ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΖΙΑΦΑΣ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940 KAI ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ Διπλωματική εργασία υποβληθείσα στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ Σύμβουλος Καθηγητής κ. Μιχαήλ Τρίτος Κοσμήτορας Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκη 2010
Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΖΙΑΦΑΣ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940 Θεσσαλονίκη 2010
Αντίδωρο αγάπης και τιμής στους πολυσέβαστους γονείς μου.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παράλληλη εξέταση δύο πολυσήμαντων κόσμων, πτυχών της ελληνικής πραγματικότητας, της Πολιτείας και της Εκκλησίας, οδηγεί αναπόφευκτα σε μια διαδικασία σύγκρισης του έργου τους και έρευνας σχετικά με τη συνεργασία τους και του βαθμού στον οποίο επιτεύχθηκε αυτή η μίξη. Είναι αυτονόητο ότι, τόσο το Ελληνικό Έθνος, όσο και η Εκκλησία, αποτελούν ταυτόχρονα αντικείμενα μελέτης όχι μόνο της επιστήμης της Θεολογίας, αλλά και της θύραθεν Ιστορίας και άλλων του επιστητού. Ο άνθρωπος είτε ως πολίτης είτε ως πιστό μέλος της Εκκλησίας έχει το ρόλο του και δίνει το στίγμα του και στις δυο πλευρές, που ουσιαστικά χρειάζεται να συνεργάζονται και όχι να αλληλοσυγκρούονται, διότι τότε επιφέρουν σωρεία προβλημάτων και δυσλειτουργίες στα κύτταρά τους, τα μέλη τους, τα οποία ασφαλώς δέχονται ακούσια αυτή την ταλαιπωρία. Οι κοινωνικές δομές, οι θεσμοί του κράτους, που ασχολούνται με τον άνθρωπο, τους προβληματισμούς του, την ολοκλήρωση της κοινωνικής προσωπικότητας του, ουσιαστικά στοχεύουν στο «ευ ζην» του πολίτη. Η Εκκλησία, με τη διδασκαλία της και τη μυστηριακή ζωή, όπως αυτά βιώνονται μέσα στις λατρευτικές συνάξεις της ενδιαφέρεται για το «αεί ζην» του πιστού. Αυτόματα οδηγούμαστε στο συμπέρασμα, ότι δεν υπάρχουν, θεωρητικά τουλάχιστον, διαφωνίες και αντιπαλότητες μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, τουναντίον ο ένας θεσμός βοηθάει στην επίτευξη του έργου του άλλου.
Στο σημείο αυτό, επιθυμώ να τονίσω ότι αυτή η συμπόρευση Κράτους και της Εκκλησίας απέβη ευεργετική για τον άνθρωπο, παρ όλο που υπήρξαν και περίοδοι διαταράξεως αυτής της σχέσεως. Η Εκκλησία υπήρξε αρωγός και μπροστάρης των αγώνων του Ελληνικού Έθνους σʹ όλες τις δύσκολες φάσεις του. Συνεπίκουρος στους απελευθερωτικούς αγώνες, στην αντιμετώπιση των εχθρικών λαών, τόσο σε επίπεδο επιδρομών, όσο και στο στάδιο των διπλωματικών υπονομεύσεων, φατριών κ.α. του Ελληνικού Έθνους. Την προσφορά, αυτή ακριβώς της Εκκλησίας. στους αγώνες του Έθνους και συγκεκριμένα του έπους του 1940, θα επιχειρήσω να παρουσιάσω στις σελίδες αυτής της διπλωματικής εργασίας, ευαισθητοποιημένος ακόμη περισσότερο, όντας ο ίδιος κληρικός, και αντιμετωπίζοντας καθημερινά την αμφισβήτηση της Εκκλησίας, όσον αφορά την προσφορά της στο Ελληνικό Έθνος. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στον σύμβουλο καθηγητή μου κ. Μιχ. Τρίτο, κοσμήτορα της Θεολογικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, για τις πολύτιμες συμβουλές και υποδείξεις για την ολοκλήρωση της παρούσης εργασίας. Θεσσαλονίκη, 26 Οκτωβρίου 2010 Εορτή του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, Πολιούχου Θεσσαλονίκης Αρχιμ. Δημήτριος Τζιαφάς
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...6 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ...7 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..9 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 1940 1.1 Γενική επισκόπηση της προσφοράς του κλήρου στην Εθνική Αντίσταση..39 1.2 Οι δραστηριοποιήσεις της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών στο έπος του 40...43 1.3 Η δραστηριοποίηση των Ιερών Μητροπόλεων στο έπος του 40 67 1.4 Η Συνδρομή του Αγίου Όρους και των Ιερών Μονών στον αγώνα του 1940..78 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΤΟ EΠΟΣ ΤΟΥ40. 2.1. Η δραση του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιου Αλεξιαδη στα χρόνια της Κατοχής 86 2.2 Η μέριμνα του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γενναδίου προς τους Έλληνες εβραίους όνια της Αντίστασης...91 2.3 Η δραστηριοποίηση του Γενναδίου στο ζήτημα των συνθηκών των κρατουμένων και οι ενέργειες του για την απελευθέρωση τους 93
2.4. Τα οξύτατα προβλήματα της Θεσσαλονίκης στα χρόνια της ατοχής95 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΚΛΗΡΙΚΟΙ ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΓΩΝΙΣΤΕΣ 3.1. Η δράση του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ Τκα στην αντισταση κατα των κατακτητων..97 3.2. Η κοινωνική μέριμνα της Εκκλησίας στα χρόνια της Κατοχής. 103 3.3 Η συμβολή των ιερέων στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης.129 3.4 Η αντίσταση των κληρικών στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης 137 ΕΠΙΛΟΓΟΣ...148
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Ά, απο την Εικονομαχία μέχρι τη Μεταρρύθμιση, Αθήνα 2002. Εκκλησία, Εθνότητα και Διεθνείς Σχέσεις, χ.ε., Αθήνα 1995. Georg, Ostrogorsky Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Γ, ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα 1997. Κ. Βακαλοπούλου, Νεοελληνική Ιστορία (1204 1940), εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1999. Γενναδίου Σχολαρίου., Άπαντα τα ευρισκόμενα, από τον Louis Petit, 1928 Τ. ΑΘ. Γριτσοπούλου, Κρυφό Σχολείο, Παρνασός 4 (1962) σσ. 79 83. Κων. Χολέβα «Το κρυφό Σχολείο δεν είναι μύθος, αλλά πραγματικότητα», Τόλμη, τευχ. 40 (Απρίλιος 2004), σσ.37 4 0. Ι. Μ. Χατζηφώτη, Το Κρυφό Σχολείο: η προσφορά της Εκκλησίας στην ελληνική παιδεία των χρονών της Τουρκοκρατίας, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1987. «Η Εκκλησία στη Μικρασία πριν και μετά την καταστροφή», Πανελλήνιος όμιλος για την παράδοση της Ρωμιοσύνης, 1983. Νικ. Δραγούμη, Διηγήσεις, «Πανδώρα», Ιανουάριος 1855. Στήβεν Ράνσιμαν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία, χ.ε., Λονδίνο 1987. Κ. Αμάντου, Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων, χ.ε., Αθήναι 1955.
Αθ. Αγγελοπούλου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Η μοναχική πολιτεία του Αγίου Όρους Ιστορία, τυπικά ζωή, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993. Ι, Μελά, Τα ματωμένα ράσα, εκδ. Μπίρης, Αθήνα 1962, σ. 45. Νικ. Τζιράκη, Οικονόμος Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων, Θ.Η.Ε. τόμος, Αθήνα 1966. Γ. Μεταλληνού, Στα μονοπάτια της Ρωμηοσύνης, Σταθμοί στην ιστορική διαδρομή του Ορθοδόξου Ελληνισμου, Αθήνα 2008. Τουρκοκρατία, Οι Έλληνες στην οθωμανική αυτοκρατορία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1993, Αμ. Κ. Ηλιάδη, Ο κλήρος στον Μακεδονικό αγώνα, Η συμβολή του στην οργάνωση και στην αντίσταση του ελληνισμού ( 1767 1908 ), εκδ. Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις, Τρίκαλα 2003. Παν. Νικολακοπούλου, Μιχαήλ Γ. Μωραΐτη Μακεδονομάχος Καπετάν Κόδρος, εκδ. Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2006. Παν. Χρήστου, Δοκίμια επί των εθνικών θεμάτων, το χρέος προς την εθνική παράδοση, Μακεδονικό ζήτημα, Βόρειος Ήπειρος, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1995. Ρ. Παπαδημητρίου, Η Εκκλησία στον Μακεδονικό αγώνα, Έκδ. Αποστ. διακονίας, Αθήνα 2001. Παντελεήμονος Β Χρυσοφάκη Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, «Η προσφορά της Εκκλησίας και του περί αυτήν ιερού κλήρου κατά τον Μακεδονικό Αγώνα», στον τόμο Μακεδονικός Αγώνας Διαλέξεις για τα 80 χρόνια, Θεσσαλονίκη 1986. Χρ. Καλαφάτη, Έκθεσις περι του Μακεδονικού αγώνα 1903 7,
Θεσσαλονίκη 1960. Αν. Νανάκη, Οικουμενικού πατριαρχείου Νεώτερα Ιστορικά Α, εκδ. University Studio Pess/ Έκφραση, Θεσσαλονίκη 2000. Η Εκκλησία της Κρήτης στην Επανάσταση του 1897 98. Από την εθναρχική στην Εθνική συνείδηση, Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1998. Διονυσίου Κυράτσου Μητροπολίτου Δράμας, Ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας απο τις απαρχές της μέχρι σήμερα, εκδ. ΔΕΚΠΟΤΑ, Δράμα 1997. Δημ. Μιχαλόπουλου, Οι βούλγαροι είναι τούρκοι, ʺΒήμαʺ 23.8.92.. Κ. Γάλλου, Ο Μακεδονικός Αγώνας στη Δυτική Μακεδονία και ο σοβαρός ρόλος της Εκκλησίας στην ευόδωση του, περιοδικό ʺΠαράδοσηʺ, Α, 2) Σαρ. Καργάκου, Κεφάλαια Μακεδονικής Ιστορίας, Πολιτικά Θέματα, Ιανουάριος 1992. Ιω. Συκουτρή, Μελέται και άρθρα 1956. Κ. Βαβούσκου, Η Μητρόπολις Νευροκοπίου 1900 1907. Χριστοδούλου Μητρ.Δημητριάδος, «Η συμβολή των Ελλήνων ιεραρχών της Μακεδονίας στην ευόδωση του Μακεδονικού Αγώνος», Αθήνα 1998. Ηλ. Κύρου, Μακεδονία και βόρειοι γείτονες, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1993. Αθ. Καραθανάση, Ο Ελληνισμός και η μητρόπολη του Νευροκοπίου κατά τον Μακεδονικό αγώνα, εκδ. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου. Θεσσαλονίκη 1991.
Στ. Κυριακίδου, Η δυτική Θράκη και οι Βούλγαροι, εκδ. Σιδέρη, Αθήνα 1997. Βαλ. Παπαγεωργίου, Ο μακεδονικός αγώνας στην επισκοπή Καμπανίας, χ.ε., Σίνδος 2006. Β. Σταυρίδου, Η Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, Θεσσαλονίκη 1988. Ηλ. Βουτιερίδη, Ημερολόγιο του τάγματος των επίλεκτων Κρητών (1897), Ηράκλειο 1997. Ηenri Couturier, Η Κρήτη μ.τ.φ. Τιμόθεου Βενέρη, Ηράκλειον 1912. ΧΡ. Παπαδοπούλου, Η Εκκλησία της Ελλάδος, απʹ αρχής μέχρι το 1934, εκδ. Αποστ. Διακονίας, Αθήνα 2003. Κύρου Άδωνις,Χρονικόν.Εθνική αντίστασις και Εθνική μειοδοσία, χ.ε. Αθήναι 1982. Δημ. Σκενδερή Η συμβολή του κλήρου στην εθνική αντίσταση, περίοδος 1941 44, Θεσσαλονίκη 1995. Ατέση Βσίλειου, Μητροπολίτου Λήμνου, Η Εκκλησία της Ελλάδος εις την υπηρεσίαν του Έθνους κατά τα έτη 1941 44, Αθήναι 1952. Κοσμ. Αντωνοπούλου, Εθνική Αντίσταση1941 1945, τόμ. Β, χ.ε., Αθήναι 1964. Μνήμες και Μαρτυρίες από το 40 και την κατοχή, Β έκδοση, εκδ. Κλάδος εκδόσεων Επικοινωνιακής και μορφωτικής υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001. Κων. Βοβολίνη, Η Εκκλησία στον αγώνα της ελευθερίας, εκδ. Παν. Αθ. Κλεισιούνης, Αθήνα 1952. Ιωαν. Κωνταντινίδη, Χρύσανθος Φιλιππίδης, Θ.Η.Ε., Αθήνα 1966, τόμ. 12.
Γερβ. Παρασκευοπούλου, Ο Χρύσανθος και η υποδοχή των Γερμανών, Ανάπλασις, 1954. Δημ. Γατοπούλου, Ιστορία της Κατοχής, τόμος Α, χ.ε., Αθήναι 1946, σ. 52. Γ.Δ. Κουβέλα, Η Εκκλησία στην Εθνική Αντίσταση, Κοινωνία, Έτος ΚΗ Ιούλιος Σεπτέμβριος 1985 τεύχ. 3, σσ. 352 375. Ιερωνύμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Η πρόνοια στρατευομένων, «Ακτίνες» ΙΘ, 1956. Γεωργ. Τασούδη, Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος ο από Τραπεζούντος, Η Εθνική και Εκκλησιαστικήξ δράσις του (1926 1949), χ.ε. Αθήναι 1972, σσ. 382 389. Ηλ. Βενέζη, «Δαμασκηνός Παπανδρέου», Θ.Η.Ε., Αθήνα 1964, τόμ. Δ, στ. 745. Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, οι χρόνοι της δουλείας, εκδ. Εστία, Αθήνα 1981 Αθ. Αγγελοπούλου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ιστορία των δομών διοίκησης και ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδας ( Εικοστός αιώνας ), εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1998. Ν. Λούβαρη, Κατοχή εφημερίδα «Εθνικός κήρυξ» Αθήνα 1950. Δημ. Γατοπούλου, Ιστορία κατοχής,τόμ. Α, χ.ε., Αθήνα 1955. Αρχείον Ιεράς Συνόδου, Φάκελος εθνικών Πολεμικών Θεμάτων, έγγραφον 955/9 ης Ιουνίου 1942, Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Γενναδίου, προς την Ιερά Σύνοδο. Κων. Στολίγκα, Με αίμα και δάκρυ, Από τη δοκιμασία της Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης, χ.ε., Αθήνα 1956.
Χαρ. Χαραλαμπόπουλου, Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός Παπανδρέου, Αθήνα 1990. Βασιλείου Ατέσης, πρώην Μητρ. Λήμνου, Η Εκκλησία της Ελλάδος εις την υπηρεσία του Έθνους κατά τα έτη 1941 1944, Ενορία, τομ. Θ (1954), Αθήναι, σ. 320 1. Εναγ. Θεοδώρου, Η αντίστασις της Εκκλησίας στα χρόνια του πολέμου και της κατοχής, Ελληνικός Αστήρ, τεύχ. 35 έτος Ζ (1990). Διον. Χαραλάμπους, Μάρτυρες, Διωγμοί 1942 1945, εκδ. Η Δαμασκός, Αθήνα 1960. Νικ. Ζαχαριάδη, Ο Ζαχαριάδης γράφει για την Εκκλησία, Εφημερίδα Ποντίκι, 31.8.2000. Τιμοθέου Παππουτσάκη, Αρχιεπισκόπου Κρήτης, Θυμίαμα ευγνωμοσύνης, «Αναγέννησις» τεύχ. 408, Ηρά κλειο, Ιούνιος 1991, σ.186. Αντ. Σανουδάκη, Εκκλησία και αντίσταση, εκδ. Κνωσσός, Αθήνα 1993, σ. 26. Γεωργ. Κάββου, Γερμανο ιταλική κατοχή και ΑντίστασηΚρήτης 1941 1945, Ηράκλειο 1991, σ. 24. Αντ. Σανουδάκη, Καπετάν Μπατουβά απομνημονεύματα, εκδ. Κνωσσός, Αθήνα 1978, σ. 219. Κ. Κατσιφάρη, Ριζίτες, εκδ. Κνωσσός, Αθήνα 1997.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο Μέγας Κωνσταντίνος, με την έκδοση του διατάγματος των Μεδιολάνων τον Φεβρουάριο του 313 μ.χ., ουσιαστικά ενέταξε τον Χριστιανισμό, που μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή διώκονταν, στα πλαίσια μιας θεσμικά κατοχυρωμένης ανεξιθρησκίας 1. Το ενδιαφέρον του αυτοκράτορα προς τον Χριστιανισμό ήταν αποτέλεσμα ωρίμου σκέψεως, αφού η νέα Θρησκεία είχε καταστεί σημαντικός παράγοντας για το δημόσιο και ιδιωτικό βίο της Ρωμαϊκής Πολιτείας. Η ορμή της επιρροής του Χριστιανισμού στις κοινωνικές δομές, καθώς επίσης και η απόσπαση των ασαφών πνευματικών αναζητήσεων του συγκρητισμού της εποχής, έναντι του στιβαρού χριστιανικού μονοθεϊσμού και της πλήρωσης των πνευματικών αναγκών των ανθρώπων, ήταν ο λόγος, που ουσιαστικά ο M. Κωνσταντίνος συναίνεσε και προχώρησε στην έκδοση του διατάγματος 2. Η προσφορά της νέας θρησκείας, που μεταμορφώνει τον άνθρωπο και την κοινωνία ως σύνολο, αναγνωρίστηκε ακόμη περισσότερο στα χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου, με την έκδοση μια σειράς διαταγμάτων, αρχής γενομένης από το διάταγμα του 380, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, ως ένας έμμεσος τρόπος αναγνώρισης του Χριστιανισμού, 1 Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Ά, απο την Εικονομαχία μέχρι τη Μεταρρύθμιση, Αθήνα 2002 3, σ. 334. 2 Ό. π., σ. 335.
ως επίσημης θρησκείας του κράτους 3. Οριστικά υπήρξαν τα διατάγματα του 391 και 392 σύμφωνα με τα οποία απαγορευόταν δημόσια η ιδιωτικά η τέλεση της Εθνικής λατρείας 4. Από το 392 και πολύ περισσότερο από το 394, με μια σειρά νέων διαταγμάτων, ενισχύθηκε απόλυτα η θέση του Χριστιανισμού, γιατί είχε καταστεί πλέον η επίσημη Θρησκεία του Βυζαντίου. Το χρονικό σημείο αυτό αποτελεί ορόσημο για την Εκκλησία, σε συνάρτηση με την προσφορά της στους αγώνες της αυτοκρατορίας είτε ως το 1204, που υποδουλώθηκε η Αυτοκρατορία στους Δυτικούς είτε ως το 1453, που αλώθηκε από τους Οθωμανούς. Επίσης σημαντική είναι η δράση της Εκκλησίας κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αναμφισβήτητα στο έργο του κλήρου κατά την επανάσταση του 1821, για την αποδέσμευση του Έθνους από τον τουρκικό ζυγό, καθ όλη την νέα περίοδο, που έλαβε υπόσταση το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος, έως τους Βαλκανικούς πολέμους και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, είναι άξιο θαυμασμού. Δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση το έπος του 1940, περίοδος, κατά την οποία δραστηριοποιήθηκε ενεργά η Εκκλησία. Πληθώρα κληρικών εθνομαρτύρων και γενικότερα αγωνιστών αποτελεί το εχέγγυο της έμπρακτης προσφοράς της Εκκλησίας. Ενδεικτικά θα αναφερθούμε σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές, των οποίων τα γεγονότα, που έλαβαν χώρα, καταμαρτυρούν την 3 Ό. π., σ. 341. 4 Ό.π., σ. 343.
προσφορά της Εκκλησίας στους αγώνες του έθνους. Χωρίς να υπάρχει διάθεση παραγκωνισμού, του καταλυτικού ρόλου της δράσης της Εκκλησίας σε αρκετές φάσεις της Βυζαντινής, και της έμπρακτης βοήθειας της Εκκλησίας στην αναχαίτιση των εχθρικών επιδρομών εναντίον του Βυζαντίου, όπως επί παραδείγματι στην περίπτωση των Αράβων κ.α. Θα καταγράψω στα περιορισμένα πλαίσια των λίγων σελίδων κάποιους σημαντικούς σταθμούς, από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, του απελευθερωτικού αγώνα του 1821, του Μακεδονικού αγώνα και του Α Παγκοσμίου πολέμου. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε τελικά να γεραίρει περίλαμπρα και να ενώνει την Ανατολή με τη Δύση ουσιαστικά το 1461, με την πτώση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Η Ορθόδοξη πίστη, η χριστιανική Εκκλησία, το πεντόσταγμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποτέλεσε πλέον για τους Έλληνες την έκφραση της πνευματικής και εθνικής τους ταυτότητας, που τους προφύλαξε συγχρόνως από τον ολοκληρωτικό αφανισμό, μέσα στη δίνη της τουρκικής προσπάθειας ισοπέδωσης και εξοβελισμού κάθε τονωτικού πνευματικού στοιχείου 5. Ουσιαστικά η ταύτιση της Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας με το Ελληνικό Έθνος πραγματοποιήθηκε στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας. Κλήρος και λαός μέσα σε μια ενότητα πνευματική αλληλοβοηθούνταν. Η Εκκλησία πάλευε έναντι της τουρκικής 5 Georg, Ostrogorsky Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Γ, ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα 1997, σ.276.
πνευματικής, θρησκευτικής ανελευθερίας με απώτερο σκοπό την ουσιαστική, πραγματική τόνωση του ελληνορθόδοξου φρονήματος. Οι ιερείς αποτέλεσαν τους μπροστάρηδες στον Εθνικό θρησκευτικό απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Δε συμμετείχαν απλά στους αγώνες αυτούς, αλλά θυσιάζονταν οι ίδιοι, γεγονός που τους καθιστούσε στα μάτια των πιστών, φως, παράδειγμα προς μίμηση. Η βαρύτητα, που δόθηκε από την Εκκλησία για το ζήτημα της παιδείας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, είναι αρκετά σημαντική. Γνώριζε ο κλήρος ότι η μόρφωση, η γνώση της ελληνικής παιδείας, θα συντελούσε στη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης, που θα οδηγούσε στη συνέχεια στην εθνική αφύπνιση. Η παιδεία ήταν ένας παράγοντας ενίσχυσης του έθνους στην αντίσταση του κατά της θρησκευτικής πολιτιστικής και εθνικής διαφθοράς, που ενεργούσε η Μεγάλη Πύλη. Η κατάσταση επιδεινώνονταν από την φυγή των λογίων στη Δύση, καθώς και από την καταστροφή εκ μέρους της τουρκικής άγνοιας και διάθεσης εμπορευματοποίησης των ελληνικών πνευματικών θησαυρών. Πληθώρα έργων τέχνης και σειρές βιβλίων καταστράφηκαν ή πωλήθηκαν στη Δύση που βρίσκονται μέχρι και σήμερα 6. Τροχοπέδη στα σχέδια των Τούρκων αποτέλεσε η Εκκλησία. Ο κλήρος δεν περιορίστηκε στην προσευχή άλλα προσέφερε σπουδαίες υπηρεσίες στην αφύπνιση του λαού με την εκμάθηση των ελληνικών γραμμάτων, ιδρύοντας σχολεία σε περιόδους που ήταν εφικτό 6 Κ. Βακαλοπούλου, Νεοελληνική Ιστορία (1204 1940), εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1999, σελ.41
ή ακόμη εκπαιδεύοντας τα παιδιά στα λεγόμενα «κρυφά σχολεία», μετατρέποντας τους ναούς των ενοριών η κάποιους μοναστηριακούς χώρους, σε αίθουσες διδασκαλίας. Στις μεγαλύτερες ιερές μονές της Κωνσταντινούπολης, του Αγίου Όρους, των Μετεώρων, η καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων πραγματοποιούνταν από τους μοναχούς, γεγονός που ενισχύονταν από τις προτροπές του Οικουμενικού Πατριάρχου Γενναδίου 7. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις για διάφορα μοναστήρια στον ελλαδικό χώρο οπού λειτουργούσαν «κρυφά σχολεία». Σαφείς μαρτυρίες επί παραδείγματι, υπάρχουν για την Ι. Μ. Φιλοσόφου στην ιστορική Δημητσάνα 8 της ορεινής Αρκαδίας, πατρίδας του Αγίου Γρηγορίου του Ε, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Βέβαια συνοδευτικό στοιχείο της λειτουργίας, αυτού του είδους σχολείου, μας παρέχονται και από το μουσείο του Ορθοδόξου Κλήρου και της Ελληνικής Παιδείας των Χρόνων της Τουρκοκρατίας, στο οποίο εκτίθεται πίνακας με θέμα το «Κρυφό Σχολείο» 9. Δυστυχώς, ακούγονται από ορισμένους διανοητές κάποιες φωνές αμφισβητήσεως κατά του Κρυφού Σχολείου. Αρκετοί αμφισβητούν την καταπιεστική πολιτική των Οθωμανών, καθώς επίσης κατηγορούν την Εκκλησία ότι πλάθει μύθους. 7 Γενναδίου Σχολαρίου., Άπαντα τα ευρισκόμενα, από τον Louis Petit, 1928, τ. Ζ, σ. 286 288 8 Τ. ΑΘ. Γριτσοπούλου, Κρυφό Σχολείο, Παρνασός 4 (1962) σσ. 79 83, πρβλ. Κων. Χολέβα «Το κρυφό Σχολείο δεν είναι μύθος, αλλά πραγματικότητα», Τόλμη, τευχ. 40 (Απρίλιος 2004), σ.39 9 Ι. Μ. Χατζηφώτη, Το Κρυφό Σχολείο: η προσφορά της Εκκλησίας στην ελληνική παιδεία των χρονών της Τουρκοκρατίας, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1987, σσ. 17 24.
Κατά τη διάρκεια της μακραίωνης δουλείας στους ʹΟθωμανούς, το Γένος μας αντιστάθηκε και επιβίωσε επειδή στηρίχθηκε στην ʹΟρθόδοξη Πίστη, στην Εκκλησία, στην ελπίδα για Εθνική Αναγέννηση, στον κοινοτικό θεσμό, στην αγωνιστικότητα των κλεφταμαρματολών και στην ιδιωτική πρωτοβουλία, ή οποία έδιδε την οικονομική ενίσχυση για τα ειρηνικά και τα πολεμικά έργα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία με πνευματικό κέντρο το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε η μητέρα, η τροφός, η προστάτης όλων των ʹΟρθοδόξων της Βαλκανικής χερσονήσου, της Μικράς Ασίας, των νησιών και γενικότερα φρόντισε όχι μόνο για τη σωτηρία της ψυχής, αλλά και για την σωτηρία του Ελληνισμού ως έθνος. Βασικό μέλημα της υπήρξε ή Παιδεία του Γένους. Άλλοτε ή εκπαιδευτική δραστηριότητα της Εκκλησίας λάμβανε χώρα φανερά, άλλοτε οι συνθήκες επέβαλλαν να διεξάγεται κρυφά. Έτσι δημιουργήθηκε ή παράδοση του «Κρυφού Σχολειού» 10. Υπάρχει, όμως, και μία άλλη μορφή Κρυφού Σχολειού σύμφωνα με την οποία οι Οθωμανοί επέτρεπαν την παιδεία των ελληνόπουλων αλλά στα σχολεία αυτά δεν διδάσκονταν μαθήματα Ιστορίας και Εθνικής Αυτογνωσίας του Ελληνισμού. Δημιουργήθηκαν, λοιπόν, κρυφά μαθήματα για να μαθαίνουν 10 Κωνστ. Χολέβα, Το κρυφό σχολειό δεν είναι μύθος αλλά πραγματικότητα, ΤΟΛΜΗ, τευχ. 40 (2004), σσ. 37 8.
τα ελληνόπουλα την Ιστορία τους και να προετοιμάζονται για την εθνική αποκατάσταση. Το Κρυφό Σχολειό λειτούργησε με τη βοήθεια μοναστηριών και κληρικών στους δύο πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, όταν δεν υπήρχαν φανερά σχολεία, καθώς επίσης και όταν ο τοπικός ʹΟθωμανός διοικητής ακόμη και στον 18ο και 19ο αιώνα, έδειχνε μία καταπιεστική συμπεριφορά. Ειδικότερα ο έλεγχος των φανερών σχολείων αφορούσε κυρίως την διδασκαλία της Ιστορίας και την καλλιέργεια εθνικού φρονήματος 11. Υπάρχει βέβαια η μαρτυρία του μοναχού Ιωσήφ Βρυεννίου για την Τουρκοκρατία στη Μικρά Ασία στις αρχές του 15ου αιώνα: «Καίτοι δέ θρησκεύειν τα πάτρια Γραικοῖς ἐπετράπη, ἀλλʹ ἡ τοῦ διδάσκειν τόν λαόν ἐλευθερία αὐτοίς κεκόλασται...» Δηλαδή αν και επιτράπηκε στους Έλληνες ή Ορθόδοξη Λατρεία, παρ όλα αυτά απαγορεύθηκε αυστηρά η εκπαίδευσή τους 12. Επίσης ο Νικόλαος Δραγούμης αναφέρει; «Ὡς ἐὰν ἔφερε μεγαλόσταυρον εἰς τόν λαιμόν καί ταινίαν ἐγκάρσιον εἰς τό στῆθος, ἐκαυχᾶτο πάντοτε ὁ πατήρ μου ὅτι ἐδάρη ὑπό τοῦ Ὀθωμανοῦ χάριν τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων... Ἐπειδή τά σχολεία διήγειραν τάς ὑποψίας αὐτῶν (των Τούρκων) καί 11 Ό.π., σ. 39. 12 Κ. Αμάντου, Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων, χ.ε., Αθήναι 1955, σελ. 117.
κατέτρεχον παντοιοτρόπως, καί διδάσκαλοι καί μαθηταί ἐσοφίζοντο παντοίους ἐπίσης τρόπους διά να ἀποφεύγωσιν τήν ὀργήν των. Καί ὁσάκις συνήρχοντο εἰς τό σχολεῖον, εἷς ἐξ αὐτῶν ἱστάμενος πλησίον τοῦ παραθύρου ὡς κατάσκοπος ἔστρεφεν ἀνήσυχος παντοῦ τό βλέμμα καί ἔδιδεν πρός τούς ἄλλους τήν εἴδησιν ὅτι ἔβλεπεν Ὀθωμανόν ἐρχόμενον μακρόθεν...» 13 Πολύ σημαντική για το θέμα μας είναι η εξήγηση του Στήβεν Ράνσιμαν σχετικά με το διωγμό της ελληνικής παιδείας. Γράφει σχετικά σε βιβλίο του: «Ἄν καί ἡ Ὑψηλή Πύλη οὐδέποτε ἀνεμίχθη στήν Πατριαρχική Ἀκαδημία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, οἱ ἐπαρχιακοί διοικητές ἦσαν ἐλεύθεροι να εἶναι ὅσο καταπιεστικοί ἤθελαν. Καί πολλοί εξ αὐτών θεωροῦσαν τήν ἐκπαίδευση τῶν μειονοτικῶν φυλῶν ὡς κάτι λίαν ἀνεπιθύμητο... Ἄν καί τά φιλοδωρήματα ἦσαν εὐπρόσδεκτα, ἦταν ἐξαιρετικά ἀμφίβολο κατά πόσον οἱ Τουρκικές διοικήσεις τῶν ἐπαρχιῶν επέτρεπαν τά ἑλληνικά σχολεῖα νά λειτουργοῦν ἐπί μεγάλο διάστημα. Δέν ὑπῆρξε ποτέ κάποια ἐπίσημη ἀπαγόρευση. Ὅμως συνήθως τά σχολικά κτήρια ἐδημεύοντο καί οἱ μαθητές ἐτρομοκρατοῦντο, ὥστε τελικά δέν ἄξιζε νά διατηροῦνται τά σχολεῖα (τῶν Ἑλλήνων) ἀνοικτά» 14. Μαρτυρεί για το κρυφό σχολείο και ο Γάλλος δημοσιογράφος Ρενέ Πυώ: «Κανένα βιβλίο τυπωμένο στην Αθήνα 13 Νικ. Δραγούμη, Διηγήσεις, «Πανδώρα», Ιανουάριος 1855. 14 Στήβεν Ράνσιμαν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία, χ.ε., Λονδίνο, σσ.215 218.
δεν γινόταν δεκτό στα σχολεία της Ηπείρου. Ήταν επιβεβλημένο να τα προμηθεύονται όλα από την Κωνσταντινούπολη. Ή ελληνική ιστορία ήταν απαγορευμένη. Στην περίπτωση αυτή λειτουργούσαν πρόσθετα κρυφά μαθήματα, όπου χωρίς βιβλία, χωρίς τετράδια ο νεαρός Ηπειρώτης μάθαινε για τη μητέρα πατρίδα, διδασκόταν τον εθνικό της ύμνο, τα ποιήματά της και τους ήρωές της» 15. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο άγιος της Εκκλησίας μας, Κοσμάς ο Αιτωλός. Είναι τόσο σημαντικό και πολυσχιδές το έργο του, που τον καθιστά ισαπόστολο. Στις περιοδείες του στόχο είχε τη διαφώτιση, την αφύπνιση του θρησκευτικού και εθνικού φρονήματος. Ανύψωσε τη θρησκευτικότητα των πιστών, που αγνοούσαν τα πάντα σχεδόν και άνοιγε συγχρόνως τους πνευματικούς ορίζοντες των ανθρώπων. Στάθηκε η σημαντικότερη μορφή της Εκκλησίας της εποχής του 16. Το έργο αυτού του άνδρα και στη σημερινή εποχή είναι άξιο θαυμασμού! Συνοψίζοντας το έργο του, περιοριζόμαστε σε δυο αριθμούς, 10 γυμνάσια και 200 στοιχειώδη σημερινά δημοτικά σχολεία 17, άθλος όχι μόνο για την εποχή του αλλά και για τη σημερινή. Πολλοί υπήρξαν οι κληρικοί, που 15 Ρενέ. Πυώ, Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος,εκδ. Τροχαλία, σ.126. 16 Παν. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού, τ. Β, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 299 301. 17 Μ.Α. Γκόλια, Ο Κοσμάς ο Αιτωλός και η εποχή του, εκδ. Τύμφρηστος, Αθήνα, 1972, σ. 134, πρβλ. Μιχ. Τρίτου, Κοσμάς ο Αιτωλός. Ο φωτιστής του γένους Ο προφήτης, εκδ. Αποστ. Διακονίας, Αθήνα 2000, σ. 14.
αγωνίσθηκαν για την θρησκευτική και εθνική αφύπνιση του ελληνικού γένους. Πολλή σημαντική ήταν η προσφορά των μοναχών του Αγίου Όρους στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, καθώς και σε άλλες επαναστατικές κινήσεις στην ευρύτερη περιοχή της Χερσονήσου του Αίμου. Συνέβαλλε αρκετά ο αγιορείτικος μοναχισμός στους απελευθερωτικούς αγώνες. Χαρακτηριστική ήταν η ενεργός συμμετοχή των αγιορειτών μοναχών στην ελληνική επανάσταση, στην περιοχή της Μακεδονίας, με αρχηγό τον υποστράτηγο Εμμανουήλ Παπά. Οι πατέρες αψήφησαν τον κίνδυνο της επερχόμενης καταστολής της επανάστασης από τους Τούρκους και προέβηκαν στις αγωνιστικές ενέργειες. Δυστυχώς το κίνημα απέτυχε και για εννιά ολόκληρα χρόνια το Όρος δέχθηκε πληθώρα τυραννικών ενεργειών, που ήταν αποτέλεσμα του Τουρκικού μένους 18. Τα αρχονταρίκια των Ιερών Μονών μετατράπηκαν σε σχολεία. Οι λόγιοι κληρικοί έγιναν δάσκαλοι των ελληνόπουλων, ίδρυσαν σχολεία όπως την Αθωνιάδα, την Πατμιάδα και συνέγραψαν βιβλία 19. Πολλές υπήρξαν οι περιπτώσεις, που η Εκκλησία βοήθησε οικονομικά, τους πρωτεργάτες της Ελληνικής επανάστασης του 1821 20. Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, λόγιος κληρικός με πλούσιο συγγραφικό έργο και με μεγάλη παιδαγωγική και κηρυκτική δράση, συμμετείχε στο κίνημα του ιερέα Ευθυμίου Βλαχάβα, λόγος για τον οποίο φυλακίσθηκε από τον 18 Αθ. Αγγελοπούλου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Η μοναχική πολιτεία του Αγίου Όρους Ιστορία, τυπικά ζωή, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 72. 19 Κ. Βακαλοπούλου, ό.π., σ. 89 20 Ι, Μελά, Τα ματωμένα ράσα, εκδ. Μπίρης, Αθήνα 1962, σ. 45.
Αλή Πασά των Ιωαννίνων και αργότερα αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την γενέτειρα του 21. Παρόμοια παραδείγματα με αυτά της δράσης του Κοσμά του Αιτωλού είναι και ο Σωφρόνιος Χρηστίδης, που εξελέγη Βεροίας και Ναούσης το 1863. Κύρια μέριμνα του ήταν η ίδρυση σχολείων, που θα βοηθούσε στην εθνική αφύπνιση των υπόδουλων Ελλήνων 22. Το έργο της Εκκλησίας, στον απελευθερωτικό αγώνα από την τουρκική κυριαρχία ήταν πολλαπλό. Αρχικά ίδρυσε σχολεία, μετέτρεπε τους ναούς και τις αίθουσες των ιερών μονών σε αίθουσες διδασκαλίας και εργαστήρια εθνικής αφύπνισης, βοηθούσε στις πολεμικές συρράξεις λαμβάνοντας ενεργά μέρος, έχοντας ως πρότυπο τον Αθανάσιο Διάκο και τον Γρηγόριο Δίκαιο, γνωστό ως «Παπαφλέσσας» 23. Η συμμετοχή του Κλήρου στους εθνικούς αγώνες του Ελληνισμού, υπήρξε πάντα έντονη. Τα εθνικά θέματα, περισσότερο παλιότερα αλλά και σήμερα, εμφανίζονται και είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τα εκκλησιαστικά, αφού η Εκκλησία της Ελλάδας αποτελεί την κατʹ εξοχήν εθνική εκκλησία στην Ευρώπη μα και στον κόσμο ολόκληρο. Η σχέση της Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας με την εκπαίδευση και επομένως με την ελληνική γλώσσα και παιδεία υπήρξε πάντα 21 Νικ. Τζιράκη, Οικονόμος Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων, Θ.Η.Ε. τόμος, Αθήνα 1966, στ..680 22 Γ. Μεταλληνού, Στα μονοπάτια της Ρωμηοσύνης, Σταθμοί στην ιστορική διαδρομή του Ορθοδόξου Ελληνισμου, Αθήνα 2008, σσ. 369 371. 23 Ι. Μελά, ό. π., σ. 98.
στενή και αφού το θέμα της γλώσσας συναρτάται άμεσα με το θέμα του εθνικισμού μας, ή Εκκλησία μέσω της γλώσσας καί της Παιδείας (και αυτό φάνηκε ιδιαίτερα έντονα στην περίπτωση του Μακεδονικού Αγώνα), αναδεικνύεται σε παράγοντα διατήρησης της εθνικής ταυτότητας του Ελληνισμού. Ιδιαίτερα, κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα ό Κλήρος σύσσωμος, ανώτερος και κατώτερος, επώνυμος και ανώνυμος, αντιστάθηκε σθεναρά στη βουλγαρική απειλή, πρωτοστατώντας στην ενδυνάμωση και οργάνωση του Ελληνισμού της Μακεδονίας. Ο επιστήμονας ιστορικός, αλλά και κάθε ιστορικά σκεπτόμενος άνθρωπος, αντικρίζει με σεβασμό τη συμβολή του Κλήρου στο επίτευγμα του Μακεδονικού αγώνα 24. Πολλοί Μητροπολίτες της Μακεδονίας εργάστηκαν κατά την περίοδο του μακεδονικού αγώνα, ο οποίος διάρκεσε επτά περίπου έτη 25. Ήδη από το 1902, αρχίζει μία περίοδο, που σηματοδοτείται από την συνένωση των τριών βιλαετίων της Μακεδονίας και συγκεκριμένα της 24 Αμ. Κ. Ηλιάδη, Ο κλήρος στον Μακεδονικό αγώνα, Η συμβολή του στην οργάνωση και στην αντίσταση του ελληνισμού ( 1767 1908 ), εκδ. Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις, Τρίκαλα 2003, σσ. 11 12. 25 Παν. Νικολακοπούλου, Μιχαήλ Γ. Μωραΐτη Μακεδονομάχος Καπετάν Κόδρος, εκδ. Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2006, σ.31.
Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και των Σκοπίων 26. Σημαντική είναι η προσφορά του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αλεξάνδρου, που υπήρξε η ψυχή του αγώνα. Δεν του επέτρεπε η ηλικία να πιάσει τα άρματα και να κατευθυνθεί στο μέτωπο, ωστόσο ήταν ο προνοητικός και σοφός ιεράρχης, που επέβλεπε και «επενέβαινε» κάθε φορά που παρουσιάζονταν ανάγκη, δίνοντας τις σωστές κατευθύνσεις. Γενικά η μητρόπολη Θεσσαλονίκης προσέφερε τα μέγιστα καθʹ όλη τη διάρκεια του αγώνα 27. Αναμφισβήτητα ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης ωθούμενος, από τα γεγονότα, σταδιακά αναδείχθηκε σε αρχηγό του αγώνα 28. Πολύ χαρακτηριστική ήταν η κίνησή του, να στείλει πολυσέλιδες επιστολές και υπομνήματα προς τους υπεύθυνους της Ελλαδικής Κυβερνήσεως ζητώντας βοήθεια, πάντοτε με το ψευδώνυμο «Κωστής Γεωργίου». Ενημέρωνε επίσης τακτικά και το Οικουμενικό Πατριαρχείο για τις εγκληματικές ενέργειες των Βουλγάρων σχισματικών κληρικών. Αντιμετωπίζοντας την αδιαφορία των ιθυνόντων προσανατολίστηκε στη προσπάθεια επιστράτευσης των ντόπιων κατοίκων, τονώνοντας το ηθικό τους, που ζούσαν κάτω από το κράτος του 26 Παν. Χρήστου, Δοκίμια επί των εθνικών θεμάτων, το χρέος προς την εθνική παράδοση, Μακεδονικό ζήτημα, Βόρειος Ήπειρος, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1995, σ.40. 27 Ρ. Παπαδημητρίου, Η Εκκλησία στον Μακεδονικό αγώνα, Έκδ. Αποστ. διακονίας, Αθήνα 2001 2, σ. 65. 28 Ό.π., σ. 40.
φόβου των Βουλγάρων κομιτατζήδων 29. Στην ίδια γραμμή πλεύσεως συναντάται και ο μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης, που αντιμετώπιζε τους Βούλγαρους σχισματικούς κομιτατζήδες, τους Τούρκους, αλλά και τους Αλβανούς, που όλοι τους ήταν εχθρικά τοποθετημένοι έναντι των Ελλήνων. Ο ίδιος του περιέρχονταν τα ελληνικά χωριά της βορείου Ηπείρου, τονώνοντας το ηθικό τους 30. Από ένθερμη πίστη και φλογερό πατριωτισμό χαρακτηρίζονταν και οι μητροπολίτες Μοναστηριού Ιωακείμ Φοφόπουλος, Κίτρους Παρθένιος Βάρδακας και Εδέσσης Στέφανος Δανιηλίδης. Όλοι τους εργάστηκαν ανιδιοτελώς για την απελευθέρωση του τόπου τους, ενισχύοντας ηθικά και οικονομικά τον αγώνα, προσφέροντας τελικά και την ίδια τους τη ζωή. Κινούνταν κάτω από τον φόβο και την άνανδρη δράση τόσο των Βούλγαρων όσο των Τούρκων και των Αλβανών. Οι δολοφονίες ιερέων, και απλών πιστών αποτελούσε καθημερινό γεγονός. Δυστυχώς την φωνή της Εκκλησίας δεν την αφουγκράζονταν οι πολιτικοί της ελεύθερης Ελλάδας. Τα χρόνια εκείνα οι κάτοικοι, μη έχοντας οποιαδήποτε άλλη στήριξη, τονώνονταν από τους κατά τόπους μητροπολίτες, που αποτελούσαν τους συνοδηγούς στους στο δύσκολο αγώνα 31. Όλα αυτά σημειώνονταν στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, που δυστυχώς ίσχυαν, αν όχι με περισσότερες καταγραμμένες αγριότητες 29 Ό. π., σ. 41. 30 Ό. π., σ. 43. 31 Ό. π., σσ. 45 47, πρβλ. Παντελεήμονος Β Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, «Η προσφορά της Εκκλησίας και του περί αυτήν ιερού κλήρου κατά τον Μακεδονικό Αγώνα», στον τόμο Μακεδονικός Αγώνας Διαλέξεις για τα 80 χρόνια, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 17.
των Βουλγάρων και στην Ανατολική. Το σκηνικό του προσηλυτισμού και της δολοφονίας παρέμενε απαράλλακτο. Μακρύς ο κατάλογος των Ελλήνων μητροπολιτών, που έχουν να επιδείξουν εθνική δράση. Συγκεκριμένα ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος προσέφερε τα πάντα στο Μακεδονικό αγώνα και μαρτύρησε κατόπιν ως Σμύρνης. Η Επισκοπή Δράμας αριθμούσε 50 κοινότητες με περισσότερο από τριάντα χιλιάδες πιστούς 32. Ο Χρυσόστομος φρόντισε για την ελληνική παιδεία, ιδρύοντας σχολεία 33. Μέσα στις άμεσες ενέργειες του ήταν και η λειτουργία αίθουσας αναγνωστηρίου με βιβλιοθήκη 34. Σημειωτέον ότι η Μητρόπολη Δράμας ήταν ο μόνος θεσμός που διαδραμάτιζε εθναρχικό ρόλο, περισώζοντας την καθημερινότητα των Ελλήνων, στα στενά πλαίσια της Ενορίας 35. Εξάλλου την εποχή αυτή Έλληνας θεωρείται όχι μόνο όποιος μιλούσε την ελληνική γλώσσα, αλλά όποιος ήταν ορθόδοξος 36. Ο κύριος συνεργάτης του, υπήρξε ο αρχιδιάκονος της μητροπόλεως, ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Σημαντική προσφορά στον απελευθερωτικό αγώνα επέδειξαν και οι μητροπολίτες Σερρών Γρηγόριος 32 Χρ. Καλαφάτη, Έκθεσις περι του Μακεδονικού αγώνα 1903 7, Θεσσαλονίκη 1960, σ. 60. 33 Αν. Νανάκη, Οικουμενικού πατριαρχείου Νεώτερα Ιστορικά Α, εκδ. University Studio Pess/ Έκφραση, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 176. 34 Χρ. Καλαφάτη, ό. π., σ. 61. 35 Διονυσίου Μητρ. Δράμας, Ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας απο τις απαρχές της μέχρι σήμερα, εκδ. ΔΕΚΠΟΤΑ, Δράμα 1997, σ. 55. 36 Γ. Μεταλληνού, Τουρκοκρατία, Οι Έλληνες στην οθωμανική αυτοκρατορία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1993, σ.105.
Ζερβουδάκης, ο Μελενίκου Ειρηναίος, που εργάστηκε στην αποτροπή του προσηλυτισμού με τη βία των Ελλήνων χριστιανών στο σχίσμα. Με πολύ εύστοχο τρόπο βοηθούσε τους εθνικούς σκοπούς, ιδρύοντας στο Μελένικο Φιλόπτωχο Αδελφότητα Κυριών 37. Η σύσταση της βουλγαρικής Εξαρχίας σηματοδοτεί μια νέα περίοδο στην ιστορία της Μακεδονίας, περίοδο που στιγματίζεται από την αρχικά ήπια και ειρηνική προσπάθεια των βουλγάρων κομιτατζήδων για την εθνολογική αλλοίωση υπέρ των σλαβοφίλων των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας και που, μετά την αποτυχία της, μετατράπηκε σε μια βίαιη, σφοδρή και με διώξεις και δολοφονίες Ελλήνων εκστρατεία αφελληνισμού της Μακεδονίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η βουλγαρική εθνική συνείδηση είχε σχεδόν εξαλειφθεί επί τουρκοκρατίας, διότι δέσποζε τότε η ενότητα όλων των βαλκανικών λαών υπό την κοινή σκέπη της Μητέρας Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, που είχαν αποκτήσει την εθνοθρησκευτική ταυτότητα του Ρωμιού ως πολίτη του βυζαντινού κράτους, ως πνευματικά τέκνα της Νέας Ρώμης. Τώρα όμως και ιδίως μετά τον πρώτο αφυπνιστή του βουλγαρικού εθνοφυλετισμού αγιορείτη Μοναχό Παϊσιο Βελιτκόφσκυ (1722 1789), που συνέγραψε το βιβλίο ʺΙστορία Σλοβενοβουλγαρική του λαού των Βουλγάρων, των Τσάρων και των Αγίωνʺ το οποίο τυπώθηκε και διαδόθηκε το 1844, με σκοπό να προσδώσει στους βουλγάρους εθνική συνείδηση. Οι ρώσοι εμπνευστές της εκκλησιαστικής Εξαρχίας, αποκόπτουν αρχικά τους βουλγάρους από την Μητέρας Εκκλησίας, και τροφοδοτούν στη συνέχεια με φανατισμό τη 37 Ρ. Παπαδημητρίου, ό. π., σσ. 56 59.
σλαβική δήθεν των βουλγάρων, ενώ κατά τους περισσότερους ιστορικούς οι βούλγαροι είναι λαός τουρκο μογγολικής καταγωγής, συγγενείς των Ούννων 38. Το σχέδιο αυτό, καταλλήλως υποστηριζόμενο, κατά περίπτωση, άλλοτε από τους Ρώσους, άλλοτε από τους Άγγλους και άλλοτε από άλλους, κατά την επιταγή των πολιτικών των συμφερόντων, άρχισε να εφαρμόζεται με σαφείς προθέσεις αφελληνισμού ολοκλήρων περιοχών, όπως π.χ. της Ανατολικής Ρωμυλίας (1885), η προσάρτηση της οποίας έγινε από τους Βουλγάρους με τη δύναμη των όπλων. Από το 1889 και ιδίως από το 1893, έτος ιδρύσεως στη Θεσσαλονίκη του Βουλγαρικού Κομιτάτου, εφαρμόζεται συστηματικά μία πολιτική διωγμού του ελληνικού στοιχείου, που κορυφώνεται το 1906 με τη καταστροφή μεγάλων και ανθηρών ελληνικών πόλεων και με το ξερίζωμα των ελληνικών κοινοτήτων της Αγχιάλου, του Πύργου, της Μεσημβρίας, της Φιλιππουπόλεως, της Βάρνης και άλλων 39. Με την ενίσχυση του φρονήματος του λαού συνδυαζόταν και η υποστήριξη της ελληνικής παιδείας, με τη σύσταση και λειτουργία ελληνικών σχολείων. Τη σημασία της παιδείας είχαν κατανοήσει και οι βούλγαροι, οι οποίοι από την αρχή της εκστρατείας των προσπαθούσαν να αποσπάσουν τους Έλληνες από τη σκέπη του Πατριαρχείου και από την επιρροή του, εξαναγκάζοντάς 38 Δημ. Μιχαλόπουλου, Οι βούλγαροι είναι τούρκοι, ʺΒήμαʺ 23.8.92. 39 Κ. Γάλλου, Ο Μακεδονικός Αγώνας στη Δυτική Μακεδονία και ο σοβαρός ρόλος της Εκκλησίας στην ευόδωση του, περιοδικό ʺΠαράδοσηʺ, Α, 2)
τους να προσέλθουν στην Εξαρχία και να παρακολουθήσουν μαθήματα σε βουλγαρικά σχολεία. Οι ωμότητες των βουλγάρων Κομιτατζήδων σε βάρος των Ελλήνων της Μακεδονίας περιγράφονται στην «Κυανή Βίβλοʺ που εξέδωσε η βρεττανική κυβέρνηση το 1903. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: ʺΗ δολοφονία είναι το κυριώτερον όπλον των βουλγαρικών κομιτάτων. Προ ουδενός υποχωρούσιν. Οι Έλληνες είναι κυρίως τα θύματά των. Κατά χιλιάδες εφονεύθησαν οι Έλληνες κατά τα τελευταία πέντε ή εξ έτη... αθώων και αόπλων εκβιάσεις, ληστείαι, δολοφονίαι ανδρών και γυναικών, ανελεήμονα βασανιστήρια ιερέων, ιατρών, διδασκάλων κατακρεουργήσεις, ναών εμπρησμοί... καταστροφή χριστιανών Ορθοδόξων... γενική τρομοκρατία, πλήμμυρα αίματος» 40. Οι Ιεράρχες αυτοί φαίνεται να υπέταξαν στη στρατιωτική τους ιδιότητα εκείνη του ειρηνόφιλου Κληρικού. Χάριν της πατρίδας έζησαν, δίδαξαν και έπραξαν αναμφίβολα με πιστότητα προς την ελληνορθόδοξη παράδοσή. Είχε δίκιο ο Ιωάννης Συκουτρής, που υποστήριζε ότι «Η Εκκλησία πολλάκις τον καθαρώς δευτερογενή γιʹ αυτήν εθνικόν σκοπόν έθεσεν υπεράνω των καθαρώς θρησκευτικών και ιδίου της, ως οργανισμού, συμφέροντος» 41 Οι Έλληνες Ιεράρχες επίσης οργάνωσαν τα πρώτα στρατιωτικά τμήματα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, όταν τα πράγματα οξύνθηκαν και τον λόγο πλέον είχαν τα όπλα. Οι βούλγαροι εξόπλιζαν 40 Σαρ. Καργάκου, Κεφάλαια Μακεδονικής Ιστορίας, Πολιτικά Θέματα, Ιανουάριος 1992 41 Ιω. Συκουτρή, Μελέται και άρθρα 1956, σελ. 97.
συνεχώς τα τμήματα των, που καθημερινά πλήθαιναν με νέους προσήλυτους, που έπρεπε ο καθένας να αγοράσει όπλο με δικά του χρήματα. Ο θάνατος του Παύλου Μελά αφύπνισε την Αθήνα και συνέβαλε στη γενίκευση της σταυροφορίας για ένοπλη υποστήριξη της Μακεδονίας που κινδύνευε. Οι Ιεράρχες είχαν προ πολλού αντιληφθεί την ανάγκη του ένοπλου αγώνα. Τα Μητροπολιτικά μέγαρα είχαν μεταβληθεί σε αποθήκες οπλισμού. Η μετάβαση του Παύλου Μελά στην Μακεδονία ήταν ουσιαστικά έργο του Καστορίας Γερμανού Καραβαγγέλη 42. Οι Έλληνες Ιεράρχες της Μακεδονίας, πιστοί τηρητές των πατρίων, ανεδείχθησαν προ και κατά τον Μακεδονικό Αγώνα άξιοι του Γένους και της Εκκλησίας. Πριν από την έναρξη του αγώνα αυτοί είχαν προετοιμάσει το έδαφος κυρίως στις ψυχές των υποδούλων, έχοντας διεξάγει έναν άλλο αγώνα, με τη συνεργασία παπάδων και δασκάλων 43. Στην επιθετική εις βάρος της Μακεδονίας πολιτική των βορείων γειτόνων η μόνιμη απάντηση των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν πως δεν υφίσταται μακεδονικό ζήτημα. Πρόκειται περί της μοναδικής περιπτώσεως που όλοι οι πολιτικοί συμφωνούσαν προσφέροντας μια σπάνια εικόνα ομοφωνίας 44 Οι μητροπολίτες Νευροκοπίου Θεοδώρητος Βασματζίδης, Ξάνθης Ιάκωβος Σγουρός, Στρωμνίτσης Γρηγόριος Ωρολογάς, βοήθησαν αρκετά 42 Κ. Βαβούσκου, Η Μητρόπολις Νευροκοπίου 1900 1907, σελ. 254 43 Χριστοδούλου Μητρ.Δημητριάδος, «Η συμβολή των Ελλήνων ιεραρχών της Μακεδονίας στην ευόδωση του Μακεδονικού Αγώνος», Αθήνα 1998 44 Ηλ. Κύρου, Μακεδονία και βόρειοι γείτονες, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1993, σ.9.
με τη δράση τους στην διατήρηση του ελληνικού στοιχείου των περιοχών τους συμβάλλοντας και οικονομικά στον αγώνα. Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και το σχίσμα των εξαρχικών που ήταν η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων είχε διπλό αποτέλεσμα: πρώτον την ίδρυση του Βουλγαρικού Κράτους, και δεύτερον την ολοκάθαρη προβολή μίσους προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τους ορθοδόξους της Μακεδονίας. Δυστυχώς η βουλγαρική προπαγάνδα είχε παρασύρει με την πλευρά της όλους τους σλαβόφωνους πληθυσμούς της Μακεδονίας με εξαίρεση κάποιες ελληνικές κοινότητες 45. Διακήρυτταν οι Βούλγαροι ότι δεν υπήρχε ουσιαστικά τόπος για τους Έλληνες στην ήδη βουλγαροκρατούμενη Θράκη 46. Ο βούλγαρος στρατηγός Κίρκοφ δήλωσε ότι δεν θα επιτραπεί σε κανέναν Έλληνα να ζήσει στη Βουλγαρία. Σιγά σιγά έθεταν ουσιαστικά τα θεμέλια για την βουλγαρική εκκλησιαστική και εκπαιδευτική οργάνωση στο χώρο της Μακεδονίας. Πολλοί ιερείς και δάσκαλοι είχαν αποσταλεί στη Μακεδονία με σκοπό να ανοίξουν σχολεία 47 Συμπερασματικά η προσφορά της Εκκλησίας υπήρξε σημαντική και στον Μακεδονικό αγώνα. Ο ορθόδοξος κλήρος, αρχιερείς, ιερείς και μοναχοί, στα κρίσιμα χρόνια του Μακεδονικού ζητήματος συνέβαλε τα 45 Αθ. Καραθανάση, Ο Ελληνισμός και η μητρόπολη του Νευροκοπίου κατά τον Μακεδονικό αγώνα, εκδ. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου. Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 27 8. 46 Στ. Κυριακίδου, Η δυτική Θράκη και οι Βούλγαροι, εκδ. Σιδέρη, Αθήνα 1997, σ.169. 47 Βαλ. Παπαγεωργίου, Ο μακεδονικός αγώνας στην επισκοπή Καμπανίας, χ.ε., Σίνδος 2006, σ. 86.
μέγιστα για την αίσια έκβαση του. Εισπράττοντας πρώτος ο κλήρος την οργή των Τούρκων, αποτέλεσε παράδειγμα με την θυσία του για τους Έλληνες στρατιώτες 48. Γενικότερα κάθε τοπική Εκκλησία βοήθησε ποικιλότροπα στους αγώνες του Έθνους κατά την επανάσταση του 1821 και νωρίτερα ή αργότερα όπου σημειώνονταν ενέργειες αποτίναξης του τουρκικού ζυγού. Η Εκκλησία της Κρήτης ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην επανάσταση του Κρητικού λαού. Υπήρξαν αρχιερείς της Κρήτης, απόφοιτοι της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης που ήταν πρωτεργάτες στην επανάσταση του 1897 49. Επίσης ο αρχιμανδρίτης Χρύσανθος ο μετέπειτα Ρεθύμνης αγωνίσθηκε στο στρατόπεδο Ακρωτηρίου 50. Σημειώνεται συμμετοχή όλης της Ιεραρχίας της Κρητικής Εκκλησίας κατά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1897, όχι μόνο του κλήρου αλλά και των ιερών μονών. Ο δυναμικότερος μεταξύ των Επισκόπων, αναδεικνύεται ο Πέτρας Τίτος Ζωγραφίδης 51. Ο Ηλίας Βουτιερίδης αναφέρει, ότι ο Τίτος ήταν ένας από τους επικεφαλής κατά την κατάληψη της Σπιναλόγκας στις 27 Φεβρουαρίου του 1897 και ήταν μάλιστα ένοπλος 52. Ο Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Διονύσιος ευλόγησε τη σημαία της αυτονομίας. Ο πατριωτισμός του 48 Κ. Βαβούσκου, ό.π., σσ. 7 9. 49 Αν. Νανάκη, Η Εκκλησία της Κρήτης στην Επανάσταση του 1897 98. Από την εθναρχική στην Εθνική συνείδηση, Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 19. 50 Β. Σταυρίδου, Η Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 264. 51 Αν. Νανάκη, ό. π., σελ. 122. 52 Ηλ. Βουτιερίδη, Ημερολόγιο του τάγματος των επίλεκτων Κρητών (1897), Ηράκλειο 1997, σ. 102.
εκφράζεται και στο λόγο που εκφώνησε το 1900 με αφορμή το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου 53. Ο Λάμπης Ευμένιος με εγκύκλιο του, προτρέπει τους πιστούς της επισκοπής του, να ενισχύσουν τον αγώνα 54. Ενδεικτικό της έμπρακτης βοήθειας του κλήρου στον αγώνα είναι η αυταπάρνηση των επισκόπων Λάμπης Ευμενίου και Κυδωνίας και Αποκορώνου Νικηφόρου, που επέδειξαν προκειμένου να διασώσουν τους πιστούς από τις σφαγές των Τούρκων 55. Αξιόλογη κρίνεται η συμμετοχή των μονών Αγκαράθου, Επανωσήφη και Αγίας Τριάδος στην επανάσταση. Στην μάχη των Αχαρνών το Μάρτιο του 1897 συμμετείχαν 40 μοναχοί της μονής Αγκαράθου και Επανωσήφη 56. Σε επόμενη μάχη στο ίδιο μέρος τον Απρίλιο του ίδιου έτους ο ηγούμενος της μονής Αγκαράθου Μελέτιος έλαβε μέρος και πρωτοστάτησε μαζί με δέκα μοναχούς 57. Ο διάκονος Αφθόνιος Ιντρετάκης ήταν ο επίτιμος σημαιοφόρος ανθυπολοχαγός 58. Ως συμπέρασμα για τη δράση του κλήρου στην κρητική επανάσταση του 1897 μπορεί να ειπωθεί ότι, ο λαός της Κρήτης έχοντας συνεπίκουρο στο δύσκολο έργο την Εκκλησία κέρδισε την Ελευθερία του, που οδήγησε αρχικά στην αυτονομία και αργότερα στην πλήρη 53 Αν. Νανάκη, ό.π., σσ. 126 7 54 Ό.π., σ. 128. 55 Ηenri Couturier, Η Κρήτη μ.τ.φ. Τιμόθεου Βενέρη, Ηράκλειον 1912, σ. 110. 56 Ηλ. Βουτιερίδη, o..π., σ. 160. 57.Ό. π., σ. 266. 58 Ό. π., σ. 350.
ενσωμάτωση με το υπόλοιπο Ελληνικό Κράτος 59. Υπήρξαν αρκετοί κληρικοί μέλη της Φιλικής Εταιρείας, που εργάστηκαν αρκετά για τον αγώνα. Δεν υπήρχε ουσιαστικά κανένας επίσκοπος της Πελοποννήσου που να μην ήταν, «μυημένος» στην Φιλική Εταιρεία 60. Πολυάριθμοι κληρικοί εκτελέστηκαν. Ο ίδιος ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Eʹ απαγχονίστηκε τη νύχτα του Πάσχα του 1821 παρʹ όλο, που είχε τη δυνατότητα να διαφύγει τον κίνδυνο 61. Αλλά και στην μικρασιατική καταστροφή η Εκκλησία έκανε το χρέος της. Τριακόσιοι σαράντα επτά ιερείς της Σμύρνης. Μαρτύρησαν για την πίστη και την πατρίδα. Από τους Ιεράρχες ο Σμύρνης Χρυσόστομος διαμελίσθηκε. Ο Ζήλων Ευθύμιος έσβησε μέσα σε τρομερά βασανιστήρια. Ο Μοσχονησίων Αμβρόσιος πεταλώθηκε και κατατεμαχίστηκε. Ο Κυδωνίων Γρηγόριος τάφηκε ζωντανός. Ο Αμασείας Ευθύμιος ξεψύχησε στις φυλακές. Ο Αρχιμανδρίτης Πλάτων Αιβατζίδης απαγχονίστηκε. Ο Ικονίου Προκόπιος πέθανε από τα βασανιστήρια στις φυλακές ενώ εκατοντάδες κληρικοί είχαν ανάλογο φρικτό τέλος 62 Ο κλήρος ενίσχυε τον απελευθερωτικό αγώνα ποικιλοτρόπως είτε με την ενεργό συμμετοχή του στο πεδίο της μάχης με τα όπλα, είτε με έργα και λόγους ενθαρρυντικούς. Σωρεία ιεραρχών είναι γνωστή για τη 59 Αν. Νανάκη, ό. π., σ. 133. 60 ΧΡ. Παπαδοπούλου, Η Εκκλησία της Ελλάδος, απʹ αρχής μέχρι το 1934, εκδ. Αποστ. Διακονίας, Αθήνα 2003, σ. 195 61 Ό. π., σσ. 196 197 62 Ι. Μ. Χατζηφώτη, «Η Εκκλησία στη Μικρασία πριν και μετά την καταστροφή», Πανελλήνιος όμιλος για την παράδοση της Ρωμηοσύνης, 1983, σ.18.
στήριξη και την τόνωση του φρονήματος των αγωνιστών όπως ο Ρωγών Ιωσήφ, που προσέφερε τον εαυτό του ολοκαύτωμα στο Μεσολόγγι. Άλλοι επίσκοποι προέδρευαν των εθνοσυνελεύσεων και συμμετείχαν στη συγκρότηση νόμιμων διοικητικών οργάνων 63. Από όσα γράφτηκαν φαίνεται καθαρά ότι η Εκκλησία στάθηκε αρωγός σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες του Έθνους και πολλές φορές τον τελείως δευτερογενή γι αυτήν εθνικό σκοπό έθεσε υπεράνω του καθαρώς θρησκευτικού και του ιδίου της ως θεανθρώπινου οργανισμού αυτοτελούς συμφέροντος. 63 Ό. π., σελ. 199.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 1940 1. Γενική επισκόπηση της προσφοράς του κλήρου στην Εθνική Αντίσταση. Το έπος του 40,που αρχίζει με τον ελληνο ιταλικό πόλεμο, ήταν μία ακόμη ηρωική περίοδος για την Ελλάδα. Οι δυνάμεις που είχε το ελληνικό κράτος τόσο σε έμψυχο δυναμικό όσο και σε εφοδιασμό κατατάσσουν σε θαύμα, την όλη δραστηριοποίηση των ελληνικών στρατευμάτων αλλά και της Εκκλησίας. Όταν ο ιταλικός στρατός έφθασε προ των πυλών της Ελληνικής επικρατείας, ομόφωνα ο λαός και η πολιτική ηγεσία αρνήθηκαν την σύμπραξη της χώρας με τις δυνάμεις του άξονα. Παρ όλο που ο Β παγκόσμιος πόλεμος είχε ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο του 1939 και την προσπάθεια της Ελλάδας να διατηρήσει την ουδετερότητα της στον Βαλκανικό χώρο, η Ιταλία ήθελε και προγραμματίσει να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας. Η παταγώδης ήττα των Ιταλών στα ελληνοαλβανικά σύνορα οδηγεί την Γερμανία να κηρύξει και αυτή με την σειρά της στον πόλεμο στην Ελλάδα. Η επίθεση των ναζιστικών στρατευμάτων κατά της Ελλάδας σημειώνεται τον Απρίλιο του 1941, μετά την νικηφόρο γι αυτά σύρραξη με τις Γιουγκοσλαβικές δυνάμεις. Η Θεσσαλονίκη καταλαμβάνεται στις 10 Απριλίου το 1941 και έκτοτε η μία Ελληνική πόλη μετά την άλλη. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το γεγονός της ραδιοφωνικής μετάδοσης, «Έλληνες άνω σχώμεν τάς καρδίας. Η νίκη θα είναι δικιά μας και ο πόλεμος
συνεχίζεται Ό Βασιλεύς και η κυβέρνησις μας καλούν να σταθούμε άφοβοι είς τάς έπαλξεις» 64. Η δραστηριοποίηση και η προσφορά της Εκκλησίας, στον αγώνα κατά των εισβολέων του άξονα, είναι αρκετά σημαντική και δικαιολογεί απόλυτα τον μεγάλο σε αριθμό άρθρων, κειμένων γενικότερα, που ασχολούνται με το ρόλο της Εκκλησίας στο έπος του 1940. Ο λαός αντικρίζοντας και εισπράττοντας το πηγαίο ενδιαφέρον του κλήρου, την ψυχική δύναμή του, τις στερήσεις του και τις κακουχίες, έφθασε σε σημείο, να αποκαλεί τους ιερείς και γενικότερα τους κληρικούς του «παππούληδες» και να επιθυμεί να τους έχει συνέχεια κοντά του. Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός, ότι για την εποχή εκείνη οι κληρικοί αυτοί εκπροσωπούσαν την φιλόστοργη Μητέρα Εκκλησία. Η Εκκλησία είτε σε επίπεδο μητροπόλεων είτε σε επίπεδο μεμονωμένων κληρικών ενίσχυε το λαό και φρόντιζε για την ανακούφιση του πόνου του. Για μια ακόμη φορά έγινε η «Εθνάρχουσα Εκκλησία» 65 που ενίσχυε τον ιερό αγώνα είτε με λόγους ενθαρρυντικούς είτε με έργα, όπως έπραττε με την οικονομική και υλική ενίσχυση. Η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας εξέδιδε εγκυκλίους, που διανέμονταν στο λαό. Πολύ συχνές ήταν οι επισκέψεις των κληρικών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για να προσφέρουν το τελευταίο εφόδιο στους πιστούς τη Θείας Ευχαριστία. Σύμφωνα με τον πρώην Μητροπολίτη Λήμνου Βασιλείου Ατέση, η Ελληνική Εκκλησία 64 Κύρου Άδωνις,Χρονικόν.Εθνική αντίστασις και Εθνική μειοδοσία, χ.ε. Αθήναι 1982, σ. 65 Δημ. Σκενδερή Η συμβολή του κλήρου στην εθνική αντίσταση, περίοδος 1941 44, Θεσσαλονίκη 1995, σελ.3
παρέμενε ακοίμητος φρουρός την περίοδο της κατοχής του 1941 1944 και ανέλαβε, όσον της ήταν δυνατόν τον τιτάνιο αγώνα της διαφύλαξης του Ελληνικού Έθνους, έχοντας την πεποίθηση ότι θα εξέρχονταν της φοβερής κατάστασης που διερχόταν 66. Αναφερόμενος στην διακονία των Ιερών Μητροπόλεων, που στάθηκαν στο πλευρό του Ορθόδοξου Ελληνικού λαού, τονίζει ότι στους χαλεπούς καιρούς οι μητροπολίτες δεν εγκατέλειπαν τις επαρχίες τους, αλλά παρέμεναν βοηθώντας το ποίμνιό τους, σε αντίθεση με άλλες αρχές του τόπου, όπως οι αστυνομικές, οι πολιτικές. Μόνο ο κλήρος κατόρθωσε, να διαφυλάξει, όλους αυτούς τους αιώνες, την πίστη και να την παραδώσει ως παρακαταθήκη. Τις θυσίες και τις πίκρες του λαού μόνο ο κλήρος συνερίζονταν και από κοινού προσπαθούσαν για την ηθική πνευματική τόνωση του Ελληνικού Έθνους 67. Οι Μητροπολίτες, αλλά και ο υπόλοιπος κλήρος, έθεταν την ψυχή τους υπέρ του λαού 68 κατά την δύσκολη εποχή του Ελληνο ιταλικού πολέμου και όταν συνεχίστηκε ο ένοπλος αγώνας στη συνέχεια κατά των Γερμανών και κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής. Βέβαια, δεν παραγνωρίζεται σε καμία περίπτωση η σημασία του ένοπλου αγώνα κατά των κατοχικών στρατευμάτων πάνω στα βουνά, 66 Ατέση Βασιλείου, Μητροπολίτου Λήμνου, Η Εκκλησία της Ελλάδος εις την υπηρεσίαν του Έθνους κατά τα έτη 1941 44, Αθήναι 1952, σελ.321. 67 Ό.π., σελ. 336 68 Ιω.10,15. «Γιγνώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γιγνώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν... καὶ τὴν ψυχὴν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων».
στον οποίον έχει μερίδιο και η Εκκλησία αφού στελέχη της, όλων των βαθμίδων του κλήρου συμμετείχαν σ αυτόν. Η κατάληψη της χώρας από τις δυνάμεις του άξονα ήταν αναμενόμενο, ότι δεν ήταν εύκολο να αναχαιτισθεί και χρειάζονταν αρκετός αγώνας 69. Παράλληλα η Εκκλησία, ως θεματοφύλακας των πνευματικών και εθνικών αξιών, έσπευσε να καταγράψει με πράξεις ηρωισμού και αντίστασης την θέλησή της να βοηθήσει τον Έλληνα Στρατιώτη, που πολεμάει, τον Έλληνα, που είχε την ανάγκη της τόνωσης και της στήριξης. Πράγματι, το έργο της Εκκλησίας, ανεπτυγμένο σ όλο τον ελλαδικό χώρο με επίκεντρο την Αθήνα, πήρε διαστάσεις ενοποίησης πράξεων ηρωισμού και αυταπάρνησης, που άφησαν τα ίχνη τους στη συνείδηση του ελληνικού έθνους. Πολύ έξυπνα, κάτω από την επίβλεψη του Γερμανού κατακτητή εργάζονταν για τα δίκαια του λαού της, για το δικαίωμα της ζωής και της ελευθερίας του ποιμνίου της 70. Εξάλλου, η συμμετοχή της Εκκλησίας στους αγώνες του Ελληνισμού κατά καιρούς, πήρε σάρκα και οστά με διαφορετικούς τρόπους, που είχαν όμως μια κοινή αρχή, βάση, την άρρηκτη συζυγία της Ορθοδοξίας μ όλες τις ανησυχίες, τους αγώνες και τους στόχους του έθνους 71. Η αρχιεπισκοπή Αθηνών με πρωτεργάτες τους ποιμένες της Χρύσανθο Φιλιππίδη (1938 41) και Δαμασκηνό Παπανδρέου (1941 49) 69 Κοσμ. Αντωνοπούλου, Εθνική Αντίσταση1941 1945, τόμ. Β, χ.ε., Αθήναι 1964, σ.659. 70 Μνήμες και Μαρτυρίες από το 40 και την κατοχή, Β έκδοση, εκδ. Κλάδος εκδόσεων Επικοινωνιακής και μορφωτικής υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001, σελ.61. 71 Βλασ. Φειδά, Εκκλησία, Εθνότητα και Διεθνείς Σχέσεις, χ.ε., Αθήνα 1995.