρεια Πιερία 240, 244 Κίτρος 20, Βλ. Ε. Μαρκή, Βυζ. Πύδνα 195, 201 Αρχαία Πύδνα 47 Βόρεια Πιερία 244 Κίτρος 39, Για τον μεσοβυζαντινό ναό του τέλους του 10 ου αι. βλ. Ε. Μαρκή, Ο μεσοβυζαντινός ναός της Πύδνας, στο Οι Αρχαιολόγοι μιλούν για την Πιερία, Θεσσαλονίκη 1986, σ Βυζαντινή Πύδνα 195 κ.ε. Ανασκαφή κάστρου Πύδνας 1989, ΑΕΜΘ 3 (1989) Βόρεια Πιερία , 251 Πιερία 408 κ.ε. Αρχαία Πύδνα Κίτρος 49 κ.ε. - Πρβ. Α. Μέντζος, Πιερία , που θεωρεί ότι ο ναός είναι προγενέστερος. Ο ναός καταστράφηκε από πυρκαϊά στο τέλος του 12 ου -αρχές 13 ου αι., προφανώς κατά την κατάληψη του Κίτρους από τους Λατίνους το Στη συνέχεια απώλεσε τον θρησκευτικό του χαρακτήρα, καθώς οι Λατίνοι τον μετέτρεψαν σε στρατόπεδο, ενώ στη θέση του Ιερού Βήματος κατασκεύασαν τον τριώροφο πύργο του ηγεμόνα τους Virich von Daum. - Πρβ. Θ. Παπαζώτος, Πιερία 34, που υποστηρίζει ότι ο πύργος δεν πρέπει να θεωρείται απαραίτητα φραγκικός, «μια και η τοιχοδομία του εμφανίζει τυπικά παλαιολόγεια χαρακτηριστικά». 481 Βλ. Mansi 3, col. 39 A, 42 D. - Mansi 4, col Β. - Βλ. και Τh. Tafel, Thessalonica Δ. Μισίου, Πιερία Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 156, 159, 160, Θ. Παπαζώτος, Πιερία Για το Δίον βλ. Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Α. Μέντζος, Πιερία 154 κ.ε., όπου και επιπλέον βιβλιογραφία. - Βλ. επίσης Δ. Παντερμαλής, Ανασκαφή του Δίου

212 130 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ρείται ο προκαθήμενος της αρχαιότερης επισκοπής μεταξύ των υπαγομένων στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης 482. Όπως και να έχει, ο Κίτρους έφερε τον τίτλο του πρωτοθρόνου, είχε δηλαδή την πρώτη ιεραρχική θέση και το προνόμιο να μνημονεύεται πάντα πρώτος 483. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ξεχωριστής του θέσης είναι η περίπτωση του επισκόπου Κίτρους Ιωάννη Σηκουντηνού, ο οποίος το 1295 εκδίκασε υπόθεση διαζυγίου αντί του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, που απουσίαζε στην Κωνσταντινούπολη 484. Επίσης ο κατά το 1994 και το ανάγλυφο της νάβλας, ΑΕΜΘ 8 (1994) Δίον, Η δεκαετία των ανασκαφών , ΑΕΜΘ 10 Α (1996) Οι ανασκαφές στο Δίον το 2004, ΑΕΜΘ 18 (2004) Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου, Η οχύρωση του Δίου. Από τον Κάσσανδρο έως τον Θεοδόσιο Α. Το ιστορικό πλαίσιο, ΑΕΜΘ 10 Α (1996) Βλ. Α. Αγγελόπουλος, Eπισκοπική σύνοδος Α. Καραθανάσης - Γ. Τριανταφυλλίδης, Σύνοδος Θεσσαλονίκης Πρβ. Δ. Μισίου, Πιερία 54-55, που συσχετίζει την ανάδειξη της Πύδνας σε επισκοπή με την παρακμή του Δίου τον 5 ο αι. και κάνει λόγο για ενδεχόμενο ανταγωνισμό ανάμεσα στις δύο πόλεις διεκδικώντας την εκκλησιαστική έδρα της περιοχής. - Αντιθέτως βλ. Θ. Παπαζώτος, Πιερία 31-32, που θεωρεί ότι η επισκοπή Δίου μάλλον «αντικαταστάθηκε από την ανερχόμενη επισκοπή Πέτρας, ήδη στις αρχές του 10 ου αι.». Βάσει αρχαιολογικών δεδομένων ο Α. Μέντζος (ό.π. σ. 159) συμπεραίνει ότι «έχουμε στο Δίο ενδείξεις της λατρευτικής ζωής σ όλη τη διάρκεια του 6 ου αιώνα». Ο μελετητής επίσης υποστηρίζει ότι, αν και η πόλη του Δίου είχε εγκαταλειφθεί ως το β μισό του 8 ου αι., ωστόσο η επισκοπή της εξακολουθούσε να υφίσταται απλώς η έδρα της μεταφέρθηκε στην Κουντουριώτισσα Πιερίας (βλ. ό.π. σ Βλ. και Α. Σέμογλου, Το πρόγραμμα του τρούλου της Παναγίας Κουντουριώτισσας στην Πιερία. Εικονογραφικά πρότυπα και παράλληλα, στο Πιερία ΙΙ, σ , ιδίως σ. 717, 719). Ο μελετητής βασίζεται στη μαρτυρία της Notitia Episcopatuum 3. Όπως όμως ήδη αναφέραμε (βλ. ανωτ. σ ), το τακτικό αυτό αντικατοπτρίζει ουσιαστικά τη διοικητική οργάνωση της Μακεδονίας κατά το α μισό του 6 ου αι. και όχι την εκκλησιαστική οργάνωση του 9 ου αι. - Πρβ. Φ. Καραγιάννη, Επισκοπικοί ναοί 147 κ.ε., που θεωρεί ότι ο ναός της Κουντουριώτισσας δεν αποτέλεσε επισκοπικό ναό, αλλά ότι μετά την καταστροφή του Δίου εξυπηρετούσε τις λειτουργικές ανάγκες της ευρύτερης περιοχής. 483 Βλ. Not , App.2, στ Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ. 147 (1236). - Α. Ιv. III , (1295) (ca. 1320). - Βλ. και Μητρ. Κίτρους Βαρνάβας, Μητρόπολις Κίτρους V. Laurent, Sceaux V 1 σ Β. Σταυρίδης, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Ι. Φουντούλης, Θεσσαλονίκη J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Βλ. B. Katsaros, Documents αρ. 5 και σ. 402, O B. Κατσαρός σημειώνει ότι κατά την απουσία του μητροπολίτη ο Κίτρους ως πρωτόθρονος ήταν ο μόνος αρμόδιος να τον αντικαταστήσει και να ενεργεί, όπως εκείνος. Ωστόσο υπέκειτο σε ορισμένους περιορισμούς. Για παράδειγμα, μόνο ο μητροπολίτης μπορούσε να συγκαλεί και να προεδρεύει στη σύνοδο της εκκλησιαστικής του επαρχίας. Η παρουσία του ήταν απαραίτητη «ούσης αδυνάτου της αντικαταστάσεώς του» (βλ. Σ. Τρωιάνος, Δικονομία Β. Σταυρίδης, Μητροπολιτική σύνοδος J. Darrouzès, Évêchés 29 Οφφίκια 159). Γι αυτό και η εν λόγω υπόθεση διαζυγίου δεν κρίθηκε συνοδικώς, αλλά μόνο από τον Κίτρους παρισταμένων των μητροπολιτικών οφφικιαλίων. Για τον επίσκοπο Ιωάννη Σηκουντηνό ταυτιζόμενο με τον νομοκανονολόγο Ιωάννη Κίτρους, προς τον οποίο απηύθυνε ο μητροπολίτης Δυρραχίου Κωνσταντίνος Καβάσιλας ορισμένα κανονολογικά ερωτήματα βλ. Β. Κατσαρός, Ανέκδοτο «σημείωμα διαζυγίου» του 13 ου αι. από τον κώδ. Vat. gr και το πρόβλημα του συντάκτη, επισκόπου Κίτρους Ιωάννου, Μνήμη

213 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 131 μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Συμεών λίγο μετά την ανάληψη των αρχιερατικών του καθηκόντων απηύθυνε εγκύκλιο επιστολή προς τους ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ ἐπισκοπῇ Κίτρους καὶ ταῖς ἄλλαις κατὰ πᾶσαν τὴν Θετταλίαν ἁγίαις ἐπισκοπαῖς εὐλαβεστάτους ἱερεῖς καὶ μονάζοντες, ἔτι τε τὸν λοιπὸν ἅπαντα χριστώνυμον τοῦ Κυρίου λαὸν. Η ρητή μνεία στην επισκοπή Κίτρους σχετίζεται προφανώς με τα πρεσβεία τιμής που είχε η έδρα στη μητροπολιτική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης 485. Στις γραπτές πηγές η επισκοπή Κίτρους μαρτυρείται από το 869 και σε όλη τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων, ενώ συχνά απαντά και ως Πύδνης 486. β. Επισκοπή Βεροίας Η πόλη της Βέροιας βρίσκεται στις ανατολικές παρυφές του Βερμίου όρους, 5 χλμ. βορειοδυτικά της αριστερής όχθης του Αλιάκμονα, στα νοτιοδυτικά όρια της πεδιάδας της Καμπανίας και σε απόσταση 67 χλμ. δυτικά της Θεσσαλονίκης. H παρουσία της ανάγεται στα χρόνια της αρχαιότητας 487. Σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων ο απόστολος Παύλος επισκέφτηκε τη Βέροια στα μέσα του 1 ου αι. και δίδαξε τον Λόγο του Κυρίου στην εκεί Συναγωγή 488. Οι περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι ο Gerontius a Mace- Λίνου Πολίτη, ΕΕΦΣΑΠΘ (1988) 53-63, σ. 58 κ.ε. - Του ιδίου, Ο επίσκοπος Κίτρους Ιωάννης (τέλη 13 ου αι.), στο Πιερία Ι, σ Του ιδίου, Άγνωστο έργο του Επισκόπου Κίτρους Ιωάννου, στο Πιερία ΙΙ, σ Πρβ. τις επιφυλάξεις του Κ. Πιτσάκη, Κωνσταντίνος Καβάσιλας 162 κ.ε. - Για τις κανονικές αποκρίσεις του Ιώαννη Κίτρους βλ. Σ. Τρωιάνος, Καν. αποκρίσεις 90 κ.ε. 485 Βλ. Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα θεολογικά, Επιστολή Β4, σ. 160 κ.ε. (χωρίο: ). - Βλ. και Ι. Φουντούλης, Θεσσαλονίκη , Βλ. Mansi 16, col. 144 B, 159 C, 194 B (869). - Mansi 17 Α, col. 377 A (879). - G. Zacos - J. Nesbitt, Seals αρ. 419 (αρχές 10 ου αι.-1204). - Θεοφύλακτος Αχρίδος, Λόγοι Θεοφύλακτος Αχρίδος, Επιστολαί αρ. 14 (ca. 1093;) αρ. 52 (αρχές 1097) 113 (α.χ.) αρ. 121 (1108 ή λίγο μετά). - V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 467 = J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals αρ (11 ος -12 ος αι.). - V. Laurent, Sceaux V (αρχές 12 ου αι.). - J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals αρ (11 ος - 12 ος αι.). - Α. La. III. 118.C.4 (επικύρωση ἴσου εγγράφου του 1329). - Βλ. και Ε. Κωνσταντινίδης, Κίτρος 226, Σ. Κοντογιάννης, Επισκ. κατάλογοι P. Gautier, Théophylacte d Achrida Βλ. επίσης τις πηγές στη σ. 93 σημ Βλ. Μ. Δήμιτσας, Μακεδονία V. Laurent, Sceaux V 1 σ Ν. Oikonomidès, Listes Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία V. Kravari, Villes Βλ. Πράξεις των Αποστόλων κεφ. ιζ, Βλ. και Γ. Χιονίδης, Ιστορία της Βεροίας της πόλεως και της περιοχής, Θεσσαλονίκη 1960, τ. Α, σ. 169 κ.ε. Χριστιανισμός Βεροίας 13 κ.ε. Περίγραμμα 160 κ.ε. - Β. Ατέσης, Επισκοπικοί κατάλογοι Τ. Γριτσόπουλος, Βέροια Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 127, 131, 132, 155, Α. Κάνουρας, Η πορεία του Απο-

214 132 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου donia, de Brebi, που συμμετέχει στη σύνοδο της Σαρδικής (343) και υπογράφει μαζί με άλλους επισκόπους του Ιλλυρικού, είναι επίσκοπος Βεροίας 489. Αναμφισβήτητη μαρτυρία της επισκοπής Βεροίας απαντά στα μέσα του 5 ου αι., όταν ο επίσκοπος Λουκάς συμμετέχει στη Ληστρική σύνοδο της Εφέσου το 449 και υπογράφει ως Λουκᾶς Βερροίας Μακεδονίας πρώτης 490. Στα εκκλησιαστικά τακτικά των αρχών του 10 ου αι. κ.ε. η επισκοπή Βεροίας εμφανίζεται ως υπαγόμενη στη δικαιοδοσία της μητρόπολης Θεσστόλου Παύλου από τη Βέροια μέσω Κολινδρού στη Μεθώνη Πιερίας και ο ναός των Αγίων Αποστόλων Κολινδρού, στο Πιερία ΙΙ, σ , ιδίως σ Βλ. Mansi 3, col. 39 B, 42 D. - Βλ. και Γ. Χιονίδης, Βέροια Περίγραμμα Τ. Γριτσόπουλος, Βέροια V. Laurent, Sceaux V 1 σ Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Τ. Gregory - N. Patterson-Ševčenco, Berroia G. Fedalto, Hierarchia 431 κ.ά. - Στην Α Οικουμενική σύνοδο της Νικαίας συμμετέχει ο επίσκοπος Βεροίας Αντώνιος. Δεν είναι όμως βέβαιο αν πρόκειται για τη Βέροια της Μακεδονίας ή της Συρίας Α. - Βλ. E. Honigmann, La liste originale des pères de Nicée, Byzantion 14 (1939) 17-76, σ. 55, αρ Βλ. και Γ. Χιονίδης, Βέροια 162 και Περίγραμμα Τ. Γριτσόπουλος, Βέροια Αντιθέτως βλ. Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία , 155, 159, 161, 183, που δεν αμφιβάλλει ότι πρόκειται για τη μακεδονική επισκοπή και τοποθετεί την ίδρυσή της στο α μισό του 4 ου αι. - Βλ. και Β. Ατέσης, Επισκοπικοί κατάλογοι 28-29, που επίσης αναφέρει τον Αντώνιο ως επίσκοπο Βεροίας. 490 Βλ. Ε. Honigmann, Lists 35, αρ Βλ. και Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 74, 155, Για τον κατάλογο επισκόπων Βεροίας κατά τα βυζαντινά χρόνια βλ. Γ. Χιονίδης, Χριστιανισμός Βεροίας 21 κ.ε. Βέροια 162 κ.ε., όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία. - Του ιδίου, Περίγραμμα 166 κ.ε. και πρόσφατα G. Fedalto, Hierarchia 431. Στους αναφερόμενους επισκόπους θα πρέπει να προσθέσουμε τους εξής: α. α ν ώ ν υ μ ο ς : Βούλγαρος, επί κατοχής της πόλης από τον Ιωαννίτζη (1205/6-1207/8) β. Β α σ ί λ ε ι ο ς : εκδιώχθηκε από τους Λατίνους, ήταν αδελφός του τότε Κίτρους. Επί λατινοκρατίας ο Βεροίας απαντά ως σύνεδρος στο μεικτό δικαστήριο του δούκα Θεσσαλονίκης Γεώργιου Φραγγόπουλου. Επανέρχεται στην έδρα του με την ανακατάληψη της Βέροιας από τον Θεόδωρο Δούκα. Από επιγραφή του 1216/1217 πληροφορούμαστε το όνομά του, ενώ γύρω στο 1219/ /1230 μνημονεύται, χωρίς να κατονομάζεται, σε δικαστικές αποφάσεις και γνωματεύσεις του Χωματηνού. Το 1236 αναφέρεται ως εκλιπών (βλ. Θ. Παπαζώτος, Βέροια επιγρ. αρ. 6, σ Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 55, στ. 22, t.p.q. 1219/1220: βλ. G. Prinzing, Ponemata 136* αρ. 127, στ. 14, έτ : βλ. G. Prinzing, Ponemata 245* αρ. 108, στ. 18, έτ : βλ. G. Prinzing, Ponemata 220* αρ. 106, στ , έτ. 1236: G. Prinzing, Ponemata 212*) γ. α ν ώ ν υ μ ο ς : Λατίνος, καθώς σύμφωνα με το Provinciale Romanum (1210, 1212) η επισκοπή Βεροίας ανήκε στη δικαιοδοσία του Λατίνου αρχιεπισκόπου (βλ. κατωτ. σ. 188, 193) δ. α ν ώ ν υ μ ο ς : ο επίσκοπος Τζουρουλόης μετετέθη στα τέλη του 1364-αρχές 1395 στη μητρόπολη Βεροίας (βλ. ΜΜ 1, αρ. 198 J. Darrouzès, Reg. 2466, ανέκδοτο). Βέβαια η έδρα της Βέροιας δεν είναι πλέον επισκοπική αλλά μητροπολιτική. Ωστόσο μνημονεύουμε τον ανώνυμο μητροπολίτη, προκειμένου να διορθωθεί ένα εκ παραδρομής λάθος του Γ. Χιονίδη (Βέροια 166), ο οποίος αναφέρει αντιστρόφως ότι ο Βεροίας μετετέθη στην επισκοπή Τζουρουλόης. Επίσης στην πράξη μετάθεσης του Τζουρουλόης στην Βέροια σημειώνεται ότι η έδρα της ήταν χηρεύουσα από καιρό. Άρα και η αρχιερατεία του Διονυσίου (t.a.q. 1330), που κατά τον μελετητή μετετέθη στην Τζουρουλόη, δεν θα πρέπει να τοποθετείται χρονικά ως το 1364.

215 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 133 σαλονίκης 491. Ωστόσο κατά το β μισό του 13 ου αι. η εκκλησία της προήχθη σε αρχιεπισκοπή 492. Η Notitia 15 (τέλη 12 ου -13 ος αι.) δεν περιλαμβάνει τη Βέροια ούτε στον κατάλογο των μητροπόλεων ούτε των αρχιεπισκοπών ω- στόσο σε σημείωση ενός χειρογράφου του τέλους του 13 ου αι. αναφέρεται μεταξύ των νεοτιμήτων αρχιεπισκοπών 493. Πράγματι βάσει των πρακτικών των πατριαρχικών συνόδων και των συνοδικών αποφάσεων το τελευταίο τέταρτο του 13 ου αι. και ως το 1304 η Βέροια απαντά ως αρχιεπισκοπή. Η παλαιότερη μαρτυρία ανάγεται στο Πολύ σύντομα μάλιστα η Βέροια τιμήθηκε με νέα προαγωγή. Από το 1310 κ.ε. η εκκλησιαστική έδρα της Βεροίας μαρτυρείται ως μητροπολιτική Βλ. Not και App.2, στ. 823 (το χφ. C 2, του 14 ου αι., την παραλείπει). - Βλ. και Th. Tafel, Thessalonica Ο. Tafrali, Thessalonique Γ. Χιονίδης, Βέροια V. Kravari, Villes 35, Για τον επισκοπικό ναό της Βέροιας βλ. Θ. Παπαζώτος, Βέροια 164 κ.ε. - Φ. Καραγιάννη, Επισκοπικοί ναοί 137, , σχ Βλ. V. Kravari, Villes O V. Laurent (Sceaux V 1 σ. 342) τοποθετεί χρονικά την προαγωγή της επισκοπής Βεροίας σε αρχιεπισκοπή λίγο μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το Βλ. και Γ. Χιονίδης, Βέροια Τ. Gregory - N. Patterson-Ševčenco, Berroia 283. Αντιθέτως βλ. Τh. Tafel, Thessalonica 58, που χρονολογεί την προαγωγή της επισκοπής Βεροίας σε αρχιεπισκοπή στον 13 ο αι. ή 14 ο αι. - Ο. Tafrali, Thessalonique 92-93, που αποδίδει την προαγωγή της έδρας σε εκκλησιαστική μεταρρύθμιση του Ανδρονίκου Β. - Α. Αγγελόπουλος, Επισκοπική σύνοδος 796, που δεν κάνει λόγο για προαγωγή της έδρας σε αρχιεπισκοπική, αλλά απευθείας σε μητροπολιτική λίγο μετά τη θεωρούμενη εκκλησιαστική μεταρρύθμιση του Ανδρονίκου Β. 493 Βλ. Not. 15, App. στ Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae σ Ως αρχιεπισκοπική έδρα η Βέροια απαντά επίσης σε ένα από τα χειρόγραφα (J) της Notitia 12 (12 ος αι.). To χειρόγραφο όμως χρονολογείται στον 14 ο αι. και έτσι η πληροφορία του δεν μπορεί να μας φανεί χρήσιμη στην προσπάθειά μας να τοποθετήσουμε χρονικά την προαγωγή της επισκοπής. - Βλ. Not (J.32). -Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae σ. 169 και 443, αρ. 243 (Liste des manuscrits). 494 Βλ. ΜΜ 4, αρ. 17, V. Laurent, Reg (Νοέμβρ. 1272). - Μ. Ι. Γεδεών, Αρχείον εκκλησιαστικής ιστορίας, Κωνσταντινούπολη 1911, σ. 50 = Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Ιεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη, τ. 4, 1899, αναστατική εκτύπωση, Bruxelles 1963, σ. 382, αρ. 59 V. Laurent, Reg (1278). - Mansi 24, col. 365 D (1280). - V. Laurent, Blakhernes 148 (40) V. Laurent, Reg (θέρος 1285). - Α. Failler, Acte inédit V. Laurent, Reg (1294). - JGR Ι, 534 και G. E. Heimbach, Const. Harmenopuli Manuale legum sive Hexabiblos, Lipsiae 1851, σ. ΧΧΧΙΙΙ = ΡΠ 5, 122 V. Laurent, Reg (1304). - Βλ. και Γ. Χιονίδης, Βέροια 165 Περίγραμμα J. Darrouzès, Notitiae σ. 168, V. Laurent, Blakhernes 148 σημ Α. Failler, Acte inédit σ. 82 σημ. 54 και σ Βλ. J. Darrouzès, Reg. 2005, ανέκδοτο (Οκτ. 1310). - Βλ. και J. Darrouzès, Reg. 2010, 2018 Notitiae σ. 182 (πρβ. σ. 166 σημ. 1, όπου η προαγωγή της έδρας της Βέροιας σε μητροπολιτική τοποθετείται μεταξύ 1304 και 1306). - Α. Failler, Acte inédit 89. O Γ. Χιονίδης (Χριστιανισμός Βεροίας 23) τοποθετεί την προαγωγή της εκκλησιαστικής έ- δρας της Βέροιας σε μητροπολιτική γύρω στα 1315, όταν ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β επισκέφτηκε την πόλη. Σε άλλες μελέτες (Βέροια 157 και Περίγραμμα 168) σημειώνει ότι η προαγωγή έγινε το 1289 ή 1299, «οπότε έλαβε χώραν η νέα τάξις των μητροπόλεων». Επίσης ο V. Laurent (Sceaux V 1 σ. 342) τοποθετεί την προαγωγή της επισκοπής Βεροίας σε μητρόπολη γύρω

216 134 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Κατά την προαγωγή της σε μητρόπολη δεν υπήγαγε στη δικαιοδοσία τις όμορες επισκοπές που να αποσπάστηκαν από τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Επρόκειτο για μια τιμητική διάκριση, που δεν της εξασφάλιζε υποκείμενες επισκοπές και ευρύτερη δικαιοδοσία 496. γ. Επισκοπή Δρουγουβιτείας Η επισκοπή Δρουγουβιτείας μαρτυρείται ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 9 ου αι., καθώς ο προκαθήμενός της Πέτρας συμμετείχε στη σύνοδο του 879/880, που συνεκλήθη για την άρση του αφορισμού του πατριάρχη Φωτίου 497. Ελλείψει συγκεκριμένων μαρτυριών για την έδρα της επισκοπής μόνο υποθέσεις μπορούν να διατυπωθούν 498. Η ονομασία της όμως σχετίζεται προφανώς με το φύλο των Δρουγουβιτών, ένα από τα πρώτα σλαβικά φύλα 499 που εγκαταστάθηκαν στη δυτική Μακεδονία τον 7 ο αι. Έχουν διατυπωστο 1300, ενώ ο Η.-G. Beck (Kirche ) τοποθετεί την προαγωγή της Βέροιας σε μητρόπολη επί Μιχαήλ Η. Βέβαια οι μελετητές δεν είχαν στη διάθεσή τους τα Regestes του J. Darrouzès. - Βλ. και Τ. Gregory - N. Patterson-Ševčenco, Berroia 283, που υιοθετούν τη θέση του V. Laurent. 496 Βλ. και Γ. Χιονίδης, Βέροια Για την τιμητική απονομή του μητροπολιτικού τίτλου βλ. Ε. Chrysos, Erzbistümer 274 κ.ε. - Π. Μενεβίσογλου, Επισκοπικοί τίτλοι 196 κ.ε. 497 Βλ. Mansi 17 Α, col. 376 Α (879/880). - Βλ. και F. Dvornik, Slaves , G. Ostrogorsky, Cities 60 σημ Ι. Dujčev, Dragovitia P. Gautier, Dragvista Ν. Oikonomidès, Listes Δ. Ζακυθηνός, Σλάβοι 31 και Μελέται ΙΙΙ G. Fedalto, Hierarchia Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Σλαβικές εγκαταστάσεις Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θέμα Θεσσαλονίκης Βλ. Th. Tafel, Thessalonica 59, που σημειώνει ότι η μνεία της επισκοπής Δρουγουβιτείας μετά την επισκοπή Βεροίας στα εκκλησιαστικά τακτικά είναι ενδεικτική της γειτνίασης των δύο περιοχών. - R. Janin (στο Dictionaire d Histoire et Géographie Ecclésiastique 14, 1960, ), που τοποθετεί την έδρα της επισκοπής κοντά στην Πέλλα, στο σημερινό χωριό Άγ. Απόστολοι [βλ. και J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals σ Πρβ. όμως τον κατάλογο του τέλους του 11 ου αι. που περιλαμβάνει τις εκκλησιαστικές έδρες της αρχιεπισκοπής Αχρίδος. Σε αυτόν μνημονεύεται και ὁ Σλανίτζης ἤτοι Πελλῶν (Not. 13, App , Ι)]. - Γ. Χιονίδης, Βέροια και Περίγραμμα 168, που εντοπίζει την επισκοπική έδρα στο σημερινό χωριό Επισκοπή Νάουσας. Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο Σ. Λιάκος (Σκλαβήνοι 53 σημ. 63, 80), ενώ ο Ν. Οικονομίδης (Listes 357) τοποθετεί την έδρα της επισκοπής Δρουγουβιτείας, όπως και του ομώνυμου θέματος, βόρεια της Θεσσαλονίκης. Δεν θα πρέπει πάντως να συγχέονται οι Δρουγουβίτες της δυτικής Μακεδονίας με τους Δρουγουβίτες της Ροδόπης, στα νότια της Φιλιππούπολης, ούτε και η επισκοπή Δρουγουβιτείας, που υπάγεται στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης, με την εκκλησιαστική έδρα Φιλιππούπολης τῆς Θρᾴκης καὶ Δραγουβιτείας (βλ. Not κριτικό υπόμνημα). - Βλ. σχετικά F. Dvornik, Slaves 14 σημ. 2, Α. Soloviev, Autour des Bogomiles, Byzantion 22 (1952) , 81 κ.ε. - Ι. Dujčev, Dragovitia Σ. Λιάκος, Σκλαβήνοι 120 κ.ε. - N. Oikonomidès, Listes Για τους Δρουγουβίτες γενικότερα βλ. Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι 57-59, 62 κ.ε., 85, Αρχικά ο Ι. Dujčev (Dragovitia ) χαρακτήρισε τους Δρουγουβίτες σλαβικό φύλο. Σε

217 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 135 θεί διάφορες απόψεις σχετικά με την περιοχή εγκατάστασής τους 500. Πάντως στις αρχές του 10 ου αι. σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ιωάννη Καμινιάτη ε- ντοπίζονταν στα νοτιοδυτικά της Θεσσαλονίκης, μεταξύ αυτής και της Βέροιας 501. Η ενσωμάτωση των Δρουγουβιτών στο βυζαντινό κράτος και η ουμετέπειτα μελέτη του ωστόσο (Die Rolle des bulgarischen Volkstums und der bulgarischen Landschaften in der bulgarischen Geschichte, Medioevo Bizantino-Slavo 1, Roma 1965, σ. 90) τους αποκάλεσε βουλγαροσλαβικό φύλο. Η Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου (Κούβερ σημ. 6, όπου και επιπλέον βιβλιογραφία) απέρριψε την άποψη του μελετητή επισημαίνοντας ότι το εθνωνύμιο είναι σλαβικό. - Πρβ. Σ. Λιάκος, Σκλαβήνοι 27 κ.ε., που υποστηρίζει ότι οι Δρουγουβίτες δεν ήταν καν σλαβικής καταγωγής, αλλά επρόκειτο για κελτοθρακική ή σαρματική φυλή. 500 Βάσει ενός χωρίου από τα Θαύματα του αγίου Δημητρίου ( ) οι εγκαταστάσεις των Δρουγουβιτών κατά το β μισό του 7 ου αι. ήταν όμορες του Κεραμήσιου κάμπου. Μάλιστα φαίνεται ότι είχαν και αγροτική παραγωγή, καθώς με αυτοκρατορική εντολή όφειλαν να προμηθεύσουν με τρόφιμα ένα πλήθος Βυζαντινών και γόνων επιμιξίας με βαρβαρικά στοιχεία, οι ο- ποίοι υπό τον αρχηγό τους Κούβερ επαναστάτησαν κατά του χαγάνου των Αβάρων και επαναπατρίστηκαν έπειτα από μακρά περίοδο αιχμαλωσίας. Η Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου (Κούβερ 70 σημ. 6) συμπεραίνει ότι την εποχή εκείνη οι Δρουγουβίτες ήταν εγκαταστημένοι βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης, μεταξύ Μοναστηρίου και Πριλάπου, σε απόσταση περίπου 180 χλμ. (βλ. και Δ. Μισίου, Πιερία 67). Πρόβλημα βέβαια αποτελεί το γεγονός ότι οι μελετητές διχογνωμούν ως προς τη θέση του Κεραμήσιου Κάμπου (βλ. τις σχετικές απόψεις σε Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Κούβερ 70 σημ. 4, Βλ. και Γ. Τσάρας, Αμφίμεικτες κώμες 195 σημ. 42). Πάντως τον 10 ο αι. οι Δρουγουβίτες εντοπίζονται πια στην περιοχή της Βέροιας. Άλλοι μελετητές τοποθετούν τους Δρουγουβίτες στην περιοχή της Βέροιας ως το Μοναστήρι. - Βλ. P. Lemerle, Miracles 89-90, 122, Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Βαλκανικοί λαοί 85 πρβ. Σλαβικές εγκαταστάσεις 39, Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θέμα Στρυμόνος 309 Βοδηνά Πρβ. F. Dvornik, Grégoire Décapolite 35-36, που υποστηρίζει ότι το α μισό του 9 ου αι. οι Δρουγουβίτες ήταν εγκαταστημένοι βόρεια της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας σε ορεινή περιοχή. - Βλ. και Η. Ahrweiler, Πολιτική ιστορία 274 (βόρεια της Βέροιας). Από την άλλη, ο Γ. Χιονίδης (Βέροια 12) τους τοποθετεί στην περιοχή της λίμνης Λουδία, στα Γιαννιτσά. Ο Σ. Λιάκος (Σκλαβήνοι 78, 122, 126) τους εντοπίζει στην περιοχή Γιαννιτσών- Βεροίας-Έδεσσας. Ακόμη η Tupkova-Zaimova (Sur les rapports entre la population indigène des regions balkaniques et les barbares au VIe-VIIe s., Byzantino-Bulgarica 1, 1962, 117) και ο Φ. Μαλιγκούδης (Σλάβοι 85) τοποθετούν τους Δρουγουβίτες στην περιοχή της Έδεσσας. - Πρβ. Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 181, που εντοπίζει τους Δρουγουβίτες στην περιοχή της Πέλλας. - Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία και Γ. Τσάρας, Αμφίμεικτες κώμες 196 και σημ. 42, που τους τοποθετούν στην πεδιάδα της Βέροιας. - V. Kravari, Villes 34, 35, η οποία βάσει του χωρίου των Θαυμάτων αλλά και της μαρτυρίας του Καμινιάτη τους τοποθετεί στην πεδιάδα της Καμπανίας. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Ι. Dujčev (Dragovitia 221) δέχεται ως ετυμολογική ρίζα του ονόματος των Δρουγουβιτών τη σλαβική λέξη drjagva (= έλος) ή την παλαιο-σλαβική drega (= δάσος). Θεωρεί δηλαδή ότι ονομάστηκαν έτσι εξαιτίας του ότι κατοικούσαν σε ελώδεις ή δασώδεις περιοχές (βλ. και Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι 69). - Για τις απόψεις άλλων μελετητών σχετικά με την ετυμολογία του ονόματός τους βλ. ό.π. σ Πρβ. Σ. Λιάκος, Σκλαβήνοι 27-29, που προτείνει κελτικό ή θρακικό έτυμο της ονομασίας. 501 Βλ. Ιω. Καμινιάτης κεφ. 7, στ Πρβ. Θαύματα : τὰ παρακείμενα ἡμῖν τῶν Δρουγουβιτῶν ἔθνη : ὡς ἐκ μήκους μὴ ὑπάρχειν ταύτην (τὴν Θεσσαλονίκην). - Βλ. και Th. Tafel, Thessalonica F. Dvornik, Slaves 14, Μ. Vasmer, Slaven Δ. Ζα-

218 136 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου σιαστική αφομοίωσή τους επιτεύχθηκε με τον εκχριστιανισμό τους 502, ενώ από το 971/975 απαντά και θέμα Δρουγουβιτείας 503. Η επισκοπή Δρουγουβιτείας μαρτυρείται στις Notitiae 7 (αρχές 10 ου αι.), 9 και 10 (τέλη 10 ου αι.), 13 (12 ος αι.) και στον κατάλογο των επισκοπών που περιλαμβάνεται σε 4 χειρόγραφα του 14 ου αι. Ωστόσο δεν μνημονεύεται στην επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου Γ του 1212, που περιγράφει τη δικαιοδοσία του Λατίνου μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Επίσης δεν περιλαμβάνεται στο εκκλησιαστικό τακτικό που συντάχθηκε κατά το β μισό του 15 ου αι. (αρχές τουρκοκρατίας) 504. Το γεγονός ότι η επισκοπή Δρουγουβιτείας από τα τέλη του 9 ου αι. δεν μαρτυρείται ξανά σε άλλες πηγές εγείρει ορισμένες αμφιβολίες για την αξιοπιστία της μαρτυρίας των εκκλησιαστικών τακτικών. Ήδη άλλωστε εκθέσαμε τις επιφυλάξεις μας για την αξιοπιστία τους, πολύ περισσότερο για το τμήμα εκείνο που αφορά στη δικαιοδοσία των μητροπόλεων. Δεν πρόκειται, όπως επανειλημμένως αναφέρθηκε, για τους επίσημους καταλόγους της πατριαρχικής γραμματείας, ενώ είναι συχνό το φαινόμενο να παραδίδουν παρωχημένες πληροφορίες, άλλοτε διότι οι ερανιστές συντάκτες τους αγνοούσαν τις εξελίξεις και άλλοτε εξαιτίας του συντηρητισμού και της προσήλωσής τους σε μια ιδεατή ή παρελθούσα εκκλησιαστική κατάσταση. Δεν αποκλείεται λοιπόν σε απροσδιόριστο χρόνο (μεταξύ του 10 ου αι. και του τέλους του 12 ου αι.) είτε να τέθηκε η περιφέρεια της επισκοπής υπό την άμεση εποπτεία της μητρόπολης, είτε να συγχωνεύτηκε με κάποια όμορη επισκοπή, την Βεροίας ή την Καμπανίας 505. κυθηνός, Σλάβοι P. Gautier, Dragvista Ι. Dujčev, Dragovitia Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Κούβερ 70 σημ P. Lemerle, Miracles 89-90, 122, J. Karayannopoulos, Slaves 11, 13 κ.ά. 502 Βλ. F. Dvornik, Slaves Η. Ahrweiler, Πολιτική ιστορία Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θέμα Θεσσαλονίκης Για τον εκχριστιανισμό ως μέσο ενσωμάτωσης των επήλυδων σλαβικών πληθυσμών βλ. Μ. Nystazopoulou-Pélékidou, Les Slaves dans l empire byzantin, The 17 th International Byzantine Congress, Major Papers, Washington D.C. August 3-8, 1986, New York 1986, , σ. 352 κ.ε. Σλαβικές εγκαταστάσεις Βλ. κατωτ. σ Βλ. Not Not Not και App Not Για την επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου Γ του 1212 βλ. ανωτ. σ Για τη χρονολόγηση του τακτικού υπ αριθμόν 21 βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ Édition Βλ. και D. Balfour, Συμεών 81 σημ. 1: «Αν υπήρχεν ακόμη η επισκοπή Δρουγουβιτείας κατά τον 15 ον αιώνα είναι αβέβαιον». - Πρβ. Γ. Χιονίδης, Βέροια 159, που θεωρεί πιθανό ότι η επισκοπή Δρουγουβιτείας καταργήθηκε πολύ αργότερα και ότι η περιφέρειά της υπήχθη στην επισκοπή Βεροίας είτε επί τουρκοκρατίας, είτε όταν η εκκλησιαστική έδρα της Βέροιας προήχθη σε μητροπολιτική. Εξάλλου τοποθετεί την έδρα της Δρουγουβιτείας στο χωριό Επισκοπή Νάουσας, που απέχει χλμ. από τη Βέροια. - Ότι οι επισκοπές Καμπανίας και Βεροίας ήταν όμορες απο-

219 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 137 Η τελευταία υπόθεση μάλιστα μπορεί να βασιστεί σε δύο δεδομένα. Καταρχάς χειρόγραφο του 14 ου αι. προσθέτει στον τίτλο του Δρουγουβιτείας ἤτοι ὁ <Καμπανίας?>. Αντίστοιχα στον τίτλο του Καμπανίας συμπληρώνεται ἤτοι ὁ <Δρογουβιτείας?> καὶ Καστρίου. Το γεγονός ότι το χειρόγραφο που παραδίδει τον κατάλογο των επισκόπων Θεσσαλονίκης προέρχεται κατά τον εκδότη από τη Θεσσαλονίκη και θεωρείται πιο κοντά στο αρχέτυπο σε σχέση με τα άλλα χειρόγραφα καθιστά σημαντική τη μαρτυρία. Από την άλλη, ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η επισκοπή Καμπανίας μαρτυρείται για πρώτη φορά σε χειρόγραφο του τέλους του 12 ου αι. 506, ενώ η Δρουγουβιτείας δεν μνημονεύεται το 1212 στην επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου Γ 507. Αν επήλθε όντως μετονομασία της επισκοπής Δρουγουβιτείας ή συγχώνευση των δύο επισκοπών, αυτή θα έλαβε χώρα πριν από τα τέλη του 12 ου αι. Ε- ξάλλου είναι πιθανό γεωγραφικά να ταυτίζονταν οι περιφέρειες των δύο επισκοπών ή τουλάχιστον να ήταν όμορες. Ήδη έχει προταθεί από αρκετούς μελετητές η τοποθέτηση των Δρουγουβιτών στην περιοχή των Γιαννιτσών, όπου εντοπίζεται και η πεδιάδα της Καμπανίας. Ωστόσο οι προσθήκες του προαναφερθέντος χειρογράφου δεν είναι ευανάγνωστες 508, ούτε και επιβεβαιώνονται από άλλη πηγή. Επίσης η απουσία μαρτυρίας της επισκοπής Δρουγουβιτείας σε άλλες πηγές πέραν των εκκλησιαστικών τακτικών θα μπορούσε και να θεωρηθεί συμπτωματική. Πρόβλημα τέλος αποτελεί το γεγονός ότι η επισκοπή Δρουγουβιτείας εντοπίζεται δυτικά δεικνύεται από το γεγονός ότι το 1931 καταργήθηκε η επισκοπή Καμπανίας και η εκκλησιαστική της περιφέρεια μοιράστηκε ανάμεσα στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης και την επισκοπή Βεροίας. - Βλ. σχετικά G. Fedalto, Hierarchia Α. Καραθανάσης - Γ. Τριανταφυλλίδης, Σύνοδος Θεσσαλονίκης Βλ. Νot , App.2, στ Βλ. και πίνακες i, iv, vii, viii/στ. - Βλ. και Θ. Παπαζώτος, Βέροια 52, που βάσει των εκκλησιαστικών τακτικών επίσης θεωρεί πιθανό οι δύο έδρες να ενώθηκαν. 507 Βλ. ανωτ. σ Αντιθέτως βλ. Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι 65, που σημειώνει ότι η επισκοπή Δρουγουβιτείας απαντά από το 879 έως και τις πρώτες δεκαετίες του 13 ου αι. Το ενδεχόμενο να μη μνημονεύεται η επισκοπή Δρουγουβιτείας στην επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου, επειδή δεν ανήκε η περιοχή της στην επικράτεια του λομβαρδικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης, θα πρέπει μάλλον να αποκλειστεί. Μετά τον θάνατο του Βούλγαρου ηγεμόνα Ιωαννίτζη (1207) οι Λατίνοι κατόρθωσαν να επανακτήσουν τα εδάφη, που τους είχε αποσπάσει γύρω στα μέσα του 1205 στα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης. Η Βέροια, τα Σέρβια, το Κίτρος είναι βέβαιο ότι το ανήκαν στις λατινικές κτήσεις. Οι Λατίνοι πιθανόν να επέκτειναν την κυριαρχία τους και δυτικότερα, καθώς το 1215 μαρτυρείται Λατίνος επίσκοπος Καστοριάς (βλ. V. Kravari, Villes 40-41, όπου και οι πηγές). Είτε δεχτεί κανείς την έδρα της επισκοπής Δρουγουβιτείας κοντά στα Γιαννιτσά, είτε κοντά στη Νάουσα, δεδομένου ότι ήταν όμορη της επισκοπής Βεροίας (όπως άλλωστε και οι εγκαταστάσεις των Δρουγουβιτών), η περιφέρειά της πιθανότατα εντασσόταν στο μομφερρατικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης. 508 Βλ. Not. 13, App , 827 και κριτικό υπόμνημα.

220 138 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου της Θεσσαλονίκης κατά προσέγγιση μόνο, ενώ η άποψη ότι βρισκόταν στην περιοχή των Γιαννιτσών δεν υιοθετείται από όλους τους μελετητές. Για όλους τους παραπάνω λόγους λοιπόν διατυπώνουμε με επιφύλαξη την υπόθεση ότι η επισκοπή Δρουγουβιτείας μετονομάστηκε σε Καμπανίας ή ότι καταργήθηκε και συγχωνεύτηκε με την όμορη επισκοπή Καμπανίας. δ. Επισκοπή Σερβίων Η οχυρή πόλη των Σερβίων βρισκόταν στη δίοδο των στενών του Σαραντάπορου, μεταξύ των Καμβουνίων και Πιερίων ορέων 509. Δεν γνωρίζουμε πότε ανηγέρθη αρχικά το κάστρο 510. Φαίνεται πάντως ότι ο οικισμός ιδρύθηκε αρκετά πριν από τα μέσα του 10 ου αι Η επισκοπή Σερβίων Βλ. Ά. Αβραμέα, Θεσσαλία 29, Για το κάστρο βλ. Α. Ξυγγόπουλος, Σέρβια 17 κ.ε. - Δέσποινα Ευγενίδου, Ανασκαφές στη βυζαντινή κεντρική και δυτική Μακεδονία. Σέρβια και Μογλενά, ΑΕΜΘ 1 (1987) 63-69, σ Της ιδίας, Servia and Moglena. Two Byzantine Cities of Macedonia, Ιστορικογεωγραφικά 2 (1988) 15-22, ιδίως σ. 19 κ.ε. Μνημεία Σερβίων 79 κ.ε. - Λ. Χατζηλαζαρίδης, Σέρβια 556 κ.ε. - Α. Τσιλιπάκος, Σέρβια 4 κ.ε. 510 Πρβ. Α. Ξυγγόπουλος, Σέρβια Αντιθέτως βλ. Θ. Παπαθανασίου, Σέρβια 4 κ.ε, που αναπόδεικτα υποστηρίζει ότι το οχυρό χτίστηκε γύρω στο 560 επί Ιουστινιανού, στο πλαίσιο της οικοδομικής δραστηριότητας που ανέπτυξε ο αυτοκράτορας, για να ενισχύσει την άμυνα της Βαλκανικής. - Βλ. και Μ. Μαλούτας, Σέρβια 28, Πρβ. Λ. Χατζηλαζαρίδης, Σέρβια Βλ. Κων. Πορφ., De administrando Οι F. Dvornik (Slaves 8, 236), Ν. Županić (Les Serbes à Srbčište (Macédoine) au VIIe siècle, Byzantion 4, , σ , ιδίως σ ), Θ. Παπαθανασίου (Σέρβια 9-10), Μ. Vasmer (Slaven 187, 319), V. Laurent (Sceaux V 3 σ. 84), Φ. Μαλιγκούδης (Σλάβοι 95) κ.ά. δέχονται τη μαρτυρία της πηγής ότι επί Ηρακλείου εγκαταστάθηκε στην περιοχή σερβικός πληθυσμός με την άδεια του αυτοκράτορα, εξ ου και η ονομασία Σέρβια. Ωστόσο οι D. Georgakas (Beiträge zur Deutung als slavisch erklärter Ortsnamen, ΒΖ 41, 1941, σ , ιδίως σ. 374, 378), Κ. Άμαντος (Οι Σλάβοι εις την Ελλάδα, BNJ 17, , σ , ιδίως σ. 213), Δ. Ζακυθηνός (Σλάβοι 28), Αικ. Χριστοφιλοπούλου (Πολιτική ιστορία ) κ.ά. θεωρούν ότι βάσει της εκφοράς του τοπωνυμίου είναι εσφαλμένος ο ετυμολογικός συσχετισμός ανάμεσα στα Σέρβια και τους Σέρβους. - Πρβ. Μ. Μαλούτας, Σέρβια 28, 29-30, Λ. Χατζηλαζαρίδης, Σέρβια 551, 553, που θεωρούν τα Σέρβια ως λατινική ονομασία του ελληνιστικού οχυρού πολίσματος Φυλακαί. Το γεγονός πάντως ότι στα χρόνια του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου επιχειρείται ετυμολογική ανάλυση σχετικά με την ίδρυση του οικισμού, μάλλον υποδηλώνει ότι στα μέσα του 10 ου αι. δεν υπήρχε νωπή ανάμνηση της οργάνωσής του. 512 Στον κατάλογο επισκόπων Σερβίων που συνέταξε ο Ν. Δελιαλής (Επισκοπικά Κοζάνης 7 κ.ε.) και ο G. Fedalto (Hierarchia 454) μπορούμε να κάνουμε ορισμένες διορθώσεις και προσθήκες: α. Ι ω ά ν ν η ς : τέλη 9 ου - αρχές 10 ου αι. (βλ. V. Laurent, Sceaux V 3 αρ. 1729, αρχές 10 ου αι. = J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals αρ. 25.1, 9 ος -10 ος αι. - Πρβ. G. Fedalto, Hierarchia 454: 10 ος αι.) β. α ν ώ ν υ μ ο ς : 1223, 1233 (βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 78, 12 Μαΐου ό.π. αρ. 69, t.p.q. Μάιος 1223: βλ. G. Prinzing, Ponemata 152*. - ό.π. αρ. 77, t.p.q. Μάιος 1223: βλ. G. Prinzing, Ponemata 161*. - ό.π. αρ. 150, έτ Βλ. και J. Preiser-Kapeller, Studien II Πρβ. Χ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, Βυζαντινές τοιχογραφίες στην περιοχή της Κοζάνης κατά το 13 ο και τις αρχές του 14 ου αιώνα, στο Κοζάνη, σ , ιδίως σ. 296, που θεωρεί ότι πρόκειται για τον Μιχαήλ που χρηματοδότησε τη νέα τοιχογράφηση του επισκοπικού ναού και μαρτυρείται

221 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 139 υφίσταται οπωσδήποτε στις αρχές του 10 ου αι., δεδομένου ότι σώζεται σφραγίδα προκαθημένου της, που σύμφωνα με τον εκδότη V. Laurent χρονολογείται με βεβαιότητα στην εποχή εκείνη, ενώ κατά τους J. Nesbitt και Ν. Οικονομίδη μπορεί να τοποθετηθεί και λίγο νωρίτερα, στα τέλη του 9 ου αι Καθόλη τη βυζαντινή περίοδο η επισκοπή υπάγεται στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Περιλαμβάνεται στα εκκλησιαστικά τακτικά του 10 ου αι. κ.ε Αναφέρεται στην επιστολή πάπα Ιννοκεντίου Γ του 1212 ως ανήστην επιγραφή που συνοδεύει την παράσταση του αγίου Δημητρίου: οἰκτρὸς ἀρχιερεὺς Σερβίω[ν] Μιχ[αήλ], (μεταγραφή: Α. Ξυγγόπουλος, Σέρβια 45). Ο Α. Ξυγγόπουλος (ό.π. σ , 52 κ.ε., 62, 63, 65) χρονολογεί την τοιχογράφηση πριν από το Σε αυτήν την περίπτωση ο Μιχαήλ θα πρέπει να ταυτιστεί με τον ανώνυμο επίσκοπο Σερβίων που εκδιώχθηκε από τους Λατίνους το 1204 (βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 150, στ , έτ Βλ. και Ν. Δελιαλής, Επισκοπικά Κοζάνης Πρβ. Ι. Δημόπουλος, Εκκλησιαστικά 10: «ο Σερβίων Μιχαήλ περί του ») γ. Ι ά κ ω β ο ς : μέσα 14 ου αι. (βλ. Α. Doch. 21.B4, έτ και σ. 159: επικύρωση ἴσου χρυσοβούλλου του Ιωάννη Ε Παλαιολόγου. - Πρβ. Ν. Δελιαλής, Επισκοπικά Κοζάνης 9 και Κ. Σιαμπανόπουλος, Κοζάνη PLP 4, J. Preiser-Kapeller, Studien II. 496) δ. Λ έ ω ν : 1439 (βλ. Συνοδικόν Βλ. και L. Petit, Synodicon PLP 6, J. Preiser-Kapeller, Studien II. 497). 513 Βλ. V. Laurent, Sceaux V 3 αρ (αρχές 10 ου αι.). - J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals αρ (9 ος -10 ος αι.) και σ. 88 (σχόλια). - Πρβ. Κ. Σιαμπανόπουλος, Κοζάνη 16, που αναφέρει ότι η επισκοπή ιδρύθηκε τον 8 ο αι. Δεν υπάρχει ωστόσο τόσο πρώιμη μαρτυρία στις πηγές. Επίσης οι Μ. Μαλούτας (Σέρβια 62-63) και Λ. Χατζηλαζαρίδης (Σέρβια 553) θεωρούν πιθανό ότι η εκκλησία των Σερβίων ιδρύθηκε από τον ίδιο τον απόστολο Παύλο (!). Για τον επισκοπικό ναό των Σερβίων, που χρονολογείται πιθανότατα γύρω στις αρχές του 11 ου αι., βλ. Α. Ξυγγόπουλος, Σέρβια 29 κ.ε. - Δ. Ευγενίδου, Μνημεία Σερβίων Α. Τσιλιπάκος, Σέρβια Φ. Καραγιάννη, Επισκοπικοί ναοί 137, , σχ Βλ. Not και App Ο Κ. Σιαμπανόπουλος (Κοζάνη 16) αναφέρει ότι η επισκοπή Σερβίων από τον 8 ο αι. ως τα χρόνια του Λέοντα Στ υπαγόταν στη μητρόπολη Λαρίσης. Δεν προκύπτει όμως ένας τέτοιος ισχυρισμός από τις μαρτυρίες των πηγών. Επίσης ο Γ. Βελένης (Καισάρεια 54-55, βλ. και Φ. Καραγιάννη, Επισκοπικοί ναοί 149 και σημ. 423) υποστηρίζει ότι ύστερα από καταστροφή της Καισάρειας ο πληθυσμός μετακινήθηκε σε νέα θέση. Έτσι, κατά τον μελετητή η επισκοπή Καισαρείας, που ως τα τέλη του 8 ου αι. - αρχές 9 ου αι. ανήκε στη μητρόπολη Λαρίσης, μεταφέρθηκε στα Σέρβια, η επισκοπή των οποίων υπήχθη στη δικαιοδοσία της μητρόπολης Θεσσαλονίκης. Ο Γ. Βελένης στηρίζει την άποψή του σε μια επιγραφή, την οποία διαβάζει και χρονολογεί διαφορετικά από ό,τι οι προηγούμενοι εκδότες (βλ. Θ. Ριζάκης - Γ. Τουράτζολου, Επιγραφές Άνω Μακεδονίας, τ. Α, Αθήνα 1985, αρ Anna Avraméa - D. Feissel, Inscriptions de Thessalie, TM 10, 1987, , αρ. 9, 5 ος -6 ος αι.). Η θέση του μελετητή βασίζεται α) στο γεγονός ότι η επισκοπή Σερβίων κατέχει την 5 η θέση στη Notitia 7 (αν συναριθμηθεί και η εκκλησιαστική έδρα της Θεσσαλονίκης) και β) στο ότι - σύμφωνα με τη διαφορετική ανάγνωση και χρονολόγηση της επιγραφής από τον μελετητή - η Καισάρεια τον 9 ο αι. κατέχει την 5 η θέση μεταξύ των μακεδονικών πόλεων: ἐν τῇ ε Καισάρων ὁμοπόλ(ει) Μακεδονί(ης). Η ταύτιση της πολιτικής ιεραρχικής κατάταξης της Καισαρείας με την εκκλησιαστική ιεραρχική τάξη των Σερβίων οδηγεί τον μελετητή στο συμπέρασμα ότι η εκκλησιαστική έδρα της Καισάρειας μεταφέρθηκε στα Σέρβια. Πάντως, όπως ήδη έχουμε επισημάνει, η αρίθμηση των επισκοπών στις Notitiae δεν είναι βέβαιο ότι αποδίδει την ιεραρχική τους

222 140 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου κουσα στη δικαιοδοσία του Λατίνου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης 515. Η κατάκτηση της πόλης από τους Λατίνους οδήγησε τον Βυζαντινό επίσκοπο Σερβίων σε εξορία, όπου και απεβίωσε 516. Μετά την ανακατάληψη των Σερβίων από τον Θεόδωρο Δούκα 517, ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Δημήτριος Χωματηνός με την επίμονη προτροπή του ηγεμόνα της Ηπείρου χειροτόνησε ορθόδοξο επίσκοπο Σερβίων (t.a.q. συνοδική απόφαση της 12 ης Μαΐου 1223). Το γεγονός αποτελούσε αντικανονική επέμβαση όχι μόνο στα δίκαια του Θεσσαλονίκης αλλά και του πατριαρχείου, δεδομένου ότι ο Χωματηνός ήταν αρχηγός αυτοκέφαλης εκκλησίας. Στη σχετική συνοδική απόφαση ο Χωματηνός τονίζει ότι επενέβη κατ οἰκονομίαν στην εκκλησιαστική περιφέρεια του εξόριστου από τους Λατίνους μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου Μεσοποταμίτη και εκθέτει τους λόγους για τους οποίους ενήργησε αντικανονικά. Επίσης το 1233 απηύθυνε απολογητικό λόγο προς τον πατριάρχη Γερμανό για την ίδια υπόθεση 518. Τυπικά λοιπόν δεν φαλκιδεύτηκαν τα δίκαια της μητρόπολης Θεσσαλονίκης. Ο επίσκοπος Σερβίων βέβαια φαίνεται ότι διατηρούσε επαφές με τον Δημήτριο Χωματηνό λόγω της νομομάκατάταξη (βλ. ανωτ. σ ). Επίσης η εκκλησιαστική διοίκηση δεν ακολουθεί πιστά τα δεδομένα της πολιτικής διοίκησης (βλ. κατωτ. σ. 172 κ.ε.). Το ενδεχόμενο βέβαια να μεταφέρθηκε ο πληθυσμός της Καισάρειας, της 5 ης πόλεως Μακεδονίας, στα γειτονικά Σέρβια, μπορεί να αποτελέσει μια εξήγηση γιατί οι συντάκτες των εκκλησιαστικών τακτικών κατέγραψαν τα Σέρβια ως πέμπτη εκκλησιαστική έδρα της περιφέρειας Θεσσαλονίκης (συναριθμούμενης και της μητρόπολης). - Πρβ. Ι. Δημόπουλος, Εκκλησιαστικά 9: «η εκχώρηση μιας Επισκοπής από Μητρόπολη σε Μητρόπολη δεν γινόταν εύκολα και απλώς με την αλλαγή της έδρας. Αλλά και αν επρόκειτο για αλλαγή έδρας έπρεπε να διατηρεί και τον πρώτο της τίτλο Καισαρείας. Μάλλον βέβαιο πρέπει να θεωρείται, ότι η Επισκοπή Καισαρείας καταργήθηκε οριστικά αφού δεν έμεινε ούτε καν ως τίτλος πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής». 515 Βλ. ανωτ. σ Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 150, στ (1233: G. Prinzing, Ponemata 264* σημ. 103). - Βλ. και Ν. Δελιαλής, Επισκοπικά Κοζάνης 7. - Κ. Κατερέλος, Δικαιοδοσία 184, Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς απελευθερώθηκαν τα Σέρβια από τη φραγκική κατοχή. Ο Α. Ξυγγόπουλος (Σέρβια 8) τοποθετεί χρονικά την απελευθέρωση των Σερβίων από τη φραγκική κατοχή στο Η B. Κράβαρη (Villes 41 σημ. 83, 64) την χρονολογεί γύρω στο 1215/1216 στηρίζοντας την άποψή της στο γεγονός ότι τα Σέρβια βρίσκονταν στα σύνορα με τη Θεσσαλία, που κατά τον Ακροπολίτη αποτελούσε μια από τις πρώτες περιοχές που ανακατέλαβε ο Θεόδωρος Δούκας. Ο F. Bredenkamp (Thessaloniki ) θεωρεί ότι το 1223 τα Σέρβια ήταν ακόμη υπό λατινική κατοχή, εφόσον μόλις τον Μάιο του ίδιου χρόνου τοποθετήθηκε Βυζαντινός αρχιερέας στην επισκοπική τους έδρα, ενώ η Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα (Γρεβενά 194 πρβ. Νίκαια- Ηπειρος 65 και σημ. 60 Δυτ. Μακεδονία 34) τοποθετεί την ανακατάληψη του κάστρου στα τέλη του Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 78 (12 Μαΐου 1223: G. Prinzing, Ponemata 162*) αρ. 150 (1233: G. Prinzing, Ponemata 264* σημ. 103). - Βλ. και F. Bredenkamp, Thessaloniki Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αρχιεπισκοπή Αχρίδος Κ. Κατερέλος, Δικαιοδοσία 25 σημ. 9, , , 217 κ.ε., Σχετικά με το ζήτημα βλ. κατωτ. σ

223 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 141 θειας του αρχιεπισκόπου, προφανώς όμως και λόγω του σε εκείνον όφειλε την προώθησή του στον επισκοπικό θρόνο 519. Η επισκοπή Σερβίων δεν αναφέρεται στο τακτικό που συντάχθηκε στο β μισό του 15 ου αι. (αρχές τουρκοκρατίας) 520. Ωστόσο ο επίσκοπος Σερβίων Λέων (ca. 1439) μνημονεύεται στο Συνοδικόν της Θεσσαλονίκης αμέσως μετά τον κατάλογο των μητροπολιτών της, γεγονός που υποδηλώνει ότι η επισκοπή συνέχιζε να υφίσταται και να υπάγεται στη μητρόπολη 521. ε. Επισκοπή Κασσανδρείας H Κασσάνδρεια βρίσκεται σχεδόν στο μέσο της χερσονήσου της Κασσάνδρας (Παλήνης) στη Χαλκιδική, στην περιοχή της αρχαίας Ποτίδαιας 522. Η επισκοπή της 523 μνημονεύεται ήδη στα μέσα του 5 ου αι Σε ορι- 519 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 69 (t.p.q βλ. G. Prinzing, Ponemata 152*) αρ. 77 (t.p.q. Μάιος 1223 βλ. G. Prinzing, Ponemata 161*). - Βλ. και Ε. Παπαγιάννη, Νομολογία ΙΙ. 193 σημ Μ. Angold, Church Βλ. Not Βλ. Συνοδικόν (1439). - Βλ. και L. Petit, Synodicon J. Gouillard, Synodicon 34, για τη χρονολογία. - Πρβ. Ι. Δημόπουλος, Εκκλησιαστικά 9-10, που επισημαίνει ότι η επισκοπή Σερβίων υπάρχει και λειτουργεί ως υπαγόμενη στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης ανέκαθεν ως το 1882, οπότε προήχθη σε μητρόπολη. Βέβαια από το 1745 ο επίσκοπος αποκαλούνταν πλέον Σερβίων και Κοζάνης, καθώς η έδρα μεταφέρθηκε στην πιο ακμάζουσα πόλη της περιοχής. - Αντιθέτως βλ. Α. Αγγελόπουλος, Επισκοπική σύνοδος 796, που εσφαλμένα αναφέρει ότι η επισκοπή Σερβίων προήχθη σε μητρόπολη «ολίγον μετά την εκκλησιαστικήν μεταρρύθμισιν του Ανδρονίκου Β». 522 Βλ. Th. Tafel, Thessalonica Μ. Δήμιτσας, Μακεδονία Δ. Ζαγκλής, Χαλκιδική 51, Π. Στάμος, Κασσάνδρα J. A. Alexander, Cassandreia during the Macedonian Period: An Epigraphical Commentary, Αρχαία Μακεδονία. Ανακοινώσεις κατά το Πρώτον Διεθνές Συμπόσιον, Θεσσαλονίκη Αυγούστου 1968, [Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών - ΙΜΧΑ 122] Θεσσαλονίκη 1970, σ , ιδίως σ Α. Γλαβίνας, Αρχιερείς Κασσανδρείας Για τον πιο πρόσφατα συνταχθέντα κατάλογο επισκόπων Κασσανδρείας κατά τους βυζαντινούς χρόνους βλ. Α. Γλαβίνας, Αρχιερείς Κασσανδρείας 223 κ.ε., όπου και η προηγούμενη βιβλιογραφία. - Βλ. και G. Fedalto, Hierarchia 434. Στους επισκόπους που αναφέρονται ήδη η Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα (Μητρόπολη Θεσσαλονίκης I ) πρόσθεσε το όνομα του Λέοντα Κασσανδρείας, ο οποίος μαρτυρείται σε έγγραφο του 996 (Α. Iv. I ). Θα μπορούσαμε ακόμη να μνημονεύσουμε τους ακόλουθους: α... Σ τ ρ υ μ β ά κ ω ν : αρχές 13 ου αι., επί λατινοκρατίας (βλ. Δημ. Χωματηνού, Πονήματα αρ. 106, στ εκτός αν ταυτίζεται με τον Μιχαήλ Κασσανδρείας που συμμετείχε στη χειροτονία του αγίου Σάββα της Σερβίας σε αρχιμανδρίτη γύρω στο 1200/1201 στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Σοφίας από τον Κωνσταντίνο Μεσοποταμίτη βλ. Domentijan σ Theodosije σ ) β. Μ ά ξ ι μ ο ς : α μισό 14 ου αι. (επικυρώνει ἴσον εγγράφου του 1315: A. Xén και σ Chil. 114, σ. 237 υποσημείωση, επικυρώνει ἴσον εγγράφου του , επικυρώνει ἴσον εγγράφου του Βλ. και J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ. 489)

224 142 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου σμένα επισκοπικά τακτικά απαντά ως Κασσανδρείας τῆς Ποτιδαίας ή Κασσανδρείας καὶ Ποτιδαίας 525. Πρόκειται όμως μάλλον για αρχαϊσμό των συντακτών ή των αντιγραφέων, εφόσον σε σφραγίδες, έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους, επιστολές και αφηγηματικές πηγές η επισκοπή δεν απαντά ως Ποτιδαίας 526. Αντιθέτως από το β μισό του 11 ου αι. κ.ε. ο επίσκοπος Κασσανδρείας εμφανίζεται στις πηγές και ως Κασσανδρείας καὶ Βρυῶν 527. Οι Βρύες γ. Φ ι λ ό θ ε ο ς : 14 ος αι. (επικυρώνει τα έγγραφα: Α. Va. Ι , έτ Β, έτ Βλ. και J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ. 489). 524 Βλ. Ε. Honigmann, Lists 35, αρ. 62 (449). - Βλ. και Δ. Ζαγκλής, Χαλκιδική Π. Στάμος, Κασσάνδρα V. Laurent, Sceaux V 1 σ Τ. Α. Γριτσόπουλος, Κασσανδρείας Μητρόπολις, ΘΗΕ 7 (1965) , σ Α. Γλαβίνας, Αρχιερείς Κασσανδρείας Α. Σταυρίδου- Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης Ι Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 155, 160. Κατά την παράδοση, που όμως δεν επιβεβαιώνεται ιστορικά, ο απόστολος Παύλος κήρυξε τον λόγο του Θεού στο σημερινό χωριό της Ν. Φώκαιας. Ωστόσο ο Π. Στάμος (Κασσάνδρα 99) δέχεται ότι η επισκοπή της Κασσανδρείας είναι αποστολική έδρα, δεδομένου ότι ο απόστολος Παύλος διήλθε από σημαντικές πόλεις, προκειμένου εξ αυτών να διαδοθεί η χριστιανική διδασκαλία στην ύπαιθρο και γενικά στις γύρω περιοχές. Είναι βέβαια προφανές ότι πρόκειται για απλή εικασία. Αλλά και η άποψη του μελετητή ότι η έδρα της επισκοπής μεταφέρθηκε σε άλλη πόλη της χερσονήσου της Κασσάνδρας μετά την καταστροφή της Κασσάνδρειας από ουννικό φύλο (Βούλγαρους) το 540 δεν τεκμαίρεται από τις πηγές. Τέλος δεν ισχύει η παρατήρηση ότι η εν λόγω επισκοπή απαντά στις πηγές από τον 10 ο αι. κ.ε. Κατά την Α. Κωνσταντακοπούλου (Μακεδονία 155) εξαιτίας της καταστροφής του 540 η ε- πισκοπή Κασσανδρείας έπαψε να υφίσταται. Λίγο αργότερα (ό.π. σ. 164) αναφερόμενη και σε άλλες επισκοπές της επαρχίας Μακεδονίας σημειώνει ότι «ή εξαφανίζονται εντελώς ή εμφανίζονται πολύ αργότερα». Αν όντως η εν λόγω επισκοπή καταργήθηκε κάποτε, είναι βέβαιο ότι επανασυστάθηκε το αργότερο στα τέλη του 9 ου αι., εφόσον απαντά στη Notitia 7. Πρέπει τέλος να επισημάνουμε ότι είναι λαθεμένη η σημείωση του Th. Tafel (Thessalonica 60, 89), ότι η Κασσανδρεία προήχθη σε αρχιεπισκοπή πριν από τη βασιλεία του Ανδρονίκου Γ, καθώς και του Α. Αγγελόπουλου (Επισκοπική σύνοδος 796), που σημειώνει ότι η Κασσάνδρεια προήχθη σε μητρόπολη λίγο μετά την εκκλησιαστική μεταρρύθμιση του Ανδρονίκου Β. 525 Βλ. Not και κριτικό υπόμνημα: σε πέντε χειρόγραφα του 12 ου αι. κ.ε. Not. 13, App και κριτικό υπόμνημα: σε τρία χειρόγραφα του 14 ου αι. κ.ε. - Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae σ. 68, 69 και Liste de manuscrits: αρ. 276 (12 ος αι.) αρ. 33 (12 ος -13 ος αι.) αρ. 173 (12 ος -13 ος αι.) αρ. 246 (13 ος -14 ος αι.) αρ. 2 (14 ος αι.). - Πρβ. Not , όπου μνημονεύεται απλώς ως Κασσανδρείας. - Βλ. και κατωτ. σημ Βλ. Α. Iv. Ι , 35 (996). - V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 469 (β μισού του 11 ου αι.). - Α. La. I (1074) II (1284). - Domentijan σ. 90 και Theodosije σ (ca. 1201). - Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ (αρχές 13 ου αι.). - Α. Va. Ι (1301) (επικύρωση ἴσου εγγρ. του 1317) 49.Β (επικύρωση ἴσου εγγρ. του 1317). 527 Βλ. Α. Esph και σ. 51 (1078). - Α. La. II. σ. 5 (Β) (1259). - Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Ανάλεκτα V. Grumel, Reg (τέλη 12 ου αι.). - A. Xén (α μισό του 14 ου αι., επικύρωση ἴσου από έγγραφο του 1315). - Chil. 114, σ. 237 υποσημείωση (α μισό του 14 ου αι., επικύρωση ἴσου εγγράφου του 1327), (α μισό του 14 ου αι., επικύρωση ἴσου εγγράφου του 1327). - Πρβ. Not. 13, App (σε χειρόγραφο του 14 ου αι.: βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 371 κριτικό υπόμνημα και Liste des manuscrits: αρ. 116): Κασσανδρείας ἤτοι Ποτιδαίας καὶ

225 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 143 (σημερινή Βεργιά) βρίσκονται στον παράλιο δρόμο που συνέδεε τη Θεσσαλονίκη με την Κασσάνδρεια, 2 χλμ. από τη σημερινή Σωζόπολη 528. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα η πρώτη φάση του βυζαντινού κάστρου των Βρυών ανάγεται στα τέλη του 10 ου αι. ή στις αρχές του 11 ου αι., οπότε σημειώνεται αναβίωση του οικισμού στην ακρόπολη, εγκατάσταση στον χώρο εκτός των τειχών και επαναχρησιμοποίηση με τροποποιήσεις των μεγάλων κτισμάτων της ύστερης αρχαιότητας. Γενικώς παρατηρείται μια έντονη δραστηριότητα κυρίως στις δυτικές υπώρειες του λόφου από τα τέλη του 10 ου έως τα τέλη του 12 ου αι., όπως δείχνουν η αφθονία της κεραμικής και τα νομίσματα 529. Άλλωστε στα τέλη του 11 ου αι. οι Βρύες απαντούν ως ἐνορία, δηλαδή οικονομική υποδιαίρεση του κατεπανικίου της Καλαμαρίας, τουλάχιστον το νότιο τμήμα του οποίου θα πρέπει να ανήκε στη δικαιοδοσία της επισκοπής Κασσανδρείας 530. Όπως επισημαίνει ο υπεύθυνος των ανασκαφών στην περιοχή Θ. Παζαράς, η οικονομική ευρωστία και η σπουδαιότητα του κάστρου αποδεικνύεται και από την ισχυρή και επιμελημένη τοιχοδομία των τειχών του, καθώς και από τους δρόμους που το ένωναν με τους γύρω οικισμούς και τη Θεσσαλονίκη 531. Το κάστρο εγκαταλείφθηκε γύρω στα τέλη του 13 ου αι στ. Επισκοπή Καμπανίας ή Καστρίου Η επισκοπή πήρε το όνομά της από την πεδιάδα της Καμπανίας, στην οποία ή σε τμήμα της οποίας προφανώς εξαπλωνόταν η περιφέρειά της 533. Βάσει της διπλής ονομασίας της επισκοπής η έδρα της φαίνεται ότι Βρυῶν. - Βλ. και J. Lefort, Chalcidique 50, Α. Χén. σ. 11 σημ Α. Γλαβίνας, Αρχιερείς Κασσανδρείας Αντιθέτως βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 469 και Α. Esph. σ. 51, που σημειώνουν ότι η προσθήκη καὶ Βρυῶν στον τίτλο του Κασσανδρείας απαντά από τα τέλη του 12 ου αι. 528 Για το ανασκαφικό έργο στις Βρύες βλ. Θ. Παζαράς, Κάστρο Βρύας 313 κ.ε., όπου και προγενέστερη βιβλιογραφία. - Για μια ιστορική αναδρομή βλ. J. Lefort, Chalcidique byzantine 483 κ.ε. Chalcidique 50 κ.ε. 529 Βλ. Θ. Παζαράς, Κάστρο Βρύας 320, Βλ. Α. Esph. 5.9 (1095). - Βλ. και Γ. Θεοχαρίδης, Κατεπανίκια J. Lefort, Chalcidique byzantine 484 Chalcidique 52 σημ Α. Doch. σ Για την περιφέρεια της επισκοπής βλ. κατωτ. σ Βλ. Θ. Παζαράς, Κάστρο Βρύας Βλ. J. Lefort, Chalcidique byzantine Θ. Παζαράς, Κάστρο Βρύας Επισκοπικό κατάλογο Καμπανίας συνέταξε ο G. Fedalto, Hierarchia 433. Θα μπορούσαμε να κάνουμε ορισμένες προσθήκες και διορθώσεις: α. α ν ώ ν υ μ ο ς : κατά την περίοδο της λατινοκρατίας (βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ. 149)

226 144 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ήταν το Καστρίον. Όσον αφορά τον εντοπισμό του, υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των μελετητών. Συγκεκριμένα, ο Th. Tafel βασιζόμενος σε μαρτυρία του Ιωάννη Καντακουζηνού τοποθετεί το Καστρίον κοντά στο Λυκοστόμιο 534. O Απ. Βακαλόπουλος το ταυτίζει με το κάστρο της Ωριάς στα Τέμπη 535. Ο Γ. Χιονίδης, από την άλλη, εντοπίζει το βυζαντινό Καστρίον στο σημερινό χωριό Επισκοπή, 20 χλμ. βορειοανατολικά της Βέροιας 536. Τέλος ο Ε. Honigmann τοποθετεί την πόλη στην περιοχή των Γιαννιτσών, όπου εντοπίζει και την πεδιάδα της Καμπανίας 537. Η επισκοπή Καμπανίας απαντά ως υπαγόμενη στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης σε όλη τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων. Η πρώτη μνεία εντοπίζεται στο χειρόγραφο D της Notitiae 7, το οποίο χρονολογείται γύρω στα τέλη του 12 ου αι. Ωστόσο σύμφωνα με τον εκδότη J. Darrouzès πρόκειται για αντίγραφο χειρογράφου του 11 ου αι. Έτσι ο κατάλογος επισκοπών που παραδίδεται αντικατοπτρίζει τη δικαιοδοσία της μητρόπολης Θεσσαλονίκης στα β. Μ α κ ά ρ ι ο ς : 1351 (βλ. Ε. Honigmann, Tomos J. Darrouzès, Reg Θ. Παπαζώτος, Βέροια επιγρ. αρ. 23, σ ). Ήδη πριν από τον Ιούλιο του 1356 είχε μετατεθεί στη μητρόπολη Σμύρνης (βλ. PRK III, αρ. 271, στ. 5-18, και σ. 598/c και σημ. 1 J. Darrouzès, Reg πρβ. Reg. 2392, Βλ. επίσης Α. La. ΙΙΙ , έτ. 1351/2? και σ A. Doch , έτ και σ J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Πρβ. PLP 7, G. Fedalto, Hierarchia 433: Macarius?, ως το 1360/1361) γ. α ν ώ ν υ μ ο ς : 1416, μαρτυρείται ως μέλος του μητροπολιτικού συνοδικού δικαστηρίου. Πιθανόν να ταυτίζεται με τον Μελέτιο, που ακολουθεί (βλ. Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης Βλ. και J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ. 488) δ. Μ ε λ έ τ ι ο ς : 1419, 1421, χρημάτισε και καθολικός κριτής της Θεσσαλονίκης (βλ. Α. Ιv. IV αρ. 97, ιδίως στ. 84 και σ. 155, έτ , 8-9, έτ A. Doch. σ PLP 7, J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Πρβ. G. Fedalto, Hierarchia 433: Melitus). 534 Βλ. Ιω. Καντακουζηνός Ι : ἐσέβαλεν εἰς αὐτην (ενν. τη Θεσσαλία) καὶ εἷλε τόν τε Γόλον καὶ Καστρὶν καὶ Λυκόστομον πολίσματα αὐτῆς ΙΙΙ, : καὶ ἐκ τῶν Θετταλίας πολιχνίων τὸ Λυκοστόμιον λεγόμενον καὶ τὸ Καστρίον. - Βλ. και Th. Tafel, Thessalonica 61, J. Koder - F. Hild, Hellas-Thessalia 208, Βλ. Α. Βακαλόπουλος, Κάστρα Βλ. και Β. Κατσαρός, Πέτρα 128 σημ Βλ. Γ. Χιονίδης, Βέροια 159, 160 Περίγραμμα Βλ. Ε. Honigmann, Tomos 1351 σ Πρβ. Α. Chil. Ι και σ. 213 (1314). - Η άποψη του μελετητή φαίνεται πιο εύλογη. Αν τοποθετούσαμε την επισκοπή Καστρίου στην περιοχή των Τεμπών ή έστω πλησίον αυτών τότε σε μια μικρή σχετικά περιφέρεια θα υπήρχαν τρεις επισκοπικές έδρες: η επισκοπή Καστρίου, Λυκοστομίου-Πλαταμώνος και Πέτρας. Αντιθέτως η τοποθέτηση της επισκοπής Καστρίου στην πεδιάδα της Καμπανίας, ανάμεσα στις επισκοπές Βεροίας, Δρουγουβιτείας και Βαρδαρίου, φαίνεται πιο εύλογη. Ότι η επισκοπή Καμπανίας-Καστρίου ήταν όμορη των επισκοπών αυτών υποδηλώνεται και από τη σειρά με την οποία μνημονεύονται στην επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου Γ του 1212 (PL 216, col. 557 D A. Potthast, Reg. 1422): Beriensem, Campaniensem, Vardariensem. - Για ενδεχόμενη μετονομασία της επισκοπής Δρουγουβιτείας σε Καμπανίας ή για ένωση των δύο αυτών επισκοπών βλ. ανωτ. σ

227 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 145 μέσα του 11 ου αι Ακόμη η επισκοπή Καμπανίας απαριθμείται μεταξύ των υποκείμενων επισκοπών στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης στην επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου Γ του Ο επίσκοπος Καμπανίας Μακάριος αναφέρεται ως παριστάμενος στη σύνοδο που συγκροτήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1351 και καταδίκασε τους αντιπάλους του Γρηγορίου Παλαμά. Το 1416 ο Καμπανίας απαντά ως μέλος του συνοδικού μητροπολιτικού δικαστηρίου. Το 1419 ο Συμεών Θεσσαλονίκης ανέθεσε στον επίσκοπο Καμπανίας και Καστρίου Μελέτιο να μεσολαβήσει για τη διευθέτηση μιας δικαστικής διαμάχης ανάμεσα στη μονή Δοχειαρίου και την οικογένεια Δεβλιτζηνών. Επίσης ο ίδιος μάλλον επίσκοπος Καμπανίας ως καθολικός κριτής Θεσσαλονίκης εξέδωσε μια δικαστική απόφαση το Τέλος η επισκοπή μνημονεύεται σε εκκλησιαστικό τακτικό του β μισού του 15 ου αι ζ. Επισκοπή Πέτρας (και Σαγουδανείας) Το κάστρο της Πέτρας βρισκόταν στη στενή δίοδο μεταξύ των ορέων Τιταρίου και Ολύμπου, η οποία οδηγεί από τη δυτική Μακεδονία στη Θεσσαλία. Τα ερείπια του βυζαντινού φρουρίου βρίσκονται στην ανατολική κορυφή του Μαυρονόρους, υψώματος που αποτελεί συνέχεια της πλαγιάς του Τιταρίου 540. Η επισκοπή Πέτρας 541 απαντά ως υπαγόμενη στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης αρχικά στη Notitia Episcopatuum 7. Συγκεκριμένα περιλαμβάνεται μόνο στα χειρόγραφα D, L, M, τα οποία χρονολογούνται από τον 12 ο Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ Βλ. ανωτ. σ Βλ. και PG 151, col. 721 A, 763 Α J. Darrouzès, Reg (27 Μαΐου- Ιουλίου 1351). - Ε. Honigmann, Tomos J. Darrouzès, Reg (t.a.q. 15 Αυγ. 1351): παρῆσαν τῇ συνόδῳ καὶ ἐπίσκοποι τοῦ δὲ Θεσσαλονίκης ὁ Καμπανίας. - Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης (1416). - Α. Doch (1419) και σ. 200, Α. Ιv. IV. αρ. 97, ιδίως στ. 84 (1421) και σ , 8-9 (1421). - Not (β μισό 15 ου αι.). 540 Βλ. Μ. Δήμιτσας, Μακεδονία Ε. Πουλάκη-Παντερμαλή, Ανασκαφές Ολύμπου Ά. Αβραμέα, Θεσσαλία 84 σημ Στ. Μαμαλούκος, Πέτρα Για το κάστρο της Πέτρας βλ. Στ. Μαμαλούκος, Πέτρα 148 κ.ε. Για μαρτυρίες σχετικά με την οχυρή τοποθεσία της Πέτρας κατά τους αρχαίους και ρωμαϊκούς χρόνους βλ. Π. Ν. Αναγνωστόπουλος, Η αρχαία Ολυμπική Πέτρα, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 107 κ.ε. - Ε. Πουλάκη-Παντερμαλή, Ανασκαφές Ολύμπου Β. Κατσαρός, Πέτρα Β. Τουλίκας - Π. Βλαχάκος, Πέτρα 21 κ.ε. Δεν θα πρέπει να συσχέεται η Πέτρα της Πιερίας με την Πέτρα κοντά στην ομώνυμη λίμνη στο Αμύνταιο. - Βλ. σχετικά Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πιερία Ι. 125 και Πιερία ΙΙ. 94 και σημ. 33, 96 σημ Β. Κατσαρός, Πέτρα , και σημ Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Πιερία 79 και σημ. 4, Για τον επισκοπικό κατάλογο της Πέτρας βλ. Β. Κατσαρός, Πέτρα 130 κ.ε. - Βλ. και J. Preiser-Kapeller, Studien II. 493.

228 146 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 13 ο αι. κ.ε. και που σύμφωνα με τον εκδότη απεικονίζουν την περιφέρεια της μητρόπολης στα μέσα του 11 ου αι Ως επισκοπή της μητρόπολης Θεσσαλονίκης αναφέρεται έμμεσα σε ένα λόγο του Θεοφύλακτου Αχρίδος (± ). Ρητή μνεία της επισκοπής ως υπαγόμενης στη δικαιοδοσία του Θεσσαλονίκης υπάρχει στην επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου Γ του 1212 καθώς και στα πρακτικά των συνομιλιών που διεξήχθησαν το 1278 μεταξύ παπικών απεσταλμένων με τον Μιχαήλ Η Παλαιολόγο σχετικά με τις δυσκολίες στην εφαρμογή της ένωσης των Εκκλησιών. Ακόμη το 1284 ο επίσκοπος Πέτρας μαζί με άλλους επισκόπους της μητρόπολης Θεσσαλονίκης επικυρώνει τη διαθήκη του καθαιρεμένου αρχιεπισκόπου Αχρίδος Θεόδωρου Κεραμέα 543. To 1295 o επίσκοπος Ιωάννης υπογράφει δικαστική απόφαση ως Πέτρας και Σαγουδανείας. Η δεύτερη ονομασία προφανώς σχετίζεται με το σλαβικό 544 φύλο των Σαγουδάτων 545, που στις αρχές του 10 ου αι. ήταν εγκαταστημένοι στην περιοχή μεταξύ Βεροίας και Θεσσαλονίκης, νότια των Δρουγουβιτών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ιωάννη Καμινιάτη ζούσαν σε αμφίμικτες κώ- 542 Βλ. Not και κριτικό υπόμνημα. - Βλ. και Not , App Βλ. και πίνακες iv-v, viii/α. - Πρβ. V. Kravari, Villes Β. Κατσαρός, Πέτρα Β. Τουλίκας - Π. Βλαχάκος, Πέτρα 41, που βάσει των εκκλησιαστικών τακτικών τοποθετούν την πρώτη μαρτυρία της επισκοπής Πέτρας στις αρχές του 10 ου αι. Ωστόσο βλ. ανωτ. σ. 117 κ.ε. 543 Βλ. Θεοφύλακτος Αχρίδος, Λόγοι PL 216, col. 557 D Α. Potthast, Reg (1212). - Mémoire d Ogier, protonotaire, pour Marco et Marchetto nonces de Michel VIII Paléologue auprès du pape Nicolas III. 1278, printemps-été, OCP 31 (1965) , : Item alium episcopum, vocatum Petrensem, tenuit et ipsum et cogebat eum ut simul saperet cum eodem. et quia non obediit sed dixit quod ego habeo primum prelatum Thessalonicensem et ab ispo sum ordinatus et ad concilium iui Constantinopolitanum cum meo prelato et dedi meam subscriptionem quod debeam manere cum aliis ad obedientiam sancte Romane ecclesie. - Α. La. II (1284). - Βλ. και Β. Κατσαρός, Πέτρα 126, Οι F. Dvornik, Slaves Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Πολιτική ιστορία I. Καραγιαννόπουλος, Διοικ. σύστημα 7. - Β. Κατσαρός, Πέτρα 121 κ.ά., θεωρούν τους Σαγουδάτους σλαβικό φύλο. Αντιθέτως βλ. Σ. Λιάκος, Σκλαβήνοι 30, 126 κ.ε. - Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία 179 κ.ε. - Γ. Τσάρας, Αμφίμεικτες κώμες 192 κ.ε. - Του ιδίου, Ιωάννου Καμενιάτου στην άλωση της Θεσσαλονίκης (904 μ.χ.), Εισαγωγή - Μετάφραση - Σχόλια, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 38 σημ. 26 και σ. 56, σημ. 43, που θεωρούν ότι οι Σαγουδάτοι δεν ήταν σλαβικό φύλο. Ορισμένοι μελετητές επισημαίνουν ότι το όνομα των Σαγουδάτων δεν είναι σλαβικής ετυμολογίας, αλλά μάλλον τουρκοταταρικής (βλ. M. Vasmer, Slaven P. Lemerle, Miracles 90, 116, Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Σλαβικές Εγκαταστάσεις 39 και σημ. 34 κ.ά.) ή ιρανικής προέλευσης (Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι 69, 121 σημ. 38). - Πρβ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θέμα Στρυμόνος και σημ Βλ. Α. Iv. III (1295). - Βλ. επίσης Not. 13, App.2, στ. 828 και κριτικό υπόμνημα: σε χειρόγραφο του 14 ου αι. (αρ. 116). - Not , κριτικό υπόμνημα: σε χειρόγραφο του 16 ου αι. (αρ. 287). - Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae σ. 152 και σημ Α. La. VI. σ J. Darrouzès, Lavra ΙΙ V. Kravari, Villes 315 σημ Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πιερία I. 123 και σημ Β. Κατσαρός, Πέτρα 120 κ.ε.

229 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 147 μες και ήταν υπόφοροι στην πόλη της Θεσσαλονίκης 546. Η προσχώρησή τους στον Χριστιανισμό και η ένταξή τους στην πλησιέστερη προφανώς επισκοπή της Πέτρας εξηγεί την προσθήκη στον τίτλο 547. η. Επισκοπή Ερκούλων ήτοι Αρδαμερίου Σύμφωνα με τον Ν. Μουτσόπουλο τα Έρκουλα ή το Έρκούλιον ήταν φυσική οχυρή θέση, στην οποία μεταφέρθηκε μάλλον κατά την εποχή των βαρβαρικών επιδρομών ο ομώνυμος αρχαίος οικισμός. Πιθανότατα μετά τις σλαβικές επιδρομές σημειώνεται νέα μεταφορά σε φυσικά οχυρή θέση, όπου ανιδρύεται το βυζαντινό κάστρο του Αρδαμερίου 548. Το Αρδαμέριο εντοπίζεται στο σημερινό χωριό Αρδαμέριο στην περιοχή Λαγκαδά, 40 χλμ. ανατολικά της Θεσσαλονίκης 549. Η επισκοπή Ερκούλων μαρτυρείται πρώτη φορά το , ήδη όμως από τον 10 ο αι. εμφανίζεται και με την ονομασία Αρδαμε- 546 Βλ. Ιω. Καμινιάτης κεφ. 6, στ Βλ. και Τh. Tafel, Thessalonica J. Darrouzès, Not. 152 σημ P. Lemerle, Miracles 90, , Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Βαλκανικοί λαοί Ι. Καραγιαννόπουλος, Διοικ. σύστημα Πρβ. Ν. Λιάκος, Σκλαβήνοι 126 κ.ε. Ο μελετητής εντοπίζει τους Σαγουδάτους στα δυτικά της Θεσσαλονίκης, στον κάμπο της Πιερίας. Ο Β. Κατσαρός (Πέτρα 121 και σημ. 43, 122 βλ. και Β. Τουλίκας - Π. Βλαχάκος, Πέτρα 28, 41) τους τοποθετεί στα ορεινά της Πιερίας. - Για τις αμφίμικτες κώμες ειδικά βλ. Γ. Τσάρας, Αμφίμεικτες κώμες 179 κ.ε., όπου και οι απόψεις άλλων μελετητών. 547 Η Η. Ahrweiler (Πολιτική ιστορία 276), η Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου (Σλαβικές εγκαταστάσεις 61), η Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα (Θέμα Θεσσαλονίκης 166 και σημ. 45) και άλλοι μελετητές θεωρούν ότι ως το β μισό του 9 ου αι. είχε ήδη συντελεστεί ο εκχριστιανισμός των Σλάβων της Μακεδονίας. Κατά τον Β. Κατσαρό (Πέτρα ) ωστόσο η υπαγωγή των εκχριστιανισμένων Σαγουδάτων στην επισκοπή Πέτρας έγινε μάλλον επί Βασιλείου Β ( ). Επίσης τοποθετεί την προσθήκη ἤτοι Σαγουδανείας στον τίτλο του επισκόπου μεταξύ 10 ου και 12 ου αι., ενώ επισημαίνει ότι μάλλον ορθότερο θα ήταν το Σαγουδατείας. 548 Βλ. F. Halkin, Une nouvelle Vie de Constantin dans un légender de Patmos, AB 77 (1959) , (9 ος -10 ος αι.): ἀπὸ φρουρίου εὐτελοῦς, ὃ Ἀρδαμήρης νῦν, τὸ πρὶν δὲ Ἕρκουλα ἐπωνομάζετο. - Πρβ. Α. La. I. 37.4, 7, 21 ( ). - Βλ. και Ν. Μουτσόπουλος, Ρεντίνα ΙΙ A. Γλαβίνας, Επισκοπή Αρδαμερίου Βλ. A. Γλαβίνας, Επισκοπή Αρδαμερίου 9. - J. Lefort, Macédoine Α. La. I. σ J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Κατά τον F. Brunet (Τoponymes slaves 259 και χάρτης) και τον Φ. Μαλιγκούδη (Σλάβοι 98, 99), πρόκειται για σλαβικό τοπωνύμιο. Αντιθέτως ο Σ. Λιάκος (Σκλαβήνοι 152) υποστηρίζει ότι το τοπωνύμιο είναι κέλτικο. Τέλος ο Ν. Μουτσόπουλος (Ρεντίνα ΙΙ ) σημειώνει ότι η ονομασία προέρχεται από το Ιλλυρικό φύλο των Ερκυλλίων ή Ερκουλλίων και όχι, όπως θεώρησε ο Th. Tafel (Thessalonica 62), από τον Ηρακλή. 550 Βλ. A. Prôt (943) και σ Βλ. Χ. Πατρινέλης, Ιερισσός Α. Γλαβίνας, Eπισκοπή Αρδαμερίου Α. La. Ι. σ D. Papachryssanthou, Hiérissos Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης Ι Κατά τον Α. Γλαβίνα (Eπισκοπή Αρδαμερίου Βλ. και Ν. Μουτσόπουλος, Ρεντίνα ΙΙ. 44) η επισκοπή εμφανίζεται πρώτη φορά ως υποκείμενη στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης σε εκκλησιαστικό τακτικό του 980. Ωστόσο ο μελετητής δεν είχε στη διάθεσή του την πιο πρόσφατη έκδοση του J. Darrouzès. Στα εκκλησιαστικά τακτικά

230 148 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ρίου 551. Η επισκοπή απαντά σε όλη τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων σε μητροπολιτικά έγγραφα, πατριαρχικές αποφάσεις, δικαιοπρακτικά έγγραφα, σφραγιστικό υλικό και βέβαια στα εκκλησιαστικά τακτικά 552. θ. Επισκοπή Ιερισσού και Αγίου Όρους Η Ιερισσός αναπτύχθηκε στην τοποθεσία της αρχαίας Ακάνθου, λίγο νοτιοανατολικότερα της σημερινής Ιερισσού 553. Αρχικά απαντά με την ονομασία Ἐρισ(σ)ός, σταδιακά όμως η ονομασία αντικαταστάθηκε από το όνομα Ἱερισσός 554. Η επισκοπή Ιερισσού ιδρύεται στο β μισό 10 ου αι., πιθανόν λοιπόν εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Notitia 7 και μάλιστα σε χειρόγραφα του 12 ου αι. κ.ε., που περιλαμβάνουν τον κατάλογο οκτώ υποκείμενων επισκοπών. - Βλ. Not και App.2, στ. 829 και πίνακες iv-v, viii/α. 551 Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 470 (10 ος αι.): + Ἡλίας Ἀρδαμαρίων. - Βλ. και Α. Γλαβίνας, Eπισκοπή Αρδαμερίου Για τον κατάλογο επισκόπων Αρδαμερίου βλ. Α. Γλαβίνας, Eπισκοπή Αρδαμερίου Βλ. και J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τον επίσκοπο Φ ι λ ά γ ρ ι ο, που αρχιερατεύει στις αρχές του 13 ου αι. (βλ. Δημ. Χωματηνού, Πονήματα αρ. 106, στ ). Αυτός αποτελεί τον άμεσο διάδοχο του επισκόπου Αρδαμερίου Δημητρίου, ο οποίος συμμετείχε στη χειροτονία του Σάββα σε αρχιμανδρίτη το 1200/1201 (Domentijan σ Theodosije σ ). Η εκλογή και χειροτονία του θα πρέπει να έγινε από τον Μεσοποταμίτη, προτού καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από τους Φράγκους το Επίσης ο επίσκοπος Δ η μ ή τ ρ ι ο ς, που επικυρώνει τα ἴσα δύο εγγράφων από το αρχείο της Λαύρας (Α. La. I , έτ , έτ. 1196), δεν θα πρέπει να ταυτιστεί με τον προαναφερθέντα Δημήτριο των αρχών του 13 ου αι. Η ποιμαντορία του θα πρέπει να τοποθετηθεί μάλλον στον 14 ο αι., σύμφωνα με το τελικό συμπέρασμα των εκδοτών σχετικά με την έκδοση των ἴσων (βλ. Α. La. II. σ PLP 3, J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ. 487). - Πρβ. G. Fedalto, Hierarchia 429, που εσφαλμένα καταγράφει δύο ομώνυμους επισκόπους, επειδή ο Δημήτριος επικυρώνει ἴσον εγγράφου του 1081 και ἴσον εγγράφου του Βλ. Domentijan σ. 90 και Theodosije σ (1200/1201). - Δημ. Χωματηνού, Πονήματα αρ. 106, στ. 149 (αρχές 13 ου αι.). - Α. Χén , 35, 45 (1335). - Α. Va. Ι (1317). - Α. La Ι (βλ. Α. La. II. σ : 14 ος αι., επικύρωση ἴσου εγγρ. του 1081) (βλ. Α. La. II. σ : 14 ος αι., επικύρωση ἴσου εγγράφου του 1196). - A. Xér και σ. 112 (β μισό του 14 ου αι.: επικύρωση ἴσου εγγράφου του ). - Α. Chil. Ι και σ. 248 (β μισό 14 ου αι: επικύρωση ἴσου εγγράφου του 1318). - Α. Doch. 18Β.4 και σ. 138, 142, 206 (γύρω στο 1373: επικύρωση ἴσου εγγράφου του 1337) 34.verso 2 (επικύρωση ἴσου εγγράφου του 1361) 8B.4 (σ. 102: 14 ος -15 ος αι., σ. 103: α μισό 15 ου αι. - επικύρωση ἴσου εγγράφου του 1267 ή 1282). - Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης , , 11, 28 (1416). - Βλ. επίσης Χ. Πατρινέλης, Ιερισσός Α. Γλαβίνας, Eπισκοπή Αρδαμερίου Για τη μαρτυρία ενός οριακού σημείου ανάμεσα στην περιφέρεια της επισκοπής Αρδαμερίου και της Ρεντίνης βλ. κατωτ. σ Βλ. D. Papachryssanthou, Hiérissos 373, όπου και επιπλέον βιβλιογραφία. - Βλ. και Χ. Πατρινέλης, Ιερισσός Α. Diller, Geograph. Names J. Lefort, Macédoine Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Βλ. D. Papachryssanthou, Hiérissos 374, όπου και οι πηγές.

231 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 149 μετά το H πρώτη μνεία βρίσκεται σε έγγραφο της μονής Ιβήρων του 982, όπου ο επίσκοπος επικυρώνει συμφωνία μεταξύ της μονής και των κατοίκων της Ιερισσού. Σύμφωνα με τη Δ. Παπαχρυσάνθου, η οποία μελέτησε σε ειδικό άρθρο την ιστορία της επισκοπής, η νέα εκκλησιαστική έδρα ιδρύθηκε λόγω της σύστασης μεγάλου αριθμού μοναστικών ιδρυμάτων στον Άθω και στη Ν. Χαλκιδική και της συνεπαγόμενης δημογραφικής αύξησης στην περιοχή 556. Στα εκκλησιαστικά τακτικά η επισκοπή Ιερισσού εμφανίζεται καταρχάς στη Notitia Episcopatuum 7, σε χειρόγραφα όμως του τέλους του 12 ου αι. κ.ε Σε χειρόγραφα του 14 ου αι. κ.ε. αναφέρεται ως Ἱερισσοῦ ἤτοι Ἁγίου Ὄρους 558. Ωστόσο βάσει των εγγράφων των μονών του Αγίου Όρους η εν λόγω προσθήκη εμφανίζεται τουλάχιστον από το β μισό του 13 ου αι Όπως επισημαίνει η Δ. Παπαχρυσάνθου, σχετίζεται με τη διάθεση των επι- 555 Βλ. Μ. Živojinović, Jerisa 157, 158 και D. Papachryssanthou, Hiérissos 374, 375, όπου η σχετική επιχειρηματολογία. - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης Ι. 64, Τ. Gregory - A. Kazhdan, Hierissos Αντιθέτως βλ. Α. Xér. σ. 51, όπου εσφαλμένα σημειώνεται ότι η επισκοπή ιδρύθηκε στο α τρίτο του 11 ου αι. Για τον πιο πρόσφατα συνταχθέντα κατάλογο των επισκόπων Ιερισσού κατά τα βυζαντινά χρόνια βλ. D. Papachryssanthou, Hiérissos 388 κ.ε. Για τους επισκόπους που διάφοροι μελετητές πρότειναν βασιζόμενοι σε πλαστά ή σε εσφαλμένως χρονολογημένα έγγραφα βλ. ό.π. σ Βλ. Α. Iv. I (982) πρβ (982). - Βλ. και Μ. Živojinović, Jerisa D. Papachryssanthou, Hiérissos Τ. Gregory - A. Kazhdan, Hierissos Βλ. Not και κριτικό υπόμνημα πρβ Βλ. και Τ. Gregory - A. Kazhdan, Hierissos Πρβ. D. Papachryssanthou, Hiérissos 374 σημ. 12, που όμως δεν είχε στη διάθεσή της τη νέα έκδοση των εκκλησιαστικών τακτικών. 558 Not κριτικό υπόμνημα. - Βλ. και Not (β παραλλαγή) Not. 13, App.2, στ Σε χειρόγραφο του 14 ου αι. (C 2 ) που παραδίδει αναχρονιστικό κατάλογο των επισκοπών της μητρόπολης Θεσσαλονίκης η επισκοπή μνημονεύεται ως Ἱερισσοῦ ἤτοι Ἀπολλωνιάδος καὶ Ἁγίου Ὄρους (Not. 13, App.2, στ. 830). Για την ταύτιση της Ιερισσού με την αρχαία Απολλωνιάδα σύμφωνα με την παράδοση βλ. Α. Diller, Geograph. Names Α.8, Β.17, C.4, D.6 και σ. 35, Χ. Πατρινέλης, Ιερισσός D. Papachryssanthou, Hiérissos 373 σημ Βλ. και κατωτ. σημ Βλ. Α. Va. Ι (1239/1240?) και σ. 131, όπου οι εκδότες σημειώνουν ότι αποδέχονται το έγγραφο ως αυθεντικό, αλλά με επιφύλαξη (1325). - A. Chil. I (επικύρωση ἴσου εγγρ. του 1274). - A. Esph (επικύρωση εγγράφου του 1321) (1330) (1334) (1334). - Βλ. και D. Papachryssanthou, Hiérissos Τ. Gregory - A. Kazhdan, Hierissos 930. Αντιθέτως βλ. Χ. Πατρινέλης, Ιερισσός , που αναφέρει ότι ο πρώτος επίσκοπος που φέρει στον τίτλο του την προσθήκη καὶ Ἁγίου Ὄρους ήταν ο επίσκοπος Θεόφιλος το Ωστόσο ο μελετητής βασίζεται στην εσφαλμένη χρονολόγηση του εγγράφου από τον πρώτο εκδότη. Οι νεότεροι εκδότες (Α. Va. Ι. σ. 131) το τοποθετούν στο 1240, ενώ σημειώνουν ότι αποδέχονται την αυθεντικότητά του με επιφύλαξη. - Βλ. και D. Papachryssanthou, Hiérissos , 396 και σημ. 173.

232 150 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου σκόπων Ιερισσού από το α μισό του 13 ου αι., μετά την ταραγμένη περίοδο της λατινοκρατίας, να εντάξουν την αυτόνομη αθωνική κοινότητα στη δικαιοδοσία τους 560. Μάλιστα με πατριαρχική απόφαση του 1368 αναγνωρίστηκαν ορισμένα προνόμια στον επίσκοπο Ιερισσού που δήλωναν την τυπική πνευματική υπαγωγή του Άθω. Ωστόσο το 1392 η εν λόγω απόφαση ακυρώθηκε 561. ι. Επισκοπή Λητής και Ρεντίνης Η Λητή βρισκόταν επί της Εγνατίας οδού, σε μικρή απόσταση βόρεια της Θεσσαλονίκης και ανατολικά της σημερινής ομώνυμης κωμόπολης. Πρόκειται για αρχαία ελληνική πόλη που μαρτυρείται τουλάχιστον από τα τέλη του 6 αι. π.χ. έως τα χρόνια του Ιουστινιανού 562. Ο βυζαντινός οικισμός της Ρεντίνας, από την άλλη, βρισκόταν ανατολικά της λίμνης Βόλβης, επίσης επί της Εγνατίας οδού, κοντά στη σημερινή ομώνυμη κωμόπολη και σε απόσταση 75 χλμ. βορειοανατολικά της Θεσσαλονίκης. Η πρώτη οχύρωση χρονολογείται στα μέσα του 5 ου αι. και η αναστήλωση και ενίσχυσή της στα χρόνια του Ιουστινιανού. Βέβαια δείγματα ανθρώπινης εγκατάστασης στον λόφο της Ρεντίνας υπάρχουν ήδη από τη νεολιθική εποχή και οι αρχαιολογικές μαρτυρίες συνεχίζονται στην αρχαϊκή, την κλασική, την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο 563. Οι μαρτυρίες των πηγών σχετικά με την επισκοπή Λητής δεν είναι ιδιαίτερα πρώιμες 564. Η επισκοπή εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Notitia 560 Βλ. D. Papachryssanthou, Hiérissos : «Ce dernier, pour assurer ses prétentions et proclamer ses droits sur l Athos, ajouta alors à son titre normal ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ les mots καὶ Ἁγίου Ὄρους, formule qui ne se trouve dans aucun document antérieur à 1204, et qui signifie clairement qu à partir d un certain moment l évêque d Hiérissos voulut se considérer comme responsable ecclésiastique de la Sainte Montagne». 561 Βλ. κατωτ. σ Βλ. ειδικά Ν. Μουτσόπουλος, Αρχαία Λητή 45 κ.ε., όπου και οι παλαιότερες απόψεις σχετικά με τη θέση του πολίσματος. 563 Για τo κάστρο της Ρεντίνας βλ. Ν. Μουτσόπουλος, Ρεντίνα Ι. 152 κ.ε. (και σημ. 15, όπου και άλλες μελέτες του ιδίου) Ρεντίνα ΙΙ. 291 κ.ε. Ο βυζαντινός οικισμός της Ρεντίνας, ΑΕΜΘ 10 Β (1996) Ρεντίνα ΙΙ , 45-47, 48-49, 52-53, 63 κ.ε. Ρεντίνα ΙΙΙ. 11 κ.ε. - Βλ. επίσης Γ. Θεοχαρίδης, Κατεπανίκια 24 και σημ. 4, 7. - Α. Γλαβίνας, Επισκοπή Λητής J. Lefort, Macédoine Κατά τον F. Brunet, Τoponymes slaves 255 (χάρτης), πρόκειται για σλαβικό τοπωνύμιο. Αντιθέτως βλ. Σ. Λιάκος, Σκλαβήνοι 152, που θεωρεί ότι μάλλον είναι βλάχικης ετυμολογίας. - Βλ. και Ν. Μουτσόπουλος, Ρεντίνα ΙΙ. 55 κ.ε., όπου και άλλες απόψεις. 564 Για τους επισκόπους Λητής και Ρεντίνης που μαρτυρούνται κατά τα βυζαντινά χρόνια βλ. Α. Γλαβίνας, Επισκοπή Λητής 333 κ.ε. Στους αρχιερείς που μνημονεύει ο μελετητής θα πρέπει να προστεθούν οι εξής:

233 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 151 Episcopatuum 7 565, σε χειρόγραφο του 12 ου αι. (Ε), το οποίο περιλαμβάνει τον αναχρονιστικό κατάλογο των οκτώ επισκοπών. Κατά τον εκδότη J. Darrouzès ο κατάλογος αυτός αντικατοπτρίζει μια ενδιάμεση φάση στην αύξηση της δικαιοδοσίας της μητρόπολης Θεσσαλονίκης. Ήδη όμως αναφέραμε ότι είναι επισφαλές να συνάγουμε συμπεράσματα σχετικά με τη χρονολογία ί- δρυσης των επισκοπών βάσει της χειρόγραφης παράδοσης 566. Οι μελετητές πάντως συμφωνούν ότι γύρω στα τέλη του 9 ου ή στις αρχές του 10 ου αι. η έδρα της επισκοπής μεταφέρθηκε στον οχυρό οικισμό της Ρεντίνας. Στην εποχή αυτή άλλωστε χρονολογείται και ο επισκοπικός ναός, που βρίσκεται στην ακρόπολη 567. Συνεπώς η επισκοπή με έδρα τη Λητή θα πρέπει να είχε ιδρυθεί πριν από τα τέλη του 9 ου αι. Η επισκοπή απαντά επίσης σε επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου Γ του 1212 ως Langandensis 568. Ακόμη σε δικαστική αποφαση του 1295 ο επίσκοπος Λέων, μέλος του μεικτού δικαστηρίου, μνημονεύεται και υπογράφει ως Λιτῆς (καὶ) Ῥεντ(ί)ν(ης). Οπωσδήποτε λοιπόν από τα τέλη του 13 ου αι. η επισκοπή απαντά με τη διπλή ονομασία 569, ενώ χρησιμοποιούνταν πότε το ένα όνομα και πότε το άλλο χωρίς διάκριση 570. α. Ι σ ί δ ω ρ ο ς : 1355/1356 (βλ. Ε. Σκουβαράς, Ολυμπιώτισσα 234, αρ. 24 (χφ. 16 ου αι.): ἐκήμήθη ὁ αγιώτατος μιτροπωλήτης Λιτῆς Ἰσίδωρος ἐν έτι ϙ ςωξδ. - Βλ. και PLP 4, J. Preiser-Kapeller, Studien II. 491) β. Γ ρ η γ ό ρ ι ο ς : 1395/1396 (βλ. Ε. Σκουβαράς, Ολυμπιώτισσα 234, αρ. 24 (χφ. 16 ου αι.): ἐκήμήθη ὁ αγιώτατος Λιτῆς Γριγώριος ἐν έτι ϙ ςϡδ. - Βλ. και PLP 2, J. Preiser- Kapeller, Studien II. 492) γ. Ξ ε ν ο φ ώ ν : t.p.q t.a.q.1425 (βλ. V. Mošin, Akti iz svetogorskih archiva, [Srpskakraljevska Akadenija, Spomenik 91, 2. razred, 70] Beograd 1939, Βλ. και PLP 8, J. Preiser-Kapeller, Studien II. 492) δ. Δ α μ α σ κ η ν ό ς : 15 ος αι. ή και νωρίτερα. Αναφέρεται και ως πρόεδρος της Πολεανής, δηλαδή είχε λάβει ἐπιδόσεως λόγῳ την επισκοπή Βαρδαρίου (βλ. S. Lauriotes - S. Eustratiades, Catalogue of the Greek Manuscripts in the Library of the Laura on the Mount Athos, Cambridge 1925, Βλ. και PLP 5, J. Preiser-Kapeller, Studien II. 492). 565 Βλ. Not Βλ. και Not Κατά τον Α. Γλαβίνα (Επισκοπή Λητής 329), η επισκοπή Λητής και Ρεντίνης ιδρύθηκε γύρω στο 980 ο μελετητής βέβαια δεν είχε στη διάθεσή του τη νέα έκδοση των εκκλησιαστικών τακτικών. - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης Ι. 65 και σημ Βλ. ανωτ. σ. 117 κ.ε. και πίνακες iv-v, viii/α. 567 Βλ. κατωτ. σ. 161 και σημ Για τον επισκοπικό ναό της Ρεντίνης, που χρονολογείται ανάμεσα στα μέσα του 9 ου και στις αρχές του 10 ου αι., βλ. Ν. Μουτσόπουλος, Ρεντίνα IV. 12 κ.ε. 568 Βλ. ανωτ. σ Βλ. και Α. Γλαβίνας, Επισκοπή Λητής Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πιερία Ι Βλ. Α. Iv. ΙΙΙ. 67.5, 129 (1295). - Βλ. και Α. Γλαβίνας, Επισκοπή Λητής Βλ. Chil (1339). - PRK III, αρ. 269, στ. 10 J. Darrouzès, Reg (Απρ. 1363). - Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης , 6, 14, 27, , 5, 13, , (1416). - Βλ. και Not (β) 13, App.2, στ Βλ. επίσης Ε. Σκουβαράς, Ολυμπιώτισσα 234, αρ. 24 (χφ. 16 ου αι., δύο σημειώματα αντιγραμμένα μάλλον από παλαιότερο

234 152 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ια. Επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου Το Λυκοστόμιο ήταν κάστρο που ήλεγχε την κοιλάδα των Τεμπών. Είχε τέτοια στρατηγική σημασία, ώστε συχνά ολόκληρη η κοιλάδα αλλά και ο ποταμός Πηνειός αποκαλούνταν Λυκοστόμιο 571. Το τοπωνύμιο μαρτυρείται σε πηγές της ύστερης περιόδου, αν και υπάρχει μία μνεία του 9 ου αι. Ωστόσο δεν είναι σαφές αν αφορά στο Λυκοστόμιο των Τεμπών ή των εκβολών του Δούναβη, κοντά στη Βάρνα. Η παλαιότερη βέβαιη μνεία του τοπωνυμίου απαντά στην Αλεξιάδα κατά την περιγραφή της πολιορκίας της Λάρισας από τον Βοημούνδο, γιο του Νορμανδού ηγεμόνα Γυισκάρδο, το Ως κάστρο απαντά στην ιστορία του Ιωάννη Καντακουζηνού κατά το α μισό και στα μέσα του 14 ου αι. Επίσης σε σερβικά χρυσόβουλλα του 1348 και του 1359 γίνεται μνεία στην αλυκή του Λυκοστομίου, όπως και το 1383 σε αγιολογικό κείμενο 572. Αντίθετα με το Λυκοστόμιο, το οποίο κατά προσέγγιση μόνο εντοπίζεται 573, το κάστρο του Πλαταμώνα στις νοτιοανατολικές υπώρειες του Ολύμπου σώζεται ως τις μέρες μας 574. Παρότι στις πηγές μαρτυρείται από τα μέσα του 12 ου αι. κ.ε. 575, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα πρόκειται για οχυρωμένη και κατοικημένη θέση τουλάχιστον από την κλασσική περίοδο με αδιάλειπτη κατοίκηση του χώρου η βυζαντινή φάση του τείχους ανάγεται στην ιουστινιάνεια περίοδο 576. Στα εκκλησιαστικά τακτικά της βυζαντινής περιόδου η εν λόγω επισκοπή μνημονεύεται ως Λυκοστομίου ή Λυκοστομίου ἤτοι Θετταλικῶν χφ. του 14 ου αι.). - Για την εκχώρηση της επισκοπής ἐπιδόσεως λόγῳ στον επίσκοπο Πλαταμώνος επί αρχιερατείας Γρηγορίου Παλαμά ( ) και οπωσδήποτε ως τον Απρίλιο του 1363 βλ. κατωτ. σ Για την περιφέρεια της επισκοπής και τη μαρτυρία ενός οριακού σημείου μεταξύ της επισκοπής Λητής και της επισκοπής Αρδαμερίου βλ. κατωτ. σ Βλ. J. Koder - F. Hild, Hellas-Thessalia 208, Των ιδίων, Θεσσαλία 71, Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος Βλ. Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος 40, 42 κ.ε., όπου και οι πηγές. 573 Βλ. σχετικά Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος 47 κ.ε., όπου και η βιβλιογραφία με τις αντικρουόμενες απόψεις των μελετητών σχετικά με την κατά τόπον ταύτιση του κάστρου. 574 Για το κάστρο του Πλαταμώνα βλ. Α. Βακαλόπουλος, Πλαταμώνας 58 κ.ε. Platamon 347 κ.ε. - Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος 51 κ.ε. - Αικατερίνη Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Πρώτες ανασκαφικές έρευνες μέσα στο κάστρο του Πλαταμώνα 1989, ΑΕΜΘ 3 (1989) Πλαταμώνας Ι. 219 κ.ε. Κάστρο Πλαταμώνα Ι. 234 κ.ε. Κάστρο Πλαταμώνα ΙΙ. 241 κ.ε. Κάστρο Πλαταμώνα ΙΙΙ. 401 κ.ε. Πλαταμώνας ΙΙ. 635 κ.ε. - Σ. Σωτηροπούλου, Οι προσβάσεις στο Κάστρο του Πλαταμώνα. Μελέτη διαμόρφωσης και εφαρμογή, στο Πιερία ΙΙ, σ Ε. Μαρκή, Πιερία 410 κ.ε. 575 Βλ. Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος 51 κ.ε., όπου και οι σχετικές πηγές. 576 Βλ. Αικ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Πλαταμώνας Ι. 222, 232 Κάστρο Πλαταμώνα Ι. 234 Κάστρο Πλαταμώνα ΙΙΙ , Πλαταμώνας ΙΙ

235 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 153 Τεμπῶν 577. Η παλαιότερη μαρτυρία της επισκοπής βρίσκεται στο χειρόγραφο Ε της Notitia 7, το οποίο χρονολογείται στον 12 ο αι. Ο κατάλογος των οκτώ επισκοπών που παραδίδει το συγκεκριμένο χειρόγραφο δεν βοηθεί στην προσπάθεια να χρονολογήσουμε την ίδρυση της επισκοπής 578. Η πρώτη μνεία της επισκοπής Πλαταμώνος βρίσκεται σε επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου Γ του 1208, με την οποία παραχωρήθηκε η διοίκηση της χηρεύουσας επισκοπής στον ενδεή Λατίνο επίσκοπο Κίτρους 579. Η χρονολογία αυτή αποτελεί και τον terminus ante quem για τη μεταφορά της επισκοπικής έδρας από το Λυκοστόμιο στον Πλαταμώνα 580. Πράγματι στην επιστολή του Ιννοκεντίου του 1212 η επισκοπή Λυκοστομίου δεν απαριθμείται μεταξύ των εδρών που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Λατίνου μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Αντ αυτής μνημονεύεται η επισκοπή Πλαταμώνος Βλ. Not και App.2, στ Βλ. και Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος 59 κ.ε. - Θ. Παπαζώτος, Πιερία Ο F. Hild (Hellas-Thessalia 208 Θεσσαλία Βλ. και G. Fedalto, Hierarchia 447) ταυτίζει την επισκοπή Λυκοστομίου με την επισκοπή Θεσσαλικών Σαλτών της πρωτοβυζαντινής περιόδου, που υπαγόταν στη μητρόπολη Λαρίσης. Μόνο το γεγονός ότι οι Θεσσαλικοί Σάλτοι βρίσκονταν στην κοιλάδα των Τεμπών δεν αρκεί για να ταυτίσουμε τις δύο επισκοπικές έδρες. Εξάλλου άλλοι μελετητές (βλ. Μ. Lequien, Oriens Christianus, Paris 1740, τ. ΙΙ, σ Ιεζεκιήλ Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, Η ιερά μητρόπολις Φαναριοφερσάλων δια μέσου των αιώνων, Θεολογία 7 (1929) Αθηναγόρας Παραμυθίας και Φιλιατών, Η ιερά μητρόπολις Φαναριοφερσάλων δια μέσου των αιώνων, Θεολογία 8 (1930) 79-90, σ. 79, Πρβ. Ά. Αβραμέα, Θεσσαλία 45 σημ. 4) ταυτίζουν την επισκοπή Θεσσαλικών Σαλτών με την επισκοπή Φαρσάλων, που μαρτυρείται καθόλη τη βυζαντινή περίοδο. 578 Βλ. ανωτ. σ. 119 και πίνακες iv-v, viii/α. - Κατά τη βυζαντινή περίοδο μόνο ένας επίσκοπος Πλαταμώνος μνημονεύεται στις πηγές, χωρίς μάλιστα να αναφέρεται ρητά το όνομά του (t.a.q. 14 Νοεμβρίου t.p.q. Απρίλιος 1363). - Βλ. PRK III, αρ. 269, στ. 2, J. Darrouzès, Reg (Απρ. 1363). - Βλ. και Α. Αγγελόπουλος, Επισκοπή Πλαταμώνος Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος G. Fedalto, Hierarchia J. Preiser-Kapeller, Studien II Βλ. PL 215, col D A Α. Potthast, Reg (14 Ιουλίου 1208). - Βλ. και κατωτ. σ Πρβ. Αικ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Πλαταμώνας ΙΙ. 638: «πρέπει να είχε και επίσκοπο (ενν. ο Πλαταμώνας), αν και δεν υπάρχει σχετική μνεία (ενν. πριν από τις αρχές του 13 ου αι.)». Έχει ανασκαφεί εντός του κάστρου μονόχωρος ναός του οποίου η αρχική οικοδομική φάση χρονολογείται πιθανότατα στα τέλη του 10 ου - αρχές 11 ου αι. Τον 13 ο -14 ο αι. διευρύνεται και λαμβάνει τη μορφή της τρίκλιτης πεσσοστήρικτης βασιλικής. Ωστόσο δεν χαρακτηρίζεται επισκοπικός από την αρχαιολόγο (Πλαταμώνας Ι. 229 κ.ε. Κάστρο Πλαταμώνα Ι Κάστρο Πλαταμώνα ΙΙ. 242, 250, 251 Πλαταμώνας ΙΙ. 637, 638, 641). Επίσης στο ζήτημα που έθεσε ο Α. Βακαλόπουλος (Πλαταμώνας 60 Κάστρα Βλ. και Α. Αγγελόπουλος, Επισκοπή Πλαταμώνος Θ. Παπαζώτος, Πιερία 41), αν δηλαδή το επισκοπείο και ο επισκοπικός ναός βρίσκονταν εντός ή εκτός του κάστρου, η Αικ. Λοβέρδου (Πλαταμώνας Ι ) σημειώνει ότι δεν μπορούν να δοθούν ασφαλείς απαντήσεις. 581 Βλ. ανωτ. σ Βλ. και Τ. Α. Γριτσόπουλος, Μητρόπολις Λαρίσης και Πλαταμώνος, ΘΗΕ 8 (1966) Α. Αγγελόπουλος, Επισκοπή Πλαταμώνος N. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος 67 και σημ Αικ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Πλαταμώνας ΙΙ G. Fedalto,

236 154 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Πάντως στα εκκλησιαστικά τακτικά η διοικητική μεταβολή απεικονίζεται πολύ αργότερα, αφού η επισκοπή απαντά ως Πλαταμῶνος καὶ Λυκοστομίου μόλις κατά το β μισό του 15 ου αι ιβ. Επισκοπή Βαρδαρίου (Βαρδαριωτών ήτοι Τούρκων) Οι Βαρδαριώτες Τούρκοι ήταν πιθανότατα Ούγγροι 583 που κατά τα μέσα του 10 ου αι. εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του μέσου ρου του Αξιού 584. Ο εκχριστιανισμός τους ήταν φυσικό επακόλουθο της εγκατάστασής τους εν Chiesa Latina Ι. 287 II Βλ. επίσης PRK III, αρ. 269, στ. 2, 10, 26 J. Darrouzès, Reg (Απρ. 1363), όπου η επισκοπή μνημονεύεται σταθερά ως Πλαταμώνος. 582 Βλ. Not (β μισό του 15 ου αι.). - Βλ. και Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος Επίσης ένα χειρόγραφο της Notitia 10 (βλ. στ. 228, κριτικό υπόμνημα) παραθέτει τη διπλή ονομασία Λυκοστομίου ἤτοι Πλαταμῶνος. Ωστόσο δεδομένου ότι το χειρόγραφο είναι του 16 ου αι. (βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 446, αρ. 287) πιθανόν να αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη. Τα υπόλοιπα χειρόγραφα, που παραδίδουν τη Notitia 10, δεν περιλαμβάνουν την προσθήκη, παρότι χρονολογούνται στον 14 ο αι. κ.ε. Αντιθέτως βλ. J. Darrouzès, βιβλιοκρ. Nonna D. Papadémétriou, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, Διδακτορική διατριβή, Athens 1984, REB 43 (1985) , σ. 296, που επισημαίνει ότι η επισκοπή μνημονεύεται ως Λυκοστομίου καὶ Πλαταμῶνος στα εκκλησιαστικά τακτικά από τον 14 ο αι. και εξής. - Πρβ. Α. Αγγελόπουλος, Επισκοπή Πλαταμώνος Οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν συνήθως τους Ούγγρους Τούρκους. - Βλ. G. Moravcsik, Byzantinoturcica II Ν. Oikonomidès, Turquie Ch. Chotzakoglou, Ungarn 60 και σημ. 3 για επιπλέον βιβλιογραφία. 584 Βλ. Στ. Κυριακίδης, Βυζ. Μελέται 516 κ.ε. - V. Laurent, Βαρδαριωτών ήτοι Τούρκων, Perses, Turcs asiatiques ou Turcs Hongrois?, Recueil dédié à la mémoire du professeur Peter Nicov, Bulletin de la Société Historique Bulgare, τ , Sofia 1939, σ και τη βιβλιοκρισία από τον F. Dölger, BZ 42 ( ) Δ. Ζακυθηνός, Μελέται ΙΙΙ Γ. Κονιδάρης, Επισκοπή Βαρδαριωτών 93 και σημ. 2, 94 και σημ G. Moravcsik, Byzantinoturcica, τ. I: Die byzantinischen Quellen der Geschichte der Türkvölker, σ και τ. ΙΙ, σ. 322, όπου οι σχετικές πηγές. - Ν. Oikonomidès, Turquie 530 σημ. 18 Vardariotes 2 κ.ε., V. Laurent, Sceaux V 1 σ H. Göckenjian, Forschungsberichte zur Geschichte der Türkvölker im Mittelalter, I. Die Vardarioten, Jahrbücher für Geschichte Osteuropas 21 (1973) Βλ. και Ι. Καραγιαννόπουλος, Θεσμοί Α. Xér. σ J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals σ. 88. Αντιθέτως βλ. Th. Tafel, Thessalonica 70 κ.ε., που συσχέτισε τους Βαρδαριώτες με τους Πέρσες, οι οποίοι επί Θεοφίλου ( ) εντάχθηκαν στις βυζαντινές στρατιωτικές δυνάμεις και διανεμήθηκαν σε διάφορα θέματα. Κατά την άποψη του μελετητή, τμήμα αυτών εγκαταστάθηκε κοντά στην πόλη της Πολυανής και έγιναν γνωστοί ως Βαρδαριώτες ή Τούρκοι. - Βλ. και O. Tafrali, Thessalonique 43, 91 σημ. 1. Ο R. Janin (Vardariotes 437, ) δέχεται ότι ανατολικοί πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες τον 9 ο αι. στην περιοχή της δυτικής Μακεδονίας, προκειμένου να λειτουργήσουν ως ανάχωμα στη σλαβική επέκταση. Δεν αποκλείει μάλιστα στις δυνάμεις των Περσών που εντάχθηκαν στο α μισό του 9 ου αι. στο βυζαντινό στρατό να υπήρχε και κάποιο τουρκικό φύλο, που τοποθετήθηκε στην περιοχή του Αξιού. - Πρβ. Κ. Dieterich, Byzantinische Quellen zu Länder- und Völkerkunde ( Jhd.), Leipzig 1912, τ. II, σ

237 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 155 μέσω βυζαντινών και γενικά χριστιανικών πληθυσμών και βέβαια συνέπεια της πολιτικής του κράτους να αφομοιώνει με αυτόν τον τρόπο ετερόχθονα και αλλοεθνή στοιχεία. Οι απόψεις των μελετητών όσον αφορά την ίδρυση της επισκοπής Βαρδαριωτών διίστανται. Ο Th. Tafel υποστήριξε ότι ιδρύθηκε ανάμεσα στις αρχές του 9 ου και τον 10 ο αι. Ο Στ. Κυριακίδης τοποθετεί χρονικά την ίδρυση της επισκοπής στα τέλη του 10 ου αι. ή στις αρχές του 11 ου αι., πιθανότατα από τον Βασίλειο Β ή τους άμεσους διαδόχους του, ίσως όμως και επί Αλεξίου Α Κομνηνού ( ). Ο Γ. Κονιδάρης αντίθετα τοποθετεί την ίδρυση της επισκοπής των Βαρδαριωτών Τούρκων μεταξύ 972 και 980, ενώ ο V. Laurent λίγο αργότερα. Ο R. Janin τέλος τοποθετεί την ίδρυση της επισκοπής από τον 12 ο αι. και εξής 585. Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι οι παραπάνω απόψεις προκύπτουν με βάση τις παλαιότερες εκδόσεις των εκκλησιαστικών τακτικών. Πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη, δεδομένου ότι α) τα τακτικά ήταν εσφαλμένως χρονολογημένα και β) κακώς θεωρούνταν επίσημοι εκκλησιαστικοί κατάλογοι. Ακόμη όμως και αν μελετήσουμε τα εκκλησιαστικά τακτικά υπό το νέο πρίσμα που επιβάλλει η έκδοση του J. Darrouzès, οι πληροφορίες που αντλούμε από αυτά δεν επαρκούν, προκειμένου να υπολογίσουμε τη χρονολογία ίδρυσης της επισκοπής: α) Η επισκοπή απαντά καταρχάς στη Notitia 7. Την περιλαμβάνουν ωστόσο μόνο οι κώδικες D (τέλους 12 ου αι.-13 ος ), L (14 ος αι.) και Μ (14 ος -15 ος αι.). Βέβαια σύμφωνα με τον εκδότη ο κώδικας D αποτελεί αντίγραφο ενός αρχέτυπου του 11 ου αι. Στον κώδικα D η εν λόγω επισκοπή προστίθεται στο τέλος του επισκοπικού καταλόγου χωρίς αρίθμηση και σχεδόν σαν σημείωση στην ώα του χειρογράφου. Αντιθέτως ο κώδικας Μ απαριθμεί κανονικά την έδρα στον κατάλογο επισκοπών Θεσσαλονίκης ως Βαρδαριωτῶν ἤτοι Τούρκων, ενώ ο L ως Βαρδαρίου ἤτοι Τούρκων. β) H επισκοπή αναγράφεται και στη Notitia 10. Στην α παραλλαγή μνημονεύεται ως Βαρδαριωτῶν Τούρκων και στη β παραλλαγή ως Βαρδαριωτῶν ἤτοι Τούρκων. Ωστόσο όλα τα χειρόγραφα της Notitia 10 είναι του 14 ου αι. κ.ε. η χειρόγραφη παράδοση λοιπόν δεν βοηθεί στο να χρονολογήσουμε την ίδρυση της επισκοπής. 585 Βλ. σχετικά Τh. Tafel, Thessalonica 70 κ.ε. - Στ. Κυριακίδης, Βυζ. Μελέται 517, Γ. Κονιδάρης, Επισκοπή Βαρδαριωτών 93, 94, V. Laurent, Sceaux V 1 σ R. Janin, Vardariotes 445, Βλ. και Δ. Ζακυθηνός, Μελέται ΙΙΙ Ν. Oikonomidès, Turquie 530 σημ. 18 Vardariotes 2 πρβ. σ J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals σ. 88, που συμφωνούν με τη θέση του Γ. Κονιδάρη.

238 156 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου γ) Τέλος η επισκοπή αναγράφεται ως Βαρδαριωτῶν ἤτοι Τούρκων σε κατάλογο που παραδίδουν χειρόγραφα του 14 ου αι. και που σύμφωνα με τον J. Darrouzès αντικατοπτρίζει την κατάσταση στα τέλη του 11 ου αι Προκειμένου λοιπόν να ορίσουμε το χρονικό πλαίσιο, στο οποίο υ- φίσταται η επισκοπή, θα ήταν προτιμότερο να βασιστούμε σε πιο αξιόπιστες πηγές, όπως σφραγίδες, επιστολές και δικαιοπρακτικά έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους. Η πρωιμότερη μνεία της επισκοπής βρίσκεται σε σφραγίδα που από τον εκδότη της χρονολογείται στον 10 ο αι.-11 ο αι Δυστυχώς δεν υπάρχει πιο ακριβής terminus ante quem για την ίδρυση της επισκοπής. Σώζεται επίσης σφραγίδα του επισκόπου Βαρδαρίου Θεοφύλακτου του α μισού του 11 ου αι. καθώς και του Δημητρίου του 11 ου -12 ου αι Το 1212 η επι- 586 Βλ. Not και κριτικό υπόμνημα , App.2, στ Βλ. και πίνακες iv-v, vi, viii/α, γ, στ. - Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae σ Βλ. G. Schlumberger, στη Revue Numismatique 9, IV Series, Paris 1905, σ. 321, αρ. 204: εμπ.: ΚΕ ΒΟΗΘΗ ΤΩ CΩ ΔΟΥΛΩ όπ.: +ΠΑΡΔΩ ΒΑΡΔΑΡΗΩ ΘΕCΑΛΟΝΙΚ (ης) τη σφραγίδα γνωρίζω μέσω της αναφοράς του Ν. Βέη (Λέων-Μανουήλ Μακρός, επίσκοπος Βελλάς. Καλοσπίτης, μητροπολίτης Λαρίσσης. Χρυσοβέργης, μητροπολίτης Κορίνθου, ΕΕΒΣ 2, 1925, , σ. 146). Οι Βαρδαριώτες Τούρκοι αναφέρονται ως εκκλησιαστική κοινότητα και στο σιγίλλιο του Βασιλείου Β (έτ. 1020) για τη νεοσύστατη αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας (Αχρίδος). Σύμφωνα με αυτό εντάσσονταν στην εκκλησιαστική της περιφέρεια και όφειλαν να καταβάλλουν το κανονικόν στην αρχιεπισκοπή: ταῦτα πάντα κατέχειν τὸν αὐτὸν ἁγιώτατον ἀρχιεπίσκοπον καὶ λαμβάνειν τὸ κανονικὸν αὐτῶν πάντων καὶ τῶν ἀνὰ πᾶσαν Βουλγαρίαν Βλάχων καὶ τῶν περὶ τὸν Βαρδάρειον Τουρκῶν, ὅ σ ο ι ἐ ν τ ὸ ς τ ῶ ν Β ο υ λ γ α ρ ι κ ῶ ν ὅ ρ ω ν ε ἰ σ ί, (βλ. Η. Gelzer, Ungedruckte ). Η διατύπωση είναι τέτοια, που φαίνεται να υποδηλώνει ότι παράλληλα υπήρχαν Βαρδαριώτες Τούρκοι που δεν εντάσσονταν στη δικαιοδοσία του Αχρίδος (βλ. Στ. Κυριακίδης, Βυζ. Μελέται Γ. Κονιδάρης, Επισκοπή Βαρδαριωτών Ν. Oikonomidès, Vardariotes 8). Δεν είναι όμως προφανές σε ποια εκκλησιαστική έδρα μπορεί να ανήκαν. Το γεγονός πάντως ότι έχει αμφισβητηθεί η γνησιότητα της εν λόγω πηγής μας καθιστά επιφυλακτικούς απέναντι στη μαρτυρία (βλ. σχετικά κατωτ. σ ). 588 Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 473 (α μισό 11 ου αι.): Κύριε βοήθει Θεοφυλάκτῳ ἐπισκόπῳ Τούρκων = J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals αρ (11 ος αι.). - V. Laurent, Sceaux V 2 αρ (11 ος -12 ος αι.): + Σκέποις με Δημήτριον τὸν Τούρκ(ω)ν θύτην. - Βλ. και Ν. Oikonomidès, Vardariotes 2. - V. Kravari, Villes 63 σημ G. Fedalto, Hierarchia Αντιθέτως βλ. G. Moravcsik, Byzance et le christianisme hongrois du Moyen-age, Ravenne 1969, σ J. P. Ripoche, Byzance et son art en Hongrie médiévale, BF 6 (1979) , σ. 173, που θεωρούν ότι ο Θεοφύλακτος ήταν επίσκοπος Ουγγαρίας. Ο V. Laurent (Sceaux V 1 αρ Βλ. και G. Fedalto, Hierarchia 456) αποδίδει μια ακόμη σφραγίδα του 11 ου αι. σε επίσκοπο Βαρδαριωτών Τούρκων: +Σφραγὶς Ἀντωνίου μοναχοῦ, συγκέλλου καὶ προέδρου Τουρκίας. Ο Ν. Οικονομίδης τόσο στο άρθρο του για τους Βαρδαριώτες Τούρκους (Turquie και σημ. 18) όσο και στην έκδοση βυζαντινών σφραγίδων σε συνεργασία με τον J. Nesbitt το 1991 (Seals αρ. 36.1, επανέκδοση της σφραγίδας και σχόλια. - Βλ. και Ch. Chotzakoglou, Ungarn 60 και σημ. 5) υποστηρίζει ότι η σφραγίδα ανήκει σε μητροπολίτη Τουρκίας, δηλαδή Ουγγαρίας, και όχι σε επίσκοπο (Βαρδαριωτών) Τούρκων.

239 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 157 σκοπή Βαρδαρίου (Vardariensis) μνημονεύεται σε επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου Γ ως υπαγόμενη στη δικαιοδοσία του Λατίνου μητροπολίτη Θεσσαλονίκης 589. Το 1295 ο επίσκοπος Βαρδαρίου Ιωάννης Κοντοπετρής συμμετέχει σε μεικτό δικαστήριο μαζί με τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και άλλους επισκόπους υπό την προεδρία του πρωτοασηκρήτις Μανουήλ Νεοκαισαρείτη. Ο ίδιος επίσκοπος επικυρώνει τα ἴσα δύο χρυσόβουλλων λόγων του Αλεξίου Γ του 1198 και 1199 αντίστοιχα 590. Ακόμη η επισκοπή αναφέρεται σε δικαιοπρακτικό έγγραφο του Σε απόφαση του Μαξίμου Θεσσαλονίκης στις αρχές του 16 ου αι. ο επίσκοπος Βαρδαρίου αναφέρεται ως υπαγόμενος στη δικαιοδοσία της μητρόπολης 592. Συνεπώς η επισκοπή από την ίδρυσή της και σε όλη τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων ανήκε στην εκκλησία της Θεσσαλονίκης 593. Όπως είδαμε, στα εκκλησιαστικά τακτικά η επισκοπή αναφέρεται γενικά ως Τούρκων ή Βαρδαριωτῶν ἤτοι Τούρκων. Η αναγραφή της επισκοπής ως Βαρδαρίου στον κώδικα L της Notitia 7 χαρακτηρίζεται από τον J. Darrouzès ως αυτοσχεδιασμός 594. Ο V. Laurent και ο Ν. Οικονομίδης επίσης θεωρούν ότι ο επίσημος τίτλος του επισκόπου ήταν Βαρδαριωτῶν ἤτοι 589 Βλ. PL 216, col. 557 D Α. Potthast, Regesta αρ (7 Απριλίου 1212). - Βλ. και R. Janin, Vardariotes Βλ. και ανωτ. σ Βλ. Α. Iv. III. 67.4, 128 (1295) και σ Α. Chil. Ι. 4.B (ἴσον εγγράφου 1198) 5.C (ἴσον εγγράφου 1199) και σ Βλ. και Α. Xér. σ PLP 6, Πρβ. R. Janin, Vardariotes 448, που εσφαλμένα θεωρεί ότι ο Ιωάννης Βαρδαρίου είναι σύγχρονος του Αλεξίου Γ. 591 Βλ. Α. Ζο , 63-66, 85-89, (1327). 592 Βλ. και Α. Dion ( ). 593 Στους επισκόπους Βαρδαρίου που μνημονεύει ο G. Fedalto (Hierarchia 456) μπορούμε να προσθέσουμε τους εξής: α. Π ά ρ δ ο ς : 10 ος -11 ος αι. (βλ. G. Schlumberger, στη Revue Numismatique 9, IV Series, Paris 1905, σ. 321, αρ. 204) β. Ι ω ά ν ν η ς Κ ο ν τ ο π ε τ ρ ή ς : τέλη 13 ου αι. (βλ. Α. Iv. III. 67.4, 128, έτ Α. Chil. I. 4 και σ. 104, 106, επικύρωση ἴσου χρυσοβούλλου του 1198 Β5.C και σ. 111, 113, επικύρωση ἴσου χρυσοβούλου του Βλ. και PLP 6, J. Preiser-Kapeller, Studien II Πρβ. Π. Ν. Παπαγεωργίου, Αι Σέρραι και τα προάστεια, τα περί τας Σέρρας και η μονή Ιωάννου του Προδρόμου, ΒΖ 3 (1894) , σ PLP 6, 13080) γ. Κ ά λ λ ι σ τ ο ς : 1327 (βλ. Α. Ζο , , έτ Βλ. και PLP 5, J. Preiser-Kapeller, Studien II. 495) δ. Ι ω σ ή φ : 13 ος -15 ος αι. (;) (βλ. Π. Παπαγεωργίου, Μονή Βλαταίων 407, αρ Βλ. και PLP 4, J. Preiser-Kapeller, Studien II. 495) ε. α ν ώ ν υ μ ο ς : t.a.q. α μισό του 1416, μετετέθη στη μητρόπολη Μολδοβλαχίας (βλ. V. Laurent, Les Mémoires du grand ecclésiarque de l Église de Constantinople Sylvestre Syropoulos sur le concile de Florence ( ), [Conc. Florent. IX] Paris-Rome 1971, σ , J. Darrouzès, Reg. 3296, Βλ. και J. Preiser-Kapeller, Studien II. 495). 594 Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 69.

240 158 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Τούρκων 595. Πράγματι σε δύο σφραγίδες ο επίσκοπος αναγράφεται μόνο ως Τούρκων 596. Παρατηρούμε όμως ότι συχνά και σε σφραγίδες αναγράφεται το ποίμνιο αντί για την πόλη ή την περιφέρεια 597. Ως πιο αξιόπιστη μαρτυρία σχετικά με τον τίτλο του επισκόπου προβάλλουν τα έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους. Σε αυτά ο επίσκοπος Βαρδαρίου μνημονεύεται και ο ίδιος υ- πογράφει ως Βαρδαρίου, όχι ως Βαρδαριωτῶν ή Τούρκων. Αλλά και στην προαναφερθείσα σφραγίδα του 10 ου -11 ου αι. αναγράφεται ως επίσκοπος Βαρδαρίου 598. Θεωρούμε λοιπόν πιθανότερο ότι ο επίσημος τίτλος της επισκοπής ήταν Βαρδαρίου. Τέλος, το γεγονός ότι η επισκοπή Βαρδαρίου στις αρχές της τουρκοκρατίας απαντά ως Βαρδαρίου και Πολεανίας 599, η οποία αργότερα στα νεότερα χρόνια μετονομάστηκε σε Πολυανής και Κιλκισίου 600, συμβάλλει στον κατά προσέγγιση εντοπισμό της επισκοπικής περιφέρειας κατά τη βυζαντινή περίοδο στην πεδιάδα ανάμεσα στον Αξιό και τον Γαλλικό ποταμό. Στην ίδια 595 Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 σ. 346, όπου βέβαια αναφέρεται στα εκκλησιαστικά τακτικά ως επίσημα κείμενα βλ. και Sceaux V 2 σ Ν. Oikonomidès, Turquie 530 σημ Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 473 (α μισό του 11 ου αι.) = J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals αρ (11 ος αι.). - V. Laurent, Sceaux V 2 αρ (11 ος 12 ος αι.). 597 Πρβ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 525 (7 ος αι.): τῆς Λαοδικέων μητρ(ο)πόλε(ω)ς 426 (10 ος - 11 ος αι.): Κύριε βοήθει Μιχαὴλ <ἐπισκόπῳ ;> τῶν Σιν(ω)πιτῶν αρ. 459 = J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals αρ (12 ος αι.): Σφραγὶς προέδρου Θετταλῶν Κωνσταντίνου. - V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 508 (11 ος -12 ος αι.): προέδρῳ τῷ Μυρέων. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι η αντίστοιχη διοικητική περιφέρεια ονομάζεται Βαρδαρίου αλλά και Βαρδαριωτών. - Βλ. Θεοφύλακτος Αχρίδος, Επιστολαί ( /5): τῷ τοῦ πανσεβάστου αὐθέντου ἡμῶν υἱῷ ἡ περὶ τὸν Βαρδάριον ἀρχὴ νῦν ἀνετέθη (1106): τοῦ Βαρδαρίου ἁρμοστὴν πρβ : τοῖς Βαρδαριώταις ἐπαφεθῆναι τὸν πανσέβαστον υἱὸν τοῦ χρηστοῦ πρωτοστράτορος (1094): ἀφ οὗ τοὺς Βαρδαριώτας ἔπραττεν. 598 Βλ. G. Schlumberger, στη Revue Numismatique 9, IV Series, Paris 1905, σ. 321, αρ. 204 (10 ος - 11 ος αι.). - Α. Iv. III. 67.4, 128 (1295). - Α. Chil. Ι. 4.B (ἴσον εγγράφου 1198) 5.C (ἴσον εγγράφου 1199). - Α. Ζο , 63-66, 85-89, (1327). - Βλ. και Α. Dion ( ) ( ). 599 Βλ. Not (β μισό του 15 ου αι.): Πολεαινίνης καὶ Βαρδαριωτῶν. - Α. Dion ( ): Βαρδαρίου καὶ Πολεανίας 44.5: Πολαιανίνης, 29: Μπωλειανίνης καὶ Βαρδαρίου ( ). - Βλ. και Ν. Παπαγεωργίου, Μονή Βλαταίων 407, αρ. 25: ταπηνος επισκοπος Βραδαρίου (sic) και Πολεανηνις Ιωσηφ. - Ο Α. Αγγελόπουλος (Επισκοπική σύνοδος 796) αναφέρει ότι η επισκοπή Βαρδαρίου αντικαταστάθηκε από την επισκοπή Πολυανής «ολίγον μετά την εκκλησιαστικήν μεταρρύθμισιν του Ανδρονίκου Β». Ωστόσο σύμφωνα με τις μαρτυρίες της επισκοπής Βαρδαρίου στις πηγές η μεταφορά της έδρας στην Πολυανή δεν φαίνεται να έγινε πριν από το α μισό του 14 ου αι. - Αντιθέτως βλ. G. Fedalto, Hierarchia 451, 456, που τις αναφέρει ως δύο διαφορετικές έδρες, χωρίς να κάνει κανένα συσχετισμό μεταξύ τους. 600 Βλ. Τ. Α. Γριτσόπουλος, Μητρόπολις Πολυανής και Κιλκισίου, ΘΗΕ 10 (1967)

241 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 159 περιοχή άλλωστε, δηλαδή ανατολικά του Αξιού, τοποθετείται από τον Γ. Θεοχαρίδη και το ομώνυμο θέμα Βαρδαρίου Βλ. Γ. Θεοχαρίδης, Κατεπανίκια 35 βλ. και σ. 33: «Η επισκοπή Βαρδαρίου λίαν πιθανώς αντιστοιχεί προς το κατεπανίκιον». - Αντιθέτως βλ. Th. Tafel, Thessalonica 80, 83-84, που μάλλον εσφαλμένα τοποθετεί την Πολυανή πλησίον της Βέροιας, στην περιοχή του Αλιάκμονα.

242 3. H σημασία της διπλής ονομασίας των επισκοπικών εδρών Αξίζει να αναφερθούμε στον κατάλογο των υπαγομένων στη Θεσσαλονίκη επισκοπών, που περιλαμβάνεται σε τρία χειρόγραφα των 14 ου 16 ου αι. Η συμβολή του καταλόγου είναι ότι μας παραδίδει τις προσθήκες στους τίτλους των επισκοπών: α ὁ τοῦ Κίτρου ἤτοι Πύδνης, β ὁ Βερροίας, γ ὁ Δρουγουβιτείας, δ ὁ Σερβίων, ε ὁ Κασανδρείας τῆς καὶ Ποτιδαίας (ἤτοι Ποτιδαίας καὶ Βρυῶν), ς ὁ Καμπανίας ἤτοι Καστρίου, ζ ὁ Πέτρας (ἤτοι Σαγουδανείας), η ὁ Ἑρκούλων ἤτοι Ἀρδεμέρεως, θ ὁ Ἱερισσοῦ ἤτοι Ἁγίου Ὄρους (ἤτοι Ἀπολλωνιάδος καὶ Ἁγίου Ὄρους), ι ὁ Λιτῆς ἤτοι Ῥεντίνης, ια ὁ Βαρδαριωτῶν ἤτοι Τούρκων, ιβ ὁ Λυκοστομίου ἤτοι Θετταλικῶν Τεμπῶν. Οι περισσότερες διπλές ονομασίες των επισκοπών επιβεβαιώνονται κυρίως από μνείες σε έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους του 14 ου αι Η διπλή ονομασία ορισμένων επισκοπικών εδρών οφείλεται πολλές φορές στην τάση των Βυζαντινών να αρχαΐζουν και να συνδέουν ένα βυζαντινό τοπωνύμιο με ένα της ομηρικής, κλασσικής, ελληνιστικής ή και ρωμαϊκής αρχαιότητας στην περιοχή. Έτσι η επισκοπή Κίτρους αποκαλείται και Πύδνης 603, ενώ η επισκοπή Αρδαμέρεως ονομάζεται και Ερκούλων 604. Με αυτόν τον τρόπο οι ιεράρχες προφανώς επιθυμούσαν να αναδείξουν την αρ- 602 Βλ. Not. 13, App.2, στ Σύμφωνα με τον εκδότη το προγενέστερο χειρόγραφο από τα τρία που παραδίδουν τον εν λόγω κατάλογο επισκοπών προέρχεται από τη Θεσσαλονίκη. Ο κατάλογος περιλαμβάνει 12 επισκοπές με την ίδια περίπου αριθμητική σειρά που παραδίδονται και στο χειρόγραφο D της Notitia 7 μόνη εξαίρεση αποτελούν οι επισκοπές Λυκοστομίου και Βαρδαριωτών, των οποίων οι θέσεις αντιστρέφονται (12 η και 11 η αντίστοιχα). - Πρβ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 118, και σημ Για τη χρονολόγηση των χειρογράφων βλ. πίνακα viii/στ. Επίσης χειρόγραφα της Notitia 16 (14 ος αι.) περιλαμβάνουν κατάλογο των επισκοπών της Θεσσαλονίκης, ο οποίος δεν διαφέρει από τον προαναφερθέντα. - Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 173, 174 και σημ Βλ. και Not Θεοφύλακτος Αχρίδος, Λόγοι Βλ. επίσης Μ. Δήμιτσας, Μακεδονία Α. Diller, Geograph. Names Α.7, Β.51, C.29 και σ. 35, V. Kravari, Villes Βλ. και A. Prôt (943). - Not , κριτικό υπόμνημα Ο Κασσανδρείας απαντά με την ονομασία και Ποτιδαίας στα εκκλησιαστικά τακτικά (Not και σ , App ). Δεν σώζεται κάποια σφραγίδα του επισκόπου ή έγγραφο στο οποίο να μνημονεύεται ή να υπογράφει με τον τίτλο αυτό. Το ίδιο συμβαίνει και με την επισκοπή Ιερισσού που σε χειρόγραφο των αρχών του 14 ου αι. (C 2) αποκαλείται και Ἱερισσοῦ ἤτοι Ἀπολλωνιάδος καὶ Ἁγίου Ὄρους. - Βλ. και ανωτ. σ. 143 και σημ. 558.

243 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 161 χαιότητα της εκκλησιαστικής τους έδρας ή και σκόπιμα να καλλιεργήσουν μια τέτοια επίπλαστη εντύπωση απώτερος στόχος ήταν να προσδώσουν στην επισκοπή μεγαλύτερο κύρος. Άλλωστε το κριτήριο της αρχαιότητας ήταν πιθανόν ένας από τους παράγοντες που καθόριζε την τάξη προκαθεδρίας των επισκοπών. Αργότερα πάλι, στην ύστερη ιδίως βυζαντινή περίοδο, οπότε πια είχε διαμορφωθεί η ιεραρχία των επισκοπικών εδρών, η αρχαία καταγωγή μιας επισκοπής συνέβαλλε σε ένα βαθμό στην απόφαση του αυτοκράτορα να την προαγάγει σε αρχιεπισκοπή ή μητρόπολη. Συχνά ωστόσο τα δύο ονόματα στον τίτλο του επισκόπου δηλώνουν τη μεταφορά της επισκοπής σε μια νέα πόλη εξαιτίας του ότι παρήκμασε η παλιά έδρα για λόγους δημογραφικής πτώσης, οικονομικού μαρασμού, φυσικών καταστροφών, επιδρομών ή απώλειας της στρατηγικής της σημασίας 605. Η επισκοπή Λητής απαντά ως Λιτῆς ἤτοι Ῥεντίνης τουλάχιστον από τα τέλη του 13 ου αι. Οι μελετητές τοποθετούν τη μεταφορά της έδρας από τη Λητή στη Ρεντίνα κατά τον 10 ο αι. και την αποδίδουν στην παρακμή στην οποία είχε περιέλθει η πόλη της Λητής 606. Επίσης, η επισκοπή Λυκοστομίου απαντά ως επισκοπή Πλαταμώνος ήδη το 1208 και το 1212 σε επιστολές του πάπα Ιννοκεντίου Γ, αλλά και αργότερα, το 1363 σε απόφαση της πατριαρχικής συνόδου 607. Προφανώς η επισκοπική έδρα είχε μεταφερθεί από το Λυκοστόμιο στον Πλαταμώνα. 605 Βλ. Ν. Μουτσόπουλος, Ρεντίνα Ι. 149 Ρεντίνα ΙΙ Βλ. Th. Tafel, Thessalonica 65-66, F. Dvornik, Slaves Δ. Κανατσούλης, Η αρχαία Λητή, Θεσσαλονίκη 1961, σ Α. Γλαβίνας, Επισκοπή Λητής J. Preiser- Kapeller, Studien II Ο Ν. Μουτσόπουλος αρχικά έκανε λόγο για πλήρη εγκατάλειψη της πόλης από τους Βυζαντινούς εξαιτίας σλαβικών επιδρομών σημειώνοντας ότι οι τελευταίες μαρτυρίες είναι ορισμένοι τάφοι της παλαιοχριστιανικής περιόδου. Έτσι θεώρησε ότι η επισκοπή Λητής ήταν ανενεργός για αρκετούς αιώνες και επανιδρύθηκε στα τέλη του 9 ου αι. ή στις αρχές του 10 ου αι. με νέα έδρα τη Ρεντίνα (βλ. Αρχαία Λητή 40-41: «Άλλωστε βλέπουμε πως στις αρχές του 10 ου αιώνα, η επισκοπή Λητής, α φ ο ύ ε χ ή ρ ε υ σ ε γ ι α π ο λ λ ο ύ ς α ι ώ- ν ε ς, αλλάζει έδρα και μετατίθεται στο νέο οχυρωμένο βυζαντινό οικισμό της Ρεντίνας». - Του ιδίου, Ρεντίνα Ι. 152 Ρεντίνα ΙΙ. 292: «επιλέγεται (ενν. τον 10 ο αι.) ως έδρα της ν έ α ς ε π ι σ κ ο- π ή ς π ο υ ε π α ν ι δ ρ ύ θ η κ ε υπό τον Θεσσαλονίκης»). Ωστόσο στη συγκεντρωτική μελέτη του για τη Ρεντίνα (Ρεντίνα ΙΙ ) μιλεί απλώς για μεταφορά της έδρας Λητής από την παρηκμασμένη από τις σλαβικές επιδρομές πόλη στη νέα θέση, όπου προφανώς υπήρχε και εντονότερη ζωή και δράση. Περιστασιακά όμως κάνει λόγο για «ίδρυση μιας νέας επισκοπής» και έδρα της «νέας επισκοπής» (ό.π. σ. 46, 55 βλ. και Ρεντίνα IV. 9, 74). 607 Βλ. PL 215, col D A Α. Potthast, Reg (14 Ιουλίου 1208). - PL 216, col. 557 D Α. Potthast, Reg (7 Απρ. 1212). - PRK III, αρ. 269, στ. 2, 10, 26 J. Darrouzès, Reg (Απρ. 1363). - Βλ. και ανωτ. σ. 125, 153 και κατωτ. σ , 200, 224.

244 162 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Βέβαια στις προαναφερθείσες περιπτώσεις ορισμένοι μελετητές κάνουν λόγο για συνένωση δύο ξεχωριστών εδρών 608. Ωστόσο δεν μαρτυρείται χωριστά επίσκοπος/επισκοπή Λητής και ταυτόχρονα επίσκοπος/επισκοπή Ρεντίνης ούτε προκαθήμενος/έδρα Λυκοστομίου και χωριστά προκαθήμενος/έδρα Πλαταμώνος πριν από την εποχή που υποτίθεται ότι έλαβε χώρα η συνένωση των αντίστοιχων επισκοπών. Έτσι δεν μπορεί να τεκμηριωθεί από τις πηγές ότι προϋπήρχαν ως αυτόνομες εκκλησιαστικές έδρες, ώστε να μπορούμε να μιλούμε για συνένωσή τους 609. Αλλά και το γεγονός ότι μετά τη μεταφορά της επισκοπικής έδρας μπορεί να μνημονευθεί η επισκοπή με το παλιό της όνομα δεν σημαίνει ότι «οι δύο ενωμένες έδρες» χωρίστηκαν, ούτε ότι η επισκοπή επέστρεψε στην παλαιά της έδρα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το παράδειγμα της επισκοπής Λητής, που όπως προαναφέρθηκε, γύρω στα τέλη του 9 ου αι. μεταφέρθηκε στη Ρεντίνα. Σε απόφαση μεικτού δικαστηρίου του 1295 ο επίσκοπος Ρεντίνης αναφέρεται ως Λητής και Ρεντίνης 610, ενώ το 1363 σε πατριαρχική συνοδική απόφαση μνημονεύεται ως Λητής 611. Το γεγονός δεν θα πρέπει να μας παραπλανήσει στο να θεωρήσουμε ότι η επισκοπή επέστρεψε στην παλαιά της έδρα, ούτε βέβαια ότι οι «ενωμένες» επισκοπές Λητής και Ρεντίνης ξαναχωρίστηκαν 612. Το 1416 σε δικαστική απόφαση της μητροπολιτικής συνόδου της Θεσσαλονίκης ο επίσκοπος 608 Για την ένωση των εκκλησιαστικών εδρών γενικά βλ. Κ. Ράλλης, Ένωσις-Επίδοσις 185 κ.ε. 609 Αντιθέτως ο Μ. Δήμιτσας (Μακεδονία 155 σημ. 3), ο Α. Βακαλόπουλος (Κάστρα 79-80) κ.ά. κάνουν λόγο για συγχώνευση της επισκοπής Λυκοστομίου με την επισκοπή Πλαταμώνος. Δεν φαίνεται πιθανό να υπήρχαν δύο εκκλησιαστικές περιφέρειες σε μια τόσο περιορισμένη περιοχή, ώστε να μπορούμε να μιλούμε για συνένωση επισκοπικών περιφερειών. Η διπλή ονομασία της επισκοπής μάλλον οφείλεται σε μεταφορά της έδρας της. - Βλ. και Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος 62 κ.ε., που παραθέτει τις απόψεις των μελετητών σχετικά με τη σημασία της διπλής ονομασίας της επισκοπής Πλαταμώνος και Λυκοστομίου. Ο Γ. Θεοχαρίδης (Κατεπανίκια και σημ. 7) θεωρεί ότι αρχικά υφίσταντο ξεχωριστά η επισκοπή Λητής και η επισκοπή Ρεντίνης. Υποστηρίζει ότι στη συνέχεια συνενώθηκαν, αν και δεν προσδιορίζει πότε: «Η επισκοπή Λητής ή Λαγκαδά και η μετ αυτής συνηνωμένη επισκοπή Ρεντίνας», «Προκειμένου περί διαφορετικών περιφερειών η μεταφορά και η διπλή ονομασία σημαίνει βεβαίως και συνένωσιν των επισκοπών υπό τον αυτόν επισκοπικόν θρόνον». Βλ. και Γ. Θεοχαρίδης, Κατεπανίκια 36 σημ. 2 και Α. Αγγελόπουλος, Εκκλησία Θεσσαλονίκης 77, που κάνουν λόγο για συγχώνευση της επισκοπής Βαρδαριωτών ή Τούρκων με την επισκοπή Πολυανής. 610 Βλ. Α. Iv. ΙΙΙ. 67.5, 129 (1295). 611 Βλ. PRK III, αρ. 269, στ. 10 J. Darrouzès, Reg (Απρ. 1363). 612 Αντιθέτως βλ. Γ. Θεοχαρίδης, Κατεπανίκια 33 και σημ. 7: «Επισκοπή Λητής μόνον όμως εμφανίζεται εις πίνακας επισκοπών Θεσσαλονίκης, γενομένους μετά την αναδιοργάνωσιν του Ανδρονίκου Β το Αι επισκοπαί λοιπόν εχώρισαν πάλιν». Βέβαια ο μελετητής βασίζει τα συμπεράσματά του σε παλιές εκδόσεις των εκκλησιαστικών τακτικών, σε εσφαλμένη χρονολόγησή τους και στην ξεπερασμένη πλέον θεώρησή τους ως επίσημων εκκλησιαστικών καταλόγων.

245 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 163 Χριστόδουλος απαντά δώδεκα φορές ως Ρεντίνης, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί επισκοπική έδρα, και δύο φορές ως Λητής και Ρεντίνης 613. Η χρήση της παλιάς ονομασίας θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στις αρχαΐζουσες διαθέσεις των Βυζαντινών και στην έμφαση που ήθελαν να δίνουν στην αρχαιότητα μιας έδρας. Ακόμη συχνά προστίθεται στον τίτλο του επισκόπου η ονομασία της ευρύτερης περιοχής που αποτελεί την εκκλησιαστική του περιφέρεια. Έτσι o Πέτρας απαντά και ως Σαγουδανείας 614, ο Λυκοστομίου ως Θετταλικῶν Τεμπῶν. Πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι οι συγκεκριμένες προσθήκες μαρτυρούνται μόνο στα εκκλησιαστικά τακτικά δεν γνωρίζουμε αν αντικατοπτρίζουν τον επίσημο τίτλο των επισκόπων 615. Ο επίσκοπος Ιερισσού υπογράφει ως Ἱερισσοῦ καὶ Ἁγίου Ὄρους τουλάχιστον από το β μισό του 13 ου αι Ο Άθως βέβαια δεν ανήκει στη δικαιοδοσία του. Το γεγονός δηλώνει προφανώς τις προθέσεις του επισκόπου από το τέλος της λατινοκρατίας και εξής να επεμβαίνει ή και να υπαγάγει την αθωνική πολιτεία στη δικαιοδοσία του. Οι προσπάθειές του ωστόσο απέβησαν άκαρπες 617. Από την άλλη, η ονομασία τριών επισκοπών προήλθε όχι από την πόλη όπου έδρευε ο επίσκοπος αλλά από την περιφέρεια, όπου εξαπλωνόταν η δικαιοδοσία του. Πρόκειται για τις επισκοπές Δρουγουβιτείας, Βαρδαρίου και Καμπανίας 618. Η τελευταία επισκοπή όμως απαντά και ως Καμπανίας καὶ Καστρίου 619. Εδώ φαίνεται να συνέβη το αντίστροφο από ό,τι στην περίπτωση της Πέτρας και Σαγουδανείας, δηλαδή προστέθηκε στον τίτλο το 613 Βλ. Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης , 14, 27, , 5, 13, , 15-16: Ρεντίνης : Λιτής και Ρεντίνης (1416). 614 Βλ. ανωτ. σ Βλ. και Not Βλ. ανωτ. σ Βλ. D. Papachryssanthou, Hiérissos 375 κ.ε. - Τ. Gregory - A. Kazhdan, Hierissos Βλ. επίσης Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητροπόλη Θεσσαλονίκης ΙΙ Βλ. και ανωτ. σ. 150 και κατωτ. σ Επίσης η επισκοπή Λητής και Ρεντίνης αποκαλείται το 1212 ως επισκοπή Λαγκαδά στην επιστολή του Ιννοκεντίου Γ. - Βλ. ανωτ. σ Για τον Λαγκαδά βλ. Th. Tafel, Thessalonica Γ. Θεοχαρίδης, Κατεπανίκια 30 κ.ε. - Ν. Κοσμάς, Ο Λαγκαδάς, Θεσσαλονίκη Βλ. ανωτ. σ και Not Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης (1416): καὶ τῷ Καμπανίας καὶ Κανστρίου. - Α. Doch (1419): τῶ τε θεοφιλεστάτω ἐπισκόπω Καμπανείας κ(αὶ) Καστρίου. - Βλ. επίσης Α. Dion ( ): Καμπανί(ας) καὶ Καστρίου. - Βέβαια στο χειρόγραφο D της Notitia 7 (στ. 302 και κριτικό υπόμνημα) η επισκοπή μνημονεύεται ως Καστρίου ἤτοι Καμπανίας. Δεν φαίνεται ωστόσο να ήταν αυτός ο επίσημος τίτλος της επισκοπής, καθώς δεν απαντά σε καμία πηγή. Επίσης σε καμία από τις σωζόμενες μαρτυρίες δεν μνημονεύεται η επισκοπή μόνο ως Καστρίου.

246 164 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου όνομα της πόλης που αποτελούσε την έδρα της επισκοπής 620. Πάντως από τις λίγες μνείες της επισκοπής που έχουμε στη διάθεσή μας φαίνεται να ήταν συνηθέστερη η χρήση του τίτλου Καμπανίας 621. Τέλος δεν αποκλείεται η δημογραφική ανάπτυξη μιας πόλης, που βέβαια συνεπάγεται αύξηση του ποιμνίου και πιθανόν οικονομική ανάπτυξη, να είναι τόση, ώστε να προστεθεί το όνομα εκείνης της πόλης στον τίτλο του επισκόπου. Έτσι ο Κασσανδρείας απαντά από το β μισό του 11 ου αι. ως τον 14 ο αι. και ως θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος Κασσανδρείας καὶ Βρυῶν 622. Βέβαια γύρω στα τέλη του 13 ου αι. το κάστρο έχει πια εγκαταλειφθεί. Ωστόσο η συντηρητική εκκλησιαστική ορολογία διατηρεί στον τίτλο του επισκόπου την προσθήκη τουλάχιστον ως τις αρχές του 14 ου αι Αντιθέτως βλ. Th. Tafel, Thessalonica 61, που θεωρεί ότι η επισκοπή μεταφέρθηκε από την Καμπανία στο Καστρίον. 621 Βλ. PL 216, col. 557 D A. Potthast, Reg (1212). - Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ. 149 (1236). - PG 151, col. 721 A, 763 Α J. Darrouzès, Reg (27 Μαΐου-Ιουλίου 1351). - Ε. Honigmann, Tomos (1351). - PRK III, αρ. 271, στ. 14 J. Darrouzès, Reg (Απρ. 1363). - Α. Ιv. IV (1421). 622 Σύμφωνα με τον Νικηφόρο Γρηγορά (Ι ) στις αρχές του 14 ου αι. η Κασσάνδρεια είχε περιέλθει σε πλήρη παρακμή: πόλις δὲ αὕτη πάλαι μὲν οὖσα περιφανής, νῦν δὲ καὶ τῶν οἰκητόρων ἔρημος. Ωστόσο η παρακμή για την οποία κάνει λόγο ο ιστορικός πιθανότατα δεν ανάγεται στον 11 ο αι. ίσως να σχετίζεται με τους Καταλανούς μισθοφόρους του Ανδρονίκου Β, που το λιμαίνονταν τη Χαλκιδική και γύρω στο 1307 συγκεκριμένα τη χερσόνησο της Κασσάνδρας (βλ. Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Βαλκανική επαρχία 158). Θα ήταν πάντως επισφαλές συμπέρασμα, αν θεωρούσαμε ότι η προσθήκη καὶ Βρυῶν στην ονομασία της επισκοπής από τον 11 ο αι. κ.ε. οφείλεται σε μεταφορά της έδρας από την Κασσάνδρεια στις Βρύες. - Αντιθέτως βλ. Θ. Παζαράς, Κάστρο Βρύας 325, που θεωρεί ότι από το β μισό του 11 ου αι. οι Βρύες επισκίασαν την Κασσάνδρεια με συνέπεια τη μεταφορά της επισκοπικής έδρας. 623 Βλ. ανωτ. σ

247 4. H πολιτική διοικητική οργάνωση της περιοχής της Θεσσαλονίκης Η αρχή που εφάρμοσε η Εκκλησία κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, δηλαδή η προσαρμογή των εκκλησιαστικών διοικητικών περιφερειών στις πολιτικές διοικητικές διαιρέσεις, παύει να τηρείται αυστηρά ήδη κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο. Συχνά μάλιστα υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ της εκκλησιαστικής διαίρεσης και της διοικητικής οργάνωσης του κράτους. Το φαινόμενο γίνεται πολύ πιο έντονο κατά την ύστερη περίοδο 624. Όπως θα φανεί από την εξέταση που ακολουθεί, η παρατήρηση ισχύει και στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Η εκκλησιαστική δικαιοδοσία της μητρόπολης δεν ακολουθεί τις μεταβολές που κατά την πάροδο των χρόνων γνωρίζει η διοικητική περιφέρεια της πόλης. Ας παρουσιάσουμε όμως συνοπτικά τη διοικητική οργάνωση της περιοχής στην περίοδο που μελετάμε: Η Θεσσαλονίκη παραμένει πρωτεύουσα της επαρχότητας του Ιλλυρικού ως τα τέλη του 7 ου αι. 625 ή κατ άλλους ως και τα τέλη του 8 ου αι Βλ. Στ. Κυριακίδης, Βυζ. Μελέται 405: η εκκλησιαστική διαίρεσις δεν ανταπεκρίνετο πάντοτε προς την πολιτικήν, ούσα συντηρητικωτέρα. - Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πρώτη πόλις Βλ. και Σ. Τρωιάνος, Παρατηρήσεις επί των τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων της ανακήρυξης του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, στο Τιμητικόν αφιέρωμα εις τον Κίτρους Βαρνάβαν, σ , σ. 339: «είναι προφανές, ότι η δομή της εκκλησιαστικής διοικήσεως απεμιμήθη επί ουσιαστικών σημείων την πολιτειακήν διοικητικήν οργάνωσιν. Πρέπει να τονισθή όμως, ότι η υιοθέτησις πολιτειακών προτύπων εις μεγαλυτέραν ή μικροτέραν έκτασιν δεν απετέλεσε κανονικήν υποχρέωσιν». - Βλ. και Σ. Τρωιάνος - Γ. Πουλής, Εκκλ. Δίκαιο Βλ. P. Lemerle, Invasions 270 κ.ε. - Γ. Θεοχαρίδης, Μακεδονία και σημ. 4, 102 σημ. 1, 103, 221 και σημ Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Μακεδονία 46, G. Dagron, Illyricum 2, 5 και σημ Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 84, 91 κ.ε. L éparque de Thessalonique: les origines d une institution administrative (VIIIe-IXe siècles), Ελληνικές ανακοινώσεις στο Ε Διεθνές Συνέδριο Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Βελιγράδι Σεπτεμβρίου 1984, Αθήνα 1985, σ Οι ανωτέρω μελετητές θεωρούν ότι η επαρχότητα του Ιλλυρικού είχε καταργηθεί ως τα τέλη του 7 ου αι. και ότι οι μνείες επάρχου ή υπάρχου στα τέλη 8 ου αι. και το α μισό 9 ου αι. δεν αναφέρονται σε έπαρχο του Ιλλυρικού, αλλά σε έπαρχο της πόλεως Θεσσαλονίκης κατά το πρότυπο του επάρχου της πόλεως της Κωνσταντινούπολης. - Πρβ. Ν. Oikonomidès, Le kommerkion d Abydos, Thessalonique et le commerce bulgare au XIe siècle, στο Hommes et richesses dans l Empire byzantin, t. II: VIIIe-XVe siècles, éd. V. Kravari - J. Lefort - C. Morrisson, [Realités Byzantines 3] Paris 1991, σ Αντιθέτως βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Διοικ. σύστημα 15 κ.ε., που ασκεί κριτική στην άποψη. - Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θέμα Θεσσαλονίκης 160 κ.ε. Άρχουσα δυτικών θεμάτων , που βάσιμα απορρίπτει την άποψη ότι ο έπαρχος Θεσσαλονίκης είναι

248 166 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Στα τέλη του 8 ου αι. υπολογίζεται ότι ιδρύθηκε η πολιτικο-στρατιωτική περιφέρεια του θέματος Θεσσαλονίκης με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη 627. Δυτικά και νοτιοδυτικά το θέμα εκτεινόταν ως την οροσειρά της Πίνδου που ως φυσικό όριο χώριζε την εποχή εκείνη το θέμα Θεσσαλονίκης από τα θέματα Δυρραχίου και Νικοπόλεως. Νοτίως συνόρευε με το θέμα Ελλάδος με φυσικό σύνορο την κοιλάδα του Πηνειού. Το βόρειο σύνορο του θέματος Θεσσαλονίκης τοποθετείται κατά προσέγγιση στον μέσο ρού του Αξιού. Τέλος ανατολικό σύνορο ήταν ο Στρυμόνας 628. Αργότερα, στο β μισό του 10 ου αι., το θέμα Θεσσαλονίκης διαιρείται σε μικρότερα θέματα ή στρατηγίδες 629. Πρόκειται για μικρές στρατιωμόνον πολιτικός αξιωματούχος της πόλης και σημειώνει: «ο έπαρχος Θεσσαλονίκης αποτελεί επιβίωση του επάρχου του Ιλλυρικού, διατήρησε για λόγους παραδοσιακούς τον τίτλο του επάρχου και προς τα τέλη του 8 ου - αρχές του 9 ου αι. έδωσε τη θέση του στον στρατηγό Θεσσαλονίκης». - Βλ. και J.-Cl. Cheynet - B. Flusin, Route 201 σημ Βλ. H. Gelzer, Die Genesis der byzantinischen Themenverfassung, Leipzig 1899, ανατ. Amsterdam 1966, σ. 35 κ.ε. - Ch. Diehl, Etudes Byzantines, Paris 1905, σ. 285 και σημ J. B. Bury, Α History of the Eastern Roman Empire (A.D ), London 1912, σ. 223, 224 σημ E. Stein, Préfets Στ. Κυριακίδης, Βυζ. Μελέται D. Pallas, Illyricum Βλ. και P. Lemerle, Miracles και σημ. 274, όπου αναθεωρεί την άποψή του περί ύπαρξης επάρχου της πόλεως στη Θεσσαλονίκη. Η περιφέρεια της επαρχότητας του Ιλλυρικού είχε βέβαια μειωθεί με την ίδρυση του θέματος Ελλάδος νότια της επαρχίας Μακεδονίας Α ( ) και της ημιαυτόνομης κλεισούρας του Στρυμόνα γύρω στο 688, που το ανυψώθηκε σε θέμα. - Βλ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θέμα Στρυμόνος 312 Theme Organization 168 κ.ε. Άρχουσα δυτικών θεμάτων 133 Θέμα Θεσσαλονίκης 159, 160, Ι. Καραγιαννόπουλος, Διοικ. σύστημα 10 κ.ε., και χάρτης 4, 5, 6. - Βλ. και Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Οι βυζαντινές κλεισούρες και κλεισουραρχίες, Βυζαντιακά 9 (1989) , σ Βλ. Στ. Κυριακίδης, Βυζ. Μελέται V. Laurent, Macédoine Ν. Oikonomidès, Listes 352, σημ Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Μακεδονία M. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή Ι. Καραγιαννόπουλος, Διοικ. σύστημα 20 κ.ε., 31 και χάρτης 7. - Α. Σταυρίδου- Ζαφράκα, Πρώτη πόλις 66 και Θέμα Θεσσαλονίκης , 165, που τοποθετούν την ίδρυση του θέματος Θεσσαλονίκης στα τέλη του 8 ου ή στις αρχές του 9 ου αι. ( ). Αργότερα η Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα (Theme Organization 172) βάσιμα υποστήριξε ότι στα τέλη του 8 ου αι. είχε ήδη ιδρυθεί το θέμα Θεσσαλονίκης. 628 Βλ. Στ. Κυριακίδης, Βυζ. Μελέται P. Lemerle, Philippes 129 σημ V. Laurent, Macédoine Ι. Καραγιαννόπουλος, Διοικ. σύστημα Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θέμα Θεσσαλονίκης Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι οι στρατηγοί που εμφανίζονται από το β μισό του 10 ου αι. κ.ε. ήταν διοικητές πόλεων, κάστρων ή στρατηγικής σημασίας περιοχών, που όμως υπάγονταν στους δούκες ή κατεπάνω των μεγάλων θεμάτων. Κατ αυτούς δηλαδή δεν διαλύονται οι μεγάλες θεματικές περιφέρειες. - Βλ. Στ. Κυριακίδης, Βυζ. Μελέται Ν. Bănescu, Les duchés byzantins de Paristrion (Paradounavon) et de Bulgarie, [Institut Roumain d Etudes Byzantines, n.s. 3] Bucarest 1946, σ. 38 κ.ε., Ι. Τζανής, Θέμα Σερβίας 109 κ.ε. - Πρβ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Θεσμοί M. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή 66 σημ. 88, Χ. Κυριαζόπουλος, Θράκη Για την αντίθετη άποψη βλ. τις μελέτες στη σημ. 630.

249 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 167 τικές-διοικητικές ενότητες με έδρα μια πόλη-κάστρο. Προκύπτουν λοιπόν νέες περιφέρειες Θεσσαλονίκης, Βεροίας, Εδέσσης και Δρουγουβιτείας 630. Επίσης στα τέλη του 10 ου αι. μαρτυρείται στρατηγός Σερβίων 631. Οι κατά τόπους στρατηγοί όμως υπάγονται στον δούκα ή κατεπάνω 632 Θεσσαλονίκης, ο οποίος είναι επικεφαλής μιας μεγαλύτερης στρατιωτικής ενότητας. Έτσι η Θεσσαλονίκη, στρατιωτικά τουλάχιστον, δεν χάνει την πρωτεύουσα θέση της στην ευρύτερη περιοχή 633. Από το β μισό του 10 ου αι. απαντούν επίσης στις πηγές θέματα Στρυμόνος-Θεσσαλονίκης (μέσα - τέλη 10 ου αι.), Στρυμόνος-Θεσσαλονίκης- Δρουγουβιτείας (τέλη 10 ου αι.), Στρυμόνος-Δρουγουβιτείας (τέλη 10 ου αι.), Βολερού-Στρυμόνος-Θεσσαλονίκης (α μισό 11 ου αι. - τέλη 12 ου αι.), Θεσσαλονίκης-Σερρών (β μισό 11 ου αι.) 634. Πρόκειται για συνένωση των θεμάτων 630 Βλ. Τακτικόν Eskurial , , 29 (έτ. 971/975). - Α. Iv. I. 9.53, 55 (995) και σ Βλ. και N. Oikonomidès, Listes 356, , Ι. Καραγιαννόπουλος, Θεσμοί Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή J.-C. Cheynet, Stratège-duc Α. Σταυρίδου- Ζαφράκα, Πιερία Ι. 117 Άρχουσα δυτικών θεμάτων Χ. Κυριαζόπουλος, Θράκη Για τον κατακερματισμό των μεγάλων θεμάτων ιδίως από τα μέσα του 10 ου αι. καθώς και την ανακατανομή των εξουσιών βλ. Η. Glykatzi-Ahrweiler, Recherches 46 κ.ε., 78 κ.ε. - N. Oikonomidès, Listes , M. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή 55-57, 78 κ.ε. - J.- C. Cheynet, Stratège-duc 181 κ.ε. 631 Βλ. F. Dölger, Βιβλιοκρισία «Στ. Κυριακίδης, Βυζαντιναί Μελέται ΙΙ-V», ΒΖ 40 (1940) , σ Δ. Ζακυθηνός, Μελέται Ι Ά. Αβραμέα, Θεσσαλία 29, 85 σημ N. Oikonomidès, Listes J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals σ. 88. Πρβ. Στ. Κυριακίδης, Βυζ. Μελέται 420, 493 πρβ. όμως σ. 418, Ch. Astruc, Un document inédit de 1163 sur l évêché thessalien de Stagi, Parisinus Suppl. gr (Planches X-XI), BCH 83 Athènes-Paris (1959) , σ J.-C. Cheynet, Stratège-duc Η Η. Glykatzi-Ahrweiler (Recherches 65) θεωρεί ότι τον 10 ο αι. ο κατεπάνω ήταν ελαφρώς κατώτερος ιεραρχικά του δούκα. Τον 11 ο αι. όμως οι δύο τίτλοι ήταν ταυτόσημοι (πρβ. M. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή 81 σημ L. Maksimović, Μακεδονία 196). Η Α. Σταυρίδου- Ζαφράκα (Πιερία Ι ) όμως βάσιμα υποστήριξε ότι και τον 11 ο αι. ο κατεπάνω ήταν υποδεέστερος του δούκα. Ωστόσο μια μεγάλη στρατιωτική διοίκηση μπορούσε να ανατεθεί είτε σε δούκα είτε σε κατεπάνω. - Βλ. και Ι. Καραγιαννόπουλος, Θεσμοί Χ. Κυριαζόπουλος, Θράκη 160 και σημ Βλ. Τακτικόν Eskurial (έτ. 971/975). - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πιερία Ι. 117 Άρχουσα δυτικών θεμάτων Βλ. επίσης Χ. Κυριαζόπουλος, Θράκη Το β μισό του 10 ου αι. δεν υπήρχε άλλος δούκας στην περιοχή της Βαλκανικής εκτός από τους δούκες Θεσσαλονίκης και Αδριανουπόλεως. - Βλ. N. Oikonomidès, Listes Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή Βλ. σχετικά Χ. Κυριαζόπουλος, Θράκη 207 κ.ε., , , , όπου και οι πηγές. - Βλ. και Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή 70-71, 73-74, 77, 78, Η Μ. Γρηγορίου- Ιωαννίδου (Παρακμή 70 σημ. 138, 91 σημ. 281, 99 σημ. 311) σημειώνει ότι τον 11 ο αι. οι περιοχές Βολερού και Στρυμόνος υπάγονταν και στρατιωτικά στον δούκα Θεσσαλονίκης. Εξαιτίας του τριπλού θέματος Στρυμόνος-Θεσσαλονίκης-Δρουγουβιτείας ο Ν. Οικονομίδης (Listes βλ. και W. Seibt, Skleroi 99, αρ. 24) θεωρεί ότι θα πρέπει να τοποθετήσουμε το

250 168 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ως δικαστικών-φορολογικών ενοτήτων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι διοικητικά έπαψαν να υφίστανται ξεχωριστά οι εν λόγω περιφέρειες 635. Τον 11 ο αι. τα θέματα αποτελούν μικρής σχετικά εμβέλειας στρατιωτικές, οικονομικές και δικαστικές ενότητες με ανώτατο διοικητή συνήθως έναν δούκα. Στα μέσα ιδίως του αιώνα η δικαιοδοσία του δούκα περιορίζεται στα περίχωρα μιας πόλης-κάστρου ή έστω μιας μικρής περιοχής 636, ενώ τα θέματα συνιστούν πλέον οικονομικές-δικαστικές και τελικά μόνο φορολογικές περιφέρειες 637. Ο διοικητής της περιφέρειας της Θεσσαλονίκης απαντά ως κατεπάνω, δουξ και σπανιότερα ως στρατηγός 638. Παράλληλα εξακολουθούν να υφίστανται οι διοικητικές ενότητες Βεροίας 639, Σερβίων 640, Δρουγουβιτείας 641, ενώ στις πηγές μαρτυρείται και ἀρχή Βαρδαρίου 642. Τον 12 ο αι. ωστόθέμα Δρουγουβιτείας βόρεια της Θεσσαλονίκης, γειτονικά του θέματος Στρυμόνος. Προβληματίζεται όμως από το γεγονός ότι οι εγκαταστάσεις των Δρουγουβιτών τοποθετούνται από τον Καμινιάτη μεταξύ Βεροίας και Θεσσαλονίκης (βλ. ανωτ. σ. 135). Αργότερα (βλ. J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals σ. 84 και αρ. 21.2, σχόλια) συνδυάζει τις παραπάνω πληροφορίες με τη μαρτυρία του Δημητρίου Χωματηνού περί δρουγουβιτικῆς τυραννίδος στην περιοχή από τη Βέροια και ως τα Σκόπια και συμπεραίνει εσφαλμένα ότι ο όρος Δρουγουβιτεία δηλώνει μια ευρύτερη περιοχή γύρω από τη Θεσσαλονίκη από τα δυτικά έως τα ανατολικά, που αποτελούσε μια ξεχωριστή διοικητική ενότητα εντός του θέματος Θεσσαλονίκης: «the term Drougoubiteia indicates a large zone surrounding Thessalonica from west to east and inhabited mainly by Slavs, who were eventually placed under the command of an archon», «The title archon seems to indicate that the Drougoubitai had a separate administration inside the theme, and the archon s name shows that he most probably was a Greek». - Ωστόσο για τη σημασία της φράσης του Χωματηνού δρουγουβιτικὴ τυραννίς βλ. κατωτ. σ και σημ Βλ. Στ. Κυριακίδης, Βυζ. Μελέται Χ. Κυριαζόπουλος, Θράκη 219, 220, Πρβ. Η. Glykatzi-Ahrweiler, Recherches 83 κ.ε. 636 Βλ. Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πιερία Ι Α. Κοντογιαννοπούλου, Εσωτερική πολιτική 145 σημ Χ. Κυριαζόπουλος, Θράκη Βλ. I. Καραγιαννόπουλος, Θεσμοί Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή 91 σημ. 285, 93, 95 κ.ε. - Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πιερία Ι Χ. Κυριαζόπουλος, Θράκη 156, 157, Βλ. και Η. Glykatzi-Ahrweiler, Recherches 86-88, 90, που σημειώνει ότι το θέμα ως τεχνικός όρος δηλώνει πλέον μια μικρή φορολογική ενότητα (petites unités fiscales). 638 Βλ. Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή 70 και σημ. 134, 76 και σημ. 201, για μνείες κατεπάνω και δουκών Θεσσαλονίκης. - Για μνείες στρατηγών Θεσσαλονίκης βλ. Α. La. I (1052). - Ι. Bărnea, Sigilii bizantine de la Durostorum-Dorostolon, Pontica 15 (1982) , αρ. 7 (11 ος αι.) J.-Cl. Cheynet, Seals Published II Βλ. Θεοφύλακτος Αχρίδος, Επιστολαί αρ. 123 (α.χ.) πρβ ( ;). - Βλ. και Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή Βλ. V. Laurent, Bulletin de sigillographie byzantine, Byzantion 6 (1931) , σ. 802, αρ Βλ. και Δ. Ζακυθηνός, Μελέται Ι Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή Βλ. J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals αρ (10 ος -11 ος αι.). Μichael Pselli, Scripta Minora, v. II: Epistulae, ed. E. Kurtz - F. Drexl, Milano 1941, σ , αρ. 90, 91 (11 ος αι.). J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals αρ (11 ος αι.). S. V. Šandrovskaja, Iz kollekcij akademika N. P. Lihačeva: Katalog vystavki, St. Petersburg 1993, αρ. 139 N. Oikonomides, Seals Published III. 99 (11 ος αι.). J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals αρ βλ. και W. Seibt, Skleroi 99, αρ.

251 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 169 σο σημειώνεται μια αναδιοργάνωση των θεμάτων ως πολιτικο-στρατιωτικών περιφερειών 643. Ο δουξ Θεσσαλονίκης που απαντά στις πηγές είχε στη δικαιοδοσία του προφανώς τη γύρω περιοχή 644. Δεν έχουμε πληροφορίες για τις διοικητικές υποδιαιρέσεις του θέματος Θεσσαλονίκης και των άλλων γνωστών θεμάτων της κεντρικής Μακεδονίας κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο. Τον 10 ο αι. η Ιερισσός απαντά στις πηγές ως ἐνορία, δηλαδή οικονομική-φορολογική υποδιαίρεση του θέματος Θεσσαλονίκης, ενώ στις αρχές του 11 ου αι. ως δρούγγος 645. Από το προνομιακό χρυσόβουλλο του Αλεξίου Γ Αγγέλου προς τους Βενετούς (1198) και την Partitio Romaniae των σταυροφόρων (1204) πληροφορούμαστε ότι το Κίτρος ήταν κατεπανίκιον, δηλαδή οικονομική-φορολογική υποδιαίρεση της επαρχίας (provincia) Βεροίας, ενώ ο Πλαταμώνας αναφέρεται ως ἐπίσκεψις, δηλαδή ως ιδιαίτερη φορολογική ενότητα που περιλαμβάνει κτήματα της αυτοκρατορικής οικογένειας J.-Cl. Cheynet, Seals Published Ι. 145, αρ V. S. Šandrovskaja, Kollekcija muzeja RAIK v Ermitaže: Katalog vystavky, St. Petersburg 1994, αρ. 289 N. Oikonomides, Seals Published III. 108 (τελευταίο τέταρτο 11 ου αι.). Ι. Jordanov, Beroe (X-XII v.) - spored dannite na sfragistikata, Izvestija na muzeite ot Jugoiztočna Bălgaria 15 (1993) N. Oikonomides, Seals Published III. 91, αρ. II.8 (όγδοη δεκαετία 11 ου αι.). Ι. Jordanov - A. Koichev - A. Mutafov, Srednovekovnijat Achropol spored dannite na numizmatikata i sfragistikata, Numizmatika i sfragistika 5/2, Sofia 1998, σ , αρ. 12 J.-Cl. Cheynet - Cl. Sode, Seals Published , SBS 8 (2003) , σ. 176, αρ. 12 (11 ος αι., δεκαετία του 80). - Βλ. και Ι. Jordanov, Vizantijski olovni pečati ot doloto tečenie na Tundza i Marica, in Ekspedicija Marica- Archeologičeski Proučvanija, Sofia 1991, σ J.-Cl. Cheynet, Seals Published Ι. 157, αρ. 10 (10 ος -11 ος αι.). 642 Βλ. Θεοφύλακτος Αχρίδος, Επιστολαί , (1094) και σημ. 3, ( /5) (1106). - Βλ. και Γ. Θεοχαρίδης, Κατεπανίκια 35 σημ. 1, 36. που τοποθετεί το θέμα Βαρδαρίου στον μέσο ρου του Αξιού, στο ύψος της Δοϊράνης. 643 Βλ. Η. Glykatzi-Ahrweiler, Recherches 76-77, 88, M. Angold, Government 243, Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή L. Maksimović, Administration Α. Σταυρίδου- Ζαφράκα, Δυτ. Μακεδονία Χ. Κυριαζόπουλος, Θράκη , Α. Κοντογιαννοπούλου, Εσωτερική πολιτική 134, 145 σημ. 49, Βλ. Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή 73, όπου και οι πηγές. 645 Βλ. Α. Prôt. 6.4 (943). - Α. Ιv. I (1008) και σ Βλ. και Δ. Παπαχρυσάνθου, Αθωνικός Μοναχισμός 127, Βλ. σχετικά Δ. Ζακυθηνός, Μελέται Ι. 237 ΙΙ. 50 ΙΙΙ Μ. Δένδιας, Συμβολή 313, Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πιερία Ι Δυτ. Μακεδονία Για τα κατεπανίκια, τις ἐνορίες, τους δρούγγους και τις ἐπισκέψεις βλ. επίσης Μ. Δένδιας, Συμβολή 315 κ.ε. - Η. Glykatzi-Ahrweiler, Recherches 22, 78 σημ. 5, 80-81, 88 και σημ L. Maksimović, Administration Πρβ. Μ. Angold, Government 243, που θεωρεί ότι στο κράτος της Νίκαιας το κατεπανίκιον ήταν η βασική διοικητική μονάδα και όχι πλέον το θέμα. Την ίδια άποψη έχει και ο L. Maksimović (Administration 104, 106, 114, 129, 130, 131) για τη διοικητική οργάνωση κατά την παλαιολόγεια περίοδο.

252 170 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Κατά τη διάρκεια της λατινοκρατίας και μετά τον θάνατο του Βονιφάτιου Μομφερρατικού η εξουσία περιήλθε στη χήρα του Μαρία-Μαργαρίτα και στον ανήλικο υιό τους Δημήτριο. Η Μαρία-Μαργαρίτα, που ως γνωστόν ήταν αρχικά σύζυγος του αυτοκράτορα Ισαάκιου Β Αγγέλου ( ) και γνώριζε το βυζαντινό διοικητικό σύστημα, όρισε ως δούκα της Θεσσαλονίκης τον Βυζαντινό Γεώργιο Φραγγόπουλο 647. Η ανάκτηση της πόλης από τους Λατίνους το 1224 οδήγησε στην κατάλυση του λομβαρδικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης από τον Θεόδωρο Δούκα ( ) και στη μετατροπή του κράτους της Ηπείρου σε βυζαντινή αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης 648. Τα θέματα εξακολουθούσαν να υφίστανται κατά την άποψη ορισμένων μελετητών ως διοικητικές ενότητες 649, ενώ κατ άλλους μόνο ως δικαστικέςοικονομικές περιφέρειες 650. Μετά όμως την ήττα του Θεόδωρου Δούκα στη μάχη της Κολοκοτνίτσας το 1230 τμήμα της Μακεδονίας υπήχθη στον Βούλγαρο τσάρο Ιωάννη Β Ασέν ( ). Αν και τα κάστρα της άμεσης περιφέρειας της Θεσσαλονίκης δεν περιήλθαν στη βουλγαρική εξουσία 651, προφανώς ωστόσο οι εξελίξεις ενέτειναν ακόμη περισσότερο την αποδιοργάνωση της διοίκησης στην περιοχή. Όταν ο Ιωάννης Γ Βατάτζης ( ) ενέταξε το 1246 την κεντρική Μακεδονία στην αυτοκρατορία της Νίκαιας, τοποθέτησε διοικητές στις οχυρωμένες πόλεις. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γεώργιου Ακροπολίτη ο διοικητής της Θεσσαλονίκης φαίνεται να είχε δικαιοδοσία στην ευρύτερη 647 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ (1236): ἄνθρωπος Ῥωμαῖος τὴν δουκικὴν τῆς Θεσσαλονίκης διεῖπεν ἀρχήν. - Βλ. και κατωτ. σ Βλ. D. Nicol, Despotate 63 κ.ε. - Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Νίκαια- Ηπειρος 64 κ.ε. Εικόνες F. Bredenkamp, Thessaloniki 104 κ.ε. 649 Βλ. Δ. Ζακυθηνός, Μελέται Ι. 208 κ.ε., ΙΙ. 42 κ.ε., ΙΙΙ. 191 κ.ε. - Μ. Δένδιας, Συμβολή 307 κ.ε. - G. Prinzing, Studien zur Provinz- und Zentralverwaltung im Machtbereich der epirotischen Herrschen Michael I. und Theodoros Dukas, I: Ηπειρωτικά Χρονικά 24 (1982) , ΙΙ: Ηπειρωτικά Χρονικά 25 (1983) P. Soustal - J. Koder, Nikopolis und Kephallēnia, [TIB 3] Wien 1981, σ , B. Νεράντζη-Βαρμάζη, Πληροφορίες του Θεοφύλακτου Αχρίδος και του Δημητρίου Χωματιανού για τον δυτικομακεδονικό χώρο, στο Βυζαντινή Μακεδονία Ι, σ , ιδίως σ Βλ. Η. Glykatzi-Ahrweiler, Recherches I. Καραγιαννόπουλος, Θεσμοί Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή 91 σημ Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Νίκαια Πρβ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Δυτ. Μακεδονία 35-36, όπου αναγνωρίζει τα θέματα στο πλαίσιο του κράτους της Ηπείρου ως στρατιωτικές, φορολογικές και δικαστικές περιφέρειες, και Εικόνες 95, όπου τα χαρακτηρίζει διοικητικές-οικονομικές περιφέρειες. 651 Βλ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Νίκαια- Ηπειρος Μανουήλ Δούκας 159 κ.ε., σ. 161: «Η αυτοκρατορία λοιπόν της Θεσσαλονίκης συρρικνώθηκε έχοντας χάσει τις περιοχές ανατολικά και βορειοδυτικά του Στρυμόνα και πάνω στην κοιλάδα του Αξιού».

253 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 171 περιοχή με στρατιωτικές και διοικητικές αρμοδιότητες 652. Επίσης ο Θεόδωρος Β Λάσκαρης ( ) όρισε διοικητή ἔν τε τῇ Θεσσαλονίκῃ καὶ τοῖς κατὰ δυσμὴν μέρεσιν 653. Επί Παλαιολόγων η διοίκηση των πόλεων και των γύρω περιοχών ανετίθετο στους κεφαλατικεύοντας που είχαν πολιτική, στρατιωτική-αστυνομική και δικαστική εξουσία 654. Η Βέροια 655, η Ιερισσός 656, η Κασσάνδρεια 657, ο Λαγκαδάς 658, η Ρεντίνα 659 είναι μερικές από τις πόλεις που απαντούν ως έδρες κεφαλῶν. Ωστόσο στη Μακεδονία, όπως και στη Θεσσαλία, τη Θράκη, την Πελοπόννησο και την Αλβανία, υπήρχε μια ευρύτερη διοικητική περιφέρεια. Οι διοικητές αυτών των περιφερειών, μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας ή της αριστοκρατίας, αποκαλούνταν συνήθως καθολικαὶ ή περιέχουσαι κεφαλαὶ και είχαν υπό την εποπτεία τούς τους κατά τόπους κεφαλατικεύοντας 660. Η πόλη της Θεσσαλονίκης διατήρησε λοιπόν τον πρωταγωνιστικό της ρόλο ως διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο μιας ευρύτερης περιοχής στη Μακεδονία, την οποία ωστόσο δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε επακριβώς Βλ. Γεώργ. Ακροπολίτης : ὁ βασιλεύς ἀφεὶς ἐν αὐτῇ τὸν μέγαν δομέστικον τὸν Κομνηνὸν Ἀνδρόνικον τὸν Παλαιολόγον τὰ πρῶτα φέροντα τῶν ἐν στρατηγίαις τεταγμένων. - Πρβ. M. Angold, Government 250 κ.ε. 653 Βλ. Γεώργ. Ακροπολίτης Βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Θεσμοί Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή L. Maksimović, Administration 117 κ.ε., 128 κ.ε., 145 κ.ε. - Α. Κοντογιαννοπούλου, Εσωτερική πολιτική 139, 140, 144 κ.ε. 655 Βλ. L. Maksimović, Administration Βλ. A. Xér. 25.6, 44 (1346): εἰ]ς τὸ κάστρον τ(ὴν) Ἱερισὸν [οἱ κεφαλατικεύοντες τῶν δηλωθέντω]ν κά[στρων κ]αὶ χωρῶν. - Chil (1321) (1321): κεφαλὴ Ἱερισσοῦ. - Βλ. και L. Maksimović, Administration 57 και σημ. 84, 81 σημ. 160, Βλ. Α. Pant (1419): κεφαλῆ τ(ῆς) νήσου Κασανδρεί(ας). - Α. Dion (1420). - Βλ. και L. Maksimović, Administration Τ. Gregory - A. Kazhdan, Kassandreia Βλ. A. Xér κ.ε., 44 (1346): εἰ]ς τὸ κάστρον τ(ὴν) Ἱερισὸν εἰς τοῦ Γομάτου εἰς τὴν Ἑρμήλειαν εἰς τοῦ Λαγγαδᾶ [οἱ κεφαλατικεύοντες τῶν δηλωθέντω]ν κά[στρων κ]αὶ χωρῶν. 659 Βλ. A. Esph , (1346). - Α. La. III (1350/1351?): κεφαλὴ του κάστρου (ενν. Ρεντίνας, βλ. σ ). - Βλ. και L. Maksimović, Administration 81 σημ Βλ. L. Maksimović, Administration 131 κ.ε. - Α. Κοντογιαννοπούλου, Εσωτερική πολιτική 141, Βλ. Θεόδωρος Μετοχίτης, Πρεσβευτικός, έκδ. L. Mavromatis, La fondation de l empire serbe. Le kralj Milutin, [Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 16, KBE] Θεσσαλονίκη 1978, Νικηφ. Γρηγοράς Ι ΙΙ Ιω. Καντακουζηνός Ι , (πρβ. Νικηφ. Γρηγοράς Ι ). - Α. Esph (1330). - Γ. Θεοχαρίδης, Βατοπεδινά έγγραφα αρ. 4, στ (1375). - Πρβ. Α. Ζο (1327). - Α. Χér. 21 ( ). - Βλ. και Α. Κοντογιαννοπούλου, Εσωτερική πολιτική , 166 κ.ε. - Πρβ. L. Maksimović, Administration 91, 92, 94 κ.ε., 126, 130, 139 κ.ε.

254 5. Σχέση πολιτικής και εκκλησιαστικής διοικητικής διαίρεσης Αφού εξετάσαμε την εκκλησιαστική και την πολιτική διαίρεση της περιοχής με έδρα την πόλη της Θεσσαλονίκης, μπορούμε να διερευνήσουμε το θέμα του συσχετισμού των δύο ειδών διοικητικής οργάνωσης. Είναι φανερό ότι οι επισκοπικές έδρες της μητρόπολης στις αρχές του 10 ου αι. εντάσσονταν στο πλαίσιο της πολιτικής δικαιοδοσίας του θέματος Θεσσαλονίκης. Η περιφέρεια του θέματος εκτεινόταν από την Πίνδο και τον Πηνειό έως τον μέσο ρου του Αξιού και τον Στρυμόνα. Δεν γνωρίζουμε βέβαια τα ακριβή όρια της δικαιοδοσίας των επισκοπών Κίτρους, Βεροίας, Κασσανδρείας, Δρουγουβιτείας, Λητής, Σερβίων και Ερκούλων, που είχαν οπωσδήποτε ιδρυθεί πριν από το α μισό του 10 ου αι. Η κατανομή τους στον γεωγραφικό χώρο δείχνει ότι την εποχή αυτή η εκκλησιαστική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης σχεδόν ταυτίζεται με τη διοικητική περιφέρεια του θέματος 662. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, ήδη από τη μέση βυζαντινή περίοδο παρατηρείται απόκλιση της εκκλησιαστικής από την πολιτική διοικητική οργάνωση. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την περίπτωση της επισκοπής Ε- δέσσης. Η εν λόγω επισκοπή απαντά τουλάχιστον από το 691/692, οπότε ο επίσκοπός της έλαβε μέρος στην Πενθέκτη Οικουμενική σύνοδο 663. Η πόλη της Έδεσσας ανήκε στην επαρχία Μακεδονίας Α και αργότερα στο θέμα Θεσσαλονίκης 664. Μεταξύ 934/944 και 971/975 φαίνεται ότι ιδρύθηκε ξεχωριστό θέμα Εδέσσης 665. Συνεπώς η Έδεσσα ανήκε στη διοικητική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης περίπου ως τα μέσα του 10 ου αι. Ωστόσο, σύμφωνα του- 662 Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πρώτη πόλις Βλ. Mansi 11, col. 993 B Η. Ohme, Quinisextum αρ Βλ. και Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία F. Papazoglou, Villes Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θέμα Στρυμόνος 308 Βοδηνά 170 Θέμα Θεσσαλονίκης Ο G. Ostrogorsky (Cities 59 σημ. 56) θεωρεί ότι μάλλον δεν υπήρχε νωρίτερα επισκοπή στην Έδεσσα. Αντίθετα η Α. Κωνσταντακοπούλου (Μακεδονία 156, 161, 186) τοποθετεί χρονικά την ίδρυση της επισκοπής στα τέλη του 4 ου ή στις αρχές του 5 ου αι., οπότε θεωρεί ότι ιδρύθηκαν και οι περισσότερες εκκλησιαστικές έδρες της επαρχίας Μακεδονίας. 664 Βλ. Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Στο τακτικό Beneševič (έτ. 934/944) δεν μαρτυρείται στρατηγός Εδέσσης, ενώ αναφέρεται στο τακτικό Escurial (267.29, έτ. 971/975). - Βλ. και N. Oikonomidès, Listes Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή 63.

255 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 173 λάχιστον με τη Notitia 7, ήδη στα τέλη του 9 ου αι. - αρχές του 10 ου αι. η επισκοπή Εδέσσης δεν υπαγόταν στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης 666. Ο Ι. Καραγιαννόπουλος επισημαίνει ότι θα πρέπει να συσχετίσουμε την τάση για κατακερματισμό της περιφέρειας των επισκοπικών εδρών με την τάση στην πολιτική διοίκηση για κατάτμηση των μεγάλων πολιτικών διαιρέσεων, δηλαδή των θεμάτων 667. Πρόβλημα βέβαια αποτελεί το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι μαρτυρίες των πηγών είναι πενιχρές. Έτσι δεν έχουμε επαρκή στοιχεία, προκειμένου να προσδιορίσουμε με ασφάλεια τον χρόνο ίδρυσης της πολιτικής και της αντίστοιχης εκκλησιαστικής διοικητικής περιφέρειας. Η επισκοπή Βαρδαρίου, για παράδειγμα, απαντά αρχικά σε σφραγίδα που χρονολογείται από τον εκδότη στον 10 ο -11 ο αι., ενώ το θέμα Βαρδαρίου μνημονεύεται για πρώτη φορά σε επιστολή του τέλους του 11 ου 666 Βλ. Not Βλ. και Not Ως τα τέλη του 7 ου αι. ο επίσκοπος Εδέσσης φαίνεται ότι ανήκε στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, καθώς συνυπογράφει τα πρακτικά της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου (691/692) μαζί με τον Φιλίππων και τον Αμφιπόλεως, που επίσης υπάγονταν στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης (βλ. Mansi 11, col. 993 Α- B Η. Ohme, Quinisextum αρ. 61, 63, 64 και σ. 205, 228 κ.ε.). Προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι στη Φωτιανή σύνοδο του 879/880 συμμετείχε και ο Γαβριὴλ Ἀχρίδης (βλ. Mansi 17 A, col. 373 E -376 A. - Βλ. και V. Laurent, Sceaux V 2 σ V. Kravari, Villes Ο Γ. Κονιδάρης (Η μητρόπολις Δυρραχίου και αι υπ αυτήν επισκοπαί από των αρχών του η μέχρι τέλους του ι αιώνος, στα Πεπραγμένα του Θ Διεθνούς Βυζαντινολογικού Συνεδρίου, σ , σ. 174, 180) θεωρεί ότι πρόκειται για επισκοπική έδρα, ενώ σε μετέπειτα μελέτη του (Πατριαρχείον και Αρχιεπισκοπή Αχρίδος, ΘΗΕ 3, , σ. 541) διατηρεί επιφυλάξεις για το αν επρόκειτο για τον αρχιερέα της Αχρίδος ή της Αχριδούς στη Θράκη. Το ζήτημα είναι δυσεπίλυτο, δεδομένου ότι δεν έχουν εκδοθεί κριτικά τα πρακτικά της συνόδου, ενώ είναι προβληματικός ο κατάλογος των συμμετεχόντων αρχιερέων (μνημονεύονται αναμίξ μητροπολίτες, αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι) και έτσι δεν είναι ξεκάθαρο το status της εκκλησιαστικής έδρας. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι πέραν της Notitia 3 (9 ος αι. για την αξιοπιστία του εν λόγω τακτικού βλ. ανωτ. σ ), όπου σημειώνεται η Αχρίδα ως υποκείμενη επισκοπή της μητρόπολης Δυρραχίου (στ. 303: ὁ Λυκινίδου <Λυχνίδου>), η εκκλησιαστική έδρα δεν απαντά σε κανένα άλλο εκκλησιαστικό τακτικό. Είναι πολύ πιθανό να υφίσταται ως μητρόπολη ήδη κατά το β μισό - τέλη του 9 ου αι., καθώς ο επίσκοπος Καστορίας απαντά ως πρωτόθρονος τον 10 ο αι. (βλ. V. Laurent, Sceaux V 2 αρ. 1499). Τον 11 ο -12 ο αι. είναι βέβαιο ότι η επισκοπή Εδέσσης-Μογλενών υπάγεται στην αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή Αχρίδος (βλ. Not. 13, App.2, στ. 839 [I], [ΙΙ]. - Θεοφύλακτος Αχρίδος, Λόγοι , αρχές 12 ου αι.). Οι περισσότεροι μελετητές (Β. Ατέσης, Επισκ. Κατάλογοι Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας 49 κ.ά.) θεωρούν ότι η υπαγωγή της επισκοπής Εδέσσης στην Αχρίδα έγινε από τον Βούλγαρο τσάρο Σαμουήλ ( ) κατά τους βυζαντινο-βουλγαρικούς πολέμους και αναγνωρίστηκε από τον Βασίλειο Β ( ) μετά τη λήξη τους. Δεν δεχόμαστε αυτή την υπόθεση για τους ίδιους λόγους που απορρίπτουμε το ενδεχόμενο να υπήχθησαν και οι επισκοπές Βεροίας, Σερβίων και Πέτρας στην αρχιεπισκοπή Αχρίδος (βλ. κατωτ. σ ). Θεωρούμε πιθανότερο ότι η επισκοπή Εδέσσης είχε επισήμως αποσπαστεί από τη δικαιοδοσία της Θεσσαλονίκης πριν από τους βυζαντινο-βουλγαρικούς πολέμους του τέλους 10 ου αι. - αρχών 11 ου αι. 667 Βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Θεσμοί 321.

256 174 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου αι. Τα δεδομένα αυτά μπορούν να αποτελέσουν terminus ante quem για την ίδρυση των αντίστοιχων διοικητικών σχημάτων. Δεν μπορούμε όμως να συναγάγουμε συμπεράσματα, όσον αφορά το ζήτημα της συνάρτησης της εκκλησιαστικής και πολιτικής διοικητικής οργάνωσης. Είναι βέβαια προφανές ότι όλες οι επισκοπές της μητρόπολης Θεσσαλονίκης έδρευαν σε μικρότερα ή μεγαλύτερα αστικά κέντρα 668. Ορισμένες έδρες επισκοπών αποτελούσαν παράλληλα πρωτεύουσα ενός θέματος ή υ- ποδιαίρεσης θέματος (κατεπανικίου, δρούγγου, ἐπισκέψεως) 669. Ωστόσο η ανάδειξη μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας σε επισκοπή δεν ήταν απαραίτητα σύγχρονη με τη διοικητική προαγωγή της περιοχής ή συνέπεια μιας τέτοιου είδους εξέλιξης. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της επισκοπής Δρουγουβιτείας, η ίδρυση της οποίας (t.a.q. 879) τοποθετείται οπωσδήποτε πριν από την εμφάνιση του ομώνυμου θέματος (934/ /975) 670. Στην παλαιολόγεια περίοδο ορισμένες επισκοπικές έδρες, όπως η Ιερισσός, η Κασσάνδρεια, η Ρεντίνα, αποτελούσαν έδρα κατεπανικίου 671, ενώ αργότερα μαρτυρούνται ως έδρα κεφαλῆς 672. Πιθανότατα υφίσταται και κατεπανίκιον Βαρδαρίου 673. Ωστόσο τα κατεπανίκια Καλαμαρίας και Ερμή- 668 Απαραίτητη προϋπόθεση για την ίδρυση μιας επισκοπής ήταν η ύπαρξη πόλης (CJ Ι.3.35 (36). - Βλ. και G. Ostrogorsky, Cities Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία 158). Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι όλα τα αστικά κέντρα αποτελούσαν και επισκοπικές έδρες. Όπως ήδη αναφέρθηκε, σύμφωνα με τον 57 ο κανόνα της Λαοδικείας και τον 6 ο κανόνα της Σαρδικής μια επισκοπή υφίσταται, μόνο όταν η πόλη έχει ικανό αριθμό κατοίκων, ἵνα μὴ κατευτελίζηται τό τοῦ ἐπισκόπου ὄνομα καὶ ἡ αὐθεντία (βλ. P. Joannou, Discipline I = ΡΠ 3, 243). 669 Βλ. ανωτ. σ. 166 κ.ε. 670 Στο τακτικό Beneševič (έτ. 934/944) δεν μαρτυρείται στρατηγός Δρουγουβιτείας, ενώ καταγράφεται στο τακτικό Escurial (267.6, έτ. 971/975). Το ίδιο φαίνεται ότι ισχύει και για την επισκοπική έδρα των Σερβίων που υφίσταται τουλάχιστον από τις αρχές του 10 ου αι., ενώ το θέμα-στρατηγίδα Σερβίων απαντά στις πηγές στα τέλη του ίδιου αιώνα (βλ. ανωτ. σ. 167). 671 Βλ. Γ. Θεοχαρίδης, Κατεπανίκια 15 κ.ε., 24 κ.ε. - L. Maksimović, Administration 58, 61, 72, 74 σημ. 144, 78, Βλ. ανωτ. σ Το γεγονός λοιπόν ότι η Βέροια το τελευταίο τέταρτο του 13 ου αι. (t.a.q. 1272) προήχθη σε αρχιεπισκοπή δεν φαίνεται να έχει σχέση με τη διοικητική σημασία της πόλης ως έδρας κεφαλῆς. Η προαγωγή θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στην προσπάθεια του Μιχαήλ Η να προσελκύσει υποστηρικτές στους εκκλησιαστικούς κύκλους ενόψει της ενωτικής πολιτικής που προώθησε. Άλλωστε είναι γνωστό ότι ο επίσκοπος Βεροίας Λέων ( ) ήταν ενωτικός (βλ. Γ. Χιονίδης, Βέροια 165). 673 Βλ. Γ. Θεοχαρίδης, Κατεπανίκια 6, 34 κ.ε., ο οποίος βάσει των τοπωνυμίων που περιλαμβάνονται στο κατεπανίκιον του Βαρδαρίου το τοποθετεί στον κάτω ρου του Αξιού. Επίσης δεν θεωρεί ότι προέκυψε από το θέμα Βαρδαρίου, το οποίο τοποθέτησε βορειότερα, διότι δεν διατήρησε τη χαρακτηριστική ονομασία Βαρδαριωτών Τούρκων. Ωστόσο και το εν λόγω θέμα τον 11 ο αι. δεν απαντά ως Βαρδαριωτών Τούρκων αλλά ως Βαρδαρίου (βλ. ανωτ. σ. 168). - Βλ. επίσης L. Maksimović, Administration 78 και σημ. 155.

257 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 175 λειας, που αργότερα απαντούν και ως έδρες κεφαλῶν 674, δεν αποτελούσαν ξεχωριστή επισκοπική περιφέρεια. Συνεπώς οι εκκλησιαστικές περιφέρειες δεν ταυτίζονταν με τις περιφέρειες της πολιτικής διοίκησης, αλλά φαίνεται να ήταν πιο εκτεταμένες 675. Προφανώς η περιφέρεια της επισκοπής Αρδαμερίου περιλάμβανε τις περιοχές των κατεπανικίων Ερμήλειας και Λογγού (Σιθωνίας) 676, ενώ η επισκοπή Λητής και Ρεντίνης συμπεριλάμβανε τις περιφέρειες των κατεπανικίων Λαγκαδά και Ρεντίνας. Από την άλλη, τα όμορα κατεπανίκια Στρυμόνος και Στεφανιανών, που σύμφωνα με τον Γ. Θεοχαρίδη ανήκουν στο θέμα Θεσσαλονίκης 677, φαίνεται ότι αποτελούν την εκκλησιαστική περιφέρεια της επισκοπής Εζεβών, που μαρτυρείται με βεβαιότητα από τον 11 ο αι. και ανήκε στη μητρόπολη Σερρών 678. Στις αρχές του 1400 είχε ξεσπάσει δικαστική διαμάχη ανάμεσα στους επισκόπους Ρεντίνης και Αρδαμερίου σχετικά με δύο χωρία, τον Βορηνό και τη Σούδα, στα νοτιοδυτικά της λίμνης Βόλβης 679. Η υπόθεση διευθετήθηκε οριστικά το 1416 από τον Γαβριήλ Θεσσαλονίκης και τη μητροπολιτική σύνοδο προσκυρώνοντας τα δύο χωρία στην επισκοπή Ρεντίνης 680. Με αφορμή την εν λόγω διένεξη πληροφορούμαστε λοιπόν ένα οριακό σημείο μεταξύ των δύο επισκοπικών περιφερειών. Τέλος η περιφέρεια του κατεπανικίου Καλαμαρίας είτε ε- ντασσόταν στη δικαιοδοσία της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, είτε μοιραζόταν ανάμεσα σε αυτήν και στην επισκοπή Κασσανδρείας. Το δεύτερο φαίνεται πιο πιθανό, δεδομένου ότι η επισκοπή Κασσανδρείας από το β μισό του 11 ου αι. αποκαλείται Κασσανδρείας καὶ Βρυῶν. Όπως προαναφέρθηκε, οι Βρύες 674 Για τα κατεπανίκια αυτά βλ. Γ. Θεοχαρίδης, Κατεπανίκια 5, 7 κ.ε. - Ως έδρες κεφαλῶν βλ. Α. Solovjev - V. Mošin, Diplomata αρ. 7, στ. 59, 70, και L. Maksimović, Administration 81 σημ Βλ. Γ. Θεοχαρίδης, Κατεπανίκια 33: «υπογράφουν επίσκοποι επισκοπών, αίτινες αντιστοιχούν περίπου προς κατεπανίκια. Αι επισκοπαί, συντηρητικώτεραι ούσαι, αντιστοιχούν πολλάκις περίπου προς τα παλαιά βάνδα ή τα νεώτερα κατεπανίκια». 676 Για το κατεπανίκιον Λογγού ή Άπρου βλ. ό.π. σ , Βλ. Γ. Θεοχαρίδης, Κατεπανίκια 5, 21 κ.ε., 27 κ.ε. - Βλ. και L. Maksimović, Administration 72, 78, Βλ. A. Iv. II. 34.4, 22, 35, 44 (1062). - Βλ. και Α. Α. Γλαβίνας, Η επισκοπή Εζεβών, Ιστορικογεωγραφικά 5 (1995) 57-71, σ. 59 κ.ε. - Δ. Αγορίτσας, Στρυμόνας 42-43, όπου και οι απόψεις των διαφόρων μελετητών σχετικά με τη χρονολογία ίδρυσης της επισκοπής Εζεβών. Ο επίσκοπος Εσβών που μαρτυρείται το 879 είναι αμφίβολο αν ταυτίζεται με την επισκοπή Εζεβών. Από τις αρχές του 14 ου αι. η επισκοπή απαντά ως Εζεβών και Στεφανιανών, γεγονός που υποδηλώνει κατά τον Α. Γλαβίνα (ό.π. σ. 68) τη μεταφορά της επισκοπικής έδρας στα Στεφανιανά. 679 Βλ. J. Lefort, Chalcidique 134 (Boré). - A. Xén. σ Βλ. Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης (1416). - Βλ. και Α. Γλαβίνας, Επισκοπή Λητής 334 κ.ε. Επισκοπή Αρδαμερίου 12.

258 176 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου αποτελούσαν οικονομική υποδιαίρεση (ἐνορία) του κατεπανικίου Καλαμαρίας 681. Οι πληροφορίες για την περιφέρεια της Θεσσαλονίκης στα χρόνια των Παλαιολόγων, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι ασαφείς. Η πιο συγκεκριμένη μνεία είναι του Νικηφόρου Γρηγορά, σύμφωνα με τον οποίο η δικαιοδοσία του διοικητή της Θεσσαλονίκης πανυπερσέβαστου Ιωάννη Παλαιολόγου το εκτεινόταν ως τον Στρυμόνα. Ωστόσο δεν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες για τα δυτικά, νότια και βόρεια όρια της διοικητικής περιφέρειας της Θεσσαλονίκης. Η μαρτυρία του Καντακουζηνού ότι ο Ιωάννης Παλαιολόγος Θεσσαλονίκης τε καὶ τῶν ἄλλων ἑσπερίων πόλεων ἐπιτροπεύσας δεν διαφωτίζει ιδιαίτερα 682. Άλλωστε η έκταση της περιφέρειας δεν αποκλείεται να μεταβαλλόταν κατά καιρούς ανάλογα με τις πολιτικέςστρατιωτικές συνθήκες ή ανάλογα με το πρόσωπο που οριζόταν ως καθολικὴ κεφαλή 683. Η διοικητική περιφέρεια της καθολικῆς κεφαλῆς της Θεσ-σαλονίκης φαίνεται να ήταν πιο εκτεταμένη από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του μητροπολίτη της 684. Συνοψίζοντας, σε επίπεδο διοικητικής οργάνωσης η εκκλησία αναδεικνύεται πιο συντηρητική από την πολιτεία. Οι μεταβολές στη διοικητική διαίρεση και στον τρόπο άσκησης της διοίκησης στις περιφέρειες κατά την ύστερη ιδίως περίοδο δεν επηρεάζουν την εκκλησιαστική διαίρεση και γεωγραφία, τουλάχιστον όσον αφορά την περιοχή της Θεσσαλονίκης. Εξάλλου οι πολιτικές, στρατιωτικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις που υπαγορεύουν τους μετασχηματισμούς στην πολιτική διοίκηση δεν έχουν ιδιαίτερο αντίκτυπο στην εκκλησία. 681 Βλ. ανωτ. σ Βλ. Νικηφ. Γρηγοράς ΙΙ : Θεσσαλονίκης μὲν γάρ, καὶ τῶν πέριξ ἄχρι Στρυμόνος τοῦ ποταμοῦ πόλεων, ἦν ἐπίτροπος. - Ιω. Καντακουζηνός Ι Για τον πανυπερσέβαστο Ιωάννη Παλαιολόγο, διοικητή της Θεσσαλονίκης βλ. PLP 9, Α. Κοντογιαννοπούλου, Εσωτερική πολιτική Βλ. L. Maksimović, Administration Βλ. Νικηφ. Γρηγοράς Ι : Πέμπεται μὲν δὴ λοιπὸν εὐθὺς ὁ δεσπότης Κωνσταντῖνος διὰ θαλάττης ἐς Θεσσαλονίκην ἐπίτροπος καὶ διοικητὴς τῶν τῆς Μακεδονίας πραγμάτων. - Ιω. Καντακουζηνός Ι : Συργιάννην τῆς ἑσπέρας ἐκπέμψειε στρατηγόν πρβ. Νικηφ. Γρηγοράς Ι : τὸν Συργιάννην εὐθύς, τὴν ἐπιτροπὴν τῆς Θεσσαλονίκης τηνικαῦτα διεζωσμένον. - Α. Esph (1330): Περιπόθητε γαμβρέ τῆς βασιλεί(ας) μου, κεφαλὴ τ(ῶν) κατὰ Δύσ[ιν] κάστρ(ων) κ(αὶ) χωρ(ῶν) αὐτῆς, Συργιάννη Παλαιολόγε Φιλανθρωπηνέ. - Γ. Θεοχαρίδης, Βατοπεδινά έγγραφα αρ. 4, στ (1375): πρὸς τοὺς κατὰ καιροὺς περιεκτικῶς τῆς Δύσεως κεφαλατικεύοντας, τόν τε Συργιάννην,. - Α. Χér. 21 ( ): εντολή (παρακέλευσις) του διοικητή Θεσσαλονίκης δεσπότη Δημήτριο Παλαιολόγο προς τον διοικητή του πολιχνίου Δράμας. - Βλ. και ανωτ. σ. 171.

259 6. Η επίδραση των πολιτικών-στρατιωτικών αλλαγών στην εκκλησιαστική οργάνωση και διοίκηση Αφορμή για τη διερεύνηση του συγκεκριμένου θέματος στάθηκε το ζήτημα των επισκοπών Σερβίων, Πέτρας και Βεροίας, που σύμφωνα με δύο σιγίλλια του Βασιλείου Β παραχωρήθηκαν στις αρχές του 11 ου αι. στην αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή Αχρίδoς 685. Αρκετοί μελετητές βασιζόμενοι σε αναφορές των σχετικών σιγιλλίων δέχονται ότι ο Βυζαντινός αυτοκράτορας α- ναγνώρισε τη δικαιοδοσία της εκκλησιαστικής έδρας της Αχρίδος, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στα χρόνια του Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ ( ) 686. Κατ αρχάς το γεγονός ότι οι ανωτέρω πόλεις περιήλθαν προσωρινά και με διαλείμματα στη βουλγαρική κατοχή δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι άλλαξαν και τα όρια της εκκλησιαστικής διοίκησης της περιοχής 687. Ακόμη όμως και αν προσωρινά υπήχθησαν αυτές οι έδρες στον αρχιεπίσκοπο Αχρίδος, είναι μάλλον παράδοξο ο αυτοκράτορας να επικύρωσε και να μονιμοποίησε μια τέτοια μεταβολή στην εκκλησιαστική οργάνωση, εις βάρος μάλι- 685 Βλ. H. Gelzer, Ungedruckte , , 34-36, σ. 47, F. Dölger - A. Müller - A. Beihammer, Reg. 806, 808 (1020). - Βλ. και απόδοση στη νεοελληνική από την Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Σιγίλλια 26, Βλ. H. Gelzer, Ungedruckte σ. 46 κ.ε. Achrida 4. - Στ. Κυριακίδης, Βυζ. Μελέται Η.-G. Beck, Kirche Γ. Κονιδάρης, Zur Frage der Entstehung der Dioecese des Erzbistums von Achrida und der Notitiae No 3 bei Parthey, Θεολογία (1959) 1-19 Εκκλ. Iστορία 34, 39, 44, 46 Συμβολαί εις την εκκλησιαστικήν ιστορίαν Αχρίδος, Αθήνα 1967, σ. 10 κ.ε. - Μ. Μαλούτας, Σέρβια Γ. Χιονίδης, Βέροια 23, 154 (πρβ. όμως του ιδίου, Χριστιανισμός Βεροίας 20 Περίγραμμα 169) κ.ά. Ο H. Gelzer (Ungedruckte 56, 59 και Achrida 11) υποστηρίζει επίσης ότι και η επισκοπή Βαρδαρίου υπήχθη από τον Βασίλειο Β στην αρχιεπισκοπή Αχρίδος και ότι αργότερα επέστρεψε στη δικαιοδοσία του Θεσσαλονίκης. Ο Β. Φειδάς (Εκκλησία Μακεδονίας 49) αναφέρει ότι αποσπάστηκαν από τη δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης οι εξής επισκοπές: Σερβίων, Πέτρας, Βεροίας, Καστοριάς, Βοδενών, Μογλαινών, Στρουμίτζης κ.ά. Εκτός από τις τρεις πρώτες επισκοπές όμως καμία άλλη δεν ανήκε στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης τον 10 ο αι. 687 Βλ. Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Σιγίλλια Πρβ. Θ. Παπαθανασίου, Σέρβια 80-81, που αμφισβητεί ότι τα Σέρβια υπήχθησαν εκκλησιαστικά στην αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Η Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου (Σιγίλλια 57, 63) βάσει των Notitiae Episcopatuum αναφέρει ότι η επισκοπή Σερβίων δεν ανήκε στην αρχιεπισκοπή Αχρίδος ούτε επί τσάρου Πέτρου ούτε επί Σαμουήλ, αλλά αδιάλειπτα στον θρόνο της Θεσσαλονίκης.

260 178 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου στα της εκκλησιαστικής περιφέρειας της πόλης που αποτέλεσε κύρια έδρα των επιχειρήσεών του κατά τον πολυετή βυζαντινο-βουλγαρικό πόλεμο 688. Επιπλέον είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι έδρες Βεροίας, Σερβίων και Πέτρας δεν αναφέρονται στους σωζόμενους εκκλησιαστικούς καταλόγους που παραδίδουν τη δικαιοδοσία της αρχιεπισκοπής Αχρίδος οι πρωιμότεροι αυτών χρονολογούνται μεταξύ των αρχών του 11 ου αι. και των αρχών του 12 ου αι Ακόμη, στα τέλη του 11 ου αι.-αρχές 12 ου αι. ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Θεοφύλακτος αναφέρει: ὥσπερ οὐκ ἐγγὺς ἔχων τὸν Θεσσαλονίκης ἀρχιερέα, τὸν Πύδνης, τὸν Πέτρας, τὸν τῆς βουλγαρικῆς Ἐ- δέσσης 690. Στο χωρίο αυτό υποδηλώνεται ότι ο Πύδνης και ο Πέτρας υπάγονται στη δικαιοδοσία του Θεσσαλονίκης, αντίθετα με τον Εδέσσης που ρητά αναφέρεται ως υπαγόμενος στον αρχιεπίσκοπο Αχρίδος. Οι μελετητές βέβαια εξηγούν το γεγονός ως εξής: ο Η.-G. Beck υποστηρίζει ότι το μέτρο τηρήθηκε ως τον θάνατο του Βασιλείου Β (1025), ενώ οι Γ. Κονιδάρης και Β. Φειδάς θεωρούν ότι επί Αλεξίου Α Κομνηνού ( ) οι τρεις επισκοπές επανήλθαν στην περιφέρεια της μητρόπολης Θεσσαλονίκης 691. Ένα σημαντικό επιχείρημα, ότι οι επισκοπές Βεροίας, Σερβίων και Πέτρας δεν πρέπει να εντάχθηκαν στη δικαιοδοσία του Αχρίδος μετά τους βυζαντινο-βουλγαρικούς πολέμους, είναι επίσης το γεγονός ότι έχει βάσιμα αμφισβητηθεί η γνησιότητα των σιγιλλίων, καθώς άλλωστε και του χρυσοβούλλου του Μιχαήλ Η που τα εμπεριέχει. Σύμφωνα με τη μελέτη της Ευ. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου πρόκειται για προϊόν πλαστογραφίας. Τα 688 Για τη σημασία της Θεσσαλονίκης κατά τον βυζαντινο-βουλγαρικό πόλεμο βλ. Στ. Κυριακίδης, Βυζ. Μελέται Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Σιγίλλια Ι. Τζανής, Θέμα Σερβίας Του ιδίου, Οι διοικητές του θέματος Θεσσαλονίκης κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Βασιλείου Β ( ), Βυζαντιακά 16 (1996) , σ. 247, Βλ. Not. 13, App.2, στ (α και β παραλλαγή). - Από τα τρία χειρόγραφα, που παραδίδουν την πρώτη παραλλαγή του καταλόγου των επισκοπών της Αχρίδος, μόνο ένα αποδίδει την επισκοπή Σιρμίου ἤτοι Στριάμου/Τριάδου ως Σερβίων ἤτοι Στρυάμου. - Βλ. Not. 13, App.2, στ. 848, κριτικό υπόμνημα. - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Βοδηνά Βλ. Θεοφύλακτος Αχρίδος, Λόγοι Όπως επισήμανε η Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα (Δυτ. Μακεδονία Γρεβενά 195 Αρχιεπισκοπή Αχρίδος 412), η επίσημη ονομασία της αυτοκέφαλης αρχιεπισκοπής Αχρίδος ήταν πάσης Βουλγαρίας, καθώς προέκυψε από την εκκλησιαστική αναδιοργάνωση που εισήγαγε ο Βασίλειος Β το 1018 μετά την κατάλυση του βουλγαρικού κράτους του Σαμουήλ ( ). Έτσι η εκκλησιαστική της περιφέρεια αποκαλείται Βουλγαρία, βουλγαρική περίχωρος, βουλγαρικό κλίμα και οι υποκείμενες έδρες βουλγαρικές. Στους όρους αυτούς δεν θα πρέπει να αποδίδεται εθνική σημασία. 691 Βλ. Η.-G. Beck, Kirche Γ. Κονιδάρης, Εκκλ. Iστορία 34, 39, Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας Πρβ. H. Gelzer, Ungedruckte Achrida Αντιθέτως βλ. Γ. Χιονίδης, Βέροια 154 και Περίγραμμα 169, που θεωρεί ότι η επισκοπή Βεροίας παρέμεινε στη δικαιοδοσία της αρχιεπισκοπής Αχρίδος ως τις αρχές του 13 ου αι.

261 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 179 έγγραφα φαίνεται ότι χαλκεύτηκαν από τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Ματθαίο, όταν το επισκέφτηκε τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και διεκδίκησε τη διοίκηση των εν λόγω επισκοπών. Το γεγονός καθιστά αμφισβητήσιμες τις πληροφορίες που περιέχουν, όσες τουλάχιστον δεν πιστοποιούνται από άλλες ασφαλείς μαρτυρίες 692. Ιδιαίτερα εύστοχο είναι επίσης το επιχείρημα που προέβαλε η Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα: ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Δημήτριος Χωματηνός επικρίθηκε από τον πατριάρχη Γερμανό Β για το γεγονός ότι το 1223 χειροτόνησε τον επίσκοπο Σερβίων, ενώ υπαγόταν στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Ο Χωματηνός επικαλέστηκε την έκρυθμη κατάσταση που προκλήθηκε εκ τῆς κοσμικῆς συγχύσεως, το γεγονός δηλαδή ότι η Θεσσαλονίκη βρισκόταν υπό φραγκική κατοχή και ότι ο μητροπολίτης της Κωνσταντίνος Μεσοποταμίτης ήταν εξόριστος. Υπεραμύνθηκε λοιπόν της πράξης του βάσει της εκκλησιαστικής αρχής της οἰκονομίας. Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι δεν επικαλέστηκε την προσωρινή έστω υπαγωγή της επισκοπής Σερβίων στη δικαιοδοσία της αρχιεπισκοπής Αχρίδος 693. Οφείλουμε βέβαια να αναφερθούμε και στην ακόλουθη μαρτυρία, επισημαίνοντας όμως για άλλη μια φορά τον ανεπίσημο και συμπιληματικό χαρακτήρα της πηγής και την επιφυλακτικότητα με την οποία πρέπει να την χρησιμοποιούμε. Η α παραλλαγή της Notitia 17 (α μισό 14 ου αι., t.p.q. 1323) αναφέρει για τη μητρόπολη Βεροίας: καὶ αὐτή, ἐπισκοπὴ οὖσα τῆς 692 Βλ. Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου, Σιγίλλια 17 κ.ε., 85 κ.ε. - Της ιδίας, Ο χρυσόβουλλος λόγος του Μιχαήλ Η Παλαιολόγου του έτους 1272 και η Εκκλησία Βουλγαρίας, Βυζαντιακά 10 (1990) Της ιδίας, Die Echtheit der Sigillia von Basilius II für das Erzbistum von Achrida, Βυζαντιακά 17 (1997) Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Βοδηνά Β. Κατσαρός, Πέτρα Βλ. και Δ. Α. Ζακυθηνός, Βυζαντινή Ιστορία ( ), Αθήνα-Γιάννενα 1989, σ Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία 474 σημ. 926 Θεσμοί 321, που επίσης διατύπωσαν τις αμφιβολίες τους για τη γνησιότητα των σιγιλλίων. - Αντιθέτως βλ. F. Dölger - A. Müller - A. Beihammer, Reg. 806, 808, όπου χαρακτηρίζεται ως αποτυχημένη η προσπάθεια της ιστορικού να αποδείξει την πλαστότητα των εγγράφων. 693 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 78 και Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Βοδηνά 177. Γύρω στο 1071 το Στρατηγικόν του Κεκαυμένου (Soveti i rasskazi Kekavmena Sočinenje Vizantijskοgo Polkovodča ΧΙ veka, ed. G. G. Litavrin, Moskva 1972, ) αναφέρει: Σέρβεια πόλις ἐστὶν ὀχυρὰ ἐν Βουλγαρίᾳ. Εννοεί προφανώς τη γεωγραφική περιοχή, που στις αρχές του 11 ου αι. αποτελούσε την περιφέρεια του θέματος Βουλγαρίας. Πιθανόν τα Σέρβια μετά τη λήξη των βυζαντινο-βουλγαρικών πολέμων να εντάχθηκαν διοικητικά στο θέμα Βουλγαρίας (πρβ. όμως Ι. Τζανής, Θέμα Σερβίας 157 κ.ε., που δεν περιλαμβάνει τα Σέρβια στις στρατηγίδες του θέματος Βουλγαρίας). Δεν υπάρχουν ωστόσο στοιχεία που να τεκμηριώνουν ή έστω να υπονοούν την εκκλησιαστική υπαγωγή της επισκοπής στην περιφέρεια της αρχιεπισκοπής Αχρίδος.

262 180 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ἁγιωτάτης μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, εἰς λ θρόνον προήχθη 694. Ωστόσο δυο μεταγενέστερα 695 χειρόγραφα αποδίδουν την επισκοπή Βεροίας στην αρχιεπισκοπή Αχρίδος, ενώ άλλα διευκρινίζουν: ἐπισκοπῇ οὖσα τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ἄλλοι δὲ ὡς λέγουσί ποτε καὶ τοῦ Ἀχριδῶν 696. Επίσης η β παραλλαγή της Notitia, μεταγενέστερη της πρώτης 697, αναφέρει: ἡ Βέροια, ἐπισκοπὴ οὖσα τῆς ἁγιωτάτης ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχρίδος, εἰς λ θρόνον προήχθη 698. Από την άλλη, τρία χειρόγραφα που περιλαμβάνουν τη β παραλλαγή μνημονεύουν τη Βέροια ως επισκοπή της Θεσσαλονίκης. Αλλά και η Notitia 20, που εμπεριέχεται σε ημιεπίσημο εγχειρίδιο εκκλησιαστικής επιστολογραφίας του τέλους του 14 ου αι., αναφέρει ότι η εκκλησιαστική έδρα της Βέροιας προήχθη σε μητροπολιτική, ενώ παλαιότερα υπαγόταν στην εκκλησιαστική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης: ἀπὸ τοῦ Θεσσαλονίκης, ὁ Βερροίας 699. Βέβαια, οπωσδήποτε η κατάκτηση βυζαντινών εδαφών προκαλούσε αναστάτωση στην εύρυθμη λειτουργία της εκκλησιαστικής διοίκησης καθώς και αλλαγές σε επίπεδο προσώπων. Ο δραστήριος και φιλόδοξος Βούλγαρος ηγεμόνας Ιωαννίτζης (Καλογιάννης ή Σκυλογιάννης, ) εκμεταλλευόμενος την πολιτική α- ναστάτωση και τη ρευστότητα που προκάλεσε η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204 συνέχισε πιο δυναμικά την επεκτατική εξωτερική πολιτική του. Το γεγονός είχε ως συνέπεια την κατάκτηση της βορειοδυτικής Μακεδονίας από τους Βούλγαρους Βλ. Not (I). 695 Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 178: «selon la date respective des chefs de file, A, D et G, il y a en gros trois générations de copie entre le milieu du XIVe siècle et la fin du XVe και 395 σημ. 30: la recension I (A premier temoin)». 696 Βλ. Not (Ι), κριτικό υπόμνημα. 697 Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 177: «Il résulte de ces passages que la recension II est réellement seconde, 178: il est impossible que la recension I dérive de la recension II». 698 Βλ. Not (II). - O J. Darrouzès (Notitiae σ. 395 σημ. 30) αποδίδει τη διαφοροποίηση ανάμεσα στην α και τη β παραλλαγή στο γεγονός της σερβικής επέκτασης επί Στέφανου Δουσάν. Η Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου (Σιγίλλια 63-64) θεωρεί ότι η μαρτυρία αυτή αποτελεί απόηχο της διεκδίκησης των εδρών Βεροίας, Πέτρας και Σερβίων από τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδος το Βλ. Not (ΙΙ), κριτικό υπόμνημα Για την επέκταση της κυριαρχίας των Βουλγάρων στη βορειοδυτική Μακεδονία κατά την περίοδο εκείνη βλ. R. L. Wolff, The Second Bulgarian Empire, its Origin and History to 1204, Speculum 24, 1949, σ (= Studies, αρ. ΙΙΙ). - Ι. Καραγιαννόπουλος, Η βουλγαρική πολιτική στα Βαλκάνια το πρώτο μισό του 13 ου αι., Εγνατία 2 (1990) Βλ. επίσης V. Kravari, Villes A. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Δυτ. Μακεδονία

263 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 181 Σε δικαστική απόφαση του συνοδικού δικαστηρίου του Δημητρίου Χωματηνού γίνεται λόγος για σημείωμα Βουλγάρου τινὸς προστάντος τῆς ἐπισκοπῆς Βερροίας, ἐν τῷ καιρῷ τῆς Δρουγουβιτῶν τυραννίδος. Παρακάτω αναφέρεται ότι το σημείωμα συντάχθηκε κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής: ἐπὶ τῶν Βουλγάρων γεγονός 701. Βάσει των χωρίων καθίσταται προφανές ότι, όταν η Βέροια καταλήφθηκε από τους Βούλγαρους, επεβλήθη Βούλγαρος επίσκοπος στην πόλη. Πρόκειται για την κατοχή της πόλης από τον Ιωαννίτζη κατά το διάστημα 1205/ /1208, που διέκοψε προσωρινά τη λατινική επικυριαρχία 702. Ο ίδιος ιεράρχης σε επιστολή του προς τον μητροπολίτη Κερκύρας Βασίλειο Πεδιαδίτη το 1216 αναφέρει: Ἡ Βουλγαρικὴ ἐξουσία οὐ πρὸ πολλοῦ καὶ τὴν ἡμετέραν ταύτην ἐγκρατῶς θεμένη, ὑφ ἑαυτὴν κατέστησε καὶ ἀρχιερεῖς ὁμογλώσσους ἐν ταῖς ἁπανταχοῦ τούτου κλίματος ἐκκλησίαις, ὡς τῶν ἐν ταύταις πρὶν ὄντων ἱεραρχῶν τῶν μὲν διὰ τὴν τῆς ἐξουσίας μεταβολὴν προελομένων ὡς σωτήριον τὴν ἀλλαχοῦ μετανάστασιν, τῶν δὲ ἤδη καὶ τεθνηκότων. Αρχικά δίνεται η εντύπωση ότι δεν πρόκειται για εκδίωξη των προηγούμενων επισκόπων αλλά για εθελούσια αποχώρησή τους. Το γεγονός όμως ότι γίνεται μνεία σ ω τ η ρ ί ο υ μ ε- τ α ν α σ τ ά σ ε ω ς υποδηλώνει ότι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις έ- δρες τους. Οι επίσκοποι που προωθήθηκαν στη συνέχεια ήταν οπωσδήποτε πρόσωπα της αρεσκείας των κατακτητών, όπως ρητά αναφέρεται: νεωτερικῶς τὰς χειροτονίας τῇ συνεργίᾳ τῆς Βουλγαρικῆς ἐξουσίας δεξά- 701 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 81, στ , Βλ. και αρ. 48, στ : πρὸ τοῦ τὸ κάστρον, δηλαδὴ τὴν Βέρροιαν, ὑποταγῆναι τῇ Βουλγαρικῇ ἐξουσίᾳ. - Νικ. Χωνιάτης Για την προσωρινή κατοχή της Βέροιας από τον Ιωαννίτζη βλ. G. Prinzing, Bedeutung Bulgariens-Serbiens 101 κ.ε. - V. Kravari, Villes 41, Ι. Καραγιαννόπουλος, Από το 1204 ως την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους. Πολιτική Ιστορία, στο Μακεδονία, σ , ιδίως σ Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Δυτ. Μακεδονία 33. Για την ερμηνεία της φράσης δρουγουβιτικὴ τυραννίς βλ. Γ. Χιονίδης, Βέροια 11, 28-29, 30, 155 και σημ G. Prinzing, Bedeutung Bulgariens-Serbiens 14 σημ. 2 Ponemata 171*. - Βλ. και D. Nicol, Refugees 13 και σημ V. Kravari, Villes Θ. Παπαζώτος, Βέροια 58. Αντιθέτως βλ. Κ. Άμαντος, Τα εθνολογικά ονόματα εις τους βυζαντινούς συγγραφείς, Ελληνικά 2 (1929) , σ. 102, που θεωρεί ότι ο Χωματηνός αναφέρεται στο κράτος του Σαμουήλ. - Πρβ. P. Gautier, Dragvista Κατά τον I. Dujčev (Dragovitia ), με τη φράση δρουγουβιτικὴ τυραννίς ο Χωματηνός αναφέρεται στην επισκοπή Δρουγουβιτείας. Ο μελετητής εσφαλμένα θεωρεί ότι ο επίσκοπός της επεξέτεινε τη δικαιοδοσία του προς τα βορειοδυτικά επωφελούμενος τους ταραγμένους καιρούς στις αρχές του 13 ου αι., την κατοχή της Θεσσαλονίκης από τους Λατίνους και την αποδυνάμωση της εξουσίας του ορθόδοξου (!) μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. - Οι F. Barišić και B. Ferjančić (Vesti Dimitrija Homatijana o vlasti Druguvita, ZRVI 20, 1981, 41-58) και J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals σ. 84) συσχετίζουν τη δρουγουβιτικὴ τυραννίδα με τους Δρουγουβίτες (βλ. και ανωτ. σημ. 634).

264 182 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου μενοι 703. Στις πόλεις που ανακαταλαμβάνονταν από τους Βούλγαρους ήταν πλέον δυνατό να επιστρέψουν οι εκδιωγμένοι Βυζαντινοί προκαθήμενοι, ενώ με ειδική σύνοδο ρυθμίστηκε το ζήτημα των κληρικών που είχαν χειροτονηθεί από τους λεγόμενους Βουλγαροεπισκόπους 704. Πολύ πιο σημαντικός ήταν βέβαια ο αντίκτυπος της λατινικής κατάκτησης στην εκκλησιαστική οργάνωση και διοίκηση. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ Σταυροφορίας (13 Απριλίου 1204) υπογράφηκε η Partitio Romaniae, η συμφωνία μεταξύ των Βενετών και των Σταυροφόρων για τη διανομή των βυζαντινών εδαφών. Η εφαρμογή της οδήγησε στην ίδρυση φεουδαλικών κρατιδίων 705, ενώ άρχισε και η προσπάθεια οργάνωσης του λατινικού πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με πρώτο πατριάρχη τον Βενετό Θωμά Μοροζίνη Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 8, στ. 74 κ.ε. - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Δυτ. Μακεδονία Επίσης ορισμένοι μελετητές βασιζόμενοι σε αμφίβολης γνησιότητας κείμενο (βλ. Α. Prôt. σ Α. La. IV. σ. 8 και σημ. 31) υποστήριξαν ότι μετά την ήττα και αιχμαλωσία του Θεόδωρου Δούκα από τους Βούλγαρους στη μάχη της Κολοκοτνίτσας (9 Μαρτίου 1230) ο Ιωάννης Ασέν Β ( ) υπήγαγε τη μητρόπολη της Θεσσαλονίκης στο πατριαρχείο Τερνόβου και προώθησε Βούλγαρους προκαθημένους στη Θεσσαλονίκη και την Ιερισσό. Ωστόσο σε ειδική μελέτη η Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα ανασκεύασε πειστικά την εσφαλμένη άποψη και απέδειξε ότι το κείμενο είναι οπωσδήποτε πλαστό και ο υποτιθέμενος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Πράτανος εντελώς φανταστικό πρόσωπο. - Βλ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ΙΙ. 44 κ.ε., όπου και οι παλαιότερες απόψεις των μελετητών. - Βλ. και της ιδίας, Μανουήλ Δούκας 162 Βιβλιοκρισία F. Bredenkamp, Thessaloniki, Βυζαντιακά 18 (1998) , σ. 314 The Empire of Thessaloniki ( ). Political Ideology and Reality, Βυζαντιακά 19 (1999) , σ Πρβ. και V. Laurent, Succession épiscopale Reg. 1280, Αντιθέτως βλ. J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ. 474, 478, που δεν έχει υπόψη του τη μελέτη της Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα και επαναλαμβάνει την εσφαλμένη άποψη ότι η μητρόπολη Θεσσαλονίκης υπήχθη στο βουλγαρικό πατριαρχείο Τερνόβου. 704 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 8, στ. 74 κ.ε. (επιστολή προς Βασίλειο Πεδιαδίτη, μέσατέλη 1216: βλ. G. Prinzing, Ponemata 69*) αρ. 146 (συνοδική απόφαση, 1217-αρχές 1218: G. Prinzing, Ponemata 262*) - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αρχιεπισκοπή Αχρίδος 414 κ.ε. Δυτ. Μακεδονία Μ. Angold, Church Κ. Κατερέλος, Δικαιοδοσία 97, 279 σημ Βλ. ενδεικτικά J. Longnon, L empire latin de Constantinople et la principauté de Morée, Paris 1949, σ. 35 κ.ε. - St. Runciman, A History of the Crusades, Madison London 1969, τ. III, σ. 115 κ.ε. - Α. Carile, Ιmpero latino 73 κ.ε. - Κ. Μ. Setton, Papacy 12 κ.ε. - Για την εκτενή βιβλιογραφία σχετικά με την Δ Σταυροφορία και την περίοδο της λατινοκρατίας βλ. επίσης Β. Hendrickx, Θεσμοί 15 κ.ε. - Για την Δ Σταυροφορία και τις συνέπειές της βλ. τελευταία τα Πρακτικά του Συνεδρίου που οργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών «Urbs Capta. The Fourth Crusade and its Consequences. La IVe Croisade et ses conséquences», sous la direction d Angeliki Laiou, [Réalités Byzantines 10] Paris Για το λατινικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και την οργάνωσή του βλ. τις ειδικές μελέτες του R. Wolff, Organization 37 κ.ε. και Politics 225 κ.ε. - G. Fedalto, Chiesa latina I. 235 κ.ε. -

265 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 183 Στη Θεσσαλονίκη συγκεκριμένα συστάθηκε το λομβαρδικό κράτος της Θεσσαλονίκης υπό τον μαρκήσιο του Montferrat Βονιφάτιο, τον αρχηγό της Δ Σταυροφορίας. Προκειμένου να γίνει πιο εύκολα αποδεκτός από τους Βυζαντινούς υπηκόους του, ο Βονιφάτιος είχε νυμφευθεί την Ουγγαρέζα πριγκίπισσα Μαρία-Μαργαρίτα, χήρα του αυτοκράτορα Ισαάκιου Β Αγγέλου ( ). Έτσι έθεσε τα θεμέλια του μομφερρατικού «βασιλείου» της Θεσσαλονίκης 707, το οποίο με τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις κατόρθωσε να επεκτείνει από τη Μοσυνόπολη έως την Αργολίδα. Στο πλαίσιο αυτό εγκατέστησε υποτελείς ηγεμονίες (δουκάτο Αθηνών και Θηβών, μαρκιωνία Βονδονίτζης, βαρωνίες Αλμυρού, Πλαταμώνα, Κίτρους, Σαλώνων κ.ά.) για την ανταμοιβή των συμπολεμιστών βασάλων του και βέβαια για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της περιοχής 708. Η ανατροπή του πολιτικού καθεστώτος επέφερε αλλαγές και στην εκκλησιαστική διοίκηση. Βέβαια ο πάπας Ιννοκέντιος Γ επιθυμούσε πάνω από όλα να προσηλυτίσει του ορθοδόξους και να τους εντάξει στο σώμα της δυτικής εκκλησίας. Γνώριζε ότι αυτό θα ήταν δύσκολο ύστερα από την καταστροφική μανία και τη ληστρική συμπεριφορά που επέδειξαν οι Λατίνοι κατακτητές. Πρόθεσή του λοιπόν ήταν να προσελκύσει τους Βυζαντινούς επισκόπους και όχι να τους εκδιώξει από τις έδρες τους, ούτως ώστε να μην εντείνει την αντιδραστική στάση των Ελλήνων 709. Σύμφωνα με τις οδηγίες του πάπα ο Λατίνος πατριάρχης και οι καθολικοί αρχιεπίσκοποι όφειλαν να προσεγγίσουν με συνετό και φιλικό τρόπο τους ορθόδοξους αρχιερείς που συνέχιζαν να ασκούν Βλ. επίσης L. Santifaller, Beiträge zur Geschichte des lateinischen Patriarchats von Konstantinopel und der venezianischen Urkunde, Weimar Ch. Frazee, The Catholic Church in Constantinople, , BS 19 1 (1978) 33-49, σ. 34 κ.ε. 707 Βλ. Β. Ferjančić, Počeci solunske kralyevine ( ), ZRVI 8 2 (1964) , που επισημαίνει ότι αποτελεί αναχρονισμό η ονομασία «βασίλειο» για το κράτος της Θεσσαλονίκης επί Βονιφάτιου. Ο τίτλος του βασιλέα δόθηκε στον υιό του Δημήτριο μόλις στις αρχές του Βλ. και Κ. Setton, Papacy 21 και σημ. 86, 28 σημ Βλ. J. Longnon, Empire latin 55 κ.ε., 69 κ.ε. - Β. Hendrickx, Θεσμοί 25, 47, Boniface Α. Carile, Impero latino 175 κ.ε., ιδίως σ. 188, G. Fedalto, Tessalonica 89, Κ. Setton, Papacy 16-18, 21 κ.ε. - Μ. Wellas, Königreich Thessalonike Έγιναν επίσης ορισμένες προσπάθειες προσέγγισης της ορθόδοξης εκκλησίας στην Ελλάδα με την καθολική εκκλησία. Το ο λεγάτος του πάπα καρδινάλιος Βενέδικτος στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα διεξήγαγε συζητήσεις με Έλληνες αρχιερείς σχετικά με τις δογματικές διαφορές μεταξύ της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας. - Βλ. σχετικά Γ. Κονιδάρης, Εκκλ. Ιστορία D. M. Nicol, The Fourth Crusade and the Greek and Latin Empires, , στο Byzantium: its ecclesiastical history and relation with the western world, VR, London 1972, αρ. ΙΙΙ (= The Cambridge Medieval History, v. IV: The Byzantine Empire, pt. 1: Byzantium and its Neighbours, ed. J. M. Hussey, Cambridge 1966, σ ), σ Πρβ. R. Janin, Lendemain 13, 17.

266 184 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου τα ιερατικά τους καθήκοντά, καθώς και όσους εγκατέλειψαν τις πόλεις τους εξαιτίας της κατάκτησης. Βασική προϋπόθεση όμως, προκειμένου οι ιεράρχες να διατηρήσουν τις έδρες τους, ήταν να δηλώσουν πνευματική υποταγή στη Ρώμη και στον Λατίνο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως 710. Όπως σημειώνει ο R. Wolff, ο πάπας προφανώς θεωρούσε λογική την απαίτησή του έναντι της φιλότιμης παραχώρησής του οι Βυζαντινοί ιεράρχες να διατηρήσουν τις έδρες τους. Για εκείνους ωστόσο η υποχώρηση που τους ζητούνταν φάνταζε αδιανόητη ως εκ τούτου οι περισσότεροι εκδιώχθηκαν 711. Έτσι ο μητροπολίτης Κερκύρας Βασίλειος Πεδιαδίτης στην απαντητική επιστολή του προς την εγκύκλιο που ο Ιννοκέντιος Γ απέστειλε το 1213 για σύγκληση συνόδου στο Λατερανό υπογραμμίζει: οἱ δυσικοὶ πάντες μητροπολῖται καὶ ἀρχιεπίσκοποι παρὰ τῆς ἁγιωσύνης σου ἀπὸ τῶν οἰκείων θρόνων ἀπηλάθησαν, ὧν οἱ μὲν καὶ ζῶσιν ἔτι περιιόντες πλανῆται εἰ δὲ καὶ ἐπισκοπή τις τὴν ἁγιότητά σου ἔλαθε καὶ οὐκ ἐδίωξε τὸν ταύτης πρόεδρον, ἀλλ' οἱ κοσμικοὶ ἄρχοντες σὲ τὸν μέγαν καὶ πρῶτον ἀρχιερέα ζηλώσαντες... ἀπήλασαν τῶν ἐκκλησιῶν παράδειγμα ἔχοντες τὰς πράξεις τῆς σῆς ἁγιότητος 712. Η μαρτυρία του Πεδιαδίτη αφορά μεταξύ άλλων και στην περίπτωση του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου Μεσοποταμίτη, ο οποίος προφανώς δεν δήλωσε υποταγή στον πάπα και εκδιώχθηκε από τον θρόνο του Βλ. R. Janin, Lendemain 11 κ.ε., R. Wolff, Organization G. Fedalto, Chiesa latina Ι και σημ J. Gill, Innocent J. Hussey, Church P. Lock, Φράγκοι Γ. Στογιόγλου, Καμπανία Πρβ. Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Λυκοστομίου Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας 54, που κάνουν λόγο για εχθρική στάση έναντι των ορθοδόξων, διώξεις των Ελλήνων ιεραρχών και αντικατάστασή τους με Λατίνους. O R. Wolff (Organization 44) επισημαίνει: «In fact the process was a great deal more complicated». 711 Βλ. R. Wolff, Organization 35, G. Fedalto, Chiesa latina Ι. 193 σημ Ch. Frazee, Catholic Church P. Lock, Φράγκοι J. Gill, Innocent 99, Πρβ. Γ. Στογιόγλου, Καμπανία 48: «Ζήτησε όμως από τους Ορθοδόξους επισκόπους να δηλώσουν υποταγή και υπακοή στην Αγία Έδρα και να σεβαστούν τον έξαρχο του πάπα. Κανείς από τους επισκόπους δε δέχτηκε τους όρους αυτούς». - Βλ. ακόμη J. Richard, Latin Church 47, που επισημαίνει το ενδεχόμενο αρκετοί Βυζαντινοί αρχιερείς να ήταν πρόθυμοι να δεχτούν τους παπικούς όρους, αλλά δεν έγινε δεκτή η ομολογία τους, προκειμένου οι έδρες να καταληφθούν από Λατίνους ιεράρχες. 712 Βλ. Βασ. Πεδιαδίτης, Επιστολή (1213) και σ Βλ. Βασ. Πεδιαδίτης, Επιστολή , ιδίως στ : ὁ Θεσσαλονίκης, ὃν ἐδίωξεν ἡ ἁγιωσύνη σου ἀπὸ τοῦ θρόνου αὐτοῦ καὶ ἀπέστειλεν ἕτερον. - Βλ. και Epirotica αρ. 20, (Φεβρ Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Χρονολόγηση αρ. 3, σ. 148): Σύ τε γὰρ διὰ καιρικὴν περιπέτειαν ὀπωσοῦν ἐκπέπτωκας τῆς λαχούσης σε. - Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 78, στ (1223) αρ. 150, στ (1233). - Νικ. Χωνιάτης, Eπιστολαί αρ. 4, (t.p.q. τέλη 1206/αρχές 1207 βλ. J.-L. van Dieten, Choniates 175): τῆς λογίμης Θεσσαλονίκης ἀπελαθεὶς. - Βλ. και V. Laurent, Succession épiscopale Του ιδίου, Sceaux V 1 αρ J.-

267 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 185 Ο μητροπολιτικός ναός της Αγίας Σοφίας έγινε καθεδρικός ναός των Λατίνων 714, ενώ τη μητροπολιτική έδρα κατέλαβε Λατίνος αρχιερέας, αν και με σχετική καθυστέρηση, καθώς οι δύο προηγούμενες προσπάθειες ανάδειξης αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης δεν ευοδώθηκαν 715. Τελικά το 1208 οι καθολικοί κληρικοί που αποτελούσαν τον μητροπολιτικό κλήρο (canonici Sanctae Sophiae Thessalonicensis metropolis) επέλεξαν για την ανάληψη του μητρο- M. Spieser, Inscriptions σ D. Papachrysanthou, Hiérissos 376, 390 σημ Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Νίκαια-Ήπειρος 151 Αγία Σοφία 556 Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ΙΙ. 43. Ο R. Janin (Église latine 210) και ο Κ. Μανάφης (Επιστολή Βασιλείου Πεδιαδίτου μητροπολίτου Κερκύρας προς τον πάπαν Ιννοκέντιον Γ και ο χρόνος πατριαρχείας Μιχαήλ Δ του Αυτωρειανού, ΕΕΒΣ 42, , , ιδίως σ. 439 σημ. 64, 65) θεωρούν ότι ο Βασίλειος Πεδιαδίτης στην επιστολή του προς τον πάπα Ιννοκέντιο Γ κάνει λόγο για εκδίωξη του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωάννη Χρύσανθου (πρβ. L. Petit, Évêques ΙΙ. 30). Ο Ιωάννης είχε αντικαταστήσει τον Κωνσταντίνο Μεσοποταμίτη, όταν ο δεύτερος καθαιρέθηκε στα τέλη της άνοιξης του Ο Κ. Μανάφης, όπως παλαιότερα υποστήριξε ο L. Petit (Évêques ΙΙ ), θεωρεί ε- σφαλμένα ότι ο Μεσοποταμίτης αποκαταστάθηκε στον μητροπολιτικό του θρόνο με τη βοήθεια των Λατίνων κατακτητών. Ήδη ωστόσο ο V. Laurent (Succession épiscopale ) είχε ανασκευάσει επιτυχώς τα επιχειρήματα του L. Petit και συμπέρανε ότι ο Μεσοποταμίτης είχε αποκατασταθεί πριν από το Εξάλλου, το 1200/1201 ο ιεράρχης τέλεσε στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Σοφίας τη χειροτονία του Σάββα της Σερβίας σε αρχιμανδρίτη (βλ. Domentijan σ Theodosije σ Βλ. και Μ. Ζιβογίνοβιτς, Άγιος Σάββας 446, Α. Σταυρίδου- Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ΙΙ. 56 σημ. 81 πρβ. της ιδίας, Αγία Σοφία 555). Ο Γ. Στογιόγλου (Καμπανία 48, 49) δεν βλέπει την αποχώρηση του Κωνσταντίνου Μεσοποταμίτη και την εκλογή του Λατίνου αρχιεπισκόπου Nivelone ως συνέπεια της άρνησης του πρώτου να δηλώσει υποταγή στη δυτική εκκλησία. Θεωρεί ότι ο Μεσοποταμίτης αυτοεξορίστηκε ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την επικείμενη εγκαθίδρυση στην πόλη του Λατίνου επισκόπου. Τέλος ο Γ. Θεοχαρίδης (Ναός Ασωμάτων 51) εσφαλμένα αναφέρει ότι μετά τη λατινική κατάκτηση ο Μεσοποταμίτης παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη. - Βλ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αγία Σοφία 556, που επισημαίνει το σφάλμα του μελετητή. 714 Βλ. PL 215, col C A. Potthast, Reg (1 Νοεμβρ. 1208): canonici Sanctae Sophiae Thessalonicensis. - PL 216, col. 213 A A. Potthast, Reg (11 Μαρτίου 1210). - PL 216, 604 D A. Potthast, Reg (26 Μαΐου 1212): canonici Sanctae Sophiae Thessalonicensis metropolis. - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αγία Σοφία Αντιθέτως βλ. Γ. Θεοχαρίδης, Ναός Ασωμάτων 48 κ.ε., που, όπως απέδειξε η Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα (ό.π. 549 κ.ε.), ε- σφαλμένα θεωρεί ότι πριν από τη λατινική κατάκτηση μητροπολιτικός ναός της Θεσσαλονίκης ήταν ο ναός των Ασωμάτων και ότι από το 1204 κ.ε. μεταφέρθηκε στην Αγία Σοφία. - Πρβ. R. Janin, Église latine Αρχικά ως αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης επελέγη ο Γάλλος Nivelone de Chérisy, επίσκοπος Suessionensis (Soissons). Αυτός εξελέγη στα τέλη του 1206, αλλά πέθανε στο Bari στις 14 Σεπτεμβρίου 1207 κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς τη Θεσσαλονίκη. Τον Ιούνιο του 1208 ο πάπας πρότεινε ως διάδοχο του Nivelone τον Πέτρο, επίσκοπο Yporediensis (Ivrea) στο Πεδεμόντιο. Ο Πέτρος όμως φαίνεται ότι αρνήθηκε την τιμή που του έγινε και τελικά στις αρχές του 1209 εκλέχθηκε πατριάρχης Αντιοχείας. - Βλ. PL 215, col C B A. Potthast, Reg (10 Δεκ. 1206). - PL 215, 1425 Α-C A. Potthast, Reg (27 Ιουνίου 1208). - R. Wolff, Organization 39 σημ Χ. Παπαδόπουλος, Εκκλησία Ελλάδος R. Janin, Église latine 207, G. Fedalto, Chiesa latina I. 198 Chiesa latina IΙ. 227 Tessalonica 92.

268 186 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου πολιτικού θρόνου τον φλαμανδικής καταγωγής Guarinus (Warin, Γαρίνος), που αρχικά ήταν αρχιεπίσκοπος Βρύσεως (Verissa) της Θράκης 716. Ωστόσο τον Νοέμβριο του 1208 ο Ιννοκέντιος Γ διέταξε τους Λατίνους αρχιεπισκόπους Λαρίσης και Θηβών να εξετάσουν αν ήταν κανονική η εκλογή του. Η έρευνα είχε θετικά αποτελέσματα για τον Guarinus, αλλά φαίνεται ότι ήταν μακροχρόνια 717. Τελικά ο πάπας αναγνώρισε τον Guarinus ως αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης το Επιπλέον επικύρωσε για αυτόν και τους διαδόχους του τα τιμητικά προνόμια που είχε ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης πριν από την ένταξη των εκκλησιών του Ιλλυρικού στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Συγκεκριμένα τον όρισε πριμάτο (primatus) και λεγάτο (legatus). Εξάλλου η δυτική εκκλησία θεωρούσε την εκκλησιαστική έδρα της Θεσσαλονίκης ιδιαίτερα σημαντική: Cum Thessalonicensis metropolis, quae in regno Graecorum quasi praecipua post Constantinopolitanam sedem habetur 718. Ωστόσο η δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης εξακολουθούσε τυπικά να περιορίζεται στις επισκοπές της Μακεδονίας που είχε και πριν από την κατάλυση του βυζαντινού κράτους. Άλλωστε, όπως επισήμανε ο R. Wolff, γενικώς πρόθεση του πάπα ήταν να διατηρηθεί η ισχύουσα ως τότε διοικητική διαίρεση της εκ- 716 Οι R. Wolff (Organization 39 σημ.26 Politics 259), R. Janin (Église latine 207), V. Laurent (Succession épiscopale 291), G. Fedalto (Tessalonica 92, 98) κ.ά. αποδίδουν την αρχιεπισκοπή Verissa ως Βρύσεως. Αντιθέτως οι Χ. Παπαδόπουλος (Εκκλησία Ελλάδος 523), Π. Στάμος (Κασσάνδρα 39), Γ. Χιονίδης (Χριστιανισμός Βεροίας και 22 Βέροια 30, 155, 165 Περίγραμμα 167), Χ. Τζώγας (Μητρόπολις Θεσσαλονίκης 452) κ.ά. αναφέρουν τον Guarinus ως επίσκοπο Βεροίας και όχι Βρύσεως. - Πρβ. Ν. Ζαχαρόπουλος, Φραγκοκρατία 205, που αναφέρεται σε αυτόν εσφαλμένα ως επίσκοπο Βορρία Γαυαρίνο. Ο D. Nicol (Refugees 16 σημ. 59) επισημαίνει ότι ο Guarinus ήταν επίσκοπος Βρύσεως και όχι Βεροίας. Ωστόσο, λίγο πιο πάνω (σ. 15) είχε ταυτιστεί με την άποψη του Γ. Χιονίδη ότι η λατινική κατάκτηση στη Βέροια το 1204 είχε ως συνέπεια την τοποθέτηση Λατίνου επισκόπου, ο οποίος στη συνέχεια έλαβε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης. Ο Γ. Χιονίδης όμως αναφέρεται στον Guarinus, τον οποίο ο D. Nicol δεν δέχεται ως επίσκοπο Βεροίας. 717 Βλ. PL 215, col C D A. Potthast, Reg (1 Νοεμβρ.1208). - PL 216, col. 213 A C A. Potthast, Reg (11 Μαρτίου 1210). - Βλ. και R. Wolff, Organization 39 σημ R. Janin, Église latine , G. Fedalto, Tessalonica 92-93, Μ. Wellas, Königreich Thessalonike 33. Για τη αρχιερατεία του Guarinus ως αρχιεπισκόπου Βρύσεως βλ. R. Wolff, Politics , 245, G. Fedalto, Tessalonica Βλ. PL 216, 555 D -558 C A. Potthast, Reg (7 Απρ. 1212). - PL 215, col A A. Potthast, Reg (27 Ιουνίου 1208): το χωρίο. - Βλ. και Th. Tafel, Thessalonica και σημ G. Fedalto, Tessalonica Ν. Ζαχαρόπουλου, Φραγκοκρατία Γ. Στογιόγλου, Καμπανία Β. Κατσαρός, Πέτρα Ο R. Janin (Église latine 208) επισημαίνει ότι δεν μπορούσε να αποκατασταθεί η δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης στα όρια της πρώιμης βυζαντινής περιόδου, εφόσον πολλές μητροπόλεις και αρχιεπισκοπές ανήκαν πλέον σε διαφορετικά φραγκικά πριγκιπάτα.

269 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 187 κλησίας 719. Θεωρητικά λοιπόν ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης προΐστατο έ- ντεκα επισκοπών 720. Βέβαια γνωρίζουμε και από άλλες περιπτώσεις ότι πολλές επισκοπές λόγω της οικονομικής δυσπραγίας που αντιμετώπιζαν ήταν πρακτικά αδύνατο να λειτουργήσουν. Έτσι ο πάπας είχε επιτρέψει να διοικούνται προσωρινά από όμορους επισκόπους που ήταν επίσης ενδεείς. Κατά τον ίδιο τρόπο τον Ιούλιο του 1208 ο πάπας με επιστολή του επικύρωσε την παραχώρηση της διοίκησης της επισκοπής Πλαταμώνος στον Κίτρους, ο οποίος ήταν σε δεινή οικονομική κατάσταση 721. Το γεγονός βέβαια σημαίνει α) ότι την εποχή εκείνη η έδρα του Πλαταμώνα ήταν χηρεύουσα, ενώ η επισκοπή Κίτρους εν ενεργεία 722 και β) ότι ο επίσκοπος Κίτρους ήταν Λατίνος ή τουλάχιστον Βυζαντινός που είχε ομολογήσει πίστη στο καθολικό δόγμα 723. Σε παπικές επιστολές του 1209 και του 1210 ο Κίτρους αναφέρεται ως εκλεγμένος επίσκοπος, δηλαδή όχι ακόμη χειροτονημένος 724. Επίσης, τον Ιούλιο του 1210 ο πάπας ανέθεσε στον αρχιεπίσκοπο Νέων Πατρών, τον ὑποψήφιο (εκλεγμένο) επίσκοπο Εζερών και στον ὑποψήφιο επίσκοπο Κίτρους να ασκήσουν πίεση στη χήρα σύζυγο του Βονιφάτιου Μαρία-Μαργαρίτα, όσον αφορά τις αντικανονικές επεμβάσεις της στη μητρόπολη Λαρίσης 725. Ταυτόχρονα ο πάπας απηύθυνε μια επιστολή προς 719 Βλ. R. Wolff, Organization 44, Βλ. και J. Richard, Latin Church P. Lock, Φράγκοι 338, Βλ. PL 216, col. 557 D Α. Potthast, Reg (7 Απρ. 1212): Ad haec ipsi Thessalonicensi metropoli suam confirmamus provinciam; in qua subscriptos episcopatus specialibus nominibus duximus exprimendos, videlicet Citrensem, Beriensem, Campaniensem, Vardariensem, Serviensem, Petrensem, Platamonensem, Langardensem, Adrameriensem, Nerisiensem et Cassadriensem. - Βλ. και R. Wolff, Organization G. Fedalto, Chiesa latina Ι. 199, Βλ. και ανωτ. σ Βλ. PL 215, col D A Α. Potthast, Reg (14 Ιουλίου 1208). - Βλ. και R. Wolff, Organization G. Fedalto, Chiesa latina Ι. 198 Tessalonica Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος Β. Hendrickx, Πιερία Πρβ. P. Lock, Φράγκοι 343, που εκ παραδρομής τοποθετεί χρονικά τη συνένωση των δύο επισκοπών στο Βλ. Β. Hendrickx, Πιερία Πρβ. G. Fedalto, Chiesa latina I. 226 και σημ Ο πάπας δίνει την άδεια για ανάλογες παραχωρήσεις μόνο προς Λατίνους επισκόπους ή προς Έλληνες ιεράρχες που έχουν ομολογήσει υπαγωγή στην πνευματική του εξουσία. - Βλ. R. Wolff, Organization Βλ. PL 215, col C Α. Potthast, Reg (23 Ιαν. 1209). - PL 215, col A Α. Potthast, Reg (6 Φεβρ. 1209). - PL 215, col A Α. Potthast, Reg (6 Φεβρ. 1209). - PL 216, col. 299 A Α. Potthast, Reg (2 Ιουλίου 1210). - PL 216, col. 301 A Α. Potthast, Reg (10 Ιουλ. 1210). - PL 216, col. 302 B Potthast, Reg (10 Ιουλ. 1210). 725 Βλ. PL 216, col. 299 A-C Α. Potthast, Reg (2 Ιουλίου 1210). - Βλ. και R. Wolff, Organization J. Hussey, Church Βλ. επίσης PL 215, col C C Α. Potthast, Reg (23 Ιαν. 1209). - PL 215, col A-C Α. Potthast, Reg (6 Φεβρ. 1209), όπου καλείται να βοηθήσει στην επίλυση και άλλων εκκλησιαστικών υποθέσεων.

270 188 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου τον Λατίνο αυτοκράτορα Ερρίκο της Φλάνδρας ζητώντας να αποκαταστήσει τα δίκαια του επισκόπου Κίτρους, που καταστρατηγήθηκαν έπειτα από την κατάληψη των κάστρων Κίτρους και Πλαταμώνα από τον Φράγκο V. Alemannus 726. Η ανάθεση αποστολών στον Κίτρους και το ενδιαφέρον του πάπα προς αυτόν δεν μπορεί να δικαιολογηθεί παρά μόνο αν δεχτούμε ότι ο επίσκοπος υπαγόταν πνευματικά στη δυτική εκκλησία. Εξάλλου, ο επίσκοπος Κίτρους περιλαμβάνεται στο Provinciale Romanum (Ἐπαρχικόν), δηλαδή σε έναν κατάλογο εκκλησιαστικών εδρών υπαγομένων και φορολογικά υπόχρεων στη δυτική εκκλησία (1210/1212, 1228) 727. Στο προαναφερθέν Provinciale Romanum εκτός από την αρχιεπισκοπική έδρα της Θεσσαλονίκης και την επισκοπή Κίτρους καταγράφεται επίσης και η επισκοπή Βεροίας: In archiepiscopatu Thessalonicense In episcopatu Citrense. In episopatu Veriense 728. Βάσει αυτής της μαρτυρίας θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι αυτές οι δύο επισκοπές τουλάχιστον ήταν ενεργοί κατά τη διάρκεια της λατινοκρατίας και υπάγονταν στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης 729. Από μια συνοδική απόφαση του Δημητρίου Χωματηνού του 1236 πληροφορούμαστε ότι κατά την περίοδο εκείνη, και συγκεκριμένα το 1213, οι Έλληνες επίσκοποι Κίτρους, Βεροίας, Κασσανδρείας, Καμπανίας και Αρδαμερίου, ήταν μέλη του δικαστικού σώματος που βοηθούσε τον δούκα της Θεσσαλονίκης Γεώργιο Φραγγόπουλο στην απονομή δικαιοσύνης: ἡ ἐξουσία ὑ- πῆρχε τῆς δεσποίνης κυρᾶς Μαρίας, τῆς χρηματισάσης γυναικὸς τοῦ μακαρίτου βασιλέως κυροῦ Ἰσαακίου τοῦ Ἀγγέλου, χηρευούσης τῷ τότε καὶ προβεβλημένον εἰς τὴν δουκικὴν ἐχούσης ἀρχὴν τῆς Θεσσαλονίκης τὸν Φραγγόπουλον ἐκεῖνον κῦρ Γεώργιον καὶ πάντας τοὺς κατὰ χώραν 726 Βλ. PL 216, col. 301 A-B Α. Potthast, Reg (10 Ιουλ. 1210). - Βλ. επίσης PL 216, col. 302 B-D Potthast, Reg (10 Ιουλ. 1210). - Βλ. και G. Fedalto, Tessalonica Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος Βλ. P. Fabre - L. Duchesne, Le Liber Censuum de l Eglise Romaine, Paris , τ. II, σ. 6-8 ( ). - M. Tangl, Die päpstlichen Kanzleiordnungen von , Innsbruck 1894, σ (1228). - Βλ. και R. Wolff, Organization G. Fedalto, Chiesa latina I Πρβ. όμως R. Wolff, Organization 58 και G. Fedalto, Chiesa latina I. 230, που αποδίδουν το Veriensis ως επισκοπή Ιερισσού. 729 Βλ. και R. Wolff, Organization 57, 59, που υποστηρίζει ότι το Provinciale Romanum αντικατοπτρίζει την πραγματική δικαιοδοσία του Λατίνου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Το γεγονός ότι το 1363 απαντά Λατίνος τιτουλάριος επίσκοπος Κίτρους καθώς και επίσκοπος Βεροίας σε αχρονολόγητη όμως μαρτυρία (βλ. G. Fedalto, Chiesa I. 483) ενισχύει την άποψη ότι οι εν λόγω έδρες ήταν ενεργοί κατά τη διάρκεια της λατινοκρατίας. - Πρβ. Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας 54: «στην οποία (ενν. τη Θεσσαλονίκη) εγκαθιδρύθηκε λατίνος αρχιεπίσκοπος, ενώ στις άλλες μεγάλες πόλεις της Μακεδονίας επιβλήθηκε επίσης λατινική εκκλησιαστική ιεραρχία». Βέβαια ο μελετητής δεν διευκρινίζει ποιες εννοεί ως μεγάλες πόλεις.

271 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 189 ἀρχιερεῖς ἐπὶ ταῖς πολιτικαῖς δίκαις συνέδρους αὐτῷ καὶ συνδικαστὰς εἶναι διακελευσαμένης (ἤγουν τόν νῦν Κίτρους, τὸν αὐτάδελφον τούτου <τὸν> Βερροίας ἐκεῖνον καὶ τοὺς λοιποὺς ἐκείνους, τὸν Κασσανδρείας τὸν Στρυμβάκωνα, τὸν Καμπανείας καὶ τὸν Ἀρδαμέρεως τὸν Φιλάγριον), οἵτινες καθ ἑκάστην ἐν τῷ μεγάλῳ ναῷ τῆς Θεοτόκου συνήγοντο καὶ τὰς κρίσεις ἐποίουν, μή τινος ὅλως ἀδικουμένου ἢ φοβουμένου 730. Η παρουσία των Ελλήνων επισκόπων στη Θεσσαλονίκη και η δικαστική τους δραστηριότητα προκάλεσε τον προβληματισμό στους μελετητές. Ο R. Wolff και ο Κ. Setton θεωρούν ότι οι εν λόγω ιεράρχες παρέμειναν στις έδρες τους χάρη στην επέμβαση της αντιβασίλισσας Μαρίας-Μαργαρίτας 731. Κατά την Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα η διατήρηση των ορθόδοξων αρχιερέων ή- ταν πιθανότατα ένα από τα προνόμια που εξασφάλισαν οι Θεσσαλονικείς, όταν παρέδωσαν την πόλη στον Λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουίνο το Ο D. Nicol σημειώνει ότι οι εν λόγω επίσκοποι διατήρησαν τις έδρες τους, αλλά από ό,τι φαίνεται ενδημούσαν στη Θεσσαλονίκη και συνεργάζονταν με τις λατινι- 730 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ (1236: βλ. G. Prinzing, Ponemata *). - Ο Γ. Στογιόγλου (Καμπανία 52-53) εσφαλμένα θεωρεί ότι ο Χωματηνός αναφέρεται στη μετά την εκδίωξη των Φράγκων εποχή. Έτσι υποθέτει ότι δεν συμμετέχει ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης στο μεικτό δικαστήριο του δούκα Φραγγόπουλου λόγω της διαφορετικής του στάσης, όσον αφορά το ζήτημα της αναγνώρισης του πατριάρχη Νικαίας. Κατά τον ίδιο τρόπο εξηγεί τη συμμετοχή μόνο των εν λόγω πέντε επισκόπων εικάζοντας ότι η μητροπολιτική σύνοδος της Θεσσαλονίκης είχε διχαστεί. 731 Βλ. R. Wolff, Organization 37 κ.ε.: «These sees, five of the eleven normally comprising the Greek ecclesiastical Province of Thessalonica, had thus remained in Greek hands. Morever, the letter specifically informs us that only the Archibishop, Garinos, was a Latin» (χωρίο: σ. 39). - R. Janin, Église latine 208: «La hiérarchie organisée sous la juridiction de Thessalonique ne comprenait pas que des évêques latins. Une texte juridique de Démétios Chomatianos, archevêque d Ochrida, nous apprend qu en 1213 les évêchés de Hiérissos, Citros, Verria, Cassandria, Campania et Adramérion étaient occupés par des prélats grecs». - Κ. Setton, Papacy 30: «Of interest to us is the fact that in 1213 half of the eleven episcopal sees comprising the province of Thessalonica were still presided over by Greek bishops. This may reflect the queen mother Margaret s influence and provide evidence of her endeavor to enlist the support of Greeks on behalf of her son Demetrius, whom the Lombard barons had wanted to dispossess». 732 Βλ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πιερία Ι Για την επικύρωση των προνομίων που οι Θεσσαλονικείς παραδοσιακά απέλαυαν επί βυζαντινής κυριαρχίας, η οποία έγινε από τον Λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουίνο γύρω στις 12 Αυγούστου 1204, βλ. Β. Hendrickx, Rég. 11 Ερρίκος Φλάνδρας 129, 136. Ο Ν. Ζαχαρόπουλος (Φραγκοκρατία ) αναφέρει ότι ο Βονιφάτιος επικύρωσε με τη σειρά του τα προνόμια των Θεσσαλονικέων. Δεν αποκλείεται να προέβη σε μια τέτοια πράξη, προκειμένου να εγκαινιάσει την κυριαρχία του χωρίς αντιδράσεις. Ωστόσο δεν γίνεται σχετική μνεία στις πηγές. Έτσι ο Β. Hendrickx (ό.π.) κάνει λόγο μόνο για επικύρωση των σχετικών προνομίων από τον Βαλδουίνο και δεν σχολιάζει αν διασφαλίστηκαν και από τον Βονιφάτιο.

272 190 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου κές αρχές 733. Ορισμένοι μελετητές γενικεύουν το συμπέρασμα και θεωρούν ότι όλοι οι Βυζαντινοί επίσκοποι της εκκλησιαστικής περιφέρειας της Θεσσαλονίκης παρέμειναν στις έδρες τους 734, ενώ άλλοι υποθέτουν ότι εκτός από τις επισκοπές που αναφέρονται ρητά στο έγγραφο του Χωματηνού πιθανόν να υπήρχαν και άλλες ενεργοί βυζαντινές έδρες 735. Πέρα από τη μαρτυρία του Βασιλείου Πεδιαδίτη, ο οποίος επικρίνει τον πάπα Ιννοκέντιο Γ για την εκδίωξη γενικώς των ορθοδόξων επισκόπων από τις έδρες τους 736, υπάρχει μια πιο συγκεκριμένη πληροφορία στις πηγές, που αφορά στην εκκλησιαστική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για τον απολογητικό λόγο που το 1233 συνέταξε ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος εκ μέρους του επισκόπου Σερβίων προς την πατριαρχική σύνοδο, για να δικαιολογήσει την αντικανονική χειροτόνησή του το 1223, μετά την ανακατάληψη της πόλης από τον ηγεμόνα της Ηπείρου Θεόδωρου Δούκα 737. Από το έγγραφο αυτό πληροφορούμαστε ότι οι έννομοι ορθόδοξοι αρχιερείς των δυτικών επαρχιών διώχτηκαν από τις έδρες τους, μεταξύ των οποίων και ο πρώην επίσκοπος Σερβίων. Διευκρινίζεται μάλιστα ότι ο εκτοπισμένος αρχιερέας πέθανε λίγο αργότερα και το ορθόδοξο ποίμνιο έμεινε ακηδεμόνευτο ως την απελευθέρωση 733 Βλ. D. Nicol, Refugees 16 σημ. 59: «It is true that Pope Innocent III defined the province of the Latin Primate of Thessalonica in the year But in 1213 the Bishop of Berroia was Greek, as were the Bishops of Kitros, Kassandreia and other places in the province, though they seem to have resided in Thessalonica and to have co-operated with the Latin administration of the Dux George Phrangopoulos». 734 Βλ. Π. Στάμος, Κασσάνδρεια 39: «κατεχόμεναι εισέτι υπό Ελλήνων, εν αις και η της Κασσανδρείας». - V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 464 (σχόλια): «les sièges suffragants restèrent tous grecs» Succession épiscopale 291: «tous les évêques suffragants de ce rite restaient à leur poste» και σημ. 41: «Cette situation paradoxale, propre à la province ecclésiastique de Thessalonique, fut voulue par la régente Marguerite veuve du roi Boniface de Montferrat ( 1207)». - N. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος 68-69: «οι επίσκοποι του Θεσσαλονίκης δεν είχον απομακρυνθή εκ της μητροπόλεώς αυτών». - Β. Κατσαρός, Πέτρα 126: «η επικυριαρχία του Θεσσαλονίκης (ενν. του Guarinus) φαίνεται ότι δεν επηρέασε τη λειτουργία των ορθοδόξων επισκοπών». 735 Βλ. Γ. Χιονίδης, Βέροια 30: «Υπήρχαν Έλληνες επίσκοποι εις την Ιερισσόν, το Κίτρος, την Βέροιαν, την Κασσάνδρειαν, την Καμπανίαν και το Αρδαμέριον». - Βλ. και D. Papachrysanthou, Hiérissos 376 και σημ. 23, που θεωρεί πιθανό στην Ιερισσό να είχε παραμείνει Έλληνας επίσκοπος, δεχόμενη ότι στις επισκοπές Κίτρους, Βεροίας, Κασσανδρείας, Καμπανίας και Αρδαμερίου υπήρχαν Έλληνες προκαθήμενοι. 736 Βλ. Βασ. Πεδιαδίτης, Επιστολή (1213): ἀποδιαζεύξας αὐτῶν, οὓς συνήρμοσεν αὐταῖς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Περὶ μεταθέσεων αρ. 63: Ἐπὶ τῆς αὐτῆς βασιλείας (ενν. του Θεόδωρου Λάσκαρη) πολλοὶ μητροπολῖται δυτικοὶ καὶ ἕτεροι διὰ τὴν τηνικαῦτα ἐπικράτειαν τῶν Λατίνων ἐξελαθέντες τῶν οἰκείων ἐκκλησιῶν ἐγκατέστησαν ψήφῳ καὶ τῆς συνόδου προσκαίρως χηρευούσαις μητροπόλεσι κατὰ τὴν Ἀνατολὴν καὶ ἐπισκοπαῖς. 737 Βλ. ανωτ. σ. 140 και κατωτ. σ

273 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 191 της πόλης από τον Θεόδωρο Δούκα της Ηπείρου 738. Έχοντας υπόψη την περίπτωση της επισκοπής Σερβίων που ἐς τοσοῦτον ἤλασεν ἐρημώσεως ὡς καὶ τὴν κλῆσιν αὐτὴν ἀπολωλεκέναι καὶ Ἰεβοῦς γενέσθαι ἀνθ Ἱερουσαλήμ 739 προβάλλει γενικευμένη και επισφαλής η υπόθεση ορισμένων μελετητών ότι όλοι οι υποκείμενοι στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης επίσκοποι συνέχισαν κανονικά τη διαποίμανσή τους. Ακόμη περισσότερα στοιχεία σχετικά με την κατάσταση που επικράτησε στην εκκλησιαστική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης κατά τη λατινοκρατία μας παρέχει η συνοδική απόφαση της αρχιεπισκοπής Αχρίδος σχετικά με την αναγκαιότητα να πληρωθεί η κενή έδρα των Σερβίων (1223). Σε αυτήν μνημονεύεται τόσο ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης όσο και οι υποκείμενοι επίσκοποί του ως εξόριστοι: οὐδὲ γὰρ εἶχεν ἰδεῖν (ενν. ο Θεόδωρος Δούκας) πρός τε τὸν τῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, τὸν θεσπέσιον δηλονότι Θεσσαλονίκης, καὶ τοὺς ὑπ αὐτὸν ἱερωτάτους ἀρχιερεῖς, πάλαι τῶν κατ αὐτοὺς ἁγίων ἀπεληλαμένους ἐκκλησιῶν, ἔστι δὲ οὓς καὶ ἐν αὐτῷ τῷ διωγμῷ δυστυχῶς ἀπαλλάξαντας 740. Συνεπώς οι υπαγόμενοι στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης επίσκοποι δεν φαίνεται να εξαιρέθηκαν από την απαίτηση να δηλώσουν υπακοή στον πάπα και τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Είναι προφανές ότι αρνήθηκαν την πνευματική υποταγή στη δυτική εκκλησία και ως εκ τούτου εκδιώχθηκαν, όπως άλλωστε είναι ξεκάθαρο ότι συνέβη στην επισκοπή Σερβίων. Εκτός από το προαναφερθέν χωρίο, που αναφέρει ότι οι ορθόδοξοι επίσκοποι της μητροπολιτικής περιφέρειας Θεσσαλονίκης είχαν εκδιωχθεί από τις έδρες τους, υπάρχει ακόμη ένα ενδιαφέρον σημείο στον απολογητικό λόγο του επισκόπου Σερβίων, δια χειρός Δημητρίου Χωματηνού, σχετικά με την αντικανονική χειροτονία του. Ο αρχιεπίσκοπος, όταν αναφέρεται στην απόφαση του ηγεμόνα της Ηπείρου Θεόδωρου Δούκα να οριστεί νέος επίσκοπος στο ανακτημένο κάστρο των Σερβίων, σημειώνει: Ὁ δὲ ἀφορᾷ πρὸς τὸν χρίστην τὸν πρόσφορον καὶ ἀναζητεῖ τοῦτον ἐπιμελῶς, ἐκεῖνος δὲ οὐδ ὅλως πα- 738 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 150, στ (1233). - Στον απολογητικό λόγο του 1233 αναφέρεται ότι μετά την απομάκρυνση του ορθόδοξου επισκόπου Σερβίων οι κάτοικοι κατατρύχονταν από τη λατινική εξουσία και ότι πολλοί ακολούθησαν τα εκκλησιαστικά έθη των κατακτητών τί μὲν ἑκόντες ὡς ἀρχαϊκοί τε καὶ ἀμαθεῖς, τί δὲ ὡς μὴ δεδυνημένοι ἕως τέλους ἀντιστῆναι τῇ τυραννίδι καὶ τοῖς ἐκ ταύτης ἀνιαροῖς (στ ). Δεν είναι βέβαιο αν η φράση αυτή και τὸ σεσαλευμένον τὸ πεπλανημένον, καὶ τὸ μεμολυσμένον ὑπὸ τῶν Λατίνων (στ ), για τα οποία γίνεται λόγος λίγο μετά, υποδηλώνουν επιβολή Λατίνου επισκόπου. 739 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 78, στ. 4-5 (1223). 740 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 78 και στ : το χωρίο (1223). - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αρχιεπισκοπή Αχρίδος 418.

274 192 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ρῆν (καὶ γὰρ ὑπερόριος ἦν). Ἀποβλέπει πρὸς τὰ λείψανα τῆς ὑπερορίας, δηλαδὴ τοὺς ὑπ ἐκεῖνον ἀρχιερεῖς, ο ἱ δ έ, τὸ τῆς θείας γραφῆς προσφόρως εἰπεῖν, ἔθεντο σκότος ἀποκρυφὴν ἑαυτῶν, τ ῆ ς Θ ε σ σ α λ ο ν ί κ η ς ἐ ν π α ρ α β ύ σ τ ο ι ς ἐ γ γ ω ν ι ά ζ ο ν τ ε ς καὶ τὴν ἐνισταμένην, ὡς ἐξὸν ἦν, κακίαν ἀποκρυπτόμενοι 741. Ο Χωματηνός μας δίνει μια σαφή πληροφορία, ότι δηλαδή οι ορθόδοξοι επίσκοποι είχαν καταφύγει στη Θεσσαλονίκη 742. Αυτό άλλωστε δηλώνεται και στη γνωμοδότηση του 1236, όπου αναφέρεται ότι με διαταγή της Μαρίας-Μαργαρίτας εκδίκαζαν καθημερινά μαζί με τον δούκα της πόλης διάφορες αστικές υποθέσεις. Είχαν λοιπόν καταφύγει στη Θεσσαλονίκη, πιθανόν μετά τον θάνατο του Βονιφάτιου το 1207, όταν η εξουσία περιήλθε στη φιλο-βυζαντινή χήρα του Ισαακίου Β 743 και τέθηκαν, καθώς φαίνεται, υπό την προστασία της 744 : καὶ πάντας τοὺς κατὰ χώραν ἀρχιερεῖς ἐπὶ ταῖς πολιτικαῖς δίκαις συνέδρους αὐτῷ καὶ συνδικαστὰς εἶναι δ ι- α κ ε λ ε υ σ α μ έ ν η ς οἵτινες κ α θ ἑ κ ά σ τ η ν ἐν τῷ μεγάλῳ ναῷ τῆς Θεοτόκου συνήγοντο καὶ τὰς κρίσεις ἐποίουν 745. Συνεπώς ο αναφερόμενος στις παπικές επιστολές επίσκοπος R. (sic) Κίτρους δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον ανώνυμο Βυζαντινό επίσκοπο που α- ναφέρεται στη γνωμοδότηση του Ο πρώτος εξελέγη επί λατινοκρατίας, ενώ η αρχιερατεία του δευτέρου θα πρέπει να τοποθετηθεί πριν από το 741 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 150, στ (1233). 742 Η φράση τὴν ἐνισταμένην κακίαν ἀποκρυπτόμενοι δεν είναι ξεκάθαρο αν μπορεί να σημαίνει ότι ομολόγησαν την πνευματική υποταγή στη δυτική εκκλησία. Ο Χωματηνός μάλλον παρουσιάζει τους επισκόπους δειλούς και ανίκανους να σταθούν στον ύψος των περιστάσεων, να αναλάβουν δηλαδή τις ευθύνες τους, προκειμένου να αποκατασταθεί η ομαλότητα στην εκκλησιαστική διοίκηση έστω και κατ οἰκονομίαν, δεδομένου ότι απουσίαζε ο μητροπολίτης τους. 743 Μετά τον θάνατο του Βονιφάτιου το 1207 η εξουσία είχε περιέλθει στον ανήλικο υιό του Δημήτριο και στη μητέρα του ως κηδεμόνα. Ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος της Φλάνδρας στήριξε την εξουσία του Δημητρίου και της αντιβασίλισσας Μαρίας-Μαργαρίτας καταπνίγοντας τη στάση των Λομβαρδών βαρώνων. - Βλ. Β. Hendrickx, Rég , όπου και η σχετική βιβλιογραφία. 744 Ο Ιννοκέντιος Γ είχε δεχτεί υπό την προστασία του τη Μαρία-Μαργαρίτα, η οποία ήταν κόρη ρωμαιοκαθολικών και με τον γάμο της με τον Βονιφάτιο επανήλθε στους κόλπους της δυτικής εκκλησίας. Η Μαρία-Μαργαρίτα ωστόσο αποδείχθηκε αρκετά απείθαρχη. Μεταξύ άλλων φαίνεται ότι προστάτευε όσους ορθόδοξους επισκόπους της μητρόπολης Λαρίσης κατέφευγαν σ αυτήν, ενώ δεν κατέβαλλε στη μητρόπολη τη δεκάτη σύμφωνα με το λατινικό δίκαιο για κτηματική περιουσία που είχε στη Θεσσαλία. - Βλ. R. Janin, Lendemain R. Wolff, Organization 37, Γ. Κονιδάρης, Εκκλ. Ιστορία J. Hussey, Church Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ (1236). 746 Ότι είναι Βυζαντινός ο επίσκοπος Κίτρους που μαρτυρείται ως μέλος του μεικτού δικαστηρίου του 1213 αποδεικνύεται εκτός των άλλων και από το γεγονός ότι το 1236 εξακολουθεί να είναι εν ενεργεία επίσκοπος. - Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ. 147: ἤγουν τὸν νῦν Κίτρους. - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πιερία Ι. 122.

275 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης , όσο ακόμη λειτουργούσε η μητροπολιτική σύνοδος υπό την προεδρία του Μεσοποταμίτη 747. Ανάλογα συμπεράσματα θα πρέπει προφανώς να αφορούν και στον αρχιερέα της λατινικής επισκοπής Βεροίας, την οποία μνημονεύει το Provinciale Romanum 748. Δεν θεωρούμε δηλαδή ότι οι αναφερόμενοι Βυζαντινοί επίσκοποι ομολόγησαν πίστη στη δυτική εκκλησία ούτε και ότι τους επετράπη με κάποιον άλλο τρόπο να παραμείνουν στις έδρες τους, άλλα ότι στη θέση τους τοποθετήθηκαν Λατίνοι ιεράρχες. Επίσης δεν είναι απόλυτα ακριβής η παρατήρηση του D. Nicol, ότι οι Βυζαντινοί επίσκοποι συνεργάστηκαν με τις λατινικές αρχές. Η εξουσία βέβαια επισήμως ανήκε στον Δημήτριο Μομφερρατικό και την Ουγγαρέζα μητέρα του Μαρία-Μαργαρίτα. Ωστόσο οι Βυζαντινοί φαίνεται να αποδέχονταν την εξουσία της δεσποίνης κυρᾶς Μαρίας, τῆς χρηματισάσης γυναικὸς τοῦ μακαρίτου βασιλέως κυροῦ Ἰσαακίου τοῦ Ἀγγέλου 749. Εξάλλου, όπως ήδη έχουν επισημάνει άλλοι μελετητές, η πολιτική διοίκηση είχε ανατεθεί στον Βυζαντινό δούκα Γεώργιο Φραγγόπουλο: ἄνθρωπος Ῥωμαῖος τὴν δουκικὴν τῆς Θεσσαλονίκης διεῖπεν ἀρχήν. Επίσης η απονομή της δικαιοσύνης γινόταν από τον δούκα και τους Έλληνες επισκόπους κατὰ τὸ ἐνδαπὸν τῆς πόλεως ἔθος 750. Όπως μάλιστα ρητά αναφέρεται τὰς κρίσεις ἐποίουν, μή τινος ὅλως ἀδικουμένου ἢ φοβουμένου 751. Συνεπώς δεν θα πρέπει γίνει λόγος 747 Βλ. PL 216, 604 C : prudentum virorum fretus concilio, videlicet Ar. Cermopilensis episcopi Sarrensis postulati, W. Nazarosensis electi Philippensis postulati, et magistri R. Citrensis electi Α. Potthast, Reg (26 Μαΐου 1212). - Βλ. και G. Fedalto, Chiesa I. 264 Chiesa II. 293, 87, που τον εντάσσει στους Λατίνους επισκόπους. Παρ όλα αυτά δεν αμφισβητεί ούτε σχολιάζει εκτενώς τη μαρτυρία του Χωματηνού σχετικά με τους Βυζαντινούς επισκόπους: «Sulla base di un testo dell arcivescovo di Ocrida, Demetrio Chomatianos, si sa che, nel 1213, i vescovadi di Hierissos, Citro, Verria, Cassandria, Campania e Adramerion erano tenuti da prelati greci, mentre non resta alcuna altra notizia, oltre a quelle ricordate, di prelati latini». - Βλ. επίσης P. Lock, Φράγκοι V. Kravari, Villes Αντιθέτως βλ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πιερία Ι. 122, η οποία ταυτίζει τον επίσκοπο Κίτρους που αναφέρεται ως εκλεγμένος στις παπικές επιστολές με τον Βυζαντινό επίσκοπο Κίτρους, του 1213 και Πρβ. Β. Hendrickx, Πιερία 109, που δεν σχολιάζει αν ταυτίζεται ο Έλληνας επίσκοπος Κίτρους με τον Κίτρους των παπικών επιστολών. 748 Βλ. και G. Prinzing, Ponemata 31* σημ. 141: «den (orthodoxen) Bischof von Berroia (er blieb - neben dem neuen lateinischen Bischof - auch im Amt, wie die Chomatenos-Akte Nr. 106, speziell der Passus zum Vergleichsverfahren von 1213, eindeutig belegt)». 749 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ (1236). 750 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ , 289: τα χωρία (1236). - Βλ. και R. Wolff, Organization Κ. Setton, Papacy Β. Hendrickx, Ερρίκος Φλάνδρας Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ και (1236): Εἰ γὰρ ἄνθρωπος ἐκείνης Ῥωμαῖος τὴν δουκικὴν τῆς Θεσσαλονίκης διεῖπεν ἀρχὴν καὶ ἐπὶ συνεδρίου τῶν τηνικάδε ἐπιδημούντων τῇ πόλει ταύτῃ ἀρχιερέων τὰς πολιτικὰς διεξῆγε δίκας, ἄρα γε τότε οὐδὲ φόβος θανάτου ἢ κολάσεων κατὰ τῶν ἀθώων εἶχε παρρησιάζεσθαι εἰς τοῦτο γὰρ

276 194 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου για συνεργασία των Βυζαντινών επισκόπων με τις λατινικές αρχές, αλλά για συμβολή στη διαμόρφωση ενός ιδιότυπου καθεστώτος στο πλαίσιο του οποίου οι Θεσσαλονικείς υφίσταντο τη λιγότερη δυνατή καταπίεση 752. Κλείνοντας αξίζει να αναφέρουμε ότι στη γνωμοδότηση του Χωματηνού παρουσιάζεται και επισημαίνεται η δραστηριότητα του Βυζαντινού δούκα της Θεσσαλονίκης και των συνδικαστῶν του σε αντιδιαστολή με τον περιορισμένο ρόλο του Λατίνου αρχιεπισκόπου 753. Η ποιμαντορική, λειτουργική και διοικητική εξουσία του Guarinus περιοριζόταν από ό,τι φαίνεται στους ομοδόξους του κατακτητές. Το μόνο που απαιτούσε από τους ορθοδόξους ήταν να εισπράττει βάσει του λατινικού κανονικού δικαίου ένα ποσοστό χρημάτων από την περιουσία όσων απεβίωναν 754. Η προέλαση του ηγεμόνα της Ηπείρου Θεόδωρου Δούκα στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία είχε ως αποτέλεσμα αρκετές πόλεις που ανήκαν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της μητρόπολης Θεσσαλονίκης να ανακαταληφθούν 755. Μεταξύ του 1216/1219 και 1222 γνωρίζουμε ότι είχαν περιέλθει στα χέρια των Βυζαντινών ο Πλαταμώνας, η Βέροια και τα Σέρβια 756. Οι νίκες αυτές δεν είχαν ως αποτέλεσμα μόνο την εκδίωξη των κατακτητών. Η απελευθέκατὰ τὸ εἰκὸς καὶ ἡ τῶν ἀρχιερέων συνεδρία παρελαμβάνετο. - Βλ. και R. Wolff, Organization Β. Hendrickx, Ερρίκος Φλάνδρας Ο R. Wolff (Organization 39-40) και ο K. Setton (Papacy 30) αποδίδουν τις ευνοϊκές συνθήκες στη φιλο-βυζαντινή διάθεση της αντιβασίλισσας Μαρίας-Μαργαρίτας (βλ. επίσης J. Hussey, Church P. Lock, Φράγκοι 340). Σημειώνουν όμως ότι φιλο-βυζαντινή στάση είχε και πολιτικούς στόχους, δηλαδή την εξασφάλιση της υποστήριξης των Ελλήνων για χάρη του υιού της, τη θέση του οποίου υπέσκαπταν οι Λομβαρδοί βαρώνοι. - Πρβ. επίσης Β. Hendrickx, Ερρίκος Φλάνδρας 136, που θεωρεί ότι η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη οφειλόταν στη συμβιβαστική πολιτική που εφάρμοζε ο αυτοκράτορας Ερρίκος της Φλάνδρας. 753 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ , Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ , , Βλ. και R. Wolff, Organization R. Janin, Église latine K. Setton, Papacy Ο ηγεμόνας της Ηπείρου Θεόδωρος Δούκας ( ) συνέχισε με αποφασιστικότητα τον αγώνα που ξεκίνησε εναντίον των Λατίνων ο αδελφός του Μιχαήλ ( ), ιδρυτής του κράτους της Ηπείρου με έδρα την Άρτα. Είχε σειρά στρατιωτικών επιτυχιών τόσο εναντίον αυτών όσο και εναντίον των Βουλγάρων, οι οποίοι ήδη από την εποχή του Ιωαννίτζη ( ), είχαν επεκτείνει την κυριαρχία τους στη βορειοδυτική Μακεδονία. Σε σύντομο διάστημα κατόρθωσε να διευρύνει σημαντικά την επικράτεια του κράτους και να γίνει κύριος όχι μόνο της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας, αλλά και μεγάλου τμήματος της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Ως το 1224 κατόρθωσε με τις νίκες του να απομονώσει τη Θεσσαλονίκη από τη λατινοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη και τις νότιες φραγκικές ηγεμονίες. - Βλ. D. Nicol, Despotate 47 κ.ε. - Α. Karpozilos, Controversy F. Bredenkamp, Thessaloniki 65 κ.ε. - Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αναγόρευση 39 Νίκαια-Ήπειρος The Political Ideology of the State of Epiros, στο Urbs Capta. The Fourth Crusade and its Consequences, sous la direction d Angeliki Laiou, [Réalités Byzantines 10] Paris 2004, σ , ιδίως σ. 313 κ.ε. 756 Βλ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη Ι. 50 Πιερία Ι. 124 Γρεβενά 194.

277 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 195 ρωση των λατινοκρατούμενων πόλεων συνεπαγόταν παράλληλα την αποκατάσταση των ορθόδοξων ιεραρχών που είχαν εκδιωχθεί ή την τοποθέτηση νέων, στην περίπτωση που οι εκδιωγμένοι είχαν στο μεταξύ αποβιώσει. Όπως αναφέρει σε επιστολή του ο Ιωάννης Απόκαυκος, ο Θεόδωρος Δούκας φρόντιζε ὡς μηδὲ πόλιν μηδὲ πολίχνην, μὴ παροικίαν μηδὲ μονοίκιον καταλιμπάνειν ἀνεπισκόπητον 757. Ειδικά λόγος θα πρέπει να γίνει για την περίπτωση της επισκοπής Σερβίων 758, όπου τον Μάιο του 1223 τοποθετήθηκε ορθόδοξος ιεράρχης. Η εκλογή και χειροτονία του έγινε από τη σύνοδο του αρχιεπισκόπου Αχρίδος Δημητρίου Χωματηνού με εντολή του Θεόδωρου Δούκα. Το γεγονός έκανε ορισμένους μελετητές να μιλήσουν για υπαγωγή ή τουλάχιστον για απόπειρα προσάρτησης των Σερβίων στη δικαιοδοσία της αρχιεπισκοπής 759. Η κάλυψη της κενής επισκοπικής έδρας έγινε βέβαια με αντικανονική χειροτονία. Ο Χωματηνός επεμβαίνοντας στην εκκλησιαστική περιφέρεια του Μεσοποταμίτη, όχι μόνο προσέβαλε τα δίκαια του Θεσσαλονίκης, αλλά και του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, δεδομένου ότι ο Αχρίδος δεν ανήκε στο κλίμα του πατριαρχείου. Δέκα έτη αργότερα ο Χωματηνός συνέταξε εκ μέρους του επισκόπου Σερβίων απολογητικό λόγο προς τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανό και τη σύνοδό του, όπου εξηγούσε τους λόγους για τους οποίους τελέστηκε αντικανονικά η χειροτονία, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να μειώσει τη σημασία της. Όπως και στη σχετική απόφαση της συνόδου της Αχρίδος (12 Μαΐου 1223), διευκρινιζόταν ότι στόχος δεν ήταν να καταστρατηγηθούν τα δικαιώματα του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Επανειλημμένα αναφέρεται ότι η επέμβαση δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ἐπιβασία, διότι έγινε με εντολή του ηγεμόνα της Ηπείρου και αποτελούσε μια κατ οἰκονομίαν λύση δεδο- 757 Βλ. Epirotica αρ. 13, βλ. επίσης αρ. 24, αρ. 27, Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Γρεβενά Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς απελευθερώθηκαν τα Σέρβια από τη φραγκική κατοχή. Ο Α. Ξυγγόπουλος (Σέρβια 8) τοποθετεί χρονικά την απελευθέρωση των Σερβίων από τη φραγκική κατοχή στο Η Β. Κράβαρη (Villes 41 σημ. 83, 64) την χρονολογεί γύρω στο 1215/1216 στηρίζοντας την άποψή της στο γεγονός ότι τα Σέρβια βρίσκονταν στα σύνορα με τη Θεσσαλία, που κατά τον Ακροπολίτη αποτελούσε μια από τις πρώτες περιοχές που ανακατέλαβε ο Θεόδωρος Δούκας. Ο F. Bredenkamp (Thessaloniki ) θεωρεί ότι το 1223 τα Σέρβια ήταν ακόμη υπό λατινική κατοχή, εφόσον μόλις τον Μάιο του ίδιου χρόνου τοποθετήθηκε Βυζαντινός αρχιερέας στην επισκοπική έδρα των Σερβίων. Αντιθέτως η Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα (Γρεβενά 194 πρβ. Νίκαια- Ηπειρος 65 και σημ. 60 Δυτ. Μακεδονία 34) τοποθετεί την ανακατάληψη του κάστρου στα τέλη του Βλ. Μ. Μαλούτας, Σέρβια Πρβ. Ι. Δημόπουλος, Εκκλησιαστικά 10, που χαρακτηρίζει την ενέργεια του Χωματηνού ως «απόπειρα προσάρτησης της επισκοπής Σερβίων».

278 196 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου μένης της πολιτικής και εκκλησιαστικής σύγχυσης, καθώς δεν είχε ακόμη ανακαταληφθεί η Θεσσαλονίκη και ο μητροπολίτης της δεν είχε επιστρέψει στην έδρα του: οὐδὲ γὰρ εἶχεν ἰδεῖν (ενν. ο Θεόδωρος Δούκας) πρός τε τὸν τῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, τὸν θεσπέσιον δηλονότι Θεσσαλονίκης, καὶ τοὺς ὑπ αὐτὸν ἱερωτάτους ἀρχιερεῖς, πάλαι τῶν κατ αὐτοὺς ἁγίων ἀπεληλαμένους ἐκκλησιῶν, ἔστι δὲ οὓς καὶ ἐν αὐτῷ τῷ διωγμῷ δυστυχῶς ἀπαλλάξαντας. Καὶ τοίνυν συνιδόντες αὐτοί, ὡς οὐκ ἄν τις ἡμᾶς ἐπιβασίας γράψαιτο, προαγαγόντας ἱεράρχην εἰς τὴν ἐρημωμένην ταύτην ἐπισκοπὴν πρὸς ἓν μόνον ὁρῶντες τὸ ἀνορθῶσαι πεπτωκυίαν ἱερὰν καὶ θείαν σκηνὴν καὶ ποίμνην διεσκορπισμένην συναγαγεῖν, ψήφους ἐπὶ τῇ εἰρημένη τῶν Σερβιωτῶν ἁγιωτάτῃ ἐκκλησίᾳ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι θέμενοι καὶ ἄνδρα ἐκλεξάμενοι, προστατεῦσαι ταύτης ἱκάνωσιν ἔχοντα εἰς τὴν τῆς ἀρχιερωσύνης ἀξίαν κατ ἐπιταγὴν τοῦ ἐν ἡ- μῖν κρατοῦντος εὐσεβοῦς Κομνηνοῦ, ἣν ζῆλος ἐκίνει Θεοῦ, προηγάγομεν 760. Βέβαια η αντικανονική επέμβαση του αρχιεπισκόπου Αχρίδος σε μητρόπολη του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αποσιωπήθηκε. Πάντως από τις επισκοπικές έδρες που υπάγονταν στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης μόνο για τον επίσκοπο Σερβίων μαρτυρείται ζήτημα αντικανονικής χειροτονίας από υπερόριο αρχιεπίσκοπο και σύνοδο. Αξίζει επίσης να αναφερθούμε και στην περίπτωση της επισκοπής Βεροίας 761. Σε δικαστικές αποφάσεις ή γνωματεύσεις του Δημητρίου Χωματη- 760 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 78, στ (12 Μαΐου 1223: G. Prinzing, Ponemata 162*) αρ. 150, στ. 50 κ.ε. (1233: G. Prinzing, Ponemata 264* σημ. 103). - Βλ. και F. Bredenkamp, Thessaloniki Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αναγόρευση 40 Αρχιεπισκοπή Αχρίδος Κ. Κατερέλος, Δικαιοδοσία 25 σημ. 9, , , 217 κ.ε., G. Prinzing, Ponemata 31* σημ Ο Γ. Στογιόγλου (Καμπανία 50-51) εσφαλμένα αναφέρει ότι, όταν ο επίσκοπος Σερβίων χειροτονήθηκε αντικανονικά από τον Χωματηνό, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης είχε ήδη αποκατασταθεί στην εκκλησιαστική του έδρα, απλώς δεν είχε επιστρέψει οριστικά. Η εκλογή και χειροτονία του Σερβίων έγινε στις 12 Μαΐου Την εποχή εκείνη βέβαια δεν είχαν ακόμη εκδιωχθεί οι Φράγκοι από τη Θεσσαλονίκη και δεν είχε αποκατασταθεί ο Μεσοποταμίτης (βλ. κατωτ. σ ). 761 Η Βέροια είχε οπωσδήποτε ως το 1219/1220 ανακαταληφθεί από τον Θεόδωρο Δούκα, αφού σε συνοδική απόφαση του Δημητρίου Χωματηνού γίνεται μνεία σε μια δικαστική απόφαση του δούκα Βεροίας, η οποία εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 89, στ (1220: βλ. G. Prinzing, Ponemata 186*). - Βλ. και G. Prinzing, Ponemata 119* και Studien II. 54 σημ Πρβ. A. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Νίκαια- Ηπειρος 65 Δυτ. Μακεδονία 34 Γρεβενά 194, Αντιθέτως η Β. Κράβαρη (Villes 41 σημ. 83, 64) τοποθετεί την ανακατάληψη της Βέροιας στο 1215/1216 βασιζόμενη όμως σε εσφαλμένα δεδομένα. Με την ιστορικό συμφωνεί ο Θ. Παπαζώτος (Βέροια 39 και σημ. 4). Η άποψή του ωστόσο θεμελιώνεται στο γεγονός ότι εντόπισε επιγραφή του επισκόπου Βεροίας Βασιλείου στο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου του ναού της Αγίας Άννας, η οποία χρονολογείται στο 1216/1217: Θ]εοφ(ί)λ(ου) ΠΑ

279 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 197 νού μεταξύ του 1220 και 1230 πληροφορούμαστε ότι η έδρα της ήταν ενεργός. Σε μία μάλιστα απόφαση ο επίσκοπος Βεροίας μαρτυρείται ως σύνεδρος στο συνοδικό δικαστήριο του Χωματηνού 762. Κατά τη B. Κράβαρη το γεγονός ότι ο Βεροίας συμμετέχει στο συνοδικό δικαστήριο του Δημητρίου Χωματηνού υποδηλώνει ότι πιθανόν περιήλθε για ένα διάστημα στη δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου Αχρίδος 763. Ωστόσο δεν θα πρέπει να γίνεται λόγος για υπαγωγή στη δικαιοδοσία του Αχρίδος. Ο επίσκοπος Βεροίας συμμετείχε προσωρινά στο συνοδικό δικαστήριο, καθώς επρόκειτο για μια υπόθεση οικογενειακού δικαίου (περί μοιχείας), κατά την οποία ο ένας διάδικος ήταν κάτοικος της Βέροιας και ο δεύτερος ήταν ο Κωνσταντίνος Πηγονίτης, που είχε διατελέσει δουξ του κάστρου της Βέροιας. Η υπόθεση είχε κριθεί αρχικά από τον δεσπότη Μανουήλ Δούκα και επανεξετάστηκε από το εκκλησιαστικό δικαστήριο του Χωματηνού. Η συμμετοχή του επισκόπου Βεροίας, ο οποίος άλλωστε γνώριζε καλά την υπόθεση, δεν υποδηλώνει την υπαγωγή στην αρχιεπισκοπή Αχρίδος, πολύ δε λιγότερο, εφόσον ακόμη δεν είχε ανακαταληφθεί η Θεσσαλονίκη και δεν επαναλειτουργούσε η μητροπολιτική της σύνοδος 764. Η ολοκληρωτική διάλυση του μομφερρατικού βασιλείου επήλθε με την ανακατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον Θεόδωρο Δούκα στα τέλη του Το γεγονός απάλλαξε την πόλη καθώς και την υπόλοιπη εκκλησιαστική της περιφέρεια από τη λατινική ιεραρχία. Αμέσως μετά την ανάκτηση της Θεσσαλονίκης επέστρεψε στον μητροπολιτικό του θρόνο ο Κωνσταντίνος Με- Θ(ε)οδ(ώρου), διακ(όνου καὶ) χαρτοφύλακ(ος), τοῦ ἀνεψ(ιοῦ) τοῦ θεοφιλεστάτ(ου) ἐπισκόπου Βεῤῥο(ίας) κυροῦ Βασιλ(είου) κ(αὶ) ἐπ(ὶ) ϙ ςψκε. 762 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 127, στ. 14 ( : βλ. και G. Prinzing, Ponemata 245*). - Βλ. και A. Karpozilos, Controversy 42 σημ Βλ. V. Kravari, Villes Βλ. και G. Prinzing, Ponemata 31* σημ Βλ. επίσης Κ. Κατερέλος, Δικαιοδοσία 53-54: «συνερχόμενοι σε συνόδους, στις οποίες μπορούσαν να μετάσχουν και επίσκοποι ετέρων μητροπόλεων, Είναι αυτονόητο ότι ο κάθε μητροπολίτης ήταν πρόεδρος της συνόδου των αρχιερέων της επαρχίας του, καθώς επίσης και ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδας πρόεδρος της συνόδου των επισκόπων της αρχιεπισκοπής. Τα εκκλησιαστικά όμως προβλήματα και η επιθυμία της κοινής τους αντιμετώπισης στην Ήπειρο (ενν. το κράτος της Ηπείρου), ανάγκασαν τους αρχιερείς από διάφορες μητροπόλεις να συνέρχονται για να συσκεφθούν και να αποφασίσουν μαζί». 765 Η ανακατάληψη της πόλης χρονολογήθηκε στα τέλη του 1224 από τον J. Longnon, La reprise de Salonique par les Grecs en 1224, Actes du VIe Congrès International d Etudes Byzantines, Paris 1950, τ. Ι, σ και τον Β. Sinogowitz, Zur Eroberung Thessalonikes im Herbst 1224, BZ 42 (1952) Βλ. επίσης Κ. Setton, Papacy F. Bredenkamp, Thessaloniki 65, και σημ Βλ. και A. Karpozilos, Controversy D. Nicol, Despotate Ελένη Βέη- Σεφερλή, Ο χρόνος στέψεως του Θεοδώρου Δούκα ως προσδιορίζεται εξ ανεκδότων γραμμάτων Ιωάννου του Αποκαύκου, BNJ 21 ( ) , σ Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αναγόρευση Νίκαια-Ήπειρος 66 Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ΙΙ. 43.

280 198 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου σοποταμίτης, που ζούσε εξόριστος στη Νίκαια 766. Έτσι αποκαταστάθηκε η ο- μαλότητα στην εκκλησιαστική διοίκηση και οργάνωση της Θεσσαλονίκης. Πιο μικρές αλλά όχι ανάξιες λόγου ήταν οι συνέπειες που επέφερε η σερβική κατάκτηση στην περιοχή της Μακεδονίας κατά το α μισό του 14 ου αι. Η επεκτατική πολιτική του Στέφανου Δουσάν ( ) οδήγησε στην κατάληψη όλης σχεδόν της Μακεδονίας, εκτός από τη Θεσσαλονίκη και τη δυτική Χαλκιδική, από το 1345/ Σύμφωνα με τη μαρτυρία των πηγών, ο Δουσάν προώθησε Σέρβους ιεράρχες στις περιοχές που βρέθηκαν υπό την κυριαρχία του, τουλάχιστον στις μητροπολιτικές έδρες 768. Η Χαλκιδική θα ανακτηθεί για ένα σύντομο διάστημα από τους Βυζαντινούς ( /6) και οριστικά το Σε έγγραφο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γαβριήλ του 1416 αναφέρεται ότι από τις αρχές του 1400 δύο διαδοχικά επίσκοποι Αρδαμερίου διεκδικούσαν δύο χωρία, τα οποία υποστήριζαν ότι είχε οικειοποιηθεί ο τοποθετημένος από τους Σέρβους επίσκοπος Ρεντίνης εκμεταλλευόμενος τη σύγχυση που προέκυψε από τη σερβική κυριαρχία και την απομάκρυνση του επισκόπου Αρδαμερίου. Αρχικά ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης δικαίωσε την επισκοπή Αρδαμερίου, σε δεύτερη όμως εξέταση της υπόθεσης οι ισχυρισμοί αποδείχθηκαν ψευδείς: Ταῦτα τῶν ἱερομονάχων διασαφησάντων, ἀναμφιβόλως ἡμῖν παρέστη καὶ σαφέστατα γνῶναι τῷ Ῥεντίνης διαφέρειν τὰ χωρία ταῦτα, οὕτως ἄνωθεν λαχόντα τῇ ἐνορίᾳ τούτου ἐκ τῆς παλαιᾶς διαιρέσεως τὰ γὰρ προβεβλημένα τῷ Ἀρδαμέρεως, ἀφ ὧν καὶ ἡμεῖς πρὸς τὴν συγκατάβασιν ἐκείνην ἐβλέψαμεν καὶ τὸ γράμμα προέβη, ἐλέγχεται μὴ οὕτως ἔχειν κἀκεῖνα μὲν γὰρ, ὅτι ἀπὸ τῆς σερβικῆς ἀρχῆς γέγονεν ἡ δυναστεία καὶ ἀπὸ τότε παρηκολούθησεν ἡ νομή, καὶ ὅτι φυγάδος τοῦ ἀρχιερέως Ἀρδαμέρεως γενομένου, ἑτέρου τε μὴ ἐπιδεδημηκότος ἐκεῖ, ἥρπασεν ἅπαντα ὁ παρὰ τῶν Σέρβων τῇ τῆς Ῥεντίνης ἐνθρονισθεὶς Ἐκ- 766 Βλ. V. Laurent, Succession épiscopale J.-M. Spieser, Inscriptions σ R. Janin, Église latine Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Νίκαια- Ηπειρος 151 Αγία Σοφία 558 Χρονολόγηση αρ. 1-4, σ Βλ. σχετικά την ειδική μελέτη της Μελπομένης Κατσαροπούλου, Ένα πρόβλημα της ελληνικής μεσαιωνικής ιστορίας. Η σερβική επέκταση στη δυτική κεντρική Ελλάδα στα μέσα του ΙΔ αιώνα, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1989, ιδίως σ. 55 κ.ε. 768 Βλ. Vies des rois et des archevêques serbes, éd. D. Daničić, 1866, σ Βλ. και G. Ostrogorskij, Etienne Dušan et la noblesse serbe dans la lutte contre Byzance, Byzantion 22 (1952) , σ. 156 κ.ε. - D. Papachryssanthou, Métropole éphémère 404 σημ G. Soulis, Serbs Chr. Walter, Portraits σ. 295, 298 πρβ. 291, Βλ. Ν. Οικονομίδης, Σερβικές κατακτήσεις 294 κ.ε. - Βλ. επίσης Τριανταφυλλίτσα Μανιάτη- Κοκκίνη, Προνομιακές παραχωρήσεις του σέρβου αυτοκράτορα Στεφάνου Dušan ( ), Βυζάντιο και Σερβία, σ , σ. 300 σημ. 8.

281 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 199 κλησίᾳ, ὑπέσειε καὶ οἷον ὑπώρυττε τὸ στερρὸν τῶν θεμελίων τῆς χρονίας νομῆς τοῦ Ῥεντίνης, ὁπότε καὶ νῦν ἀναφαίνεται ἀπὸ τῶν μαρτύρων καὶ πρὸ τῆς δυναστείας, καὶ ἀρχιερέως Ἀρδαμέρεως ὄντος προσεῖναι τὴν νομὴν αὐτῷ, ὑπόνοια πᾶσα καὶ ἀμφιβολία περιαιρεῖται 770. Φαίνεται λοιπόν ότι η επισκοπή Αρδαμερίου δεν εγκαταλείφθηκε από τον προκαθήμενό της εξαιτίας της σερβικής κατάκτησης 771, ούτε διαταράχθηκε η υφιστάμενη εκκλησιαστική διοικητική διαίρεση 772. Ο Ρεντίνης ενδέχεται να είχε ό- ντως τοποθετηθεί από τους Σέρβους, διότι δεν φαίνεται να ελέγχεται ως αναληθής η πληροφορία ότι ενθρονίστηκε από τους Σέρβους, αλλά ότι ο τοποθετημένος από τους κατακτητές επίσκοπος οικειοποιήθηκε δίκαια της επισκοπής Αρδαμερίου 773. Πάντως η υπόθεση είναι ενδεικτική της αναστάτωσης που ή- ταν δυνατό να προκαλέσουν οι ταραγμένες πολιτικές-στρατιωτικές συνθήκες. Ακόμη και όταν αυτές είχαν παρέλθει, παρέμενε ένα πρόσφορο κλίμα για διενέξεις και προστριβές ακόμη και μεταξύ των συνεπισκόπων. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι κατά το β μισό του 14 ου αι., επί αρχιερατείας Γρηγορίου Παλαμά ( ), παραχωρήθηκε κατ ἐπίδοσιν η διοίκηση της χηρεύουσας επισκοπής Ρεντίνης στον επίσκοπο Πλαταμώνος 774. Ο θεσμός της ἐπιδόσεως εφαρμοζόταν ήδη από τον 11 ο αι. κ.ε., όταν 770 Βλ. Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης (1416) βλ. και : καὶ παρήγαγεν ὁ Ῥεντίνης δύο ἱερομονάχους πνευματικοὺς καὶ γηραιούς, ἠρωτήσαμεν αὐτοὺς μετὰ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κύρους εἰπεῖν ὅσον γινώσκουσι περὶ τῶν ἀμφιβαλλομένων. οἱ δὲ ὁμοφώνως, χρόνων μὲν ἐπέκεινα τῶν ἑκατὸν εἶναι διωμολόγησαν, μήτε δὲ πρὸ τῆς τῶν Σέρβων δυναστείας, μήτε μετὰ ταῦτα μέχρι τοῦ παρόντος ἐκείνους ἀκοῦσαι εἶπον ἀμφιβολίαν τινὰ ἢ διαμάχην ἀνακύψασαν περὶ τῶν χωρίων τούτων, ἀλλὰ πάντοτε τὸν Ῥεντίνης γινώσκειν αὐτὰ κατέχοντα καὶ νεμόμενον, ὄντος καὶ ἐπισκόπου Ἀρδαμέρεως κ α ὶ π ρ ὸ τ ῆ ς σ ε ρ β ι κ ῆ ς ἀ ρ χ ῆ ς κ α ὶ κ α τ ὰ τ α ύ τ η ν καὶ παρὰ μηδενὸς κωλυθέντος κατέχειν τὰ ἴδια. Ὡσαύτως δὲ καὶ Ῥεντίνης ὄντος τότε καὶ νεμομένου καὶ ταῦτα τὰ χωρία μετὰ τῶν ἄλλων τῶν ἰδίων φανερῶς τε καὶ ἀταράχως. 771 Βλ. και Α. Γλαβίνας, Επισκοπή Αρδαμερίου Αντιθέτως βλ. D. Papachryssanthou, Métropole éphémère 404 σημ. 71: «Un acte, délivré en 1416 par le métropolite de Thessalonique Gabriel, fait écho à des bouleversements survenus dans quelques sièges de la Chalcidique : l évêque d Ardaméri aurait fui devant la conquète serbe, et le siège serait resté vacant». 772 Βλ. και Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης (1416): ὄντος καὶ ἐπισκόπου Ἀρδαμέρεως καὶ πρὸ τῆς σερβικῆς ἀρχῆς καὶ κατὰ ταύτην καὶ παρὰ μηδενὸς κωλυθέντος κατέχειν τὰ ἴδια. Ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ Ῥεντίνης ὄντος τότε καὶ νεμομένου καὶ ταῦτα τὰ χωρία μετὰ τῶν ἄλλων τῶν ἰδίων φανερῶς τε καὶ ἀταράχως. - Η συγκεκριμένη μαρτυρία αποδεικνύει ότι η έδρα της Ρεντίνας δεν ήταν κενή, αλλά δεν καθιστά σαφές αν ο κάτοχός της ήταν τοποθετημένος από τους Σέρβους. 773 Βλ. D. Papachryssanthou, Métropole éphémère 404 σημ. 71: «à Rentina un nouvel évêque aurait été intronisé par les Serbes». 774 Βλ. PRK III, αρ. 269 J. Darrouzès, Reg (Απρ. 1363). - Βλ. και J. Preiser-Kapeller, Studien II. 482, 491.

282 200 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου για οικονομικούς ή πολιτικο-στρατιωτικούς λόγους δεν ήταν εφικτό να οριστεί γνήσιος, όπως λέγεται, αρχιερέας σε μια έδρα. Στην περίπτωση αυτή ο μητροπολίτης και η μητροπολιτική σύνοδος εκχωρούσε προσωρινά τη διοίκηση μιας εν χηρεία έδρας σε έναν όμορο συνήθως αρχιερέα 775. Πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε πότε δόθηκε η επισκοπή ἐπιδόσεως λόγῳ. Πιθανόν να υπήρχε δυσκολία στο να τοποθετηθεί επίσκοπος Ρεντίνης λόγω της σερβικής κατοχής ( , 1355/6-1371) ή γενικά της αναστάτωσης στην περιοχή 776. Η επισκοπή Πλαταμώνος δεν ήταν βέβαια η πλησιέστερη προς την επισκοπή Ρεντίνης. Ωστόσο δια θαλάσσης ήταν εφικτό στον επίσκοπο Πλαταμώνος να μεταβαίνει στην ἐπιδοθεῖσα έδρα. Πράγματι σχετική πατριαρχική απόφαση αναφέρει ποιήσασθαι τοῦτον χειροτονίας πρεσβυτέρων καὶ καθιερώσεις ναῶν στην επισκοπή Ρεντίνας. Ο Πλαταμώνος διατηρεί τη διοίκηση της επισκοπής τουλάχιστον ως τον Απρίλιο του 1363, οπότε η πατριαρχική σύνοδος τον απάλλαξε από ψευδείς κατηγορίες ότι επενέβαινε αντικανονικά σε εκκλησιαστική περιφέρεια άλλου ιεράρχη. Οι αλλαγές στο πολιτικό-στρατιωτικό καθεστώς της περιοχής οδήγησαν ωστόσο και σε σημαντικότερες μεταβολές στην εκκλησιαστική διοικητική οργάνωση για την εξυπηρέτηση πολιτικών στόχων. Μεταξύ 1342 και 1345 ο επίσκοπος Ιερισσού Ιάκωβος ( ) προήχθη σε μητροπολίτη 777, μάλλον με στόχο να αντισταθμιστεί η σερβική επιρροή στον Άθω, που 775 Το προνόμιο παραχωρούνταν με απόφαση της μητροπολιτικής συνόδου. - Βλ. ΡΠ 5, V. Laurent, Reg (10 Ιουλίου 1250): ὁ τῆς συνόδου μητροπολίτης, συναινέσει τῶν ὑπ αὐτῶν ἐπισκόπων, δοῦναί τινι θελήσει, κατὰ τὸν τῆς ἐπιδόσεως λόγον, καὶ ἑτέραν ἐπισκοπήν, ὑπὸ τὴν ἐπαρχίαν αὐτοῦ καὶ ταύτην τελοῦσαν, ἀπροκριματίστως τοῦτο ποιήσει ἐπεὶ καὶ παρ ἡμῖν τοιαῦτα διὰ τὸν τῆς φιλαδελφίας ὁσημέραι τρόπον ἐνεργεῖται. - Πρβ. σχόλια Βαλσαμώνος σε 16 ο καν. Αντιοχείας, ΡΠ 3, : ἐφεῖται μετὰ συνοδικῆς διαγνώσεως παραχωρεῖν τῷ σχολάζοντι ἐπισκόπῳ ἱερουργεῖν εἰς σχολάζουσαν ἐκκλησίαν. - Για τον θεσμό της ἐπιδόσεως εκκλησιαστικών εδρών βλ. ανωτ. σημ Δεν μπορούμε να προβούμε παρά μόνο σε υποθέσεις σχετικά με το ζήτημα, δεδομένου ότι α) τα προαναφερθέντα χωρία από το μητροπολιτικό γράμμα του 1416 (βλ. ανωτ. σ και σημ. 770) δεν καθιστούν απόλυτα σαφές αν όντως είχε προωθηθεί επίσκοπος στην εκκλησιαστική έδρα της Ρεντίνας από τους Σέρβους κατακτητές. Στην περίπτωση αυτή είναι πολύ πιθανό ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης να μην αναγνώρισε τον τοποθετημένο από τους Σέρβους επίσκοπο Ρεντίνης και να ανέθεσε κατ ἐπίδοσιν στον Πλαταμώνος τη διοίκηση της εν λόγω επισκοπικής περιφέρειας β) πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι οι πηγές δεν μας πληροφορούν σχετικά με το πότε ακριβώς τοποθετείται χρονικά η αρχιερατεία του εν λόγω επισκόπου Ρεντίνης, αλλά και πότε δόθηκε η επισκοπή στον Πλαταμώνος ἐπιδόσεως λόγῳ. Θα μπορούσαμε επίσης να υποθέσουμε ότι η έδρα παραχωρήθηκε μετά τον θάνατο του μαρτυρούμενου κατά την περίοδο της σερβοκρατίας επισκόπου Ρεντίνης ή γύρω στο 1350, οπότε είχε ανακαταληφθεί η Ρεντίνα από τους Βυζαντινούς (βλ. σχετικά Ν. Οικονομίδης, Σερβικές κατακτήσεις 297). 777 Σε τρία χειρόγραφα μάλιστα της Notitia 17 (Not. 17, App. 1, στ και κριτικό υπόμνημα στ. 133, 14 ος αι.) υπάρχει ένα παράρτημα που αναφέρει: Μετὰ δὲ τὴν τελευτὴν τοῦ αὐτοῦ

283 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 201 αυξανόταν όλο και περισσότερο εξαιτίας της πολιτικής δύναμης του Στέφανου Δουσάν ( ) στην περιοχή και του Ugljesa (Ούρεση) στις Σέρρες 778. Η σημασία του ρόλου του επισκόπου καθίσταται προφανής, όταν τον Νοέμβριο του 1345 ο Δουσάν δεσμεύτηκε με χρυσόβουλλο λόγο ότι δεν θα τοποθετούσε Σέρβο ως κεφαλὴ στην Ιερισσό, αλλά θα άφηνε την πόλη στην εξουσία του αρχιερέα και του Αγίου Όρους: ἵνα οὐδὲν ταχθῇ ποτὲ κεφαλὴ παρὰ τῆς κραλότητός μου ἐν τῷ Ἱερισσῷ, εὑρίσκηται δὲ οὗτος εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ Ἁγίου ὄρους 779. Η προαγωγή του Ιακώβου σε μητροπολίτη ήταν προσωπική και έγινε κατ οἰκονομίαν. Επρόκειτο δηλαδή για μία προσωποπαγή μητρόπολη. Έτσι ο διάδοχος του Ιακώβου Δαυίδ φέρει πάλι τον τίτλο του επισκόπου 780. Προβληματισμό ωστόσο προκαλεί το γεγονός ότι το 1351 σε χρυσόβουλλο λόγο του Ιωάννη Στ Καντακουζηνού και σε πατριαρχική πράξη η Ιερισσός ως εκκλησιαστική έδρα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται επισκοπική: ἥντινα κατέχει ἐπικοίνως μετὰ τοῦ μέρους τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς Ἱερισσοῦ 781. Πάντως σε απόφαση του πατριαρχικού δικαστηρίου του 1350 ο Ιάκωβος αναβασιλέως κυροῦ Ἀνδρονίκου τοῦ Παλαιολόγου (ενν. του Ανδρόνικου Γ ), ἐν τῷ καιρῷ τῆς συγχύσεως, προεβιβάσθησαν εἰς μητροπολίτας ἀπὸ ἀρχιεπισκόπων ὁ Βιζύης, ὁ Μαρωνείας,. Ἀπὸ δὲ ἐπισκόπων ἐτιμήθησαν μητροπολῖται (τοῦ Μιτυλήνης) ὁ Τενέδου, (ὁ Ἱερισσοῦ ἤτοι Ἄθω τοῦ Θεσσαλονίκης). - Βλ. και Not. 18. App Βλ. επίσης D. Papachryssanthou, Hiérissos , Μétropole éphémère 395, 399, , 410, όπου επιπλέον μαρτυρίες πηγών. - Α. La. IV. σ. 44. O J. Darrouzès (Prôtes 425, 431 και Registre 359) θεωρεί ότι ο Στέφανος Δουσάν ανύψωσε το την επισκοπή Ιερισσού σε μητρόπολη. Η Δ. Παπαχρυσάνθου (Μétropole éphémère ) αμφισβητεί αυτό το ενδεχόμενο, με το επιχείρημα ότι δεν θα αναγνωριζόταν τόσο γρήγορα από τους Βυζαντινούς μια τέτοια προαγωγή, δεδομένου ότι η έδρα της Ιερισσού αναφέρεται ως μητρόπολη το ίδιο έτος και σε δικαστική απόφαση βυζαντινού δικαστηρίου. Πρβ. ακόμη Ο. Tafrali, Thessalonique 92-93, που εσφαλμένα αναφέρει ότι η Ιερισσός προήχθη σε αρχιεπισκοπή επί Ανδρονίκου Β. - Βλ. και Στ. Νταγιούκλας, Διοίκηση 128, που παραπέμποντας στον προηγούμενο μελετητή κάνει λόγο για προαγωγή της Ιερισσού σε μητρόπολη επί Ανδρονίκου Β. 778 Βλ. D. Papachryssanthou, Μétropole éphémère 395, 399 κ.ε. Hiérissos , Τ. Gregory - A. Kazhdan, Hierissos Α. La. IV. σ Πρβ. Β. Φειδάς, Εκκλησία Μακεδονίας 56, που δεν περιγράφει ως προσωρινή κατάσταση την προαγωγή της επισκοπής Ιερισσού σε μητρόπολη. 779 Βλ. Α. Solovjev - V. Mošin, Diplomata αρ. 5, στ = M. Lascaris, Actes serbes de Vatopédi, Bsl 6 ( ) , αρ. 1, στ (Νοέμβ. 1345). - Βλ. και Γ. Σούλης, Ο τσάρος Στέφανος Δουσάν και το Άγιον Όρος, ΕΕΒΣ 22 (1953) (= Γεώργιος Σούλης αρ. 3), σ. 85 Tsar Stephan Dušan and Mount Athos, Harvard Slavic Studies 2 (1954) (= Γεώργιος Σούλης αρ. 4), σ D. Papachryssanthou, Métropole éphémère 404 σημ Βλ. D. Papachryssanthou, Métropole éphémère 400, 409, 410 και Hiérissos , 393, όπου και οι πηγές. - Τ. Gregory - A. Kazhdan, Hierissos Βλ. Α. Iv. IV και (1351).

284 202 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου φέρεται δύο φορές ως ἱερώτατος ἀρχιερεὺς Ἐρισσοῦ και όχι ρητά ως μητροπολίτης. Αντιθέτως ο Θεσσαλονίκης αναφέρεται με τον πλήρη τίτλο του ως ἱερώτατος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Θετταλίας. Το γεγονός πιθανόν να αποτελεί ένδειξη αμηχανίας της πατριαρχικής γραμματείας ενώπιον μιας «ανωμαλίας» στην εκκλησιαστική κατάσταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι τη συγκεκριμένη πατριαρχική συνοδική απόφαση συνυπέγραψε και ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης: Ὁ Θεσσαλονίκης πιστούμενος, εἰ καὶ ὕστερον παρεγενόμην 782. Οι πολιτικές εξελίξεις οδήγησαν επίσης προσωρινά στην αύξηση της δικαιοδοσίας της επισκοπής Ιερισσού και έμμεσα της μητρόπολης Θεσσαλονίκης. Με απόφαση του Απριλίου 1368 ο πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος - πρώην Αθωνίτης μοναχός - όρισε ότι έπρεπε να γίνονται σεβαστά από τους Αθωνίτες όλα τα αρχιερατικά δίκαια 783 του επισκόπου Ιερισσού 784. Με αυτήν την επίσημη απόφαση, θεωρητικά τουλάχιστον, καταργούνταν το αὐτοδέσποτον της αθωνικής κοινότητας 785. Ως τότε, σύμφωνα με πρόσταγμα του Αλεξίου Α Κομνηνού, ο Ιερισσού μπορούσε να εισέρχεται στο Άγιον Όρος μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις και εφόσον καλούνταν 786. Όπως επεσήμανε η Δ. Παπαχρυσάνθου, ο λόγος για τον οποίο αναγνωρίστηκε η εξουσία του 782 Βλ. PRK III, αρ. 178, στ , 36, 42-44, το χωρίο: στ (Σεπτ. 1350). - Βλ. και D. Papachryssanthou, Μétropole éphémère : «Cette désignation vague n aide pas à resoudre le problème de la situation de Jacques du point de vue du patriarcat. L expression αρχιερευς peut-elle être le fait du hasard? Cependant, le patriarche utilise quelques lignes plus bas le mot métropolite pour le titulaire de Thessalonique. Ne pourrait-elle au contraire cacher l embarras du patriarche devant un titre qui n était pas exempt d irrégularité?». 783 Στην πατριαρχική απόφαση ως αρχαία δικαιώματα των επισκόπων Ιερισσού ορίζονται τα εξής: α) να εισέρχεται ελεύθερα στον Άθω χωρίς να απαιτείται η άδεια του πρώτου, β) να ιερουργεί, γ) να φέρει την ποιμαντορική του ράβδο, δ) να αναφέρεται πρώτος στις επιμνημόσυνες δεήσεις, ε) να διατηρεί το κάθισμά του στις Καρυές (βλ. ΜΜ 1, J. Darrouzès, Reg. 2539, Απρ Πρβ. D. Papachryssanthou, Hiérissos 378). Ως το 1312 ωστόσο το μόνο δικαίωμα που είχε επισήμως αναγνωριστεί στον επίσκοπο Ιερισσού ήταν να μνημονεύεται κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας (βλ. Α. Prôt J. Darrouzès, Reg. 2014, Νοέμβρ. 1312). - D. Papachryssanthou, Hiérissos 375, 377). 784 Βλ. ΜΜ 1, J. Darrouzès, Reg (Απρ. 1368). - Βλ. και D. Papachryssanthou, Hiérissos 378 Métropole éphémère J. Darrouzès, Registre Του ιδίου, Reg Α. Dion. σ. 9, Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ΙΙ Για τη διοικητική και οικονομική αυτονομία του Άθω βλ. Δ. Παπαχρυσάνθου, Αθωνικός μοναχισμός 136 κ.ε., 293 κ.ε. - Πρβ. D. Papachryssanthou, Métropole éphémère , που σημειώνει ότι η προσθήκη καὶ Ἁγίου Ὄρους στον τίτλο του μητροπολίτη Ιερισσού Ιακώβου δεν αποτελούσε απλώς μια στερεότυπη φράση ή ένα σχήμα λόγου, καθώς ο πατριάρχης Φιλόθεος αναφέρει στην απόφαση του 1368 ότι η εξουσία του Ιερισσού στο Άγιο Όρος ίσχυε από τον καιρό που ο ίδιος ήταν Αθωνίτης μοναχός. 786 Βλ. Α. Prôt. App.a F. Dölger - P. Wirth, Reg. 1243a [1171] (1108). - Βλ. και D. Papachryssanthou, Hiérissos Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ΙΙ. 55.

285 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 203 επισκόπου Ιερισσού επί του Αγίου Όρους ήταν να αντισταθμιστεί η επιρροή των Σέρβων στη μοναστική πολιτεία 787. Οι Αθωνίτες βέβαια συνέχιζαν με κάθε ευκαιρία να αμφισβητούν την εξουσία του επισκόπου Ιερισσού 788. Τελικά έπειτα από αίτημά τους ο πατριάρχης Αντώνιος το 1392 ακύρωσε την πατριαρχική απόφαση του Φιλόθεου με το αιτιολογικό ότι η αύξηση των προνομίων του επισκόπου Ιερισσού έγινε κατ οἰκονομίαν λόγω των ταραγμένων πολιτικών και εκκλησιαστικών συνθηκών 789. Τέλος θα αναφερθούμε στην ταραγμένη περίοδο του τέλους του 14 ου αι. ως το α μισό του 15 ου αι., οπότε αρχίζουν και ολοκληρώνονται οι τουρκικές κατακτήσεις στην περιοχή. Οι πληροφορίες των τουρκικών και βυζαντινών πηγών δεν είναι ακριβείς σχετικά με τη χρονολόγηση των γεγονότων, πάντως είναι γνωστό ότι η οριστική κατάκτηση των μακεδονικών πόλεων της Πιερίας, Ημαθίας και Χαλκιδικής πέρασε από διάφορες φάσεις, καθώς γίνεται λόγος για καταλήψεις και ανακαταλήψεις, άρα για εναλλαγή σύντομων περιόδων κατοχής και αυτοδιοίκησης 790. Πιο συγκεκριμένα, για τη Βέροια μνημονεύεται αρχικά μια κατάληψη γύρω στο 1387 από τον βεζίρη Τσανταρλή Καρά Χαλίλ (Χαϊρεντίν) και 787 Βλ. D. Papachryssanthou, Hiérissos J. Darrouzès, Reg Για την επιρροή των Σέρβων στον Άθω και τους λεγόμενους σερβοπρώτους βλ. J. Darrouzès, Prôtes 427 κ.ε. - A. Prôt. σ Δ. Παπαχρυσάνθου, Aθωνικός μοναχισμός 343, 368 κ.ε. - Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ 1353 και 1375 επήλθε ρήξη στις σχέσεις του πατριαρχείου με τη σερβική εκκλησία. - Βλ. V. Mošin, Le saint patriarche Calliste et l Église serbe, Glasnik de l Église orthodoxe serbe 27 (1946) D. Bogdanović, Izmerenje Srpske i Vizantijske crkve, O knezu Lazaru, Beοgrad 1975, σ Βλ. D. Papachryssanthou, Hiérissos 378 κ.ε. - Όπως επισημαίνει ο V. N. Zlatarsky (Edin grcki falsifikat, koito se otnasja kum bŭlgarskata istorija, Bsl 2, 1930, , σ. 254, 258), κατά το τελευταίο τέταρτο του 14 ου αι. οι Αθωνίτες προσπάθησαν να περιορίσουν τα δικαιώματα που η πατριαρχική απόφαση του 1368 αναγνώριζε στον επίσκοπο Ιερισσού. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας φαίνεται ότι χαλκεύτηκαν δύο πλαστά έγγραφα (Α. Prôt. App. b, d), βάσει των ο- ποίων διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του Άθω από τον επίσκοπο Ιερισσού. - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ΙΙ Βλ. J. Darrouzès, Deux sigillia du patriarche Antoine pour le prote de l Athos en 1391 et 1392, Ελληνικά 16 ( ) , αρ. 2, 4 και σ : εἰ γὰρ προβάλλεται ὁ ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ τὸ γεγονὸς αὐτῷ δικαίωμα παρὰ τοῦ ἁγιωτάτου καὶ ἀοιδίμου πατριάρχου κῦρ Φιλοθέου, ἀλλὰ τῆς τῶν Σέρβων δυναστείας ἐπικρατούσης τότε καὶ τὴν ἀρχὴν ἐχόντων τοῦ ἁγίου ὄρους J. Darrouzès, Reg Σιμπίλημα από το σιγίλλιο αυτό σε χφ. 16 ου αι. βλ. Α. Prôt. App.Ιe (1392). - Βλ. και H. Hunger, Kaiser Johannes V. Palaiologos und der Heilige Berg, BZ 45 (1952) , σ D. Papachryssanthou, Métropole éphémère 409 Hiérissos A. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ΙΙ Α. Pantocr. σ Βλ. V. Kravari, Villes 55 και σημ E. Zachariadou, Εφήμερες απόπειρες για αυτοδιοίκηση στις ελληνικές πόλεις κατά τον ΙΔ και ΙΕ αιώνα, Αριάδνη 5, Ρέθυμνο 1995, σ J. M. Jones, The End of Byzantine Macedonia, Third International Conference on Macedonian Studies Byzantine Macedonia, Melbourne July 1995, Abstracts, σ

286 204 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου τον Εβρενός μπέη. Μια δεύτερη κατάληψη της πόλης έγινε από τον σουλτάνο Βαγιαζίτ Α ( ), και αργότερα ίσως γύρω στο Η οριστική κατάληψη επήλθε το Στην περιοχή της Πιερίας ο Πλαταμώνας καταλήφθηκε μάλλον μετά το 1386, ενώ γύρω στο 1389 καταλήφθηκε και το Κίτρος. Το 1425 ο Πλαταμώνας ανακαταλήφθηκε από τους Βενετούς κυρίαρχους της Θεσσαλονίκης και διατηρήθηκε σίγουρα ως το Τα Σέρβια καταλήφθηκαν το 1393 από τον Βαγιαζίτ Α και επανήλθαν στη βυζαντινή κυριαρχία μάλλον μετά τη μάχη της Άγκυρας (1402) 793. Τέλος, η Χαλκιδική καταλήφθηκε αρχικά το 1383, ενώ το 1403 επανήλθε στον έλεγχο των Βυζαντινών. Το 1423 ολόκληρη η Χαλκιδική περνά σε νέα φάση κατοχής εκτός από την Κασσάνδρα, που ως το 1430 παραμένει βυζαντινή 794. Είναι βέβαια προφανές ότι η μοίρα των πόλεων της περιφέρειας συνδέεται με την τύχη της Θεσσαλονίκης, Οι Οθωμανοί παράλληλα με την πενταετή πολιορκία της Θεσσαλονίκης του διεξήγαγαν πολεμικές επιχειρήσεις και στην περιφέρεια. Η παράδοση στους Οθωμανούς το 1387, η κατοχή ως το 1402, οπότε η πόλη ανέκτησε την ανεξαρτησία της σύμφωνα με τη συνθήκη που υπογράφτηκε μετά την ήττα των Τούρκων από τους Μογγόλους στη μάχη της Άγκυρας (1402), και τέλος η οριστική κατάληψη της πόλης το 1430 αποτελούν ορόσημα για την ιστορία της ευρύτερης περιοχής 795. Τα στρατιωτικά γεγονότα και οι πολιτικές εξελίξεις επηρεάζουν βέβαια ως ένα σημείο την ομαλή λειτουργία της εκκλησιαστικής διοίκησης. Καταρχάς είναι ευνόητο ότι είναι δύσκολο να συγκληθεί τακτικά η μητροπολιτική σύνοδος, καθώς θα ήταν δυσχερής η μετακίνηση των αρχιερέων 796. Έτσι δεν αποκλείεται να σημειώνονταν ορισμένες καθυστερήσεις στην πλήρωση των κενών εδρών. Ωστόσο από τους επισκοπικούς καταλόγους, όπως λ.χ. της Ιερισσού, που δεν φαίνεται να παρουσιάζει κενά στη διαδοχή των 791 Βλ. σχετικά Α. Βακαλόπουλος, Μακεδονία 35 κ.ε. - Θ. Παπαζώτος, Βέροια 45 κ.ε. όπου οι πηγές και οι απόψεις άλλων μελετητών. - Βλ. και του ιδίου, «Εν έτει 1433 επήραν την Βέρροιαν», Ιστορικογεωγραφικά 2 (1988) Βλ. Α. Βακαλόπουλος, Μακεδονία 37, V. Kravari, Villes Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Πιερία 79 κ.ε. 793 Βλ. Α. Βακαλόπουλος, Μακεδονία 37, Θ. Παπαθανασίου, Σέρβια V. Kravari, Villes 56, Βλ. Α. Βακαλόπουλος, Μακεδονία 37, 70, 72, 79 κ.ε. - V. Demetriadis, Ottoman Chalkidiki: An Area in Transition, στο Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society, έκδ. A. Bryer - H. Lowry, Birmingham - Washington D.C. 1986, σ Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Βαλκανική επαρχία Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Η Μακεδονία κατά την παλαιολόγεια εποχή, στο Μακεδονία ΙΙ, σ , ιδίως σ Βλ. Α. Βακαλόπουλος, Μακεδονία 34 κ.ε. 796 Βλ. κατωτ. σ

287 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 205 αρχιερέων κατ αυτήν την περίοδο 797, προκύπτει μάλλον ότι δεν υπήρξε σημαντικό πρόβλημα. Άλλο ζήτημα βέβαια είναι η απώλεια πολλών εκκλησιαστικών κτημάτων λόγω της τουρκικής επέκτασης καθώς και η καταστροφή τμήματος αυτών λόγω των τουρκικών επιδρομών και δηώσεων. Το γεγονός προκαλεί οπωσδήποτε οικονομική δυσπραγία και περικοπές ίσως στον αριθμό των κληρικών και οφφικιαλίων. Ωστόσο δεν επέρχονται, από όσο γνωρίζουμε, διαρθρωτικές αλλαγές στην εκκλησιαστική οργάνωση. Σύμφωνα βέβαια με τη Notitia 21, που συντάχθηκε στις αρχές της τουρκοκρατίας, οι επισκοπικές έδρες που υπάγονται στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης είναι εννέα 798, καθώς παραλείπονται οι επισκοπές Δρουγουβιτείας και Σερβίων. Η πρώτη ήδη διατυπώσαμε το ενδεχόμενο να ταυτίζεται με την Καμπανίας, ενώ η δεύτερη δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συνεχίζει να υφίσταται αδιάλειπτα 799. Όπως φαίνεται άλλωστε από τη συνέχεια των επισκοπικών καταλόγων, η μητρόπολη διατηρεί στη φάση αυτή όλες τις υποκείμενες επισκοπές που είχε και κατά τη βυζαντινή περίοδο 800. Συνοψίζοντας, οι μεταβολές στο πολιτικό-στρατιωτικό καθεστώς, κυρίως εξαιτίας της βουλγαρικής επέκτασης επί Ιωαννίτζη και της λατινοκρατίας στις αρχές του 13 ου αι., είχαν ως αποτέλεσμα την εκτόπιση των Βυζαντινών αρχιερέων από τις επισκοπικές τους έδρες και την προώθηση Βούλγαρων ή ομοδόξων επισκόπων αντίστοιχα. Δεν είναι βέβαιο αν συνέβη το ίδιο σε ορισμένες έδρες - όπως της Ρεντίνας - επί σερβοκρατίας. Πρόκειται πάντως για αλλαγές σε επίπεδο προσώπων. Επίσης οι αναστατώσεις στο πολιτικο-στρατιωτικό επίπεδο προκαλούσαν σύγχυση στην ομαλή εκκλησιαστική διοίκηση, αφού συχνά έμεναν οι επισκοπικές έδρες κενές λόγω εκδίωξης ή εθελούσιας αποχώρησης των ιεραρχών. Ωστόσο η επεκτατική πολιτική των γειτονικών προς το Βυζάντιο λαών και οι πολιτικο-στρατιωτικές εξελίξεις δεν επηρεάζουν τη διοικητική οργάνωση της εκκλησίας παρά μόνο κατ οἰκονομίαν και αν το ενέκρινε η πατριαρχική ή η μητροπολιτική σύνοδος. Σε 797 Βλ. D. Papachryssanthou, Hiérissos Βλ. Not : ὁ Θεσσαλονίκης τῆς Θετταλίας ἔχει ταύτας τοῦ Κίτρους, τοῦ Κασσανδρείας, τοῦ Καμπανίας ἤτοι Καστρίου, τοῦ Πέτρας, τοῦ Ἑρκουλίου ἤτοι Ἀρδαμέρεως, τοῦ Ἱερισσοῦ καὶ Ἁγίου Ὄρους, τοῦ Λιτῆς καὶ Ῥεντίνης, τοῦ Πολεαινίνης καὶ Βαρδαριωτῶν, τοῦ Πλαταμῶνος καὶ Λυκοστομίου. 799 Βλ. ανωτ. σ , Βλ. Ν. Δελιαλής, Επισκοπικά Κοζάνης 7 κ.ε. - A. Γλαβίνας, Επίσκοποι Κίτρους κατά την τουρκοκρατίαν επί τη βάσει των πηγών, Μακεδονικά 18 (1978) Επισκοπή Λητής 338 Επισκοπή Αρδαμερίου 13 Αρχιερείς Κασσανδρείας 225 κ.ε. - Α. Αγγελόπουλος, Επισκοπή Πλαταμώνος Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος 87 κ.ε. - G. Fedalto, Hierarchia 430, , 442, 444, 451, 452, Ι. Σωτηριάδης, Κίτρος Β. Κατσαρός, Πέτρα

288 206 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου κάθε περίπτωση ωστόσο στόχος φαίνεται να ήταν η προώθηση των έννομων βυζαντινών συμφερόντων Βλ. D. Papachryssanthou, Métropole éphémère Αντιθέτως βλ. Ο Τafrali, Thessalonique 92, που εσφαλμένα αποδίδει την απουσία της επισκοπής Πλαταμώνος από ορισμένα χειρόγραφα εκκλησιαστικών τακτικών στο γεγονός ότι το κάστρο είχε αποσπαστεί από τον ηγεμόνα της Θεσσαλίας Στέφανο Γαβριηλόπουλο. Όταν το 1332/33 επανακτήθηκε η περιοχή από τον διοικητή της Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Σεναχειρήμ Μονομάχο, ο μελετητής θεωρεί ότι επεστράφη και η εκκλησιαστική έδρα στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης. - Βλ. και Στ. Νταγιούκλας, Διοίκηση 128: «Αμφιβολία υπάρχει για την επισκοπή Λυκοστομίου (ή Πλαταμώνος)».

289 Μ Ε Ρ Ο Σ Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

290

291 1. Η μητροπολιτική σύνοδος Θεσσαλονίκης Η μητροπολιτική ή επαρχιακή σύνοδος αποτελούσε συνάθροιση των επισκόπων μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας υπό την προεδρία του μητροπολίτη. Πρόκειται για έναν κανονικό θεσμό, που εμφανίστηκε ταυτόχρονα με την ανάπτυξη του μητροπολιτικού συστήματος της Εκκλησίας 802. Αναφέρεται στις πηγές με ποικίλες ονομασίες: ἡ τῆς ἐπαρχίας σύνοδος, ἡ σύνοδος τῆς ἐπαρχίας, σύνοδος τῶν ἐπισκόπων, σύνοδος τῶν κατὰ τὴν ἐπαρχίαν ἐπισκόπων, σύνοδοι καθ' ἑκάστην ἐπαρχίαν ἐπισκόπων, συνάθροισις 803. Η μητροπολιτική σύνοδος εξασφάλιζε την ενότητα της τοπικής εκκλησίας, καθώς με τις περιοδικές συγκλήσεις συσφίγγονταν οι δεσμοί μεταξύ των επισκόπων. Παράλληλα ως συλλογικό διοικητικό όργανο αντιμετώπιζε τα κοινά ζητήματα που απασχολούσαν την εκκλησιαστική περιφέρεια της μητρόπολης, είτε αυτά αφορούσαν σε ζητήματα πίστεως είτε σε διοικητικές εκκρεμότητες, όπως ήταν η εκλογή και χειροτονία επισκόπων καθώς και οι κρίσεις αυτών 804. Η μητροπολιτική σύνοδος του Θεσσαλονίκης μαρτυρείται ήδη το 391/392, όταν η σύνοδος της Καπύης ανέθεσε στον μητροπολίτη Ανύσιο και την υπ αυτόν σύνοδο να κρίνει τις αιρετικές πεποιθήσεις του μητροπολίτη Σαρδικής Βονόσου 805. Επίσης σε επιστολή του Κυρίλλου Αλεξανδρείας προς τον Ιωάννη Αντιοχείας, που εμπεριέχεται στα πρακτικά της Γ Οικουμενικής συνόδου (431), αναφέρεται ότι ο πάπας Κελεστίνος είχε απευθύνει επιστολή προς τον Κύριλλο, τον Ιωάννη, τον Ιουβενάλιο Ιεροσολύμων και τον Ρούφο Θεσσαλονίκης σχετικά με την υπόθεση του Νεστορίου Κωνσταντινουπόλεως: γεγράφασι γὰρ τὰ ἴσα καὶ πρὸς τὸν θεοσεβέστατον ἐπίσκοπον τῆς Θεσσαλονίκης Ῥοῦφον καὶ πρὸς ἑτέρους τινὰς τῶν κατὰ τὴν Μακεδονίαν θεοσεβεστάτους ἐπισκόπους, οἳ καὶ ἀεὶ συντρέχουσι ταῖς παρ αὐτοῦ ψήφοις 806. Ακόμη το 519 σε έγγραφη αναφορά παπικών λεγάτων προς τον 802 Βλ. Ι. Ζηζιούλας, Συνοδικός θεσμός Β. Σταυρίδης, Ο συνοδικός θεσμός εις το οικουμενικόν πατριαχείον. Σύγχρονος Ιστορία, 1923 μέχρι σήμερον, ΕΕΘΣΠΘ 25 (1980) , σ. 227, 228 Μητροπολιτική Σύνοδος Συνοδικός θεσμός Π. Ροδόπουλος, Κανον. Δίκαιο Βλ. Β. Σταυρίδης, Μητροπολιτική Σύνοδος 52 Συνοδικός θεσμός Π. Ροδόπουλος, Κανον. Δίκαιο Α. Καραθανάσης - Γ. Τριανταφυλλίδης, Σύνοδος Θεσσαλονίκης Βλ. Ι. Ζηζιούλας, Συνοδικός θεσμός Β. Σταυρίδης, Μητροπολιτική Σύνοδος 42, 51, Βλ. και Σ. Τρωιάνος - Γ. Πουλής, Εκκλ. Δίκαιο 260 κ.ε. - Β. Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία 192, 808, 811 Εκκλησία Μακεδονίας Βλ. Mansi 3, col Βλ. και Α. Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Πρβ. Χ. Παπαδόπουλος, Εκκλησία Ελλάδος Βλ. ACOe I/1/ii, (431) πρβ. ACOe I/1/iii, 58.5.

292 210 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου πάπα Ορμίσδα ( ) γίνεται μνεία της μητροπολιτικής συνόδου: congregata synoda de paroecia ecclesiae Thessalonicensis 807. Η ευθύνη για τη σύγκληση της συνόδου ανήκε αποκλειστικά στον μητροπολίτη, που ήταν και ο πρόεδρος. Οι επίσκοποι δεν είχαν το δικαίωμα να συνέρχονται αυτοβούλως, ενώ σε περίπτωση που ο μητροπολίτης αμελούσε το καθήκον να συγκαλεί τακτικά την επαρχιακή σύνοδο υφίστατο κανονικά επιτίμια 808. Οι επίσκοποι, από την πλευρά τους, αφού προηγουμένως ενημερώνονταν για τη σύγκληση της συνόδου με έγγραφη πρόσκληση, όφειλαν να προσέλθουν άπαντες, εκτός αν συνέτρεχε λόγος ασθενείας, γήρατος ή ανωτέρας ανάγκης. Στην περίπτωση που δεν ήταν δυνατή η φυσική παρουσία τους στη σύνοδο, έπρεπε είτε να εξουσιοδοτήσουν άλλον επίσκοπο για τον χειρισμό των θεμάτων, είτε να εκφράσουν τη θέση τους δια γραμμάτων. Όσοι απουσίαζαν χωρίς σοβαρό λόγο επιπλήττονταν 809. Αρχικά, οι εκκλησιαστικοί κανόνες όριζαν η επαρχιακή σύνοδος να συγκαλείται τακτικά δύο φορές το χρόνο, την άνοιξη και το φθινόπωρο 810. Αργότερα όμως λόγω των βαρβαρικών επιδρομών και γενικά των διαφόρων δυσχερειών στη μετακίνηση των επισκόπων ο Ιουστινιανός με Νεαρά του το Βλ. Epistulae imperatorum, pontificorum, aliorum inde ab a. CCCLXII usque ad a. DLIII datae, Avellana quae dicitur collectio, έκδ. O. Guenther (CSEL 35), Vindobonae 1898, τ. ΙΙ, αρ. 105, επ. 3 (519). - Βλ. και Th. Tafel, Thessalonica 55 σημ Ch. Pietri, Illyricum Πρβ. Α. Αγγελόπουλος, Eπισκοπική Σύνοδος Β. Σταυρίδης, Εκκλησία Θεσσαλονίκης 57 Μητροπολιτική σύνοδος Α. Καραθανάσης - Γ. Τριανταφυλλίδης, Σύνοδος Θεσσαλονίκης 13, που εσφαλμένα αναφέρουν τη μνεία του 519 ως την πρώτη μαρτυρία της μητροπολιτικής συνόδου της Θεσσαλονίκης. 808 Βλ. NJ , (έτ. 546). - 9 ος, 20ος καν. Αντιοχείας, P. Joannou, Discipline I , (= ΡΠ 3, , ). - 6 ος καν. Ζ Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 2, ). - Βλ. και Α. Αγγελόπουλος, Eπισκοπική Σύνοδος Ι. Ζηζιούλας, Συνοδικός θεσμός Β. Σταυρίδης, Μητροπολιτική Σύνοδος Συνοδικός θεσμός Βλ. και Κ. Ράλλης, Αξίωμα Μητροπολιτών Σ. Τρωιάνος, Δικονομία 24 και σημ. 3, 38 Εκκλ. Δίκαιο Π. Ροδόπουλος, Κανον. Δίκαιο Β. Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία Βλ. 76 ος καν. Καρχηδ., P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 3, ) ος καν. Λαοδικείας, P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 3, ) ος καν. Δ Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 2, 265). - 8 ος καν. Πενθέκτης, P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 2, ). - ΡΠ 5, V. Grumel, Reg. 835 (1028). - Για τη δια γραμμάτων ή δια αντιπροσώπων ψήφιση κατά την εκλογή νέου επισκόπου βλ. Α. Αγγελόπουλος, Eπισκοπική Σύνοδος Β. Σταυρίδης, Μητροπολιτική Σύνοδος 53 Συνοδικός θεσμός Σ. Τρωιάνος, Δικονομία Σ. Τρωιάνος - Γ. Πουλής, Εκκλ. Δίκαιο 261. Βλ. και κατωτ. σημ Βλ. 5 ος καν. Α Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 2, ) ος καν. Αποστόλων, P. Joannou, Discipline I 2 26 (= ΡΠ 2, 50-52) ος καν. Αντιοχείας, P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 3, ) ος καν. Δ Οικ. συν., (= ΡΠ 2, 265). - Βλ. και Σ. Τρωιάνος, Δικονομία Σ. Τρωιάνος - Γ. Πουλής, Εκκλ. Δίκαιο Α. Αγγελόπουλος, Eπισκοπική Σύνοδος 799 και σημ Β. Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία 808 Εκκλησία Μακεδονίας Β. Σταυρίδης, Μητροπολιτική Σύνοδος 53 Συνοδικός θεσμός

293 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 211 όρισε η μητροπολιτική σύνοδος να συνέρχεται μια φορά τον χρόνο τον Ιούνιο ή τον Σεπτέμβριο. Ο 8 ος κανόνας της Πενθέκτης συνόδου επικύρωσε την άπαξ του έτους σύγκληση της συνόδου και όρισε ως κατάλληλη περίοδο το διάστημα από το Πάσχα ως τον Οκτώβριο. Την παραπάνω απόφαση επαναλαμβάνει και ο 6 ος κανόνας της Ζ Οικουμενικής συνόδου, ενώ τα σχόλια των κανονολόγων του 12 ου αι., Ζωναρά, Βαλσαμώνος και Αριστηνού, επιβεβαιώνουν ότι η συνήθης πρακτική στις μητροπολιτικές επαρχίες ήταν οι επίσκοποι να συναθροίζονται μια φορά τον χρόνο στην έδρα του μητροπολίτη τους 811. Ορισμένοι λοιπόν μελετητές σημειώνουν ότι η μητροπολιτική σύνοδος Θεσσαλονίκης συγκροτούνταν μια φορά το χρόνο 812. Πέραν βέβαια των τακτικών συγκλήσεων της επαρχιακής συνόδου γίνονταν και έκτακτες συνάξεις είτε για την εκλογή και χειροτονία για την πλήρωση μιας χηρεύουσας επισκοπικής έδρας, που σύμφωνα με τους κανόνες όφειλε να καλυφθεί σε διάστημα τριών μηνών 813, είτε κατ εντολήν του αυτοκράτορα, προκειμένου να εκδικαστεί μια υπόθεση 814. Πάντως το γεγονός ότι στις αρχές του 15 ου αι. σε δύο λειτουργικά του κείμενα ο Συμεών Θεσσαλονίκης αναφέρεται στη συμμετοχή των επισκόπων κατά την εορτή του αγίου Δημητρίου και τῇ νέᾳ Δευτέρᾳ 815, οδήγησε τον Α. Αγγελόπουλο στο συμπέρασμα ότι η σύνοδος συγκροτούνταν δύο φορές το χρόνο στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη τακτική σύγκληση λάμβανε χώρα ευθύς μετά το Πάσχα, την εβδομάδα της Διακαινησίμου, ενώ η δεύτερη συνάθροιση γινόταν μετά την εορτή του αγίου Δημητρίου, εφόσον οι περισσότεροι επίσκοποι μετέβαιναν στην πόλη της Θεσσαλονίκης για να συμμετάσχουν στον λαμπρό εορτασμό των Δημητρίων. Ο Β. Σταυρίδης, που έχει ασχοληθεί ειδικά με τον συνοδικό θεσμό, αποδέχθηκε την άποψη του Α. Αγγελόπουλου, ότι η μη- 811 Βλ. NJ (έτ. 565). - 8 ος καν. Πενθέκτης, P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 2, ). - Σχόλια Ζωναρά, Βαλσαμώνος, Αριστηνού στον 37 ο καν. Αποστόλων, τον 5 ο καν. Α Οικ. συν. και τον 19 ο καν. Δ Οικ. συν., ΡΠ 2, 51-52, , Βλ. και Α. Αγγελόπουλος, Eπισκοπική Σύνοδος 799 σημ Σ. Τρωιάνος - Γ. Πουλής, Εκκλ. Δίκαιο Π. Ροδόπουλος, Κανον. Δίκαιο Β. Σταυρίδης, Μητροπολιτική Σύνοδος Συνοδικός θεσμός Βλ. Ο. Tafrali, Thessalonique Ι. Φουντούλης, Θεσσαλονίκη Βλ. 25 ος καν. Δ Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 2, ). - Βλ. και Σ. Τρωιάνος, Δικονομία Β. Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός Α. Καραθανάσης - Γ. Τριανταφυλλίδης, Σύνοδος Θεσσαλονίκης Βλ. Σ. Τρωιάνος, Δικονομία Βλ. και Β. Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός Βλ. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις , Ι. Φουντούλης, Μαρτυρίαι Υ33: Τῇ νέᾳ Δευτέρᾳ. Ἐν τῇ μητροπόλει ὁ ἀσπασμὸς παρὰ τῶν ἐπισκόπων, ἡγουμένων καὶ πνευματικῶν.

294 212 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου τροπολιτική σύνοδος της Θεσσαλονίκης συγκαλούνταν δις του έτους, τουλάχιστον για τις αρχές του 15 ου αι Επίσης οι δύο μελετητές αναφέρουν ως τόπο σύγκλησης της συνόδου τον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Σοφίας 817. Πιθανόν η μητροπολιτική σύνοδος να λάμβανε χώρα στα κατηχουμενεία του μητροπολιτικού ναού, όπως για παράδειγμα αναφέρεται ρητά στην περίπτωση της μητροπολιτικής συνόδου της Εφέσου 818, ή σε κάποια κατάλληλη αίθουσα του επισκοπείου, το οποίο 816 Βλ. Α. Αγγελόπουλος, Σύνοδος Θεσσαλονίκης Β. Σταυρίδης, Εκκλησία Θεσσαλονίκης 58: «Εις την Θεσσαλονίκην αρχάς του ΙΕ αιώνος κατά τον Θεσσαλονίκης Συμεών οι επίσκοποι συνήρχοντο δύο φοράς κατ έτος». - Του ιδίου, Μητροπολιτική Σύνοδος 54: «Η σύνοδος αυτή συνήρχετο δύο φοράς το έτος». - Βλ. ακόμη Θ. Γιάγκος, Εορτολογικά παραλειπόμενα της μνήμης του Αγίου Δημητρίου Μυροβλήτου, στα Πρακτικά της Ημερίδας «Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης χρόνια από το μαρτύριό του ( )», Θεσσαλονίκη 15 Δεκεμβρίου 2005 (υπό έκδοση). Την άποψη του μελετητή πληροφορούμαι από τη διατριβή της Φ. Καραγιάννη, Επισκοπικοί ναοί 119. Αντιθέτως βλ. Ι. Φουντούλης, Θεσσαλονίκη 176: «Η παρουσία των επισκόπων στις εορτές του αγίου Δημητρίου θα μπορούσε να συσχετισθεί με την άπαξ του έτους σύγκληση της επαρχιακής μητροπολιτικής Συνόδου της Θεσσαλονίκης. Αλλά από τον άγιο Συμεών δεν έχουμε καμία σχετική μαρτυρία. Δεν γνωρίζω μάλιστα κατά πόσον θα ήταν δυνατή η σύγκλησή της σε μια τόσο ταραγμένη εποχή. Από το 1422 η Θεσσαλονίκη τελούσε ουσιαστικά σε συνεχή κατάσταση πολιορκίας, από δε τα μέσα του Σεπτεμβρίου του επομένου έτους (1423) η πόλη παρεδόθη στους Βενετούς Θα ήταν πολύ να υποθέσει κανείς ότι υπό τις νέες συνθήκες θα ήταν δυνατή η λειτουργία επισκοπικής μητροπολιτικής Συνόδου». 817 Βλ. Α. Αγγελόπουλος, Σύνοδος Θεσσαλονίκης Β. Σταυρίδης, Εκκλησία Θεσσαλονίκης Η βιβλιογραφία για τον ναό της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης είναι εκτενέστατη. Βλ. τις πιο πρόσφατες μελέτες, όπου βρίσκεται συγκεντρωμένη και η προγενέστερη βιβλιογραφία: Καλλιόπη Θεοχαρίδου, Η αρχιτεκτονική του ναού της Αγίας Σοφίας στην Θεσσαλονίκη από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα, [Διδακτορική διατριβή - Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου, αρ. 52] Αθήνα Παναγιώτα Ασημακοπούλου-Ατζακά, Τα προβλήματα του χώρου νότια από το ναό της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονικέων πόλις, σ Ευτέρπη Μαρκή, Η Αγία Σοφία και τα προσκτίσματά της μέσα από τα αρχαιολογικά δεδομένα, Θεσσαλονικέων πόλις, σ Γ. Βελένης, Η χρονολόγηση του ναού της Αγίας Σοφίας μέσα από τα επιγραφικά δεδομένα, Θεσσαλονικέων πόλις, τ. 1, 1997, σ και Μεσοβυζαντινή Ναοδομία στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα 2003, σ. 62 κ.ε. - Α. Μέντζος, Συμβολή στην έρευνα του αρχαιότερου ναού της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης, Μακεδονικά 21 (1981) Του ιδίου, Αγία Σοφία ή Άγιος Μάρκος, Βυζαντινά 21 (2000) (Αφιέρωμα στη μνήμη του καθηγητή Ιωάννη Ε. Καραγιαννόπουλου). - Βλ. επίσης Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αγία Σοφία 549 κ.ε., που απέδειξε ότι η Αγία Σοφία υπήρξε ο μητροπολιτικός ναός της Θεσσαλονίκης αδιάλειπτα ως την κατάκτηση της πόλης από τους Οθωμανούς. - Βλ. και Σ. Κίσσας, Η μονή της Μικρής Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, στο Η Θεσσαλονίκη, [Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης] Θεσσαλονίκη 1985, σ , ιδίως σ. 327 σημ. 9 και 328 σημ Ch. Bakirtzis, Urban Continuity Βλ. E. Kurtz, Συνοδ. γράμματα αρ. 1, (1216): προκαθημένου τοῦ Ἐφέσου Νικολάου ἐν τοῖς κατηχουμενείοις τῆς μητροπόλεως. - Βλ. και Φ. Καραγιάννη, Επισκοπικοί ναοί 122 κ.ε., που αναφέρει τον νάρθηκα, το υπερώο ή το κεντρικό κλίτος ως κατάλληλους χώρους για τη σύγκληση μιας επαρχιακής συνόδου, όταν αυτή λάμβανε χώρα στον μητροπολιτικό ναό.

295 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 213 βρισκόταν στα βόρεια του μητροπολιτικού ναού 819, είτε ακόμη και σε κάποιον από τους λεγόμενους καθολικοὺς ναούς της Θεσσαλονίκης 820. Το τελευταίο είναι αρκετά πιθανό, καθώς σε γνωμοδότηση του Δημητρίου Χωματηνού του 1236 αναφέρεται ότι κατά τη διάρκεια της λατινοκρατίας ο δούκας της Θεσσαλονίκης Γεώργιος Φραγγόπουλος και οι υποκείμενοι επίσκοποι της μητρόπολης Θεσσαλονίκης εκδίκαζαν υποθέσεις στον ναό της Αχειροποιήτου 821. Η σύγκληση της μητροπολιτικής συνόδου στον εν λόγω ναό πάλι για εκδίκαση 819 Για το καλλιμάρμαρο διώροφο επισκοπείο της μητρόπολης Θεσσαλονίκης βλ. Ε. Μαρκή, Αγία Σοφία Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αγία Σοφία Πρβ. Π. Χρήστου, Η εκκλησία Θεσσαλονίκης κατά την εισβολή των Νορμανδών, στο Ευστάθιος, σ , ιδίως σ , Γενικώς για τα επισκοπεία, όπου βρίσκονταν η κατοικία του μητροπολίτη, οι διάφορες υπηρεσίες της μητρόπολης, οι αίθουσες υποδοχής και φιλοξενίας βλ. D. I. Pallas, Episkopion, Reallexikon zur byzantinische Kunst, τ. II, Stuttgart 1971, σ W. Müller-Wiener, Riflessioni sulle caratteristische dei palazzi episcopali, Felix Ravenna (1983) Βλ. Φ. Καραγιάννη, Επισκοπικοί ναοί 117: «Ιδιαίτερα στις μεγάλες επισκοπικές έδρες, οι σύνοδοι θα μπορούσαν να τελούνται και εκτός του επισκοπικού ναού, σε άλλους ναούς, οι οποίοι συχνά απαντούν ως καθολικοί, ή ακόμη και σε μοναστήρια». Καθολικοὶ αποκαλούνται οι ενοριακοί (δημόσιοι) ναοί, σε αντιπαράθεση προς τους μοναστηριακούς και τους ιδιωτικούς ναούς. Στη Θεσσαλονίκη ως τα τέλη του 12 ου αι. οι σημαντικότεροι καθολικοὶ ναοί, εκτός βέβαια από τον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Σοφίας, ήταν ο Άγιος Δημήτριος και η Αχειροποίητος, ενώ κατά το τέλος της ύστερης περιόδου σε αυτούς φαίνεται ότι προστίθεται και ο ναός των Ασωμάτων (Ροτόντα). - Βλ. Γ. Τσάρας, Ο τέταρτος καθολικός ναός της Θεσσαλονίκης στο Χρονικό του Ιωάννη Αναγνώστη, Βυζαντινά 5 (1973) Του ιδίου, Οι τέσσερις καθολικοί ναοί της Θεσσαλονίκης στο χρονικό του Ιωάννου Αναγνώστη, στα Πρακτικά Δ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1983, σ R. Janin, Églises 376 σημ Ch. Bakirtzis, Urban Continuity 48 κ.ε. πρβ. όμως σ. 52: «καθολικούς (katholikoi), which means the principal churches of a diocese». - Για τον ναό του Αγίου Δημητίου βλ. ανωτ. σημ Για τον ναό της Αχειροποιήτου βλ. σημ Για τον ναό των Αγίων Ασωμάτων βλ. R. Janin, Églises 355, 358 κ.ε. - E. Παπαγιάννη, Πανηγύρεις Για την ταύτιση του ναού των Ασωμάτων με τη Ροτόντα βλ. Γ. Θεοχαρίδης, Ναός Ασωμάτων 24 κ.ε. - R. Janin, Églises Ch. Bakirtzis, Urban Continuity 48 σημ. 100 (και σημ , όπου βιβλιογραφία για τη Ροτόντα). - Για τη διένεξη ανάμεσα στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και τη μονή Ακαπνίου από τα τέλη του 13 ου αι. ως τα μέσα περίπου του 14 ου αι. σχετικά με τα δικαιώματα της δεύτερης ως ἐφόρου του ναού των Ασωμάτων βλ. E. Παπαγιάννη, Μονή Ακαπνίου 125 κ.ε. 821 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ (1236). - Βλ. και R. Janin, Églises Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη ΙΙ Για την Αχειροποίητο βλ. Α. Ξυγγόπουλος, Αι περί του ναού της Αχειροποιήτου Θεσσαλονίκης ειδήσεις του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου, Τόμος Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου επί τη εξακοσιοστή επετείω της Εξαβίβλου αυτού, Επιστημονική Επετηρίς Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1950, σ (= Θεσσαλονίκεια Μελετήματα, , Θεσσαλονίκη 1999, σ ). - R. Janin, Églises 375 κ.ε. - Θ. Παπαζώτος, Ο μεγάλος ναός της Θεοτόκου στη Θεσσαλονίκη. Μία επανεξέταση των πηγών για την ιστορία της Αχειροποιήτου, Μακεδονικά 22 (1982) Ευτυχία Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Αχειροποίητος. Ο μεγάλος ναός της Θεοτόκου, [ΙΜΧΑ] Θεσσαλονίκη Ch. Bakirtzis, Urban Continuity 50-51, όπου επιπλέον βιβλιογραφία.

296 214 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου υποθέσεως μαρτυρείται και επί Μανουήλ Δούκα ( ) 822. Τέλος σε δικαστική απόφαση του 1295 αναφέρεται ότι ο πρωτοασηκρήτις Μανουήλ Νεοκαισαρείτης και η μητροπολιτική σύνοδος συγκεντρώθηκαν στον ναό του Αγίου Δημητρίου, προκειμένου να εκδικάσουν την υπόθεση: συναχθέντες πανδημεὶ ἐν τῶ ναῶ τοῦ μεγ(α)λ(ο)μάρτ(υ)ρος Δημητρ(ίου), παρόντων (καὶ) ἀμφοτέρων τῶν κρινομένων μερῶν, ἀνάκρισιν τ(ῆς) ὑποθέσ(εως) (καὶ) ἀκριβεστέραν ἐξέτασιν πεποιήμεθα 823. Σε δύο περιπτώσεις γίνεται ρητή αναφορά σύγκλησης μεικτού δικαστηρίου στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Σοφίας. Σε δικαστικό έγγραφο του 1375 αναφέρεται ότι έπειτα από αυτοκρατορική εντολή ο μητροπολίτης Δωρόθεος και ο κρατικός αξιωματούχος Γεώργιος Δούκας Τζυκανδήλης εκδίκασαν μια υπόθεση με αντιδίκους τη μονή Βατοπεδίου και την οικογένεια των Σαραντηνών σχετικά με την κυριότητα του μονυδρίου του Προδρόμου στη Βέροια. Η δίκη έλαβε χώρα στον μητροπολιτικό ναό: Ὁρισμοῦ θείου καὶ προσκυνητοῦ τοῦ κρατ(αιοῦ) καὶ ἁ(γ)ί(ου) ἡμ(ῶν) αὐθ(έν)του καὶ βασιλ(έως) πρὸς ἡμ(ᾶς) ἀπολυθέντος, παρακελευομ(έν)ου συνελθ(εῖν) καὶ ἀκοῦσαι τῆς ὑποθέσεως καὶ τὸ φαν(ὲν) ἡμῖν δίκαι(ον) ἀποφήνασθαι, συνελθόντ(ων) ἡμ(ῶν) ἐ ν τ ῇ ἁ γ ι ω τ ( ά ) τ ῃ μ ( η τ ) ρ ο π ό λ ( ε ι ) Θ ( ε σ σ α λ ο ) ν ί κ ( η ς ) παρόντων καὶ πολλ(ῶν) συγκλητικ(ῶν) ἀρχόντων, οὐκ ὀλίγ(ων) δὲ καὶ τ(ῶν) ἐκ τῆς πολιτεί(ας) 824. Η σύγκληση του μεικτού δικαστηρίου στην Αγία Σοφία θεωρούμε ότι καθιστά εύλογη την υπόθεση ότι ο χώρος του μητροπολιτικού ναού χρησιμοποιούνταν και για τις συγκλήσεις της μητροπολιτικής συνόδου. Οι αρμοδιότητες της επαρχιακής συνόδου ήταν τελετουργικές, διδακτικές και διοικητικές. Η μητροπολιτική σύνοδος είχε τη γενική εποπτεία του ποιμαντικού έργου στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής επαρχίας. Στόχος ήταν η εξέταση και διάλυση αμφισβητούμενων και αντιλεγόμενων ζητημάτων πίστεως και ευλάβειας, που τυχόν αναφύονταν, και η τήρηση κοινής στάσης, προκειμένου να επιλυθούν και να διορθωθούν με αποτελεσματικό τρόπο, η κρίση λειτουργικών βιβλίων και άλλων εκκλησιαστικών συγγραμμάτων, η εποπτεία για την εφαρμογή των εκκλησιαστικών διατάξεων, η ηθική ανάταση του ποι- 822 Βλ. Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ. 101, (1236). - Βλ. και Α. Σταυρίδου- Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη ΙΙ Βλ. Α. Iv. III (1295). - Βλ. και Γ. Θεοχαρίδης, Ματθαίος Βλάσταρις Βλ. Γ. Θεοχαρίδης, Βατοπεδινά έγγραφα αρ. 4, στ. 1-5 (1375) και σ Για τον Γεώργιο Δούκα Τζυκανδήλη βλ. PLP 12, Βλ. και Γ. Θεοχαρίδης, Βατοπεδινά έγγραφα αρ. 5, στ. 3-5 (1375): κ(α)τ(ὰ) γοῦν τ(ὸν) τοιοῦτ(ον) θεῖ(ον) ὁρισμ(ὸν) συνήλθομ(εν) ἐ ν τ ῇ ἁ γ ι ω τ ά τ ῃ μ ( η τ ) ρ ο π ό λ ε ι Θ ε σ σ α λ ο ν ( ί κ η ς ) καὶ ἅπαξ καὶ δὶς καὶ ἠκούσαμ(εν) ἕκαστα καὶ ἐξ ἀρχ(ῆς) παρ ἑκάστῳ τ(ῷ) μέρει.

297 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 215 μνίου και ο έλεγχος του ηθικού και μορφωτικού επιπέδου του κλήρου. Η διοικητική αρμοδιότητα της μητροπολιτικής συνόδου αφορούσε στην επίλυση κοινών ζητημάτων διοίκησης, που δεν άπτονταν της διοίκησης και λειτουργίας αποκλειστικά της επισκοπής. Τέτοια ζητήματα ήταν η εκλογή επισκόπων για την πλήρωση μιας κενής έδρας, η κρίση των επισκόπων, η εποπτεία για την επιμελή άσκηση του ποιμαντορικού και διοικητικού τους έργου κ.ά. Η χειροτονία των ὑποψηφίων επισκόπων αποτελεί τελετουργική αρμοδιότητα της μητροπολιτικής συνόδου 825. Η πλήρωση μιας χηρεύουσας επισκοπικής έδρας ήταν μια από τις σημαντικότερες διοικητικές εκκρεμότητες που όφειλε το συντομότερο να ρυθμιστεί. Ο επίσκοπος ενσάρκωνε την ενότητα της τοπικής εκκλησίας, αλλά αποτελούσε και τον κρίκο που εξασφάλιζε την ενότητα με τις υπόλοιπες επισκοπές. Συνεπώς η εκλογή και χειροτονία του δεν αποτελούσε αποκλειστικό θέμα της τοπικής εκκλησίας. Ο ελάχιστος αριθμός επισκόπων για την κανονική συγκρότηση συνόδου σε περίπτωση εκλογής επισκόπου ήταν τρεις. Οι συμμετέχοντες επίσκοποι κατήρτιζαν το τριπρόσωπον, δηλαδή όριζαν τρεις υποψηφίους, ενώ οι απόντες εξέφραζαν τη γνώμη τους εγγράφως ή δια αντιπροσώπων. Στη συνέχεια ο μητροπολίτης επέλεγε έναν από τους τρεις υποψηφίους και με τη συμμετοχή τουλάχιστον δυο ακόμη επισκόπων της συνόδου τελούσε τη χειροτονία Βλ. 5 ος καν. Α Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 2, ). - 9 ος καν. Αντιοχείας, P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 3, ) ος καν. Δ Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 2, 265) ος, 37 ος, 58 ος, 59 ος καν. Αποστόλων, P. Joannou, Discipline I 2 24, 26, 38, 39 (= ΡΠ 2, 45-47, 50, 75-76, 76-77). - NJ 137.4, 5 (έτ. 565). - 6 ος καν. Ζ Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 2, ). - Βλ. και Α. Αγγελόπουλος, Eπισκοπική Σύνοδος Β. Σταυρίδης, Εκκλησία Θεσσαλονίκης 59 Συνοδικός θεσμός Π. Ροδόπουλος, Κανον. Δίκαιο 135 Σύνοδος Θεσσαλονίκης Βλ. 4 ος, 6 ος καν. Α Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I 1 26, (= ΡΠ 2, , ) ος καν. Αντιοχείας, P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 3, ) ος καν. Λαοδικείας, P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 3, ). - 1 ος καν. Αποστόλων, P. Joannou, Discipline I 2 8 (= ΡΠ 2, 1-3) ος, 49 ος καν. Καρχηδ., P. Joannou, Discipline I , (= ΡΠ 3, , ). - 3 ος καν. Ζ Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 2, ). - Πρβ. 6 ος καν. Σαρδικής, P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 3, ). - Βλ. και Κ. Ράλλης, Περί του της επισκοπής προβιβασμού κατά το Δίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Βυζαντίς 2, Αθήναι , , σ. 148 Αξίωμα Μητροπολιτών Ε. Herman, Appunti sul diritto metropolitano nella Chiesa bizantina, OCP 13 (1947) , σ Η.-G. Beck, Kirche Ν. Oikonomidès, Décret synodal σ. 71 κ.ε. - J. Darrouzès, Documents P. L Huiller, A propos des élections épiscopales dans l Orient byzantin, REB 25 (1967) , σ Σ. Τρωιάνος - Γ. Πουλής, Εκκλ. Δίκαιο 235, 364 κ.ε. - Ι. Ζηζιούλας, Συνοδικός θεσμός , Π. Ροδόπουλος, Κανον. Δίκαιο J. Hussey, Church Β. Σταυρίδης, Εκκλησία Θεσσαλονίκης 57, 59 Μητροπολιτική Σύνοδος Π.

298 216 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Κατά την περίοδο που μελετούμε ήδη είχε επικρατήσει οι μητροπολίτες να εκλέγονται και να χειροτονούνται από την πατριαρχική σύνοδο 827. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την περίπτωση του πρεσβύτερου και ηγούμενου της μονής Αγ. Αρσενίου στην Αίγυπτο Θωμά, η προώθηση του οποίου στον μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης είναι προφανές ότι έγινε από την εικονόφιλη Ειρήνη την Αθηναία και τον ομόφρονα πατριάρχη Ταράσιο. Ο Θωμάς είχε εκπροσωπήσει κατά την Ζ Οικουμενική σύνοδο (787) τα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων και ήταν βέβαιο ότι θα προωθούσε τη θρησκευτική πολιτική που προέκρινε η πολιτική και εκκλησιαστική κεντρική εξουσία 828. Στις αρχές του 9 ου αι. οι Θεσσαλονικείς απέστειλαν ψήφισμα, προκειμένου να εκλεγεί μητροπολίτης ο Ιωσήφ Στουδίτης, τον οποίο γνώριζαν από το εξάμηνο περίπου διάστημα του 797 που είχε ζήσει στην πόλη εξόριστος μαζί με τον αδελφό του Θεόδωρο και άλλους οκτώ Σακκουδίτες μοναχούς. Ο λόγος της εξορίας τους ήταν η έντονη αντίδρασή τους στον αντικανονικό γάμο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ ( ) με την ερωμένη του Θεοδότη 829. Ο Θεόδωρος σε επιστολή του προς τον μοναχό Συμεών το 808 «απολογείται» και εξηγεί, γιατί οι Στουδίτες αποδέχτηκαν την εκλογή του Ιωσήφ, παρότι είχαν Μπούμης, Η διαδικασία της εκλογής των επισκόπων, Θεολογία 75 (2004) Πρβ. Patricia Karlin-Hayter, Notes Για την παρέκκλιση από τις διατάξεις του εκκλησιαστικού δικαίου και την εκλογή του επισκόπου από τον παρεπιδημούντα στην Κωνσταντινούπολη μητροπολίτη βλ. N. Oikonomidès, Décret synodal σ J. Darrouzès, Documents J. Hussey, Church Βλ. Η.-G. Beck, Kirche J. Darrouzès, Documents 11 κ.ε., ιδίως 28: «Nous ne savons pas non plus par quelles étapes est passé le statut des élections, que se sont transportées progressivement, suivant l afflux périodique des métropolites à la capitale, du synode provincial au synode supérieur». - P. Karlin-Hayter, Notes 251 κ.ε., ιδίως 256: «Je pense, comme l éditeur, qu il faut lier ce silence (ενν. du concile In Trullo sur les ordinations épiscopales) au transfert des élections à la capitale. Cela pourrait, comme il suppose, indiquer que tout se passait san problème. Je me demande si le silence du concile ne traduit pas plutot des résistances et le désir d éviter un affrontement». - Σ. Τρωιάνος - Γ. Πουλής, Εκκλ. Δίκαιο J. Hussey, Church J. Cotsonis, Saints Αντιθέτως βλ. Α. Καραθανάσης - Γ. Τριανταφυλλίδης, Σύνοδος Θεσσαλονίκης 15, που αναφέρουν ότι τον 13 ο και 14 ο αι. η εκλογή του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης γινόταν από την επαρχιακή σύνοδο με τη συμμετοχή εκπροσώπων του κλήρου και του λαού και έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα. Οι μελετητές θεωρούν ότι η εκλογή του Θεσσαλονίκης από την πατριαρχική σύνοδο επικράτησε αργότερα. - Βλ. επίσης Ο. Tafrali, Thessalonique Β. Χριστοφορίδης, Ισίδωρος Ν. Ζαχαρόπουλος, Φραγκοκρατία Ι. Πηλιλής, Οφφίκια Για το λεγόμενο μοιχικό σχίσμα, που προκάλεσε ο γάμος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ με τη Θεοδότη, και την αντίδραση των Σακκουδιτών μοναχών βλ. την ειδική μελέτη Θ. Κ. Κορρές, Το ζήτημα του δευτέρου γάμου του Κωνσταντίνου Στ. Συμβολή εις την ιστορίαν του Βυζαντίου κατά τα τέλη του Η αιώνος, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 63 κ.ε. - Βλ. επίσης P. Speck, Konstantin VI., München 1978, τ. 1, σ. 265 κ.ε.

299 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 217 έρθει σε ρήξη με τον πατριάρχη Νικηφόρο 830 : ἐπεὶ δὲ ἐλήλυθαν οἱ Θεσσαλονικεῖς, ἱκετεύοντες ὡς ἐκ πάσης τῆς πόλεως, οἵ τε δεσπόται ἡμῶν οἱ ἀγαθοὶ συνεπιτιθέμενοι τῷ ψηφίσματι, δέος ἡμῖν ἐγένετο μὴ ὑπακοῦσαι καὶ ἀντιφέρεσθαι θεῷ τε καὶ τοῖς εὐσεβέσιν ἡμῶν δεσπόταις 831. Σύμφωνα τουλάχιστον με τη μαρτυρία του Θεόδωρου Στουδίτη η συνήθεια να εκλέγεται ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης από την επαρχιακή του σύνοδο είχε σαφώς υ- ποχωρήσει. Οι Θεσσαλονικείς ήταν υποχρεωμένοι να υποβάλουν ψήφισμα στον ίδιο τον αυτοκράτορα, ώστε με τη μεσολάβηση εκείνου η πατριαρχική σύνοδος να προωθήσει τον υποψήφιο που προτιμούσαν 832. Κατά την Δ Οικουμενική σύνοδο αποφασίστηκε ότι οι μητροπολίτες από τις διοικήσεις της Ασίας, Θράκης και Καππαδοκίας θα εκλέγονταν από τις επαρχιακές τους συνόδους και θα ανέφεραν στον Κωνσταντινουπόλεως το αποτέλεσμα της εκλογής. Στη συνέχεια εκείνος θα αποφάσιζε αν ο υποψήφιος μητροπολίτης θα μετέβαινε στην πρωτεύουσα, προκειμένου να χειροτονηθεί ή αν η χειροτονία του θα τελούνταν στην επαρχία του από τους υποκείμενους επισκόπους 833. Κατά τον J. Darrouzès η συνήθεια να εκλέγονται οι μητροπολίτες από την πατριαρχική σύνοδο ήταν επακόλουθο της συνήθειας να χειροτονούνται στην πρωτεύουσα 834. Το γεγονός πάντως ότι το Ιλλυρικό υπήχθη στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης αργότερα μπορεί να δικαιολογήσει ως ένα βαθμό και για ένα διάστημα παρεκκλίσεις από την συνήθη πρακτική. Συγκεκριμένα, καθώς οι Στουδίτες απέφευγαν να συλλειτουργούν με τον πατριάρχη, ο Θεόδωρος τονίζει ότι ο Ιωσήφ δεν θα πρόδιδε τη στάση τους, δεδομένου ότι δεν θα χειροτονούνταν από εκείνον: λογισάμενοι ὅτι δυνατός ἐστιν, ἡνίκα ὑπὸ τῶν οἰκ είων ἐπ ισκόπ ων ἡ χε ιρ οτ ον ία γίγνεται, φυγεῖν 830 Οι Στουδίτες μοναχοί είχαν εκδηλώσει ευθαρσώς την αντίθεσή τους, όταν τον πατριαρχικό θρόνο κατέλαβε ο Νικηφόρος Α ( ), που δεν κατείχε πρωτύτερα κανένα βαθμό ιεροσύνης. - Βλ. P. J. Alexander, The Patriarch Nicephorus of Constantinople. Ecclesiastical Policy and Image Worship in the Byzantine Empire, Oxford 1958, σ. 65 κ.ε. - Θ. Κορρές, Λέων Ε 58 σημ Βλ. Θεόδ. Στουδίτης, Επιστολαί Ε. Χρυσός, Μονή Στουδίου (υπό έκδοση). 832 Πρβ. J. Darrouzès, Documents 13, 15, που επισημαίνει ότι υπήρχαν πόλεις τον 10 ο αι. που είχαν διατηρήσει το αρχαίο προνόμιο να εκλέγεται ο μητροπολίτης τους από την επαρχιακή σύνοδο. Ωστόσο ο πατριάρχης μπορούσε να υποδείξει έναν υποψήφιο, χωρίς αυτό να επηρεάσει την τελική κρίση της επαρχιακής συνόδου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και τον 11 ο αι. υπάρχουν φωνές που υπερασπίζονται το δικαίωμα ο λαός και ο κλήρος να επιλέγουν τον μητροπολίτη της πόλης τους (βλ. Νικήτα μητροπολίτου Αμασείας, Περὶ τῆς ἐν τῷ πατριαρχείῳ γινομένης φιλονεικίας διὰ τὰς ψήφους, έκδ. J. Darrouzès, Documents 160 κ.ε.). - Βλ. και P. Karlin-Hayter, Notes 249, J. Hussey, Church Βλ. ACOe II/1/iii, Βλ. και P. Karlin-Hayter, Notes Βλ. J. Darrouzès, Documents 12, 15.

300 218 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου τὸν προκείμενον κίνδυνον. Φαίνεται λοιπόν ότι στις αρχές του 9 ου αι. οι επίσκοποι που υπάγονταν στη μητροπολιτική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης διατηρούσαν ακόμη το δικαίωμα να τελούν έστω τη χειροτονία του νέο-εκλεγέντα μητροπολίτη 835. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς έπαψε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης να χειροτονείται στην έδρα του από τους επισκόπους της εκκλησιαστικής του περιφέρειας. Πάντως δεν φαίνεται να είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις ήδη από τα τέλη του 8 ου αι. οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης προέρχονται από τις τάξεις των πατριαρχικών αξιωματούχων ή πρόκειται για άτομα γνωστά στο αυτοκρατορικό περιβάλλον και στους εκκλησιαστικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Άλλωστε σύμφωνα με τη μαρτυρία του Συμεών Θεσσαλονίκης καὶ αὐτὸν τὸν ἀρχιερέα, ὡς ἔθος ἀρ χαῖον, παρὰ τοῦ τῆς Κωνσταντίνου ὀρθοδόξου δὴ πατριάρχου καὶ τῆς συνόδου χειροτονεῖσθαι 836. Η επαρχιακή σύνοδος λειτουργούσε επίσης ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο για διενέξεις μεταξύ των υποκείμενων επισκόπων και για κατηγορίες εις βάρος τους, ενώ ως δευτεροβάθμιο για πρεσβυτέρους, διακόνους και μοναχούς, που είχαν ήδη κριθεί από το επισκοπικό δικαστήριο 837. Μέλη της συνόδου ήταν μόνο οι επίσκοποι της επαρχίας. Ωστόσο δεν αποκλείεται η συμμετοχή μελών του ανώτατου κλήρου. Οι τελευταίοι απλώς παρίστανται ή υποβοηθούν το έργο των δικαστών ή ενεργούν απλώς ως σύμβουλοι. Το δικαίωμα 835 Βλ. Θεοδ. Στουδίτης, Επιστολαί (έτ. 808). - Βλ. επίσης P. Karlin-Hayter, Notes 253: «Il semblerait que même l ordination pouvait parfois se faire dans l éparchie : beaucoup d églises y tenaient, et Constantinople évitait de provoquer, en brusquant les choses, un mouvement de révolte aux conséquences imprévisibles». 836 Βλ. Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα πολιτικο-ιστορικά Β8, (1427/1428). 837 Βλ. 6 ος καν. Β Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 2, ). - 9 ος καν. Δ Οικ. συν, P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 2, ). - NJ 137.4, 5 (έτ. 565). - 6 ος καν. Ζ Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 2, ). - 6 ος, 12 ος, 14 ος, 20 ος καν. Αντιοχείας, P. Joannou, Discipline I 2 109, 114, , (= ΡΠ 3, 138, , , 162). - 3 ος, 4 ος, 14 ος καν. Σαρδικής, P. Joannou, Discipline I , (= ΡΠ 3, , ) ος, 74 ος, 75 ος καν. Αποστόλων, P. Joannou, Discipline I 2 26, (= ΡΠ 2, 50-52, 93-97) ος, 15 ος, 19 ος, 20 ος, 26 ος, 28 ος, 29 ος καν. Καρχηδ., P. Joannou, Discipline I , , , 242, (= ΡΠ 3, , , , , ). - Σχόλια Ζωναρά και Βαλσαμώνος σε 26 ο (34 ο ) καν. Καρχηδ., ΡΠ 3, ΡΠ 5, κ.ε. V. Grumel, Reg. 835 (1028). - Βλ. και Ν. Μίλας, Εκκλησιαστικόν δίκαιον H.-G. Beck, Kirche Σ. Τρωιάνος, Δικονομία Α. Αγγελόπουλος, Eπισκοπική Σύνοδος Β. Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός Π. Ι. Μπούμης, Κανονικόν Δίκαιον, Αθήνα 1991, σ Για τη διαδικασία που ακολουθείται κατά την εκδίκαση υποθέσεων εκκλησιαστικού δικαίου βλ. Σ. Τρωιάνος, Διαδικασία 9 κ.ε.

301 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 219 ψήφου ωστόσο ανήκει μόνο στους επισκόπους 838. Έτσι το 1295 σε δικαστική απόφαση του πρωτοασηκρήτις Μανουήλ Νεοκαισαρείτη και της μητροπολιτικής συνόδου οι επίσκοποι αναφέρονται ως συνεδριάζοντες, ενώ οι εκκλησιαστικοί άρχοντες, δηλαδή οι μητροπολιτικοί οφφικιάλιοι, ως συμπαρόντες 839. Ορισμένες υποθέσεις που δεν ήταν αμιγώς εκκλησιαστικές μπορούσαν με αυτοκρατορική εντολή να κριθούν από μεικτό δικαστήριο. Όπως επισημαίνει ο Βαλσαμών, τὸ μέν τοι ζητῆσαι συνδικαστὴν πολιτικὸν διὰ προστάξεως βασιλικῆς, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, οὐκ ἔστι κεκωλυμένον, καὶ μᾶλλον ὅταν χρηματική ἐστιν ἡ ὑπόθεσις, ἡ μέλλουσα λαληθῆναι συνοδικῶς 840. Από πατριαρχική επιστολή του 1028, που απηύθυνε ο Αλέξιος Στουδίτης ( ) στον Θεοφάνη Θεσσαλονίκης, πληροφορούμαστε ότι ο μητροπολίτης είχε ζητήσει από τον πατριάρχη την άδεια να εκδικάσει δύο υποθέσεις μαζί με τον θεματικό κριτή, προφανώς διότι επρόκειτο για αστικές διαφορές, οπότε κατά βάση είχε αρμοδιότητα ο κριτής του θέματος. Δεν γνωρίζουμε επακριβώς τα ζητήματα που ανέκυψαν, παρά μόνο ότι η μία υπόθεση αφορούσε ένα πρόσκτισμα του ναού του Αγίου Δημητρίου και η άλλη μια δωρεά προς τον ναό των Αγίων Αποστόλων: περὶ δὲ τοῦ ἑτέρου γράμματος, ἐν ᾧ ἥ τε τοῦ λοετροῦ τοῦ ἁγίου Δημητρίου ὑπόθεσις ἀνεγράφετο, καὶ περὶ τοῦ χρυσίου τοῦ δοθέντος παρὰ τοῦ πατρικίου ἐκείνου τοῦ Χάλδου ἐν τῷ ναῷ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων πρὸς τὸ ἀνεκποίητον συντηρεῖσθαι καὶ ἐκ τοῦ τόκου αὐτοῦ φωταγωγεῖσθαι τὸν τοιοῦτον ναόν, γραφὴν ἐξαπεστείλαμεν κατὰ τὴν ὑμετέραν αἴτησιν πρὸς τὸν τοῦ θέματος δικαστήν, ὡς ἂν μεθ ὑμῶν συνεδριάσῃ καὶ κινηθῶσιν αἱ τοιαῦται ὑποθέσεις 841. Εκτός από υποθέσεις εκκλησιαστικού δικαίου η μητροπολιτική σύνοδος εκδίκαζε και υποθέσεις αστικού δικαίου. Η αυτοκρατορική νομοθεσία ήδη από τον 4 ο αι. είχε αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστη- 838 Βλ. Ι. Ζηζιούλας, Συνοδικός θεσμός Β. Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός Βλ. και Ο. Tafrali, Thessalonique Σ. Νταγιούκλας, Διοίκηση Βλ. επίσης Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Δικαστήρια Βλ. Α. Iv. III , 5-8 (1295). - Βλ. και P. Lemerle, Τribunal synodal Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά το α μισό του 14 ου αι. ο δικαιοφύλακας και οικονόμος της μητρόπολης, ο χαρτοφύλακας και ο σακελλίου διενήργησαν την προκαταρκτική εξέταση για κατηγορίες που διατυπώθηκαν εις βάρος του Χιόνιου ότι είχε αιρετικά φρονήματα και κλίσεις προς τον ιουδαϊσμό. Αφού διαπίστωσαν ότι οι κατηγορίες ήταν αληθείς, παρέπεμψαν την υπόθεση στον αυτοκράτορα, δεδομένου ότι ο μητροπολιτικός θρόνος ήταν εν χηρεία. - Βλ. PRK III, αρ. 111, στ. 1-12, J. Darrouzès, Reg ( ). 840 Βλ. και Σχόλιο Βαλσαμώνος στον 15 ο καν. Καρχηδ., ΡΠ 3, Βλ. και Μ. Angold, Church P. Lemerle, Τribunal synodal Α. Καραθανάσης - Γ. Τριανταφυλλίδης, Σύνοδος Θεσσαλονίκης Βλ. Ψῆφος πατριάρχου Ἀλεξίου V. Grumel, Reg. 831, 832 (1027).

302 220 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ρίων προς επίλυση ιδιωτικών διαφορών, αρχικά με διαιτητικό χαρακτήρα (audientia episcopalis) και στη συνέχεια, από τα τέλη του 11 ου αι., ως κανονικό δικαιοδοτικό όργανο για υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου 842. Ακόμη πιο διευρυμένος αναδεικνύεται ο δικαστικός ρόλος της μητροπολιτικής συνόδου στα μέσα της ύστερης βυζαντινής περιόδου. Από τον 13 ο αι. και εξής, μέσα σε ένα κλίμα πολιτικής αστάθειας, χαλάρωσης των διοικητικών και οικονομικών θεσμών και πλημμελούς λειτουργίας του πολιτικού δικαιοδοτικού συστήματος ο θεσμός της εκκλησίας αναδεικνυόταν ως παράγοντας σταθερότητας, εγγύησης και αξιοπιστίας και ερχόταν να καλύψει την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού στην απονομή δικαιοσύνης 843. Η μητροπολιτική σύνοδος Θεσσαλονίκης ή ο μητροπολίτης της εμφανίζονται στις πηγές να εκδικάζουν ποικίλες υποθέσεις αστικού δικαίου (υποθέσεις κωλύματος γάμου, διαζυγίων, προίκας, κληρονομικών ζητημάτων, κτηματικών και άλλων οικονομικής φύσεως διαφορών μεταξύ κοσμικών, κληρικών ή μοναχών) 844, ενώ συχνά βοηθούν και στη συμβιβαστική επίλυσή τους Βλ. Α. Χριστοφιλόπουλος, Δικαιοδοσία 192 κ.ε. - Σ. Τρωιάνος, Δικονομία 8 κ.ε. - Ε. Παπαγιάννη, Νομολογία Α. Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης 25-27, όπου συγκεντρωμένη η σχετική βιβλιογραφία. - Για τη διαδικασία που ακολουθούσε το εκκλησιαστικό δικαστήριο κατά την επίλυση ιδιωτικών διαφορών βλ. Σ. Τρωιάνος, Δικονομία 79 κ.ε. Διαδικασία 53 κ.ε. - Για την εκδίκαση υποθέσεων περιουσιακού δικαίου από εκκλησιαστικά δικαστήρια της βυζαντινής αλλά και της μεταβυζαντινής περιόδου βλ. την ειδική μελέτη της Ελευθερίας Παπαγιάννη, Νομολογία Ι-ΙΙ. 843 Βλ. P. Lemerle, Τribunal synodal 318 κ.ε. - Α. Αγγελόπουλος, Eπισκοπική Σύνοδος Ε. Παπαγιάννη, Νομολογία Ι Α. Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης Πρβ. L. Maksimović, Μακεδονία 201 και σημ. 48. Για το ζήτημα του νομικού ή διαιτητικού χαρακτήρα της ανάμειξης της Εκκλησίας στην επίλυση ιδιωτικών διαφορών από τον 11 ο αι. κ.ε. βλ. Α. Χριστοφιλόπουλος, Δικαιοδοσία P. Lemerle, Τribunal synodal , D. Simon, Witwe Sachlikina gegen witwe Horaia, Fontes Minores 6, Frankfurt a. M. 1984, σ , ιδίως σ. 353 σημ Ε. Παπαγιάννη, Νομολογία Ι. 9 σημ Α. Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης 296 σημ Βλ. Δημ. Χωματηνός αρ. 106, στ , (1236). - Α. Ζο (1267). - A. Iv. III , (1295). - Β. Katsaros, Documents αρ. 4 και σ A. Va. Ι (1317). - Chil. αρ. 129 (1339). - Α. Doch (1381) και σ Α. Doch. αρ. 49 (1384) βλ. και (1419) και σ. 254, 261, ΜΜ 2, αρ. 485, , , κ.ε. J. Darrouzès, Reg (Μάιος 1395). - ΜΜ 2, αρ. 664, , J. Darrouzès, Reg (1400). - MM 2, αρ. 661, J. Darrouzès, Reg (1401). - Α. La. IIΙ. αρ. 156 (1404). - Α. Doch. αρ. 55 (1416) και σ Α. Xén. αρ. 32 (1419). - Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα θεολογικά Β18. - Βλ. ακόμη ΜΜ 1, αρ. 309, ιδίως , J. Darrouzès, Reg (Μάιος 1371). 845 Βλ. Chil , (1374). - ΜΜ 2, αρ. 454, J. Darrouzès, Reg (1394). - Α. Doch (1419) και σ (1419). - Για τη συμβιβαστική επίλυση των διαφορών βλ. την ειδική μελέτη της Δ. Παπαδάτου, Συμβιβαστική επίλυση.

303 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 221 Επίσης μαρτυρούνται αρκετές περιπτώσεις κατά τις οποίες μια υπόθεση κρίνεται από μεικτό δικαστήριο υπό την προεδρία του διοικητή της πόλης ή του μητροπολίτη, με τη συμμετοχή των υποκείμενων επισκόπων και την παρουσία κοσμικών και εκκλησιαστικών αρχόντων, προκειμένου να θεωρηθεί ακόμη πιο αξιόπιστη η απόφαση 846. Από δικαστικό έγγραφο του Δημητρίου Χωματηνού του 1236 πληροφορούμαστε ότι, ακόμη και κατά την περίοδο της λατινοκρατίας και παρότι ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Μεσοποταμίτης ήταν εξόριστος, η λειτουργία του μεικτού δικαστηρίου συνεχίστηκε. Συγκεκριμένα, όταν η εξουσία περιήλθε στη φιλο-βυζαντινή χήρα του Βονιφάτιου Μομφερρατικού αντιβασίλισσα Μαρία-Μαργαρίτα, που είχε χρηματίσει σύζυγος του Ισαακίου Β Αγγέλου ( ) και γνώριζε το βυζαντινό διοικητικό σύστημα, η πολιτική εξουσία ανατέθηκε στον Βυζαντινό Γεώργιο Φραγγόπουλο, ο οποίος τὴν δουκικὴν τῆς Θεσσαλονίκης διεῖπεν ἀρχὴν καὶ ἐπὶ συνεδρίου τῶν τηνικάδε ἐπιδημούντων τῇ πόλει ταύτῃ ἀρχιερέων τὰς πολιτικὰς διεξῆγε δίκας, ἄρα γε τότε οὐδὲ φόβος θανάτου ἢ κολάσεων κατὰ τῶν ἀθώων εἶχε παρρησιάζεσθαι ε ἰ ς τ ο ῦ τ ο γ ὰ ρ κ α τ ὰ τ ὸ ε ἰ κ ὸ ς κ α ὶ ἡ τ ῶ ν ἀ ρ χ ι ε ρ έ ω ν σ υ ν ε δ ρ ί α π α ρ ε λ α μ β ά ν ε τ ο 847. Το χωρίο μας πληροφορεί ότι η συμμετοχή των επισκόπων στη δικαστική διαδικασία διασφάλιζε την αξιοπιστία της απόφασης. Το ίδιο έγγραφο του Χωματηνού περιλαμβάνει και μία ακόμη ενδιαφέρουσα περίπτωση μεικτού δικαστηρίου, κατά την οποία υπήρξε διχογνωμία μεταξύ των πολιτικών και εκκλησιαστικών συνέδρων: Καὶ δὴ ἐπὶ τῇ ἀγωγῇ ταύτῃ τρία συνέστησαν δικαστήρια τὸ μὲν πρῶτον παρὰ τῷ παναγιωτάτῳ μητροπολίτῃ Θεσσαλονίκης τὸ δεύτερον δὲ παρὰ τῷ μεγαλυπερόχῳ δουκὶ Θεσσαλονίκης κυρῷ Ἀλεξίῳ τῷ Πηγονίτῃ, συνδικάζοντα ἔχοντι ἀρχιερατικά τε καὶ ἀρχοντικὰ πρόσωπα, οὗ δὴ καὶ διχῇ διαιρεθέντος ἐν τῷ διαφωνῆσαι τοὺς δικαστάς, τὸ μὲν ἓν μέρος, δηλονότι τό <τοῦ> δουκός, εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῷ προλαβόντι ἀπόφασιν ἔληξε, θάτερον δὲ ἀσύμφωνα τούτοις καὶ καθ ἡμῶν φερόμενα, ἐγνωμάτευσε. Τό γε μὴν τρίτον, παρὰ τῷ βήματι τοῦ ἐν ἡμῖν κρατοῦντος κρατίστου δεσπότου καὶ βασιλέως κυροῦ Μανουὴλ τοῦ Δοῦκα κροτηθέν, ῥαγδαῖον 846 Βλ. Δημ. Χωματηνού, Πονήματα αρ. 106, στ , , (1236). - A. Iv. III. 67 αρ. (1295). - A. Va. Ι κ.ε. (1317) και αρ. 49 (1317). - Chil. αρ. 54 (1320). - Α. Ζο κ.ε κ.ε. (1369). - Για τα μεικτά δικαστήρια βλ. P. Lemerle, Τribunal synodal Σ. Τρωιάνος, Δικονομία Γ. Θεοχαρίδης, Βατοπεδινά έγγραφα σ. 75, Δ. Παπαδάτου, Συμβιβαστική επίλυση Α. Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης Βλ. Δημ. Χωματηνού, Πονήματα αρ. 106, στ (1236).

304 222 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ἐχώρησε καθ ἡμῶν 848. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι φαίνεται να υπάρχει ένα είδος ισοτιμίας ανάμεσα στους κοσμικούς και εκκλησιαστικούς συνδικαστές, δεδομένου ότι δεν φαίνεται να υπερίσχυσε τὸ τοῦ δουκός μέρος 849. Έτσι η υπόθεση τέθηκε στη συνέχεια στην κρίση του δεσπότη Μανουήλ Δούκα. Όπως επισημαίνει ο J. Darrouzès, ενδεικτικό της έντονης δικαστικής δραστηριότητας που ανέπτυξε η μητροπολιτική σύνοδος είναι ότι τον 14 ο αι. παρατηρείται σύγχυση μεταξύ των όρων σύνοδος και δικαστήριο. Έτσι, αν και ορισμένες υποθέσεις δεν κρίνονται από τη σύνοδο αλλά μόνο από τον μητροπολίτη παρισταμένων των ανωτάτων οφφικιαλίων της μητρόπολης, ωστόσο στο δικαστικό έγγραφο αναφέρεται ότι η εκδίκαση έγινε από τον αρχιερέα συνοδικῶς προκαθημένου 850. Ο μελετητής μάλιστα επισημαίνει ότι το γεγονός συνιστά μια εξέλιξη στη δικαστική πρακτική στα τέλη του 14 ου - αρχές 15 ου αι. Υποθέσεις δηλαδή που ως το πρόσφατο παρελθόν, στις αρχές δηλαδή του 14 ου αι., κρίνονταν συνοδικά, με τη συμμετοχή των υποκείμενων επισκόπων ως συνέδρων, πλέον εκδικάζονταν μόνο από τον μητροπολίτη με την παρουσία των εκκλησιαστικών αρχόντων ως βοηθητικού και συμβουλευτικού οργάνου Βλ. Δημ. Χωματηνού, Πονήματα αρ. 106, στ (1236). 849 Βλ. και Α. Iv. III (1295). Στην αρχή του δικαστικού εγγράφου οι συμμετέχοντες στο μεικτό δικαστήριο εκκλησιαστικοί οφφικιάλιοι και οι κοσμικοί άρχοντες μνημονεύονται χωριστά ως διακριτές ομάδες: συμπαρόντων (καὶ) θεοφιλεστάτων ἐκκλησιαστ(ικῶν) ἀρχόντων, τοῦ μεγ(ά)λ(ου) οικονόμου κυ(ροῦ) Δημητρ(ίου) τοῦ Βεάσκου, τοῦ μεγ(ά)λ(ου) σκευοφύλακο(ς) κυ(ροῦ) Πέτρ(ου) τοῦ Βουλξάνου, τοῦ σακελλίου κυ(ροῦ) Ἰω(άνν)ου τοῦ Περδικαρίου, τοῦ πρωτεκδίκου κυ(ροῦ) Πέτρου τοῦ Τζίσκου (καὶ) τοῦ πρωτονοτ(α)ρ(ίου) κυ(ροῦ) Δημητρ(ίου) τοῦ Ἑρμογένους, παρουσία (καὶ) τοῦ πανσε(βάστ)ου σε(βαστ)ου κυ(ροῦ) Ἰω(άνν)ου τοῦ Σπαριτηνοῦ, τοῦ αὐταδέ(λφ)ου αὐτοῦ τοῦ πανσε(βάστ)ου σε- (βαστ)οῦ κυ(ροῦ) Ἀνδρον(ίκ)ου, τοῦ Φιλαρέτου κυ(ροῦ) Καλοῦ, τοῦ λογιωτ(ά)τ(ου) κυ(ροῦ) Γεωργ(ί)ου τοῦ Φοβηνού, τοῦ Ἀγγέλου κυ(ροῦ) Θε(οδώ)ρ(ου) (καὶ) τοῦ αὐταδέ(λφ)ου αὐτ(οῦ) κυ(ροῦ) Γεωργ(ίου). 850 Βλ. Α. La. IIΙ. αρ. 156 (1404). - Βλ. και Α. Xén. αρ. 32 (1419) και ιδίως στ. 2-3: καὶ πρότερον μ(ὲν) ἐνεκλήτευσαν, ἐνταῦθα παραγενόμ(εν)οι, συνοδικῶς προκαθημ(έν)ου τοῦ παναγιωτ(ά)του ἡμῶν αὐθ(έν)τ(ου) καὶ δεσπότου τοῦ θειοτ(ά)του μ(ητ)ροπολίτου Θεσσαλονίκης ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου πάσης Θετταλί(ας) κυ(ροῦ) Συμεών, στ. 5-6: καὶ μέντοι ἐπανελθόντες ἐνταῦθα ἀρτίως καὶ συνοδικῶς αὖθις κ(α)τὰ τῶν τοῦ Δαδᾶ υἱῶν ἐγκλητεύσαντες καὶ συχνὸν ἐν τῆ συνόδω διατρίψαντες καιρόν, στ : καὶ τῆ συνόδω μ(ὲν) οὐκ ἤθελον παραβαλεῖν, μόνον δὲ κελλικῶς παρεγένοντο, καὶ διά τινων πολλάκις πολλὰς ἐξόδους ὑπὲρ τῶν οἰκημ(ά)τ(ων) καταβαλλέσθαι ἔλεγον. Δια τοῦτο διέκριν(εν) ὁ παναγιώτ(α)τος ἡμῶν αὐθ(έν)τ(ης) καὶ δεσπότ(ης) ἐκ τῶν δύο τουτωνὶ. Στην απόφαση δεν αναφέρονται ως συμμετέχοντες, ούτε υπογράφουν επίσκοποι, παρά μόνο ο μέγας οικονόμος, ο μέγας σακελλάριος, ο μέγας χαρτοφύλαξ και ο σακελλίου της μητρόπολης. 851 Βλ. J. Darrouzès, Βιβλιοκρισία «Lavra II»

305 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 223 Το φαινόμενο είναι προφανώς αποτέλεσμα προσαρμογής στις ταραγμένες πολιτικο-στρατιωτικές συνθήκες της εποχής, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η κατάληψη της βυζαντινής Μακεδονίας από τους Οθωμανούς 852. Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης συγκεκριμένα, το 1372 άρχισαν οι επιδρομές των Τούρκων γαζήδων, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, το 1383 ξεκίνησε πενταετής πολιορκία έως το 1387, οπότε η πόλη παραδόθηκε στους Οθωμανούς. Από το 1387 έως το 1391 η Θεσσαλονίκη τελεί υπό καθεστώς αυτοδιοίκησης, ενώ από το 1394 έως το 1403 γνωρίζει καθεστώς πλήρους κατοχής 853. Είναι σαφές λοιπόν ότι οι συνθήκες δεν επέτρεπαν την ασφαλή μετακίνηση των επισκόπων και άρα την τακτική σύγκληση της επαρχιακής συνόδου 854. Βέβαια το 1401 ο πατριάρχης Ματθαίος καλεί τον μητροπολίτη Γαβριήλ να κρίνει δύο υποθέσεις κανονικῶς τε καὶ συνοδικῶς 855. Επρόκειτο πάντως για ζητήματα που μπορούσαν να κριθούν από τον ίδιο τον μητροπολίτη και δεν απαιτούνταν η σύγκληση της επαρχιακής συνόδου. Η σύσταση του πατριάρχη να συγκροτηθεί συνοδικό δικαστήριο ενισχύει τη θέση του J. Darrouzès ότι στα τέλη του 14 ου - αρχές 15 ου αι. συγχέονται οι όροι σύνοδος και 852 Δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες από τις πηγές σχετικά με το πότε οι Οθωμανοί κατέλαβαν τις πόλεις που υπάγονταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Πριν από την οριστική κατάκτησή τους προηγήθηκε μια περίοδος αστάθειας, κατά την οποία εναλλάσσονται φάσεις κατοχής και αυτοδιοίκησης. - Βλ. ανωτ. σ Για τις τουρκικές επιθέσεις από το 1372 κ.ε., την πολιορκία της πόλης το και την κατοχή ως το 1403 βλ. G. Dennis, Manuel II , 61 κ.ε. The Second Turkish Capture of Thessalonica 1391, 1394 or 1430, BZ 57 1 (1964) Α. Ε. Βακαλόπουλος, Zur Frage der zweiten Einnahme Thessalonikis durch die Türken , BZ 61 (1968) (= Παγκαρπία, σ ). - Του ιδίου, Quelques problèmes relatifs à la résistance de Manuel II Paléologues contre les Turcs Ottomans dans la Macédoine grecque ( ), Actes du Ier Congrès International d Études Balkaniques et Sud-Est Européennes, Sofia 1969, τ. 3, σ (= Παγκαρπία, σ ). - Του ιδίου, Προβλήματα της ιστορίας της Θεσσαλονίκης κατά τα τέλη του 14 ου και αρχές του 15 ου αι., Πρακτικά Συμποσίου «Η Θεσσαλονίκη μεταξύ Ανατολής και Δύσεως», 30 Οκτωβρίου-1 Νοεμβρίου 1980, [Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών - Μακεδονική Βιβλιοθήκη 59] Θεσσαλονίκη 1982, σ Π. Κατσώνη, Κατακτήσεις 151 κ.ε., όπου και πλούσια βιβλιογραφία. 854 Πρβ. Π. Ροδόπουλος, Σύνοδος Θεσσαλονίκης 181: «Υπήρξαν βεβαίως βραχείαι χρονικαί περίοδοι, κατά τας οποίας διεταράχθη και ανεστάλη προσωρινώς η κανονική διοίκησις της Μακεδονίας και της εκκλησιαστικής επαρχίας Θεσσαλονίκης λόγω π.χ. Λατινοκρατίας, ή λόγω επιδρομών. Η διατάραξις όμως υπήρξε προσωρινή και ολιγοχρόνιος. Η επαρχιακή μητροπολιτική σύνοδος Θεσσαλονίκης, ως θεσμός υπό το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, υπήρξε συνεχής και ζώσα δια μέσου των αιώνων». 855 Βλ. MM 2, αρ. 661, J. Darrouzès, Reg (1401): σύνοδον καὶ αὐτὸς τοπικὴν αὐτόθι τῶν ὑπό σε συναγαγὼν καὶ τοῖς κανόσι καὶ τοῖς διαγνωσθεῖσιν ἐνταῦθα εἰς τὰ ῥηθέντα ἀκόλουθα διαπραξάμενος : δίκαιόν ἐστι, κανονικῶς τε καὶ συνοδικῶς κριθῆναι τὸν χαρτοφύλακα ὃ εἰ μὴ σὺ ποιήσεις, συνοδικῶς ἐνταῦθα καὶ τὸν περὶ τούτου λόγον ἀποδώσεις, ἐνεχόμενος καὶ αὐτός, ὡς ὁ τοῦτο ποιήσας.

306 224 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου δικαστήριο. Άλλωστε η ίδια συγκεχυμένη κατάσταση επισημαίνεται και στο πλαίσιο λειτουργίας του πατριαρχικού δικαστηρίου 856. Αν και το 1403 η Θεσσαλονίκη απαλλάχθηκε από την τουρκική κατοχή, ωστόσο οι συνθήκες εξακολουθούσαν να είναι ταραγμένες 857 και δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν επαναλειτούργησε τακτικά η μητροπολιτική σύνοδος. Εξάλλου το 1412 και το 1416 η πόλη πολιορκείται ξανά 858. Πάντως, έστω και εκτάκτως η σύνοδος θα πρέπει να εξακολουθούσε να συγκαλείται. Απόδειξη αποτελεί ο επισκοπικός κατάλογος της Ιερισσού, όπου φαίνεται η αδιάλειπτη διαδοχή των αρχιερέων, που βέβαια όφειλαν να εκλεγούν από τη σύνοδο και να χειροτονηθούν από τον μητροπολίτη με τη συμμετοχή δύο τουλάχιστον επισκόπων 859. Ωστόσο η παρατήρηση του Ι. Φουντούλη ότι η επαρχιακή σύνοδος δεν πρέπει να λειτουργεί από το 1422, οπότε η Θεσσαλονίκη τελεί υπό συνεχή κατάσταση πολιορκίας, και από τα μέσα Σεπτεμβρίου 1423, οπότε παραδόθηκε στους Βενετούς, είναι προφανώς ορθή 860. Κλείνοντας αξίζει να σημειωθεί ότι δεν γνωρίζουμε πολλές υποθέσεις από την εκκλησιαστική επαρχία της Θεσσαλονίκης που να εκδικάστηκαν από την πατριαρχική σύνοδο. Η κανονική συγκρότηση της μητροπολιτικής συνόδου ως τα τέλη σχεδόν της βυζαντινής περιόδου διασφάλιζε την αυτόνομη διαχείριση των υποθέσεων της εκκλησιαστικής της περιφέρειας και αποτρεπόταν κατά το δυνατό η επέμβαση του πατριάρχη στα εσωτερικά της 861. Βέβαια τον Απρίλιο του 1363 ο πατριάρχης Κάλλιστος και η πατριαρχική σύνοδος έκρινε υπόθεση στην οποία ο επίσκοπος Πλαταμώνος κατηγορούνταν για επεμβάσεις στη επισκοπή Λητής. Η υπόθεση φαίνεται ότι εκκρεμούσε ήδη επί αρχιερατείας Νείλου Καβάσιλα (1361-τέλη 1362), ο οποίος πιθανότατα δεν πρόλαβε να εγκατασταθεί στην έδρα του και να αναλάβει τα μητροπολιτικά του καθήκον- 856 Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 141 κ.ε. Βιβλιοκρισία «Lavra II» Βλ. Α. Βακαλόπουλος, Μακεδονία 72 κ.ε. 858 Βλ. Ά. Παπάζογλου, Η πολιορκία της Θεσσαλονίκης του 1416 και η συνθήκη ειρήνης μεταξύ του Ιωάννη Η Παλαιολόγου και του Μωάμεθ Α, Θεσσαλονίκη 3, [Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης] Θεσσαλονίκη 1992, σ Βλ. D. Papachryssanthou, Hiérissos Βλ. επίσης Ν. Παπαδημητρίου, Επισκοπή Πλαταμώνος Βλ. Ι. Φουντούλης, Θεσσαλονίκη Για τη σύντομη διάρκεια της βενετοκρατίας στη Θεσσαλονίκη και το καθεστώς που επεβλήθη βλ. Α. Ε. Βακαλόπουλος, Συμβολή στην ιστορία της Θεσσαλονίκης επί βενετοκρατίας ( ), Τόμος Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου επί τη εξακοσιετηρίδι της Εξαβίβλου αυτού ( ), Επιστημονική Επετηρίς Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών ΑΠΘ, τ. 6 Θεσσαλονίκη 1952, σ (= Παγκαρπία, σ ) Α. Βακαλόπουλος, Μακεδονία 75 κ.ε. - Α. Αγγελόπουλος, Συμεών 63 κ.ε. 861 Αντιθέτως βλ. Π. Ροδόπουλος, Σύνοδος Θεσσαλονίκης 181: «Διετηρήθησαν επίσης αι επαρχιακαί μητροπολιτικαί σύνοδοι υπό την προεδρίαν των μητροπολιτών. Αι σπουδαίαι όμως υποθέσεις της εκκλησιαστικής των περιφέρειας διεξήγοντο πλέον υπό των πατριαρχικών συνόδων».

307 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 225 τα. Πάντως μεταξύ των μελών της πατριαρχικής συνόδου ήταν και ο προσφάτως εκλεγμένος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Αντώνιος ( αρχές 1371) 862. Ακόμη στις αρχές του 15 ου αι. εντοπίζουμε στις πηγές ορισμένες εκκλησιαστικές και ιδιωτικές υποθέσεις από την περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, που κρίθηκαν από την πατριαρχική σύνοδο, καθώς ένας από τους ενδιαφερομένους παρέκαμψε τη μητροπολιτική σύνοδο 863. Στις περιπτώσεις αυτές παρατηρείται διχοτόμηση της δικαστικής διαδικασίας, καθώς η πατριαρχική σύνοδος διατυπώνει τη θεωρητική λύση της υπόθεσης, τη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, ενώ ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και η σύνοδός του περιορίζονται στη συμπλήρωση της ελάσσονος πρότασης του νομικού συλλογισμού και του συμπεράσματος, καλούνται δηλαδή απλώς να διερευνήσουν το αληθές των περιστατικών και να εφαρμόσουν την πατριαρχική απόφαση: ε ἴ π ε ρ ο ὖ ν ἔ χ ε ι ο ὕ τ ω ς, ὡς ἠκούσαμεν ἀκολούθησον κατὰ πάντα τῇ συνοδικῇ τε καὶ κανονικῇ ταύτῃ διαγνώσει καὶ ἀποφάσει, σύνοδον καὶ αὐτὸς τοπικὴν αὐτόθι τῶν ὑπό σε συναγαγὼν καὶ τοῖς κανόσι καὶ τοῖς διαγνωσθεῖσιν ἐνταῦθα εἰς τὰ ῥηθέντα ἀκόλουθα διαπραξάμενος Βλ. PRK III, αρ. 269 J. Darrouzès, Reg (Απρ. 1363). - Βλ. και Α. Γλαβίνας, Επισκοπή Λητής Κατά τη διένεξη που ανέκυψε μεταξύ των επισκόπων Αρδαμερίου και Ρεντίνης, όταν ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γαβριήλ πιθανόν με απόφαση της μητροπολιτικής συνόδου (γράμμα παρὰ τῆς ἐκκλησίας μου) παραχώρησε δύο χωρία της ενορίας του Ρεντίνης στον Αρδαμερίου, ο επίσκοπος Ρεντίνης αμφισβήτησε την απόφαση και κατέφυγε στην πατριαρχική σύνοδο. Το ζήτημα ωστόσο προφανώς λόγω των ταραγμένων πολιτικών συνθηκών δεν κρίθηκε τελεσίδικα από την πατριαρχική σύνοδο, η οποία ωστόσο γνωμάτευσε βάσει της αναφοράς του Ρεντίνης υπέρ αυτού. Ύστερα από όλα αυτά ο μητροπολίτης Γαβριήλ υποχρεώθηκε να αναψηλαφήσει την υπόθεση: αὖθις βασάνῳ δοῦναι τὸ περὶ τούτου καὶ κρίσει πλείονί τε ζητήσει χρήσασθαι πρὸς δευτέραν ἐξέτασιν κινηθῆναι (βλ. Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης σ , τα χωρία , , πρβ. Α. Γλαβίνας, Επισκοπή Λητής 333 κ.ε. Επισκοπή Αρδαμερίου 12). 863 Βλ. PRK I, αρ. 71 J. Darrouzès, Reg (Απρ. 1324). - PRK I, αρ. 72 J. Darrouzès, Reg (Μάιος 1324). - ΜΜ 2, αρ. 471 J. Darrouzès, Reg (Ιούλ. 1394). - ΜΜ 2, αρ. 485 J. Darrouzès, Reg (1395). - ΜΜ 2, αρ. 661 J. Darrouzès, Reg (Ιούλ. 1401). 864 Βλ. ΜΜ 2, αρ. 661, J. Darrouzès, Reg (Ιούλ. 1401). - Ο Α. Χριστοφιλόπουλος (Δικαιοδοσία 195) χαρακτηρίζει αυτού του είδους τις πατριαρχικές πράξεις ως γνωμοδοτήσεις. - Πρβ. Σ. Τρωιάνος, Διαδικασία 54: «δεν πρόκειται περί αποφάσεων κατά κυριολεξία, αλλά περί γνωμοδοτήσεων μάλλον, δια την κατάρτισιν των οποίων προϋποτίθεται αληθές το περιεχόμενον των δηλώσεων του αιτούντος. Αυταί αποτελούν τη βάσιν δια την ακολούθως υπό ετέρου δικαστηρίου, προς ο η υπόθεσις παραπέμπεται, εκδοθησομένην απόφασιν», 57 σημ. 26: «Παραπομπήν της υποθέσεως προς τον κατά τόπον αρμόδιον επίσκοπον περιέχουν κατά κανόνα και αι πατριαρχικαί αποφάσεις, αι εκδιδόμεναι εν είδει γνωματεύσεως επί γαμικών διαφορών. Ο προς ον η παραπομπή οφείλει να εφαρμόση την υπό του πατριαρχικού δικαστηρίου δοθείσαν εις το θέμα θεωρητικήν λύσιν αναλόγως προς τα εκ της ερεύνης της υποθέσεως και της συναφούς διεξαγωγής αποδείξεων μέλλοντα να βεβαιωθούν πραγματικά περιστατικά. Ούτως επί των περιπτώσεων τούτων παρατηρείται διχοτόμησις της διαδικασίας. Κατά το πρώτον στάδιον διατυπού-

308 226 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Με αυτόν τον τρόπο βέβαια μειώνεται ο ρόλος του μητροπολίτη και της μητροπολιτικής του συνόδου στη διαδικασία εκδίκασης των υποθέσεων. Σε δύο μάλιστα περιπτώσεις ο πατριάρχης φαίνεται τόσο πεπεισμένος για το αληθές των στοιχείων που του παρουσιάστηκαν, ώστε επέπληξε τον μητροπολίτη, διότι έδειξε - σκόπιμη πιθανώς - αμέλεια για την επίλυση των υποθέσεων και προειδοποίησε ότι θα έδινε λόγο ενώπιον του πατριαρχικού δικαστηρίου ως συνένοχος, αν συνέχιζε να ολιγωρεί: θαυμάζομεν οὖν, πῶς τούτων τολμηθέντων οὐκ ἐγένετο ἡ προσήκουσα θεραπεία τε καὶ διόρθωσις παρὰ τῆς σῆς ἱερότητος 865. Επίσης σε μια άλλη υπόθεση η πατριαρχική σύνοδος καλεί τον μητροπολίτη να εφαρμόσει τη λύση την οποία υπέδειξε, εἴπερ οὖν οὕτως ἔχει καὶ τὸ πρᾶγμα, καθὼς ὁ Πρίγγιψ ἀνέφερε. Στην περίπτωση που τα στοιχεία ήταν αναληθή, η σύνοδος δεν ζητεί από τον μητροπολίτη να εκδώσει απόφαση κατά τη δική του κρίση, αλλά να ενημερώσει σχετικά τη σύνοδο: εἰ δέ ἐστιν ἑτέρως, γράψον ἡμῖν, ἵ ν α μ ά θ ω μ ε ν π ε ρ ὶ τ ο ύ τ ο υ 866. Τέλος υπάρχει μια δικαστική υπόθεση, κατά την οποία το πατριαρχικό δικαστήριο δεν διατύπωσε απλώς τη θεωρητική λύση του ζητήματος με την επιφύλαξη εἴπερ ἔχει οὕτως, ὡς ἠκούσαμεν, καθώς ο ενδιαφερόμενος παρουται υπό της συνόδου η μείζων πρότασις του νομικού συλλογισμού, η δε ελάσσων και το συμπέρασμα συμπληρούνται υπό του κατά το δεύτερον στάδιον δικάζοντος επισκόπου». - Βλ. και Κ. Γ. Πιτσάκης, Το κώλυμα γάμου λόγω συγγενείας εβδόμου βαθμού εξ αίματος στο βυζαντινό δίκαιο, [Θρακικές Νομικές Μελέτες 8] Αθήνα - Κομοτηνή 1985, σ. 155: «η διακρίβωση πάντως των πραγματικών γεγονότων ανατίθεται στον μητροπολίτη, η απόφαση δε περί του κύρους του συγκεκριμένου γάμου τελεί υπό την προϋπόθεση της επιβεβαιώσεως των ισχυρισμών του αιτούντος ως προς αυτά, κατά πάγια τακτική του πατριαρχείου, ιδίως επί υποθέσεων που εισάγονται απ ευθείας σ αυτό». Όπως μου εξήγησαν ο καθηγητής κ. Σ. Τρωιάνος και ο καθηγητής κ. Κ. Πιτσάκης σε κατ ιδίαν συζήτησή μας, πρόκειται περί αμετάκλητων πατριαρχικών αποφάσεων και όχι περί γνωμοδοτήσεων. Στις ανωτέρω περιπτώσεις δεν θα πρέπει να εντάξουμε μια υπόθεση διαδίκων από τη Θεσσαλονίκη, που κρίθηκε από το πατριαρχικό δικαστήριο τον Δεκέμβριο του 1315 (βλ. PRK Ι, αρ. 22 J. Darrouzès, Reg. 2048). Στην προκειμένη περίπτωση οι αντίδικοι αποτάθηκαν στην πατριαρχική σύνοδο, διότι από το 1310 έως τα μέσα του 1315 ο μητροπολιτικός θρόνος της Θεσσαλονίκης ήταν κενός, ενώ ο νέος μητροπολίτης Ιερεμίας μετά τη χειροτονία του παρέμεινε για αρκετό διάστημα στην πρωτεύουσα (Σεπτέμβριος 1315-Ιανουάριος 1316). Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης πάντως ο Θεσσαλονίκης συμμετείχε στο πατριαρχικό δικαστήριο. - Βλ. και PRK II, αρ. 125 J. Darrouzès, Reg (Μάιος 1340). 865 Βλ. ΜΜ 2, αρ. 661, J. Darrouzès, Reg (1401) βλ. και : αὐτόθι ἠκούσαμεν, ὡς ἐτολμήθη τι πρᾶγμα βαρύ τε καὶ ὀλέθριον τῷ τετολμηκότι, τοῖς τε ἐφησυχάσασι : πρότερον γὰρ εἶχες εἰς τινὰ προβαλέσθαι καὶ ἄγνοιαν, εἰ δὲ μετὰ τὸ δηλοποιηθῆναί σοι ταῦτα διὰ συνοδικῆς γραφῆς οὐ τὴν πρέπουσαν διόρθωσιν εἰς πάντα ποιήσεις, ὡς ταῦτα συνιστῶν τε καὶ διεκδικῶν καὶ τούτοις ἐφησυχάζων, τὸν ὑπὲρ αὐτῶν λόγον, καιροῦ διδόντος, συνοδικῶς ἀποδώσεις. 866 Βλ. ΜΜ 2, αρ. 471 (χωρίο: ) J. Darrouzès, Reg (Ιούλ. 1394).

309 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 227 σίασε παράλληλα και έγγραφα που αποδείκνυαν το δίκαιο του αιτήματός του. Έτσι η πατριαρχική σύνοδος ανέθεσε στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης απλώς να επιβλέψει την εφαρμογή της απόφασής της: ἐφῷ καὶ ὁ ἱερώτατος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Θετταλίας, ἐν ἁγίῳ πνεύματι ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ συλλειτουργὸς τῆς ἡμῶν μετριότητος, ἀναδέξεται τὰ περὶ τούτου καὶ δεφενδεύσει τόδε τὸ μέρος τοῦ Κεφαλᾶ κατὰ τὴν συνοδικὴν ταύτην καὶ ἡμετέραν διάγνωσιν 867. Δεδομένου ότι δεν σώζεται το αρχείο της μητρόπολης Θεσσαλονίκης κατά τη βυζαντινή περίοδο, δεν είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε την ένταση και τη συχνότητα του φαινομένου. Έτσι είναι παρακινδυνευμένο να προβούμε σε ερμηνεία του. Πιθανόν οι περιπτώσεις πολιτών που παρέκαμπταν τη μητροπολιτική σύνοδο και ζητούσαν γνωμοδότηση από το πατριαρχικό δικαστήριο να αφορούσαν μεμονωμένα άτομα, που είχαν επαφές και δεσμούς με την πρωτεύουσα, όπως ίσως συμβαίνει με υπόθεση μέλους της οικογένειας των Συναδηνών 868. Αν πάλι δεν υπερβάλλει ο μητροπολίτης Συμεών σε επιστολή διαμαρτυρίας που υποβάλλει στον πατριάρχη Ιωσήφ Β, το φαινόμενο είναι αρκετά συχνό και οφείλεται μάλλον στην επιεικέστερη στάση του πατριαρχικού δικαστηρίου. Ο μητροπολίτης βέβαια αναφέρεται σε υποθέσεις κωλύματος γάμου 869, αλλά θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το μητροπολιτικό δικαστήριο ήταν ίσως γενικότερα πιο συντηρητικό, ενώ το πατριαρχικό πιο συγκαταβατικό προσελκύοντας έτσι όσους είχαν τη δυνατότητα να μεταβούν στην πρωτεύουσα. Επιπλέον η πολιτική, κοινωνική και οικονομική αστάθεια της περιόδου δημιουργούσε συνθήκες κατάλληλες για συχνές αμφισβητήσεις, καταπατήσεις και αντιδικίες. Άλλωστε στις δικαστικές αποφάσεις αναφέρονται συχνά φράσεις, όπως η ακόλουθη: τῆς τῶν πραγμάτων δὲ γενομένης συγχύ- 867 Βλ. PRK I, αρ. 71 (χωρίο: στ ) J. Darrouzès, Reg (Απρ. 1324). 868 Βλ. PRK II, αρ. 72 J. Darrouzès, Reg (Μάιος 1324). - Το ίδιο έτος η πατριαρχική σύνοδος κρίνει μια κτηματική διαφορά, στην οποία εμπλέκονται η οικογένεια του Νικόλαου Κεφαλά και ο σεβαστός κυρ Κωνσταντίνος Μουζάλων (βλ. PRK I, αρ. 71 J. Darrouzès, Reg. 2108, Απρ βλ. και PLP 8, 19442). Στην προκειμένη περίπτωση η οικογένεια Κεφαλά απευθύνθηκε στο πατριαρχικό και όχι στο μητροπολιτικό δικαστήριο, πιθανόν επειδή ο αντίδικος είχε προηγουμένως εξασφαλίσει σεπτὸν πρόσταγμα από τον Ανδρόνικο Β (βλ. PRK I, αρ. 71, στ F. Dölger, Reg. 2507) και θα ήταν δύσκολο για έναν μητροπολίτη να παραβλέψει τα ορισθέντα από τον αυτοκράτορα. - Πρβ. P. Lemerle, Τribunal synodal , 333: «il (ενν. le tribunal patriarcal) n est pas sans jouir d une indépendance vis-à-vis de l empereur, puisque non seulement il peut juger autrement,». 869 Βλ. Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα θεολογικά Β18. - Βλ. και Κ. Πιτσάκης, Θεσσαλονίκειες προσθήκες 157 κ.ε.

310 228 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου σεως ἀφορμῆς ἐντεῦθεν δραξάμενος 870. Η γνωμοδότηση της πατριαρχικής συνόδου οπωσδήποτε έκανε τον ενδιαφερόμενο να αισθάνεται μεγαλύτερη ασφάλεια, καθώς είχε στη διάθεσή του ένα έγγραφο από το υπέρτατο εκκλησιαστικό δικαστήριο. Δεν ήταν πάντως λίγες οι υποθέσεις που κρίνονταν από το μητροπολιτικό δικαστήριο. Η μητροπολιτική σύνοδος Θεσσαλονίκης λειτούργησε αδιάλειπτα από την πρώιμη ως το τέλος σχεδόν της ύστερης βυζαντινής περιόδου. Πέρα από τον ποιμαντορικό ρόλο που υπηρετούσε διαχρονικά, αποτελούσε παράλληλα έναν παράγοντα σταθερότητας και αξιοπιστίας για την τοπική κοινωνία, κυρίως από τα μέσα της ύστερης βυζαντινής περιόδου, οπότε σημειώνεται παρακμή των κρατικών διοικητικών και δικαστικών δομών. Τον 15 ο αι. η τοποθέτηση επισκόπων στις τουρκοκρατούμενες πλέον πόλεις της περιφέρειας παρείχε στους κατοίκους της περιοχής ένα αίσθημα σιγουριάς και μια αίσθηση συνέχειας. Γενικά ο διοικητικός και δικαστικός ρόλος της μητροπολιτικής συνόδου αναδείκνυε την εκκλησία της Θεσσαλονίκης σε έναν από τους βασικούς θεσμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. 870 Βλ. PRK I, αρ. 71, στ J. Darrouzès, Reg (Απρ. 1324). - Βλ. και PRK II, αρ. 72, στ. 8 J. Darrouzès, Reg (Μάιος 1324): ἐν τῷ καιρῷ δὲ τῆς τῶν πραγμάτων συγχύσεως.

311 2. Οι οφφικιάλιοι της μητρόπολης Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης, μια από τις σημαντικότερες και ευπορότερες εκκλησιαστικές έδρες του βυζαντινού κράτους 871, ήταν επόμενο να στελεχώνεται από έναν μεγάλο αριθμό εκκλησιαστικών οφφικιαλίων, προκειμένου να βοηθείται ο μητροπολίτης στην αποτελεσματική άσκηση τόσο των τελετουργικών και ποιμαντορικών όσο και των διοικητικών του καθηκόντων. Εξάλλου η μητρόπολη Θεσσαλονίκης, όπως και όλες οι επαρχιακές έδρες, διοικούνταν έχοντας ως πρότυπο οργάνωσης και λειτουργίας το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως 872. Βέβαια προφανώς δεν απαρτίζονταν οι υπηρεσίες της μητρόπολης με εξίσου μεγάλο αριθμό εκκλησιαστικών αξιωματούχων, ενώ δεν αποκλείεται ορισμένα οφφίκια να μην υφίσταντο καν 873. Για τη μελέτη σχετικά με τους οφφικιαλίους της μητρόπολης Θεσσαλονίκης σημαντικότατη πηγή αποτελούν τα αρχεία των μονών του Αγίου Όρους. Στα δικαιοπρακτικά έγγραφα οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι υπογράφουν συνήθως ως μάρτυρες, λόγω του ότι θεωρούνταν έντιμα και αξιόπι- 871 Ορισμένες πληροφορίες σχετικά με την ακίνητη περιουσία της μητρόπολης εντοπίζονται σε έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους (βλ. Α. Ιv. I , 54, 56, 62, έτ IΙ , έτ Α. Εsph , 13, έτ Α. Pantel , έτ. 1271(;). - Α. Chil. I , 41-42, έτ Α. La. III , 1321 κ.α.). Κατά το α μισό του 11 ου αι., έπειτα από κατηγορίες που ο κλήρος διατύπωσε εις βάρος του μητροπολίτη ὡς ἀποκρατοῦντος τὰς συνήθεις σιτήσεις αὐτῶν, διεξήχθη έρευνα με διαταγή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ ( ) στα οικονομικά της μητρόπολης Θεσσαλονίκης. Προέκυψε λοιπόν ότι σε αντίθεση προς όσα ισχυριζόταν ο μητροπολίτης Θεοφάνης υπήρχε ικανό απόθεμα 33 κεντηναρίων χρυσού (βλ. Ιω. Σκυλίτζης κ.ε. - Βλ. και Ε. Παπαγιάννη, Οικονομικά Μ. Angold, Church 143). Επίσης πατριαρχική συνοδική απόφαση του 1324 μας πληροφορεί ότι η μητρόπολη Θεσσαλονίκης καθώς και ορισμένες άλλες μητροπόλεις και αρχιεπισκοπές όφειλαν να καταβάλλουν ετησίως μια εισφορά, προκειμένου να ενισχυθεί οικονομικά το πατριαρχείο. Οι μητροπόλεις Ηρακλείας, Κυζίκου και Θεσσαλονίκης ορίστηκε να καταβάλλουν 200 υπέρπυρα, που ήταν συγκριτικά με τις υπόλοιπες αναφερθείσες εκκλησιαστικές έδρες αρκετά μεγάλο ποσό - εξαίρεση αποτελεί βέβαια η περίπτωση της οικονομικά ακμάζουσας Μονεμβασίας, η μητρόπολη της οποίας κατέβαλλε το ποσό των 800 νομισμάτων (βλ. PRK I, αρ. 88, στ J. Darrouzès, Reg. 2119, Σεπτ Βλ. και Σ. Βρυώνης, Παρακμή 270). 872 Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια J. Herrin, Provincial Government G. Dennis, Metropolitans Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - Πρβ. D. Papachryssanthou, Hiérissos Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια : «Les métropoles tendaiet à reproduire le système donnè en modèle par la Grande Église, mais il s en faut de beaucoup que la hiérarchie complète fût accessible à toutes les métropoles et aux simples évêchés. Seule peut-être Thessalonique avait les moyens de rivaliser avec la capitale». - Βλ. και Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση).

312 230 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου στα πρόσωπα 874. Αρκετοί πάλι οφφικιάλιοι αποτελούν τους συντάκτες των εγγράφων, καθώς παράλληλα φέρουν και την ιδιότητα του ταβουλλαρίου (συμβολαιογράφου). Ορισμένοι εμφανίζονται να έχουν ουσιαστικό ρόλο στη διευθέτηση ιδιωτικών διαφορών ή στην επίτευξη συμφωνιών και συμβιβασμών. Επίσης οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι απαντούν ως γνωμοδοτικά όργανα σε δικαστικές αποφάσεις του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, της επαρχιακής του συνόδου, του πολιτικού διοικητή ή και μεικτού δικαστηρίου. Βέβαια το είδος της πηγής στην οποία βασικά στηριζόμαστε μας περιορίζει σε περιστασιακά και περιορισμένα δεδομένα. Στα δικαστικά και δικαιοπρακτικά έγγραφα που εμπεριέχονται στα αρχεία των μονών του Άθω πέρα από τους ανώτατους και ανώτερους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους με διοικητικά κυρίως καθήκοντα, οι οποίοι απαντούν συχνότατα, η εμφάνιση άλλων οφφικιαλίων είναι συμπτωματική. Το γεγονός ότι δεν μαρτυρούνται αρκετά από τα εκκλησιαστικά αξιώματα που γνωρίζουμε ότι υφίσταντο στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν αποτελεί φυσικά argumentum e silentio. Οι πληροφορίες μας άλλωστε εμπλουτίζονται από ορισμένες ακόμη πηγές, όπως είναι λειτουργικά κείμενα, επιστολές, σφραγίδες, δικαστικές γνωμοδοτήσεις του αρχιεπισκόπου Αχρίδος Δημητρίου Χωματηνού, ορισμένα έγγραφα του τέλους του 13 ου αι. που σώθηκαν από το μητροπολιτικό αρχείο και τα οποία εξέδωσε ο καθηγητής Βασίλης Κατσαρός, οι σημειώσεις οικονομικού περιεχομένου ενός ανώνυμου οφφικιαλίου της μητρόπολης του α μισού του 15 ου αι. ( ) 875, ορισμένες πατριαρχικές συνοδικές α- ποφάσεις, όπου οι μητροπολιτικοί οφφικιάλιοι εμφανίζονται ως ενάγοντες ή εναγόμενοι. Ωστόσο ένας επιπλέον περιορισμός είναι ότι οι σχετικές μαρτυρίες στην πλειονότητά τους χρονολογούνται από τον 11 ο αι. κ.ε., ενώ ελάχιστες ανάγονται στον 9 ο και 10 ο αι. Έχοντας λοιπόν υπόψη τους περιορισμούς που θέτει το είδος και η χρονολόγηση των μαρτυριών θα προσπαθήσουμε να συναγάγουμε ορισμένα κατά το δυνατό ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με τις υπηρεσίες της μητρόπολης Θεσσαλονίκης και τους οφφικιαλίους που τις στελέχωναν. Καταρχάς, διακρίνεται αρκετά αναλυτικά η οργάνωση της υπηρεσίας του χαρτοφυλακίου, δηλαδή της γραμματείας της μητρόπολης, όπου καταχωρίζονταν και φυλάσσονταν τα έγγραφα του αρχείου. Εκτός από τον προ- 874 Βλ. Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης Ι. 70, 71, 72 Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. το ειδικό άρθρο της Ελευθερίας Σπ. Παπαγιάννη, Οι πανηγύρεις των ναών της Θεσσαλονίκης και τα έσοδά τους στις αρχές του 15 ου αι., στο Βυζαντινή Μακεδονία ΙΙ, σ , όπου σχολιάζονται οι πληροφορίες του σημειωματάριου.

313 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 231 ϊστάμενο του σεκρέτου, τον χαρτοφύλακα 876, μαρτυρούνται αρκετοί ανώτεροι αξιωματούχοι της υπηρεσίας: ο πρωτονοτάριος 877, ο λογοθέτης 878, ο 876 Βλ. I. Λεοντιάδης, Μολυβδόβουλλα αρ. 74 (β μισό του 10 ου αι.). - Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Προοίμιον εἰς τὸν ἐξηγηθησόμενον ἰαμβικὸν κανόνα, PG 136, 508 C. - Α. La. I (1162) II. 75.8, 55, 61 (1284) III (1404) και σ Γρηγ. Κυπρίου, Επιστολαί αρ. 99 αρ. 144, Α. Va. Ι (1312). - Α. Xén (1315) (1419). - Α. Ιv. III (ca. 1320) IV (1421). - Chil (1327) (1328). - Α. Ζο (1330). - PRK II, αρ. 111, στ. 4-5, 20, 26, 31, 45, 64, 75 J. Darrouzès, Reg ( ). - Α. Kutl , 41 (1375) (1375) και σ. 125, ΜΜ 2, αρ. 661, , 21, , 13 J. Darrouzès, Reg (1401). - Α. Doch. 54.verso 3 (1414) (1419) 58.35, 40 (1419). - S. Kugéas, Notizbuch αρ. 6 (1419), 42 (1421). - Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις , Ι. Φουντούλης, Μαρτυρίαι Υ32. - Βλ. και Α. Doch (1384) και σ Βασική αρμοδιότητα του χαρτοφύλακος ήταν η φύλαξη των εγγράφων στο αρχείο της μητρόπολης, η προσκόμισή τους ενώπιον της συνόδου, η ένορκη βεβαίωση για τη γνησιότητα ή την ύπαρξή τους στο αρχείο. Για τα επιπλέον καθήκοντα του χαρτοφύλακος (σύνταξη και έκδοση μητροπολιτικών και συνοδικών πράξεων, παραλαβή της αλληλογραφίας, έκδοση ίσων των εγγράφων που ήταν καταχωρισμένα στο χαρτοφυλάκιο, έρευνα για τυχόν προσκόμματα στη χειροτονία κληρικών, στην ανάδειξη ηγουμένων και στην τέλεση γάμων κ.ά.) βλ. Η.-G. Beck, Kirche 109 κ.ε. - J. Darrouzès, Οφφίκια 16, 19 κ.ε., 56-58, 59, 60, 64 κ.ε., 111, 334 κ.ε., 361, 362, , 508 κ.ε. - Ι. Πηλιλής, Οφφίκια 63 κ.ε. - Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 628 κ.ε. - J. Hussey, Church Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. Iv. III , 34 (1264) , 89, (1295). - Α. Va. Ι (1317). - Chil , (1324). - PRK II, αρ. 125, στ. 26 πρβ. στ (Μάιος 1340). - Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης (1416). - Α. Pantel (1419) και σ Α. La. III (1432) και σ Βλ. και κατωτ. σ Ο πρωτονοτάριος εμφανίζεται για πρώτη φορά στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τον 8 ο αι., στις μητροπόλεις ωστόσο μαρτυρείται σε πηγές από τον 13 ο αι. κ.ε. Δεν ταυτίζεται με τον επικεφαλής των νοταρίων, τον πριμικήριο, ο οποίος εξακολουθεί να υφίσταται ως αξιωματούχος. Η Β. Λεονταρίτου επισημαίνει ότι δεν διαφαίνονται επακριβώς τα καθήκοντά του μέχρι και τον 11 ο αι.. Κατά τον J. Darrouzès διαφέρει από τον πριμικήριο τῶν νοταρίων στο γεγονός ότι είναι πιο στενός συνεργάτης του πατριάρχη ελέγχει τα συνταγμένα από τους νοταρίους πατριαρχικά πιττάκια, προτού τα υπογράψει ο πατριάρχης και μάλλον συντάσσει τα προοίμια. - Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 26, 355 κ.ε., 383, Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. Esph (1078). - Α. Ζο , 133 (1327). - Βλ. και Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 303, Βλ. και κατωτ. σ Το εκκλησιαστικό αξίωμα του λογοθέτη απαντά ήδη από τον 6 ο αι. Τα καθήκοντά του δεν είναι ξεκάθαρα. Στην ύστερη περίοδο παρουσιάζει στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τους αποκρισιαρίους άλλων πατριαρχείων. Επίσης εκφωνεί κατηχητικούς και πανηγυρικούς λόγους εκ μέρους του πατριάρχη. Η Β. Λεονταρίτου θεωρεί ότι, τον 7 ο αι. τουλάχιστον, ο λογοθέτης είχε οικονομικές αρμοδιότητες κατά το πρότυπο του κρατικού αξιωματούχου. - Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 359 κ.ε. - Ι. Πηλιλής, Οφφίκια Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 130.

314 232 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ὑπομνηματογράφος 879, ο ἱερομνήμων 880, ο βιβλιοφύλαξ 881. Σύμφωνα με τον J. Darrouzès στην υπηρεσία του χαρτοφυλακίου πιθανότατα ανήκαν επίσης ο ῥεφερενδάριος 882 και ο ἐπὶ τῶν δεήσεων 883. Ακόμη σε λειτουργικό κείμενο, που συνέταξε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Συμεών (1416/ ) και αφορά στην περιφορά των λειψάνων του αγίου Δημητρίου, μνημονεύονται νοτάριοι, ενώ σε απόσπασμα λειτουργικού του έργου σχετικά με το τελετουργικό του όρθρου και του εσπερινού στην Αγία Σοφία απαντούν οι ἐπισκοπειανοί 884. Τέλος, η ύπαρξη της μονής του Υπομιμνήσκοντος στη 879 Βλ. Α. La. I , 88 (1110) (1162). - Α. Va. Ι (1317) και σ Νικόλαος Καβάσιλας, Επιστολαί αρ. 11 (1364). - Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις Βλ. και κατωτ. σ Το αξίωμα του ὑπομνηματογράφου απαντά από τον 10 ο αι. κ.ε. Συμμετείχε στις συνόδους για τη σύνταξη των πρακτικών και συνέτασσε τα επίσημα πατριαρχικά έγγραφα. - Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 314, 362 κ.ε. - Ι. Πηλιλής, Οφφίκια Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. Esph (1078). - Α. Iv. III (ca. 1290). - A. Dion (1420) και σ. 111 και S. Kugéas, Notizbuch αρ. 19 (1420 πρβ. σ. 155, όπου δίνεται η εσφαλμένη χρονολογία 1419). - Βλ. και Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 262, 263. Ο ἱερομνήμων φαίνεται ότι ήταν υπεύθυνος για τη συγκέντρωση μαρτυριών υπέρ όσων επιθυμούσαν να γίνουν ιερείς και τη φύλαξη των ομολογιών πίστεως, που συνέτασσαν οι υποψήφιοι προς χειροτονία επίσκοποι. Επίσης συμμετείχε στην τελετή χειροτονιών, στην τελετή καθιέρωσης ναού και είχε εν γένει λειτουργικά καθήκοντα. - Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 46, 368 κ.ε., Ι. Πηλιλής, Οφφίκια Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα , Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. Iv. I , 41 (1042) και σ Καθήκοντα του βιβλιοφύλακος ήταν η φύλαξη των βιβλίων της βιβλιοθήκης της μητρόπολης και η προσκόμιση και ανάγνωση αποσπασμάτων τους, όποτε χρειαζόταν. - Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 429 κ.ε. - Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. La. II (1284). - Βλ. και κατωτ. σ Βασική αρμοδιότητα του πατριαρχικού ῥεφερενδαρίου ήταν να μεταβιβάζει στον αυτοκράτορα αιτήματα επισκόπων, που παρεπιδημούσαν στην Κωνσταντινούπολη και οι οποίοι δεν μπορούσαν να παρουσιαστούν αυτοπροσώπως ενώπιόν του. Επίσης μετέφερε μηνύματα μεταξύ του πατριάρχη και του αυτοκράτορα ή ενός αρχιερέα. Αρχικά ήταν περισσότεροι του ενός, αργότερα όμως (10 ος αι. κ.ε.) εμφανίζεται στις πηγές ως μεμονωμένος αξιωματούχος. - Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια Ι. Πηλιλής, Οφφίκια Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 508 κ.ε. - Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. La. II , 55 (1240). - A. Xén , (1364) και σ Βλ. και κατωτ. σ Ως εκκλησιαστικό αξίωμα ο ἐπὶ τῶν δεήσεων απαντά οπωσδήποτε τον 13 ο αι., ίσως και τον 11 ο αι. Ήταν υπεύθυνος για τη συγκέντρωση των αναφορών και αιτημάτων των πιστών προς τον αρχιερέα. - Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις Ι. Φουντούλης, Μαρτυρίαι Δ7. - J. Darrouzès, Rituel κεφ. 7, Για τους νοταρίους και τους ἐπισκοπειανούς, που επίσης ανήκαν στην υπηρεσία του χαρτοφυλακίου, βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 379 κ.ε. - Βλ. επίσης Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 236, 313 κ.ε.

315 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 233 Θεσσαλονίκη (t.a.q. τελευταίο τέταρτο 13 ου αι.) υποδηλώνει ότι ο κτήτοράς της μάλλον έφερε το οφφίκιο του ὑπομιμνῄσκοντος, ο οποίος πιθανότατα υπαγόταν στο χαρτοφυλάκιο 885. Εκτός από τον χαρτοφύλακα και τους υφισταμένους του στις πηγές μαρτυρούνται οι εξής ανώτατοι οφφικιάλιοι, επικεφαλής των υπόλοιπων υ- πηρεσιών της μητρόπολης. Πρόκειται για α) τον οἰκονόμο 886, διαχειριστή της περιουσίας της μητρόπολης 887 β) τον σακελλάριο 888, που είχε την εποπτεία των μονών 889 γ) τον σκευοφύλακα 890, υπεύθυνο του σκευοφυλακίου, όπου φυλάσσονταν τα ιερά σκεύη, βιβλία, άμφια, ιερά κειμήλια και τα επίσημα δικαιοπρακτικά και προνομιακά έγγραφα, που περιείχαν τα περιουσιακά δικαιώματα της μητρόπολης 891, δ) τον σακελλίου 892, που είχε την εποπτεία 885 Βλ. και R. Janin, Églises Μ. Rautman, Succession 158 σημ Για τo αξίωμα του ὑπομιμνῄσκοντος βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 373, Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - Για τη μονή βλ. Β. Katsaros, Documents αρ. 2, 3 και σ αρ. 2, στ Βλ. και R. Janin, Églises Βλ. Α. Prôt (943). - Α. Esph. 4.8, 12 (1078). - Α. Iv. III (ca. 1290) (1295). - Chil (1327) (1328). - PRK II, αρ. 111, στ. 2-4, 17, 19, 45, 62, 75, 133 J. Darrouzès, Reg ( ). - ΜΜ 2, αρ. 664, J. Darrouzès, Reg (1400). - Α. La. III (1404) και σ Α. Χén (1419). - Βλ. και Α. Doch (1384) και σ Για το εκκλησιαστικό αξίωμα του οἰκονόμου βλ. H.-G. Beck, Kirche , J. Darrouzès, Οφφίκια 16-17, 35-39, και σημ. 4, 303 κ.ε. - Ε. Παπαγιάννη, Κοσμικές ενασχολήσεις 153 Οικονομικά 23 κ.ε.. - Ι. Πηλιλής, Οφφίκια 53 κ.ε. - Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 352 κ.ε. - J. Hussey, Church Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. ΜΜ 3, αρ. 2, , (1217). - A. La. II. 75.8, (1284). - Α. Iv. III (ca. 1290) και σ Β. Katsaros, Documents αρ. 7, στ Chil (1327) (1328) (1335) (1339). - Α. Χén , 38 (1336) και σ (1419). - Νικόλαος Καβάσιλας, Επιστολαί αρ. 9 (1364). - S. Kugéas, Νotizbuch αρ. 31 (1420), 34, 37 (1421 βλ. Ε. Παπαγιάννη, Πανηγύρεις σ. 149 σημ. 45). 889 Για τον σακελλάριο βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 59, 60, 62, 310 κ.ε. - Ι. Πηλιλής, Οφφίκια Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 515 κ.ε., J. Hussey, Church Α. Σταυρίδου- Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. Iv. III. 67.6, 87-88, (1295). - Α. La. II , 65 (1304) και σ. 138 III (1404) και σ Ι. Φουντούλης, Μαρτυρίαι Δ Για τον σκευοφύλακα και την υπηρεσία του σκευοφυλακίου βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 59, 61-62, 314 κ.ε. - Ι. Πηλιλής, Οφφίκια Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 531 κ.ε. - J. Hussey, Church Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Στο σκευοφυλάκιο της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, όπως και του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, καταχωρίζονταν επίσης τα πρωτότυπα έγγραφα ιδιωτών και μονών για την ασφαλή φύλαξή τους. - Βλ. Α. Doch (117): Ὠσαύτως ἀντεστράφησ(αν) (καὶ) σοὶ τῶ καθηγουμ(έ)ν(ω) παρ ἡμ(ῶν) τὰ συνβαλλόμ(ε)ν(α) δικαιώμ(α)τ(α) ἐπὶ τῶ εἰρημ(έν)ω προ(ασ)τ(είω) τοῦ Ῥουσέου, ἤγ(ουν) ἡ ἐκτεθεῖσα δωρε(ὰ) παρὰ τοῦ μακαρίτ(ου) καίσαρο(ς) (καὶ) τὸ ἐπακολουθῆσαν αὐτῆ χρυσοβούλλ(ιον), τὰ ἶσσα δηλὀνότ(ι) αὐτῶν, ὡς τ(ῶν) πρωτοτύπ(ων) ἀποκειμ(ένων) τῶ ἱερῶ σκευοφυ(λακίω) τ(ῆς) Ἁ(γίας)

316 234 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου των ναών και των κληρικών 893, και ε) τον πρωτέκδικο 894, που προΐστατο του δικαστηρίου των εκδίκων της μητρόπολης. Ο συγκεκριμένος οφφικιάλιος εντάσσεται στους ανώτατους αξιωματούχους από τα τέλη του 12 ου αι Δεν είμαστε σε θέση να ανασυνθέσουμε πλήρως τον κατάλογο των οφφικιαλίων που στελέχωναν τις αντίστοιχες υπηρεσίες. Εκτός από αρκετές μαρτυρίες ἐκδίκων 896 που διαθέτουμε, απαντά επίσης ο ἄρχων τῶν μοναστηρίων 897, Σοφί(ας) διὰ σημειώμ(α)τ(ος) τοῦ μακαρίτ(ου) μ(ητ)ροπο(λί)τ(ου) Θε(σσαλονίκης) κῦ(ρ) Θε(ο)δούλ(ου), ὃ (καὶ) αὐτὸ ἐπεδόθη σοι τ(ὴν) σήμερ(ον) εἰς περισσοτ(έ)ρ(αν) ἀσφά(λειαν). - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αγία Σοφία Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). 892 Βλ. Α. Χén (1419). - Α. La. II , (1284) και σ Α. Ζο , (1267). - Α. Iv. III. 67.7, 134 (1295) και σ Α. Chil. Ι , 38 (1296) και σ Chil (1328). - Νικηφ. Γρηγοράς, Επιστολαί αρ. 141, σ. 347 (1336/1338) αρ. 12, σ (1336/ ). - PRK II, αρ. 111, στ. 5, 33, 76, 77, 78, 90, 92 J. Darrouzès, Reg ( ). - A. Doch. 23.9, verso 1-3 (1344) (1404) και σ verso 4 (1414). - Γρηγ. Ακίνδυνος, Επιστολαί (1345). - A. Pantocr (1368) και σ S. Kugéas, Νotizbuch αρ (1421 πρβ. σ. 155, όπου δίνεται η εσφαλμένη χρονολογία 1420). 893 Για τον σακελλίου βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 62-64, Ι. Πηλιλής, Οφφίκια 65 κ.ε. - Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 522 κ.ε. - J. Hussey, Church Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. Doch (1112). - Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ (1236). - Α. Chil. Ι , 31 (1265) και σ Α. Ζο (1267). - Α. Iv. III (ca. 1290) και σ , 135 (1295) και σ Α. Va. Ι , 30 (1299) και σ Α. Ζο , (1327). - Chil (1328). - Α. Dion (1415) και σ S. Kugéas, Νotizbuch αρ. 51 (1421 πρβ. σ. 155, όπου δίνεται η εσφαλμένη χρονολογία 1422). 895 Το αξίωμα του (ἐκκλησι)εκδίκου και πρωτεκδίκου αναλάμβαναν πρεσβύτεροι - σπανιότερα διάκονοι - που είχαν την ιδιότητα του σχολαστικού (νομικού), δεδομένου ότι οι αρμοδιότητές τους ήταν νομικές και δικαστικές. Κατά τον J. Darrouzès ο πρωτέκδικος από τον 12 ο αι. κ.ε. είχε συνήθως τον βαθμό του διακόνου - όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι ανώτατοι αξιωματούχοι. Βασικό τους καθήκον ήταν η υπεράσπιση των αδυνάτων καθώς και των νομικών υποθέσεων της μητρόπολης. Ακόμη παρίσταντο ως εγγυητές σε δίκες κληρικών της μητρόπολης, υπερασπίζονταν δούλους αλλοθρήσκων και αιρετικών, οι οποίοι ήθελαν να προσχωρήσουν στον Χριστιανισμό. Επίσης από τον 10 ο αι. εκδίκαζαν ιδιωτικές διαφορές και εκκλησιαστικές υποθέσεις. Μάλλον από τον 12 ο αι. κ.ε. ο πρωτέκδικος και οι ἔκδικοι του πατριαρχείου δίκαζαν κατηγορουμένους για φόνο, εφόσον αυτοί είχαν βρει άσυλο στη Μ. Εκκλησία. Τέλος, οι ἔκδικοι φρόντιζαν για την εκτέλεση των ποινών, που επέβαλλαν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, και αποτελούσαν όργανα εποπτείας και επιβολής της τάξεως. Οι ἔκδικοι στις επαρχιακές έδρες όφειλαν επίσης να παρουσιάζουν στις αρχές όσους είχαν καταφύγει στο ναό και πληροφορούσαν σχετικά τους δικαστές τους. - Βλ. Η.-G. Beck, Kirche 74, 101, 111, 115, , 120, J. Darrouzès, Οφφίκια 16, 96-98, 102, 127, 323 κ.ε. - Ι. Πηλιλής, Οφφίκια 91 κ.ε. - Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 197 κ.ε., κυρίως Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - J. Cotsonis, The Virgin and Justinian on Seals of the Ekklesiekdikoi of Hagia Sophia, DOP 56 (2002) 41-55, σ. 45 κ.ε. - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Σχετικά με το άσυλο βλ. Ruth J. Macrides, Killing, Asylum and the Law in Byzantium, Speculum 63 (1988) Βλ. K. Κωνσταντόπουλος, Μολυβδόβουλλα αρ. 24 (10 ος -11 ος αι.). - Ι. Λεοντιάδης, Μολυβδόβουλλα αρ. 36 (ca. β τρίτο 11 ου αι.): Εμ. Ὑπεραγία Θεοτόκε βοήθει. Οπ. + τοῖς θεοσεβεστά-

317 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 235 που υπαγόταν στον σακελλάριο, και ο ἄρχων τῶν ἐκκλησιῶν 898, που υπαγόταν πιθανότατα στον σακελλίου 899. Τέλος υπάρχουν μαρτυρίες χαρτουλαρίων 900, για τους οποίους όμως δεν διαφαίνεται αν απασχολούνταν στην υπηρεσία του οἰκονόμου, του σακελλαρίου, του σκευοφύλακος ή του σακελλίου. Επίσης μαρτυρούνται και άλλα ανώτερα και κατώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα με διοικητικές ή λειτουργικές αρμοδιότητες, όπως του κουβουκλησίου 901, του κανστρισίου 902, του ὀρφανοτρόφου 903, του ἐπὶ τῶν τοις πρεσβυτέροις (καὶ) ἐκ(κ)λησιεκδίκοις αρ. 53 (β μισό 12 ου αι.). - A. Xér (1295). - Α. La. II (1304) και σ Α. Xén (1309) και σ , 7-8 (1315). - Chil (1374). Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις Ι. Φουντούλης, Μαρτυρίαι Δ Βλ. Α. Χér (1349) και σ. 191, 192, Το συγκεκριμένο αξίωμα αποδιδόταν σε ανώτερο κληρικό (διάκονο ή πρεσβύτερο). Ήταν υπεύθυνος για την εποπτεία των μονών και υπαγόταν στη δικαιοδοσία του μεγάλου σακελλαρίου. Στην Κωνσταντινούπολη η υπηρεσία στελεχωνόταν κατά τον J. Darrouzès από τρεις το πολύ ἄρχοντες τῶν μοναστηρίων, οι οποίοι συγκαταλέγονταν στους κατώτερους οφφικιαλίους, και από χαρτουλαρίους. Στις μητροπόλεις απαντά από τον 13 ο αι. κ.ε. - Βλ. H.-G. Beck, Kirche J. Darrouzès, Οφφίκια , 462 και σημ. 3, Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης (1416). - Ως εκκλησιαστικό οφφίκιο απαντά από τον 12 ο αι. Δεν είναι σαφείς οι αρμοδιότητές του προφανώς είχε υπό την εποπτεία του τις εκκλησίες. Πιθανότατα υπαγόταν στην υπηρεσία του σακελλίου, που κατά τον J. Darrouzès στελεχωνόταν από έναν ή περισσότερους ἄρχοντες τῶν ἐκκλησιῶν και από χαρτουλαρίους. - Βλ. Η.-G. Beck, Kirche 109, J. Darrouzès, Οφφίκια 59, 262, 318 σημ. 4, Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. αξιώματα (υπό έκδοση). - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Είναι πιθανό τα σέκρετα της μητρόπολης να βρίσκονταν στο δυτικό και νότιο υπερώο της Αγίας Σοφίας, όπου ανασκαφικές εργασίες αποκάλυψαν μεγάλο αριθμό σφραγίδων μητροπολιτών, καθώς και εκκλησιαστικών και κοσμικών αξιωματούχων του 10 ου και 11 ου αι. - Βλ. Σ. Κίσσας, Μολυβδόβουλα Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αγία Σοφία Ch. Bakirtzis, Urban Continuity 52 σημ Βλ. S. Kugéas, Notizbuch αρ. 5 (1419), 12 (1420), 17 (1420), 41 (1421). - Για τους χαρτουλαρίους που υπηρετούσαν στα διάφορα σέκρετα της μητρόπολης έχοντας καθήκοντα οικονομικής φύσεως βλ. Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 615 κ.ε. - Βλ. και J. Darrouzès, Οφφίκια V. Laurent, Sceaux V 3 αρ (σχόλια). - Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. La. I (897) και σ , 37 (1080) και σ (1085) και 42 (1097) 59.82, 88 (1110) (1115). - Α. Prôt (942) 6.13 (943). - Σ. Κίσσας, Μολυβδόβουλλα αρ. 4 (10 ος αι.). - Α. Ιv. I. 4.64, 79 (982) IΙ (1104). - Α. Χér. 7.17, 24 (1085) και σ. 51, 65, Α. Xén. 2.9 (1089) και σ Ι. Λεοντιάδης, Μολυβδόβουλλα αρ. 76 (α τρίτο 10 ου αι. - αρχές 11 ου αι.) αρ. 38 (11 ος αι.). - A. Doch. 3.69, 76, 78 (1112). - Για τους κουβουκλησίους βλ. Η.-G. Beck, Kirche J. Darrouzès, Οφφίκια 39 κ.ε., 48, Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 2 και σημ. 5, 286 κ.ε. - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. Doch. 4.97, 108 (1117). - Α. Chil. Ι , verso , verso (1314) και σ Α. Ιv. III , 50 (1320) και σ Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις Για τον καστρίσιο βλ. Η.-G. Beck, Kirche J. Darrouzès, Οφφίκια Ι.

318 236 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου γονάτων 904, του πρωτοπρεσβυτέρου 905, του ἀρχιδιακόνου 906, του δευτερεύοντος των πρεσβυτέρων 907 και του δευτερεύοντος των διακόνων 908, του κατηχητοῦ 909, του δομεστίκου 910, του δεποτάτου 911, του ὀστιαρίου 912. Πηλιλής, Οφφίκια Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. Prôt (942). - Φιλόθεος Κόκκινος, Λόγος εις Γρηγόριον Παλαμάν κεφ. 81, Βλ. και Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 453, Για τους ὀρφανοτρόφους, προϊσταμένους των ορφανοτροφείων, βλ. Η.-G. Beck, Kirche Ι. Πηλιλής, Οφφίκια 171 κ.ε. - Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 439 κ.ε. - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. La. III. App. XII , (1341). - Για τον ἐπὶ τῶν γονάτων, οφφικάλιο με τελετουργικά καθήκοντα βλ. Ι. Πηλιλής, Οφφίκια Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. Dion (1056). - Α. Xén. 10.1, 7-8 (1315). - J. Darrouzès, Rituel κεφ. 7, κεφ. 13, Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις Ι. Φουντούλης, Μαρτυρίαι Υ10, Δ11. - S. Kugéas, Νotizbuch αρ. 50 (1422 πρβ. σ. 155, όπου δίνεται η εσφαλμένη χρονολογία 1421), 52 (1424 πρβ. σ. 155, όπου δίνεται η εσφαλμένη χρονολογία 1423). - Για τον πρωτοπρεσβύτερο ή πρωτοπαπᾶ, οφφικιάλιο με λειτουργικά και διοικητικά καθήκοντα βλ. H.-G. Beck, Kirche J. Darrouzès, Οφφίκια 121, Ι. Πηλιλής, Οφφίκια 184 κ.ε. - Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 483 κ.ε. - Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. Doch (1112) 4.98 (1117). - Γρηγ. Ακίνδυνος, Επιστολαί 58.1 (1345). - J. Darrouzès, Rituel κεφ. 13, 57.22, Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις Ι. Φουντούλης, Μαρτυρίαι Δ1, Δ3. - Για τον ἀρχιδιάκονο βλ. Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 70 κ.ε. - Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. J. Darrouzès, Rituel κεφ. 7, κεφ. 8, κεφ. 9, κεφ. 12, Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις Ο δευτερεύων ανάλογα με τον βαθμό ιεροσύνης που είχε ήταν αναπληρωτής του ἀρχιδιακόνου ή του πρωτοπρεσβυτέρου. - Βλ. Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 165, Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. Doch (1117). - Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις Βλ. Α. Zo (= A. Solovjev - V. Mošin, Diplomata αρ. 36, στ , έτ. 1369) (1369). - Για τον κατηχητή βλ. Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. La. IΙ (1240). - Α. Χér (1349). - Φιλόθεος Κόκκινος, Λόγος εις Γρηγόριον Παλαμάν κεφ. 119, στ κ.ε. - J. Darrouzès, Rituel κεφ. 8, , 39 κεφ. 9, κεφ. 11, κεφ. 17, Ι. Φουντούλης, Μαρτυρίαι Δ1. - S. Kugéas, Νotizbuch αρ. 6 (1419). - Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις , Οι δομέστικοι ήταν αξιωματούχοι με τελετουργικά καθήκοντα. Υπήρχαν δομέστικοι των αναγνωστών, των ψαλτών και των υποδιακόνων. Συνήθως στις πηγές μαρτυρούνται οι δομέστικοι του χορού των ψαλτών. Από τον 11 ο αι. εμφανίζονται και δομέστικοι με διοικητικά καθήκοντα. - Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 32 σημ. 3, 214 και σημ. 5, 273, 377 σημ Ι. Πηλιλής, Οφφίκια Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 183 κ.ε. - Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. Iv. III. 73.6, 10 (1314) 78.7, 30 (1320) 84.7, 33, 56 (1326) πρβ. 81.3, 13, 41 (1324). - Βάσει πηγής του 10 ου αι. ο δε(η)ποτάτος φαίνεται να έχει βοηθητικά τελετουργικά καθήκοντα,

319 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 237 Eπίσης στα προαναφερθέντα λειτουργικά κείμενα του Συμεών Θεσσαλονίκης απαντούν οι τελετουργικών καθηκόντων εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι ἐπὶ τῆς ἱερᾶς καταστάσεως, πρωτοκανονάρχης, ἄρχων τῶν κοντακίων και ἐπὶ τῆς εὐταξίας 913. Οι ανώτατοι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ο οἰκονόμος, σακελλάριος, ο σκευοφύλαξ, ο χαρτοφύλαξ, ο σακελλίου και ο πρωτέκδικος, αποκαλούνταν ήδη πριν από τα τέλη του 11 ου αι. ἐξωκατάκοιλοι ἄρχοντες 914. Οι αντίστοιχοι οφφικιάλιοι της μητρόπολης Θεσσαλονίκης απαντούν ως ἐξωκατάκοιλοι σε δικαστική απόφαση της μητροπολιτικής συνόδου επί Γαβριήλ ( /1419) και σε λειτουργική πραγματεία του Συμεών Θεσσαλονίκης (1416/ ) 915. Τον Αύγουστο του 1347 οι εν λόγω αξιωματούχοι τιμήθηκαν από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Στ Καντακουζηνό και τον πατριάρχη Ισίδωρο με το τιμητικό προνόμιο να φέρουν στο σκιάδιό τους σταυρό και να αποκαλούνται σταυροφόροι, όπως και οι ἐξωκατάκοιλοι του πατριαρχείου από τον 14 ο αι. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η μητρόπολη Θεσσαλονίκης φαίνεται ότι ακολουθούσε κατά το δυνατό πιστά το πρότυπο του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως σε μια προσπάθεια να προσεγγίσει την αίγλη του. Το εν λόγω αποδοθέν τιμητικό προνόμιο αποτελεί μία ακόμη σχετική ένδειξη 916. ενώ πιθανόν να ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης. - Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια , Ι. Πηλιλής, Οφφίκια Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. J. Darrouzès, Rituel κεφ. 8, Για το αξίωμα του ὀστιαρίου βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια Liste A, σ. 539 E.19 F.22 G.15 I.24 K.16 K 2-K 3.15 a R Βλ. και Κ. Μ. Ράλλης, Περί του αξιώματος του οστιαρίου, ΠΑΑ 10 (1935) Βλ. ΜΜ 3, αρ. 2, (1217). - J. Darrouzès, Rituel κεφ. 8, , 39 κεφ. 9, κεφ. 13, κεφ. 14, 59.4 κεφ. 15, Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις Ι. Φουντούλης, Μαρτυρίαι Δ3, Δ5. - Για τα συγκεκριμένα εκκλησιαστικά αξιώματα βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 215 (για τον ἐπὶ τῆς εὐταξίας). - Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 269 κ.ε. (για τον κανονάρχη), 275 (για τον ἐπὶ τῆς καταστάσεως). 914 Για τους λεγόμενους ἐξωκατακοίλους (ή ἐξωκατακήλους) άρχοντες βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 59-60, 101 κ.ε., 123, 124, 134, Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 11-12, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. 915 Βλ. Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης (1416). - Ι. Φουντούλης, Μαρτυρίαι Δ4: πάντων παρισταμένων αὐτῷ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων, αὐτῶν τε τῶν ἐξωκατακήλων καὶ τῶν ἄλλων. 916 Βλ. PRK ΙΙ, αρ. 162 J. Darrouzès, Reg F. Dölger, Reg (1347). - Ekthésis Néa (Α) κεφ. 33, (1386). - Βλ. και Γ. Ι. Θεοχαρίδης, Οι σταυροφόροι άρχοντες της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Μακεδονικά 3 ( ) J. Darrouzès, Ekthésis Néa σχ. 33 (σ. 53), σχ. 27 (σ. 73) Registre 195 και σημ. 66 Οφφίκια 352 σημ. 4 Listes synodales Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 12, J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 87, 91.

320 238 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Ενδεικτικό επίσης της προσπάθειας της μητρόπολης Θεσσαλονίκης να ακολουθεί πιστά το πρότυπο της Κωνσταντινούπολης είναι το γεγονός ότι οι ανώτατοι εκκλησιαστικοί οφφικιάλιοι της Θεσσαλονίκης χρησιμοποιούν την προσωνυμία μέγας 917, που ήδη πριν από τα τέλη του 11 ου αι. είχε καθιερωθεί για τον οἰκονόμο, τον σακελλάριο και τον σκευοφύλακα, ενώ από το 1328 κ.ε. αποδιδόταν και στον χαρτοφύλακα του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως 918. Το 1078 λοιπόν ο επίσκοπος Βεροίας Νικήτας απαντά ως μέγας οἰκονόμος της μητρόπολης Θεσσαλονίκης 919. Πολύ αργότερα, το , απαντά ως μέγας σακελλάριος της μητρόπολης Θεσσαλονίκης ο 917 Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 120 και σημ. 1: «le titre doit se propager par initiatives individuelles des métropolites et des archontes» και σ Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 60-62, 111, 134, Βλ. επίσης Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 369 κ.ε., 516, 540, Σύμφωνα με την άποψη της Β. Λεονταρίτου (ό.π. σ ), την ο- ποία διατυπώνει εκθέτοντας πειστικά επιχειρήματα, ο τίτλος μέγας αποδόθηκε στον οἰκονόμο της Μεγάλης Εκκλησίας μεταξύ 1032 και 1078, και πιθανότατα το Πέρα από τον οἰκονόμο, τον σακελλάριο, τον σκευοφύλακα και πολύ αργότερα τον χαρτοφύλακα, που έφεραν την προσωνυμία μέγας, περιστασιακά απαντούν και άλλοι οφφικιάλιοι με αυτόν τον τίτλο (ήδη από το β μισό του 12 ου αι.), όπως μέγας ἐκκλησιάρχης, μέγας πρωτοπαπᾶς, μέγας ἀρχιδιάκονος, μέγας δευτερεύων τῶν διακόνων, μέγας διδάσκαλος, μέγας λογοθέτης. Ο J. Darrouzès (Οφφίκια 80, και 102 σημ. 1, , 134 κ.ε., 192 και σημ. 2, 282) επισημαίνει ότι οι πληροφορίες των πηγών δεν επαρκούν, προκειμένου να διευκρινίσουμε την προέλευση, την αιτία και τη σημασία της απόδοσης του τίτλου. Θεωρεί ότι πρόκειται για έναν τιμητικό τίτλο, που δεν φαίνεται να επηρεάζει ούτε την ιεραρχική θέση του αξιωματούχου ούτε τα καθήκοντά του και μάλλον αποδίδεται προσωπικά από τον αυτοκράτορα. Διατηρεί ωστόσο τις επιφυλάξεις του, καθώς δεν αποκλείει να πρόκειται για κληρικούς που ανήκουν στον βασιλικό κλήρο ή και για πατριαρχικούς κληρικούς, που επιθυμούσαν να οικειοποιηθούν τον τίτλο των ανώτατων διοικητικών οφφικιαλίων. Όπως φαίνεται από λειτουργικά κείμενα του Συμεών Θεσσαλονίκης (1416/ ) σχετικά με το τυπικό που τηρείται, όταν γίνεται ἡ τάξις τῆς στάσεως καὶ τοῦ θυμιάματος ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ Θεσσαλονίκης, ο τίτλος αποδίδεται στον πρωτοπαπᾶ και στον δευτερεύοντα των πρεσβυτέρων του μητροπολιτικού ναού της Θεσσαλονίκης. - Βλ. J. Darrouzès, Rituel κεφ. 7, κεφ. 8, κεφ. 9, : μετ αὐτοὺς δὲ οἱ ἱερεῖς καὶ αὐτοὶ κατὰ συζυγίαν ὡς καὶ οἱ διάκονοι μετ εὐλαβείας ἁπάσης, πρότερον ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος ἐνδυσάμενοι τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ κατὰ συζυγίαν ταχθέντες ὑπὸ τοῦ τῆς ἱερᾶς καταστάσεως, ἢ τοῦ μεγάλου δευτερεύοντος, εἰ μὴ πάρεστιν ἐκεῖνος. - Πρβ. επίσης το τυπικό που ακολουθείται κατά τη λιτανεία την παραμονή της εορτής του αγίου Δημητρίου, όπου αναφέρεται: εἶτα ὁ μέγας πρωτοπαπᾶς καὶ ὁ μέγας δευτερεύων καὶ οἱ λοιποὶ ὀφφικιάλιοι καὶ ἔκδικοι πρεσβύτεροι (Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις βλ. και ). Ο R. Janin (Églises 409) αναφερόμενος σε αυτό το χωρίο κάνει λόγο για πρωτοπαπᾶ της Αγίας Σοφίας και όχι του βασιλικού κλήρου. Πράγματι από τα συμφραζόμενα δεν φαίνεται να εννοείται το δεύτερο. 919 Βλ. Α. Esph. 4.8, 12 (1078). - Αντιθέτως βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια σ. 120, σημ. 1, που αναφέρει ότι στη Θεσσαλονίκη απαντά ένας μέγας οἰκονόμος το Για ανάλογο παράδειγμα αρχιερέα, στον οποίο ταυτόχρονα αποδόθηκε το αξίωμα του οἰκονόμου του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 304 (10 ος αι.).

321 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 239 διάκονος Ιωάννης Πόθος 920. Την ίδια περίπου εποχή, το 1295, ο διάκονος Πέτρος Βουλξάνος φέρει το αξίωμα του μεγάλου σκευοφύλακος της μητρόπολης 921. Ο χαρτοφύλαξ της μητρόπολης διάκονος Ιωάννης Στρυμβάκων που απαντά στις πηγές μεταξύ 1327 και 1338 δεν φέρει την εν λόγω προσωνυμία 922, που εξάλλου προσφάτως είχε αποδοθεί στον χαρτοφύλακα του πατριαρχείου. Αντιθέτως ο Ταρχανειώτης το 1375 υπογράφει ως μέγας χαρτοφύλαξ τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως Θεσσαλονίκης 923. Σε αντίθεση με άλλες μητροπόλεις, όπου ο τίτλος μέγας φαίνεται να υιοθετήθηκε διστακτικά και όχι σε μόνιμη βάση 924, στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης φαίνεται ότι καθιερώθηκε απόλυτα. Όλοι οι οἰκονόμοι της μητρόπολης που απαντούν από το 1078 έως το 1419 φέρουν τον συγκεκριμένο τίτλο. Το ίδιο ισχύει για τους σακελλαρίους 925 και τους σκευοφύλακες από το β μισό του 13 ου αι., αλλά και για τους χαρτοφύλακες που μαρτυρούνται από το 1375 κ.ε Ο J. Darrouzès σημειώνει ότι ο τίτλος είναι μόνο τιμητι- 920 Βλ. A. La. II. 75.8, (1284). - Α. Iv. III (ca. 1290) και σ Β. Katsaros, Documents αρ. 7, στ (τέλη 13 ου αι.). - Για τον Ιωάννη Πόθο βλ. PLP 10, E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 103 και σημ Πρβ. PLP 9, Κ. Κωνσταντινίδης, Πνευματική ακμή , που τον ταυτίζουν με τον Ιωάννη Πόθο Πεδιάσιμο, ὕπατο τῶν φιλοσόφων στην Κωνσταντινούπολη ως το 1280 περίπου και στη συνέχεια χαρτοφύλακα της αρχιεπισκοπής Αχρίδος. 921 Βλ. Α. Iv. III. 67.6, 87-88, (1295). - Για τον Πέτρο Βουλξάνο βλ. και PLP 2, 3065, όπου όμως κακώς αναφέρεται με επιφύλαξη ότι ήταν διάκονος. - Βλ. επίσης E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Chil (1327) (1328). - Α. Ζο (1330). - PRK II, αρ. 111, στ. 4-5 ( ) και στ (σε γράμμα του 1336, που εμπεριέχεται στο παρόν έγγραφο). - Για τον Ιωάννη Στρυμβάκωνα κατωτ. σημ. 971 και σ , Βλ. Α. Kutl , 41 (1375) (1375). - Για τον χαρτοφύλακα Ταρχανιώτη βλ. και Ι. G. Leontiades, Die Tarchaneiotae. Eine Prosopographisch-Sigillographische Studie, [Βυζαντινά κείμενα και μελέται 27 - ΚΒΕ] Θεσσαλονίκη 1998, σ. 98, 99, Αντιθέτως βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 120, που σημειώνει ότι στις εκκλησιαστικές έδρες των επαρχιών ο τίτλος μέγας δεν υιοθετείται σε μόνιμη βάση, χωρίς να εξαιρεί τη Θεσσαλονίκη από την παρατήρηση: «Ceux-ci prennent l épithète mégas selon l usage de Constantinople, mais de façon irrégulière la contamination est sporadique et certainement progressive». 925 Το 1217 συντάχθηκε δικαιοπρακτικό έγγραφο υπό την εποπτεία του σακελλαρίου της μητρόπολης και ταβουλλαρίου Ιερεμία Χειμαδά. Ο γραφέας δεν προσάπτει τον τίτλο μέγας στο αξίωμα του σακελλαρίου. Αλλά και ο ίδιος ο σακελλάριος δεν χρησιμοποιεί τον τίτλο, όταν υπογράφει κλείνοντας το έγγραφο (βλ. ΜΜ 3, αρ. 2, , ). Προφανώς θα πρέπει να θεωρήσουμε το 1217 ως terminus post quem για τη χρήση του τίτλου από τους σακελλαρίους της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, ενώ ο terminus ante quem είναι το Βλ. και E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 90, , , Αντιθέτως βλ. Η. Ahrweiler, Smyrne 111 σημ. 177, που συγκρίνει τον τίτλο των ανώτατων οφφικιαλίων στις μητροπόλεις Θεσσαλονίκης και Σμύρνης, χωρίς όμως να λαμβάνει υπόψη τη διαφορετική προέλευση των εγγράφων που παραβάλλει. Συγκεκριμένα, συγκρίνει έγγραφα που συντάσσονται ή επικυρώνονται από ανώτατους οφφικιαλίους της μητρόπολης Σμύρνης, στα οποία χρησιμοποιούν την προ-

322 240 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου κός και δεν επηρεάζει τη δικαιοδοσία του οφφικιάλιου. Η υιοθέτησή του ε- ντάσσεται στο πλαίσιο της προσπάθειας των επαρχιακών εδρών να μιμηθούν την οργάνωση των υπηρεσιών του πατριαρχείου 927. Αν και οι ανώτατοι οφφικιάλιοι της μητρόπολης έσπευσαν να υιοθετήσουν τον τίτλο μέγας, που αποδιδόταν στους ἐξωκατακοίλους του πατριαρχείου, και επιπλέον τον 14 ο αι. απέκτησαν το προνόμιο να είναι σταυροφόροι, ωστόσο, η πατριαρχική γραμματεία δεν τους αντιμετώπιζε ως «ισότισωνυμία μέγας, με την πατριαρχική απόφαση του 1347 (βλ. PRK II, αρ. 162, στ. 3-5 J. Darrouzès, Reg. 2286), που επικυρώνει την απονομή του τίτλου σταυροφόροι στους ανώτατους οφφικιαλίους της Θεσσαλονίκης (βλ. ανωτ. σ. 237). Η ιστορικός λοιπόν επισημαίνει ότι στην πατριαρχική απόφαση οι Θεσσαλονικείς ανώτατοι εκκλησιαστικοί άρχοντες δεν μνημονεύονται με την προσωνυμία μέγας και συμπεραίνει ότι αντίθετα προς τους αντίστοιχους οφφικιαλίους της μητρόπολης Σμύρνης δεν έφεραν τον εν λόγω τίτλο. Ωστόσο σε έγγραφα που συντάσσονται ή επικυρώνονται εντός της δικαιοδοσίας της μητρόπολης Θεσσαλονίκης οι ανώτατοι αξιωματούχοι χρησιμοποιούν ανελλιπώς τον τίτλο μέγας. Οδηγούμαστε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι ο τίτλος χρησιμοποιούνταν από ή για τους ανώτατους μητροπολιτικούς οφφικιαλίους μόνο στο πλαίσιο των μητροπολιτικών περιφερειών, ενώ η πατριαρχική γραμματεία δεν προσφωνούσε τους οφφικιαλίους των υποκείμενων μητροπόλεων με τον ίδιο τρόπο, όπως τους πατριαρχικούς οφφικιαλίους. - Βλ. και κατωτ. σ Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 120: «Sur ce point, l es archont es de provi nce cherchent à se model er s ur ceux de la capitale ; le titre est honorifique et n ajoute rien à la juridiction» σ. 120, σημ. 1: «Il y a un grand économe à Thessalonique en 1295 ; le titre doit se propager par initiatives indivi duell es des métropolites et des archontes» και σ Βλ. επίσης Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 369: «Ο τελευταίος (ενν. τον επίσκοπο Βεροίας και οἰκονόμο της μητρόπολης Θεσσαλονίκης) χαρακτηρίζεται ως μέγας ίσως κατά μίμηση του οικονόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αν και δεν είναι απόλυτα σαφές πότε ακριβώς δόθηκε στον τελευταίο η προσωνυμία». Κατά την Η. Ahrweiler (Smyrne 111 σημ. 177) μέγας ονομάζεται ο οἰκονόμος, ο σακελλάριος, ο σκευοφύλαξ των μεγάλων μητροπόλεων, στην περίπτωση που έχει ως βοηθούς του α- πλούς οἰκονόμους, σακελλαρίους, σκευοφύλακες αντίστοιχα για την επιτέλεση των σχετικών καθηκόντων. Η άποψη αυτή μάλλον κλονίζεται από το γεγονός ότι και στη μητρόπολη Βεροίας απαντά μέγας οἰκονόμος και μέγας σακελλάριος (βλ. Α. Va. I , έτ Γ. Θεοχαρίδης, Βατοπ. έγγραφα 2.10 α -11 α, έτ. 1326), παρότι δεν θεωρείται από τις μεγάλες μητροπόλεις και πιθανότατα δεν είχε ανάγκη να απασχολεί πολλούς οἰκονόμους και σακελλαρίους. Έγγραφο του 1309 συντάσσεται ἐκ προτροπῆς τοῦ πανεντιμοτάτου Ἁγιοδημητρίτου δευτέρου σκευοφύλακο(ς) καὶ ταβουλλαρίου κυ(ροῦ) Βασιλείου τοῦ Βεάσκου (βλ. Α. Chil. I ). Οι εκδότες (σ. 193) σημειώνουν ότι με τη φράση αυτή μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ήταν α) δευτερεύων, δηλαδή αναπληρωτής ἀρχιδιακόνου ή πρωτοπρεσβυτέρου και παράλληλα σκευοφύλαξ ή β) δεύτερος σκευοφύλαξ. Στη δεύτερη περίπτωση ενισχύεται η άποψη της H. Ahrweiler. Η Β. Λεονταρίτου (Εκκλ. αξιώματα 652) πάντως θεωρεί ότι ο χαρτοφύλαξ και ο σκευοφύλαξ κάθε εκκλησιαστικής έδρας ήταν ένας κάθε φορά. Ειδικά για τους σκευοφύλακες, σημειώνει ότι, όπου απαντούν περισσότεροι του ενός, θα πρέπει να εκληφθούν ως χαρτουλάριοι του σκευοφυλακίου. - Βλ. και J. Darrouzès, Οφφίκια 61-62, που υποστηρίζει ότι λ.χ. υπήρχε ένας μόνο σακελλάριος ή ένας σκευοφύλαξ στο σέκρετο. Ο τίτλος ήταν τιμητικός, δεν αποσκοπούσε στο να διακριθεί ο μέγας σακελλάριος από απλούς σακελλαρίους και δεν επηρέασε με κάποιο τρόπο τη δικαιοδοσία του.

323 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 241 μους». Σε απόφαση μεικτού δικαστηρίου της Κωνσταντινούπολης του δεν αποδίδεται η προσωνυμία μέγας στον οἰκονόμο της μητρόπολης Θεσσαλονίκης Δημήτριο Κανίσκη Καβάσιλα ούτε στον χαρτοφύλακα Ι- ωάννη Στρυμβάκωνα 928. Αντιθέτως σε απόφαση του μητροπολιτικού δικαστηρίου Σερρών του 1375 γίνεται αναφορά σε γνωμοδότηση που ζητήθηκε από τον μέγα χαρτοφύλακα της μητρόπολης Θεσσαλονίκης 929. Προφανώς ο τίτλος δεν χρησιμοποιούνταν μόνο εντός των ορίων της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, αλλά και εκτός αυτής, όχι όμως και από την πατριαρχική γραμματεία. Επιπλέον, ενώ οι ανώτατοι οφφικιάλιοι του πατριαρχείου αποκαλούνται στα πατριαρχικά και συνοδικά έγγραφα τιμιώτατοι, οι αντίστοιχοι αξιωματούχοι της μητρόπολης Θεσσαλονίκης αποκαλούνται ἐντιμότατοι. Προσφωνούνται δηλαδή, όπως οι κατώτεροι οφφικιάλιοι του πατριαρχείου 930. Βέβαια η προσωνυμία τιμιώτατοι δεν χρησιμοποιείται για τους α- νώτατους οφφικιαλίους της μητρόπολης ούτε και στα δικαιοπρακτικά, δικαστικά και εκκλησιαστικά έγγραφα που συντάσσονται εντός της περιφέρειας της Θεσσαλονίκης. Το 1344 ο διοικητής της Θεσσαλονίκης πρωτοβεστιαρίτης Ιωάννης Δούκας αποκαλεί τιμιώτατο τον σακελλίου Ιωάννη Βρυέννιο, 928 Βλ. PRK II, αρ. 111, στ. 2-4, J. Darrouzès, Reg ( ). - Για τον Δημήτριο Κανίσκη Καβάσιλα βλ. κατωτ. σ. 253 και σημ Βλ. Α. Kutl (1375). - Αξίζει να σημειωθεί ότι στο συγκεκριμένο έγγραφο ο ίδιος ο σακελλάριος της μητρόπολης Σερρών δεν υιοθετεί τον τίτλο μέγας. - Βλ. και Α. Kutl , verso.27 (1348), όπου κανένας από τους τέσσερις ανώτατους εκκλησιαστικούς άρχοντες της ίδιας μητρόπολης (οἰκονόμος, σακελλάριος, σκευοφύλαξ, χαρτοφύλαξ) δεν χρησιμοποιεί τον τιτλο μέγας. 930 Βλ. PRK II, αρ. 111, στ. 4-5 J. Darrouzès, Reg ( ). - PRK ΙΙ, αρ. 162, στ. 4-5 J. Darrouzès, Reg (1347). - Βλ. και J. Darrouzès, Οφφίκια 122 κ.ε., 125: «On remarque d autre parte que la chancellerie du patriarcat ne traite pas à égalité les archontes de province». Εξαίρεση αποτελεί ο προαναφερθείς οἰκονόμος Δημήτριος Κανίσκης Καβάσιλας, που αποκαλείται τιμιώτατος, προφανώς επειδή παράλληλα φέρει το αυτοκρατορικό αξίωμα του δικαιοφύλακος (βλ. PRK II, αρ. 111, στ Βλ. και J. Darrouzès, Οφφίκια 125). - Βλ. επίσης E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 92. Τον Μάιο του 1371 (ΜΜ 1, αρ. 308, J. Darrouzès, Reg. 2617) ο πατριάρχης απευθύνει προς τους οφφικιαλίους της μητρόπολης Θεσσαλονίκης μια επιστολή, με την οποία τους επιπλήττει για το γεγονός ότι, αφότου πέθανε ο μητροπολίτης τους, δεν μνημονεύουν το όνομα του πατριάρχη στη Θεία Λειτουργία. Πρέπει να επισημανθεί ότι στο συγκεκριμένο έγγραφο οι εκκλησιαστικοί άρχοντες της Θεσσαλονίκης προσφωνούνται τιμιώτατοι καὶ ἐντιμότατοι. Πιθανόν η προσωνυμία τιμιώτατοι να οφείλεται στο γεγονός ότι ορισμένοι ανώτατοι οφφικιάλιοι της μητρόπολης έφεραν το αξίωμα του δικαιοφύλακος (βλ. και κατωτ. σ , ). Βέβαια, ούτως ή άλλως παρατηρείται απόκλιση από τον κανόνα, δεδομένου ότι γενικά, όταν προσφωνούνται οι εκκλησιαστικοί οφφικιάλιοι ως σύνολο, τους αποδίδεται ο τίτλος θεοφιλέστατοι (βλ. σχετικά J. Darrouzès, Οφφίκια 99, 123, 124).

324 242 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ίσως επειδή κατείχε το κοσμικό αξίωμα του δικαιοφύλακος 931. Ωστόσο οι υπόλοιποι ανώτατοι και ανώτεροι οφφικιάλιοι της μητρόπολης Θεσσαλονίκης απαντούν συνήθως με τον χαρακτηρισμό θεοφιλέστατοι 932. Ο J. Darrouzès επισημαίνει ότι, όταν αναφέρονται οι πατριαρχικοί οφφικιάλιοι ως σύνολο, αποκαλούνται θεοφιλέστατοι 933. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και στη Θεσσαλονίκη, καθώς σε δικαιοπρακτικά και δικαστικά έγγραφα στα οποία αναφέρονται περισσότεροι του ενός εκκλησιαστικοί άρχοντες αποκαλούνται θεοφιλέστατοι: συμπαρόντων (καὶ) θεοφιλεστάτων ἐκκλησιαστ(ικῶν) ἀρχόντων, τοῦ μεγ(ά)λ(ου) οἰκονόμου, τοῦ μεγ(ά)λ(ου) σκευοφύλακο(ς), τοῦ σακελλίου, τοῦ πρωτεκδίκου (καὶ) τοῦ πρωτονοτ(α)ρ(ίου) 934. Ωστόσο σε εγχειρίδιο εκκλησιαστικής αλληλογραφίας του τέλους του 14 ου αι. αναφέρεται ότι, όταν ο μητροπολίτης απουσιάζει από την έδρα του και απευθύνει επιστολή προς τους οφφικιαλίους του, τους προσφωνεί ως εξής: Τιμιώτατοι ἐκκλησιαστικοὶ ἄρχοντες τῆς καθ ἡμᾶς ἁγιωτάτης μητροπόλεως τῆσδε 935. Πράγματι σε επιστολή που α- πηύθυνε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ιάκωβος προς τον κλήρο της μητρόπολης στα τέλη του 13 ου αι., όσο ο ίδιος απουσίαζε στην Κωνσταντινούπολη, αποκαλεί τον χαρτοφύλακα της μητρόπολης τιμιώτατο Βλ. Α. Doch. 23.9, verso 1-3 (1344). - Πρβ. J. Darrouzès, Οφφίκια Για τον Ιωάννη Βρυέννιο ως δικαιοφύλακα βλ. και PLP Add. 1-8, Για τη σύγχυση ανάμεσα στον σακελλίου Γρηγόριο Βρυέννιο και τον λίγο μεταγενέστερο σακελλίου Ιωάννη Βρυέννιο βλ. κατωτ. σημ Βλ. Α. Iv. III (1264) 67.87: τὸν θεοφιλέστατον μέγαν σκευοφύλακα και στ. 89: τὸν θεοφιλέστατον πρωτονοτάριον (1295) (ca. 1320) : τοῦ θεοφιλεστ(ά)του κανστρισίου (1320). - A. Chil. I (1265): τοῦ θ(εο)φ(ι)λ(ε)στ(ά)του πρωτεκδ(ίκ)ου : τοῦ θ(εο)φι(λε)στ(ά)του σακελλ(ίου) (1296). - A. La. II (1284): τοῦ θεοφιλεστ(ά)του χαρτοφύλακο(ς). - B. Katsaros, Documents αρ. 7, στ (τέλη 13 ου αι.): τῷ θεοφιλεστάτῳ μεγάλῳ σακελλαρίῳ. - Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης (1416). - A. Pantel (1419). - Εξαίρεση αποτελεί ο πρωτέκδικος Νικηφόρος Μαλλέας, που σε επιστολή του διοικητή της Θεσσαλονίκης το 1266 αποκαλείται ἐντιμότατος (βλ. Α. Ζο , έτ. 1267). 933 Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 99, 123, Βλ. Α. Iv. III (1295). - Βλ. και A. La. II (1284): τ(ῶν) θεοφιλεστάτ(ων) ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντ(ων) τῆς ἁγιωτ(ά)τ(ης) μ(ητ)ροπόλ(εως) Θεσσαλονίκης τοῦ χαρτοφύλακο(ς), τοῦ μεγ(ά)λου σακελλαρίου, (καὶ) τοῦ σακελλ(ί)ου. - B. Katsaros, Documents αρ (τέλη 13 ου αι.). 935 Βλ. Ekthésis Néa (Α) κεφ. 53, Βλ. B. Katsaros, Documents αρ. 1, στ (τέλη 13 ου αι.). - Πρβ. Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα πολιτικο-ιστορικά Β5, : τοῖς ἐν τῇ πόλει τιμιωτάτοις τῆς ἐκκλησίας ἄρχουσιν. Η συγκεκριμένη ομιλία παραδίδεται με τον εξής τίτλο: ὁμιλία τε καὶ ἀπολογία ἐν τῷ μέλλειν ἀπέρχεσθαι πρὸς Κωνσταντινούπολιν.

325 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 243 Όπως είναι γνωστό, εκτός από τον πατριαρχικό κλήρο υπήρχε και ο βασιλικὸς κλῆρος, οι ανώτεροι και κατώτεροι κληρικοί δηλαδή που υπάγονταν μεν στο πατριαρχείο, αλλά επιλέχθηκαν από τον αυτοκράτορα, προκειμένου να προσφέρουν τις διοικητικές και τελετουργικές τους υπηρεσίες στους ανακτορικούς ναούς 937. Οι βασιλικοί κληρικοί πέρα από τα καθήκοντά τους στον ανακτορικό ναό όπου διορίστηκαν, υπήρχε η δυνατότητα να υπηρετούν παράλληλα σε μια από τις υπηρεσίες του πατριαρχείου φέροντας ένα εκκλησιαστικό οφφίκιο διοικητικών καθηκόντων 938. Κατά το πρότυπο της πρωτεύουσας βασιλικὸς κλῆρος απαντά και στη Θεσσαλονίκη, δεδομένου ότι υπήρχαν ανάκτορα, όπου διέμενε ο διοικητής της πόλης και ο αυτοκράτορας, όταν την επισκεπτόταν 939. Μαρτυρούνται λοιπόν οφφικιάλιοι της μητρόπολης που ανήκουν παράλληλα στον βασιλικὸν κλῆρον. Μνεία μιας τέτοιας περίπτωσης, αν και όχι πολύ ξεκάθαρης, υπάρχει στο έργο του Ιωάννη Καμινιάτη για την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Άραβες το 904. Στον τίτλο και στο υστερόγραφο του χειρογράφου ο Καμινιάτης αποκαλείται ἀναγνώστης και κουβουκλήσιος της μητρόπολης, ενώ ο ίδιος αναφέρει ότι ήταν αναγνώστης και τῶν ἐν τοῖς οἴκοις τῶν βασιλείων τεταγμένων εἷς 940. Η εκδότρια του έργου του Καμινιάτη G. Böhlig θεωρεί ότι η φράση αυτή αποτελεί παράφραση του κουβουκλησίου 941. Αντιθέτως άλλοι μελετητές θεωρούν ότι ο Καμινιάτης ήταν κουβουκλήσιος 937 Βλ. Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 110 κ.ε. - Βλ. επίσης Ε. Παπαγιάννη, Οικονομικά 21-22, Βλ. Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 115, Βλ. επίσης H.-G. Beck, Kirche Πρβ. Ε. Παπαγιάννη, Οικονομικά και σημ. 81, 82, που επισημαίνει ότι η προσφορά λειτουργικών υπηρεσιών σε έναν ναό και διοικητικών υπηρεσιών σε έναν άλλο μπορεί να μη θεωρηθεί καταστρατήγηση των κανόνων που απαγόρευαν τη διπλοθεσία. Ακόμη, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η ένταξη στον βασιλικό κλήρο να ήταν τιμητική και όχι έμμισθη. Σε αυτήν την περίπτωση ο κληρικός μπορούσε να λειτουργεί στους ανακτορικούς ναούς και να απολαύει των εθιμικών φιλοδωρημάτων από τους κοσμικούς αξιωματούχους. Ακόμη όμως και αν ο κληρικός παρείχε αντικανονικά λειτουργικές υπηρεσίες και στους δύο ναούς, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί παράδοξο «σε ένα περιβάλλον τόσο πρόσφορο για ευνοιοκρατία όπως το αυτοκρατορικό». 939 Βλ. Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα Για τα βυζαντινά ανάκτορα στη Θεσσαλονίκη βλ. Μ. Vickers, A note on the Byzantine palace at Thessaloniki, Annual British School at Athens 66 (1971) M. L. Rautman, Observations on the Byzantine Palaces of Thessaloniki, Byzantion 60 (1990) , όπου και παλαιότερη βιβλιογραφία. - Βλ. επίσης Α. Σταυρίδου- Ζαφράκα, Φυσιογνωμία Θεσσαλονίκης Πόλις μεγάλη Ch. Bakirtzis, Urban Continuity Ιω. Καμινιάτης κεφ. 43, στ. 1, 86-87, κεφ. 55, στ , κεφ. 78, στ Βλ. Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα Βλ. G. Böhlig, Ioannis Caminiatae de expugnatione Thessalonicae, [CFHB 4 - Series Berolinensis] Berlin 1973, σ. viii.

326 244 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου του μητροπολίτη και επιπλέον βασιλικός κληρικός 942. Επίσης το 1344 απαντά ο προαναφερθείς διάκονος Ιωάννης Βρυέννιος ως τιμιώτατος δικαιοφύλαξ τοῦ εὐαγοῦς βασιλικοῦ κλήρου καὶ σακελλίου τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως Θεσσαλονίκης 943. Εκτός από οφφικιαλίους που ανήκαν στον μητροπολιτικό ναό και ήταν ταυτόχρονα βασιλικοί κληρικοί, απαντούμε στις πηγές και αξιωματούχους της Αγίας Σοφίας που προσέφεραν παράλληλα τις υπηρεσίες τους και σε άλλον ναό της πόλης 944. Το φαινόμενο είναι αρκετά συχνό όχι μόνο στις επαρχιακές εκκλησιαστικές έδρες αλλά ακόμη και στην πρωτεύουσα, παρότι τόσο οι ιεροί κανόνες όσο και η αυτοκρατορική νομοθεσία απαγόρευαν τη διπλοθεσία ειδικά στους πατριαρχικούς κληρικούς ως ἐμπορίας καὶ αἰσχροκερδείας ἴδιον 945. Το γεγονός ότι σε πατριαρχική συνοδική απόφαση του 1339 γίνεται αναφορά σε διπλοκλήρους, δηλαδή διπλοθεσίτες κληρικούς, τους οποίους τοποθέτησε ο ίδιος ο μητροπολίτης στον ναό των Αγίων Ασωμάτων, δείχνει ότι η παράλληλη κατοχή δύο θέσεων γινόταν εν γνώσει του μητροπολίτη. Σχετικό αυτοκρατορικό πρόσταγμα διέταξε την απομάκρυνση των διπλοθεσιτών από τον εν λόγω ναό, ενώ η πατριαρχική 942 Βλ. Η. Hunger, Die hochsprachliche profane Literatur der Byzantiner, I [Handbuch der Altertumswissenschaft, /2] München 1978, σ. 358 σημ Α. P. Kazhdan, Some Questions addressed to the Scholars who believe in the Authenticity of Kaminiates Capture of Thessalonica, BZ 71 (1978) , σ Ε. Παπαγιάννη, Καμινιάτης Πρβ. Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 120, που θεωρεί πιθανές και τις δύο εκδοχές. 943 Βλ. A. Doch πρβ. verso 1-3 (1344): Ὁ δικαιοφύλ(αξ) τοῦ εὐαγοῦς βασιλ(ικοῦ) σεκρέτου (καὶ) σακελλ(ίου) τῆς ἁγιωτ(ά)τ(ης) μ(ητ)ροπ(ό)λ(εως) Θεσσαλονίκης Ἰω(άννης) εὐτελὴς διάκονος ὁ Βρυέννιος. - Άλλο παράδειγμα βασιλικού κληρικού στη Θεσσαλονίκη είναι του Βασιλείου Κυρτολέοντος. Δεν πρόκειται όμως για οφφικιάλιο της Αγίας Σοφίας αλλά για πρωτοψάλτη στον ναό του Αγίου Δημητρίου και ταβουλλάριο. - Βλ. Α. La. I , 75 (1115). - Βλ. και Ε. Παπαγιάννη, Καμινιάτης Για τον πρωτοψάλτη βλ. Κ. Ράλλης, Περί του αξιώματος του πρωτοψάλτου, ΠΑΑ 11 (1936) Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα Βλ. A. La. I και 42 (1097): Στέφανο(ς) κουβου(κλήσιος) κληρ(ικός) τ(ῆς) ἐν Θεσ(σαλονίκη) Μ(ε)γ(ά)λ(ης) Ἐκκλη(σίας) χαρτουλ(άριος) τ(ῆς) Νέ(ας) ληβελήσιο(ς) (καὶ) πριμικήρ(ιος) τῶν ταβουλαρίων (1097). - Δημ. Χωματηνός, Πονήματα αρ. 106, στ (13 ος αι.). - Α. La. IΙ (1240). - Α. Xén. 10.1, 7-8 (1315). - ΜΜ 2, αρ. 664, J. Darrouzès, Reg (Ιούλ. 1400). 945 Βλ. 15 ος καν. Ζ Οικ. συν., P. Joannou, Discipline I , ιδίως (= ΡΠ 2, ). - Νεαρά Ηρακλείου ΙΙ (έτ. 617), έκδ. J. Konidaris, Die Novellen des Kaisers Herakleios, FM 5 (1982) , σ Βλ. και Ε. Παπαγιάννη, Οικονομικά Μονή Ακαπνίου

327 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 245 συνοδική απόφαση ήταν πιο επιεικής, καθώς επέτρεψε στους ήδη τοποθετημένους να διατηρήσουν τις θέσεις τους δια βίου 946. Επίσης στις πηγές απαντώνται αξιωματούχοι καθολικῶν 947 και άλλων ναών της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, όπως του Αγίου Δημητρίου, της Θεοτόκου Αχειροποιήτου, των Αγίων Ασωμάτων, του Αγίου Μηνά, οι οποίοι επίσης διορίζονταν από τον μητροπολίτη. Εμφανίζονται κυρίως οι ανώτατοι αξιωματούχοι, όπως ο οἰκονόμος 948, ο σκευοφύλαξ 949, αλλά και άλλοι αξιωματούχοι λειτουργικών ή διοικητικών καθηκόντων, όπως ο πρωτοπαπᾶς 950, o ἀρχιδιάκονος 951, ο πρωτοκανονάρχης 952, ο ἄρχων τῶν κοντακίων 953, ο πρωτοψάλτης 954, ο δομέστικος 955, ο χαρτουλάριος Βλ. PRK II, αρ. 123, στ , J. Darrouzès, Reg (1339). - Βλ. και F. Dölger, Reg Βλ. και Ε. Παπαγιάννη, Μονή Ακαπνίου135 κ.ε. 947 Για τους καθολικοὺς ναούς της Θεσσαλονίκης βλ. ανωτ. σημ Βλ. Α. Χén (1309): + Ὁ οἰκονομο(ς) τοῦ αὐτ(οῦ) κλήρ(ου) (ενν. του ναού των Ασωμάτων) Ἀθανάσιο(ς) ὁ Παπαδόπ(ου)λ(ος) +. - Α. Va. I , 31 (1310). - Α. Chil. I (1314): + Ὁ οἰκονόμος τ(ῶν) τιμί(ων) Ἀσωμ(ά)τ(ων) Ἀθανάσιο(ς) ὁ Παπαδόπ(ου)λ(ος). - Α. Iv. III , 44 (1324): + Ὁ οἰκονόμος τοῦ εὐαγοῦς μεγαλοναϊτ(ικ)οῦ κλήρου (καὶ) ταβουλλ(ά)ρ(ι)ος Μιχαὴλ ὁ Σαραντ(η)νὸ(ς) βεβαιῶν ὑπ(έγραψ)α + βλ. και ό.π , 59 (1326). - A. Zo , (1330). - Α. Χén , 34 (1348). Ο χαρακτηρισμός μεγαλοναΐτης αποδίδεται σε οφφικιαλίους της Θεοτόκου Αχειροποιήτου, που αποκαλούνταν και Μεγάλη Παναγία. Αντιθέτως οι οφφικιάλιοι του μητροπολιτικού ναού αποκαλούνταν ἁγιοσοφίτες και ο κλήρος του ἁγιοσοφιτικός. Βλ. σχετικά Ε. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 93, Βλ. Α. Chil. I , (1309): + Βασίλ(ει)ο(ς) Ἁγιοδημητρίτ(ης) δεύτ(ε)ρ(ος) σκευοφύλαξ (καὶ) ταβουλλ(ά)ρ(ι)ο(ς) ὁ Βεάσκο(ς) βεβαιῶν ὑπ(έγραψ)α +. - Α. Χén , 37 (1364) 20.44, 46 (1324). 950 Βλ. Α. La. II (1240). - Α. Χén (1309): + Ο πρωτοπαπ(ᾶς) {τε} τ(ῶν) Ασωματ(ων) Ιω(άνν)ης ο Καρδαμ(ᾶς) +. - Α. Chil. I (1314): τοῦ τε πρωτοπαπᾶ τῆς γειτονίας τοῦ μεγαλομ(ά)ρ(τυρ)ος Ἁγ(ίου) Μηνᾶ κυ(ροῦ) Θεοδώρου τοῦ Κάταβα,. - S. Kugéas, Νotizbuch αρ. 51 (1421). - Βλ. και ανωτ. σημ. 944, όπου αναφέρονται οι διπλοθεσίτες εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι. 951 Βλ. Α. Doch (1112): τὸν ταβου(λλά)ρ(ιον) Νικό(λαον) κουβου(κλήσιον) (καὶ) ἀρχ(ι)δ(ιά)κο(νον) τοῦ ἁ(γίου) μ(ε)γ(αλο)μ(ά)ρ(τυρος) Δημ(η)τρ(ίου) τὸν Κοντόπαυλον και στ Βλ. Α. Χén (1309): + Ὁ μεγαλοναΐτ(ης) πρωτοκανονάρχ(ης) Δημήτρ(ιος) ὁ Ἀμοριάτης ό.π. 9.6, 26-27, 53 (1310). - Α. Chil. I (1314). 953 Βλ. Α. Chil. I (1265): διὰ χειρὸ(ς) Γεωργ(ί)ου Ἁγιοδημητρίτου ἄρχοντο(ς) τῶν κοντ(ακίων) τοῦ Πυρροῦ. 954 Βλ. Μ. Χατζηγιακουμής, Μουσικά χειρόγραφα 377: «[ιερεύς ο Σπανός, πρωτοψάλτης αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης] (μνεία στο χφ 2458 της ΕΒΕ, έτους 1336)». 955 Βλ. Α. La. II (1304): + Γεώργ(ιος) δομέστ(ικος) τῶν Τιμί(ων) Ἀσωμ(ά)τ(ων) ὁ Κνέντζης. - Α. Χén (1309): + Ὁ δομέστικο(ς) τῶν παναγιωτ(ά)τ(ων) Α- σωμ(ά)τ(ων) Κων(σταν)τ(ῖ)νο(ς) ὁ Λεπενδρηνό(ς): Βλ. S. Kugéas, Νotizbuch αρ. 4, (1419): ὁ θεοσεβέστατος ἱερεὺς καὶ χαρτουλάριος ὁ Καλόθετος τοῦ εὐαγοῦς κλήρου τῆς πανυπεράγνου Θεομήτορος τῆς Ἀχειροποιήτου

328 246 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Σύμφωνα με τον J. Darrouzès από τον 12 ο αι. κ.ε. oι εκκλησιαστικοί άρχοντες ήταν κατά κανόνα διάκονοι 957. Ο κανόνας αυτός υποχωρεί κατά τον μελετητή στις επαρχιακές εκκλησιαστικές έδρες, αν και ούτε στην πρωτεύουσα τηρείται απόλυτα, ιδίως τον 15 ο αι Βάσει των στοιχείων που συγκεντρώσαμε από τις διάφορες μαρτυρίες οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι που ανήκαν στον μητροπολιτικό ναό της Θεσσαλονίκης και είχαν βαθμό ιεροσύνης διακόνου φαίνεται ότι αποτελούσαν την πλειονότητα 959. Θα πρέπει βέβαια να εξαιρεθούν από την διερεύνηση της υπόθεσης όσοι οφφικιάλιοι μαρτυρούνται να κατέχουν το αξίωμα του πρωτοπρεσβυτέρου, του ἀρχιδιακόνου και του δευτερεύοντος των διακόνων, που οπωσδήποτε είχαν τον αντίστοιχο βαθμό ιεροσύνης 960, οι ἔκδικοι, που σύμφωνα τουλάχιστον με τους κανόνες και ως επί το πλείστον ήταν πρεσβύτεροι 961, οι κατηχητές και οι ὀρφανοτρόφοι, που ήταν επίσης πρεσβύτεροι 962, και οι κουβουκλήσιοι, που μπορούσαν να είναι οποιουδήποτε βαθμού αρ. 6, (1419): ὁ παπᾶ Σγουρὸς ὁ χαρτουλάριος τοῦ ἁγίου Δημητρίου αρ. 20 (1420), αρ. 30 (1420). 957 Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 106: «Un office archontal est en principe un office diaconal» 125: «une impression générale que ces trois classes d archontes seraient réservées en principle à des diacres», 157: «Si les archontes, qui sont déjà en principe des diacres». - Βλ. και J. Herrin, Provincial Government Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 120, Βλ. και Η. Saradi, Notariat Βλ. E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 97 και 166 κ.ε., όπου παρατίθεται κατάλογος των μαρτυρούμενων οφφικιαλίων του μητροπολιτικού ναού της Θεσσαλονίκης. - Βλ. επίσης J. Darrouzès, Βιβλιοκρισία «Lavra I» Βλ. σχετικά Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 87, 172, Βλ. 97 ος καν. Καρχηδ., P. Joannou, Discipline I (= ΡΠ 3, ). - Βλ. και J. Darrouzès, Οφφίκια Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 6, Βλ. εξάλλου Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις : Μετὰ τὸν ἀρχιερέα δὲ εὐθὺς οἱ ἐπίσκοποι, εἶτα οἱ λοιποὶ ὀφφικιάλιοι καὶ ἔκδικοι πρεσβύτεροι. - Πρβ. A. Xér (1295). - Α. La. II (1304) και σ Α. Xén (1309) και σ , (1315). - Chil (1374), όπου οι ἔκδικοι της μητρόπολης Θεσσαλονίκης υπογράφουν ως ἱεροέκδικοι. Η ονομασία υποδηλώνει ότι είχαν τον βαθμό του ιερέα. - Βλ. και Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 209 σημ. 87, που αναφέρεται στην περίπτωση του Δημητρίου Μαριανού (1304, 1309 PLP 7, Βλ. και Ε. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 126) ως ἐκδίκου της μητρόπολης Θεσσαλονίκης με βαθμό πρεσβυτέρου. 962 Βλ. Ekthésis Néa (Α) κεφ. 30, (1386): οἱ δὲ ἔχοντες ὀφφίκια πρεσβύτεροι, οἷον πρωτοπαπᾶς, ἢ δευτερεύων, ἢ οἱ ὀρφανοτρόφοι, ἐντιμότατοι. - J. Darrouzès, Οφφίκια, App : Ἕτερα ὀφφίκια τοῖς ἱερεῦσιν ἁρμόζουσιν. Ὁ ἐπὶ τῶν κατηχήσεων, ὁ ὀρφανοτρόφος,. - Βλ. και Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 276 πρβ. σ Ότι δεν ήταν βέβαια όλοι οι οφφικιάλιοι του μητροπολιτικού ναού διάκονοι τεκμηριώνεται και από τις αναφορές του Συμεών Θεσσαλονίκης στο λειτουργικό κείμενο που συνέταξε για την περιφορά του κιβωρίου του αγίου Δημητρίου κατά την παραμονή της εορτής του: εἶτα ὁ μέγας πρωτοπαπᾶς καὶ ὁ μέγας δευτερεύων καὶ οἱ λοιποὶ ὀφφικιάλιοι καὶ ἔκδικοι πρεσβύτεροι (Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις ).

329 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 247 κληρικοί, μοναχοί ή και λαϊκοί 963. Από τους υπόλοιπους λοιπόν εβδομήντα περίπου οφφικιαλίους του μητροπολιτικού ναού που απαντούν στις πηγές οι σαράντα εννέα αναφέρονται ρητά ως διάκονοι και μόνο τέσσερις είναι με βεβαιότητα πρεσβύτεροι. Ο βαθμός των υπολοίπων δυστυχώς δεν μνημονεύεται μήπως γιατί ήταν ευνόητος; Πιο αναλυτικά, οι συνολικά τρεις σκευοφύλακες της Αγίας Σοφίας που μαρτυρούνται στις πηγές είναι όλοι διάκονοι 964. Το ίδιο ισχύει για έξι από τους οκτώ σακελλαρίους που μας είναι γνωστοί, ενώ για δύο δεν σημειώνεται ο ιερατικός βαθμός που κατέχουν 965. Από τους εννέα πρωτεκδίκους της μητρόπολης που μαρτυρούνται οι επτά είναι διάκονοι. Ο Δημήτριος Χωματηνός που αναφέρεται σε σημείωμα ἐνυπόγραφον πρωτότυπον Κωνσταντίνου, τοῦ θεοφιλεστάτου πρωτεκδίκου τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, του 1236, δεν μνημονεύει δυστυχώς τον βαθμό ιεροσύνης του. Το ίδιο ισχύει και για τον πρωτέκδικο Χαρίτωνα, που απαντά σε σημειωματάριο ανώνυμου οφφικιαλίου της μητρόπολης του α μισού του 15 ου αι Από τους δέκα σακελλίου οι επτά είναι με βεβαιότητα διάκονοι, ενώ οι σακελλίου Νικηφόρος Μαλλέας (1267) 967 και Μανουήλ Διάκονος (1419) 968 επικυρώνουν έγγραφα χωρίς να αναφέρουν τον βαθμό ιεροσύνης τους. Ο Νικηφόρος Μαλλέας όμως τα προηγούμενα έτη ( ) απαντά ως πρωτέκδικος με τον βαθμό του διακόνου 969 μάλλον εξακολουθούσε να φέρει τον ίδιο βαθμό και ως σακελλίου. Επίσης στο σημειωματάριο του α- νώνυμου οφφικιαλίου της μητρόπολης μνημονεύεται μεν ο σακελλίου Ιωάννης Μάζαρις, αλλά δεν αναφέρεται ο βαθμός ιεροσύνης του 970. Από τους 963 Βλ. σχετικά Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα Βλ. ανωτ. σημ. 890 (πηγές). 965 Βλ. ανωτ. σημ. 888 (πηγές). 966 Βλ. ανωτ. σημ. 894 (πηγές). - Βλ. και J. Darrouzès, Οφφίκια 16, που επισημαίνει ότι, ενώ οι ἔκδικοι ήταν πρεσβύτεροι, οι πρωτέκδικοι ήταν διάκονοι. 967 Βλ. Α. Ζο , (1267). - Βλ. και Α. Chil. I. σ Βλ. Α. Χén (1419). 969 Βλ. Α. Chil. Ι , 31 (1265) και σ Α. Ζο (1267, αναφέρεται ως πρωτέκδικος σε επιστολή του 1266 που εμπεριέχεται στο συγκεκριμένο έγγραφο). 970 Βλ. S. Kugéas, Νotizbuch αρ (1421 πρβ. σ. 155, όπου δίνεται η εσφαλμένη χρονολογία 1420) πρβ. αρ. 19 (1419). - Πρβ. PLP 7, 16120, όπου αναφέρεται ο Ιωάννης Μάζαρις ως σακελλίου του ναού του Αγίου Μηνά. Ωστόσο η πηγή δεν μνημονεύει τον εκκλησιαστικό αξιωματούχο ως σακελλίου του Αγίου Μηνά, όπως συμβαίνει λ.χ. στην περίπτωση του παπᾶ Σγουροῦ τοῦ χαρτουλαρίου τοῦ ἁγίου Δημητρίου (αρ. 6, έτ. 1419). Στο χωρίο σημειώνεται τί ποσό έλαβε ο ανώνυμος εκκλησιαστικός αξιωματούχος, που συντάσσει το κείμενο, από τις εισφορές τις οποίες εισέπραξε ο σακελλίου Μάζαρις από τον ναό του Αγίου Μηνά: ἀπέστειλέ μοι ὁ σακελλίου ἀπὸ τοῦ κλήρου τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ σταυρᾶτα ζ καὶ παρῆλθον ἀφ οὗ ἐγένετο ὁ λογαριασμὸς ἀπὸ τῆς ιζ τοῦ ἰουνίου τῆς ιγ ἰνδ. μέχρι τῆς κ τοῦ ἰουλίου χρόνος εἷς καὶ μὴν καὶ

330 248 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου δέκα 971 χαρτοφύλακες έξι είναι σίγουρα διάκονοι, ο ιερατικός βαθμός τριών εξ αυτών δεν μνημονεύεται 972, ενώ μόνο ένας φέρει τον βαθμό του πρεσβυτέρου 973. Από τους συνολικά δώδεκα οἰκονόμους που μαρτυρούνται στις πηγές ο ένας είναι ο τότε επίσκοπος Βεροίας 974, ένας είναι πρεσβύτερος 975, δύο δεν μνημονεύουν τον ιερατικό τους βαθμό 976 και ένας είναι εντελώς α- νώνυμος 977. Οι υπόλοιποι έξι μεγάλοι οἰκονόμοι που απαντούν από τα τέλη του 13 ου αι. έως τις αρχές του 15 ου αι. είναι διάκονοι 978. ἡμέραι δ (αρ. 36, έτ. 1420). Σε ανάλογη περίπτωση η διατύπωση είναι λίγο πιο ξεκάθαρη: ἔδωκέ μοι ὁ ἀδελφός μου κῦρ Ἀντώνιος ἀπὸ τ ο ῦ λ ο γ α ρ ι α σ μ ο ῦ τοῦ κλήρου τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ ὃν ἐποίησαν μέχρι τῆς ιζ τοῦ ἰουνίου τῆς ιγ ἰνδ. σταυράτα δύο (αρ. 21, έτ πρβ. σ. 155, όπου δίνεται η εσφαλμένη χρονολογία 1419). Αλλού ο ανώνυμος σημειώνει: ἔλαβον ἀπὸ τοῦ εὐαγοῦς κλήρου τῶν παναγιωτάτων Ἀσωμάτων παρὰ τοῦ μεγάλου σακελλαρίου τοῦ Ἁλμυριώτη (αρ. 34, έτ. 1421). Δεν θα πρέπει βέβαια να θεωρήσουμε ότι ο Δημήτριος Αλμυριώτης ήταν σακελλάριος του ναού των Ασωμάτων, καθώς α) φέρει τον τίτλο μέγας και β) απαντά ρητά ως μέγας σακελλάριος της μητρόπολης σε δικαστική απόφαση του μητροπολίτη Συμεών (βλ. Α. Χén , έτ Βλ. και Ε. Παπαγιάννη, Πανηγύρεις 149, που αναφέρει ότι ο Αλμυριώτης ήταν αξιωματούχος της μητρόπολης). - Βλ. επίσης E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Όπως έχει επισημάνει η Ε. Παπαγιάννη (Οικονομικά 183 κ.ε. Πανηγύρεις ), οι σημειώσεις του ανώνυμου εκκλησιαστικού αξιωματούχου αφορούν σε αποδοχές που είχε «από ένα ταμείο συνεργασίας μητροπόλεως και εκκλησιών». Δεν αναφέρεται η ιδιότητα του ανωνύμου, καθώς όμως μνημονεύεται ο οἰκονόμος, ο μέγας σακελλάριος, ο χαρτοφύλαξ, ο σακελλίου και ο πρωτέκδικος (αρ. 31, 34, 42, 35, 36, 51, 87), θα μπορούσαμε να υποθέσουμε - με επιφύλαξη βέβαια - ότι ο ανώνυμος ήταν ο σκευοφύλαξ της μητρόπολης. 971 Δύο ανώνυμοι χαρτοφύλακες που αναφέρονται σε έγγραφα του 1315 (Α. Xén ) και γύρω στο 1320 (Α. Ιv. III ) πιθανόν να ταυτίζονται με τον πρεσβύτερο χαρτοφύλακα Γεώργιο, που απαντά σε έγγραφο του 1312 (Α. Va. Ι ). Σίγουρα πάντως δεν ταυτίζονται με τον διάκονο χαρτοφύλακα Ιωάννη Στρυμβάκωνα ( βλ. PLP 11, 26973, όπου και οι πηγές), καθώς εκείνος το 1317 φέρει το οφφίκιο του ὑπομνηματογράφου (Α. Va. Ι ) και το 1320 του κανστρισίου (Α. Ιv. III , 50). Αν οι ανώνυμοι χαρτοφύλακες δεν ταυτίζονται με τον Γεώργιο, τότε ο αριθμός των καταγεγραμμένων χαρτοφυλάκων της μητρόπολης Θεσσαλονίκης θα πρέπει να ανέλθει στους δώδεκα. 972 Βλ. Α. La. I (1162). - Α. Kutl , 41 (1375) (1375). - ΜΜ 2, αρ. 661, , 21, , 13 J. Darrouzès, Reg (1401). 973 Βλ. Α. Va. Ι (1312). - Για τους υπόλοιπους χαρτοφύλακες με βαθμό ιεροσύνης του διακόνου βλ. πηγές στη σ. 178 σημ Βλ. Α. Esph. 4.8, 12 (1078). 975 Βλ. Α. Χén (1419). 976 Βλ. Α. Prôt (943). - Α. Iv. III (ca. 1290). 977 Βλ. ΜΜ 2, αρ. 664, J. Darrouzès, Reg (Ιούλ. 1400). 978 Βλ. Α. Iv. III (1295). - Chil (1327) (1328). - PRK II, αρ. 111, στ. 2-5, J. Darrouzès, Reg ( ). - ΜΜ 2, αρ. 664, J. Darrouzès, Reg (1400). - Α. La. III (1404) και σ Ότι οι ανώτατοι οφφικιάλιοι (σταυροφόροι) ήταν συνήθως διάκονοι τεκμηριώνεται και από τις αναφορές στα προαναφερθέντα λειτουργικά κείμενα του Συμεών Θεσσαλονίκης: ἐξ ἀριστερῶν δὲ αὐτοῦ οἱ σταυροφόροι, ἀρχόμενοι ἵστανται κατὰ τάξιν, ὡς πρὸς δυσμὰς κατερχόμενοι, καὶ μετ αὐτοὺς

331 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 249 Επίσης, οι περισσότεροι από τους μεσαίους και κατώτερους οφφικιαλίους του μητροπολιτικού ναού που μαρτυρούνται στις πηγές φέρουν τον ιερατικό βαθμό του διακόνου. Από τους επτά πρωτονοταρίους οι πέντε είναι διάκονοι 979, ενώ ο ιερατικός βαθμός των άλλων δύο δεν αναφέρεται 980. Και οι τρεις κανστρίσιοι που απαντούν είναι διάκονοι. Oι δύο ῥεφερενδάριοι που μας είναι γνωστοί είναι επίσης διάκονοι 981. Από τους τρεις λογοθέτες της μητρόπολης ο ένας είναι σίγουρα διάκονος, ενώ ο ιερατικός βαθμός των άλλων δύο δυστυχώς δεν μνημονεύεται 982. Κανένας επίσης από τους τρεις ὑπομνηματογράφους που απαντούν στις πηγές δεν μνημονεύει τον ιερατικό του βαθμό 983. Για έναν όμως από αυτούς, τον Ιωάννη Στρυμβάκωνα, θα πρέπει να δεχτούμε ότι είναι διάκονος, καθώς αργότερα ως κανστρίσιος και στο απόγειο της σταδιοδρομίας ως χαρτοφύλαξ εξακολουθεί να οἱ λοιποὶ ὀφφικιάλιοι διάκονοι (J. Darrouzès, Rituel κεφ. 8, ) οἱ σταυροφόροι μετὰ τῶν ἄλλων ὀφφικιαλίων διακόνων (J. Darrouzès, Rituel κεφ. 11, ) Καὶ προσκυνήσας καὶ σφραγίσας, λαβόντων τῶν σταυροφόρων καὶ λοιπῶν διακόνων εὐλογίαν καὶ ἐνδυσαμένων τὰ ἱερὰ ἄμφια (Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις ) παρὰ τῶν σταυροφόρων διακόνων (Ι. Φουντούλης, Μαρτυρίαι Y24). Ωστόσο υπάρχει ένα σημείο το οποίο προκαλεί προβληματισμό: Ὄπισθεν δὲ τοῦ κιβωτίου ὁ δευτερεύων τῶν διακόνων μετὰ θυμιατοῦ καὶ οἱ σταυροφόροι διάκονοι καὶ εὐθὺς ὁ ἀρχιερεὺς ὑπὸ τῶν δύο πρώτων σταυροφόρων παρακρατούμενος, τοῦ μεγάλου χαρτοφύλακος ὄντος ἐκ δεξιῶν. Μετὰ τὸν ἀρχιερέα δὲ εὐθὺς οἱ ἐπίσκοποι, μετ αὐτοὺς δὲ οἱ σταυροφόροι κριταὶ πρεσβύτεροι (Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις ). Στο χωρίο αυτό γίνεται διάκριση ανάμεσα στους σταυροφόρους που έχουν τον βαθμό του διακόνου - στους οποίους σίγουρα εντάσσεται ο χαρτοφύλαξ και πιθανότατα ο οἰκονόμος - και στους σταυροφόρους που είναι πρεσβύτεροι και μάλιστα έχουν δικαστικές αρμοδιότητες. Κατά τον J. Darrouzès (Rituel 74) απαντούν ειδικά στη Θεσσαλονίκη και πρόκειται μάλλον για καθολικούς κριτές αντίστοιχους προς εκείνους της πρωτεύουσας: «Je pense que ces prêtres juges qui se distinguent de l officialité ordinaire (chartophylakion) aussi bien du corps des ekdikoi (présidé par le protekdikos), sont propres à Thessalonique : ils correspondent probablement aux juges généraux de la capitale qui comprenaient deux ecclésiastiques et deux civils». Το θέμα χρήζει ιδιαίτερης μελέτης. 979 Βλ. Α. Iv. III , 34 (1264). - Α. Iv. III , 89, (1295). - Chil , (1324). - Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης (1416). - Α. Pantel (1419). - Α. La. III (1432). 980 Βλ. Α. Va. Ι (1317). - PRK II, αρ. 125, στ. 26 πρβ. στ (Μάιος 1340). 981 Βλ. ανωτ. σημ. 882 (πηγές). - Ο ῥεφερενδάριος Γεώργιος Φασός μνημονεύεται ρητά ως διάκονος, ενώ ο βαθμός ιεροσύνης του ῥεφερενδαρίου Δημητρίου Βεάσκου δηλώνεται σε μεταγενέστερη μαρτυρία, οπότε κατέχει πλέον το αξίωμα του πρωτεκδίκου και του οἰκονόμου (βλ. Α. Iv. III , ca Α. Iv. III , έτ. 1295). 982 Βλ. Α. Ζο , 133 (1327). - Πρβ. Α. Esph (1078). - PRK II, αρ. 125, στ. 26 J. Darrouzès, Reg (Μάιος 1340). 983 Βλ. ανωτ. σημ. 879 (πηγές).

332 250 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου υπογράφει με τον βαθμό του διακόνου 984. Ακόμη, δύο από τους τρεις ἱερομνήμονες είναι διάκονοι, ενώ αγνοούμε τον ιερατικό βαθμό του τρίτου 985. Ένας από τους δύο ἐπὶ τῶν δεήσεων που απαντούν στις πηγές είναι σίγουρα διάκονος ο ιερατικός βαθμός του δεύτερου δεν αναφέρεται 986. Τέλος, ο μοναδικός ἄρχων τῶν ἐκκλησιῶν και ο μοναδικός ἐπὶ τῶν γονάτων που μαρτυρούνται στις πηγές είναι διάκονοι 987. Όσον αφορά την ιεραρχία των εκκλησιαστικών οφφικιαλίων 988 μπορούμε να κάνουμε ορισμένες επισημάνσεις, παρότι α) τα έγγραφα από τα οποία συνάγουμε σχετικά συμπεράσματα είναι ευάριθμα, β) μας παρέχουν πληροφορίες μόνο για τον 13 ο αι. κ.ε. Παρατηρούμε πάντως ότι στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης τηρείται σε γενικές γραμμές η καθιερωμένη για την ε- ποχή ιεραρχική τάξη μεταξύ των ανώτατων οφφικιαλίων 989, πρώτος δηλαδή 984 Βλ. Α. Ιv. III , 50 (1320). - Chil (1327) (1328). - Α. Ζο (1330). - PRK II, αρ. 111, στ. 4-5, ( ), (σε γράμμα του 1336 που εμπεριέχεται στο παρόν έγγραφο) J. Darrouzès, Reg Βλ. Α. Iv. III (ca. 1290). - A. Dion (1420) και S. Kugéas, Notizbuch αρ. 19 (1420 πρβ. σ. 155, όπου δίνεται η εσφαλμένη χρονολογία 1419). - Πρβ. Α. Esph (1078). 986 Βλ. Α. La. II , 55 (1240). - Πρβ. A. Xén , (1364). 987 Βλ. ανωτ. σημ. 898, 904 (πηγές). 988 Σχετικά με την ιεραρχική κατάταξη των οφφικιαλίων ο J. Darrouzès (Εkthésis néa σ. 51, σημ. 30 Οφφίκια 100 κ.ε., ) επισημαίνει ότι οι πατριαρχικοί οφφικιάλιοι χωρίζονται σε τρεις τάξεις: α τάξη, οι ἐξωκατάκοιλοι, οι οποίοι προσφωνούνται τιμιώτατοι β τάξη, όπου ανήκει ο πρωτονοτάριος, ο κανστρίσιος, ο λογοθέτης, ο ῥεφερενδάριος και ο ὑπομνηματογράφος, που προσφωνούνται θεοφιλέστατοι γ τάξη, από τον ἱερομνήμονα και εξής, που αποκαλούνται ἐντιμότατοι. Ο διαχωρισμός των οφφικιαλίων σε τρεις ομάδες ισχύει σίγουρα ως τα τέλη του 14 ου αι. - Πρβ. Ε. Παπαγιάννη, Οικονομικά J. Herrin, Provincial Government 261 σημ Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση), που αναφέρουν τις τρεις τάξεις ως «πεντάδες» σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποιείται στους καταλόγους εκκλησιαστικών αξιωματούχων της ύστερης κυρίως περιόδου. 989 Βλ. σχετικά J. Darrouzès, Οφφίκια, App Liste D.1-6 Liste et Notice E.1-6 Notice F.1-6 Notice G.1-6 Notice. H.1-6 Notice H.1-6 Notice J.1-6 Notice L.1-6 Notice M.1-6 Notice N.1-6 Notice O J. Darrouzès, Reg (Υποτύπωσις πατριάρχη Ματθαίου Α, έτ ). - Βλ. και Η.-G. Beck, Kirche 106, 108, 109, 112, 115, Ι. Πηλιλής, Οφφίκια 55, 60, 62, 65, Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - Πρβ. J. Darrouzès, Οφφίκια, App., Notice B.7-11, Ο J. Darrouzès (Οφφίκια 102, 113, 529 κ.ε.) επισημαίνει πάντως ότι στην πράξη, όπως προκύπτει από τις υπογραφές των ἐξωκατακοίλων οφφικιαλίων της Μεγάλης Εκκλησίας σε συνοδικά έγγραφα του 12 ου και 13 ου αι., η τήρηση της ιεραρχικής τάξης δεν ήταν απόλυτη. - Πρβ. Βαλσαμών, σχ. σε 86 ο καν. Καρχηδ., ΡΠ 3, βλ. και J. Darrouzès, Évêchés 29), που αναφέρει ότι για την ιεράρχηση των εκκλησιαστικών αρχόντων εκείνο που κυρίως είχε σημασία ήταν η βούληση του αρχιερέα, ενώ για τους κληρικούς (χωρις οφφίκιο) τα χρόνια υπηρεσίας: Τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ παρόντος κανόνος ἀναφαινόμενον δίκαιον τῆς προγενεσίας ἐνεργεῖ εἰς τὰ κληρικῶν τάγματα τιμᾶται γὰρ ἕκαστος κατὰ τὴν προγενεσίαν τοῦ χρόνου τῆς οἰκείας χειροτονίας. Ἐπὶ δὲ τῷ βαθμῷ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχοντικίων πάντων τοῦτο οὐ φυ-

333 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 251 υπογράφει ο μέγας οἰκονόμος και ακολουθούν διαδοχικά ο μέγας σακελλάριος, ο μέγας σκευοφύλαξ, ο χαρτοφύλαξ, ο σακελλίου και ο πρωτέκδικος 990. Ακόμη παρατηρούμε ότι σε καμία περίπτωση δεν παρεισφρύει α- νώτερος ή κατώτερος εκκλησιαστικός αξιωματούχος μεταξύ των οφφικιαλίων της ανώτατης τάξης 991. Από την άλλη, σε δικαστική απόφαση του μητροπολίτη Γαβριήλ του 1404 πρώτα υπογράφουν ο μέγας οἰκονόμος, ο μέγας σκευοφύλακας και ο σακελλίου και τελευταίος ο χαρτοφύλαξ. Πρόκειται όμως για ειδική περίπτωση, αφού ο χαρτοφύλαξ υπογράφει τελευταίος κλείνοντας το έγγραφο ως συντάκτης του 992. Η μοναδική αδικαιολόγητη απόκλιση από την καθιερωμένη ιεραρχική τάξη σημειώνεται σε διαθηκῶον έγγραφο του αρχιεπισκόπου Αχρίδος Θεόδωρου Κεραμέα του 1284, όπου ο χαρτοφύλαξ μνημονεύεται πριν από τον μεγάλο σακελλάριο 993. Σε μελέτη της για την πολιτική και εκκλησιαστική οργάνωση της Σμύρνης η Η. Ahrweiler εξηγεί παρόμοιες α- ποκλίσεις υποστηρίζοντας ότι είναι δυνατό να διαταραχθεί η ιεραρχία ως ένδειξη σεβασμού προς έναν γηραιότερο εκκλησιαστικό αξιωματούχο, ο ο- ποίος ούτως ή άλλως δεν είναι ιεραρχικά πολύ κατώτερος από αυτόν που του παραχωρεί τη θέση 994. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι ο χαρτοφύλαξ, παρότι τυπικά καταλάμβανε την τέταρτη ιεραρχική τάξη μεταξύ των ανώτατων οφλάττεται, ἀλλὰ κατὰ τὴν προαίρεσιν τῶν σφραγιζόντων ἀρχιερέων ἡ στάσις φιλοτιμεῖται, καὶ ὁ μεταγενέστερος πολλάκις προτιμᾶται τοῦ προγενεστέρου. 990 Βλ. Α. Iv. III (ca. 1290) , (1295). - Α. Xén (1419). - PRK II, αρ. 111, στ. 2-5 J. Darrouzès, Reg ( ). - A. Doch (1384) 54.verso 3-4 (1414). - Βλ. και E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. La. I (1162) (1284). - A. Iv. III (ca. 1290). - Βλ. και E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. La. III (1404). - Πρβ. και Α. La. II (1284). - Βλ. Η. Ahrweiler, Smyrne 103 σημ. 173, όπου αναφέρεται ανάλογο παράδειγμα από οφφικιαλίους της μητρόπολης Σμύρνης. 993 Βλ. Α. La. II (1284). - Ο Θεόδωρος Κεραμεύς δεν ήταν μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, όπως αρχικά υποστήριξαν οι εκδότες (Α. La. II. σ. 29). Έπειτα από τις επισημάνσεις του J. Darrouzès (Βιβλιοκρισία «Lavra ΙΙ» 298), αναθεώρησαν και τον ταύτισαν με τον αρχιεπίσκοπο Α- χρίδος Κεραμέα που καθαιρέθηκε μάλλον στις αρχές της βασιλείας του Ανδρονίκου Β (A. La. IV. σ. 205). - Βλ. και Ν. Oikonomidès, Βιβλιοκρισία «Actes de Lavra II : de 1204 ê 1328 III : de 1329 à 1500, éd. P. Lemerle, Α. Guillou, N. Svoronos, D. Papachryssanthou,», BZ 74 (1981) 55-57, σ. 56 και σημ Αντιθέτως βλ. G. Fedalto, Hierarchia Κ. Κωνσταντινίδη, Πνευματική ακμή 143, που εσφαλμένα αναφέρουν τον Θεόδωρο Κεραμέα ως μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. 994 Βλ. H. Ahrweiler, Smyrne Βλ. και J. Darrouzès, Οφφίκια 95, 127, που σημειώνει ότι οφφικιάλιοι που ανήκαν στην ίδια τάξη ήταν σχεδόν ισότιμοι έτσι εξηγείται ευλογοφανώς η διατάραξη της ιεραρχικής τάξης μεταξύ τους στα συνοδικά έγγραφα.

334 252 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου φικιαλίων, ωστόσο από τα τέλη του 11 ου αρχές 12 ου αι. θεωρούνταν στην πράξη ο πιο σημαντικός εκκλησιαστικός αξιωματούχος, καθώς αποτελούσε τον στενότερο συνεργάτη του πατριάρχη: καλεῖται τοῦ πατριάρχου στόμα καὶ χείρ 995. Το ίδιο ισχύει βέβαια και στις μητροπολιτικές επαρχίες. Στα τέλη του 13 ου αι. ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ιάκωβος απουσιάζοντας από την έδρα του απηύθυνε επιστολή προς τον κλήρο της μητρόπολης. Σε αυτήν πράγματι αναφέρει ότι οφείλουν σεβασμό και υπακοή τῷ τιμιωτάτῳ χαρτοφύλακι τῆς καθ ἡμᾶς ἁγιωτάτης μητροπόλεως Θεσσαλονίκης ὡς ἀνθ ἡμῶν ὑμῖν αὐτόθι κατ αλειφθέντι συνήθως τοῖς ἀρχαίοις ἐκκλησιαστικοῖς θεσπίσμασί τε καὶ παραδόσεσιν 996. Πάντως στα τέλη της βυζαντινής περιόδου δεν αποκλείεται να μεταβλήθηκε η παραδοσιακή τάξη των ανώτατων οφφικιαλίων, καθώς στο λειτουργικό κείμενο του Συμεών Θεσσαλονίκης για την περιφορά των λειψάνων του αγίου Δημητρίου την παραμονή της εορτής του μεγαλομάρτυρος αναφέρεται: Ὄπισθεν δὲ τοῦ κιβωτίου ὁ δευτερεύων τῶν διακόνων μετὰ θυμιατοῦ καὶ οἱ σταυροφόροι διάκονοι καὶ εὐθὺς ὁ ἀρχιερεὺς ὑπὸ τῶν δύο πρώτων σταυροφόρων παρακρατούμενος, τοῦ μεγάλου χαρτοφύλακος ὄντος ἐκ δεξιῶν Βλ. Βαλσαμών, Μελέτη χάριν τῶν δύο ὀφφικίων, τοῦ τε χαρτοφύλακος, καὶ τοῦ πρωτεκδίκου, ΡΠ 4, (το χωρίο). - Βλ. και Προστάγματα Αλεξίου Α Κομνηνού, JGR 1, σ F. Dölger - P. Wirth, Reg. 1158a [1278] V. Grumel, Reg. 970 ( ) και JGR I, F. Dölger - P. Wirth, Reg V. Grumel, Reg. 963 (1094): τῷ δὲ χαρτοφύλακι μονομερῶς ὡρίσθη κατευθύνειν τὰ πατριαρχικά, δικαίῳ τῆς ἀρχιερωσύνης ἀνήκοντα, ὡς ἀντιπροσωπεύοντι τὸν κατὰ καιροὺς ἁγιώτατον πατριάρχην καὶ σεμνολογουμένῳ πανευκλεῶς πατριαρχικὸν στόμα καὶ χείρ. ὡς ἀξιόμαχον φροντιστὴν εἰς τοὺς κατὰ καιροὺς ἁγιωτάτους πατριάρχας, καὶ πάντα τὰ ἀνήκοντα τῇ ἀρχιερωσύνῃ ἐπιμελεῖσθαι καὶ διευθύνειν, καθὼς τετύπωται καὶ ἡ παλαιὰ ἐκκλησιαστικὴ συνήθεια ἐπεκράτησεν, ἅτε δὴ στόμα καὶ χεῖλος καὶ χεὶρ ὑπάρχει πατριαρχικόν. Ἐπεὶ δὲ καὶ περὶ τοῦ προκαθῆσθαι τῶν ἀρχιερέων ὁ χαρτοφύλαξ ἐν ταῖς ψήφοις καὶ ταῖς κοιναῖς συνελεύσεσιν ἐκτὸς τοῦ πατριαρχικοῦ βήματος καὶ ἐν ταῖς πανδήμοις τελεταῖς καὶ ἑορτασίμοις καὶ ἐν παντὶ τόπῳ ἀ- νηνέχθη, καὶ περὶ τούτου τῇ βασιλείᾳ μου οὐδ αὐτὸ τοῦτο ἔξω δικαίου νενομοθέτηται, κἂν ἐν τοῖς κανόσιν εὑρίσκεται μὴ προκαθῆσθαι διάκονον πρεσβυτέρου. Ἀλλὰ διὰ τό, ὡς εἴρηται, στόμα καὶ γλῶσσα καὶ χεῖλος καὶ χεὶρ πατριαρχικὸν τοῦτον λογίζεσθαι, τούτου χάριν αὐτῷ καὶ μόνῳ πεφιλοτίμηται καὶ οὐκ ἄλλῳ τινὶ διακόνῳ, ὡς ἀντιπροσωπεύοντι ἐπὶ πᾶσι τοῖς πατριαρχικοῖς δικαίοις. - Βλ. και J. Darrouzès, Οφφίκια V. Tiftixoglu, Gruppenbildungen innerhalb des konstantinopolitanischen Klerus während der Komnenenzeit, BZ 62 (1969) 25-72, σ. 47, Μ. Angold, Church Βλ. Β. Katsaros, Documents αρ. 1, στ Βλ. επίσης Α. Iv. III (ca. 1320): ἐπείπερ ὁ πανιερώτατος ταύτης ἀρχιερεὺς οὐχ εὑρέθη ἐνταῦθα παρὼν ἀλλ εἰς κοινωφελεῖς ἀπεδήμει δουλεί(ας), ὁρισμῶ θείω τοῦ κραταιοῦ (καὶ) ἁγ(ίου) ἡμῶν αὐθέντ(ου) (καὶ) βασιλέως, δικαίω τούτου τ(ὸν) ἱερώτατον ἐπίσκοπ(ον) Κίτρους (καὶ) τ(ὸν) θεοφιλέστατον χαρτοφύλακα τῆς ῥηθείσης ἁγιωτάτης μ(ητ)ροπόλ(εως) συμπαραλαβών,. 997 Βλ. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάταξις

335 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 253 Ένα ακόμη ζήτημα που θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε είναι η α- πόδοση του τίτλου του δικαιοφύλακος στους ανώτατους οφφικιαλίους της μητρόπολης. Ως κοσμικό αξίωμα εμφανίζεται τον 11 ο αι. με δικαστικές αρμοδιότητες. Στις πηγές του 13 ου αι. κ.ε. ανώτατοι πατριαρχικοί αξιωματούχοι εμφανίζονται συχνά να κατέχουν το εν λόγω αξίωμα. Κατά τον J. Darrouzès τον 14 ο αι. φαίνεται ότι αποτελούσε τιμητική διάκριση χωρίς αρμοδιότητες 998. Την ίδια εποχή μαρτυρούνται ως δικαιοφύλακες οι εξής οφφικιάλιοι της μητρόπολης Θεσσαλονίκης: το /1338 ο μέγας σακελλάριος και μετέπειτα οἰκονόμος Δημητριος Κανίσκης Καβάσιλας 999 το ο σακελλίου της μητρόπολης Ιωάννης Βρυέννιος 1000 και το 1404 ο μέγας χαρτοφύλαξ Πέτρος Ηνδρειωμένος Ως αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι 998 Βλ. Η.-G. Beck, Kirche J. Darrouzès, Οφφίκια , 111 σημ. 1, 134 σημ. 2, , 140, 286, 287, Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Δικαστήρια Ν. Oikonomidès, L évolution de l organisation administrative de l empire byzantin au XIe siècle ( ), TM 6 (1976) , σ Για τον δικαιοφύλακα βλ. Α. Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης 217, όπου οι πηγές και επιπλέον βιβλιογραφία. 999 Βλ. Chil (1327) (1328). - PRK II, αρ. 111, στ. 2-5, J. Darrouzès, Reg ( ). - Βλ. και J. Darrouzès, Οφφίκια Α. Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης 220 σημ Για τον Δημητριο Κανίσκη Καβάσιλα βλ. PLP Add. 1-8, Βλ. A. Doch. 23.9, verso 1-3 (1344). - Βλ. και Γρηγ. Ακίνδυνος, Επιστολαί (1345) (τέλη 1347-αρχές 1348) Βλ. Α. La. III (1404) και σ Πρβ. PLP Αdd. 1-8, 91958: Ηνδρειωμένος Πέτρος 10, 23068: Πέτρος αξίζει να σημειώσουμε ότι τα πρόσωπα των δύο λημμάτων του PLP ταυτίζονται. - Ο Γεώργιος Φοβηνός επίσης μαρτυρείται ως δικαιοφύλαξ της Θεσσαλονίκης κατά το τελευταίο τέταρτο του 13 ου αι. (βλ. J. Darrouzès, Βιβλιοκρισία «Lavra ΙΙ» A. La. IV. σ Β. Κατσαρός, Πνευματική ζωή 197). Όπως επισημαίνει ο J. Darrouzès, σε κανένα έγγραφο δεν απαντά ο Γεώργιος Φοβηνός ως κληρικός, συνεπώς «το αξίωμα μπορεί να κατέχεται από έναν κοσμικό». Πράγματι, δεν θα πρέπει να τον εντάξουμε στους εκκλησιαστικούς άρχοντες της μητρόπολης Θεσσαλονίκης στους οποίους είχε αποδοθεί το αξίωμα του δικαιοφύλακος, παρότι σε διαθηκῶον έγγραφο του 1284 υπογράφει ως μάρτυρας μεταξύ οφφικιαλίων της μητρόπολης (βλ. Α. La. ΙΙ Αντιθέτως βλ. PLP 12, 30004, που τον αναφέρει ως διάκονο. - Κ. Κωνσταντινίδης, Πνευματική ακμή , 142, που τον εντάσσει στους οφφικιαλίους της μητρόπολης). Η κοσμική του ιδιότητα θεωρούμε ότι φαίνεται ξεκάθαρα σε δικαστικό έγγραφο του 1295, όπου αρχικά οι συμμετέχοντες στο μεικτό δικαστήριο εκκλησιαστικοί οφφικιάλιοι και οι κοσμικοί άρχοντες μνημονεύονται χωριστά ως διακριτές ομάδες (βλ. Α. Iv. III ), ενώ στο τέλος του εγγράφου οι κοσμικοί και εκκλησιαστικοί άρχοντες μνημονεύονται εναλλάξ, ίσως για να δοθεί έμμεσα έμφαση στην αξιοπιστία του πορίσματος της μεικτής ομάδας πραγματογνωμόνων: πάντες ἡμεῖς ἐκείσε παραγενόμενοι, εὐυπολήπτους (καὶ) ἐπιστήμονας τοὺς μετρητὰς συνηγάγομεν, ἤγουν τὸν θεοφιλέστατον μέγαν σκευοφύλακα κῦ(ρ) Πέτρον τὸν Βουλξάνον, τὸν ἐντιμότ(α)τ(ον) πριμμικήριον τῶν ταβουλλ(α)ρ(ίων) κῦ(ρ) Πέτρον τὸν Σπαστρικόν, τὸν θεοφιλέστατον πρωτονοτάριον κῦ(ρ) Δημήτρ(ιον) τὸν Ἑρμογένην (καὶ) τὸν λογιώτ(α)τ(ον) κῦ(ρ) Γεώργ(ι)ον τὸν Φοβηνόν ( ). Συνεπώς μάλλον εσφαλμένα αποδίδεται στον Γεώργιο Φοβηνό η ιδιότητα του διακόνου από τον συντάκτη του σχετικού λήμματος στο PLP, ούτε και θα πρέπει πιθανότατα να ταυτιστεί με τον χαρτοφύλακα Φοβηνό της αρχιεπισκοπής Αχρίδος (βλ. PLP 12, 30002, ούτως ή άλλως το

336 254 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου προηγούνται όλων των εκκλησιαστικών οφφικιαλίων. Σε δύο δικαιοπρακτικά έγγραφα ο δικαιοφύλαξ και μέγας σακελλάριος Δημήτριος Κανίσκης Καβάσιλας υπογράφει πρώτος, πριν ακόμη και από τον μέγα οἰκονόμο Με αυτόν τον τρόπο όμως διαταρασσόταν η καθιερωμένη ιεραρχική τάξη των ανώτατων οφφικιαλίων, που, όπως προαναφέραμε, σε γενικές γραμμές δεν παρουσίαζε αποκλίσεις Οι ανώτατοι οφφικιάλιοι της μητρόπολης Θεσσαλονίκης που φέρουν το αξίωμα του δικαιοφύλακος προσφωνούνται τόσο εντός της περιφέρειας της Θεσσαλονίκης, όπως παρατηρήσαμε νωρίτερα, όσο και από την πατριαρχική γραμματεία ως τιμιώτατοι Εξάλλου, όταν ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η παραχώρησε το 1270 το αξίωμα του δικαιοφύλακος στον ἐπὶ τῶν δεήσεων του πατριαρχείου Θεόδωρο Σκουταριώτη, επεσήμανε ότι ο αξιωματούχος θα είχε διακεκριμένη ιεραρχική θέση στον πατριαρχικό κλήρο. Συγκεκριμένα, όρισε ότι θα εντάσσεται πλέον στους ἐξωκατακοίλους άρχοντες και συγκεκριμένα θα τοποθετείται μετά τον πρωτέκδικο Η διαφοροποίηση είναι εμφανής στον τίτλο που αποδίδεται στον Σκουταριώτη πριν και μετά την ανάθεση του αξιώματος του δικαιοφύλακος. Αρχικά ως ἐπὶ τῶν δεήσεων προσφωνείται ἐντιμότατος, όπως δηλαδή όλοι οι απλοί πατριαρχικοί οφφικιάλιοι. Ως δικαιοφύλαξ όμως και παρότι παρέμενε ἐπὶ τῶν δεήσεων αποκαλείται τιμιώτατος, όπως οι ανώτατοι οφφικιάλιοι. Τελικά ο πατριάρχης προβίβασε τον Θεόδωρο Σκουταριώτη σε σακελλίου και έτσι απέφυγε διπλωματικά την όποια διαφωνία με τον αυτοκράτορα Πάντως δεν τελευταίο ενδεχόμενο αναφέρεται με επιφύλαξη και από τον συντάκτη του λήμματος). Ως εκ τούτου δεν εντάσσουμε τον Γεώργιο Φοβηνό μεταξύ των οφφικιαλίων της μητρόπολης Θεσσαλονίκης Βλ. Chil (1327) (1328). - Πρβ. Α. La. III (1404), όπου ο μέγας χαρτοφύλαξ, παρότι είναι και δικαιοφύλαξ, υπογράφει τελευταίος από τους άλλους οφφικιαλίους, λόγω του ότι είναι ο συντάκτης του εγγράφου Βλ. και E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. PRK II, αρ. 111, στ. 2-3 J. Darrouzès, Reg ( ). - Βλ. και J. Darrouzès, Οφφίκια 125, 138 σημ Βλ. Ορισμός Μιχαήλ Η Παλαιολόγου, ΡΠ 5, F. Dölger - P. Wirth, Reg (1270). - Πρόσταγμα Μιχαήλ Η Παλαιολόγου, ΡΠ 5, F. Dölger - P. Wirth, Reg (1270). - Βλ. και Η.-G. Beck, Kirche J. Darrouzès, Οφφίκια , Α. Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης Βλ. ΡΠ 5, : τὸν ἐντιμότατον ἐν πατριαρχικοῖς ἄρχουσιν ἐπὶ τῶν δεήσεων κὺρ Θεόδωρον διάκονον τὸν Σκουταριώτην και (1270). - ΡΠ 5, : τὸν τιμιώτατον δικαιοφύλακα κὺρ Θεόδωρον διάκονον τὸν Σκουταριώτην και , βλ. και (1270): Ἐπεὶ οὖν οὕτως αὐτὸν ἀνεδέξατο, καὶ οὕτως ἔχει τοῦτον ἡ βασιλεία μου, καὶ τοιούτῳ ἀξιώματι κατεκόσμησεν, οὐ δέον πάντως τὸ μὴ καὶ παρὰ τῆς ἁγιωσύνης σου καὶ τῆς τῶν συγκλητικῶν αὐτὸν ἀναλόγως μετέχειν τιμῆς τε καὶ τάξεως ἔν τε τῷ ἐκκλη-

337 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 255 απειλήθηκε η τάξη των ανώτατων οφφικιαλίων με εισαγωγή νέων αξιωματούχων, διότι στο μέλλον το αξίωμα του δικαιοφύλακος αποδιδόταν σχεδόν πάντοτε σε ἐξωκατακοίλους άρχοντες Η ίδια πρακτική φαίνεται ότι α- κολουθήθηκε και στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης, εφόσον και στις τρεις προαναφερθείσες περιπτώσεις πρόκειται για ανώτατους οφφικιαλίους. Ένα ενδιαφέρον ζήτημα είναι επίσης η προαγωγή των εκκλησιαστικών αξιωματούχων. Βάσει στοιχείων που αντλούμε κυρίως από τα έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους μας δίνεται η ευκαιρία να ανασυνθέσουμε ως ένα βαθμό τη σταδιοδρομία ορισμένων αξιωματούχων της Αγίας Σοφίας και να εξετάσουμε τον τρόπο που προάγονταν. Ο J. Darrouzès επισημαίνει τη σημασία που είχε η αρχαιότητα στην προαγωγή των οφφικιαλίων. Υπογραμμίζει ότι ένας οφφικιάλιος ανερχόταν σταδιακά την ιεραρχική κλίμακα των εκκλησιαστικών αξιωμάτων Αν και δεν παραβλέπει τη σημασία που είχε η βούληση του επισκόπου, ωστόσο θεωρεί ότι ήταν γενικός κανόνας να προβιβάζεται ένας οφφικιάλιος σχεδόν αυτόματα στις ανώτερες ιεραρχικά θέσεις, όταν αυτές χήρευαν Επίσης ο V. Laurent σχολιάζοντας σφραγίδες οφφικιαλίων του 11 ου -12 ου αι. υποστηρίζει ότι προφανώς στα αξιώματα των ἐξωκατακοίλων αρχόντων ίσχυε ένα είδος cursus honorum. Την ίδια άποψη φαίνεται να έχουν και άλλοι μελετητές Η Β. Λεονταρίτου, από την άλλη, εξετάζοντας τα εκκλησιαστικά α- ξιώματα της πρώιμης και μέσης βυζαντινής περιόδου επισημαίνει ότι, αν και στην πράξη τα οφφίκια διακρίνονταν σε ανώτερα και κατώτερα, ωστόσο δεν γνωρίζουμε αν είχε νομικό χαρακτήρα η διάκριση αυτή και ότι μάλλον δεν σιαστικῷ ὀφφικίῳ, κἀν ταῖς καθέδραις, καὶ στάσεσι χρεὼν γὰρ τόν, ὃν ἡ βασιλεία μου κατὰ λόγον τιμᾷ, καὶ παρὰ τῆς ἁγιωσύνης σου κατ ἴσον τιμᾶσθαι, καὶ τὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ, κἀν τῇ συγκλήτῳ τίμιον, καὶ παρὰ τῇ Ἐκκλησίᾳ σου, καὶ τῷ κλήρῳ τῆς ἁγιωτάτης τοῦ Θεοῦ μεγάλης Ἐκκλησίας τιμῆς καταξιοῦσθαι τῆς κρείττονος. - Βλ. επίσης J. Darrouzès, Οφφίκια 110, Βλ. Η.-G. Beck, Kirche J. Darrouzès, Οφφίκια Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 94 κ.ε., Βλ. και Νικολάου Μυστικού, Επιστολαί αρ. 89, όπου συμβουλεύει τον μητροπολίτη Εφέσου να προάγει τους οφφικιαλίους ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας τους Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 140: «si le patriarche réservait le poste à quelque archonte de rang inférieur, il y aurait dérogation à la règle gé nérale qui c omma nde pr esque aut om a- tiquement l ascension des degrés hiérarchiques. L avancement dépend encore de la volonté du promoteur, mais il est conditionné aussi par le fait que les archontes prennent l allure de fonctionnaires de carrière, plus stables ou déterminés à rester dans l administration» Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 56 και 57 (σχόλια). - Βλ. και Α. Pantocr. σ PLP 11, Α. Dion. σ. 93.

338 256 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου υπήρχε «προαγωγή» σε ανώτερο ή «υποβιβασμός» σε κατώτερο αξίωμα με τη σημερινή ορολογία και νομική σημασία Επίσης δεν φαίνεται να υπήρχε νομική δέσμευση, βάσει της οποίας έπρεπε ένας κληρικός να περιβληθεί κατώτερα αξιώματα πριν από την ανάληψη ανώτερου οφφικίου. Στην πράξη βέβαια, όπως είναι λογικό, οι ικανότητες των κληρικών δοκιμάζονταν σε μικρότερης σημασίας αξιώματα, προτού γίνουν φορείς ενός σημαντικότερου οφφικίου Πράγματι, η συνεπής εκπλήρωση των καθηκόντων φαίνεται ότι εξασφάλιζε προοπτικές για ανάληψη ανώτερης θέσης συχνά - αν και όχι απαραίτητα - με συναφείς αρμοδιότητες, εντός δηλαδή της ίδιας υπηρεσίας. Η προϋπηρεσία που διέθετε πλέον ο υποψήφιος καθώς και η διαγωγή που επέδειξε ως υφιστάμενος αποτελούσαν εγγύηση ότι θα ασκούσε το έργο του αποτελεσματικά, με υπευθυνότητα και επιμέλεια. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το παράδειγμα του Ιωάννη Στρυμβάκωνα, ο οποίος κατέχει το 1317 το οφφίκιο του ὑπομνηματογράφου, το 1320 του κανστρισίου, το 1324 του πρωτονοταρίου, ενώ από το 1327 έως το 1338 εμφανίζεται στις πηγές με το οφφίκιο του χαρτοφύλακος. Αν εξαιρέσουμε το αξίωμα του κανστρισίου, οι αρμοδιότητες του οποίου δεν μας είναι γνωστές, πέρα από ορισμένα τελε Για την ύστερη περίοδο βλ. το παράδειγμα του σακελλαρίου της μητρόπολης Αθηνών Φωκά, ο οποίος ζητούσε επίμονα από τον μητροπολίτη Μιχαήλ Χωνιάτη να γίνει σκευοφύλαξ. - Βλ. Μιχ. Χωνιάτης, Επιστολαί αρ. 21 (ca ) βλ. και κατωτ. σημ για τον σύγχρονό τους πατριαρχικό χαρτοφύλακα. - Βλ. και J. Herrin, Provincial Government Μ. Angold, Church Πρβ. Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση), που θεωρεί ότι ο Φωκάς δεν ήταν στην πραγματικότητα σακελλάριος, αλλά έφερε το ιεραρχικά κατώτερο οφφίκιο του σακελλίου, γι αυτό και διεκδικεί την προαγωγή του σε σκευοφύλακα. Είναι πράγματι αρκετά συχνή η σύγχυση στις πηγές μεταξύ σακελλαρίου και σακελλίου (βλ. και J. Darrouzès, Οφφίκια 133 σημ Α. La. II. σ. 30) Βλ. Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα , Βλ. και Μιχ. Χωνιάτης, Επιστολαί (ca ): βάρος δὲ διακονίας ἀνεθέμεθα ἑτέρῳ ἀνδρὶ οὐ πολλοστῷ μετὰ σέ, ἀλλ εὐθὺς τεταγμένῳ μετὰ σὲ καὶ τῇ ἐκκλησίᾳ διακονησαμένῳ πολυτρόπως, καὶ οὐ μόνον σοῦ, ἀλλὰ καὶ ἑτέρων πολλῶν ἄμεινον, 71 κ.ε.: ὁποῖος κανὼν διορίζεται κατὰ βαθμὸν τὰς σφραγῖδας ποιεῖσθαι καὶ τὰς προβολὰς τῶν τοῦ πνεύματος διακονιῶν; ποῖος νόμος διακελεύεται μὴ ψήφῳ καὶ δοκιμασίᾳ εἰς τὰ τοῦ πνεύματος προκρίνεσθαι λειτουργήματα, χρόνῳ δὲ καὶ βαθμῷ καὶ τῷ προκληρωθῆναι τῶν ἄλλων; ἆρα χρόνῳ ἢ βαθμῷ δουλεύει τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, θεοφιλέστατε, καὶ οὐχ ὅτε καὶ ὅπου θέλει πνεῖ; καὶ μὴν εἰ πρὸς τὴν βασιλεύουσαν ἀναδράμοις, ἴδοις ἂν ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ σακελλίους καὶ σκευοφύλακας καὶ ῥαιφενδαρίους ἐκ τῶν ἐσχάτων ὀφφικίων εἰς τὰ ὑψηλότερα ταῦτα ὑπερβάντας καὶ ὁ νῦν χαρτοφύλαξ τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ἐκ τοῦ σκευοφύλαξ εἶναι ὑπεβιβάσθη πρὸς τὸ ὀφφίκιον τοῦτο. καὶ οὐκ ἄν τις εἴπῃ εὖ φρονῶν σύγχυσιν ταῦτα, ποιοῦσαν τὰ ἄνω κάτω καὶ τὰ κάτω ἄνω, ἀλλὰ τῶν οἰκονόμων τῆς ἐκκλησίας ἐξητασμένην διοίκησιν, πρὸς τὸ λυσιτελὲς ἑκάστῃ διακονίᾳ τοὺς ἱκανωτέρους ἢ ἄλλως ἀξιωτέρους δοκιμάζουσαν, ἣν ὁ μὲν βάπτων εἰς νοῦν οὐκ ἠγνόησεν, ὁ δὲ κατὰ σὲ ἀνεύλογον νομίζει καὶ ἀντίξουν τῇ τῶν κανόνων εὐθύτητι.

339 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 257 τουργικά καθήκοντα που εμφανίζεται να έχει, όλα τα άλλα αξιώματα ανήκουν στην υπηρεσία του χαρτοφυλακίου. Τελικά έπειτα από δεκαετή τουλάχιστον θητεία ο Στρυμβάκων έγινε επικεφαλής της υπηρεσίας, στην οποία με επιτυχία προφανώς είχε σταδιοδρομήσει Ανασυνθέτοντας κατά το δυνατόν τη σταδιοδρομία ορισμένων ανωτέρων και ανωτάτων οφφικιαλίων του μητροπολιτικού ναού της Θεσσαλονίκης παρατηρούμε ότι ακολουθείται μια ανοδική πορεία Πέρα από το προαναφερθέν παράδειγμα του Ιωάννη Στρυμβάκωνα μπορούμε να μνημονεύσουμε επίσης τα ακόλουθα: ο διάκονος Νικηφόρος Μαλλέας ήταν πρωτέκδικος της μητρόπολης το , ενώ τον επόμενο χρόνο εμφανίζεται ως σακελλίου Ο διάκονος Δημήτριος Βεάσκος αρχικά μαρτυρείται ως ῥεφερενδάριος, γύρω στο 1290 ως πρωτέκδικος και το ως μέγας οἰκονόμος 1016, ενώ ο διάκονος Πέτρος Τζίσκος το 1290 απαντά ως ἱερομνήμων και το 1295 ως πρωτέκδικος Ο διάκονος Ιωάννης Περδικάριος κατέχει το το αξίωμα του σακελλίου, ενώ το 1304 του μεγάλου σκευοφύλακος Ο διάκονος Θεόδωρος Τριτρέας το 1327 επι Βλ. Α. Va. Ι (1317) και σ Α. Ιv. III , 50 (1320) και σ Chil , (1324). - Chil (1327) (1328). - Α. Ζο (1330). - PRK II, αρ. 111, στ. 4-5 ( ), (σε γράμμα του 1336 που εμπεριέχεται στο έγγραφο του 1337/1338). - Βλ. PLP 11, E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι , , 130, Βλ. E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. Chil. Ι , 31 (1265) και σ Α. Ζο , , (1267). - Βλ. και PLP 7, E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι , Βλ. Α. Iv. III (ca. 1290) και σ (1295). - Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Σταυράκιος-Βεάσκος σ. 494 (τίτλος): Ποίημα κυρίου Δημητρίου ἱεροδιακόνου καὶ μεγάλου οἰκονόμου μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, οὗ τὸ ἐπώνυμον Βεάσκος, σ. 495 (σε ώα χφ.): Οἱ μὲν λόγοι Δημητρίου Βεάσκου οἰκονόμου Θεσσαλονίκης (1299). - Γρηγ. Κυπρίου, Επιστολαί επ. 7, σ Βλ. και J. Darrouzès, Οφφίκια 120 και σημ Για τον Δημήτριο Βεάσκο βλ. PLP 2, Κ. Κωνσταντινίδης, Πνευματική ακμή E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 100, 123, 131. Ανάμεσα στην ποιμαντορία των μητροπολιτών Ιωαννικίου Κυδώνη και Ιγνατίου ο L. Petit (Évêques ΙΙ. 32) είχε συμπεριλάβει τον Δημήτριο Βεάσκο ως μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, παραλήπτη επιστολής του μετέπειτα πατριάρχη Γρηγορίου Β Κυπρίου. Η θέση του Γάλλου μελετητή έγινε αποδεκτή από άλλους ερευνητές (βλ. Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Σταυράκιος-Βεάσκος σ. 493 Ε. Kurtz, Βιβλιοκρισία, ΒΖ 16, 1907, Σ. Ευστρατιάδης, Γρηγ. Κυπρίου Επιστολαί σ. ιδ -ιε ). Ωστόσο σε μεταγενέστερο άρθρο του ο L. Petit (Synodicon 247) αναθεώρησε, καθώς συνειδητοποίησε ότι είχε στηριχθεί σε ανακρίβεια του χειρογράφου Βλ. Α. Iv. III (ca. 1290) 67.7, 135 (1295) και σ Βλ. και PLP 11, E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι , Βλ. Α. Iv. III. 67.7, 134 (1295) και σ Α. Chil. Ι , 38 (1296) και σ Α. La. II , 65 (1304) και σ Βλ. και PLP 9, Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 524 σημ E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 107, 117.

340 258 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου κυρώνει έγγραφο ως μέγας σακελλάριος της μητρόπολης και το επόμενο έτος ως μέγας οἰκονόμος Ο διάκονος Νικόλαος Συναδηνός το 1327 είναι λογοθέτης της μητρόπολης το επόμενο έτος εισάγεται στην τάξη των ανώτατων οφφικιαλίων ως πρωτέκδικος, ενώ από το 1335 έως το 1339 υπογράφει ως μέγας σακελλάριος Το 1328 ο διάκονος Δημητριος Κανίσκης Καβάσιλας ήταν μέγας σακελλάριος και δέκα περίπου χρόνια αργότερα οἰκονόμος της μητρόπολης Ο διάκονος Νικόλαος Πρεβεζιάνος ήταν το 1404 σακελλίου, ενώ από το 1414 έως το 1421 μαρτυρείται ως μέγας χαρτοφύλαξ Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε την περίπτωση του Δημητρίου Αλμυριώτη που το 1414 μαρτυρείται ως σακελλίου, ενώ το ως σακελλάριος της μητρόπολης Η περίπτωσή του όμως είναι ξεχωριστή, δεδομένου ότι αποτελεί και το μόνο, από όσο γνωρίζουμε, παράδειγμα οφφικιαλίου της μητρόπολης Θεσσαλονίκης που κατέχει ταυτοχρόνως δύο αξιώματα, καθώς το 1420 απαντά και ως οἰκονόμος Η H. Ahrweiler στην προαναφερθείσα μελέτη της για τη Σμύρνη επισημαίνει ότι η επιλογή των υπαγομένων επισκόπων γινόταν μεταξύ των έγκριτων οφφικιαλίων που υπηρετούσαν στη μητρόπολη Η τοποθέτηση ενός έμπιστου προσώπου σε υποκείμενη εκκλησιαστική έδρα θα ήταν οπωσδήποτε λογική κίνηση, όπως και η ανάδειξή του από τον κύκλο των εκκλησιαστικών αξιωματούχων, εφόσον θα είχε επιδείξει τόσο τις ικανότητές του όσο και την 1019 Βλ. Chil (1327). - Chil (1328). - Βλ. και PLP 12, E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 102, Βλ. Α. Ζο , (1327). - Chil (1328) (1335) (1339). - Α. Χén , 38 (1336) και σ Βλ. και Γ. Ι. Θεοχαρίδης, Άγνωστα τοπογραφικά της Θεσσαλονίκης εξ ανεκδότου εγγράφου της εν αγίω όρει μονής Διονυσίου, Μακεδονικά 5 ( ) 1-14, σ. 3 και σημ C. Hannick - G. Schmalzbauer, Synadenoi 143, αρ PLP 11, E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 105, Βλ. Chil (1328). - PRK II, αρ. 111, στ. 2-5, ( ). - Βλ. και J. Darrouzès, Οφφίκια E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 101, Βλ. Α. Doch (1404) και σ verso 3 (1414) (1419) 58.35, 40 (1419). - Α. Χén (1419). - Α. Iv. IV (1421). - Βλ. και Α. Doch (1384) και σ. 259: Ὁ μέγ(ας) χαρτοφύλαξ Θ(εσσα)λ(ο)ν(ίκης), διάκονος ὁ Πρεβεζιάνος: επικυρώνει ἴσον. - Βλ. επίσης PLP 10, E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 113, Βλ. Α. Doch. 54.verso 4 (1414) και σ Α. Χén (1419). - S. Kugéas, Νotizbuch αρ. 31 (1420), 34, 37 (1421 βλ. Ε. Παπαγιάννη, Πανηγύρεις σ. 149 σημ. 45) Βλ. S. Kugéas, Νotizbuch αρ. 87 (1420). - Βλ. και Ε. Παπαγιάννη, Πανηγύρεις σ. 149 σημ Βλ. επίσης PLP Add. 1-8, Βλ. και E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 102, 106, Για το φαινόμενο κατοχής περισσοτέρων του ενός εκκλησιαστικών αξιωμάτων βλ. Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα Βλ. H. Ahrweiler, Smyrne Βλ. και J. Darrouzès, Οφφίκια Α. Failler, Promotion 132, που επισημαίνουν το αντίστοιχο φαινόμενο οι πατριαρχικοί οφφικιάλιοι να προωθούνται στις υποκείμενες μητροπόλεις και αρχιεπισκοπές του πατριαρχείου.

341 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 259 αφοσίωσή του στον μητροπολίτη. Στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης μπορούμε να εντοπίσουμε με βεβαιότητα μια μόνο ανάλογη περίπτωση. Πρόκειται για τον διάκονο Δημήτριο Ερμογένη, ο οποίος μαρτυρείται ως πρωτονοτάριος της μητρόπολης το 1295 και ως πρωτέκδικος το 1299 το 1317 συμμετέχει σε μεικτό δικαστήριο ως επίσκοπος Αρδαμερίου Αυτή θα ήταν ίσως και η ανώτατη «προαγωγή» που θα μπορούσε να προσμένει ένας μητροπολιτικός αξιωματούχος 1027, αν είχε παραμείνει άγαμος και άτεκνος Η Β. Λεονταρίτου στην ειδική μελέτη της για τους οφφικιαλίους κατά την πρώιμη και μέση βυζαντινή περίοδο επισημαίνει ότι, εάν ο εκκλησιαστικός αξιωματούχος δεν τελούσε επιμελώς και αποτελεσματικά τα καθήκοντά του ή είχε περιπέσει σε δυσμένεια, είτε απολυόταν, προσωρινά ή μόνιμα, είτε υποβιβαζόταν Η μόνη περίπτωση υποβιβασμού που εντοπίζουμε στη 1026 Βλ. Α. Iv. III , 89, (1295). - Α. Va. Ι , 30 (1299) 49.2 (1317) και σ. 195, Βλ. επίσης J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 124, Πρβ. PLP 3, 6128, όπου όμως αναφέρεται μόνο ως διάκονος πρωτονοτάριος της μητρόπολης. Στο ίδιο δικαστήριο συμμετείχε και ο επίσκοπος Κίτρους [ ]ος Βρυέννιος. Δεν γνωρίζουμε αν ο εν λόγω Κίτρους είχε στο παρελθόν διατελέσει εκκλησιαστικός αξιωματούχος της μητρόπολης. Ωστόσο είναι αρκετά πιθανό, δεδομένου ότι μεταξύ των ανώτατων οφφικιαλίων μαρτυρούνται το /1341 ο σακελλίου Γρηγόριος Βρυέννιος (βλ. Chil , έτ Νικηφ. Γρηγοράς, Επιστολαί αρ. 141, σ. 347, έτ. 1336/1338 αρ. 12, σ , έτ. 1336/1341) και το ο δικαιοφύλαξ, σακελλίου και ἀρχιδιάκονος Ιωάννης Βρυέννιος (βλ. A. Doch. 23.9, verso 1-3, έτ Γρηγ. Ακίνδυνος, Επιστολαί , έτ , έτ , τέλη 1347-αρχές 1348), προφανώς συγγενικά του πρόσωπα. Κατά τον Ν. Οικονομίδη (Α. Doch. σ Βλ. και PLP Add. 1-8, 91564, 91566) ο Ιωάννης Βρυέννιος είναι ο σακελλίου που το 1336 υπέστη συκοφαντική δυσφήμιση μαζί με τον χαρτοφύλακα Ιωάννη Στρυμβάκωνα και τον δικαιοφύλακα και οἰκονόμο της μητρόπολης. Η υπόθεση των τριών οφφικιαλίων εκδικάστηκε από τον μητροπολίτη Ιγνάτιο Γλαβά (βλ. PRK II, αρ. 111, στ , γράμμα του 1336 που εμπεριέχεται σε έγγραφο του ). Λίγο αργότερα, το , το ζήτημα επανεξετάστηκε από μεικτό δικαστήριο στην Κωνσταντινούπολη ο Βρυέννιος και οι υπόλοιποι απαλλάχθηκαν οριστικά από τις κατηγορίες (PRK II, αρ. 111, ιδίως στ J. Darrouzès, Reg. 2176). Πρέπει να παρατηρήσουμε ωστόσο ότι οι εκδότες της δικαστικής απόφασης του (PRK II, σ. 106) δεν ταυτίζουν τον σακελλίου Βρυέννιο με τον Ιωάννη Βρυέννιο αλλά με τον προκάτοχό του Γρηγόριο Βρυέννιο, που απαντά σε έγγραφο της μονής Χιλανδαρίου το 1328 (Chil ) Βλ. επίσης Ἰωάννου τοῦ ἐπισκόπου Κίτρους ἀποκρίσεις πρὸς Κωνσταντῖνον ἀρχιεπίσκοπον Δυρραχίου τὸν Καβάσιλαν, ΡΠ 5, , σ. 406: Τίνες προτιμῶνται εἰς τὸ ψηφίζεσθαι εἰς ἐπισκοπάς, ὁ πρωτόπαπας καὶ οἱ μετ αὐτὸν ἱερεῖς ἢ οἱ διάκονοι οἱ ἔχοντες ἀρχοντικὰ ἐκκλησιαστικὰ ὀφφίκια; - Βλ. και Κ. Πιτσάκης, Κωνσταντίνος Καβάσιλας 198 σημ. 84: «Ενίοτε φαίνεται να ακολουθήται στις αρχιερατικές εκλογές ένα είδος επετηρίδος» Βλ. και Α. Failler, Promotion Βλ. Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα Πρβ. την περίπτωση του χαρτοφύλακος της μητρόπολης Ναυπάκτου, που χρηματιζόταν και εξέδιδε παράνομες άδειες γάμου (παραβλέποντας το γεγονός ότι υπήρχε κώλυμα λόγω συγγενείας ή ότι τα συναλλασσόμενα πρόσωπα δεν είχαν τη

342 260 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου μητρόπολη Θεσσαλονίκης είναι εκείνη του Μανουήλ Χωνιάτη, που το 1415 υπογράφει ως μάρτυρας σε δικαιοπρακτικό έγγραφο φέροντας το αξίωμα του πρωτεκδίκου, ενώ το 1419 και το 1432 εμφανίζεται ως πρωτονοτάριος Δεν γνωρίζουμε ποια αιτία μπορεί να προκάλεσε αυτή τη μεταβολή στην υπηρεσιακή του ιδιότητα. Ήδη βέβαια αναφέραμε ότι δεν γνωρίζουμε αν πράγματι οι Βυζαντινοί εκλάμβαναν τη μετάταξη ως υποβιβασμό με τη νομική σημασία που έχει σήμερα. Πάντως, αν και το οφφίκιο του πρωτονοταρίου ήταν ιδιαίτερα διακεκριμένο, ωστόσο δεν αποτελούσε ανώτατο αξίωμα. Το γεγονός όμως ότι ο Χωνιάτης διατήρησε το νέο του οφφίκιο για τουλάχιστον δεκατρία χρόνια φαίνεται να υποδηλώνει ότι θεωρούνταν ικανός και έμπιστος αξιωματούχος Ένα ακόμη ζήτημα προς διερεύνηση είναι το κατά πόσο η εναλλαγή των μητροπολιτών επηρεάζει τη σταδιοδρομία των οφφικιαλίων Οι πληροφορίες των πηγών δεν μας επιτρέπουν να συναγάγουμε απόλυτα συμπεράσματα. Το γεγονός βέβαια ότι η σταδιοδρομία όλων των γνωστών σε εμάς εκκλησιαστικών οφφικιαλίων, με εξαίρεση την προαναφερθείσα περίπτωση 1033, νόμιμη ηλικία γάμου), ενώ για λόγους κερδοσκοπίας απαγόρευε στους ιερείς να τελούν ιερολογημένη μνηστεία χωρίς έγγραφη άδειά του. Ο μητροπολίτης Ιωάννης Απόκαυκος ωστόσο έκρινε με επιείκεια την υπόθεσή του και δεν τον απομάκρυνε από το αξίωμα απλώς του αφαίρεσε την αρμοδιότητα της έκδοσης αδειών γάμου και την ανέθεσε στον ὑπομιμνῄσκοντα. - Βλ. Ν. Bees, Schriftstücke αρ. 9, Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. οφφίκια (υπό έκδοση). - Βλ. επίσης Ε. Παπαγιάννη, Οικονομικά Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Η κοινωνία της Ηπείρου στο κράτος του Θεοδώρου Δούκα, στα Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου για το Δεσποτάτο της Ηπείρου, Άρτα, Μαΐου 1990, Αθήνα 1992, σ , ιδίως σ Βλ. Α. Dion (1415, το κείμενο είναι πρωτότυπο) και σ : «le rédacteur de notre acte, le diacre Manuel Chôneiatès, qui en 1415 faisait fonction de prôtekdikos de la métropole (πρωτεκδικεύων), devint (ensuite?) prôtonotarios (titre inférieur à prôtekdikos, mais dont il était titulaire)». - Βλ. και Α. Pantel (1419) και σ Α. La. III (1432) και σ Βλ. επίσης PLP 12, Βλ. και E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι , Το οφφίκιο του πρωτονοταρίου ανήκε στη β τάξη των εκκλησιαστικών αξιωματούχων καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση αμέσως μετά την τάξη των ἐξωκατακοίλων (βλ. Τακτικόν Beneševič , έτ J. Darrouzès, Οφφίκια 100 κ.ε., , 126 και Liste C.6, 12 ος αι. App. 4.7, τέλη 13 ου αι. - Ekthésis Néa (Α) κεφ. 30, και σημ. 30, έτ. 1386). Ήδη αναφέραμε την άποψη του J. Darrouzès (Οφφίκια 95, 127) ότι οφφικιάλιοι που ανήκαν στην ίδια τάξη ήταν σχεδόν ισότιμοι. Έτσι ο μελετητής εξηγεί γιατί ένας οφφικιάλιος δεν διεκδικούσε οπωσδήποτε την προαγωγή του σε ένα ανώτερο ιεραρχικά οφφίκιο. Στην περίπτωση του Μανουήλ Χωνιάτη δεν ισχύει βέβαια αυτό, αφού από την α τάξη, όπου ανήκε ως πρωτέκδικος, υποβιβάστηκε στη β τάξη ως πρωτονοτάριος Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω την καθηγήτρια κα. Βασιλική Νεράντζη- Βαρμάζη, που μου υπέδειξε τον προβληματισμό Η περίπτωση του διάκονου Μανουήλ Χωνιάτη που μεταξύ «υποβιβάστηκε» από πρωτέκδικος σε πρωτονοτάριος θα μπορούσε πιθανόν να αποδοθεί στη λήξη της αρχιερατείας

343 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 261 είναι ανοδική δείχνει ότι επρόκειτο για αξιωματούχους καριέρας, στόχος των οποίων δεν θα πρέπει να ήταν η αφοσίωση στο πρόσωπο ενός μητροπολίτη, αλλά στον θεσμό Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ο προαναφερθείς Νικόλαος Συναδηνός μεταξύ 1327 και 1339 ήταν διαδοχικά λογοθέτης, πρωτέκδικος και μέγας σακελλάριος, ενώ στον μητροπολιτικό θρόνο ανέρχονται τέσσερις διαφορετικοί αρχιερείς. Το ίδιο ισχύει και για τον διάκονο Δημήτριο Κανίσκη Καβάσιλα, που κατά την ίδια περίοδο περιβάλλεται τα αξιώματα του μεγάλου σακελλαρίου και του μεγάλου οἰκονόμου. Άλλωστε, στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης τις περισσότερες φορές η διαδοχή των αρχιερέων ήταν ομαλή. Στις περιπτώσεις βέβαια κατά τις οποίες ένας μητροπολίτης ανέλαβε τον εκκλησιαστικό θρόνο έπειτα από καθαίρεση του προκατόχου του, δεν μπορούμε να α- ποκλείσουμε το ενδεχόμενο να υπήρχαν εμμονές σε πρόσωπα και σχισματικές τάσεις εκ μέρους των οφφικιαλίων, αντεκδικήσεις και εκκαθαρίσεις από την πλευρά των προκαθημένων. Ωστόσο οι πληροφορίες των πηγών δεν επαρκούν για να τεκμηριωθεί μια τέτοια υπόθεση. Κατά τη μελέτη των διαφόρων εγγράφων παρατηρήσαμε ότι αρκετά συχνά απαντούν σε οφφίκια της μητρόπολης συγγενικά πρόσωπα To φαινόμενο επισημαίνει ο J. Darrouzès για τους οφφικιαλίους του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, που τοποθετούν υιούς ή ανεψιούς τους σε θέσεις που προηγουμένως κατείχαν οι ίδιοι ή σε άλλες παραπλήσιες Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα εξής παραδείγματα: το 1217 ο κληρικός Δημήτριος Ερμογένης εμφανίζεται ως γραφέας του σακελλαρίου της μητρόπολης και ταβουλλαρίου Ιερεμία Χειμαδά Ο διάκονος Δημήτριος Ερμογένης, που διετέλεσε πρωτονοτάριος της μητρόπολης το 1295, πρωτέκδικος το 1299 και εν συνεχεία χειροτονήθηκε επίσκοπος Αρδαμερίου, είναι προφανώς απόγονός του Γύρω στο 1290 το αξίωμα του μεγάλου οἰκονόμου της μητρόπολης περιβάλλεται ο διάκονος Γεώργιος Καβάσιλας, ενώ το το ίδιο οφφίκιο κατέχεται από τον διάκονο Δημητριο Κανίσκη Καβάσιλα Ο διάκονος Νικόλαος Συναδηνός, που το 1368 απαντά ως σακελλίου της του μητροπολιτη Γαβριήλ ( /1419) και στην άνοδο του Συμεών στον μητροπολιτικό θρόνο (1416/ ) Βλ. E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 85, Βλ. και Μ. Angold, Church 147, ΜΜ 3, αρ. 2, , (1217) Βλ. ανωτ. σ Βλ. Α. Iv. III (ca. 1290). - Πρβ. PRK II, αρ. 111, στ. 2-5, J. Darrouzès, Reg ( ). - Για τον οἰκονόμο Γεώργιο Καβάσιλα βλ. και PLP 5, E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι

344 262 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου μητρόπολης, είναι πιθανόν εγγονός του διακόνου Νικολάου Συναδηνού, που από το 1327 έως το 1339 απαντά διαδοχικά με τα αξιώματα του λογοθέτου, πρωτεκδίκου και μεγάλου σακελλαρίου Επίσης αξίζει να μνημονεύσουμε και την περίπτωση του διακόνου Ιωάννη Σταυράκιου, που το 1284 κατέχει το αξίωμα του χαρτοφύλακος της μητρόπολης πάνω από έναν αιώνα αργότερα, το 1404, απαντά στη θέση του μεγάλου οἰκονόμου ο διάκονος Δημήτριος Σταυράκιος, απόγονος μάλλον του πρώτου Ένα άλλο ζήτημα που μας απασχόλησε είναι εκείνο των εκκλησιαστικών ταβουλλαρίων. Κατά τη Β. Λεονταρίτου μέχρι το τέλος της μέσης βυζαντινής περιόδου δεν υπάρχουν ταβουλλάριοι ως εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι. Θεωρεί λοιπόν ότι οι κληρικοί που εμφανίζονται στις πηγές ως συμβολαιογράφοι να επιβλέπουν τη σύνταξη δικαιοπρακτικών εγγράφων ασκούν παράλληλα το επάγγελμα του ταβουλλαρίου βιοποριστικά Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσει την περίπτωση του κληρικού Νικολάου συμβολεὀγράφου ταύτ(ης) τ(ῆς) θεὁφυλάκτου ἡμῶν πόλ(εως) που απαντά το Σύμφωνα με την Ε. Σαράντη ωστόσο ήδη από τα χρόνια του Ιουστινιανού οι αρχιερείς διόριζαν εκκλησιαστικούς ταβουλλαρίους. Έτσι η ιστορικός θεωρεί ότι ο Στέφανος Αργυρός, υπό την εποπτεία του οποίου συντάχθηκε πρατήριο έγγραφο του , είναι εκκλησιαστικός ταβουλλάριος και μάλιστα επικεφαλής των 1040 Βλ. A. Pantocr (1368) και σ Πρβ. Α. Ζο , (1327). - Chil (1328) (1335) (1339). - Α. Χén , 38 (1336) και σ Οι C. Hannick - G. Schmalzbauer (Synadenoi 143, αρ. 33) εσφαλμένα ταυτίζουν τα δύο πρόσωπα. Αντίθετη γνώμη έχει η εκδότρια του αρχείου της μονής Παντοκράτορος Β. Κράβαρη (A. Pantocr. σ. 87), που συνέκρινε τον τρόπο γραφής των δύο Συναδηνών και κατέληξε ότι πρόκειται για διαφορετικά πρόσωπα. - Βλ. και PLP 11, 27143, E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 105, 119 και σημ Βλ. Α. La. II. 75.8, 55, 61 (1284). - Γρηγ. Κυπρίου, Επιστολαί αρ. 99 αρ. 144, Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Σταυράκιος-Βεάσκος σ. 493 (τίτλος): Εἰς τὸν ἅγιον μεγ(α)- λ(ομάρτυρα) Δημήτριον. Οἱ λόγοι Σταυρακίου χαρτοφύλακος. - Αθανάσιος Παντοκρατορινός, Δύο ακολουθίαι εις τον άγιον Δημήτριον, ΓΠ 11 (1927) Για τον χαρτοφύλακα Ιωάννη Σταυράκιο βλ. επίσης PLP 11, E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Πρβ. ό.π. III (1404) και σ Για τον οἰκονόμο Δημήτριο Σταυράκιο βλ. PLP 11, Κ. Κωνσταντινίδης, Πνευματική ακμή E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα Βλ. και Ε. Παπαγιάννη, Κοσμικές ενασχολήσεις 149, 150 και σημ J. Darrouzès, Οφφίκια Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Ταβουλλάριοι Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Εκκλ. αξιώματα (υπό έκδοση), που επισημαίνουν ότι το επάγγελμα του ταβουλλαρίου και του γραμματέα ήταν συμβατό με την κληρική ιδιότητα Βλ. Α. La. Ι. 1.30, 34 (897). - Βλ. και Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα 608 σημ J. Darrouzès, Βιβλιοκρισία «Lavra I» Βλ. A. La. I (1097): τοῦ χ(αρ)τ(ου)λ(α)ρ(ίου) τ(ῆς) Νέ(ας) Στεφάν(ου) κληρ(ικοῦ) τ(ῆς) Ἁγί(ας) Σοφί(ας) (καὶ) πριμικηρ(ίου) τ(ῶν) ἐν Θεσσαλον(ίκη) νομικ(ῶν) τοῦ Ἀργυροῦ και στ. 42: Στέφανο(ς) κουβου(κλήσιος) κληρ(ικός) τ(ῆς) ἐν Θεσ-

345 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 263 εκκλησιαστικών νομικών/ταβουλλαρίων, οι οποίοι συνιστούσαν ένα ξεχωριστό σώμα μεταξύ των οφφικιαλίων Από τον 13 ο αι. και εφεξής πάντως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υφίστανται εκκλησιαστικοί ταβουλλάριοι ως εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι, που διορίζονταν από τον αρχιερέα. Οι αρμοδιότητές τους ήταν ίδιες με εκείνες των λαϊκών ταβουλλαρίων, καθώς συνέτασσαν δικαιοπρακτικά έγγραφα με συμβαλλόμενους κοσμικά ή εκκλησιαστικά πρόσωπα. Κατά το β μισό του 14 ου αι. ήταν υπό την επίβλεψη του ἐπὶ τῶν κρίσεων. Στα τέλη του 14 ου αι. τόσο οι λαϊκοί όσο και οι εκκλησιαστικοί ταβουλλάριοι ήταν υπό την επίβλεψη των καθολικών κριτών. Σε περίπτωση όμως παράβασης καθηκόντων η τιμωρία επιβαλλόταν από την εκκλησιαστική αρχή Μεταξύ των εκκλησιαστικών ταβουλλαρίων που απαντούν στη Θεσσαλονίκη κατά την ύστερη περίοδο πολλοί ήταν ανώτατοι και ανώτεροι μητροπολιτικοί αξιωματούχοι (σακελλάριος, σκευοφύλαξ, σακελλίου, χαρτοφύλαξ, πρωτέκδικος, λογοθέτης, κανστρίσιος, ἐπὶ τῶν γονάτων, κουβουκλήσιος) Θα πρέπει τέλος να ση- (σαλονίκη) Μ(ε)γ(ά)λ(ης) Ἐκκλη(σίας) χαρτουλ(άριος) τ(ῆς) Νέ(ας) ληβελήσιο(ς) (καὶ) πριμικήρ(ιος) τῶν ταβουλαρίων Βλ. Η. Saradi, Notariat 111: «Les tabullaires constituaient un corps à part dans l administration ecclésiastique et leur chef était appelé primicier ou plus rarement prototabullaire. Dans la hiérarchie ecclésiastique, le primicier des tabullaires est placé à une place assez basse, à la sixiéme ou à la septième quintaine. Des primiciers ou prototabullaires sont attestés dans plusieurs villes de l empire byzantin et même dans les villages : à Constantinople (App. I-7 ; 1366), à Thessalonique (App. I-13 ; 1097)», και σ. 44, 56 κ.ε., 61-62: «dès les premières annèes de l organisation des institutions ecclésiastiques, il était conçu comme une fonction nécessaire à l administration des affaires de l Église. Officia sont des professions pour lesquelles outre le désir, l intention et le travail personnel, on a besoin d une intervention extérieur, comme d une décision d un supérieur, d une nomination ou de l inscription à un matricule. Tel est le cas des tabullaires et des nomikoi ecclésiastiques. Ils n exerçaient pas une profession, mais plutot une fonction, une charge, puisqu ils étaient nommés par les évêques comme l attestest les formules», 69-70, 109 και σημ Για τον προβληματισμό αν πριν από τον 13 ο αι. οι κληρικοί ταβουλλάριοι είναι εκκλησιαστικοί οφφικιάλιοι ή κληρικοί που παράλληλα ασκούν το επάγγελμα του ταβουλλαρίου βιοποριστικά βλ. και E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι 154 κ.ε Βλ. Η. Saradi, Notariat 96, 98, 105 κ.ε. - Βλ. και Β. Λεονταρίτου, Εκκλ. αξιώματα Πρβ. J. Darrouzès, Οφφίκια 127, Πρβ. επίσης Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Ταβουλλάριοι Για τους καθολικούς κριτές βλ. Α. Γκουτζιουκώστας, Απονομή Δικαιοσύνης 302 κ.ε Βλ. ΜΜ 3, αρ. 2, , (1217). - Α. Iv. III , (1264) , 50 (1320) και σ Α. Chil. Ι , 31 (1265) και σ , 38 (1296). - Α. La. II , 61 (1284) 98.57, 65 (1304) III. App.XII.43-44, (1341). - Α. Va. Ι , 30 (1299) και σ Chil , (1324). - Α. Ζο , (1327). - A. Xén , 38 (1336) και σ Βλ. και Η. Saradi, Notariat E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Παράλληλα μαρτυρούνται αρκετοί εκκλησιαστικοί ταβουλλάριοι που δεν ανήκαν στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Σοφίας, αλλά προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε άλλους ναούς: βλ. Α. Doch. 3.72, 78 (1112) (1117) 13.11, 15 (1313) 14.9, 14 (1314). - Α. Xér , 44

346 264 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου μειώσουμε ότι ορισμένες φορές απαντούν ανώτατοι μητροπολιτικοί αξιωματούχοι ως συντάκτες ιδιωτικών εγγράφων, παρότι δεν φαίνεται να έχουν την ιδιότητα του ταβουλλαρίου Όπως αναφέραμε ακροθιγώς στην αρχή του κεφαλαίου, οι εκκλησιαστικοί οφφικιάλιοι πέρα από τις διοικητικές τους υποχρεώσεις στις υπηρεσίες της μητρόπολης ή τα λειτουργικά τους καθήκοντα στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Σοφίας είχαν έναν επιπλέον ρόλο που δεν ενέπιπτε στις τυπικές τους αρμοδιότητες. Ως έγκριτα και αξιόπιστα πρόσωπα αξιοποιούνταν από το κοσμικό και μητροπολιτικό δικαστήριο, προκειμένου να διερευνήσουν την υπόθεση, να πραγματοποιήσουν την προκαταρκτική εξέταση ή να κάνουν την επιτόπια έρευνα, ώστε βάσει του πορίσματός τους να αποφανθεί το δικαστήριο Γύρω στο 1266 ο αυτοκράτορας διέταξε τον κεφαλατικεύοντα της Θεσσαλονίκης σεβαστοκράτορα Κωνσταντίνο Τορνίκιο να εκδικάσει υπόθεση κτηματικής διαφοράς μεταξύ των αθωνικών μονών Λαύρας και Ζωγράφου. Εκείνος με τη σειρά του ζήτησε να εξετάσουν την υπόθεση και να εκδώσουν γνωμάτευση ο τότε πρωτέκδικος της μητρόπολης Νικηφόρος Μαλλέας 1050 και ο δοῦλος τοῦ κραταιοῦ καὶ ἁγίου ἡμῶν αὐθέντου καὶ βασι- (1295) (1349). - Α. La. I , 75 (1115). - Α. Va. I (1301) (1301) 44.28, 31 (1310) (1316) (1318) 54.21, 23 (1321) 59.25, 28 (1323) 65.39, 41 (1327). - Α. Χén (1303) , 33 (1306) 8.51, 60 (1309) 9.51, 56 (1310) 10.39, 41 (1315) 20.44, 46 (1324) , 34 (1348). - Α. Chil. Ι , 69 (1304) 25.44, (1309) , 114 (1314) 31.55, 61 (1314) 32.50, 56 (1314). - Α. Iv. III , 32 (1314) (1324) , 44 (1324) 84.53, 59 (1326). - Α. Esph (1316). - Chil , (1322) , (1322) (1323) , (1326) , (1327) , (1328) , (1333) , (1335) (1335) (1339). - A. Zo , (1330). - Βλ. και E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. Prot (942). - Α. Dion (1416) και σ (1420) και σ Α. Doch (1419) και σ Α. La. III (1432). - A. Xér (1349) και σ Βλ. και E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Πρβ. Η. Saradi, Notariat 44 κ.ε., 47, 132 κ.ε. - Βλ. επίσης J. Darrouzès, Οφφίκια 120, που εξετάζοντας δεδομένα σχετικά με τη μητρόπολη Σμύρνης σημειώνει ότι στις επαρχιακές έδρες δεν διστάζουν οι ανώτατοι οφφικιάλιοι να αναλάβουν καθήκοντα ταβουλλαρίου και να συντάσσουν δικαιοπρακτικά έγγραφα. - Πρβ. την περίπτωση του δικαιοφύλακος και σακελλίου της μητρόπολης Ιωάννη Βρυέννιου, που το 1344 (Α. Doch. 23.9, verso.1-3) συνέταξε έγγραφο του πρωτοβεστιαρίτη Ιωάννη Δούκα. Στην περίπτωση αυτή όμως θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ο Βρυέννιος ενήργησε ως μέλος του εὐαγοῦς βασιλ(ικοῦ) σεκρέτου και όχι ως σακελλίου της μητρόπολης Βλ. και E. Χατζηαντωνίου, Οφφικιάλιοι Βλ. Α. Ζο και (1267).

347 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 265 λέως Βασίλειος Επάρχων Οι τελευταίοι μετέβησαν επί τόπου, ώστε να συλλέξουν μαρτυρίες γειτόνων και να κάνουν τις απαραίτητες μετρήσεις των διαφιλονικούμενων χωραφίων Στη συνέχεια ανακοίνωσαν στον διοικητή της πόλης τη γνωμάτευσή τους, βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Το 1295 ο πρωτοασηκρήτις Μανουήλ Νεοκαισαρείτης, που εκδίκασε μαζί με τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιάκωβο και τη μητροπολιτική σύνοδο μια κτηματική διαφορά μεταξύ της μονής Ιβήρων και ενός ιδιώτη, ανέθεσε σε δύο κοσμικούς και σε δύο εκκλησιαστικούς οφφικιαλίους, ώστε να μετρήσουν την διαφιλονικούμενη κτηματική περιουσία: πάντες ἡμεῖς ἐκείσε παραγενόμενοι, εὐυπολήπτους (καὶ) ἐπιστήμονας τοὺς μετρητὰς συνηγάγομεν, ἤγουν τὸν θεοφιλέστατον μέγαν σκευοφύλακα κῦ(ρ) Πέτρον τὸν Βουλξάνον, τὸν ἐντιμότ(α)τ(ον) πριμμικήριον τῶν ταβουλλ(α)ρ(ίων) κῦ(ρ) Πέτρον τὸν Σπαστρικόν, τὸν θεοφιλέστατον πρωτονοτάριον κῦ(ρ) Δημήτρ(ιον) τὸν Ἑρμογένην (καὶ) τὸν λογιώτ(α)τ(ον) κῦ(ρ) Γεώργ(ι)ον τὸν Φοβηνόν Εντύπωση προκαλεί όχι βέβαια το γεγονός ότι εκλήθησαν ως ευυπόληπτα και αξιόπιστα πρόσωπα, αλλά και ως ειδήμονες στην καταμέτρηση και την εκτίμηση γης Ακόμη για υπόθεση κτηματικής διαφοράς μεταξύ των Ξηροποταμηνών και Δοχειαριτών μοναχών, την οποία έκρινε ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Μανουήλ Εσκαμματισμένος το 1414, εστάλησαν δύο συγκλητικοί και δύο εκκλησιαστικοί άρχοντες, για να εξετάσουν επί τόπου το ζήτημα Προφανώς, όπως και στις προηγούμενες υποθέσεις που εκθέσαμε, η αναλογία αυτή κοσμικών και εκκλησιαστικών γνωμοδοτών είναι σκόπιμη φαίνεται 1051 Πιθανότατα ο δεύτερος απεσταλμένος ήταν ένας από τους προύχοντες της πόλης δεν φαίνεται να ήταν κρατικός αξιωματούχος, εφόσον ούτε μνημονεύεται στο κείμενο του εγγράφου ως φορέας αξιώματος, ούτε η υπογραφή του δηλώνει κάτι τέτοιο. - Βλ. Α. Ζο , 135, (1267). - PLP 5, Βλ. Α. Ζο (1267): ὡς δὲ μεμέτρηται τὸ αὐτῶν χωράφιον καὶ τὸ πόσον αὐτοῦ ἀνυστέρητον εὕρηται, καὶ τούτου τοῦ χωραφίου τοῦ λεγομένου Ἁρμένου βλ. και στ : τούς τε ἀπὸ τῆς Λαύρας μοναχοὺς καὶ ἑτέρους, ἐκεῖθεν ἀποπέμψητε, ὡς μὴ κατά τι ἐνοχλῶσι τὴν τοιαύτην μονήν, καὶ μὴ ἐάσητε ἐπὶ πλέον ἀδικεῖσθαι τὴν ῥηθεῖσαν μονὴν εἰς τὰ τοιαῦτα χωράφια παρὰ τῶν ἀπὸ τῆς Λαύρας μοναχῶν. ἐπεὶ γὰρ ἔφθασαν καὶ κατέσπειραν τὰ τοιαῦτα χωράφια οἱ ἀπὸ τῆς Λαύρας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου μοναχοί, ποιήσητε καὶ εἰς αὐτὸ τὴν γεωργικὴν κρίσιν καὶ καθὼς ἐπικρίνετε ὑμεῖς, εἶναι δίκαιον Βλ. Α. Ζο κ.ε. (1267). - Βλ. και ό.π (1267). - Πρβ. L. Maksimović, Administration Βλ. Α. Iv. III (1295). - Βλ. και ανωτ. σημ Βλ. και Α. Pantel (1419): παραδίδωμι τὴν τοιαύτην γῆν πρὸς τὴν εἰρημένην μονὴν ἔχουσαν οὕτω θέσεώς τε (καὶ) περϊορϊσμοῦ, καθὼς ἐμετρήθη παρὰ τοῦ θεοφιλεστάτου πρωτονοταρίου Θ(εσσα)λ(ο)νΐ(κης) κϋροῦ Μανουὴλ δϊακόνου τοῦ Χωνειάτου Βλ. Α. Doch (1414) βλ. και ό.π (1416).

348 266 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου ότι ο δικαστής επιθυμούσε να διασφαλίσει κατά το δυνατόν μια αξιόπιστη γνωμάτευση και να αποφύγει πιθανές αμφισβητήσεις εκ μέρους των διαδίκων Ανάλογος βέβαια είναι ο ρόλος των εκκλησιαστικών αρχόντων κατά την εκδίκαση υποθέσεων και από το μητροπολιτικό δικαστήριο Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την υπόθεση κτηματικής διαφοράς μεταξύ της μονής Χιλανδαρίου και της μονής Χορταΐτου, που παρουσιάστηκε το 1339 στον μητροπολίτη Ιγνάτιο και τη μητροπολιτική σύνοδο: τὰ περὶ τῶν τοιούτων ἀναγγείλαντες, ἐξαιτοῦνται ἀποσταλῆναι τινὰς κατὰ τόπους ἀπὸ τῆς τοιαύτης ἱερᾶς συνόδου, ὡς ἂν ἰδόντες τὰ τῆς ἀμφιβολίας καὶ δικάσαντες φιλαλήθως καὶ μετὰ τῆς προσηκούσης προσοχῆς τε καὶ συντηρήσεως, πραγμάτων αὐτοὺς καὶ ὀχλήσεων ἀπαλλάξωσιν. Η έρευνα ανατέθηκε στον επίσκοπο Λητής Γερβάσιο και τον μεγάλο σακελλάριο Νικόλαο Συναδηνό. Έπειτα από την επιτόπια έρευνα και τη συλλογή μαρτυριών οι απεσταλμένοι απεφάνθησαν και ο μητροπολίτης επικύρωσε την κρίσιν καὶ διάγνωσίν τους Βλ. και Α. Doch. σ. 282, Πρβ. Α. La. I. αρ. 64, ιδίως στ (1162), όπου διενεργήθηκε επιτόπια έρευνα και συντάχθηκε γνωμοδότηση από τον χαρτοφύλακα και τον ὑπομνηματογράφο της μητρόπολης κατ ἐπιταγὴν του δουκός της Θεσσαλονίκης Ιωάννου Κοντοστεφάνου Πρβ. J. Darrouzès, Οφφίκια 344: «les comptes rendus synodaux que nous possédons ne publient que la quintessence des débats et supposent un travail préliminaire (rapports, enquêtes, interrogatoires), puis un travail de rédaction, accomplis par un ministère auxiliaire». - Βλ. και ανωτ. σημ Βλ. Chil. αρ. 129, ιδίως στ , (1339). - Βλ. και PRK II, αρ. 125, στ (Μάιος 1340): γέγονε περὶ τούτου ἐξέτασις παρὰ ἐκκλησιαστικῶν προτροπῇ καὶ ἀναθέσει τοῦ ἱερωτάτου μητροπολίτου Θεσσαλονίκης και στ : γράμμα τῶν ποιησαμένων τὴν ἐρώτησιν ἐκκλησιαστικῶν, τοῦ πρωτονοταρίου δηλονότι καὶ τοῦ λογοθέτου, ὑπογραφῇ τῇ αὐτῶν πεπιστωμένον. - Α. Zo (1369): ἐστάλη δὲ παρὰ τοῦ Θεσσαλονικέως καὶ ὁ κατηχητὴς κῦρ Μανουὴλ ἱερεὺς ὁ Καλυδρᾶς πρὸς τοὺς εἰρημένους γέροντας καὶ τοὺς τότε διατρίβοντας κατ ἐκεῖνο καιροῦ εἰς τοῦ Μακρογένους καὶ μετ ἐπιτιμίου ἠρώτησεν αὐτούς καὶ ἐμαρτύρησαν, ὅσον ἕκαστος ἐγίνωσκεν ἀκούσας καὶ ἴδε. καὶ τὴν ἑκάστου μαρτυρίαν συνοδικῶς πάλιν ὁ κατηχητὴς ἀνήγγειλεν ἐφ ἡμῖν πᾶσι βλ. και Α. Zo (= A. Solovjev - V. Mošin, Diplomata αρ. 36, στ , έτ. 1369). - Γράμμα Γαβριήλ Θεσσαλονίκης (1416): ἡμεῖς δὲ καὶ ἄλλους τινὰς εἶναι τοὺς εἰδότας περὶ τούτου μαθόντες, ἐν τοῖς ἔξω μέρεσιν, ἀπεστείλαμεν ἐκεῖσε τὸν θεοφιλέστατον πρωτονοτάριον τῆς καθ ἡμᾶς ἐκκλησίας διάκονον κὺρ Μανουὴλ τὸν Μάζαριν, καὶ τὸν ἄρχοντα τῶν ἐκκλησιῶν διάκονον κὺρ Γεώργιον τὸν Συρόπουλον, ἐν ἁγίῳ πνεύματι ἀγαπητοὺς υἱοὺς τῆς ἡμῶν μετριότητος, οἵ καὶ ἐξετάσαντες καὶ μετὰ πληροφορίας ἐρωτήσαντες τὰ αὐτὰ καὶ ἤκουσαν καὶ ἔμαθον καὶ παρ ἐκείνων, ὁποῖα καὶ παρὰ τῶν ἱερομονάχων, καὶ προσέγραψαν κἀκείνοις τὴν μαρτυρίαν. Ὅθεν καὶ ἱκανῶς συνδιασκεψαμένη ἡ μετριότης ἡμῶν τοῖς ἐνδημούσιν ἐνταῦθα θεοφιλεστάτοις ἐπισκόποις τῷ Κίτρους καὶ πρωτοθρόνῳ, καὶ

349 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 267 Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ένα περιστατικό που θεωρούμε πως δείχνει την ευελιξία των διοικητικών φορέων, προκειμένου να διευθετηθούν αποτελεσματικότερα χρονίζουσες δικαστικές υποθέσεις. Το 1404 ο κριτής Κωνσταντίνος Ιβάγκος εκδίκασε μια αντιδικία ανάμεσα στη μονή Δοχειαρίου και την οικογένεια των Δελβιτζηνών σχετικά με την καταβολή αδελφάτων Στην εκδίκαση της υπόθεσης συμμετείχε ο κοσμικός άρχοντας Γεώργιος Κόμης και ο σακελλίου της μητρόπολης Νικόλαος Πρεβεζιάνος, οι οποίοι και συνυπογράφουν την απόφαση. Η υπόθεση ανέκυψε ξανά το 1419 και κρίθηκε αυτή τη φορά από τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Συμεών. Ο μητροπολίτης απέστειλε τον επίσκοπο Καμπανίας και τον Νικόλαο Πρεβεζιάνο, μεγάλο χαρτοφύλακα πλέον της μητρόπολης, προκειμένου να μεσολαβήσουν, ώστε να έρθουν σε συμβιβασμό οι δύο πλευρές. Ο Πρεβεζιάνος το ίδιο έτος συνέταξε ιδιωτικό συμφωνητικό, βάσει του οποίου δινόταν τέλος στην αντιδικία. Επίσης επικύρωσε ἴσον εγγράφου σχετικού με την υ- πόθεση Προφανώς ο Νικόλαος Πρεβεζιάνος δεν εμφανίζεται συμπτωματικά στα εν λόγω έγγραφα ως γνώστης της υπόθεσης ήδη από το 1404 έχει πλέον σημαντικό ρόλο στη διευθέτησή της. Φυσικά οι εκκλησιαστικοί άρχοντες, ειδικά όσοι είχαν οικονομικές αρμοδιότητες, αποστέλλονταν, προκειμένου να εκπροσωπήσουν τα συμφέροντα της μητρόπολης, όταν ανέκυπταν οικονομικές υποθέσεις. Το 1078 η μονή Εσφιγμένου κατέφυγε ως ενάγουσα στην κρίση του πρωτοβεστάρχου κριτού του βήλου θέματος Βολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης. Εναγόμενη ήταν η μητρόπολη Θεσσαλονίκης με την κατηγορία της καταπάτησης τμήματος ενός προαστείου που ανήκε στη μονή. Κατά την επιτόπια έρευνα τῷ Καμπανίας καὶ Κανστρίου καὶ τῇ λοιπῇ κατ αὐτὴν ἱερᾷ συνόδῳ, διαγινώσκει καὶ ἐν ἁγίῳ παρακελεύεται πνεύματι Για τα αδελφάτα βλ. E. Herman, Die Regelung der Armut in den byzantinischen Klöstern, OCP 7 (1941) , 444 κ.ε. - Mirjana Živojinović, Adelfati u Vizantii i srednevekovnoj Srbiji, ZRVI 11 (1968) Monaski adelfati na Svetoj Gori, Zbornik Filozofskog Fakulteta, τ. 12 1, Beograd 1974 (= Mélanges G. Ostrogorsky), σ Ν. Oikonomidès, Monastères et moines lors de la conquête ottomane, Südost-Forschungen 35 (1976) 1-10, σ Ι. Μ. Κονιδάρης, Νομική θεώρηση των μοναστηριακών τυπικών 2, Αθήνα 1984, 2003, σ. 225 κ.ε. - Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, λ. αδελφατάριος, αδελφάτον, στο Ι. Ε. Καραγιαννόπουλος, Λεξικό Βυζαντινής Ορολογίας. Οικονομικοί όροι, τ. Α, [ΑΠΘ-ΚΒΕ] Θεσσαλονίκη 2000, σ Βλ. Α. Doch. αρ. 51, ιδίως στ. 31 (1404) αρ. 57, ιδίως στ. 31 (1419) αρ. 58 (1419) βλ. και αρ (επικύρωση ἴσου εγγράφου του 1384). - Για την υπόθεση βλ. και Ν. Oikonomidès, The Properties of the Deblitzenoi in the Fourteenth and Fifteenth Centuries, στο Charanis Studies, έκδ. Angeliki Laiou-Thomadakis, New Brunswick, N.J. 1980, σ Ι. Λεοντιάδης, Γυναίκες της Θεσσαλονίκης κατά την Παλαιολόγεια εποχή. Μια πρώτη προσέγγιση, Βυζαντιακά 19 (1999) , σ

350 268 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου που έγινε ως εκπρόσωπος της μητρόπολης εστάλη ο επίσκοπος Βεροίας, δεδομένου ότι ήταν και μέγας οἰκονόμος της, ο επίσκοπος Κασσανδρείας, προφανώς διότι το εν λόγω προάστειο βρισκόταν στα όρια της δικαιοδοσίας του, ο λογοθέτης της μητρόπολης, που ήταν παράλληλα επιτηρητής γειτονικών κτημάτων της μητρόπολης στο Μυριόφυτο και γενικώς φαίνεται να είχε οικονομικής φύσεως αρμοδιότητες, και ο ἱερομνήμων Λεοντάρις, που συγχρόνως ήταν νομικός και είχε τα προσόντα να υπερασπιστεί τα δίκαια της μητρόπολης Ακόμη οι ανώτατοι εκκλησιαστικοί οφφικιάλιοι αποστέλλονται ως εκπρόσωποι του μητροπολίτη. Γύρω στο 1320 ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης όφειλε σύμφωνα με αυτοκρατορικό πρόσταγμα να επιβλέψει μαζί με τον πρώτο του Αγίου Όρους και τον διοικητή της Θεσσαλονίκης τη διευθέτηση μιας υπόθεσης μεταξύ των μονών Χορταΐτου και Ιβήρων. Λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων παραβρέθηκαν δικαίω τούτου ο επίσκοπος Κίτρους και ο χαρτοφύλαξ της μητρόπολης Επίσης σε έγγραφο της μονής Χιλανδαρίου του ίδιου έτους αναφέρεται ότι, επειδή ο μητροπολίτης δεν ήταν σε θέση να συνοδεύσει τον διοικητή της πόλης, προκειμένου να εκτελέσουν μια αυτοκρατορική απόφαση, έστειλε ως εκπροσώπους του τοὺς κρείττονας τῶν ὑπ αὐτὸν ἐκκλησιαστικῶν Επίσης οι ανώτατοι και ανώτεροι εκκλησιαστικοί οφφικιάλιοι παρίσταντο σε συνεδριάσεις τόσο μητροπολιτικών όσο και μεικτών δικαστηρίων. Στην προαναφερθείσα δικαστική απόφαση του 1295 ως ενεργά μέλη του μεικτού δικαστηρίου αναφέρονται ο πρωτοασηκρήτις Μανουήλ Νεοκαισαρείτης, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ιάκωβος και οι πέντε υποκείμενοί του επίσκοποι. Συμπαρόντες, δηλαδή ως βοηθητικά και συμβουλευτικά μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου 1065, ήταν οι θεοφιλέστατοι ἐκκλησιαστικοὶ ἄρχοντες, ο μέγας οἰκονόμος Δημήτριος Βεάσκος, ο μέγας σκευοφύλαξ Πέτρος Βουλξάνος, ο σακελλίου Ιωάννης Περδικάριος, ο πρωτέκδικος Πέτρος Τζίσκος και ο πρωτονοτάριος Δημήτριος Ερμογένης. Επίσης, παρίσταντο και κοσμικοί, προφανώς έγκριτα πρόσωπα της πόλης, όπως ο πανσέ Βλ. Α. Esph (1078). - Για άλλες περιπτώσεις βλ. Α. Chil. I , (1314) (1314) Βλ. Α. Iv. III (ca. 1320) Βλ. Chil (1320) Βλ. J. Darrouzès, Οφφίκια 138 πρβ. ό.π. σ

351 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 269 βαστος σεβαστός Ιωάννης Σπαρτηνός, ο αδελφός του Ανδρόνικος και πολλοί άλλοι Το 1404 δικαστική απόφαση του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γαβριήλ προκαθημένου συνοδικῶς σχετικά με μια υπόθεση κληρονομικού δικαίου συνυπογράφεται από τον μέγα οἰκονόμο, τον μέγα σκευοφύλακα, τον σακελλίου και τέλος από τον δικαιοφύλακα και μέγα χαρτοφύλακα της μητρόπολης Βέβαια η συγκεκριμένη περίπτωση είναι ιδιάζουσα. Ό- πως σημειώνει και ο J. Darrouzès, παρότι αναφέρεται ότι η υπόθεση κρίθηκε συνοδικῶς, στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για απόφαση της μητροπολιτικής συνόδου, εφόσον δεν συμμετέχει κανένας υποκείμενος επίσκοπος. Πρόκειται για απόφαση του ίδιου του μητροπολίτη, ο οποίος εξέτασε το ζήτημα παρουσία των εκκλησιαστικών αρχόντων και απεφάνθη χρησιμοποιώντας προφανώς τους ανώτατους εκκλησιαστικούς άρχοντες ως συμβουλευτικό σώμα Τέλος, όπως προαναφέθηκε, οι εκκλησιαστικοί άρχοντες λόγω του ότι θεωρούνταν αξιόπιστα και έντιμα πρόσωπα υπογράφουν συχνότατα ως μάρτυρες ποικίλα έγγραφα - πωλητήρια, ιδιωτικών συμφωνιών, δωρεών, α- κόμη και αποφάσεις κρατικών λειτουργών Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ένα έγγραφο του διοικητή της πόλης Μανουήλ Εσκαμματισμένου του 1414, που εξέθετε την περίπτωση μιας κτηματικής διαφοράς ανάμεσα στις μονές Δοχειαρίου και Ξηροποτάμου. Το έγγραφο υπεγράφη μαρτυρί(ας) ἕνεκεν από τρεις κοσμικούς και τρεις εκκλησιαστικούς άρχοντες, που γνώριζαν πώς είχε η υπόθεση. Η αναλογία είναι ενδεικτική της ίσης αναγνώρισης, που ετύγχανον οι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι, τουλάχιστον κατά την ύστερη περίοδο Βλ. Α. Iv. III , (1295). - Βλ. επίσης Α. Va. I (1317) , (1317) Βλ. Α. La. IIΙ , (1404) Πρβ. J. Darrouzès, Οφφίκια 157 σημ. 2, , όπου παρουσιάζονται οι απόψεις του Συμεών Θεσσαλονίκης σχετικά με το status των ανώτατων οφφικιαλίων: τοὺς γὰρ ἐκκρίτους τῶν διακόνων καὶ εἰς ἐπισκόπων τάξιν τιθέασιν καὶ σταυροὺς μὲν ἔχουσιν ἐπὶ κεφαλῆς, κριταὶ δὲ λέγονται (PG 155, 369 D ) Βλ. A. Prot (943). - Α. Doch. 3.75, 76, 78 (1112) (1117). - Α. Iv. III (ca. 1290). - Chil (1327) (1328) (1335). - Α. Xén , (1364). - Α. La. Ι (897) II (1240) , (1284) (1304). - Α. Ζο (1330). - Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης Ι Βλ. Α. Doch , verso1-4 (1414) και σ. 282, 286.

352

353 Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α Τ Α Η εξέταση των πηγών και η μελέτη των βοηθημάτων επέτρεψε να συναγάγουμε ορισμένα ασφαλή κατά το δυνατό συμπεράσματα σχετικά με την ιεραρχική θέση, την εκκλησιαστική περιφέρεια και τη διοικητική οργάνωση της μητρόπολης Θεσσαλονίκης. Ανακεφαλαιώνοντας μπορούμε να προβούμε στις εξής παρατηρήσεις: Α. Η υπαγωγή των εκκλησιών του Ιλλυρικού στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στα μέσα περίπου του 8 ου αι. δεν συνοδεύτηκε από καθορισμό της ιεραρχικής τους τάξης. Το γεγονός αποτελεί σαφή ένδειξη ότι η απόσπασή τους από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της δυτικής εκκλησίας δεν έγινε απότομα και σε μια δεδομένη στιγμή, αλλά σταδιακά και ανεπίσημα, όπως ήδη παρατήρησε ο Ι. Καραγιαννόπουλος. Η αναδιοργάνωση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, προκειμένου να ενταχθούν οι δυτικές έδρες στην ιεραρχία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως έγινε μόλις στις αρχές του 10 ου αι., κατά την α φάση της πατριαρχίας του Νικολάου Α Μυστικού ( ). Ως τότε επικρατούσε μια ασάφεια όσον αφορά την τάξη προκαθεδρίας, που προκαλούσε αμηχανία στην πατριαρχική γραμματεία, καθώς υπήρχε ένας σχετικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις παλαιότερες ανατολικές έδρες και στις δυτικές μητροπόλεις που εντάχθηκαν αργότερα. Β. Η ιεραρχική τάξη που επισήμως αποδόθηκε στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης με την μεταρρύθμιση που έγινε επί Λέοντος Στ Σοφού και Νικολάου Α Μυστικού ήταν η 16 η θέση. Η πληροφορία αυτή προέρχεται τόσο από τα σωζόμενα εκκλησιαστικά τακτικά όσο και από τους συνοδικούς καταλόγους του 11 ου 13 ου αι. στους οποίους απαντά ο προκαθήμενος της Θεσσαλονίκης. Η ιεραρχική θέση διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, καθώς, όπως επισημαίνει ο J. Darrouzès, ισχύει το απαραβίαστον της τάξεως, δεν μπορεί δηλαδή μια μητρόπολη να υποβιβαστεί, ούτε όμως και να προβιβαστεί υπερσκελίζοντας άλλες εκκλησιαστικές έδρες. Γ. Ωστόσο στην ύστερη περίοδο και συγκεκριμένα γύρω στις αρχές του 14 ου αι. (t.p.q. 1290/1293 t.a.q. 1310) οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης γίνονται αποδέκτες μιας διάκρισης, η οποία τους εξασφάλιζε τιμητικά την α- νώτερη ιεραρχική θέση μιας μητρόπολης που για αρκετό διάστημα ήταν ανενεργός. Πρόκειται για το προνόμιο να ἐπέχουν τὸν τόπον του μητροπολίτη Σεβαστείας, που κατείχε την 11 η θέση στην τάξη προκαθεδρίας. Το προνόμιο δεν είχε επιπτώσεις στις διοικητικές και λειτουργικές αρμοδιότητες των μητροπολιτών Θεσσαλονίκης απλώς τους εξασφάλιζε τιμητικά μια πιο διακεκριμένη θέση κατά τη συμμετοχή τους στις πατριαρχικές συνόδους και τις επίση-

354 272 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου μες τελετουργικές συνάξεις. Διατηρείται πιθανότατα ως το 1346, οπότε επανεμφανίζεται στους συνοδικούς καταλόγους γνήσιος μητροπολίτης Σεβαστείας έπειτα από μακρό διάστημα απουσίας. Η απόσπαση του προνομίου από τους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης δεν οφειλόταν σε δυσμένεια, αλλά στην α- πόδοση μιας ακόμη τιμητικότερης διάκρισης, καθώς ο Γρηγόριος Παλαμάς έλαβε το δικαίωμα να ἐπέχει τὸν τόπον του Αγκύρας, δηλαδή να καταλαμβάνει την 4 η ιεραρχική τάξη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχουν οι πατριαρχικοί συνοδικοί κατάλογοι το νέο προνόμιο διατηρείται ως το 1363, καθώς αφαιρείται από τον μητροπολίτη Αντώνιο ενδεχομένως λόγω άσχημων σχέσεων με τον πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο. Δεν είναι προφανές αν η διάκριση αποκαταστάθηκε στο πρόσωπο του επόμενου μητροπολίτη Δωροθέου Βλατή ( ), ωστόσο είναι βέβαιο ότι ο διάδοχός του Ισίδωρος Γλαβάς ( ) κατέχει τιμητικά την 4 η ιεραρχική τάξη. Από τα μέσα ή τέλη Μαΐου του 1387 ως τον Απρίλιο του 1389 και πιθανόν ως το τέλος της αρχιερατείας του ο Ισίδωρος Γλαβάς απολαύει της ακόμη τιμητικότερης διάκρισης να ἐπέχει τὸν τόπον του πρωτοθρόνου Καισαρείας. Ωστόσο ο Γαβριήλ ( /19) δεν κατέχει κανένα από τα δύο προνόμια, ούτε δηλαδή τη θέση του Καισαρείας ούτε του Αγκύρας. Δ. Οι παραπάνω τιμητικές διακρίσεις ήταν προσωπικές και δεν είχαν μόνιμες συνέπειες στην ιεραρχική κατάταξη της μητρόπολης Θεσσαλονίκης. Η απονομή και διατήρησή τους εξαρτώνταν από τις ευμενείς σχέσεις του εκάστοτε μητροπολίτη με τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη. Η κανονική τάξη προκαθεδρίας διαταρασσόταν μόνο εφήμερα και κατ οἰκονομίαν και έτσι δεν πρέπει να γίνεται λόγος για προβιβασμό ή μετάθεση της εκκλησιαστικής έδρας της Θεσσαλονίκης στην 11 η, 4 η ή 1 η θέση ούτε βέβαια και για υποβιβασμό, όταν το προνόμιο ανακαλείται. Ε. Οι πληροφορίες των Notitiae Episcopatuum σχετικά με την ιεραρχική εξέλιξη της μητρόπολης Θεσσαλονίκης ελέγχονται άλλοτε ως ελλιπείς και άλλοτε ως ανακριβείς: α) με εξαίρεση την Notitia 20 και ορισμένα χειρόγραφα των Notitiae 17 και 18, τα περισσότερα εκκλησιαστικά τακτικά χρησιμοποιούν καταχρηστικά τους προαναφερθέντες όρους (προβιβασμός, μετάθεση) δίνοντας την εντύπωση ότι πρόκειται για μόνιμες αλλαγές που αφορούν στην ιεραρχική θέση της μητροπολιτικής έδρας και όχι για ανακλητά προσωπικά προνόμια. Έτσι δεν γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης είχαν λάβει το τιμητικό προνόμιο να ἐπέχουν τὸν τόπον του Σεβαστείας β) τοποθετούν εσφαλμένα την τιμητική απόδοση της 4 ης ιεραρχικής τάξης, δηλαδή το δικαίωμα οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης να ἐπέχουν τὸν τόπον του Αγκύρας, επί βασιλείας Ανδρονίκου Γ. Αντιθέτως είναι βέβαιο ότι

355 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 273 η εν λόγω διάκριση αποδόθηκε επί Ιωάννη Στ Καντακουζηνού γ) δεν αποτυπώνουν την απονομή της ακόμη τιμητικότερης διάκρισης που απέλαυε ο Ισίδωρος Γλαβάς από το Καθώς πολλοί μελετητές ακόμη και μετά την κριτική έκδοση των εκκλησιαστικών τακτικών από τον J. Darrouzès εξακολουθούν να τα αντιμετωπίζουν ως απολύτως αξιόπιστα κείμενα και να υιοθετούν αβασάνιστα τις πληροφορίες που εμπεριέχονται σε αυτά, θα πρέπει να επαναλάβουμε το συμπέρασμα του εκδότη ότι δεν διασώζουν τους επίσημους καταλόγους της πατριαρχικής γραμματείας. Πρόκειται για συμπιληματικές προσπάθειες ανώνυμων ερανιστών, που δεν μπορούν πάντοτε να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις στην τάξη προκαθεδρίας των μητροπολιτικών και αρχιεπισκοπικών εδρών που υπάγονται στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Συνήθως βασίζονται σε παλαιότερους καταλόγους που έχουν στη διάθεσή τους απεικονίζοντας έτσι την παρελθούσα εκκλησιαστική κατάσταση. Έτσι η Notitia 16, ενώ τιτλοφορείται ως τακτικόν Λέοντος Στ Σοφού, συντάχθηκε τον 14 ο αι. και αντικατοπτρίζει την ιεραρχική τάξη στον 11 ο αι. Επίσης σε άλλες περιπτώσεις παρατίθεται αυτούσιος κατάλογος μητροπολιτικών εδρών και συνδυάζεται με κατάλογο αρχιεπισκοπικών ή υποκείμενων επισκοπικών εδρών από διαφορετική χρονική περίοδο με συνέπεια να προκαλείται σύγχυση στον μελετητή. Στη Notitia 10 λ.χ. ο κατάλογος των μητροπόλεων και αρχιεπισκοπών ανήκει στον 13 ο αι., ενώ ο κατάλογος των επισκοπών στον 11 ο αι. Τέλος τα τακτικά έχουν σωθεί σε μεταγενέστερα αντίγραφα που έχουν υποστεί νεότερες προσθήκες και αλλοιώσεις, με συνέπεια να μην είναι εύκολο να χρονολογηθούν ορθά οι διάφορες αλλαγές στην εκκλησιαστική τάξη. Είναι προφανής λοιπόν η ανάγκη να επιβεβαιώνονται από τις μαρτυρίες άλλων πηγών οι πληροφορίες που εμπεριέχονται στις Notitiae, προτού υιοθετηθούν και πολύ περισσότερο προτού διατυπωθούν συμπεράσματα που να βασίζονται σε αυτές. Κατά την εξέταση της ιεραρχικής κατάταξης της μητρόπολης Θεσσαλονίκης η συμβουλή του J. Darrouzès για κριτική στάση απέναντι στα δεδομένα των εκκλησιαστικών τακτικών στάθηκε καθοριστική για τη συναγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων. Ε. Όσον αφορά το ζήτημα του τίτλου του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, που μελετήθηκε σε ιδιαίτερο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας, προέκυψαν τα εξής συμπεράσματα: α) Η χρήση του αρχιεπισκοπικού τίτλου, που σύμφωνα με τη δυτική ορολογία αποδίδεται στους επικεφαλής των μητροπολιτικών επαρχιών, διατηρείται και μετά την υπαγωγή των εδρών του Ιλλυρικού, της Σικελίας και της Καλαβρίας στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Αντίθετα από ό,τι έχει υ- ποστηριχθεί στο παρελθόν, η χρήση του τίτλου δεν σχετίζεται με τη δυσαρέ-

356 274 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου σκεια των μητροπολιτών Θεσσαλονίκης για την «άδικη» ιεραρχική κατάταξη που τους αποδόθηκε στις αρχές του 10 ου αι. Ο τίτλος του αρχιεπισκόπου χρησιμοποιείται τόσο από τους ίδιους τους μητροπολίτες όσο και από εκείνους που τους προσφωνούν ή τους μνημονεύουν. Αποτελεί έναν τίτλο που παραδοσιακά χρησιμοποιούνταν από τους δυτικούς αρχιερείς, ενώ στο πλαίσιο των ανατολικών εκκλησιαστικών εδρών αποδίδει τον διοικητικό βαθμό του μητροπολίτη με ένα «εκκλησιαστικότερο και λειτουργικότερο» ύφος και προτιμάται ως πιο εύηχος. Είναι βέβαια πιο πομπώδης και εντυπωσιακός και τονίζει έμμεσα την αρχαιότητα και σπουδαιότητα της εκκλησιαστικής έδρας. Δεν υποκρύπτεται ωστόσο αμφισβήτηση προς την εξουσία και την αυθεντία του πατριάρχη, για τον οποίο επίσης είχε καθιερωθεί ο τίτλος όπως και για τους αρχηγούς των αυτοκέφαλων εκκλησιών Κύπρου και Βουλγαρίας (Αχρίδος). Από τα τέλη του 11 ου αι. η χρήση του αρχιεπισκοπικού τίτλου υποχωρεί σε σχέση με τον μητροπολιτικό. Ωστόσο δεν παύει να χρησιμοποιείται σε όλη τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων. β) Κατά το α μισό του 11 ου αι. στους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης αποδόθηκε ο τιμητικός τίτλος του συγκέλλου και λίγο αργότερα, κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, ο τίτλος του πρωτοσυγκέλλου. Στο τέλος του 11 ου αι. ωστόσο οι εν λόγω τιμητικές διακρίσεις είχαν χάσει το κύρος τους και δεν χρησιμοποιούνταν πλέον από τους μητροπολίτες. Κατά το β μισό του 13 ου αι. (1270) ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης απαντά με τον τιμητικό τίτλο του ὑπερτίμου, ενώ προς τα τέλη του αιώνα εμφανίζεται η διατύπωση που θα α- ποτελέσει τον καθιερωμένο στο εξής τίτλο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ως ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου πάσης Θετταλίας. Η ονομασία της εκκλησιαστικής περιφέρειας της Θεσσαλονίκης ως Θετταλίας είχε επισημοποιηθεί ήδη από τις αρχές του 10 ου αι. γ) Σχετικά με τον τρόπο που προσφωνείται ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης από την πατριαρχική και την αυτοκρατορική γραμματεία οι πληροφορίες που διαθέτουμε αφορούν κυρίως στην ύστερη περίοδο. Πιο συγκεκριμένα, από τα τέλη του 11 ου αι. κ.ε. ο Θεσσαλονίκης αποκαλείται σταθερά ἱερώτατος, που αποτελούσε την καθιερωμένη προσφώνηση των μητροπολιτών εκ μέρους του πατριάρχη. Παράλληλα χρησιμοποιείται και ο αντίστοιχος χαρακτηρισμός ἡ ἱερότης σου. Από κοσμικά και εκκλησιαστικά πρόσωπα (ανώτερου ή κατώτερου διοικητικού βαθμού) προσφωνείται συνήθως με τη φράση ἡ ἁγιωσύνη/ἁγιότης σου. Σε δικαστικά ή δικαιοπρακτικά έγγραφα του 14 ου αι. προερχόμενα από φορείς εκκλησιαστικής ή κοσμικής εξουσίας της Θεσσαλονίκης ή όμορων περιοχών ο Θεσσαλονίκης απαντά κυρίως ως πανιερώτατος, που αποτελούσε και την επίσημη προσφώνηση των μητροπολιτών την εποχή εκεί-

357 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 275 νη. Σπανιότερα αποκαλείται και ἱερώτατος, ἅγιος, ἁγιώτατος, θειότατος ή μακαριώτατος. δ) Όσον αφορά την προσφώνηση του παναγιωτάτου, χρησιμοποιείται ήδη από τα τέλη του 12 ου - αρχές του 13 ου αι. και περιστασιακά σε όλη την υπόλοιπη βυζαντινή περίοδο. Η χρήση της προσωνυμίας τόσο για τον Θεσσαλονίκης, όπως και για άλλους μητροπολίτες, μάλλον δεν σχετιζόταν με την απονομή κάποιου προνομίου. Η υιοθέτηση της προσηγορίας, που αποδιδόταν στον πατριάρχη από τα τέλη του 12 ου αι. συχνά και από το α μισό του 14 ου αι. σταθερά, φαίνεται ότι γινόταν κατά μίμηση του πατριαρχικού προτύπου και με στόχο να τονιστεί ο σεβασμός προς το πρόσωπο των αρχιερέων. ε) Η διατύπωση που χρησιμοποιούσε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης για να αναφερθεί στον εαυτό του είναι ο καθιερωμένος για τους μητροπολίτες χαρακτηρισμός ταπεινοφροσύνης ἡ ταπεινότης ἡμῶν. Ωστόσο ήδη από τα τέλη του 13 ου αι. οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης εμφανίζονται περιστασιακά να χρησιμοποιούν τον πατριαρχικό αυτοχαρακτηρισμό μετριοφροσύνης ἡ ἐμὴ/ἡμῶν μετριότης. Η χρήση της εν λόγω διατύπωσης γινόταν καταχρηστικά ως το 1347, οπότε σύμφωνα με ημιεπίσημο εγχειρίδιο αλληλογραφίας του τέλους του 14 ου αι. αναγνωρίστηκε στους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης το δικαίωμα να τον χρησιμοποιούν εντός της εκκλησιαστικής τους περιφέρειας. Η α- πόδοση του εν λόγω πατριαρχικού προνομίου ενδεχομένως να ενίσχυσε τη χρήση της προσφώνησης του μητροπολίτη ως παναγιωτάτου. Ίσως επίσης να σχετίζεται με την υπογραφή των μητροπολιτικών γραμμάτων με μηνολόγημα, που επίσης προσιδιάζει στο πατριαρχικό αξίωμα. στ) Τέλος από το α μισό του 14 ου αι. χρησιμοποιείται αρκετά συχνά ο τίτλος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Θετταλίας. Η συγκεκριμένη διατύπωση, που μιμείται τον πατριαρχικό τίτλο ἐλέῳ θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ῥώμης, καὶ οἰκουμενικὸς πατριάρχης, υιοθετείται και από άλλους προκαθημένους διακεκριμένων εκκλησιαστικών εδρών ή από μητροπολίτες που οι ίδιοι ήταν εξέχουσες προσωπικότητες. Ο τίτλος απαντά και σε υπογραφές αποφάσεων πατριαρχικών συνόδων, γεγονός που υποδηλώνει την ανοχή του πατριάρχη στη μίμηση του πατριαρχικού προτύπου. ΣΤ. Το Τρίτο Μέρος της παρούσας εργασίας είναι αφιερωμένο στην εκκλησιαστική επαρχία της μητρόπολης Θεσσαλονίκης. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν σχετικά με το ζήτημα αυτό μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: α) Οι πληροφορίες που έχουμε για την εκκλησιαστική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης κατά τη μεταβατική περίοδο του 8 ου αι. είναι πενιχρές. Από τις Notitiae Epicopatuum του 9 ου αι. προκύπτει ότι εκτός από τη μητρόπολη

358 276 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Θεσσαλονίκης στην περιοχή της Μακεδονίας υφίστατο τουλάχιστον από τα τέλη του 8 ου αι. και η μητρόπολη Φιλίππων. Επίσης γνωρίζουμε ότι το νωρίτερο ως τα μέσα του 8 ου αι. και το αργότερο ως τα μέσα του 9 ου αι. η έδρα των Σερρών είχε προαχθεί σε αρχιεπισκοπική, ενώ πριν από τα τέλη του 10 ου αι. έγινε μητροπολιτική. Η διαχωριστική γραμμή των δύο εκκλησιαστικών περιφερειών με την περιφέρεια της Θεσσαλονίκης ήταν τα όρη Βερτίσκος και Κερδύλλιον. Επίσης ο Όλυμπος και η κοιλάδα των Τεμπών αποτελούσαν το σύνορο με την εκκλησιαστική περιφέρεια της μητρόπολης Λαρίσης. Τα υπόλοιπα όρια της μητροπολιτικής επαρχίας της Θεσσαλονίκης θα πρέπει σε γενικές γραμμές να ταυτίζονται με τα όρια του θέματος Θεσσαλονίκης, που είχε οπωσδήποτε ιδρυθεί ως τα τέλη του 8 ου αι. (βόρεια: μέσος ρους Αξιού - δυτικά και νοτιοδυτικά: Βέρμιο-Πάικο). Η κατανομή στον γεωγραφικό χώρο των επισκοπικών εδρών που είχαν ιδρυθεί πριν από το α μισό του 10 ου αι. (Κίτρους, Βεροίας, Δρουγουβιτείας, Κασσανδρείας, Σερβίων, Λητής, Ερκούλων) αποτελεί ένδειξη ότι η εκκλησιαστική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης σχεδόν ταυτίζεται με τη διοικητική περιφέρεια του θέματος. β) Σύμφωνα με τη Notitia 7 οι υποκείμενοι επίσκοποι της μητρόπολης της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 10 ου αι. είναι δώδεκα: α Κίτρου(ς) ἤτοι Πύδνης, β Βερ(ρ)οίας, γ Δρουγουβιτείας, δ Σερβίων, ε Κασανδρείας (τῆς Ποτιδαίας), στ Καστρίου ἤτοι Καμπανίας, ζ Πέτρας, η Ἑρκούλων, θ Ἱερισσοῦ, ι Λιτῆς, ια Λυκοστομίου ἤτοι Θετταλικῶν Τεμπῶν, ιβ Βαρδαριωτῶν ἤτοι Τούρκων. Θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι οφείλουμε να τηρούμε κριτική στάση απέναντι στις πληροφορίες που παρέχουν τα εκκλησιαστικά τακτικά, ακόμη και η συγκεκριμένη Notitia, που θεωρείται ότι σχετίζεται με τη μεταρρύθμιση στην εκκλησιαστική ιεραρχία του πατριαρχείου, την οποία εξήγγειλε ο Νικόλαος Α Μυστικός κατά την α πατριαρχία του. Την επιφυλακτικότητά μας εντείνει το γεγονός ότι ο αριθμός των υπαγομένων στη Θεσσαλονίκη επισκοπών ποικίλλει στα διάφορα χειρόγραφα (12 ος -15 ος αι.) του εν λόγω τακτικού. Θα προτιμήσουμε να αναφέρουμε τις υποκείμενες επισκοπές, όπως μαρτυρείται η ύπαρξή τους από βέβαια χρονολογημένες μαρτυρίες: Κίτρους ή Πύδνης, Βεροίας, Κασσανδρείας (ήδη από την πρώιμη βυζαντινή περίοδο), Δρουγουβιτείας (μοναδική μνεία: τέλη του 9 ου αι.), Σερβίων (α μνεία: αρχές του 10 ου αι.), Λιτής και Ρεντίνης (t.a.q. 10 ος αι., βάσει αρχαιολογικών δεδομένων), Ερκούλων ή Αρδαμερίου (α μνεία: α μισό 10 ου αι.), Ιερισσού (α μνεία: β μισό του 10 ου αι.), Βαρδαρίου (10 ος -11 ος αι.), Πέτρας (α μνεία: τέλη 11 ου αι.), Καμπανίας και Καστρίου (α μνεία: τέλη 12 ου αι., ενδεχομένως να ταυτίζεται με τη Δρουγουβιτείας), Λυκοστομίου και Πλαταμώνος (α μνεία: 12 ος αι.). Οι επισκοπές αυτές διατηρούνται σε όλη τη διάρ-

359 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 277 κεια των βυζαντινών χρόνων. Οι μαρτυρίες των πηγών δεν είναι αρκετές, προκειμένου να γνωρίζουμε τα ακριβή όρια των εν λόγω επισκοπών. Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε τα στοιχεία που γνωρίζουμε σχετικά με τα όρια των διοικητικών-οικονομικών διαιρέσεων των κατεπανικίων κατά τον 14 ο αι. λαμβάνοντας υπόψη και τη γεωφυσική διαμόρφωση του τόπου, προκειμένου να σχηματίσουμε grosso modo μια εικόνα για τις επισκοπικές περιφέρειες. δ) Εκτός από τον επίσκοπο Κίτρους, για τον οποίο είναι βέβαιο ότι ήταν ο πρωτόθρονος μεταξύ των υποκείμενων επισκόπων, δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες από τις πηγές, ώστε να γνωρίζουμε ποια ήταν η ιεραρχική τους κατάταξη. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι υπήρχε μια διαμορφωμένη ιεραρχία μεταξύ τους. Πάντως η αρίθμηση με την οποία παραδίδονται οι επισκοπικές έδρες της μητρόπολης Θεσσαλονίκης δεν φαίνεται να αντικατοπτρίζει την ιεραρχική τους τάξη. Τέλος δεν θα πρέπει να συναγάγουμε συμπεράσματα σχετικά με τη χρονολογία ίδρυσης μιας επισκοπής βάσει της αριθμητικής κατάταξης που έχει στα εκκλησιαστικά τακτικά. ε) Η διπλή ονομασία με την οποία απαντούν ορισμένες επισκοπικές έδρες σε άλλες περιπτώσεις οφείλεται στην τάση των Βυζαντινών να αρχαΐζουν (Κίτρους - Πύδνης, Ερκούλων - Αρδαμερίου), ενώ σε άλλες δηλώνει τη μεταφορά της επισκοπικής έδρας (Λιτής και Ρεντίνης, Λυκοστομίου και Πλαταμώνος). Μπορεί επίσης να προστεθεί η ονομασία της ευρύτερης εκκλησιαστικής περιφέρειας (Πέτρας και Σαγουδανείας, Λυκοστομίου και Θετταλικών Τεμπών) ή αντίστροφα το όνομα της πόλης που αποτελούσε την έδρα της επισκοπής (Καμπανίας και Καστρίου). Τέλος η δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη μιας πόλης ήταν πιθανό να οδηγήσει στην προσθήκη της ονομασίας της στον τίτλο του επισκόπου (Κασσανδρείας και Βρυών). στ) Όσον αφορά το ζήτημα της προσαρμογής της εκκλησιαστικής διοικητικής διαίρεσης στην πολιτική διοικητική οργάνωση, ήδη αναφέρθηκε ότι η εκκλησιαστική περιφέρεια της μητρόπολης Θεσσαλονίκης σε γενικές γραμμές ταυτίζεται με την αρχική έκταση του θέματος Θεσσαλονίκης. Είναι επίσης προφανές ότι όλες οι επισκοπές της μητρόπολης Θεσσαλονίκης έ- δρευαν σε μικρότερα ή μεγαλύτερα αστικά κέντρα, που μπορεί να ήταν ή να εξελίχθηκαν αργότερα σε κέντρα πολιτικής ή οικονομικής περιφέρειας. Ω- στόσο οι μαρτυρίες των πηγών σχετικά με τη χρονολογία σύστασης των διαφόρων διοικητικών υποδιαιρέσεων είναι ευάριθμες και ασαφείς. Αβεβαιότητα υπάρχει επίσης όσον αφορά τη χρονολογία ίδρυσης αρκετών επισκοπικών εδρών. Συνεπώς με βάση μόνο terminus ante ή post quem δεν μπορούν να προκύψουν ασφαλή συμπεράσματα. Η γενική εντύπωση ωστόσο που δίνεται

360 278 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου είναι ότι ο κατακερματισμός των πολιτικών διοικητικών σχημάτων δεν συνεπάγεται διχοτομήσεις σε επίπεδο εκκλησιαστικής διαίρεσης, ούτε ότι η ανάδειξη μιας πόλης σε επισκοπική έδρα ήταν οπωσδήποτε συνέπεια προηγούμενης ανάδειξής της σε πολιτικό-οικονομικό διοικητικό κέντρο. ζ) Τέλος, οι αναστατώσεις στο πολιτικο-στρατιωτικό επίπεδο προκαλούσαν μεν σύγχυση στην ομαλή εκκλησιαστική διοίκηση, ωστόσο η επεκτατική πολιτική των γειτονικών προς το Βυζάντιο λαών και γενικώς οι πολιτικο-στρατιωτικές εξελίξεις δεν επηρέαζαν τη διοικητική οργάνωση της περιοχής παρά μόνο εφήμερα και κατ οἰκονομίαν με απόφαση της πατριαρχικής ή της μητροπολιτικής συνόδου. Σε κάθε περίπτωση στόχος ήταν η προώθηση των έννομων βυζαντινών συμφερόντων. Ζ. Στο τελευταίο κεφάλαιο, που αφορά στη διοικητική οργάνωση της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, εξετάσαμε καταρχάς τον θεσμό της μητροπολιτικής συνόδου και στη συνέχεια την οργάνωση και στελέχωση των μητροπολιτικών υπηρεσιών (σεκρέτων). α) Η επαρχιακή σύνοδος συγκαλούνταν πάντοτε υπό την προεδρία του μητροπολίτη, στην πόλη της Θεσσαλονίκης, πιθανόν δύο φορές το χρόνο. Η τακτική μητροπολιτική σύνοδος εξασφάλιζε την εσωτερική ενότητα της τοπικής εκκλησίας. Ως χώρος σύγκλησης των αρχιερέων ρητά μνημονεύονται στις πηγές δύο από τους καθολικοὺς ναούς της πόλης, δηλαδή ο ναός της Α- χειροποιήτου και ο Άγιος Δημήτριος. Υπάρχουν ωστόσο έμμεσες μαρτυρίες ότι η σύνοδος συγκαλούνταν και στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Σοφίας. Η μητροπολιτική σύνοδος της Θεσσαλονίκης μαρτυρείται ήδη στα τέλη του 4 ου αι. και συγκαλούνταν αδιάλειπτα ως τα τέλη της βυζαντινής περιόδου. Κατά τα ταραγμένα χρόνια των τουρκικών επιδρομών και κατακτήσεων βέβαια μπορούμε να μιλούμε για έκτακτες μόνο συγκλήσεις, που ωστόσο διασφάλιζαν τη συνέχεια του θεσμού και έδιναν λύση στα άμεσα διοικητικά ζητήματα. Η σύνοδος αποτελούσε συλλογικό διοικητικό όργανο για την αντιμετώπιση των κοινών ζητημάτων που απασχολούσαν την εκκλησιαστική περιφέρεια της μητρόπολης, είτε αυτά αφορούσαν σε ζητήματα πίστεως είτε σε τελετουργικές και διοικητικές εκκρεμότητες, όπως η εκλογή και χειροτονία επισκόπων καθώς και οι κρίσεις αυτών. Ως τις αρχές μάλιστα του 9 ου αι. οι επίσκοποι της εκκλησιαστικής περιφέρειας της Θεσσαλονίκης φαίνεται ότι διατηρούσαν το δικαίωμα να τελούν τη χειροτονία του εκλεγμένου από την πατριαρχική σύνοδο μητροπολίτη. Όπως όλες οι μητροπολιτικές σύνοδοι, έτσι και η επαρχιακή σύνοδος της Θεσσαλονίκης αποτελούσε δευτεροβάθμιο εκκλησιαστικό δικαστήριο. Πέρα όμως από τις εκκλησιαστικές δικαστικές υποθέσεις η μητροπολιτική

361 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 279 σύνοδος ήδη από τον 4 ο αι. εκδίκαζε και υποθέσεις αστικού δικαίου. Η δικαστική της αρμοδιότητα είχε αρχικά διαιτητικό χαρακτήρα, ενώ από τα τέλη του 11 ου αι. η σύνοδος αποτελεί κανονικό δικαιοδοτικό όργανο για υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου. Από τον 13 ο αι. και εξής καλύπτει την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού στην απονομή δικαιοσύνης. Η δικαστική δραστηριότητα που ανέπτυξε η μητροπολιτική σύνοδος της Θεσσαλονίκης ήταν τόση, που σε δικαστικά, δικαιοπρακτικά και άλλα έγγραφα του 14 ου αι. παρατηρείται σύγχυση μεταξύ των όρων σύνοδος και δικαστήριο. β) Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης βοηθούνταν κατά την άσκηση των διοικητικών του καθηκόντων από πλήθος εκκλησιαστικών αξιωματούχων, που στελέχωναν τα διάφορα σέκρετα της μητρόπολης. Αυτά ήταν οργανωμένα κατά το πρότυπο των πατριαρχικών υπηρεσιών. Στις πηγές μαρτυρούνται όλοι οι ανώτατοι αξιωματούχοι, ο οἰκονόμος, ο σακελλάριος, ο σκευοφύλαξ, ο χαρτοφύλαξ, ο σακελλίου και ο πρωτέκδικος, επικεφαλής των αντίστοιχων σεκρέτων. Από τους ανώτερους και κατώτερους αξιωματούχους απαντούν ο πρωτονοτάριος, ο λογοθέτης, ο ὑπομνηματογράφος, ο ἱερομνήμων, ο βιβλιοφύλαξ, ο ῥεφερενδάριος, ο ἐπὶ τῶν δεήσεων, ο ὑπομιμνῄσκων και τέλος οι νοτάριοι και οι ἐπισκοπειανοί, που ανήκαν στην υπηρεσία του χαρτοφυλακίου. Επίσης διαθέτουμε μαρτυρίες ἐκδίκων, που υπάγονταν στον πρωτέκδικο, ἄρχοντος τῶν μοναστηρίων, που υπαγόταν στον σακελλάριο, ἄρχοντος τῶν ἐκκλησιῶν, που υπαγόταν πιθανότατα στον σακελλίου, καθώς και χαρτουλαρίων, για τους οποίους ωστόσο δεν αναφέρεται αν υ- πηρετούν στις υπηρεσίες του οἰκονόμου, του σακελλαρίου, του σκευοφύλακος ή του σακελλίου. Τέλος μαρτυρούνται ὀρφανοτρόφοι, κουβουκλήσιοι, πρωτοπρεσβύτεροι, ἀρχιδιάκονοι, δευτερεύοντες των πρεσβυτέρων και των διακόνων. Τον Αύγουστο του 1347 οι ανώτατοι αξιωματούχοι της μητρόπολης Θεσσαλονίκης τιμήθηκαν με το προνόμιο να φέρουν στο σκιάδιό τους σταυρό και να αποκαλούνται σταυροφόροι, όπως και οι ἐξωκατάκοιλοι του πατριαρχείου από τον 14 ο αι. Επίσης ακολουθώντας πιστά το πρότυπο των αντίστοιχων πατριαρχικών οφφικιαλίων χρησιμοποιούν από τα τέλη του 11 ου αι. την προσωνυμία μέγας. Η προσωνυμία που αποδίδεται τόσο στους ανώτατους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους όσο και στους ανώτερους οφφικιαλίους της μητρόπολης Θεσσαλονίκης είναι θεοφιλέστατοι. Η ίδια προσωνυμία χρησιμοποιείται και όταν αναφέρονται ως σύνολο. Χάρη στην πληθώρα των μαρτυριών που έχουμε για τους οφφικιαλίους της μητρόπολης Θεσσαλονίκης είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε ορισμένα γενικότερα συμπεράσματα:

362 280 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου i) Οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι ήταν στη μεγάλη πλειονότητά τους διάκονοι, εκτός βέβαια από εκείνους που οπωσδήποτε έπρεπε να φέρουν τον βαθμό του πρεσβυτέρου, όπως οι πρωτοπρεσβύτεροι, οι ἔκδικοι, οι κατηχητές και οι ὀρφανοτρόφοι. ii) Από τις υπογραφές ή τις μνείες των οφφικιαλίων σε δικαιοπρακτικά και δικαστικά έγγραφα καθίσταται φανερό ότι στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης τηρείται σε γενικές γραμμές η καθιερωμένη για την εποχή ιεραρχική τάξη, τουλάχιστον μεταξύ των ανώτατων οφφικιαλίων. iii) Ωστόσο σε ορισμένους ανώτατους οφφικιαλίους αποδίδεται το κοσμικό αξίωμα του δικαιοφύλακος, γεγονός που διατάραζε την καθιερωμένη ιεραρχική τάξη. iv) Από τα τέλη του 11 ου αι. ο χαρτοφύλαξ αποτελούσε τον στενότερο συνεργάτη του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και στην πράξη αναγνωριζόταν ως ο σημαντικότερος εκκλησιαστικός αξιωματούχος, παρότι τυπικά καταλαμβάνει την τέταρτη ιεραρχική τάξη μεταξύ των ανώτατων οφφικιαλίων. v) Μαρτυρούνται μητροπολιτικοί οφφικιάλιοι που ανήκουν ταυτόχρονα και στον βασιλικὸ κλῆρο. Επίσης απαντώνται και αξιωματούχοι που προσέφεραν ταυτόχρονα τις υπηρεσίες τους και σε άλλον ναό της πόλης (διπλόκληροι). vi) Αρκετοί ανώτατοι και ανώτεροι αξιωματούχοι φέρουν ταυτόχρονα και την ιδιότητα του ταβουλλαρίου. Ακόμη απαντούν ανώτατοι οφφικιάλιοι ως συντάκτες ιδιωτικών εγγράφων, παρότι δεν έχουν την ιδιότητα του ταβουλλαρίου. vii) Οι εκκλησιαστικοί άρχοντες εμφανίζονται συχνότατα να υπογράφουν ως μάρτυρες ποικίλα δικαιοπρακτικά έγγραφα ακόμη και αποφάσεις κρατικών λειτουργών, καθώς θεωρούνταν αξιόπιστα και έντιμα πρόσωπα. viii) Οι ανώτατοι και ανώτεροι εκκλησιαστικοί οφφικιάλιοι παρίσταντο τόσο σε μητροπολιτικά όσο και σε μεικτά δικαστήρια ως βοηθητικά και συμβουλευτικά μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου. Συχνά τους ανετίθετο να πραγματοποιήσουν την προκαταρκτική εξέταση και να κάνουν την επιτόπια έρευνα, ώστε βάσει του πορίσματός τους να αποφανθεί το δικαστήριο. ix) Οι εκκλησιαστικοί άρχοντες, και ιδίως όσοι είχαν οικονομικά καθήκοντα, αποστέλλονταν από τον μητροπολίτη, προκειμένου να εκπροσωπήσουν τα συμφέροντα της μητρόπολης. Ακόμη ως έμπιστα πρόσωπα του μητροπολίτη τον εκπροσωπούσαν σε διάφορες αποστολές. x) Μελετώντας τη σταδιοδρομία αρκετών ανωτέρων και ανωτάτων οφφικιαλίων της μητρόπολης Θεσσαλονίκης παρατηρούμε ότι ακολουθείται μια ανοδική πορεία. Η συνεπής εκπλήρωση των καθηκόντων εξασφάλιζε την προα-

363 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 281 γωγή σε ανώτερες θέσεις στην ίδια ή σε άλλη υπηρεσία. Πρόκειται για αξιωματούχους καριέρας, η σταδιοδρομία των οποίων δεν φαίνεται να επηρεάζεται αρνητικά από την εναλλαγή των μητροπολιτών. Η μεγαλύτερη «προαγωγή», που μπορούσε να ελπίζει ένας έγκριτος εκκλησιαστικός οφφικιάλιος ήταν η προώθησή του σε μία από τις υπαγόμενες επισκοπικές έδρες. xi) Τέλος η συγγένεια με εκκλησιαστικούς αξιωματούχους φαίνεται ότι συνυπολογιζόταν για την εισδοχή ενός νέου μέλους στον μητροπολιτικό κλήρο, καθώς είναι αρκετά συχνό το φαινόμενο να απαντούν σε οφφίκια της μητρόπολης συγγενικά πρόσωπα. Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης αποτελούσε μια από τις αρχαιότερες και σημαντικότερες έδρες του Βυζαντίου. Βέβαια η 16 η θέση στην τάξη προκαθεδρίας των μητροπόλεων του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, την οποία έλαβε στις αρχές του 10 ου αι., πιθανόν να μην ήταν ανάλογη της αίγλης που είχε η εκκλησία της κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο πάντως θεωρείται αρκετά προωθημένη. Εξάλλου φαίνεται να συνάδει με την πολιτική, στρατιωτική και οικονομική σημασία που είχε η πόλη της Θεσσαλονίκης την εποχή εκείνη στο ευρύτερο πλαίσιο του βυζαντινού κράτους. Παράλληλα αντικατοπτρίζει την προσπάθεια του πατριαρχείου να μη διαταράξει σημαντικά την καθιερωμένη ιεραρχική κατάταξη που ίσχυε ως τότε. Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο ωστόσο, και καθώς η Θεσσαλονίκη προβάλλεται σταθερά ως η δεύτερη πόλη του κράτους, αποδίδονται στους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης τιμητικές διακρίσεις που τους εξασφαλίζουν - έστω και προσωρινά και κατ οἰκονομίαν - ακόμη υψηλότερες ιεραρχικές θέσεις (11 η, 4 η, 1 η ). Από το 1347 ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γρηγόριος Παλαμάς και οι διάδοχοί του απολαύουν του πατριαρχικού αυτοχαρακτηρισμού ἡ μετριότης ἡμῶν, ενώ οι ανώτατοι οφφικιάλιοι της μητρόπολης φέρουν το σύμβολο του σταυρού στο σκιάδιό τους και αποκαλούνται σταυροφόροι, όπως και αντίστοιχοι οφφικιάλιοι του πατριαρχείου. Τα προνόμια αυτά θεωρούμε ότι εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο και αποτελούν συνάρτηση των σχέσεων ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη την εποχή εκείνη. Η εξέταση της ιεραρχικής τάξης της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, η διερεύνηση της εξέλιξής της και του χαρακτήρα που είχε αυτή, καθώς και των διαφόρων προνομίων που κατά καιρούς έλαβαν οι αρχιερείς της, καταδεικνύει τη στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε γεγονότα και δεδομένα πολιτικής και εκκλησιαστικής ιστορίας και διοίκησης. Επίσης πέραν του λειτουργικού, ποιμαντορικού και εκκλησιαστικού διοικητικού έργου που υπηρετούσε διαχρονικά, η μητρόπολη Θεσσαλονίκης αποτελούσε παράλληλα έναν παράγοντα σταθερότητας και αξιοπιστίας για την

364 282 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου τοπική κοινωνία, κυρίως κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, και έναν από τους βασικούς θεσμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Η μελέτη λοιπόν της εκκλησιαστικής οργάνωσης και διοίκησης της μητρόπολης θεωρούμε ότι έχει καταρχάς αυτοτελή σημασία αλλά και συμπληρωματικό χαρακτήρα στην εξέταση του ευρύτερου πλαισίου της διοικητικής οργάνωσης. Καθώς η βιβλιογραφία για τη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας, είναι αρκετά εκτενής όσον αφορά την πολιτική ιστορία, την πολιτική διοικητική οργάνωση, την οικονομική ανάπτυξη, την καλλιτεχνική δημιουργία και πολιτιστική ακτινοβολία, ελπίζουμε ότι η παρούσα διατριβή συμβάλλει από την πλευρά της εκκλησιαστικής ιστορίας και διοίκησης στη διαμόρφωση μιας πληρέστερης εικόνας για τη βυζαντινή Θεσσαλονίκη.

365 Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α Τ Α

366

367 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι Κατάλογος μητροπολιτών Θεσσαλονίκης (μέσα 8 ου αι ) Πέτρος (β τρίτο του 8 ου αι.) Αναστάσιος (γ τέταρτο του 8 ου αι.) Θεόφιλος (787) Θωμάς (797, 806) Ιωσήφ ο Στουδίτης (α αρχιερατεία: 806/ ) Ιωάννης ( ;) Στο σημείο αυτό παραπέμπουμε σε πηγές μόνο όπου δεν υπάρχουν σχετικές αναφορές στα βοηθήματα. Ωστόσο για την κατάρτιση του καταλόγου έχουμε μελετήσει και τις μαρτυρίες των πηγών. Επίσης μεταξύ των μελετητών δεν υπάρχει πάντοτε ταύτιση απόψεων σχετικά με τα έτη ποιμαντορίας του εκάστοτε μητροπολίτη. Στο άμεσο μέλλον σκοπεύουμε να ασχοληθούμε ειδικά με το ζήτημα της διαδοχής των μητροπολιτών Θεσσαλονίκης και με την παρουσίαση των προσωπογραφικών τους στοιχείων Βλ. L. Petit, Synodicon V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 449 (σχόλια). - Ν. Oikonomides, Dated Seals αρ. 35 (σχόλια). - J. Nesbitt - N. Oikonomides, Seals αρ (σχόλια). - G. Fedalto, Hierarchia PmbZ 3, Βλ. L. Petit, Synodicon V. Laurent, Sceaux V 3 αρ (σχόλια). - G. Fedalto, Hierarchia PmbZ 1, Βλ. L. Petit, Évêques Ι. 215 Synodicon Ο. Tafrali, Θεσσαλονίκη J.-M. Spieser, Inscriptions αρ. 9 (σχόλια). - G. Fedalto, Hierarchia PmbZ 4, Βλ. L. Petit, Évêques Ι Ο. Tafrali, Θεσσαλονίκη PmbZ 2, Βλ. επίσης Ι. Συκουτρής, Συνοδικός τόμος J. Darrouzès, Transferts Ch. van de Vorst, Τranslation Θ. Κορρές, Δεύτερος γάμος J.-Cl. Cheynet - B. Flusin, Route 201, Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αγία Σοφία 553 και σημ Ε. Χρυσός, Μονή Στουδίου (υπό έκδοση) Για τον Ιωσήφ Στουδίτη βλ. L. Petit, Évêques Ι. 216 Synodicon J. Pargoire, Sainte Joseph de Thessalonique, ΕΟ 9 (1906) , Του ιδίου, Oeuvres de Saint Joseph de Thessalonique, EO 10 (1907) Ch. van de Vorst, Τranslation 29, 36 κ.ε., 42, 43-44, 46, Ο. Tafrali, Θεσσαλονίκη Σ. Ευστρατιάδης, Ιωσήφ ο Στουδίτης. Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, Μακεδονικά 2 ( ) 25-88, σ J.-Cl. Cheynet - B. Flusin, Route P. Henry, The Moechian Controversy and the Constantinopolitan Synod of January 809, JTS 20 (1969) , 502, Θ. Κορρές, Δεύτερος γάμος 144 κ.ε. Λέων Ε 58 σημ. 11, 113 κ.ε. και 113 σημ G. Fedalto, Hierarchia PmbZ 2, Ε. Χρυσός, Μονή Στουδίου (υπό έκδοση) Στο Συνοδικόν της Θεσσαλονίκης (114.5) μετά τον Ιωσήφ μνημονεύονται οι Ἰωάννης, Θεόδωρος, Ἰωάννης. Κατά τον L. Petit (Synodicon 241 βλ. και Σ. Ευστρατιάδης, Ιωσήφ 26) ο πρώτος Ιωάννης διαδέχτηκε τον Ιωσήφ κατά το διάστημα της πρώτης εξορίας του ( ), ενώ ο Θεόδωρος και ο δεύτερος Ιωάννης είναι πιθανότατα οι μητροπολίτες που κατέχουν διαδοχικά την εκκλησιαστική έδρα της Θεσσαλονίκης μετά τη δεύτερη εξορία του Ιωσήφ το Πρβ. PmbZ 2, αρ. 3233, 3234, όπου ταυτίζονται οι δύο ομώνυμοι μητροπολίτες. Ο συντάκτης των λημμάτων αποδίδει την αναφορά των δύο συνονόματων μητροπολιτών σε εκ παραδρομής επανάληψη. Βέβαια στο διάστημα από τα τέλη του 815, οπότε εξορίζεται ο Ιωσήφ Στουδίτης, ως το 840, οπότε

368 286 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 7. Ιωσήφ ο Στουδίτης (β αρχιερατεία: ) 8. Θεόδωρος (815) Ιωάννης (α μισό 9 ου αι.) Λέων ο Φιλόσοφος ή Μαθηματικός ( ) Αντώνιος ο ομολογητής ( ) Σισίννιος (μέσα 9 ου αι.) Στέφανος (μέσα 9 ου αι.) Βασίλειος (862) Θεόδωρος ( ) 1085 χειροτονείται ο Λέων Μαθηματικός ή Φιλόσοφος, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι στον μητροπολιτικό θρόνο ανήλθαν πράγματι δύο ιεράρχες. - Πρβ. G. Fedalto, Hierarchia Βλ. ανωτ. σημ Βλ. και PmbZ 4, Βλ. ανωτ. σημ Βλ. L. Petit, Évêques Ι. 217 Synodicon Ο. Tafrali, Θεσσαλονίκη Ε. Lipsič, Vizantijskij ucenyj Lev Matematik, VV 2 (1919) P. Lemerle, O πρώτος βυζαντινός ουμανισμός 2, ελλ. μεταφρ. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Αθήνα 1985, σ. 129 κ.ε. - V. Katsaros, Leo the Mathematician. His Literary Presence in Byzantium during the 9 th Century, στο Science in Western and Eastern Civilization in Carolingian Times, έκδ. P. L. Butzer - D. Lohrmann, Basel-Boston-Berlin 1993, σ Πνευματική ζωή C. Mango, The Legend of Leo the Wise, ZRVI 6 (1960) (= Byzantium and its Image, VR, London 1984, αρ. 16). - V. Laurent, Une homélie inédite de l archevêque de Thessalonique Léon le philosophe sur l Annonciation (26 mars 842), Mélanges Eugène Tisserant, Studi e Testi 232, Vatican 1964, τ. 2, σ G. Fedalto, Hierarchia PmbZ 3, Βλ. L. Petit, Évêques I. 217 Synodicon Ο. Tafrali, Θεσσαλονίκη Σ. Πασχαλίδης, Αντώνιος Θεσσαλονίκης 190 κ.ε. - G. Fedalto, Hierarchia PmbZ 1, Βλ. Συνοδικόν Βλ. και L. Petit, Synodicon Σ. Πασχαλίδης, Αντώνιος Στο χειρόγραφο Athon. Xéropot. 191 του 14 ου αι. στη θέση του Σισιννίου αναφέρεται ένας Αναστάσιος. - Βλ. V. Laurent, Succession épiscopal 284 σημ Βλ. Συνοδικόν Βλ. και L. Petit, Synodicon Σ. Πασχαλίδης, Αντώνιος Βλ. L. Petit, Évêques I Synodicon V. Grumel, Reg Ι. Συκουτρής, Συνοδικός τόμος της εκλογής του πατριάρχου Γερμανού του Γ ( ), ΕΕΒΣ 9 (1932) , σ Β. Τωμαδάκης, Εκκλησία Κρήτης J. Darrouzès, Transferts σ J.-M. Spieser, Inscriptions αρ. 10 (σχόλια). - Σ. Πασχαλίδης, Αντώνιος G. Fedalto, Hierarchia PmbZ 1, Βλ. L. Petit, Évêques Ι Ο. Tafrali, Θεσσαλονίκη V. Grumel, Reg. 561 [530]. - Γ. Κονιδάρης, Εκκλ. Ιστορία Β. Laourdas - L. Westerink, Photius 238 (σχόλια, επ. 283). - D. Papachryssanthou, Saint Euthyme 241. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Θεόδωρος δεν μνημονεύεται στο Συνοδικόν της Θεσσαλονίκης ως άμεσος διάδοχος του Βασιλείου. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι ο μητροπολίτης καθαιρέθηκε από τον Φώτιο, η απουσία του από το Συνοδικόν δεν εξηγείται παρά μόνο αν είχε καταδικαστεί για αιρετικές πεποιθήσεις. Θα ταυτιστούμε εν μέρει με την άποψη του L. Petit (Synodicon 241) και θα δεχτούμε ότι ο Θεόδωρος που στην έκδοση του J. Gouillard μνημονεύεται στον στ. 7, παρότι δεν καταγράφεται ως άμεσος διάδοχος του Βασιλείου, ταυτίζεται με τον Θεόδωρο, του οποίου η ποιμαντορία τοποθετείται γύρω στο Πρόκειται για τους στ. 6-7 του Συνοδικού της Θεσσαλονίκης που είναι προβληματικοί, καθώς συσσωρεύονται πολλά ονό-

369 16. Παύλος ( ) Μεθόδιος ( /890) Ιωάννης (892, 893) Ιωάννης ο Εντόπιος (904) Πλωτίνος (906) 1090 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 287 ματα μητροπολιτών: 6 Βασιλείου, Παύλου, Πλωτίνου, Εὐθυμίου, 7 Θεοδώρου, Σεργίου, Νεοφύτου, Παύλου, Μεθοδίου,. Η ερμηνεία του L. Petit (βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 450, σχόλια. - J.-M. Spieser, Inscriptions αρ. 10, σχόλια), ότι δηλαδή πρόκειται για μητροπολίτες που χειροτονούνται παράλληλα από τον Ιγνάτιο ( , ) και τον Φώτιο ( , ), δεν επιβεβαιώνεται από άλλες πηγές και δεν φαίνεται πειστική. Επίσης ο μελετητής δεν εξηγεί ικανοποιητικά τη μνεία του Σεργίου και του Νεοφύτου ανάμεσα στον Θεόδωρο ( ) και τον Παύλο ( ). Η P. Karlin-Hayter απέδειξε ότι ο μητροπολίτης Πλωτίνος έχει απλώς τοποθετηθεί σε εσφαλμένη θέση (βλ. κατωτ. σημ. 1090). Για τους υπόλοιπους «εμβόλιμους» μητροπολίτες δεν έχουμε μαρτυρίες στις πηγές. Θα πρέπει μάλλον να δεχτούμε ότι στο σημείο αυτό το Συνοδικόν της Θεσσαλονίκης είναι ανακριβές (βλ. J. Gouillard, Synodicon 268: δεν τηρείται πάντοτε με ακρίβεια η χρονολογική σειρά στα Συνοδικά πρωτίστως σημασία έχει να μνημονευθούν όλοι οι ορθόδοξοι ιεράρχες). - Πρβ. G. Fedalto, Hierarchia 425, που παραλείπει το όνομα του Παύλου και του Ευθυμίου (στ. 6), ενώ μάλλον εσφαλμένα τοποθετεί τον Πλωτίνο πριν από τον Βασίλειο (Συνοδικόν 114.7). - Πρβ. PmbZ 3, , 6300, που τοποθετεί τον Παύλο, διάδοχο του Βασιλείου κατά το Συνοδικόν, γύρω στο και τον Πλωτίνο γύρω στο 855. Δεν απορρίπτει όμως και την πρόταση της P. Karlin-Hayter Βλ. L. Petit, Évêques Ι V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 451 (σχόλια). - V. Grumel, Reg. 561 [530]. - Γ. Κονιδάρης, Εκκλ. Ιστορία J.-M. Spieser, Inscriptions αρ. 10 (σχόλια). - D. Papachryssanthou, Saint Euthyme 239 και σημ G. Fedalto, Hierarchia Βλ. L. Petit, Eveques Ι. 220 Synodicon Σ. Πασχαλίδης, Αντώνιος D. Papachryssanthou, Saint Euthyme , V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 451 (σχόλια). - J.-M. Spieser, Inscriptions αρ. 10 (σχόλια) Βλ. L. Petit, Synodicon Ο. Tafrali, Θεσσαλονίκη V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 452 (σχόλια) Βλ. L. Petit, Évêques Ι Synodicon Sp. P. Lambros, Leo und Alexander als Mitkaiser von Byzanz, BZ 4 (1895) 92-98, σ P. Papageorgiu, Theodora 151 κ.ε. - Ε. Τσιγαρίδας - Κ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Επιγραφές αρ. 68 (σχόλια). - J.-M. Spieser, Inscriptions αρ. 12 (σχόλια). - Ο. Tafrali, Θεσσαλονίκη Βέβαια ο P. Papageorgiu (Theodora 151) και αρχικά ο L. Petit (Évêques I. 221 και ΙΙΙ. 293) που, καθώς δεν γνωρίζαν τη μαρτυρία του Συνοδικού, ταύτισαν τον Ιωάννη που απαντά στον Βίο της αγίας Θεοδώρας ( , ) και στο Συνοδικό της Θεσσαλονίκης (114.7) με τον ομώνυμο διάδοχό του Ιωάννη, τον λεγόμενο ἐντόπιο. Οι J. Nesbitt και Ν. Oikonomides (Seals αρ , σχόλια) διατηρούν τις επιφυλάξεις τους για το αν πράγματι υπήρξαν δύο ομώνυμοι μητροπολίτες που διαδοχικά προωθήθηκαν στην εκκλησιαστική έδρα της Θεσσαλονίκης. Επίσης ο G. Fedalto (Hierarchia 425) ταυτίζει τα δύο πρόσωπα. Ωστόσο θεωρούμε ότι δεν θα πρέπει να αμφισβητηθεί η μαρτυρία του Συνοδικού στο σημείο αυτό, καθώς έμμεσα επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο δεύτερος Ιωάννης χρησιμοποιεί το επίθετο ἐντόπιος, ακριβώς για να διακριθεί από τον προκάτοχό του Βλ. P. Karlin-Hayter, Plotin Της ιδίας, New Arethas Documents IV, Byzantion 32 (1962) , σ Της ιδίας, New Arethas Documents V, Byzantion 34 (1964) 49-67, σ Βλ. επίσης D. Papachryssanthou, Saint Euthyme Βλ. και Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πολιτικές και πνευματικές σχέσεις της Θεσσαλονίκης με την Κωνσταντινούπολη τον 10 ο αιώνα,

370 288 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 21. Συμεών (α τέταρτο 10 ου αι.) Ευθύμιος (β τέταρτο 10 ου αι.) Γρηγόριος (942, 943, 945) Ιάκωβος (μέσα 10 ου αι.) 1094 στο Κ Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο «Χριστιανική Θεσσαλονίκη: Χριστιανική Θεσσαλονίκη και Κωνσταντινούπολις μέχρι και του δεκάτου αιώνος», Ιερά Μονή Βλατάδων, Θεσσαλονίκη, 9-11 Νοεμβρίου 2006 (υπό έκδοση). - Πρβ. PmbZ 4, 6300, που με επιφύλαξη δέχεται την άποψη της P. Karlin-Hayter. - Βλ. και ανωτ. σημ Σύμφωνα με τον L. Petit (Évêques Ι. 221 Synodicon 242) διάδοχος του Ιωάννη Εντοπίου ή- ταν ο μητροπολίτης Βασίλειος, ο βιογράφος του αγίου Ευθυμίου του νέου. Ωστόσο η Δ. Παπαχρυσάνθου (Saint Euthyme 228 κ.ε.) απέδειξε ότι είναι εσφαλμένη η παράδοση ότι ο Βασίλειος διετέλεσε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Δέχεται ότι ίσως να ήταν επίσκοπος σε μια εκκλησιαστική έδρα που υπαγόταν στη δικαιοδοσία της Θεσσαλονίκης. - Πρβ. Ι. Αναστασίου (Εκκλησία Θεσσαλονίκης 317) που τοποθετεί τον Βασίλειο γύρω στα τέλη του 9 ου -αρχές 10 ου αι. και τον συγχέει με τον Βασίλειο Θεσσαλονίκης που αρχιερατεύει γύρω στο Βλ. Συνοδικόν Βλ. Συνοδικόν Ο L. Petit (Synodicon 242) αναφέρει ότι ο πατριάρχης Στέφανος Β ( ) προώθησε στον εκκλησιαστικό θρόνο της Θεσσαλονίκης τον πρώην επίσκοπο Λήμνου, ο οποίος στο μεταξύ είχε καρεί μοναχός. Το απόσπασμα από τη νομοκανονική πραγματεία του Θεοδώρου Σκουταριώτη (έκδ. Αλέξανδρος Λαυριώτης, Περί παραιτήσεως επισκόπου, ΕΑ 21, 1901, 53-55, σ. 54), στο οποίο βασίζεται ο Γάλλος μελετητής, δεν αναφέρει ότι η μετάθεση έγινε εἰς Θεσσαλονίκην αλλά εἰς Θέλγην. Κατά τον V. Grumel (Reg. 785) το Θέλγην θα πρέπει να διορθωθεί σε Σέλγην και να ταυτιστεί με την αρχιεπισκοπή Σέλγης. Προσφάτως ο Κ. Πιτσάκης (Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, υπό έκδοση) έδειξε ότι πρόκειται πράγματι για συντομογραφία που παραδίδει το όνομα της επαρχίας Θεσσαλονίκης, καθώς απαντά και στον κώδικα του Μεγάλου Νομίμου (βλ. Δ. Γ. Αποστολόπουλος, Ανάγλυφα μιας τέχνης νομικής: Βυζαντινό δίκαιο και μεταβυζαντινή «νομοθεσία», Αθήνα 1999, σ. 189) Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 453 (σχόλια) και V 2 αρ (σχόλια). - D. Papachryssanthou, Saint Euthyme 233 και σημ. 60, Νικήτας μάγιστρος, Επιστολαί αρ. 23 (σχόλια). - Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης Ι Αντιθέτως βλ. L. Petit, Évêques III G. Fedalto, Hierarchia 425. Οι μελετητές τοποθετούν τον Γρηγόριο στο 882, επειδή όμως στηρίζονται σε εσφαλμένα χρονολογημένο έγγραφο (βλ. V. Grumel, Reg. 561 [530]) Βλ. Συνοδικόν Κ. Κωνσταντόπουλος, Μολυβδόβουλα αρ. 8 ε (10 ος -11 ος αι.) = V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 454 (10 ος -11 ος αι.). - Σώζεται άλλη μια σφραγίδα του μητροπολίτη Ιακώβου (G. Zacos - J. Nesbitt, Seals αρ. 818), η οποία ωστόσο κατά τον J. Nesbitt τοποθετείται στις αρχές του 11 ου αι. - Ο Ι. Λεοντιάδης (Μολυβδόβουλλα αρ. 73 και σχόλια) εξέδωσε σφραγίδα του Νικήτα Θεσσαλονίκης, την οποία χρονολογεί στο β μισό του 10 ου αι. Σύμφωνα λοιπόν με τον εκδότη πριν από τον Ιάκωβο, τον οποίο τοποθετεί στις αρχές του 11 ου αι., θα πρέπει να τοποθετηθεί η αρχιερατεία ενός μητροπολίτη Νικήτα, παρότι δεν αναφέρεται στο Συνοδικόν της Θεσσαλονίκης. O Σ. Κίσσας (Μολυβδόβουλλα αρ. 10, σχόλια), που πρώτος εξέδωσε τη σφραγίδα του Νικήτα, βάσει του απεικονιζόμενου σταυρού στην εμπρόσθια όψη τοποθετεί τη σφραγίδα στα τέλη του 10 ου αι. Θεωρεί ωστόσο πιθανό ότι θα μπορούσε να ανήκει στον γνωστό από το Συνοδικόν διάδοχο του Ιακώβου Νικήτα, τον οποίο τοποθετεί στις αρχές του 11 ου αι. Σε αυτήν την περίπτωση εξηγεί το παλαιότερο μοτίβο του σταυρού ως «επαρχιακό καθυστερημένο αντίγραφο πρωτευουσιάνικων προτύπων». Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι από τις αρχές του 10 ου αι. κ.ε. το Συνοδικόν της Θεσσαλονίκης προβάλλει αρκετά αξιόπιστο. Εξάλλου η χρονολόγηση της αρχιερατείας

371 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης Νικήτας (β μισό - τέλη 10 ου αι.) Γεώργιος (τέλη 10 ου αι. - αρχές 11 ου αι.) Θεοφάνης (t.a.q t.p.q. 1037/1038) Ρωμανός (β τέταρτο 11 ου αι.) Μιχαήλ (μέσα 11 ου αι.) Μιχαήλ ο Μιτυληναίος (t.a.q t.p.q. 1079) Θεόδουλος (t.a.q αρχές 12 ου αι.) Ευφημιανός (αρχές 12 ου αι.) 1102 του Νικήτα, που προτείνουμε εδώ, φαίνεται να συμβιβάζεται με τη χρονολόγηση της σφραγίδας του στο β μισό - τέλος του 10 ου αι Βλ. L. Petit, Évêques ΙΙ. 26 και κυρίως Synodicon , Μ. Bonnet, Le poème de l ame, AB 20 (1901) , σ Ι. Λεοντιάδης, Μολυβδόβουλλα αρ. 77, 78 (σχόλια). - Οι απόψεις των μελετητών διίστανται σχετικά με το αν αποδίδεται σε αυτόν τον μητροπολίτη η προσωνυμία ὁ τοῦ Μαρωνείας (βλ. L. Petit, Synodicon , ) ή στον συνωνόματο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης του α μισού του 12 ου αι. (βλ. ΡΠ 5, 382 σημ H.-G. Beck, Kirche Α. Kazhdan, Niketas 1482) Βλ. Συνοδικόν V. Laurent, Sceaux V 2 αρ (αρχές 11 ου αι.) και σχόλια. - Ο W. Seibt (Βιβλιοκρισία στο V. Laurent, Sceaux V 1-3, Βsl 35, 1975, 73-84, σ. 84) θεωρεί ότι η σφραγίδα του μητροπολίτη Γεωργίου θα πρέπει μάλλον να τοποθετηθεί στον 13 ο -14 ο αι. Έτσι η αρχιερατεία του Γεωργίου τοποθετείται από τον συντάκτη του σχετικού λήμματος στο PLP (2, 4039) και από τον J. Preiser-Kapeller (Studien II. 479) στην περίοδο αυτή. Ωστόσο, η μαρτυρία του Συνοδικού της Θεσσαλονίκης ενισχύει τη θέση του V. Laurent Βλ. L. Petit, Évêques ΙΙ. 26 Synodicon V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 454 (σχόλια). - Πρβ. Ο. Tafrali, Thessalonique 90 σημ Ν. Oikonomidès, Décret synodal 64 και σημ Ε. Παπαγιάννη, Οικονομικά Βλ. επίσης J. Nesbitt-N. Oikonomides, Seals αρ (σχόλια) Βλ. L. Petit, Synodicon V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 455 (σχόλια) και Sceaux V 3 αρ (σχόλια). - Ά. Αβραμέα, Θεσσαλία Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Πρώτη πόλις Βλ. Συνοδικόν Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 456 (σχόλια). - Σ. Κίσσας, Μολυβδόβουλλα αρ. 12 (σχόλια) Ι. Λεοντιάδης, Μολυβδόβουλλα αρ. 45 (σχόλια). - W. Seibt - M. Zarnitz, Bleisiegel αρ (σχόλια). - P. Gautier, Theophylacte d Achrida 296 σημ. 15. Πρβ. N. Oikonomidès, Décret synodal σ , που σημειώνει ότι δεν μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε αν ο μητροπολίτης Μιχαήλ που συμμετέχει στις συνόδους του 1071, 1072, 1079 (βλ. Γράμμα Ρωμανού Διογένους V. Grumel, Reg. 900, 6 Νοεμβρ. 1071). - Ν. Oikonomidès, Décret synodal V. Grumel, Reg. 900a, 14 Μαρτ. 1072). - J. Gouillard, Chrysobulle Botaneiatès V. Grumel, Reg. 914a, Δεκ. 1079) είναι σε όλες τις περιπτώσεις το ίδιο πρόσωπο. Πάντως το γεγονός ότι το 1071 ο Μιχαήλ Θεσσαλονίκης φέρει τον τίτλο του συγκέλλου, ενώ το 1078 σε έγγραφο της μονής Εσφιγμένου (Α. Esph. 4.9) αναφέρεται ως πρωτοσύγκελλος, δεν μπορεί οπωσδήποτε να λειτουργήσει ως διακριτικό στοιχείο μεταξύ των δύο ομώνυμων μητροπολιτών. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο ο ανώτερος τίτλος να αποδόθηκε εν μέσω της θητείας του ιδίου προσώπου Βλ. L. Petit, Évêques ΙΙ. 27 Synodicon P. Gautier, Théophylacte d Achrida ΙΙ. σ V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 457 (σχόλια). - Ν. Oikonomidès, Décret 65 σημ Α. Σταυρίδου- Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης Ι. 71.

372 290 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 33. Μιχαήλ Χούμνος (1122) Μανουήλ (t.p.q. 1122/1123 t.a.q. 1132) Νικήτας (1132/1133) Κωνσταντίνος (τρίτη - τέταρτη δεκαετία 12 ου αι.) Λέων (ca. 1140) Ρωμανός (τέταρτη δεκαετία 12 ου αι.) Βασίλειος Αχριδηνός ( ) Μιχαήλ ( ca. 1168) Κωνσταντίνος ( ) Ευστάθιος ὁ τοῦ Καταφλῶρον (1175/ /1197) Βλ. L. Petit, Synodicon G. Fedalto, Hierarchia Για τις κανονικές αποκρίσεις που αποδίδονται στον Ευφημιανό βλ. Σ. Τρωιάνος, Καν. αποκρίσεις 86 και σημ. 17 (όπου και βιβλιογραφία) Βλ. L. Petit, Évêques ΙI. 27 Synodicon Ο. Tafrali, Θεσσαλονίκη G. Fedalto, Hierarchia Βλ. και H.-G. Beck, Kirche J. Verpeaux, Notes prosopographiques sur la famille Choumnos, Bsl 20 (1959) , σ Βλ. Συνοδικόν Βλ. L. Petit, Évêques ΙΙ H.-G. Beck, Kirche V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 459 (σχόλια). - V. Grumel, Reg Ι. Καραγιαννόπουλος, Πηγαί της βυζαντινής ιστορίας 5, Θεσσαλονίκη 1987, αρ G. Fedalto, Hierarchia Α. Kazhdan, Niketas Βλ. επίσης E. Kurtz, Βιβλιοκρισία «Α. Pavlov, Die kanonischen Antworten des Niketas, des Metropoliten von Thessalonich, VV 2 (1895) », BZ 5 (1896) , σ Κατά τους L. Petit (Synodicon ), V. Laurent και G. Fedalto το προσωνύμιο του εν λόγω μητροπολίτη είναι Μιτυληναίος, ενώ κατ άλλους (βλ. ανωτ. σημ. 1095) είναι ὁ τοῦ Μαρωνείας. - Πρβ. ΡΠ 5, 443 σημ. 1, όπου εσφαλμένα τοποθετείται η ποιμαντορία του Νικήτα Μιτυληναίου στα μέσα του 13 ου αι Βλ. L. Petit, Évêques ΙΙΙ. 293 Synodicon V. Grumel, Remarques sur la Dioptra de Philippe le Solitaire, BZ 44 (1951) , σ V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 459 (σχόλια). - G. Fedalto, Hierarchia 426. Οι συγκεκριμένοι μελετητές ταυτίζουν τον βέστη Κωνσταντίνο Γρανάτο, που καταγόταν από την Κρήτη και που κατά το α μισό του 12 ου αι. συνέγραψε το προοίμιο του έργου «Διόπτρα» του Φιλίππου Μονοτρόπου του Ερημίτη (1096/97) με τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο. - Πρβ. Chr. Stavrakos, Bleisiegel αρ. 52 (σχόλια), που αναφέρει το ενδεχόμενο πιο επιφυλακτικά Βλ. L. Petit, Synodicon V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 459, 460 (σχόλια). - G. Fedalto, Hierarchia Βλ. L. Petit, Synodicon V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 459, J. Nesbitt-N. Oikonomides, Seals αρ (σχόλια). - G. Fedalto, Hierarchia Βλ. L. Petit, Évêques ΙΙ. 29 Synodicon V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 461 (σχόλια). - J. Darrouzès, Les documents byzantins du XII siècle sur la primauté romaine, REB 23, 1965, 65 κ.ε. - H.-G. Beck, Kirche G. Fedalto, Hierarchia Κ. Πιτσάκης, Βασίλειος Αχριδηνός 259 κ.ε Βλ. και L. Petit, Synodicon V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 461 (σχόλια). - G. Fedalto, Hierarchia Κ. Πιτσάκης, Βασίλειος Αχριδηνός 277 και σημ Βλ. L. Petit, Évêques ΙI. 29 Synodicon V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 461 (σχόλια). - G. Fedalto, Hierarchia Κ. Πιτσάκης, Βασίλειος Αχριδηνός 276 και σημ. 49, 51.

373 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Μεσοποταμίτης (α αρχιερατεία: 1197) Ιωάννης Χρύσανθος (1197/1198) Κωνσταντίνος Μεσοποταμίτης (β αρχιερατεία: t.a.q. 1200/ , γ αρχιερατεία: ) 1114α 46. Ιωσήφ (1233/1236 κ.ε.) Βλ. L. Petit, Évêques ΙΙ Φ. Ι. Κουκουλές, Θεσσαλονίκης Ευσταθίου τα Λαογραφικά, [Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών αρ. 5] Αθήναι 1950, τ. Α, σ. 3 κ.ε. - Κ. Γ. Μπόνης, Ευστάθιος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ΕΕΘΣΑΠΘ 1 (1953) P. Wirth, Eustathiana. Gesammelte Aufsätze zu Leben und Werk des Metropoliten Eustathios von Thessalonike, Amsterdam 1980, όπου συγκεντρωμένα σχετικά με τον Ευστάθιο άρθρα του μελετητή από το 1957 έως το S. Kyriakidis, Eustazio di Tessalonica, La espugnazione di Tessalonica, testo critico, introduzione, annotazioni di Stilpon Kyriakidis. Proemio di Bruno Lavagnini, versione Italiana di Vincenzo Rotolo, [Istituto Siciliano di Studi Bizantini e Neoellenici. Testi e Monumenti, Testi 5] Palermo 1961, σ. ΧΧΧΙV κ.ε. - Α. P. Kazhdan - S. Franklin, S. Eustathius of Thessalonica: The Life and Opinions of a twelfth-century Byzantine rhetor, Studies in Byzantine Literature of the eleventh and twelfth century, Cambridge - Paris 1984, IV, σ P. Magdalino, Eustathios and Thessalonica, στο Φιλέλλην. Studies in Honour of Robert Browning, έκδ. C. N. Constantinides e.a., Venice 1996, σ P. Wirth, Eustathii Thessalonicensis Opera Minora, [CFHB 32] Berlin 2000, σ. 5* κ.ε. - Βλ. επίσης H.-G. Beck, Kirche 634 κ.ε. - G. Fedalto, Hierarchia Άγιος Ευστάθιος. Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην του εν αγίοις πατρός ημών Ευσταθίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης 7-9 Νοεμβρίου 1988, Θεσσαλονίκη 1989, όπου σχετικά άρθρα με προηγούμενη βιβλιογραφία Για τον Κωνσταντίνο Μεσοποταμίτη βλ. L. Petit, Évêques II. 30 Synodicon R. Janin, Église latine V. Laurent, Succession épiscopale , J.-M. Spieser, Inscriptions αρ. 17 (σχόλια). - G. Fedalto, Hierarchia Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Νίκαια-Ήπειρος 150 κ.ε. Μητρόπολη Θεσσαλονίκης Ι. 43, 56-57, 58 Αγία Σοφία 555, 558 Χρονολόγηση αρ. 1-4, σ Μ. Angold, Church J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Η Α. Σταυρίδου- Ζαφράκα (Μητρόπολη Θεσσαλονίκης Ι. 44 κ.ε.) απέδειξε ως εσφαλμένη την άποψη περί προώθησης Βούλγαρου μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και περί υπαγωγής της μητρόπολης Θεσσαλονίκης στο πατριαρχείο Τερνόβου μετά την ήττα και αιχμαλωσία του Θεόδωρου Δούκα από τους Βούλγαρους στη μάχη της Κολοκοτνίτσας (9 Μαρτίου 1230). Το κείμενο στο οποίο στηρίζονταν οι μελετητές είναι οπωσδήποτε πλαστό και ο υποτιθέμενος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Πράτανος εντελώς φανταστικό πρόσωπο. - Βλ. και ανωτ. σημ Βλ. V. Laurent, Sceaux V 1 αρ. 463 (σχόλια) Succession épiscopale Η.-G. Beck, Kirche G. Fedalto, Hierarchia Μ. Angold, Church α Για τους Λατίνους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης που ορίστηκαν κατά την περίοδο της λατινοκρατίας βλ. ανωτ. σ και σημ Βλ. V. Laurent, Succession épiscopale G. Fedalto, Hierarchia Α. Σταυρίδου- Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ΙΙ. 53, J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Ορισμένοι μελετητές θεώρησαν ότι μεταξύ του Κωνσταντίνου Μεσοποταμίτη και του Ιωσήφ μεσολαβεί η αρχιερατεία ενός μητροπολίτη Νικολάου. Η Ε. Βέη-Σεφερλή (Νικόλαος 278 κ.ε.) όμως κατέδειξε ότι επρόκειτο για παρανόηση εξαιτίας χάσματος μεταξύ των φφ. 52 v -53 r του κώδικα Petropolitanus gr Λόγω της διατάραξης στη σελιδοποίηση του κώδικα εσφαλμένα συνέδεσαν το ακέφαλο γράμμα του φ. 53 r, που απευθυνόταν στον επίσκοπο Βονδίτσης Νικόλαο, με το κολοβό γράμμα προς τον Θεσσαλονίκης του φ. 52 v. Η μελετητής επισήμανε λοιπόν τη σύγχυση και απέδειξε ότι δεν υπήρξε ποτέ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης με το όνομα Νικόλαος. - Βλ. και

374 292 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 47. Βασίλειος Γλυκύς (1250) Μανουήλ Δισύπατος ή Ψαράς (t.a.q τέλη 1260) Ιωαννίκιος Κυδώνης (τέλη ) Ιγνάτιος (1283/ /1293) Ιάκωβος (1289/ /1305) Μαλαχίας (ca ) Ιερεμίας ( t.p.q. 1327, ίσως ως το β μισό του 1332) 1122 Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ΙΙ Αντιθέτως βλ. J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ. 478, που δεν έχει υπόψη του τη μελέτη της Ε. Βέη-Σεφερλή και μνημονεύει μεταξύ των μητροπολιτών Θεσσαλονίκης έναν Νικόλαο ή Νικήτα Βλ. L. Petit, Synodicon V. Laurent, Succession épiscopale G. Fedalto, Hierarchia J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Βλ. L. Petit, Évêques ΙΙ. 32 Synodicon Ι. Συκουτρής, Σχίσμα Ι , 285, 286, 301, 313 κ.ε. - V. Laurent, Succession épiscopale 295 Reg. 1280, 1281, Α. Failler, Chronologie et composition dans l histoire de Georges Pachymère, REB 38 (1980) 5-103, σ G. Fedalto, Hierarchia Α. Κοντογιαννοπούλου, Το σχίσμα των Αρσενιατών ( ). Συμβολή στην μελέτη της πορείας και της φύσης του κινήματος, Βυζαντιακά 18 (1998) , σ , PLP 3, J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Ο L. Petit και ο Ι. Συκουτρής βασιζόμενοι σε πλαστό έγγραφο (βλ. ανωτ. σημ. 703) τοποθετούν την εκλογή του Μανουήλ Δισυπάτου στο 1235/1236. Ο V. Laurent επεσήμανε το σφάλμα των μελετητών και σημείωσε ότι ο Μανουήλ Θεσσαλονίκης απαντά για πρώτη φορά το Ο Ι. Συκουτρής (Σχίσμα Ι. 301, και 315 σημ. 2) υποθέτει πως ο Μανουήλ Δισύπατος αποκαταστάθηκε το 1261 και ότι εγκατέλειψε εκ νέου τον μητροπολιτικό του θρόνο μετά τη δεύτερη καθαίρεση του πατριάρχη Αρσενίου το 1264/1265. Ο V. Laurent (Liste épiscopale 305 σημ. 5, 306 σημ. 2) αμφισβήτησε την άποψη του μελετητή ότι ο Μανουήλ Δισύπατος αποκαταστάθηκε το 1261, δεδομένου ότι δεν υπάρχει σχετική μνεία στις πηγές. - Πρβ. P. Magdalino, Additions Β. Katsaros, Documents 403, που τοποθετούν τη θητεία του Μανουήλ Δισυπάτου μεταξύ 1258 και Βλ. L. Petit, Synodicon V. Laurent, Liste épiscopale G. Fedalto, Hierarchia Βλ. επίσης F. Dölger, Neues 431 σημ J. Darrouzès, Documents 406 σημ V. Laurent - J. Darrouzès, Dossier grec de l union de Lyon ( ), [Archives de l Orient Chrétien 16 - Institut Français d Etudes Byzantines] Paris 1976, σ. 103 και σημ. 5, 539 σημ Πρβ. PLP 6, J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Βλ. L. Petit, Évêques ΙΙ. 32 Synodicon V. Laurent, Blakhernes 136, 145 σημ. 7 Liste épiscopale PLP 4, G. Fedalto, Hierarchia Μ. Rautman, Succession J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Βλ. V. Laurent, La vie de saint Germain l Hagiorite. Quelques observations, REB 10, 1952, , σ. 119 Sceaux V 1 αρ. 465 Notes 223 και σημ D. Papachryssanthou, Métropole éphémère , Γ. Θεοχαρίδης, Ματθαίος Βλάσταρις 446 κ.ε. - Μ. Rautman, Succession G. Fedalto, Hierarchia Α. Iv. III. σ Κ. Κωνσταντινίδης, Πνευματική ακμή 138 και σημ Στ. Νταγιούκλας, Διοίκηση G. Dennis, Metropolitans Πρβ. PLP 4, 7905, Βλ. και Β. Katsaros, Documents 405, J. Preiser- Kapeller, Studien ΙΙ Βλ. V. Laurent, Notes , Higoumènes 102, Α. La. II. σ. 56 και IV. σ , Μ. Rautman, Succession G. Fedalto, Hierarchia Στ. Νταγιούκλας, Διοίκηση 129, J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ. 479.

375 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης Γρηγόριος Κουτάλης (1334) Ιγνάτιος Γλαβάς (t.a.q. Οκτώβριος ) Βλ. L. Petit, Évêques ΙΙ PLP 4, Μ. Rautman, Succession G. Fedalto, Hierarchia Στ. Νταγιούκλας, Διοίκηση 129, Βλ. επίσης J. Darrouzès, Reg G. Dennis, Metropolitans Πρβ. J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Ο Σ. Νταγιούκλας (Διοίκηση 129, 134) υποστηρίζει ότι από το 1330 ως το 1332 ο Ιωάννης Καλέκας διετέλεσε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης τον Φεβρουάριο του 1332 εγκατέλειψε την έδρα του, προκειμένου να διεκδικήσει τον χηρεύσαντα πατριαρχικό θρόνο. Ο G. Dennis (Metropolitans 256) ορθά δεν μνημονεύει τον Ιωάννη Καλέκα ως μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, καθώς δεν χειροτονήθηκε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ούτε καν ανέλαβε διοικητικά καθήκοντα ως εκλεγμένος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Επίσης η χρονολόγηση των γεγονότων από τον Σ. Νταγιούκλα είναι προβληματική, καθώς σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ιωάννη Καντακουζηνού η χηρεία του μητροπολιτικού θρόνου της Θεσσαλονίκης και το τέχνασμα της εκλογής του Καλέκα, προκειμένου τελικά να προωθηθεί στον πατριαρχικό θρόνο, θα πρέπει να τοποθετηθούν μεταξύ του β μισού του 1332 και του τέλους του Βλ. PLP 6, J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Πρβ. L. Petit, Évêques ΙΙ. 91 Synodicon Μ. Rautman, Succession G. Fedalto, Hierarchia Σ. Νταγιούκλας, Διοίκηση 129, G. Dennis, Metropolitans 256, που τοποθετούν την έναρξη της αρχιερατείας του Γρηγορίου στα μέσα ή στο β μισό του Δεδομένου όμως ότι ως τα τέλη του 1333 εκκρεμούσε η υπόθεση της πλήρωσης του πατριαρχικού θρόνου, η προώθηση του Γρηγορίου Κουτάλη θα πρέπει να τοποθετηθεί μετά την εκλογή και χειροτονία του Ιωάννη Καλέκα (2 Φεβρουαρίου 1334: J. Darrouzès, Reg. 2168). Βλ. επίσης PLP 6, G. Dennis, Metropolitans 256, που τοποθετούν τη λήξη της αρχιερατείας του Γρηγορίου στο Σύμφωνα ωστόσο με την ταφική επιγραφή του φαίνεται ότι πέθανε σχεδόν αμέσως μετά την ανάληψη των μητροπολιτικών του καθηκόντων (βλ. Ε. Τσιγαρίδας - Κ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Κατάλογος χριστιανικών επιγραφών στα μουσεία της Θεσσαλονίκης, [Μακεδονική Βιβλιοθήκη, Δημοσιεύματα της Ε.Μ.Σ. 52] Θεσσαλονίκη 1979, αρ. 50, σ Βλ. και J.-M. Spieser, Inventaires 175, αρ. 27, σχόλια). Προσφάτως ο Γ. Βελένης (Συμβολή στη χρονολόγηση τριών επιγραφών από τη Μακεδονία με αναφορές σε κορυφαίους ιεράρχες, Βυζαντινά 25, 2005, 7-17, σ. 13 κ.ε.) επιχείρησε μια διαφορετική ανάγνωση της ταφικής επιγραφής του Γρηγορίου Κουτάλη. Σύμφωνα με την πρόταση του μελετητή ο θάνατός του τοποθετείται στις 8 Οκτωβρίου του 1350 και όχι του 1334, όπως είχαν προτείνει οι προηγούμενοι εκδότες της επιγραφής. Ο Κουτάλης θα πρέπει λοιπόν κατά τον μελετητή να ταυτιστεί με τον αναφερόμενο στις πηγές ζηλωτή αντι-ησυχαστή, τον οποίο διαδέχτηκε ο Γρηγόριος Παλαμάς μετά την τελική ήττα του κινήματος των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη. Η άποψη αυτή ωστόσο προσκρούει στη διαδοχή των μητροπολιτών, όπως αυτή παραδίδεται στο Συνοδικόν της Θεσσαλονίκης ( ): Ἰγνατίου, Ἰακώβου, Ἰερεμίου, Γρηγορίου, Ἰγνατίου καὶ Μακαρίου. Επιπλέον ο αντι-ησυχαστής που εξελέγη μετά τον θάνατο του Υακίνθου ήταν ιερομόναχος (βλ. κατωτ. σημ. 1126), ενώ ο Γρηγόριος Κουτάλης ήταν ανώτατος πατριαρχικός οφφικιάλιος. Ορθά λοιπόν τοποθετείται η σύντομη θητεία και ο θάνατος του Κουτάλη στο Για την αξιοπιστία του Συνοδικού από τον 10 ο αι. κ.ε. βλ. ανωτ. σημ Βλ. L. Petit, Évêques ΙΙ. 91, 92 Synodicon J. Darrouzès, Reg. 2170, PLP 2, G. Fedalto, Hierarchia Σ. Νταγιούκλας, Διοίκηση 129, G. Dennis, Metropolitans J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Ανάμεσα στον Γρηγόριο Κουτάλη και τον Ιγνάτιο Γλαβά εσφαλμένα τοποθετείται από το PLP (7, 18006) και τον J. Preiser-Kapeller (ό.π.) ο Μητροφάνης Θεσσαλονίκης. Το γεγονός ότι επικυρώνει ἴσα εγγράφων του 1334 και 1335 δεν σημαίνει ότι η αρχιερατεία του εντοπίζεται χρονικά στην περίοδο αυτή. Εκτός του ότι δεν μνημο-

376 294 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 56. Μακάριος (α μισό του ) Υάκινθος (μέσα του 1345 Μάιος 1346) Γρηγόριος Παλαμάς (μέσα Νοέμβρ. 1359) Νείλος Καβάσιλας ( τέλη 1362) Αντώνιος (t.a.q. Μάρτιος 1363 t.a.q. Μάιος 1371) Δωρόθεος Βλατής (μέσα ) 1130 νεύεται στο Συνοδικόν της Θεσσαλονίκης, η λιτή διατύπωση της υπογραφής του μάλλον υποδηλώνει ότι η ποιμαντορία του τοποθετείται στα χρόνια της τουρκοκρατίας. - Βλ. Α. Chil (1334 για τη χρονολόγηση βλ. F. Dölger, Reg : + ὁ Θεσσαλονίκης ὑπέρτιμος Μητροφάνης +. - A. Chil. αρ. 126 (1335), υποσημείωση: + ὁ Θεσσαλονίκης Μητροφάνης Βλ. L. Petit, Évêques ΙΙ. 92 Synodicon J. Darrouzès, Reg Α. La. IV. σ. 30, PLP 7, Κ. Πιτσάκης, Γρηγόριος Ακίνδυνος 132 και σημ Α. Constantinides Hero, Gregory Akindynos 383, G. Dennis, Metropolitans J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Βλ. J. Darrouzès, Reg. 2242, 2254, Κ. Π. Κύρρης, Ο Κύπριος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Υάκινθος (1345-6) και ο ρόλος του εις τον αντιπαλαμικόν αγώνα, Κυπριακαί Σπουδαί 25, Λευκωσία 1961, σ Κ. Πιτσάκης, Γρηγόριος Ακίνδυνος 131 κ.ε., 138, 147 σημ. 5, 6. - Α. Constantinides Hero, Gregory Akindynos G. Dennis, Metropolitans J. Preiser- Kapeller, Studien ΙΙ Πρβ. L. Petit, Évêques ΙΙ V. Laurent, Liste épiscopale PLP 12, 29453, που εντοπίζουν την έναρξη της αρχιερατείας του Υακίνθου στο Για το ενδεχόμενο ανάμεσα στην ποιμαντορία του Υακίνθου και του Γρηγορίου Παλαμά να μεσολαβεί η εκλογή ενός ανώνυμου αντιπαλαμίτη ιερομονάχου ως μητροπολίτη Θεσσαλονίκης βλ. J.-R. Loenertz, Dix-huit lettres de Grégoire Acindyne analysées et datées, OCP 23, 1957, , σ Κ. Πιτσάκης, Γρηγόριος Ακίνδυνος 132 σημ Α. Constantinides Hero, Gregory Akindynos Αντιθέτως βλ. J. Darrouzès, Reg Βλ. L. Petit, Évêques ΙΙ G. Fedalto, Hierarchia G. Dennis, Metropolitans Η βιβλιογραφία για τον Γρηγόριο Παλαμά είναι εκτενής. Βλ. ενδεικτικά J. Meyendorff, Grégoire Palamas 25 κ.ε. - Πανηγυρικός τόμος εορτασμού της εξακοσιοστής επετείου του θανάτου του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, , επιμέλεια Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη Θ. Ζήσης, Θεολόγοι Θεσσαλονίκης 63 κ.ε. - Π. Κ. Χρήστου - Α. Παπαδόπουλος - Χ. Κρικώνης κ.ά., Το Αγιολόγιον της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1996, τ. Α, σ. 148 κ.ε. (με βιβλιογραφία: σ ). - PLP 9, 21546, όπου και συγκεντρωμένη βιβλιογραφία Βλ. L. Petit, Évêques II Synodicon Ε. Candal, Opus ineditum Nili Cabasilae de Spiritus Sancti processione contra Latinos, OCP 9 (1943) Του ιδίου, Nilus Cabasilas et theologia S. Thomae de processione Spiritus Sancti. Novum de Vaticanis codicibus subsidium ad historiam theologiae byzantinae saeculi XIV plenius elucidandam, [Studi e Testi 116] Vatican J. Darrouzès, Reg. 2423, 2432, 2438, Θ. Ζήσης, Θεολόγοι Θεσσαλονίκης 161 κ.ε. - PLP 5, G. Dennis, Metropolitans J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Από τις αρχές έως τον Ιούλιο του 1361 απαντά ακόμη ως ὑποψήφιος (εκλεγμένος, αλλά όχι χειροτονημένος) Βλ. L. Petit, Synodicon PLP 1, G. Fedalto, Hierarchia J. Preiser- Kapeller, Studien ΙΙ Βλ. L. Petit, Évêques ΙΙ. 94 Synodicon Γ. Θεοχαρίδης, Οι ιδρυταί της εν Θεσσαλονίκη μονής των Βλατάδων, ΓΠ 42 (1959) 9-17 = Πανηγυρικός τόμος εορτασμού της εξακοστής επετείου του θανάτου του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης , Θεσσαλονίκη 1960, σ PLP 2, G. Fedalto, Hierarchia G. Dennis, Metropolitans

377 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης Ισίδωρος Γλαβάς (α αρχιερατεία: Μάιος Σεπτ. 1384, β αρχιερατεία: Σεπτ./Οκτ Ιαν. 1396) Γαβριήλ ( /1419) Συμεών (1416/ ) , J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ O L. Petit θεώρησε ότι η αρχιερατεία του Δωροθέου είχε λήξει ήδη το 1379, διότι ο διάδοχός του Ισίδωρος Γλαβάς επικυρώνει ἴσον εγγράφου εκείνου του έτους. Η άποψή του δεν έγινε βέβαια αποδεκτή, καθώς ένα αντίγραφο μπορεί να επικυρωθεί οποιαδήποτε στιγμή μετά την έκδοση του πρωτοτύπου (βλ. Σ. Λάμπρος, Ισίδωρος Ν. Βέης, Ισίδωρος 144 σημ. 1, 3. - Β. Χριστοφορίδης, Ισίδωρος ) Βλ. L. Petit, Évêques ΙΙ Synodicon Ν. Βέης, Ισίδωρος 143 κ.ε. - R.-J. Loenertz, Isidore Glabas Β. Χριστοφορίδης, Ισίδωρος 530 κ.ε., Κ. Ν. Τσιρπανλής, Συμβολή εις την ιστορίαν της Θεσσαλονίκης. Δύο ανέκδοτοι Ομιλίαι Ισιδώρου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Θεολογία 42 (1971) J. Darrouzès, Registre 120 σημ. 63, 372, 376 Reg. 2703, 2735, 2738, 2763, 2772, 2790, 2791, 2820, 2897, Πρβ. PLP 2, G. Dennis, Metropolitans J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ , που δεν λαμβάνουν υπόψη την επισήμανση του J. Darrouzès (βλ. και ανωτ. σημ. 233) σχετικά με τη χρονολογία αποκατάστασης του Ισιδώρου στον μητροπολιτικό του θρόνο Βλ. L. Petit, Évêques ΙΙ. 95 Synodicon V. Laurent, Gabriel 242 κ.ε. - R.-J. Loenertz, Isidore Β. Λαούρδας, Ο Γαβριήλ Θεσσαλονίκης. Βιογραφικά, Αθηνά 56 (1952) J. Darrouzès, Reg. 2853, 2912, 2913, 3041, 3055, 3094, 3220, 3221, G. Fedalto, Hierarchia PLP 2, G. Dennis, Metropolitans J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ Βλ. L. Petit, Évêques ΙΙ Synodicon D. Balfour, Politico-Historical Works of Symeon, Archbishop of Thessalonica (1416/17 to 1429), Vienna 1979, σ. 19 κ.ε., 101 κ.ε., 228 κ.ε. Συμεών 29 κ.ε. - Του ιδίου, Saint Symeon of Thessalonike as a Historical Personality, The Greek Orthodox Theological Review 28 (1983) PLP 11, G. Fedalto, Hierarchia Θ. Ζήσης, Θεολόγοι Θεσσαλονίκης 183 κ.ε. - G. Dennis, Metropolitans 256, Βλ. επίσης Πρακτικά λειτουργικού συνεδρίου εις τιμήν του εν αγίοις πατρός ημών Συμεώνος αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του θαυματουργού ( ), Θεσσαλονίκη J. Preiser-Kapeller, Studien ΙΙ

378 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ Πίνακες i. Η ένταξη της μητρόπολης Θεσσαλονίκης στην τάξη προκαθεδρίας των μητροπόλεων του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως Notitiae Episcopatuum 1-2, 4-6 (9 ος αι.) α Καισαρείας β Εφέσου γ Ηρακλείας δ Αγκύρας ε Κυζίκου στ Σάρδεων ζ Νικομηδείας η Νικαίας θ Χαλκηδόνος ι Σίδης ια Σεβαστείας ιβ Αμασείας ιγ Μελιτηνής ιδ Τυάνων ιε Γαγγρών ιστ Κλαυδιουπόλεως ιζ Νεοκαισαρείας ιη Πισσινούντος. Notitiae Episcopatuum 7 (αρχές 10 ου αι.) α Καισαρείας β Εφέσου γ Ηρακλείας δ Αγκύρας ε Κυζίκου στ Σάρδεων ζ Νικομηδείας η Νικαίας θ Χαλκηδόνος ι Σίδης ια Σεβαστείας ιβ Αμασείας ιγ Μελιτηνής ιδ Τυάνων ιε Γαγγρών ιστ Θεσσαλονίκης ιζ Κλαυδιουπόλεως ιη Νεοκαισαρείας ιθ Πισσινούντος. ii. Notitiae Episcopatuum 7-20: H ιεραρχική θέση του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Not (αρχές 10 ου αι.) Not (τέλη 10 ου αι.) 16 η θέση σε σύνολο 51 μητροπόλεων 16 η θέση σε σύνολο 59 μητροπόλεων

379 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 297 Not (τέλη 10 ου αι.) Not (τέλη 10 ου αι.) Not (τέλη 11 ου αι.) Not (12 ος αι.) Not (12 ος αι.) Not (12 ος αι.) Not (τέλη 12 ου αι. - τέλη 13 ου αι.) Not (14 ος αι.) Not , (14 ος αι.) Not. 19.4, 22 (14 ος αι.) Not (14 ος αι.) 16 η θέση σε σύνολο μητροπόλεων 16 η θέση σε σύνολο 57 μητροπόλεων 16 η θέση σε σύνολο 80 μητροπόλεων 16 η θέση σε σύνολο μητροπόλεων 16 η θέση σε σύνολο μητροπόλεων 16 η θέση σε σύνολο 65 μητροπόλεων 16 η θέση σε σύνολο μητροπόλεων 16 η θέση σε σύνολο 83 μητροπόλεων 11 η θέση σε σύνολο 112 μητροπόλεων, ια ἡ Θεσσαλονίκη, θρόνος ις οὖσα, παρὰ τοῦ εἰρημένου βασιλέως (ενν. τον Ανδρόνικο Β ) εἰς ια θρόνον προεβιβάσθη 4 η και 16 η θέση σε σύνολο 110 μητροπόλεων, δ ὁ Ἀγκύρας, ἐν αὐτῷ καὶ ὁ Θεσσαλονίκης - ις ὁ Θεσσαλονίκης μετετέθη ἑνδέκατος, εἶτα καὶ εἰς τέταρτον θρόνον μετὰ τοῦ Ἀγκύρας 16 η θέση σε σύνολο 40 μητροπολιτών-εξάρχων και συνολικά 81 αναφερόμενων μητροπολιτών, ὁ Θεσσαλονίκης, πάσης Θετταλίας, ἔχει δὲ νῦν καὶ τὸν τόπον τοῦ Ἀγκύρας

380 298 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου iii. Οι επισκοπές της μητρόπολης Θεσσαλονίκης στα τέλη του 11 ου αι. σύμφωνα με τις Notitiae 7 και App. 2 Notitia Episcopatuum 7, στ Notitia 13, App. 2, στ α Κίτρου(ς) ἤτοι Πύδνης α ὁ του Κίτρου ἤτοι Πύδνης (Πύδνης ἤτοι Κίτρου) β Βερ(ρ)οίας β ὁ Βερροίας γ Δρουγουβιτείας γ ὁ Δρουγουβιτείας (ἤτοι ὁ <Καμπανίας?>) δ Σερβίων δ ὁ Σερβίων ε ε Κασανδρείας (τῆς Ποτιδαίας) ὁ Κασανδρείας τῆς καὶ Ποτιδαίας (ἤτοι Ποτιδαίας καὶ Βρυῶν) ς Καστρίου ἤτοι Καμπανίας ς ὁ Καμπανίας ἤτοι Καστρίου (ἤτοι ὁ <Δρογουβιτείας?> καὶ Καστρίου) ζ Πέτρας ζ ὁ Πέτρας (ἤτοι Σαγουδανείας) η Ἑρκούλων η ὁ Ἑρκούλων ἤτοι Ἀρδαμέρεως (Ἀρδαμέρεως ἤτοι Ἑρκούλων) θ Ἱερισσοῦ θ ὁ Ἱερισσοῦ ἤτοι Ἁγίου Ὄρους (ἤτοι Ἀπολλωνιάδος καὶ Ἁγίου Ὄρους) ι Λιτῆς ι ὁ Λιτῆς ἤτοι Ῥεντίνης ια Λυκοστομίου ἤτοι ια ὁ Βαρδαριωτῶν ἤτοι Τούρκων ιβ Θετταλικῶν Τεμπῶν Βαρδαριωτῶν ἤτοι Τούρκων ιβ ὁ Λυκοστομίου ἤτοι Θετταλικῶν Τεμπῶν

381 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 299 iv. Οι επισκοπικές έδρες της μητρόπολης Θεσσαλονίκης στη χειρόγραφη παράδοση της Notitia BCNP AE F G D L M στ. 297 Κίτρους ἤτοι Πύδνης στ. 298 Βερροίας στ. 299 Δρουγουβιτείας στ. 300 Σερβίων στ. 301 Κασανδρείας τῆς Ποτιδαίας στ. 302 Καστρίου ἤτοι Καμπανίας στ. 303 Πέτρας στ. 304 Ἑρκούλων στ. 305 Ἱερισσοῦ στ. 306 Λιτῆς στ. 307 Λυκοστομίου ἤτοι Θετταλικῶν Τεμπῶν στ. 308 Βαρδαριωτῶν ἤτοι Τούρκων (7) - 7(6) _ v. Η εμφάνιση των επισκοπικών εδρών της μητρόπολης στα χειρόγραφα της Notitia χφφ. ΒCN P Κίτρους Βερροίας Δρουγουβιτείας Σερβίων Κασσανδρείας χφφ. ΑΕF (L) + Ερκούλων Λητής Λυκοστομίου χφφ. D (L) M + Καστρίου Πέτρας Ιερισσού Βαρδαριωτών 1134 O πίνακας είναι αναπαραγωγή του αντίστοιχου στο J. Darrouzès, Notitiae σ Ο πίνακας είναι αναπαραγωγή του αντίστοιχου στο J. Darrouzès, Notitiae σ. 69.

382 300 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου vi. Οι επισκοπές της μητρόπολης Θεσσαλονίκης σύμφωνα με τις Notitiae 9, 10, 13, 14, 21 Not. 9, στ (τέλη 9 ου αι.) ις τῇ Θεσσαλονίκῃ τῆς Θεσσαλίας α ὁ τοῦ Κίτρου β ὁ Βεροίας γ ὁ Δουργουβιτείας δ ὁ τῶν Σερβίων ε ὁ Κασανδρείας Not. 10, στ (τέλη 9 ου αι.) παραλλαγή a ις τῇ Θεσσαλονίκῃ τῆς Θετταλίας α ὁ τοῦ Κίτρου β ὁ Βερροίας γ ὁ Δρουγουβιτείας δ ὁ τῶν Σερβίων ε ὁ Κασ(σ)ανδρείας ς ὁ Καμπανίας ἤτοι Καστρίου ζ ὁ Πέτρας η ὁ Ἑρκούλ(λ)ων ἤτοι Ἀρδαμέρεως θ ὁ Ἱερισσοῦ ι ὁ Λιτῆς ια ὁ Βαρδαριωτῶν Τούρκων παραλλαγή b ις τῇ Θεσσαλονίκῃ τῆς Θετταλίας α ὁ τοῦ Κίτρου β ὁ Βερροίας γ ὁ Δρουγουβιτείας δ ὁ τῶν Σερβίων ε ὁ Κασ(σ)ανδρείας παραλλαγή cd ις τῷ Θεσσαλονίκης Θετταλίας, α ὁ Κίτρους β ὁ Βερροίας γ ὁ Δρουγουβιτείας δ ὁ τῶν Σερβίων ε ὁ Κασ(σ)ανδρείας ς ὁ Καμπανίας ἤτοι Καστρίου ζ ὁ Πέτρας

383 η ὁ Ἑρκουλίων ἤτοι Ἀρδαμέρεως θ ὁ Ἱερισσοῦ ἤτοι Ἁγίου Ὄρους ι ὁ Λιτῆς και Ῥεντίνης ια ὁ Βαρδαριωτῶν ἤτοι Τούρκων Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 301 Not. 13, στ (12 ος αι.) ΙΣτ τῇ Θεσσαλονίκῃ τῆς Θετταλίας ΙΖ ἡ Θεσσαλονίκη τῆς Θετταλίας α ὁ Κίτρου ἤτοι ὁ Πύδνης β [ὁ Κήπου] γ ὁ Βερροίας δ Δρουγουβιτείας ε ὁ τῶν Σερβίων ς ὁ Κασανδρείας ζ ὁ Ἑρκούλων η ὁ Λίτης ὁ Λυκοστομίου ἤτοι Θετταλικῶν Τεμπῶν (μόνο στο χφ. S) Not. 14, στ. 19 (Νείλου Δοξαπατρή, Σικελού μοναχού, έτ. 1142/1143) Σύγγραμμα Νείλου τοῦ Δοξαπατρῆ Εἰσὶ δὲ αἱ ἀναγεγραμμέναι ἐπαρχίαι καὶ μητροπόλεις αἱ ὑποκείμεναι τῷ Κωνσταντινουπόλεως αὗται, αἱ ἐν τῇ Ἀνατολῇ καὶ τῇ Δύσει καὶ τοῖς λοιποῖς μέρεσι. ις ἡ Θεσσαλονίκη τῆς Θετταλίας ἔχουσα ἐπισκοπὰς η (ε ) Not. 21, στ (α μισό 15 ου αι., αρχές τουρκοκρατίας) Περὶ ποῖοι τῶν μητροπολιτῶν ἔχουν τὴν σήμερον ἐπισκοπάς.. ὁ Θεσσαλονίκης τῆς Θετταλίας ἔχει ταύτας τοῦ Κίτρους τοῦ Κασσανδρείας τοῦ Καμπανίας ἤτοι Καστρίου

384 302 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου τοῦ Πέτρας τοῦ Ἑρκουλίου ἤτοι Ἀρδαμέρεως τοῦ Ἱερισσοῦ ἤτοι Ἁγίου Ὄρους τοῦ Λιτῆς καὶ Ῥεντίνης τοῦ Πολεαινίνης καὶ Βαρδαριωτῶν τοῦ Πλαταμῶνος καὶλυκοστομίου vii. Συγκριτικά δεδομένα των Notitiae Episcopatuum σχετικά με τις υποκείμενες επισκοπές της μητρόπολης Θεσσαλονίκης 1136 Not. 7 (αρχές 10 ου αι.) 1137 App. 2 (τέλη 11 ου αι.) Not. 9 (τέλη 9 ου αι.) Not. 10 (τέλη 10 ου αι.) 5/ 8/ : παραλλαγή b 11: παραλλαγές acd Not. 13 (12 ος αι.) Not. 14 (Νείλου Δοξαπατρή, 1142/1143) Not. 21 (α μισό 15 ου αι., αρχές τουρκοκρατίας) 7 : χφ. Α 8 : χφ. S 5 : χφ. Α 8 : χφ. Β Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae σ. 101 και Η σύνταξη της Notitia 7 τοποθετείται στις αρχές 10 ου αι., αλλά ο κατάλογος των υποκείμενων επισκοπών στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης αντικατοπτρίζει την εκκλησιαστική διαίρεση γύρω του 11 ου αι.

385 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 303 viii. Τα χειρόγραφα των Notitiae που περιέχουν τον κατάλογο επισκοπών της Θεσσαλονίκης και η χρονολόγησή τους 1138 α. Τα χειρόγραφα της Notitia 7 A 33. Atheniensis 1429, f v 12 ος -13 ος αι. B 132. Hierosolymitanus Patr. 39, f. 170v-174v, 12 ος -13 ος αι v C 216. Parisinus suppl. gr. 1226, f v 13 ος αι. D 173. Monacensis 380, f ος (-13 ος αι.) E 276. Marcianus 169, f. 308v ος αι. F 247. Vaticanus 840, f. 35v-38v 14 ος αι. G 243.Vaticanus 640, f. 1V-4v 14 ος αι. L 2. Andros Hagias 88, f ος αι. M 120. Genevensis 23, f. 372r-v, ος -15 ος αι. N 217. Coislinianus, 209, f ος -11 ος αι. P 263. Barberinianus 306, f. 138v ος αι. β. Τα χειρόγραφα της Notitia 9 Β 217. Coislinianus 209, f. 280v ος -11 ος αι. S 130. Istanbul Serail 115, f v 1311 γ. Τα χειρόγραφα της Notitia παραλλαγή a 9 κώδικες του 14 ου αι. κ.ε.: αρ. 76, 85, 120, 141, 195, 227, 277, 287, 207 παραλλαγή b 7 κώδικες του 14 ου αι. κ.ε.: αρ. 37, 74, 108, 135, 182, 219 α, 235 παραλλαγή c 24 κώδικες του 14 ου αι. κ.ε.: αρ. 16, 61 α, 62, 66, 72, 83, 86, 114, 142, 143, 154, 170, 176, 198, 200, 224, 233, 244, 250, 271, 273, 281, 284, 208 παραλλαγή d 16 κώδικες του 14 ου αι. κ.ε.: αρ. 10, 76, 77, 150, 152, 155, 164, 193, 199, 204, 220, 206, 252, 256, 257, Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ. 425 κ.ε. κατά τον αύξοντα αριθμό των χειρογράφων Λόγω του μεγάλου αριθμού των χειρογράφων δεν τα παραθέτουμε αναλυτικά εδώ θα αρκεστούμε να παραπέμψουμε στους καταλόγους του εκδότη. - Βλ. J. Darrouzès, Notitiae σ και σ. 425 κ.ε.

386 304 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου δ. Τα χειρόγραφα της Notitia 13 A 3. Atheniensis B.N. 1371, f v 12 ος -13 ος αι. S 232. Sinaiticus 1117, f v 13 ος αι. ε. Τα χειρόγραφα της Notitia 14 (Νείλου Δοξαπατρή, 1142/1143) Α 136. Hierosolymitanus S. Sabae 366, p ος αι. Β 118. Laurentianus IX 16, f. 94v ος αι. στ. Τα χειρόγραφα του Appendix 2 E 177. Baroccianus 149, f. 199v 1425 L 144. Leimon. 190, f. 319v 16 ος αι. C 1, C Laurent. V 2, f. 285 (ο κατάλογος C 2 είαι αντιγραμμένος από διαφορετικό χέρι και θεωρείται πιο αξιόπιστος από τον C 1 ) 1140 αρχές 14 ου αι ix. Η επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου Γ του Citrensem πρωτόθρονος 2. Beriensem 3. Campaniensem περιοχή Ημαθίας 4. Vardariensem περιοχή Κιλκίς 5. Serviensem περιοχή Κοζάνης 6. Petrensem 7. Platamonensem περιοχή Πιερίας 8. Langardensem (ενν. Ρεντίνης) περιοχή Μυγδονίας 9. Adrameriensem περιοχή Ανθεμούντος 10. Nerisiensem (ενν. Ιερισσού) 11. Cassadriensem περιοχή Χαλκιδικής 1140 Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae σ Βλ. και J. Darrouzès, Notitiae σ. 151, 173.

387 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 305 x. Η χρονολογική εμφάνιση των επισκοπών της μητρόπολης Θεσσαλονίκης από τα μέσα του 8 ου αι. κ.ε. Κίτρους Βεροίας Κασσανδρείας Δρουγουβιτείας Λιτής / Ρεντίνης Σερβίων ίδρυση κατά το α μισό 5 ου αι. (σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα) α ασφαλής χρονικά μαρτυρία: 449, Ληστρική σύνοδος Εφέσου α μνεία: 449, Ληστρική σύνοδος Εφέσου α μνεία: 879, Φωτιανή σύνοδος Κωνσταντινούπολης ίδρυση πολύ πριν από τα μέσα του 9 ου αι. (σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα) α μαρτυρία: σφραγίδα αρχών του 10 ου αι. Ερκούλων / Αρδαμερίου α μαρτυρία: έγγραφο του 943 Ιερισσού Βαρδαρίου Πέτρας Καμπανίας / Καστρίου Λυκοστομίου / Πλαταμώνος α μαρτυρία: έγγραφο του 982 (ίδρυση πιθανότατα στο β μισό τελευταίο τέταρτο του 10 ου αι.) α μαρτυρία: σφραγίδα 10 ου 11 ου αι. (ίδρυση μετά τα μέσα του 10 ου αι., οπότε μάλλον εγκαθίστανται οι Βαρδαριώτες Τούρκοι) α μαρτυρία: τέλη 11 ου αρχές 12 ου αι., επιστολή Θεοφύλακτου Αχρίδος α ασφαλής χρονικά μαρτυρία: τέλη 12 ου αι. στο χειρόγραφο Monacensis 380, f της Notitia 7 - πιθανόν να ταυτίζεται με την επισκοπή Δρουγουβιτείας α μαρτυρία: 12 ος αι., χειρόγραφο Ε της Notitia 7

388

389 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ Άβαροι 135 Αγ. Αρσενίου, μονή 216 Άγγελοι 99 Αγία Σοφία, μητροπολιτικός ναός 92, 115, 123, 129, 141, 185, 198, 212, 213, 214, 232, 234, 235, 238, 244, 247, 255, 263, 264, 278, 285, 291 Αγίας Άννας, ναός 196 Άγιο Όρος 12, 13, 142, 149, 156, 158, 160, 201, 202, 203, 229, 255 ἁγιοδημητρίτης 240, 245 ἅγιος 91, 100, 104, 275 άγιος Δημήτριος 3, 4, 5, 135, 139, 211, 212, 232, 238, 246, 252 ἁγιοσοφίτης 245 ἁγιοσοφιτικός κλῆρος 245 ἁγιότης 90, 91, 101, 184, 274 Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, μητροπολιτικός ναός 92 Αγίου Δημητρίου, ναός 4, 5, 213, 214, 219, 244, 245, 278 Αγίου Δημητρίου, νεότερος ναός 92 Αγίου Μηνά, ναός 245, 247 Αγίων Αποστόλων, ναός 219 Αγίων Ασωμάτων, ναός 92, 185, 213, 244, 245 ἁγιωσύνη 40, 90, 91, 97, 184, 274 ἁγιώτατος 28, 51, 73, 81, 88, 90, 91, 96, 97, 100, 101, 104, 156, 203, 252, 275 Άγκυρα 58, 59 Άγκυρα, μάχη 204 Αγκύρας, μητρόπολη 58, 66, 68, 72, 296 Αγκύρας, μητροπολίτης 54, 55, 56, 58, 66, 67, 68, 69, 70, 72, 76, 86, 101, 272, 273, 297 Αδριανός Α, πάπας 43, 44 Αδριανουπόλεως, μητροπολίτης 61, 64, 72 Αδριανούπολη 82, 115 Αδριανουπόλεως, δουξ 167 Αδριατική 17, 18 Αθανάσιος Α, πατριάρχης 63, 71 Αθήνα 183 Αθηνών, επισκοπή 19 Αθηνών, μητρόπολη 44, 74, 101, 256 Αθηνών, μητροπολίτης 35, 45, 90, 91, 101 Αθηνών και Θηβών, δουκάτο 183 Αθωνίτες 88, 202, 203 Άθως 71, 72, 103, 149, 150, 163, 200, 202, 203, 230 Αἰγύπτιοι, επίσκοποι πατριαρχείου Αλεξανδρείας 28 Αίγυπτος, διοίκησις 20, 32 Αίγυπτος, ἐπαρχία 4, 92 Αιθιοπία, ἐπαρχία 92 Αιτωλοακαρνανία 194 Ακακιανό σχίσμα 28, 31, 37 Ακάκιος, πατριάρχης 28 Άκανθος 148

390 308 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Ακαπνίου, μονή 213 Αλβανία 171 Αλεξάνδρεια 32 Αλεξανδρείας, πατριαρχείο 44, 216 Αλεξανδρείας, πατριάρχης 44, 74, 75, 92 Αλέξανδρος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 22 Αλεξιάδα 152 Αλέξιος Α Κομνηνός ( ) 78, 80, 90, 102, 118, 155, 178, 202, 252 Αλέξιος Γ Άγγελος ( ) 157, 169 Αλέξιος Πηγονίτης, δουξ Θεσσαλονίκης 221 Αλέξιος Στουδίτης, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως 88, 219 Αλιάκμονας, ποταμός 131, 159 Αλκίσωνας, μητροπολίτης Νικοπόλεως 29 Αλμυρός, βαρωνία 183 Αλυκές Κίτρους 128 Αμασείας, μητρόπολη 296 Αμασείας, μητροπολίτης 61, 72, 77 Αμάστριδος, αρχιεπίσκοπος 77, 109 Αμύνταιο 145 Αμφιπόλεως, επισκοπή 113 Αμφιπόλεως, επίσκοπος 6, 173 Αμφίπολη 113, 114 Ανάκτορο Γαλερίου 17, 92 Αναστάσιος Α ( ) 29, 30 Αναστάσιος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 25, 27, 48, 50 Αναστάσιος Β, πάπας 29 Ἀνατολικοί, επίσκοποι πατριαρχείου Αντιοχείας 28 Ανδρέας, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 29 Ανδρόνικος Α Κομνηνός ( ) 78 Ανδρόνικος Β Παλαιολόγος ( ) 54, 58, 59, 65, 95, 105, 126, 133, 141, 142, 158, 162, 164, 201, 227, 251, 297 Ανδρόνικος Γ Παλαιολόγος ( ) 54, 58, 66, 142, 273 Ανδρόνικος Κομνηνός Παλαιολόγος, μέγας δομέστικος, διοικητής Θεσσαλονίκης 170 Ανδρόνικος Σπαρτηνός 269 Ανθεμούς 124 Άννα Καντακουζηνή 99 Αντιόχεια (Θεούπολη) 32 Αντιοχείας, πατριαρχείο 44, 51, 216 Αντιοχείας, πατριάρχης 44, 75, 92, 185 Αντώνιος (1), μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 7, 69 Αντώνιος (2), μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 68, 225, 272 Αντωνίος, μοναχός, σύγκελλος και πρόεδρος Τουρκίας (Ουγγαρίας) 156 Αντώνιος Δ, πατριάρχης 203 Ανύσιος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 22, 209 Αξιός, ποταμός 48, 116, 154, 159, 166, 169, 170, 172, 174, 276 Απολλωνιάδα 149, 160, 298 απόστολος Παύλος 131, 142 Άπρω, μητροπολίτης 55, 68 Αργολίδα 183 Αρδαμέριο 147 Αρδαμερίου, επισκοπή 12, 125, 147,

391 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου , 152, 175, 187, 199, 305 Αρδαμερίου, επίσκοπος 107, 121, 198, 222, 225, 253, 259, 261, 265, 268 αρειανισμός 7 Αριστείδης, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 31 Αριστηνός 211 Αρκαδιουπόλεως, μητροπολίτης 121 Άρτα 101, 194, 260 ἀρχιδιάκονος 236, 240, 245, 246, 259, 279, πατριαρχείου 238 ἄρχων τῶν ἐκκλησιῶν 235, 250, 266, 279 ἄρχων τῶν κοντακίων 237, 245 ἄρχων τῶν μοναστηρίων 234, 235, 279 Ἀσιανοὶ, επίσκοποι ἐξαρχίας Ασίας 1 Ασίας, ἐξαρχία 4, 27, 32, 48, 76, 77, 25 Ασίας, διοίκησις 20, 27, 48, 76, 77, 217 Άσκιο, όρος (σημ. Σινιάτσικο) 17 αὐτοδέσποτον 202 Αττικός, μητροπολίτης Νικοπόλεως 27 Αττίλας 19 Αφρική, ἐπαρχία 28 Αχαΐας, ἐπαρχία 1, 3, 18, 20, 22 Αχειροποιήτου, ναός 213, 245, 278 Αχόλιος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 6 Αχρίδα 173 Αχρίδος, αρχιεπίσκοπος 12, 76 (Βουλγαρίας), 97, 101, 109, 121, 140, 146, 156, 177, 178, 179, 180, 190, 193, 195, 196, 197, 230, 251 Αχρίδος, αρχιεπισκοπή 118, 134, 173, 177, 179, 180, 191, 195, 197, 239, 253, 274, Βουλγαρίας 156, 178 Αχριδώ 173 Αψίδα Γαλερίου 17 Βαγιαζίτ Α ( ) 204 Βαλδουίνος Α ( ), Λατίνος αυτοκράτορας 189 Βαλεντινιανός Β 18, 28 Βαλκανική 1, 2, 5, 11, 39, 70, 138, 164, 167, 204 Βαλσαμών 122, 123, 211, 219 Βάργαλα 17, 113 Βαργάλων, επισκοπή 113 Βαργάλων, επίσκοπος 34 Βαρδαρίου, αρμοστής 158 Βαρδαρίου επισκοπή 125, 126, 144, 151, 154, 156, 157, 158, 159, 163, 173, 177, 187, 276, 305 Βαρδαρίου, επίσκοπος 121, 156, 157, 158 Βαρδαρίου ή Τούρκων, επισκοπή 155 Βαρδαρίου και Πολεανίας, επισκοπή 158 Βαρδαρίου και Πολεανίας, επίσκοπος 121, 158, 302 Βαρδαρίου, θέμα 158, 159, 168 (ἀρχή), 169, 173, 174 Βαρδαρίου, κατεπανίκιον 174 Βαρδαρίου, κοιλάδα 124 Βαρδαριώτες Τούρκοι 154, 156 Βαρδαριωτῶν ἤτοι Τούρκων, επισκοπή 154, 155, 157, 162, 298, 299 Βαρδαριωτῶν ἤτοι Τούρκων, επίσκοπος 116, 157, 158, 160, 276, 298, 300, 301 Βαρέτων, επίσκοπος 121 Βάρνα 152

392 310 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Βασίλειος, επίσκοπος Βεροίας 132, 196 Βασίλειος Α Μακεδών ( ) 39 Βασίλειος Αχριδηνός, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 7, 90, 102, 290 Βασίλειος Β ( ) 117, 118, 147, 155, 156, 173, 177, 178 Βασίλειος Γλυκύς, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 87, 292 Βασίλειος Επάρχων 265 Βασίλειος Κυρτολέων, βασιλικός κληρικός και πρωτοψάλτης Αγίου Δημητρίου, ταβουλλάριος 244 Βασίλειος Πεδιαδίτης, μητροπολίτης Κερκύρας 101, 181, 182, 184, 185 βασιλικὸν σέκρετον 244, 264 βασιλικός κληρικός 243, 244 βασιλικὸς κλῆρος 238, 243, 244 Βατοπεδίου, μονή 71, 72, 99, 103, 214 Βενέδικτος, καρδινάλιος 183 Βενετοί 169, 204, 212, 224 βενετοκρατία 224 Βεργιά 143 Βέρμιο, όρος 116, 131, 276 Βέρνο, όρος 17 Βέροια 100, 131, 132, 133, 135, 136, 137, 144, 146, 159, 168, 171, 181, 186, 190, 194, 196, 197, 203, 214 Βεροίας, αρχιεπισκοπή 126, 133, 174 Βεροίας, δουξ 196, 197 Βεροίας, ἐπαρχία (provincia) 169 Βεροίας, επισκοπή 19, 113, 118, 119, 125, 126, 131, 132, 133, 134, 136, 137, 144, 172, 173, 177, 178, 180, 187, 188, 190, 193, 196, 276, 298, 299, 305 Βεροίας, επισκοπικός ναός 133 Βεροίας, επίσκοπος 34, 121,122, 132, 174, 177, 186, 188, 189, 190, 196, 197, 238, 240, 248, 268, 298, 300, 301 Βεροίας, θέμα 167, 168 Βεροίας, κεφαλὴ 171 Βεροίας, μητρόπολη 55, 126, 132, 133, 134, 136, 179, 180, 240 Βεροίας, μητροπολίτης 55, 72, 132 Βερτίσκος, όρος 116, 276 βιβλιοφύλαξ 232, 279 Βιγίλιος, πάπας 35 Βιζύης, αρχιεπίσκοπος 201 βικαριάτο 9, 10, 21 Βιμινάκιο (σημ. Kostolac) 33, 34 Βοδενών, επισκοπή 177 Βοημούνδος 152 Βόλβη, λίμνη 124, 150, 175 Βολερό 167 Βολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης, θέμα 88, 267 Βονδονίτζης, μαρκιωνία 183 Βονιφάτιος Α, πάπας 24, 25 Βονιφάτιος Μομφερρατικός 169, 183, 187, 189, 192, 221 Βόνοσος, μητροπολίτης Σαρδικής 22, 209 Βορηνό, χωρίον 175 Βουκελλαρίων, θέμα 52 Βουκελλαρίων, στρατηγός θέματος 52 Βουλγαρίας, θέμα 179 Βούλγαροι 39, 142, 180, 181, 182, 194, 291 Βρυέννιος [ ]ος, επίσκοπος Κίτρους 259 Βρύες 142, 143, 164, 175 Βρυών, ἐνορία 143, 176

393 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 311 Βρύσεως, αρχιεπίσκοπος 69, 186 Γεώργιος Πυρρός, ἁγιοδημητρίτης άρχων των κοντακίων 245 Γεώργιος Συρόπουλος, ἄρχων τῶν ἐκκλησιῶν 266 Γαβριήλ Αχρίδης 173 Γαβριήλ, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 72, 81, 99, 100, 107, 108, 175, 198, 223, 237, 251, 269, 272, 295 Γάγγρα 52 Γαγγρών, μητρόπολη 52, 60, 296 Γαγγρών, μητροπολίτης 60, 61, 62, 63 γαζήδες 223 Γαϊανός, επίσκοπος Ναϊσσού 29 Γαλατών, ἐπαρχία 86 Γαλέριος Βαλέριος Μαξιμιανός 3 Γαλλικός, ποταμός 158 Γελάσιος A, πάπας 29 Γερμανός Β, πατριάρχης 140, 179 Γεώργιος Ακροπολίτης 140, 170, 195 Γεώργιος Βαρδάνης, μητροπολίτης Κερκύρας 91, 101 Γεώργιος Δούκας Τζυκανδήλης 214 Γεώργιος Ίσαρις, κοντόσταυλος 99 Γεώργιος Καβάσιλας, οἰκονόμος Αγίας Σοφίας 261 Γεώργιος Κνέντζης, δομέστικος Αγίων Ασωμάτων 245 Γεώργιος Κόμης 267 Γεώργιος Φασός, ῥεφερενδάριος 249 Γεώργιος Φοβηνός, δικαιοφύλαξ 222, 253, 265 Γεώργιος Φραγγόπουλος, δουξ Θεσσαλονίκης 170, 188, 193, 213, 221 Γεώργιος, χαρτοφύλαξ 248 Γιαννιτσά 135, 137, 138, 144 γνήσιος ἱεράρχης 57, 64, 65, 68, 72, 200, 272 Γορτύνης, μητρόπολη 19, 45, 74 Γορτύνης, μητροπολίτης 35, 44, 45 Γότθοι 18, 128, 129 Γρατιανός 18 Γρεβενών, επισκοπή 101 Γρεβενών, επίσκοπος 101 Γρηγόριος, αρχιεπίσκοπος Αχρίδος 101 Γρηγόριος, επίσκοπος Κίτρους 128 Γρηγόριος, επίσκοπος Ρεντίνης 151 Γρηγόριος (1), μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 88 Γρηγόριος (2), μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 108 Γρηγόριος Β Κύπριος, πατριάρχης 257 Γρηγόριος Βρυέννιος, σακελλίου 242, 259 Γρηγόριος Κουτάλης, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 64, 293 Γρηγόριος ο Μέγας, πάπας 36 Γρηγόριος Παλαμάς, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 7, 9, 65, 66, 67, 68, 94, 99, 103, 110, 145, 152, 199, 272, 281, 293, 294 Γυισκάρδος, Νορμανδός ηγεμόνας 152 Δακίας, διοίκησις 18, 20, 27, 29, 34 Δαμασκηνός, επίσκοπος Ρεντίνης 151 Δάμασος, πάπας 22, 23 Δαρδανίας, ἐπαρχία 18, 29, 33 Δαυίδ, επίσκοπος Ιερισσού 201 δε(η)ποτάτος 236 δεκάτη 192 Δελβιτζηνοί 107, 267

394 312 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου δευτερεύων των διακόνων 236, 240, 246, 249, 252, 279, πατριαρχείου 238 δευτερεύων των πρεσβυτέρων 236, 238, 240, 246, 279 δεύτερος σκευοφύλαξ 240 Δημήτρια 211 Δημήτριος, επίσκοπος Αρδαμερίου 148 Δημήτριος, επίσκοπος Βαρδαρίου 156 Δημήτριος Άγγελος Μανικαΐτης, καθολικὸς κριτής 100 Δημήτριος Αλμυριώτης, σακελλάριος 248, 258 Δημήτριος Αμοριάτης, πρωτοκανονάρχης 245 Δημήτριος Βεάσκος, ῥεφερενδάριος, πρωτέκδικος, οἰκονόμος 222, 249, 257, 268 Δημήτριος Ερμογένης, πρωτονοτάριος, πρωτέκδικος 261 Δημήτριος Κανίσκης Καβάσιλας, σακελλάριος και οἰκονόμος 241, 253, 258, 261 Δημητρίος Μαριανός, ἔκδικος 246 Δημήτριος Μομφερρατικός 170, 183, 192, 193 Δημήτριος Παλαιολόγος, δεσπότης, διοικητής Δράμας 176 Δημήτριος Παλαιολόγος, μέγας δομεστικος 99 Δημήτριος Σταυράκιος, οἰκονόμος 262 Δημήτριος Χωματηνός, αρχιεπίσκοπος Αχρίδος 12, 140, 168, 179, 181, 188, 189, 190, 192, 195, 221, 222, 230, 247 διδάσκαλος (μέγας) 238 Διδυμοτείχου, μητροπολίτης 64 δικαιοφύλαξ 241, 242, 253, 254, 264, 280 διοίκησις 1, 18, 19, 20, 22, 24, 26, 27, 34, 35, 48, 49, 50, 217 Δίον 17, 129 Διόσκουρος, πατριάρχης Αλεξανδρείας 50 Δίου, επισκοπή 113, 129, 130 Δίου, επίσκοπος 128, 129, 130 Δόβηρος 113 Δοβήρου, επίσκοπος 34 Δοϊράνη, λίμνη 116, 169 δομέστικος 236 δομέστικος των θεμάτων 99 Δόμνιος, μητροπολίτης Σαρδικής 29 Δούναβης 1, 152 δουξ 132, 166, 167, 168, 169, 170, 188, 192, 193, 194, 196, 189, 213 Δοχειαρίου, μονή 99, 107, 145, 267, 269 Δοχειαρίτες 265 Δράμα 176 Δράμας, μητροπολίτης 72 δρούγγος 169, 174 Δρουγουβιτείας, επισκοπή 119, 120, 122, 125, 134, 136, 137, 144, 163, 174, 181, 205, 298, 299 Δρουγουβιτείας, επίσκοπος 137, 298, 300, 301 Δρουγουβιτείας, θέμα 136, 167 Δρουγουβιτείας, στρατηγός θέματος 174 Δρουγουβίτες 34, 135, 137, 146, 167, 181 δρουγουβιτική τυραννίς 168 Δυρραχίου, θέμα 166

395 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 313 Δυρραχίου, μητρόπολη 52, 74, 102, 173 Δυρραχίου, μητροπολίτης 52, 64, 68, 88, 130 Δυρραχίου, στρατηγός θέματος 52 Δωρόθεος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 19, 20, 21, 29, 30, 31, 32 Δωρόθεος Βλατής, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 7, 69, 99, 214, 272 Εβρενός μπέης 204 Εγνατία οδός 1, 150 Έδεσσα 135, 172 Εδέσσης, επισκοπή 116, 173, 177 Εδέσσης, επίσκοπος 173 Εδέσσης, θέμα 167, 172 Εδέσσης, στρατηγός θέματος 172 Εζεβών, επισκοπή 175 Εζερών, Λατίνος εκλεγμένος επίσκοπος 187 Ειρήνη Αθηναία ( ) 216 ἔκδικος 234, 238, 246, 247, 279, 280 Έκθεσις Νέα 56 ἐκκλησιάρχης, πατριαρχείου 238 εκκλησιαστικοί άρχοντες 242, 268 ἔκκλητον 70 ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος 14, 87, 107, 108, 109, 110, 275 Ελλάδος, ἐπαρχία 22 Ελλάδος, θέμα 45, 166 Ελλάδος, στρατηγός θέματος 52 ἐνορία 143, 169, 176 ἐντιμότατος 241, 242, 246, 250, 254 Ενωτικό 28, 29 ἐξαρχία 6, 7, 9, 10, 20, 21, 25, 77, 85 ἔξαρχος 20, 21, 22, 25, 85, 86 ἔξαρχος (τίτλος) 85, 86, 297 ἔξαρχος, Ασίας 21, 48, 50, 77, 79 ἔξαρχος, Ιλλυρικού 21, 22, 50 ἔξαρχος, Θράκης 48, 50, 77 ἔξαρχος, Κορίνθου 21, 22 ἔξαρχος, Πόντου 21, 48, 50, 77 ἔξαρχος πάσης Ἀσίας, μητροπολίτης Εφέσου 80, 85, 100, 110 ἔξαρχος πάσης Δύσεως 87, 97 ἔξαρχος πάσης Θετταλίας 14, 56, 86, 87, 98, 99, 107, 108, 202, 222, 227, 274, 275, 297 ἔξαρχος Πελοποννήσου, μητροπολίτης Μονεμβασίας 105 ἔξαρχος, πατριαρχικός 87, 101 ἐξωκατάκοιλοι 237, 240, 250, 254, 255, 260, 279 ἐπαρχία 1, 17, 20, 22, 34, 35, 79, 113, 114, 115, 169, 172 Ἐπαρχικόν 188 ἔπαρχος ἀνατολικῶν πραιτορίων 75 ἔπαρχος Ιλλυρικού 32, 33, 165 ἔπαρχος τῆς πόλεως 165, 166 ἐπαρχότητα Ιλλυρικού 1, 11, 13, 14, 15, 18, 19, 21, 22, 28, 165, 166 ἐπέχω τὸν τόπον 55, 56, 58, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67, 69, 70, 72, 271, 272 ἐπὶ τῶν γονάτων , 250 ἐπὶ τῶν δεήσεων 232, 250, 279, πατριαρχείου 232, 254 ἐπὶ τῆς εὐταξίας 237 ἐπὶ τῆς ἱερᾶς καταστάσεως 237 ἐπίδοσις 151, 152, 199, 200 ἐπίσκεψις 169, 174 ἐπισκοπειανοί 232, 279 Επισκοπή (Βεροίας) 134, 136, 144

396 314 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Επισκοπή (Ναούσης) 134, 136 Επιφάνιος, αρχιεπισκόπος Κύπρου 47 Έρκουλα 147 Ερκούλιον 147 Ερκύλλιοι ή Ερκούλλιοι, Ιλλυρικό φύλο 147 Ερκούλων, επισκοπή 118, 120, 125, 147, 160, 172, 276, 298, 299, 305 Ερκούλων, επίσκοπος 119, 301 Ερκούλων και Αρδαμερίου, επισκοπή 147, 276, 277 Ερκούλων και Αρδαμερίου, επίσκοπος 298, 300, 301, 302 Ερμήλειας, κατεπανίκιον 175 Ερμηλείας, κεφαλὴ 175 Ερρίκος της Φλάνδρας ( ) 188, 192, 194 Έσω Δακίας, ἐπαρχία 18, 22 Ευάγγελος, επίσκοπος Πωταλίας 29 Ευθύμιος, μητροπολίτης Σάρδεων 51 Ευθύμιος Τορνίκης, πατριαρχικός οφφικιάλιος 101 Ευρώπη 1, 22 Ευστάθιος ὁ τοῦ Καταφλῶρον, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 7, 74, 81, 83, 90, 213, 231, 290, 291 Ευχαΐτων, μητρόπολη 62 Ευχαΐτων, μητροπολίτης 55 Εφεσίων, μητρόπολη 28 Έφεσος 32, 34, 48 Εφέσου, μητρόπολη 27, 76, 77, 89, 100, 110, 121, 132, 212, 296 Εφέσου, μητροπολίτης 27, 48, 50, 57, 75, 77, 80, 103, 255 ἔφορος (μονής) 213 Ζαπάρων, επισκοπή 113 Ζαπάρων, επίσκοπος 33 Ζηλωτές 103, 104, 293 Ζήνων ( , ) 128 Ζιχνών, αρχιεπισκοπή 72 Ζωγράφου, μονή 264 Ζωναράς 21, 22, 211 Ηλίας, επίσκοπος Αρδαμερίου 148 Ημαθία 124, 203, 305 Ηπείρου, κράτος 101, 110, 140, 170, 190, 191, 194, 195, 197 Ηράκλεια Λύγκου 113 Ηρακλείας Λύγκου, επίσκοπος 34, 48 Ηρακλείας, μητρόπολη 76, 229, 296 Ηρακλείας, μητροπολίτης 48, 50, 66, 67, 68, 75, 77, 85, 109 Ησαΐας, πατριάρχης 107 Θαλάσσιος, μητροπολίτης Καισαρείας 50 θέμα 11, 15, 45, 48, 49, 52, 82, 115, 116, 134, 136, 159, 166, 167, 168, 169, 170, 172, 173, 174, 175, 179, 219, 267, 276, 277 Θεοδοσιανός Κώδικας 26 Θεοδόσιος Α ( ) 6, 18, 28, 130 Θεοδόσιος Β ( ) 25, 26, 32 Θεοδότη 216 Θεόδουλος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 88, 90, 234, 289 Θεόδωρος Άγγελος 222 Θεόδωρος Αναγνώστης 32 Θεόδωρος Δούκας ( ) 101, 132, 140, 170, 182, 191, 194, 195, 196, 197, 291 Θεόδωρος Κάταβας, πρωτοπαπᾶς Αγί-

397 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 315 ου Μηνά 245 Θεόδωρος Κεραμέας, αρχιεπίσκοπος Α- χρίδος 121, 146, 251 Θεόδωρος Σκουταριώτης 254 Θεόδωρος Στουδίτης 88, 216, 217 Θεόδωρος Τριτρέας, σακελλάριος, οἰκονόμος 257 Θεόληπτος, μητροπολίτης Φιλαδελφείας 110 Θεοφάνης, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 83, 219, 229 θεοφιλέστατος 81, 88, 107, 242 Θεόφιλος ( ) 154 Θεοφύλακτος, αρχιεπίσκοπος Αχρίδος 90, 146, 170, 178 Θεοφύλακτος, επισκόπος Βαρδαρίου 156 Θερμαϊκός κόλπος 1, 127 Θεσσαλία 82, 83, 138, 140, 144, 145, 152, 153, 167, 171, 192, 194, 195, 206, 289, 300 Θεσσαλικοί Σάλτοι 153 Θεσσαλικών Σαλτών, επισκοπή 153 Θεσσαλονίκης, δουξ 132, 166, 167, 169, 170, 188, 189, 192, 193, 194, 213 Θεσσαλονίκης, ἐξαρχία 9, 10, 21, 25 Θεσσαλονίκης, θέμα 11, 15, 48, 115, 116, 166, 167, 168, 169, 172, 175, 178, 276, 277 Θεσσαλονίκης, κατεπάνω 166, 167 Θεσσαλονίκης, κεφαλὴ 264 Θεσσαλονίκης, λομβαρδικό βασίλειο 137, 170, 183, 197 Θεσσαλονίκης, στρατηγός θέματος 52, 166, 168 Θεσσαλονίκης-Σερρών, θέμα 167 Θετταλία, περιφέρεια μητρόπολης Θεσσαλονίκης 14, 83, 205, 274, 300, 301 Θετταλίας (Θεσσαλίας), ἐπαρχία 1, 18, 20, 22, 83, 131 Θετταλίας, ποιμὴν (μητροπολίτης Θεσσαλονίκης) 82 Θετταλίδος, ποιμενάρχης (μητροπολίτης Θεσσαλονίκης) 82 Θετταλῶν, ἀρχιθύτης (μητροπολίτης Θεσσαλονίκης) 83 Θετταλῶν, θύτης (μητροπολίτης Θεσσαλονίκης) 83 Θετταλῶν, πρόεδρος (μητροπολίτης Θεσσαλονίκης) 82, 158 Θευδέριχος 128 Θηβών, μητροπολίτης (Λατίνος) 186 Θρᾷκες, επίσκοποι ἐξαρχίας Θράκης 28 Θράκη 82, 115, 171, 173, 186 Θράκης, διοίκησις 1, 217 Θράκης, ἐξαρχία 25, 50, 76, 77 Θράκης και Δραγουβιτείας (εκκλησ. επαρχία του Φιλιππουπόλεως) 50, 134 Θωμάς Μοροζίνης, Βενετός πατριάρχης 182 Θωμάς, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 216, 285 Ιάκωβος, επίσκοπος Ιερισσού 202 Ιάκωβος, επίσκοπος Κίτρους 128 Ιάκωβος, επίσκοπος Σερβίων 139 Ιάκωβος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 12, 63, 97, 102, 201, 242, 252, 268 Ιβήρων, μονή 91, 107, 149, 265, 268 Ιγνάτιος Γλαβάς, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 64, 102, 259, 266, 293

398 316 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Ιγνάτιος (1), μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 7 Ιγνάτιος (2), μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 62, 86 Ιγνάτιος, πατριάρχης 287 Ιδρούντος (Οτράντο), αρχιεπισκοπή 46 Ιερεμίας, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 61, 63, 64, 86, 98, 102, 226, 292 Ιερεμίας Χειμαδάς, σακελλάριος και ταβουλλάριος 239, 261 Ιερισσός 88, 149, 169, 171, 174, 182, 190, 201 Ιερισσού, δρούγγος 169 Ιερισσού, ἐνορία 169 Ιερισσού, επισκοπή 119, 125, 126, 148, 149, 160, 188, 201, 202, 204, 298, 299, 305 Ιερισσού, επίσκοπος 103, 119, 163, 200, 202, 300 Ιερισσού, μητρόπολη 126, 201 Ιερισσού, μητροπολίτης 201 Ιερισσού και Αγίου Όρους, επισκοπή 148, 149, 160 Ιερισσού και Αγίου Όρους, επίσκοπος 160, 163, 202, 205, 298, 301, 302 Ιερισσού, κατεπανίκιον 174 Ιερισσού, κεφαλὴ 171, 174, 201 ἱεροέκδικος 246 ἱερομνήμων 232, 250, 257, 268, 279, πατριαρχείου 250 Ιεροσολύμων, πατριαρχείο 51, 216 Ιεροσολύμων, πατριάρχης 48, 75, 92, 105 ἱερότης 89, 90, 274 Ιερουσαλήμ 4, 32, 191 ἱερώτατος 57, 78, 81, 88, 89, 90, 91, 98, 202, 227, 252, 266, 274 Ικονίου, μητρόπολη 62 Ἰλλυρικιανοί, επίσκοποι Ιλλυρικού 28 Ιλλυρικό 6, 11, 13, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 43, 44, 46, 48, 49, 50, 52, 53, 73, 77, 82, 93, 94, 113, 114, 115, 132, 147, 165, 186, 217, 271, 273, 281 Ιλλυριοί 1, 32 Ιννοκέντιος Α, πάπας 23, 24 Ιννοκέντιος Γ, πάπας 102, 125, 126, 136, 137, 139, 144, 145, 146, 151, 153, 157, 161, 163, 183, 184, 185, 186, 190, 192, 305 Ιουβεναλίος, πατριάρχης Ιεροσολύμων 50, 209 ιουδαϊσμός 219 Ιουλιανός, μητροπολίτης Σαρδικής 27, 73 Ιουστινιάνειος Κώδικας 31 Ιουστινιανός Α ( ) 19, 21, 23, 32, 33, 35, 49, 74, 75, 88, 127, 128, 129, 138, 150, 211, 262 Ιουστίνος Α ( ) 31 Ιππόδρομος Θεσσαλονίκης 17 Ισαάκ, πρώτος Αγίου Όρους 92, 99 Ισαάκιος Β Άγγελος ( ) 95, 188, 192, 193, 221 Ισίδωρος, επίσκοπος Ρεντίνης 151 Ισίδωρος Γλαβάς, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 69, 70, 71, 87, 99, 272, 273, 295 Ισίδωρος, πατριάρχης 237 Ιταλία 20, 22 Ιωάννης, ἐπαρχος ἀνατολικῶν πραιτορίων 75

399 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 317 Ιωάννης, επίσκοπος Κίτρους, κανονολόγος 130, 131 Ιωάννης, επίσκοπος Πέτρας 146 Ιωάννης, μητροπολίτης Σίδης 109 Ιωάννης, πατριάρχης Αντιοχείας 209 Ιωάννης Κοντοπετρής, επίσκοπος Βαρδαρίου 157 Ιωάννης, επίσκοπος Σερβίων 138 Ιωάννης (1), μητροπολίτης Εφέσου 85 Ιωάννης (2), μητροπολίτης Εφέσου 110 Ιωάννης Α Τσιμισκής ( ) 118 Ιωάννης Απόκαυκος, μητροπολίτης Ναυπάκτου 83, 91, 101, 195, 260 Ιωάννης Β Ασέν ( ), τσάρος Βουλγάρων 170, 182 Ιωάννης ΙΑ Βέκκος, πατριάρχης 62, 86, 110 Ιωάννης Βρυέννιος, δικαιοφύλαξ και σακελλίου 242, 244, 259, 264 Ιωάννης Βρυέννιος, σακελλίου 241, 242, 253 Ιωάννης Γ Βατάτζης ( ) 170 Ιωάννης Δούκας, πρωτοβεστιαρίτης, διοικητής Θεσσαλονίκης 241 Ιωάννης Ε Παλαιολόγος ( ) 104, 139, 176 Ιωάννης Η, πάπας 39 Ιωάννης ΙΔ Καλέκας, πατριάρχης 293 Ιωάννης Καμινιάτης 6, 21, 135, 146, 147, 243, 244 Ιωάννης Κομνηνός, αρχιεπίσκοπος Αχρίδος 109 Ιωάννης Κοντοστέφανος, δουξ Θεσσαλονίκης 266 Ιωάννης Μάζαρις, σακελλίου 247 Ιωάννης Ουγλέσης, δεσπότης Σερβίας 92, 99 Ιωάννης Περδικάριος, σακελλίου, σκευοφύλαξ 222, 257, 268 Ιωάννης Πόθος, σακελλάριος 239 Ιωάννης Σηκουντηνός, επίσκοπος Κίτρους 130 Ιωάννης Σκυλίτζης 109, 229 Ιωάννης Σπαριτηνός, πανσέβαστος σεβαστός 222 Ιωάννης Στ Καντακουζηνός ( ) 66, 93, 103, 104, 108, 110, 144, 152, 176, 201, 237, 273, 293 Ιωάννης Σταυράκιος, χαρτοφύλαξ 262 Ιωάννης Στρυμβάκων, ὑπομνηματογράφος, κανστρίσιος, πρωτονοτάριος, χαρτοφύλαξ 239, 249, 256, 257 Ιωάννης Στρυμβάκων, χαρτοφύλαξ 241, 248, 259 Ιωάννης Τζέτζης 81 Ιωάννης Χρύσανθος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 78, 185 Ιωαννίκιος Κυδώνης, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 85, 86, 102, 257, 292 Ιωαννίτζης ( ), τσάρος Βουλγάρων 132, 137, 180, 181, 194, 205 Ιωσήφ, επίσκοπος Βαρδαρίου 157 Ιωσήφ, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 87, 291 Ιωσήφ Β, πατριάρχης 227 Ιωσήφ Στουδίτης, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 7, 216, 217, 285, 286 καθολικὴ κεφαλὴ 176 καθολικοὶ ναοί 213, 245, 278 καθολικὸς κριτής 92, 100, 144, 145, 249, 263

400 318 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Καισάρεια (Μακεδονίας) 139 Καισαρείας, επισκοπή 139 Καισαρείας, μητρόπολη 76, 77, 296 Καισαρείας, μητροπολίτης 27, 48, 50, 64, 70, 71, 72, 75, 77, 79, 80, 85, 110, 272 Καλαβρία 43, 273 Καλαμαρίας, κατεπανίκιον 99, 143, 175 Καλαμαρίας, κεφαλὴ 175 Κάλλιστος, επίσκοπος Βαρδαρίου 157 Κάλλιστος, μοναχός 97 Κάλλιστος Α, πατριάρχης 69, 224 Καλόθετος, χαρτουλάριος της Αχειροποιήτου 245 Καμβούνια, όρη 138 Καμπανία 131, 135, 136, 137, 143, 144, 164, 190, 205 Καμπανίας, επισκοπή 122, 125, 126, 136, 137, 138, 163, 164, 144, 187, 190, 205, 305 Καμπανίας, επίσκοπος 118, 121, 137, 145, 163, 189, 267 Καμπανίας και Καστρίου, επισκοπή 118, 124, 143, 146, 163, 276, 277, 298, 299 Καμπανίας και Καστρίου, επίσκοπος 116, 121, 137, 145, 160, 163, 205, 276, 298, 300, 301 κανστρίσιος 235, 242, 248, 249, 250, 256, 263 Καππαδοκίας, ἐπαρχία 21, 50, 75, 79, 80, 217 Καππαδοκίας, στρατηγός θέματος 52 Καρυές 202 Κασσάνδρα, χερσόνησος 141, 142, 164, 186, 204 Κασσάνδρεια 113, 141, 142, 143, 164, 171, 174, 190 Κασσανδρείας, επίσκοπος 34, 121, 142, 164, 189, 268, 300, 301 Κασσανδρείας, επισκοπή 113, 118, 119, 120, 121, 125, 126, 142, 143, 174, 175, 187, 190, 299, 305 Κασσανδρείας, κατεπανίκιον 174 Κασσανδρείας, κεφαλὴ 171, 174 Κασσανδρείας καὶ Βρυῶν, επίσκοπος 142, 143, 160, 164, 277, 298 Κασσανδρείας καὶ Βρυῶν, επισκοπή 164, 175 Κασσανδρείας και Ποτιδαίας, επισκοπή 118, 142, 298, 299 Κασσανδρείας και Ποτιδαίας, επίσκοπος 116, 143, 160, 276, 298 Καστορίας, επισκοπή 177 Καστορίας, επίσκοπος 173 Καστρίο 144, 164 Καστρίου, επισκοπή 118, 144, 163, 299, 305 Καταλανοί 164 κατεπανίκιον 15, 99, 159, 169, 174, 175, 277 κατεπάνω 167 κατηχητής 236, 246, 266, 280 Κάτω Δακίας, ἐπαρχία 18, 33 Κελεστίνος, πάπας 28, 209 κεντηνάριο 229 Κεραμήσιος Κάμπος 135 Κερδύλλιο, όρος 116, 276 Κερκύρας, μητρόπολη 101 Κερκύρας, μητροπολίτης 36, 91, 101, 102, 181, 184, 185

401 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 319 κεφαλὴ 171, 174, 175, 201, 264 Κήπου (;), επισκοπή 118 Κίτρος 127, 129, 137, 169, 188, 190, 204 Κίτρους, βαρωνία 183 Κίτρους, επισκοπή 113, 118, 125, 127, 128, 129, 131, 160, 187, 188, 299, 305 Κίτρους, επισκοπικός ναός 128, 129, 130 Κίτρους, επίσκοπος 121, 122, 127, 129, 130, 131, 153, 187, 188, 189, 192, 193, 252, 259, 266, 268, 277 Κίτρους ἤτοι Πύδνης, επισκοπή 298, 299 Κίτρους ἤτοι Πύδνης, επίσκοπος 116, 160, 276, 298, 301 Κλαυδιουπόλεως, μητρόπολη 47, 52, 296 Κλαυδιουπόλεως, μητροπολίτης 56, 60, 84 Κολοκοτνίτσα, μάχη 170, 182, 291 Κομνηνοί 99 κοντόσταυλος 99 Κορίνθου, μητρόπολη 19, 74 Κορίνθου, μητροπολίτης 6, 21, 22, 35, 44, 45, 50, 105 Κορώνεια, λίμνη 124 Κοσμάς Β Αττικός, πατριάρχης 85 Κούβερ 135, 136 κουβουκλήσιος 88, 235, 243, 246, 263, 279 Κουντουριώτισσας, ναός 130 Κρήτη 18, 290 Κρήτης, ἐπαρχία 18, 20, 45 Κρήτης, μητροπολίτης 45 κριτής τοῦ βήλου 88, 267 Κυζίκου, μητρόπολη 229, 296 Κυζίκου, μητροπολίτης 61, 66, 69, 71, 77 Κυντίλλος, επίσκοπος Ηρακλείας Λυγκιστίδος 50 Κυπριανός, μητροπολίτης Ηρακλείας 50 Κύπρου, αρχιεπισκοπή 110, 274 Κύπρου, αρχιεπισκόπος 47, 76, 109 Κύριλλος, μητροπολίτης Ρωσίας 110 Κύριλλος, πατριάρχης Αλεξανδρείας 209 Κωνσταντίνος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 82 Κωνσταντίνος, πρωτέκδικος 247 Κωνσταντίνος Ε Ίσαυρος ( ) 43 Κωνσταντίνος Ζ Πορφυρογέννητος ( ) 138 Κωνσταντίνος Ι Δούκας ( ) 82, 84 Κωνσταντίνος Ιβάγκος, κριτής 267 Κωνσταντίνος Καβάσιλας, αρχιεπίσκοπος Δυρραχίου 259 Κωνσταντίνος Μακρηνός, δομέστικος των θεμάτων 92 Κωνσταντίνος Μεσοποταμίτης, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 91, 93, 96, 140, 141, 148, 179, 184, 185, 193, 195, 198, 221, 291 Κωνσταντίνος Μουζάλων, σεβαστός 227 Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, χαρτουλάριος, διοικητής Θεσσαλονίκης 91 Κωνσταντίνος Πηγονίτης, δουξ Βεροίας 197 Κωνσταντίνος Στ ( ) 216 Κωνσταντίνος Τορνίκιος, σεβαστοκρά-

402 320 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου τωρ, κεφαλὴ Θεσσαλονίκης 264 Κωνσταντινουπόλεως, πατριαρχείο 8, 11, 14, 23, 37, 39, 43, 44, 45, 46, 47, 49, 50, 51, 53, 54, 73, 74, 76, 78, 83, 93, 94, 110 (στη Νίκαια), 115, 182, 186, 196, 229, 230, 231, 233, 237, 238, 261, 271, 273, 281, 296 Κωνσταντινουπόλεως, πατριάρχης 25, 28, 29, 31, 32, 37, 44, 48, 74, 75, 76, 77, 92, 94, 95, 96, 97, 109, 179, 184, 189 (στη Νικαία), 195, 231 Κωνσταντινούπολη 1, 3, 5, 11, 14, 26, 28, 29, 37, 40, 52, 59, 70, 71, 95, 103, 109, 130, 133, 145, 194, 216, 232, 235, 239, 242, 259, 281, 287 Λαγκαδά, κατεπανίκιον 175 Λαγκαδά, κεφαλὴ 171 Λαγκαδάς 124, 147 Λάρισα 152 Λαρίσης, μητρόπολη 45, 52, 116, 117, 139, 153, 187, 192, 276 Λαρίσης, Λατίνος μητροπολίτης 117, 186 Λατίνοι 129, 132, 137, 139, 140, 170, 180, 181, 183, 184, 186, 187, 193, 291 λατινοκρατία 223 Λαύρας, μονή 148, 264, 265 Λαυρέντιος, επίσκοπος Λυχνιδού (Αχρίδος) 29 λεγάτος, παπικός 210 Λεοντάρις, ἱερομνήμων 268 Λέων, επίσκοπος Σερβίων 139 Λέων Α, πάπας 24, 25, 27 Λέων Γ Ίσαυρος ( ) 37, 38, 43, 46, 96, 139 Λέων Μαθηματικός ή Φιλόσοφος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 7, 286 Λέων Στ Σοφός ( ) 47, 122, 271, 273 Λέων, επίσκοπος Κασσανδρείας 141 Λέων, επίσκοπος Ρεντίνης 151 Λέων, επίσκοπος Σερβίων 141 Λήμνος 104 Λητή 150, 151, 161 Λητής, επισκοπή 119, 125, 126, 150, 151, 152, 161, 162, 163, 172, 224, 276, 298, 299, 305 Λητής, επίσκοπος 162, 266, 300, 301 Λητής και Ρεντίνης, επισκοπή 125, 151, 175 Λητής και Ρεντίνης, επίσκοπος 98, 107, 108, 150, 151, 162, 163, 298, 301, 302 λιβελλήσιος 244, 263 Λιβύης, ἐπαρχία 92 Λογγού, κατεπανίκιον 175 λογοθέτης 231, 249, 258, 261, 262, 263, 266, 268, 279, πατριαρχείου 238, 250 Λομβαρδοί 192, 194 Λουδίας, ποταμός 135 Λουκάς, επίσκοπος Βεροίας 132 Λουκιανός, επίσκοπος Βύζης 50 Λουλουδιές Κίτρους 127, 128, 129 Λυκοστόμιο 144, 152, 153, 161 Λυκοστομίου, επισκοπή 118, 119, 120, 152, 153, 160, 161, 162, 299, 305 Λυκοστομίου, επίσκοπος 162 Λυκοστομίου ἤτοι Θετταλικῶν Τεμπῶν, επισκοπή 120, , 152-

403 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου , 277, 298, 299 Λυκοστομίου ἤτοι Θετταλικῶν Τεμπῶν, επίσκοπος 116, 160, 163, 276, 298, 301 Λυχνιδού (Αχρίδος), επίσκοπος 29 Μακάριος, επίσκοπος Καμπανίας 144 Μακάριος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 64, 108, 109 Μακάριος, μητροπολίτης Μονεμβασίας 95, 105 Μακάριος, μητροπολίτης Πισιδίας 87, 97 Μακάριος, μητροπολίτης Τυάνων 63 Μακάριος, μητροπολίτης Φιλαδελφείας 67 μακαριότης 97 μακαριώτατος 90 Μακεδόνες 1 Μακεδονία 8, 10, 12, 17, 33, 115, 122, 130, 134, 138, 145, 147, 154, 169, 170, 171, 176, 180, 186, 188, 194, 198, 223, 276 Μακεδονία Salutaris, ἐπαρχία 19 Μακεδονίας, διοίκησις 1, 18, 19, 20, 22, 24, 26, 27, 34, 35, 48, 49 Μακεδονίας, ἐπαρχία (αυτοκρατορικοί χρόνοι) 3, 17 Μακεδονίας, θέμα 115 Μακεδονίας Α, ἐπαρχία 1, 6, 17, 18, 19, 20, 22, 33, 34, 113, 114, 115, 132, 140, 142, 166, 172 Μακεδονίας Β, ἐπαρχία 19, 22, 33 Μακρύγιαλος 127 Μαλαχίας, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 61, 63, 292 Μανουήλ Διάκονος, σακελλίου 247 Μανουήλ Δισύπατος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 87, 97, 292 Μανουήλ Δούκας ( ), δεσπότης 101, 197, 214, 222 Μανουήλ Εσκαμματισμένος, διοικητής Θεσσαλονίκης 265, 269 Μανουήλ Καλυδράς, κατηχητής 266 Μανουήλ Μάζαρις, πρωτονοτάριος 266 Μανουήλ Νεοκαισαρείτης, πρωτοασηκρῆτις 97, 157, 214, 219, 265, 268 Μανουήλ Χωνιάτης, πρωτέκδικος, πρωτονοτάριος 260 Μάξιμος, επίσκοπος Κασσανδρείας 142 Μαξίμος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 157 Μάξιμος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως 22 Μαρία-Μαργαρίτα, αντιβασίλισσα 169, 183, 187, 188, 189, 192, 193, 194, 221 Μαρτίνος, πάπας 36 Μαρωνείας, αρχιεπίσκοπος 201 Ματθαίος Α, πατριάρχης 71, 223 Μαυρονόρος 145 Μεγάλη Εκκλησία (Αγία Σοφία) 244 (Θεσσαλονίκης), 234, 238, 250 (Κωνσταντινουπόλεως) Μεγάλη Παναγία 245 μέγας δομέστικος 99, 170 μεγαλοναΐτης 245 Μεδιολάνων, αρχιεπισκοπή 23 Μεδιολάνων, αρχιεπίσκοπος 23 Μεθόδιος Θεσσαλονίκης 104, 109 μείζων συνόδος (ἐξαρχίας) 20 Μελενίκου, μητροπολίτης 68, 72

404 322 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Μελέτιος, επίσκοπος Καμπανίας 144 Μελιτηνής, μητρόπολη 296 Μελιτηνής, μητροπολίτης 61 Μέμνων, μητροπολίτης Εφέσου 48 Μεσήνης, αρχιεπίσκοπος 68 μετριότης 14, 89, 93, 94, 102, 103, 104, 106, 107, 108, 110, 227, 266, 275, 281 Μηδείας, μητροπολίτης 57 μητροπόλις, πρωτεύουσα ἐπαρχίας 79 μητροπολιτικός ναός (Θεσσαλονίκης) 99, 245, 246, 249, 257 (βλ. και Αγία Σοφία) Μητροφάνης, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 293 Μικρά Ασία 56 Μιτυλήνης, μητροπολίτης 68, 201 Μιχάηλ, επίσκοπος Σερβίων 139 Μιχαήλ Α Δούκας ( ) 194 Μιχαήλ Γ ( ) 39 Μιχαήλ Δ ( ) 229 Μιχαήλ Ζ Δούκας ( ) 109 Μιχαήλ Η Παλαιολόγος ( ) 62, 134, 146, 174, 178, 179, 254 Μιχαήλ Μιτυληναίος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 7, 80, 84, 88, 289 Μιχαήλ Πράτανος 182, 291 Μιχαήλ Σεναχειρήμ Μονομάχος, διοικητής Θεσσαλονίκης 206 Μιχαήλ Χούμνος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 7, 290 Μιχαήλ Χωνιάτης, μητροπολίτης Αθηνών 3, 90, 91, 101, 256 Μογγόλοι 204 Μογλενών, επισκοπή 173, 177 Μοναστήριο 135 Μονεμβασίας, μητρόπολη 95 Μονεμβασίας, μητροπολίτης 61, 62, 70, 72, 95, 105, 229 μονοφυσιτισμός 28 Μοσυνόπολη 183 Μυγδονία 124, 305 Μυριόφυτο 268 Μυσίας Α, ἐπαρχία 18, 33 Μωκησού, μητρόπολη 62 Ναζιανζός, αρχιεπισκοπή 62 Ναθαναήλ, ιερομόναχος, πατριαρχικός έ- ξαρχος 87 Νάουσα 137 Ναυπάκτου, μητρόπολη 259 Ναυπάκτου, μητροπολίτης 62, 83, 91, 101 Νέα Εκκλησία 244, 262, 263 Νέα Φώκαια 142 Νέας Ηπείρου, ἐπαρχία 18, 20 Νείλος Καβάσιλας, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 7, 68, 82, 224, 294 Νείλος Κεραμέας, πατριάρχης 70, 71 Νεοκαισαρείας, μητρόπολη 47, 296 Νεόφυτος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 287 Νεστόριος, πατριάρχης 209 Νέστος, ποταμός 17, 18 Νίκαια 19, 22, 110, 132, 189 Νίκαιας, κράτος 169, 170 Νικαίας, μητρόπολη 296 Νικαίας, μητροπολίτης 61, 62, 63, 68, 69, 72, 92, 99 Νικήτας Μυτιληναίος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 7, 290 Νικήτας ὁ τοῦ Μαρωνείας, μητροπο-

405 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 323 λίτης Θεσσαλονίκης 7, 289, 290 Νικήτας Σωτηριώτης, καθολικὸς κριτής 100 Νικήτας Χωνιάτης 91 Νικήτας, επίσκοπος Βεροίας 238 Νικηφόρος Γ Βοτανειάτης ( ) 84, 109 Νικηφόρος Γρηγοράς 164, 176 Νικηφόρος Μαλλέας, πρωτέκδικος, σακελλίου 242, 247, 257, 264 Νικηφόρος Α, πατριάρχης 217 Νικόλαος Α Μυστικός, πατριάρχης 43, 47, 50, 109, 117, 255, 276, 271 Νικόλαος Α, πάπας 39 Νικόλαος Ισίδωρος, κριτής 104 Νικόλαος Κεφαλάς 227 Νικόλαος Πρεβεζιάνος, σακελλίου, χαρτοφύλαξ 258, 267 Νικόλαος Συναδηνός, λογοθέτης, πρωτέκδικος, σακελλάριος 258, 262, 266 Νικόλαος Συναδηνός, σακελλίου 261 Νικόλαος, αρχιεπίσκοπος Αχρίδος 101 Νικόλαος, μητροπολίτης Μονεμβασίας 62 Νικόλαος, συμβολαιογράφος 262 Νικομηδείας, μητρόπολη 296 Νικομηδείας, μητροπολίτης 70, 72, 76 Νικοπόλεως, θέμα 166 Νικοπόλεως, μητρόπολη 19, 74 Νικοπόλεως, μητροπολίτης 45 Νορμανδοί 3 νοτάριος 232, 279, πατριαρχείου 67, 68, 92, 95, 231, 232 Ξενοφών, επίσκοπος Ρεντίνης 151 Ξηροποταμηνοί 265 Ξηροποτάμου, μονή 107, 269 Οθωμανοί 9, 71, 204, 212, 223 οἰκονομία 57, 65, 123, 140, 179, 192, 195, 201, 203, 205, 272, 278, 281 οἰκονόμος 219, 222, 233, 235, 238, 239, 240, 241, 242, 245, 248, 249, 251, 253, 254, 257, 258, 259, 261, 262, 268, 269, 279, πατριαρχείου 237, 238, 240, 256, Βεροίας 240 Όλυμπος 116, 145, 152, 276 Ονώριος 25, 26 Ορμίσδας, πάπας 29, 30, 210 ὀρφανοτρόφος 88, 235, 236, 246, 279, 280 ὁσιώτατος 88 ὀστιάριος 236, 237 Ούγγροι 154 Ούννοι 19 Πάικο, όρος 276 Παλαιάς Ηπείρου, ἐπαρχία 18, 20, 30 Παλαιολόγοι 2, 10, 54, 171, 176 Παλαιστήνιοι, επίσκοποι πατριαρχείου Ιεροσολύμων 28, 50 Παλήνη, χερσόνησος 141 παναγιώτατος 92, 93, 94, 95, 96, 97, 98, 99, 100, 101, 103, 104, 105, 106, 108, 221 Πανάρετος, επίσκοπος Κίτρους 127 πανιερώτατος 106 Παννονίας Β, ἐπαρχία 19, 33 Παννονίας, διοίκησις 18, 23 πανσέβαστος σεβαστός 222 Παντοκράτορος, μονή 262 Παρθικόπολη 113

406 324 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Παροχθίου Δακίας, ἐπαρχία 18, 33 Πασχάλιο Χρονικό 32 Πατρών, επισκοπή 19 Πατρών, μητροπολίτης 45 Παύλος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 36 Παφλαγονίας, θέμα 52 Παφλαγονίας, στρατηγός θέματος 52 Πεδεμόντιο 185 Πέλλα 135 Πελοπόννησος 45, 171 Πενταπόλεως, ἐπαρχία 92 περιέχουσαι κεφαλαί 171 Πέρσες 154 Πέτρα 17, 145 Πέτρας, επισκοπή 120, 121, 125, 130, 146, 147, 187, 298, 299, 305 Πέτρας, επίσκοπος 121, 134, 178, Πέτρας και Σαγουδανείας, επισκοπή 145, 163, 277 Πέτρας και Σαγουδανείας, επίσκοπος 146, 147, 160, 163, 298 Πέτρος, επίσκοπος Δρουγουβιτείας 134 Πέτρος, επίσκοπος Yporediensis (Ivrea) 185 Πέτρος ( ), τσάρος Βουλγάρων 177 Πέτρος Βουλξάνος, σκευοφύλαξ 222, 239, 253, 265, 268 Πέτρος Ηνδρειωμένος, χαρτοφύλαξ 253 Πέτρος Σπαστρικός, πριμικήριος τῶν ταβουλλαρίων 253, 265 Πέτρος Τζίσκος, ἱερομνήμων, πρωτέκδικος 222, 257, 268 Πηνειός 17, 48, 127,152, 166, 172 Πιερία 17, 124, 127, 129, 130, 132, 145, 147, 203, 204, 305 Πιέρια, όρη 138 Πίνδος 17, 48, 172 Πισιδίας, μητροπολίτης 64, 87, 97 Πισσινούντος, μητρόπολη 296 Πλαταμώνας 152, 153, 161, 188, 194, 204 Πλαταμώνας, βαρωνία 183 Πλαταμωνας, επίσκεψις 169 Πλαταμώνος, επισκοπή 153, 154, 161, 162, 187, 200, 206, 305 Πλαταμώνος, επισκοπικός ναός 153 Πλαταμώνος, επίσκοπος 152, 153, 162, 199, 200, 224 Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, επισκοπή , 144, 162, 152, 206, , Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, επίσκοπος 205, 302 Πολυανή 154 Πολυανής και Κιλκισίου, επισκοπή 158 Πολυανής, επισκοπή 126, 158 Πολυανής, επίσκοπος 158 Πομπιουπόλεως, αρχιεπισκοπος 77 Ποντικοὶ, επίσκοποι ἐξαρχίας Πόντου 28 Ποντοηρακλείας, μητροπολίτης 56 Πόντου, διοίκησις 20, 48 Πόντου, ἐξαρχία 25, 48, 27, 76, 77 Ποτίδαια 141 Πρεβαλιτάνης, ἐπαρχία 18, 33 Πριήνης, επίσκοπος 121 Πρίλαπος 135 πριμικήριος τῶν νοταρίων, πατριαρχείου 231

407 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 325 πριμικήριος τῶν ταβουλλαρίων 253, 265 Προδρόμου, μονυδρίο 214 πρόεδρος (αρχιερέας) 82, 158 πρόεδρος τῶν ὑπερτίμων 85 προέδρος τῶν πρωτοσυγκέλλων 84 πρωτέκδικος 222, 234, 237, 242, 247, 248, 249, 251, 252, 254, 257, 258, 259, 260, 261, 262, 263, 264, 268, 279, πατριαρχείου 234, 237, 238 Πρώτη Ιουστινιανή 19, 21, 25, 32, 33, 36 Πρώτης Ιουστινιανής, αρχιεπισκοπή 33, 36, 37, 113 Πρώτης Ιουστινιανής, αρχιεπίσκοπος 33, 34, 35, 36 πρωτοασηκρῆτις 97, 157, 214, 219, 265, 268 πρωτοβεστιαρίτης 241 πρωτοθρόνος 20, 70, 27, 266, 272 πρωτοκανονάρχης 237, 245 πρωτονοτάριος 99, 100, 231, 242, 253, 259, 260, 261, 265, 266, 268, 279, πατριαρχείου 105, 231, 250 πρωτοπαπᾶς 245, 246, πατριαρχείου 238 πρωτοπρεσβύτερος 124, 236, 240, 246, 279, 280 πρωτοπρόεδρος τῶν πρωτοσυγκέλλων 84 πρώτος Αγίου Όρους 13, 91, 92, 99, 202, 268 πρωτοψάλτης 244, 245 Πύδνα 127, 128 Πύδνης, επισκοπή 129, 131, 160, 276, 277 Πύδνης, επίσκοπος 178 Ρεντίνα 124, 150, 151, 161, 162, 171, 174, 199, 200, 205 Ρεντίνης, κατεπανίκιον 174, 175 Ρεντίνης, κεφαλὴ 171, 174 Ρεντίνης, επισκοπή 125, 148, 151, 161, 162, 163, 175, 199, 200, 205 Ρεντίνης, επισκοπικός ναός 151 Ρεντίνης, επίσκοπος 121, 225 ῥεφερενδάριος 232, 249, 257, 259, πατριαρχείου 232, 250, 256 Ρηγίου, μητροπολίτης 45 Ροδόπη 134 Ροτόντα 17, 92, 213 Ρούφος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 27, 28, 48, 73, 209 Ρωμανός, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 82 Ρώμης, πατριαρχείο 4, 11, 13, 14, 21, 23, 24, 25, 26, 28, 29, 35, 37, 38, 39, 44, 46, 102, 109, 184, 275 Σάββας Σερβίας, αρχιμανδρίτης 148 Σαγουδάτοι 146, 147 σακελλάριος 222, 233, 235, 237, 238, 239, 240, 242, 247, 248, 251, 253, 254, 258, 261, 262, 263, 266, 279, πατριαρχείου 237, 238, 256, μητρόπολης Αθηνών 256, επισκοπής Βεροίας 240, μητρόπολης Δυρραχίου 102, μητρόπολης Σερρών 241 σακελλίου 219, 222, 233, 234, 235, 237, 241, 242, 244, 247, 248, 251, 253, 254, 257, 258, 259, 261, 263, 264, 267, 268, 269, 279, πατριαρχείου 83, 237, 238, μητρόπολης Αθη-

408 326 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου νών 256 Σακκουδίτες 216 Σάλωνα, βαρωνία 183 Σαμουήλ, ( ) τσάρος Βουλγάρων 173, 177, 178, 181 Σαραντάπορο 138 Σαραντηνοί 100, 214 Σάρδεων, μητρόπολη 296 Σάρδεων, μητροπολίτης 64, 66, 67, 73, 76 Σαρδικής, μητροπολίτης 22, 73, 209 Σγουρός, χαρτουλάριος Αγίου Δημητρίου 246, 247 Σεβάστεια 59 Σεβαστείας, μητρόπολη 62, 64, 65, 296 Σεβαστείας, μητροπολίτης 58, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67, 84, 271, 272 σέκρετον 11, 15, 231, 235, 240, 278, 279 (βλ. και βασιλικόν) Σελευκείας, μητροπολίτης 55 Σέρβια 137, 138, 139, 140, 177, 179, 191, 194, 195, 204 Σερβίων, επισκοπή 125, 138, 139, 141, 174, 177, 179, 187, 191, 195, 298, 305 Σερβίων, επισκοπικός ναός 139 Σερβίων, επίσκοπος 119, 122, 139, 140, 179, 190, 191, 195, 196, 298, 300, 301 Σερβίων, θέμα 174 Σερβίων, στρατηγός θέματος 167 Σέρβοι 198, 199, 203 σερβοκρατία 200, 205 σερβοπρώτοι 203 Σέργιος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 287 Σέρρες 92, 99, 113, 116, 201 Σερρών, αρχιεπισκοπή 116, 276 Σερρών, επισκοπή 113 Σερρών, επίσκοπος 34 Σερρών, μητρόπολη 116, 175, 241, 276 Σερρών, μητροπολίτης 72, 92, 99 Σίδης, μητρόπολη 44, 47, 296 Σίδης, μητροπολίτης 47, 62, 105, 109 Σιθωνία 175 Σικελία 43, 44, 45, 273 Σικελίας, στρατηγός του θέματος 52 Σιρίκιος, πάπας 23 Σίρμιο 19 Σίων, επίσκοπος 121 σκευοφυλάκιο, μητρόπολης Θεσσαλονίκης 233 σκευοφύλαξ 222, 233, 235, 237, 238, 239, 240, 242, 245, 247, 248, 251, 253, 257, 263, 257, 265, 268, 269, 279, πατριαρχείου 237, 238, 256, μητρόπολης Αθηνών 256, μητρόπολης Σερρών 241 Σκόπια 17, 18, 33, 168 Σκυθία 22 Σλάβοι 39, 147 Σλανίτζης ήτοι Πελλών, επίσκοπος 134 Σμύρνη 258 Σμύρνης, μητρόπολη 144, 239, 240, 251, 264 Σμύρνης, μητροπολίτης 68 Σούδα 175 Σπερχειός 17 Σταυροφορία Δ 182, 183 Σταυροφόροι 182 Στεφανιανά, κατεπανίκιον 175 Στέφανος Αργυρός, κουβουκλήσιος, χαρτουλάριος της Νέας Εκκλησίας,

409 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 327 πριμικήριος τῶν ταβουλλαρίων 262 Στέφανος Γαβριηλόπουλος, ηγεμόνας Θεσσαλίας 206 Στέφανος Δουσάν ( ), τσάρος Σέρβων 180, 198, 201 Στεφάνος, μητροπολίτης Εφέσου 50 Στόβοι 19, 113 Στόβων, επισκοπή 113 Στόβων, επίσκοπος 33 Στουδίτες 216, 217 Στράβων 127 στρατηγός (θέματος) 52, 167, 168 Στρουμίτζης, επισκοπή 177 Στρυμβάκων, επίσκοπος Κασσανδρείας 141, 189 Στρυμόνας 48, 147, 170, 172, 176 Στρυμόνος, θέμα 167 Στρυμόνος, κατεπανίκιον 175 Στρυμόνος, κλεισούρα 166 Στρυμόνος-Δρουγουβιτείας, θέμα 167 Στρυμόνος-Θεσσαλονίκης, θέμα 167 Στρυμόνος-Θεσσαλονίκης-Δρουγουβιτείας, θέμα 167 σύγκελλος 84 Συμεών Θεσσαλονίκης 6, 99, 107, 108, 123, 124, 131, 145, 211, 212, 218, 227, 232, 237, 246, 248, 252, 267, 269 Συμεών, μοναχός 216 Συνέκδημος Ιεροκλέους 114, 115 συνθρόνου ἐγκαθίδρυσις 64 Συνοδικόν της Θεσσαλονίκης 63, 82, 84, 86, 141, 285, 286, 288, 293, 294 Συνοδικόν της Ορθοδοξίας 69, 81 Σύνοδος Α Οικουμενική 19, 22, 132 Σύνοδος Β Οικουμενική 20 Σύνοδος Βλαχερνών 62, 85, 86 Σύνοδος Γ Οικουμενική 27, 28, 48, 73, 77, 209 Σύνοδος Δ Οικουμενική 21, 25, 28, 34, 35, 48, 50, 51, 52, 73, 74, 77, 217 Σύνοδος Ε Οικουμενική 33, 34, 109 Σύνοδος Ζ Οικουμενική 43, 44, 46, 109, 211, 216 Σύνοδος Καπύης 22, 209 Σύνοδος Καρχηδόνας 122 Σύνοδος Κων/πόλεως (869/870) 53 Σύνοδος Κων/πόλεως (879/880) 39, 134, 173 Σύνοδος Λαοδικείας 174 Σύνοδος Ληστρική (Latrocinium) 34, 132, 305 σύνοδος μείζων Ιλλυρικού 24, 27, 73 Σύνοδος Πενθέκτη Οικουμενική 6, 72, 109, 113, 172, 173, 211 Σύνοδος Σαρδικής 132, 174 Σύνοδος Στ Οικουμενική 109 Συρακουσών, μητρόπολη 51 Συρακουσών, μητροπολίτης 44, 45, 52, 67 Συργιάννης Παλαιολόγος Φιλανθρωπηνός 176 Συρίας Α, ἐπαρχία 4, 32, 132 Σωζόπολη 143 Ταρχανειώτης, χαρτοφύλαξ 239 Τσανταρλή Καρά Χαλίλ (Χαϊρεντίν), βεζίρης 203 ταπεινότης 91, 94, 102, 104, 275 Ταράσιος, πατριάρχης 43, 216

410 328 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Τέμπη 116, 144, 152, 153, 276 Τενέδου, μητροπολίτης 201 Τερνόβου, πατριαρχείο 182, 291 Τζουρουλόης, επισκοπή 132 Τζουρουλόης, επίσκοπος 132 τιμιώτατος 81, 88, 241, 242, 244, 252, 254, 250 Τιτάριο, όρος 145 τόπος (ιεραρχ τάξη) 35, 48, 50, 55, 56, 58, 62, 66, 67, 69, 70, 71, 72, 105, 272, 273, 297 Τούρκοι 12, 56, 58, 70, 116, 118, 120, 154, 155, 156, 157, 160, 162, 174, 181, 204, 223, 276, 298, 299, 300 τουρκοκρατία 92 Τραϊανουπόλεως, μητροπολίτης 57 Τραπεζούντος, μητροπολίτης 95 Τρύφων, πατριάρχης 109 Τύανα 52 Τυάνων, μητρόπολη 52, 296 Τυάνων, μητροπολίτης 55, 63 Υάκινθος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 64, 65, 92 ὕπατος τῶν φιλοσόφων 239 Υπομιμνήσκοντος, μονή 232 ὑπομιμνῄσκων 233, 279 ὑπομνηματογράφος 232, 248, 249, 256, 266, 279, πατριαρχείου 250 ὑποψήφιος, εκλεγμένος αρχιερέας 68, 101, 187, 215, 294 υπέρπυρο 229 ὑπέρτιμος τῶν ὑπερτίμων 85 ὑπέρτιμος 14, 51, 55, 62, 79, 85, 86, 87, 98, 99, 107, 108, 110, 202, 222, 227, 274, 275, 294 Φήλιξ Β, πάπας 28, 29 Φιλίππων, μητροπολίτης 115 Φιλάγριος, επίσκοπος Αρδαμερίου 148, 189 Φιλαδελφείας, μητροπολίτης 62, 67 Φιλάρετος Καλός 222 Φίλιππος Κύπριος, πατριαρχικός πρωτονοτάριος 105, 106 Φιλιππουπόλεως, μητρόπολη 134 Φιλιππούπολη 134 Φιλίππων, επισκοπή 19, 44, 116 Φιλίππων, επίσκοπος 34, 173 Φιλίππων, μητρόπολη 82, 115, 116, 276 Φιλόθεος, επίσκοπος Κασσανδρείας 142 Φιλόθεος Κόκκινος, πατριάρχης 68, 69, 202, 203, 236, 272 Φίρμος, μητροπολίτης Καισαρείας 48 Φλαβιανός, επίσκοπος Φιλίππων 27, 28, 48, 73 Φλάνδρα 189, 193, 194 Φράγκοι 101, 148, 189 Φυλακαί 138 Φωκάς, μητροπολίτης Γαγγρών 63 Φωκάς, μητροπολίτης Φιλαδελφείας 67 Φωκάς, σακελλάριος μητρόπολης Αθηνών 256 Φώτιος, πατριάρχης 39, 53, 109, 134, 286 Χαλκηδόνα 35 Χαλκηδόνος, μητρόπολη 44, 47, 296 Χαλκηδόνος, μητροπολίτης 47, 51, 61, 68, 69, 71, 88 Χαλκιδική 124, 141, 142, 149, 164, 198, 203, 204, 305 Χαρίτων, πρωτέκδικος 247

411 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 329 χαρτουλάριος 235, 245, 279 χαρτοφυλάκιο 233, πατριαρχείου 44, 47, 60 χαρτοφύλαξ 219, 222, 223, 231, 233, 239, 240, 241, 242, 248, 249, 251, 252, 253, 254, 256, 258, 259, 262, 263, 266, 267, 268, 269, 279, 280, αρχιεπισκοπής Αχρίδος 253, επισκοπής Βεροίας 197, μητρόπολης Αθηνών 101, μητρόπολης Ναυπάκτου 259, μητρόπολης Σερρών 241, πατριαρχείου 92, 237, 238, 239, 251, 252, 256 Χιλανδαρίου, μονή 99, 259, 266, 268 Χιόνιος 219 Χορταΐτου, μονή 91, 266, 268 Χριστόδουλος, επίσκοπος Ρεντίνης 163 Ωριάς, κάστρο 144 Adrameriensis 125, 187, 304 audientia episcopalis 220 Beriensis 125, 144, 188, 304 Brucida 17 Bukovo 17 canonici Sanctae Sophiae Thessalonicensis 185 Čaričin Grad 33 Campaniensis 125, 144, 187, 304 Cassadriensis 125, 187, 304 Citrensis 125, 127, 187, 188, 193, 304 dioecesis 18 Gerontius, επίσκοπος Βεροίας (;) 131 Guarinus (Warin), Λατίνος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης 186, 190, 194 Hierissensis (Nerisiensis) 125, 187, 304 Langandensis 125, 187, 304 Montferrat 190 Nivelone de Chérisy, επίσκοπος Suessionensis (Soissons), εκλεγμένος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης 185 Notitia 1 44, 53, 54, 55, 118, 119, 133, 154, 155, 160, 179, 200, 273, 298, 303, 304 Notitia 2 44, 115 Notitia 3 46, 114, 115, 130, 173 Notitia 4 45, 46, 115 Notitia 5 45, 115 Notitia 6 45, 115 Notitia 7 47, 83, 116, 117, 118, 120, 121, 124, 125, 127, 139, 142, 145, 148, 149, 151, 153, 155, 157, 160, 163, 173, 276, 298, 299, 302, 303 Notitia 8 53 Notitia 9 53 Notitia 10 53, 118, 119, 154, 155, 273, 303 Notitiae Notitia 15 53, 133 Notitia 16 53, 160, 273 Notitia 17 54, 56, 179, 200, 272 Notitia 18 54, 56, 272 Notitia 19 54, 55 Notitia 20 56, 180, 272 Notitia , 205 Partitio Romaniae 169, 182 Pautalia 29 Petrensis 125, 187, 304 Platamonensis 125, 187, 304 prefectura praetorio per Illyricum 18

412 330 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου provincia 17 Provinciale Romanum 132, 188, 193 rescriptum Θεοδοσίου Β 25, 26, 31 Serviensem 125, 187, 304 Suessionensis (Soissons), επίσκοπος 185 Ugljesa (Ούρεσης) 201 V. Alemannus, Φράγκος ιππότης 188 Vardariensis 125, 144, 187, 304 Virich von Daum, Λατίνος ηγεμόνας Κίτρους 129

413 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΩΝ Η. Ahrweiler 135, 136, 147, 239, 240, 251, 258 M.V. Anastos 31, 37, 38 Μ. Angold 141, 169, 170, 182, 219, 229, 252, 256, 261, 291 Ch. Astruc 167 A. Avraméa 139 D. Baker 28 Ch. Bakirtzis 2, 114, 212, 213, 235, 243 D. Balfour 100, 136, 295 N. Bănescu 166 F. Barišić 181 I. Bărnea 168 G. J. M. Bartelink 4 H.-G. Beck 10, 55, 65, 73, 74, 77, 82, 84, 85, 86, 121, 134, 177, 178, 215, 216, 218, 231, 233, 234, 235, 236, 243, 250, 253, 254, 255, 289, 290, 291 N. A. Bees 91, 260 A. Beihammer 37, 47, 177, 179 Kl. Belke 59 V. Beneševič 52, 172, 174, 260 N. Blancardus (Blankaert) 105 D. Bogdanović 203 G. Böhlig 243 M. Bonnet 78, 289 F. Bredenkamp 87, 140, 170, 182, 194, 195, 196, 197 F. Brunet 147, 150 A. Bryer 12, 204 J. B. Bury 18, 19, 166 Th. Büttner-Wobst 78 P. L. Butzer 286 E. Candal 294 C. Capizzi 30 E. Caspar 28, 29, 30, 31 G. Cereteli 78, 88 P. Charanis 29, 30, 267 A. Chastagnol 18 J.-C. Cheynet 74, 75, 82, 166, 167, 168, 285 Ch. G. Chotzakoglou 154, 156 E. Chrysos 26, 34, 35, 37, 77, 79, 109, 134 C. N. Constantinides 291, 294 A. Constantinides Hero 294 R. Cormack 4 J. Cotsonis 4, 216, 234 C. Cupane 60 S. Ćurčić 2 G. Dagron 33, 34, 165 D. Daničić 198 J. Darrouzès 8, 10, 13, 22, 39, 43, 44, 45, 46, 47, 50, 51, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 79, 81, 82, 83, 84, 85, 86, 87, 88, 89, 90, 91, 92, 103, 104, 108, 114, 115, 117, 118, 119, 120, 121, 122, 124, 125, 128, 130, 132, 133, 134, 136,

414 332 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 142, 143, 144, 145, 146, 147, 151, 153, 154, 155, 156, 157, 160, 161, 162, 164, 180, 199, 201, 202, 203, 215, 216, 217, 219, 220, 222, 223, 224, 225, 226, 227, 228, 229, 231, 232, 233, 234, 235, 236, 237, 238, 239, 240, 241, 242, 244, 245, 246, 247, 248, 249, 250, 251, 252, 253, 254, 255, 256, 257, 258, 259, 260, 261, 262, 263, 264, 266, 268, 269, 271, 273, 285, 286, 290, 292, 293, 294, 295, 299, 302, 303, 304 V. Demetriadis 204 E. Dèmougeot 18 G. T. Dennis 9, 70, 71, 103, 104, 223, 229, 292, 293, 294, 295 Ch. Diehl 9, 166 J.-L. van Dieten 91, 184 K. Dieterich 154 A. Diller 148, 149, 160 E. Dimitriadis 1 F. Dölger 37, 38, 47, 55, 56, 57, 58, 59, 63, 78, 79, 80, 84, 85, 90, 95, 96, 104, 105, 108, 123, 154, 167, 177, 179, 202, 227, 237, 245, 252, 254, 292, 294 H. Döpman 39 F. Drexl 168 L. Duchesne 19, 21, 23, 24, 25, 26, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 188 I. Dujčev 134, 135, 136, 181 P. Duthilleul 39 F. Dvornik 20, 21, 23, 24, 25, 26, 29, 35, 36, 37, 39, 76, 77, 79, 134,135, 136, 138, 146, 161 J. W. Eadie 18 P. Enepekides 232, 233 G. Every 40 A. Failler 67, 81, 85, 86, 90, 133, 258, 259, 292 G. Fedalto 8, 125, 127, 132, 134, 137, 138, 141, 143, 144, 148, 153, 156, 157, 158, 182, 183, 184, 185, 186, 187, 188, 193, 205, 251, 285, 286, 287, 288, 290, 291, 292, 293, 294, 295 D. Feissel 139 B. Ferjančić 181, 183 B. Flusin 74, 166, 285 S. Franklin 291 C. Frazee 36, 37, 38, 39, 183, 184 W. Frend 28 J. Friedrich 20 C. G. Fürst 21, 23, 24, 25, 26, 30, 32, 35, 36, 37, 38, 39 P. Gautier 60, 121, 127, 131, 134, 136, 181, 289 H. Gelzer 156, 166, 177, 178 D. Georgakas 138 B. Gerov 34 H. Glykatzi-Ahrweiler 167, 168, 169, 170 H. Göckenjian 154 J. Gouillard 43, 60, 79, 80, 81, 84, 85, 109, 110, 141, 286, 289 B. Granić 21, 23, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37 S. L. Greenslade 21, 23 T. E. Gregory 132, 133, 134, 149, 163, 171, 201, 294 V. Grumel 18, 21, 23, 24, 25, 38, 40, 44, 47, 51, 59, 60, 74, 76, 78, 80,

415 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου , 84, 85, 86, 88, 90, 110, 116, 122, 142, 210, 218, 219, 252, 286, 287, 288, 289, 290 M. Grünbart 88, 89, 90, 96, 101, 102 O. Guenther 210 A. Guillou 251 R. Haacke 28, 29, 31 F. Halkin 147 J. T. Hallenbeck 38 C. Hannick 258, 262 G. E. Heimbach 133 B. Hendrickx 125, 182, 183, 187, 189, 192, 193, 194 P. Henry 285 E. Hermann 51 J. Herrin 229, 246, 250, 256 F. Hild 21, 25, 35, 59, 144, 152, 153 M. Hinterberger 60 F. Hofmann 28, 29, 30 R. Honig 23 E. Honigmann 6, 34, 55, 68, 73, 114, 132, 142, 144, 145, 164 P. L Huiller 215 H. Hunger 60, 203, 244 J. M. Hussey 183, 184, 187, 192, 194, 215, 216, 217, 231, 233, 234 D. Jacoby 2 R. Janin 4, 5, 38, 125, 134, 154, 155, 157, 183, 184, 185, 186, 189, 192, 194, 198, 213, 233, 238, 291 C. Jireček 34 P.-P. Joannou 20, 22, 40, 50, 72, 76, 79, 115, 122, 123, 174, 210, 211, 215, 218, 244, 246 Α. Jones 59, 114, 115 H. L. Jones 127 J. M. Jones 203 I. Jordanov 169 H. Kalligas 39 J. Karayannopoulos 114, 136 P. Karlin-Hayter 216, 217, 218, 287 A. D. Karpozilos 194, 197 B. Katsaros 12, 74, 81, 86, 90, 98, 102, 130, 220, 233, 239, 242, 252, 286, 292 A. P. Kazhdan 149, 163, 171, 201, 244, 289, 290, 291 E. Kislinger 60 J. Koder 21, 25, 35, 44, 45, 46, 47, 53, 54, 60, 144, 152, 170 A. Koichev 169 F. Kolovou 101 J. Konidaris 244 S. Kotzabassi 3 V. Kravari 127, 131, 133, 135, 137, 140, 146, 156, 160, 165, 173, 180, 181, 193, 195, 196, 197, 203, 204, 262 O. Kresten 60 S. Kugéas 231, 232, 233, 234, 235, 236, 245, 247, 250, 258 E. Kurtz 76, 89, 97, 100, 101, 103, 168, 212, 257, 290 S. Kyriakidis 291 Sp. P. Lambros 287 B. Laourdas 286 M. Lascaris 201 V. Laurent 5, 8, 23, 38, 43, 44, 46, 49, 51, 56, 57, 58, 59, 60, 62, 63, 65, 67, 71, 72, 73, 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 84, 85, 86, 87, 90, 94, 95, 96, 103, 109, 110, 114,

416 334 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 116, 123, 128, 130, 131, 132, 133, 138, 139, 142, 143, 148, 154, 155, 156, 157, 158, 166, 168, 173, 182, 184, 185, 186, 190, 198, 200, 235, 238, 255, 285, 286, 287, 288, 289, 290, 291, 292, 294, 295, 304 J. Lefort 84, 143, 147, 148, 150, 165, 175 P. Lemerle 2, 18, 19, 21, 23, 24, 25, 26, 29, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 39, 114, 116, 135, 136, 146, 147, 165, 166, 219, 220, 221, 227, 251, 286 I. G. Leontiades 2, 239 P. Leporskij 21, 22 M. Lequien 8, 153 E. Lipsič 286 G. G. Litavrin 179 P. Lock 184, 187, 193, 194 R.-J. Loenertz 294, 295 D. Lohrmann 286 J. Longnon 182, 183, 197 F. Lot 18, 23 K. Loverdou-Tsigarida 2 H. Lowry 12, 204 A. M. Maffry-Tablot 71 P. Magdalino 5, 292 L. Maksimović 18, 33, 36, 167, 169, 171, 174, 175, 176, 220, 265 C. Mango 286 J. D. Mansi 6, 22, 30, 35, 37, 40, 44, 50, 53, 75, 76, 78, 109, 113, 129, 131, 132, 133, 134, 172, 173, 209 R. A. Markus 34 T. O. Martin 51 F. Masai 38 L. Mavromatis 171 S. G. Mercati 3, 37 J. Meyendorff 65, 67, 86, 104, 294 A. Michel 19 Ch. C. Mierow 128 Th. Mommsen 128 Montfaucon 98 G. Moravcsik 154, 156 C. Morrisson 165 V. A. Mošin 86, 151, 175, 201, 203, 236, 266 A. Mutafov 169 J. Nesbitt 73, 81, 82, 83, 84, 116, 131, 134, 138, 139, 154, 155, 156, 158, 167, 168, 181, 285, 287, 288, 289, 290 D. M. Nicol 2, 146, 170, 181, 183, 186, 189, 190, 193, 194, 197 J. Nicole 85, 103, 110 M. Nystazopoulou-Pélékidou 136 D. Obolensky 4 H. Ohme 6, 35, 109, 113, 172, 173 N. Oikonomides 73, 81, 82, 83, 84, 108, 116, 131, 134, 138, 139, 154, 155, 156, 158, 167, 168, 181, 285, 287, 289, 290 N. A. Oikonomidès 60, 73, 74, 81, 84, 131, 134, 154, 155, 156, 158, 165, 166, 167, 172, 215, 216, 251, 253, 267, 289, 290 G. Ostrogorsky 34, 59, 60, 114, 134, 172, 174, 267 J.-R. Palanque 18 D. I. Pallas 18, 19, 23, 36, 166, 213 D. Papachryssanthou 147, 148, 149, 150, 163, 198, 199, 201, 202, 203, 205, 206, 224, 229, 251, 286, 287,

417 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου , 292 Th.-H. Papadopoullos 12 P. Papageorgiu 287 F. Papazoglou 17, 19, 33, 37, 113, 128, 172 J. Pargoire 285 L. Parmentier 1 G. Parthey 105, 177 N. Patterson-Ševčenco 132, 133, 134 L. Petit 3, 8, 23, 29, 30, 31, 36, 37, 74, 76, 79, 80, 85, 94, 98, 104, 121, 139, 141, 185, 257, 285, 286, 287, 288, 289, 290, 291, 292, 293, 294, 295 C. Pietri 24, 25, 26, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 210 A. Piganiol 18 M. Pinder 78 A. Potthast 125, 127, 144, 146, 153, 157, 161, 164, 185, 186, 187, 188, 193 J. Preiser-Kapeller 58, 65, 66, 70, 73, 103, 104, 121, 125, 127, 128, 130, 138, 139, 142, 144, 145, 147, 148, 151, 153, 157, 161, 182, 199, 237, 259, 289, 291, 292, 293, 294, 295 G. Prinzing 33, 87, 97, 109, 127, 132, 138, 140, 141, 170, 181, 182, 189, 193, 196, 197 M. L. Rautman 8, 9, 12, 65, 233, 243, 292, 293 M. Restle 59 J. Richard 184, 187 J. P. Ripoche 156 R. Romano 5 S. Runciman 12, 106, 182 S. Salaville 28, 64, 82, 83, 84, 85 S. V. Šandrovskaja 168 L. Santifaller 183 H. Saradi 246, 263, 264 F. Scheidweiler 1 G. Schlumberger 74, 81, 156, 157, 158 E. Schwartz 28, 29, 30 W. Seibt 75, 77, 80, 123, 167, 168, 289 K. M. Setton 182, 183, 189, 193, 194, 197 Β. Sinogowitz 197 Cl. Sode 169 A. Solovjev 86, 175, 201, 236, 266 R. Souarn 51 P. Speck 216 J. M. Spieser 2, 4, 17, 19, 93, 185, 198, 285, 286, 287, 291, 293 Chr. Stavrakos 290 E. Stein 19, 166 F. Streichhan 20, 23 N. Svoronos 251 Th. L. F. Tafel 9, 47, 66, 116, 121, 125, 127, 128, 129, 133, 134, 135, 141, 142, 144, 147, 154, 155, 159, 161, 163, 164, 186, 210 O. Tafrali 2, 5, 8, 9, 25, 26, 35, 36, 37, 39, 47, 65, 93, 116, 125, 133, 154, 201, 211, 216, 219, 285, 286, 287, 289, 290 A. Thiel 29 V. Tiftixoglu 252 F. Tinnefeld 2 J. Touratsoglou 75 D. Tsougarakis 74 S. Vailhé 21, 23, 24, 25, 26, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37

418 336 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου A. Α. Vasiliev 31 M. Vasmer 135, 138, 146 A. Veglery 73, 116 J. Verpeaux 290 M. Vickers 2, 19, 243 Ch. van de Vorst 285 S. Vryonis 12 C. Walter 4, 101, 198 A.-K. Wassiliou 75 M. B. Wellas 183, 186 L. G. Westerink 78, 286 J. R. Wiseman 113 R. L. Wolff 73, 123, 125, 180, 182, 184, 185, 186, 187, 188, 189, 192, 193, 194 E. Zachariadou 203 G. Zacos 73, 82, 116, 131, 288 M.-L. Zarnitz 77, 80, 123, 289 J. Zeiller 21, 23, 24, 26, 35, 36 M. Živojinović 149, 267 V. N. Zlatarsky 203 N. Županić 138 Ά. Αβραμέα 82, 138, 145, 153, 167, 289 A. Α. Αγγελόπουλος 3, 6, 7, 9, 10, 12, 19, 20, 21, 23, 24, 25, 26, 35, 36, 37, 47, 116, 122, 124, 125, 130, 133, 141, 153, 154, 158, 162, 205, 210, 211, 212, 215, 218, 220, 224 Δ. Αγορίτσας 113, 116, 175 Φ. Αθανασίου 17 Αθηναγόρας Παραμυθίας 59, 84, 153 Α. Αλεξούδης 58 Α. Αλιβιζάτος 57 Κ. Άμαντος 138, 181 Π. Ν. Αναγνωστόπουλος 145 Ι. Ε. Αναστασίου 3, 7, 8, 23, 25, 32, 37, 47, 65, 66, 96, 288 Άνθιμος Αμασείας 8 Δ. Γ. Αποστολόπουλος 218, 288 Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά 212 Β. Ατέσης 8, 121, 131, 132, 173 Κ. Α. Βαβούσκος 7, 21 Α. Βακαλόπουλος 2, 3, 12, 81, 92, 104, 107, 108, 144, 152, 153, 162, 204, 223, 224 Βαρνάβας Κίτρους 129 Ν. Βέης 295 Ε. Βέη-Σεφερλή 197, 291 Ι. Βελανιδιώτης 95 Γ. Βελένης 2, 121, 139, 212, 293 Π. Βλαχάκος 5, 121, 145, 146, 147 Π. Λ. Βοκοτόπουλος 2 Σ. Βρυώνης 59, 64, 65, 229 Γ. Γαλίτης 3 Μ. Ι. Γεδεών 70, 93, 108, 133 Α. Γερομιχαλός 7, 19, 21, 23, 26, 31, 40, 94 Θ. Γιάγκος 212 Α. Ε. Γκουτζιουκώστας 220, 221, 253, 254, 263 Α. Γλαβίνας 121, 125, 141, 142, 143, 147, 148, 150, 151, 161, 175, 199, 205, 225 Γ. Γούναρης 2 Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου 135, 136, 166, 167, 168, 169, 170, 171, 172 Ι. Κ. Γρηγορόπουλος 110 Τ. Α. Γριτσόπουλος 131, 132, 142, 153, 158 Ν. Δελιαλής 138, 139, 140, 205 Μ. Δένδιας 169, 170

419 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου 337 Μ.. Δήμιτσας 121, 127, 131, 141, 145, 160, 162 Ι. Δ. Δημόπουλος 121, 139, 140, 141, 195 Δ. Ευγενίδου 138, 139 Σ. Ευστρατιάδης 71, 72, 257, 285 Δ. Ζαγκλής 141, 142 Δ. Α. Ζακυθηνός 134, 138, 154, 155, 167, 168, 169, 170, 179 Ν. Γ. Ζαχαρόπουλος 57, 65, 114, 186, 189, 216 Ι. Ζηζιούλας 209, 210, 215, 219 Θ. Ν. Ζήσης 5, 294, 295 Μ. Ζιβογίνοβιτς 185 Γ. Ι. Θεοχαρίδης 17, 18, 19, 21, 23, 24, 25, 26, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 86, 92, 100, 129, 135, 143, 146, 150, 159, 162, 163, 165, 169, 171, 174, 175, 176, 185, 213, 214, 221, 237, 240, 258, 292, 294 Κ. Θεοχαρίδου 212 Ιεζεκιήλ Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων 153 Α. Καϊάφα 17 Ε. Καλτσογιάννη 1, 2, 3, 4, 5, 6 Α. Κάνουρας 131 Φ. Καραγιάννη 39, 130, 133, 139, 212, 213 Ι. Καραγιαννόπουλος 18, 19, 33, 34, 37, 38, 39, 40, 116, 146, 147, 154, 165, 166, 167, 168, 170, 171, 173, 179, 180, 181, 267, 271, 290 Α. Καραθανάσης 65, 130, 137, 209, 210, 211, 216, 219 Μ. Καραμπέρη 17 Κ. Κατερέλος 140, 182, 196, 197 Β. Κατσαρός 2, 12, 120, 121, 126, 130, 144, 145, 146, 147, 179, 186, 190, 205, 230, 253 Μ. Κατσαροπούλου 198 Π. Κατσώνη 70, 223 Σ. Κίσσας 74, 80, 212, 235, 288, 289 Γ. Ι. Κονιδάρης 7, 8, 11, 19, 21, 23, 26, 32, 36, 37, 38, 39, 40, 45, 46, 55, 57, 65, 66, 70, 73, 74, 77, 79, 88, 90, 94, 95, 114, 117, 118, 120, 129, 154, 155, 156, 173, 177, 178, 183, 192, 286, 287 Ι. Μ. Κονιδάρης 267 Σ. Κοντογιάννης 131 Α. Κοντογιαννοπούλου 168, 169, 171, 176, 292 Θ. Κορρές 4, 216, 217, 285 Ν. Κοσμάς 163 Σ. Κοτζάμπαση 1, 2, 3, 4, 5, 6 Ι. Κοτσώνης 57 Φ. Ι. Κουκουλές 291 Ε Κουντούρα-Γαλάκη 37, 44, 45, 46, 114 Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου 213 Χ. Κρικώνης 294 Χ. Κυριαζόπουλος 166, 167, 168, 169 Σ. Π. Κυριακίδης 19, 154, 155, 156, 165, 166, 167, 168, 177, 178 Ε. Κυριακούδης 2 Κ. Π. Κύρρης 294 Α. Κωνσταντακοπούλου 3, 4, 7, 17, 18, 19, 21, 22, 24, 25, 26, 29, 31, 32, 33, 34, 36, 37, 40, 113, 114, 115, 129, 131, 132, 135, 142, 148, 165, 172, 174, 209 Ε. Κωνσταντινίδης 129, 131

420 338 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Κ. Ν. Κωνσταντινίδης 239, 253, 257, 262, 292 Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου-Στεργιάδου 19, 20, 21, 24, 25, 33, 35, 177, 178, 179, 180 Κ. Μ. Κωνσταντόπουλος 234, 288 Κ. Π. Κωτσιόπουλος 103 Α. Λαΐου 1 Σ. Λάμπρος 295 Β. Λαούρδας 2, 235, 295 Β. Α. Λεονταρίτου 40, 84, 229, 230, 231, 232, 233, 234, 235, 236, 237, 238, 240, 243, 244, 246, 247, 255, 256, 257, 258, 259, 262, 263 Ι. Γ. Λεοντιάδης 77, 80, 231, 234, 235, 267, 288, 289 Σ. Ν. Λιάκος 134, 135, 146, 147, 150 Αικ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα 74, 152, 153, 287, 293 Χ. Ι. Μακαρόνας 114 Β. Μάλαμα 17 Φ. Μαλιγκούδης 134, 135, 137, 138, 146 Μ. Ε. Μαλούτας 122, 138, 139, 177, 195 Σ. Μαμαλούκος 145 Κ. Α. Μανάφης 185 Τ. Μανιάτη-Κοκκίνη 198 Θ. Σ. Μαντοπούλου 92 Ε. Μαρκή 127, 128, 129, 152, 212, 213 Π. Μενεβίσογλου 77, 79, 134 Α. Μέντζος 4, 17, 92, 115, 129, 130, 212 Γ. Δ. Μεταλληνός 95 Μ. Μίζα 17 Ν. Μίλας 87, 218 Δ. Μισίου 114, 127, 128, 129, 130, 135 Ν. Μουτσόπουλος 114, 147, 150, 151, 161 Χ. Μπακιρτζής 2, 4 Κ. Γ. Μπόνης 291 Π. Ι. Μπούμης 216, 218 Α. Χ. Μπούτουρας 94, 95 Β. Μυστακίδης 8 Β. Νεράντζη-Βαρμάζη 2, 4, 5, 19, 70, 145, 164, 170, 204, 260, 262, 263 Α. Νικολοπούλου 8 Σ. Νταγιούκλας 9, 58, 65, 116, 201, 206, 219, 292, 293 Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου 113, 134, 135, 146, 147, 204, 286 Α. Ξυγγόπουλος 4, 138, 139, 140, 195, 213 Ν. Οικονομίδης 46, 134, 156, 157, 167, 198, 200 Χ. Οικονόμου 3 Θ. Παζαράς 143, 164 Δ. Παντερμαλής 129 Π. Ν. Παπαγεωργίου 83, 92, 93, 157, 158 Ε. Παπαγιάννη 5, 21, 141, 213, 220, 229, 230, 233, 243, 244, 245, 248, 250, 258, 260, 262, 289 Δ. Κ. Παπαδάτου 220, 221 Ν. Δ. Παπαδημητρίου 12, 120, 121, 126, 152, 153, 154, 162, 184, 187, 188, 190, 205, 224 Α. Παπαδόπουλος 4, 5, 7, 294 Χ. Παπαδόπουλος 7, 19, 21, 23, 25, 26, 29, 30, 31, 35, 36, 37, 40, 77, 93, 94, 118, 185, 186, 209 Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς 8, 91,

421 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου , 142, 257, 262 Ά. Παπάζογλου 224 Θ. Ν. Παπαζώτος 55, 89, 121, 128, 129, 130, 132, 133, 137, 144, 153, 181, 196, 204, 213 Α. Παπαθανασίου 138, 177, 204 Δ. Παπαχρυσάνθου 149, 169, 201, 202, 203, 288 Ηλ. Παρασκευοπούλου 1, 2, 3, 4, 5, 6 Σ. Α. Πασχαλίδης 286, 287 Χ. Πατρινέλης 147, 148, 149 Κ. Παυλίδης 8 Β. Πέννα 116 Ι. Πηλιλής 84, 216, 231, 232, 233, 234, 236, 237, 250 Κ. Γ. Πιτσάκης 59, 64, 76, 78, 102, 103, 105, 106, 123, 124, 226, 227, 259, 288, 290, 294 Ε. Πουλάκη-Παντερμαλή 145 Γ. Α. Πουλής 20, 21, 23, 35, 36, 40, 57, 165, 209, 210, 211, 215, 216 Κ. Μ. Ράλλης 64, 79, 85, 87, 161, 210, 215, 237, 244 Αικ. Ρεβάνογλου 33, 79 Θ. Ριζάκης 139 Π. Ροδόπουλος 10, 20, 37, 55, 57, 65, 66, 209, 210, 211, 215, 223, 224 Α. Γ. Κ. Σαββίδης 8 Μ. Σαραντίδου 17 Α. Σέμογλου 130 Κ. Σιαμπανόπουλος 139 Α. Σινάκος 114 Ε. Α. Σκουβαράς 151 Γ. Σούλης 201 Π. Γ. Στάμος 141, 142, 186, 190 Β. Θ. Σταυρίδης 122, 124, 130, 209, 210, 211, 212, 215, 218, 219 Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 19, 37, 47, 81, 82, 83, 86, 87, 91, 92, 96, 101, 115, 117, 119, 125, 134, 135, 136, 140, 141, 142, 145, 146, 147, 149, 151, 163, 165, 166, 167, 168, 169, 170, 172, 178, 179, 180, 181, 182, 184, 185, 189, 191, 192, 193, 194, 195, 196, 197, 198, 202, 203, 212, 213, 214, 229, 230, 231, 232, 233, 234, 235, 236, 243, 250, 256, 260, 262, 267, 269, 285, 287, 288, 289, 291 Β Στεφανίδης 84, 88, 89, 90, 92, 95, 96, 97, 102 Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου 17, 130 Γ. Α. Στογιόγλου 118, 125, 126, 184, 185, 186, 189, 196 Ι. Συκουτρής 97, 285, 286, 292 Ι. Σωτηριάδης 127, 128, 205 Γ. και Μ. Σωτηρίου 4 Σ. Σωτηροπούλου 152 Λ. Σωφρόνιος 12 Ι. Γ. Τζανής 166, 178, 179 Χ. Σ. Τζώγας 7, 8, 21, 23, 26, 33, 36, 37, 45, 46, 47, 55, 65, 95, 125, 186 Σ. Τζωρτζακάκη-Τζαρίδου 26 Μ. Α. Τιβέριος 17 Β. Γ. Τουλίκας 121, 145, 146, 147 Γ. Τουράτζολου 139 Γ. Τριανταφυλλίδης 65, 130, 137, 209, 210, 211, 216, 219 Σ. Ν. Τρωιάνος 20, 21, 23, 33, 35, 36, 40, 57, 68, 72, 130, 131, 165, 209, 210, 211, 215, 216, 218, 220, 221, 225, 290

422 340 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Δ. Γ. Τσάμης 2 Γ. Τσάρας 135, 146, 147, 213 Ε. Τσιγαρίδας 74, 287, 293 Α. Τσιλιπάκος 138, 139 Κ. Ν. Τσιρπανλής 295 Ν. Β. Τωμαδάκης 38, 73, 77, 286 Β. Ι. Φειδάς 7, 8, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 30, 31, 32, 35, 46, 47, 53, 55, 65, 66, 73, 114, 116, 118, 119, 121, 125, 173, 177, 178, 184, 188, 198, 201, 209, 210 Ι. Μ. Φουντούλης 116, 122, 124, 130, 131, 211, 212, 224, 231, 232, 233, 235, 236, 237, 249 Ε. Χατζηαντωνίου 58, 59, 60, 63, 64, 65, 68, 69, 71, 230, 231, 232, 233, 234, 235, 236, 237, 239, 241, 245, 246, 248, 251, 254, 257, 258, 259, 260, 261, 262, 263, 264 Μ. Χατζηγιακουμής 245 Λ. Ι. Χατζηλαζαρίδης 138, 139 Γ. Χ. Χιονίδης 19, 121, 122, 131, 132, 133, 134, 135, 136, 144, 174, 177, 178, 181, 186, 190 Π. Κ. Χρήστου 213, 294 Ε. Χριστοδουλίδου 17 Α. Χριστοφιλόπουλος 220, 225 Αικ. Χριστοφιλοπούλου 19, 33, 37, 138, 146, 165, 166, 219, 253 Β. Χ. Χριστοφορίδης 71, 216, 295 Χρύσανθος Ιεροσολύμων 106 Ε. Χρυσός 33, 217, 285

423 Χ Α Ρ Τ Ε Σ

424

425 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 343

426 344 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου

427 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 345

428 346 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου

429 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 347

430 348 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου

431 Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης 349

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ 1 ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Το 1999 αποφοίτησα από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. με ειδίκευση στην Ιστορία και βαθμό 9,14 (Άριστα).

Διαβάστε περισσότερα

Ειδίκευση: Βυζαντινή Ιστορία

Ειδίκευση: Βυζαντινή Ιστορία Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Βυζαντινός κόσμος: Ιστορία και Αρχαιολογία Ειδίκευση: Βυζαντινή Ιστορία Εξεταστέα Ύλη Ύλη Γραπτών Εξετάσεων Για τις γραπτές

Διαβάστε περισσότερα

ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΑΝΔΡΙΑΝΤΕΣ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΛΕΜΜΥΔΗΣ, ΜΑΝΟΥΗΛ Β' ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ.

ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΑΝΔΡΙΑΝΤΕΣ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΛΕΜΜΥΔΗΣ, ΜΑΝΟΥΗΛ Β' ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ. I ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΜΑΡΙΑ ΕΛΕΥΘ. ΜΕΔΕΝΤΖΙΔΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΑΝΔΡΙΑΝΤΕΣ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΛΕΜΜΥΔΗΣ, ΜΑΝΟΥΗΛ Β' ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ. Μεταπτυχιακή Εργασία που

Διαβάστε περισσότερα

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΝ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1. Ἡ Καινή Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 2010. 2. Ἱερός Ναός ἁγίου Γεωργίου (Ροτόντα), Κατάθεση μαρτυρία, Θεσσαλονίκη

Διαβάστε περισσότερα

Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης.

Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Οι Άγιοι της. Ενότητα 5: Άγιοι Αρχιεπίσκοποι της Συµεών Πασχαλίδης Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης

Διαβάστε περισσότερα

Kalogirou, Dimitra. Neapolis University

Kalogirou, Dimitra. Neapolis University Neapolis University HEPHAESTUS Repository School of Health Sciences http://hephaestus.nup.ac.cy Master Degree Thesis 2015 þÿÿ¹ º ¹½É½¹º Â Ä ¾µ¹Â Äɽ þÿãä ÃŽ ÀĹº º±¹ ÃÄ ½ ɱ½ Kalogirou, Dimitra þÿ Á̳Á±¼¼±

Διαβάστε περισσότερα

Η ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΦΩΚΑ (961)

Η ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΦΩΚΑ (961) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Η ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΠΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 9 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... 17 ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 19. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Αντικείμενο και πλαίσιο της εργασίας...

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 9 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... 17 ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 19. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Αντικείμενο και πλαίσιο της εργασίας... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 9 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... 17 ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 19 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Αντικείμενο και πλαίσιο της εργασίας... 27 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΓΕΩΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Βυζαντινές Σπουδές- Instrumenta Studiorum

Βυζαντινές Σπουδές- Instrumenta Studiorum Βυζαντινές Σπουδές- Instrumenta Studiorum Εκδόσεις κειμένων 1. Corpus Byzantinae Historiae, τόμοι 41 (μεταξύ των ετών1648 και 1711) και ο 42ος το 1819. Γνωστό ως Corpus των Παρισίων ή ως Βυζαντίς του Λούβρου.

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Διεύθυνση αλληλογραφίας: Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας/Φιλοσοφική Σχολή/ Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων/ Τ.Κ. 45110.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Διεύθυνση αλληλογραφίας: Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας/Φιλοσοφική Σχολή/ Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων/ Τ.Κ. 45110. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Ονοματεπώνυμο: Αγγελική Παναγοπούλου Πατρώνυμο: Γεώργιος Τόπος γέννησης: Αθήνα Οικογενειακή κατάσταση: Άγαμη Θέση: Λέκτορας Γνωστικό Αντικείμενο: Βυζαντινή Ιστορία Διεύθυνση αλληλογραφίας:

Διαβάστε περισσότερα

Μητρ. Βελγίου: «Αναμένοντες τον Πατριάρχη του Γένους»

Μητρ. Βελγίου: «Αναμένοντες τον Πατριάρχη του Γένους» 27/09/2019 Μητρ. Βελγίου: «Αναμένοντες τον Πατριάρχη Γένους» Οικουμενικό Πατριαρχείο / Μητροπόλεις Οικουμενικού Θρόνου Το έτος 2019, με συμπλήρωση πενήντα ετών από ίδρυση Ιεράς Μητροπόλεως Βελγίου, Εξαρχίας

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΘ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ Μαΐου 2008 ΚΗ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ. (Μέρος Β ) Μαΐου 2007

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΘ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ Μαΐου 2008 ΚΗ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ. (Μέρος Β ) Μαΐου 2007 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΘ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ 16-18 Μαΐου 2008 & ΚΗ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ (Μέρος Β ) 25-27 Μαΐου 2007 Π ρ α κ τ ι κ ά ς) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009 Ο ΤΟΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΤΩΝ ΚΘ

Διαβάστε περισσότερα

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ 843-1054

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ 843-1054 ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ 843-1054 Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ 843-1054 867 886 912 913

Διαβάστε περισσότερα

Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης.

Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Οι Άγιοι της. Ενότητα 1: Θεσσαλονίκη: Ιστορικά και Πολιτισµικά Χαρακτηριστικά Συµεών Πασχαλίδης Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό

Διαβάστε περισσότερα

ΠANEΠIΣTHMIO AΘHNΩN ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ METAΠTYXIAKO ΣEMINAPIO «NIKOΣ OIKONOMIΔHΣ» Πρόγραμμα έτους

ΠANEΠIΣTHMIO AΘHNΩN ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ METAΠTYXIAKO ΣEMINAPIO «NIKOΣ OIKONOMIΔHΣ» Πρόγραμμα έτους ΠANEΠIΣTHMIO AΘHNΩN ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ METAΠTYXIAKO ΣEMINAPIO «NIKOΣ OIKONOMIΔHΣ» Πρόγραμμα έτους 2005 2006 ΣΤΗ ΒΙΘΥΝΙΑ ΜΕ ΤΟ «ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΡΟΜΩΝΙΟΝ» ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΥ Κτήριο

Διαβάστε περισσότερα

Τμήμα Θεολογίας. Αννα Κόλτσιου Νικήτα Αναπλ. Καθηγήτρια

Τμήμα Θεολογίας. Αννα Κόλτσιου Νικήτα Αναπλ. Καθηγήτρια Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. Αννα Κόλτσιου Νικήτα Αναπλ. Καθηγήτρια ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Α. ΤΟΜΕΙΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Το Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ ΧΗΜΕΙΑ 1 Ο ΚΕΦ Β ΛΥΚΕΙΟΥ

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ ΧΗΜΕΙΑ 1 Ο ΚΕΦ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ ΧΗΜΕΙΑ 1 Ο ΚΕΦ Β ΛΥΚΕΙΟΥ 1. Να αναφέρετε ποιες από τις επόμενες ενώσεις θεωρούνται οργανικές και ποιες ανόργανες. α) Κ 2 CO 3, β) CH 4, γ) CH 2 CH 2, δ) H 2 O 2. Να γράψετε τους

Διαβάστε περισσότερα

Θεοχαρίδης (1981). Μια εξαφανίσθεισα σημαντική Μονή της Θεσσαλονίκης: η Μονή Φιλοκάλλη. Μακεδονικά, 21, 319-350.

Θεοχαρίδης (1981). Μια εξαφανίσθεισα σημαντική Μονή της Θεσσαλονίκης: η Μονή Φιλοκάλλη. Μακεδονικά, 21, 319-350. Μακεδονικά Τομ. 21, 1981 Μια εξαφανίσθεισα σημαντική Μονή της Θεσσαλονίκης: η Μονή Φιλοκάλλη Θεοχαρίδης Γ. 10.12681/makedonika.439 Copyright 1981 Γ. Ι. Θεοχαρίδης To cite this article: Θεοχαρίδης (1981).

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 10 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 10 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Διάλεξη 10 η Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής ΑΠΘ Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ ΜΕ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Α.Π.Θ. (ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ 2010 ΕΩΣ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ 2012)

ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ ΜΕ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Α.Π.Θ. (ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ 2010 ΕΩΣ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ 2012) ΑΝΝΑ ΚΟΛΤΣΙΟΥ-ΝΙΚΗΤΑ ΑΝΑΠΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ Α.Π.Θ. ΝΙΚΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΝΑΠΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ Α.Π.Θ. ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ ΜΕ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Α.Π.Θ. (ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ 2010 ΕΩΣ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ 2012)

Διαβάστε περισσότερα

ΜΗΤΡΩΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ KAI ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΟΥ ΑΠΘ

ΜΗΤΡΩΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ KAI ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΟΥ ΑΠΘ ΜΗΤΡΩΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ KAI ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΟΥ ΑΠΘ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΘΕΩΡΙΑ ΧΩΡΟΥ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ Α/ Α 1. ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΜΕΛΗ ΑΠΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟ TA REGESTES ΣΤΙΣ ΕΠΙΤΟΜΕΣ

ΑΠΟ TA REGESTES ΣΤΙΣ ΕΠΙΤΟΜΕΣ ΜΑΧΗ ΠΑΪΖΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΤΛΟΤ ΑΠΟ TA REGESTES ΣΤΙΣ ΕΠΙΤΟΜΕΣ Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ Οι βυζαντινολόγοι έχουν φροντίσει να παρασκευάσουν χρηστικά ((εργαλεία)) για

Διαβάστε περισσότερα

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΩΝ ΧΡΥΣΟΥΦΑΝΤΩΝ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΚΕΝΤΗΤΩΝ ΜΕΤΑΞΩΤΩΝ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ1

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΩΝ ΧΡΥΣΟΥΦΑΝΤΩΝ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΚΕΝΤΗΤΩΝ ΜΕΤΑΞΩΤΩΝ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ1 ΕΛΕΝΗ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ - ΚΑΡΑΜΠΙΝΑ Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΩΝ ΧΡΥΣΟΥΦΑΝΤΩΝ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΚΕΝΤΗΤΩΝ ΜΕΤΑΞΩΤΩΝ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ1 Στην αείμνηστη δασκάλα μου Μ α ρ ία Σ. Θ εοχά ρη Η μελέτη των μεσαιωνικών υφασμάτων και ανάμεσα

Διαβάστε περισσότερα

III IV V VI VII VIII IX IX X XI XII XIII XIV XVI XIX XIX XX XXII XXIII

III IV V VI VII VIII IX IX X XI XII XIII XIV XVI XIX XIX XX XXII XXIII .. 1 ( - ). -..... - 2 (- ) ). (...).... - ). (...)... -.... 3. I III IV V VI VII VIII IX IX X XI XII XIII XIV XVI XIX XIX XX XXII XXIII I 1. XXIII 2. XXV 3. XXVI 4. XXVII 5. XXIX (...) 1-83 85-89 91-95

Διαβάστε περισσότερα

Ευγενία Δρακοπούλου. Διευθύντρια Ερευνών Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών

Ευγενία Δρακοπούλου. Διευθύντρια Ερευνών Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών Ευγενία Δρακοπούλου Διευθύντρια Ερευνών Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών Τηλ. +302107273570 Fax: +302107246212 E-mail: egidrak@eie.gr Website: http://eie.academia.edu/eugeniadrakopoulou http://www.eie.gr/nhrf/institutes/inr/cvs/cv-drakopoulou-gr.html

Διαβάστε περισσότερα

Φάροι της Ορθοδοξίας η Αγκάραθος και τα ιστορικά Μοναστήρια της Κρήτης

Φάροι της Ορθοδοξίας η Αγκάραθος και τα ιστορικά Μοναστήρια της Κρήτης 12/10/2019 Φάροι της Ορθοδοξίας η Αγκάραθος και τα ιστορικά Μοναστήρια της Κρήτης Οικουμενικό Πατριαρχείο / Αρχιεπισκοπή Κρήτης Στην ιστορικότητα της Μονής Αγκαράθου και άλλων ιστορικών Μοναστηριών της

Διαβάστε περισσότερα

Κωνσταντίνος Ακροπολίτης

Κωνσταντίνος Ακροπολίτης Για παραπομπή : Μπάνεβ Γκέντσο,, 2003, Περίληψη : Λόγιος, συγγραφέας και αξιωματούχος ο ήταν γιος του Γεωργίου Ακροπολίτη. Επί Ανδρονίκου Β Παλαιολόγου (1282-1343) διετέλεσε λογοθέτης του γενικού και μέγας

Διαβάστε περισσότερα

ΚΒ ΠΑΥΛΕΙΑ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ 2400 έτη από τη γέννηση του Αριστοτέλη

ΚΒ ΠΑΥΛΕΙΑ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ 2400 έτη από τη γέννηση του Αριστοτέλη ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΒΕΡΟΙΑΣ ΝΑΟΥΣΗΣ & ΚΑΜΠΑΝΙΑΣ ΚΒ ΠΑΥΛΕΙΑ Ιούνιος 2016 ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ 2400 έτη από τη γέννηση του Αριστοτέλη ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ Σάββατο 28 Μαΐου Κυριακή 29 Μαΐου Μέγας Αρχιερατικός

Διαβάστε περισσότερα

School of History and Archaeology. Department of Ancient Greek, Roman, Byzantine and Medieval History. Head of Department: Professor P.

School of History and Archaeology. Department of Ancient Greek, Roman, Byzantine and Medieval History. Head of Department: Professor P. School of History and Archaeology Department of Ancient Greek, Roman, Byzantine and Medieval History Head of Department: Professor P. Nigdelis Teaching Staff Καθηγητής Παντελής Νίγδελης, της Αρχαίας Ιστορίας

Διαβάστε περισσότερα

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ Ενότητα 2-Δ Α1-2: Υστεροβυζαντινοί θεολόγοι Αναστάσιος Γ. Μαράς, Δρ Θ. Πρόγραμμα Ιερατικών Σπουδών Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΤΗΝ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΤΗΝ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΚΕΝΤΡΟ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΔΙΚΤΥΟ ΚΕΙΜΕΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. 1. Θέματα Ερμηνείας και Θεολογίας των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου. 2. Πατερική Ερμηνευτική.

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. 1. Θέματα Ερμηνείας και Θεολογίας των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου. 2. Πατερική Ερμηνευτική. ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ECTS ECTS 1. Mεθοδολογία και κριτική του κειμένου της Καινής Διαθήκης. 2. Ζητήματα Ερμηνείας και Ερμηνευτικής της Καινής

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Λογοτεχνία. Επιλογή Βιβλιογραφίας Μαρίνα Λουκάκη Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Φιλολογίας Τομέας Βυζαντινής Φιλολογίας και Λαογραφίας

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Λογοτεχνία. Επιλογή Βιβλιογραφίας Μαρίνα Λουκάκη Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Φιλολογίας Τομέας Βυζαντινής Φιλολογίας και Λαογραφίας Εισαγωγή στη Βυζαντινή Λογοτεχνία Επιλογή Βιβλιογραφίας Μαρίνα Λουκάκη Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Φιλολογίας Τομέας Βυζαντινής Φιλολογίας και Λαογραφίας Ο κόσμος του Βυζαντίου G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού

Διαβάστε περισσότερα

Εγκαίνια έκθεσης 23.10.2013, 13.00 Διάρκεια Έκθεσης 19.10.2013 19.1.2014

Εγκαίνια έκθεσης 23.10.2013, 13.00 Διάρκεια Έκθεσης 19.10.2013 19.1.2014 Εγκαίνια έκθεσης 23.10.2013, 13.00 Διάρκεια Έκθεσης 19.10.2013 19.1.2014 Επιμέλεια έκθεσης Αγαθονίκη Τσιλιπάκου, Νίκος Μπονόβας Mε την περιοδική έκθεση «Η τιμή του αγίου Μάμαντος στη Μεσόγειο: Ένας ακρίτας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΗΜΕΡΙΔΩΝ ΜΝΗΜΗ 1912-2012

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΗΜΕΡΙΔΩΝ ΜΝΗΜΗ 1912-2012 ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΟΥ & ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΡΙΠΕΙΟΝ ΜΕΛΑΘΡΟΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΗΜΕΡΙΔΩΝ ΜΝΗΜΗ 1912-2012 «ΕΚΚΛΗΣΙΑ - ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΕΛΛΑΔΑ: ΤΡΕΙΣ ΤΑΥΤΟΣΗΜΟΙ ΑΙΩΝΙΑΙ ΑΞΙΑΙ ΚΑΙ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ»

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΝ ΙΔΡΥΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΝ ΙΔΡΥΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΙΕΡΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΜΟΝΗ ΒΛΑΤΑΔΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΝ ΙΔΡΥΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΠΕΤΕΙΑΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΙΩΒΗΛΑΙΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΝ ΙΔΡΥΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ 50 XΡONIA

Διαβάστε περισσότερα

Πρόγραμμα ΚΕ Παυλείων-Αργυρούν Ιωβηλαίον

Πρόγραμμα ΚΕ Παυλείων-Αργυρούν Ιωβηλαίον 27 Μαΐου 2019 Πρόγραμμα ΚΕ Παυλείων-Αργυρούν Ιωβηλαίον Πολιτισμός / Εκδηλώσεις ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ Δευτέρα 27 Μαΐου Παρασκευή 31 Μαΐου Ιατρική Εβδομάδα αφιερωμένη στον Άγιο Λουκά τον Ιατρό Τρίτη 28 Μαΐου,

Διαβάστε περισσότερα

Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. LOGO

Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. LOGO Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. LOGO Γιατί να επιλέξω το Τμήμα Θεολογίας; Τι σπουδές θα κάνω; Θα βρω μετά δουλειά; Προβληματική Προοπτικές Το Τμήμα Θεολογίας αποτελεί, μαζί με το Τμήμα Κοινωνικής και Ποιμαντικής

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Λ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ Μαΐου Π ρ α κ τ ι κ ά ς)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Λ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ Μαΐου Π ρ α κ τ ι κ ά ς) ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Λ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ 29-31 Μαΐου 2009 Π ρ α κ τ ι κ ά ς) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010 Ο ΤΟΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΤΟΥ Λ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΥΠΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

Αγιολογία - Εορτολογία

Αγιολογία - Εορτολογία ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 5: Ιστορική επισκόπηση της αγιολογικής γραµµατείας: Β (8 ος -15 ος αἰώνας) Συµεών Πασχαλίδης Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

Θεοχαρίδης (1960). Δυο έγγραφα αφορώντα εις την Νέαν Μονήν Θεσσαλονίκης. Μακεδονικά, 4, 315-351.

Θεοχαρίδης (1960). Δυο έγγραφα αφορώντα εις την Νέαν Μονήν Θεσσαλονίκης. Μακεδονικά, 4, 315-351. Μακεδονικά Τομ. 4, 1960 Δυο έγγραφα αφορώντα εις την Νέαν Μονήν Θεσσαλονίκης Θεοχαρίδης Γ. 10.12681/makedonika.667 Copyright 1960 Γ. Ι. Θεοχαρίδης To cite this article: Θεοχαρίδης (1960). Δυο έγγραφα αφορώντα

Διαβάστε περισσότερα

Ελληνικές Βιβλιοθήκες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Bibliothèques grecques dans l Empire ottoman

Ελληνικές Βιβλιοθήκες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Bibliothèques grecques dans l Empire ottoman Ελληνικές Βιβλιοθήκες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία Bibliothèques grecques dans l Empire ottoman Πρόγραμμα i-stamboul (http://i-stamboul.irht.cnrs.fr/) Διεθνής Διημερίδα Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 26 &

Διαβάστε περισσότερα

ΘΑΛΕΙΑ ΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ του Σωτηρίου

ΘΑΛΕΙΑ ΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ του Σωτηρίου 1 ΘΑΛΕΙΑ ΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ του Σωτηρίου Διεύθυνση Ερμού 75, 54623, Θεσσαλονίκη Τηλ. +30 2310 99 5068, +30 2310 238167 +30 69442 e-mail: thaliamp@vis.auth.gr Ημ. & τόπος γέννησης 5 Φεβρουαρίου

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΜΗΤΡΩΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΠΘ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΟΜΙΛΗΤΙΚΗ

ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΜΗΤΡΩΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΠΘ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΟΜΙΛΗΤΙΚΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΜΗΤΡΩΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΠΘ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΟΜΙΛΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΣΥΓΚΛΗΤΟΥ 2922/12-2-2016 Α. ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΜΕΛΗ ΑΠΟ ΤΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ

ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Θέμα: «ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ». Φοιτητές:

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 3 o ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ Σ.Χ. ΕΤΟΣ 2011-2012 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΓΕΙΤΟΝΕΣ ΜΑΣ» ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Εργασία της μαθήτριας:

Διαβάστε περισσότερα

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων. Ενότητα 2: Η Πατρολογία και οι

Διαβάστε περισσότερα

Η Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της Kλάσης Δυτική Εξαρχία:

Η Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της Kλάσης Δυτική Εξαρχία: Aνακοίνωση Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Kλάσης - Δυτική Εξαρχία, είναι μια τοπική παραδοσιακή Ορθόδοξη Εκκλησία που συνεχίζει την προ-σχισματική (1054) Πίστη και Πρακτική της πρώιμης Δυτικής Εκκλησίας. Με αυτόν

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ Βαλκανικά σύμμεικτα ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ Υπεύθυνος: Μέλη: Καθ. Παρασκευή Νάσκου Περράκη Καθ. Φώτιος Σιώκης Καθ. Κυριάκος Κεντρωτής Λέκτ. Ελευθερία

Διαβάστε περισσότερα

Μάθημα. 1 Υ101 1.Εισαγωγή και Κριτική του κειμένου της Κ.Δ. (101Υ) Ο βαθμός μεταφέρεται αυτούσιος 103Υ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Μάθημα. 1 Υ101 1.Εισαγωγή και Κριτική του κειμένου της Κ.Δ. (101Υ) Ο βαθμός μεταφέρεται αυτούσιος 103Υ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ Ένταξη φοιτητών στο νέο πρόγραμμα σπουδών. Όσοι φοιτητές έχουν εισαχθεί από το ακαδημαϊκό έτος 2010-2011 και πριν και δεν έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους μέχρι τον Σεπτέμβριο 2016, θα ενταχθούν στο

Διαβάστε περισσότερα

Γραφείο Καθηγητή κ. Μ. Κωνσταντίνου. Δε Κ. Σ. 3 Ι. Μούρτζιος. Καθηγητή κ. Ι. Μούρτζιου. Κ. Σ. Κ. Σ. Κ. Σ. 3 Χ. Ατµατζίδης

Γραφείο Καθηγητή κ. Μ. Κωνσταντίνου. Δε Κ. Σ. 3 Ι. Μούρτζιος. Καθηγητή κ. Ι. Μούρτζιου. Κ. Σ. Κ. Σ. Κ. Σ. 3 Χ. Ατµατζίδης ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΘ ΩΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ Β ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΠΜΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2016-2017 (Αριθµ. Σελ.: 6) ΕΝΑΡΞΗ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ: ΔΕΥΤΕΡΑ 13.02.2017 ΛΗΞΗ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ: ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 26.05.2017 Κωδικός

Διαβάστε περισσότερα

Πατέρες και Οικουµενικοί Διδάσκαλοι. Πατρολογία Ι (Υ102) Διδάσκων: Συμεών Πασχαλίδης

Πατέρες και Οικουµενικοί Διδάσκαλοι. Πατρολογία Ι (Υ102) Διδάσκων: Συμεών Πασχαλίδης Πατέρες και Οικουµενικοί Διδάσκαλοι ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΣΥΜΕΩΝ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ Πατρολογία Ι (Υ102) Διδάσκων: Συμεών Πασχαλίδης 1 ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΣΥΜΕΩΝ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ Οι Πατέρες των πρώτων αιώνων Ποιοι ονοµάζονταν

Διαβάστε περισσότερα

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Η

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Η ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ : ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ 2017-18 Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Η Το Πρόγραμμα

Διαβάστε περισσότερα

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Πρόεδρος: Αντιπρόεδρος: Γεν. Γραμματέας: Ταμίας: Μέλη: ΑΛΚΜΗΝΗ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ-ΖΑΦΡΑΚΑ

Διαβάστε περισσότερα

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Ἱστορίης Ἐπίσκεψις Μάθημα: Βυζαντινή Ιστορία ιδάσκουσα: Ειρήνη Χρήστου Ειρήνη Χρήστου Βυζαντινή Ιστορία Ειρήνη

Διαβάστε περισσότερα

Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. LOGO

Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. LOGO Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. LOGO Γιατί να επιλέξω το Τμήμα Θεολογίας; Τι σπουδές θα κάνω; Θα βρω μετά δουλειά; Προβληματική Προοπτικές Το Τμήμα Θεολογίας αποτελεί, μαζί με το Τμήμα Κοινωνικής και Ποιμαντικής

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ του Γεωργίου Χαριζάνη

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ του Γεωργίου Χαριζάνη ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ του Γεωργίου Χαριζάνη Στοιχεία ταυτότητας Επώνυμο : Χαριζάνης Όνομα : Γεώργιος Όνομα πατρός : Χρήστος Όνομα μητρός : Κυριακή Ημερ. γέννησης : 22 Νοεμβρίου 1968 Τόπος γέννησης : Όσσα

Διαβάστε περισσότερα

H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΓΙΑΤΙ ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΣXOΛEIO; ΓΙΑ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΑΣ!!! Ο Μιχαήλ Γ (842-867) ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας του Αμορίου. Όταν

Διαβάστε περισσότερα

Β ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ, ΘΕΣΜΟΙ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ. ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩι» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Β ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ, ΘΕΣΜΟΙ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ. ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩι» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ Β ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ, ΘΕΣΜΟΙ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΜΕΣΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ. «Το Περιβάλλον ως σημείο συνάντησης πολιτισμών»

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ. «Το Περιβάλλον ως σημείο συνάντησης πολιτισμών» ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ «Το Περιβάλλον ως σημείο συνάντησης πολιτισμών» `ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΗΜΕΡΙΔΑΣ «Το περιβάλλον ως σημείο συνάντησης πολιτισμών» Α ΕΝΟΤΗΤΑ: Περιβαλλοντική Εκπαίδευση - Εκπαίδευση για την Αειφορία 8.30-9.30

Διαβάστε περισσότερα

Αγιολογία - Εορτολογία

Αγιολογία - Εορτολογία ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 1: Η θέση της Αγιολογίας στη Θεολογία και τις ανθρωπιστικές επιστήµες. Συµεών Πασχαλίδης Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό

Διαβάστε περισσότερα

Εγκαίνια Παγκοσμίου Δικτύου Βυζαντινών πόλεων με υπογραφή μνημονίων συνεργασίας

Εγκαίνια Παγκοσμίου Δικτύου Βυζαντινών πόλεων με υπογραφή μνημονίων συνεργασίας 15 Ιουλίου 2019 Εγκαίνια Παγκοσμίου Δικτύου Βυζαντινών πόλεων με υπογραφή μνημονίων συνεργασίας Πολιτισμός / Εκδηλώσεις ΤΕΛΕΤΗ ΛΗΞΗΣ ΘΕΡΙΝΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Την Τετάρτη 10 Ιουλίου ολοκληρώθηκαν

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΣΧΕΔΪΩΝ ΕΕΑΓΩΓΗ 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΣΧΕΔΪΩΝ ΕΕΑΓΩΓΗ 1 XI ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ίχ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΣΧΕΔΪΩΝ χνϋ ΕΕΑΓΩΓΗ 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΣΤΟΡΪΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 5 1. Θεσσαλονίκη η ταυτότητα της πόλης 5 2. Διεθνές ιστορικό πλαίσιο 1839-1912 7 3. Θεσσαλονίκη,

Διαβάστε περισσότερα

Εξεταστέα Ύλη. Οι υποψήφιοι θα πρέπει να μελετήσουν την ιστορία της περιόδου ελεύθερα από τα προτεινόμενα βασικά εγχειρίδια:

Εξεταστέα Ύλη. Οι υποψήφιοι θα πρέπει να μελετήσουν την ιστορία της περιόδου ελεύθερα από τα προτεινόμενα βασικά εγχειρίδια: Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Ειδίκευση:Βυζαντινή Ιστορία Εξεταστέα Ύλη Ύλη Γραπτών Εξετάσεων Για τις γραπτές εξετάσεις οι υποψήφιοι θα εξεταστούν στην Ιστορία του βυζαντινού

Διαβάστε περισσότερα

Β Ι Ο - Ε Ρ Γ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965 και διαμένει στη Θεσσαλονίκη. Είναι έγγαμος με ένα παιδί. ΣΠOYΔEΣ AKAΔHMAΪKOI TITΛOI

Β Ι Ο - Ε Ρ Γ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965 και διαμένει στη Θεσσαλονίκη. Είναι έγγαμος με ένα παιδί. ΣΠOYΔEΣ AKAΔHMAΪKOI TITΛOI APIΣTOTEΛEIO ΠANEΠIΣTHMIO ΘEΣΣAΛONIKHΣ ΘEOΛOΓIKH ΣXOΛH TMHMA ΠOIMANTIKHΣ KAI KOINΩNIKHΣ ΘEOΛOΓIAΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΚΑΙΟ, ΟΡΓΑΝΩΣΗ, ΖΩΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΤΣΙΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ Ονοματεπώνυμο: Τμήμα:. Αριθμός:..

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ Ονοματεπώνυμο: Τμήμα:. Αριθμός:.. ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2016 2017 ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ: Β ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 02 /06/2017 ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 2 ΩΡΕΣ Βαθμός: Ολογράφως:.. Υπογραφή: Ονοματεπώνυμο:

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία Ενότητα 6: Ιστορικό Πλαίσιο 8ου-9ου αιώνα: Σκοτεινοί αιώνες-εικονομαχία. Θεοφάνης: Βίος και Έργο. Κιαπίδου Ειρήνη-Σοφία Τμήμα Φιλολογίας Σκοποί ενότητας Οι φοιτητές θα

Διαβάστε περισσότερα

Ελένη Παναρέτου Επίκουρη Καθηγήτρια Τομέας Γλωσσολογίας Τμήμα Φιλολογίας Πανεπιστήμιο Αθηνών. Γνωστικό αντικείμενο Γλωσσολογία: Κειμενογλωσσολογία

Ελένη Παναρέτου Επίκουρη Καθηγήτρια Τομέας Γλωσσολογίας Τμήμα Φιλολογίας Πανεπιστήμιο Αθηνών. Γνωστικό αντικείμενο Γλωσσολογία: Κειμενογλωσσολογία Ελένη Παναρέτου Επίκουρη Καθηγήτρια Τομέας Γλωσσολογίας Τμήμα Φιλολογίας Πανεπιστήμιο Αθηνών Γνωστικό αντικείμενο Γλωσσολογία: Κειμενογλωσσολογία ΑΘΗΝΑ 2009 ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Σπουδές 1976 Απολυτήριο

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΙΟΥΝΙΟΣ 2019 (Διάρκεια Εξεταστικής Περιόδου: από

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ Αθηναγόρας και Οικουμένη:

ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ Αθηναγόρας και Οικουμένη: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ Αθηναγόρας και Οικουμένη: 70 Χρόνια από την εκλογή του Πατριάρχη Αθηναγόρα στον Οικουμενικό Θρόνο και από την ίδρυση του Π.Σ.Ε. 19-20

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΕΙΟ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΕΙΟ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΕΙΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ 1. ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ 14 ΙΟΥΝΙΟΥ 1925 Ιδρύεται το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. 1942 Αρχίζει

Διαβάστε περισσότερα

Σελίδα 1 από 5 ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΘ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΈΜΦΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΛΑΤΙΝΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ Α. ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΜΕΛΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΠΘ

Σελίδα 1 από 5 ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΘ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΈΜΦΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΛΑΤΙΝΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ Α. ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΜΕΛΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΠΘ ΤΜΗΜΑ ΤΟΥ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΈΜΦΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΛΑΤΙΝΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ Α. ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΜΕΛΗ ΑΠΟ ΤΟ Α/Α Όνομα Επώνυμο Τμήμα Παν/μιο Βαθμίδα Γνωστικό αντικείμενο ΦΕΚ διορισμού 1 ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΑΝΑΚΗΣ 2 ΦΩΤΙΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη Επανάληψη Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη Ο Κωνσταντίνος Βυζάντιο 1. Αποφασίζει τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Ανατολή κοντά στο αρχαίο Βυζάντιο: νέο διοικητικό κέντρο η Κωνσταντινούπολη 2. 313

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2019 (Διάρκεια Εξεταστικής Περιόδου:

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία Ενότητα 3: Βυζαντινή Επιστολογραφία: είδη - χαρακτηριστικά. Συνέσιος ο Κυρηναίος: Βίος και Έργο Κιαπίδου Ειρήνη-Σοφία Τμήμα Φιλολογίας Σκοποί ενότητας Οι φοιτητές θα έρθουν

Διαβάστε περισσότερα

Παύλεια. digitalarchive

Παύλεια. digitalarchive digitalarchive publishing by tag Γιορτή που διεξάγεται στη Βέροια προς τιμήν του Αποστόλου Παύλου. Τα γιορτάζονται κάθε Ιούνιο, στο Βήμα του Αποστόλου Παύλου, στο σημείο, δηλαδή, από όπου εκείνος μίλησε

Διαβάστε περισσότερα

ΘΑΣΙΑΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΘΑΣΙΑΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ 1990-1991 Α' ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΘΑΣΙΑΚΩΝ Η ΘΑΣΟΣ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ: ΙΣΤΟΡΙΑ - ΤΕΧΝΗ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΘΑΣΙΑΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΘΑΣΙΑΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ 1990-1991 Α' ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΘΑΣΙΑΚΩΝ Η ΘΑΣΟΣ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ: ΙΣΤΟΡΙΑ - ΤΕΧΝΗ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΘΑΣΙΑΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΘΑΣΙΑΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ ΤΟΜΟΣ 1990-1991 ΕΒΔΟΜΟΣ Α' ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΘΑΣΙΑΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ Η ΘΑΣΟΣ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ: ΙΣΤΟΡΙΑ - ΤΕΧΝΗ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΠΡΑΚΤΙΚΑ (Ανάτυπο) Μάχη Παίζη-Άποστολοπούλου

Διαβάστε περισσότερα

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ Ενότητα 2-Δ Α6: Οι θεολόγοι του 13ου αιώνα Αναστάσιος Γ. Μαράς, Δρ Θ. Πρόγραμμα Ιερατικών Σπουδών Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative

Διαβάστε περισσότερα

ΙΔΡΥΤΗΣ-ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ Α.Ε. (Αθήνα - Θεσσαλονίκη) ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΕΥΧΟΥΣ

ΙΔΡΥΤΗΣ-ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ Α.Ε. (Αθήνα - Θεσσαλονίκη) ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΕΥΧΟΥΣ Εξαμηνιαία Επιθεώρηση Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου A biannual Review of Ecclesiastical and Canon Law ΙΔΡΥΤΗΣ-ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ Α.Ε. (Αθήνα - Θεσσαλονίκη)

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΙΟΥΝΙΟΣ 2019 (Διάρκεια Εξεταστικής Περιόδου: από

Διαβάστε περισσότερα

Παραδοτέο 6-8GR Πρακτικά Εκδήλωσης Ευρείας Δημοσιοποίησης του Έργου ISWM-TINOS

Παραδοτέο 6-8GR Πρακτικά Εκδήλωσης Ευρείας Δημοσιοποίησης του Έργου ISWM-TINOS Deliverable 7-1:Minutes ISWM-TINOS: of the kick-off meeting of the project ISWM-TINOS Aνάπτυξη και εφαρμογή ενός πιλοτικού συστήματος για την Oλοκληρωμένη Διαχείριση των Στερεών Αποβλήτων στην Τήνο σε

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΦΡΑΠΔΕΣ ΜΕ ΑΜΦΙΠΛΕΥΡΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΦΡΑΠΔΕΣ ΜΕ ΑΜΦΙΠΛΕΥΡΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος 13 Βραχυγραφίες και Βιβλιογραφία 15 ΕΙΣΑΓΏΓΗ 33 ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΕΣ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ 1. Τιβέριος Β' (698-705) 45 2. Κωνσταντίνος Ζ' (913-959) (τύπος περίπου 945-950) 47 3. Κωνσταντίνος Ζ' (913-959)

Διαβάστε περισσότερα

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΤΑΞΗ: Β ΧΡΟΝΟΣ: 2 ΩΡΕΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΕΛΙΔΩΝ: 5

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΤΑΞΗ: Β ΧΡΟΝΟΣ: 2 ΩΡΕΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΕΛΙΔΩΝ: 5 ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2013-2014 ΛΕΜΕΣΟΣ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 12/Ο6/2014 ΤΑΞΗ: Β ΧΡΟΝΟΣ: 2 ΩΡΕΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΕΛΙΔΩΝ: 5 ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ---------------------------------------------------------

Διαβάστε περισσότερα

Δύο μαρμάρινες διακοσμητικές πλάκες στον Μυστρά

Δύο μαρμάρινες διακοσμητικές πλάκες στον Μυστρά Δύο μαρμάρινες διακοσμητικές πλάκες στον Μυστρά Αγγελική ΜΕΞΙΑ Τόμος ΚΖ (2006) Σελ. 115-124 ΑΘΗΝΑ 2006 Αγγελική Μέξια ΔΥΟ ΜΑΡΜΆΡΙΝΕΣ ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΈΣ ΠΑΑΚΕΣ ΣΤΟΝ ΜΥΣΤΡΑ* ^τη συλλογή γλυπτών του Μουσείου Μυστρά

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Β Ἐκκλησιαστική κρίση

Περιεχόμενα. Β Ἐκκλησιαστική κρίση Ἐνιαύσιον 2005 Περιεχόμενα Πρόλογος Α Ἄρθρα 1. Τό Πάσχα ἡμῶν Τό ἀναστάσιμο ἦθος Τά θανατηφόρα προβλήματα Τό ἀληθινό Πάσχα τῆς Ἐκκλησίας 2. Ἐκκλησία καί «περιθώριο» 3. Μαζί στήν ζωή, μαζί καί στόν θάνατο

Διαβάστε περισσότερα

Προγραμματισμός για τη λειτουργία του Κ.Β.Ε. για τη διετία και

Προγραμματισμός για τη λειτουργία του Κ.Β.Ε. για τη διετία και ΠΡΑΚΤΙΚΟ (ΑΡ. 100/3.6.2011) Συνεδρίασης του ιοικητικού Συμβουλίου (.Σ.) του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών (Κ.Β.Ε.) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) Η συνεδρίαση έγινε την 3η Ιουνίου,

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ- ΕΒΡΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ-ΘΕΣΜΟΛΟΓΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ- ΕΒΡΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ-ΘΕΣΜΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ- ΕΒΡΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ-ΘΕΣΜΟΛΟΓΙΑ Ενότητα 4: ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ (Ο )- ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ Σταμάτιος-Νικόλαος Μωραΐτης Τμήμα Ιερατικών Σπουδών Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

Οκτώβριος στα Μνημεία της Θεσσαλονίκης!

Οκτώβριος στα Μνημεία της Θεσσαλονίκης! Οκτώβριος στα Μνημεία της Θεσσαλονίκης! Δευτέρα, 2 Οκτωβρίου 2017 Ροτόντα A Filetta Το πολυφωνικό σεξτέτο με την ηγεμονική θέση στη μουσική σκηνή της Κορσικής, ερμηνεύει την πιο πρόσφατη δουλειά του. Η

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΡΤΗΤΕΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ. Αρ. Πρωτ.: 3197/ Πειραιάς, 15 Νοεμβρίου ΠΡΟΣ: Όπως πίνακας αποδεκτών.

ΑΝΑΡΤΗΤΕΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ. Αρ. Πρωτ.: 3197/ Πειραιάς, 15 Νοεμβρίου ΠΡΟΣ: Όπως πίνακας αποδεκτών. ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΟΣΜΗΤΕΙΑ ΤΕΡΜΑ ΛΕΩΦΟΡΟΥ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΕΙΟ, Τ.Κ 18539 ΠΕΙΡΑΙΑΣ Τηλ. + 30 210-4581309, + 30 210-4581622

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΕΤΟΥΣ 1987)

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΕΤΟΥΣ 1987) Διάγραμμα Περιεχομένων ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΕΤΟΥΣ 1987) Εισαγωγικά...23 Ι. Θρησκευτική Ελευθερία...25 Α. Γενικά...25 Β. Ελευθερία της θρησκευτικής

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΑΚΤΙΚΑ ΜΕΛΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΑΚΤΙΚΑ ΜΕΛΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Μυτιλήνη, 28 Σεπτεμβρίου 2010 Στην υπ αρ. 2/22.09.2010 Γενική Συνέλευση Ειδικής Σύνθεσης του Τμήματος Κοινωνικής

Διαβάστε περισσότερα

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ. Τόμος 30ός

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ. Τόμος 30ός 391 προσώπων που ΕΛΛΗΝΙΚΗ παρουσιάζει και ΙΣΤΟΡΙΚΗ των οικογενειών ΕΤΑΙΡΕΙΑ τους και συζητεί σχετικά προσωπογραφικά και ιστορικά προβλήματα. Η εργασία του V. Stepanenko, «The Sts. Apostles Sts. Peter and

Διαβάστε περισσότερα

Συγγραφέας Τίτλος Τίτλος (ελληνικά) Κατηγορία α/α τόμου

Συγγραφέας Τίτλος Τίτλος (ελληνικά) Κατηγορία α/α τόμου 1. Ζώρας Γ. Θ. Ο ποιητής Μαρίνος Φαλιέρος Ο ποιητής Μαρίνος Φαλιέρος ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΕΣ 2 7 46 1948 Ελληνικά 2. Τωμαδάκης Ν. Ο άγιος Ιωάννης ο Ξένος και η διαθήκη αυτού 3. Σπανάκης Στ. Κανονισμός της

Διαβάστε περισσότερα

Κεφαλή της Μιας Εκκλησίας είναι ο Χριστός (όλες οι τοπικές Εκκλησίες είναι Χριστοκέφαλες). Με τον όρο αυτοκέφαλο αποδίδεται, κατά τους ιερούς

Κεφαλή της Μιας Εκκλησίας είναι ο Χριστός (όλες οι τοπικές Εκκλησίες είναι Χριστοκέφαλες). Με τον όρο αυτοκέφαλο αποδίδεται, κατά τους ιερούς Η αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας Ο ορισμός του αυτοκεφάλου Κεφαλή της Μιας Εκκλησίας είναι ο Χριστός (όλες οι τοπικές Εκκλησίες είναι Χριστοκέφαλες). Με τον όρο αυτοκέφαλο αποδίδεται, κατά τους ιερούς

Διαβάστε περισσότερα

ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ Ι [1+31 \Ι 111 ΝΙ \ε. \(t ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΛΑΜΠΡΕΛΛΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

Διαβάστε περισσότερα

Β Διεθνές Συνέδριο Κυπριακής Αγιολογίας

Β Διεθνές Συνέδριο Κυπριακής Αγιολογίας Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Πολιτιστικής Ακαδημίας «Άγιος Επιφάνιος» πραγματοποιήθηκε, από τις 13-15 Φεβρουαρίου 2014, στο Μέγα Συνοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας στο Παραλίμνι το Β Διεθνές

Διαβάστε περισσότερα

ΣΠΟΥΔΕΣ : Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πτυχίο (Κλασική Φιλολογία)

ΣΠΟΥΔΕΣ : Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πτυχίο (Κλασική Φιλολογία) ΓΡΗΓΌΡΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΆΝΝΗΣ Επίκουρος καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας πτυχιούχος του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του

Διαβάστε περισσότερα

Διεθνές Συνέδριο Κανόνες της Εκκλησίας και Σύγχρονες Προκλήσεις

Διεθνές Συνέδριο Κανόνες της Εκκλησίας και Σύγχρονες Προκλήσεις Διεθνές Συνέδριο Κανόνες της Εκκλησίας και Σύγχρονες Προκλήσεις Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλος, 8-11 Μαΐου 2014 Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλία (Μελισσάτικα) ΠΕΜΠΤΗ 8 ΜΑΪΟΥ 2014 17:30-18:00 Εγγραφή-Παραλαβή

Διαβάστε περισσότερα

2/09/2012 Ιωακείμ Γ, ο Πατριάρχης του Γένους, της Ρωμιοσύνης, του Ελληνισμού

2/09/2012 Ιωακείμ Γ, ο Πατριάρχης του Γένους, της Ρωμιοσύνης, του Ελληνισμού http://fanarion.blogspot.gr/2012/02/blog-post_09.html 2/09/2012 Ιωακείμ Γ, ο Πατριάρχης του Γένους, της Ρωμιοσύνης, του Ελληνισμού ΛΑΜΠΡΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΙΕΡΑΡΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΟ ΑΓΩΝΙΣΤΗ Τα πορίσματα του Επιστημονικού

Διαβάστε περισσότερα

Π Α Ν Α Γ Ι Ω Τ Η Π Α Ν Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ ΣΙΩΝΙΣΜΟΣ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ. «Επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν

Π Α Ν Α Γ Ι Ω Τ Η Π Α Ν Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ ΣΙΩΝΙΣΜΟΣ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ. «Επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν Π Α Ν Α Γ Ι Ω Τ Η Π Α Ν Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ ΣΙΩΝΙΣΜΟΣ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ «Επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών». (Ψαλμ.136,1) ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΟΡΙΑΣ

Διαβάστε περισσότερα