Μελέτη της δυναµικής του πληθυσµού του ακάρεως Varroa destructor. σε σχέση µε τη µέλισσα Apis mellifera macedonica (Ruttner) Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Μελέτη της δυναµικής του πληθυσµού του ακάρεως Varroa destructor. σε σχέση µε τη µέλισσα Apis mellifera macedonica (Ruttner) Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΑΣ ΜΕΛΙΣΣΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΑΝ. ΚΑΘ. Β. ΛΙΑΚΟΣ Μελέτη της δυναµικής του πληθυσµού του ακάρεως Varroa destructor σε σχέση µε τη µέλισσα Apis mellifera macedonica (Ruttner) Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ Μιχάλης Ι. Κοκκίνης Κτηνίατρος ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2002

2 2

3 3 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΛΟΙΜΩ ΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΣΙΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΠΤΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΑΣ ΜΕΛΙΣΣΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΑΝ. ΚΑΘ. Β. ΛΙΑΚΟΣ Μελέτη της δυναµικής του πληθυσµού του ακάρεως Varroa destructor σε σχέση µε τη µέλισσα Apis mellifera macedonica (Ruttner) Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ Μιχάλης Ι. Κοκκίνης Κτηνίατρος ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Επιβλέπων: Β. Λιάκος Αν. καθηγητής Μέλη: Χ. Χειµωνάς Οµοτ. καθηγητής Μ. Παπαζαχαριάδου Επικ. καθηγήτρια ΕΠΤΑΜΕΛΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Β. Λιάκος Αν. καθηγητής Ι. Θεοδωρίδης Καθηγητής Γ. Θεοφιλίδης Καθηγητής Α. Θρασυβούλου Καθηγητής Σ. Χαραλαµπίδης Καθηγητής Σ. Φρύδας Αν. καθηγητής Μ. Παπαζαχαριάδου Επικ. καθηγήτρια

4 4

5 5 Στους γονείς µου Στη ωροθέα Στη Σταυρούλα

6 6

7 7 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΡΌΛΟΓΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ I. ΓΕΝΟΣ Varroa ΙI. ΤΟ ΑΚΑΡΙ Varroa destructor ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΘΗΛΥΚΟ ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΑΩΡΑ ΣΤΑ ΙΑ BΙΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΟ ΟΣ ΙΑΣΠΟΡΑΣ ΠΕΡΙΟ ΟΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Είσοδος σε κελί µε γόνο Μετακίνηση στον πυθµένα του κελιού, παραµονή στην τροφή της προνύµφης Απελευθέρωση, διατροφή από την προνύµφη Ωοτοκία Σωµατικές µεταβολές του θηλυκού ακάρεως κατά την ωοτοκία Βιολογικός κύκλος Ανάπτυξη των απογόνων Σύζευξη του µοναδικού αρσενικού µε τα θηλυκά ακάρεα Έξοδος των βαρροών από το κελί ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΕΡΙΟ ΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ III. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΙ ΡΩΝΤΕΣ ΣΤΗ ΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΒΑΡΡΟΑΣ IV. ΣΧΕΣΗ ΞΕΝΙΣΤΗ ΠΑΡΑΣΙΤΟΥ Σχέσεις βαρρόας µε είδος γόνου V. Η ΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΑΣΙΤΟΥ ΠΕΡΙΟ ΟΣ ΙΑΣΠΟΡΑΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΒΑΡΡΟΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΤΙΜΗ Ποσοστό βαρροών µε γόνιµους θηλυκούς απογόνους Αριθµός ενήλικων βιώσιµων θηλυκών απογόνων Επιλεκτική είσοδος των βαρροών στον κηφηνογόνο ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΕΡΙΟ ΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΙ ΡΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΒΑΡΡΟΩΝ ιάρκεια του σφραγισµένου γόνου Παρασιτική πυκνότητα των µολυσµένων κελιών Αµυντική συµπεριφορά εξυγίανσης του γόνου ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΚΑΡΕΩΝ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΒΑΡΡΟΩΝ ΕΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΕΝΗΛΙΚΕΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ / ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΠΕΡΙΠΟΙΗΣΗΣ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΚΑΡΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΤΟΠΙΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΓΟΝΟ... 94

8 ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΚΑΡΕΩΝ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΟΛΑΨΗ ΤΟΥ ΓΟΝΟΥ ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΤΟΥ ΓΟΝΟΥ VI. ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ VII. ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ VIIΙ. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Ι. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟ ΟΙ ΥΛΙΚΑ ΜΕΘΟ ΟΙ ΜΕΛΙΣΣΟΣΜΗΝΗ Προσδιορισµός των µελισσιών της έρευνας Χρόνος δηµιουργίας των µελισσιών Θέση των µελισσιών Παρουσία βασιλικών κελιών ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Χρόνος έναρξης και λήξης Χρονοδιάγραµµα και ταξινόµηση Αναλυτική παρουσίαση των ενοτήτων της έρευνας ΕΝΟΤΗΤΑ I Υπολογισµός του ενήλικου πληθυσµού Καταµέτρηση σφραγισµένου εργατικού γόνου και κηφηνογόνου Προσδιορισµός του ρυθµού ωοτοκίας της βασίλισσας Κλινική εξέταση των µελισσιών ΕΝΟΤΗΤΑ II Υπολογισµός του ποσοστού µόλυνσης των ενήλικων µελισσών Υπολογισµός του ποσοστού µόλυνσης του γόνου Εκτίµηση του αριθµού των βαρροών ανά µέτρηση ΕΝΟΤΗΤΑ ΙΙΙ Προσδιορισµός της αναπαραγωγικής δραστηριότητας της βαρρόας Επεξεργασία και εκτίµηση των ευρηµάτων ΕΝΟΤΗΤΑ ΙV Προσδιορισµός της θνησιµότητας των βαρροών ΠΡΟΣ ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟ ΜΕΛΕΤΗ ΕΙ ΟΥΣ ΒΑΡΡΟΑΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΙΙ. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΟΣΜΗΝΩΝ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ Apis mellifera macedonica ΕΝΟΤΗΤΑ Ι Μέσος πληθυσµός ενήλικων µελισσών Μέση έκταση σφραγισµένου εργατικού γόνου Μέσος αριθµός σφραγισµένων κηφηνοκελιών Μέσο ποσοστό κηφηνογόνου επί του συνολικού γόνου Μέσος ρυθµός ωοτοκίας της βασίλισσας Ευρήµατα κλινικών εξετάσεων ΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΟΥ ΑΚΑΡΕΩΣ Varroa destructor

9 9 ΕΝΟΤΗΤΑ ΙΙ: Βαρρόες στις ενήλικες µέλισσες και στο γόνο Μέσο ποσοστό προσβολής των ενήλικων µελισσών Μέσο ποσοστό µόλυνσης του εργατικού γόνου Μέσο ποσοστό µόλυνσης του κηφηνογόνου Εκτίµηση του µέσου αριθµού των βαρροών ΕΝΟΤΗΤΑ IΙΙ: Αναπαραγωγική δραστηριότητα των βαρροών Εργατικός γόνος Ποσοστό προσβεβληµένων κελιών Ταξινόµηση µολυσµένων κελιών ανά ηλικία εργατικού γόνου Μέσος αριθµός βαρροών ανά µολυσµένο κελί Απλή ή πολλαπλή προσβολή των κελιών Βαρρόες χωρίς απογόνους Αριθµός απογόνων Αριθµός απογόνων σε κελιά µε απλή ή πολλαπλή προσβολή Βαρρόες θυγατρικής γενεάς Βαρρόες θυγατρικής γενεάς σε κελιά µε απλή ή πολλαπλή προσβολή Γόνος ηλικίας 21 ηµερών Παρουσία ή απουσία απογόνων Παρουσία ή απουσία βαρροών θυγατρικής γενεάς Συσχέτιση της παρουσίας βαρροών θυγατρικής γενεάς µε το χρόνο της έρευνας Μέσος αριθµός βαρροών θυγατρικής γενεάς Μέσος αριθµός βαρροών θυγατρικής γενεάς κατά την εξέλιξη της έρευνας Κηφηνογόνος ιακύµανση της προσβολής στο χρόνο Ταξινόµηση µολυσµένων κηφηνοκελιών ανά ηλικία κηφηνογόνου Μέσος αριθµός βαρροών ανά µολυσµένο κηφηνοκελί Παρουσία ή απουσία απογόνων Απλή και πολλαπλή προσβολή σε κηφηνοκελιά µε απογόνους Παρουσία ή απουσία βαρροών θυγατρικής γενεάς Μέσος αριθµός βαρροών θυγατρικής γενεάς ΕΝΟΤΗΤΑ IV: Θνησιµότητα των βαρροών Αριθµός βαρροών στους πυθµένες των κυψελών Μέση ηµερήσια θνησιµότητα των βαρροών ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟ ΜΕΛΕΤΗ ΕΙ ΟΥΣ ΒΑΡΡΟΑΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΠΟΥ ΕΡΕΥΝΗΘΗΚΑΝ ΙII. ΣΥΖΗΤΗΣΗ IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ SUMMARY ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

10 10

11 11 Υπόµνηµα µέτρων και σταθµών m : µέτρο m² : τετραγωνικό µέτρο dm² : τετραγωνικό δεκατόµετρο (τετραγωνική παλάµη) cm : εκατοστό του µέτρου cm² : τετραγωνικό εκατοστό cm³ : κυβικό εκατοστό mm : χιλιοστό του µέτρου µm: εκατοµµυριοστό του µέτρου (µικρό) nm : εκατοµµυριοστό του χιλιοστοµέτρου (νανόµετρο) l : λίτρο ml : χιλιοστό του λίτρου Kg : χιλιόγραµµο (κιλό) g : γραµµάριο mg : χιλιοστό του γραµµαρίου min : λεπτό sec : δευτερόλεπτο ºC : βαθµοί Κελσίου

12 12

13 13 Πρόλογος Η αντιµετώπιση της βαρρόωσης αποτελεί το µεγαλύτερο πρόβληµα της µελισσοκοµίας. Οι παρενέργειες που προκλήθηκαν από τη χρήση των χηµικών ακαρεοκτόνων ουσιών, επέβαλαν τη χρησιµοποίηση ηπιότερων µέσων και µεθόδων που στηρίζονται σε µελισσοκοµικές πρακτικές και σε βιοτεχνικές µεθόδους. Η χρήση βιοτεχνικών µεθόδων απαιτεί την καλή γνώση τόσο της βιολογίας του παρασίτου όσο και των σχέσεών του µε το ξενιστή του. Η ανάγκη πληρέστερης γνώσης της σχέσης του ακάρεως Varroa destructor µε τη µέλισσα Apis mellifera ήταν η αιτία της εκπόνησης της παρούσας διατριβής. Αντικείµενό της είναι η µελέτη της δυναµικής του πληθυσµού του ακάρεως V. destructor, υπεύθυνου για τη βαρροϊκή ακαρίωση των µελισσών στον ελληνικό χώρο, σε συνδυασµό µε τη µελέτη της δυναµικής του πληθυσµού της µακεδονικής µέλισσας Apis mellifera macedonica (Ruttner). Η έρευνα έγινε στο Εργαστήριο Μελισσοκοµίας Μελισσοπαθολογίας του Τµήµατος Κτηνιατρικής του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης. Η διατριβή εκπονήθηκε κάτω από την άµεση και συνεχή καθοδήγηση του σεβαστού δασκάλου και διευθυντή του εργαστηρίου Μελισσοκοµίας Μελισσοπαθολογίας του Τµήµατος Κτηνιατρικής Α.Π.Θ., αναπληρωτή καθηγητή κ. Β. Λιάκου, τον οποίο ευχαριστώ θερµά για την άµεση και έµπρακτη βοήθειά του σε όλη τη διάρκεια της έρευνας. Ευχαριστώ θερµά τον οµότιµο καθηγητή κ. Χ. Χειµωνά, ο οποίος συµµετείχε στην τριµελή συµβουλευτική επιτροπή και µε τις σηµαντικές συµβουλές και χρήσιµες υποδείξεις του µου παρείχε πολύτιµη βοήθεια. Ευχαριστώ επίσης θερµά την επίκουρο καθηγήτρια κ. Μ. Παπαζαχαριάδου, µέλος της τριµελούς συµβουλευτικής επιτροπής, για τις εύστοχες παρατηρήσεις και συµβουλές της. Ευχαριστώ θερµά για τις πολύτιµες υποδείξεις τους τα µέλη της επταµελούς επιτροπής καθηγητές κ. κ. Ι. Θεοδωρίδη, Γ. Θεοφιλίδη, Α. Θρασυβούλου, Σ. Χαραλαµπίδη, τον αναπληρωτή καθηγητή Σ. Φρύδα. Τον καθηγητή Dr Denis L. Anderson, υπεύθυνο ερευνητή (Principal Research Scientist) στο CSIRO Entomology, Canberra, Aυστραλίας,

14 14 ευχαριστώ για την ευγενή καλοσύνη να δεχτεί ν αναγνωρίσει γενοτυπικά δείγµατα βαρροών από µελίσσια της έρευνας. Tον αναπληρωτή καθηγητή κ. Χ. Μπάτζιο ευχαριστώ για τις υποδείξεις του στη στατιστική ανάλυση των αποτελεσµάτων. Θέλω επίσης να εκφράσω τις ευχαριστίες µου στον επίκουρο καθηγητή του Τµήµατος Εφαρµοσµένης Πληροφορικής του Πανεπιστηµίου Μακεδονίας κ. Γ. Ευαγγελίδη για τη δηµιουργία ειδικής βάσης δεδοµένων η οποία βοήθησε στην επιτυχή επεξεργασία των αποτελεσµάτων, καθώς και στον διδάκτορα στατιστικής κ. Κ. Ζαφειρόπουλο για την πολύτιµη βοήθειά του στη στατιστική ανάλυση των αποτελεσµάτων. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους δικούς µου ανθρώπους για την συµπαράσταση, βοήθεια και κατανόηση καθ όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης αυτής της ερευνητικής εργασίας.

15 15 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η βαρροϊκή ακαρίωση αποτελεί σήµερα, το σηµαντικότερο νόσηµα των µελισσοσµηνών των ευρωπαϊκών κυρίως φυλών της µέλισσας Apis mellifera (Griffiths and Bowman, 1981). Οφείλεται στο άκαρι Varroa destructor το οποίο ανήκει στο γένος Varroa και αποτελεί αποκλειστικά παράσιτο της µέλισσας. Η σχετικά πρόσφατη προσαρµογή του παρασίτου στη µέλισσα Apis mellifera άλλαξε τη µορφή άσκησης της µελισσοκοµίας. Η αντιµετώπιση του νοσήµατος από την αρχική διαπίστωσή του µέχρι και σήµερα βασίσθηκε στη χρησιµοποίηση χηµικών ακαρεοκτόνων ουσιών. Η µακροχρόνια χρήση ακαρεοκτόνων στα µελίσσια είχε ως αποτέλεσµα την εµφάνιση ανθεκτικών στελεχών του παρασίτου σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές (Gerson και συν., 1991, Loglio & Plebani, 1992, Lodesani και συν., 1995, Milani, 1995, Hillesheim και συν., 1996, Londzin & Sledzinski, 1996, Colin και συν., 1997, Elzen και συν., 1998, Elzen και συν., 1999, Mozes-Koch και συν., 2000). Μεγαλύτερης όµως σηµασίας είναι η αύξηση της παρουσίας καταλοίπων των χρησιµοποιούµενων ακαρεοκτόνων στο µέλι και στ άλλα προϊόντα του µελισσιού και ο πιθανός κίνδυνος που δηµιουργείται για την υγεία των καταναλωτών (Bogdanov και συν., 1990, 1998, Wallner, 1999, Τσιγουρή, 2000). Για τους λόγους αυτούς επιδιώκεται η αντιµετώπιση του νοσήµατος µε ηπιότερα µέσα και µε µελίσσια ανθεκτικά στο παθογόνο αίτιο. Μελέτες σχετικά µε την ιστορία της συνύπαρξης ακάρεως / µέλισσας και της δυναµικής που αναπτύσσεται µεταξύ των δύο πληθυσµών, έδειξαν µία σηµαντική εικόνα της σχέσης ξενιστή / παρασίτου, δηλαδή την ύπαρξη µηχανισµών αντίστασης της µέλισσας εναντίον του παρασίτου. Ορισµένοι συγγραφείς χρησιµοποιούν τους όρους «ανθεκτικότητα, αντοχή» (resistance) και κάποιοι άλλοι τον όρο «ανοχή» (tolerance) για να περιγράψουν την ικανότητα ορισµένων µελισσών να προστατεύονται από το παράσιτο, µε αποτέλεσµα την παραµονή του παρασίτου µέσα στο µελίσσι χωρίς την κατάρρευση του τελευταίου. Μέχρι σήµερα, η ασιατική µέλισσα Apis cerana, οι αφρικανικές φυλές της Apis mellifera και οι αφρικανοποιηµένες φυλές µελισσών στη Βραζιλία, είναι οι µόνοι τεκµηριωµένοι πληθυσµοί µελισσών οι οποίοι έχουν την ικανότητα να επιβιώνουν για µεγάλο χρονικό διάστηµα µαζί µε το παράσιτο, χωρίς τη

16 16 χρήση ακαρεοκτόνων ουσιών (De Jong και συν., 1984, Moretto και συν., 1991, Message & Gonçalves, 1995, De Jong, 1996, Guzman-Novoa και συν., 1996, Vandame, 1996, Martin και συν., 1997, Corrêa-Marques & De Jong, 1998, Rosenkranz, 1999, Guzman-Novoa και συν., 1999, Medina & Martin, 1999). Κατά πόσο η ικανότητα αυτή οφείλεται σε γενοτυπικά χαρακτηριστικά της µέλισσας ή /και του ακάρεως αποτελεί αντικείµενο περαιτέρω έρευνας. Στη διεθνή βιβλιογραφία έχει δηµοσιευθεί ένας αριθµός εργασιών σχετικός µε τη σχέση ακάρεως / ξενιστή. Μέχρι να κατανοηθεί όµως πλήρως η αλληλεπίδραση ξενιστή παρασίτου απαιτείται ακόµη σηµαντική έρευνα (Spivak, 1999). Στην αλληλεπίδραση αυτή άλλωστε οφείλεται κατά πολύ η διαφορετική εξέλιξη της δυναµικής των δύο πληθυσµών. Η διδακτορική αυτή διατριβή επιχειρεί να συµβάλλει στη µελέτη της δυναµικής του πληθυσµού του ακάρεως V. destructor σε σχέση µε τη µέλισσα Apis mellifera macedonica (Ruttner) ώστε να βοηθήσει στην αντιµετώπιση του νοσήµατος το οποίο έχει προκαλέσει σηµαντικές απώλειες στην ελληνική µελισσοκοµία αλλά συνεχίζει να προκαλεί και σήµερα, σε µικρότερο βαθµό. Με την πεποίθηση ότι τα ευρήµατα αυτής της έρευνας έχουν επιστηµονικό και ταυτόχρονα πρακτικό ενδιαφέρον, εκφράζεται η ευχή να χρησιµοποιηθούν από τους επιστήµονες που έχουν ως στόχο τη µελέτη της µέλισσας µε οικολογικές παραµέτρους και επίσης από τον Έλληνα µελισσοκόµο, ο οποίος θα πρέπει να παράγει προϊόντα απαλλαγµένα από επικίνδυνα για την υγεία των καταναλωτών κατάλοιπα, διατηρώντας έτσι το ελληνικό µέλι σε υψηλά επίπεδα ποιότητας, αφενός προς όφελος της υγείας των καταναλωτών και αφετέρου προς όφελος της Εθνικής µας Οικονοµίας. Η διατριβή περιλαµβάνει δύο µέρη. Στο πρώτο µέρος γίνεται ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας σχετικά µε τη βιολογία του ακάρεως, τους παράγοντες που επηρεάζουν την αναπαραγωγική του ικανότητα, τη σχέση που αναπτύσσεται µεταξύ ξενιστή και παρασίτου, τη δυναµική του πληθυσµού του παρασίτου, την παθογένεια και τη συµπτωµατολογία του νοσήµατος. Επίσης, παρουσιάζεται το αντικείµενο της έρευνας. Στο δεύτερο µέρος γίνεται περιγραφή της έρευνας. Αναφέρονται τα υλικά που χρησιµοποιήθηκαν και οι µέθοδοι που εφαρµόστηκαν, αναλύονται και συζητούνται τα αποτελέσµατα, εξάγονται συµπεράσµατα και διατυπώνονται προτάσεις για την πρόληψη και την αντιµετώπιση του νοσήµατος.

17 17 ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ I. ΓΕΝΟΣ Varroa Τα ακάρεα του γένους Varroa ανήκουν στην υποκλάση Acari, τάξη Acarina, υπόταξη Mesostigmata, οικογένεια Varroidae. Το γένος Varroa περιελάµβανε µέχρι πρόσφατα τρία γνωστά είδη: 1) Το V. jacobsoni Oudemans, 1904, 2) το V. underwoodi Delfinado-Baker and Aggarwal, 1987 και 3) το V.rindereri de Guzman and Delfinado-Baker, Τα τρία είδη Varroa εµφανίζουν διαφορές µεταξύ τους αναφορικά µε τη µορφολογία τους, τη µολυσµατικότητα, τους ξενιστές που παρασιτούν και τη διασπορά τους παγκοσµίως (de Guzman & Rinderer, 1999). Το πρώτο είδος Varroa αναγνωρίστηκε το 1904, στη νήσο Iάβα της Ινδονησίας, όταν ο Ολλανδός εντοµολόγος Eduard Jacobson παρατήρησε για πρώτη φορά ένα άκαρι στη µικρόσωµη ασιατική µέλισσα Apis cerana Fabricius. Ο ακαρεολόγος Oudemans ταξινόµησε, περιέγραψε και ονόµασε το άκαρι, Varroa jacobsoni (Oudemans, 1904). Η διαπίστωση και η περιγραφή του ακάρεως αρχικά πέρασαν απαρατήρητες, επειδή το άκαρι αυτό παρασιτώντας την ασιατική µέλισσα δεν προκαλεί το θάνατο των µελισσιών αλλά ούτε καν σηµαντικές απώλειες (Κοeniger και συν., 1981). Η ήπια παθογόνος δράση του παρασίτου στην ασιατική µέλισσα οφείλεται σε µια σχέση ισορροπίας µεταξύ του συγκεκριµένου είδους Varroa και της ασιατικής µέλισσας. Η σχέση αυτή ισορροπίας είναι αποτέλεσµα µακροχρόνιας συνύπαρξης των δυο οργανισµών και έχει ως επακόλουθο το ότι το άκαρι παρασιτεί το ξενιστή χωρίς όµως να προκαλεί το θάνατο του µελισσιού. Αρκετά χρόνια µετά από την ανακάλυψη και περιγραφή του παρασίτου, ακολούθησαν µαζικές µετακινήσεις µελισσιών της δυτικής µέλισσας Α. mellifera Linnaeus προς και από την Ασία. Η µαζική µεταφορά ευρωπαϊκών µελισσιών σε περιοχές όπου ενδηµεί η ασιατική µέλισσα (είδος που εξελίχθηκε, για περίπου χρόνια, σε διαφορετικό τόπο από αυτό της Apis mellifera), είχε πιθανώς ως αποτέλεσµα τη µεταφορά και προσαρµογή του ακάρεως στο νέο ξενιστή, δηλαδή στη µέλισσα Apis mellifera (Oldroyd, 1999). Το άκαρι Varroa αποτελεί το σηµαντικότερο νοσογόνο παράγοντα στα

18 18 ευρωπαϊκά µελίσσια αφού προκαλεί σηµαντικότατες απώλειες µε τελική κατάληξη το θάνατο του µελισσιού (De Jong και συν., 1982). Μέχρι πρόσφατα, το άκαρι V. jacobsoni θεωρούνταν «κοσµοπολίτικο» και είχε αναγνωριστεί παγκοσµίως ως το πιο σηµαντικό παράσιτο της µέλισσας και ως το πλέον νοσογόνο για τις ευρωπαϊκές φυλές µελισσών. Το δεύτερο είδος του γένους Varroa, το V. underwoodi, διακρίνεται εύκολα διότι έχει το µικρότερο µέγεθος από όλα τα άλλα είδη. Για πρώτη φορά παρατηρήθηκε το 1987, στο Νεπάλ, σε µελίσσια της ασιατικής µέλισσας Apis cerana (Delfinado-Baker and Aggarwal, 1987). Η παρουσία του V. underwoodi εντοπίζεται κυρίως στην περιοχή της Νοτιανατολικής Ασίας. Σ αυτήν την περιοχή, το V. underwoodi έχει ανεβρεθεί και σε άλλα είδη του γένους Apis όπως επίσης και στη µέλισσα Α. mellifera στην οποία όµως δεν διαπιστώθηκε η αναπαραγωγή του. Ωστόσο, επιβάλλεται να γίνουν περαιτέρω έρευνες για να εξακριβωθεί η δυνατότητα του είδους αυτού να εξελιχθεί σε σοβαρό παράσιτο της A. mellifera ή άλλου είδους µέλισσας (de Guzman & Rinderer, 1999). Το V.rindereri είναι παράσιτο της κόκκινης µέλισσας Apis koschevnikovi Buttel-Reepen η οποία συναντάται στα νησιά Βόρνεο και Σουµάτρα και κατασκευάζει κηρήθρες συνήθως σε κοιλώµατα βράχων. Αν και δεν έχει µελετηθεί η βιολογία του είδους αυτού, είναι πιθανόν να αποτελεί αποκλειστικό παράσιτο του προαναφερθέντος συγκεκριµένου είδους µέλισσας. Αυτή η εκδοχή στηρίζεται στο γεγονός ότι δεν παρουσιάζεται διασταυρωµένη µόλυνση, στο ίδιο µελισσοκοµείο, µεταξύ µελισσιών της A. koschevnikovi και της A. cerana (de Guzman & Rinderer, 1999). Το V.rindereri διαφέρει από τα άλλα είδη Varroa από τα µορφολογικά του χαρακτηριστικά και ειδικότερα από την κατασκευή του περιτρήµατος το οποίο είναι µακρύτερο και σχηµατίζει ευρεία καµπύλη (de Guzman and Delfinado- Baker, 1996). Σχετικά µε το άκαρι V. jacobsoni διαπιστώθηκε πρόσφατα, µε τη χρήση µεθόδων µοριακής βιολογίας, ότι αποτελεί σύµπλεγµα από δυο τουλάχιστον διαφορετικά είδη ακάρεων. Συγκεκριµένα, µε τη µελέτη της αλληλουχίας του γονιδίου της οξειδάσης του κυτοχρώµατος Ι του µιτοχονδριακού DNA, διαπιστώθηκε ότι το είδος V. jacobsoni περιλαµβάνει 18 διαφορετικούς απλότυπους (ακάρεα µε διαφορετική αλληλουχία βάσεων) οι οποίοι

19 19 προσβάλλουν την ασιατική µέλισσα A. cerana, στην περιοχή της ανατολικής Ασίας. Από τους 18 απλότυπους, οι εννέα διαπιστώθηκαν σε µελίσσια της περιοχής των νησιών Μαλαισίας-Ινδονησίας και αποτελούν τον κλάδο Φλόρες-Ιάβας. Σε αυτούς τους εννέα απλότυπους περιλαµβάνεται και ο απλότυπος της Ιάβας, του οποίου δείγµατα ακάρεων χρησιµοποιήθηκαν αρχικά για να περιγραφεί στις αρχές του προηγούµενου αιώνα, το άκαρι V. jacobsoni (Oudemans, 1904). Από τους υπόλοιπους εννέα απλότυπους, οι τρεις - οι οποίοι αποτελούν τρεις διαφορετικούς κλάδους - προσβάλλουν την ασιατική µέλισσα στις Φιλιππίνες και απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση. Οι άλλοι έξι απλότυποι χαρακτηρίστηκαν ως νέο είδος µε το όνοµα Varroa destructor n. sp, ανήκουν στον κλάδο Ιαπωνίας/Ταυλάνδης-Βιετνάµ και προσβάλλουν την ασιατική µέλισσα στην ηπειρωτική Ασία. Από τους δεκαοκτώ απλότυπους που προσβάλλουν την ασιατική µέλισσα µόνο οι δυο αποτελούν, παγκοσµίως, παράσιτα της µέλισσας Α. mellifera. Οι δυο αυτοί απλότυποι, ανήκουν στο είδος Varroa destructor και όχι όπως πιστευόταν µέχρι πρόσφατα, στο V. jacobsoni (Anderson & Trueman, 2000, Anderson, 2000). Ο πιο διαδεδοµένος από τους δυο απλότυπους είναι εκείνος της Κορέας, ο οποίος ονοµάστηκε έτσι διότι παρασιτεί εκτός της A. mellifera, και την ασιατική µέλισσα της Νότιας Κορέας. Η παρουσία αυτού του απλότυπου αναγνωρίστηκε σε µελίσσια της Apis mellifera σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή, Αφρική, Ασία και Αµερική. Λιγότερο διαδεδοµένος είναι ο απλότυπος Ιαπωνίας/Ταυλάνδης-Βιετνάµ ο οποίος ονοµάστηκε έτσι διότι παρασιτεί, εκτός της A. mellifera, και την ασιατική µέλισσα στην Ιαπωνία και Ταυλάνδη. Η παρουσία του έχει επίσης αναγνωριστεί και σε µελίσσια της A. mellifera σε Ιαπωνία, Ταυλάνδη και Αµερική (Anderson & Trueman, 2000, Anderson, 2000). Οι µορφολογικές διαφορές µεταξύ των τεσσάρων ειδών Varroa παρουσιάζονται στην εικόνα 1 του παραρτήµατος. Η γενετική απόσταση µεταξύ των δυο κλάδων Φλόρες-Ιάβας και Ιαπωνίας/Ταυλάνδης-Βιετνάµ είναι 6,2%. Η γενετική αυτή απόσταση είναι σχεδόν τόσο µεγάλη όσο και αυτή που υπάρχει µεταξύ των κλάδων και των µορφολογικά διακριτών ακάρεων: α) V.rindereri (6,4% από το κλάδο Φλόρες-Ιάβα και 8,2% από το κλάδο Ιαπωνίας/Ταυλάνδης) και β) V.underwoodi (9% από το κλάδο Φλόρες-Ιάβα και 9,1% από το κλάδο Ιαπωνίας/Ταυλάνδης). Τα ακάρεα V.underwoodi και

20 20 V.rindereri διαφέρουν µεταξύ τους γενετικά κατά 8,2% (Anderson & Trueman, 2000). Τα δυο είδη V.jacobsoni και V.destructor διαφέρουν µεταξύ τους όχι µόνο φαινοτυπικά και γενοτυπικά, αλλά και στην αναπαραγωγική τους συµπεριφορά. Ο απλότυπος της Ιάβας (V. jacobsoni) δεν µπορεί να χρησιµοποιήσει την Α. mellifera για να αναπαραχθεί και κατά συνέπεια είναι µόνο περιστασιακό άκαρι της µέλισσας αυτής (Anderson, 1994, Anderson and Sukarsih, 1996, Anderson and Fuchs, 1998). Οι δυο απλότυποι του ακάρεως V. destructor αναπαράγονται στην Apis mellifera, τόσο στον εργατικό γόνο όσο και στον κηφηνογόνο. Αντίθετα, στην ασιατική µέλισσα αναπαράγονται µόνο στον κηφηνογόνο (Koeniger και συν.,1981). Το γεγονός ότι οι δυο απλότυποι (Κορέας και Ιαπωνίας/Ταυλάνδης- Βιετνάµ) εξαπλώθηκαν από την A. cerana στην A. mellifera είναι αξιοσηµείωτο διότι: αφενός οι άλλοι απλότυποι του ακάρεως V.destructor δεν µπόρεσαν να εξαπλωθούν και αφετέρου, ο απλότυπος της Κορέας µετά την εισαγωγή του σε µελίσσια της A. mellifera, έχασε την ικανότητα να εξαπλώνεται σε µελίσσια της A. cerana στην Ιάβα. Στην Ελλάδα, από τα τρία µέχρι σήµερα γνωστά είδη της οικογένειας Varroidae, έχει διαπιστωθεί µόνο το V. jacobsoni Oud. Η γενοτυπική ταυτότητα του ακάρεως που ενδηµεί στην Ελλάδα δεν έχει ακόµα προσδιοριστεί. Το άκαρι έχει καθιερωθεί να ονοµάζεται βαρρόα (Πελεκάσης και συν., 1978, Λιάκος, 1981, Υφαντίδης, 1982). Ωστόσο, σύµφωνα µε τις πρόσφατες ανακοινώσεις των Anderson & Trueman (2000) και Anderson (2000), γίνεται δεκτό ότι όλες οι αναφορές που αφορούν τα ακάρεα του γένους βαρρόα στη µέλισσα Α. mellifera θα πρέπει να θεωρούνται ως βαρρόα του είδους Varroa destructor (Association of Institutes for Bee Research, Report of the 47 th seminar, University Tubingen, 2000).

21 21 ΙI. ΤΟ ΑΚΑΡΙ Varroa destructor 1. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ 1.1. ΘΗΛΥΚΟ Το άκαρι V.destructor είναι µορφολογικά όµοιο µε το V.jacobsoni αλλά µεγαλύτερο σε µέγεθος. Το µέσο µήκος του σώµατός του είναι 1167,3 ± 26,8 µm (±SD), και το µέσο πλάτος 1708,9 ± 41,2 µm (±SD) ενώ το µέσο µήκος του V.jacobsoni είναι 1063 ± 26 µm (±SD) και το µέσο πλάτος του 1506 ± 36 µm (±SD). Έγκυρη διαφοροποίηση µεταξύ των διαφορετικών απλοτύπων του είδους V.destructor και µεταξύ των ειδών V.destructor και V. jacobsoni γίνεται µόνο µε µεθόδους µοριακής βιολογίας, στηριζόµενες στην αλληλουχία των βάσεων του µιτοχονδριακού DNA. Όσον αφορά τη µορφολογία των ενήλικων ατόµων και των διαφόρων ανώριµων εξελικτικών σταδίων του ακάρεως, οι εργασίες οι σχετικές µε το V.jacobsoni θα πρέπει να θεωρείται ότι αναφέρονταν στο είδος V.destructor. Το θηλυκό άτοµο έχει σχήµα ελλειψοειδές. Το σώµα του, έντονα πεπλατυσµένο ραχιοκοιλιακά και ελαφρά κυρτό, έχει χρώµα που ποικίλλει ανάλογα µε την ηλικία του παρασίτου και κυµαίνεται από ξανθό ανοιχτό, καστανέρυθρο, µέχρι βαθύ καστανό. Είναι ορατό µε γυµνό οφθαλµό και µοιάζει µε πολύ µικρό λέπι. Η ραχιαία επιφάνεια καλύπτεται από σκληρό θυρεό από χιτίνη. Η κοιλιακή επιφάνεια καλύπτεται από πλάκες χιτίνης, που ενώνονται µεταξύ τους µε λεπτότερες µεµβράνες. Οι πλάκες αυτές είναι: η στερνική, η κοιλιακή, οι δύο περιτρηµατικές ή πλευρικές, οι δύο µεταποδικές και η εδρική, στο µέσον της οποίας βρίσκεται η έδρα. Το γεννητικό τρήµα βρίσκεται στο οπίσθιο χείλος της στερνικής πλάκας και καλύπτεται από µια πτυχή της κοιλιακής πλάκας. Σ όλο το σώµα φέρει σκληρές και µακριές τρίχες. Έχει τέσσερα ζεύγη δυνατά, κοντά, πλατιά και κυρτά πόδια, που αποτελούνται από επτά τµήµατα. Το τελευταίο τµήµα (pretarsus) είναι οπλισµένο µε µία δυνατή σύνθετη βεντούζα (Ramirez & Malavasi, 1991, Ramirez, 1994, Liu, 1996a, Liu & Peng, 1990). Το πρώτο ζεύγος των ποδιών εξέχει από την περιφέρεια του σώµατος, φέρει αισθητικά όργανα και παίζει ρόλο κεραιών. Το γναθόσωµα είναι προσαρµοσµένο στην κοιλιακή επιφάνεια του πρόσθιου άκρου του ιδιοσώµατος και είναι µερικώς ορατό από την

22 22 προσθιοραχιαία πλευρά. Τα στοµατικά µόρια προορισµένα να τρυπούν και να µυζούν, αποτελούνται από δύο προσακτρίδες, δύο λεπτές χηληκεραίες και το υπόστοµα. Τα αναπνευστικά στίγµατα βρίσκονται µεταξύ του ΙΙΙ και ΙV ζεύγους ποδιών. Τα στίγµατα συνδέονται µε διακριτούς επιφανειακούς σωλήνες, οι οποίοι ονοµάζονται περιτρήµατα peritremes. Τα περιτρήµατα προβάλλουν προς την εξωτερική επιφάνεια του σώµατος του ακάρεως και αποτελούν µαζί µε τα στίγµατα το εξωτερικό τµήµα του αναπνευστικού συστήµατος. Εντοπίζονται στην περιοχή πάνω από το ισχίο του τρίτου ζεύγους ποδιών και εκτείνονται προς τα πλάγια, πάνω στη µεµβράνη που συνδέει τις πλευρικές και µεταποδικές πλάκες χιτίνης µε την κοιλιακή επιφάνεια του ραχιαίου θυρεού. Τα περιτρήµατα περικλείονται εσωτερικά από πλάκα κουτικουλίνης ενώ στη βάση τους, ο εξωσκελετός είναι εύκαµπτος µε αποτέλεσµα το περίτρηµα να µετακινείται ελεύθερα προς όλες τις κατευθύνσεις. Στην κορυφή υπάρχει σχισµή η οποία επιτρέπει στον αέρα να εισέλθει στο περίτρηµα ενώ η εσωτερική µεµβράνη των περιτρηµάτων είναι λεπτή και φέρει εγκάρσιες οδοντωτές προεξοχές, πιθανόν αυξάνοντας την επιφάνεια επαφής. Κατά τη διάρκεια που το άκαρι «παγιδεύεται» µέσα στην τροφή του γόνου, στον πυθµένα του κελιού, τα περιτρήµατα αποτελούν εξειδικευµένους αναπνευστικούς σωλήνες, οι οποίοι προβάλλουν πάνω από την επιφάνεια της τροφής εξασφαλίζοντας την αναπνοή και κατά συνέπεια την επιβίωση του ακάρεως. Κατά τη διάρκεια της παραµονής του ακάρεως εντός του κελιού τα περιτρήµατα πιθανόν να λειτουργούν και ως όργανα ρύθµισης των επιπέδων CO 2 µε σκοπό την επιβίωση του ακάρεως σε περιβάλλον όµοιο µε αυτό που υπάρχει µέσα στο σφραγισµένο κελί (Strube & Flechtmann, 1985, Liu, 1996b). Το σχήµα του σώµατος του θηλυκού ακάρεως είναι προσαρµοσµένο στα διάφορα στάδια της ζωής του. Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής του δραστηριότητας µέσα στο σφραγισµένο γόνο, το έντονα πεπλατυσµένο του σώµα του επιτρέπει να γλιστράει σε πτυχές, ανάµεσα στα τοιχώµατα του κελιού και το σώµα της προνύµφης ή της νύµφης της µέλισσας. Kατά τη διάρκεια της περιόδου διασποράς, το άκαρι εισέρχεται βαθιά ανάµεσα στους κοιλιακούς στερνίτες της ενήλικης µέλισσας, όπου είναι δύσκολο να εντοπιστεί και να αποκολληθεί από τις άλλες µέλισσες. Οι βεντούζες των ποδιών του και

23 23 οι µακριές τρίχες του σώµατός του, επιτρέπουν στο άκαρι να στερεώνεται ή να µετακινείται σταθερά επάνω στον ξενιστή του ΑΡΣΕΝΙΚΟ Το αρσενικό άκαρι είναι µικρότερο από το θηλυκό, µε διαστάσεις 0,752-0,912 Χ 0,707-0,883 mm. Έχει σχήµα περίπου κυκλικό, χρώµα λευκό µε πρασινωπές αποχρώσεις, εξαιτίας του περιεχοµένου του εντέρου, το οποίο διατηρείται σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Το αρσενικό άτοµο χαρακτηρίζεται από την παρουσία δυο στοιχείων: α) του γεννητικού ανοίγµατος εντός της στερνογεννητικής πλάκας η οποία βρίσκεται µεταξύ των µηρών του δεύτερου ζεύγους ποδιών και β) από το τροποποιηµένο κινητό δάκτυλο της χηληκεραίας το οποίο αποτελεί µακρύ σπερµατοδάκτυλο (Delfinado-Baker, 1984). Το τελευταίο αποτελεί όργανο που εξυπηρετεί τη µεταφορά του σπέρµατος. Τα στοµατικά µόρια πιθανόν εξυπηρετούν τη λήψη τροφής χωρίς να επιτρέπουν τη µύζηση αιµολέµφου από το γόνο της µέλισσας. Τα άκρα του είναι µακριά και λεπτά και εξέχουν χαρακτηριστικά από την περιφέρεια του σώµατος. Στο ενήλικο αρσενικό τα άκρα δεν παραµένουν λευκά αλλά αποκτούν ωχρό χρώµα ΑΩΡΑ ΣΤΑ ΙΑ Τα άωρα στάδια του ακάρεως είναι το αυγό, η προνύµφη, η πρωτονύµφη και η δευτερονύµφη. Αυγό: Έχει διαστάσεις 0,60-67Χ0,30-0,40 mm, χρώµα λευκό και κάτω από τα λεπτά τοιχώµατα του διακρίνεται το έµβρυο. Προνύµφη: Έχει σχήµα σφαιρικό και είναι κλεισµένη στη µεµβράνη του αυγού, µέσα από την οποία διακρίνονται τα τρία ζεύγη ποδιών και οι χηληκεραίες. Σύµφωνα µε νεώτερα δεδοµένα το αυγό που εναποτίθεται περιέχει πρωτονύµφη και όχι εξάποδη προνύµφη (Steiner και συν., 1994). Πρωτονύµφη: Το σώµα της θηλυκής πρωτονύµφης είναι περίπου κυκλικό µε µήκος 0,7-0,8 mm, το χρώµα της λευκωπό, φέρει ευδιάκριτη εδρική πλάκα και τέσσερα ζεύγη ποδιών. Τα πόδια στον πρόταρσο φέρουν µικρή βεντούζα και τα περιτρήµατα είναι υποτυπώδη. Η αρσενική πρωτονύµφη είναι λίγο µικρότερη, έχει διαστάσεις 0,62-0,74 Χ 0,58-0,69 mm και η εδρική πλάκα δε διακρίνεται εύκολα. Η διάκριση του φύλου µε βάση τα εξωτερικά

24 24 χαρακτηριστικά δεν µπορεί να είναι αξιόπιστη στις προνύµφες και πρωτονύµφες του ακάρεως (Steiner, 1988). Σε παλαιότερες εργασίες, οι διαφορές που αναφέρονταν µεταξύ των δυο φύλων ήδη από το στάδιο της πρωτονύµφης, σήµερα θα πρέπει να θεωρούνται ως ενδεικτικές µόνο. Οι διαφορές στηρίζονται στη διάπλαση του σώµατος και στη διάταξη των στερνικών τριχών και γίνονται εντονότερες και ευδιάκριτες στα αρχικά στάδια της δευτερονύµφης. Οι πρωτονύµφες, αρσενικές ή θηλυκές, διακρίνονται από τις δευτερονύµφες µε βάση τον αριθµό των στερνικών τριχών. Παρατηρώντας τα ανώριµα στάδια του ακάρεως στο στερεοσκόπιο ή στο µικροσκόπιο, διαπιστώνεται ότι οι πρωτονύµφες φέρουν 3 ζεύγη στερνικών τριχών ενώ οι δευτερονύµφες 5-6 ζεύγη τριχών (Delfinado-Baker, 1984). ευτερονύµφη: Η θηλυκή δευτερονύµφη έχει σχήµα ωοειδές και διαστάσεις 0,94-1,12 Χ 1,14-1,6 mm. Ο ραχιαίος θυρεός είναι δυσδιάκριτος. Η αρσενική δευτερονύµφη είναι στρογγυλή και έχει διαστάσεις 0,74-0,88 Χ 0,8 mm. Το περιεχόµενο του µέσου εντέρου είναι ορατό κάτω από τον ηµιδιαφανή εξωσκελετό. Στα άωρα στάδια και στο ενήλικο αρσενικό προσδίδει χαρακτηριστικό πρασινωπό χρωµατισµό και στα νεαρά ενήλικα θηλυκά άτοµα σκούρο καστανό ή µαύρο. Από τη σύγκριση της µορφολογίας του σώµατος των δυο φύλων φαίνεται ότι το θηλυκό άτοµο είναι λιγότερο στενόµακρο από το αρσενικό. Συγκριτικά µε το µέγεθος του σώµατος, τα πόδια του αρσενικού είναι πιο λεπτοφυή και το µήκος τους µεγαλύτερο από εκείνο του θηλυκού. Το χαρακτηριστικό αυτό παραµένει και στις επόµενες φάσεις της ανάπτυξης. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισµα που γίνεται εµφανέστερο κατά την ανάπτυξη του ακάρεως, είναι ότι το σώµα του αρσενικού είναι πιο οξύληκτο προς τα εµπρός συγκριτικά µε το θηλυκό. Επιπλέον, το σώµα της θηλυκής δευτερονύµφης σταδιακά γίνεται περισσότερο πεπλατυσµένο ραχιοκοιλιακά, µε αποτέλεσµα σε προχωρηµένο στάδιο ανάπτυξης της δευτερονύµφης να αποκτά τη µορφή του ενήλικου θηλυκού ακάρεως και κατά συνέπεια η διάκριση από το ενήλικο αρσενικό να είναι σαφής. 2. BΙΟΛΟΓΙΑ Το άκαρι V.destructor είναι αποκλειστικά παράσιτο της µέλισσας. Η επιβίωση και η αναπαραγωγή του είναι άρρηκτα συνδεδεµένες µε την εξέλιξη

25 25 της ζωής του µελισσιού. Το ενήλικο θηλυκό άκαρι µπορεί να επιβιώσει σε συνθήκες εργαστηρίου και µε κατάλληλη διατροφή για αρκετές ηµέρες. Μακριά όµως από το µελίσσι δεν αναπαράγεται επιτυχώς και πεθαίνει χωρίς να παράγει απογόνους (Bruce και συν., 1988). Στο µελίσσι, η βαρρόα παρασιτεί τόσο στο γόνο όσο και στις ενήλικες µέλισσες. Έχει ήδη προσαρµοστεί στις συνθήκες ζωής του ξενιστή της, ώστε να αξιοποιεί κατάλληλα το κάθε στάδιο της µέλισσας, για την ασφαλέστερη επιτέλεση των βασικών της αναγκών. Ο γόνος, όπου λαµβάνει χώρα η αναπαραγωγή, προσφέρει καταφύγιο και τροφή, στοιχεία απαραίτητα για την ωοτοκία και την ασφαλή ανάπτυξη των ευαίσθητων ανώριµων σταδίων του ακάρεως. Οι ενήλικες µέλισσες εξασφαλίζουν την επιβίωση των ενήλικων θηλυκών παρασίτων, στο διάστηµα που το µελίσσι δεν εκτρέφει γόνο, καθώς επίσης και τη διασπορά µέσα και έξω από την κυψέλη (Λιάκος, 1996). Το χρονικό διάστηµα που το άκαρι παρασιτεί τις ενήλικες µέλισσες χαρακτηρίζεται ως περίοδος ή φάση µεταφοράς (phoretic phase) που έχει ως αποτέλεσµα τη διασπορά του ακάρεως (περίοδος διασποράς). Η περίοδος αυτή αφορά όλο το χρονικό διάστηµα που το ενήλικο θηλυκό άκαρι βρίσκεται έξω από το γόνο, και έχει τη δυνατότητα να µεταδοθεί από µελίσσι σε µελίσσι. Όλες οι βαρρόες που βρίσκονται επάνω σε ενήλικες µέλισσες είναι ενήλικα θηλυκά άτοµα. Έχουν όµως διαφορετική ηλικία και είναι δυνατό να είναι: Βαρρόες µητρικής γενεάς, οι οποίες έχουν διέλθει από κελί µε εργατικό γόνο ή κηφηνογόνο. Υπάρχει πιθανότητα να µην έχουν αναπαραχθεί ή να έχουν αναπαραχθεί µια ή περισσότερες φορές και να έχουν δώσει ή όχι γόνιµους ενήλικους θηλυκούς απογόνους, δηλαδή βαρρόες θυγατρικής γενεάς. Βαρρόες θυγατρικής γενεάς, οι οποίες έχουν εξέλθει πρόσφατα από κελί µέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν. Οι βαρρόες αυτές είναι δυνατόν να είναι γονιµοποιηµένες ή µη γονιµοποιηµένες. Η δεύτερη περίοδος αφορά την είσοδο του ενήλικου θηλυκού ακάρεως στον ασφράγιστο γόνο γι αναπαραγωγή, και ονοµάζεται περίοδος αναπαραγωγής ή περίοδος αναπαραγωγικής δραστηριότητας (reproduction, reproductive phase). Ο βιολογικός κύκλος του παρασίτου εξελίσσεται εξ

26 26 ολοκλήρου στο σφραγισµένο γόνο, µέσα στον οποίο εντοπίζονται τα διάφορα στάδια ανάπτυξης του παρασίτου ΠΕΡΙΟ ΟΣ ΙΑΣΠΟΡΑΣ Η βαρρόα ανήκει στη κατηγορία των ακάρεων που χρησιµοποιούν άλλους οργανισµούς για τη διασπορά τους (phoretic mites). Κάτω από φυσικές συνθήκες, όλα τα ενήλικα θηλυκά ακάρεα που εξέρχονται από ένα κελί που έχει αποσφραγιστεί, ανέρχονται µε την πρώτη ευκαιρία επάνω σε εργάτρια µέλισσα ή σε κηφήνα. Ο χρόνος παραµονής των βαρροών επάνω στις ενήλικες µέλισσες χαρακτηρίζεται ως περίοδος διασποράς. Η διάρκεια της περιόδου διασποράς ποικίλλει και έχει σχέση τόσο µε τη φυσιολογία του παρασίτου όσο και του ξενιστή. Για τα ακάρεα που πρόκειται να εισέλθουν σε σύντοµο χρονικό διάστηµα στο γόνο, η παρουσία τους επάνω σε µέλισσα εξυπηρετεί τη µεταφορά τους στο πλησιέστερο κελί που περιέχει την κατάλληλης ηλικίας προνύµφη. Για τα ακάρεα που δεν πρόκειται να εισέλθουν σύντοµα στο γόνο, η παρουσία και η µετακίνησή τους επάνω στο σώµα ενήλικης µέλισσας εξασφαλίζει κατά κύριο λόγο την επιβίωσή τους στο διάστηµα που αυτά θα παραµείνουν εκτός γόνου. Επιπλέον, εξυπηρετεί τη µετάδοσή τους σε νέους ξενιστές, εξασφαλίζοντας έτσι τη διασπορά τους µέσα και έξω από την κυψέλη. Την περίοδο που τα µελίσσια εκτρέφουν γόνο, µικρό µόνο ποσοστό του συνόλου των βαρροών βρίσκεται επάνω στις ενήλικες µέλισσες, ενώ το µεγαλύτερο ποσοστό παρασιτεί το γόνο. Σε µελίσσια που εκτρέφουν µεγάλη έκταση γόνου, ευνοείται η είσοδος των βαρροών στο γόνο και κατά συνέπεια η αναπαραγωγή τους. Το διάστηµα που τα µελίσσια δεν εκτρέφουν γόνο, τα ακάρεα παραµένουν υποχρεωτικά επάνω στις ενήλικες µέλισσες, µε αποτέλεσµα να επιµηκύνεται η περίοδος της διασποράς. Η περίοδος της παραµονής των βαρροών επάνω στις ενήλικες µέλισσες, πρέπει να µελετάται σε συνδυασµό µε τους παράγοντες που επιδρούν και διαµορφώνουν, ο κάθε ένας χωριστά ή / και όλοι µαζί, την κατανοµή των ακάρεων µέσα και έξω από το γόνο. Η µελέτη εξάλλου της εξέλιξης της περιόδου διασποράς, εµπεριέχει κατά κάποιο τρόπο και την προσέγγιση της επόµενης περιόδου της ζωής του παρασίτου δηλαδή, την είσοδο σε κελί µε γόνο κατάλληλης ηλικίας και την αναπαραγωγή εντός του κελιού.

27 27 Μετά τη συµπλήρωση του βιολογικού της κύκλου η µέλισσα που πρόκειται να εκκολαφτεί, αρχίζει τη διαδικασία της διάνοιξης του κελιού και στη συνέχεια ακολουθεί η έξοδός της απ αυτό. Τα ενήλικα θηλυκά ακάρεα που τυχόν υπάρχουν στο κελί, εξέρχονται µαζί της και µόνο σε µικρό ποσοστό εξέρχονται πριν ή µετά από αυτή. Στο σύνολό τους, εγκαταλείπουν σχεδόν σε µικρό χρονικό διάστηµα τη νεαρή µέλισσα για να προσκολληθούν σε µέλισσες λίγο µεγαλύτερης ηλικίας, συνήθως παραµάνες ή νεαρούς κηφήνες. Ένα ποσοστό από τις βαρρόες που εξέρχεται από κελί πιθανόν να εισέρχεται κατ ευθείαν σ ένα άλλο κελί, που περιέχει κατάλληλης ηλικίας γόνο, για να ωοτοκήσει. Η τάση που παρουσιάζουν οι βαρρόες να παραµένουν επάνω σε ενήλικες µέλισσες, εργάτριες ή κηφήνες καθώς και η διάρκεια της παραµονής τους, επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες όπως: α) η φυσιολογία του ίδιου του παρασίτου, β) η φυσιολογία του µελισσιού, γ) οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως οι κλιµατικές και οι καιρικές συνθήκες, οι οποίοι επηρεάζουν τη βιολογία του µελισσιού και κατά συνέπεια επιδρούν άµεσα ή έµµεσα στη διασπορά των βαρροών. Ο χρόνος παραµονής των βαρροών επάνω στις µέλισσες ποικίλλει, σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα διαφόρων ερευνητών. Όταν το µελίσσι εκτρέφει γόνο, η περίοδος της παραµονής της βαρρόας επάνω στις ενήλικες µέλισσες διαρκεί από 0-14 ηµέρες (Woyke, 1987, Calis και συν., 1990). Ο Schulz (1984) παρατήρησε ότι κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, οι βαρρόες παραµένουν γόνιµες για διάστηµα 50 ηµερών, ενώ το 95% του συνολικού πληθυσµού εισέρχεται σε κελί µε γόνο µέσα σε 24 ηµέρες. Ο Boot και συν. (1995a) αναφέρουν τις 23 ηµέρες ως µέγιστη περίοδο παραµονής της βαρρόας επάνω στις ενήλικες µέλισσες. Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα µεγάλου αριθµού ερευνητών, έχουν διαπιστωθεί διαφορές µεταξύ νεαρών και µεγαλύτερης ηλικίας ακάρεων στο χρόνο παραµονής επάνω σε ενήλικες µέλισσες. Τα νεαρής ηλικίας άτοµα που πρόσφατα εξήλθαν από κελί, παραµένουν επάνω σε ενήλικες µέλισσες µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα από τα άτοµα µεγαλύτερης ηλικίας. Τα τελευταία ξεκινούν τη διαδικασία εισόδου σε νέο κελί σχεδόν αµέσως µετά την έξοδό τους από κελί (Schulz, 1984: Woyke, 1987, Moosbeckhofer και συν., 1988, Wendel and Rosenkranz, 1990, Calis και συν., 1990, Al-Ghzawi, 1993,

28 28 Boot και συν., 1993). Σε δείγµατα ενήλικων µελισσών που λαµβάνονται από µελίσσια τα οποία παρασιτεί το άκαρι διαπιστώνεται ότι στις ενήλικες µέλισσες ανευρίσκονται περισσότερες νεαρές παρά µεγαλύτερης ηλικίας βαρρόες (Boot και συν., 1993). Σύµφωνα µε τον Schulz (1984), ο οποίος µαρκάρισε µε κατάλληλη χρωστική τα ακάρεα, η περίοδος διασποράς διαρκεί 4,5 ηµέρες για µεγάλης ηλικίας άτοµα, 10,7 ηµέρες για νεαρότερα και 7,4 ηµέρες για µικτό πληθυσµό. Ο Woyke (1987) αναφέρει ότι η µέση διάρκεια της περιόδου διασποράς είναι 4,7 ηµέρες για µικτό πληθυσµό και 5,9 ηµέρες για τα νεαρά ακάρεα. Ο Wendel (1989) αναφέρει ότι ορισµένα ακάρεα εισέρχονται στο γόνο ήδη από την πρώτη ηµέρα αλλά το µεγαλύτερο ποσοστό τους εισέρχεται µέσα σε τρεις ως έξι ηµέρες µετά την έξοδό τους από το προηγούµενο κελί. Συγκεκριµένα, το 80% των µεγαλύτερης ηλικίας ακάρεων και το 65% των νεαρών εισέρχεται µέσα στο γόνο µέσα σε τρεις ηµέρες. Το 6,5% των ακάρεων, ανεξάρτητα από την ηλικία τους, εισέρχεται ήδη από την πρώτη ηµέρα ενώ το 85% εισέρχεται µέχρι την έκτη ηµέρα. Σύµφωνα µε τον Fries και συν. (1994), κατά την περίοδο Ιουλίου Αυγούστου, η διάρκεια της περιόδου διασποράς σε µικτό πληθυσµό βαρροών είναι 5,6 ± 0,35 ηµέρες. Όπως αναφέρθηκε προηγούµενα, τα ακάρεα δεν µπορούν να αναπαραχθούν στο διάστηµα που παρασιτούν επάνω σε ενήλικες µέλισσες. Η είσοδός τους στο γόνο για αναπαραγωγή είναι απαραίτητη και όσο νωρίτερα γίνεται τόσο περισσότερο αυξάνονται, τουλάχιστον θεωρητικά, οι πιθανότητες να αυξηθεί ο πληθυσµός τους και κατά συνέπεια να εξασφαλιστεί η µελλοντική επιβίωση και η διασπορά τους εκτός κυψέλης. Σε πειραµατισµούς που έγιναν για να προσδιοριστεί ο αριθµός των περιόδων αναπαραγωγής, διαπιστώθηκε ότι η επαφή των ακάρεων µε τις ενήλικες µέλισσες δε θεωρείται πάντα απαραίτητη για την επόµενη αναπαραγωγή (Ruijter De, 1987). Ο Schulz (1984), παρατήρησε ότι τα περισσότερα ακάρεα, λίγες µόνο ηµέρες µετά την έξοδό τους από το κελί, εισέρχονται για αναπαραγωγή σε νέο κελί. Οµοίως, ο Boot και συν. (1993), αναφέρουν ότι ορισµένα ακάρεα αρχίζουν τη διαδικασία εισόδου στο γόνο, αµέσως µετά την έξοδό τους από το κελί ή κατά τη διάρκεια της ίδιας ηµέρας.

29 29 Σύµφωνα µε τις παραπάνω διαπιστώσεις, ένας σηµαντικός αριθµός βαρροών δε χρειάζεται να παραµείνει επάνω σε ενήλικες µέλισσες. Εκτός των προαναφερθέντων, έχει διαπιστωθεί ότι ορισµένα ακάρεα όταν εξέλθουν από το κελί, αν και υπάρχει διαθέσιµος γόνος για να ωοτοκήσουν, αυτά δε εισέρχονται ξανά σε κελί αλλά είναι δυνατόν να παρασιτούν σε ενήλικες µέλισσες για διάστηµα µεγαλύτερο από ένα µήνα και να παραµένουν ικανά να αναπαραχθούν αργότερα (Schulz, 1984). Μετά από πειράµατα διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν ακάρεα που χρησιµοποιούν τις ενήλικες µέλισσες όχι µόνο ως µέσο µεταφοράς, αλλά παραµένουν για ορισµένο χρονικό διάστηµα επάνω σ αυτές και για άλλους λόγους (Schulz, 1984, Fuchs, 1985, Moosbeckhofer και συν., 1988, Beetsma and Zonneveld, 1992). Πιθανότατα, αυτή η επιλογή να έχει σχέση µε τη φυσιολογία της αναπαραγωγής. Το διάστηµα που οι βαρρόες παραµένουν επάνω στις ενήλικες µέλισσες και διατρέφονται µε την αιµολέµφο των µελισσών, διεγείρεται το αναπαραγωγικό τους σύστηµα και προετοιµάζεται για τη µελλοντική ωοτοκία, όποτε αυτές εισέλθουν σε κελί µε γόνο. ηλαδή οι βαρρόες µε την παραµονή τους επάνω σε ενήλικες µέλισσες προετοιµάζονται για την επόµενη εναπόθεση αυγών ή πιο συγκεκριµένα, η παραµονή των βαρρόων επάνω σε ενήλικες µέλισσες διεγείρει την ικανότητά τους για ωοτοκία χωρίς όµως να είναι απαραίτητη για την έναρξη αυτής (Beetsma and Zonneveld, 1992). Παρόµοιες παρατηρήσεις είχαν και οι Ruijter de and Pappas (1983), και ο Ruijter de (1987). Επίσης, παρά το ότι τα ακάρεα πιθανόν να χρειάζονται ένα µικρό χρονικό διάστηµα παραµονής λιγότερο από µια ηµέρα επάνω σε ενήλικες µέλισσες για να υπάρξει το παραπάνω διεγερτικό αποτέλεσµα, έχει αποδειχθεί ότι κάτω από φυσικές συνθήκες, η αναπαραγωγική επιτυχία των ακάρεων που εισέρχονται σε κελί, είναι ανεξάρτητη της περιόδου (1-23 ηµέρες) παραµονής επάνω σε ενήλικες µέλισσες (Boot και συν., 1995a). Η παραµονή επάνω σε ενήλικες µέλισσες φαίνεται να είναι απαραίτητη για τις νεαρές βαρρόες και ενδεχοµένως συνδέεται µε τη διαδικασία ωρίµανσης του αναπαραγωγικού τους συστήµατος. Νεαρές βαρρόες που εξήλθαν πρόσφατα από κελί, επιλέγουν αρχικά να παραµείνουν επάνω σε ενήλικες µέλισσες πριν εισέλθουν σε κελί µε γόνο. ιαπιστώθηκε πειραµατικά ότι νεαρά ακάρεα, που αποστερήθηκαν την παραµονή τους επάνω σε ενήλικες

30 30 µέλισσες, έχουν κατά κανόνα µικρότερο µέσο αριθµό απογόνων, ενώ η ωοτοκία τους καθυστερεί σε σχέση µε αυτά που εισήλθαν σε κελιά κάτω από φυσικές συνθήκες (Beetsma and Zonneveld, 1992). Αντίθετα, η παραµονή αυτή είναι µικρότερη σε µεγαλύτερης ηλικίας βαρρόες που έχουν ήδη εισέλθει σε κελί νωρίτερα (Boot και συν., 1993). Ανεξάρτητα από την ηλικία των βαρρόων, παρατηρήσεις που έχουν γίνει σχετικά µε τη διαδικασία της εισόδου τους σε κελί, έδειξαν ότι οι µέλισσες που µεταφέρουν βαρρόα πρέπει να έλθουν αρκετά κοντά σε κελί µε γόνο κατάλληλης ηλικίας, ώστε να δράσουν οι παράγοντες που θα διεγείρουν την είσοδο του παρασίτου µέσα στο γόνο. Η πιθανότητα να εγκαταλείψει το άκαρι τη µέλισσα για να εισέλθει σε γόνο, είναι µεγαλύτερη όταν υπάρχουν περισσότερα κελιά µε γόνο κατάλληλης ηλικίας και κατά συνέπεια ο χρόνος παραµονής του ακάρεως σε ενήλικες µέλισσες στην περίπτωση αυτή είναι µικρότερος (Boot και συν. 1994a, 1994b). Σύµφωνα µε τον Schulz (1984), εφόσον στο µελίσσι υπάρχει διαθέσιµος γόνος, κατάλληλης ηλικίας, το 57% των ακάρεων εισέρχονται στο γόνο µέσα σε 6 ηµέρες. Η έκταση του γόνου, η ύπαρξη γόνου κατάλληλης ηλικίας, το είδος του γόνου όπως και όλοι οι παράγοντες που δρουν και αλληλεπιδρούν στη διαδικασία εκτροφής του γόνου, επηρεάζουν την είσοδο των ακάρεων σ αυτόν και καθορίζουν έµµεσα τη διάρκεια του χρονικού διαστήµατος που τα ακάρεα θα παραµείνουν επάνω στις µέλισσες, µέχρι να εισέλθουν σε κελί για αναπαραγωγή. Έτσι στους παράγοντες που επηρεάζουν τη διάρκεια της περιόδου διασποράς, αναφέρονται όχι µόνο ο αριθµός των διαθέσιµων κελιών, αλλά και το µέγεθος του µελισσιού και η αναλογία των ενήλικων µελισσών προς το γόνο (Calis και συν., 1990, Calis και συν., 1991, Boot και συν., 1993). Η σχέση πληθυσµού προς γόνο, δηλαδή του αριθµού των ενήλικων µελισσών, προς την έκταση του γόνου (αριθµός εργατικών κελιών και κηφηνοκελιών µε γόνο) που εκτρέφεται, επηρεάζει σηµαντικά τον αριθµό των βαρροών που εισέρχονται στο γόνο. Στα πολυπληθή µελίσσια, οι βαρρόες διασπείρονται σε µεγάλο αριθµό µελισσών µε αποτέλεσµα να µειώνεται η πιθανότητα εισόδου αυτών σε κελιά µε γόνο. Ο αριθµός των µελισσών που βρίσκονται αρκετά κοντά σε γόνο κατάλληλης ηλικίας, παραµένει ο ίδιος µε αποτέλεσµα να µειώνεται η αναλογία των ακάρεων που έχουν την ευκαιρία να

31 31 εισέλθουν σε γόνο (Boot και συν., 1993). Ο Boot και συν. (1994b), απέδειξαν ότι η είσοδος των ακάρεων αυξάνεται µε την αύξηση της κατάλληλης ηλικίας γόνου και µειώνεται όταν αυξάνεται το ποσοστό των ενήλικων µελισσών. Όσο περισσότερο αυξάνεται ο γόνος κατάλληλης ηλικίας, όπως συµβαίνει κατά τη διάρκεια της άνοιξης, τόσο αυξάνεται και η πιθανότητα να πλησιάσουν περισσότερες µέλισσες κοντά στο χείλος του κελιού µε αποτέλεσµα οι βαρρόες που βρίσκονται επάνω στις ενήλικες µέλισσες να έχουν περισσότερες πιθανότητες να εισέλθουν στο γόνο. Αυτό δικαιολογεί το γιατί σε µικρού µεγέθους µελίσσια µε µεγάλη έκταση γόνου ο µεγαλύτερος αριθµός των βαρροών βρίσκεται µέσα στο γόνο. Αντίστροφα, σε µελίσσια µε τον ίδιο πληθυσµό ακάρεων και την ίδια έκταση γόνου, αλλά µε διαφορετικό αριθµό ενήλικων µελισσών, η πιθανότητα να εισέλθουν ακάρεα σε κελιά µε γόνο µειώνεται στα µελίσσια µε το µεγαλύτερο πληθυσµό εξαιτίας της µεγαλύτερης διασποράς των ακάρεων στον πληθυσµό των µελισσών. Κάτω από φυσικές συνθήκες, καθώς ο πληθυσµός των µελισσιών αυξάνει σηµαντικά προς το τέλος της άνοιξης και τις αρχές του καλοκαιριού, οι βαρρόες διασπείρονται σε µεγαλύτερο αριθµό µελισσών. Η έκταση όµως του γόνου παραµένει σε υψηλά επίπεδα και κατά συνέπεια ένας µεγάλος αριθµός από παραµάνες µέλισσες ασχολείται µε την εκτροφή και την περιποίηση του γόνου. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα, ένας µεγάλος αριθµός βαρροών που βρίσκεται επάνω σε παραµάνες µέλισσες, να έχει τη δυνατότητα να εισέλθει στο γόνο. Γι αυτό το λόγο, και σ αυτά τα µελίσσια ο µεγαλύτερος αριθµός των βαρροών βρίσκεται µέσα στο γόνο. Προς το τέλος του καλοκαιριού και τα µέσα του φθινοπώρου, ο αριθµός των ενηλίκων µελισσών παραµένει σε σχετικά υψηλά επίπεδα, ενώ ο γόνος περιορίζεται σταδιακά. Στην περίπτωση αυτή, οι βαρρόες διασπείρονται σε ένα µεγάλο αριθµό ενήλικων µελισσών, από τις οποίες ένα µέρος µόνο είναι παραµάνες, µε αποτέλεσµα να µειώνεται ανάλογα, ο αριθµός των βαρροών που έχουν τη δυνατότητα να πλησιάσουν αρκετά κοντά σε γόνο κατάλληλης ηλικίας και να εισέλθουν µέσα σ αυτόν. Στα πολυπληθή µελίσσια που εκτρέφουν µικρή έκταση γόνου, οι βαρρόες έχουν µικρότερη πιθανότητα να εισέλθουν σε γόνο και βρίσκονται στο µεγαλύτερό τους ποσοστό στην περίοδο της διασποράς.

32 32 Όπως είναι γνωστό η εκτροφή του γόνου επηρεάζεται από το κλίµα και την εποχή. Την άνοιξη, οπότε υπάρχει αφθονία νέκταρος και γύρης, η έκταση του εκτρεφόµενου γόνου αυξάνεται ραγδαία. Αντίθετα, τους χειµερινούς µήνες, η εκτροφή του γόνου περιορίζεται ή διακόπτεται παντελώς µε αποτέλεσµα να µειώνεται σηµαντικά ή να µηδενίζεται η πιθανότητα να εισέλθουν οι βαρρόες στο γόνο για αναπαραγωγή. Το διάστηµα που τα ακάρεα παραµένουν επάνω στις ενήλικες µέλισσες χωρίς να αναπαράγονται, µπορούν να επιβιώσουν αρκετούς µήνες και πιθανόν όσο καιρό επιβιώνει η µέλισσα (Fries, 1992). Στις βόρειες χώρες, όπου η εκτροφή του γόνου διακόπτεται για µεγάλο χρονικό διάστηµα, οι βαρρόες παραµένουν επάνω σ ενήλικες µέλισσες καθ όλη τη διάρκεια της χειµερινής περιόδου (De Jong και συν., 1982). Η περίοδος της διασποράς στις χώρες αυτές είναι πολύ µεγαλύτερη, µε αποτέλεσµα να µειώνεται σηµαντικά η περίοδος της αναπαραγωγής, µε ανάλογες επιπτώσεις στη δυναµική του πληθυσµού του ακάρεως. Την περίοδο που τα µελίσσια εκτρέφουν γόνο, οι διαδοχικές είσοδοι των βαρροών στο γόνο για αναπαραγωγή έχει ως αποτέλεσµα τα µεγαλύτερης ηλικίας ακάρεα που έχουν ωοτοκήσει, να παρουσιάζουν µε την πάροδο του χρόνου, υψηλότερο ποσοστό θνησιµότητας. Αυτό συµβαίνει επειδή η αναπαραγωγή απαιτεί σηµαντικές ενεργειακές δαπάνες οι οποίες επιβαρύνουν βιολογικά τη µελλοντική επιβίωση των βαρροών που αναπαράγονται (Bell, 1980). Σε πειραµατισµούς που έγιναν κατά τη διάρκεια περιόδων που το µελίσσι εκτρέφει γόνο, η µέση διάρκεια ζωής των ακάρεων που βρίσκονταν στην περίοδο της διασποράς βρέθηκε κατά την έναρξη των πειραµάτων να είναι 27 ηµέρες, µε βάση τα αποτελέσµατα από την καταµέτρηση στα υπολείµµατα της κυψέλης. Περισσότερα από τα µισά ακάρεα επιβίωσαν για 20 ηµέρες. Μετά τις 60 και 90 ηµέρες επιβίωσαν το 14% και 3% αντίστοιχα, ενώ δεν επιβίωσε καµία βαρρόα µετά τις 120 ηµέρες (Calatayud and Verdú, 1995b). Ο Shabanov και συν. (1978), αναφέρουν ότι θηλυκά ακάρεα που εκκολάπτονται την καλοκαιρινή περίοδο ζουν 2 ή 3 µήνες. Σύµφωνα µε τον Ruijter de (1987), η διάρκεια ζωής των βαρροών διαρκεί το καλοκαίρι περισσότερο από 2,5 µήνες. Έµµεσα λοιπόν το κλίµα µπορεί να επηρεάσει τη

33 33 διάρκεια της περιόδου διασποράς του ακάρεως (Woyke, 1987) και τη µέγιστη διάρκεια ζωής. Οι Calatayud & Verdú (1994), σε πειράµατα που έκαναν σε µελίσσια χωρίς γόνο, προσδιόρισαν για βαρρόες που βρίσκονται στην περίοδο της διασποράς, ως πιθανή µέση διάρκεια ζωής τις 31 (19-41) ηµέρες και ως µέγιστη διάρκεια ζωής γύρω στις 90 (80-100) ηµέρες. Οι παραπάνω υπολογισµοί στηρίχθηκαν στον αριθµό των ακάρεων που ανευρίσκονταν στον πυθµένα της κυψέλης. Από την ανάλυση των ερευνητικών στοιχείων προέκυψε ότι σε µελίσσια χωρίς γόνο, το 20-60% των παρασίτων που βρίσκονται στην περίοδο της διασποράς έχουν µεγάλη πιθανότητα να πεθάνουν µέσα στις πρώτες 20 ηµέρες. ηλαδή το ποσοστό επιβίωσης κυµαίνεται την ίδια περίοδο µεταξύ 40-80%. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που θα πρέπει ν αναφερθεί είναι ότι µετά τις ηµέρες, η πιθανότητα θανάτου των ακάρεων άγγιξε τα υψηλότερα όρια µε µεγάλες όµως διακυµάνσεις. Μια εξήγηση της θνησιµότητας που παρατηρήθηκε είναι ότι, οι βαρρόες που χρησιµοποιήθηκαν κατά την εκτέλεση των πειραµάτων των ερευνητών έφτασαν στο παραπάνω χρονικό σηµείο, τα όρια της διάρκειας ζωής τους. Κατά τη διάρκεια της περιόδου διασποράς, οι βαρρόες παρασιτούν σε µέλισσες κάθε ηλικίας. είχνουν όµως διαφορετική προτίµηση η οποία σχετίζεται µε την ηλικία των µελισσών. Έχει διαπιστωθεί ότι ανεξάρτητα από την εποχή του έτους, οι βαρρόες δείχνουν ιδιαίτερη προτίµηση σε νεαρές παραµάνες µέλισσες που βρίσκονται στην περιοχή του γόνου (Grobov, 1977, Kraus, και συν., 1986, Kraus, 1993). Έχει διαπιστωθεί ότι οι βαρρόες έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν τον ιδανικό ξενιστή, δηλαδή συλλέκτρια ή νεαρής ηλικίας οικιακή µέλισσα, µε βάση χηµειοτακτικά ερεθίσµατα που δρουν µέσω οσµών. Σε δοκιµές µε τη χρήση οσµών διαπιστώθηκε ότι οι βαρρόες όχι µόνο διακρίνουν µέλισσες διαφορετικών ηλικιών, αλλά επιλέγουν τις οικιακές µέλισσες ως τους ιδανικούς ξενιστές. Ιδιαίτερα, δείχνουν προτίµηση στις παραµάνες και στους κηφήνες και µόνο ένα µικρό ποσοστό επιλέγει τις συλλέκτριες µέλισσες (Fruli, 1986, Le Conte and Arnold, 1988). Η προτίµηση στις νεαρές µέλισσες πιθανόν να σχετίζεται µε την απωθητική δράση της φεροµόνης, που παράγεται από τους αδένες του Nasonov (Hoppe and Ritter, 1988). Οι αδένες του Nasonov παράγουν µια

34 34 αρωµατική ουσία, η έκκριση της οποίας εξαρτάται από την ηλικία των µελισσών και η οποία ασκεί έντονη απωθητική δράση στις βαρρόες. Οι νεαρής ηλικίας µέλισσες παράγουν µικρή ποσότητα τέτοιας φεροµόνης (Boch and Shearer, 1963, Pickett και συν., 1980). Αντίθετα, η παραγωγή της φεροµόνης των αδένων του Nasonov σε συλλέκτριες ή γενικά σε µέλισσες µεγάλης ηλικίας είναι υψηλή, µε αποτέλεσµα τέτοιες µέλισσες να µην είναι ελκυστικές στις βαρρόες. Επιπλέον, σε εργαστηριακά πειράµατα σε τρυβλία Petri, στα οποία τοποθετούνταν µέλισσες διαφορετικής ηλικίας και αφήνονταν στο κέντρο του τρυβλίου βαρρόες να κινηθούν ελεύθερα προς τις µέλισσες, ή σε δοκιµές µε ολφακτόµετρο (olfactometer test), όπου τα ακάρεα κινούνται ελεύθερα προς µέλισσες διαφορετικής ηλικίας µε βάση τις οσµές του κινούµενου αέρα που διέρχεται από τις µέλισσες διαπιστώθηκε ότι: οι βαρρόες που βρίσκονταν, πριν την έναρξη των δοκιµών, επάνω σε παραµάνες ή νεοεκκολαπτόµενες µέλισσες, έδειξαν σαφή προτίµηση προς τις παραµάνες παρά στις γυρεοσυλλέκτριες (Kraus, 1993). Εκτός από τη διαφορετική ελκυστικότητα που δείχνουν οι βαρρόες ανάµεσα σε παραµάνες και συλλέκτριες µέλισσες, παρατηρούνται διαφορές και στις θέσεις εντοπισµού των ακάρεων στο σώµα µελισσών διαφορετικής ηλικίας. Όταν το άκαρι παρασιτεί στις ενήλικες µέλισσες κινείται σ όλη την έκταση του σώµατος τους και κατά περιόδους εγκαθίσταται βαθιά ανάµεσα στα δακτυλίδια της κοιλιάς. Η θέση όµως όπου εντοπίζεται συχνότερα, ποικίλλει στις διάφορες ηλικίες των µελισσών και στις διάφορες εποχές του έτους. Σύµφωνα µε τους Hoppe and Ritter (1988), σε µέλισσες µεγάλης ηλικίας, όπως είναι οι συλλέκτριες, τα ακάρεα εντοπίζονται συχνότερα στη περιοχή του κεφαλιού ή του θώρακα εξαιτίας της απωθητικής δράσης της φεροµόνης των αδένων του Nasonov. Στις παραµάνες µέλισσες τα ακάρεα εντοπίζονται συχνότερα µεταξύ των κοιλιακών στερνιτών. Οι Le Conte & Arnold (1988), µελέτησαν την επίδραση της θερµοκρασίας του περιβάλλοντος, στη θέση που οι βαρρόες προτιµούν να εντοπίζονται επάνω στις ενήλικες µέλισσες. ιαπίστωσαν ότι, σε υψηλές θερµοκρασίες ένα πολύ µικρό ποσοστό των βαρροών ανευρίσκεται στο θώρακα, όπου ως γνωστό γίνονται οι διεργασίες παραγωγής θερµότητας της µέλισσας. Αντίθετα,

35 35 όταν η θερµοκρασία του περιβάλλοντος µειώνεται, ο αριθµός των βαρροών που εντοπίζονται στο θώρακα αυξάνεται µέχρι και 7 φορές. Σύµφωνα µε τον Kraus και συν. (1986), η παραµονή των βαρροών στα σηµεία µεταξύ του κεφαλιού και του θώρακα ή µεταξύ του θώρακα και της κοιλιάς, παρέχει προστασία και ασφάλεια ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια πτήσης των µελισσών. Η παραµονή των βαρροών, σύµφωνα µε τους ίδιους συγγραφείς, στο θώρακα ή στην περιοχή της κοιλιάς εξυπηρετεί τη µετάδοση τους από τον ένα ξενιστή στον άλλο. Ο εντοπισµός τους µεταξύ των κοιλιακών στερνιτών γίνεται για διατροφικούς λόγους. Το παράσιτο διατρυπά µε τα στοµατικά του µόρια σχετικά εύκολα τις λεπτές µεµβράνες που συνδέουν τα κοιλιακά δακτυλίδια, µε αποτέλεσµα να προσλαµβάνει την αιµολέµφο που εκρέει. Στη διάρκεια του καλοκαιριού ο µεγαλύτερος αριθµός των ακάρεων εντοπίζεται στη ραχιαία περιοχή του θώρακα και της κοιλιάς καθώς και στην εσωτερική περιοχή µεταξύ του θώρακα και της κοιλιάς. Σε δοκιµές προτίµησης µε τη χρήση ολφακτόµετρου και τρυβλίων Petri, η αναλογία των ακάρεων που εντοπίζονταν κρυµµένα κάτω από τους κοιλιακούς στερνίτες ήταν σηµαντικά υψηλότερη σε ακάρεα που βρίσκονταν πριν τις δοκιµές προτίµησης σε παραµάνες συγκριτικά µε τα ακάρεα που βρίσκονταν σε συλλέκτριες ή νεοεκκολαπτόµενες µέλισσες. Τα ακάρεα που βρίσκονταν σε νεοεκκολαπτόµενες ή συλλέκτριες µέλισσες εντοπίζονταν συχνότερα στην επιφάνεια της κοιλιάς ή του θώρακα (Kraus, 1993). Σύµφωνα µε τους Fernandez και συν. (1993), κατά τη διάρκεια ήπιων χειµώνων, τα ακάρεα εγκαθίστανται στην κοιλιακή περιοχή σε ποσοστό 98% των περιπτώσεων που αφορούσαν γυρεοσυλλέκτριες µέλισσες, αρκετά µεγάλες σε ηλικία ώστε να έχουν ισχυρή έκκριση των αδένων του Nasonov. Ο Ritter και συν. (1989), διαπίστωσαν ότι σε µελίσσια της κεντροευρωπαϊκής µέλισσας Apis mellifera carnica, που βρίσκονταν σε κατάσταση χειµερινής µελισσόσφαιρας, τα περισσότερα ακάρεα παρέµεναν για µεγάλο χρονικό διάστηµα µεταξύ των κοιλιακών δακτυλιδιών της ίδιας µέλισσας. Μια πιθανή εξήγηση του παραπάνω φαινοµένου είναι ότι µε τον τρόπο αυτό αντισταθµίζονται οι απώλειες ενέργειας που προκύπτουν από την ανάγκη συνεχών αλλαγών ξενιστή κατά τη διάρκεια του χειµώνα. Η παραµονή των ακάρεων για µεγάλο χρονικό διάστηµα βαθιά στις µεσοδακτύλιες πτυχές της κοιλιάς, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των χειµερινών

36 36 µηνών, τους εξασφαλίζει άριστες συνθήκες προστασίας και διατροφής. Με τον τρόπο αυτόν, τα ακάρεα αυξάνουν τις πιθανότητες επιβίωσης τους κατά τη διάρκεια της περιόδου που το µελίσσι δεν εκτρέφει γόνο (Boot και συν., 1993, Boot και συν., 1994b). Σε ερευνητικές εργασίες, στις οποίες µελετήθηκε η κατανοµή των βαρροών σε εργάτριες µέλισσες της Apis mellifera που διαχειµάζουν σε µελισσόσφαιρα, διαπιστώθηκε ότι η πλειοψηφία των ακάρεων βρισκόταν στην πλαγιοκοιλιακή περιοχή, µεταξύ του 3 ου και 4 ου κοιλιακού τεργίτη µε σηµαντική προτίµηση προς την αριστερή πλευρά του σώµατος (Fernandez και συν., 1993, Bowen-Walker και συν., 1997). Στη θέση αυτή το άκαρι έχει τη δυνατότητα να διατρυπήσει τις διατµηµατικές µεµβράνες και να τοποθετήσει τα στοµατικά του µόρια πολύ κοντά στο κεντρικό τµήµα της κοιλιακής κοιλότητας. Έτσι, επιτρέπεται στο άκαρι να προσλαµβάνει θρεπτικά συστατικά, τα οποία βρίσκονται στην αιµολέµφο σε υψηλότερα, από οπουδήποτε αλλού, επίπεδα. Σε ό,τι αφορά την πληθυσµιακή σχέση βαρρόες / µέλισσες κατά τη διάρκεια του χειµώνα, διαπιστώθηκε ότι σε έντονα µολυσµένα µελίσσια, στους πρώτους χειµωνιάτικους µήνες παρασιτεί ένα άκαρι τις περισσότερες από τις µολυσµένες µέλισσες, ενώ προς το τέλος του χειµώνα, αυξάνει ο αριθµός των µελισσών στις οποίες παρασιτούν 2 ή περισσότερα ακάρεα. Επιπλέον, αυξάνεται η αναλογία βαρρόες προς µέλισσες και ο αριθµός των βαρροών που µετακινούνται µεταξύ των µελισσών. Κατά συνέπεια, κατά τη διάρκεια της διαχείµασης των µελισσών, η θνησιµότητα των βαρροών είναι µικρότερη αυτής των µελισσών, µε αποτέλεσµα οι βαρρόες να αναγκάζονται να µετακινηθούν σε νέο ξενιστή, πριν πεθάνει η µέλισσα την οποία παρασιτούν (Bowen-Walker και συν., 1997). Η θέση των βαρροών σε διαφορετικά σηµεία του σώµατος των µελισσών είναι στενά συνδεδεµένη µε τη βιολογία τους. Η τάση να επιλέγουν, ανεξάρτητα από την εποχή του έτους, την παραµονή τους επάνω σε παραµάνες µέλισσες και τη διατήρησή τους για µεγάλο χρονικό διάστηµα στους οπίσθιους κοιλιακούς στερνίτες των µελισσών, τους προσφέρει το πλεονέκτηµα να έχουν καλύτερη πρόσβαση και να εισέρχονται ευκολότερα στο γόνο της µέλισσας (Fernandez και συν., 1993, Boot και συν., 1993). Αντίθετα, η τάση ενός µεγάλου ποσοστού βαρροών να παρασιτεί σε µέλισσες

37 37 µεγάλης ηλικίας, στην περιοχή µεταξύ του θώρακα και της κοιλιάς, τους παρέχει τη δυνατότητα να εξαπλωθούν σε άλλα µελίσσια (Sakofski & Koeniger, 1988, Sakofski,1990). Η τάση των ακάρεων για επιλογή µελισσών διαφορετικής ηλικίας, αλλά και η ποικιλία των σηµείων όπου τα ακάρεα εντοπίζονται, σχετίζονται και µε το στάδιο του αναπαραγωγικού κύκλου του ακάρεως (Kraus, 1994). Για παράδειγµα, όταν το άκαρι εξέρχεται από το κελί µε την εκκολαπτόµενη µέλισσα, έχει την τάση να µετακινηθεί προς άλλη µέλισσα είτε για την ανεύρεση καλύτερου ξενιστή είτε για την µεταφορά του σε γόνο κατάλληλης ηλικίας. Κατά συνέπεια, κινείται σ όλη την έκταση του σώµατος της εκκολαπτόµενης µέλισσας και συχνότερα στην περιοχή του θώρακα και της κοιλιάς όπου η µετακίνηση από µέλισσα σε µέλισσα είναι ευκολότερη. Όταν όµως η βαρρόα έχει την τάση να εισέλθει σε γόνο για αναπαραγωγή, τότε δείχνει προτίµηση σε µέλισσα παραµάνα στην οποία εντοπίζεται συχνότερα στην περιοχή της κοιλιάς της απ όπου η µετάβαση στο χείλος του κελιού και στη συνέχεια στο εσωτερικό του είναι ευκολότερη. Επιπλέον, η µεγάλη ποικιλία που εµφανίζουν τα ακάρεα σχετικά µε την ηλικία της µέλισσας και τη θέση που εντοπίζονται, αποδεικνύει την υψηλή επιλεκτικότητα που παρουσιάζουν οι βαρρόες κατά τη διάρκεια της σηµαντικής γι αυτές περιόδου που παραµένουν έξω από το γόνο ΠΕΡΙΟ ΟΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Η αναπαραγωγή της βαρρόας πραγµατοποιείται και ολοκληρώνεται αποκλειστικά και µόνο µέσα στον σφραγισµένο γόνο της µέλισσας. Το άκαρι εισέρχεται σε εργατικό κελί ή κηφηνοκελί λίγο πριν αυτό σφραγιστεί, εναποθέτει ή όχι ορισµένο αριθµό αυγών και εξέρχεται από το κελί κατά την εκκόλαψη του γόνου της µέλισσας. Η περίοδος αυτή, της αναπαραγωγικής δραστηριότητας του ακάρεως µέσα σε κελί µε γόνο, έχει χαρακτηριστεί από σηµαντικό αριθµό συγγραφέων ως αναπαραγωγικός κύκλος (Martin & Kemp, 1997, Fries & Rosenkranz, 1996, Fries και συν., 1994, Schulz, 1984). Η έναρξη της περιόδου της αναπαραγωγής ή του αναπαραγωγικού κύκλου του ακάρεως δεν γίνεται όταν το κελί σφραγιστεί αλλά όταν το άκαρι εγκαταλείψει την τροφή της προνύµφης που βρίσκεται στον πυθµένα του κελιού και αρχίζει να διατρέφεται µε αιµολέµφο της προνύµφης (Donzé and Guerin, 1994). Η

38 38 αναπαραγωγική δραστηριότητα των θηλυκών ακάρεων συνεχίζεται µε την εναπόθεση των αυγών και ολοκληρώνεται µε την έξοδο από το κελί των µητρικών ή και των θυγατρικών ακάρεων. Η περίοδος της αναπαραγωγικής δραστηριότητας του ακάρεως επαναλαµβάνεται συνήθως µετά από µια περίοδο διασποράς Είσοδος σε κελί µε γόνο Όπως προαναφέρθηκε, οι βαρρόες που προτίθενται να εισέλθουν σε κελί µε γόνο για να ωοτοκήσουν, παρασιτούν κατά προτίµηση τις παραµάνες µέλισσες που κινούνται στην περιοχή του ασφράγιστου γόνου για να έχουν καλύτερη πρόσβαση σε γόνο κατάλληλης ηλικίας. Ανεξάρτητα από την ηλικία της µέλισσας, η διαδικασία που ακολουθούν τα ακάρεα για να εισέλθουν στο κελί, είναι πάντοτε η ίδια. Σύµφωνα µε τον Boot και συν. (1994a), µέλισσα που φέρει βαρρόα στο σώµα της, δεν είναι απαραίτητο να εισέλθει ολόκληρη µέσα σε κελί για να µετακινηθεί το άκαρι πάνω στην προνύµφη. Όταν η µέλισσα στην οποία παρασιτεί βαρρόα πλησιάσει αρκετά κοντά σε κελί µε γόνο κατάλληλης ηλικίας και η απόσταση που υπάρχει µεταξύ του ακάρεως και του κελιού είναι µικρή, το άκαρι κινείται από την κοιλιακή χώρα της µέλισσας προς το χείλος του κελιού. Τα ακάρεα για να βρεθούν σ αυτή την πλεονεκτική θέση, είναι δυνατόν να µετακινηθούν από µια µέλισσα σε άλλη που βρίσκεται πιο κοντά σε γόνο κατάλληλης ηλικίας. Οι βαρρόες για να επιλέξουν το κελί στο οποίο θα εισέλθουν, κατά κανόνα, δεν κινούνται επάνω στην κηρήθρα, ούτε εισέρχονται σε κελί και µετά το εγκαταλείπουν, για να επιλέξουν στη συνέχεια νέο κελί. Ωστόσο, έχει παρατηρηθεί ότι ορισµένες κινούνται επάνω στην κηρήθρα, ιδιαίτερα όταν έχουν εξέλθει πρόσφατα από κελί. Πιστεύεται όµως, ότι αυτές οι βαρρόες αναζητούν ενήλικες µέλισσες και όχι κάποιο κελί µε γόνο για να εισέλθουν (Boot και συν., 1994a). Στο φυσικό ξενιστή του παρασίτου, τη µέλισσα Apis cerana, η κίνηση του ακάρεως επάνω σε κελιά µε γόνο είναι πολύ επικίνδυνη για την επιβίωση του, επειδή οι εργάτριες µέλισσες έχουν την ικανότητα να συλλαµβάνουν τα ακάρεα και να τα τραυµατίζουν θανάσιµα (Peng και συν., 1987a). Όταν τα ακάρεα δεν κινούνται επάνω σε κελιά, προς αναζήτηση κατάλληλου γόνου,

39 39 µειώνουν τον κίνδυνο να τραυµατιστούν από τις ενήλικες µέλισσες καθώς η έκθεσή τους σ αυτές είναι µικρότερη. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι στη µέλισσα Apis cerana, τα ακάρεα επιβιώνουν για µεγάλα χρονικά διαστήµατα έξω από το γόνο, κινούµενα επάνω στα σώµατα των µελισσών. Στην περίπτωση αυτή, η επιβίωσή τους εξασφαλίζεται πιθανώς µε το να κρύβονται βαθιά µεταξύ των δακτυλιδίων της κοιλίας των µελισσών. Αν και η διαδικασία που ακολουθεί το άκαρι για να εισέλθει σε κελί µε γόνο κατάλληλης ηλικίας είναι αυτή που περιγράφτηκε παραπάνω, η αιτία ή ο µηχανισµός που την πυροδοτεί, δεν έχει διευκρινιστεί απόλυτα. Στη βιβλιογραφία παρουσιάζονται κατά καιρούς νεότερες παρατηρήσεις που αναιρούν ή συµπληρώνουν παλαιότερα δεδοµένα. Φαίνεται όµως ότι ο πυροδοτικός µηχανισµός της παραπάνω διαδικασίας ενεργοποιείται από τη συνεργική δράση περισσοτέρων παραγόντων και πιθανόν από το σύνολο των παραγόντων που µέχρι σήµερα έχουν ενοχοποιηθεί. Οι βαρρόες εισέρχονται, τόσο στον κηφηνογόνο όσο και στον εργατικό γόνο, όταν η προνύµφη είναι ηλικίας 5-6 ηµερών. Στην ηλικία αυτή, το σώµα της προνύµφης καλύπτει πλήρως τον πυθµένα και σχεδόν το 1/2 ως τα 2/3 του κελιού. Την περίοδο αυτή η απόσταση που υπάρχει, µεταξύ της µέλισσας που φέρει άκαρι και βρίσκεται στο χείλος του κελιού και της προνύµφης που βρίσκεται µέσα στο κελί, µειώνεται σηµαντικά (Boot και συν., 1992). Η είσοδος των ακάρεων στο κελί, νωρίτερα από το χρονικό σηµείο κατά το οποίο ο πυθµένας του κελιού καλύπτεται από την προνύµφη, δεν στερείται κινδύνων. Η παραµονή των βαρροών µέσα στο κελί για µεγάλο χρονικό διάστηµα πριν από το σφράγισµά του, αυξάνει την πιθανότητα να τα εντοπίσουν οι µέλισσες και να τα αποµακρύνουν αυξάνοντας έτσι το ποσοστό θνησιµότητάς τους. Η επιλογή των ακάρεων να εισέλθουν στο κελί κατά το χρονικό διάστηµα που η προνύµφη είναι ηλικίας 5-6 ηµερών, οδηγεί στη µείωση της θνησιµότητάς τους (Boot και συν., 1992). Γενικά, η απόσταση µεταξύ της προνύµφης και του χείλους του κελιού µειώνεται όσο πλησιάζει ο χρόνος που το κελί θα σφραγιστεί. Γι αυτό το λόγο, η κρίσιµη απόσταση στην οποία τα ακάρεα αρχίζουν να εισέρχονται σε κελιά είναι δυνατό να υπολογιστεί, εάν µετρηθεί η απόσταση που υπάρχει µεταξύ της προνύµφης και του χείλους του κελιού όταν αρχίζει η περίοδος που ο

40 40 γόνος γίνεται ελκυστικός στα ακάρεα, όποτε εισέρχονται στο γόνο οι πρώτες βαρρόες. Οι Goetz and Koeniger (1993), διαπίστωσαν ότι οι βαρρόες αρχίζουν να εισέρχονται σε κελιά µε γόνο κατάλληλης ηλικίας, όταν η απόσταση µεταξύ του χείλους του κελιού και της προνύµφης που βρίσκεται σ αυτό είναι 7,5-7,0 mm. Επίσης, εξετάζοντας το ρυθµό εισόδου των ακάρεων µέσα στα κελιά, σε συνάρτηση µε την παραπάνω απόσταση, διαπίστωσαν ότι ο µεγαλύτερος αριθµός βαρροών εισέρχεται στα κελιά όταν η απόσταση µειώνεται στα επίπεδα των 4,0-3,5 mm. Στα επίπεδα αυτά, το κελί βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο πριν σφραγιστεί, ενώ ταυτόχρονα η διάµετρος του ανοίγµατος του κελιού έχει µειωθεί κάτω από τα 4mm. Σύµφωνα µε τους ανωτέρω συγγραφείς, η απόσταση µεταξύ της προνύµφης και του ανοίγµατος του κελιού πιθανότατα προκαλεί την είσοδο των βαρροών µέσα στο κελί. Επίσης, έχει διαπιστωθεί ότι τα κελιά που έχουν µικρότερο βάθος σφραγίζονται νωρίτερα, σε σχέση µε τα κανονικά, ενώ τα κελιά που έχουν µεγαλύτερο βάθος σφραγίζονται αργότερα. Προφανώς το µήκος του κελιού παίζει κάποιο ρόλο στη διαδικασία του σφραγίσµατος του κελιού. Πιθανόν να δρα ως µηχανικό ερέθισµα, το οποίο διεγείρει την έναρξη του σφραγίσµατος από τις εργάτριες µέλισσες (Goetz and Koeniger, 1992). Η κατανοµή της βαρρόας διαφέρει σε διαφορετικούς τύπους κελιών που περιέχουν όµως το ίδιο είδος προνύµφης. Ο De Jong and Morse (1988), βρήκαν περισσότερα ακάρεα σε εργατικά κελιά που προεξείχαν από την επιφάνεια της κηρήθρας σε σχέση µε γειτονικά κανονικά εργατικά κελιά. Οι Ruijter de and Calis (1988), βρήκαν περισσότερα ακάρεα σε εργατικά κελιά µε τεχνητά ανορθωµένους πυθµένες. Οι Goetz and Koeniger (1993) και ο Calis και συν. (1993), διαπίστωσαν ότι τα εργατικά κελιά µε µικρότερο βάθος παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα προσβολής σε σχέση µε τους µάρτυρες. Σύµφωνα µε τον Boot και συν. (1994b), ο τύπος του κελιού επηρεάζει σηµαντικά τον αριθµό των ακάρεων που εισέρχονται µέσα σε αυτό, στη διάρκεια της περιόδου όπου ο γόνος είναι ελκυστικός στα ακάρεα. Επίσης επηρεάζει και την απόσταση που υπάρχει µεταξύ της προνύµφης και του χείλους του κελιού πριν το κελί σφραγιστεί. Όταν η παραπάνω απόσταση είναι µικρή, όπως συµβαίνει σε κελιά µε µικρότερο βάθος, η περίοδος που ο γόνος είναι ελκυστικός είναι µεγαλύτερη και κατά συνέπεια ο αριθµός των ακάρεων

41 41 που έχουν την ευκαιρία να εισέλθουν µέσα στο κελί είναι µεγαλύτερος. Άρα η περίοδος όπου ο γόνος είναι ελκυστικός στις βαρρόες εξαρτάται από το χρονικό σηµείο στο οποίο επιτυγχάνεται η κρίσιµη απόσταση µεταξύ της προνύµφης και του χείλους του κελιού, πριν το κελί να σφραγιστεί. Η κρίσιµη απόσταση κυµαίνεται µεταξύ 6,9mm και 7,9mm στα εργατικά κελιά και µεταξύ 7,2mm και 7,8mm στα κηφηνοκελιά (Boot και συν. 1994b). Στα τεχνητά κελιά η κρίσιµη απόσταση είναι 6,9mm (Wieting & Ferenz, 1991). Οι βαρρόες εισέρχονται στο κελί χωρίς να έχουν προηγουµένως σωµατική επαφή µε την προνύµφη. Είναι φανερό ότι το διάστηµα που τα ακάρεα παραµένουν επάνω στις µέλισσες, λαµβάνουν διάφορες πληροφορίες, πιθανόν λόγω χηµειοτακτικών ερεθισµάτων ή µεταβολών της θερµοκρασίας, οι οποίες καθορίζουν τελικά, αν θα εισέλθουν στο κελί µε την προνύµφη ή όχι. Σε συνθήκες εργαστηρίου και µε τη χρήση ολφακτόµετρου, διαπιστώθηκε ότι τα ακάρεα αντιδρούν σε αριθµό χηµικών ουσιών. Αλοιφατικοί εστέρες λιπαρών οξέων, που αποµονώθηκαν και προσδιορίστηκαν από απόσταγµα προνυµφών µελισσών, είναι ιδιαίτερα ελκυστικοί στα ακάρεα και πιθανόν να εµπλέκονται στη διαδικασία εισόδου αυτών στα κελιά (Le Conte και συν., 1989). Επίσης, έχει αναφερθεί η αποµόνωση εστέρων λιπαρών οξέων που εκκρίνονται από τις προνύµφες µελισσών ηλικίας 5-6 ηµερών και οι οποίοι δρουν ως φεροµόνες και ως καϊροµόνες. Η συγκέντρωση τέτοιων ουσιών είναι δυνατό να προκαλεί το σφράγισµα του κελιού και την προσέλκυση των ακάρεων, και κατά συνέπεια να πυροδοτεί τη διεργασία της εισόδου τους µέσα στο κελί. Οι βαρρόες που παραµένουν βαθιά µέσα στις µεσοδακτύλιες πτυχές των πρώτων κοιλιακών δακτυλιδιών της µέλισσας, είναι δυνατόν, εξαιτίας της απόστασης, να µην είναι ικανές να αντιδράσουν στο χηµειοτακτικό ερέθισµα που προέρχεται από το γόνο και το οποίο φαίνεται να παίζει σηµαντικό ρόλο στο αν θα εισέλθουν τελικά στο κελί (Trouiller και συν., 1991, 1992). Σε αντίθεση µε τα παραπάνω, ο Boot (1994), διαπίστωσε ότι τα ακάρεα δε δείχνουν µεγαλύτερη τάση να κινηθούν προς εργατικά κελιά στο εσωτερικό των οποίων έχει προστεθεί ποσότητα παλµιτικού µεθυλίου, του κυριότερου αλοιφατικού εστέρα που είχε θεωρηθεί υπεύθυνος για τη διαδικασία εισόδου των ακάρεων.

42 42 Το ενήλικο θηλυκό άκαρι εγκαταλείπει την ενήλικη µέλισσα και εισέρχεται σε κελί µε γόνο, κατά τη διάρκεια ενός περιορισµένου χρονικού διαστήµατος πριν σφραγιστεί το κελί. Το χρονικό αυτό διάστηµα διαφέρει στα δυο είδη του γόνου. Ο κηφηνογόνος επιτρέπει στα ακάρεα να εισέρχονται κατά τη διάρκεια µεγαλύτερης περιόδου και αιτιολογεί κατά κάποιο τρόπο την άνιση κατανοµή των παρασίτων στα διάφορα κελιά και την προτίµησή τους στον κηφηνογόνο. Ο γόνος στο κελί του κηφήνα προσβάλλεται κατά τη διάρκεια µιας περιόδου, η οποία είναι δυο ως τρεις φορές µεγαλύτερη από αυτή που παρατηρείται στον εργατικό γόνο (Ifantidis, 1988, Wieting and Ferenz, 1991, Boot και συν., 1992, Beetsma και συν., 1999). Συγκεκριµένα, ο κηφηνογόνος προσβάλλεται 45 ώρες πριν από το σφράγισµα του κελιού (Boot και συν., 1992), ενώ ο εργατικός γόνος περίπου 15 ώρες (Ifantidis, 1988, Wieting and Ferenz, 1991) ή ώρες σύµφωνα µε τον Boot και συνεργάτες (1992). Ειδικότερα, ο Ifantidis (1988), διαπίστωσε ότι οι βαρρόες εισέρχονται στο κελί και παγιδεύονται µέσα στην τροφή της προνύµφης, 15 ώρες πριν το σφράγισµα του κελιού στον εργατικό γόνο και 45 ώρες αντίστοιχα στον κηφηνογόνο. Επιπλέον, εξετάζοντας τη σχέση ηλικίας και βάρους προνύµφης µε το βαθµό προσβολής των κελιών από βαρρόα, διαπίστωσε ότι δεν ανευρίσκονται παγιδευµένα ακάρεα στην τροφή της προνύµφης, όταν αυτή ζυγίζει λιγότερο από 100 mg στις 105 ώρες περίπου από την εκκόλαψη του αυγού στα εργατικά κελιά και λιγότερο από 200 mg στις 135 ± 2 ώρες αντίστοιχα στα κηφηνοκελιά. Σύµφωνα µε τον Boot και συν. (1992), ο ρυθµός εισόδου των ακάρεων στον κηφηνογόνο µειώνεται ελαφρά κατά τη διάρκεια των τελευταίων ωρών πριν το σφράγισµα του κελιού, ενώ στον εργατικό γόνο ο ρυθµός εισβολής παραµένει σχετικά σταθερός. Γενικά, ο κηφηνογόνος προσβάλλεται 7-12 φορές περισσότερο από τον εργατικό γόνο (Fries και συν., 1994), αν και έχει παρατηρηθεί µεγάλη διακύµανση. Ο Alpatov (1977) αναφέρει αναλογία µόλυνσης κηφηνογόνου προς εργατικό γόνο 15,9 προς 1, ο Sulimanovic και συν. (1982), 7,2 προς 1, ο Schulz (1984), 8,6 προς 1, ο Fuchs (1990), 12,1 προς 1 (µέσο όρο το 8,33). Ο Boot και συν., (1995c), αν και διαπίστωσαν ότι τα ακάρεα προσβάλλουν τα κηφηνοκελιά 11,6 φορές συχνότερα από τα εργατικά κελιά αναφέρουν ότι ο µέσος όρος θα πρέπει να είναι µικρότερος.

43 43 Η προτίµηση των βαρροών για τον κηφηνογόνο δεν έχει ακόµη πλήρως εξακριβωθεί. Σε εργαστηριακές δοκιµές, κατά τις οποίες τα ακάρεα επιλέγουν να µετακινηθούν προς διαφορετικές κατευθύνσεις µε βάση χηµειοδεκτικά ερεθίσµατα, έχει διαπιστωθεί ότι προτιµούν την προνύµφη του κηφήνα από αυτή της εργάτριας µέλισσας. Σηµειωτέον ότι, εκχυλίσµατα που περιέχουν εστέρες λιπαρών οξέων από εργατική προνύµφη, περιέχουν τα ίδια διεγερτικά συστατικά µε την προνύµφη του κηφήνα αλλά σε µικρότερη συγκέντρωση (Le Conte και συν., 1989). Η θερµοκρασία του γόνου πιθανόν να παίζει κάποιο ρόλο. Η θερµοκρασία του κηφηνογόνου, C, αποτελεί την άριστη θερµοκρασία αναπαραγωγής της βαρρόας, δεδοµένου ότι αυτή αναπαράγεται επιτυχώς στους 32,6 ± 2,9 0 C (Le Conte & Arnold, 1988). Η θερµοκρασία αυτή παρατηρείται στην περιφέρεια του γόνου εκεί όπου συνήθως υπάρχει ο κηφηνογόνος. Επιπλέον, οι αλοιφατικοί εστέρες που περιέχονται στην προνύµφη του κηφήνα, είναι περισσότερο ελκυστικοί στα ακάρεα στη θερµοκρασία των 32 ± 1 0 C, γεγονός που ενισχύει περισσότερο την τάση των ακάρεων να εισέλθουν στον κηφηνογόνο (Le Conte και συν., 1989). Η µορφολογία επίσης του κηφηνοκελιού, το οποίο είναι υπερυψωµένο και µεγαλύτερο από το εργατικό κελί καθώς και τo µέγεθος του ανοίγµατός του, το οποίο είναι 1,7 φορές ευρύτερο από αυτό του εργατικού κελιού, αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν την προτίµηση του παρασίτου (De Jong and Morse, 1988, Ruijter de, 1988). Εκτός της µορφολογίας, η όλη διαδικασία και η διάρκεια του κτισίµατος και του σφραγίσµατος του κηφηνοκελιού φαίνεται ότι συµβάλλουν σηµαντικά στην προτίµηση των βαρροών. Εξάλλου, το µέγεθος του σώµατος των κηφήνων είναι µεγαλύτερο από αυτό των εργατριών µελισσών και κατά συνέπεια η ογκώδης προνύµφη του κηφήνα έχει ανάγκη από περισσότερη τροφή και περιποίηση. Γι αυτόν το λόγο, το κηφηνοκελί, δέχεται περισσότερες επισκέψεις από τις παραµάνες µέλισσες σε σχέση µε το εργατικό κελί, µε αποτέλεσµα να αυξάνεται η πιθανότητα να εισέλθουν περισσότερα ακάρεα στα κηφηνοκελιά (Fuchs, 1990, Wieting & Ferenz, 1991). Το βάρος της προνύµφης του κηφήνα κατά το χρονικό σηµείο σφραγίσµατος του κελιού ζυγίζει περίπου 346 mg ενώ της εργάτριας µέλισσας 140 mg (Winston, 1991). Κατά συνέπεια η προνύµφη του κηφήνα δέχεται 2,47 φορές (346/140) περισσότερες επισκέψεις (Martin, 1998).

44 44 Σύµφωνα µε τον Beetsma και συν. (1999), η διαφορά του βάρους µεταξύ εργατικού γόνου και κηφηνογόνου δεν θα πρέπει να συνδέεται µε το υψηλότερο αριθµό επισκέψεων των µελισσών στον κηφηνογόνο αφού ο Boot και συν. (1994a), απέδειξαν ότι η είσοδος των ακάρεων δεν συνδέεται µε τη διαδικασία διατροφής του γόνου ή µε τη διαδικασία σφραγίσµατος του κελιού. Το αυξηµένο βάρος του κηφηνογόνου είναι πιο πιθανόν να συνδέεται µε ισχυρότερα χηµειοδεκτικά ερεθίσµατα τα οποία δρουν προς τα ακάρεα και προκαλούν την είσοδό τους µέσα στο κελί (Le Conte και συν.,1989). Ο Boot και συν. (1995c), πολλαπλασίασαν τη διαφορά του µεγέθους του ανοίγµατος του κηφηνοκελιού (1,7) επί τη χρονική διάρκεια της εισόδου των βαρροών στον κηφηνογόνο (2-3 φορές µεγαλύτερη) και υπολόγισαν ότι ο κηφηνογόνος προσβάλλεται 3,4-5,1 φορές περισσότερο από τον εργατικό γόνο. Ωστόσο, εξακρίβωσαν ότι τα ακάρεα εισέρχονται στον κηφηνογόνο 11,6 φορές συχνότερα σε σχέση µε τον εργατικό γόνο. Επίσης, κατά τη διάρκεια περιόδων που ο κηφηνογόνος είναι ελκυστικός, ο αριθµός των ακάρεων που βρίσκεται επάνω σε ενήλικες µέλισσες µειώνεται πολύ πιο γρήγορα. Συµπερασµατικά, το σύνολο των παραγόντων που κάνουν την προνύµφη του κηφήνα πιο ελκυστική στα ακάρεα συντελούν στην ανεύρεση µεγαλύτερου αριθµού βαρροών στα κηφηνοκελιά σε σύγκριση µε τα εργατικά κελιά. Ο αριθµός των βαρροών που θα εισέλθουν στο γόνο καθορίζεται από τον αριθµό των µελισσών που µεταφέρουν βαρρόες αρκετά κοντά σε κελί µε γόνο αλλά και από την έκταση του υπάρχοντος ασφράγιστου γόνου. Ο αριθµός των µελισσών που µεταφέρουν βαρρόες αρκετά κοντά σε κελί µε γόνο κατάλληλης ηλικίας, αυξάνεται όταν υπάρχει περισσότερος διαθέσιµος γόνος ανά µέλισσα. Στην περίπτωση αυτή, µεγαλύτερος αριθµός µελισσών πλησιάζει πολύ κοντά σε κελί ή εισέρχεται σ αυτό για να φροντίσει ή να δώσει τροφή στην προνύµφη. Η πιθανότητα να εισέλθει ένα άκαρι σε εργατικό γόνο εξαρτάται από την αναλογία µέλισσες / εργατικός γόνος και σε κηφηνογόνο εξαρτάται από την αναλογία µέλισσες / κηφηνογόνος (Boot και συν., 1994b). Ως προς τον κηφηνογόνο, η παραπάνω αναλογία σύµφωνα µε τον Boot και συν. (1995c), ορίζεται ως ο αριθµός των κηφηνοκελιών που σφραγίζονται ανά χιλιόγραµµο µελισσών. Στη συνέχεια υπολογίστηκε ότι σ ένα µελίσσι που

45 45 έχει ένα χιλιόγραµµο µελισσών και δε διαθέτει ασφράγιστο γόνο, 462 κηφηνοκελιά µπορούν να παγιδεύσουν το 95% των ακάρεων. Γενικά, σε µελίσσια στα οποία ελέγχεται ή ρυθµίζεται ο αριθµός των κηφηνοκελιών, ένας σηµαντικός αριθµός βαρροών ανευρίσκεται µέσα στα υπάρχοντα κηφηνοκελιά (Fuchs, 1990). Σ αυτή τη διαπίστωση στηρίζεται και η εφαρµογή µεθόδων µείωσης του αριθµού των βαρροών που υπάρχουν σ ένα µελίσσι (Calis και συν.,1996a, Schmidt-Bailey και συν., 1996). Επιπλέον, έχει διαπιστωθεί ότι η παγίδευση των ακάρεων µέσα σε κηφηνοκελιά είναι περισσότερο αποτελεσµατική όσο µεγαλύτερο είναι το χρονικό διάστηµα που τα ακάρεα έχουν παραµείνει πάνω σε ενήλικες µέλισσες πριν την είσοδό τους στον κηφηνογόνο (Schmidt-Bailey & Fuchs, 1997). Σύµφωνα µε τον Fuchs (1990), η προτίµηση των βαρροών προς τον κηφηνογόνο (DCP, drone cell preference), ορίζεται ως το κλάσµα του οποίου ο αριθµητής είναι ο βαθµός προσβολής των κηφηνοκελιών και παρονοµαστής ο βαθµός προσβολής των εργατικών κελιών. Η προτίµηση των βαρροών προς τα κηφηνοκελιά είναι, κατά µέσο όρο, 8,33 φορές µεγαλύτερη σε σχέση µε τα εργατικά κελιά ενώ στις περιπτώσεις όπου τα κηφηνοκελιά αποτελούν το 5 15% του γόνου ποσοστό που συναντάται σε φυσικές συνθήκες η προτίµηση προς τον κηφηνογόνο είναι 12,1 φορές µεγαλύτερη από τον εργατικό γόνο και σηµαντικά υψηλότερη συγκριτικά µε παλαιότερες εργασίες. Τα ακάρεα παρουσιάζουν έντονη προτίµηση προς τον κηφηνογόνο, όταν υπάρχουν ταυτόχρονα διαθέσιµοι εργατικός γόνος και κηφηνογόνος. Η προτίµηση αυτή προς τον κηφηνογόνο δεν επηρεάζεται ούτε από τον αριθµό των υπαρχόντων παρασίτων, ούτε από το συνολικό αριθµό των διαθέσιµων κελιών. Ακάρεα που εισέρχονται σε ένα κελί δεν εµποδίζουν την είσοδο και άλλων, διότι τα ήδη µολυσµένα κελιά εµφανίζονται να είναι το ίδιο ελκυστικά στα ακάρεα, όπως και τα µη µολυσµένα (Fuchs, 1985). Η προτίµηση όµως των βαρροών προς τον κηφηνογόνο εξαρτάται από την αναλογία των υπαρχόντων κηφηνοκελιών. Η προτίµηση αυξάνεται σε µικρή αναλογία κηφηνοκελιών και µειώνεται σε υψηλή αναλογία κηφηνοκελιών προς εργατικά κελιά. Έχει διαπιστωθεί ότι µε τη παρουσία 10% κηφηνοκελιών και 90% εργατικών κελιών, τα κηφηνοκελιά θα «φιλοξενήσουν» το 48% των βαρροών. ηλαδή, ο αριθµός των βαρροών που εισέρχεται στα κηφηνοκελιά είναι

46 46 µεγαλύτερος σε χαµηλές αναλογίες κηφηνοκελιών και µικρότερος σε υψηλές αναλογίες κηφηνοκελιών προς εργατικά κελιά (Fuchs, 1990). Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτροφής των κηφήνων, έχει διαπιστωθεί σηµαντική µείωση της προτίµησης των ακάρεων προς τον κηφηνογόνο σε σχέση µε το χρόνο. Στη διάρκεια των παρατηρήσεων του Fuchs (1990) οι οποίες πραγµατοποιήθηκαν το χρονικό διάστηµα Μαίου, Ιουλίου ο αριθµός των διαθέσιµων κηφηνοκελιών ήταν µικρότερος και η προτίµηση των βαρροών προς τον κηφηνογόνο (DCP) ήταν µικρότερης έντασης προς το τέλος της περιόδου της έρευνας η οποία συνέπιπτε χρονικά µε το τέλος της περιόδου εκτροφής των κηφήνων. Η µείωση της έντασης της ελκυστικότητας της προνύµφης του κηφήνα προς το τέλος της περιόδου εκτροφής του κηφηνογόνου πιθανόν να οφείλεται στο ότι οι µέλισσες διατρέφουν λιγότερο εντατικά τις προνύµφες των κηφήνων. Έχει αναφερθεί ότι υπάρχει µεγάλη διακύµανση στην προτίµηση του κηφηνογόνου µεταξύ των βαρροών (Otten, thesis,1986, Otten & Fuchs, 1989). Εάν το παραπάνω αληθεύει, είναι πιθανόν τα ακάρεα που παρουσιάζουν υψηλή προτίµηση προς τον κηφηνογόνο, να περιορίζονται στα λίγα κηφηνοκελιά καθώς αυτά γίνονται λιγότερα (Fuchs, 1990). Σύµφωνα µε τον Fries και συν. (1994), η αναπαραγωγή των ακάρεων στα κηφηνοκελιά, έχει µικρή επίπτωση στη συνολική δυναµική του πληθυσµού του παρασίτου. Αν και η αναπαραγωγική δυνατότητα του παρασίτου είναι υψηλότερη στο κηφηνοκελί από το εργατικό κελί, το γεγονός αυτό πιθανόν να είναι µικρής σηµασίας, αφού τα κηφηνοκελιά αντιπροσωπεύουν ένα µικρό µόνο ποσοστό του συνολικού αριθµού των διαθέσιµων κελιών, στα οποία τα ακάρεα µπορούν να αναπαραχθούν. Σε φυσικές συνθήκες τα κηφηνοκελιά αντιπροσωπεύουν περίπου το 5-10% (Allen, 1965a) ή το 5-15% του γόνου (Fuchs, 1990). Επιπλέον, εργατικά κελιά υπάρχουν σε όλη τη διάρκεια της περιόδου ωοτοκίας, σε αντίθεση µε τα κηφηνοκελιά που υπάρχουν µικρότερο χρονικό διάστηµα. Ωστόσο, εξαιτίας της µειωµένου αναπαραγωγικού δυναµικού των ακάρεων στα εργατικά κελιά, η οποία οφείλεται στη θνησιµότητα των απογόνων (Martin, 1994), ο ρόλος της αναπαραγωγής των ακάρεων στα κηφηνοκελιά πρέπει να θεωρείται σηµαντικός πιθανώς σε χαµηλά επίπεδα προσβολής των µελισσιών εξαιτίας της σηµαντικά αυξηµένης

47 47 αναπαραγωγικής τιµής των βαρροών στα κηφηνοκελιά (Fuchs, 1990). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι χαµηλά επίπεδα παρασιτισµού παρατηρούνται είτε κατά τη διάρκεια της αρχικής ανάπτυξης του πληθυσµού του ακάρεως, είτε σε µελίσσια που διατηρούνται σε χαµηλά επίπεδα προσβολής από ακάρεα εξαιτίας της εφαρµογής προγραµµάτων αντιµετώπισης Μετακίνηση στον πυθµένα του κελιού, παραµονή στην τροφή της προνύµφης Τα ακάρεα αφού εγκαταλείψουν την ενήλικη µέλισσα και βρεθούν στο χείλος του ανοίγµατος του κελιού, πρέπει να καλύψουν την απόσταση που υπάρχει µεταξύ του ανοίγµατος του κελιού και της προνύµφης, να φτάσουν σε αυτήν, να κινηθούν πάνω στο σώµα της και να καταλήξουν τελικά στον πυθµένα του κελιού. Ερευνώντας τη διαδικασία εισόδου του ακάρεως µέσα στο γόνο ο Boot και συν. (1994a), διαπίστωσαν ότι από τη στιγµή που το άκαρι εγκαταλείψει την ενήλικη µέλισσα και βρεθεί στο χείλος του κελιού, κατ αρχήν κινείται γρήγορα προς το εσωτερικό του κελιού, στη συνέχεια διεισδύει σε σχισµές που υπάρχουν µεταξύ των τοιχωµάτων του κελιού και του σώµατός της προνύµφης και τέλος σε δευτερόλεπτα φτάνει στον πυθµένα του κελιού όπου παραµένει ακίνητο. Ο Υφαντίδης (1995), σε αντίθεση µε τον Boot και συν. (1994a), αναφέρει ότι τα ακάρεα που εισέρχονται µέσα σε κελί, έρχονται σε επαφή µε το γόνο αλλά παραµένουν ελάχιστο χρόνο πάνω στην ελεύθερη επιφάνειά του. Στην συνέχεια υπάρχουν δυο δυνατές εξελίξεις. Στην πρώτη, τα ακάρεα είναι πιθανό να εξέλθουν από το κελί και να αναζητήσουν ενήλικη µέλισσα. Στη δεύτερη, η οποία είναι και η πιο συχνή, το άκαρι διεισδύει προς τον πυθµένα του κελιού, κινούµενο ανάµεσα από το σώµα της προνύµφης και του τοιχώµατος του κελιού ή µεταξύ των αναδιπλώσεων του σώµατος της προνύµφης. Στη δεύτερη περίπτωση η βαρρόα φτάνει µέσα σε 20 λεπτά στον πυθµένα του κελιού (Wieting, 1990). Τα ακάρεα φτάνοντας στον πυθµένα του κελιού, παγιδεύονται σε ποσοστό 95% µέσα στην τροφή της προνύµφης που καλύπτει τον πυθµένα του κελιού, για όσο χρονικό διάστηµα χρειάζεται µέχρι να καταναλωθεί η τροφή από την προνύµφη, οπότε και δραστηριοποιούνται. To διάστηµα που

48 48 είναι παγιδευµένα, εκτείνουν τα περιτρήµατα µέχρι την επιφάνεια της τροφής έτσι ώστε να διευκολύνεται η αναπνοή τους (Ruijter de & Kaas, 1983, Liu, 1996b). Κατά τη διάρκεια της παγίδευσης του ακάρεως στην τροφή της προνύµφης, το άκαρι παραµένει κατά κανόνα στην περίµετρο του πυθµένα. Παθητικές µετατοπίσεις του σε κεντρικά σηµεία του πυθµένα είναι δυνατόν να συµβαίνουν εξαιτίας περιστροφικών κινήσεων της προνύµφης µέσα στο κελί (Wieting, 1990). Σύµφωνα µε τον Tewarson (1987), οι πρωτεΐνες που περιέχονται στη τροφή της προνύµφης της µέλισσας έχουν βρεθεί στο έντερο ενηλίκων ακάρεων. Οι Milani and Chiesa (1990), υποστηρίζουν ότι η κατανάλωση από το άκαρι ή ακόµα και η επαφή του µε την τροφή της προνύµφης στο πυθµένα του κελιού, πρέπει να θεωρείται ουσιώδης για την έναρξη της ωοτοκίας του ακάρεως. Ο Ifantidis (1988), παρατήρησε ότι ένα µικρό ποσοστό βαρροών (µικρότερο από 5%) και στα δυο είδη γόνου, εισέρχεται σε κελί χωρίς να παγιδευτεί µέσα στην τροφή της προνύµφης. Το 86% των παρασίτων ελευθερώνεται από την τροφή 2 ώρες µετά το σφράγισµα, ενώ το 100% ελευθερώνεται 6 ώρες µετά το σφράγισµα. Ο Martin (1994), ο οποίος έκανε παρατηρήσεις ανά δυο ώρες, αναφέρει ότι όλα τα παράσιτα τα οποία βρίσκονται σε εργατικά κελιά που σφραγίσθηκαν πριν 2 ως και 4 ώρες, εντοπίζονται επάνω στην προνύµφη ή στα τοιχώµατα του κελιού, παρά το γεγονός ότι υπάρχει ακόµα τροφή για την προνύµφη στο κελί, για 4 ως και 6 ώρες µετά το σφράγισµα. Στον κηφηνογόνο διαπιστώθηκε, ότι πριν σφραγιστεί το κελί, 16% των παρασίτων βρέθηκαν ελεύθερα, καλυµµένα κάτω από την προνύµφη, αλλά όχι µέσα στην τροφή της. Έξι ώρες µετά από το σφράγισµα του κηφηνοκελιού, περίπου 89% των ακάρεων βρέθηκαν ελεύθερα µέσα στο κελί, ενώ το ποσοστό των ακάρεων που βρίσκονται έξω από την τροφή της προνύµφης φτάνει στο 96% δέκα ώρες µετά το σφράγισµα, και στο 100% δεκαέξι ώρες µετά το σφράγισµα (Martin, 1995a). Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις, ο Martin (1994), υποστηρίζει ότι ίσως η βαρρόα είναι ικανή να δραπετεύει από την τροφή και να κινείται προς την προνύµφη, χωρίς να είναι αναγκαίο να καταναλωθεί πρώτα όλη η τροφή

49 49 από την προνύµφη για να ελευθερωθεί στη συνέχεια το άκαρι. Το χρονικό διάστηµα που τα ακάρεα παραµένουν παγιδευµένα στην τροφή της προνύµφης έχει διαπιστωθεί ότι είναι περίπου το ίδιο στον εργατικό γόνο και στον κηφηνογόνο. Σύµφωνα µε τους Beetsma & Zonneveld (1992), κατά την πειραµατική µόλυνση κελιών σε διαφορετικούς χρόνους µετά το σφράγισµά τους, διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό των ακάρεων που αναπαράγονταν ήταν πολύ υψηλό (91-100%) όταν τα ακάρεα τοποθετούνταν 0-4 ώρες µετά το σφράγισµα. Αντίθετα, τα ακάρεα που τοποθετούνταν σε κελί 48 ώρες ή και περισσότερο µετά το σφράγισµα του κελιού, παρουσίαζαν µειωµένη γονιµότητα. Κατά συνέπεια, και µε βάση το γεγονός ότι το άκαρι έχει την ικανότητα να απελευθερώνεται από την τροφή της προνύµφης, θα πρέπει να θεωρείται απίθανο η τροφή της προνύµφης να έχει σηµασία στην έναρξη της ωοτοκίας του ακάρεως (Beetsma & Zonneveld, 1992) Απελευθέρωση, διατροφή από την προνύµφη Σύµφωνα µε τους Donzé and Guerin (1994), η προνύµφη καταναλώνει την τροφή της σε διάστηµα 5 ωρών µετά από το σφράγισµα του κελιού και πριν ξεκινήσει να πλέκει το κουκούλι της. Τα ακάρεα που αποτυγχάνουν να εξέλθουν από την τροφή της προνύµφης, παγιδεύονται µεταξύ του τοιχώµατος του κελιού και του κουκουλιού που πλέκει η προνύµφη, µε αποτέλεσµα να πεθαίνουν. Το παραπάνω φαινόµενο αναφέρεται ως αιτία θανάτου στο 2,5% όλων των ακάρεων που µελετήθηκαν στον κηφηνογόνο και ως κυριότερη αιτία (32%) θανάτου των ακάρεων µέσα στο κηφηνοκελί (Martin, 1995a). Στον εργατικό γόνο αποτελεί αιτία θανάτου για το 1% των ακάρεων (Martin, 1994). Από τη στιγµή που το ενήλικο άκαρι ελευθερωθεί από την τροφή, αρχίζει να µετακινείται προς την προνύµφη. Μετά από λίγο διατρυπά το δέρµα της προνύµφης και γευµατίζει µε αιµολέµφο, την οποία χρησιµοποιεί σχεδόν αυτούσια επειδή στερείται πρωτεολυτικών ενζύµων (Tewarson and Engels, 1992). Η λήψη των γευµάτων του ενήλικου θηλυκού ακάρεως γίνεται από διάφορα σηµεία του σώµατος της προνύµφης. Μετά όµως τη µεταµόρφωση της προνύµφης σε νύµφη, περίοδος που συµπίπτει περίπου χρονικά µε την εµφάνιση των πρώτων άωρων σταδίων, το άκαρι εντοπίζεται σταθερά στο

50 50 υψηλότερο σηµείο του πέµπτου δακτυλίου. Στο σηµείο αυτό η βαρρόα διανοίγει µεγάλη οπή από την οποία γίνεται η πρόσληψη τροφής από τα άωρα στάδια. Η παραπάνω ενέργεια αποτελεί εκδήλωση µητρικής φροντίδας για τους απογόνους, οι οποίοι µπορούν να παίρνουν τα γεύµατά τους από την οπή που άνοιξε η µητέρα τους, στο αδιάτρητο, από τα δικά τους στοµατικά µόρια, δέρµα της νύµφης (Donzé and Guerin, 1994). Η νεανική ορµόνη (J.H III), η οποία ρυθµίζει τη µεταµόρφωση της προνύµφης της µέλισσας σε προχρυσαλίδα και η οποία υπάρχει σε υψηλό βαθµό στις προνύµφες της ηλικίας πριν τη µεταµόρφωση, θεωρήθηκε ότι είναι αυτή που δραστηριοποιεί την ωοθήκη του ακάρεως και ρυθµίζει την ωογένεση προκαλώντας έτσι την έναρξη της αναπαραγωγής (Hänel, 1983). Η υψηλή συγκέντρωση της ορµόνης στον πρόσφατα σφραγισµένο κηφηνογόνο της Apis cerana και Apis mellifera, στήριξε την υπόθεση, ότι αυτή η ορµόνη ρυθµίζει τη διαδικασία σχηµατισµού του αυγού στην ωοθήκη του ενήλικου θηλυκού ακάρεως. Σε αντίθεση µε τον κηφηνογόνο, στον εργατικό γόνο η στάθµη της παραπάνω ορµόνης διαφέρει στα δυο είδη µελισσών. Στον εργατικό γόνο της µέλισσας Apis mellifera, η ορµόνη υπάρχει σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση µε τη µέλισσα Apis cerana, στην ηλικία της 10ης ηµέρας, δηλαδή της πρώτης ηµέρας του σφραγισµένου γόνου (Hänel and Koeniger, 1986). Η υπόθεση ότι η έναρξη της λειτουργίας της ωοθήκης, και κατά συνέπεια η αναπαραγωγική ικανότητα του ακάρεως ρυθµίζεται από τη νεανική ορµόνη της µέλισσας, έχει αναθεωρηθεί. Σύµφωνα µε πιο πρόσφατες εργασίες (Rozenkranz και συν., 1993b) ο ρόλος της ορµόνης (J.H III) δεν είναι τόσο σηµαντικός. Συγκεκριµένα, προσδιορίστηκε µε ραδιοανοσοδιάχυση (radioimmunoassay, RIA), ο τίτλος της ορµόνης (J.H III) των µελισσών Apis cerana F και Apis mellifera L σε προνύµφες προχωρηµένης ηλικίας και σε νύµφες στα πρώτα τους στάδια. ιαπιστώθηκε ότι σε πρόσφατα σφραγισµένα εργατικά κελιά και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της περιόδου µεταµόρφωσης του γόνου, η συγκέντρωση της ορµόνης δε διαφέρει σηµαντικά µεταξύ των δυο ειδών µελισσών. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στον κηφηνογόνο έχουν διαπιστωθεί ελαφρώς υψηλότερες συγκεντρώσεις νεανικής ορµόνης, J.H III (Rozenkranz και συν., 1993b).

51 51 Χηµειοδεκτικές ουσίες οι οποίες υπάρχουν στην επιφάνεια της εργατικής προνύµφης και όχι της νύµφης έχει διαπιστωθεί ότι είναι πιθανόν να συµβάλλουν στη ρύθµιση της αναπαραγωγής της βαρρόας (Trouiller & Milani, 1999). Ανεξάρτητα όµως από την παρουσία χηµειδεκτικών ουσιών στην επιφάνεια της προνύµφης ή το ρόλο της J.H III, πιστεύεται ότι η διατροφή του ακάρεως µε επαρκή ποσότητα αιµολέµφου προνύµφης ηλικίας 9-10 ηµερών, είναι απαραίτητη για την µελλοντική αναπαραγωγική του επιτυχία. Είναι πιθανόν το παράσιτο να λαµβάνει ορισµένα διατροφικά στοιχεία τα οποία ευνοούν την εναπόθεση αυγών τις πρώτες 30 ώρες µετά το σφράγισµα του κελιού (Rosenkranz, 1990) Ωοτοκία Ο χρόνος εναπόθεσης των αυγών καθώς και τα χρονικά διαστήµατα που παρεµβάλλονται µεταξύ των εναποθέσεων αυγών, παρουσιάζουν µικρές διαφορές. Η ωοτοκία αρχίζει εξήντα περίπου ώρες µετά το σφράγισµα του κελιού (Ifantidis, 1983). Το άκαρι εναποθέτει το πρώτο του αυγό στα τοιχώµατα του κελιού κοντά στο σφράγισµα. Στη θέση αυτή, το αυγό προστατεύεται καλύτερα και αποφεύγεται πιθανή καταστροφή του, κατά τη διάρκεια της µετατροπής της προχρυσαλίδας σε χρυσαλίδα. Τα επόµενα αυγά εναποτίθενται συνήθως σε βαθύτερα σηµεία, είτε στα τοιχώµατα του κελιού είτε επάνω στην αναπτυσσόµενη νύµφη (Martin, 1994). H εναπόθεση των υπολοίπων αυγών γίνεται µε ενδιάµεσα διαστήµατα ωρών σύµφωνα µε τον Ifantidis (1983), ή ωρών σύµφωνα µε τον Martin (1994). Στο διάστηµα αυτό, το άκαρι παραµένει διογκωµένο εξαιτίας της παρουσίας του επόµενου αυγού που αναπτύσσεται µέσα του. Σύµφωνα µε τον Akimov και συν. (1990), καθώς ένα αυγό εναποτίθεται, το επόµενο υφίσταται ήδη τη διαδικασία της λεκιθογένεσης (vitellogenesis). Τα ακάρεα διακόπτουν την ωοτοκία περίπου 170 ώρες µετά το σφράγισµα του κελιού στον εργατικό γόνο και 200 ώρες αντίστοιχα στον κηφηνογόνο. Παρόλο που η διάρκεια του σφραγισµένου εργατικού γόνου είναι µικρότερη από αυτήν του κηφηνογόνου, η εναπόθεση των αυγών διακόπτεται και στα δυο είδη γόνου, όταν η αναπτυσσόµενη νύµφη βρίσκεται σε ηλικία στην οποία οι οφθαλµοί έχουν χρώµα πορφυρό (Martin, 1994, 1995a). Μετά

52 52 την εναπόθεση και του τελευταίου αυγού, τα ακάρεα συνεχίζουν να διατρέφονται από την αναπτυσσόµενη νύµφη της µέλισσας. Ο αριθµός των αυγών που εναποθέτει το άκαρι διαφέρει στα δυο είδη του γόνου. Στον εργατικό γόνο, ο µέσος όρος κυµαίνεται από τρία έως πέντε αυγά. Συνήθως εναποθέτει µέχρι πέντε αυγά. Μερικές φορές όµως εναποτίθεται και έκτο αυγό στις 212 ώρες (Martin, 1994). Στον κηφηνογόνο το µεγαλύτερο ποσοστό των ακάρεων εναποθέτει µέχρι έξι αυγά και σε ένα µικρό ποσοστό µέχρι επτά (Ifantidis, 1984, Martin, 1994, 1995a). Ο µέσος αριθµός των αυγών που παράγονται είναι περίπου ο ίδιος και είναι ανεξάρτητος από τη φυλή των µελισσών, όπως διαπιστώθηκε σε γόνιµα θηλυκά ακάρεα που παρασιτούσαν αφρικανοποιηµένες και ευρωπαϊκές φυλές µελισσών (Rosenkranz & Engels, 1994). Ο µέγιστος όµως αριθµός των αυγών που εναποθέτεται από µη γονιµοποιηµένα θηλυκά είναι σηµαντικά µικρότερος. Σύµφωνα µε τον Ruijter de (1987), σε µη γονιµοποιηµένες βαρρόες που παράγουν παρθενογενετικά µόνο αρσενικούς απογόνους, ο µέσος αριθµός των αυγών είναι δυο σε κάθε περίοδο ωοτοκίας. Σύµφωνα µε τον Ruijter de (1987), ο µέγιστος αριθµός αυγών που µπορεί να εναποθέσει ένα θηλυκό άκαρι, κατά τη διάρκεια της ζωής του, είναι τριάντα αυγά. Ο αριθµός των αυγών που εναποθέτει το άκαρι σε κάθε είσοδό του στο κελί, αυξάνεται βαθµιαία ανάλογα µε τον αριθµό των αναπαραγωγικών κύκλων. Στην πρώτη ωοτοκία, ο αριθµός των αυγών που εναποτίθεται µπορεί να είναι µικρός, αυξάνεται όµως βαθµιαία και φτάνει στο µέγιστο στις επόµενες ωοτοκίες (Ruijter de, 1987). Αντίθετα, οι Fries & Rosenkranz (1996), υποστηρίζουν ότι η αναπαραγωγική επιτυχία των βαρροών που εισέρχονται σε κελί, δεν επηρεάζεται από τους προηγούµενους αναπαραγωγικούς κύκλους. Σύµφωνα µε τους Martin & Cook (1996), τα ακάρεα κατά την επόµενη δίοδό τους από κελί, είναι δυνατόν να µεταβάλλουν τον αριθµό των αυγών που εναποθέτουν, ανάλογα µε το είδος του γόνου που προσβάλλουν. Συγκεκριµένα, ο αριθµός των απογόνων που παράγει ένα άκαρι αυξάνεται όταν αυτό µεταφέρεται από εργατικό γόνο σε κηφηνογόνο, ενώ µειώνεται όταν το άκαρι µεταφέρεται από κηφηνογόνο σε εργατικό γόνο. Επιπλέον, το άκαρι που εναποθέτει µικρό ή µεγάλο αριθµό αυγών, συνεχίζει να εναποθέτει τον

53 53 ίδιο µικρό ή µεγάλο αριθµό και στις επόµενες διόδους σε γόνο του ίδιου είδους. Το πρώτο αυγό εξελίσσεται πάντα σε αρσενικό (Rehm & Ritter, 1989) ενώ δεν έχουν βρεθεί βαρρόες να παράγουν περισσότερους από ένα αρσενικούς απογόνους (Martin, 1994). Όλα τα υπόλοιπα αυγά που παράγονται από το άκαρι, εξελίσσονται σε θηλυκά άτοµα (Rehm & Ritter, 1989, Ifantidis, 1990). Το αρσενικό ενηλικιώνεται µερικές ώρες νωρίτερα από το πρώτο θηλυκό απόγονο και περίπου στις ώρες µετά το σφράγισµα του κελιού. Τα θηλυκά άτοµα είναι διπλοειδή µε 14 χρωµοσώµατα ενώ τα αρσενικά άτοµα είναι απλοειδή µε το µισό αριθµό των χρωµοσωµάτων, δηλαδή µε 7 χρωµοσώµατα (Ruijter de & Pappas, 1983) Σωµατικές µεταβολές του θηλυκού ακάρεως κατά την ωοτοκία Η ταχεία διόγκωση του αυγού κατά τη διάρκεια του σχηµατισµού του µέσα στην ωοθήκη (στάδιο λεκιθογένεσης, vitellogenesis), γίνεται µεταξύ 20 και 35 ωρών ή 26 ώρες µετά το σφράγισµα του κελιού. Στο διάστηµα αυτό, το µέγεθος του αυγού γίνεται µεγαλύτερο από το διπλάσιο. Η παραπάνω διαπίστωση συµφωνεί µε τον παρατηρούµενο χρόνο διόγκωσης του οπισθοσώµατος του ακάρεως. Ο βαθµός διάτασης του σώµατος σε σχέση µε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το άκαρι καταγράφεται στο πίνακα 1 (Martin, 1994). Πίνακας 1: Ταξινόµηση των βαρροών µητρικής γενεάς σε σχέση µε τη διόγκωση του σώµατός τους (από Martin, 1994) Τάξη Κατάσταση του σώµατος Α Πλάκες του ιδιοσώµατος κοίλες Β Οι πλάκες του ιδιοσώµατος οριζόντιες µε κορυφή τη ραχιαία πλάκα Οι πλάκες του ιδιοσώµατος κυρτές, οι διατµηµατικές µεµβράνες ορατές Γ µεταξύ των πλακών Οι πλάκες του ιδιοσώµατος πολύ κυρτές, οι διατµηµατικές µεµβράνες ορατές µεταξύ της ραχιαίας και των µεταποδικών πλακών Το ιδιόσωµα του ακάρεως που πρόκειται να ωοτοκήσει, διογκώνεται κατά τη διάρκεια της ωρίµανσης του αυγού. Η διόγκωση αυτή προκαλεί διάταση των διατµηµατικών µεµβρανών. Σε προχωρηµένο στάδιο της ωρίµανσης του

54 54 αυγού, εξαιτίας της συνεχόµενης διάτασης των διατµηµατικών µεµβρανών, οι µεταποδικές πλάκες αποµακρύνονται από τη ραχιαία πλάκα. Επιπλέον, το σώµα παραµένει διογκωµένο ακόµη και στα µεσοδιαστήµατα της εναπόθεσης των αυγών, γεγονός το οποίο δικαιολογεί την παρατήρηση ότι: τη στιγµή που κάθε αυγό εναποτίθεται, το επόµενο υφίσταται ήδη τη διαδικασία της λεκιθογένεσης (Steiner και συν., 1995). Μετά την εναπόθεση και του τελευταίου αυγού, το άκαρι συνεχίζει να τρέφεται από το γόνο της µέλισσας. Όποιο ωοκύτταρο έχει ολοκληρώσει την κυτταροπλασµατική του ανάπτυξη, δε συνεχίζει τη διαδικασία της λεκιθογένεσης (vitellogenesis). Η διόγκωση του σώµατος των γόνιµων βαρροών συνοδεύεται και από µεταβολές στο σωµατικό τους βάρος (Stürmer & Rosenkranz, 1997) Βιολογικός κύκλος Ο βιολογικός κύκλος του ακάρεως περιλαµβάνει τα στάδια αυγό, προνύµφη, πρωτονύµφη, δευτερονύµφη (αρσενική ή θηλυκή), ενήλικο (αρσενικό ή θηλυκό). Η εµβρυογένεση διαρκεί περίπου 48 ώρες. Tις πρώτες 24 ώρες στο εσωτερικό της µεµβράνης του αυγού σχηµατίζεται µια εξάποδη προνύµφη διαστάσεων 0,6Χ0,5mm, η οποία µεταµορφώνεται σε οκτάποδη πρωτονύµφη στις αρχές της δεύτερης ηµέρας (Saltchenco, 1966). Σύµφωνα µε την Steiner και συν. (1995), η ωογένεση ολοκληρώνεται στο σύντοµο χρονικό διάστηµα των 30 ωρών περίπου και η ακολουθούµενη εµβρυογένεση γίνεται µέσα σε 40 περίπου ώρες, ενώ σύµφωνα µε την Steiner και συν. (1994), το αυγό που εναποτίθεται περιλαµβάνει την οκτάποδη πρωτονύµφη. Η πρωτονύµφη µεταµορφώνεται σε δευτερονύµφη και η δευτερονύµφη στη συνέχεια µεταµορφώνεται σε ενήλικο. Μεταξύ των µεταµορφώσεων, τα άωρα στάδια λαµβάνουν γεύµατα πάνω στο σώµα του γόνου της µέλισσας, από το σηµείο όπου το µητρικό άκαρι έχει δηµιουργήσει οπή. Σύµφωνα µε τον Ifantidis (1983), κάθε νυµφικό στάδιο περιλαµβάνει µια κινητή και µια ακίνητη φάση Ανάπτυξη των απογόνων Ο χρόνος ανάπτυξης του αρσενικού ακάρεως διαρκεί γύρω στις 6,5 µε 7 ηµέρες ή ώρες ( Rehm & Ritter, 1989, Martin, 1994).

55 55 Ο αναφερόµενος από διάφορους ερευνητές χρόνος ανάπτυξης του θηλυκού ατόµου ποικίλλει: Ο Ifantidis (1983), ανέφερε ώρες, από εσφαλµένη εντύπωση ότι το πρώτο αυγό εξελίσσεται σε θηλυκό άτοµο και όχι σε αρσενικό, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια από τους Rehm & Ritter (1989). Οι τελευταίοι ερευνητές υπολογίζουν τη διάρκεια εξέλιξης της θηλυκής βαρρόας γύρω στις 5,5 µε 6 ηµέρες ή ώρες, ενώ ο Martin (1994), αναφέρει 134 (±3) ώρες για τα 3 πρώτα θηλυκά και 154 ώρες για το αρσενικό στον εργατικό γόνο. Στον κηφηνογόνο η διάρκεια εξέλιξης προσδιορίστηκε στις 133 (±3) ώρες και 150 ώρες για τα θηλυκά και αρσενικά άτοµα αντίστοιχα (Martin, 1995a). Οι µικροδιαφορές αυτές οφείλονται στα διαφορετικά χρονικά µεσοδιαστήµατα που έκαναν τις παρατηρήσεις τους οι διάφοροι ερευνητές. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στις παρατηρήσεις που έγιναν σε γόνο που µολύνθηκε τεχνητά και εκκολάφθηκε σε επωαστικό κλίβανο, είναι πιθανόν να επηρεάσθηκε η εξέλιξη των διαφόρων σταδίων της βαρρόας. Σύµφωνα µε την Piletskaya (1988), η αύξηση επίσης της θερµοκρασίας κατά 4 ο C, από τους 32 ο C στους 36 ο C, επηρεάζει το χρόνο ανάπτυξης του αυγού τόσο στον κηφηνογόνο, όσο και στον εργατικό γόνο. Λαµβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα δεδοµένα σχετικά µε το ρυθµό εναπόθεσης των αυγών (ανά 30 ώρες µετά τις πρώτες 60), τη διάρκεια εξέλιξής τους και τη διάρκεια που ο γόνος παραµένει σφραγισµένος προκύπτει ότι κάτω από ιδανικές συνθήκες, ένα άκαρι µπορεί να παράγει σε κάθε ωοτοκία, ένα µέγιστο αριθµό από 3 ώριµα θηλυκά σε εργατικό κελί και 4 µε 5 ώριµα θηλυκά σε κηφηνοκελί. Ο µέγιστος αριθµός ζωντανών ενήλικων απογόνων που βρέθηκαν σ ένα κελί ήταν 15 σε κηφηνοκελί και 8 σε εργατικό κελί. Σε αυτές τις περιπτώσεις όµως φαίνεται ότι τα παράσιτα εκµεταλλεύτηκαν στο καλύτερο δυνατό βαθµό κάποιους παράγοντες, όπως την τροφή, το χώρο, την αναπαραγωγική ικανότητα (Martin 1997). Παρόµοια αποτελέσµατα, σε διαφορετική φυλή µελισσών (Donzé & Guerin 1994), δηλώνουν ότι ο χρόνος ανάπτυξης του παρασίτου είναι ανεξάρτητος από τη φυλή της µέλισσας. Ο πραγµατικός όµως αριθµός των θηλυκών απογόνων που παράγεται σε κάθε εργατικό κελί, είναι µικρότερος από τα 3 άτοµα που µπορούν να ωριµάσουν πριν την έξοδο της µέλισσας από το κελί, µε βάση τον αριθµό των αυγών που εναποτίθενται και το χρονικό διάστηµα που απαιτείται για να

56 56 ωριµάσουν. Κάτω από φυσικές συνθήκες, δεν εξελίσσονται όλα τα αυγά σε ώριµους ενήλικους απογόνους. Σύµφωνα µε τον Schulz (1984), ένα ενήλικο θηλυκό άκαρι παράγει κατά µέσο όρο 1,82 δευτερονύµφες στον εργατικό γόνο και 2,7 στον κηφηνογόνο. Μελετώντας τα ποσοστά επιβίωσης κάθε απογόνου, ο Martin (1997), διαπίστωσε ότι πολλοί από τους 3 ους και 4 ους απόγονους που αναπτύσσονται στον εργατικό γόνο παρουσιάζουν υψηλή θνησιµότητα, ενώ όλοι οι 5 οι απόγονοι πεθαίνουν, επειδή δε διαθέτουν επαρκή χρόνο για να ωριµάσουν. Αντίθετα, στον κηφηνογόνο διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό θνησιµότητας των απογόνων είναι µικρότερο. Σχετικά µε τη θνησιµότητα στα διάφορα στάδια εξέλιξης των απογόνων, έχει διαπιστωθεί ότι στο στάδιο της προνύµφης και της πρωτονύµφης η θνησιµότητα είναι µηδαµινή και αφορά µόνο την τελευταία προνύµφη η οποία συνήθως αποτυγχάνει να αναπτυχθεί και συνεπώς πεθαίνει. Αντίθετα, σχεδόν όλοι οι θάνατοι συµβαίνουν στο στάδιο της δευτερονύµφης και συγκεκριµένα στη διάρκεια της ενηλικίωσής της. Στο σηµείο αυτό παρατηρείται επιβράδυνση της ανάπτυξής της, µε αποτέλεσµα να µην καταφέρνει η δευτερονύµφη να ωριµάσει. Η αιτία γι αυτό δεν είναι απόλυτα γνωστή. Ωστόσο, καθώς αναπτύσσεται η νύµφη της µέλισσας και ο εξωσκελετός της γίνεται ολοένα και παχύτερος, είναι πιθανόν να είναι δύσκολο για το άκαρι να τον διατρυπήσει και να διατραφεί µε αιµολέµφο µε αποτέλεσµα να πεθαίνει από ασιτία (Martin, 1994, 1997). Ακόµα και όταν ο σκελετός της µέλισσας είναι πιο µαλακός, υπάρχει περίπτωση, τα άωρα στάδια του ακάρεως να πεθάνουν από ασιτία επειδή δε µπορούν να τον διατρυπήσουν (Donzé & Guerin, 1994). Από τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι η µείωση του αριθµού των απογόνων που εξέρχονται από το κελί, σε σχέση µε τον αριθµό των αυγών που παράγονται, υποδηλώνει απώλεια αυγών. Σύµφωνα µε το Martin (1997), η απώλεια αυτή εξηγείται κατά κάποιο τρόπο, από το γεγονός ότι η βαρρόα δεν έχει προσαρµόσει ακόµη την αναπαραγωγική της συµπεριφορά στο χρόνο εξέλιξης του εργατικού γόνου της Α. mellifera L, η διάρκεια του οποίου είναι µικρότερη από αυτήν του κηφηνογόνου της A. cerana, που είναι και ο φυσικός ξενιστής του ακάρεως. Είναι γνωστό ότι ο αριθµός των ενήλικων θηλυκών απογόνων, που φθάνει στην ωριµότητα κατά τη διάρκεια ενός αναπαραγωγικού κύκλου του

57 57 ακάρεως, είναι διαφορετικός στα δυο είδη του γόνου. Στον εργατικό γόνο, ο αριθµός των ώριµων θηλυκών θυγατέρων που παράγονται από ένα ενήλικο θηλυκό σε µια δίοδο του από κελί, κυµαίνεται από 1 έως 1,7 (Ifantidis, 1984, Schulz, 1984, Fuchs & Langenbach, 1989, Ifantidis, 1990, Kustermann, 1990, Boot και συν., 1995a, Donzé και συν., 1996). Γενικά, οι παραπάνω αριθµοί αναφέρονται στην καλοκαιρινή περίοδο. Σύµφωνα µε τους Otten & Fuchs (1990), στις άλλες εποχές και σε διαφορετικούς µήνες, ο µέσος όρος του αριθµού των ώριµων θηλυκών απογόνων πιθανόν να είναι χαµηλότερος. Στον κηφηνογόνο, ο µέσος όρος ενήλικων θηλυκών απογόνων είναι υψηλότερος και κυµαίνεται µεταξύ 2 και 3,2. Από διάφορους ερευνητές αναφέρονται οι εξής αριθµοί: 2,77 (Ifantidis, 1984), 2,9-3,2 (Schulz, 1984), 2,76 (Fuchs & Langenbach, 1989), 2-2,2 (Martin, 1995a), 1,5-2 (Donzé και συν., 1998a). Μετά από στατιστική ανάλυση δεδοµένων σχετικών µε την επιβίωση των απογόνων, ο Martin (1997) διαπίστωσε ότι από µια βαρρόα που εισέρχεται σε εργατικό κελί και εναποθέτει 4 «θηλυκά» αυγά, προκύπτουν κατά µέσο όρο 1,45 απόγονοι, ενώ όταν εισέρχεται σε κηφηνοκελί και εναποθέτει 5 «θηλυκά» αυγά προκύπτουν αντίστοιχα 3,9-4,15 απόγονοι. Για τον προσδιορισµό των απογόνων σε ολόκληρο τον πληθυσµό των βαρροών πολλαπλασιάζεται ο µέσος όρος των απογόνων επί το ποσοστό των βαρροών που παράγουν βιώσιµους θηλυκούς απογόνους. Το ποσοστό αυτό κυµαίνεται από 55% ως 95% µε µέσο όρο το 74,7 ± 14%, για τα ακάρεα που αναπαράγονται στον κηφηνογόνο και 65% ως 73% µε µέσο όρο το 69,8 ± 2% στον εργατικό γόνο (Martin, 1994, 1995, 1998). Σύµφωνα µε τα παραπάνω προκύπτει, ότι ο µέσος αριθµός των βιώσιµων ενήλικων θηλυκών θυγατέρων, που παράγονται σε έναν αναπαραγωγικό κύκλο από τον συνολικό αριθµό των µητέρων βαρροών είναι 3,9Χ 0,747= 2,91 άτοµα στον κηφηνογόνο και 1,45Χ 0,698= 1,01 στον εργατικό γόνο (Martin, 1998). Κατά συνέπεια εάν οι βαρρόες πραγµατοποιήσουν ένα µόνο αναπαραγωγικό κύκλο, είναι δυνατόν ο πληθυσµός τους να αυξηθεί µόνο στα κηφηνοκελιά. Ο αριθµός των απογόνων που καταφέρνει να ωριµάσει, επηρεάζεται σηµαντικά από τη διάρκεια που ο γόνος παραµένει σφραγισµένος (Martin, 1997b). Μια αιτία της διαφοράς του αριθµού των απογόνων που παρατηρείται µεταξύ εργατικού γόνου και κηφηνογόνου, είναι η µεγαλύτερη διάρκεια που το κελί παραµένει σφραγισµένο στον κηφηνογόνο. Το κηφηνοκελί διατηρείται

58 58 σφραγισµένο περίπου 2 ως 3 ηµέρες περισσότερο από το εργατικό κελί, αν και η διάρκεια του σφραγισµένου γόνου ποικίλλει στις διάφορες φυλές µελισσών. Σύµφωνα µε τον Jay (1963), η διάρκεια του σφραγισµένου κηφηνογόνου είναι 15 ηµέρες, ενώ ο Martin (1995), αναφέρει ότι κυµαίνεται από 14 ηµέρες και 4 ώρες ως 15 ηµέρες. Το αντίστοιχο χρονικό διάστηµα στον εργατικό γόνο είναι 12 ηµέρες ή 288 ώρες (Jay, 1962). Η µεγαλύτερη διάρκεια του σφραγισµένου κηφηνογόνου σε σχέση µε τον εργατικό γόνο, έχει ως αποτέλεσµα να ωριµάζουν σεξουαλικά περισσότερες θυγατέρες στο κηφηνοκελί και να έχουν την ευκαιρία περισσότερα θηλυκά να γονιµοποιηθούν από το αρσενικό άτοµο. Στον κηφηνογόνο υπάρχει θεωρητικά αρκετός χρόνος για να ωριµάσουν όλοι οι απόγονοι και σε µερικά κελιά, υπάρχει αρκετός χρόνος να αναπτυχθεί ακόµη και ο έβδοµος απόγονος. Αυτό όµως δεν έχει παρατηρηθεί στην πράξη (Martin και συν., 1997). Αν και ορισµένα ακάρεα, το 2,9% περίπου, εναποθέτουν και έβδοµο αυγό, ποτέ αυτά τα αυγά δεν επιτυγχάνουν να εξελιχθούν σε ενήλικα άτοµα (Martin, 1995). Η διάρκεια του σφραγισµένου γόνου διαφέρει όχι µόνο µεταξύ εργατικού γόνου και κηφηνογόνου αλλά και µεταξύ διαφορετικών φυλών µελισσών. Σε φυλές µελισσιών που παρατηρείται σηµαντική διαφορά στη διάρκεια του σφραγισµένου γόνου, ο αριθµός των απογόνων που ωριµάζει, είναι µικρότερος σ αυτές που παρατηρείται η µικρότερη διάρκεια. ιαφορές στη διάρκεια του σφραγισµένου γόνου παρατηρούνται και µεταξύ διαφορετικών σειρών της Apis mellifera. Ο συνολικός αριθµός των ενήλικων θηλυκών απογόνων που εξέρχονται µε την εκκολαπτόµενη µέλισσα διαπιστώθηκε ότι είναι σηµαντικά µεγαλύτερος σε µελίσσια µε 293 ώρες διάρκεια σφραγισµένου γόνου σε σχέση µε µελίσσα µε διάρκεια σφραγισµένου γόνου 274 ώρες (Siuda & Wilde, 1996). Αυτός είναι και ο λόγος της πραγµατοποίησης διαφόρων διασταυρώσεων µε φυλές ή σειρές µελισσιών, που έχουν µικρότερη διάρκεια σφραγισµένου γόνου. Οι διασταυρώσεις αυτές αποτελούν ένα εναλλακτικό τρόπο αντιµετώπισης του παρασίτου. Στην A. mellifera capensis είναι αδύνατο για το µισό περίπου (42%) των βαρροών µητρικής γενεάς να ολοκληρώσουν επιτυχώς τον αναπαραγωγικό τους κύκλο (Moritz & Hanel, 1984). Ενώ, στην A. mellifera carnica όλα τα ακάρεα καταφέρνουν να παράγουν τουλάχιστον ένα ώριµο θηλυκό απόγονο.

59 59 Το παραπάνω φαινόµενο πιθανώς οφείλεται στη µικρότερη διάρκεια (9,6±0,07 ηµέρες) του εργατικού σφραγισµένου γόνου στην A. mellifera capensis, ενώ ο αντίστοιχος χρόνος στην A. mellifera carnica είναι 12 ± 0,03 ηµέρες (Moritz & Hanel, 1984). Ωστόσο, η διάρκεια του σφραγισµένου γόνου θα πρέπει να είναι µικρότερη από 9,25 ηµέρες (222 ώρες), ώστε η πρώτη θηλυκή απόγονος να µην ωριµάσει πριν την εκκόλαψη της µέλισσας. Η διάρκεια όµως του σφραγισµένου εργατικού γόνου στη µέλισσα Apis cerana είναι 11 ηµέρες, χρονικό διάστηµα παρόµοιο περίπου µ αυτό που διαπιστώθηκε στις ευαίσθητες φυλές της A. mellifera και αρκετό για να αναπτυχθούν περισσότερα από δυο ώριµα θηλυκά ακάρεα. Επίσης, είναι γνωστό ότι η βαρρόα αναπαράγεται στα εργατικά κελιά της µέλισσας Apis cerana (De Jong, 1988). Ο αριθµός όµως των ακάρεων που αναπαράγεται στον εργατικό γόνο είναι υπερβολικά µικρός και κατά συνέπεια η διάρκεια του σφραγισµένου γόνου δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει τον µικρό αριθµό απογόνων που παρατηρείται στον εργατικό γόνο αυτής της µέλισσας. Η µειωµένη αναπαραγωγή των βαρροών στη µέλισσα Apis cerana, πιθανόν να οφείλεται είτε στην ικανότητα αναγνώρισης και καθαρισµού των µολυσµένων κελιών - όπως διαπιστώθηκε σε τεχνητά µολυσµένα κελιά (Rath & Drescher, 1990) - είτε στην παρουσία φυσικών παραγόντων που αναστέλλουν τη γονιµότητα των ακάρεων (Rosenkranz και συν., 1993a). Σε κελιά που υπάρχουν ακάρεα τα οποία δεν αναπαράγονται, διαπιστώνεται αυξηµένη συσσώρευση λευκών στερεών περιττωµάτων, η οποία φανερώνει ότι το άκαρι καταναλώνει µεγάλες ποσότητες αιµολέµφου. Το σώµα όµως δε διογκώνεται, αλλά παραµένει συνεχώς λεπτό, γεγονός που υποδηλώνει ότι στα ακάρεα αυτά δεν αναπτύσσεται αυγό. Σύµφωνα µε τον Anderson (1994), τα µη γόνιµα ακάρεα που δεν αποµονώνονται σε κάποιο σηµείο του κελιού, επιβιώνουν παραµένοντας επάνω στο ξενιστή τους, κινούνται ελεύθερα, λαµβάνουν κατά διαστήµατα γεύµατα από το γόνο και εναποθέτουν αξιοσηµείωτη ποσότητα λευκών περιττωµάτων. Ο Martin (1997), αναφέρει ότι ένα υψηλό ποσοστό (67%) µη γονιµοποιηµένων θηλυκών ακάρεων, που εισέρχονται σε κελιά, δηµιουργούν συσσώρευση περιττωµάτων στη περιοχή της έδρας της προνύµφης και για τον συγγραφέα, το εύρηµα αυτό πρέπει να θεωρείται ως ενδεικτικό της

60 60 στειρότητας των ακάρεων. Σύµφωνα µε τον Ruttner και συν. (1984), τα ακάρεα που δεν αναπαράγονται εναποθέτουν περιττώµατα σχεδόν σταθερά στην πλαγιοκοιλιακή χώρα των οπίσθιων κοιλιακών στερνιτών της αναπτυσσόµενης προνύµφης. Σύµφωνα µε τους Donzé & Guerin (1997), τα ακάρεα και τα άωρα στάδιά τους, µοιράζουν τη δραστηριότητά τους µέσα στο κελί, µεταξύ της συγκέντρωσης των περιττωµάτων (Σ.Π.) που βρίσκεται στο τοίχωµα του κελιού και του σηµείου διατροφής που βρίσκεται πάνω στο γόνο της µέλισσας και όπου έχει ανοιχθεί οπή από τα ενήλικα θηλυκά ακάρεα. Το σηµείο όπου βρίσκεται η Σ.Π. αποτελεί σηµείο συνάντησης των ατόµων που έχουν υποστεί αποδερµάτωση. Άλλα σηµεία του κελιού, µακριά από τη Σ.Π. όπου συγκεντρώνονται τα κινητά άωρα στάδια, χρησιµοποιούνται για ωοτοκία και αποδερµάτωση. Η κατανοµή των ενεργειών του παρασίτου µέσα στο χώρο του κελιού και το χρονικό σηµείο εκτέλεσης αυτών εξελίσσονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αυξήσουν τις πιθανότητες ενηλικίωσης µεγάλου αριθµού θηλυκών απογόνων Σύζευξη του µοναδικού αρσενικού µε τα θηλυκά ακάρεα Το µοναδικό αρσενικό άτοµο που παράγεται σε κάθε αναπαραγωγικό κύκλο, ωριµάζει πρώτο (Martin, 1994, 1995) και γονιµοποιεί διαδοχικά όλα τα θηλυκά άτοµα, δηλαδή όλες τις αδελφές του, αµέσως µετά την ενηλικίωσή τους και µόλις αυτές φθάσουν στη θέση της συγκέντρωσης περιττωµάτων (Σ.Π.) που έχει δηµιουργήσει η µητρική βαρρόα. Σύµφωνα µε τους Donzé & Guerin (1994), κατά τη διάρκεια του σταδίου ακινησίας της προνύµφης της µέλισσας, το ενήλικο θηλυκό άκαρι αποβάλλει στερεά περιττώµατα, µε αποτέλεσµα να δηµιουργεί µια συσσώρευση περιττωµάτων (Σ.Π), στα ανώτερα τοιχώµατα και προς το σφράγισµα του κελιού. Κατά την ακολουθούµενη ανάπτυξη των απογόνων η Σ.Π. έχει µεγάλη σηµασία τόσο για τη µητέρα όσο και για τους απογόνους. Η συσσώρευση αυτή αποτελεί σηµείο συνάντησης και γονιµοποίησης των θηλυκών ατόµων που έχουν πρόσφατα υποστεί την τελευταία έκδυση. Η γειτνίαση του σηµείου αυτού µε το σηµείο του σώµατος της αναπτυσσόµενης µέλισσας όπου η µητέρα βαρρόα έχει διανοίξει οπή, διευκολύνει τη διατροφή των άωρων ατόµων. Τα λευκόχρωµα στερεά περιττώµατα των ενήλικων θηλυκών

61 61 ακάρεων καταλαµβάνουν σηµαντική έκταση στα τοιχώµατα του κελιού και η ύπαρξή τους, λίγο πιο κάτω από το σφράγισµα του κελιού, διαπιστώνεται εύκολα και αποτελεί ένα απλό τρόπο διάγνωσης της παρουσίας βαρρόας εντός του κελιού (Donzé and Guerin, 1994, Erickson, 1996, προσωπικές παρατηρήσεις). Η γονιµοποίηση του θηλυκού ατόµου πραγµατοποιείται µόνο στο «µητρικό» κελί και µόνο µεταξύ του αρσενικού και των θηλυκών που έχουν πρόσφατα ενηλικιωθεί. Το αρσενικό χρησιµοποιώντας τα κοίλα στοµατικά του µόρια, διαµορφωµένα ανάλογα γι αυτό το σκοπό, µεταφέρει το σπέρµα στο θηλυκό. Στο 71% των συζεύξεων η όλη διαδικασία διαρκεί συνήθως λιγότερο από 3 λεπτά ενώ είναι δυνατό να συµβούν και πολλαπλές συζεύξεις µε το ίδιο θηλυκό (Donzé και συν., 1998b). Πολλαπλές συζεύξεις του αρσενικού µε το ίδιο θηλυκό είναι δυνατό να γίνουν µέχρι να φτάσει στη θέση της Σ.Π. νέα βαρρόα θυγατρικής γενεάς προσφάτως ενηλικιωµένη (Donzé και συν., 1996). Οι επαναληπτικές συζεύξεις αυξάνουν τον αριθµό των σπερµατοζωαρίων που αποθηκεύονται στη σπερµοθήκη της ενήλικης βαρρόας θυγατρικής γενεάς. Σε περιπτώσεις πολλαπλών προσβολών κατά τις οποίες στο κελί εισέρχονται περισσότερα του ενός θηλυκά και παράγουν περισσότερα του ενός αρσενικά άτοµα, αυξάνεται η πιθανότητα να παραχθούν βαρρόες θυγατρικής γενεάς οι οποίες έχουν γονιµοποιηθεί από περισσότερα του ενός αρσενικά. Κατά συνέπεια, στη σπερµοθήκη των βαρροών θυγατρικής γενεάς ανευρίσκεται µίγµα σπέρµατος διαφόρων αρσενικών αυξάνοντας έτσι τη γενετική ποικιλότητα των απογόνων (Donzé και συν., 1996). Το αρσενικό άτοµο είναι δυνατόν να πεθάνει µέσα στο κελί από φυσικές αιτίες, όπως η σύνθλιψη ή ο εκτοπισµός του εξαιτίας των κινήσεων του γόνου, είτε εξαιτίας της αδυναµίας του να εντοπίσει το σηµείο διατροφής που έχει δηµιουργήσει η «µητέρα» βαρρόα επάνω στο σώµα του γόνου (Donzé & Guerin, 1994). Ο βαθµός θνησιµότητας των αρσενικών ατόµων ανέρχεται στο 10% στον κηφηνογόνο και κυµαίνεται από 8 ως 20% στον εργατικό γόνο (Martin και συν., 1997). Είναι σηµαντικό να αναφερθεί ότι ο πρώιµος θάνατος του µοναδικού αρσενικού απογόνου µέσα στο κελί, έχει ως αποτέλεσµα την παραγωγή µη γονιµοποιηµένων θηλυκών απογόνων. Από τη στιγµή που τα µη γονιµοποιηµένα θηλυκά άτοµα εξέλθουν από κελί, δεν µπορούν να γονιµοποιηθούν αργότερα σε άλλο κελί. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα, να µην

62 62 µπορούν να παράγουν µελλοντικά γόνιµους απογόνους, αρσενικούς ή θηλυκούς, παρά το γεγονός ότι µπορεί να επιχειρούν ν αναπαραχθούν εισερχόµενα σε κελιά (Martin και συν., 1997). Επιπλέον, σε περίπτωση που τα µη γονιµοποιηµένα θηλυκά άτοµα παράγουν παρθενογενετικά µόνο αρσενικούς απογόνους, δεν υπάρχει πιθανότητα να υπάρξει σύζευξη µεταξύ τους. Την άποψη αυτή υποστηρίζει και η παρατήρηση του Donzé και συν. (1996), ότι η σύζευξη µεταξύ «µητέρας» και «υιού» είναι σπάνια και ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Η θέση αυτή αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι µη γονιµοποιηµένες βαρρόες δεν παράγουν θηλυκούς απογόνους σε επόµενους αναπαραγωγικούς κύκλους (Ruijter de, 1987, Martin και συν., 1997). Ο µηχανισµός µε τον οποίο παρθένα θηλυκά ακάρεα παράγουν αρσενικά άτοµα υπό φυσιολογικές συνθήκες, είναι γνωστός ως αρρενοτόκος παρθενογένεση. Εν τούτοις, στην περίπτωση της βαρρόας, φαίνεται ότι το θηλυκό θα πρέπει πρώτα να γονιµοποιηθεί για να µπορεί να παράγει βιώσιµα και γόνιµα αρσενικά. Αφού οι θηλυκοί απόγονοι συζευχθούν, τα απλοειδή αρσενικά που θα παραχθούν µελλοντικά, δηµιουργούνται από γονιµοποιηµένα αυγά. Σε αυτά τα αυγά, το ένα ζεύγος των χρωµατοσωµάτων εξαλείφεται σε σχετικά σύντοµο χρονικό διάστηµα µετά την έναρξη της διαδικασίας ανάπτυξης των αρσενικών ατόµων. Ο τρόπος αυτός πολλαπλασιασµού ονοµάζεται ψευδοαρρενοτοκία και πιθανολογείται ότι λαµβάνει χώρα και στη βαρρόα (De Jong και συν., 1981) Έξοδος των βαρροών από το κελί Μετά την έξοδο της µέλισσας από το κελί, το αρσενικό και τα άωρα θηλυκά άτοµα πεθαίνουν από ασιτία επειδή τα στοµατικά τους µόρια αδυνατούν να διατρυπήσουν το σκληρό σκελετό της ενήλικης µέλισσας (Ifantidis, 1983). Μόνο τα ενήλικα θηλυκά εξέρχονται πριν ή µετά την αποµάκρυνση της µέλισσας ή και ταυτόχρονα µε αυτήν. Τα θηλυκά άτοµα της µητρικής γενεάς ολοκληρώνουν έναν αναπαραγωγικό κύκλο ενώ οι βαρρόες της θυγατρικής γενεάς, υπάρχει η πιθανότητα, να ολοκληρώσουν έναν αναπαραγωγικό κύκλο στο µέλλον. Η επιβίωση των ατόµων και των δυο γενεών θα καθοριστεί στη συνέχεια, από την ικανότητά τους να ανέλθουν επάνω σε ενήλικη µέλισσα ή να εισέλθουν σε κελί µε γόνο κατάλληλης ηλικίας.

63 ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΕΡΙΟ ΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Σε πειράµατα στα οποία τα ακάρεα µεταφέρονταν µε τεχνητούς τρόπους σε κελιά µε γόνο κατάλληλης ηλικίας διαπιστώθηκε ότι το άκαρι µπορεί να συµπληρώσει 7 αναπαραγωγικούς κύκλους και να ωοτοκήσει συνολικά 30 αυγά (Ruijter de, 1987). Κάτω από φυσικές συνθήκες, ο µέσος όρος των αναπαραγωγικών κύκλων είναι σηµαντικά µικρότερος. Ο Mikityuk (1979), αναφέρει ότι το 78% των βαρροών αναπαράγονται µια φορά, το 18% δυο φορές, το 4% τρεις φορές και το 1,4% τέσσερις φορές. Ο µέσος όρος αναπαραγωγικών κύκλων, για το συνολικό αριθµό των βαρροών, υπολογίστηκε σε 1,26 ανά βαρρόα. Ο Schulz (1984) διαπίστωσε ότι το 78% περίπου των ακάρεων αναπαράγονται µια φορά και το 22% δυο φορές. Από τα ακάρεα που εισέρχονται για µια φορά µέσα σε γόνο (78%), µόνο το 8% εισέρχεται για δεύτερη φορά. Οι Wendel & Rosenkranz (1990), διαπίστωσαν ότι το 4,1% των βαρροών αναπαράγονται 3 φορές µε γενικό µέσο όρο, 0,88 αναπαραγωγικοί κύκλοι ανά βαρρόα. Οι Fries et Rosenkranz, (1996), αναφέρουν ότι σε ένα πειραµατισµό τους το 13% των βαρροών αναπαράχθηκε τρεις φορές ενώ ο µέσος όρος των αναπαραγωγικών κύκλων θεωρήθηκε ότι είναι πιθανά µεγαλύτερος από 1,5 αλλά λιγότερος από 2. Σε παρόµοια συµπεράσµατα καταλήγουν και ο Fries και συν. (1994). Σύµφωνα µε τον Martin και συν. (1997), ο µέσος αριθµός αναπαραγωγικών κύκλων που πραγµατοποιούν τα ακάρεα, είναι σηµαντικά µεγαλύτερος από αυτόν που πιστεύονταν αρχικά, γεγονός που εξηγεί την ταχύτατη αύξηση του πληθυσµού του παρασίτου, παρά τη µικρή αναπαραγωγική του ικανότητα στον εργατικό γόνο. Οι Martin & Kemp (1997), αναφέρουν ότι ο µέσος όρος των αναπαραγωγικών κύκλων κυµαίνεται µεταξύ 2 και 3. III. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΙ ΡΩΝΤΕΣ ΣΤΗ ΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΒΑΡΡΟΑΣ Ένα ποσοστό βαρροών που εισέρχεται µέσα σε κελί µε γόνο, δεν αναπαράγεται καθόλου ή δεν αναπαράγει βιώσιµους θηλυκούς απογόνους. Η αναπαραγωγική ικανότητα διαφέρει µεταξύ ατόµων της ίδιας ή διαφορετικής ηλικίας και επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες.

64 64 Έτσι έχουν αναφερθεί τα παρακάτω σχετικά µε την αναπαραγωγή των βαρροών: α) ακάρεα που αρχίζουν την εναπόθεση των αυγών µε σχετική επιβράδυνση (Ifantidis, 1983), β) ακάρεα που εναποθέτουν µη βιώσιµα αυγά [8% στον εργατικό γόνο και 4,4% στον κηφηνογόνο, (Martin και συν., 1997)], γ) ακάρεα που παράγουν µόνο αρσενικούς απογόνους [11-17% του πληθυσµού (Boot και συν., 1997) ή στο 9±8% (Martin και συν., 1997)], ή µόνο θηλυκούς απογόνους (14-26%, Boot και συν., 1997), δ) ακάρεα που δεν έχουν γονιµοποιηθεί εξαιτίας πρόωρου θανάτου του αρσενικού ή ακάρεα στα οποία έχουν εξαντληθεί τα αυγά ή το απόθεµα του σπέρµατος. Το αρσενικό άτοµο είναι δυνατό να πεθάνει µέσα στο κελί από φυσικές αιτίες, όπως η σύνθλιψη εξαιτίας των κινήσεων της προνύµφης ή ακόµα εξαιτίας της αδυναµίας του να εντοπίσει το σηµείο διατροφής που έχει δηµιουργήσει η µητέρα βαρρόα επάνω στο σώµα του γόνου (Donzé & Guerin, 1994). Σύµφωνα µε τον Martin και συν. (1997), αυξηµένα ποσοστά θνησιµότητας του αρσενικού ατόµου οδηγούν σε αυξηµένα ποσοστά µη γόνιµων θηλυκών ακάρεων και κατά συνέπεια σε µειωµένα ποσοστά αναπαραγωγής. Το ποσοστό των βαρροών που δεν είναι γόνιµες εξαιτίας πρώιµου θανάτου του αρσενικού ή εξάντλησης των υπαρχόντων αυγών ή της διαθέσιµης ποσότητας του σπέρµατος συνίσταται στο 3,3% για τον κηφηνογόνο και στο 5% στον εργατικό γόνο (Martin 1994, 1995a). Ε) θηλυκά άτοµα διακόπτουν την εναπόθεση των αυγών σε µια ή περισσότερες διόδους από κελί µε γόνο και δεν αναπαράγονται παρά το γεγονός ότι είναι πλήρως ικανά να παράγουν απογόνους. Τα ακάρεα αυτά είναι δυνατό να ωοτοκήσουν πάλι στην επόµενη είσοδό τους σε κελί µε γόνο. Το φαινόµενο αυτό που χαρακτηρίζεται ως στειρότητα συµπεριφοράς, πιθανόν να εξηγείται από την παρουσία «ιδιότυπων» χαρακτηριστικών συµπεριφοράς και εµφανίζεται σε ποσοστό 7% των ακάρεων, σύµφωνα µε τον Ruijter de (1987), ή 4% σύµφωνα µε τους Martin και συν., (1997). Παράγοντες που σχετίζονται µε την εποχή ή τη διατροφή των βαρροών πιθανόν να παίζουν κάποιο ρόλο στην εκδήλωση της παραπάνω συµπεριφοράς (Otten and Fuchs, 1990, Rosenkranz και συν., 1988), στ) βαρρόες που πεθαίνουν µετά την είσοδό τους µέσα στο κελί, χωρίς να εναποθέσουν συνήθως κανένα αυγό. Ο Martin (1994, 1995a), αναφέρει ότι το ποσοστό των νεκρών βαρροών που ανευρίσκεται µέσα σε κελιά, είναι

65 65 υψηλότερο στον κηφηνογόνο (7,7%) απ ότι στον εργατικό γόνο (1,5-2%). Τα παραπάνω ποσοστά αναφέρονται σε βαρρόες που βρέθηκαν ελεύθερες µέσα στο κελί ή εγκλωβισµένες µεταξύ του τοιχώµατος του κελιού και του κουκουλιού της µέλισσας. Αυτές αποµακρύνονται από τις εργάτριες µέλισσες µετά την έξοδο της εκκολαπτόµενης µέλισσας από το κελί, εκτός εκείνων που παραµένουν παγιδευµένες από το κουκούλι, στα τοιχώµατα του κελιού. εν είναι γνωστό αν ο θάνατος των βαρροών αυτών οφείλεται σε φυσικά αίτια ή σε ειδικούς παράγοντες και σε συνθήκες που επικρατούν και δρουν µέσα στο κελί. Σύµφωνα µε τον Martin (1998), οι παράγοντες β), γ), δ), ε) και στ) συντελούν ώστε ένα ποσοστό γύρω στο 30% του πληθυσµού των βαρροών να µη παράγει ή να παράγει µη βιώσιµους θηλυκούς απογόνους. Ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν την αναπαραγωγή των βαρροών υπάρχει ένα ποσοστό του πληθυσµού τους το οποίο χαρακτηρίζεται ως στείρο και το οποίο δεν παράγει ούτε ένα αυγό. Σύµφωνα µε τον Boot και συν. (1997), το ποσοστό αυτό και στα δυο είδη των κελιών κυµαίνεται από 8% ως 12%. Οι Rosenkranz & Engels (1994), οι οποίοι µελέτησαν τη γονιµότητα σε αφρικανοποιηµένες και ευρωπαϊκές φυλές µελισσών, διαπίστωσαν ότι στις ευρωπαϊκές φυλές το ποσοστό των βαρροών που είναι στείρες κυµαίνεται µεταξύ 10% και 20%. Έχει διαπιστωθεί ότι στην πλειοψηφία των βαρροών, η αναπαραγωγική τους συµπεριφορά δε µεταβάλλεται κατά τους διαδοχικούς αναπαραγωγικούς κύκλους. Βαρρόα που συµπεριφέρεται ανώµαλα σε µια περίοδο αναπαραγωγικής δραστηριότητας, π.χ παράγει µόνο αρσενικά άτοµα ή δεν παράγει αυγά ή παράγει µη βιώσιµα αυγά, συνεχίζει να συµπεριφέρεται µε τον ίδιο τρόπο και στις επόµενες: «µια φορά ανώµαλα πάντοτε ανώµαλα». Βαρρόα που συµπεριφέρεται φυσιολογικά, π.χ παράγει γονιµοποιηµένες βιώσιµες βαρρόες, συνεχίζει το ίδιο και στις επόµενες περιόδους αναπαραγωγής στο γόνο (Ruijter De, 1987, Martin και συν., 1997). Ο αριθµός των βαρροών οι οποίες παράγουν ή δεν παράγουν απογόνους, διαφέρει µεταξύ των δύο ειδών του γόνου, των διαφόρων φυλών µελισσών, των ετών και των εποχών του έτους. Το ποσοστό γονιµότητας είναι µικρότερο στον εργατικό γόνο σε σχέση µε τον κηφηνογόνο. Ο Schulz (1984), παρατήρησε ότι στον εργατικό γόνο ήταν

66 66 γόνιµο το 73% των ακάρεων, ενώ στον κηφηνογόνο το 95%. Ο Ifantidis (1984), αναφέρει ότι το ποσοστό των ακάρεων, που δεν εναποθέτουν κανένα αυγό σε µια δίοδο τους από το γόνο, είναι 18,7% στον εργατικό γόνο και 3,8% στον κηφηνογόνο. Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα που προέκυψαν από ανασκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, το ποσοστό των γόνιµων βαρροών κυµαίνεται στις διάφορες φυλές της Apis mellifera από 21,9% ως 92,7% στον εργατικό γόνο και από 63,1-100% στον κηφηνογόνο (Fries και συν., 1994). Ο αριθµός των βαρροών που δεν αναπαράγεται είναι συνήθως υψηλός στον πρώτο γόνο ο οποίος εκκολάπτεται, µετά την έναρξη της ωοτοκίας της βασίλισσας στο τέλος του χειµώνα ή νωρίς την άνοιξη. Η χαµηλή γονιµότητα των βαρροών είναι πιθανόν να οφείλεται σε διατροφικούς παράγοντες (Rosenkranz και συν., 1988) ή στον συνωστισµό που προκαλείται εξαιτίας της εισόδου µεγάλου αριθµού βαρροών στον περιορισµένης έκτασης γόνο αυτή την εποχή (Eguaras και συν., 1994b, Donze και συν., 1996). Η στάθµη της αυξητικής ορµόνης των ενήλικων µελισσών είναι δυνατόν να αποτελεί έναν παράγοντα που επηρεάζει την αναπαραγωγή των ακάρεων. Βαρρόες που παρασιτούν σε χειµωνιάτικες µέλισσες (χαµηλή στάθµη αυξητικής ορµόνης), όταν µεταφέρονται σε γόνο κατάλληλης ηλικίας αναπαράγονται σε ποσοστό 8% ενώ βαρρόες που παρασιτούν σε καλοκαιρινές µέλισσες (υψηλή στάθµη αυξητικής ορµόνης) αναπαράγονται σε ποσοστό 76% (Hanel and Koeniger, 1986). Ενδεχοµένως το κλίµα και ειδικότερα οι µέσες θερµοκρασίες προκαλούν µεταβολές στη φυσιολογία των µελισσών και επηρεάζουν έµµεσα την αναπαραγωγή και την επιβίωση της βαρρόας. Οι Rosenkranz & Engels (1994) αναφέρουν, ότι περιβαλλοντικοί παράγοντες προκαλούν παράταση της περιόδου διασποράς, όπως συµβαίνει κατά τους χειµερινούς µήνες, επηρεάζοντας αρνητικά τη γονιµότητα των βαρροών µε έναν άγνωστο µέχρι σήµερα τρόπο. Σχετικά µε τις κλιµατολογικές συνθήκες, ο Moretto και συν. (1991), µελετώντας, σε τρεις περιοχές της Βραζιλίας µε διαφορετικό κλίµα, το ποσοστό µόλυνσης των ενήλικων µελισσών σε αφρικανοποιηµένες και σε υβρίδια ιταλικών και αφρικανοποιηµένων µελισσών, διαπίστωσαν ότι τα ποσοστά µόλυνσης ήταν διαφορετικά ανάλογα µε τις κλιµατολογικές συνθήκες και µε τις φυλές µελισσών. Συγκεκριµένα, το ποσοστό µόλυνσης ανεβρέθηκε

67 67 υψηλότερο στις ψυχρότερες περιοχές ενώ γενικά υποστηρίζεται, από τους συγκεκριµένους ερευνητές, ότι όσο υψηλότερη είναι η ετήσια µέση θερµοκρασία σε µια περιοχή τόσο χαµηλότερο είναι το ποσοστό προσβολής. Όσον αφορά τη φυλή, το ποσοστό µόλυνσης σε υβρίδια ιταλικών και αφρικανοποιηµένων µελισσών βρέθηκε σε σηµαντικά υψηλότερο ποσοστό συγκριτικά µε εκείνο που παρατηρήθηκε σε αφρικανοποιηµένες µέλισσες. Επίσης, έχει µελετηθεί η επίδραση της σχετικής υγρασίας στην αναπαραγωγή του παρασίτου στα εργατικά κελιά. Η σχετική υγρασία στην περιοχή του γόνου σε µελίσσια της Apis mellifera είναι συνήθως γύρω στο 40%. Έχει όµως διαπιστωθεί ότι η αναπαραγωγή του ακάρεως είναι υψηλότερη όταν η σχετική υγρασία είναι 70% (Le Conte και συν., 1990). Μελετώντας τον τρόπο µε τον οποίο τα υψηλά επίπεδα σχετικής υγρασίας επιδρούν στην αναπαραγωγή των βαρροών διαπιστώθηκε ότι σε 174 κελιά µε σχετική υγρασία να κυµαίνεται µεταξύ 59-68%, κατά µέσο όρο το 53% των βαρροών έδωσαν απογόνους. Αντίθετα, σε 127 κελιά που διατηρήθηκαν σε επίπεδα 79-85% σχετικής υγρασίας, µόνο το 2% κατά µέσο όρο των βαρροών έδωσαν απογόνους. Προφανώς, η βαρρόα αντιδρά µε µεγάλη ευαισθησία σε υψηλά επίπεδα σχετικής υγρασίας και σχεδόν ποτέ δεν αναπαράγεται σε επίπεδα σχετικής υγρασίας υψηλότερα από 80% (Kraus & Velthuis, 1997). Η έντονη επίδραση των µεταβολών της σχετικής υγρασίας στην αναπαραγωγή του ακάρεως αποδεικνύει ακόµα µια πιθανή επίδραση των παραγόντων του περιβάλλοντος στη µολυσµατικότητα του ακάρεως σε φυλές µελισσών που βρίσκονται σε περιοχές µε διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες. Μεταβολές στη συµπεριφορά των ακάρεων προκαλούνται και από φυσιολογικές µεταβολές του µελισσιού. Ο De Jong (1981), διαπίστωσε ότι όταν παράγονται βασιλικά κελιά διάσωσης ο αριθµός των βαρροών που εισέρχεται στον εργατικό γόνο αυξάνεται σχεδόν κατά δυόµισι φορές, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα ακάρεα έχουν την ικανότητα ν αντιδρούν σε µεταβολές του µελισσιού και να προσαρµόζουν ανάλογα τη συµπεριφορά τους. Οι Message & Goncalves (1995), διαπίστωσαν ότι τα µικρού µεγέθους κελιά µε εύρος, 4,5-4,6 mm και όγκο µl, που κτίζονται από µελίσσια αφρικανοποιηµένων φυλών, παρουσιάζουν χαµηλότερη συχνότητα µόλυνσης (7,3%), ενώ όσα από αυτά είναι προσβεβληµένα εµφανίζουν χαµηλότερους δείκτες αναπαραγωγής (4,7%), συγκριτικά µε τα µεγαλύτερου µεγέθους κελιά

68 68 που κτίζονται από µελίσσια της Ιταλικής φυλής, A. m. ligustica τα οποία έχουν εύρος 4,9-5,1 mm και όγκο µl, και τα οποία παρουσιάζουν συχνότητα προσβολής 15,7%, και δείκτη αναπαραγωγής 11,95%. Από τα παραπάνω συµπεραίνεται ότι οι κηφηνοκηρήθρες µε τα µικρού µεγέθους εργατικά κελιά που συναντώνται στις αφρικανοποιηµένες µέλισσες στη Βραζιλία, επηρεάζουν την είσοδο και την αναπαραγωγή της βαρρόας. Οι Nazzi & Milani (1994), µελέτησαν τη γονιµότητα των βαρροών σε τεχνητά κελιά µε διαφορετική διάµετρο και από διαφορετικό υλικό κατασκευής. Τα κελιά στα οποία χρησιµοποιήθηκε φυσικό κερί είχαν διάµετρο 5,8 και 6,8 mm ενώ τα κελιά από ζελατίνη είχαν διάµετρο 6,0, 6,5 και 7,0 mm. Από τα αποτελέσµατά τους διαπιστώνεται ότι η αναλογία των βαρροών που αναπαράγονται, επηρεάζεται από τη διάµετρο του κελιού και το υλικό που χρησιµοποιείται στην περίπτωση κατασκευής τεχνητών κελιών. Συγκεκριµένα, το ποσοστό των βαρροών που αναπαράγονται είναι υψηλότερο σε κελιά µε στενότερη διάµετρο και στα δυο υλικά κατασκευής που χρησιµοποιήθηκαν. Το επί τοις εκατό ποσοστό των γόνιµων βαρροών είναι σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο στα κελιά από ζελατίνη σε σύγκριση µε τα κελιά από φυσικό κερί της ίδιας διαµέτρου. Αν και δεν υπάρχει εξήγηση για τη διαφορά που παρατηρείται στα κελιά από ζελατίνη, τα κελιά αυτά φαίνεται ότι αποτελούν το καλύτερο περιβάλλον για την αναπαραγωγή των βαρροών σε συνθήκες εργαστηρίου. Χρησιµοποιώντας τεχνητά κελιά από ζελατίνη οι Nazzi & Milani (1996), µελέτησαν την αναπαραγωγή των βαρροών καθώς επίσης και την πιθανή παρουσία παραγόντων που την αναστέλλουν. Τα αποτελέσµατά τους έδειξαν ότι σε κελιά που χρησιµοποιήθηκαν για την εκτροφή γόνου για δυο συνεχόµενες φορές τόσο το ποσοστό των βαρροών που αναπαράχθηκε όσο και ο αριθµός των απογόνων ανά βαρρόα ήταν σηµαντικά χαµηλότερος σε κελιά που είχαν προσβληθεί από βαρρόα στην πρώτη εκτροφή γόνου. Όπως συµπεραίνεται, η αναπαραγωγή των βαρροών επηρεάζεται από το αν στο κελί που εισέρχονται, έχει αναπτυχθεί προηγούµενα προσβεβληµένος από βαρρόα γόνος. Από τους προαναφερθέντες συγγραφείς πιστεύεται ότι τα κελιά στα οποία παρασιτούσαν ακάρεα κατά τη διάρκεια της προηγούµενης εκτροφής γόνου, πιθανόν να περιείχαν ουσίες - αναστολείς. Οι ουσίες αυτές µειώνουν, στα συγκεκριµένα κελιά, την αναπαραγωγική ικανότητα των

69 69 ακάρεων που εισέρχονται για να ωοτοκήσουν στην επόµενη ή στις επόµενες εκτροφές γόνου. Οι ουσίες αυτές πιθανόν ελευθερώνονται στο κελί ως συνέπεια του έντονου παρασιτισµού, είτε από το γόνο, εξαιτίας των µεταβολών στην αιµολέµφο του, είτε από τα ακάρεα, κατά τη διάρκεια της παρουσίας τους µέσα στο κελί. Έχει διαπιστωθεί ότι είναι δυνατόν, τουλάχιστον µέρος των ουσιών αυτών, να µεταφερθεί τεχνητά, µε κατάλληλη µέθοδο, σε νέα κελιά (Nazzi & Milani, 1996). Σχετικά µε το ποσοστό των βαρροών που επιτυγχάνουν ή όχι ν αναπαραχθούν έχει διαπιστωθεί ότι αυτό µεταβάλλεται από έτος σε έτος. Σύµφωνα µε τον Kulincevic και συν. (1988), το ποσοστό των ακάρεων που αναπαράγονται και αυτών που δεν αναπαράγονται, κυµάνθηκε µέσα σε διαφορετικά όρια σε δυο συνεχόµενες χρονιές. Το ποσοστό των ακάρεων που δεν αναπαράγεται, ποικίλλει επίσης και στις διάφορες εποχές του έτους και επηρεάζεται από τη φυλή των µελισσών. Οι Otten & Fuchs (1990), µελέτησαν σε τρεις διαφορετικές φυλές µελισσών A m carnica, (C), A m ligustica, (L), A m mellifera, (M), τις διαφορές στο ποσοστό των βαρροών που δεν αναπαράγεται, κατά το χρονικό διάστηµα Ιανουαρίου - Νοεµβρίου. Το ποσοστό αυτό κυµαίνεται από 75% (L), 65%(C) τους µήνες Ιανουάριο Φεβρουάριο, 64% (M) τους µήνες Μάρτιο Απρίλιο, και µέχρι 15% (L), 8% (M) τους µήνες Μάιο Αύγουστο. Το χρονικό διάστηµα Σεπτεµβρίου Νοεµβρίου το ποσοστό που ανεβρέθηκε ήταν 31%, (C), 15% (L), 26%, (M). Οι διαφορές στα επίπεδα αναπαραγωγής των βαρροών, πιθανόν να έχουν µεγάλη σηµασία στη διαφορετική ανάπτυξη του πληθυσµού του παρασίτου στις διάφορες εποχές του έτους. Ο Marcangeli και συν. (1992a), διαπίστωσαν ότι ο αριθµός των θηλυκών βαρροών που δεν αναπαράγεται, αυξάνεται κατά τη διάρκεια των φθινοπωρινών µηνών συγκριτικά µε τους ανοιξιάτικους µήνες, σε εύκρατα κλίµατα στην περιοχή της Αργεντινής. Το φθινόπωρο, οι βαρρόες δεν αναπαράγονται στο 44,19% των προσβεβληµένων κελιών ενώ την άνοιξη το αντίστοιχο ποσοστό βρίσκεται στο 28,03%. Επίσης, έχει διαπιστωθεί ότι το φθινόπωρο οι βαρρόες εισέρχονται µέσα στα κελιά σε µεγαλύτερους αριθµούς συγκριτικά µε την περίοδο της άνοιξης. Ο Eguaras και συν. (1994a), εκτίµησαν ότι κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειµώνα, ο αριθµός των κελιών που προσβάλλεται από περισσότερα

70 70 του ενός ακάρεα είναι µεγαλύτερος. Το ποσοστό των κελιών που περιέχουν περισσότερα του ενός ακάρεα, την περίοδο του φθινοπώρου βρίσκεται στο 25,41% όταν την άνοιξη το ποσοστό βρίσκεται πολύ χαµηλότερα, στο 13,08% (Marcangeli και συν., 1992a). Οι διαφορές στις παραπάνω τιµές είναι δυνατό να οφείλονται στο ότι την περίοδο του φθινοπώρου, η δραστηριότητα της βασίλισσας είναι µικρότερη µε αποτέλεσµα η έκταση του γόνου που εκτρέφεται να διατηρείται σε χαµηλότερα επίπεδα. Κατά συνέπεια, η πιθανότητα να εισέλθουν στο ίδιο κελί περισσότερες βαρρόες αυξάνεται. Ο αριθµός των ενήλικων θηλυκών βαρροών που εισέρχεται σε ένα κελί, ο οποίος ορίζεται ως «παρασιτική πυκνότητα», φαίνεται ότι επηρεάζει αρνητικά το αναπαραγωγικό δυναµικό των ακάρεων στη µέλισσα Apis mellifera. Τόσο σε συνθήκες εργαστηρίου όσο και στο ύπαιθρο έχει διαπιστωθεί ότι η αύξηση του αριθµού των βαρροών που εισέρχεται µέσα σε ένα κελί µε γόνο, οδηγεί σε µείωση της αναπαραγωγικής ικανότητας της βαρρόας (Moosbeckhofer και συν., 1988, Fuchs & Langenbach, 1989, Eguaras και συν., 1994a, Fuchs, 1994, Donzé & Guerin, 1994, Nazzi & Milani, 1996, Moosbeckhofer, 1997). Η αύξηση του αριθµού των ακάρεων που εισέρχονται σε ένα κελί προκαλεί µείωση του ρυθµού αναπαραγωγικής η οποία εκδηλώνεται µε τη µείωση του αριθµού των απογόνων, τη µείωση των θηλυκών ατόµων που ενηλικιώνονται και τη µεταβολή της αναλογίας αρσενικών και θηλυκών ατόµων. Συγκεκριµένα, έχει διαπιστωθεί ότι ο αριθµός των απογόνων από τρεις ανά άκαρι, σε ένα κελί που παρασιτεί µόνο µια βαρρόα, µειώνεται σε ένα απόγονο ανά άκαρι, σε κελί που βρίσκονται έξι ακάρεα (Eguaras και συν., 1994a). Σύµφωνα µε τους Nazzi & Milani (1996), ο µέσος αριθµός απογόνων που παράγονται σε κελιά που έχουν προσβληθεί από τρία ακάρεα, µειώνεται κατά 25% σε σχέση µε τα κελιά που έχουν προσβληθεί από ένα άκαρι. Ο αριθµός των θηλυκών ατόµων που καταφέρνει να ενηλικιωθεί επίσης µειώνεται, φτάνοντας σε τιµές κοντά στη µονάδα, σε κελιά που παρασιτούν περισσότερες από τρεις βαρρόες (Moosbeckhofer, 1988, Fuchs & Langenbach, 1989, Eguaras και συν., 1994). Η µείωση του ρυθµού αναπαραγωγικής, δηλαδή του αριθµού των απογόνων και κατά συνέπεια του αριθµού των γονιµοποιηµένων βαρροών θυγατρικής γενεάς που παράγονται ανά βαρρόα µητρικής γενεάς σε κάθε κελί, στις περιπτώσεις υψηλής παρασιτικής πυκνότητας, εξηγείται πιθανότατα από

71 71 το συνωστισµό των βαρροών µέσα σε ένα κελί. Ο συνωστισµός αυτός είναι δυνατόν να προκαλεί πλήρη αναστολή ή µείωση της ωοτοκίας των βαρροών, επιτρέποντας σε κάθε θηλυκό να εναποθέσει µόνο το πρώτο αυγό ή γενικά ελάχιστα αυγά. Μια δεύτερη εξήγηση είναι ότι η συνάθροιση πολλών βαρροών µέσα σε ένα κελί προκαλεί επιµήκυνση των µεσοδιαστηµάτων εναπόθεσης των αυγών, ή επιβράδυνση της ανάπτυξης των άωρων σταδίων µε αποτέλεσµα να µειώνεται ο αριθµός των απογόνων. Kαθυστερήσεις στην εναπόθεση των αυγών έχουν αναφερθεί σε κελιά που υπάρχει µια µόνο βαρρόα (Ifantidis, 1983). Στις περιπτώσεις που υπάρχουν περισσότερες βαρρόες είναι πιθανό οι καθυστερήσεις να είναι µεγαλύτερες µε αποτέλεσµα να µην ολοκληρώνεται η ενηλικίωση των απογόνων. Σύµφωνα µε τους Steiner και συν. (1995), ο συνωστισµός δηµιουργεί στα ακάρεα καταστάσεις ανησυχίας και έντασης που προκαλούν διαταραχές στη διαδικασία της λεκιθογένεσης. Γνωρίζοντας ότι το πρώτο αυγό εξελίσσεται πάντα σε αρσενικό άτοµο (Rehm & Ritter, 1989), η άποψη ότι ο συνωστισµός προκαλεί µείωση της ωοτοκίας, επιβεβαιώνεται από την αύξηση της αναλογίας των αρσενικών ατόµων, που παρατηρείται σε κελιά που έχουν εισέλθει πολλές βαρρόες. Η αύξηση αυτή φτάνει µέχρι και 51,35% σε κελιά µε έξι βαρρόες (Eguaras και συν., 1994). Όπως προαναφέρθηκε, µεγάλη σηµασία για την αναπαραγωγική ικανότητα του ακάρεως έχει το είδος του γόνου στο οποίο αναπαράγεται. Είναι γνωστό ότι, ο κηφηνογόνος διατηρείται σφραγισµένος για µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα σε σχέση µε τον εργατικό γόνο. Ανεξάρτητα από τον αριθµό των αυγών που το άκαρι εναποθέτει στον κηφηνογόνο, το µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα που αυτός διατηρείται σφραγισµένος, επιτρέπει την ενηλικίωση µεγαλύτερου αριθµού απογόνων, έστω και αν υπάρξει καθυστέρηση στην εναπόθεση του πρώτου αυγού ή των επόµενων. Το πρώτο αυγό ως γνωστό, εξελίσσεται πάντα σε αρσενικό, και συνεπώς στον κηφηνογόνο, η πιθανότητα να ζευγαρώσει το αρσενικό έστω και µε ένα θηλυκό, είναι σηµαντικά µεγαλύτερη συγκριτικά µε τον εργατικό γόνο. Είναι γνωστό ότι τα ακάρεα δείχνουν µεγαλύτερη προτίµηση προς τον κηφηνογόνο, ο οποίος προσβάλλεται 7-12 φορές περισσότερο από τον εργατικό γόνο (Fuchs, 1990, Fries και συν., 1994). Είναι αξιοσηµείωτο ότι τα

72 72 ακάρεα που εισέρχονται σε ένα κελί, δεν εµποδίζουν την είσοδο και άλλων (Fuchs, 1985). Κατά συνέπεια ο αριθµός των βαρροών που εισέρχεται σε κηφηνοκελί είναι σηµαντικά µεγαλύτερος. Ο αριθµός αυτός αυξάνεται την άνοιξη και µειώνεται το φθινόπωρο (Fuchs, 1990). Σε ένα όµως κηφηνοκελί όπου εισέρχονται περισσότερες από µια βαρρόα, αυξάνεται η πιθανότητα να παραχθεί ένα τουλάχιστον ακµαίο αρσενικό ή ακόµα και περισσότερα από ένα. Αντίστοιχα, αυξάνονται οι πιθανότητες να γονιµοποιηθούν περισσότερα θηλυκά µε αποτέλεσµα να αυξάνεται η πιθανότητα να παραχθούν περισσότερα γονιµοποιηµένα θηλυκά άτοµα στον κηφηνογόνο. Σε φυσιολογική ωοτοκία ενός ακάρεως σε εργατικό κελί, το αρσενικό άτοµο ωριµάζει πρώτο και γονιµοποιεί όλες τις αδελφές του. Στον κηφηνογόνο όµως, ένα αρσενικό µπορεί να ζευγαρώσει µε όλα τα θηλυκά άτοµα που βρίσκονται µέσα στο κελί ανεξάρτητα αν αυτά είναι συγγενικά του ή όχι. Σε κηφηνοκελί που εισέρχονται περισσότερα από ένα ακάρεα, αυξάνεται η πιθανότητα να παραχθούν περισσότερα από ένα ακµαία αρσενικά άτοµα, µε αποτέλεσµα ν αυξάνονται και οι συζεύξεις των θηλυκών ατόµων µε συγγενικά ή όχι άτοµα. Η παραπάνω διαπίστωση αποτελεί το σηµαντικότερο ίσως πλεονέκτηµα που έχουν τα ακάρεα που εισέρχονται στον κηφηνογόνο. Οι συζεύξεις αυτές, πιθανό να έχουν µεγάλη σηµασία στην πληθυσµιακή ανάπτυξη του ακάρεως διότι όχι µόνο εµπλουτίζουν µε διαφορετικό υλικό το γενετικό δυναµικό των νέων θηλυκών ατόµων που παράγονται αλλά αυξάνουν και την ποσότητα του σπέρµατος στη σπερµατοθήκη τους (Fuchs & Langenbach, 1989, Donzé & Guerin, 1996). Η αύξηση όµως του αριθµού των βαρροών που εισέρχονται στον κηφηνογόνο έχει και την αρνητική της πλευρά. Η υψηλή παρασιτική πυκνότητα που παρατηρείται στον κηφηνογόνο, είναι δυνατό να µειώσει την αναπαραγωγική ικανότητα των βαρροών, µειώνοντας τον αριθµό των ώριµων θηλυκών απογόνων. Είναι δυνατό ακόµη να προκαλέσει το θάνατο του γόνου και των ακάρεων, επιβραδύνοντας την πληθυσµιακή αύξηση του ακάρεως. Σύµφωνα µε τους Fuchs & Langenbach (1989), οι θηλυκοί απόγονοι από 2,2 ανά βαρρόα σε κελί µειώνονται στον ένα απόγονο όταν υπάρχουν σε ένα κελί οκτώ βαρρόες. Στη µέλισσα Apis cerana η προσβολή των κηφηνοκελιών από περισσότερα του ενός ακάρεα δεν είναι σπάνιο φαινόµενο. Οι Boot και συν.

73 73 (1997), ανακάλυψαν ότι το 19,9-25,8% και το 6,6-9% των προσβεβληµένων κηφηνοκελιών προσβάλλονται από 2 και 3 βαρρόες αντίστοιχα. Οι Koeniger και συν. (1993), ανέφεραν συσσώρευση νεκρών βαρροών σε κελί µε νεκρό κηφηνογόνο. Στα κελιά αυτά είχαν εισέλθει 2-5 µητρικά ακάρεα, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι κάθε βαρρόα παράγει στο κηφηνοκελί 4-6 απογόνους (Sasaki, 1989, Boot και συν., 1997). Οι εργάτριες µέλισσες δεν αποσφραγίζουν τα κηφηνοκελιά µε το νεκρό γόνο, µε αποτέλεσµα ένα σηµαντικό ποσοστό από τα παράσιτα να ενταφιάζεται µέσα στο κελί. Η παραπάνω διαδικασία αποτελεί χαρακτηριστικό φαινόµενο σε µελίσσια της Apis cerana µε µικρούς αριθµούς κηφηνοκελιών και µεγάλους πληθυσµούς παρασίτων (Rath, 1999). Αξίζει να αναφερθεί ότι και στο εργατικό κελί της Apis mellifera, ο αριθµός των απογόνων ανά βαρρόα µειώνεται σε περιπτώσεις εισόδου περισσότερων της µιας βαρρόας σε ένα κελί (Fuchs & Langenbach, 1989, Eguaras και συν., 1994a, Donzé & Guerin, 1996). Πολλαπλές συζεύξεις µεταξύ συγγενικών ή όχι ατόµων είναι δυνατόν να πραγµατοποιηθούν και στον εργατικό γόνο. Στη Apis mellifera όµως, το αρνητικό αποτέλεσµα των πολλαπλών προσβολών εµφανίζεται µε µικρότερους αριθµούς βαρροών συγκριτικά µε τον κηφηνογόνο στη µέλισσα Apis cerana (Boot και συν., 1997). Η έλλειψη αναπαραγωγικής δραστηριότητας σχετίζεται επίσης και µε τη φυσιολογική κατάσταση των βαρροών που εισέρχονται σε κελί, παρά µε την επίδραση του κελιού επάνω σε αυτές (Fuchs, 1994). Αυτό δικαιολογήθηκε από το γεγονός ότι σε µελίσσια που επιβίωσαν χωρίς τη εφαρµογή θεραπείας διαπιστώθηκε υψηλή αναλογία ακάρεων που δεν αναπαράγονταν στον εργατικό γόνο. Τέλος, σε µελίσσια της A. mellifera έχουν αναφερθεί και µεταβολές στην αναπαραγωγική συµπεριφορά των ακάρεων, που είχαν ως αποτέλεσµα την αύξηση του πληθυσµού τους (Anderson and Sukarsih, 1996). Για την εξήγηση αυτού του φαινοµένου αναφέρθηκαν δυο πιθανές υποθέσεις. Η µια σχετίζεται µε την ύπαρξη κάποιων ανασταλτικών παραγόντων της αναπαραγωγής του ακάρεως που δρούσαν παλαιότερα και στη συνέχεια σταµάτησαν να υπάρχουν. Η δεύτερη υπόθεση αναφέρεται στην πιθανή είσοδο, στις περιοχές που δεν αναπαράγονταν το άκαρι, κάποιων ατόµων µε διαφορετικό γενετικό υλικό. Η ανεύρεση στη συνέχεια διαφορετικών γενοτύπων του ακάρεως εξηγεί

74 74 κατά κάποιο τρόπο τις διαφορές στην αναπαραγωγική ικανότητα και κατά συνέπεια στη µολυσµατικότητα του ακάρεως σε διαφορετικούς πληθυσµούς µελισσών (Anderson, 2000). IV. ΣΧΕΣΗ ΞΕΝΙΣΤΗ ΠΑΡΑΣΙΤΟΥ Η σχέση του ακάρεως Varroa µε τα διάφορα είδη του γένους Apis ποικίλλει. Το άκαρι παρασιτεί τις µέλισσες A. cerana και A. mellifera, δεν παρασιτεί τη µέλισσα A. florea και είναι αµφίβολο αν παρασιτεί στη A. dorsata. Η αιτία της προτίµησης του ακάρεως προς συγκεκριµένους ξενιστές δεν είναι γνωστή. Είναι όµως γνωστό ότι η παθογόνος δράση που ασκεί το άκαρι είναι ελαφρά στη µέλισσα A. cerana και µέτρια ως έντονη στη A. mellifera. Η διαφορά στην παθογόνο δράση, που παρατηρείται στα παραπάνω είδη ή και µεταξύ των φυλών του κάθε είδους, οφείλεται σε παράγοντες που σχετίζονται τόσο µε το άκαρι όσο και µε το ξενιστή. Παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν τελικά τη σχέση ξενιστή παρασίτου. Για το παράσιτο αναφέρονται ως κύριοι παράγοντες, οι διαφορετικές δυνατότητες που παρουσιάζει η βαρρόα στις διάφορες φυλές µελισσών στο να παράγει γόνιµους απογόνους σε κάθε δίοδό της από εργατικό κελί ή κηφηνοκελί και στο να επιβιώνει τόσο την περίοδο που εντοπίζεται στις ενήλικες µέλισσες όσο και την περίοδο που βρίσκεται µέσα σε κελί. Οι διαφορές αυτές πιθανότατα οφείλονται στην ύπαρξη υποειδών ή περισσοτέρων του ενός είδους βαρρόας, όπως αποδείχθηκε πρόσφατα µε τον προσδιορισµό του DNA. Πιθανότατα οφείλεται και στη διαφορετική σχέση που αναπτύσσει κάθε είδος µε τους επιµέρους ξενιστές. Σχετικά µε το ξενιστή αναφέρονται οι διαφορετικές δυνατότητες της κάθε φυλής, της κάθε σειράς ή ακόµη και του κάθε µελισσιού, ν αµύνεται και ν αναπληρώνει τις απώλειες που προκαλούνται από τον παρασιτισµό. Στο φυσικό ξενιστή του παρασίτου, στην ασιατική µέλισσα Α.cerana, τα περισσότερα ακάρεα δεν αναπαράγονται επιτυχώς στον εργατικό γόνο και συνεπώς η αναπαραγωγή περιορίζεται την περίοδο που το µελίσσι εκτρέφει κηφηνογόνο. Επιπλέον στη µέλισσα αυτή, έχουν αναπτυχθεί αµυντικοί µηχανισµοί συµπεριφοράς οι οποίοι διατηρούν τον πληθυσµό της βαρρόας σε αυστηρά χαµηλά όρια και οι οποίοι αποτρέπουν το θάνατο του µελισσιού

75 75 εξασφαλίζοντας µια σχέση ισορροπίας (Koeniger και συν., 1981, Rath, 1999, Boecking & Spivak, 1999). Οι σηµαντικότεροι από τους µηχανισµούς αυτούς είναι: 1. Η ικανότητα των ενήλικων εργατριών µελισσών στο να εντοπίζουν, να συλλαµβάνουν και να αποµακρύνουν, τα ακάρεα που βρίσκονται στην περίοδο της διασποράς (grooming behaviour). Όταν τα ακάρεα αποµακρύνονται από την ίδια τη µέλισσα την οποία παρασιτούν, η ενέργεια χαρακτηρίζεται ως «αυτοκαθαρισµός», ενώ όταν τα ακάρεα που συλλαµβάνονται, βρίσκονται επάνω σε άλλη µέλισσα ή πάνω στην κηρήθρα ή σε κελιά, η ενέργεια χαρακτηρίζεται ως «ετεροκαθαρισµός» (Peng και συν., 1987a). Οι παραπάνω ενέργειες αποδίδονται στα ελληνικά µε τον όρο «ικανότητα ή συµπεριφορά περιποίησης ή καθαρισµού». 2. Η ικανότητα µερικών εργατριών µελισσών στο να εντοπίζουν, να αποσφραγίζουν και να αποµακρύνουν τον προσβεβληµένο γόνο από µολυσµένα κελιά (hygienic behaviour). Οι παραπάνω ενέργειες αποδίδονται στα ελληνικά µε τον όρο «ικανότητα ή συµπεριφορά εξυγίανσης». 3. Η µη αποσφράγιση του προσβεβληµένου νεκρού κηφηνογόνου, που έχει ως αποτέλεσµα τον «ενταφιασµό» των ακάρεων που βρίσκονται µέσα σ αυτόν. Οι εργάτριες µέλισσες της Α.cerana έχουν την ικανότητα να διακρίνουν και να συλλαµβάνουν µε τις σιαγόνες τους, τα ακάρεα που βρίσκονται επάνω σε ενήλικες µέλισσες (Peng και συν., 1987a, Büchler και συν., 1992, Fries και συν., 1996). Κατά τη διαδικασία σύλληψης, οι γνάθοι της µέλισσας λειτουργούν σαν λεπίδες ψαλιδιού, οι οποίες µπορούν να ακρωτηριάσουν τα άκρα ή το ιδιόσωµα του ακάρεως, προκαλώντας µη αναστρέψιµες βλάβες. Τα ακάρεα που έχουν υποστεί τέτοιες βλάβες πέφτουν στον πυθµένα της κυψέλης, δεν είναι ικανά να επανέλθουν σε ενήλικες µέλισσες και πεθαίνουν (Ruttner and Hanel, 1992). Η παραπάνω ικανότητα σύλληψης των ακάρεων έχει διαπιστωθεί και στις εργάτριες του είδους Α. mellifera. Στο είδος αυτό όµως, η ικανότητα των εργατριών να εντοπίζουν τα ακάρεα και να προκαλούν σ αυτά θανατηφόρες βλάβες, παρατηρείται σε σηµαντικά µικρότερο βαθµό συγκριτικά µε τις

76 76 εργάτριες της Α.cerana (Peng και συν., 1987a, Moretto και συν., 1991, Büchler και συν.,1992, Büchler 1994, Fries και συν., 1996, Rozenkranz και συν., 1997). Σύµφωνα µε τον Fries και συν. (1996), η ικανότητα «καθαρισµού» στη µέλισσα Α.cerana ίσως είναι λιγότερο αποτελεσµατική από ότι αρχικά είχε αναφερθεί και ίσως έχει υπερεκτιµηθεί. Η ικανότητα εντοπισµού και αποµάκρυνσης των ακάρεων από τις ενήλικες µέλισσες διαπιστώθηκε επίσης και σε µελίσσια της Apis mellifera carnica, (Ruttner and Hanel, 1992), της A. m. capensis (Moritz and Mautz, 1990), και σε µικρότερο βαθµό σε µελίσσια της A. m. ligustica (Moretto και συν., 1991). Από τον Moosbeckhofer (1992, 1997), παρατηρήθηκε ότι το ποσοστό των βαρροών που τραυµατίζονται από τις εργάτριες µέλισσες της Apis mellifera carnica, είναι υψηλότερο σε µελίσσια όπου παρασιτούν µικροί πληθυσµοί του ακάρεως. Το 37% των βαρροών τραυµατίζονται. Τα σκουρόχρωµα ακάρεα τραυµατίζονται συχνότερα (42%) από αυτά που έχουν πιο ανοικτό χρωµατισµό (31%). Σηµαντικές διαφορές δε διαπιστώνονται σε διαφορετικές χρονιές αλλά διαπιστώνονται σε διαφορετικές εποχές. Το µικρότερο ποσοστό παρατηρείται τον Μάρτιο (11%) και το µέγιστο (42%) τον Ιούνιο (Moosbeckhofer, 1997). Σχετικά µε τη συµπεριφορά εξυγίανσης του γόνου, οι µέλισσες της Α.cerana, έχουν την ικανότητα να εντοπίζουν τα µολυσµένα από βαρρόα κελιά, να τα αποσφραγίζουν, να αποµακρύνουν τα ακάρεα από το µολυσµένο σφραγισµένο εργατικό γόνο και επιπλέον είναι δυνατό να αποµακρύνουν και τον προσβεβληµένο γόνο (Peng και συν., 1987α,β, Rath and Drescher, 1990, Rozenkranz και συν.,1993a, Rath, 1999). Αντίθετα, οι εργάτριες δεν αντιδρούν στο νεκρό, εξαιτίας του παρασιτισµού, κηφηνογόνο. Αφήνουν το νεκρό γόνο σφραγισµένο, ενταφιάζοντας µε αυτό τον τρόπο τα ακάρεα αλλά και κάθε άλλο παθογόνο παράγοντα µέσα στο κελί (Koeniger και συν., 1983, Koeniger και συν., 1993, Hadisoesilo & Otis, 1998). Η συµπεριφορά εξυγίανσης του γόνου παρατηρείται και στις ευρωπαϊκές φυλές µελισσών. Oι διάφορες φυλές της A. mellifera αποµακρύνουν τον προσβεβληµένο εργατικό γόνο, σε βαθµό που ποικίλει µεταξύ τους, αλλά είναι σηµαντικά µικρότερος από αυτόν που παρατηρείται στη Α. cerana (Boecking and Drescher, 1991, Boecking 1992, Boecking and Drescher 1992, Boecking και συν., 1993a, Boecking and Ritter,1994, Büchler, 1994).

77 77 Οι αφρικανικές φυλές καθώς και οι αφρικανοποιηµένες φυλές της Νότιας Αµερικής είναι περισσότερο ανθεκτικές στη βαρρόα από τις ευρωπαϊκές φυλές (Moretto και συν., 1991, Thrybom & Fries, 1991, Rosenkranz and Engels, 1994, Rosenkranz, 1999). υο από τις αιτίες της ανθεκτικότητας αυτής είναι: α) η αυξηµένη ικανότητα των ενήλικων µελισσών να συλλαµβάνουν και να αποµακρύνουν τις βαρρόες από τις µέλισσες (Moretto και συν., 1993, Guzman-Novoa και συν., 1999), και β) η ικανότητα των ενήλικων µελισσών να αποσφραγίζουν και να αποµακρύνουν τον προσβεβληµένο γόνο, σε σηµαντικά µεγαλύτερο αριθµό κελιών, σε σχέση µε τις ευρωπαϊκές φυλές οι οποίες εκτρέφονται στην ίδια περιοχή (Vandame, 1996). Σε αφρικανοποιηµένες φυλές στη Βραζιλία, οι ενήλικες µέλισσες έχουν αυξηµένη την ικανότητα να αναγνωρίζουν και επιλεκτικά να αποσφραγίζουν πρόωρα, τα προσβεβληµένα από βαρρόα κελιά. Το στάδιο του γόνου στο οποίο συχνότερα αποσφραγίζονται τα κελιά, είναι το στάδιο της νύµφης κατά την περίοδο που αυτή έχει λευκό σώµα και ελαφρώς χρωµατισµένους οφθαλµούς (Correa-Marques and De Jong, 1998). Υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη σχέσης µεταξύ του ποσοστού µόλυνσης και της συµπεριφοράς περιποίησης στις αφρικανοποιηµένες µέλισσες. Ακόµα όµως και σε µελίσσια µε χαµηλά επίπεδα ικανότητας «περιποίησης», τα ποσοστά µόλυνσης είναι κάτω από 5% (Rosenkranz, 1999). Ακριβής όµως αξιολόγηση της παραπάνω συµπεριφοράς παραµένει δύσκολη εξαιτίας προβληµάτων στη µεθοδολογία που χρειάζεται να ακολουθηθεί (Boecking & Spivak, 1999). Τα µελίσσια που αποµακρύνουν σε υψηλό βαθµό το γόνο από κελιά στα οποία υπάρχει ένα άκαρι, εµφανίζουν την ίδια συµπεριφορά ακόµη και όταν υπάρχουν δυο ακάρεα σε ένα κελί. Το ποσοστό όµως αποµάκρυνσης του γόνου σε διαφορετικά επίπεδα προσβολής του κελιού, δηλαδή από το αν βρίσκονται εντός του κελιού ένα ή δυο ακάρεα, εµφανίζει στατιστικά σηµαντική διαφορά (Boecking and Drescher, 1991). Στη Γερµανία, σε µελίσσια της A.mellifera που έχουν εκτεθεί στο άκαρι για χρόνια, διαπιστώθηκε ότι οι εργάτριες µέλισσες αποµάκρυναν τα ακάρεα σε ποσοστό 24-41% των κελιών που περιείχαν 1-2 µητρικά ακάρεα, (Boecking and Drescher, 1992). Ο Rothenbuhler (1964a, b), υποστήριξε ότι η ικανότητα εντοπισµού, αποσφράγισης των κελιών και αποµάκρυνσης του γόνου που είναι µολυσµένος από Αµερικάνικη σηψιγονία ή κατ επέκταση από άλλο νοσογόνο

78 78 παράγοντα, ελέγχεται από δυο ανεξάρτητα υπολειπόµενα γονίδια. Τα γονίδια χαρακτηρίστηκαν ως r (remove αποµάκρυνση) και u (uncap αποσφράγιση) και υποστηρίχθηκε ότι κληρονοµούνται σε ποικίλους συνδυασµούς δεδοµένου, ότι η ικανότητα εξυγίανσης του γόνου παρατηρείται σε διαφορετικό βαθµό στις διάφορες φυλές και σειρές µελισσών. Ο Moritz (1988), εξετάζοντας εκ νέου τον τρόπο ελέγχου της ικανότητας εξυγίανσης του γόνου, διαπίστωσε ότι το µοντέλο των δυο γονιδίων είναι απλοποιηµένο και υποστήριξε την ύπαρξη ενός πολυεστιακού µοντέλου ή ενός άλλου πιο πολύπλοκου σχεδίου κληρονοµικότητας το οποίο τελικά καθορίζει την εκδήλωση της παραπάνω συµπεριφοράς. Σύµφωνα µε τη Spivak (1996a), η ικανότητα εξυγίανσης του γόνου διαφέρει σηµαντικά µεταξύ των µελισσιών που βρίσκονται κάτω από τις ίδιες περιβαλλοντικές συνθήκες, ενώ και ο βαθµός εµφάνισης της συµπεριφοράς αυτής παραλλάσσει σηµαντικά µεταξύ των διαφόρων φυλών µελισσιών που εµφανίζουν τη συµπεριφορά εξυγίανσης. ιαφορές στο βαθµό εξυγίανσης διαπιστώνονται και µεταξύ κελιών που είναι µολυσµένα µε ένα ή δυο βαρρόες. Μελίσσια που έχουν την προκαθορισµένη γενετικά τάση, να καθαρίζουν τον προσβεβληµένο γόνο (hygienic behavior), δεν είναι απαραίτητο να αποµακρύνουν και τα ακάρεα που παρασιτούν τις ενήλικες µέλισσες (grooming behavior). Έχει όµως διαπιστωθεί ότι τα µελίσσια που έχουν την ικανότητα να συλλαµβάνουν τα ακάρεα που παρασιτούν τις ενήλικες µέλισσες, έχουν σε σηµαντικό ποσοστό και την ικανότητα να εξυγιαίνουν και το γόνο. Συγκεκριµένα, το ποσοστό των βαρροών που υφίστανται βλάβες εξαιτίας της συµπεριφοράς «περιποίησης» των µελισσών (grooming behavior), ποικίλλει από 6% ως 42,3%, στα µελίσσια που έχουν την ικανότητα να εξυγιαίνουν το γόνο (hygienic behavior). Στα µελίσσια που έχουν προκαλέσει βλάβες µε τη διαδικασία καθαρισµού στο µέγιστο αριθµό των ακάρεων (42,3%) που συλλέγονται στους πυθµένες των κυψελών, είναι µελίσσια που αποµακρύνουν αντίστοιχα µεγάλο αριθµό µολυσµένου γόνου, και συγκεκριµένα το 52,6% του γόνου που παρασιτεί ένα άκαρι και το 58,8% του γόνου που παρασιτούν δυο ακάρεα (Spivak, 1996). Σύµφωνα µε τους Rath and Drescher (1990), στην Ταϊλάνδη όλα τα κελιά που περιείχαν νεκρά ή ζωντανά ακάρεα ανοίχθηκαν από εργάτριες της Α.cerana οι οποίες αποµάκρυναν τόσο τα ακάρεα όσο και το µολυσµένο γόνο.

79 79 Αντίθετα, ο Tewarson και συν. (1992), αναφέρουν ότι στο είδος Α.cerana indica σε πολλά κελιά στα οποία προκλήθηκε πειραµατική µόλυνση, δεν ανεβρέθηκε στη συνέχεια βαρρόα, παρόλο που ο γόνος στο κελί που µολύνθηκε εξελισσόταν φυσιολογικά. Συνεπώς, είναι πιθανόν οι µέλισσες να έχουν την ικανότητα να αποσφραγίζουν τα µολυσµένα κελιά, να αποµακρύνουν τα ακάρεα και να τα σφραγίζουν πάλι χωρίς να αποµακρύνουν το γόνο, έτσι ώστε αυτός να συνεχίσει απρόσκοπτα την ανάπτυξή του. Η µόλυνση των κελιών στα πειράµατα των Rath and Drescher (1990), και στα προκαταρκτικά πειράµατα των Tewarson και συν. (1992), έγινε µε βαρρόες που προέρχονταν από διαφορετικές κυψέλες. Μια πιθανή εξήγηση, των διαφορών που παρατηρήθηκαν στην ικανότητα εξυγίανσης των πειραµατικά µολυσµένων κελιών, ήταν ότι οι εργάτριες µέλισσες της Α.cerana έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν την οσµή των βαρροών που προέρχονται από διαφορετικά µελίσσια και ιδιαίτερα από µελίσσια της A.mellifera. Γι αυτό το λόγο, ο Tewarson και συν. (1992), χρησιµοποίησαν σε επόµενες πειραµατικές µολύνσεις βαρρόες που προέρχονταν από τα ίδια µελίσσια. Και σε αυτή την περίπτωση όµως, το 75% των βαρροών που χρησιµοποιήθηκαν δεν ανεβρέθηκε, ενώ ο γόνος συνέχιζε την ανάπτυξή του. Από τα ακάρεα που παρέµειναν στα µελίσσια, το 90% βρέθηκε στείρο. Αν και έχει διαπιστωθεί ότι ορισµένα µελίσσια έχουν την ικανότητα να εξυγιαίνουν τον πειραµατικά µολυσµένο γόνο από βαρρόα οι οποίες προέρχονται από τα ίδια, δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως µε ποιο τρόπο οι µέλισσες προσδιορίζουν τον προσβεβληµένο από το άκαρι γόνο (Boecking and Drescher, 1992, Boecking and Drescher, 1994). Οι Rozenkranz και συν. (1993a), επιχείρησαν να προσδιορίσουν ποσοτικά τη διαφορετική ικανότητα εξυγίανσης των κελιών στη µέλισσα Α.cerana µε διαφορετικές πειραµατικές δοκιµές. Από τα αποτελέσµατα των δοκιµών διαπιστώθηκε ότι οι εργάτριες µέλισσες, έχουν την ικανότητα να αντιλαµβάνονται, κατά κάποιο τρόπο, αντιδράσεις του αναπτυσσόµενου γόνου καθώς επίσης µηχανικά ή χηµειοδεκτικά ερεθίσµατα που προέρχονται µέσα από το σφραγισµένο κελί και τα οποία εκλύονται από το άκαρι ή το γόνο. Σύµφωνα µε τους Boecking and Drescher (1994), η οσµή των ακάρεων δεν αποτελεί σηµαντικό ερέθισµα για τη µέλισσα A. mellifera.

80 80 Από την ικανότητα που έχουν οι µέλισσες να αναγνωρίζουν την παρουσία των ακάρεων µέσα σε κελιά προκύπτουν δυο περιπτώσεις εκδήλωσης διαφορετικής συµπεριφοράς των µελισσών (Spivak, 1996a, b, Boecking & Spivak, 1999). Στη µια περίπτωση ο γόνος που αναπτύσσεται µέσα σε ένα κελί είναι δυνατόν να ολοκληρώσει την ανάπτυξή του. Οι εργάτριες µέλισσες ανοίγουν το κελί, αποµακρύνουν τυχόν ζωντανές ή νεκρές βαρρόες ή άλλα αντικείµενα που βρίσκονται µέσα στο κελί και σφραγίζουν στη συνέχεια ξανά το κελί, ώστε να ολοκληρώσει ο γόνος την ανάπτυξή του. Στη δεύτερη περίπτωση, ο γόνος δεν είναι δυνατόν να ολοκληρώσει την ανάπτυξή του. Οι εργάτριες µέλισσες αναγνωρίζουν οσµές από ξένα αντικείµενα - όπως βαρρόα από άλλα µελίσσια - και αποµακρύνουν στη συνέχεια το γόνο ή ακόµα καταβροχθίζουν την προνύµφη ή τη νύµφη. Ο κανιβαλισµός (Woyke, 1977), που παρατηρείται οδηγεί τελικά στην εκκένωση του κελιού. Η εκδήλωση των παραπάνω συµπεριφορών πιθανόν να καθορίζεται γενετικά. Στην περίπτωση αυτή η επιλογή ανθεκτικών µελισσιών θα πρέπει να στηρίζεται στη πρώτη περίπτωση εκδήλωσης συµπεριφοράς κατά την οποία τα ακάρεα αποµακρύνονται και ο γόνος συνεχίζει την ανάπτυξή του. Η διαδικασία εξυγίανσης του µολυσµένου γόνου, δίνει τη δυνατότητα στο µελίσσι να περιορίσει την αύξηση του πληθυσµού του παρασίτου µε τρεις κύριους τρόπους (Spivak, 1996a): 1. Με τη µείωση του µέσου όρου του αριθµού των απογόνων που παράγονται ανά βαρρόα σε µια δίοδο από κελί. Η εξυγίανση του κελιού και η αποµάκρυνση του προσβεβληµένου γόνου, έχει ως αποτέλεσµα να θανατώνονται όλα τα άωρα στάδια του ακάρεως που δεν έχουν ενηλικιωθεί µέχρι εκείνη τη στιγµή. 2. Με την επιµήκυνση της περιόδου διασποράς όσων ακάρεων επιβιώνουν µετά την αποµάκρυνση του µολυσµένου γόνου. 3. Με την αύξηση της θνησιµότητας των ενηλίκων ακάρεων όταν αυτά υφίστανται µη αναστρέψιµες βλάβες από τις ενήλικες εργάτριες µέλισσες. Για τους παραπάνω λόγους η αυξηµένη εξυγιαντική ικανότητα του γόνου που παρουσιάζεται σε ορισµένα µελίσσια αποτελεί κριτήριο επιλογής σε προγράµµατα δηµιουργίας µελισσιών, ανθεκτικών στο παράσιτο.

81 81 Σχέσεις βαρρόας µε είδος γόνου Στην A. cerana, o ρόλος του κηφηνογόνου στη δυναµική του πληθυσµού του ακάρεως είναι πολύ σηµαντικός. Η ξεχωριστή κατασκευή του σφραγίσµατος του κελιού του οποίου η βιολογική σηµασία, η λειτουργία και η σχέση µε τη βαρρόα δεν έχουν πλήρως διευκρινιστεί (Hänel & Ruttner, 1985, Rath, 1992, Hadisoesilo & Otis, 1998) και το πολύ ισχυρό κουκούλι που πλέκει η προνύµφη, καθιστούν το σφραγισµένο κηφηνογόνο απρόσβλητο από τις µέλισσες. Συνεπώς, τα ακάρεα αναπαράγονται επιτυχώς, χωρίς να είναι δυνατόν οι εργάτριες µέλισσες να αποσφραγίσουν τα µολυσµένα κελιά και να αποµακρύνουν τα ακάρεα, παρά το γεγονός ότι είναι δυνατόν να τα αναγνωρίζουν. Η ιδιαιτερότητα αυτή είναι ευνοϊκή για το άκαρι µόνο όταν ο αριθµός των βαρροών που εισέρχεται στο κηφηνοκελί δε ξεπερνά έναν ορισµένο επίπεδο. Όταν εισέλθουν περισσότερα παράσιτα, ο κηφηνογόνος πεθαίνει και µαζί του και οι βαρρόες, οι οποίες αδυνατούν να εξέλθουν από το κελί. Ακόµη και αν ο κηφήνας δεν πεθάνει πριν την ολοκλήρωση της ανάπτυξής του, είναι δυνατόν εξαιτίας του έντονου παρασιτισµού να υποστεί σοβαρές βλάβες οι οποίες δεν του επιτρέπουν να διανοίξει το σφράγισµα του κελιού, µε αποτέλεσµα να πεθάνει µέσα στο κελί µαζί µε τις βαρρόες. Λαµβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και το γεγονός ότι τα ακάρεα είναι ικανά ν αναπαραχθούν επιτυχώς µόνο σε κηφηνοκελί, γίνεται απόλυτα αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο τα πληθυσµιακά επίπεδα του παρασίτου παραµένουν χαµηλά σε µελίσσια της A. cerana (Boecking & Ritter, 1994). Στις διάφορες φυλές της A. mellifera, ιδιαίτερα τις ευρωπαϊκές, παρατηρείται θάνατος του γόνου εξαιτίας του έντονου παρασιτισµού όχι µόνο στον κηφηνογόνο αλλά και στον εργατικό γόνο. Ο θάνατος των βαρροών που εισέρχονται µέσα σε κελιά στις περιπτώσεις έντονου παρασιτισµού του µελισσιού, οδηγεί στη µείωση του πληθυσµού του ακάρεως. Η µείωση αυτή, έχει σηµαντικότατη επίπτωση στη δυναµική του πληθυσµού του, διότι δε θανατώνονται µόνο τα ενήλικα ακάρεα που εισέρχονται µέσα στο κελί αλλά επιπλέον αναστέλλεται και η παραγωγή νέων απογόνων. Η σχέση ξενιστή παρασίτου διαταράσσεται θεωρητικά υπέρ του ξενιστή, αφού η απώλεια ενός ατόµου ξενιστή συνοδεύεται από την ταυτόχρονη απώλεια σηµαντικά µεγαλύτερου αριθµού παρασίτων. Η παραπάνω όµως εικόνα εµφανίζεται στην πραγµατικότητα µόνο σε περιστατικά έντονου παρασιτισµού, όταν

82 82 δηλαδή ο πληθυσµός του µελισσιού έχει µειωθεί σηµαντικά και η επιβίωση του µελισσιού είναι αµφίβολη ή ακόµη και αδύνατη. Σε υψηλά επίπεδα προσβολής του µελισσιού, ο βαθµός αποµάκρυνσης του µολυσµένου γόνου µειώνεται, όχι µόνο εξαιτίας της αδυναµίας του ενήλικου πληθυσµού να εξυγιάνει όλα τα κελιά, αλλά και ως αναγκαία προϋπόθεση στο να µη διαταραχθεί ο ενήλικος πληθυσµός του µελισσιού (Spivak, 1996a). Στην περίπτωση εξυγίανσης του γόνου οι βαρρόες που τυχόν απελευθερώνονται από το γόνο, χωρίς να υποστούν θανατηφόρες ζηµιές από τις ενήλικες µέλισσες, είναι δυνατόν στη συνέχεια ν αναζητήσουν και να εισέλθουν τελικά σε νέο γόνο. Τέλος, πολύ σηµαντικό ρόλο στην αναπαραγωγική ικανότητα του ακάρεως έχει η σχέση που αναπτύσσεται µεταξύ των διαφόρων φυλών µελισσών και ενδεχοµένως των διαφόρων ειδών ή υποειδών βαρρόα. Στη µέλισσα Apis cerana, η βαρρόα εισέρχεται και στα δυο είδη του γόνου αλλά αναπαράγεται σχεδόν αποκλειστικά στον κηφηνογόνο (Koeniger και συν.,1981, De Jong, 1988, Rosenkranz και συν., 1993b, Anderson, 1994, Boot και συν., 1997). υστυχώς δεν είναι γνωστές οι αιτίες της µη αναπαραγωγής των ακάρεων στον εργατικό γόνο αυτής της µέλισσας, αλλά είναι πιθανόν οι µηχανισµοί που προκαλούν µειωµένη αναπαραγωγική ικανότητα να διαφέρουν από αυτούς που υπάρχουν στην Apis mellifera. Εξάλλου έχει διαπιστωθεί ότι η µη αναπαραγωγή των βαρροών στον εργατικό γόνο της Apis cerana, εµφανίζεται ως χαρακτηριστικό των παρασίτων και όχι των διαφορετικών ειδών µελισσών. Οι Boot και συν. (1996b), διαπίστωσαν ότι σε πειραµατική µόλυνση εργατικών κελιών της A. mellifera µε ακάρεα που είχαν συλλεχθεί από µελίσσια της A. cerana, αναπαράχθηκε λιγότερο από το 10% των ακάρεων, ποσοστό που συναντάται και σε φυσικές µολύνσεις εργατικών κελιών της A. cerana. Αντίθετα, σε πειραµατική µόλυνση εργατικών κελιών της A.cerana ή της A. mellifera µε ακάρεα που συλλέχθηκαν από µελίσσια της A.mellifera αναπαράχθηκε περίπου το 80% των ακάρεων. Το ποσοστό αυτό είναι παραπλήσιο µε το ποσοστό αναπαραγωγής που συναντάται σε φυσική µόλυνση των κελιών της A. mellifera. Κατά συνέπεια, η µη αναπαραγωγή των βαρροών στον εργατικό γόνο της Apis cerana,

83 83 εµφανίζεται ως χαρακτηριστικό των παρασίτων και όχι των διαφορετικών ειδών µελισσών. Είναι γνωστό βέβαια ότι οι εργάτριες µέλισσες της A.cerana παρουσιάζουν σε υψηλό ποσοστό την ικανότητα να συλλαµβάνουν και να µετακινούν τα ακάρεα που εισέρχονται σε εργατικά κελιά (Rath and Drescher, 1990). Συνεπώς, όταν ένα άκαρι εισέλθει κατά λάθος σε εργατικό κελί της A.cerana είναι πιθανόν να µην αναπαράγεται προσπαθώντας να µειώσει την πιθανότητα να εντοπιστεί από τις µέλισσες και να θανατωθεί. Αν αυτό το χαρακτηριστικό είναι σηµαντικό για την επιβίωση του ακάρεως στην A. cerana, ίσως το άκαρι ακολουθεί την ίδια στρατηγική και όταν εισέρχεται σε εργατικά κελιά της A. mellifera. Αυτή η εξήγηση δικαιολογεί, κατά κάποιο τρόπο, την 100% στειρότητα των ακάρεων σε µελίσσια της A.mellifera στην Παπούα- Νέα Γουινέα (Anderson, 1994), όπως και το γεγονός ότι σε ορισµένες περιοχές, όπου συµβιώνουν µελίσσια και των δυο ειδών, τα µελίσσια της A.mellifera δεν πεθαίνουν εξαιτίας της παρασίτωσης. Η αναγνώριση όµως πρόσφατα βαρροών µε διαφορετικά γενοτυπικά χαρακτηριστικά και µε διαφορετική αναπαραγωγική ικανότητα (Kraus and Hunt, 1995, de Guzman και συν., 1997, Anderson & Fuchs, 1998, de Guzman και συν., 1999, Anderson & Trueman, 2000, Anderson, 2000) δηµιουργεί υποθέσεις για πιθανή ύπαρξη διαφορετικών ειδών ή υποειδών βαρροών, η οποία εξηγεί εν µέρει τη διαφορετική ικανότητα αναπαραγωγής των ακάρεων που παρατηρείται στις διάφορες φυλές µελισσών της Apis mellifera και σε διαφορετικές χώρες. Αυξηµένα ποσοστά στειρότητας παρουσιάζονται στις αφρικανοποιηµένες φυλές µελισσών στη Βραζιλία. Στις φυλές αυτές η χαµηλή γονιµότητα των βαρροών αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα ανθεκτικότητας έναντι του παρασίτου. Όπως διαπιστώθηκε από παρατηρήσεις που έγιναν σε διάστηµα µεγαλύτερο των 15 ετών, στις αφρικανοποιηµένες µέλισσες, το ποσοστό των γόνιµων βαρροών κυµαίνεται µεταξύ 37-57%. Συγκριτικές µελέτες, σχετικά µε την αναπαραγωγική ικανότητα των ακάρεων σε όµοιες κλιµατολογικές συνθήκες, µεταξύ διαφορετικών φυλών, έδειξαν ότι στον εργατικό γόνο της ιταλικής ή καρνιόλικης φυλής µελισσών αναπαράγεται το 80% των βαρροών, δηλαδή, ποσοστό πολύ µεγαλύτερο από αυτό των αφρικανοποιηµένων και αφρικανικών µελισσών (De Jong και συν., 1982b, Ruttner και συν., 1984,

84 84 Camazine, 1986, Marcangeli και συν., 1992a, Rosenkranz & Engels 1994, Message & Goncalves, 1995, Rosenkranz, 1999). Εντούτοις, στο Μεξικό όπου υπάρχουν παρόµοιες κλιµατολογικές συνθήκες µε εκείνες της Βραζιλίας, τα ποσοστά γονιµότητας των βαρροών µεταξύ ευρωπαϊκών και αφρικανοποιηµένων φυλών ανευρίσκονται παρόµοια αλλά σε πολύ υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά µε εκείνα που ανευρίσκονται σε αφρικανοποιηµένες µέλισσες στη Βραζιλία. Οι αφρικανοποιηµένες φυλές όµως, ρυθµίζουν τον πληθυσµό του παρασίτου σε επίπεδα που ο µεγαλύτερος αριθµός των µελισσιών επιβιώνει χωρίς θεραπεία. Αντίθετα, στις ευρωπαϊκές φυλές ο πληθυσµός του ακάρεως δε διατηρείται σε χαµηλά επίπεδα. Από τα αποτελέσµατα εργασιών διαπιστώνεται ακόµη ότι η ανθεκτικότητα των µελισσιών στο άκαρι είναι µικρότερη σε αυτή τη χώρα όπως επίσης αξιοσηµείωτο είναι ότι οι πληθυσµοί των ακάρεων στα µελίσσια είναι αρκετά υψηλότεροι συγκριτικά πάντα µε τη Βραζιλία (Guzman-Novoa και συν., 1999). Αναζητώντας τις αιτίες των παραπάνω διαφορών προέκυψε ότι ο γόνος των ευρωπαϊκών φυλών είναι κατά δυο φορές περίπου περισσότερο ελκυστικός στα ακάρεα από το γόνο των αφρικανοποιηµένων φυλών. Αντίθετα, στη Βραζιλία τα ποσοστά προσβολής του γόνου δε διαφέρουν µεταξύ αφρικανοποιηµένων και ευρωπαϊκών φυλών µελισσών. Η µειωµένη ελκυστικότητα του γόνου προκαλεί έµµεσα, παράταση της περιόδου διασποράς και κατά συνέπεια µείωση των περιόδων αναπαραγωγικής δραστηριότητας (Guzman-Novoa και συν., 1996, Vandame, 1996, Guzman- Novoa και συν., 1999). Στο Μεξικό, διαφορές διαπιστώνονται επίσης και σε υβρίδια των ευρωπαϊκών και αφρικανοποιηµένων φυλών µελισσών. Συγκεκριµένα, ο γόνος φυλών υβριδίων είναι το ίδιο ή περισσότερο ελκυστικός στα ακάρεα συγκριτικά µε το γόνο των ευρωπαϊκών φυλών. Η γονιµότητα και το ποσοστό των βαρροών που αναπαράγεται διαπιστώθηκαν σηµαντικά υψηλότερα σε γόνο υβριδίων (69%) συγκριτικά µε το γόνο ευρωπαϊκών ή αφρικανοποιηµένων φυλών µελισσών, 43% και 51% αντίστοιχα. Όσον αφορά στον ενήλικο πληθυσµό, οι εργάτριες µέλισσες των ευρωπαϊκών φυλών προσβάλλονται κατά δυο φορές περισσότερο σε σχέση µε τις αφρικανοποιηµένες ενώ αντιθέτως, το ποσοστό προσβολής των εργατριών

85 85 µελισσών των υβριδίων δε διαφέρει από αυτό των αφρικανοποιηµένων. (Guzman-Novoa και συν., 1996). Τα παραπάνω αποτελέσµατα είναι παρόµοια µε εκείνα των De Guzman και συν. (1995), οι οποίοι διαπίστωσαν διαφορές στην ελκυστικότητα που παρουσιάζει η προνύµφη των µελισσών που έχουν διαφορετικό γενοτυπικό υλικό προς το άκαρι. Επιπλέον, η αναπαραγωγική ικανότητα του ακάρεως πιθανό να διαφέρει ανάλογα και µε το γενότυπο του γόνου που προσβάλλουν (Guzman-Novoa και συν., 1999). Σύµφωνα µε τους Medina & Martin (1999), τα αυξηµένα επίπεδα θνησιµότητας των απογόνων των βαρροών, σε κελιά αφρικανοποιηµένων µελισσών στο Μεξικό, είναι ο κυριότερος παράγοντας που περιορίζει την ικανότητα του πληθυσµού του παρασίτου ν αυξηθεί. Στις αφρικανοποιηµένες µέλισσες, το ποσοστό των βαρροών που παράγουν βιώσιµους θηλυκούς απογόνους είναι 40%, ενώ στις ευρωπαϊκές φυλές το ποσοστό είναι 75%. Η παραπάνω διαφορά πιθανόν να οφείλεται στην αυξηµένη θνησιµότητα των απογόνων της βαρρόας, ιδιαίτερα του πρώτου από αυτούς ο οποίος εξελίσσεται σε αρσενικό και του δεύτερου ο οποίος εξελίσσεται σε θηλυκό. Με βάση τα προαναφερθέντα δεδοµένα, ένα άκαρι παράγει 0,7 βιώσιµες θυγατέρες στις αφρικανοποιηµένες και 1 θυγατέρα στις ευρωπαϊκές φυλές µελισσών. Κατά συνέπεια, ο µηχανισµός που προκαλεί διαφορετική ανάπτυξη του πληθυσµού του παρασίτου στον εργατικό γόνο των αφρικανοποιηµένων µελισσών, είναι διαφορετικός στο Μεξικό από τη Βραζιλία. Η παραπάνω διαφορά, πιθανόν να συνδέεται και µε την ύπαρξη διαφορετικών ειδών βαρρόα στη Νότια Αµερική (Medina & Martin, 1999). Επίσης, είναι πιθανόν να συνδέεται µε την ύπαρξη διαφορετικών γενοτύπων των µελισσών ή ακόµη να συνδέεται µε αλληλεπιδράσεις του περιβάλλοντος και των γενοτύπων (Guzman-Novoa και συν., 1999). Σύµφωνα µε τους Rosenkranz & Engels (1994), σε αφρικανοποιηµένες µέλισσες, επάνω από το 40% των βαρροών στον εργατικό γόνο βρέθηκαν στείρες ενώ σε ευρωπαϊκές φυλές µελισσών µόνο το 10-20% των βαρροών βρέθηκαν να µην παράγουν απογόνους. Οι διαφορές αυτές δεν εξαρτώνται από τη θερµοκρασία του περιβάλλοντος ή το είδος του γόνου. H µειωµένη γονιµότητα των βαρροών σε ορισµένες φυλές µελισσών έχει σηµαντική επίπτωση στη δυναµική του πληθυσµού του ακάρεως. Σε

86 86 µελλοντικά προγράµµατα επιλογής µελισσιών ευρωπαϊκών φυλών ανθεκτικών στη βαρρόα, πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη σηµασία στον παραπάνω παράγοντα ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως «µειωµένη γονιµότητα των ακάρεων στον εργατικό γόνο εξαρτώµενη από το ξενιστή» (Rosenkranz & Engels, 1994). Συµπερασµατικά, η σχέση που αναπτύσσεται µεταξύ ξενιστή και παρασίτου, πιθανότατα να καθορίζεται από το γενότυπο του παρασίτου. Επηρεάζεται όµως από πολλούς παράγοντες που σχετίζονται µε τη µέλισσα ως άτοµο και το µελίσσι ως κοινωνία αλλά και από τις κλιµατολογικές συνθήκες και γενικότερα τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Ο συνδυασµός όλων των παραγόντων δηµιουργεί διαφορετικά επίπεδα ανθεκτικότητας στα διαφορετικά είδη και στις φυλές µελισσών που εκτρέφονται σε διαφορετικές περιοχές του πλανήτη. Οι ευρωπαϊκές φυλές της A. mellifera παρουσιάζουν τη µικρότερη ανθεκτικότητα έναντι του ακάρεως, µε αποτέλεσµα ο πληθυσµός του παρασίτου να φτάνει σε υψηλά επίπεδα στα µελίσσια αυτής της φυλής. V. Η ΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΑΣΙΤΟΥ Η ζωή του ενήλικου θηλυκού ακάρεως διακρίνεται σε δυο περιόδους οι οποίες εναλλάσσονται µεταξύ τους: την περίοδο της διασποράς, κατά τη διάρκεια της οποίας βρίσκεται επάνω στην ενήλικη µέλισσα και την περίοδο της αναπαραγωγικής δραστηριότητας, κατά τη διάρκεια της οποίας βρίσκεται µέσα στο γόνο. Την περίοδο που το µελίσσι δεν εκτρέφει γόνο ο συνολικός αριθµός των βαρροών παρασιτεί τις ενήλικες µέλισσες. Ο πληθυσµός του παρασίτου δεν αυξάνεται, ούτε ανανεώνεται µε νέα άτοµα, αφού η αναπαραγωγή του γίνεται αποκλειστικά µέσα στο σφραγισµένο γόνο. Όταν το µελίσσι εκτρέφει γόνο, το παράσιτο έχει τη δυνατότητα να εισέλθει σε κελί και να αναπαραχθεί. Κατά συνέπεια, ο συνολικός πληθυσµός των βαρροών που παρασιτεί µέσα σε ένα µελίσσι που εκτρέφει γόνο, αποτελείται από το άθροισµα των βαρροών που βρίσκονται στην περίοδο της διασποράς και αυτών που βρίσκονται µέσα στο γόνο. Ο πληθυσµός όµως του παρασίτου εξελίσσεται και είναι απαραίτητο να εξετάζεται παράλληλα µε τον πληθυσµό του ξενιστή. Η πληθυσµιακή σχέση που αναπτύσσεται µεταξύ των δυο πληθυσµών παίζει πρωταρχικό ρόλο στην εκδήλωση και την ένταση του

87 87 παρασιτικού νοσήµατος. Η δυναµική του πληθυσµού του παρασίτου, που προσδιορίζει τον αριθµητή αυτής της σχέσης, επηρεάζει δραστικά την εκδήλωση και την ένταση της παθογόνου δράσής του στο µελίσσι (Λιάκος, 1996). Κατά την περίοδο της έντονης δραστηριότητας του µελισσιού, όταν η έκταση του γόνου αυξάνεται ή διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, ο πληθυσµός του ακάρεως αυξάνεται σηµαντικά. Ωστόσο, οι γνώµες των διαφόρων ερευνητών ποικίλλουν ευρέως µεταξύ τους. Σύµφωνα µε τον Schulz (1984), ο αριθµός των βαρροών ενός µελισσιού, σε ένα χρόνο από άνοιξη σε άνοιξη, δεκαπενταπλασιάζεται. Ο Fries και συν. (1991b), οι οποίοι ερεύνησαν τη δυναµική του ακάρεως σε περιοχές µε ψυχρό κλίµα, όπου η εκτροφή του γόνου διαρκεί λιγότερο από πέντε µήνες, αναφέρουν ότι ο πληθυσµός του ακάρεως από Αύγουστο σε Αύγουστο, είναι δυνατόν να αυξηθεί κατά ένα συντελεστή γύρω στο 10, ενώ κατά τη διάρκεια ενός καλοκαιριού είναι πιθανόν να αυξηθεί περισσότερο από 100 φορές, µε την ύπαρξη όµως έντονων διακυµάνσεων µεταξύ των µελισσιών. Ο Guermant και συν. (1990), αναφέρουν ότι το ποσοστό των µολυσµένων από βαρρόα µελισσών, διπλασιάστηκε σε 35 ηµέρες και τετραπλασιάστηκε σε 70. Σύµφωνα µε τις παρατηρήσεις αυτές, ο πληθυσµός του παρασίτου αυξάνει µε ρυθµό γεωµετρικής προόδου ανά 35 ηµέρες περίπου. Η µεταβολή του συνόλου του πληθυσµού του παρασίτου µέσα στο µελίσσι αποτελεί απόρροια της εξέλιξης πολλαπλών διεργασιών. Τα ακάρεα που υπάρχουν µέσα σε µελίσσι που εκτρέφει γόνο, βρίσκονται είτε στην περίοδο της διασποράς είτε στην περίοδο της αναπαραγωγικής δραστηριότητας. Η κατανοµή του αριθµού των ακάρεων στις δυο περιόδους καθορίζεται από το ποσοστό των ακάρεων που εισέρχεται µέσα στο γόνο. Τόσο τα ακάρεα που βρίσκονται µέσα στο γόνο όσο και τα ακάρεα που βρίσκονται επάνω στις µέλισσες παρουσιάζουν αναµφισβήτητα συγκεκριµένα ποσοστά θνησιµότητας. Κατά συνέπεια, η δυναµική του πληθυσµού του παρασίτου προσδιορίζεται από το αποτέλεσµα της δράσης όλων των παραγόντων που καθορίζουν και επηρεάζουν: την παραµονή των βαρροών στην περίοδο της διασποράς, την είσοδό τους µέσα στο γόνο, την αναπαραγωγική τους δραστηριότητα και τη θνησιµότητά τους µέσα και έξω από το γόνο (Calis και συν., 1999). Στους παραπάνω παράγοντες

88 88 περιλαµβάνονται αυτοί που σχετίζονται µε τη βιολογία τόσο του παρασίτου όσο και του ξενιστή. Ο τελευταίος στη µελέτη της δυναµικής του πληθυσµού του ακάρεως ορίζεται ως µονάδα µέλισσα, αλλά και ως σύνολο µελίσσι. Η γνώση της δυναµικής του πληθυσµού του µελισσιού θεωρείται αναγκαία για την πληρέστερη κατανόηση της ανάπτυξης του πληθυσµού του παρασίτου. Με βάση τα παραπάνω η δυναµική του πληθυσµού του παρασίτου προσδιορίζεται από: 1) την παραµονή των βαρροών στην περίοδο της διασποράς, 2) την αναπαραγωγική δραστηριότητα και 3) τη θνησιµότητα των βαρροών. 1. ΠΕΡΙΟ ΟΣ ΙΑΣΠΟΡΑΣ Όπως έχει αναφερθεί, η αναπαραγωγή του παρασίτου λαµβάνει χώρα αποκλειστικά και µόνο µέσα στο σφραγισµένο γόνο της µέλισσας. Όσο χρονικό διάστηµα τα ακάρεα παραµένουν επάνω στις ενήλικες µέλισσες δεν αναπαράγονται και ο πληθυσµός τους δεν ανανεώνεται. Κατά συνέπεια η επιµήκυνση της διάρκειας της περιόδου διασποράς, ανεξάρτητα από την αιτία που την προκαλεί, επηρεάζει αρνητικά τη δυναµική του ακάρεως. Η παράτασή της έχει ως αποτέλεσµα την αναστολή της εισόδου του ακάρεως στο γόνο, την παράταση της έναρξης της αναπαραγωγής και τη µείωση των περιόδων της αναπαραγωγικής του δραστηριότητας. Η παρουσία και η έκταση που καταλαµβάνει ο γόνος κατάλληλης ηλικίας όπως και ο αριθµός των ενηλίκων µελισσών είναι βασικές προϋποθέσεις για την είσοδο των ακάρεων µέσα στο γόνο. Η είσοδος των ακάρεων αυξάνεται ανάλογα µε το µέγεθος της έκτασης της κατάλληλης ηλικίας γόνου, και αντιστρόφως ανάλογα µε το µέγεθος του πληθυσµού των ενήλικων µελισσών. Όταν γόνος κατάλληλης ηλικίας είναι λιγοστός και ο πληθυσµός των µελισσών είναι µεγάλος, τα ακάρεα παραµένουν µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα επάνω στις ενήλικες µέλισσες (Boot και συν., 1993, Boot και συν., 1994b). 2. ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΒΑΡΡΟΩΝ Για να γίνει κατανοητή η δυναµική του πληθυσµού του παρασίτου είναι αναγκαίο να γνωρίζουµε τον αριθµό των γόνιµων θηλυκών απογόνων που παράγει το ενήλικο θηλυκό άκαρι στη διάρκεια της ζωής του. Ο αριθµός των

89 89 θηλυκών απογόνων που παράγει ένα άκαρι σε όλη τη διάρκεια της ζωής του προκύπτει από τον πολλαπλασιασµό του µέσου αριθµού των γόνιµων θηλυκών απογόνων που παράγονται κατά τη διάρκεια µιας περιόδου αναπαραγωγής επί το µέσο αριθµό των εισόδων σε κελί µε γόνο (Fries & Rosenkranz, 1996). Ο πρώτος αριθµός αντιπροσωπεύει την αναπαραγωγική τιµή των βαρροών ενώ ο δεύτερος τον αριθµό των περιόδων αναπαραγωγικής δραστηριότητας ή αναπαραγωγικών κύκλων. Αν και στη βιβλιογραφία οι αναφορές οι σχετικές µε τον αριθµό των αναπαραγωγικών κύκλων είναι λιγοστές, οι αναφορές οι σχετικές µε τον αριθµό των γόνιµων θηλυκών απογόνων είναι πολλές. Οι διαφορές που παρατηρούνται, όσον αφορά τον αριθµό των γόνιµων θηλυκών απογόνων, προκύπτουν από την επιλογή του τρόπου ανάλυσης των δεδοµένων. Τα αποτελέσµατα διαφέρουν ανάλογα µε το αν στον υπολογισµό της αναπαραγωγικής τιµής χρησιµοποιούνται µόνο οι συνολικοί απόγονοι µιας ωοτοκίας ή αν λαµβάνεται υπόψη η θνησιµότητα των αρσενικών ή των θηλυκών απογόνων ή γενικά τα ποσοστά των ακάρεων που δεν παράγουν ή παράγουν µη βιώσιµους απογόνους (Martin και συν., 1997) ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΤΙΜΗ Ως αναπαραγωγική τιµή ορίζεται ο µέσος αριθµός των βιώσιµων γονιµοποιηµένων θηλυκών απογόνων που παράγεται από ένα ενήλικο θηλυκό άκαρι σε έναν αναπαραγωγικό κύκλο και προσδιορίζεται από τις παρακάτω συντεταγµένες Ποσοστό βαρροών µε γόνιµους θηλυκούς απογόνους Όλα τα ακάρεα που εισέρχονται µέσα σε κελιά δεν είναι ικανά να παράγουν βιώσιµους απογόνους. Το ποσοστό των βαρροών που δεν παράγουν ή παράγουν µη βιώσιµους απογόνους κυµαίνεται γύρω στο 30% (Martin, 1998). Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα διαφόρων ερευνητών το ποσοστό των θηλυκών βαρροών που είναι γόνιµες και αναπαράγονται είναι µεγαλύτερο στον κηφηνογόνο. Κυµαίνεται στα δυο είδη το γόνου µεταξύ 67,7% και 92% στον εργατικό γόνο και µεταξύ 63,1% και 99,2% στον κηφηνογόνο (Schulz 1984, Fuchs and Langenbach 1989, Ifantidis 1990, Fries και συν. 1994, Martin 1994, 1995b).

90 Αριθµός ενήλικων βιώσιµων θηλυκών απογόνων Ο αριθµός αυτός κυµαίνεται στα εργατικά κελιά µεταξύ 0,75 και 1,7 και στα κηφηνοκελιά µεταξύ 2 και 3,2 (Fries και συν., 1994). Σύµφωνα µε το µοντέλο που προτείνει ο Martin (1998), ο παραπάνω αριθµός είναι 1,01 στα εργατικά κελιά και 2,91 στα κηφηνοκελιά, και υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το ποσοστό των βαρροών που παράγουν βιώσιµους απογόνους (69,8% και 74,7% αντίστοιχα), µε τον αριθµό των θηλυκών απογόνων που καταφέρνει να επιβιώσει (1,45 και 3,9 αντίστοιχα), (Boot και συν., 1995a, Donze και συν., 1996). Με βάση τα παραπάνω εάν τα παράσιτα πραγµατοποιήσουν ένα µόνο αναπαραγωγικό κύκλο, ο πληθυσµός τους είναι δυνατόν να αυξηθεί µόνο στον κηφηνογόνο Επιλεκτική είσοδος των βαρροών στον κηφηνογόνο Η είσοδος των βαρροών µέσα στο γόνο σχετίζεται άµεσα µε το είδος και την έκταση του γόνου που εκτρέφεται και µε τον πληθυσµό των µελισσών (Boot και συν., 1994, 1995a). Είναι γνωστό ότι τα ενήλικα θηλυκά ακάρεα δείχνουν σαφή προτίµηση προς τον κηφηνογόνο η οποία οφείλεται σε πολλούς παράγοντες που έχουν εκτεθεί λεπτοµερώς σε προηγούµενα κεφάλαια. Η προτίµηση των βαρροών προς τον κηφηνογόνο ποικίλει σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα διαφόρων ερευνητών. Κυµαίνεται από 5,5 µέχρι 12,1 φορές περισσότερο από αυτή στον εργατικό γόνο (Fuchs, 1990, Fries και συν., 1994), ενώ ο Boot και συν. (1995c), αναφέρουν ότι τα ακάρεα εισέρχονται στα κηφηνοκελιά 11,6 φορές συχνότερα από ότι στα εργατικά κελιά ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΕΡΙΟ ΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Κάτω από πειραµατικές συνθήκες, τα ενήλικα θηλυκά είναι ικανά να αναπαραχθούν πολλές φορές ενώ κάτω από φυσικές συνθήκες δεν αναπαράγονται τόσες πολλές φορές. Από τα αποτελέσµατα διαφόρων ερευνητών διαπιστώνεται ότι το ποσοστό των βαρροών που αναπαράγεται µια φορά είναι υψηλό, ενώ το ποσοστό των βαρροών που αναπαράγονται δυο, τρεις ή και περισσότερες φορές µειώνεται σηµαντικά (Grobov 1977, Schulz 1984, Ifantidis 1984, Wendel 1989, Fries και συν. 1994, Fries and Rosenkranz, 1996). Μικρές αυξήσεις όµως του αριθµού των

91 91 αναπαραγωγικών κύκλων και του αριθµού των κηφηνοκελιών που το µελίσσι εκτρέφει, µπορούν να επηρεάσουν σηµαντικά τη δυναµική του πληθυσµού του ακάρεως (Fries και συν. 1994) ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΙ ΡΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΒΑΡΡΟΩΝ ιάρκεια του σφραγισµένου γόνου Η αυξηµένη διάρκεια του σφραγισµένου κηφηνογόνου συµβάλλει στην ενηλικίωση µεγαλύτερου αριθµού απογόνων και κατά συνέπεια στην ταχύτερη αύξηση του πληθυσµού του παρασίτου. Στην ευρωπαϊκή µέλισσα, η διάρκεια του σφραγισµένου γόνου ποικίλλει µεταξύ των διαφόρων φυλών (Moritz 1985, Le Conte and Cornuet 1989), όπως επίσης ποικίλλει και µεταξύ µελισσιών της ίδιας φυλής (Büchler and Drescher 1990). Η µειωµένη διάρκεια του σφραγισµένου εργατικού γόνου πιθανότατα δεν αποτελεί την αιτία της έλλειψης απογόνων στον εργατικό γόνο της Apis cerana, όπως αρχικά θεωρήθηκε, αφού δε διαφέρει σηµαντικά από αυτήν της Apis mellifera. H µείωση της διάρκειας του σφραγισµένου εργατικού γόνου, που επιχειρείται σε προγράµµατα δηµιουργίας ανθεκτικών µελισσιών, θα πρέπει να είναι τόση ώστε να φτάσει 9 ηµέρες, χρονικό διάστηµα που δεν επαρκεί για την ενηλικίωση του πρώτου θηλυκού απογόνου Παρασιτική πυκνότητα των µολυσµένων κελιών Με την αύξηση του πληθυσµού των ενήλικων θηλυκών ακάρεων, αυξάνεται η πιθανότητα να εισέλθουν περισσότερα του ενός µέσα στο ίδιο κελί. Αυτό, όπως προαναφέρθηκε, έχει ως αποτέλεσµα να µειώνεται ο αριθµός των απογόνων που παράγεται από κάθε θηλυκό άκαρι (Fuchs and Langenbach 1989, Moosbeckhofer και συν. 1988, Eguaras και συν., 1994a). Το φαινόµενο της αυξηµένης παρασιτικής πυκνότητας επηρεάζει αρνητικά τη δυναµική του πληθυσµού του παρασίτου. Πρέπει όµως να επισηµανθεί ότι η αύξηση σε σηµαντικό ποσοστό του αριθµού των κελιών στα οποία παρασιτούν περισσότερα από ένα ακάρεα, παρατηρείται σε περιπτώσεις έντονου παρασιτισµού. Στις περιπτώσεις αυτές, ο θάνατος του γόνου και των βαρροών που βρίσκονται παγιδευµένα µέσα στο κελί συντελούν βέβαια στην

92 92 ελάττωση του πληθυσµού του ακάρεως, µερικές φορές όµως και στην κατάρρευση του µελισσιού Αµυντική συµπεριφορά εξυγίανσης του γόνου Η εξυγιαντική συµπεριφορά που εκδηλώνεται στο γόνο από τις ενήλικες µέλισσες έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη του πληθυσµού του παρασίτου. Η διάνοιξη του µολυσµένου κελιού έχει ως αποτέλεσµα να θανατώνονται όλα τα άωρα στάδια του ακάρεως και να µειώνεται έτσι ο µέσος όρος του αριθµού των απογόνων ανά βαρρόα που αναπαράγεται. Τα ενήλικα θηλυκά ακάρεα που τυχόν θα επιβιώσουν µετά την εξυγίανση του κελιού αναγκάζονται να παραµείνουν επάνω στις ενήλικες µέλισσες έχοντας ολοκληρώσει την εναπόθεση κάποιου αριθµού αυγών χωρίς την παραγωγή απογόνων και έχοντας υποστεί όµως το κόστος της ωοτοκίας στη µελλοντική τους επιβίωση. Εκτός από τα ακάρεα που θα επιβιώσουν υπάρχει και ένας αριθµός βαρρόα που συλλαµβάνεται από τις ενήλικες µέλισσες κατά τη διάρκεια ή αµέσως µετά την διαδικασία της εξυγίανσης του κελιού ο οποίος θανατώνεται ή υφίσταται µη αναστρέψιµες βλάβες, αυξάνοντας το ποσοστό θνησιµότητας των βαρροών. 3. ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΚΑΡΕΩΝ Ο αριθµός των ακάρεων που πεθαίνουν, σχετίζεται άµεσα µε τον πληθυσµό του παρασίτου που υπάρχει στο µελίσσι. Έχει διαπιστωθεί ότι µεταξύ µελισσιών µε διαφορετικό βαθµό προσβολής, ο µεγαλύτερος αριθµός βαρροών που πεθαίνουν, παρατηρείται σε µελίσσια µε το µεγαλύτερο πληθυσµό βαρροών (Korpela και συν., 1992). Ο αριθµός των ακάρεων που πεθαίνουν, διαφέρει στις διάφορες εποχές του έτους και εξαρτάται από την αµυντική ικανότητα του µελισσιού καθώς και από την έκταση του γόνου που εκτρέφεται. Νεκρά ακάρεα ανευρίσκονται στον πυθµένα της κυψέλης και µέσα σε κελιά που εκτρέφεται γόνος. Ένας µικρός αριθµός βαρροών πεθαίνει εκτός κυψέλης, µεταφερόµενος από τους κηφήνες και τις συλλέκτριες.

93 ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΒΑΡΡΟΩΝ ΕΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΕΝΗΛΙΚΕΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ / ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΠΕΡΙΠΟΙΗΣΗΣ Κατά το χρονικό διάστηµα που τα ενήλικα θηλυκά ακάρεα παραµένουν επάνω στις ενήλικες µέλισσες πεθαίνουν είτε από φυσικό θάνατο, είτε θανατώνονται από τις µέλισσες, κατά τη διαδικασία της αµυντικής συµπεριφοράς περιποίησης (grooming behavior). Η ικανότητα περιποίησης και αποµάκρυνσης των παρασίτων στην Apis mellifera είναι µικρότερη από αυτήν που παρατηρείται στη µέλισσα Apis cerana, αλλά θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη ως παράγοντας ο οποίος µειώνει τον αριθµό των ακάρεων που βρίσκεται έξω από το γόνο. Ο Müller (1987), µελετώντας τη θνησιµότητα των ακάρεων κατά τη διάρκεια των χειµερινών µηνών, υποστηρίζει ότι ένας αριθµός βαρροών χάνεται σταθερά στη διάρκεια του χειµώνα. Πρόκειται για ακάρεα που παρασιτούν σ ενήλικες µέλισσες, οι οποίες για οποιοδήποτε λόγο πέφτουν από τη µελισσόσφαιρα και πεθαίνουν. Τα ακάρεα τα οποία βρίσκονται σε αυτές τις µέλισσες πεθαίνουν διότι αδυνατούν να ανέλθουν σε νέο ξενιστή. Ο Moosbeckhofer (1991), αναφέρει ότι το ποσοστό των βαρροών που χάνεται στη διάρκεια του χειµώνα κυµαίνεται µεταξύ 3% και 40%. Οι Korpela και συν. (1992), αναφέρουν ότι το 40% του πληθυσµού του ακάρεως χάνεται κατά τη διάρκεια του χειµώνα σε µελίσσια που διατηρούνται σε ψυχρά κλίµατα µε περίοδο εκτροφής γόνου λιγότερη από 5 µήνες. Στις παραπάνω εργασίες όµως δεν λαµβάνεται υπόψη ο αριθµός των βαρροών που παρασιτεί σε µέλισσες και που χάνεται µε ή χωρίς τις µέλισσες, µακριά από την κυψέλη. Λαµβάνοντας υπόψη τον Ritter και συν. (1989), οι οποίοι υποστήριξαν την οµοιόµορφη κατανοµή των βαρροών στις χειµωνιάτικες µέλισσες, και τον Avitabile (1978), ο οποίος αναφέρει θνησιµότητα του 50% των χειµωνιάτικων µελισσών, µπορούµε να συµπεράνουµε ότι και η θνησιµότητα των βαρροών στη χειµωνιάτικη µελισσόσφαιρα, είναι δυνατόν να είναι επίσης γύρω στο 50%. Σύµφωνα µε τον Fries και συν. (1994), η ηµερήσια θνησιµότητα των βαρροών υπολογίζεται γύρω στο 0,004 θεωρώντας ως χειµερινή περίοδο, την περίοδο των έξι µηνών. Ο αριθµός των βαρροών που χάνεται κατά την περίοδο που εκτρέφεται γόνος είναι εξίσου σηµαντικός. Ο Schulz (1984), υπολόγισε ότι κατά τη

94 94 διάρκεια του καλοκαιριού το 20-30% περίπου των ακάρεων βρίσκεται επάνω στις ενήλικες µέλισσες. Σύµφωνα µε τον Fries και συν. (1994), η θνησιµότητα των µελισσών που χάνονται στο ύπαιθρο, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, συµβάλλει σε µια ηµερήσια θνησιµότητα του 0,5% των βαρροών που βρίσκονται επάνω στις µέλισσες. Επιπλέον, θα πρέπει να λαµβάνονται υπόψη ο αριθµός των ακάρεων που πεθαίνει από ενδογενείς παράγοντες και ο αριθµός των ακάρεων που υφίστανται µη αναστρέψιµες βλάβες και τελικά πεθαίνουν κατά τη διαδικασία εκδήλωσης της συµπεριφοράς «περιποίησης» ή της εξυγιαντικής συµπεριφοράς. Υπολογίζοντας όλους τους παραπάνω παράγοντες, η θνησιµότητα των βαρροών που βρίσκονται στην περίοδο διασποράς είναι σηµαντικά µεγαλύτερη κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού σε σύγκριση µε εκείνην που παρατηρείται το χειµώνα. Στο µοντέλο που προτείνει ο Martin (1998), ο µέσος όρος ηµερήσιας θνησιµότητας των βαρροών που βρίσκονται στην περίοδο διασποράς είναι 0,002 ακάρεα κατά τη διάρκεια του χειµώνα και 0,006 κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού όταν εκτρέφεται γόνος. Η µεγαλύτερη τιµή που παρατηρείται κατά τη διάρκεια των θερµών µηνών πιθανόν αντικατοπτρίζει και τις περισσότερες συλλέκτριες µέλισσες που υπάρχουν αυτή την περίοδο και οι οποίες πεθαίνουν µακριά από τη κυψέλη µαζί µε τα ακάρεα που φέρουν στο σώµα τους. Ο αριθµός των βαρροών που χάνεται κατά τη διάρκεια των χειµερινών µηνών, είναι δυνατόν να είναι µικρότερος από τον αντίστοιχο που παρατηρείται κατά τους καλοκαιρινούς µήνες, αλλά έχει µεγάλη σηµασία διότι αυτή την περίοδο ο πληθυσµός του παρασίτου δεν αυξάνεται ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΚΑΡΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΤΟΠΙΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΓΟΝΟ Ένα ποσοστό των βαρροών που εισέρχονται µέσα στα κελιά ανευρίσκεται νεκρό κατά την περίοδο εκκόλαψης του γόνου. Στα εργατικά κελιά το ποσοστό αυτό είναι 1,5-2% (Kustermann, 1990, Martin, 1994), και στα κηφηνοκελιά 7,7% (Martin, 1995a).

95 ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΚΑΡΕΩΝ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΟΛΑΨΗ ΤΟΥ ΓΟΝΟΥ Σύµφωνα µε τους Lobb and Martin (1997), υπάρχει µια ισχυρή συσχέτιση µεταξύ του αριθµού των βαρροών που πέφτει στον πυθµένα της κυψέλης και του γόνου που εκκολάπτεται την ίδια περίοδο. Την περίοδο δηλαδή που εκκολάπτεται µεγάλη έκταση γόνου, αυξάνεται ο αριθµός των βαρροών που ανευρίσκεται στον πυθµένα της κυψέλης. Κάτω από φυσικές συνθήκες, ο αριθµός των ακάρεων που πέφτει στον πυθµένα είναι σηµαντικά υψηλός κατά τη διάρκεια των 2 πρώτων ηµερών από την εκκόλαψη του γόνου (Boot και συν., 1995a). Πρόκειται για ακάρεα που πεθαίνουν µέσα στο κελί και αποµακρύνονται κατά την εκκόλαψη του γόνου ή και λίγο αργότερα µε τον καθαρισµό του κελιού από τις εργάτριες µέλισσες. Υπάρχουν επίσης ακάρεα που αποτυγχάνουν στο να προσκολληθούν επιτυχώς επάνω σε µέλισσα αµέσως µετά την εκκόλαψη, και πέφτουν στον πυθµένα της κυψέλης. Τα ακάρεα που έχουν πρόσφατα ενηλικιωθεί πιθανόν να συλλαµβάνονται και ν αποµακρύνονται ευκολότερα από τις µέλισσες. Αυτό όµως, ίσως να οφείλεται στο ότι τα ακάρεα αυτά δεν έχουν το χρόνο που απαιτείται για την απόκτηση ή τη σύνθεση των υδρογονανθράκων του εξωσκελετού τους η οποία θα βελτίωνε την ανθεκτικότητά τους και θα διευκόλυνε την ενσωµάτωσή τους στο µελίσσι (Nation και συν., 1992). Ο µεγαλύτερος αριθµός των ακάρεων που πέφτουν στον πυθµένα κατά την εκκόλαψη εργατικών κελιών είναι ανοικτότερου χρωµατισµού (νεαρές βαρρόες), ενώ κατά την εκκόλαψη κηφηνογόνου η πλειοψηφία των βαρροών που καταπίπτουν είναι σκουρότερου χρωµατισµού (µεγαλύτερης ηλικίας βαρρόες). Οι διαφορές στον αριθµό και στο χρωµατισµό των βαρροών που πέφτουν εξηγούνται από τη συντοµότερη διάρκεια του εργατικού γόνου σε σχέση µε τον κηφηνογόνο, µε αποτέλεσµα στον τελευταίο να ενηλικιώνονται περισσότερες βαρρόες θυγατρικής γενεάς και σε αρκετό χρονικό διάστηµα πριν την εκκόλαψη του κηφηνογόνου (Baggio 1994, Calis και συν., 1996b). Οι Lobb and Martin (1997), διαπίστωσαν ότι η αναλογία των ακάρεων που πέφτουν στον πυθµένα της κυψέλης αυξάνεται κατά 12% όταν εκκολάπτεται εργατικός γόνος και µειώνεται κατά 10% κατά την εκκόλαψη κηφηνογόνου.

96 96 Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα διαφόρων ερευνητών, το 22±5,6% (Boot και συν., 1995a) ή το 30% (Martin and Kemp, 1997) ή το 38% (Lobb and Martin, 1997), του πληθυσµού των βαρροών που έχει εισέλθει σε εργατικό γόνο και το 12% (Lobb and Martin, 1997) που έχει εισέλθει σε κηφηνογόνο πέφτει στον πυθµένα της κυψέλης κατά τη διάρκεια των ηµερών που εκκολάπτεται ο γόνος. Στο µοντέλο του Martin (1998), η αναλογία των βαρροών που συνολικά εξέρχονται µε την εκκόλαψη του γόνου και πέφτει ηµερησίως, καθορίζεται στο 30% και 20% κατά την εκκόλαψη αντίστοιχα εργατικού γόνου και κηφηνογόνου. Σύµφωνα µε παρατηρήσεις των Lobb and Martin (1997), κανένα από τα ζωντανά ακάρεα που έπεσαν κατά την περίοδο εκκόλαψης του γόνου δεν παρουσίαζε σηµεία τραυµατισµού. Περίπου το 50% των βαρροών που έπεσαν στον πυθµένα της κυψέλης παρέµεναν ζωντανά και βρέθηκαν ικανά ν αναπαραχθούν κατά την πειραµατική µόλυνση σφραγισµένων κελιών. Υπολογίζεται ότι τα ακάρεα αυτά αντιπροσωπεύουν το 15-19% του συνολικού ζωντανού πληθυσµού του ακάρεως που εξέρχεται από εργατικά κελιά. Σύµφωνα µε τον Rosenkranz και συν. (1997), το 30% του συνόλου των βαρροών που ανευρίσκεται στο πυθµένα παρουσιάζει σηµάδια κινητικότητας. Τα ζωντανά ακάρεα που ανευρίσκονται στον πυθµένα της κυψέλης είναι, τουλάχιστον εν µέρει, ικανά ν αναπαραχθούν και παρουσιάζουν σηµεία τραυµατισµού από τις ενήλικες µέλισσες σε µικρότερο βαθµό συγκριτικά µε τα νεκρά. Επίσης, οι ίδιοι συγγραφείς δεν παρατήρησαν καµία σηµαντική συσχέτιση µεταξύ της αναλογίας των βαρροών που έχουν υποστεί βλάβες, και της παρουσίας εκκολαπτόµενου µολυσµένου γόνου. Αν και ο αριθµός των ακάρεων που πέφτει στον πυθµένα της κυψέλης αυξάνεται κατά την εκκόλαψη µολυσµένου γόνου, ο µέσος όρος του ποσοστού των ακάρεων που έχουν υποστεί βλάβες παραµένει αµετάβλητος. Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι το ποσοστό των βαρροών που υφίστανται βλάβες, δεν εξαρτάται από τη βιωσιµότητα των θηλυκών βαρροών. Αναλύοντας τη σχέση που υπάρχει µεταξύ του αριθµού των ακάρεων που πέφτουν στον πυθµένα της κυψέλης και του συνολικού πληθυσµού των βαρροών στο µελίσσι, προκύπτει ότι η αναλογία των ακάρεων που πέφτουν ως προς τον πληθυσµό, ποικίλλει εντυπωσιακά µεταξύ περιόδων που

97 97 εκτρέφεται ή δεν εκτρέφεται γόνος (Fries και συν., 1991a, Martin and Kemp, 1997). Ο αριθµός των ακάρεων που πέφτει κατά την περίοδο εκκόλαψης εργατικού γόνου υπολογίζεται ότι αυξάνεται κατά έξι (Lobb and Martin, 1997), ή 7-15 φορές (Martin and Kemp, 1997), σε σχέση µε περιόδους που δεν εκκολάπτεται γόνος ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΤΟΥ ΓΟΝΟΥ Ένας αριθµός βαρροών πεθαίνει ή τραυµατίζεται θανάσιµα κατά τη διαδικασία της εξυγίανσης του µολυσµένου γόνου από εργάτριες µέλισσες. Η εξυγίανση του γόνου στη µέλισσα Apis mellifera είναι σηµαντικά µικρότερη από ότι στη Apis cerana, συµβάλλει όµως σε κάποιο ποσοστό στη µείωση του πληθυσµού του ακάρεως. Το ποσοστό αυτό δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί, διότι η ικανότητα εξυγίανσης και καθαρισµού του γόνου που παρουσιάζει κάθε µελίσσι, ποικίλλει µεταξύ των µελισσιών και επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες (Boecking & Spivak, 1999). Η εξυγίανση του γόνου όµως, αποτελεί ένα επιθυµητό χαρακτηριστικό στην επιλογή µελισσιών. Μελίσσια µε υψηλή εξυγιαντική ικανότητα είναι ανθεκτικά σε ασθένειες του γόνου και παράγουν µεγαλύτερη ποσότητα µελιού (Spivak & Reuter, 1998). VI. ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ Μελέτες σχετικά µε την παθογόνο δράση του ακάρεως σε µελίσσια της A. mellifera, είναι περιορισµένες. Είναι γνωστό ότι οι µέλισσες διαθέτουν ισχυρούς αµυντικούς µηχανισµούς εναντίον των µικροβιακών και παρασιτικών οργανισµών. Σ αυτούς περιλαµβάνονται συνοπτικά: ο ισχυρός εξωσκελετός τους που αποµονώνει τον εσωτερικό χώρο από το εξωτερικό περιβάλλον, η εντερική µικροχλωρίδα που προστατεύει κάθε µέλισσα από µολυσµατικές ασθένειες (Dustmann, 1993, Glinski & Jarosz, 1995), η κυτταρική (αιµοκύτταρα) και χηµική (ένζυµα και αντιµικροβιακοί παράγοντες) ανοσία που συνεισφέρουν αποτελεσµατικά στην άµυνα εναντίον µολύνσεων (Casteels και συν., 1985, Jacobs και συν., 1990, Παπαδοπούλου-Καράµπελα, 1990, Mitro, 1994). Οι παραπάνω ατοµικοί αµυντικοί µηχανισµοί κάθε µέλισσας, σε συνδυασµό µε τη σύντοµη διάρκεια ζωής και τη γρήγορη αντικατάσταση µε νέα υγιή άτοµα,

98 98 εξασφαλίζουν τον περιορισµό των µολύνσεων µεταξύ των µελισσών, µέσα στο µελίσσι. Στην περίπτωση της βαρρόας οι παραπάνω αµυντικοί µηχανισµοί εξασθενούν σταδιακά εξαιτίας του παρασιτισµού. Ο αριθµός των ενήλικων µελισσών µε µειωµένους αµυντικούς µηχανισµούς αυξάνεται σταδιακά, όπως επίσης αυξάνεται και ο αριθµός των µελισσών που πεθαίνουν, µε συνέπεια την αδυναµία του µελισσιού να λειτουργεί και να αντιδρά ως οργανωµένο σύνολο. Τούτο συµβαίνει επειδή, αφενός οι βαρρόες διατρέφονται σχεδόν αποκλειστικά µε την αιµολέµφο των ενήλικων µελισσών και του γόνου και αφετέρου αναπαράγονται µόνο µέσα σε κελιά µε γόνο. ηλαδή, παρασιτούν τόσο τις ενήλικες µέλισσες που αποτελούν τον παρόντα πληθυσµό όσο και το γόνο που αποτελεί το µελλοντικό. Η µύζηση όµως της αιµολέµφου από τ ακάρεα προϋποθέτει αρχικά, τη νύξη του ισχυρού εξωσκελετού των µελισσών η οποία δηµιουργεί λύση της συνέχειάς του. Η νύξη του εξωσκελετού έχει ως αποτέλεσµα το µηχανικό ερεθισµό, την έγχυση τοξινών κατά τη διάρκεια των γευµάτων του ακάρεως, τη µεταφορά παθογόνων µικροοργανισµών, τη δηµιουργία θυρών εισόδου για άλλους παθογόνους ή συνεργικά παθογόνους µικροοργανισµούς και τέλος τη διέγερση ορισµένων παθογόνων παραγόντων που βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση. Η ηµερήσια ποσότητα αιµολέµφου, που ένα άκαρι µυζά από µια ενήλικη µέλισσα, φτάνει τα 0,25µL σύµφωνα µε τον Moritz (1981). Η ποσότητα αυτή πιθανόν να µην αποτελεί σηµαντική απώλεια, σε µια υγιή µέλισσα. Η συνεχής όµως µύζηση αιµολέµφου από ένα ή περισσότερα ακάρεα, σε ενήλικη µέλισσα ή σε αναπτυσσόµενο γόνο προκαλεί µεγαλύτερες απώλειες αιµολέµφου και έχει δυσµενείς επιπτώσεις τόσο στη µέλισσα όσο και στο µελίσσι. Έχει διαπιστωθεί ότι η µύζηση αιµολέµφου από περισσότερα του ενός ακάρεα προκαλεί σταδιακά µείωση του όγκου της (Tewarson, 1983). Η µείωση του όγκου της αιµολέµφου, όπως παρατηρήθηκε, είναι ανάλογη µε τον αριθµό των παρασίτων και είναι εντονότερη στον εργατικό γόνο σε σχέση µε τον κηφηνογόνο (Weinberg & Mandel, 1985). Επιπλέον, στο γόνο όπου παρασιτούν βαρρόα, προκαλούνται σηµαντικές ποσοτικές και ποιοτικές µεταβολές στην πρωτεϊνική σύνθεση της αιµολέµφου (Sadov, 1978, Smirnov,

99 ). Επίσης προκαλούνται και διαταραχές στο µεταβολισµό των πρωτεϊνών (Domatskaya, 1980). Η συνολική πρωτεϊνική συγκέντρωση µειώνεται µε την αύξηση των βαρροών που παρασιτούν, ενώ ιδιαίτερα τα µικρού µοριακού βάρους πρωτεϊνικά κλάσµατα µειώνονται ή εξαντλούνται (Glinski & Klimont, 1987). Η µείωση του συνολικού πρωτεϊνικού περιεχοµένου ανέρχεται στο 27%, όταν παρασιτούν 1-3 βαρρόες και στο 50%, όταν διατρέφονται από τον αναπτυσσόµενο γόνο 4-6 βαρρόες (Weinberg & Mandel, 1985). Επίσης, προκαλούνται µεταβολές στον αριθµό και τον τύπο των αιµοκυττάρων και στα αντιγονικά συστατικά της αιµολέµφου (Smirnov, 1978, Dandeu και συν., 1991). Είναι δυνατό να παρατηρηθούν αλλοιώσεις στη σύνθεση των αιµοκυττάρων, µείωση της διάρκειας ζωής τους, αυξηµένη παραγωγή νέων αιµοκυττάρων και µείωση του συνολικού αριθµού τους περισσότερο από 37% (Weinberg & Mandel, 1985, Engels & Schatton, 1986). Οι προαναφερθείσες µεταβολές σχετικά µε την αιµολέµφο και τα συστατικά της πιθανολογείται ότι οφείλονται σε διατροφικές ανάγκες του παρασίτου και ότι προκαλούνται από αντιδράσεις του ξενιστή εξαιτίας του τραυµατισµού ή της έγχυσης ξένων πρωτεϊνών ή τοξινών από τα ακάρεα κατά τη λήψη των γευµάτων. Ανεξάρτητα από την αιτία που προκαλεί τις παραπάνω µεταβολές, είναι σίγουρο ότι υπάρχουν σηµαντικές ποιοτικές διαφορές µεταξύ των µελισσών που εκκολάπτονται από κελιά στα οποία παρασιτούν βαρρόες και εκείνων στα οποία δεν παρασιτούν. Η παθογόνος δράση του παρασίτου παρουσιάζεται σαφώς εντονότερη στον αναπτυσσόµενο γόνο. Έχει διαπιστωθεί ότι νεαρές µέλισσες, στις οποίες παρασιτούσαν βαρρόες κατά τη διάρκεια της µεταµόρφωσής τους µέσα στο κελί, παρουσίαζαν µια έκδηλη µείωση του σωµατικού τους βάρους, εκφυλισµένα λιπώδη σώµατα, υποανάπτυκτους υποφαρυγγικούς αδένες και µικρότερη διάρκεια ζωής (De Jong και συν., 1982, Schneider & Drescher, 1987, Schatton-Gadelmayer & Engels, 1988, Beetsma και συν., 1989, Ball, 1992). Η µείωση του σωµατικού βάρους των νεοεκκολαπτόµενων µελισσών επηρεάζεται άµεσα από τον αριθµό των βαρροών που παρασιτούν κατά την ανάπτυξη τους µέσα στο κελί. Η απώλεια σε σωµατικό βάρος είναι περίπου 6% όταν παρασιτεί µια βαρρόα και είναι δυνατόν να φτάσει µέχρι και 25% όταν παρασιτούν έξι ως οκτώ βαρρόες (De Jong και συν., 1982a). Στις

100 100 περιπτώσεις που στο στάδιο της προνύµφης παρασιτούν περισσότερα από οκτώ παράσιτα, η νύµφη που τυχόν θα προκύψει, δεν επιβιώνει. Σύµφωνα µε τους Schneider & Drescher (1987), το µέσο βάρος των εργατριών µελισσών που εκκολάπτονται είναι µικρότερο κατά 9,6% όταν παρασιτεί ένα άκαρι και 21,6% όταν παρασιτούν περισσότερα από τρία. Στους εκκολαπτόµενους κηφήνες τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 3,1% και 14,1%. Σύµφωνα µε τον Sadov (1976), σε νύµφες που παρασιτούν δυο ή τρεις βαρρόες, το µέσο βάρος βρέθηκε µειωµένο περίπου κατά 3mg. Οι υποφαρυγγικοί αδένες, δεν αναπτύσσονται φυσιολογικά και το µέγεθος τους είναι µικρότερο κατά 13,5% όταν παρασιτούν 1-3 βαρρόες, και 31,5% όταν παρασιτούν περισσότερα από τρία ακάρεα. Οι µέλισσες µε υποανάπτυκτους φαρυγγικούς αδένες έχουν µειωµένη ικανότητα εκτροφής του γόνου. Σχετικά µε τη διάρκεια ζωής, διαπιστώθηκε ότι σε νεοεκκολαπτόµενες µέλισσες, από µολυσµένα αφρικανοποιηµένα µελίσσια, το 50% αυτών που είχαν προσβληθεί από µια βαρρόα, κατά τη µεταµόρφωσή τους µέσα σε κελί, πέθαινε την 19 ηµέρα της ζωής τους. Αντίθετα σε µη προσβεβληµένες αδελφές µέλισσες, η διάρκεια ζωής τους ήταν τουλάχιστον 28 ηµέρες. Σε κελιά όπου βρίσκονταν δυο ή περισσότερα ακάρεα, το 50% των ενηλίκων µελισσών που εκκολάπτονταν πέθαινε µακριά από την κυψέλη ήδη από την 5 ηµέρα. Από τα αποτελέσµατα αυτά γίνεται φανερό ότι η πιθανή διάρκεια ζωής µειώνεται στις ενήλικες µέλισσες, όταν σε αυτές παρασιτούν βαρρόα κατά τη διάρκεια της µεταµόρφωσής τους µέσα στο κελί. Η µείωση αυτή σχετίζεται άµεσα µε τον αριθµό των βαρροών που παρασιτούν επάνω σε αυτές (De Jong & De Jong, 1983). Οι Kovac & Crailsheim (1988), µελέτησαν τη διάρκεια ζωής των προσβεβληµένων από βαρρόα µελισσών A. m carnica Pollm., σε σχέση όµως και µε την εποχή και το βαθµό προσβολής. ιαπίστωσαν ότι οι µέλισσες που εκκολάπτονται από κελί στο οποίο παρασιτούν βαρρόα έχουν πάντοτε µικρότερη διάρκεια ζωής και ο χρόνος που ζουν µειώνεται αναλογικά µε την αύξηση του αριθµού των παρασίτων. Επίσης διαπίστωσαν ότι οι επιπτώσεις του παρασιτισµού είναι εντονότερες προς το τέλος του καλοκαιριού. Συγκεκριµένα, το µήνα Ιούνιο δε διαπιστώθηκε σηµαντική διαφορά µεταξύ προσβεβληµένων και µη προσβεβληµένων µελισσών ενώ αντίθετα το µήνα Ιούλιο ήταν έκδηλη η µέγιστη σηµαντική διαφορά στη µέση διάρκεια ζωής.

101 101 Ωστόσο, σε οµάδες προσβεβληµένων µελισσών διαπιστώθηκε µερικές φορές, µεγάλη διάρκεια ζωής (Kovac & Crailsheim, 1988). Συνεπώς, γίνεται ορατό, ότι η επίδραση του παρασιτισµού δεν είναι η ίδια σε όλες τις µέλισσες και σε όλη τη διάρκεια του έτους. Πιθανόν να υπάρχουν και άλλοι παράγοντες οι οποίοι συνδράµουν στην εκδήλωση της παθογόνου δράσης της βαρρόας και οι οποίοι πιθανό να είναι εξίσου σηµαντικοί. Σ αυτούς περιλαµβάνονται οι περιβαλλοντικές συνθήκες, η δυνατότητα εύρεσης τροφής και οι παθογόνοι µικροοργανισµοί. Σχετικά µε τους παθογόνους µικροοργανισµούς έχει διαπιστωθεί ότι η βαρρόα έχει την ικανότητα να ενεργοποιήσει αλλά και να µεταφέρει µια σειρά από παθογόνους µικροοργανισµούς όπως βακτήρια (Hafnia alvei), σπόρους του πρωτόζωου Nosema apis και ιούς όπως ο ιός της οξείας παράλυσης, ο ιός των παραµορφωµένων πτερύγων, ο ιός των Μελανόµορφων Βασιλικών Κελιών και πιθανό και άλλους (Smirnov, 1978, Allen και συν., 1986, Ball, 1983, 1985, 1988, Strick & Madel, 1986, 1988, Ball, 1992, Orantes Bermejo and Fernández,, 1997). Οι παραπάνω µικροοργανισµοί, κάτω από φυσικές συνθήκες, δεν είναι ικανοί να προκαλέσουν από µόνοι τους το θάνατο των µελισσών. Κάτω από ορισµένες συνθήκες όµως, ενεργοποιούνται και πολλαπλασιάζονται σε υψηλά επίπεδα προκαλώντας το θάνατο σε µικρότερο ή µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα. Η παρουσία συγκεκριµένων ιών έχει διαπιστωθεί ότι συνδέεται στενά µε την κατάρρευση µελισσιών (Kulincevic και συν., 1990, Martin και συν., 1998). Από τους ιούς, µεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο ιός της οξείας παράλυσης και ο ιός των παραµορφωµένων φτερών. Έχει διαπιστωθεί ότι στα µελίσσια µε µέτρια ή υψηλά επίπεδα προσβολής από βαρρόα, υπάρχει κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, µια προοδευτική αύξηση όχι µόνο των µελισσών στις οποίες αποµονώνεται ο ιός της οξείας παράλυσης αλλά και του ποσού του ιού που ανιχνεύεται ατοµικά σε ενήλικες µέλισσες. Σε τέτοια µελίσσια έχει επίσης διαπιστωθεί ότι ένα υψηλό ποσοστό των προνυµφών που βρίσκονται σε σφραγισµένα κελιά περιέχουν θανατηφόρες δόσεις του ιού. Σε αντίθεση µε τον ιό της οξείας παράλυσης, ο ιός των παραµορφωµένων φτερών δεν προκαλεί το θάνατο σε σύντοµο χρονικό διάστηµα. Ο ιός αυτός πολλαπλασιάζεται αργά, µε αποτέλεσµα ο γόνος που προσβλήθηκε σε αρχικά στάδια ανάπτυξης, να καταφέρνει να µεταµορφωθεί σε ενήλικη µέλισσα. Η

102 102 µέλισσα όµως που επιτυγχάνει να εκκολαφτεί, παρουσιάζει παραµορφωµένες ή ατελώς αναπτυγµένες πτέρυγες. Επίσης παρουσιάζει µειωµένη διάρκεια ζωής και σηµαντικά µειωµένη ικανότητα εκτέλεσης των βασικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων. Η αποµόνωση του ιού σε δείγµατα ζωντανών µελισσών, εβδοµάδες ή µήνες πριν την κατάρρευση του µελισσιού, υποδηλώνει ότι η µόλυνση από το ιό είναι πιθανόν σηµαντική στο να αιτιολογήσει τη θνησιµότητα σε µελίσσια που παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα προσβολής από το άκαρι (Nordström και συν., 1999). Υψηλό ποσοστό προσβολής του µελισσιού από ιούς παρατηρείται όταν στο ίδιο κελί παρασιτούν περισσότερα από ένα ακάρεα. Με την παρουσία περισσότερων βαρροών προφανώς αυξάνεται η πιθανότητα να µεταφερθεί ένας ιός και επιπλέον η πιθανότητα να υπάρξει µόλυνση µε υψηλές δόσεις ιού και µε ιούς που προέρχονται από διαφορετικά ακάρεα (Ball, 1992). Η αύξηση όµως του αριθµού των βαρροών που παρασιτούν στο γόνο και στις ενήλικες µέλισσες, σχετίζεται άµεσα µε την αύξηση του πληθυσµού του παρασίτου. Η αύξηση αυτή παρατηρείται προς το τέλος του καλοκαιριού ή τις αρχές του φθινοπώρου όταν η σχέση ξενιστή παρασίτου διαταράσσεται υπέρ του παρασίτου. Στο σηµείο αυτό, η αύξηση του πληθυσµού του παρασίτου αυξάνει την παθογόνο δράση του στο πληθυσµό του µελισσιού. Η αύξηση αυτή οφείλεται όχι µόνο στη συνεργική δράση των παθογόνων παραγόντων αλλά πιθανό και στο ότι ο πληθυσµός του µελισσιού παρουσιάζει φυσιολογικά την παραπάνω περίοδο µια µειωµένη ανάπτυξη. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η παθογόνος δράση του ακάρεως ασκείται τόσο στο γόνο όσο και στις ενήλικες µέλισσες. Ο παρασιτισµός του γόνου προκαλεί στο µελίσσι άµεσα ή / και έµµεσα αποτελέσµατα όπως α) θάνατο των προνυµφών ή των νυµφών, β) εκκόλαψη µη φυσιολογικών µελισσών: - Μέλισσες που είναι ασθενικές, µικρόσωµες και που παρουσιάζουν πολλαπλές ανατοµικές και µορφολογικές ανωµαλίες (µειωµένη τριχοφυΐα, ζαρωµένες πτέρυγες, µειωµένου µήκους προβοσκίδα, κ.ά.). - Μέλισσες που εµφανίζουν: µειωµένη ικανότητα εκτροφής του γόνου, αδυναµία ή µειωµένη ικανότητα στην εκπλήρωση των βασικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων,

103 103 µειωµένη κατά µέσο όρο, διάρκεια ζωής η οποία προκαλεί µείωση του συνολικού παραγόµενου έργου προς το µελίσσι, µειωµένη αµυντική ικανότητα. Τα έµµεσα αποτελέσµατα του παρασιτισµού εµφανίζονται βραχυπρόθεσµα ή µακροπρόθεσµα στον αναπτυσσόµενο γόνο ή στις νεοεκκολαπτόµενες ενήλικες µέλισσες και προκαλούνται από τη µεταφορά, την επώαση ή την ενεργοποίηση και τον πολλαπλασιασµό ή τη διευκόλυνση της δράσης των διαφόρων παθογόνων ή συνεργικά παθογόνων µικροοργανισµών από το παράσιτο. Ο παρασιτισµός των ενήλικων µελισσών από βαρρόα προκαλεί: υσχέρεια στην πτήση και ιδιαίτερα κατά τη µεταφορά φορτίου, Μειωµένη ανθεκτικότητα στους παθογόνους µικροοργανισµούς, Ανησυχία, προσπάθειες αποµάκρυνσης των παρασίτων που προκαλούν αδυναµία ή δυσχέρεια στην εκτέλεση των διαφόρων δραστηριοτήτων και ενεργειών. VII. ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ Τα αρχικά στάδια εγκατάστασης του παρασίτου σε ένα µελισσοκοµείο συνήθως περνούν απαρατήρητα. Σε αυτό συνηγορεί η διαπίστωση, σε περιοχές στις οποίες το παράσιτο δεν είχε διαπιστωθεί τα τελευταία χρόνια, περιστατικών στα οποία τα µελίσσια βρίσκονται στα όρια της κατάρρευσης, µε υψηλό επίπεδο προσβολής. Η βαρρόα δεν εγκαθίσταται ταυτόχρονα σε όλα τα µελίσσια ενός µελισσοκοµείου, ούτε ο πληθυσµός της αυξάνεται µε τους ίδιους ρυθµούς σε όλα τα µελίσσια, ενώ η ένταση της παθογόνου δράσής της διαφέρει. Το νόσηµα εξελίσσεται αργά, µέσα σε διάστηµα 2-5 χρόνων ή και περισσότερο. Η εκδήλωση των συµπτωµάτων ποικίλλει µεταξύ περιοχών, µεταξύ διαφορετικών µελισσοκοµείων αλλά και µεταξύ διαφορετικών µελισσιών του ίδιου µελισσοκοµείου και εξαρτάται από την ένταση της µόλυνσης και την περίοδο δραστηριότητας του µελισσιού. Γενικά, είναι δυνατό να διακρίνουµε τρία στάδια της εξέλιξης του νοσήµατος (Λιάκος, 1996): Πρώτο στάδιο. Αντιστοιχεί στο αρχικό στάδιο εγκατάστασης του παρασίτου και χαρακτηρίζεται από την απουσία κλινικών συµπτωµάτων. Το ποσοστό µόλυνσης σε αυτό το στάδιο είναι πολύ χαµηλό, µε αποτέλεσµα η

104 104 αναγνώριση της παρουσίας βαρρόας επάνω στις ενήλικες µέλισσες ή µέσα στο γόνο να είναι δύσκολη ακόµα και µετά την εξέταση σηµαντικού αριθµού δειγµάτων. εύτερο στάδιο. Αντιστοιχεί στην εγκατάσταση µεγάλου αριθµού παρασίτων στο µελίσσι. Σε αυτό το στάδιο η προσεκτική εξέταση των ενηλίκων µελισσών βεβαιώνει την παρουσία µελισσών µε βαρρόες οι οποίες εντοπίζονται σε διαφορετικά σηµεία του σώµατος, λιγότερο ή περισσότερο ευδιάκριτα. Ο εντοπισµός των βαρροών βαθιά στα δακτυλίδια της κοιλιάς, ιδιαίτερα τους ψυχρούς µήνες, καθιστά πολλές φορές σχεδόν αδύνατη την ανεύρεση των βαρροών. Η µη ανεύρεση µελισσών µε βαρρόα κατά τη διάρκεια του χειµερινών µηνών, οδηγεί στην εσφαλµένη εντύπωση της ύπαρξης µειωµένου επιπέδου παρασιτισµού. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό σύµπτωµα στις ενήλικες µέλισσες είναι η ανεύρεση ατόµων µε µορφολογικές ανωµαλίες µέσα στο µελίσσι, πάνω στις κηρήθρες ή µπροστά από την είσοδο του µελισσιού. Οι µέλισσες που έχουν τέτοιας µορφής ανωµαλίες είναι µικρόσωµες, µαύρες, µε µειωµένη τριχοφυΐα και µε πτέρυγες παραµορφωµένες και ζαρωµένες σε ποικίλο βαθµό. Ο γόνος εµφανίζεται διάσπαρτος σε µικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό ανάλογα µε την ένταση του παρασιτισµού, αλλά και µε την περίοδο δραστηριότητας του µελισσιού. Ένας αριθµός από τα κελιά εµφανίζεται αποσφραγισµένος και µέσα σ αυτά διακρίνονται ολόκληρος ο αναπτυσσόµενος γόνος ή τα υπολείµµατά του. Ο γόνος που αποσφραγίζεται εξαιτίας του παρασιτισµού από βαρρόα, αποµακρύνεται από τις µέλισσες ολόκληρος ή κατά τµήµατα. Φαινόµενα κανιβαλισµού Woyke (1977), οδηγούν τελικά στην εκκένωση του κελιού. Μέσα σε κελιά από τα οποία έχει πρόσφατα εκκολαφθεί γόνος τον οποίο παρασιτούσε βαρρόα, ανευρίσκονται προνυµφικά στάδια ή συγκεντρώσεις στερεών λευκών περιττωµάτων του ακάρεως. Τα παραπάνω συµπτώµατα είναι περισσότερο εµφανή στα κηφηνοκελιά. Σύµφωνα µε τους Guermant και συν. (1990), για να γίνουν εµφανή τα παραπάνω συµπτώµατα, το ποσοστό µόλυνσης πρέπει να φτάσει το 10-20%. Τρίτο στάδιο. Χαρακτηρίζεται από την παρουσία µεγάλου αριθµού βαρροών. Τα συµπτώµατα είναι εµφανή και γίνονται εύκολα αντιληπτά τόσο στις ενήλικες µέλισσες όσο και στο γόνο.

105 105 Οι µέλισσες που φέρουν τα παράσιτα είναι ανήσυχες και συχνά προσπαθούν, µε χαρακτηριστικές κινήσεις, να απαλλαγούν από αυτά. Η πτήση των µελισσών αυτών είναι δυσχερής, ιδιαίτερα όταν τα ακάρεα είναι προσκολληµένα κάτω από τις πτέρυγες. Ο αριθµός των µελισσών που φέρουν µορφολογικές ανωµαλίες γίνεται προοδευτικά µεγαλύτερος. Οι µέλισσες µε τις ανωµαλίες αυτές, εντοπίζονται εύκολα στην περιοχή που εκκολάπτεται γόνος. Είναι ανίκανες να πετάξουν εξαιτίας της υποπλασίας και της πτύχωσης των πτερύγων τους, και είναι πιθανό να παρουσιάζουν δυσχέρεια και στην κίνηση. Συνήθως πέφτουν στον πυθµένα του κελιού ή σέρνονται µπροστά στην κυψέλη, ανίκανες να πετάξουν και τελικά πεθαίνουν. Τέτοιες µέλισσες ανευρίσκονται σε µεγάλους αριθµούς µπροστά από τις εισόδους των κυψελών. Ο γόνος εµφανίζεται έντονα διάσπαρτος µε όψη µωσαϊκού, δίνοντας την εικόνα σηψιγονίας. Ανάµεσα σε σφραγισµένα κελιά υπάρχουν κελιά άδεια, ή µε ασφράγιστο γόνο διαφορετικών σταδίων και ηλικιών. Υπάρχουν επίσης αποσφραγισµένα κελιά µέσα στα οποία διακρίνονται νεκρές νύµφες ή υπολείµµατά τους. Σε δευτερογενείς µολύνσεις, ο αποσφραγισµένος γόνος βρίσκεται σε διάφορα στάδια αποσύνθεσης. Η σύστασή του δεν είναι κολλώδης και αποβάλλεται εύκολα από τα κελιά. Τα σφραγίσµατα των κελιών είναι παραµορφωµένα, µε καθιζήσεις και συχνά φέρουν σχισµές ή τρύπες όπως στην Αµερικάνικη σηψιγονία. Τα συµπτώµατα στον κηφηνογόνο είναι περισσότερο έντονα, ενώ ο γόνος των βασιλισσών σπάνια προσβάλλεται και αυτό µόνο σε πολύ έντονες µολύνσεις σε µελίσσια µε ελάχιστο ή καθόλου ασφράγιστο γόνο (Harizanis, 1991). Η παρουσία συµπτωµάτων, όπως αυτά που αναφέρθηκαν στο τρίτο στάδιο, υποδηλώνουν βαριά µόλυνση και δυσµενή εξέλιξη για το µελίσσι. Σε αυτά τα µελίσσια ο πληθυσµός µειώνεται σηµαντικά, επιβραδύνοντας ακόµα περισσότερο το ρυθµό ανάπτυξής τους. Οι µέλισσες τις οποίες παρασιτούν ακάρεα, αλλά και οι υπόλοιπες που υφίστανται έµµεσα τις συνέπειες του έντονου παρασιτισµού, αδυνατούν να εκτελέσουν τις βασικές λειτουργίες για την ύπαρξη του µελισσιού. Οι νεαρής ηλικίας µέλισσες δε διατρέφονται σωστά, αν και καταναλώνουν τα υπάρχοντα αποθέµατα γύρης και µελιού, όπως και δε διατρέφουν κανονικά τον αναπτυσσόµενο ασφράγιστο γόνο. Οι µέλισσες µε τις µορφολογικές ανωµαλίες συνήθως είναι φορείς βαρροών,

106 106 καταναλώνουν γύρη και µέλι χωρίς όµως να προσφέρουν τις απαραίτητες υπηρεσίες στο µελίσσι και συντελούν σηµαντικά στην επιδείνωση της ασθένειας. Οι υπάρχουσες µεγάλης ηλικίας συλλέκτριες αδυνατούν να συλλέξουν τις απαιτούµενες ποσότητες γύρης και νέκταρος. Η διαδικασία παραγωγής µελιού, το οποίο είναι απαραίτητο για τη µελλοντική επιβίωση του µελισσιού, επιβραδύνεται. Σε σύντοµο χρονικό διάστηµα ο πληθυσµός του µελισσιού αποτελείται από µερικές χιλιάδες εξασθενηµένες µέλισσες οι οποίες σε καµία περίπτωση δεν δίνουν την εικόνα οργανωµένης κοινωνίας ικανής να επιβιώσει µελλοντικά. Τα πολύ εξασθενηµένα µελίσσια υφίστανται ευκολότερα δευτερογενείς µολύνσεις και µειώνεται η αµυντική τους ικανότητα προς τους παθογόνους µικροοργανισµούς. Μειώνεται επίσης η ικανότητα τους να διαφυλάξουν την κατοικία τους και τα αποθέµατα τροφών τους µε αποτέλεσµα να λεηλατούνται εύκολα, ιδιαίτερα προς τα τέλη του φθινοπώρου. Την περίοδο αυτή εµφανίζονται συνήθως οι συνέπειες από το µακροχρόνιο παρασιτισµό, µε αποτέλεσµα να χάνονται τα έντονα µολυσµένα, από βαρρόα, µελίσσια. Όσα µολυσµένα µελίσσια καταφέρουν να επιβιώσουν το φθινόπωρο, χάνονται οριστικά στη διάρκεια του χειµώνα, πολλές φορές παρά τη επέµβαση του µελισσοκόµου η οποία άλλωστε, την περίοδο αυτή είναι ανεπιτυχής. VIIΙ. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Τα τελευταία 25 χρόνια έχει γίνει µια εκτεταµένη έρευνα σχετικά µε τη βιολογία του ακάρεως Varroa που θεωρείται υπεύθυνο για τη βαρροϊκή ακαρίωση των µελισσών. Ωστόσο, πολλά σηµεία της βιολογίας του δεν έχουν ακόµα διευκρινισθεί και απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση. Κατά την τελευταία πενταετία, έχει δοθεί ιδιαίτερη σηµασία σε δυο τοµείς της βιολογίας του παρασίτου. Ο πρώτος τοµέας, σχετίζεται µε την ανάγνωση της γενοτυπικής ταυτότητας του παρασίτου που είναι υπεύθυνο για τις σηµαντικές απώλειες οι οποίες προκαλούνται στην ευρωπαϊκή µέλισσα. Ο δεύτερος, σχετίζεται µε τη δυναµική της ανάπτυξης του πληθυσµού του παρασίτου σε διάφορες φυλές µελισσών που αναπτύσσονται σε διαφορετικές κλιµατικές συνθήκες.

107 107 Η χρήση µεθόδων µοριακής βιολογίας έδωσε τη δυνατότητα να διαπιστωθούν διαφορές στην αλληλουχία των βάσεων του DNA, µεταξύ ακάρεων που θεωρούνταν µέχρι πρόσφατα ότι ανήκουν στο είδος V. jacobsoni. Ένα νέο όνοµα, το V. destructor n. sp., δόθηκε σε έξι απλότυπους (ακάρεα µε ξεχωριστή αλληλουχία βάσεων), δυο από τους οποίους αποτελούν παράσιτα που προσβάλλουν τη µέλισσα Apis mellifera. Κατά συνέπεια, οι περισσότερες έρευνες που αφορούσαν τη δράση του ακάρεως V. jacobsoni Oudemans στη µέλισσα Apis mellifera, αναφέρονταν στο V. destructor, και ιδιαίτερα στον απλότυπο Κορέας Korea haplotype, (Anderson & Trueman, 2000). Ο ίδιος απλότυπος διαπιστώθηκε και σε µικρό αριθµό δειγµάτων ακάρεως από την Ελλάδα τα οποία συλλέχθηκαν το 1996 από µελίσσια της A.m. macedonica (Anderson: προσωπική επικοινωνία). Μορφολογικές διαφοροποιήσεις µεταξύ ατόµων V. destructor, σε περιοχές γεωγραφικά αποµακρυσµένες (Ελλάδα, Ν. Ζηλανδία, Αυστραλία) έχουν αναφερθεί από ορισµένους ερευνητές (Θεοφιλίδης και συν., 2001). Σχετικά µε τη δυναµική του πληθυσµού του παρασίτου, επιχειρήθηκε η παρουσίαση µαθηµατικών µοντέλων ανάπτυξης του πληθυσµού τα οποία στηρίζονται στα πιο πρόσφατα δεδοµένα εργασιών πάνω στη βιολογία του ακάρεως. Στη διεθνή βιβλιογραφία ανευρίσκονται ελάχιστες προσπάθειες µελέτης της δυναµικής του πληθυσµού του παρασίτου κάτω από φυσικές συνθήκες, στο ύπαιθρο. Τα δεδοµένα που υπάρχουν στη διεθνή βιβλιογραφία σχετικά µε τη δυναµική του πληθυσµού του παρασίτου στον ελλαδικό χώρο, είναι ελάχιστα. Όσον αφορά τη βιολογία της µέλισσας A.m. macedonica, οι µοναδικές αναφορές που υπάρχουν είναι των Παππά, (1991) και Kostarelou- Damianidou και συν., (1995). Σχετικά µε τη Varroa, οι εργασίες οι οποίες ξεχωρίζουν είναι του Υφαντίδη (1982, ιατριβή επί Υφηγεσία), και Ifantidis (1984), ο οποίος µελέτησε την αναπαραγωγική δραστηριότητα της βαρρόας και τη σχέσή της µε τη δυναµική του πληθυσµού του παρασίτου. Επίσης, ξεχωρίζει η µονογραφία του Λιάκου (1996), ο οποίος µελέτησε τη σχέση παρασίτου ξενιστή, τις επιπτώσεις του παρασιτισµού στο µελίσσι και την αντιµετώπιση της βαρρόωσης µε χηµικά µέσα. Αξίζει να σηµειωθεί ότι δε βρήκαµε εργασίες που να αφορούν την ταυτόχρονη µελέτη της εξέλιξης των

108 108 δύο πληθυσµών µέσα στο χρόνο, για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο του ενός ηµερολογιακού χρόνου. Σκοπός της διατριβής αυτής είναι η µελέτη της δυναµικής του πληθυσµού του ακάρεως Varroa destructor σε συνδυασµό µε την παράλληλη µελέτη της δυναµικής του πληθυσµού της µακεδονικής µέλισσας Apis mellifera macedonica (Ruttner), µέσα στο χρόνο και κάτω από φυσικές συνθήκες, παρόµοιες µε αυτές που ισχύουν σε ελληνικά µελισσοκοµεία. Σηµειωτέον ότι για την πληρέστερη αντιµετώπιση του θέµατος κρίθηκε απαραίτητο να διερευνηθεί ο απλότυπος του υπό µελέτη ακάρεως. Η µελέτη αυτή επιχειρείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, και συγκεκριµένα στην περιοχή της Μακεδονίας, όπου κυριαρχεί η µέλισσα Apis mellifera macedonica (Ruttner). Επιπλέον, µε το πόνηµα αυτό επιδιώκεται η διερεύνηση των παραγόντων που συµβάλλουν στην ταχύτερη αύξηση του πληθυσµού του παρασίτου και στην παράλληλη µείωση του πληθυσµού του ξενιστή. Επίσης, στοχεύεται η διερεύνηση των παραµέτρων που επηρεάζουν τη σχέση ξενιστήπαρασίτου, σχέση η οποία καταλήγει χωρίς τη χρήση προγραµµάτων αντιµετώπισης στην κατάρρευση και στον θάνατο του µελισσιού. Τέλος, µε τη βάσανο για ελαχιστοποίηση της χρήσης χηµικών ουσιών στην αντιµετώπιση νοσηµάτων, αλλά και µε την ανησυχία για τα κατάλοιπα που οι προαναφερθείσες ουσίες αφήνουν στα προϊόντα της κυψέλης, ελπίζουµε ότι η έρευνα αυτή θα συµβάλλει σε µια ασφαλέστερη από άποψη υγείας του καταναλωτή και του µελισσοκόµου αντιµετώπιση του νοσήµατος της βαρροϊκής ακαρίωσης.

109 109 ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Ι. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟ ΟΙ 1. ΥΛΙΚΑ Στην έρευνα αυτή χρησιµοποιήθηκαν 15 µελίσσια της φυλής Apis mellifera macedonica (Ruttner). Τα µελίσσια δηµιουργήθηκαν κατά την έναρξη της έρευνας και µόνο για τις ανάγκες αυτής. Αναπτύχθηκαν σε κυψέλες, τύπου Langstroth, δέκα πλαισίων, µε κινητούς πυθµένες. Αναλυτικότερα, χρησιµοποιήθηκαν τα παρακάτω υλικά: Βαθιά και ρηχά πατώµατα κυψελών, ύψους 245 mm και 146 mm αντίστοιχα, µε πλαίσια τα οποία είχαν κτισµένες κηρήθρες ή φύλλα κηρήθρας έτοιµα προς κτίσιµο. Κινητοί πυθµένες «παγίδες». Οι πυθµένες αυτοί έφεραν συρµάτινο πλέγµα µε ανοίγµατα 3mm², τα οποία επέτρεπαν τη δίοδο όσων ακάρεων έπεφταν από τις µέλισσες. Κάτω από το πλέγµα τοποθετούνταν συρταρωτά κινητός ανοξείδωτος µεταλλικός δίσκος µε υποδιαιρέσεις των 5cm² οι οποίες βοηθούσαν στην καταµέτρηση των ακάρεων που έπεφταν επάνω σε αυτόν. Υάλινα δοχεία χωρητικότητας ενός λίτρου, µε διαφανή τοιχώµατα και ευρύ στόµιο, ύψους 15cm. Τα δοχεία έκλειναν µε µεταλλικό πώµα διαµέτρου 12cm, στο κέντρο του οποίου υπήρχε οπή, διαµέτρου 1cm, η οποία έκλεινε µε πλαστικό πώµα. Ξύλινοι στειλεοί, µήκους 12cm, οι οποίοι στο ένα άκρο τους έφεραν µικρό βύσµα από βαµβάκι. Στερεοσκοπικά µικροσκόπια Zeiss, τύπου DRC µε δυνατότητα µεγέθυνσης από Χ5 έως Χ200. Τροχήλατος µεγεθυντικός φακός µε ισχυρό ψυχρό φωτισµό. Βάση στηρίξεως πλαισίων κυψέλης η οποία επέτρεπε την επισκόπηση των κελιών από διαφορετική γωνία παρατήρησης από 90 µέχρι 180. Φύλλα διαφανούς ζελατίνης για την καταµέτρηση του εργατικού γόνου, διαστάσεων 26Χ45 εκατοστών µε υποδιαιρέσεις των 4cm². Το κάθε τετράγωνο των υποδιαιρέσεων, τοποθετούµενο πάνω σε κηρήθρα, περιέκλειε περίπου 16 κελιά εργατικού γόνου.

110 110 Φύλλα διαφανούς ζελατίνης για τον υπολογισµό του πληθυσµού των ενήλικων µελισσών, διαστάσεων 30Χ20 εκατοστών µε υποδιαιρέσεις των 0,25 dm². Ανατοµικές λαβίδες. Ακίδες διαφόρων διαστάσεων µε ευθύ ή κυρτό άκρο για τη διάνοιξη των κελιών και για συλλογή και µεταφορά ακάρεων και γόνου. Τρυβλία Petri. ιαιθυλικός αιθέρας. Φύλλα από λευκό χαρτί διαστάσεων 35Χ50 cm / Φύλλα από απορροφητικό χαρτί / λεπτό πινέλο ζωγραφικής. 2. ΜΕΘΟ ΟΙ 2.1. ΜΕΛΙΣΣΟΣΜΗΝΗ Προσδιορισµός των µελισσιών της έρευνας Στα τέλη Μαρτίου 1999, από µελισσοκοµείο 40 µελισσιών τα οποία επιθεωρούνταν και εξετάζονταν ως προς το ποσοστό προσβολής σε βαρρόα, για χρονικό διάστηµα τουλάχιστον 12 µηνών, επιλέχθηκαν 15 µελίσσια τα οποία παρουσίαζαν τα εξής διακριτικά χαρακτηριστικά: Βασίλισσα ηλικίας ενός χρόνου, γονιµοποιηµένη µε φυσική σύζευξη. Παρόµοιο ποσοστό προσβολής από βαρρόα, κυµαινόµενο σε επίπεδα µεσαίων τιµών. Απουσία αντιβαρροϊκής θεραπείας κατά το τελευταίο ηµερολογιακό έτος. Μετά την επιλογή, τα µελίσσια διαιρέθηκαν σε δύο τµήµατα, περίπου ίσα ως προς: τον πληθυσµό των ενήλικων µελισσών, την έκταση του γόνου και την ποσότητα προµηθειών σε γύρη και µέλι. Το τµήµα του µελισσιού στο οποίο αφέθηκε η βασίλισσα, εγκαταστάθηκε σε κυψέλη µε κινητό πυθµένα «παγίδα» ακάρεων, παρέµεινε στην ίδια θέση και χρησιµοποιήθηκε για την έρευνα. Η διαίρεση των µελισσιών έγινε µε γνώµονα τη διεξαγωγή της έρευνας σε 15 µελίσσια µε βασίλισσα στα οποία θα αποτρεπόταν χωρίς άλλες παρεµβάσεις τουλάχιστον για το πρώτο έτος το φαινόµενο της σµηνουργίας το οποίο θα επηρέαζε κατά µη προσδιορίσιµο τρόπο την εξέλιξη της

111 111 δυναµικής του πληθυσµού του ακάρεως. Επιπλέον επέτρεπε, χωρίς τη χρήση ακαρεοκτόνων ουσιών, την έναρξη της µελέτης της δυναµικής του παρασίτου από το χαµηλότερο εφικτό επίπεδο Χρόνος δηµιουργίας των µελισσιών Τα µελίσσια δηµιουργήθηκαν από 1 η έως 3 η Απριλίου 1999, οπότε και τοποθετήθηκαν σε κυψέλες µε κινητούς πυθµένες «παγίδες», στη θέση των αρχικών µελισσιών. Στη συνέχεια, αφέθηκαν περίπου µια εβδοµάδα να «ηρεµήσουν», έτσι ώστε να σταθεροποιηθεί ο πληθυσµός τόσο των µελισσών όσο και των ακάρεων που παρέµειναν σε κάθε µελίσσι. Επιπλέον, τα µελίσσια µέσα σε αυτό το χρονικό διάστηµα επανήλθαν στο φυσιολογικό, για τη συγκεκριµένη εποχή, ρυθµό λειτουργίας. Μετά το τέλος της εβδοµάδας, µεταλλικοί δίσκοι συλλογής των ακάρεων τοποθετήθηκαν στους πυθµένες των κυψελών Θέση των µελισσιών Καθ όλη τη διάρκεια της έρευνας, τα µελίσσια διατηρήθηκαν σε υπαίθριο χώρο των κλινικών της Κτηνιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης. Από την έναρξη της έρευνας µέχρι τα µέσα Οκτωβρίου 1999, τα µελίσσια ήταν τοποθετηµένα σε απόσταση 2-3 µέτρων µπροστά από στεγασµένο χώρο υπόστεγο. Στη συνέχεια, µε σταδιακή µετακίνηση τους, τοποθετήθηκαν στο υπόστεγο όπου και παρέµειναν µέχρι την ολοκλήρωση της ερευνητικής εργασίας, δηλαδή µέχρι τα τέλη Σεπτεµβρίου Η παραµονή κάτω από στεγασµένο χώρο επέτρεπε τη διεξαγωγή παρατηρήσεων, χωρίς σοβαρή παρενόχληση των µελισσιών, ακόµη και κάτω από δυσµενείς καιρικές συνθήκες, κατά τη διάρκεια του χειµώνα ως τις αρχές της άνοιξης. Για την πρόληψη τυχόν επιµόλυνσης των µελισσών δεν κρίθηκε αναγκαία η λήψη άλλων µέτρων εκτός από το διαφορετικό χρωµατισµό της πρόσοψης των κυψελών. εδοµένου ότι δεν υπάρχουν άλλα µελίσσια και ότι υπάρχει καλή ανθοφορία και µελιτοφορία στην περιοχή όπου είναι εγκατεστηµένο το µελισσοκοµείο, το πρόβληµα της επιµόλυνσης δεν πρέπει να θεωρείται σηµαντικό (Sakofski, 1990).

112 Παρουσία βασιλικών κελιών εν έγινε καµία παρέµβαση στα µελίσσια όπου παρατηρήθηκαν βασιλικά κελιά αντικατάστασης, αλλά αφέθηκαν να αντικαταστήσουν µόνα τους τη βασίλισσα. Προκειµένου όµως να µην ενοχληθεί το µελίσσι, η ενότητα των παρατηρήσεων που συνέπιπτε µε το χρόνο γονιµοποίησης της βασίλισσας παρατάθηκε για ορισµένες ηµέρες. Σε ένα µελίσσι από το οποίο η βασίλισσα πέταξε µακριά κατά την διάρκεια της εξέτασης, «µπολιάστηκε» την επόµενη ηµέρα, σφραγισµένο βασιλικό κελί από άλλο µελίσσι. Η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε και σε 3 άλλα µελίσσια. Σ ένα από αυτά, αφαιρέθηκαν αρχικά σε διαφορετικά χρονικά διαστήµατα, δυο µη γονιµοποιηµένες βασίλισσες και στη συνέχεια, για τη διάσωση του µελισσιού, µπολιάστηκαν σφραγισµένα βασιλικά κελιά ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Χρόνος έναρξης και λήξης Η έρευνα διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1999 µέχρι και το Σεπτέµβριο του Ως σηµείο 0 της έρευνας θεωρείται η επόµενη ηµέρα από την τοποθέτηση των µεταλλικών δίσκων συλλογής των ακάρεων, οπότε και άρχισε η καταµέτρηση των ακάρεων που έπεφταν στους µεταλλικούς δίσκους συλλογής Χρονοδιάγραµµα και ταξινόµηση Κατά τη διάρκεια της έρευνας έγινε κατά τακτά χρονικά διαστήµατα σειρά παρατηρήσεων, καταγραφών, προσδιορισµών και υπολογισµών. Το σύνολο των ενεργειών και των παρατηρήσεων που διεξήχθησαν, ταξινοµήθηκαν σε τέσσερις ενότητες. Η ενότητα Ι αφορά τη µελέτη της δυναµικής του πληθυσµού των µελισσών και οι ενότητες ΙΙ έως IV αφορούν τη µελέτη της δυναµικής του πληθυσµού των βαρροών. Συνοπτικά, οι ενότητες περιλαµβάνουν τα εξής: Ενότητα Ι Μελέτη της δυναµικής του πληθυσµού µελισσιών της Apis mellifera macedonica και εξέταση των επιπτώσεων του παρασιτισµού πάνω στην υγεία των µελισσιών. Προσδιορισµός του µέσου ρυθµού ωοτοκίας της βασίλισσας.

113 113 Ενότητα ΙΙ Μελέτη της εξέλιξης στο χρόνο του ποσοστού µόλυνσης των ενήλικων µελισσών και του γόνου. Ενότητα ΙΙΙ Μελέτη της αναπαραγωγικής δραστηριότητας του παρασίτου. Προσδιορισµός των αναπαραγωγικών συντελεστών της βαρρόας και διερεύνηση των παραµέτρων που επηρεάζουν το αναπαραγωγικό της πηλίκο. Ενότητα IV Καταµέτρηση των βαρροών στα υπολείµµατα του πυθµένα της κυψέλης. Ταξινόµηση των βαρροών ως προς το χρωµατισµό τους. Προσδιορισµός της ηµερήσιας θνησιµότητας των βαρροών. Οι παρατηρήσεις, οι εξετάσεις, οι µετρήσεις καθώς και όλες οι άλλες ενέργειες που αφορούσαν κάθε µια από τις ενότητες Ι, ΙΙ και ΙΙΙ επαναλαµβάνονταν σταθερά, ανά 21 ηµέρες περίπου, καθ όλη τη διάρκεια της έρευνας. ιεξάγονταν όµως σε διαφορετικές για κάθε ενότητα ηµεροµηνίες. Προηγούνταν οι ενέργειες της ενότητας Ι και ακολουθούσαν µετά από διάστηµα 10 έως 12 ηµερών αυτές των ενοτήτων ΙΙ και ΙΙΙ. Οι ερευνητικές ενέργειες της ενότητας ΙV επαναλαµβάνονταν κατά κανόνα ανά δυο, τρεις ή περισσότερες ηµέρες όταν δεν το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες. Η έναρξη της έρευνας συνέπεσε ουσιαστικά µε την έναρξη της καταµέτρησης των βαρροών που έπεφταν στους µεταλλικούς δίσκους συλλογής (περιεχόµενο ενότητας IV). Μιάµιση εβδοµάδα µετά, άρχισαν οι ενέργειες και οι παρατηρήσεις της ενότητας Ι και στη συνέχεια, µετά από µιάµιση εβδοµάδα, άρχισαν οι ενέργειες των ενοτήτων ΙΙ και ΙΙΙ. Η αλληλουχία των ενεργειών των ενοτήτων, καθώς αυτή περιγράφηκε παραπάνω, συνεχίστηκε για συνολικό χρονικό διάστηµα 18 µηνών Αναλυτική παρουσίαση των ενοτήτων της έρευνας ΕΝΟΤΗΤΑ I Η ενότητα Ι περιελάµβανε τις παρακάτω ερευνητικές ενέργειες: 1. Υπολογισµός του ενήλικου πληθυσµού 2. Καταµέτρηση του σφραγισµένου εργατικού γόνου και κηφηνογόνου 3. Υπολογισµός του ποσοστού κηφηνογόνου επί του συνολικού γόνου

114 Προσδιορισµός του ρυθµού ωοτοκίας της βασίλισσας 5. Κλινική εξέταση των µελισσιών. Η ενότητα Ι άρχισε στις 15 Απριλίου 1999, και περατώθηκε στις 18 Σεπτεµβρίου Οι ενέργειες 1 και 2 εκτελούνταν σταθερά ανά 21 ηµέρες ενώ οι ενέργειες παρατηρήσεις 3 γίνονταν ανά ηµέρες, δηλαδή σε κάθε διάνοιξη των κυψελών Υπολογισµός του ενήλικου πληθυσµού Ο πληθυσµός των ενήλικων µελισσών υπολογιζόταν µε βάση την έκταση που καταλαµβάνουν οι µέλισσες πάνω στα πλαίσια. Υπολογίζεται ότι σε κάθε dm 2 κηρήθρας, που καλύπτεται από µέλισσες, υπάρχουν περίπου 195 µέλισσες (Jeffree,1951, Nelson & Jay, 1972, Burgett & Burikam, 1985). Ένα βαθύ πλαίσιο έχει σε κάθε πλευρά έκταση 8 dm 2, στα οποία αντιστοιχούν 1560 µέλισσες (195Χ8). Στις δύο πλευρές κάθε πλαισίου το οποίο καλύπτεται απόλυτα υπολογίζεται ότι αντιστοιχούν περίπου 3000 µέλισσες. Στο ρηχό πλαίσιο που έχει έκταση περίπου 4 dm 2 σε κάθε πλευρά αντιστοιχούν 1500 µέλισσες. Στα πλαίσια που δεν καλύπτονταν σε όλη την έκτασή τους από µέλισσες, η έκταση της καλυπτόµενης από µέλισσες κηρήθρας, υπολογιζόταν µε τη βοήθεια διαφανούς ζελατίνης η οποία έφερε υποδιαιρέσεις των 0,25 dm 2. Αρχικά, αθροιζόταν ο αριθµός των υποδιαιρέσεων της ζελατίνης οι οποίες κάλυπταν ενήλικες µέλισσες και στη συνέχεια ο αριθµός που προέκυπτε, υπολογιζόταν σε dm 2. Με την απόκτηση µικρής εµπειρίας, ο βαθµός κάλυψης της κηρήθρας από ενήλικες µέλισσες υπολογιζόταν µε µεγαλύτερη ευκολία σε dm Καταµέτρηση σφραγισµένου εργατικού γόνου και κηφηνογόνου Για τον υπολογισµό της έκτασης του σφραγισµένου εργατικού γόνου χρησιµοποιούνταν φύλλα διαφανούς ζελατίνης διαστάσεων 26Χ45 cm τα οποία έφεραν τετραγωνικές υποδιαιρέσεις των 4 cm². Σε κάθε τετράγωνο περικλείονται περίπου 16 κελιά εργατικού γόνου. Για τον υπολογισµό της έκτασης του κηφηνογόνου γινόταν καταµέτρηση ένα προς ένα όλων των σφραγισµένων κηφηνοκελιών που υπήρχαν σε κάθε πλαίσιο. Η καταµέτρηση του γόνου γινόταν ακολουθώντας την εξής τεχνική:

115 115 Κάθε πλαίσιο µε γόνο τοποθετιόταν επάνω στη βάση στήριξης πλαισίου και καπνιζόταν από τη µια πλευρά. Μετά την αποµάκρυνση των περισσότερων µελισσών από τη µια πλευρά του πλαισίου, το φύλλο ζελατίνης τοποθετιόταν πάνω στην επιφάνεια της κηρήθρας που είχε το σφραγισµένο γόνο και στηριζόταν στα δυο άνω άκρα του κηρηθροφορέα και στους κάθετους πήχεις του πλαισίου. Στη συνέχεια µετριόταν ο αριθµός των υποδιαιρέσεων που κάλυπτε ο σφραγισµένος εργατικός γόνος. Όταν ολοκληρωνόταν η µέτρηση στη µια πλευρά του πλαισίου, καταγράφονταν τα δεδοµένα. Πριν την επανάληψη των παραπάνω ενεργειών στην άλλη πλευρά του πλαισίου γινόταν καταµέτρηση του υπάρχοντος κηφηνογόνου. Μετά την ολοκλήρωση της καταµέτρησης του συνολικού γόνου στη µια πλευρά του πλαισίου, οι ίδιες ενέργειες επαναλαµβάνονταν στην άλλη πλευρά του πλαισίου και σε όλα τα πλαίσια µε γόνο που υπήρχαν στο κάθε µελίσσι. Κατά την επεξεργασία των δεδοµένων, υπολογίστηκε το ποσοστό επί τοις εκατό (%) του κηφηνογόνου επί του συνολικού γόνου και προσδιορίστηκε η εξέλιξή του µέσα στο χρόνο Προσδιορισµός του ρυθµού ωοτοκίας της βασίλισσας Ο εργατικός γόνος διατηρείται σφραγισµένος για διάστηµα 12 ηµερών ενώ ο κηφηνογόνος για διάστηµα 14 ηµερών. Κατά συνέπεια, τα σφραγισµένα εργατικά κελιά που καταµετρούνταν κάθε 21 ηµέρες αντιστοιχούσαν περίπου στα 4/7 του συνολικού αριθµού των σφραγισµένων εργατικών κελιών της διάρκειας των 21 ηµερών. Τα σφραγισµένα κηφηνοκελιά αντιστοιχούσαν στα 2/3 του συνολικού σφραγισµένου κηφηνογόνου και ήταν κατά 1/3 λιγότερα από τα συνολικά σφραγισµένα κηφηνοκελιά της διάρκειας των 21 ηµερών. Προσθέτοντας τον αριθµό που υπολείπεται στον ήδη καταµετρηµένο αριθµό, υπολογίστηκαν οι αριθµοί των εργατικών κελιών και των κηφηνοκελιών της διάρκειας των 21 ηµερών. Ο συνολικός γόνος υπολογίστηκε προσθέτοντας τον τελικό αριθµό των εργατικών κελιών και των κηφηνοκελιών. Στη συνέχεια, διαιρώντας το συνολικό σφραγισµένο γόνο µε τον αριθµό των 21 ηµερών, υπολογίστηκε ο µέσος ηµερήσιος αριθµός αυγών και προσδιορίστηκε ο µέσος ρυθµός ωοτοκίας της βασίλισσας καθ όλη τη διάρκεια της έρευνας. Η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε και για τον προσδιορισµό των ελάχιστων και των µέγιστων τιµών του ηµερήσιου αριθµού αυγών και από τα 12 µελίσσια.

116 Κλινική εξέταση των µελισσιών Κατά την εξέταση γινόταν παρατήρηση και καταγραφή της τυχόν παρουσίας ενήλικων µελισσών µε µορφολογικές ανωµαλίες, όπως π.χ. ζαρωµένες πτέρυγες, µειωµένη τριχοφυΐα, κακή ανάπτυξη του σώµατος κ.α, όπως και της παρουσίας βαρροών επάνω σε µέλισσες. Επίσης, παρατηρούνταν η µορφολογία του γόνου, σφραγισµένου και ασφράγιστου, η ύπαρξη άλλων νοσηµάτων του γόνου, όπως η Αµερικανική Σηψιγονία και η Ασκοσφαίρωση, καθώς και η τυχόν παρουσία προνυµφών Galleria melonella. Καταγραφόταν η ενδεχόµενη παρουσία βασιλικών κελιών σµηνουργίας, διάσωσης, αντικατάστασης. Επίσης, καταγράφονταν η παρουσία αυγών καθώς και η ποσότητα των προµηθειών σε µέλι και γύρη. Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της ενότητας Ι, ακολουθούσε µεταφορά της καταγραφής των δεδοµένων στον Η/Υ έτσι ώστε να είναι δυνατή η περαιτέρω επεξεργασία των δεδοµένων ΕΝΟΤΗΤΑ II Η ενότητα ΙΙ περιελάµβανε, κατά σειρά εκτέλεσης, τις παρακάτω ερευνητικές ενέργειες: 1. Υπολογισµός του ποσοστού % µόλυνσης των ενήλικων µελισσών. 2. Υπολογισµός του ποσοστού % µόλυνσης του εργατικού γόνου και του κηφηνογόνου. Οι ενέργειες της ενότητας ΙΙ άρχισαν στις 28 Απριλίου του 1999 και περατώθηκαν στις 24 Σεπτεµβρίου του Υπολογισµός του ποσοστού µόλυνσης των ενήλικων µελισσών Από κάθε µελίσσι λαµβανόταν δείγµα µελισσών το οποίο αντιστοιχούσε περίπου στο 1% του ενήλικου πληθυσµού του, µε βάση τον υπολογισµό του πληθυσµού που είχε καταγραφεί στην προηγούµενη ενότητα I. Οι µέλισσες του δείγµατος λαµβάνονταν από την περιοχή της γονοφωλιάς και ήταν στο µεγαλύτερό τους ποσοστό, παραµάνες µέλισσες. Για τη συλλογή τoυ δείγµατος χρησιµοποιόταν γυάλινο δοχείο µε ευρύ στόµιο, το οποίο έκλεινε µε µεταλλικό πώµα. Στο κέντρο του πώµατος είχε ανοιχθεί οπή διαµέτρου 1cm, η οποία έκλεινε µε µικρό κυλινδρικό πώµα από καουτσούκ.

117 117 Αναλυτικότερα, από την περιοχή της γονοφωλιάς αφαιρούταν ένα πλαίσιο µε ασφράγιστο γόνο ηλικίας 4-6 ηµερών το οποίο ελεγχόταν προσεκτικά για ενδεχόµενη παρουσία βασίλισσας. Εφόσον διαπιστωνόταν η παρουσία της βασίλισσας, αυτή αποµακρυνόταν προσεκτικά προς την άλλη πλευρά του πλαισίου ή ελεγχόταν συνεχώς η θέση της επάνω στην κηρήθρα, ώστε τελικά ν αποφευχθεί η είσοδός της µέσα στο γυάλινο δοχείο. Στη συνέχεια, το γυάλινο δοχείο συρόταν επάνω στην κηρήθρα µε το γόνο, µε τρόπο ώστε οι µέλισσες και οι τυχόν κηφήνες που υπήρχαν επάνω σ αυτή να πέφτουν µέσα στο δοχείο. Όταν ο αριθµός των µελισσών που συλλέγονταν στο δοχείο αντιστοιχούσε περίπου στο 1% του πληθυσµού, το δοχείο κλεινόταν µε το µεταλλικό του πώµα. Στις πρώτες δειγµατοληψίες υπήρξε ανάγκη να γίνουν συµπληρωµατικές λήψεις. Με την εµπειρία όµως που αποκτήθηκε στη συνέχεια, ο αριθµός των µελισσών που λαµβανόταν σε κάθε δείγµα, απείχε ελάχιστα από το 1% που έπρεπε να ληφθεί. Στη συνέχεια αφαιρούταν το µικρό πώµα από καουτσούκ του δοχείου και εισαγόταν βύσµα βαµβακιού εµποτισµένο µε αιθέρα. Το δοχείο τοποθετιόταν σε σκιερό χώρο επί 5-10 λεπτά µέχρι να αναισθητοποιηθούν οι µέλισσες. Ακολούθως ανοιγόταν το δοχείο, αποµακρυνόταν ο στειλεός, και το περιεχόµενο του δοχείου µεταφερόταν επάνω σε φύλλο λευκού χαρτιού. Αρχικά, µετριόταν ο αριθµός των µελισσών που είχαν αναισθητοποιηθεί και στη συνέχεια µε ιδιαίτερη προσοχή µετριόταν τα ακάρεα τα οποία ανευρίσκονταν επάνω στο χαρτί καθώς και αυτά που τυχόν είχαν παραµείνει προσκολληµένα επάνω στις µέλισσες. Επιπροσθέτως µετριόταν ο αριθµός των ακάρεων που υπήρχαν στα τοιχώµατα του δοχείου και προσθέτονταν µε τα ακάρεα που βρίσκονταν επάνω στο χαρτί, ώστε να υπολογιστεί το συνολικό άθροισµα των ακάρεων που υπήρχαν στο δείγµα των µελισσών. Μετά την ολοκλήρωση των παραπάνω εργασιών γινόταν αναγωγή στη µονάδα του αριθµού των ακάρεων σε σχέση µε τον αριθµό των µελισσών και εξάγονταν το ποσοστό µόλυνσης των µελισσών.

118 Υπολογισµός του ποσοστού µόλυνσης του γόνου Για τον υπολογισµό του ποσοστού µόλυνσης του σφραγισµένου γόνου διανοιγόταν το 1% του σφραγισµένου εργατικού γόνου και του κηφηνογόνου µε βάση τον υπολογισµό της προηγούµενης καταµέτρησης της ενότητας I. Για τον σκοπό αυτό, αποµακρύνονταν ένα ή δυο, κατά περίπτωση, πλαίσια µε σφραγισµένο γόνο κατά προτίµηση ποικίλης ηλικίας τα οποία µεταφέρονταν στο εργαστήριο. Το προς εξέταση πλαίσιο τοποθετιόταν σε επικλινή θέση επάνω σε ειδική βάση στήριξης πλαισίων κυψέλης, η οποία επέτρεπε την επισκόπηση των κελιών από διαφορετική γωνία παρατήρησης (από 90 µέχρι 180 ). Με τη βοήθεια ειδικού τροχήλατου µεγεθυντικού φακού µε ισχυρό ψυχρό φωτισµό, διανοιγόταν ορισµένος αριθµός εργατικών κελιών και κηφηνοκελιών ο οποίος αντιστοιχούσε στο 1% του γόνου που είχε υπολογιστεί στην προηγούµενη ενότητα Ι. Η επιλογή των κελιών προς διάνοιξη γινόταν µε βάση γεννήτρια τυχαιοποιηµένων αριθµών µετά από χρήση προγράµµατος Excel. Για κάθε πλαίσιο, ο µισός αριθµός των κελιών διανοίγονταν από τη µια πλευρά του πλαισίου και ο άλλος από την άλλη. Σε κάθε πλευρά διανοίγονταν κελιά από διαφορετικές περιοχές της κηρήθρας. Στην περίπτωση µεταφοράς στο εργαστήριο δυο πλαισίων, διανοίγονταν ισάριθµα κελιά από κάθε πλευρά του κάθε πλαισίου και σε κάθε πλευρά από διαφορετικές περιοχές. Η διάνοιξη των κελιών γινόταν µε τη βοήθεια µεταλλικής ακίδας µε κυρτό άκρο, µε τη βοήθεια της οποίας διανοιγόταν το κάλυµµα του κελιού, αναστρεφόταν, εξεταζόταν εσωτερικά για ενδεχόµενη παρουσία ακάρεων και κατόπιν αποµακρυνόταν. Στη συνέχεια, εξεταζόταν το ορατό τµήµα του γόνου της µέλισσας όπως και τα τοιχώµατα του κελιού για πιθανή παρουσία ακάρεων κάθε εξελικτικού σταδίου καθώς και για την παρουσία τυχόν περιττωµάτων των ακάρεων. Η εξακρίβωση της παρουσίας περιττωµάτων κοντά στο σφράγισµα του κελιού επέβαλε την προσεκτική διεξαγωγή όλων των επόµενων ενεργειών προκειµένου ν αποφευχθούν ενδεχόµενες απώλειες ακάρεων που βρίσκονταν σε βαθύτερα σηµεία του κελιού και τα οποία δεν ήταν ορατά µετά την αποµάκρυνση του σφραγίσµατος. Αµέσως µετά την ανεύρεση περιττωµάτων και ενήλικων ακάρεων, το κελί χαρακτηριζόταν και καταγραφόταν ως µολυσµένο. Επίσης, καταγραφόταν το

119 119 είδος του κελιού, η ηλικία του γόνου µε βάση τα µορφολογικά του χαρακτηριστικά (Πίνακες 1,2). Μετά την ολοκλήρωση της διάνοιξης και καταγραφής των δεδοµένων γινόταν αναγωγή στη µονάδα και υπολογιζόταν το επί τοις εκατό (%) ποσοστό µόλυνσης του κάθε είδους γόνου. Τα ευρήµατα των ενεργειών της ενότητας ΙΙ καταγράφονταν και µεταφέρονταν στον Η/Υ κατά είδος γόνου, σε ξεχωριστούς πίνακες, ώστε να είναι δυνατή η περαιτέρω επεξεργασία τους Εκτίµηση του αριθµού των βαρροών ανά µέτρηση Εκτιµήθηκε ο αριθµός των βαρροών που υπήρχαν κατά µέσο όρο, σε κάθε µέτρηση. Η εκτίµηση έγινε µε τον πολλαπλασιασµό του αριθµού των ενήλικων µελισσών και των σφραγισµένων εργατικών κελιών που διαπιστώθηκαν σε κάθε µέτρηση επί το αντίστοιχο ποσοστό µόλυνσης των ενήλικων µελισσών και του εργατικού γόνου και την άθροιση των δύο γινοµένων ΕΝΟΤΗΤΑ ΙΙΙ Στην ενότητα αυτή µελετήθηκε η αναπαραγωγική δραστηριότητα της βαρρόας. Προσδιορίστηκαν οι αναπαραγωγικοί της συντελεστές και διερευνήθηκαν οι παράµετροι που προσδιορίζουν και επηρεάζουν το αναπαραγωγικό πηλίκο της βαρρόας. Η εξαγωγή και ερµηνεία των αποτελεσµάτων έγινε µετά από λεπτοµερή εξέταση, καταγραφή και επεξεργασία των ευρηµάτων των µολυσµένων κελιών. Η ενότητα III περιελάµβανε τις εξής ενέργειες: 1. ιαπίστωση της προσβολής των µολυσµένων κελιών από µια, δυο ή περισσότερες βαρρόες µητρικής γενεάς. 2. ιαπίστωση της παρουσίας ή απουσίας µέσα στα µολυσµένα κελιά απογόνων, καταµέτρηση του αριθµού τους, προσδιορισµός του σταδίου εξέλιξης των απογόνων καθώς και της βιωσιµότητάς τους. 3. ιερεύνηση για την ύπαρξη πιθανής σχέσης των παραπάνω παραµέτρων µε την εποχή. 4. Εκτίµηση της προτίµησης της βαρρόας προς το είδος του γόνου.

120 120 Πίνακας 1: Μορφολογικά χαρακτηριστικά σφραγισµένου εργατικού γόνου σε ΗΛΙΚΙΑ διαφορετικές ηλικίες (σε ηµέρες) ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΓΟΝΟΥ 9 Προνύµφη ακίνητη ή σε κάµψη Προχρυσαλίδα, όρθια ακίνητη 12 Ολόλευκη χρυσαλίδα 13 Χρυσαλίδα µε ελαφρά χρωµατισµένους οφθαλµούς 14 Χρυσαλίδα µε ρόδινους οφθαλµούς 15 Οφθαλµοί ελαφρώς ή εντόνως ερυθροί. Σώµα ολόλευκο 16 Έντονα χρωµατισµένοι οφθαλµοί. Σώµα ελαφρώς κιτρινωπό Βυσσινόχρωµοι οφθαλµοί µε κίτρινο ή καφεκίτρινο θώρακα, µε σκουρόχρωµες κεραίες και σκουρόχρωµα άκρα 20 Χαρακτηριστικά ενήλικης µέλισσας µε ατελή πτέρυγες και λίγες τρίχες 21 Χαρακτηριστικά ενήλικης µέλισσας µε µεγάλες ξανθόλευκες τρίχες Πίνακας 2: Μορφολογικά χαρακτηριστικά σφραγισµένου κηφηνογόνου σε διαφορετικές ηλικίες (σε ηµέρες) ΗΛΙΚΙ Α ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΗΦΗΝΟΓΟΝΟΥ 11 Προνύµφη ακίνητη ή σε κάµψη Προχρυσαλίδα όρθια ακίνητη 14 Ολόλευκη χρυσαλίδα 15 Χρυσαλίδα µε ελαφρά χρωµατισµένους οφθαλµούς 16 Χρυσαλίδα µε ρόδινους οφθαλµούς 17 Οφθαλµοί ελαφρώς ή εντόνως ερυθροί. Σώµα λευκό 18 Έντονα χρωµατισµένοι οφθαλµοί µε σώµα ελαφρώς κιτρινωπό Πορφυροί ή βυσσινόχρωµοι οφθαλµοί µε κίτρινο ή καφεκίτρινο θώρακα και σκουρόχρωµες κεραίες και άκρα Χαρακτηριστικά ενήλικου κηφήνα µε ατελή πτέρυγες και λίγες τρίχες 24 Χαρακτηριστικά ενήλικου κηφήνα

121 121 Οι παρατηρήσεις της ενότητας ΙΙΙ συνέπιπταν χρονικά µε αυτές της ενότητας ΙΙ και αποτελούσαν συνέχεια του υπολογισµού του ποσοστού % µόλυνσης του γόνου Προσδιορισµός της αναπαραγωγικής δραστηριότητας της βαρρόας Μετά τη διάνοιξη των κελιών και τη διαπίστωση της µόλυνσής τους, ακολουθούσε λεπτοµερής διερεύνηση του κάθε µολυσµένου κελιού και καταγραφή παντός είδους ευρηµάτων. Συγκεκριµένα καταγραφόταν: ο αριθµός των βαρροών της µητρικής γενεάς οι οποίες είχαν εισέλθει στο κελί για ωοτοκία, η παρουσία ή η απουσία απογόνων καθώς και ο αριθµός των ενήλικων θηλυκών απογόνων οι οποίοι αποτελούσαν τις βαρρόες της θυγατρικής γενεάς. Για την επίτευξη του παραπάνω στόχου, όλα τα ακάρεα τα οποία ανέβαιναν στα άνω χείλη του κελιού ή εξέρχονταν προς ανεύρεση ενήλικων µελισσών, λαµβάνονταν µε τη βοήθεια της ακίδας διάνοιξης του σφραγίσµατος των κελιών ή µε τη βοήθεια λεπτότατου πινέλου ζωγραφικής και µεταφέρονταν µέσα σε τρυβλίο Petri ο πυθµένας του οποίου καλυπτόταν µε απορροφητικό χαρτί εµποτισµένο µε νερό. Στη συνέχεια, το χείλος του τρυβλίου φερόταν σε επαφή µε το χείλος του κάτω τοιχώµατος του µολυσµένου κελιού που είχε ανοιχθεί. Με τη βοήθεια ανατοµικής λαβίδας, η προνύµφη ή η νύµφη της µέλισσας συλλαµβανόταν και εξαγόταν από το κελί και τοποθετιόταν µε προσοχή µέσα στο τρυβλίο Petri, µαζί µε άλλα ενήλικα ακάρεα ή εξελικτικά στάδια των ακάρεων τα οποία ενδεχοµένως βρίσκονταν επάνω στο σώµα της. Μετά την αποµάκρυνση του γόνου γινόταν προσεκτική εξέταση στο εσωτερικό του κελιού, µε τη βοήθεια του µεγεθυντικού φακού, για την παρουσία αυγών ή εξελικτικών σταδίων των ακάρεων. Ενήλικα ακάρεα, δευτερονύµφες και πρωτονύµφες, κινητές ή ακίνητες καθώς και αυγά που παρέµεναν µέσα στο κελί, µεταφέρονταν, µε τη βοήθεια λεπτότατου πινέλου, µέσα στο τρυβλίο Petri. Αφού ολοκληρωνόταν η εξέταση του κελιού και η µεταφορά του περιεχοµένου του, το τρυβλίο τοποθετιόταν κάτω από στερεοσκόπιο και, υπό µεγέθυνση, γινόταν η καταµέτρηση των ακάρεων που είχαν ανεβρεθεί όπως

122 122 και ο διαχωρισµός τους σε νεκρά ή ζωντανά, σε ανοικτόχρωµες ή σκουρόχρωµες βαρρόες. Επίσης, γινόταν η ταυτοποίηση του εξελικτικού σταδίου και του φύλου των απογόνων, µε βάση τα µορφολογικά τους γνωρίσµατα (Delfinado-Baker, 1984). Στη συνέχεια, καταγράφονταν όλα τα ευρήµατα. Μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης του κελιού, επανεξετάζονταν τα στοιχεία που είχαν ήδη καταγραφεί, ώστε να καταστεί απόλυτα έγκυρη η µελλοντική εκτίµησή τους. Τα ευρήµατα από κάθε κελί καταγράφονταν ανά µελίσσι, ανά ηµεροµηνία εξέτασης, ανά είδος και ανά ηλικία του εξεταζόµενου γόνου, σε ξεχωριστούς πίνακες στον Η/Υ ώστε να είναι δυνατή η περαιτέρω επεξεργασία τους Επεξεργασία και εκτίµηση των ευρηµάτων Αµέσως µετά την ολοκλήρωση της έρευνας άρχισε η επεξεργασία των αποτελεσµάτων. Συγκεκριµένα και για τα δυο είδη γόνου υπολογίστηκαν: 1) οι αριθµοί των προσβεβληµένων και µη κελιών και το αντίστοιχο ποσοστό % προσβολής των κελιών, 2) το ποσοστό απλής και πολλαπλής προσβολής των µολυσµένων κελιών, 3) οι αριθµοί και τα αντίστοιχα ποσοστά % των βαρροών µε ή χωρίς απογόνους, 4) οι αριθµοί και τα αντίστοιχα ποσοστά % των βαρροών µε ή χωρίς βαρρόες θυγατρικής γενεάς, 5) το σύνολο των απογόνων και των βαρροών θυγατρικής γενεάς και 6) οι µέσοι αριθµοί των απογόνων και των βαρροών θυγατρικής γενεάς που προκύπτουν ανά βαρρόα µητρικής γενεάς, σε διαφορετικές ηλικίες του γόνου της µέλισσας και σε κελιά µε απλή ή πολλαπλή προσβολή. Επιπλέον, διερευνήθηκε η ύπαρξη πιθανής σχέσης των παραπάνω παραµέτρων µε την εποχή και την εξέλιξη της έρευνας. Οι υπολογισµοί που προαναφέρθηκαν, έγιναν συνολικά για όλες τις ηλικίες γόνου και ξεχωριστά για διαφορετικές ηλικίες του γόνου της µέλισσας. Ειδικότερα, για τα µολυσµένα κελιά µε γόνο ηλικίας 21 ηµερών υπολογίστηκαν ξεχωριστά και αναλυτικά όλοι οι αριθµοί και τα επί τοις εκατό ποσοστά κελιών και βαρροών καθώς επίσης και οι αναπαραγωγικοί συντελεστές επειδή µόνο από κελιά αυτής της ηλικίας είναι δυνατόν να εξαχθούν ασφαλή αποτελέσµατα σχετικά µε τα ποσοστά ατεκνίας και αναπαραγωγής βιώσιµων γονιµοποιηµένων θηλυκών απογόνων.

123 123 Μετά την ολοκλήρωση της καταγραφής των ευρηµάτων από τη διάνοιξη του 1% των εργατικών κελιών και των κηφηνοκελιών, υπολογίστηκε το σύνολο των µολυσµένων κελιών και το σύνολο των βαρροών που είχαν ανεβρεθεί µέσα σε αυτά. Στη συνέχεια, έγινε αναγωγή στη µονάδα και υπολογίστηκε ο αριθµός των βαρροών µητρικής γενεάς ο οποίος προκύπτει ανά κελί, ξεχωριστά για κάθε είδος γόνου. Ο αριθµός αυτός χαρακτηρίζεται ως αριθµός βαρροών µητρικής γενεάς ανά µολυσµένο κελί ή βαθµός προσβολής κελιού (βαρρόα / κελί) ΕΝΟΤΗΤΑ ΙV Προσδιορισµός της θνησιµότητας των βαρροών Κάθε δύο ή και περισσότερες ηµέρες, ανάλογα µε τις καιρικές συνθήκες, αποµακρύνονταν οι µεταλλικοί δίσκοι από τους πυθµένες των κυψελών, εξετάζονταν προσεκτικά µε τη βοήθεια µεγεθυντικού φακού και καταµετρούνταν τα ακάρεα που υπήρχαν επάνω σ αυτούς. Με βάση το βαθµό της χιτινοποίησης του εξωδέρµατος, οι βαρρόες διακρίνονταν σε σκουρόχρωµες (σκούρες καστανές, καστανές ή ερυθροκάστανες) και ανοικτόχρωµες (ξανθές ή καστανόξανθες). Καταγραφόταν ο επί µέρους αριθµός κάθε κατηγορίας και υπολογιζόταν ο συνολικός αριθµός βαρροών στον πυθµένα κάθε κυψέλης. Επιπροσθέτως, καταγράφονταν η παρουσία δευτερονυµφών ή άλλων εξελικτικών σταδίων του ακάρεως, η παρουσία νεκρών προνυµφών από ασκοσφαίρωση, προνυµφών Galleria mellonela, µυρµηγκιών, καθώς και κάθε άλλο αξιοσηµείωτο εύρηµα. Στη συνέχεια, ο δίσκος καθαριζόταν και επανατοποθετιόταν στον πυθµένα της κυψέλης. Με τη συµπλήρωση των 21 ηµερών, υπολογιζόταν το συνολικό άθροισµα των βαρροών που είχαν καταµετρηθεί στον πυθµένα των κυψελών στο χρονικό αυτό διάστηµα, τόσο για τις ανοικτόχρωµες και τις σκουρόχρωµες βαρρόες όσο και για το σύνολο των δυο. Το άθροισµα όλων των βαρροών οι οποίες ανευρίσκονταν στους πυθµένες των κυψελών, αντιπροσώπευε το συνολικό αριθµό των ακάρεων που αποµακρύνονταν από το µελίσσι και αντιστοιχούσε στο ρυθµό θνησιµότητας του πληθυσµού των βαρροών κατά τη διάρκεια µιας περιόδου µετρήσεων 21 ηµερών. Το άθροισµα αυτό του συνολικού αριθµού των βαρροών που καταµετρούνταν σε κάθε περίοδο

124 124 µετρήσεων των 21 ηµερών, διαιρούµενο µε τον αριθµό 21 που αντιπροσώπευε την περίοδο της καταµέτρησης, προσδιόριζε την ηµερήσια θνησιµότητα των βαρροών κατά συγκεκριµένη περίοδο µετρήσεων. Ειδικά για την 18 η περίοδο µέτρησης (30/3 ως 9/4/2000) το χρονικό διάστηµα καταµέτρησης των ακάρεων ήταν 10 ηµέρες. Οι επόµενες όµως περίοδοι µετρήσεων από 10/4 µέχρι το τέλος της έρευνας περιελάµβαναν χρονικά διαστήµατα αντίστοιχα µε αυτά του πρώτου χρόνου. Ο καταµερισµός των µετρήσεων µε τον προαναφερθέντα τρόπο διευκόλυνε τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσµάτων. Σχετικά µε τα ακάρεα που συλλέγονταν στον πυθµένα των κυψελών είναι σηµαντικό να αναφερθεί ότι αυτά ήταν: νεκρά ακάρεα ή ακάρεα τα οποία από άγνωστη αιτία αδυνατούσαν να παραµείνουν επάνω στις µέλισσες και έπεφταν στους πυθµένες «παγίδες», ή ζωντανά αρτιµελή ή ζωντανά ακάρεα τραυµατισµένα από τις µέλισσες, τα οποία αποµακρύνονταν από το µελίσσι πιθανόν κατά την εκδήλωση της συµπεριφοράς περιποίησης ή / και της εξυγιαντικής συµπεριφοράς των µελισσών. Όσον αφορά το βαθµό χιτινοποίησης του εξωσκελετού των βαρροών: οι σκουρόχρωµες βαρρόες είναι γενικά βαρρόες µεγάλης ηλικίας οι οποίες είναι δυνατόν να έχουν ωοτοκήσει µια ή περισσότερες φορές, ενώ οι ανοικτόχρωµες είναι βαρρόες νεαρής ηλικίας οι οποίες έχουν εξέλθει πρόσφατα από εργατικό κελί ή κηφηνοκελί. Επεξεργασία των δεδοµένων της έρευνας Τα ευρήµατα από κάθε παρατήρηση ή ενέργεια, καθώς και όλοι οι υπολογισµοί που γίνονταν, καταγράφονταν ηµερολογιακά σε ειδικούς πίνακες στον Η/Υ. Στη συνέχεια, µε τη χρήση του προγράµµατος Access (σε περιβάλλον Windows 98), τα δεδοµένα εισάγονταν σε ειδικό πρόγραµµα επεξεργασίας βάσης δεδοµένων, έτσι ώστε να είναι γρήγορη και εύκολη η οργάνωση, ο έλεγχος και η επεξεργασία τους καθώς επίσης και η µελλοντική στατιστική τους ανάλυση. 3. ΠΡΟΣ ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟ ΜΕΛΕΤΗ ΕΙ ΟΥΣ ΒΑΡΡΟΑΣ Για τη διερεύνηση του είδους και του απλοτύπου του υπό µελέτη ακάρεως, δείγµατα βαρροών στάλθηκαν στο CSIRO Entomology, στην

125 125 Canberra της Αυστραλίας, µετά από προσωπική επικοινωνία και συνεννόηση µε τον υπεύθυνο επιστήµονα έρευνας, καθηγητή κ. Denis L. Anderson. Τα δείγµατα προς εξέταση αποτελούνταν από βαρρόες µητρικής και θυγατρικής γενεάς οι οποίες συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας από σφραγισµένα εργατικά κελιά και κηφηνοκελιά. Μετά τη συλλογή, οι βαρρόες τοποθετήθηκαν µέσα σε φιαλίδια µε αιθανόλη 70% και διατηρήθηκαν σε συνθήκες κατάψυξης. Από τα δείγµατα αυτά επιλέχθηκε τυχαία ένας αριθµός βαρροών ο οποίος τοποθετήθηκε για ασφαλέστερη αποστολή, µέσα σε ειδικά φιαλίδια ασφαλείας (NALGENE cryotubes) στα οποία υπήρχε διάλυµα αιθανόλης 70%. 4. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ Για κάθε παράµετρο της έρευνας, αναλύσαµε τα αποτελέσµατα συγκρίνοντας κάθε µέτρηση µε την προηγούµενη, µε την επόµενη και µε την αντίστοιχη του επόµενου χρόνου. Σε περιπτώσεις, όπου η µεταβολή ήταν στατιστικά σηµαντική, αναφέρεται το επίπεδο σηµαντικότητας. Το σύνολο των µετρήσεων χωρίσθηκε σε συγκεκριµένες χρονικές περιόδους, οι οποίες οριοθετήθηκαν µε βάση τη βιολογία του µελισσιού. Ως γνωστό, ο γόνος που εκτρέφει ένα µελίσσι αυξάνεται από το Μάρτιο / Απρίλιο µέχρι τα τέλη Ιουνίου / αρχές Ιουλίου, ενώ αντίθετα, µειώνεται στο διάστηµα Οκτωβρίου εκεµβρίου. Κατά συνέπεια µια πρώτη περίοδος περιλαµβάνει το χρονικό διάστηµα από Απρίλιο µέχρι Ιούνιο, µια δεύτερη από Ιούλιο µέχρι Σεπτέµβριο και µια τρίτη από Οκτώβριο µέχρι εκέµβριο. Κάθε περίοδος περιλαµβάνει τέσσερις ή έξι µετρήσεις ανάλογα µε την παράµετρο η οποία ερευνήθηκε. Οι περίοδοι που οριοθετήθηκαν για όλες τις παραµέτρους της έρευνας εκτός αυτών που αναφέρονται στη θνησιµότητα των βαρροών είναι οι εξής: 1) Απρίλιος Ιούλιος 1999, 2) Ιούλιος Σεπτέµβριος 1999, 3) Σεπτέµβριος εκέµβριος 1999, 4) Απρίλιος Ιούλιος 2000, 5) Ιούλιος Σεπτέµβριος Για τη στατιστική ανάλυση των µετρήσεων οι οποίες έχουν σχέση µε τη θνησιµότητα των ακάρεων στους πυθµένες των κυψελών το χρονικό διάστηµα της έρευνας χωρίστηκε σε έξι χρονικές περιόδους. Οι χρονικές αυτές περίοδοι που σχετίζονται µε τη θνησιµότητα των ακάρεων αποτελούν ουσιαστικά ένα χρονικό διάστηµα το οποίο περιλαµβάνει ένα συγκεκριµένο αριθµό (τέσσερις

126 126 ή έξι) περιόδων µετρήσεων των 21 ηµερών. Για τη θνησιµότητα των ακάρεων, οι περίοδοι στατιστικής ανάλυσηςς είναι οι εξής: 1) Απρίλιος Ιούλιος 1999, 2) Ιούλιος τελευταίο δεκαήµερο Σεπτεµβρίου 1999, 3) τελευταίο δεκαήµερο Σεπτεµβρίου µέσα εκεµβρίου 1999, 4) µέσα εκεµβρίου 1999 Απρίλιος 2000, 5) Απρίλιος 2000 Ιούλιος 2000, 6) Ιούλιος 2000 τελευταίο δεκαήµερο Σεπτεµβρίου Με την κατάταξη του συνόλου των µετρήσεων σε περιόδους και µε τη στατιστική τους ανάλυση, δόθηκε η δυνατότητα να διαπιστωθούν ενδεχόµενες µεταβολές στις παραµέτρους της έρευνας στη διάρκεια του χρόνου. Αξίζει να σηµειωθεί ότι οι µεταβολές αυτές δε θα ήταν δυνατόν να διαπιστωθούν χωρίς τη στατιστική ανάλυση των χρονικών περιόδων. Επιπλέον, µε τη σύγκριση και τη στατιστική ανάλυση περιόδων του πρώτου χρόνου κατά αντιπαραβολή µε όµοιες περιόδους του δεύτερου χρόνου έρευνας, διαπιστώθηκαν µεταβολές από χρόνο σε χρόνο. Για τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσµάτων χρησιµοποιήθηκαν τα στατιστικά πακέτα SPSS και Excel 2000 για Windows 98. Οι µέθοδοι που χρησιµοποιήθηκαν είναι οι εξής: i. Ο έλεγχος student (t-test paired) για τη διαπίστωση διαφορών και τη σύγκριση των τιµών µεταξύ των µελισσιών σε όλες τις παραµέτρους της έρευνας ii. Ο έλεγχος student κατά ζεύγη (t-test paired), για τη διαπίστωση διαφορών και για τη σύγκριση των µέσων τιµών κάθε µέτρησης µε όλες τις άλλες µετρήσεις και ειδικότερα για τη σύγκριση µετρήσεων όµοιων χρονικών σηµείων µεταξύ πρώτου και δεύτερου χρόνου της έρευνας iii. Ο έλεγχος student κατά ζεύγη (t-test paired) χρησιµοποιήθηκε και για τη διαπίστωση διαφορών και για τη σύγκριση των µέσων τιµών µεταξύ χρονικών περιόδων της έρευνας iv. Ο συντελεστής r του Pearson για τη µέτρηση του βαθµού γραµµικής συσχέτισης δυο µεταβλητών v. Η παλινδρόµηση για τον προσδιορισµό της ευθείας που περιγράφει τη γραµµική σχέση ανάµεσα σε 2 µεταβλητές. Ως επίπεδο σηµαντικότητας των διαφορών λήφθηκε το 5% εκτός αν αναφέρετε διαφορετικά.

127 127 ΙΙ. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Από τα 15 µελίσσια εξαιρέθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας, τρία. Το ένα χάθηκε εξαιτίας του θανάτου της βασίλισσας κατά την έναρξη του πειραµατισµού και τα άλλα δύο έχασαν τη βασίλισσά τους κατά τη διάρκεια των παρατηρήσεων του χειµώνα. Τα δείγµατα που λήφθηκαν από τα προαναφερθέντα µελίσσια µέχρι το θάνατό τους, δεν υπολογίστηκαν στην εκτίµηση των αποτελεσµάτων. 1. ΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΟΣΜΗΝΩΝ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ Apis mellifera macedonica ΕΝΟΤΗΤΑ Ι Από τις παρατηρήσεις µας στη δυναµική του πληθυσµού της µέλισσας Apis mellifera macedonica Ruttner, διαπιστώθηκαν τα παρακάτω: Μέσος πληθυσµός ενήλικων µελισσών Για τις 22 συνολικά µετρήσεις, ο µέσος όρος του πληθυσµού των ενήλικων µελισσών εκτιµήθηκε στις ± 968 (±SEM) µέλισσες. Κατά τη διάρκεια των 18 µηνών της έρευνας, παρουσίασε διακυµάνσεις τόσο από µέτρηση σε µέτρηση όσο και από χρόνο σε χρόνο (πίνακας 3, γράφηµα 1). Τον πρώτο χρόνο, ο πληθυσµός των ενήλικων µελισσών αυξήθηκε µε ταχύ ρυθµό, σε όλα τα µελίσσια της έρευνας. Από την 1 η µέτρηση, µέσα Απριλίου µέχρι την 4 η, µέσα Ιουνίου 1999, η αύξηση ήταν ιδιαίτερα σηµαντική από µέτρηση σε µέτρηση (P<0,05). Στην έναρξη της έρευνας, στις 16 Απριλίου 1999, ο µέσος πληθυσµός των ενήλικων µελισσών εκτιµήθηκε στις 7083 ± 393 (±SEM) µέλισσες ενώ στην 4 η µέτρηση, στις 18 Ιουνίου 1999, εκτιµήθηκε στις ± 1388 (±SEM). Μείωση παρατηρήθηκε το πρώτο δεκαήµερο του Ιουλίου οπότε εκτιµήθηκε στις ± 1436 (±SEM) µέλισσες. Στην 6 η µέτρηση, τέλη Ιουλίου, διατηρήθηκε περίπου στα ίδια επίπεδα. Στην αρχή του τελευταίου δεκαηµέρου του Αυγούστου, παρουσιάστηκε ελαφρά µείωση ενώ στην 8 η µέτρηση, πρώτο δεκαπενθήµερο του Σεπτεµβρίου, διαπιστώθηκε αύξηση, σηµαντική στατιστικά συγκριτικά µε την προηγούµενη µέτρηση (P<0,05). Από την 9 η µέχρι την 10 η µέτρηση, στις 22 Οκτωβρίου

128 , παρατηρήθηκε βραδεία µείωση του πληθυσµού, ενώ το Νοέµβριο και το εκέµβριο ο πληθυσµός των ενήλικων µελισσών µειώθηκε µε ταχύτερο ρυθµό. Στην 12 η µέτρηση, αρχές εκεµβρίου, ο µέσος πληθυσµός εκτιµήθηκε στις ± 1061 (±SEM) µέλισσες Ενήλικες µέλισσες /4/99 7/5/99 28/5/99 18/6/99 9/7/99 30/7/99 20/8/99 10/9/99 1/10/99 22/10/99 12/11/99 3/12/99 9/1/00 5/3/00 5/4/00 11/5/00 Μετρήσεις 1/6/00 22/6/00 13/7/00 3/8/00 24/8/00 14/9/00 Γράφηµα 1: Μέσος αριθµός ενήλικων µελισσών Η µείωση του πληθυσµού συνεχίσθηκε προοδευτικά, και στους πρώτους µήνες του δεύτερου χρόνου των παρατηρήσεων. Στη 14η µέτρηση, αρχές Μαρτίου 2000, ο µέσος πληθυσµός εκτιµήθηκε στις ± 622 (±SEM) µέλισσες και ήταν σηµαντικά µικρότερος συγκριτικά µε το εκέµβριο 1999 (P<0,05). Στη συνέχεια, ο πληθυσµός αυξήθηκε προοδευτικά µε ταχύ ρυθµό, από το Μάρτιο (14 η µέτρηση) µέχρι το Μάιο 2000 (16 η µέτρηση) και σε σηµαντικό βαθµό από µέτρηση σε µέτρηση (P<0,05). Το Μάιο, ο µέσος πληθυσµός των ενήλικων µελισσών εκτιµήθηκε στις ± 2032 (±SEM) µέλισσες. Από το Μάιο µέχρι το τελευταίο δεκαήµερο του Ιουνίου (18 η µέτρηση) παρατηρήθηκε ελαφρά και βραδεία µείωση, ενώ στη 19 η µέτρηση, στις 13 Ιουλίου 2000,

129 129 παρουσιάστηκε αύξηση σε όλα τα µελίσσια. Ο µέσος πληθυσµός των µελισσιών εκτιµήθηκε στις ± 1419 (±SEM) µέλισσες. Πίνακας 3: Περιγραφικά στατιστικά σχετικά µε το µέσο πληθυσµό των Α/Α Ηµεροµηνία µετρήσεων ενήλικων µελισσών N Μέσος όρος Τυπικό σφάλµα του Τυπική µέσου απόκλιση (SEM) Ελάχιστη τιµή Μέγιστη τιµή 1 16/4/ /5/ /5/ /6/ /7/ /7/ /8/ /9/ /10/ /10/ /11/ /12/ /1/ /3/ /4/ /5/ /6/ /6/ /7/ /8/ /8/ /9/ Μέσος όρος Στην 20 η µέτρηση, αρχές Αυγούστου 2000, διαπιστώθηκε µείωση η οποία ήταν στατιστικά σηµαντική (P<0,05). Μείωση επίσης παρατηρήθηκε και στην επόµενη µέτρηση που έγινε στο τελευταίο δεκαήµερο του Αυγούστου, η οποία όµως δεν ήταν σηµαντική (P>0,05). Τέλος, στην 22 η µέτρηση, µέσα Σεπτεµβρίου 2000, παρατηρήθηκε ελαφρά αύξηση (P>0,05). Σε αυτή τη µέτρηση, ο µέσος πληθυσµός εκτιµήθηκε στις ± 1252 (±SEM) µέλισσες.

130 130 Από τη σύγκριση των τιµών των περιόδων Απριλίου Ιουνίου και Ιουλίου Σεπτεµβρίου του ίδιου χρόνου, διαπιστώνεται ότι ο µέσος πληθυσµός των µελισσών και τις δυο χρονιές, δεν παρουσίασε σηµαντικές διαφορές από περίοδο σε περίοδο (P>0,05). Συγκρίνοντας όµοιες χρονικές περιόδους των δυο χρόνων της έρευνας, διαπιστώνεται ότι ο πληθυσµός των µελισσών, το δεύτερο χρόνο ήταν υψηλότερος σχετικά µε τον πρώτο, τόσο στην περίοδο Απριλίου Ιουνίου, όσο και στην περίοδο Ιουλίου Σεπτεµβρίου. Και στις δυο περιόδους όµως, οι διαφορές δεν είναι σηµαντικές (P>0,05). Ειδικότερα για κάθε µέτρηση ξεχωριστά, διαπιστώνεται ότι ο πληθυσµός των ενήλικων µελισσών τον Απρίλιο (1 η µέτρηση) και το πρώτο δεκαήµερο του Μαΐου (2 η µέτρηση) του 1999 ήταν σηµαντικά χαµηλότερος από: 1) τους µήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Σεπτέµβριο και εκέµβριο (P<0,005) του 1999, 2) τους µήνες Απρίλιο, Μάιο και Σεπτέµβριο του 2000 (P<0,05). Οι παραπάνω παρατηρήσεις οφείλονται στο γεγονός ότι τα µελίσσια κατά την έναρξη της έρευνας, είχαν προέλθει από διαίρεση µε αποτέλεσµα ο πληθυσµός τους αρχικά να βρίσκεται σε χαµηλά επίπεδα. Οι προαναφερθείσες όµως διαφορές αποδεικνύουν ότι µελίσσια που προκύπτουν από διαίρεση, καταφέρνουν να αυξήσουν τον πληθυσµό τους σε υψηλά επίπεδα, ήδη από τον πρώτο χρόνο, κατά τη διάρκεια µιας περιόδου δραστηριότητας. Κατά τη διάρκεια της περιόδου Απριλίου Ιουλίου 1999, ο πληθυσµός αυξήθηκε ιδιαίτερα γρήγορα µετά τις δυο πρώτες µετρήσεις. Γι αυτό, µεταξύ πρώτου και δεύτερου χρόνου ενώ διαπιστώθηκαν διαφορές κατά τη σύγκριση µετρήσεων ίδιων χρονικών σηµείων της συγκεκριµένης περιόδου, δε διαπιστώθηκαν σηµαντικές διαφορές συνολικά για όλη την περίοδο. Ο πληθυσµός των ενήλικων µελισσών γενικά αυξήθηκε µε ταχύ ρυθµό από τους µήνες Μάρτιο / Απρίλιο µέχρι και τον Ιούνιο. Και τις δυο χρονιές παρατηρήθηκε µείωση το τελευταίο δεκαήµερο του Αυγούστου και αύξηση στη συνέχεια το Σεπτέµβριο. Με εξαίρεση την πρώτη περίοδο που τα µελίσσια προήλθαν από διαίρεση και την περίοδο Οκτωβρίου εκεµβρίου που ο πληθυσµός φυσιολογικά µειώνεται στα µελίσσια, ο πληθυσµός των ενήλικων µελισσών διατηρήθηκε περίπου στα ίδια επίπεδα.

131 Μέση έκταση σφραγισµένου εργατικού γόνου Για τις 22 συνολικά µετρήσεις, η µέση έκταση του σφραγισµένου εργατικού γόνου (µέσος αριθµός σφραγισµένων εργατικών κελιών) εκτιµήθηκε στα 5043 ± 555 (±SEM) κελιά. Κατά τη διάρκεια των 18 µηνών της έρευνας, κυµάνθηκε κατά µέσο όρο, από 88 µέχρι κελιά. Παρουσίασε όµως διακυµάνσεις τόσο από µέτρηση σε µέτρηση όσο και από χρόνο σε χρόνο (πίνακας 4, γράφηµα 2) Σφραγισµένα εργατικά κελιά /4/99 7/5/99 28/5/99 18/6/99 9/7/99 30/7/99 20/8/99 10/9/99 1/10/99 22/10/99 12/11/99 3/12/99 9/1/00 5/3/00 5/4/00 11/5/00 1/6/00 22/6/00 13/7/00 3/8/00 24/8/00 14/9/00 Μετρήσεις Γράφηµα 2: Μέσος αριθµός σφραγισµένων εργατικών κελιών Τον πρώτο χρόνο, η µέση έκταση του σφραγισµένου εργατικού γόνου (µέσος αριθµός σφραγισµένων εργατικών κελιών) αυξήθηκε µε ταχύ ρυθµό από τον Απρίλιο µέχρι και τα τέλη Μαΐου και σε σηµαντικό βαθµό από µέτρηση σε µέτρηση (P<0,05). Τον Απρίλιο εκτιµήθηκε στα 2947 ± 663 (±SEM) κελιά, ενώ στην 3 η µέτρηση, τέλη Μαΐου 1999, έφτασε στα ± 957 (±SEM) κελιά, σηµειώνοντας την υψηλότερη τιµή σε όλη τη διάρκεια της έρευνας. Στη συνέχεια παρατηρήθηκε βαθµιαία µείωση µέχρι την 5 η µέτρηση. Στην 4 η µέτρηση (18 Ιουνίου 1999), η µείωση ήταν µικρή (P>0,05) ενώ στην 5 η εξελίχθηκε σε σηµαντική (P=0,002). Στην 5 η µέτρηση που έγινε στο πρώτο

132 132 δεκαήµερο του Ιουλίου, ο εργατικός γόνος εκτιµήθηκε στα 5470 ± 518 (±SEM) κελιά. Στην 6 η µέτρηση, τέλη Ιουλίου, εκτιµήθηκε στα 6164 ± 193 (±SEM) κελιά, σηµειώνοντας ελαφρά αύξηση η οποία όµως ακολουθήθηκε από βραδεία µείωση µέχρι το πρώτο δεκαήµερο του µηνός Σεπτεµβρίου (8 η µέτρηση). Στην 9 η µέτρηση, αρχές Οκτωβρίου, η έκταση του εργατικού γόνου παρουσίασε ελαφρά αύξηση, ενώ στο τελευταίο δεκαήµερο του ίδιου µηνός παρουσίασε µείωση (P>0,05). Πίνακας 4: Περιγραφικά στατιστικά σχετικά µε το µέσο αριθµό σφραγισµένων Α/Α Ηµεροµηνία µετρήσεων εργατικών κελιών Ν Μέσος όρος Τυπικό σφάλµα του µέσου (SEM) Τυπική απόκλιση Ελάχιστη τιµή Μέγιστη τιµή 1 16/4/ /5/ /5/ /6/ /7/ /7/ /8/ /9/ /10/ /10/ /11/ /12/ /1/ /3/ /4/ /5/ /6/ /6/ /7/ /8/ /8/ /9/ Μέσος όρος Αντίθετα, στην 11 η µέτρηση, µέσα Νοεµβρίου 1999, ο εργατικός γόνος παρουσίασε σηµαντική µείωση (P<0,05), οπότε εκτιµήθηκε στα 1448 ± 163

133 133 (±SEM) κελιά. Στη συνέχεια, ελαττωνόταν προοδευτικά µέχρι τον Ιανουάριο οπότε σχεδόν µηδενίστηκε. Στην 13 η µέτρηση, Ιανουάριο του 2000, εκτιµήθηκε στα 88 ± 29 (±SEM) κελιά, σηµειώνοντας τη µικρότερη τιµή σε όλη τη διάρκεια της έρευνας. Στη 14 η µέτρηση, αρχές Μαρτίου 2000, ο εργατικός γόνος παρουσίασε σηµαντική αύξηση (P<0,05), σε σχέση µε την 13 η µέτρηση, (9 Ιανουαρίου 2000). Στη µέτρηση αυτή, ο µέσος αριθµός των σφραγισµένων εργατικών κελιών εκτιµήθηκε στα 783 ± 115 (±SEM) κελιά. Η αύξηση συνεχίστηκε και τον Απρίλιο, µε αποτέλεσµα µέσα σε ένα µήνα, από Μάρτιο µέχρι Απρίλιο, ο γόνος να φτάσει στα 5341 ± 391 (±SEM) κελιά. Η αύξηση αυτή ήταν στατιστικά σηµαντική (P=0) και αναµενόµενη για τη βιολογία του µελισσιού. Από τη 15 η µέτρηση, Απρίλιο 2000, µέχρι και τη 18 η, Ιούνιο 2000, ο γόνος κυµάνθηκε περίπου στα ίδια επίπεδα. Στη 19 η µέτρηση, (13 Ιουλίου 2000), αυξήθηκε αλλά σε µη σηµαντικό βαθµό (P>0,05). Στη συνέχεια, παρουσίασε βαθµιαία µείωση µέχρι την 21 η µέτρηση, τέλη Αυγούστου. Σε αυτήν τη µέτρηση, ο γόνος ήταν σηµαντικά λιγότερος σε σχέση µε τα µέσα Ιουλίου (P<0,001) όχι όµως σε σχέση µε τη µέτρηση στις αρχές Αυγούστου 2000 (P>0,05). Στην τελευταία µέτρηση, 22 η, (14 Σεπτεµβρίου 2000), ο µέσος εργατικός γόνος παρουσίασε σηµαντική αύξηση (P<0,05) και εκτιµήθηκε στα 5456 ± 91 (±SEM) κελιά. Η έκταση του σφραγισµένου εργατικού γόνου κατά την περίοδο Απριλίου Ιουνίου 1999, ήταν η µεγαλύτερη που παρατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της έρευνας. Η διαφορά όµως από τις άλλες περιόδους δεν ήταν σηµαντική (P>0,05), µε εξαίρεση την περίοδο Οκτωβρίου εκεµβρίου. Στις περιόδους Απριλίου Ιουνίου και Ιουλίου Σεπτεµβρίου δεν παρατηρήθηκαν σηµαντικές διαφορές µεταξύ πρώτου και δεύτερου χρόνου. Την περίοδο Οκτωβρίου εκεµβρίου 1999, η µέση έκταση του εργατικού γόνου είχε τη µικρότερη τιµή. Η τιµή όµως αυτή θεωρήθηκε αναµενόµενη και σύµφωνη µε τη βιολογία του µελισσιού, αφού κατά τη διάρκεια της προαναφερόµενης περιόδου, η εκτροφή του γόνου ελαχιστοποιείται ή και διακόπτεται. Επιπλέον, κατά τη σύγκριση διαφορετικών περιόδων και των δυο χρόνων, παρατηρήθηκαν οι παρακάτω διαφορές: Την περίοδο Ιουλίου Σεπτεµβρίου 1999, ο εργατικός γόνος δεν παρουσίαζε σηµαντικές διαφορές (P=0,057) συγκριτικά µε την περίοδο Οκτωβρίου εκεµβρίου του ίδιου έτους ενώ την περίοδο Ιουλίου Σεπτεµβρίου 2000, ο εργατικός γόνος ήταν σηµαντικά

134 134 περισσότερος (P<0,001) από αυτόν του Οκτωβρίου εκεµβρίου ηλαδή την περίοδο Ιουλίου Σεπτεµβρίου 2000, σε αντίθεση µε την ίδια περίοδο του 1999, υπήρχε σηµαντικά περισσότερος σφραγισµένος εργατικός γόνος σε σχέση µε την περίοδο Οκτωβρίου εκεµβρίου Στα περισσότερα µελίσσια, ο περισσότερος εργατικός γόνος παρατηρήθηκε σε δυο περιόδους: α) στην πρώτη περίοδο της έρευνας, από τον Απρίλιο µέχρι και τον Ιούνιο 1999, όταν τα µελίσσια προέρχονταν από διαίρεση και β) στην τελευταία περίοδο, από τον Ιούλιο µέχρι και το Σεπτέµβριο 2000, αµέσως µετά την αντικατάσταση των βασιλισσών. Αναλυτικότερα, κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου, θα πρέπει να επισηµανθεί ότι στη µέτρηση του Απριλίου 1999, η έκταση του εργατικού γόνου ήταν σε σηµαντικό βαθµό µικρότερη (P<0,05) από την έκταση που εκτιµήθηκε στην αντίστοιχη µέτρηση του επόµενου χρόνου, δηλαδή, του Απριλίου Η διαφορά αυτή οφείλεται, όπως προαναφέρθηκε, στο γεγονός ότι τον πρώτο χρόνο τα µελίσσια προήλθαν µετά από διαίρεση. Στη συνέχεια όµως υπήρξε ραγδαία αύξηση του γόνου, και έτσι αιτιολογείται ότι η µεγαλύτερη µέση έκταση εργατικού γόνου από όλες τις άλλες περιόδους της έρευνας, παρατηρήθηκε κατά την περίοδο Απριλίου Ιουνίου Αν και την περίοδο αυτή, η έκταση είναι η µεγαλύτερη που καταγράφηκε σε όλη τη διάρκεια της έρευνας, δε διαπιστώθηκαν εντούτοις σηµαντικές διαφορές µεταξύ των περιόδων (P>0,05). Σχετικά µε τις µετρήσεις, διαπιστώθηκε ότι στην 3 η µέτρηση (τέλη Μαΐου 1999), ο εργατικός γόνος έφτασε στην πιο υψηλή τιµή όλης της διάρκειας της έρευνας. Αξίζει όµως να σηµειωθεί, ότι δε διέφερε σε σηµαντικό βαθµό ούτε από την αντίστοιχη 17 η µέτρηση του δεύτερου χρόνου, ούτε ακόµη και από την 19 η µέτρηση (µέσα Ιουλίου 2000), η οποία έδωσε την υψηλότερη τιµή του δεύτερου χρόνου. Αντίθετα, στην 5 η µέτρηση (µέσα Ιουλίου 1999), ο γόνος ήταν σε σηµαντικά µικρότερη τιµή (P<0,05) συγκριτικά µε τη χρονικά αντίστοιχη 19 η µέτρηση του δεύτερου χρόνου. Πρέπει επίσης να αναφερθούν οι µειώσεις του εργατικού γόνου κατά τη διάρκεια της έρευνας οι οποίες είναι στατιστικά σηµαντικές (P<0,05). Οι µειώσεις αυτές παρατηρήθηκαν στα εξής χρονικά σηµεία: στην 5 η (9 Ιουλίου 1999) και στην 11 η µέτρηση (12 Νοεµβρίου 1999) συγκριτικά µε τις αµέσως προηγούµενες µετρήσεις,

135 135 στην 21 η µέτρηση (24 Αυγούστου 2000) σε σχέση µε τη 19 η µέτρηση (µέσα Ιουλίου 2000). Σχετικά µε τις αντικαταστάσεις των βασιλισσών θα πρέπει να αναφερθεί ότι: όλες οι αντικαταστάσεις των βασιλισσών ολοκληρώθηκαν µέχρι τη 18 η µέτρηση, (22 Ιουνίου 2000) Μέσος αριθµός σφραγισµένων κηφηνοκελιών Για τις 22 συνολικά µετρήσεις, η µέση τιµή κηφηνογόνου (µέσος αριθµός σφραγισµένων κηφηνοκελιών) εκτιµήθηκε στα 134 ± 31 (±SEM) κηφηνοκελιά. Γενικά, ο κηφηνογόνος παρουσίασε αύξηση από τον Απρίλιο µέχρι το Μάιο και βαθµιαία µείωση στη συνέχεια µέχρι το εκέµβριο µε κάποιες αυξοµειώσεις σε ορισµένες µετρήσεις και των δύο χρόνων (γράφηµα 3). Κατά τη διάρκεια των 18 µηνών της έρευνας, κυµάνθηκε κατά µέσο όρο, από 0,83 κηφηνοκελιά, τον Ιανουάριο του 2000, µέχρι 598 κηφηνοκελιά το Μάιο του ίδιου χρόνου (πίνακας 5) Κηφηνοκελιά /4/99 7/5/99 28/5/99 18/6/99 9/7/99 30/7/99 20/8/99 10/9/99 1/10/99 22/10/99 12/11/99 3/12/99 9/1/00 5/3/00 5/4/00 11/5/00 1/6/00 22/6/00 13/7/00 3/8/00 24/8/00 14/9/ Γράφηµα 3: Εξέλιξη του µέσου αριθµού σφραγισµένων κηφηνοκελιών Στον πρώτο χρόνο της έρευνας, ο κηφηνογόνος παρουσίασε βαθµιαία αύξηση από την 1 η µέτρηση, (µέσα Απριλίου 1999), µέχρι τη 2 η (πρώτο δεκαήµερο Μαΐου 1999). Στην 3 η µέτρηση, (τέλη Μαΐου), παρουσίασε ταχεία

136 136 αύξηση, οπότε και εκτιµήθηκε στα 361 ± 68 (±SEM) κηφηνοκελιά. Η τιµή αυτή διέφερε σηµαντικά (P<0,05) από την τιµή της 2 ης µέτρησης. Στην επόµενη 4 η µέτρηση, (µέσα Ιουνίου 1999) παρατηρήθηκε µείωση η οποία δεν ήταν στατιστικά σηµαντική. Η µείωση συνεχίστηκε βαθµιαία µέχρι την 6 η µέτρηση, (τέλη Ιουλίου), οπότε εκτιµήθηκε στα 70,5 ± 13,10 (±SEM) κηφηνοκελιά. Στην 7 η µέτρηση, (20 Αυγούστου 1999), διαπιστώθηκε ελαφρά αύξηση. Στη συνέχεια, ο κηφηνογόνος παρουσίασε και πάλι βαθµιαία µείωση η οποία συνεχίστηκε µέχρι τις αρχές του χειµώνα 1999 οπότε και διακόπηκε η εκτροφή του κηφηνογόνου. Πίνακας 5: Περιγραφικά στατιστικά σχετικά µε τον µέσο αριθµό των Α/Α Ηµεροµηνία µετρήσεων σφραγισµένων κηφηνοκελιών Ν Μέσος όρος Τυπικό σφάλµα του µέσου (SEM) Τυπική απόκλιση Ελάχιστη τιµή Μέγιστη τιµή 1 16/4/ /5/ /5/ /6/ /7/ /7/ /8/ /9/ /10/ /10/ /11/ /12/ ,56 1, /1/ ,83 0,37 1, /3/ /4/ /5/ /6/ /6/ /7/ /8/ /8/ /9/ Μέσος όρος ,83 598

137 137 Το δεύτερο χρόνο, στο πρώτο δεκαήµερο του Ιανουαρίου διαπιστώθηκε σε ορισµένα µελίσσια µικρός αριθµός κηφηνοκελιών. Στη συνέχεια παρατηρήθηκε βαθµιαία αύξηση και στις αρχές Μαρτίου 2000, ο κηφηνογόνος εκτιµήθηκε στα 4,83 ± 2 (±SEM) κηφηνοκελιά. Μετά τη µέτρηση αυτή παρατηρήθηκε ταχεία αύξηση. Στις αρχές Απριλίου 2000 (15 η µέτρηση) έφτασε στα 306 ± 58 (±SEM) κελιά, τιµή η οποία διέφερε σηµαντικά (P<0,05) από τη µέτρηση του Μαρτίου Η αύξηση συνεχίστηκε στο πρώτο δεκαήµερο του Μαΐου (16 η µέτρηση), και έφτασε στα 598 ± 159 (±SEM) κελιά (P>0,05). Στις αρχές του Ιουνίου 2000 (17 η µέτρηση) παρατηρήθηκε έντονη µείωση του κηφηνογόνου, µετρήθηκαν 251 ± 86 (±SEM) κελιά, αριθµός που διέφερε σηµαντικά (P<0,05) από αυτόν της προηγούµενης µέτρησης. Στη συνέχεια, ο αριθµός των σφραγισµένων κηφηνοκελιών µειωνόταν συνεχώς µέχρι το τελευταίο δεκαήµερο του Αυγούστου Στα µέσα του Σεπτεµβρίου (22 η µέτρηση) παρατηρήθηκε αύξηση του κηφηνογόνου. Από τις συγκρίσεις των τιµών των περιόδων διαπιστώνεται ότι: την περίοδο Απριλίου Ιουνίου 2000, ο αριθµός των κηφηνοκελιών ήταν ο µεγαλύτερος που παρατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της έρευνας. ε διέφερε όµως σε σηµαντικό βαθµό από αυτόν της αντίστοιχης περιόδου του πρώτου χρόνου της έρευνας. Ειδικότερα, και για κάθε µέτρηση, δε διαπιστώθηκαν σηµαντικές διαφορές µεταξύ πρώτου και δεύτερου χρόνου, στους µήνες Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο. Εντούτοις το δεύτερο χρόνο, η αύξηση από Μάρτιο σε Απρίλιο 2000 και η µείωση από Μάιο σε Ιούνιο 2000, ήταν στατιστικά σηµαντικές (P<0,05). Κατά την περίοδο Οκτωβρίου εκεµβρίου 1999, ο κηφηνογόνος ήταν στη µικρότερη τιµή η οποία ήταν σηµαντικά µικρότερη από τις περιόδους Απριλίου Ιουνίου 1999 και 2000 (P<0,05), την περίοδο Ιουνίου Σεπτεµβρίου 1999 (P<0,005) όχι όµως σηµαντικά µικρότερη από την περίοδο Ιουνίου Σεπτεµβρίου ηλαδή την περίοδο Ιουλίου Σεπτεµβρίου 2000, µετά τις αντικαταστάσεις των βασιλισσών, ο κηφηνογόνος έπεσε σε επίπεδα φθινοπώρου αρχών χειµώνα Μέσο ποσοστό κηφηνογόνου επί του συνολικού γόνου Το µέσο ποσοστό του κηφηνογόνου, για τις 22 συνολικά µετρήσεις της έρευνας, εκτιµήθηκε στο 2,09% ± 0,41 (±SEM). Κατά τη διάρκεια των 18

138 138 µηνών της έρευνας, κυµάνθηκε από 0,17% (12 η µέτρηση, στις 3 εκεµβρίου 1999) µέχρι 7,72%, (16 η µέτρηση, στις 11 Μαΐου του 2000) (πίνακας 6, γράφηµα 4). Το ποσοστό του κηφηνογόνου παρουσίασε - όπως ήταν αναµενόµενο - σηµαντικές διακυµάνσεις. Στα υψηλότερα επίπεδα έφτασε την περίοδο Απριλίου Ιουνίου του 2000 και διέφερε σηµαντικά µε όλες τις άλλες περιόδους της έρευνας (P<0,05) Ποσοστό % /4/99 7/5/99 28/5/99 18/6/99 9/7/99 30/7/99 20/8/99 10/9/99 1/10/99 22/10/99 12/11/99 3/12/99 9/1/00 Μετρήσεις Γράφηµα 4: Εξέλιξη του µέσου ποσοστού κηφηνογόνου 5/3/00 5/4/00 11/5/00 1/6/00 22/6/00 13/7/00 3/8/00 24/8/00 14/9/00 Τον Απρίλιο του 2000 (15 η µέτρηση), το ποσοστό έφτασε στο 5,68% ± 1,22 (±SEM) παρουσιάζοντας σηµαντική αύξηση (P<0,05) σχετικά µε την προηγούµενη µέτρηση που έγινε το Μάρτιο 2000, όταν εκτιµήθηκε στο 0,89% ± 0,29 (±SEM). Το Μάιο του 2000 (16 η µέτρηση), το µέσο ποσοστό % του κηφηνογόνου έφτασε στο 7,72% ± 2 (±SEM), σηµειώνοντας την υψηλότερη τιµή, καθ όλη τη διάρκεια της έρευνας. Στην ίδια µέτρηση, σε µελίσσι διαπιστώθηκε και η µέγιστη τιµή (20,3%) από όλη τη διάρκεια της έρευνας. Αντίθετα, τον Ιούνιο 2000 (17 η µέτρηση), το µέσο ποσοστό του κηφηνογόνου παρουσίασε σε σχέση µε τη µέτρηση του Μαΐου (16 η µέτρηση) σηµαντική

139 139 µείωση (P<0,05) και εκτιµήθηκε στο 3,81% ± 1,40 (±SEM). Στη συνέχεια, το µέσο ποσοστό του κηφηνογόνου επί του συνολικού γόνου µειωνόταν µέχρι την τελευταία µέτρηση της έρευνας, οπότε παρουσίασε µικρή αύξηση και εκτιµήθηκε σε 0,91% ± 0,59 (±SEM). Πίνακας 6: Περιγραφικά στατιστικά σχετικά µε το µέσο ποσοστό % Α/Α Ηµεροµηνία µετρήσεων κηφηνογόνου επί του συνολικού γόνου Ν Μέσος όρος Τυπικό Σφάλµα του µέσου (SEM) Τυπική απόκλιση Ελάχιστη τιµή Μέγιστη τιµή 1 16/4/ ,05 1,28 4, /5/ ,8 0,36 1,23 0, /5/ ,07 0,45 1,55 0, /6/ ,43 0,55 1,9 0, /7/ ,36 0,78 2, /7/ ,12 0,22 0,75 0, /8/ ,56 0,35 1, /9/ ,2 0,28 0, /10/ ,9 0,33 1,15 0, /10/ ,62 0,30 1, /11/ ,16 0,54 1, /12/ ,17 0,05 0,16 0 0,4 13 9/1/ ,37 0,16 0, /3/ ,89 0,29 1, /4/ ,68 1,22 4,22 0, /5/ ,72 1,9 6, /6/ ,81 1,4 4, /6/ ,96 0,81 2, /7/ ,19 0,77 2, /8/ ,78 0,37 1, /8/ ,17 0,09 0,32 0 0, /9/ ,91 0,59 2, Μέσος όρος 22 2,09 0,41 1,94 0,17 15 Από τις συγκρίσεις των τιµών των περιόδων διαπιστώνεται ότι µεταξύ πρώτου και δεύτερου χρόνου της έρευνας, δε παρατηρήθηκαν σηµαντικές διαφορές στις περιόδους Απριλίου Ιουνίου και Ιουλίου Σεπτεµβρίου (P>0,05). Επίσης, µεταξύ πρώτου και δεύτερου χρόνου της έρευνας δεν παρατηρήθηκαν σηµαντικές διαφορές ούτε από τις συγκρίσεις των µετρήσεων από τον Απρίλιο µέχρι και το Σεπτέµβριο (P>0,05).

140 Μέσος ρυθµός ωοτοκίας της βασίλισσας Ο ρυθµός ωοτοκίας της βασίλισσας υπολογίστηκε µε βάση το µέσο όρο των σφραγισµένων εργατικών κελιών και κηφηνοκελιών τα οποία καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας και όπως περιγράφηκε στο κεφάλαιο «Υλικά και Μέθοδοι». Οι αριθµοί που περιγράφονται δεν αποτελούν τους απόλυτους αριθµούς αυγών που ωοτοκεί η βασίλισσα αφού µέχρι το κελί να σφραγιστεί ένας αριθµός αυγών ή ακόµα και προνυµφών αποµακρύνεται ως ακατάλληλος (πίνακας 7). Πίνακας 7: Προσδιορισµός του µέσου ηµερήσιου ρυθµού ωοτοκίας της Α/α βασίλισσας µε βάση το κατεγραµµένο σφραγισµένο γόνο Καταµετρηµένος γόνος Εργατικός γόνος Υπολογιζόµενος γόνος Σύνολο γόνου σε διάστηµα Κηφηνογόνος Εργατικός Κηφηνογόνος γόνος 21 ηµερών Μέσος ηµερήσιος ρυθµός ωοτοκίας Οι ελάχιστες και µέγιστες τιµές σε κάθε µέτρηση οι οποίες καταγράφηκαν και από τα 12 µελίσσια, προσδιορίζουν τα όρια ελάχιστο

141 141 µέγιστο του ηµερήσιου ρυθµού ωοτοκίας (πίνακας 8, γράφηµα 5). Η µέση µέγιστη ωοτοκία παρατηρήθηκε τον πρώτο χρόνο, στα τέλη Μαΐου και το δεύτερο χρόνο στα µέσα Ιουλίου. Η µέγιστη τιµή, όλων των µελισσιών, καταγράφηκε τον πρώτο χρόνο στα τέλη Μαΐου και το δεύτερο χρόνο στις αρχές Ιουνίου. Στις αρχές Οκτωβρίου του πρώτου χρόνου και στα µέσα Σεπτεµβρίου του δεύτερου παρατηρήθηκε αύξηση του γόνου. Στα µισά περίπου µελίσσια καταγράφηκε µικρός αριθµός σφραγισµένων κελιών το πρώτο δεκαήµερο του Ιανουαρίου ενώ η ωοτοκία, σε ορισµένα µελίσσια, διακόπηκε ήδη από τις αρχές εκεµβρίου Μέγιστη τιµή Μέσος όρος Ελάχιστη τιµή Αριθµός αυγών / ηµέρα Μετρήσεις Γράφηµα 5: Μέσος ρυθµός ωοτοκίας της βασίλισσας, ελάχιστες και µέγιστες τιµές από 28/4/99 έως 24/9/00 Τα µελίσσια που είχαν διακόψει την εκτροφή του γόνου από τις αρχές εκεµβρίου, άρχισαν να εκτρέφουν γόνο µετά τα µέσα Ιανουαρίου. Η διακοπή του γόνου σε ορισµένα µελίσσια το δεύτερο χρόνο, στις µετρήσεις µέσα Μαΐου και αρχές Ιουνίου, οφείλεται στις αντικαταστάσεις των βασιλισσών και σε ορισµένες περιπτώσεις, οφείλεται σε επαναλαµβανόµενες αποτυχηµένες προσπάθειες αντικατάστασης της βασίλισσας. Η τιµή κοντά

142 142 στο µηδέν η οποία καταγράφηκε στο τελευταίο δεκαήµερο του Ιουνίου, εξηγείται από την παρουσία νέας βασίλισσας αντικατάστασης η οποία άρχισε την ωοτοκία λίγες ηµέρες πριν την καταγραφή. Πίνακας 8: Ηµερήσιος ρυθµός ωοτοκίας της βασίλισσας. Μέσος όρος, ελάχιστες, µέγιστες τιµές Α/α Σύνολο γόνου σε 21 ηµέρες Ηµερήσιος ρυθµός ωοτοκίας µέτρησης Ελάχιστη τιµή Μέσος όρος Μέγιστη τιµή Ελάχιστη τιµή Μέσος όρος Μέγιστη τιµή Ευρήµατα κλινικών εξετάσεων Παρουσία βαρρόας επάνω σε µέλισσες Σε όλη τη διάρκεια της έρευνας, ανευρίσκονταν βαρρόα επάνω σε µέλισσες. Παρατηρήθηκαν όµως διαφορές από µελίσσι σε µελίσσι, από εποχή σε εποχή και από χρόνο σε χρόνο, ως προς το βαθµό ευκολίας διαπίστωσης βαρρόας επάνω σε ενήλικες µέλισσες. Σε όλα τα µελίσσια γενικά, καθ όλη τη διάρκεια της έρευνας, η παρουσία βαρρόας πάνω σε εργάτριες µέλισσες ή κηφήνες διαφορετικών ηλικιών, διαπιστώνονταν είτε στα πρώτα 1-3 οπτικά πεδία στο ίδιο πλαίσιο είτε, µετά από επίµονες προσπάθειες, σε διαφορετικά πλαίσια.

143 143 Μέλισσες µε βαρρόα εντοπίζονταν συνήθως σε πλαίσια µε ασφράγιστο γόνο, σε στάδιο προνύµφης, ή σε πλαίσια µε γόνο ο οποίος εκκολάπτονταν. Όσον αφορά τη θέση εντόπισης της βαρρόας επάνω στο σώµα της µέλισσας, διαπιστώθηκε ότι κατά το χρονικό διάστηµα από Μάρτιο µέχρι εκέµβριο, οι βαρρόες εντοπίζονταν στο θώρακα και στην περιοχή της κοιλιάς. Κατά το χρονικό διάστηµα από τα µέσα εκεµβρίου µέχρι τα µέσα Μαρτίου, οι βαρρόες εντοπίζονταν κυρίως στην περιοχή της κοιλιάς και συγκεκριµένα ανάµεσα στα δακτυλίδια της κοιλιάς και ιδιαίτερα στο πρόσθιο κοιλιακό τµήµα. Επίσης, ανευρίσκονταν συνήθως µέλισσες τις οποίες παρασιτούσε µια βαρρόα αλλά σε ορισµένες εποχές ανευρίσκονταν και µέλισσες µε δυο ή τρεις βαρρόες. Σχετικά µε την εποχή διαπιστώθηκε ότι την περίοδο από Απρίλιο µέχρι τέλη Ιουνίου, η ανεύρεση µελισσών, έστω και µε µια βαρρόα, γινόταν δυσχερής σε όλα τα µελίσσια. Μέλισσες µε βαρρόα ανευρίσκονταν κυρίως σε πλαίσια µε ασφράγιστο γόνο, σε 5-10 οπτικά πεδία στο ίδιο πλαίσιο ή σε διαφορετικά πλαίσια. Στη συνέχεια, την περίοδο από Ιούλιο µέχρι και Σεπτέµβριο και ιδιαίτερα µετά τα µέσα Ιουλίου, η ανεύρεση µελισσών µε µια ή περισσότερες βαρρόες γινόταν σχετικά εύκολη σε 1 έως 5 οπτικά πεδία και συνήθως σε περισσότερα του ενός πλαίσια µε σφραγισµένο ή ασφράγιστο γόνο. Και κατά την περίοδο επίσης από Οκτώβριο µέχρι εκέµβριο, ανευρίσκονταν µέλισσες µε βαρρόα σχετικά εύκολα, σε περισσότερα όµως οπτικά πεδία. Αντιθέτως, κατά τη διάρκεια του χειµώνα, η ανεύρεση µελισσών µε βαρρόα απαιτούσε επίµονες προσπάθειες σε περισσότερα του ενός πλαίσια της κυψέλης, εξαιτίας του εντοπισµού των παρασίτων στις µεσοδακτύλιες πτυχές της κοιλιάς των µελισσών. Μέλισσες µε µορφολογικές ανωµαλίες Στην παρούσα έρευνα παρατηρήθηκε ότι σε ενήλικες µέλισσες που εµφάνιζαν µορφολογικές ανωµαλίες (µειωµένη τριχοφυία, ζαρωµένες και στριµµένες πτέρυγες, προβοσκίδα µικρότερου µήκους), παρασιτούσαν συνήθως µία ή και περισσότερες βαρρόες και σε µεγαλύτερη συχνότητα από ότι παρατηρήθηκε στις φυσιολογικές µέλισσες. Επίσης, επάνω στις κηρήθρες παρατηρήθηκαν µέλισσες φυσιολογικές οι οποίες συλλάµβαναν µε τις σιαγόνες τους τις πτέρυγες των µελισσών που εµφάνιζαν τα παραπάνω συµπτώµατα και προσπαθούσαν να τις αποµακρύνουν από την κυψέλη.

144 144 Οι µέλισσες µε µορφολογικές ανωµαλίες δεν ανευρίσκονταν µε την ίδια συχνότητα σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Κατά τη διάρκεια του χειµώνα, όταν η εκτροφή του γόνου ελαχιστοποιήθηκε ή µηδενίστηκε, δεν ανευρίσκονταν τέτοιες µέλισσες ενώ κατά τη διάρκεια της άνοιξης, όταν ο γόνος αναπτυσσόταν µε ταχύ ρυθµό, η παρουσία τέτοιων µελισσών ήταν µικρή. Στη συνέχεια όµως, την περίοδο του καλοκαιριού και ιδιαίτερα µετά τα µέσα Ιουλίου, η διαπίστωση µελισσών µε µορφολογικές ανωµαλίες ήταν συνήθης σε όλα τα µελίσσια. Την περίοδο του φθινοπώρου, οπότε παρατηρήθηκαν συγκεκριµένες ανθοφορίες, η διαπίστωση τέτοιων µελισσών γινόταν δύσκολη και κατά το χειµώνα σχεδόν αδύνατη. Επιπλέον, στα τέλη του Οκτωβρίου 1999, δύο µελίσσια είχαν εξαντλήσει τα αποθέµατά τους σε γύρη και παρουσίαζαν µεγάλο αριθµό µελισσών µε ζαρωµένες και στριµµένες πτέρυγες και υψηλότερο ποσοστό προσβολής συγκριτικά µε τα υπόλοιπα µελίσσια. Για τη συνέχιση του προγράµµατος, κρίθηκε αναγκαία η προσθήκη σε αυτά τα µελίσσια, ενός πλαισίου κηρήθρας µε γύρη έτσι ώστε τα µελίσσια να µην στερηθούν τη γύρη. Η ενέργεια αυτή όµως είχε ως αποτέλεσµα τη βελτίωση της κλινικής εικόνας του µελισσιού, τη µείωση του ποσοστού προσβολής του και την ασφαλή και επιτυχή διαχείµασή του. Η διαπίστωση µελισσών τις οποίες παρασιτούσαν µια ή περισσότερες βαρρόες καθώς και η διαπίστωση µελισσών µε µορφολογικές ανωµαλίες, δε γινόταν µε την ίδια συχνότητα σε όλα τα µελίσσια. Σε µελίσσια µε µικρό πληθυσµό βαρροών και µε µικρό ποσοστό προσβολής, η ανεύρεση τέτοιων µελισσών ήταν σχετικά περισσότερο δύσκολη. Σε αυτά τα µελίσσια, δεν ανευρίσκονταν καθόλου µέλισσες µε βαρρόα ή ανευρίσκονταν µετά από παρατήρηση σε 10 έως 20 οπτικά πεδία. Αυτό πιθανόν να οφειλόταν στο ότι σε αυτά τα µελίσσια, ο πληθυσµός των βαρροών ήταν µικρός και οι επιπτώσεις του παρασιτισµού ελαφρότερης µορφής µε αποτέλεσµα οι φυσιολογικές µέλισσες ν αποµάκρυναν γρήγορα από το µελίσσι τις µέλισσες µε τις µορφολογικές και ανατοµικές ανωµαλίες, ίσως µαζί µε τις βαρρόες. Αντίθετα, σε µελίσσια µε υψηλά επίπεδα προσβολής, η ανεύρεση µελισσών µε βαρρόα και η ανεύρεση µελισσών µε µορφολογικές και ανατοµικές ανωµαλίες ήταν σχετικά εύκολη, γινόταν σε λιγότερα οπτικά πεδία, και ήταν περισσότερο εύκολη κατά την περίοδο Ιουλίου Σεπτεµβρίου.

145 ΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΟΥ ΑΚΑΡΕΩΣ Varroa destructor ΕΝΟΤΗΤΑ ΙΙ: Βαρρόες στις ενήλικες µέλισσες και στο γόνο Μέσο ποσοστό προσβολής των ενήλικων µελισσών Το ποσοστό προσβολής των ενήλικων µελισσών γενικά παρουσίασε τον πρώτο χρόνο της έρευνας, αύξηση από το Μάιο µέχρι το Νοέµβριο (24/11/99), και σταδιακή µείωση µέχρι το Μάιο (21/5/00) του επόµενου χρόνου. Στη συνέχεια, παρουσίασε βαθµιαία αύξηση µέχρι το τέλος της έρευνας. Συνολικά για όλη τη διάρκεια της έρευνας, το µέσο ποσοστό µόλυνσης των ενήλικων µελισσών εκτιµήθηκε στο 7,28% ± 1,04 (±SEM). Στη διάρκεια όµως της έρευνας, το µέσο ποσοστό µόλυνσης παρουσίασε µεγάλες διακυµάνσεις και κυµάνθηκε από την ελάχιστη τιµή, 0,47% το Μάιο του 1999 µέχρι τη µέγιστη 17,84%, το Νοέµβριο του 1999 (πίνακας 9, γράφηµα 6). Κατά τη διάρκεια του 2000, το ποσοστό κυµάνθηκε µέσα στα προαναφερθέντα όρια. Ποσοστό % /4/99 19/5/99 9/6/99 30/6/99 21/7/99 11/8/99 1/9/99 Γράφηµα 6: Εξέλιξη στο χρόνο του µέσου ποσοστού προσβολής των ενήλικων µελισσών 22/9/99 13/10/99 3/11/99 24/11/99 15/12/99 16/2/00 29/3/00 30/4/00 21/5/00 11/6/00 2/7/00 23/7/00 13/8/00 3/9/00 24/9/00

146 146 Στην 1 η µέτρηση, (Απρίλιο 1999), το ποσοστό µόλυνσης εκτιµήθηκε στο 1,53% ± 0,62 (±SEM). Στη 2 η µέτρηση, (19 Μαΐου 1999) µειώθηκε, σε όλα τα µελίσσια, και έπεσε στο 0,47% ± 0,28 (±SEM). Στη συνέχεια, παρουσίασε βαθµιαία αύξηση: στην 8 η µέτρηση, στο τελευταίο δεκαήµερο του Σεπτεµβρίου 1999, το ποσοστό µόλυνσης των ενήλικων µελισσών εκτιµήθηκε στο 10,73% ± 2,21 (±SEM) και στην 11 η µέτρηση, στο τελευταίο δεκαήµερο του Νοεµβρίου 1999 έφτασε στο 17,84% ± 1,80 (±SEM), σηµειώνοντας την υψηλότερη τιµή που παρατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της έρευνας. Πίνακας 9: Περιγραφικά στατιστικά σχετικά µε το µέσο ποσοστό προσβολής Α/α Ηµεροµηνία µετρήσεων των ενήλικων µελισσών N Μέσος όρος Τυπικό Σφάλµα του µέσου (SEM) Τυπική απόκλιση Ελάχιστη τιµή Μέγιστη τιµή 1 28/4/ ,53 0,62 2,14 0 5, /5/ ,47 0,28 0,98 0 2,79 3 9/6/ ,32 0,48 1,67 0 4, /6/ ,15 0,14 0,49 1,25 2, /7/ ,83 0,57 1,96 0 5, /8/ ,50 0,58 2 0,95 6,10 7 1/9/ ,24 1,79 6,20 1,41 18, /9/ ,73 2,21 6,98 3,70 22, /10/ ,38 1,87 6,49 2,24 20, /11/ ,51 1,68 5,81 2,65 21, /11/ ,84 1,8 6,23 8,26 29, /12/ ,13 2,66 9,21 1,94 28, /2/ ,62 1,33 4,62 5,82 18, /3/ ,88 0,73 2,52 1,69 8, /4/ ,58 0,79 2,72 0,59 9, /5/ ,17 0,68 2,34 0 6, /6/ ,38 1,03 3,26 0,93 9, /7/ ,20 1,85 6,42 0,77 19, /7/ ,86 1,79 6,19 1,01 21, /8/ ,78 1,24 4,3 4,36 16, /9/ ,60 0,83 2,88 5,59 13, /9/ ,56 1,98 6,86 4,44 22,39 Μέσος όρος 22 7,28 1,04 4,9 0,47 17,84 Μετά από την 11 η µέτρηση, παρουσιάστηκε βαθµιαία µείωση µέχρι τη 16 η µέτρηση, (Μάιο του 2000), οπότε και εκτιµήθηκε στο 3,17% ± 0,68 (±SEM).

147 147 Από τη 17 η µέτρηση (Ιούνιο του 2000), το ποσοστό µόλυνσης παρουσίασε βαθµιαία αύξηση µέχρι το τέλος της έρευνας, στο τελευταίο δεκαήµερο του Σεπτεµβρίου 2000, οπότε εκτιµήθηκε στο 12,56% ± 1,98 (±SEM). Από τις συγκρίσεις των περιόδων µεταξύ τους διαπιστώθηκε ότι: Στην αρχή της έρευνας, την περίοδο Απριλίου Ιουνίου 1999 το ποσοστό µόλυνσης των ενήλικων µελισσών σηµείωσε τη µικρότερη τιµή, η οποία διέφερε σε σηµαντικό βαθµό από τις άλλες περιόδους της έρευνας (P<0,05) µε εξαίρεση, την περίοδο Ιουλίου Σεπτεµβρίου Αντίθετα, η µεγαλύτερη τιµή διαπιστώθηκε την περίοδο Οκτωβρίου εκεµβρίου 1999 η οποία διέφερε σηµαντικά από όλες τις άλλες περιόδους (P<0,05). Σχετικά µε τις συγκρίσεις µεταξύ των µετρήσεων, διαπιστώνεται ότι µεταξύ πρώτου και δεύτερου χρόνου, σε όλες τις µετρήσεις από τον Απρίλιο µέχρι και το Σεπτέµβριο, δε διαπιστώθηκαν σηµαντικές διαφορές (P>0,05), αν και τον πρώτο χρόνο το ποσοστό κυµαινόταν σε µικρότερες τιµές. Από το σύνολο όµως των µετρήσεων που έγιναν κατά τη διάρκεια της έρευνας, ορισµένες µετρήσεις παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε ότι αφορά το ποσοστό µόλυνσης αλλά έχουν και ιδιαίτερη σηµασία εξ αιτίας των σηµαντικών διαφορών τους από τις άλλες µετρήσεις. Αναλυτικότερα: στην 3 η µέτρηση, στο τέλος του πρώτου δεκαηµέρου του Ιουνίου 1999, το ποσοστό µόλυνσης εκτιµήθηκε στο 1,32% ± 0,48 (±SEM), σηµειώνοντας αύξηση, στατιστικά σηµαντική (P<0,05) συγκριτικά µε την προηγούµενη. Το ποσοστό µόλυνσης των ενήλικων µελισσών από την 7 η µέτρηση, στα τέλη Αυγούστου 1999, οπότε εκτιµήθηκε στο 7,24% ± 1,8 (±SEM), αυξανόταν προοδευτικά µέχρι που έφτασε στη 10 η µέτρηση, στις αρχές Νοεµβρίου 1999, στο 12,51% ± 1,68 (±SEM). Ωστόσο, η αύξηση που παρατηρήθηκε δεν ήταν στατιστικά σηµαντική, από µέτρηση σε µέτρηση (P>0,05). Στην επόµενη όµως µέτρηση η οποία έγινε στο τελευταίο δεκαήµερο του Νοεµβρίου, το ποσοστό µόλυνσης των ενήλικων µελισσών ήταν το υψηλότερο που παρατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της έρευνας. ιέφερε σηµαντικά από αυτό όλων των προηγουµένων µετρήσεων (P<0,05), εκτός από αυτό της 8 ης µέτρησης η οποία έγινε στις αρχές του τελευταίου δεκαηµέρου του Σεπτεµβρίου Επίσης, το ποσοστό στην 11 η µέτρηση ήταν σηµαντικά υψηλότερο (P<0,05) και απ όλες τις επόµενες µετρήσεις της έρευνας, µε εξαίρεση τη 12 η µέτρηση, στα µέσα εκεµβρίου 1999 και την 22 η στα τέλη Σεπτεµβρίου Τέλος,

148 148 τον Ιούνιο του 2000 παρατηρήθηκε σηµαντική αύξηση του ποσοστού µόλυνσης των ενήλικων µελισσών σε σχέση µε αυτό του Μαΐου του ίδιου έτους (P<0,05) Μέσο ποσοστό µόλυνσης του εργατικού γόνου Το µέσο ποσοστό µόλυνσης του εργατικού γόνου συνολικά για όλη τη διάρκεια της έρευνας, εκτιµήθηκε στο 14,74% ± 2,05 (±SEM). Στο διάστηµα όµως των 18 µηνών της έρευνας, το µέσο ποσοστό µόλυνσης του εργατικού γόνου παρουσίασε έντονες διακυµάνσεις µε ελάχιστη τιµή 0% το Φεβρουάριο 1999 και µέγιστη τιµή 36,02%, τον Αύγουστο του 2000 (πίνακας 10, γράφηµα 7) Ποσοστό % /4/99 19/5/99 9/6/99 30/6/99 21/7/99 11/8/99 1/9/99 22/9/99 13/10/99 3/11/99 24/11/99 15/12/99 16/2/00 29/3/00 30/4/00 21/5/00 11/6/00 2/7/00 23/7/00 13/8/00 3/9/00 24/9/ Μετρήσεις Γράφηµα 7: Εξέλιξη του µέσου ποσοστού µόλυνσης του εργατικού γόνου Στην 1 η µέτρηση, τον Απρίλιο 1999, το ποσοστό µόλυνσης του εργατικού γόνου εκτιµήθηκε στο 3,79% ± 2,37 (±SEM). Μετά από ελαφρά µείωση στη 2 η µέτρηση, αυξήθηκε και πάλι στην 3 η µέτρηση, στα τέλη του πρώτου δεκαηµέρου του Ιουνίου 1999, και εκτιµήθηκε στο 3,57% ± 1,37 (±SEM). Στη συνέχεια, παρουσίασε συνεχή αύξηση µέχρι την 10 η µέτρηση (αρχές Νοεµβρίου 1999), οπότε εκτιµήθηκε στο 25,16% ± 5,42 (±SEM). Στην 11 η

149 149 µέτρηση, (τελευταίο δεκαήµερο Νοεµβρίου 1999), το ποσοστό µόλυνσης του εργατικού γόνου µειώθηκε στο 24,81% ± 6,16 (±SEM) και στην τελευταία µέτρηση του 1999, η οποία έγινε στο πρώτο δεκαπενθήµερο του εκεµβρίου, µειώθηκε ακόµη περισσότερο, στο 21,69% ± 4,33 (±SEM). Πίνακας 10: Περιγραφικά στατιστικά σχετικά µε το µέσο ποσοστό προσβολής Α/α Ηµεροµηνία µετρήσεων του εργατικού γόνου Ν Μέσος όρος Τυπικό Σφάλµα του µέσου (SEM) Τυπική απόκλιση Ελάχιστη τιµή Μέγιστη τιµή 1 28/4/ ,79 2,37 8,2 0 21, /5/ ,52 1,12 3, ,52 3 9/6/ ,57 1,37 4, , /6/ ,16 1,03 3, , /7/ ,84 2,76 9, , /8/ ,55 4,42 15, ,34 7 1/9/ ,12 3,93 13, , /9/ ,44 1,68 5,32 9,09 23, /10/ ,54 4,35 15, , /11/ ,16 5,42 18,77 7,69 63, /11/ ,81 6,16 19, , /12/ ,69 4,33 13, , /2/ /3/ ,36 2,91 10, /4/ ,31 1,05 3,47 0 8, /5/ ,70 1,96 6, , /6/ ,84 5,8 18,35 3,44 52, /7/ ,84 3,6 11,93 5,63 39, /7/ ,10 2,61 9,03 1,20 28, /8/ ,02 4,94 17,11 6,17 56, /9/ ,98 3,20 11,08 7,69 38, /9/ ,06 1,67 5, ,33 Μέσος όρος 22 14,74 2,05 9, ,02 Το δεύτερο χρόνο, στην 13 η µέτρηση, (πρώτο δεκαήµερο Φεβρουαρίου 2000), δε διαπιστώθηκαν βαρρόα στο γόνο. Στην 14 η µέτρηση (τέλη Μαρτίου 2000), το ποσοστό µόλυνσης εκτιµήθηκε στο 7,36% ± 2,91 (±SEM). Μετά είκοσι µία ηµέρες, στη 15 η µέτρηση, µειώθηκε στο 3,31% ± 1 (±SEM). Από τη 15 η µέτρηση µέχρι τη 18 η (αρχές Ιουλίου 2000), το ποσοστό παρουσίασε βαθµιαία αύξηση, οπότε εκτιµήθηκε στο 23,84% ± 3,60 (±SEM). Στη 19 η

150 150 µέτρηση (τελευταίο δεκαήµερο Ιουλίου 2000), το µέσο ποσοστό µόλυνσης του εργατικού γόνου παρουσίασε µείωση ενώ στην επόµενη παρατήρηση (πρώτο δεκαπενθήµερο Αυγούστου 2000), εµφάνισε ραγδαία αύξηση η οποία παρατηρήθηκε σε όλα τα µελίσσια, και έφτασε στο 36,02% ± 4,9 (±SEM), τιµή η οποία ήταν η υψηλότερη που παρατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της έρευνας (P=0,008). Στη συνέχεια το ποσοστό παρουσίασε µείωση και στην τελευταία µέτρηση που έγινε στα τέλη Σεπτεµβρίου του 2000, έπεσε στο 13,06% ± 1,67 (±SEM). Η µείωση αυτή διέφερε σηµαντικά και από τις δυο προηγούµενες µετρήσεις (P<0,001). Το ποσοστό µόλυνσης του εργατικού γόνου, κατά τη διάρκεια της έρευνας παρουσίασε έντονες αυξοµειώσεις. Συνολικά όµως, από τη µια χρονιά στην άλλη η πορεία ήταν αυξητική. Η διαφορά µεταξύ διαδοχικών περιόδων ήταν στατιστικά σηµαντική. Αυτό όµως δεν ίσχυε και για τη διαφορά µεταξύ ίδιων περιόδων του πρώτου και του δεύτερου χρόνου των παρατηρήσεων. Σχετικά µε τις συγκρίσεις µεταξύ των µετρήσεων διαπιστώθηκε ότι: Το ποσοστό µόλυνσης του εργατικού γόνου στην αρχή της έρευνας, δηλαδή τον Απρίλιο 1999 ήταν σηµαντικά χαµηλότερο από το Σεπτέµβριο 1999 αλλά και το Σεπτέµβριο 2000 (P<0,05). Κατά τη σύγκριση όµως ίδιων χρονικών σηµείων δε διαπιστώθηκαν σηµαντικές διαφορές µεταξύ πρώτου και δεύτερου χρόνου. Εξαίρεση αποτελεί η τιµή στη 18 η µέτρηση, στις αρχές Ιουλίου 2000, η οποία διέφερε σηµαντικά από την αντίστοιχη 4 η µέτρηση στα τέλη Ιουνίου Μέσο ποσοστό µόλυνσης του κηφηνογόνου Στηριζόµενοι στη διεθνή βιβλιογραφία η οποία αναφέρει ότι το ποσοστό του κηφηνογόνου επί του συνολικού γόνου κυµαίνεται από 5 15% (Allen, 1965, Fuchs, 1990), υπολογίσαµε ότι η διάνοιξη και παρατήρηση του 1% των κηφηνοκελιών ήταν επαρκής. Κατά την εξέλιξη του πειραµατισµού αποδείχθηκε ότι στα µελίσσια της µακεδονικής µέλισσας το ποσοστό του κηφηνογόνου κυµαίνεται από 2 7% και µόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου σµηνουργίας. Το ποσοστό 1% των κελιών που ανοίγονταν ήταν πολύ µικρό και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν ξεπερνούσε τα 5-10 κελιά. Αριθµός που είναι µικρός για να υποβληθεί σε στατιστική ανάλυση και να εξαχθούν ασφαλή συµπεράσµατα.

151 Εκτίµηση του µέσου αριθµού των βαρροών Με βάση τα αποτελέσµατα από τον πληθυσµό των ενήλικων µελισσών, τον αριθµό των σφραγισµένων εργατικών κελιών και τ αντίστοιχα ποσοστά µόλυνσης υπολογίστηκε κατά εκτίµηση, ο µέσος αριθµός των βαρροών ο οποίος υπήρχε σε κάθε µέτρηση (πίνακας 11, γράφηµα 8) Αριθµός βαρροών Σ ΕΜ ΕΓ 28/4/99 19/5/99 9/6/99 30/6/99 21/7/99 11/8/99 1/9/99 22/9/99 13/10/99 3/11/99 24/11/99 15/12/99 5/1/00 29/3/00 30/4/00 21/5/00 11/6/00 2/7/00 23/7/00 13/8/00 3/9/00 24/9/00 Γράφηµα 8: Εκτίµηση του µέσου αριθµού των βαρροών: σύνολο (Σ), στις ενήλικες µέλισσες (ΕΜ), στον εργατικό γόνο (ΕΓ) Ο µέσος αριθµός των βαρροών ο οποίος εκτιµήθηκε για κάθε µέτρηση παρουσιάζει συνεχή αύξηση από τον Απρίλιο µέχρι τα µέσα Οκτωβρίου, σταθεροποίηση µε µικρές αυξοµειώσεις µέχρι τα τέλη Νοεµβρίου και µείωση στη συνέχεια µέχρι τα τέλη Μαρτίου. Ανάλογη πορεία παρατηρήθηκε και το δεύτερο χρόνο µε ελαφρές αυξοµειώσεις στις µετρήσεις του µηνός Σεπτεµβρίου. Ο µέσος αριθµός βαρροών εκτιµήθηκε το µήνα Σεπτέµβριο του πρώτου χρόνου στις 2919 βαρρόες και στο τέλος της έρευνας, το Σεπτέµβριο του 2000 εκτιµήθηκε στις 3252 βαρρόες.

152 152 Πίνακας 11: Εκτίµηση του µέσου αριθµού βαρροών ανά µέτρηση Ηµεροµηνία Βαρρόα στον Βαρρόα στις ενήλικες µέτρησης εργατικό γόνο µέλισσες Σύνολο 28/4/ /5/ /6/ /6/ /7/ /8/ /9/ /9/ /10/ /11/ /11/ /12/ /1/ /3/ /4/ /5/ /6/ /7/ /7/ /8/ /9/ /9/ ΕΝΟΤΗΤΑ IΙΙ: Αναπαραγωγική δραστηριότητα των βαρροών Για τη διερεύνηση των παραµέτρων που προσδιορίζουν την αναπαραγωγή των βαρροοών, διανοίχτηκαν συνολικά κελιά από τα οποία τα ήταν εργατικά και τα 644 κηφηνοκελιά. Τα κελιά που εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια των 18 µηνών της έρευνας, ταξινοµήθηκαν και οµαδοποιήθηκαν κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η εξαγωγή αποτελεσµάτων. Στο συγκεκριµένο κεφάλαιο, οι βαρρόες οι οποίες είχαν εισέλθει σε κελί µε γόνο λίγες ώρες πριν αυτό σφραγιστεί και ανεβρέθηκαν κατά την εξέταση του σφραγισµένου κελιού, χαρακτηρίστηκαν ως βαρρόες µητρικής γενεάς (µ.γ.), ανεξάρτητα από την παρουσία ή απουσία απογόνων µέσα στο κελί. Αυτές οι βαρρόες έχουν σκουρότερο χρώµα και ξεχωρίζουν από εκείνες που αναπτύσσονται και ενηλικιώνονται µέσα στο κελί οι οποίες χαρακτηρίζονται ως βαρρόες θυγατρικής γενεάς (θ.γ.) και αποτελούν τους ενήλικους θηλυκούς

153 153 απογόνους. Στα προσβεβληµένα κελιά υπάρχει πιθανότητα ν ανεβρεθεί µία (απλή προσβολή) ή περισσότερες (πολλαπλή προσβολή) βαρρόες µ. γ Εργατικός γόνος Ποσοστό προσβεβληµένων κελιών Σε 22 συνολικά εξετάσεις που έγιναν κατά το χρονικό διάστηµα από 28/4/99 µέχρι 24/9/00, ερευνήθηκαν και από τα 12 µελίσσια, συνολικά σφραγισµένα εργατικά κελιά, από τα οποία τα 1866 (13,84%) κελιά ήταν προσβεβληµένα. Το σύνολο των κελιών που ερευνήθηκαν, ο αριθµός των µη προσβεβληµένων κελιών, ο αριθµός των προσβεβληµένων και το ποσοστό προσβολής προσδιορίστηκαν αναλυτικά για κάθε επιµέρους εξέταση (πίν. 12). Πίνακας 12: Αποτελέσµατα διερεύνησης της προσβολής των εργατικών κελιών Α/α Ηµεροµηνία εξέτασης Σύνολο Μη Προσβεβληµένα προσβεβληµένα κελιά κελιά Ποσοστό % προσβολής 1 28/4/ , /5/ ,96 3 9/6/ , /6/ , /7/ , /8/ ,86 7 1/9/ , /9/ , /10/ , /11/ , /11/ , /12/ , /2/ /3/ , /4/ , /5/ , /6/ , /7/ , /7/ , /8/ , /9/ , /9/ ,29 ΣΥΝΟΛΟ ,84

154 154 Το ποσοστό προσβολής των κελιών παρουσίασε σηµαντικές διακυµάνσεις. Αυξήθηκε σταδιακά, από 2,23% στην 1 η εξέταση ανήλθε στο 29,11% στην 11 η, στις 24/11/99, οπότε σηµειώθηκε η υψηλότερη τιµή. Στη 12 η εξέταση παρατηρήθηκε µείωση και στη 13 η που έγινε το Φεβρουάριο του 2000, δε βρέθηκε µολυσµένο κελί. Στη συνέχεια, το ποσοστό των προσβεβληµένων κελιών παρουσίασε και πάλι αύξηση και από 3,28% στη 14 η εξέταση έφτασε στο 33,76% στην 20 η. Στις τελευταίες δυο εξετάσεις, το ποσοστό των µολυσµένων κελιών µειώθηκε προοδευτικά και έπεσε, στην 22 η εξέταση, στο 13,29%. Όπως ήταν φυσικό, διακυµάνσεις στο ποσοστό προσβολής παρατηρήθηκαν επίσης και τις χρονικές περιόδους στις οποίες διαιρέσαµε όλο το χρόνο της έρευνας, όπως περιγράψαµε ήδη στο κεφάλαιο «Υλικά και Μέθοδοι» (πίνακας 13). Το ποσοστό µόλυνσης από 3,58% την περίοδο Απριλίου Ιουνίου 1999 αυξήθηκε βαθµιαία και ανήλθε κατά την περίοδο Οκτωβρίου εκεµβρίου του ίδιου έτους στο 23,26%, τιµή η οποία αποτελεί την υψηλότερη σε όλη τη διάρκεια της έρευνας. Πίνακας 13: Ποσοστό % προσβεβληµένων κελιών κατά χρονικές περιόδους Χρονικές περίοδοι Σύνολο Κελιά µε Ποσοστό % κελιών βαρρόα προσβολής Απρίλιος - Ιούνιος ,58 Ιούλιος Σεπτέµβριος ,16 Οκτώβριος εκέµβριος ,26 Ιανουάριος - Μάρτιος ,47 Απρίλιος Ιούνιος ,25 Ιούλιος Σεπτέµβριος ,24 ΣΥΝΟΛΟ ,84 Το δεύτερο χρόνο, την περίοδο Απριλίου Ιουνίου, το ποσοστό των προσβεβληµένων κελιών εκτιµήθηκε στο 15,25%, που είναι σχεδόν τετραπλάσιο του ποσοστού της ίδιας περιόδου του πρώτου χρόνου. Στην περίοδο Ιουλίου Σεπτεµβρίου 2000, το ποσοστό προσβολής έφτασε στο 22,24%.

155 Ταξινόµηση µολυσµένων κελιών ανά ηλικία εργατικού γόνου Τα κελιά στα οποία διαπιστώθηκε µόλυνση από βαρρόα διέφεραν ως προς την ηλικία του γόνου της µέλισσας. Για το λόγο αυτό, ταξινοµήθηκαν σε οµάδες µε διαφορά ηλικίας µιας ή δυο ηµερών, σύµφωνα µε τα µορφολογικά χαρακτηριστικά του γόνου όπως αυτά καθορίστηκαν στο κεφάλαιο «Υλικά και Μέθοδοι». Επειδή η διάνοιξη των κελιών γινόταν µε βάση γεννήτρια τυχαιοποιηµένων αριθµών, οι οµάδες που προέκυψαν ήταν ανοµοιόµορφες ως προς τον αριθµό των κελιών (πίνακας 14). Πίνακας 14: Ταξινόµηση µολυσµένων κελιών ανά ηλικία σφραγισµένου εργατικού γόνου Ηλικία γόνου (σε ηµέρες) Αριθµός κελιών Αριθµός βαρροών ΣΥΝΟΛΟ Μέσος αριθµός βαρροών ανά µολυσµένο κελί Από τον αριθµό των προσβεβληµένων κελιών τα οποία ερευνήθηκαν σε κάθε εξέταση καθώς και από τον αριθµό των βαρροών µητρικής γενεάς που ανεβρέθηκε µέσα σε αυτά, υπολογίστηκε ο µέσος αριθµός βαρροών µ. γ. ανά µολυσµένο κελί (πίνακας 15). O µέσος αριθµός βαρροών µητρικής γενεάς αυξήθηκε σταδιακά από τον Ιούνιο µέχρι το εκέµβριο Οι υψηλότερες τιµές σηµειώθηκαν από τον Οκτώβριο µέχρι το εκέµβριο και η µέγιστη τιµή, 1,76 βαρρόες µ. γ. ανά κελί καταγράφηκε στις αρχές Νοεµβρίου 1999, κατά τη 10 η µέτρηση.

156 156 Πίνακας 15: Μέσος αριθµός βαρροών µητρικής γενεάς ανά µολυσµένο εργατικό κελί Ηµεροµηνία Αριθµός Αριθµός Αριθµός βαρροών ανά α/α εξέτασης κελιών βαρροών µολυσµένο κελί 1 28/4/ /5/ /6/ /6/ , /7/ , /8/ ,36 7 1/9/ , /9/ , /10/ , /11/ , /11/ , /12/ , /3/ /4/ , /5/ , /6/ , /7/ , /7/ , /8/ , /9/ , /9/ ,13 ΣΥΝΟΛΟ , Απλή ή πολλαπλή προσβολή των κελιών Ανεξάρτητα από την παρουσία ή απουσία απογόνων, στο µεγαλύτερο ποσοστό των µολυσµένων κελιών (80,81%) διαπιστώθηκε η παρουσία µιας βαρρόας µ. γ., στο 14,26% δυο και στο 3,43% τριών. Σε πολύ µικρά ποσοστά διαπιστώθηκε η παρουσία τεσσάρων και πέντε βαρροών µ.γ. (πίνακας 16). Ο παρασιτισµός περισσοτέρων της µιας βαρρόας στο ίδιο κελί είχε ως αποτέλεσµα να διαπιστωθεί το 64,28% των βαρροών µ.γ. σε κελιά µε απλή προσβολή και το 35,72%. σε κελιά µε πολλαπλή προσβολή (πίνακας 17). Πίνακας 16: Αριθµοί και ποσοστά µολυσµένων κελιών µε απλή ή πολλαπλή προσβολή Αριθµός βαρροών µ. γ. ανά κελί ΣΥΝΟΛΟ Αριθµός κελιών Ποσοστό % 80,81 14,26 3,43 1,39 0,11 100

157 157 Πίνακας 17: Αριθµοί και ποσοστά βαρροών µ.γ. σε µολυσµένα κελιά µε απλή ή πολλαπλή προσβολή Αριθµός βαρροών µ. γ. ανά κελί ΣΥΝΟΛΟ Αριθµός βαρροών Ποσοστό % 64,28 22,68 8,18 4,43 0, Ο αριθµός και το αντίστοιχο ποσοστό των βαρροών σε κελιά µε απλή προσβολή, διατηρήθηκαν γενικά σε υψηλά επίπεδα σε όλη τη διάρκεια της έρευνας, παρουσίασαν όµως διακυµάνσεις (πίνακας Ι του παραρτήµατος, γράφηµα 9). 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% Εξετάσεις Αριθµός βαρροών µ.γ. ανά κελί: Γράφηµα 9: Ποσοστό βαρροών µ. γ. σε απλή ή πολλαπλή προσβολή κατά το χρονικό διάστηµα από 28/4/99 έως 24/9/00 Το ποσοστό των βαρροών σε κελιά µε απλή προσβολή παρουσίασε τις υψηλότερες τιµές στην αρχή της έρευνας, και διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα µέχρι και τα τέλη Ιουλίου Στη συνέχεια εµφάνισε µείωση και διατηρήθηκε σε χαµηλότερα επίπεδα µέχρι το εκέµβριο Το ίδιο χρονικό διάστηµα, τα ποσοστά των βαρροών σε κελιά µε πολλαπλή

158 158 προσβολή παρουσίασαν αντίστροφη πορεία. Μηδενικά στην αρχή της έρευνας, αυξήθηκαν από τον Αύγουστο, και διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα τους µήνες από το Σεπτέµβριο µέχρι και το εκέµβριο του Η µέγιστη τιµή του ποσοστού των βαρροών σε πολλαπλή προσβολή (70,83%) και η χαµηλότερη τιµή του ποσοστού των βαρροών σε απλή προσβολή (29,17%) σηµειώθηκαν στη 10 η µέτρηση, στις αρχές Νοεµβρίου Το δεύτερο χρόνο της έρευνας, το ποσοστό των βαρροών σε κελιά µε απλή προσβολή διατηρήθηκε γενικά σε υψηλά επίπεδα χαµηλότερα όµως αυτών του πρώτου χρόνου. Αντίθετα, παρουσίασαν αύξηση τα ποσοστά των βαρροών σε πολλαπλή προσβολή, ιδιαίτερα αυτών µε δυο ή τρεις βαρρόες. ιερευνήθηκε επίσης η εξέλιξη µέσα στο χρόνο του ποσοστού προσβολής των εργατικών κελιών από µια µέχρι πέντε βαρρόες µ.γ. ανά κελί (πίνακας ΙΙ παραρτήµατος, γράφηµα 10) Ποσοστό προσβολής εργ. κελιών Εξετάσεις Αριθµός βαρροών µ.γ. ανά κελί: Γράφηµα 10: Ποσοστό προσβολής εργατικών κελιών από 1 µέχρι 5 βαρρόες µ. γ. ανά κελί, από 28/4/99 έως 24/9/ Βαρρόες χωρίς απογόνους Σε ορισµένο αριθµό µολυσµένων κελιών δε διαπιστώθηκε η παρουσία απογόνων. Οι αριθµοί και τα αντίστοιχα ποσοστά βαρροών µε ή χωρίς απογόνους παρουσιάζονται στον πίνακα 18. Σε ηλικίες εργατικού γόνου από

159 µέχρι 21 ηµερών, το ποσοστό ατεκνίας των βαρροών εκτιµήθηκε στο 7,07%. Πίνακας 18: Ποσοστά βαρροών µε ή χωρίς απογόνους σε κελιά µε Ηλικία γόνου (σε ηµέρες) σφραγισµένο γόνο διαφορετικών ηλικιών Σύνολο βαρροών Με απογόνους Χωρίς απογόνους Βαρρόα Ποσοστό % Βαρρόα Ποσοστό % , , , ,07 Για διαφορετικές ηλικίες σφραγισµένου εργατικού γόνου προσδιορίστηκαν αναλυτικά οι αριθµοί και τα ποσοστά βαρροών µε ή χωρίς απογόνους (πίνακας 19). Πίνακας 19: Βαρρόες µε ή χωρίς απογόνους σε κελιά εργατικού γόνου Ηλικία γόνου διαφορετικής ηλικίας Σύνολο βαρροών Με απογόνους Χωρίς απογόνους Βαρρόα Ποσοστό % Βαρρόα Ποσοστό % , , ,67 2 8, , , ,18 6 8, , , ,37 2 0, , , ,59 8 7, , ,22 Σύνολο , ,73 Σε γόνο ηλικίας 9 ηµερών, το ποσοστό των βαρροών χωρίς απογόνους εκτιµήθηκε στο 74,17% ενώ µετά από αυτή την ηλικία µειώθηκε σηµαντικά. Σε γόνο ηλικίας ηµερών εκτιµήθηκε στο 8,33%, στην ηλικία των 12 ηµερών στο 4,31% και στην ηλικία των 14 ηµερών µηδενίστηκε. Σε ηλικίες µεγαλύτερες των 14 ηµερών, το ποσοστό των βαρροών χωρίς απογόνους παρουσίασε διακυµάνσεις µε αυξητική τάση, και από 0% σε γόνο ηλικίας 14 ηµερών, έφτασε στο 7,41% σε γόνο ηλικίας 20 ηµερών. Σε γόνο ηλικίας 21 ηµερών, το 22,22% των βαρροών σε κελιά που εξετάσαµε διαπιστώθηκε ότι

160 160 δεν είχε απογόνους. Το ποσοστό αυτό διαφέρει σηµαντικά από τα ποσοστά που παρατηρήθηκαν σε γόνο µικρότερων ηλικιών και πρέπει να αποδοθεί στη συµπτωµατική διάνοιξη µεγάλου αριθµού κελιών αυτής της ηλικίας, χωρίς απογόνους. Το ποσοστό των βαρροών χωρίς απογόνους παρουσίασε διακυµάνσεις κατά τη διάρκεια του χρόνου (πίνακας 20). Πίνακας 20: Βαρρόες µε ή χωρίς απογόνους σε κάθε εξέταση α/α Ηµεροµηνία εξέτασης Συνολικός αριθµός βαρροών Ηλικία γόνου ηµερών Με απογόνους 1 28/4/ Χωρίς απογόνους Βαρρόα Ποσοστό % Βαρρόα Ποσοστό % 2 19/5/ , ,11 3 9/6/ , , /6/ ,44 4 5, /7/ ,78 2 2, /8/ ,25 6 3,75 7 1/9/ , , /9/ , , /10/ , , /11/ ,31 6 4, /11/ ,44 2 5, /12/ , , /3/ , /4/ ,91 2 9, /5/ /6/ , /7/ /7/ ,29 8 5, /8/ , , /9/ ,39 2 1, /9/ ,10 4 6,90 ΣΥΝΟΛΟ , ,07 Οι µικρότερες τιµές παρατηρήθηκαν την περίοδο Ιουλίου Αυγούστου και οι µεγαλύτερες νωρίς την άνοιξη. Συγκεκριµένα, µέχρι το πρώτο δεκαήµερο του Ιουνίου 1999, το ποσοστό των βαρροών χωρίς απογόνους, σε ηλικίες γόνου ηµερών, κυµάνθηκε στο 10-11% περίπου. Στους δυο τελευταίους µήνες του καλοκαιριού το προαναφερθέν ποσοστό παρουσίασε

161 161 χαµηλές τιµές. Από 5,56% στα τέλη Ιουνίου του 1999 µειώθηκε στο 2,22% στις αρχές του τελευταίου δεκαηµέρου του Ιουλίου ενώ στην επόµενη εξέταση, στις αρχές του δεύτερου δεκαηµέρου του Αυγούστου, παρουσίασε ελαφρά αύξηση οπότε εκτιµήθηκε στο 3,75%. Στις επόµενες δυο µετρήσεις κατά τη διάρκεια του Σεπτεµβρίου 1999, το ποσοστό των βαρροών χωρίς απογόνους παρουσίασε σηµαντική αύξηση ενώ µέχρι τα µέσα εκεµβρίου κυµάνθηκε πάλι σε χαµηλά επίπεδα. Η υψηλότερη τιµή 66,67%, σηµειώθηκε το Μάρτιο του Η τιµή όµως αυτή πρέπει να εξαιρεθεί επειδή στηρίζεται σε παρατήρηση έξι µόνο κελιών. Η αµέσως χαµηλότερη τιµή, 12,82%, εκτιµήθηκε στις αρχές του δεύτερου δεκαηµέρου του Ιουνίου ενώ στις επόµενες µετρήσεις µέχρι τις αρχές του Σεπτεµβρίου το ποσοστό % των βαρροών χωρίς απογόνους έλαβε χαµηλές τιµές. Στην τελευταία εξέταση, στο τελευταίο δεκαήµερο του Σεπτεµβρίου 2000, σηµειώθηκε σηµαντική αύξηση σε σχέση µε την προηγούµενη Αριθµός απογόνων Σε σφραγισµένα κελιά εργατικού γόνου διαφορετικής ηλικίας υπολογίστηκε ο συνολικός αριθµός των απογόνων και ο αντίστοιχος µέσος αριθµός απογόνων ανά βαρρόα µητρικής γενεάς, ανεξάρτητα από την ύπαρξη απλής ή πολλαπλής προσβολής (πίνακας 21). Πίνακας 21: Μέσος αριθµός απογόνων σε µολυσµένα κελιά εργατικού γόνου διαφορετικής ηλικίας Ηλικία γόνου (σε ηµέρες) Αριθµός βαρροών µητρικής γενεάς Αριθµός απογόνων Μέσος αριθµός απογόνων ανά βαρρόα µητρικής γενεάς , , , , , , , , , ,89 Σύνολο

162 162 Ο µέσος αριθµός των απογόνων ανά βαρρόα µ. γ. από την ηλικία των 9 µέχρι και των 16 ηµερών αυξάνεται σταθερά και από 1,10 απογόνους ανά βαρρόα µ.γ., στην ηλικία των 9 ηµερών, φτάνει στους 4,05 στην ηλικία των 16 ηµερών. Στη συνέχεια όµως, παρουσιάζει µείωση µέχρι την ηλικία των 21 ηµερών οπότε ο γόνος βρίσκεται σε ηλικία εκκόλαψης. Στην ηλικία των 21 ηµερών εκτιµήθηκε ότι αντιστοιχούν 2,89 απόγονοι ανά βαρρόα µ.γ Αριθµός απογόνων σε κελιά µε απλή ή πολλαπλή προσβολή Ο µέσος αριθµός απογόνων ανά βαρρόα µ.γ. υπολογίστηκε επίσης σε κελιά µε γόνο διαφορετικής ηλικίας, µε απλή ή πολλαπλή προσβολή (πίνακες 22 και ΙΙΙ του παραρτήµατος). Πίνακας 22: Μέσος αριθµός απογόνων ανά βαρρόα µ.γ., σε κελιά µε απλή ή πολλαπλή προσβολή Βαρρόα Μέσος αριθµός απογόνων σε γόνο ηλικίας 9-21 ηµερών µητρικής γενεάς ανά κελί ,09 1 1,83 2,29 2,69 3,49 4,35 4,26 4,22 3,7 2 1,17 1,5 1,77 2,1 2,75 3,14 3,62 3,2 2,56 2, ,17 2,38 3,56 2,25 2,11 2, ,38 2 1,75 1,13 5 1,4 Ο αριθµός των απογόνων ανά βαρρόα µ.γ. µειωνόταν όσο αυξανόταν ο αριθµός των βαρροών µ.γ. που εισέρχονταν να ωοτοκήσουν στο ίδιο κελί. Όσον αφορά τον αριθµό των απογόνων ανά βαρρόα που αντιστοιχούσε σε κάθε ηλικία του γόνου διαπιστώθηκε ότι σε κελιά µε απλή προσβολή από 1,09 απογόνους στην ηλικία των 9 ηµερών αυξανόταν µέχρι την ηλικία των 16 ηµερών οπότε έφτασε τους 4,35 απογόνους ανά βαρρόα. Στη συνέχεια, µειωνόταν µέχρι την ηλικία των 21 ηµερών οπότε και εκτιµήθηκαν 3,7 απόγονοι ανά βαρρόα µ.γ Βαρρόες θυγατρικής γενεάς Τα κελιά στα οποία διαπιστώθηκε η παρουσία ή απουσία βαρρόας θ. γ. ταξινοµήθηκαν µε βάση την ηλικία του γόνου (πίνακας 23).

163 163 Πίνακας 23: Παρουσία ή απουσία βαρροών θ. γ. σε κελιά µε γόνο ηλικίας 15- Ηλικία γόνου 21 ηµερών Σύνολο κελιών Με βαρρόες θ. γ. Χωρίς βαρρόες θ. γ. Κελιά Ποσοστό % Κελιά Ποσοστό % , , , , , , , ,82 Σύνολο , ,64 Στην παρούσα έρευνα, οι πρώτες βαρρόες θ. γ. διαπιστώθηκαν σε µικρό αριθµό κελιών µε γόνο ηλικίας 15 ηµερών (0,46%). Ο αριθµός των κελιών που περιείχαν βαρρόες θ. γ. αυξανόταν προοδευτικά µε την αύξηση της ηλικίας του γόνου µέχρι την ηλικία των 20 ηµερών. Συγκεκριµένα, η παρουσία ενήλικων θηλυκών απογόνων διαπιστώθηκε στο 16,54% των κελιών στην ηλικία των 16 ηµερών, στο 47,62%, στην ηλικία των ηµερών και στο 80% των κελιών στην ηλικία των 20 ηµερών. Στην ηλικία των 21 ηµερών, το ποσοστό των κελιών µε βαρρόα θυγατρικής γενεάς ήταν µικρότερο, 66,18%. Η διαφορά αυτή πιθανόν να ερµηνεύεται από τη συµπτωµατική διάνοιξη µεγάλου αριθµού κελιών αυτής της ηλικίας, χωρίς απογόνους. Ο αριθµός των βαρροών θ.γ. που αναλογεί ανά βαρρόα µητρικής γενεάς είναι επίσης στενά συνδεδεµένος µε την ηλικία του γόνου και στην παρούσα έρευνα αυξανόταν καθώς ο γόνος πλησίαζε σε ηλικία εκκόλαψης (πίν. 24). Πίνακας 24: Μέσος αριθµός βαρροών θυγατρικής γενεάς Ηλικία γόνου (σε ηµέρες) Αριθµός βαρροών µ.γ. σε κελιά µε απογόνους Αριθµός βαρροών µ.γ. σε κελιά µε βαρρόα θ.γ. Αριθµός βαρροών θ.γ. Μέσος αριθµός βαρροών θ.γ. ανά βαρρόα µ. γ , , , , ,10 Σύνολο

164 164 Ο µέσος αριθµός βαρροών θυγατρικής γενεάς από 0,5 σε γόνο ηλικίας 15 ηµερών έφτασε στο 1,10 σε γόνο ηλικίας 21 ηµερών. Σε κελιά µε πολλαπλή προσβολή, ο µέσος αριθµός βαρροών θ.γ. έλαβε τιµές µικρότερης της µονάδας. Στα κελιά αυτά δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ο αριθµός των βαρροών θ.γ. που αναλογεί στην κάθε βαρρόα µ.γ. διότι δε γνωρίζουµε πόσες και ποιες βαρρόες θ.γ. είναι απόγονοι κάθε βαρρόας µ.γ. Απόλυτα αποτελέσµατα προκύπτουν µόνο από κελιά µε απλή προσβολή Βαρρόες θυγατρικής γενεάς σε κελιά µε απλή ή πολλαπλή προσβολή Σε κελιά µε απλή προσβολή, µε γόνο ηλικίας 21 ηµερών, αντιστοιχούσαν 1,36 βαρρόες θ.γ. ανά βαρρόα µ.γ.. Ο µέσος αριθµός βαρροών θ.γ. µειωνόταν µε την αύξηση του αριθµού των βαρροών µητρικής γενεάς που εισέρχονταν για να ωοτοκήσουν στο ίδιο κελί (πίνακες 25 και ΙV του παραρτήµατος). Πίνακας 25: Μέσος αριθµός βαρροών θ. γ. σε απλή ή πολλαπλή προσβολή Αριθµός βαρροών Μέσος αριθµός βαρροών θ.γ. σε γόνο ηλικίας ηµερών µητρικής γενεάς ανά κελί ,14 1,28 1,36 2 0,5 0,64 0,74 1 1,05 3 0,33 0,5 0,67 0,92 4 0,69 0,63 5 0,4 Σε κελιά στα οποία είχαν εισέλθει περισσότερες από µια βαρρόες µ.γ., ο µέσος αριθµός βαρροών θ.γ. έλαβε τιµές µικρότερης της µονάδας µέχρι την ηλικία γόνου 20 ηµερών. Σε ηλικία γόνου 21 ηµερών και σε προσβολή από δυο βαρρόες µ.γ. προέκυψαν 1,05 βαρρόες θ.γ. ενώ σε κελιά µε τρεις ή µε περισσότερες βαρρόες µητρικής γενεάς ανά κελί, ανεβρέθηκε λιγότερο από µία βαρρόα θ.γ. ανά βαρρόα µ.γ.

165 Γόνος ηλικίας 21 ηµερών Παρουσία ή απουσία απογόνων Τα αποτελέσµατα σχετικά µε την παρουσία ή απουσία απογόνων σε ηλικία γόνου 21 ηµερών έχουν παρουσιαστεί αναλυτικά σε προηγούµενα κεφάλαια και στους πίνακες 19, 21 και ΙII του παραρτήµατος Παρουσία ή απουσία βαρροών θυγατρικής γενεάς Σε σηµαντικό αριθµό µολυσµένων κελιών δε διαπιστώθηκε η παρουσία βαρρόας θυγατρικής γενεάς. Σε κελιά µε απλή προσβολή, το ποσοστό των κελιών στα οποία ανεβρέθηκε βαρρόα θ. γ. ήταν µόλις 42,42%. Στις πολλαπλές προσβολές, το ποσοστό των κελιών µε βαρρόα θ.γ. αυξανόταν ανάλογα µε τον αριθµό των βαρροών µ. γ., από 65% περίπου σε κελιά µε δυο βαρρόες µέχρι 100% σε κελιά µε τέσσερις (πίνακας 26). Πίνακας 26: Ποσοστά βαρροών µε ή χωρίς βαρρόες θυγατρικής γενεάς σε Αριθµός βαρροών µητρικής γενεάς ανά κελί κελιά µε απλή ή πολλαπλή προσβολή Σύνολο βαρροών µ.γ. Με βαρρόες θ. γ. Ποσοστό % Χωρίς βαρρόες θ. γ. Ποσοστό % , , , , , , , ,44 Ο µέσος αριθµός όµως βαρροών θ.γ. ανά βαρρόα µ.γ. µειωνόταν καθώς αυξανόταν ο αριθµός των βαρροών που εισέρχονταν να ωοτοκήσουν στο ίδιο κελί (πίνακας 25). Τα συνολικά αποτελέσµατα για κελιά µε γόνο ηλικίας 21 ηµερών πλήρως ταξινοµηµένα ως προς τον αριθµό των βαρροών µ. γ. και ως προς την παρουσία ή απουσία απογόνων και βαρροών θ.γ., παρουσιάζονται στον πίνακα V του παραρτήµατος Συσχέτιση της παρουσίας βαρροών θυγατρικής γενεάς µε το χρόνο της έρευνας Το ποσοστό των κελιών στα οποία ανεβρέθηκαν βαρρόες θ.γ. αυξήθηκε την περίοδο Ιουλίου Σεπτεµβρίου 1999 (43,75%) σε σχέση µε την περίοδο

166 166 Απριλίου Ιουνίου 1999 (25%), (πίνακας 27). Μειώθηκε ελαφρώς την περίοδο Οκτωβρίου εκεµβρίου (40%) ενώ το δεύτερο χρόνο κατά τη διάρκεια του συνολικού χρονικού διαστήµατος Απριλίου Σεπτεµβρίου 2000, διατηρήθηκε σε πολύ υψηλότερα επίπεδα (68-70%). Συµπερασµατικά, τα ποσοστά των κελιών χωρίς βαρρόα θ.γ. παρουσίαζαν αυξοµειώσεις αλλά µε πτωτική τάση κατά την εξέλιξη της έρευνας. Πίνακας 27: Παρουσία ή απουσία βαρροών θυγατρικής γενεάς σε κελιά ταξινοµηµένα κατά χρονικές περιόδους Αριθµός κελιών µε γόνο ηλικίας 21 ηµερών Χρονικές περίοδοι Σύνολο Με βαρρόες Ποσοστό Χωρίς Ποσοστό κελιών θ.γ. % βαρρόες θ.γ. % Απρίλιος - Ιούνιος Ιούλ. Σεπτέµβριος , ,25 Οκτώβριος - εκέµβριος Ιανουάριος-Απρίλιος Απρίλιος - Ιούνιος Ιούλ. - Σεπτέµβριος , ,58 ΣΥΝΟΛΟ , ,55 Τα κελιά στα οποία ανεβρέθηκαν βαρρόες θ.γ. καταµερίστηκαν περαιτέρω, σε κάθε εξέταση, µε βάση την παρουσία απλής ή πολλαπλής προσβολής. Στις πρώτες εξετάσεις του 1 ου χρόνου και µέχρι το τελευταίο δεκαήµερο του Σεπτεµβρίου 1999 (7 η εξέταση), η πλειοψηφία των κελιών περιείχε µια βαρρόα µ.γ.. Στη συνέχεια, ο αριθµός των κελιών µε πολλαπλή προσβολή αυξήθηκε, φτάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα στις αρχές Νοεµβρίου Σε αυτή τη µέτρηση, µόνο 4 στα 12 κελιά µε βαρρόα θ.γ. παρουσίαζαν απλή προσβολή. Η είσοδος την περίοδο αυτή περισσότερων από µία βαρρόα σε κελί αύξησε την πιθανότητα ν ανεβρεθούν βαρρόα θ.γ.. Το δεύτερο χρόνο, στην εξέταση που έγινε µετά το πρώτο δεκαήµερο του Ιουνίου, η πλειοψηφία των κελιών στα οποία ανεβρέθηκε βαρρόα θ.γ. παρουσίαζε πολλαπλή προσβολή. Σε αυτή την εξέταση (17 η ) µόνο 4 στα 14 κελιά µε βαρρόα θ.γ. παρουσίαζαν απλή προσβολή. Στις επόµενες εξετάσεις του δεύτερου χρόνου ο αριθµός των κελιών µε περισσότερες από µία βαρρόα µ.γ. παρατηρήθηκε µε µεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση µε τον πρώτο χρόνο της έρευνας.

167 Μέσος αριθµός βαρροών θυγατρικής γενεάς Ο µέσος αριθµός βαρροών θ.γ. ανά βαρρόα µητρικής γενεάς κυµάνθηκε από 0,5 έως 3, σε κελιά µε απλή ή πολλαπλή προσβολή (πίνακας 28 και VI του παραρτήµατος). Πίνακας 28: Αριθµοί και ποσοστά βαρροών µ.γ. σε κελιά µε απλή ή πολλαπλή Αριθµός βαρροών µητρικής γενεάς Σύνολο βαρροών µ.γ. προσβολή σε σχέση µε το µέσο αριθµό βαρροών θ.γ. 0,5 Ποσοστό % Μέσος αριθµός βαρροών θ. γ. ανά βαρρόα µ. γ. 0,67 Ποσοστό % 0, , , , ,82 4 9, ,57 6 4,29 8 5, , ,57 6 4,29 Ποσοστό % 1 ποσοστό % 2 Ποσοστό % 3 Ποσοστό % Στο 75% των κελιών µε απλή προσβολή διαπιστώθηκε µια βαρρόα θ.γ., στο 14,29% δύο και στο 10,71% τρεις. Σε κελιά µε διπλή προσβολή διαπιστώθηκε ότι στο 82% των βαρροών µ. γ. αντιστοιχούσε κατά µέσο όρο µία βαρρόα θ.γ. ανά βαρρόα µ.γ. και στο 9,09% αντιστοιχούσαν δύο. Σε προσβολές κελιών µε 3 βαρρόες µ.γ., στο 75% των βαρροών µ.γ. αντιστοιχούσε κατά µέσο όρο, µία βαρρόα θ.γ. ενώ στο υπόλοιπο 25% αντιστοιχούσε λιγότερο από µια βαρρόα θ.γ.. Τέλος, σε προσβολές µε 4 βαρρόες µ.γ., ο µέσος αριθµός των βαρροών θ.γ. έλαβε τιµές µικρότερες της µονάδας Μέσος αριθµός βαρροών θυγατρικής γενεάς κατά την εξέλιξη της έρευνας Ο µέσος αριθµός βαρροών θ. γ., ανεξάρτητα από την παρουσία απλής ή πολλαπλής προσβολής, διατηρήθηκε γύρω στη µονάδα κατά το χρονικό διάστηµα από τον Ιούνιο 1999 µέχρι τον Ιούνιο 2000 ενώ στην τελευταία περίοδο της έρευνας, από τέλη Ιουλίου µέχρι τέλη Σεπτεµβρίου 2000,

168 168 αυξήθηκε οπότε και εκτιµήθηκε στις 1,5 βαρρόες θ. γ. ανά βαρρόα µητρικής γενεάς (πίνακας 29). Πίνακας 29: Μέσος αριθµός βαρροών θ.γ. ανά βαρρόα µητρικής γενεάς, σε Χρονικές περίοδοι Αριθµός κελιών διαφορετικές χρονικές περιόδους Αριθµός βαρροών µ.γ. Ποσοστό % Αριθµός απογόνων Μέσος αριθµός απογ. ανά βαρρόα µ.γ. Αριθµός βαρροών θυγατρικής γενεάς Μέσος αριθµός βαρροών θ.γ. 30/6/ , /7/99-22/9/ , , /10-3/11/ , ,95 11/6/ , /7-24/9/ , ,50 ΤΕΛΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ , ,10 Τα αποτελέσµατα κάθε εξέτασης από κελιά στα οποία ανεβρέθηκαν βαρρόα θ.γ. ταξινοµήθηκαν µε βάση τον αριθµό των βαρροών µητρικής γενεάς (πίνακας 30). Κατά τον προσδιορισµό του µέσου αριθµού βαρροών θ.γ. διαπιστώνεται ότι αυτός κυµαίνεται, κατά τη διάρκεια όλης της έρευνας, από 0,5 µέχρι 2 βαρρόες θυγατρικής γενεάς ανά βαρρόα µ. γ., ανεξάρτητα από τον αριθµό των βαρροών µ. γ. ανά κελί. Μικρές τιµές του µέσου αριθµού βαρροών θ. γ. παρατηρήθηκαν σε κελιά µε πολλαπλή προσβολή ενώ υψηλές τιµές παρατηρήθηκαν σε κελιά µε απλή προσβολή. Η µικρότερη τιµή, 0,5 βαρρόα θ.γ. ανά βαρρόα µ. γ., διαπιστώθηκε σε κελιά µε 4 βαρρόες µ.γ., στις αρχές Νοεµβρίου Στην ίδια µέτρηση (10 η ), σε κελιά µε απλή προσβολή διαπιστώθηκε και η µέγιστη τιµή, δυο βαρρόες θ.γ. ανά βαρρόα µ.γ.. Αυτή η τιµή αποτελεί βεβαίως έκφραση του µέσου αριθµού των βαρροών θ.γ. και όχι απόλυτο αριθµό. Εξάλλου, σε αυτή τη µέτρηση διαπιστώθηκαν τα δυο από τα έξι κελιά στα οποία ανεβρέθηκαν τρεις βαρρόες θ.γ. ανά βαρρόα µ.γ. (πίνακας 28). Η αµέσως χαµηλότερη τιµή, 1,71 βαρρόα θ.γ. ανά βαρρόα µητρικής γενεάς, παρατηρήθηκε στα µέσα Αυγούστου Σε αυτή τη µέτρηση διαπιστώθηκαν και τα υπόλοιπα τέσσερα κελιά στα οποία διαπιστώθηκαν 3 βαρρόες θ.γ. ανά βαρρόα µ.γ..

169 169 Πίνακας 30: Συντελεστές αναπαραγωγής από κελιά µε βαρρόες θυγατρικής γενεάς σε κάθε εξέταση α/α 10 Ηµεροµηνία εξέτασης Αριθµός βαρροών µητρικής γενεάς ανά κελί Αριθµός κελιών Αριθµός βαρροών Αριθµός απογόνων Μέσος αριθµός απογόνων ανά βαρρόα Αριθµός βαρροών θυγατρικής γενεάς Μέσος αριθµός βαρροών θυγατρικής γενεάς 4 30/6/ /7/ ,5 6 0, /8/ , /9/ , ,17 22/9/ /10/ , /11/ , , ,75 4 0, /6/ /8/ /9/ ,5 6 1, , , , , , , , ΣΥΝΟΛΟ , ,1

170 170 Αξιοσηµείωτο επίσης είναι ότι το δεύτερο χρόνο και ειδικότερα κατά την περίοδο του καλοκαιριού, οπότε ανοίχθηκαν τα κελιά µε γόνο ηλικίας 21 ηµερών, ο µέσος αριθµός βαρροών θ.γ. παρουσίασε υψηλές τιµές και συγκεκριµένα υψηλότερες της µονάδας, µε εξαίρεση µία τιµή, 0,83 σε διπλή προσβολή στις 11/6/ Κηφηνογόνος Σε 19 συνολικά εξετάσεις κατά το χρονικό διάστηµα από 28/4/99 µέχρι 24/9/00 ερευνήθηκαν συνολικά 644 σφραγισµένα κηφηνοκελιά, από τα οποία τα 192 (29,81%) κελιά ήταν προσβεβληµένα από βαρρόα (πίνακας 31) ιακύµανση της προσβολής στο χρόνο Το ποσοστό προσβολής των κηφηνοκελιών παρουσίασε έντονες διακυµάνσεις µέσα στο χρόνο, κατά συγκεκριµένες χρονικές περιόδους (πίνακας 31). Πίνακας 31: Ποσοστό % προσβολής κηφηνοκελιών ανά χρονική περίοδο Χρονικές περίοδοι Σύνολο Κηφηνοκελιά Ποσοστό % κελιών µε βαρρόα προσβολής Απρίλιος - Ιούνιος ,86 Ιούλιος Σεπτέµβριος ,26 Οκτώβριος εκέµβριος Ιανουάριος - Μάρτιος ,00 Απρίλιος - Ιούνιος ,30 Ιούλιος Σεπτέµβριος ,57 ΣΥΝΟΛΟ ,81 Η προσβολή του κηφηνογόνου την περίοδο Απριλίου Ιουνίου έφτασε στο 14,86% το έτος 1999 και στο 22,3% το Ο αριθµός των κελιών που εξετάστηκε σε αυτές τις περιόδους θεωρείται αρκετά µεγάλος για να εξαχθούν βάσιµα αποτελέσµατα. Την περίοδο Ιουλίου Σεπτεµβρίου το ποσοστό προσβολής ήταν ιδιαίτερα αυξηµένο. Έφτασε στο 78,26% το 1999 και στο 59,57% το Αν και ο αριθµός των κελιών που εξετάστηκε ανά έτος αυτή την περίοδο, είναι σχετικά µικρός, είναι όµως αρκετά µεγάλος συνολικά για τα δυο έτη και επιτρέπει την εξαγωγή συµπερασµάτων. Ο αριθµός των κελιών που εξετάστηκε σε άλλες περιόδους ήταν µικρός και τα αποτελέσµατα θεωρούνται ως µη γενικεύσιµα. Ενδεικτικά αναφέρουµε ότι την περίοδο

171 171 Οκτωβρίου εκεµβρίου 1999 οπότε εξετάστηκαν µόνο δέκα κελιά τα οποία βρέθηκαν όλα προσβεβληµένα. Μεγάλες διακυµάνσεις στο ποσοστό προσβολής του κηφηνογόνου παρατηρήθηκαν επίσης και σε κάθε εξέταση (πίνακας 32). Πίνακας 32: Αποτελέσµατα διερεύνησης κηφηνοκελιών Α/α Ηµεροµηνία εξέτασης Σύνολο κελιών Μη προσβεβληµένα κηφηνοκελιά Προσβεβληµένα κηφηνοκελιά Ποσοστό % προσβολής 1 28/4/ /5/ ,67 3 9/6/ , /6/ , /7/ , /8/ /9/ , /9/ /10/ /11/ /3/ /4/ , /5/ , /6/ , /7/ /7/ , /8/ /9/ /9/ ΣΥΝΟΛΟ ,81 Οι έντονες αυτές διακυµάνσεις οφείλονται, σε σηµαντικό βαθµό, στο µικρό αριθµό των κηφηνοκελιών που ερευνήθηκε σε πολλές από αυτές τις εξετάσεις. Στη 16 η εξέταση, στο τελευταίο δεκαήµερο του Μαΐου 2000, ανοίχθηκαν συνολικά 164 κελιά, αριθµός αρκετός για να εξαχθούν αξιόπιστα αποτελέσµατα. Το ποσοστό προσβολής, σε αυτή τη εξέταση, εκτιµήθηκε στο 29,27%, ενώ στην προηγούµενη είχε εκτιµηθεί µόλις στο 4,76%.

172 Ταξινόµηση µολυσµένων κηφηνοκελιών ανά ηλικία κηφηνογόνου Τα µολυσµένα κηφηνοκελιά που εξετάστηκαν διέφεραν ως προς την ηλικία του γόνου. Για το λόγο αυτό ταξινοµήθηκαν σε οµάδες µε βάση τα µορφολογικά χαρακτηριστικά του γόνου, όπως αυτά καθορίστηκαν στο κεφάλαιο «Υλικά και Μέθοδοι». Επειδή η διάνοιξη των κελιών γινόταν µε βάση γεννήτρια τυχαιοποιηµένων αριθµών οι οµάδες που προέκυψαν ήταν ανοµοιόµορφες (πίνακας 33). Κατά τη µελέτη των αποτελεσµάτων του πίνακα 30 διαπιστώνεται ότι ένας µεγάλος αριθµός κελιών που πλησιάζει στο 45% περίπου του συνόλου των κελιών που ερευνήθηκαν, περιείχε γόνο σε ηλικία προνύµφης. Αντίθετα, ο αριθµός των κελιών µε γόνο έτοιµο προς εκκόλαψη ήταν πολύ µικρός. Πίνακας 33: Κατανοµή κελιών και βαρροών µε βάση την ηλικία του κηφηνογόνου Ηλικία γόνου Αριθµός κελιών Αριθµός βαρροών (σε ηµέρες) Σύνολο Μέσος αριθµός βαρροών ανά µολυσµένο κηφηνοκελί Ο µέσος αριθµός βαρροών µ.γ. ανά µολυσµένο κηφηνοκελί κυµάνθηκε από 1 µέχρι 6,5 (πίνακας 34). Οι τιµές που διαπιστώθηκαν στον κηφηνογόνο ήταν υψηλότερες εκείνων που καταγράφηκαν κατά την εξέταση των εργατικών κελιών (πίνακας 15) το οποίο θεωρείται αναµενόµενο αφού ο κηφηνογόνος είναι περισσότερο ελκυστικός στις βαρρόες.

173 173 Πίνακας 34: Μέσος αριθµός βαρροών ανά µολυσµένο κηφηνοκελί Α/α Ηµεροµηνία Αριθµός Αριθµός Μέσος αριθµός βαρροών εξέτασης κελιών βαρροών ανά κηφηνοκελί 1 28/4/ /5/ /6/ /6/ , /7/ , /8/ ,50 7 1/9/ , /9/ /10/ , /11/ /3/ /4/ /5/ , /6/ /7/ , /7/ , /8/ , /9/ , /9/ ,77 ΣΥΝΟΛΟ , Παρουσία ή απουσία απογόνων Όπως και στον εργατικό γόνο δεν ανεβρέθηκαν απόγονοι σε όλα τα κηφηνοκελιά που εξετάστηκαν (πίνακας 35). Πίνακας 35: Παρουσία ή απουσία απογόνων σε κηφηνοκελιά µε γόνο διαφορετικής ηλικίας Ηλικία γόνου Σύνολο Με απογόνους Χωρίς απογόνους (σε ηµέρες) κελιών Κελιά Ποσοστό % Κελιά Ποσοστό % , , , , , , , ΣΥΝΟΛΟ , ,71

174 174 Η απουσία απογόνων σε κελιά που περιείχαν γόνο ηλικίας µικρότερης των 13 ηµερών οφείλεται ενδεχοµένως σε καθυστέρηση έναρξης της ωοτοκίας και µπορεί να θεωρηθεί φυσιολογική. Με την αύξηση της ηλικίας του γόνου το ποσοστό των κελιών στα οποία δεν ανεβρέθηκαν απόγονοι µειωνόταν προοδευτικά, και µετά την ηλικία των 18 ηµερών, µηδενίστηκε, όπως επίσης µηδενίστηκε και το ποσοστό των βαρροών χωρίς απογόνους, µετά την ηλικία των 18 ηµερών. Ο µέσος αριθµός των απογόνων ανά βαρρόα µητρικής γενεάς, σε κελιά µε απογόνους, αυξανόταν µέχρι την ηλικία των 17 ηµερών και έφτασε τους 3,18 απογόνους (πίνακας 36). Πίνακας 36: Βαρρόες µε ή χωρίς απογόνους σε κηφηνοκελιά µε γόνο Ηλικία γόνου Σύνολο βαρροών διαφορετικής ηλικίας Αριθµός βαρρόα Ποσοστό % Με απογόνους Αριθµός απογόνων Μέσος αριθµός απογόνων ανά βαρρόα Χωρίς απογόνους Αριθµός βαρρόα Ποσοστό % , , ,64 2 8, , , , , ,18 4 5, , , ,67 0 ΣΥΝΟΛΟ , ,39 Στη συνέχεια, από 3,18 µειώθηκε στους 1,67 απογόνους ανά βαρρόα µητρικής γενεάς στην ηλικία των 24 ηµερών, σε ηλικία δηλαδή εκκόλαψης του κηφηνογόνου Απλή και πολλαπλή προσβολή σε κηφηνοκελιά µε απογόνους Στα περισσότερα από τα µολυσµένα κηφηνοκελιά διαπιστώθηκε πολλαπλή προσβολή. Μόνο το 36,36% των κελιών βρέθηκε προσβεβληµένο

175 175 από µια βαρρόα. Στο 30,91% των κηφηνοκελιών διαπιστώθηκαν δυο βαρρόες, στο 10,91% τρεις, στο 9,09% τέσσερις. Σε ποσοστό 12,73% των κηφηνοκελιών διαπιστώθηκαν από πέντε µέχρι επτά ή και περισσότερες βαρρόες (πίνακας 37). Το συνολικό ποσοστό µε πολλαπλή προσβολή ανέρχεται στο 63,64%. Πίνακας 37: Μολυσµένα κηφηνοκελιά µε απογόνους σε απλή ή πολλαπλή προσβολή Αριθµός βαρροών µ.γ. ανά κελί >7 ΣΥΝΟΛΟ Αριθµός κελιών Ποσοστό % 36,36 30,91 10,91 9,09 3,64 5,45 3, Το ποσοστό των βαρροών µ. γ. είναι εξαιρετικά χαµηλό, 14,39%, σε κηφηνοκελιά µε απλή προσβολή (πίνακας 38). Πίνακας 38: Αριθµοί και ποσοστά βαρροών µε απογόνους σε κηφηνοκελιά µε απλή ή πολλαπλή προσβολή Αριθµός βαρροών µ.γ. ανά κελί >7 ΣΥΝΟΛΟ Αριθµός βαρροών Ποσοστό % 14,39 24,46 12,95 14,39 7,19 12,95 13, Το υπόλοιπο 85% περίπου του συνόλου των βαρροών µε απογόνους ανεβρέθηκε σε κηφηνοκελιά µε πολλαπλή προσβολή. Ειδικότερα, το ποσοστό των βαρροών σε κελιά µε δυο βαρρόες εκτιµήθηκε στο 24,46% και είναι το υψηλότερο που διαπιστώθηκε επί του συνολικού αριθµού των βαρροών µε απογόνους. Το υπόλοιπο 61% περίπου ανεβρέθηκε σε κελιά στα οποία είχαν εισέλθει περισσότερες από τρεις βαρρόες. Αξιοσηµείωτο επίσης είναι ότι στον εργατικό γόνο το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 13% περίπου. Θα πρέπει όµως ν αναφερθεί ότι ο αριθµός των εξεταζόµενων κηφηνοκελιών ήταν µικρότερος από αυτόν του εργατικού γόνου. Ο µέσος αριθµός των απογόνων ανά βαρρόα µητρικής γενεάς παρουσίασε έντονες αυξοµειώσεις οι οποίες δε συνδέονται ούτε µε την αύξηση του αριθµού των βαρροών µ. γ. ανά κελί ούτε µε την ηλικία του

176 176 εξεταζόµενου γόνου (πίνακας 39). Οι αυξοµειώσεις αυτές πιθανότατα οφείλονται στο µικρό αριθµό των κελιών που εξετάστηκαν. Πίνακας 39: Μέσος αριθµός απογόνων ανά βαρρόα µητρικής γενεάς σε Αριθµός βαρροών µ. γ. ανά κελί κηφηνογόνο ηλικίας ηµερών Ηλικία γόνου σε ηµέρες ,5 5 4,33 3, ,67 1,83 2,88 4 1, ,33 3,67 1, ,5 2,5 0,5 5 3,8 1, ,5 1,33 >7 0,09 1, Παρουσία ή απουσία βαρροών θυγατρικής γενεάς Στην παρούσα έρευνα οι πρώτες βαρρόες θυγατρικής γενεάς διαπιστώθηκαν σε κηφηνογόνο ηλικίας 17 ηµερών. Στην ηλικία αυτή ο κηφηνογόνος είναι στο στάδιο της νύµφης έχει σώµα ολόλευκο και οφθαλµούς έντονα ερυθρούς (πίνακας 40). Πίνακας 40: Μολυσµένα κηφηνοκελιά µε ή χωρίς βαρρόα θυγατρικής γενεάς σε γόνο διαφορετικής ηλικίας Ηλικία Σύνολο Με βαρρόα θ. γ. Χωρίς βαρρόα θ. γ. γόνου κελιών Κελιά Ποσοστό % Κελιά Ποσοστό % Σύνολο , ,51 Σε γόνο ηλικίας 17 ηµερών, το 50% των κελιών που εξετάστηκαν περιείχε ενήλικο θηλυκό απόγονο. Στη συνέχεια και µέχρι την ηλικία και των 23 ηµερών, το σύνολο των κελιών που εξετάστηκε περιείχε βαρρόα θυγατρικής γενεάς. Σε δυο όµως από τα οκτώ κηφηνοκελιά που περιείχαν γόνο 24 ηµερών, δε διαπιστώθηκε η παρουσία βαρρόας θυγατρικής γενεάς.

177 177 Ο µέσος αριθµός βαρροών θ.γ. ανά βαρρόα µητρικής γενεάς αυξανόταν µε την εξέλιξη του γόνου και στην ηλικία των 24 ηµερών έφτασε τις 1,8 (πίνακας 41). Πίνακας 41: Βαρρόες µ.γ. µε ή χωρίς βαρρόα θυγατρικής γενεάς σε Ηλικία γόνου Σύνολο βαρροών µ.γ. κηφηνοκελιά µε γόνο διαφορετικής ηλικίας Αριθµός βαρροών µ.γ. Με βαρρόα θ. γ. Χωρίς βαρρόα θ. γ. Αριθµός Μέσος αριθµός Αριθµός Ποσοστό Ποσοστό βαρροών βαρροών θ. γ. ανά βαρροών % % θ. γ. βαρρόα µ.γ. µ.γ ,43 6 0, , , , , , , ,44 Σύνολο , , ,11 Τα αποτελέσµατα από κελιά µε απογόνους, αναλυτικά για διαφορετική ηλικία κηφηνογόνου, ταξινοµήθηκαν µε βάση τον αριθµό των βαρροών µ. γ. (πίνακας VIΙ του παραρτήµατος). Ο αριθµός των απογόνων και των βαρροών θ. γ. αναγράφονται σε ξεχωριστή στήλη καθώς επίσης και οι µέσοι αριθµοί απογόνων και βαρροών θ. γ. ανά βαρρόα µητρικής γενεάς Μέσος αριθµός βαρροών θυγατρικής γενεάς Ο µέσος αριθµός βαρροών θ. γ. ανά βαρρόα µητρικής γενεάς σε κηφηνοκελιά µε απλή και πολλαπλή προσβολή γενικά αυξάνει µε την εξέλιξη του γόνου (πίνακας 42). Πίνακας 42: Μέσος αριθµός βαρροών θυγατρικής γενεάς ανά βαρρόα Αριθµός βαρροών µ. γ. ανά κελί µητρικής γενεάς Ηλικία γόνου σε ηµέρες ,33 1, ,12 2 0,75 1, ,67 4 1,5 5 0,6 6 0,67 >7 0,38

178 178 Ο µέγιστος µέσος αριθµός βαρροών θυγατρικής γενεάς, τρεις ανά βαρρόα µητρικής γενεάς, διαπιστώθηκε σε απλές προσβολές στην ηλικία των ηµερών. ΕΝΟΤΗΤΑ IV: Θνησιµότητα των βαρροών Αριθµός βαρροών στους πυθµένες των κυψελών Ο αριθµός των βαρροών που συλλέχθηκε στους πυθµένες των κυψελών κατά τη διάρκεια της έρευνας, παρουσίασε σηµαντικές διακυµάνσεις τόσο στο σύνολό του, όσο και στα υποσύνολα των σκουρόχρωµων και ανοικτόχρωµων βαρροών (πίνακας 43, 44, 45, γράφηµα 11) Π3 Π9 Π Βαρρόες Γράφηµα 11: Μετρήσεις Μέσος αριθµός ανοικτόχρωµων (Π9), σκουρόχρωµων (Π12) και συνόλου (Π3) βαρροών στον πυθµένα των κυψελών Από την έναρξη του πειραµατισµού και µέχρι τα τέλη Ιουνίου 1999, ο αριθµός των βαρροών στους πυθµένες ήταν πολύ µικρός, παρουσίασε µάλιστα σηµαντική πτωτική τάση και από 42 ± 11 (±SEM) βαρρόες στην πρώτη περίοδο µέτρησης, έπεσε στις 11 ± 2 (±SEM) στην τρίτη.

179 179 Πίνακας 43: Περιγραφικά στατιστικά σχετικά µε το συνολικό αριθµό (Π3) των α/α Περίοδος µετρήσεων βαρροών στον πυθµένα των κυψελών, Ν=12 Μέσος όρος Τυπικό σφάλµα του µέσου (SEM) Τυπική απόκλιση Ελάχιστη τιµή Μέγιστη τιµή /4/ /5/ /5-9/6/ /6/ /7/ /7-11/8/ /8-1/9/ /9/ /9-13/10/ /10-3/11/ /11/ /11-15/12/ /12-5/1/ /1/ /1-16/2/ /2-8/3/ /3/ /3-9/4/ /4/ /5/ /5-11/6/ /6-2/7/ /7/ /7-13/8/ /8-3/9/ /9/ Μέσος όρος Η σηµαντική µείωση του αριθµού των ακάρεων στο διάστηµα αυτό, προκλήθηκε κυρίως από τη µείωση των σκουρόχρωµων βαρροών, οι οποίες στην 1 η περίοδο µέτρησης εκτιµήθηκαν στις 37 ± 9 (±SEM), στη 2 η στις 8 ± 3 (±SEM) και στην 3 η µειώθηκαν ακόµη περισσότερο και εκτιµήθηκαν στις 6 ± 1 (±SEM) βαρρόες. Παρά τη µείωση, ο αριθµός των σκουρόχρωµων βαρροών κατά το χρονικό διάστηµα από τα µέσα Απριλίου αρχές Ιουνίου 1999, διατηρήθηκε σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό των ανοικτόχρωµων. Στην 4 η περίοδο µέτρησης ο αριθµός των ακάρεων στον πυθµένα των κυψελών αυξήθηκε ελαφρά ενώ στην 5 η περίοδο παρουσίασε ραγδαία αύξηση η οποία ήταν σηµαντική στατιστικά και εκτιµήθηκε στις 211 ± 41 (±SEM) βαρρόες.

180 180 Εξίσου σηµαντική αύξηση (P<0,05), σηµειώθηκε και στην 6 η περίοδο, από τις 22 Ιουλίου µέχρι τις 11 Αυγούστου Πίνακας 44: Περιγραφικά στατιστικά σχετικά µε τον αριθµό των α/α ανοικτόχρωµων (Π9) βαρροών στον πυθµένα των κυψελών, Ν=12 Περίοδος µετρήσεων Μέσος όρος Τυπικό σφάλµα του µέσου (SEM) Τυπική απόκλιση Ελάχιστη τιµή Μέγιστη τιµή /4/ /5/ /5-9/6/ /6/ /7/ /7-11/8/ /8-1/9/ /9/ /9-13/10/ /10-3/11/ /11/ /11-15/12/ /12-5/1/ /1/ /1-16/2/ /2-8/3/ /3/ /3-9/4/ /4/ /5/ /5-11/6/ /6-2/7/ /7/ /7-13/8/ /8-3/9/ /9/ Μέσος όρος , 754 Η αύξηση συνεχίστηκε και στην 7 η περίοδο, µέχρι την 1 Σεπτεµβρίου 1999 (P>0,05), στην οποία ο αριθµός των ακάρεων εκτιµήθηκε στις 479 ± 99 (±SEM) βαρρόες. Στην επόµενη περίοδο µέτρησης από 2 µέχρι τις 22 Σεπτεµβρίου, ο αριθµός των ακάρεων µειώθηκε ενώ στην 9 η περίοδο µέχρι τις 13 Οκτωβρίου, παρουσίασε και πάλι αύξηση, και εκτιµήθηκε στις 505 ± 145

181 181 (±SEM) βαρρόες. ιαδοχική µείωση και αύξηση παρατηρήθηκε και στις επόµενες δυο περιόδους µετρήσεων. Στην 11 η περίοδο, από 4 µέχρι 24 Νοεµβρίου 1999, ο αριθµός των βαρροών εκτιµήθηκε στις 621 ± 124 (±SEM) βαρρόες, αριθµός ο οποίος είναι ο µεγαλύτερος που παρατηρήθηκε κατά το χρονικό διάστηµα Απριλίου 1999 εκεµβρίου Στα µέσα εκεµβρίου 1999 σηµειώθηκε µείωση, όµως µέχρι και σ αυτή την περίοδο, ο συνολικός αριθµός των ακάρεων που καταµετρήθηκε στους πυθµένες των κυψελών παρέµεινε σε υψηλά επίπεδα. Οι µεταβολές στον αριθµό των βαρροών που παρατηρήθηκαν από τις αρχές Σεπτεµβρίου µέχρι τα µέσα εκεµβρίου 1999, δεν ήταν σηµαντικές στατιστικά από περίοδο σε περίοδο µέτρησης. Κατά το ίδιο χρονικό διάστηµα, ο αριθµός των βαρροών που µετρήθηκε στην 11 η περίοδο, από 4 µέχρι 24 Νοεµβρίου 1999, διέφερε σε σηµαντικό βαθµό (P<0,05), µόνο από τον αριθµό των βαρροών που µετρήθηκε στην 8 η περίοδο, από 2 µέχρι 22 Σεπτεµβρίου Η µείωση που παρατηρήθηκε στην 12 η περίοδο, συνεχίστηκε και το δεύτερο χρόνο µέχρι τη 19 η, από 10 µέχρι 30 Απριλίου Η µείωση του αριθµού των βαρροών στις αρχές του Ιανουαρίου, ήταν σηµαντική (P<0,05) σε σχέση µε την προηγούµενη περίοδο µέτρησης (µέσα εκεµβρίου 1999). Αντίθετα, οι µειώσεις που παρατηρήθηκαν στη συνέχεια, µέχρι την 19 η περίοδο, δε διέφεραν µεταξύ τους στατιστικά από µέτρηση σε µέτρηση. Ο αριθµός των ανοικτόχρωµων βαρροών παρουσίασε συνεχή αύξηση από την 3 η µέχρι την 9 η περίοδο µέτρησης η οποία περιλαµβάνει το χρονικό διάστηµα από 23 Σεπτεµβρίου µέχρι 13 Οκτωβρίου Στην 9 η περίοδο παρατηρήθηκε ο µεγαλύτερος αριθµός ανοικτόχρωµων βαρροών κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της έρευνας, οπότε εκτιµήθηκε στις 404 ± 117 (±SEM) βαρρόες. Στη συνέχεια, ο αριθµός των ανοικτόχρωµων παρουσίασε συνεχή µείωση µέχρι τον Απρίλιο του 2000 διατηρήθηκε όµως σε υψηλά επίπεδα µέχρι τη 12 η περίοδο µέτρησης, από 25 Νοεµβρίου µέχρι και 15 εκεµβρίου Την 13 η περίοδο, από 16 εκεµβρίου 1999 µέχρι και 5 Ιανουαρίου 2000, παρουσίασε σηµαντική µείωση (P<0,05) και διατηρήθηκε µέχρι τα τέλη Απριλίου 2000 (19 η περίοδο) σε χαµηλά επίπεδα.

182 182 Πίνακας45: Περιγραφικά στατιστικά σχετικά µε τον αριθµό των α/α σκουρόχρωµων (Π12) βαρροών στον πυθµένα των κυψελών, Ν=12 Περίοδος µετρήσεων Μέσος όρος Τυπικό σφάλµα του µέσου (SEM) Τυπική απόκλιση Ελάχιστη τιµή Μέγιστη τιµή /4/ /5/ /5-9/6/ /6/ /7/ /7-11/8/ /8-1/9/ /9/ /9-13/10/ /10-3/11/ /11/ /11-15/12/ /12-5/1/ /1/ /1-16/2/ /2-8/3/ /3/ /3-9/4/ /4/ /5/ /5-11/6/ /6-2/7/ /7/ /7-13/8/ /8-3/9/ /9/ Μέσος όρος Ο αριθµός των σκουρόχρωµων βαρροών παρουσίασε συνεχή αύξηση από την 4 η µέχρι την 11 η περίοδο µέτρησης η οποία περιελάµβανε το χρονικό διάστηµα από 4 µέχρι και 24 Νοεµβρίου Στην 11 η περίοδο παρατηρήθηκε ο µεγαλύτερος αριθµός σκουρόχρωµων βαρροών κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της έρευνας, οπότε εκτιµήθηκε στις 365 ± 82 (±SEM) βαρρόες. Από την 11 η περίοδο ο αριθµός των σκουρόχρωµων βαρροών παρουσίασε συνεχή µείωση µέχρι τη 19 η περίοδο, από 10 µέχρι και 30 Απριλίου Κατά το διάστηµα όµως που παρατηρήθηκε η µείωση, ο

183 183 αριθµός των σκουρόχρωµων διατηρήθηκε γενικά σε υψηλά επίπεδα και ιδιαίτερα, σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό των ανοικτόχρωµων βαρροών. Από τα παραπάνω αποτελέσµατα συµπεραίνεται ότι: στις περιόδους µετρήσεων από 4 η µέχρι 11 η, ο λόγος σκουρόχρωµων / ανοικτόχρωµων βαρροών διατηρεί τιµές µικρότερες της µονάδας. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων, οι ανοικτόχρωµες βαρρόες υπερτερούν αριθµητικά από τις σκουρόχρωµες. Από την 11 η περίοδο όµως µέχρι τη 19 η, ο λόγος σκουρόχρωµων /ανοικτόχρωµων βαρροών λαµβάνει τιµές µεγαλύτερες της µονάδας διότι σε αυτό το διάστηµα, από τις αρχές Νοεµβρίου 1999 µέχρι τα τέλη Απριλίου 2000, οι σκουρόχρωµες υπερτερούν αριθµητικά των ανοικτόχρωµων. Το δεύτερο χρόνο της έρευνας, ο αριθµός των βαρροών παρουσίασε προοδευτική αύξηση από τα τέλη Απριλίου 2000 (19 η περίοδος), µέχρι τα µέσα Αυγούστου (24 η περίοδος). Σε αυτή την περίοδο, ο αριθµός των βαρροών που συλλέχθηκε στους πυθµένες των κυψελών εκτιµήθηκε στις 1360 ± 331 (±SEM) και ήταν ο µεγαλύτερος που παρατηρήθηκε σ όλη τη διάρκεια της έρευνας. Στις τελευταίες δυο περιόδους µέτρησης, που αφορούσαν το χρονικό διάστηµα: 14 Αυγούστου µέχρι 24 Σεπτεµβρίου 2000, ο αριθµός αυτός σχεδόν υποδιπλασιάστηκε. Οι µεταβολές όµως από τον Απρίλιο µέχρι το Σεπτέµβριο του 2000 δεν ήταν σηµαντικές από περίοδο σε περίοδο µέτρησης (P>0,05). Στο ίδιο χρονικό διάστηµα, ο αριθµός των ανοικτόχρωµων βαρροών παρουσίασε προοδευτική αύξηση από τη 19 η περίοδο µέτρησης µέχρι και την 24 η. Στην 19 η περίοδο, οι ανοικτόχρωµες βαρρόες εκτιµήθηκαν στις 23 ± 3 (±SEM) και έφτασαν στην 24 η περίοδο, από τις 24 Ιουλίου µέχρι και τις 13 Αυγούστου 2000, στις 754 ± 173 (±SEM) βαρρόες. Ο αριθµός αυτός, αποτελεί και το µεγαλύτερο αριθµό ανοικτόχρωµων βαρροών που σηµειώθηκε σε όλη τη διάρκεια της έρευνας. Στην 25 η περίοδο παρατηρήθηκε µείωση και στην 26 η που ήταν και η τελευταία περίοδος µέτρησης της έρευνας παρατηρήθηκε και πάλι αύξηση του αριθµού των ανοικτόχρωµων βαρροών οπότε εκτιµήθηκαν στις 406 ± 62 (±SEM) βαρρόες. Στο δεύτερο χρόνο της έρευνας, ο αριθµός των σκουρόχρωµων βαρροών αυξήθηκε από την 19 η περίοδο µέτρησης µέχρι και την 23 η. Στη 19 η περίοδο, οι σκουρόχρωµες βαρρόες εκτιµήθηκαν στις 71 ± 10 (±SEM)

184 184 βαρρόες και στη 23 η περίοδο εκτιµήθηκαν στις 652 ± 165 (±SEM) βαρρόες. Ο αριθµός αυτός αποτελεί το µεγαλύτερο αριθµό σκουρόχρωµων βαρροών που σηµειώθηκε σε όλη τη διάρκεια της έρευνας. Στις επόµενες περιόδους µετρήσεων (24 η και 25 η ) ο αριθµός των σκουρόχρωµων βαρροών παρουσίασε πτωτική τάση, µε εξαίρεση µια µικρή αύξηση στην τελευταία 26 η περίοδο µέτρησης. Από τη 19 η µέχρι την 23 η περίοδο µέτρησης, δηλαδή από τα τέλη Απριλίου µέχρι τις αρχές Ιουλίου 2000, οι σκουρόχρωµες βαρρόες συνέχισαν να υπερτερούν σε αριθµό από τις ανοικτόχρωµες. Κατά συνέπεια, ο λόγος σκουρόχρωµων / ανοικτόχρωµων βαρροών διατήρησε, συνολικά από την 11 η µέχρι και την 23 η περίοδο µέτρησης, τιµές µεγαλύτερες της µονάδας. Από την 23 η µέχρι και την τελευταία 26 η περίοδο µέτρησης, ο αριθµός των σκουρόχρωµων βαρροών κυµάνθηκε σε χαµηλότερα επίπεδα από τον αριθµό των ανοικτόχρωµων, µε αποτέλεσµα ο λόγος σκουρόχρωµων / ανοικτόχρωµων να λάβει τιµές µικρότερες της µονάδας. Ο ρυθµός πτώσης των βαρροών στους πυθµένες των κυψελών κατά τη διάρκεια της έρευνας χωρίσθηκε σε δυο περιόδους: α) σε µια περίοδο συνεχούς και προοδευτικής µείωσης η οποία άρχισε από τα µέσα εκεµβρίου και τελείωσε στις αρχές Μαΐου ή Ιουνίου και κατά τη διάρκεια της οποίας υπερτερούσαν σε αριθµό οι σκουρόχρωµες βαρρόες µε αποτέλεσµα ο λόγος σκουρόχρωµων /ανοικτόχρωµων βαρροών να διατηρήσει τιµές µεγαλύτερες της µονάδας, β) σε µια δεύτερη περίοδο κατά την οποία παρατηρήθηκε ένα µακρύ χρονικό διάστηµα προοδευτικής αλλά ασυνεχούς αύξησης που άρχισε από τα µέσα Μαΐου ή Ιουνίου και τελείωσε στα µέσα εκεµβρίου. Στην δεύτερη περίοδο υπερτερούσαν χαρακτηριστικά οι ανοικτόχρωµες βαρρόες µε αποτέλεσµα ο λόγος σκουρόχρωµων / ανοικτόχρωµων να διατηρήσει τιµές µικρότερες της µονάδας. Οι αυξοµειώσεις που παρατηρήθηκαν κατά διαστήµατα στη διάρκεια των δυο αυτών περιόδων ήταν µικρές, µε εξαίρεση µια βραχύχρονη αλλά έντονη µείωση που παρατηρήθηκε χαρακτηριστικά στη δεύτερη περίοδο, το µήνα Σεπτέµβριο. Ο αριθµός των βαρροών ο οποίος συγκεντρώθηκε στους πυθµένες των κυψελών, παρουσίασε διακυµάνσεις από µελίσσι σε µελίσσι. Στη διάρκεια των δεκαοκτώ µηνών της έρευνας, ο συνολικός αριθµός των βαρροών κυµάνθηκε µεταξύ των µελισσιών, από βαρρόες στο µελίσσι µε το

185 185 µικρότερο αριθµό µέχρι βαρρόες στο µελίσσι µε το µεγαλύτερο αριθµό βαρροών Μέση ηµερήσια θνησιµότητα των βαρροών Η ηµερήσια θνησιµότητα των βαρροών κατά τη διάρκεια των 18 µηνών της έρευνας, εκτιµήθηκε συνολικά στις 18,43 ± 3,29 (±SEM) βαρρόες. Παρουσίασε όµως διακυµάνσεις στις περιόδους µετρήσεων των 21 ηµερών (πίνακας 46, γράφηµα 12), οι οποίες ήταν ανάλογες µε τις διακυµάνσεις που παρουσίασε ο αριθµός των βαρροών που συλλέχθηκε στους πυθµένες των κυψελών. 70 Ηµερήσια θνησιµότητα βαρροών Περίοδοι µετρήσεων Γράφηµα 12: Εξέλιξη στο χρόνο της µέσης ηµερήσιας θνησιµότητας των βαρροών Αρχικά, στην 1 η περίοδο µέτρησης, η ηµερήσια θνησιµότητα των βαρροών εκτιµήθηκε στις 1,98 ± 0,52 (±SEM) βαρρόες. Στις επόµενες δυο περιόδους παρουσίασε µείωση. Στη 2 η περίοδο µέτρησης εκτιµήθηκε στις 0,54 ± 0,18 (±SEM) βαρρόες και στην 3 η στις 0,5 ± 0,1 (±SEM) βαρρόες ανά ηµέρα. Από τη 4 η µέχρι την 11 η περίοδο µέτρησης, η ηµερήσια θνησιµότητα των βαρροών στους πυθµένες των κυψελών παρουσίασε προοδευτική αύξηση µε εξαίρεση τις 8 η και 10 η περιόδους στις οποίες σηµειώθηκε µείωση.

186 186 Πίνακας 46: Περιγραφικά στατιστικά σχετικά µε την ηµερήσια θνησιµότητα α/α Περίοδος µετρήσεων των βαρροών στον πυθµένα των κυψελών (Π11) Μέσος όρος Τυπικό σφάλµα του µέσου (SEM) Τυπική απόκλιση Ελάχιστη τιµή Μέγιστη τιµή /4/99 2 0,52 1,80 0, /5/99 0,54 0,18 0,62 0, /5-9/6/99 0,5 0,10 0,33 0, /6/99 1 0,31 1,08 0, /7/ ,97 6, /7-11/8/ ,85 9, /8-1/9/ ,72 16, /9/ ,94 10,20 0, /9-13/10/ ,91 23, /10-3/11/ ,84 20, /11/ ,91 20, /11-15/12/ ,71 12, /12-5/1/ ,35 8, /1/ ,79 6, /1-16/2/00 9 1,45 5, /2-8/3/00 8 1,21 4, /3/00 7 1,4 4, /3-9/4/00 8 0,82 2, /4/00 4 0,61 2, /5/ ,27 14,79 0, /5-11/6/ ,87 23,81 0, /6-2/7/ ,52 43, /7/ ,57 50, /7-13/8/ ,77 54, /8-3/9/ ,37 32, /9/ , Μέσος όρος 18 3,29 16,77 0,5 65 Οι αυξήσεις που παρατηρήθηκαν από την 4 η µέχρι την 6 η περίοδο ήταν σηµαντικές στατιστικά (P<0,05), ενώ όλες οι υπόλοιπες µεταβολές από την 3 η µέχρι την 11 η περίοδο δεν ήταν σηµαντικές (P>0,05). Στην 11 η περίοδο σηµειώθηκε η µεγαλύτερη τιµή κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της έρευνας, οπότε εκτιµήθηκε στις 29,56 ± 5,91 (±SEM) βαρρόες. Από την 11 η µέχρι τη 19 η περίοδο µέτρησης, η ηµερήσια θνησιµότητα των βαρροών παρουσίασε µείωση. Στην 13 η περίοδο, η µείωση ήταν σηµαντική στατιστικά (P<0,05) ενώ οι υπόλοιπες µεταβολές που παρατηρήθηκαν από την 11 η µέχρι την 19 η περίοδο µέτρησης δεν ήταν σηµαντικές (P>0,05). Στη συνέχεια, από

187 187 τη 19 η µέχρι την 24 η περίοδο η οποία περιλαµβάνει το χρονικό διάστηµα από 24 Ιουλίου µέχρι 13 Αυγούστου 2000, σηµειώθηκε αύξηση. Στις δυο τελευταίες περιόδους µετρήσεων (25 η και 26 η ) η ηµερήσια θνησιµότητα παρουσίασε διαδοχικά µείωση και µικρή αύξηση οπότε εκτιµήθηκε στις 35,71 ± 5,20 (±SEM) βαρρόες ανά ηµέρα. Οι µεταβολές από τη 19 η µέχρι την 26 η περίοδο µέτρησης δεν ήταν σηµαντικές στατιστικά (P>0,05). Σηµαντικές διαφορές δεν παρατηρήθηκαν ούτε µεταξύ πρώτου και δεύτερου χρόνου κατά τη σύγκριση ίδιων χρονικών σηµείων από τα τέλη Απριλίου µέχρι τα τέλη Σεπτεµβρίου. Κατά την περίοδο µέτρησης που περιλαµβάνει το µήνα Απρίλιο, τον πρώτο χρόνο συλλέχθηκε σηµαντικά µικρότερος αριθµός βαρροών σε σχέση µε το δεύτερο χρόνο της έρευνας (P<0,05). Επίσης, διαφορές δε διαπιστώθηκαν µεταξύ πρώτου και δεύτερου χρόνου κατά το συνολικό διάστηµα που περιλαµβάνει τις περιόδους µετρήσεων από τον Απρίλιο µέχρι και τον Ιούνιο. Αντίθετα, κατά το συνολικό διάστηµα που περιλαµβάνει τις περιόδους µετρήσεων από τον Ιούλιο µέχρι και το Σεπτέµβριο το δεύτερο χρόνο της έρευνας η ηµερήσια θνησιµότητα ήταν σηµαντικά υψηλότερη από τον πρώτο χρόνο (P<0,05). 3. ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟ ΜΕΛΕΤΗ ΕΙ ΟΥΣ ΒΑΡΡΟΑΣ Η ανάλυση του µιτοχονδριακού DNA (CO-1) έδειξε ότι όλα τα δείγµατα βαρροών τα οποία εξετάστηκαν ήταν Varroa destructor και συγκεκριµένα ο απλότυπος της Κορέας (Korea haplotype). Ο συγκεκριµένος απλότυπος είναι ο περισσότερο διαδεδοµένος στον κόσµο, ο περισσότερο παθογόνος και αυτός ο οποίος ευθύνεται για τις µεγάλες απώλειες µελισσιών της ευρωπαϊκής µέλισσας (Anderson & Trueman, 2000).

188 ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΠΟΥ ΕΡΕΥΝΗΘΗΚΑΝ ΕΝΟΤΗΤΑ Ι Ο αριθµός των ενήλικων µελισσών εµφάνισε σηµαντική σχέση µε την έκταση του εργατικού γόνου (r=0,43, P<0,05), µε την ηµερήσια θνησιµότητα των βαρροών και µε το συνολικό αριθµό των βαρροών στον πυθµένα των κυψελών (r=0,49, P=0,019), µε τον αριθµό των ανοικτόχρωµων (r=0,51, P=0,015), και µε τον αριθµό των σκουρόχρωµων βαρροών (r=0,42, P=0,047). Θετική σχέση παρουσίασε και µε το ποσοστό µόλυνσης του εργατικού γόνου (r=0,53, P=0,01). Η έκταση του εργατικού γόνου µέσος αριθµός σφραγισµένων εργατικών κελιών παρουσίασε θετική σχέση µε τον αριθµό των ενήλικων µελισσών και µε τον αριθµό των σφραγισµένων κηφηνοκελιών (r=0,53, P=0,01). Αρνητική σχέση διαπιστώθηκε µε το ποσοστό µόλυνσης των ενήλικων µελισσών (r= 0,52, P=0,013). Αρνητική µη σηµαντική όµως σχέση διαπιστώθηκε και µε το ποσοστό µόλυνσης του εργατικού γόνου. Ο αριθµός των κηφηνοκελιών παρουσίασε θετική σχέση µε την έκταση του εργατικού γόνου και µε το ποσοστό % κηφηνογόνου επί του συνολικού γόνου (r=0,88, P=0) και αρνητική σχέση µε τα ποσοστά µόλυνσης των ενήλικων µελισσών (r= 0,56, P=0,006) και του εργατικού γόνου (r= 0,36, P=0,09). ΕΝΟΤΗΤΑ ΙΙ Το ποσοστό προσβολής των ενήλικων µελισσών παρουσίασε σηµαντική σχέση µε το ποσοστό µόλυνσης του εργατικού γόνου (r=0,55, P=0,008), µε τον αριθµό των βαρροών στον πυθµένα των κυψελών (r=0,49, P=0,019), µε την ηµερήσια θνησιµότητα των βαρροών (r=0,49, P=0,019), µε τον αριθµό των ανοικτόχρωµων (r=0,45, P=0,03) και µε τον αριθµό των σκουρόχρωµων βαρροών στον πυθµένα των κυψελών (r=0,49, P=0,02). Σηµαντική αρνητική σχέση παρουσίασε µε την έκταση του εργατικού γόνου (r= 0,52, P=0,013) και µε τον αριθµό των κηφηνοκελιών (r= 0,56, P=0,006). Το ποσοστό µόλυνσης του εργατικού γόνου παρουσίασε σηµαντική θετική σχέση: µε το ποσοστό µόλυνσης των ενήλικων µελισσών, µε την

189 189 ηµερήσια θνησιµότητα και µε το συνολικό αριθµό των βαρροών (r=0,73, P=0), µε τον αριθµό των ανοικτόχρωµων (r=0,74, P=0) και των σκουρόχρωµων βαρροών (r=0,65, P=0,001) και µε τον αριθµό των ενήλικων µελισσών (r=0,53, P=0,011). Αρνητική σχέση διαπιστώθηκε µε τον αριθµό των σφραγισµένων κηφηνοκελιών (r= 0,37, P=0,09). ΕΝΟΤΗΤΑ IV Όλες οι παράµετροι της θνησιµότητας των βαρροών παρουσίασαν θετική συσχέτιση µεταξύ τους (P=0), και µε τα ποσοστά µόλυνσης των ενήλικων µελισσών και του εργατικού γόνου. Ο αριθµός των ανοικτόχρωµων βαρροών παρουσίασε αρνητική σχέση µε τον αριθµό των κηφηνοκελιών (r= 0,34, P=0,12). Από τη συσχέτιση των παραµέτρων προέκυψαν ορισµένες µαθηµατικές σχέσεις, βάσει των οποίων είναι δυνατό να προσδιοριστεί το ποσοστό µόλυνσης του εργατικού γόνου και των ενήλικων µελισσών. Οι παράµετροι που συσχετίζονται είναι οι εξής: Π1= ποσοστό µόλυνσης ενήλικων µελισσών. Π2= ποσοστό µόλυνσης εργατικού γόνου. Π3= συνολικός αριθµός βαρροών στον πυθµένα των κυψελών. Π5= έκταση εργατικού γόνου. Π6= αριθµός κηφηνοκελιών. Οι µαθηµατικές σχέσεις µε τα αντίστοιχα ποσοστά επιτυχίας σε παρένθεση είναι οι παρακάτω: Π2= 6,861 + Π1Χ1,082 (30%) Π2= 6,849 + Π3Χ1,885Ε 02 (54%) Π1= 4,566 + Π3Χ6,489Ε 03 (50%), Η γραφική απεικόνιση ορισµένων συσχετίσεων των παραµέτρων παρουσιάζονται στις επόµενες γραφικές παραστάσεις. Η κάθε παράµετρος συµβολίζεται όπως προαναφέρθηκε.

190 Π2 Π1 Π Ποσοστό % µόλυνσης Αριθµός εργατικών κελιών Γράφηµα 13: Συσχέτιση Π5 µε Π1 και Π Π3 Π1 Π2 35 Αριθµός βαρροών Ποσοστό % µόλυνσης Γράφηµα 14: Συσχέτιση Π3 µε Π1 και Π2

191 Π3 Π Αριθµός βαρροών Αριθµός εργατικών κελιών Γράφηµα 15: Συσχέτιση Π3 µε Π Π5 Π Εργατικά κελιά Κηφηνοκελιά Μετρήσεις Γράφηµα 16: Συσχέτιση Π5 µε Π6 0

192 192

193 193 ΙII. ΣΥΖΗΤΗΣΗ Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα της παρούσας έρευνας η δυναµική του πληθυσµού της Apis mellifera macedonica δε διαφέρει σηµαντικά από αυτή των άλλων φυλών της µέλισσας Apis mellifera. Χαρακτηρίζεται από ταχεία αύξηση του γόνου και του πληθυσµού από την αρχή της άνοιξης µέχρι τα µέσα του καλοκαιριού, προοδευτική µείωση στη συνέχεια, µέχρι διακοπή της ωοτοκίας περί τα µέσα ή τα τέλη του φθινοπώρου, ανάλογα µε τις κλιµατικές συνθήκες του τόπου, και σταθεροποίηση του πληθυσµού σ ένα αριθµό µελισσών ο οποίος απαιτείται για τη διαχείµαση του µελισσιού. Ανάλογες παρατηρήσεις αναφέρονται και από άλλους συγγραφείς (Seeley, 1985, Winston, 1993). Οι µικρές διαφορές που παρατηρήθηκαν οφείλονται κυρίως στην προσαρµογή της συγκεκριµένης φυλής στις κλιµατικές συνθήκες καθώς και στον ετήσιο κύκλο ανάπτυξης της χλωρίδας της περιοχής όπου ενδηµεί η φυλή. Παρατηρήθηκαν επίσης ορισµένες παρεκκλίσεις που πρέπει να αποδοθούν στις συνθήκες που δηµιουργήθηκαν λόγω των παρεµβάσεων για τις ανάγκες της έρευνας, και ενδεχοµένως στην προσβολή από τη βαρρόα. Η περίοδος εκτροφής γόνου στην A. m. macedonica, όπως προκύπτει από τα αποτελέσµατα της παρούσας έρευνας, διαρκεί 10,5-11 µήνες και είναι µεγαλύτερη από την αντίστοιχη άλλων ευρωπαϊκών φυλών (Br. Adam, 1983, Ruttner, 1988). Η ωοτοκία αρχίζει τον Ιανουάριο. Σε µικρό αριθµό µελισσιών διαπιστώθηκε η παρουσία γόνου από το πρώτο 15/ήµερο του Ιανουαρίου, ενώ στα περισσότερα µελίσσια στο δεύτερο 15/ήµερο. Στα τέλη Μαΐου µε αρχές Ιουνίου, η ωοτοκία φτάνει στο µέγιστό της και τερµατίζεται από το δεύτερο 15/ήµερο του Νοεµβρίου µέχρι τα µέσα εκεµβρίου. Παρόµοια αποτελέσµατα παρατήρησε και ο Παππάς (1991), ο οποίος, για την ωοτοκία των βασιλισσών της Α. m. macedonica, ανέφερε ως περίοδο έναρξης το δεύτερο 15/θήµερο του Ιανουαρίου και ως µήνα παύσης, το Νοέµβριο. Ο Παππάς (1991) και η Kostarelou-Damianidou και συν. (1995), αναφέρουν ότι παρατήρησαν τη µέγιστη ωοτοκία το Μάιο. Στην παρούσα έρευνα, η µέγιστη ωοτοκία καταγράφηκε την περίοδο τέλη Μαΐου αρχές Ιουνίου. Οι διαφορές αυτές, όπως και κάποιες άλλες, που παρατηρήθηκαν στην

194 194 ανάπτυξη του γόνου µεταξύ ιδίων περιόδων κατά τα δύο έτη της έρευνας, οφείλονται στο διαφορετικό κλίµα της περιοχής, στις διαφορετικές τοπικές ανθοφορίες και στις διαφορετικές καιρικές συνθήκες που επικράτησαν µεταξύ διαφορετικών ετών. Ο ρυθµός ωοτοκίας της βασίλισσας και της ανάπτυξης του ενήλικου πληθυσµού ακολουθούν, σε γενικές γραµµές, τον ίδιο ρυθµό µε αυτόν που συναντάται και στις άλλες φυλές της ευρωπαϊκής µέλισσας A. mellifera. Παρατηρήθηκαν όµως διαφορές ως προς τον αριθµό των αυγών που ωοτοκεί η βασίλισσα, την έκταση του γόνου και τη δυναµικότητα του πληθυσµού. Οι τιµές που εκτιµήθηκαν είναι µικρότερες αυτών που αναφέρονται από άλλους ερευνητές. Ο Nolan (1925), αναφέρει ότι ο µέγιστος αριθµός αυγών τα οποία εξελίχθηκαν σε νύµφη εκτιµήθηκαν στα 1587 αυγά ανά ηµέρα, για διάστηµα 12 ηµερών. Η υψηλή όµως αυτή τιµή παρατηρήθηκε µόνο σε µια βασίλισσα από 53 µελίσσια που µελετήθηκαν. Ο ίδιος θεωρεί πιο συνήθη την ωοτοκία αυγών ηµερησίως κατά µέσο όρο. Ο Jean Prost (1979), αναφέρει ότι σε 84 βασίλισσες Apis mellifera mellifera, οι σαράντα γεννούσαν λιγότερα από 1000 αυγά την ηµέρα, οι τριάντα επτά , οι πέντε και µόνο οι δύο γεννούσαν περισσότερα από 2000 αυγά. Ο Παππάς (1991), για βασίλισσες A. m. macedonica, αναφέρει ως µέση υψηλότερη ωοτοκία τα αυγά ηµερησίως και ως µέγιστη τιµή τα 1517 αυγά ηµερησίως επί 13 ηµέρες, σε µία µόνο όµως βασίλισσα. Ο ίδιος ερευνητής, από µετρήσεις που έκανε επί τέσσερα συνεχή έτη σε δέκα µελίσσια, υπολόγισε ότι ο µέσος όρος της ετήσιας παραγωγής γόνου κυµάνθηκε µεταξύ 120 και 150 χιλιάδων κελιών. Στην παρούσα έρευνα, ο µέγιστος µέσος αριθµός αυγών παρατηρήθηκε στα τέλη Μαΐου του 1999 και υπολογίσθηκε κατά µέσο όρο, στα 709 αυγά ηµερησίως, για το χρονικό διάστηµα των 21 ηµερών που παρεµβάλλεται από την προηγούµενη µέτρηση η οποία κατά το πρώτο δεκαήµερο του Μαΐου. Στην ίδια µέτρηση, σ ένα µελίσσι, διαπιστώθηκε και ο µέγιστος αριθµός αυγών, 1081 αυγά ανά ηµέρα. Ο Παππάς (1991) όµως, έκανε τους προσδιορισµούς του υπολογίζοντας 0,28 περισσότερα εργατικά κελιά ανά cm 2, συγκριτικά µε την

195 195 παρούσα έρευνα. Κατά συνέπεια, λαµβάνοντας υπόψη τη διαφορά ανά cm 2, διαπιστώνεται ότι ο µέγιστος µέσος αριθµός αυγών ανέρχεται στα 757 αυγά ηµερησίως και η µέγιστη τιµή που καταγράφηκε µεταξύ των µελισσιών υπολογίζεται στα 1211 αυγά. Η µέση ετήσια εκτροφή γόνου, για το διάστηµα από µέχρι εκτιµήθηκε στα κελιά. Η µη εφαρµογή αντιβαρροϊκής θεραπείας, η µη τροφοδότηση των µελισσιών, η διαρκής παρενόχλησης τους µε τις επαναλαµβανόµενες παρατηρήσεις και η διαφορετική µελισσοκοµική χλωρίδα µεταξύ των περιοχών που ήταν εγκατεστηµένα τα δύο µελισσοκοµεία δικαιολογούν τις µικρές διαφορές µεταξύ των παρατηρήσεων της παρούσας έρευνας και αυτών του Παππά (1991). Ο σηµαντικά µικρότερος όµως αριθµός αυγών από αυτούς που αναφέρετε από τους Nolan (1925) και Jean-Prost (1977) πιστοπoιεί ότι η A. m. macedonica ωοτοκεί λιγότερα αυγά και εκτρέφει µε βραδύτερο ρυθµό µικρότερη έκταση γόνου συγκριτικά µε άλλες φυλές της A. mellifera. Παρόµοιες παρατηρήσεις αναφέρουν και οι Br. Adam, (1983), Ruttner, (1988). Στην έκταση του γόνου συµπεριλαµβάνονται και τα δύο είδη του γόνου. Ο κηφηνογόνος προσδιορίζει, σε πολύ µικρό ποσοστό, τη δυναµική του πληθυσµού του µελισσιού, αφού αντιπροσωπεύει λιγότερο από 5% του συνολικού γόνου. Εξάλλου, από τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσµάτων, διαπιστώθηκε ότι ο µέσος πληθυσµός παρουσίασε θετική συσχέτιση µόνο µε την έκταση του εργατικού γόνου (r=0,43, P<0,05). Με δεδοµένο όµως του σηµαντικού ρόλου του κηφηνογόνου στη δυναµική του πληθυσµού της βαρρόας, πρέπει να αναφερθεί ότι η µεγαλύτερη έκταση κηφηνογόνου παρατηρήθηκε κατά την περίοδο της σµηνουργίας, από τέλη Μαρτίου µέχρι µέσα Ιουνίου. Την περίοδο αυτή ο κηφηνογόνος αντιπροσώπευσε κατά µέσο όρο, το 1999, το 1,8% έως 5,05% του συνολικού γόνου και το 2000, το 0,89% έως 7,72%. Οι µέγιστες τιµές 14%, 20,3% και 11,98% παρατηρήθηκαν το 2000 σε µελίσσια που αντικατέστησαν βασίλισσα. Είναι γνωστό ότι µελίσσια µε γερασµένες βασίλισσες και µελίσσια που προετοιµάζονται για σµηνουργία εκτρέφουν µεγαλύτερη έκταση κηφηνογόνου (Allen 1958, 1965 a, 1965b, Page,1981). Επιπλέον, από τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσµάτων, διαπιστώθηκε ότι µελίσσια στα οποία εκτιµήθηκαν οι

196 196 υψηλότερες τιµές κηφηνογόνου όχι όµως και εργατικού γόνου, παρουσίασαν τις υψηλότερες τιµές προσβολής ενήλικων µελισσών και εργατικού γόνου. Ακόµη διαπιστώθηκε ότι σε µελίσσια στα οποία καταγράφηκαν µικρές τιµές γόνου καταγράφηκαν και µικρά ποσοστά προσβολής. Η δυναµική του πληθυσµού του µελισσιού αντανακλά το ρυθµό ωοτοκίας της βασίλισσας. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, ο µέσος πληθυσµός των µελισσιών κυµάνθηκε από 7083 έως µέλισσες. Τα όρια, ελάχιστο / µέγιστο του ενήλικου πληθυσµού, εκτιµήθηκαν από 5000 έως µέλισσες. Η ακραία χαµηλότερη τιµή 5000 µέλισσες, αφορά ένα µελίσσι κατά την έναρξη της έρευνας. Οι χαµηλότερες τιµές παρατηρήθηκαν στα τέλη του χειµώνα, ενώ οι υψηλότερες τιµές στα µέσα περίπου του µηνός Ιουλίου και των δυο χρόνων της έρευνας. Επειδή τον πρώτο χρόνο τα µελίσσια προήλθαν από διαίρεση, ήταν αναµενόµενο να παρουσιάσουν, στην 1 η µέτρηση, µικρό αριθµό µελισσών. Στη συνέχεια, η έντονη αύξηση της ωοτοκίας και του εκτρεφόµενου γόνου, είχε ως αποτέλεσµα να αυξηθεί ραγδαία ο πληθυσµός, κατά τη διάρκεια των επόµενων τριών µηνών, σηµειώνοντας τη µέση µέγιστη τιµή του πρώτου έτους, ± 1388 (±SEM) µέλισσες στις 18/6/99, και του δεύτερου έτους, ± 1954 (±SEM), στις 1/6/00. Τιµή µεγαλύτερη άλλα στατιστικά µη σηµαντική σε σχέση µε αυτή του προηγούµενου έτους. Μέση υψηλή τιµή, ± 1419 (±SEM) µέλισσες, παρατηρήθηκε επίσης στις 13/7/00. Η επίτευξη της µέγιστης τιµής του πληθυσµού στο πρώτο 15/θήµερο του Ιουλίου και στις δύο χρονιές της έρευνας, δείχνει ότι σε µελίσσια της A. m. macedonica, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, οι δυνατότητες αύξησης του πληθυσµού φτάνουν µέχρι τις αρχές Ιουλίου, την εποχή δηλαδή που εµφανίζονται οι πρώτοι καύσωνες. Το διάστηµα αυτό είναι αρκετό, ώστε οι παραφυάδες που σχηµατίζονται τον Απρίλιο να εξελιχθούν σε παραγωγικά µελίσσια, όπως φαίνεται από τη µη σηµαντική διαφορά των µέσων µέγιστων πληθυσµών στα έτη 1999 και Η έντονη µείωση του πληθυσµού που παρατηρήθηκε κατά την περίοδο: δεύτερο 15/ηµερο Ιουλίου έως τέλη Αυγούστου 1999, οφείλεται στην έλλειψη γύρης και νέκταρος επειδή, λόγω της παρατεταµένης ξηρασίας και των υψηλών

197 197 θερµοκρασιών, δεν υπάρχουν ανθοφορίες. Η ελάττωση της διαθέσιµης ποσότητας γύρης σ ένα µελίσσι αφενός µειώνει την ικανότητά του για εκτροφή γόνου και αφετέρου εξαντλεί τον υπάρχοντα αριθµό ενήλικων µελισσών λόγω της συνεχούς αναζήτησης και συλλογής των απαραίτητων ποσοτήτων γύρης. Την προαναφερθείσα περίοδο του καλοκαιριού, η παθογόνος δράση που ασκεί η βαρρόα στα έντονα µολυσµένα µελίσσια, επιβαρύνει την κατάσταση και αυτό διαπιστώθηκε από την παρουσία µεγάλου αριθµού ανάπηρων µελισσών µε µορφολογικές ανωµαλίες. Οι µέλισσες αυτές εφόσον δεν εκδιωχθούν από τις άλλες µέλισσες, ζουν µικρότερο χρονικό διάστηµα από τις φυσιολογικές. Η παρουσία τέτοιων µελισσών είναι δυνατόν να συνέβαλε, κατά ένα ποσοστό, στη µείωση του πληθυσµού κατά τους τελευταίους µήνες του καλοκαιριού. Όµως στη συνέχεια, η µείωση του πληθυσµού εξισορροπήθηκε, µερικώς, από την αύξηση που παρατηρήθηκε τον Σεπτέµβριο, καθώς και από τη βαθµιαία ανανέωσή του τον Οκτώβριο και το Νοέµβριο, µε αποτέλεσµα τα µελίσσια να διαχειµάζουν µε ±1061 (±SEM) µέλισσες. Σύµφωνα µε τον Seeley (1985), αδέσποτα µελίσσια που δε µετακινούνται και δεν υποβάλλονται σε ειδικούς µελισσοκοµικούς χειρισµούς (ανάπτυξη της γονοφωλιάς, τροφοδοσίες, νέα βασίλισσα κ.α.), έχουν ένα ελάχιστο πληθυσµό ο οποίος µπορεί να κυµαίνεται αργά το χειµώνα, γύρω στις µέλισσες και να φτάνει σ ένα µέγιστο αριθµό, περίπου µελισσών, στο τέλος της άνοιξης. Για µελίσσια που υποβάλλονται σε µελισσοκοµικούς χειρισµούς, άλλοι συγγραφείς αναφέρουν πληθυσµούς που κυµαίνονται από έως και µέλισσες (Winston, 1993). Ο Ruttner (1988), αναφέρει επίσης ότι η µακεδονική µέλισσα διαχειµάζει µε υψηλούς πληθυσµούς, και σε σχέση µε τις µέλισσες A. m ligustica και A. m. carnica, αναπτύσσει µικρότερους πληθυσµούς. Επίσης ο µέγιστος πληθυσµός της εµφανίζεται χρονικά αργότερα. Όσον αφορά τις µέλισσες µε µορφολογικές ανωµαλίες (µικρό µέγεθος, αραιό τρίχωµα, παραµορφωµένες και στριµµένες πτέρυγες) παρατηρήθηκε ότι τους µήνες Ιούλιο και Αύγουστο, ιδιαίτερα του δεύτερου χρόνου, ανευρίσκονταν πολλές µέλισσες µε αυτά τα συµπτώµατα. Η παρουσία µελισσών µε παραµορφωµένες πτέρυγες, σε µεγάλους αριθµούς, κυρίως κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών µηνών, πιθανόν να συνδέεται µε την ενεργοποίηση ή την

198 198 επίδραση του ιού των παραµορφωµένων πτερύγων (Deformed Wing Virus). Ακόµη, θα πρέπει να συνδέεται µε τη µείωση των διαθέσιµων ποσοτήτων γύρης στα µελίσσια. Το φθινόπωρο, οπότε παρατηρούνται συγκεκριµένες ανθοφορίες, η διαπίστωση τέτοιων µελισσών γίνεται δύσκολη και κατά το χειµώνα αδύνατη. Η διακύµανση της παρουσίας µελισσών µε µορφολογικές ανωµαλίες κατά τη διάρκεια του χρόνου είναι δυνατόν να εξηγηθεί από τη µεταβολή της έκτασης του γόνου και από τη διαφορετική διατροφή και περιποίηση του ασφράγιστου γόνου κατά τη διάρκεια περιόδων µε διαφορετική έκταση γόνου. Η Janmaat και συν. (2000a), υποστήριξαν ότι η επίδραση του παρασιτισµού, τόσο ατοµικά στις µέλισσες όσο και στο σύνολο του µελισσιού, επηρεάζεται από την κατάσταση διατροφής και ιδιαίτερα από τα αποθέµατα γύρης. Έχει διαπιστωθεί ότι οι εργάτριες που προσβλήθηκαν από βαρρόα στο στάδιο της προνύµφης και αναπτύχθηκαν σε µελίσσια µε υψηλά αποθέµατα γύρης, ζουν περισσότερο σχετικά µε εργάτριες που αναπτύχθηκαν σε µελίσσια µε χαµηλά αποθέµατα γύρης. Επιπλέον, οι συγκεκριµένοι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το επίπεδο προσβολής από βαρρόα επηρεάζει όχι µόνο την ταχύτητα µε την οποία ο αριθµός των συλλεκτριών γύρης ενεργοποιείται προς τη συλλογή γύρης αλλά επηρεάζει ενδεχοµένως και την ικανότητα ενός µελισσιού να στρατολογεί νέες συλλέκτριες γύρης. Φυσιολογικά το µελίσσι έχει την ικανότητα να προσαρµόζεται σε µεταβαλλόµενες καταστάσεις. Σύµφωνα όµως µε τους προαναφερθέντες ερευνητές, η προσβολή από βαρρόα καθιστά το µελίσσι ευάλωτο σε αλλαγές απαιτήσεων σε γύρη, για την συλλογή της οποίας χρειάζεται ν απασχοληθεί ένας µεγαλύτερος αριθµός εργατριών. Κατά συνέπεια, κατά το χρονικό διάστηµα: µέσα Ιουλίου τέλη Αυγούστου, όπου παρατηρείται ελάττωση του εκτρεφόµενου γόνου, ελάττωση του ενήλικου πληθυσµού καθώς επίσης και των διαθέσιµων ποσοτήτων γύρης του µελισσιού, ο υπάρχον πληθυσµός των βαρροών φαίνεται ότι επιδρά καταλυτικά τόσο στην εκκόλαψη φυσιολογικών µελισσών όσο και γενικά στην µακροζωία και µελλοντική επιβίωση του µελισσιού, όµως σε βαθµό εξαρτώµενο από το µέγεθος του πληθυσµού των βαρροών. Η δυναµική του πληθυσµού της βαρρόας εκφράζεται µε τις µεταβολές στο ποσοστό µόλυνσης του πληθυσµού και του γόνου. Οι µεταβολές αυτές είναι

199 199 συνάρτηση του πολλαπλασιασµού και των θανάτων του ακάρεως, που επηρεάζονται από τη δυναµική του πληθυσµού του ξενιστή και τις σχέσεις παρασίτου-ξενιστή. Οι µεταβολές που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας, είχαν απόλυτη σχέση µε την παρουσία και την έκταση του γόνου. Την περίοδο εκτροφής γόνου παρατηρήθηκε προοδευτική αύξηση του ποσοστού µόλυνσης του γόνου και των ενήλικων µελισσών. Η αύξηση αυτή ήταν παράλληλη µε την αύξηση του γόνου µέχρι τα µέσα Ιουλίου και κατά τα δύο έτη της έρευνας. Το ποσοστό µόλυνσης από 3,8 ± 2,37% στο εργατικό γόνο και 1,5 ± 0,62% στις µέλισσες, στα τέλη Απριλίου 1999, έφτασε στο 11,8 ± 2,76% και 2,8 ± 0,6% αντίστοιχα, στα µέσα Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Κατά την ίδια περίοδο του 2000, τα ποσοστά µόλυνσης παρουσίασαν ανάλογη αύξηση, κυµάνθηκαν όµως σε υψηλότερα επίπεδα. Από 3,31 ±1,05% στο εργατικό γόνο και 4,58 ± 0,8% στις µέλισσες τον Απρίλιο, έφτασε στο 16,1 ± 2,6% και 8,9 ± 1,8% αντίστοιχα, τον Ιούλιο. Χαρακτηριστικό της περιόδου Απριλίου Ιουλίου, και των δύο ετών, είναι ο µικρός αριθµός θανάτων βαρροών, ιδιαίτερα των ανοικτόχρωµων. Γεγονός που οδηγεί στο συµπέρασµα ότι οι ευνοϊκές συνθήκες πολλαπλασιασµού που επικρατούν αυτή την εποχή για το µελίσσι, δεν ευνοούν µόνο τον πολλαπλασιασµό του ακάρεως, αλλά και µειώνουν στο ελάχιστο τις πιθανότητες απωλειών των νεαρών ενήλικων βαρροών. Η έντονη έλξη που ασκεί η µεγάλη έκταση του εργατικού γόνου αλλά και η παρουσία σηµαντικής ποσότητας κηφηνογόνου, ελαττώνουν τον αριθµό των βαρροών που βρίσκονται στο στάδιο της διασποράς και ευνοούν την είσοδο των βαρροών στο γόνο. Πιθανότατα όµως δεν είναι µόνο η µικρή περίοδος παραµονής επάνω στις µέλισσες που µειώνει στο µικρότερο βαθµό τη θνησιµότητα του παρασίτου αλλά και άλλοι παράγοντες όπως: οι ευνοϊκότερες συνθήκες θερµοκρασίας, οι ιδανικότερες συνθήκες διατροφής και εξέλιξης των ανώριµων σταδίων του ακάρεως στον κηφηνογόνο και ενδεχοµένως η µειωµένη αµυντική ικανότητα του γόνου των βραχύβιων ανοιξιάτικων µελισσών. Η περίοδος αυτή µπορεί να χαρακτηρισθεί ως περίοδος έντονου πολλαπλασιασµού του παρασίτου. Παρά όµως τον έντονο πολλαπλασιασµό, το ποσοστό µόλυνσης των µελισσών αλλά και του γόνου είναι σχετικά χαµηλό

200 200 εξαιτίας του µεγάλου αριθµού των εργατικών κελιών που εκτρέφονται αυτή την περίοδο. Στην εµφάνιση χαµηλού ποσοστού µόλυνσης του εργατικού γόνου συµβάλει και η παρουσία σηµαντικής έκτασης κηφηνογόνου στον οποίο προτιµούν να παρασιτούν οι βαρρόες. Αυτό επιβεβαιώνεται από την αρνητική σχέση που διαπιστώθηκε µεταξύ του ποσοστού µόλυνσης του εργατικού γόνου και του αριθµού των σφραγισµένων κηφηνοκελιών (r= 0,36, P=0,09). Η αύξηση των ποσοστών µόλυνσης του εργατικού γόνου και των ενήλικων µελισσών συνεχίσθηκε και µετά τη µείωση του εκτρεφόµενου γόνου και του πληθυσµού των µελισσιών. Τα ποσοστά µόλυνσης, στις 21/7/99, ήταν 11,8% ± 2,76 (±SEM) στο γόνο και 2,8% ± 0,6 (±SEM) στις µέλισσες ενώ µετά από τέσσερις µήνες, στις 24/11/99, έφτασε στο 24,8% ± 6,16 (±SEM) στο γόνο και 17,8% ±1,8 (±SEM) στις µέλισσες. Την ίδια περίοδο παρατηρήθηκε και σταδιακή αύξηση του αριθµού των κελιών που παρουσίαζαν πολλαπλή προσβολή. Ο µέγιστος αριθµός κελιών µε πολλαπλή προσβολή και ο µέγιστος αριθµός βαρρόα ανά µολυσµένο κελί διαπιστώθηκε το Νοέµβριο Τα αποτελέσµατα αυτά συµφωνούν απόλυτα µε εκείνα άλλων ερευνητών (Eguaras και συν, 1994a: Marcangeli και συν. 1992a). Η αύξηση των ποσοστών µόλυνσης πληθυσµού και γόνου, κατά την περίοδο Οκτωβρίου Νοεµβρίου, οφείλεται στις πληθυσµιακές µεταβολές που παρατηρούνται µεταξύ παρασίτου και ξενιστή αλλά και µεταξύ ενήλικων µελισσών και γόνου. Η προοδευτική µείωση του γόνου και των ενήλικων µελισσών, σε συνάρτηση µε τον αυξανόµενο πληθυσµό της βαρρόας, έχει ως αποτέλεσµα τη µεταβολή της πληθυσµιακής σχέσης υπέρ του παρασίτου. Αυτή δε εκφράζεται µε την αύξηση του ποσοστού µόλυνσης του γόνου και των ενήλικων µελισσών. Η προοδευτική µείωση του εργατικού γόνου και η ελαχιστοποίηση του κηφηνογόνου, έχει ως αποτέλεσµα να παραµένει επάνω στις µέλισσες διαρκώς µεγαλύτερος αριθµός βαρροών, προκαλώντας αύξηση του ποσοστού µόλυνσης των ενήλικων µελισσών. Εξάλλου, από την ανάλυση των αποτελεσµάτων διαπιστώθηκε αρνητική σχέση µεταξύ του ποσοστού µόλυνσης των ενήλικων µελισσών και της έκτασης του γόνου (r= 0,52, P=0,013).

201 201 Όµως, παρά τη συνεχή µείωση του γόνου, ένα πολύ σηµαντικό ποσοστό βαρροών συνεχίζει να εισέρχεται στο γόνο και να ωοτοκεί, ακόµη και όταν αυτός έχει περιοριστεί σε µερικές εκατοντάδες κελιών (Fuchs, 1985). Ο Moretto και συν. (1991), αναφέρουν ότι στη Βραζιλία, το υψηλότερο ποσοστό µόλυνσης των µελισσών παρατηρήθηκε κατά τους ψυχρότερους µήνες του έτους, Ιούνιο και Ιούλιο. Υποθέτουν λοιπόν, ότι στην αυξοµείωση του ποσοστού µόλυνσης των ενήλικων µελισσών, σηµαντικό ρόλο παίζει και η θερµοκρασία του περιβάλλοντος. Στην παρούσα έρευνα, όταν παρατηρήθηκε µείωση της θερµοκρασίας και ανάλογη µείωση του εκτρεφόµενου γόνου, διαπιστώθηκε προοδευτική αύξηση του ποσοστού µόλυνσης. Όµως, την περίοδο µε τις χαµηλότερες µέσες θερµοκρασίες του έτους, το ποσοστό µόλυνσης των ενήλικων µελισσών παρουσίασε πτώση, εξαιτίας του αυξηµένου αριθµού θανάτων των βαρροών. Η περίοδος από τα µέσα Ιουνίου µέχρι τα µέσα εκεµβρίου χαρακτηρίστηκε από τους υψηλούς αριθµούς των βαρροών που συλλέχθηκαν στον πυθµένα των κυψελών. Η αύξηση του αριθµού των βαρροών στους πυθµένες των κυψελών η οποία παρατηρήθηκε από την 4 η µέχρι την 11 η περίοδο, οφείλεται στην αύξηση τόσο των ανοικτόχρωµων όσο και των σκουρόχρωµων βαρροών. Θα πρέπει όµως να τονισθεί η ιδιαίτερα σηµαντική αύξηση του αριθµού των ανοικτόχρωµων βαρροών κατά τους θερµότερους µήνες του έτους, Ιούλιο και Αύγουστο, η οποία καταγράφεται για πρώτη φορά. Η αύξηση παρατηρήθηκε σε όλα τα µελίσσια, ανεξάρτητα του ποσοστού προσβολής. Η αυξηµένη πτώση των νεαρών βαρροών, πιθανόν να οφείλεται σε αδυναµία συγκράτησης επάνω στον ξενιστή τους λόγω των υψηλότερων θερµοκρασιών που παρατηρούνται στην κυψέλη αυτή την εποχή. Πιθανόν όµως να οφείλονται και στην ατελή ανάπτυξη ή ωρίµανσή τους εξαιτίας ανεπαρκούς διατροφής και περιποίησης του γόνου η οποία θα πρέπει να σχετίζεται µε την έλλειψη επαρκών ποσοτήτων ή ακόµα και καλής ποιότητας γύρης, τη συγκεκριµένη περίοδο. Οι βαρρόες οι οποίες παρασιτούν σε τέτοιο γόνο ίσως δεν καταφέρνουν ν αποκτήσουν ή να συνθέσουν τους υδρογονάνθρακες του εξωσκελετού τους το οποίο θα βελτίωνε την ανθεκτικότητά τους και θα

202 202 εξασφάλιζε την παραµονή τους στο µελίσσι (Nation και συν., 1992). Τέτοιες νεαρές βαρρόες πιθανόν να µην καταφέρνουν να συγκρατηθούν επάνω στις ενήλικες µέλισσες ή ακόµη ενδεχοµένως να συλλαµβάνονται και ν αποµακρύνονται ευκολότερα από τις µέλισσες µε αποτέλεσµα να πέφτουν στον πυθµένα της κυψέλης. Η µη ολοκλήρωση της χιτινοποίησης του εξωσκελετού ή γενικά της ανάπτυξης των νεαρών βαρροών είναι δυνατόν να οφείλεται σε µείωση της διάρκειας του σφραγισµένου γόνου. Οι Le Conte & Cornuet (1989), διαπίστωσαν σηµαντικές διαφορές στη διάρκεια του εργατικού σφραγισµένου γόνου σε τρεις διαφορετικές ευρωπαϊκές φυλές της A.mellifera. Οι διαφορές αυτές αποδόθηκαν σε διαφορές στη συµπεριφορά διατροφής των εργατριών µελισσών και στη κατανοµή του γόνου µέσα στο µελίσσι. Στην παρούσα έρευνα, η διάρκεια του σφραγισµένου γόνου καταγράφηκε κατά τη διάρκεια της άνοιξης και των δυο χρόνων, χωρίς όµως να διαπιστωθούν σηµαντικές διαφορές. Ωστόσο, η συστηµατική µελέτη της διάρκειας του σφραγισµένου γόνου της µακεδονικής µέλισσας σε όλες τις εποχές του έτους, στα πλαίσια µελλοντικής ερευνητικής εργασίας, είναι πιθανόν να αναδείξει διαφορές κατά εποχή, περίοδο ή µήνα. Υψηλό ποσοστό θνησιµότητας βαρροών, την προαναφερθείσα περίοδο, αναφέρεται από τον Marcangeli (1997), ο οποίος όµως την αποδίδει στην αύξηση του πληθυσµού του παρασίτου και στο υψηλό ποσοστό προσβολής των ενήλικων µελισσών. Οι αυξοµειώσεις του γόνου στο διάστηµα Ιουλίου- Σεπτεµβρίου συνοδεύθηκαν από ανάλογες αυξοµειώσεις του αριθµού των βαρροών στους πυθµένες. Η αύξηση του αριθµού των βαρροών που πέφτουν στους πυθµένες γίνεται εντονότερη από τις αρχές Οκτωβρίου και διαρκεί µέχρι τα µέσα εκεµβρίου. Οφείλεται σ ένα ποσοστό στο φυσικό θάνατο των γερασµένων βαρροών, αλλά και σ ένα µεγάλο ποσοστό στην πτώση νεαρών ή νεότερων βαρροών. Η ελάττωση της έκτασης του γόνου την περίοδο Οκτωβρίου εκεµβρίου, φαίνεται ότι παίζει έµµεσα, σηµαντικό ρόλο στην αύξηση του αριθµού των βαρροών που πέφτουν στον πυθµένα των κυψελών και συνεπώς στη µείωση του πληθυσµού του παρασίτου. Η εκτροφή γόνου µέχρι αργά το φθινόπωρο έχει ως

203 203 αποτέλεσµα µεγάλος αριθµός βαρροών που παρασιτούν επάνω σ ενήλικες µέλισσες να µην εισέρχεται βαθιά στους στερνίτες της κοιλιάς για να διαχειµάσει αλλά να βρίσκεται σε θέσεις που επιτρέπουν πιθανή είσοδο στον υπάρχοντα γόνο. Οι χαµηλές θερµοκρασίες όµως αυτής της εποχής φαίνεται ότι µειώνουν τη δυνατότητα συγκράτησης των βαρροών, ιδιαίτερα της θυγατρικής αλλά και της µητρικής γενεάς που εξέρχονται από το κελί µε τη νεοεκκολαπτόµενη µέλισσα. Στην προσπάθεια τους να µεταβούν σε καταλληλότερο ξενιστή αδυνατούν να συγκρατηθούν σ αυτόν και πέφτουν στον πυθµένα. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα την περίοδο Οκτωβρίου εκεµβρίου, κατά τις ηµέρες εκκόλαψης προσβεβληµένου γόνου, να παρατηρείται πολύ µεγαλύτερος αριθµός βαρροών στους πυθµένες. Η καταγραφή της µέγιστης τιµής του αριθµού των βαρροών και ιδιαίτερα των σκουρόχρωµων που καταµετρήθηκε στον πυθµένα της κυψέλης την ίδια χρονική περίοδο (11 η µέτρηση) στην οποία παρατηρήθηκε η µέγιστη τιµή του ποσοστού προσβολής των ενήλικων µελισσών και του εργατικού γόνου καταγράφεται για πρώτη φορά. Αποτέλεσµα όµως της ραγδαίας πτώσης των βαρροών ήταν η σηµαντική µείωση του πληθυσµού τους η οποία έγινε φανερή στη συνέχεια µε τη µείωση του ποσοστού µόλυνσης των ενήλικων µελισσών, παρά τη µείωση του πληθυσµού των µελισσών και την παντελή απουσία γόνου. Η πτώση των βαρροών συνεχίσθηκε και την επόµενη περίοδο, σε διάστηµα που το µελίσσι δεν εκτρέφει γόνο. Ο ρυθµός πτώσης όµως ήταν σηµαντικά χαµηλότερος, επειδή η είσοδος των βαρροών ανάµεσα στους κοιλιακούς τεργίτες των µελισσών, τους εξασφαλίζει καλύτερη συγκράτηση. Το σύνολο των βαρροών που έπεσαν στους πυθµένες την περίοδο Οκτωβρίου- Ιανουαρίου ήταν πολύ σηµαντικό. Με µέσο πληθυσµό µέλισσες και µέση έκταση γόνου 2101 κελιά, το ποσοστό µόλυνσης στις 3/11/99 ήταν 25,16 ± 5,42% στο γόνο και 12,51 ± 1,68% στις ενήλικες µέλισσες. Η ηµερήσια θνησιµότητα κατά την περίοδο 4-24/11/99 εκτιµήθηκε στις 30 ± 6 (±SEM) βαρρόες. Στις 16/2/00, στα ίδια µελίσσια, το ποσοστό µόλυνσης του γόνου ήταν 0% και του πληθυσµού 10,62 ±1,33% και η ηµερήσια θνησιµότητα από 27/1-16/2/00 εκτιµήθηκε στις 9 ± 1 (±SEM) βαρρόες. Η µη διαπίστωση µόλυνσης στο γόνο, στα µέσα Φεβρουαρίου, παρά το σχετικά υψηλό ποσοστό µόλυνσης που

204 204 διαπιστώθηκε στις µέλισσες, οφείλεται πιθανόν στο ότι ο γόνος που εκτρέφεται αυτή την περίοδο είναι λιγότερο ελκυστικός στις βαρρόες ή στο ότι οι χαµηλές θερµοκρασίες που επικρατούν, πιθανόν να καθιστούν επισφαλή την µετακίνηση των βαρροών από τις ενήλικες µέλισσες προς το γόνο. Η αύξηση των θερµοκρασιών, στη συνέχεια, και η ραγδαία αύξηση του γόνου είχαν ως αποτέλεσµα την κάθοδο των βαρροών στο γόνο, τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού µόλυνσης του γόνου και τη µείωση, τουλάχιστον αρχικά, του ποσοστού µόλυνσης των ενήλικων µελισσών. Ο αριθµός των βαρροών που έπεσαν στους πυθµένες αυτή την περίοδο ελαττωνόταν συνεχώς αλλά ο αριθµός τους ήταν µεγαλύτερος από αυτόν της αντίστοιχης περιόδου του προηγούµενου έτους. Στις 30/4/00 ένα χρόνο περίπου µετά από την πρώτη παρατήρηση, µε ίδια περίπου µέση έκταση σφραγισµένου γόνου αλλά µε ενήλικο πληθυσµό κατά 30% µεγαλύτερο, το µέσο ποσοστό µόλυνσης του γόνου ήταν περίπου στα ίδια επίπεδα µε αυτό που διαπιστώθηκε στις 28/4/99, ενώ το ποσοστό µόλυνσης των µελισσών ήταν περίπου τρεις φορές υψηλότερο. εδοµένου ότι το ποσοστό προσβολής του εργατικού γόνου παρουσιάζει έντονες διαφοροποιήσεις µεταξύ των κηρήθρων υπάρχει σηµαντική πιθανότητα σφάλµατος. Αντίθετα, τα αποτελέσµατα του ποσοστού µόλυνσης του ενήλικου πληθυσµού είναι περισσότερο αξιόπιστα και από αυτά συµπεραίνεται ότι ο µέσος πληθυσµός των βαρροών, σε διάστηµα ενός χρόνου περίπου, τριπλασιάσθηκε, στα υπό παρατήρηση µελίσσια. Από τη µελέτη των ποσοστών µόλυνσης του πληθυσµού και του γόνου και του αριθµού των βαρροών που εκτιµήθηκαν ανά περίοδο µέτρησης διαπιστώθηκε ότι η δυναµική του ακάρεως V. destuctor στη µέλισσα A.m. macedonica χαρακτηρίζεται: α) από µία περίοδο συνεχούς αύξησης η οποία αρχίζει περί τα τέλη Μαρτίου και φτάνει µέχρι τα µέσα του καλοκαιριού, β) µία περίοδο σχετικής σταθεροποίησης που χαρακτηρίζεται από αυξοµειώσεις και η οποία τερµατίζεται τον Οκτώβριο, γ) µία περίοδο συνεχούς µείωσης η οποία αρχίζει από τα τέλη Οκτωβρίου και τερµατίζεται στα τέλη Μαρτίου. Στους πρώτους µήνες της τελευταίας περιόδου οι οποίοι συµπίπτουν µε τη ραγδαία µείωση του γόνου παρατηρείται έντονη µείωση του αριθµού των βαρροών.

205 205 Στο διάστηµα των επτά περίπου µηνών που διαρκούν οι περίοδοι αύξησης και σταθεροποίησης, ο πληθυσµός των βαρροών κατά µέσο όρο δεκαεξαπλασιάζεται. Στο διάστηµα ενός ολόκληρου χρόνου, από άνοιξη σε άνοιξη και τη συµπλήρωση των τριών περιόδων (αύξησης, σταθεροποίησης και µείωσης), ο αριθµός των βαρροών περίπου τετραπλασιάζεται ενώ από Σεπτέµβριο σε Σεπτέµβριο διατηρείται περίπου στα ίδια επίπεδα. Τα αποτελέσµατα του Schulz (1984), σύµφωνα µε τον οποίο ο αριθµός των βαρροών ενός µελισσιού σε ένα χρόνο, από άνοιξη σε άνοιξη, δεκαπενταπλασιάζεται καθώς και του Fries και συν. (1994), ο οποίος αναφέρει ότι ο πληθυσµός της βαρρόας σ ένα χρόνο είναι δυνατό να δεκαπλασιασθεί και θεωρητικά µέχρι και να εκατονταπλασιασθεί, δεν συµφωνούν µε τ αποτελέσµατα της παρούσας έρευνας πιθανόν διότι οι συγκεκριµένοι ερευνητές στηρίχθηκαν σε παρατηρήσεις που αφορούσαν µόνο το διάστηµα αύξησης και σταθεροποίησης. Από τη σύγκριση του αριθµού των βαρροών που εκτιµήθηκε στα µελίσσια ίδιες χρονικές περιόδους των δύο ετών της έρευνας, φαίνεται ότι κατά την περίοδο αύξησης ο αριθµός των βαρροών είναι σηµαντικά µεγαλύτερος κατά το δεύτερο έτος. Το γεγονός αυτό µπορεί να ερµηνευθεί από το µεγαλύτερο αριθµό βαρροών, περίπου διπλάσιο, που υπήρχε κατά την έναρξη αυτής της περιόδου. Κατά την περίοδο όµως σταθεροποίησης, η διαφορά που παρατηρείται είναι µικρή. Όπως προκύπτει από τ αποτελέσµατα είναι πιθανόν να δηµιουργείται µία σχέση µεταξύ µελισσιού και ακάρεως η οποία δεν επιτρέπει τον πληθυσµό του ακάρεως να ξεπεράσει κάποιο αριθµό. Ο µεγάλος αριθµός νεκρών βαρροών ο οποίος µετρήθηκε στους πυθµένες των κυψελών τον Ιούλιο και τον Αύγουστο συνηγορεί σε αυτή την άποψη. Από παρατηρήσεις εξάλλου µεταξύ µεγίστων και ελαχίστων τιµών φαίνεται ότι η σχέση αυτή διαφέρει µεταξύ των µελισσιών το οποίο µας επιτρέπει να συµπεράνουµε ότι υπάρχουν µελίσσια µε µικρότερη ή µεγαλύτερη ανάπτυξη µηχανισµών άµυνας έναντι του ακάρεως. Η συνεχής αύξηση του αριθµού των βαρροών που έπεφτε στους πυθµένες µετά τις 30/4/00 και συγκεκριµένα από τη 19 η µέχρι την 24 η περίοδο µέτρησης εξηγείται από τη διατήρηση του εργατικού γόνου σε υψηλά επίπεδα.

206 206 Την περίοδο που τα µελίσσια εκτρέφουν γόνο, οι διαδοχικές είσοδοι των βαρροών στο γόνο για αναπαραγωγή έχουν ως αποτέλεσµα οι µεγαλύτερης ηλικίας βαρρόες οι οποίες έχουν ωοτοκήσει, να παρουσιάζουν µε τη πάροδο του χρόνου, υψηλότερο ποσοστό θνησιµότητας. Κατά συνέπεια, η διάρκεια ζωής των βαρροών είναι µικρότερη την περίοδο που εκτρέφεται µεγάλη έκταση γόνου για µεγάλο χρονικό διάστηµα διότι αυξάνονται οι πιθανότητες διαδοχικών, και σε συντοµότερο διάστηµα, εισόδων σε κελί για αναπαραγωγή. Ο ρυθµός πολλαπλασιασµού των βαρροών που παρασιτούν σ ένα µελίσσι εκφράζεται µε το πολλαπλασιαστικό πηλίκο το οποίο είναι συνάρτηση του αριθµού των αναπαραγωγικών κύκλων, του ποσοστού γονιµότητας και του αριθµού των γονιµοποιηµένων θηλυκών απογόνων. Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που έχουν σχέση µε τη φυσιολογία του παρασίτου, τη φυσιολογία του ξενιστή και τις σχέσεις παρασίτου ξενιστή. Ο αριθµός των αναπαραγωγικών κύκλων της βαρρόας δεν είναι εύκολο να προσδιορισθεί. Όλες οι αναφορές που υπάρχουν είναι αποσπασµατικές και ελλιπείς. Ακόµη, καµία αναφορά δεν έχει γίνει µέχρι σήµερα για τις βαρρόες που εξέρχονται µεν ώριµες και γονιµοποιηµένες από το κελί του ξενιστή τους αλλά δεν κατορθώνουν να παραµείνουν επάνω σε ενήλικες µέλισσες για διαφόρους λόγους και πεθαίνουν χωρίς να ωοτοκήσουν ούτε µια φορά. Ο αριθµός αυτών των βαρροών είναι πολύ µεγάλος όπως φάνηκε από τη µέτρηση των νεαρών ώριµων βαρροών που συλλέχθηκαν στους πυθµένες. Η απώλεια αυτών των βαρροών είναι ευεργετική για το µελίσσι γιατί δεν επιτρέπει στον πληθυσµό του παρασίτου να πολλαπλασιασθεί µε τους ρυθµούς που αναφέρονται από ορισµένους συγγραφείς όπως ο Fries και συν. (1994), οι οποίοι στηρίχθηκαν σε µαθηµατικά µοντέλα χωρίς να λάβουν υπ όψη τους τις προαναφερόµενες απώλειες. Το ποσοστό γονιµότητας στις διάφορες φυλές της A. mellifera κυµαίνεται από 21,9% µέχρι 92,7% στον εργατικό γόνο και από 63,1 µέχρι 100% στον κηφηνογόνο (Fries και συν., 1994). Σύµφωνα µε τον Ifantidis (1984), στην A.m. macedonica το ποσοστό των βαρροών που δεν εναποθέτουν κανένα αυγό σε µια δίοδο τους από το γόνο είναι 18,7% στον εργατικό γόνο και 3,8% στον κηφηνογόνο. Στην παρούσα έρευνα, σε κελιά που είχαν γόνο ηλικίας 10 19

207 207 ηµερών ο αριθµός των γόνιµων βαρροών ξεπερνούσε το 90%. Σε κελιά µε γόνο ηλικίας µικρότερης των ηµερών, η απουσία απογόνων είναι δυνατόν να οφείλεται σε µικρότερη ή µεγαλύτερη καθυστέρηση έναρξης της ωοτοκίας. Η διαπίστωση µάλιστα στην παρούσα έρευνα ότι το υψηλότερο ποσοστό παρουσίας απογόνων παρατηρήθηκε σε γόνο ηλικίας 14 ηµερών οδηγεί στο συµπέρασµα ότι µετά από αυτή την ηλικία η απουσία απογόνων δύναται να θεωρηθεί ουσιαστικά ως ατεκνία. Επιπλέον, σε κελιά εργατικού γόνου στα οποία οι βαρρόες ωοτοκούν µετά την ηλικία των 14 ηµερών, οι απόγονοι δε διαθέτουν επαρκές χρονικό διάστηµα ώστε να ενηλικιωθούν και να προκύψουν τελικά γονιµοποιηµένα ενήλικα θηλυκά άτοµα. Αντίθετα, σε κελιά µε γόνο ηλικίας 21 ηµερών ο αριθµός των βαρροών µε απογόνους έπεσε στο 77,8%. Ίδιο ποσοστό γόνιµων βαρροών σε γόνο ευρωπαϊκών φυλών A. mellifera, αναφέρει και ο Vandame (1996). Μείωση διαπιστώθηκε επίσης και στον αριθµό των απογόνων: από 4,05 απογόνους σε κελιά µε γόνο ηλικίας 16 ηµερών εκτιµήθηκαν 2,89 απόγονοι σε κελιά µε γόνο ηλικίας 21 ηµερών. Η µείωση του αριθµού των απογόνων οφείλεται πιθανότατα στη θνησιµότητα των ανώριµων σταδίων. Ο Martin (1997), και ο Ifantidis και συν., (1999) αναφέρουν ότι η θνησιµότητα των ανώριµων σταδίων συνδέεται µε την ηλικία της αναπτυσσόµενης µέλισσας. Φαινόµενα κανιβαλισµού, ανταγωνισµού στο σηµείο διατροφής επάνω στο γόνο ή µηχανικοί παράγοντες κινήσεις της νύµφης ή της προς εκκόλαψη ώριµης µέλισσας είναι δυνατό να προκαλέσουν το θάνατο των άωρων σταδίων του ακάρεως. Το ποσοστό των βαρροών που αποτυγχάνουν να αναπαραχθούν έχει διαπιστωθεί ότι µεταβάλλεται από έτος σε έτος (Kulincevic και συν., 1988), ποικίλλει επίσης στις διάφορες εποχές του έτους. Στην παρούσα έρευνα, τα υψηλότερα ποσοστά βαρροών χωρίς απογόνους διαπιστώθηκαν την περίοδο Ιανουαρίου Φεβρουαρίου, και κατά φθίνουσα σειρά τις περιόδους Μαρτίου Απριλίου και Σεπτεµβρίου Νοεµβρίου. Τα χαµηλότερα ποσοστά εκτιµήθηκαν την περίοδο Μαΐου Αυγούστου. Παρόµοια αποτελέσµατα αναφέρουν και οι Otten & Fuchs (1990), Marcangeli και συν., (1992a). Το υψηλό ποσοστό βαρροών που δεν αναπαράγονται, κατά την έναρξη της ωοτοκίας, στο τέλος του

208 208 χειµώνα έχει αναφερθεί και από άλλους ερευνητές. Σύµφωνα µε τον Rosenkranz και συν., (1988), οφείλεται σε διατροφικούς παράγοντες. Οι Hanel & Koeniger (1986), υποστηρίζουν ότι η στάθµη της αυξητικής ορµόνης των ενήλικων µελισσών επηρεάζει την αναπαραγωγή των ακάρεων. Βαρρόες που παρασιτούν σε χειµωνιάτικες µέλισσες οι οποίες παρουσιάζουν χαµηλή στάθµη αυξητικής ορµόνης, όταν µεταφέρονται σε γόνο κατάλληλης ηλικίας αναπαράγονται σε ποσοστό 8% ενώ βαρρόες που παρασιτούν σε καλοκαιρινές µέλισσες οι οποίες παρουσιάζουν υψηλή στάθµη αυξητικής ορµόνης αναπαράγονται σε ποσοστό 76%. Η Pileskaya (1992), υποστηρίζει ότι είναι πιθανόν να οφείλεται στη διαφορετική φυσιολογία των µελισσών στις διάφορες εποχές. Ο Martin (2001), διαπίστωσε ότι το ποσοστό θνησιµότητας του µοναδικού αρσενικού απογόνου είναι πολύ υψηλό και φτάνει στο 42% το διάστηµα Ιανουαρίου Μαρτίου έναντι 18% την περίοδο του καλοκαιριού και υποστηρίζει ότι το υψηλό ποσοστό βαρροών χωρίς γόνιµους απογόνους αυτή την περίοδο οφείλεται στους παράγοντες που προκαλούν το θάνατο του αρσενικού. Το πολλαπλασιαστικό πηλίκο δεν προσδιορίζεται τόσο από το ποσοστό γονιµότητας που χαρακτηρίζει απλώς την παρουσία απογόνων όσο από την παρουσία και τον αριθµό των βιώσιµων απογόνων. Στην παρούσα έρευνα διαπιστώθηκε ότι σε γόνο ηλικίας 21 ηµερών και σε κελιά µε απλή προσβολή, µόνο το 42,42% του συνόλου των βαρροών µ.γ. παρήγαγε βαρρόα θ.γ.. Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρονται ποσοστά τα οποία κυµαίνονται στον εργατικό γόνο από 52,8% ±11 µέχρι 86% ±5,9 και στον κηφηνογόνο από 63,1% µέχρι 96% ±3,2 (Fries και συν., 1994, Martin 1995b, 1998, Martin και συν., 1997). Το χαµηλότερο ποσοστό βαρροών σε κελιά µε βαρρόα θυγατρικής γενεάς από αυτό των γόνιµων βαρροών είναι πιθανόν να οφείλεται: σε καθυστέρηση της ωοτοκίας (Ifantidis, 1983), σε επιβράδυνση ή σε αναστολή της ανάπτυξης των ανώριµων σταδίων εξαιτίας της δράσης µέσα στο κελί, ανασταλτικών παραγόντων (Nazzi & Milani 1996, Kraus & Velthuis, 1997), στην παρουσία φυσικών παραγόντων που αναστέλλουν τη γονιµότητα των βαρροών (Rosenkranz και συν., 1993a). Από τα αποτελέσµατα διαπιστώνεται ότι η καθυστέρηση της ωοτοκίας είναι µάλλον σπάνια και γι αυτό πολύ µικρής µέχρι

209 209 ελάχιστης σηµασίας. Αντίθετα, πιστεύεται ότι παράγοντες που αναστέλλουν την ανάπτυξη ή την ωρίµανση των ανώριµων σταδίων παίζουν σηµαντικό ρόλο. Ο µέσος αριθµός βαρροών θυγατρικής γενεάς σε κελιά µε απλή προσβολή εκτιµήθηκε στις 1,36 στον εργατικό γόνο και 3 στον κηφηνογόνο. Παρόµοια αποτελέσµατα έχουν αναφερθεί από τον Ifantidis, (1984, 1990) για την Α. m. macedonica και για τις άλλες ευρωπαϊκές φυλές της A. mellifera από τους Schulz, (1984), Fuchs & Langenbach, (1989), Kustermann, 1990, Otten & Fuchs, 1990, Martin, 1994, 1995a, Boot και συν., 1995a, Donzé και συν., 1996, Donzé και συν., 1998a). Στην παρούσα έρευνα διαπιστώθηκε ακόµη ότι ο µέσος αριθµός βαρροών θ.γ. αυξανόταν από την άνοιξη προς το φθινόπωρο. Σε κελιά µε απλή προσβολή, από 1 βαρρόα θ.γ. στις 30/6/99 εκτιµήθηκαν 1,17 βαρρόες στις 22/9/99, 2 στις 3/11/99 και το δεύτερο χρόνο εκτιµήθηκαν 1,5 στις 11/6/00, 1,71 στις 13/8/00 και 1,33 στις 24/9/00. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης, οπότε υπάρχει µεγάλη έκταση γόνου, η αναπαραγωγή των βαρροών ευνοεί την αύξηση του πληθυσµού του παρασίτου. Η µείωση όµως της έκτασης του γόνου αργά το καλοκαίρι και κυρίως αργά το φθινόπωρο φαίνεται ότι οδηγεί σε αύξηση του µέσου αριθµού βαρροών θ.γ. ανά βαρρόα µ.γ. η οποία πιθανόν να οφείλεται ή να συνδέεται µε την καλύτερη διατροφή και περιποίηση του αναπτυσσόµενου γόνου. Η αύξηση αυτή αφορά µόνο τα κελιά µε απλή προσβολή. Στα κελιά µε πολλαπλή προσβολή τα οποία αυξάνουν όσο µειώνεται η έκταση του γόνου, ο αριθµός των βαρροών θ.γ. είναι µικρότερος. Η µακρά περίοδο εκτροφής γόνου στη µέλισσα Apis mellifera macedonica επιτρέπει µακρά περίοδο αναπαραγωγής στο παρασιτικό άκαρι Varroa destructor, γεγονός που ευνοεί τον πολλαπλασιασµό του. Όµως το µέτριο επίπεδο γονιµότητας, ο σχετικά χαµηλός αριθµός βαρροών θ.γ. ανά βαρρόα µητρικής γενεάς, σε συνάρτηση µε το µεγάλο αριθµό νεαρών βαρροών που πεθαίνουν χωρίς να αναπαραχθούν, έχουν ως αποτέλεσµα η δυναµική του πληθυσµού του ακάρεως να εξελίσσεται µε ρυθµούς που δεν επιτρέπουν την ταχεία αύξηση του πληθυσµού του παρασίτου.

210 210 IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ακόλουθα: Τα συµπεράσµατα που προκύπτουν από την παρούσα έρευνα είναι τα Η εξέλιξη του πληθυσµού του ακάρεως Varroa destructor - απλότυπος της Κορέας ο οποίος υπάρχει στην Ελλάδα, και η επίδραση του σε µελίσσια της Apis mellifera macedonica, παρουσιάζουν διαφορετική εικόνα κατά τη διάρκεια ενός ηµερολογιακού έτους Η δυναµική του πληθυσµού της A. m. macedonica οµοιάζει σε γενικές γραµµές µε αυτή των άλλων ευρωπαϊκών φυλών της A. m.. Ο πληθυσµός φτάνει σ ένα µέγιστο αριθµό µελισσών στις αρχές του καλοκαιριού και µειώνεται προοδευτικά στις µέλισσες µε τις οποίες και διαχειµάζει. Ο ελάχιστος πληθυσµός παρατηρήθηκε στην παρούσα έρευνα, στις αρχές Μαρτίου (5/3/00) Η ωοτοκία διαρκεί µεγάλο χρονικό διάστηµα και διακόπτεται για περίπου ηµέρες, από τις αρχές εκεµβρίου µέχρι τα µέσα Ιανουαρίου. Ο ρυθµός ωοτοκίας είναι χαµηλότερος των γνωστότερων ευρωπαϊκών φυλών και ο µέσος ηµερήσιος αριθµός αυγών δε ξεπερνά τα 1200 αυγά στη µέγιστη τιµή του η οποία παρατηρείται στα τέλη Μαίου Ο κηφηνογόνος σε χρονιές στις οποίες δεν παρατηρείται σµηνουργία ή αντικατάσταση των βασιλισσών, αποτελεί ποσοστό µικρότερο του 4% του συνολικού γόνου Η δυναµική του πληθυσµού του ακάρεως είναι στενά συνδεδεµένη µε αυτή του ξενιστή του. Παρουσιάζει µία περίοδο αύξησης η οποία αρχίζει περί τα τέλη Μαρτίου, εποχή που συµπίπτει µε την επιτάχυνση του ρυθµού ωοτοκίας της βασίλισσας, συνεχίζεται µε µια περίοδο σταθεροποίησης η οποία τερµατίζεται περί τα τέλη περίπου Οκτωβρίου, εποχή που µειώνεται ραγδαία η έκταση του εκτρεφόµενου γόνου. Στη συνέχεια ακολουθεί µία περίοδο µείωσης του πληθυσµού η οποία διαρκεί από τα τέλη Οκτωβρίου µέχρι τα τέλη

211 211 Μαρτίου περίοδο στην οποία η εκτροφή του γόνου είναι περιορισµένη ή έχει διακοπεί Η διαφοροποίηση µεταξύ των µελισσιών ως προς τα µεγέθη των πληθυσµών του ακάρεως εκφράζει τη διαφορετική δυναµική του παρασίτου σε κάθε µελίσσι Η δυναµική του πληθυσµού του ακάρεως επηρεάζεται από παράγοντες οι οποίοι συνδέονται µε τη δυναµική του πληθυσµού του ξενιστή και ιδιαίτερα µε την έκταση και την ποιότητα του γόνου που εκτρέφεται. Η παρουσία µεγάλης έκτασης γόνου και σηµαντικού ποσοστού κηφηνογόνου ευνοεί την ανάπτυξη του πληθυσµού του ακάρεως Το µικρό ποσοστό βαρροών µητρικής γενεάς που παράγει τελικά βαρρόα θυγατρικής γενεάς και ο µικρός µέσος αριθµός βαρροών θ.γ. που προκύπτει µειώνουν το πολλαπλασιαστικό πηλίκο και κατά συνέπεια το συνολικό πληθυσµό του παρασίτου Στο σχετικά αργό ρυθµό ανάπτυξης του πληθυσµού του παρασίτου συµβάλλει και ο µεγάλος αριθµός βαρροών που πέφτει στους πυθµένες των κυψελών και ειδικότερα αυτός των ανοικτόχρωµων Οι υψηλότερες τιµές του αριθµού των βαρροών και ιδιαίτερα των σκουρόχρωµων που πέφτουν στους πυθµένες των κυψελών καταγράφονται κατά την ίδια χρονική περίοδο που παρατηρούνται: οι υψηλότερες τιµές του ποσοστού προσβολής των ενήλικων µελισσών και του εργατικού γόνου και οι χαµηλότερες τιµές της έκτασης του γόνου Ο αριθµός των ανοικτόχρωµων βαρροών παρουσίασε αρνητική σχέση µε τον αριθµό των κηφηνοκελιών (r= 0,34, P=0,12) Μελίσσια µε µεγάλο αριθµό κηφηνοκελιών παρουσίασαν υψηλά ποσοστά προσβολής και υψηλό αριθµό βαρροών, ιδιαίτερα σκουρόχρωµων, στον πυθµένα της κυψέλης Για την πληρέστερη, αποτελεσµατικότερη και φιλικότερη για την υγεία του καταναλωτή αντιµετώπιση της βαρροϊκής ακαρίωσης προτείνεται η εφαρµογή µέσων και µεθόδων οι οποίες έχουν σκοπό τη µείωση του υπάρχοντος σ ένα µελίσσι συνολικού πληθυσµού του ακάρεως. Για τη

212 212 διευκόλυνση αυτού του σκοπού κρίνεται αναγκαία η εφαρµογή των παρακάτω: 1) Επιλογή µελισσιών ανθεκτικών στη βαρροϊκή ακαρίωση, µελισσιών που συµβιώνουν µε το άκαρι για µεγάλο χρονικό διάστηµα χωρίς τη χρήση ακαρεοκτόνων ουσιών. 2) Εφαρµογή µελισσοκοµικών χειρισµών οι οποίοι αποσκοπούν στη διατήρηση ισχυρών µελισσιών και µικρού πληθυσµού του παρασίτου. Προτεινόµενοι χειρισµοί είναι οι εξής: α) διατήρηση νέων βασιλισσών ενός ή δύο χρόνων µ επάρκεια σπέρµατος στην σπερµοθήκή τους, β) διατήρηση του αναγκαίου αριθµού κηρηθρών µε εργατικά κελιά, γ) αποµάκρυνση και καταστροφή κηρηθρών µε πολλά κηφηνοκελιά, δ) διαίρεση των µελισσιών την άνοιξη και συνένωση το φθινόπωρο, ε) χρήση πυθµένων παγίδων βαρροών. 3) ιατήρηση υψηλών αποθεµάτων γύρης κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (Ιούλιος, Αύγουστος) και του φθινοπώρου (Οκτώβριος, Νοέµβριος). Όταν τα µελίσσια διαθέτουν µικρά αποθέµατα γύρης συστήνεται στις αρχές Αυγούστου ή /και τον Οκτώβριο, η τροφοδότηση µε γυρεόπιττες ή υποκατάστατα γύρης ή η µεταφορά πλαισίων µε γύρη από µελίσσια µε µέτρια µόλυνση σε µελίσσια µε υψηλή µόλυνση. Επιπλέον, στην αντιµετώπιση του παρασίτου πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη σηµασία ώστε οι µέθοδοι που εφαρµόζονται και οι ουσίες που χρησιµοποιούνται να επιτρέπουν την ενίσχυση των αµυντικών µηχανισµών του µελισσιού, να διασφαλίζουν την απουσία καταλοίπων των χηµικών ουσιών στα προϊόντα της κυψέλης και να ελαχιστοποιούν τις πιθανότητες δηµιουργίας ανθεκτικών στελεχών βαρρόας.

213 213 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η βαρροϊκή ακαρίωση αποτελεί το σηµαντικότερο παρασιτικό νόσηµα των µελισσοσµηνών της ευρωπαϊκής µέλισσας Apis mellifera. Στόχος της παρούσας έρευνας ήταν η µελέτη της δυναµικής του πληθυσµού του ακάρεως Varroa destructor µέσα στο χρόνο και υπό φυσικές συνθήκες, σε συνδυασµό µε ταυτόχρονη µελέτη της δυναµικής του πληθυσµού της µέλισσας Apis mellifera macedonica (Ruttner). Η παράλληλη µελέτη της εξέλιξης της δυναµικής των δυο πληθυσµών επιχειρείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Για τους σκοπούς της µελέτης χρησιµοποιήθηκαν 12 µελίσσια της µακεδονικής φυλής A.m. macedonica τα οποία ήταν τοποθετηµένα στον υπαίθριο χώρο των Κλινικών του Τµήµατος Κτηνιατρικής του Α.Π.Θ., στη Θεσσαλονίκη. Η έρευνα αφορούσε σε δύο περιόδους ανάπτυξης του µελισσιού και διήρκεσε 18 µήνες, από τον Απρίλιο του 1999 µέχρι το Σεπτέµβριο του Η έρευνα περιελάµβανε τέσσερις ενότητες. Η ενότητα Ι, η οποία αφορούσε τη µελέτη της δυναµικής του πληθυσµού των µελισσιών, περιελάµβανε την κλινική εξέταση, την καταµέτρηση του ενήλικου πληθυσµού και του σφραγισµένου γόνου (εργατικού και κηφηνογόνου) των µελισσιών καθώς επίσης και τον προσδιορισµό του ρυθµού ωοτοκίας της βασίλισσας. Οι ενότητες ΙΙ έως IV αφορούσαν τη µελέτη της δυναµικής του πληθυσµού της Varroa. Στην ενότητα ΙΙ προσδιορίζονταν το ποσοστό % µόλυνσης των ενήλικων µελισσών και του γόνου (εργατικού και κηφηνογόνου), στην ενότητα ΙΙΙ εξετάζονταν τα µολυσµένα κελιά µε σκοπό να µελετηθεί η αναπαραγωγική δραστηριότητα της Varroa και στην ενότητα ΙV καταµετρούνταν ο αριθµός των βαρροών στον πυθµένα των κυψελών ώστε να µελετηθεί η θνησιµότητα της Varroa. Οι εξετάσεις κάθε ενότητας γινόταν κάθε 21 ηµέρες περίπου, ανάλογα µε τις καιρικές συνθήκες. Οι ενέργειες της ενότητας Ι προηγούνταν και ακολουθούσαν, µετά από διάστηµα 10 έως 12 ηµερών, αυτές των ενοτήτων ΙΙ και ΙΙΙ. Οι ενέργειες της ενότητας ΙV επαναλαµβάνονταν σε συχνότερα χρονικά διαστήµατα. είγµατα βαρροών από τα µελίσσια της έρευνας στάλθηκαν στο CSIRO Entomology, στην Αυστραλία, όπου µελετήθηκε η αλληλουχία των

214 214 βάσεων του µιτοχονδριακού mtdna CO-1, όπως περιγράφηκε από τους Anderson and Trueman, (2000). Από τα αποτελέσµατα της έρευνας διαπιστώθηκαν τα παρακάτω: Ο πληθυσµός των ενήλικων µελισσών παρουσίασε αύξηση από τον Μάρτιο µέχρι το πρώτο δεκαήµερο του Ιουλίου, µείωση το τελευταίο δεκαήµερο του Αυγούστου, ελαφρά αύξηση το Σεπτέµβριο και βαθµιαία µείωση από τον Οκτώβριο µέχρι το Μάρτιο. Ο µέσος αριθµός σφραγισµένων εργατικών κελιών εµφάνισε θετική σχέση µε τον αριθµό των ενήλικων µελισσών (r=0,43, P<0,05). Αυξήθηκε, µε ταχύ ρυθµό, από τον Απρίλιο µέχρι τα τέλη Μαΐου, οπότε εκτιµήθηκε η υψηλότερη τιµή σε όλη τη διάρκεια της έρευνας. Στη συνέχεια, παρουσίασε µείωση, µε κάποιες αυξοµειώσεις, µέχρι τις αρχές Ιανουαρίου του επόµενου χρόνου, οπότε εκτιµήθηκε η ελάχιστη τιµή. Σε ορισµένα µελίσσια ο γόνος διακόπηκε ήδη από τα µέσα εκεµβρίου. Και τις δυο χρονιές παρατηρήθηκε αύξηση το µήνα Σεπτέµβριο. Οι αντικαταστάσεις των βασιλισσών το δεύτερο χρόνο, προκάλεσαν διαταραχές στην εξέλιξη της έκτασης του γόνου, µε αποτέλεσµα ο µέγιστος µέσος εργατικός γόνος να καταγραφεί στις 13/7/00. Ο κηφηνογόνος παρουσίασε αύξηση από τον Απρίλιο µέχρι το Μάιο και βαθµιαία µείωση στη συνέχεια µέχρι το εκέµβριο, µε κάποιες αυξοµειώσεις σε ορισµένες µετρήσεις και των δύο χρόνων. Μέλισσες µε ανατοµικές ή µορφολογικές ανωµαλίες διαπιστώνονταν σχετικά εύκολα, κυρίως την περίοδο του καλοκαιριού, ενώ τις άλλες εποχές η ανεύρεσή τους ήταν δύσκολη έως αδύνατη. Σε µέλισσες µε µορφολογικές ανωµαλίες παρασιτούν συνήθως µία ή περισσότερες βαρρόες. Μέλισσες µε βαρρόα ανευρίσκονταν καθ όλη τη διάρκεια της έρευνας. Παρατηρήθηκαν όµως διαφορές από µελίσσι σε µελίσσι, από εποχή σε εποχή και από χρόνο σε χρόνο, ως προς το βαθµό ευκολίας ανεύρεσης µελισσών µε µία ή περισσότερες βαρρόες. Το ποσοστό µόλυνσης των ενήλικων µελισσών παρουσίασε αύξηση από το Μάιο µέχρι το Νοέµβριο, µείωση µέχρι τον επόµενο Μάιο και αύξηση στη συνέχεια. Το ποσοστό µόλυνσης του εργατικού γόνου παρουσίασε, σε γενικές γραµµές την ίδια πορεία µε το ποσοστό µόλυνσης των ενήλικων µελισσών (r=0,55, P=0,008), αλλά κυµάνθηκε, σε κάθε µέτρηση, σε τιµές οι οποίες ήταν περίπου διπλάσιες από τις τιµές του ποσοστού των ενηλίκων. Το ποσοστό προσβολής των ενήλικων µελισσών παρουσίασε αρνητική σχέση µε την έκταση

215 215 του εργατικού γόνου (r= 0,52, P=0,013) και µε τον αριθµό των κηφηνοκελιών (r= 0,56, P=0,006), ενώ το ποσοστό µόλυνσης του εργατικού γόνου παρουσίασε σηµαντική αρνητική σχέση µόνο µε τον αριθµό των σφραγισµένων κηφηνοκελιών (r= 0,36, P=0,09). Ο µέσος αριθµός απογόνων ανά βαρρόα µ.γ. παρουσίασε αύξηση µέχρι την ηλικία των 16 ηµερών και µείωση στη συνέχεια µέχρι την ηλικία εκκόλαψης του γόνου. Σε ηλικία εκκόλαψης του γόνου, και σε κελιά µε απλή προσβολή, εκτιµήθηκαν κατά µέσο όρο, 1,36 βαρρόες θυγατρικής γενεάς σε εργατικά κελιά και 3 βαρρόες θ.γ. σε κηφηνοκελιά. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι σε εργατικά κελιά µε απλή προσβολή, στο 75% ανευρίσκεται µια βαρρόα θ.γ. και µόνο στο 25% ανευρίσκονται δύο (14,29%) ή τρεις (10,71%) βαρρόες θ.γ.. Σε κελιά µε πολλαπλή προσβολή, ο µέσος αριθµός βαρροών θ.γ. ανά βαρρόα µ.γ. λαµβάνει τιµές µικρότερες της µονάδας, µε αποτέλεσµα, ο πληθυσµός του παρασίτου ν αναπτύσσεται µε µικρότερο ρυθµό σε σχέση µε κελιά µε απλή προσβολή. Όλες οι παράµετροι της θνησιµότητας των βαρροών παρουσίασαν θετική συσχέτιση µεταξύ τους καθώς και µε τα ποσοστά µόλυνσης των ενήλικων µελισσών και του εργατικού γόνου. Ο µέσος αριθµός βαρροών στον πυθµένα των κυψελών παρουσίασε τον πρώτο χρόνο βαθµιαία αύξηση, µε κάποιες αυξοµειώσεις, από τα τέλη Μαΐου µέχρι τα τέλη Νοεµβρίου, και βαθµιαία µείωση στη συνέχεια µέχρι τα τέλη Μαρτίου του δεύτερου χρόνου. Το δεύτερο χρόνο παρατηρήθηκε αύξηση από το Μάρτιο µέχρι τα µέσα Αυγούστου, µείωση και αύξηση στις δύο τελευταίες περιόδους µετρήσεων. Ο αριθµός των ανοικτόχρωµων βαρροών παρουσίασε αρνητική σχέση µε τον αριθµό των κηφηνοκελιών (r= 0,34, P=0,12). Όλα τα δείγµατα Varroa που εξετάστηκαν γενοτυπικά ήταν Varroa destructor και συγκεκριµένα ο απλότυπος της Κορέας (Korea haplotype).

216 216

217 217 ARISTOTELIAN UNIVERSITY OF THESSALONIKI FACULTY OF VETERINARY MEDICINE LABORATORY OF APICULTURE AND BEE DISEASES Population dynamics of Varroa destructor on Apis mellifera macedonica (Ruttner) Doctoral Thesis by Michel J. Kokkinis, DVM Summary The mite Varroa is the causative agent of varroosis, the most significant parasitic disease of the honey bee Apis mellifera. This study was carried out in order to contribute to the population dynamics of Varroa during the time and under natural conditions. The simultaneous study of the population dynamics of Apis mellifera macedonica (Ruttner) was a powerful tool for the understanding of the mite population growing up. The parallel study of the development of both population dynamics is carried out for the first time in Greece. For this purpose, twelve colonies of the Macedonian bee race (A. m. macedonica) were studied for a period of 18 months, from April 1999 until September The colonies were placed in the open-air area of the Veterinary Faculty of the Aristotle University of Thessaloniki. The research included four unities. Unity I consisted of the clinical examination, the estimation of the adult bee population and the total sealed brood area differentiating between worker and drone brood. The brood rhythm was also estimated. Unity II consisted of the determination of the mite infestation rate of adult bees and brood (worker and drone brood). In unity III the infested cells were examined in order to study the reproduction of the Varroa and in unity IV the mites from the hive debris were counted in order to determine the mortality rate. Activities of

218 218 unities I to III were repeated every three weeks approximately, according to the climatic conditions. The activities of unity I were preceding and were followed by those of unities II and III about a week and a half later. Activities of unity IV were repeated at shorter intervals. Samples of mites collected from infested cells were sent to CSIRO Entomology, in Australia, where the mitochondrial DNA (mtdna CO-I) gene sequences were analyzed, as described by Anderson and Trueman, (2000). The results of the research are as follows: The population of adult bees increased from March until the first 10 days of July, reduced the last 10 days of August, slightly increased in September and gradually reduced from October until March. Positive correlation was found between the average number of the sealed worker cells and the number of adult bees (r=0,43, P<0,05). The average number of the sealed worker cells increased drastically from April to end of May when the highest value was estimated during the whole period of the research. Afterwards there was a decrease with some fluctuations until beginning of January of next year, when the lowest value was estimated. In some colonies the brood was interrupted already from mid December. In both years there was an increase in September. During the second year, the replacement of the queens disturbed the development of the brood, and as a result the highest average worker brood has been recorded on 13/7/00. The drone brood increased from April to May and gradually decreased until December, with some fluctuations in some measurements of both years. Bees with morphological abnormalities (deformed wings etc) were found rather easily during the summer months, while the other seasons it was difficult or even impossible to find them. Bees with morphological abnormalities have usually one or more phoretic mites. Bees with phoretic mites were found during the whole research. However, differences concerning the facility in finding bees with one or more phoretic mites, were noticed from colony to colony, from season to season and from year to year. The infestation rate of adult bees increased from May to November, decreased until next May and was increased afterwards. The infestation rate of worker brood presented more or less the same tendencies as the infestation rate of adult bees (r=0,55, P=0,008) but it fluctuated between values twice as

219 219 those of the adult bees. The infestation rate of adult bees has negative correlation coefficient with worker sealed brood area (r=-0,52, P=0,013), and with the number of sealed drone cells (r=-0,56, P=0,006), while the infestation rate of worker brood presented significant negative correlation only with the number of sealed drone cells (r=-0,36, P=0,09). The average number of offspring per mother mite increased until the brood age of 16 days and then decreased until the hatching age of the bee. At that age of brood and in cells with single infection, 1,36 daughters Varroa in worker cells and three daughters in drone cells were estimated. Furthermore, it was found that in worker cells with single infection, one daughter Varroa was found at 75% of cells and only at 25% of cells was found two (14,29%) or three (10,71%) daughters Varroa. In cells with multiple infection, the average value of daughter per mother mite was smaller than one, and as a result, the population of the parasite was developed at lower rate in comparison to cells with single infection. All parameters of mite mortality presented positive correlation between them as well as with infestation rates of adult bees and worker sealed brood. The average value of mites in hive debris gradually increased during the first year, from end of May until November with some fluctuations, and afterwards gradually decreased until end of March of the second year. The second year there was an increase from March until mid August, then decrease and again an increase the two last periods of countdown. The number of lightly pigmented mites presented a negative correlation with the number of sealed drone cells (r=-0,34, P=0,12). All samples of Varroa belonged to the species Varroa destructor, Korea haplotype.

220 220

221 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 221

222 222 α β γ δ ε στ Εικόνα 1: Όψη ραχιαίας και κοιλιακής επιφάνειας ενήλικων θηλυκών V. jacobsoni απλότυπος Ιάβας (α, β) και V. destructor απλότυπος Κορέας (γ, δ). Για σύγκριση εµφανίζονται επίσης οι ραχιαίες επιφάνειες των V. rindereri (ε) και V. underwoodi (στ). Μήκος ράβδου 500 µm περίπου (Από Anderson & Trueman 2000).

223 Εικόνα 2: ενήλικο θηλυκό άτοµο - βαρρόα. 223 Εικόνα 3: α) σκουρόχρωµη βαρρόα, β) ανοικτόχρωµη βαρρόα, γ) θηλυκή δευτερονύµφη ΙΙ, δ) αρσενικό. β γ δ α Εικόνα 4: α) βαρρόα θυγατρικής γενεάς, β) θηλυκές δευτερονύµφες ΙΙ, γ) θηλυκή δευτερονύµφη Ι, δ) αρσενικό, ε) αυγό, π) περιττώµατα. α β δ γ β π ε

Βαρρόωση. Παγκόσμια διασπορά. Βασίλης Λιάκος Π. Καθηγητής Μελισσοκομίας-Μελισσοπαθολογίας στην Κτηνιατρική Σχολή του ΑΠΘ

Βαρρόωση. Παγκόσμια διασπορά. Βασίλης Λιάκος Π. Καθηγητής Μελισσοκομίας-Μελισσοπαθολογίας στην Κτηνιατρική Σχολή του ΑΠΘ Βαρρόωση Παγκόσμια διασπορά Βασίλης Λιάκος Π. Καθηγητής Μελισσοκομίας-Μελισσοπαθολογίας στην Κτηνιατρική Σχολή του ΑΠΘ Παθογόνο αίτιο Varroa destructor ή jacobsoni Ένα μικρό άκαρυ που παρασιτεί στο γόνο

Διαβάστε περισσότερα

«Μικρή μικρή νοικοκυρά - Μεγάλη πίτα κάνει.» ΙΩΑΝΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΑΓΝΩΠΟΥΛΟΣ - Α ΛΥΚΕΙΟΥ - ΓΕΛ ΒΟΥΝΑΡΓΟΥ

«Μικρή μικρή νοικοκυρά - Μεγάλη πίτα κάνει.» ΙΩΑΝΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΑΓΝΩΠΟΥΛΟΣ - Α ΛΥΚΕΙΟΥ - ΓΕΛ ΒΟΥΝΑΡΓΟΥ «Μικρή μικρή νοικοκυρά - Μεγάλη πίτα κάνει.» Η ερευνητική ομάδα Οι μαθητές Ιωάννα Αποστολοπούλου Γιώργος Αναγνώπουλος Ο καθηγητής Χαράλαμπος Ανδρουτσόπουλος Η εξέλιξη της μελισσοκομίας Η μέλισσα είναι

Διαβάστε περισσότερα

Η ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ

Η ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Η ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ Α. ΤΑΞΙΝΌΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΈΛΙΣΣΑΣ Η μέλισσα, σύμφωνα με τη συστηματική κατάταξη του ζωικού βασίλειου, ταξινομείται στο Φύλο: Arthropoda, Κλάση: Insecta, Υποκλάση: Pterygota,

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΜΕΛΙΣΣΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΜΕΛΙΣΣΑΣ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΜΕΛΙΣΣΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΜΕΛΙΣΣΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΜΕΛΙΣΣΑΣ Δρ. Φανή Χατζήνα Βιολόγος Ινστιτούτο Μελισσσοκομίας Χαλκιδικής ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΜΕΛΙΣΣΑΣ Βιολογία Μέλισσας Μέλισσες: Εμφανίστηκαν στη γη πριν περίπου 80 εκ. χρόνια Κοινή μέλισσα: Apis mellifera

Διαβάστε περισσότερα

Ανάπτυξη γόνου & πληθυσμού στη διάρκεια του έτους

Ανάπτυξη γόνου & πληθυσμού στη διάρκεια του έτους Ποσότητα γόνου & ακμαίων μελισσών Μεταχείριση του μελισσιού κατά τη διάρκεια του έτους Ανάπτυξη γόνου & πληθυσμού στη διάρκεια του έτους Πληθυσμός Παραγωγική φάση Παράλληλη ανάπτυξη γόνος Μείωση γόνου

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΥΤΕΡΟ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΥΤΕΡΟ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΥΤΕΡΟ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ 1. ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Η µέλισσα είναι έντοµο ολοµετάβολο και για την ολοκλήρωση του βιολογικού της κύκλου διέρχεται από τα στάδια του αυγού, της

Διαβάστε περισσότερα

ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ Πασχάλης Χαριζάνης Εργαστήριο Σηροτροφίας & Μελισσοκομίας Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ Πασχάλης Χαριζάνης Εργαστήριο Σηροτροφίας & Μελισσοκομίας Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ Πασχάλης Χαριζάνης Εργαστήριο Σηροτροφίας & Μελισσοκομίας Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Ι. ΓΕΝΙΚΑ Το είδος και η ποικιλότητα του γενετικού υλικού είναι εξίσου σημαντικά

Διαβάστε περισσότερα

Ενότητα 4: Βιολογική Κτηνοτροφία

Ενότητα 4: Βιολογική Κτηνοτροφία Ενότητα 4: Βιολογική Κτηνοτροφία Διάλεξη 4.4: : Βασικές Αρχές Βιολογικής Μελισσοκομίας Εργαστήριο Πληροφορικής Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών http://infolab.aua.gr Δομή παρουσίασης Εισαγωγή Καταγωγή μελισσών

Διαβάστε περισσότερα

ζωικοί εχθροί ανθοκηπευτικών

ζωικοί εχθροί ανθοκηπευτικών ζωικοί εχθροί ανθοκηπευτικών τετράνυχοι Tetranychus urticae (κοινός τετράνυχος) Panonychys citri (κόκκινος τετράνυχος) οικ.: Tetranychidae κοινός τετράνυχος μορφολογία ακμαίο σχήμα ωοειδές μέγεθος 0,5

Διαβάστε περισσότερα

Γράφει ο Κος: Αλέξανδρος Μεσημέρης, υπεύθυνος μελισσοκομίας του τμήματος Ζωικής Παραγωγής, Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης Λάρισας

Γράφει ο Κος: Αλέξανδρος Μεσημέρης, υπεύθυνος μελισσοκομίας του τμήματος Ζωικής Παραγωγής, Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης Λάρισας Γράφει ο Κος: Αλέξανδρος Μεσημέρης, υπεύθυνος μελισσοκομίας του τμήματος Ζωικής Παραγωγής, Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης Λάρισας Η προετοιμασία των μελισσιών για το χειμώνα και η σωστή διαχείμαση, είναι

Διαβάστε περισσότερα

Σύμφωνα με: Τους Καν. (ΕΚ) 889/2008 & 834/2007

Σύμφωνα με: Τους Καν. (ΕΚ) 889/2008 & 834/2007 ΔΜ 2-2 Γ` ΣΔΠ Σελ. 1 ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ επε. (GR-BIO-02) Π Ρ Ο Δ Ι Α Γ Ρ Α Φ Ε Σ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΑΣ Σύμφωνα με: Τους Καν. (ΕΚ) 889/2008 & 834/2007 «Φυσιολογική» επε Εθνικής Αντίστασης 66, Αλεξάνδρεια 59300,,

Διαβάστε περισσότερα

ΗΣΗΜΑΣΙΑΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΙ ΩΝ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΑΥΡΑΣ Podarcis milensis ΣΤΗ ΜΗΛΟ

ΗΣΗΜΑΣΙΑΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΙ ΩΝ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΑΥΡΑΣ Podarcis milensis ΣΤΗ ΜΗΛΟ ΗΣΗΜΑΣΙΑΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΙ ΩΝ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΑΥΡΑΣ Podarcis milensis ΣΤΗ ΜΗΛΟ Χ. Αδαμοπούλου & Α.Λεγάκις Ζωολογικό Μουσείο, Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών 24 ο Συνέδριο

Διαβάστε περισσότερα

Κυψέλη - το σπίτι της μέλισσας

Κυψέλη - το σπίτι της μέλισσας Κυψέλη - το σπίτι της μέλισσας Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ του ΣΠΥΡΟΥ ΣΚΑΡΕΑ, Γεωπόνου-Εντομολόγου Όλοι μας έχουμε δει μέλισσες να πετούν από λουλούδι σε λουλούδι. Όλοι μας έχουμε απολαύσει το μέλι,

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ ΒΑΣΙΛΟΤΡΟΦΙΑ

ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ ΒΑΣΙΛΟΤΡΟΦΙΑ ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ ΒΑΣΙΛΟΤΡΟΦΙΑ Σ κ ο π ό ς β ε λ τ ί ω σ η ς Η συγκέντρωση των επιθυμητών χαρακτηριστικών σε μία φυλή ή ένα πληθυσμό Η μεγιστοποίηση κάποιου επιθυμητού χαρακτηριστικού

Διαβάστε περισσότερα

Η ανατομία της μέλισσας ΞΑΝΘΗ ΛΙΑΝΟΥ - Α ΛΥΚΕΙΟΥ - ΓΕΛ ΒΟΥΝΑΡΓΟΥ

Η ανατομία της μέλισσας ΞΑΝΘΗ ΛΙΑΝΟΥ - Α ΛΥΚΕΙΟΥ - ΓΕΛ ΒΟΥΝΑΡΓΟΥ Η ανατομία της μέλισσας Η ερευνητική ομάδα Η μαθήτρια Ξανθή Λιανού Ο καθηγητής Χαράλαμπος Ανδρουτσόπουλος Ποια είναι τα μέρη του σώματος της; (ανατομία του σώματος) Στο κεφάλι διακρίνουμε : 1. Δύο μεγάλα,

Διαβάστε περισσότερα

ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ - ΤΟ ΚΥΤΤΑΡΟ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ - ΤΟ ΚΥΤΤΑΡΟ ΤΕΙ ΠΑΤΡΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΤΟΜΙΑ I ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : Γεράσιμος Π. Βανδώρος ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ - ΤΟ ΚΥΤΤΑΡΟ Οι βασικές δομές που εξετάζουμε στην ανατομία μπορούν ιεραρχικά να ταξινομηθούν ως εξής:

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 2012 ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ E-school by Agronomist.gr 2 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΓΕΩΡΓΙΚΗ, ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ 3 Μελισσοκομία Ι Η μελισσοκομία αποτελεί κλάδο της

Διαβάστε περισσότερα

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΒΑΡΡΟΪΚΗ ΑΚΑΡΙΑΣΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΒΑΡΡΟΪΚΗ ΑΚΑΡΙΑΣΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ Α.Τ.Ε.Ι. ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΒΑΡΡΟΪΚΗ ΑΚΑΡΙΑΣΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΣΠΟΥ ΑΣΤΡΙΑ ΑΕΡΑΚΗ ΑΝ ΡΟΝΙΚΗ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΤΑΘΗ

Διαβάστε περισσότερα

Παράγοντες Επιτυχίας του Μελισσοκόμου

Παράγοντες Επιτυχίας του Μελισσοκόμου Παράγοντες Επιτυχίας του Μελισσοκόμου Στόχος : το κέρδος 1. Να αγαπά τη μέλισσα 2. Να γνωρίζει καλά τη βιολογία της. 3. Να εφαρμόζει σωστές επεμβάσεις στον κατάλληλο χρόνο 4. Να γνωρίζει τη μελισσοκομική

Διαβάστε περισσότερα

Η ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ

Η ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ Η ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ Η μέλισσα έχει τρίχωμα διαφορετικού χρώματος στο σώμα της που κάνουν τις ρίγες των μελισσών να φαίνονται καφέ και κίτρινες. Στο κεφάλι της έχει δεξιά και αριστερά δύο μεγάλα μάτια,

Διαβάστε περισσότερα

Πιλοτικό Πρόγραμμα Επιτήρησης των Απωλειών στις Αποικίες των Μελισσών

Πιλοτικό Πρόγραμμα Επιτήρησης των Απωλειών στις Αποικίες των Μελισσών Πιλοτικό Πρόγραμμα Επιτήρησης των Απωλειών στις Αποικίες των Μελισσών Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής ΠΕ Ανατολικής Αττικής Εισηγήτρια: Ειρήνη Τσάλου Κτηνίατρος Τα τελευταία χρόνια απασχολεί

Διαβάστε περισσότερα

ζωικοί εχθροί ανθοκηπευτικών

ζωικοί εχθροί ανθοκηπευτικών ζωικοί εχθροί ανθοκηπευτικών Τάξη: Diptera πτέρυγες: πρόσθιες μεμβρανώδεις, οπίσθιες ελλείπουν (διαμορφωμένες σε αλτήρες) στοματικά μόρια: νύσσο - μυζητικού τύπου ολομετάβολα προνύμφη: ακέφαλη - άποδη

Διαβάστε περισσότερα

Ο πληθυσµός του µελισσιού. Ένα δυνατό µελίσσι είναι σε θέση να δώσει µεγαλύτερη παραγωγή, αλλά και να αντιµετωπίσει ευκολότερα τις αντιξοότητες. Η παρ

Ο πληθυσµός του µελισσιού. Ένα δυνατό µελίσσι είναι σε θέση να δώσει µεγαλύτερη παραγωγή, αλλά και να αντιµετωπίσει ευκολότερα τις αντιξοότητες. Η παρ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΑΤΟ ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ-ΒΑΣΙΛΟΤΡΟΦΙΑ Οι µέλισσες είναι έντοµα κοινωνικά και ζουν σαν µια µεγάλη οικογένεια, η οποία αποτελείται από µια βασίλισσα (αναπαραγωγικό θηλυκό), καθόλου

Διαβάστε περισσότερα

Εξελικτική Οικολογία. Σίνος Γκιώκας Πανεπιστήμιο Πάτρας Τμήμα Βιολογίας 2014

Εξελικτική Οικολογία. Σίνος Γκιώκας Πανεπιστήμιο Πάτρας Τμήμα Βιολογίας 2014 Εξελικτική Οικολογία Σίνος Γκιώκας Πανεπιστήμιο Πάτρας Τμήμα Βιολογίας 2014 Εξελικτική Οικολογία - Σίνος Γκιώκας - Παν. Πατρών - Τμ. Βιολογίας - 2014 1 Πού συναντιούνται τα δύο πεδία; Οι κιχλίδες των Μεγάλων

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΕ 43: ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΟΔΗΓΟΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΟΥΡΤΖΗΣ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

ΦΥΕ 43: ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΟΔΗΓΟΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΟΥΡΤΖΗΣ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΦΥΕ 43: ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΟΔΗΓΟΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΟΥΡΤΖΗΣ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ 1 Χρήσιμες οδηγίες για την επίλυση ασκήσεων Γενετικής

Διαβάστε περισσότερα

«Sustainable Management of Resilient Bee Populations» «Αειφόρος Διαχείριση Ανθεκτικών Πληθυσμών Μελισσών»

«Sustainable Management of Resilient Bee Populations» «Αειφόρος Διαχείριση Ανθεκτικών Πληθυσμών Μελισσών» EC FP7-KBBE Project 613960 «Sustainable Management of Resilient Bee Populations» «Αειφόρος Διαχείριση Ανθεκτικών Πληθυσμών Μελισσών» Ν. Γ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, Μ. ΜΠΟΥΓΑ και Λ. ΠΑΠΟΥΤΣΗ Εργαστήριο Γεωργικής Ζωολογίας

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Πτυχιακή διατριβή ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΟΞΕΙΔΙΩΝ ΤΟΥ ΑΖΩΤΟΥ (NO X

Διαβάστε περισσότερα

Έκθεση βέλτιστου τρόπου εξαπόλυσης και διάθεσης φυσικών εχθρών

Έκθεση βέλτιστου τρόπου εξαπόλυσης και διάθεσης φυσικών εχθρών Έκθεση βέλτιστου τρόπου εξαπόλυσης και διάθεσης φυσικών εχθρών «ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΒΙΟΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΒΙΟΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΣΕ ΥΔΡΟΠΟΝΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΟΜΑΤΑΣ ΚΑΙ ΜΑΡΟΥΛΙΟΥ HYDROFLIES» ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ Οι αρχές της εξελικτικής σκέψης Η προέλευση των ειδών Ορθές και λανθασµένες αντιλήψεις σχετικά µε τη θεωρία της εξέλιξης Η θεωρία της εξέλιξης

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΜΕΛΙ. Αναστασία Κεραμιτσή Εύχαρις Κουγιάμη Ουρανία Γεροντοπούλου Μαρία Βασδραγιάννη

ΤΟ ΜΕΛΙ. Αναστασία Κεραμιτσή Εύχαρις Κουγιάμη Ουρανία Γεροντοπούλου Μαρία Βασδραγιάννη ΤΟ ΜΕΛΙ Αναστασία Κεραμιτσή Εύχαρις Κουγιάμη Ουρανία Γεροντοπούλου Μαρία Βασδραγιάννη ΜΕΛΙΣΣΑ Η μέλισσα είναι έντομο από την τάξη υμενόπτερα και θεωρείται το πιο σπουδαίο, από οικονομικής άποψης, έντομο

Διαβάστε περισσότερα

Πολύ λίγα από τα τόσα ενδιαφέροντα που μας είπε

Πολύ λίγα από τα τόσα ενδιαφέροντα που μας είπε Την Παρασκευή 20/12/2013 είχαμε τη χαρά να φιλοξενήσουμε στο σχολείο μας και στο μάθημα

Διαβάστε περισσότερα

Η ΜΕΛΙΣΣΑ, Η ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΤΟΥΣ. Κατερίνα Καρατάσου, κτηνίατρος Ο.Μ.Σ.Ε.

Η ΜΕΛΙΣΣΑ, Η ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΤΟΥΣ. Κατερίνα Καρατάσου, κτηνίατρος Ο.Μ.Σ.Ε. Η ΜΕΛΙΣΣΑ, Η ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΤΟΥΣ Κατερίνα Καρατάσου, κτηνίατρος Ο.Μ.Σ.Ε. Βλέπουμε συχνά μέλισσες στα λουλούδια Τι ξέρουμε γι αυτές; Ημέλισσα είναι έντομο Υπάρχει στη Γη εδώ και 30 εκατομμύρια

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ 8. ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ 8. ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ 8. ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ Γεννητικότητα Ρυθμός αναπαραγωγής: η παραγωγή νέων στον πληθυσμό μέσω της Γέννησης (στα θηλαστικά) Εκκόλαψης (πτηνά, ερπετά, αμφίβια, ψάρια) Γεννητικότητα:

Διαβάστε περισσότερα

ΕΥΡΥΒΙΑΔΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΥΡΥΒΙΑΔΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΕΥΡΥΒΙΑΔΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ 2010-11 Κεφάλαιο 1: Η Οργάνωση της ζωής 1. Από ποια μέρη αποτελείται το μικροσκόπιο; 2. Στην εικόνα φαίνεται ένα μικροσκόπιο. Να γράψετε τα μέρη του όπως υποδεικνύονται από

Διαβάστε περισσότερα

Οδηγίες μακροσκοπικών ελέγχων για τον επιβλαβή οργανισμό. Καλιφόρνιας) σε ροδάκινα και νεκταρίνια και επιτραπέζια σταφύλια

Οδηγίες μακροσκοπικών ελέγχων για τον επιβλαβή οργανισμό. Καλιφόρνιας) σε ροδάκινα και νεκταρίνια και επιτραπέζια σταφύλια Οδηγίες μακροσκοπικών ελέγχων για τον επιβλαβή οργανισμό Frankliniella occidentalis (Thysanoptera: Thripidae) (κν. θρίπας της Καλιφόρνιας) σε ροδάκινα και νεκταρίνια και επιτραπέζια σταφύλια για εξαγωγή

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Πτυχιακή διατριβή ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΩΓΗΣ ΝΙΤΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΙΤΡΩΔΩΝ ΙΟΝΤΩΝ ΣΕ ΝΕΡΟ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΥΔΡΟΓΟΝΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Οδηγίες μακροσκοπικών ελέγχων για τον επιβλαβή οργανισμό. Grapholita molesta Busck. (Lepidoptera: Tortricidae) (κν.

Οδηγίες μακροσκοπικών ελέγχων για τον επιβλαβή οργανισμό. Grapholita molesta Busck. (Lepidoptera: Tortricidae) (κν. Οδηγίες μακροσκοπικών ελέγχων για τον επιβλαβή οργανισμό Grapholita molesta Busck. (Lepidoptera: Tortricidae) (κν. βλαστορύκτης της ροδακινιάς) σε ροδάκινα και νεκταρίνια για εξαγωγή στη Ρωσία Για φυτοϋγειονομικούς

Διαβάστε περισσότερα

ΛΟΙΜΩΔΗΣ ΒΡΟΓΧΙΤΙΔΑ (INFECTIOUS BRONCHITIS)

ΛΟΙΜΩΔΗΣ ΒΡΟΓΧΙΤΙΔΑ (INFECTIOUS BRONCHITIS) econteplusproject Organic.Edunet ΛΟΙΜΩΔΗΣ ΒΡΟΓΧΙΤΙΔΑ (INFECTIOUS BRONCHITIS) Δρ. Ευτυχία Ξυλούρη Φραγκιαδάκη Κτηνίατρος Υγιεινολόγος, Αναπλ. Καθηγήτρια Υγιεινής Αγρ. Ζώων, Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ 30 ΜΑΙΟΥ 2012 ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ 30 ΜΑΙΟΥ 2012 ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ 30 ΜΑΙΟΥ 2012 ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α Α 1 : α Α 2 : γ Α 3 : δ Α 4 : β Α 5 : γ ΘΕΜΑ Β Β 1 : σελ. 120 σχολικού: >. Β 2 :

Διαβάστε περισσότερα

ΨΕΥ ΟΛΥΣΣΑ (AUJESZKY DISEASE)

ΨΕΥ ΟΛΥΣΣΑ (AUJESZKY DISEASE) econteplusproject Organic.Edunet ΨΕΥ ΟΛΥΣΣΑ (AUJESZKY DISEASE) Δρ. Ευτυχία Ξυλούρη Φραγκιαδάκη Κτηνίατρος Υγιεινολόγος, Αναπλ. Καθηγήτρια Υγιεινής Αγρ. Ζώων, Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής και Υδατοκαλλιεργειών,

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Η ΝΕΑ ΓΡΙΠΗ ΤΩΝ ΧΟΙΡΩΝ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Η ΝΕΑ ΓΡΙΠΗ ΤΩΝ ΧΟΙΡΩΝ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΨΟΥΡΗ 4 412 22 ΛΑΡΙΣΑ ΤΗΛ. 2410 627142 FAX 2410 627143 E-MAIL:GEOTEE_L@OTENET.GR Λάρισα 30-04-2009 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Η ΝΕΑ ΓΡΙΠΗ ΤΩΝ ΧΟΙΡΩΝ Παγκόσμια ανησυχία

Διαβάστε περισσότερα

Προϊόντα κυψέλης και η σημασία. Αντώνιος Ε. Τσαγκαράκης Γεωπόνος Εντομολόγος, MSc, PhD Εκπαιδευτής Ι.Γ.Ε.

Προϊόντα κυψέλης και η σημασία. Αντώνιος Ε. Τσαγκαράκης Γεωπόνος Εντομολόγος, MSc, PhD Εκπαιδευτής Ι.Γ.Ε. Προϊόντα κυψέλης και η σημασία τους για την υγεία του μελισσιού Αντώνιος Ε. Τσαγκαράκης Γεωπόνος Εντομολόγος, MSc, PhD Εκπαιδευτής Ι.Γ.Ε. Κηρήθρα Επωαστικός - αποθηκευτικός χώρος εντός της κυψέλης Είναι

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ. 9η ΙΑΛΕΞΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΓΙΑ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ

ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ. 9η ΙΑΛΕΞΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΓΙΑ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΦΥΤΩΝ 9η ΙΑΛΕΞΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΓΙΑ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ Ανθεκτικότητα Γενικά Η εξέλιξη των καλλιεργούµενων φυτών είναι το αποτέλεσµα φυσικής και τεχνητής επιλογής Η επιλογή για αυξηµένες

Διαβάστε περισσότερα

15/1/2010. Φυτοπροστασία Δενδρωδών Εχθροί. Εισαγωγή. Πασχάλης Γιαννούλης 2009

15/1/2010. Φυτοπροστασία Δενδρωδών Εχθροί. Εισαγωγή. Πασχάλης Γιαννούλης 2009 15/1/2010 Φυτοπροστασία Δενδρωδών Εχθροί Εισαγωγή Πασχάλης Γιαννούλης 2009 1 15/1/2010 MΙΚΡΟΒΙΑΚΗ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ EXΘΡΩΝ ΔΕΝΔΡΩΔΩΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ 2 15/1/2010 3 15/1/2010 4 15/1/2010 5 15/1/2010 6 15/1/2010

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 2016 2 Το συνώνυμο της αναπαραγωγής είναι ο πολλαπλασιασμός, η δημιουργία νέων ατόμων που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά με τους γονείς τους. Όλοι οι οργανισμοί κάποια

Διαβάστε περισσότερα

Πτυχιακή διατριβή ΕΧΘΡΟΙ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ

Πτυχιακή διατριβή ΕΧΘΡΟΙ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ & ΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Πτυχιακή διατριβή ΕΧΘΡΟΙ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ Μάρθα Χατζηλοϊζή Λεµεσός 2011 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Μεταπτυχιακή διατριβή

Μεταπτυχιακή διατριβή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Μεταπτυχιακή διατριβή ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΚΛΕΚΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗΣ ΟΞΕΙΔΩΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕΘΑΝΙΟΥ ΠΡΟΣ ΔΙΟΞΕΙΔΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ Βασιλική

Διαβάστε περισσότερα

ζωικοί εχθροί ανθοκηπευτικών

ζωικοί εχθροί ανθοκηπευτικών ζωικοί εχθροί ανθοκηπευτικών χρυσονηματώδης της πατάτας Globodera rostochiensis (συν. Heterodera rostochiensis) οικ. Heteroderidae χρυσονηματώδης της πατάτας μορφολογία εμφανίζουν έντονο γενετικός διμορφισμός

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 1 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2015

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 1 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2015 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 1 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2015 ΘΕΜΑ 1 Ο 1. γ 2. δ 3. α 4. δ 5. δ ΘΕΜΑ 2 Ο Α) Το γενετικό υλικό των προκαρυωτικών κυττάρων είναι ένα δίκλωνο

Διαβάστε περισσότερα

Αναγνώριση φύλου στα καναρίνια

Αναγνώριση φύλου στα καναρίνια Αναγνώριση φύλου στα καναρίνια Η διάκριση του φύλου στα καναρίνια αποτελούσε και αποτελεί ένα πάγιο ερώτημα των ερασιτεχνών εκτροφέων καναρινιών. Πόσοι από μας που ερασιτεχνικά και μόνο από αγάπη εκτρέφουμε

Διαβάστε περισσότερα

ειδική φυτοπαθολογία οπωροκηπευτικών και φυτών μεγάλης καλλιέργειας 8. Νηματώδεις Εργαστήριο Φυτοπαθολογίας Δρ Βασίλειος Δημόπουλος

ειδική φυτοπαθολογία οπωροκηπευτικών και φυτών μεγάλης καλλιέργειας 8. Νηματώδεις Εργαστήριο Φυτοπαθολογίας Δρ Βασίλειος Δημόπουλος ειδική φυτοπαθολογία οπωροκηπευτικών και φυτών μεγάλης καλλιέργειας 8. Νηματώδεις χρυσονηματώδης της πατάτας Globodera rostochiensis (συν. Heterodera rostochiensis) οικ. Heteroderidae χρυσονηματώδης της

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α A1. α Α2. β Α3. γ Α4. γ Α5. β ΘΕΜΑ Β Β1. ζ στ α

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ρ. Γκούµας ηµήτρης ΣΠΟΥ ΑΣΤΡΙΑ: Καβουσάκη Μαρίνα

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ρ. Γκούµας ηµήτρης ΣΠΟΥ ΑΣΤΡΙΑ: Καβουσάκη Μαρίνα ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΤΟΥ ΒΑΚΤΗΡΙΟΥ Xanthomonas campestris pv. vesicatoria ΣΕ ΥΒΡΙ ΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΠΙΠΕΡΙΑΣ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ρ. Γκούµας ηµήτρης ΣΠΟΥ ΑΣΤΡΙΑ: Καβουσάκη Μαρίνα ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟ 2003-2013

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟ 2003-2013 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟ 2003-2013 ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΕΡΔΙΟΥ ΒΙΟΛΟΓΟΣ (MSc) 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΕΛΙΔΑ Ενότητα 2 : Χημεία της ζωής 4 Ενότητα 3: Ενέργεια και οργανισμοί 13 Ενότητα 4: κυτταρική

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΞΗ: Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΗΜΕΡ. : 19/05/2016 ΜΑΘΗΜΑ: ΧΗΜΕΙΑ-ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ: 2 ΩΡΕΣ (120 ΛΕΠΤΑ) ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ:... ΤΜΗΜΑ:.. ΑΡ.: ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΑΘΕ ΕΠΙΤΥΧΙΑ

ΤΑΞΗ: Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΗΜΕΡ. : 19/05/2016 ΜΑΘΗΜΑ: ΧΗΜΕΙΑ-ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ: 2 ΩΡΕΣ (120 ΛΕΠΤΑ) ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ:... ΤΜΗΜΑ:.. ΑΡ.: ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΑΘΕ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΛΥΚΕΙΟ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2015-2016 ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2016 ΒΑΘΜΟΣ.../35 ΟΛΟΓΡΑΦΩΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗ:. ΤΑΞΗ: Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΗΜΕΡ. : 19/05/2016 ΜΑΘΗΜΑ: ΧΗΜΕΙΑ-ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ: 2 ΩΡΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη

Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη ΙΟΥΝΙΟΣ 2018 Τελική Έκθεση Για την Κατάσταση της Μεσογειακής φώκιας στη νήσο Γυάρο Περίληψη Σελίδα

Διαβάστε περισσότερα

Απόσπασμα από το βιβλίο «Πως να ζήσετε 150 χρόνια» του Dr. Δημήτρη Τσουκαλά

Απόσπασμα από το βιβλίο «Πως να ζήσετε 150 χρόνια» του Dr. Δημήτρη Τσουκαλά Απόσπασμα από το βιβλίο «Πως να ζήσετε 150 χρόνια» του Dr. Δημήτρη Τσουκαλά 10 ο Κεφάλαι ο Όλοι ευχόμαστε να υπήρχε ένα μαγικό χάπι που να μας έλυνε όλα τα προβλήματα. Έπειτα από 25 χρόνια έρευνας, οι

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: ΕΠΤΑ (7)

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: ΕΠΤΑ (7) ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: ΕΠΤΑ (7) ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΠΛΗΡΕΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α Α1. α Α2. β

Διαβάστε περισσότερα

Φύλλο Εργασίας 1: Μετρήσεις μήκους Η μέση τιμή

Φύλλο Εργασίας 1: Μετρήσεις μήκους Η μέση τιμή Φύλλο Εργασίας 1: Μετρήσεις μήκους Η μέση τιμή Φυσικά μεγέθη: Ονομάζονται τα μετρήσιμα μεγέθη που χρησιμοποιούμε για την περιγραφή ενός φυσικού φαινομένου. Τέτοια μεγέθη είναι το μήκος, το εμβαδόν, ο όγκος,

Διαβάστε περισσότερα

Επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη γεωγραφική εξάπλωση των εντόμων-εισβολέων

Επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη γεωγραφική εξάπλωση των εντόμων-εισβολέων Επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη γεωγραφική εξάπλωση των εντόμων-εισβολέων Λιακατάς Αθανάσιος 1 και Παπαδόπουλος Θ. Νικόλαος 2 1 Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής, Π.Ε. Λάρισας, Περιφέρεια

Διαβάστε περισσότερα

H διαδικασία της κλωνοποίησης από σωματική μεταφορά κυττάρων

H διαδικασία της κλωνοποίησης από σωματική μεταφορά κυττάρων H διαδικασία της κλωνοποίησης από σωματική μεταφορά κυττάρων Σε αυτή την διαδικασία, ο πυρήνας από ένα κύτταρο που προέρχεται από ένα έμβρυο, ή ιστό ενηλίκου εισάγεται σε ένα ωάριο από το οποίο έχει αφαιρεθεί

Διαβάστε περισσότερα

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΚΑΒΑΣ 1 ΒΙΟΛΟΓΟΣ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΚΑΒΑΣ 1 ΒΙΟΛΟΓΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ον ΜΕΝΔΕΛΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΡΩ 1. Τι είναι κυτταρικός κύκλος, και τα δυο είδη κυτταρικής διαίρεσης. 2. Από τα γεγονότα της μεσόφασης να μην μου διαφεύγει η αντιγραφή του γενετικού

Διαβάστε περισσότερα

Τίτλος εργασίας: Καθορισμός του φύλου στους ζωικούς οργανισμούς

Τίτλος εργασίας: Καθορισμός του φύλου στους ζωικούς οργανισμούς Τίτλος εργασίας: Καθορισμός του φύλου στους ζωικούς οργανισμούς Ένας από τους βασικότερους βιολογικούς μηχανισμούς, ο καθορισμός του φύλου, χαρακτηρίζεται από υψηλό επίπεδο ποικιλότητας μηχανισμών και

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΗΜΕΡΑ

ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΗΜΕΡΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ Η μεσογειακή αναιμία ή θαλασσαιμία είναι κληρονομική αυτοσωμική υπολειπόμενη νόσος η οποία εντοπίζεται κυρίως στην περιοχή της Μεσογείου Θάλασσας. Στη Μεσογειακή αναιμία η γονιδιακή

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Περίληψη εισήγησης σε σεµινάριο τεχνικών ασφαλείας του ΕΛΙΝΥΑΕ ΤΖΙΝΑΣ ΘΕΟ ΩΡΟΣ ΒΙΟΛΟΓΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΟΡΙΣΜΟΙ Βιολογικοί

Διαβάστε περισσότερα

ζωικοί εχθροί ανθοκηπευτικών

ζωικοί εχθροί ανθοκηπευτικών ζωικοί εχθροί ανθοκηπευτικών Τάξη: Hemiptera πτέρυγες: πρόσθιες ημιέλυτρα, οπίσθιες μεμβρανώδεις ή λείπουν στοματικά μόρια: νύσσο - μυζητικού τύπου ετερομετάβολα - παουρομετάβολα Υποτάξεις: Homoptera -

Διαβάστε περισσότερα

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Δημογραφία Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση Μιχάλης Αγοραστάκης Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας &

Διαβάστε περισσότερα

RHYNCHOFORUS FERRUGINEUS. Washingtonia spp.

RHYNCHOFORUS FERRUGINEUS. Washingtonia spp. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΡΥΓΧΩΤΟΥ ΚΑΝΘΑΡΟΥ RHYNCHOFORUS FERRUGINEUS Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΡΥΓΧΩΤΟΣ ΚΑΝΘΑΡΟΣ ( Red Palm Weevil ) πρόκειται για κολεόπτερο έντοµο της οικογένειας Curculionidae το οποίο προσβάλλει τα

Διαβάστε περισσότερα

Κυριακή 15/02/2015 Ημερομηνία

Κυριακή 15/02/2015 Ημερομηνία Διαγώνισμα 2014-15 Ενδεικτικές απαντήσεις Κυριακή 15/02/2015 Ημερομηνία Βιολογία Κατεύθυνσης Εξεταζόμενο μάθημα Γ Λυκείου Τάξη Θέμα 1 ο : 1 α, 2 γ, 3 ε, 4 α, 5 ε Θέμα 2 ο : Α. Η απεικόνιση των μεταφασικών

Διαβάστε περισσότερα

B.3 Σχολικό βιβλίο, σελίδες : «Θεραπευτικά. χημειοθεραπείας.»

B.3 Σχολικό βιβλίο, σελίδες : «Θεραπευτικά. χημειοθεραπείας.» 23 Ιουνίου 2014 ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Απαντήσεις Θεμάτων Πανελληνίων Εξετάσεων Ημερησίων Γενικών Λυκείων ΘΕΜΑ Α Α.1 γ Α.2 β Α.3 β Α.4 δ Α.5 α ΘΕΜΑ Β B.1 Σχολικό βιβλίο, σελίδα 34: «Η αλληλουχία

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΖΩΩΝ Ι. Εργαστηριακή άσκηση: Αρθρόποδα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΖΩΩΝ Ι. Εργαστηριακή άσκηση: Αρθρόποδα Πανεπιστήμιο Πατρών Τμήμα Βιολογίας Τομέας Βιολογίας Ζώων ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΖΩΩΝ Ι Εργαστηριακή άσκηση: Αρθρόποδα Επιμέλεια: Σίνος Γκιώκας Πάτρα 2015 ΧΗΛΗΚΕΡΑΙΩΤΑ & ΜΥΡΙΑΠΟΔΑ ΧΗΛΗΚΕΡΑΙΩΤΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΑΡΑΧΝΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Σελίδα1 ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α Α1. α (5 μον.) Α2. β (5 μον.) Α3. γ (5 μον.) Α4. γ

Διαβάστε περισσότερα

Θεωρίες της Εξέλιξης

Θεωρίες της Εξέλιξης 1 ο ΘΕΜΑ Θεωρίες της Εξέλιξης Α. Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής Στις παρακάτω ερωτήσεις, να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό της ερώτησης και δίπλα του το γράμμα που αντιστοιχεί στη σωστή απάντηση. 1.

Διαβάστε περισσότερα

Κατα ολέµησηκουνου ιών

Κατα ολέµησηκουνου ιών Κατα ολέµησηκουνου ιών Κουνού ιακαιάνθρω ος: µια δύσκολη συµβίωση Α. Μιχαηλάκης Εργαστήριο Γεωργικής Εντοµολογίας, Τµήµα Εντοµολογίας και Γ. Ζωολογίας, Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο Βιολογικός κύκλος

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΑΦΙΔΩΝ ΣΤΑ ΒΑΜΒΑΚΙΑ

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΑΦΙΔΩΝ ΣΤΑ ΒΑΜΒΑΚΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΑΦΙΔΩΝ ΣΤΑ ΒΑΜΒΑΚΙΑ ΑΦΙΔΑ ΤΟΥ ΒΑΜΒΑΚΙΟΥ Aphis gossypii (Hemiptera-Homoptera,Aphididae) Βιολογία Aphis gossypii στο βαμβάκι 2.Με την άνοδο της θερμοκρασίας και τη δράση των φυσικών

Διαβάστε περισσότερα

Α Π Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ Θ Ε Μ Α Τ Ω Ν Π Α Ν Ε Λ Λ Α Δ Ι Κ Ω Ν Ε Ξ Ε Τ Α Σ Ε Ω Ν ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Α Π Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ Θ Ε Μ Α Τ Ω Ν Π Α Ν Ε Λ Λ Α Δ Ι Κ Ω Ν Ε Ξ Ε Τ Α Σ Ε Ω Ν ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Α Π Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ Θ Ε Μ Α Τ Ω Ν Π Α Ν Ε Λ Λ Α Δ Ι Κ Ω Ν Ε Ξ Ε Τ Α Σ Ε Ω Ν 2 0 1 5 ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 20.05.2015 ΘΕΜΑ Α Να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό καθεμίας από τις παρακάτω

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Τρίτη 18 Ιουνίου 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ. (Ενδεικτικές Απαντήσεις)

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Τρίτη 18 Ιουνίου 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ. (Ενδεικτικές Απαντήσεις) ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Τρίτη 18 Ιουνίου 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (Ενδεικτικές Απαντήσεις) ΘΕΜΑ Α Α1. α Α2. β Α3. γ Α4. γ Α5. β ΘΕΜΑ Β Β1. 1-ζ 2-στ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 1 ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΘΕΜΑ Α Α1. δ Α2. γ Α3. δ Α4. β Α5. α 2 β 5 γ 6 δ 1 ε 3 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Διαβάστε περισσότερα

1. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΙΑΣΠΟΡΑΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

1. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΙΑΣΠΟΡΑΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 1. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΙΑΣΠΟΡΑΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Ως γνωστόν, οι χηµικές ενώσεις προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσοτέρων στοιχείων, οπότε και έχουµε σηµαντική µεταβολή του ενεργειακού περιεχοµένου του συστήµατος.

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνική Ανάλυση Μετοχής ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΓΡ.

Τεχνική Ανάλυση Μετοχής ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΓΡ. Τεχνική Ανάλυση Μετοχής ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΓΡ. Η µετοχή κατά τον Οκτώβριο συνέχισε την ανοδική της πορεία και µετά από µία µικρή διόρθωση στα µέσα του µήνα βρίσκεται πλέον στα επίπεδα των 13,5 14,0 ευρώ. Κατά τις

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Μελισσοκομία: Από το θέλω στο μπορώ!

Εισαγωγή στη Μελισσοκομία: Από το θέλω στο μπορώ! Εισαγωγή στη Μελισσοκομία: Από το θέλω στο μπορώ! [5/3/2013] e-school by agronomist.gr Δομή του μαθήματος Κεφάλαιο 1 : Κατάταξη της μέλισσας σε φυλές Ποια είναι τα κριτήρια Υβριδισμός Φυλές μελισσών στην

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστήριο Δασικής Γενετικής / ΔΠΘ Ορεστιάδα. Ποσοτική Γενετική ΒΕΛΤΙΩΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ. Αριστοτέλης Χ.

Εργαστήριο Δασικής Γενετικής / ΔΠΘ Ορεστιάδα. Ποσοτική Γενετική ΒΕΛΤΙΩΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ. Αριστοτέλης Χ. Εργαστήριο Δασικής Γενετικής / ΔΠΘ Ορεστιάδα Ποσοτική Γενετική ΒΕΛΤΙΩΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ Αριστοτέλης Χ. Παπαγεωργίου Σύνοψη Τα γνωρίσματα που παρατηρούμε (φαινότυπος) είναι η συνδυασμένη

Διαβάστε περισσότερα

Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος: το πρότυπο των αυτόάνοσων ρευματικών νοσημάτων

Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος: το πρότυπο των αυτόάνοσων ρευματικών νοσημάτων Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος: το πρότυπο των αυτόάνοσων ρευματικών νοσημάτων Φ.Ν. Σκοπούλη Καθηγήτρια τον Χαροκόπειου Πανεπιστημίου Αθηνών συστηματικός ερυθηματώδης λύκος θεωρείται η κορωνίδα των αυτοάνοσων

Διαβάστε περισσότερα

Δασική Γενετική Τα πειράματα του Mendel

Δασική Γενετική Τα πειράματα του Mendel Δασική Γενετική Τα πειράματα του Mendel Χειμερινό εξάμηνο 2014-2015 Παράδοξο... Οι απόγονοι μοιάζουν στους γονείς τους Δεν είναι όμως ακριβώς ίδιοι, ούτε με τους γονείς τους, ούτε μεταξύ τους Κληρονομικότητα

Διαβάστε περισσότερα

Το κόκκινο σκαθάρι Rhynchophorus ferrugineus Απειλεί το φοινικόδασος Ενημερώσου Προστάτευσε το φοινικόδασος

Το κόκκινο σκαθάρι Rhynchophorus ferrugineus Απειλεί το φοινικόδασος Ενημερώσου Προστάτευσε το φοινικόδασος Το κόκκινο σκαθάρι Rhynchophorus ferrugineus Απειλεί το φοινικόδασος Ενημερώσου Προστάτευσε το φοινικόδασος Ο κόκκινος ρυγχωτός κάνθαρος (σκαθάρι) το έντοµο δηλαδή Rhynchophorus ferrugineus, είναι ένα

Διαβάστε περισσότερα

Θέματα Πανελλαδικών

Θέματα Πανελλαδικών Θέματα Πανελλαδικών 2000-2015 ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΟΜΟΓΕΝΩΝ Κεφάλαιο 5 Περιεχόμενα Περιεχόμενα 1 Κεφάλαιο 1 ο Το γενετικό υλικό Θέμα 1 ο 2 Θέμα 2 ο 8 Θέμα

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ Θετική Κατεύθυνση

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ Θετική Κατεύθυνση ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ Θετική Κατεύθυνση ΘΕΜΑ Α Α1. α Α2. γ Α3. δ Α4. β Α5. γ ΘΕΜΑ Β Β1. Σελίδα 120 σχολικού βιβλίου : «Τα κύτταρα των οργάνων να είναι επιτυχείς.» Β2. Σελίδα 136 σχολικού βιβλίου : «Το 1997

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΓΕΝΕΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ. Με αναφορά τόσο στους προκαρυωτικούς όσο και στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς

ΤΟ ΓΕΝΕΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ. Με αναφορά τόσο στους προκαρυωτικούς όσο και στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς ΤΟ ΓΕΝΕΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ Με αναφορά τόσο στους προκαρυωτικούς όσο και στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς Λειτουργίες Γενετικού Υλικού o Αποθήκευση της γενετικής πληροφορίας. Η οργάνωση της γενετικής πληροφορίας

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ ΤΗΣ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ

Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ ΤΗΣ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ ΤΗΣ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ Αυχενικοί σπόνδυλοι 7 Θωρακικοί σπόνδυλοι 12 Οσφυϊκοί σπόνδυλοι 5 Ιερό οστό 5 συνοστεομένοι σπόνδυλοι Κόκκυγας Φυσιολογικά Κυρτώματα Σ.Σ. Η σπονδυλική στήλη δεν είναι

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής: επιλέξτε το γράμμα που αντιστοιχεί στη σωστή συνέχεια της πρότασης. 1. Η θεμελιώδης μονάδα ταξινόμησης των οργανισμών είναι: α. ο πληθυσμός. β. το είδος.

Διαβάστε περισσότερα

1 1 2 3 2 4 5 6 7 8 9 2 ,,,,,,,,..,.,,. 3 . :.,.,..,. 4 5 ,, : 1 :., :. ( )...,. 2 :.,... (),,.,,. ( ) 6 ,. (,, )...,. (. )......!!!.,,... 7 ,,. 3 :.,. : :,,..,...,.,,., (GIS). 8 ., : -. -. - ( )., : -

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ Α Να επιλέξετε τη φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις:

ΘΕΜΑ Α Να επιλέξετε τη φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις: ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΟΠ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΕΙΡΑ: ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 18/09/2016 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΝΟΤΑ ΛΑΖΑΡΑΚΗ ΘΕΜΑ Α Να επιλέξετε τη φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις: 1. Η Χαρά

Διαβάστε περισσότερα

8 η Ευρωπαϊκή Ολυµπιάδα Επιστηµών EUSO 2010

8 η Ευρωπαϊκή Ολυµπιάδα Επιστηµών EUSO 2010 ΕΚΦΕ ΣΕΡΡΩΝ 8 η Ευρωπαϊκή Ολυµπιάδα Επιστηµών EUSO 2010 ΤΟΠΙΚΟΣ ΜΑΘΗΤΙΚΟΣ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΩΝ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΣΧΟΛΕΙΟ : Μαθητές/τριες που συµµετέχουν: (1).. (2) (3) Ηµεροµηνία: 28/11/2009 Σύνολο µορίων :.

Διαβάστε περισσότερα

Γυμνάσιο Κερατέας ΚΑΡΚΙΝΟΣ & ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ. Αναστασία Σουλαχάκη Κωνσταντίνα Πρίφτη

Γυμνάσιο Κερατέας ΚΑΡΚΙΝΟΣ & ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ. Αναστασία Σουλαχάκη Κωνσταντίνα Πρίφτη Γυμνάσιο Κερατέας ΚΑΡΚΙΝΟΣ & ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ Αναστασία Σουλαχάκη Κωνσταντίνα Πρίφτη 2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ : Ορολογία και λίγα λόγια για τον καρκίνο Χαρακτηριστικά του καρκίνου Μεταλλάξεις Μεταλλάξεις και καρκίνος

Διαβάστε περισσότερα

Ολοκληρωμένη διαχείριση ζιζανίων

Ολοκληρωμένη διαχείριση ζιζανίων Οι περισσότερες στρατηγικές αντιμετώπισης των ζιζανίων έχουν σαν μέσω τους την χρήση ζιζανιοκτόνων καθώς και την κατεργασία του εδάφους ώστε να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες της παραγωγής λόγω των ζιζανίων.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 22 ΜΑΪΟΥ 2015 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 22 ΜΑΪΟΥ 2015 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ www.romvos.edu.gr ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 22 ΜΑΪΟΥ 2015 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΘΕΜΑ Α 1.Β 2.Γ 3.Α 4.Δ 5.Γ ΘΕΜΑ Β Β1) 1.Α 2.Β 3.Β 4.Α 5.Α 6.Α 7.Β 8.Β Β2) Σελ. 40 σχολικού βιβλίου : Κατά την έναρξη

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β ) ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β ) ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β ) ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΘΕΜΑ Α Να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό καθεμίας από τις παρακάτω ημιτελείς προτάσεις Α1 έως Α5 και δίπλα το

Διαβάστε περισσότερα

Λοιμώδη Νοσήματα Υγιεινή. Αγροτικών Ζώων

Λοιμώδη Νοσήματα Υγιεινή. Αγροτικών Ζώων 1 Ελληνική Δημοκρατία Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ηπείρου Λοιμώδη Νοσήματα Υγιεινή Ιωάννης Σκούφος Αγροτικών Ζώων Ενότητα 3 : ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΑΝΤΙΜΙΚΡΟΒΙΑΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ 2 Ανοιχτά Ακαδημαϊκά

Διαβάστε περισσότερα

REDBRO HUBBARD ΠΙΝΑΚΕΣ ΑΠΟΔΟΣΕΩΝ ΣΜΗΝΟΥΣ ΠΑΤΡΟΓΟΝΙΚΑ. Άφιξη σμήνους: Αριθμός θηλυκών πτηνών κατά την άφιξη: Αριθμός αρσενικών πτηνών κατά την άφιξη:

REDBRO HUBBARD ΠΙΝΑΚΕΣ ΑΠΟΔΟΣΕΩΝ ΣΜΗΝΟΥΣ ΠΑΤΡΟΓΟΝΙΚΑ. Άφιξη σμήνους: Αριθμός θηλυκών πτηνών κατά την άφιξη: Αριθμός αρσενικών πτηνών κατά την άφιξη: HUBBARD REDBRO M ΠΙΝΑΚΕΣ ΑΠΟΔΟΣΕΩΝ ΣΜΗΝΟΥΣ ΠΑΤΡΟΓΟΝΙΚΑ Άφιξη σμήνους: Αριθμός θηλυκών πτηνών κατά την άφιξη: Αριθμός αρσενικών πτηνών κατά την άφιξη: Πτηνοτροφείο: Θάλαμος: ΠΡΟΤΥΠΕΣ ΤΙΜΕΣ ΣΙΤΙΣΗΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Στα πτηνά το φύλο «καθορίζεται από τη μητέρα». Αυτό γιατί, το αρσενικό άτομο φέρει τα χρωμοσώματα ZZ ενώ το θηλυκό τα ZW. Έτσι εναπόκειται στο που θα

Στα πτηνά το φύλο «καθορίζεται από τη μητέρα». Αυτό γιατί, το αρσενικό άτομο φέρει τα χρωμοσώματα ZZ ενώ το θηλυκό τα ZW. Έτσι εναπόκειται στο που θα 1 Όπως όλοι γνωρίζουμε κάθε ζωντανός οργανισμός αποτελείται από κύτταρα. Μέσα στον πυρήνα των κυττάρων υπάρχουν τα χρωμοσώματα, τα οποία αποτελούν to γενετικό υλικό (DNA). Στα χρωμοσώματα αυτά βρίσκονται

Διαβάστε περισσότερα