ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2004 2009 ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΣΟΥΔΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΝΤΑΡΦΟΥΡ I. Πολιτική κατάσταση Α. Ιστορικό Βρυξέλλες, Νοέμβριος 2007 Εμφύλιοι πόλεμοι στο Σουδάν Το 1983 ξεκίνησε ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος στο Σουδάν, παρότι αποτελούσε συνέχεια του πρώτου εμφύλιου πολέμου που διήρκεσε από το 1955 έως το 1972. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του, διαδραματίστηκε στο νότιο Σουδάν και ήταν ένας από τους φονικότερους και πιο μακροχρόνιους πολέμους των τελών του 20ού αιώνα. Περίπου 1,9 εκατομμύρια άμαχοι έχασαν τη ζωή τους στο νότιο Σουδάν, ενώ πάνω από 4 εκατομμύρια αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους σε διάφορες φάσεις του πολέμου. Η σύγκρουση τερματίστηκε επισήμως με την υπογραφή ειρηνευτικής συμφωνίας (της Συνολικής Ειρηνευτικής Συμφωνίας) τον Ιανουάριο του 2005 εντούτοις, ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές εντάσεις, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες άτομα εξακολουθούν να είναι εκτοπισμένα στο εσωτερικό της χώρας. Ο πόλεμος χαρακτηρίζεται συνήθως ως σύγκρουση μεταξύ της αραβόφωνης ισλαμικής κυβέρνησης του Χαρτούμ στον Βορρά και των, κυρίως χριστιανών και ανιμιστών, μαύρων ανταρτών στον Νότο. Γεωγραφική κατάσταση του Νταρφούρ Η περιοχή του Νταρφούρ στα δυτικά του Σουδάν αποτελείται από τρεις επαρχίες: το Βόρειο Νταρφούρ, το Δυτικό Νταρφούρ (τα οποία συνορεύουν με το Τσαντ) και το Νότιο Νταρφούρ (το οποίο συνορεύει με την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία). Η περιοχή έχει έκταση ίση περίπου με της Γαλλίας. Ήταν παραδοσιακά μία από τις φτωχότερες περιοχές του Σουδάν, οι κάτοικοι της οποίας για πολλά χρόνια αισθάνονταν παραμελημένοι από την κυβέρνηση του Χαρτούμ. Ο πληθυσμός είναι μουσουλμανικός. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους είναι μαύροι Αφρικανοί, ενώ μέρος του πληθυσμού είναι αραβικής προέλευσης, παρότι υπάρχουν αρκετές επιμειξίες. DV\696365.doc PE398.380
Αίτια της κρίσης στο Νταρφούρ Τα αίτια της κρίσης στο Νταρφούρ μπορούν να αποδοθούν σε έναν συνδυασμό παραγόντων, όπως η σπανιότητα πόρων, η οποία ενισχύεται από περιόδους ακραίας ξηρασίας, οι διαφυλετικές συγκρούσεις και η αίσθηση των κατοίκων του Νταρφούρ ότι έχουν περιθωριοποιηθεί και αποκλειστεί από τα κέρδη που αποφέρει το σουδανικό πετρέλαιο. 2003: Ξέσπασμα της σύγκρουσης Το 2003 ξέσπασαν συγκρούσεις όταν ομάδες ανταρτών, οι οποίες αισθάνονταν περιθωριοποιημένες και αποκλεισμένες σε μια περίοδο κατά την οποία το Σουδάν άρχιζε να απολαμβάνει τα κέρδη από το πετρέλαιο, ξεκίνησαν σειρά επιθέσεων κατά κυβερνητικών εγκαταστάσεων. Αρχικά, υπήρχαν δύο κύριες ομάδες ανταρτών, ο Απελευθερωτικός Στρατός/Κίνημα του Σουδάν (SLA/M) και το Κίνημα Δικαιοσύνης και Ισότητας (JEM), το οποίο επηρεαζόταν περισσότερο από την ισλαμική ιδεολογία. Ενόψει αυτής της εξέλιξης, η κυβέρνηση του Σουδάν ξεκίνησε στρατιωτική και αστυνομική εκστρατεία στο Νταρφούρ και άρχισε να κινητοποιεί «πολιτοφυλακές αυτοάμυνας». Στον αντίποδα των ομάδων SLM/A και JEM, αναπτύχθηκε ένα κυρίως αραβικό κίνημα το οποίο είναι ευρύτερα γνωστό ως Janjaweed. Η διάκριση μεταξύ των πολιτοφυλακών αυτοάμυνας και των Janjaweed δεν είναι σαφής. Πάντως, και οι δύο ομάδες λαμβάνουν στρατιωτική και υλικοτεχνική υποστήριξη από το καθεστώς του Χαρτούμ. Ο ακριβής χαρακτήρας των σχέσεων μεταξύ των Janjaweed και της σουδανικής κυβέρνησης είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι δεν υποστηρίζει τους Janjaweed στην πραγματικότητα όμως υπάρχουν άφθονα στοιχεία από διεθνείς παρατηρητές, περιλαμβανομένων και παρατηρητών της Αφρικανικής Ένωσης (ΑΕ), σύμφωνα με τα οποία η αεροπορία της κυβέρνησης του Σουδάν παρέχει αεροπορική υποστήριξη σε επιθέσεις των Janjaweed τόσο σε βάσεις των ανταρτών όσο και σε χωριά, καθώς και ότι οι Janjaweed χρησιμοποιούν τα ίδια όπλα και πυρομαχικά με τις κυβερνητικές δυνάμεις. Η κατάσταση έχει σε μεγάλο βαθμό εξελιχθεί σε αγώνα για τον έλεγχο σπάνιων πόρων, κυρίως βοσκοτόπων και αρόσιμων εκτάσεων. Περιπλέκεται δε από τη συνήθη αντιπαράθεση μεταξύ ημινομαδικών βοσκών και μόνιμα εγκατεστημένων γεωργών. Η πίεση για την εκμετάλλευση των έγγειων πόρων έχει εντείνει την κρίση σε τεράστιο βαθμό. Η εντατικοποίηση του πολέμου οδήγησε σε διασπορά των όπλων και στην προμήθεια οπλισμού σε πολιτοφύλακες, σε αντάρτες και, όλο και περισσότερο, σε ληστές, μετατρέποντας έτσι το Νταρφούρ σε περιοχή στην οποία επικρατεί ανομία. Συνολική Ειρηνευτική Συμφωνία Τον Ιανουάριο του 2005 η κυβέρνηση του Σουδάν και οι αντάρτες (SLA/M) υπέγραψαν τη Συνολική Ειρηνευτική Συμφωνία με σκοπό τον τερματισμό του εικοσαετούς εμφυλίου πολέμου. Ο σημερινός πρόεδρος του Σουδάν, Omar al-bashir, σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας τον Ιούλιο του 2005 στο πλαίσιο συμφωνίας για τον τερματισμό του πλέον μακροχρόνιου εμφυλίου πολέμου στην Αφρική. Βάσει της ειρηνευτικής συμφωνίας, δημιουργήθηκαν μια ημιαυτόνομη αρχή στον Νότο, PE398.380 2/8 DV\696365.doc
κυβέρνηση εθνικού συνασπισμού και χωριστές ένοπλες δυνάμεις στον Βορρά και στον Νότο, ενώ αποφασίστηκε η κατανομή του πετρελαϊκού πλούτου και δόθηκε στον Νότο η επιλογή της πλήρους ανεξαρτησίας κατόπιν δημοψηφίσματος, το οποίο σχεδιάζεται να διενεργηθεί έως το 2011. Η διαδικασία εφαρμογής της συνολικής ειρηνευτικής συμφωνίας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες, οι οποίες πρέπει να τύχουν της αμέριστης προσοχής τόσο του Χαρτούμ όσο και του Νοτίου Σουδάν, όσον αφορά την επίτευξη συμφωνίας για τα πετρελαϊκά έσοδα και τα σύνορα μεταξύ Βορρά και Νότου. Ειρηνευτική συμφωνία του Νταρφούρ και κατακερματισμός των αντάρτικων ομάδων του Νταρφούρ Η ειρηνευτική συμφωνία του Νταρφούρ υπεγράφη στις 5 Μαΐου 2006 από τη σουδανική κυβέρνηση και από τη φατρία του SLA που βρίσκεται υπό την ηγεσία του Minni Minnawi, όμως απορρίφθηκε από δύο άλλες ομάδες. Ωστόσο, λίγο μετά την υπογραφή της ειρηνευτικής συμφωνίας του Νταρφούρ, οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν εκ νέου και η κατάσταση στον τομέα της ασφάλειας επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο. Η υπογραφή της ειρηνευτικής συμφωνίας του Νταρφούρ οδήγησε σε μια διαδικασία κατακερματισμού των αντάρτικων ομάδων του Νταρφούρ. Τον Ιούλιο του 2007 υπήρχαν τουλάχιστον 28 αντάρτικες ομάδες. Η εξέλιξη αυτή καθιστά όλο και πιο δύσκολη την υλοποίηση της ειρηνευτικής συμφωνίας του Νταρφούρ, τη συνέχιση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας. Εντούτοις, στις 5 Αυγούστου 2007 οι περισσότεροι από τους ηγέτες των αντάρτικων ομάδων κατάφεραν να συντάξουν κοινό έγγραφο θέσεων προς τους απεσταλμένους της ΑΕ και του ΟΗΕ στην Arusha (Τανζανία). Το εν λόγω έγγραφο αναφέρεται στην επανεγκατάσταση των εσωτερικά εκτοπισθέντων και των προσφύγων, στην επιδείνωση της κατάστασης των εσωτερικά εκτοπισθέντων και των προσφύγων στους καταυλισμούς, καθώς και στις ατομικές αποζημιώσεις και την αναδιανομή του πλούτου. Σύμφωνα με τους αντάρτες, πρέπει να εξεταστούν μέτρα ατομικών και κοινοτικών αποζημιώσεων κατά τα διεθνή πρότυπα, καθώς και τρόποι από κοινού άσκησης της εξουσίας. Β. Ειρηνευτικές επιχειρήσεις Αποστολή της Αφρικανικής Ένωσης στο Σουδάν (AMIS) Η Αφρικανική Ένωση είχε στείλει αποστολή παρακολούθησης στο Νταρφούρ για την παρακολούθηση της τήρησης της προσωρινής εκεχειρίας του Απριλίου του 2004 ενόψει της υπογραφής της συνολικής ειρηνευτικής συμφωνίας. Η εντολή της AMIS ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια του 2004, έτσι ώστε να περιλαμβάνει την προστασία αμάχων και επιχειρήσεις ανθρωπιστικής βοήθειας ωστόσο, οι απεσταλμένοι της Αφρικανικής Ένωσης διαμαρτυρήθηκαν διότι τους διατέθηκαν περιορισμένοι πόροι για την επίτευξη αυτών των στόχων. DV\696365.doc 3/8 PE398.380
«Υβριδική» ειρηνευτική δύναμη της Αφρικανικής Ένωσης και των Ηνωμένων Εθνών (UNAMID) Κατόπιν πολύμηνων εντατικών διπλωματικών χειρισμών, η διεθνής κοινότητα έπεισε το Σουδάν να δώσει το πράσινο φως για την ανάπτυξη της μεγαλύτερης παγκοσμίως ειρηνευτικής αποστολής στο Νταρφούρ, με εντολή την υποστήριξη της εφαρμογής της ειρηνευτικής συμφωνίας του Νταρφούρ. Η υβριδική επιχείρηση των Ηνωμένων Εθνών και της Αφρικανικής Ένωσης εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 31 Ιουλίου 2007. Καθόσον η σουδανική κυβέρνηση ήταν ανυποχώρητα αντίθετη στο να δοθεί σημαντικός ρόλος στους κόλπους αυτής της δύναμης σε μη Αφρικανούς, το ειρηνευτικό σώμα θα αποτελείται από 20 000 μέλη ειρηνευτικής δύναμης και από σώμα πολιτικής αστυνομίας 6 000 μελών «ως επί το πλείστον Αφρικανών». Η UNAMID θα ξεκινήσει τις επιχειρήσεις της το αργότερο τον Δεκέμβριο του 2007. Γ. Πολιτικές εξελίξεις Η ειρηνευτική συμφωνία του Νταρφούρ καθώς και πολυάριθμες συμφωνίες εκεχειρίας, περιλαμβανομένης της πρόσφατης «Συναίνεσης της Τρίπολης σχετικά με την πολιτική διαδικασία στο Νταρφούρ», της 20ής Απριλίου 2007, δεν έχουν οδηγήσει σε ειρηνική λύση. Διαδικασία διαλόγου και διαβούλευσης Νταρφούρ-Νταρφούρ (DDDC) Η διαδικασία διαλόγου και διαβούλευσης Νταρφούρ-Νταρφούρ (DDDC) περιλαμβάνεται στη «δήλωση αρχών» την οποία υπέγραψαν η σουδανική κυβέρνηση και τα κινήματα τον Ιούλιο του 2005 και είναι μία από τις βασικές συνιστώσες των κοινοτικών ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων και της διαδικασίας συμφιλίωσης. Συμφιλίωση - Αποζημιώσεις Στο πλαίσιο της DDDC υπογραμμίζεται η σημασία της συμφιλίωσης και της αποζημίωσης των θυμάτων, καθώς και το γεγονός ότι όλα τα εκτοπισθέντα άτομα έχουν δικαίωμα επιστροφής στους τόπους καταγωγής τους. Η επιρροή της Κίνας Ο ρόλος της Κίνας είναι ανεκτίμητος αυτό επαναλαμβάνεται διαρκώς από όσους επιθυμούν την εξεύρεση λύσης στο Σουδάν, αλλά και από όσους είναι εμφανές ότι κωλυσιεργούν. Η Κίνα και το Σουδάν διαθέτουν ισχυρούς πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς δεσμούς. Τα τελευταία δύο χρόνια η Κίνα εισήγαγε σχεδόν το 50% της συνολικής παραγωγής πετρελαίου του Σουδάν. Η Κίνα είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και, ως εκ τούτου, μπορεί να ασκήσει δικαίωμα αρνησικυρίας κατά οιουδήποτε ψηφίσματος το οποίο θα καταδικάζει το Σουδάν. Προσφάτως, όμως, η Κίνα αντέδρασε στις διεθνείς επικρίσεις και στην απειλή μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008 ορίζοντας ειδικό αντιπρόσωπο για το Νταρφούρ. Η Διεθνής Αμνηστία κατήγγειλε προσφάτως την παραβίαση της απαγόρευσης εξαγωγών PE398.380 4/8 DV\696365.doc
όπλων από την Κίνα και τη Ρωσία. Η Διεθνής Αμνηστία παραθέτει στοιχεία του 2005 τα οποία καταδεικνύουν ότι η Κίνα πούλησε στρατιωτικό υλικό αξίας 24 εκατ. δολαρίων στο Σουδάν (η δε Ρωσία πούλησε στο Σουδάν στρατιωτικό υλικό αξίας 21 εκατ. δολαρίων). Δ. Περιφερειακός αντίκτυπος της κρίσης στο Νταρφούρ Οι αποσταθεροποιητικές συνέπειες της κρίσης έχουν εξαπλωθεί και στο Τσαντ. Οι ίδιες εθνοτικές ομάδες βρίσκονται και στις δύο πλευρές των συνόρων, ενώ ο πρόεδρος του Τσαντ, Idris Deby, προέρχεται από τη φυλή Zaghawa, μια εθνοτική ομάδα μέλη της οποίας ζουν επίσης στο Νταρφούρ. Στις 3 Μαΐου 2007, το Σουδάν και το Τσαντ υπέγραψαν ειρηνευτική συμφωνία. Αποφάσισαν να συνεργαστούν με την Αφρικανική Ένωση και τον ΟΗΕ για τον τερματισμό της σύγκρουσης στο Νταρφούρ και στο ανατολικό Τσαντ. Δεσμεύτηκαν επίσης ότι δεν θα επιτρέψουν να χρησιμοποιηθεί η επικράτειά τους για την υπόθαλψη, την εκπαίδευση ή την υποστήριξη ένοπλων αντιπολιτευτικών κινημάτων της άλλης πλευράς. Τα προβλήματα έχουν επίσης εξαπλωθεί στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, όπου, σύμφωνα με πληροφορίες, δρουν ομάδες ανταρτών με βάση το Νταρφούρ και με την υποστήριξη των σουδανικών αρχών. II. Θέματα που σχετίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανθρωπιστική βοήθεια Δέσμευση προς διεθνή μέσα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Το Σουδάν είναι συμβαλλόμενο μέρος: - της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων (CERD), - του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR), - του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά δικαιώματα (CESCR), - της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (CRC), - του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με τη συμμετοχή παιδιών σε ένοπλη σύρραξη (CRC-OP-AC), - του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, σχετικά με την πώληση παιδιών, την παιδική πορνεία και την παιδική πορνογραφία (CRC-OP-SC), - της Σύμβασης του 1951 σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων και του Πρωτοκόλλου της του 1967, - της Σύμβασης του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας (ΟΑΕ) που διέπει τις ειδικές πτυχές των προσφυγικών προβλημάτων στην Αφρική. Προσφάτως, το Σουδάν υπέγραψε επίσης τη Σύμβαση κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (CAT). Εντούτοις, ενώ διανύουμε το τέταρτο έτος της σύγκρουσης, η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Σουδάν εμφανίζεται επιδεινωμένη. Η κατάσταση στο Νταρφούρ παραμένει εξαιρετικά ασταθής, καθώς συνεχίζονται οι στρατιωτικές συγκρούσεις και οι παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, όπως απαγωγές, βασανιστήρια και σεξουαλική βία. DV\696365.doc 5/8 PE398.380
Πρόσφυγες Τον Ιούλιο του 2007 το Γραφείο Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων του ΟΗΕ (OCHA) ανέφερε ότι 160 000 επιπλέον άτομα είχαν εκτοπισθεί από τον Ιανουάριο του 2007 και μετά, γεγονός που σημαίνει ότι ο συνολικός αριθμός των εκτοπισθέντων ανέρχεται σε 2,2 εκατομμύρια άτομα και ο συνολικός αριθμός των ατόμων στα οποία παρέχεται ανθρωπιστική αρωγή σε 4,2 εκατομμύρια, κάτι που ισοδυναμεί με τα δύο τρίτα σχεδόν του πληθυσμού του Νταρφούρ. Το OCHA ανέφερε ότι πολλοί από τους καταυλισμούς εσωτερικά εκτοπισθέντων ατόμων δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να απορροφήσουν νέες αφίξεις. Τους τελευταίους μήνες, οι καταυλισμοί έγιναν στόχοι επιδρομών της αστυνομίας, του στρατού και των δυνάμεων ασφαλείας του Σουδάν και αποτέλεσαν το σκηνικό βίαιων συγκρούσεων μεταξύ αντίπαλων παρατάξεων ανταρτών. Η πρόσβαση της ανθρωπιστικής βοήθειας στην περιοχή εξακολουθεί να είναι περιορισμένη, ενώ δεκάδες εργαζόμενοι στον τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας έχουν μέχρι στιγμής απαχθεί και δεχτεί σεξουαλικές επιθέσεις ή επιθέσεις κατά της σωματικής τους ακεραιότητας κατά το τρέχον έτος. Οι ωμότητες και οι βιασμοί είναι φαινόμενα ευρύτατα διαδεδομένα. Εξάλλου, συνεχίζονται οι επιθέσεις σε χωριά και η ισοπέδωσή τους, οι δολοφονίες και η βίαιη διασπορά των πληθυσμών τους, καθώς και οι συλλήψεις χωρίς δίκη, οι βιασμοί και η παιδική εργασία. Στους καταυλισμούς εσωτερικά εκτοπισθέντων επικρατεί συνωστισμός, ενώ δεν υπάρχει προοπτική τα άτομα που ζουν εκεί να επιστρέψουν στα χωριά τους, δεδομένης της κατάστασης όσον αφορά την ασφάλεια. Η σουδανική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι υποστηρίζει την επιστροφή των εσωτερικά εκτοπισθέντων ατόμων στα χωριά τους, όμως δεν τους προσφέρει την αναγκαία ασφάλεια. Συγχρόνως, η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες ανέφερε ότι τους τελευταίους δύο μήνες έως και 75 000 Άραβες από το Τσαντ και τον Νίγηρα μεταφέρθηκαν από τη σουδανική κυβέρνηση σε πρώην χωριά εκτοπισθέντων μη Αράβων και τους χορηγήθηκαν επίσημα δελτία ταυτότητας και η σουδανική υπηκοότητα. Σεξουαλική βία Οι βιασμοί και η σεξουαλική βία χρησιμοποιούνται ως πολεμικά όπλα και χρησιμοποιούνται σε διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα στο Νταρφούρ. Τα μέλη πολιτοφυλακών διαπράττουν συστηματικά εγκλήματα σεξουαλικής βίας κατά γυναικών και κοριτσιών που συνήθως αποτελούν στόχους λόγω της εθνότητάς τους και κατηγορούνται ότι υποστηρίζουν την αντάρτικη ομάδα του SLA/M υπό τον Abdul Wahid. Κυβερνητικοί στρατιώτες και άλλοι κρατικοί παράγοντες έχουν επίσης επιδοθεί σε πράξεις σεξουαλικής βίας στο πλαίσιο εκτεταμένων επιθέσεων κατά ολόκληρων πληθυσμών, όπως στην περίπτωση του Deraibat, αλλά και μικρής κλίμακας επιθέσεων κατά γυναικών και κοριτσιών εντός και εκτός καταυλισμών και χωριών. Το θέμα της σεξουαλικής βίας εξακολουθεί να καλύπτεται από πέπλο σιωπής. Ο κοινωνικός PE398.380 6/8 DV\696365.doc
στιγματισμός εμποδίζει πολλά θύματα να καταγγείλουν ό,τι τους συνέβη σε συγγενείς, γιατρούς ή την αστυνομία. Ορισμένοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν παραδέχονται ότι οι βιασμοί αποτελούν σοβαρό πρόβλημα στο Νταρφούρ, ενώ οι εργαζόμενοι για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας φοβούνται ότι αν μιλήσουν ανοικτά για το θέμα θα διακινδυνεύσουν το έργο τους. Οι δράστες σπανίως παραπέμπονται στη δικαιοσύνη και πολλοί από τους μηχανισμούς που έχει θεσπίσει το κράτος για την καταπολέμηση της σεξουαλικής βίας, όπως οι κρατικές επιτροπές για την καταπολέμηση της βίας με βάση το φύλο, υπολειτουργούν και προσφέρουν ελάχιστα αποτελέσματα. Παιδιά στρατιώτες Τον Ιούνιο του 2007, η Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού εξέφρασε την ανησυχία της όσον αφορά τη στρατολόγηση παιδιών, η οποία εξακολουθεί να εφαρμόζεται στο Σουδάν, μεταξύ άλλων, με την υπόσχεση ή την προσφορά χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών. Ατιμωρησία και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο Δεδομένου ότι οι παραβιάσεις και οι καταχρήσεις συνεχίζονται ανεξέλεγκτα, στην περιοχή επικρατεί κλίμα ατιμωρησίας. Στις 2 Μαΐου 2007, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) εξέδωσε εντάλματα σύλληψης κατά του Ahmed Haroun, υφυπουργού Εσωτερικών την περίοδο κλιμάκωσης της σύγκρουσης, και του διοικητή πολιτοφυλακής των Janjaweed, Ali Mohamed Ali Abdelrahman, επίσης γνωστού ως Ali Kushayb. Στις 27 Φεβρουαρίου 2007, ο επικεφαλής εισαγγελέας του ΔΠΔ κατονόμασε αυτούς τους πρώτους δύο υπόπτους που κατηγορούνται για τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου στο Νταρφούρ. Το Σουδάν δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος του καταστατικού της Ρώμης, με το οποίο συστήθηκε το 2002 το ΔΠΔ, και ως εκ τούτου δεν αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία του ΔΠΔ επί των υπηκόων του. Εντούτοις, το 2005, με το ψήφισμα 1593 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το Νταρφούρ παραπέμπεται στο ΔΠΔ για εκτεταμένες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες διεπράχθησαν στην περιοχή του δυτικού Σουδάν. Το εν λόγω ψήφισμα προσφέρει στον εισαγγελέα του ΔΠΔ τη δικαιοδοσία να διερευνήσει και να ασκήσει διώξεις για τα σοβαρά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο Νταρφούρ. Αυθαίρετες κρατήσεις Οι μηχανισμοί της δικαιοσύνης και της λογοδοσίας διαθέτουν ανεπαρκείς πόρους, ενώ είναι πολιτικά προκατειλημμένοι και αναποτελεσματικοί. Υπό το καθεστώς αυτό, πολλά άτομα τελούν υπό κράτηση χωρίς δικαστική έρευνα. Η Διεθνής Γραμματεία του Παγκοσμίου Οργανισμού κατά των Βασανιστηρίων (OMCT) ενημερώθηκε από τον Σουδανικό Οργανισμό κατά των Βασανιστηρίων (SOAT) ότι, μετά την ειρηνική διαδήλωση της 13ης Ιουνίου 2007 κατά των κυβερνητικών σχεδίων για την κατασκευή του φράγματος του Kajabar στις βόρειες πολιτείες του Σουδάν, πραγματοποιήθηκαν συλλήψεις. Δεν προσφέρθηκε καμία αιτιολόγηση για την κράτηση των συλληφθέντων, ενώ λέγεται ότι η απελευθέρωσή τους πραγματοποιήθηκε με την προϋπόθεση να υπογράψουν έγγραφο βάσει DV\696365.doc 7/8 PE398.380
του οποίου συμφωνούσαν να συμμορφωθούν με συγκεκριμένους όρους, και ειδικότερα να απέχουν από κάθε περαιτέρω πολιτική δραστηριότητα. Παρενόχληση δημοσιογράφων και υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Στο Χαρτούμ, στις 8 Νοεμβρίου 2007, οι σουδανικές αρχές παρενέβησαν αυθαιρέτως στις δραστηριότητες υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατά παράβαση των διεθνών συμβάσεων τις οποίες έχει υπογράψει η κυβέρνηση του Σουδάν και των προτύπων που έχουν θεσπιστεί με τη διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και του προσωρινού εθνικού Συντάγματος του Σουδάν, στο οποίο κατοχυρώνονται δικαιώματα όπως η ελευθερία του συνέρχεσθαι, του συνεταιρίζεσθαι και της έκφρασης. Ο συνδυασμός αυθαίρετων κλητεύσεων, κρατήσεων και ανακρίσεων χωρίς νόμιμη αιτιολόγηση συνιστά παρενόχληση των εμπλεκόμενων προσώπων και παρεμπόδιση του έργου των οργανώσεων για λογαριασμό των οποίων δραστηριοποιούνται, που δικαιολογείται με νομοθετήματα όπως ο νόμος του 1999 για τις Εθνικές Δυνάμεις Ασφαλείας. Μέσω των μηχανισμών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιλαμβανομένου του Ειδικού Εισηγητή των Ηνωμένων Εθνών για το Σουδάν, έχει ζητηθεί επανειλημμένα η τροποποίηση τέτοιων νόμων κατά τρόπο που να συνάδουν με τα διεθνή πρότυπα και τις συνταγματικές υποχρεώσεις της σουδανικής κυβέρνησης. Θανατική ποινή και βασανιστήρια Στις 10 Νοεμβρίου 2007, το Ποινικό Δικαστήριο του Χαρτούμ καταδίκασε 10 άτομα σε θάνατο για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Mohammed Taha. Ένα από τα άτομα που αντιμετωπίζουν την ποινή της εκτέλεσης είναι ηλικίας 16 ετών. Σύμφωνα με ισχυρισμούς δε, οι ομολογίες όλων των κατηγορουμένων στην υπόθεση αποσπάστηκαν κατόπιν βασανιστηρίων και χρησιμοποιήθηκαν στο δικαστήριο ως αποδεικτικά στοιχεία εις βάρος τους. Η εφαρμογή της θανατικής ποινής σε ανήλικους παραβάτες (οι οποίοι δεν είχαν συμπληρώσει την ηλικία των 18 ετών κατά τον χρόνο διάπραξης του εγκλήματος) απαγορεύεται βάσει του διεθνούς δικαίου: και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR) και η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (CRC) περιλαμβάνουν διατάξεις με τις οποίες εξαιρείται αυτή η ηλικιακή ομάδα από την εφαρμογή της ποινής της εκτέλεσης. Η χρήση βασανιστηρίων για την απόσπαση ομολογιών απαγορεύεται βάσει του διεθνούς δικαίου. Παρόλα αυτά, είναι ενσωματωμένη στο σουδανικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης μέσω του άρθρου 10, εδάφιο (i), του νόμου περί αποδείξεων του 1993, στο οποίο αναφέρεται ότι «[...]δεν απορρίπτονται αποδεικτικά στοιχεία με μόνη αιτιολογία το γεγονός ότι αποσπάστηκαν με παράτυπες διαδικασίες, αν το δικαστήριο τα θεωρήσει ανεξάρτητα και αποδεκτά». Μονάδα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων PE398.380 8/8 DV\696365.doc