ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΗ ΛΕΚΑΤΣΑ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΣ # Κ Λ Α I Κ Α ΚΕΙΜΕΝΑ. Άλκηστη - Άντρομάχη - Βάκχες. Εκάβη - Ελένη - Ήλέχτρα

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΗ ΛΕΚΑΤΣΑ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΣ # Κ Λ Α I Κ Α ΚΕΙΜΕΝΑ. Άλκηστη - Άντρομάχη - Βάκχες. Εκάβη - Ελένη - Ήλέχτρα"

Transcript

1

2

3

4 Δ Ι Ο Ν Υ Σ Ο Σ

5 ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΗ ΛΕΚΑΤΣΑ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΣ # Κ Λ Α I Κ Α ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ I Άλκηστη - Άντρομάχη - Βάκχες ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ II Εκάβη - Ελένη - Ήλέχτρα ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ Τό κάλεσμα της θεονύφης Το ψυχολογικά και μυητικό πλέγμα τσϋ άρον γάμου Ή Πολιτεία τοϋ "Ηλιου Ή κοινοχιημονική έπανάσταση των δούλων και 7ΐρολετάριων της Μικρασίας, π.χ. Ίδεοκρατία καΐ ιστορική αιτιοκρατία Νέες τομές για τη μελέτη της κοινωνικής ιστορίας τοϋ 4ον π.χ. αιώνα Ή Μητριαρχία Και ή σύγκρουση της με την ελληνική Πατριαρχία Τί> Θείον Βρέφος Θρησκειολογική θεώρηση Διόνυσος Καταγωγή και εξέλιξη της διονυσιακής θρησκείας Έρως 'Ερμηνεία μιας μορφής της προϊστορικής και όρφικοδιονυσιακής θρησκείας Ή ψυχή Ή Ιδέα της ψυχής και της άθανασίας της και τά ϊβψα τοϋ θανάτου Οί πόλεμοι των δούλων Στην ελληνική και ρωμαϊκή άρχαιότητα

6 ΠΑΝΑΓΗ ΛΕΚΑΤΣΑ ΔΙΟΝΥΣΟΣ Καταγωγή και έξέλιξη της Διονυσιακής Θρησκείας ΠΕΜΠΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

7 Copyright ΑΙκατερίνη Π. Ρηγοπούλου - 'Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Λθήνβ'1999 του παραττος Ιργου στα αύνομ m ή î d iî!w îqd ότημονβήποτι τρ6- ττό, χαοως χαΐ ή μχτάφρχση ή &αβχινήτόυ ή έκμ^τάλλευσή -π» μέ όποων&ήπστι τρόπο άναπαραγωγης Εργου Μγου ή τέχνης, αΰμφωνα μΐ τι< τόο ν. 2121/1993 κα! της AuOwûç Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, τκύ κυρώοιρ» μέ τύ v. 100/1975. ΈτΗσης «πγορκόκται ή Αναπαραγωγή της στοηριθομ(ας, ακχώοκοίησης, έξωφύλ>ου xol γτνυαάτκρα της βλης αιαοητικης έμφάνισης τοΰ βφλίαυ, μΐ φωτοτυπικές, ήλητρσνιχές ή 6ττοιωΐήποτϊ λλ*ς μχοάίαυς, σύμφωνα μέ τδ ρορο 51 ν. 2121/1993. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλάγγ» Αθήνα « FAX: info@kastaniotis.com ISBN

8 iïy/71/ ElYs^ > «/

9

10 s Ό Δίας ντυμένος τή Διονυσιακή Στολή και κρατώντας στα γόνατα του τόν 'Εφηβικό Διόνυσο, ή ό Ιερατικός 'Ιωνικός Διόνυσος κρατώντας στά γόνατα του τόν παλιό Ε φ η β ι κ ό και 'Εποχικό έαυτό του: 'Από έρυθρόμορφο άττικό κρατήρα (γύρω στό 475 π.χρ.) στή Βολωνία: Notizic dcgli Scavi 1927, 166 Tav. 16. Πρβ. Archäologische Anzeiger 1928, 131 Abh. 9. M. I. Rostovtzeff, Mystic Italy (New York 1927): μετωπική εικόνα. Revue des Études Grecques K9, Fi*. 5. Revue Belge de Philologie et d'histoire 9 (1930) Pl. iv, 2.

11

12 ΠΡΟΛΟΓΙΣΜ A Σκληρή ή μοίρα νά μιλήσω εγώ γιά τό στέρνο βιβλίο τοϋ Παναγή Λεκατσά. Μά και νά μήν πώ τίποτα <5εν τό μπορώ, γιατί δεν είν 6 νους μα ή καρδιά που μου υπαγορεύει νά χαιρετήσω πρώτη τόν «Διόνυσο». του. Τίποτ' άλλο δεν τοϋ έδινε τόση Ικανοποίηση και χαρά, δσο το νά όουλει>ει πάνω στά θέματα πού άγαποϋσε. 7α θέματα αυτά εϊτανε πνευματικοί προβληματισμοί που οί καταβολές τους ξεκινούσαν άπό τα έφηβικά του, καθώς μοϋ ίλεγε, χρόνια. Το κάθε θέμα έσερνε μαζί του μιά όλόκληρη έποχή, πού δέ μετριόταν με χρόνια, άλλα μέ αιώνες. Γι' αντο καί ποτέ δέ βιαζόταν ν' αρχίσει τή συγγραφή. Για καιρό πρώτα άγκάλιαζε, μέ τή ζεστή του φωνή καί γιομάτη ζωντάνια δημοτική, τό θέμα του καί μιλώντας γι'αύτό δλο καί τό 'πλάθε μέσ'τό νου του. "Υστερα περνούσε στήν έντατική μελέτη καί τή σκληρή δουλειά, νά κατορθώσει μονάχος του, χωρίς καμιά συμπαράσταση, τα δσα θά 'πρεπε νά γίνουν μέ τή συνεργασία σπουδαστών κι έπιστημόνων. Λαχανιασμένο τρέξιμο στίς βιβλιοθήκες, άγώνας ν'άγοράσει τά πανάκριβα ξένα βιβλία της έπιστήμης του, πνευματική άγωνία νά συλλάβει καί νά φωτίσει σωστά τα θέματά του, καί 6 τελικός στόχος τον νά τα ταιριάσει Ιτσι, πού δλες τους οί κλωστές νά σμίξουν καί νά δεθούν για ν'άναδείξονν, μέ τρόπο άναντίρρητο, τά προσωπικά σνμπεράσματά του. Δουλειά έπίμσνη, κυριαρχική, άφανιστικη, καθώς τό σκύψιμο πάνω στ'άγαπημένο του μεγάλο τραπέζι τραβούσε για μέρες καί για νύχτες. Τήν ευτυχία τήν ένιωθε μόνο πνευματικά δημιουργική, θεμελιωμένη στήν πειθαρχία, στο χρέος καί στή δουλειά, χαρίσματα πού τοϋ τά 'δινε μαζί μέ τό φυσικό τον δώρο της έμπνευσης ή βαθειά έπιστημονική χι Ανθρωπιστική τον συνείδηση. Ό Παναγής Λεκατσάς έργάστηκε τό «Διάννσό» τον γνωρίζοντας πολύ καλά πώς έπαιζε τή ζο>ή τον. Μά ή πνευματική καί ή ψυχική ευφορία τον στή χρονική περίοδο της τελειωτικής έπεξεργασίας αντοϋ τοϋ βιβλίου char τόσο περίσσιες, πού δχι μόνο δ Χδιος μά κι δλοι έμεϊς γύρω του είχαμε γελαστεί πώς κι ό θάνατος, μπροστά σ'αύτή τήν «άνάλωση ζωής», τό'χε παραδεχτεί νά μας τόν άφήσει. '// Διονυσιακή θρησκεία εϊταν άπό τ'άγαπημένα θέματα τοϋ Παναγή Λε- -II-

13 χατσά, άρκετά χρόνια πρίν καταπιαστεί μέ τή συγγραφή τον βιβλίου τον «Διόνυσος». "Ηδη τό βιβλίο του «Ή καταγωγή των θεσμών, των 'Εθίμων καΐ των δοξασιών» ('Αθήνα 1951), τελειώνει, μέσα στό γενικότερο κεφάλαιο γιά τό θνήσκοντα θεό, μέ τή λατρεία τον Διονύσου. 'Αργότερα, στό τυπωμένο κάλυμμα τον βιβλίου του «Ή Ψυχή» ('Αθήνα 1958), άναγγελλεται ό «Διόνυσος» (καταγωγή, διαμόρφωση και έξέλιξη της Διονυσιακής θρησκείας) σάν ή επόμενη έκδοση. Στον πρόλογο μάλιστα της «Ψυχής» ό συγγραφέας δηλώνει πώς «ή Αναδρομή στη Διονυσιακή θρησκεία μέ τήν ανάπτυξη των θεμάτων πού χρειάστηκε, αποσχίζεται σε βιβλίο ξεχωριστό...». Πάνω ο"αυτό τό βιβλίο γιά τόν Διόνυσο ό Παναγής Λεκατσάς έργάζεται Ακούραστος, πότε μέ ευνοϊκές συνθήκες ζωής πότε μέ δύσκολες, πολλές φορές Αναγκασμένος και να τό παραμερίζει (γιά μήνες ή και γιά χρόνο), αλ).οτε γιά μελέτες του πού βιάζαν νά έκδοθοϋν ή γιά άρθρα του, κι άλλοτε γιά βιοποριστικές ύποχρεώσεις. Μά πάντα, δσο κι âv τά χειρόγραφα στέκανε παραμερισμένα, ό νους κ'ή ψυχή του εΐταν δεμένα μέ τή Διονυσιακή θρησκεία. Ή παλαιότερη μορφή τοϋ Ιργου εϊτανε τεκμηριωμένη και μέ παραπομπές σέ πηγές καΐ φιλολογικές μαρτυρίες, δπως καΐ τά έργα του: «Ψυχή» και «"Ερως»(1963). Σέ κατοπινές δμως έπεξεργασίες τον δλο τό όύ,άφρωνε Από τις πολλές παραπομπές και υποσημειώσεις, ώσπου Αρκέστηκε στη βιβλιογραφία του μόνο. Φλογερή του έπιθυμία εΐταν νά δώσει τό «Διόνυσο» δχι μόνο στοτις έπιστήμονες και τούς είδικούς μά, πάνω Απ' δλα, και στό πλατύ ίλληνικό κοινό. Πλάι του στή ζωή, παρακολούθησα τό Ασίγαστο πάθος του στην έξαντλητική ίρεννα στό κάθε θέμα πού τόν Απασχολούσε, τήν Αδάμαστη ίπιμονή του στή βιβλιογραφική ένημέρωση, τήν αίαθητικη προσήλωση του στή λογοτεχνική έκφραση και τή λέξη. Χαιρόμουν μαζί του τήν Απέραντη ευγνωμοσύνη του στίς ξένες Αρχαιολογικές Σχολές του τόπου μας, καθώς και στα φιλικά πρόσωπα πού τοϋ στέλναν Από τό έξωτερικό τά βιβλία ή τις φωτοτυπίες των κειμένων πού τοϋ εΐταν Απαραίτητα. Ό Παναγής Λεκατσάς τελείωσε τό «Διόνυσο» τέλη Αύγουστου τοϋ Ή χάρη πού τοϋ έκανε ό θάνατος εΐταν νά τον Αφήσει νά βάλει τή «στερνή πενιά» του. Ό Αναπάντεχος χαμός του, 6 τοϋ Σεπτέμβρη, τον βρήκε νά σχεδιάζει τήν έκδοτική μορφή τοϋ βιβλίου πού τόσο Αγάπησε καΐ νά δίνει κιόλας γραφτές τις όδηγίες γιά τό τνπωμά του. 01 οδηγίες αύτές κρατήθηκαν πιστά

14 άπό τούς άδελφικούς φίλους, που παραστάθηκαν μέ Αφάνταστη στοργή στήν έκδοση καΐ πού πάντα θά τούς ευχαριστώ. 'Ιδιαίτερα θέλω όλόψυχα νά ευχαριστήσω τόν 'Αντώνη Μωραίτη, φίλο τοϋ Παναγή Λεκατσά καΐ δικό μου φίλο, πού, σαν φιλόλογος, έκπαιδευτικός και πνευματικός άνθρι»πος, ζήτησε μέ άγάπη τό έργο «Διόνυσος» για τίς έκδόσεις τής Σχολής του. Μέσα σ'ένα γενικότερο προγραμματισμό τής «Σχολής Μωραίτη» να καλλιεργήσει, πέρα άπό τις έκπαιδευτικές ύποχρεώσεις της, και πλατύτερα πνευματικά ένδιαφέροντα, ή έκδοση τοϋ στερνού έργου τοϋ Παναγή Λεκατσά παίρνει μιαν Ιδιαίτερη σημασία τιμής καΐ άγάπης. Kai πόσο, άλήθεια, συγκινητική ή συντυχία, δτι ή «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΣΧΟΛΗΣ ΜΩΡΑΙΤΗ» έγκαινιάζεται μέ έργο τοΰ Παναγή Λεκατσά, πού σ'δλη του την πνευματική πορεία είχε στηρίζει τις προσδοκίες του στό νέον άνθρωπο, τον έπιστήμονα, τό σπουδαστή, τό μαθητή. "Αμποτε, ένας άπ'αυτούς νά σταθεί κι ό άξιος συνεχιστής τοϋ έργον του. Αύτό θά είταν κ'ή καλλίτερη άνταμοιβή στό μόχθο τον. ΕΥΑ ΒΛΑΜΗ-ΛΕΚΑΤΣΑ

15

16 [ Στερνή στιγμή, πού τό τύπωμα τοο βιβλίου τελειώνει πιά, βρήκα, μέσα στά κατάλοιπα τοο Παναγή Λεκατσά, ριγμένο σ' Ενα χαρτί βιαστικά, Ενα 'σχεδίασμα' προλόγου. Φαίνεται πώς 'τύχη άγαθή' φρόντισε νά μή μείνει ό Διόνυσος άσυντρόφευτος από τό συγγραφέα του στήν 6κδοσή του. Τό διάβασα, τό ξαναδιάβασα κ'είταν σά νά τόν Ακουγα, γιά μυριοστή φορά νά μοο διαλαλεί τήν πνευματική όφειλή του στ(ς 'αυθεντίες' πού τά βιβλία τους τά είχε πάντα κοντά του. Κ'είταν άκόμα σά νά τόν άκουγα νά μοο τονίζει πώς αύτό, τό χιλιοαγάπητο γιά μέ 'εύρημα', δέν είταν παρά ένα σχεδίασμα μόνο. Μήπως λοιπόν, σά 'σχεδίασμα', είτανε κάτι πού έπρεπε νά τό ξέρω μόνο έγώ, γιά νά προσμένω τί; Τήν όριστική μορφή πού ποτέ όμως πιά δέ θά γίνει... Ζυγιάστηκα μέρες καΐ νύχτες πάνω στό διπλό χρέος μου: στό συγγραφέα ή στόν αναγνώστη; 'Απόφαση τελική στάθηκε ν'άκολουθήσω τό χρέος στόν άναγνώστη, μέ τήν έλπίδα πώς ό συγγραφέας, Αν είταν άνάμεσά μας, θά τό κατανοούσε καΐ θά τό προσπέρναγε, ένώ ό άναγνώστης πιστεύω πώς δέ θά μοο τό συγχωρούσε. "Ας σταθεί λοιηόν έτοοτο τό 'σχεδίασμα' ένα κομμάτι τής ζωντανής φωνής τού Παναγή Λεκατσά, νά συντροφεύει καί τό βιβλίο καί τόν άναγνώστη. ] F.. Β-Λ....Δύσκολο, άλήθεια, νά καταλάβει κανείς πολλά πράγματα άπό τή Διονυσιακή θρησκεία, χωρίς νά χρωστά τίποτα στά όνόματα τοϋ Bachofen, τοϋ Morgan, τοϋ Briffault, τοϋ Robertson Smith, τοϋ Frazer, τοϋ Webster, τής Harrison, τοϋ Bather, τοϋ Cornford καί τοϋ Thomson. Στήν τεράστια συγκέντρωση τών τοτεμικών στοιχείων άπό τόν Frazer χρωστάμε τήν κατανόηση καί τήν έκτίμηση τοϋ τοτεμικοϋ φαινομένου στήν κοινωνική προϊστορία καί τις άφετηρίες τής θρησκείας. Στόν Robertson Smith χρωστάμε τήν άνακάλυψη τής τοτεμικής μετάληψης καί τών σχέσεων της μέ τή θυσία. Στόν Webster χρωστάμε τήν άνακάλυψη τής καταγωγής καί τήν έξέλιξη τών μυητικών έταιριών πού βγαίνουν άπό τίς μυητικές τελετές τής έφήβωσης. Στόν Bachofen χρωστάμε τήν άνακάλυψη τής μητριαρχίας, στόν Morgan τή σωστή διάρθρωσή

17 της στήν κοινωνική έξέλιξη και στόν Briffault τή θεμελίωση τής άπόδειξής της και τήν Ανάδειξη τής γυναικείας καταγωγής τών βασικών στοιχείων τής θρησκείας. Στή Harrison χρωστάμε τήν άνακάλυψη τών μυητικών έταιριών καί τελετών στήν Ελληνική Θρησκεία. Στόν Bather τήν άνακάλυψη τοϋ έποχικοϋ δράματος στή Διονυσιακή Θρησκεία. Στόν Frazer πάλι τήν άνακάλυψη τής περιοδικής άνανέωσης τής βασιλείας καί στόν Cornford τή σύνδεση τών μυητικών τελετών μέ τό έποχικό δράμα καί του έποχικοϋ δράματος μέ τήν περιοδική άνανέωση τής Βασιλείας. Στόν Murray καί στόν Cornford χρωστάμε στόν πρώτο τήν άνάδειξη τής καταγωγής τής τραγωδίας καί στόν δεύτερο τήν άνάδειξη τής καταγωγής τής κωμωδίας άπό τό Θείο Δράμα. Στόν Thomson τέλος χρωστάμε, έξόν άπό τήν έπαναφορά καί Ισχυροποίηση τών παλαιοτέρων κατακτήσεων τής έθνολογικής μεθόδου στό πεδίο τής άρχαιογνωσίας, τήν διακρίβωση τής μυητικής πράξης του ΜαιναδικοΟ θιάσου, τόν σύνδεσμο τής τραγωδίας μέ τήν πράξη αύτή καί τό μυητικό σκελετό της. "Ο,τι ξεπερασμένο ή ύπερβολικό άνακλαδίζεται στις κατακτήσεις αύτές Επεσε ή πέφτει άπό μόνο του, μά ή ουσία του μένει θετική καταβολή, πού άνοίγει ενα - ëva τά παραπετάσματα τοϋ σκοταδιού καί μένει προσφορά γιά γόνιμες καί νέες κατακτήσεις. Ή Εθνολογική μέθοδος ξεκινώντας άπό γενικεύσεις βγαλμένες άπό έτερόκλιτα στοιχεία, είναι, όμολογώ κ' έγώ, έπικίνδυνο όπλο. "Εχει δμως μέ τό μέρος της θαυμαστές κατακτήσεις, ίκανές νά άνασυνθέτουν τά σκόρπια φαινόμενα κατά τά στάδια τών έξελίξεών τους. Ό κίνδυνος τής σχηματοποίησης είναι δεινός, κι άκόμη δεινότερος ό κίνδυνος τών άσυνάρτητων καί άσπόνδυλων έρμηνειών, πού στό χάος τοϋ ύλικοϋ θά προσθέτουν τό χάος τής έρμηνείας. Είναι άλλωστε τόσα τά πρωτόγονα στοιχεία στή Διονυσιακή θρησκεία πού, σέ κάθε περίσταση, äv 6νας κλάδος τής άρχαίας θρησκείας δέ μπορεί νά μελετηθεί παρά μέ τήν έθνολογική μέθοδο, ό κλάδος αύτός είναι ή Διονυσιακή θρησκεία. Ό Farnell, μελετητής πού μέ

18 τήν έπιφύλαξή του στήν έφαρμογή τής μεθόδου κέρδισε έπάξια τόν τίτλο τοϋ «νηφάλιου», τό διαλαλεί πώς «τά προβλήματα πού ή διονυσιακή θρησκεία παρουσιάζει στό μελετητή τής μεσογειακής θρησκείας, τής Ιστορίας καί τής άνθρωπολογίας, είναι πρωταρχικής σημασίας»*. Τέλος ή άπάντηση στίς συχνές καί γνωστές άντιρρήσεις γιά τή χρησιμοποίηση τής εθνολογικής μεθόδου στή μελέτη τής έλληνικής θρησκείας καί πνευματικής ίστορίας δόθηκε όμορφα σ' ένα πρόσφατο έργο.** Οί έχθροί τής μεθόδου αύτής χρησιμοποιούν χωρίς νά τό ξέρουνε, θεωρίες καί πορίσματα τής έθνολογίας περασμένα στήν έπιστήμη τής άρχαιογνωσίας, άπό τις πρώτες έπαφές της μέ τις έθνολογικές έφαρμογές κ' έτσι άπό πολλές δεκαετίες πιά ξεπερασμένες. Έγώ προσωπικά, μακριά άπό τή θέση νά μπορώ νά δώσω μαθήματα στούς έρευνητές, είτε όπαδοί είναι τής έθνολογικής μεθόδου είτε όχι, τούς εϊμαι χρεωμένος βαθύτατα κι άλλη στάση άπέναντί τους άπό τή στάση τής εύγνωμοσύνης δέν έχω. "Ετσι καί δίνω γιά τό ζήτημα αύτό τό λόγο σέ κορυφαίους έρευνητές, κι ούτε πού λείπουν τά πρόσφατα περίλαμπρα έργα τής μεθόδου αύτής, πού θά μποροΰν νά δείξουν...*** Δυό σημεία πού πρέπει έξαρχής νά τονίσω είναι ότι τό βιβλίο είναι τό πρώτο στόν τόπο μας πάνω σέ σύνθετα θέματα τής έλληνικής θρησκείας, καί δτι είναι γραμμένο γιά τόν έλληνα άναγνώστη. Τά δυό αύτά σημεία δικαιολογούν τήν ύπερβολική συγκέντρωση ύλης καί τή μακρόλογη άνάπτυξη θεμάτων γνωστών στούς μελετητές τής άρχαίας θρησκείας... Χρωστώ άκόμα νά προειδοποιήσω τόν άναγνώστη ότι τό θετικό μέρος τοϋ βιβλίου βρίσκεται μονάχα στό ύλικό καθαυτό πού συγκεντρώνει (καί συγκεντρώνει τό περισσότερο, πιστεύω, άπό κάθε άλλο βιβλίο πάνω στό θέμα). Τό άλλο μέρος, * Δέ σημειώνεται στό 'σχεδίασμα* παραπομπή. θά πρέπει νά άναφέρεται στό Εργο τοο Farnell: The Cults of the Greek states. Λείπει κ'έδώ ή παραπομπή. "Οπου άποσιωπητικά, τό κείμενο άσυμπλ,ήρωτο

19 τό έρμηνευτικό, έξυπηρετεί πολλαπλούς σκοπούς, και άπό τή φύση του είδοποιεΐ σε πολλές έπιφυλάξεις. Οί σκοποί πού έξυπηρετεΐ είναι κυριώτατα τρεις: α) νά κατατάξει σ' όμοιογενεϊς κατηγορίες τό υλικό πού προσφέρεται σάν ενα άπέραντο χάος β) νά υποβάλει μέ τήν έρευνα τού ύπεδάφους τούς συνειρμούς τών Ιδεών κ.τ.λ. καί γ)... Τις έρμηνευτικές έτσι είκασίες τοϋ συγγραφέα, καί μάλιστα όσες άφοροΰν μεγάλα προβλήματα τής διονυσιακής θρησκείας, ό άναγνώστης θά πρέπει νά τις άντιμετωπίζει σάν είκασίες μονάχα - άλλά μπορεί νά τις κρίνει καί μάλιστα νά τις άπορρίπτει μόνο äv έχει τήν έποπτεία τής υλης καί τών τρόπων καί τών μεθόδων τής θρησκειολογίας καί τής εθνολογίας, εστω στό μικρό βαθμό πού τήν εχει ό συγγραφέας. Κάθε βιβλίο κρίνεται άπό τή σκοπιά τής θέσης του, έξόν αν άποδειχτεΐ πώς ή θέση του καθαυτή είναι ριζικά λαθεμένη. [ΠΑΝΑΓΗΣ ΛΕΚΑΤΣΑΣ] 18 -

20 Κεφάλαιο Πρώτο Ω Μ Ο Φ Α Γ I Α ΤΟΤΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΘΙΑΣΙΚΗ ΜΕΤΑΛΗΨΗ άγρενων αίμα τραγοκτόνον, ώμοφάγον χάριν

21

22 1 Ή Τοτεμική Μετάληψη Ενας κανόνας πού συναντιέται σ'δλα τά τοτεμικά συστήματα, παραλλάζοντας μοναχά στήν αύστηρότητα, μποδίζει τά μέλη τοο τοτεμικοϋ γένους νά τρώνε τό τοτεμικό τους είδος. Σ'δρισμένες δμως Ιερουργικές περιστάσεις τά μέλη είναι ύποχρεωμένα νά τό δοκιμάσουν. Ή παράβαση τούτη τής τοτεμικής άπαγόρευσης είναι ύ άρχαιότερος τύπος τής Μετάληψης, κ'ή βασική Ιδέα πού τήν κυβέρνα, ή Ιδέα τής "κοινωνίας', κυβερνά και τις παραπέρα τροπές της. Τά παραδείγματά της είναι λιγοστά, γιατί τό τοτεμικό σύστημα βρέθηκε σέ στάδια παρακμής κ'οΐ μαρτυρίες 6χουν άποσπασματικό χαραχτήρα. Τά γνησιότερα είναι τών φυλών τής κεντρικής ΑύστραλΙας. Ή μεταληπτική έδώ πράξη είταν στοιχείο τών μαγικών Ιερουργιών πού σκοπό τους είχαν νά γονιμεύουν τά τοτεμικά εϊδη. ΣτΙς Ιερουργίες αύτές δ άρχηγός καΐ τά μέλη τής τοτεμικής όμάδας χρωστούσαν νά δοκιμάσουν άπό τό είδος τους πρίν νά τό παραδώσουν στή χρήση τών ϋλλων όμάδων. Ξεχωριστή σπουδαιότητα εϊχε ή μετάληψη γιά τόν άρχηγό τής όμάδας. Ό άπαγορευτικός έδώ κανόνας δέν είναι άπόλυτος και τά μέλη μπορούνε νά τρώνε άπό τό είδος τους, μά λιγουλάκι μονάχα. 'Οπως äv δέ φδνε διόλου άπ* αύτό, έτσι κι fiv φδνε παραπολύ, χάνουν τή μπόρεσή τους νά τό πληθαίνουν. Τό χαρακτηριστικό τής μετάληψης είναι πώς άκολουθδ μιά περίοδο αύστηρής άποχής και πώς είναι ύποχρεωτική γιά τά μέλη. 2 "Αλλα παραδείγματα τής Τοτεμικής Μετάληψης Ανάμεσα στά τοτεμικά γένη μιας άσαμικής φυλής ένα είχε τοτέμ του τή βδέλλα. Τά μέλη του τιμούσανε τό είδος τους και δέν τό τρώγαν ούτε τό σκοτώναν. Σ'όρισμένες ώστόσο ιερουργίες τους είταν ύποχρεωμένοι (κι δπως φαίνεται γιά μιά στή ζωή τους φορά) νά τό μασήσουν άνακατωμένο μέ κάποιο χόρτο. "Αλλο τοτεμικό γένος τής ίδιας φυλής, μέ φυτικό τοτέμ, είταν υποχρεωμένο, σέ μεγάλες θρησκευτικές τελετές, νά τό δοκιμάσει. 'Ανάμεσα στούς βορειοαμερικανούςοπια^α,τά μέλη τοϋτοτεμικοϋγένους"ερπετό*είταν

23 ύποχρεωμένα νά μή γεύοονται έρπετό κανενός είδους. "Οταν δμως τά σκουλήκια χαλούσαν τά σπαρτά κ'έπρεπε νά γίνουν Ιερουργίες γιά νά διωχτοον, τά μέλη τοϋ γένους γεύουνταν καμπόσα σκουλήκια. Καθώς ή μετάληψη τούτη συνόδευε Ιερουργίες πού σκοπεύαν τόν έλεγχο τοϋ τοτεμικοϋ είδους, ή συγγένειά της μέ τή μετάληψη τοϋ αύστραλιανοΰ τοτεμισμοϋ όλοφάνερη είναι. ΟΙ κλάδοι ένός γένους τών άφρικανών Basuto είχαν διαφορετικά τοτέμ: Τή Δροσιά, τό Λαγό, τ'άγριοκλήμα. "Οταν πιανόνταν λαγός, τά μέλη τοϋ κλάδου πού τόν είχαν τοτέμ μαζεύουνταν στήν πλατωσιά τοϋ χωριοϋ καί, μέ τόν άρχηγό νά κάνει τήν άρχή, δαγκώναν ένας-ένας τ'αύτιά τοϋ λαγοϋ καί τρίβαν τά μέτωπά τους μ'αύτόν, «σά νά μπορούσαν ετσι νά προικιστούν μ'δλες τις άρετές καί μ'δλα τά ύλικά εύεργετήματα πού τό έμβληματικό τους ζώο θά μποροϋσε νά τούς δώσει». Κανείς άνάμεσα στούς Edo τής νότιας Νιγηρίας δέ μποροϋσε νά φάει ή καί νά σκοτώσει τό τοτεμικό ζώο του ή νά χρησιμοποιήσει τό τοτεμικό φυτό του. Ακόμη κ' ή γυναίκα (πού'ναι άπ' άλλο τοτεμικό γένος) δέ μαγειρεύει τό τοτέμ τοϋ άντρα της όταν εκείνος είναι στό σπίτι. Εϊταν ώστόσο φορές πού τό είδος θυσιαζόνταν καί τά μέλη τοϋ γένους του εϊταν ύποχρεωμένα νά τό δοκιμάσουν. Ή Ιεροτελεστία γινόνταν σέ χρονιάτικο πανηγύρι τους καί στήν κηδεία μέλους τοϋ γένους. Kai στό'να καί στ'άλλο τά μέλη εϊταν ύποχρεωμένα νά μεταλάβουν άπό τό είδος τους, στό δεύτερο άκόμη καί μέ μπουκιά πού τήν ξαναβγάζαν ή μ'άλειμμα μοναχά τών χειλιών τους. Ol Banyoro τής Ούγκάντα, ποιμενικός λαός πού ζοϋσε μέ τό γάλα τών κοπαδιών, είχανε γιά τοτέμ λογίς μέρη τοϋ βοδιοϋ καί τής γελάδας, καί τό κρέας τών ζώων αύτών τούς είταν αύστηρά άπαγορευμένο. Ό βασιλιάς όμως έτρωγε καθημερινά άπό μοσχάρι πού μαγειρευόνταν σ'έπίσημη Ιεροτελεστία. Πιστευόνταν πώς ό ίδιος δέν έβαζε άλλο κρέας στό στόμα του κ'ή ίεροτελεστική του μοσχαροφαγία δέ λογιόνταν φαΐ, μά θυσία γιά νά προκόβει ή τροφή τοϋ λαοϋ του. "Εχουμε έδώ τή μετάληψη τοϋ έκπροσώπου τής φυλετικής κοινότητας, πού συγκεντρώνει στόν έαυτό του τις μαγικές της λειτουργίες. Είναι ό μακρινός διάδοχος τοϋ άρχηγοϋ τοϋ τοτεμικοϋ γένους πού ή μετάληψή του έχει, δπως στις Ιερουργίες τοϋ αύστραλιανοΰ τοτεμισμοϋ, ξεχωριστή σημασία. 3 Ερμηνεία και τροπές τής Τοτεμικής Μετάληψης Η μετάληψη άπό τό άπαγορευμένο τοτεμικό είδος δέν ξηγιέται παρά σά λείψανο παλαιότερης πράξης νά τρώγεται τό είδος τοϋτο. "Οταν διαμορφώνεται ό κανόνας πού περιορίζει καί τέλος άπαγορεύει τό φάγωμα, 22 -

24 ή αρχαία πράξη συγκεντρώνεται σ' 6 ν α Ιερουργικό σπάσιμο τοϋ άπαγορευτικου κανόνα γιά τή μετάληψη άπό τό είδος. Τό σκοπό τής μετάληψης αύτής τόν μαρτυρά ή πίστη τών Αυστραλών πώς äv δέ φάνε διόλου άπό τό είδος τους ή φδνε παραπολύ, χάνουν τήν μπόρεσή τους νά τό πληθαίνουν. Είναι φανερό πώς ή Μετάληψη κατασταίνει μια xoivcονίαν άνάμεσα στά μέλη τοϋ γένους και στό τοτεμικό τους είδος (τό νά φαγωθεί παραπολύ καταλεΐ τήν τοτεμική άπαγόρευση, άρα και τήν άγιότητα τοϋ είδους) κ'ή "κοινωνία" κατασταίνεται μέ τήν άφομοίωση τής μυστικής 'δύναμης' πού βρίσκεται μέσα στό είδος τους: τής ζωτικής ένεργειας τής τροφής πού συντηροϋσε άλλοτινά τήν όμάδα. Ή άφομοίωση τονώνει τόν άρχικό σύνδεσμο, τόν ταυτισμό τοϋ γένους μέ τό είδος του, κ'ή τόνωση συντηρεί τήν ίκανότητα τοϋ γένους νά κυβερνά και νά πληθαίνει, γιά τό συμφέρο τών άλλων γενών πού τό τρώνε, τό τοτεμικό του είδος. Ή γόνιμη τούτη Ιδέα, τής 'κοινωνίας' πού κατασταίνεται μέ τό φάγωμα, γλυτώνει τή Μετάληψη άπό τή διάλυση τοϋ Τοτεμισμοϋ και τή συνεχίζει σέ λογίς Ιερουργίες. Είναι έτσι φορές πού, μαζί μέ τό τοτέμ και τήν τοτεμική άπαγόρευση, ή μετάληψη παίρνει φυλετικό χαραχτήρα. Τά τοτέμ, άνάμεσα στούς άφρικανούς Bechuana, είναι τών φυλών κι όχι πιά τών γενών τους. Μιά τους φυλή πού έχει τή χοίραινα τοτέμ, δέν τή γεύεται* αν τή σκοτώσει κανείς, τή θρηνδ σά συγγενή κι δν κανένα άπό τά μέλη της αγγίξει τό κρέας της, πιστεύεται πώς θά πεθάνει. Ή ίδια ώστόσο φυλή βάζει στούς άρμούς κάθε παιδιοϋ της Ινα παρασκεύασμα άπό τό στομάχι τοϋ ζώου της καί τοϋ δίνει νά πιεί δσο άπομένει. ΟΙ ινδιάνοι Arkansa, πού κατά τις τοτεμικές δοξασίες τους γεννοκρατιοϋνται άπό'να Σκυλί, εΐταν υποχρεωμένοι νά φάνε, μιά φορά τό χρόνο, σκυλίσιο κρέας. Άναθυμάται κανείς τούς άρχαίους Αίγύπτιους καί τούς έθνικούς Κ,αρρηνούς πού άπαρασάλευτο ταμπού τούς μπόδιζε νά γευτοϋν χοιρινό κι ώστόσο θυσιάζανε κάθε χρόνο τό χοίρο καί τόν γευόνταν. Δεύτερη τροπή τής τοτεμικής μετάληψης έχουμε στή θυσία, άπό τή μιά, καί στή μετάληψη τών 'Απαρχών, άπό τήν άλλη. Στό κτηνοτροφικό στάδιο ή τοτεμική άπαγόρευση μετασχηματίζεται σέ κανόνα άποχής πού προστατεύει τά ζώα τής κτηνοτροφικής οίκονομίας, συγχωρώντας τόν Ιερουργικό μοναχά σκοτωμό τους τή θυσία. "Ενα μέρος τοϋ ζώου προσφέρεται στό θεό καί τ'άλλο τρώγεται άπό τούς λάτρες του σ'ένα συντραπέζωμα τοϋ γένους καί τοϋ θεοϋ του. Είναι μεταληπτική ιερουργία πού συνεχίζει τήν Τοτεμική Μετάληψη, μιά κ'οί λάτρες άφομοιώνουν τή μυστική 'δύναμη' τοϋ καθιερωμένου τους ζώου. Σκοπός της έδώ είναι ό δεσμός τής "κοινωνίας* πού κατασταίνεται άνάμεσα στά μέλη καί στό θεό μέ τό φάγωμα τής ίδιας ούσίας. Μιά άλλη συνέχιση, μέσα άπό τούς δρους τής γεωργικής οίκονομίας, Εχουμε στή μετάληψη τών 'Απαρχών, τών πρώτων καρπών, πού άνακρατεΐ τή μετάληψη

25 άπό τό φυτικό τοτεμικό είδος. Αύτούσια, τέλος, ή Τοτεμική Μετάληψη συνεχίζεται στήν πράξη τών Μυητικών Εταιριών ή Θιάσων, πού ξεσηκώνουν τόν τύπο κι'άναδέχουνται τις μαγικές λειτουργίες τοϋ Τοτεμικοϋ Γένους, καί ξετυλίγεται σέ κεντρική τους μαγικοθρησκευτική Ιεροτελεστία. 4 θιασική Μετάληψη Στή φυλή Baluba τοϋ Κόνγκο εϊταν μια γυναικεία μυητική 'Εταιρία μέ τό δνομα Bulindu, όπου άνηκαν δλες τής φυλής αύτής οί γυναίκες. Τό 'πνεϋμα* τής Εταιρίας βρίσκονταν στό κρέας τοϋ χοίρου και τά μέλη της, έτσι, δέν τό δοκιμάζαν. Έδώ ό χοίρος, Ενα άπό τά ζώα τών γυναικείων Ιερουργιών, είναι μιδς λογής ψευτο-τοτέμ, ή 'μυστικό τοτέμ* τής 'Εταιρίας, κ'ή τοτεμική άπαγόρευση λειτουργεί έδώ σάν κανόνας άποχής τοϋ μέλους τής 'Εταιρίας άπό τό φάγωμα τοϋ ζώου τούτου. Τό πρόσωπο ώστόσο πού έμπαινε στήν έταιρία σά μέλος της είταν ύποχρεωμένο νά φάει χοιρινό στή μύησή του. Μιά άπό τις μυητικές 'Εταιρίες τών Ινδιάνων Tsimshian είχε τό δνομα 'οί Σκυλοφάγοι'. "Ενα στοιχείο τής μυητικής τελετής είταν νά κατακόβουν ή νά σπαράζουν σκύλους καί νά τούς τρώνε ώμούς (άγκαλά καί κοιτούσαν νά φάνε δσο πιό λίγο μπορούσαν). "Η ίδια πράξη κρατοϋσε στις άντίστοιχες 'Εταιρίες τών ινδιάνων Niska, δπου ό μυούμενος τρέχει άπό σπίτι σέ σπίτι καί πιάνοντας δ να σκύλο στό δρόμο του τόν σπαράζει καί τόν τρώει. "Ομοια τά μέλη τής 'Εταιρίας 'Σκυλοφάγο Πνεϋμα* ανάμεσα στούς Haida, άντρες καί γυναίκες, παρακινιοϋνται άπό τό "πνεϋμα* τής 'Εταιρίας τους νά σκοτώνουνε σκύλους καί νά τούς τρώνε. (Ανάμεσα στούς βορειοαμερικανούς "Ινδιάνους ό Σκύλος είναι κάποτε τοτέμ, μά ό λόγος τής έκλογής του γιά τή μετάληψη τών μυητικών τους έταιριών δέν σχετίζεται μέ τόν τοτεμικό του χαραχτήρα. Ό Σκύλος είταν τό μόνο ζώο πού είχαν ήμερώσει οί πληθυσμοί αύτοί, δταν τούς βρήκαν οί Εύρωπαίοι. Είταν ετσι τό πρόχειρο ζώο γιά νά μεταφέρουν σ'αύτό τήν τοτεμική άλλοτινά καί θιασική ύστερα μετάληψή τους.) Μέσα άπό τήν πολεμική τών Προφητών άναδύεται μιά άνάλογη τής έβραΐκής άρχαιότητας πράξη. Ανάμεσα στούς συγκαιρινούς τοϋ 'Ησαΐα εϊναι κ'έκεΐνοι πού σέ μυστικές θυσίες τρώγαν τ'άπαγορευμένο κρέας τοϋ χοίρου, τοϋ ποντικοϋ, κι άλλων ακάθαρτων ζώων: οί άγνιζόμενοι και καθοριζόμενοι είς τους κήπους και έν τοίς προθνροις Ισθοντες κρέας ΰειον καί τά βδελνγματα καί τόν μϋν... Τή μυητική καί τοτεμική ρίζα τών σημιτικών αύτών Ιεροτελεστιών τήν είδε ό Robertson Smith, πριν νά παρατηρηθούν τά παραδείγματα τής Τοτεμικής Μετάληψης

26 καί πριν ol σχετισμοί τών μυητικών λατρειών μέ τόν Τοτεμισμό μελετηθούνε. 'Εδώ, γιά νά μεταφέρω τήν παλαιότροπη φρασεολογία του, «ή θυσία είναι μυστηριακή κοινωνία μέ τό σώμα καί τό αίμα τοϋ θεΐκοΰ ζώου. 'έχουμε, 2τσι, ενα καθαρό στις τελετές αΰτές παράδειγμα νά ξανανεβαίνει στό φώς μιά λατρεία τοϋ πιό πρωτόγονου τοτεμικοϋ τύπου. Εξορισμένη άπό τή δημόσια θρησκεία, πρέπει νά κρατήθηκε ζωντανή σ* άφάνερους κύκλους ιδιωτικής ή τοπικής δεισιδαιμονίας, γιά ν'άναβλαστήσει ξανά, σάν άγριόχορτο στήν αύλή έρημωμένου ναοϋ, πάνου στά χαλάσματα τής έθνικής πίστης. Μά ένώ τό Ιεροτυπικό κ'ή σημασία τους είναι άκόμα δλότελα πρωτόγονα, τά άναστημένα τοτεμικά μυστήρια παρουσιάζουν μεγάλη διαφορά άπό τ* άρχαΐα πρότυπά τους. Δέν είναι πιά στήν άποκλειστική κατοχή Ιδιαίτερων συγγενειών μά τελούνται άπ'άνθρώπους πού παρατοϋν τήν πατρική θρησκεία τους, σά μέσα γιά νά μυηθοϋνε σέ μιά νέα θρησκευτική άδελφότητα πού δέ στηρίζεται πιά στή φυσική συγγένεια μά σέ μυστηριακή συμμετοχή στή θιασική ζωή πού άναβρύζει άπό τή μεταληπτική θυσία!» "Αλλα παραδείγματα τής μετάληψης τών μυητικών έταιριών θά βροϋμε στήν Άνθρωποφαγική Μετάληψή τους ( = 7) 5 Ή ΖαγρεΙκή Ώμοφαγία Ενα άπόσπασμα άπό τή χαμένη τραγωδία τοϋ Εύριπίδη 'Κρήτες' χύνει άξαφνο φώς στήν καταγωγή τής ώμοφαγικής στήν 'Ελλάδα πράξης. Ή γυναίκα τοϋ Μίνωα Πασιφάη 6χει γεννήσει Ινα τέρας, τόν Μινώταυρο, βρέφος μέ μοσχαρίσιο κεφάλι. 'Αναστατωμένος ό Μίνως καλεί τούς «προφήτας τοϋ Διός», τούς Κούρητες πού ταυτίζουνται μέ τούς Ίδαίους Δακτύλους. 'Εκείνοι έρχουνται ντυμένοι στά κάτασπρα είναι ό Χορός τής Τραγωδίας άφήνοντας τόν πανάγιο ναό τους πού ή σκεπή του δέν έχει καρφιά, κ'ίστοροϋν τή μυητική τελετή πού τούς έκανε μύστες τοϋ Ίδαίου Διός καί 'βουκόλους* τής άλλης του μορφής: τοϋ Ζαγρέα. Μαζί μέ τό νυχτοπλάνητο τοϋτο θεό δρομίσανε νύχτα στά βουνά, τελέσαν τήν ώμοφαγική τους μετάληψη, ύψώσαν τις λαμπάδες τής κουρητικής λατρείας τής Μεγάλης Θεάς, σά θεάς τών Βουνών, καί, όσιωμένοι, πήραν τόν τίτλο τών "Βάκχων*: «Ζήση άμόλευτη ξετυλίγοντας άφόντας γίνηκα μύστης τοϋ Ίδαίου Διός καί 'βούκουλας' ( = 46) τοϋ νυχτοπλάνητου Ζαγρέα, έχοντας συντροφικά τελέσει τοϋ ώμοϋ κρεάτου τά φαγώματα καί τις λαμπάδες άψηλοσηκώσει τής Βουνίσιας Μάνας, τις λαμπάδες τών Κουρήτων, (ερώθηκα καί πήρα νά μέ λένε 'βάκχο': άγνόν δέ β ίο ν τείνων έξ οϋ / Διος 'Ιδαίον μνστης

27 γενβμην/χάΐ ννχτιπόλου Ζαγρέως βουτάς (βροντάς Χ/φα' διόρθωση Dieb)/ τάς τ'ώμρφάγους δαίτας τελέσας/μητρί τ'όρείο» δψδας άνασχών/ xal Κουρητών/, βάχχος έχλήθην όσιωθείς. Μ'δλο πού ot ποιητές άληθεύουνται σταθερά στα ζητήματα τών Ιερουργιών, τά κομμάτι θά ξηγιόνταν σαν ποιητική μετάθεση τής μαιναδικής 'όρειβασίας* κι ώμοφαγίας σέ κρητικά πλαίσια πάνου άπό τή γέφυρα τοϋ 'Ορφισμού, αν ή ζαγρεγκή ώμοφαγία δέν κρατιόνταν ζωντανή κάπου όχτακόσια άκόμη χρόνια. Γράφοντας γύρω στό 358 μχρ. ό φανατικός πολέμιος τής άρχαίας θρησκείας και πολύτιμος πληροφορητής γιά τά απόκρυφα τών μυστηριακών λατρειών, ό Firmicus Maternus, ιστορεί σ'εύημεριστικό τύπο τό μύθο τοΰ παιδικού θεοΰ Ζαγρέα πού σπαράζεται άπό τούς Τιτάνες ( = 25), καΐ συνεχίζει: «Οί Κρητικοί καθιερώσαν όρισμένες μέρες σά νεκρογιορτή και καταστήσανε μιά χρονιάτικη τελετή μέ ξεχωριστή ίςρότητα τήν κάθε δεύτερη χρονιά (et annum sacrum trieterica consecratione componuns), δπου τά δσα Επραξε ή έπαθε πεθαίνοντας τό παιδί τά παρασταίνουν όλα μέ τή σειρά τους. Ζωντανό ταύρο κομματιάζουνε μέ τά δόντια τους (mvurn laniant dentibus taurum) και δρομίζοντας μέσα στα βάθη τών δασών μέ παράφωνες κραυγές, καμώνουνται πώς φρενοκρούστηκαν, γιά νά κάμουν νά πιστευτεί πώς τό κακούργημα δέν είταν δολερό μά γίνηκε άπό τρέλα. Μπροστά τους πάνε τό κουτί πού μέσα του είχε κρύψει ή άδερφή του τήν κλεμένη του καρδιά, και μέ τόν άχό τών αύλών και τό χτύπο τών κυμβάλων παρασταίνουνε τούς ήχους τών κροτάλων πού μ'αύτά ξεγελάσαν τό παιδί οί Τιτάνες.» Νυκτιπολική όρειβασία, λαμπηδοφορία, 'ιερή μανία*, ώμοφαγία, άφομοίωση μέ τό μαινόμενο θεό και τριετή ρική τέλεση τών όργίων (άγκαλά και τό κείμενο τοΰ Φίρμικου δέν είναι έδώ ζηλευτά καθαρό) μαρτυρούν πώς ή ζαγρεΐκή λατρεία πού ξετυλίγουν οί δυό μας πηγές είναι ή ίδια μέ τή διονυσιακή στήν 'Ελλάδα. "Οτι στή ζαγρεΐκή παρουσιάζουνται άντρες και στή διονυσιακή γυναίκες νά τήν τελούν, δέν έχει αποφασιστική σημασία. "Αν ή μαιναδική πλευρά τής διονυσιακής λατρείας τονίζεται τόσο πολύ, είναι γιατί ή αναβίωση τής λατρείας αύτής στους άρχαΐκούς αιώνες ( = 5 2 ) παίρνει τό χαραχτήρα γυναικείου κινήματος και δέ λείπει ή ένδειξη πώς μέ τούς γυναικείους θιάσους συνιερουργοον κι άνδρικοί ( = 37)» δίπλα στις 'βάκχες' οί *βάκχοι\ πού δίνουνται στήν ώμοφαγία κι αύτοί (ωμά γαρ εϊσθιον χρέα οί μυούμενοι Διονύσω) και πού οί θίασοι τους δέν είναι, στήν τελική λειτουργία τους, άσυγγένευτοι μέ τούς Κούρητες τοΰ κρητικού Διός και τοο Ζαγρέα ( = 34) "Ενας άρσενικός, έπικεφαλής τοΰ ΜαιναδικοΟ θιάσου, παρουσιάζεται στήν 'πάροδον' τών Βακχών και πέφτει καταγής άπό τήν παραζάλη τοΰ κυνηγητοΰ, άγρεύων αίμα τραγοχτόνον, ώμοφάγον χάριν

28 «Ol ΆΙσαούα Kai ή Ώμοφαγία τους Η ώμοφαγία κ'ή παράκρουση πού συναντιούνται στις ίνδιανικές 'Εταιρίες πλησιάζουν τήν έκστασιακή ώμοφαγία τοϋ Διονυσιακού Θιάσου. Μά τό πιό κοντινό παράλληλο τό δίνει ή ώμοφαγική μετάληψη τοϋ θρησκευτικού τάγματος τών Άϊσαούα τοϋ Μαρόκου (τό τάγμα άπλώνεται στό 'Αλγέρι καί στήν Τυνησία), όπαδών τοϋ Μωάμεθ μπέν "Ισα ή ΆΤσα άπό τό Μεκνές, πού τό προσκύνημα τοϋ τάφου του στό Φέζ ξεσηκώνει τή μεγάλη κάθε χρόνο πανήγυρή τους. Ή άρχή τοϋ τάγματος δέν άνεβαίνει πάνου άπό τόν 16 αιώνα, οί τελετές του δμως είναι άπό τή φύση τους αρχαιότατες, κι άναδέχεται ετσι τις τοτεμικές Ιερουργίες παλαιότερων "Εταιριών, νεγρικής όπως φαίνεται ρίζας. Τό κάθε μέλος άνήκει σέ μιαν άπό τις έφτά κατηγορίες του πού Εχουν όνόματα ζώων: Λέοντες, Πάνθηρες, Τσακάλια, Σκύλοι, Γάτες, Καμήλες, Κάπροι. Ό νεόφυτος παίρνει τό όνομα ένός άπό τά ζώα αύτά καί κατατάζεται στήν έπώνυμη κατηγορία. Εξόν άπό τήν όνομασία, τόν τοτεμικό χαραχτήρα τών κατηγοριών αύτών τόν μαρτυρούν of ειδικοί σχετισμοί τών μελών μέ τά έπώνυμα ζώα: Δέν τά τρώνε, δέν τά σκοτώνουνε, ούτε πειράζουνται άπ'αύτά, τά χαιρετούνε σάν τά συναντήσουνε, καί στή βδομαδιάτικη γιορτή τής κατηγορίας τους τά μέλη χρωστοϋνε νά παρασταΐνουν τά καμώματα και τά συνήθια τοϋ ζώου. Επικεφαλής κάθε κατηγορίας είναι 6νας άρχηγός πού εχει "παιδιά του* τούς νεόφυτους κι αύτοί τόν Εχουν πνευματικό τους πατέρα. Τό πέρασμα άπό τή μιά στήν άλλη κατηγορία δέν είναι μπορετό, καί σέ ποιά κατηγορία άνήκει ό καθείς κρατιέται μυστικό γιά τούς άπόξω. Έτοϋτα δίνουν τήν έντύπωση περισσότερων μυητικών 'Εταιριών, μέ ξεχωριστό έπώνυμο ζώο τήν καθεμιά, πού ένώθηκαν, χωρίς ώστόσο νά χωνευτούνε σέ μία. Ή κύρια γιορτή τοϋ τάγματος, δπου κ'ή τέλεση τής ά*κ>φαγ1ας και τό ζωομασκάρεμσ, σχετίζεται μέ τό χρονιάτικο προσκύνημα στόν τάφο τοϋ Ιδρυτή του. Ή άκουρία, ή άποχή άπό σαρκική όμιλία άνάμεσά τους, κι ό άποκλεισμός τών προσώπων πού βρίσκουνται σέ κατάσταση ίεροτυπικής άκαθαρσίας, προοιμιάζανε τήν τελετή τους. Ή κάθε όμάδα είχε γιά τήν τελετή ΐή δική της άμφίεση, τό μασκάρεμα Όπως φαίνεται στό έπώνυμο ζώο της, πού βρέθηκε σέ μεγάλη πιά παρακμή κι άσυναρτησία. Οί πέντε κατηγορίες μέ τά όνόματα τών σαρκοβόρων άσκοϋν έδώ (χωρίς νά σημαίνει πώς μποδίζουνται νά τήν άσκοϋνε κι άλλες φορές) τήν ώμοφαγία, frissa (άπό τό ρήμα jarasa, πού άνακυλά τήν ιδέα τοϋ σπαραγμού μέ τά χέρια καί τοϋ φαγωμοϋ άπό θεριό), κ'έδώθε ξεχωρίζουν άπό τις δυό κατηγορίες τών χορτοφάγων μέ τό δνομα frrasa. Μεταχειρίζουνται γιά τήν ίδια πράξη κι άλλα δυό ρήματα, chrragua καί Jrra, πού τό πρώτο

29 σημαίνει τό 'σπάραγμα* και τό δεύτερο τό 'ξεκοίλιασμα', πράξη πού συνοδεύει τό σπάραγμα τοο ζώου. Στις πολιτείες ή ώμοφαγία τελείται μέσα στίς πέντε μέρες πριν άπό τό προσκύνημα, μά στίς άγροτικές περιοχές κρατεί ίσαμε ένα μήνα. Είναι μεριές, όπως στό Μεκνές, πού ή κάθε όμάδα καταναλώνει τριάντα Ισαμε σαράντα ζώα. Τά θύματα είναι βόδια (άγκαλά και σπάνια), γίδες, τράγοι, πρόβατα, κριάρια, πού προσφέρουνται άπό τούς εύλαβικούς ή διαγουμίζουνται άπό τούς φανατισμένους. Ή ώμοφαγία, δπως περιγράφεται γιά τό Μεκνές, γίνεται μέσα στόν περίβολο τοϋ σπιτιοϋ, δπου έρχεται ή όμάδα. Ή παράτα ξετυλίγεται μέσα άπό τούς δρόμους τής πολιτείας στόν ήχο τοϋ ντεφιοΰ καί τής γκάιντας, τά λάβαρα μπροστά κ'οί 'Λιόντισσες' στήν πρώτη γραμμή, μέ τά χέρια τους φορτωμένα κομμάτια άπό σπαραγμένα ζώα, κι άκλούθω τους οί 'Λέοντες', παραταγμένοι κ'έτοϋτοι. Στόν περίβολο άρχίζει ό έκστασιακός χορός, δπου οί χορευτές λένε καί ξαναλένε τό όνομα τοϋ 'Αλλάχ, δσο νά φτάσουν τήν έσωτερική άφομοίωση μέ τά θεριά πού παρασταίνουν γιατί σέ λίγο 'Λέοντες' καί Άιόντισσες" άρχινοϋν τά σαλτοκοπήματα τών θεριών τους. Είναι ή ώρα νά τούς ρίξουνε τό θύμα ζωντανό, μόνο πού, μέ τήν Ισλαμική άπαγόρευση νά τρώγεται ζώο πού δέν σκοτώθηκε ίερουργικά, οί Άϊσαούα ύποχρεώνουνται νά πληγώνουν πρώτα τό θύμα. Ό άρχηγός, πού διευθύνει τήν τελετή, άνεβαίνει σέ μέρος ψηλό τοϋ σπιτιοϋ καί «άφοϋ μαχαιρώσει τό πρόβατο, τό παίρνει, σπαράζοντας άκόμη, στά χέρια του καί τό ρίχνει άποκεΐ στήν αύλή, έτσι πού τό αίμα του, καθώς ξεπηδά, νά χυθεί μονόβολα στούς έκστασιασμένους. 'Αρχινά τότες τό πανδαιμόνιο, δέ βλέπεις παρά νά χτυπιέται ένας σωρός, άπ'δπου βγαίνουνε κεφάλια καί ποδάρια. Βραχνές άκούγονται φωνές κι άπότομα ένας τους τραβιέται καί δείχνει θριαμβικά τό καταματωμένο του χέρι. Τό ζώο έχει ξεκοιλιαστεί, άηδιαστική όσμή άναχύνεται, τά σωθικά καταξεσχίζουνται καί σέρνουνται στό χώμα. Θαρρείς πώς βλέπεις θεριά νά χυμοϋνε στό θύμα τους...». Καθώς ή ώμοφαγία παραμερίζεται, συχνά τό ζώο μένει όλόκληρο, μονάχα πού τοϋ βγάλανε τά σωθικά του. Είναι ένας παρακμασμένος τύπος τοϋ 'διασπαραγμοϋ' καί τής ώμβφαγίας πού άντίστοιχό του μαρτυρά καί στή διονυσιακή πράξη δ'αρνόβιος: caprorum reclamantium viscera cruentatis oribus dissipatis. Τότε τό κρέας μοιράζεται,σ' δσους γυρέψουν. Οί κατατρεγμένοι άπό τήν τύχη'; δσοι διψοϋν νά πλουτίσοψν, ή γυναίκες πού θένε νά κρατήσουν τούς άντρες τους ή λαχταροϋν ν'άποτάξουν παιδιά, δλοι γυρεύουν άπό τό κρέας αύτό, τό φορτισμένο μέ τή 'δύναμη' μιας μυστικής χάρης {baraka). "Αν τό δέρμα έμεινε άπείραχτο τό δίνουνε τών άρχηγών, στρωσίδι γιά τήν προσευχή τους. Είναι πάλι φορές πού οί 'Λιόντισσες' στολίζουνται, δπως κ'οί Μαινάδες, μέ τά δέρματα τών ζώων, πού σπαράχτηκαν, διπλώνοντάς τα γύρω στό στήθος τους ή ρίχνοντάς τα άνάμεσα στούς ώμους. Στό Φέζ ή τελετή φαίνεται νά κρατεί - 28

30 τόν πρωτόγονο τύπο. Μόλις τούς ρίξουν τό θύμα τους, οί ώμοβόροι τό σπαράζουνε καί τό τρώνε έπιτόπου. Συχνά οί παραστεκάμενοι γυρεύουν άπό τ'δγιο τοϋτο κρέας μιά μπουκιά κ'οΐ τελεστές άνταποκρίνουνται μέ ζήλο. 7 Ή Άνθρωποφαγική θιασική Μετάληψη Είναι φορές πού ή θιασική μετάληψη γίνεται άπό άνθρώπινο θύμα. Ό καννιβαλισμός συναντιέται στις τελετές τής Φυλετικής Μύησης, άπ'δπου βγαίνουν οί μυητικές Εταιρίες. Και στά δυό, ό συμβολικός θάνατος τών μυούμενων γυρίζει στόν πραγματικό θάνατο τοϋ ένός, πού τό φάγωμά του άντικατασταίνει τήν τοτεμικο-θιασική ζωομετάληψη, άνοίγοντας τήν τάση νά σαρκώνεται τό θιασικό 'πνεϋμα', δαίμων ή θεός, σ'άνθρώπινο θύμα. Σ'έταιρία Ιερέων τών Fang τοϋ γαλλικοϋ Κόνγκο, ό νεόφυτος μεταλάβαινε άπό άνθρώπινο αίμα άνακατωμένο μέ τό αίμα ένός άπό τά 'τοτέμ' τής 'Εταιρίας. Ό μυούμενος στήν έταιρία Ngi{l) άνάμεσα στούς Bulu τοϋ Καμερούν καί τούς Fang, έπρεπε νά προσφέρει γιά θύμα νεότερο άδερφό του, μάνα, άδερφή, θυγατέρα. Τό αίμα τοϋ συγγενή, πού τόν θυσίαζε ό Ιδιος, χυνόνταν στό βαθουλωμένο κορμό ένός δέντρου, πού κοβόνταν γιά τήν περίσταση, κι άνακατευόνταν μέ τό χυμό του. Τά μέλη πίναν άπό τό σμίγμα τοϋτο κ'ΰστερα ψήναν τό θύμα καί τό τρώγαν. Στή μύηση τής έταιρίας Ogboni, τοϋ πληθυσμοϋ τής γλώσσας Toruba τής νότιας Νιγηρίας, θυσιαζόνταν ένας άντρας στό είδωλο τής θεάς κι ό μυούμενος έπινε άπό τό αίμα. Στήν ίδια περιοχή, ή έταιρία "Ανθρωποπάνθηρας* μεταχειριζόνταν άνθρώπινο θύματα πού τά πιάνανε μέλη της μασκαρεμένα μέ πανθηροτόμαρα, καί τά μέλη πού εϊχαν όρισμένο προνόμιο χρωστούσανε νά φάνε άπό τά θύματα τοϋτα. Ό καννιβαλισμός ξανασυναντιέται στίς μυητικές 'Εταιρίες τής βόρειας Αμερικής, πού άπό τήν πράξη τούτη παίρνουν τά όνόματά τους. Στή μύηση τής "Καννιβαλικής "Εταιρίας* τών Bella Coola τής βρεταννικής Κολομβίας σκοτώναν ένα σκλάβο πού τό μισό κορμί του τό τρώγαν τά μέλη της καί τ'άλλο μισό τό'παιρνε στό δάσος γιά τροφή του ό μυούμενος, πού ξαναγύριζε σέ κατάσταση άληθινοϋ ή προσποιητού παρασαλεμοϋ και δάγκωνε όποιον συναντούσε. Ό μυούμενος στήν 'Καννιβαλική Εταιρία" τών. Kwakiutl άποτραβιόνταν γιά τρείς-τέσσαρες μήνες στό δάσος. Στά μισά ξαναγύριζε παρασαλεμένος καί μέ ξέφρενη δρεξη νά φάει άνθρώπινο κρέας. "Οταν γυρνοϋσε όριστικά, χυμοϋσε σ'δποιον συναντοϋσε καί τοϋ'κοβε μέ δαγκωσιές κομμάτια άπό τά πλευρά καί τά μπράτσα. Παλαιότερα τοϋ σκοτώνανε σκλάβους και τούς έτρωγε ώμούς στή φοβερή του

31 μανία. Ανάλογα κρατούσανε στήν 'Καννιβαλική Εταιρία* τών Niska, όπου 6 ένας ή ό άλλος άρχηγός συνήθιζε νά σκοτώνει Ενα σκλάβο καί νά ρίχνει τά κορμί του γιά φαγί στούς 'Καννιβάλους*. (Γιά τή Βρεφοφαγία τοϋ Μαιναδικοϋ Θιάσου καί γιά τήν Ενδειξη μιάς γενικότερης άνθρωποφαγίας στή λατρεία τού Διονύσου βλ. ι6.)» Στοιχεία τής Ώμοφαγικής Μετάληψης Ενα άπό τά στοιχεία τής ώμοφαγίας είναι τό ρίξιμο τού θύματος, ή βολή του, στή μέση τού φρενιασμένου θιάσου. Τό είδαμε στήν πράξη τών Άϊσαούα ( = 6) κ'έχουμε λόγους νά τό εικάζουμε στήν πράξη τών Μαινάδων ( = 15) Είναι Ενα 'πιάσιμο* τού θύματος σέ φανταστικό κυνήγι του κ'έπειτα μιά πλασματική του αύτοπροσφορά πού παίρνει άπό τούς τελεστές τήν εύθύνη τού φόνου. Δεύτερο στοιχείο είναι ό 'σπαραγμός', "διασπαραγμός* ή 'διασπασμός', πού στήν άρχαιότερη πράξη γίνεται δίχως όργανα κοπής (χειρός άσιδήρου μέτα), λείψανο τών καιρών πού τό κυνήγι τό κομματιάζανε μέ τά χέρια. "Οτι ή πράξη άπομένει τύπος Ιερουργικός, μαρτυριέται άπό τά γεύματα τών Ινδιάνων Algonkin πού, σά γυρίζουν οί κυνηγοί, δέν κομματιάζουν τό κυνήγι μ'δργανα κοπής, μά μέ τά χέρια. Στήν πράξη τών Άϊσαούα, δπως καί τών Μαινάδων, ό σπαραγμός είναι κ'ενας συνερισμός, ποιός θά σπαράξει πρώτος τό θύμα. Ανάλογο συναντιέται στά κυνήγια καθυστερημένων λαών, δπως άνάμεσα στούς Basabei τής Ούγκάντα. Σ'άρχαιότερα στάδια τό κυνήγι δέν είναι ξένο γιά τις γυναίκες, μ'δλο πού πέφτει, κατά κύριο λόγο, στούς άντρες. 'Εθνολογικά παραδείγματα τις δείχνουν κυνηγήτρες κι αύτές τήν ϊδια δραστηριότητα μαρτυρούν γιά τήν 'Ελλάδα ή Πότνια Θηρών, ή άπότοκη κυνηγητική παράσταση τής Άρτεμης κ'οί μύθοι τής Αταλάντης καί τής Κυρήνης κι άπό τή συλλεκτική περίοδο ή γυναίκα άνακρατεΐ σταθερά τό κυνήγι τών μικρών ζωντανών μέ τά χέρια. Κάτω, Ετσι, άπό δποια θιασική συνέχεια τής τοτεμικής μαγείας, οί συνήθειες τού πανάρχαιου κυνηγιού μπορούνε ν'άπομένουν, μ'όργανική Επιβίωση, καί στις γυναίκειες Ιερουργίες. ΟΙ πραχτικές συνήθειες μεταγυρίζουν έδώ σέ μαγικές καί, στό βάθος τοϋ συνερισμοϋ μπορεί, πάνω στό σπαραγμό, νά'χουμε τό συνέρισμα γιά τό'να ή τ'άλλο μέλος τοϋ θύματος, πού λογιέται τόπος τής ζωτικής του ψυχής ή πώς τονώνει τό άντίστοιχο τοϋ φαγωτή ή τοϋ πλουτίζει κάποια ίδιώματά του. Ή έπιμονή τοϋ σπαραγμού είναι άρκετά δυνατή γιά ν'άφήσει τόν τύπο του καί σ'άλλες Ιδιόμορφες Ιερουργίες ( = 68). Μέ τίς τροπές τών θιασικών ζώων σ'ένσαρκωμούς τοϋ δαίμονα τής γονιμότητας, ό διασπαραγμός ύπερετά καί τρόπους

32 τής γονιμικής μαγείας: είναι μιδς λογής κομμάτιασμα τοϋ 'ΘανάτυΐΓ κι αδτό ( =' 37) σπάρσιμο τών κομματιών τοϋ σπαραγμένου θύματος στή γή, γιά νώ τή γονιμέψουν μέ τή μυστική δύναμή τους. Τρίτο στοιχείο τής Ιερουργίας είναι ή Ιδια ή ώμοφαγία. Τό είδαμε στή μετάληψη τών βορειοαμερικανικών Εταιριών, στή λατρεία τοϋ Ζαγρέα και τοϋ τάγματος τών Άίσαούα καί ξαναβρίσκεται στή μεταληπτική θυσία τής καμήλας άνάμεσα στούς παλαιότερους Άραβες τής Σιναϊτικής έρήμου. Ή Ιερουργία, περιλάλητη άπό τόν καιρό πού ό Robertson Smith τή μεταχειρίστηκε γιά τήν έρμηνεία τής Θυσίας, περιγράφεται άπό τόν όσιο Νείλο (τέλος τοϋ 4ου αιώνα μχρ.) ή, κάλλιο, άπό παρέμβλητο στό γραφτό του κομμάτι. Τό θύμα είταν όμορφο άγόρι, αν πιανόνταν, και τ'άντικατάσταινε, άν δέν πιανόνταν, μιά άσπρη καμήλα. Ή τελετή άρχινοϋσε μέ τ'άνάτελμα τοϋ Αύγερινοϋ κ'οί θυσιαστές γυρίζαν συνταγμένοι γύρω άπό τό θύμα, τό γονατισμένο σ'ένα πρόχειρο βωμό καμωμένον άπό σωροπέτρι. Μέ τό κλείσιμο τοϋ τρίτου γύρου τοϋ χοροϋ, ό κορυφαίος και 'έξάρχων* τοϋ τραγουδιού γιά τόν άστέρα τής αύγής, χτυπά μέ τό σπαθί τήν καμήλα στόν τένοντα καί γεύεται πρώτος τό αίμα της πού, καθώς περιχύνει καί τόν βωμό, προσφέρεται μαζί καί τοϋ θεοϋ τους. "Ολοι τους τότε πέφτουνε στό ζωντανό, τό κομματιάζουν μέ τά μαχαίρια τους καί τό τρώνε ώμό, μήν άφήνοντας άπό τό κρέας, τά σωθικά καί τά κόκκαλα τίποτα πού νά τό προλάβει ό ήλιος. Ή ώμοφαγία κατεβαίνει, φυσικά, άπό τούς καιρούς πού τά φαγώσιμα τρώγουνταν στή φυσική κατάστασή τους. Τόσο οί Προέλληνες όσο κ'οί "Ελληνες δέν είχανε χάσει κάθε τους σύνδεσμο μέ τήν πανάρχαια πράξη. Στά 'θεσμοφόρια* τής "Ερέτριας οί γυναίκες τρώγανε κρέας πού τό στεγνώναν στόν ήλιο κ'ή λέξη κρέας σήμαινε στήν άρχή δ,τι καί τό λατινικό cruor: τό ώμό κρέας. Ή άρχαΐα πράξη άπομένει κάποτε συνήθεια γενική ή τύπος Ιερουργικός, δυνατωμένη πιά κι άπ'άλλες Ιδέες. Τό αίμα είναι ό τόπος τής ζωτικής ψυχής κ'ή φωτιά άφανίζει τή μυστική δύναμη τοϋ ζώου. Εδώθε κ'ή πολύσυχνη ώμοφαγική πράξη τής συμπαθητικής μαγείας γιά τό κέρδισμα τών Ιδιωμάτων τοϋ ζώου. Ο σκοπός 9 ΟΙ Λειτουργίες κι δ Διπλός Χαραχτήρας τής θιασικής Μετάληψης τής Τοτεμικής Μετάληψης πολυκλαδώνεται στήν πράξη τών Θιάσων. "Εδώ κατασταίνεται μιά τριπλή 'κοινωνία': Τών θιασωτών μέ τό Ιερό ζώο τους, τών θιασωτών μεταξύ τους πού γεύουνται Ιερουργικά τό ίδιο φαγώσιμο, καί τών θιασωτών μέ τό πνεϋμα τής Εταιρίας. Μιά βα

33 θύτερη μεταστοιχείωση τής θιασικής μετάληψης βρίσκεται, σίγουρα, στήν Ιδέα πώς τό θύμα ένσαρκώνει τό φεγγάρι ή τόν φεγγαροθεό, πρότυπο τοΰ θανάτου καΐ τής άναβίωσης τών θιασωτών, κύριο συντελεστή τής ζωής καΐ φ ο ρ ο τής μυητικής παλιγγενεσίας. (Κι άληθινά, τά ζώα τής θιασικής Μετάληψης είναι, κατά κανόνα, ζωντανά πού οίκουμενικοί συνειρμοί τά συνδέουν μέ τό φεγγάρι.) Κάτου άπό τό πολυκλάδισμα τής Ιδέας τής 'κοινωνίας* συνεχίζεται ή γονιμική λειτουργία. Ή άφομοίωση τής ούσίας τοΰ Ιεροΰ ζώου καΐ τοϋ δαίμονα πού ένσαρκώνεται σ'αύτό, δίνει στά μέλη τοϋ θιάσου τή δύναμη νά γονιμεύουν, μέ τις λογΐς γονιμικές Ιερουργίες τους, τή φύση. Ή κυνηγητική μαγεία μεταγυρίζει σ'άγροτική πιά μαγεία. Ή διάλυση, πάλι, τών άρχαίων συγγενικών ένοτήτων πού γεννά τούς θιάσους κ'ή πρόβαση τοΰ ταξικοΰ διαφορισμοΰ πλουτίζουν τή Μετάληψη καί μ'έσωτερικές λειτουργίες. Μιά τους είναι ή ψευδαίσθηση πώς, μέ τό φάγωμα τοϋ ίδιου ζώου άπό τούς θιασικούς αδερφούς, άποκατασταίνεται ή άρχαία Ισότητα τής κοινής κατανάλωσης τής τροφής, πού άνεβαίνει στήν κοινή κατανάλωση τοΰ κυνηγιοϋ άπό τά μέλη τοϋ γένους. Θεός πού ταγίζει μίσιες μερίδες όλουνούς, άγκαλά καί σέ θρησκευτικό πιά νόημα, έδώθε φαίνεται νά παίρνει ό Διόνυσος τό, αΐνιγματικό άλλιώς, έπίθετο ΊσοδαΙτης. Μέ τό γύρισμα, πάλι, τοϋ θιασικοΰ ζώου σ'ένσάρκωση θεοΰ, ή Μετάληψη είναι άφομοίωση τής ούσίας ένός θεοΰ, θνητοϋ μέσα στά άτομα κι άθάνατου μέσα στό είδος πού τόν ένσαρκώνει. Μέ τήν άφομοίωση τούτη, ή Μετάληψη άνεβάζει τόν τελεστή της πάνου άπό τήν άνθρώπινη μοίρα του, γυρίζοντας σέ θρησκευτική, ίδιώφελη καί προνομιακή λειτουργία. 'Αφομοιώνοντας τήν ένσάρκωση τοϋ θεοΰ, ό ώμοφάγος ταυτίζεται μέ τό θεό και γίνεται Ινας 'βάκχος* κ'έκεϊνος: βάχχος έκλήθην δσιωθείς, τραγουδά ό Χορός τών μυστών τοΰ Ζαγρέα πού Εχει τελέσει 'τάς ώμοφάγους δαίτας' τοϋ θεοΰ ( = 5)' άνάλογα κ'οί Διονυσιαστές, γιατί ό τω Δ ιονύσω καθιερωθείς, &τ ε ό μ ο καθ εις αν τ ω, μετέχει τοϋ όνόματος. Τό πλάσμα τής Ισότητας άντικατασταίνεται έδώ άπό τό πλάσμα τής άναβίωσης τοΰ μύστη μέ τό θάνατο τοΰ θεοΰ του. Είναι τά διαδοχικά άντίβαρα τής έκμηδένισης τοΰ άτόμου μέσα στήν άνταγωνιστική κοινωνία. Άπό τόν βάλτο τής κοινωνικής του μικρότητας ό μύστης ξεπηδά φορέας τής ούσίας τοΰ θεοϋ, ό 'άτιμος' άνάμεσα στούς άνθρώπους άνεβαίνει Ισότιμος μέ τούς θεούς, ό κλήρος μιος βασανισμένης του ζωής ξαλλάζεται μέ τόν κλήρο μιάς θεϊκής εύδαιμονίας. Μιά πρόγευση τής εύδαιμονίας αύτής τοΰ δίνεται στή συγκλονιστική ήδονή τής Μετάληψης καί στόν έκστασιασμό πού τόν περν& σ'ενα κόσμο θαυμάτων τήν τέλεια θά τήν γνωρίσει μέ τή σωτηριακή της λειτουργία. Εκείνος πού άφομοίωσε τήν ούσία τοΰ θεοΰ, άποχαιρετά μέ γενναίες έλπίδες τόν κόσμο. Ή ταπεινότερη είναι πώς ό θεός, πού ή μυστική κοινωνία τόν ένώνει μαζί -32-

34 του, δέν θά τόν άπαρατήσει στή σκοτεινιά τών άμύητων ήσκιων ή τολμηρότερη, πώς ό ταυτισμός του μέ τόν Θνήσκοντα Θεό τοϋ σιγουρεύει τή σύνάντησή του στήν 'Ομήγυρη τών Θεών, τών δμοιών του. Ή Θιασική, τέλος, Μετάληψη έρχεται σάν κορυφωμός ένός έκστασιασμοϋ, δπου Ô μύστης, έχοντας κιόλας μεταφερθεί σ'ενα κόσμο θαυματικό, γεύεται σάν υπέρτατη ήδονή τήν Ινωσή του μέ τό θεϊο. Είναι ή ώμοφάγος χάρις τών 'Βακχών*: ή 'χάρις*, πού ή λέξη μας 'άναγάλλιαση', άγκαλά καί σημαδεύει τό άνάβρυσμα τής πιό μεθυστικής χαράς άπ'δλες της μαζί τις μυστικές πηγές, μεταβιάς άποδίνει τό βιωματικό της βάθος. Ή άναγάλλιαση τούτη άνασμίγεται μέ τήν κατάθλιψη καί τή φρίκη. ΟΙ μέρες τοϋ σπαραγμού καί τής ώμοφαγίας είναι μέρες μολεμένες καί στυγνές, οί Ιερουργίες περιζώνουνται, άπό νηστείες καί κοπετούς, βαραίνουν πάνω τους ή κατάθλιψη καί τό δέος: ήμέραι άποφράδες καί σκυθρωποί, έν αϊς ώμοφαγίαι και διασπασμοί, νηστεϊαι τε καί κοπετοί... Ή πηγή τής βαρυθυμίας καί τής φρίκης είναι διπλή, τό βάρος τής τοτεμικής άπαγόρευσης πού μεταφέρεται μαζί μέ τή Μετάληψη, καί τό κακούργημα, άπό τήν άλλη, τής Θεοκτονίας. 'Εδώθε ή Ιερότητα καί μιαρότητα τής Μετάληψης, τό άνακάτεμα τής ύπέρτατης έξαρσης μέ τήν άκρότατη άποστροφή, τοϋ θριάμβου μέ τήν ένοχή, τής άναγάλλιασης μέ τή φρίκη. *

35

36 Κεφάλαιο Δεύτερο Η ΜΥΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΙΝΑΔΙΚΟΥ ΘΙΑΣΟΥ ΤΡΙΕΤΗΡΙΚΑ και θιασενεται ΟΡΓΙΑ ψυχάν

37

38 10 'Μανία' Η φυσική ζωή τοϋ πρωτόγονου, ή άκέραιη βίωση τών άρχών τής κοινωνικής του ζωής κι ό Ισοκρατικός χαραχτήρας τής φυλετικής κοινωνίας θά σιγουρεύαν τούς δρους τής ψυχικής καί διανοητικής του ύγείας, δν δέν τά άντιμάχουνταν ή άδυναμία του νά ξεχωρίζει τό πραγματικό άπό τό φανταστικό κ'ή δύναμη τής αύθυποβολής του. Ό ταυτισμός τοϋ φανταστικού μέ τό πραγματικό, ό κύριος αύτός δρος καί τής μαγικής του τεχνικής, κρατεί σ'άέναο παροξυσμό τή φαντασία του ή ένάργεια τής φαντασίας του, συνδυασμένη μέ τις έξωλογικές τροπές τοϋ στοχασμοϋ, κάνει τήν αύθυποβολή του τρομαχτική κ'ή συνείδηση, τέλος, τοϋ "Εγώ' ή λείπει όλότελα στ'άρχαιότερα στάδια ή μόλις πού θαμποχαράζει. 'Ανάμεσα σέ μιά νόηση άέναα ξεκλειδωμένη άλό τή φαντασίωση καί σέ μιά ψυχικότητα άέναα άναστατωμένη άπό τήν αύθυποβολή, ή μετάσταση άπό τή συνείδηση στήν παράκρουση κι αύτόματη καί πολύσυχνη είναι. Ό άνθρωπος έτσι τών χαμηλότερων σταδίων, άγκαλά κ'έξω άπό τή σύγκρουση τοϋ φυσικοϋ καί κοινωνικού νόμου, συχνά παρουσιάζει ύστερικούς καί παρανοϊκούς παροξυσμούς, άτομικούς ή όμαδικούς, άπό τίς πιό μαλακές Ισαμε τις δεινότερες μορφές τους. Οί άνωμαλίες αύτές άποδίνουνται, γενικά, ή στήν παράβαση κάποιου 'ταμπού', πού άδειάζει κάποιο μυστικό δυναμισμό, ή στήν ένέργεια πνευμάτων ή θεών πού κροϋνε μ'έπιρροές ή κυριεύουν καί διακατέχουν. 'Ορισμένες κρίσιμες περιστάσεις είναι έξαιρετικά πρόσφορες γιά τις άνωμαλίες αύτές, πού οί Έλληνες τις περιλαβαίνουν στό γενικό δρο μανία. Ή κρισιμότερη είναι τό πέρασμα άπό τήν άνηβότητα στήν ένήβωση πού συνοδεύεται άπό μυητικές Ιερουργίες. Τά 'ταμπού*, ό 'άποκλεισμός', ή έπικοινωνία μέ τά πνεύματα, ή έξομοίωση τών Μυητών μ'αΰτά ή μέ τούς ζωομορφικούς τους ένσαρκωμούς, τό πέρασμα άπό τή ζωή στό θάνατο κι άπό τό θάνατο στή ζωή, χτυποϋν μέ δυνατή παράκρουση τούς μυουμένους. Τό κύριο κίνητρο τής παράκρουσης αύτής τών μυούμενων είναι ή Ιδέα πώς, ζώντας σ'είδική κατάσταση καί έξω άπό τήν κοινότητα, είναι καί έξω άπό τόν άνθρώπινο κόσμο. "Υπάρχει ώστόσο και ή τεχνητή 'μανία* ή παράκρουση πού τήν καλλιεργοϋν κατάλληλα, κινησιακά πρώτα, μέσα. Τήν καταβολή της τήν έχουμε κιόλας στούς τοτεμικούς χορούς, δπου οί χορευτές, δμοιωμένοι μέσα άπό τό ζωομασκάρεμα καί τή ζωομίμηση, μέ τό τοτεμικό είδος -37-

39 τους, ταυτίζουνται, μέσα άπό τήν παραζάλη τοϋ χοροϋ και τής πρωτόγονης μουσικής, καί έσωτερικά μ'έτοϋτο. ΟΙ τοτεμικοί ή ζωομιμικοί χοροί συναντιούνται σταθερά καί στίς τελετές τής Φυλετικής Μύησης, σά μέσα τής 'νομιμοποίησης' τών μυούμενων μέ τις τοτεμικές και προγονικές έπαφές καί σάν ένα άπό τά στοιχεία τής μυητικής "κατήχησής' τους.» Ή θιασική Μανία Η.αύτόματη, έτσι, κ'ή τεχνητή 'μανία* ή παράκρουση συναπαντιοϋνται στίς τελετές τής Φυλετικής Μύησης κ'έδώθε παραδίνουνται στίς Μυητικές "Εταιρίες ή Θιάσους, πού σχηματίζουνται άπό τίς τελετές αύτές κι άναδέχουνται τίς λειτουργίες τοϋ Τοτεμικοϋ Γένους. Λιγοστά άπό τά έθνολογικά παραδείγματα φτάνουν νά δώσουν μιά κλίμακα καί νά πλαισιώσουν τήν πράξη τοϋ Μαιναδικοϋ Θιάσου. "Οταν οί νεόφυτοι τής 'Εταιρίας Ndembo, τοϋ άπάνου Κόνγκο, γυρίζουν άπό τό μυητικό τους "άποκλεισμό* στήν κοινότητα, καμώνουνται τούς τρελαμένους. Οί ύποψήφιοι μιδς μυητικής "Εταιρίας (Isintonga) τών Κάφρων, χρωστούσαν, πριν άπό τίς τελετουργίες τής θιασικής μύησης, νά δώσουν άναντίλογη άπόδειξη πώς βρίσκουνται κάτου άπό τήν έπιρροή τοϋ θεοϋ της. Σ'ίερατική έταιρία λογίς φυλών τής Χρυσής 'Ακτής καί τών Σκλάβων, οί ύποψήφιοι χρωστούσαν κ'έδώ, νά δώσουν άπόδειξη 'κατοχής' άπό τό θεό τους. Ένα στοιχείο τής πράξης μυητικής 'Εταιρίας τοϋ νότιου Μεξικοϋ καί τής Γουατεμάλας εΐταν ή χρήση ίεροϋ τοξικοϋ πού λογιόνταν πώς έριχνε τήν ψυχή σέ κατάσταση μιάς Ενωσης μέ τό θεό της. Ό μυούμενος στήν Έταιρία τών "Ανθρωποφάγων* άνάμεσα στούς Bella Coola, γυρίζοντας άπό τόν άποκλεισμό του στήν κοινότητα, βρίσκεται σέ κατάσταση μανίας* λογιέται πώς Εχασε τήν ψυχή του καί πώς στή θέση της βρίσκεται τό 'άνθρωποφάγο πνεϋμα*. 'Ανάλογη παράκρουση συνοδεύει τούς νεόφυτους άντίστοιχων 'Εταιριών σ'άλλες φυλές τών βορειοαμερικανών 'Ινδιάνων. Οί καταστροφικές έδώ πράξες τους άποδίνουνται, γενικά, στό 'πνεϋμα' πού λογιέται πώς τούς κατέχει. Όλοι πού άνήκουν σέ μυητικές Εταιρίες τών Haida λέγουνται οί "Εμπνευσμένοι", γιατί πιστεύεται νά κατέχουνται άπό τά πνεύματα πού, Εξελιγμένοι τύποι τών 'άτομικών τοτέμ', είναι μι&ς λογής προστατευτικοί δαίμονές τους. Στήν Πολυνησιακή μυητική Εταιρία τών Areoi, γιά νά γίνει ό ύποψήφιος μέλος της, χρωστά νά δώσει μιάν άπόδειξη θεοληψίας. Είναι φανερό πώς, παραδομένο στοιχείο τών Μυητικών Τελετών, ή "μανία* ή παράκρουση γίνεται μέσο ύποστατικής Ενωσης μέ τό πνεϋμα ή τόν θεό τής "Εταιρίας, πάνω

40 στούς δρόμους τοϋ ταυτισμοϋ μέ τό άρχαΐο τοτεμικό είδος. Σάν τέτοιο μέσο καλλιεργείται μέ τούς τρόπους τοϋ άρχαίου έσωτερικοϋ ταυτισμοϋ, πού πρωτοσήμαντοί τους είναι ό χορός κ'ή πρωτόγονη μουσική, τρόποι πού συνθετώνουνται μέ τά τοξικά καταπότια. 'Ιερή στήν πράξη τούτη ή 'μανία*, Ιερομανία δπως θά είπωθεί, συνεπαίρνει στό ρέμα της κι δλες τις άλλες νευρωτικές άνωμαλίες, καθοσιώνοντάς τες καί, κατά ένα τρόπο, γιατρεύοντας τες ( = 22). 12 'Ορειβασία καί Νυκτιπολία Νηστείες, άγνεΐες καί καθαρμοί προοιμιάζουν, δπως τή φυλετική Μύηση καί τά Μυστήρια, τή μύηση τοϋ Μαιναδικοϋ Θιάσου. 'Αναφέροντας στοιχεία τής διονυσιακής λατρείας πού άνεβαίνουνε στήν πράξη τοϋ Μαιναδισμοϋ, ό Πλούταρχος άναφέρει καί Νηστείες. Γιά τις "Αγνείες' μαθαίνουμε άπό τόν δρκο τών 'Γεραρών' ( = 55)» άγιστενω καί ειμί καθαρά καί άγνη άπό <τε> τών άλλων τών ου καθαρευόντων καί άπ'ανδρός συνουσίας, κι άπό τά ρωμαϊκά 'βακχεία' (bacchanalia) πού άπαιτούσαν προοιμιακή άγνότητα δέκα μερώνε. Ή 'πάροδος' τών 'Βακχών' τραγουδά τή μακαριότητα τοϋ μυημένου πού κρατά τή ζωή του άμόλευτη ή Ιδια μιλά γιά τούς 'καθαρμούς' πού σιγουρεύουν τήν όσιότητα - κ'ένα στοιχείο τών καθαρμών αύτών είναι καί τό Λουτρό, πού μαρτυριέται συνδεμένο μέ διονυσιακά δργια τών γυναικών τής Τανάγρας ( = 3^) Μιά δοκιμασία Σιωπής φαίνεται νά μαρτυρά ή παροιμία 'Βάκχης τρόπον' πού λέγεται έπί τών άεΐ στεγανών καί σιωπηλών, παρ'δσον al Βάκχαι σιωπώσι. Μιά κατηγορία τοϋ τουσκουλανικοϋ θιάσου, Σιγηταί, ( = gi), μπορεί ν'άνακρατεϊ τή θύμηση τοϋ άρχαιοθιασικοϋ τούτου στοιχείου. 'Ακολούθα ή 'Αναχώρηση' τοϋ Μαιναδικοϋ θιάσου, πού τήν εικόνα της άνακρατοϋν μνημεία καί πληροφορίες. Είναι πρώτα οί άγγειογραφίες τοϋ Μαιναδικοϋ Χοροϋ, πού μιά κατηγορία τους παρουσιάζει ίεροπομπική, μέ τά διονυσιακά έμβλήματα, πορεία τής θιασικής όμάδας ( = 14) Ιστορώντας, άπό τήν άλλη, τήν πορεία τών Θυιάδων τής 'Αττικής γιά τά παρνασσιακά 'δργια' ( = 53). ό Παυσανίας πληροφορεί πώς στήνουν χορούς σέ λογίς μεριές πού διαβαίνουν. Καθώς τά πρότυπα τών άττικών άγγειογραφιών τοϋ Μαιναδικοϋ Χοροϋ είναι οί χοροί τών Θυιάδων τής 'Αττικής, εικάζουμε πώς στήν "Αναχώρηση' τοϋ Μαιναδικοϋ Θιάσου έχουμε ίεροπομπική πορεία πού συναλλάζεται μέ χορούς κάθε τόσο. Μιά ζωντανότερη εικόνα της άναδίνει ή 'πάροδος' τών Βακχών πού πολλά στοιχεία της παρουσιάζουν ίεροτυπικό χαραχτήρα. Στήν άρχή της, πού είκονίζει τό ίεροπομπικό μέρος, άκούγεται κ'ή φωνή

41 πού άλαργεύει τούς διαβατικούς και προστάζει τήν (εροτυπική 'εύφημίαν': τ/ς δδω, τις όδώ; τις; μελάοροις έκτοπος ίστω,στόμα τ'εϋφημον δπας έξοσιουσθω. Ή 'Αναχώρηση παίρνει τόν τύπο τής όρειβασίας. Τόπος τών μαιναδικών 'όργίων' είναι, σταθερά, τά βουνά κ'ή πράξη ή ή θύμηση τών όργίων αύτών στοιχειώνει τόν Ταύγετο, τόν Κιθαιρώνα, τόν Παρνασσό, τό Λαφύστιον, τόν Κισσό, τό Πάγγαιο, τόν Αίμο. Τά ποιητικά έπίθετα τού Διονύσου όρειμανής, δρειοξ, δρέσκειος, ούρεσιφοίτης κ'ίσως κ'ένα λατρειακό, Άκρωρείτης, κατεβαίνουν άπό τήν 'όρειβασία' τού θιάσου. Ή λατρειακή'όρειβασία' είναι γενικότερη πράξη κι όρίζεται άπό λογΐς στοιχεία: είναι ή μακρινή παράδοση τής άρχικής βουνοζωής, οί σχετισμοί τού βουνού μέ τή Μεγάλη θεά (Όρεία) καί τόν άρσενικό πάρεδρό της, ή πληρότητα τού μυητικού "Αποκλεισμού' ( = άποχωρισμού άπό τήν κοινότητα) κ'ή όρειβατική δοκιμασία. Ή τέλεση τών μαιναδικών 'όργίων' ( = μυστικών ίεροπραξιών) γίνεται ώρα νυχτερινή, μέσα στό φώς τών λαμπάδων: λείψανο κ'έτούτο τών τελετών τής φυλετικής Μύησης πού τό δέος τού μυστηρίου τους βαθαίνει μέσα στούς φόβους τής νύχτας: σεμνότητ'ιχει σκότος. Ό Ζαγρεύς, πού ή λατρεία του είναι δμοια μέ τή μαιναδική, χαρακτηρίζεται νυκτιπόλος καί διονυσιακοί θιασώτες λέγουνται σ'ενα χωρίο τού 'Ηρακλείτου νυκτιπόλοι. "Ενα έπίθετο τού Διονύσου, πού εικάζεται άπό χωρίο τού Πλουτάρχου (Σνμπ. Προβλ. 6, 72) είναι Νυκτερινός, κ'ένας Διόνυσος Νυκτέλιος λατρεύεται στήν άκρόπολη τών Μεγάρων. Διονυσιακά Νυκτέλια άναφέρουνται μαζί μέ τά βοιωτικά "Αγριώνια': Άγριωνίοις και Νυκτελίοις, ών τά πολλά διά σκότους δράται. Οί λαμπάδες τών Μαινάδων στίς ληναΐκές Ιερουργίες ( = 55) κ'ή παρουσία τού Δαδούχου σέ μιά τους μέ λαμπάδα στό χέρι του, μαρτυρούνε τήν ώρα τής νύχτας. ΟΙ μυστηριακές τελετές τής Λέρνας κ'οί γιορτές τού Διονύσου Αίσυμνήτου στις Πάτρες καί τού Διονύσου Βακχείου καί Διονύσου Λυσίου στή Σικυώνα στέκουν στή νύχτα. Τό δεύτερο μέρος μιας γιορτής στή Μήθυμνα λέγεται παννυχίς (τις Ιερουργίες τις τελούν γυναίκες μοναχά καί τόν όργιαστικό χαραχτήρα της τόν μαρτυρά ή παρουσία τών θύρσων). Μέ τό ίδιο όνομα συναντιέται γιορτή στήν έφεσιακή λατρεία Διονύσου τού Φλέω. Διονυσιακή γιορτή τής Δήλου έχει τό όνομα Νυκτοφυλάξια, μιά τής Πελλήνης Λαμπτήρια καί γιά τήν, άγνωστη άλλιώς, σικελική πολιτεία 'Αρβήλη παραδίνεται μιά γιορτή 'Αγρυπνία. "Ετσι κ'οί λαμπάδες πού συνοδεύουν τά δργια (καί τις άπότοκες γιορτές) είναι σταθερό έμβλημα τού Μαιναδισμοϋ καί τού Διονύσου. Εδώθε καί τά λατρειακό έπίθετα τού θεού Λαμπτήρ στήν Πελλήνη καί Φαυστήριος άλλοϋ: δτι μετά λαμπάδων άγεται αύτω τά μυστήρια. Τό δνομα τού δελφικού μήνα Δαδοψορίου βγαίνει σίγουρα άπό τις λαμπάδες τών θυαδικών 'όργίων* ( = 53) Ή νυχτερινή ώρα σιγουρεύει, δσο κ'ή 'όρειβασία', τή μυστικότητα τών τελετών τού Θιάσου. Σταθερό στοιχείο τών τελετών τής Φυλετικής Μύησης, ή μυ

42 στικότητα τονώνεται, άπό τόν άνταγωνισμό τών φύλων, τόσο στούς άντρικούς 6σο καί στούς γυναικείους θιάσους. ΟΙ μύθοι τού Άκταίωνα καί τοϋ Πενθέα, πού σπαράζουνται κ'οΐ δυό, είκονογραφίζουν τήν τύχη έκεινοϋ πού πατεί τόν κανόνα. Άπό τή νυχτερινή πάλι ώρα τών μαιναδικών όργίων κι άπό τήν έπιμονή τής νυχτερινής ώρας στή διονυσιακή λατρεία, ξηγιούνται κ'οΐ σχετισμοί τών διονυσιακών παραστάσεων μέ τό μαϋρο χρώμα. Μάνα τοϋ έπώνυμου ήρωα τών Δελφών είναι ή Θυία, πού παρουσιάζεται νά καθιερώνει τά μαιναδικά όργια στούς Δελφούς, κ'είναι, έτσι, μυθική προβολή τών Θυιών ή Θυιάδων. Σ'άλλο δμως παρακλάδι μάνα τοϋ Δελφοϋ είναι μιά Μέλαινα ή Κελαινώ (ή Μελανθώ ή Μελαινίς), όνόματα πού σημαίνουν δλα τή 'Μαύρη'. Ή παραλληλία τών όνομάτων αύτών μέ τό 'Θυία* μαρτυρά μαιναδική τή 'Μέλαινα' μορφή, πού τ'δνομά της άνακρατεί τά σκοταδικά 'δργια' τών Θυιάδων. Άλλοϋ θά δούμε εναν 'Μελαναίγιδα' Διόνυσο κι άλλοϋ Ενα Διόνυσο 'Μελανθίδην'. Σέ μύθο πού σκεπάζει διονυσιακές Ιερουργίες ό Μέλανθος μονομαχεί μέ τόν Ξάνθον στόν τόπο Κ ε λ α ι ν α ί, πού θά πεϊ 'Μαϋρες'. Ό 'Ηρόδοτος βλέπει στόν Μελάμποδα διονυσιακό ήρωα και τό δνομα Ψολόεις, πού συνδέεται μέ τά Άγριώνια τοϋ βοιωτικού 'Ορχομενού, σημαίνει τούς 'άθαλωμένους'. Τά δυό τελευταία μαρτυροϋν πραγματική ίσως, σέ διονυσιακές Ιερουργίες, τοΰ μαύρου χρώματος χρήση. Άς σημειωθή ώστόσο πώς τό Μαΰρο Χρώμα σημαδεύει olκουμενικά, σά σύμβολο, τό Νέο Φεγγάρι, σταθερό στά θεσπιακά νομίσματα έμβλημα τής φεγγαρικής Αφροδίτης Μελαινίδος. Ή πράξη τοϋ Μαιναδικοΰ Θιάσου δέν φαίνεται όλότελα άσχέτιστη μέ κάποια σεληνιακή Μαγεία. Σέ συνδυασμό μέ τό φεγγαρικό φυσικό τοΰ θεοΰ ( = 3 1 ). ή ύπόθεση συνεξηγά τή χρήση τοΰ νυχτερινοΰ σκοταδιοϋ, τις λαμπάδες, καί τό μαϋρο χρώμα. 13 Βακχική Μανία Όλολυγή - Μουσική - Χορός ό φώνημα Ιώ, πού σάν δνομα τής Ίώς μδς άνεβάζει στή σφαίρα τής προδιονυσιακής 'μανίας', δέν είναι άμεταχείριστο στή διονυσιακή πράξη. Τό μαρτυροϋν ή καίρια χρήση του στις 'Βάκχες' (στί ), τό έπίθετο τοΰ Διονύσου Ίόβαχχος καί τά όνόματα τής διονυσιακής στήν Αττική γιορτής Ίοβάχχεια, ένός μήνα στήν Αστυπάλαια Ίοβάχχιος καί τοϋ νεοδιονυσιακοΰ θιάσου τών Ίοβάχχων. Πιό γνώριμα ίερουργικά φωνήματα τής διονυσιακής πράξης είναι τά ενοΐ, εναι, ενόν, μακρόσυρτες καί κυματιστές Ιαχές, (τό ρήμα ενάζειν), άπ'δπου καί τά έπίθετα τοϋ θεοΰ Εύας,

43 Εύαστής, Εϋιος και (άπό τό όμόλογο εύσογ) Εϋσιος. Συχνά, πάλι, στά διονυσιακά θέματα παρουσιάζουνται ή όλολνγή ή άλαλή ή άλαλαγή, (όλολνζειν, άλαλάζειν) ol έκστασιακές, στόν ένα ή στόν άλλο τύπο τους φωνές τών γυναικών τοϋ Αίγαιακοϋ κόσμου, 'vondenen früher die griechische Berge und Haine allgemein erklungen wären. Μιά τους, πολεμική, είναι καΐ τό έλελεν (πού ξεμένει στά "Ωσχοφόρια': 4 ) άπ'δπου τό έπίθετο τοϋ Διονύσου Έλελενς (παράβαλε καΐ τό έπίθετο Eleleides πού δίνει στις μαινάδες ό Όβίδιος) και Έλιγενς στή Σάμο (πού σχετίζεται, άν είναι σωστό, δπως καΐ τό έλελεν, μέ τό έλελίζω). Άπό τις έκστασιακές αύτές φωνές, ( = Ινγή = φωνή, κραυγή, βοή) βγαίνει κ'ενα άλλο έπίθετο τοϋ θεοϋ, τό Ίνγγίης. "Ενα άλλο του έπίθετο, Βρόμιος, βγαίνει άπό τό θόρυβο και τή χλαπαταγή τοϋ θιάσου: μέλπετε τόν Διόνυσον \ βαρνβρόμων νπό τύμπανων, ενια τον ενιον άγαλλόμεναι θεόν, I έν Φρνγίαισι βοαΐς ένοπαΐσι τε \ λωτός δταν ενκέλαδος \ Ιερός Ιερά παίγματα βρέμη... Ή Μουσική, τά Ιερά τραγούδια κι ό Χορός, έχουν και τά λατρειακά άντίστοιχά τους. 'Αξιομνημόνευτοι είναι έδώ οί σχετισμοΐ τοϋ Διονύσου μέ τις Μούσες ( = 77) "Οπως, πάλι, είναι ό μουσικός και τραγουδιστής, έτσι είναι κι ό χορευτής θεός, δρόμω και χοροϊσι πλανάτας έρεθίζων Ιαχαϊς τ'άναπάλλων, τρχχρερόν τε πλόκαμον είς αιθέρα ρίπτων. Έδώ ανακαλεί κανείς τά έπίθετά του Χορενς και Χορείος, ϋν και δείχνουν περισσότερο τό θεό τής Χορωδίας. Σ'άγγεΤο, ώστόσο, μέ παράσταση ληναϊκών Ιερουργιών συναντιέται, σάν δνομα μαινάδας, τό Χορεία καί στ'άργος δείχνανε τόν τάφο συνονόματης μαινάδας. Μόλις γεννήθηκε ό Διόνυσος χόρεψαν δλοι οί θεοί (πάντες δ'ά[θά]νατοι [χ]όρευσαν\ κι δταν χορεύει ό θεός άλάκερος ό κόσμος χορεύει μαζί του. Ό ίδιος, τέλος, είναι ό μαινόμενος θεός τό κύριο έπίθετό του, πού τοϋ γίνεται κι δνομα, Βάκχος, καί τά παράλληλα, Βάκχιος ή Βάκχειος, Βακχενς καί Βακχέβακχος, σημαίνουν τόν θεό στήν κατάσταση τής μανίας πού καλλιεργεί ή λατρεία του καί τή δηλώνει τό ρήμα βακχεύειν. Οί προοιμιακές έγκράτειες, οί καθαρμοί κ'ή Σιωπή ( = 12), τά βουνοτρεχάματα τά νυχτερινά, οί λαμπάδες, ή αίσθηση τής παρουσίας τοϋ θεοϋ, έτοιμάζουνε τά ξεσπάσματα τής παράκρουσης, πού τά φέρνουν οί ίερουργικές κραυγές, ό χορός, ή μουσική καί τό κρασί καί πού συναρπαστικά τά ξετυλίγει ή διονυσιακή είκονογραφία. Ό κλονισμός άρχίζει μέ τή μουσική πού ξεσπά ξαφνικά μέσα στή σιγή τοϋ βουνοϋ καί τής νύχτας. Τά τουμπανάρια, τά χάλκινα κύμβαλα, οί αύλοί, σηκώνουν όλοένα καί πιό όργιαστική τή δαιμονική μουσική, δπου σμίγουν τά 'κρόταλα', τά χεροχτυπήματα κ'οί κραυγές οί μακρόσυρτες τών Μαινάδων. Ξέφρενος τότες τις συνεπαίρνει ό χορός, μέ πηδήματα καί τινάγματα τών χεριών μανικά, μέ στριψίματα τοϋ κορμιοϋ, μ'άναρίξιμο καταπίσω τών κεφαλιών, μέ φοβερές κραυγές καί στεναγμούς: b δ' έρίγδονποι στοναχαί μανίαι τ'άλαλαΐ τ'όρίνεται ριψανχενι συν κλόνω. Μέ τά δρομοκοπήματα καί τούς χορούς τών -42-

44 θιάσων τους, ή βακχική μανία κυριεύει καί τά βουνά καί τ'άγρίμια: πάν δέ συνεβάκχευδρος και θήρες, ούδεν δ'ήν άκίνητον δρόμω. Μέσα στήν Εκσταση λύνεται ή τάξη τοϋ κόσμου. Οί κόρες τοϋ Μινύα δέν ύπακοϋνε στό κάλεσμα τοϋ θεοϋ και νά, άνόρατα τύμπανα, κύμβαλα κι αύλοί τις τρομάζουνε, κισσοί καί κλήματα σκαρφαλώνουν στούς άργαλειούς, φίδια κουλουριάζουνται μές στά πανέρια τους, κρασί καί γάλα στάζουν άπό τή σκεπή τους. Στό καράβι τών Τυρρηνών πειρατών πού σκλαβώνουν τό Διόνυσο άρχιν& νά κελαρύζει εύωδάτο κρασί, κορφή τοϋ καταρτιού ξεπετιέται ένα δίκλωνο κλήμα φορτωμένο σταφύλια βαριά, γύρω άπό τό κατάρτι άνεβαίνει κισσός, λουλούδια στεφανώνουν τούς σκαρμούς, λιοντάρι βρουχιέται στήν άκρη τοϋ καραβιοϋ, στή μέση του όρθώνεται άρκούδα. Σ'άλλη Ιστόρηση, ό θεός γυρίζει σέ φίδια τό κατάρτι καί τά κουπιά, καί μέ κισσό γιομίζει καί μέ λαλήματα αύλών τό καράβι. Τόν Διόνυσο στις 'Βάκχες', πού στέκει μπροστά του μ'άνθρώπινη είδή, τόν βλέπει ό Πενθέας σάν ταϋρο. Νϋν δ'όράς â χρή σ'όράν... Ό θεομάχος βασιλιάς θωρά δυό γήλιους νά ζυγιάζουνται στόν ούρανό καί δυό Θήβες νά στέκουν μπροστά του. Μεθυσμένος ό βακχευτής, μεθυσμένος ό θεός, μεθυσμένος ό κόσμος τους, ένας κόσμος θαυμάτων. Τό χώμα άναδίνει γιά τις Μαινάδες γάλα καί κρασί* μέλι καί γάλα κυλούν τά ποτάμια γι'αύτές μέ τά χτυπήματα τοϋ θύρσου τους ξεπηδοϋν άπό τή γή πηγές νεροϋ και κρασιού* οί θύρσοι τους σταλοβολοϋνε κι αύτοί τ'όλόγλυκο μέλι. Κρατούν λυκόπουλα κι άλλα άγριμόπουλα καί τά βυζαίνουν στούς κόρφους τους - στούς ώμους τους άπιθώνουνε πράματα καί τρέχουν δίχως νά τούς πέφτουνε* στά κεφάλια τους άνεμίζουν, χωρίς νά τις καίνε, γλώσσες φωτιάς τ'άρματα τών άντρών δέν τις λαβώνουνε - καί φονικοί στά χέρια τους γίνουνται οί θύρσοι. Ή δύναμή τους είναι τρομαχτική καταξεσχίζουν ταύρους μέ τά χέρια τους καί παρουσιάζουνται νά ξεριζώνουν όλόκληρα δέντρα. Εύδαιμονική κατάσταση γιά τούς λάτρες τοϋ θεοϋ, ή Μανία του είναι καί τό φοβερό του δπλο. Οί άνυπάκουοι στό κάλεσμά του ή άντίμαχοι τοϋ θεοϋ, συνεπαίρνουνται ή ξολοθρεύουνται φρενοκρουσμένοι. Ή μανία του είναι συχνά έπιδημική, σάν αύτή πού συνεπαίρνει τις γυναίκες τής 'Αργολικής ( = 3^) ή σ'άλλα παραδείγματα ( = 5 2 ). γυναίκες τής Λακωνίας καί τής Χίου. Όπως μέ τή Σεμέλη πού σάν είχε στά σπλάχνα της τόν Διόνυσο, πλημμύριζε δλη άπό τό πνεϋμα τοϋ θεοϋ κι δσες γυναίκες τής άγγίζαν τό κορμί θεοκρουγόντανε κι αύτές: τό ίδιο γίνεται καί μέ τούς λάτρες καί τούς άντίμαχους τοϋ θεοϋ, π'δλα στοιχειώνουνται τριγύρω τους μεμιάς, γιομίζοντας άπό τή θεϊκή του παρουσία

45 14 Ό Μαιναδικός Χορός Σημαντική συμβολή στή μελέτη τοΰ Μαιναδισμοϋ στάθηκε ή έργασία τής Lawler, γιά τόν Μαιναδικό Χορό (βλ. Βιβλιογραφ(α). Ή μελέτη της βασίζεται σέ 161 άγγεία (καί κάποια χαράγματα) άπό τούς Περσικούς Πολέμους Ισαμε τό θάνατο τοΰ "Αλεξάνδρου. Τά άγγετα πού μεταχειρίστηκε είναι μοναχά έρυθρόμορφα και κατά προτίμηση αττικά μέ τή συναγόμενη ύπόθεση πώς τά στορίσματά τους έχουν πρότυπα χορούς τών ά τ- τικών Θυιάδων ( = 53)» μ'δλο πού τό ποσό τής πραγματικότητας μετριάζεται άπό τις καλλιτεχνικές συμβάσεις. Τά πρότυπα είναι, φυσικά, πολύ μακριά άπό τήν άρχαιομαιναδική πράξη ό μαιναδικός χορός είναι ό τυποποιημένος πιά τοΰ ήμερωμένου μαιναδισμοΰ, τοΰ άρμονισμένου μέ τήν εύκοσμία τής πόλης πολλά του ώστόσο, χάρη στή συντηρητικότητα τής (εροτυπικής λειτουργίας του, άνακρατοΰν άρχαΐκά στοιχεία του και μδς δίνουν, έτσι, μιά κάποιαν, όσο κι ώχρή, εικόνα καί τοΰ άρχαίου. Μαζί μ'άλλες σειρές (μαλώματα μέ Σατύρους, σπαραγμός τοΰ Πενθέα) δέν χρησιμοποιήθηκαν, σάν πολύ άπλές γιά περιγραφή, πλήθος παραστάσεις ίεροπομπικών όμάδων, πού μαρτυροϋν ώστόσο πώς μιά φάση τοϋ μαιναδικοΰ χοροϋ είταν πομπική πορεία τών πιστών μέ τά έμβλήματα τοϋ Διονύσου στά χέρια. Τά χρησιμοποιημένα μνημεία παρουσιάζουν 357 φιγοϋρές Μαινάδων πού χορεύουνε καί μποροϋν νά καταταχτούν σέ τέσσαρους τύπους. Ό Πρώτος είναι ό Συμβατικός μέτίς μαινάδες δπως περιγράφουνται άπό τά φιλολογικά μνημεία καί δοσμένες σ'ιερουργικό χορό (315 φιγοϋρες). Ό δεύτερος είναι ό Διακοσμητικός, δπου οί μαινάδες παρασταίνουνται νά χορεύουν σέ θεατές, μέ τή συνοδεία μουσικοΰ καί μ'άβρά τά πατήματα ή σέ σκηνές μέ χαραχτηριστικά πού δέν είναι άποκλειστικά τοϋ θιάσου (36 φιγοϋρες). Ό τρίτος είναι ό Εξαιρετικός, δπου οί χορεΰτρες παρουσιάζουν κάποια Ιδιοτυπία στό ντύσιμο, στά έμβλήματα ή στό παράστημα (6 φιγοϋρες). Τέταρτος μιά σειρά είδικοί τύποι άνάμεσα τοϋ πρώτου καί τοϋ δεύτερου: Ή μαινάδα μέ τό χέρι ή τά χέρια τά σκεπασμένα μέ πολύπτυχο χιτώνα (35 φορές στόν Συμβατικό, καμμιά στόν Διακοσμητικό, καί πάντα περίπου σ'άγγεΐα τοϋ 'Ελεύθερου Ρυθμοϋ, πχρ., δίνοντας τήν έντύπωση πώς ό χαραχτήρας εύνοήθηκε αύτή τήν περίοδο γιά νά χαθεί ύστερότερα) ή μαινάδα μέ τήν κάποια γυμνότητα (τοΰ ποδιοΰ, τοΰ μαστοϋ ή τοΰ κόρφου) κ'ή βαριοντυμένη μαινάδα. Ή ήλικία τών μαινάδων στούς δυό πρώτους τύπους είναι τών μεστωμένων καί τών νεαρών γυναικών, πού συμφωνά μέ τις φιλολογικές μαρτυρίες ( = 23). Τό ντύσιμο τους, στούς Ιδιους τύπους, είναι τό καθημερινό ντύσιμο: μακρύς χιτώνας -44-

46 πού γίνεται πολύδιπλος μέ τό πλάτος του ή μέ τις δίπλες άλλου ρούχου πού τό ρίχνουν άποπάνω. Τά πιό συχνά προσθέματα είναι ή νεβρίς ( =15), τό στεφάνι, τό δίχτυ τών μαλλιών, λογίς τύποι κεκρυφάλου, καί ξεχωριστά ή ταινία (μίτρα) κι ό διονυσιακός πίλος. Σχετικά μέ τό βαθμό τής παρα φοράς συναντιούνται ήρεμες φιγούρες, συγκρατημένες, ζωηρές, έκστασιακές καί, σχετικά μέ τήν δλη σκηνή, οί μεγάλες, χωρίς άντρες χορευτές, όμάδες γυναικών τραβούν νά πάρουν έκστασιακό χαραχτήρα. Τό βασικό βήμα τού μαιναδικοϋ χορού είναι όρμητικό περπάτημα καί τ'άκόλουθο Ινα τρέξιμο, πού δείχνουν πώς ό χορός άρχίζει μέ γοργό περπάτημα καί τραβά σέ τρεχαλητό, δσο ή ζωηράδα του άξαίνει. Ή κατεύθυνση είναι, κανονικά, καταμπρός άραιά, καταπίσω- καί συχνά, στόν Διακοσμητικό τύπο, στριφογυριστή έπιτόπου. "Αλλες ξεκάθαρες φιγούρες του είναι τό πήδημα τ'άψήλου τό πήδημα τού μάκρου* τό χοροπήδημα μέ σήκωμα καταπίσω τού ποδιού- καί τό τραπήδημα μέ τό πόδι καταμπρός σηκωμένο. "Ολα τούτα πάνε σέ πόδι γυμνό, κι ό μαιναδικός χορός, ίερουργικός καί παραστατικός, μπορεί νά χορεύονταν μέ τά πόδια γυμνά ή καί μ'άνάλαφρα σαντάλια. Οί μόνες ξεκάθαρες πόζες τού κορμού είναι τά λυγίσματα, μόνο πού, έξαιτίας τών καλλιτεχνικών συμβάσεων, δέν είναι εύκολο νά βρεθεί κατά ποιά μεριά πάνε. Ό γενικός τόνος στίς σκηνές τού Συμβατικού τύπου βεβαιώνει πώς ύπάρχει πολλή έλευθερία στό κούνημα τού κορμού, μέ συχνά τά τονισμένα λυγίσματά του: άλαφρά καταμπρός, βαθιά καταμπρός, πολύ στά πλάγια, λίγο καταπίσω, πολύ καταπίσω: καί κάποιες φορές στιβαρό στροβίλισμα μέ τεντωτά τά χέρια σ'όρθή μέ τά πόδια γωνία. Τά χέρια, πάλι, παρουσιάζουν έδώ τήν πιό μεγάλη έλευθερία. "Ενα μυτερό λύγισμα τού άγκώνα (πολλές φορές στό Συμβατικό κι άρκετές στόν Διακοσμητικό) μαρτυρά κάποιο γρήγορο, άπότομο, άποφασιστικό κίνημά τους. Κρατούν, κατά κανόνα έμβλήματα: τόν θύρσο ή τόν νάρθηκα, ζώα, άγγετα, λαμπάδες, κλαριά, καί στούς άκόλουθους προτιμημένους συνδυασμούς: θύρσο καί ζώο, μάλιστα τό φίδι θύρσο καί λαμπάδα* θύρσο κι άγγείο, 'κάνθαρον' ή 'οίνοχόην' θύρσο καί 'λίκνον' ( = 78)' θύρσο καί 'κέρας' - λαμπάδα καί 'οίνοχόην*. Ό θύρσος ή ό 'νάρθηξ' κρατιέται κάθετα, όριζόντια, διαγώνια μά ό θύρσος, τό πιό συχνά, άνάμελα, σάν κ'ή χορεύτρα νά'χει μισοχάσει τή συνείδησή της. Στίς έκστασιακές σκηνές ό θύρσος ή ό νάρθηκας άνεμίζουνται πάνου άπό τό κεφάλι καί σ'άλλες παρουσιάζουνται σάν δπλα ( = 20). Όμοια οί λαμπάδες, πού συναντιούνται στό Συμβατικό μονάχα τύπο, κρατιούνται κάθετα, όριζόντια, διαγώνια' καί κάποτε κραδαίνουνται κι αύτές σάν δπλα. Ζώα δπως ό 'νεβρός' ή τό πανθηράκι ( = 15) είν'άπιθωμένα πάνου σ'άνοιχτή παλάμη, ή ρίχνουνται στούς ώμους, πιασμένα άπό τό πόδι ή τά πόδια, ή κάποτε κρατιούνται άπό δυό χορεύτρες μαζί, πού τά τραβούν καθεμιά κατά τή μεριά της. Τά φίδια, τυλιγμένα στά χέρια, κρατιούνται -45-

47 ψηλά, καταμέτωπα ή σιμά στό κεφάλι. Άπό τ'άγγεία, ό κρατήρας κρατιέται σέ παλάμη άνοιχτή ή οίνοχόη γερτή, σά γιά νά χύσει κρασί* ό 'κάνθαρος', ή διονυσιακή κούπα, καταμπρός, πλάγια, ή πλάγια πίσω* τό Ιδιο και τό 'κέρας'. Τό 'λίκνον' κρατιέται σ'άνοιχτή παλάμη κι αύτό, καταμπρός, πλάγια, καταπίσω, ή ψηλά* τό μαχαίρι κάθετα πάντα. Τά κισσόκλαδα ή τά δαφνόκλαδα κρατιούνται κάθετα ή πρόσγερτα, μέ τό χέρι μαζεμένο, Ισο, ή κυρτό, συχνότερα μέ τ'άκροδάχτυλα μόνο. Τά σχήματα τού έλεύθερου χεριού, πού δέν είναι χειρονομίες μέ στενό τό νόημα, είναι: χαλάρωμα, άκούμπισμά του στό γοφό, έτοιμοκίνητο γιά γρήγορο κίνημα, σπρώξιμο (κάποιας άλλης μαινάδας). 'Εκφραστικά κινήματα καί στάσεις, στις φιγούρες τοϋ Συμβατικού, είναι: Αύτοπαράτημα, χάιδεμα (κάποιου ζώου), σέβασμα (στόν Διόνυσο φαίνεται ή στήν εικόνα του), καμάρωμα, τρόμαξη, χαρά, προσφορά, συμβολικό χύσιμο κρασιού, τρομοφόβισμα (τής στιγμής), άνακράξιμο (συχνά άπό πρόσωπο πού άρχηγεύει), σάστισμα, στάνεμα, καί μιά σειρά άξεκαθάριστα άλλα. Πολλά άπό τά κινήματα αύτά ξηγιοϋνται Ισως άπό τ'δτι ό μαιναδικός χορός γίνεται στό σκοτάδι άπό μεγάλες όμάδες μέ παράφορη κίνηση, σ'άτμόσφαιρα παρακρούσεων κι όραμάτων. Οί πόζες τοϋ κεφαλιού άνακυλοϋν τό ρίξιμο καί τό γύρισμά του. "Ενα πλήθος άπό τίς φιγούρες τού Συμβατικού τύπου, κινιούνται καταμπρός μέ τό κεφάλι γυρισμένο νά κοιτάξουνε πίσω τους (συμβατικό γιά τήν όρμητική κίνηση σημάδι). Πλήθος, πάλι, φιγούρες δείχνουν τό ρίξιμο τοϋ κεφαλιού καταμπρός, καταπίσω, ή πλάγια. Τό δυνατό καταπίσω ρίξιμο τοϋ κεφαλιού είναι συχνότερο άπό τό καταμπρός, άλαφρό ή δυνατό, ρίξιμό του. Τά μαλλιά είναι γραφικά χτενισμένα σέ πλήθος μορφές άπό τίς φιγοϋρες τοϋ Συμβατικού τύπου. Ή έξαψη τοϋ χοροϋ σημαδεύεται άπό πλήθος φιγοϋρες μέ λυτά τά μαλλιά τους. Ό χορός, Ετσι, φαίνεται ν'άρχινοϋσε μέ καλοφτιαγμένα τά μαλλιά καί καθώς δυνάμωνε σέ ρυθμό καί παραφορά, τά μαλλιά, άν δέν είταν στερεωμένα μέ κεφαλόδεση, γλυστρούσανε κι άφήνουνταν νά πηγαινόρχουνται στόν άέρα λυμένα. 15 Ή 'Ωμοφαγική Μετάληψη τοο Μαιναδικοϋ θιάσου Τό κεντρικό στοιχείο τής μύησης τοϋ Μαιναδικοϋ Θιάσου είναι ό 'διασπαραγμός' κ'ή 'ώμοφαγία' ένός ζώου. Μ'δλη τήν 'εύφημία' πού καλεί ό μυστικός χαραχτήρας τής Ιερουργίας αύτής καί μ'δλο τόν συγκρατημό τών 'Ελλήνων στήν περιγραφή μιάς πράξης άνυπόφορου πρωτογονισμοϋ, οί γενικές μαρτυρίες της άφθονοϋνε. Ό χορός τών Βακχών τραγουδά τήν ώμοφάγον χάριν πού κυνηγά στά βουνά, κι ό πρώτος 'Αγγελιοφόρος -46-

48 τους ίστορδ μιά φοβερή σκηνή 'διασπαραγμοϋ', μόνο πού ή ποιητική έλευθερία πολλαπλασιάζει τά θύματά της. Ό "Απολλώνιος ξέρει τις 'ώμοφάγες μαινάδες' (ώμοβόροι θνιάδες) ό Πλούταρχος μιλεί γιά διονυσιακές τελετές, όπου ώμοφαγίαι καί διασπασμοί κι ό Κλήμης πληροφορεί πώς τόν Διόνυσον μαινόλην όργιάζουσι Βάχχοι, ώ μ ο φ α γ lç τήν Ιερομανίαν άγοντες xal τελέσχονσι τάς χρεανομίας τών φόνων, όπου ό σχολιαστής του ξηγδ: ωμά γαρ εϊσθιον χρέα οί μνούμενοι Διονύσω. Τίς γενικές μαρτυρίες, πού μπορούν νά πολλαπλασιάζουνται, τις συμπληρώνουν οί πυκνές άγγειογραφικές και γλυπτικές παραστάσεις τοϋ 'διασπαραγμοϋ' καί πλήθος μαρτυρίες γιά τό σπάραγμα και τήν ώμοφαγία τοϋ ένός ή τοϋ άλλου θιασικοϋ ζώου. Ή μικρή λεοπάρδαλη, πού σ'άρχαιότερα χρόνια μπορούσε νά'ταν τό θύμα τοΰ μαιναδικοϋ 'διασπαραγμοϋ', παρουσιάζεται, σέ μνημεία τοϋ Ιδεατοϋ Μαιναδισμοϋ, στά χέρια τών Μαινάδων, και τό τομάρι της στούς ώμους ή ζωσμένο γύρω άπό τά στήθη τών Μαινάδων καί τοϋ Διονύσου. Ξεχωριστά προτιμημένο ζώο τό λαφόπουλο, ό νεβρός, εικονίζεται στά χέρια τών Μαινάδων καί τοϋ Διονύσου τό δέρμα του σκεπάζει τούς ώμους τους καί τούς ώμους τοϋ θεοϋ κ'ενα ρήμα νεβρίζειν σημαίνει τόσο τό σπάραγμα τοϋ νεβροϋ δσο καί τό φόρεμα τοϋ τομαριοϋ του. "Ενα λατρειακό έπίθετο τοϋ Διονύσου είναι, στή Λέσβο, τό Κεμήλιος, σίγουρα άπό τό χεμάς, καί τό λαφόδερμα στούς ώμους του γίνεται σύμβολο τοΰ άστρόσπαρτου ούρανοΰ, μιδς λογής άστρικός του χιτώνας ( = 29): δαίδαλε ψ έλάφοιο φέρων ώμοισι χαλύπτρην, αίθερίων, μιμηλόν έχων τύπον αΐόλων άστρων. Πολλές μαρτυρίες άναφέρουνται στό σπαραγμό καί στήν ώμοφαγία τοΰ ταύρου: ή πράξη βεβαιώνεται άπό τά δργια τοΰ Ζαγρέως ( = 5) κι άπό κάποιο (δχι δμως καί λατρειακό) έπίθετο τοϋ Διονύσου, Ταυροφάγος, πού τοΰ δίνεται άπό τον συμβαίνοντος ταΐς Βάχχαις διέσπων γαρ βονς xal ήσθιον ωμά χρέα. Λείψανο ταυροσπαρακτικών μαιναδικών όργίων λογιέται μιά διονυσιακή χειμωνιάτικη γιορτή τής άρκαδικής Κυναίθας, δπου άντρες άλειμμένοι μέ λίπος άρπάζουν ξαφνικά άπό κοπάδι βοδιών ένα ταϋρο "πού τούς βάζει στό νοϋ τους ό θεός" καί τόν κουβαλούν στό βωμό γιά θυσία. Άλλα προτιμημένα ζώα τής μαιναδικής ώμοφαγίας είναι ό τράγος, ή γίδα, καί τό κατσίκι. Ό Χορός τών 'Βακχών' δρομοκοπδ μέτόν άρσενικό ( = 3 1 ) κορυφαίο του στά βουνά άγρεύο>ν αίμα τραγοχτόνον, ώμοφάγον χάριν ίνα ρήμα αίγίζειν παραδίνεται μέ τή σημασία τοΰ 'διασπδν' τά ζώα αύτά' οί Μαινάδες κι ό Διόνυσος φοροϋνε τό δέρμα τους καί τά μνημεία δείχνουν τό κατσίκι στά χέρια τών Μαινάδων. Τά λατρειακά έπίθετα τοΰ Διονύσου, ΑΙγοβόλος στις Ποτνιές, τής Βοιωτίας καί Μελάναιγις στήν Αττική καί στήν 'Ερμιόνη, άναφέρουνται στή γίδα καί τόν τράγο. Τό τελευταίο, σημαίνοντας τόν ντυμένο τό μαϋρο δέρμα τών ζώων αύτών, άντιστοιχεϊ στήν έπιβληματική χρήση τής 'τραγής' (αϊ χόραι Διανύσω όργιάζονσαι τραγήν

49 περιήπτοντο) καί στό μύθο πώς ό Διόνυσος παρουσιάστηκε πότε στόν Μέλανθο ( = 36) καί πότε στίς κόρες τού Έλευθήρος ( = 55) ^ τέτοιο ντύμα. Μιά διονυσιακή Ιερουργία, (μπορεί καί γιορτή γιατί άναφέρεται γιορτή Άσχώλια) πού ξεπέφτει σέ παιγνίδι τών διονυσιακών πανηγυριών, είναι ό άσχωλιασμός, τό πήδημα ή τό στάσιμο, ή καί τά δυό, πάνω σέ φουσκωμένο τραγασκί άλειμμένο μέ λάδι. Είναι πολύ πιθανό πώς έχουμε έδώ άπομεινάρι ίερουργικοϋ χορού γύρω άπό τόν (άλλοτινά σπαραζόμενο κ'ύστερα) θυσιαζόμενο τράγο. Σέ περιλάλητο ποίημά του γιά τήν Ήριγόνη, κόρη τού Ίκαρίου (= 4 1 )» δ 'Ερατοσθένης δείχνει γιά άφετηρία μιάς τέτοιας Ιερουργίας τόν δήμο 'Ικαρία τής 'Αττικής (σημερινό 'Διόνυσο'): Ίχαριοϊ, τόθι πρώτον τράγον ώρχήσαντο. Ό αΐτιολογικός μύθος μιάς λατρείας τού Διονύσου στό "Αργός, περιγράφει πολεμιστές τής Τροίας νά βρίσκουν ένα διονυσιακό σπήλαιο, στήν Εύβοια (= 28) μέ ξόανο τού θεού κι άγριόγιδες μέσα του, πού τις τρώνε καί φορούν τά τομάρια τους, πιστεύεται πώς τήν ίδια λατρειακή πράξη καθρεφτίζει. "Ενας Διόνυσος Έρίφιος λατρεύεται στό Μεταπόντιο καί σέ θιάσους Όρφικοπυθαγορικών, έπίθετο πού έρχεται άπό τόν Τάραντα κ'έδώ άπό τή Λακωνία. Τούς ίδιους σχετισμούς εικάζεται πώς μαρτυρά καί τό έπίθετο ΕΙραφιώτης. "Υστερα άπό τή δεύτερη γέννησή του (= 27), σά δίνεται στήν Ίνώ καί στόν 'Αθάμαντα νά τόν άναθρέψουν, ό Διόνυσος γιά νά γλυτώσει άπό τήν Ήρα, μεταμορφώνεται άπό τόν Δία σέ κατσίκι. Σέ νόμισμα τής φρυγικής Λαοδίκειας, ένα κατσίκι δίπλα στόν Δία πού κρατεί τόν βρεφικό Διόνυσο είκονογραφίζει τό μύθο. Δυό μαινάδες, σέ μιάν άγγειογραφία, δείχνουν ένα λαγό στόν Διόνυσο - και δέν είναι διόλου παράξενο άν ό Λαγός, ένα άπό τά ζώα τού πανάρχαιου γυναικείου κυνηγιού, εΐτανε ζώο τής ώμοφαγίας. Ξέρουμε άπό λογίς τεκμήρια και συνειρμούς (συγκεκριμένα στό μελέτημα "Ερως) πώς είδικά τά ζώα αύτά στενοσχετίζουνται μέ τό Φεγγάρι. Στήν πράξη έτσι τής Μαιναδικής Ώμοφαγίας μπορεί νά'χουμε ένα άκόμη τεκμήριο τής τροπής τήςθιασικής Μετάληψης σέ μετάληψη άπό τήν ούσία τού φεγγαριού, τού άνανεούμενου άνανεωτή τής ζωής, έπόπτη τών μυητικών τελετουργιών, καί πρότυπου τής μυητικής παλιγγενεσίας (= 9) Πρόσθετη, τέλος, βεβαίωση τής ώμοφαγικής πράξης τού Μαιναδικού Θιάσου, φέρνουν τά λατρειακά έπίθετα τού Διονύσου Ώμηστής (λέγεται πώς ή λέξη άναγνωρίστηκε καί σέ πινακίδα τής Πύλου) καί Ώμάόιος, δπου ή πράξη τοϋ θιάσου καθρεφτίζεται σέ πράξη τού θεοϋ του. "Αναθυμάται κανείς τό πνεύμα τής 'Εταιρίας τών 'Σκυλοφάγων' άνάμεσα στούς Haida, πού 'ναι τό 'Σκυλοφάγο Πνεύμα' (= 4) "Η μεταληπτική τούτη Ιερουργία τελείται στόν κορυφωμό τής έκστασιακής παράκρουσης σάν, ώρα νυχτερινή μές στά βουνά, κάτου άπό τό φώς τών πεύκινων λαμπάδων πού κρατούν, συνεπαρμένες οί Μαινάδες άπό ξέφρενο χορό κι άπό τήν άγρια τών τυμπάνων μουσική καί τών αύλών, χυμοϋνε στά -48-

50 ζωντανά, τά σπαράζουν καί τά τρώνε. Τά θύματα, πού, στά μνημεία τού Ιδεατού Μαιναδισμού, τά πιάνουν στά δρομοκοπήματα τού θιάσου τους, στήν πράξη τ'άνεβάζουν στά βουνά, νά τά'χουν πρόχειρα πάνου στήν ώρα. "Ομοια παρουσιάζουνται οί Μαινάδες νά τά σπαράζουν μέ τά χέρια τους, στήν πράξη τους δμως τά μαχαίρια δέ λείπουν. "Ενα στοιχείο τής άνάλογης πράξης τών Άϊσαούα είναι τό ρίξιμο τού θύματος^στή μέση τού φρενιασμένου θιάσου (= 6). Είναι πολλή ή πιθανότητα πώς τό ίδιο κρατεί και στήν πράξη τού Μαιναδικού Θιάσου (= 8). Ή εικασία στέκει στό λατρειακό έπίθετο τού Διόνυσου ΑΙγοβόλος και στόν αινιγματικό λόγο μιάς μιλησιακής έπιγραφής, ώμοφάγιον έμβαλεΐν, πού δύσκολα σηκώνει άλλη έρμηνεία. Ή πολυγνώριμη τούτη έπιγραφή τού 3ου προχριστιανικού αιώνα παρουσιάζει τήν ώμοφαγία, άρκετά ήμερωμένη πιά, στήν πράξη τών νεότερων διονυσιακών θιάσων: δταν δέ ή Ιέρεια έπι[τελέσ]ηι τά Ιερά νπέρ τής πόλ[εω]ς [δργια], μή έξείναι ώμοφάγιον έμβαλεΐν μηδενΐ πρότερον [ή ή ιέ]ρεια υπέρ τής πόλεως έμβάλψ. Σ'δλη της τήν αγριότητα, ή παλαιολιθική αύτή Ιερουργία μαρτυριέται γιά τήν Κρήτη καί στόν 4 χριστιμνικό αιώνα (= 5) 16 Διονυσιακή Ανθρωποφαγία Στίς 'Βάκχες' οί Μαινάδες στορίζουνται ν'άρπάζουν παιδιά άπό τά χωριά κ'ή πράξη παρασταίνεται καί σ'άγγειογραφίες. Ποιητική εΐκόνα ή υπαινιγμός σ'ιερουργία; Τύπος τής άνθρωποφαγικής θιασικής μετάληψης ( = 7) είναι κ'ή βρεφοφαγία. "Ενα χωρίο τής 'Σοφίας Σολομώντος' (12, 3 κέ) φαίνεται νά τή μαρτυρά άνάμεσα στούς Χαναναίους. Πιό κοντινό παράδειγμα μας παραδίνεται άπό τήν Ελλάδα. Ακόμη καί στόν 4 προχριστιανικόν αιώνα, πάνου στό βουνό τής Αρκαδίας Λύκαιον κρατούσε τελετουργική άνθρωποφαγία. Στήν πανήγυρη τού Λυκαίου Διός θυσιαζόνταν ένα παιδί - τό κρέας ή τά σπλάχνα του ψήνουνταν μ'άλλα κρέατα μαζί (γνώριμος μετριασμός τής Ιερουργικής άνθρωποφαγίας) καί τά τρώγαν. Όποιος τύχαινε νά φάει άπό τό κρέας τού παιδιού, 'μεταμορφωνόντανε* σέ λύκο κ'εφευγε στήν έρημιά, γιά νά ξαναγίνει άνθρωπος άν μέσα στά έννιά χρόνια πού άκολουθούσανε δέ δοκίμαζε σά λύκος άνθρώπινο κρέας. Οί Ιερουργοί καί τά θύματα είναι άπό όρισμένο γένος, τοϋ Λυκάονα, πού τό δνομά του σχετίζεται μέ τό Λύκαιον καί τούς λύκους. 'Εδώ εικάζεται ή μυητική τελετή ένός γένους ή θιάσου 'Λύκων' ή 'Λυκανθρώπων' (τό τοτεμικό γένος μετασχηματίζεται σέ θίασο δταν έπιζεϊ), μέ βρεφοφαγική μετάληψη καί μέ "Αναχώρηση' (άποτράβηγμα στήν έρημιά) τών μυούμενων Λ -49-

51 'Λύκων*. Ή Ιερουργία καθρεφτίζεται στό μύθο τού γενάρχη Λυκάονα πού θυσίασε βρέφος στό βωμό τού ΛυκαΙου Διός καί μεταμορφώθηκε άπό τόν Δία σέ λύκο. Ή βρεφοφαγία τρέχει καί στό βάθος λογίς μαιναδικών μύθων. Ό μύθος γιά τήν άπαρχή τών Άγριωνίων τού βοιωτικού 'Ορχομενού Ιστορεί πώς οί τρείς θυγατέρες τού Μινύα, μή θέλοντας νά πάρουν μέρος στά διονυσιακά δργια τών άλλων γυναικών, κρουστήκαν άπό τό θεό μέ τή μανία του, λαχταρίσανε κρέας άνθρωπινό, σπαράξαν τό βρέφος τής μιδς τους, τόν "Ιππασο, καί τό φάγαν. Στό μύθο τών όμόλογων Άγρανίων τού "Αργούς οί γυναίκες τής χώρας κρουστήκαν κι αύτές άπό τό θεό, πού, τού άρνιόνταν τή λατρεία τους, καί, παίρνοντας τά βουνά, σπαράζαν τά βρέφη τους και τά τρώγαν. (Σημαντικοί, γιά τήν έπιμονή τής παράδοσης, είναι ετσι κ'οί κοντινοί στό Νόννο μύθοι τής Αύρας, άγαπημένης τού Διονύσου, πού σκοτώνει τό παιδί της καί τό τρώει, καί τών θυγατέρων τού ποταμού Λάμου πού, άναθρέφοντας τόν Διόνυσο, παραλίγο νά κομματιάσουν τό θείο βρέφος.) Στό βάθος τών μύθων αύτών βρίσκεται, σίγουρα, τό έθιμο νά σπαράζεται ένα όμοίωμα (= 37)» μά τό συνήθιο δέν θά κατακάθιζε στόν τύπο τής Βρεφοφαγίας, άν ή Βρεφοφαγία δέν βρισκόνταν καί στής μαιναδικής πράξης τό βάθος καί κάτου άπό τό σκληρό φώς τής Βρεφοφαγίας τού ΛυκαΙου, οί βρεφοφαγικοί μύθοι παύουνε νά'ναι μύθοι μονάχα. Ή παράδοση πώς οί 'πάνθηρες' τών 'Αϊσαούα (= 6) σπαράζουνε βρέφη τους, βεβαιώνεται άπό τά ξαναξεσπάσματα, άνάμεσά τους, τής πράξης. Στόν ίδιο κύκλο πέφτει ή Ιστορία τού 'Ακταίωνα, τού άγοριού άπό τήν Κόρινθο, πού οί Βακχιάδες, πολεμώντας νά τό πάρουν, τό σπαράζουν. Ή όμωνυμία τού θύματος μέ τόν Θηβαίο 'Ακταίωνα πού σπαράζεται σέ συγγενική λατρεία τής "Αρτεμης ( = 68) κ'ή πιθανή σχέση τών Βακχιαδών μέ τόν Διόνυσο, προδίνουν Ιερουργία παιδοσπαραγμού παραπλασμένη σ'έρωτική τραγωδία. Έρυθρόμορφο άττικό άγγεϊο τού 4ου αιώνα παρουσιάζει σκηνή διονυσιακής παιδοφαγίας. "Ενας γενειοφόρος μέ θρακικό ντύσιμο κρατεί στό ζερβί του γυμνό παιδικό κορμί καί μέ τό δεξί του φέρνει στό στόμα του ένα μέλος τού παιδιού ξεκορμισμένο. 'Από τή μιά του μεριά στέκει ό Διόνυσος, πού κάνει κίνημα άποστροφής κ'έμποδισμού, κι άπό τήν άλλη φεύγει άλλος άντρας, θρακικά ντυμένος κι αύτός, πού γυρίζει τό κεφάλι του καί κοιτά τρομαγμένος. Ή παρουσία τού Διονύσου μαρτυρά μυστηριακή τελετή (ό θεός παραστέκει στά δρώμενα τών μυστών), δπου ό σπαραγμός καί τό φάγωμα ένός παιδιού άνακρατιούνται σάν παράσταση μόνο. Ή άποδοκιμασία πού δείχνει τό κίνημα τού θεού μηνά τούς προχωρημένους καιρούς, δπου τό 'δρώμενον' δύσκολα ύποφέρεται καί σάν παράσταση άκόμη. Έχουμε, Ετσι, άπό πολλές μεριές μαρτυρημένη τήν τροπή ή έναλλαγή τής μαιναδικής ώμοφαγίας σέ βρεφοφαγία. 'Εδώθε ίσως ξηγιέται κ'ενα Σχόλιο στόν Κλήμεντα πού βλέπει στό σπάραγμα καί στήν ώμοφαγία τού ζώου μιάν άναπα- -50-

52 ράσταση "τοϋ σπαραγμού τοϋ Διονύσου άπό τις Μαινάδες": ώμά εϊσθιον χρέα οί μυούμενοι Διονύσω, δείγμα τούτο τελούμενοι τοϋ σπαραγμού δν ύπέστη Διόνυσος πρός τών μαινάδο/ν. "Οπως σπαράζεται καί τρώγεται στή ζωομορφική του παράσταση, έτσι σπαράζεται καί τρώγεται ό θεός στή βρεφομορφίκή παράστασή του. Συμφυρμός τών δυό πράξεων μαρτυριέται στήν Τενεδική λατρεία ένός Διονύσου "Ανθρωποσπαραχτή' (' Ανθρωποόραίστον). Έδώ περιποιούνταν μιά γκαστρωμένη γελάδα καί, άμα γεννούσε, τήν είχανε σά λεχώνα. Τό 'πλάσμα* θέλει νά πεϊ πώς τό μοσχάρι πού γέννησε είναι ένα άνθρώπινο βρέφος. Τό νιογέννητο, άληθινά, τό όμοιώνουνε μέ τόν Διόνυσο, φορώντας του τά γυναικεία ποδέματα τοϋ θεοϋ, τούς 'κοθόρνους', ύστερα τό θυσιάζουνε, κ'έκεϊνος πού τό χτύπησε μέ τό τσεκούρι κυνηγιέται μέ πετροβόλι Ισαμε τή θάλασσα (γνώριμη πράξη άποτροπής καί καθαρμού γιά τό φόνο). Ό σπαραγμός περνά στόν τύπο τής θυσίας κ'ή θυσία μπαίνει σ'ένα σύστημα άποτρεπτικών Ιερουργιών πού τό κλασσικό τους παράδειγμα τό δίνουν τά 'Βουφόνια' τής 'Αθήνας. Καθώς, έτσι, τό διπλό τσεκούρι τής θυσίας εικονίζεται στά τενεδικά νομίσματα καί γυρίζει σέ παροιμία, Τενέδιος πέλεχνς, ίσως νά'ναι ό στόχος κ'έδώ, καθώς στά 'Βουφόνια', μιάς δίκης. Ή όμοίωση τού μοσχαριοϋ μέ τόν βρεφικό Διόνυσο είναι φανερή κ'ή θυσία του άντιστοιχεί σέ μιά βρεφοθυσία. Ή πράξη δέν φαίνεται, κι άλλιώς, άγνώριμη στήν Τένεδο, γιατί παραδίνεται πώς στήν τενεδική λατρεία τού Μελικέρτη-ΠαλαΙμονα (= ηο) θυσιάζανε βρέφη. 'Αξιοσημείωτο, τέλος, πώς ή Βρεφοφαγία περνά στήν πράξη ή τή διαβόηση χριστιανικών αίρέσεων' πώς ξαναπροβαίνει στή θιασική Σατανολατρεία τής παλιάς Εύρώπης καί πώς αίρέσεις άλλων θρησκειών τήν ξαναζωντανεύουν καί στίς μέρες μας άκόμη. 'Ισχυρή βεβαίωση τής Μαιναδικής Βρεφοφαγίας φέρνει ή ένδειξη μιάς γενικότερης διονυσιακής 'Ανθρωποφαγίας. Κρατώντας μπηγμένο στό θύρσο της τό κομμένο κεφάλι τού γιοϋ της Πενθέα, στίς 'Βάκχες' τού Εύριπίδη, ή "Αγαύη καλεί τις μαινάδες τού Χορού νά πάρουνε μαζί της μέρος στό φάγωμά του. Μιά άνεξάρτητη, πάλι, έκδοχή ξέρει πώς ό Πενθέας μεταμορφώθηκε σέ ταύρο άπό τόν Διόνυσο και σπαράχτηκε άπό τις Μαινάδες μεταμορφωμένες σέ πανθέρες. Σ'έρυθρόμορφη κύλικα, πού άπομέσα είκονίζεται ή Περσεφόνη μέ τόν ταυρόμορφο Ζαγρέα στά γόνατα (ή ή Πασιφάη μέ τόν Μινώταυρο) έχουμε είκονισμούς μαιναδικής άνθρωποφαγίας. Στή μιά, έκστασιασμένη μαινάδα άνάμεσα σέ δυό Σατύρους κρατεί μέ τό δεξί τό θύρσο της καί μέ τό ζερβί της σηκώνει καί σά νά φέρνει στό στόμα της ένα κομμένο άνθρώπινο ποδάρι' στήν άλλη, μιά μαινάδα, κ'έδώ σηκώνει μέ τό ζερβί καί σά νά φέρνει στό στόμα της ένα άνθρώπινο χέρι. (Καί στίς δυό παραστάσεις οί Σάτυροι κάνουν κίνημα άποστροφής κ'έμποδισμοϋ μέ τό χέρι.) Είδαμε στήν Τένεδο τή λατρεία ένός Διονύσου Άνθρωπο$$αίστον: Τό έπίθετο μαρτυρά τό σπαραγμό, στή λατρεία του,

53 άνθρώπων. Στή Χίο, πάλι, μαρτυριέται ή λατρεία ένός "Ωμοφάγόυ' Ωμαδίον) Διονύσου πού στή χάρη του σπάραζαν, κατά τόν τενεδικό τρόπο, άνθρώπους: εθνον δε xal έν Χίω τω Ώμαδίψ Διονύσω άνθρωπον διασπώντες καί έν Τενέδω. «"Ετσι μπορούμε νά καταλάβουμε γιατί οί "Ελληνες, δταν άνακάλυψαν στίς έκβολές τοΰ Αείγηρος ένα κελτικό θεό λατρευόμενο άπό άγριες γυναίκες πού σπαράζαν άπό μιά τους κάθε χρόνο στή χάρη του, τόν ταυτίσαν μονομιάς μέ τό Διόνυσό τους.» ΟΙ διονυσιακές αύτές Ιερουργίες θ'άνεβαίνουν σέ στάδια τοΰ αϊγαιακοΰ κόσμου πού δέν παραλλάζαν άπό τά στάδια τών τελεστών τής άνθρωποφαγικής μετάληψης τών Ινδιάνων ή, κοντινότερα, τών Κελτών, δπου ή άνθρωποθυσία είταν γιά τούς Δρυΐδες εύλάβεια καί τό φάγωμα άπό τό κρέας τοΰ θύματος έξαιρετική ευλογία. Σ'βνα πολύ ύστερότερο διονυσιακό Επος (τά Βασσαριχά τοΰ Διονυσίου), ό Διόνυσος ύποχρεώνει τούς έχθρούς τους νά φάνε Ινα λείψανο περιντυμένο μέ λαφίσιο δέρμα. 'Αναξιόπιστη σέ πολλά ή ύστερο-ελληνική φιλολογία, προσέχεται σέ Ιερουργικές πτυχές πού τό ήθος άρχαιότερων αιώνων προτιμά νά τις σωπαίνει. Λείψανα τής άνθρωποσπαραχτικής ώμοφαγίας πρέπει νά βλέπουμε στις άνθρωποθυσίες στή λατρεία τοΰ Διονύσου. "Ενας θρύλος άρχαίων άνθρωποθυσιών στή λατρεία Διονύσου τοΰ Καλυδωνίου, πού μεταφέρεται στίς Πάτρες, παραδίνεται άπό τόν Παυσανία. 'Από τόν Ιδιον μαθαίνουμε πώς δελφικός χρησμός καθιερώνει τή θυσία, κάθε χρόνο, ένός όμορφου άγοριοΰ στή λατρεία ένός Διονύσου ΑΙγοβόλου στίς Ποτνιές τής Βοιωτίας (= 36). Στή Λέσβο λατρεύεται ένας Ώμοφάγος (Ήμηστής) Διόνυσος κι άκοΰμε πώς σφάζαν έδώ, σέ θυσίες τοΰ Διονύσου, άνθρώπους. Ό θρύλος ένός μυτιληναίου ιερέα τοΰ Διόνυσου, πού σφάζει κρυφά ένα ξένο του καί τιμωριέται μέ φόνους τών δικών του (ό γιός του, κάνοντας τόν ιερέα σέ τριετηρική διονυσιακή γιορτή, σκοτώνει τόν άλλο του γιό, ή γυναίκα του σκοτώνει τό γιό γιά τήν πράξη του, ό ιερέας σκοτώνει τή γυναίκα του, δσο πού θανατώνεται κι αύτός), πιστεύεται ν'άντιλαλοΰν τήν παράδοση τών θυσιαστικών γιά τόν Διόνυσο φόνων. Ό ήσκιος τοΰ "Ωμηστοΰ' Διονύσου άπλώνεται Ισαμε τήν κατάφωτη 'Αθήνα. Πριν άπό τήν ναυμαχία τής Σαλαμίνας ό Θεμιστοκλής θυσιάζει στόν "Ωμηστήν' Διόνυσο τρείς αιχμάλωτους Πέρσες. Π Ή Ζωομορφία τοΰ ΜαιναδικοΟ θιάσου καί τά Αίγαιακά Παράλληλά της Σταθερή πράξη τοΰ Μαιναδισμοϋ είναι τό φόρεμα τοΰ τομαριοΰ τοΰ ίεροΰ ζώου. Ή παρδαλέη, ή νεβρίς, ή τραγή, είναι σταθερά έμβλήματα τής μαιναδικής, καί τής διονυσιακής γενικά, λατρείας. Τά τομάρια

54 τοϋτα περιντύνουνε τό στήθος ή σκεπάζουν τούς ώμους τών Μαινάδων καί τού Διονύσου (= 15) "Οτι είναι λείψανα άτονισμένου ζωομορφισμοΰ, τό μαρτυρά ή πληροφορία πώς όρισμένες μαινάδες, οί Λαφύστιες (= 53)» φορούσανε κέρατα (ταύρου). 'Ανεβαίνουμε, έτσι, στήν τοτεμική παράδοση, δπου ό Ιερουργός ή 6 μύστης ταυτίζεται μέ τό ζώο τού γένους ή τό Ιερό ζώο τοϋ θιάσου του, μέ τό μασκάρεμα στό ζώο τοϋτο. Ό τοτεμικός ταυτισμός ξεπηδά κάποτε στή γνώριμη Ιδέα τής μεταμόρφωσης τοϋ προσώπου σέ ζώο. Κατά μιάν έκδοχή τοϋ Πενθεϊκοϋ μύθου, ό Διόνυσος μεταμόρφωσε τόν Πενθέα σέ ταύρο καί τίς Μαινάδες σέ πανθέρες γιά νά τόν σπαράξουν (= 14). Ό Ιδιος ταυτισμός νογιέται καί στήν πράξη τών Μαινάδων νά βυζαίνουν άγριμόπουλα στόν κόρφο τους (= 14) καί στό στίξιμο τής εικόνας τοϋ Ιερού ζώου ή φυτοϋ, πού'ναι ένας άπό τούς τύπους τών τοτεμικών έμβλημάτων (= g6). Μιά άπό τίς Μαινάδες πού σπαράζουν τόν 'Ορφέα είκονίζεται σ'άγγειογραφία μ'ένα 'νεβρόν' στορισμένο στό μπράτσο της καί τό στίξιμο τού κισσόφυλλου ξεμένει στήν ύστερότερη διονυσιακή λατρεία. Ή ζωομορφία τοϋ Μαιναδικοϋ Θιάσου είναι μέρος μιδς γενικότερης πράξης πού είκονίζεται στά μνημεία τοϋ αίγαιακοϋ κόσμου καί πού λείψανά της, βγαλμένα άπό θιασικά δρώμενα, άνακρατιοϋνται στήν Ιστορική 'Ελλάδα. Οί λατρειακοί χορευτές, πομπευτές, λειτουργοί τών κρητομυκηναΐκών παραστάσεων ζωομορφίζουνται σέ Λιοντάρια, Ταύρους, 'Ελάφια, Άλογα, Τράγους, Γαδάρους, Χοίρους, Κάπρους, Πουλιά, καί σ'άνάκατα πλάσματα μέ χαραχτηριστικά περισσότερων ζώων. Οί τεχνίτες τονίζουν τό μασκάρεμα, ξεχωρίζοντας τά ζωομορφικά 'περιθέματα' άπό τ'άσκέπαστα άνθρώπινα μέλη. Μιά σύνθετη άπό τήν Κύπρο παράσταση παρουσιάζει Ιερουργίες μέ τούς τελεστές τους ταυρομορφισμένους. "Εχουμε δμοιώματα ζωομορφικών προσωπείων άπό τούς ίδιους καιρούς, καί σέ σκαραβαίο άπό τήν Κύπρο παρασταίνεται Ιερέας πού κρατεί κερατοφόρο προσωπείο. Ή έκστασιακή κίνηση τών ζωομασκαρεμένων χορευτών, οί δραματικές τους κάποτε παραστάσεις κ'ή πομπική τάξη τους, μαρτυρούν θιασική πράξη. Μιά σειρά τέτοια μνημεία είναι καί τής Λυκόσουρας (= 64), πού μαρτυρούν συνέχιση τών ζωομορφικών λατρειών σέ πολύ ύστερότερα χρόνια. 'Ονομαστικά λείψανα τής ζωομορφικής αύτής παράδοσης είναι τά όνόματα τών ζώων πού παίρνουν οί λειτουργοί σ'όρισμένες άρχαιοπαράδοτες λατρείες. Οί Ιερουργίες πάνου στό άρκαδικό Λύκαιον (= ι6) μαρτυρούνε θιασική τροπή ένός γένους 'Λύκων'. Οί κόρες πού θητεύουν στή λατρεία τής Βραυρωνίας Αρτέμιδος λέγουνται άρκτοι, ό χορός κ'ή θητεία τους άρκτεία, καί τό κιτρινωπό φόρεμά τους ξηγιέται σάν άπομεινάρι άρκτομορφίας. Ό μυητικός χαραχτήρας τών δυό αύτών λατρειών μαρτυρά θιασικές Ιερουργίες. Οί έφηβοι πού οίνοχοοϋν στή γιορτή τοϋ ταυρικοϋ θεοϋ Ποσειδώνα στήν "Εφεσο λέγουνται ταΰροι, δνομα πού θυμίζει -53-

55 Ενα θίασο ταυρεινάδων ή τανρεαστών στήν Ιδια πολιτεία. Οί Σιληνοί ή Σάτυροι Εχουν άλογουρές δυό Σιληνοί σέ χαλκιδικά άγγεΐα έπιγράφουνται "Ιπ(π)ος καί Ίπ(π)αϊος καί μιά κατηγορία τών μελών τοϋ θιάσου τών "Ιοβάκχων' (= 79) λέγουνται Ίπποι (πρβ. 59) 'Ιέρειες τής Δήμητρας καί τής Κόρης στή Λακωνία άνακρατοϋν τό δνομα πώλοι. Οί τρεϊς Ιέρειες στή Δωδώνη λέγουνται 'άγριοπεριστέρες': πέλειαι ή πελειάδες. Ιέρειες καί μύστισσες τής Δήμητρας λέγουνται μέλισσαι, πού γενικεύεται σ'δλες τις ιέρειες παραπέρα. Ό πληθυντικός τών όνομάτων κ'οί συστοιχίες μέ τίς κατηγορίες τών ΜιθραΙκών θιάσων καί τών Άϊσαούα μαρτυρούνε τή θιασική καταγωγή τους. 'Ατόφια λείψανα τής θιασικής ζωομορφίας κρατούνε οί χοροί ζωομασκαρεμένων χορευτών στήν εικονογραφία καί στήν Κωμωδία. (Ζωομορφικούς Χορούς στήν τελευταία άνακαλοϋν τά Θηρία τοϋ Κράτητος οί Κένταυροι τοϋ 'Αριστοφάνη καί άλλων οί Αίγες τοϋ Εύπόλιδος οί "Ορνιθες τοϋ 'Αριστοφάνη, τοϋ Μάγνητος καί τού Κράτητος. οί Πελαργοί, οί Βάτραχοι καί Σφήκες τού 'Αριστοφάνη* οί Μνρμηκες τοϋ Κανθάρου καί τοϋ Πλάτωνος* κ'οί Ίχθνες τοϋ Άρχίππου.) 'Ακούμε τέλος καί γιά ζωομιμικούς χορούς, δπως ό 'Μορφασμός', παντοδαπών ζώων μίμησις, ό 'Λέων', φοβέρας όρχήσεως είδος, κι ό 'Σκώψ' (δνομα μιάς κουκουβάγιας), είδος όρχήσεως Ιχον τινά τον τραχήλου περιφοράν κατά τήν τοϋ δρνιθος μίμησιν, δς ΰπ'έκπλήξεως 7ΐρός τήν δρχησιν άλίσκεται. Τούς ζωομορφικούς καί ζωομιμικούς αύτούς χορούς τούς πολλαπλασιάζουν οί έρευνητικές εικασίες. 18 Άλλα Παράλληλα τής Μαιναδικής Πράξης Οτι ή εικόνα τής μαιναδικής μανίας στις 'Βάκχες' τοϋ Εύριπίδη δέν είναι πλάσμα τοϋ ποιητή, τό μαρτυρούνε, τά παράλληλά της. Τό ρίξιμο καταπίσω τοϋ κεφαλιού, (Στί. ISO, /5), τό τρέξιμο καί τό πέσιμο τοϋ έκστασιακοϋ χορευτή (135/6), τά πράματα πού δέν πέφτουνε μέ τήν κίνηση (755 κέ), καί δυό φυσιολογικά, ή άκαΐα κ'ή άπληγωσιά τών Εκστασιασμένων (οί Μαινάδες Εχουν φωτιά στό κεφάλι τους [757/8] καί δέν πληγώνουνται άπό τά κοντάρια πού τούς ρίχνουνε [761]).συμπτώματα μιάς άναισθησίας πού φέρνει ή παράκρουση, ξανασυναντιούνται στούς Εκστασιασμούς τών καθυστερημένων λαών καί στά συμπτώματα τών ψυχοπαθημένων. Τά έπιμέρους δμως παράλληλα τά ξεπερνά μέ τή συνθετικότητά της ή έπίδοση τών Άϊσαούα (= 6) πού συνδυάζουν τήν έκστασιακή μέ τήν τοτεμική πράξη. Ό σπαραγμός, ή ώμοφαγία, τό ζωομασκάρεμα, ή ζωομίμηση καί τό φόρεμα τών τομαριών τών ζώων πού σπαρά

56 ζουνται, συναπαντιούνται άπαράλλαχτα στήν πράξη τών Άΐσαούα καί τών Μαινάδων. Σκοπός είναι ή ταύτιση μέ τό Ιερό ζώο, πού τήν ύπερετ& καί τό βύζαγμα τών ζώων. "Αλλο καιρό οί 'Λιόντισσες' τών Άΐσαούα, λέει ή παράδοση, βαστούσαν λιονταράκια στόν κόρφο τους και τά βυζαΐναν. Όμοια στίς 'Βάκχες' οί νιόγεννες Μαινάδες άγκάλαισι δορκάδ' ή σκύμνους λύκων εχουσαι λευκόν έδίδοσαν γάλα, κ'οί Βασσαρίδες (= 56). ϊ> ά τό Νόννο, σχνμνον όρεσαΰλοιο τεθνησαντο λεαίνης. Ό όργιαστικός χορός τών Άΐσαούα στό πανηγύρι τού Προσκυνήματος κ'ή άτμόσφαιρα τών θαυμάτων έκεΐ ξαναζωντανεύουν τούς χορούς τών Μαινάδων. Κανένας δέν μπορεί ν'άντισταθεί σ'έκεϊνο τόν τρομαχτικό χορό πού ρίχνει στόν πιό φοβερό ταραγμό* άκόμη καί πρόσωπα κρατημένα καί σοβαρά, δσο κι &ν κάμουνε ν'άντισταθούν, άφήνουνται στό τέλος νά συνεπαρθούνε. Ή γιορτή ξετυλίγεται μέσα σέ θαύματα, δμοια μ'έκεϊνα τών όργίων τού Μαιναδικού Θιάσου. Όταν ή παράτα τους μπαίνει στό Ιερό, νερό ξεπηδά ξαφνικά κοντά στόν τάφο τού ιδρυτή ή άπό τή ρίζα μιάς έλιάς πού φυτρώνει στό πλάτωμα ή άπό τά ριζώματα ένός γιγάντειου δέντρου. Ρίχνουνται καταγής οί προσκυνητές γιά νά πιούν άπό τ'δγιο νερό, τού πιό τυχερού τού φτάνει καί μόνο τά χείλη νά βρέξει. Τ'άνάβρυσμα τούτο προμηνά μιά πλούσια σοδειά' κάποτε πού'δαν αίμα άπό τή ρίζα τής έλιάς, άκολούθησε κακορίζικος χρόνος. "Εχουν άκόμα δεί ν'άναβλύζουν άπό τή γή μέλι καί γάλα. Άναθυμάται κανείς τό μέλι, τό γάλα καί τό νερό π'αναβλύζουν όλογυρίς τών Μαινάδων: ρεϊ δέ γάλακτι πέδον, ρεΐ δέ μελισσάν νέκταρι... Σύμβολα τών θεϊκών παραδείσων τ'άναβρύσματα τούτα μαρτυρούν τήν έκστασιακή ευδαιμονία. ΟΙ Άΐσαούα ξεσχίζουνε ζωντανά, καί βόδια μάλιστα, μέ τά νύχια τους, διαλαλώντας πώς είναι άπό τήν άγια τή δύναμη πού τούς πλημμυρά καί πού τούς δίνει τήν μπόρεση νά τά σπαράζουν κι άπ'άλάργου. Όμοια κ'οί Μαινάδες πάνου στήν έκσταση προικίζονται μέ θεόδοτη δύναμη νά σπαράζουν άκόμη καί ταύρους μέ τά χέρια τους (ούχ ύπό σθένους άλλ' ό θεός ευμάρεια» έπεδίδου χεροϊν), καί μέ τούς θύρσους νά νικούν άρματωμένους. Ή παράδοση κ'ή πράξη μαρτυρούν πώς οί 'Πάνθηρες' τών Άΐσαούα σπαράζαν καί τά παιδιά τους άκόμη καί στά σκοτάδια μιάς βαθειάς άρχαιότητας, είδαμε καί τις Μαινάδες νά σπαράζουν καί νά τρώνε τά μωρά τους. Άλλο παράλληλο δίνει μιά ταυροθυτική αίμοποσία στό Αλγέρι. Ό ταύρος δέχεται τό χτύπημα κ'ύστερα άπό κάμποσα μανιασμένα πηδήματα πέφτει σπαράζοντας παραπέρα' δσο κιόλας μακρύτερα σωριαστεί, τόσο καλλίτερη ή χρονιά τού τόπου. Μιά νέγρα χυμά καταπάνω του, άνοίγει μέ τά δυό της τήν πληγή, καί πίνει τό αίμα ζεστό, πού καταβάφει τά μάγουλά της. Ύστερα άπαρατιέται σ'έναν άγριο χορό, ένώ μιά άλλη βουτά τά χείλη της στήν πληγή, ώσπου νά πέσει σέ καταληψία. Ή μιά μετά τήν άλλη, δλες οί χορεύτρες -55-

57 βρίσκουνται πεσμένες πλάι-πλάι. ΟΙ πεσμένες Μαινάδες, ύστερα άπό τήν παραζάλη τών νυχτερινών όργίων τους, μος είναι γνώριμη εικόνα. 19 Μυητικός θάνατος καί "Αναβίωση Κεντρικά στοιχεία τών μυητικών τελετών είναι ό πλασματικός θάνατος κ'ή πλασματική άναβίωση τοϋ μύστη, πού πεθαίνει στήν παλιά του κατάσταση κι άνασταίνεται σέ μιάν άψηλότερη σφαίρα. Στή μαιναδική πράξη ό 'θάνατος' συγκεντρώνεται στό θύμα τού Διασπαραγμού, πού σκοτώνεται στή θέση τής μυούμενης, πού μέ τή σειρά της ξαναγεννιέται σέ νέα ζωή, άφομοιώνοντας τή μυστική (= φεγγαρική) του ούσία. Ή Ιδέα τούτη βεβαιώνεται άπό τό συγγενικό Τανροβόλιον (καί τό όμόλογο Κριοβόλιον), δπου ό μυούμενος, κατεβαίνοντας σ'ένα βαθούλωμα, περιλουζόνταν άπό τό αίμα τού ταύρου πού σφάζαν άποπάνω του καί ξανάβγαινε in aeternum renatus. Τή μυητική άναβίωση τή σημαδεύει τό νέο δ ν ο- μ α πού παίρνει ό μύστης. Μιά σειρά μαιναδικά παρανόματα (Χορεία, Βαυβώ, Κοσκώ, Εύία) άνήκουν ίσως στήν πράξη τούτη. Μέ τή νέα ζωή δέν είναι άσχέτιστη ή έπαφή μέ τά κλαδιά καί τά φύλλα. Τά σύμβολα τούτα τής άνανέωσης τής ζωής, τονώνουν τή νέα ζωή τών μυστών πού, μέ τή σειρά της, τονώνει κι αύτή τή ζωή τής άνανεούμενης φύσης. Οί Μαινάδες στίς 'Βάκχες'κοιμούνται πάνου σέ δρυόφυλλα καί σέ τούφες έλάτων. ΟΓΙδαΤοι Δάκτυλοι στήν 'Ολυμπία κοιμούνται, πλάι στόν "Αλφειό, πάνου σέ λιόφυλλα χλωρά πού μαζεύουν. ('Αναθυμάται κανείς τό φυλλόστρωμα τού μυστικού ύπνου τού "Οδυσσέα δίπλα σ'ένα ποτάμι.) Οί νέοι τής Σπάρτης, πού ή άγωγή τους είναι μιά μακρόχρονη μύηση, κοιμούνται πάνου σέ καλαμόφυλλα πού τά κόβουνε μέ τά χέρια. Τό στρώμα τής Πυθίας εΐταν δάφνινο μιά 'στιβάς' εΐταν τό κρεβάτι τών Μάγων. Οί Αίγύπτιοι Ιερείς κοιμούνταν πάνου σέ φοινικοκλάδια. Τό έθιμο έχει πλήθος παράλληλα στίς ταφικές τελετές, πού βεβαιώνουν τό μυητικό του χαραχτήρα. Στήν ίδια έτσι τάξη θά σύρουμε τό κάθισμα τών γυναικών στά Θεσμοφόρια πάνου σέ 'στιβάδες* λυγαριάς καί τό κάθισμα έπί στιβάδων κισσού τών γιορταστών τών Μεγάλων Διονυσίων. Στό νόμο τών Ίοβάκχων (= 8g) ή σύναξη τών θιασωτών λέγεται στιβάς καί στήν άλλη νεοθιασική λατρεία τού Διονύσου άναφέρεται κάποτε τό Στιβάδειον, τύπος Ιερού οίκου, πού τό δνομά του άνακρατεί τή θύμηση τών διονυσιακών 'στιβάδων*. 'Ανάλογη είναι ή σημασία τής σκιάδος, τής κλαδένιας σκηνής στή λακωνική γιορτή τών Καρνείων. Τό μέρος δπου στήνεται τό Ιερό τούτο πανηγύρι μέ τά χτυπητά στοιχεία τού 'Εποχικού

58 Δράματος, χωρίζεται σ'έννιά τόπους πού, καθώς 6χουν μιά λογής σκηνή, λέγουνται σκιάδες. Τό στοιχείο ξαναβρίσκεται καί σ'άλλες λακωνικές γιορτές, δπως τά Τιθηνίδια, καί τά Ύακίνθια, δπου συνδυάζεται μέ τις 'στιβάδες': πρώτον μέν σκηνάς ποιούνται παρά τόν θεόν, έν δε ταύταις στιβάδας έξ ΰλης, έπί δε τούτων δάπιδας ύποστροχννύουσιν, έφ αϊς τούς κατα κλιθέντας εύωχοΰσιν. Στήν 'Αλέα τής 'Αρκαδίας γινόντανε, χρονιά παρά χρονιά, μιά διονυσιακή γιορτή, πού ή 'τριετηρική' τέλεσή της κι ό ρόλος έδώ τών γυναικών, μαρτυρούνε λείψανο μαιναδικών όργίων. Τό δνομά της Σκιέρεια φαίνεται νά σχετίζεται μέ τή 'σκιάδα'. Ή 'Σκηνή' τοΰ άθηναΐκοΰ θεάτρου φαίνεται νά'ναι ή κόρη τής 'σκιάδος' αύτής, πού κατεβαίνει άπό τήν καλύβα τοΰ μυητικοΰ άποκλεισμοΰ, τήν καμωμένη άπό κλαδιά κι άπό φύλλα. Μιά 'γλώσσα' τοΰ "Ησυχίου ξέρει πώς σκιάς είναι ή άναδενδράς, μά καί το θολώδες σκιάδων έν φ ό Διόνυσος κάθηται, καί, σ'άγγειογραφίες, ή 'σκιάς' αύτή ακολουθεί τήν παράσταση τοΰ παιδικού Διονύσου. Στό διονυσιακό μέρος τής πομπής τοΰ Πτολεμαίου Φιλαδέλφου (= 63), στό δεκάπηχυ άγαλμα τοΰ Διονύσου περιέκειτο καί σκιάς έκ κισσού και άμπέλου καί τής λοιπής όπώρας κεκοσμημένη... Ή λατρεία ένός Διονύσου Σκιανθίου, ένός 'Απόλλωνος Σκιαστον, καί μιάς 'Αρτέμιδος Σκιάτιδος, φαίνεται νά κατεβαίνουν άπό τό άρχαΐο τούτο μυητικό στοιχείο. Μιά άλλη έπαφή μέ τή βλαστική ζωή, είναι τό μαστίγωμα μέ κλαδιά (= 20), πού παίρνει ώστόσο καί τόν τύπο τής μυητικής δοκιμασίας. 20 'Αποκάλυψη, Κατήχηση, Δοκιμασία, 'Αγώνες ΤΙς Ιερουργίες πού πλαισιώνουν τήν κεντρική μυητική πράξη, τήν Ώμοφαγία, δέν τίς γνωρίζουμε, κάποια άχνάρια ώστόσο δέ λείπουν. Ή άνακάλυψις, τό έπίσημο ξεφανέρωμα Ιερών άντικειμένων στόν νεοφώτιστο, σταθερό στοιχείο τών Μυητικών Τελετών, είναι σίγουρο κ'έδώ στοιχείο. Οί Μαινάδες φέρνουν στά 'δργιά' τους Ιερά άντικείμενα: Οί κυνηγημένες άπό τόν Λυκούργο μαινάδες ρίχνουν άπό τά χέρια τους τά θύσθλα, δπως κ'οί κυνηγημένες άπό τόν Βούτη τά Ιερά (= 36) στό θεοκρίτειο Άήναι' οί τρείς κορυφαίες μαινάδες τοΰ πενθεϊκοΰ μύθου άπιθώνουν τά έκ κίστης Ιερά πάνω στούς πρόχειρους βωμούς* 'Ιερά' άγγίζουν άφοΰ όρκιστοΰν καθαρότητα οί δεκατέσσαρες 'Γεραραί' πού παραστέκουν, στίς Ιερουργίες τών 'χοών', τή "βασίλισσα' (= 45)' Ιερά' τέλος μεταφέρει κ'ή μαινάδα Ιέρεια τής Μιλήτου ( = 52). Μιάν 'άποκάλυψη' (ερών άντικειμένων μαρτυροϋν κ'ή σταθερή παρουσία τής μυστικής κίστεως στά Διονυσιακά Μυ

59 στήρια καί τό ξεσκέπασμα τοϋ Φαλλού στά μυστήρια τών κατοπινών του θιάσων ( = 93). "Ενα άλλο βασικό στοιχείο τών Μυητικών Τελετών, ή 'Κατήχηση', έπισημάνθηκε στά νυχτερινά αινίγματα πού λένε καί λύνουν οί γυναίκες στά μαιναδικά Άγριώνια τής Χαιρώνειας, στοιχείο πού σωστά χναρολογιέται στή συγκρότηση τής τραγωδικής 'Στιχομυθίας' (Thomson). Ή πράξη συναντιέται σέ γιορτές τού Άδώνιδος πιθανά νά είκονίζεται στό δαχτυλίδι τών Μυκηνών πού ή παράστασή του χαραχτηρίζεται sacra conversazione- καί γιά τή μυητική χρήση τού αίνίγματος έπιφέρω τή νυχτερινή παρουσία του στή μύηση τών νέων άνάμεσα στούς Lovedu, φυλή Μπαντοϋ τής νότιας 'Αφρικής, καί μάλιστα σέ μυητικές τελετές γυναικών, πού γυρίζουν, δπως κ'οί μαιναδικές, σέ γονιμικές λατρείες (Krige). "Αλλο στοιχείο τών Μυητικών Τελετών είναι οί Δοκιμασίες. Στή Σχιέρεια, γιορτή μαιναδικοϋ χαραχτήρα τής άρκαδικής 'Αλέας, (= 19) μαστιγώνουνται οί γυναίκες. Τό Μαστίγωμα είναι γνώριμη μυητική δοκιμασία, άπ'δπου κατεβαίνει στίς έποχικές καί γονιμικές γιορτές, μέ διπλή λειτουργία: τονωτική καί γονιμική, καθώς φέρνει σ'έπαφή μέ τό κλαρί ή τό λουρί, δπου συγκεντρώνεται ή 'δύναμη' τού δέντρου ή τοϋ ζωντανοϋ, μά καί καθαρτική κι άποτρεπτική, σάν έξιλέωση καί διώξιμο τών κακών έπιρροών ή πνευμάτων. Τή μυητική ρίζα τής πράξης τή μαρτυρά γιά τήν 'Ελλάδα τό μυητικό μαστίγωμα τών έφήβων τής Σπάρτης μπροστά στό βωμό τής Όρθίας. Ή παρουσία του καί σέ μαιναδική γιορτή μαρτυρά τήν παρουσία του στή μαιναδική γενικότερα πράξη. Ή παράδοση άξιώνει πώς τό μαστίγωμα τών γυναικών στή 'Σκιέρεια' καθιερώθηκε άπό χρησμό τών Δελφών* ό Νόννος κρατεί τήν παράδοση πώς στούς προδιονυσιακούς Δελφούς οί γυναίκες μαστιγώνουνταν μέ κισσό: ταννπλέχτοιο δέ κισσον γυιοβόροις έλίκεσσιν έμαστίζοντο γυναίκες κ'οί θυιάδες έχουνε σημαντικό μέρος στή δελφική γιορτή 'Χάριλα', δπου χτυπιέται μιά κούκλα (= 4 1 ) "Ενα άλληλοδάρσιμο μέ τούς θύρσους φανερώνεται, άπό τις άγγειογραφίες, φιγούρα τοϋ Μαιναδικοϋ Χορού (= 14)' καί σέ πομπηιανή τοιχογραφία πού είκονίζει τό σπαραγμό τοϋ Πενθέα, οί Μαινάδες είναι άρματωμένες μέ βέργα. Οί κωμαστές, πάλι, τών διονυσιακών 'κώμων' χτυποϋν μέ τούς θύρσους τους ένας τόν άλλο* οί έν τοις βακχείοις ένθεαζόμενοι είναι ή λέγουνται, γιά τόν Ησύχιο, θνρσοπλήγες κι ό Διόνυσος μέ τόν Ξανθία, κατεβαίνοντας στόν Άδη, περνοϋν άπό'να μαστίγωμα πού, στήν οίκονομία τοϋ έργου, παίρνει τόν τύπο τοϋ άνακριτικοϋ βασανισμού τών δούλων. 'Εδώθε μπορούμε ίσως νά ξηγήσουμε τήν άντικατάσταση τοϋ φυσικού θύρσου (κλαριού) μέ τόν τεχνητό θύρσο (= καλάμι, 'νάρθηκα'). Αύτό ίσως νά μαντεύει ό Πλούταρχος γράφοντας πώς ό θεός τόν νάρθηκα τοις μεθυουσιν ένεχείρησε, κωφότατσν βέλος καί μαλακώτατον άμυντήριον, δπως έπεί τάχιστα παίονσιν ήκιστα βλάπτωσιν : δταν, μ'άλλα λόγια, ό ήμερωμός τού πρωτόγονου διονυσιασμού παραμερί- -58-

60 ζει καί τόν βάρβαρο κλαδοδαρμό, μέ τήν έπίδραση τής όμόλογης κυβελικής λατρείας τά κλαριά άντικατασταΐνουνται άπό τ'άλαφρά κι άνώδυνα καλάμια. Λείψανο θιασικών 'Αγώνων θά δοϋμε άλλού τό άγώνισμα τοϋ Δρόμου (= 54) Τέλος, άναθυμάται κανείς άπό τήν άφήγηση τοϋ πρώτου 'Αγγελιοφόρου τών 'Βακχών', τήν έπιδρομή τών Μαινάδων πού λεηλατούν τά χωριά, άρπάζοντας δ,τι βρεθεί, άκόμη καί παιδιά, άπό τά σπίτια. Στήν περίοδο τοϋ μυητικού τους 'άποκλεισμοϋ', οί μυούμενοι δέν μπαίνουνε στούς νόμους τής Κοινότητας, γιατί'ναι κ'έξω άπό τόν Κόσμο: pendant le noviciat, les jeunes gens peuvent voler et piller tout à leur aise, ou se nourrir et orner aux dépens de la communauté (Van Gennep). Στό διάστημα τής μυηκής άγωγής τους οί νέοι τής Σπάρτης δχι μονάχα συγχωριούνται μά κ'ύποχρεώνουνται νά κλέβουν. 'Από τή Φυλετική Μύηση τό έθιμο κατεβαίνει στίς Μυητικές Εταιρίες, πού μποροϋν νά ληστεύουν καθώς οί Μαινάδες. Τό μυητικό έθιμο άφήνει τό σημάδι του και στό δνομα τών Μαινάδων Γεγωνοκώμαι. "Εκείνες πού άναστατώνουν μέ τίς φωνές τους τά χωριά', δέν είναι βέβαια οί Μαινάδες πού 'όργιάζουνε' σ'άπάτητες βουνοκορφές, μά οί Μαινάδες πού χυμούνε στά χωριά καί τά ληστεύουν. Σημαντικό γιά τήν ίστορία τού Δράματος είναι πώς ή μυητική τούτη πράξη άντιπροσωπεύεται κι άπό θιάσους, δπως τών Areoi τής Πολυνησίας, πού μιά κύρια λειτουργία τους είναι νά γυρίζουν τή χώρα καί νά δίνουν θεατρικές παραστάσεις: «Οί Areoi έχουνε βρεϊ τό μήνα πού θρέφει τούς άλλους. "Οταν ξεχύνουνται, σά σύννεφο άκρίδες, σέ πλούσια περιοχή, στέλνουν τούς άκολούθους τους νά σαρώσουν τίς γυροτοπιές καί νά ληστέψουν τούς δύστυχους κατοίκους. Όταν ξεκινούν άποκεΐ, τά περιβόλια πού άφήσαν ξωπίσω τους συχνά παρουσιάζουν εικόνα έρήμωσης καί όλέθρου». Υποψιάζομαι πώς ή θιασική γραμμή τοϋ Δράματος άνακράτησε κάτι καί στήν 'Ελλάδα. Ένας άπό τούς 'χαραχτήρες' τού λακωνικού δράματος είναι ό Όπωροκλέπτης: παρά δέ Ααχεδαιμονίοις κωμικής παιδιάς ήν τις τρόπος παλαιός, ουκ άγαν σπουδαίος, δπου έμιμε'ιτο τις έν εύτελεΐ τή λέξει κλέπτοντας τινας όπώραν ή ξενικόν Ιατρόν... Ό 'ξενικός Ιατρός' είναι ό γνώριμος 'Γιατρός' τοϋ λαϊκού Δράματος, πού 'άνασταίνει' τόν σκοτωμένο πρωταγωνιστή, πού στό θάνατο καί στήν άνάστασή του κατασταλάζει ή κεντρική μυητική Ιερουργία' κ'έτσι δέν παραξενευόμαστε βρίσκοντας δίπλα του τόν χαραχτήρα πού κρατεί τή μυητική παράδοση τής κλεψιάς: τόν Όπωροκλέπτη. -59-

61 21 Μανία καί Μαντική Η 'Μανία* σχετίζεται μέ τή Μαντική, δπως, για μιαν άποψη, κ'ή έτυμολογική συγγένεια τό μαρτυράει. ΟΙ τύποι τού σχετισμοΰ μαντικής και μανίας, είναι δύο: δ έκστασιασμένος μεταφέρεται στόν κόσμο τών πνευμάτων και τών νεκρών ή μέ τό στόμα του μιλεί τό πνεύμα πού τόν κυριεύει. Τόν πρώτο τρόπο οί "Ελληνες τόν μαθαίνουν περαστικά' τόν δεύτερο τόν έχουνε κληρονομήσει άπό τούς ΑΙγαίους. Κορυφαία του παραδείγματα είναι ή Κασσάνδρα στήν ποίηση, ή Σίβυλλα στό θρύλο, ή Πυθία στήν πράξη. Ή βακχεία είναι κι αύτή μιά 'κατοχή' κ'έτσι έπιτήδεια στή μαντοσύνη. "Ή βακχική καί μανιακή κατάσταση έχει μέσα της" λέει ό Τειρεσίας στις 'Βάκχες', "καί πολλή μαντική γιατί δταν ό θεός πλημμυρίζει τά κορμιά, κάνει τούς κρουσμένους άπό τή μανία του νά προφητεύουνε τά παραπέρα." Τόν 'Ρήσο', πού τά λείψανά του τά φέρνουν οί "Αθηναίοι στήν 'Αμφίπολη, ό ποιητής τού όμώνυμου δράματος τόνε λέει προφήτην (διερμηνέα τών χρησμών) τού Βάκχου. Ό Βάκχος αύτός είναι ένας θρακικός θεός, πού ή έκστασιακή λατρεία του τόν ταυτίζει, γιά τούς "Ελληνες, μέ τόν Διόνυσο, ή Ενας Διόνυσος έκθρακισμένος. Τό μαντείο του βρισκόντανε στό ψηλότερο μέρος τής βουνοσειράς τού Παγγαίου. Ό 'Ηρόδοτος, πού τό γνώρισε, λέει πώς τό'χαν οί Σάτραι, πολεμική έθνότητα τής Θράκης, μά τούς χρησμούς τού μαντείου, πού τούς δίναν οί 'προφήτες' του Βησσοί, τούς ξεστόμιζε, δπως καί στούς Δελφούς, μιά γυναίκα. Οί Βησσοί 'προφήτες' τού μαντείου τού Παγγαίου μαρτυρούν πώς κ'ενα περιλάλητο ίερό τών Βησσών, έθνότητας τής Ροδόπης, είταν κ'έτούτο μαντείο. Μιά πληροφορία γιά τή θράκισσα γυναίκα τού Σπάρτακου, πώς ήξερε άπό μαντική, δντας κρουσμένη άπό τή μανία τών διονυσιακών όργιασμών, μαρτυρά πώς οί Μαινάδες τής Θράκης άξιώνανε τήν κατοχική μαντική, πού σ'έπίσημο Ιερατικό μαντείο τήν άντιπροσωπεύει ή 'Πυθία' τού Παγγαίου. Ένα άλλο μαντείο μαρτυρά κάποιο άδυτο τού Διονύσου άνάμεσα στήν άγνωστη άπ'άλλού έθνότητα τών 'Λι-,υρίων' στή Θράκη (apud Ligyreos in Thracia), δπου ό χρησμολόγος ξεστόμιζε τούς χρησμούς ύστερα άπό γερό κρασοπότι. Ό Διόνυσος παρουσιάζεται γενικά σάν ό 'μάντης τών Θρακών', καί μιά διονυσιακή μορφή, ό 'Ορφέας, είναι μάντης κ'έχει μαντεία. Ό Διόνυσος βρίσκεται στούς Δελφούς πρίν ό 'Απόλλωνας νά πάρει τόν τόπο καί τό μαντείο του ( = 77) γνώριμη είναι ή παράδοση πώς ό μαντικός τρίποδας, πρίν περάσει στήν κατοχή τού 'Απόλλωνα, είταν στά χέρια τού Διονύσου. Τό πιθανότερο είναι πώς ή δελφική μαντική βγαίνει, δπως κ'ή θρακική, άπό έκστασιακές λατρείες γυναικών πού συγγενεύουν ή ταυτίζουνται μέ τή διονυσιακή μανία. "Οτι -60-

62 πού νά'ναι, καί μ'δλο πού φαίνεται πώς, μπαίνοντας στή Ρώμη μέ τά Bacchanalia, ol βακχιασμοί σέρνουν καί κάποια μαντική, (viros velut mente capta cum jaetatione fanatica corporis vaticinari άπό τήν περιγραφή τοΰ Λίβιου: 89) στή θρησκεία τοΰ έλλαδικοΰ Διονύσου ή λειτουργία τούτη δέν έχει θέση. Μαντείο τοΰ Διονύσου άναφέρεται μοναχά στήν 'Αμφίκλεια κι άπό τά ρωμαϊκά μόνο χρόνια. Έδώ άναφέρουνται 'όργια' κι 'άδυτο' τοΰ θεοΰ, δπου χρησμοδοτεί ίερέάς κρουσμένος άπό τό θεό του. Ό Διόνυσος δμως είναι έδώ καί θεραπευτής καί θεραπεύει μέ τόν τρόπο τής έγκοίμησης καί τών όνείρων. Ή τέχνη ώστόσο τούτη δέν είναι τέχνη του καί φαίνεται έτσι πώς χωνεύει κάποια χθόνια λατρεία. Ό τρόπος πού θεραπεύει ό Διόνυσος είναι άλλος. 22 θεραπεία τής Μανίας καί Διόνυσος Λύσιος Οί λογΐς ύστερικές καί παρανοϊκές προσβολές πού σκεπάζουν, γιά τούς "Ελληνες, τό δνομα 'μανία', είναι άνωμαλίες ξεχωριστά όδυνηρές γιά τά χαμηλότερα στάδια, δπου κάθε άποκοπή ή άντίθεση τοΰ άτόμου μέ τήν όργανική ζωή τής κοινότητας, είναι κι άποφασιστική του καταδίκη. Ή πίστη, έτσι, πώς ό μαινόμενος κατέχεται άπό κάποιο πνεύμα ή θεό, μ'δλο πού τόν κατασταίνει πρόσωπο Ιερό, δέν παραμερίζει τήν άνάγκη και τό πρόβλημα τής θεραπείας. "Ενας άπό τούς τρόπους της είναι τών 'καθαρμών', πού κρατεί καί στίς άλλες άρρώστιες. Πολύ πιό άποτελεσματικός είναι ή συμφιλίωση τοΰ κατεχόμενου μέ τόν θεό πού τόν κατέχει: Όταν μέ μυητικές τελετές (πού'ναι καί τελετές καθαρμού), ό παθός γίνεται μέλος θιάσου πού καλλιεργεί τή μανία. Χαραχτηριστικό παράδειγμα οί θίασοι τών Κορυβαντιώντων, στή λατρεία τών Κορυβάντων, δαιμόνων τής μικρασιατικής Μεγάλης Θεάς, πού καλλιεργούν, άλλά καί θεραπεύουν τή 'μανία'. Στίς 'Σφήκες' τοΰ 'Αριστοφάνη, ό Βδελυκλέων, γιά νά γιατρέψει τόν πατέρα του άπό τήν τρέλα του νά δικάζει τόν ρίχνει στίς κορυβαντικές τελετές, δπου ό παθός κορυβαντίζει. Ένα σχόλιο ξηγά πώς έκανε ως μαινόμενος καί κατεχόμενος υπό τοϋ θείου, καί είδικότερα δτι τά τών Κορυβάντων έποίει αύτω μυστήρια έπί καθαρμΰττής μανίας. Τά 'μυστήρια' τοΰτα ξέρουμε πώς περιέχουν έκστασιακό χορό, ύπνωτιστικοΰ τύπου, τών θιασωτών καί τοΰ νεοφύτου μαζί, μέ χρήση τυμπάνων κι αύλών πώς και γυναίκες είναι μέλη τών θιάσων τους καί πώς Ινα στοιχείο τους είναι κ'ή θρόνωσις, ό ένθρονισμός τοΰ νεόφυτου, πού σημαίνει άποθέωση, ή, άλλιώς, πώς γίνεται ένας άπό τούς δαίμονες τοΰ θιάσου. Ό παθός έτσι άπό τή 'μανία', γίνεται μέλος τοΰ θιάσου τών δαιμόνων πού τή ρίχνουνε, κ'έτσι συμφιλιώνεται μαζί 61

63 τους. «Ή θεραπεία τούτη δέν γυρεύει τόσο την άπώθηση τών ψυχωτικών καταστάσεων, βσο τό μετασχηματισμό τους (μέ τόν περιορισμό τού καταπιεστικού παράγοντα) καί τό μεταχείρισμά τους γιά μιά νέα Ισορροπία τής προσωπικότητας, πού πετυχαίνει μιάς λογής συμβίωση μέ τό πνεύμα πού τήν παρακρούει καί πού γίνεται τό προστατευτικό της πιά πνεύμα.» "Ετσι νιώθει κανείς τή σημασία ένός σχολίου στόν Πίνδαρο πού λέει τόν Διόνυσο χαθαρτιχόν τής μανίας. Ή κορυβαντική μανία είναι άντίστοιχη μέ τή διονυσιακή, άπ'δπου κ'οί λογίς πλησιασμοί τού Διονύσου μέ τή Ρέα-Κυβέλη (= 7^) Ό μανιοδότης Διόνυσος είναι μαζί κι ό καοαρτής τής 'μανίας'. Οί κρουσμένοι άπό τίς ψυχοφρενικές ταραχές, λογιούνται κρουσμένοι άπό τό θεό, πού τούς καλεί στή θιασική του λατρεία. Μπαίνοντας στόν διονυσιακό θίασο, συμφιλιώνουνται μέ τό θεό πού τούς έκρουσε καί καλλιεργούν πιά τήν άρρώστια τους σάν προνομιακή έπικοινωνία μαζί τους. Καθαρίζουνται έτσι καί θεραπεύουνται, μέ τήν έννοια πώς ή κατάστασή τους δέν είναι πιά καταπιεστική, καί πώς τό μειονέκτημα πού τούς άπόκοβε άπό τή συγκρότηση τής κοινότητας, βρίσκει μέσα στό θίασο, πού ύπερετά μαγικούς καί θρησκευτικούς της σκοπούς, τήν ώφελιμότητα καί τή δικαίωσή του. "Ετσι ό βακχευτής Διόνυσος είναι καί Λνσιος καί Λυαΐος Διόνυσος καί συλλατρεύεται στίς δυό του όψεις. Στήν Κόρινθο λατρεύουνταν μαζί, σέ ξόανα, ό Διόνυσος Βάκχειος κι ό Διόνυσος Λνσιος. Μιά νύχτα τού χρόνου στή Σικυώνα μεταφέραν τελετικά τά αγάλματα τού Διονύσου Βακχείου καί Διονύσου Λυσίου. Σ'ίερό τού Διονύσου Λυσίου στή Θήβα (πού άνοίγει μιά τό χρόνο φορά), εΐταν δυό άγάλματα, τό ένα τού Διονύσου Λυσίου, καί μ" αύτόν θά σχετίζουνται οί Λύσιοι τελεταί, πού μιά πηγή τις άναγράφει στόν Διόνυσο καί στή Θήβα. Τό άλλο, οί Θηβαίοι λέγανε πώς παράσταινε τή Σεμέλη μά, έπειδή ή διπλή λατρεία τής Κορίνθου καί τής Σικυώνας έρχεται άπό τή Θήβα, είναι φανερό πώς έχουμε έδώ τό άγαλμα ένός (γυναικοντυμένου: 30) Διονύσου Βακχείου δίπλα στό άγαλμα τού Διονύσου Λυσίου. Τά έπίθετα έτσι 'Λύσιος' καί 'ΛυαΤος' δέν είναι άπό τίς λυσιμέριμνες Ικανότητες τού θεού τού Κρασιού, μ'άπό τή θιασική πράξη του πού, θεραπεύοντας τή 'μανία' μέ τήν καλλιέργειά της, τόν κάνει μανιολύτη θεό, ϊσα-ΐσα γιατί είναι θεός μανιοδότης. 'Εδώθε φαίνεται νά βγαίνει κ'ή γενικότερη θεραπευτική ίδιότητά του. Ένα έπίθετό του είναι Παιώνιος, κ'οί 'Αθηναίοι τιμούν έναν Διόνυσο Ίατρόν, λατρειακό έπίθετο πού ή παράδοση τό άνεβάζει σ'έντολή δελφικού χρησμού, μά πού φαίνεται νά κατεβαίνει άπό πλατύτερο κύκλο γιατί άκούμε πώς ό Διόνυσος λέγεται 'πανταχού' Ίατοός καί πώς μερικοί τόποι λατρεύουνε ένα Διόνυσον Ύγιάτην. 62 -

64 38 Τριπλότητα toc Αρχαίου ΜαιναδικοΟ θιάσου καί Τριετηρίδες Ε ν α χαραχτηριστικό τοϋ άρχαίου ΜαιναδικοΟ θιάσου φαίνεται νά'ταν ή τριπλότητά του. ΟΙ τρεις Μινυάδες πού σπαράζουν τόν "Ιππασο (= 3^) είναι μυθικές προβολές τριπλόΰ μαιναδικού θιάσου, δπως ή Ίνώ, ή Αγαύη κ'ή Αύτονόη στό μύθο πού πραγματεύουνται οί 'Βάκχες' τού Εύριπίδη. 'Ορώ δέ, Ιστορεί, κατεβαίνοντας άπό τό βουνό, στόν Πενθέα ό πρώτος 'Αγγελιοφόρος τού δράματος τούτου θιάσους τρεϊς γυναικείων χορών, \ών ήρχ'ένος μεν Αύτονόη, τοϋ δευτέρου \ μήτηρ 'Αγαύη ση, τρίτου δ'ινώ χορού και στό όμοιοθέματο θεοκρίτειο 'Λήναι' ή 'Βάκχαι', Ίνώ καύτονόα χά μαλοπάραυος Άγαύα \ τρεϊς θιάσως ές δρος τρεις άγαγον αύται έοϊσαι. Ή τριπλότητα αύτή τών θιάσων ξακολουθεΐ νά δίνει τόν τύπο της καί σέ θιάσους τών προχωρημένων αιώνων. Ή Μαγνησία τού Μαιάνδρου παίρνει κατά χρησμό τών Δελφών τρεϊς Θηβαίες μαινάδες 'άπό τό γένος τής 'Ινώς', πού δργανώνουν έκεί τρεις θιάσους (= 55) Τό σύστημα δέν φαίνεται νά'ναι άποκλειστικό τών διονυσιακών θιάσων. Οί τρείς Προιτίδες (= 36) είναι κι αύτές προβολές τριπλού θιάσου τοϋ μαιναδικού τύπου' ένώ δμως ή μιά παράδοση τις συνδέει μέ τόν Διόνυσο, μιά άλλη, πού δείχνει σ'άρχαιότερο στάδιο, τις συνδέει μέ τήν "Ηρα. 'Επίγραμμα τής 'Ανθολογίας (7, 189) σχετίζει τή Σαπφώ καί τό θίασό της μέ τό μεγάλο στή Μυτιλήνη πανηγύρι τής Ήρας. 'Ομόλογοι δμως μέ τόν σαπφικό θίασο, άρα προορισμένοι γιά τήν Ιδια λειτουργία, μαρτυριούνται στή Μυτιλήνη κι άλλοι δυό συγκαιρινοί του θίασοι, τής Γοργώς καί τής 'Ανδρομέδας. Στό πανηγύρι, πάλι, τής Ήρας στήνουνται τά Καλλιστεία, προοίμιο ένός 'Ιερού Γάμου τής θεάς, κ'ή θρησκευτική έτσι λειτουργία τών θιάσων αύτών είναι ή άνάδειξη στά 'Καλλιστεία' τούτα μιάς θεονύφης πού ένσαρκώνει τήν Ήρα. Μυθική προβολή τών 'Καλλιστείων' αύτών πού τελούνται καί σ'άλλες τοϋ Ιδιου χώρου περιοχές, είναι ή 'Κρίσις', πάνω στήν Τρωϊκή Ίδη, τόπο Ιεροϋ γάμου τής θεάς, τοϋ 'Πάριδος' πού καταλήγει στό γάμο τής βραβευμένης Ελένης - 'Αφροδίτης. Κ'οί διαγωνιζόμενες έδώ θεές είναι τρεϊς, προβολές καί πάλι τριών θιάσων. Σύστοιχο Ισως χαραχτηριστικό είναι πώς τά μαιναδικά δργια είναι τ ρ ι έ- τη ρ ικ ά, τελούνται παναπεϊ κάθε δεύτερο χρόνο. Είναι οί περιλάλητες Τριετηρίδες τής διονυσιακής λατρείας, άπ'δπου καί μιά σειρά τριετή ρικές διονυσιακές καί τό (νεοθιασικό Ισως) έπίθετο Τριετηρικό τού Διονύσου στή Μήλο. Ή 'τριετηρίς' είναι ένα άπό τά συστήματα πού άρμονίζουν μέ έμβόλιμους μήνες τήν ήλιοχρονιά μέ τήν παλιά φεγγαροχρονιά (παλαιότερη μαρτυρία στόν Ηρόδοτο 2,4: Έλληνες διά τρίτου Ιτεος έμβόλιμον -63-

65 έπεμβάλλουσι τών ώρέων εΐνεκεν), μά ό σύνδεσμός της μέ τή διονυσιακή θρησκεία, ή σχέση της μέ τόν κύκλο τής 'τετραχρονιάς' (τετραετηρις ή πενταετηρίς) καί τών δυό αύτών περιόδων μέ τήν 'όχταχρονιά' (όκταετηρίς ή ένναετηρίς), πού ή τελευταία φαίνεται νά κατεβαίνει άπό τούς μινωικούς καιρούς, είναι άπό τά πιό έναγώνια άρχαιολογικά προβλήματα καί μακριά άπό κάθε λύση τους άκόμη. Είναι ώστόσο μπορετό νά παρατηρηθεί, πώς κ'οί τρεϊς αύτοί κύκλοι, σάν περίοδοι ίεροπανηγυριών, συνεπαίρνουν χρονιάτικα, άλλοτινά, πανηγύρια. Οί 'ένναετηρικές', άληθινά, γιορτές ('Δαφνηφορία' τών Θηβών, 'Στεπτήριον', "Ηρωίς' καί 'Χάριλα' τών Δελφών) κ'οί 'πενταετήρικές' ('Ολυμπιακοί 'Αγώνες, όλυμπιακά 'Ηραία' καί Πυθικοί 'Αγώνες, πού παραδίνεται πώς άλλοτινά είταν ένναετηρικοί κι αύτοί) παρουσιάζουν έντονότατα (έξόν άπό τούς Πυθικούς 'Αγώνες) στοιχεία τοο χρονιάτικου 'Εποχικού Δράματος ( = 37) όρισμένα τής βασικής λειτουργίας του: τής χρονιάτικης άνανέωσης τής 'Εποχικής Βασιλείας. "Ανάλογα έτσι μπορούμε νά υποθέσουμε καί γιά τή μαιναδική μύηση, πώς είταν στήν άρχή τοΰ χρονιάτικου κύκλου. "Οταν μέ τή σταθεροποίηση τής Βασιλείας, ή λειτουργία τους άχρηστεύεται, τόσο οί γιορτές αύτές, δσο κ'ή μαιναδική μύηση, ξεκόβουνται άπό τό χρονιάτικο κύκλο τους γιά ν'άπλωθοΰνε, ή τελευταία μάλιστα κάτου άπό τήν πίεση τών πατριαρχικών συνθηκών, σέ πλατύτερους κύκλους. Μέ τήν άλλαγή τούτη μπορεί ίσως νά ξηγηθεί καί κάτι άπό τήν τριπλότητα τών μαιναδικών θιάσων. 'Ορισμένα χωρία πού ξεχωρίζουν άνάμεσα στίς Μαινάδες 'γυναίκες' καί 'παρθένους' παρακινούν στήν εικασία πώς ή τριπλότητα τών θιάσων δέν είναι ίσως άσχέτιστη μέ κάποια διαβάθμιση τής ήλικίας. "Ενα χωρίο τοΰ Διοδώρου μιλά γιά 'παρθένους' καί 'συστήματα γυναικών' σέ λείψανα μαιναδικών όργίων: διό καί παρά πολλαϊς τών έλληνίδων πόλεων ö ι à τριών έτώ ν βακχεία τε γυναικών άθροίζεσθαι και ταϊς παρθένοις νόμιμον είναι θυρσοφορείν και συνενθονσιάζειν εναζονσαις και τιμώσαις τον θεόν τάς δε γυναίκας κατά συστήματα θυσιάζειν τω θεώ και βακχεύειν καί καθόλου τήν παρουσίαν ύμνείν τον Διονύσου, μιμουμένας καί ίστορονμένας τό παλαιόν παρεδρεύειν τώ θεώ μαινάδας. Τούς τρείς θιάσους τών Θηβαίων μαινάδων στίς 'Βάκχες' τούς συγκροτούν νέαι, παλαιαί παρθένοι τ'έτ'άζνγες- στίς 'Φοίνισσες' τοΰ ίδιου λέγεται (στι. 649 κέ) πώς ό κισσός τύλιξε τό νεογέννητο Διόνυσο Βάκχιον χόρευμα Παρθένοισι θηβαιαισιν καί γυναιξί ν εύίοις κ'οί 'Διονυσιάδες' στή Σπάρτη, πού άγωνίζουνται σ'άγώνα 'Δρόμου' (= 54), ρητά χαραχτηρίζουνται άπό τόν Παυσανία παρθένοι. Ή συστοιχία τών 'παρθένων' Διονυσιάδων μέ τις 'παρθένους' πού άγωνίζουνται άγώνα 'Δρόμου' στά "Ηραία' τής'ολυμπίας γιά νά δώσουν, στήν άρχή, τή 'νύφη' τής χρονιάς (= 35) παρακινά στήν εικασία πώς τό μαιναδικό θίασο τών άρχαιότερων καιρών τόν άποτελούσαν παρθένες (= άνύ

66 παντρες) μονάχο. ΤΙς εικασίες αυτές τίς στηρίζει, σέ μεγάλο βαθμό, ή τροπή τής έκλογής τής 'νύφης* ή 'βασίλισσας' τού 'Εποχικού Δράματος (= 37) σ'άνεπίσημο πιά θιασικό δρώμενο, μιά καί τή χρονιάτικη λειτουργία της, σά θεονύφης, τήν έχει έπίσημα άναδεχτεϊ ή Βασίλισσα τής μόνιμης πιά ιερατικής Βασιλείας (= 45). "Ενα άκόμη χαραχτηριστικό τών μαιναδικών 'όργίων' είναι ή χειμωνιάτικη τέλεσή τους. "Ορισμένες διονυσιακές γιορτές, μ'έντονα τά σημάδια τής μαιναδικής καταγωγής, κρατούν καί σέ προχωρημένους πιά καιρούς, τή χειμωνιάτικη θέση. Πάνω στις εικασίες πού διατυπώσαμε, ό καιρός αύτός, πού κληρονομιέται κι άπό κατοπινά μαιναδικά δργια, καλονογιέται γιά ιερουργίες πού προετοιμάζαν τίς άνοιξιάτικες τού άκόλουθου χρόνου. * s

67

68 Κεφάλαιο Τρίτο Ο ΒΛΑΣΤΙΚΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΤΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΙΟ ΔΡΑΜΑ Διόνυσον άείσομεν ίεραΐς èv άμέραις δώδεκα μήνας απόντα πάρα δώρα, πάντα δ'άνθη

69

70 24 Ζευς Κρηταγενής Τ ό πρότυπο τοϋ βλαστικοϋ θεοϋ τοϋ ΑΙγαίου είναι ό κρητικός θεός πού ταυτίζεται μέ τόν έλληνικό Δία, παίρνοντάς του τά όνόματα Ζάν και Ζεύς, δίνοντάς του γιά μάνα τή Ρέα, καί προικίζοντάς τον μέ τό μύθο μιδς γέννησης καί μιάς μυητικής περιπέτειας (τής Κρονιακής Τεκνοφαγΐας). Ό Κρόνος καταπίνει τά παιδιά πού τοϋ γεννά ή γυναίκα του Ρέα - δταν έκείνη γεννά τόν Δία, τοϋ δίνει ένα λιθάρι νά καταπιεί καί τόν νιογέννητο Δία τόν παίρνει ή Γή καί τόν φέρνει στή Λύκτο, δπου τόν κρύβει στό βουνό ΑΙγαϊον. Ό κρητικός Δίας γεννιέται μέσα σ'ένα Σπήλαιο, καί γεννιέται κάθε χρονιά δπως μηνά λαμποκοπή φωτιάς άπό τό αίμα τής γέννας (= 28). Ή Ρέα, δπως κ'ή μάνα δλων τών Θείων Βρεφών, χάνεται άπό τή σκηνή, ύστερα άπό τή Γέννηση, καί τό νιογέννητο τό άναθρέφει μιά γίδα, ή Αμάλθεια, ή μιά χοίραινα, ή μιά 'Αμάλθεια 'νύμφη'. Μέ τήν πρωιμότητα τών Θείων Βρεφών ό Δίας μεγαλώνει σέ μιά χρονιά κ'είκόνες τοϋ έφηβικοϋ Δία παραδίνουν μαρτυρίες καί μνημεία: τό άγαλμα τοϋ Δικταίου Διός (κι όμόλογο άγαλμα στό Αίγιο) τόν παράσταινε παληκάρι άγένειαστο ό Ύμνος τών Κουρήτων τόνε λέει 'κοϋρον* (παληκάρι) καί τέτοιον τόν παρασταίνουν άργότερα νομίσματα τής Φαιστοϋ κι άλλων πολιτειών τοϋ Ιδιου τύπου. Στόν "Υμνο τών Κουρήτων είναι τό γονιμικό πνεύμα τού χρόνου, ό δαίμων ένιαυτός, καί στά νομίσματα, δπου παρουσιάζεται δεντρικός θεός, συνδέεται μέ μιά δενδρίτιδα 'νύμφην'. Τό δέντρο άκόμη, δπου κάθεται ό νεαρός θεός ή ή 'νύμφη' θυμίζει τό μύθο τής Γόρτυνας πώς ό Δίας έσμιξε μέ τήν Εύρώπη κάτου άπό'να πλάτανο πού φυλλοκρατοϋσε όλοχρονίς, καί τό πανύψηλο έλατο πάνω στήν Τρωική Ίδη δπου, σ'όμηρική παράσταση, σμίγει ό Δίας μέ τήν Ήρα. Τή θεογαμία αύτή τήν τελούσαν σ'ένα ποταμάκι κοντά στήν Κνωσό ίσαμε τά χρόνια τού Διοδώρου. Τό νά γεννιέται, τέλος, κάθε χρονιά, θά πεϊ πώς ό κρητικός Δίας πεθαίνει καί κάθε χρόνο. Τό θάνατό του, δπως καί τό θάνατο τών άλλων θνησκόντων θεών, τόν μαρτυρά ό τάφος του στήν Κρήτη πού άργότερα, δταν ό κρητικός αύτός θεός ταυτίζεται μέ τόν 'Ολύμπιο Δία, στοιχίζει στούς Κρητικούς τή διαβόησή τους γι* άξεπέραστη ψευδολογία. Γέννηση, έφήβωση, θεογαμία, θάνατος (ό γνώριμος κύκλος τής Ιστορίας τού θνήσκοντος θεού) είναι κ'ή Ιστορία τού κρητικοϋ τούτου Δία. "Ενα σταθερό στοιχείο τής

71 Ιστορίας καί τής λατρείας τοϋ θεοϋ τούτου σάν θείου Βρέφους, είναι ή συμπαράσταση του άπό τούς Κούρητες, όπλισμένους χορευτές πού χορεύουν γύρω του καί βροντοΰν τις άσπίδες τους γιά νά μήν άκούσει, κατά τόν αίτιολογικό μύθο, τά κλάματα τού Βρέφους ό Κρόνος. Οί 'Κούρητες' είναι οί 'Κούροι', οί μυημένοι νέοι πού μυούν τά παιδιά (= 34) στό λατρειακό μύθο θίασος Δαιμόνων πού παραστέκουν τήν θεϊκή προβολή τών μυούμενων παιδιών: Τό Θεϊο Βρέφος. Ή μυητική αύτή 'Εταιρία θά άναδείξει κάθε χρόνο μ'άγωνιστικές δοκιμασίες τών μυούμενων παιδιών τόν πρωτοκούρην ή μέγιστον κοϋρον, μιάς λογής χρονιάτικο βασιλιά πού ένσαρκώνει τό βλαστικό πνεύμα τού χρόνου ( = 35) Προβολή τού 'μεγίστου' τούτου 'κούρου' είναι ό έφηβικός θεός πού στόν "Υμνο τών Κουρήτων' (πού βρέθηκε σ'έπιγραφή στό ναό τού Δικταίου Διός στό Παλαίκαστρο τής άνατολικής Κρήτης) κράζεται κάθε χρόνο νά προβάλει έπικεφαλής τού θιάσου τών δαιμόνων Κουρήτων του καί νά βοηθήσει, μέ τό χοροπήδημά του, τήν προκοπή τών καρπών καί τών ζωντανών, τή δύναμη τών παληκαριών, καί τήν εύεργετική νομοτάξη. 25 Ζαγρεύς Η ίδια μορφή, μά μέ σκοτεινότερο χρώμα, άνασώζεται μέσα άπό τή μυστηριακή του ύπόσταση, τού Ζαγρέα, πού τή νυκτιπολική κι ώμοφαγική λατρεία του, τήν είδαμε κιόλας (= 5) "Ο μύθος του μάς παραδίνεται άπό πλήθος πηγές, πού κατεβαίνουν δλες τους άπό τήν 'Ορφική θεογονία. Ό Δίας κ'ή μάνα του Ρέα (πού άπό τόν καιρό πού τόν γέννησε είπώθηκε Δήμητρα) σμίγουνε μεταμορφωμένοι σέ φίδια. 'Εδώθε γεννιέται ή Περσεφόνη, κόρη μέ κέρατα, μέ δυό πρόσωπα καί μέ τέσσερα μάτια (φεγγαρικές παραστάσεις). Σμίγοντας κ'έτούτη μέ τόν φιδόμορφο Δία, γεννά ένα βρέφος μέ κέρατα, τόν Ζαγρέα. Ό Δίας θρονιάζει τό νήπιο βασιλιά τών θεών, δίνοντάς του τό σκήπτρο, τόν κεραυνό, τή βροχή του. Μέ τή βασιλεία τού Ζαγρέα άρχινά μιά νέα περίοδος τοϋ κόσμου. Φύλακες τοϋ παιδιού όρίζει ό ίδιος τόν 'Απόλλωνα καί τούς Κούρητες, μάή "Ηρα βάζει τούς Τιτάνες νά ξεγελάσουν μέ παιγνίδια τό παιδί (νά παρατήσει τόν κεραυνό του;) καί νά τό σκοτώσουν. Τά παιγνίδια είναι 'ρόμβος', σβούρα, κούκλες μέ τά μέλη κινητά, τόπι, καθρέφτης. Εϊταν ή ώρα πού κοιτιόνταν στόν καθρέφτη τό παιδί, πού οί Τιτάνες, έχοντας άλείψει μέ γύψο τά πρόσωπα, χυμήξανε πάνω του μέ μαχαίρια. Γιά νά ξεφύγει άλλάζει μορφές: γίνεται βρέφος, παληκάρι, έφηβος- Δίας, γέρο-κρόνος, φίδι μέ κέρατα, άλο

72 γο, τίγρις, ταορος τοϋ κάκου. Ή "Ηρα δίνει τό σύνθημα κ'οί Τιτάνες τό κομματιάζουν στήν ταυρίσια μορφή του. "Υστερα στήνουν λεβέτι σέ τρίποδα, βράζουν τά κομμάτια του, τά καρφώνουν σέ σουβλοπήρουνα, τά ψήνουνε, καί τά γεύουνται κιόλας. Ό Δίας νιώθει ή μαθαίνει τό κρίμα τους καί, χτυπώντας τους μέ τ'άστροπελέκι του, τούς κατακαίει ή τούς ταρταρώνει. "Η "Αθηνά γλυτώνει τήν καρδιά τού κομματιασμένου παιδιού κι ό Δίας τηνε βάζει σ'ένα γύψινο όμοίωμά του. Ή έκδοχή σίγουρα βγαίνει άπό τό κουτί'(κ«γγ»7ν) τών μυστηρίων του, πού θά'κλεινε μέσα τήν καρδιά του. Γιά μιάν άλλη, ή Ρέα (ή Δήμητρα) ξανασυναρμόζει τά κομμάτια τοϋ θεού, κι ό Ζαγρέας άνασταίνεται έτσι. Είναι ή γνήσια έκδοχή καθώς μαρτυρούν όμόλογοι μύθοι. ΓΓάλλες έκδοχές ό Δίας δίνει στόν 'Απόλλωνα μέσα στόν λέβητα τά κομμάτια τού Παιδιού κ'έκείνος τά θάβει, δίπλα στόν μαντικό τρίποδά του, στόν Παρνασσό, ή κάνει σκόνη τήν καρδιά τού σκοτωμένου θεού καί τή δίνει τής Σεμέλης νά τήν πιεί, πού ξανακαταπιάνει τόν Ζαγρέα καί τόν γεννά σά Διόνυσο τώρα. Τή μυητική σημασία τοϋ μύθου θά τή δούμε, πιό πέρα: 33 "Ας σημειώσουμε έδώ πώς, μυστηριακή μορφή τού Ίδαίου Διός, ό Ζαγρέας θά γενεί καί μυστηριακή μορφή τοϋ Διονύσου. Οί άρχαίες έτυμολογίες βλέπουν στ'δνομά του τόν 'Μεγάλο Κυνηγό' (ζάάγρεύς) κ'οί νεότερες δέν τίς ξεπεράσαν. (Μιά τέτοια πού άνατρέχει στό βουνό Ζάγρος, στηρίζεται στόν λαθεμένο ταυτισμό τού Διονύσου μέ τόν ίνδο-ίρανικό θεό Soma.) Ή άρχαία έρμηνεία, πού ή άδυναμία της είναι νά βλέπει έλληνικό τό δνομα ένός μινωικού θεού (εξόν δν είναι έλληνική μετάφραση μινωικού όνόματος), έχει δυό ούσιαστικά άντικρύσματα, τήν παράσταση τοϋ άνώνυμου προελληνικού κυνηγέτη θεού, πού καταχρηστικά λέγεται Πότνιος Θηρών, καί στόν κυνηγητικό χαραχτήρα τών ώμοφαγικών του οργίων. "Ας θυμίσουμε άκόμη έδώ τόν έντονο φεγγαρικό χαραχτήρα του Ζαγρέα καί πώς δλοι οί φεγγαρικοί θεοί είναι θεοί κυνηγέτες. 26 "Αρχαιότητα καί Καταγωγή τής Διονυσιακής θρησκείας Η γενική Ιδέα τής έλληνικής άρχαιότητας είναι πώς ή Διονυσιακή θρησκεία έρχεται, σέ σχετικά νεότερους καιρούς, άπό τή Θράκη γιά τόν "Ηρόδοτο έρχεται άπό τήν Αίγυπτο κ'είναι τά νεωστι είσηγμενα γιά τόν Εύριπίδη έρχεται άπό τή Μικρασία κ'είναι ό νεωστί δαίμων. Ό όρθολογισμός τών "Ελλήνων κ'ή σοβαρότητα τοϋ ήθους τους βλέπανε σ'όρισμένα στοιχεία τής Διονυσιακής Θρησκείας μιά βαρβαρικότητα, πού τίς

73 ρίζες της δέν θα τις θέλανε γιά δικές τους γιά τόν Πενθέα τοϋ 5ου ΑΙώνα θά'τανε ψόγος είς "Ελληνας μέγας. Οί νεότερες έτσι γνωριμίες τους μέ τούς όμόλογους θεούς τής Θράκης, τής Μικρασίας καί τής ΑΙγύπτου, μορφώνουν τήν καλόδεχτη Ιδέα τής νεότητας καί ξενικής του καταγωγής πού κ'οί νεότεροι μέ πάθος τις στηρίξαν. Είναι άλήθεια πώς στόν "Ομηρο δέ γίνεται παρά συγκρατημένος λόγος γιά τόν Διόνυσο καί πώς σέ μιά κατηγορία διονυσιακών μύθων φαίνεται νά καταγράφεται ή άντίδραση πού συνάντησε μπαίνοντας στήν 'Ελλάδα. Μά ή νεότητα τοϋ θεού καί τής θρησκείας του άλαφραίνει σέ σοβαρότητα, δταν τά νεωστί τού 'Ηροδότου καί τοϋ Εύριπίδη άνεβάζουνται άπό τούς Ιδιους στή σεβαστή άρχαιότητα μορφών σάν τού Κάδμου καί τοϋ Μελάμποδος ό λόγος έπειτα στόν "Ομηρο Ç/λ. 6, 130 κέ. 14,323 κ έ Πρβ. 22, 46ο.Ό($. 11, > 74 κέ.) μαρτυρά πώς στήν 'Εποποιία δέν είναι άγνώριμος ό Διόνυσος (κι ούτε κανείς στοχάστηκε ν'άρνηθεί τήν άρχαιότητα τής όμόλογης Δήμητρας, πού δέν γίνεται περισσότερος στόν "Ομηρο λόγος γι' αύτή) κι δσο γιά τούς μύθους τής 'άντιδιονυσιακής δράσης' (= 36) δείχτηκε πώς δέν είναι περιστατικά πού καθρεφτίζουνε μά έποχικοδραματικές Ιερουργίες. 'Απανωτά, άπό τήν άλλη όρόσημά, χαράζουνε τήν άρχαιότητα τοϋ Διονύσου. Ή λατρεία του στήν Τετράπολη τής "Αττικής φτάνει πιό πάνου άπό τό συνοικισμό τής χώρας. Διονυσιακές γιορτές, δπως τ"ανθεστήρια, (μπορεί καί τά Αήναια, δπως μαρτυρά τό δνομα τού Ίωνικοϋ μηνός Ληναιώνος), τις ξέρουν οί "Ιωνες πριν άπό τήν άποικιακή έξακτίνωσή τους. Ή άνάγνωση τέλος τής μυκηναϊκής γραφής, άνάδωσε άπό δυό πινακίδες τής Πύλου τή γενική (Aiwonusojo) τοϋ δνόματος τού Διονύσου. 'Εδώ βρισκόμαστε, μαζί μέ τόν Διόνυσο, στό χώρο τής αίγαιο-έλλαδικής θρησκείας. Είναι φανερό πώς ή Ιδέα τών άρχαίων γιά τή νεότητα τοϋ Διονύσου δέν σχετίζεται μέ τήν καταγωγή τής θρησκείας του, μά μέ τήν άναβίωσή της στούς άρχαϊκούς αίώνες (= 52). 'Αρχαίοι, πάλι, καί νεότεροι ύποστηρίξανε μέ πάθος τήν ξενική του καταγωγή άπό τή Θράκη, άπό τήν Αίγυπτο, άπό τή Μικρασία. Ή θρακική του ώστόσο καταγωγή (τόσο άδύναμη καί καθαυτή πού χρειάστηκε ν'άνανεώνεται κατά καιρούς δυναμωμένη πότε μ'άρχαιότατους έντοπισμούς θρακικών πληθυσμών στήν κεντρική 'Ελλάδα καί πότε μέ πρόσθετες καταγωγές) πολεμήθηκε άπό όρισμένους μελετητές άποφασιστικά, καί τό σημαντικώτερο δέν συνεξηγά, μαζί μέ τά πρωτογονικά στοιχεία τής λατρείας του, τή συνθετότητα τοϋ Διόνυσου, πού κορυφώνεται στήν ίδιότητά του σά 'θνήσκοντος' θεού τού Βασιλικού θείου Δράματος, καρπού τής θεϊκής βασιλείας πού δέν μπορούμε νά τή γυρεύουμε στή Θράκη. Ή Ιδέα πώς δ Διόνυσος δέν είναι άλλος άπό τόν "Οσιρι κ'έρχεται έτσι στήν 'Ελλάδα άπό τήν Αίγυπτο (πού ξεκινά άπό τόν 'Ηρόδοτο καί γύρισε περαστικά στό φώς), λύθηκε, σάν άβάσιμη, άπό μόνη της- κι δσο γιά τή μικρασιατική ή, τελευταία, τή θρακομικρασιατική του

74 καταγωγή, στηρίζουνται σ'έρμηνείες στοιχείων που σηκώνουν καί διαφορετικές έρμηνείες. Τ'άνέβασμα τοϋ όνόματος τοϋ Διονύσου άπό τίς πινακίδες τής Πύλου στή σφαίρα τής αίγαιο-ελλαδικής θρησκείας δείχνει τώρα για πατρίδα τοϋ θεοϋ τή χώρα πού πραγματικά δίνει θρησκείες στήν 'Ελλάδα: τήν Κρήτη. Ή Κρήτη, πάλι, είδαμε νά'χει ένα θεό, βλαστικό καί χρονιάτικο στή μιά λειτουργία του, τόν κρητικό Δία (= 24), ώμοφαγικό καί τριετηρικό στήν άλλη του, τόν Ζαγρέα (= 25). Ό πρώτος χωνεύτηκε στόν έλληνικό Δία, πού παράτησε τή βλαστική καί κράτησε μοναχά, σά θεός τού ούρανοϋ, τή βροχική λειτουργία. Άχνάρια τοϋ δεύτερου συναπαντιοϋνται καί στήν 'Ελλάδα, άτροφικά ώστόσο καί μυστηριακού χαραχτήρα, ώσπου οί 'Ορφικοί, παρακλάδι τού Διονυσιακού θιάσου, συγκεντρώνουνται γύρω άπό τή μορφή του. Τά δεδομένα μας, έτσι, μάς άναγκάζουν νά δεχτούμε πώς ό Διόνυσος συνεχίζει τόν άρχαιοκρητικό αύτό θεό καί στίς δυό λειτουργίες του, τήν όργιαστική καί τή βλαστική, σάν έλλαδική έπιβίωσή του. "Ετσι ξηγιούνται καλλίτερα ή λατρεία ένός 'κρητικού' (Κρησίου) Διονύσου στό "Αργός, οί στενοί σχετισμοί τού θεοϋ μέ τήν κρητική 'Αριάδνη, καί γιατί οί 'Ορφικοί, αίρετικοί τής διονυσιακής θρησκείας, συγκεντρώνουνται γύρω άπό τή μορφή τού Ζαγρέα, πού μπορεί νά λογιέται προγονική τού Διονύσου. Πλήθος άλλα στοιχεία τής Διονυσιακής θρησκείας μποροϋν νά ξηγηθούν άπό τίς προγονικές αύτές λατρείες τού δισυπόστατου κρητικού θεοϋ, πού κληρονομιοϋνται, δπως τόσα άλλα τής μινωικής θρησκείας, άπό τή μυκηναϊκή, κ'έκεϊθε άπό τήν έλληνική θρησκεία. 27 Ή Γέννηση τοϋ Διονύσου Σέ μιάν έκδοχή τοϋ ζαγρεϊκού μύθου πού άνακρατεΐ τή θύμηση τών άρχαίων συγγενειών, τήν καρδιά τού κομματιασμένου Ζαγρέα, πού τή γλυτώνει ή 'Αθηνά, ό Δίας τήνε κάνει σκόνη καί τή δίνει τής Σεμέλης νά τήν πιεί κ'έκείνη πίνοντάς την ξανακαταπιάνει τόν Ζαγρέα πού ξαναγεννιέται σά Διόνυσος τώρα (= 25). Κατά τόν 'κανονικό' μύθο τής γέννησης τοϋ θεοϋ, ό Διόνυσος είναι καρπός τών έρώτων τοϋ Δία μέ τή θυγατέρα τού Κάδμου Σεμέλη. "Οτι ή Σεμέλη είταν στήν άρχή της θεότητα, τό μαρτυρά τό άνέβασμά της άπό τόν Διόνυσο στόν "Ολυμπο (= 43) τό θρόνιασμά της άνάμεσα στούς θεϊκούς έγκατοίκους του. "Οτι, πάλι, είναι χθόνια θεότητα τό μαρτυρά ό ταυτισμός της μέ τήν "Ηρωίδα' τών Δελφών (= 76). ό ταυτισμός της, άπό τούς άρχαίους κιόλας, μέ τή γή, κι ό κεραύνιος γάμος της μέ τόν Δία. 'Επιτάφιες φρυγικές έπιγραφές τοϋ τέλους τοϋ

75 3ου χριστιανικού αιώνα, παρουσιάζουν μιά θεά ΖΕΜΕΛΩ δίπλα στό θεό τοϋ ούρανοϋ ΔΙΩΣ ή ΔΕΟΣ. Τό δνομα είναι τό ίδιο μέ τής Σεμέλης καί μιά σειρά όμόριζα Ινδοευρωπαϊκά πού σημαίνουν τή 'γή' μαρτυρούν τό ίδιο νόημα καί γιά τά δύο. "Ετσι ή Σεμέλη είναι μιά μορφή τής Γής πού (μέσα άπό τούς βασιλικούς σχετισμούς τοϋ Θείου Δράματος) μεταγυρίζει σ'ήρωίδα, κόρη τοϋ Κάδμου. Όταν είχε στά σπλάχνα της τόν Διόνυσο, ξεγελάστηκε άπό τήν Ήρα νά γυρέψει άπό τόν Δία νά τής παρουσιαστεί καθώς παρουσιάστηκε τής "Ηρας σά μνηστήρας της, κ'έκείνος τής παρουσιάστηκε μέσα στίς φλόγες τών κεραυνών, πού τή σκοτώσαν. Ό Εύριπίδης ξέρει τό 'μνήμα* τής Σεμέλης κοντά στά άνάκτορα, έγγνς οίκων, όνομάζει τόν τόπο σηχόν καί τόν ξέρει γιά 'άβατο' χώρο. Στό βάθος τής σκηνογραφίας τών 'Βακχών' άκόμη άνεβαίνει ή φλόγα κι ό καπνός άπό τ'άλλοτινά παλάτια τής κεραυνωμένης θεονύφης. ('Επιγραφή τοΰ θηβαϊκού 'Θησαυρού* στούς Δελφούς άναφέρει τόν 'σηκόν' [=ήρώον] τής Σεμέλης κοντά σέ ιερό τοΰ Διονύσου Καδμείου [=σίγουρα τοΰ Διονύσου Κάδμου τών άνακτόρων 39]) Στά χρόνια τοΰ Παυσανία οί Θηβαίοι δείχνανε πάνου στήν άκρόπολή τους Καδμεία τόν θάλαμον τής Σεμέλης άπό τά παλάτια τοΰ Κάδμου πού κεραυνώθηκαν, άπάτητον άκόμη τόπο. Τό 'μνήμα', ό 'σηκός', ό 'θάλαμος' και τά 'δόμων έρείπια' τών 'Βακχών', τά τυφόμενα δίου πυρός ίτι ζώσαν φλόγα, είναι τό γνώριμο άβατο, τό ένηλνσιον, ό τόπος πού τόν άγιασε τ'άστροπελέκι. 'Ερείπια πυρπολημένου μυκηναϊκού άνακτόρου, πού ταυτίστηκε μέ τό 'παλάτι τοΰ Κάδμου' ξεχώθηκαν σέ μέρος τών Θηβών πού άναγνωρίζεται πώς είτανε στή μέση τής άκρόπολης Καδμείας* κ'οί άνασκαφές άφήσανε νά παρατηρηθεί πώς ίσαμε τήν όριστική έπικράτηση τοΰ Χριστιανισμοΰ (4/5ος αιώνας) «κατεπατοΰντο πάντα τά έρείπια, πλήν τοΰ άβάτου θαλάμου τής Σεμέλης». Ή δψη τών πυρπολημένων άνακτόρων γέννησε ή βεβαίωνε τό μύθο τοΰ Κεραυνού, πού άντιστοιχοϋσε στή φύση τών δυό θεοτήτων. Τό 'Αστροπελέκι, ό μυνητής καί συνοδός τής Βροχής, είναι τύπος τής θεογαμίας τοΰ Ούρανοΰ καί τής Γής, τοϋ ούρανοΰ πού ρίχνει τή βροχή καί τής γής πού γονιμεύεται άπό τούτη. Ή Σεμέλη είναι ή Γή, ό Δίας ό Ούρανός, τό 'Αστροπελέκι ό γάμος τους, κι ό Διόνυσος, ό πυριγενης, ό πνρίπαις, ό πυρίσπορος, ό πυρόεις, ό γιός τοϋ Ούρανοΰ καί τής Γής, τοΰ Δία καί τής Σεμέλης. Ή γέννηση ένός βλαστικοΰ θεοϋ άπό τήν ένωση τοϋ Ούρανού καί τής Γής δίνει ένα βάθος καί μιά άτόφια τοΰ μύθου λαμπρότητα, πού οί ψυχροί φυσιοκρατικοί μύθοι δύσκολα βρίσκουν. Μά παρουσιάζοντας τή Σεμέλη θνητή, ό μύθος έπρεπε νά κάνει θεό τό Διόνυσο πού, γεννημένος άπό γάμο θεοΰ καί θνητής, θά'ταν κ'έκείνος θνητός* γιατί καί θεών σκότιοι φθίνουσι παίδες h θανάτω. Μιά άρχαία έρμηνεία άναγράφει τή θεότητα τοϋ Διονύσου στό ίδιο τό άστροπελέκι: ό Κεραυνός δίνει τό θάνατο γιά νά χαρίσει τήν άθανασία. Ό μύθος ώστόσο κάνει θεό

76 τόν Διόνυσο μέ πιό περίπλοκο τρόπο. Κισσοί φυλάξανε τό Θείο Βρέφος άπό τή φωτιά κι ό Δίας, γιά ν'άποσωθοΰν οί μήνες τής κυοφορίας του, έραψε τό βρέφος στό μηρό του. Έκεϊθε είναι πού ξαναγεννήθηκε ό Διόνυσος, έχοντας έγκυμονηθεΐ, δχι μονάχα άπό μάνα θνητή μά κι άπό τό θεϊκό του πατέρα. Σά μιά 'δεύτερη γέννηση', τό 'πλάσμα* άνακυλά τή θύμηση μιάς μυητικής 'παλιγγενεσίας'. Είναι ώστόσο πολύ πιστευτό πώς ή θύμηση τούτη περιντύνεται ένα τύπο 'άρρενολοχείας' (couvade). Τό υΐοθετητικό τούτο έθιμο (νά καμώνεται ό πατέρας πώς κοιλοπονά στή γέννα τής γυναίκας του) δίνει μιά πλασματική γέννηση γιά νά κατασταθεί μιά φυσική συγγένεια παιδιού καί πατέρα καί συναντιέται, τό πιό συχνά, στά μεταβατικά στάδια άπό τή Μητριαρχία, πού ξέρει τό παιδί γιά τέκνο τής μάνας του, στήν Πατριαρχία, πού τό θέλει τέκνο τού πατέρα. Ό Διόνυσος είναι ό πιό μητριαρχικός θεός τής έλλαδικής θρησκείας καί πολλά τής Ιστορίας καί τής λατρείας του άνακρατούν άχνάρια τής μετάβασης άπό τήν προελληνική μητριαρχία στήν έλληνική πατριαρχία. Μαρτυρώντας υίοθετητικό τύπο ένός τέτοιου σταδίου τών αίγαιακών πληθυσμών, ό μύθος πλέκεται όργανικά μέ τή γέννηση τού άπάτορος πρώτα βλαστικού θεού καί συνδέει, μέ σχέση Υίοΰ καί Πατρός, τό Θείο Βρέφος τής Μητέρας Θεάς τής προελληνικής μητριαρχικής θρησκείας μέ τόν Πατέρα Θεό τής έλληνικής πατριαρχικής θρησκείας. Ή Ιδια ή γέννηση άπό μηρό δέν είναι τεχνητό στοιχείο. Τά γόνατα λογιοΰνται τόποι τής γέννησης καί δοξασίες γιά μιά σειρά γέννες άπό μηρούς μαρτυρούνε λαϊκό πυρήνα. Μέ τό μύθο δμως τής γέννησής του ό Διόνυσος περιντύνεται τά χαραχτηριστικά καί τήν Ιστορία τού αίγαιακοϋ Θείου Βρέφους. δ 28 Τό θείο Βρέφος καί τό Σπήλαιο Η γέννηση τού Θείου Βρέφους σ'ένα Σπήλαιο είναι σταθερό στοιχείο καί τοϋ μύθου του καί τής λατρείας. Τόν βρεφικό Δία (= 24) τόν κρύβει ή Γή σ'ένα σπήλαιο τοϋ βουνού Άίγαίου' κοντά στή Λύκτο. Ή ύστερότερη παράδοση ξέρει πώς ό κρητικός αύτός Ζεύς γεννιέται σ'ένα σπήλαιο τής "Ιδης ή τής Δίκτης. Άρχαιοκατέβατη παράδοση μιλεί γιά σπήλαιο τής Κρήτης, πού μέλισσες μόνο τό κατοικούν, κι δπου τό φεγγοβόλημα μιάς μεγάλης φωτιάς άπό τό λόχιο αίμα τής Ρέας, μηνά τή γέννηση τού θεού κάθε χρόνο. "Ενα "Ιδαίον άντρον' βρισκόνταν καί στήν "Ολυμπία, δπου λατρεία τής Ρέας καί τοϋ Κρόνου, κι δπου, κατά τήν Ιερατική παράδοση, φέρνουν οί Κούρητες άπό τήν Κρήτη τό θείο Βρέφος (= 34) Ή μορφή του έδώ, ό Σωσίπολις, μέ τήν ΕΙλείθυια στή θέση τής Μητέρας θεάς, 75 -

77 λατρεύουνται σ'ένα Ιερό' πού, δντας ναοποιημένο σπήλαιο, τούτο σίγουρα είναι τό "Ολυμπιακό "Ιδαίον' άντρον. Ό 'Ερμής γεννιέται σ'ένα σπήλαιο τής Κυλλήνης, ύψερεφές άντρον, πού τό θυμίζουν κ'οί άγγειογραφίες. ΟΙ ύπόγειοι χώροι ή τά άδυτα τών νεών δπου ίερουργεϊται ή θεία Γέννηση, είναι ύποκατάστατα Σπηλαίων. Τό Σπήλαιο δέν είναι ξέπιαστο άπό τις φεγγαρικές παραστάσεις. Περιλάλητα είναι τά Σπήλαια, έδώ κ'έκεί, τής Σελήνης καί, σέ μινωικό χάραγμα μέ σκηνή Δεντρολατρείας, μεγάλο Μισοφέγγαρο παρουσιάζεται σάν κάτου άπό τό δάπεδο τού Δεντρικού 'Ιερού, μαρτυρώντας Ισως ύπόγειο μέσα στό δεντρικό Ιερό' σπήλαιό του. Μέ τό φεγγάρι δμως στό κέντρο του, πολυπλοκότερο σύστημα άλλων συνειρμών συνεργεί στήν παράσταση τής σπηλαιϊκής γέννησης τού θείου Βρέφους. "Αν τό θείο Βρέφος γεννιέται σταθερά σ'ένα Σπήλαιο, είναι γιατί στά Σπήλαια γεννιούνταν άλλοτινά καί τ'άνθρώπινα βρέφη. Ή μνήμη άνακρατιέται άπό τή μυητική λειτουργία τού Σπηλαίου, τόπου τών παλιγγενεσιακών Μυητικών Τελετών, κι άπό τή σχέση του μέ τή Μητέρα Θεά, πού'ναι μορφή της σάν Πύλης, καθώς κ'έκείνο, τών Δύο Κόσμων. Προβολή τών παιδιών πού ξαναγεννιούνται άπό τό Σπήλαιο τής Θεάς, τό Θείο Βρέφος γεννιέται άπό τή θεά σ'ένα Σπήλαιο μέσα. Ή διπλή γέννηση τού Διονύσου παραμερίζει άπό τήν παράστασή της τό Σπήλαιο, πού δέν συναντιέται, σάν τόπος τής γέννησής του, παρά σ'έίκόνα' τού Φιλοστράτου. Ωστόσο μένει συνδεμένο, καί πολύ στενά, μέ τήν άνατροφή καί τήν παράστασή του. Γιά τόν 'Ομηρικό "Υμνο του, ό θεός μεγαλώνει στήν άγκαλιά τών Νυμφών, πού τόν άναθρέφουν σ'ένα "εύωδιασμένο άντρο." Στή Νάξο, πού κ'έτούτη άξιώνει τή γέννηση καί τ'άνάθρεμμα τού θεού, εϊταν ένα Ιερό του άντρο. Στίς Βρασιές τής Λακωνίας άναθρέφεται σ'ένα Σπήλαιο, καί τ'δνομα τού τόπου είναι Διονύσου Κήπος. Τόν βρεφικό Διόνυσο τόν προστατεύει καί στήν Εύβοια τό σπήλαιο τού Άρισταίου. "Ενα ξόανο τού Διονύσου στό "Αργός τό φέρανε, έλεγε ή παράδοση, άπό'να 'Διονύσου σπήλαιον' στήν Εύβοια Έλληνες πού γυρίζαν άπό τήν Τροία. Τά Σπήλαια συνδέονται καί μέ τά δργια τής μαιναδικής του λατρείας. Σέ μελανόμορφη άγγειογραφία τό κολοσσικό προσωπείο τού θεού στυλοκρέμεται μέσα σέ Σπήλαιο καί μιά Μαινάδα χορεύει μπροστά του. Τό Κωρύκειον άντρον τού Παρνασσού δέν φαίνεται άσχέτιστο μέ τήν πυθωνική μορφή τού Δελφικού Διονύσου (= 77) καί μέ τά όργια τών Θυιάδων. Ένα Ιερό Σπήλαιο στήν Παφλαγονία εϊχε τή χάρη νά στήσει μποστά του ό θεός τούς χορούς τών 'όργίων' του, ω έν άμειδήτους άγιας εύνάζετο νύκτας. Σέ χάραγμα πετραδιού μιά Μαινάδα μπροστά σ'ένα Σπήλαιο δίνει ένός ζώου τόν κόρφο της νά βυζάξει. 'Εδώθε τό Σπήλαιο συμπιάνεται έπίμονα μέ τήν παράσταση καί τή λατρεία τού Διονύσου. Στή 'λάρνακα' τού Κυψέλου ό θεός παρουσιάζεται καθιστός σ'ένα άντρο. Διονυσιακή μορφή ό Λυκούργος, βασιλιάς τών Ήδωνών, πεθαίνει

78 σ'ένα Σπήλαιο φυλακωμένος. Ό 'άνθρωποδαίμων' Ρήσος, ό θαμμένος στό Πάγγαιον, κοίτεται έν άντροις τής ύπαργυρου χθονός, 'προφήτης* τού Βάκχου. Στά ρωμαϊκά Βακχεία {Bacchanalia) τά θύματα χάνουνται σέ Σπήλαια μέσα. Ό 'Παιάν* τού Φιλοδήμου, πού δοξολογά τόν άνακαινισμό τής διονυσιακής λατρείας στούς Δελφούς, γυρεύει γιά τίς Πυθιάδες ένα άξιο γιά τόν Διόνυσο 'άντρον*. Ή έπιγραφή τού Τουσκουλανικού θιάσου (= 85) άναφέρει καί δυό άντροφυλακας, έπιστάτες τού θιασικού του άντρου. Σέ θιασική έπιγραφή τής Θεσσαλονίκης άναφέρεται ένας άρχιμαγαρευς ^φροντιστής τού Ιερού οίκου) καί πατήρ σπηλαίου. Είναι τά τεχνητά 'βακχικά άντρα' τά στολισμένα χλωρότητι ϋλης xal χλόαις άνθέων άπάσαις. Στό διονυσιακό μέρος τής πομπής τού Πτολεμαίου II στήν 'Αλεξάνδρεια, περνά κ'ένα τέτοιο βακχικό άντρο, άπ'δπου ξεφεύγουν πουλιά κι άναβρύζουν κρασί καί γάλα. Στό βασιλικό καράβι τοϋ Πτολεμαίου IV είταν κ'ένα βακχικό άντρο. Πάνου άπό τό άθηναΐκό θέατρο ό 'Αντώνιος, πού φιγουράρει κι αύτός σάν Διόνυσος (= 65), φτιάνει ένα βακχικό του άντρο. 29 'Ανατροφή τού Διονύσου Τό θείο Βρέφος δέν άναθρέφεται άπό τή μάνα του μά, παρατημένο, άπό ζώα ή παραμάνες. Ό κρητικός Ζεύς άναθρέφεται άπό μιά γίδα, τήν 'Αμάλθεια, κ'ένα γνώριμο σφραγιδότυπο τής Κνωσού λογιέται πώς έκτυπώνει τό μύθο. Τό θέμα άπλώνεται στούς μύθους θεογέννητων ήρώων καί λογίς μυθικών ή κ'ίστορικών μορφών, μέ τυπικά παραδείγματα τούς Ιδρυτές τής Ρώμης (πού θρέφουνται άπό μιά λύκαινα) και τόν μεγάλο Κϋρο (πού άναθρέφεται άπό μιά σκύλα). Παραλλαγή τού θέματος είναι τό θρέψιμο μορφών τοϋ θείου Βρέφους ή ήρώων άπό βοσκούς πού, κατά φυσική διαδοχή, συνεχίζουν τήν άνατροφή τους άπό ζώα. Ό κανόνας δμως είναι ν'άναθρέφεται τό θείο Βρέφος άπό παραμάνες (τροφούς), θεές, νύμφες, γυναίκες. Ή Γή δέχεται, κατά τή 'Θεογονία', τό νιογέννητο Δία γιά τ'άνάθρεμμά του στήν Κρήτη κ'ή γίδα 'Αμάλθεια, πού θρέφει μέ τό γάλα της τόν βρεφικό θεό, άνθρωπομορφίζεται έδώ σέ συνονόματη "νύμφη". Σ'άγγειογραφίες τού έλευσινιακού κύκλου ή Γή παραδίνει τόν Βρεφικό Πλούτο τής Δήμητρας ή τού 'Ερμή, δπως ή Γή πάλι παραδίνει τόν "Εριχθόνιο τής "Αθηνάς, τής άρχαίας μητέρας του, κ'έκείνη στίς κόρες τοϋ Κέκροπα νά τόν φυλάξουν. Ό Άρχέμορος, τό θείο Βρέφος τής Νεμέας, πεθαίνει στά χέρια τής παραμάνας του Ύψιπύλης. Μιά "Αρτεμη Ίαχυνθοτρόφος στήν Κνίδο καί γιορτή "Υακινθοτρόφια* στή Μίλητο, μαρτυρούν τήν "Αρτεμη 'τροφό' τοϋ Ύα

79 κίνθου. Τόν "Αδωνι τόν παίρνει βρέφος ή 'Αφροδίτη - 'Αστάρτη καί τόν δίνει τής Περσεφόνης νά τόν άναθρέψει* ένώ παρακλάδια τοο μύθου του δίνουν τόν "Αδωνι νά τόν νοιαστούνε οί Νύμφες. Θνητές, Θεές, καί Νύμφες άναθρέφουν τό δευτερογέννητο άπό τό μηρό τοΰ Δία βρέφος τής κεραυνωμένης Σεμέλης. Ό βρεφικός Διόνυσος άναθρέφεται άπό τήν 'Ινώ, τήν άδερφή τής μάνας του, στίς Θήβες και στίς Βρασιές τής Λακωνίας. Στήν Εύβοια τόν άναθρέφει ή Νύμφη Μάκρις ή σμάρι Νυμφών ή Δρυάδων στή Νάξο οί Νύμφες Φιλία, Κορωνίς, Κληίς στή Λέσβο ή Νύμφη Βρίσα* άκαθόριστα ποΰ οί Ύάδες (πού άναθρέφουν καί τόν Δία) ή Νύμφες γενικά τών Νερών ή, σ'άλλα άνακλαδίσματα, οί ποταμίσιες κόρες τοΰ Λάμου, ή Ρέα, ή Μδ- Ρέα, ή ή άδεια μορφή Μύστις. Γιά τόν άλλο κλώνο τοΰ μύθου του ό θεός άναθρέφεται άπό τις Νύμφες τής Νύσας. Ή Νύσα είναι Ινας παράδεισος, βουνό ή πεδιάδα, πού ή μυθική γεωγραφία τόν χωροθετεΐ στή Θράκη, στή Νάξο, στήν Εύβοια, στόν "Ελικώνα, στόν Παρνασσό καί, μακρινότερα, στή Συρία, τήν 'Αραβία, τήν Αίγυπτο, τήν Αιθιοπία. Τό όνομα 'Νύσα' (πού τό άρσενικό του νϋσος βρίσκεται στό δνομα τοΰ θεοΰ) δείχτηκε νά'ναι Ινδοευρωπαϊκό καί συνώνυμο μέ τά έλληνικά 'νύμφη' καί 'κόρη'. 'Νύσα' έτσι είναι ή 'Νύμφη', καί χώρα Νύσα ή 'Νυσήϊον' ό τόπος τής 'νύμφης' ή τών 'νυμφών* πού θρέφουνε τόν 'νΰσον τοΰ Δία'. "Ο Τέρπανδρος ξέρει μιά μόνο Νύσα τροφό τοΰ θεοΰ μας. Δυό έδρες τοΰ άθηναϊκοΰ θεάτρου έπιγράφουνται, ή μιά ' Υμνητριών Νύσας Νύμφης καί ή άλλη Ύμνητρίας Νύσας Τροφού κ'ινα κομμάτι άγγειογραφίας τοΰ Σοφίλου (πού βρέθηκε στήν 'Ακρόπολη καί παρασταίνει πομπή) παρουσιάζει τρεις γυναικείες μορφές πού έπιγράφουνται μέ τό δνομα Νϋσαι. Γενικά δμως οί νύμφες 'τροφοί' τοΰ θεοΰ είναι περισσότερες ή μιά, οί δυό, οί τρείς, άνακεφαλαιώνουν, δπως κ'οί κορυφαίες τών θιάσων του, όμάδες (Νύσιαι και Νυσιάδες) καί στούς είκονισμούς τους είναι όλοφάνερες προβολές τών Μαιναδικών του θιάσων. 'Απάνου στό 'ήγάθεον Νυσήϊον' ό Λυκοΰργος κυνηγδ μαινομένοιο Δκονύσοιο τιθήνας καί τό 'Κυνήγημα' τοΰ Μαιναδικοΰ θιάσου άπό κάποιον 'διώχτη' του είναι γνώριμη διονυσιακή Ιερουργία (= 36). Στόν όμηρικό ύμνο του οί 'νύμφες' πού τόν άναθρέφουν άκολουθοΰν στά δρομοκοπήματά του τό θεό, κατά τήν πράξη τής μαιναδικής 'δρειβασίας' : αί δ'άμ'ίποντο νύμφαι, δ δ'ίξηγεϊτο βρόμος δ'ιχεν άσπετον ΰλην. "Ενα δράμα τοΰ ΑΙσχύλου είχε τόν τίτλο 'Διονύσου Τροφοί' κι ό Σοφοκλής μιλεί γιά τόν τόπο δπου τριγυρίζει ό Διόνυσος μέ τις θεϊκές παραμάνες του: Ιν'ό βακχιώτας άεΐ Διόνυσος έμβατεύει θείαις άμφιπολών τιθήναις. Ό Διόνυσος στά χέρια τών 'τροφών* του είναι άγαπητό τής εικονογραφίας του θέμα. Ή άνατροφή τοΰ Θείου Βρέφους άπό γυναίκες 'τροφούς' ριζώνει στή γυναικεία λατρεία τοΰ φεγγαριού, τής Μεγάλης Θεδς καί τοΰ Θείου Βρέφους. "Η λατρεία αύτή είναι θιασική ό θίασος κρατεί τόν τύπο τοΰ Γένους" κ'οί γυναΐ

80 κες, έτσι, τοϋ θιάσου παίρνουνε τή θέση τών πολλών άρχαίων 'ταξινομικών' μανάδων. "Ετσι ξηγιέται τό γιατί ή Μάνα (ή δστερότερη 'άρχή' τής άτομικής Μητρότητας) χάνεται ξαφνικά, άφήνοντας τό Βρέφος στήν 'Ομαδική Μητρότητα, παναπεϊ σέ τροφούς: στίς πολλές γιά τούς παλιότερους καιρούς μανάδες. Μά καί τά δυό, καί τά ζώα κ'οί μανάδες-παραμάνες του δέ θά'χανε τόσο ξέφαντη θέση στήν Ιστορία τού θείου Βρέφους, άν δέν χωνεύουνταν στή μυθική προβολή τής Μυητικής "Αναχώρησης, όταν τό Παιδί άποκόβεται άπό τή Μάνα του καί ζει γιά κάμποσο στήν έρημιά μέ τή συμπαράσταση τών ζωόμορφων τοτεμικών προγόνων του καί λογίς ύστερα πνευμάτων τής έρημιάς, πού γιά τό θείο Βρέφος ταυτίζουνται μέ τις προβολές τών πραγματικών του θιάσων. Τήν είκασία τή βεβαιώνει ή παράλληλη άνατροφή τού παιδικού Δία άπό τούς Κούρητες σέ συνδυασμό μέ τό μυητικό έθιμο πού ξεμένει στή δωρική Κρήτη, ν'άρπάζεται τό παιδί καί νά μένει μέ τόν μυητή του στήν έρημιά, δπου μαθαίνει (λείψανο τής παλιάς μυητικής 'κατήχησης') τή χρήση τών δπλων. Μιάν άλλη ένδειξη βρίσκουμε στόν ίδιο τόν διονυσιακό μύθο. Μ'έντολή τού Δία δ 'Ερμής παραδίνει τόν βρεφικό Διόνυσο στήν Ίνώ καί στόν 'Αθάμαντα νά τόν άναθρέψουν σάν κόρη: τρέφειν ώς χόρην. Σ'άποσπασματική άγγειογραφία τών παλαιότερων χρόνων τού 5ου αιώνα, ό Δίας κρατεί τόν παιδικό Διόνυσο ντυμένο σάν κόρη, καί σ'άνάλογη παράσταση τόν παραδίνει κοριτσοντυμένο σέ μιά τροφό του. "Οτι ό Διόνυσος αύτός δέν σχετίζεται μέ τόν γυναικοντυμένο ή γνναιχίαν Διόνυσο, μαρτυριέται άπό τό παράλληλο τού παιδικού 'Αχιλλέα πού άναθρέφεται στή Σκύρο, άνάμεσα στίς κόρες τού βασιλιά Λυκομήδη, ντυμένος σάν κόρη. Τό ντύσιμο τού παιδιού ή τής κόρης μέ φορέματα τού άλλου φύλου είναι στοιχείο τών μυητικών τελετών τής ένήβωσης, άπ'δπου ξεμένει σέ λογίς 'διαβατήριες τελετές' καί σ'έποχικά πανηγύρια Φιδομορφική καί Ταυρομορφική Παράσταση τοϋ θείου Βρέφους Τό θείο βρέφος τής Ήλιδας, δ Σωσίπολις, καί τά κρητικά θεία βρέφη, ό Ζεύς (πού μορφή του είναι δ Σωσίπολις) κι ό Ζαγρεύς, μεταμορφώνουνται σέ φίδια. Τό συμπέρασμα είναι πώς μιά κύρια ζωομορφική παράσταση τών θεϊκών αύτών βρεφών είναι τό Φίδι. "Ετσι παρουσιάζεται κι ό Έριχθόνιος, δντας τό ίερόφιδο τής "Ακρόπολης τών "Αθηνών, πού ό Φειδίας τό εικόνισε μέσα άπό τήν άσπίδα τής "Αθηνάς, φιδοθεάς κι αύτής καί μάνας, άπό τόν Ήφαιστο, τοϋ Έριχθονίου. Φίδι παρουσιάζεται κι δ

81 Διόνυσος: φάνηθι δράκων, τόν κράζει ό Χορός τών 'Βακχών' δταν γεννιέται στεφανώνεται μέ φίδια άπό τόν πατέρα του* κ'οί σχετισμοί του μέ τά φίδια τονώνουνται άδιάκοπα άπό τούς φιδοχειρισμούς τού θιάσου του κι άπό τούς ταυτισμούς τής λατρείας του μέ τή λατρεία τοϋ όμόλογου φιδοθεοΰ Σαβαζίου (= 8ο). Ή φιδομορφική παράσταση τοϋ Θείου Βρέφους άνακρατιέται ζωντανή στό φίδι τού ίεροϋ κουτιού (χΐστη) τών Μυστηρίων. Διονυσιακά νομίσματα (χιστοφόροι) πού πρωτοπαρουσιάζουνται, τέλος τοϋ 3ου ΑΙώνα, στήν "Εφεσο, δείχνουν τήν κίστη τών βακχικών μυστηρίων καί, κάτου άπό τό μισοσηκωμένο της σκέπασμα, νά βγαίνει ένα φίδι. Ή ίδια είκόνα ξανασυναντιέται κάτου άπό τόν ένθρονισμένο Δία/Διόνυσο σ'ύστερότερα νομίσματα τής Μικρασίας. Τό φίδι είναι οικουμενικό φεγγαρικό έμβλημα, άπό τήν μπόρεση πού τοϋ άποδίνεται νά ξανανιώνει (δπως τό φεγγάρι) άλλάζοντας τό δέρμα. Ή φιδομορφική, έτσι, παράσταση τοϋ Θείου Βρέφους δείχνει τόν φεγγαρικό του πυρήνα. Είναι πάλι συχνές οί φορές πού τά φίδια τά συνδεμένα μέ τό Θείο Βρέφος είναι δυό, δπου μπορούμε ν'άπεικάζουμε τό ζευγάρι τής φεγγαρικής Μητέρας Θεάς καί τού φεγγαρικοϋ Θείου Βρέφους. Οίκουμενικό, σάν τό φίδι, έμβλημα τοϋ φεγγαριού είναι κι ό Ταϋρος (κ'ή Γελάδα καί τό Μοσχάρι) κατά μιάν έρμηνεία γιατί τ ά κέρατα τοϋ Ταύρου καί τής Γελάδας μοιάζουν μέ τά κέρατα τοϋ φεγγαριού, κατά μιάν άλλη γιατί προσομοιάζουνται μέ τό τελευταίο καί τό πρώτο τέταρτο τοϋ φεγγαριού, συμβολίζοντας τόν μεταβολισμό τού άστρου τούτου. Συχνά έτσι τό Θείο Βρέφος είναι ταυρόμορφο ή στήν άνθρωπομορφική παράστασή του κρατεί τά ταυρομορφικά χαραχτηριστικά του. Σέ πλαστικές παραστάσεις τοϋ Çatal Hüyiik (μονοκτιριακοϋ πολίσματος τής 6/7ης Χιλιετηρίδας) τό φεγγαρικό βρέφος γεννιέται σάν ταϋρος. Στή Βαβυλώνα τό Φεγγάρι, σάν παιδί τού Enlil, λέγεται 'τό μοσχάρι τοϋ Lil' καί στό ούγγαριτικό έπος τοϋ Βάαλ καί τής 'Ανάτ, ό (ταϋρος) Βάαλ άποτάζει άπό τή (γελάδα) 'Ανάτ ένα ταυρόμορφο τέκνο. Ή Πασιφάη, πού τή φέρνει άπό τή Φοινίκη ό κρητικός ταυρόμορφος Ζεύς, γεννά άπό τήν ένωσή της μ'ενα ταύρο, τόν Μινώταυρο: ταυρόμορφο τέκνο. 'Από τήν ένωση τού φιδόμορφου Δία μέ τή φεγγαρική Περσεφόνη (κόρη μέ κέρατα, δυό πρόσωπα καί τέσσαρα μάτια) γεννιέται ένα βρέφος μέ κέρατα, ό Ζαγρέας. 'Αλλάζοντας μορφές γιά νά γλυτώσει άπό τούς Τιτάνες τό βρέφος αύτό, σπαράζεται άπό τά χέρια τους στήν ταυρίσια μορφή του (= 23). Σ'άγγειογραφία μαιναδικοϋ 'διασπαραγμοϋ* έχουμε τήν προγονική τού Διονύσου ταυρομορφική παράσταση τού Ζαγρέα στά γόνατα τής Περσεφόνης (ή τοϋ Μινώταυρου στά γόνατα τής Πασιφάης). 'Ανακεφαλαίωση τοϋ κρητικού Δία καί τοϋ Ζαγρέα, ό Διόνυσος άνακρατεί τά ταυρομορφικά χαρα

82 χτηριστικά τους. Ol Άργείοι τονε λένε Βονγενη καί στήν Τένεδο παρασταίνεται άπό'να μοσχάρι, πού τού φορούν 'κοθόρνους' καί τό θυσιάζουν ( = 'δ) Πλήθος ποιητικά του έπίθετα, βούκερως, δίκερως, χεραός, χερασφόρος, τανρόχερως, τανρομέτωπος, ταυρωπός, χρυσόχερως (πού τά περισσότερα είναι καί τής Σελήνης) άνακρατοϋν, παράλληλα μέ τά μνημεία, τήν άρχαία φεγγαροταυρική παράστασή του. Παραδίνεται άπό τήν άρχαιότητα πώς τά μνημεία είκονίζουν ταυρόμορφο ή κερασφόρο τό θεό, καί λογίς άπομεινάρια τους τό βεβαιώνουν. "Εχουμε έτσι παράσταση τού παιδικού Διονύσου μέ κεφάλι μοσχαριοϋ άρμοσμένο στ'άντικέφαλό του - παραστάσεις τού Διονύσου μέ κέρατα ταύρου, άνάμεσα ή πάνω σέ ταύρους, ή ντυμένον μέ δέρμα ταύρου. Σάν ταύρος δ ίδιος παρουσιάζεται στίς λογίς παραστάσεις τοϋ θύοντος (= μανιασμένου διονυσιακού) ταύρου. Είναι ό ταύρος- Διόνυσος πού τόν κράζουν οί 'Γυναίκες τής Ήλιδας' νά παρουσιαστεί τω βοέω πόδι θύων μέ διπλή τήν έπωδική τους έπίκληση: "Αξιε Ταύρε (= 54) Ό Χορός τών 'Βακχών' τόν κράζει νά φανή σάν ταύρος (φάνηθι ταύρος), κι ό Πενθέας βλέπει τόν άνθρωπόμορφο γιά τούς θεατές Διόνυσο σάν ταύρο μπροστά του: xal ταύρος ήμϊν πρόσϋεν ήγεΐσθαι δοχεΐς χαί σω χρατί κέρατα προσπεφυκέναι, γιά ν'άκούσει άπό τό θεό πώς τώρα βρήκε τήν άληθινή του βλέψη: νυν δ'όράς â χρή σ*όράν Ό φεγγαρικός Διόνυσος Αρσενική ύπόσταση τού φεγγαριού χναρολογιέται γιά τούς Έλληνες στό παλαιότερο δνομά του Μην, πού ξέμεινε σάν δνομα τού, φεγγαρικοϋ πρώτα, 'μήνα'. Τόν προελληνικό θεό τού φεγγαριού τόν συναντούμε στόν Έρωτα καί σ'όμόλογες μορφές, έρωτικές σάν τού Ύμέναιου καί τού Νάρκισσου, ή φαλλικές, σάν τοϋ Έρμή, καί σ'άλλες μακρυσμένες του μορφές, τού 'Απόλλωνα, τοϋ 'Ηρακλή, τών Διοσκούρων. "Ατόφιος έχει άπό νωρίς χαθεί μέ τή θηλυκοποίηση τοϋ φεγγαριού, πού καί τόν 'Μήνα' τών 'Ελλήνων τόν γυρίζει, άπό βαθειά άρχαιότητα, σέ Μήνην. Οί σχετισμοί τοϋ φεγγαριού μέ τή γενετησιακή ζωή τών γυναικών, τού δίνει τήν έπιστασία σ'δλες τις γυναίκειες δουλειές, πού θηλυκεύει τέλος τήν παράστασή του. Προβολή τών γυναικών καί πηγή τών γυναίκειων έργων, ή Μεγάλη Θεά ταυτίζεται, έτσι, μέ τή θηλυκή ύπόσταση τοϋ φεγγαριού καί, ζωντανοί ή ξεθωριασμένοι πιά, οί φεγγαρικοί χαραχτήρες της άνακρατιοϋνται σ'δλες τίς μορφές της. Σάν έπιβίωση τοϋ άρχικοϋ φεγγαρικοϋ θεού, τούς άναλαβαίνει, μέσα άπό τή βλαστική λειτουργία του (γιατί'ναι τό φεγγάρι ό κύριος ι>

83 παράγοντας τής βλαστικής ζωής), δ παρακόλουθος τής Μεγάλης ΘεΟς, γιός της ή άγαπητικός της ή καί τά δυό, ξανασωματώνοντας Ετσι τόν άρχαίο φεγγαροθεό, πού σπάνια κρατεί τήν αύτοτέλειά του. Μ'δλη τή φθορά τών παναρχαίων φεγγαρολατρειών, άχνάρια σχετισμών τού αίγαιακοϋ έποχικού θεοϋ δέ λείπουν. Είδαμε τούς φεγγαρικούς φιδομορφικούς και ταυρομορφικούς χαραχτήρες τής τριάδας κρητικού Διός, Ζαγρέως, Διονύσου (= 3 ) Ό Σωσίπολις παρασταΐνεται σάν άγόρι στήν "Ηλιδα ντυμένο άστροπλούμιστο χιτώνα. Ό άστρικός χιτώνας είναι φεγγαρικό έμβλημα (στά όρφικά "Αργοναυτικά' ή 'Μήνη' λέγεται άστροχίτων), και μ'δμοιο φόρεμα παρουσιάζουνται στις άγγειογραφίες ή 'Αριάδνη κ'ή 'Αφροδίτη, φεγγαροθεές, καί, στήν άγγειογραφία τής συνάντησης τού Διονύσου κι 'Απόλλωνα στούς Δελφούς (= 76) κι ό Διόνυσος ό ίδιος. Ό μεγαλόδωρος αύτός θεός παρουσιάζεται κληρονόμος τών Θείων Βρεφών καί, γενικά, τών 'Θνησκόντων' βλαστικών θεών τοϋ Αίγαίου, καί σ'αύτόν ξεχωριστά θ'άναγυρέψουμε τ'άπολησμονημένα φεγγαρικά χαραχτηριστικά τους. Μιά άπό τίς άρχαιότερες ζωομορφικές παραστάσεις τού θεοϋ είναι τό Λιοντάρι. Λείψανα τής παράστασης αύτής είναι τό λιοντάρι πού παρουσιάζεται στόν 'Ομηρικό ύμνο γιά τόν Διόνυσο μέσα στό καράβι τών Τυρρηνών πειρατών πού αιχμαλωτίζουν τό θεό - ή έπίκληση τού Χοροϋ τών 'Βακχών' στό Διόνυσο νά φανεί σά λιοντάρι: φάνηθι λέων καί τό Ιερό τοϋ Διονύσου Κεχηνότος στή Σάμο, πού ή παράδοση άνεβάζει τήν ίδρυσή του στήν περιπέτεια κάποιου μ'αύτό τό θηρίο. Ό σύνδεσμος τού Διονύσου μέ τό Λιοντάρι άποδίνεται πότε στήν ώμοφαγική του έπίδοση καί πότε στούς σχετισμούς του μέ τήν Κυβέλη. Έχουμε ώστόσο άφθονη στήν άνατολική Μεσόγειο, κ' είδικότερα, στό Αιγαίο, τήν ένδειξη τών στενών σχετισμών τού θεριού τούτου μέ τό φεγγάρι. Μιλήσαμε γιά τούς φεγγαρικούς σχετισμούς τοϋ φιδιού καί τού Ταύρου κ'έξαιρετικά έντονοι είναι κ'οί σύνδεσμοι τού φεγγαριού μέ πολυγνώριμα άλλα διονυσιακά ζώα, δπως ό Τράγος, ή Γίδα, καί τό Κριάρι. Οί φεγγαροθεές, ή Σελήνη, ή Εκάτη, ή "Αρτεμη, ή Περσεφόνη, είκονίζονται μέ λαμπάδα ή λαμπάδες στά χέρια τους, όμοιώματα τής λαμπάδας τού ούρανού, πού ξαναβρίσκουνται (λαμπάδες έδώ τών όργίων του) στά χέρια τού Διονύσου. Ένα του έπίθετο είναι Ννχτέλιος κι άλλο (πού συνάγεται άπό χωρίο τού Πλουτάρχου) Νυχτερινός, σίγουρα άπό τή νυχτερινή τών όργίων του ώρα. "Οτι ώστόσο στά σκοτεινά τούτα έπίθετα χλωμοφέγγει κάτι άπό τό φώς τού νυχτερινού φεγγαριού, τό μαρτυρούν λογίς στοιχεία. Γιά τή 'Θεογονία' ό Διόνυσος είναι χρυσοχόμης, δπως κι ό Έρως κι ό Φοίβος. Ένας ώστόσο νυχτοσκότεινος θεός δέν θά μπορούσε νά'χει, καί νά κρατά, άκόμη στούς καιρούς τοϋ Εύριπίδη, ξανθά τά μαλλιά, άν τό φεγγαρόφωτο δέν τά πότιζε μ'αύτό τό χρώμα. Ό Διόνυσος είναι γιά τόν Σοφοκλή χοραγός τών πϋρ πνειόντων άστρων καί γιά τόν Νόννο, τόν συνθέτη

84 τής έποποιίας του, νυκτιφαής Διόνυσος, φντηκόμος, σύνδρομος Μήνης. Ό χαραχτηρισμός τού Σοφοκλή δηλώνεται άπό τόν Σχολιαστή πώς βγαίνει άπό τή μυστηριακή διδασκαλία (κατά γάρ τινα μυστικόν λόγον τών άστέρων έστί χορηγός), πού μαρτυρά άρχαιοπαράδοτο στοιχείο. Ό χαραχτηρισμός είναι κι άπό μόνος του σημαντικός, γιατί μιά σειρά κείμενα παρουσιάζουν τή σελήνη 'βασίλισσα', 'άρχηγό', 'ποιμένα' τών άστρων. Ή άρχαιοαιγαιακή γυναίκα τού Διονύσου είναι ή Αριάδνη (= 69), πού τό έπίθετό της Άριδήλα μαρτυρά τόν φεγγαρικό της χαραχτήρα. Ό φεγγαρικός χαραχτήρας τού θεού ξαναπηδά στούς καιρούς τής γενικής θεοκρασίας πού άναδείχνει τά καταθαμμένα άρχαιότερα θρησκευτικά στοιχεία. Έδώ ό Διόνυσος, ή ένας άπό τούς πολλούς Διονύσους πού ξεχωρίζει ή θεολογία, παρουσιάζεται (κ'είναι ό Διόνυσος-Ζαγρεύς) γιός τής Σελήνης. "Αλλους φεγγαρικούς χαρακτήρες τού Διονύσου θά δούμε στή Γυναικότητα τού θεού καί στήν άντίθετη πλευρά, τή φαλλικότητά του (= 32). Ή συνολική έτσι ένδειξη μαρτυρά γιά τόν Διόνυσο, τό πολύ καλονόητο γιά τή βλαστική λειτουργία του φεγγαρικό φυσικό του. Αύτό τόν προσιμώνει στόν καθαρό Ινδοευρωπαϊκό φεγγαροθεό, τόν Μήνα, πού κυριεύει τή Μικρασία καί πού μπαίνει, άπό τόν 40 ΑΙώνα, στήν 'Ελλάδα. Ό 'Μήν' είναι πιά ταυτισμένος μέ τόν Σαβάζιο, πού άπό τόν Ιδιο αιώνα ταυτίζεται μέ τόν Διόνυσο* καί, μ'δλο πού οί δυό θεοί κρατούν τήν άνεξαρτησία τους, συχνά λογιούνται μορφή ό ένας τού άλλου. Ταυτισμένος μέ τόν Σαβάζιο, σέ προχωρημένους καιρούς ό Διόνυσος ταυτίζεται καί μέ τόν 'Μήνα'. Έπιγραφή τής Θάσου τών αύτοκρατορικών καιρών άναφέρει άφιέρωμα: θεώ ΜηνΙ Τνράννω Διονύσω. 32 Ό Γυναικίας καί 6 Φαλλικός Διόνυσος Στά όργια τού Μαιναδικοϋ θιάσου πιστεύεται πώς παρουσιάζεται ένας άρσενικός κορυφαίος. Ή παρουσία του μαρτυριέται άπό τούς μύθους πού παρουσιάζουν τόν Διόνυσο έπικεφαλής τών 'τροφών' του κι άπό τις 'Βάκχες' (στί. 115 Βρόμιος δστις άγει θιάσους, 140 δ δ'ίξ άρχος Βρόμιος πρβ καί 136 κέ), δπου ό λόγος γιά έναν κορυφαίο πού ένσαρκώνει τό θεό τοϋ θιάσου. Ένα ύστερότερο έπίθετο τού Διονύσου, Καθηγεμών, μπορεί νά κατεβαίνει άπό τό λειτούργημα τοϋ κορυφαίου τούτου. Ό Μαιναδικός έτσι θίασος μέ τόν άρσενικό κορυφαίο του, παρομοιάζει τούς θιάσους τών μαγισσών τής Εύρώπης πού ένας άρσενικός άρχηγός τους παράσταινε τόν Σατανά, τό θεό τους. Τό χαραχτηριστικό τού κορυφαίου τούτου είναι τό γυναίκειο ντύσιμό του. ΕΙκάζεται άπό τόν Πενθέα τών 'Βακχών', πού ό

85 Διόνυσος τόν ντύνει γυναικεία γιά νά τόν δδηγήσει στούς μαιναδικούς θιάσους, καί Εμμεσα άπό τό ντύσιμο καί τούς 'κοθόρνους' τοΰ ήθοποιοΰ τής Τραγωδίας. Τό φαινόμενο παραλληλίζεται μ'άνάλογο μιάς φρυγικής χριστιανικής αίρεσης, τών ΚυΙντιλλιανών ή Πρισκιλλιανών, δπου μονάχα γυναίκες Εχουν τά Ιερατικά άξιώματα (έπίσκοποί τ ε παρ* αντοίς γυναίκες xal πρεσβύτεροι γυναίκες καί τά άλλα) κι δπου, κατά μιά συνέπεια, κι ό Χριστός παρασταίνεται μέ στολή καί μορφή γυναίκας. "Ετσι κι ό Διόνυσος, σά θεός γυναικείων θιάσων, είναι γυναικοντυμένος καί μέ έντονα γυναίκειο χαραχτήρα. Φορά 'κοθόρνους*, γυναικεία ποδέματα, τόν 'κροκωτόν', ριχτό γυναικείο μαντύα, καί 'μίτραν', άνάδεσμα τών μαλλιών γυναικείο. Στήν πραγματικότητα δμως ό γνναικίας Διόνυσος δέν είναι τόσο Εκτυπο δσο πρότυπο τοΰ γυναικοντυμένου κορυφαίου τοϋ Μαιναδικοΰ θιάσου: ό ά ν- δρογυνικός χαραχτήρας του είναι πολύ γενικότερος καί στοιχείο, δπως πιστεύω νά'δειξα άλλοΰ, τοΰ φεγγάρικοΰ του χαραχτήρα. "Ολοι οί άνδρόγυνοι θεοί είναι φεγγαρικοί, έκτυπώνοντας τό άνδρόγυνο φυσικό τοΰ φεγγαριού, πού, γυρίζοντας άπό τόν άρσενικό στό θηλυκό τύπο του, περνά άπό Ινα στάδιο Ά ν δ ρ ο γ υ- ν I α ς. Ό γυναικίτικος τύπος τοΰ Διονύσου πρωτοχαράζει στόν Όμηρικόν "Υμνο του - στά μνημεία παρουσιάζεται άπό τά τέλη τοΰ 5ου ΑΙώνα - κ'ή λατρειακή καί φιλολογική παράδοση μ'έπιμονή τόν τονίζουν. Ό Διόνυσος τής λατρείας τών 'Κλωδώνων' καί 'Μιμαλλόνων' (= 56) είναι Ενας 'Ψευτάντρας*: Ψευδάνωρ. Στό πρώτο δράμα τής Άυκουργείας' τοΰ Αίσχύλου ρωτιέται γιά τόν Διόνυσο: ποδαπός ό γύννις; Στίς 'Βάκχες' ό θεός είναι ό θηλύμορφος ξένος, καί μιά 'γλώσσα' τοΰ Ησυχίου δίνει στό δνομα Διονϋς (τύπο τοΰ δνόματος τοΰ Διονύσου) τήν έξήγηση: ό γνναικίας καί παράθηλυς. Ό Λουκιανός άπορε! μ'ένα τόσο γυναικίστικο γιό τοΰ μεγάλου Διός στόν Πορφύριο ό θεός παρουσιάζεται άρρενόθηλυς στό Νόννο γυναικείην φορέων φευδημονα μορφή» μιμηλή κροκόπεπλος έν εϊμασι φαίνετο κούρη καί γιά τά μάτια τών Χριστιανών, πού βλέπουν τήν έλληνική θρησκεία μέσα άπό τούς ήδονιστικούς μύθους τής έλληνορωμαίκής έποχής, άνδρόγυνος ό Διόνυσος τούτον γάρ φασι καί τα άνδρών ποιεϊν και τά γυναικών πάσχειν. Άπό τόν γυναικείο χαραχτήρα τοΰ Διονύσου βγαίνει κ'ή παρατονισμένη έκείνη δειλία του, πού τροφοδοτεί τήν Κωμωδία, μέ παράδειγμα τούς 'Βατράχους' τοΰ Αριστοφάνη καί τόν 'Διονυσαλέξανδρον' τοΰ Κρατίνου. Τό Εθιμο νά ντύνουνται οί άντρες γυναικεία στά Διονύσια (δπως μαρτυρά ή διαβολή γιά τόν πλατωνικό Δημήτριο στόν Πτολεμαίο Διόνυσο, δτι μόνος τών άλλων γυναικεία ουκ ένεδυσατο τοις Διονυσίοις) καί τ'άντίστοιχο νά ντύνουνται οί γυναίκες άντρικά (πού τό μαρτυρά μιά 'εικόνα' τοΰ Φιλοστράτου: συγχωρεί δέ ό κώμος καί γνναικί άνδρίζεσθαι καί άνδρΐ θήλυν ένδϋναι στολήν) δέν σχετίζεται μέ τόν άνδρογυνικό χαραχτήρα τοΰ

86 Διόνυσου. Είδαμε άλλού (= 2g) πώς ή άλλαγή τοϋ φορέματος τών φύλων είναι μυητικό έθιμο πού ξεμένει σ'έποχικά πανηγύρια. Σ'άπότομη δμως άντίθεση μέ τόν γυναικίστικο χαραχτήρα του, άλλα στό βάθος σ'άπόλυτη όμολογία μ'αύτό ν, ό Διόνυσος είναι θεός έντονότατου φαλλικού χαραχτήρα. Στή Λέσβο, στή Σάμο και άλλοϋ, λατρεύεται ένας Διόνυσος Ένόρχης, έπίθετο πού σημαίνει φαλλικό χαραχτήρα. Στό Ιερό τών 'Ωρών στήν 'Αθήνα λατρεύεται Ενας Διόνυσος 'Ορθός, πού γιά τή σημασία τοϋ έπιθέτου παράβολε τό όνομα ένός φαλλικού δαίμονα Όρθάνης. Στή θεολογία τών 'Ορφικών δ Διόνυσος είναι μορφή τού "Ερωτα/Φάνη πού παρουσιάζει κι αύτός φαλλικό χαραχτήρα. Τέλος, δ Διόνυσος ταυτίζεται άνετα μέ τόν Πρίαπο, τόν πρωτοκύριο φαλλικό θεό, δταν μέ τήν Εκστρατεία τοϋ 'Αλεξάνδρου, ό Λαμψακηνός αύτός θεός, γνωρίζεται σ'δλη τήν 'Ελλάδα (= 83). Μιά φαλλική παράσταση τού Διονύσου, πού άκούγεται στό έπίθετο "Ορθός', μαρτυριέται άπό τούς σύκινους στή Ρόδο φαλλούς, πού όνομάζουνται, μέ τό μητρωνυμικό του, θυωνίδαι. Στά μυστήρια τής Λέρνης τελούνται, συνδεμένες μέ τόν Διόνυσο, φαλλικές Ιερουργίες καί σ'αίτιολογικούς μύθους λογΐς φαλλολατρειών, ό Διόνυσος παρουσιάζεται νά τιμωρά μ'άσθένειες τών άνδρικών όργάνων. Οί φαλλοί, πάλι, είναι πολυγνώριμα άφιερώματα στόν Διόνυσο, πού, δσο κι άν χαραχτηρίζουνται άγάλματα τω Διονΰσω, είναι παραστάσεις τού Ιδιου τοϋ Διονύσου. Κύριο στοιχείο τής λατρείας του είναι κ'οί φαλληφορίες (φαλληφορίαι, φαλληφόρια, φαλλαγωγίαι, φαλλαγώγια), πομπικές μεταφορές φαλλών καμωμένων άπό δέρμα ή ξύλο (καί μάλιστα συκιάς), πού μαρτυριούνται, γιά τά Διονύσια, τά 'Αγροτικά καί τά Μεγάλα, δχι, δμως, (χωρίς καί ν'άποκλείονται) γιά τά Λήναια, τήν κύρια γιορτή τής Κωμωδίας. Φτωχικές στήν άρχή καί στίς άγροτικές περιοχές, άνεβαίνουν ύστερα σέ πολυτέλεια καί θεαματικότητα στίς πολιτείες. ΤΙς φαλληφορίες τίς συνοδεύουν φαλλικά άσματα (τά φαλλικά) καί άπό τούς αύτοσχεδιασμούς τών 'έξαρχόντων' τους διαμορφώνεται, κατά τή γνώριμη πληροφορία τοϋ 'Αριστοτέλη, ή Κωμωδία, πού άνακρατεί "φαλλικά στοιχεία καί έντονο τόν άκόλαστο χαραχτήρα τοϋ λόγου. Ή φαλλική ύπόσταση τοϋ Διονύσου άποσχίζεται σ'έναν ξεχωριστό φαλλικό δαίμονα, τόν Φαλήν (Φαλής) ή Φάλητα (Φάλης), τό θεό τοϋ φαλλού τών "Αγροτικών Διονυσίων, πού λογιέται πώς στέκει στόν κύκλο τού θεοϋ σάν άκόλουθός του. Ή φαλλική, τέλος, φύση τοϋ θεοϋ συγκεντρώνει γύρω του λογίς φαλλικούς δαίμονες, δπως τούς Σιληνούς, Σατύρους καί Πάνες, καί, μέσα άπό τή θεατροθιασική λατρεία του, τούς ίθυφαλλικούς δειχηλιστάς τούς Ίθυφάλλονς καί τούς φαλλοφόρους. Αύτά, βέβαια, δέν θά τά περιμέναμε άπό'ναν άνδρόγυνο θεό, μά τά άντίθετα στήν έπιφάνεια βρίσκουνται ένωμένα στό βάθος. Τόσο ή Άνδρογυνία δσο κ'ή Φαλλικότητα κατεβαίνουν άπό τήν άρχαιότερη λατρεία τοϋ Φεγγαροθεού πού καί 'Ανδρόγυνος παρουσιάζεται (γιά τό λόγο πού άναφέ

87 ραμε) κ α Ι πού γονιμεύει μέ τό φαλλό του (άπ'δπου κ'ή άρχή τών Φαλλολατρειών) τις γυναίκες. "Ολοι οί φαλλικοί θεοί άποδείχνεται νά'ναι στό βάθος τους φεγγαρικοί καί νά κρατούν αύτή τή λειτουργία. "Οτι μιά τέτοια γυναικογονιμική λειτουργία βρίσκεται καί στό βάθος τού φαλλικού χαραχτήρα τού Διονύσου μαρτυριέται άπό τό λατρειακό του έπίθετο (στή Σικυώνα κι άλλού) Χοιροφάλας. Τό έπίθετο ξηγιέται, ό χοιρόθλup, πού έρμηνεύεται άπό τό παρανόμι τοϋ γυναικείου μορίου χοίρος (καί τό θλίβειν). Τό έπίθετο μαρτυρά, άναντίλογα, μιάν άπό τις πολυγνώριμες Ιερουργίες τών γυναικών ν'άκουμπούν ένα μέρος τού κορμιού τους στό φαλλό τοϋ θεοϋ (κ'έδώ στόν ϊδιο τόν φαλλό-διόνυσο) γιά νά κερδίζουν τή γονιμική του εύλογία. Άπό πού δμως ό Διόνυσος παίρνει τόν φαλλικό χαραχτήρα του, άφοϋ ούτε στή μυκηναϊκή ούτε στή μινωική περίοδο τά μνημεία μαρτυρούν φαλλολατρεϊες; Ή άπόκριση είναι πώς ή έλλειψη τών μνημείων δέν προδικάζει γιά τις περιόδους αύτές καί έλλειψη φαλλολατρειών, πρώτα γιατί, μέ τήν έξίσωση φαλλός = κέρας, οί μνημειακοί φαλλοί άντικατασταίνουνται μέ τά όμόλογα στήν φεγγαρική καταγωγή τους "Ιερά Κέρατα' τοϋ κρητομυκηναϊκοϋ κόσμου - κ'έπειτα γιατί δ φαλλός, πού δέν έπισημαίνεται μνημειακά στήν 'Ελλάδα παρά γιά τήν νεολιθική Θεσσαλία, μαρτυριέται κι αύτός κ'ή λατρεία του άπό τά Μυστήρια, άπό προελληνικούς θεούς, δπως ό 'Ερμής, κι άπό μιά παναρχαία λ ι θ ο λ α- τ ρ ε ί α φαλλικού χαραχτήρα. Στίς κατηγορίες αύτές φαίνεται νά περιλαβαίνεται καί ό Έρως τών Θεσπιών, ένας άκατέργαστος λίθος συγγενικής, δπως εικάζεται, λειτουργίας μέ τόν Διόνυσον 'Χοιροψάλαν'. Άπό τήν προελληνική αύτή, καί φεγγαρική στήν άρχή της, φαλλολατρεία, κρατεί κι ό Διόνυσος τόν όμόλογο φεγγαροφαλλικό του χαραχτήρα. 33 Ή Μυητική Σημασία τής Περιπέτειας τοϋ Ζαγρέα Τό πρώτο μέρος τοϋ ζαγρεϊκοϋ μύθου, ή γέννηση του άπό μιά σειρά αιμομικτικούς φιδογάμους, (= 25), άνήκει στή φεγγαρική, τό δεύτερο μέρος του, τό κομμάτιασμά του άπό τούς Τιτάνες, στή μυστηριακή μυθολογία: Σάν Ιερός λόγος' τών 'Ορφικών ξετυλίγει μέ μυθικούς δρους γνώριμα μυητικά στοιχεία. Ένα άπό τά οικουμενικά σύνεργα τών τελετών τής Φυλετικής, καί τής θιασικής ύστερα, Μύησης είναι τό μικρό καί πλατυσμένο ξύλο πού, δεμένο σ'ένα σχοινί, τό γυροφέρνουν στόν άέρα μ'όρμή κι άναδίνει βουΐστικό καί παράξενον ήχο. Τό δργανο (bull-roarer) στά έλληνικά λέγεται ρόμβος. Αναθυμούμαστε πώς ένα άπό τά παιχνίδια πού δί

88 νουν ol Τιτάνες στόν Ζαγρέα, είναι δ 'ρόμβος' καί πώς στίς τελετές τής φυλετικής Μύησης γίνεται μιά 'άποκάλυψη' τού όργάνου τούτου. Ή παρουσία τού ρόμβου σέ λογίς μυστηριακές τελετές πού ξέρουν οί "Ελληνες, μαρτυρά πώς ή χρήση του, άνασωσμένη στά Μυστήρια, δέν έμεινε μόνο στό μύθο. (Άπό τά άλλα παιχνίδια πού μ'αύτά οί Τιτάνες ξεγελούν τόν Ζαγρέα, ή 'σβούρα' (κώνος, στρόβιλος) βρέθηκε άνάμεσα στ'άφιερώματα τού θηβαϊκού ίερού τών Καβείρων, δπου καί λατρεία τού Παιδός, κι δπου δ Κάβειρος παρουσιάζει τά χαραχτηριστικό τού Διονύσου. Ό 'καθρέφτης' (σ'άναγλυφική παράσταση τόν δείχνει μιά γυναίκα στό Θείο Βρέφος πού στή μορφή του ταυτίζουνται οί μορφές τού Διός, τού Ζαγρέως καί τού Διονύσου) είναι (φεγγαρικό) έμβλημα τής Μεγάλης Θεάς καί ξανασυναντιέται σέ μυστήρια τού Διονύσου. Οί κούκλες μέ τά κινητά μέλη, πολυγνώριμες στήν άρχαιότητα, κατεβαίνουν Ισως άπό κούκλες πού μεταχειρίζουνται σέ μυητική 'κατήχηση' γιά τήν άγωγή στή γενετησιακή λειτουργία - καί τά χρυσόμηλα τών 'Εσπερίδων, σύμβολα άθανασίας, δέν είναι άσχέτιστα μέ τό νόημα τής μυητικής παλιγγενεσίας.) Τά 'παιγνίδια', έτσι, πού μ'αύτά ξεγελούν τόν Ζαγρέα οί Τιτάνες, είναι στήν πραγματικότητα μυητικά σύνεργα, πού θά περιμέναμε νά τά ξαναβρούμε σ'άπότοκες τελετές μυστηρίων. Ό μυστηριακός λόγος ένός όρφικοϋ παπύρου πού τά μνημονεύει (πάπυρος Gurob) κ'ή βεβαίωση τοϋ Κλήμέντα πού τά άραδιάζει (καί τήσδε ύμϊν τής τελετής τά άχρεϊα σύμβολα...) μαρτυρούνε 'σύμβολα' τών Όρφικοδιονυσιακών Μυστηρίων. Συχνό άκόμη στοιχείο τών τελετών τής Φυλετικής Μύησης είναι ν'άλείβουν τό πρόσωπο, δπως έκαμαν οί Τιτάνες, ή τό κορμί μέ πηλό πού χρησιμεύει, γιά τό πρόσωπο, σά μάσκα. Ή πράξη συναντιέται στά μυστήρια τοϋ Σαβαζίου καί σ'έλλαδικούς άρχαιότατατους μύθους. Ή παράλληλη πράξη ν'άλείβουν μέ γύψο τά πρόσωπα σ'όρφικοδιονυσιακά μυστήρια μαρτυριέται άπό τόν Εύφορίωνα κι άπό σειρά χωρία τοϋ Νόννου. (Άς σημειωθεί, έτσι, πώς καί τό πρώτο εϊδος τοϋ προσωπείου πού μεταχειρίστηκε όθέσπιςεϊταν τό χρϊσαι τό πρόσωπονψιμνθίω.) Στό μύθο, έτσι, τοϋ Ζαγρέως έχουμε προβολές τών τελετών τής Φυλετικής Μύησης, δπου ό συμβολικός θάνατος κ* ή ά ν α β ί ώ- ση τού παιδιού παρασταίνουνται μ'ένα είκονικό του κομμάτιασμα, ' β ρ ά σ ι μ ό ' του σέ λέβητα, ('ξαναψήσιμο* τών κομματιών), δοκίμασμα άπό τίς σάρκες του, ξαναβάλσιμο στό λέβητα, ξανάφτιαγμα τοϋ παιδιοϋ καί βγάλσιμό του ζωντανού καί πάλι. "Οτι ό μύθος καθρεφτίζει μιά τέτοια μυητική τελετή βεβαιώνεται κι άπό μιά σειρά παράλληλους μύθους. "Εχοντας καλέσει σ'έρανικό συμπόσιο τούς θεούς στό Σίπυλον τής Μικρασίας, ό Τάνταλος κομμάτιασε τ'άγόρι του, τόν Πέλοπα, έβρασε τά κομμάτια του σ'ένα λέβητα καί τά'βαλε στούς θεούς (τάχα νά

89 δοκιμάσει τήν παντογνωσία τους) νά τά φάνε. 'Εξόν άπό τή Δήμητρα πού γελάστηκε κ'έφαγε άπό τόν ώμο του, οί θεοί δέν τά γευτήκαν. Ό Τάνταλος κεραυνώθηκε, ή μοίρα τής γέννησης, ή Κλωθώ (ή ή Ρέα κ'έδώ) ξανάβαλε τά κομμάτια στόν λέβητα, άπ'δπου ξανάβγαλε τόν Πέλοπα ζωντανό, μ'ένα κομμάτι άπό φίλντισι στόν φαγωμένο του ώμο. 'Ομόλογοι είναι οί μύθοι τοϋ Πελοπίδη Θυέστη καί τοϋ Τηρέα, πού τρώνε άπό τά μαγειρεμένα τους παιδιά, μονάχα πού άπό τούς μύθους αύτούς, καθώς παραδοθήκαν άπό τήν Τραγωδία πού παραμερίζει τήν άναβίωση, ξέπεσε τό στοιχείο τούτο. Ό λέβης αύτός τής Παλιγγενεσίας παρουσιάζεται καί σ'άποθεωτικές Ιερουργίες. Ή Θέτις βουτά σέ λέβητα πού βράζει τά παιδιά της άπό τόν Πηλέα, γιά νά μάθει δν είναι θεοί ή άνθρώποι. "Οταν ό Δίας έστειλε τόν βρεφικό Διόνυσο νά τόν άναθρέψουν ό Άθάμας κ'ή "Ινώ, ή Ήρα κρούει μέ 'μανία* τό ζευγάρι. Ό Άθάμας σκοτώνει τόν μεγαλύτερο γιό του, ό ένας ή ό άλλος τους ρίχνει τόν νεότερο, τόν Μελικέρτη, σ'ένα λέβητα πού'βραζε κ'ή 'Ινώ, ξαναβγάζοντάς τον, πέφτει μαζί του στή θάλασσα, δπου γίνουνται θεοί καί λατρεύουνται μέ τά όνόματα Λευκοθέα καί Παλαίμων. Τήν ίερουργική βάση τοϋ μύθου τή μαρτυρά ή πληροφορία πώς στήν Τένεδο θυσιάζανε παιδιά στόν Παλαίμονα (ό μυητικός θάνατος συχνά γυρίζει, στή λατρεία, σέ πραγματικό) καί, σ'έπιγραφή τών χρόνων τοϋ Τραΐανοϋ, ή παρουσία τοϋ λέβητα τής 'Αποθέωσης σέ μυστήρια τής Λευκοθέας στούς πρόποδες τοϋ Έρμου τής Κοίλης Συρίας: πατρός Νετείρου τοϋ άποθεωθέντος έν τω λέβητι δι' οί αί όρταΐ άγονται. Τό σύστημα τής μυητικής διαδικασίας τοϋ ζαγρεΐκοϋ μύθου, συναντιέται σέ λογίς λαούς, δπου τό παιδί 'κομματιάζεται' άπό δαίμονες στή μύησή του καί 'ξαναφτιάνεται' καί δπως είδαμε, στήν Κρήτη άπό τή μιά κάί στά παράλια τής Μικρασίας άπό τήν άλλη. "Ενα άλλο σύστημα, τής Κρονιακής Τεκνοφαγίας, πού καθρεφτίζεται στό μύθο τοϋ κρηταγενοϋς Διός ( = 24) κ'έχει τ'άντίστοιχό του σέ πλήθος έθνολογικά παράλληλα, δπου τό παιδί στή μύησή του 'καταπίνεται' καί 'ξαναβγάζεται* άπό τά σωθικά κάποιου δαίμονα ή θεριού, συναντιέται στήν 'Ολυμπία. 34 Ό Κουρήτικός θίασος καί τό θείον Βρέφος 'Μέγιστος Κούρος' Τό πρότυπο θείο Βρέφος τού αίγαιακοϋ κόσμου, ό Κρητικός Ζεύς (= 24), τριγυρίζεται άπό τούς Κούρητες ή κούρους, "τούς νέους πού μυηθήκανε μέ τις τελετές τής ένήβωσης καί πού, μέ τή σειρά τους, τώρα θά μυήσουνε κι άλλους". Ή θεωρητική ένδειξη δυναμώνεται άπό λείψανο

90 τής φυλετικής Μύησης στήν Κρήτη: Τό παιδί Αρπάζεται άπό τόν 'έραστή' του πού τό φέρνει γιά ένα διάστημα στήν έρημιά και τοϋ μαθαίνει τή χρήση τών δπλων. ΟΙ Κούρητες παραστέκουν και τόν Ζαγρέα, τή μυστηριακή μορφή τοΰ Ίδαίου Διός, καί δέν είναι άλλοι άπό τούς Τιτάνες πού τόν 'κομματιάζουν'. Γιά τή μυθολογία οί Τιτάνες είναι γιοί τοΰ Ούρανοΰ καί τής Γής, παραστάτες τοΰ Κρόνου στόν πόλεμο τών θεών γιά τό ίεροτυπικό δμως πού καθρεφτίζει ή ζαγρεΐκή περιπέτεια, οί Μυητές πού άλείβουν τά πρόσωπά τους μέ γύψο. Ή ταυτότητα Κουρήτων καί Τιτάνων μαρτυριέται άπό τήν παράδοση πώς οί Κούρητες θυσιάζανε βρέφη στόν Κρόνο κι άπό ύστερότερους μυθολογικούς συνειρμούς πού παρουσιάζουν τούς Τιτάνες γιούς ένός τών Κουρήτων. Ή Ιδια παράδοση μαρτυρά τό σύνδεσμο τών Τιτάνων μέ τή Μητέρα Θεά, Ιστορώντας πώς έγκατασταθήκανε στήν περιοχή τής Κνωσοΰ, "δπου καί τώρα άκόμη δείχνεται ή μεριά καί τά θεμέλια ένός οίκου τής Ρέας κ'ένα άλσος κυπαρισσιών άφιερωμένο της άπό τ'άρχαία χρόνια". Ό σύνδεσμος μέ τή Θεά ξαναπροβαίνει, άντίστοιχα, στό μύθο καί στή λατρεία τών Κουρήτων. Στήν Κρήτη καί στήν 'Ολυμπία συνδέουνται μέ τή Ρέα, παιδοκόμοι τοΰ Θείου Βρέφους της, καί πάρεδροί της. "Ενα άρχεΐον τών Κουρήτων στήν περιοχή τής "Εφέσου συνδέεται μέ τή Λητώ καί τήν "Αρτεμη, πού παραστέκουν τή γέννησή της. Στό Ιερό τής Δέσποινας στή Λυκόσουρα, κάτου άπό τ'άγάλματα τής Δέσποινας καί τής Δήμητρας, είταν άγάλματα τών Κουρήτων. Ένα 'μέγαρον' τών Κουρήτων στή Μεσσήνη βρισκόνταν κοντά σέ ναό τής Είλείθυιας κ'ίδιότυπη θυσία πού τελούν (νά ρίχνουν κάθε λογής ζωντανά στή φωτιά) κατάγεται άπό τή λατρεία τής ποτνίας θηρών καί συναντιέται στή λατρεία τής "Αρτέμιδος Λαφρίας. Είναι δαίμονες πιά, άνάλογοι μέ τούς Κορύβαντες, Ίδαίους Δακτύλους, Σατύρους. Ξεκινώντας δλοι τους άπό τό Ιδιο θρησκευτικό ύπέδαφος, ξαναβρίσκουν, δταν στούς Ιστορικούς καιρούς διασταυρώνουνται οί λατρείες τους, τούς άρχαίους ταυτισμούς καί τίς συγγένειές τους. Θίασοι δμως δαιμόνων σημαίνει μυθικές προβολές Μυητικών Εταιριών, πού παρασταίνουνται τώρα άπό τ'άλλοτινά πρότυπά τους. Ό Στράβων μιλεί γι'αύτούς σάν γιά πρόσωπα πού παρασταίνουν τούς δαίμονες (έν σχήματι δαιμόνων). Στούς έλληνιστικούς άκόμη καιρούς τό 'άρχεϊον' (= σύλλογος) τών Κουρήτων στούς πρόποδες τοϋ Σολμισσοϋ, κοντά στήν Έφεσο, τελεί κάθε χρόνο συμπόσια καί μυστικές θυσίες. Ό Ύμνος τών Κουρήτων άπό τό Παλαίκαστρο τής Κρήτης τεκμηριώνει τή λατρευτική πράξη τοΰ κουρητικοΰ θιάσου κατά τόν 2 /3 προχριστιανικόν αίώνα. Οί χορευτές καλοϋν τόν Δία να'ρθεί στή Δίκτη κι αύτή τή χρονιά, έπικεφαλής τοΰ θιάσου τών δαιμόνων Κουρήτων, σά μέγιστος κούρος. "Αν ό θίασος τών δαιμόνων Κουρήτων είναι προβολή τοΰ θιάσου τών πραγματικών Κουρήτων, δ 'μέγιστος κοΰρος' τοΰ δαιμονικού, ό έφηβος Δίας, είναι προβολή τοΰ κορυφαίου τοΰ

91 πραγματικού θιάσου. Mè τή μύησή του άπό τή μυητική 'Εταιρία ή Θίασο, τό παιδί γίνηκε 'κούρος', έφηβος, παληκάρι* μέ κάποια, πάλι, διαδικασία γίνηκε τέλος 'Μέγιστος Κούρος', πρωτοστάτης κορυφαίος τού θιάσου, ένσάρκωση τού δαίμονος Ένιαυτον, πού καλιέται νά χορέψει γιά τήν προκοπή τής φυσικής, κοινωνικής, καί πολιτικής τώρα τάξης. Ποιά νά'ναι ή διαδικασία αύτή, τό μαθαίνουμε, όπως έδειξε ό Cornford, άπό τήν 'Ολυμπία. 'Εδώ λατρεύεται ό βρεφικός Ζεύς στή μορφή τού φιδοβρέφους Σωσιπόλιδος, κι άποκοντά του κ'ή Ρέα. Τή βαθειάν άρχαιότητα τής λατρείας του τή μαρτυρά ή φιδίσια μορφή του κ'ή άπουσία τού κρασιού άπό τίς προσφορές του. Μαζί μέ τό βρέφος λατρεύεται έδώ κι ό Κρόνος, ό παλιός βασιλιάς, πού λογιέται πατέρας τού Δία. Ή λατρεία τού Θείου Βρέφους καί τού Κρόνου μαρτυρά πώς ή 'Ολυμπία είταν τόπος τής Φυλετικής Μύησης πού τήν τελούσαν κατά τόν τύπο τής Κρονιακής Τεκνοφαγίας (= 33) Ό βωμός, άπό τήν άλλη τών Κουρήτων κ'ή Ιερατική παράδοση πώς οί Ίδαΐοι Δάκτυλοι ή Κούρητες έρχουνται άπό τήν Κρήτη στήν 'Ολυμπία νά φυλάξουν τό Θείο Βρέφος έδώ, μαρτυρούνε τήν άλλοτινή στήν' Ολυμπία παρουσία τού Κουρητικού θιάσου. Ή Ιδια Ιερατική παράδοση τής 'Ολυμπίας ξέρει πώς οί Ίδαΐοι Δάκτυλοι ή Κούρητες άγωνίζουνται έδώ (μέ τήν παρακίνηση ένός τους, τού Ίδαίου Ηρακλή), άγώνα Δρόμου καί στεφανώνουν τόν νικητή μέ άγρίλι. Ή ίδια παράδοση άνεβάζει στό κουρητικό τούτο (καί πολυγνώριμο μυητικό) άγώνισμα τούς 'Ολυμπιακούς Αγώνες, πού ό Δρόμος δέν είναι τό άρχαιότερο μοναχά, γιά τούς Ιστορικούς καιρούς, μά καί γιά δεκατρείς 'Ολυμπιάδες τό μοναδικό άγώνισμά τους. Τό άποτέλεσμα τού μυητικού άγωνίσματος τό παρουσιάζει ή εικόνα τού 'Ολυμπιονίκη τών Ιστορικών χρόνων. Ό νικητής θυσιάζει στούς βωμούς κι όδηγιέται ύστερα γιά τό γιορταστικό συμπόσιο τής νίκης. Ή πορεία του είναι καί λέγεται μέ τόν πολυγνώριμο άπό τή Διονυσιακή λατρεία δρο, ένας κώμος, συνοδεύεται άπό πομπή τών φίλων καί τών δικών πού, μέ τόν Ιδιο κορυφαίο κ"έξάρχοντα\ τραγουδά έναν καθιερωμένο έπινίκιο ύμνο. Ό κορυφαίος αύτός τής όμάδας τών κωμαστών γιά τή νίκη σ'άγώνες κουρητικής άρχής ύποστατώνει γιά μάς τόν μέγιστον κοϋρον τού κουρητικού ύμνου καί τόν πρωτοκονρην τού έφεσιακού κουρητικού θιάσου. Αξιοσημείωτος στόν έπινίκιο ύμνο είναι ό τίτλος τού άνακτος πού δηλώνει τόν βασιλιά στή θεϊκή ίδιότητά του. Είδαμε πώς ό Κρόνος είναι ό παλιός βασιλιάς καί, κατά μιάν Ιερατική παράδοση, στήν "Ολυμπία άγωνίστηκε ό Δίας μέ τόν Κρόνο γιά τή βασιλεία τού κόσμου. "Ενας λόφος της λεγόνταν 'Κρόνιος' καί στήν κορφή του κάποιοι λειτουργοί μέ τόν τίτλο 'βασιλιάδες' (βασίλαι), φέρνουν τοϋ Κρόνου προσφορές στήν άνοιξιάτικη Ισημερία. Κάθε χρόνο διαλέγεται στήν Πριήνη ένας νιός πού μέ τόν τίτλο βασιλεύς θά έπιμεληθεί όρισμένες τελετές καί μιά έπιγραφή τής Ιδιας πολιτείας παρουσιάζει έναν ίερέα Ιερη

92 τένοντα ΒασιλεΙ xal Κούρησιν. "Ενας 'βασιλεύς* έπίγειος και ούράνιος, πού στή δεύτερη ύπόστασή του λατρεύεται μαζί μέ τούς Κούρητες, άφήνει νά φανεϊ πώς ό νικητής τών "Ολυμπιακών 'Αγώνων καί τό πρότυπο τού 'Μεγίστου Κούρου' τοϋ κρητικοϋ κουρητικοϋ θιάσου είναι ή ίδια ίερουργική μορφή: ένας βασιλεύς μέ τήν άρχαία σημασία τοϋ δρου. 'Ενσάρκωση τοϋ Πνεύματος τοϋ Χρόνου, τού δαίμονος Ένιαυτοϋ, ό έποχικός αύτός βασιλιάς είναι κι ό ίδιος μιάς λογής θεός, καί μιά άπολαμπή τής άρχαίας αύτής θεΐκότητας άνακρατούν οί θεϊκές τιμές πού χαίρεται καί στά Ιστορικά άκόμη χρόνια ό 'Ολυμπιονίκης (= 6ο). 35 Τό Εποχικό Δράμα τής 'Ολυμπίας Ηάρχαιότερη φιλολογική παράδοση άνεβάζει τήν άρχή τών 'Ολυμπιακών 'Αγώνων στόν άγώνα τοϋ Πέλοπα καί τοϋ Οίνομάου. "Οταν ό Πέλοπας πέρασε τή μυητική τελετή τοϋ Λέβητος (πού συναντιέται στήν Κρήτη μέ τόν Ζαγρέα καί στά παράλια τής Μικρασίας μέ τόν Πέλοπα: 3θ) μελετά νά παντρευτεί τήν 'Ιπποδάμεια (ό γάμος είναι ή κατάληξη τών μυητικών τελετών τής Ένήβωσης), πού ό πατέρας της ΟΙνόμαος, ό βασιλιάς τής Πίσας στήν Ήλιδα, τήν είχε 'έρωτευτεΐ' καί σκότωνε τούς γαμπρούς πού τοϋ τή γύρευαν. Τούς καλούσε νά παρατρέξουνε σ'άμαξόδρομο, άνέβαζε στ'άμάξι τους τήν 'Ιπποδάμεια κι άφήνοντάς τους νά τόν προσπεράσουνε, τούς κάρφωνε μέ τό κοντάρι στήν πλάτη. Είχε σκοτώσει δεκατρείς μά ό Πέλοπας τόν σκότωσε κι αύτόν, πήρε τή βασιλεία καί τήν 'Ιπποδάμεια, κι άπό τούτο τ'άγώνισμα, σέ θύμηση καί τιμή, πανηγυρίζουνταν οί άγώνες. Ό Πέλοπας είναι στοιχείο παρέμβλητο στήν Ιστορία τών 'Ολυμπιακών 'Αγώνων: ή σκοτεινή τους καταγωγή λαμπραίνεται, μέ τήν παρεμβολή τού Πέλοπα, άπό τή μεγάλη παράδοση τών Πελοπιδών πού, μ'δλους τούς άφανισμούς τών 'Αχαιών, άνακράτησε άπείραχτο τό άρχαϊο της λάμπος. Ή παρουσία ώστόσο τής μορφής έχει ξεχωριστή γιά μάς σημασία: Ξεκινώντας άπό τύπο Φυλετικής Μύησης παράλληλο καί, μέ τήν παρουσία τών Κουρήτων, διάπλοκο μέ τόν τύπο τής Κρονιακής Τεκνοφαγίας, σημειώνει στούς 'Ολυμπιακούς Άγώνες, πού'δαμε στήν Κουρητική τους καταγωγή, δυό νέα στοιχεία: μιά μονομαχική βασιλοκτονία άπό τή μιά κ'έναν περίλαμπρο γάμο άπό τήν άλλη. Τή θύμηση κάποιων άρχαίων σκοτωμών στήν 'Ολυμπία τήν άνακράτησε ό Πλούταρχος, πληροφορώντας πώς στήν "Ολυμπία γινόνταν άλλοτινά (τό πάλαι) καί μονομαχίας άγων μέχρι φόνου xal σφαγής τών ήττωμένων χαι ύποπιπτόντων καί τήν ύπαινίσσεται ή πυ

93 θαγορική άπαγόρεψη γιά τούς άγωνιζόμενους στήν 'Ολυμπία νά νικούν, "γιατί'ναι μολεμένοι οί νικητές", σίγουρα άπό τό μόλεμα τού άρχαΐου φόνου. Γενικότερα έθιμα έξηγούν τούς παλιούς αύτούς φόνους: ένσάρκωση τοϋ δαίμονα τής καινούριας χρονιάς, ό νικητής χρωστούσε νά μονομαχήσει μέ τόν παλιό βασιλιά, κανονικά νικητή τής περασμένης χρονιάς, καί νά τόν σκοτώσει. Ό γάμος πάλι τοϋ Πέλοπα μέ τήν 'Ιπποδάμεια, θυμίζει πώς ή 'Ιπποδάμεια, εύχαριστώντας τήν "Ηρα γι'αύτόν, καθιέρωσε πλάι στούς 'Αγώνες τών άντρών, κι'άγώνες κορασιών (παρθ&ων), τά Ήραϊα. Συγκαιρινά πραγματικά μέ τούς άντρικούς άγώνες τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια, τή μιά φορά πρίν καί τήν άλλη φορά μετά τούς άντρικούς, άγώνες καί παρθένων μ'ένα μοναχά άγώνισμα: τό μυητικό άγώνισμα τού Δρόμου πού τό βρίσκουμε κι άγώνισμα τού Μαιναδικοϋ θιάσου (= 54) Είναι φανερό πώς εΐταν μυητικοί άγώνες τών κορασιών πού μπαίνανε, μαζί μέ τά παληκάρια, στή νιότη. Ή νικήτρα τών άγώνων αύτών παντρευόνταν τό νικητή 'βασιλιά* τών άντρικών κι ό 'γάμος* τους εΐταν ό 'Ιερός Γάμος τής χρονιάς, μέ τή νύφη ένσάρκωση τής Θεάς καί τό γαμπρό ένσάρκωση τού θεϊκοϋ της παρέδρου. Οί άγώνες αύτοί τών άντρών καί τών γυναικών, πού στούς Ιστορικούς καιρούς γιορτάζουνταν κάθε πού κλείναν τέσσερα χρόνια (πενταετηρις), γιορτάζουνταν, στήν άρχή κάθε χρονιά - γιατί ή τετραχρονιά είναι νεότερο σύστημα πού συνεπαίρνει στόν κύκλο της, δπως κι'ή τριετηρϊς καί ή ένναετηρίς, τίς γιορτές τού παλιοϋ χρονιάτικου κύκλου (= 23). Ότι, πάλι, οί 'Αγώνες τελούνταν στήν άρχή σάν άνοιξιάτικη γιορτή, τό μαρτυρούν οί προσφορές τών 'βασιλέων' στόν Κρόνο πάνω στόν Κρόνιο, στήν άνοιξιάτικη Ισημερία. Μέ στοιχεία τής Φυλετικής καί τής άπότοκης θιασικής Μύησης στό βάθος τους οί 'Αγώνες τής 'Ολυμπίας άνακράτησαν, δπως έδειξε ό Cornford, τήν πιό όλοκληρωμένη, στήν άρχή της, εικόνα τής άνοιξιάτικης, άπό μυητική καταγωγή, γιορτής τού Νέου Χρόνου: τούς "Αγώνες πού άκολουθούσαν τή Μύηση τών παληκαριών καί τών κορασιών μέ έπαθλο τό 'Ιερό Κλαδί (φορέα τοϋ βλαστικού πνεύματος τής χρονιάς)* τήν άνάδειξη τών δυό νικητών σέ 'Βασιλιά' καί 'Βασίλισσα' τής χρονιάς* τό σκότωμα τοϋ παλιού βασιλιά καί τόν 'Ιερό Γάμο τού νέου. Σ'αύτά άναγνωρίζει κανείς τό 'Εποχικό Δράμα, πού άνακαλύψανε στά λαϊκά έθιμα τής Εύρώπης ό Mannhardt κι ό Frazer καί σέ μιά σειρά διονυσιακούς μύθους ό Bather. "Ας σημειωθεί άκόμη πώς τό άγώνισμα τοϋ Δρόμου είναι καί διονυσιακό* πώς τό δνομα τοϋ πατέρα τής 'Ιπποδάμειας ΟΙνάμαος είναι δπως καί τοϋ ΟΙνέα τής Καλυδώνας, 'λειτουργικό' δνομα τοϋ Διονύσου* καί πώς οί 'Δεκάξι Γυναίκες τής Ήλιδας', πού έπιμελοϋνται καί τή μαιναδική γιορτή Θυία στήν "Ηλιδα είναι λείψανο Μαιναδικοϋ θιάσου πού τά δυό ήμιχόριά του συγκεντρώνουνται τό'να στή λατρεία τής 'Ιπποδάμειας (πού παραμερίζεται άπό τήν Ήρα), καί τάλλο στήν παλαιότερη τής Φυσκόας,

94 έρωμένης τοϋ Διονύσου ( = 54) ΟΙ διονυσιακοί σύνδεσμοι, όπως προσπάθησε κιόλας νά δείξει ό Weniger (άγκαλά καί κατεβάζοντας στίς Ιστορικές χρονολογίες τήν άρχή τών Αγώνων) είναι άναντίλογοι στό βάθος τοΰ Έποχικοΰ Δράματος τής 'Ολυμπίας. Εϊναι δ,τι θά περιμέναμε άπό τις συγγένειες τοΰ Διονύσου καί τοΰ Κουρητικοϋ Διός κι άξιοσημείωτο έτσι εϊναι πώς μιά σειρά διονυσιακοί μύθοι φανερώνουν λογίς στοιχεία ή τύπους τοϋ ίδιου δράματος στίς,ρίζες τής Διονυσιακής θρησκείας. 36 Μύθοι τής "Αντιδιονυσιακής Δράσης Λογίς έπιχώριοι μύθοι παρουσιάζουν γυναίκες ν'άντιδροϋν στό Κάλεσμα τοϋ θεοϋ, νά φρενοκρούονται άπό τόν Διόνυσο καί νά κυνηγιούνται άπό θεραπευτές ή τιμωρητές τους. Οί θυγατέρες τοΰ βασιλιά τής Τίρυνθας Προίτου κρούονται άπό 'μανία', καί παίρνουν νά περιπλανιούνται στήν Αργολική, ύστερα στήν 'Αρκαδία καί στήν άλλη Πελοπόννησο, δσο πού 'καθαρίζουνται' καί γιατρεύουνται άπό τήν "Αρτεμη κατά μιά έκδοχή (Βακχυλίδης) κι άπό τόν Μελάμποδα, διονυσιακή μορφή, κατά τήν άλλη (έπος Μελαμποδία'). Κατά τή δεύτερη έκδοχή, πού περίληψή της δίνει ό 'Απολλόδωρος, ό μάντης Μελάμπους προσφέρεται νά γιατρέψει τις κόρες τοΰ Προίτου, άν έκείνος τοΰ'δινε τό μισό τής βασιλείας. Ό Προίτος άρνήθηκε, μά τό κακό χειροτέρευε, γιατί ή μανία χτυποΰσε καί τις άλλες γυναίκες τοΰ τόπου του, πού παίρνανε τά βουνά καί σκοτώνανε τά μωρά πού βαστούσανε καί τά τρώγαν. Ό Προίτος δέχεται - μά ό Μελάμπους τώρα γυρεύει τά δυό τρίτα τοΰ βασιλβίου του, ένα γιά τόν έαυτό του κ'ένα γιά τό άδελφό του Βίαντα. Μπροστά στό μεγάλωμα τοΰ κακού τό παραδέχεται, τέλος, κι αυτό ό Προίτος. Τότες ό Μελάμπους, παραλαβών τους δυνατωτάτους τών νεανιών μετ'άλαλαγμοϋ καί τίνος ένθέον χορείας έκ τών δρών αύτάς εϊς Σικυώνα συνεδίωξε γιά νά τις πιάσει καί νά τις γιατρέψει. Πάνου στό κυνήγημα πέθανε ή μιά, τις άλλες δυό δμως τις έπιασε ό μάντης καί τίς έγιανε μέ καθαρμούς γιά νά παντρευτεί τέλος ό Μελάμπους τή μιά κι ό άδερφός του τήν άλλη. Τή μανίς, τώρα τών Προιτίδων γι'άλλους, ("Ακουσίλαος, Βακχυλίδης) τήν έριξε ή Ήρα γιατί τής περιγελάσαν τό ξόανο ή καυχηθήκαν γιά τόν πλοΰτο τοΰ πατέρα τους, (Σχολιαστές τοΰ Βιργίλιου) γιατί κλέψανε τό χρυσάφι της (σημάδι τής ένήβωσης), καί γι'άλλους (Ησίοδος) ό Διόνυσος, γιατί δέν καλοδέχτηκαν τίς τελετές του: άξιοσημείωτο πλέγμα τής μυθικής μνήμης, δπου τή μανιοδοτική λειτουργία τής Μεγάλης Θεάς (= 65) τήν άναδέχεται ό σερνικός παρακόλουθός της. Ή πα- 93 -

95 ρουσία τοϋ Μελάμποδος ("Ελλησι γαρ δή Μελάμπους, γιά τόν 'Ηρόδοτο, έστίν ό έξηγησάμενος τού Διονύσου τό τε οϋνομα xal τήν θνσίην xal τήν πομπήν τοϋ φαλλού) κατακυρώνει στό Διόνυσο τή σφετερισμένη λειτουργία τής Μεγάλης Θεάς κι δσο γιά τόν άδερφό τοο Μελάμποδα είναι στοιχείο παρέμβλητο καί δέν βαραίνει στό μύθο. Μιά νεκρογιορτή (νεχύσια) μέ τ'δνομα Άγριάνια ή Άγράνια μνημόνευσε τό θάνατο τής μιάς άπό τις θυγατέρες τοϋ Προίτου. Άγριάνια ή Άγράνια δμως είναι ένας άλλος τύπος τοϋ όνόματος Άγριώνια, γιορτής πού γνωρίζεται σέ λογίς μεριές τής Βοιωτίας ('Ορχομενός, Χαιρώνεια, Θήβαι) καί πού στόν "Ορχομενό σχετίζεται μ'έναν δμοιο μύθο. Οί κόρες τού Μινύα, μυθικού βασιλιά τοϋ βοιωτικού "Ορχομενού, δέν άκοϋνε τό Κάλεσμα τοϋ Διονύσου νά πάρουνε μέρος στά 'δργια' τών άλλων γυναικών καί κρούονται άπό τό θεό μέ μανία* πάνω στήν τρέλα τους λαχταρούν άνθρώπινο κρέας καί σπαράζουν τό μικρό τής μιάς τους καί τό τρώνε* γιά νά πάρουν ύστερα τά βουνά μαζί μέ τις άλλες μαινάδες. Γιά τήν πράξη τους ειπώθηκαν Όλεΐαι ('φόνισσες' γιά μιάν άρχαία έρμηνεία: οϊον όλοαϊ) καί οί άντρες τους, πού φυσικά τις κυνηγοϋν γιά νά τις τιμωρήσουνε, ειπώθηκαν, άπό τό μαύρο ντύμα τοϋ 'πένθους' τους ψολόεις ('άθαλωμένοι'). Τά παραπέρα τά δίνει ή Ιερουργία τών Άγριωνίων τοϋ 'Ορχομενού πού σχετίζεται μέ τό μύθο. Στή γιορτή τούτη δ Ιερέας τοϋ Διονύσου κυνηγά μέ γυμνό σπαθί ένα θίασο γυναικών πού λέγουνται Όλεΐαι καί πού πιστεύεται πώς κατεβαίνουν άπό τό γένος τοϋ Μινύα. "Οποια προφτάσει στό κυνήγημα, ό Ιερέας τή σκοτώνει* πού γίνηκε μέ μιά στά χρόνια άκόμη τοϋ Πλουτάρχου. Μιά κατηγορία όμόλογοι μύθοι παρουσιάζουν σειρά θεομάχους νά κυνηγοϋν τούς μαιναδικούς θιάσους τοϋ θεοϋ, ν'άντιδροϋν στό ξάπλωμα τής θρησκείας του καί, γενικά, νά συνερίζουν μαζί του. Σέ πολυγνώριμη περικοπή τής 6ης Ίλιαδικής ραψωδίας παρουσιάζεται ό βασιλιάς (τών Ήδωνών σ'άλλες έκδοχές) Λυκοϋργος νά κυνηγά καί νά χτυπά μέ βουπλήγα (βουκέντρα) τις μαιναδικές 'τροφούς' τοϋ Διονύσου {μαινομένοιο Διωνύσοιο τιθήνας) πάνου στό 'Νυσήιον', παραδεισιακό, δπου άναθρέφεται ό θεός, βουνό: τήν Νύσαν (= 27). 'Εκείνες άφήσαν τά Ιερά' (θύσθλα) νά πέσουν άπό τά χέρια τους καί τρέχανε χτυπούμενες (θεινόμεναι) νά γλυτώσουνε, ένώ κατατρομαγμένος ό παιδικός Διόνυσος άπό τις φωνές τοϋ κυνηγητή, βούτησε στή θάλασσα, δπου τόν δέχτηκε στήν άγκαλιά της ή Θέτις. Ό Λυκοϋργος τυφλώνεται άπό τόν Δία ή σέ μιάν άλλην έκδοχή τρελαίνεται, καί σκοτώνει μέ τσεκούρι τό γιό του παίρνοντάς τον γιά κλήμα. Λογίς τροπές τοϋ μύθου του τόν παρουσιάζουν ν'άκρωτηριάζει τό κορμί του πάνω στήν τρέλα του, νά φυλακώνεται σέ πέτρινο σπήλαιο τοϋ Παγγαίου καί τέλος, κομματιασμένος άπό άγρια άλογα, νά πεθαίνει. Ό βασιλιάς τής Θήβας Πενθέας, γιός τής Αγαύης, κόρης τοϋ Κάδμου, ξεφρενιάζει γιά τή διάδοση τής λατρείας τοϋ Διόνυσου άνάμεσα 94 -

96 στίς γυναίκες τής χώρας του, δπου πρωτοστατοον ή μάνα του κ'οί άλλες δυό άδερφές τής Σεμέλης, ή 'Ινώ καί ή Αύτονόη. Φυλακίζει τόν Διόνυσο καί τίς μαιναδικές του συντρόφισσες, πού λύνουνται ώστόσο θαυματικά, καί μελετά νά κυνηγήσει μέ τ'άρματα τίς μαινάδες τού τόπου. Ξεγελασμένος δμως άπό τόν Διόνυσο ν'άνεβεΐ, ντυμένος γυναικίστικα, στόν Κιθαιρώνα νά κρυφοκοιτάξει τίς γυναίκες νά όργιάζουνε, κι άνεβασμένος άπ'τόν ίδιον σ'ένα έλατο, κατασπαράζεται άπό τίς μαινάδες πού τόν βλέπουν και πού ξεριζώνουν, γιά νά τόν κατεβάσουνε, τό δέντρο. Στό δράμα 'Βάκχαι* πού ξετυλίγει τό μύθο μας, ή 'Αγαύη γυρίζει στή Θήβα μέ καρφωμένο στό θύρσο της τό κεφάλι τού γιού, πού μέσα στήν παράκρουσή της τό περνά πότε γιά κεφάλι λιονταριού καί πότε γιά μοσχαριού, γιά νά τά πεί καί θύρσο καί κεφάλι κάπου 'νιόκοφτο κλαδί* (ίλικα νεοτόμον). Ό 'άδερφός' τού Λυκούργου Βούτης έρχεται μ'άλλους Θρακιώτες στή Νάξο καί τήν κυριεύει. Καθώς δέν είχαν γυναικείο πληθυσμό στό νησί, γυρίζουνε γυρεύοντας γυναίκες κ'έρχουνται καί στή Θεσσαλία, δπου βρίσκουνε καί κυνηγούνε τις τροφούς τού Διονύσου πού τελούσαν, στήν 'Αρχαία Φθιώτιδα, τά 'δργιά' τους. 'Εκείνες πετούν άπό τά χέρια τους τά Ιερά' (= 20) άλλες τους τρέχουν κατά τό βουνό Δρίος κι άλλες κατά τή θάλασσα, μά ό Βούτης πιάνει μιά τους, τήν Κορωνίδα, τή φέρνει στή Νάξο καί τήν παίρνει γυναίκα του, δσο πού έκείνη κράζει βοηθό της τό θεό, κι ό Βούτης κρούεται άπό τόν Διόνυσο καί σκοτώνεται πέφτοντας σ'ένα πηγάδι. 'Επικεφαλής τού μαιναδικοϋ του στρατοΰ, ό Διόνυσος έρχεται άπό τά νησιά στήν 'Αργολίδα. 'Εκεί τόν άντιμετωπίζει σέ μάχη ό βασιλιάς Περσέας πού σκοτώνει τό θεό, πετώντας τον στά βάλτα τής Λέρνας. 'Ο μύθος συμπιάνεται μ'ίερουργίες τών 'Αργιτών πού κράζουν, άπό κάποιο βάθος έκεί, τόν Διόνυσο ν'άνέβει άπό τόν "Αδη (= 44) Κατά μιάν άλλη παράδοση πού συνδέεται μέ τή λατρεία τοϋ Διονύσου ΚρησΙον στό "Αργός, ό θεός συμφιλιώνεται μέ τόν Περσέα. Οί γυναίκες τής Τανάγρας λούζουνται στή θάλασσα, προτοΰ ν'άρχίσουν τις διονυσιακές Ιερουργίες. 'Εκεί ρίχνεται καταπάνω τους ό θαλασσοδαίμονας Τρίτωνας καί κράζουν βοηθό τους τόν Διόνυσο πού παρουσιάζεται μονομιάς, παλεύει μέ τόν Τρίτωνα καί τόν νικάει. Είναι φορές πού τό θΰμα δέν είναι ό άντίμαχος τοϋ θεοϋ μά ό ίδιος ό θεός, δπως στόν άγώνα του μέ τόν Περσέα, ή κάποιος φίλος τοϋ θεοϋ, δπως στό μύθο τού Ίκαρίου. Ό Ίκάριος, φίλος καί διπλότυπο τοϋ Διονύσου, φιλοξενεί στόν δήμο 'Ικαρία τής 'Αττικής τόν Διόνυσο, πού τοϋ μαθαίνει τήν καλλιέργεια τ'άμπελιοϋ καί τις θαυματικές ιδιότητες τοϋ κρασιού του. Ό άγαθός ήρωας γυρίζει ύστερα μ'άμάξι τήν 'Αττική καί μοιράζει κρασί στούς χωρικούς πού, νιώθοντας τ'άποτελέσματα τοϋ πιοτού καί λογιάζοντας πώς ό Ίκάριος τούς έδωκε φαρμάκι νά πιοϋν, τόν σκοτώνουνε καί τό κορμί του τό θάβουν κάτου άπό'να δέντρο ή τό ρίχνουνε σέ ένα πηγάδι. 'Εδώ πέφτει κι ό μύθος τής λατρείας

97 τοϋ Διονύσου ΆΙγοβόλου' στίς Ποτνιές τής Βοιωτίας. Σέ γιορτή θυσίας γιά τό θεό, οί ντόπιοι παραμεθύσανε, Ισαμε νά σκοτώσουν τόν Ιερέα τοϋ Διονύσου άκολουθά θανατικό πού τό θεραπεύει χρησμός νά θυσιάζουν κάθε χρόνο ένα όμορφο άγόρι στό θεό πού ύστερότερα τούς άλλάζει τό θύμα μέ γίδα. Τά Εθιμα τού Έποχικοϋ Δράματος τής Ευρώπης βοηθήσαν ν'άποκατασταθεϊ ή έρμηνεία τών μύθων αύτών, πού πρώτα πιστεύουνταν πώς είναι μύθοι ιστορικοί, καθρεφτισμοί τής άντίδρασης πού βρήκε στό ξάπλωμά της ή διονυσιακή θρησκεία. "Εναν άνώτερο βαθμό τών Ιερουργιών πού καθρεφτίζουν οί μύθοι τής άντιδιονυσιακής δράσης καθρεφτίζει ό διονυσιακός μύθος τής βασιλικής μονομαχίας Ξάνθου καί Μελάνθου. Οί "Αθηναίοι κ'οί Βοιωτοί πολεμούσαν γιά τόν τόπο ΚελαιναΙ στά σύνορά τους. Ό βασιλιάς τών Βοιωτών Ξάνθος κάλεσε σέ μονομαχία τόν βασιλιά τών 'Αθηναίων Θυμοίτην, πού άρνήθηκε ώστόσο. Ό μεσσήνιος τότε Μέλανθος, άπό τό γένος τών Νηλειδών, πού βρισκόνταν στήν "Αθήνα έκεΐνο τόν καιρό, προσφέρθηκε νά μονομαχήσει μέ τόν Ξάνθο αύτός (μέ τόν δρο, φυσικά, νά πάρει, άν νικούσε, τήν άθηναϊκή βασιλεία). 'Εκεί πού μονομαχούσανε, ό Μέλανθος είδε πίσω άπό τόν Ξάνθο κάποιον φορεμένον μαύρο γιδοτόμαρο, τόν Διόνυσο βέβαια, καί κατηγόρησε τόν Ξάνθο πώς πατεί τούς μονομαχικούς κανόνες φέρνοντας καί παραστάτη. Καθώς ό Ξάνθος γύρισε νά δεϊ γιά ποιόν μιλά, ό Μέλανθος βρήκε τήν εύκαιρία νά τόν σκοτώσει καί νά πάρει τήν άθηναϊκή βασιλεία. "Εδώθε, λέγεται, καθιερώθηκαν τά "Απατούρια" (πού'χανε κάποιο σύνδεσμο μέ τά 'Ανθεστήρια) καί νά Ιδρυθεί βωμός τού ΜελαναΙγιδος Διονύσου, πού σ'άλλους μύθους ή λατρεία του συνδέεται μέ τίς άττικοβιωτικές μαινάδες "Ελευθερές', κόρες τού 'Ελευθήρος (= 55) 37 Τό Διονυσιακό 'Εποχικό Δράμα Ολα τά στοιχεία τής άρχαιοδιονυσιακής μύησης μάς δίνουνται άπό τούς Μαιναδικούς θιάσους. 'Απ'έδώ ή άξίωση πώς φορείς τής άρχαίας Διονυσιακής θρησκείας είναι μονάχα γυναίκες. Προχωρώντας νεότερος μελετητής παραδέχτηκε, μέ βάση του τά πλήθος έθνολογικά παράλληλα, πώς οί ίδιοι οί Μαιναδικοί θίασοι γυρίζουν ύστερότερα σ'άνδρικούς, μέ τήν είσχώρηση τοϋ άρσενικοϋ στοιχείου στίς γυναικείες Ιερουργίες. Μπορεί ώστόσο ν'άντιπαρατηρηθεΐ πώς δπου σώθηκαν οί άρχαίοι Μαιναδικοί θίασοι, άνασώθηκαν καθαροί άπό κάθε άνακάτωμα άντρών καί πώς οί μικτοί θίασοι είναι γεννήματα τών ύστερότερων καιρών, δταν έπαψε πιά ή λειτουργία τών άρχαίων άνδρικών θιάσων. Σέ λογίς, έπειτα, Ιερουργίες τών

98 Μαινάδων φαίνεται καθαρά ή παρουσία ξεχωριστών άνδρικών θιάσων οί 'θεομάχοι' κι όσοι άλλοι κυνηγοον μαιναδικούς θιάσους είναι μυθικές προβολές κορυφαίων άνδρικών θιάσων. ΤοΟτο μαρτυριέται άπό τό μύθο τών Προιτίδων (συγγενικόν άλλωστε μέ τό μύθο τών Όλειών τοΰ βοιωτικού 'Ορχομενού) πού τις κυνηγά ό Μελάμπους (διονυσιακή κι αύτός μορφή) έπικεφαλής άνδρικού θιάσου πού τρέχει καταπίσω τους μετ αλαλαγμού και bdéov χορείας. Οί πλασματικές μάχες τών Μαινάδων μ'άντρες στούς μύθους τής "Άντιδιονυσιακής Δράσης" (= 36) άφήνουν νά φανούν στό βάθος τών μύθων αυτών άνδρικοί θίασοι καί συνιερουργίες τών Μαινάδων μαζί τους. Λείψανα τών παράλληλων αύτών γυναικείων κι άνδρικών θιάσων έχουμε τά παράλληλα Ιερατικά σώματα άντρών καί γυναικών, σ'όρισμένες λατρείες. Είναι οί "Οσιοι τών Δελφών δίπλα στίς Θυιάδες (= 77). θρυλικοί Ψολόεις (= 'άθαλωμένοι') δίπλα στίς μαιναδικές "Ολείες' τής Βοιωτίας (= 53)> έννιά άντρες κοντά στίς έννιά γυναίκες πού ίερατεύουν στή λατρεία τοΰ Διονύσου τοΰ ΑΙσυμνήτου στίς Πάτρες. Ποιοι δμως είναι καί ποΰ βρίσκουνται οί άνδρικοί αύτοί θίασοι πού συνιερουργοΰν μέ τούς Μαιναδικούς θιάσους; Ή μόνη άπόκριση πού μπορεί νά δοθεί είναι πώς τά μαιναδικά δργια, τά Τριετηρικά, είναι καθαρά γυναικεία μύηση, προετοιμασία γιά τίς Ιερουργίες τοΰ Έποχικοΰ Δράματος πού τελούνται κάθε χρόνο. Ποιά πάλι είναι ή μύηση τών άνδρικών θιάσων δέν τό μαθαίνουμε, δέν είναι ώστόσο δύσκολο νά τό άπεικάσουμε άπό τίς ίδιες τίς χρονιάτικες Ιερουργίες τους μέ τούς γυναικείους θιάσους. Είναι οί ίδιες μ'αύτές πού συνάγουνται γιά τήν Κ. ο υ ρ η τ ι κ ή Μύηση δπου ε ν α ς τοΰ άνδρικοΰ θιάσου άναδείχνεται μ'άγωνίσματα "Μέγιστος Κούρος", κορυφαίος τοΰ θιάσου του καί διεκδικητής τής Περιοδικής Μαγικόθεϊκής Βασιλείας (= 35) Γ^ν καί οί άνδρικοί αύτοί θίασοι τελούν άνάλογη μέ τών Μαινάδων 'τριετηρική' προετοιμαστική μύηση δέν έχουμε άλλη ένδειξη παρά τοΰ άποσπάσματος τών 'Κρητών', τοΰ ΕύριπΙδη πού περιορίζει τήν, δμοια μέ τήν μαιναδική, τριετηρική, νυκτιπολική, κι ώμοφαγική δράση τών μυστών τοΰ Ίδαίου Διός σ'έναν μονάχα μυητικό βαθμό, τών 'βάκχων', τοΰ θιάσου τών Ίδαίων Δακτύλων ή Κουρήτων.) Οί Ιερουργίες, κοντολογίς, τών άνδρικών θιάσων μέ τούς Μαιναδικούς είναι τοΰ Έποχικοΰ Δράματος πού βοηθά τή μετάβαση άπό τόν χειμώνα στήν άνοιξη, άπό τήν περασμένη στήν έρχόμενη χρονιά, καί πού τό ξέρουμε σέ διάφορους τύπους. Σ'έναν άπό τούς τύπους αύτούς, άνθρώπινο όμοίωμα πού παρασταίνει τόν Χειμώνα, τήν Περασμένη Χρονιά, τό 'Θάνατο' (δπως συνηθίζεται καί νά λέγεται), τό μεταφέρουν έξω άπό τά σύνορα τής κοινότητας κ'έκεϊ τό κομματιάζουν ή τό ρίχνουν στά Νερά, ένώ ένα άλλο, συχνά ένα Δέντρο ή Κλαρί, παρασταίνοντας τήν "Ανοιξη, τό Καλοκαίρι, τήν Καινούρια Χρο

99 νια ή τή 'Ζωή' (δπως συνηθίζεται και νά λέγεται), τό φέρνουν άπό τήν έξοχή στήν κοινότητα πίσω: φέρομεν ίξ δρεος Ιλιχα νεοτόμον έπί μέλαθρα, μαχάριον θήραν τραγουδά ή Αγαύη στις 'Βάκχες' γιά τό θύρσο της μέ τό μπηγμένο σ'αύτόν κεφάλι τού κομματιασμένου Πενθέα. Τό έθιμο τούτο, πολυγνώριμο στά έθιμα τής Εύρώπης, δείχτη κε άπό τόν Bather στό βάθος τών 'Βακχών' κ'είναι στό βάθος δλων τών μύθων τής "Αντιδιονυσιακής Δράσης'. Είναι, πάλι, φορές πού τή θέση τών όμοιωμάτων πού γυρίζουνε τήν παίρνουν πραγματικά πρόσωπα: έκεϊνοι πού κρατούν, στή μιά ή τήν άλλη πανήγυρη, τό Κλαδί της. Τέτοια πρόσωπα τού άρχαίου 'Εποχικού Δράματος άνιχνεύουνται στόν 'Δαφνηφόρον' τής Θηβαϊκής Δαφνηφορίας, στό παληκάρι τού δελφικού 'Στεπτηρίου' πού παρασταίνει τόν "Απόλλωνα, καί στόν Νικητή τών "Ολυμπιακών 'Αγώνων. Είναι, πάλι, φορές πού τό πνεύμα τής βλάστησης ένσαρκώνεται άπό θηλυκό πρόσωπο, πού λέγεται 'βασίλισσα', ή άπ'άρσενικό πού λέγεται 'βασιλιάς' κ'έτούτο. Στό βάθος βρίσκεται ή συζυγία τών δυό ένσαρκώσεων, πού ή ένωσή τους είναι κ'ή κορύφωση τοϋ δράματος τούτου. Στοιχεία, άλήθεια, τού 'Εποχικού Δράματος είναι πλασματικές μάχες δυό όμάδων, μονομαχία δυό άνταγωνιστών πού ένσαρκώνουν τό πνεϋμα ό ένας τής περασμένης καί ό άλλος τής νέας χρονιάς, έρωτικά δργια, κι ό γάμος, τέλος, τών δυό πρωταγωνιστών, τοϋ 'βασιλιά' καί τής 'βασίλισσας', πού άναδείχνει τό γονιμικό τής χρονιάς ζευγάρι. Λείψανα δλα τούτα μιάς διασπασμένης θιασικής πράξης, δπου θίασοι άντρών καί γυναικών άναδείχνουν τούς δυό κορυφαίους τους πού θ'άποτελέσουν τό γονιμικό τούτο ζευγάρι. "Ορισμένες, έτσι, πλασματικές μάχες καθρεφτίζουνται σέ γνώριμες διονυσιακές παραδόσεις. Στή σκηνή τής μαιναδικής έπιδρομής πού περιγράφει ό πρώτος "Αγγελιοφόρος τών 'Βακχών' οί Μαινάδες άντιμετωπίζουν σέ μάχη τούς άντρες. Σ'έναν άπό τούς μύθους τής 'Αντιδιονυσιακής Δράσης ό Διόνυσος, έπικεφαλής τοϋ γυναικείου στρατοϋ τών Μαινάδων, στήνει πόλεμο μέ τόν Περσέα, πού άρχηγεύει τό στρατό τό δικό του. Αίτιολογικός μύθος παρασταίνει τόν Μακεδόνα βασιλιά 'Αργαϊον ν'άντιπαρατάζει στούς όχτρούς του τίς έπιχώριες Μαινάδες (= 56). Λείψανο τών πλασματικών αύτών μαχών βρίσκεται στό Χορό τής Κωμωδίας, πού βγαίνει άπό τό "Εποχικό Δράμα. 'Εδώ ό Χορός, διπλάσιος τοϋ Χοροϋ τής Τραγωδίας, χωρίζεται κάποτε σέ δυό Άντιχόρια, πού μάχουνται μεταξύ τους. Τό ίδιο βρίσκεται ξεχωριστά στήν 'παράβασιν', κεντρικό μέρος κι άφετηρία τής Κωμωδίας- είναι ένας Χορικός "Αγών', συνδεμένος κάποτε μέ τόν άγώνα τών δυό άνταγωνιστών, σάν κορυφαίων τών δυό όμάδων. Στή 'Λυσιστράτη' μάλιστα έχουμε δυό διαφορετικά ήμιχόρια, ένα άπό γυναίκες κ'ένα άπό άντρες, σωστή εικονογράφηση τών άνταγωνιστικών διονυσιακών θιάσων. Ξεθωριασμένα άπομεινάρια τών θιασικών αύτών Ιερουργιών έχουμε τά 'σκώμματα' (σκώμματα έξ αμαξών) τών

100 'Ανθεστηρίων καί τών Ληναίων. 'Από τις πλασματικές αύτές μάχες διαμορφώνεται ό πολεμικός χαραχτήρας τού Διονύσου Ç Αρεως τε μοΐραν μεταλαβών, μετέχει τινά), άπ'δπου τά έπίθετά του "Αρεως καί Ένυάλιος, πού τόν έξομοιώνουν μέ τόν "Αρη. Στό κυνήγημα, άπό τήν άλλη, τού Μαιναδικοϋ θιάσου, ή μονομαχία τών δυό άνταγωνιστών βρίσκεται σ'δλους τούς μύθους τής 'Αντιδιονυσιακής Δράσης, καί σ'όρισμένους, δπως ό άγώνας τού Διονύσου και τού Τρίτωνα ή τοϋ Διονύσου καί τοϋ Περσέα, όλοφάνερη κιόλας. Τήν ίδια έποχική μονομαχία μαρτυρά, μά γυρισμένη σέ βασιλοκτονική μονομαχία, ό μύθος τού Μελάνθου καί τοϋ Ξάνθου. Στούς ίδιους μύθους είκονίζεται τό κυνήγημα, άπό κάποιο θεομάχο βασιλιά, τού Μαιναδικοϋ Θιάσου. Σκοπός τού κυνηγήματος αύτού, πού στό βάθος του φαίνεται τό μυητικό άγώνισμα τού Δρόμου, είναι τό διάλεγμα τής νύφης τοϋ γονιμικοϋ ζευγαριού τού νέου χρόνου (Thomson). Αυτό μαρτυριέται κι άπό τόν όμόλογο μύθο τού Μελάμποδος πού κυνηγά τίς μαιναδικές Προιτίδες καί παίρνει ύστερα γυναίκα του μιάν άπ'αύτές κι άπό τό μύθο, δπου ό Βούτης, κυνηγητής τοϋ Μαιναδικοϋ Θιάσου κι αύτός, πιάνει καί παίρνει γυναίκα του τήν Κορωνίδα. 'Εκφυλισμένη ή πράξη συναντιέται σάν Ιερουργία τών 'Αγριωνίων τού Βοιωτικού 'Ορχομενού, δπου ό Ιερέας τού Διονύσου, λείψανο τού κορυφαίου τού άνδρικοϋ θιάσου, κυνηγά, κρατώντας σπαθί, τις Όλεϊες, γυναίκες μαιναδικοϋ θιάσου, καί σκοτώνει δποιαν τους φτάσει. Τά έρωτικά, τέλος, δργια στό Διονυσιακό 'Εποχικό Δράμα, άπό πολλά μαρτυριούνται. Σέ δράμα μέ διονυσιακό θέμα, ό Αίσχύλος λέει τίς βακχευόμενες γυναίκες χαλιμάδας πού σημαίνει, γιά τούς άρχαίους λεξικογράφους, αϊ χαλόμεναι πρός αυνονσίαν, άναίσχντοι καί θρασεϊαι, πόρναι. Οί ύποψίες γιά έρωτικά δργια τών Μαινάδων τρέχουν σ'όλόκληρο τό σώμα τών 'Βακχών', τό εύαγγέλιο τούτο τής Διονυσιακής Θρησκείας. Ό Ίων, στό δμώνυμο δράμα τού Εύριπίδη, μαθαίνοντας πώς ό Ξούθος, πού ό χρησμός τόν λέει πατέρα του, είχε έρθει στούς Δελφούς τόν καιρό τών Μαιναδικών όργίων τους καί πήρε μέρος σ'αύτά, δέν άμφιβάλλει πιά γιά τήν πατρότητά του. ΟΙ κατηγορίες γιά τά δργια τών ρωμαϊκών Βακχείων (Bacchanalia) κ'ή έρωτική σημασία πού παίρνει ό δρος δργια (= μυστικές Ιεροτελεστίες) άπό τήν Ιδέα τών άλεξανδρινών καί ρωμαϊκών καιρών γιά τήν ούσία τής Διονυσιακής Θρησκείας, βεβαιώνουν τά έρωτικά δργια τών Μαιναδικών θιάσων μέ τούς άντίστοιχους άνδρικούς θιάσους. Όλα τούτα άπομένουν στούς διονυσιακούς μύθους καί στά διονυσιακά πανηγύρια, διασπαρμένα, δπως είπαμε, λείψανα ένός 'Εποχικού Δράματος πού διαμόρφωνε τή βλαστική κ'έποχική πλευρά τού Διονύσου

101 38 Ό Διόνυσος θεός τής Γονιμικής 'Υγρασίας Αγκαλά κ'ή άνατροφή του άπό τις "Υάδες κ'ένα του έπίθετο "Υης δείχνουν τόν θεό μας σά θεό τής βροχής, πουθενά ό Διόνυσος δέν παρουσιάζεται νά'χει τή βροχική λειτουργία. Μιά άποψη είναι πώς τό έπίθετο τό παίρνει άπό τό σαβαζιακό φώνημα ΰης άττης μέ τούς σαβαζιακούς του συνδέσμους (= 8ο). Πιθανότερο εϊναι πώς ή λειτουργία τούτη (οίκουμενικά φεγγαρική) είταν τού κρητικού Διός, πού κι αύτός άναθρέφεται άπό τις 'Υάδες, καί ξεμένει κληρονομικός μονάχα τίτλος τού Διονύσου, άφοϋ, σά θεός τοϋ Ούρανοϋ, τή σφετερίζεται ό έλληνικός ύστερα Δίας (= 26). "Οπως καί νά'ναι, ό γιός τοϋ Ούρανοϋ καί τής Γής είναι ένας βλαστικός θεός πού σχετίζεται πρώτα άπ'δλα μέ τή γονιμική υγρασία: ού μόνον τοϋ οίνου τόν Διόνυσον, γράφει ό Πλούταρχος, άλλα καί πάσης ύγράς φύσεως ήγοϋνται κύριον και άρχηγόν, κ'οί μύθοι κ'ή λατρεία του τόν συνδέουν σταθερά μέ τις πηγές, τά βάλτα, τή θάλασσα καί μέ τά θηλυκά πνεύματα τών νερών: τις Νύμφες. Μέ τις πηγές τόν συνδέουν μιά πηγή Διονυσιάς, κοντά στήν Κυπαρισσία, πού τήν άνοιξε ό ίδιος μέ χτύπημα τοϋ θύρσου του στή γή, ή πηγή Κισσούσα κοντά στήν "Αλίαρτο', πού μυθευόνταν πώς έκεΐ τόν λούσαν οί 'τροφοί' του μόλις γεννήθηκε, κ'οί πηγές πού άνοίγουν, στίς 'Βάκχες', οί μαινάδες του, χτυπώντας μέ τό θύρσο τους τά βράχια. Μιά σειρά έπίθετα, Λιμναγεντ/ς, Λιμναίος, έν Λίμναις, μαρτυρούνε τόπους τής λατρείας του βαλτονεριές (λίμναι), δπως στήν 'Αθήνα, δπου τό άρχαιότερο Ιερό του, πού άνοιγε μιά φορά τό χρόνο, στούς 'Χόας' τών 'Ανθεστηρίων', εϊταν στό βαλτότοπο τής βορειοδυτικής πλευράς τής "Ακρόπολης Λίμναι, ή οί μυθικοί καί λατρειακοί σύνδεσμοί του μέ τά βάλτα τής Λέρνας. Μέ τά πηγάδια τόν συνδέουν οί μύθοι τοϋ Έποχικοϋ Δράματός του (= 37). Φρενοκρουσμένος ό Βούτης άπό τό θεό πέφτει καί πνίγεται σ'ένα πηγάδι - ό νεκρός Ίκάριος θάβεται κάτου άπό'να δέντρο ή ρίχνεται σ'ένα πηγάδι. Μ'ένα ποτάμι Λευκυανία στήν "Ηλιδα τόν συνδέει τό έπίθετό του Λευκυανίτης. Ένα έπίθετό του Πελάγιος στίς Παγασές, κι άλλο, Άκταΐος στή Χίο τόν συνδέουν μέ τή θάλασσα, καθώς κ'οί μύθοι τού "Εποχικοϋ Δράματός' του. "Οταν ό Λυκοϋργος κυνηγά τις 'τροφούς' του πάνω στό Νυσήιον, ό Διόνυσος τρομαγμένος ρίχνεται στή θάλασσα, δπου τόν παίρνει στήν άγκαλιά της ή θέτις ό Διόνυσος καταπαλεύει στή θάλασσα τόν Τρίτωνα πού χύμησε κατά τίς Ιερές γυναίκες τής λατρείας του- δταν ό 'Ορφέας, μορφή διονυσιακή, κομματιάζεται άπό τίς Μαινάδες, τό κεφάλι του πετιέται, ή φτάνει μέ τόν Έβρο, στή θάλασσα, δπου ταξιδεύει άπάθητο ίσαμε -100-

102 τή Λέσβο - ό λέσβιος 'Αρίων, μιά διονυσιακή κι αύτός μορφή, πηδά στή θάλασσα άπό τό καράβι τών πειρατών ντυμένος τήν Ιερατική του στολή: μιάς λογής Διόνυσος κι ό ίδιος. Στό βάθος δλων αύτών είναι τό έθιμο τοΰ Έποχικοΰ Δράματος νά ρίχνουνε στά Νερά τό δεντρικό όμοίωμα πού βγάζουν άπό τήν κοινότητα σάν άποπομπαία παράσταση τοΰ περασμένου χρόνου (= 37) "Η ιερουργία, πού φέρνει σ'έπαφή τό σύμβολο τής βλάστησης μέ τό γονιμικό στοιχείο τοΰ Νεροΰ, είναι καί μιά μαγεία τής βροχής άντάμα. Οί προβολές τής Ιερουργίας αύτής περνούν καί στό μύθο τοΰ Θείου Βρέφους μέ τό θέμα τής Κάσας, λάρναχος, πού Ταξιδεύει. Στήν κατηγορία τούτη πέφτει κι ό μύθος τής λατρείας τοΰ Διονύσου "Αισυμνήτου' στίς Πάτρες. Ένας Εύρύπυλος φέρνει άπό πελάγου μιά 'λάρνακα' πού μέσα της είταν τό ξόανο τοΰ Διονύσου. Τό δέντρο όμως δέν είναι παράσταση τοΰ βλαστικού μονάχα θεοΰ, μά καί τής θεάς παλαιότερά του. Είναι, έτσι, φορές πού ή 'Λάρναξ πού Ταξιδεύει' κλείνει μέσα της τή Μάνα (πού ξεπέφτει σ'ήρωίδα) καί τό Θείο Βρέφος. Είναι ή περιπέτεια τής Δανάης καί τοΰ Περσέα, τής Αύγής καί τοΰ Τήλεφου, τής Ροιοΰς καί τοΰ "Ανιου, κ'ή όμόλογη τής Ήμιθέας καί τοΰ Τέννη. Τοΰ ίδιου κύκλου είναι κι ό διονυσιακός μύθος τών Βρασιών τής Λακωνίας. "Οταν ή Σεμέλη γέννησε τόν Διόνυσο, ό Κάδ. μος, σέ μιάν έκδοχή, τήν έβαλε, μαζί μέ τό βρέφος, σέ 'λάρνακα' πού, ριγμένη στό πέλαγο, έφτασε μέ τά κύματα στίς Βρασιές, δπου έρχεται ή Ίώ κι άναθρέφει τόν Βρεφικό Διόνυσο (γιατί ή Σεμέλη είχε πεθάνει στό ταξίδι). 39 Ό Βλαστικός Διόνυσος Η υγρά φύσις, δπου βασιλεύει ό Διόνυσος (= 38)» περιλαβαίνει κατά κύριο λόγο τούς χυμούς τής βλαστικής ζωής καί τών καρπών της Ή πιό καθολική φυτική ένσάρκωση τοΰ Διονύσου είναι ό Κισσός, πού'ναι κ'ένας άπό τούς άρχαιότερους θύρσους τών διονυσιακών θιάσων. Ένα ταυτισμό τοΰ Διονύσου μέ τόν κισσό μαρτυρά τό έπίθετό του Κισσός στίς 'Αχαρνές, δπου λατρεύεται ένας Διόνυσος 'Μελπόμενος' κι δπου οί ντόπιοι, πού κατά τήν παράδοσή τους, έκεϊ πρωτοβλάστησε ό κισσός, χισσόν τόν αύτόν θεόν τιμώσι. Σέ κάποιες βοιωτικές ιερουργίες Ç Αγριατνίοις xal Νυχτελίοις ών τά πολλά διά σχότονς δράται), οί μαινόμενες γυναίκες σπαράζουνε καί τρώνε τόν κισσό, σάν ένσάρκωση, φυσικά, τοΰ Διονύσου: έδώ al ένοχοι τοις βαχχιχοϊς πάθεσι γυναίκες ευθύς έπΐ τόν χιττον φέρονται xal σπαράττουσι δραττόμεναι ταϊς χερσί xal διεσθίουσι τοις στόμασι. Στή Θήβα ό Διόνυσος λέγεται Περιχιόνιος, δντας ό κισσός πού περιτυλίγει τόν 101 -

103 Διόνυσο 'στϋλον' ή Κάδμον (και Καδμεϊον) τών παλιών άνακτόρων τοϋ Κάδμου' καί μιά παράδοση (στορετ πώς, δταν κεραυνωθήκαν τ'άνάκτορα, κισσός πού περιτύλιξε τις κολόνες τους φύλαξε άπό τις φλόγες τό Θείο Βρέφος. Τόν Ιδιο ταυτισμό μαρτυρά τό ξαφνικό στά διονυσιακά θαύματα σκαρφάλωμα τοϋ κισσού, πού σημαίνει 'έπιφάνειαν' τού θεού στή φυτική ένσάρκωσή του. Σέ στίχο τοϋ Αισχύλου, ό 'Απόλλωνας άλλάζει τό έπίθετό του μάντις μέ τό διονυσιακό χισσεύς (= 77) έπιγραφή τής Άμοργοΰ άναφέρει τή λατρεία ένός Διονύσου Κισσοχόμα κ'έπιγραφή τών ρωμαϊκών καιρών άναφέρει γιά τόν μήνα Γαμηλιώνα στήν 'Αττική χιττώσεις Διονύσου, περιτύλιγμα ή στεφάνωμα μέ κισσό τοϋ Διόνυσου-Στύλου. Μιά σειρά έπίθετα, Άνθιστήρ (στή Θήρα), "Ανθιος (στή Φλύα τής "Αττικής), Μελαν- ΘΙδης (στήν "Αθήνα), κ'ή μεγάλη του γιορτή, τά 'Ανθεστήρια, σχετίζουν τόν Διόνυσο μέ τά λουλούδια. Τούς σχετισμούς του μέ τά δέντρα τούς μαρτυρούν τά έπίθετά του Δενδρεύς, "Ενδενδρος, Δενδρίτης. Είναι ό θεός τής άγριας βλάστησης καί, μ'ύστερότερες μεταφορές, έπίσχοπος καί τών ήμερων δέντρων. Ή ίδιότητά του σά "Δενδρίτη' θεού βρίσκεται στό κέντρο τής πανελληνικής του λατρείας: Διονύσω Δενδρίτη πάντες, ώς Ιπος είπεϊν, "Ελληνες θύονσι. "Ενα ξόανο πού βρέθηκε μέσα σέ πλατάνι τής Μαγνησίας τοϋ Μαιάνδρου (= 55) άναγνωρίστηκε πώς είτανε τοϋ Διονύσου. Στή Βοιωτία λατρεύεται ένας "Ενδενδρος Διόνυσος, στά Μέγαρα ένας Δασύλλιος, στήν 'Ηραία τής 'Αρκαδίας ένας Αύξίτης, στήν Κώ ένας θυλλοφόρος (= Κλαδοφόρος ή Φυλλοφόρος) κ'ένας Σχυλλίτας (πού έρμηνεύεται άπό μιά 'γλώσσα' τού 'Ησυχίου: σχυλλίς χληματις) καί σέ πολλές περιοχές ένας Φλεύς, Φλεών, Φλοϊος κι άνάλογα, έπίθετα πού σχετίζουνται μέ τή βλαστογονιμική λειτουργία. "Από τά άγρια δέντρα τούς άρχαιότερους σχετισμούς μέ τόν Διόνυσο τούς κρατούν τό 'Ελάτι καί τό Πεύκο. Σέ νομίσματα καί άγγεϊα τού 6ου καί 5ου ΑΙώνα, ένα όλόκληρο έλατο ή ένα κλαρί του παρουσιάζεται σά θύρσος στά χέρια τών Κενταύρων καί τών Σατύρων. Είναι πάνου σ'ένα έλατο πού άνεβαίνει ό Πενθέας (μορφή τοϋ Διονύσου) καί τό έλατο τοϋτο τό ξεριζώνουν στίς 'Βάκχες' οί Μαινάδες. Γιά τούς Κορίνθιους τό δέντρο τοϋ Πενθέα εϊταν ένα πεύκο καί, συμβουλευμένοι άπό δελφικό χρησμό νά βροϋν τό δέντρο τούτο καί νά τό λατρέψουν δσο καί τόν Ιδιο τό Θεό (τό δένδρον ίσα τω θεώ αέβειν), άπό τό ξύλο του φτιάνουν άγάλματα τοϋ Διονύσου 'Βακχείου' (Μανιοδότη) καί τοϋ Διονύσου 'Λυσίου' (Μανιολύτη). Οί πεύκινες λαμπάδες φέγγουν στά μαιναδικά δργια, πού ή φυσική σκηνογραφία τους, στά βουνά, είναι πάλι τά πεύκα" κ'έτσι τό κουκουνάρι πού παρουσιάζεται στήν έλληνιστική έποχή στήν κορυφή τοϋ τεχνητού θύρσου (πού ώς τότε στεφανώνεται μέ κισσό ή κληματόκλαδο) ξαναφέρνει Ισως στή ζωή παλιότερο συνήθιο. Διονυσιακά δργια στή Μελάγγεια τής 'Αρκαδίας τά τελοϋν θιασώτες μέ τό δνομα 'Μελιασταί', άπ'δπου φαί

104 νεται πώς σχετίζουνται μέ τό δέντρο Μελιά, κ'ενας άπό τούς τρεις θιάσους πού όργανώθηκαν στήν Μαγνησία, σά βρέθηκε μέσα στό πλατάνι πού'ριξε ό άγέρας ή εικόνα τού θεού, (= 55)» λέγεται τών Πλατανιστψών, πού τά δργιά τους θά σχετίζουνται μέ τήν προκοπή τού πλατάνου. 'Επιγραφή τών αύτοκρατορικών χρόνων άπό τή Θεσσαλονίκη άναφέρει Ιέρεια Διονύσου τού Πρινοφόρον (δηλαδή θιάσου Πρινοφόρων), καί θίασο Αρνοφόρων, πού (αν δέν είναι έπαγγελματικοί) θά μεταφέρουν Ισως σέ πομπές τό πρινάρι καί τό δρύ,' σάν ένσαρκωμούς τού Διονύσου. 'Δοτήρ' καί 'έπίσκοπος' καί τών ήμερων δέντρων, ό Διόνυσος κάνει νά προκόβει ή καρποφορία τους: άγνόν φέγγος όπώρας. Στή Λακωνική λατρεύεται ένας Διόνυσος Συχίτης και στή Νάξο ένας Διόνυσος Μειλίχιος (άπό τά σύκα πού τά λένε 'μείλιχα') πού τό προσωπείο του είναι άπό ξύλο συκιάς καμωμένο. Άπό ξύλο συκιάς είναι στή Ρόδο καμωμένοι κ'οί φαλλοί πού λέγουνται, άπό τό μητρωνυμικό του, Θνωνίδαι. Στή Λάρνακα τού Κυψέλου, πού τήν ξέρουμε άπό περιγραφή τού Παυσανία, ό Διόνυσος είκονιζόνταν άνάμεσα σέ μηλιές καί ροδιές καί τά μήλα είναι Ιερά τού Διονύσου, πού λογιέται 'εύρετής' τους. "Ενας μύθος θέλει πώς ή Καρύα εΐταν άγαπημένη τού θεού κ'έκείνος τή μεταμόρφωσε στό συνονόματο δέντρο. Στή Θεσσαλία λατρεύεται Ενας Διόνυσος Κάρπιος, στή Μεσημβρία ένας Διόνυσος Εϋχαρπος, καί μικρασιατικές περιοχές ξέρουν τή λατρεία ένός Διονύσου Καλλιχάρπον. Ή άρχαιότερη έτσι παράσταση τού βλαστικού Διονύσου είναι τό όμοίωμα τού δέντρου: ή ξύλινη κολόνα. Στή Θήβα λατρεύεται ένας στυλος-διόνυσος, ό ίδιος φαίνεται ό Διόνυσος Κάδμος ή Καδμείος, ένα ξύλο πού λογιόνταν πώς έπεσε άπό τόν ουρανό καί πού τό συντηρούσαν ύστερα μέ χάλκινα δεσίδια. Στά σύντελα ακόμη τού άρχαίου κόσμου οί γεωργοί στήνουνε μέσα στίς φυτειές τους Εναν άτόφιο δεντροκορμό, αυτοφυές πρέμνον, άγροιχιχόν άγαλμα, παράσταση τού Διονύσου. 40 Ό Διόνυσος καί τό Κρασί Υστερότεροι σχετισμοί συνδέουν τόν Διόνυσο μέ τό Κρασί γιατί ό Διόνυσος άνήκει στούς παλιότερους θεούς πού δέν τό ξέρουν τό Κρασί, καί σέ προχωρημένους καιρούς Ιθυον αντώ νηφάλια, τού κάναν άοινες, παναπεί, προσφορές άκόμη. Σά θεός τής άγριας βλάστησης, ό Διόνυσος θά πρωτοσχετίζεται μέ τό άγριο, καί, μέσα ύστερα άπ' αύτό, μέ τό ήμερο κλήμα. Οί τόσο άποκλειστικοί σύνδεσμοι τού Διονύσου μέ τό κρασί θά βγαίνουν κατά μέρος άπό τήν ένθουσιαστική λειτουργία τού πιοτού στήν τέλεση τών μαιναδικών του όργίων. Ή χρήση του δέν διαψεύδεται

105 στίς 'Βάκχες' ή γή, στό ίδιο δράμα, άναδίνει, μέ τά δργια τών Μαινάδων, κρασί* οί άγγειογραφίες τού μαιναδικοϋ χοροϋ παρουσιάζουν στά χέρια τών Μαινάδων τόν 'κρατήρα', τήν 'οίνοχόη', τόν 'κάνθαρον' (= τή διονυσιακή κούπα) καί σέ κινήματα μάλιστα πού παρασταίνουν χύσιμο κρασιού' στά Λήναια (γιορτή μαιναδικής άρχής) είκονογραφίζουνται σκηνές Ιερουργιών μέ κρασί - κ'οί ποιητές συνδέουν τό κρασί μέ τό τραγούδημα τού αύτοσχέδιου' διθυράμβου. Μά θά'ταν, άπαλλιώς, κι άκατανόητο γιά μιά θρησκεία τόσο όργιαστική νά μήν ταυτίζει τήν ένθουσιαστική ένέργεια ένός τόσο άγαθοϋ πιοτοϋ μέ τήν ένέργεια τού Ιδιου τοϋ πνεύματος τού θεοϋ της. Ή Ιδέα πώς τό κρασί είναι αίμα τοϋ σταφυλιοϋ, τό ταυτίζει μέ τό αίμα τοϋ σπαραζόμενου θύματος τής ώμοφαγίας, καί στό βάθος τών συνειρμών τό γέψιμό του είναι μετάληψη άπό τό αϊμα τού θεοϋ (αίμα σταφυλής αίμα Διονύσου). Κατά μέρος πάλι οί ειδικοί σύνδεσμοι τού Διονύσου μέ τό Κρασί θά βγαίνουν άπό τήν πρωτοχρονιάτικη χρήση τού κρασιοϋ σέ 'Ανθεστήρια, πού γι'αύτή θά μιλήσουμε παρακάτου. Λογίς γιορτές κ'έπίθετα τού Διονύσου άνακαλούν αύτούς τούς συνδέσμους. Μιά άμπελουργική γιορτή, τά Προτρνγαια, πού εικάζεται νά'ναι γιορτή καθιέρωσης πρίν άπό τόν Τρυγητό, συνδέει μέ τόν Διόνυσο τόν Ποσειδώνα (έορτή τοϋ Διονύσου και Ποσειδώνος) καί σχετίζεται μέ τό έπίθετο τού Διονύσου Προτρυγαίον. Μιά άλλη γιορτή πού δείχνει τόν Διόνυσο σάν τό θεό τού Κρασιοϋ (Διόνυσος θέοινος) είναι τά ΘεοΙνια, πού πρωτομαρτυριοϋνται αύθεντικά άπό τόν δρκο τών 'Γεραρών' (= 55)» οί φτωχές πληροφορίες μας γι'αύτή παρουσιάζουνται άνάστατες κιόλας. Στόν "Ησύχιο χαραχτηρίζουνται σά θυσία Διονύσου Άθήνησι, γιά τόν Άρποκρατίωνα 'Θεοίνια* λέγουνται τα κατά δήμονς Διονύσια, h οίς οί γενήται έπέθυον καί μιά 'γλώσσα' στόν Φώτιο άναφέρει ίερόν θεοίνιον καί ξηγά: Ιερόν Διονύσου, άφ' ού καί γένος. Κατά μιά γοητευτική θεωρία πού άρμονίζει τά στοιχεία τούτα, συνεξηγώντας τά 'Θεοίνια' καί τό προνόμιο τών 'Γεραρών' νά τά τελούν (= 55)» είναι «πώς πανηγυρίζουνταν μονάχα άπό κάποιους πληθυσμούς τής 'Αττικής πού μπορούσαν ν'άξιώνουν, άνάμεσα στίς παραδόσεις τών γενών τους, μιάν άρχέγονη έπίσκεψη τού θεού σάν ήρθε νά μοιράσει τό δώρο τού κρασιού του στήν 'Αττική, δπως οί Ίκαριεΐς, οί Τημαχίδαι καί άλλοι. Αύτοί θά'ταν οί παλαιότεροι του άπόστολοι κι δπως κατέβαιναν άπό τούς πρώτους φιλοξενητές τού θεοϋ, έτσι καί τ'άμπέλια τους κατεβαίναν άπό τό πρώτο κληματόκλαδο πού χάρισε ό θεός στούς πρόγονούς τους», (Farnell). Στά Ώσχοφόρια, γιορτή πού συμπιάνεται μέ τόν Διόνυσο, δυό γυναικοντυμένα παληκάρια έπικεφαλής μιάς πομπής μεταφέρνουν κλήμα μεστόν ενθαλών σταφυλών άπό'να διονυσιακό Ιερό τής 'Αθήνας (τό 'Ληναΐον' πιθανότατα) στό φαληρικό τέμενος τής "Αθηνάς Σκιράδος. Μιά σειρά, πάλι, έπίθετα συνδέουν τόν Διόνυσο μέ τό Κλήμα, τό Σταφύλι, καί τό Κρασί του. Μέ τό Κλή

106 μα τόν συνδέουν τά έπίθετα Ήμερίδης πού μαζεύεται άπό τόν Πλούταρχο Πρόβλαστος ή Πρόχλαστος, πού τό παραδίνουν τά Σχόλια στόν Λυκόφρονα μ'άναφορά σέ θυσία τοΰ Διονύσου δταν κλαδεύουν ή σποΰνε τά κλήματα καί Σχυλλίτης σ'έπιγραφή τής Κώ, πού ξηγιέται άπό μιά γλώσσα στόν Ησύχιο (σχνλλίς χληματίς), μά πού φαίνεται νά στοιχεί περισσότερο στό έπίθετο, έδώ, τοΰ θέοΰ θνλλοφόρος (= Κλαδοφόρος ή Φυλλοφόρος). Τόν θεό τοΰ Κλημάτου τόν μαρτυροϋν καί τά θαύματα τών 'έφημέρων αμπέλων', τών κλημάτων πού καρπίζουν σέ μιά μέρα: άμπελοι γάρ, άς χαλοϋσιν έφημέρους, άνισχούσης μέν ήμέρας χαρπόν βλαστάνουσιν ώστε δρέποντας αυτούς ές έσπέραν οϊνον άφθονον Ιχειν. Τό 'θαύμα' γίνεται σ'όργιαστικές γιορτές, δπως στίς Αίγές τής 'Αχαΐας, καί σέ διονυσιακούς παράδεισους δπως στήν Εύβοια ή (καί) στόν Παρνασσό, δπου χατά τάς έτησίους τοϋ Διονύσου τελετάς όργιαζουσών τών μυστίδων γυναιχών βλαστάνουσιν ai καλούμενοι έφήμεροι άμπελοι, πού μπορούνε νά ξηγηθούν ή μέ τό παράλληλο τών 'κήπων 'Αδώνιδος' ή μέ τήν έκστασιακή φαντασμαγορία τής άτμόσφαιρας τών 'δργίων'. Μέ τό Σταφύλι συνδέουν τόν Διόνυσο τά έπίθετα Όμφαχίτης, πού παραδίνεται άπό τόν Αίλιανό" Σταφνλίτης, άπό τόν ίδιο - Εύστάφυλος, σ'έπιγραφή τής Λεβάδειας* καί Βότρνς σέ θιασική έπιγραφή τών ρωμαϊκών χρόνων άπό τούς Φιλίππους. Τόσο οί 'έφήμεροι άμπελοι' δσο καί τά έπίθετα τοΰτα δείχνουν τό Σταφύλι ένσάρκωση τοΰ θεοΰ, καθώς καί ή 'έπιφάνειά' του σέ κάποια 'θαύματα' μέ σταφύλια. Σ'ίερό βουνό τοΰ Διονύσου στή Λακωνία, τό Λαρύσιον, άνάμεσα στ'άλλα τελούμενα μιάς διονυσιακής γιορτής πού στήνεται έκεΐ στήν άρχή τής άνοιξης είναι καί πώς βρίσκουν ένα πανώριο σταφύλι: χαι ώς βότρυν ένταϋθα άνευρίσχονσιν ώραΐον. Μέ τό Ιδιο τό Κρασί συνδέουν τό θεό τά έπίθετα θέοινος, πού άναφέραμε* 'Αχρατοφόρος, δπως λατρεύεται στή Φιγαλεία κι δπου ή εικόνα του κρύβεται, άπό τή μέση καί κάτου, μέσα σέ δάφνες καί κισσούς μαρτυρώντας κ'έδώ τό θεό τής άγριας βλάστησης Λειβήνος, πού παραδίνεται άπό τόν 'Ησύχιο καί πού σημαίνει τό θεό τής Σπονδής (δπου παράβολε τό στίχο 284 τών 'Βακχών': ούτος θεοΐσι σπένδεται θεός γεγώς)' καί Μόρυχος, άπό τό συνήθιο ν'άλείβουνε μέ τρυγιά τό πρόσωπο τοΰ ειδώλου. Φυσικά καί τά 'θαύματα' τοΰ Κρασιοΰ δέν είναι, σέ διονυσιακούς τόπους ή διονυσιακά πανηγύρια, λίγα. Στή Νάξο, τήν άφιερωμένη στό Διόνυσο, κι δπου τό προσωπείο τοΰ Διονύσου 'Βακχέως' εϊναι άπό κληματόξυλο, μιά πηγή άναδίνει κρασί άντί νερό, καί γιά σημάδι πώς ό Διόνυσος γεννήθηκε στόν τόπο τους, οί Τήνιοι φέρνουν πώς σ'όρισμένους καιρούς ξεπηδά στήν πόλη πηγή κρασιού μέ ξεχωριστή εύωδία. 'Ανάλογα γίνουνται καί στήν "Ανδρο, δπου σέ μιά γιορτή, τά 'Θεοδαίσια' ή κάθε δεύτερο χρόνο ('τριετηρική' γιορτή μαιναδικής άρχής) τρέχει άπό μόνο του κρασί, γιά εφτά μέρες μέσα στό ιερό του. Στή γιορτή 'Θυία' στήν Ήλιδα (= 54). βάζουν οί 105 -

107 ιερείς, μπροστά σέ μάρτυρες, τρείς άδειανούς 'λέβητας' σ'ένα 'οίκημα', τούς σφραγίζουν, δπως καί τις πόρτες τού 'οικήματος', καί τήν άλλη μέρα τούς βρίσκουν γεμάτους κρασί καί τούς τρεϊς τους. Μηχανικά τεχνάσματα γιά τέτοια 'θαύματα* δέν είναι άγνωστα στήν άρχαιότητα, μά ή άνακάλυψη μιάς σήραγγας κάτου άπό τό δάπεδο ένός Ιερού τού 5ου αιώνα στήν Κόρινθο, πιστεύτηκε πώς δείχνει κ'έμπειρικότερους τρόπους. Ξεχωριστή σπουδαιότητα έχουν οί Ιερουργίες μέ τό Κρασί στίς δυό πρώτες μέρες τής μεγάλης γιορτής τών 'Ανθεστηρίων. Τό δνομα τής πρώτης μέρας, Πιθοίγια ή Πιθοίγια, σημαίνει άνοιγμα τών πιθαριών, πού κρατούν τό κρασί τής σοδειάς τού πρωτίτερου χρόνου. Ό κόσμος μαζεύονταν στό 'Λιμναϊον', άρχαιότατο Ιερό τού Διονύσου στή βορειοδυτική πλευρά τής 'Ακρόπολης, έκανε σπονδές στή γύρω του περιοχή, γευόνταν τό νέο κρασί καί γλεντούσε μέ χορούς καί τραγούδια. Ή γιορτή (δπως καί ή άκόλουθη τών Χοών), είχε κάτι άπό τόν χαραχτήρα τών κρονιακών πανηγυριών, γιατί παίρνανε μέρος κ'οί δούλοι. Τό νόημα τής γιορτής τό φανερώνει ένα χωρίο τού Πλουτάρχου: τοϋ νέου οίνου Άθήνησι μεν ένόεχάττ] μηνάς Άνθεστηριωνος κατάσχονται, Πιθοίγια τήν ήμέραν καλούντες καί πάλαι γ'ώς Ιοικεν ε ν χ ο ν- τ ο, τοϋ οίνου πριν ή πιειν άποσπένδοντες άβλαβη και α ω τ ή ρ ι ο ν ai τ ο I ς τοϋ φαρμάκου τήν χ ρ ή σ ι ν γενέσθαι. Τό άρχίνισμα τής χρήσης τού νέου κρασιού μπαίνει στόν κύκλο τών όρισμών πού κανονίζουν τή χρήση τών άλλων καρπών τής γεωργίας. Οί καρποί προστατεύουνται άπό ταμπού, πού σηκώνεται μέ τίς 'άπαρχές', τό άφιέρωμα τών πρωτοκαρπιών στή θεότητα πού τούς έχει στήν προστασία της, καί μέ τήν ίερουργική μετάληψή τους. Τό άρχίνισμα κιόλας τής χρήσης τού νέου κρασιού έχει πρόσθετους λόγους νά κρατεί τήν παράδοση, δπως δείχνουν οί λέξεις 'φάρμακον', 'άβλαβής' καί 'σωτήριος', πού φαίνουνται στοιχεία τής παλιάς δέησης (παράβαλε τό πάλα«γ'ώς ιοικεν ενχοντο) τών Πιθοιγίων. 'Φάρμακον' είναι ή φορτισμένη μέ μαγική δύναμη φαγώσιμη ή πιόσιμη ύλη. Τέτοια μαγική ύλη λογιέται καί τό Κρασί, μέ τή μεθυστική, ή, άλλιώς, ένθουσιαστική δύναμή του. Ή προκαταρκτική έτσι σπονδή στό Διόνυσο είναι ένας τύπος ά π α ρ χ ή ς, καί τό πρωτοδοκίμασμά του σ'ίερό χώρο καί σ'όρισμένη γιορτή, είναι τύπος τής ίερουργικής μετάληψής του (= 3) Σκοπός καί τών δυό είναι νά σηκωθεί τό 'ταμπού' καί μέσα άπό τό δώρο τού θεού νά μή βλάψει, σάν καταστροφική, μά νά κερδηθεϊ σά ζωτική, ή δύναμή του (άβλαβή καί σωτήρων τοϋ φαρμάκου τήν χρήσιν γενέσθαι). Ή δεύτερη πάλι μέρα τών 'Ανθεστηρίων έχει τό δνομα 'Χόες' άπό τά άγγεία πού μεταχειρίζουνται τή μέρα τούτη γιά τό συμποσιακό πιόσιμο τού Κρασιού καί τούς σχετικούς του άγώνες (χόες). Τό πιόσιμο τού κρασιού πού έγκαινιάστηκε μέ τή μετάληψή του στά 'Πιθοίγια' άπλώνεται τή μέρα τούτη σ'δλη τήν πολιτεία. Είναι ένα γενικό συμπόσιο, κατανεμη

108 μένο σέ μικρότερα, καί μ' άγώνες ταχυποσίας. Ή τέλεση παρουσιάζει τά άκόλουθα στοιχεία: στή θέση τοϋ κοινοϋ συμποσιακού κρατήρα, έχει κανείς τήν ίδιόσχημη έκεΐνη οίνοχόη πού λέγεται χοϋς, μ'ΐσαμε τρείς λίτρες χωρητικότητα (δση κ'ή κανονική συμποσιακή μερίδα). Τό κρασί παίρνεται άπό γενικότερο κρατήρα, κι άπό τόν 'χοϋν' έτσι, τόν άτομικό κρατήρα, χύνεται στήν κούπα. Ή Ιδιοτυπία τοϋ άτομικοϋ κρατήρα ζητούσε κάποιαν έξήγηση καί τή βρήκε σ'έναν άπό τούς μύθους πού φιλοξενούνε στήν Αθήνα τόν 'Ορέστη, όταν έρχεται νά κριθεί μέ τίς 'Ερινύες στόν Άρειο Πάγο: γιά νά μήν πιούνε μέ τόν μολεμένο άπό τόν φόνο τής μάνας του, οί φιλοξενητές καθιερώνουν τόν άτομικό κρατήρα. Οί μύθοι ώστόσο αύτοί χρωστιοϋνται στούς Τραγικούς καί δέν έχουν έρμηνευτική άξια. Τήν έξήγηση τή δίνει, θαρρώ, ό κρονιακός χαραχτήρας τών 'Χοών' (δπου παίρνουνε μέρος κ'οί δούλοι). Ό χαραχτήρας αύτός μάς άνεβάζει στή Φυλετική Κοινωνία καί στό μηχανισμό, έτσι, τοϋ Γένους. Ό κοινός κρατήρας τών 'Χοών', άπ'δπου οί συμπότες γεμίζουν τούς άτομικούς κρατήρες τους, είναι ό κοινός κρατήρας τού συμποσίου τού Γένους, πού άποξεμένει στή γιορτή, λείψανο τής παλιάς ένότητάς του. Ή διάσπαση τού άρχαίου Γένους σ'οίκογένειες φέρνει, γιά τά γιορταστικά συμπόσια, τούς χωριστούς κρατήρες τών οίκογενειών δίπλα στόν κοινό κρατήρα τοϋ γένους. Ό πολλαπλασιασμός τών χωριστών αύτών κρατήρων σέ καιρούς πού ό μηχανισμός τοϋ Γένους έχει δλότελα λυθεί, είναι φυσική έπέκταση ένός συνήθιου πού παίρνει, άπό τή γιορτή, ίερουργικό χαραχτήρα - γιατί ή έξατομευτική Ιδιοποίηση τών ίερουργικών συνήθιων είναι φυσική, στά πανηγύρια, πορεία. Τό δεύτερο στοιχείο είναι άγώνες ταχυποσίας: ποιός θά'πινε γρηγορότερα τό περιεχόμενο τού 'χοϋ' του. Οί Ιδιωτικοί άγώνες έχουν γιά έπαθλα γλυκά καί στεφάνια. 'Επισημότερος άγώνας στήνεται στό Θεσμοθετείον. Κηρύχνεται μέ σάλπισμα, κι ά νικητής θά πάρει ένα άσκί μέ κρασί άπό τό χέρι τού άρχοντος 'βασιλέως'. Ή παρουσία τού 'βασιλέως' μαρτυρά άρχαιότατο στοιχείο καί, στό βάθος τοϋ παιγνιακοϋ άγώνα, ίερουργικό χαραχτήρα. Τρίτο στοιχείο είναι πώς οί πότες πίνουν σιωπώντας. Ό μύθος πού έπιχειρεί νά τό ξηγήσει τό συνδέει μέ τόν 'Ορέστη καί πάλι: γιά νά μή μολευτούν οί φιλοξενητές του μέ τήν όμιλία μαζί του. Τό πιθανότερο, πού συνεξηγά καί τούς άγώνες ταχυποσίας, είναι πώς στήν οίνοποσία τών Χοών μεταφέρουνται στοιχεία τής 'μετάληψης' τών Πιθοιγίων. Ή Σιωπή είναι, κατά κανόνα, ίερουργική προφύλαξη, κ'ή ταχυποσία σημαίνει τήν ταχύτατη (γιά προφύλαξη πάλι) άφομοίωση μιάς όρισμένης ποσότητας τοϋ φαρμάκου. Τήν είκασία αύτή γιά τή μεταφορά στοιχείων τής μετάληψης τών 'Πιθοιγίων' στήν οίνοποσία τών 'Χοών', τή στηρίζει τό συνήθιο νά φέρνουν, μέ τό κλείσιμο τής μέρας, τά συμποσιακά στεφάνια καί τούς χόες τους στήν Ιέρεια τοϋ Λιμναίου, κ'έκεί νά σπένδουν τό ύπόλοιπο τοϋ κρασιοϋ

109 τους. Ή προκαταρκτική σπονδή στόν Διόνυσο γίνεται τήν πρώτη μέρα στά περίγυρα τοϋ Ιερού* ή τελική τήν άλλη μέρα μέσα στό Ιδιο τό Ιερό τού Διονύσου. Ή άρχή και τό τέλος σημαίνουν ένότητα πράξης 1 κι άν ρωτήσουμε γιατί χωρίζουνται σέ δυό γιορτές, τήν άπάντηση τήν έχουμε στό ότι τό (ερό, τό Λιμναίο, μονάχα τή μέρα τών Χοών άνοίγει. 41 Ό Άνθρωπομορψισμός τού Δεντρικού 'Ομοιώματος καί 4 Εποχικός Διόνυσος Τό δέντρο είναι στήν άρχή ένσάρκωση ένός θηλυκού πνεύματος, τής Μεγάλης Θεάς (καί παραύστερα τής 'δενδρίτιδος' Νύμφης πού τό κατοικεί) καί τ'άρχινίσματα τού άνθρωπομορφισμού του τά σημαδεύουν τά γυναικεία όμοιώματα πού τού κρεμούνε. Τό έθιμο ξεχωρίζει κάτου άπό μύθους θεαινών ή θεαινών πού ξεπέφτουν σ'ήρωίδες, πού κρεμιούνται. Είναι οί μύθοι τής Αρτέμιδος άπαγχομένης στις Καρυές, τής 'Αριάδνης, πού κρεμιέται άπαρατημένη άπό τόν Θησέα στήν Κρήτη, καί τής "Ελένης 'ΔενδρΙτιδος' πού κρεμιέται κι αύτή, σ'ένα μύθο της, στή Ρόδο. Στήν ένναετηρική γιορτή τής 'Χάριλας' στούς Δελφούς (= 77)» δταν ή κούκλα πού παρασταίνει τή Χάριλα χτυπηθεί μέ τό σαντάλι άπό τό 'βασιλιά', παίρνεται άπό τήν άρχηγό τών Θυιάδων (= 50) πού τή φέρνει σέ φαραγγότοπο* κι άφού τής περάσουν θηλειά στό λαιμό, τή θάβουν έκεΐ σάν κρεμασμένη. Άπό τή σφαίρα τής λατρείας τής θεάς, ή πράξη τούτη άποξεμένει στή διονυσιακή λατρεία μέ τό μύθο τής Ήριγόνης (πού τ'δνομά της μαρτυρά άνοιξιάτικη θεότητα) καί τήν άντίστοιχη άνθεστηριακή της γιορτή: τήν ΑΙώρα. Ή Ήριγόνη είναι κόρη τού Ίκαρίου, διονυσιακής μορφής, πού σκοτώνεται άπό χωρικούς τής Αττικής πού περάσαν τό κρασί του γιά φαρμάκι (= 36). Ή κόρη του περιπλανιόνταν (άλήτις) ψάχνοντας γιά τόν πατέρα της, όσο πού τόν βρήκε νεκρό καί κρεμάστηκε άπό τόν πόνο της, άφού καταράστηκε τήν Ιδια τύχη στίς κόρες τής Αττικής' κ'έκεϊνες, χτυπημένες άπό τήν κατάρα της, κρεμιούνταν γραμμή, δσο πού χρησμός σταμάτησε τό κακό όρίζοντας νά στηθεί ή γιορτή τής Αιώρας. Στή γιορτή τούτη οί κόρες κουνούσαν κούκλες κρεμασμένες άπό τά δέντρα' κουνιούνταν σ"αίώρες' κ'οί Ιδιες τους καί τραγουδούσαν ένα τραγούδι, Άλήτις, δνομα πού δινόνταν καί στήν Ήριγόνη καί στή γιορτή της. Τό πρώτο συνδέει τή γιορτή μέ τό κρέμασμα όμοιωμάτων στά δέντρα* τό δεύτερο είναι μιά παραπλωμένη πράξη τής άγροτικής μαγείας. "Εθνολογικά παραδείγματά της συναντιούνται πολλά καί γιά τό Αιγαίο μαρτυριέται άπό ειδώλιο αιωρούμενης πού'ρχεται

110 άπό τή μινωική Κρήτη. Ό σκοπός της είναι, λένε, γονιμικός (νά μεγαλώσουν τά φυτά και τά σπαρτά) μά καί καθαρτικός μαζί (καθάρισμα μέ τόν άέρα). ΟΙ σκοποί αύτοί, κι &ν υπάρχουν, είναι δευτερογέννητοι ή γιορτή τής ΑΙώρας, συνδυάζοντας τό κρέμασμα 'Ομοιωμάτων και τό Κούνημα κι άνεβάζοντάς τα στό Ιδιο μυθολογικό 'αίτιο', μαρτυρά πώς τό δεύτερο βγαίνει άπό τό πρώτο: ΟΙ κοπέλες πού κουνιούνται άνθρωπομορφίζουν αύτές τή θεά, παίρνοντας τή θέση τών όμοιωμάτων. Νά'ναι χωρίς σημασία πώς άπό τή μινωική Κρήτη, άπ'δπου έρχεται τό ειδώλιο τής αιωρούμενης, έρχουνται κ'ή 'Αριάδνη κ'ή Φαίδρα πού, κατά τό μύθο, κρεμιούνται; Ό διάμεσος τύπος πρέπει ν'άναζητηθεΐ στήν πράξη τών Καρυατίδων πού, στό βάθος μιάς παράδοσης άφήνεται νά φανεί πώς κουνιούνται άπό τό Ιερό δέντρο, πιασμένες άπ'αύτό μέ τά χέρια. "Οτι ή Αιώρα άνήκει στ"ανθεστήρια τής 'Αθήνας κ'είδικότερα στούς 'Χόες', τήν καθαυτό διονυσιακή τους γιορτή, βγαίνει άπό στίχους τού Καλλίμαχου, άπό τό σύνδεσμο, σέ μιάν έκδοχή, τής Ήριγόνης μέ τόν 'Ορέστη (πού ό μύθος τόν σχετίζει μέ τούς 'Χόες') κι άπό τήν παράσταση άττικοϋ 'σκύφου', δπου Σάτυρος (διονυσιακή μορφή πού δέν σχετίζεται μέ τούς 'Χύτρους') κουνά, σ'αίώρα, μιά κόρη. "Ενα άλλο τεκμήριο γιά μάς είναι πώς στούς Χόες κατασταλάζουν τά στοιχεία ένός 'Εποχικού Δράματος καί καθώς ή Ήριγόνη είναι κόρη μιάς μυθικής μορφής τού διονυσιακού 'Εποχικού Δράματος (= 36), ή ΑΙώρα μαρτυριέται στοιχείο τού δράματος τούτου. Φυσική, πάλι, είναι ή ύπόθεση πώς ή γιορτή τού έθίμου τούτου θά τονίζεται σημαντικά στό δήμο τής 'Αττικής 'Ικαρία, τήν πατρίδα τών ήρώων, τού μύθου της, τού Ίκαρίου καί τής Ήριγόνης. Τό πέρασμα, τώρα, άπό τά γυναικεία στά άρσενικά όμοιώματα, πού άνθρωπομορφίζουν τό δέντρο σάν μορφή τού παρέδρου τής Μεγάλης θεάς, καθρεφτίζεται στό βάθος ένός μύθου πώς ή 'Αμάλθεια κρύβει τόν βρεφικό Δία κρεμώντας τό λίκνο του στά κλαριά ένός δέντρου. "Ενα διάμεσο τύπο τόν έχουμε στό έλάτι πού άνασπούν οί Μαινάδες στίς 'Βάκχες', μέ τόν γυναικοντυμένο πάνω του Πενθέα. Τόν άκόλουθο τύπο τόν είκονογραφίζει παράσταση τής 'Αγαύης πού κρατώντας τόν θύρσο της μέ τό μπηγμένο πάνω της κεφάλι τού γιού της, τραγουδά πώς φέρνει ένα κλαρί άπό τό βουνό: φέρομεν έξ δρεος ίλικα νεοτόμον. Είναι τό κλαρί ή δέντρο τού 'Εποχικού Δράματος, πού συχνά άνθρωπομορφίζεται μέ τό κρέμασμα άνθρωποομοιωμάτων. Μακρινός άπόγονος τού Κλαδιού ή Δέντρου τοϋ διονυσιακού 'Εποχικοϋ Δράματος είναι ό Στύλος, τό ύποκατάστατο τοϋ Δέντρου, πού στεφανώνεται σάν άνεικονική παράσταση τοϋ Διόνυσου μέ κισσό κι άνθρωπομορφίζεται μέ προσωπείο πού τού κρεμούν, ή τοϋ άρμόζουν, κανονικά στήν κορφή του. Οί άγγειογραφίες συχνά μάς παρουσιάζουν τόν Στύλο-Διόνυσο, άνθρωπομορφισμένο μέ προσωπείο, νά ξεπετά κλαδιά κισσού καί κλημάτου. "Εχοντας

111 τή ρίζα του στό Δράμα πού μορφώνει τόν βλαστικό τούτο θεό, τό προσωπείο είναι ούσιαστικό στοιχείο τής λατρείας του κι άποξεμένει έπίτομη παράσταση τού θεού, πού μπορεί νά λέγεται, μόνος αύτός, 'ό Θεός-Προσωπείο'. Τό ξύλινο προσωπείο είναι κατά κανόνα άπό τό ξύλο τής φυτικής ένσάρκωσης τοΰ λατρευόμενου Διονύσου. Τό προσωπείο τοΰ Διονύσου Βακχέως στή Νάξο είταν άπό κληματόξυλο καί τό προσωπείο τοΰ Διονύσου Μειλιχίου (= 39) άπό ξύλο συκιάς καμωμένο. Στήν Ιταλία κρεμούσαν μικρά προσωπεία (oscilla) άπό τά πεύκα σέ γιορτή τοΰ Διονύσου τους (Liber : 81), πού οί Σχολιαστές τά άνεβάζουν αιτιολογικά στήν πράξη καί στό μύθο τής 'Αιώρας'. Βγαλμένος άπό τό Κλαδί Έποχικοΰ Δράματος πού άνθρωπομορφίζεται, ό Διόνυσος ένσαρκώνει τόν γονιμικό δαίμονα τοΰ Κύκλου τών έποχών (ένιαυτοϋ) πού άνοίγει τό δράμα τούτο. Τά έπίθετά του 'Κάρπιος', Έύκαρπος', 'Καλλίκαρπος' (= 39) άνακαλοΰνε στή μορφή τοΰ Διονύσου τήν παράσταση τοΰ πλουτοδότη δαίμονος Ένιαυτοϋ μέ τό Κέρας τής 'Αφθονίας στό χέρι. Τόν έποχικό χαραχτήρα τοΰ θεοΰ, τόν μαρτυρούν οί σχετισμοί του μέ τίς Χάριτες, (τίς εύεργετικές καί χαρίστρες Εποχές, τίς δυό στήν άρχή καί τρείς ύστερα κατά τήν παλαιότερη διαίρεση τής χρονιάς) καί μέ τίς Τ Ωρες. Οί Χάριτες τοΰ Όρχομενοΰ λογιούνταν κόρες τής 'Αφροδίτης καί τοΰ Διονύσου οί 'Γυναίκες τής "Ηλιδας' (= 51) κράζουν τόν ταύρο Διόνυσο να'ρθεί μαζί μέ τίς Χάριτες (έλθεΐν συν Χαρίτεσσι), καί σέ παράσταση πού φαίνεται νά είκονογραφίζει τό άποτέλεσμα τής έπίκλησης, ό ταύρος Διόνυσος έρχεται μέ τίς τρείς Χάριτες άνάμεσα στά κέρατά του. Στήν 'Ολυμπία, τέλος, κοντά στό τέμενος τοΰ Πέλοπα, είταν βωμός τοΰ Διονύσου καί τών Χαρίτων. Μέ τό καθαυτό όνομά τους οί Εποχές, οί Τ Ωραι, λατρεύουνται μαζί μέ τόν Διόνυσο στήν 'Αθήνα, όπου, στό ιερό τών 'Ωρών, είταν βωμός ένός "Ορθοΰ' Διονύσου. Στό "Αρχιλόχειον' τής Πάρου στήνεται, μ'έντολή δελφικού χρησμοΰ, βωμός στόν Διόνυσο, στίς Νύμφες, καί στίς Ώρες. Οί σχετισμοί τοΰ Διονύσου καί τών Ωρών στήν Κόρινθο, φανερώνουνται σέ μιά πινδαρική περικοπή, δπου, άνάμεσα στά άρχαία 'ευρήματα' πού έν καρδίαις ανδρών Ιβαλον τ Ωραι πολυάνθεμοι, τό πρώτο πού άναφέρεται είναι ό Διθύραμβος, τό τραγούδι τοΰ Διονύσου. Στό περιλάλητο άγγείο πού λέγεται τοΰ François, οί Ώρες προχωροΰνε κι αύτές στήν πομπή, άκολουθώντας τό θεό μας. Σ'έπίγραμμα άναφέρουνται οί Διονυσιάδες Ύ Ωραι στήν 'Αττική καί, γιά τήν ύστερότερη μυθολογία, τόν νιογέννητο Διόνυσο τόν στεφανώνουν οί Ώρες. Στή διονυσιακή πομπή τοΰ Πτολεμαίου Φιλαδέλφου στήν 'Αλεξάνδρεια (= 63) έρχόνταν, ύστερα άπό τούς Σιληνούς καί τούς Σάτυρους, ένας άντρας σέ τετράπηχο όμοίωμα, έν τραγική διαθέσει και προσώπω, φέρων χρνσοϋν Άμαλθείας κέρας, δς προσηγορενετο Ένιαυτός, άκολουθοΰσε ή Πενταετή ρίς, μακρινή εικόνα τής Μητέρας Θεάς, κ'ΰστερα οί τέσσαρες 'Ώρες',

112 μ'άνάλογό τους στολισμό καί κρατώντας ή καθεμιά τούς καρπούς της. Στά ταφικά μνημεία οί είκονισμοί τών 'Ωρών άφθονούν, σύμβολα τού ξαναγεννημού τών πεθαμένων. Τό νόημα τό παραδέχουνται κ'οί Χριστιανοί πού τό γυρίζουν στή δική τους προσδοκία: "Γυρογυρίζουν οί χειμώνες καί τά καλοκαίρια, οί άνοιξες καί τά φθινόπωρα, μέ τούς άνθρώπους τους καί τά συνήθια τους καί τούς καρπούς τους. "Ολο, έτσι, τό γυρογύρισμα αύτό δέν είναι τάχα μαρτυριά γιά τήν άνάσταση τών πεθαμένων;" "Ομοια καί σέ διονυσιακές παραστάσεις ταφικών μνημείων, άνάμεσα σ'άλλους συμβολισμούς τής Διονυσιακής 'Αθανασίας, οί "Ωρες' παραστέκουν τό θεό μας. Συγκινητική παράσταση τής νίκης πάνω στό θάνατο, πού τήν τάζει τού νεκρού ή Άνάσταση τού Θεού, είναι, άνάμεσα σ'αύτά τά μνημεία, καί μιά σαρκοφάγο τού Λούβρου. Άπό τή μιά καί τήν άλλη μεριά στέκουν οί 'Εποχές, ένώ στήν κεντρική παράσταση δυό Νίκες κρατούν τή γνώριμη κορνίζα τής εικόνας τού νεκρού: τό Στεφάνι. Ώστόσο, μέσα στό Στεφάνι δέ θωρούμε τήν είκόνα τού νεκρού, μά τού Βρεφικού Διονύσου. 42 Τό Διονυσιακό θείο Δράμα: θάνατος τοο θεού Οπως οί όμόλογοι βλαστικοί θεοί, ό Διόνυσος είναι ένας Θνήσκων Θεός, πού πεθαίνει καί πού άνασταίνεται κάθε χρόνο. Αντίθετα δμως μέ τό δράμα τών άλλων Πασχόντων Θεών, δπου ύπερτονίζεται ό θάνατος τού Θεοϋ, στό Διονυσιακό Δράμα παραμερίζεται αύτό τό στοιχείο. Στούς μύθους δέν είναι ό Διόνυσος πού σκοτώνεται, μά σταθερά ό άντίμαχος τοϋ θεοϋ ό Λυκούργος, ό Πενθέας, ό Βούτης ή κάποτε, δπως ό Ίκάριος, ένας του φίλος. Στούς μύθους δμως αύτούς έχουμε μύθους τοϋ 'Εποχικού Δράματος, δπου ό άντίμαχος τοϋ θεοϋ δέν είναι παρά μιά άλλη μορφή του. Ό 'Θάνατος' πού διώχνεται στό 'Εποχικό Δράμα κ'ή 'Ζωή' πού φέρνεται στήν κοινότητα, είναι συχνά τό ίδιο δέντρο ή όμοίωμα πού διώχνεται σά 'θάνατος' καί ξαναφέρνεται σά 'Ζωή' πίσω. Ή κεντρική Ιερουργία τών Μεγάλων Διονυσίων (νά φέρνουν ίσαμε τήν Άκαδήμεια τό ξόανο τοϋ Διονύσου Έλευθερέως καί νά τό ξαναφέρνουν ύστερα) δείχτηκε πώς αύτή τήν Ιερουργία καθρεφτίζει. "Ετσι ό άντίμαχος τού θεοϋ πού σκοτώνεται είναι ό ίδιος ό Διόνυσος, μά στήν άπόβλητη μορφή του. ("Ετσι θά πρέπει Ισως νά προσεχτεί πώς έδώθε ή Τραγωδία διαμορφώνει τόν 'Τραγικό' χαραχτήρα της: Κατεβάζοντας τόν θεό-πρωταγωνιστή, φυσικά μέσα άπό τις μορφές τών άντίμαχων τοϋ θεοϋ, σέ ήρωα-πρωταγωνιστή, φέρνει τόν ήρωα άντι

113 μέτωπο μέ μιάν υπέρτερη δύναμη σ'έναν άγώνα άπό τά πριν καταδικασμένο.) "Οτι στό πρόσωπο τού άντίμαχου τού θεού σκοτώνεται ό Ιδιος ό θεός, βεβαιώνεται άπό τόν όμόλογο μύθο τού άγώνα τού Διονύσου μέ τόν Περσέα, όπου ώστόσο δέν σκοτώνεται ό Περσέας, ό άντίμαχος τού θεού, μά ό Διόνυσος ό Ιδιος. Κατά τό μύθο τούτο, πού ο( Ιερουργίες του πλέκουνται μέ Ιερουργίες τού Θείου Δράματος (= 44). δ Περσέας σκότωσε τόν Διόνυσο, πετώντας τον μέσα στά βάλτα τής Λέρνας (= 36) Μέ τά έπάλληλα πλέγματα τού ώμοφαγικοϋ Διασπαραγμοϋ καί τού διασπαραγμοϋ τού Έποχικοδραματικοϋ όμοιώματος, ό θάνατος τού Διονύσου, καθώς καί τών μορφών πού τόν ύποστατώνουνε, συχνά ταυτίζεται μέ τόν ώμοφαγικό διασπαραγμό, μ'άντικατάλλαγη άναφορά πότε στό μύθο τού προγονικού Ζαγρέα πού σπαράζεται άπό τούς Τιτάνες καί πότε στήν Ιδέα τού σπαραγμού τού Διονύσου άπό τίς Μαινάδες: γιατί τό ζώο ή ό άνθρωπος πού σπαράζεται στά διονυσιακά όργια (= 7 -! 5. '6) είναι ένσάρκωση τού Διονύσου. Μιά μυθική καί λατρειακή ένδειξη τού θανάτου τού θεού είναι ή 'κατάβαση του' στόν "Αδη. Ό θάνατος τού θεού μεταπλάθεται έδώ στόν τύπο τής 'Κατάβασης' πάνω στήν άρχαία 'Κάθοδον' τής Μεγάλης Θεάς καί τονώνεται άπό τή σύγκρουση τού θανάτου τού θεού μέ τήν Ιδέα τής θεϊκής άθανασίας. Ή 'κατάβαση' τού Διονύσου μαρτυριέται ρητά γιά τήν 'Αργολίδα, δπου όρισμένες Ιερουργίες σχετίζουνται μέ τήν "Αλκυονίαν λίμνην', δι' ής φασιν Άργεΐοι Διόνυσον ές τόν "Αδην έλθείν, γιά νά άνεβάσει τή Σεμέλη. Είναι, σίγουρα, τό άπατο έκεϊνο βάθος στήν περιοχή τής Λέρνης, πού περιγέλασε δλες τίς προσπάθειες τοϋ Νέρωνα νά τό μετρήσει. Μιά λίμνη δίχως βυθό είναι ό φυσικότερος δρόμος γιά τόν "Αδη κι άπλή φαίνεται ή πιθανολόγηση πώς ή χωρίς βυθό "Αλκυονία' τούτη 'λίμνη' δέν είναι άλλη άπό τή Λερναία λίμνην δπου πέταξε τόν Διόνυσο ό Περσέας.Έτσι ή 'λίμνη' τούτη άνακράτησε καί τά τρία στάδια τής θανατικής περιπέτειας τού θεού: τό πέταγμα τής δεντρικής ένσάρκωσής του στά Νερά (= 38). τό θάνατό του καί τό γύρισμα τού θανάτου του σέ 'κατάβασή' του. Μιάν δμοια 'κατάβαση' τοϋ θεού μαρτυρά τό άνέβασμά του άπό τόν "Αδη στήν Τροιζήνα, δπως θά δοϋμε, καί στή Ρόδο (= 44) Στούς 'Βατράχους' τού 'Αριστοφάνη έχουμε κωμικοποιημένη τήν 'Κατάβαση' τοϋ θεοϋ, πού κατεβαίνει στόν "Αδη γιά ν'άνεβάσει, δχι τή Σεμέλη πιά, μά ποιητή γιά τήν "Αθήνα. "Οτι άπό κάποια 'λίμνη' κατεβαίνει κ'έδώ, τό μαρτυρά ό Χορός τών Βατράχων: σίγουρα τών βατράχων τής περιοχής Λίμναι, τοϋ βαλτότοπου στή βορειοδυτική πλευρά τής 'Ακρόπολης, δπου τό άρχαιότερο άθηναϊκό Ιερό τοϋ Διονύσου πού ό ποιητής τούς μεταφέρει στήν "Αχερουσία λίμνη. Ένας άπό τούς τρείς διονυσιακούς θιάσους πού όργανώνουνται στή Μαγνησία τοϋ Μαιάνδρου δταν βρέθηκε σ'ένα πλατάνι ή εικόνα τοϋ θεοϋ (= 55). λέγεται τών Καταιβατών, δνομα πού μαρτυρά ένα 'κατέβασμα' τών θιασωτών, Ισως γιά νά

114 παρασταθούν, στήν 'Κατάβασή' του, τό θεό τους. "Ενα τελευταίο τύπο πού παίρνει ό θάνατος τού θεού μάς δίνει μιά διονυσιακή γιορτή, τά Καταγώγια, πού συναντιέται σ'ίωνικές πολιτείες. 'Αναδρομή στή γιορτή τής Συράκουσας Κόρης καταγωγή δέν ώφελεΐ, γιατί δέν ξέρουμε äv ή γιορτή τούτη σχετίζεται μέ τήν 'Κάθοδο' τής Κόρης. "Επειδή, κι άπό τήν άλλη, τίποτα στό πανηγύρι τούτο δέν προδίνει τόν στυγνό χαραχτήρα τών τελετών τού Θείου Πάθους, μπορούμε νά δούμε στά 'Καταγώγια' μιά γιορτή δπου "φέρνουνε πίσω* τό θεό, άντίστοιχη σέ κάποια πραγματικά ή ύποθετικά Άναγώγια, μισεμό τού θεού άπό πελάγου. Τέτοια "Αναγώγια' καί 'Καταγώγια' έχουμε τής 'Αφροδίτης στόν "Ερυκα κι δμοια είκάζουνται σέ μινωικά μνημεία πού σχετίζουν τή θεά μ'ένα Καράβι. "Ετσι τά 'Καταγώγια' τών Ιωνικών πολιτειών, τά Ιδια Ισως τά 'Ανθεστήρια, δίνουν ένα τελευταίο τύπο τής θανατικής περιπέτειας τού θεού, δπου ή Ιδέα τής θεϊκής άθανασίας έχει νικήσει τήν παράδοση τού θανάτου καί τής άνάστασης, γυρίζοντάς τα σ'ένα μισεμό καί γυρισμό του. 43 Τό Διονυσιακό θείο Δράμα: ό Τάφος τοϋ θεοϋ ήν έπιμονή τής Ιδέας τού θανάτου τού θεού τή μαρτυρά κ'ένας τάφος, άνάμεσα στούς τόσους τάφους τών Θνησκόντων Θεών, τού Διονύσου. Ό Διόνυσος είναι θαμμένος στούς Δελφούς, παρά τά χρηστήριον, λέει ό Πλούταρχος, ή παρά τόν 'Απόλλωνα τόν χρυσοϋν, κατά τόν Φιλόχορο* βάθρον δέ τι είναι, υπονοείται ή σορός, έν ω γράφεται' 'ένθάδε κείται θανών Διόνυσος έκ Σεμέλης'. Ή έπιγραφή, δπως κ'ή άνάλογη τού τάφου τού κρητικού Διός, είναι βέβαια φανταστική* μά ή μαρτυρία τού Πλουτάρχου, Ιερέα τών Δελφών, βεβαιώνει πώς στό άδυτο τού δελφικού ναού, είταν στ'άλήθεια ό τάφος. Στό άδυτο τούτο, κρύπτη μέ ναΐσκο άπό πάνω της, βρεθήκανε κάποιες βάσεις πού πιστεύτηκε πώς παρουσιάζουν χαραχτηριστικά ταφικού μνημείου. Ή θέση τού τάφου μέσα στό άδυτο τού ναού κ'οί σχετισμοί τού τάφου τούτου μέ τά λείψανα τού Ζαγρέα, πού τά φέρνει ό 'Απόλλων καί τά θάβει στούς Δελφούς (= 25), μαρτυρούνε παναρχαϊο τάφο θνήσκοντος θεού, πού ταυτίζεται μέ τόν Διόνυσο, τόν κύριο, δίπλα στόν "Απόλλωνα, μέτοχο τής δελφικής λατρείας. Μά ό Διόνυσος δέν θά άποχτούσε τάφο στό περιλάλητο Ιερό, ούτε στή Θήβα, δπου πληροφορεί γιά τάφο του μιά άλλη παράδοση, äv ό θάνατός του δέν είταν κεντρικό στοιχείο τού δράματός του. Ή άρχαιότητα τού τάφου μαρτυριέται άπό μυστικές Ιερουργίες τών "Οσίων', προσώπων Ιερού χαραχτήρα, πού θυσιάζουν έκεϊ, δταν οί Η

115 δελφικές μαινάδες, ο( Θυιάδες, ίερουργούν τή γέννηση ένός Θείου Βρέφους, τοϋ Άικνίτη', μορφή τοϋ βρεφικού Διονύσου (= 78). Ό λόγος, έτσι, πού δέν έχουμε άρχαιότερες μαρτυρίες γιά τόν τάφο τοϋ Διονύσου στούς Δελφούς (οί παλαιότεροι πού τόν άναφέρουν, ό Δείναρχος κι ό Φιλόχορος, γράφουν ύστερα άπό τήν έκστρατεία τοϋ Αλεξάνδρου) είναι ή 'εύφημία' τών παλαιότερων καιρών, πού σπάζει άπό τόν 3 Αίώνα μέ τή νεοθιασική λατρεία τού Πάσχοντος Θεοϋ καί μέ τόν Εύημερισμό, πού έκμεταλλεύεται κάθε παράδοση γύρω άπό τάφους Θεών, γιά νά στηρίξει τή δική του θεωρία. Ή 'εύφημία* αύτή ξηγά κατά μέρος καί γιατί λείπουν, όλότελα πές, έντυπωσιακές λεπτομέρειες γύρω άπό τίς τελετές τού θανάτου τοϋ Διονύσου. Χαραχτηριστική είναι ή σιωπή τού "Ηρόδοτου πού βρίσκοντας πώς οί τελετές τού θανάτου τοϋ "Οσιρι είναι όμοιες μέ τίς τελετές τών 'Ελλήνων γιά τόν Διόνυσο, άρνιέται νά όνομάσει τόν "Οσιρι, πού θρηνιέται καί θάβεται καί πού τόν ταυτίζει μέ τόν Διόνυσο, κ'ή έξοργιστική σιωπή τής όψιμης εύλάβειας τού Παυσανία, πού σέ πολλά μάς στέρησε βαρύτιμη γνώση τής έλληνικής θρησκείας. 'Αναφέροντας ό τελευταίος τήν άργολική παράδοση πώς ό Διόνυσος κατεβαίνει στόν "Αδη άπό τήν Άλκυονία 'λίμνη* γιά νά άνεβάσει τή Σεμέλη, σωπαίνει γιά τίς χρονιάτικες έκεϊ τελετές μέ τή δήλωση πώς τά ές αυτήν τήν λίμνην Διονύσω δρώμενα έν νυκτί κατ έτος Ικαστον ου χ δσιον είς άπαντας ήν μοι γράψαι. Τά 'πάθη' τού Διονύσου είναι ένα 'μυστήριον', κι άρρητα έτσι, δπως δλες οί μυστηριακές ιερουργίες, περί ών ου θέμις τοις άμυήτοις ΙστορεΙν κατά μέρος. Γιά τούς θρήνους στό θάνατο τού Διονύσου έχουμε τή ρητή μαρτυρία τοϋ Διονυσίου τοϋ Άλικαρνασσέα πού, θαυμάζοντας τή θρησκεία τών Ρωμαίων σάν καθαρή άπό τά πένθη καί τούς θρήνους τής έλληνικής θρησκείας, έορτή τις, γράφει, ουδεμία παρ' αύτοϊς μελανείμων ή πένθιμος άγεται τυπετους έχουσα καί θρήνους γυναικών έπί θεοϊς άφανιζομένοις, ώς παρ' "Ελλησιν έπιτελεϊται περί τε Φερσεφόνης άρπαγι)ν καί τ à Διονύσου πάθη και δσα άλλα τοιαύτα. Έχουμε άκόμη καί μιάν έτυμολογία τού όνόματος Βάκχος άπό τό σημιτικό ρήμα bâkâ = 'κλαίειν', πού στηρίζεται κι άπό μία 'γλώσσα' στόν 'Ησύχιο (βάκχον κλαυθμόν Φοίνικες) καί πού σέρνει τόν Διόνυσο στόν κύκλο τών θρηνούμενων 'θνησκόντων' θεών τών έκστασιακών σημιτικών λατρειών, άν άληθεύει. 'Αλλά καί δέν θά μπορούσαμε νά δεχτούμε γιά τούς ώριμους Έλληνες τήν ύπερβολική έκείνη έμφαση τοϋ πένθους γιά τό θάνατο τοϋ θεοϋ, πού τά μινωικά μνημεία πιστεύεται πώς μαρτυρούν γιά τά άρχαιότερα στάδια τής λατρείας τοϋ αίγαιακοϋ Θνήσκοντος Θεοϋ καί πού τόσο έντονα χαρακτηρίζουν τό δράμα τών όμόλογων θεών σέ ξένες λατρείες. Ή άγωνία, οί θρήνοι κ'οί παραφορές τοϋ πένθους γιά τό θάνατο τοϋ θεού συμπερπατούν μέ κάποιαν άγνοια τής άναγκαιότητας πού ρυθμίζει τήν περιοδική έναλλαγή τών έποχών καί μέ κάποια άβεβαιότητα 114 -

116 γιά τήν τύχη τοΰ κόσμου. Μέ τό θάνατο τοΰ θεοΰ, πού λογιέται αιτία τοΰ θανάτου τής φύσης, μένει άνάκρεμος ό ρυθμός τής ζωής κι ό κόσμος κάτου άπό τή φοβέρα τοϋ τέλους. Μιά τέτοια άγνοια κι άβεβαιότητα μάς είναι άμαρτύρητα γιά τούς παλαιότερους "Ελληνες κι όλότελα άκατανόητα γιά τούς Έλληνες τών φωτισμένων καιρών τους. ΟΙ θρήνοι, πάλι, κ'οί παραφορές γιά τό θάνατο τοΰ θεοΰ δέν συμπερπατοΰν λιγότερο μέ τούς θρήνους καί τά πένθη τών κοινών θανάτων. Ή Τραγωδία μάς μαθαίνει πώς οί παραφορές έδώ δέν άπόλειψαν όλότελα άπό τούς Έλληνες, μά, άπό τή μιά περιορίζουνται στίς γυναίκες μοναχά, άπό τήν άλλη πρώιμοι νόμοι τών έλληνικών πολιτειών καί τό πνεύμα τοΰ μέτρου καί τοΰ όρθολογισμοΰ περιορίζουν τίς ύπερβολές σάν βαρβαρικές άκοσμίες. Ή νίκη, τέλος, τής Όλυμπικής 'Αθανασίας τών θεών ύποτονίζει τό στοιχείο τοΰ θανάτου τους στίς λατρείες. ΟΙ καιροί πού πεθαίναν οί θεοί, έχουν περάσει στούς όνειρικούς καιρούς πού οί άνθρωποι κερδίζαν τήν αθανασία: ή άθανασία γίνηκε πρωτοκύριο γνώρισμα τής φύσης τών θεών κι ό θάνατος πρωτοκύριο γνώρισμα τής άνθρώπινης φύσης κ'ή Ιδέα τοΰ θανάτου τών θεών είναι τώρα τόσο άκατανόητη όσο κ'ή Ιδέα τής άθανασίας τών άνθρώπων. Ένας λόγος πού δίνεται στόν Ξενοφάνη είναι πώς όμοίως άσεβοϋσιν οί γενέσθαι φάσχοντες τούς θεούς τοις άποθανεΐν λέγουσιν, κ'ένα άνέκδοτό του, πού τρέχει πότε στούς Θηβαίους πού θρηνούν τή Λευκοθέα τους καί πότε στούς Αίγύπτιους πού θρηνούν τόν Όσιρι, παρουσιάζει τόν έκπρόσωπο τοΰ Ιωνικού όρθολογισμοΰ νά τούς όρμηνεύει, εΐ θεούς νομίζονσι μή θρηνεϊν, εί δε θρηνοϋσι, θεούς μή νομίζειν. Οί λόγοι τούτοι μετριάζουνε τή στάση τών Ελλήνων άπέναντι στά 'πάθη' τοϋ θεοϋ καί ξεθωριάζουν τό στοιχείο τοϋτο στό διονυσιακό Θείο Δράμα. Ή κάθαρση δμως αύτή τής Διονυσιακής θρησκείας άφηνε ένα μεγάλο κενό στόν φορέα τής λατρείας τοΰ Θνήσκοντος Θεοΰ: στή γυναικεία λατρεία. Ό θρήνος γιά τόν Θνήσκοντα Θεό, σά θρήνος καί γιά τούς άλλους άγαπημένους νεκρούς καί σάν έκλυτικός καθαρμός μιάς πολυπιεσμένης ψυχικότητας, σέ καιρούς πού ή κοινωνική μεταστοιχείωση στερεί τής γυναίκας τήν μητριαρχική υπεροχή κι άνεξαρτησία της, είναι άκαταμάχητη γυναικεία άνάγκη. Έτσι τολμώ, κι άπαλλιώς, νά ξηγώ τό γιατί, μ'δλο τόν πανελλήνιο χαραχτήρα καί τόν δυναμισμό τής λατρείας ένός Θνήσκοντος Θεοΰ σάν τόν Διόνυσο, πιάνει τόσο πολύ κι άπό τόσο νωρίς ή γυναικεία λατρεία ένός άλλου θνήσκοντος θεοΰ, τοΰ Άδώνιδος, στήν Ελλάδα. 'Ανατολικός θνήσκων θεός, ό "Αδωνις έφερνε μαζί του τό σύγνεφο τών παράφορων θρήνων (χατατνπτεσθε, χόραι, χαι χατερείχεσθε χίθωνας), πού ό έλληνικός καί έλληνοπρεπής Διόνυσος δέν τό μπορούσε νά τούς ύποφέρει

117 44 Τό διονυσιακό θείο Δράμα: 'Ανάσταση τοο θεοϋ Οπως λιγοστά ξέρουμε γιά τις Ιερουργίες τοϋ θανάτου τοϋ θεοϋ, έτσι λιγοστά ξέρουμε γιά τις Ιερουργίες τής άνάστασής του. Κατά τούς τύπους δμως τού θανάτου, μπορούμε νά βλέπουμε τήν άνάστασή του στό άνέβασμά του άπό τόν Άδη ή στόν δποιο θριαμβικό έρχομό ή γυρισμό του. "Ενα στοιχείο τών Ιερουργιών αύτών είναι τό 'κάλεσμα' (έπίκλησις) τού θεοϋ άπό τούς λατρευτές του. Οί 'Γυναίκες τής Ήλιδας', Ιερατικό λείψανο μάιναδικοϋ θιάσου (= 54)» κράζουν τόν ταϋρο-διόνυσο νά φανεί (ίλθεΐν, ήρω Διόνυσε), καί στά Λήναια, ύστερα άπό τό σύνθημα τού *Δαδούχου', καλείτε θεόν, οί λατρευτές άνακράζουν τό θεό μέ τήν έπίκληση, Σεμελήϊε "Ιακχε Πλοντοδότα. Στήν Άλκυονία 'λίμνη', άπ'δπου άνεβαίνει άπό τόν Άδη ό Διόνυσος, γίνουνταν, μιά νύχτα τοϋ χρόνου, κάποιες άπόρρητές Ιερουργίες άνάκλησης τοϋ θεού πού, συναντώντας τες, ό Παυσανίας άποφεύγει νά τίς μαρτυρήσει (= 42) Άπό τόν Πλούταρχο δμως μαθαίνουμε πώς στίς τελετές αύτές οί Άργεϊοι ρίχνανε στήν άβυσσο ένα άρνί, προσφορά στόν κλειδοκράτορα τοϋ Κάτου Κόσμου, Πνλάοχον, καί κράζανε τό θεό ν'άνεβεϊ μέ κάτι 'σάλπιγγες' μικρές πού τίς κρύβανε μέσα σέ θύρσους. Σέ μιά μινωική παράσταση βλέπουμε γυναίκα νά σαλπίζει μέ κάτι πού μοιάζει μέ 'κόγχο' καί, μέσα στόν κύκλο τών σχετικών παραστάσεων, άπεικάζεται πώς κράζει τό θεό ή τή θεά νά ξυπνήσει ή νά γυρίσει. Σέ ροδιακό πάλι διονυσιακό πανηγύρι, καθώς μαθαίνουμε άπό έπιγραφή τών ρωμαϊκών χρόνων, έχουμε κάθοδο τοϋ θεού κ'ένα ύδραυλικό μουσικό δργανο (ύδραύλης) πού έπεγείρει τόν θεόν, 'ξυπνά' παναπεΐ τό θεό ή τόν 'παρακινά' νά γυρίσει. Στόν Ιωνικό κόσμο ή έπιφάνεια τού Διονύσου γίνεται στά άνοιξιάτικα Ανθεστήρια δπου ό θεός παρουσιάζεται νά'ρχεται μέσα σ'ένα τροχοφόρο καράβι. Ή γιορτή είναι άρχαιότερη άπό τόν άποικισμό τών 'Ιώνων, κ'έτσι τό 'πλάσμα' πρωτοσχετίζεται μέ τό άθηναΐκό πανηγύρι. Είδαμε πώς ή 'Κατάβαση' τού Διονύσου στόν Άδη, πού τήν παρωδεί δ Αριστοφάνης στούς 'Βατράχους* του, σχετίζεται μέ τήν περιοχή έν Λίμναις, δπου τό άρχαιότερο άθηναΐκό Ιερό τοϋ Διονύσου, πού άνάγει μοναχά στούς 'Χόας' τών Ανθεστηρίων. Κατεβαίνοντας έτσι άπό μιά λιμνοτοπιά, φυσικό είναι ν'άνεβαίνει άποκεί μέσα σ'ένα καράβι. "Ετσι ξηγιέται τό τροχοφόρο καράβι πού μέσα σ'αύτό έρχεται ό Διόνυσος, τή μέρα τών Χοών καί πού μαρτυριέται άπό άγγειογραφίες γιά τήν Αθήνα κι άπό νομίσματα καί φιλολογικές μαρτυρίες γιά τή Σμύρνη: πέμπεται γάρ τις μηνΐ Ύ Ανθεστηρίων ι μεταρσία τριήρης ές άγοράν, ήν ό τοϋ Διονύσου Ιερεύς, οίον κυβερνήτης, ενθννει

118 πείσματα èx θαλάττης λνονσαν. "Ενα γνώριμο 'πλάσμα* τής διονυσιακής 'Κατάβασης' είναι πώς ό θεός, άνεβαΐνοντας άπό τόν Άδη, άνεβάζει καί τή μάνα του Σεμέλη. Ή Κάθοδος καί ή Άνοδος τής Θεάς είναι πολυγνώριμο στοιχείο τής προελληνικής θρησκείας. Μιά Κάθοδος έτσι κι Άνοδος τής Σεμέλης είναι ευκολονόητη κι όλότελα άνεξάρτητη στήν άρχή, άπό τήν Κάθοδο καί Άνοδο τού Διονύσου. Ή άναγωγή, πραγματικά, μιάς χθόνιας θεότητας πού ταυτίζεται μέ τή Σεμέλη, τελετουργείται στή γιορτή 'Ηρωίδα τών Δελφών άπό τις Θυιάδες: οί Ιερουργίες είναι μυστικές, έχ δέ τών δρω- ΑΝΟΔΟΙ ΔΙΟΝΥΣΟΥ μελανόμορφος λήκυθος έξ 'Αθηνών βλ. Metzger: BCH 68/9 (1944/5) 296 xiç. τον 161ου: Recherches sur l'imagerie Athénienne. Paris 1965, 50 μένων, γράφει ό Πλούταρχος, Σεμέλης δν τις άναγωγήν είχάσειε. ("Η γιορτή είναι 'ένναετηρική', ό τεχνητός δμως χαραχτήρας τής 'ένναετηρίδος' (= 2 3) μαρτυρά άλλοτινό χρονιάτικο κύκλο.) Μιάν 'άναγωγήν' ή δποιαν άλλη 'έπιφάνειαν' τής Σεμέλης μαρτυρά ό περίφημος διθύραμβος τού Πινδάρου γιά τούς Αθηναίους. Ή γιορτή είναι άνοιξιάτικη καί θά εΐκάζαμε τά 'Μεγάλα Διονύσια', μά ή 'έπιφάνεια' τής Σεμέλης έδώ {άχεΐ τε Σεμέλαν Ιλιχάμπυχα χοροί) θ'άνήκει σέ κάποιο θηβαϊκό περισσότερο παρά άθηναΐκό πανηγύρι. Ή Κάθοδος έτσι καί Άνοδος τού θεού, πού ή τελευταία μαρτυριέται άναντίλογα άπό μιά μελανόμορφη λήκυθο, (Metzger), πλάθεται, σάν τροπή τού θανάτου του καί τής άνάστασης, πάνου στήν περιπέτεια τής άρχαίας Θεάς,κι όργανικά, έτσι, συνδέεται μαζί της. Ή Σεμέλη είναι μιά άπό τίς πολλές μορφές τής Θεάς καί, στή διονυσιακή περιπέτεια, παίρ

119 νει φυσικά τή θέση τών λογίς έπιχώριων θεαινών πού άνεβοκατεβαίναν στόν Αδη. "Ετσι στά μυστήρια τής Λέρνης, άπ'δπου άνεβάζει τή Σεμέλη Ô θεός, τίποτα δέν μαρτυρά τήν παρουσία τής Σεμέλης. Ή λατρεία δμως μιάς Δήμητρας άφήνει νά φαίνεται έδώ ή "Ανοδος μιδς άρχαίας θεότητας, πού τό ρόλο της άναδέχουνται ή Σεμέλη άπό τή μιά κ'ή Περσεφόνη, ύστερότερα, άπό τήν άλλη. Στήν 'Αγορά, πάλι, τής Τροιζήνας είταν ναός τής "Αρτεμης μέ μινωική παράδοση μέσα στό ναό είταν άγάλματα τών χθονγων θεών κ'έδώθε, κατά τήν ντόπια παράδοση, άνέβασε ό Διόνυσος τή Σεμέλη. Είναι φανερό πώς κ'έδώ ή Σεμέλη παίρνει τή θέση μιάς άλλης χθόνιας θεάς, πού 'άνεβαίνει*. Σύστοιχα είναι τά παραδείγματα τοΰ 'Ηρακλή πού 'άνεβάζει* τήν "Αλκηστη καί τοΰ "Ορφέα (διονυσιακής μορφής) πού 'άνεβάζει' τήν Εύρυδίκη (χθόνια θεότητα καθώς μαρτυρά τό δνομά της). Τήν έπίκληση, τώρα, τοΰ θεοΰ τήν άκολουθά ή θεοφάνεια, τό θριαμβευτικό παρουσίασμά του. 'Υποχωρώντας γενικά μαζί μέ τήν ιδέα τοΰ θανάτου τοΰ θεοΰ, ή άνάσταση συγκεντρώνεται, όλοένα καί περισσότερο, στήν επιφάνεια, τό θριαμβευτικό παρουσίασμά του. Τό παρουσίασμα τούτο τοΰ θεού είδαμε νά παίρνει καί τόν τύπο τοΰ 'Γυρισμοΰ' του (Καταγώγια) άπό κάποιο ταξίδι του (*Άναγώγια) πού άντικατασταίνει τό θάνατο ή τό Κατέβασμά του στόν "Αδη. 'Επιγραφή τής Πριήνης πού κάνει λόγο γιά τήν ίερωσύνη τοΰ Διονύσου τοΰ Φλέου, μιλά γιά τά 'Καταγώγια', άπ'δπου κι ό Διόνυσος αύτός λέγεται Καταγώγιος* όρίζει πώς ό Ιερέας μπορεί νά φορά δποια θέλει στολή καί στεφάνι μαλαματένιο τόν μήνα Ληναιώνα κι Άνθεστηριώνα - καί πώς στά 'Καταγώγια' θά πηγαίνει έπικεφαλής τών συγχαταγαγόντων τόν Διόνυσον. Άπό τή χαρά καί τά όργιαστικά ξεφανερώματα πού συνοδεύαν άλλοτινά τόν έρχομό τοΰ θεοΰ καί πού άνακρατιοΰνται σ'όμόλογες λυδικές γιορτές, δπου οί Λυδοί μαίνονται τώ θεώ χαι χορενουσιν έπειδάν αύτοις ίαρ ένείκη ό ήλιος, πολλά άπομένουν (δπως τό μαρτυροϋν τά Ανθεστήρια μέ τόν κρονιακό χαραχτήρα τους) στίς όργανωμένες πολιτικές αύτές γιορτές, δπου έπικρατεί ή ιερατική μεγαλοπρέπειά τους. "Οπως καί νά'ναι, ή θριαμβική πορεία τοΰ Διονύσου μέσα άπό τίς Ιωνικές πολιτείες τή δεύτερη μέρα τών "Ανθεστηρίων, ή μεγαλόπρεπη πομπή τών 'συγκαταγαγόντων τόν Διόνυσον' στά Καταγώγια (πού μπορούμε νά εικάζουμε πώς ταυτίζουνται μέ τούς 'Χόας' τών Ανθεστηρίων), κι ό πανηγυρικός μέ τήν εικόνα τοΰ θεοΰ γυρισμός τής πομπής τών Μεγάλων Διονυσίων, άφήνουν νά φαίνεται στό βάθος ξωπίσω τους, ό θριαμβευτικός γυρισμός τών διονυσιακών θιάσων μέ τόν κλαδοφόρο κορυφαίο τοΰ χρονιάτικου δράματος, πιό πίσω ό θριαμβευτικός 'κώμος' τοΰ Όλυμπιακοΰ Νικητή, πιό πίσω ή θιασική πομπή πού συνοδεύει τόν 'μέγιστον κοΰρον', τήν ένσάρκωση τοΰ κρητικοΰ Διός καί, σ'άμέτρητο ξωπίσω βάθος, ό θριαμβευτικός ξαναγυρισμός τών 'άναστημένων' παληκαριών ύστερα άπό τό μυητικό θάνατό τους

120 44 Τό διονυσιακό Θείο Δράμα: 'Ιερός Γάμος καί 'Ανάληψη τοϋ θεοδ Ο τ ι Ινας 'Ιερός Γάμος άκολουθά τους τύπους τής 'Ανάστασης τού Θεού, τό μαρτυρούν οί μύθοι πού συνδέουν τόν Διόνυσο μέ μιάν άγαπημένη του (τήν Άλθαία, τή Φυσκόα, τήν 'Αριάδνη). Τά όνόματα μαρτυρούν αρχαίες θεές πού ξεπέφτουν, όπως κ'ή Σεμέλη, σέ ήρωίδες. ΟΙ θεογαμίες αύτές τού Διονύσου είναι φυσικά προβολές ένός 'Ιερού Γάμου τού διονυσιακού Θείου Δράματος, όπου ό τελεστής ένσαρκώνει τόν θεογαμπρό κ'ή τελέστρια τή θεονύφη. Ό 'Ιερός αύτός Γάμος παραδίνεται άπό τήν πράξη τού Εποχικού Δράματος, δπου τό ιερουργικό κυνήγημα τού μαιναδικοϋ θιάσου άπό τόν άντίμαχο (καί μορφή, δπως είδαμε) τού θεοϋ, έχει σκοπό τό διάλεγμα μιάς νύφης. Τή λατρειακή, δμως μαρτυρία τήν έχουμε άπό τήν 'Αθήνα, δπου άρχαιοσεβάσμιες Ιερουργίες άνακρατούνε σ'άψηλή έπισημότητα τό στοιχείο τοϋτο. Ό Λόγος κατά Νεαίρας πληροφορεί πώς ή βασίλιννα, ή γυναίκα τού άρχοντος 'βασιλέως', έπρεπε, κατά ένα παλαιό μά ζωντανό πάντα νόμο, νά είναι άπό τήν 'Αττική (άστή) (γιά ν'άντιπροσωκεύει τήν κοινότητα τής χώρας), καί νά μήν είχε γνωρίσει, πριν νά παντρευτεί τόν άρχοντα 'βασιλέα', άλλον άντρα* γιατί, άνάμεσα στ'άλλα πού ίερουργεί, γίνεται καί γυναίκα τού Διονύσου: τήν γε θεώ γυναίκα δοθησομένην. 'Αντίστοιχα έχουμε τήν παρθενία πού ζητιέται άπό τή γυναίκα τοϋ Flamen dialis κι άπό τή γυναίκα τού έβραίου άρχιερέα: άρχαιοβασιλικών λειψάνων καί τών δύο. Ό λόγος δμως τής ύποχρέωσης, ό γάμος της μέ τό θεό, δέ νογιέται, μιά κ'ή βασίλισσα παντρεύεται ένα θνητό, παρά μονάχα άν ό θεός εΐταν ό άντρας της ό ίδιος. Σέ ποιά γιορτή γίνεται ό γάμος τής 'βασίλισσας' δέν άναφέρεται, μπορούμε ώστόσο νά τό βρούμε. Ό άρχων 'βασιλεύς' όρίζει δεκατέσσαρες (δσοι κ'οί βωμοί έκεί τού Διονύσου) γυναίκες, πού έχουνε τόν τίτλο γεραραι καί πού τελούν τά ίερά τού Διονύσου τού έν 'Λίμναις'. Προτού ν'άγγίξουν τά Ιερά, οί 'γεραραί' όρκίζουνται άπό τή 'βασίλισσα' καί τόν ιεροκήρυκα, καί μέσα, ύστερα, στό Ιερό τελούν μαζί της κάποιες άγιες κι άπόρρητες Ιερουργίες. Τό Ιερό δμως τού Διονύσου 'έν Λίμναις' (δπου είταν στημένη ή κολόνα μέ τήν έπιγραφή γιά τά προσόντα τής 'βασίλισσας') άνοιγε μιά φορά τό χρόνο μοναχά, τή δεύτερη μέρα τών 'Ανθεστηρίων (Χόες), δταν έφτανε ό θεός μέσα σ'ένα τροχοφόρο καράβι. "Αρα τή μέρα τούτη γίνεται κι ό γάμος τού Διονύσου μέ τή 'βασίλισσα* (κ'έτσι οί Ιερουργίες πού τελούν μαζί της οί 'γεραραί' στό Άιμναΐον' μπορούμε νά δεχτούμε πώς είναι έτοιμασίες γιά τό γάμο της, φαλλικού ίσως χαραχτήρα). Πού τώρα γίνεται ό γάμος αύτός, τό φανερώνει ή "Αθηναίων Πο

121 λιτεία' τοϋ 'Αριστοτέλη. Πληροφορώντας πώς ή άρχαία έδρα τοϋ άρχοντος 'βασιλέως' εϊταν τό νΰν καλούμενον Βονκόλιον, κοντά στό Πρυτανείο, προσθέτει γιά τεκμήριο, δτι ίτι xal νϋν τής τον βασιλέως γυναικός ή σύμμειξις έντανθα γίνεται καί δ γάμος. ('Σύμμειξις' είναι ή συνάντηση καί 'γάμος' ή σαρκική ένωση τοϋ Ίεροϋ Γάμου.) "Από τό ρόλο τής 'βασίλισσας' στό γάμο τοϋτο καί στήν άρχαία έδρα μάλιστα τοϋ βασιλιά, βγαίνει πώς τό πρόσωπο πού ύποστάτωνε τό ρόλο τού θεού, εϊταν ό 'άρχων βασιλεύς' ό Ιδιος. Ό άρχων 'βασιλεύς' δμως είναι άπομεινάρι τοϋ ίερέα βασιλιά τής μυκηναϊκής έποχής, καί τό άρχαΐον τάς θυσίας άπάσας ό βασιλεύς ίθυε, και τάς σεμνοτάτας καί άρρήτους ή γυνή αύτοϋ έποίει, εΐκότως, βασίλιννα ούσα. Όσο γιά τό δνομα τής άρχαίας έδρας τού βασιλιά Βουκόλιον θά δούμε πώς μάς άνεβάζει στόν Ταυρομορφικό τού Ίεροϋ Γάμου τύπο (= 46) Ιδέα πού τήν κάνει πολύ πιθανή ή παράσταση σ'έναν 'χούν' τής ένωσης δυό άλλων διονυσιακών ζώων γιατί τά άγγεία αύτά στορίζουνται μέ παραστάσεις σκηνών τής ήμέρας. Τό θριαμβικό, τέλος, άνέβασμα τού άναστημένου θεού στόν ούρανό (άρχικά άνέβασμα στό βουνό, τήν έδρα τού θεού καί τής θεάς), είναι σταθερό τού θείου Δράματος στοιχείο. Έτσι κ'έδώ, δταν ό Διόνυσος άνεβάζει τή Σεμέλη άπό τόν "Αδη, άνεβαίνει μαζί της στόν ούρανό (ό δέ Διόνυσος άναγαγών έξ "Αιδου τήν μητέρα καί προσαγορεύσας θυώνην, μεταντής είς ούρανόν άνήλθε, παραδίνει ό 'Απολλόδωρος) στήν παράσταση ένός πήλινου δίσκου τού 3ου αιώνα πχρ. άπό τό Μπρίντιζι, μιά σκηνή άποθέωσης ένός ζευγαριοϋ μέσα στόν Ζωδιακό δείχτηκε πώς είκονίζει τόν γυρισμό τού Διονύσου καί τής Σεμέλης άπό τόν "Αδη στόν ούρανό" κ'ένα άπό τά 'στυλοπινάκια' τού ναού τού 'Απόλλωνα στήν Κύζικο, είκόνιζε Διόνυσον τήν μητέρα αύτοϋ είς ούρανόν άνάγοντα, προηγουμένου 'Ερμού, Σατύρων δέ καί Σιληνών μετά λαμπάδων προπεμπόντων αυτούς. Εδώθε ξηγιέται κ'ή άντίστοιχη περιπέτεια μέ τήν 'Αριάδνη, τήν κρητική θεονύφη του, π'άνεβαίνει μ'αύτή, δταν τήν παίρνει τού Θησέα, σ'ένα βουνό τής Νάξου, κέντρον τής λατρείας του, καί χάνεται άποκεϊ μαζί της. 46 Βουκόλοι καί Βουκόλια Άρχαιοκρητικός Τύπος τοϋ Ίεροϋ Γάμου τών 'Ανθεστηρίων Οί νεότεροι διονυσιακοί θίασοι πασχίζουν νά δώσουν στόν έαυτό τους τόν τύπο τοϋ άρχαίου διονυσιακοϋ θιάσου χρησιμοποιώντας λογίς άρχαιόχρωμους τίτλους. 'Ανάμεσά τους είναι κι ό τίτλος βουκόλος, σταθερά στόν πληθυντικό βουκόλοι, κι ό τίτλος ένός ή περισσότερων άρχιβουχό

122 λων (= 9 0 "Η άρχαιότερη φιλολογική μαρτυρία μας είναι ή έπιγραφή μιάς κωμωδίας τού Κρατίνου 'Βουκόλοι'. Σέ βαθύτερη άρχαιότητα μάς άνεβάζει τό Ιερό οίκημα δπου έδρευε άλλοτινά ό άρχων 'βασιλεύς* τής Αθήνας, δπου τελείται κάθε χρόνο ό Ιερός γάμος τού Διονύσοϋ μέ τή 'βασίλιννα*, καί πού λεγόνταν Βουκόλιον, βοΐδοκοπάδι, βοΐδόμαντρα, καί, συνεκδοχικά, οίκημα τού Βουκόλου ή τών Βουκόλων (Βονκολεϊον). "Ενας 'θάλαμος βουκόλων' είναι κι ό κεραυνωμένος θάλαμος τής Σεμέλης (Εύριπίδης, Απ. 203 μέ τή διόρθωση τού Wilamowitz, Arist. u. Athen II 42 Α. 13: ëvôov dè θαλάμοις βουκόλων J κισσω κομώντα στϋλον εύίου θεού), δπου ό κεραύνειος γάμος τής βασιλοκόρης μέ τό θεό, άνακρατεΐ τή θύμηση τόΰ βασιλικού Ιερού γάμου. "Ισαμ'έδώ είναι φανερό πώς ό τίτλος άνήκει σέ Ιερουργούς πού σχετίζουνται μέ τόν διονυσιακό Ιερό γάμο. Είδαμε νά'ναι πολύ πιθανό πώς ό Ιερός αύτός γάμος εΐταν τού ταυρομορφικού τύπου (= 45)' δ βασιλιάς κ'ή βασίλισσα ή ό Ιερέας κ'ή ιέρεια πού τόν τελούν φορούν τά ταυρομορφικά έμβλήματα ^ών θεών πού Ενσαρκώνουν. Μυθικές προβολές τού ταυρομορφικού τύπου τού "Ιερού Γάμου έχουμε στό μυκηναϊκό ζευγάρι τού Δία καί τής Ίώς, παραπίσω τό κρητικό ζευγάρι Ταύρου καί Πασιφάης και παραπίσω τό ζευγάρι τού κρητικού Δία καί τής Εύρώπης. Τό τελευταίο μάς όδηγά στή Φοινίκη άπ'δπου ό ταύρος Δίας άρπάζει τήν Εύρώπη, κ'ή Φοινίκη μάς βγάζει στούς άρχαιότερους Χαναναίους, στό γάμο τού ταύρου Βάαλ καί τής γελάδας 'Ανάτ, καί παραπίσω τού ταύρου Ήλ (Et) καί τής γελάδας Άσεράτ (Άστάρτης), ίσαμε τή Μεσοποταμία, δπου ό γάμος τού φεγγαροθεού τής Οδρ μέ τή γελάδα θεά Nin-khursag γιορτάζεται κάθε χρόνο. Γιά νά ξαναγυρίσουμε στήν "Ελλάδα, θυμούμαστε πώς ό φοίνικας Κάδμος, άναγυρεύοντας τήν άδερφή του Εύρώπη, όδηγήθηκε στόν τόπο πού θά'χτιζε τή Θήβα άπό μιά φεγγαροσήμαδη γελάδα. Είναι, έτσι, μιάς λογής 'βουκόλος' αύτός κι ό 'θάλαμος βουκόλών' στό παλάτι του άντιστοιχεί σ'αύτή τήν ίδιότητά του. "Ολα τούτα τραβούνε νά πούν πώς οί γυναίκες τών ταύρων θεών (καί τών ταυρόμορφων τελεστών τού Ιερού γάμου τους) είναι γελάδες θεές (κατά συνέπεια κ'οί ύποκατάστατες στόν 'Ιερό Γάμο τους γελαδόμορφες), πού στήν "Ελλάδα θά λέγουνταν βόες. Τό μαρτυρά τό συχνό έπίθετο τής Ίώς βοϋς, ή έκδοχή πώς οί Προιτίδες (= 36) μεταμορφωθήκαν άπό τήν "Ηρα σέ βόας καί τό έπίθετο τής γελάδας Ήρας βοώπις. Ρητή μαρτυρία γιά τις Μαινάδες δέν έχουμε, μ'άν όνομάζαμε τίς Λαφύστιες μαινάδες πού κερατοφορούν (= 50), θά τίς λέγαμε βόας κ'έκείνες. 'Εδώθε μπορούμε ν'άναθεωρήσουμε τήν παλιά έρμηνεία πώς 'βουκόλος' δηλώνει τόν λειτουργικό βοσκό τού ταύρου Διονύσου. Ό "Αργός πού φυλά καί κυνηγά τήν Ίώ είναι καί λέγεται 'βουκόλος' κι αύτός, κ'ένας 'βουκόλος' πρέπει νά'ναι κι ό Μελάμπους πού κυνηγά τίς 'βόες' Προιτίδες. Ό θεομάχος Λυκούργος κυνηγά τίς τροφούς τού Διονύσου μέ βουκέντρα (βουπλήγα) στό χέρι του,

123 δργανο πού τόν χαραχτηρίζει 'βουκόλον' ένας άλλος θεομάχος, πού κυνηγά τίς Μαινάδες κι αυτός (= 36) είναι ό Βούτης, δνομα πού θά πει 'βουκόλος' ό Πενθέας, στίς 'Βάκχες', τραβά γιά τίς Μαινάδες μ'ένα ταύρο όδηγό καί στό ίδιο δράμα βουκόλοι κυνηγούν τίς Μαινάδες. Είδαμε, πάλι, πώς τό ίερουργικό κυνήγημα καταλήγει τελικά σ'ενα γάμο (= 37) κι μάς ξαναφέρνει στά 'Βουκόλια' τών Θηβών καί τής 'Αθήνας. 'Βουκόλοι' μ'άλλα λόγια είναι τά μέλη τών άνδρικών θιάσων πού κυνηγάνε τίς 'γελάδες' συντρόφισσες τοΰ θεού" κ'ένας άπ'αύτούς, ό κορυφαίος τοΰ Ίεροΰ Γάμου τελεστής, 'βουκόλος' κι αύτός, είναι άπό τό λειτούργημά του 'άρχιβουκόλος'. Τότε καί τά 'Βουκόλια' είναι οί τόποι τοΰ ταυρο-γελαδικού Ίεροΰ Γάμου. Είδαμε πατρίδα γιά τό Αιγαίο τοΰ Ταυρομορφικού Ίεροΰ Γάμου τήν Κρήτη. Σημαντικό είναι, έτσι, πώς οί Ιερουργοί αύτοί 'βουκόλοι' ξαναβρίσκουνται στή λατρεία τοΰ Ζαγρέα. Ό Κλήμης 'Αλεξανδρείας παραδίνει ενα λειτουργικό λόγο: ταύρος [πατήρ] δράκοντος καί πατήρ ταύρου δράκων / εν όρει τό κρύφιον βουκόλος τό κέντρον, άναφέροντάς τον στή γέννηση τοΰ Ζαγρέα (= 23). Ό πρώτος στίχος παραδίνεται καλλίτερα άπό τόν Φίρμικο Ματέρνο, ταύρος δράκοντος καί ταύρου δράκων πατήρ καί σέ λατινική μετάφραση άπό τόν Άρνόβιο, taurus draconem genuit et taurum draco. Ό δεύτερος στίχος μιλά γιά κάποιο 'βουνίσιο κρυφότοπο', γιά 'βουκόλον' καί γιά 'κέντρον'. Όλα τοΰτα μποροΰν νά άναφέρουνται στή ζαγρεΐκή νυκτιπολική όρειβασία (= 5) καί τό 'κέντρον' νά σημαίνει τή 'βουκέντρα' τοΰ βουκόλου ή τόν θύρσο* οί δροι δμως μπορούν νά'χουν κ'έρωτική σημασία καί, σέ συνδυασμό μέ τόν πρώτο στίχο, ν'άναφέρουνται σέ ιερό γάμο τοΰ ταυρομορφικού τύπου. Ή παράθεση μιλά γιά κάποιον είδωλικόν ποιητήν, μά τό νά γίνεται άπό χριστιανούς συγγραφείς πού τά 'έθνικά' μυστήρια είναι κύριος στόχος τους, συνηγορεί γιά τήν άποψη πώς οί στίχοι κατεβαίνουν, άμεσα ή έμμεσα, άπό κάποιο 'ιερόν λόγον' τών ζαγρεϊκών (= όρφικοδιονυσιακών) μυστηρίων. 'Εδώθε καί στήν όμολογία πίστεως τών βάκχων θιασωτών τοΰ Ζαγρέα πού παραδίνει τό περιλάλητο άπόσπασμα άπό τούς 'Κρήτες' τοΰ Εύριπίδη (= 5): έξ ού Δ ιός Ίδαίου μύστης γενόμην / και νυκτιπόλου Ζαγρέως βροντάς / τάς ώμοφάγους δαίτας τελέσας κτλ., μιά διόρθωση γυρίζει τό άκατανόητο κι άσύντακτο βροντάς σέ βούτας (= βουκόλος): "άπ'δταν γίνηκα μύστης τοΰ Ίδαίου Διός καί βούκουλας τοΰ νυχτοπλάνητου Ζαγρέα...". Οί Κούρητες, πού μιά μυητική κατηγορία τους είναι οί 'βουκόλοι' τοΰ Ζαγρέως, δέν είναι μόνο άκόλουθοι μά καί πάρεδροι τής Ρέας. Ό τίτλος σημαίνει καί τόν γενετησιακό σύντροφο, κ'ή ιδέα ξανάρχεται σ'ένα στίχο τών 'Βακχών': ώ θαλάμευμα Κουρήτων... Ή λέξη σημαίνει τόσο 'σπήλαιο', δσο καί 'νυφικό θάλαμο' κι άφήνει τήν ιδέα πώς οί Κούρητες είναι κι άντρες τής Ρέας, μέ τήν έννοια, δικός ξέρουμε, πώς ό κορυφαίος τους Μέγιστος Κούρος ή βασιλιάς, ένώνεται μέ μιά πού παρασταΐνει τή

124 Ρέα. Ό Ιερός γάμος είναι κεντρική Ιερουργία τής κρητικής θρησκείας καί στό μύθο τού Ζαγρέως, ό Ζεύς, ό γιός τής Ρέας, σμίγει μέ τή μάνα του Ρέα. "Ετσι ξηγιέται καί γιατί ό γιός τής Μητέρας Θεάς είναι σταθερά κι άγαπητικός της: Τό μυούιιενο παιδί πού προβολή του είναι ό θείος Υιός γίνεται κορυφαίος τού θιάσου καί θεογαμπρός, πού προβολή του είναι ό Πάρεδρός της. 47 Ανθεστήρια Ηέρμηνεία τού όνόματος τού πανηγυριού άπό τό άναθέσσασθαι, μέ τό νόημα μιάς ικεσίας στίς ψυχές τών νεκρών ν'άνεβούν, δέν γίνεται δεκτή, γιά λόγους ούσιαστικούς (κύρια πρόθεση τών ζωντανών είναι νά φυλαχτούν άπό τούς νεκρούς) μά καί διαλεκτικούς (ή συγκοπή τής πρόθεσης άνά δέν είναι χαραχτήρας τής ιωνικής διαλέκτου). Τό δνομα βγαίνει βασικά άπό τό άνθέω, δπως φαίνεται άπό τό παράλληλο τής Ρόδου άνθεστηριάδες (γιά τίς ώριμες νά παντρευτούν) καί σχετίζεται μέ τό έθιμο τής δεύτερης μέρας, τών 'Χοών', νά στεφανώνουν τά τριόχρονα παιδιά μέ λουλούδια. Τό δνομα συνδέει γενικότερα τό πανηγύρι μέ τό χρονιάτικο άνθισμα κι άναθυμίζει τούς σχετισμούς τού Διονύσου μέ τά λουλούδια (= 36). Σ'άγγειογραφία πού τόν παρασταίνει μέσα στό τροχοφόρο καράβι τού πανηγυριού, ό θεός κρατάει λουλούδι. Τό άττικό τούτο πανηγύρι συναντιέται σ'ίωνικές πολιτείες τής Μικρασίας, δείχνοντας έτσι ν'άνεβαίνει σέ πρωτίτερη άπό τήν άποικιακή έξακτίνωση περίοδο τής Ιστορίας τών Ιώνων. Ή άθηναΐκή παράδοση ξέρει τή βαθειά του αύτή άρχαιότητα, λέγοντας τά Ανθεστήρια άρχαιότερα Διονύσια (Θουκυδίδης), κατατάσσοντας τό Ιερό τού Διονύσου 'έν Λίμναις* άνάμεσα στά άρχαιότερα Ιερά τής 'Αθήνας (ό Ιδιος) ή λέγοντάς το άρχαιότατον και άγιώτατον Ιερόν τοϋ Διονύσου (Λόγος 'κατά Νεαίρας'). Παράλληλη ένδειξη είναι ή βαθύτατη άρχαιότητα τών κεντρικών "Ιερουργιών του. Ό κύριος τόπος τής γιορτής είναι (τίς δυό πρώτες μέρες καί ιδιαίτερα τή δεύτερη) τό Ιερό τού Διονύσου 4 έν Λίμναις', ή, άλλιώς, τό 'Λιμναϊον', τοποθετημένο άπό τίς άνασκαφές στό βαθούλωμα πού περικλείνεται άπό τίς δυτικές πλευρές τής "Ακρόπολης, τόν Άρειο Πάγο καί τήν Πνύκα. Οί άνασκαφές άνακαλύψανε μιάν έπισώρευση στοιχείων μέσα στό τέμενος άπό τούς άρχαίκούς Ισαμε τούς ρωμαϊκούς καιρούς* μά, μέσ' άπό τούτα, έπισημάνανε τά δυό κύρια χτίσματα πού παράδιναν οί πηγές, τόν ναό (νεώς) κ'ένα οίκημα (οίκος). Τά 'Ανθεστήρια γιορτάζουνταν στίς τοϋ 'Ανθεστηριώνος (Φλεβάρης/Μάρτης). Οί τρείς μέρες είναι καί τρείς διαφορετικές γιορτές, Πιθοίγια, Χόες, Χύτροι, άρχίζοντας ή καθε

125 μιά άπό τ'άπόσπερο τής άλλης. Στήν πρώτη, τά 'Πιθοίγια', είδαμε (= 37) ν'άνοίγουν πανηγυρικά τά πιθάρια τοϋ κρασιοϋ, άπ'δπου τ'δνομα τής γιορτής, γιά τή μετάληψη τοϋ νέου κρασιοϋ, πού τήν άκόλουθη μέρα, τούς 'Χοάς', γενικεύεται σέ συμποσιακό πιόσιμο μ'ίδιωτικούς, κ'έναν έπίσημο, άγώνες ταχυποσίας. Ή δεύτερη τούτη μέρα τών 'Ανθεστηρίων δέν έχει τήν άπλότητα τής πρωτίτερης ή τής άκόλουθης, μά συνθέτεται άπό πλήθος Ιερουργίες. 'Εξόν έτσι άπό τήν οίνοποσία καί τούς άγώνες της (= 4 ). έχουμε τόν έρχομό τού Διονύσου μέσα στό τροχοφόρο καράβι τόυ (= 44). τ ή ν τέλεση τοϋ ίεροϋ γάμου του μέ τή 'βασίλισσα' (= 45) κοτ( * τ ή ν πιθανότερη είκασία καί τήν ΑΙώραν (= 36) Τήν Ιδια μέρα στεφανώνουν μέ λουλούδινα στεφάνια τά παιδιά πού βρίσκουνται στόν τρίτο τους χρόνο. Τό Στεφάνωμα είναι έπαφή μέ τή βλάστηση, πού ένσωματώνει τή δύναμη τής άνανεούμενης Ζωής, κ'ή έπαφή τούτη είναι γνώριμη μυητική πράξη. Τό στεφάνωμα έδώ είναι προοίμιο γιά τήν καταγραφή τών παιδιών στούς καταλόγους τών 'φρατόρων*. Ή είσδοχή τού παιδιού στούς Φράτορες γίνεται στή γιορτή τών 'Απατουρίων, πού'ναι γιορτή τοϋ φθινοπώρου. "Αν, έτσι, ή τρίτη έπέτειος τών γενεθλίων πέφτει πρίν άπό τά 'Ανθεστήρια τής χρονιάς, τά παιδιά στεφανώνουνται στά 'Ανθεστήρια καί καταγράφουνται στά Άπατούρια τής Ιδιας άν πάλι πέφτει μετά τά 'Ανθεστήρια καί πρίν άπό τά Άπατούρια, στεφανώνουνται στά 'Ανθεστήρια τής άλλης χρονιάς καί καταγράφουνται στ'άκόλουθα "Απατούρια, πατώντας τόν τέταρτο χρόνο. Όλα τούτα μαρτυρούν διασπασμένα στοιχεία μιάς άρχαίας Φυλετικής Μύησης πού λείψανα τής άγωγής της σημαδεύουνται στή στρατιωτική, έδώ, θητεία τών έφήβων. (Είναι γνωστό πώς τά άναγεννητικά στοιχεία τών τελετών τής Φυλετικής Μύησης κατεβαίνουν, μέ τόν καιρό, στήν παιδική ήλικία.) Τήν Ιδια μέρα εϊταν συνήθιο νά στέλνουνε δώρα, καθώς καί τούς μισθούς στούς δασκάλους: xfj δέ έορτη τών Χοών ίθος έστίν 'Αθήνησι πέμπεσθαι δώρα καί τους μισθούς τοις σοφισταϊς, πού κι αύτοί καλούσαν τούς γνώριμούς τους κοντά τους. Τά δώρα μαρτυρούν τόν πρωτοχρονιάτικο χαραχτήρα τής γιορτής κ'οί μισθοί τών 'σοφιστών' όμοιώνουνται (άπό τήν βρεφικότητα άκόμη τού θεσμοϋ τής δασκαλικής άμοιβής), μέ δώρα. 'Αγγειογραφίες 'χόων' μέ πουλί (παράσταση τής ψυχής) ή μέ ταφική σκηνή, καί μαρμάρινος 'χοϋς' σάν ταφικό μνημείο, θυμίζουν πώς στό ήλιοβασίλεμα τών 'Χοών' κλείνουν οί άνθεστηριακοί πανηγυρισμοί κι ανοίγει ή σκοτεινή γιορτή πού ξετυλίγεται τήν τρίτη μέρα: οί 'Χύτροΐ. Τό όνομα είναι άπό τά πήλινα άγγεία (Χντροι), μέ μαγειρεμένα πολυσπόρια (πανσπερμίαν), πού τά άφιερώνανε στόν χθόνιο Έρμή, τόν συνοδό τών πεθαμένων. Ή άφιέρωση σπόρων στούς νεκρούς είναι οίκουμενική συνήθεια (άπό τήν πίστη πώς οί ψυχές τών νεκρών είναι γονιμικά πνεύματα) καί συναντιέται στά ταφικά έθιμα τών 'Αθηναίων. Άρχιιίή έτσι προσφορά στούς νεκρούς, ή 'πανσπερ

126 μία* γυρίζει σέ προσφορά στό συνοδό τους. Ό μύθος πού τήν ξηγά είναι πώς οί σωσμένοι άπό τόν Κατακλυσμό τού Δευκαλίωνα, μαγειρέψανε 'χύτραν πανσπερμίας*. Τό σύνδεσμο μέ τόν Κατακλυσμό τόν ξηγά πληροφορία λεξικογράφου γιά μιά γιορτή "Υδροφόρια' έορτή πένθιμος Άθήνησιν έπΐ τοις έν τώ χατακλνσμώ άπολομένοις, συνδυασμένη μέ τήν πληροφορία τού Παυσανία, πώς στό χάσμα τής Γής 'Ολυμπίας, στό τέμενος τού 'Ολυμπίου Διός, χυθήκαν καί φύγανε τά νερά τού Κατακλυσμού καί πώς στό μέρος αύτό ρίχνανε μελόπιττες κάθε χρόνο. Τό συμπέρασμα είναι πώς χύσιμο νερού σ'ένα χάσμα (πράξη Βροχικής Μαγείας) τή μέρα τών Χύτρων, γύρισε μέ τόν καιρό σέ χοή νερού γιά τούς νεκρούς (* ' Υδροφόρια') καί πώς οί δλες προσφορές τής γιορτής συνδέθηκαν, έδώθε, μέ τό μύθο τού Κατακλυσμού, πού συμπιανόνταν μέ τό χάσμα τής Γής 'Ολυμπίας. ΟΙ όμαδικές δμως προσφορές στούς νεκρούς σημαίνουν Ψυχογιορτές, πού μέ τή σειρά τους σημαίνουν προσωρινό γύρισμα τών ψυχών στόν κόσμο. Αφήνοντας τήν έρμηνεία γιά ύστερότερα ( = 48) άς πούμε έδώ πώς τέτοια γιορτή είναι κ'οί Χύτροι. Άπό τ'άπόσπερο τής παραμονής της άνεβαίναν άπό τόν Άδη οί ψυχές νά τριγυρίσουν στόν Άπάνου Κόσμο. Ή μέρα εΐταν, έτσι, μιαρά καί άποφράς, γιομάτη κιντύνους.όπως καί σ'άλλες άποφράδες περιζώναν τά Ιερά μέ σκοινί (περισχοίνισμα), πού προστατεύει μαγικά σά 'φράχτης*. Άπό πρωί μασούσαν ράμνο, άποτρεπτικό φυτό, κι άλείβανε μέ πίσσα (άλλο άποτρεπτικό) τις πόρτες. Άπό τ'άρχίνισμά τους στ'άπόσπερο τής πρωτίτερης, τών 'Χοών', μιά κάποια σύγχυση τών πηγών, πιθανότατα καί τής ίδιας τής πράξης, μεταφέρει τόν άποφραδικό χαρακτήρα τών 'Χύτρων' καί τά προφυλάγματα πού τόν άκολουθούνε στούς 'Χόες'. Τελειώνοντας ή μέρα άποδιώχναν τις ψυχές μέ τό λόγο: θνραζε, χήρες, ουχέτ' 'Ανθεστήρια. Παράλληλη γραφή Κάρες κ'ή έρμηνεία πώς ό λόγος άπευθύνεται στούς δούλους, πού γιορτάζαν κι αύτοί, είναι λόγια στοιχεία καί δέν έχουν, στήν περίστασή μας, άξια. 48 Συνθετική Έρμηνεία τών Ανθεστηρίων Πολλά στοιχεία τού πανηγυριού βρήκανε κιόλας τή δική τους έρμηνεία. Απομένει ή συνθετική έρμηνεία τών Ανθεστηρίων, πού θά δείξει τήν άρχική ένότητα τών χωριστών τους στοιχείων. Πέφτοντας στήν άρχή τής άνοιξης τά Ανθεστήρια είναι πανηγύρι τής χρονιάς τού έποχικού χρόνου. Τόν πρωτοχρονιάτικο χαραχτήρα της τόν μαρτυρούνε τά δώρα, τό 'κρονιακό* συνήθιο τής συμμετοχής τών δούλων, ή ψυχογιορτή τών Χύτρων καί, πάνου άπ'δλα, τά στοιχεία τού Εποχικού Δράματος, πού όρι

127 σμένα τους είναι άναχωνεμένα στό Θείο Δράμα. ΟΙ Πρωτοχρονιές είναι οί μέρες πού πρωτοδοκιμάζουνται οί Καρποί καί τό Πιοτό τής περασμένης σοδειάς, σα στοιχεία καί τονωτικά μέσα τής Νέας Ζωής πού έγκαινιάζουν οί Πρωτοχρονιές, όχι μόνο γιά τόν Κόσμο συνολικά μά κ'είδικότερα γιά τή Φυλετική Κοινότητα καί, άκόμη πιό είδικά, γιά τόν καθένα. Τό πρωτοδοκίμασμα είναι ίερουργική μετάληψη, γιά τό σήκωμα τοΰ ταμπού, κι άπλώνεται στήν ξεφαντωτική παραπέρα χρήση γιατί οί Πρωτοχρονιές εϊναι μέρες όργιαστικής καί μεγάλης ξεφάντωσης, καί τά πιοτά, είδικότερα τό Κρασί, δπου τό ξέρουνε, είναι άπό τά κύρια ξεφαντωτικά τους μέσα. Έτσι ξηγούνται τά Πιθοίγια κ'ή άγωνιστική olvoποσία τών Χοών, πρωτοχρονιάτικη άπό τή μιά μετάληψη τοΰ Κρασιού καί ξεφαντωτική του χρήση άπό τήν άλλη. Οί σύνδεσμοι, πάλι, τής άνόδου τών ψυχών μέ τήν "Ανάσταση τοΰ Θνήσκοντος Θεοΰ εϊναι ύστερότεροι καί συμπτωματικοί, γιατί χρωστιοΰνται στή σύμπτωση τών άνοιξιάτικων 'άνόδων'. 'Αλλού προσπάθησα νά δείξω (ή Ψυχή 418 κέ.) πώς ή άνοδος τών ψυχών πέφτει στίς Πρωτοχρονιές, έπειδή, μέ τό πέρασμα άπό τή μιά στήν άλλη χρονιά, λύνεται ή τάξη τοΰ κόσμου - πώς στήν άρχή είναι έπίθεση πνευμάτων έχθρικών καί κακοποιών πώς άντιμετωπίζουνται άπό τούς άνθρώπους μέ μέσα άποτρεπτικά - καί τέλος πώς οί τρόποι τής νεκρολατρείας γυρίζουν τήν έπίθεση σέ φιλική έπίσκεψη καί φιλοξένησή τους. Μιά τέτοια άνοδος έπίθεση φιλοξένηση τών Ψυχών είναι κ'ή παρουσία τους στούς Χύτρους πού, άντίθετα μ'άλλες προχωρημένες Τυχογιορτές, πολλά κρατούν άπό τήν παλαιότερη στυγνότητά τους. Στήν κεντρική, άπό τήν άλλη, γιορτή, τών Χοών, πού πρέπει νά λογιέται κι ό πυρήνας τοΰ Πανηγυριού, έχουμε μιά γενική εικόνα τής έξέλιξης άπό τή Φυλετική Μύηση τών παιδιών (πού κάποια λείψανά τους έπισημαίνουνται στό στεφάνωμα καί στούς συνδέσμους τών 'Ανθεστηρίων μέ τά Άπατούρια), στό 'Εποχικό Δράμα, κι άπό τό Εποχικό στό βασιλικό Θείο Δράμα. Εύκολογνώριστα στοιχεία τοΰ Έποχικοΰ Δράματος στά 'Ανθεστήρια είναι α) τό κρέμασμα όμοιωμάτων στά δέντρα (Αίώρα), β) οί ψευτομάχες πού έπισημαίνουνται στά άντίστοιχα έφεσιακά 'Καταγώγια', γ) τά 'σκώμματα' πού συναντιούνται καί σ'άλλες διονυσιακές γιορτές, δ) ό "Αγών, πού ξεσειρίζει έδώ καί κομματιάζεται στούς άγώνες τής οινοποσίας καί ε) ό 'Ιερός Γάμος μέ νύφη τήν κορυφαία ένός Μαιναδικοΰ Θιάσου. Οί δεκατέσσαρες βωμοί τοΰ Διονύσου έκτυπώνουν περισσότερο παρά όρίζουν τόν άριθμό τών Γεραρών, γιατί οί ιερουργίες έδώ είναι άρχαιότερες άπό τά ιερά καί τούς βωμούς τους. Οί δεκατέσσαρες πάλι Γεραρές μέ τή 'βασίλισσα' έπικεφαλής (14 + 1) δίνουν τήν έντύπωση θιάσου μέ μιά Κορυφαία. Παράλληλος εϊναι ό θίασος τών 'Δεκάξι Γυναικών τής Ήλιδας', (14 [7+7]+2) πού σέ μιά λειτουργία τους παραστέκουν τόν Ιερό Γάμο τής "Ηρας καί σ'άλλη άνακράζουν τόν Διόνυσο-Ταΰ

128 ρο. Ό θίασος τών Δεκάξι Γυναικών τής "Ηλιδας είναι λείψανο μαιναδικού θιάσου κ'ένα τους όνομα είναι, φαίνεται, Θυΐαι (= 5ι ) "Ομοιο λείψανο μαιναδικοο θιάσου είναι, φαίνεται, κ'οί Γεραρές μέ τή 'βασίλισσα' καί θυμίζουνε πώς ζωντανός στά Ιστορικά χρόνια μαιναδικός θίασος τής 'Αττικής (πού μπορεί νά ταυτίζεται μέ τήν όμάδα' τών Γεραρών) είναι οί Θνιάδες. Τόν μαιναδικό πάλι χαραχτήρα τών Γεραρών τόν βεβαιώνει ή συμμετοχή τους, όπως βγαίνει άπό τόν δρκο τους (= 55) στά 'Θεοίνια' καί στά "Ιοβάκχεια', γιορτές μαιναδικού, κατά τά δνόματά τους, χαραχτήρα. Καθαυτά τά μαιναδικά δργια, πού'ναι χειμωνιάτικα, λείπουνε στ'άνοιξιάτικα 'Ανθεστήρια, δπου άπομένει ή συνιερουργία τοο μαιναδικού θιάσου μέ τούς άντρικούς: τό "Εποχικό Δράμα. (Μιά άπό τίς κύριες Ιερουργίες τοο "ΕποχικοΟ Δράματος, τό 'Διώξιμο τού Θανάτου' [= 37] ένας τύπος του ξεμένει στά Μεγάλα Διονύσια λείπει όλότελα άπό τά "Ανθεστήρια, έξόν άν περιλάβουμε έδώ τό φόνο τού Ίκάριου, πού άνήκει στούς τυπικούς τού διονυσιακού 'Εποχικού Δράματος τύπους. 'Αλλά τό στοιχείο τούτο παραμερίζεται άπό τ"ανθεστήρια, γιατί χωνεύεται στό θάνατο τού Διονύσου.) Τό έποχικό, πραγματικά, Δράμα άναχωνεύεται έδώ στόν άνώτερο τύπο τοϋ Θείου Δράματος: στήν 'Ανάσταση τού θεοϋ καί στόν 'Ιερό Γάμο. Τό δτι, πάλι, τό ρόλο τής θεονύφης τόν κρατεί ίσαμε τά Ιστορικά χρόνια ή 'βασίλισσα' (και τό ρόλο τού Διονύσου ό 'βασιλεύς'), μάς άνεβάζει στήν άρχή τής Β α- σ ι λ ε I α ς, δπου 'βασίλισσα' είναι ή κορυφαία ένός γυναικείου θιάσου, ένσάρκωση τής Μεγάλης Θεάς, καί 'βασιλιάς' ό κορυφαίος ένός άνδρικοϋ θιάσου πού κερδίζει τή θέση τού θεϊκού της συνεύνου. Πανάρχαια έτσι άφετηρία τών "Ανθεστηρίων είναι τό πρωτοχρονιάτικο έποχικό δράμα ένός μαιναδικού θιάσου, πού ξεμένει στίς Γεραρές, μέ έναν άντρικό θίασο, πού δέν μένει άπ'αύτόν παρά ό άλλοτινός κορυφαίος του 'βασιλιάς' ένα δράμα πού άπό τόν 'Ιερό Γάμο του καταβάλλεται ή 'Αθηναϊκή Βασιλεία. Μέ τή σταθεροποίηση τής Βασιλείας, οί Ιερουργίες τού 'Εποχικοϋ τούτου Δράματος μεταγυρίζουν σέ βασιλικό Θείο Δράμα μέ κεντρικά στοιχεία τό Θάνατο καί τήν 'Ανάσταση (Κατάβαση κι 'Ανάβαση, 'Αναχώρηση κι* "Επιστροφή) τοϋ θεού, καί τόν 'Ιερό Γάμο του πού ξακολουθεί νά τελείται άπό τούς παλιούς, κι άπό βαθειάν άρχαιότητα βασιλικούς, τελεστές του. 3>

129

130 Κεφάλαιο Τέταρτο ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟ ΔΙΟΝΥΣΟ ετ αυτόν δψη κάπΐ Δελφίσιν πέτραις πηδώντα σύν πενκαισι δικόρνφον πλάκα, πάλλοντα καί σείοντα βακχεΐον κλάδον, μέγαν τ' άν"ελλάδα.

131

132 49 Ό Άρχαιοβασιλικός Διόνυσος Εχουμε έτσι, άνακεφαλαιώνοντας, θιάσους πρώτα γυναικών, πού ή μυητική πράξη τους, συγκεντρωμένη στή λατρεία τής Μεγάλης Θεάς, κατασταλάζει σ'έποχική μαγεία. Μιά άπό τίς Ιερουργίες της είναι νά άναδείχνουν, μέ μυητικά άγωνίσματα, τήν ένσάρκωση τής Μεγάλης Θεάς, τήν κορυφαία τους, γιά τήν περίοδο τού Εποχικού Χρόνου. Άπέναντί τους στέκουν άνδρικοί θίασοι πού, μέσα άπό όμοιες δοκιμασίες, άναδείχνουν τήν ένσάρκωση τού παρέδρου τής Μεγάλης Θεάς, τού πνεύματος τής γονιμότητας καί τού χρόνου. Μυητικά έρωτικά όργια τών γυναικείων καί άνδρικών θιάσων κατασταλάζουν στήν ένωση τής γυναίκας πού ένσαρκώνει τή θεά μέ τόν άντρα πού ένσαρκώνει τό θεϊκό σύντροφό της. Είναι τό Ιερό ζευγάρι τής χρονιάς, ή 'Νύφη' κι ό 'Γαμπρός', ή 'Βασίλισσα' κι ό 'Βασιλιάς' της. Στό τέλος τής χρονιάς σκοτώνουνται κ'οί δυό τους μαζί (τό δράμα χναρολογιέται σέ λατρεία τής Άρτεμης Τρικλαρίας τών Πατρών) ή ό άντρας μοναχά στή μονομαχία του μέ τόν 'βασιλιά' τής νέας χρονιάς, καί στή μοίρα του αύτή, δπου παίζει τό ρόλο τού άποδιοπομπαίου ή 'φαρμακού', κατασταλάζει ή μακρινή Ιερουργία τού μυητικού θανάτου. Ό σκοτωμός τού παλιού κ'ή άνάδειξη τού νέου βασιλιά, άνακρατεΐ τήν ένσάρκωση τού πνεύματος τής γονιμότητας άκμαία άπό χρόνο σέ χρόνο. Ή θεϊκότητα δμως τών βασιλικών πρωταγωνιστών μεταγυρίζει τό 'Εποχικό σέ Θείο Δράμα. Ό Θάνατος τού παλιού κ'ή άνάδειξη τού νέου βασιλιά, προβάλλουνται στό Θάνατο καί στήν Άνάσταση τού 'Εποχικού Θεού πού ένσαρκώνουν. Τό μεταγύρισμα τονώνεται, σέ λατρειακούς τύπους, άπό τίς τροπές τής έποχικής βασιλείας. Ή σταθεροποίηση τής ίερατείας τής Μεγάλης Θεάς διαμορφώνει τόν βασιλικό θίασο ή τό βασιλικό μητρικό γένος. Τά δυό τούτα δύσκολα ξεχωρίζουνται, γιατί ό θίασος είναι κομμένος πάνω στήν όργάνωση τού γένους" τό γένος παίρνει τήν όργάνωση τού θιάσου (πολλά γένη έξελίσσουνται σέ θιάσους καί θυμούμαστε τό μαιναδικό θίασο τών Όλειών άπό γυναίκες τού βασιλικού γένους τού Μινύα: = 53)' ή γυναίκες τού βασιλικού γένους είναι κορυφαίες θιάσων (δπως οί κόρες τού Κάδμου στίς 'Βάκχες'). Μέ τά Ιερατικά του προνόμια τό θιασογένος άποχτά ούσιαστική δύναμη πού τραβά σέ πολιτική έξουσία. Ή δύναμη τούτη μεταφέρεται, μαζί μέ τήν άσκηση τής βασιλείας, στόν προσωρινό τής βασίλισσας άντρα καί,

133 μέ σταθερή πρόβαση πρός τήν πολιτική έξουσία, είναι μέσο για τή σταθεροποίηση τής βασιλείας στόν άρσενικό της φορέα. Ή χρονιάτικη περίοδο τραβά νά μακρύνει, κ'ή πραγματική άνανέωση σ'&λλο πρόσωπο γίνεται συμβολική άνανέωση στό πρόσωπό του. Καθώς ή 'άναπαράσταση' είναι, γιά τή μαγικοθρησκευτική νοοτροπία, καί 'πραγμάτωση', ή συμβολική άνανέωση είναι μιά άναπαράσταση τής πραγματικής, πού μέ βάση τή θεΐκότητα τών πρωταγωνιστών διαμορφώνεται σέ Θείο Δράμα. Πρωταγωνιστές έδώ είναι ό βασιλιάς, πού παρασταίνει τόν Θνήσκοντα Θεό, ή βασίλισσα ή άρχιέρεια, πού παρασταίνει τή Μεγάλη Θεά, κι δ 'Αντίμαχος τοΰ Θεοΰ, πού μέ λογίς παρασταίνεται τύπους. "Ετσι τό Θεϊο Δράμα μορφώνεται καί γιά ένα διάστημα μένει βασιλική Ιερουργία' γιά νά έκλαϊκευτεί ύστερα μέσα άπό τίς Ιστορικές περιπέτειες τής βασιλείας, κατασταλάζοντας είτε σέ θιασικά Μυστήρια είτε, μέσα άπό τό λύσιμο τών δρωμένων αύτών, σέ λαϊκά πανηγύρια. Ό βασιλικός χαραχτήρας τοΰ σουμεριακοΰ θείου δράματος τοΰ Ταμμούζ συνεχίζεται κι δταν τό χαραχτήρα καί τό πάθος τοΰ Ταμμούζ, τά άναδέχουνται οί λογίς θεοί τών μεσοποταμιακών πολιτειών, πού ένσαρκώνουνται στούς έπιχώριους βασιλιάδες. Στήν Αίγυπτο τό θείο δράμα ξεμένει βασιλικό μέ τή σταθερή προβολή τοΰ παλιοΰ βασιλιά στόν "Οσιρι καί τήν ένσάρκωση τοΰ Ώρος στόν νέο. "Εχουμε σοβαρή τήν ένδειξη τής βασιλικής καταγωγής τοΰ Φρυγικού, τοΰ Φοινικικού καί τοΰ Έβραΐκοΰ άκόμη θείου δράματος (γιατί ό Ίαβέ, στή βαθύτερη έβραϊκή άρχαιότητα, είναι θεός 'Θνήσκων' κ'έκεΐνος). Ή περιοδική κάθε όχταχρονιά άνανέωση τής μινωικής βασιλείας κι ό άποδειγμένος στόν 'Ιερό Γάμο ρόλος τοΰ βασιλιά, πού τόν τελεί σάν ένσάρκωση τοΰ 'παρέδρου' τής Μεγάλης Θεάς, δέν άφήνει άμφιβολία καί γιά τόν βασιλικό τοΰ κρητικοΰ θείου δράματος χαραχτήρα. "Οτι και τό διονυσιακό θεϊο δράμα, πού διαδέχεται τό κρητικό στούς μυκηναϊκούς καιρούς, είναι δράμα στήν άρχή του βασιλικό, τό μαρτυρά, έξόν άπό τίς σταθερά βασιλικές μορφές τών μύθων του, ό Ιερός του στήν "Αθήνα μέ τή 'βασίλισσα' γάμος. Ή άρχηγική βασιλεία τών 'Αχαιών περιντύνεται τό φωτοστέφανο τής θεϊκής βασιλείας τών Προελλήνων, μεταφέροντας στούς βασιλιάδες της τό θεϊκό χαραχτήρα καί τίς Ιερατικές λειτουργίες τών άρχαίων βασιλιάδων. 'Ενώ έτσι τό άρχαιόριζο "Εποχικό Δράμα συνεχίζεται, άνεξάρτητα άπό τις βασιλικές του τροπές, άπό θιάσους τοΰ άγροτικοΰ πληθυσμού, τό μέγα ναυάγιο τής μυκηναϊκής βασιλείας, άφήνει τό Ιδιο δράμα μεταπλασμένο σέ θείο δράμα. Μέ τήν έπισημοποίηση τής Διονυσιακής θρησκείας, πού λύνει τά θιασικά δρώμενα, ή θιασική πράξη καί τών δυό μένει κατά μέρος μυστηριακή καί κατά μέρος δημόσια λατρεία* ένώ μιά της γραμμή τό λαϊκεύει σέ θεατρικό δράμα, δίνοντας άπό τά στοιχεία τοΰ Έποχικοΰ Δράματος τήν Κωμωδία κι άπό τά στοιχεία τοΰ θείου Δράματος τήν Τραγωδία

134 54 Διόνυσος καί Πρωτοελληνικά Φύλα Τ à έλληνικά όνόματα Διόνυσος, Πλούτος, Άρχέμορος, Σωσίπολις, Έριχθόνιος, μαρτυρούν πώς τά πρωτοελληνικά φύλα υίοθετούν τό Θείο Βρέφος τής προελληνικής θρησκείας. Τό όνομα κιόλας τού θεού μας, παρουσιάζοντάς τον σάν 'νΰσον' ή 'κούρον' τού Διός, μαρτυρούν καί τό στάδιο, δπου τό Θείο Βρέφος, πού έχει Μάνα μοναχά, άποχτά καί Πατέρα. Τά έλληνικά φύλα συντελούν στή διάλυση τής προελληνικής μητριαρχίας, πού τήν άπαρχή της τή σημαδεύει ή Ιδια ή έμφάνιση τού Θείου Βρέφους* μέσα άπό τή διάλυση άρχίζει νά προβάλλεται ό Πατέρας Θεός καί τήν αρχαία δυάδα Μητρός καί Υιού τήν άντικατασταΐνει ή τριάδα Πατρός, Μητρός, καί Υιού τους. Έδώ φαίνεται νά σημαδεύει κι ό μύθος γιά τή δεύτερη γέννηση τού Διονύσου (= 2η). *Η υιοθεσία γίνεται άνάμεσα στά 1600 καί 1200, πού άπό τήν τελευταία τούτη περίοδο δυό, Ισαμε τώρα, πινακίδες τής Πύλου παρουσιάζουν τό δνομα τού Διονύσου. Είναι ό καιρός τής μεγάλης δραστηριότητας τών πρωτοελληνικών φύλων, πού ή άνακάλυψη τής γλώσσας τους κάτου άπό τή γραμμική μινωική γραφή Β, τή δείχνει περισσότερο άπ'δσο πιστευόνταν μεγάλη. Στό διάστημα τούτο ό Ζεύς κ'ή προελληνική Ήρα συναντιούνται στήν άργολική πεδιάδα, πού βρίσκεται κάτου άπό τήν άχαϊκή κυριαρχία, κι ό κρητικός Ζεύς παίρνει νά παραστήσει τήν παιδική ήλικία τού Δία (= 24). Στούς συνδυασμούς καί στό χώνεμα τών προελληνικών καί έλληνικών παραστάσεων, ό ίδιος προελληνικός θεός, πιθανότατα στή μυστηριακή του μορφή σά Ζαγρεύς, υίοθετεϊται άπό τούς Έλληνες μέ τό δνομα τού Διονύσου. Ό 'νύσος τού Διός* άνακεφαλαίωνε γιά τά έλληνικά φύλα τίς λογίς μορφές τού Θείου Βρέφους, πού οί μορφές τής μάνας του, ή Ρέα, ή Ήρα, ή Δήμητρα, ή 'Αθηνά, μπαίνουν στή σφαίρα τού έλληνικοϋ πανθέου. Ή υιοθεσία του είναι πραγματική, δσο κι άν μένει στήν περιφέρεια μοναχά τών θρησκευτικών παραστάσεων τών "Ελλήνων. Ό προελληνικός άγροτικός πληθυσμός μένει άφοσιωμένος στόν έποχικό του θεό, κ' οί πρωτοέλληνες δέ μένουν άνεπηρέαστοι άπό τούς θεσμούς καί τή θρησκεία τών προκατοίκων. Μιά άνταύγεια τής θεϊκότητας τής προελληνικής βασιλείας, πού άκτινώνει τή λατρεία τού Θνήσκοντος Θεού, παίζει άκόμη πάνου στήν έλληνική βασιλεία, πού ύποχρεώνεται νά άρμοστεϊ στή γυναικεία γραμμή τής διαδοχής καί νά περιντυθεϊ, γιά τό κύρος της, τό πνευματικό άξίωμα τής πρώτης. Οί προελλήνισσες γυναίκες, οί φορείς τής βασιλείας, συντηρούν τή λατρεία τοϋ Θνήσκοντος Θεού, δπως οί γυναίκες τών έβραίων βασιλέων συντηροΰν τή λατρεία τού Βάαλ. Είναι, τέλος, οίκουμενικό θρησκευτικό φαινόμενο, οί ξενόφερτοι κυρίαρχοι νά συμφιλιώ

135 νουνται μέ τούς θεούς καί τούς δαίμονες τής χώρας δπου θά ζήσουν. Στό πρόσωπο έτσι τού έλληνικοϋ Διός έχουμε έναν καλόβολο Ίαβέ πού ή έγκατάστασή του σέ μια χώρα άγροτικής οικονομίας τόν ύποχρεώνει νά άνέχεται τόν Βάαλ. 51 Έκλειψη καί Επιβίωση τοϋ Διονύσου Ηάκόλουθη ώστόσο Ιστορία ξετυλίγει μιά σειρά περιστατικά πού άποσπρώχνουν τή θρησκεία τού έποχικοϋ θεοϋ στό σκοτάδι. Είναι ή άνάδειξη τών πρωτοελληνικών φύλων σέ κυρίαρχο πληθυσμό, ή έπιδρομή κ'ή στρατιωτική όργάνωση τών Δωριέων, κ'ή διαμόρφωση τής γαιοκτημονικής άριστοκρατίας. Σά βρέφος, σάν έφηβος, σά γυναικείος κ'είρηνικός θεός, άκόμη σά θεός ύποταγμένου άγροτικού πληθυσμού, ό έποχικός δαίμων δέν είναι τό Ιδεώδες ένός πατριαρχικού, πολεμικού κι άριστοκρατικοϋ στοιχείου. Χαραχτηριστικό είναι πώς στά όμηρικά έπη δέ γίνεται παρά λιγοστός λόγος γιά τόν Διόνυσο κι άκόμη λιγότερο γιά τήν όμόλογη Δήμητρα καί τό γιό της. Ό "Ηρόδοτος πληροφορεί πώς μέ τήν εισβολή τών Δωριέων ή λατρεία τής Δήμητρας χάθηκε άπό τήν Πελοπόννησο καί δέν άπόμεινε παρά σέ μυστήρια μόνο. Έτσι ξηγιέται κ'ή πληροφορία τού Διόδωρου πώς λογίς μυστηριακές τελετές τών "Ελλήνων, μ'άνάμεσά τους καί τά "Ελευσίνια, στήν Κνωσό τής Κρήτης νόμιμον έξ à ρ χ a I ω ν είναι φανερώς τάς τελετάς ταύτας πασι παραδίδοσθαι καί τά παρά τοις άλλοις έν άπορρήτω παραδιδόμενα παρ'αύτοϊς μηδένα κρύπτειν τών βουλομένων τά τοιαύτα γινώσκειν. Τά θρησκευτικά ιδεώδη τών κυρίαρχων συγκεντρώνουνται στούς θεούς πού όργανώνουνται στήν οικογένεια τών 'Ολύμπιων καί πού παραπλάθουνται κατ'είκόνα καί όμοίωσή τους. Τά άριστοκρατικά πάλι γένη έχουν τίς κλειστές λατρείες τους, μέ τήν ίερατεία τού άρχηγού τους. Ένας μακροπαράδοτος, τέλος, όρθολογισμός καί τό πνεύμα τού μέτρου πού όργανώνει ή άριστοκρατία, ύποπτα μόνο βλέπουνε, καί μάλιστα μέσα άπό τούς πατριαρχικούς φραγμούς, τόν φρενιασμένο θεό πού οίστρηλατεΐ τίς γυναίκες. Έτσι ό βλαστικός θεός πεθαίνει όριστικά, δπως ό κρητικός Ζεύς, ό "Υάκινθος, ό δελφικός Θνήσκων Θεός, ό Άρχέμορος, ό Έριχθόνιος ή χάνει τό χαραχτήρα τού Θνήσκοντος, δπως ό "Αρης κι ό Πλούτος ή άποσπρώχνεται, δπως ό Σωσίπολις, σέ σύθαμπες λατρείες. Μιά σειρά δμως νέοι παράγοντες συντελούν στήν έπιβίωση καί τή θριαμβευτική του πάλι εισβολή μέ τό προσωπείο τοϋ Διονύσου. Ή έπιβίωση τούτη στηρίζεται σέ μιά συνέχιση τής λατρείας τού Διονύσου, τοϋ δυναμικότερου έποχικοϋ θεού, σ'όρισμένα κέντρα. "Ο σύνδεσμος μέ τό γένος τού Κάδμου καί

136 μέ τή λατρεία τής Σεμέλης στήν άκρόπολη τών Θηβών μαρτυρούν συνέχεια λατρείας άπό τούς αιώνες τής προϊστορικής βασιλείας. Στά Άγριώνια τού 'Ορχομενού τούς κύριους ρόλους τούς κρατούνε πρόσωπα άπό τό γένος τού Μινύα. Ό διονυσιακός Ιερός γάμος συνεχίζεται στήν Αθήνα, σ'άδιάσπαστη γραμμή, σά βασιλική Ιερουργία. Ή λατρεία τού Διονύσου στήν Τετράπολη τής 'Αττικής άνεβαίνει πάνου άπό τό συνοικισμό τής Χώρας. Τά 'Ανθεστήρια,,πού περίλαβα!νουν τόν Ιερό γάμο, τά ξέρουν οί "Ιωνες πρίν άπό τήν άποικιακή έξακτίνωσή τους. 'Αρχαιότατη λατρεία τού Διονύσου θά δούμε, στήν "Ηλιδα, δπου καί προϊστορικές λατρείες τού Θείου Βρέφους. Ή άκρόπολη τού δωρισμοϋ, ή Λακωνική, δέ θ'άνεχόντανε όργιαστικές λατρείες, δπως τού Διονύσου καί τής "Αρτεμης, άν δέν εΐταν άπό τούς προδωρικούς αιώνες ριζωμένες. 'Ορισμένα διονυσιακά πανηγύρια, όπως τά Άγριώνια, τά Λήναια, ή 'Θυία' έχουν έντονη τή σφραγίδα τής άρχαιομαιναδικής καταγωγής τους. Ό κύριος λόγος τής συνέχισης τής διονυσιακής λατρείας, είναι σίγουρα ό βασιλικός χαραχτήρας της, πού τή μεταβιβάζει στήν άπότοκη βασιλική Ιερατεία. Άμεση συνέχεια φαίνεται νά κρατιέται καί στή Θράκη, δπου σίγουρα μεταφέρεται άπό μυκηναϊκούς οίκισμούς τών τόπων αύτών καί ξανατονώνεται άπό τίς Ιωνικές άποικίες. Τό ρίζωμα τής διονυσιακής λατρείας ευκολύνεται έδώ άπό όμόλογες έκστασιακές λατρείες καί, μέ τή σειρά του, τονώνει τό ξαναξέσπασμα τού Διονυσιασμού στήν 'Ελλάδα. 52 Ή 'Αναβίωση τής Διονυσιακής θρησκείας στήν 'Αρχαϊκή 'Ελλάδα Οί γυναίκες τής Θήβας στίς 'Βάκχες' έχουνε πάρει τά βουνά, κρουσμένες άπό τή 'μανία' τού Διονύσου. Μιά άνάλογη παράδοση κρατούσε καί γιά τίς γυναίκες τού Βοιωτικού 'Ορχομενού καί τής Αργολίδας (= 3^) 'Ιστορικά άντίστοιχα παραδίνει άπό τίς πηγές του ό Αίλιανός: ταϊς Λακεδαιμονίων γυναιξί ένέπεσέ τις οίστρος και ταΐς τών Χ ίων... "Ομοια οί γυναίκες τών Έπιζεφυρίων Λοκρών φρενοκρούονται κι αύτές καί έθνολογικά παραδείγματα τής παράκρουσης πού σαλαγά τίς γυναίκες στή ζούγκλα δέ λείπουν. ΟΙ μύθοι κ'οί πληροφορίες δίνουν κάποιαν εικόνα γιά τό ξαναξέσπασμα τού Μαιναδισμοϋ στούς άρχαΐκούς αιώνες, πού παίρνει τή μορφή όμαδικής ύστερίας. Πάλι καί πάλι οί μελετητές τό παραλληλίζουν μέ τήν έπιδημική μανία τού χορού πού χτύπησε τήν Εύρώπη στούς πρώτους μεταμεσαιωνικούς αιώνες. Γυναίκες κι άντρες έκεΐ, νιές καί μεγάλοι, νέοι καί γέροι, κυριεύουνται άπό τή μανία τού χορού, παρατούσαν χορεύοντας

137 τά σπίτια τους, ξεχύνονταν στούς δρόμους χορεύοντας, πλήθη ένώνουνταν μέ τά πλήθη πού χόρευαν, βγαίναν άπό τίς πολιτείες χορεύοντας, καί χορεύαν στίς έρημιές, στίς έκκλησιές, στά χαλάσματα, όσο πού πέφταν μέ πόνους φριχτούς στό κορμί τους. Ανάλογη εικόνα σχεδιάζει τό ξέσπασμα τοΰ Διονυσιασμού στήν Ελλάδα: αντίκα γα πάσα χορεύσει... Οί σιωπηλοί κι άφανοι θίασοι ξαναβρίσκουν φ(ονή, καινούργιοι ύφαίνουνται θίασοι, όλόκληροι πληθυσμοί παρατοΰνε τά σπίτια τους νά χορέψουν στίς έρημιές, οί βακχικές λαμπάδες άνεμίζουν στίς βουνοκορφές, οί νύχτες άναστατώνουνται άπό τά 'τύμπανα' καί τά 'χάλκινα κύμβαλα', τά βουνά καί τά δάση ξαναντηχοΰν τις βακχικές όλολυγές, τά χώματα άναβρύζουν καί πάλι κρασί, μέλι και γάλα. Ό κύριος λόγος τής άναβίωσης αύτής, είναι πώς τά Ιδια περιστατικά πού ρίχνουν γιά τούς φυλετικούς κυρίαρχους τις λατρείες τοΰ Έποχικοΰ Θεοΰ στή σκιά, τόν στερεώνουν στή θρησκευτική συνείδηση τοΰ ύποταγμένου, φυλετικά καί κοινωνικά, άγροτικοΰ στοιχείου. Ό θίασος, πού χαραχτηρίζει τις λατρείες αύτές, άνακρατεϊ, καί μάλιστα άπέναντι στήν ένότητα κι άλληλεγγύη τών άριστοκρατικών γενών, ένα όμοίωμα τών ξεκλειδωμένων γενών καί τής χαμένης άλληλεγγύης κ'ίσότητάς τους. Συνδεμένος, άπό τήν άλλη, ό θεός αύτός μέ τόν κύκλο τής βλάστησης, είταν συνδεμένος μέ τόν μόχτο τους καί τή συντήρησή τους. Θεός, πάλι, πού γεννιόνταν άνάμεσά τους, βασανιζόνταν καί πέθαινε, συμμεριζόνταν τή μοίρα τους κ'εΐταν πολύ πιό κοντά τους άπό τούς μακρινούς κ'έγωιστικούς, άδιάφορους σάν τούς κυρίαρχους, "Ολυμπίους. "Ορισμένα, πάλι, στοιχεία τής διονυσιακής λατρείας, συγκεντρώνουν τίς άρχαίες λατρείες γύρω άπό τή μορφή τοΰ Διονύσου. Θεός τής μεταληπτικής 'κοινωνίας', έδινε στούς πιστούς του κάτι άπό τή θεϊκή του ύπόσταση, βγάζοντάς τους άπό τήν άδοξη σκοτεινιά τους. Θεός, καί πάλι, νής έκστασης, τούς έδινε τή μέθη καί τό συνεπαρμό καί, μεταμορφώνοντας τόν έχθρικό τους κόσμο σ'ινα κόσμο θαυματικό, τούς χάριζε κάτι άπό τή θεϊκή εύδαιμονία. Ό πρωταγωνιστικός, τέλος, ρόλος τών γυναικών κ'ή θέση πού διαμορφώνει γιά τή γυναίκα ή έπικράτηση τών πατριαρχικών δρων, δέν είναι άσήμαντοι λόγοι. Τό μέγα στούς άρχαϊκούς αιώνες κύμα τοΰ Μαιναδισμοϋ παρουσιάζεται σά θρησκευτική στόν χαραχτήρα της καί κοινωνική στήν ούσία της άνταρσία τών γυναικών πού, άπό τήν ύπεροχική θέση κ'έλευθερία τοΰ παλαιότερου κόσμου τους, ξεπέφτουν στούς δρους τής πατριαρχικής κοινωνίας. Αντίκρυ, έτσι, στά 'πάτρια Ιερά' τών άριστοκρατικών γενών καί στούς 'Ολύμπιους τών ποιητών ξενερίζει άπό τήν άβυσσο τοΰ χαοτικοΰ παρελθόντος ένας θεός πού, χωνεύοντας όλοένα τίς άγροτικές λατρείες, γίνεται ό άξονας μιάς ταξικής ένότητας τοΰ άγροτικοΰ πληθυσμοΰ, προστάτης της έτσι καί σύμβολο πού ξαναπαίρνει τόν άρχαίο χαραχτήρα τοΰ 'Σωτήρος'. Οί κοινωνικοπολιτικοί άγώνες πού θ'άκολουθήσουνε, ξεσηκωμένοι άπό τόν έμποροναυτικό πληθυσμό, θά άναδείξουν τόν Διόνυσο,

138 τόν άρχαΐο βασιλικό θεό, προστάτη τής λαοκρατικής Ιδεολογίας. "Ετσι δέν είναι παράξενο πώς ή έποχή πού γίνεται λόγος, ύστερα άπό τόν 'Ησίοδο, γιά τόν Διόνυσο είναι άπό τόν έβδομο αίώνα καί πέρα, δταν άρχίζει νά διαμορφώνεται τό δημοτικό στοιχείο, νά συγκρούεται μέ τήν άριστοκρατία καί νά παίρνει τήν ήγεσία τού άγροτικού στοιχείου. Ό προσεταιρισμός ενός θεού πού άφέντευε στούς άγροτικούς πληθυσμούς εϊταν ένας καλοζυγισμένος πολιτικός υπολογισμός τής έμποροναυτικής τάξης γιά τόν προσεταιρισμό καί τήν παρακίνηση τού πιό συντηρητικού καί δυσκίνητου, τού άγροτικού, στοιχείου. Άπό τήν άλλη, στά μάτια τών έμποροναυτών, πού γνώρισαν τούς Θνήσκοντες Θεούς τής Μικρασίας, τής Συρίας, τής Παλαιστίνης, τής ΑΙγύπτου, ή θρησκεία τού Θνήσκοντος Θεού είχε κοσμοπολιτικό χαραχτήρα. Ένας άκόμη θεός, πού δέν ξεχώριζε άριστοκράτες καί λαϊκούς, πού δέ φθονούσε τόν ύψωμό καί δέν καταφρονούσε τόν ξεπεσμό, μά ίσομοίραζε τή θεϊκότητά του καί στά δυό, εϊταν θεός τής πολυπόθητης ισότητας κ'έτσι καθόλου ξένος στήν κοινωνικοπολιτική, γιά τήν Ισότητα, πρωτοπορία. Ο μύθος 53 Λείψανα τοο Μαιναδικού θιάσου Μαινάδες Βοιωτίας καί Δελφών Όλεΐαι, Λαφύστιαι, θυιάδες τού Πενθέα, πού άφήνει έπίμονη τή φήμη τών μαιναδικών όργίων στόν Κιθαιρώνα, κ'ή λατρεία τού Διονύσου Έλευθερέως, πού ξεκινά άπό τις, βοιωτικές παλαιότερα, 'Ελευθερές, άνακρατούν τήν παράδοση τού άρχαίου Μαιναδισμού στή Βοιωτία. Άτονο λείψανό του είναι τό θηβαϊκό 'γένος' τής Ίνούς, πού προμηθεύει ίέρειες-μαινάδες στίς διονυσιακές λατρείες (= 55) Πιό ζωντανό του άπομεινάρι άπομένει ό θίασος τών γυναικών τού 'Ορχομενού πού έχουν τόν τίτλο Όλεΐαι κι άνεβάζουν τήν καταγωγή τους στό βασιλικό γένος τού Μινύα. Άν τό δνομα είναι άπό τό 'όλολύζω' καί συνδέεται μέ τήν όλολνγήν (= 14), ή άπό τό δλλνμι, καί σημαίνει τίς 'φόνισσες', οίον όλοαί, δέν μπορούμε νά πούμε. Στά Άγριώνια οΐ Όλεΐαι κυνηγιούνται άπό Ιερέα τού Διονύσου (λείψανο κορυφαίου μιάς όμάδας άνδρών πού λέγουνται, άπό τό πένθιμο ρούχο τους, Ψολόεις), πού μπορεί νά σκοτώσει δποια προφτάσει. Τόσο ό μύθος δσο κ'ή Ιερουργία (= 36). προδίνουν γνώριμα στοιχεία τού Μαιναδισμού, πού πλουτίζουνται κι άπ'άλλες άγριωνικές Ιερουργίες: δπως ζήτηση τού θεού (= 14), σπάραγμα καί φάγωμα κισσού (= 39). θέση καί λύση αινιγμάτων (= 2θ). Αντίκρυ τού "Ορχομενού είναι τό βουνό Λαφύστιον, μέ τέμενος τού Λαφυ

139 στίου Διός, δπου ό Άθάμας, άντρας τής Ίνούς, μελετά νά θυσιάσει τόν Φρίξο καί τήν "Ελλη. Ή ίδια λατρεία κι ό μύθος, μαζί μέ ίερουργική παράδοση άνθρωποθυσιών, ξαναβρίσκεται στήν Άλο τής Θεσσαλίας. Τά Σχόλια, πάλι, στόν Λυκόφρονα παραδίνουν τή λατρεία ένός ΛαφυστΙον ή Λαφυστία Διονύσου στή Βοιωτία, άπό τό Λαφύστιον δρος, ένώ ό ίδιος ό ποιητής άναφέρει μαινάδες μέ τό δνομα Λαφύστιαι γυναίκες στήν περιοχή τού Κισσού, βουνού τής Μακεδονίας. Πιθανό είναι τό έπίθετο νά σημαίνει έδώ γενικά μαιναδικές γυναίκες- πιθανό δμως καί πώς άρχαΐος μαιναδικός θίασος τού μινυακού κλώνου, άπ'δπου καί οί Όλεϊαι, μεταφυτεύεται στή Μακεδονία, άφήνοντας κάποιο άχνάρι στή λατρεία τού Λαφυστίου Διός στή Θεσσαλία. Οί Όλείαι, πάλι, ξαναπαρουσιάζουνται στό Ιερό δράμα τών Δελφών, στό Στεπτήριον, πού άνακρατεί τή θύμηση μιάς περιοδικής άνανέωσης τής βασιλείας. Έδώ οί Όλείαι, κρατώντας λαμπάδες, όδηγούν τόν πρωταγωνιστή καί τήν όμάδα του στό μέρος πού θά βάλουν φωτιά στήν καλύβα τού Πύθωνος, τή φτιαγμένη σέ τύπο βασιλικού άνακτόρου. Ότι οί Όλείαι τής δελφικής Ιερουργίας είναι οί ίδιες τού 'Ορχομενού, λίγη άμφιβολία σηκώνει. Τό ύπέδαφος τών δελφικών λατρειών είναι τό ίδιο μέ τής διονυσιακής λατρείας (= 77) δράμα τούστεπτηρίου άνάλογο μέτό διονυσιακό δράμα' καί στούς Δελφούς, δπου μάς οδηγούν οί Όλείαι, ή μαιναδική πράξη μένει ζωντανή ίσαμε τά χρόνια τού Παυσανία. Τό παλαιότερο δνομα τών δελφικών μαινάδων είναι, σίγουρα, ΘνΙαι. Ή μυθική τους προβολή, ή ίδρύτρια τών όργίων τους, είναι ή (μάνα τού Δελφού καί κόρη τού Κασταλίου) Θυία - κι ό τόπος στούς Δελφούς, δπου τό τέμενος τής Θυίας, λεγόντανε Θυία καί Θυίαι. Έτσι τό Ιστορικό δνομα τών δελφικών μαινάδων, Θυιάδες, φτιάνεται πάνου στ'άρχαιότερο Θυϊαι. Τά όνόματα βγαίνουν άπό τό θύω, 'μανίζω', καί σημαίνουν τίς 'μαινόμενες' γυναίκες. Έτσι καί δηλώνουν τις Μαινάδες γενικά καί ειδικότερα τίς μαινάδες τών δελφικών όργίων. Ό δελφικός θίασος φαίνεται νά'χει έννιά ίσαμε δέκα τά μέλη του, καί μιάν άρχηγό έπικεφαλής, γιατί ό Πλούταρχος άναφέρει κάποιο ρόλο της στή γιορτή τής 'Χάριλας' (= 4 1 ) δ ίδιος τιτλοφορεί τή φίλη του Κλέα άρχηγόν καί άρχηίδα θυιάδων. Ή σημαντική τους θέση στούς Δελφούς τονίζεται στό δυτικό άέτωμα τού μεγάλου ναού δπου, άνάμεσα στ'άλλα, εικονίζεται δύσις τε Ήλιου καί Διόνυσος και al γυναίκες al Θυιάδες. Οί μαινάδες αύτές παρουσιάζουνται έδώ μέ πολλές λειτουργίες: Παίρνουνε μέρος στή γιορτή τής Χάριλας (μιάς λογής 'Διώξιμο τού Θανάτου' (= )' 'έγείρουσι' τόν Λικνίτην (= 78), ίερουργούν τήν 'άναγωγήν' τής Ήρωΐδος-Σεμέλης (= ηη). Ή σπουδαιότερη δμως λειτουργία τους είναι ή 'τριετηρική* (= 17) πάνου στόν Παρνασσό τέλεση όργίων τού καθαρού μαιναδικοϋ τύπου. Γιά τά δργια τούτα ένώνεται μέ τόν δελφικό θίασο κ'ένας θίασος άττικών Θυιάδων. Τήν άρχαιότητα τών άττικών αύτών

140 Θυιάδων δέν τήν γνωρίζουμε, γιατί δέν άναφέρουνται παρά άπό τόν Παυσανία. Ή άφθονία δμως τών μαιναδικών χορών στίς άττικές άγγειογραφίες, μαρτυρούν τά ζωντανά πρότυπα τών Θυιάδων (=.14) κι ό Παυσανίας, έξηγώντας τό όμηρικό έπίθετο τοϋ Πανοπέως 'καλλίχορος' μέ τούς χορούς πού στήνουν οί Θυιάδες στό διάβα τους, κι άποκεΐ, τίς άνεβάζει στήν άρχαιότητα τής έποποιίας. Τά παρνασσιακά δργια τών δυό ένωμένων θιάσων είναι τριετηρικά καί πέφτουνε χειμώνα. Μήνας τους λογιέται δ δελφικός Δαδοφόριος (Νοέμβρης/Δεκέμβρης), πού θά'χει τό δνομα άπό τις λαμπάδες τών μαινάδων. Τόπος τους είναι τ'άκροκόρφι τοΰ Παρνασσού, πάνου άπό τό Κωρύκειον άντρον: τά δε νεφών τέ έστιν άνωτέρω τά άκρα χάί αί Θυιάδες ίπί τούτοις τω Διονύσω και τω Ά πάλλων ι μαίνονται. Τό άνέβασμα δέν είναι άκίντυνο, καί μάλιστα καρδιά τοΰ χειμώνα καί νύχτα. 'Ακούμε γιά Θυιάδες πού κλείστηκαν άπό τά χιόνια καί τόν άγέρα στόν Παρνασσό καί χρειάστηκε ν'άνεβοΰνε νά τις βοηθήσουν. Ή κατάσταση τοΰ συνεπαρμοϋ μεγαλώνει τά κίντυνά τους. Στόν 'Ιερό Πόλεμο, αί περί τόν Δ ιόνυσον γυναίκες, άς Θυιάδας όνομάζουσιν, έκμανεϊσαι καί περιπλανηθείσαι νυκτός, βρεθήκανε στήν "Αμφισσα, έχθρική πολιτεία* κατάκοποι δ' οΰσαι καί μηδέπω τοϋ φρονεϊν παρόντος αύταΐς, έν τή άγορψ προέμεναι τά σώματα, σποοάδην έκειντο καοεύδονσαι. Οί γυναίκες τής πολιτείας τίς περικυκλώσαν γιά νά τίς προστατέψουν καί, δταν έκετνες ξυπνήσανε, τις συνεβγάλαν Ισαμε τά σύνορά τους. Τά γνώριμα στοιχεία τής νυχτερινής ώρας, τών λαμπάδων, τής όρειβασίας καί τής μανίας, μαρτυροϋν όλοζώντανη μαιναδική πράξη. Ό σπαραγμός κ'ή ώμοφαγία μαρτυριούνται κ'έδώ άπό τήν παράδοση πώς ό Πενθέας σπαράχτηκε στόν Παρνασσό - μ'δν κρατιέται στά χρόνια τοΰ Πλουτάρχου καί τοΰ Παυσανία, δέν μποροΰμε νά ποϋμε. Τά παρνασσιακά Δαδοφόρια έντυπωσιάσανε βαθιά τούς κλασσικούς ποιητές πού βλέπουν τή λαμπάδα τοϋ θεοΰ νά σελαγίζει στό δικόρυφό τοϋ Παρνασσοΰ μέσα στή νύχτα. Οί χριστιανικοί αιώνες δέν άπόσβησαν τή θύμησή τους. Ένας τόπος μέ τ'δνομα 'Τουμπανάρια' στό όροπέδιο τοΰ Παρνασσοΰ, άναθυμίζει τά 'τύμπανα' τών Μαινάδων. Τό κορφοπλάτωμα τοΰτο είναι κι άγαπημένο τών Νεράιδων κ'οί ντόπιοι σκιάζουνταν νά τό σιμώσουν τή νύχτα. Όρκίζουνταν πώς άκούγαν τίς νύχτες τό βουητό τών 'τυμπάνων' τους κ'ίστορούσαν πώς, δταν διαβαίναν οί ξωτικοί τους χοροί, είταν τόσος ό χαλασμός, πού κ'οί κορφές τών έλατιών λυγούσαν ίσαμε τό χώμα. Άναθυμάται κανείς τίς 'Βάκχες', δπου οί Μαινάδες ξεριζώνουν έλατα ή τόν ούράνιον έλάτης κλάδον πού λυγά ό Διόνυσος στό χώμα

141 54 Λείψανα τοο ΜαιναδικοΟ θιάσου Μαινάδες τής Πελοποννήσου Διονυσιάδες, Δνσμαιναι, Λήναι, θνΐαι Ο χ ι λιγότερο έντονος στάθηκε, δπως φαίνεται, δ Μαιναδισμός τής Πελοποννήσου. Δυό γυναίκειοι θίασοι στή Σπάρτη, πού σχετίζουνται μέ τή λατρεία τού Διονύσου, λέγουνται τών Διονυσιάδων. ΟΙ Διονυσιάδες τού ένός τελούν, μαζί μ'ένα θίασο Λευκιππίδων, τήν προθυσία σ' έναν 'ήρωα' πού όδήγησε στή Σπάρτη τόν Διόνυσο (άρχαΐο θεό, παναπεί, πού τή λατρεία του τή σκεπάζει ή λατρεία τού Διονύσου). Οί Διονυσιάδες τού άλλου θιάσου, έντεκα παρθένες, στήνουν στό πανηγύρι τοϋ θεού ίερουργικό άγώνα Δρόμου. Οί θίασοι τούτοι είναι φανερά λείψανα μαιναδικών θιάσων. 'Ανάμεσα στόν άλλο πλούτο τών προελληνικών λατρειών κ'ίερουργιών, ή Λακωνική, τό κέντρο τού Δωρισμοϋ, άνακράτησε έντονα λείψανα τής μαιναδικής πράξης. Ό Βιργίλιος μιλεί γιά τόν 'βακχευόμενο άπό τίς παρθένες Ταΰγετο', κι ό Παυσανίας πληροφορεί πώς στά ριζά τού Ταϋγέτου, δπου άλλοτινά οί Βρυσέαι, εϊταν ίερό τοϋ Διονύσου, δπου μόνο οί γυναίκες μπορούσανε νά μπούν γιά νά τελέσουν άπόρρητες ίερουργίες. Τό γενικό δνομα τών Μαινάδων τής Λακωνικής είναι Δνσμαιναι, πού θά πεί οί 'παρατρελαμένες' ή 'επίφοβες στήν τρέλα τους' γυναίκες. "Ενα δράμα τού Πρατίνα είχε τόν τίτλο Καρυάτιδες ή Δνσμαιναι, κι άν ή πληροφορία είναι σωστή, πού άμφιβάλλεται τώρα, ό ταυτισμός δέν ξαφνίζει: Ό Χορός τών Καρυατίδων είναι, δπως καί τών Μαινάδων, όργιαστικός, καί κατεβαίνουν κ'οί δυό άπό τήν ίδια άρχαιότερη πράξη (= 64). "Εναν άρχαΐο στήν 'Αρκαδία Μαιναδισμό, πού λείψανο τής μυητικής πράξης του είδαμε στή γιορτή 'Σκιέρεια' τής 'Αλέας (= 28), μαρτυρά ή πληροφορία πώς στήν 'Αρκαδία οί Βάκχες λέγουνται Λήναι (= 55)' περισσότερα δμως για τίς άρκαδικές αύτές Μαινάδες δέν ξέρουμε γιατί ή πράξη τους έχει λυθεί σέ λογίς έκεί διονυσιακές λατρείες. "Εναν άρχαΐο στή Μεσσηνία Μαιναδισμό άντηχά τό δνομα ένός βουνοϋ Ενα, άπό τό βακχικό φώνημα ευοϊ πού, κατά ένα μύθο, έκεί πρωτακούστηκε νά κράζεται άπό τόν Διόνυσο καί τίς μαινάδες: το δνομα γενέσθαι τω δρει φασί βακχιχόν τι έπιφθεγμα ευοΐ Διοννσον πρώτον ένταϋθα αντοΰ τε είπόντος καί τών όμον τω Διονΰσω γνναικών. 'Ακούμε πώς οί 'Ηλείοι σέβουνταν τόν Διόνυσο "περισσότερο άπ'δλους τούς θεούς" καί τό σπουδαιότερο πανηγύρι στήν Ήλιδα, μέ θαύμα κρασιού λεγόντανε θυία. Τό ίδιο πανηγύρι άναφέρεται καί σάν έορτή τών θνιών, άπ'δπου βάσιμα συνάγουνται σχετισμοί μέ Μαινάδες πού λέγουνται θυΐαι. Τό δνομα είναι μαιναδικό (= 53)» τ< * στοιχεία τής γιορτής (νυχτερινή ώρα, 'έπιφάνεια*

142 τοϋ θεοϋ, παρουσία κρασιοϋ) μαρτυρούν μαιναδική ρίζα. ΟΙ ύποθετικές αυτές θυΐαι ταυτίζουνταν, όπως έδειξε 6 Weniger, μέ τό θίασο τών "Εκκαίδεκα Γυναικών' τής "Ηλιδας, πού πρωτοστατώντας στή λατρεία τής "Ηρας, έχουν τήν όργάνωση τών 'Ηραίων στήν 'Ολυμπία, μέ τόν όμώνυμο άγώνα Δρόμου τών παρθένων (= 35) Μιλώντας για τίς γυναίκες αύτές, ό Πλούταρχος τίς λέει αί περί τόν Διόνυσον Ιεραί γυναίκες άς 'Εκκαίδεκα καλοϋσιν, έκφραση πού τή μεταχειρίζεται καί γιά τίς δελφικές θυιάδες: αί περί τόν Διόνυσον γυναίκες άς θυιάδας όνομάζουσι. Άπό τήν άλλη, ό Παυσανίας πληροφορεί πώς οί 'Δεκάξι Γυναίκες', άνάμεσα στίς άλλες λειτουργίες τους, στήνουν καί δύο Χορούς, τόν ένα γιά τήν Φυσκόα, τήν άγαπημένη τοϋ Διονύσου, καί τόν άλλον γιά τήν Ιπποδάμεια, τήν κόρη τού Οίνομάου. Αύτό σημαίνει δυό ήμιχόρια, άπό όχτώ γυναίκες καθένα τους, πού οί κορυφαίες τους ένσαρκώνουν τήν Φυσκόα ή μιά καί τήν 'Ιπποδάμεια ή άλλη. Καθώς, πάλι, ή Φυσκόα είναι ήρωίδα τής Κοίλης "Ηλιδος κ'ή 'Ιπποδάμεια τής Πισάτιδος, συνάγεται πώς ό θίασος τών Δεκάξι Γυναικών συγκροτήθηκε, στή σφαίρα τής πολιτειακής λατρείας, άπό δυό θιάσους, έναν τής "Ηλιδας, άφιερωμένον στή λατρεία τής Φυσκόας, κ'έναν τής Πισάτιδος, άφιερωμένον στή λατρεία τής 'Ιπποδάμειας, πού τήν ήσκιώνει ή λατρεία τής Ήρας. 'Ολόκληρος ό θίασος είναι πιά άφιερωμένος στή λατρεία τού Διονύσου καί τής "Ηρας (θυΐαι καί Ήρεσίδες), καί σ'είδικότερες λειτουργίες, δπα>ς στή λατρεία τών μυθικών κορυφαίων του, τής Φυσκόας καί τής 'Ιπποδάμειας, ξαναγυρίζει στίς παλιότερες μορφές του. Μέ λείψανο, έτσι, Μαιναδικοϋ Θιάσου τίς 'Δεκάξι Γυναίκες τής Ήλιδας' πού ταυτίζουνται μέ τις μαιναδικές Θυϊες τού συνονόματου ήλειακού πανηγυριού, δέ μένει σκοτεινό τό ζήτημα ποιές νά'ναι έκεΐνες αί τών 'Ηλείων γυναίκες πού κράζουνε σ'ένα ναό τόν ταύρο Διόνυσο να'ρθεΐ μαζί μέ τις Χάριτες, μέ "μανιασμένο τό ταυρίσιο του πόδι" (τω βοέω ποδί θύων). Ή έπίκληση τούτη, τό άρχαιότερο λείψανο λειτουργικού τραγουδιού τής έλληνικής θρησκείας, παραδίνεται άπό τόν Πλούταρχο: Δια τί τόν Διόνυσον αί τών *Ηλείων γυναίκες νμνονσαι παρακαλούν 'βοέω ποδί' παραγίγνεσοαι προς αυτάς. "Εχει ö' οΰτως ό ύμνος' Έλθει ν ή ρ ω Δ ι ό ν υ σ', άλιον ("Α λ ε ι ο ν Cobet, "Αλείων Bergk) è ς ν αό ν άγνόν συν Χαρίτεσσιν, έ ς ν α ό ν τ ώ ι β ο έ ω ι π ο δ I θύων : είτα δις έπάδουσιν άξιε ταύρε. Τά χειρόγραφα παραδίνουν τή γραφή άλιον ές ναόν, πού τή στηρίζουν οί θαλασσινοί σχετισμοί τού Διονύσου. Οί Χάριτες πάλι σημαδεύουν τόν έποχικό χαραχτήρα τού θεοϋ κ'εΐδαμε, άλλοϋ, τήν είκονογράφηση τού 'θύοντος' διονυσιακού ταύρου (= ) 'Απ'αύτή τήν πλευρά είκάζει κανείς ένα έποχικό πανηγύρι άνάλογο μέ τά "Ανθεστήρια, όπου ό Διόνυσος έρχεται μ'ένα καράβι καί τελεί ένα γάμο, ταυρομορφικοϋ, δπως φαίνεται, τύπου (= 46). Δέν ξέρουμε δμως άν ή γιορτή είναι χρονιάτικη ή τριετή ρική, 141 -

143 ούτε τήν έποχή πού πέφτει. Ό έποχικός χαραχτήρας θ'άπαιτοϋσε χρονιάτικη κι άνοιξη, δ μαιναδικός τριετηρική καί χειμώνα. Τά παραπόνου στοιχεία δδηγοΰν στήν πρώτη έκδοχή, άλλα δμως δδηγοΰνε στήν άλλη. Τό δνομα τής γιορτής είναι μαιναδικό* ή παρουσία ένός μηνός Θυίου στήν "Ηλιδα, πού θά περιλαβαίνει τή γιορτή, μπορεί νά'ναι συγγενικός μέ τόν δελφικό Δαδοφόριο* ή έπίκληση μπορεί νά συγκριθεί μέ τήν έπίκληση τού μαιναδικοϋ Χορού τών 'Βακχών' (1017): φάνηθι ταύρος. Τά στοιχεία τούτα δείχνουν, άντίστροφα, λείψανο μιάς άρχαίας μαιναδικής τελετής, δπου ό ταύρος Διόνυσος καλιόνταν νά σπαραχτεί άπό τά χέρια τών γυναικών καί νά φαγωθεί στήν ώμοφαγική μετάληψή τους. 'Αξιοσημείωτο δμως είναι πώς ή ίερουργική έπίκληση, "Αξιε Ταϋρε, ξανασυναντιέται σ'άττικές έπιγραφές, ταϋρον άξιον τοϋ θεοϋ, γιά τόν θυσιαζόμενο στά Διονύσια, γιορτή χρονιάτικη κι άνοιξιάτικη, ταύρο. Ό μύθος τής 'μανίας τών Προιτίδων' μέ κυνήγημά τους άπό τόν διονυσιακό ήρωα Μελάμποδα (= 36), ή άντίστοιχη γιορτή τών 'Αγρανίων κι ό μύθος τού Διονύσου πού φτάνει άπό τά νησιά μέ τό μαιναδικό του στρατό καί στήνει πόλεμο μέ τόν βασιλιά Περσέα (= 36), άνακρατούν τή θύμηση ένός άρχαίου στήν 'Αργολίδα Μαιναδισμού, μά Ιστορικά λείψανά του δέν ξέρουμε, έξόν ίσως μιά διονυσιακή γιορτή Τνρβην, κοντά στήν πηγή τού Έρασίνου, στό δρόμο άπό τ'άργος γιά τήν Τεγέα, μέ θυσία στόν Διόνυσο καί τόν Πάνα. 55 Λείψανα τού Μαιναδικοϋ θιάσου Μαινάδες τής 'Αττικής καί τής 'Ιωνίας Έλευθεραί, Ληναι, Γεραραί Είδαμε τις άττικές Θυιάδες (= 53) "Ενας πανάρχαιος μαιναδισμός έχει άφήσει στόν 'Ιωνικό κόσμο καί λογίς άλλα λείψανά του. 'Αρχαίος θίασος πού οί μαινάδες του λέγουνται Έλευθεραί ή 'Ελεύθεροι (πού σημαίνει τίς 'άμολημένες' καί σχετίζεται έτσι μέ τά δρομοκοπήματα τού Μαιναδισμού) χναρολογήθηκε στό δνομα τής άττικοβοιωτικής κώμης "Ελευθεραί' πού συνδέεται μέ τή λατρεία τού θεατρικού Διονύσου 'Ελευθερέως. 'Εδώ δμως πολυκλαδώνουνται οί μύθοι. Ένας άπόστολος τής διονυσιακής θρησκείας, ό Πήγασος άπό τις 'Ελευθερές, φέρνει άποκεί τό άγαλμα τού Διονύσου στήν 'Αττική, μά οί 'Αθηναίοι δέν τό καλοδέχτηκαν κι ό θεός τούς χτυπά μ'άρώστια τών γεννητικών όργάνων δσο πού δελφικός χρησμός τούς όρίζει γιά θεραπεία τή διονυσιακή φαλλολατρεία. Ό μύθος είναι άπό τούς τυπικούς αίτιολογικούς γιά τήν έξήγηση τής θέσης πού κρατούν οί φαλλη- 142

144 φορίες στή γιορτή τών Μεγάλων Διονυσίων. Τό ούσιαστικό όμως είναι ό έρχομός τοϋ Διονύσου Έλευθερέως καί πώς ό έρχομός αύτός άναπαρασταίνεται στά Μεγάλα Διονύσια, τήν κύρια γιορτή τής Τραγωδίας. Άπό τόν παλαιό ναό του μέσα στό θεατρικό του περίβολο, τό άγαλμα τοϋ Διο νύσου μεταφέρεται μέ περίλαμπρη 'πομπήν* σ'ένα μικρό ναό κοντά στήν Άκαδήμεια πάνω στό δρόμο πού όδηγά στίς 'Ελευθερές κ'έκείθε, ύστερα άπό θυσίες κ'ύμνολογήματα, ξαναγυρίζεται τ'άπόσπερο στήν Αθήνα, δπου τοποθετείται στήν 'δρχήστρα' τοϋ θεάτρου του, ή στό ναό του άπ'δπου φέρνεται στήν όρχήστρα καθημερινά, ώς τό τέλος τών διθυραμβικών καί θεατρικών παραστάσεών του. Τά Μεγάλα Διονύσια είναι ύστερότερο πανηγύρι, σίγουρα δμως όργανώνεται πάνω σ'άρχαιότερο κι άνακρατεΐ ένα άπό τ'άρχαΐκότερά του στοιχεία. Ή μεταφορά τοΰ άγάλματος στήν Άκαδήμεια κι ό ξαναγυρισμός του άποκεί (τυπική άναπαράσταση τοΰ μύθου τοΰ έρχομοϋ του), είναι, δπως παρατηρήθηκε κιόλας άπό τόν Bather, ένα στοιχείο τοΰ Έποχικοΰ Δράματος (= 37)» δπου ένα όμοίωμα μεταφέρεται, σάν 'Θάνατος', έξω άπό τήν Κοινότητα καί ξαναφέρνεται, σά 'Ζωή', τό Ιδιο. Στό Εποχικό δμως Δράμα διακρίναμε Ιερουργίες διπλών θιάσων, άνδρικοϋ καί γυναικείου. Μιά άχνοθύμηση τοΰ δεύτερου είδαμε νά χναρολογιέται στό δνομα ΈλενθεραΙ, τής πατρίδας τοΰ Διονύσου Έλευθερέως. Οί μαινάδες αύτές δέν είναι άλλες άπό τίς μυθικές θυγατέρες τοϋ Έλευθήρος, πού, κατά ένα μύθο, περιγελάσαν μιάν όρασιά (φάσμα) τοΰ Διονύσου πού τούς παρουσιάστηκε ντυμένος μέ μαϋρο γιδοτόμαρο, άπ'δπου κρουστή καν μέ τή μανία τοΰ θεοΰ καί γιά τή γιατρειά τους καθιερώθηκε ή λατρεία τοϋ Μελαναίγιδος Διονύσου. Ή καθιέρωση τής λατρείας αύτής, "πού στήν Αττική συνδέεται μέ τή γιορτή τών Άπατουρίων, χρωστιέται, κατά έναν άλλο μύθο τοΰ Έποχικοΰ Δράματος, στή μονομαχία τοΰ Μελάνθου καί τοΰ Ξάνθου (= 36). Τά Άπατούρια (= Όμοπατόρια) είναι πανηγύρι πατριαρχικού χαραχτήρα' κι άνετα έτσι οί δυό μύθοι συμβιβάζουνται μέ τήν είκασία πώς ό Διόνυσος Έλευθερενς κι ό Διόνυσος Μελάναιγις είναι διχοκλαδώματα μιάς καί τής ίδιας μορφής, πού σάν "Ελευθερεύς' συνδέεται μέ τή μαιναδική λατρεία τών θυγατέρων τοΰ Έλευθήρος ("Ελευθερών') καί σάν 'Μελάναιγις' μέ τήν άνδροθιασική τοΰ Έποχικοΰ Δράματος λατρεία. Πρόσθετοι κρίκοι είναι πώς τά Άπατούρια είναι άπομεινάρι τής Φυλετικής Μύησης, άπ'δπου βγαίνουν οί Ιερουργίες τοΰ Έποχικοΰ Δράματος, καί πώς τό έπαθλο τών τραγωδικών άγώνων, πού βρίσκουνται κάτου άπό τήν έποπτεία τοϋ Διονύσου Έλευθερέως, παρασυγγενεύει μέ τήν παράσταση τοΰ 'Μελαναίγιδος', όντας ό τράγος. Ένα άπό τά μεγάλα διονυσιακά πανηγύρια τοΰ Ιωνικού κόσμου είναι τά Λήναια, πού ή διοίκησή του στήν Αττική άπό τόν άρχοντα βασιλέα μαρτυρά τήν παλαιότητά του. Ή παρουσία μηνός Ληναιώνος σέ λογίς Ιωνικούς τόπους (Δήλο, Σμύρνη, Έφεσο, Κύζικο, Λάμψακο κιά.)

145 μαρτυρά πώς ο( Ίωνες ξέρουν τά Λήναια πριν άπό τήν άποικιακή έξακτίνωσή τους. Τό όνομα είναι άπό τό Λήναι (ή Ληναί) πού συναντιέται σάν δνομα Βακχών και στήν 'Αρκαδία (= 54) ΠλησιασμοΙ στό λατινικό 7αniare\ 'λιανίζω', καί στό όμηρικό λάειν, δέν μπορούν νά βεβαιωθούνε. Στόν Ηράκλειτο, δπου πρωτοσυναντιέται, τό δνομα συμπερπατεΐ μέ τούς βάκχους και τις μυστικές νυκτιπολίες: νυκτιπόλοις, βάκχοις, λήναις, μύσταις στήν κατοπινή φιλολογία σημαίνει τίς Μαινάδες- κι άπό τόν Ηράκλειτο Ισαμε τούς Πατέρες, τό ληναίζειν κρατεί μέ τό νόημα τού βακχεύειν. "Εχουμε έτσι στά Λήναια μαιναδικά δρώμενα πού μεταγυρίζουνε σέ πανηγύρι. Τή μαιναδική καταγωγή τού πανηγυριού τή βεβαιώνουν οί άγγειογραφίες πού δείχτηκε πώς παρασταίνουνε ληναϊκές Ιερουργίες. Γύρω άπό τή δεντρική εικόνα τού θεού (= 39) Μαινάδες μέ θύρσους, λαμπάδες καί τύμπανα χορεύουν έκστασιακούς χορούς καί μιά τους σηκώνει στά χέρια της ένα κατσίκι. Μιά άνάστατη τέλος πληροφορία άφήνει νά φαίνεται ό σχετισμός τών Ιερουργιών μέ μιά άγροικικήν ώδην, ή και αύτή περιείχε τόν Διονύσου σπαραγμόν, δπου εικάζουμε πώς περιγράφει ή συνοδεύει τό διονυσιακό πάθος. "Εχουμε έτσι στά Λήναια τή γνώριμη μαιναδική πράξη, έκστασιακό χορό καί διασπαραγμό σ'ώρα νυχτερινή, συνδυασμένα μέ τή λατρεία τοϋ βλαστικού θεοϋ καί χωνεμένα Ισως σ'ένα Ιερό δράμα. Τό λατρειακό έπίθετο τοϋ Διονύσου Ληναϊος βγαίνει έμμεσα άπό τή γιορτή καί τό Ιερό τής τέλεσής της (Ληναϊον) στήν 'Αθήνα. Κατά μιά πληροφορία τόν Διόνυσο στήν 'Αττική τόν φιλοξένησαν οί κόρες τοϋ Σημάχου, έπώνυμου τοϋ δήμου τών Σημαχιδών- κι δτι πίσω άπό τίς κόρες αύτές διανεύει κάποιος μαιναδικός θίασος, φαίνεται νά μαρτυριέται άπό Ιερατικά λείψανά του: άπό τό γένος τους, λέγεται, κατεβαίνουν όρισμένες στήν 'Αττική Ιέρειες τού Διονύσου. 'Ατόφιο λείψανο μαιναδικού θιάσου τής 'Αττικής βρίσκουμε στίς δεκατέσσαρες γυναίκες πού λέγουνται Γεραραι ('έπίτιμες') καί παραστέκουν τή γυναίκα τού άρχοντος βασιλέως στούς 'Χόας' τών 'Ανθεστηρίων (= 43> 4^) Ό δρκος τους πώς θά τελέσουν στήν ώρα τους τά θεοίνια καί τά Ίοβάκχεια, (xal τά θεοίνια και τά Ίοβάκχεια γεραρφ τω Διανύσω κατά τά πάτρια καί έν τοις καθήκουσι χρόνοις), τό βεβαιώνει. Οί γιορτές κ'οί Ιερουργίες τους μάς είναι άγνώριμες άλλιώς, μά ό μαιναδικός χαραχτήρας τους δέν μάς ξεφεύγει. Τής πρώτης μαρτυριέται άπό στίχο τοϋ Αίσχύλου, πού λέει τόν Διόνυσο τών Θεοινίων- 'ζεύχτη τών Μαινάδων', πάτερ θέοινε, Μαινάδων ζευκτήριε, καί τής δεύτερης άπό τό Ιδιο της τό δνομα, πού βγαίνει άπό τή μαιναδική κραυγή ίώ Βάκχε (= 17). Άξιοσημείωτη είναι ή άριθμητική Αντιστοιχία μέ τό θίασο τών Δεκάξι γυναικών τής Ήλιδας πού όργανώνουν τό γάμο τής Ήρας στά "Ηραία' δυό ήμιχόρια έκεί άπό έφτά δίνουν δεκατέσσερα μέλη καί μέ τίς δυό κορυφαίες δεκάξι* έδώ τά μέλη είναι πάλι δεκατέσσερα, μά μέ μιά κορυφαία, τή βασίλισσα, -144-

146 δεκαπέντε κ'ή άντιστοιχία δέν είναι άλογάριαστη, γιατί, κατά μιάν εικασία, οί Γεραραί είναι οί άττικές Θυιάδες ( 53). πού μέ τ'δνομα καί μ'άλλα στοιχεία συνδέουνται μέ τίς Θυίες, τίς Δεκάξι Γυναίκες στίς διονυσιακές τους λειτουργίες (= 54) Είδαμε πώς ό λειτουργικός λόγος τών υιών, άξιε ταύρε, συνεχίζεται σ'άττικές έπιγραφές, κι όπως, στήν πιθανότερη έρμηνεία, οί Δεκάξι ή Θυίαι, έτσι καί οί Γεραραί παραστέκουν έναν ιερό γάμο. Οί τελευταίες όρίζουνται κάθε χρόνο άπό τόν άρχοντα βασιλέα γιά τίς κεντρικές Ιερουργίες τών Χοών, πού είναι ό γάμος τής βασίλισσας μέ τήν ένσάρκωση τού Διονύσου. ΟΙ δεκατέσσαρες έτσι Γεραραί είναι λείψανο άρχαίου μαιναδικοϋ θιάσου, πού ή κορυφαία του τελεί, σ'έποχικό, πανηγύρι, έναν Ιερό μέ τόν Διόνυσο γάμο. Άχνάρια Μαιναδισμού ξαναβρίσκουμε άνάμεσα στούς Ίωνες τής Μικρασίας. 'Επιγραφή τής Μαγνησίας τού Μαιάνδρου Ιστορεί πώς μέσα σέ πλατάνι πού τό'ριξε ό άγέρας βρέθηκε ένα ξόανο τού Διονύσου καί πώς χρησμός πού ζητήθηκε γιά τό περιστατικό, όρμήνευε νά πάρουνε μαινάδες άπό τή γενιά τής Ίνοϋς, γιά νά όργανώσουν βακχικούς θιάσους καί νά καθιερώσουν, πάνου στά άρχαιοπαράδοτα, όργιακές Ιεροτελεστίες. Τέτοιες μαινάδες άπό τή θνητή γενιά τοϋ Διονύσου δοθήκανε τρείς άπό τούς Θηβαίους. Ή μιά τους, ή Κοσκώ (τ'δνομά της μπορεί νά σχετίζεται μέ τό 'κόσκινον' πού παίρνει τή θέση τού λίκνου) όργάνωσε τό θίασο τών Πλατανιστηνών ή άλλη, ή Βαυβώ (δνομα πού σχετίζεται μέ φαλλικά στοιχεία) τό θίασο τών Καταιβατών κ'ή τρίτη, ή Θεσσαλή, τόν προ πόλεως, θίασο πού σχετιζόνταν μ'ίερό τού Διονύσου έξω άπό τό κάστρο. 'Επιγραφή τής Μιλήτου άναφέρει θιάσους καί Εξημερωμένα ώμοφαγικά 'δργια' τόν 3ο πχρ. αιώνα (= 19). Πολύ προχωρημένης έποχής οί θίασοι αύτοί είναι πιά ή άνάκατοι ή κι άνδρικοί (πρ. τό δνομα 'Καταιβάται'). "Οτι ώστόσο κ'ή πράξη τού καθαρού Μαιναδισμού δέν είναι άγνώριμη καί σ'αύτές τίς περιοχές, τό μαρτυρά έπίγραμμα τών έλληνιστικών καιρών στό άγαλμα μιάς Ιέρειας τής Μιλήτου. Τό έπίγραμμα καλεί τις βάκχες τής πολιτείας νά χαιρετίσουν τήν πεθαμένη ίέρεια πού τίς όδηγοϋσε στά βουνά καί στά δργια καί πού κρατούσε στίς πομπές τά Ιερά', προχωρώντας έπικεφαλής τής πολιτείας: τήν όσίην χαίρειν πολιήτιδες είπατε Βάκχαι, / Ιρείην (χρηστή τοϋτο γυναικί θέμις). / 'Υμάς κείς δρος ήγε και δργια πάντα καί Ιρά / ήνεικεν, πάσης έρχομένη προ πόλεως. / Τοΰνομα δ'εϊ τις ξένος άνείρεται Άλκμειώνις / Ή ροδίου, καλών μοιραν έπισταμένη. ιυ

147 56 Λείψανα τοο Μαιναδικοϋ Θιάσου, Μαινάδες τής Μακεδονίας καί Θράκης Λαφύστιαι, Κλώδωνες, Μιμαλλόνες, Βασσάραι Οί καθυστερημένες περιοχές τής Μακεδονίας καί τής Θράκης φυσικό είναι ν'άνακρατούν έντονα στοιχεία τοϋ Μαιναδισμοϋ, πού μεταφυτεύεται έκεί άπό μυκηναϊκούς έποικισμούς καί ταυτίζεται μ'άνάλογη έπιχώρια πράξη. Είδαμε πώς στήν περιοχή τού Κισσοϋ τής Μακεδονίας ζεϊ άκόμη στ'άλεξανδρινά χρόνια ή πράξη ή ή θύμηση τών Λαφυστίων γυναικών, βοιωτικού μαιναδικοϋ θιάσου (= 53) Τό δνομα βγαίνει άπό τό λαφύσσω ('ρουφώ', 'καταπίνω', 'καταβροχθίζω', 'σπαράζω') κι άνταποκρίνεται στό σπαραγμό καί τήν ώμοφαγία. Κατά τήν πληροφορία τού Λυκόφρονα, οί γυναίκες αύτές κερατοφοροϋν καί τά Σχόλια συμπληρώνουν: κατά μίμησιν τοϋ Διονύσου. Τά κέρατα είναι, βέβαια, ταύρου' καί, καθώς οί 'Βάκχες' γράφουνται στή Μακεδονία κι ό Εύριπίδης έχει μπροστά του σκηνές τοϋ μακεδονικοϋ Μαιναδισμοϋ, ή σκηνή πού οί Μαινάδες κομματιάζουν βοϊδοκόπαδα (στί. 734 κέ.) κινά τήν είκασία πώς ό ποιητής έχει κατανού τήν πράξη τών Λαφυστίων γυναικών καί τήν ξαναγυρίζει εικονογραφικά στήν πράξη τών Βοιωτικών προγονισσών τους. Ό σχολιαστής τού Λυκόφρονα προσθέτει πώς οί Λαφύστιες γυναίκες λέγουνταν καί Μιμαλλόνες. Είναι ένα άπό τά γενικά όνόματα τών μαινάδων τής Μακεδονίας, Κλώδωνες καί Μιμαλλόνες. Τό πρώτο, πού φαίνεται καί παλαιότερο, σχετίζεται γιά μιαν άρχαία έτυμολογία (άδύνατη δμως γιά τούς νεότερους, πού βλέπουν περισσότερο σχετισμούς μέ τό καλεϊν καί τις Κληδόνες) μέ τό κλώζειν (μιά λογή ξεφωνητού), καί τό δεύτερο σχετίζεται, γιά τούς άρχαίους πάλι, μέ τόν πολεμικό χαραχτήρα τών Μαινάδων, πού 'μιμούνται', έτσι, τόν άνδρικό τύπο: Ό βασιλιάς τών Μακεδόνων "Αργαίος ξεγελά τούς δχτρούς του παρουσιάζοντας Μαινάδες γιά στρατό του. Ή παράδοση φαίνεται νά βγαίνει άπό τίς ψ ε υ- τ ο μ ά χ ε ς τού Έποχικοϋ Δράματος (= 37) κα ί δέν έχει Ιστορικό χαραχτήρα. Οί ψευτομάχες δμως έχουν κύριο στοιχείο τή μίμηση, πού δικαιολογεί τήν έτυμολογία ή παρετυμολογία. "Οτι νά'ναι, τό στοιχείο πού φαίνεται νά άνακαλεί καί τό δεύτερο δνομα, είναι οί κραυγές τού παροξυσμού πού συνοδεύουν τά δρομοκοπήματα τών Μαινάδων. "Ετσι, γιά τό Μεγάλο 'Ετυμολογικό, Μιμαλλόνες είναι al βάκχαι καί βοηδρόμοι, ήτοι ai μετά βοής καί έκπλήξεως, δ ι à τ ό κάτοχοι είναι, προΐοϋσαι δρόμω. "Εδώθε ή ίδια πηγή παραδίνει πώς (οί Μιμαλλόνες καί γενικά οί Βάκχες ή βοηδρόμοι) λέγουνται καί Γεγοονοκώμαι, έκείνες πού άναστατώνουν τά χωριά μέ τις φωνές τους (= 2θ). "Ενα άλλο δνομα τών Μιμαλλόνων καί -146-

148 Κλωδώνων είναι τό έθνικό Maxirai, πού θά πει 'Μακεδονίτισσες' καί, πού τήν παράστασή τους τήν έχουμε στήν εικόνα τής μεγάλης πομπής τοΰ Πτολεμαίου Φιλαδέλφου (= 63), δπου, άνάμεσα στούς έκπροσώπους τής διονυσιακής λατρείας, περνοΰν καί οί Μακέται, ai καλούμενοι Μιμαλλόνες καί Βασσάραι και Λυδαί, κατ ακεχνμέναι τ à ς τρίχας κ al έστεφανωμέναι τινές μ έν δ φ ε σ ι ν, ai δ έ μίλακ ι και άμπέλω και κισσώ κατεΐχον δέ τ αϊ ς χεοσιν ai μεν έγ χειρ ίδια, ai δ' δ φ ε ι ς. Μιάν άλλη εικόνα τους έχουμε άπό τόν Πλούταρχο πού περιγράφει τούς βακχικούς παροξυσμούς τής 'Ολυμπιάδας στόν 'βίο' τοΰ "Αλεξάνδρου: ή δέ 'Ολυμπιάς μάλλον έτερων ζηλώσασα τάς κατοχάς καί τούς ένθουσιασμούς έξάγονσα βαρβαρικώτερον, δφεις μεγάλους χειροήθεις έφείλκετο τοίς θ ι άσο ι ς, οί πολλάκις έκ του κ ι τ τοϋ και τών μυστικών λίκνων παραναδυόμενοι και π ε ρ ιελιττ ό μ εν ο ι το ϊ ς θ ύ ρσοις τών γυναικών κ αϊ τοις ατεφάνοις έξέπληττον τούς άνδρας. Γιά τήν πράξη τών Κλωδώνων καί Μιμαλλόνων παραδίνεται άόριστα, άπό τήν ίδια περικοπή, πώς σέ πολλά της είναι δμοια τών θρακικών θιάσων, τών Ήδωνών καί τοΰ Αίμου (πολλά ταϊς Ήδωνίσι καί ταις περι τόν ΑΙμον θρήσσαις δμοια δρώσιν). Τά στοιχεία μας μαρτυρούν μαιναδική πράξη άρχαϊκοΰ τύπου: ζωομασκάρεμα, όρειβασία, ίερή μανία, διασπαραγμός, ώμοφαγία. Ή πράξη ταυτίζεται μέ τίς ντόπιες σαβαζιακές λατρείες, πού κεντρικό στοιχείο τους είναι τό Φίδι (= 8ο). Μέ τή λατρεία τών Κλωδώνων καί Μιμαλλόνων σχετίζεται ένας Διόνυσος Ψευδάνωρ (= 'Ψευτάντρας'). Είναι ό γυναικίστικος Διόνυσος, πρότυπο καί προβολή τοΰ γυναικοντυμένου κορυφαίου τών μαιναδικών θιάσων (= 32). Τό Πάγγαιον, πάλι, καί ό Αίμος, πού μέ τήν πράξη τών θιάσων τους άκοΰμε νά συγγενεύει ή πράξη τών μακεδονικών θιάσων, είναι κύρια κέντρα τής θρακικής λατρείας τοΰ Διονύσου. Λιγοστά δμως κι άόριστα είναι δσα ξέρουμε γιά τούς θιάσους τής Θράκης. ΟΙ γυναίκες τών θιάσων αύτών λέγουνται Βασσάραι ή Βασσαρίδες, όνόματα πού γιά τούς "Ελληνες σημαίνουν γενικά τίς Μαινάδες. Τό δνομα σχετίζεται μέ μακρύ γυναικείο φόρεμα πού συνηθίζανε στή Θράκη καί στή Λυδία, καί λεγόνταν βασσάρα, ή μέ τά δέρματα τών άλεπούδων πού οί Θράκες τίς λέγανε βασσάρας. Ό Διόνυσος τών θιάσων αύτών, ή θρακικός θεός πού ταυτίζεται μέ τόν Διόνυσο, λέγεται Βασσαρεύς. Διασπασμός ένός άνθρώπου ή ά\θρώπινου όμοιώματος, άπό τούς θιάσους αύτούς, συνάγεται άπό τόν ταυτισμό τους στό δράμα τοΰ Αίσχύλου 'Βασσάραι' ή 'Βασσαρίδες' μέ τίς Μαινάδες πού σπαράζουν τόν 'Ορφέα. Ή πράξη τοΰ θρακικού Μαιναδισμοϋ ξαναθυμίζεται έντονα στούς τελευταίους αιώνες τοΰ άρχαίου κόσμου. Ή εικόνα του, σά «χαραχτή σέ πετράδι» παρουσιάζεται, τόν 2 πχρ. αιώνα, σ'έπίγραμμα τοϋ Διοσκορίδη: καί περιδινήσασθε μακρής άνελίγματα χαίτης /

149 Στρυμονιχήν άφετοι θνιάδες άμφίπολιν στόν πρώτο αιώνα, ή γυναίκα τοϋ Σπάρτακου, παρουσιάζεται μυημένη στούς διονυσιακούς όργιασμούς' καί στούς άκόλουθους αιώνες, ή άρχαΐα πράξη χωνεύεται, στή μυστηριακή τών νεότερων θιάσων (= 92). 57 Ό Πολιτικός Διόνυσος Στιγμιότυπα τού προσεταιρισμού καί τής άνάδειξης τοϋ Διονύσου άπό τό δημοτικό στοιχείο μέσα στούς κοινωνικοπολιτικούς άγώνες πού τερματίζουν τούς άρχαΐκούς αίώνες (= 52) έχουμε άπό τίς πρώτες νίκες τού δημοτικοϋ στοιχείου. Τίς νίκες αύτές τίς σημαδεύει, προπομπός τής Δημοκρατίας, ή άρχαία λαοκρατική Τυραννία, πού έπιβάλλει τή λατρεία τού Διονύσου. Ό τύραννος τής Σικυώνας Κλεισθένης, έμποδισμένος άπό δελφικό χρησμό νά πετάξει άπό τή χώρα τά κόκκαλα τοϋ 'Αδράστου, σοφίζεται άλλο πομπεμό τοϋ ήρωα τής ντόπιας άριστοκρατίας. 'Από τή μιά, φέρνει άπό τή Θήβα τά κόκκαλα τοϋ θανάσιμου έχθρού του Μελάνιππου, κι άπό τήν άλλη γυμνώνει τόν "Αδραστο άπό τή λατρεία του, μεταφέροντας τίς θυσίες καί τίς γιορτές του στόν Μελάνιππο, καί τούς τραγιχούς χορούς πού τιμούσαν τά πάθη του, στή λατρεία τοϋ Διονύσου. Οί 'τραγικοί χοροί' δέν μπορεί νά'ναι άλλο άπό χορικές θρηνωδίες καί, πιθανότατα, θρήνοι γι'άρχαϊο θνήσκοντα θεό πού μεταφέρουνται στήν ήρωολατρεία. Ή Ιστορία τούτη καί τό πάθος της μαρτυρούν τήν άντίθεση άνάμεσα στήν άριστοκρατική καί λαϊκή λατρεία καί τή δραματική έπιβολή τής διονυσιακής λατρείας. Προπομποί τής Τυραννίας στήν Κόρινθο είναι οί Βακχιάδαι, Ισχυρό γένος πού κράτησε γιά καιρό αύταρχική έξουσία. Τό δνομα δμως μαρτυρά μιά σχέση μέ τόν Διόνυσο πιθανότατα Ιερατική άπό άρχαία βασιλική Ιερατεία κι αύτή πρέπει νά ύποθέσουμε πώς δίνει στούς Βακχιάδες τήν έξαιρετική δύναμή τους. Τούς Βακχιάδες τούς ξετοπίζει ή τυραννία τοϋ Κυψέλου, πού τήν άφιερωματική του λάρνακα στήν 'Ολυμπία τή στολίζει καί παράσταση τού Διονύσου (= 39) Ό διάδοχός του Περίανδρος δοξάζεται άπό τό σύνδεσμό του μέ τόν 'Αρίονα καί μέ τή διαμόρφωση, στήν Κόρινθο, τού τεχνικοϋ Διθυράμβου. "Ολα τοϋτα μαρτυρούν παραδοσιακή άνάδειξη τοϋ Διονύσου στήν Κόρινθο, πού κορυφώνεται μέ τήν πολιτική τού τυράννου Περιάνδρου. Ξεχωριστά δραστήρια στήν ύποστήριξη τής Διονυσιακής θρησκείας παρουσιάζεται ή πολιτική τοϋ Πεισιστράτου. Αύτός άνεβάζει τόν Διόνυσο στήν έπίσημη λατρεία τής πόλης του καί τοϋ χτίζει ναό του - αύτός όργανώνει τά Μεγάλα Διονύσια, δπου καθιερώνει τήν έκτέλεση τού Διθυράμβου καί μπάζει τήν παράσταση τής Τραγωδίας αύ

150 τός, άκόμη, σχετίζει τόν Διόνυσο μέ τίς μεγαλοσέβαστες έλευσινιακές λατρείες. Τόσο στενά συνδέεται μέ τήν έπισημοποίηση τής Διονυσιακής Θρησκείας στήν Αττική, πού ή παράδοση βλέπει στό πρόσωπο τού άγάλματος ιού Διονύσου τής άθηναϊκής λατρείας τήν εικόνα τού Πεισιστράτου. Άπό τά κύρια κέντρα τής διονυσιακής λατρείας είναι κ'ή Νάξο, πού νόμισμα τού 6ου αίώνα της σημαδεύεται μέ τήν κούπα ('κάνθαρον') τού θεοϋ μας. Ή Νάξος εϊναι ένας άπό τούς τόπους πού συνερίζουν γιά τή γέννηση τού θεού' έδώ, σέ μιάν έκδοχή, άναθρέφεται ό Διόνυσος άπό τις νύμφες Φιλία, Κληΐδα καί Κορωνίδα' ένας άπό τούς νυσαίους παράδεισους τού θεοϋ (= 29) τοποθετείται κ'έδώ - λέγεται καί Διονυσίας, σάν άφιερωμένη τοϋ Διονύσου έπώνυμος άρχων σ'αύτή παρουσιάζεται ό Ιερέας τοϋ Διονύσου. Ή πρώιμη υπεροχή τής διονυσιακής λατρείας δέν μπορεί νά'ναι άσχέτιστη έδώ μέ τήν τυραννία τοϋ Λύγδαμι, σύγχρονου καί φίλου τοϋ Πεισιστράτου. Λαϊκός στήν άναβίωσή του θεός ό Διόνυσος, συμπαραστάτης τοϋ λαϊκού στοιχείου στούς άγώνες του, γίνεται ό πολιτικός θεός τής λαοκρατίας, δπως ό Απόλλων στάθηκε τής άριστοκρατίας. Μιά σειρά λατρειακά του έπίθετα, άλλα άτόφια κι άλλα μεταγυρίζοντας σέ νέα νοήματα, μαρτυρούν τόν πολιτικό του χαραχτήρα. Δίπλα σ'ένα Διόνυσον Α ύ ξ ί τ η στήν 'Ηραία τής Αρκαδίας, λατρεύεται ένας Διόνυσος Πολίτης. Ή κοινότητα τής πολιτείας κρέμεται άπό τήν προκοπή τόσο τής βλάστησης, δσο καί τής άναπαραγωγής* μά τό δεύτερο έπίθετο μονάχα ό δημοτικός βλαστικός θεός θά μποροϋσε νά τό πάρει. Τό έπίθετο τοϋ Διονύσου Σαώτης στήν Τροιζήνα συνδέεται μέ τήν Ιδιότητα τοϋ Σωτήρα Θεοϋ* μά τό πολιτικό τώρα χρώμα του τό δείχνει ή θέση τού βωμού του κοντά στό βωμό τών Θεμίδων, τών δυνάμεων τής πολιτικής δικαιοσύνης. "Ενα Διόνυσο Δημόσιον, 'άγαπημένο τού λαοϋ', μάς τόν γνωρίζουν ύστερότερες έπιγραφές (Τράλλεις, Τέως, Μαγνησία Σιπύλου), κ'έναν Διόνυσο Δημοτελή, 'υίοθετημένον άπό τό λαό', χρησμός τής Δωδώνης στούς Αθηναίους καί έπιγραφή τής Καρύστου. Όποια νά'ναι ή άρχική σημασία τού έπίθετου τού Διονύσου ΆΙσυμνήτης' στίς Πάτρες, έχει καί μιά πολιτική σύνδεση μέ τό νόημα 'θεός τής δικαιοκρίσης'. Λογίς πάλι ίερουργικά έπίθετα τού Διονύσου, Ίσοδαίτης (= 9), Λχ'ίσιος (= 22), Καθηγεμών (= 32), Έλευθερευς (= 53) συνδέουνται ύστερότερα μέ τό λυτρωτικό πολιτικό ρόλο του καί παίρνουν πολιτική σημασία. Όμοια στή Ρώμη, ένας θεός τής πληβειακής λατρείας, ό Liber, πού θά ταυτιστεί μέ τόν Διόνυσο (= 8ι), σχετίζεται, χάρη στό δνομά του, μέ τή θεά τής 'Ελευθερίας, Liberias, καί στά θεμελιώματα πολιτειών τοϋ θυσιάζουνε γιά νά φυλάξει τήν έλευθερία τών πολιτών τους

151 58 Διθύραμβος Από τόν 'Αριστοτέλη άκούμε πώς ή Τραγωδία βγήκε άπό τών έξαρχόντων τον διθύραμβον κ'ή έσωτερική ένδειξη βεβαιώνει τή μαρτυρία. Έξάρχειν σημαίνει 'άρχινίζω', 'βάζω μπροστά', 'όδηγώ', καί, ειδικότερα τό ρόλο τού τραγουδιστή πού κάνει τήν άρχή κι όδηγά όμαδικό τραγούδι. Ένα πρόσωπο άρχινά τό τραγούδι αύτοσχεδιάζοντας ή παίρνοντας κάποιους γνώριμους στίχους, ύστερα ή όμάδα παίρνει όλη μαζί έναν ή περισσότερους καθιερωμένους, κατά τό είδος τού τραγουδιού, στίχους, τό έφύμνιον ή τήν έπωδόν, γιά νά ξαναπάρει ό 'έξάρχων' τή συνέχεια τών στίχων του καί ν'άκολουθήσει πάλι ή όμάδα. Τό μέρος τής χορωδικής όμάδας (έφύμνιον ή έπωδός) είναι στούς χαμηλότερους τύπους πολύ περιορισμένο, μιας λογής άλληλούΐα στίς ψαλμωδίες: στά τραγούδια τού γάμου Ύμήν ώ Ύμέναιε, στούς Παιάνες Ίή Παιάν ή Ίήιε Παιάν, στούς διθύραμβους ώ διθύραμβε, στούς άδωνιακούς θρήνους ώ τον "Αδωνιν, κι άλλα σέ άλλα. Στ'άρχαιότερο γιά μάς λειτουργικό τραγούδι τής Διονυσιακής θρησκείας άκούμε γυναικείο θίασο νά κράζει τόν ταΰρο-διόνυσο νά'ρθεΐ μέ τό διπλό, Ισως άπό τά δυό ήμιχόριά του, 'τσάκισμα': άξιε ταύρε (= 54). Σέ τεχνικότερα τραγούδια τό 'τσάκισμα' άπλώνεται σέ σύστημα στίχων, τήν έπωδό, περίβλεφτο στοιχείο τής Χορικής, μά πού τό όνομά του μάς άνεβάζει στόν τυποποιημένο μαγικό λόγο, τήν έπωδήν: στό 'ξόρκι'. 'Αξιοσημείωτο, τώρα, είναι πώς στήν παλαιότερη μαρτυρία γιά τόν διθύραμβο, βρίσκουμε τόν 'έξάρχοντα' καί τήν αύτοσχεδιαστική του λειτουργία. Είναι ένα άπόσπασμα τού 'Αρχιλόχου, πού άκμάζει στό πρώτο μισό τού 7ου Αιώνα: ώς Διωνύσοιο άνακτος καλόν έξάρξαι μέλος / οίδα διθύραμβον, οινω ξυγκεραννωθείς φρένας: "γιατί ξέρω νά βάζω μπροστά τό όμορφο τραγούδι τού άφέντη Διόνυσου, τόν διθύραμβο, μέ φρένα άπ'τό κρασί κεραυνωμένα". Τόσο τό έξάρξαι δσο κ'ή παρακινημένη μέ τό κρασί έμπνευση μαρτυρούν πώς δέν έχουμε έδώ φιλολογικό, μά αύτοσχέδιο τραγούδι. Τόν αύτοσχεδιαστικό μηχανισμό τού προφιλολογικού Διθυράμβου, πού τόν σημαίνουν γενικά οί 'έξάρχοντες', τόν μαρτυρά σέ μιά πρόσθετη κι ό 'Αριστοτέλης σημείωση, χαραχτηρίζοντας αύτοσχεδιαστική τήν άρχή τής Τραγωδίας (γενομένης δ'ούν άπ'άρχής αυτοσχεδιαστικής...), άπ'δπου βγαίνει πώς κι ό πρώτος ήθοποιός συνεχίζει τή λειτουργία τού 'έξάρχοντος', πού παίρνει τή θέση του, αύτοσχεδιάζοντας κ'έκείνος. Εξαιρετικά σημαντικό είναι άκόμη πώς ή πρώτη τούτη μαρτυρία γιά τόν Διθύραμβο, τόν συνδέει κιόλας μέ τή λατρεία τού Διονύσου. Ό Διθύραμβος είναι, γιά τόν 'Αρχίλοχο, "τό δμορφο τραγούδι τού Διονύσου". (Ένα μάλιστα άπό τά ξαφνιάσματα τών τελευταίων άρχαιολογικών άνακαλύ

152 ψεων είναι πώς σέ κομμάτι άπό τήν έπιγραφική βιογραφία τοϋ 'Αρχιλόχου, ό ποιητής συνδέεται μέ τήν 'είσαγωγή' τής λατρείας τοϋ Διονύσου στήν πατρίδα του Πάρο.) Ό σύνδεσμος Διθυράμβου καί Διονύσου βρίσκεται καί σέ δυό άκόμη άπό τις άρχαιότερες μαρτυρίες. Ή μιά είναι άπό τόν 13ο Όλυμπιόνικο τοϋ Πινδάρου, δπου, παινώντας τούς Κορίνθιους γιά τά άρχαιοπαράδοτα 'εύρήματά τους', δ ποιητής άναγράφει σ'αύτούς καί τήν 'εύρεση* τοϋ Διθυράμβου: ταΐ Διονύσου πόθεν έξέφανεν / σύν βοηλάτφ χάριτες διθυράμβω; Ή τρίτη μαρτυρία είναι άπόσπασμα τοϋ Αίσχύλου: μιξοβόαν πρέπει / διθύραμβον όμαρτεϊν / σύγκωμον Διονύσω: "ταιριάζει στόν διθύραμβο, μέ τόν λογίτικο σκοπό, νά συνοδεύει τόν Διόνυσον στόν 'κώμον"\ Γιά τή βαρυσήμαντη μαρτυρία τοϋ άποσπάσματος πώς ό διθύραμβος είναι "τό τραγούδι τοϋ κώμου τοΰ Διονύσου" θά γίνει παραπέρα πλατύτερος λόγος (= 6ο). 'Ανακεφαλαιώνοντας έδώ, τονίζουμε πώς οί άρχαιότερες μαρτυρίες γιά τόν Διθύραμβο τόν συμπιάνουν μέ τόν Διόνυσο, σύνδεσμο πού τόν μαρτυροϋν ή καθιέρωση τών Διθυραμβικών 'Αγώνων στά Μεγάλα Διονύσια κ'ή παράσταση τής άπότοκης Τραγωδίας στό ίδιο διονυσιακό πανηγύρι. Τόν ίδιο σύνδεσμο τονίζουν κι δλες οί ύστερότερες μαρτυρίες μας, μ'δλη τήν παρουσία του καί σέ λατρείες άλλων θεών (δπως τοΰ 'Απόλλωνα) πού ή έξήγησή της δέν άθετεί τόν άρχικό, ούσιαστικό καί σταθερό, διονυσιακό του χαραχτήρα. 'Από τό άπόσπασμα τοΰ 'Αρχιλόχου βγαίνει άκόμη πώς ό 'έξάρχων' τοΰ Διθυράμβου είναι ό ίδιος ό ποιητής του. Αύτό έχει έξαιρετική σπουδαιότητα γιά τή διαμόρφωση τής Τραγωδίας, γιατί κι ό πρώτος της ήθοποιός, πού βγαίνει άπό τόν 'έξάρχοντα*, είναι καί πάλι ό ποιητής της. Ό μύθος πάλι, πού συνδέει μέ τόν 'Αρχίλοχο τήν 'είσαγωγή* τής διονυσιακής λατρείας στήν Πάρο, είναι τυπικός, παρόμοιος μέ τό μύθο τής 'είσαγωγής' τής ίδιας λατρείας στήν 'Αττική (κ'έξ άλλου, μέ τήν άναβίωση τής Διονυσιακής Θρησκείας στούς άρχαΐκούς αιώνες, ή λατρεία της παρουσιάζεται στούς τοπικούς μύθους νά 'είσάγεταγ παντοΰ, δπου, καθώς ξέρουμε άπό άλλα τεκμήρια, προϋπάρχει). Έτσι, καί μ'δλο πού μιά σειρά ποιήματα τοΰ 'Αρχιλόχου τιτλοφορούνται Ίόβακχοι, δέν μπορούμε νά ποϋμε άν 'έξάρχει τόν διθύραμβον' σά θρησκευτικός λειτουργός, έπικεφαλής μιάς λατρειακής όμάδας διονυσιαστών, ή σάν κοσμικός ποιητής, έπικεφαλής μιάς όμάδας κωμαστών πού παίρνει τή θέση τής λειτουργικής όμάδας. Σέ κάθε περίσταση ό Διθύραμβος, σά χορωδικό τραγούδι σχετισμένο μέ μιάν όρισμένη λατρεία, άνήκει άρχικά σέ μιά λειτουργική όμάδα. Τή φύση τής δμάδας αύτής μάς τή δείχνει ό θιασικός χαραχτήρας τής Διονυσιακής θρησκείας. Καθώς, έτσι, ό Διθύραμβος παρουσιάζεται παντού νά τραγουδιέται άπό άνδρικές χορωδίες- νά μή σχετίζεται μέ τριετηρίδες ή άλλες σφραγίδες μαιναδισμοϋ* καί καθώς συνοδεύει τόν 'κώμον' τής άνάδειξης τοΰ νικητή τοΰ Έποχικοΰ Δράματος (= 6ο): είναι τό λειτουργικό

153 τραγούδι τών άνδρικών διονυσιακών θιάσων. 'Αφού. έτσι, τό τραγούδι είναι διονυσιακό, θέμα τού Διθυράμβου είναι κάποιος άπό τούς μύθους τού Διονύσου. Μιά περικοπή τού Πλάτωνα τόν περιορίζει στή γέννησή του. Αραδιάζοντας κάποια είδη τής Χορικής, συμπληρώνει: καί άλλο, διονύσον γένεσις, οΐμαι, διθύραμβος λεγόμενος. Τό οΐμαι πιστεύεται πώς είναι είρωνικά σκεπτικιστικό γιά τή λογοπαιχτική έτυμολογία τού όνόματος άπό τό 'δύο θύραι', άναφορικά μέ τή διπλή γέννηση τού Διονύσου. Τό ίδιο δμως καλά ή λέξη θά μποροϋσε νά χρησιμοποιηθεί γιά νά μετριάσει τήν κωμική έπισημότητα μιάς πληροφορίας σέ πολυγνώριμο θέμα. "Αν είναι έτσι, ή πληροφορία τού Πλάτωνα όρίζει ένα σταθερό θέμα τού άρχαιότερου Διθυράμβου (γιατί ό νεότερος έχει άλαργέψει άπό τούς διονυσιακούς μύθους πού τόν πρωτοθρέφουν). Τό θετικό δεδομένο τής πληροφορίας στηρίζεται σέ μεγάλο βαθμό άπό τήν άνοιξιάτικη τέλεση τοϋ Διθυράμβου' γιατί ή γέννηση τοϋ Θείου Βρέφους πέφτει στήν άνοιξη πάντα. "Ενα μάλιστα άπόσπασμα άπό διθύραμβο τού Πινδάρου, συνθεμένον γιά τά Μεγάλα Διονύσια ή τά 'Ανθεστήρια, στορίζει τόν έρχομό τής άνοιξης καί τούς άνοιξιάτικους διθυραμβικούς 'χορούς' νά προσιμώνουν μέ τά τραγούδια τους τή Σεμέλη. Μά καί τ'δτι ή άρχαία παρετυμολογία πού άναφέραμε (τή μεταχειρίζεται κι ό Εύριπίδης σέ λυρικό κομμάτι τών 'Βακχών', 523 κέ.), συμπιάνει τ'δνομα τού Διθυράμβου μέ τή διπλή γέννηση τοϋ θεοϋ, είναι καί καθαυτή μιά έπίμονη παρακίνηση νά εικάσουμε πώς άρχικό (καί βασικό) θέμα τοϋ θρησκευτικού αύτοΰ τραγουδιού είναι ή Γέννηση τού θεού του. Ό Ύμνος, πάλι, τών Κουρήτων άπό τήν Κρήτη (= 24, 34) κεντρικό θέμα του έχει τή γέννηση τού κρητικοϋ Δία, τής μινωικής μορφής τού έλλαδικοϋ Διονύσου. Ή γενική έτσι ένδειξη άρμονίζεται στό νά δείξει πώς ένα, ή τό προσδιοριστικό, θέμα τού παλαιότερου Διθυράμβου εϊταν ή γέννήση τού διονυσιακού Θείου Βρέφους. Ό άφετηριακός αύτός μύθος άνοίγει πλατύ τό δρόμο τού Διθυράμβου καί στούς άλλους μύθους τοϋ Διονύσου. Καθώς μάλιστα τό θείο βρέφος μεγαλώνει γοργότατα, τό ϊδιο τραγούδι πού μιλά γιά τή γέννηση τοϋ θεού, μπορεί νά μιλά καί γιά τά νεανικά κατορθώματα ή παθήματά του. Τό παράδειγμα τό'χουμε στόν Ύμνο τών Κουρήτων καί πάλι. Έδώ ό Χορός, γύρω άπό τόν βωμό τοϋ Δικταίου Διός, ίστορεϊ τή γέννηση τοϋ κρητικοϋ θεού καί τόν κράζει νά φανεί έπικεφαλής τοϋ θιάσου τών δαιμόνων του σά μέγιστος κούρος. Δέν έχουμε μαρτυρία πού νά χαραχτηρίζει σά διθύραμβο τόν ύμνο τών Κουρήτων, ή γενική δμως ένδειξη συγκλίνει σέ κάτι τέτοιο. Ή άνοιξιάτικη τέλεση τού Ύμνου τών Κουρήτων μαρτυριέται άπό τούς στίχους πού μιλούν γιά τό παγκρατές γάνος, τήν παντοδύναμη λαμπρότητα τού ύγροϋ στοιχείου πού ζωοποιεί, γιά τήν κίνηση τών έποχών καί γιά τή γονιμότητα πού φέρνει ό χορός τοϋ θεοϋ του. 'Από τήν άλλη, ό Ύμνος τών Κουρήτων καλεί καί καλωσορίζει τόν ξαναγεννη

154 μένο θεό, πού λείπει άπό τόν περασμένο χρόνο. 'Αξιοσημείωτο είναι έτσι πώς ένα άδέσποτο άπόσπασμα διθυράμβου καλωσορίζει τόν άνοιξιάτικο έρχομό τοο Διονύσου: άναβόασον αυτώι j Διόνυσον άείσομεν / Ιεραΐς έν άμέραις / δώδεκα μήνας άπόντα' / πάρα δώρα, πάντα δ'άνθη. Τέλος, ό "Υμνος τών Κουρητών είναι συνθεμένος σέ μονοστροφικό έπωδικό τύπο (όμοιόμετρες στροφές πού άκολουθούνται καθεμιά άπό τήν Ιδια έπικλητική έπωδό), άρχαϊκό τύπο τών λειτουργικών τραγουδιών, πού σ'αύτόν πρέπει νά υποθέσουμε πώς είταν κι ό άρχαιότερος Διθύραμβος συνθεμένος. Είναι, έτσι, άρκετά πιθανό πώς, όπως ό Διόνυσος, είναι έπιβίωση τού κρητικού Διός, έτσι κι ό Διθύραμβος, τό λειτουργικό τραγούδι του, είναι έπιβίωση τού λειτουργικού τραγουδιού τού μινωικού θεού, πού άντιπροσωπεύεται γιά μάς άπό τόν Ύμνο τών Κουρήτων. "Ο,τι κάνει τούς πλησιασμούς αύτούς σέ μεγάλο βαθμό πιθανούς, είναι πώς κ'οί δυό θεοί είναι θνήσκοντες θεοί, πρωταγωνιστές ένός 'Ιερού Δράματος, πού είναι καί ή κεντρική λειτουργία τής θιασικής τους λατρείας. Ό Διθύραμβος, σά λειτουργικό τραγούδι τού ανδρικού διονυσιακού θιάσου, είναι τό τραγούδι τού Ιερού τούτου δράματος, πού ένα στοιχείο του είναι κ'ή γέννηση τού θεού του. Τό δράμα τούτο, δπως καί τών άλλων Θνησκόντων Θεών, είναι προβολή τών μυητικών τελετών, άπό τή Φυλετική Μύηση Ισαμε τή θιασική Μύηση πού διαμορφώνει τό 'Εποχικό Δράμα (= 37) Τό 'Εποχικό τούτο Δράμα διαμορφώνει μέ τή σειρά του τήν Περιοδική Βασιλεία, κ'ή άνανέωση τής Βασιλείας αύτής τό μετασχηματίζει σέ Θείο Δράμα (= ) Τό συμπέρασμα είναι πώς στοιχεία τών δραμάτων αύτών φορτίζουν τόσο τό μύθο δσο καί τήν όρχηστικομιμική παράσταση τού Διθύραμβου, άπ'δπου, μέ τό λύσιμο τών θιασικών δρωμένων, διοχετεύουνται στίς κοίτες άλλων ρευμάτων. Μέ τήν έπισημοποίηση τής Διονυσιακής θρησκείας, ή λατρεία της παύει νά είναι θιασική, κ'ένώ μιά γραμμή τών θιασικών δρωμένων της κρατεί τόν μυστηριακό χαραχτήρα τους, μιά άλλη τά έκλαϊκεύει. Ή πρώτη γραμμή είναι άπό τά δρώμενα τών γυναικείων, ή άλλη άπό τά δρώμενα τών άνδρικών θιάσων. Ό κάθε, έτσι, Ικανός στόν αυτοσχεδιασμό ποιητής μπορεί, δπως ό 'Αρχίλοχος, νά ξέρει νά "βάλει μπροστά (έξάρξαι) τ'δμορφο τραγούδι τού Διόνυσου" καί νά τό τραγουδά μέ τήν όμάδα τών δικών του. 'Ακολουθώντας δμως τώρα τή μεγαλόδοξη σταδιοδρομία τής θρησκείας του, πού άπό άφανη, θιασική, άγροτική, τοπική, γίνεται έπίσημη, παλλαϊκή, πολιτειακή καί πανελλήνια, ό Διθύραμβος δέν είταν καταδικασμένος ν'άτροφήσει σά λειτουργικό ή λαϊκό τραγούδι. Στό κρίσιμο σημείο τής Ιστορίας του, δταν ξεκόβεται άπό τά θιασικά δρώμενα, βρίσκει έξαίρετες συνθήκες γιά μιά νέα σταδιοδρομία: 'Από τή μιά κλαδώνεται στόν τεχνικό Διθύραμβο, κι άπό τήν άλλη στό Δράμα. Τό πρώτο κατορθώνεται στήν Κόρινθο, μέ τήν ύποστήριξη τής τυραννίας τού Περιάν

155 δρου, τό δεύτερο στήν 'Αττική, μέ τή βοήθεια τής τυραννίας τοϋ Πεισιστράτου. 59 Σιληνοί καί Σάτυροι Οϊ Σιληνοί είναι δαίμονες τών έρημότοπων, μ'άνθρώπινο κορμί, μ'αύτιά μυτερά καί μ'ούρά καί μ'όπλές κάποτε, ή κνήμες άλόγου. Χαραχτηριστικό τους είναι κι δ ισχυρός φαλλισμός τους. Τά άρχαιότερα (γύρω στά 600 πχρ.) μνημεία μέ Σιληνούς είναι άττικά - ένα τέταρτο τού αιώνα άργότερα παρουσιάζουνται σέ κορινθιακά άγγεία, κι άπό τά μισά τοϋ ίδιου αιώνα είναι γνώριμοι σ'όλες τίς έλληνικές χώρες. "Εντονοι είναι οί σύνδεσμοι τους μέ τίς Νύμφες, πού παρουσιάζουνται νά τίς κυνηγούν, νά τίς άρπάζουν ή νά χορεύουν μαζί τους. ΟΙ πολλοί, πάλι, Σιληνοί συναλλάζουνται σταθερά μέ τόν ένα Σιληνό, ένώ στόν κύκλο τού Διονύσου παρουσιάζουνται άπό τό δεύτερο μισό τού 6ου ΑΙώνα. Τά μνημεία είναι λιγοστά κι ό σύνδεσμος τόσο χαλαρός δσο μιά συναπεικόνιση μόνο. Οί Σάτυροι, άπό τήν άλλη, πρωτοπαρουσιάζουνται σ'άπόσπασμα τού 'Ησιόδου νά βγαίνουν άπό τή θηλυκή γραμμή τοϋ γένους τοϋ Φορωνέως, άπ'δπου κ'οί Νύμφες τών βουνών κ'οί Κούρητες, θεοί φιλοπαίγμονες όρχηστήρες. Μυθολογική μαρτυρία μιλά γιά τόν Σ ά τ υ ρ ο ν, πού κλέβει τά κοπάδια τών Άρ κάδων καί τόν σκοτώνει ό έπώνυμος τής 'Αργολίδας ήρως "Αργός. Φιλολογική, τέλος, μαρτυρία άναγράφει στόν ποιητή Άρίονα πώς παρουσίασε Σατύρους νά μιλοϋν μέ στίχους. Άπ'αύτά βγαίνει πώς οί Σάτυροι είναι μυθικές προβολές συνονόματων προσώπων, πού τελοϋν (όρχηστικές) παραστάσεις, ή δαίμονες, άλλιώς, πού παρασταίνουνται άπό συνονόματα πρόσωπα - πώς ή όμαδικότητά τους κορυφώνεται, δπως τών Σιληνών καί τών Πανών, σ'έναν έπώνομο κορυφαίο - κι ότι αφετηρία τους είναι ή 'Αργολίδα, δπου κ'οί τρεϊς μαρτυρίες μάς όδηγούνε. Έκεί μάς όδηγά καί τό Σατυρόδραμα, ή δεύτερη χρονολογικά, ύστερα άπό τό ήσιόδειο άπόσπασμα, μνημόνευσή τους: ό Χορός Σατύρων είναι σταθερό στοιχείο τού δράματος αύτοϋ καί τό δνομα Σάτυροι είναι, σίγουρα, τό άρχικό δνομά του. Στίς άγγειογραφικές δμως σκηνές άπό Σατυροδράματα, οί Σάτυροι παρουσιάζουνται ίδιοι μέ τούς Σιληνούς, άλογοδαίμονες κι αύτοί μ'άνθρώπινο κορμί, άλλά μ'αύτιά μυτερά καί ούρά άλόγου. Δίπλα στά μνημεία πού δέν ξεχωρίζουν άπό τούς Σιληνούς, οί φιλολογικές μαρτυρίες μεταχειρίζουνται τά δυό όνόματα σάν ταυτόσημα, έτσι πού άργότερα νά ξηγιοϋνται σάν παλαιό καί νέο δνομα τών ίδιων δαιμόνων: ους ήμεΐς Σατύρους λέγομεν, οί άρχαΐοι Σιληνούς έκάλουν. 154

156 Γιά μιά θεωρία τά δυό όνόματα είναι διαφορετικές όνομασίες τών Ιδιων άλογοδαιμόνων, πού στόν Ιωνικό κόσμο τούς λένε Σιληνούς καί στήν 'Αργολίδα Σατύρους. Γιά μιάν άλλη, οί Σάτυροι είναι τραγοδαίμονες πού, δταν Ιρχουνται μέ τό Σατυρόδραμα στήν 'Αθήνα, ταυτίζουνται μέ τούς Σιληνούς καί τούς παίρνουν άλογομορφικά χαραχτηριστικά, άφήνοντας τά τραγομορφικά τους. Τό Σατυρόδραμα έρχεται στήν 'Αθήνα τό τελευταίο τέταρτο τοΰ 6ου Αίώνα άπό τή βορειανατολική Πελοπόννησο μέ τόν Πρατίνα, πού παραδίνεται σάν ό πρώτος ποιητής Σατυροδραμάτων. Έδώ άγϊιπιέται άπό τό Κοινό καί προσθέτεται στίς τριλογίες, δταν καθιερώνεται ό κανόνας τής τετραλογίας, πιθανότατα μέ τήν άναδιοργάνωση τών Μεγάλων Διονυσίων στό κλείσιμο τοΰ 6ου Αίώνα. Ή πληροφορία πώς ό Πρατίνος στάθηκε ό πρώτος ποιητής Σατυροδραμάτων θά σημαίνει βέβαια πώς έκαμε γιά τό Σατυρόδραμα δ,τι ό Θέσπις γιά τήν Τραγωδία: 'Από τό τραγούδι καί τήν δρχηση μιάς χορευτικής όμάδας Σιληνών / Σατύρων πού άναπαράσταινε κάποιο 'δρώμενον' τής 'Αγροτικής Μαγείας, διαμόρφωσε ένα τεχνικό δράμα. Ποιό είταν τό 'δρώμενον' αύτό δέν μπορούμε νά πούμε. Τό Σατυρόδραμα δέν είχε αυτόνομη έξέλιξη κ'ισως ούτε καταβολή, γιά νά κρατήσει λείψανα τής Ιερουργικής του άφετηρίας: Πλάθεται πάνου στόν τύπο τής Τραγωδίας, μονάχα πού, κρατώντας τό Χορό τών Σατύρων, δημιουργεί μιάς λογής παΐζονσαν τραγ ω- δ ί αν. Σέ κάθε περίσταση δμως ό σκηνικός χώρος δέν θά συνέδεε τόσο στενά τούς Σιληνούς / Σατύρους μέ τόν Διόνυσο, άν δέν είχαν κι αύτοί κάποιο ρόλο στό μεγάλο δράμα τής χρονιάτικης άνανέωσης τής φύσης άπ'δπου βγαίνουν κ'ή Τραγωδία κ'ή Κωμωδία. ΕΙκάζουμε έτσι πώς τό Σατυρόδραμα βρίσκει δημιουργημένο τόν σύνδεσμο Σιληνών / Σατύρων μέ τόν Διόνυσο καί τόν καλλιεργεί καί τόν στενεύει. Ή άπλή συναπεικόνιση άτονεϊ κ'οί άλογοδαίμονες παρουσιάζουνται ύπερέτες, μουσικοί κι άκόλουθοι τοΰ θεοΰ, ύστερα γλεντοκόποι τής μέθης του, κωμαστές του καί συγκωμαστές καί μέλη, τέλος, τοΰ θιάσου του, βακχευτές δίπλα στις βάκχες του, φορώντας ή κρατώντας τά μαιναδικά έμβλήματα, τά πανθηροτόμαρα καί τά λαφοτόμαρα, τούς θύρσους, τά φίδια καί τά τουμπανάρια τους (χωρίς ν'άφήνουν τά δικά τους δργανα, τόν διπλαυλό καί τή λύρα). Ή σύνδεσή τους μέ τόν Διόνυσο κ'ή κατεργασία τους άπό τό Σατυρόδραμα, άλλάζουν ριζικά τόν χαραχτήρα τών Σιληνών / Σατύρων, πού άνθρωπίζουνται όλότελα στήν έκφραση, στά συνήθια καί στά καμώματά τους. Ένώ, πάλι, οί παλαιότεροι είκονισμοί δέν ξεχωρίζουν ήλικιακά τούς Σιληνούς, άπό τό πρώτο μισό τοΰ 5ου Αιώνα παρουσιάζουνται γεροντότεροι καί νεότεροι, πού στή φιλολογική παράδοση τή θέση τών νεότερων τήν παίρνουν οί Σάτυροι, έτσι πού τά δυό όνόματα νά προσφέρουνται τώρα στή διαφορά τής ήλικίας: τους ήλιχίψ τών Σατύρων προήκοντας όνομάζουσι Σιληνούς... Στόν 'Κύκλωπα' τοΰ Εύ

157 ριπίδη παρουσιάζεται μιά όμάδα Σατύρων μ'έπικεφαλής ένα γέρο-σιληνό, πού τούς έχει παιδιά του. Ό γέρος αύτός Σιληνός συχνοπαρουσιάζεται στήν ύστερότερη παράδοση σάν παραστάτης, άρχιμύστης, καί 'τροφός' τού Διονύσου. "Αλλη μεταβολή φέρνει ή συνάντηση τών Σατύρων μέ τούς Πάνες. Στήν 'Αθήνα, δπου μορφώνεται τό Σατυρόδραμα, ή λατρεία τού Πανός έρχεται ύστερα άπό τή μάχη τού Μαραθώνα. 'Από τήν άρχή δμως τού 5ου ΑΙώνα φιλολογικές μαρτυρίες προδίνουν περισσότερους Πάνες καί, καθώς τά μνημεία μαρτυρούν τραγοδαίμονες άπό τήν άρχαΐκή έποχή, εικάζεται πώς ό Πάν, πού τό δνομά του πρωτοσυναντιέται μόλις στόν 6 Αιώνα, κορυφώνει μιάν όμαδικότητα Πανών, πού κρατεί παράλληλη τήν ύπαρξή της. 'Αττικές άγγειογραφίες τού 5ου ΑΙώνα, εικονίζουν τραγοδαίμονες καί κάποτε σέ σκηνές "Ανόδου' μιάς θεότητας, πού άναθυμίζουν άγγειογραφίες μέ σκηνές Σατυροδραμάτων. Συγγενικοί στήν παράσταση, οί άλογοδαίμονες Σάτυροι πλησιάζουνται στούς τραγοδαίμονες Πάνες, καί άπό τήν έλληνιστική έποχή ή λέξη 'σάτυρος' σημαίνει δλο καί περισσότερο άνθρωπόμορφο δαίμονα, πού τά άλογομορφικά χαραχτηριστικά τών παλαιοτέρων Σατύρων άντικατασταίνουνται, στήν παράστασή του, μέ τά τραγομορφικά χαραχτηριστικά τού Πάνα. «Ο Πομπή - 'Αγών - Κώμος Κάτου άπό τό 'Εποχικό Δράμα (= 37) βρίσκεται τό σχήμα πομπή - άγόχν - κώμος (Cornford Thomson). 'Πομπή' είναι ή ίεροπομπική πορεία μιάς όμάδας (θιάσου, πανηγυριστών, Χορού) σ'όρισμένο τόπο δπου θά στηθεί ό άγώνας. "Αγών', πάλι είναι άγώνας άτόμων ή ομάδων στόν τόπο αύτό (ύστερότερα τό βωμό, δταν ό "Αγώνας' άντικατασταίνεται μέ τή θυσία πού τόν σφράγιζε πρώτα). 'Κώμος', τέλος, είναι ή πανηγυρική έπιστροφή τής όμάδας μέ τόν νικητή έπικεφαλής της. Τό ίδιο σχήμα βρίσκεται κάτου άπό διονυσιακά, καί λογίς όμόλογα άλλα, πανηγύρια. Στά 'Αγροτικά, έτσι, Διονύσια έχουμε 'πομπήν', 'θυσίαν' (πού παίρνει τή θέση τού 'άγώνος') καί 'κώμον'. Στά Μεγάλα Διονύσια μιά προκαταρκτική ιερουργία όδηγά τό ξόανο τού Διονύσου 'Ελευθερέως στήν 'Ακαδήμεια ('πομπή') - έκεί τελούνται θυσίες ('άγών') - κι άκολουθά πανηγυρική έπιστροφή ('κώμος'). Τήν άλλη μέρα έχουμε νέα πομπήν, τέλεση τών Διθυραμβικών "Αγώνων ('άγών') καί τό κλείσιμο τής μέρας μ'έναν κώμον. Ή πομπή τών Χοών, τής δεύτερης μέρας τών 'Ανθεστηρίων (= 45) είναι ένας κώμος πού όδηγά τόν Διόνυσο στό 'Βουκόλιον' γιά νά τελέσει τόν 'Ιερό Γάμο του μέ τή 'βασίλισσα', μά πάνου στό δοσμένο τυπικό μετασχηματίζεται σέ 'πομπήν', πού τόν άκόλουθο 'άγώνα' τόν σχηματίζουν οί άγώνες τής οινοποσίας, καί τόν άκόλουθο *κώ

158 μον' τόν άναδέχουνται οί πολυάριθμοι κώμοι τών γιορταστών, πού κλείνουν τή μέρα τούτη. Τό ίδιο σχέδιο παρατηριέται τήν άκόλουθη μέρα τών Μεγάλων Διονυσίων, δπου έχουμε νέα πομπήν, τέλεση τών διθυραμβικών άγώνων ('άγών'), καί κλείσιμο τής μέρας μ'έναν κώμον. Τό σχέδιο παρατηριέται στήν Τραγωδία: Ή 'πάροδος', ή είσοδο τού Χορού στήν 'Ορχήστρα, είναι μιά 'πομπή' ή ίδια ή δραματική δράση είναι ένας 'άγών' τών δραματικών προσώπων- ή 'έξοδος', τέλος, είναι μιάς λογής 'κώμος'. Στήν Κωμωδία ξανάχουμε μέ τήν 'πάροδον' τήν 'πομπήν' έναν πραγματικό 'άγώνα' άνάμεσα στά δυό ήμιχόρια καί στούς δυό άνταγωνιστές- κ'έναν πανηγυρικό, τέλος, στήν 'έξοδον', 'κώμον'. Τό ίδιο σχέδιο ξανάρχεται στούς διθυραμβικούς καί δραματικούς άγώνες τών Μεγάλων Διονυσίων. Είδαμε πώς οί διθυραμβικοί άγώνες έδώ, ('άγών'), προοιμιάζουνται άπό μιά 'πομπήν' κ'έπιλογίζουνται άπό έναν 'κώμον'. Τή θέση τής 'πομπής' στούς τραγικούς άγώνες τήν έχει ό 'προαγών' (ή πομπή τών ποιητών καί ήθοποιών στό Ωδείο) οί άγώνες τή θέση τού 'άγώνος' κι ό πανηγυρισμός τού ποιητή πού νικά τή θέση τού 'κώμου*. Μέσα στό πνεύμα τής δημοκρατικής Ισότητας, πού παρακινά τήν ώφέλιμη γιά τό δημόσιο άμιλλα τών δημιουργικών δυνάμεων, δλα τραβούνε νά κοπούνε πάνου στό άρχαΐο σχήμα τού "Εποχικού Δράματος: πομπή - άγών - κώμος. Τό σχέδιο δείχτηκε καί κάτου άπό τό δράμα τής 'Ολυμπίας. "Υστερα άπό τή νίκη του, ό "Ολυμπιονίκης όδηγιέται μέ πανηγυρική παράτα τών δικών καί τών φίλων του στούς βωμούς, μ'ένα παραδομένο τραγούδι (τόν καλλίνικον). Ή παράτα αύτή παραδίνεται πώς λεγόντανε κώμος άκολουθούσε τόν άθλητικόν άγώνα - ένώ μιά 'πομπική' δδός πού όδηγούσε στήν Άλτιν συμπληρώνει τό σχήμα μέ μιά πομπήν, πού όδηγούσε τούς άθλητές στόν άγώνα. Τί θά πει έτσι πώς ό διθύραμβος είναι τό 'Τραγούδι τού κώμου τού Διονύσου', σύγκωμος Διονύσου (= 58), ξηγιέται άπό τό τραγούδι τού 'κώμου' τού όλυμπιονίκη, κι αύτό, πάλι, άπό τό τραγούδι τού κρητικού Δία, πού, άπό τραγούδι τού κουρητικού θιάσου πού πανηγυρίζει τόν μέγιστον κοϋρον (= 34) γυρίζει σε κλητικό ύμνο τών λατρευτών του: Ό νικητής στόν άγώνα τού 'Εποχικού Δράματος, ό 'μέγιστος κούρος', ό 'Ολυμπιονίκης, ό Διόνυσος ή έκεΐνος πού ένσαρκώνει τόν 'μέγιστον κούρον' καί τόν Διόνυσο, ό μαγικός 'βασιλιάς' τής χρονιάς, όδηγιέται στό γυρισμό του άπό μιά πανηγυρική παράτα πού τραγουδά τόν θρίαμβό του. Τή συνέχεια τού "κώμου* τού 'Ολυμπιονίκη τή δίνει ή εικόνα τού θριαμβικού στήν πατρίδα του γυρισμού του. Γυρίζει πορφυροντυμένος πάνω σ'άρμα πού τό σέρνουν άσπρα άλόγατα καί τού γκρεμίζουν ένα μέρος άπό τό κάστρο γιά νά'μπει. Είναι τιμές θεϊκές πού, μαζί μέ τ'άλλα προνόμια, «δέν τού άναγνωρίζουνται βέβαια γιατί στάθηκε ένας καλός άθλητής», μά, γιατί σάν άπομεινάρι τού άρχαίου θεοβασιλιά, είναι τό λείψανο ένός θεού ένσαρκωμένου. Τό τέλειο άντίστοιχο τό'χουμε στόν ρωμαϊκό 'θρίαμβον', πανηγυρική τελετή τών νι

159 κητών στρατηγών, μά στήν προϊστορία της τελετή άποθέωσης τών άρχαΐων βασιλέων. Μιά μεγάλη πομπή άνεβάζει έδώ τό θριαμβευτή στό Καπιτώλιο, τήν Εδρα τοϋ Δία, φορεμένον τά παράσημα τής άρχής, τά έμβλήματα τών παλαιών θεοβασιλέων τής Ρώμης. Στέκει πάνω σ'άρμα πού τό σέρνουν τέσσερα δαφνοστεφανωμένα άλόγατα* φορά πορφύρα στολιδωμένη μέ μάλαμα (τό χρώμα και τό μέταλλο τής άθανασίας) στό δεξί του κρατά δαφνόκλαδο καί στ'άριστερό του σκήπτρο μ'άετό στήν κορφή (όμοίωμα τοΰ σκήπτρου τοΰ Δία, δπως, στίς άγγειογραφίες, οί βασιλιάδες τής Τραγωδίας) καί πάνω άπό τό κεφάλι του ένας σκλάβος κρατεί στέμμα χρυσό, σχεδιασμένο σά στεφάνι άπό φύλλα βαλανιδιάς, τοΰ ίεροΰ δέντρου τοΰ Δία. Είναι ένας 'κώμος' ύστερα άπό νικηφόρο άγώνα του, συνέχιση τοΰ 'κώμου' τοΰ άρχαίου βασιλιά ύστερα άπό τόν νικηφόρο άγώνα του πού τόν κάνει βασιλιά κ'ένσάρκωση τοΰ θεοΰ του. Τήν τελετή αύτή οί Ρωμαίοι τήν παίρνουν άπό τούς "Ετρούσκους, λαό μ'άναντίλογους αίγαιακούς σχετισμούς, πού παραδίνουν καί τό προελληνικό δνομά της θρίαμβος (γυρισμένη στή λέξη Triumfihus). 'Ανήκει, έτσι, στό σχήμα τοΰ αίγαιακοΰ Έποχικοΰ Δράματος, πομπή - άγώνκώμος, καί στίς θεοβασιλικές του άναπτύξεις. Έτσι δέν είναι παράξενο πώς ή στενότερη έτυμολογική συνάφεια τής προελληνικής λέξης διθύραμβος είναι μέ τή λέξη θρίαμβος καί πώς τό θρίαμβος, είναι, δπως καί τό Διθύραμβος, έπίθετο τοΰ Διονύσου, πού, σ'ένα διθύραμβο (δπως εικάζεται) τοΰ Πρατίνα, συνδυάζουνται στό έπίθετο θριαμβοδιθύραμβος κιόλας. 'Αξιοσημείωτο είναι, έτσι, καί πώς στοιχεία τοΰ άρχαίου τούτου θεοβασιλικοΰ κώμου ξεμένουν στούς 'χορηγούς' καί τούς ποιητές τών διθυραμβικών καί τραγικών άγώνων. Ό "Αλκιβιάδης σάν 'χορηγός' πήρε μέρος στήν 'πομπήν' τών Διονυσίων γιά τό Θέατρο φορώντας πορφύρα (δτε δε χορηγοίη πομπεύων έν Πορφυρίδι, είσιων είς τό θέατρον έθαυμάζετο...) καί πώς ό Δημοσθένης παράγγειλε στόν τεχνίτη, δταν είταν 'χορηγός', νά τοΰ φτιάσει γιά τήν 'πομπήν' χρυσό στέμμα καί χρυσοκλωσμένο φόρεμα (στέφανον χρυσοΰν κατασκευάσαι καί Ιμάτιον διάχρνσον ποιήσαι, δπως πομπεϋσαι έν αύτοϊς τήν Διονυσίων πομπήν...). "Αν θυμηθούμε πώς ό πραγματικός νικητής τών άγώνων αύτών είναι ό 'χορηγός', δέν βρίσκουμε άσχέτιστα τά θεοβασιλικά αύτά έμβλήματα μέ τά δμοια τοΰ Θριαμβευτή καί τοΰ 'Ολυμπιονίκη. Σέ δυό, πάλι, έπιγράμματα γιά διθυραμβικές νίκες συναντούμε τήν εικόνα τοΰ νικητή άνεβασμένου σ'ένα θριαμβικό άρμα. Στό ένα είναι πάλι ό 'χορηγός' πού φέρεται πάνου στ"άρμα τών Χαρίτων' (δρμασιν Χαρίτων φορηθείς) μέ τό κεφάλι στολισμένο μέ ταινίες καί ρόδα, καί στ'άλλο, (τοΰ Σιμωνίδη), ό Ιδιος ό ποιητής "πού άνέβηκε στό περίλαμπρο άρμα τής μεγαλόδοξης Νίκης": εύδόξον Νίκας άγλαόν άρμ'έπέβης. Κάτου άπό τις εικόνες αύτές, πραγματικές ή μεταφορικές, καλοξεχωρίζει ή άρματοφορία τοΰ Θριαμβευτή καί τοΰ "Ολυμπιονίκη. 158

160 61 Ό Θεός τών 'Αντιθέσεων Ο Διόνυσος είναι ό θεός τών αντιθέσεων τής πρωτογονικής νοοτροπίας. Θεός τής μεταληπτικής 'κοινωνίας', χαρίζει τών πιστών του μιά νέα ζωή, πεθαίνοντας, μέσα στό θύμα τής 'κοινωνίας', ό Ιδιος. Θεός τής ύπέρτατης έξαρσης είναι καί θεός τής άκρότατης φρίκης. Ό μελιζόμενος και μή διαιρούμενος, ό πάντοτε έσϋ ιό μένος και μηδέ δ απανώμενος, πεθαίνοντας μέσα στα άτομα, μένει άθάνατος μέσα στό είδος. Τό θύμα τής θιασικής μετάληψης γυρνά σ'ένσάρκωση τού Φεγγαριού, πού άνανεώνεται μέ τούς θανάτους καί τούς ξαναγεννημούς του. Πρότυπο τής πολλαπλότητας στήν ένότητα καί τής ένότητας στήν πολλαπλότητα, είναι τό φεγγάρι πρότυπο καί τού Θανάτου καί τής 'Αναβίωσης τής μυητικής διαδικασίας. Μέσα άπό τούς μυητικούς του σχετισμούς, τό Πνεύμα τής Ώμοφαγίας άναδέχεται τίς λειτουργίες καί τίς άντιθετικότητες τού Φεγγαριού, πάνου στόν 'Κύκλο τής Ζωής καί τού θανάτου'. Ή τοτεμική, φεγγαρική, μυητική τού Κύκλου τούτου 'άρχή' (= "Ή Ζωή είναι θάνατος κι ό Θάνατος είναι Ζωή") όρίζει τίς λειτουργίες καί τίς άντιθετικότητες τού θεού, γιά νά προβάλει, δόγμα βασικό, τής όρφικοδιονυσιακής Ιδεολογίας. Ξεκινώντας, έτσι, άπό ρίζες τοτεμικές, όργανώνεται μέσα άπό τή φεγγαρική διαδικασία τής Φυλετικής καί τής Θιασικής Μύησης, κι άπό Πνεύμα τής Ώμοφαγίας στήν άρχή, γυρνά σέ Θνήσκοντα Θεό τής βλαστικής Μαγείας. Θεός τού σπαραγμού καί τής Ώμοφαγίας είναι, έτσι, καί θεός τής Βλάστησης, βασιλεύοντας, σάν τό Φεγγάρι, τόσο μέσα στά αίματα δσο καί μέσα στούς χυμούς τής βλαστικής λειτουργίας. Ό σπαραχτής στίς χειμωνιάτικες 'τριετηρίδες' του θεός, πού άνεμίζει κομμάτια άγριμιών, ξαναγυρίζει στ'άνοιξιάτικα πανηγύρια του κρατώντας ένα λουλούδι. Θεός τής Μανίας', είναι καί θεός τής "Εμπνευσης (πού είν' ένα είδος 'μανία' κι αύτή) καί σχετισμένος έτσι μέ τίς Μούσες. Θεός πού συντροφεύεται άπό τις Μούσες κι άπό τις Χάριτες, καί Μουσαγέτης έτσι καί Χαριδότης θεός, είναι, καθώς καί τό Φεγγάρι, ένας θεός άνθρωποφάγος. Μαινόμενος ό ίδιος καί Μανιοδότης θεός, είναι μαζί θεός μανιολύτης. Στανευτικά ξεγεννημένος άπό μάνα θνητή, κυοφορείται καί ξαναγεννιέται άπό'ναν θεϊκό πατέρα. Είναι ένας άπό τούς άθάνατους θεούς μ'άντάμα καί θνητός θεός, γνωρίζοντας, τήν έμπειρία τού θανάτου. Ό σπαραχτής κι άνθρωποφάγος αύτός θεός είναι μαζί καί Λυτρωτής καί Σωτήρας θεός, άποθεώνοντας μέ τή μεταληπτική κοινωνία τόν άνθρωπο, καί γλυτώνοντας μέ τήν άνάστασή του κάθε χρόνο τόν κόσμο άπό τό θάνατο θανάτω θάνατον πατήσας. 'Αρμονίζοντας έτσι, τή Φύση μέ τήν κοινότητα, είναι θεός καί τής ψυχής, Ισορροπώντας τόν καταπεσμό της μέ τήν έξαρση, τίς 159

161 αγωνίες της μέ τις έλπίδες. Είναι θεός βασιλικός κι αντάμα λαϊκός θεός, πού συμμερίζεται τή μοίρα τών πολλών και πού τούς μεταδίνει κάτι άπό τή θεϊκή εύδαιμονία του κι αθανασία. Μέσα άπό τήν ψυχολογία τής θιασικής λατρείας του, άνακρατεϊ στούς διαφορισμούς τό 'πλάσμα' τής Φυλετικής 'Ισότητας καί τό ύποστατώνει σά θεός τών λαϊκών γιά τή δημοκρατία κινημάτων. Ξαναϋποστατώνοντάς το μέ τή Δημοκρατική 'Ισότητα, τήν άνασώζει σάν πλασματική κι αύτή μέσα στούς κοινωνικοπολιτικούς διαφορισμούς τών έλληνιστικών καί ύστερότερων αιώνων. Ανδρόγυνος θεός είναι μαζί καί θεός φαλλικός' άκολουθιέται άπό γυναίκες συντρόφισσες κι άπό όμάδες φαλλικών δαιμόνων* στανεμένος νά γίνει θεός τών πολιτειών, άνακρατεϊ τήν τάση τού ξαναγυρισμού μέ τόν πρωτογονικότερο τρόπο στήν άγρια φύση. Θεός τής άκρότατης έντασης τής ζωής, είναι μαζί καί θεός τού θανάτου* φίλος στόν κόσμο τούτο τών ζωντανών, φίλος στόν άλλο κόσμο καί τών πεθαμένων. Μέσα στήν άρμονία καί στό λάμπος τής κοινωνικοπολιτικής συγκρότησης φέρνει τήν άρρυθμία καί τά ήσκιώματα τών προπερασμένων αίώνων* μέσα στή στατική μεγαλοπρέπεια τών έλληνικών κ'έλληνισμένων θεών, άνακρατεϊ τήν άεικινησία καί τήν έτερομορφία τής προολυμπιακής δαιμονοκρατίας. Κράζεται άπό τούς λάτρες του ν'άναφανεϊ νά στοιχειώσει τήν πλάση* κ'ή 'έπιφάνειά' του πότε είναι εύεργετική, μεταμορφώνοντας τόν κόσμο σ'ένα κόσμο θαυματικό, καί πότε καταστροφική, αναστατώνοντας τόν φυσικό ρυθμό καί φέρνοντας τή συμφορά καί τόν τρόμο. 'Ατόφιος στήν ένότητά του θεός, διαφορίζεται άέναα στήν πολλαπλότητα, άναγυρίζοντάς τη στήν ένότητα πάλι. Ή κυριότερη ζωομορφική του παράσταση είναι τού Ταύρου, πού συναλλάζεται άξεδιάλυτα μέ τήν ανθρώπινη παράστασή του. Μέ τήν παράσταση τού ταύρου συναλλάζεται, φεγγαρική κι αύτή, ή τραγομορφική* στό βάθος τους διανεύει ή άρχαιότερη λεοντομορφική* καί, μέσ' άπ'δλες τους, ή φιδομορφική παράστασή του. Ό Κισσός καί τό Κλήμα, τό Κλαρί καί τό Δέντρο, πού πλαισιώνουν τίς ζωομορφίες του, φτάνουνε σ'ένα δεντρικό όμοίωμα: τόν Διόνυσο-Στύλο. Ή άνθρωπομορφική παράστασή του πού συμπιάνει σ'ένα σχήμα τήν πολυμορφία του, είναι ένα άδειο προσωπείο: Ή παρουσία τού θεού στήν άπουσία του, κ'ή άπουσία του στήν παρουσία. 'Ολύμπιος άπό τό τέλος τών άρχαϊκών αιώνων, γίνεται μέ τό δαιμονικό του φυσικό πηγή ρευμάτων μυστικιστικών πού διασπούν τόν ορθολογισμό τού έλληνικοΰ στοχασμού, ξανανεβάζοντας πλευρές τής πρωτογονικής νοοτροπίας. Θεός τών ξαφνικών 'Επιφανειών', είναι μαζί θεός τών ξαφνικών αφανισμών* τά τραγούδια του είναι παθώ* μεστά καί μεταβολής, πλάνην τινά xai ύιαφόρησιν ίχούσης. Μέ τις 'φθορές' καί τις 'άναβιώσεις' του, μέ τούς διαφορισμούς καί τίς ξανακερδισμένες ένότητες, μέ τούς αιφνιδιασμούς καί τις άρρυθμίες του, άντιπροσωπεύει τις πιό άντίθετες μέ τόν 'Απόλλωνα άρχές, κι ώστόσο μέ κανένα θεό δέ συνδέεται, δσο μέ τόν 'Απόλ- 160

162 λωνα, στή λατρεία. Κ'οί δυό τους ξεκινούν άπό τό ίδιο φυσικό (= 77)» διαφορίζουνται όμως άρμοσμένοι σέ διαφορετικές νοοτροπίες. Ό 'Απόλλωνας άρμόζεται μέ τήν έλληνική, ό Διόνυσος άνακρατεϊ τήν προελληνική νοοτροπία. Καθώς ή προελληνική παράδοση μπαίνει στίς κοίτες τής έλληνικής κ'ή έλληνική άναχύνεται, άντίθετα, στίς κοίτες τής προελληνικής, οί ριζικά άντίθετοι τοϋτοι θεοί, συλλατρευόμενοι άπό βαθειάν άρχαιότητα, διασταυρώνουν καί ταιριάζουνε τούς άντιθετικούς τους χαραχτήρες. Κατάφορτος άπό τ'άχνάρια καί τίς μνήμες τών πρωτόγονων ριζών, άρμόζεται ό Διόνυσος στούς κύκλους τών έλληνικών ρυθμών καί γίνεται ένας άπό τούς θεούς τούς κορυφαίους τοϋ πολιτισμού* παίρνει σά Μουσαγέτης τή θέση τού 'Απόλλωνα* διεκδικεί, σάν έφορος τής κοσμικής τάξης, τό σκήπτρο τού Δία. Ό 'ένθουσιασμός' του, άναχυμένος στ'άπολλώνεια μέτρα τών εύρυθμιών, λευτερώνει τήν παράδοση άπό τίς στατικότητες, πλουτίζοντάς τη μέ νέες διαστάσεις τού πνεύματος καί με νέες τών αντιθέσεων Ισορροπίες. Μέσα άπό τήν όρφική κατεργασία τών στοιχείων τής θρησκείας του, είναι ό πατέρας τής προσωπικής, συνειδητής, άθάνατης Ψυχής καί μέσα άπό τ' άναπτύγματα τών πρωτογονικών του τραγουδιών πατέρας τού μεγαλοδύναμου Θεάτρου. Οί προσφορές του είναι κ'έδώ συνθέματα άντιθετικοτήτων. Ή νέα ιδέα τής Ψυχής προβαίνει μέ τή σύνθεση τών δυό πρωτόγονων ψυχών, τής άπρόσωπης, συνειδητής, άθάνατης Ψυχής τού Ζωντανού, καί τής προσωπικής, άσύνειδης, θνητής Ψυχής τού Πεθαμένου. Τό θέατρό του είναι σύνθεση κι αύτό τών δυό μεγάλων κλώνων τής ποιητικής παράδοσης, τής Επικής καί τής Λυρικής, βάση τής θιασικής δραματικής του λατρείας. Θεός τών θιάσων, πού συλλειτουργιέται ή ψυχή τών όμάδων του, είναι έτσι καί θεός τού θιασικού του καρπού, τού Δράματος, δπου συλλειτουργιέται ή ψυχή τοϋ πλήθους. Περνώντας κληρονομικά στό δράμα του, ή προσωπειακή παράστασή του άναγυρίζει τήν ένότητα σέ δεύτερη πολυμορφία. Μέ τό ξαναζωντάνεμα τών μυθικών ήρώων πού τηνε φορούν, ή προσωπειακή τούτη παράσταση συντηρεί τόν άρχέτυπο μύθο σά ζωντανή Ιστορία: ταντα δέ έγένετο μεν ουδέποτε, έστιν δ'άεί... "Ετσι κ'ή δεύτερη πολυμορφία του ξανασυνθέτει μέσα άπό τό προσωπείο του τήν πολλαπλότητα τής ζωής στήν ένότητα τού άρχέτυπου μύθου. Τέλος, άέναα προσαρμοσμένος στίς τροπές τής έλληνικής Ιστορίας, κρατεί καί άναδίνει, παλινδρομικά κι άέναα, τήν προελληνική του Ιστορία. 'Επιβίωση τού κρητικού Διός, πού ταυτίζεται μέ τόν έλληνικό, γίνεται ό γιός τώρα τού Δία* μέσα άπό τήν άρχαιοκρητική παράδοση πού ξαναζεί μέ τό θιασικό κλωνάρι του, τούς "Ορφικούς, ξαναταυτίζεται μέ τή μυστηριακή μορφή τού κρητικού Διός, τόν Ζαγρέα* καί μέσα άπό τόν Ζαγρέα, μέ τόν "Ερωτα, τόν άρχικό θεό τού Φεγγαριοϋ, τόν μεταπλασμένον σέ Έρωτα, μέσα άπό φαλλικές Ιερουργίες πού άνακράτησε κι ό Ιδιος. Ό νεότερος έτσι στήν έλληνική θρησκεία θεός, ριζώνοντας στή

163 φεγγαρολατρεία μιάς άβυθομέτρητης άρχαιότητας, είναι μαζί κι ό άρχαιότερος άπ'δλους. 62 Ή Λαϊκότητα τής Διονυσιακής θρησκείας Στήν περίοδο τής Δημοκρατίας ή διονυσιακή θρησκεία, καθιερωμένη σάν έπίσημη θρησκεία, άπλωμένη σ'όλόκληρο τόν Έλληνικό Κόσμο, άρμοσμένη στήν εύκοσμία τής άρχαίας πόλης καί συμβιβασμένη μέ τόν έλληνικό όρθολογισμό, ξεντύνεται τήν παλιά της φρενίτιδα κι άγριότητα καί διοχετεύει μέσα άπό πνευματικά καί καλλιτεχνικά ρέματα τούς θησαυρούς τού άρχαίου ένθουσιασμού της. "Υστερα άπό τό λαμπρό αύτό μεσουράνημα, ή Διονυσιακή θρησκεία βγαίνει άπό τήν άρχαία δημοκρατική πόλη καί μπαίνει μέ κολοσσική έπιβολή στίς έλληνιστικές ήγεμονίες. Θεός τού άγροτικού, παλαιά, πληθυσμού, τού έμποροναυτικού ύστερα, καί τής δημοκρατίας άργότερα, ό Διόνυσος είναι ό λαϊκότερος θεός τής Ελλάδας. Δέν παραδίνεται άπό λατρείες γενών γιά νά συνδέεται μ'όρισμένο πολιτειακό κέντρο, είναι ό ά π ο λ ι ς θεός, κ'έτσι περιφανής άπό τή μιά λαϊκός θεός καί πανελλήνιος άπό τήν άλλη. Οί παραδομένοι αύτοί χαραχτήρες του συντηρούνται καί τονώνονται άπό τήν ίδιότητά του σά θεού τού Κρασιού, τής Μέθης, καί τής Κωμαστικής Χαράς άπό τή λειτουργία του σά 'Σωτήρα* θεού κι άπό τήν τεράστια έπιρροή τών θεατρικών, μουσικών καί χορευτικών έπιδείξεων πού μένουν σταθερά λαϊκές καί βρίσκουνται κάτου άπό τή δική του προστασία. Λαϊκός καί Πανελλήνιος θεός ό Διόνυσος μπαίνει στίς έλληνιστικές έπικράτειες φορέας καί τών δυό Ιδανικών, δπου πολώνουνται οί πόθοι τών πληθών: Τού Ήδονισμού άπό τή μιά, σά λυσιμέριμνος κι άπολαυσιακός θεός, καί τής Σωτηρίας, σάν έγγυητής τής εύδαιμονικής άθανασίας. Είναι τό Ιδανικό τού εΰ ζην τής άρχαίας πόλης καί τό τάξιμο ένός καλλίτερου κλήρου ζωής (ευδαιμονία) τών μυστηριακών λατρειών, παραμορφωμένα καί τά δυό άπό τήν κοινωνική μεταστοιχείωση πού εύνοεί τούς λιγοστούς κ'έξαθλιώνει τούς πολλούς, δουλοποιώντας καί τούς δυό τους. Τόν ήδονισμό πού καλλιεργούν οί εύνοημένοι άπό τή ζωή, τά διψασμένα πλήθη τόν μεταθέτουν σέ μιάν εύδαιμονική μετά θάνατο ζωή, δραμα πού κ'οί πρώτοι δέν τό λοξοβλέπουνε, βρίσκοντας στήν εύδαιμονική μετά θάνατο ζωή τή συνέχιση τού Εγκόσμιου ήδονισμού τους. Στά δυό τούτα Ιδανικά ό Διόνυσος άνταποκρίνεται μέ τίς δυό πλευρές τής λατρείας του, τή δημόσια άπό τή μιά καί τή θιασική άπό τήν άλλη. ΟΙ δυό τούτες πλευρές σπάζουνε φαινομενικά γιά δεύτερη τώρα φορά (= 5 2 ) τ ή ν ταξική άνισότητα, δημιουργώντας μιά πλασματικήν Ισότητα πού πολεμά ν'άναπλη- 162

164 ρώσει τήν άρχαΐα δημοκρατική Ισότητα, τή χαμένη. ΟΙ Ιδιοι, καί μιά σειρά είδικότεροι, λόγοι σιγουρεύουν γιά τή Διονυσιακή Θρησκεία τήν εύνοια τών έλληνιστικών ήγεμόνων, δσο καί τών ρωμαίων ύστερα αύτοκρατόρων. 'Υστερα άπό τή θριαμβική του δημοκρατοποίηση, ό βασιλικός θεός τών προϊστορικών λατρειών ξαναβρίσκει, στούς τελευταίους αιώνες τοΰ κόσμου του, τό άξίωμά του τών πρώτων αιώνων. 'Αξιοσημείωτο γιά τόν φιλόσοφο τής 'Ιστορίας είναι πώς τό πανάρχαιο άξίωμα ξαναπροβαίνει άπό τά βάθη τοΰ καιρού, μαζί μέ τήν Ιδέα τής θεϊκότητας τοΰ βασιλιά, πού τό ζωοδοτοΰσε στούς αίώνες τής προϊστορίας. 63 Διόνυσος καί 'Ελληνιστικοί 'Ηγεμόνες Ο σύνδεσμος μέ τόν Διόνυσο είναι τό κύριο χαραχτηριστικό τής θρησκευτικής πολιτικής τών έλληνιστικών ήγεμόνων. 01 λόγοι τοΰ προσανατολισμού τους εϊναι ή λαϊκότητα τής θρησκείας του, καί μιά σειρά είδικότεροι άλλοι. "Ενας τους εϊναι ό ταυτισμός τοΰ Διονύσου μέ τόν Σαβάζιο (= 8ο), πού κάνει τόν Διόνυσο έθνικό θεό τής Μακεδονίας. Ό σύνδεσμος μέ τόν μακεδονικό τώρα Διόνυσο άναδείχνει τή μακεδονική τους καταγωγή κ'έδώθε τούς άρχαιοπαράδοτους τίτλους τών δυναστειών τους. Δεύτερος είναι ή άνάγκη ένιαίων λατρειών πού νά συνέχουν τίς παραπλωμένες, χωρικά καί πολιτικά, ήγεμονίες. Τρίτος, ή όμολογία τής διονυσιακής θρησκείας μέ τίς βασικές έθνικές λατρείες τών Θνησκόντων Θεών τής ΑΙγύπτου καί τής Κοντινής "Ανατολής, πού γεφυρώνει τίς έθνικές διαφορές γιά τό όφελος τών κυριάρχων. Τέταρτος ή άνάγκη τών Λαγιδών νά παρουσιαστούν, δπως κ"οί προκάτοχοι Φαραώ, ένσαρκωμοί μιάς θεότητας πού, άγκαλά κ'έλληνική, άπό νωρίς ταυτίζεται μέ τόν "Οσιρι, τό θεό τής φαραωνικής βασιλείας. Οί Σελευκίδες βασιλεύουν κι αύτοί σέ χώρα Θνησκόντων Θεών, κ'οί βασιλείς τής Περγάμου δέ θ'άφηναν δίχως άμιλλα τή διονυσιακή θεότητα τών βασιλέων τής χώρας τοΰ Νείλου. Ή τεράστια έπιβολή τών δυό αύτών βασιλειών, τής αίγυπτιακής καί τής περγαμηνής, καλλιεργεί τήν διονυσιακή θεϊκότητα σάν κύριο χαραχτηριστικό τοΰ ήγεμόνα. Ή τάση έκμεταλλεύεται ένα στοιχείο τοΰ Θείου Δράματος κ'έντυπωσιακό χαραχτηριστικό τής Διονυσιακής Θρησκείας: Τήν έπιφάνειαν τοΰ Σωτήρα Θεοΰ πού πραγματώνεται έδώ μέ τήν ένσάρκωση του στό πρόσωπο τοΰ ήγεμόνα: τοΰ Νέου Διονύσου. "Η ένσάρκωση τούτη βασίζεται στήν "Αποθέωση τοΰ ήγεμόνα. Άντικατασταίνοντας τόν παλαιότερο 'άφηρωισμό', ή άποθέωση τούτη τών έλληνιστικών ήγεμόνων ξαναζωντανεύει, μέσα στά πλαίσια τοΰ 163

165 βαρβαρωμένου έλληνικοϋ πολιτισμοο, τήν άρχαία θεϊκότητα τοϋ βασιλιά, πού, ξετοπισμένη άπό τήν Ελλάδα, έπιζεί στήν άνατολική καί στήν αίγυπτιακή βασιλεία. "Αξιοσημείωτο γιά τή γραμμή τής άναβίωσης είναι πώς όρισμένοι ήγεμόνες, στόν ταυτισμό τους μέ τόν Διόνυσο, έκμεταλλεύουνται τόν τύπο τού Ταύρου Διονύσου, έπισημαίνοντας τόν ταυτισμό μέ δυό ταυροκέρατα, άρχαϊο θεϊκό έμβλημα τής άνατολικής βασιλείας. Ή έλληνιστική άποθέωση ξεκινά άπό τόν 'Αλέξανδρο, καί πιστεύτηκε πώς κ'οί ταυτισμοί μέ τόν Διόνυσο ξεκινούν άπό τόν Ιδιο. Ή παράδοση σχετίζει τή γέννησή του μέ τόν Διόνυσο, κ'οί Ιστοριογράφοι παρουσιάζουν τόν "Αλέξανδρο νά περιντύνεται, σ'όρισμένα περιστατικά, τή μορφή τού Διονύσου. Τό 324, πάλι, ό "Αλέξανδρος παραγγέλνει στίς συμμαχικές πολιτείες στήν 'Ελλάδα νά τόν άναγνωρίσουνε γιά θεό, περιστατικό πού τόν συνδέει μέ τόν Διόνυσο σ'άνέκδοτο τοϋ Διογένη : ψηφισαμένων 'Αθηναίων 'Αλέξανδρον Διόνυσον, 'κάμέ' Ιφη 'Σάραπιν ποιήσατε'. Μά ή καταγωγή τού 'Αλεξάνδρου άπό τόν Διόνυσο φαίνεται νά βγαίνει άπό τίς πτολεμαϊκές άναλογίες καί τό πολύ πού μπορούν νά πούν οί βακχικές εικόνες τής Εκστρατείας του είναι πώς, γιά νά τονώσει τούς άντρες του, έπικαλεΐται τις μυθικές έκστρατεΐες τού Διονύσου στήν "Ελλάδα κ'έκμεταλλεύεται μυθικά στοιχεία πού ή έλληνική παράδοση σκόρπισε στήν 'Ανατολή, χωρίς μ'δλα αύτά νά τεκμηριώνεται καμμιά διάθεση ή έπίσημη πράξη ταυτισμοϋ τοϋ 'Αλεξάνδρου. Ή γνησιότητα, πάλι, τού άνεκδότου τοϋ Διογένη δέν είναι πιστευτή ή λατρεία τοϋ Σεράπιδος καθιερώνεται άργότερα κ'έπειτα ό "Αλέξανδρος άποθεώνεται, όχι σά Διόνυσος, μά καθαυτός ή σά 'γιός τοϋ Δία': τό άνέκδοτο έκφράζει μοναχά τή λαϊκή διάθεση πού ταυτίζει τόν 'Αλέξανδρο μέ τόν πιό γνώριμο γιό τού Δία. Ή νεότερη, έτσι, βακχική εικόνα τής έκστρατείας του βασίζεται σ'άντιλεγόμενα στοιχεία. Μ'άν ό 'Αλέξανδρος δέν ταυτίζεται μέ τόν Διόνυσο πρίν τοϋ θανάτου του, ταυτίζεται δμως ύστερα άπό τό θάνατό του. ΟΙ συγγένειες τοϋ Διονύσου μ'όμόλογους άνατολικούς θεούς έχουν μορφώσει, πρίν άπό τήν έκστρατεία τοϋ 'Αλεξάνδρου, μιάν έκστρατεία τοϋ Διονύσου στήν 'Ασία. Ό 'πρόλογος' τών 'Βακχών' τού Ευριπίδη παρουσιάζει τόν Διόνυσο νά γυρίζει στή Θήβα ξεκινώντας άπό τούς πολύχρυσους κάμπους τών Λυδών καί Φρυγών κι άποδιαβαίνοντας νικητικά τάς ήλιοβλήτονς πλάκας τών Περσών, τά κάστρα τής Βακτρίας, τήν κατάγκρεμη χώρα τών Μήδων, τήν εύδαίμονα 'Αραβία κι δλη τήν παραθαλάσσια 'Ασία. Φασματική ή έκστρατεία αύτή, σαρκώνεται άπό τήν έκστρατεία τού "Αλέξανδρου κι άνακλαδίζεται σάν προβολή της ύστερα άπό τό θάνατο τοϋ κατακτητή, δίνοντας στούς Ιστοριογράφους, πάνω στήν προπαγάνδα τών Λαγιδών, νά τήν άντικαθρεφτίσουν στήν πραγματική έκστρατεία τού "Αλεξάνδρου

166 δ 64 Άντιγονίδες Λαγίδες* Σελευκίδες Άτταλίδες* Βασιλείς Καππαδοκίας. Η παράδοση φέρνει τούς Άντιγονίδες ζηλωτές τού Διονύσου. Ό 'Αντίγονος I δ Μονόφθαλμος "ξεσήκωσε σ'δλα τήν παράσταση τού θεοϋ, φορούσε κισσό γιά σκούφο καί διάδημα μακεδονικό, καί κρατούσε θύρσο άντί σκήπτρο". Ό γιός του Δημήτριος ό Πολιορκητής ή xal μάλιστα τών θεών έζήλον Διόνυσον, καί, κατά τόν Διόδωρο, έζήλον τήν μυθολογουμένην ποτέ γενέσθαι χατ'άνθρώπους τον Διονύσου διάθεσιν. 'Αγάλματα τού Δημητρίου τόν παρουσιάζουν μέ μικρά κέρατα ταύρου. Μά έκεί πού ή ζήλωση τού Διονύσου βρίσκει τήν άκρότερη έκφρασή της κ'ή Διονυσιακή Θρησκεία τήν άκρότερη εύνοια, είναι ή Αύλή τών Πτολεμαίων. Ό Σάτυρος παραδίνει πώς άπό τή μάνα τοϋ Πτολεμαίου Σωτήρος "Αρσινόη, οί Πτολεμαίοι γεννοκρατιούνταν άπό τόν "Υλλο, γιό τοϋ 'Ηρακλή, καί τή Δηιάνειρα, κόρη τοϋ Διονύσου. Σ'έπιγραφές τών χρόνων τοϋ Πτολεμαίου I, οί 'Διονύσου Τεχνίται' είναι οί περί τόν Διόνυσον (ή μέγαν Διόνυσον) χαι θεούς άδελφούς, μαρτυρώντας κ'ένα σύνδεσμο τοϋ Διονύσου καί τοϋ βασιλικού ζευγαριοΰ στή θιασική τους λατρεία. Μνημείο τής Διονυσολατρείας τοϋ Πτολεμαίου II, τοϋ Φιλαδέλφου, μένει ή μεγαλόπρεπη διονυσιακή πομπή, τοϋ 279, πού τήν εικόνα της τήν παραθέτει άπό τόν ρόδιο Καλλίξεινο δ "Αθήναιος, καί πού ξετυλίγει στούς δρόμους τής "Αλεξάνδρειας μεγάλο πλούτο τών θεμάτων τής Διονυσιακής Θρησκείας. Μέ τόν Πτολεμαίο IV, τόν Φιλοπάτορα, ή διονυσιακή ζήλωση φτάνει τό άπόγειό της. Ό μονάρχης έκεΐνος περνά τόν καιρό του μέσα σέ διονυσιακούς θιάσους καί κώμους, πού δίνουν διονυσιακούς τύπους στήν άπόλαυση καί τή διαφθορά του. Ό ίδιος καθιερώνει διονυσιακές γιορτές, τά 'Λαγυνοφόρια', άνάλογα μέ τούς 'Χοάς' μά καί μέ στοιχεία τών Μεγάλων Διονυσίων καί τελεί μυστικές τελετές μέ τούς αύλικούς του θιάσους. "Ονομάζει τόν έαυτό του 'Νέον Διόνυσον' έχει δερματοστιγμένο πάνω του τό φύλλο τού κισσοϋ, έμβλημα τών διονυσιακών μυστηρίων δίνει στή Διονυσιάδα φυλή τής "Αλεξάνδρειας τήν ύπεροχή, καί στούς δήμους όνόματα προσώπων τής διονυσιακής μυθολογίας. Τό 3 βιβλίο τών Μακκαβαίων μνημονεύει τις κρίσιμες ώρες τών "Ιουδαίων τής 'Αλεξάνδρειας, δταν ό Φιλοπάτωρ δρισε νά κρατήσουν τά πολιτικά δικαιώματα μονάχα δσοι προσχωρούσαν στά Διονυσιακά Μυστήρια, κ'οί άλλοι νά στιχθοϋν 'διά πυρός' μέ τό διονυσιακό κισσόφυλλο καί νά άπογραφούν στό ντόπιο άγροτοπλήθος. Είναι πιθανό πώς άπό σύγχυση τοϋ 'Σαβαζίου' μέ τόν *Σαβαώθ', περνούσε τόν 'Ιουδαϊσμό γιά μιάν αίρεση τοϋ Διονυσιασμού, μπορεί δμως τήν άπόφασή του νά τήν ύπαγόρευε τό γενικότερο σχέδιο νά συνενώσει

167 τούς ύπηκόους του σε μιά καί τήν Ιδια, τήν προτιμημένη του, λατρεία. Μέ πολλές πιθανότητες άποδίνεται έτσι στόν Ιδιον ή βασιλική διαταγή, πού σώθηκε σ'έναν πάπυρο, νά έλεγχθοΰν οί μυητές τών διονυσιακών μυστηρίων (= 89) Στόν Πτολεμαίο XII, τόν Αύλητή, πού γνωρίζεται καί σάν Πτολεμαίος Διόνυσος ή Πτολεμαίος Νέος Διόνυσος, ξανακορυφώνεται ή ήγεμονιστική, στήν Αίγυπτο, Διονυσολατρεία. Οί Σελευκίδες προσεταιρίζουνται κι αύτοί τόν Διόνυσο, τόν μυθικό κατακτητή τής 'Ασίας. Ό Σέλευκος I, ό Νικάτωρ, παρουσιάζεται σέ νομίσματα, γιά τήν όμοίωση, δπως εικάζεται, μέ τόν Διόνυσο, μέ κέρατα ταύρου. Ό Άντίοχος IV, ό Επιφανής, έπιχειρεί νά έγκαταστήσει τή διονυσιακή λατρεία μέσα στήν 'Ιερουσαλήμ: 'Αναγκάζει τούς 'Ιουδαίους νά στήσουν βωμούς μπροστά στίς πόρτες τους καί νά παίρνουνε μέρος μέ κισσούς σέ κωμαστική πομπή τού Διονύσου. Ό Άντίοχος VI, ό Επιφανής, παρουσιάζεται στά νομίσματα σά Βασιλεύς Άντίοχος 'Επιφανής Διόνυσος καί νομίσματα, άπό τήν Πτολεμαΐδα, τού Άντίοχου XII, 'Επιφανούς κι αύτού, έπιγράφουνται Βασιλέως Άντιόχου Διονύσου 'Επιφανούς Φιλοπάτορος Καλλινίκου. Οί Άτταλίδες δέν άφήνουν τούς Πτολεμαίους δίχως άμιλλα στό άξίωμα τής ένσάρκωσης τού Διονύσου. Ύστερα άπό τή νίκη του κατά τών Γαλατών, ό "Ατταλος I παρουσιάζεται συγγενής ή ένσάρκωση τού Διονύσου: ένας χρησμός τόν προσαγορεύει Τανροιο διοτρεψέος φίλον υΐόν κ'ένας άλλος ταυρόκερων κιόλας. Ή θιασική βάση τού συνδέσμου τών 'Ατταλιδών μέ τόν Διόνυσο είναι ή 'Ιωνική 'Σύνοδος τών Τεχνιτών τού Διονύσου', πού οί Άτταλίδες τής άπονέμουν άπλόχερες εύνοιες, κ* έτούτη πάλι άνταποδίνει θεϊκές τιμές σ* έκείνους. Ό Εύμένης Π έγκατασταίνει έναν κλάδο τους άπό τήν Τέω στήν Πέργαμο πού, μέ τό δνομα Άτταλισταί, άναλαβαίνουν, γιά πρώτη φορά στήν Ιστορία τών θιασικών λατρειών, τήν ήγεμονολατρεία. Ό Ιδιος ή άλλος θίασος μέ τό δνομα οί βάκχοι τοϋ εύαστοϋ θεοϋ, άφήνουν ένα βωμό άφιερωμένον άπ'αύτούς στό βασιλιά Εύμένη, θεό, σωτήρα, εύεργέτη. Ή βασιλική αύτή θιασική λατρεία άνθίζει, στήν Πέργαμο, πλάι στήν έπίσημη λατρεία, σά λατρεία τού Διονύσου Καθηγεμόνος. Ή προβολή τού Διονύσου σά βασιλικού θεού συνεπαίρνει μερικούς κι άπό τούς βασιλιάδες τής Καππαδοκίας καί τού Πόντου. Οί 'Τεχνϊται τού Διονύσου' στήν "Αθήνα τιμούν τόν βασιλιά τής Καππαδοκίας Άριαράθη καί στήνουν άνδριάντα του δίπλα στό άγαλμα τού Διονύσου. Μιά σειρά μαρτυρίες παρουσιάζουν τόν Μιθριδάτη VI τόν Εύπάτορα, τού Πόντου καί Βοσπόρου, μέ τόν τίτλο Μιθριδάτης Διόνυσος ή Νέος Διόνυσος, κι ό Κικέρων άραδιάζει τά διονυσιακά έπίθετα Εϋιος, Νύσιος, Βάκχος, Liber, πού ή άσιατική κολακεία σωριάζει στό δνομά του. Άνάμεσα στούς στίχους μιάς άφιερωματικής έπιγραφής χαλκωματένιου άγγείου άπό τή Δήλο διαβάζεται κάτω άπό τό 'Βασιλεύς Μιθριδάτης' τό πρόσθεμα Μ ΝΔ, πού φαίνεται νά σημαίνει άναπτυγμένα Μ(έγας) Ν(έος) 166

168 Δ(ιάννσος). Αξιοσημείωτο, τέλος, για τή ΔιονυσολατρεΙα τών έλληνιστικών ήγεμόνων είναι πώς πολλές γυναίκες τών βασιλικών οίκων τής Μικρασίας Εχουν τό δνομα 'Νύσα*. 65 Ό 'Αντώνιος Διόνυσος Μέ κάποιους του προδρόμους στόν Μάριο καί στόν Πομπήιο, πού οί θρ(αμβο( τους άνακαλοΰν τούς κατακτητικούς θριάμβους τοΰ Διονύσου, τή διονυσιακή σταδιοδρομία τών έλληνιστικών ήγεμόνων τήν άναδέχεται ό "Αντώνιος, πρόδρομος κι αύτός όρισμένων αύτοκρατόρων. Άπό τά δυό πρότυπά του, τόν Ηρακλή καί τόν Διόνυσο, άφοσιώνεται στόν δεύτερο καί προσαγορεύεται Νέος Διόνυσος, γιά ν'άρμοστεΐ στήν παράδοση τών Άτταλιδών καί τών Πτολεμαίων. Τό δνομα τοΰ Διονύσου τό πρωτοπαίρνει δταν, ύστερα άπό τή νίκη τοΰ ΚασσΙου καί τοΰ Βρούτου (42 πχρ.), έρχεται γιά άργυρολογία στή Μικρασία καί μπαίνει στήν "Εφεσο μέ διονυσιακή πομπή (σίγουρα τών 'Τεχνιτών τοΰ Διονύσου"), πού ό Πλούταρχος άνακράτησε στό 'βίον' του τή λαμπρή της εικόνα. "Υστερα άπό λίγο, νομίσματα κομμένα στήν "Ασία, παρουσιάζουν διονυσιακά έμβλήμανα καί πορτραίτο τοΰ "Αντωνίου μέ κισσοστέφανο στό κεφάλι. Όταν ή Κλεοπάτρα έρχεται, σάν Αφροδίτη, τό 41 πχρ., νά τόν άπαντήσει στήν Ταρσό, άπλώνεται παντοΰ ή φήμη ώς *Αφροδίτη χωμάζει προς Διόνυσο» έπάγαθω τής 'Ασίας. Τόν χειμώνα τοΰ 39/38 τόν περνά στήν Αθήνα, δπου φτιάνει πάνω άπό τό διονυσιακό θέατρο Ινα διονυσιακό 'άντρον', δπου διασκεδάζει μ'ύπερέτες του ήθοποιούς, κι άπ'δπου παραγγέλνει ν'άνακηρυχτεί Διόνυσος σ'δλες τίς πολιτείες. Οί "Αθηναίοι τόν άναγνωρίζουν σά Νέον Διόνυσον, μετονομάζουν τά Παναθήναια "Αντωνίαια', καί, κατά μιά παράδοση, τοΰ προσφέρουν γιά γυναίκα του τήν "Αθηνά, πού τή δέχεται αύτός, άναγκάζοντάς τους νά τοΰ μετρήσουν χίλια τάλαντα προίκα. Στό διάστημα τοΰτο,ίσαμε τό 35 πχρ.,κόβει νόμισμα στόν τύπο τών διονυσιακών χιστοφόρούν, βγαλμένο κατά τήν άρχαία συνήθεια στήν "Εφεσο (= 30), δπου παρασταίνεται μέ τή γυναίκα του Όκταβία ή μοναχός του.άπό τό 35 ζεί άνοιχτά μέ τήν Κλεοπάτρα, μέτοχος τής κληρονομίας τοΰ Αλεξάνδρου, δπου άνέβαινε ό θρόνος τής έρωμένης του, καί τής κληρονομίας τοΰ Καίσαρα, πού σύζυγός του, μ'ένα τρόπο, παρουσιαζόνταν ή Κλεοπάτρα. "Αναζητώντας μιά νίκη γιά νά μοιάσει τοΰ κατακτητή Διόνυσου, νικά τόν Αρμένιο Άρταβάζδη τό 34 κ'ή νίκη του, δσο κι άσήμαντη, τοΰ δίνει νά γιορτάσει τόν διαβόητο θρίαμβο, δπου δ Αντώνιος κ'ή Κλεοπάτρα ποζάρουνε, 167 -

169 σίγουρα, αύτός σά Διόνυσος-'Οσιρις κι αύτή σάν Κλεοπάτρα-Ίσις. Στό θρίαμβο τοοτο ό "Αντώνιος μπαίνει στήν 'Αλεξάνδρεια "στεφανωμένος μέ κισσό, ντυμένος φόρεμα άπό κρόκο κι άπό μάλαμα, κρατώντας θύρσο, ποδεμένος μέ κοθόρνους". Παραμονές τής μεγάλης σύγκρουσης μέ τόν 'Οκτάβιο, οί 'Αθηναίοι στήνουν άγάλματα τού Νέου Διονύσου και τής Νέας Ίσιδας, τού 'Αντωνίου καί τής Κλεοπάτρας. Τό γέρμα τέλος τής μοίρας του, ό θρύλος τό συνδέει μέ τό θεό του. Πρίν άπό τή ναυμαχία τού "Ακτίου, μιά θύελλα ξεκόλλησε άπό σύμπλεγμα πού παράσταινε τή Γιγαντομαχία, πάνω στήν 'Ακρόπολη, τόν Διόνυσο καί τόν γκρέμισε άποκάτου στό θέατρό του. "Ενα χρόνο ύστερα ό 'Αντώνιος αύτοσκοτώνεται στήν 'Αλεξάνδρεια, μά "ή παράδοση γλυτώνει τόν Διόνυσο άπό τό ταπείνωμα τού νικημού του μπροστά στόν 'Απόλλωνα τού Όκταβίου". Οί Θεοί πηγαίνουν μέ τό μέρος τών νικητών, άπαρατώντας τούς νικημένους τους λάτρες. Τά μεσάνυχτα τής παραμονής, κλεισμένοι στά σπίτια τους καί περίτρομοι τΐ θ'άπογίνουν οί 'Αλεξανδρινοί, άκούσαν ξαφνικά φωνές εύαστικές καί χοροπηδήματα σατυρικά, σάμπως άόρατος θίασος νά περνούσε τούς δρόμους τους γιά νά'βγει άπό τήν πολιτεία έν ταύτη τη νυκτΐ μεσονστ) σχεδόν, έν ήσνχία καί κατηφείς. τής πόλεως δια φόβον καί 7ΐροσδοκίαν τοϋ μέλλοντος ούσης, αίφνίδιον όργάνων τ ε παντοδαπών έμμελεϊς φωνάς άχουσθήναι xal βοήν δχλον μετ*εύασμών xal πηδήσεων σατυρικών, ώσπερ θιάσου τινός ουκ άθορύβως έξελσύνοντος. Έ δ ό χ ε ι δ è τοις à ναλογιζομένοις τ ό σημεΐον à π ο λ ε Ιπ ε ι ν ό θεός Άντώνιον ψ μάλιστα συν ε ξ ο μ ο ιών xal συν ο ι χ ε ιών έ αυτ όν διετέλεσεν. 168

170 Κεφάλαιο Πέμπτο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΘΕΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΣΧΕΤΙΕΜΟΙ ΤΟΥΣ άγλαέ Ζ εν Διόνυσε, πάτερ πόντου, πάτερ αϊης, "Ηλιε παγγενέτορ. Πάν αίόλε, χρυσεοφεγγές...

171

172 66 Πηγή τής 'Ιερής Μανίας Οικουμενικές δοξασίες ρίχνουν τήν αίτία τών διανοητικών ταραχών στό Φεγγάρι. Τά όνόματα μήν, μήνη, μανία, μαινάς, μαντική, φαίνεται νά μαρτυρούν ανάλογες καί στήν Ελλάδα δοξασίες. Μέ διερμηνέα τόν ποιητή τής Διονυσιακής Θρησκείας, ή Σελήνη ξηγά τό βακχικό της χαραχτήρα: είμΐ δέ Μήνη β α κ χ ι ά ς, ούχ δτι μοϋνον έν αίθέροις μήνας έλίασν), à λ λ' δ τ ι και μ α ν ί η ς μ ε δ έ ω και λΰ σ σ αν έγ ε I ρ ω. Χωνεύοντας τίς λειτουργίες τού Φεγγαριού (= 2ΐ), ή Μεγάλη Θεά γίνεται ή σταθερή πηγή τής Μανίας. 'Οργιαστικές λατρείες καί μυθικές προβολές παρουσιάζουν καί τή μεσογειακή Θεά κορυφαία θιάσων πού καλλιεργούν τή Μανία. Σά 'Μεγάλη Μήτηρ' σχετίζεται μέ τούς Κορύβαντες, σάν Κυβέλη μέ τούς (Κορύβαντες καί τούς) Γάλλους, σά Ρέα μέ τούς Κουρήτες κ' Ί- δαίους Δακτύλους. Μορφές της είναι κ'οί λογίς θεές τού έλληνικού πανθέου. Ή πιό κοντινή της, ή Άρτεμη, άνακρατεΐ Ισχυρά στοιχεία όργιαστικού χαραχτήρα. "Ενας ποιητής τή λέει θυιάδα, φοιβάδα, μαινάδα, λυσσάδα. Ό Χορός στόν "Ιππόλυτο' άναρωτά τή Φαίδρα, τήν παρασαλεμένη άπό τόν έρωΐα, μήν τήν έκρουσε μέ τήν όργή της ή Άρτεμη, κι ό Χορός στόν ΆΙαντα' μήν έκρουσε τόν ήρωα ή Ταυροπόλος. Άγκαλά καί χωρίς πιά λατρείες όργιαστικές, ή Ήρα, άλλη μορφή τής Μεγάλης Θεάς, ρίχνει ώστόσο τή μανία. Θύματά της παρουσιάζουνται ή Ίώ, οί Προιτίδες, ό 'Ηρακλής κ'ή μανία της θαμποπλέκεται, μέσα άπό τούς μύθους, μέ τή διονυσιακή μανία. Ή Ήρα φρενοσαλεύει τίς κόρες τού Λάμου, πού άναθρέφουν τόν βρεφικό Διόνυσο, τήν Ίνώ, τροφό κ'έτούτη τοϋ θεοϋ, καί τόν Διόνυσο τόν Ιδιο. Άλλη μορφή τής Θεάς, ή Αθηνά, τρελαίνει τις κόρες τοϋ Έρεχθέα νά γκρεμιστούν άπό τήν Ακρόπολη, τόν ΑΙαντα νά σφάξει τά κοπάδια. Ή 'Εκάτη, μορφή τής Άρτεμης, μά πιό πολύ ή ίδια ή σεληνιακή μορφή τής Μεγάλης Θεάς, φέρνει τήν παράκρουση, τά μανικά δρομοκοπήματα, καί τούς άξαφνους τρόμους: οίσι δέ νυκτός δείματα παρίσταται και φόβοι και παράνοιαι και άναπηδήσιες έκ τής κλίνης καί φενξιες έξω, λέγει ή 'περί Ιεράς νούσου' πραγματεία, 'Εκάτης φασιν είναι έπιβολάς "Ερινύες κι άλλοτινά κάθε θεά έρινύς κροϋνε τά θύματά τους μέ τίς δαιμονικές τους μορφές καί μέ τά καταραστικά τους τραγούδια. Ή μανιοδοτική δύναμη τών Θεαινών περνά στά θηλυκά πνεύματα τών νερών καί τών δασών, στις Νύμφες, Ινδάλ

173 ματα άρχαίων γυναικείων θιάσων* κι ό ποθημένος ψυχικά ή φρενικά είναι ννμφόληπτος, κυριεμένος άπό Νύμφες. Ή Ιδια δύναμη μεταφέρεται σ'άρσενικούς δαίμονες, όπως οί Κορύβαντες, πού συνοδεύουν τή μανιοδότρα Θεά, προβολή τών πραγματικών θιάσων της, ή σέ θεούς, δπιος ό Νόμιος "Απόλλων, ό Ποσειδών και ό "Αρης. Ό σχετισμός τού πρώτου μέ τή μανία μπορεί νά βγαίνει άπό τ'άρχαϊο φεγγαρικό φυσικό του καί νά τονώνεται άπό συνειρμούς μέ τό νόμιο δαίμονα Πάνα, πού τού άποδίνουνται οί 'πανικοί' οί άξαφνοι τρόμοι. Ό Ποσειδώνας είναι χθόνιος, κ'έτσι θεός τών μανιοδοτικών πηγών, άλλά καί 'ΐππιος', Ιδιότητα πού θυμίζει τούς άφηνιασμούς τών άλόγων. Ό "Αρης δμως, πριν νά γίνει ό 'χαλκοθώραξ Ένυάλιος', είναι βλαστικός καί θνήσκων θεός γυναικείων λατρειών, τού τύπου τού Διονύσου. Ένώ δμως ό Άρης γρήγορα άφήνει τόν γυναικείο καί βλαστικό χαραχτήρα του, ό Διόνυσος χωνεύει τις βλαστικές λατρείες τών θεαινών καί τών ύποκατάστατών τους άρσενικών θεών, καί, γενικός κληρονόμος τού όργιαστικού στοιχείου τών λατρειών αύτών, γίνεται έκεϊνος ή κεντρική πηγή τής Μανίας. 67 'Οργιαστικοί θίασοι καί Ζωομορφία στή λατρεία τής Μεγάλης θεβς Λογίς, μυθικοί πιά θίασοι ή πραγματικά τους ύποκατάστατα πού καλλιεργούν τήν Ιερή μανία, δπως τών Κουρήτων, τών Κορυβάντων καί τών 'Γάλλων', συνδέουνται μέ τή λατρεία τής Μεγάλης Θεάς, τής Κρήτης, τής Φρυγίας καί τής Συρίας. Γιά τούς σχετισμούς τής αίγαιακής καί μικρασιατικής Μεγάλης Θεάς βλ. 76. "Ομοια κι ό μαιναδικός θίασος φαίνεται νά συνδέεται μέ τή Μεγάλη Θεά σ'ένα παλαιότερο στάδιό του. Οί βάκχες, στό όμώνυμο δράμα τού Εύριπίδη, λέγουνται ποτνιάδες- κι ό "Ησύχιος' ξηγά τό έπίθετο: μαινάδες καί λυσσάδες. Τό έπίθετο βγαίνει άπό τό πότνια, πού σημαίνει τήν Ισχυρή, τήν κυρίαρχη, τή δέσποινα, καί συνεκδοχικά τή σεβάσμια* καί συγκεντρώνεται στίς γυναίκες πού, άφομοιώνοντας τή 'μανίαν' τής Μεγάλης ή Ποτνίας Θεάς, γίνουνται μιάς λογής έκτυπά της. Ή καταγωγή τής Μαιναδικής μανίας άπό τήν όργιαστική λατρεία τής Μεγάλης Θεάς, μεταφέρεται, άπό τούς μύθους, καί στή διονυσιακή ύστερα μανία. Τή μανία ό Διόνυσος τήν πρωτοδοκιμάζει άπό τήν Ήρα, κ'έκείνη πού τόν καθαρίζει άπό τή μανία είναι ή Ρέα-Κυβέλη ή, μέ τό μητρικό γάλα της, ή ίδια πάλι ή "Ηρα (= 70). Ή έκφραση τής Ιερής μανίας, οί όργιαστικοί χοροί, πού είναι άπό τά κύρια στοιχεία τής μαιναδικής πράξης, άνήκουν έτσι στή μητροθεΐκή λατρεία. Τό μαρτυρούν οί κρητομυκηναΐκές παρα

174 στάσεις τών γυναικείων όργιαστικών χορών, μέ τήν έπιφάνεια κάποτε τής Θεάς, κ'οί χοροί τής φρυγικής Κυβέλης. Τούς όργιαστικούς αύτούς χορούς τής Μεγάλης Θεάς στούς έλλαδικούς χώρους τούς άνακράτησε ή "Αρτεμη, ή πιό χορευτική (ποϋ "Αρτεμις ουκ έ χόρευαε;) άπ'δλες τις μορφές της. Είναι φορές πού οί χοροί της, δπως τών ΚαρυατΙδων, συγχέουνται ή ταυτίζουνται μέ τούς χορούς τού Μαιναδικού Θιάσου. Ή Άρτεμη συνοδεύεται άπό θίασο νυμφών ένα κύριο στοιχείο τής μαιναδικής πράξης, ό διασπαραγμός, χναρολογιέται στήν άρχαιότερη λατρεία της (= 68) κι ό αρχαϊκός Διόνυσος είναι πάρεδρός της ( = 72). Ή εικόνα της στό Ιερό τής Δέσποινας στή Λυκόσουρα δέν παραλλάζει άπό τήν είκόνα τών Μαινάδων: φορά δέρμα άλαφιού, μέ τό ένα της κρατεί λαμπάδα καί μέ τ'άλλο της φίδι. Είναι ή θεά πού ό Τιμόθεος τή λέει θυιάδα, φοιβάδα, μαινάδα, λυσσάδα. Τό λαφοτόμαρο είδαμε νά'ναι ζωομορφικό έμβλημα τού μαιναδικού θιάσου (= ι6) κ'ή ζωομορφία έμβληματίζει σέ μεγάλο βαθμό τή λατρεία τής Θεάς, μέ φανερή κάποτε τήν τοτεμική ρίζα πού συντηρείται μέσα άπό μυητικές λατρείες. Μιά 'ύπόσταση* τής ίδια; τής Άρτεμης είναι καί ή Καλλιστώ πού μεταμορφώνεται σέ άρκούδα. Οί κόρες τής Αττικής πού θητεύουν στή λατρεία τής Βραυρωνίας Αρτέμιδος παρασταίνουν τίς άρκούδες μέ τό κροκόχρωμο φόρεμα καί μ'ένα χορό τής άρκούδας καί λέγουνται άρκτοι. Ή Δήμητρα Μέλαινα τής Φιγαλίας παρασταινόνταν καθήμενη σ'ένα βράχο: γνναικί δε έοικέναι τ'άλλα πλήν κεφαλήν κεφαλήν δε και κόμην εϊχεν ίππου, και δράκοντός τε και άλλ<ον θηρίων εικόνες προσπεφύκεσαν τή κεφαλή της. Κόρη μιάς φοράδας Δήμητρας ή Δέσποινα, μορφή τής ποτνίας θηρών, λατρεύεται στή Λυκόσουρα, πού λογιόνταν ή πιό άρχαία πολιτεία τού κόσμου. Ή Αρκαδία, πού δέν πατήθηκε άπό τούς Δωριείς, καί μάλιστα ή δυτική, δπου ή Φιγαλία κ'ή Λυκόσουρα, περηφανεύουνταν γιά τή βαθειά άρχαιότητα τών παραδόσεών τους. Στόν κάτου γύρο τού πέπλου ή μαντύα τού άγάλματος τής Θεάς, άπομένουν άνάγλυφες ανθρώπινες φιγούρες μέ κεφάλια κι άκρα ζώων παρασταίνουνται νά χορεύουν καί νά παίζουν δργανα μουσικά κ'οί περισσότερες φαίνουνται, άπό τό φόρεμα, γυναικείες. Τί σημαίνουν οί φιγούρες αύτές, τό μαρτυρούν μιά σειρά πήλινα ειδώλια πού βρέθηκαν στό ίερό καί παρασταίνουν κριόμορφες ή βοόμορφες γυναίκες. "Ή τυπική στάσις, τό έπί κεφαλής κάνιστρον, τό σχήμα τής χειρός, ώς καί ό σεμνοπρεπής βηματισμός, ένθυμίζουσι μορφάς πρός λατρείαν προσερχομένων ίκετίδων. Είναι, λοιπόν, πιθανώτατον δτι μορφάς πρός λατρείαν προσερχομένας είκονίζουσι καί ταύτα, πολύ δυνατή δ'είναι ή ύπόθεσις δτι κατά τήν τελετήν πρός τιμήν τής Δεσποίνης έν Λυκοσούρςι έγίνοντο πομπή καί χοροί ύπό άνθρώπων φερόντων πρόσωπα, ίσως δέ καί άκρα, ζώων". Ή 'πολύ δυνατή ύπόθεσις' γυρίζει σέ βεβαιότητα μέ τίς συχνές κρητομυκηναϊκές παραστάσεις ζωομασκαρεμένων Ιερουργών

175 καί τό συχνό ζωονόμασμα σ'έλληνικές λατρείες (= ι η). "Ετσι κ'έδώ, στή λατρεία μιάς πρωτόγονης (τό άνώνυμο Δέσποινα τό μάρτυρα), μορφής τής Θεάς έχουμε Ιερουργίες μέ τούς τελεστές ζωομασκαρεμένους. Ό σύνδεσμος τής πράξης μέ τή Μεγάλη Θεά φαίνεται νά'ταν άρχαιότερα πιό έντονος καί γενικός, γιά νά μορφωθούν οί μύθοι λογίς θεαινών, όπως τής Κίρκης καί τής Ίστάρ, πού μεταμορφώνουν άνθρώπους σέ ζώα. Τό ζωομασκάρεμα παρουσιάζεται καί σέ λατρείες άρσενικών θεών- καθώς δμως ό Θνήσκων Θεός είναι ύστερότερος, σωστό είναι νά βλέπουμε στό στοιχείο τούτο τού Μαιναδισμού έναν άρχαιότερο μέ τή Μεγάλη Θεά σύνδεσμό του. 68 Αιασπαραγμός καί Μεγάλη θεά Ενα παραπέρα βήμα καί βρίσκουμε πώς ή κεντρική πράξη τού Μαιναδικού Θιάσου, ό Διασπαραγμός, τό προοίμιο τής ώμοφαγίας, συναντιέται κ'έτούτη στή λατρεία τής Μεγάλης Θεάς, σημαίνοντας έναν άρχαιότερο σύνδεσμό τους. Τήν άμεση μαρτυρία τού συνδέσμου τής διασπαρακτικής ώμοφαγίας μέ τή Μεγάλη Θεά, τήν έχουμε έξω άπό τήν 'Ελλάδα. "Ενα άπό τά τελευταία κείμενα τής Ούγγαρίτ παρουσιάζει τή χαναναία θεά Άνάτ, μορφή τής σημιτικής Μεγάλης Θεάς, νά σπαράζει καί νά τρώει τόν άδερφό της κι άντρα της Βάαλ. Είναι μυθική προβολή τής θεομεταληπτικής 'κοινωνίας' μ'άνθρώπινο θύμα, πού μαρτυριέται κιόλα άνάμεσα στούς Χαναναίους (Σοφ. Σολ. 12, 3 κέ. Ή άπόδοση τών Ο' είναι άναστατωμένη έδώ") καί πού φαίνεται νά συνεχίζεται άπό τούς Άραβες τής Σιναϊτικής 'Ερήμου ίσαμε καί τόν 4 χριστιανικόν αίώνα (= 8). Ή ένδειξη στήν 'Ελλάδα είναι έμμεση μονάχα. Σέ γεωμετρικό άμφορέα άπό τή Θήβα εικονίζεται δρθια ή Μεγάλη Θεά μ'άπλωμένα τά χέρια. Άπό τή μιά καί τήν άλλη μεριά στέκουν, κάτου άπό τά χέρια της, δυό λιοντάρια (ή λύκοι) άποπάνου άπό τά χέρια της είναι δυό μεγάλα πουλιά, σάν παγώνια* καί στό φόρεμά της είναι σχεδιασμένο ένα δρθιο ψάρι. Είναι ή γνώριμη 'Πότνια Θηρών' μέ τούς άντιπροσώπους τού τριπλού ζωικού βασιλείου. Τό σημαντικό δμως στοιχείο τής εικόνας είναι τά κομμάτια ένός βοδιού: ένα κομμένο κεφάλι άπό τή μιά μεριά τής Θεάς, κ'ένα κομμένο, ή κάλλιο ξεκορμισμένο, ποδάρι τοϋ Ιδιου ζώου, άπό τήν άλλη. Τά κομμάτια τοϋ ζώου, πού συχνά είκονίζουνται στά χέρια τών Μαινάδων, είναι τυπικά σύμβολα τοϋ διασπαραγμοϋ καί τής ώμοφαγίας. Μπορούμε έτσι νά χαραχτηρίσουμε τήν άγγειογραφία τούτη σάν τό μνημείο τοϋ Διασπαραγμοϋ στή λατρεία τής Μεγάλης Θεάς, πού κι άλλα τεκμήρια

176 τόν βεβαιώνουν. Ή πιό φυσική έτυμολογία τοο όνόματος τής Άρτεμης (δωρικά Άρταμις) είναι άπό τό άρταμέω, πού θά πει 'κόβω σέ κομμάτια'' κι ό διασπαραγμός στούς μύθους καί στή λατρεία τής Άρτεμης δέν είναι άσήμαντο στοιχείο. Ή θεά 'μεταμορφώνει' σ'έλάφι τόν Ακταίωνα, καί τά σκυλιά του τόν σπαράζουν σάν έλάφι. Τό έλάφι είναι ένσάρκωση τής έλαφίας ή έλαφιαίας θεάς, καί στή θέση τής θυσιασμένης 'Ιφιγένειας, 'ύπόστασης* τής Άρτεμης, βρίσκεται έλάφι. Στήν άττική λατρεία τής ταυροπόλου 'Αρτέμιδος, Ινας άντρας κεντά μέ σπαθί τό λαιμό του' τό σφάξιμο άπό τό λαιμό είναι τρόπος τής ζωοθυσίας κ'ή Ιερουργία, έτσι, μαρτυρά άλλοτινή θυσία άνθρώπου μασκαρεμένου σέ ταύρο. Όμοια κι ό μύθος τού Ακταίωνα μαρτυρά σπαραγμό άνθρώπου μασκαρεμένου σ'έλάφι. Τό δνομά του βγαίνει άπό τό δγνυμι, πού θά πεϊ 'κομματιάζω', 'τσακίζω' καί, σέ μιάν έκδοχή τού μύθου, ή θεά, γιά νά τόν κομματιάσουν τά σκυλιά, τού'ριξε πάνω του ένα λαφίσιο τομάρι. Μέ λαφίσιο κεφάλι καί τομάρι στούς ώμους του παρασταίνεται Ô Άκταίων σέ μετώπη ναού τού Σελινούντος, καί στή 'Νέκυια* τοϋ Πολυγνώτου ό Άκταίων κ'ή μάνα του κάθουνταν πάνω σέ λαφοτόμαρο καί κρατούσαν ένα λαφάκι. Ένώ, έτσι, ό κοινός μύθος ξέρει πώς ό Άκταίων σπαράζεται μεταμορφωμένος σ'έλάφι, Ινα παρακλάδι του κ'ή μνημειακή παράδοση ξέρουν πώς σπαράζεται μασκαρεμένος σ'έλάφι. Τήν πράξη τοϋ λαφομασκαρεμοϋ τή μαρτυρά μινωικός έγχάρακτος λίθος τού Βρεταννικοΰ Μουσείου, δπου ένας άντρας χορεύει μασκαρεμένος, άπό τή μέση κι άπάνου, μέ δέρμα καί κεφάλι λαφίσιο. Ή Ιδια πράξη τεκμηριώνεται καί στή λατρεία τής Άρτεμης στή Συράκουσα, δπου οί 'ΒουκολιασταΓ της φορούνε κέρατα λαφίσια. Άλλα μνημεία, ξηγώντας άνάλογα καί τό μύθο τής "Ιφιγένειας, παρασταίνουν καί γυναικεία τήν πράξη. Μινωική σφραγίδα παρουσιάζει γυναίκα πού χορεύει φορώντας λαφίσιο κεφάλι. Σ'άγγειογραφία, παρουσιάζεται μιά γυναίκα πού φορά γιά μάσκα κεφάλι λαφιοϋ, ένώ Ινας άντρας προχωρεί κατ'αύτή, κρατώντας θυσιαστικό μαχαίρι. "Ετσι καταλαβαίνουμε καλλίτερα γιατί στή Λυκόσουρα ή Άρτεμη παρασταινόνταν σά Μαινάδα, δχι μόνο μέ λαμπάδα καί φίδια στά χέρια της, μά καί άμπεχομένη δέρμα έλάφου. Μά κ'οί βαθύτεροι σχετισμοί μέ τήν πράξη τού μαιναδικοϋ διασπαραγμοϋ, δέ μάς λείπουν. "Αναφέραμε τό άγόρι τής Κόρινθος, τόν "Ακταίωνα, πού σπαράζεται άπό τούς Βακχιάδες (= ι6). Άπό τό δνομα κι άπό τήν παράδοση τό γένος σχετίζεται μέ τόν Διόνυσο κ'ή Ιστορία σκεπάζει πράξη άνθρωποσπαραγμού, πού τό πρωτότυπό της τό'χουμε στή λατρεία τής Άρτεμης μέ τό όμώνυμο θύμα. Αντίστροφα, ό διονυσιακός χαραχτήρας τού "Ακταίωνα τής Άρτεμης παρουσιάζεται στή μυθική παράδοση πού τόν θέλει γιό τής Αύτονόης, τής άδερφής τής Σεμέλης, ή μνηστήρα τής Σεμέλης. Ή παράδοση άναγνωρίζει τήν ταυτότητα τής Ιερουργίας καί περιντύνει τόν άρτεμισιακό Ακταίωνα μέ διονυσιακό

177 χαραχτήρα. "Οτι, έτσι, καί τά σκυλιά πού σπαράζουν τόν Άκταίωνα δέν είναι παρά οί κόρες τοϋ άρτεμισιακοϋ θιάσου, ΰποβάλλεται άπό τίς 'Βάκχες', δπου οί Μαινάδες πού ξεκινοϋν γι'άνθρωποσπαραγμό, χαραχτηρίζουνται (άπό σταθερούς συνειρμούς τής πράξης μέ τό κυνήγι): δρομάδες χύνες. (Στά 'Βασσαρικά* τού Διονυσίου, ό Διόνυσος στήν Ινδική έκστρατεΐα του, ύποχρεώνει τούς άντίμαχούς του "Ινδούς, νά φάνε τό λείψανο ένός πατριώτη τους, πού οί σύντροφοί του τό περιντύσανε μέ δέρμα λαφίσιο.)*0 σπαραγμός, πάλι, τού λαφομασκαρεμένου μάς άνεβάζει στό σπαραγμό τοϋ Ιδιου τοϋ έλαφιοϋ, δπου ξανασυμπιάνουνται οί δυό λατρείες. Στά φωκικά "Ελαφηβόλια' τής "Αρτεμης προσφέρεται γλυκόπιττα στό σχήμα τού ζώου τούτου. "Οτι είναι συμβολικό λείψανο έλαφοσπαραγμοϋ, τό μαρτυρούν οί 'Βουκολιασταί' της στή Συράκουσα πού κρατούνε ψωμιά μέ τυπωμένες είκόνες ζώων κ'ΰστερα τά κομματιάζουν. Ή προτίμηση τέλος τοϋ νεβροϋ στόν διονυσιακό σπαραγμό καί τό έπίθετο τής "Αρτεμης έλλοφόνος (νεβροκτόνος), συμπιάνουν τόν άρτεμισιακό διασπαραγμό τοϋ έλαφιοϋ μέ τή μαιναδική νεβροφονία. Μιά σειρά θυσίες στή λατρεία μορφών τής Μεγάλης Θεάς άνακρατοϋνε δείγματα διασπαρακτικοϋ χαραχτήρα. Στή λατρεία τής Δήμητρας Χθόνιας στήν "Ερμιόνη μπάζουνε στό ίερό της τέσσαρες γελάδες, τή μιάν ύστερα άπό τήν άλλη: Τέσσαρες έκειμέσα γριές, μέ δρεπάνια στά χέρια τους, πέφτουνε πάνου στήν καθεμιά καί τούς κόβουν, δποια τους μπορέσει, τό λαιμό τους. Στά Θεσμοφόρια τής Κυρήνης άναφέρουνται γυναίκες μετά τής Ιεράς στολής δλαι τελούμενοι μυστιχώς, σφάχτριαι χαταλειφοεϊσαι κι δταν ό Βάττος παραμόνεψε τίς Ιερουργίες τους, αύτές αϊρουσαι τα ξίφη γυμνά, χαταπλέας ίχονσαι τοϋ αίματος τάς χείρας xal τά πρόσωπα (ήσαν δε έχ τών Ιερειών χρισάμεναι), χυμοϋν νά τοϋ στερήσουνε τήν άνδρικότητά του. Στήν πανήγυρη τής Δέσποινας στή Λυκόσουρα, πού στή λατρεία της συναντήσαμε τήν πράξη τοϋ ζωομασκαρεμοϋ, δέν κόβουν, κατά τόν κανόνα τής θυσίας, τόν λαιμό τών θυμάτων τους, μά δ,τι μέρος τοϋ ζώου τύχει δ καθένας. Ή πράξη είναι παράλληλη μέ τών Μαινάδων, πού κομματιάζουν δπως τύχει καί μέ μαχαίρια τά θύματα, κ'έτσι ύστερότερος τύπος τού άρχαίου σπαραγμού τους. Ό διασπαραγμός έτσι, πού μένει πράξη τοϋ Μαιναδικοϋ Θιάσου, συνδέεται μέ μορφές τής Μεγάλης Θεάς, τήν πότνιαν Θηρών, τήν "Αρτεμη, τή Δέσποινα, τή Δήμητρα, κ'έτσι στά άρχαιότερα στάδια, συνδεόνταν μέ τήν άδιαφοροποίητη άκόμη μορφή της. Όσο γιά τήν ώμοφαγία, θετικά τεκμήρια γιά τήν παρουσία της στή λατρεία τής αίγαιακής Θεάς, άπολείπουνε, τήν εύνοοΰνε δμως οί άναλογίες. Είναι συναρτημένη μέ τόν διασπαραγμό καί, στό βαθμό πού τεκμηριώνεται ό διασπαραγμός, τεκμηριώνεται κ'έτούτη. "Αν ή έρμηνεία τού μύθου τοϋ Άκταίωνα είναι σωστή, 6 Ιδιος μύθος τεκμηριώνει τήν ώμοφαγία. Ό σφαγιαστικός διασπαραγμός στά κυρηναΐκά Θεσμοφόρια μπορεί νά συνδυαστεί μ'ένα τύπο ώμοφαγίας: 176 -

178 στα Θεσμοφόρια τής Ερέτριας οί γυναίκες τρώνε κρέας ψημένο στόν ήλιο. Τέλος, έπίθετο τοϋ Διονύσου άπό τήν ώμοφαγία τού ταύρου είναι τό Τανροφάγος. Μά ποιά νά'ναι τότε ή άρχή τών λατρειακών έπιθέτων τής "Αρτεμης Καπροφάγος καί τής Ήρας ΑΙγοφάγος; 69 Διόνυσος καί Μεγάλη θεά: 'Αριάδνη Η 'Αριάδνη είναι 'κόρη' τού Μίνωος καί μάς ξαναγυρίζει στήν Κρήτη καί στούς θεούς της. Ερωτεύεται, βοηθά καί άκολουθά τόν Θησέα. Δέν είναι ωστόσο ό Θησέας, μά ό Διόνυσος πού παίρνει τήν 'Αριάδνη. Οί πολλές τοϋ μύθου έκδοχές συγκεντρώνουνται γύρω άπό δύο μορφές, τής 'θνησκούσης' άπό τή μιά, καί τής 'νυμφευομένης', άπό τήν άλλη, 'Αριάδνης. Έτσι ό Θησέας άπαρατά τήν 'Αριάδνη στήν Κρήτη, κ'έκείνη άπό τόν πόνο της κρεμιέται. Σ'άλλη παραλλαγή τήν άπαρατά στή Δία, νησάκι κοντά στήν Κνωσό ή στή Νάξο (πού λέγεται Δία κι αύτή) κ'έκεί ή "Αρτεμη, μ'έντολή τού Διονύσου, τή σκοτώνει. Σέ τρίτη τέλος παραλλαγή, ό Θησέας τήν άπαρατά στήν Κύπρο, δπου πεθαίνει άπό τόν καημό, προτοϋ γεννήσει τόν καρπό τοϋ έρωτά τους κ'έδώ ταυτίζεται μέ τήν "Αφροδίτη καί σχετίζεται μ'όρισμένη λατρεία, δπου, κατά τό έθιμο τής άρρενολοχείας (= 27), ένα παληκάρι καμώνεται τή γυναίκα πού κοιλοπονάει. Κατά τήν άλλη κατηγορία τών μύθων, ό Θησέας (άπό άπιστία ή κατά προσταγή τού Διονύσου) άπαρατά τήν 'Αριάδνη στή Νάξο, δπου δ Διόνυσος παρουσιάζεται καί τήν κάνει γυναίκα του, ή δπως άλλιώς τήν παίρνει τού Θησέα. Ή παράδοση ώστόσο τού θανάτου της, τήν άκολουθά καί σά γυναίκα τού Διονύσου: Στό "Αργός εϊταν ναός τού κρητικοϋ (Κρησίον) Διονύσου καί μέσα του ό τάφος τής 'Αριάδνης. Κοντά στό ναό τούτο ναός τής 'Αφροδίτης Όύρανίας' θυμίζει τούς ταυτισμούς τής φεγγαρικής "Αριάδνης μέ τή φεγγαρική 'Αφροδίτη. Οί δυό μορφές, τής 'θνησκούσης' καί τής 'νυμφευομένης', παρουσιάζουνται στή Νάξο σά δυό Άριάδνες, ή παλιά πού γίνεται έκεί γυναίκα τοϋ Διονύσου καί γεννά, άνάμεσα στούς άλλους γιούς του, τόν Στάφυλο, κ'ή νεότερη, πού άπαρατιέται έκεί άπό τόν Θησέα, καί πεθαίνει* κ'ένώ τή μιά τή μνημονεύουν μέ παιχνίδια καί χαρές, τήν άλλη μέ πένθιμες θυσίες. "Ολα τοϋτα θυμίζουν τήν 'Κάθοδον' καί "Ανοδον' τής Θεάς πού συνοδεύουνται άπό μιά θεογαμία* κ'ή 'Αριάδνη δέν είναι κόρη τοϋ Μίνωος, μά μιά μεγάλη αίγαιακή θεά, πού άποξεπέφτει σ'ήρωίδα. Τό δνομά της θά πεί 'Αριάγνη (δπως καί γράφεται σ'άττικές άγγειογραφίες) ή "Υπεραγία* (άόνόν άγνόν οί Κρήτες) καί τόν φεγγαρικό χαραχτήρα της τόν μαρτυρά τό κρητικό της

179 έπίθετο Άρώήλα, άνάλογο τοϋ 'Πασιφάη'. Σά μορφή τής Μεγάλης θεάς, ή "Αριάδνη ταυτίζεται καί μέ τήν "Αφροδίτη. Στήν Άμαθοϋντα τής Κύπρου δειχνόνταν ό τάφος της μέσα σέ άλσος άφιερωμένο στήν 'Αριάδνη 'Αφροδίτη, κ'ή Ιδια χαρίζει τοϋ Θησέα ξόανο τής 'Αφροδίτης καμωμένο άπό τόν Δαίδαλο, πού ό ήρωας τό φέρνει στή Δήλο. "Ο 'θάνατός' της είναι, έτσι, ή άρχαία 'Κάθοδος' τής Θεάς ένας άπό τούς τρόπους του, τό Κρέμασμα, βγαίνει άπό τά γυναικεία όμοιώματα πού κρεμιούνται στά δέντρα (= 39)' κι ό γάμος της μέ τόν Διόνυσο, προβολή ένός 'Ιερού Γάμου: καθώς τό μαρτυρά κ'ή παραλλαγή πώς τήν παρατημένη στήν Κρήτη 'Αριάδνη τή φέρνουνε στή Νάξο ναυτικοί κ'έκεΐ παντρεύεται τόν Οΐναρο, τόν Ιερέα τού Διονύσου. Ό Εντοπισμός τής περιπέτειάς της στή Νάξο, οί διπλές έκεΐ γιορτές τού γάμου καί τοϋ θανάτου της κ'ή ίερογαμία μέ τόν 'Οΐναρο', λειτουργικό δνομα τοϋ Ιδιου τοϋ Διονύσου, μαρτυρούν πώς άρχαία έκεΐ λατρεία τής Κρητικής Θεάς, μέ κέντρο μιά ίερογαμία της, άναγνωρίζει στόν Διόνυσο τόν άρχαΐο κρητικό πάρεδρό της. Τό Ιδιο κ'ή λατρεία τού 'Κρητικού* (Κρησίου) Διονύσου στό 'Αργός, δίπλα στόν τάφο, πού άναφέραμε, τής 'Αριάδνης. Ποιός είταν ό κρητικός αύτός πάρεδρος, πού ξαναπροβαίνει στή μορφή τού Διονύσου; Άπαντοϋν οί σχετισμοί τής 'Αριάδνης μέ τόν Λαβύρινθο καί τό Μινώταυρό του. Ή λαβυρινθική Ιερουργία σχετίζεται μέ τήν ένναετηρική άνανέωση τής κρητικής βασιλείας* καταλήγει σ'έναν Ιερό γάμο- ό Μινώταυρος είναι ένσάρκωση (άπό τόν ίερέα βασιλιά) τοϋ κρητικοϋ ταυροθεού, Διός ή Ζαγρέως (πού γεννιέται ταυρόμορφο βρέφος)' ό Διόνυσος γεννιέται ταυροκέρατος κι αύτός κι ό Λαβύρινθος, τό σχεδιάγραμμα τής άρχαίας Ιερουργίας του, ξαναπροβαίνει στήν όρχήστρα τού άθηναΐκού του θεάτρου. Ό γάμος τοϋ θεοϋ μέ τήν 'Αριάδνη συνεχίζεται κάθε χρόνο στήν 'Αθήνα μέ τή 'βασίλισσα', τή γυναίκα τοϋ άρχοντος 'βασιλέως' (= 45) 70 Διόνυσος καί Μητέρα θεά Σεμέλη καί "Ινώ - Λευκοθέα Από τούς βασιλικούς σχετισμούς τού Θείου Δράματος, ή άρχαία θεότητα Ζεμέλω ή Γή, γίνεται ή βασιλοκόρη Σεμέλη (= 27). "Ετσι ό Διόνυσος, ό έγκυμονημένος άπ'αύτή, είναι ό Σεμελήιος, δπως άνακράζεται στά Λήναια σάν "Ιακχος (= 44)» κ *ή Σεμέλη συναντιέται κάποτε στή λατρεία τού γιοϋ της. Σά μάνα τοϋ μανικού καί μανιοδότη θεού, παίρνει τό δνομα θνώνη, άπ'δπου κι ό Διόνυσος τό μητρωνυμικό θνωνίδας (πρβ. 32). Όμόριζο μέ τά 'Θυία' καί 'Θυιάς' (= 53). τό δνομα έξομοιώνει τή μάνα τοϋ 178

180 θεοϋ μέ τις τροφούς και συντρόφισσές του Μαινάδες. Πάνω στούς σχετισμούς τού Θείου Βρέφους μέ λογίς μορφές τής άρχαίας Μητέρας Θεάς, ή Ιδια βασιλική λατρεία, πού μαρτυριέται άπό τόν Διόνυσον Κάδμον (= 39). συνδέει τόν Διόνυσο μέ τήν 'άδερφή' τής Σεμέλης Ίνώ, πού έπίμονη παράδοση τή θέλει τροφό του. "Οτι είναι χθόνια θεότητα κι αύτή, μαρτυριέται άπό πηγομαντεϊο της στήν Επίδαυρο Αιμηράν κι όνειρομαντεϊο της στίς Θαλάμες. "Από τήν άλλη, είναι μάνα τού Μελικέρτη, πού πέφτει μαζί του στή θάλασσα κι άποθεώνουνται μέ τά όνόματα Λευκοθέα καί Παλαίμων (= 33) Ενώ δμως ή Ίνώ άνακρατεϊ τά χαραχτηριστικά τής χθόνιας θεάς, ή Λευκοθέα είναι θεά πελαγίσια. 'Αρχαία έτσι φεγγαρική θεά (δπως προδίνει τό δεύτερο δνομα) πού μοιράζεται τή βασιλεία τής στεριάς καί τής θάλασσας, άνακρατεϊ μέ διαφορετικά όνόματα δυό διαφορετικές λειτουργίες, ή δυό θεές, μιά χθόνια καί μιά θαλάσσια, ταυτίζουνται στή μορφή μιάς Ίνούς-Λευκοθέας. Οί σχετισμοί της μέ τόν Διόνυσο είναι βαθύτεροι άπό τήν πλασματική συγγένεια πού τούς δίνει ό μύθος. Ό Μελικέρτης κι ό Παλαίμων είναι διαφορετικές μορφές, θνήσκοντος ό ένας καί πελάγιου ό άλλος θεού- ό πρώτος δμως, πού κυριεύει τόν δεύτερο, είναι όμόλογη μορφή μέ τού Διονύσου - Ζαγρέως (= 33) "Η άνατροφή έτσι τού Διόνυσου άπό τήν Ίνώ ύποτυπώνει τό άρχέτυπο ζεύγος Μητέρας Θεάς καί Θείου Βρέφους. Τή σχέση τή χναρολόγησε ή άρχαία κιόλας μυθογραφία πού, πασχίζοντας νά βάλει τάξη στό χάος τών στοιχείων τής διονυσιακής μυθολογίας, ξεχωρίζει πέντε διαφορετικούς Διονύσους. Πρώτος στούς καταλόγους τού Κικέρωνα καί τού "Αμπελίου είναι ό κρητικός Διόνυσος - Ζαγρεύς, γιός τοϋ Δία καί τής Περσεφόνης. Σ'άντίστοιχο κατάλογο τοϋ Λυδού, ό πρώτος αύτός Διόνυσος είναι γιός τού Δία καί τής Λευκοθέας. Γιά τούς μυθογράφους πού άντιπροσωπεύει ό Λυδός, ό Διόνυσος πού άναθρέφεται άπό τήν Ίνώ, είναι ό Παλαίμων - Ζαγρεύς, ό γιός τής Λευκοθέας. Οί σχετισμοί συνεχίζουνται στήν παράδοση τής λατρείας. "Ενα θηβαϊκό γένος άξιώνει πώς κατεβαίνει άπό τήν Ίνώ καί προμηθεύει μαινάδες Ιέρειες στή λατρεία τοϋ Διονύσου. Άπό τίς τρεϊς Μαινάδες τοϋ γένους αύτοϋ πού όργανώνουν θιάσους στή Μαγνησία (= 55). ή l 11^ τους μαρτυρά τήν άρχαία τροφό ή μητέρα Ίνώ μέ τ'δνομά της 'Κοσκώ' πού σχετίζεται μέ τό 'κόσκινον' κ'έδώθε μέ τή λατρεία τοϋ Διονύσου Λικνίτου. Ό Παλαίμων συναντιέται στούς ρόλους τοϋ ίεροϋ δράματος τών Ίοβάκχων, κ'ένας Ήφαιστος Παλαιμόνιος στούς ρόλους τού μυστικού δράματος τής Εφέσου (= 97) "Ο Ήφαιστος (ό πατέρας τοϋ θείου βρέφους Έριχθονίου) συχνοσυναντιέται στή διονυσιακή είκονογραφία κι άναθυμάται κανείς ένα Παλαίμονα γιό τοϋ 'Ηφαίστου. Λειτουργικοί ύμνοι τών ύστερότερων διονυσιακών μυστηρίων οί "Ορφικοί Ύμνοι', ψάλλουν τή Λευκοθέα σά θρέπτειραν τοϋ θεοϋ καί τόν Παλαίμονα σύντροφο ν Β α κ χ ε χ ό ρ ο ι ο Διονύσου

181 71 Διόνυσος καί Μητέρα θεά: Ήρα Η έχθρα τής Ήρας γιά τόν Διόνυσο άρχίζει πρίν άπό τή γέννηση τοϋ θεοϋ κι άφήνει τόν άπόχτυπό της στή λατρεία: Στήν "Αθήνα δέ συχωριέται νά μπεί στό ναό τής Ήρας κισσός κ'οί Ιέρειες τής θεάς δέ μιλιούνται μέ τις Ιέρειες τοϋ Διονύσου. "Ανάλογος δμως έχθρός της, δ Ηρακλής, δέν είναι στήν άρχή παρά άντρας της (ή γιός της ή καί τά δύο). Μέ τήν άλλαγή τοϋ μητριαρχικοϋ χαραχτήρα τών θεαινών, δ μύθος γυρίζει τίς άρχαίες φιλίες τους σ'έχθρες. Τό παράδειγμα τού Ηρακλή δέν είναι τό μόνο. 'Από τούς άρχαϊκούς αιώνες βρίσκεται στή Λέσβο Ιερό, τέμενος μέγα, άφιερωμένο στόν Δία "Ανταίον* (άντίαον), στήν Ήρα, αίολήιαν θέον πάντων γενέθλαν, καί στόν Διόνυσο, πού τά έπίθετά του ώμηστής καί χεμήλιος (= 15) μαρτυρούν τή μαιναδική καταγωγή τής λατρείας. Ή τριάδα δίνει τήν έντύπωση τής πατριαρχικής, Πατρός - Μητρός - Υίού, κι άν στοχαστοϋμε πώς, σάν 'παντογένεθλος', ή αίολική Ήρα βρίσκεται κοντά στήν άρχέτυπη μορφή τής Μητέρας θεάς, βλέπουμε στόν Διόνυσο τούτο άληθινό ή, πιθανότερα, θετό γιό της. Στήν υιοθέτηση τού Ηρακλή ή Ήρα μεταχειρίζεται μιά συμβολική γέννηση ή βύζαγμα, γνώριμους τρόπους υιοθεσίας. Ό Ερατοσθένης ξέρει πώς κι άλλοι γιοί τού Δία υίοθετούνται άπό τήν Ήρα μέ τό βύζαγμα άπό τό μαστό της: ού γαρ έξήν τοις Διός νίοϊς τής ουρανίου τιμής μετασχεϊν, εΐ μή τις αυτών θηλάσειε τον τής "Ηρας μαστόν. "Οτι άνάμεσά τους είναι κι ό Διόνυσος μαρτυριέται άπό τόν Νόννο, δπου, κατά προσταγή τού Δία, ή Ήρα καθαρίζει τόν Διόνυσο άπό τή 'μανία' του, χρίζοντας τό κορμί του μέ τό μητρικό γάλα της, καί τέλος τόν βυζαίνει: άμφί δε οί στομάτεσσιν άνειρυσασα χιτώνος / άμβροσίης πλήθουσαν έήν γυμνώσατο θηλήν I θλιβομένην βλυζουσαν χύσιν ζηλήμονι μαζφ / χαί μιν άνεζώγρησε... Ή ένωση τού έλληνικοΰ Δία καί τής προελληνικής Ήρας δημιουργεί τό πρότυπο πατριαρχικό ζευγάρι τού ούρανού, πού ή οικογενειακή του κατάσταση μπορούσε νά παρηγορά τούς πιστούς του. Ό Δίας γεμίζει τόν κόσμο μ'έξώγαμα, γεννά μονάχος του τήν 'Αθηνά, έγκυμονεϊ ό ίδιος τόν Διόνυσο" ή Ήρα είχε, κόρη άκόμη, 'βιαστεί* άπό τόν γίγαντα Εύρυμέδοντα, παντρεύεται κρυφά άπό τούς γονιούς, γεννά μονάχη της παιδιά, δπως τόν Ήφαιστο καί τήν Ήβη. Οί πάρεδροι ή γιοί ή καί τά δυό τής άρχαίας μητριαρχικής θεάς, έξοικονομιούνται σάν έξώγαμα τού Διός άρχαίες άμήτορες θεές, πού γίνουνται πατριαρχικές, γεννιοϋνται άπό τό κεφάλι του ή άρχαία γεννήτρα θεά πού γίνεται σύζυγος, ξακολουθεί νά γεννά κ'έξω άπό τό συζυγικό της στρώμα. Σάν πατριαρχική δμως σύζυγος πρέπει νά καθαρθετ άπό τ'άκατανόητα τής πρώτης ήλικίας. Οί άρχαΐες άγάπες της γυρίζουνε σ'έχθρητες, τά - 180

182 φίδια πού τήν παράσταιναν μαζί μέ τόν άρσενικό της άκόλουθο (= 3 ), τά στέλνει τώρα νά τόν έξοντώσουνε, τή 'μανία' πού έδινε στόν άρσενικό της νά μοιραστεί μαζί της τή χάρη της, τήν έχει τώρα μέσο τού τυραγνισμού του. Σ'άπόθαμπες όμως θύμησες καί λατρείες άπόμερες, άνακρατιούνται έπίμονοι οί άρχαϊοι σχετισμοί, κι ό μύθος πού πάσχισε νά τούς σβήσει μέ τίς έχθρότητες, ύποχρεώνεται νά τις ξαναγυρίσει σέ φιλίες. Ή "Ηρα, μάνα πατριαρχική, υίοθετεΐ τούς άρχαΐους μητριαρχικούς συντρόφους της ή γιούς, στά πρόσωπα τών ίδιων ή άλλονών, έξώγαμων τώρα τού Δία. 72 Διόνυσος καί Μεγάλη θεά: Άρτεμη Είδαμε τούς όργιαστικούς χορούς τής Θεάς (= 66) καί τόν διασπαραγμό νά βρίσκεται σ'ίερουργικό ύπόστρωμα όπου συναντιούνται ή λατρεία τής Άρτεμης καί τού Διονύσου (= 67). Σχετισμοί της μέ τόν βρεφικό Διόνυσο, δπως μέ τόν 'Υάκινθο (= 27) δέ σημειώνουνται συχνές όμως γειτονίες τών ίερών τους καί λογίς συμπιάσματα τής λατρείας τους όδηγούνε στό ζεύγος θεάς καί άρσενικού της παρέδρου. Διονυσιακό ίερό τής Δήλου, πού μαρτυριέται άπό τούς άρχαΐκούς αιώνες, γειτόνευε μέ τό Ιερό τής Λητώς, κ'ή λατρεία τού Διονύσου σχετίζονταν έκεΐ μέ τής Άρτεμης άπό τότε. Στήν Άλαγονία τής Λακωνικής, μνημονεύουνται ναοί τής Άρτεμης καί τού Διονύσου. Ναοί τού Διονύσου καί τής Άρτεμης Παιδοτρόφου άναφέρουνται, μέ ναό τοϋ Ασκληπιού, στήν Κορώνη. 'Ιερά τού Διονύσου καί τής Άρτεμης έχει ή Φολόη τής Αρκαδίας. Ίερό τού Διονύσου Λαμπτήρος στήν Πελλήνη βρίσκεται άπέναντι σ'άλσος τής Άρτεμης Σωτείρας. Στήν άρκαδική Αλέα, άναφέρουνται ναοί τής Έφέσιας Άρτεμης, τής Αθηνάς Άσέας καί τού Διονύσου. Ανάμεσα στό ίερό τού Διονύσου καί στήν άγορά τής Σικυώνας είτανε ναός τής Άρτεμης Λιμναίας. Ναοί τού Διονύσου καί τής Άρτεμης στήν 'Επίδαυρο άναφέρουνται άντάμα. Κοντά στό ναό τής Άρτεμης Λυκείας στήν περιοχή τού θεάτρου τής Τροιζήνας είταν βωμός τού Διονύσου Σαώτου. Στήν άγορά τής Τροιζήνας, είταν ναός τής Άρτεμης Σωτείρας μέσα του άγάλματα τών έξουσιαστών τού Κάτου Κόσμου θεών κ'έκεϊθε, κατά τή ντόπια παράδοση, άνέβασε ό Διόνυσος τή Σεμέλη. Ό ναός τής Άρτεμης Ίφιγενείας στήν "Ερμιόνη είταν κοντά στό ναό τού Μελαναίγιδος Διονύσου. Ναοί τής Άρτεμης, τής Κόρης, καί τού Διονύσου, σημειώνουνται στόν Ισθμό, στόν ίδιο περίβολο μέσα. Στήν περιοχή τού θεάτρου στήν Αίγινα είταν ναοί τού Απόλλωνα, τής Άρτεμης, καί τού Διονύσου. Ίερό μέ βωμούς τού Απόλλωνα Διονυσοδότου, τής Άρ

183 τεμης Σελασφόρου, τοϋ Διονύσου Άνθίου, τών Ίσμηνίδων Νυμφών καί τής Γής, άναφέρεται στόν άττικό δήμο Φλύα. "Αγαλμα κ'είδώλιο τής "Αρτεμης κ'ένας βωμός τής θεδς μέ τό έπίθετο τής Έρίθου, βρεθήκανε στό Βακχεϊο τών Ίοβάκχων, τό χτισμένο στό Ιερό τού Διονύσου έν Λίμναις. Τά γλυπτικά εύρήματα είναι άρχαιότερα άπό τήν αίθουσα δπου βρεθήκανε, καί μαρτυρούνε παλαιότερο Ιερό τής 'Αρτεμης στόν τόπο τούτο. Τά Μεγάλα Διονύσια πέφτουν στό μήνα Έλαφηβολιώνα, όνομασμένον άπό τή λατρεία τής Άρτεμης Έλαφηβόλου. Βωμός τής Άρτεμης Όρθωσίας στεκόνταν στό Βυζάντιο κοντά στό ναό τού Διονύσου. Σέ νόμισμα τής Νίκαιας τού Πόντου παρασταίνεται ή Άρτεμη νά δίνει τού Διονύσου τό χέρι. Ό Διόνυσος βάζει τήν Άρτεμη νά σκοτώσει τήν Αριάδνη, δπως ό Απόλλωνας τή βάζει νά σκοτώσει τήν Κορωνίδα. Ένας όρφικός ύμνος δίνει τής Άρτεμης τό διονυσιακό έπίθετο Βρομιά. Ή λατρεία τού Διονύσου Αίσυμνήτου στήν Πάτρα άντικατασταίνει λατρεία τής Άρτεμης Τρικλαρίας. Ό λόγος τών συχνών τους σχετισμών είναι πώς οί δύο θεοί άνακρατούν έντονότερα άπ'δλους τά χαραχτηριστικό τής Μεγάλης Θεάς καί τού άρσενικού παρατρεχάμενού της. Είναι, κοντολογίς, φανερό πώς ό Διόνυσος παίρνει δίπλα στήν Άρτεμη τή θέση ένός παλαιότερου άρσενικού της συντρόφου. Στίς Καρυές λατρεύεται ή Καρύα, ύπόσταση τής Άρτεμης, άγαπημένη τού Διονύσου. Ή φτερωτή Όρθία στή Σπάρτη συντροφεύεται άπό φτερωτό της πάρεδρο πού κρατεί, δπως κ'έκείνη, πουλιά στά χέρια. Στο φτερωτό τούτο σύντροφο τής Όρθίας Αναγνωρίζεται μιά παλαιότερη μορφή τού Διονύσου. Στίς Άμύκλες λατρεύεται ένας Διόνυσος ΨΙλαξ πού θά πεϊ 'φτερωτός' καί στήν ύστερότερη διονυσιακή είκονογραφία ό τύπος τοϋ πτεροφόρου Διονύσου δέ λείπει. (ΟΙ παραστάσεις τοϋ πτεροφόρου Διονύσου ξαναπαρουσιάζουνται άπό τήν έλληνιστική περίοδο (μισά τοϋ 2ου αιώνα), άπό πλησιασμούς τοϋ Διονύσου μέ τόν "Ερωτα, μέ βάση τήν πλατωνική σύλληψη τοϋ ένθουσιασμοϋ, πού'ναι ένέργεια καί τών δυό τους.) Σέ μαρμάρινες δμως έδρες τοϋ διονυσιακού θεάτρου, ό γενειοφόρος θεός δέν παρασταίνεται μοναχά φτερωτός μά καί μέ σχήματα πού θυμίζουν τόν πάρεδρο τής Όρθίας. Άναθυμάται ώστόσο κανείς πώς 6 άρσενικός θεός συχνά, στά κρητικά μνημεία, κατεβαίνει άπό τόν άέρα. Αξιοσημείωτο τέλος είναι πώς, στή Δήλο, ό χιτώνας τής Άρτεμης φέρνεται νά φορεθεί άπό τόν Διόνυσο (δν ή μεταφορά είναι περιοδική ή δχι δέν τό μαθαίνουμε) καί πώς σ'άνάγλυφο τοϋ δηλιακού του Ιερού ό Διόνυσος είναι στ'άλήθεια ντυμένος μέ τόν τρόπο τής λαμπαδοκρατούσας Άρτεμης Φωσφόρου. Ό άρτεμισιακός αύτός Διόνυσος παρουσιάζεται καί σ'άνάγλυφο τού Μουσείου τής Χαλκίδας

184 54 Διόνυσος καί Μητέρα θεά: Δήμητρα 0 1 σχετισμοί τοϋ Διονύσου καί τής Δήμητρας ξαναγυρίζουν κ'έτοΰτοι, μέσα άπό δρόμους πολλούς, στό άρχέτυπο ζεύγος. Σέ τραγούδια, πού ό γενικός τίτλος τους,'ιόβαχχοι μαρτυρά τόν διονυσιακό χαραχτήρα τους, ό 'Αρχίλοχος παρουσιάζεται Δήμητρος άγνης καί Κόρης τήν πανήγυριν σέβων. Ό Διόνυσος παρουσιάζεται πάρεδρος τής Δήμητρας στίς λατρείες τής Λέρνης, δπου άρχαιότροπα μυστήρια είναι άφιερωμένα καί στούς δυό τους. Στις ελληνικές άποικίες τής 'Ιταλίας ό Διόνυσος έχει σημαντική θέση δίπλα στήν Κόρη καί στή Δήμητρα, συχνά παίρνοντας τή θέση τού Πλούτωνα δίπλα στήν πρώτη. "Οταν οί Ρωμαίοι μπάζουν τήν τριάδα τούτη στή θρησκεία τους, ό Διόνυσος είναι τό κεντρικό πρόσωπό της. Ότι στό βάθος τής ρωμαϊκής τριάδας, Ceres, Liber, Libera, δέν είναι παρά τά πρόσωπα τής έλληνικής, Δήμητρα, Διόνυσος, Περσεφόνη, τό μαρτυρούν τό έλληνικό τυπικό, ή έλληνική γλώσσα κ'ή έλληνίδα Ιέρεια τών Μυστηρίων, δπου οί θεότητες αύτές προεδρεύουν. Ή τριάδα καί τά μυστήρια παίρνουνται άπό τίς έλληνικές αποικίες τής 'Ιταλίας κι δχι άπό μυστήρια πού μοιράζουνται οί θεότητες αύτές στήν Ελλάδα (= 8ι). Γειτονικά δμως καί στήν Ελλάδα Ιερά καί λατρείες κοινές, άλλες άπό ρίζες παλιές κι άλλες άπό τήν πολυδύναμη έπιρροή τών έλευσινιακών λατρειών, τονώνουν τούς όργανικούς συνδέσμους τών δύο θεών ίσαμε τό τέλος τού άρχαΐου κόσμου. 'Ανάμεσα Σικυώνας καί Φλοιούντας είταν ένα άλσος, ή Πυραία, μ'ιερό τής Δήμητρας Προστασίας καί τής Κόρης. "Αντρες καί γυναίκες γιορτάζανε χωριστά, κ'ένα οίκημα, Νυμφών, πού προοριζόνταν γιά τή λατρεία τών γυναικών, μαρτυρά έναν Ίερό Γάμο. Ό νυμφίος δέν όνομάζεται μά, μαζί μέ τ'άγάλματα τής Κόρης καί τής Δήμητρας είταν, μέσα στόν Νυμφώνα, κι άγαλμα τού Διονύσου. Όχι μακριά άπό τήν Τεγέα είταν 'άλσος δρυών', μέ ναό μέσα τής Δήμητρας, καί κοντά στό άλσος Ιερό Διονύσου τού Μΰστου. Στά σύνορα τής Θελπούσας είταν Ιερό τής Δήμητρας ΈλευσινΙας μέ άγάλματα τής Δήμητρας, τής Κόρης, καί τοϋ Διονύσου. Στό βουνό Ποντίνον τής 'Αργολίδας είταν Ιερό τής Δήμητρας καί μέσα άγάλματα τής Δήμητρας Προσύμνης καί τού Διονύσου. Στήν 'Επίδαυρο λατρευόνταν ή τριάδα μιάς Παντελίας, (μορφής τής Δήμητρας), Διονύσου καί Περσεφόνης. Κοντά στά 'μέγαρα' τής Δήμητρας στίς Ποτνιές τής Βοιωτίας, είταν Ιερό τού Διονύσου ΑΙγοβόλου. Στις Κώπες, έδώ, συναντιούνται Ιερά τής Δήμητρας καί τοϋ Διονύσου. Στήν Κώ ξεχώθηκε Ιερό τής Δήμητρας καί Περσεφόνης πού άνεβαίνει στόν 6 αιώνα καί μιά έρμηνεΐα τού ειδυλλίου 'Λήναι' πού άναγράφεται στόν Θεόκριτο, βλέπει κ'έδώ Μυστήρια τής Δήμητρας καί Κόρης μέ πά

185 ρεδρο τών δυό θεαινών τόν Διόνυσο, έπόπτη, δπως καί στά Ελευσίνια, τών μυστηρίων. Μιά μαινάδα ίέρεια ΕΙσιάς στήν Τήνο έπισκευάζει θιασικά 'μέγαρα' τής Δήμητρας καί τοϋ Βάκχου. Σ'έπιγραφή, ρωμαϊκής έποχής, τοϋ Ίσθμοϋ, άναφέρεται κατασκευή ναών 'Δήμητρος καί Κόρης καί Διονύσου καί 'Αρτέμιδος', μέσα σέ μιάν Ιεράν νάπην. Μαρμάρινο άγγείο σέ τύπο ταφικής υδρίας άπό τήν Άδριανούπολη παρουσιάζει, λείψανα έπιγραφής, τά όνόματα τής Δήμητρας καί τού Διονύσου. Μικρασιατικές έπιγραφές συνοδεύουν άφιερώματα Διονύσω Καλλιχάρπω xal Δήμητρι Καρποφόρα). "Ενα καί τό ϊδιο πρόσωπο στήν "Εφεσο έχει τήν Ιερατεία θιάσου Δημητριαστών καί θιάσου Διονύσου τοϋ Φλέου. 74 Διόνυσος καί Μητέρα θεά: Ό Διόνυσος Πάρεδρος Δήμητρας καί Κόρης στήν 'Ελευσίνα Πολλές, πάλι, μαρτυρίες τραβούν ν'άνεβάσουν σέ παλαιότητα τούς άττικούς σχετισμούς τής Δήμητρας καί τού Διονύσου. Μέλη τού έλευσινιακοϋ Ιερατείου κρατούν ένα ρόλο στή διονυσιακή λατρεία: Ό Δαδοϋχος κράζει στά Λήναια τό θεό (= 44) Ό Ίεροκήρυξ παραστέκει στ"ανθεστήρια τή 'βασίλιννα' σάν όρκίζει τις Γεραρές (= 45)' τέσσαρες 'έπιμελητές' τών Μυστηρίων δργανώνουν, στά Λήναια, μαζί μέ τόν άρχοντα βασιλέα, τήν πομπή τής γιορτής και καταπιάνουνται στή θυσία πού προσφέρεται τού Διονύσου γιά τήν πολιτεία. Ό Διόνυσος έχει στήν Ελευσίνα Ιερό, τό Διονύσιον, καί τά Διονύσια άναγνωρίζουν έδώ όρισμένες τιμές στή Δήμητρα καί στήν Κόρη. Γνώστης τών Ιερατικών ό ρήτορας 'Αριστείδης, βεβαιώνει πώς οί Κήρυκες κ'οί Εύμολπίδες καταστήσανε τόν Διόνυσο 'πάρεδρον* τών θεαινών τής 'Ελευσίνας, κι ό Πλούταρχος βεβαιώνει πώς οί παλαιοί τον Διόνυσον τή Δήμητρι σνγχαθιέρωσαν, καθώς είναι οί θεοί τής γονιμικής υγρασίας κ'οί δυό τους. Ό παιάνας τοϋ Φιλοδήμου βλέπει τόν Διόνυσο νά έγκατασταίνεται στούς άνθεμώδεις μυχούς τής 'Ελευσίνας καί νά'χει, σάν πάρεδρος τών δυό θεαινών, τήν έποπτεία τών μυστηρίων ό Σοφοκλής βλέπει τόν Βάκχο ν'άφεντεύει στό κέντρο τής λατρείας τής Δήμητρας ό Πίνδαρος ξέρει τόν χαλχοχρότου πάρεδρον Δαμάτερος εύρυχαΐταν Διόνυσον καί συγκαιρινές άγγειογραφίες (τέλος τού 6ου καί πρώτο μισό τού 5ου αιώνα) παρουσιάζουν τόν Διόνυσο νά σχετίζεται μέ τις θεότητες τής 'Ελευσίνας. Ή έκφραση τών έπιγραφών γιά τά έλευσινιακά Διονύσια, ό πάτριος τών Διονυσίου άγών, κι όρισμένοι μύθοι άνεβάζουν σέ 184

186 μιά προθησεϊκή άρχαιότητα τό σύνδεσμο τούτο. "Οταν ό Πήγασος έφερε τό ξόανο τού Διονύσου 'Ελευθερέως (= 55). τ6 μαντείο τών Δελφών θύμισε τών 'Αθηναίων πώς ό Διόνυσος είχε ξανάρθει στήν 'Αττική τόν καιρό τού Ίκαρίου. Ό χρησμός άναφέρεται στό μύθο πώς, δταν βασίλευε ό Πανδίων, ήρθαν μαζί στήν "Αττική ή Δήμητρα κι ό Διόνυσος, μά τή Δήμητρα τή δέχτηκε στήν 'Ελευσίνα ό Κελεός καί τόν Διόνυσο στήν 'Ικαρία ό Ίκάριος, πού πήρε δώρο του τό κλήμα. Ή σειρά τών στοιχείων αύτών έφερε έρευνητές στό συμπέρασμα πώς ό Διόνυσος είναι τόσο άρχαϊος στήν 'Ελευσίνα δσο κ'ή Δήμητρα καί πώς έξαρχής σχηματίζανε ένα στενά ένωμένο ζευγάρι. Ή ένδειξη καί τό συμπέρασμα δυναμώναν άπό μαρτυρίες πού έρμηνεύουνταν, χωρίς καμμιά στερεότητα, νά σημαίνουν άνταμικά στήν "Αττική μυστήρια Δήμητρας καί Διονύσου. "Αν δμως γυρίσουμε στά θετικά στοιχεία μας, θά δούμε πώς οί σχετισμοί τούτοι βγαίνουν άπό κάποια νεότερη εισβολή τού θεού στή λατρεία τής "Ελευσίνας. Ό 'Ομηρικός "Υμνος στή Δήμητρα δέν ξέρει τόν Διόνυσο διόλου. Μά κ'οί παλαιότερες παραστάσεις τοϋ Διονύσου άνάμεσα στίς έλευσινιακές θεότητες (6ος καί 5ος αίώνας) είναι μακριά άπό νά δίνουν έξαιρετική σ'αύτόν θέση. Όπως μαρτυρά ή συνέχεια τών έλευσινιακών παραστάσεων, τήν έξαιρετική αύτή θέση τήν παίρνει μόνο στόν 4 αίώνα, δπου παρουσιάζεται πάρεδρος πότε τής Δήμητρας καί πότε τής Κόρης. «Ό Πλούτων λείπει άπό τά συνθέματα αύτά κ'έτσι μπορούμε νά στοχαζόμαστε πώς ό Διόνυσος έχει τή θέση ένός άρσενικοϋ θεοϋ στενά μέ τίς δυό θεές συνδεμένου.» Καθώς ό 4ος αιώνας είναι στήν Κεραμεική, ό αίώνας τών έλευσινιακών συνελεύσεων, ή παρουσία κ'ή ύπεροχή τοϋ Διονύσου χρωστιέται σέ κάποια τροποποίηση τών έλευσινιακών πίστεων καί τής άντίστοιχης λατρείας. Ή πιό άνετη έξήγηση τής τροποποίησης αύτής θά πρέπει ν'άναζητηθεί στή συγγένεια τών δυό λατρειών, τής Δημητριακής καί Διονυσιακής, πού άλλοϋ σχετίζει άπό βαθύτερους καιρούς τόν Διόνυσο μέ τή Δήμητρα καί τήν Κόρη. Είναι λατρείες πού κ'οί δυό τους έχουν τή μυστηριακή τους πλευρά* κ'οί δυό σχετίζουνται μέ τήν άγροτική μαγεία- στό κέντρο καί τών δυό τους είναι ή γέννηση, ό θάνατος, κ'ή άναβίωση τού θεοϋ- κ'οί δυό τους χρωματίζουνται άπό τίς έλπίδες μιάς μεταθανάτιας εύδαιμονίας. 'Ετούτα, κι άπό κοντά οί άρχαίοι σχετισμοί Θεάς καί Παρέδρου της, δίνουν όργανική στερεότητα στούς συνδέσμους τών θεοτήτων αύτών, πού τή δυνατότητά τους στήν 'Αττική τήν πρωτανοίγει ή θρησκευτική πολιτική τοϋ Πεισιστράτου

187 54 Διόνυσος καί Μεγάλη θεά Δήμητρα - Κόρη - Διόνυσος - Ίακχος - Πλούτος Τ ή θέση τοϋ ώριμου Παρέδρου τών έλευσινιακών θεαινών, πού τή μαρτυρούν γιά τόν άρχαΐκό Διόνυσο οί παλαιότερες άγγειογραφίες τού έλευσινιακού κύκλου κι ό Πίνδαρος (= 73)» τ ή διαδέχεται ή θέση τού έφήβου Παρέδρου τους, πού τήν παίρνει ό Διόνυσος μέσα άπό τούς ταυτισμούς τής έφηβικής του παράστασης καί τής παράστασης τού Ιάκχου. Είναι προσωποποίηση τής λειτουργικής κραυγής (Ιαχή, Ιαχχή, όπου παράβολε και τόν τύπο τού όνόματος Ίάακχος) τών μυστών πού πορεύουνται άπό τήν 'Αθήνα στήν 'Ελευσίνα, καί πού προσωποσαρκώνεται, μαζί μέ τήν πομπήν, σ'ένα δαίμονα 'Ίακχον', άρχηγέτην τών δημητριακών μυστηρίων. Ό δαίμων αύτός, πού δέ μαρτυριέται πρίν άπό τά Μηδικά, παρασταίνεται έφηβος καί μέ λαμπάδα στό χέρι του, γιατί ή πομπή νυχτοφτάνει στήν 'Ελευσίνα μέ τό φώς τών λαμπάδων. *Η παράστασή του παρομοιάζει έτσι μέ τού έφήβου Διονύσου, πού ένα άπό τά έμβλήματά του είναι κ'ή λαμπάδα. Ή όμοιότητα, ή όμοιοκατάληξη τών όνομάτων Βάκχος καί Ίακχος, κ'οί γενικότεροι σχετισμοί τού Διονύσου μέ τίς έλευσινιακές θεότητες, συνεργούν στόν ταυτισμό τους. Ό ταυτισμός τους πρωτοσυναντιέται στά Λήναια τής έποχής τού 'Αριστοφάνη, δπου ό Δαδοϋχος τών Έλευσινίων κράζει τόν Διόνυσο μέ τό δνομα τού 'Ιάκχου: Σεμελήιε "Ιακχε Πλοντοόότα. Μά ό Διόνυσος είναι κιόλας γιά τόν Σοφοκλή ό βονκερως Ίακχος πού τριγυρίζει στή Νύσα. Ό παιάν ύστερα τού Φιλοδήμου τραγουδά τόν έρχομό του στούς 'μυχούς' τής 'Ελευσίνας, δπου όλάκερη ή Ελλάδα τόν δοξολογά μέ τό δνομα τού 'Ιάκχου. Ή κατοπινή παράδοση ταυτίζει κι αύτή τόν Διόνυσο μέ τόν Ίακχο, χωρίς ώστόσο καί νά παύει νά τούς ξεχωρίζει. Ό ταυτίσμός αύτός άναδείχνει τόν Διόνυσο καί έφηβο πάρεδρο τών δυό θεαινών, τής Δήμητρας καί Κόρης καί τόν σιμώνει, άναβαθμικά, μέ τόν Πλούτο. Τό έπίθετο 'Πλουτοδότης' μαρτυρά άπό μόνο του σχετισμούς τού Διονύσου μέ τό θείο βρέφος τής 'Ελευσίνας. Ή άνάδειξη τού Πλούτου όδηγά στή γέννηση τού έλευσινιακού θείου βρέφους πού πλησιάζεται άπό τήν παράσταση τής γέννησης τού Διονύσου. Μιά 'θελημένη' στίς άγγειογραφίες έναλλαγή τών έμβλημάτων τού βρέφους Διονύσου καί τού Πλούτου (τής νεβρίδος, τού Κέρατος τής 'Αφθονίας καί τού κίσσινου στεφανιού) δείχνει μιά τάση ταυτισμού τους. Ό ταυτισμός δέν φαίνεται νά βγαίνει άπό δόγμα τών έλευσινιακών λατρειών, μά άπό τό λαϊκό συγκρητισμό πού, άνακατεύοντας τούς μύθους, ξαναβρίσκεται στό δρόμο γιά τό άρχέτυπο ζεύγος Μητρός καί Υίού είναι ώστόσο χαραχτηριστικό γιά μιάν έποχή (4ος αίώνας), «δπου τά θέματα τού

188 έλευσινιακοο κύκλου παίρνουν στήν τέχνη μιαν άσυνήθιστη άνάπτυξη κι δπου οί λατρειακές παραστάσεις διαδέχουνται τις καθαρά μυθικές τού 5ου ΑΙώνα». Είναι έτσι φανερό πώς ή άρχαία σχέση τού Θείου Βρέφους καί τής Μητέρας Θεάς κερδίζει τόπο καί στή σχέση Δήμητρας καί Διονύσου. "Οσο ό Διόνυσος είναι ό Ιερατικός θεός τού 6ου Αίώνα ή ό έφηβος πού τόν άκόλουθο αίώνα παρουσιάζεται στό δυτικό άέτωμα τού Παρθενώνα, έχει, σά Διόνυσος ή "Ιακχος, τή θέση τού παρέδρου τών δυό θεοτήτων. Όταν δμως μέ τήν παράσταση τής γέννησης τού Πλούτου συμφύρεται ή παράσταση τού συγγενικού μέ τόν Πλούτο βρεφικού Διονύσου, ό Διόνυσος τραβά νά πάρει τή θέση τού γιού τους. Ή Δήμητρα πού, μέ τό ξεθώριασμα τού άλάτρευτου Πλούτου της, μένει χωρίς θεϊκό γιό, τόν ξαναβρίσκει στόν Διόνυσο, πού ή θεϊκή μάνα του ξεθώριασε στή μορφή τής Σεμέλης. Μέσα άπό τούς όρφικούς πάλι ξαναταυτισμούς τού Διονύσου καί τού Ζαγρέως, έχει ξεπροβάλει ένας Διόνυσος-Ζαγρεύς, γιός τής Περσεφόνης. Όπως, τέλος, μέ τήν Περσεφόνη, ό Διόνυσος φτάνει νά σχετίζεται μέ τή Δήμητρα μ'δλους τούς δεσμούς, δντας άδερφός της, άντρας της, γιός της. 76 Διόνυσος καί Μητέρα θεά: Ρέα, Κυβέλη ΗΣεμέλη, ή Ίνώ-Λευκοθέα, ή Ήρα, ή "Αρτεμη, ή Δήμητρα, είναι μορφές τής Μεγάλης Θεάς, πού άφεντεύει στό στερέωμα τής προελληνικής θρησκείας. Τό άρχέτυπό τους άχνογράφεται στήν παράσταση μιάς άλαργινής θεότητας, μ'άόριστα πιά τά χαραχτηριστικά, πού σημαίνεται μέ τόν τίτλο Μήτηρ θεών καί τούς παράλληλους Μήτηρ, Μεγάλη Μήτηρ, Μήτηρ Όρεία. Ή κοντινότερή της μορφή είναι, γιά τούς Έλληνες, ή κρητική Ρέα - καί μιά άπό τις μικρασιατικές της μορφές, πού παρασυγγενεύει μέ τή Ρέα, είναι ή φρυγική Κυβέλη. Είναι μητέρες κ'οί δυό τους θείων ΥΙών, καί τών δυό τους οί λατρείες είναι όργιαστικές, μέ τούς Κορύβαντες τής μιάς καί μέ τούς Κούρητες τής άλλης. Μέ τό έρχομό έτσι τής φρυγικής θεάς στήν Ελλάδα (πού μαρτυριέται άπό τόν 6 αίώνα), οί τρεϊς αύτές μορφές, ή Μήτηρ Θεών, ή Ρέα καί ή Κυβέλη, πού ξεκινούν άπό τό Ιδιο θρησκευτικό υπέδαφος, ταυτίζουνται σέ μικρό ή μεγάλο βαθμό καί τά όνόματά τους σημαίνουν τήν Ιδια θεότητα πού, μέσα άπό τό συγκρητισμό τών όμόλογων λατρειών, ξαναβρίσκει τήν ένότητά της. Μαζί τους ταυτίζουνται κ'οί Κούρητες μέ τούς Κορύβαντες, πού δέ φαίνεται νά'ναι άλλιώς, παρά όνόματα μυητικών Εταιριών τού Ιδιου τύπου. Ό ποιητής τοϋ έπους 'Φορωνίς* ξέρει, άπό τόν 6 κιόλας αίώνα, πώς οί Κούρητες είναι φρύγες αύλητές, ήγουν

189 Κορύβαντες ή τύποι Κορυβάντων. ΟΙ ποιητές συνδέουν τά δργια τής Ρέας- Κυβέλης μέ τά διονυσιακά δργια, κ'ή 'πάροδος' τών 'Βακχών', μ'άναφορά στήν κρητική λατρεία, συνδέει τούς Κούρητες μέ τούς Κορύβαντες, σχετίζοντάς τους καί μέ τούς Σατύρους. Ή Ρέα παρουσιάζεται μάνα τού κρητικού Διός, πού ό Διόνυσος χωνεύει τή βρεφική κ'έφηβική του παράσταση, καί πού μέσα άπό τή μορφή τού Ζαγρέως ταυτίζεται μαζί του. Μιά έκφραση τού μητρογονικού σχετισμού Ρέας καί Διονύσου, πού ύποτυπώνεται άπό τά πλέγματα τούτα, είναι τό στοιχείο τού ζαγρεϊκού μύθου πώς, δταν οί Τιτάνες κομμάτιασαν τόν Ζαγρέα, ή Ρέα είταν πού τόν ξαναζωντάνεψε, συναρμόζοντάς του ξανά τά κομμάτια. Ή άνάστασή του άπό τή Ρέα είναι μιά παραλλαγή τής Ιδέας πώς ό Διόνυσος-Ζαγρεύς γεννήθηκε άπό κείνη. "Ενας άλλος συνδετικός κρίκος Ρέας-Κυβέλης - Διονύσου είναι ό φρυγικός Σαβάζιος, μιάς λογής Ύίός τής Μητρός' κ'έτούτος. Ή κοινότητα τής φύσης τους κ'ή ταυτότητα τού ίεροτυπικοϋ τής λατρείας τους (= 8ο), άπό νωρίς τόν σιμώνει στόν Διόνυσο πού, γιά τόν Εύριπίδη, äv "Ιδαν τέρπεται σνν ματρι φίλα τύμπανων έπ'ιαχαϊς, "ΥΙός κι αύτός τής Μητρός" κοντά στήν Κυβέλη. Άπό τήν άλλη, ή Κυβέλη παρουσιάζεται μάνα τού "Αττι, βλαστικού καί Θνήσκοντος Θεού, πού ή λατρεία του είναι όργιαστική καί πού συχνά ταυτίζεται, πιό ύστερα, μέ τό θεό μας (= 84). Μέ τούς ταυτισμούς, έτσι, Ρέας καί Κυβέλης, ό Διόνυσος έρχεται νά ύποκατασταθεί στούς άρχαίους ΥΙούς τους. Τή μιά παραδίνεται βρέφος στή Ρέα πού τόν άναθρέφει στή Φρυγία σά Μά ή μαζί μέ τή Μά (έπιχώρια θεά πού τό δνομά της, ψελλισματικός τύπος πού σημαίνει τή Μάνα, άνακρατεϊ τόν χαραχτήρα τής Μητέρας Θεάς), άπ'δπου φαίνεται καί τό έπίθετο τού Διονύσου Μάσαρις τήν άλλη έρχεται ό ίδιος στά Κύβελα τής Φρυγίας, δπου ή Ρέα-Κυβέλη τόν καθαρίζει άπό τή μανία του, κι δπου παίρνει άπό τούτη τίς όργιαστικές τελετές καί τή γυναικεία στολή του. Στά χέρια τής Ρέας-Κυβέλης κι άνάμεσα στούς Κούρητες-Κορύβαντες πού χορεύουν βροντώντας κ'έδώ τις άσπίδες τους γιά νά μήν άκουστούν (άπό τήν Ήρα τώρα!) τά κλάματα τού μωρού, ό παιδικός Διόνυσος ταυτίζεται, όλοένα καί περισσότερο, μέ τόν παιδικό Δία. Τ'άρχαιότερο σχετικό μνημείο (ή γέννηση τού Διονύσου μέ τή συμπαράσταση κουρητικών μορφών) είναι άπό τά άνάγλυφα τού 'Βήματος τού Φαίδρου' τού άθηναΐκού θεάτρου κι άνήκει στούς αύτοκρατορικούς χρόνους. Σέ νομίσματα τής ΜικρασΙας είδαμε τό βρέφος Διόνυσο - Δία άνάμεσα σέ Κούρητες-Κορύβαντες πού χορεύουνε καί βροντούν τις άσπίδες. Σ'άνάγλυφο βακχικής σαρκοφάγου ό Διόνυσος κάθεται μέσα στό 'λίκνον' κ'οί Κούρητες χορεύουνε γύρω. Σ'άλλο άνάγλυφο, σαρκοφάγου φαίνεται κι αύτό, παρουσιάζεται κουρητική μορφή, καί δίπλα είκονίζουνται οί Τιτάνες νά σπαράζουν τόν Διόνυσο-Ζαγρέα. Ό βρεφικός Ζεύς, ό Ζαγρεύς κι ό Διόνυσος παρουσιάζουνται ταυτισμένοι καί στή γνώριμη πυξίδα τού Μι

190 λάνου. Ή παράσταση άρχίζει μέ τή γέννηση τοϋ θεοϋ μέσα σ'ένα άντρο. Πιό πέρα, ό βρεφικός θεός κάθεται σ'ένα θρόνο μ'άνοιχτά καταπάνου τά χέρια του, ένώ άπό τή μιά καί τήν άλλη μεριά χορεύουν δυό Κούρητες, κρατώντας κάτι πού μοιάζει μέ θύρσο. Γονατισμένη μιά γυναίκα τοϋ δείχνει κάτι πού μοιάζει καθρέφτης. Ό Σιληνός, πιό πέρα, νοιάζεται τόν παιδικό θεό, πού βρίσκεται καβάλα σέ τράγο ή γίδα. Παραπέρα χορεύει ένας Πάν, κρατώντας τό γυριστό του ραβδί, μιά μαινάδα κρατεί στεφάνι, άλλη παίζει τό ντέφι της καί στή μέση ό θεός, έφηβος πιά, στέκει σ'άρμα πού τό σέρνουν πανθέρες. 77 Διόνυσος καί 'Απόλλων Στενότατοι είναι οί σχετισμοί τοΰ 'Απόλλωνα καί τοϋ Διονύσου. Στούς τρεις χειμωνιάτικους μήνες πού πιστεύεται πώς λείπει ό 'Απόλλωνας καί τό χρηστή ριο σιωπά, λατρεύεται στούς Δελφούς ό Διόνυσος, σά μέτοχος τής λατρείας τοΰ ίεροΰ του: Έδώ, άρχομένον τον χειμώνος, κατά τή μαρτυρία τοΰ Πλούταρχου, έπεγείραντες τόν διθύραμβον, τόν δέ παιάνα καταπανσαντες, τρεις μήνας άντ'έκείνον τούτον κατακαλοϋνται τόν θεόν... Τόν ίδιο καιρό τελοΰνται, κάθε δεύτερη χρονιά, τά μαιναδικά 'όργια' άπό τις θυιάδες στόν Παρνασσό (= 53)» πού ό Παυσανίας δηλώνει πώς γίνουνται γιά τόν Διόνυσο καί τόν 'Απόλλωνα άντάμα. Στίς κορυφές τοΰ Παρνασσοΰ δέ σελαγίζει τό χρυσό δοξάρι τοΰ 'Απόλλωνα, μά ή λαμπάδα τοΰ Διονύσου. Οί Θυιάδες είκονίζουνται στό δυτικό άέτωμα τοΰ ναού (= 53) καί παίρνουν μέρος καί σ'άλλες δελφικές ιερουργίες: Στήν 'έγερσιν' τοΰ Λικνίτη (= y8), στήν ένναετηρική γιορτή τής 'Χάριλας' (= 4 1 ) καί στήν ένναετηρική 'άνοδο' μιάς χθόνιας θεότητας, τής "Ηρωίδος', πού ό Πλούταρχος συνεικάζει πώς είναι άνέβασμα τής Σεμέλης: τής VΗρωίδος τά πλείστα μυστικόν έχει λόγον, Γ>ν ϊσασιν al θυιάδες, έκ δέ τών δρωμένων φανερώς Σεμέλης &ν τις άναγωγήν εΐκάσειε. (Ή 'ένναετηρίς' συνεπαίρνει στόν κύκλο της γιορτές τοΰ χρονιάτικου κύκλου: 23.) Ή Θυία, ή έπώνυμη προγόνισσα τών δελφικών Θυιών ή Θυιάδων παρουσιάζεται μάνα, άπό τόν 'Απόλλωνα, τοΰ Δελφοΰ καί κόρη ένός Κασταλίου (= 53) Στή δελφική γιορτή 'Στεπτήριον', πού άνακαλεΐ κάποια μνήμη τοϋ φόνου τοϋ Πύθωνα, παίρνουν μέρος κ'οί Όλεϊαι, γυναίκες διονυσιακού θιάσου ή Ιερατικού βασιλικού γένους άπό τόν 'Ορχομενό τής Βοιωτίας ( = 53) Μέσα στό άδυτο τοϋ δελφικοΰ ίεροΰ πιστευόνταν πώς είταν ό τάφος τοΰ Διονύσου (= 43) καί έκεϊ οί Όσιοι, δελφικοί λειτουργοί, τελούσαν μυστική θυσία τόν καιρό πού οί Θυιάδες ίερουργούσαν τήν 'έγερσιν' τοϋ Λνκνίτη (= 78) Ή αύτο

191 νόητη άρχαιότητα τόν λατρειακών αύτών σχετισμών άντιδρά άνυποχώρητα στήν Ιδέα μιάς ύστερότερης είσβολής τού Διονύσου στούς Δελφούς καί συμφιλίωσής του μέ τόν 'Απόλλωνα (πού βρίσκει τόν είκονισμό της σέ μιά γνώριμη άγγειογραφική παράσταση, όπου οί δυό θεοί δίνουν τό χέρι). 'Αν, πραγματικά, στούς Ιστορικούς καιρούς ό "Απόλλων κι ό Διόνυσος άντιπροσωπεύουν τις πιό άντίθετες άρχές, στά παλαιότερα στάδιά τους δέν πολυπαραλλάζανε στή φύση καί στίς λειτουργίες. Ή δελφική μαντική πέφτει στόν κύκλο τής διονυσιακής 'κατοχής' ή μανίας πού άνασώζεται καί στή σκηνοθετημένη ύστερα 'κατοχική' μαντική τών Δελφών, δέν είναι ώστόσο καί λιγότερο άπολλωνιακή, καθώς τό μαρτυρούν οί Κασσάνδρες κ'οί Σίβυλλες πού πέφτουν στόν άπολλώνιο κύκλο. Μιά θεολογική πραγματεία πού άποδινόνταν στόν 'Αριστοτέλη, τά Θεολογούμενα, άξίωνε πώς ό 'Απόλλων κι ό Διόνυσος εΐταν ό ίδιος θεός (πληροφορία τού Μακροβίου). Τίς φυσικές συγγένειες τών δυό θεών τίς μαρτυρούν συχνές έναλλαγές τών ύποστάσεων καί πολλές λατρειών γειτονίες. Ό "Απόλλων έρχεται άπό τήν Κρήτη γιά τούς Δελφούς σά δελφίνι' μά τό δελφίνι είναι άπό τά ζωντανά πού συχνοκολυμπούν στούς μύθους τού Διονύσου. Ό "Υάκινθος', θνήσκων θεός, πού ή ύπόστασή του άφομοιώνεται άπό τόν 'Απόλλωνα, είναι παράλληλη μορφή τού Διονύσου. Διονυσιακή μορφή, (στόν 'Ησίοδο γιός τού Οίνοπίωνος καί έγγονός τού Διονύσου) μά Ιερέας τού 'Απόλλωνα, παρουσιάζεται ό Μάρων στήν 'Οδύσσεια, πού δίνει τό μοιραίο γιά τόν Κύκλωπα κρασί στόν 'Οδυσσέα. Ό Έλευθήρ, ό Νάξος, ό "Ανιος, διονυσιακές στό βάθος τους μορφές, παρουσιάζουνται μέ τόν 'Απόλλωνα πατέρα. Στή Θήβα γίνεται θυσία πανηγυρική τής πολιτείας στόν "Απόλλωνα Ίσμήνιον καί στό Διόνυσο μαζί, στή Χίο συλλατρεύουνται ένας Ξένιος "Απόλλων καί Διόνυσος Άκταϊος. Γειτονίες ιερών καί συλλατρείες άλλοϋ κ'οί στενοί τού Διονύσου σχετισμοί μέ τις Μούσες συμπληρώνουνε τίς συζυγίες. Ή έδρα τών Μουσών, ή Πιερία, συχναναφέρεται στά χορικά των 'Βακχών' καί σά γνώριμος τόπος τοϋ Διονύσου: έχεϊ^&γε με, Βρόμιε, Βρόμιε... Στόν δελφικό Παιάνα τοϋ Φιλοδήμου, ό Διόνυσος πηγαίνει στή Θεσσαλία, δπου οί Μούσες στεφανώνουνται μέ κισσό γιά νά τόν δεχτοϋνε. Ό 'Ελικώνας, τό Ιερό βουνό τών Μουσών, είναι κι άγαπημένος τόπος τοϋ Διονύσου' έδώ βρίσκεται ένας άπό τούς ΝυσαΙους παράδεισους τοϋ θεοϋ* καί μέσα στό άλσος τών έλικωνίων Μουσών βρίσκεται κι άγαλμα τοϋ Διονύσου. Σ'έπίγραμμα αγάλματος τών Θεσπιών, κισσός Τερψιχόρη, Βρομίω δ'ίπρεγεν λωτός, ή Μούσα κι ό Διόνυσος ξαλλάζουν τά έμβλήματά τους. Συχνά άκόμη ό θεός είκονίζεται άνάμεσα στίς Μούσες- στή Νάξο λατρεύεται ό Διόνυσος σά Μουσαγέτης καί στόν Διόνυσο τοϋτον άντιστοιχεί ένας Διόνυσος Μελπόμενος πού λατρεύεται στήν "Αττική καί στήν Πριήνη καί πού άπό τόν 5 αιώνα γίνεται ό προστάτης δλων τών έπιδόσεων τής μουσικής καί

192 τοϋ θεάτρου. Τήν Ιερατεία του στήν 'Αττική τήν Εχουν ot Εύνείδαι, γένος πού καλλιεργεί τήν Ιερατική μουσική κ'έχει γιά έμβλημά του χρυσό κλήμα. Όλα τοϋτα οίκοδομοϋνται σίγουρα, πάνου στό μέγα κατόρθωμα τής διονυσιακής θρησκείας ν'άνεβάσει τούς αύτοσχεδιασμούς τού πρωτογονικότερου έκστασιασμοΰ στίς άψηλότερες σφαίρες τής καλλιτεχνικής δημιουργίας. 'Ωστόσο καί κερδίζουν άλλο βάθος άν στοχαστούμε πώς σ'ιερουργίες μέ τή σφραγίδα μιάς βαθειάς άρχαιότητας, στά βοιωτικά Άγριώνια, οί γυναίκες πού κυνηγούν νά πιάσουν τόν Διόνυσο, λένε πώς έχει καταφύγει στίς Μούσες. Ό θεομάχος Λυκούργος όχτρεύεται, στόν Σοφοκλή, τόσο τις Βάκχες δσο καί τίς Μούσες' πού θά πεϊ πώς οί Μούσες είναι, σάν τις Μαινάδες του, συνοδεύτρες τοϋ Διονύσου. Κατά μιά πληροφορία, τοϋ Εύσταθίου, λέγουνται κ'οί Μούσες, δπως κ'οί Μαινάδες του, τροφοί τού Διονύσου, νύμφαι τινές ούσαι και αύται κατά τόν Διόδωρο, φασι και τάς Μούσας αύτώ συναποδημείν καί στήν 'Ολυμπία, δίπλα στό Πελόπιον, είταν βωμοί τού Διονύσου καί τών Χαρίτων καί βωμοί τών Μουσών καί Νυμφών άνάμεσά τους. Ή λειτουργία, πραγματικά, τών Μουσών στέκει άρχικά πολύ κοντά στόν Διόνυσο προβολές καθώς είναι κι αύτές θιάσου έκστασιακών γυναικών καί στό βάθος τών παραστάσεων δέν πολυξεχωρίζουν άπό τις Μαινάδες. Οί συγγένειες τών δυό θεών, πού μαρτυριούνται άπ'δλα αύτά, κατεβαίνουν άπό τό φεγγαρικό φυσικό καί τών δυό τους. Ότι ό 'Απόλλων είταν, δπως κι ό Διόνυσος (= 2g), φεγγαρικός στήν άρχή του θεός, μαρτυριέται άπό τά ξανθά του μαλλιά (τό χρνσοκόμης είναι έπίθετο πού τό μοιράζεται μέ τόν φεγγαρικό Διόνυσο καί τόν φεγγαρικό Έρωτα) άπό τό σταθερό σύμβολό του, τό (χρυσό) δοξάρι του (μόνιμο σύμβολο τού δρεπανωτοϋ φεγγαριού) άπό τήν κατοχική του μαντική, πού τό φεγγάρι είναι ή βαθύτερή της πηγή (= 66) κι άπό τή λιθολατρεία του, πού άναγνωρίζεται σάν πλευρά τής φεγγαρολατρείας κι αύτή καί πού μόνο μέ τή λιθολατρικότητα τοϋ φεγγαρικοϋ Έρμή παραβγαίνει. Ότι, πάλι, κι ό Πύθων είναι, δπως ό Διόνυσος (= 3 1 ) φεγγαρική ύπόσταση μαρτυριέται άπό τή φιδομορφία του, άφού τό φίδι είναι τό οίκουμενι κότερο σύμβολο τού Φεγγαριού καί τών θεών του. Πολύτιμη, έδώ, μαρτυρία ένός Σχολιαστή τοϋ Πινδάρου παραδίνει πώς ό Πύθων είχε κυριέψει τόν μαντικό τρίποδα άπό τόν Διόνυσο, "πού πρώτος είχε στούς Δελφούς τή μαντική λειτουργία": Πυθώνος δέ τότε κυριεύσαντος τοϋ προφητικού τρίποδος, έν ω πρώτος Διόνυσος έθεμίστενσε. Είναι φανερό πώς ή πληροφορία ταυτίζει τόν Πύθωνα μέ τόν Διόνυσο καί στό Ιδιο συμπέρασμα φτάνει κ'ή νεότερη θεωρία: Ό θαμμένος στούς Δελφούς Διόνυσος δέν είναι παρά ό σκοτωμένος άπό τόν 'Απόλλωνα Πύθων. Ή θεωρία τούτη, πού ή έσωτερική ένδειξή της τήν κάνει Εξαιρετικά πιθανή γιατί ό Διόνυσος είναι, άπό τή φεγγαρική φύση του, καί δρακοντόμορφος θεός (= 28) κ'οί σκοτωμένοι άπό τόν 'Απόλλωνα είναι θαμμένοι στά δικά

193 του Ιερά, δπως δ Νεοπτόλεμος στούς Δελφούς κι ό 'Υάκινθος στή βάση τού άμυκλαίου του 'θρόνου' όδηγά σέ μιά συνθετότερη λύση. Ό άγώνας τού "Απόλλωνα μέ τόν Πύθωνα-Διόνυσο είναι τύπος τού καθολικότερου μύθου τής Δρακοντοκτονίας, πού πυρήνας του είναι ή διαμάχη τών δυό άντίθετων φεγγαροθεών (τού φεγγαριού πού γεμίζει καί τού φεγγαριού πού λιγεύει), άπ'δπου κ'ή διαφοροποίηση τού 'Απόλλωνα καί Διονύσου. 'Από κοσμική ή διαμάχη αύτή, μεταγυρίζει στό μύθο τούτο σέ τοπική, γιά τήν κατοχή τού μαντείου. Ή έκβαση της τό έπιδικάζει στόν κατοπινό του κυρίαρχο πού, πατριαρχικός άρσενικός, ξετοπίζει τις μητριαρχικές τού τόπου θεότητες, τή Γή, τή Θέμιδα καί τή φεγγαρική Φοίβη πού, συμβιβασμένες μέ τό μητριαρχικό άκόμη Διόνυσο-Πύθωνα, διαδέχουνται ή μιά τήν άλλη. "Ανετα έτσι ξηγιούνται οί άρχαιόριζοι σχετισμοί στούς Δελφούς τοϋ Διονύσου καί τού "Απόλλωνα πού άπό καμμιά νεότερη εισβολή τοϋ πρώτου δέν ξηγιούνται. Οί άρχαίοι αύτοί σχετισμοί κ'ή ειρηνική, μετά τόν άγώνα, συνύπαρξή τους στούς Δελφούς συνεργούν στήν άλληλοδιάδοση τών λατρειών τους. Τό δελφικό χρηστήριο γίνεται προσηλυτιστής τής διονυσιακής λατρείας (μέ χρησμό του, άκοϋμε, μπαίνουνε λατρείες τοϋ Διονύσου στήν 'Αθήνα, στήν Πάτρα, στή Σπάρτη) κ'ένας 'Απόλλων Διονυσόδοτος πού λατρεύεται, μαζί μ'άλλες θεότητες καί μέ τόν ίδιο τόν Διόνυσο, στή Φλύα τής 'Αττικής, μαρτυρά μιάν άνταποδοτική, άπό τή μεριά τού Διονύσου, φιλοφροσύνη. Ό κεντρικός σύνδεσμός τους στούς Δελφούς κ'οί λογίς στήν 'Ελλάδα γειτονίες λατρειών άνακατεύουν τίς παραστάσεις τους καί κάνουνε τούς ποιητές νά συναλλάζουν τά έμβλήματά τους. Σ'αίσχυλικό άπόσπασμα έπιθετολογοϋνται άντίστροφα, ό Κισσεύς 'Απόλλων, ό Βαχχευς ό μάντις (ή σέ μιάν άλλη σύνταξη, πού σωρεύει τά έπίθετα στόν 'Απόλλωνα, ταυτίζουνται: ό Κισσενς 'Απόλλων, 6 Βαχχεύς, δ μάντις)' σ'άπόσπασμα τού Εύριπίδη ό Βάκχος προσαγορεύεται 'φιλόδαφνος': δέσποτα φιλόδαφνε Βάκχε, Παιάν "Απολλον εΰλυρε- καί στόν δελφικό παιάνα τού Φιλοδήμου ό Διόνυσος παρουσιάζεται μ'ένα άπό τά κύρια όνοματικά έπίθετα τοϋ 'Απόλλωνα: τοϋ Παιάνος. 78 Διόνυσος και Λικνίτης Λικνίτης είναι τό βρέφος τ'άπιθωμένο μέσα στό λίχνον 'λίκνον' πάλι είναι τό γεωργικό καλάθι γιά τό λίχνισμα τών δημητριακών, δπου, κατά μιά πράξη δμοιοπαθητικής μαγείας, κοιμίζουν τά βρέφη. Ένα τέτοιο Θείο Βρέφος, δ Αιχνίτης, άναφέρεται σέ πολυγνώριμο χωρίο τοϋ Πλουτάρχου, δπου, μ'άναφορά στόν δελφικό τάφο τοϋ Διονύσου (= 43). 192

194 οί "Οσιοι", δελφικοί λειτουργοί, τελούν άπόρρητη θυσία μέσα στό Ιερό τοϋ 'Απόλλωνα, όταν οί Θυιάδες, οί δελφικές μαινάδες, 'ξυπνούν' τόν Λικνίτην: Δελφοί τά τοϋ Διονύσου λείψανα παρ'αύτοϊς παρά τά χρηστήριον άποκεϊσθαι νομίζουσι καί θύουσιν οί "Οσιοι θυσίαν άπόρρητον έν τω Ιερφ τοϋ 'Απόλλωνος, δταν al θυιάδες έγείρωσι τόν ΛικνΙτην. Ή μαρτυρία συνδέθηκε μέ μιά γιά θεό τών Φρυγών πού κοιμάται τόν χειμώνα καί ξυπνά τό καλοκαίρι: Φρύγες δέ τόν θεόν οΐόμενοι χειμώνος καθεύδειν, θέρους δ'έγρηγορέναι, τοτέ μέν κατευνασμούς, τοτέ δ'άνεγέρσεις βακχεύ οντες αύτω τ έ- λουα ι. Τήν άντιστοιχία τή μεταχειρίζουνται γιά τήν απόδειξη τής Φρυγολυδικής καταγωγής τοϋ θεοϋ μας καί πρόσθετη ένδειξη φέρνουνε μιά λυδική θεά "Ιπτα πού σ'όρφικόν ύμνο παρουσιάζεται 'τροφός* τοΰ Διονύσου, ένώ μιά προσθήκη τοΰ Πρόκλου πληροφορεί πώς ή Ίπτα στεφάνωσε μέ φίδια τό 'λίκνον' καί τό'βαλε στό κεφάλι της, μέ τόν Διόνυσο μέσα του Λικνίτη. *Η άντιστοιχία είναι έπιφανειακή, γιατί ό φρυγικός θεός είναι ένας μεγαλωμένος θεός πού ό θάνατός του γυρίζει σέ Κοιμισμό (δπως γιά τούς Παφλαγόνες σέ Δέσιμο), ένώ στό δελφικό βρέφος νογιέται ένα νιογέννητο, πού ή περιοδική γέννησή του προϋποθέτει κάποιο θάνατό του. Ή "Ιπτα, πάλι, είναι Μητέρα Θεά πού σ'έπιγραφές άπό τή Λυδία παρουσιάζεται μαζί μέ τόν Σαβάζιο, πού στή λατρεία του βρίσκεται ή 'λικνοφορία' κ'έτσι οί όρφικοί σύνδεσμοι της μέ τόν Λικνίτη είναι άπό τούς σαβαζιακούς σχετισμούς τοΰ Διονύσου (= 8ο). Μέ τήν' Τριετηρική' τέλεση τών θυιαδικών όργίων, οί παλαιότεροι πιστέψαν πώς ή 'έγερσις' τοΰ Λικνίτη γίνεται στά μαιναδικά δργια χρονιά παρά χρονιά, καί μαρτυρίες όρφικών ύμνων ( 52 καί 53) συμφωνοΰνε. Ή Θεία δμως Γέννηση (βλαστικού κ'έποχικοϋ κατά κανόνα θεοΰ) είναι άδιανόητο νά γίνεται χρονιά παρά χρονιά κ'οί Θυιάδες λειτουργοΰν καί σ'άλλες, έξω άπό τά μαιναδικά δργιά τους. Ιερουργίες. Τά δεδομένα τών Όρφικών "Υμνων, άν δέν βγαίνουν άπό σύγχυση τών τριετηρικών όργίων μέ τή θυιαδική αύτή λειτουργία, προδίνουν Ισως καιρούς πού ή άρχαία δελφική Ιερουργία, έχει στ'άλήθεια μετατεθεί (μπορεί κι άπό τά χρόνια κιόλας τοΰ Πλουτάρχου) σέ κάθε δεύτερο χρόνο. Ένα άλλο πρόβλημα είναι ό τόπος: Άφοΰ τά μαιναδικά όργια γίνουνται στις κορφές τοΰ Παρνασσοΰ, έκεϊ, κατά τήν παλιά έρμηνεία, γίνεται καί ή 'έγερσις' τοΰ Λικνίτη. "Αν δμως δεχτούμε πώς ή 'έγερσις' είναι, ή είταν άλλοτινά, χρονιάτικη, πρέπει νά γίνεται ή νά γινόνταν, μέσα στό ιερό τοΰ 'Απόλλωνα, δπου καί ή σύστοιχη θυσία τών Όσιων. Τό άλλο πρόβλημα είναι άν ό Λικνίτης είναι τό διονυσιακό θείο βρέφος. Τό 'Λικνίτης' είναι σταθερό έπίθετο τοΰ θεοϋ, κι ό Σέρβιος, τό ξηγά σάν έπίθετο τοΰ Διονύσου άπό τό λίκνον, tibi de more positus esse dicitur, postquam est utero matri e di tus. Έχουμε έτσι μιά Θεία Γέννηση έδώ πού, καθώς τήν ίερουργοϋνε Μαινάδες, είναι, ή λογιέται πώς είναι, τοΰ Διονύσου. Ένα μέρος τών

195 Ιερουργιών τής Θείας αύτής Γέννησης, καθρεφτίζουνται, θαρρώ, σέ κάποιους στίχους τών 'Κυνηγητικών' τοϋ 'Οππιανοϋ, δπου οίάδερφές τής Σεμέλης κατεβάζουν τόν βρεφικό Διόνυσο σ'ένα ύπόγειο βάθος (τό άδυτο έδώ τοϋ ναοϋ;) καί χορεύουν καί θορυβοϋν μέ τά τύμπανα γύρω του, δπως οί Κούρητες γύρω άπό τόν νεογέννητο Δία: καί περί παίδα τόν μυστικόν ώρχήσαντο / τύμπανα δ'έκτύπεον καί κύμβαλα χερσί κρόταινον, / παιδός κλαυθμηρισμών προκαλύμματα, πρώτα δ'ίφαινον / δργια κενθομένη περί λάρνακι... Είδαμε πάλι πώς ή βασική πληροφορία συνδυάζει τήν 'έγερσιν* τού Λικνίτη μέ τόν τάφο τοϋ Διονύσου. Καθώς, τώρα, τό Φίδι είναι παράσταση καί τού Θείου Βρέφους καί τοϋ Θεοϋ (= 30), άν ό Πύθων είναι, δπως είκάζεται (= 77). δ θαμμένος στούς Δελφούς Διόνυσος, ό ταυτισμός τού Λικνίτη μέ τόν Διόνυσο ξηγιέται χωρίς δυσκολίες: Ό σκοτωμένος στή φιδόμορφή του παράσταση θεός ξαναγεννιέται σά Θείο Βρέφος. "Οπως καί νά'ναι, τό λίκνο ξαναβρίσκεται (δπως καί στά μυστήρια καί τή λατρεία άλλων θεών) σταθερό στοιχείο τών διονυσιακών μυστηρίων, δντας, άπό τή λειτουργία τοϋ λιχνισμοϋ τών δημητριακών καί τού κοιμισμοϋ σ'αύτό τών βρεφών, μέσο καθαρτικό καί σύμβολο μαζί τού ξαναγεννημοϋ τού μύστη. Λογίς νομίσματα τών αύτοκρατορικών καιρών παρουσιάζουν τόν βρεφικό Διόνυσο μέσα στό 'λίκνον' του, κι άλλα μνημεία, ξαναπαρουσιάζοντας τό θεό μέσα στό 'λίκνον', εικονογραφούνε φαίνεται σκηνές άπό μυστηριακές παραστάσεις. Στά όρφικο-διονυσιακά Μυστήρια τό 'λίκνον' παρουσιάζεται, κατά κανόνα, γεμισμένο μέ γεωργικούς καρπούς καί μέ στημένον στή μέση του τόν Φαλλό, πού ή άποκάλυψή του (άνακάλυψις) είναι κεντρικό τους στοιχείο (= 94^ Ίσαμε ποιό σημείο ό φαλλός αύτός άντιπροσωπεύει τόν Λικνίτην δέν είναι εύκολο νά πούμε, γιατί τό 'λίκνον' μέ τούς καρπούς καί τό φαλλό είναι καί δημόσιο μνημείο. Κατά μιά θεωρία, ό Φαλλός έδώ είναι ή άρχική παράσταση τού ταυτισμένου μέ τόν Διόνυσο φεγγαρικοϋ "Ερωτα, τοϋ άρχηγέτη τών Όρφικοδιονυσιακών Μυστηρίων. 79 Διόνυσος καί "Αδης Στά άρχαιότερα στάδια ό Διόνυσος δέ φαίνεται νά σχετίζεται μέ τόν Άδη. Στήν 'άνοδο' τών ψυχών σ'όρισμένες διονυσιακές γιορτές (δπως τά Άγριώνια καί στούς Χύτρους τών Ανθεστηρίων), ό Διόνυσος δέν έχει μέρος. Οί σχετισμοί του μέ τόν Άδη άναπτύσσουνται ύστερα άπό τήν άναβίωση τής Διονυσιακής θρησκείας, σ'όργανικούς δμως μέ τή θιασική πράξη συνδέσμους. "Εδειξα άλλοϋ πώς ή Ιδέα μιάς εύδαιμονικής έπιβίω- 194

196 σης είναι σύμφυτο τής θιασικής Ιδεολογίας στοιχείο (ή Ψυχή 453 κέ.). Ό πρώτος λόγος πού διαμορφώνει τήν Ιδέα αύτή, είναι δτι ό θίασος ύποκατασταίνεται στό άρχαΐο Γένος. Ό κοινός τόπος ταφής τού Γένους (κι άλλοϋ θά δούμε τέτοιο τόπο ταφής τών Διονυσιαστών: ιοο), προβάλλεται στήν Ιδέα πώς ή ψυχή τού νεκρού μέλους του πηγαίνει νά ζήσει μέ τις ψυχές τών άλλων πεθαμένων μελών του. "Ομοια κ'οί ψυχές τών νεκρών τοϋ θιάσου αποτελούν μιά ξεχωριστή ένότητα στήν άλλη ζωή, πού άνταποκρίνεται στήν ένότητα τού έπίγειου θιάσου. Ό δεύτερος λόγος είναι ή Ιδέα μιάς Νέας Ζωής πού κερδίζει μέ τή μύησή του δ μύστης. Ή κάθε μύηση άνεβάζει τό πρόσωπο άπό χαμηλότερη σ'άψηλότερη σφαίρα ζωής, κ'ή τελευταία, τού Θανάτου, στήν άνώτερη άπ'δλες. Μέ τή συνέχεια, έτσι, τής θιασικής καί στόν Άλλο Κόσμο ζωής, ή μύηση μεταφέρει τό θιασώτη σέ μιάν αψηλότερη σφαίρα ζωής καί στόν κόσμο τών ήσκιων. Ό τρίτος λόγος είναι ή ειδική σχέση πού κατασταίνει ό μύστης μέ τό θεό τού θιάσου. "Οπως στή γής ό θεός αύτός βρίσκεται στό κέντρο τού θιάσου του, έτσι καί στόν Άλλο Κόσμο βρίσκεται (άν είναι κιόλας Θνήσκων Θεός) στό κέντρο τοϋ θιάσου τών ήσκιων. Ό θιασώτης έτσι μπορεί νά'ναι σίγουρος πώς ό θεός τού θιάσου του, πού ή μυστική κοινωνία τόν ένώνει μαζί του, δέ θά τόν άφήσει στήν άδοξη σκοτεινιά τών άμύητων ήσκιων. Ή άναβίωση τής Διονυσιακής Θρησκείας στούς άρχαϊκούς αιώνες, καί τ'άνακλαδίσματα τού έσχατολογικού 'Ορφισμού πού τήν άκολουθοϋν, φέρνουν τήν ύπεδαφική τούτη Ιδέα στό φώς, κάτου άπό τίς κατάλληλες γιά τήν άνάπτυξή της συνθήκες (= 49) "Ενα χωρίο τού 'Ηράκλειτου ωυτός δέ Άΐδης καί Διόνυσος δτειρ μαίνονται καί ληναΐζουσι, είναι ή πρώτη μαρτυρία ταυτισμού τοϋ Διονύσου μέ τό θεό τού Άδη. Μιά σειρά, πάλι, μνημεία (τού 5ου καί 4ου Αίώνα άπό τήν κεντρική 'Ελλάδα καί τοϋ 6ου καί 5ου άπό τή νότια 'Ιταλία πού διαμορφώνει μιά δική της θρησκεία μέ κέντρο τή Δήμητρα καί τήν Κόρη) δηλώνουν τήν Ιδια ίδέα. Σ'άλλα παρουσιάζεται ό γενειοφόρος Διόνυσος κρατώντας τό ταφικό αύγό καί τόν 'κάνθαρον', καί σ'άλλα συχνοπαρασταίνεται μέ τόν Άδη - Πλούτωνα καί τήν Περσεφόνη. Ό ταυτισμός είναι σταδιακός: Πρώτα πλησιάζεται στόν "Ιακχο (καί στόν συγγενικό Τριπτόλεμο) τών έλευσινιακών λατρειών καί τελικά στόν Άδη-Πλούτωνα σάν πάρεδρος τής Περσεφόνης. Απόσπασμα τοϋ Εύριπίδη λέει στόν Διόνυσο: συ γάο έν τε θεοϊς τοις ούρανίδαις / σχήπτρον το Διός μεταχειρίζεις / χθοviojv τ'άϊδη μετέχεις άρχής- τό έπίθετό του Εύβουλευς (εύφημιστικό τού Άδη) καί πλήθος ύστερότερες μαρτυρίες ταυτίζουν τόν Διόνυσο μέ τόν Άδη. Μέσα άπό τή θιασική Ιδεολογία, δλα τούτα κατεβαίνουν άπό τή σφαίρα τών όρφικών Ιδεών, πού ό Διόνυσος βρίσκεται στό κέντρο τους (ξα ναταυτισμένος μέ τόν Ζαγρέα, θεό πιά κ'έτοϋτον τών νεκρών στήν κλασσική έποχή) κι άπό τήν είσχώρηση τοϋ Διόνυσου στά Έλευσινιακά Μυστήρια,

197 πού δ άρχαίος θεός τους 'Πλούτος' (= Σιτάρι) γίνεται Πλούτων, πάρεδρος τής Περσεφόνης στόν "Αδη. Χωνεύοντας τίς 'ύποστάσεις' τού "Αδη (= Άϊδωνέως) καί τού Πλούτωνα καί παίρνοντας τή θέση τού Παρέδρου τής άρχαίας τού Κάτου Κόσμου Θεάς, ό Διόνυσος λογιέται φίλος καί προστάτης τών νεκρών, πού, μέσα άπό τό άνάκραμα τών διονυσιακών, όρφικών, καί έλευσινιακών έσχατολογικών δοξασιών, τούς σιγουρεύει ένα καλλίτερο μετά θάνατο κλήρο (ευδαιμονία). Ή συνήθεια, ή τόσο άπλωμένη στόν 3 Αίώνα, νά τοποθετούν στούς τάφους άγγεΐα μέ διονυσιακές σκηνές, ξηγιέται άπό τίς διονυσιακές έσχατολογικές δοξασίες. Ή θιασική ίέρεια 'Αλκμεωνίς τής Μιλήτου (= 55) είναι μιά νεκρή καλών μοϊραν έπισταμένη: 'πού ξέρει' ή 'χαίρεται τόν κλήρο πού φυλάγεται γιά τούς καλούς', παναπεΐ τούς μυημένους, 'στόν "Αλλο Κόσμο'. Ή έξομοίωση τού νεκρού μέ τόν Διόνυσο, πού άρχίζει φαίνεται άπό τήν 'Ιταλία μά πού γενικεύεται στούς τελευταίους καιρούς (= ιοί), είναι μαζί (βάκχος ένί ζωοΐσιν, ένί φθιμένοις Άϊδωνενς) καί έξομοίωση μέ τό θεό τού "Αδη. 80 Διόνυσος καί Σαβάζιος Ο 'Ηρόδοτος πληροφορεί πώς άνάμεσα στούς τρείς μεγάλους θεούς τής Θράκης είταν κι ό Διόνυσος: θεούς δέ σέβονται μούνους τούσδε "Αρεα και Διόνυσον και "Αρτεμιν. Τό δνομα τού θεού πού στόν 'Ηρόδοτο ταυτίζεται μέ τόν Διόνυσο είναι Σαβάζιος: ένα σχόλιο στόν 'Αριστοφάνη πληροφορεί πώς Σαβάζιον τόν Διόνυσον οί θράκες καλοΰσι καί σειρά μαρτυρίες σχολιαστών καί λεξικογράφων έπιμένουν στόν ταυτισμό τους. Δυό ρεύματα, πάλι, πηγών κατεβάζουν τόν Σαβάζιο (μέ ποικιλία τύπων τού όνόματος), τό ένα άπό τή Θράκη καί τ'άλλο άπό τή Φρυγία, δπου ή έπιβολή τού θεού τούτου είναι ύπερβολικά μεγάλη γιά νά ταυτίζεται καί μέ τόν Ιδιο τόν Δία. Ή όμογένεια τών δυό πληθυσμών όδηγά στήν ταυτότητα ένός Θρακοφρυγικού θεού πού πολεμά νά μπεί καί στήν 'Ελλάδα άπό ιόν 5 καί 4 Αιώνα, ύστερα παναπεΐ άπό τή συγκρότηση τού έλληνικού πανθέου. 'Εδώ δέν φαίνεται νά κερδίζει, παρά στά χαμηλότερα μόνο στρώματα, τονώνεται δμως άπό τή θεοκρασία τών έλληνιστικών ύστερα αίώνων. Πληροφορίες γιά τή σαβαζιακή μύηση δίνει ό Δημοσθένης στόν 'Περί στεφάνου' λόγο του, άναμπαίζοντας τόν Αίσχίνη πού, νέος, βοηθούσε τή μάνα του στά σαβαζιακά τελέσματά της. 'Εδώ παρουσιάζουνται διαβάσματα άπό Ιερά βιβλία καί νυχτερινοί καθαρμοί μέ λουτρά μ'άγιόνερο, μ'άλλειμα μέ πηλό καί μέ πίτουρα, μ'άγγιγμα τής Ιερής 'νεβρίδας' καί μέ τήν ίερή φόρμουλα,

198 πού συνοδεύει καί τις τελετές τού γάμου (τή μητρι τελούση τάς βίβλους άνεγίνωσκες καί τ&λλα συνεσκευωροϋ, τήν μεν νύκτα νεβρίζων καί κρατηρίζων καί καθαίρων τούς τελουμένους καί άπομάττων τω πηλώ καί τοις πιτύροις καί άναστάς άπό τοϋ καθαρμού κελεύων λέγειν Ίφυγον κακόν εύρον άμεινον'). Ή κεντρική Ιερουργία τών σαβαζιακών μυστηρίων, πού τήν ξέρουμε άπό άλλες πηγές, είναι τό πέρασμα, άπό τόν κόρφο τού μυουμένου, τής ένσάρκωσης τού θεού, ένός (ζωντανού ή μαλαματένιου) φιδιού: Σαβαζίον γοϋν μυστηρίοις σύμβολον τοις μυουμένοις 'ό διά κόλπου θεός*' δράκων δέ 'στιν ούτος διελκόμενος τοϋ κόλπου τών τελουμένων. 'Ακολουθούν, στήν περικοπή τού Δημοσθένη, ήμερινές 'πομπές* τών μυουμένων στεφανωμένων μέ φύλλα λεύκας καί μάραθα, μ'έξάρχοντα καί προηγητή, μέ τίς Ιερές κραυγές ενοΐ σαβοϊ καί άττης ϋης, μέ φιδοχειρισμούς καί μέ κισσοφορίες καί λικνοφορίες (έν δέ ταΐς ήμέραις τούς καλούς θιάσους άγων διά τών όδών, τούς έστεφανωμένους τω μαράοω καί τή λεύκη, τούς δφεις, τούς πορείας θλίβων και ύπέρ τής κεφαλής αίωρών και βοών 'εύοϊ aaßov καί έπορχούμενος 'ϋης άττης άττης υης', έξαρχος και προηγεμών και κιστοφόρος καί λικνοφόρος και τοιαύτα ύπό τών γραδίων προσαγορευόμενος). Ή λατρεία τού Σαβαζίου είναι ένθουσιαστική (τον γενόμενον περί αυτόν θειασμόν), δπως καί τού Διονύσου. Ή διονυσιακή κραυγή εύοϊ βρίσκεται στή σαβαζιακή εύοϊ σαβοϊ, καί τό ΰης πού βρίσκεται σ'άλλο σαβαζιακό φώνημα, είναι κ'έπίθετο τού Διονύσου: "Υης (= 38) Οί μυημένοι στά σαβαζιακά μυστήρια λέγουνται σαβοι καί συχνά μετονομάζουνται βάκχοι, ένώ ένα ρήμα σαβάζειν (άπό τήν ίερουργική κραυγή 'σαβοί') Ισοδυναμεί, στίς μαρτυρίες, μέ τό εύάζειν (άπό τήν ένθουσιαστική κραυγή εύοϊ τού Διονύσου). Σ'ένα άπό τά όνόματα τών μυστών τού Σαβαζίου, Σάβακχοι, συμφύρουνται οί 'σαβοί' μέ τούς 'βάκχους'. Άπό τίς όμολογίες τών λατρειών τών δύο θεών, οί άρχαίοι συμπεραίνουν τήν ταυτότητά τους: έξ ών εύρΐσκομεν συλλογιζόμενοι πολλαχόθεν δτι Διόνυσος και Σαβάζιος εις έστι θεός, Ιδέα πού κ'οί νεότεροι πιστοί ένός θρακοφρυγικού Διονύσου τήν παραδέχουνται άκόμη. 'Ομολογίες δμως λατρειών δέν σημαίνουν καί ταυτότητες θεοτήτων. Τό άποφασιστικό τεκμήριο είναι δτι δ Σαβάζιος δέν ταυτίζεται ποτέ μέ τόν Διόνυσο στίς έπιγραφές καί πώς, μ'δλους τούς συμφυρμούς τών λατρειών, ποτέ δέν παύει νά κρατά τόν ξενικό του χαραχτήρα

199 81 Liber: Ό Ρωμαϊκός Διόνυσος Ο πληθυσμός τοϋ Λατίου είχε άνάμεσα στούς άλλους θεούς του κ'ένα θεό μέ τ'δνομα Liber, μέ μιά θηλυκή θεότητα Libera ζευγαρωμένον. Είναι ένας άγροτικός θεός πού φαίνεται νά παραστέκει τή βλάστηση, κ'ή λατρεία του έχει έντονα φαλλικά στοιχεία. Στή λατρεία του ξαναβρίσκεται τό διονυσιακό προσωπείο μέ τά oscilla πού κρεμιούνται άπό τά δέντρα στά Λιμπεράλια (= 39)» τ'όνομά του, όμόριζο καί όμοιοσήμαντο μέ τό έλληνικό 'έλεύθερος', θυμίζει τόν Διόνυσο 'Ελευθερία (= 55) Τό δνομά του, ποί σέ παλαιότερες έπιγραφές είναι μόνο του, άκολουθιέται παραπέρα άπό τί σεβαστικό έπίθετο Pater πού δίνεται καί σ'άλλους θεούς, μά πού ή σταθερότητα έδώ τής παρουσίας του τό συνδέει μέ τό δνομα τοϋ ρωμαϊκού Διονύσοι (= Liber Pater). Τό ζευγάρι τού Liber καί τής Libera γιορταζόνταν στη Ρώμη τις 17 τοϋ Μάρτη μέ τά Liberalia, γιορτή πού λογιέται άρχαιότερτ άπό τά Cerealia τής 18. καί 19. τού 'Απρίλη γιά τήν τριάδα Ceres, Liber καί Libera. 'Αξιοσημείωτο στοιχείο τών Λιβεραλίων είναι πώς οί νέοι πού άν τροπατούσαν φορούσανε σ'αύτά τήν toga virilis ή toga libera, πού μαρτυρά κάποιο σύνδεσμο μ'άρχαΐες μυητικές τελετές, άνάλογο μέ τό σύνδεσμο τώ\ 'Απατουρίων (= 47) Τό 496 πχρ. οί Ρωμαίοι, καταπιασμένοι μέ τόν πό λεμο τών Λατίνων καί πεδουκλωμένοι κι άπό πείνα φοβερή, μπάσανε στή\ έπίσημη λατρεία τους, κατά χρησμό τών σιβυλλικών βιβλίων τους, τήν έλ ληνική τριάδα. Δήμητρα, Διόνυσο, Κόρη. Ό δικτάτωρ Ποστούμιος έταξι τόν Ιδιο χρόνο ναό, καί τό 493 ό ύπατος Σπόριος Κάσσιος τόν άφιέρωσε πάνου στόν 'Αβεντίνο λόφο, στήν τριάδα πού έμπαινε στό ρωμαϊκό πάνθεί μέ τά όνόματα τής Ceres, τής θεάς τού θερισμοϋ, ή Δήμητρα, τοϋ Liber i Διόνυσος, καί τής Libera ή Κόρη. Οί χρονολογίες είναι συμβατικές, κ'ο νεότεροι Ιστορικοί τίς παρακατεβάζουν ίσαμε τά μισά τού 4ου αιώνα. Γι< τήν άρχιτεκτονική τοϋ περιλάλητου ίεροϋ δέ λείπουν οί μαρτυρίες: «εϊται τέλειος τύπος τού έτρουσκικοϋ ναού - άραιόστυλος μέ κολόνες τοσκανικοί ρυθμού* μέ τόν κύριο σηκό νά πλευρίζεται άπό άλλους δυό, Εναν γιά κάθι μιά άπό τις τρείς θεότητες καί μέ στέγη στολισμένη άπό χαλκώματα τώ' έτρουσκικών έργαστηρίων. Μά τό σύνολο τής διακόσμησης είταν έργ( δύο Ελλήνων καλλιτεχνών, τού Γοργάσου καί Δαμοφίλου, πού στούς έξω τερικούς τοίχους καί τούς έσωτερικούς τού σηκοϋ τοποθετήσανε πολύχρω μα άνάγλυφα άπό τερρακόττα». 'Από πού δμως πάρθηκε ή τριάδα τούτη πού άφομοιώθηκε μέ ρωμαϊκές θεότητες, καί πού ό Διόνυσος είναι τό δεύ τερο, παναπεί τό κεντρικό, πρόσωπό της; "Οτι πάρθηκε άπό έλληνικές λα τρείες μαρτυριέται άπό τήν πληροφορία τού Κικέρωνα πώς ή λατρεία του 198 -

200 είταν κομμένη σέ τύπο έλληνικό, πώς τά λόγια τοΰ ίεροτυπικοΰ καί τά όνόματα είταν έλληνικά καί πώς τήν ίερωσύνη της τήν είχε πάντα Ιέρεια έλληνίδα. "Οτι πάλι πάρθηκε άπό μυστηριακές λατρείες, μαρτυριέται άπό τόν ίδιον ξανά, πού δηλώνει πώς ό Διόνυσος αύτός δέν είναι ό γιός τής Σεμέλης, τής δημόσιας λατρείας τών Ελλήνων παναπεί, μά ένας άλλος Διόνυσος, πού ή ταυτότητά του συνεικάζεται άπό τή μυστηριακή λατρεία. 'Εδώθε τόπος καταγωγής τής τριάδας καί τής λατρείας της πιστεύτηκε ή Ελευσίνα. Άπό τόν 6 αίώνα κ'έντονότερα άπό τόν 4, ό Διόνυσος παρουσιάζεται πάρεδρος τών δυό έλευσινιακών θεοτήτων. Μιά τόσο περίδοξη ώστόσο καταγωγή, δέ θά τήνε σωπαίναν οί Ρωμαίοι. Ή λατρεία τής Δήμητρας, τοΰ Διονύσου, καί τής Κόρης, άνθεί πολύ κοντινότερα, στίς έλληνικές άποικίες τής 'Ιταλίας. "Οπως καί ή μυστηριακή άργότερα λατρεία τών Βακχείων (Bacchanalia), ή τριάδα κ'ή λατρεία της μπαίνει στή Ρώμη άπό τις άποικίες αύτές, καί τήν προτεραιότητα τήν άξιώνει ή Κομπανία. Ό,τι καί νά'ναι, ή έξομοίωση τοΰ Διονύσου μέ τόν Liber κι άργότερα, δσο τά έλληνικά πρότυπα παίρνουν ύπεροχότερη θέση στή ζωή τών Ρωμαίων, ή έξομοίωση τοΰ Liber μέ τόν Διόνυσο, είναι τόσο όλοκληρωτική, πού οί Ρωμαίοι, μιλώντας γιά τόν Διόνυσο, τοΰ δίνουν άνάκατα τ'όνομα Liber ή Bacchus. Αξιοσημείωτο είναι πώς ό Διόνυσος - Liber παίρνει κ'έδώ κοινωνικοπολιτικό χαραχτήρα. Ή τριάδα τοΰ Άβεντίνου είναι ή χθόνια πληβειακή τριάδα, πού άντιζυγίζει τήν ούράνια άριστοκρατική τριάδα τοΰ Καπιτωλίου: Juppiter, Juno, Minerva. Δίπλα στήν Ceres, τή νομοθέτιδα, ό Liber λογιόνταν ό θεός τής έλευθερίας τοΰ πληβειακοΰ στοιχείου. Μέ τόν πλησιασμό τοΰ όνόματός του στό έπίθετο liber (= έλεύθερος) καί στή θεότητα Libertas (= Ελευθερία), ό θεός έπαιρνε αύτόματα τήν Ιδιότητα τούτη. Τό Ιερό, άληθινό κέντρο τής λαϊκής λατρείας, είχε καί τό δικαίωμα τής άσυλίας. Έδώ είταν κλεισμένα τά πληβειακά αρχεία, κ'οί έπόπτες τους, οί aediles, πού θά γίνουνταν καί δημόσιοι άρχοντες, έδώθε πήραν τ'όνομά τους. Μέ τή ρωμαιοποίησή του ό Διόνυσος έγκατασταίνεται στήν πρωτεύουσα μιάς μελλοντικής αύτοκρατορίας. Ακολουθώντας τ'άπλώματά της στήν Εύρώπη καί στήν Αφρική, ή λατρεία του θά στήσει τούς θύρσους της, δπως σ'όλόκληρη τήν Ανατολή, σ'όλόκληρη ύστερα τή Δύση. 82 Διόνυσος καί "Ηλιος Ενας άπό τούς θεούς πού ταυτίζουνται μέ τόν Διόνυσο είναι κι ό "Ηλιος. Μιά σημείωση τοΰ Μεγάλου Έτυμολογικοΰ πληροφορεί πώς ό Διόνυσος στήν "Ηλιδα 6 αύτός τω Ήλίω νομίζεται. Άπό τόν πρώτο μεταχρι- -199

201 στιανικό αιώνα, οί Ρόδιοι ταυτίζουν τόν Διόνυσο μέ τό μεγάλο θεό τους "Ηλιο. Μιά ζωγραφιά σέ τάφο τής Παλμύρας παρουσιάζει τόν Διόνυσο μέ στέμμα άκτινωτό, τό έμβλημα τού Ήλιου. Τό ίδιο έμβλημα κρατεί ό Διόνυσος σέ μωσαϊκό τής Ίππώνης κ'ένας άτεχνος στά Σούσα ποιητής παρουσιάζει σάν ήλιακό τό θεό μας. Οί δρόμοι πού ταυτίζουν τόν Διόνυσο μέ τόν Ήλιο είναι δύο. "Ενας ήλιακός θεός πρωτεύει άνάμεσα στούς βαλκανικούς λαούς, κ'οί, Παίονες σέβουσιν μεν "Ηλιον, άγαλμα δε Ήλιου παιονικόν δίσκος βραχύς ύπέρ μακρόν ξύλου. Σ'άπόσπασμα άπό τόν Τηρέα' τού Σοφοκλή, ό Ήλιος προσαγορεύεται θρηξι πρέσβιστον σέβας. Ό έθνικός θεός τών Θρακών είναι, έτσι, ήλιακός, κ'οί Θράκες άφομοιώνουν τόν Διόνυσο μέ τόν ήλιακό τούτο θεό τους. Σέ προχωρημένους καιρούς ό Μακρόβιος πληροφορεί πώς οί Θράκες λατρεύουν magnified religione Ινα θεό Σεβάδιον (Σαβάζιον: 8ο) πού στό πρόσωπό του ταυτίζουνται ό Διόνυσος κι ό Ήλιος. Μιάέπιγραφή άναφέρεται στόν Δία Ήλιον Σαβάζιον: ΔιΙ Ήλίω μεγά[λω\\]ω Σαβαζίφ άγ[ίω\. Πολύ άρχαιότερη αύθεντία ό Αίσχύλος παράστησε στίς 'Βασσάρες* του τή διονυσιακή μορφή τού 'Θράκα' 'Ορφέα νά λατρεύει τόν Ήλιο. Ή έκδοχή τού Αίσχύλου δέν συμπιάνεται μέ τή 'θρακική* μοναχά καταγωγή τού διονυσιακού ήρωα, μά καί μέ τό σπέρμα τής ύστερότερης όρφικής ήλιολατρείας, πού δίνει τόν άλλο δρόμο τού ταυτισμού Διονύσου καί Ήλιου. Ό "Ερως, ό άρχέγονος θεός τών 'Ορφικών λέγεται καί Φάνης, καί Φάνης είναι, γιά τόν ύστερότερο 'Ορφισμό, ό Ήλιος. Όταν έτσι ό Διόνυσος ταυτίζεται στή θεωρία τους μέ τόν Φάνη ταυτίζεται καί μέ τόν Ήλιο: δν δη καλέουσι Φάνητά τε καί Διόνυσον / ευβουλήα τ'άνακτα καί Άνταύγην άρίδηλον / άλλοι δ'άλλο καλοϋσιν έπιχθονίων άνθρώπων / πρώτος δ'ές φάος ήλθε, Διώνυσος δ'έπεκλήθη, / οΰνεκα δινείται κατ'άπείρονα μακρόν "Ολυμπον. Μιά σειρά κι άλλα όρφικά άποσπάσματα ταυτίζουν τόν Διόνυσο μέ τόν Ήλιο. Ό Μακρόβιος πάραδίνει τόν στίχο, "Ηλιος, δν Διόνυσον έπίκλησιν καλέουσιν καί εις Ζευς, εις "Αδης, εις "Ηλιος, είς Διόνυσος. άπό έπη πού άναγράφουνται στόν Εύμολπο, ό Διόδωρος παραθέτει τόν στίχο άστροφαή Διόνυσον έν άκτίνεσσι πυρωπόν σ'δρφική πινακίδα τών Θουρίων κορυφαίος θεός παρουσιάζεται ό Δίας, πού ταυτίζεται μέ τόν Ήλιο καί τή φωτιά, παναπεί ό Φάνης-Διόνυσος-Ζεύς ταυτισμένος μέ τόν Ήλιο" κι ό Λυδός μαρτυρά πώς Liber λέγεται άπό τούς Ρωμαίους ό Διόνυσος, οίονεί έλεύθερος, τουτέστιν "Ηλιος. Ή μυστηριακή βάση τού ταυτισμού Διονύσου καί Ήλιου μαρτυριέται άπό τόν ίδιο: έν άπορρήτω δε τω Διονύσω τά μυστήρια έτελεϊτο, διά τά πάσιν άπόκρυφον είναι τήν τοϋ ήλιου πρός τήν τοϋ παντός φύσιν κοινωνίαν. Στούς ταυτισμούς αύτούς συνεργούν ό συγκρητισμός τών τελευταίων παγανιστικών αιώνων πού χωνεύει τούς λογίς θεούς σ'έναν ύπέρτατο θεό, τόν Ήλιο ή αύτοκρατορική προτίμηση τού ένός ήλιακοϋ θεού κι'ή δυναστική έπιρροή τού Μίθρα, θεού πού έχει πάρει

202 έντονο ήλιακό χαραχτήρα. Όχι λίγο στούς ταυτισμούς Διονύσου και "Ηλιου συνεργούν οί σχετισμοί τού Διονύσου και τού 'Απόλλωνα (= 77) πού άπό καιρό κι αύτός ήλιοτροπίζει. Σέ κάθε περίσταση, οί ταυτισμοί καλλιεργούνται περισσότερο άπό τούς τελευταίους διανοούμενους ύπερασπιστές τού Παγανισμού παρά άπό πίστες λαϊκές, έξόν ίσως στήν "Ηλιδα καί στή Ρόδο. Στή Ρόδο ό Ήλιος είναι ό έπιχώριος κορυφαίος θεός καί μέσα στή θεοκρασία τών τελευταίων αιώνων φυσικό είναι νά χωνεύει σέ βαθύτερες πίστες κορυφαίο θεό τής λαϊκής καί ήγεμονικής λατρείας. Στήν Ήλιδα, πάλι, λατρεύεται ό Σωσίπολις, άγόρι μέ χιτώνα άστροπλούμιστο (= 30» παράσταση πού, σά συγγενική μέ τήν παιδική τού Διόνυσου ευνοεί τούς ήλιακούς σχετισμούς του. 83 Διόνυσος και Όσιρις Από τήν εποχή τού Ηροδότου οί λόγιοι Έλληνες πιστεύαν στήν ταυτότητα τού Όσιρι καί τού Διονύσου: "Οσιρις δέ έστι Διόνυσος κατά 'Ελλάδα γλώσσαν. Οί άναλογίες δικαιολογούν τόν άτοπο άλλιώς ταυτισμό τους. Ό Όσιρις είναι θνήσκων θεός μέ μυστηριακές τελετές καί μέ παραστάσεις τών παθών του. Σημαντική είναι ή θέση τών φαλλικών στοιχείων στή λατρεία του κ'οί φαλλικές της πομπές παρομοιάζουν μέ τίς διονυσιακές φαλληφορίες. Ό Όσιρις σχετίζεται μέ τό Κλήμα καί τό Κρασί - οί ιερείς τών μυστηρίων του κρατούνε θύρσους καί κισσούς τον Κισσό, τό ίερό διονυσιακό φυτό, στήν Αίγυπτο τόνε λένε χενόσιριν, πού μεταφράζεται 'φυτόν τού Όσίριδος'. Οί σχετισμοί τών έλευσινιακών καί τών όρφικοδιονυσιακών μυστηρίων μέ τήν έλπίδα μιάς μετά θάνατο εύδαιμονίας, τονώνουν τούς ταυτισμούς, τόσο τής Πσιδας καί τής Δήμητρας, δσο τού Όσιρι καί Διονύσου. Ό ταυτισμός καλλιεργείται συστηματικά άπό τούς Πτολεμαίους, Νέους Διονύσους άπό τή μιά, κ'ένσαρκωτές, άπό τήν άλλη, τών θεών τής φαραωνικής βασιλείας (= 63). Μέ τή θεοκρασία τούτη προσεταιρίζουνται σέ μιά μορφή τό λαϊκό τών Ελλήνων θεό καί τόν όμόλογο τών Αίγυπτίων. 'Ακολουθώντας τούς καλλιεργούμενους αύτούς στή λαϊκή συνείδηση ταυτισμούς, ή μυθολογία τού Όσιρι μεταγυρίζει σέ διονυσιακή μυθολογία. Ή Σεμέλη γεννά άπό τόν Δία βρέφος πανόμοιο τού Όσιρι κι ό Κάδμος τό περιχρυσώνει σά μούμια* ό Όσιρις άναθρέφεται στή Νύσα τής 'Αραβίας υίοθετείται άπό τόν Δία κι όνομάζεται Διόνυσος* βρίσκει τά χοροτραγουδήματα καί τούς χορούς* στήν Αίθιοπία συναντά τούς Σατύρους καί τις έννιά κόρες πού οί Έλληνες τίς λένε Μούσες* έκστρατεύει ίσαμε τίς 'Ινδίες, δπου χτίζει

203 τήν πραγματική πόλη Νύσα* άπό κεί Ερχεται, δπως ό Διόνυσος, στήν Εύρώπη, σκοτώνει τόν θράκα Λυκοΰργο, και κάνει βασιλιά τόν γέροντα Μάρωνα, διονυσιακές κι αύτές μορφές* καί κατεβαίνει στήν 'Αττική, δπου συναντιέται μέ τόν Τριπτόλεμο, πού'ναι δάσκαλος τής δημητριακής καλλιέργειας, δπως ό Όσιρις, μά και πάρεδρος, δπως ό Διόνυσος, τών έλευσινιακών θεοτήτων. ΛατρειακοΙ ταυτισμοί μαρτυριούνται άπό τόν γενειοφόρο Διόνυσο τόν σκαλισμένο στά πέτρινα άγγεΐα τών έλληνο-αιγυπτιακών ναών γιά τό άγιο τοΰ Νείλου νερό, γιατί ό "Οσιρις είναι ταυτισμένος μέ τό Νείλο. Σέ μιάν έπιγραφή, Πετεμπαμέντης δ καί Διόνυσος, ό Διόνυσος ταυτίζεται μ"έκεϊνον πού'ναι στόν Άμένθη': παναπεί μέ τόν "Οσιρι πού'ναι μέσα στόν "Αδη. Ή μορφή τούτη τοΰ "Οσιρι ειδικεύεται στόν Σάραπιν, πού ή λατρεία του καθιερώνεται άπό τόν πρώτο Πτολεμαίο, τόν Σωτήρα. Είναι ένας σύνθετος θεός, δπου χωνεύουνται ό Όσιρις (User) καί ό Άπις (hap), ό Ιερός ταύρος τής Μέμφιδος, πού οί ήλιακοί του σχετισμοί καί ή μετά θάνατο λατρεία του, τόν ταυτίζουν μέ τόν "Οσιρι, θεό τοΰ Κάτου Κόσμου. Ό παλιός ταυτισμός τοΰ Διονύσου μέ τόν "Οσιρι συνεχίζεται μέσα άπό τό σύνθετο τούτο θεό, πού θά κυριέψει τόν έλληνορωμαϊκό κόσμο. Νέες άναλογίες τονώνουνε τώρα τις άρχαϊες: Ό Διόνυσος είναι θεός τοΰ Κάτου Κόσμου (= 79)' ποτέ δέν άφησε τήν ταυρομορφική του παράσταση* ό Σάραπις ύπερετιέται άπό έκστασιακούς ιερείς (κατόχους) βακχικά στοιχεία συνοδεύουνε τό θάψιμο τοΰ Τ Απι: â δ'έμφανώς δρω σι θάπτοντες τόν Τ Απιν οί Ιερείς, δταν παρακομίζωσιν ίπί σχεδίας τό σώμα, βακχείας ουδέν άποδεί' καί γαρ νεβρίδας περικαθάπτονται καί θύρσους φοροϋσι καί βοαίς χρώνται καί κινήσεσιν, ώσπερ οί κάτοχοι τοις περί τόν Διόνυσον όργιασμοΐς. Ή άνακάλυψη τοΰ νέου θεοΰ άποδίνεται σ'δνειρο τοΰ Πτολεμαίου I, δπου ή όπτασία ένός ύπερανθρώπινου νέου μέ τήν κολόνα τής φωτιάς, άναθυμίζει τήν 'έπιφάνειαν' τοΰ Διονύσου. Μπροστά στό Σεράπειον τής Μέμφιδος στεκόνταν άγαλμα τοΰ Διονύσου ένώ στό 'δρόμον' τοΰ ίδιου ίεροΰ μιά σειρά άγάλματα παρουσιάζουν ένα θεϊκό άγόρι καβάλα σέ λογίς ζωντανά, στόν διονυσιακό πάνθηρα, στό διονυσιακό λιοντάρι, στόν σαραπικό κέρβερο, καί σέ παγώνια. Είναι Ινα διονυσιακό πνεύμα, ή, κάλλιο, ό Ιδιος ό Διόνυσος άγόρι. Σ'έπιγραφή τοΰ ΣεραπεΙου τής Δήλου (πριν άπό τό 166 πχρ.) άφιερώνεται άγαλμα Διονύσω καί Σαράπι. Καθώς τό άγαλμα θά'ταν τοΰ Διονύσου κ'οί άφιερωτές ένεργοΰν 'κατά πρόσταγμα τοΰ θεοΰ', θά'χει τή σημασία: Διονύσω τω καί Σαράπι. Άλλη άφιέρωση άπό τό Δέλτα γίνεται Σαράπιδι Διονύσω, "Ισιδι 'Αφροδίτη, Βεοΐς σωτήρσι καί πολυφόροις

204 103 Διόνυσος, Πρίαπος, "Αττις, Άδωνις, Λουσάρης Τ à πολλά φαλλικά στοιχεία τής λατρείας τοϋ Διονύσου (= 3 2 ). πού'ναι κι ό ίδιος θεός φαλλικός, μπορούνε νά τόν ταυτίζουν μέ τόν Πρίαπο, τό θεό πού οί Πάνες κ'οί Σάτυροι άνακαλοϋν σταθερά τήν είκόνα του στήν ύστερότερη διονυσιακή λατρεία. "Ετσι μονάχα, μιά καί λατρειακή μαρτυρία δέν έχουμε, μπορεί νά ξηγηθεί ή πληροφορία τοϋ Άθήναιου πώς ό Λαμψακηνός Πρίαπος είναι ό ίδιος μέ τόν Διόνυσο, καί τ'δνομά του έπίθετο τού Διονύσου: Τιμάται δέ παρά Λαμψακηνοϊς δ Πρίηπος ό αυτός ών τω Διονύσιο, έξ έπιθέτου καλούμενος ούτως... Ό 'Αλεξανδρινός Κλήμης βεβαιώνει πώς τόν Διόνυσόν τίνες Άττιν προσαγορεύεσθαι θέλουσιν. Επιγραφή άπό τήν 'Ιταλία παρουσιάζει θιασώτη νά προσφέρει στόν Διόνυσο τήν είκοσάχρονη θυσία (mcenale) πού άνανεώνει τό μυητικό Ταυροβόλιον τής θρησκείας τοϋ "Αττι. Είναι φανερό πώς, στή συνείδηση τοϋ θιασώτη, οί δυό θεοί δέν ξεχωρίζουν. ΑΙτία τών ταυτισμών είναι ή όμολογία τών δυό λατρειών: έκστασιασμός, θίασοι, Θείο Δράμα, μυστηριακή πράξη. Τόν καιρό τοϋ Ευριπίδη ό Διόνυσος συνδέεται κιόλας μέ τήν Κυβέλη, κι ό θιασώτης του είναι καί δικός της θιασώτης: μάκαρ δστις τά τε Ματρός Μεγάλας δργια Κνβέλας θεμιστεύων, àvà θύρσον τε τινάσσων, κισσφ τε στεφανωθείς, Διόνυσον θεραπεύει.. Ή γραμμή τούτη ταυτίζει στή μυθογραφία τόν "Αττι καί τόν Διόνυσο μ'δλο καί νέους συνδέσμους (= 76). Στόν ταυτισμό τους συνεργεί κι ό ταυησμός Διονύσου καί Σαβαζίου: Ή έπωδός ΰης άττης, αττης ΰης, πού συνοδεύει τίς σαβαζιακές τελετές (= 8ο) μαρτυρά μιάν άρχαία σχέση Σαβαζίου καί 'Αττι. Καθαυτή ή συγγένεια τού Θνήσκοντος Θεού ταυτίζει τόν Διόνυσο μέ τόν "Αδωνι, τόν θνήσκοντα θεό τής Φοινίκης, πού άπό νωρίς ή λατρεία του ριζώνεται καί στήν Ελλάδα. Ό Πλούταρχος βεβαιώνει πώς τον "Αδωνιν ούχ έτερον άλλά Διόνυσον είναι νομίζουσιν καί πολλά τών τελουμένων έκατέρφ περί τάς έορτάς βέβαιοι τόν λόγον. Μιά μολυβένια πλάκα (μέτρο βάρους) άπό τή Βύβλο, φέρνει τήν έπιγραφή : Άσπασίου το[ύ] Άπολλοδ[ώ]ρου τοϋ Άσπασίου, άρχιερέως Διονύσου, άγορα[ν]ομ[οϋν)τος. Λατρεία τού Διονύσου στή Βύβλο δέν ξέρουμε, ούτε κι ό άρχιερέας του θά άγορανομοϋσε. Ό Άσπάσιος έτσι είναι ό ίερέας τοϋ θεοϋ τής Βύβλου, τοϋ Άδώνιδος, πού μέσα στό Ιεροκρατικό καί μέγα κέντρο τής λατρείας του παίρνει τό δνομα τού Διονύσου. Πολυγνώριμος στή Συρία θεός ό Διόνυσος, άφήνει κάποιους συνδέσμους του μέ περιλάλητές της λατρείες. Ό μικρότερος άπό τούς δυό ναούς τής Ήλιόπολης (Baalbek) είπώθηκε 'Ναός τού Βάκχου'. Δεξιά κι άριστερά στήν είσοδο τού 'Αδύτου οί τοίχοι είναι στολισμένοι μ'άνάγλυφα βακχικά στοιχεία καί θέματα,

205 δπως δ κισσός καί τό κλήμα, Σάτυροι, Πάνες, "Ερωτες, Μαινάδες πού χορεύουν ή τρυγούν, ή μεταμόρφωση τής 'Αμβροσίας σέ κλήμα, ό παιδεμός τού Λυκούργου, καί άλλα. Δείχτηκε πώς τό χτίσμα είταν άφιερωμένο σέ λατρεία μυστηριακή, κι άναζητιέται ποιός είταν ό θεός πού τόν χωνεύει ή επιδρομή τού Διονύσου. Ό συγγραφέας τού περί ΣνρΙης θεοϋ άναφέρει πώς ό ναός τής Άταργάτιδος στήν Ίεράπολη, είταν άφιερωμένος στήν "Ηρα καί έργο τού Διονύσου. Κίνητρο είταν οί δυό μεγάλοι φαλλοί οί στημένοι μπροστά στό ίερό, πού θυμίζαν τή διονυσιακή φαλλολατρεία καί πού μυθολογιόνταν πώς τούς έστησε ό Διόνυσος ό Ιδιος. Είδαμε πώς σέ τάφο τής Παλμύρας στορίζεται μέ ήλιακό ό Διόνυσος στέμμα (= 82). Ένα χρυσαφωμένο είδώλιο τού έφήβου Διόνυσου βρέθηκε στό συριακό ναό τοϋ Ίανικούλου στή Ρώμη. 'Από τό μέρος πού βρέθηκε, εικάζεται πώς κρύφτηκε σ'ένα ύπόγειο άπό τούς Ιερείς, πού βλέπανε τούς Χριστιανούς νά σχεδιάζουν τήν καταστροφή τού ίεροϋ τους.ό 'Ηρόδοτος, ό Στράβων, ό 'Αρριανός, πληροφορούν πώς οί Άραβες λατρεύαν τόν Διόνυσο δίπλα στήν Ούρανία καί στόν Δία. Ό Νόννος παρουσιάζει τόν Λυκούργο, τόν άντίμαχο τού Διονύσου, βασιλιά τής Αραβίας κι ό Διονύσιος ό Περιηγητής πληροφορεί πώς ό τόπος δπου έφερε ό Δίας στό φώς τόν Διόνυσο, είναι ή Αραβία. Ό λόγος είναι πώς ό Διόνυσος ταυτίζεται έδώ μέ τόν κορυφαίο θεό τών Ναβαταίων Douchara, ή Δουσάρην στόν έξελληνισμένο του τύπο. Στά αύτοκρατορικά χρόνια ό Δουσάρης ταυτίζεται μέ τόν Ήλιο, καί τά μυστήρια τής γέννησής του, τής γέννησης τού Ήλιου στίς χειμωνιάτικες ήλιοτροπές, άνακρατοϋν τή μυστηριακή παράσταση τής Γέννησης τού Θείου Βρέφους. 85 Διόνυσος καί Ίαβέ Οάκαταπόνητος Πλούταρχος πασχίζει νά δείξει πώς ή λατρεία τών 'Ιουδαίων είναι διονυσιακού τύπου: Ό άρχιερέας τους φορά στίς γιορτές 'μίτρα' καί 'νεβρίδα' χρυσοπλούμιστη, 'ποδήρη χιτώνα' καί 'κοθόρνους' κ'έχει κρεμασμένα άπό τή στολή του κουδούνια πού σημαίνουν καθώς περπατεί, ώς xal παρ'ήμΐν μεταχειρίζουνται κρότους σέ νυχτερινές τους τελετές (παρά τα νυχτέλια...) καί χαλκοχρότους τάς τοϋ θεοϋ τιθήνας προσαγορενονσν άπέναντι(;) τού ναού δείχνουνται τά σχέδια θύρσου καί ντεφιών καί ταϋτα ονδενΐ δήπουθεν δλλω θεών ή Διονυσω προσήχεν. Τίς όμοιότητες, αύλούς, τύμπανα, κισσούς, καί τό Χρυσό Κλήμα τού ναού, τίς βλέπει κι ό Τάκιτος, μά μέ κριτικότερο μάτι: Οί γιορτές τού Διονύσου είναι χαρωπές καί γελαστές, μά τών Εβραίων ρυπαρές καί παράλογες, λέει. 204

206 Ό Λυδός πληροφορεί πώς 6 θεός τών 'Εβραίων είναι για τούς "Ελληνες ό όρφικός Διόνυσος, γιατί τά χρυσοκλήματα πού κρατούσαν τά παραπετάσματα τοΰ ίεροσολυμικοΰ ναοΰ τούς δίνανε ν'άπεικάζουν πώς τό περιλάλητο ίερό είταν τοΰ Διονύσου. Λατρειακές δέ λείπουν όμοιότητες, γεννοκρατούμενες άπό λατρείες χαναανικές, πού τίς χωνεύει ή έβραϊκή θρησκεία. Είναι λατρείες άγροτικές, μέ Ισχυρό στοιχείο έκστασιασμοΰ κ'έρωτισμοΰ, συγκεντρωμένες γύρω άπό τό θείο Δράμα. Ό ίδιος τέλος ό Ίαβέ είτανε θνήσκων καί άνασταινόμενος θεός, μέ τή βασιλική λατρεία συνδεμένος. Ό λόγος δμως τών ταυτισμών του μέ τόν Διόνυσο είναι ή άέναη σύγχυση τών όνομάτων Σαβαώθ καί Σαβάζιος, πού τήν τονώνει ίσως τό 'κύριος Σαβαώθ' τών Έβδομήκοντα, καθώς τό Κύριος είναι καί τίτλος τοΰ Σαβαζίου. Τά Ιουδαϊκά άπό τήν άλλη νομίσματα παρουσιάζουν γιά σήματα γνώριμα διονυσιακά έμβλήματα, τό κληματόφυλλο, τό σταφύλι, τόν άμφορέα, τήν κούπα. ΣΊουδαϊκές έτσι άποικίες τής Μικρασίας πού τις έγκατασταίνουν οί Σελευκίδες, ή λατρεία τοΰ Ίεχωβά-Σαβαζίου χωνεύεται μέ τίς ντόπιες λατρείες τοΰ Σαβαζίου. 'Ανάλογο έχουμε στή λατρεία ένός Σαβαζίου Διός (Sabazi 'louis) στή Ρώμη. Ή λατρεία τούτη κατηγοριέται άπό τίς έξουσίες πώς ύπονομεύει τήν ήθικότητα καί ξεριζώνεται τό 139 πχρ. Άπό τήν κατηγορία άπεικάζεται πώς θά'ταν έκστασιακή λατρεία έλληνιζόντων 'Ιουδαίων, πού στόν θρακοφρυγικό Σαβάζιο ξαναβρίσκουν τόν Ίεχωβά τους. 86 Διόνυσος Πάνθεος Σμίγοντας μέ τόν ένα καί τόν άλλο θεό μέσα στή χοάνη τής θεοκρασίας τών τελευταίων αιώνων τοΰ άρχαίου κόσμου, ό Διόνυσος τραβά, πάνου στήν τάση τής μονοθεϊστικής γραμμής, νά πάρει τή θέση,τοΰ ένός ύπέρτατου θεοΰ τοΰ κόσμου. Τήν ιδέα τούτη τοΰ Ένός Θεοΰ, άπό καιρό ή φιλοσοφία τήν καλλιεργεί, μά μονάχα ή ένωση τής γνωστής οίκουμένης κάτου άπό τή μονοκρατορική έξουσία τήν κάνει καί αίτημα τής λαϊκής θρησκείας. Σά λαϊκός καί ήγεμονικός μαζί θεός ό Διόνυσος, μέ μυστηριακές καί δημόσιες λατρείες μαζί, ταυτισμένος μέ τόν Δία, μέ τόν Άδη, μέ τόν Ήλιο, κύριος τών δυνάμεων τής έπίγειας κ'έλπιδοδότης τής μεταθανάτιας ζωής, παλεύει θαρρετά γιά τή θέση τούτη. Ένα όρφικό άπόσπασμα, άγλαέ Ζ εν Διόνυσε, πάτερ πόντου, πάτερ αϊης, "Ηλιε παγγενέτορ, Πάν αΐόλε, χρυσεοφεγγές, τόν κράζει σά Δία καί Ήλιο, θεό τοΰ παντός, παγγενήτορα, πατέρα τής γής καί τοΰ πόντου. Ένα άλλο, πού τραβά άπό πολυαίωνη παράδοση τόν τύπο του (εϊς θεός...), βεβαιώνει πώς Δίας, Άδης, Ήλιος, Διόνυ

207 σος, δέν είναι παρά ένας θεός, πού γιομίζει τά πάντα: είς Ζευς, είς Άΐδης, είς "Ηλιος, εις Διόνυσος, είς θεός έν πάντεσσι. Τό άντίστοιχο τού Ένός θεού τής φιλοσοφικής καί μυστηριακής διδασκαλίας, είναι ό Πάνθεος Θεός τής λαϊκής λατρείας. Ό Αόσόνιος έχει στήν έπαυλή του στό Lucaniacum μιξοβάρβαρη εικόνα τού Διόνυσου μέ τά έμβλήματα όλων τών θεών, καί τού άφιερώνει τό έπίγραμμα τούτο: Ogygiae me Baeehum vocant, j Osirin Aegypti putant, I Mysi Phamacem nominant, / Dionyson Indi existimant, / Romana sacra Liberum, / Arabica gens Adoneum, j Lucaniacus Pantheum. Ένα άνάλογο στό Κορφίνιον τής Σαβινικής, άφιερώνεται κι αύτό στόν Πάνθεον Διόνυσον: LIBERO PANTHEO SACR 206

208 Κεφάλαιο "Εκτο Ο ΝΕΟΘΙΑΣΙΚΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΙ Η ΣΩΊΉΡΙΑΚΗ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ θαρρείτε μνσται τοϋ θεοϋ σεσωσμένου' ίσται γαρ ήμΐν έκ πόνων σωτηρία

209

210 87 Συνέχειες τής θιασικής Λατρείας Η παλαιότερη Ιστορία τής Διονυσιακής Θρησκείας άκολουθά μιά μόνο γραμμή: Τοϋ Διονυσιακού Θιάσου. Είναι οί Μαιναδικοί Θίασοι άπό τή μιά, πού προβάλλουνται στήν πρώτη γραμμή μέ τήν πρωτογονική καί ταραχευτική παρουσία τους, κ'οί είκαζόμενοι άπό τό ίερουργικό ύπέδαφος άνδρικοί θίασοι, πού ύποστηρίξαμε πώς ίερουργούν τό Έποχικό, μαζί μέ τις Μαινάδες, Δράμα. (= 37) Ή έπισημοποίηση τής Διονυσιακής Θρησκείας άπό τήν Τυραννία καί τήν άπότοκη Δημοκρατία άναδίνει, μέ τό λύσιμο τού Διονυσιακού Θιάσου, τήν πλούσια δημόσια (ή κατά μέρος δημόσια καί κατά μέρος μυστηριακή) λατρεία άπό τή μιά καί τούς μεγαλόπρεπους κλώνους τού άρχαίου θεάτρου άπό τήν άλλη. Ό ίδιος ό θεός γίνεται ένας όλύμπιος καί στίς άγγειογραφίες τού 6ου καί 5ου αιώνα περιντύνεται τήν Ιερατική μεγαλοπρέπεια τών άλλων θεών τού 'Ολύμπου. Ή θρησκεία του ώστόσο, άπό τήν ίδια τή ρίζα της θιασική, δέ χάνει όλότελα τό θιασικό της χαραχτήρα. Τά μαιναδικά όργια συνεχίζουνται στούς κλασσικούς καί μετακλασσικούς καιρούς διατηρώντας καθαρό τό θιασικό καί γυναίκειο χαραχτήρα τους, έχοντας δμως άφήσει τόν άρχαίο πρωτογονισμό καί τήν άγριότητά του. Τό 'Μαύρο Μαιναδισμό' τόν έχει τώρα άντικαταστήσει ένας 'Λευκός Μαιναδισμός', ταιριαστός στήν αύστηρότητα καί τήν εύκοσμία τής άρχαίας πόλης. Παράλληλα δμως μέ τούς μαιναδικούς θιάσους παρουσιάζουνται άπό τό τέλος τών άρχαΐκών αίώνων κι άνδρικοί θίασοι μ'άνάλογη πράξη. Είναι, σίγουρα, οί άφανοι έκεΐνοι θίασοι τής βαθειάς άρχαιότητας πού προβαίνουν τώρα στό προσκήνιο, έχοντας άφήσει κι άλλοϋ τά σημάδια τους, δπως στά δελφικά δργια, δπου σημειώνεται ή παρουσία άνδρών, καί στά άνδρικά Ιερατικά σώματα πού συνιερουργοϋν μέ γυναίκεια, δπως στή λατρεία Διονύσου τού Αίσυμνήτου στήν Πάτρα καί σέ γιορτές τού Διονύσου, δπως στή Σικυώνα καί στή Λέσβο. Στόν 6 αιώνα, δταν τό άγγεϊο François μαρτυρά τήν άναγνώριση τοϋ Διονύσου άνάμεσα στίς πανελλήνιες θεότητες, ό 'Ηράκλειτος άπευθύνεται σέ νυκτιπόλους, μάγους, βάκχους, Χήνας xal μνστας, κατηγορώντας τους πώς τά νομιζόμενα κατ'ανθρώπους μυστήρια άνιερωστί μυεϋνται. Μιά έπιγραφή τής άρχής τοϋ άκόλουθου αιώνα άπό τήν Κύμη, ου θέμις έντανθα χεϊσθαι (ε)1 μή τόν βεβαχχευμένον, μαρτυρά διονυσιακό, μ'άνδρες ή καί μ'άνδρες, θίασο, μέ ξε

211 χωριστό τόπο ταφής τών μελών του. "Αλλη τής Ιδιας πολιτείας, Λυπύ τει κλίνει τοντει λενος hûnv, χαραγμένη πάνου άπό μιά ταφική κρύπτη, παρουσιάζει, κατά τήν κύρια έρμηνεΐα, βάκχο μέ τόν τίτλο λήνος (κατά τό θηλυκό λήνα)\ μέλος διονυσιακού θιάσου. ΟΙ άνδρικοί αύτοί θίασοι μάς μεταφέρουν στούς νεότερους διονυσιακούς θιάσους πού παρουσιάζουνται ή άνδρικοί ή, κατά κανόνα, άνάμικτοι άπό άντρες καί γυναίκες. Οί νεότεροι αύτοί θίασοι είναι ή δημόσιοι, πού λειτουργούν κάτου άπό τήν άμεση έποπτεία τής πολιτείας, σά στοιχεία τής δημόσιας διονυσιακής λατρείας, ή Ιδιωτικοί, πού πολλαπλασιάζουνται άδιάκοπα μέ τήν παρακίνηση, τήν άδεια ή τήν άδιαφορία τής πολιτείας. Τό κύριο χαραχτηριστικό τών νέων αύτών διονυσιακών θιάσων είναι ό καταπεσμός τοΰ ένθουσιασμού καί τής παραφοράς τοΰ άρχαίου Διονυσιασμού, πού τοΰ κάκου πολεμά νά τόν άντισηκώσει ή διονυσιακή φαντασμαγορία τών τίτλων τους ή έπιβολή τής τάξης καί τής εύκοσμίας τών πολιτειακών λατρειών* περίτεχνες μυητικές τελετές* τέλος τό τάξιμο τής εύδαιμονικής άθανασίας. 88 Λόγοι τής Νεοθιασικής Κίνησης Οί νεοδιονυσιακοί αύτοί θίασοι είναι μιά κατηγορία τών λατρειακών θιάσων τών έλληνιστικών καί ρωμαϊκών ύστερα χρόνων, πού, συγκεντρωμένοι γύρω άπό λογίς θεότητες, ξενικές περισσότερο, τάζουν τών μυστών τους μιά νέα ζωή, καί μάλιστα μιάν εύδαιμονική άθανασ ι α. Ό κύριος λόγος τής θιασικής αύτής κίνησης είναι τό σπάσιμο τής πόλης-κράτους μέσα στίς πολιτειακές ένότητες τών μεγάλων έπικρατειών πού διαμορφώνουνται ύστερα άπό τήν έκστρατεία τοΰ "Αλεξάνδρου, κ'ή άθλίωση τών μαζών πού, άρχίζοντας μέσα στίς άνεξελίξιμες δημοκρατίες, βαθαίνει κι άπλώνεται στά διάδοχα όλιγαρχικά καθεστώτα. Οί άρχαίες ένότητες τών γενών, τών φρατριών, τών φυλών, ό κοινωνικός καί πολιτικός κορμός τής παλιάς πολιτείας, διαλύουνται ή χάνουν τή λειτουργική άξία τους, καί τό άτομο άπομένει μόνο του μέσα στίς πολυάνθρωπες κοινότητες τοΰ νέου κόσμου. Τότε, δπως καί σ'άλλη περίοδο τής Ιστορίας τους (= 52), είναι οί θίασοι πού άναλαβαίνουν ν'άντικαταστήσουν τό γένος καί τις άλλες ένότητες καί νά ξαναδώσουν τοΰ άτόμου τή χαμένη του άλληλεγγύη. Σ'άνάλογες άνάγκες βρίσκουνται καί τά πλήθη τών ξένων πού άφήνουν τίς πατρίδες τους άναζητώντας στά μεγάλα μεσογειακά κέντρα τήν τύχη τους, καθώς κ'οί σκλάβοι τών πολιτειών πού χαίρουνται κάποια προνόμια άπέναντι στούς άγροτικούς άδερφούς τους. Μαζί μέ τά κοινωνικά καί πολιτικά

212 στηρίγματα τής άρχαίας πολιτείας, τά πλήθη χάνουν τά πατροπαράδοτα θρησκευτικά στηρίγματά τους. 01 πολιτειακοί θεοί δέν άνταποκρίνουνται στίς θρησκευτικές άνάγκες τών πληθών, πού ή ζωή τους δέν έχει πιά μέσα της τό λόγο τής δικαίωσης της. Ή λατρεία τους είναι τυπική, φροντίδα περισσότερο τής πολιτείας παρά τών ψυχών, καί περισσότερο "λατρεία μεγάλων νεκρών παρά Αθανάτων". Άπό τό τέλος τοϋ 5ου αίώνα χυμούν στήν Ελλάδα οί μυστικιστικές λατρείες τής Μακεδονίας, τής Θράκης, τής Μικρασίας καί, τέλος, τής ΑΙγύπτου, γιά νά τονωθούν ύστερα άπό τήν άλληλοδιάχυση τού άνατολικού καί έλληνικοΰ κόσμου. Παραγερασμένα τά άρχαΐκότερα στοιχεία τών έλληνικών πίστεων καί λατρειών, συναντιούνται μέ τά όμόλογα τών άνατολικών, ξανάρχουνται, τονωμένα άπ'αύτά, στήν πρώτη γραμμή, καί χωνεύουνται σ'ένα σύγκραμα κυριαρχικής βαρβαρότητας, μυστικισμού καί δεισιδαιμονίας. Ό Μυστικισμός, πού παρουσιάστηκε σ'άνάλογες συνθήκες στούς άρχαϊκούς καιρούς, πού συμπερπάτησε, στή θρησκεία καί στή σκέψη, μέ τόν έλληνικό όρθολογισμό, ξανατρανώνει μέσα στήν άθλίωση τών πληθών, δπως ό κάθε ήσκιος σά γέρνει άπό τήν άψίδα ό ήλιος. Οί λόγοι τής θιασικής κίνησης τονώνουνται καί πληθαίνουνε μέσα στούς δρους τής ρωμαϊκής αύτοκρατορίας. Ή ένότητα τής οικουμένης άναγυρεύει τήν ένότητα τών θεοτήτων καί τής λατρείας. Ή λατρεία τού Αύτοκράτορα δέν άνταποκρίνεται στήν άνάγκη τούτη. Δύσκολα φτάνοντας τό άνάστημα τού άνθρώπου, πολύ πιό δύσκολα οί Αύτοκράτορες φτάνανε τό άνάστημα τού θεού, κι δπου σά θεοί σιγουρεύανε κάποια μεγάλα άγαθά, ύποχείριοι τού θανάτου κι αύτοί δέ σιγουρεύαν άπό τό θάνατο τούς πιστούς τους. Μά νικημένα τά πλήθη άπό τή ζωή, περιμέναν τά πάντα άπό τό νικημό τού θανάτου. Ή έλπίδα ένός καλλίτερου κλήρου μετά θάνατο, σύμφυτο στοιχείο τών θιασικών λατρειών ( = 78) έχει όλοκληρωθεί άπό τόν 'Ορφισμό στό τάξιμο μιάς εύδαιμονικής άθανασίας. Ανήμπορος ό 'Ορφισμός νά σταθεί σά θρησκεία ξεχωριστή, περιτυλίγει τή θιασική διονυσιακή θρησκεία, δπως τό δέντρο ό κισσός, ξαναταυτίζοντας τίς δυό μορφές τού θεού, τήν άρχαία καί τή νέα, στή μορφή τού Διονύσου-Ζαγρέα. Ή Όσιρική καί Ίσιακή, άπό τήν άλλη, μυστηριακή λατρεία κουβαλά τό τάξιμο τής άθανασίας άπό μακρινά τής αίγυπτιακής άρχαιότητας βάθη. Κάτου άπό τήν έπιρροή τής Όρφικοδιονυσιακής, τής Έλευσινιακής καί τής Όσιρικής λατρείας, δλες οί θιασικές λατρείες τάζουν τών πιστών τους μιά θριαμβική πάνω στό θάνατο νίκη. Όλοι οί Θνήσκοντες Θεοί τής Μικρασίας καί τής Συρίας, μ'έπικεφαλής τόν Άττι, κι άνακατωμένες οί άρχαϊες Μητέρες Θεές στή μορφή τής Δήμητρας, τής Κόρης, τής Ίσιδας, τής Κυβέλης, τής Εκάτης, φέρνουν τήν Ιδια έπαγγελία. Τό μήνυμα τής Σωτηρίας μαγνητίζει, όλοένα κ'έντονότερα, τά πλήθη τ'άπελπισμένα άπό τή ζωή, πού δέ ρίχνουνε πιά τήν έλπίδα τους παρά πέρα άπό τόν τάφο. Τό Ιδιο μήνυμα τραβά στίς θια

213 σικές λατρείες καί πρόσωπα τών Ανώτερων τάξεων, άποσταμένα άπό τήν άδειανιά τής πολυχορτασμένης ζωής τους. "Ανικανοποίητη κ'ή τάση τής ένότητας τών λατρειών, βρίσκει διέξοδο στίς θιασικές πού, συγκεντρωμένες γύρω άπό δμόλογους Σωτήρες Θεούς, δίνουν τών πιστών τους νά ταυτίζουν τούς θιασικούς τους θεούς, κι αύτούς πάλι μέ τούς θεούς τών έθνικών λατρειών τους. 89 Τεκμήρια τής Νεοθιασικής Πράξης Τά κύρια τεκμήρια τής νεοθιασικής διονυσιακής πράξης, είναι οί έπιγραφές τών θιάσων. Μερικές τους είναι άπό τήν ήπειρωτική 'Ελλάδα, άλλες άπό τά Νησιά, άρκετές άπό τή Μακεδονία καί τή Θράκη καί τίς παραπάνου περιοχές, πολυάριθμες άπό τή Μικρασία, κάμποσες άπό τήν 'Ιταλία, καί μιά-δυό άπό τις δυτικές ρωμαϊκές έπαρχίες. ΟΙ σημαντικότερες είναι τοΰ άθηναϊκοΰ θιάσου τών "Ιοβάκχων" (δεύτερο μισό τοΰ 2ου αίώνα μχρ.) κ'ή έπιγραφή τοΰ Τουσκουλανικοΰ θιάσου (μισά τοΰ ίδιου αίώνα). Ή πρώτη βρέθηκε στά λείψανα τοΰ οικήματος τοΰ θιασικοΰ τούτου σώματος στήν περιοχή τοΰ διονυσιακού ίεροΰ έν ΛΙμναις (= ) Ή δεύτερη, πού λέγεται πώς έρχεται άπό τό Tusculum ή τήν περιοχή τής Torre Νουα, είναι χαραγμένη στή βάση ένός άγάλματος τής Ιέρειας τοΰ θιάσου Άγριππινίλας πού τό άφιερώνουν, καταγραμμένοι κατά τήν Ιεραρχική τάξη τοϋ τίτλου τους, οί θιασώτες. Τά ήγετικά πρόσωπα είναι μέλη μιάς συγκλητικής οίκογένειας πού έρχεται άπό τή Λέσβο, τ'άλλα τοΰ ύπερετικοΰ κι άκολουθητικοΰ προσωπικού της. Οί τίτλοι, πού κάτουθέ τους μοιράζουνται τά πάνου άπό τριακόσια όνόματα τών άφιερωτών, μάς δίνουν γιά μοναδική φορά τήν εικόνα τής στελέχωσης ένός μεγάλου θιάσου. Ή έλληνική γραφή καί τά όνόματα τών μελών, τά περισσότερο έλληνικά, καθρεφτίζουν τή σύσταση ένός καθαρά έλληνικοΰ θιάσου' έτσι πού ή περιλάλητη έπιγραφή, άγκαλά κι άπό Ιταλική περιοχή, νά πέφτει στήν κατηγορία τών θιασικών έπιγραφών τής Μικρασίας. 'Από τό πλήθος τίς έπιγραφές αύτές μαθαίνουμε τά όνόματα τών θιάσων (= go), τό χαραχτήρα τους καί τούς όρους τών μυητικών βαθμών (= gi) καί τών διοικητικών (= gi) κ'ίερολειτουργικών τους (= g2) άξιωμάτων. Οί τελευταίοι δείχνουν καί κατά τήν μυστηριακή πράξη τών θιάσων τους πού καί φιλολογικές τήν άναφέρουν μαρτυρίες. Στίς 'Βάκχες' τοΰ Εύριπίδη τά διονυσιακά μυστήρια (στί. 72 κέ. 465 κέ. 472 κέ.) δέν ξεχωρίζουν άκόμη άπό τά 'όργια' τών μαινάδων. Παλαιότερος όμως λόγος γιά διονυσιακά μυστήρια γίνεται κιόλας άπό τόν 'Ηράκλειτο ('Απ. 14) πού άναφέροντας 'νυκτιπόλους', 'μάγους',

214 βάκχους', 'λήνας', τούς φοβερίζει μέ μεταθανάτιες ποινές, γιατί τά νομι ζόμενα χατ'άνθρώπους μυστήρια άνιερωστί μνεννται. Άκολουθά τόν 4 αίώνα ή πληροφορία τού Αριστοφάνη γιά άπόρρητες γυναικείες βακχικές τελετές (Λυσ. 1 : Άλλ'εΐ τις είς Βαχχεϊον αντάς έχάλεσε...) κ'ή πληροφορία τοϋ Πλάτωνα γιά μυστηριακή πράξη τών διονυσιακών θιάσων, μέ καθαρμούς καί παραστατικούς χορούς τής άκολουθίας τοϋ Διονύσου (= 97) 'Ακολουθούν οί έπιγραφές τής Μιλήτου γιά τή θιασική ώμοφαγία (= 15) καί τή βακχική Ιέρεια (= 55)» πού μαρτυρούν τή μυστηριακή πράξη τών δημόσιων και Ιδιωτικών μυστηριακών θιάσων. 01 ύστερότερες έπιγραφές συχνά άναφέρονται στή μυστηριακή πράξη τών θιάσων τους (προΐστασθαι τών θείων μυστηρίων ή έπιμεληθέντων τόν περί τόν Καθηγεμόνα Διόνυσον μυστηρίων ή τά έν τοις Διονύσου μυστ[ηριοις άφθόνως] xal φιλοδόξως έπιτελέσαντος ή έπιμελητής μυστηρίων ή μυστικός άγων), χωρίς καί νά δίνουν στοιχεία τής πράξης αύτής παρ'δσα μπορούν νά ύπαινιχθούν οί Ιερολειτουργικοί τίτλοι τους καί τά όνόματα τών προσώπων τού 'Ιερού δράματος' πού δυό άπ'αύτές παραδίνουν (= 97) Τό κενό συμπληρώνεται, ΐσαμ* ένα βαθμό, άπό φιλολογικές μαρτυρίες. Οί πλατύτερες είναι οί περικοπές τού XXXIX βιβλίου τοϋ Λίβιου, πού περιγράφουν τό θιασικό σκάνδαλο τών ρωμαϊκών 'Βακχείων' (Bacchanalia) τοϋ 186 πχρ. Ό μυθιστορηματικός χαραχτήρας τής περιγραφής τήν άνοίγει σ'αύστηρή κριτική πού βλέπει περισσότερο πολιτική ύπόθεση νά δικαιολογεί διωγμούς μ'ήθικοθρησκευτικές κατηγορίες. "Αλλοθι ώστόσο μελετητές, πού βλέπουν είσχώρηση μυστικιστικών διονυσιακών λατρειών άπό τή μεσημβρινή 'Ιταλία, χναρολογοϋν στοιχεία της σέ γνώριμα στοιχεία τής δημόσιας καί θιασικής λατρείας τού Διονύσου. "Αλλο φιλολογικό τεκμήριο τής νεοθιασικής διονυσιακής πράξης είναι ή βασιλική έκείνη διαταγή στήν Αίγυπτο (πιθανότατα τού Πτολεμαίου IV) γιά τούς μυητές τών διονυσιακών μυστηρίων νά φτάσουν, σ'δρισμένες προθεσμίες, στήν 'Αλεξάνδρεια, νά παρουσιαστούνε σέ τρεις μέρες σ'έναν άξιωματούχο, νά δώσουν λόγο άπό ποιούς, Ισαμε τρετς γενεές, παραλάβανε τά μυστήρια πού τελούν καί νά παραδώσουν σφραγισμένο τόν Ιερόν λόγον τους, έπιγράφοντας ό καθείς τ'δνομά του στόν δικό του: Βασ[ιλ]έως προστάξαντο[ς] τούς χατά τήν χώραν τελοϋντα[ς] τω Διονύσωι χαταπλεΐν είς'αλε[ξ]άνδρειαν, τούς μεν ίως Ναυχράτε[ως] άφ'ής ήμέρας τό πρόσταγμα ίχχειται έν ήμέραις ι, τους δέ έπάνω Ναυχράτε[ως] ένήμέραις χ, χαΐάπογράφεσθ[αι] προς Άριστόβουλον είς τό χαταλογεΐον [ά]φ'ή[ς] &ν ήμέρας παραγένωνται έν ήμ[έρ]αις τρ[ι]σίν, διασαφεϊν δέ ευθέως χαι πα[ρά τ!]νων παρειλήφασι τά Ιερά έως γενε[ών τρ]ιων χάί διδόναι τόν Ιερόν λόγον έ[σφ]ρα γισ[μένον] έπιγράψαντα ίχαστ[ον] τό αύ[τ]οΰ δνομα. "Ενας άπό τούς καρπούς τής σοδειάς αύτής εικάζεται πώς είναι κι ό πάπυρος Gurob πού παραδίνει έναν όρφικό Ίερό Λόγο. Λειτουργικά καί Ιδεολογικά στοιχεία τών

215 'Ορφικών Μυστηρίων παραδίνουν τά Αποσπάσματα τής όρφικής 'Θεογονίας*, ή συλλογή τών 'Ορφικών Ύμνων, που συχνά καί τά άναφέρουνε (τελετή, τελετή άγΐη, τελετή ευίερος, τελετή πάνθειος, τελετή σεμνή, τελεταί, τελεταΐ άγιαι, τελεταΐ μυστιπόλευτοι, τελεταΐ δσιοι, εύίεροι, ενιεροι μυστυιόλοι τελεταί, μυστήρια αγνά) οί "Ορφικές Πινακίδες που παραδίνουν άμεσα λειτουργικούς λόγους τους (= g6) ή έπιγραφή τής Σμύρνης πού παραδίνει ίεροτυπικούς γιά τό θιασικό τραπέζι όρισμούς (= 93» 95)' κ'ή παρωδία μιάς όρφικής τελετής στίς 'Νεφέλες' τού "Αριστοφάνη (στί. 223 κέ.). Σκόρπιες άλλες μαρτυρίες μάς Ιρχουνται άπό λογίς συγγραφείς, τό περισσότερο άπό τήν πολεμική τών Χριστιανών, πού καταπατούν τό άπόρρητο τών μυστηρίων, κι άπό τήν πράξη τών άλλων μυστηριακών λατρειών, καθώς τά διονυσιακά είναι κράμα τής πράξης τού άρχαίου μαιναδικοϋ θιάσου, τών μυστηρίων τού θρακοφρυγικού Σαβαζίου (= 8ο), τών Έλευσινιακών καί τών 'Ορφικών μυστηρίων. Πρόσθετα τεκμήρια είναι πολλά καί λογίς μνημεία τών Διονυσιακών Μυστηρίων. Τά περισσότερα έρχουνται άπό τήν 'Ιταλία, μπορούμε ώστόσο νά ξέρουμε πώς καθρεφτίζουν καθολικότερη πράξη. Τούς άπεικονισμούς, τήν περιγραφή τους καίτίςάπόπειρες τών έρμηνειών τίς βρίσκει γιά τό σύνολο κανείς στίς μελέτες τού Rostootzeff, τού Nilsson, τού Matz, καί γιά τό'να ή τ'άλλο τους στίς είδικές γιά τό καθένα μελέτες. Τό σημαντικότερο είναι οί τοιχογραφίες τής πομπηίανής "Επαυλης τών Μυστηρίων', πού κατεβαίνουν πιθανότατα άπό έλληνικό πρωτότυπο μεταφερμένο στή Μικρασία. 'Από τό 1909 πού βρεθήκανε, τραβούνε τόν έπίμονο ζήλο τών μελετητών, πού ώστόσο δέ μπόρεσαν νά φτάσουν τήν έρμηνεία παρά έπιμέρους σκηνών, διαφωνώντας ριζικά στή συνθετική έρμηνεία. 90 Όνόματα καί Σύσταση τών θιάσων Είναι φορές πού τά όνόματα τών νέων διονυσιακών θιάσων δέν είναι παρά τά όνόματα πού παίρνουν τά μέλη τους γιά νά δηλώσουν αύτή τήν ίδιότητά τους: Βάχχοι, Βαχχεασταί, ΒαχχισταΙ, Διονυσιασταί, Ίόβαχχοι, Μαινάδες, Μύσται (καί Συμμύσται). Τό τελευταίο σημαδεύεται καί μ'ένα προσδιορισμό: άπό τόν χαραχτήρα τους Ιεροί μνσται άπό τήν άμφίεσή τους σακηφόροι μνσται άπό τό θεό τους, μνσται Διονύσου, ή άπό τίς λογίς έπωνυμίες τού θεού, μύσται Διονύσου Φλέω, οί τοϋ ΣητανεΙου Διονύσου μύσται' άπό τόν Ιδρυτή ή άρχηγό τού θιάσου, μύσται οί συν Άθηνοδότφ ή κι άπό τά δυό, οί περί Ροϋφον ΖεΙπα μύσται Βότρυος Διονύσου. Ό όρος θίασος σπανίζει γιά τά διονυσιακά σώματα στήν Ελλάδα καί στά Νησιά,

216 άφθονεΐ δμως στή Μικρασία, Θράκη, Μακεδονία. Έτσι συναντιούνται θίασοι, ή μέ προσδιορισμούς: άπό τό θιασικό δνομα, θίασος Αιονυσιαστών, θίασος Πρινοφόρου (= 39) κα * Δρυοφόρων, thiasus Maenadarum Regianarum άπό τό δνομα τού θεού, θίασος Διονύσου, thiasi Liberi Patris Tasibasteni άπό τόν Ιερό χαραχτήρα τους, Ιερός α' θίασος ή άπό τόν Ιδρυτή, Πασοϋς θίασοι, thiasus Plaeidianus. Ό δρος collegium συναντιέται σ'ιταλικούς θιάσους. Στούς Βάκχους και στά παράγωγα όνόματα θιασωτών άντιστοιχεΐ τό δνομα τού σώματος Βακχεΐον πού συχνά στίς έπιγραφές συνοδεύεται άπό κάποιο προσδιορισμό χρονικό: παλαιον Βακχεΐον, νέον Βακχεΐον τόπου, προ πόλεως Βακχεΐον έθνικότητας, Βακχεΐον Άσιανών, Bacchium Vernacusorum. Κάποτε συναντιέται κι ό πολύχρηστος δρος κοινόν, δπως κοινόν Αιονυσιαστών ή κοινόν Άνθιστήρος τοϋ Πυθοχρήστου. Μεγάλη διάδοση στή Μικρασία, γιά νά ξαναβρεθεί στά Βαλκάνια, έχει ό δρος ατκίρα, λατινισμένος spira, πού συναντιέται καί μόνος του καί μέ προσδιορισμούς: άπό τόν χαραχτήρα της, Ιερά σπείρα άπό τήν τοπική καταγωγή τών μελών, σπείρα Μιδαπεδειτών, Βραχυλειτών, Τραϊανησίων ή τήν έθνική τους καταγωγή, σπείρα Άσιανών, spira Asianorum, σπείρα Ρωμαίων. Εξαιρετικοί δροι παρουσιάζουνται στή Μήλο, περιβώμιοι, καί στή Διονυσόπολη, σύνοδος μυστική Ταρσέων. Γιά τίς σύναξες καί τις τελετές τού θιάσου χρησιμοποιείται ένα ίερό οίκημα, πού φτιάνεται ή έπισκευάζεται άπό εύπορα μέλη του ή άπό δλα. Τό οίκημα γνωρίζεται άπό τις έπιγραφές μέ τά όνόματα Βακχεΐον, Στιβάδειον, Ιερός οίκος, έξέδρα, μάγαρσν, καί μέ τόν κοινότερο δρο Sacrarium στή Ρώμη. Είναι φορές πού ό θίασος περιλαβαίνει μονάχα άρσενικά μέλη, δπως τών Ίοβάκχων, κ'οί θίασοι πού οί έπιγραφές τους παραθέτουν όνόματα άρσενικών μονάχα. Καθαρά γυναικείους θίασους μαρτυρούν μονάχα τό έπίγραμμα τής μιλησίας Ιέρειας (= 55) κι δ θίασος τών Maenadarum Regianarum στήν περιοχή τών Φιλίππων. Ό κανόνας είναι νά περιλαβαίνουν οί θίασοι πρόσωπα καί τών δυό φύλων μέ τυπικό παράδειγμα τή σύνθεση τού τουσκουλανικού θιάσου. Δίπλα στίς ώριμες δέν άποκλείουνται κ'οί χαμηλότερες ήλικίες. Στήν ύπόθεση τών ρωμαϊκών 'βακχείων* (bacchanalia) άναφέρεται πώς μυούσαν καί νέους κάτου τών είκοσι χρόνων. Ή έπιγραφή τοϋ τουσκουλανικού θιάσου άναφέρει άρχινεανίσκους, πού μαρτυρούν κατηγορία 'νεανίσκων*. Ένα χαραχτηριστικό τών νεότερων θιάσων είναι, πραγματικά, ή μύηση τών παιδιώνε. Οί πατρομύσται τών σμυρναΐκών θιάσων είναι έκείνοι πού μυήθηκαν άπό τούς πατέρες τους στήν παιδική ήλικία. Ό Ίμέριος θρηνοπανηγυρίζει τό πεθαμένο του παιδί, πού λίγο ύστερα άπό τή γέννησή του μυήθηκε στά μυστήρια τού Διονύσου καί τής Ελευσίνας. Ένας μικρός νεκρός πληροφορεί πώς στά τρία άπό τά έφτά του χρόνια εϊταν μύστης τοϋ Διονύσου. Ή θιασική μύηση παίρνει σ'αύτά τό δρόμο πού θά πάρει τό χριστιανικό Βάφτισμα, κι ό λόγος είναι

217 ό φόβος μήπως πρόωρος θάνατος στερήσει τοο παιδιι _ τή διονυσιακή άθανασία. Κατά τό μύθο, ό ίδιος ό θεός μυήθηκε, παιδάκι, άπό τή νύμφη Μύστιδα, δίνοντας τό παράδειγμα τών πιστών του. Ή μύηση τοΰ παιδικού Διονύσου, προβολή τής μύησης τών παιδικών του μυστών, είναι, στά μνημεία, ένα άπό τά κύρια θέματα τών διονυσιακών μυστηρίων. 91 Μυητικοί Βαθμοί καί Διοικητικά 'Αξιώματα Ιδιαίτεροι τίτλοι, πέρα άπό τόν κοινό θιασικό τίτλο, δείχνουν τό βαθμό στή μυητική Ιεραρχία τοΰ θιάσου. Τελευταίοι στήν έπιγραφή τοΰ Τουσκουλανικοΰ θιάσου έρχουνται οί ΣιγηταΙ, ύπερετικά πρόσωπα πού κρατούνε τή σιωπή (δπως οί 'σιλεντιάριοι' τών ρωμαϊκών οίκων) ή, πιθανότερα, νεόφυτοι πού περνοΰν άπό μιά σιγητική δοκιμασία (= ίο). Έπιγραφή τής Καλλατίδος δίνει τόν τίτλο νεόβακχος, πού δείχνει κατηγορία νεομύητων 'βάκχων'. Στήν έπιγραφή τοΰ τουσκουλανικοΰ θιάσου παρουσιάζουνται σάν κατηγορία άπλών μυστών 44 Βάκχαι, άπ'δπου εικάζεται 6νας, μεγαλύτερος κιόλας, άριθμός Βάκχοι. Οί δυό κατηγορίες, άναγραμμένες στό τέλος τοΰ καταλόγου τών μελών, δείχνουν πώς είναι οί χαμηλότεροι βαθμοί τών μυημένων. Παραπάνω άπ'αύτούς έρχουνται οί ΙεραΙ βάκχαι (δπως βάσιμα εικάζεται στό κενό τής έπιγραφής) καί Ιεροί βάκχοι, μέ κατάλογο έκατό καί πάνου όνομάτων. Είναι μιά ψηλότερη άπό τούς άπλούς 'βάκχους' μυητική κατηγορία' μά κ'οί δυό τους είναι παρακλάδια μιάς άκόμη ψηλότερης, τών άπό καταζώσεως, κατηγορία πού περιλαβαίνει 89 όνόματα άρσενικών καί θηλυκών προσώπων. Πάνω κι άπ'αύτούς έρχουνται οί βάκχοι άπό καταζώσεως (15 άρσενικά όνόματα). καί παράλληλά τους οί βάκχαι άπό χαταζώσεως (3 θηλυκά όνόματα). Θιασική έπιγραφή τής Φιλαδέλφειας άναφέρει τό κατ]άζωσμα σάν τό βουλευόμενο σώμα, σημαίνοντας έτσι ή όλόκληρο τόν θίασο ή, πιθανότερα, τό βουλευτικό του μέρος. Στόν 'Ορφέα άποδινόνταν ένα βιβλίο μέ τόν τίτλον Καταζωστιχόν καί, κατά μιάν άποψη, ή χατάζωσις σημαίνει τό ζώσιμο τοΰ μυούμενου μ'ίερές ζώνες ή τό ξεχωριστό ή καινούριο φόρεμα πού ντύνεται ό μυημένος. Πιθανότερο είναι πώς σημαίνει τό ντύσιμο μέ τή 'νεβρίδα* (= ) δπως συνάγεται άπό τόν Άρποκρατίωνα πού έξηγώντας τό 'νεβρίζων' τοΰ Δημοσθένη γιά τά σαβαζιακά μυστήρια, σημειώνει: οί μεν ως τοϋ τελοϋντος νεβρίδα ένημμένου ή xal τούς τελουμένους διαζωννύντος νεβρίσιν. Είναι φορές πού τά άπλά μέλη δηλώνουνται, δπως καί τό σώμα (= 8g), μέ τόν τίτλο μύσται, πού τόν χωρισμό τους δμως σέ κατηγορίες τόν δηλώνουν προσδιορισμοί

218 του. Σ'έπιγραφή τής Φιλαδέλφειας βρίσκεται έκ διατάξεως μύστης, πού τό νόημά του δέν είναι έξακριβωμένο. Σ'έπιγραφές τής Σμύρνης παρουσιάζουνται πατρομύσται πού φαίνεται νά σημαίνει τούς μυημένους σέ παιδική ήλικία άπό τούς πατέρες τους (= 8g), πού παίρνουν ύστερα τή θέση τών πατέρων τους μ'εύνοΐκότερους δρους. Επιγραφή τής Μαγνησίας πού καθιερώνει τή λατρεία ένός πλατανίτη Διονύσου (= 55) τήν άνακαινίζει ένας άρχαϊος μύστης. Σ'όρφικούς ύμνους παρουσιάζουνται οί άντίθετοι τίτλοι, νεομύστης καί νεοφάντης, πού ό δεύτερος παρουσιάζεται καί σ'έπιγραφή τών Θηβών: πολυστεφάνοιο] δέ Βάκχου /...] θνεοκλόνων κλει[νών] τελ[ετ]ών νεο[φάν]την. "Οτι οί δροι σημαίνουν μυητικούς βαθμούς, μπορεί Ισως νά βγεί άπό τούς νεοβάκχους τής Καλλατίδος. Επιγραφή άπό τά Τεϊρα τής Λυδίας άναφέρει τόν τίτλο τού παλαιού γέροντος, πού φαίνεται νά μαρτυρά τιμητική διάκριση σέ κατηγορία γερόντων ή νά'ναι τίτλος λατρειακός, χωρίς άναφορά στήν ήλικία. Ό τίτλος λιμναγενης (θεοφόρος άπό τόν 'έν ΛΙμναις' ή Λιμναϊον Διόνυσον) συναντιέται σ'έπιγραφή τής Κυζίκου καί φαίνεται νά σημαίνει τόν Διονυσιαστή γενικά, μέ κάποια δμως μυστική σημασία. Τό πιθανότερο είναι καί τό Ιδιο εικάζω καί γιά τό Λιμναίος μιάς έπιγραφής τών Θεσπιών πώς έχουμε έπιθετικό δνομα πού άντικατασταίνει, ύστερα άπό τή μύηση, τό παλαιό δνομα τού μύστη. Σά σωματεία πάλι, ot θίασοι έχουν διοικητικό μηχανισμό, πού άναγνωρίζεται σέ μιά σειρά άξιώματα τών μελών τους. 'Επικεφαλής είναι κάποτε πρόσωπο ψηλής κοινωνικής θέσης, πού γεφυρώνει τά κοινωνικά χάσματα, προστατεύει τό θίασο καί τά μέλη του κι άντισηκώνει τίς ύπέρβαρες δαπάνες. Ό τουσκουλανικός θίασος έχει έπικεφαλής του έναν 'ήρωα Μακρϊνον* (]$εινος ήρως). Είκάζεται πώς τό έπίθετο σημαίνει τόν 'ήγεμόνα' ή άφηρωίσμένο νεκρό πού μπαίνει, σάν 'ήρως', έπικεφαλής τού θιάσου. Έναν ήγεμονεύοντα δίνει έπιγραφή τής Περίνθου, κι άρχηγική θέση σημαδεύουν οί τίτλοι κτίστης θιάσου τής Μήλου, άρχίβακχος τού θιάσου τών "Ιοβάκχων', καί Mater δακικοϋ θιάσου. Ό τίτλος άρχιμύστης συναντιέται σέ πολλές ύστερότερες έπιγραφές τής Μικρασίας καί τής Θράκης, κ'οί τίτλοι σπείραρχος ή σπειράρχης σ'έπιγραφές τής Θράκης, τής Δακίας, καί τής Νοτιορωσίας. Ένας τιρόεδρος παρουσιάζεται στό θίασο τών "Ιοβάκχων', ένας πρύτανις σ'έπιγραφή τής Σμύρνης, κ'ένας διαταξίαρχος σ'έπιγραφή τής Περγάμου, πού, δν δέν είναι άρχηγός χορού, σημαίνει άρχηγό τμήματος τού θιάσου. Ό τίτλος άρχινεανίσκος τού τουσκουλανικού θιάσου ξαναβρίσκεται σέ ρωμαϊκή έπιγραφή, καί σημαίνει έπιστάτη τής άγωγής καί τής διοίκησης τών νέων. Μιά κάποια περιουσία τών θιάσων σχηματίζεται άπό τό δικαίωμα εισόδου (είσηλύσιον), άπό τά πρόστιμα τών έταίρων, άπό τά δώρα τους κι άπό τά κληροδοτήματά τους. Εδώθε οί οίκονομικοί διαχειριστές πού τούς μαρτυρούν οί τίτλοι ταμίας, γραμματεύς, Ιερομνήμων καί eedicus, πού

219 στά πολιτειακά άξιώματα οί δυό τελευταίοι σημαίνουν, ό πρώτος διαχειριστή Ιερής περιουσίας κι ό δεύτερος φροντιστή δημόσιων συμφερόντων. Σειρά άλλοι τίτλοι αύτοδηλώνουν τόν διοικητικό τους χαραχτήρα: Άρχιβούκολος Άρχιβασαάρα, Άρχινεωκόρος, Άρχιμαγαρεύς, Νεωκόρος, Ίερονόμος Διονύσου (πού οί τέσσαρες τελευταίοι δηλώνουν φύλακες καί φροντιστές τού ίερού οίκου) Ίεροκωμήτης καί Πρωτοκωμήτης σέ θιάσους τής Άττάλειας, πού προδίνουν ίσως έξομοίωση τού θιάσου μέ κώμην, κατά τόν άγροτικό χαραχτήρα τής θιασικής λατρείας Έστίαρχος κι ό άμφίβολος κρατηριαχός (κρατηρίαρχος?) πού σημαίνουν τούς πρωτοστάτες τού θιασικού συμποσίου* εϋκοσμος, ό φορέας τού Ιερού θύρσου άνάμεσα στούς "Ιοβάκχους', τη ρητής τής εύκοσμίας τών συνελεύσεων κ'ένας οΐκέτης, τέλος, ύπερέτης. δ 92 Ίερολειτουργικά Άξιώματα Οπως κ'οί δημόσιες, έτσι κ'οί θιασικές, ήμιδημόσιες ή Ιδιωτικές, λατρείες έχουν τούς Ιερείς καί τις ίέρειές τους. Στούς δημόσιους καί ήμιδημόσιους θίασους, ή άνάδειξή τους άνήκει στήν πολιτεία, πού όρίζει καί τά προσόντα* στούς Ιδιωτικούς άνήκει στά μέλη. Ή άποσπασματική ένδειξη δέ δίνει γιά τή σχέση Ιερέων καί Ιερειών άλλο κανόνα, παρά πώς στούς δημόσιους θιάσους παρουσιάζουνται κάποτε μόνον Ιέρειες, έπιβίωση τών κορυφαίων τού άρχαίου μαιναδικού θιάσου, ένώ στίς έπιγραφές τών Ιδιωτικών παρουσιάζουνται μόνον Ιερείς ή Ιερείς καί Ιέρειες άντάμα. Σέ δημόσια μυστηριακή λατρεία τής Κώ παρουσιάζεται, δίπλα στήν Ιέρεια, καί μιά ύφιέρεια δίπλα στόν Ιερέα, άνάμεσα στούς "Ιοβάκχους', είναι Ενας άνθιερενς καί σέ θιάσους τής 'Ιταλίας ένας παραστάτης. Στόν τουσκουλανικό θίασο άναφέρεται κ'ένας ύπουργός, βοηθητικός λειτουργός κ'έτούτος. "Ένας τίτλος πού άφθονεί στίς θιασικές έπιγραφές είναι τού Ιεροφάντου. Τό άξίωμα είναι παρμένο άπό τήν έλευσινιακή λατρεία, δπου ό ίεροφάντης είναι ό άνώτατος λειτουργός τών Μυστηρίων: 'Εκείνος πού 'ξεφανερώνει' (άνακάλυψις) τά Ιερά άντικείμενα στούς νεόφυτους κι άπαγγέλνει τούς λειτουργικούς μπροστά τους λόγους. Στόν τουσκουλανικό θίασο ό ίεροφάντης έρχεται ύστερα άπό λειτουργούς τής άριστοκρατικής οικογένειας πού σπονδυλώνει τό θίασο, καί πέμπτος στήν τάξη* καί τ'δνομά του, Άγαθόπους, μαρτυρά τή δουλική καταγωγή του. Σέ θίασο τών Πουτεόλων παρουσιάζουνται δυό otgiophantae, πού είναι καί Ιερείς άντάμα. Ό τίτλος είναι συγγενικός μέ τού ίεροφάντη* ειδικότερα δηλώνει έκείνον πού τελεί τίς τελετές τών όργίων- καί ξανασυναντιέται στήν έπιγραφή τού έπιγράμματος τού -218-

220 ΔιοσκορΙδη (= 53) Άλεξιμένην όργιοφάντην, πού φαίνεται νά'ταν μουσικός τών βακχικών τελετών, καί σ'έπίγραμμα λειτουργού τών μυστηρίων τής Λέρνης. Στήν όρφικοδιονυσιακή έπιγραφή τής Σμύρνης παρουσιάζεται ό τίτλος θεοφάντης, δηλώνοντας έκείνον πού ξεφανερώνει τήν εικόνα τοΰ θεοΰ, ή, άλλιώς, πού ύμνολογά τό θεό, ξεφανερώνοντας μέ τόν ύμνο τή δύναμή του. "Υστερα άπό τόν κορυφαίο 'ήρωα* Μακρινό τοΰ τουσκουλανικοΰ θιάσου, έρχεται μιά δαδοϋχος, ή Καθήγιλλα, κόρη τής Άγριππινίλας (= 8g). "Αν ό Μακρινός είναι άφηρωισμένος νεκρός, ή δαδοΰχος Καθήγιλλα βρίσκεται έπικεφαλής τοΰ θιάσου. Σέ ρωμαϊκό θίασο παρουσιάζεται 'σπείραρχος' πού'ναι μαζί καί 'δςιδοΰχος'. Γυναίκες δαδοΰχοι μάς είναι γνώριμες άπό έπιγραφή τής Μεγαλόπολης κι άπό περιγραφή τοΰ Λουκιανού - κ'ή παράσταση τών δαδοφόρων Μαινάδων τις έξοικειώνει μέ τή διονυσιακή λατρεία. Ό δαδοΰχος, πάλι, μάς είναι γνώριμος λειτουργός τών έλευσινιακών μυστηρίων - ό Ιδιος στά Λήναια δίνει τό πρόσταγμα νά καλέσουνε τό θεό κι (= 75)' δ "Ιακχος, μέ τή λαμπάδα τοΰ Δαδούχου στό χέρι του, γίνεται μορφή τοΰ Διονύσου ( 75) ' Υμνοδιδασκάλονς μάς γνωρίζει έπιγραφή τής Περγάμου καί ύμνωδούς έπιγραφές τής Σμύρνης καί τής 'Εφέσου. Τό βιβλίο τών 'Ορφικών Ύμνων, πού βγαίνει άπό κάποια όρφικοδιονυσιακή λατρεία, μάς δείχνει τήν ύλη τών Υμνωδών καί Ύμνοδιδασκάλων. Στήν έπιγραφή τοΰ τουσκουλανικοΰ θιάσου συναντιούνται δυό άμφιθαλεϊς, πού ξαναβρίσκουνται σ'άφθονες λατρείες - μά ό ρόλος τους έδώ δέν είναι γνωστός μας. Μιά σειρά θιασικοί τίτλοι, πού είναι καί (ερολειτουργικά, λίγο ή πολύ, άξιώματα, βγαίνουν άπό τήν άκολουθία τοΰ Διονύσου κι άναπλάθουν τήν είκόνα τοΰ άρχαίου θιάσου. Ό τίτλος βασσάραι συναντιέται σ'έπιγραφή τής 'Εφέσου - ό σχετικός άρχιβασσάρα σ'έπιγραφή τής 'Απολλωνίας τοΰ Πόντου καί άρχιβασσάραι, πάνου άπό τέσσαρα γυναικεία όνόματα, στήν έπιγραφή τοΰ τουσκουλανικοΰ θιάσου - μ'δλο πού καί στίς δυό έπιγραφές δέν άναφέρουνται 'βασσάραι*. Στήν τελευταία συναντιούνται καί δυό άρχιβάσσαροι, τίτλος δίχως νόημα, πλασμένος πάνου στόν θηλυκό του τύπο. Ό συχνότερος τίτλος στούς νέους διονυσιακούς θιάσους είναι βουκόλος, πού είδαμε άλλοΰ τήν άρχαιοσεβάσμια καταγωγή του (= 46) Σά θιασικός τίτλος πρωτοσυναντιέται στήν Πέργαμο στή λατρεία τοΰ Διονύσου Καθηγεμόνος - συμπιάνεται Ισως μέ τή σχέση τής άτταλικής δυναστείας μέ τόν Ταΰρο-Διόνυσο (= 64)' κ'έδώθε συμπεραίνεται πώς άπλώνεται στή Μικρασία, στά Βαλκάνια, στήν 'Ιταλία. Στά ταφικά μνημεία παρουσιάζουνται μ'ένα ραβδί γυριστό (λαγωβόλον) γιά έμβλημά τους. Στόν τουσκουλανικό θίασο παρουσιάζουνται βουχόλοι Ιεροί (πάνου άπό έφτά άρσενικά όνόματα), τίτλος πού δηλώνει άνώτερο μυητικό βαθμό στήν κατηγορία τών 'Βουκόλων'. Τήν παρουσία τής κατηγορίας αύτής τή μαρτυρά, δπου συναντιέται, ό τίτλος άρχιβούχολος, ένός σ'δσες άλλες έπιγραφές άναφέρεται καί

221 τριών στήν έπιγραφή τού τουσκουλανικοϋ θιάσου. Άπό τόν Λουκιανό μαθαίνουμε πώς οί 'βουκόλοι' είναι χορευτές καί τό βεβαιώνει έπιγραφή τής Περγάμου τού 2ου χριστιανικού αίώνα δπου στόν άνθύπατο τής Ασίας καί διά γένους Ιερέα τοϋ Καθηγεμόνος Διονύσου, στήνουν άνδριάντα οί χορεύσαντες βου[χόλοι τήν έπ]αύτοϋ τριετ[ηρίδα. Ό 'άρχιβουκόλος' έτσι είναι ό έπικεφαλής τους στό λειτούργημα αύτό, ό όργανωτής κι όδηγητής τού χορού τους. Ό τίτλος του άποξεμένει ίσαμε τά τελευταία χρόνια τού παγανικού κόσμου σάν Ιερατικός πιά τίτλος άνάμεσα στούς τελευταίους πιστούς τής άρχαίας θρησκείας. Οί Σάτυροι συναντιούνται στούς Χορούς καί στις Πομπές (= g8) τών θιάσων δέ συναντιούνται δμως στίς θιασικές επιγραφές* έξόν σ'εΐκόνα Σατύρου κάτου άπό έπιγραφή Φιλαδελφείας. Σιληνοι άναφέρουνται σ'έπιγραφή τής Περγάμου, τρίτοι ύστερα άπό τούς Βουκόλους καί τούς "Υμνοδιδασκάλους. Αντίστοιχο! τους φαίνουνται οί "Ιπποι τών 'Ιοβάκχων, πού δουλειά τους είναι νά βγάζουν άπό τόν Ιερό οίκο τά άταχτα μέλη. Οί Σιληνοί φαίνουνται τηρητές τής τάξης κι αύτοί (στήν πομπή τού Πτολεμαίου [= 64] πρώτοι προήεσσαν οί τόν δχλον άνείργοντες Σέιληνοι) κ'έτσι ξηγιέται κι ό τίτλος Σειληνοχόσμος στόν τουσκουλανικό θίασο, πού άναθυμίζει τόν τίτλο τού Έύκόσμου' τών 'Ιοβάκχων. Τό μέρος ώστόσο τών Σιληνών δέν περιορίζεται έδώ: Φιλολογικές πηγές μαρτυρούν τό χορευτικό τους λειτούργημα (= g8), καί στά μνημεία τών μυστηριακών σκηνών ό Σιληνός συνοδεύει ή βοηθά τις μυσταγωγίες. Σέ θιασική έπιγραφή τής Μαγνησίας συναντιούνται οί τίτλοι ΰππας καί δππας Διονύσου, σημαίνοντας κ'οί δυό τους ρόλους στό Ιερό δράμα τού θιάσου (= g7). Είναι ψελλισματικός τύπος τού 'πατήρ', καί φαίνεται νά σημαίνει τό ρόλο τού Σιληνοϋ σάν τροφού ή παιδαγωγού τού Διονύσου. Στήν ίδια έπιγραφή συναντιέται κι ό τίτλος ύπότροφος, πού τόν έχει γυναίκα: Έλπις ή ύπότροφος. Ό τίτλος ξανασυναντιέται σ'έπιτάφια έπιγραφή τής ίδιας πολιτείας: ή σορός Αυ[ρ.] 'Ερμιόνης τής Χαρίτωνος, υποτρόφου θεών προαστιανών ζή, δπου εικάζεται διονυσιακή λατρεία. Πιθανό νά σημαίνει, άν καί δέν ξανασυναντιέται μέ τή σημασία αύτή, τό ρόλο μιάς 'τροφού' στό θιασικό δράμα. Στήν έπιγραφή τού τουσκουλανικού θιάσου συναντιούνται δυό άντροφύλαχες, φροντιστές τού θιασικού άντρου (= 28). Σχετική σημασία θά'χει κι ό τίτλος πατήρ σπηλαίου σ'έπιγραφή τής Θεσσαλονίκης- τό πρόσωπο πού τόν κρατεί έχει καί τόν τίτλο αρχιμαγ[α]ρεύς, πού σημαίνει τόν φροντιστή τού θιασικού ίσως οίκου. Σταθερό, τέλος στοιχείο τής θιασικής πράξης είναι ή μεταφορά Ιερών πραγμάτων στίς πομπές τών θιάσων: Είκόνων, μυστηριακών όργάνων, καί συμβόλων. Οί τίτλοι τών προσώπων πού τά μεταφέρουνε άφθονοϋνε στήν όργάνωση τών διονυσιακών θιάσων (= g8). Άς προστεθεί έδώ πώς ό τουσκουλανικός θίασος άναγράφει σέ δυό άρσενικά όνόματα τόν τίτλο πυρφόροι. Ό πυρφόρος, έκεϊνος πού φέρνει τή φω

222 τιά στούς βωμούς, μ&ς είναι γνωστός κι άπό άλλες λατρείες. Έπιγραφή τής Θεσσαλονίκης παρουσιάζει μιά γαλαχτηφόρον. Είδαμε τό γάλα νά κρατεί μιά θέση στή διονυσιακή θρησκεία (= 14)' λειτουργικός ρόλος τών όρφικών πινακίδων είναι Ιριφος ές γάλ'ίπετον (ή ίπετες) καί μιά όδηγία στόν όρφικό "Υμνο 53 προσθέτει: χαί οπένδε γάλα. Τό γάλα στή μύηση είναι σύμβολο τοΰ ξαναγεννημοϋ τών νεοφύτων. 93 Καθαρμοί καί άγνείες Υστερότερες πληροφορίες μαρτυροϋν πώς ό νεόφυτος πρέπει στή μύησή του νά καθαρθεί ή μέ φωτιά ή μέ Νερό ή μ"αέρα: In sacris Liberi omnibus très sunt purgationes. Nam out tarda purgantur et sulpkure, aut aqua abluntur, aut aere (ventilantur). Ό καθαρμός μέ τή φωτιά γίνεται μέ λαμπάδες καί θειάφι. Τό πρώτο πέρασε καί στήν πράξη τών Χριστιανών, πού μέσα στό νερό για τό βάπτισμα πετούσαν άναμμένες λαμπάδες. Τό θειάφι, καθαρτικό στοιχείο καθαυτό, είχε καί κάτι άπό τήν ούσία τής ούράνιας φωτιάς, τοΰ κεραυνού, πού άπό τήν όμοια, στό κάψιμό του, όσμή πήρε τό έλληνικό του δνομα Θείον. Τό νερό τό ραντίζανε τοΰ νεόφυτου μ'ενα δαφνόκλαρο πού τό ύγραίναν. Τόν άέρα τόν κάνανε μέ τό κούνημα τοΰ 'λίκνου* (= 78), πού άναπαράσταινε τό λίχνισμα τοΰ σιταριού* χρήση πού φαίνεται νά βεβαιώνεται άπό τά μνημεία μας (δπου τό 'λίκνο' άγγίζει τό κεφάλι τοΰ μυούμενου) καί πού'ναι καθαυτή πολύ πιθανή πάνου στήν πληροφορία πώς τό λίκνο καθαρίζει τίς ψυχές άπό τά κατάβαρα δπως καθαρίζει τό σιτάρι άπό τά φλούδια. Είδαμε πώς ό άρχαίος θίασος άπαιτοΰσε όρισμένες άγνείες (= 11)* κι άπό τή γενικότερη θιασική πράξη, δσο κι άπό τό όρφικό χρώμα τής νεότερης διονυσιακής, θά μπορούσαμε κ'έδώ νά άπεικάσουμε όρισμένες άγνείες. Τίς σημάδευε κιόλας περιλάλητο άπόσπασμα τών 'Κρητών* τοΰ Εύριπίδη: πάλλενχα δ'έχων εϊματα φεύγω γένεσίν τε βροτών xal νεχροθήχης ού χριμπτόμενος τήν τ'έμψύχων βρώσιν έδεστών πεφύλαγμαι. Όρφικοπυθαγορικά ταμπού ξαναβρίσκουνται στή μυστηριακή έπιγραφή τής Σμύρνης. 'Ορίζεται πρώτα τό διάστημα πού όρισμένα μιάσματα μποδίζουν τήν είσοδο στό Ιερό: Σαράντα μέρες γιά τήν έκθεση παιδιοΰ* σαράντα γιά τήν Εκτρωση* δέκα άπό θάνατο δικού* τρεις γιά τό μόλεμα άπό ξένο πεθαμένον. Τό μίασμα τής Εκτρωσης μάς είναι κι άπό άλλους ίερούς νόμους γνωστό, καθώς καί τής Εκθεσης, πού ίσώνεται έδώ μέ τά βαρύτερα μολέματα ή καί τά ξεπερνάει. Ή πιθανή έξήγηση είναι πώς, πάνου στή συνήθεια τής διονυσιακής μύησης τών παιδιών (= 90), ή έκθεση τούς στερεί τή μύηση

223 καί, ûv πεθάνουνε νωρίς, τήν εύδαιμονική άθανασία. Ή μύηση τού άρχαΐου θιάσου καί τών ρωμαϊκών βακχείων (Bacchanalia) χρειαζόνταν, κάποια άποχή, στά δεύτερα δεκάμερη, άπό τ'άφροδίσια, μά στήν έπιγραφή τής Σμύρνης δέ γίνεται λόγος. 01 άφροδισιακές χαρές είναι στοιχείο τής μεταθανάτιας εύδαιμονίας τών Διονυσταστών, δπως άπεικάζεται άπό τήν τόλμη τών σκηνών όρισμένων διονυσιακών σαρκοφάγων. ΟΙ άκόλουθοι όρισμοί τής μυστηριακής αύτής έπιγραφής άπαγορεύουν όρισμένες πράξεις στούς μύστες: νά πλησιάζουνε μαυροντυμένοι τούς διονυσιακούς βωμούς (μηδέ μελαμφάρονς προσίναι βωμοϊσιν &ναχτ[ος), πού θυμίζει τά 'πάλλευκα εΐματα' τών Ίδα(ων Δακτύλων τού ΕύριπΙδη νά γυμνώνουν άπό τήν Ιερότητά του τό θιασικό τραπέζι τρώγοντας κάτι πού δέ θυσιάστηκε ή δέν έπιτρέπεται νά θυσιαστεί (μηδ'άθύτοις θυσίαις Ιερών έπΐ χ(ε)ϊρας Ιάλ[λειν\ νά χρησιμοποιούν στό τραπέζι τούτο αύγό (μηδ'έν βακχείοις ώόν ποτΐ δαΐτα τ[1θεσϋαι): πυθαγορική άπαγόρεψη μά κι δρφική μαζί, μ'άναφορά στό Κοσμικό Αύγό, άπ'δπου γεννιέται ό "Ερως τών 'Ορφικών, ό άρχηγέτης τής δημιουργίας και τών μυστηρίων τους* νά καίνε καρδιά στούς βωμούς (καί κραδίην καοποϋν Ιεροΐς βωμοϊς [άλέασθαι?), πού θυμίζει τόσο τό πυθαγορικό ταμπού στό φάγωμα τής καρδιάς, δσο και τήν καρδιά τού Ζαγρέα πού τή γλυτώνει ή'αθηνά (= 25) καί ν'άπέχουν άπό τό δυόσμο (ήδεόσμον τ'άσιέχεσθαι...), πιθανότατα άπό τή χρήση του στή νεκρολατρεία, κι άπό τήν έχθροτάτην ρίζαν κνάμων: πολυγνώριστο ταμπού τών Πυθαγορείων. Ή έπιγραφή βεβαιώνει άποφασιστικά τόν όρφικό χαραχτήρα τών διονυσιακών μυστηρίων πού συνεχίζεται σ'ένα κράμα όρφισμού καί πυθαγορισμού στούς προχωρημένους καιρούς βεβαιώνει τή συνάφεια τών τελευταίων στίχων τού άποσπάσματος τών Κρητών (= 5) μέ τά όρφικά μυστήρια - καί μαρτυρώντας άγνείες πού πρέπει ό μύστης νά κρατεί, προϋποθέτει τήν τήρησή τους γιά τή μύησή του. 94 Άνακάλυψις καί Κατήχηση Κεντρικά στοιχεία τών μυστηρίων είναι ή Άνακάλυψις ( άποκάλυψη) άπό τή μιά καί ή 'Κατήχηαις' (= Ιερή διδασκαλία) άπό τήν άλλη. Ή 'άνακάλυψις' είναι τό ξεσκέπασμα μπροστά στόν μυούμενο ίερών πραγμάτων πού συγκεντρώνουν τό νόημα τοϋ μυστηριακού μύθου καί τοϋ σκοπού τών μυστηρίων. Τά μνημεία τών όρφικοδιονυσιακών μυστηρίων συχνά παρουσιάζουν τό ξεσκέπασμα, κατά κανόνα άπό μιά γυναίκα, τού φαλλού πού βρίσκεται στημένος άνάμεσα στούς γεωργικούς καρπούς στό 'μυστικό* μέσα 'λίκνο'. Ή παρουσία τοϋ Φαλλού στά όρφικοδιονυσιακά

224 μυστήρια πιστεύεται πώς κατεβαίνει άπό τή θέση του στή δημόσια λατρεία, μέ πρόσθετη σημασία τόν ξαναγεννημό τοΰ μυουμένου. "Υποστηρίχθηκε δμως πώς τό άποκαλυπτόμενο στά μυστήρια σύμβολο δέ μπορεί νά'ναι τό άντικείμενο μιάς πάγκοινης λατρείας* καί πώς ό Φαλλός είναι έδώ ή όρατή παράσταση τοΰ Φεγγαριοΰ ή Φεγγαροθεοΰ, πρότυπου καί έπόπτη τών μυητικών τελετών, πού 'ύποστάσεις' του είναι ό "Ερως ή Φάνης τών Όρφικών καί ό Διόνυσος πού τόν χωνεύει: παράσταση τοΰ μεγάλου άνανεωτή τής ζωής στή γενεσιουργό καί μυητική του λειτουργία (βλ. τή μελέτη μου "Ερως). Συχνά στίς σκηνές τής 'άποκάλυψης', καί μάλιστα τοΰ Φαλλού, παρουσιάζεται στίς διονυσιακές παραστάσεις μιά γυναικεία μορφή, τό περισσότερο μέ μεγάλα φτερά, πού σέ μιά σκηνή ("Επαυλη τών Μυστηρίων) κρατεί βέργα μέ βίαιο κίνημα χτυπημοΰ, καί πού κατά καιρούς έρμηνεύτηκε σάν 'Αιδώς', 'Τελετή', "Αδράστεια*, 'Νέμεσις', 'Δίκη*. "Αν προσεχτεί πώς τό κύριο κίνημά της είναι ή άποστροφή γιά τό άποκαλυπτόμενο κ'ή τάση της γιά φυγή, εύκολότερα νογιέται, στή σκηνή τής άποκάλυψης, σά μορφοποίηση τής "Αγνοιας", δπως ξηγήθηκε τελευταία. "Αν είναι πρόσωπο σέ λειτουργικό ρόλο τών μυστηρίων ή μυθική προσωποποίηση, (γιά τό συμβολισμό, μέ τό'να ή τ'άλλο, τής άποτελεσματικότητας τής μυστηριακής διδασκαλίας, πού ή 'άποκάλυψη* τοΰ κεντρικοΰ συμβόλου βεβαιώνει τήν άλήθεια της), δέ μπορούμε νά πούμε. Στά μνημεία παρουσιάζεται άκόμη τό κουτί τών Ιερών συμβόλων, ή μυστική κίστη, κοινό στοιχείο τών μυστηριακών τελετών, μά πού τή σημασία της στά διονυσιακά μυστήρια τήν τονίζουν οί θιασικοί τους λειτουργοί κιστοφόροι καί τά συνονόματα διονυσιακά νομίσματα τής 'Εφέσου (= 3 ) πού τήν είκονίζουν. Τό περιεχόμενο τής 'κίστης' τό συνάγουμε άπό τό φίδι πού είκονίζεται νά βγαίνει μέσ'άπ'αύτή, άπό τό περιεχόμενο τής 'κίστης' τών σαβαζιακών μυστηρίων πού παραδίνει ό 'Αλεξανδρινός Κλήμης σ'ένα πολυγνώριμο χωρίο του (σησαμαϊ και πυραμίδες και τολνπαι καί πόπανα πολνόμφαλα, χόνδροι άλών και δράκων ροιαΐ καί κραδίαι, νάρθηκες, κισσοί), κι άπό τά 'παιγνίδια' τοΰ Ζαγρέα (= 33) πού τά άραδιάζει ό ίδιος, χαραχτηρίζοντάς τα τήσδε ύμϊν τής τελετής τά άχρεια σύμβολα. Ή 'άνακάλυψη' είναι κάποτε τό ξεσκέπασμα ένός πίνακα ή τρίπτυχου πού εικάζεται νά'χει γραμμένο ή εικονογραφημένο τόν "Ιερό* πάνω του 'Λόγο'. Ή έπιγραφή τών "Ιοβάκχων" άναφέρει μιά θεολογίαν πού έρμηνεύεται νά σημαίνει τόν Ιερό' τοΰ θιάσου τους 'λόγο*. "Ενα στοιχείο τής άποκάλυψης φαίνεται νά'ναι καί ή μαντεία. Μιά άπό τίς σκηνές τής "Επαυλης τών Μυστηρίων" καί μιά σκηνή τοΰ "Ομηρικοΰ Οίκου' τής Πομπηίας έρμηνεύουνται σά σκηνές Κατοπτρομαντείας, ένώ μιά σκηνή τής λεγόμενης 'Βασιλικής' τής Porta Maggiore στή Ρώμη σά Λεκανομαντεία. Περισσότερος δμως λόγος δέ θά μπορούσε νά γίνει στό ζήτημα, έξόν γιά νά θυμίσει πώς ό Καθρέφτης, ένα άπό τά

225 'παιγνίδια' τοϋ Ζαγρέα, είναι σύμβολο τών όρφικοδιονυσιακών μυστηρίων. Αύτά μάς μεταφέρουν στήν Κατήχηση, πού ό κύριος τρόπος της είναι ή άπαγγελία τού 'Ιερού Λόγου ή, άλλιώς, μυστηριακού Μύθου. "Ενα τέτοιο Ιερό λόγο' τών όρφικών μυστηρίων κράτησε ό Πάπυρος Gurob κ'ή άπαίτηση μιάς πτολεμαίκής προσταγής γιά τούς διονυσιακούς μυητές νά παραδώσουν τόν Ιερό λόγο' τών μυστηρίων τους σφραγισμένο (= 8g). Πολλές μαρτυρίες μιλούν γιά τή χρήση βιβλίων καί πινακίδων στήν τέλεση λογίς λατρειών καί μυστηρίων. Ή έπιγραφή τών μυστηρίων τής Άνδανίας μιλεί γιά Ιερά βιβλία* ένα σχόλιο στό Θεόκριτο γιά Ιερά βιβλία (ινομίμους βίβλους xal Ιεράς), πού λιτανεία παρθένων τά μετάφερνε κατά τά Θεσμοφόρια τής 'Ελευσίνας* σέ τριετηρικά μυστήρια τής Δήμητρας στό Φενεό, ό Ιερέας διάβαζε στούς νεόφυτους κάποια γραφτά πού τά'βγαζε μέσα άπό δυό συναρμοσμένες πέτρες* ό Παυσανίας μιλεί γιά έπιγραφή σέ φύλλο χαλκού, κομμένο σέ σχήμα καρδιάς, στά μυστήρια τής Λέρνας* στόν 'περί στεφάνου' λόγο ό Αίσχίνης παρουσιάζεται άπό τόν Δημοσθένη παιδί νά βοηθά τή μάνα του σέ μυητικές Ιερουργίες τοϋ Σαβαζίου καί νά διαβάζει τελετικά τους βιβλία (τάς βίβλους) στά Ίσιακά μυστήρια ό Ιερέας διάβαζε στόν ύποψήφιο μύστη όρισμένα άπαραίτητα γιά τή μύησή του άπό Ιερά βιβλία. Είναι έτσι βιβλία πού πληροφορούν τόν ύποψήφιο πρίν νά μπεί στά μυστήρια, άλλα πού περιέχουν λειτουργικούς λόγους, κι άλλα πού ό Ιερέας τά διαβάζει στούς μύστη ριαζόμενους, όπως τό Εύαγγέλιο ό χριστιανός Ιερέας. Προβολές τέτοιων μυστηριακών βιβλίων πρέπει νά'ναι τά βιβλία πού συχνά παρουσιάζουνται στίς έτρουσκικές σαρκοφάγους καί ταφικές υδρίες, μέ τούς χθόνιους δαίμονες γιά διδάχους. Σχετικές σκηνές άφθονοϋν στίς παραστάσεις τών Διονυσιακών Μυστηρίων. Είδαμε πώς τό φανέρωμα ένός πίνακα ή τριπτύχου είναι στοιχείο τής 'άποκάλυψής' τους. Στήν πρώτη σκηνή τών διονυσιακών τοιχογραφιών τής "Επαυλης τών Μυστηρίων' ένα γυμνό παιδί μέ τά διονυσιακά ποδέματα διαβάζει ένα τυλιχτάρι* μιά καθιστή γυναίκα δίπλα του τοϋ δείχνει μέ τό κοντύλι της, κρατώντας κ'έκείνη ένα άλλο τυλιχτάρι. Σέ μιάν άπό τις σκηνές τού "Ομηρικοϋ Οίκου' τής Πομπηίας μιά καθισμένη κόρη καί μιά όρθια γυναίκα μέ φτερά κοιτάζουνε γυμνό παιδί πού κρατεί άντίκρυ τους ένα μεγάλο πίνακα, δείχνοντας τά γραμμένα του ή άποκαλύπτοντάς τον. Σέ τρείς (σέ στούκκο) σκηνές τής λεγόμενης 'βασιλικής τής Porta Maggiorc' στή Ρώμη, μιά καθισμένη γυναίκα διαβάζει: στήν πρώτη μονάχη της* στήν άλλη μπροστά σέ μιά κόρη πού προχωρεί κατ'αύτήν κρατώντας τυλιχτάρι στό χέρι της* στήν τρίτη, μιά άλλη γυναίκα μπροστά σέ μιά μαινάδα. Σέ μιάν, άπό τίς διονυσιακές σαρκοφάγους τής "Επαυλης τών Μεδίκων, ή κεντρική μορφή κρατεί τυλιχτάρι στ'άριστερό της. Άλλος, τρόπος κατήχησης είναι ή παράσταση τοϋ 'Ιερού Δράματος (= 97) κ 'ή παράδοση τών συμβόλων (= g6)

226 103 Τό θιασικό Τραπέζι Τ ό τραπέζι τών θιασωτών είναι σταθερό χαραχτηριστικό τών Μυστηρίων. Άνακρατώντας τό νόημα τού θυσιαστικοϋ τραπεζιού, πού διαδέχεται τήν τοτεμική Μετάληψη, είναι τραπέζι μεταληπτικής κοινωνίας: ΟΙ μύστες τραπεζώνουνται μαζί μέ τό θεό, κατασταΐνοντας ένα σύνδεσμο 'κοινωνίας* μεταξύ τους και μαζί του. Σταθερό στοιχείο τών Μυστηρίων γενικά, είναι καί τών διονυσιακών μυστηρίων. ΟΙ'Ίόβακχοι* στήν 'Αθήνα έχουν τις 'έστιάσεις' τους και τό 'έστιατόριον', μιάν αίθουσα στό οτκημά τους γιά τούτες. Ή Ιδιότητα, πάλι, τοϋ Διονύσου σά θεοϋ τοϋ Κρασιού (= 37)» δίνει στό τραπέζι τών θιάσων του συμποσιακό χαραχτήρα. Σ'έπιγραφή τής βιθυνιακής Μιλητόπολης άναφέρεται μέ τόν τίτλο άρξας τον χον ένας 'μύστης' τών Ιερών' τού 'Βρομίου*. Είτε σημαίνει τήν Ιδια τήν τελετή είτε τόν Ιδιο θίασο, ό χους σημαδεύει στήν Ιδέα διονυσιακού συμποσίου. Στήν ϊδια Ιδέα δείχνουν οί τίτλοι έστίαρχος καί κρατηριακός (κρατηρίαρχος?) (= g Ο. σ'έπιγραφή τής 'Απολλωνίας. Τό δνομα 'στιβάδειον' τοϋ θιασικοϋ οίκου (= go) δείχνει τή στιβάδα τού κισσοϋ, δπου, σύμφωνα μ'ένα άρχαΐο συνήθιο διονυσιακών γιορτών, ξαπλώνουν οί συμπότες. Τά συμπόσια γίνουνται σ'όρισμένες γιορταστικές, μά κι άλλες, μέρες τοϋ θιάσου. Ό νόμος τών "Ιοβάκχων' όρίζει πώς ό κάθε θιασώτης χρωστά οίνοποσία (σπονδήν) τών θιασωτών σέ κάθε καλό τής Ιδιωτικής ή δημόσιας ζωής του. Ό χαραχτήρας τών συμποσίων αύτών παραλλάζει άπό τό μυστηριακό τραπέζι Ισαμε τή συμποσιακή εύωχία. Τό Ιερό τραπέζι τών όρφικών μυστηρίων άναφέρεται καί σ'έναν όρφικόν "Υμνο γιά τή Σεμέλη: ήνίκα τελώσιν / εύίερόν τε τράπεζαν καί μυστήρια θ'άγνά... 'Αποφασιστική μαρτυρία τού Ιεροϋ τραπεζιού παραδίνει μυστηριακή έπιγραφή τής Σμύρνης τοϋ 2ου πριν Χριστοϋ αίώνα: μηδ'άθντοις θνσίαις Ιερών έπί χείρας Ιάλ[λειν. ( 93) "Ο,τι και νά σημαίνει ή λέξη 'άθυτος' έδώ, ό όρισμός μποδίζει τό γύμνωμα τοϋ τραπεζιού άπό τήν ίερότητά του. Μά ή άπαγόρεψη μαρτυρά μαζί καί τήν τάση τών μυστηριακών έστιάσεων νά παραμερίζουν τόν Ιερό χαραχτήρα τους καί νά γυρίζουνε σ'εύωχικά τραπέζια. "Ετσι κι άλλιώς, τά συμπόσια τών θιασωτών είναι γι' αύτούς προδοκίμασμα τής ήλυσιακής ευδαιμονίας. Μαζί μέ τίς άλλες χαρές τής θιασικής τους ζωής, θά ξαναβρούνε στούς διονυσιακούς παράδεισους καί τά θιασικά τους τραπέζια. Ό Πλάτων κατακρίνει τούς παλαιούς "Ορφικούς δτι είς "Αδου άγαγόντες τώ λόγω τούς δίκαιους καί κατακλίναντες καί συμπόσιον τών όσιων κατασκενάσαντες, έστεφανωμένους ποιοϋσι τόν άπαντα χρόνον διάγειν μεθύοντας, ήγησάμενοι κάλλιστον άρετής μισθόν μέθην αΐώνιον. Τό συμπόσιο τών νε

227 κρών θιασωτών, προβολή τοϋ μυστηριακού συμποσίου τους, χωνεύει καί τήν παράσταση τοϋ ταφικοϋ νεκροτράπεζου, πού τά ταφικά μνημεία συχνά τήν τονίζουνε (= ιοο) καί πού δέν είναι παρά προβολή τών προσφορών τής νεκρολατρείας. Τήν Ιδέα τοϋ θιασικοϋ συμποσίου στόν "Αδη τή συμμερίζουνται κ'οί παλαιότεροι Πυθαγόρειοι, άξιώνοντας πώς μοναχά οί συνθιασώτες τους τραπεζώνουνται μέ τόν Άπόλωνα στόν "Αδη. Ό "Αριστοφάνης ξέρει τήν μακάρων ευωχίαν κι ό Λουκιανός δέν τήν άφήνει άσατίριστη στήν "Αληθινή* του "Ιστορία*. Πίστη ώστόσο θρησκευτική, ή Ιδέα τών θιασωτών στέκει μακρύτερα άπό τ'άναμπαίγματα τής είρωνίας. Τό κρασί δίνει τή λησμονιά άπ'δπου κι όμοιώνεται μέ τό νάμα τής Λήθης γι'αύτούς κι άπό τήν άλλη άναβλύζει τήν έκσταση, τή συγκλονιστική χαρά τής θεοταύτισης, δντας τό πιοτό τής θεομεταληπτικής κοινωνίας. Τά ήλυσιακά λιβάδια, τά χρυσολούλουδα καί τ'άστέρευτα νάματα, τά τραγούδια κ'ή μουσική πού μέσα τους ξετυλίγεται τό συμπόσιο τών ήλυσιωμένων νεκρών, άνακρατούν τή θύμηση τών άρχαίων όργιασμών, πού καταφεύγουν στά βάθη τής γής ή στροβιλίζουνται στόν ούρανό μέ τούς χορόγυρους τών άστρων. Προβολή, έτσι, τής κορυφαίας θιασικής τους χαράς, τό συμπόσιο τών μακάρων στέκει στό κέντρο τών βακχικών παραδείσων* καί τά στοιχεία του γυρίζουνε σ'έμβλήματα τής εύδαιμονικής τους άθανασίας. Σ'ένα ταφικό μνημείο, δυό 'φιάλες', ένας 'κάνθαρος' καί τό στεφάνι τής άθανασίας περιτριγυρίζουν ένα έπίγραμμα πού γυρεύει τού νεκροϋ διονυσιαστή νά φτάσει στήν κατοικία τών εύσεβών: Έκεί πού οί νεκροί συμποσιάζουν. 96 'Σύμβολα* Στόν 'Παρηγορητικό' του γιά τή γυναίκα του, ό Πλούταρχος τής θυμίζει τά 'σύμβολα' τών διονυσιακών μυστηρίων πού τά κατέχουν κ'οί δυό τους, μαρτυρία καί έγγύηση τής σωτηριακής τους Ιδεολογίας: καί μήν â τών άλλων άκούεις, οΐ πείθονσι πολλούς λέγοντες ώς ούδαμη τω διαλυθέντι χαχάν ουδέ λυπηρά» έστι, οϊδ'δτι κωλύει σε πιστεύειν ό πάτριος λόγος κ al τά μυστικά σύμβολα τών περί τόν Διόνυσον όργιασμών, & σύνισμεν άλλήλοις οί κοινωνούντες. 'Αποχτήματα, άληθινά, τής μυστηριακής περιπέτειας, είδικότερα τής διδασκαλίας ή 'Κατήχησης', είναι τά σύμβολα: συνθηματικές λέξεις, φράσεις ή νεύματα γιά νά άναγνωρίζουνται οί μύστες μεταξύ τους* Ιερά άντικείμενα μ'άλληγορική ή συμβολική σημασία καί μέ πρόσκτητο κι αύτά τό συνθηματικό χαραχτήρα* καί λειτουργικοί λόγοι τών μυστηρίων πού άνακεφα

228 λαιώνουν βασικά δρώμενα ή νοήματα σχετικά μέ τή σωτηριακή τους έπαγγελία. Ή χρήση τών πρώτων στά διονυσιακά μυστήρια μαρτυριέται άπό τόν Πλαύτο κιόλας: cedo Hgnum, si harunc Baccharum es. Στήν "Απολογία* του άκόμα ό "Απουλήιος άπευθύνεται στούς άκροατές του: ""Αν είναι κανείς έδώ μυημένος στά Ιδια μ'έμένα μυστήρια, άς μού δώσει ένα σύνθημα (signum) νά τόν γνωρίσω". Τά Ιερά πάλι πράματα μαρτυριούνται άπό τόν Ιδιο: "θές νά σού πώ τί είναι έκεΐνα πού τά'χω τυλιγμένα σ'ένα μαντήλι κι άπιθωμένα κάτου άπό τή φύλαξη τών Λαρήτων τού Ποντιανού; Στήν Ελλάδα μυήθηκα σέ λατρείες παραπολλές* κ'οί Ιερείς μού έμπιστευτήκανε μαρτυρίκια καί θυμητάρια τους (signa et monumenta), πού νοιαστικά τά φυλάγω. "Ετσι, καί γιά νά μή ρίξω τό λόγο παρά στούς μύστες τού θεού Διονύσου (Liberi), πού μπορεί νά'ναι έδώ: Κατέχετε τί είναι έκεΐνα πού τά φυλάτε σκεπασμένα στά σπίτια σας καί τά λατρεύετε σιωπηλά, άπόμακρα άπό τούς βεβήλους". Ένα πλήθος, Ιεροτυπικοί ή λειτουργικοί λόγοι τών μυστηρίων, πού μπαίνουν στά 'σύμβολα', μάς γνωρίζουν τό είδος. Δυό άνάμεσά τους, αίαί δίκερως, δίμορφε, καί ταύρος δράκοντος και ταύρου δράκων πατήρ / (έν δρει το κρυφών, βουκόλος τό κέντρον), άναγνωρίζουνται (ό δεύτερος μέ κάποιες άντιλογίες) σά φόρμουλες τών όρφικοδιονυσιακών μυστηρίων. Ή πρώτη φαίνεται ν'άναφέρεται στόν ταυροκέρατο κι άνδρόγυνο Διόνυσο, ή δεύτερη στή γέννηση τού Ζαγρέως καί σέ κάποιον Ιερό γάμο. Πλουσιότερες πηγές είναι οί όρφικές πινακίδες (χρυσόφυλλα) πού συνοδεύουν τό νεκρό στόν τάφο του καί τήν ψυχή του στόν Άδη. Μιά σειρά λόγοι τους, πού βάζουνται στά χείλη τού νεκρού, έχουν τόν τύπο λειτουργικών λόγων τών μυστηρίων. Σέ μιά τους ό μύστης δηλώνει στούς χθόνιους πώς Γής παις είμι και ούρανοΰ, πού σημαίνει τήν όρφικοδιονυσιακή του καταγωγή, τήν τιτανική καί διονυσιακή του μαζί φύση. Μέ μιάν άναφορά στό κεραύνωμοί τών Τιτάνων καί τήν πτώση του άπό τή σφαίρα τών θεών, ένας άλλος δηλώνει τή σκοτεινή πλευρά τής περιπέτειάς του: xal γαρ έγ'ών υμών γένος εΰχομαι δλβων είναι / ποινάν δ'άνταπέτεισα έργων Ινεκ'οϋτι δικαίων. Άλλος λόγος, Δέσποινας ύπό κόλπον Ιδυν χθόνιας σημαίνει Ισως τή μυητική άναγέννησή του μέ μιά πλασματική γέννησή του άπό τή Μητέρα Θεά στό χθόνιό της χαραχτήρα. Τή λύτρωση τού μυημένου άπό τόν 'Τροχό τής Ανάγκης', τόν κύκλο τών άέναων μετασαρκωμών, τή δηλώνει ό λόγος κύκλου δ'έξέπταν βαρυπενθέος άργαλέοω, κ'ή τελική έπαναποθέωσή του δηλώνεται μέ μιά σειρά λόγους πού ή έπανάληψή τους βεβαιώνει τόν ίεροτυπικό τους χαραχτήρα: Ιμερτοϋ δ'έπέβαν στεφάνου ποσΐ καρπαλίμοισι ή (σέ προσαγορεύσεις σ'αύτόν τών χθονίων ή τών συμμυστών): δλβιε καί μακαριστέ, θεός δ'ιση αντί βροτοϊο, ή: χαίρε παθών τό πάθημα τό δ'ονπω πρόσθεν έπεπόνθεις:θεός έγένου έξ άνθρώπων καί τήν εύδαιμονία του μέσα στή γαλαξιακή θέωσή του τή δηλώνει ό λό

229 γος: ίριφος ές γάλ'ιπετον: που μπορεί νά συνδέεται μέ τήν άρχα(α έριφική ύπόσταση τοΰ Διονύσου (= 14) δσο καί μέ τό γάλα πού κυλά στούς βακχικούς παραδείσους (= 13) Τά 'σύμβολα' χρησιμεύουν σά συνθήματα γιά τήν άναγνώριση τοΰ μύστη καί πέρα άπό τόν κύκλο τών συμμυστών του. Ό Πρόκλος βεβαιώνει πώς οί θεοί φχαριστιοΰνται νά γρικοΰν τά μυστηριακά 'σύμβολα' κι άκοΰνε τούς λάτρες τους πού τούς καλούνε μ'έτοΰτα: και γαρ οί θεοϊ τών τοιώνδε συμβόλ<υν άκονοντες χαίρουσι και τοις καλοϋσιν έτνμως πείθονται. Χρησιμεύουν δμως καί πέρα άπό τήν έπίγεια ζωή του. Ό νεκρός μύστης έχει νά πεϊ στούς δαίμονες τοΰ Κάτου Κόσμου τούς λειτουργικούς λόγους πού τοΰ μάθανε τά μυστήρια του καί πού κάποτε τόν συνοδεύουν, χαραγμένοι, δπως είδαμε, σέ χρυσόφυλλα, στόν τάφο. Είναι συνθήματα νά τόν γνωρίσουνε σά μύστη τών σωστικών μυστηρίων τους. νά τόν γλυτώσουν άπό κάθε στόν άλλο κόσμο κακό καί νά τόν όδηγήσουν στούς παραδείσους τών ήλυσιωμένων συνθιασωτών τους. Τό κορυφαίο, τέλος, 'σύμβολο', τόσο πού νά ξεχωρίζει σ'άνεξάρτητο στοιχείο τους, είναι ή σφραγίς, τό στίξιμο ένός εικονιστικού ή συμβολικού σχεδιάσματος στό σώμα τοΰ μύστη. Ή μακρινότερη καταγωγή της είναι άπό τό στίξιμο τής εικόνας τοΰ τοτεμικοΰ είδους στά μέλη τοΰ γένους. Έκεΐθε περνά στίς τελετές τής Φυλετικής Μύησης, άπ'δπου κάποτε παίρνει φυλετικό χαραχτήρα. Κ'οί δυό αύτές μυητικές σφραγίδες δέν είναι άγνωστες στήν προϊστορική "Ελλάδα. Οί Σπαρτοί τής Θήβας είχαν 'άπό γεννησιμιοΰ' τό σημάδι μιάς λόγχης στό κορμί (εικόνα πιθανότατα τοΰ δρακοντόφιδου, πού άπό τά δόντια του βγήκανε καί πού παρερμηνεύεται σάν εικόνα κονταριοΰ), κ'οί Πελοπίδες είχαν έλεφάντινο τόν ένα ώμο τους (άπό τή μυητική περιπέτεια τοΰ Πέλοπα, πού οί θεοί άντικατάστησαν τόν φαγωμένον ώμο του μέ φιλντισένιο: = 33). Ό φυλετικός χαραχτήρας τής μυστικής σφραγίδας άπλώνεται κάποτε σ'έθνικό, κι άκοΰμε πώς οί Θρακιώτες είχαν τό συνήθιο νά στίζουν τό κορμί τους. Σ'έπΙγραμμα γιά τόν 'Ορφέα οί Βιστονίδες έχουν 'στικτούς τούς βραχίονας', πού θ'άναφέρεται στό θρακικό τούτο συνήθιο. Σ'άγγειογραφία ώστόσο τοΰ σπαραγμού τοΰ 'Ορφέα μιά άπό τίς Μαινάδες πού τόν σπαράζουνε έχει στιγμένο στό μπράτσο ένα διονυσιακό σύμβολο: τό λαφάκι. Άπό τήν παλιά μυητική της καταγωγή, ή 'σφραγίδα' περνά στά Μυστήρια, σημαίνοντας, δπως κ'ή κάθε μιά θρησκευτική 'σφραγίδα', πώς τό πρόσωπο άνήκει στό θεό πού τή 'σφραγίδα' του παίρνει. Άκοΰμε, έτσι, πώς ή 'σφραγίδα* συναντιέται στά μυστήρια τής Ίσιδας, τής Κυβέλης καί τοΰ Άττι καί, χαραγμένη ίσως μέ πυρωμένο σίδερο, στό μέτωπο τοΰ μύστη ένός βαθμού τών Μιθραϊκών μυστηρίων. Ή στίξη τής σφραγίδας μένει στά διονυσιακά μυστήρια, καθώς άκοΰμε πώς ό φανατικός διονυσιαστής Πτολεμαίος IV ό Φιλοπάτωρ είταν στιγμένος μέ φύλλο κισσοΰ (καί προστάζει νά στιχθοΰνε μέ τό Ιδιο σημάδι 'διά πυρός* οί 'Ιουδαίοι τής Αλεξάνδρειας

230 πού δέν θά προσχωρούσαν στή διονυσιακή λατρεία). Σ'έπιτάφιο έπίγραμμα άπό τό Δοξάτο, τόν παιδικό μύστη πού κλείνει ό τάφος του, τόν ύποδέχουνται στόν διονυσιακό παράδεισο ol Baccho signatae mys tides, οί μύστισσες οί άφιερωμένες στόν Βάκχο μέ τή μυητική του 'σφραγίδα'. Σέ ταφική, τέλος, στήλη άπό τις 'Ερυθρές, κάτου άπό τό δνομα τοϋ νεκρού βρέθηκε έκθετο ένα χάλκινο φύλλο κισσού, σημαδεύοντας τή μυστηριακή του 'σφραγίδα'. 97 'Ιερό Δράμα Λογίς μαρτυρίες μιλούν γιά κάποια παράσταση στήν τέλεση τών Μυστηρίων. Ό τόμος τών μυστηρίων τής Άνδανίας, άρχή τοϋ 1ου αιώνα πχρ., όρίζει δσας δεϊ διασκευάζεσθαι είς θεών διάθεσιν, έχόντω τάν είματισμόν, καθ'δ dv ol Ιεροί διατάξωντι. Ό λόγος είναι γιά γυναίκες πού μέ κατάλληλη άμφίεση θά παραστήσουν τίς θέαινες στό δράμα τής Δήμητρας καί τής Περσεφόνης. "Ενα δράμα στήν "Ελευσίνα (Δηώ δε και Κόρη δράμα ήδη έγενέσθη μυστικόν και τήν πλάνην και τήν όργήν καί τό πένθος αύταϊν Έλευσίς δαδουχεΐ) μαρτυριέται άπό πολλές πληροφορίες. ΤΙ άπ'αύτά είναι συμβολικά δρώμενα, δπως κι ό είκονικός 'γάμος' τού Ίεροφάντη μέ τήν 'Ιέρεια κ'ή γέννηση τοϋ Πλούτου, ένός Σταχιοΰ, καί τί άναπαραστατικά θεάματα, δέν μπορούμε νά πούμε. Μιά καθαυτό θρησκευτική παράσταση στά 'Ελευσίνια, μά σέ πολύ προχωρημένους καιρούς, μαρτυρά ή θεατρική άμφίεση τών λειτουργών τών μυστηρίων, δπου ό μεν ίεροφάντης είς είχόνα τοϋ δημιουργού έσκευάζεται, δψδούχος δέ είς τήν Ήλιου, και δ μεν έπϊ βωμώ είς τήν Σελήνην, ό δέ Ιεροκήρυξ Έρμοϋ. 'Ορισμένες μαρτυρίες σημαδεύουν σ'ένα Ιερό δράμα τών διονυσιακών μυστηρίων. "Οση μεν (δρχησις) βακχεία τ'έστι, γράφει ό Πλάτων, και τών ταύταις έπομένων, &ς Νύμφας τε και Πάνας και Σειληνούς και Σατύρους έπονομάζοντες μιμούνται κατωνωμένους περί καθαρμούς τε και τελετάς τινας άποτελούντων... Τή μαρτυρία Ιερών στά Διονυσιακά Μυστήρια παραστάσεων τή δίνουν ό Ώριγένης παραπέρα, ή μυστηριακή εικονογραφία, κι όρισμένες έπιγραφές τών θιάσων. Ό πρώτος άγαναχτεί μέ τόν Κέλσο πού όμοιώνει τούς Χριστιανούς τογς έν ταΐς Βαχχιχαϊς τελεταϊς τά φάσματα και τά δείματα παρεισάγουσιν. Ή μυστηριακή είκονογραφία ή διασπαρμένη σέ πλήθος μνημεία παραδίνει σκηνές άπό τόν δλο μύθο τού Διονύσου. Ή ένότητα κ'ή άκολουθία τών σκηνών στίς παραστάσεις αύτές είναι ζήτημα είκασίας. 'Οτι δμως είναι είκονισμοί πραγματικών μυστηριακών παραστάσεων κι δχι μυθικών σκηνών, τό μαρτυρά ή σταθερή έπανάληψή τους κ'οί γνώριμες, άπό συνειρμούς,

231 Ιερουργίες πού είκονίζουν. Τά πιό σταθερά θέματα στίς σκηνές αύτές είναι ή μύηση τοΰ παιδικού Διονύσου κι ό γάμος τοΰ θεοΰ μέ τήν 'Αριάδνη. Τό πρώτο θέμα, μυθική προβολή τής μύησης τών παιδιών, είναι, καί μ'δλη τήν άκολουθία του, τό άρχέτυπο τής μύησης τοΰ κάθε μύστη πού μέ τή μέθεξή του άνακεφαλαιώνει τή μυητική Ιστορία τοΰ θεοΰ του. Ή θεομιξία, πάλι, είναι σταθερό στοιχείο τών μυστηρίων - κι ό Ιερός Γάμος τοΰ θεοΰ συμβολίζει τόν 'Ιερό Γάμο'τής Ψυχής μέ τόν Διόνυσο, τό θεϊκό της νυμφίο. Στό θείο τοΰτο δράμα παραμπαίνουν άπό τή μυθολογική καί φιλολογική παράδοση πλήθος σχετικά, ή άρχικά άσχέτιστα, στοιχεία. Είναι σκηνές τής διονυσιακής μυθολογίας, μέ σταθερά στοιχεία άπό τήν άκολουθία τοΰ θεοΰ, Μαινάδες, Σιληνούς, Σατύρους, Σατυρίσκους στοιχεία τοΰ όρφικοΰ μύθου καί τής όρφικής θεολογίας- στοιχεία, τέλος, άπό τήν πράξη καί τή μυθολογία τών άλλων μυστηρίων. 'Από τά παρέμβλητα αύτά στοιχεία, πρωτοσήμαντης γιά μάς άξιας είναι τά "Ορφικά- γιατί, καθώς ό "Ορφισμός έχει περιτυλίξει τή θιασική διονυσιακή θρησκεία, ένας μεγάλος κλώνος τών διονυσιακών θιάσων ταυτίζει τόν Διόνυσο μέ τόν Ζαγρέα. Γιά τό δράμα τών Όρφικοδιονυσιακών αύτών Μυστηρίων έχουμε τήν εύθύτερη μαρτυρία τοΰ Διόδωρου πού, Ιστορώντας τό μύθο τοΰ Ζαγρέως (= 25), προσθέτει πώς συμφωνούνε μ'αύτόν τά τε δηλούμενα δια τών όρφικών ποιημάτων κ α ι τ à παρεισαγόμενα κατά τ à ς τ ε λ ε τ ά ς, περί ών ού θέμις τοις άμνήτοις Ιστορεΐν κατά μέρος. Μιά γενική πληροφορία είναι πώς τά πάθη τών θεών δεικνύουσι μυστήρια, κ'ίσχυρή βεβαίωση τής παράστασης τών παθών τοΰ Ζαγρέα φέρνουν τά 'παιγνίδια' τοΰ μύθου του πού δέν είναι παρά Ιεροσύνεργα τών όρφικοδιονυσιακών μυστηρίων (= 33) Ή παράσταση, πάλι, τοΰ μυστηριακού μύθου είναι άπαραίτητος όρος γιά τή μέθεξη τοΰ μύστη στήν περιπέτεια τοΰ θεοΰ- μονάχα πού δέν μπορούμε καί πάλι νά ξέρουμε άν τό δράμα τοΰτο τελείται μέ τή χρήρη παραστάσεων ή άπλών, μά πολυσήμαντων, λειτουργικών συμβόλων. Σ'όρισμένες δμως θιασικές έπιγραφές γίνεται λόγος γιά μυστηριακές παραστάσεις. Σ'έπιγραφή τής "Αγκύρας, δημόσιο θέαμα πού δίνεται άπό τόν Τραϊανό μέ τούς 'Διονυσιακούς Τεχνίτες", λέγεται μυστικός άγων, καί παρακάτου διαβάζεται: παντί μέρει τοϋ μυστηρίου... Οί μυστηριακοί δροι μεταφέρονται έδώ άπό όμοίωση μέ παραστάσεις τών μυστηρίων. Ό νόμος τοΰ θιάσου τών "Ιοβάκχων' μιλεί γιά ρόλους (μερισμούς) καί γιά τά λόγια και τίς πράξεις τους (λέγειν καί ποιείν) κατά τήν τάξη πού όρίζουν ό Ιερέας καί ό "Αρχίβακχος': μετά δε πάσης εύκοσμίας καί ήσυχίας τούς μερισμούς λέγειν καί ποιείν προστάσσοντος τοϋ Ιερέως ή τοϋ άρχιβάκχου. Παρακάτου ξαναγίνεται λόγος γιά τούς ρόλους (μερών δέ γενομένων) πού όρίζει πέντε άξιωματούχους νά παίρνουνε μέρος στό δράμα (ίερενς, άνθιερενς, άρχίβακχος, ταμίας, βουκολικός) καί πέντε θεϊκούς ρόλους πού μοιράζουνται μέ κλήρο: Διόνυ

232 σος, Κόρη, Παλαίμων, 'Αφροδίτη, Πρωτεύρνθμος. Είναι πιθανό πώς οί πρώτοι πέντε είναι οί 'λέγοντες' κ'οί άλλοι πέντε οί 'ποιούντες'. Γιά τή σχέση τοϋ Διονύσου μέ τόν Παλαίμονα βλ. 66. Μέ τήν Αφροδίτη δέν ξέρουμε άλλους σχετισμούς, παρά τά όργια τών Διονυσιακών Μελιαστών κοντά σ'ίερό τής 'Αφροδίτης Μελαινίδος (= 39) Κ( " """Κ όρφικός ύμνος τήν προσαγορεύει: σεμνή πάρεδρε Βάκχοιο. Αίνιγματικός είναι ό Πρωτεύρυθμος, όπου εικάζεται 'έξάρχων' τού Χορού ή δαίμων τής διονυσιακής άκολουθίας ή ό "Ορφέας. Τό δνομα δμως δέν άρμόζεται παρά στόν 'Απόλλωνα, πού στενοσχετίζεται στή δελφική λατρεία μέ τόν Διόνυσο (= 77). πού'χει σημαντικό μέρος σέ μιάν έκδοχή τού ζαγρεϊκού πάθους (= 25) καί πού δέν είναι μακριά άπό τόν "Ηλιον τού δράματος τής 'Εφέσου, δπου μάς φέρνει ό λόγος. Ή έπιγραφή χαραχτηρίζει τό θιασικό τούτο δράμα σάν Ιερά τοϋ αύτοκράτορος θεοϋ Διονύσου (= τού 'Αδριανού) καί Διός Πανελληνίου και 'Ηφαίστου, καί μιλεί γιά τούς έπιμεληθέντας τών μυστηρίων. Δίπλα στούς ρόλους, πού οί πιό πολλοί τους συντομογράφουνται στόν κατάλογο, άναφέρουνται τά πρόσωπα πού τούς άναλαβαίνουν. "Ο Διόνυσος άναφέρεται σά Βρόμιος (στί. 20), σά Νέος Διόνυσος στό πρόσωπο τού αύτοκράτορα (στί. 46), καί σάν Δ]ιός φως, 'φέγγος τού Δία' ή Δ [ιός φώς, 'γιός τού Δία' (στί. 17). Άπό τήν άκολουθία τού Διονύσου άναφέρουνται ή Σεμέλη (στί. 62), Ν)ύμφαι πρε(σβύτεραι) (στί. 27) καί Νύ]μφαι νε(ώτεραι) (στί. 36), Βάκχ(ος) ή Βάκχ(η) (στί. 35), Βα]σσά(ρα) (στί. 15) καί Πάνες (στί. 48). Άνάμεσά τους περνοδιαβαίνουν μιά σειρά θεοί: Ά]θηνά Σώτει(ρα) (στί. 18), θ]εός κρά(τιστος) (στί. 22), Ά]χελώ(ος) (στί. 23), "Ιρ]ις (στί. 30) δπως είκάζω, "Ηλιος (στί. 31), Κόρη (στί. 47), 'Ασκληπ(ιός) (στί. 49), Δ]ημή(τηρ) (στί. 63). Τούς δαίμονες τούς άντιπροσωπεύουν, έξόν άπό τίς Νύμφες καί τούς Πάνες, οί Κούρη(τες) (στί. 26), τούς ήρωες ό Κόρυμβος (στί. 34) καί ό Ήρα]κλής (στί. 61), καί τίς ήρωΐδες ή Σε]μέλη (στί. 63) καί τά άβέβαια Π]ελάρ(γη) (στί. 21) καί Ενά[δ]ν(η) (στί. 45). Μιά σειρά μορφισμοί άνακατεύουνται μέ τά πρόσωπα τούτα. Είναι οί Ποι]ναΙ (στί. 16), ή Ό]μό νοι(α) (στί. 19), ή Σύγκλητος (στί. 24), ή Μ]νεία καί Λήθη (στί. 28 καί 29), οί Κ]αρποι (στί. 32), καί ή Φιλ(ία) (στί. 50). Τέλος, παρουσιάζουνται ένας Νέου Διονύσου θρεπτ(ός), πού σημαίνει ίσως τόν Άντίνοο, ένας Ί]εροφάν (της) κ'ινας Σπον(δοφόρος) άν ή συμπλήρωση δέν άστοχάει

233 98 Xopoi καί πομπαΐ Ενας άρχαίος 'περιηγητής' μιλά γιά γυναικείους θιασικούς χορούς στόν Τμώλο τής Λυδίας, πού θυμίζουν τούς όρειβατικούς χορούς τών άρχαίων μαινάδων: γύρω άπό τήν έδρα έκείνη τών θεών, οί γυναίκες δρχεϋνται, Βηητδν έλισσόμεναι περί χνχλον, είτε Δ ιωνύσοιο χοροστασίας τελέσαν... Στά χρόνια του ό Λουκιανός μπορεί άκόμη νά πεί πώς τελετήν ονδε μίαν άρχαίαν Ιστιν εύρεϊν άνευ όρχήσεως κι ό λόγος παραληθεύει γιά τά μυστήρια μιάς θρησκείας, δπως ή Διονυσιακή, πού ό χορός είναι άπό τ'άρχικά της στοιχεία (= 13) Ή περίβλεφτη θέση τοϋ χορού στά μυστήρια έχει καί ξεχωριστό της λόγο. "Ενας άπό τούς τρόπους τής θεομιξίας, ή ένωσης μέ τό θεό, πού είναι άπό τούς κύριους σκοπούς τών Μυστηρίων γιά τή θεοταύτιση τοϋ μύστη τους, είναι ό ένθουσιασμός, καί τά κυριότερα μέσα του είναι ό χορός καί ή μουσική πού τά δργανά της πολυσυναντιοϋνται τόσο στήν ποιητική δσο καί στήν πλαστική είκονογραφία. Ή λύρα δέ λείπει, μά τό πιό ένθουσιαστικό δργανο είναι ό 'αύλός' (έν τοις μνστηρίοις xal έν ταϊς τελεταΐς χρήσιμος δ αυλός), πού, στήν άρχαία καί νέα Διονυσιακή καί στήν όμόλογη Κυβελική λατρεία πλαισιώνεται άπό λογίς άλλα Ενθουσιαστικά δργανα, τά τουμπανάρια, τά κύμβαλα καί τά 'κρόταλα' (καστανιέτες). "Εξω ώστόσο άπό τή μυστηριακή πράξη δέν είναι πάντα εύκολο νά ξεχωρίζουμε τούς χορούς καί τίς πομπικές πορείες τών διονυσιακών θιάσων άπό τά ίερά δράματά τους. Στούς δημόσιους χορούς τών διονυσιακών θιάσων φαίνεται νά πρωτοστατούν οί λειτουργοί τους 'βουκόλοι' (= 92) Σέ δυό έπιγραφές τής Περγάμου, τού 2ου αί. μχρ., πού συνοδεύουν τιμητικά άφιερώματα σ'έναν άνθύπατο, άναγράφουνται οί χορενσαντες βουχόλοι τήν έπ'αύτοϋ τριετηρίδα. Ή παρουσία τών 'βουκόλων' δείχνει πώς οί δημόσιοι θιασικοί χοροί είναι χορευτικές παραστάσεις τους, κι άληθινά, μαζί μέ τούς 'βουκόλους' παρουσιάζουνται σ'αύτούς Τιτάνες, Κορύβαντες, Σάτυροι, Ώρες, Νύμφες καί Βάκχες: Μορφές τής άκολουθίας τοϋ Ζαγρέα, τού Δία, τοϋ Διονύσου. Ό Λουκιανός τονίζει τή σημασία τών παραστατικών αύτών χορών, στήν 'Ιωνία μάλιστα καί στόν Πόντο, δπου καί τά σημαντικότερα πρόσωπα παίρνουνε μέρος: "Ό βακχικός αύτός χορός, πού στήν 'Ιωνία καί στόν Πόντο τόσο πολύ τόν καλλιεργούν, μ'δλο πού τόν χαραχτηρίζει ή χοντροκοπιά τοϋ σατυρικού χοροϋ, έχει τόσο σκλαβώσει τούς άνθρώπους έκεΐ πού στούς όρισμένους κατά τόπους καιρούς, λησμονώντας τά πάντα τους, κάθουνται όλημερίς καί θωρούνε Τιτάνες καί Κορύβαντες καί Σατύρους καί 'βουκόλους' καί τά χορεύουνε οί πιό άρχοντικοί, δχι μονάχα χωρίς νά ντρέπουνται, μά παρακαμαρώνοντας

234 κιόλας γι'αύτό, πάνω κι άπ'άρχοντιές και λειτουργήματα και πατρογονικά άξιώματά τους". Ότι οί παραστατικοί αύτοί χοροί παίρνουν τούς ρόλους τους, δπως καί τό 'Ιερό Δράμα, τόσο άπό τή διονυσιακή δσο κι άπό τήν όρφική μυθολογία καί θεολογία, τό μαρτυρά, έκτός άπό τά όνόματα τών δαιμόνων, κι ό Φιλόστρατος γιά τήν 'Αθήνα, δπου λυγισμούς όρχοννται, και μεταξύ τής Όρφέως έποποιίας τ ε και θεολογίας τ à μεν ώς Τ Ωραι, τά ό'ώς Νύμφαι, τά δ'ώς βάκχαι πράττονσι. Τό άλλο μέρος τής δημόσιας έμφάνισης τών θιάσων είναι οί 'πομποί' γνώριμο κι αύτές στοιχείο τών Μυστηρίων. Οί λειτουργικοί μέ τήν κατάληξη φόρος τίτλοι τών θιασικών μας έπιγραφών μαρτυρούν τή σπουδαιότητα τών πομπών στήν πράξη τών διονυσιακών θιάσων. "Υστερα άπό τούς πρώτους άξιωματούχους στήν έπιγραφή τοΰ τουσκουλανικοΰ θιάσου παρουσιάζουνται δυό θεοφόροι, σίγουρα λειτουργοί πού μεταφέρουν, σέ μιάς λογής φορείο, τό άγαλμα τοΰ Διονύσου. Ή μεταφορά τής 'μυστικής κίστης' (= ig* 3 ) δίνει τούς χιοτοφόρονς, τίτλος πού παρουσιάζεται, γιά θηλυκούς ή σερνικούς λειτουργούς, στόν τουσκουλανικό θίασο, σέ θιασικές έπιγραφές τής βόρειας 'Αφρικής, τής Θεσσαλονίκης, καί τής ποντικής 'Απολλωνίας. Φροντίδα περισσότερο παρά μεταφορά τής 'μυστικής κίστης' μαρτυρά ό τίτλος τών κιοτάρχων σ'έπιγραφή τής Κυζίκου, πάνου άπό μιά σειρά όνόματα πού τό καθένα χαραχτηρίζεται μέ τό πρόσθετο Ιερ καί πού φαΐνουνται, έτσι, μυητική κατηγορία. Ό φορέας τοΰ ίεροΰ λίκνου (= 77). λικνοφόρος, συναντιέται κιόλας, μαζί μέ τόν 'κισταφόρον' στίς σαβαζιακές τελετές τών χρόνων τοΰ Δημοσθένη (= 7g). καί στήν πομπή τοΰ Πτολεμαίου Φιλαδέλφου (= 64), γιά νά ξαναπαρουσιαστεϊ στήν έπιγραφή τοΰ τουσκουλανικοΰ θιάσου (τρεις γυναίκες 'λικνοφόροι') καί σ'έπιγραφή τής 'Απολλωνίας (άρσενικός λικνοφόρος). Ό Ιδιος έξυπακούεται σ'έπιγραφή τής Λεβάδειας, άγνωστο δμως άν θιασικοΰ χαραχτήρα. "Υστερα άπό τίς 'λικνοφόρους' στήν έπιγραφή τοΰ τουσκουλανικοΰ θιάσου, παρουσιάζεται μιά φαλλοφόρος μά, μ'δλη τή σπουδαιότητα τοΰ συμβόλου στή διονυσιακή μύηση ( g4), δέν συναντιέται στίς έπιγραφές τών άλλων θιάσων. Σέ θιασική έπιγραφή τής 'Εφέσου συναντιέται θνρσοφόρος, καί σ'έπιγραφή τής Άττάλειας ό άντίστοιχος ναοθηκοφόρος. Τίτλοι φτιαχτοί πάνου στούς άνάλογους τών άλλων φορέων. Σ'έπιγραφή τής Μαγνησίας άναφέρεται Ιέρεια και στεφανηφόρος. Οί πομπές είναι κι αύτές παραστατικές: έν ταϊς πομπαϊς ό μεν Διονύσου, 6 δέ σατύρου, ό δέ Βάκχου άνελάβετο σχήμα, καί χριστιανός συγγραφέας άγαναχτεΐ γιά δσα τών Σατύρων ό χορός ήσέλγησε δημοσία πομπεύων, έχων έν μέσω τόν Σιληνόν και τόν Πάνα, τόν μεν έπιλυττώντα ταϊς βάκχαις, τόν δέ λελνμένον ύπό τής μέθης... Στήν τάξη τών τίτλων τής έπιγραφής τοΰ τουσκουλανικοΰ θιάσου βλέπουμε μιάν εικόνα τών πομπών τοΰ πολυάνθρωπου έκείνου θιάσου (= 8g). Μεγαλογραφικές εικόνες τών διονυσιακών

235 πομπών Εχουμε στήν έφεσιακή πού δέχεται τόν Αντώνιο ( 65) και στήν κολοσσική τού Πτολεμαίου Φιλαδέλφου (= 64). ΟΙ χοροί κ'οί πομπές τών θιάσων, μακρινά λείψανα τών άρχαίων μαιναδικών χορών καί διονυσιακών κώμων, ξαναπροβάλλουνται στήν ήλυσιακή ευδαιμονία. Οί χοροί κ'οί κώμοι, μέ τις Νύμφες, τίς Μαινάδες καί τούς Σάτυρους, συνεπαίρνουνε τούς ήσκιους τών μυστών μέσα στήν πρασινόχλωρη χαρά τών διονυσιακών παραδείσων. 99 Ή Σωτηριακή Επαγγελία Είδαμε τά στοιχεία πού συγκροτούν τή θιασική ιδέα ένός καλλίτερου μετά θάνατο κλήρου (= 79) Ή παλαιότερη γιά τούς Έλληνες διατύπωση τής θιασικής αύτής Ιδέας βρίσκεται στόν 'Ομηρικό γιά τή Δήμητρα "Υμνο, πού έγκωμιάζει τά έλευσινιακά μυστήριά της: δλβιος δς τάδ' δπωπεν έπιχθονίων άνθρώπων' / <5ς δ'άτελής Ιερών, δς τ'άμμορος, οϋ ποβ' όμοάον I αίσαν ίχει φθίμενός περ υπό ζόφφ ενρώεντι. Οί πλησιασμοί τού Διονύσου μέ τίς έλευσινιακές θεότητες (= 73 κέ.) δίνουν στή θρησκεία τους, χάρη στό θιασικό της ύπέδαφος, νά άφομοιώνει τήν Ιδια ιδέα. Ένα διαβατικό καθρέφτισμα τής θιασικής αύτής άφομοίωσης έχουμε στούς άριστοφανικούς 'Βατράχους', δράμα μέ θέμα του τήν Ιδια τή διονυσιακή Κατάβαση (= 42), δπου τά μυστήρια πού τελούνται άπό τούς 'όσιους' στόν "Αδη, είναι τής Δήμητρας άκόμη κι δχι τού Διονύσου. Ένταϋθα, δπως βεβαιώνει κι ό ψευδο-πλατωνικός 'Αξίοχος, τοις μυημένοις (στά Ελευσίνια) Ιστί τις προεδρία και τάς όσιους άγιστείας κάχεϊσε συντελονσι. Άπό κάποιο δμως σημείο, ή διονυσιακή έσχατολογία άρχίζει νά διαφοροποιείται άπό τήν έλευσινιακή, κλαδώνοντας σέ δυό μεγάλους κλώνους, τήν καθαυτό διονυσιακή καί τήν, παλαιότερη, όρφική έσχατολογία. Ή καθαυτό διονυσιακή άκολουθά, καί κρατεί σταθερά μέσα στίς λαϊκές δοξασίες, τούς άπλοϊκούς τύπους τής θιασικής γενικά έσχατολογίας: Ό καλλίτερος, κ'έδώ, μετά θάνατο κλήρος τών θιασωτών είναι ή συνέχιση καί στόν Άλλο Κόσμο τών κορυφαίων στιγμών τής έπίγειας θιασικής ζωής τους. Μέσα σ'ένα τόπο, δπου προβάλλεται ή παράσταση τών διονυσιακών άντρων τών στολισμένων χλωρότητι νλης καί χλόαις άνθέων άπάσαις (= 28), μέσα σ'ένα παράδεισο, δπου σμίγει τό άρχαΐο δραμα τών 'Ηλυσίων καί τού Χρυσού ΑΙώνα, μά πού παίρνει τά χαραχτηριστικό τών έπίγειων βακχικών παραδείσων, οί μακάριοι μύστες ξαναβρίσκουν τούς βακχικούς κώμους τους δπου ένώνουνται μέ τή λατρευτική καί δαιμονική συνοδεία τού θεού τους. Οί

236 ταφικές στήλες, ol ταφικοί βωμοί, οί σαρκοφάγοι, οί Ιδιοι ο( τάφοι καί τά μεγαλόπρεπα άγγεϊα τοϋ ταφικοϋ έφοδιασμοϋ, ξετυλίγουν άτέλειωτα τις μορφές τών Μαινάδων, τών Σατύρων, τών Σιληνών, τών Πανών, τών Ερώτων, τών 'Ωρών, πού μέλος τών χορών καί τών πομπών τους είναι τώρα κι ό νεκρός θιασώτης. Σέ περιοχές, άπό τή Βαλκανική Ισαμε τή Βελγική, πού τόν έφοδιασμό τού νεκρού τόν πλουτίζουνε τ'άρματα, σάν όχήματα γιά τή μεταφορά του στόν κόσμο τής "Αλλης Ζωής, τά ταφικά τούτα άρματα έμβληματίζουνται συχνά μέ διονυσιακές μορφές, δπως οί διονυσιακοί "Ερωτες κι ό Διόνυσος ό ίδιος. Ή κορυφαία σκηνή τής θιασικής ζωής είναι τού συμποσιακού τραπεζιού, πού συχνά ταυτίζεται μέ τήν παράσταση τού νεκροδείπνου (= 95) 'Αναρίθμητα είναι τά μνημεία τής παράστασης αύτής καί τών συμβόλων της πού συνοδεύουν τόν νεκρό άπό τόν 5 Αιώνα Ισαμε τά σύντελα τού άρχαίου κόσμου. Ή αιώνια μέθη τών μακάριων ήσκιων, πού τήν κατηγορεί ό Πλάτων σέ μιά του περικοπή, ταυτίζεται μέ τή λησμοσύνη πού δίνει τό κρασί, μιάς λογής έδώ νάμα τής Λήθης. Τό σύστημα, πάλι, τής έσχατολογίας τών 'Ορφικών πού συγκεντρώνουνται γύρω άπό τή μορφή τού Διονύσου-Ζαγρέα είναι έξαιρετικά περίπλοκο, συμπιασμένο μέ τήν όρφική θεογονία κι άνθρωπογονία. Καθώς τ'άνθρώπινο γένος φτιάνεται άπό τό αίμα καί τή στάχτη τών κεραυνωμένων Τιτάνων πού σπαράξαν καί καταβρόχθισαν τόν Ζαγρέα-Διόνυσο (= 25), ό άνθρωπος έχει δυό φυσικά: τή διονυσιακή καί τιτανική 'φύσιν'. 'Από τόν κόσμο τών θεών ή ψυχή του πέφτει στόν κόσμο τών γήινων ύπάρξεων ένσαρκωμένη σέ κορμί, πού τής είναι ένας τάφος. Ή ζωή του, έτσι, είναι ένας θάνατος κι ό θάνατός του ζωή, πού ξαλλάζουνται σ'άδιάκοπο κύκλο. Ό άθλος πού τού άπιθώνεται είναι ή άπώθηση κ'έξαφάνιση τού τιτανικού, κ'ή άνάδειξη τού διονυσιακού του στοιχείου. Τό πεδίο τής διεργασίας αύτής είναι ό μέγας κύκλος τών μετασαρκωμών πού, μέ τίς έπίγειες δοκιμασίες καί τίς ύποχθόνιες τιμωρίες κι άμοιβές τής ψυχής, τήν άνεβάζουν σ'δλοένα άψηλότερους κύκλους συνείδησης καί ζωής ίσαμε τήν τελική έπαναποθέωσή της. Γιά τή διαδικασία τής μεγάλης αύτής περιπέτειας βλέπε στό βιβλίο μου, Ή Ψυχή 425 κέ. Μιά άλληλοεπίδραση τών συστημάτων αύτών δανείζει άέναα στοιχεία άπό τό ένα στό άλλο οί έσχατολογικές δοξασίες τών θιασικών μυστηρίων μάς παρουσιάζουν φανερό άμάλγαμα διονυσιακών, έλευσινιακών, όρφικών καί (τών συγγενικών) πυθαγορικών πίστεων συγκεντρωμένων γύρω άπό τή μορφή τού Διονύσου-Ζαγρέα, σχετισμένου μέ τίς χθόνιες μορφές τής Δήμητρας καί τής Κόρης. Πανάρχαια καί νεότερα ρεύματα βασιλικών καί λαϊκών δοξασιών, άπλοϊκών πίστεων καί ύπερβατικών συλλήψεων, συγκεντρώνουν τά μηνύματά τους στή σωτηριακή έπαγγελία, πού έγγύησή της έχει τήν ίδια τήν άνάσταση τού θνήσκοντος θεού καί πού τή συγκινησιακή έκφρασή της τήν άνακράτησε ό λειτουργικός λόγος κάποιων μπορεί καί

237 διονυσιακών σωστικών μυστηρίων: θαρρείτε, μύσται τον θεοϋ σεσωσμέ- I ον 11στ ι γαρ ήμίν έκ πόνων σωτηρία. 100 Ταφικά Η Φροντίδα τής ταφής καί τής νεκρολατρείας πέφτει στό γένος. Άναλαβαΐνοντας τις λειτουργίες τοϋ γένους, οί μυητικές Εταιρίες ή Θίασοι συχνοπαίρνουν αύτή τή φροντίδα. Γιά τά άρχαιότερα θιασικά σώματα έχουμε κιόλας ύπαινιγμό σέ διάταξη ένός σολώνειου νόμου. ΣτΙς συνθήκες τών έλληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων (= 88) ή φροντίδα τής ταφής καί τής νεκρολατρείας ξαναγυρνά, σημαντικά, στούς θιάσους. Τό θιασικό τόπο ταφής, τήν ταφή τοϋ νεκροϋ, τό δόσιμο τών ύστερων τιμών, τό στήσιμο μνημείου μαζί μέ τούς συγγενείς τοϋ νεκροϋ, καί τά μνημόσυνα τά συναντούμε καί στούς διονυσιακούς θιάσους. Έπιγραφή τής Ιταλικής Κύμης τών άρχών τοΰ 5ου αίώνα πχρ. μαρτυρά τόπο ταφής βακχικοϋ θιάσου: ου θέμις ένταϋθα κεϊσθαι (ε)1 μή τόν βεβακχευμένον. Τήν ταφή τοϋ νεκροϋ θιασώτη άπό τούς έταίρους τή μαρτυρά έπιγραφή τής Τανάγρας δπου, ύστερα άπό τό δνομα τοΰ νεκρού, μνημονεύεται πώς τόν θάψαν οί Διονυσιαστές: Γαλάτας οντον έθαψαν τύ Διωνιουσιαστή. Τό συνόδεμα τοΰ νεκροϋ θιασώτη στή στερνή κατοικία του άναφέρεται άπό τό νόμο τών "Ιοβάκχων': "Αμα πεθάνει "Ιόβακχος', νά τοϋ φτιάνεται ταφικό στεφάνι άπό τό θίασο, καί σ'δσους άκολουθήσουν τό ξόδι του νά δίνεται, σέ μιάς λογής νεκρόδειπνο, κεράμιον οίνου. Τό θιασικό στεφάνι τό μαρτυρά στήν έπιτάφια έπιγραφή του Ινας έφτάχρονος διονυσιαστής στήν 'Αθήνα: στέμμα δέ[μοι πλέξαντο] Διωνύσου θιασώται. Οί μύστες ένός Βότρυος Διονύσου στή Μακεδονία στήνουν στό συμμύστη, θιασάρχη καί εύεργέτη τους, μνημείο. Σ'έπιγραφή τής 'Αττάλειας, ή 'σπείρα' τιμά, μαζί μέ τούς συγγενείς του, τόν 'ναρθηκοφόρον' της, καί σ'άλλη στήνει, μαζί μέ τούς συγγενείς, μνημείο τοΰ 'ναρθηκοφόρου' καί 'πρωτοκωμήτου'. Τό μνημείο ένός θιασώτη στό Δασκύλλιον τής Βιθυνίας, τό στήνουν οί 'θίασοι', κι άπό τή στήλη του ό νεκρός χαιρετά τούς συμμύστες του πού περνοΰνε: χαίρετέ μοι παράγοντες οί μνσται Διονύσου. Τό μνημείο ένός μύστη στή Σμύρνη τό φτιάνουν οί 'συμβιωταί καί συμμύσται'. 'Ακολουθοΰν τά θιασικά μνημόσυνα πού τά νοιάστηκε, ζώντας του, ό ίδιος ό θιασώτης. Σέ θρακική έπιγραφή άφήνει κάποιος τή Όλδηνών Κώμη δεκαπέντε δηνάρια γιά νά γεμίζεται κάθε χρόνο, στή γιορτή 'Μαινάδες', ένας κρατήρας μέ κρασί μπροστά στόν τάφο του καί νά στεφανώνεται ό τάφος. Σ'έπιγραφή τής Μαγνησίας μιά σειρά τι

238 τλούχοι διονυσιακού θιάσου άφήνουν κληροδοτήματα γιά νά τούς γίνουνται κάθε χρόνο μνημόσυνα (τά είθισμένα) στό διονυσιακό μήνα Ληναιώνα. "Ενα συνήθιο τών ρωμαϊκών σωματείων, πού'ναι μαζί καί ταφικά, είναι ό ροδισμός: 'τό στεφάνωμα τού νεκρού', τού τάφου του, κι δσων μαζεύουνται στά χρονιάτικά του μνημόσυνα, μέ ρόδα. Άπ'έδώ βγαίνουνε τά Ροζάλια, ή Ροδογιορτή τών νεκρών πού άπλώνεται στά Βαλκάνια καί στή Μικρασία. 'Ανάλογες δωρεές διονυσιαστών έχουμε άπό τή Θράκη, σέ θιάσους Διονύσου τού Τασιβαστηνού, καί στή Θεσσαλονίκη σέ θιάσους τού Διονύσου Πρινοφόρου καί τών Δρυοφόρων: και ol μύσται μικρός μέγας έκαστος στ έ- φαναν ρόδινον, ό δέ μή ένέγκας μή μετεχέτω μου τής δωρεάς. Τό στεφάνωμα καί τό κρασί στόν τάφο είναι τύπος τού μνημονευτικού νεκροδείπνου. Τό νεκρόδειπνο τών θιασωτών, πού θά παίξει σημαντικό μέρος στή διαμόρφωση τής χριστιανικής λατρείας, νογιέται καί στήν πράξη τών διονυσιακών θιάσων. Σχετικά διονυσιακά έμβλήματα, όπως ό κρατήρας, ή διονυσιακή κούπα 'κάνθαρος', κ'ή μεγάλη κύλικα στά ζωγραφήματα τών έλληνοϊταλικών άγγείων, δείχτηκε πώς άναθυμίζουν τό συμπόσιο τών θιασωτών στόν τάφο τού συνθιασώτη. Στόν μεγάλο κρατήρα άπό τό Ruvo, τού Γρηγοριανού Μουσείου, άπό τή μιά παρασταίνεται ένα ταφικό μνημείο, όπου λογίς πρόσωπα φέρνουνε προσφορές, άπεικόνιση τών συγγενών καί θιασωτών πού φτάνουνε νά μνημονέψουν σέ νεκροτράπεζο τό συγγενή καί συνθιασώτη τους, κι άπό τήν άλλη μιά γνώριμη συνοδεία: Μαινάδα καί Σάτυρος συνοδεύουνε τό νεκρό στό μεγάλο ταξίδι του, καθώς έκείνος, πάνου σ'άρμα πού τό σέρνουνε φτερωτά δρακοντόφιδα, τραβά νά συναντήσει, στά Ηλύσια, τούς θιάσους τών ήσκιων. 101 Ό νεκρός σά Βάκχος Τό τάξιμο τής σωτηρίας στέκει στόν ταυτισμό τού μύστη μέ τό θεό, πού, κατά τήν περιπέτειά του, τόν άνασταίνει στή θεϊκή κι αύτόν σφαίρα. Θεοταυτισμένος μέ τή μυητική περιπέτεια, ό μύστης έχει γίνει κι αύτός ένας Βάκχος. Μιά έκφραση τής Ιδέας αύτής είναι ή άπεικόνιση τού νεκρού μέ τά χαραχτηριστικά τού θεού του. "Ενα έπιτάφιο έπίγραμμα, άφού δεηθεί τού νεκρού νά σμίξει τίς συντροφιές τών θεών, τού λέει πώς δέν έχει παρά νά φορτώσει μέ σταφύλια καί κισσό τό θύρσο του καί νά σκεπάσει τά μαλλιά μέ κληματόφυλλα, γιά νά 'ναι ένας Διόνυσος κ' έκεϊνος. Μέ τή σειρά της πάλι, ή άπεικόνιση τονίζει τήν άποθέωση τού νεκρού, πού πεθαίνει σά θνητός καί ξαναγεννιέται σά θεός, πού πεθαίνει σά μύστης τοϋ θεού κι άνασταίνεται σά θεός ό ίδιος. Τό πρώτο παρουσίασμα τής τάσης αύτής φαίνεται

239 νά γίνεται στόν Τάραντα, περιοχή πού άπό νωρίς ό Διόνυσος σχετίζεται μέ τόν "Αδη (= 79) Ή ύστερότερη ένδειξη δέν άνεβαίνει πάνου άπό τούς ρωμαϊκούς καιρούς κ' είναι άρκετά σκορπισμένη. Άγαλμα τού Διονύσου, πού βρέθηκε στήν άρχαία νεκρόπολη τού Γυθείου, παρουσιάζει σά Διόνυσο κάποιο νεκρό, πού παίρνει τά χαραχτηριστικά καί τά έμβλήματα τού μυστηριακού του θεού, στεφανωμένος μέ κληματόφυλλα κι άκουμπώντας σέ μιά κληματαριά, μέ τόν 'κάνθαρον' στό χέρι του καί τόν πάνθηρά του στά πόδια. Ανάλογο άναφέρει ό Άπουλήιος στή γνώριμή του μυθιστορία: Ή γυναίκα ένός πού σκοτώθηκε στό κυνήγι, τού'φτιαξε γιά τόν τάφο του άγαλμα πού τόν παράσταινε σά Βάκχο. Ανάγλυφο, πού λέγεται πώς βρέθηκε στήν Αλεξάνδρεια, παρασταίνει γερμένο παιδί (τριώ χρονών καί δυό μηνών κατά τήν έπιγραφή) πού κρατεί θύρσο στό*να του καί 'κάνθαρον', τή διονυσιακή κούπα, στ'άλλο του χέρι: μικρός Διόνυσος αύτός, ένας ανήλικος μύστης τών διονυσιακών μυστηρίων. "Ομοια τό άγαλμα μιάς σαρκοφάγου άπό τή Ρώμη παρουσιάζει τό νεκρό παιδί μέ κληματένιο στεφάνι στό κεφάλι του καί μέ τόν 'κάνθαρον' στό ζερβί του. Τό έπίγραμμα δέν άφήνει άμφιβολίες: Σατορνεϊνος έγώ χιχλήσχομαι' έχ δέ με παιδός / είς Διονύσου άγαλμ' έθεσαν μήτηρ τ ε πατήρ τε. Στήν ίδια Ιδέα δείχνουν τά θέματα τών διονυσιακών παραστάσεων στούς τάφους. Μιά κατηγορία τους είναι τ'άγαλματάκια, τά βάζα κ'οί πλάκες μέ τά διονυσιακά πάνω τους θέματα, πού συνοδεύουν τό νεκρό σά στοιχεία τού ταφικοϋ έφοδιασμοϋ του. Μιά άλλη είναι τά διονυσιακά θέματα καί έμβλήματα στίς σαρκοφάγους άπό τή μιά καί στούς τάφους άπό τήν άλλη. Τά έπεισόδια τού διονυσιακού μύθου άφθονούν οί παραστάσεις τού Βάκχου μονάχου του - ή 'μυστική κίστη' μέ τό φίδι κάποτε νά βγαίνει άπομέσα της οί 'κάνθαροι' κ'οί κρατήρες, σύμβολα τής θεϊκής μέθης και τού αιώνιου συμποσίου τών μυστών τό κλήμα, πότε μονάχο του καί πότε πλεγμένο μέ τόν κισσό - κι ό κισσός, πότε μονάχος του κι αύτός, πότε μέ τό κλήμα καί πότε μέ τό φοινικόκλαδο, τό σύμβολο τής νίκης κατά τού θανάτου. Τίποτα δέ μαρτυρά τήν τόση διάδοση τών διονυσιακών μυστηρίων καί τή φλογερή λαχτάρα τού διονυσιακού παράδεισου, όσο ή άτέλειωτη σειρά τών διονυσιακών παραστάσεων στά ταφικά μνημεία τών ύ- στερων αιώνων τού άρχαίου κόσμου. Τά δυό τελευταία σύμβολα, ό κισσός και τό φοινικόκλαδο, δέ μένουνε στή σφαίρα τής διονυσιακής έπαγγελίας μοναχά, μά συνοδεύουν κάποτε καί τίς έλπίδες τής αθανασίας τών πιστών τής νέας θρησκείας. Σ'ένα άπό τά χριστιανικά μνημεία πού στολίζουνται μέ κισσούς καί φοινικόκλαδα, ό νεκρός Χριστιανός έχει αφήσει τήν έλπίδα του στό νέο θεό Spes in Deo, μά τά έμβλήματα τής έλπίδας του καλοδείχνουν άπό ποιόνε τήν παίρνει

240 Κεφάλαιο "Εβδομο Ο ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΣ "Εστί δε και άλλος λόγος ώς Χριστοϋ γεννηθέντος, οί μεν εχαιρον, τήν Άφροδίτην τεκεΐν λέγοντες' οί δε διασαφησαντες εκλαιον, ώς ουκ 'Αφροδίτη τέτοκεν, άλλά τις Μαρία, τον ττ/ν αύτών διολλύοντα πλάνην.

241

242 102 Πολλές Πίστες, Καμμιά Πίστη... Πόσο λίγη έμπιστοσύνη χαιρόνταν ή σωτηριακή έπαγγελία τών άρχαίων μυστηριακών θρησκειών, τό δείχνει ή παροχή τής μύησης στό Ιδιο πρόσωπο άπό πολλές τους άντάμα. Στό γέρμα τού δεύτερου χριστιανικού αιώνα γράφει ό Άπουλήιος πώς πήρε στήν 'Ελλάδα μέρος σέ πολλές μυήσεις: "Κρατώ προσεχτικά τά 'σύμβολα' καί τά θυμητάρια άπ'αύτές, πού μού τά δώσαν ol ίερεΐς τους.όσοι άπό σάς έχετε μυηθεί στις τελετές τού Διονύσου, λογουχάρη, ξέρετε τί κρατάτε στά σπίτια σας καί τά λατρεύετε μακριά άπό τούς βεβήλους. Μά έγώ, δπως είπα, γνώρισα λατρείες πάνω σέ λατρείες, τελετές άμέτρητες καί λογίς Ιεροπραξίες στό ζήλος μου γιά τήν άλήθεια καί στήν ύπακοή μου στούς θεούς". Δίγλωσσο έπιτάφιο έπίγραμμα άπό τή Ρώμη παρουσιάζει μιά κόρη 'Αλεξάνδρεια, ιέρεια τοϋ Διονύσου καί παστοφόρον τής "Ισιδας. "Αλλο παρουσιάζει έφτάχρονο μύστη νά'ναι κιόλας (ερέας πάντων τών Θεών, καί πρώτα τής 'Αγαθής θεάς (Bona dea), τής Κυβέλης καί τού Διονύσου Καθηγεμόνος. Άπό τό δεύτερο μισό τού τέταρτου αιώνα σειρά έπιγραφές παρουσιάζουν πρόσωπα τής ρωμαϊκής άριστο κρατίας ν'άραδιάζουν, μέσα στούς πολιτικούς, καί τούς θρησκευτικούς τίτλους τους, μέ φανερή τήν προτίμηση τών μυστηριακών λατρειών: τοϋ Μίθρα, τής Κυβέλης, τοϋ Διονύσου, τής "Εκάτης. "Ενας, fiater sacrorum Ιηuicti Mithat, hiérophantes Liberi Patris et Hecatarum, σημειώνει τήν ήμερομηνία πού πέρασε άπό τήν άναγεννητική τελετή τοϋ ΤαυροβολΙου - άλλος άναγράφεται pater sacrorum sum invicti Mitrai, hierophante Hecatae, archibucolo dei Liberi, tauroboliatus deum matris άλλος pater et hieroceryx dei Soli Invicti Mithrae, archibucolus dei Liberi, hierojanta Hecatae, sacerdos Isidis, ταυροβολημένος καί κριοβολημένος' άλλος pater patrum. Dei Solis. Invicti Mithrae, hierojanta Hecatae, dei Liberi Archibucolus, taurobolio criobolique in aeternum renatus. Στά χρόνια τοϋ 'Ιουλιανού ένας Αρχέλαος άπό τήν Αττική παρουσιάζεται 'δςιδοϋχος' στήν 'Ελευσίνα, 'κλειδοϋχος' τής "Ηρας στό Άργος, καί Ίεροφάντης' τών μυστηρίων τής Λέρνας. 'Εδώ στήνει δυό του άγάλματα πού τόν παρασταίνουν σά Διόνυσο, τό ένα σά Βάκχον άφιερωμένο στήν Προσυμναία θεά, τή Δηώ, καί τ'άλλο σά Λυαϊον, άφιερωμένο στις Πυρφόρες θεές, Δήμητρα καί Κόρη, καί στόν Απόλλωνα τόν Λυκοκτόνο. Ό Ιδιος Αρχέλαος ή συνονόματος πρόγονος, μέ τούς Ιδιους

243 Ιερατικούς τίτλους καί 'δςιδούχος' τής Κόρης στή Λέρνα, στήνει ταυροβολικό βωμό στήν 'Αθήνα, χαράζοντας σ'αύτόν τά μυστικά 'συνθήματα' τής τελετής, πρώτον δεϋρο τελειωμένης. Περιλάλητη είναι ή έπιγραφή τού μνημείου τού Πραιτεξτάτου καί τής γυναίκας του, γραμμένη λίγο ύστερα άπό τό 384 καί τώρα στό Μουσείο τού Καπιτωλίου. "Ανθύπατος τής 'Αχαΐας' μέ τήν εύνοια τού 'Ιουλιανού καί τιμημένος ύστερα μέ τά άνώτερα άξιώματα, ό άριστοκράτης αύτός στάθηκε φανατικός ζηλωτής τών άρχαίων θρησκειών, πού ό Μακρόβιος νά τόν παινά σάν unum arcanae deorum naturae conscium κι ό Ιερώνυμος νά τόν στηλιτεύει σάν hominem sacrilegum et idolorum cultorem. Ή άρχή τής έπιγραφής άναγράφει, πριν άπό τούς πολιτειακούς, τούς Ιερατικούς τίτλους του, πρώτα τής ρωμαϊκής θρησκείας κ'ύστερα τών μυστηρίων: sacratus Libero et Eleustnis, Hierophanta, Neocorus, Tauroboliatus, Pater Patrum: "Μυημένος στά μυστήρια τού Διονύσου καί τής 'Ελευσίνας, Ίεροφάντης, 'Επόπτης τών Ναών, Ταυροβολημένος", καί μέ τόν ανώτατο τέλος βαθμό, Pater Patrum, τών Μιθραϊκών Μυστηρίων. Ύστερα άπό τούς πολιτειακούς τίτλους του πού άκολουθούν, άναγράφεται ή γυναίκα του 'Ακονία Φαβία Παυλίνα sacrata Cereri et Eleusiniis, sacrata apud Aeginam Hecatae, Tauroboliata, Hierophantria. Τά έγκώμια τού ένός γιά τόν άλλο κορυφώνουνται μέ τήν έκφραση τής εύγνωμοσύνης τής γυναίκας γιά τόν άντρα της, πού τής γνώρισε τή χάρη τών μυστηρίων: "Κ'εΐσαι έλόγου σου, σύντροφέ μου, πού λευτερώνοντας άπό τή θνητή κατάσταση τήν άγνότητα καί τήν αίδοσύνη μου, μέ όδήγησες στούς ναούς καί μέ άφιέρωσες στούς θεούς γιά θεράπαινά τους. Μυήθηκα, κάτου άπό τά μάτια σου, σ'δλα τά μυστήρια...". Είναι ό καιρός πού ό παγανισμός δίνει μέ τόν 'Ιουλιανό, τήν τελευταία του μάχη. Στή μάχη τούτη έπιστρατεύεται κι ό Διόνυσος κι ό θλιβερός αύτοκράτορας πλουτίζει κάποτε τήν εύγλωττία του μέ όρους τών διονυσιακών μυστηρίων: ώς âv μή πολύν άβάκχεντοι χοόνον τω θεώ μένοντες δπόσα δ Πενθεύς έπαθε πάθωμεν, ίσως μεν καί ζώντες, πάντως δε άπαλλαγέντες τον σώματος. "Οτω γαρ μή τό πεπληθνσμένον τής ζωής ύπό τής ένόειδονς καί έν τω μεριστώ παντελώς άδιαιρέτου δλης τε έν πάσιν άμιγονς προϋπαρχούσης ουσίας τον Διονύσου, τελεσιονργηθείη διά τής περί τόν θεόν ένθέου βακχείας, τούτω κίνδυνος έπΐ πολλά ρυήναι τήν ζωήν, ρνεΐσαν δέ διεσπάσθαι και διασπασθεΐσαν οΐχεσθαι

244 103 Ό Ερχόμενος... Οταν οί λογίς σωτηριακές θρησκείες παίρνουν είδηση τό Χριστιανισμό, ό άντίπαλος έχει άντρωθεΐ κ'ύψώνει τό άνάστημά του μέ τήν άξίωση τής θρησκευτικής μοναρχίας. Δέν είναι πια μια αίρεση τοο "Ιουδαϊσμού, μά έχει γυρίσει σέ θρησκεία μυστηριακή, χωνεύοντας τό σύστημα καί τίς έπαγγελίες τών σωτηριακών θρησκειών πού συναγωνίζουνται στήν άλιεία τών ψυχών μέσα στήν ένωμένη, κάτου άπό τή ρωμαϊκή αύτοκρατορία, οίκουμένη. Εργάτες τής μεταστοιχείωσης αύτής είναι πρώτος ό Παύλος παραπίσω του οί άλλοι 'άπόστολοι τών έθνών' πού δρούνε μέσα στίς χριστιανικές άδελφότητες τοΰ έξωΐουδαίκοΰ κόσμου πίσω κι άπ'αύτούς οί 'Ιουδαίοι τοΰ έξωτερικοΰ πού, δπως ό Φίλων, έχουν δεχτεί τήν έπίδραση τών μυστηριακών θρησκειών ή τής Ιδεολογίας τους καί πιό πίσω ή τεράστια χοάνη τών μαζών τής αύτοκρατορίας, πού δέν καταλαβαίνουν άλλη γλώσσα σωτηρίας άπό τή μυστηριακή, καί πού χύνουν τό νέο κρασί στά άρχαία ποτήρια. Ή μυστηριακή όρολογία είσορμά στήν Καινή Διαθήκη μέ τίς παυλιανικές έπιστολές, κερδίζει τό στάδιο μέ τόν Κλήμεντα, κι άπό τόν 4 αίώνα μεταφέρεται στις χριστιανικές Ιερουργίες καί γενικά στή γλώσσα τής 'Εκκλησίας μέ θαυμαστή άφθονια. Αύτό δμως άντί νά συμφιλιώσει τή νέα σωτηριακή θρησκεία μέ τίς παλιές, βάθαινε άπότομα τήν άντίθεσή τους. Ό λόγος είναι πώς ένώ καθεμιά άνεχόνταν τήν άλλη τους, ό άντίπαλος, μισαλλόδοξος κι άποκλειστικός, σάν τή θρησκεία τοΰ Ίαβέ άπ'δπου κατέβαινε, τίς μηνοΰσε δλες τους σάν διαφορετικές δψεις μιάς καί τής ίδιας άπάτης. Οί μύθοι, οί Ιερουργίες καί τά σύμβολα τών άρχαίων θεών, τροφοδοτοΰν πλουσιοπάροχα τήν πολεμική τών Χριστιανών, πού τά πομπεύουνε μ'άσυγκράτητο πάθος. ΟΙ "Εθνικοί, άπό τήν άλλη, δέ λαθεύουν νά δοΰν τό Χριστιανισμό σά μυστηριακή θρησκεία κι αύτόν καί νά κατηγορούν τούς Χριστιανούς πώς, μακριά άπό νά πρωτοτυπούν, λεηλατοΰνε τά μυστήριά τους. Οί Ιδιοι οί Χριστιανοί σαστίζουν μπροστά στις άναλογίες όρισμένων άρχαίων θεών, καί μάλιστα τοΰ Διονύσου, μέ τό δικό τους. Στή δύσκολη τούτη περίσταση καταφεύγουν στό δπλοστάσιο τών δαιμόνων. Οί σχολιαστές τών άρχαίων Ποιητών, έχοντας μάθει άπό τούς Προφήτες τό μελλοντικό έρχομό τοΰ Ίησοΰ, σοφιστήκανε 'τούς γιούς* τοΰ Διός πού πεθαίνουνε κι άνασταίνουνται. "Ετσι, μέσα στό γενικό σχέδιο τών δαιμόνων θά μπορούσαν τήν Ιστορία τοΰ Θεανθρώπου, δταν θά'ρχόντανε, νά τήν παρουσιάσουν σά μύθο κ'έκείνη. Γι'άπόδειξη ό Ίουστίνος φέρνει τήν προφητεία τοΰ'ιακώβ (Γέν. 49, 10/11), δπου ό άναμενόμενος ήγέτης, πού ταυτίζεται μέ τόν Μεσσία, παρουσιάζεται δε

245 σμένων πρός άμπελο* τόν πώλον αύτον καί τή Ιλικι τόν πώλον τής δνον αντοϋ' πλυνεϊ έν οϊνω τήν στολήν αύτον καί έν αίματι σταφυλής τήν περιβολήν αύτον..., και θριαμβεύει μέ τό συμπέρασμα πώς, έχοντας άκούσει τά λόγια τούτα, οί Δαίμονες Διόνυσον μέν ίφασαν γεγονέναι υΐόν τον Διός, εύρετήν δέ γενέσθαι άμπέλου παρέδωσαν, και olvov έν τοις μνστηρίοις αύτον άναγράφονσι καί διασπαραχθέντα αυτόν άνεληλνθέναι είς ονρανόν έδίδαξαν. 104 Ό μέγας Βότρυς Είναι φανερό πώς ή νέα θρησκεία δίνει έξαρχής τόν άγώνα της, μέ τή Διονυσιακή για τό κεντρικό σύμβολό τους: τό Κλήμα. Έγώ είμι ή άμπελος ή άληθινή... Μέσα άπό τή μυστηριοποίηση τής Μεταληπτικής Κοινωνίας πού ταυτίζει τό αίμα τού "Ιησού (τοϋτό έστι τό αίμα μου) μέ τό αίμα τής σταφυλής, τά σύμβολα τού Κλημάτου και τού Κρασιού κυριεύουν τή νέα θρησκεία. Ό Διόνυσος Βότρυς, πού παρουσιάζεται σέ πομπηΐανή τοιχογραφία καί πού στό όνομά του τελούνται μυστήρια κατά τόν 3 χριστιανικόν αίώνα, άντιμετωπίζει τόν Βότρυν "Ιησού, τόν γνωστό στόν Κλήμεντα κιόλας: ό μέγας βότρυς, ό Λόγος ό ύπέρ ήμών θλίβεις... Στόν Ιδιο χριστιανό συγγραφέα ξηγιέται πώς ό Λόγος θέλησε τό αίμα τής σταφυλής ϋδατι κίρνασθαι, ώς καί τό αίμα αυτού σωτηρίη. κίρναται, καί πώς τοϋτ'έστι πιεΐν τό αϊμα τοϋ Ίησοϋ, τής Κυριακής μεταλαβεϊν άφθαρσίας. Ή παράσταση ξαναβρίσκεται στά ποιήματα πού άποδίνουνται στόν Όριέντιο, botrio, quod succis caelestibus irriget orbem, κι ό συμβολισμός της ξετυλίγει στή μεταμεσαιωνική εικονογραφία τό παράξενο θέαμα τοϋ 'Ιησού πού στίβεται μέ μηχανικό, μέσα σέ ληνό, πιεστήρι. Σύμβολο άθανασίας τό Διονυσιακό Κλήμα άνακλαδίζει μέ βλάστηση άληθινά όργιαστική σέ ζωγραφήματα Κατακομβών καί στή γλυπτική τών σαρκοφάγων. Τά σύμβολα μετασχηματίζουνται γιά νά συγκεντρώσουν τό συμβολισμό τους στά μεταληπτικά στοιχεία. Τά πρωιμότερα παραδείγματα είναι τό κλήμα στήν έκκλησία τοϋ αίγυπτιακοΰ El Kargeh (4ος αί.), πού άλλα κλαδιά του άναδίνουνε σταφύλια κι άλλα δστιες μέ τό μονόγραμμα τοϋ Χριστού, καί ή 'άμπελος' τοϋ μαυσωλείου τής Κωνσταντίας: «Όταν γύρω στά 360 οίκοδομήθηκε στή Νωμεντιανή όδό τό κυκλικό μαυσωλείο τής θυγατέρας τού Κωνσταντίνου, περιντύσανε τούς τοίχους μέ θαυμαστό μωσαϊκό στολισμό, δπου άνάμεσα στούς έλικες τών κληματόκλαδων μπαίνουν εικόνες καί μοτίβα βακχικά, πού ξαναβρίσκουνται στήν άπό πορφυρίτη σαρκοφάγο τής άγιοποιημένης βασιλοκόρης. Στό δάπεδο, άκόμη, βλέπεις βωμό, δπου ένα άπιθωμένο πο

246 τήρι τράβα μιά πεταλούδα, χαριτωμένο έμβλημα τής ψυχής, πού έρχεται νά πιεϊ άπό τ* άγιοπότηρο τό θείο νάμα τής άθανασίας». Είναι φανερό πώς οί πιστοί τού Διονύσου δέ θεωρούν άπόμακρο θεό τόν 'Ιησού καί πώς, άντίστροφα, οί πιστοί τού 'Ιησού άνασαίνουν, χάρη στίς άναλογίες τών δυό θεών, τή φαντασμαγορία τής Διονυσιακής θρησκείας, άνοίγοντας διάπλατα τή θρησκεία τους στά σύμβολά της. 105 ΟΙ Ταυτισμοι Ενας ύποσυνείδητος ή συνειδητός ταυτισμός έξηγά, σ'άρκετό βαθμό τό φανατικό γιά τή διονυσιακή θρησκεία μίσος τών Χριστιανών συγγραφέων. Τούς ταυτισμούς ή τίς διασταυρώσεις αύτές τίς βεβαιώνει ή όρφική είκονογραφία τών Κατακομβών κι άλλων χριστιανικών μνημείων. Έδώ ό "Ορφέας παρουσιάζεται, δπως στήν άρχαία είκονογραφία του, νά θέλγει τά θεριά μέ τή λύρα του, ύστερα νά άνακαλεΐ, μέ τήν Ιδια παράσταση, παλαιοδιαθηκικές εικόνες (τόν θεριομάχο καί κιθαριστή Δαυίδ ή τό μεσσιανικό ήσαίακό χρησμό: συμβοσχηθήσεται λύχος μετ'άρνός χαί πάρδαλις συναναπανσεται έρίφω) γιά νά φτάσει τέλος στή νεοδιαθηκική παράσταση τού Καλού Ποιμένος. Καίρια γιά τούς Ιδιους σχετισμούς είναι ή περιλάλητη παράσταση μιάς κυλινδρικής σφραγίδας τού 3/4ου αιώνα, μ'έναν έσταυρωμένο κάτου άπό μισοφέγγαρο καί έφτά άστέρια (σύμβολα τής άστρικής άθανασίας) καί μέ τήν έπιγραφή "Ορφεύς Βακχικός' (ΟΡΦΕΟΣ ΒΑΚΚΙ- ΚΟΣ), πού δείχνει πώς ό Εσταυρωμένος δέν είναι ό 'Ιησούς, (ή σταύρωσή του παρουσιάζεται στήν είκονογραφία πολύ ύστερότερα) μά μιά διονυσιακή μορφή: ό 'Ορφέας. Τό 'βακχικός' μάλιστα πρέπει νά νογιέται πώς σημαίνει: ό 'Ορφέας "τών Διονυσιακών Μυστηρίων". Ή μόνη Ικανοποιητική έρμηνεία είναι πώς ή παράσταση βγαίνει άπό κύκλους Χριστιανικούς πού άπό καιρό παρασταίνουν τόν 'Ιησού στή μορφή τού Όρφέα. "Όπως καί νά 'ναι, ή παράσταση ένός έσταυρωμένου Όρφέα "τών Διονυσιακών Μυστηρίων" σέρνει τήν παράσταση ένός 'Εσταυρωμένου Διονύσου-Ζαγρέα. Μέ τόν άρχικό καί τονωμένο ύστερότερα ταυτισμό τών δυό 'Πασχόντων' αύτών 'Θεών', τά δράματά τους έχουν ένωθεί στό οίκουμενικό δράμα ένός θνήσκοντος Θεού πού, στήν Ιδανική παράσταση τών μυστηρίων του, ένώνει τό Ιερατικό μεγαλείο τού άρχαίκού Διόνυσου καί τόν παθητικό χαραχτήρα τοϋ Ζαγρέα. Είναι γιός τού ύπέρτατου θεού καί μιάς θνητής, θανατώνεται άπό θεοκτόνους, άνασταίνεται θριαμβικά κι άνεβαίνει στούς ούρανούς, δπου θρονιάζεται βασιλιάς τού Κόσμου. Ό Διόνυσος ή ό 'Ιησούς; Στά μάτια μεταβατικών καιρών ή άπόστασή τους δέν είναι μεγάλη

247 S 106 Ή Σύγκρουση 01 ταυτισμοί τοϋ Διονύσου μέ τό Χριστό δέ λύνουν τά προβλήματα γιά όλους. Είναι οί πιστοί τών άρχαίων θεών άπό τή μιά καί τοΰ νέου θεοΰ άπό τήν άλλη. Είναι άκόμη άνάμεσα καί στούς δυό οί φανατικοί, θύτες ή θύματα ή καί τά δυό, κ'οί διπλόπιστοι τέλος. 'Αγιογραφικές πηγές παραδίνουν τή μνήμη Χριστιανών άθλητών πού μαρτυρεύουν στούς βωμούς τοΰ Διονύσου. Πρώτος έρχεται ό συνοδός τοΰ Παύλου Τιμόθεος πού σκοτώνεται στά διονυσιακά 'Καταγώγια' τής 'Εφέσου. "Από τά άλλα παραδείγματα ξεχωρίζει, μέ τά διονυσιακά θαύματα πού τή συνοδεύουνε, ή άθληση τής άγιας μάρτυρος ΤρνφαΙνης, θυγατέρας συγκλητικού καί χριστιανής άπό τήν Κύζικο, κέντρο λατρείας τοΰ Ταυρόμορφου Διονύσου. Κατά τό μαρτυρολόγιο, δημοτελονς έορτής άγομένης τω Διονύσω, μπήκε στή μέση, διεχλεύαζε τά Ιερά, κι όρμήνευε τά πλήθη νά τ'άποφεύγουν. 'Ακολουθούν τά κλασσικά μαρτύρια, πού δέν μπορούν ώστόσο νά τή θανατώσουνε, ώσπου ένα ταύρος τήν καρφώνει μέ τά κέρατά του. Μέσα άπό τήν πηγή πού άναδόθηκε στόν τόπο τοϋ μαρτυρίου της άναθυμάται κανείς τό νερό πού ξεπηδά άπό τό χτύπημα τοΰ θύρσου τών Μαινάδων στή γή, καί μέσα άπό τό γάλα πού καταπιάνουν γυναίκες καί ζωντανά πού πιοϋν άπό τήν πηγή τής θανατωμένης άπό τόν Ταΰρο-Διόνυσο Χριστιανής, βλέπεις τό γάλα π'άναδίνουν οί θύρσοι άπό τή γή κι όχι λιγότερο τίς νιόγεννες μαινάδες πού βυζαίνουν άγριμόπουλα στούς κόρφους. Τά μαρτύρια δμως είναι πάντα σημάδια μιάς θανατικής άγωνίας. Ή άγωνία τούτη τής άρχαΐας θρησκείας σκηνογραφείται άπό τά Ιερά πού παρατιούνται καί ρεύουνε ή πού γυρίζουν σ* Ιερά τοϋ νέου θεοΰ - ή πού γκρεμίζουνται άπό τούς φανατισμένους. Τήν εικόνα τής έρήμωσης καί τοΰ παρατημοΰ τών Διονυσιακών Ιερών τήν ξετυλίγει ή 'Αίθουσα τών Μυστών' τής Μήλου. Τό δάπεδο μέ τό λαμπρό μωσαϊκό του φτιάνεται στίς άρχές τοϋ 3ου αίώνα. Στό πέρασμα τοϋ 4ου, ό τόπος τής συνάντησης τών διονυσιακών μυστών, άμελιέται πρώτα, άπαρατιέται ύστερα, τέλος γυμνώνεται άπό τά μαρμαρικά του. Τό βγάλσιμο τών πλακών ένός στυλοβάτη κάνει νά πέσει άπό μόνο του τό άγαλμα τοΰ Ιεροφάντη. "Υστερα πέφτει ή γύψινη όροφή κι άπό πάνω φτιάνεται ένα γήπεδο γιά καλλιέργεια πού φύλαξε, καταχωμένο, Ισαμε τίς μέρες μας καί τ'άγαλμα καί τ'όμορφότερο κομμάτι τοϋ δαπέδου. ΧαμαΙ πέσε δαίδαλος αύλά... Κάποιες σκηνές άπό τις άλλες τύχες τών διονυσιακών Ιερών είκονίζουν οί άγώνες τοϋ φανατικοϋ στήν Αίγυπτο έπισκόπου Θεοφίλου. Είχε γυρέψει άπό τό Θεοδόσιο ένα ναό τοΰ Διονύσου νά τόν γυρίσει σέ ναό τής χριστιανικής λατρείας. Γκρεμίζοντας τά άγάλματα καί ξεσκεπάζοντας τά άδυτα τοϋ ναού, xal φαλλούς

248 xal ει τι, έν τοις άδυτο ις χεχρνμμένον, κατ αγέλαστο* ήν ή έφαίνετο, τό'βγαζε γιά νά τό πομπεύει τό πλήθος. 'Αγριεμένοι οί 'Εθνικοί κυριεύουνε τό Σεράπειο, άπ'δπου πιάναν μ'έπιδρομές Χριστιανούς, άλλους τούς θυσιάζανε κι άλλους τούς παλουκώνανε ή δπως άλλιώς τούς σκοτώναν. "Ενας φιλόσοφος άνάμεσά τους 'Ολύμπιος τούς φανάτιζε νά μή λογαριάζουν τό θάνατο διαφεντεύοντας τούς θεούς τών πατέρων τους καί τούς παρηγορούσε γιά τούς χαλασμούς τών είδώλων. 'Ομοιώματα άπό ύλη φθαρτή, τούς έλεγε, μπορεί νά χαλαστούν, μά οί δυνάμεις πού τά κατοικήσανε ξαναγυρίζουνε στά ούράνια. "Ομως μιά νύχτα ό 'Ολύμπιος άκουσε νά ψέλνεται μέσα στό ναό τό 'Αλληλούια καί, καθώς οι πύλες είταν κλειστές καί κανέναν δέν έβλεπε, κατάλαβε τό μήνυμα, παράτησε κρυφά τούς συντρόφους του καί ξέφυγε στήν 'Ιταλία. Οί 'Εθνικοί λιγοψυχούν, οί Χριστιανοί κυριεύουν τό Σεράπειο κι άρχίζουν τήν καταστροφή του (391 μχρ.). Στούς Ιδιους καιρούς θά καταστρέφεται καί τό διονυσιακό ίερό στή Μυρρινούσα τής Πάτμου, μά ό θρύλος άναγυρίζει τήν καταστροφή στόν "Ιωάννη. Οί δώδεχα μιαροί Ιερείς τού Διονύσου χτυπούνε καί δένουνε τόν άπόστολο καί μπαίνουν στό ίέρό γιά τά όργια τής γιορτής τους: Τότε, στενάξας ό 'Ιωάννης εϊπεν "Κύριε Ίησοϋ Χριστέ, χαταπέσοι τό Ιερόν τον Διονύσου"' και ευθέως κατέπεσεν καί έθανάτωσε τούς δώδεκα Ιερείς. Μά ένώ οί φανατικοί, θύματα ή θύτες ή καί τά δυό, λύνουν τό πρόβλημα μέ τό σπαθί, τή φωτιά ή τό σφυρί, οί άλλοι, οί Διπλόπιστοι, δέ μπορούν νά τό λύσουν μέ τίποτα, γιατί τό πρόβλημα είναι οί ίδιοι. Έχουμε έντυπωσιακά παραδείγματα Χριστιανών πού ποτέ δέν ξεκόψαν όλότελα άπό τις δχθες τής άρχαίας θρησκείας* έκείνο δμως πού παρασαστίζει είναι τοΰ Νόννου. Ό ποιητής τής άπέραντης έποποιίας τών 'Διονυσιακών', παραφράζει σέ δακτυλικούς έξαμέτρους τό εύαγγέλιο 'κατά Ίωάννην'. Ή παράφραση είναι έργο εύλαβικοΰ χριστιανού* τά 'Διονυσιακά' του έργο Έθνικοΰ βαθύτατα ποτισμένου άπό τούς χυμούς τής άρχαίας θρησκείας. Ένώ, έτσι, τό εύαγγέλιο μέ πολλή άποστέγνωση μπαίνει στούς άρχαΐκούς έξαμέτρους του, ή διονυσιακή θρησκεία δίνει στήν έποποιΐα του κομμάτια άξια τής άρχαίας ποίησης πού τό 'λάλον' ύδωρ της έχει, άπό αιώνες, στερέψει. Τόν άγώνα του νά φέρει μέ τούς έξαμέτρους του τόν Ίησοΰ στόν κόσμο τών άρχαίων θεών, τόν κρίνει ό Ιδιος ό Μουσαγέτης Διόνυσος, πού ξέρει πώς πολλοί Χριστιανοί λατρεύουν άκόμη τή μεγαλόδωρή του θείκότητα καί πώς, στό ζυγάρισμά τους άνάμεσα στήν παλιά καί στή νέα θρησκεία, τό μαρτύριό τους δέν είναι λίγο. "Αναθυμάται κανείς τούς διπλόπιστους τοΰ Μεσαίωνα πού, χωρίς νά παύουν νά'ναι Χριστιανοί, ξαναγυρίζανε στ'άπομεινάρια τών άρχαίων θρησκειών, τά χωνεμένα πιά στή Σατανολατρεία

249 107 ΟΙ τελευταίοι κώμοι. Ενώ πιστοί τών άρχαίων θεών άναγνωρίζουν στά χαραχτηριστικό τού Χριστού τά χαραχτηριστικό τού Διονύσου καί προσκυνούνε τόν Διόνυσο-Χριστό" ένώ διπλόπιστοι άγωνιούν άνάμεσα στούς δυό θεούς ένώ πιστοί τής νέας θρησκείας θυσιάζουνται στούς άρχαίους καί πιστοί τής άρχαίας στούς νέους βωμούς: άλλα πλήθη ξεμένουν άνυποψίαστα στίς παλιές τους λατρείες. Στά χρόνια τού Κώσταντα καί Κωνσταντίου ό Φίρμικος, φανατικός άντίμαχος τών άρχαίων θεών, περιγράφει ζωντανά άκόμη τά ώμοφαγικά όργια τού Ζαγρέα στήν Κρήτη (= 5) Τόν καιρό τού Ούάλη καί τούούαλεντινιανούτά πλήθη ξαναρίχνουνται στίς άρχαΐες λατρείες:καί γάρ τάς έλληνιχάς τελετάς έπετέλουν ol τή πλάνη δεδουλωμένοι, xal τά Διάσια xal τά Διονύσια και τά τής Δήμητρος δργια, ούχ έν παραβύστψ ώς έν εύσεβεϊ βασιλείς., άλλά διά μέσον τής άγοράς βαχχεύοντες ίτρεχον. Μέσα άπό τά χαλάσματα τού Διονυσιακού Ιερού τής Πάτμου, άνασταίνεται ή διονυσιακή γιορτή πού κατασκεπάσαν: Έν τούτω τω μιαρώ Ιερώ είσήρχοντο πλήθη πολλά χαι άνεχομίζοντο olvov πολύν xal πολντέλειαν βρωμάτων. Και έν έπισήμω ήμέρφ είσήρχοντο έν τώ μιαρώ Ιερώ έκείνω σύν γυναιξίν, παρεχτός παιδιών, xal ίτρωγον χαι έπινον. Μετά ούν τό φαγεϊν αύτούς και πιείν έχλειον τάς θύρας χαι άτάχτως ώσπερ Ιπποι θηλυμανεϊς έπήρχοντο ταΐς γνναιξίν διά άτάχτον πολυμιξίας. Άπό έπιστολή τού Αύγουστίνου ξεπηδούν βακχικά δργια πού άναστατώνουν τή Μάδουρο τής Νουμιδίας. Σημαντικοί πολίτες άνακατεύουνται σ'αύτά bacchantes et furentes. Στά 'Ξομολογήματα' τού ίδιου ή άριστοκρατία τής Ρώμης διαδηλώνει τήν άφοσίωσή της στίς άρχαϊες λατρείες. "Οτι άνάμεσά τους είναι κ'οί βακχικές, τό μαρτυρά δ συγγραφέας τών 'Ζητημάτων τής Παλαιάς καί Νέας Διαθήκης', τών χρόνων τού πάπα Δαμασίου, πού ξέρει ζωντανά τά διονυσιακά δργια, τά inhonesta et plena Jurons. Στή φόρα τους τά βακχικά περνούνε, μαζί μέ τά πλήθη τών νέων πιστών, στίς Αίρέσεις. Οί Τασκοδρουγίται τής μικρασιατικής Γαλατίας τρωγοπίνουνε μέσα στίς έκκλησιές καί τριγυρίζουν τό γιομάτο τους άσκί μέ χορούς όργιαστικούς, "ξεφρενιάζοντας καί βακχεύοντας" λέει ό Φιλάστριος, "ώσάν τούς έθνικούς πιστούς τού Διονύσου". Ό Τερτυλλιανός κατηγορά τούς Ούαλεντινιανούς πώς, άνάμεσα στ' άλλα μυστηριακά στοιχεία πού κρατούν, ίερουργούν καί τήν "Αποκάλυψη τού Φαλλού", σταθερό στοιχείο τών Όρφικοδιονυσιακών Μυστηρίων. Άκόμη καί τελειώνοντας ό έβδομος αιώνας τού Χριστιανισμού, ή "Εκτη Οίκουμενική Σύνοδος θά άπαγορέψει στούς Χριστιανούς νά μεταχειρίζουνται διονυσιακά προσωπεία (άλλα μήτε προσωπεία χωμιχά ή σατνριχά ή τραγικά

250 ύποδύεσθαι), νά άνακράζουν, δταν πατούν τά σταφύλια, τό δνομα τού Διονύσου (μήτε τό τον βδελυχτοϋ Διονύσου δνομα τήν σταφυλήν άποθλίβοντας έπιβοάν) καί νά κρατούνε στοιχεία τού διονυσιακού ίεροτυπικού σά χύνουνε τό κρασί στά πιθάρια (μηδέ τόν olvov έν τοις πίβοις έπιχέοντας, τά τής διαμονιώδονς πλάνης ένεργουντας γέλωτα έπικινειν). 01 λαϊκές ρίζες τής Διονυσιακής Θρησκείας είναι άρκετά βαθειές γιά νά πρασινίζουν άκόμη στό κατάξερο δέντρο της κάποια του φύλλα. 108 Άπολείπειν θεός Άντώνιον Οί ίδιοι ώστόσο οί θεοί τών Εθνικών βεβαιώνουν τούς τελευταίους πιστούς τους τήν άλήθεια τής έπαγγελίας τής Νέας Θρησκείας. Εκεί πού γκρεμιζόνταν ή άκρόπολη τού Παγανισμού, τό μέγα Σεράπειον τής Αλεξάνδρειας, ήρθανε πέτρες στό φώς μέ χαραγμένο πάνω τους τόν αίγυπτιακό σταυρό, τό σύμβολο τής Ζωής, κ'οί γνώστες τής Ιερογλυφικής ξηγούσανε στά πλήθη πώς μηνά ζωήν έπερχομένην. Πώς καλλίτερα ν' άποχαιρετούσαν τούς πιστούς τους οί νικημένοι θεοί, πού δέ μπορούσαν νά κρύψουνε πιά τά σημάδια τού δικού τους θανάτου; "Οταν άποκεφαλίστηκε άπό τούς Χριστιανούς, λέει ένας θρύλος, τό ξύλινο άγαλμα τού θεού τού ναού, δέν άκολούθησε, δπως πιστευόνταν νά γίνει, σεισμός πού θά κατάστρεφε τή γής, παρά ποτάμια μόνο ποντικοί ξεχύνουνταν μέσ* άπό τόν κομμένο λαιμό του. Τά δείγματα τού θανάτου πληθαίνουνε κι δλο καί πιό λιγοστοί πιστεύουν στούς άρχαίους θεούς πού, φρενιασμένα άπό τό μήνυμα μιάς Νέας Ζωής, τούς κομματιάζουν καί τούς πομπεύουν τά πλήθη. Όσο περισσότερο δμως πιστεύουν κι αύτοί στούς πεθαμένους θεούς, τόσο λιγότερο πιστεύουν στή ζωή καί, άποχαμένοι μέσα στόν καταράχτη μιάς άκατανόητης άλλαγής, άναρωτιούνται μή πέθαναν κι όνειρεύουνται μόνο πώς ζούν ή μήπως πέθανε ή ζωή καί ζούν έκείνοι: Μοα μή θανόντες τω δοκεΐν ζώμεν μόνον, I δνειρον είχάζοντες είναι τόν βίον, ή ζώμεν ήμεϊς τον βίου τεθνηχότος; Οί φαλλοφόροι πού μπαίνουν στίς χριστιανικές εκκλησίες, οί διονυσιακοί κώμοι τής "Αφρικής, τά πολυθόρυβα μέσα στά δάση δργια τής κρητικής ώμοφαγίας, άπό καιρό πιά μοιάζουν μέ τόν άόρατο θίασο πού, άκούγοντάς τον μιά νύχτα οί "Αλεξανδρινοί νά περνά μετευασμών χαι πηδήσεων σατυρικών, νιώσαν πώς εΐταν ό θίασος τού θεού πού παρατούσε τό λάτρη του τό νικημένο καί μελλοθάνατο λάτρη

251

252 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

253

254 ALFÖLDI Α., 'Chars funéraires bacchiques dans les provinces occidentales de l'empire Romain': L'Antiquité Classique 8 (1939) 347 κέ. ALLEN, T. W., Halliday, W. R., and Sikes, E.E., The Homeric Hymns. Oxford Ί936. ALTMANN W., Römische Graballäre der Kaiserzeit. Berlin ALY, W., 'Ursprung und Entwicklung der kretischen Zeusreligion': Philologus 71 (1912) 455 κέ. 'Satyrspiel' : Real - Eruyclop. d. class. Altertumswissenschaft IIA (1921) 235 κέ. ANRICH G., Das antike Mysterienwesen in seinem Einfluss auf das Christendum. Göttingen ASHTON H., The Basuto. Oxford ASTOUR, M. C., 'Un texte d'ugarit récemment découvert et ses rapports avec l'origine des cultes bacchiques grecs': Revue de l'histoire des Religions 164 (1963) 1 κέ. BACHOFEN, J. J., Das Mutterrecht. (Eine Untersuchung über die Gjmaikokratie der alten Welt nach ihrer religiösen und rechtlichen Natur.) Basel a l948. BACK MAN, L. E., Religious Dances (in the Christian Church and in Popular Medicine.) (Engl, transi. Ε. classen.) London Baeoe W., De Macedonorum Sacris: "Dissertationes Philologicae Haienses": XXII (1913) 1,77 κέ. BATHER, A. G., 'The Problem of the Bacchae' : Journal of Hellenic Studies 14 (1894) 244 κέ. BELKNAP, G. Ν., 'The Social Value of Dionysiac Ritual': El. M. Smertenko and G. N. Belknap, Studies in Greek Religion, "University of Oregon Publications" V, 1 (1935) 44 κέ. BENEDICT R., Patterns of Culture. Boston/New York Bethe E., Prolegomena zur Geschichte des Theaters im Altertum (Leipzig 1896) 27 κέ. 'Die Ichneutai des Sophokles' : Berichte über die Verhandlungen der sächsischen Gesellschaft der Wissenschaften (philol.- hist, klasse) 71 (1919) No. 1. BERNHART M., Dionysus und seine Familie auf griechischen Münzen. (Numismatischer Beitrag zur Ikonographie des Dionysos): Jahrbuch fur Numismatik und Geldgeschichte (hrg. v.d. Bayerischen Numismatischen Gesellschaft) 1 (1949): München. BIEBER M., 'Die Herkunft des tragisches Kostüms': Jahrbuch des deutschen Archäologischen Instituts 32 (1917) 15 κέ. 'Der Mysteriensaal der Villa Item': άν. 43 (1928) 209 κέ. 'Eros and Dionysos on Kertsh Vase': Hesperia, Suppl. Vol. VIII (1949) 31 κέ. BLEEKER, C. J., Initiation. (Contributions to the Theme of the Study - Conference of the

255 International Association for the History of Religions held at Strasburg, Sept. 17 th to 22nd 1964), edided by (Supplements to Numen: X). Leiden Religionswis- BLUMENTHAL, A. VON, 'Das Alter des Anthesteriènrufes' : Archio für senschaft 33 (1936) 175 κ«. BÖHME R., Orpheus. <Das Alter des Kitharoden.) Berlin 'Unsterbliche Grillen': Jahrbuch des deutschen Archäologischen Instituts 69 (1954) 49 κέ. BOETTICHER C., Der Baumkultus der Hellenen. Berlin Das Grab des Dionysos an der Marmorbasis zu Dresden. ("Winckelmannsprogramm" XVIII.) Berlin Annuaire de l'institut de Philo- BONFANTE G., "Sabadios - Svoboda, Le Libérateur": logie et d'histoire Orientales et Slaves 7 (1944) 41 κέ. BONNER C., 'A Dionysiac Miracle at Corinth': American Journal of Archaeology 33 (1929) 368 κέ. BOSANQUET, R. C., 'Excavations of the British School at Melos* : Journal of Hellenic Studies 18 (1898) 60 κέ. BOULANOER Α., βλ. Gernet L. BOURGUET Ε., 'θυΐαι - θύστιον* : Melanges Perrot (Paris 1903) 25 κέ. BOUSQUET J., βλ. Daux G. Bo YANC É P., Le Culte des Muses chez les philosophes Grus. (Études d'histoire et de Psychologie Religieuses.) Paris 'Le disque de Brindisi et l'apothéose de Sémélé' : Revue des Études Anciennes 44 (1942) 191 κ. 'Dionysos et Sémélé' : Rendieonti delta Pontificia Academia di Archeologia 38 (1965/6) 79 κέ. BRANDENSTEIN W., ' "Ιαμβος, θρίαμβο;. Διθύραμβος': 1936, 34 κέ. Indogermanische Furschungen BRANDON. S. G. F.. 'Divine K.ings and Dyiniç Gods': Hibert Journal 53 (1954) 327 κέ. BRILM, O. E., Les Sociétés Secrètes de Mystères (Traduit du Suédois par Paris E. Guerre.) BRENDEL, Ο. J., 'Der grosse Fries in der Villa dei Mislcri': Jahrbuch des deutscheιι Archäologischen Instituts 81 (1966) 206 κέ. BRIFAULT R., The Mothers. <Study of the origins of Sentiments and Institutions.) New York Τόμ BROMMER FR., 'Die Rückführung des Hcphaistos': Jahrbuch des deutschen Archäologischen Instituts 52 (1937) 198 κέ. Satyroi. Würzburg Satyrspiel. <Bilder griechischer Vasen.) Berlin >1959. BRÜHL Α., Liber Pater. (Origine et expansion du culte dionysiaque à Rome et dans le monde Romain.> Paris BRUNEL R., Essai sur la Confrérie religieuse des Aissâoûa au Maroc. Paris BUSCHOR E., 'Ein choregisches Denkmal' : Mitteilungen des deutschen Archäologischen Instituts: Athenische Abteilung 53 (1928) 96 κέ

256 'Feldmäuse': Sitzungsberichte der bayerischen Akademie der Wissenschaften (Philos.- hist. Klasse) ΗΩ. 1. 'Satyrtänze und frühes Drama': άν. 1943, Hit. 5. CAMPBELL J., The Mysteries. (Papers from the Eranoe Yearbooks [= Eranos Jahrbücher]: Bollingen Series XXX 2) edited by. New York CANTARELLA R., Ί1 Dioniso di Pilo e i precedent! del drama greco': Dioniso 22 (1959) 52 κέ. CARCOPINO J., La Basilique Pythagoricienne de la Porte Majeure. Paris Aspects mystiques de la Rome païenne. Paris CAVVAOIAS P., Fouilles de Lycosoura. Athènes (N.S.) CERFAUX L. et TONDRIAU J., Le Culte des Souveraines dans la Civilisation Crico - Romain. (Un concurrent du Christianisme.> Tournai (Belg.) COCHE DE LA FERTÉ. E., 'Les Ménades et le contenu réel des représentations de seines bacchiques autour de l'idole de Dionysos': Revue Archéologique 38 II (1951) 12 κέ. COMPARETTI D., Le Nozze di Bacco ed Ariana. Firenze COOK, A. B., eus. (A Study in Ancient Religion.> Cambridge Cambridge Τόμ 'Animal Worship in the Mycenean Age': Journal of Hellenic Studies 14 (1894) 81 κέ. 'Zeus, Jupiter and the Oak': Classical Review 17 (1903) 174 κέ. COOKE, P. Β. M., 'The Painting of the Villa Item at Pompei': Journal of Roman Studies 3 (1913) 157 κέ. CORNFORD, F. M., 'The Origin of the Olympic Games': στή Harrison, Themis 212 κέ. The Origin of Attic Comedy. London 'The ΆπαρχαΙ and the Eleusinian Mysteries: στόν Quiggin, 153 κέ. Cow, A. S. F., 'Ίυγξ, 'Ρόμβος, Rhombus, Turbo': Journal of Hellenic Studies 54 (1934) 1 κέ. CRUSIUS O., 'Der homerische Dionysoshymnus und die Legende von der Verwandlung der Tyrsener': Philologus 48 (1889) 193 κέ., 'Ein vergessenes Fragment der Rinthon': Rheinisches Museum für Philologie 45 (1890) 265 κέ. - 'Dithyramb«': Real - Eruyclop. d. class. Altertumswissenschaft V (1903) CUMONT FR., 'Les Mystères de Sabazius et le Judaïsme': Comptes - Rendues de Γ Academic des Inscriptions et des Belles - Lettres 1906, 63 κέ. Les Religions Orientales dans le Paganisme Romain. Paris 'La Grande Inscription Bacchique du Metropolitan Museum (II) : Commentaire religieux de l'inscription': American Journal of Archaeology 37 (1933) 232 κέ. πρβ. Vogliano. Recherches sur le Symbolisme Funéraire des Romains. Paris La Stile du Danseur d'antibes et son decor vegetal. (Étude sur le symbolisme funéraire des plantes.) Paris Lux Perpetua. Paris CURTIUS, A. W., Das Stiersymbol des Dionysos. Köln 'Die Geburt des Erichthonios': Archäologische Zeitung 30 (1873) 51 κέ

257 Pentheus. ('Wmckelmannsprogramm' CXXXVIII). Berlin/Leipzig DAUX G. et BOUSQUET J., 'Agamemnon, Telèphei, Dionysos Sphalefttas et les Attalides': Revue Archéologique 19 (1942/3) 113 κέ. 20 (1942/3) 19 κέ. DAVIS, G. M. Ν., The Asiatic Dionysos. London DAWKINS, R. M., The Sanctuary of Artmis Orthia at Sparta. London DEUBNER L., Attische Feste. Berlin DIETERICH Α., 'Ueber eine Scene der aristophanischen Wolken' : Rheinisches Museum für Philologie 48 (1893) 275 κέ. 'Die Entshehung der Tragödie': Archiv für Religionswissenschaft 11 (1908) 163 κέ. Eine Mithrasliturgie. Leipzig/Berlin '1910. DIETRICH, B. C., 'Dionysos Liknites': The Classical Quarterly (N.S.) 8 (1958) 244 έκ. DILTHEY Κ., 'Tod des Pentheus (Galenische Trinkschale)': Archäologische Zeitung 31 (1874) 78 κέ. DODDS, E. R., 'Maenadism in the Bacchae': Harward Theological Review 53 (1940) 155 κέ. Euripides: Bacchae. {Introduction and Commentary by ). Oxford The Greeks and the Irrational. Berkeley/Los Angeles DOERPFELD W., 'Die Ausgrabungen am Westabhange der Akropolis II : Das Lenaion oder Dionysion in dem Limnae': Mitteilungen des deutschen Archäologische Instituts: Athenische Abteilung 20 (1895) 161 κέ. DREICHORABER K., 'Die Kadmos - Teiresiassrene in Euripides' Bakchen': Hermes 70 (1935) 322 κέ. EISLER R., Weltenmanul und Himmelszeit. München Τόμ Orphisch - dionysische Mysteriengedanken in der christlichen Antike ("Vorträge der Bibliothek Warburg" 1922/3: II Teil). Leipzig/Berlin 'Nachleben dionysischer Mysterienriten?': Archiv für Religionswissenschaft 27 (1928) 172 κέ. Σχετικά μέ τό βιβλίο τοο Brunei (άν.). ELDERKIN, G. W., Kantharos. {Studies in Dionysiac and Kindred Cults.) Princeton 'The Marriage of Zeus and Hera and its Symbol' : American Journal oj Archaeology 41 (1937) 424 κέ. Archaeological Papers V (Springfield 1943) No 1 : 'The Lenaion, Limnaion and Boukoleion in Athens'. Archaeological Papers V (Springfield 1943) No 2: 'The Significance of the frescoes in the Triclinium of the Villa Hem'. Archaeological Papers VII (Springfield 1946) No. 1: 'Griffin, Thyrsos and Akanthos as mystic symbols'. Archaeological Papers VIII (Springfield 1946) No. 2, 26 κέ.: 'The Pigna of the Vatican*. Archaeological Papers IX (Springfield 1941) 1: 'Alexander the Great as a son of Zeus'. Archaeological Papers IX (Springfield 1947) No. 3, 15: 'A Geometric Urn from Fortezza in Crete*

258 EUA Ο., 'LO Stibadio Dionysiaco in pitture Pompejane': Mitteilungen des deutschen Archäologischen Instituts: Athenische Abteilung 69 (1962) 118 κέ. EVANS, A. J., 'The Mycenaean Tree and Pillar Cult (and its Mediterranean relations)': Journal of Hellenic Studies 21 (1901) 99 κέ. FARNELL, L. R., The Cults of the Greek States. Oxford Τόμ Ή πραγματεία γιά τή Διονυσιακή θρησκεία στόν τ. 5, 85 κέ. FAUTH W., 'Zagreus': Real - Encyclop. für class. Altertumswissenschaft IX A (1967) 2221 κέ. FESTUOIÈRE, A. J., 'Les Mystères de Dionysos': Revue Biblique 44 (1935) 192 κέ. 366 κέ. "Ωμοφάγιον έμβάλλειν' : Classica et Mediaevalia 17 (1956) 31 κέ. FONTENROSE J., Python. (A study of Delphic myth and its origins.) Berkeley FOUCART P., Le Culte de Dionysos en Attique. Paris FRANK J., 'The Bacchanalian - cult of 186 B.C.': The Classical Quarterly 21 (1927) 128 κέ. FRAENKEL CH(ARLOTTE), Satyr- und Bakchennamen auf Vasenbildern. Halle FRAENKEL ED., 'Senatus consultum de Bacchanalibus': Hermes 67 (1932) 369 κέ. FRAZER, J. G., Totemism and Exogamy. (A Treatise on Certain Early Forms of Superstition and Society.) London Τόμ The Golden Boughι»: V: Spirits of the Com and of the Wild (London 1912) 1, Pausanias's Description of Greece. London Ί913. Τόμ FREMESDORF F., Das römische Haus mit Dionysos - Mosaik von dem Süd portal des Kölmer Doms. Berlin FRICKENHAUS Α., Lenäenvasen ("Winckelmannsprogramm" LXXII). Berlin 'Der Schiffkarren des Dionysos in Athen': Jahrbuch des deutschen Archäologischen Instituts 27 (1912) 61 κέ. 'Zum Ursprung von Satyrspiel und Tragödie': άν. 32 (1917) 1 κέ. FRIEDRICH J., Kleinasiatische Sprachdenkmäler. Berlin FURTWAENGLER Α., Antiken Gemmen. Leipzig/Berlin Τόμ FURUMARK Α., 'Was there a sacral kingship in Minoan Crete?': Regalità Sacra (κατ.) 369 κέ. GASTER, TH. H., Τ h e s pi s. (Myth, Ritual and Drama in Ancient Near East*.) New York ('Anchor Books') GELZER M., 'Die Unterdrückung der Bacchanalien bei Livius': Hermes 71 (1936) 275 κέ. GERNET L., 'Dionysus et la Réligion Dionysiaque. (Éléments hérités et traits originaux)': Revue des Études Grecques 76 (1953) 377 κέ. et BOULANGER Α., Le Genie Grec dans la Religion. Paris GOLDMAN H., 'The origin of the greek Herrn': American Journal of Archaeology 46 (1942) 58 κέ. GRAEF B., De Bacchi expeditione Indica monumentis expressa. Berolini 'Bruchstücke einer Schale von der Akropolis' : Jahrbuch des deutschen Archäologischen Instituts 6 (1891) 43 κέ. GRAILLOT H., Le Culte de Cybile, Mire des Dieux, (à Rome et dans l'émpire Romain). Paris

259 GREOOIRE H., 'Bacchos le Taureau et les origines de son culte': Mélanges Picard I (Paris 1949) 401 κέ. GRUPPE Ο., Griechische Mythologie und Religionsgeschickte. München Τόμ GUTHRIE. W. K. C., Orpheus and Greek Religion. (A study of the Orphic Movement.) London 1935.»1952. The Greeks and their Gods. London 'Early Greek Religion in the Light of the Dcciphermrnt of Linear B* : Bulletin of the Institute of Classical Studies of the University of London. No. 6. London HACKIN J., Nouvelles Recherches Archiohgiques à Begram ("Mémoires de la Delegation Archéologique Française en Afganistan" XIII). Paris HALLIDAY, W. R., The Greek Questions of Plutarch (with a new translation and a commentary). Oxford Βλ. καί Allen, T. W. (άν.). HARRISON, J. Ε., Prolegomena to the Study of Greek Religion. Cambridge Themis. (A Study of the social origin of Greek Religion) 2. Cambridge Epilegomena to the Study of Greek Religion. Cambridge 'Mystica Vannus Iacchi': Journal of Hellenic Studies 23 (1903) 292 κέ. 'Sophocles' Ichneutai and the όρώμενον of Kyllene and the Satyrs' : στόν Quiggin (κατ.) 136 κέ. 'Note on the Mystica Vannus Iacchi' : Annual of the British School at Athens 10 (1914/6) 144 κέ. HARTMAN Α., 'Silenos und Satyros': Real Eruyclop. d. class. Altertumswissenschaft IIA (1927) 35 κέ. HARTWIG P., 'Der Tod des Pentheus' : Jahrbuch des deutschen Archäologischen Instituts 7 (1892) 153 κέ. HAUSSOULIER B., 'Bacchantes Milesiennes': Revue des Études Grecques 32 (1919) 256 κέ. HEICHELHEIM F., 'Tierdämonen' : Real - Eruyclop. d. class. Altertumswissenschaft VIA (1936) 862 κέ. HEIGL B., Antike Mysteriensreligionen und Urchistentum. Münster HEMBERG B., 'Die idaischen Dactylen': Eranos 50 (1952) 41 κέ. Hentze C., Mythes et Symboles Lunaires. (Chine ancienne, Civilisations anciennes de l'asie, Peuples limitrophes du Pacifique.) Anvers HEPDINO H., Attis, seine Mythen und seine Kult ("Religionsgeschichtliche und Vorarbeiten" I). Glessen Versuche HERBIO R., Neue Beobachtungen am Fries der Mysterien - Villa in Pompeji. Baden Baden HERKENRATH E., 'Mykenische Kultszenen': American Journal of Archaeology 41 (1937) 411 κέ. HERMANN, Η. V., 'Zur ältesten Geschichte von Olympia': Mitteilungen des deutschen Archäologischen Instituts: Athenische Abteilung 77 (1962) 3 κέ. HERTER H., 'Phallen': Real - Eruyclop. der class. Altertumswissenschaft XIX (1938) 1670 κέ. 'Phallodia': αύτ κέ. 'Phallophorie': αύτ κέ. 'Phallos': αύτ κέ. HEYDEMAN Η., Dionysos' Geburt und Pflege ("Winckelmannsprogramms" X) Halle

260 HILLER VON GAERTRINGEN, F., De Graecorum fabulis at Thraces pertinentibus quaestiones criticae. Berlin HOCART, Α. M., Kingship. Oxford HOLLAND, L. B., 'The mantic mechanism at Delphi': American Journal of Archaeology 37 (1933) 201 κέ. HOLLEY, Ν. M., 'The Floating Chest': Journal of Hellenic Studies 69 (1949) 39 κέ.. Hooke, S. H., Myth and Ritual. <Essays on the Myth and Ritual of the Hebrews in relation to the Culture Pattern of the Ancient East), edited by. Oxford The Labyrinth. {Further Studies in the Relation between Myth and Ritual in the Ancient World), edited by. London The Origins of Early Semitic Ritual ("The Schweich Lectures of the British Academy" 1935). London Myth, Ritual, and Kingship. {Essays on the Theory and Practice of Kingship in the Ancient Near East), edited by.oxford HOORN, G. VAN., Choes et Anthesteria. Leiden 'Dionysos et Ariadne': Mnemosyne (Ser. IV) 12 (1959) 193 κέ. HOPFNER TH., Die griechisch - orientalischen Mysterien. Leipzig 'Mysterien (orientalish - hellenistischen)': Real - Encyclop. der class. Altertumswissenschaft XVI (1935) 1315 κέ. HYONS E., Dionysus. (A social histoiy of the wine vine.) London IMMERWAHR Η., 'Choes and Chytroi': Transactions and Proceedings of the American Philological Association 77 (1946) 245 κέ. JAHN Ο., Pentheus und die Maenaden. Kiel JAMES, E. O., Myth and Ritual in the Ancient Near East. London The Cult of the Mother Goddess. London JEANMAIRE H., Dionysos. (Histoire du culte de Bacchos.) Paris Couroi et Couretes. Lillee 'Le Satyre et la Ménade. (Remarques sur quelques textes relatifs aux danses "orgiaques"': Mélanges Picard I (Paris 1949) 463 κέ. JEREMIAS Α., Handbuch der altorientalischen Geisterkultur t. Berlin/Leipzig JONG, Κ. Η. E., DE, Das antike Mysterienwesen in religionsgeschichtlicher, ethnologische und psychologischer Beleuchtung. Leiden KALLERIS, J. N., Les Anciens Macédoniens. {Étude Linguistique et Historique.) Athènes KEIL S., 'Das sogennante Senatusconsultum de Bacchanalibus': Hermes 68 (1933) 306 κέ. 'Inschriften aus Smyrna': Anzeiger der Oesterreich Akademie der Wissenschaften in Wien 90 (1953) 16 κέ. ΚΕΡΑΗΟΠΟΤΛΛΟΣ, Α.Δ., "Η οικία τοο Κάδμου': 'Εφημ. 'Αρχαιολογική KERENYI CH., 'Dionysos le Cretois': Diogenes 197, Hft. 20,3 κέ. Der frühe Dionysos. Oslo/Bergen , 56 κέ.

261 KERN Ο., 'Dionysos Perikionios* : Jahrbuch des deutschen Archäologischen Instituts 11 (1896) 113 ici. 'Dionysos': Real - Eruyclop. der class. Altertumswissenschaft V (1903) 1910 κέ. 'Des Demeterheiligtum am Pergamos und die Orphischen Hymnen' : Hermes 46 (1911) 431 k«. Orpheus. (Eine religionsgeschichtliche Untersuchung.) Berlin Orphicorum Fragmenta. Berolini 'Ein vergessenes Dionysosfest in Jerusalem' : Archiv für Religionswissenschaft 22 (1923/4) 198 κέ. Die Religion der Griechen. Berlin Τόμ Die griechischen Mysterien den Klassischen Berlin 'Mysterien': Real - Eruyclop. der class. Altertumswissenschaft XVI (1935) 1212 κέ. KLAFFENBACH G., Symbolae ad historiam collegiorum artificium Bacchicorum, Berolini KUNZ Α., Ίε^ός Γάμος. Halle KÖRTE Α., 'Satyrn und Böcke': στόν Bethe (άν.) 319 κέ. 'Zu den attischen Dionysoefesten': Rheinisches Museum fur Philologie 76 (1916) 575 κέ. KOLLER H., 'Dithyrambos und Tragödie': Glotta 40 (1962) 123 κέ. Κουρουνιώτης Κ., 'Τό έν Λυκοσούρφ Μέγαρον τής Δεσποίνης': 'Εφημ. 1912, 142 κέ. Άρχαιολογιχή KRANZ W., 'Die Urform der attischen Tragödie und Komödie': Neue Jahrbücher für das klassisches Altertums 43 (1919) 145 κέ. Stasimon. {Untersuchungen zu Form und Gehalt der griechische Tragödie). Berlin KRAUSE W., 'Zum Aufbau der Bacchanal - Inschrift': Hermes 71 (1936) 214 κέ. KRETSCHMER P., 'Semele und Dionysos': Aus der Anomia (für C. Robert), 1897), 17 κέ. (Berlin KRISE E. J.- I. D., The Realm of a Rain - Queen. (A Study of the Pattern of Lovedu Society.) Oxford (ΕΙδικά σελ. 119 καί 138.) KROLL W., 'Komödie': Real - Eruyclop. der class. Altertumswissenschaft XI (1921) 1207 κέ. KUHNERT E., 'Satyros und Silenos': στόν Roscher, Lexicon 4 (1909/1015) 444 κέ. KURZ Ο., 'Begram et l'occident Gréco - Romain' : στόν Hackin (άν.) 93 κέ. KYNAST Κ., Apollon und Dionysos, (nordisches und unnordisches innerhalb der Religion der Griechen>. München LAAOER J., Geburt und Kindheit des Gottes in der griechischen Mythologie. Winterthur LABRIOLLE P. DE, La Reaction Païenne. (Étude sur la polémiqué antichrétien du I au VI siècle.> Paris LANORANOE. P. M. J., L'Orphisme. ("Études Bibliques: Introduction à l'étude du Nouveau Testament" IV, Partie I.) Paris La Lune. (Mythes et Rites.) Συλλογικός τόμος ΆνατολιστΦν: Paris (Editions du Seuil)

262 LANOLOTZ Ε., 'Dionysos': Die Antike 8 (1932) 170 κ«. LANZANI C., Religione Dionisiaca. Torino LATTE Κ., " Ασκωλιασμός': Hermes 85 (1957) 385 κέ. LAWLER, L(ILLLAN), B., 'The Maenads. (A contribution, to the study of the Dance in Ancient Greece): Mémoires of the American Academy in Rome 6 (1927) 69 κέ. LAWSON, J. C., Modem Greek Folklore and Ancient Greek Religion. Cambridge LEHMANN Κ., 'Ignorance, and Search in the Villa of the Mysteries': Journal of Roman Studies 52 (1962) 62 κέ. and OLSEN, Ε. C., Dionysiac Sarcophagi in Baltimore. Baltimore LEIPOLDT W., Sterbende und Auferstehende Gitter. Leipzig LeiSEOANO H., 'The Mystery of the Serpent': στόν Campbell (άν.) 194 κέ. Λεκατσά Π.. "Ερως. ('Ερμηνεία μιας Μορφής τής Προϊστορικής καί 'Ορφιχοδιονυσιαχής θρησκείας.) 'Αθήνα LENORMANT FR., 'Dionysos Zagreus': Gazette Archéologique 5 (1879) 18 κέ. LÈNZEN, V.E., The Triumph of Dionysos on textiles of Late Ancient Egypt. Berkeley/ Los Angeles LEONARDI C., Ampelos. {II Simbolo delta Vita newarte pagana e Paleocristiana.) Roma LESSING J. - MAU AUG., Wand und Deckenschmück eines römischen Hauses aus Zeit des Augustus. Berlin LEVY GERTR., The Gate of Horn. (A Study of the religious conceptions of the Stone Age and their influence upon European Thought.) London LOEB E., 'Tribal Initiations and Secret Societies': (University of California : Publications on American Archaeology and Ethnology. 25, 249 κέ.). ('Ανάτυπο). California LOBECK, CHR. Α., Aglaophamus (sire de Theologie mysticae Graecorum libri très). Regimontii Prussorum LOISY Α., Les Mystères Payera et le Mystbe Chretien'. Paris LORENTZ F., 'ThyTsos': Real Encyclop. der class. Altertumswissenschaft VIA (1936) 747 κέ. LÖSCHKE C., 'Korinthische Vase mit der Rückführung des Hephaistos': Mitteilungen des deutschen Archäologischen Instituts: Athenische Abteilung 29 (1894) 511 κέ. LUDERS O., Die Dionysischen Künstler. Berlin Luou G., 'La pianta dell'antica casa della Farnesina': Mélanges d'archéologie ej d'histoire (École française d» Rome) 55 (1938) 5 κέ. MAASS Ε., 'Dionysos Pelagios': Hermes 23 (1888) 70 κέ. 'Theokrits Dionysos aus einer Inschrift erläutert': Hermes 26 (1891) 187 κέ. Orpheus. (Untersuchungen zur griechischen, roemischen, alt christlichen Jenseitsdichtung und Religion. Münich 'Untersuchungen zu Properz und seinen griechischen Vorbildern': Hermes 31 (1896) 375 κέ. MACCHIORO V., Zagreus. (Studi sull'oifismo.) Bari n Εκδ. (Studi intomo airorfismo). Firenze

263 From Orpheus to Paul. <History of Orphism.) New York MAJORI Α., La Villa dei Misten, Roma >1948. MALTEN L., 'Der Stier in Kult und mythischen Bild' : Jahrbuch des deutschen Archäologischen Instituts 43 (1928) 90 κέ. Ololyge und Verwandtes' : Abhandlungen der Preussischen Akademie der Wisenschaften (Philos.-hist. Klasse) 1941, Hit. 1. MANNHARDT W., Wald- und Feld- Kulte*. Berlin 1904/5. Τόμ Mythologischem Forschungen. Strassburg /London MARBACH O., 'Mainades': Real - Encyclop. der class. Altertumswissenschaft XIV (1928) 561 κέ. MARCUDI, H. Gr., 'Basilinna and Basilissa, the alleged title of the «Queen-Archon» in Athens': American Journal of Philology 49 (1928) 176 κέ. MCEWAN, C. W., The Oriental Origin of Hellenistic Kingship. Chicago MATZ F.. Διονυσιακή Τελετή. (Archäologische Untersuchungen zum Dionysoskult in hellenistischer und römischer zeit. ) Abhandl. der Akademie der Wissenschaften und der Literatur (Geistes- und Sozialwissenschaftlichen Klasse) 15 (1963). 'Ανάτυπο. Wiesbaden Die griechische Sarkofage mit bacchischen Darstellungen ("Bericht überden XI Internationalen Kongress für Archäologie". Berlin, August 1939). Berlin MAU AUG., βλ. Lessing J. MÉAUTIS G., 'Les aspects religieux de l'affaire des Bacchanales' : Mélanges Radet = Revue des Études Anciennes 42 (1940) 476 κέ. MELLAART J., Çatal Häyilk. (A Neolithic Town in Anatolia.) London MELLINK, M.J., Hyakinthos. Utrecht METZGER H., 'Dionysos Chthonien d'après les monuments figurés de la période classique': Bulletin de Correspondance Hellenique 68/9 (1944/5) 296 κέ. Les représentations dans la céramique attique du IVe siicle. Paris MOMMSEN Α., Feste der Stadt Athen im Altertum. Leipsig MORET Α., Mystères Égyptiens. Paris MURRAY, Α. Μ., The Witch-Cult in Western Europe. (A Study in Anthropology.) Oxford The God of the Witches: London»1952. MURRAY G., "The Hymn of the Kouretes': Annual of British School at Athens 15 (1908/9) 357 κέ. 'Excursus on the Ritual Forms preserved in Greek Tragedy' : στή Harrison, Themis (άν.) 341 κέ. NESTLE W., 'Die Bacchen des Euripides': Philologus 58 (1899) 362 κέ. NEUSTADT Ε., De Jove cretico (Diss.). Berlin NILSSON, M. P., Studie de Dionysiis atticis. Lundae Griechische Feste von religiöser Bedeutung (mit Ausschluss der Attischen). Leipzig 'Dionysos im Schiff': Archiv fur Religionswissenschaft 11 (1908) 399 κέ. 'Die Anthesterien und die Aiora': Eranos 15/16 (1915/6) 181 κέ

264 'Die Prozessionstypen im griechischen Kult. (Mit einem Anhang über die dionysischen Prozessionen in Athen)': Jahrbuch des deutschen Archäologischen Instituts 31 (1916) 309 κέ. 'En marge de la grande Inscription bacchique du Metropolitan Museum' : Studi e Materiali di Storia dei Religioni = στοο Ιδιου τά Opuscula Selecta 2, 524 κέ. 'Die eleusinischen Gottheiten': Archiv für Religionswissenschaft 32 (1935) 79 κέ. "Early Orphism and kindred Religious Movements': Herward Theological Review 28 (1935) 181 κέ. Geschichte der Griechischen Religion. München Τόμ Minoan - Mycenaean Religion (and its survival in Greek Religion) Lund *1950. 'Dionysos Liknites': Bulletin de la Société des Lettres de Lund 1951/2, No.l = στοο Ιδιου: The Dionysiac Mysteries (κατ.) 21 κέ. 'New Evidence for the Dionysiac Mysteries': Eranos 53 (1955) 28 κέ. The Dionysiac Mysteries of the Hellenistic and Roman Age. Lund 'Dionysische Mysterien in Phrygien': Eranos 60 (1962) 180 κέ. NOCK, A. D., Conversion. (The old and the new in Religion from Alexander the Great to Augustine of Hippo.) Oxford 'Hellenistic Mysteries and Christian Sacrements': Mnemosyne 5 (1952) 177 ice. NOETZEL H., Christus und Dionysos. (Bemerkungen zum religionsgeschichtliche Hintergrund von Johannes 2, 1-11.) Stuttgart OESTERLEY, W. O. E., 'The Cult of Sabazios. <A Study in Religious Syncretism): στόν Hooke, The Labyrinth (άν.) 113 κέ. OHLEMUTZ Ε., Die Külte und Heiligtümer der Göttern in Pergamon. Glessen OLSEN, E. C., βλ. Lehman K. ONIANS, R. B., The Origins of European Thought (about the Βοφ, the Mind, the World Time, and Fate>». Cambridge the Soul, OTTO W., Dionysos. (Mythos und Kultus.) ("Frankfurter Studien zur Religion und Kultur der Antike" IV). Frankfurt am Main PALUS, S. Α., The Babylonian 'Akitu' Festival. Copenhagen PANOFKA H., 'Dionysos und die Thyiaden': Abhandlungen der Preussischen Akademie der Wissenschaften (Philos.- hist. Klasse) 1852, 241 κέ. ΡΑΡΕΝ, F. G., VON, Der Thyrsos in der griechischen und römischen Literatur und Kunst. Berlin PASCAL C., Dioniso. (Saggio sulla religione e la parodia religiosa in Aristofane.) Catane PASTORINO Α., Juli Fir m ici M ate mi, De Errore Profanarum Religiormm (Introduzione e Commente a cura di ). Firenze PERDRIZET P., Cultes et Mythes de Pangée. ("Annales de l'est": 24 année, Fase. 1.). Paris-Nançy 'Le fragment de Satyros sur les dimes d'alexandrie': Revue des Études Anciennes 1910, 217 κέ

265 άν. 1905, 514 κέ. 'Hypothèses sur la première partie du Dionysalexandros de Kratinos' : PERSSON, A. W., The Religion of Greece in Pre-hisloric Times. Berkeley/Los Angeles Pettazzoni R., I Misten. (Saggio di una storia storico - religiosa.) Bologna PETERSEN T., 'Lenäen oder Anthesterien?': Reinisches Museum für Philologie 68 (1913) 239 κέ. PFUHL Ε., De, Atheniensium pombis sacris. Berlin PHILIPPART H., 'Ikonographie des "Bacchantes" d'euripide': Revue Belge de Philologie et d'histoire 9 (1930) 1 κέ. PICARD CH., 'Dionysos Μιτρηφόρος': Mélanges Glotz II (Paris 1932) 708 κέ. 'Dionysos Psilax': Mélanges Navarre (Toulouse 1935). 317 κέ. 'Un type méconnu de lieu - saint dionysiaque: Le Stibadeion': Comptes - Rendues de l'academie des Inscriptions et des Belles - Lettres 1944, 127 κέ. 'Statues et ex-voto du "Stibadeion" dionysiaque de Délos' : Bulletin de Correspondance Hellenique 68/9 (1944/5) 240 κέ. 'La triade Zeus - Hera - Dionysos dans l'orient hellenique d'après les nouveaux fragments d'alcée': άν. 70 (1946) 455 κέ. Les Religions Préhelléniques. Paris 'Dionysos Pais et Attis Enfant': 'Εφημ. 'Αρχαιολογική 1953/4, I 1 κέ. "Un thème alexandrin sur un médaillon de Begram: La cuisson symbolique du Porc': Bulletin de Correspondance Hellenique 79 (1955) 509 κέ. PICKARD - CAMBRIDGE, A. W., Dithyramb, Tragedy and Comedy. Oxford η 6κδ άπό τόν T.B.L. Webster The Dramatic Festivals of Athens. Oxford PIGANIOL Α., 'Les Dionysies d'alexandrie': Revue des Études Anciennes 42 (1940) 285 κέ. PICHELT M., Dionysos in der griechischen Vasenmalerei. Heidelberg POERNER I., 'De Curetibus et Corybantibus': "Dissertationes Philologicae. Haienses XII 2 (1913) 237 κέ. PREISENDANZ K., 'Thyia': Real - Encyclop. der class. Altertumswissenschaft VIA (1936) 680 κέ. "Thyiaden' : αύτ. 684 κέ. PRELLER L. - ROBERT C., Griechische Mythologie I 4 (Berlin 1894) 659 κέ. PRITCHARD, S. Β., Ancient Near Eastern Texts <relating to the Old Testament), edited by Princeton 1950.»1955. PROTT, H. VON, 'Enneakrunos, Lemnaion und Διονύσιον έν ΛΙμναις': Mitteilungen des deutschen Archäologischen Instituts: Athenische Abteilung 23 (1898) 205 κέ. "Dionysos Kathegemon': άν. 27 (1902) 161 κέ. PROTT, S. DE, Fasti Sacri ("Leges Graecorum Sacrae (e titulis collecta/:), Fase. 1). Lipsiae Πρβ. καί Ziehen L. PUHVEL J., "A propos Greek Διθύραμβος': Glotta 34 (1955) 37 κέ. 'Eleuther and Oinoatis (Dionysiac data from Mycenaean Greece): Mycenaean Studies. (Proceedings of the 3d International colloquium for Mycenaean Studies held at 'Wingspread' 4-8 Sept. 1961) edited by E. Bennet. Madisson, University of Wisconsin, 1964, 161 κέ

266 QUANDT G., 'De Baecho ab Alexandri aetate in Asia Minore Culto' "Dissertationes Philologien Haienses" XXI (1913) 107 κέ. Orphei Hymni. Berolini QUIOOIN, E. C., Essays and Studies presented to William Ridgeway (edited by ) : Cambridge RAPP Α., 'Die Mänade im griechischen Kultus, Kunst und Poesie': Rheinisches Museum für Philologie 27 (1872) 1 κέ. 562 κέ. Die Beziehungen des Dionysoskultus zu Thrakien und Kleinasien. Stuttgart 'Mänaden': στόν Roscher, Lexicon II (1890/1897) 2243 κέ. Regalità Sacra, La. (Contributti al Tema dell'viii Congresso Intemazioiuile di Storia delle Religioni (Roma, Aprile 1955)) "Supplements to ffumen". IV. Leiden REINACH Α., 'L'origin du Thyrse': Revue de PHistoire des Religions 66 (1912) 1 κέ. REINACH S., 'Zagreus, le serpent cornu': Revue Archéologique 35 (1899) 210 ke. 'Une ordalie par le poison a Rome': Revue Archéologique 11 (1908) 236 κέ. 'Une allusion à Zagreus dans un problème d'aristote': αύτ. 1919,1 162 κέ. REISCH E., 'Zur Vorgeschichte der attischen Tragödie': Festschrift für Th. Comperz (Wien 1902) 451 κέ. REITZENSTEIN R., Die hellenistischen Mysterienreligionen nach ihren Grundgedanken und Wirkungeni». Leipzig RIBBECK O., Anfange und Entwicklung des Dionysoskultus in Attica. Kiel Rizzo, G. E., 'Dionysos Mystes': Memorie della r. Accademia di Archeologia, Lettere e Belle Arti di Napoli 3 (1914) 39 κέ. Thiasos. <Bassorilieoi Greci disogetto Dionysiaco). Roma ROBERT C., 'Sosipolis in Olympia': Mitteilungen des deutschen Archäologischen Instituts: Athenische Abteilung 18 (1893) 37 κέ. ROBERT L., βλ. Preller L. ROBERTSON SMITH, W., Lectures on the Religion of the SemitesLondon ROHDE E., Psyche. (Le culte de l'ame chez les Grecs et leur croyance à l'immortalité (trad. Franç. par Aug. Reymond.) Paris ROSCHER W. H., Ausführliches Lexikon der griechische und römische Mythologie (hrg. von ) Leipzig/Berlin Selene und Verwandtes. Leipzig ROSCOE J., The Bakitara or Banyoro. Cambridge The Bagesu (and other Tribes of the Uganda Protectorate>. Cambridge ROSE, H. J., 'The Ancient Grief' : Greek Poetry and Life. (Essays presented to G. Murray.) (Oxford 1936) 79 κέ. Ross M., De Baccho Delphico. Bonnae ROSTAONI Α., 'Neos Dionysos. Poeti e letter a tti alia corte di Tolomeo IV Philopatore': A tti della r. Accademia delle Scienze di Torrino 50 (1914/5) 989 κέ. ROSTOVTZEFF, M. I., Mystic Italy. New York SCHAUENBURG Κ., 'Pluton und Dionysos': Jahrbuch des deutschen archäologischen Instituts ) 38 κέ

267 ScHMiD W., Zur Geschichte des griechischen Dithyrambes. Tubingen SCOTT Κ., 'The Deification of Demetrius Poliorcetes': The American Journal of Philology 49 (1928) 137 κέ. 217 κέ. SCHUHL, P. M., Essai sur la formation de la pensée grecque. Paris SCHWENN F., Menschenopfer bei den Griechen und Römern. ("Religionsgeschichtliche Versache und Vorarbeiten" XV, 3). Giessen SERVAIS J., 'Alexandre Dionysos et Diogene - Sarapis': L'Antiquité Classique 28 (1959) 99 κέ. SEURIO H., 'Quatre Cultes de Thasos': Bulletin de Correspondance Hellenique 51 (1927) [178 κέ.] 198 κέ. 'Antiquités Syriens 55 : Le grand prêtre de Dionysos à Byblos' : Syria 31 (1954) 68 κέ. SiKES, Ε. Ε., βλ. Allen. T. W. SITTING E., De Graecorum nominis theophoris. ("Dissertation«Philologicae Halenses") XX (1912) 1 κέ. Six J., 'Die Mänaden des Skopas': Jahrbuch des deutschen Archäologischen Instituts 33 (1918) 38 κέ. SNIJDER, G. A. S., 'Une représentation eschatologique sur une stèle attique du IVe siècle* : Revue Archéologique 20 (1924) 36 κέ. SOKOLOWSKI FR., Lois Sacrées des Cités Grecques. Paris Lois Sacrées de l'asie Mineure. Paris 'Kult Dionysiosa in Delfach': Archivum towarzystwa naukowego we Lwowie (Varsovie) VIII 2 (1936) <σ' άνέκδ. γαλλ. μετάφρ. τών M. de Henzel καί Η. Metzger στή Βιβλιοθ. τής Γαλλ. Άρχαιολ. Σχολής 'Αθηνών.) SPENCER Β. - GILLEN, F. J., The Native Tribes of Central Australia, London 1899 [Ί938], teal τών Ιδιων, The Northern Tribes of Central Australia, London STELLA, L. Α., 'La Religione Greca nei Testi Micenci': Numen 5 (1958) 18 κέ. STENGEL P., 'Die εισαγωγή τοο Διονύσου άπό τής έσχάρας': Jahrbuch des deutschen Archäologischen Instituts 31 (1916) 340 κέ. STERN Η., 'The Orpheus in the Synagogue of Dura - Europos' : Journal of the Warburg and Courtland Institutes 21 (1958) 1 κέ. TAEOER F., 'Alexanders Gottkönigsgedanke und die Bewustseinslage der Griechen und Makedonen': Regalith Sacra (äv.) 394 κέ. THEANDER G., "Ολολυγή und ld': (Ein sprachanalytischer Beitrag zur Geschichte der agäisch - hellenistischen Kultur': Eranos 15 (1915) 99 κέ. THOMAS, R. W., 'Secret Societies (African)': στόν J. Hastings, Eruyclop. of Religion and Ethics 11 (1920) 287 κέ. THOMSON G., Aeschylus and Athens. (A Study in the Social Origins of Drama 1.) London THRAEMKR Ε., βλ. Voigt, F. Α. ToNDRiAU J., 'Les thiases dionysiaques royaux de la Cour Ptolemaique': Chronique d'êgypte 21 (1916) 149 κέ. 'Le decret dionysiaque de Philopator': Aegyptus 26 (1946) 84 κέ

268 'Les Thiases Dionysiaques royaux de la Cour Ptolemaique' : Chronique d'égypte 1946, 149 κέ. 'Demetrios Poliorcète, Neos Theos': Bulletin de la Société d'archéologie d'alexandrie 38 (1949) 1 κέ. 'Un thiase dionysiaque a Peluse sous Ptolemée IV Philopator': Bulletin eu. (άν.) 37 (1948) 1 κέ. 'Souverains et souveraines séleucides en divinités': Le Museon 61 (1948) 171 κέ. 'Rois Lagides comparés ou identifiés à des divinités': Chronique d'égypu 45/46 (1948) 127 κέ. 'Alexandre le Grand assimilé à différents divinités': Revue Philosophique (Paris) 23 (1969) 41 κέ. 'Dionysos, Dieux Royal. (Du Bacchos Tauromorphe primitive aux Souverains Hellenistiques Neoi Dionysoi)': Παγχά^πεια (Mélanges H. Gregoire) IV (Bruxelles 1953) 441 κέ. Βλ. καί Gerfaux L. TOYNBEE J., 'The Villa Hem and a bride's Ordeal': Journal of Roman Studies 19 (1929) 62 κέ. TRESP Α., Die Fragmente der griechischen KultschriftsUller. Vorsuche und Vorarbeiten" XV, 1). Glessen ("Religionsgescgichtliche TURCAN R., 'Dionysos Dimorphes. (Une illustration de la théologie de Bacchus dans l'art funéraire.) Mélanges d'archéologie et d'histoire de l'école Française de Rome 70 (1958) 243 κέ. 'Du nouveau sur l'initiation dionysiac': Latomus 24 (1965) 101 κέ. Les Sarcophages romains à représentations dionysiaques. (Essai de chronologie et d'histoire religieuses.) Paris TURCHI N., FonUs Historiae Mysteriorum aeoi hellenistici e Graecis et Latinis Scriptoribus. Roma UERSCHELS W., Der Dionysoshymnos des Aîlios Aristeides. Bonn USENER H., GötUrnamen. (Versuch einer Lehre von der religiösen Begriffsbildung.) Bonn VALLOIS R., 'Alexandre et la mystique dionysiaque': Revue des Études Anciennes 34 (1932) 81 κέ. VAV GENNEP Α., Les RiUs de Passage. Paris L'état actuel du problème Totemique. (Étude critique des Théories sur les Origines de la Religion et de l'organisation Sociale.) Paris VERRAL, A. W., 'The name Anthestéria': Journal of Hellenic Studies 20 (1900) 115 κέ. VOOI.IANO Α., 'La grand'inscrizione Bacchica del Metropolitan Museum (I): American Journal of Archaeology 37 (1933) 215 κέ. Πρβ. Kai Cumont Fr. VOIOT, F. Α., καί THRAEMER Ε., 'Dionysos': στόν Roscher, Lexicon. I (1834/1890) 1029 κέ. VOLORAFP W., 'Le Pean delphique à Dionysos': Bulletin Correspondance Hellenique 48 (1924) 97 κέ. 49 (1925) 104 κέ. 50 (1926) 263 κέ. 51 (1927) 423 κέ

269 'Remarques sur un epitaphe latine de Philippe en Macedoine' : Hommages à J. Bidez et à F. Cumont (Bruxelles [1949]) 353 κέ. WEBSTER H., Primitive Secret Societies. <A Study in Early Polities and Religion'.) York WEBSTER, T. B. L., 'Some Thoughts on the Pre-History of Greek Drama': Bulletin of the Institute of Classical Studies of the University of London. No. 5. London 'Die Mykenische Vorgeschichte des griechischen Dramas' : AntiJce und Abendland 9 (1959) 7 κέ. 'Monuments Illustrating Tragedy and Satyr plays' : Bulletin of the Institute of Classical Studies etc. (άν.), Suppl. No. 14. London WENIGER L., Ueber das Collegium der Thyiaden von Delphi. Eisenach Das Kollegium der Sechszehnen Frauen und der Dionysosdienst in Elis. Weimar 'Das Hochfest des Zeus in Olympia': Klio 5 (1905) 1 κέ. Olympische Forschungen': Klio 6 (1906) 1 κέ. 380 κέ. 'Feralis Exercitus': Archiv für Religionswissenschaft 9 (1906) 201 κέ. 10 (1907) 61 κέ. 229 κέ. "Von Ursprung der Olympischen Spiele' : Rheinisches Museum für Philologie 72 (1917/8) 1 κέ. WERNICKE Κ., 'Bockschören und Satyrodrama': Hermes 52 (1897) 290 κέ. WIDE S., 'Inschrift der Iobackhen' : Mitteilungen des deutschen Archäologischen Instituts: Athenische Abteilung 19 (1894) 248 κέ. WIEGAND TH., Sechster vorläufiger Bericht über die von Kgl. Museen in Milet und Didyma unternommenen Ausgrabungen. Berlin WILAMOWITZ - MOELLENDORFF, U. VON, Der Glaube der Hellenen. Berlin 1931/2. Τόμ WILHELM Α.,'Σύμμειξις': Anzeiger der Oesterreich Akademie der Wissenschaften in Wien 74 (1937) 39 κέ. WILLETTS, R. F., Cretan Cults and Festivals. London WILLRICH H., 'Dionysos in Jerusalem': Archivfür Religionswissenschaft 24 (1926) 170 κέ WREDE W., 'Der Maskengott': Mitteilungen des deutsches Archäologischen Institute: Athenische Abteilung 53 (1928) 66 κέ. New ZIEGLER K., 'Tragoedia': Real - Encyclop. der classischen Altertumswissenschaft VIA (1937) 1899 κέ. ZIEHEN L., Leges Sacrae Graecae et Insuiarum ("Leges Graecorum Sacrae t titulis collectae" Fase. II). Lipsiae Βλ. καί Prott J. ZUNTZ G., 'Once more on the so called Edict of Philopator on the Dionysiac Mysteries (BGU 1211)': Hermes 91 (1963) 228 κέ. 384 κέ. "On the Dionysiac fresco in the Villa dei Misteri at Pompei' : Proceedings of the British Academy 49 (1965) 177 κέ

270 ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΣΤΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ : Κεφ. 1 ΕύριπΙδης, Βάκχαι 137/38 Κεφ. 2 ΕύριπΙδης, Βάκχαι 75 Κβφ. 3 Παπυρικό άπόσπασμα άδέσποτο. (Α. Oellacher, Griechische Literarische Papyri, I, Wien, 1932 σελ. 138.) Κεφ. 4 Εύριπίδης, Βάκχαι 306/9 Κεφ. 5 'Ορφικό άπόσπασμα. (Ο. Kern, Orphicorum Fragmenta, σελ. 249.) Κεφ. 6 Juli Firmici Materai, (De errore Profanarum Religionum 22,1). Κβφ. 7 ΚοσμΟς Ίεροσολυμίτης, (Patrologia Graeca Migne, τόμ. 38, σελ. 464).

271

272 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Αγαθή θεά 241 Άγαθόπους 218 'Αγαύη 51, 63, 94, 95, 98, 109 Άγγείον François 209 ΆγνεΙα 39, 221 "Αγνοια 223 Άγράνια 50, 94, 142 Άγριππινίλα 212, 219 "Αγριώνια 40, 50, 58, 94, 99, 101, 135, 137 'Αγρυπνία 40 Άγών 126, 156, 157, 158 Άγώνες 92, 93 Διθυραμβικοί 157 θιασικοί 59 ΟΙνοποσίας-Ταχυποσίας 106, 107, 126, 156 'Ολυμπιακοί 64, 90, 91, 98, 157 Πυθικοί 64' Χορικοί 98 "Αδης 194, 195, 196, 202, 205 Άδης-Πλούτων 195 'Αδράστεια 223 "Αδραστος 148 'Αδριανός 231 "Αδωνις 58, 78, 115, 150, 203 'Αθάμας 48, 79, 88, 138 'Αθανασία 87, 111, 112, 115, 210, 211, 216, 222, 226, 244, 245 Αθηνά 71, 73, 77, 79, 133, 171, 180, 222" Σκιράς 104- Σώτειρα 231 'Αθήναιος 203 'Αθηνόδοτος 214 Αίας 171 ΑΙδώς 223 Αίθουσα Μυστών 246 ΑΙλιανός 105, 135 ΑΙμοποσία 55, 56 Αίνιγμα 58, 137 Άϊσαούα (θρησκευτικό τάγμα τοο Μαρόκου) 27, 28, 30, 31, 49, 54, 55 ΑΙσχίνης 1%, 224 ΑΙσχύλος 78, 84, 99, 102, 147, 151, 200 ΑΙώρα 108, 109, 110, 124, 126 Άκαδήμεια 111, 143, 156 Άκονία ΦαβΙα ΠαυλΙνα 242 ΆκουρΙα 27 ΆκουσΙλαος 93 ΆκταΙων 41, 50, 175 Άκτιος 168 Άλαγονία 181 Αλέξανδρος 85, 114, 164, 167, 210 Άλεξιμένης 219 Άλήτις 108 Άλθαία 119 Άλκηστη 118 Αλκιβιάδης 158 Άλκμεωνίς 196 Άλογοδαΐμονες 155 Άλτις 157 ΆμαθοΟς (Κύπρου) 178 Αμάλθεια 69, 77, 109, 110 Αμβροσία 204 Άμένθης 202 Άμπέλιος 179 Αμφιθαλείς 219 Ανάβαση 127 Αναβίωση 56, 87, 88, 111, 159 Αναγωγή 117, 138 Άναγώγια 113, 118 Άνακάλυψις 194, 218, 222, 223 Άναξ 90 Άνάσταση 59, 111, 126 Άνάτ 80, 121, 174 Αναχώρηση 39, 49, 79, 127 Άνδρογυνία 84, 85 Ανδρόγυνος 84, 85, 160 Ανδρομέδα 63 Ανθεστήρια 72, 96, 99, 102,106,109, 113, 116, 118, 119, 124, 126, 127, 135, 141, 144, 152, 156, 184, 194 Άνθεστηριών 118, 123, 125 Άνθιερεύς 218, 230 Ανθρωποθυσία 31, 49, 50, 52, 88, 96 Άνθρωποιτάνθηρας 29 Άνθρωποσπαραγμός 175 Ανθρωποφαγία 30, 38, 49, 50, 51, 52 Άνιος 101, 190 Άνοδος 117, 118, 126, 156, 177, 189, 194 Άντιγονίδες 165 Αντίγονος I ό Μονόφθαλμος 165 Άντίνοος 231 ΆντΙοχος - 'Επιφανής Διόνυσος (βασιλεύς) 166' ΆντΙοχος IV ό 'Επιφανής 166" Άντίοχος XII ό 'Επιφανής 166 Άντροφύλακας 77, 220 ΆντωνΙαια 167 Αντώνιος 77, 167, 168, 234 Άξίοχος 234 Απαρχές 23, 24, 106 Άπατούρια 96, 124, 126, 143, 198 Άπις 202 Αποδιοπομπαίος 101, 131 Αποθέωση 61, Sä, 158, 163, 237 Αποκάλυψη 87, 223, 248 Άπό καταζώσεως 216 Αποκλεισμός μυητικός 40, 59 Απολλόδωρος 93, 120, 203 Απόλλων 60, 70, 81, 82, 98, 102, 113, 120, 149, 151, 160, 161, 168, 181, 182, 189, 190, 192, 193, 201, 226, 231" Βακχεύς 192* Διονυσόδοτος 181, 192* Ίσμήνιος 190* Κισσεύς 192* Λυκοκτόνος 241 Μάντις 192 Νόμιος 172 Ξένιος 190 Παιάν 192" Σκιαστής

273 Χρυσοκόμης 191 'Απολλώνιος 47 Άπουλήιος 227, 238, 241 'Αποφράς (ήμέρα) 33, 125 "Αππας 220 Διονύσου 220 "Αρβήλη (Πολιτεία Σικελίας) 40 'Αργαίος 98, 146 'Αργοναυτικά 82 Άργος (πόλη) 178 "Αρειος Πάγος 107 "Αρης 99, 134, 172, 196 'Αριάδνη 73, 82, 83, 108, 109, 119, 120, 177, 178, 182, 230 θνήσκουσα 177- Νυμ^ευομένη 177 Άριαράθης 166 'Αριδήλα 83, 177 Άρισταίος 76 "Αριστείδης 184 "Αριστόβουλος 213 "Αριστοτέλης 85, 120, 150, 190 'Αριστοφάνης 54, 61, 84, 112, 116, 186, 196, 213, 214, 226 'Αρίων 101 Άρκτεία 53 "Αρκτοι 53 Άρνόβιος 28, 122 Άρποκρατίων 104, 216 'Αρρενολοχεία 75, 177 'Αρριανός 204 'Αρσινόη 165 'Αρταβάζδης 167 "Αρτεμη 30, 50, 82, 89, 118, 171, 173, 175, 176, 177, 181, 187, 196 "Αρτεμις Άπαγχομένη 108 Άσέα Βραυρωνία 53, 173* Βρομία 182' Έλαφηβόλος 182 Έλλοφόνος 176" "Εριθος 182 Έφεσία 181 Ίακυνθοτρόφος 77 Ιφιγένεια 181 Καπροφάγος 177' Καρύα 182 Λαφρία 89- Λιμναία 181- Λυκεία 181- Όρβία 58- Όρθ<οσία 182- Παιδοτρόφος 181- Σελασφόρος 182- Σκιβτις 47 Σώτειρα 181* Τρικλαρία 131, 182- Φωσφόρος 182 Άρχέμορος 77, 133, 134 Άρχίβακχος 217, 230 'Αρχιβασσάρα 218; 219.'Αρχιβουκόλος 122, 218, 219, 220 'Αρχιλόχειον 110 "Αρχίλοχος 151, 182 Άρχιμαγαρεύς 77, 218, 220 Άρχιμύστης 217 Άρχινεανίσκος 215, 217 'Αρχινεωκόρος 218 "Αρχιππος 54 Άσεράτ 121 'Ασκληπιός 181, 231 Άσκώλια 48* Άσκωλιασμός 48 Άσπάσιος 203 'Αστάρτη 121 'Αστρικός Χιτών 47" Άστροχιτών 82 'Αταλάντη 30 Άταργάτις 204 Άτταλίδες 166 Άτταλισταΐ 166 "Ατταλος I 166 "Αττις 188,203,211,228 Αύγή 101 Αύγό (Κοσμικό) 222 ΑύγουστΙνος 248 Αύρα 50 Αύσόνιος 206 Αύτονόη 63, 95, 175 Άφηρωίσμός 163 "Αφροδίτη 82, 110, 113, 177, 178, 231" 'Αστάρτη 78" 'Ελένη 63 ΜελαινΙς 41, 231 Ούρανία 177 'Αχελώος 231 'Αχερουσία λίμνη 112 'Αχιλλέας 79 Βάαλ 80, 121, 133, 134, 174 Βακτρία 164 Βακχεασταϊ 214 Βακχέβακχος 42 Βακχεία (Bacchanalia): 39, 77, 99, 199, 213, 215, 222 Βακχεΐον: Άσιανών 215* Ίοβάκχων 182- Νέον 215' Παλαιόν 215* πρό πόλεως 215 Βάκχη-αι (ες) 26, 39, 72, 140, 216, 232 Βακχιάδαι 148 Βακχιάς 175 Βακχισταί 214 Βάκχος (οι) 25, 26, 32, 42,114, 166,184, 186, 197, 212, 214, 216, 231, 237, 238 Βακχυλίδης 93 Βασίλαι 90 Βασιλεία 64, 70, 72, 91, 96, 97, 127, 131 'Αθηναϊκή 96- Μαγικοθρησκευτική 97 Βασιλικό θείο Δράμα 126 Βασίλιννα 119, 184 Βασιλοκτονία 91, 92 Βασσάραι 147, 200, 219, 231 Βασσαρίδες 147 Βασσαρικά 52, 55, 176 Βάσσαροι 219 Βάττος 176 Βαυβώ 145 Μαινάς 56 Βδελυκλέων 61 Βήμα τοο Φαί6ρου

274 Βησσοί 60 Βίας 93 Βιργίλιος Βιστονίδες 228 Βούκερως 186 Βουκολιασταΐ 175, 176 Βουκόλιον-Βουκόλειον 120, 122, 156 Βουκόλος-οι 120, 121, 122, 219, 220, 232 Βούτης 57, 95, 99, 100, 111, 122 Βουφόνια 151 Βρασιές 76, 78, 101 Βρεφοβυσία 51 Βρεφοφαγία 50, 51, 88, 91, 94' Μαιναδική 51 Βρίσα (Νύμφη) 78 Βρόμιος 83, 190, 231 ΒροΟτος 167 Βρυσέαι 140 Βύβλος 203 Γαλακτοφόρος 221 Γαλάτης 166 Γάλλοι 171 Γαμηλιών 102 Γεγωνοκάμαι 146 Γένος 107, 195, 210, 228, 236 ΓεραραΙ 39,57,104,119,127,144,145,184 Π) (θεότητα) 69, 74, 77, 89, 100,178,182, 192 Γιγαντομαχία 168 Γόργασος 198 Γοργώ 63 Γόρτυνα 69 Γραμμική ΜινωΙκή γραφή Β 133 Δαδοφόρια 139 Δαδοφόριος (μήνας) 40, 139, 142 ΔαδοΟχος 40, 116, 184, 186, 219, 241, 242 Δαίδαλος 178 Δαίμων 69, 90, 110- Ένααοτός 90, 91, 110 Δάκτυλοι βλέπε Ίδαΐοι Δάκτυλοι Δαμάσιος (κάπας) 248 Δαμόφιλος 198 Δανάη 101 Δαυίδ 245 Δάφνη φορία 64, 98' Δάφνη φόρος 98 Δεικηλισταΐ 85 Δείναρχος 114 Δελφοί 99, 185, 189, 190, 192 Δενδρολατρεία 76 Δέσποινα 89, 173, 174 Δευκαλίων 125 Δηιάνειρα 165 Δήλος 181, 182 Δήμητρα 71, 77, 88, 118, 134, 183, 185, 186, 187, 195, 198, 199, 201, 211, 224, 'Ελευσινία 183- Καρποφόρος 184- Μέλαινα 173- Προστασία 183- Προσΰμνη 183* Χθονία 176 Δημητριαστών (θίασος) 184 Δημήτριος Πλατωνικός 84' ό Πολιορκητής 165 Δημοσθένης 158, 196, 197, 216, 224, 233 Δηώ 241 Διαβατήριες τελετές 79 Δίας 70, 74, 75, 78, 79, 80, 81, 84, 88, , 93, 94, 100, 109, 161, 181, 194, 196 Δίας 'Ηλιος Σαβάζιος 200 Διάσια 248 Διασπαραγμός 46, 47, 80, 144, 147, 173, Διαταζίαρχος 217 Διθύραμβος 110, 148, 150, 151, 152, , 158 Δίκη 223 Δικταίος Ζεύς 152 Δίκτη 75, 89 Διογένης 164 Διόδωρος , 191, 200, 230 Διονΰς 84 Διονυσαλέξανδρος 84 Διονύσια 84, 184, 248* 'Αγροτικά 85, 156- κατά δήμους 104* Μεγάλα 56, , 123, 143, 148, , 155, 156, 157, 165, 182 Διονυσιάδες 64, 140 Διονυσιακά 247 Διονυσίας 165 Διονυσιάς (Πηγή) 100, 149 Διονυσιασταΐ 214, 222, 236 Διονύσιον 184 Διονύσιος 52, 176' 'Αλικαρνασσεύς 114- Πάνθεος 205, 206- ό Περιηγητής 204 Διονυσόπολις 215 Διόνυσος 26, 32, 113, 119, , 162, 164- ΑΙγοβόλος 47, 49, 52, 96, 183" ΑΙσυμνήτης 40, 97, 101, 149, 182, 209* Άκρατοφόρος 105* Άκρωρείτης 40- "Ακταίος 100, 190* Άνθιος 102, 182* Άνθιστήρ 102* Άνθρωιιοββαίστης 51* "Αρειος 99* Άρχαιοβασιλικός 131* ΙΗ 273

275 ΑύξΙτης 102, 149' Βακχέβακχος 42' Βάκχειος 102- Βακχείος 40, 42, 62 Βακχεύς 42, 105, 110' Βάκχιος 42' Βάκχος 42, 60' Βασσαρεύς 147' Βότρυς 105, 214, 236, 244- Βουγενής 81 Βούκερως 81* Βρόμιος 42, 83, 225- Γυναικίας 79, 84- Δασΰλλιος 102 Δενδρεύς 102- Δενδρίτης 102' Δημόσιος 149 Δημοτελής 149' Δίκερως 8 Γ ΕΙραφιώτης 48 Έλελεύς 42 Έλευθερεύς 111, 137, 142, 143, 149, 156, 185, 198 Έλιγεύς 42- "Ενδενδρος 102 έν Λίμναις 100, 182, 217 Ένόρχης 85' Ένυάλιος 99- Έρίφιος 48 Εύας 41 Εύαστής 42 Εϋβουλεύς 195 Εΰιος 42 Εΰκαρπος 103, 110- Εΰσιος 42 Εύστάφυλος 105 Ζαγρεύς 83, 179, 187, 211, 235, 245- ΉμερΙδης 105" θέοινος 104, 105 θυλλοφόρος 102, 105" θυωνΐδας 178" Ιατρός 62 Ίόβακχος 4Γ Ίσοδαίτης 32, 149- Ίυγγίης 42 Κάδμειος 74, 103 Κάδμος 103, 179" Καθηγεμών 83, 149, 166, 213, 219, 220, 241- Καλλίκαρπος 103, 110, 184 Καλυδώνιος 52- Κάρπιος 103, 110 Καταιβάτης 112 Κεμήλιος 47, 180" Κεραός 81* Κερασφόρος 81* Κεχηνώς 82* Κισσοκόμας 102* Κισσός 101- Κρήσιος 73, 95, 178" Λαμπτήρ 40, 181" Λαφυστίας 138 Λαφύστιος 138 Λευκυανίτης 100 Λειβήν 105 ΛηναΤος 144 Λιμναγενής 100,217- Λιμναίος 100,217 έν Λίμναις 119, 123 Λυαίος 62,241 Λύσιος 40, 62, 102, 149 Μαινόλης47 Μάσαρις 188- Μειλίχιος 103, 40 Μελάναιγις 41, 47, 96, 143, 181- Μελανθίδης 41, 102 Μελπόμενος 101, 190 Μιθριδάτης 166 Μόρυχος 105 Μουσαγέτης 190, 247- Νέος 163, 165, 166, 167, 201 Νυκτέλιος 40, 82" Νυκτερινός 40, 82' Νυκτιφαής 83 ΌμφακΙτης 105 Όρειμανής 40 Όρειος 40 Όρέσκειος 40 'Ορθός 85,110 "Οσιρις 168' Οϋρεσίφοίτης 40* Παιάν 192' Παιώνιος 62* Πελάγιος 100- Περικιόνιος 101* Πλατανίτης 217 Πρινοφόρος 103, 215, 237 Πολίτης 149- Πρόβλαστος 105' Πρόκλαστος 105* Προτρϋγαιος 104* Πύθων 192* Πυριγενής 74* Πυρίπαις 74 ΠυρΙσπορος 74 Πυρόεις 74 Ρωμαϊκός 198' Σαώτης 149, 181 Σητανείου 214' Σκιάνθιος 47* Σκυλλίτης 102, 105" Σταφυλίτης 105 Στύλος 102,103, 109,160' ΣυκΙτης 103 σύνδρομος Μήνης 83' τοο ΤασιβαστηνοΟ 237* Ταυρόκερως 81' Ταυρομέτωπος 8 Γ Ταυρόμορ<ρος 246 ΤαΟρος 164, 219" Ταύροφάγος 47, 177 Ταυρωκός 81 Τριετηρικός 63 Ύγιάτης 62 Ύης 100, 197- Φαυστήριος 40 Φλεύς 102 τοο Φλέω 40, 118, 184, 214- Φλεών 102 Φλοίος 102 Φυτηκόμος 83 Χοιροψάλας 86 Χορείος 42* Χορεΰς 42* Χριστός 248 Χρυσόκερως 81* Χρυσοκόμης 82, 191* Ψευδάνωρ 84, 147 Ψίλαξ 182 Ώμάδιος 48 Ώμηστής 48, 52, 180 Διονύσου κήπος 76 Διονύσου Τεχνίται 165, 166, 230 Διοσκορίδης 147, 219 Διόσκουροι 81 Διπλόπιστοι 247, 248 Δοκιμασία (μυητική) 57, 58 Δουσάρης 203, 204 ΔρακοντοκτονΙα 192 Δράμα 154, 161 Εποχικό 64, 92, 93, 96, 97, 98, 99, 100, 101, 109, 111, 119, 125, 126, 131, 132, 143, 146, 151, 153, 157, 158, 209- Θείο 230 Ιερό 213, 224, 233 ΔρΙος (βουνό) 95 Δρόμος (άγώνισμα) 90, 92, 99 Δρυάδες 78 Δρυΐδες 52 Δρυοφόροι 103, 237 Δύσμαιναι 140 Δωδώνη 54 Εγερσις 189, 193, 194 Έγκοίμηση 61 ΕΙλεΙθυια 75, 89 Είσηλύσιον 217 ΕΙσιάς 184 'Εκάτη 82, 171, 211, 141 "Εκσταση-'Εκστασιασμός 136, 203 Έλαψηβόλιον 176 Έλαφη βολιών 182 'Ελένη Δενδρίτις 108 ΈλευθεραΙ-'Ελεύθεραι 142 Έλευθήρ 48, 96, 190 Έλευσίνια-'Ελευσινιακά (Μυστήρια) 134, 184, 186, 195, 201, 229, 234 ΈλευσΙς 185, 186, 199 'Ελικών 190 'Ελλη 138 ΈλπΙς ή υπότροφος 220 Ένήβωση 37 'Ενηλύσιος 74 'Ενθουσιασμός 168, 188, 210, 232 Ένιαυτός (δαίμων) 110 Έν Λίμναις 116, 212 "ΕνναετηρΙς-'Ενναετηρικός 64,92,117,

276 Έξάρχων 151 'Εξέδρα 215 'Εξοδος 157 Έπαυλη Μυστηρίων 214, 223, 224 "Επαυλη τών Μεδίκων 224 'Επίγραμμα 237, 238 Έπιγραφεύς 212, 242 Έπιζεφΰριοι ΛοκροΙ 135 'Επίκλησις (θεοο) 116 'Επιφάνεια 102, 105, 116, 160, 'Επόπτης 199 Ναών 242 'Εποχικός θεάς 136 'Ερατοσθένης 180 'Ερινύες 107, 171 Έριχθόνιος 77, 79, 133, 134, 179 'Ερμής 76, 77, 79, 81, 86, 120, 124, 191 'Ερμιόνη 176, 181, 220 Έρως 81, 82, 85, Θεσπιών , 182, 194, 200, 204, 222, 235 Εσπερίδες 87 Έστίαρχος 225 Εταιρίες Μυητικές 38, 59, 236 ΈτροΟσκοι 158 Εύα 140 Εύάδνη 231 Εΰημερισμός 114 Εύ(α (Μαινάς) 56 Εΰιος 166 ΕΟκοσμος 220 Εύμένης II 166 Ε6μολπ(δες 184 ΕΟμολπος 200 Εύνείδαι 191 ΕΟπολις 54 Εύριπίδης 25, 63, 97, 99, 121, 122, 146, 156, 164, 172, 188, 192, 195, 203, 212, 221,222 Εύρυδίκη 118 Εϋρυμέδων 180 Εύρύπυλος 101 Εύρώπη 121 Εύστάθιος 191 Εύφημία 46, 114 Εύφορίων 87 Έφήβωση 69 Έφύμνιον 150 Ζαγρεύς 25, 26, 31, 32, 40, 70, 71, 73, 79, 80, 82, 87, 89, 91, 112, 113, 122, 123, 178, 187, 188, 195, 222, 224, 230, 248 νυκτιπόλος 26, 40, 122 Ζάγρος 71 Ζάν (Ζεύς) 69 Ζεμέλω 74, 178 Ζεύς 25, 48, 69, 188, 200 'Ανταίος 180 Ίδαίος 25, 71, 89, 97 Λαφύστιος 138 Λύκαιος 49 Ζωομασκάρεμα 27, 37, 147, 174 Ζωομίμηση 37, 38 Ηβη 180 'Ηγεμονεύων 217 Ήδωνών (χώρα) 76, 94, 147 Ήλ (ΕΙ) 121 "Ηλιολατρεία 200 Ήλιόπολη 203 Ήλιος 199, 200, 201, 204, 205, 229, 231 'Ηλύσια 234, 237 Ήμιθέα 101 Ήρα 48, 63, 69, 70, 74, 88, 92, 93, 133, 141, 172, 180, 181, 187, 209- ΑΙγοφάγος 177 Ηραία 92, 141, 144 'Ολυμπιακά 64 Ηράκλειτος 40, 144, 209, 212 'Ηρακλής 81, 118, 165, 167, 171, 180, 231- Ίδαίος 90 Ήρεσίδες 141 "Ηριγόνη 48, 73, 108, 109 'Ηρόδοτος 60, 63, 71, 72, 94, 114, 134, 196,201,204 Ήρωΐς 189- γιορτή Δελφική 64, 117 Σεμέλη 138 Ησίοδος 93, 137, 154, 190 'Ησύχιος 105, 114, 172 "Ηφαιστος 79, 179, 180,23 Γ Παλαιμόνιος 179 Θάνατος 195, 221 Μυητικός 56 θεία Γέννηση 193 θείο Βρέφος 114, 179, 187, 192, 194, 204 θείο Δράμα 72, 119, 120, 126, 131, 132, 153, 203, 205 θελπούσα

277 θέμις 192 Θεμιστοκλής 52 θεογαμία 69, 74, 119 θεογονία 77, 214 θεοδαίσια 105 Θεοδόσιος 246 θεοίνια (τά) 104, 127, 144 θεοίνιον (Ιερόν) 104 Θεόκριτος 223, 224 θεοκτονία 33 θεοληψία 38 θεολογία 223 θεομιξία 230, 232 θεοφάντης 219 Θεόφιλος 246 θεοφόρος 233 θεσμοφόρια 31, 56, 177, 224 θέσπις 87, 155 θέτις 88, 94, 100 θησεύς 108, 120, 177 θίασος 38, 39, 40, 41, 46, 49, 50, 53, 54, 55, 56, 58, 59, 61, 84, 86, 89, 90,92, 96, 97, 98, 99, 102, 103, 112, 131, 152, 153, 161, 172, , 209, 210, 212, 213, 214, 215, 216, 217, 218, 219, 220, 221, 222, 236, 249" Αιονυσιαστών 215 Διονύσου 215* Δρυοφόρων 183, 215 'Ιερός α' 215* ΠασοΟς 215* Πλατανιστηνών 103,145 Πρινοφόρου 103, 215" πρό πόλεως 145* Τουσκουλανικός 212, 215, 216, 217, 218, 219, 220, 233 θνήσκων θεός 33, 111, 113, 114, 115, 126, 132, 133, 137, 153, 159, 163, 174, 188, 201,203, 211,235, 245 θούριοι 200 θρήνος 113, 115, 148 θριαμβοδιθύραμβος 158 θρίαμβος 1S7, 158 θρόνωσις 61 θυέστης 88 θυιαδικός (ά) 193 θυιάς (ή θυία) - θυιάδες 39, 41, 44, 58, 76, 92, 97, 105, 114, 117, 127, 135, 138, 139, 140, 141, 142, 145, 148, 171, 173, 178, 189, 193 θυίος (μήνας) 142 θυμοίτης 96 θυρσοπλήγες 58 θύρσος 40, 43, 45, 58, 102, 201, 202, 204 θυρσοφόρος 233 θύσθλα 56 θυσία 23, 31, 51,89, 102, 104 θυώνη 120, 178 θυωνίδαι 85, 103 Ιάακχος 186,195 Ίαβέ 204, 205, 243 Ίακχος 178, 186, 219 'Ιακώβ 243 Ίανίκουλος 204 ΊδαΤοι Δάκτυλοι 25,56,89, 90,97,171,222 Ίεράπολη 204 Ίερογαμία 178 Ίεροκωμήτης 218 Ίερομανία 39 Ίερομνήμων 217 Ίερονόμος 218 Ιερός Γάμος 92, 63, 178, 227, 230 "Ιερός λόγος 224 Ίεροφάντης 218, 229, 231, 241, 242, 246 Ίεχωβα 205- Σαβάζιος 205 "Ιησούς 244, 245 Βότρυς 244 Χριστός 247 Ίθύφαλλοι 85 Ίοβάκχεια 41 Ίοβάκχιος (μήν) 41 Ίκάριος 48, 95, 100, 108, 109, 111, 185 Ίμέριος 215 Ίνώ 48, 63, 78, 79, 88, 95, 171, 179 Λευκοθέα 187 Ίόβακχοι 54, 56, 182, 183, 212, 214, 215, 217, 218, 220, 223, 225, 230, 236 Ιουδαίοι - Ιουδαϊσμός 228, 243 Ιουλιανός 242 Ίουστίνος 243 Ίππαίος 54 "Ιππασος 50, 63 Ιπποδάμεια 91, 92 "Ιππόλυτος 171 Ίπποι (μέλη θιάσου Ίοβάκχων) 54, 220 Ίππώνη 200 Ιπτα 193 Ίρις 231 Ίσις 201, 211, 228, 241 Αφροδίτη 202 Ίσμηνίδες Νύμφες 182 'Ιφιγένεια 175 Ίώ 41, 'Ιωάννης 247 Ίων 99 Κάβειρος-οι , 201 Καδμείον 74, 102 Καθαρμός 51, 61, 93, 109, 196, 221 Κάδμος 72, 73, 74, 94, 101, 102, 121, Καθήγιλλα

278 Κάθοδος 112, 113, 117, 116, 177, 178 Καλλίμαχος 109 Καλλίνικος 157 ΚαλλΙζεινος ό 'Αθηναίος 165 Καλλιστεία 63 Καλλιστώ 173 Καλός Ποιμήν 245 Κάνθαρος 45, 46, 104, 195, 237, 238 (κωμικός ποιητής) 54 Καπιτώλιο ΚΑρες 125 Κάρνεια 56 Καρρηνοί 23 Καρύα 103 Καρυάτιδες 109, 140, 173 Κασσάνδρα (ποιήτρια) 60, 190 Κάσσιος 167 Καστάλιος 189 Κατάβαση 112, 113, 116, 117, 127, 234 Καταγώγια 113, 118, 126 Καταγώγιος 118 Κατάζωσις 216 Κατάζωσμα 216 Καταζωστικόν 216 Καταιβατών (θίασος) 112, 145 Κατακλυσμός 125 Κατακόμβες 244, 245 Κατήχηση 58, 79, 87, 224, 226 Κατοπτρομαντεία 223 Κάφροι 38 Κέκροψ 77 Κελαιναί 41, 96 Κελαινώ 41 Κελεός 185 Κέλσος 229 Κένταυροι 54, 102 Κέρας 45, 46- 'Αφθονίας 110, 186 Κέρβερος 202 Κήποι 'Αδώνιδος 105 Κήρυκες 184 Κικέρων 166, 179 Κίρκη 174 Κισσός 46, 75, 101, 109, 160, 180, 201, 204, 238 ΚισσοΟσα (πηγή) 100 Κισσοφορία 197 ΚΙσταρχος 233 Κίστη 57, 71, 80, 223, 233, 238 Κιστοφόρος-οι 80, 167, 223, 233 ΚλειδοΟχος 241 Κλεισθένης 148 Κλεοπάτρα 167- Ίσις 168 Κληδόνες 146 Κληΐς (Νύμφη) 78, 149 Κλήμα 160, 204, 238, 244 Κλήμης Άλεξανδρεύς 47, 50, 87, 122, 200, 223, 243, 244 Κλώδωνες 84, 146, 147 Κλωθώ 88 Κνωσός 69, 77, 134, 177 Κόθορνοι 51, 81, 84, 204 Κοιμισμός 193 Κοινόν 215* 'Ανθιστήρος 215* Διονυσιαστών 215*. τοϋ Πυθοχρήστου 215 Κοινωνία (μεταληπτική) 21, 23, 31, 32, 136, 159, 174, 225, 244 Κόρη 181, 183, 195, 198, 199, 211, 231 Κορύβαντες 61, 89, 171, 87, 188, 232 Κόρυμβος 231 Κορώνη 181 Κορωνίς 78, 95, 99, 149, 182 Κοσκώ (Μαινάς) 56, 145 Κούρητες 25, 26, 69, 70, 75, 79, 88, 89, 90, 91, 97, 122, 152, 153, 154, 171, 172, 187, 189, 194, 231 ΚοΟρος 157 Κρατήρ 46, 104, 107- τοϋ Ruvo 237 Κρατηριακός 218, 225 Κράτης 54 Κρατίνος 84, 121 Κρεανομία 47 Κρητική θεά 178 Κριοβόλιον (μυητική τελβτή) 56 Κρονιακά πανηγύρια 106 Κρόνος 69, , 88, 89, 90, 91, 92, 106 Κτίστης (τίτλος) 217 Κύβελα (Φρυγίας) 188 Κυβέλη 62, 82,171, 187, 203,211, 228, 241 ΚυΙντιλλιανοΙ 84 Κύκλωψ 155, 190 Κυναίθα (γιορτή) 47 Κύρος 77 Κύψελος 148 Κώμη 218 Κώμος 90, 118, 156, 157, 158, 234, 249 Κωμωδία 98, 132, 155, 157 Κωνσταντίνος 244 Κωνστάντιος 248 Κώνστας 248 Κωρύκειον "Αντρον 76' 139 Λαβυρινθική Ιερουργία 178 Λαβύρινθος 178 Λαγίδες 163, 164 Λαγυνοφόρια 165 Λαγωβόλον 219 Λάμος (ποταμός) 50, 78, 171 Λαμπτήρια 40 Λαμψακηνός ΠρΙαπος 203 Λάρητες 227 Λάρναξ 101' Λάρναξ Κυψέλου 76,

279 Λαρύσιον (δρος) 105 Λαφύστιες 121, 138, 146 Λαφύστιον (δρος) 40 Λέβης (μυητική τελετή) 91 Λεκανομαντεία 223 Λερναία λίμνη 112 Λέρνη 183 Λέσβος 180, 212 Λευκιππίδες 140 Λευκοθέα 88, 115, 179 Λευκυανία (ποτάμι) 100 Λέων (είδος όρχήσεως) 54 Λήθη 226, 231, 235 Λήναι, ΛηναΙ 140, 144, 183 Λήναια 72, 99, 104, 116, 135, 143, 144, 178, 184, 186, 219 Ληναΐον (Ιερόν) 104 Ληναιών 118, 237 Λήνος 210, 213 Λητώ 89, 181 Λίβιος 61, 213 Λιγύριοι 60 Λιθολατρεία 86 Λικνίτης 114, 138, 189, 192, 193 Λικνοφορία 193, 197 Λικνοφόρος 233 Λίμναι 100, 112 ΛιμναΙον (Ιερόν) 106, 108, 119, 123 Λιμπεράλια 198 Λουκιανός 84, 219, 220, 226, 232 Λύγδαμις 149 Λυδαϊ 147 Λυδία 193 Λυδός (συγγραφέας) 179, 200, 205 Λύκαιον (δρος) 49, 52 Λυκάνθρωποι 49 Λυκάων 49 Λυκομήδης 79 Λυκόσουρα 53, 89, 173 Λυκούργεια 84 ΛυκοΟργος (Βασιλιάς τών Ήδωνών) 57, 76,78, 94, 95, 100, 111, 191,202, 204 Λυκόφρων 105, 146 Λΰκτος 69 Λύσιοι τελεταΐ 62 Λυσσάς - άδες 171, 172, 173 Mfi 188' Ma-Ρέα 78, 188 Μάγαρον 215 Μαγεία 41 άγροτική 32, 108, 155" βλαστική 159 βροχική 125 γονιμική 31 κυνηγητική 32 όμοιοπαθητική 192 τοτεμική 30 Μαγνησία 63 Σιπύλου 149 Μαίανδρος 63 Μαινάδες 30, 42, 43, 44, 47, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 84, 92, 94, 95, 97, 98, 99, 100, 101, 102, 104, 109, 112, 171, 172, 173, 214 Γεγωνοκώμαι 59- 'Ελευθερές 96 Λαφΰστιες 53 Μακέται 147 Μαιναδισμός 44, 47, 49, 52- Λευκός 209 ΜαΟρος 209 ΜακκαβαΙοι 165 Μακρινός 217, 219 Μάκρις Νύμφη 78 Μακρόβιος 242 Μαντείο Διονύσου 61 Μάριος 167 Μάρων 190, 202 Μεγάλη θεά 131, 132, 172, 173, 177, 178 Μέγας Νέος Διόνυσος 166 Μέλαινα 41 Μελαινίς 41 Μελαμποδία (έπος) 93 Μελάμπους 41, 72, 93, 94, 97, 99, 121, 142 Μέλανθος 41, 48, 96, 97, Μελανθώ 41 Μελάνιππος 148 ΜελιασταΙ 102, 231 Μελικέρτης 88, 179* Παλαίμων 51 Μέλισσαι (Ιέρειες) 54 Μερισμός 230 Μετάληψη 21, 22, 23, 24, 29, 31, 32, 33, 4β, 49, 52, 106, 107, 126, 159, 225 Μήλος 63, 215, 217, 246 Μήν 81, 83, 171 Μητέρα θεά 179, 184, 187, 193, 211 Μήτηρ Όρεία 187 Μητριαρχία 75, 79 Μιαρά (ήμέρα) 125 Μίθρας 54, 200, 241 Μιθριδάτης ό Εύπάτωρ 166 Μιμαλλόνες 84, 146, 147 Μινυάδες 63 Μινύας 43, 94, 131, 135, 137 Μίνως 25, 177 Μινώταυρος 25, 51, 80, 178 Μνεία 231 Μουσαγέτης 159, 161 Μούσες 42, 159, 190, 191 Μπαντού (φυλή) 58 Μύηση 29, 37, 38, 40, 46, 49, 53, 56, 58, 84, 86, 87, 88, 89, 90, 91, 97, 99, 124, 126, 143, 159, 212, 216, 221, 222, 230, 241, 242- θιασική 159- Φυλετική 159 Μυητικοί βαθμοί 212 Μυστήρια , 85, 87, 88, 118, 132, 144, 197, 209, 213, 214, 215, 216, 219, 222, 223, 224, 225, 227, 228, 229, 230, 278

280 232, 233, 236, 238, 242, 248 Μύστης 214, 216' έκ διατάξεως μύστης 217* Ιεροί μύσται 214- μύσται σακηφόροι 214 Μυστικισμός 211 Μύστις (Νύμφη) 216 Ναβαταίοι 204 Νάξος 76, 95, 103, 105, 110, 149, 177, 190 Ναρθηκοφόρος 233, 236 Νάρκισσος 81 Ναύκρατις 213 ΝεβρΙς 45, 52, 186, 196, 202, 204, 216 Νείλος (όσιος) 31, 202 Νεκρόδειπνος 235 ΝεκρολατρεΙα 222, 226, 236 Νέκυια 175 Νεκύσια 94 Νέμεσις 223 Νεόβακχος 216 Νεομύστης 217 Νεοπτόλεμος 192 Νβοφάντης 217 Νεόφυτος 218, 221 Νέρων 112 Νέτειρος 88 Νεωκόρος 218 Νόννος 50,55, 58,82, 83, 84,180,204,247 Νυκτέλια 40, 101, 204 Νυκτιπόλοι 40, 212 Νυκτοφυλάξια 40 Νύμφη - Νύμφες 76, 77, 78, 110, 154, 171, 172, 191, 231, 232, 233 Νυμφών 183 Νύσα 78, 94, 167, 186, 201, 202 Νυσήιον 94, 100 Νωμεντιανή όδός 244 Αανθίας 58 Ξάνθος 41, 96, 99, 143 Ξενοφάνης 115 ΞοΟθος 99 Οβίδιος 42 'Οδυσσέας 56 'Οδύσσεια 190 ΟΙκέτης 218 ΟΙναρος 178 ΟΙνέας 92 ΟΙνόμαος 91, 92, 141 ΟΙνοπίων 190 Όκταβία 167 'Οκτάβιος 168 'Οκταετή ρίς 64 Όλεΐαι 94, 97, 99, 131, 137, 138, 189 'Ολύμπιος (φιλόσοφος) 247 'Ομόνοια 231 Όμοπατόρια 143 'Οππιανός 134 'Οπωροκλέπτης 59 Όργια 39, 40, 41, 50, 94, 95, 97, 98, 99, 102, 103, 104, 105, 112, 131, 138, , 193, 209, 212, 248 Όργιοφάντης 218, 219 'Ορειβασία 40, 42, 122, 147 'Ορέστης 107, 109 Όρθάνης 85 Όρφεύς-Όρφέας 60, 100, 118, 147, 200, 216, 231, 233, 245- Όρφεύς Βακχικός 245 Όρφίκοδιονυσιακά Μυστήρια 194 'Ορφικός 85, 86- πάπυρος 87* Ύμνος 179, 214, 219 'Ορφισμός 70, 73, 195 'Ορχομενός 50, 94, 99 "Οσιοι 97, 113, 189, 193 "Οσιρις 72, 114, 115, 132, 163, 201, 202 Ούαλεντινιανός-ΟύαλεντινιανοΙ 248 Ούάλης 248 ΟύγγαρΙτ 174 Οδρ 121 ΟύρανΙα 204 Ούρανός 74, 89, 100 Παιάν 150 Παΐονες 200 ΠαΙς (παιδός λατρεία) 87 Παλαίμων 51, 88, 179, 231* Παλαίμων Ζαγρεύς 179 Παλιγγενεσία 48, 75, 87, 88 Παλμύρα 200, 204 Πάν 85,156,172,189,203,204, ,235

281 Παναθήναια 167 Πανδίων 185 ΠαννυχΙς 40 ΠαντελΙα 183 Παράδεισος 225, 226, 228, 234, 238 Παραστάτης 218 Παρδαλέη 52 Πάρις 63 Παρνασσός 40, 76, 78, 189, 193 Πάροδος 157 Πάρος 110, 151 Πασιφάη 25, 51, 80, 121, 178 Παστοφόρος 241 Πατήρ σπηλαίου 220 Πάτμος 247 Πατριαρχία 75 Πατριαρχική κοινωνία 136 Πατρομύσται 215, 217 ΠαΟλος 243, 246 Παυσανίας 39, 52, 64, 74, 103, 114, , 139, 140, 141, 224 Πεισίστρατος 149, 154, 185 Πελάργη 231 Πέλειαι Πελειάδες (Ιέρειες) 54 Πελλήνη 181 Πελόπιον 191 Πέλοψ 87, 88, 91, 92, 110, 228 ΠελοπΙδες 228 Πενθέας 41, 43, 44, 51, 53, 58, 63, 94, 98, 102, 109, 111, 122, 137, 139, 242 Πενταετή ρίς 64, 92, 110 Περίανδρος 148 Περιβώμιος 215 Πέρινθος 217 Περσέας 95, 98, 99, 102, 112, 142 Περσεφόνη 51, 70, 80, 82, 118, 183, , 196, 229 Πετεμπαμέντης 202 Πηλέας 88 ΠιθοΙγια ή Πιθοιγία 106, 107, 123, Πινακίδες 'Ορφικές 227- Πινακίδες Πύλου 133 Πίνδαρος 117, 151, 152, 184, 186, 191 Πλάτων (κωμικός ποιητής) 54, 152, 213, 225, 229, 235 ΠλαΟτος 227 Πλούταρχος 47, 58, 82, 91, 94, 100, 105, 106, 113, 116, 117, 138, 139, 141, 167, 189, 192, 193, 203, 204, 226 ΠλοΟτος 77, 133, 134, 186, 187, Πλούτων 183, 185, 196 Ποιναί (θεότητες) 231 Πολύγνωτος 175 Πομπή 156, 157, 158, Πομπηία 224 Πομπήιος 167 Πορφύριος 84 Ποσειδών 53, 104, 172 Ποστούμιος 198 Πότνια θηρών 30, Ποτνιές (πόλη) 47, 52 Πότνιος θηρών 71 Πουτέολοι 218 Πραιτεξτάτου μνημείο 242 Πρατίνος 140, 155, 158 Πρίαπος 85, 203 Πρισκιλλιανοί 84 Προαγών 157 Προέλληνες 31, 132 Προίτος 93 Προιτίδες 62, 63, 93, 97, 99, 142, 171 Πρόκλος 193, 228 Προτρύγαια 104 Πρωτεύρυθμος 231 Πρωτοκωμήτης 218, 236 Πτολεμαίος 220* Πτολεμαίος I 202* II ό Φιλάδελφος 57, 77, 110, 147, 165, 233, 234 IV ό Φιλοπάτωρ 77, 165, 213, 228" XII ό Αυλητής 166* Πτολεμαίος Διόνυσος 84, 166* Πτολεμαίος Νέος Διόνυσος 166' Πτολεμαίος Σωτήρ 202 Πυθαγόρειοι 222, 227 Πυθία 56, 60 Πυθιάδες 77 Πύθων 189, 191, 194 Πυλάοχος 116 ΠυξΙς τοο Μιλάνου 188 Πυραια 183 Πυρφόροι 220 Πώλοι (Ιέρειες) 54 Ρέα 62, 70, 71, 75, 78, 88, 89, 90, 122, 123, 133, 171, 187, 188- Ρέα-Κυβέλη 172, 158- Mfi-Ρέα 78, 188 Ρήσος 60, 76 Ροδισμός 237 Ρόδος 108, 201 Ροζάλια 237 Ρόμβος 70, 86, 87 Ροιώ 101 ΡοΟφος ΖεΙπας 214 Σαβάζιος 80, 83, 87, 163, 165, 188, 193, , 197, 200, 203, 205, 214, 216, 223, Σάβακχος

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη.   γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό http://hallofpeople.com/gr/bio/roumi.php ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ Επιλεγμένα ποιήματα γλυκαίνει καθετί πικρό το χάλκινο γίνεται χρυσό το θολό κρασί γίνεται εκλεκτό ο κάθε πόνος γίνεται γιατρικό οι νεκροί θα αναστηθούν

Διαβάστε περισσότερα

ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ. 1. Δύναμη. 2. Ψυχή. 3. Θάνατος

ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ. 1. Δύναμη. 2. Ψυχή. 3. Θάνατος ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ 1. Δύναμη! 2. Ψυχή! 3. Θάνατος 1. ΔΥΝΑΜΗ Ζωτική ή σωματική δύναμη Mana (Manaismus) Θετική αρνητική σημασία δύναμης Δύναμη και μαγεία Οικειοποίηση δύναμης μέσω δοκιμασιών Φορείς δύναμης

Διαβάστε περισσότερα

Μαγειρεύοντας ιστορίες

Μαγειρεύοντας ιστορίες λέξεις Έξυπνες ιδέες κλειδιά ΕλΕνη Σβορώνου Μαγειρεύοντας ιστορίες Πώς να γράψεις τα δικά σου κείμενα δημιουργική γραφή αρχή - μέση - τέλος Ακολούθησε τις οδηγίες, άφησε ελεύθερη τη φαντασία σου, ξεδίπλωσε

Διαβάστε περισσότερα

Το φως αναφέρεται σε σχετικά έντονο βαθμό στη μυθολογία, τόσο στην ελληνική όσο και στη μυθολογία άλλων αρχαίων λαών που το παρουσιάζουν σε διάφορες

Το φως αναφέρεται σε σχετικά έντονο βαθμό στη μυθολογία, τόσο στην ελληνική όσο και στη μυθολογία άλλων αρχαίων λαών που το παρουσιάζουν σε διάφορες Το φως αναφέρεται σε σχετικά έντονο βαθμό στη μυθολογία, τόσο στην ελληνική όσο και στη μυθολογία άλλων αρχαίων λαών που το παρουσιάζουν σε διάφορες μορφές (ήλιος, σελήνη, αστέρια, κ.ά) και σε ένα μέρος

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 «Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» (Φλώρινα - Μακεδονία Καύκασος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Μακρυνίτσα 2010 Ύμνος της ομάδας «Ευαγγέλιο» Βιβλία και μαθήματα ζωγραφισμένα σχήματα και τόσα βοηθήματα να μη δυσκολευτώ Απ όλους τόσα έμαθα

Διαβάστε περισσότερα

Εμείς τα παιδιά θέλουμε να γνωρίζουμε την τέχνη και τον πολιτισμό του τόπου μας και όλου του κόσμου.

Εμείς τα παιδιά θέλουμε να γνωρίζουμε την τέχνη και τον πολιτισμό του τόπου μας και όλου του κόσμου. Εισαγωγή Το Παγκύπριο Κίνημα ΕΔΟΝόπουλων δημιουργήθηκε το 1960. Πρωταρχικός του στόχος είναι η προσφορά και η στήριξη του παιδιού στην Κυπριακή κοινωνία. Το Κίνημα ΕΔΟΝόπουλων, μέσα από τις εβδομαδιαίες

Διαβάστε περισσότερα

Αντιστοιχήστε ένα γράμμα της πρώτης στήλης με έναν αριθμό της δεύτερης στήλης (στη δεύτερη στήλη δύο επιλογές περισσεύουν).

Αντιστοιχήστε ένα γράμμα της πρώτης στήλης με έναν αριθμό της δεύτερης στήλης (στη δεύτερη στήλη δύο επιλογές περισσεύουν). ΜΑΘΗΜΑ 25 Ο ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ Αντιστοιχήστε ένα γράμμα της πρώτης στήλης με έναν αριθμό της δεύτερης στήλης (στη δεύτερη στήλη δύο επιλογές περισσεύουν). ΣΤΗΛΗ Α ΣΤΗΛΗ Β α. «Κατ οίκον εκκλησία» 1.

Διαβάστε περισσότερα

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love) http://hallofpeople.com/gr.php?user=κοέν%20λέοναρντ ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ Στίχοι τραγουδιών του Από το http://lyricstranslate.com/el/leonard-cohen-lyrics.html (Ain t no cure for love) Σε αγαπούσα για πολύ, πολύ

Διαβάστε περισσότερα

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία Πικρίδου-Λούκα. 2014 Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε

Διαβάστε περισσότερα

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΟΨΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΟΨΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΟΨΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ Τα τραγούδια των ανθρώπων μιλούσαν και μιλούν πάντα για τη μαγεία της γυναίκας. Μιλούν και τραγουδούν, άλλοτε με χαρά κι άλλοτε με θλίψη και με καημό, για τον ρόλο που η γυναίκα

Διαβάστε περισσότερα

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ» Δ. Σολωμός Δελτίο τύπου 1) Το Σάββατο 15-03-08 πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα τέχνης από το 1 ο ΓΕΛ και υπό την αιγίδα του Δήμου Κοζάνης παράσταση με θέμα: «Ελεύθεροι πολιορκημένοι»

Διαβάστε περισσότερα

Η δικη μου μαργαριτα 1

Η δικη μου μαργαριτα 1 Η δική μου Μαργαρίτα 1 Παναγιώτης Μπραουδάκης 2 Η δική μου Μαργαρίτα Η δική μου Μαργαρίτα 3 Παναγιώτης Μπραουδάκης Εκδόσεις Λευκή Σελίδα ΠΟΙΗΣΗ Παναγιώτης Μπραουδάκης Η δική μου Μαργαρίτα Διορθώσεις: Ελένη

Διαβάστε περισσότερα

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο Ο Ηλίας ανεβαίνει Ψηλά Ψηλότερα Κάθε Μάρτιο, σε μια Χώρα Κοντινή, γινόταν μια Γιορτή! Η Γιορτή των Χαρταετών. Για πρώτη φορά,

Διαβάστε περισσότερα

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα σαν κι αυτή μια νύχτα σαν κι αυτή θέλω να σου πω πόσο σ

Διαβάστε περισσότερα

Τζιορντάνο Μπρούνο

Τζιορντάνο Μπρούνο http://hallofpeople.com/gr/bio/bruno.php Τζιορντάνο Μπρούνο Αποσπάσματα από έργα του (Την εποχή που εκκλησία και επιστήμη θεωρούσε υποδεέστερο το γυναικείο φύλο, ο Μπρούνο έγραψε): Εξετάστε λίγο την αλήθεια,

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις. Α ομάδα ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1. Η συγγραφέας του βιβλίου μοιράζεται μαζί μας πτυχές της ζωής κάποιων παιδιών, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες. α) Ποια πιστεύεις ότι είναι τα μηνύματα που θέλει να περάσει μέσα

Διαβάστε περισσότερα

Χρήστος Τερζίδης: Δεν υπάρχει το συναίσθημα της αυτοθυσίας αν μιλάμε για πραγματικά όνειρα

Χρήστος Τερζίδης: Δεν υπάρχει το συναίσθημα της αυτοθυσίας αν μιλάμε για πραγματικά όνειρα Χρήστος Τερζίδης: Δεν υπάρχει το συναίσθημα της αυτοθυσίας αν μιλάμε για πραγματικά όνειρα 21/04/2015 Το φως της λάμπας πάνω στο τραπέζι αχνοφέγγει για να βρίσκουν οι λέξεις πιο εύκολα το δρόμο τους μέσα

Διαβάστε περισσότερα

1. Στα αποστολικά χρόνια, η Θεία Ευχαριστία γινόταν διαφορετικά από τον τρόπο που έγινε τη βραδιά του Μυστικού Δείπνου.

1. Στα αποστολικά χρόνια, η Θεία Ευχαριστία γινόταν διαφορετικά από τον τρόπο που έγινε τη βραδιά του Μυστικού Δείπνου. ΜΑΘΗΜΑ 22 ο ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ Θ.ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ Να χαρακτηρίσετε τις παρακάτω προτάσεις ως σωστές ή λανθασμένες, σύμφωνα με την ιστορία της αρχαίας Εκκλησίας, γράφοντας δίπλα στον αριθμό κάθε

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΜΑΡΤΙΟΥ 2011 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΜΑΡΤΙΟΥ 2011 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΜΑΡΤΙΟΥ 2011 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΕΙΜΕΝΟ Το μαγικό ραβδάκι Το ίδιο έγινε με όλα τα γεγονότα, τα πρόσωπα και τα πράγματα που άγγισε με το μαγικό

Διαβάστε περισσότερα

Οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης: άνθρωποι εμπνευσμένοι από το Θεό.

Οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης: άνθρωποι εμπνευσμένοι από το Θεό. Οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης: άνθρωποι εμπνευσμένοι από το Θεό. Το διάγραμμα του χρόνου Εποχή Αβραάμ Θάνατος Μ. Αλεξάνδρου Γέννηση Ιησού Χριστού Άλωση Κων/πολης 2000 1900 1800 1700 1600 1500 1400

Διαβάστε περισσότερα

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού Μακρυνίτσα 2013 Ύµνος της οµάδας της Προσευχής Όµορφη ώρα στο προσευχητάρι αηδόνια, τζιτζίκια και

Διαβάστε περισσότερα

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια Λιοντάρια Μέγεθος Βάρος Τροφή Περιοχή ως 1,90 μέτρα μήκος ως 1,10 μέτρα ύψος μέχρι 250 κιλά τρώνε ζώα μεγάλα, όπως καμηλοπαρδάλεις, αντιλόπες, ζέβρες Αφρική και Ινδία ΛΙΟΝΤΑΡΙ Τα λιοντάρια είναι τα μεγαλύτερα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ 11ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ Α ΤΑΞΗ 2014-2015 Το κυνήγι του χαμένου θησαυρού Τα παιδιά χωρίζονται σε 3 ή 4 ομάδες. Ο αρχηγός κρύβει κάποιον θησαυρό. Όλες οι ομάδες διαβάζουν

Διαβάστε περισσότερα

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ'' 1 2 Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ'' 3 Τα λουλούδια χωρίς όνομα, τα έχει ο καθένας από μας, αλλά δεν το ξέρουμε. Δεν μας μαθαίνουν τίποτα και ψάχνουμε μόνοι μας άσκοπα να βρούμε κάτι, για να

Διαβάστε περισσότερα

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου Η γυναίκα ως σύζυγος και μητέρα Η γυναίκα ως πολεμικό λάφυρο Γυναίκα και επιτάφιες τιμές ηρώων Η τύχη του γυναικείου πληθυσμού μετά την άλωση μιας πόλης

Διαβάστε περισσότερα

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. '' 1. '' Τίποτα δεν είναι δεδομένο. '' 2. '' Η μουσική είναι η τροφή της ψυχής. '' 3. '' Να κάνεις οτι έχει νόημα για σένα, χωρίς όμως να παραβιάζεις την ελευθερία του άλλου. '' 4. '' Την πραγματική μόρφωση

Διαβάστε περισσότερα

Kangourou Greek Competition 2014

Kangourou Greek Competition 2014 Thales Foundation Cyprus P.O. Box 28959, CY2084 Acropolis, Nicosia, Cyprus Kangourou Greek Competition 2014 Level 3 4 Γ - Δ Δημοτικού 15 Νοεμβρίου/November 2014 10:00 11:15 Ερωτήσεις 1 12 = 3 βαθμοί η

Διαβάστε περισσότερα

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας Ένα μωρό που το πέταξαν, γιατί κάποιος χρησμός έλεγε ότι μεγαλώνοντας θα σκοτώσει τον πατέρα του, έγινε μετά από χρόνια ο βασιλιάς της Θήβας, Οιδίποδας. Χωρίς να φταίει, έφερε καταστροφή, και το χειρότερο,

Διαβάστε περισσότερα

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ http://hallofpeople.com/gr/bio/ηράκλειτος.php ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ «ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ» Ι. Ενώ ο λόγος αυτός υπάρχει πάντα, ωστόσο οι άνθρωποι δεν τον κατανοούν ούτε προτού τον ακούσουν ούτε όταν τον

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37 Περιεχόμενα Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό............. 11 Αν έχεις τύχη..................................... 21 Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς............... 37 7199_alogaki_pasxalitsa_arkouda:7199_alogaki_pasxalitsa_arkouda

Διαβάστε περισσότερα

Το συγκλονιστικό άρθρο. του Γλέζου στη Welt. Διαβάστε το συγκλονιστικό άρθρο του Μανώλη Γλέζου στη 1 / 5

Το συγκλονιστικό άρθρο. του Γλέζου στη Welt. Διαβάστε το συγκλονιστικό άρθρο του Μανώλη Γλέζου στη 1 / 5 άρθρο του Μανώλη Γλέζου στη γερμανική εφημερίδα Die Welt, στο οποίο εξηγεί στους Γερμανούς Το συγκλονιστικό άρθρο του Γλέζου στη Welt Διαβάστε το συγκλονιστικό άρθρο του Μανώλη Γλέζου στη 1 / 5 γερμανική

Διαβάστε περισσότερα

5 Μαρτίου Το μυστήριο της ζωής. Θρησκεία / Θεολογία. Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ( 1979)

5 Μαρτίου Το μυστήριο της ζωής. Θρησκεία / Θεολογία. Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ( 1979) 5 Μαρτίου 2019 Το μυστήριο της ζωής Θρησκεία / Θεολογία Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ( 1979) Η ζωή πάνω στη γη έλκει την καταγωγή της από τον ουρανό η ζωή του ανθρώπου έλκει την καταγωγή της από τον Θεό. Τα

Διαβάστε περισσότερα

Να χαρακτηρίσετε τις παρακάτω προτάσεις ως σωστές ή λανθασμένες, σύμφωνα. με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, γράφοντας δίπλα στον αριθμό κάθε πρότασης τη

Να χαρακτηρίσετε τις παρακάτω προτάσεις ως σωστές ή λανθασμένες, σύμφωνα. με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, γράφοντας δίπλα στον αριθμό κάθε πρότασης τη ΜΑΘΗΜΑ 3 Ο Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΓΚΑΙΝΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΛΑΤΡΕΙΑ Να χαρακτηρίσετε τις παρακάτω προτάσεις ως σωστές ή λανθασμένες, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, γράφοντας δίπλα στον αριθμό κάθε πρότασης τη

Διαβάστε περισσότερα

Η συγγραφέας Πένυ Παπαδάκη και το «ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ» Σάββατο, 21 Νοεμβρίου :20

Η συγγραφέας Πένυ Παπαδάκη και το «ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ» Σάββατο, 21 Νοεμβρίου :20 Η συγγραφέας Πένυ Παπαδάκη και το «ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ» Σάββατο, 21 Νοεμβρίου 2015-22:20 Από τη Μαίρη Γκαζιάνη «Μέσω της μυθοπλασίας, αποδίδω τη δικαιοσύνη που θα ήθελα να υπάρχει» μας αποκαλύπτει η συγγραφέας

Διαβάστε περισσότερα

Copyright Φεβρουάριος 2016

Copyright Φεβρουάριος 2016 ΣΤΙΓΜΕΣ Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 [3] Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αφιερωμένο στον πατέρα μου Αλκιβιάδη Copyright

Διαβάστε περισσότερα

Κατανόηση γραπτού λόγου

Κατανόηση γραπτού λόγου Β1 1 Επίπεδο Β1 (25 μονάδες) Διάρκεια: 40 λεπτά Ερώτημα 1 (6 μονάδες) Διαβάζετε σ ένα περιοδικό οδηγίες για να μάθουν σωστά τα παιδιά σας σκι. Το περιοδικό όμως είναι παλιό κι έτσι βλέπετε καθαρά μόνο

Διαβάστε περισσότερα

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού Μακρυνίτσα 2009 Ύμνος της ομάδας «Στη σκέπη της Παναγίας» Απ τα νησιά τα ιερά στην Πάτμο φτάνω ταπεινά απ τα νησιά όλης της γης ακτίνες ρίξε

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, μια γριά γυναίκα. Τ όνομά της ήταν Μαραλά. Κανένας δεν

Διαβάστε περισσότερα

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς A...Τα αισθήματα και η ενεργεία που δημιουργήθηκαν μέσα μου ήταν μοναδικά. Μέσα στο γαλάζιο αυτό αυγό, ένιωσα άτρωτος, γεμάτος χαρά και αυτοπεποίθηση.

Διαβάστε περισσότερα

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο 4 Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο Σεβάχ. Για να δει τον κόσμο και να ζήσει περιπέτειες.

Διαβάστε περισσότερα

Το παραμύθι της αγάπης

Το παραμύθι της αγάπης Το παραμύθι της αγάπης Μια φορά και ένα καιρό, μια βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα παιδί τόσο άσχημο που σχεδόν δεν έμοιαζε για άνθρωποs. Μια μάγισσα που βρέθηκε σιμά στη βασίλισσα την παρηγόρησε με τούτα

Διαβάστε περισσότερα

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ Μη µου µιλάς γι' αυτά που ξεχνάω Μη µε ρωτάς για καλά κρυµµένα µυστικά Και µε κοιτάς... και σε κοιτώ... Κι είναι η στιγµή που δεν µπορεί να βγεί απ' το µυαλό Φυσάει... Κι είναι

Διαβάστε περισσότερα

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΜΕΡΑ Ευλογημένη τρεις φορές Του Οκτώβρη αυτή η μέρα, Που διώξανε τους Ιταλούς Απ την Ελλάδα πέρα. Ευλογημένος ο λαός που απάντησε το όχι ευλογημένος ο στρατός που με τη ξιφολόγχη, πάνω στην

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΔΗΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ Δ.Β.Μ. Σχολική χρονιά 2014-15 ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ 3, 16451 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ,

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαίο Θέατρο και Δημοκρατία

Αρχαίο Θέατρο και Δημοκρατία ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ 1 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Εα Η σύγκρουση ανάμεσα στις παραδοσιακές αξίες της πόλης και στο νέο κριτικό πνεύμα: η αμφισβήτηση της πόλης προς τον ίδιο τον εαυτό της (30 ) Φύλλο εργασίας για τους ηθοποιούς που

Διαβάστε περισσότερα

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος Ιστορίες που ζεις δυνατά Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος Στο τώρα Έχω δώσει τόσες υποσχέσεις που νομίζω ότι έχω χάσει το μέτρημα. Δεν είναι που λέω ψέματα όταν δεν τις τηρώ, είναι

Διαβάστε περισσότερα

Όταν φεύγουν τα σύννεφα μένει το καθαρό

Όταν φεύγουν τα σύννεφα μένει το καθαρό Ημερομηνία 9/6/2016 Μέσο Συντάκτης Link http://plusmag.gr/ Αλεξάνδρα Παναγοπούλου http://plusmag.gr/article/%cf%84%ce%b1%ce%bd_%cf%86%ce%b5%ce%b3%ce%bf%cf %85%CE%BD_%CF%84%CE%B1_%CF%83%CE%BD%CE%BD%CE%B5%CF%86%CE%B1_%CE%B

Διαβάστε περισσότερα

γεφύρια, τα οποία φέρνουν στην μνήμη από την χώρα καταγωγής τους, βρίσκοντας κοινούς τόπους στην διαπραγμάτευση του θέματος.

γεφύρια, τα οποία φέρνουν στην μνήμη από την χώρα καταγωγής τους, βρίσκοντας κοινούς τόπους στην διαπραγμάτευση του θέματος. Τα γεφύρια ενώνουν Σε μία διαπολιτισμική προσέγγιση των θεμάτων που έχουν σχέση με τα πέτρινα γεφύρια, διαπιστώνουμε εύκολα ότι οι κατασκευές αυτές απαντούν όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά σε ολόκληρη

Διαβάστε περισσότερα

Α. ΚΕΙΜΕΝΑ 1 «ΤΟ ΧΕΡΙ»

Α. ΚΕΙΜΕΝΑ 1 «ΤΟ ΧΕΡΙ» Α. ΚΕΙΜΕΝΑ Κείμενο 1 «ΤΟ ΧΕΡΙ» - «Ποια είναι», κύριε, «η μεγαλύτερη σωματική βλάβη», ρώτησαν τα παιδιά το δάσκαλό τους. Ο δάσκαλος άκουγε τις απαντήσεις των παιδιών. Κάποιο παιδί έλεγε πως το χειρότερο

Διαβάστε περισσότερα

Μαρία αγγελίδου. το βυζάντιο σε έξι χρώματα. χ ρ υ σ ο. eikonoγραφηση. κατερίνα βερουτσου

Μαρία αγγελίδου. το βυζάντιο σε έξι χρώματα. χ ρ υ σ ο. eikonoγραφηση. κατερίνα βερουτσου Μαρία αγγελίδου χ ρ υ σ ο το βυζάντιο σε έξι χρώματα eikonoγραφηση κατερίνα βερουτσου «Ένας Θεός στον ουρανό, ένας βασιλιάς στη γη: ένας αυτοκράτορας. Και μια πόλη ολόλαμπρη, απ το χρυσάφι ολολαμπρότερη».

Διαβάστε περισσότερα

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Γ Ρ Α Π Τ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Γ Ρ Α Π Τ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Γ Ρ Α Π Τ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 2 5 Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ 1 Y Π Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Ο Π Α Ι Δ Ε Ι Α Σ Κ Α Ι Θ

Διαβάστε περισσότερα

Ένα γόνιμο μέλλον. στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα

Ένα γόνιμο μέλλον. στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα 1 Ένα γόνιμο μέλλον Ένα γόνιμο μέλλον χρειάζεται μια καλή συνείδηση στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα Χρειαζόμαστε οι Έλληνες να συνδεθούμε πάλι

Διαβάστε περισσότερα

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας ΘΥΜΑΜΑΙ; Πρόσωπα Ήρωας: Λούκας Αφηγητής 1: Φράνσις Παιδί 1: Ματθαίος Παιδί 2: Αιµίλιος Βασίλης (αγόρι):δηµήτρης Ελένη (κορίτσι): Αιµιλία Ήλιος: Περικλής Θάλασσα: Θεοδώρα 2 ΘΥΜΑΜΑΙ; CD 1 Ήχος Θάλασσας Bίντεο

Διαβάστε περισσότερα

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11 Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος 2017-11:11 Από τη Μαίρη Γκαζιάνη Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει γράψει περίπου

Διαβάστε περισσότερα

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε! 20 Χειμώνας σε μια πλατεία. Χιονίζει σιωπηλά. Την ησυχία του τοπίου διαταράσσουν φωνές και γέλια παιδιών. Μπαίνουν στη σκηνή τρία παιδιά: τα δίδυμα, ο Θανούλης και ο Φανούλης, και η αδελφή τους η Μαριάννα.

Διαβάστε περισσότερα

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ Το Σκλαβί ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της Το Σκλαβί ξεκινήσαμε να το γράφουμε μαζί με τον Θωμά Μοσχόπουλο. Γρήγορα

Διαβάστε περισσότερα

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, 3, 4 και 5, επιλέγοντας τη. 1. Ο χώρος τέλεσης της χριστιανικής λατρείας ονομάστηκε ναός

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, 3, 4 και 5, επιλέγοντας τη. 1. Ο χώρος τέλεσης της χριστιανικής λατρείας ονομάστηκε ναός ΜΑΘΗΜΑ 2 Ο ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, 3, 4 και 5, επιλέγοντας τη σωστή απάντηση από τις αντίστοιχες φράσεις α, β, γ. 1. Ο χώρος τέλεσης

Διαβάστε περισσότερα

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β Ερώτηση 1 α Το βιβλίο με τίτλο «Χάρτινη Αγκαλιά», της Ιφιγένειας Μαστρογιάννη, περιγράφει την ιστορία ενός κοριτσιού, της Θάλειας, η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Φεύγει

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη Κεφάλαιο 5 Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη Έφτασε μια μισάνοιχτη πόρτα, ένα μικρό κενό στο χώρο και το χρόνο, σαν ένα ασήμαντο λάθος της Ιστορίας για να πέσει η Πόλη. Εκείνο

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΔΡΟΓΥΝΟ: Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΑΝΔΡΟΓΥΝΟ: Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ Το ερωτικό παιχνίδι του άντρα και της γυναίκας είναι μια μικρή εκδήλωση του παιχνιδιού όλης της ζωής. Το ζευγάρι γνωρίζει και ζει τους κραδασμούς που το διαπερνούν, συμμετέχοντας έτσι στις δονήσεις του

Διαβάστε περισσότερα

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν άνδρα που τον έλεγαν Ιωσήφ. Οι γονείς της, ο Ιωακείμ και

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: "ΕΛΕΝΗ" ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ στίχοι: 987-1098

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΕΛΕΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ στίχοι: 987-1098 ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: "ΕΛΕΝΗ" ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ στίχοι: 987-1098 ΕΛΕΝΗ: Ικέτισσα, ω! παρθένα, σου προσπέφτω και σε παρακαλώ απ της δυστυχίας

Διαβάστε περισσότερα

Νίκος Σιδέρης. Μιλώ για την κρίση με το παιδί. Εμπιστευτική επιστολή σε μεγάλους που σκέφτονται ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΑΝΤΙΤΥΠΑ

Νίκος Σιδέρης. Μιλώ για την κρίση με το παιδί. Εμπιστευτική επιστολή σε μεγάλους που σκέφτονται ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 12.000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ Νίκος Σιδέρης Μιλώ για την κρίση με το παιδί Εμπιστευτική επιστολή σε μεγάλους που σκέφτονται Από τον συγγραφέα του μπεστ σέλερ Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν!

Διαβάστε περισσότερα

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν. Αποστόλη Λαμπρινή (brines39@ymail.com) ΔΥΝΑΜΗ ΨΥΧΗΣ Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν. Θα σε χτυπάνε, θα σε πονάνε,

Διαβάστε περισσότερα

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό. Το μαγικό βιβλίο Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια γοργόνα μέσα στα καταγάλανα νερά. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και γίνομαι

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑΑΝΤΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ: «Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΔΑ» ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ

ΣΑΑΝΤΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ: «Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΔΑ» ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ ΣΑΑΝΤΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ: «Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΔΑ» ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ Τα παιδιά του Αδάμ είναι τα άκρα ενός σώματος, Μοιράζονται όλα την ίδια ρίζα. Όταν ένα άκρο περνάει τις μέρες του

Διαβάστε περισσότερα

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη Επιμέλεια εργασίας: Παναγιώτης Γιαννόπουλος Περιεχόμενα Ερώτηση 1 η : σελ. 3-6 Ερώτηση 2 η : σελ. 7-9 Παναγιώτης Γιαννόπουλος Σελίδα 2 Ερώτηση 1 η Η συγγραφέας

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΤΕΣ Δ1 7 ου Δ.Σ. ΛΑΜΙΑΣ

ΜΑΘΗΤΕΣ Δ1 7 ου Δ.Σ. ΛΑΜΙΑΣ ΜΑΘΗΤΕΣ Δ1 7 ου Δ.Σ. ΛΑΜΙΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΝΑΡΓΥΡΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΝΑΣΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΤΣΙΦΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΣΜΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΚΥΡΙΤΣΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗ ΜΑΡΙΑ ΛΑΝΚΑ ΧΕΚΕΡΙΜ ΜΠΑΡΜΠΑΤΣΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Γιώτα Γουβέλη: Ως προς την ιστορική έρευνα, Η νύφη της Μασσαλίας ήταν το πιο απαιτητικό από όλα μου τα βιβλία

Γιώτα Γουβέλη: Ως προς την ιστορική έρευνα, Η νύφη της Μασσαλίας ήταν το πιο απαιτητικό από όλα μου τα βιβλία Ημερομηνία 29/08/2016 Μέσο Συντάκτης bookcity.gr Ελίζα Νάστου Link http://bit.ly/2blbtqq Γιώτα Γουβέλη: Ως προς την ιστορική έρευνα, Η νύφη της Μασσαλίας ήταν το πιο απαιτητικό από όλα μου τα βιβλία Το

Διαβάστε περισσότερα

Είπε ο Θεός: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα τη δική μας κι έτσι που να μπορεί να μας μοιάσει κι ας εξουσιάζει τα ψάρια της

Είπε ο Θεός: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα τη δική μας κι έτσι που να μπορεί να μας μοιάσει κι ας εξουσιάζει τα ψάρια της Η δημιουργία του ανθρώπου Θεϊκή προέλευση του ανθρώπου Είπε ο Θεός: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα τη δική μας κι έτσι που να μπορεί να μας μοιάσει κι ας εξουσιάζει τα ψάρια της θάλασσας,

Διαβάστε περισσότερα

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, και 3 επιλέγοντας τη σωστή

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, και 3 επιλέγοντας τη σωστή ΜΑΘΗΜΑ 6 Ο ΠΟΙΗΣΩΜΕΝ ΑΝΘΡΩΠΟΝ... Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, και 3 επιλέγοντας τη σωστή απάντηση, κατά τη διδασκαλία του Χριστιανισμού, από τις αντίστοιχες φράσεις α, β, γ. Στη συνέχεια,

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β ΗΜ/ΝΙΑ ΠΟΡΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ Σεπτέμβριος Αφόρμηση: ίνω στα παιδιά σε χαρτόνι φωτοτυπημένη μια σβούρα και τους

Διαβάστε περισσότερα

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ Να γελάσεις απ' τα βάθη των χρυσών σου ματιών είμαστε μες στο δικό μας κόσμο Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει Τα πιο

Διαβάστε περισσότερα

ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ. Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017

ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ. Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017 ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ ΑΘΗΝΑ 2017 ΝΕΦΕΛΗ / ΘΕΑΤΡΟ / ΑΠΑΝΤΑ Δ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ Σοφοκλέους, Οιδίπους επί Κολωνώ, μετάφραση Δημήτρης Δημητριάδης Σχεδιασμός βιβλίου:

Διαβάστε περισσότερα

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ: ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ: Η ΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ: Η Αικατερίνη είχε κάλλος και ομορφιά ασύγκριτη. Η μητέρα της και οι συγγενείς της την πίεζαν συνεχώς να παντρευτεί, για να μην φύγουν από τα χέρια τους

Διαβάστε περισσότερα

Αναρτήθηκε από τον/την Βασιλειάδη Γεώργιο Παρασκευή, 01 Μάρτιος :33 - Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 01 Μάρτιος :54

Αναρτήθηκε από τον/την Βασιλειάδη Γεώργιο Παρασκευή, 01 Μάρτιος :33 - Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 01 Μάρτιος :54 Πρώτη Μαρτίου σήμερα, και πρώτη μέρα της Άνοιξης, με το έθιμο του «Μάρτη» ή «Μαρτιά», να ξαναγυρίζει, ανακινώντας παιδικές αναμνήσεις. Παμπάλαιο έθιμο ο «Μάρτης», με βαλκανική διασπορά, και τις ρίζες του

Διαβάστε περισσότερα

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018 Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018 by Rena Mavridou Αγαπητή Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη, πώς προέκυψε η συγγραφή στη ζωή

Διαβάστε περισσότερα

Η δημιουργία του ανθρώπου

Η δημιουργία του ανθρώπου Η δημιουργία του ανθρώπου Στο τέλος της έκτης ημέρας, ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο, ο οποίος υπήρξε το τελευταίο και το τελειότερο δημιούργημα του Θεού. Ψηφιδωτό από το Μονρεάλε της Σικελίας, 13ος αι.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα

Διαβάστε περισσότερα

2 Μαρτίου Η Δύναμη της Αγάπης. Θρησκεία / Θρησκευτική ζωή. Μίνα Μπουλέκου, Συγγραφέας-Ποιήτρια

2 Μαρτίου Η Δύναμη της Αγάπης. Θρησκεία / Θρησκευτική ζωή. Μίνα Μπουλέκου, Συγγραφέας-Ποιήτρια 2 Μαρτίου 2018 Η Δύναμη της Αγάπης Θρησκεία / Θρησκευτική ζωή Μίνα Μπουλέκου, Συγγραφέας-Ποιήτρια Η αγάπη είναι μια λέξη τόσο απλή και τόσο μεγαλειώδης. Αποτελεί το μεγαλύτερο κεφάλαιο της εξελικτικής

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ Μαρία Αγγελίδου ΤΑΞΙ ΙΑ Σ ΤΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή EK ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΞΙ ΙΑ ΣΤΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΚΑΙ

Διαβάστε περισσότερα

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης Το ημερολόγιο της Πηνελόπης Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης Το ημερολόγιο: «ημέρα της αποχώρησης Αγαπημένο μου

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER 1 Α Ομάδα «Κάθεσαι καλά, Γκέοργκ; Καλύτερα να καθίσεις, γιατί σκοπεύω να σου διηγηθώ μια ιστορία για γερά νεύρα». Με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας του βιβλίου

Διαβάστε περισσότερα

Σειρά: ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Τίτλος: ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕ. Copyright Γιάννης Ζουγανέλης, Χρήστος Προμοίρας Copyright 2015:

Σειρά: ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Τίτλος: ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕ. Copyright Γιάννης Ζουγανέλης, Χρήστος Προμοίρας Copyright 2015: AisopouMythoi 23x28cm_sto3.indd 2 5/10/2015 11:53:23 πμ AisopouMythoi 23x28cm_sto3.indd 3 5/10/2015 11:53:27 πμ Σειρά: ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Τίτλος: ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ Copyright Γιάννης Ζουγανέλης, Χρήστος Προμοίρας

Διαβάστε περισσότερα

Διατροφικές συνήθειες στον αρχαίο πολιτισμό της Ελλάδας

Διατροφικές συνήθειες στον αρχαίο πολιτισμό της Ελλάδας Διατροφικές συνήθειες στον αρχαίο πολιτισμό της Ελλάδας Επιμέλεια, παρουσίαση : Παντελάκη Μαργαρίτα (ΠΕ08, καλλιτεχνικών μαθημάτων, 3ο Δημοτικό Σχολείο Σερρών ) Δευτέρα, 12 Νοεμβρίου 12 Τι σχέση μπορούν

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ!

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ! ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ! (There is only one God) Πού μπορείς να πάς ώστε να απομακρυνθείς από το Θεό; Ο Θεός γεμίζει κάθετόπο και χρόνο. Δεν υπάρχει τόπος χωρίς να είναι εκεί ο Θεός. Ο Θεός μίλησε μέσα

Διαβάστε περισσότερα

Λούντβιχ Βιτγκενστάιν

Λούντβιχ Βιτγκενστάιν Λούντβιχ Βιτγκενστάιν Ο τάφος του Βίτγκεντάιν στο Κέιμπριτζ κοσμείται από το ομοίωμα μιας ανεμόσκαλας: «Οι προτάσεις μου αποτελούν διευκρινίσεις, όταν αυτός που με καταλαβαίνει, τελικά τις αναγνωρίσει

Διαβάστε περισσότερα

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Η πορεία προς την Ανάσταση... Η νύχτα της Ανάστασης Τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου χτυπούν χαρούμενα οι καμπάνες. Οι χριστιανοί φορούν τα γιορτινά τους και πηγαίνουν στην εκκλησία για να γιορτάσουν την Ανάσταση του Χριστού. Στα

Διαβάστε περισσότερα

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου Δύο Σε μια σπουδαία αρχαία πόλη που την έλεγαν Ουρούκ, ζούσε ένας νεαρός βασιλιάς, ο Γκιλγκαμές. Πατέρας του Γκιλγκαμές ήταν ο βασιλιάς Λουγκαλμπάντα και μητέρα του η

Διαβάστε περισσότερα

e-seminars Αναπτύσσομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

e-seminars Αναπτύσσομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων e-seminars Πρωτοποριακή Συνεχής Επαγγελματική και Προσωπική Εκπαίδευση Προσωπική Βελτίωση Αναπτύσσομαι 1 e Seminars Copyright Seminars & Consulting Page 1 Περιεχόμενα 1. Γιατί είναι απαραίτητη η ανάπτυξη

Διαβάστε περισσότερα

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ 12 o Δημ. Σχ. Αθηνών Τάξη Δ 7/4/2014 ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ Α. ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ Β. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ 1. 2. Συμπληρώνω τα κενά με Παρακείμενο ή Υπερσυντέλικο: Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι... (αναπτύσσω)

Διαβάστε περισσότερα

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1 Κύπρος Χρυσάνθης 17 του Νοέµβρη 1973 (Χαράµατα) Το ποίηµα δηµοσιεύτηκε στον τόµο Αντιφασιστικά 67-74 (1984) και αναφέρεται στην εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο, στις

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Όμορφος κόσμος Φροντίζουμε όλα τα πλάσματα Η Αγία Μελανγκέλ: η προστάτιδα του περιβάλλοντος Εξακόσια χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού, γεννήθηκε στα καταπράσινα δάση της Ιρλανδίας μια

Διαβάστε περισσότερα

T: Έλενα Περικλέους

T: Έλενα Περικλέους T: 7000 0090 www.greendot.com.cy Έλενα Περικλέους Ο πρασινομπαλίτσας επιστρέφει... γιατί τα παραμύθια λένε πάντα την ΑΛΗΘΕΙΑ Συγγραφή: Έλενα Περικλέους Εποπτεία: Άρτεμις Παλαιογιάννη / Σάκης Θεοδοσίου

Διαβάστε περισσότερα

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα 1 Έρωτας στην Κασπία θάλασσα 3 Mona Perises ISBN: Email: monaperises@yahoo.com 4 Mona Perises Έρωτας στην Κασπία θάλασσα Μυθιστόρημα - Μέρος δεύτερο Mona Perises Ελλάδα Ιράν/Περσία Ελλάδα 5 Τι είναι η

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Ας υψώσουμε τις καρδιές μας. Είναι στραμμένες προς τον Κύριο. Ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο τον Θεό μας. Άξιο και δίκαιο.

ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Ας υψώσουμε τις καρδιές μας. Είναι στραμμένες προς τον Κύριο. Ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο τον Θεό μας. Άξιο και δίκαιο. 107. Ο Κύριος να είναι μαζί σας. Και με το πνεύμα σου. ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΦΟΡΑ Ας υψώσουμε τις καρδιές μας. Είναι στραμμένες προς τον Κύριο. Ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο τον Θεό μας. Άξιο και δίκαιο. Ακολουθεί το

Διαβάστε περισσότερα