µε παιδιά.(πηγή: Eurostat:Labour Force Survey,1989. Ειδική ανάλυση από τη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων).



Σχετικά έγγραφα
Κογκίδου. (1999) Εξάρτηση ή ανεξαρτησία; υνατότητες και περιορισµοί για. τις µόνες µητέρες. Στο Κέντρο Γυναικείων Μελετών και Ερευνών ιοτίµα: Το

Η Ψυχική υγεία του παιδιού και ο ρόλος του ευρύτερου περιβάλλοντος

Κυρίες και Κύριοι, Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την τιμή που μου κάνετε να απευθύνω χαιρετισμό στο συνέδριό σας για την «Οικογένεια στην κρίση», για

αντιπροσωπεύουν περίπου το τέσσερα τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού διαμορφώνονται νέες συνθήκες και δεδομένα που απαιτούν νέους τρόπους

Κείµενο στο ευρείας κυκλοφορίας περιοδικό ΜΕΓΑΛΩΝΩ ΤΟ ΠΑΙ Ι ΜΟΥ, τεύχος 2 ο, Ιανουάριος 2007, σ

Εθνικό ίκτυο Ενάντια στη Φτώχεια Κύπρου (Ε ΕΦ-Κύπρος)

Τα παιδιά και οι έφηβοι είναι τα μεγάλα θύματα της οικονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα. Η οικονομική κρίση, έχει επιπτώσεις τόσο στον ψυχολογικό

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΤΟΠΙΚΗΕΥΗΜΕΡΙΑΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΕΤΟΠΙΚΟΕΠΙΠΕ Ο ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΟΜΠΟΤΗ ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

Εκπαίδευση, κοινωνικός σχεδιασμός. Ρέμος Αρμάος MSc PhD, Υπεύθυνος εκπαίδευσης στελεχών ΚΕΘΕΑ

Δημόσια διαβούλευση σχετικά με την αναθεώρηση της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τα Άτομα με Αναπηρία

Πολιτικές κατά της φτώχειας

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ. Επιστημονικός Υπεύθυνος Έρευνας : Καθηγητής Επαμεινώνδας Πανάς

Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

PROJECT Β'Τετραμήνου Η οικογένεια στο χθες και στο σήμερα

Η ιδέα διεξαγωγής έρευνας με χρήση ερωτηματολογίου δόθηκε από τη δημοσιογραφική ομάδα του Σχολείου μας, η οποία στα πλαίσια έκδοσης της Εφημερίδας

Η Ερευνητική Στρατηγική

Στερεότυπα φύλου στις επαγγελματικές επιλογές των νέων γυναικών

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

Χαιρετισµός του κ. ιονύση Νικολάου, Γενικού ιευθυντή του ΣΕΒ. «Ενεργός Γήρανση: Ένα Κοινωνικό Συµβόλαιο Αλληλεγγύης µεταξύ των Γενεών»


ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. Κοινωνικός πίνακας αποτελεσμάτων. που συνοδεύει το έγγραφο

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ.

Έννοιες. Επιχειρηματικότητα είναι η διαδικασία μέσω της οποίας ένας ή περισσότεροι του ενός ανθρώπου, δημιουργούν και αναπτύσσουν μία επιχείρηση.

Τίτλος Αντιλήψεις για το γάμο, οικογενειακές αξίες και ικανοποίηση από την οικογένεια: Μια εμπειρική μελέτη

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0000(INI)

ΣΥΚΓΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Κράτος Πρόνοιας, Δεξιότητες και Εκπαίδευση

1. H ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ Στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες η ύπαιθρος κατέχει εξέχουσα θέση στον πολιτισµό της χώρας και στην ψυχή των κατοίκων της,

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ

Οικονομική κρίση: Aλλαγές στην οικογένεια και στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα. Λάουρα Μαράτου-Αλιπράντη

Μιχαλίτσης Κων/νος 23/7/2015 Αναπληρωτής Γραμματέας Υγείας Πρόνοιας & Κοιν. Μέριμνας ΑΝΕΛ Υπεύθυνος Υπο-Γραμματείας Κοιν.

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ 2012 ΕΝΟΤΗΤΑ :

Εθνικό Σχέδιο ράσης για την Κοινωνική Ενταξη

και Πολιτική Απασχόλησης

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

3. Οι αλλαγές στη σύνθεση της οικογένειας και των νοικοκυριών

Γυναίκες κοινωνιολόγοι: οικογένεια, απασχόληση/υποαπασχόληση και ανεργία στον καιρό της κρίσης. Ανδρομάχη Χατζηγιάννη, Διευθύντρια Ερευνών, ΕΚΚΕ

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

Επιτροπή Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων

ΔΉΛΩΣΗ ΠΕΡΊ ΠΟΛΙΤΙΚΉΣ ΑΝΘΡΏΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΆΤΩΝ ΤΗΣ UNILEVER

Κουίζ για το μισθολογικό. χάσμα μεταξύ των δυο. φύλων. Καλωσορίσατε στο κουίζ για το μισθολογικό. φύλων!

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. «Μεικτά» Συστήματα Καπιταλισμού και η Θέση της Ελλάδας

ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α

Επιχειρησιακή Στρατηγική. Αριστοµένης Μακρής

Ισότητα των Φύλων στο Εργατικό Δυναμικό: Η συμφιλίωση της επαγγελματικής με την οικογενειακή/ιδιωτική ζωή στις Ελληνικές Βιομηχανίες


3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Γ. Συµπεράσµατα από οµάδες εργασίας του Συνεδρίου

Νεανική γυναικεία επιχειρηματικότητα. Άννα Ευθυμίου Δικηγόρος Εντεταλμένη Σύμβουλος σε Θέματα Νεολαίας στο Δήμο Θεσσαλονίκης Πρόεδρος ΜΚΟ ΝΕΟΙ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΙΚΑ ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΣΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ»

Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας & Ανθρώπινου Δυναμικού (Ε.Ι.Ε.Α.Δ Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας

Πριν όµως περάσω στο θέµα που µας απασχολεί, θα ήθελα µε λίγα λόγια να σας µιλήσω για το ρόλο του Επιµελητηρίου Μεσσηνίας.

Σχέδιο Δράσης Φτώχεια και Εργασία: Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση διερεύνησης και άμβλυνσης του φαινομένου

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

ΦΟΡΟΥΜ III: ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΧΗ (Οµάδα Εργασίας: Π. Ζέϊκου, Κ. Νάνου, Ν. Παπαµίχος, Χ. Χριστοδούλου)

ΠΩΣ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕΤΕ ΕΝΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΨΥΧΙΚΑ ΥΓΙΕΣ-ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ 7 ΒΗΜΑΤΩΝ

Θέσεις της Γ.Σ.Ε.Ε προς το ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ

«Οι Δημόσιες Πολιτικές Εναρμόνισης Οικογενειακής και Επαγγελματικής Ζωής: Μια κριτική αξιολόγηση»

Το οικονομικό κύκλωμα

Μελέτες Περιπτώσεων. Επιχειρησιακή Στρατηγική. Αριστοµένης Μακρής

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΦΤΩΧΕΙΑ

Ελάχιστο Εγγυηµένο Εισόδηµα

ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ (Β μέρος) Εποχή 6/5/2001

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ Ιούνιος 2008

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισµού ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Ένας «γυάλινος τοίχος» για τις Ευρωπαίες

Ο στόχος αυτός είναι σε άμεση συνάρτηση με τη στρατηγική της Λισαβόνας, και συγκεκριμένα την ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής μέσω:

ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

Διαχείριση Ανθρώπινου Δυναμικού ή Διοίκηση Προσωπικού. Η Στελέχωση 1

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

«Χώροι για ανάπτυξη κοινωνικής συνοχής»

H ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ EΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΝΕΟ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. της Βικτωρίας Πέκκα Οικονόµου

888 ΧΡΟΝΙΑ. Πρόγραμμα Κοινωνικής Υπηρεσίας χεν θεσσαλονίκης ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΥΛΟ, ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΟΚΕ ΕΛΛΑΔΑΣ, κ. Χρήστου ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ TRESMED 4 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 10-11/9/2012

ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ (STATE OF THE ART) ΤΟΥ ENTELIS ΕΚΔΟΣΗ EΥΚΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

1. Γυναίκα & Απασχόληση

Ο κωδικός 1 θα χρησιµοποιηθεί σε περίπτωση που ο ερευνόµενος µπορεί να επιλέξει ελεύθερα την ώρα προσέλευσης και αναχώρησης στην εργασία του.

Η ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ-ΜΕΛΗ ΤΗΣ Ε.Ε: ΘΕΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

Ο ΗΓΙΕΣ. Στους οικογενειακούς λόγους περιλαµβάνεται και η φροντίδα παιδιών ή άλλων εξαρτώµενων µελών της οικογένειας.

«Μύθοι» και αλήθειες(;) του γάμου: κοινωνιοψυχολογική προσέγγιση

11/19/13. Ράλλης Γκέκας. Διευθύνων Σύμβουλος Ε.Ε.Τ.Α.Α. A.E.

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 2017

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2015) 98 final ANNEX 1.

Η κατάσταση στον Κόσµο σήµερα

ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ EQUAL ΕΡΓΟ: ΠΡΟΚΛΗΣΗ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III. Αξιολόγηση Τµήµατος από τους Αποφοίτους

5 η Διδακτική Ενότητα Οι βασικές αρχές και η σημασία της Διοίκησης του Ανθρώπινου Δυναμικού στην περίπτωση των τουριστικών επιχειρήσεων

Σχέδιο Δράσης: «Φτώχεια και Εργασία: Μια Ολοκληρωμένη Προσέγγιση Διερεύνησης και Άμβλυνσης του Φαινομένου»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ 1ης ΕΡΕΥΝΑΣ (1 ο Ερευνητικό Ερώτημα)

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Ράλλης Γκέκας. Διευθύνων Σύμβουλος Ε.Ε.Τ.Α.Α. A.E.

Οεαυτός και η κοινωνική γνώση. Η έννοια του εαυτού διαφέρει σηµαντικά από πολιτισµό σε πολιτισµό.

Βασικές κατευθύνσεις. Επιδιώξεις Προοπτικές Οργάνωση-Σχεδιασµός Βασικά χαρακτηριστικά

12766/15 ΑΓΚ/ριτ 1 DG B 3A

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ: ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Transcript:

Eξάρτηση ή ανεξαρτησία; υνατότητες και περιορισµοί για τις µόνες µητέρες ΗΜΗΤΡΑ ΚΟΓΚΙ ΟΥ ιεθνές Συνέδριο: Το φύλο των δικαιωµάτων, Αθήνα, 1996 ΙΟΤΙΜΑ Eξάρτηση / ανεξαρτησία, φύλο και κοινωνική πολιτική Ο ρόλος του κράτους πρόνοιας επανεκτιµάται σήµερα, όχι µόνον εξαιτίας του οικονοµικού κόστους, αλλά και της αναγκαιότητας για µετάβαση σε πιο ενεργές πολιτικές, που στοχεύουν στη µείωση του φαινοµένου του κοινωνικού αποκλεισµού. Τα συστήµατα κοινωνικής πρόνοιας και κοινωνικής προστασίας κλονίζονται εξαιτίας των εξελίξεων στην αγορά εργασίας, των τάσεων στους κύριους δηµογραφικούς δείκτες και των αλλαγών στη δοµή και στη σύνθεση των νοικοκυριών και τέλος, εξαιτίας της αύξησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισµού, που απαιτούν νέου τύπου κοινωνική πολιτική. 1 Η αδυναµία αυτή, των σύγχρονων κρατών για χρηµατοδότηση των κοινωνικών δαπανών και ιδιαίτερα αυτών για την πρόνοια, άνοιξε αναπόφευκτα τη συζήτηση για το µέλλον του κράτους πρόνοιας. Ένα από τα ζητήµατα στα οποία επικεντρώθηκε η συζήτηση, συνδέεται µε τη δηµιουργία κινήτρων εργασίας για τα άτοµα. Στον προβληµατισµό για την εξάρτηση ή την ανεξαρτησία των πολιτών από το κράτος, υπάρχουν δυο ζητήµατα, κατά τη Στασινοπούλου (1993), που διαφοροποιούν την προσέγγιση του διλήµµατος από τη σκοπιά της οικογένειας. Το πρώτο, αφορά το γεγονός ότι η εξάρτηση δοµείται και βιώνεται διαφορετικά από τα δύο φύλα. Για τις γυναίκες η εξάρτησή τους δοµείται περισσότερο πάνω στο ρόλο τους ως φορείς φροντίδας. Το δεύτερο αφορά τις αντιλήψεις γύρω από αυτό το ζήτηµα, οι οποίες διαφοροποιούνται σηµαντικά µεταξύ διαφορετικών οικογενειακών σχηµάτων, ανάλογα µε πολιτισµικές, φυλετικές και άλλες παραµέτρους. Τα άτοµα, περισσότερο ή λιγότερο, κατά τη διάρκεια της ζωής τους εξαρτώνται από τους άλλους ή από θεσµούς, για µεγαλύτερο ή µικρότερο χρονικό διάστηµα. Η εξάρτηση, όµως αυτή, δοµείται και βιώνεται διαφορετικά για τη γυναίκα- το πρώτο ζήτηµα που θέτει η Στασινόπουλου (1993).Σε κάθε µοντέλο κοινωνικής πολιτικής οι ευκαιρίες των γυναικών, καθ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, η πορεία της ζωής τους και η σχέση εξάρτησης/ανεξαρτησίας, επηρεάζεται µ έναν ορισµένο τρόπο ο οποίος, κατά την Οstner(1994), αποδίδεται στη συνδυασµένη επίδραση πολλών παραγόντων.

Έννοιες όπως η εξάρτηση είναι φυλετικά προσδιορισµένες, γεγονός που σπάνια υποσηµειώνεται. Συνήθως η εξάρτηση της ενήλικης γυναίκας από το κράτος πρόνοιας, είναι αποτέλεσµα της δωρεάν εργασίας της στον τοµέα της παροχής φροντίδας. Η εξάρτησή της αυτή, έχει ως αποτέλεσµα τη µεγαλύτερη ανεξαρτησία ενός άλλου ατόµου, νέου ή ηλικιωµένου. Όπως αναφέρουν οι Langan and Ostner (1991) αυτή η άνιση κατανοµή της απλήρωτης εργασίας, περιπλέκει το status της εξάρτησης/ανεξαρτησίας. Το δεύτερο ζήτηµα στο οποίο αναφέρεται η Στασινοπούλου(1993) αφορά στις αντιλήψεις γύρω από αυτό το ζήτηµα, οι οποίες διαφοροποιούνται ανάλογα µε ορισµένες παραµέτρους. Το στοιχείο αυτό, κατά την άποψή µου, είναι ιδιαίτερα σηµαντικό για το σχεδιασµό και την άσκηση κοινωνικής πολιτικής για κάθε κοινωνική οµάδα και κατά συνέπεια και για τις µόνες µητέρες. Το ζήτηµα της εξάρτησης από την κοινωνική πρόνοια ή της ανεξατησίας µέσω της εργασίας, το οποίο συχνά τίθεται µε όρους διλήµµατος, είναι ένα σύνθετο και πολυδιάστατο πρόβληµα της κοινωνίας και ως τέτοιο θα πρέπει να διερευνηθούν. Στην παρούσα εργασία θα προσεγγίσουµε το ζήτηµα της εξάρτησης/ανεξαρτησίας κυρίως των µόνων-µητέρων. Θα διερευνήσουµε: -τη διάσταση του φαινοµένου της µονογονεϊκότητας και τους λόγους για τους οποίους θεωρείται ως οµάδα υψηλού κινδύνου για φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισµό. -τους όρους της κοινωνικής πραγµατικότητας µέσα στους οποίους διαµορφώνεται η απάντηση στο ζήτηµα της εξάρτησης ή ανεξαρτησίας. -πως δοµείται και βιώνεται αυτή η σχέση από τις ίδιες τις µόνες-µητέρες, στοιχείο ιδιαίτερα σηµαντικό για το σχεδιασµό και την άσκηση κοινωνικής πολιτικής νέου τύπου. -τις άµεσες και έµµεσες συνέπειες της κάθε επιλογής. Τέλος, θα σκιαγραφήσουµε τους επιδιωκόµενους στόχους µιας νέας πολιτικής για τις µονογονεϊκές οικογένειες που θα είναι προσανατολισµένη προς θετικούς στόχους. ιάσταση του φαινοµένου της µονογονεϊκότητας Η µονογονεϊκή οικογένεια δεν αποτελεί πάντοτε µόνιµη ούτε υποχρεωτικά µακροχρόνια µορφή οικογένειας για τα µέλη της. Είναι, δηλαδή, βέβαιο ότι περισσότερα άτοµα διαβαίνουν το κατώφλι της µονογονεϊκότητας απ όσα δείχνουν οι καταγραφές, όποιον ορισµό µονογονεϊκότητας κι αν έχουν αυτές, ως βάση. 2 Στην Ευρώπη των 12, το ποσοστό των νοικοκυριών µε παιδιά κάτω των 18 ετών, που θεωρούνται µονογονεϊκά είναι 11%, εκ των οποίων 9% αποτελούνται από µόνες-µητέρες

µε παιδιά.(πηγή: Eurostat:Labour Force Survey,1989. Ειδική ανάλυση από τη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων). Στις Η.Π.Α οι δηµογράφοι εκτιµούν ότι περισσότερα από τα µισά παιδιά που γεννήθηκαν στη δεκαετία του 80 θα ζήσουν σε µονογονεϊκά νοικοκυριά µε µόνη-µητέρα µέχρι την ηλικία των 18. Η µέση διάρκεια ζωής των παιδιών σε µονογονεϊκές οικογένειες είναι 6 χρόνια, ενώ για τα παιδιά των ανύπαντρων µητέρων αυξάνεται σε 10.(Garfinkel and McLanahan, 1994) Στα κράτη µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η συντριπτική πλειοψηφία των µόνων-γονέων είναι µητέρες. Σε όλα σχεδόν τα κράτη η κατηγορία των διαζευγµένων/χωρισµένων είναι µεγαλύτερη και αντιπροσωπεύει σχεδόν το ήµισυ του συνόλου των µονογονεϊκών οικογενειών, ενώ η κατηγορία των ανύπαντρων η µικρότερη.(πηγή: EC report, 1989, Lone Parent Families in the European Community ). Οι ανύπαντρες µητέρες είναι η πιο ευάλωτη οµάδα, καθώς δεν έχει εισοδήµατα από διατροφές. Επίπεδο εισοδήµατος και εισοδηµατικές πηγές των Μ. Γ.Ο Η εικόνα που έχουµε απ όλα τα κράτη-µέλη της ΕυρωπαΪκής Ένωσης, σύµφωνα µε το European Omnibus Survey του 1987, είναι ότι τα µονογονεϊκά νοικοκυριά εµπίπτουν στα νοικοκυριά µε το χαµηλότερο εισόδηµα στην εισοδηµατική κλίµακα. Αναλυτικά στοιχεία για το επίπεδο του εισοδήµατος και τις εισοδηµατικές πηγές µονογονεϊκών οικογενειών στην Ελλάδα, υπάρχουν από την έρευνα που πραγµατοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράµµατος ΦΤΩΧΕΙΑ 3 στη υτική Θεσσαλονίκη το 1990. Σύµφωνα µε τα ερευνητικά δεδοµένα, οι µονογονεϊκές οικογένειες ανήκουν στο φτωχότερο τµήµα του πληθυσµού της περιοχής. 5 Περίπου τα µισά παιδιά των ΜΓΟ στις Η.Π.Α ζουν σε οικογένειες µε εισόδηµα κάτω από το όριο της φτώχειας (U.S Bureau of the Census,1991). Το χαµηλό εισόδηµα είναι η πιο ακραία µορφή οικονοµικής ανασφάλειας που βιώνουν οι µονογονεϊκές οικογένειες στις Η.Π.Α, ενώ το ασταθές εισόδηµα είναι συνήθη συνθήκη. Πολλές διαζευγµένες µητέρες έχασαν ένα µεγάλο ποσοστό του εισοδήµατός τους, ακόµη κι αν δεν έπεσαν κάτω από το όριο φτώχειας. (Duncam and Hoffman,1985) Το βιοτικό επίπεδο των µονογονεϊκών οικογενειών-αλλά όχι µόνον αυτό-εξαρτάται από τις πηγές των εισοδηµάτων που συνεισφέρουν στο τελικό ποσόν του εισοδήµατος. Στις Η.Π.Α, 6 στις 10 µόνες µητέρες έχουν διατροφή και από αυτές τις 6, οι µισές έχουν όλο το ποσόν της διατροφής. Οι ανύπαντρες µητέρες αντιµετωπίζουν το µεγαλύτερο πρόβληµα καθώς, για να έχουν δικαίωµα διατροφής θα πρέπει να υπάρχει αναγνώριση της πατρότητας του παιδιού -γεγονός που συµβαίνει στο 30% των περιπτώσεων (Nicols- Casebolt and Garfinkel, 1991).

Οι κυριότερες εισοδηµατικές πηγές των µονογονεϊκών οικογενειών στα κράτη-µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι: 6 α. Εισοδήµατα από διατροφή, τα οποία, όµως, είναι ασταθή και συνεισφέρουν ελάχιστα στο εισόδηµα των µονογονεϊκών οικογενειών, ακόµη κι αν εξαιρεθούν οι περιπτώσεις χηρείας. Σε κράτη όπου λειτουργεί ακόµη το υποστηρικτικό δίκτυο της εκτεταµένης οικογένειας, όπως η Ελλάδα, παρέχεται άτυπη οικονοµική βοήθεια (σε χρήµα και σε είδος) στη µονογονεϊκή οικογένεια, από µέλη της οικογένειας καταγωγής του µόνου-γονέα ή από το δίκτυο της γειτονιάς. β. Εισοδήµατα από απασχόληση, τα οποία παρόλο που διαφέρουν ανά κράτος, είναι αναµφίβολα πιο σηµαντικά από τη διατροφή. Ενώ το ποσοστό απασχόλησης των µόνων- µητέρων ποικίλλει πάρα πολύ, ανά κράτος, στα περισσότερα κράτη-µέλη οι µόνες- µητέρες είναι πιο πιθανό να εργάζονται παρά οι µητέρες σε ζευγάρι και µάλιστα περισσότερες ώρες. γ. Εισοδήµατα από επιδόµατα: Ο ρόλος των κοινωνικών επιδοµάτων ως πηγή εισοδήµατος ποικίλλει κατά πολύ ανά κράτος: σε ορισµένα κράτη το ύψος αυτών των επιδοµάτων είναι αντίστοιχο των διατροφών και γι αυτό συνεισφέρουν ελάχιστα, σ άλλα κράτη, ενώ υπερισχύει η προώθηση της πολιτικής της απασχόλησης, τα κοινωνικά επιδόµατα είναι µια σηµαντική δευτερεύουσα πηγή. Τέλος, σε κάποια άλλα κράτη αποτελούν την κυριότερη εισοδηµατική πηγή για τις µονογονεϊκές οικογένειες. 7 Τα επιδόµατα αυτά µπορεί να είναι ειδικά ή γενικά, να αφορούν δηλ. το σύνολο της οικογενειακής και κοινωνικής πολιτικής. 8 Μονογονεϊκές οικογένειες µε µόνες-µητέρες: οµάδα υψηλού κινδύνου για φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισµό. Η µονογονεϊκότητα δε συνοδεύεται αναγκαστικά από τη φτώχεια γιατί οι µονογονεικές οικογένειες δεν αποτελούν µια οµοιογενή οµάδα, ακόµα κι αν ανήκουν στην ίδια κατηγορία(π.χ. χήροι/χήρες, διαζευγµένοι/ες), ιδιαίτερα οι µόνοι γονείς εντός της αγοράς εργασίας. Μόνοι-γονείς υπάρχουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και αυτό, σε κάποιο βαθµό τουλάχιστον, αντανακλάται στην κοινωνικοοικονοµική τους κατάσταση. Το γεγονός, όµως, ότι οι περισσότερες µονογονεϊκές οικογένειες έχουν µόνο-γονιό γυναίκατόσο µε βάση τη λογική των τιµών του µέσου όρου, όσο και µε βάση την υποκειµενική βίωση της κατάστασής τους- αυξάνει τον κίνδυνο να διολισθήσουν στη φτώχεια και στον κοινωνικό αποκλεισµό 9 και να παραµείνουν σε αυτήν για µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα εξαιτίας της συνδυασµένης επίδρασης πολλών παραγόντων.

Όποιον ορισµό της φτώχειας κι αν υιοθετήσουµε 10, οι µονογονεϊκές οικογένειες µε µόνη-µητέρα - όχι µόνο στην Ευρώπη αλλά και στις Η.Π.Α. - ανήκουν στο φτωχότερο τµήµα του πληθυσµού. (Goodel and Quie, 1968) Το βιοτικό επίπεδο, από οικονοµική άποψη, µπορεί να εκτιµηθεί στη βάση µιας σειράς κριτηρίων, από τα οποία το πιο αποδεκτό είναι αυτό που αναφέρεται στο εισόδηµα προσαρµοσµένο στο νοικοκυριό ή στο µέγεθος της οικογένειας. Όλες οι εθνικές εκθέσεις των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις µονογονεϊκές οικογένειες, είτε χρησιµοποιούν τα παραπάνω κριτήρια είτε στηρίζονται σε ποιοτικές κοινωνιολογικές µεθόδους, καταλήγουν στο ίδιο συµπέρασµα, ότι δηλαδή, οι µονογονεϊκές οικογένειες είναι περισσότερο ευάλωτες στη φτώχεια και στο χαµηλό εισόδηµα απ ό,τι οι οικογένειες µε δύο γονείς, ενώ παράλληλα υπόκεινται και σε άλλους ψυχοκοινωνικούς περιορισµούς. Υπάρχουν διαφορές στο εισόδηµα των µονογονεϊκών νοικοκυριών ανάλογα µε το φύλο του µόνου-γονιού αλλά και τον τύπο της µονογονεϊκότητας : οι µόνοι-πατέρες βρίσκονται σε καλύτερη οικονοµική κατάσταση απ ότι οι µόνες-µητέρες. Από τις µόνες- µητέρες, οι χήρες είναι σε καλύτερη οικονοµική κατάσταση από τις ανύπαντρες και τις διαζευγµένες/χωρισµένες. Η λιγότερο ευνοηµένη οµάδα µόνων-µητέρων φαίνεται ότι είναι η ανύπαντρη µητέρα η οποία συχνά δεν έχει βοήθεια και από την οικογένειά της, εξαιτίας του γεγονότος ότι αυτή η µορφή µονογονεϊκότητας είναι λιγότερο κοινωνικά αποδεκτή. Σε ορισµένα κράτη-µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ηλικία του παιδιού παίζει σηµαντικό ρόλο στον καθορισµό της εισοδηµατικής κατάστασης του νοικοκυριού και, κατά συνέπεια, επηρεάζει το βιοτικό επίπεδο ζωής της οικογένειας και τις επιλογές της. Η κυριότερη δυσκολία που αντιµετωπίζουν οι µονογονεϊκές οικογένειες είναι η επίτευξη ή η διατήρηση ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης, στην καλύτερη εκδοχή µε µια εισοδηµατική πηγή από την απασχόληση του µόνου-γονιού. Προς την κατεύθυνση αυτή δε βοηθά ιδιαίτερα το σύστηµα παιδικής προστασίας γιατί δεν καλύπτει επαρκώς τις αυξηµένες ανάγκες για φροντίδα των παιδιών των µονογονεϊκών οικογενειών. Ο κίνδυνος διολίσθησης στη φτώχεια, µε περιορισµένες δυνατότητες εξόδου, είναι αρκετά µεγάλος εξαιτίας της δυσµενέστερης θέσης των γυναικών/µόνων-µητέρων στην αγορά εργασίας, την περιορισµένη εµβέλεια της κοινωνικής ασφάλισης ή της κοινωνικής βοήθειας και των διατροφών που δεν µπορούν να εξασφαλίσουν ένα επαρκές εισόδηµα για την κάλυψη των αναγκών των µονογονεϊκών νοικοκυριών. Ο Kaufmann (1990) υποστηρίζει ότι η έλλειψη οικονοµικής στήριξης από τον πρώην σύντροφο, σε συνδυασµό µε την αποκλειστική ευθύνη για τα παιδιά, είναι ένας παράγοντας κινδύνου εάν το εισόδηµα της οικογένειας ήταν ήδη χαµηλό. Ταυτόχρονα, η µονογονεϊκότητα µειώνει τη δυνατότητα εύρεσης µιας ικανοποιητικής απασχόλησης. Το επίπεδο ζωής της οικογένειας µπορεί να βελτιωθεί ή να χειροτερεύσει ανάλογα µε τις σχέσεις της µε το υποστηρικτικό συγγενικό δίκτυο, συνηθέστερα της οικογένειας καταγωγής του µόνου-γονέα. Όµως, και το δίκτυο αυτό έγινε πλέον πιο επιλεκτικό, η στήριξη δεν παρέχεται άνευ όρων όπως παλαιότερα και ο αποδέκτης του, δηλαδή ο µόνος-γονιός, δε τη δέχεται ανεπιφύλακτα.

Ο κίνδυνος της φτώχειας αυξάνεται στο βαθµό που η µονογονεϊκή οικογένεια συγκεντρώνει και άλλα χαρακτηριστικά, όπως, µεγάλος αριθµός παιδιών, άτοµο µε ειδικές ανάγκες, χρόνια προβλήµατα υγείας κ.ά., ή όπως αναφέρουν οι Burton et al (1986)αν ανήκει σε περισσότερες από µια οµάδα ταυτόχρονα (π.χ.γυναίκες/µόνες- µητέρες µειονότητες). Αν και η έρευνα για τη φτώχεια έχει επικεντρωθεί κυρίως στο εισόδηµα, αυτό που θεωρείται εξίσου σηµαντικό είναι το σχήµα κατανάλωσης που ένα άτοµο ή µια οικογένεια µπορεί να έχει και το κατά πόσο µπορούν να καταναλώνουν αγαθά και υπηρεσίες που παρέχονται στο κοινωνικό σύνολο. Τα σχήµατα κατανάλωσης καθορίζονται από το τι θεωρεί ο γονιός ότι η κοινωνία απαιτεί απ αυτόν να παρέχει, την ανάγκη του για ψυχολογική ευεξία και από τις γενικές προδιαγραφές που θέτει η κοινωνία. Τελευταία οι κοινωνικές ανάγκες που θεωρούνται βασικές και απαραίτητες έχουν αυξηθεί, µε την έννοια ότι αντικατοπτρίζουν τις προσδοκίες για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου και αποδεκτού επιπέδου διαβίωσης. Ο αποκλεισµός απ αυτόν τον τύπο διαβίωσης που ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του κοινωνικού συνόλου οδηγεί στη φτώχεια ( µε την οικονοµική, κοινωνική και πολιτιστική της διάσταση). H είσοδος στην κατάσταση της µονογονεϊκότητας συνδέεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, µε αλλαγές στο ποσόν του εισοδήµατος που έχει η οικογένεια. Το γεγονός αυτό όµως επιφέρει ορισµένες αλλαγές και στον τρόπο ζωής, όπως αλλαγή κατοικίας, αλλαγές στα σχήµατα κατανάλωσης, αλλαγή κοινωνικού περιβάλλοντος, απώλεια ορισµένων καταναλωτικών ειδών, νέοι διακανονισµοί για την παιδική προστασία, περιορισµούς ή απώλεια ορισµένων κοινωνικών αγαθών κ.ά. Οι περιορισµοί που θέτουν οι νέοι οικονοµικοί όροι, σε συνδυασµό µε άλλους παράγοντες, δηµιουργούν σταδιακά µια αποκοπή από την κοινωνική ζωή. 11 Ο στιγµατισµός εξαιτίας της φτώχειας και της µονογονεϊκότητας µπορεί να επιτείνουν τον κοινωνικό αποκλεισµό και να περιορίσουν τις δυνατότητες εξόδου εξαιτίας επιπλέον και του αυτοαποκλεισµού του µόνου-γονέα από τα δυνητικά κοινωνικά υποστηρικτικά δίκτυα. Σε πολιτικό επίπεδο, οι µόνοι-γονείς - ιδιαίτερα αυτοί µε χαµηλά εισοδήµατα-αποκλείονται από τη λήψη αποφάσεων, καθώς δεν έχουν καµία πολιτική ισχύ ως οµάδα πίεσης και χαµηλή εκπροσώπηση στις γυναικείες οµάδες. Εµπόδια και προοπτική για εργασία των µόνων-µητέρων - Ο ρόλος της υποκειµενικής εκτίµησης. Η διερεύνηση της υποκειµενικής εκτίµησης των µόνων γονέων για την εισοδηµατική τους κατάσταση θεωρείται ιδιαίτερα χρήσιµη για την κατανόηση του τρόπου µε τον οποίο το ίδιο ποσόν εισοδήµατος επηρεάζει ορισµένες απόψεις τους. Επίσης, και οι εισοδηµατικές πηγές έχουν αντίστοιχες επιπτώσεις. Για τον λόγο αυτό είναι αναγκαίο να γνωρίζουµε όχι µόνο ποιο είναι το καθοριστικό στοιχείο για την επιλογή ανάµεσα στην

εργασία και την εξάρτηση από τα επιδόµατα, αλλά επίσης και τις συνέπειες της επιλογής στην ανάπτυξη και διατήρηση αξιών, στάσεων και σχηµάτων συµπεριφοράς που σχετίζονται µε τη φτώχεια. Στην έρευνά µας (Κογκίδου και Πανταζής, 1990) για τις ΜΓΟ στη υτική Θεσσαλονίκη που διεξήχθη στο πλαίσιο του προγράµµατος ΦΤΩΧΕΙΑ 3 συλλέξαµε στοιχεία για την εκτίµηση που κάνουν οι ίδιες οι ΜΓΟ για τη δική τους κατάσταση και σχετικά µε τις αιτίες που προκαλούν τη φτώχεια και τις δυνατότητες αντιµετώπισής της. Σύµφωνα µε τα ερευνητικά δεδοµένα οι ΜΓΟ κρίνουν σε µεγάλο ποσοστό ότι το εισόδηµά τους είναι ανεπαρκές για να καλύψει τις βιοτικές τους ανάγκες. (Το 38% µάλιστα των ΜΓΟ αντιµετωπίζει πρόβληµα επιβίωσης σε σύγκριση µε το 8% του γενικού πληθυσµού της περιοχής). Ιδιαίτερα τραγική είναι η κατάσταση των επιδοτούµενων ΜΓΟ, από τις οποίες το 69% αντιµετωπίζει προβλήµατα επιβίωσης. Μεγάλες διαφορές παρατηρούνται ανάµεσα στο τι θεωρούν αναγκαίο εισόδηµα και τι έχουν στην πραγµατικότητα. Ένα µεγάλο ποσοστό των ΜΓΟ ζει σε συνθήκες έλλειψης στοιχειωδών όρων διαβίωσης. Πολύ µεγαλύτερο είναι το ποσοστό των επιδοτούµενων ΜΓΟ, των οποίων δεν καλύπτονται στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης και υγιεινής : το 44% δεν έχει νερό ή /και ηλεκτρικό ή/ και τουαλέττα. Τα µέλη των ΜΓΟ, σε µεγαλύτερο ποσοστό απ ότι ο γενικός πληθυσµός, πιστεύουν ότι η κατάστασή τους χειροτερεύει και ότι η φτώχεια έχει αυξηθεί. Εν τούτοις, δεν θεωρούν ότι η κατάστασή τους µπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο και δεν είναι σε θέση να σκιαγραφήσουν πιθανές προοπτικές στη ζωή τους. Στη συνέχεια από τη λειτουργία του Κέντρου Μονογονεϊκής Οικογένειας στη Θεσσαλονίκη διαπιστώσαµε ότι: Λίγες µόνες- µητέρες δηλώνουν ότι τα καταφέρνουν, παρά την αντικειµενική εκτίµηση της φτώχειας τους, γιατί δεν θέλουν να εννοηθεί ότι ζητούν βοήθεια ή ότι δεν είναι ικανές να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για την οικογενειά τους. Συνήθως, αυτές οι µόνες - µητέρες είναι νεώτερες, έχουν µια υλική ασφάλεια που εγγυάται ένα µικρό µεν αλλά τακτικό εισόδηµα και κάνουν αρκετές προσπάθειες για να επιτύχουν µια καλύτερη κοινωνική θέση. Αρνούνται τη λογική της αποτυχίας και φοβούνται τον κοινωνικό στιγµατισµό που συνοδεύει την παροχή οικονοµικής βοήθειας - ακόµη και όταν θεωρούν ότι µπορεί να είναι µια προσωρινή λύση. Αντίθετα, άλλες µόνες- µητερες, κυρίως αυτές που εξαρτώνται από τα επιδόµατα και τη φιλανθρωπία εσωτερικεύουν σταδιακά τους κανόνες και τους περιορισµούς που συνδέονται µε αυτό το ρόλο. Έτσι, παρά το γεγονός ότι µπορεί να έχουν το ίδιο ποσόν εισοδήµατος µε τις µητέρες της παραπάνω κατηγορία, οι ίδιες θεωρούν ότι είναι πολύ φτωχές. Η διαφορετική υποκειµενική εκτίµηση της φτώχειας µας επιτρέπει να διατυπώσουµε µια πρώτη υπόθεση - η οποία χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση - ότι υπάρχει µια αλλαγή σε ορισµένα στοιχεία της προσωπικότητας των µόνων- µητέρων που εξαρτώνται από τα επιδόµατα και τη φιλανθρωπία και στο σύστηµα των αναπαραστάσεών τους. Η επιδοµατική πολιτική, η οποία συχνά δεν συνοδεύεται από

άλλες ενέργειες και διαρκεί µεγάλο χρονικό διάστηµα, φαίνεται ότι δηµιουργεί άτοµα που σταδιακά υιοθετούν µια καριέρα ως βοηθούµενα άτοµα. Το γεγονός αυτό συνοδεύεται από µια προσωπική αναγνώριση της κατωτερότητας, της αποτυχίας και της δυνατότητας ελέγχου της προσωπικής ζωής- η οποία εκχωρείται πλέον στα στελέχη της κοινωνικής πρόνοιας. Η υποκειµενική εκτίµηση της φτώχειας φαίνεται ότι εξαρτάται από τη συνολική τους κατάσταση και από το βαθµό της εξάρτησής τους από επιδόµατα ή από άλλους. Εάν η µόνη µητέρα δεν έχει µια σταθερή απασχόληση που να της προσδίδει κοινωνικό κύρος, τότε πολύ πιο εύκολα βιώνει αισθήµατα αποτυχίας, ανεπάρκειας που την οδηγούν σε χαµηλή αυτοεκτίµηση και αυτοεικόνα.αν εξαρτάται από τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, πολύ συχνά η εικόνα αυτή χειροτερεύει. Κατά τους Guttentag et al (1980) η οικονοµική και κοινωνική ανασφάλεια έχουν άµεση επίδραση στη ψυχική υγεία της µητέρας και του παιδιού καθώς µπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του άγχους, σε καταστάσεις απόγνωσης και επίκτητης αδυναµίας. Ένα άλλο στοιχείο της έρευνάς µας που συµβάλλει στην κατανόηση του τρόπου επιλογής ανάµεσα στην εργασία και την εξάρτηση από επιδόµατα αφορά στη συµµετοχή των µόνων- µητέρων στην οργανωµένη κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική ζωή. Η συµµετοχή αυτή είναι σχεδόν ανύπαρκτη σε σχέση µε τον υπόλοιπο πληθυσµό της περιοχής, γεγονός που ενέχει στοιχεία κοινωνικού αποκλεισµού. Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά επηρεάζουν τη διάθεση και τη συµπεριφορά των ΜΓΟ ως προς την αντιµετώπιση καθηµερινών προβληµάτων. Τα µέλη των ΜΓΟ δεν έχουν ιδιαίτερα ανεπτυγµένη αντίληψη συλλογικής ευθύνης κατά την αντιµετώπιση κοινωνικών προβληµάτων στην περιοχή και απορρίπτουν τη λογική της αυτοοργάνωσης για την αντιµετώπιση τέτοιων προβληµάτων. 12 Οι προτεραιότητες στη ζωή τις οποίες θέτουν οι ΜΓΟ στη υτική Θεσσαλονίκη είναι οι υλικές αξίες, µε πρώτη την επιθυµία για σταθερή δουλειά και δεύτερη το µεγάλο εισόδηµα.το αποτέλεσµα αυτό είναι αναµενόµενο σε σχέση µε τις συνθήκες διαβίωσης των ΜΓΟ και γενικώς απαντάται σε οικογένειες µε χαµηλά εισοδήµατα και µόρφωση, οι οποίες αυτοπροσδιορίζονται ως φτωχές. Οι αντιλήψεις για το µητρικό ρόλο και το ρόλο της γυναίκας γενικότερα µπορεί να παίζουν σηµαντικό ρόλο στην επιλογή ή µη της εργασίας από τις µόνες - µητέρες. Η αποκλειστική ευθύνη για τα παιδιά είναι ένας παράγοντας ο οποίος σε συνδυασµό µε άλλους µπορεί να καθορίσει την επιλογή της εργασίας ή της εξάρτησης από επιδόµατα. Για παράδειγµα, η µόνη- µητέρα µπορεί να ζει µε την οικογένεια καταγωγής της και έτσι να καλύπτεται ένα σηµαντικό ποσοστό της φροντίδας για τα παιδιά. Αυτό δε σηµαίνει πάντοτε ότι η µόνη- µητέρα έχει τη δυνατότητα να εργαστεί, αν το επιθυµεί, γιατί συνήθως αναλάµβάνει άλλες υπευθυνότητες και ρόλους στο νέο νοικοκυριό. Ένας άλλος σηµαντικός παράγοντας που µπορεί να επηρεάσει την επιλογή της µόνης- µητέρας είναι οι απόψεις για το συγκεκριµένο θέµα των συγγενών, φίλων και γειτόνων. Αυτές οι απόψεις µπορεί να λειτουργήσουν ως κανόνας και έτσι να αυξηθεί το κοινωνικό κόστος της µιας ή της άλλης επιλογής. Η πίεση µπορεί να είναι µεγαλύτερη προς την

κατεύθυνση της µη εργασίας, γιατί έτσι µπορεί να ασκηθεί καλύτερα, κατά την άποψή τους, ο µητρικός ρόλος. Οι µόνες- µητέρες που κατοικούν στη περιοχή εφαρµογής του προγράµµατος ΦΤΩΧΕΙΑ 3 τείνουν να εργάζονται εάν οι συνθήκες το επιτρέπουν και εάν η εργασία τους αποφέρει µεγαλύτερο εισόδηµα από τα επιδόµατα. Από τις αφηγήσεις των µόνων- µητέρων προκύπτει ότι αυτό δε σηµαίνει αναγκαστικά ότι ο µητρικός ρόλος δεν είναι κυρίαρχος αλλά, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, η εργασία είναι δυνατή και επιθυµητή και η εξασφάλιση ενός ικανοποιητικού εισοδήµατος θεωρείται από τις ίδιες ως ένδειξη φροντίδας για το παιδί. Η επιλογή της µόνης- µητέρας να έχει ως κύρια εισοδηµατική πηγή τα επιδόµατα και όχι την εργασία µπορεί να αντανακλά και µια τάση να δεχτεί το πολύ χαµηλό επίπεδο ζωής. Συνήθως άτοµα που έχουν ζήσει σε καταστάσεις φτώχειας είναι πιο πιθανό να δεχτούν αυτό το βιοτικό επίπεδο απ ότι άτοµα που είχαν προηγούµενα υψηλό επίπεδο ζωής. Έτσι, µια µόνη- µητέρα που είχε προηγούµενα ένα υψηλό κοινωνικοοικονοµικό επίπεδο έχει ισχυρό κίνητρο να διατηρήσει το ίδιο βιοτικό επίπεδο και, κατά συνέπεια, να µην εξαρτηθεί από τα επιδόµατα(safa, 1996).Βέβαια οι µητέρες αυτές έχουν τις δεξιότητες και τις κοινωνικές σχέσεις που θα τις επιτρέψουν καλύτερα να βρουν µια εργασία ικανοποιητική. Η επιλογή της µόνης- µητέρας, λοιπόν εξαρτάται από συγκεκριµένους παράγοντες της τωρινής της κατάστασης, η οποία βέβαια επηρεάζεται από την προηγούµενη κοινωνικοοικονοµική της κατάσταση (Kriesberg, 1970).Η επιλογή του επιδόµατος έχει ορισµένα χαρακτηριστικά που την καθιστούν σχεδόν αναγκαστική επιλογή κάτω από ορισµένες συνθήκες. Η διαθεσιµότητα εναλλακτικών πηγών εισοδήµατος, ως ένα µεγάλο βαθµό επηρεάζεται από άλλους παράγοντες. Συµπερασµατικά, η επιλογή των µόνων- µητέρων να δεχτούν τα κοινωνικά βοηθήµατα και να µην εργαστούν δεν µπορεί να ερµηνευτεί ως κύριο στοιχείο της υποκουλτούρας της φτώχειας. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι ορισµένες διαδικασίες που µεταδίδονται από γενιά σε γενιά επηρεάζουν αυτή την επιλογή.οι εµπειρίες της µητέρας στην οικογένειά της επηρεάζουν ορισµένες όψεις του µητρικού της ρόλου και του ρόλου της εργασίας. Αυτές οι όψεις δε συσχετίζονται όµως µε το κοινωνικοοικονοµικό επίπεδο της οικογένειας καταγωγής της. Υπάρχουν πολλές και άµεσες συνέπειες της κάθε επιλογής.ορισµένες πτυχές των επιλογών έχουν αναµφίβολη επίδραση στην αυτοεικόνα της µητέρας στο βαθµό που ο µητρικός ρόλος και ο ρόλος της εργαζόµενης έχουν ειδική σηµασία στην κοινωνικοποίηση της γυναίκας.

Εξάρτηση από επιδόµατα / ανεξαρτησία µέσω της εργασίας.-ένα δίληµµα για την κοινωνική πολιτική ; Η κοινωνική πολιτική µπορεί να µειώσει την οικονοµική ανασφάλεια των ΜΓΟ αλλά αυτό όµως µπορεί να αυξήσει την εξάρτηση των οικογενειών και, ενδεχόµενα, να αυξήσει το ποσοστό των ΜΓΟ καθώς ελαχιστοποιεί το οικονοµικό κόστος της διάλυσης της οικογένειας. Ένα από τα διλήµµατα που αντιµετωπίζει η σύγχρονη κοινωνική πολιτική είναι η µείωση της οικονοµικής ανασφάλειας των ΜΓΟ ή η µείωση της εξάρτησης( Gottschalk et al, 1994). Η επιλογή της προτεραιότητας προϋποθέτει και στηρίζεται στην επικράτηση ορισµένων θεµελιακών αξιών για κάθε κουλτούρα. Επιπλέον, εξαρτάται από το εισοδηµατικό επίπεδο της οικογένειας και πως αυτό επηρεάζει το µέλλον των παιδιών, πόσο αποτελεσµατικά είναι τα µέτρα για τη στήριξη των οικογενειών και σε ποιο βαθµό µπορεί να οδηγήσει στην αύξηση της εξάρτησης και του ποσοστού τους. Συχνά τα προγράµµατα κοινωνικής πρόνοιας θεωρήθηκαν ως παγίδες φτώχειας γιατί απoθάρρυναν την ένταξη στην αγορά εργασίας και δεν παρείχαν, εξαιτίας του χαµηλού επιπέδου της επιδοµατικής ενίσχυσης, ικανοποιητικό εισόδηµα έτσι ώστε να ζει µια µονογονεϊκή οικογένεια πάνω από το όριο της φτώχειας. Γυναίκες µε χαµηλό εισόδηµα και το κράτος πρόνοιας βρίσκεται στο επίκεντρο των επιθέσεων από προοδευτικούς και συντηρητικούς, ακαδηµαϊκούς και πολιτικούς. Αν και πολλές προσπάθειες αλλαγών στον τοµέα αυτό γίνονται εξ ονόµατος άλλων αιτιών, πολλοί υποστηρίζουν( βλ. Axinn and Hirsch,1993) ότι κρύβουν µια προσπάθεια επαναφοράς των γυναικών σε πιο παραδοσιακούς ρόλους και όχι µια µεταρρύθµιση ή βελτίωση του κράτους - πρόνοιας. Όσον αφορά την άποψη ότι η οικονοµική στήριξη των µόνων-µητέρων από την κοινωνική πολιτική µπορεί να µειώσει την οικονοµική τους ανασφάλεια αλλά να αυξήσει το ποσοστό τους στο σύνολο των οικογενειών, αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που οδήγησαν στην αύξηση του αριθµού των ΜΓΟ διεθνώς. Για την παρούσα συζήτηση µας ενδιαφέρει µόνον ο ρόλος του κράτους στο βαθµό που τις τελευταίες δεκαετίες αυξάνει τα µέτρα για την οικονοµική στήριξη των ΜΓΟ ενισχύοντας έτσι την εξάρτηση και - ενδεχόµενα - την επικράτησή τους καθώς υψηλότερα επιδόµατα αυξάνουν τη δυνατότητα µιας µόνης-µητέρας να ζήσει ανεξάρτητα και την κάνει πιο επιλεκτική στη διαδικασία επιλογής νέου συντρόφου. Σύµφωνα µε δεδόµενα από ορισµένα κράτη τα µέτρα στήριξης των ΜΓΟ ευθύνονται σ ένα πολύ µικρό ποσοστό για την αύξηση του ποσοστού των µόνων- µητέρων- ενώ η αύξηση των ευκαιριών απασχόλησης για τις γυναίκες θεωρείται ο πιο σηµαντικός παράγοντας (Garfinkel and McLanahan, 1994). Η επισκόπηση των ερευνών στις Η.Π.Α. των Garfinkel and Mc Lanahan(1986) κατέληξε στο συµπέρασµα ότι τα µέτρα στήριξης των ΜΓΟ µείωσαν τους νέους γάµους αλλά είχαν πολύ µικρή επίδραση στα διαζύγια και

τις γεννήσεις εκτός γάµου. Η τελευταία επισκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας από τον Moffitt (1992) καταλήγει στο ίδιο συµπέρασµα, που είναι σύµφωνο και µε άλλα συγκριτικά δεδοµένα στην Ευρώπη όπου οι κυβερνήσεις προσφέρουν µεγαλύτερη στήριξη στις ΜΓΟ (Ermisch,1990). Το ερώτηµα δεν είναι αν θεωρείται παγίδα φτώχειας η µακρόχρονη εξάρτηση των µόνων-µητέρων από το σύστηµα κοινωνικής πρόνοιας, ή αν υπάρχουν µειονεκτήµατα - που εµφανώς υπάρχουν -, ή αν παραλείπεται ότι οι µόνες-µητέρες κάνουν αυτή την επιλογή πιστεύοντας ότι είναι η καλλίτερη απ αυτές που έχουν. Το ζητούµενο είναι το ποσοτικό µέγεθος αυτών των παραγόντων. Για να προσεγγιστεί, λοιπόν, αυτή η ιδεολογική διαµάχη θα πρέπει να διερευνηθούν, σύµφωνα µε τους Gottschalk et al,(1994), δύο κύριες συνιστώσες του: 1 - η επικράτηση της µακρόχρονης φτώχειας και της παραµονής στο σύστηµα κοινωνικής πρόνοιας καθώς και των µειονεκτηµάτων που προκαλεί η εξάρτηση από την κρατική βοήθεια 2 - η σχέση ανάµεσα στη φτώχεια, το εισόδηµα και τη χρήση κοινωνικής βοήθειας από τη µία γενιά στην άλλη. Η δυναµική και η µεταβίβαση της φτώχειας και της εξάρτησης από επιδόµατα από γενιά σε γενιά. Πολύ συχνά υποστηρίζεται ότι η ύπαρξη πολλών παιδιών είναι τµήµα της υποκουλτούρας της φτώχειας και ότι συχνά οι µόνες-µητέρες κάνουν και άλλα παιδιά για να διατηρήσουν ή και να αυξήσουν το ποσό που συγκεντρώνουν από τα επιδόµατα. εν υπάρχει καµιά ένδειξη από τις έρευνες ότι οι µόνες-µητέρες επιθυµούν να έχουν παιδιά εκτός γάµου (Burgess and Price, 1963- Greenleigh and McCalley, 1960). Αλλες καταστάσεις, αξίες και αντιλήψεις µπορεί να αυξήσουν την πιθανότητα γέννησης και άλλου παιδιού και όχι για να µην εργασθούν και να παραµείνουν εξαρτηµένες από τα επιδόµατα. Ορισµένοι υποστηρίζουν ότι η παροχή οικονοµικής βοήθειας προς τη µονογονεϊκή οικογένεια δηµιουργεί ένα παράδοξο αποτέλεσµα στο βαθµό που αντί η βοήθεια να λειτουργεί προς την κατεύθυνση της στήριξης σε µια κρίσιµη φάση, στην ουσία αποτρέπει ή ενισχύει την οικογένεια να διατηρήσει το ίδιο επίπεδο ζωής ώστε να µπορεί να έχει την οικονοµική βοήθεια. Αναφερόµαστε τότε σε οικογένειες που δηµιουργούν εξάρτηση από τα επιδόµατα και είναι οι καλύτεροι πελάτες των κοινωνικών υπηρεσιών. Κατά το δίληµµα εργασία ή εξάρτηση από επιδόµατα δεν αφορά όλες τις µόνες-µητέρες γιατί ορισµένες µπορεί να έχουν ένα σταθερό και ικανοποιητικό εισόδηµα.

Οι εισοδηµατικές πηγές τις οποίες µπορεί να συνδιάσει η µόνη-µητέρα για να έχει ένα σταθερό εισόδηµα εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες. Ο αριθµός και η ηλικία των παιδιών επηρεάζει κατ αρχήν τη δυνατότητα εργασίας της µόνης-µητέρας. Ταυτόχρονα, το ποσόν του εισοδήµατός της από επιδόµατα αυξάνεται ανάλογα µε τον αριθµό των παιδιών, αλλά δεν µπορεί να εξισωθεί µε το ποσό που θα έπαιρνε εάν εργαζόταν. Η δε εργασία πρέπει να αποφέρει ένα τέτοιο εισόδηµα ώστε να µπορεί να αντικαταστήσει το ποσό των επιδοµάτων. Σύµφωνα µε το ερµηνευτικό µοντέλο της υποκουλτούρας της φτώχειας, οι φτωχές οικογένειες επιλέγουν τρόπους απόκτησης χρηµάτων που θα τις κρατούν στη φτώχεια. Η επιλογή αυτή αντικατοπτρίζει αξίες και τρόπους επίλυσης προβληµάτων που αποκτήθηκαν πολύ νωρίς από άτοµα που ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας. Τίθεται όµως ένα βασικό ερώτηµα: οι οικογένειες που έχουν ως κύρια εισοδηµατική πηγή τα επιδόµατα το κάνουν γιατί αυτό αντιπροσωπεύει έναν τρόπο ζωής που µεταδόθηκε από γενιά σε γενιά ή είναι µια αναγκαστική επιλογή εξαιτίας των συγκεκριµένων συνθηκών; Η άποψη ότι συχνά τα προγράµµατα κοινωνικής πρόνοιας αποτελούν παγίδες φτώχειας αποτελεί ένα σηµαντικό ζήτηµα στο οποίο επικεντρώνεται διεθνώς το ενδιαφέρον. Η δυναµική και η µεταβίβαση της φτώχειας των ΜΓΟ µε µόνες-µητέρες και της εξάρτησης από επιδόµατα από γενιά σε γενιά διερευνάται στο πλαίσιο της πολιτικής καταπολέµησης της φτώχειας. Στην Ελλάδα δεν έχουµε τα απαραίτητα στοιχεία έτσι ώστε να διερευνήσουµε το πρώτο ερώτηµα, δηλ. τη σχέση κοινωνικής βοήθειας/ φτώχειας. 13 Με βάση αναλύσεις που έγιναν σε άλλα κράτη ( βλ. Duncan et al,1991, Gottschalk et al, 1994) συνάγεται το συµπέρασµα ότι η κοινωνική βοήθεια δεν είναι αναπόφευκτα µια παγίδα φτώχειας που κρατά τις οικογένειας για το µεγαλύτερο τµήµα της ζωής τους. Η θέση η κουλτούρα της εξάρτησης έχει εφαρµογή µόνο σ ένα µικρό τµήµα φτωχών και µόνο µια µικρή οµάδα παραµένει στη φτώχεια για µεγάλο χρονικό διάστηµα. εδοµένου, όµως, του χαµηλού επιπέδου της οικονοµικής στήριξης, οι οικογένειες αυτές παραµένουν φτωχές για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Ετσι, το ζητούµενο είναι η αντιµετώπιση της µακρόχρονης εξάρτησης αλλά, επίσης, η καταπολέµηση της φτώχειας. Αν και τα πιο γενναιόδωρα επιδόµατα µειώνουν την ανάγκη ένταξης των µόνων- µητέρων στην αγορά εργασίας, οι επιδράσεις δεν είναι τέτοιες έτσι ώστε να αυξηθεί η φτώχεια. Αντίθετα, η µείωση του ποσού της κοινωνικής βοήθειας αυξάνει το επίπεδο φτώχειας και δεν µειώνει το διάστηµα παραµονής της οικογένειας στη φτώχεια. Συµπερασµατικά, η εξάρτηση από επιδόµατα έχει αρνητικές συνέπειες. Οι συνέπειες όµως αυτές δεν είναι αρκετά σοβαρές έτσι ώστε να δικαιολογήσουν απόψεις όπως, ότι οι αυξήσεις των επιδοµάτων θα οδηγήσει σε αύξηση του ποσοστού των οικογενειών που ζουν στη φτώχεια.

Ενα δεύτερο κρίσιµο ερώτηµα είναι εάν τα παιδιά των µόνων-µητέρων που εξαρτώνται από την πρόνοια είναι πιθανόν να γίνουν και τα ίδια αποδέκτες ανάλογων παροχών ως ενήλικες. Στο βαθµό που τα παιδιά των φτωχών γονέων είναι πιο πιθανόν να γίνουν φτωχοί ενήλικες, τότε θα αποτελούν ένα µεγάλο ποσοστό των αποδεκτών της κοινωνικής βοήθειας. Η πιο εµπεριστατωµένη πρόσφατη διερεύνηση της σχετικής βιβλιογραφίας από τον Moffitt (1992) καταλήγει στο συµπέρασµα ότι ενώ µπορεί να υπάρχει κάποια αιτιώδης επίδραση, αυτή είναι µικρή. Αυτό που µας ενδιαφέρει ιδιαίτερα είναι ο βαθµός στον οποίο υπάρχει µεταβίβαση της φτώχειας από τη µια γενιά στην άλλη και οι παράγοντες που καθορίζουν την κινητικότητα αυτή. Η οµάδα των ΜΓΟ είναι ετερογενής. Κατά συνέπεια δεν µπορούµε να ισχυριστούµε ότι υπάρχει µια υποκουλτούρα της φτώχειας η οποία µεταβιβάζεται ως τρόπος ζωής και έτσι είναι σχεδόν αδύνατη η έξοδος από τη φτώχεια. Οι φτωχές µονογονεϊκές οικογένειες δεν είναι οµοιογενείς, ούτε ο µόνος-γονιός κατάγεται πάντα από φτωχή οικογένεια. Είναι λοιπόν αρκετά δύσκολο να εκτιµήσουµε τις πιθανότητες που έχουν τα παιδιά από φτωχές µονογονεϊκές οικογένειες να ξεφύγουν από τη φτώχεια. Τα περισσότερα παιδιά δεν έχουν τα κατάλληλα εκπαιδευτικά εφόδια, αλλά αυτό αφορά το αρχικό στάδιο της ζωής τους γιατί µπορούν να υπάρξουν και άλλες δυνατότητες κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Εάν κάποιος/α όµως προέρχεται από φτωχή οικογένεια, η οποία επιπρόσθετα είναι και µονογονεϊκή, έχει λιγότερες πιθανότητες να ξεφύγει από τη φτώχεια ( Kriesberg, 1970). Αν και υπάρχει φτώχεια η οποία µεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι µεταβιβάζεται ένας τρόπος ζωής ο οποίος εµποδίζει τα παιδιά των φτωχών να ξεφύγουν από τη φτώχεια. Οι ίδιες συνθήκες που οδήγησαν τους γονείς στη φτώχεια (π.χ. κοινωνικές διακρίσεις, παραµονή σε µη ευνοηµένη περιοχή) µπορούν, επίσης, να θέσουν περιορισµούς και στα παιδιά ( π.χ. ως προς τις δυνατότητες για εκπαιδευτική επιτυχία) (Fogel, 1966, Siegel, 1965). Συµπερασµατικά, δεν υπάρχει µια υποκουλτούρα της φτώχειας µε ένα ευδιάκριτο πλαίσιο αξιών, αντιλήψεων και σχηµάτων αλληλεπίδρασης που µεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά. Αντίθετα, υπάρχει µια ποικιλία συνθηκών που συνδέονται µε τη φτώχεια και η κάθε µία προσδιορίζεται από διαφορετικούς συντελεστές και έχει διαφοροποιηµένη επίδραση στις διαφορετικές όψεις του τρόπου ζωής των φτωχών. Οι συνθήκες αυτές έχουν ορισµένες κοινές επιδράσεις, αλλά όχι τέτοιες που να αναπαράγουν τον κύκλο φτώχειας. Υπάρχουν πολλοί τρόποι εισόδου και εξόδου από τη φτώχεια, γεγονός που έχει συγκεκριµένες συνέπειες στο σχεδιασµό της κοινωνικής πολιτικής για τις µονογονεϊκές οικογένειες. Οι συνθήκες της φτώχειας και των µονογονεϊκών οικογενειών δεν είναι οµοιογενείς και έτσι το αποτέλεσµα αυτών των συνθηκών εξαρτάται από την αλληλεπίδρασή τους και από πολλές άλλες ειδικές συνθήκες, ο συνδυασµός των οποίων καθορίζει τελικά τη ζωή των ατόµων. Το γεγονός της µη µεταβίβασης της φτώχειας από γενιά σε γενιά θα πρέπει να κατανοηθεί σ αυτό το πλαίσιο. Κατά τον Kriesberg (1970) ο τρόπος ζωής και η δυνατότητα εξόδου από τη φτώχεια των µόνων γονέων ή των παιδιών τους εξαρτάται από τις συνθήκες στις οποίες ζουν. εν είναι λογικό να περιµένουµε οι άνθρωποι να δρουν ως να µην είναι φτωχοί για όσο

χρονικό διάστηµα είναι. Οι αξίες, οι αντιλήψεις και σχήµατα συµπεριφοράς που καθορίζουν την έξοδο από τη φτώχεια θα συνεχίσουν να υπάρχουν αν δεν αλλάξουν οι συνθήκες που τις διατηρούν. Γιατί, λοιπόν, η εξάρτηση των µόνων-µητέρων - και όχι άλλων κοινωνικών οµάδων - θεωρείται ως ένα από τα σοβαρά προβλήµατα της κοινωνική πολιτικής; To να θεωρούµε τους φτωχούς υπεύθυνους για τη φτώχεια τους - ιδιαίτερα τις γυναίκεςδεν είναι νέο ζήτηµα. Η συγκεκριµένη όµως κατηγορία εµπεριέχει, επίσης, στοιχεία ρατσισµού. Πρόκειται ουσιαστικά για µια φιλική επίθεση ενάντια στο γυναικείο κίνηµα και µια προσπάθεια επαναφοράς των γυναικών στους στερεότυπους ρόλους. Πιο συγκεκριµένα, όπως υποστηρίζουν οι Axinn and Hirsch (1993), είναι µια προσπάθεια για να επιστρέψουν οι γυναίκες στο θεσµό του γάµου και να βρίσκονται κάτω από την εξουσία των ανδρών. Πολλά από τα µέτρα κοινωνικής πολιτικής στον τοµέα αυτό καθώς και οι αναθεωρήσεις που εµπεριέχουν περικοπές δαπανών µειώνουν τη δυνατότητα των γυναικών να µεγαλώνουν παιδιά εκτός γάµου και το δικαίωµα επιλογής διαφορετικών µορφών οικογενειακής οργάνωσης. Αυτό γίνεται περισσότερο σαφές όταν ταυτόχρονα δεν συµπεριλαµβάνονται αλλαγές ή άµεσα και αποτελεσµατικά µέτρα για τους άνδρες που δεν πληρώνουν διατροφές για τα παιδιά, ενώ υπάρχουν συγκεκριµένοι περιορισµοί στις γυναίκες όταν εξαρτώνται από την πρόνοια. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι Axinn and Hirsch (1993), µέσα από την εφαρµοζόµενη κοινωνική πολιτική ο γάµος προβάλλεται ουσιαστικά ως το προσφορότερο µέτρο για την καταπολέµηση της φτώχειας των γυναικών ( είτε γιατί οι άνδρες κερδίζουν περισσότερα χρήµατα από τις γυναίκες, είτε γιατί υπάρχουν -δυνητικά- δυο φορείς εισοδήµατος στην οικογένεια). Εφαρµογή της πολιτικής για τις µόνες-µητέρες στην Ελλάδα και δυνατότητες επιλογής. Παραµένοντας λίγο περισσότερο στο παράδειγµα των µόνων-µητέρων στην Ελλάδα µπορούµε να κατανοήσουµε καλύτερα τους όρους της κοινωνικής πραγµατικότητας µέσα στους οποίους διαµορφώνεται η απάντηση στο δίληµµα της εξάρτησης από τα επιδόµατα ή της ανεξαρτησίας µέσω της εργασίας. Πολλοί µόνοι-γονείς, ακόµη και αν είναι αποδέκτες των επιδοµάτων ή κάνουν χρήση και άλλων υπηρεσιών, δεν γνωρίζουν ακριβώς τα δικαιώµατά τους και νιώθουν ανίσχυροι απέναντι σ αυτές τις υπηρεσίες. Αρκετές µόνες-µητέρες, ακόµη και αν γνώριζαν τους αντίστοιχους φορείς και τις υπηρεσίες τους, δεν έκαναν χρήση γιατί φοβόταν τον κοινωνικό στιγµατισµό. εν είναι λίγες οι περιπτώσεις µόνων- µητέρων που ανέφεραν ανεπίτρεπτες, κατά τη γνώµη τους, παρεµβάσεις στην οικογένειά τους από

εργαζόµενους/ ες στους φορείς αυτούς ή έλλειψη ευαισθησίας και σεβασµού των επιλογών τους. 14 Το επίδοµα απροστάτευτων τέκνων απευθύνεται ουσιαστικά στο παιδί και το επίδοµα που παρέχει το Π.Ι.Κ.Π.Α. στις οικογένειες µε ιατροκοινωνικά προβλήµατα. Ουσιαστικά και στις δύο περιπτώσεις οριοθετεί το παιδί ή την οικογένεια ως πρόβληµα και κατ αυτόν τον τρόπο συµβάλλει στην περιθωριοποίσηση και τον κοινωνικό στιγµατισµό. Πιο ειδικά, στην περίπτωση του επιδόµατος απροστάτευτων τέκνων αποδέκτης του είναι το παιδί και όχι ο γονιός -στη συγκεκριµένη περίπτωση µόνον η µητέρα-που παρέχει τη φροντίδα. Και τα δύο επιδόµατα δίνονται υπό όρους, είναι ανεπαρκή, δεν παρέχουν τη δυνατότητα επιλογών και δεν συνδυάζονται µε άλλα µέτρα. Το οικονοµικό πρόβληµα ορισµένων µονογονεϊκών οικογενειών οξύνεται ιδιαίτερα όταν διακοπεί έστω και αυτό το πενιχρό επίδοµα λόγω ορίου ηλικίας του παιδιού. Οι µόνες- µητέρες, συχνά κάποιας ηλικίας, καλούνται να εργαστούν εκ νέου ή περισσότερες ώρες για να αντισταθµίσουν την απώλεια του εισοδήµατός τους. Η κατάσταση αυτή επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτηµα της επιδοµατικής πολιτικής που ασκείται προς τις µονογονεϊκές οικογένειες στην Ελλάδα χωρίς αυτή να συνοδεύεται από άλλα µέτρα που µακροπρόθεσµα θα καλυτερεύσουν τους όρους διαβίωσης των οικογενειών. Το συνολικό ποσό της ενίσχυσης αυξάνεται µε τον αριθµό των παιδιών αλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν αποτελεί ισχυρό αντικίνητρο στην είσοδο του γονέα (συνήθως µητέρας) στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα, γιατί είναι αρκετά χαµηλό. Σε ορισµένες περιπτώσεις όµως, ιδιαίτερα για ανειδίκευτες γυναίκες µε πολλά παιδιά, η είσοδος στην αγορά εργασίας µε τα πρόσθετα προβλήµατα που ενδεχόµενα θα δηµιουργηθούν στην οικογένεια, κυρίως εξαιτίας της ανεπάρκειας του συστήµατος παιδικής προστασίας. Σε άλλες περιπτώσεις, η εξάρτηση από τα επιδόµατα για ένα χρονικό διάστηµα αποτελεί µια ρεαλιστική αναγκαιότητα, έως ότου εξευρεθεί µια εργασία. Η δυνατότητα όµως εύρεσης εργασίας, ακόµη και όταν αποτελεί την λύση επιλογής της µόνης-µητέρας, συναντά ιδιαίτερες δυσκολίες εξ αιτίας των συγκεκριµένων πελατειακών σχέσεων και ρουσφετολογικών πρακτικών που επικρατούν και αντικαθιστούν συχνά τα ορθολογικά κριτήρια µε συµφέροντα µικροπολιτικά.επιπρόσθετα, οι εργασιακές ευθύνες που δεν εναρµονίζονται πάντοτε µε τις οικογενειακές ευθύνες, το ανεπαρκές σύστηµα παιδικής προστασίας, οι προκαταλήψεις για τη µόνη-µητέρα, η πλήρης ευθύνη για το παιδί/ακαι το νοικοκυριό, το συνήθως χαµηλό εισόδηµα της οικογένειας εξ αιτίας της ύπαρξης µιας κυρίως εισοδηµατικής πηγής, µπορούν να δηµιουργήσουν ιδιαίτερο άγχος στη µόνη-µητέρα και να µειώσουν την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση και από την γονεϊκότητα και την εργασία. Αυτοί οι παράγοντες µπορεί να µειώσουν τις δυνατότητες για ένταξη της µητέρας στην αγορά εργασίας ή να µειώσουν τις προπτικές για εξέλιξή της κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής ως µόνου-γονιού. Εξάλλου, το συναίσθηµα ότι δεν µπορούν να ανταποκριθούν στις νέες αυξηµένες απαιτήσεις ή να συνδυάσουν αποτελεσµατικά τους

δύο ρόλους, µπορεί να οδηγήσει ορισµένες µόνες-µητέρες να εγκαταλείψουν, προσωρινά ή µόνιµα, τον εργασιακό χώρο και να εξαρτώνται από τα επιδόµατα. Ο επιδοµατικός χαρακτήρας δεν αφορά µόνον τη συγκεκριµένη περίπτωση αλλά είναι κυρίαρχος σε όλο το φάσµα των προνοιακών υπηρεσιών. Η αναποτελεσµατικότητα δε του συγκεκριµένου µέτρου για τις µονογονεϊκές οικογένειες αυξάνεται από την συγκεντρωτική διοίκηση των συγκεκριµένων υπηρεσιών που την παρέχουν, την απουσία συντονισµού, τη µη αξιοποίηση των λίγων εξειδικευµένων στελεχών τους, την έλλειψη προγραµµάτων που υιοθετούν µια κοινοτική διάσταση και τη µη συµµετοχή των µόνωνγονέων. Αυτό που στην ουσία, άµεσα ή έµµεσα, επιτυγχάνεται µε την εισοδηµατική ενίσχυση είναι η δηµιουργία εξαρτηµένων ατόµων από τις υπηρεσίες, παθητικών αποδεκτών και οποιονδήποτε άλλων παροχών προσφέρουν οι υπηρεσίες. Στο αποτέλεσµα αυτό συµβάλλει και το γεγονός ότι στην ουσία -αλλά και στον τύπο - οι υπηρεσίες αυτές απευθύνονται σε γυναίκες που φροντίζουν τα παιδιά, στελεχώνονται κυρίως από γυναίκες και υπάρχει µια προκατάληψη και στα στελέχη των υπηρεσιών όσον αφορά στους εναλλακτικούς τρόπους οικογενειακής οργάνωσης που οδηγεί σε ορισµένες περιπτώσεις σε συµπεριφορές διακρίσεων. Οι όποιες διαφοροποιήσεις υπάρχουν οφείλονται σε µεµονωµένες πρωτοβουλίες στελεχών ή τµηµάτων µέσα στα συγκεκριµένα όρια που θέτει το θεσµικό πλαίσιο και η οργάνωση / διοίκηση των υπηρεσιών. Μπορεί να µειωθεί η οκονοµική ανασφάλεια και η εξάρτηση από την κοινωνική πρόνοια ταυτόχρονα; Στις Η.Π.Α. προτεραιότητα έχει δοθεί κυρίως προς την κατεύθυνση της µείωσης της εξάρτησης καθώς περιόρισαν, στα περισσότερα προγράµµατα, την δυνατότητα πρόσβασης στις µόνες-µητέρες που δεν είναι φτωχές. Αυτή η επιλογή έχει ως αποτέλεσµα οι µισές σχεδόν µόνες-µητέρες να µην έχουν καµία βοήθεια και οι υπόλοιπες να δέχονται βοήθεια, αλλά όχι επαρκή για να κρατήσει την οικογένεια πάνω από το όριο της φτώχειας ( Garfinkel and Mc Lanahan,1994). Μετά την εµπειρία τριών δεκαετιών πολιτικής για την καταπολέµηση της φτώχειας υπάρχει συναίνεση στο εξής σηµείο : µόνον οι οµάδες οι οποίες δεν αναµένεται να εργαστούν - όπως οι ηλικιωµένοι και τα άτοµα µε σοβαρές αναπηρίες - πρέπει να αντιµετωπίζονται µε επιδοµατική πολιτική. Η έµφαση δίνεται πλέον, κατά τους (Garfinkel and Mc Lanahan, 1994), στην αύξηση της ικανότητας για εργασία των µόνων-µητέρων που είναι αποδέκτες επιδοµάτων, γεγονός που καταγράφεται στις πολιτικές για την εργασία. 15 Το κρίσιµο ερώτηµα είναι το χρονικό διάστηµα που οι µόνες µητέρες εξαρτώνται από την πρόνοια. 16 Επιπρόσθετα, το επίπεδο των παροχών και ο βαθµός στον οποίον αποτελούν ένα συµπληρωµατικό εισόδηµα σ αυτό που κερδίζει η µόνη-µητέρα µέσω της εργασίας επηρεάζουν το βαθµό στον οποίο τα επιδόµατα ενθαρρύνουν την εξάρτηση.

Η απώλεια εισοδήµατος για τις γυναίκες εξαιτίας της επίδρασης της παιδικής προστασίας στην απασχόληση είναι πάρα πολύ ουσιαστική και µακρόχρονη, ιδιαίτερα δε για τις µόνες-µητέρες, µε µικρά παιδιά σε µια χρονική περίοδο δηλ. που το νοικοκυριό αντιµετωπίζει αυξηµένες ανάγκες. Εποµένως, η αύξηση των παροχών για την παιδική προστασία αυξάνει την ένταξη των µόνων-µητέρων στην αγορά εργασίας ενώ ταυτόχρονα προωθεί την οικονοµική ασφάλεια και ανεξαρτησία. Ιδιαίτερη έµφαση δίνεται στον τοµέα της παιδικής προστασίας καθώς είναι ζήτηµα εργατικού δυναµικού, πολιτικής για την οικογένεια, ευεξίας των παιδιών και των γυναικών, καθώς και ζήτηµα ισότητας. 17 Στα υτικά ευρωπαϊκά κράτη και στον Καναδά δίνεται προσοχή στον τοµέα της παιδικής προστασίας καθώς δεσµεύεται ένα µεγάλο ποσοστό του προϋπολογισµού τους, καθώς επίσης και σε προγράµµατα που δεν εξαρτώνται από το εισοδηµατικό επίπεδο των οικογενειών ( Wong et al, 1993 ). Το ζήτηµα που τίθεται κατά την αποψή µας δεν είναι η επιλογή ανάµεσα σε καθολικές και επιλεκτικές κοινωνικές υπηρεσίες. Κατά τον Titmuss (1987), υπέρµαχου του θεσµικού µοντέλου πρόνοιας, η πραγµατική πρόκληση βρίσκεται στην ερώτηση: ποια συγκεκριµένη υποδοµή καθολικών υπηρεσιών απαιτείται που να παρέχει το πλαίσιο των αξιών και ευκαιριών µέσα και γύρω από το οποίο µπορούν να αναπτυχθούν κοινωνικά αποδεκτές επιλεκτικές υπηρεσίες που θα στοχεύουν στη θετική διάκριση, µε ελαχιστοποίηση του κινδύνου στιγµατισµού και σε όφελος εκείνων που έχουν τις µεγαλύτερες ανάγκες. Στα µέτρα που υιοθετεί η πολιτική για την οικογένεια στα κράτη-µέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τη βελτίωση της οικονοµικής της κατάστασης διακρίνονται: α) σε ενίσχυση του εισοδήµατος µε το σύστηµα κοινωνικής ασφάλισης και τις ειδικές παροχές-διάφορα σχήµατα κοινωνικής βοήθειας και β) σε αναπλήρωση των οικονοµικών βαρών µέσω της µείωσης των φόρων. Στα κράτη-µέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης η διαχωριστική γραµµή ανάµεσα στην κοινωνική ασφάλιση και την κοινωνική βοήθεια ή πρόνοια ποικίλλει σηµαντικά. Υπήρξαν πολλές αλλαγές στο σύστηµα κοινωνικής ασφάλισης διαφόρων κρατών κατά τα έτη 1991-92, µεταξύ των οποίων και της Ελλάδας, που έχουν σοβαρές συνέπειες για ορισµένες ευάλωτες οµάδες του πληθυσµού. Τα σχήµατα ελάχιστου εισοδήµατος που έχουν υιοθετήσει πολλά κράτη-µέλη, έχουν κυρίως τη µορφή επιδόµατος που η παροχή του εξαρτάται από το εισόδηµα και δίνεται σε αυτούς που µπορούν να αποδείξουν ότι στερούνται πόρων (δεν έχει δηλαδή τη µορφή ενός βασικού εισοδήµατος που παρέχεται σε όλους τους πολίτες). Σε ορισµένα κράτη το ελάχιστο εισόδηµα είτε περιλαµβάνει ένα ελάχιστο κατώτατο όριο ή είναι το ίδιο για όλους τους δικαιούχους, είτε υπάρχει µια ποικιλία που καθορίζεται από ρυθµίσεις σε τοπικό επίπεδο. Η αποτελεσµατικότητα αυτής της πολιτικής µπορεί να διαπιστωθεί από την αναλογία αυτών που παίρνουν το ελάχιστο εισόδηµα σε σχέση µ αυτούς που το δικαιούνται. Ο αριθµός τους, σύµφωνα µε τον Van Oorschof (1991) είναι σηµαντικά µικρότερος και αυτό µπορεί να ερµηνευθεί από το γεγονός ότι, στο βαθµό που η παροχή του εξαρτάται

από το εισόδηµα, στιγµατίζει. Πάρα πολύ συχνά ασκείται κριτική για το γεγονός της διάκρισης που εµπεριέχει και ότι µπορεί να συντελέσει στον κοινωνικό αποκλεισµό των αποδεκτών του. Τα άτοµα που εξαιτίας του στίγµατος αρνούνται το ελάχιστο εισόδηµα, δεν κάνουν χρήση ενός κοινωνικού τους δικαιώµατος, κυρίως εξαιτίας των συνθηκών κάτω από τις οποίες παρέχεται και του ύψους του. Στην Ελλάδα δεν έχει συζητηθεί ευρέως το θέµα του κοινωνικού αποκλεισµού και κατά συνέπεια δεν έχει τεθεί το ερώτηµα ως ποιό βαθµό οι προσπάθειες καταπολέµησης του αποκλεισµού θα πρέπει να στοχεύουν κυρίως στην ένταξη ή επανένταξη στην αγορά εργασίας. Η αλληλεπίδραση ορισµένων ενεργητικών πολιτικών µε παθητικά µέτρα έχουν µια σειρά από συνέπειες (θετικές και αρνητικές) στον κοινωνικό αποκλεισµό και την είσοδο στην αγορά εργασίας. Για παράδειγµα, υπάρχουν ορισµένα σχήµατα διατήρησης εισοδήµατος που έχουν ως προϋπόθεση την ύπαρξη ενός πλάνου από τον αποδέκτη για την είσοδο ή επάνοδό του στην αγορά εργασίας. Ενα όµως από τα προβλήµατα που ανακύπτουν και αφορά άµεσα τις µόνες-µητέρες είναι αν η ένταξη στην αγορά εργασίας είναι πάντοτε ένας εφικτός στόχος µε δεδοµένη την κατάσταση στην αγορά εργασίας. Οπως αναφέρεται στην έκθεση του Παρατηρητηρίου για τον κοινωνικό αποκλεισµό (1992) τα αποτελέσµατα της µακρόχρονης αξιολόγησης αυτών των µέτρων δεν είναι ακόµη διαθέσιµα. Σύµφωνα µε την ίδια έκθεση η µη συµµετοχή στην αγορά εργασίας δεν µπορεί να θεωρηθεί οπωσδήποτε ως δείκτης κοινωνικού αποκλεισµού. Για παράδειγµα, σε ορισµένα κράτη. όπως το Λουξεµβούργο, δίνεται στους µόνους γονείς το ελάχιστο εισόδηµα χωρίς την υποχρέωση να αναζητήσουν εργασία. Αυτό το µέτρο στην πραγµατικότητα µειώνει την αναλογία της συµµετοχής τους στην αγορά εργασίας. Η µη συµµετοχή στην αγορά εργασίας δεν µπορεί να θεωρηθεί ως δείκτης κοινωνικού αποκλεισµού αν η επιλογή των µόνων γονέων είναι να αφιερώσουν, για ένα χρονικό διάστηµα, περισσότερο χρόνο στην ανατροφή των παιδιών τους. Αντίθετα αν το σύστηµα επιδοµάτων εµπεριέχει στοιχεία που αποτρέπουν το µόνο-γονιό να επιλέξει την εργασία, τότε ενισχύει τον κοινωνικό αποκλεισµό και την εξάρτηση από τα επιδόµατα. Ενα ερώτηµα που συχνά τίθεται είναι αν θα είναι προτιµότερο να αντικατασταθούν τα υπάρχοντα συστήµατα κοινωνικής προστασίας µε κάποιο είδος εγγύησης ελάχιστου εισοδήµατος ή ενός ελάχιστου εισοδήµατος για όλους τους πολίτες. (Basic Income European Network 1985-1990, Milano, 1989). Σε πολλές εκθέσεις των οµάδων εργασίας για τα συστήµατα κοινωνικής ασφάλισης στην Ευρώπη καταγράφεται ότι δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες και έρευνα έτσι ώστε να διαπιστωθεί η επάρκεια του ελάχιστου εισοδήµατος στα κράτη-µέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ούτε όσον αφορά τις κλίµακες για τους διαφορετικούς αποδέκτες του (π.χ. µονογονεϊκά νοικοκυριά, παντρεµένα ζευγάρια, µε παιδιά ή χωρίς παιδιά, διαφορετικών ηλικιών).επιπρόσθετα, τα καθολικά επιδόµατα αγνοούν την συνθετότητα της κοινωνικής πραγµατικότητας, έτσι όπως τη βιώνουν οι αποδέκτες τους. Το κυριότερο ζήτηµα που θέτουν οι µορφές ελάχιστου εισοδήµατος είναι η υπεραπλούστευση της πραγµατικότητας που µπορεί να παράγει ανεπιθύµητα αποτελέσµατα στους αποδέκτες, αν δοθεί µε τη µορφή κοινωνικής βοήθειας.

Κατά την άποψή µας, η εγγύηση ενός ελάχιστου εισοδήµατος στις µόνες-µητέρες είναι ένας τρόπος καταπολέµησης της φτώχειας που δεν είναι από µόνος του αποτελεσµατικός γιατί η φτώχεια έχει πολλές διαστάσεις και όχι µόνον την οικονοµική. Προσωρινά είναι ένα µέτρο ανάγκης και προστατεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια αλλά πρέπει να συνδιαστεί και µε µακροπρόθεσµους στόχους. Κατ αυτήν την έννοια, είναι προτιµητέα η εισαγωγή του µέτρου του ελάχιστου εισοδήµατος για τους µόνους-γονείς του οποίου στόχος όµως θα είναι η κοινωνική ένταξη. Η ύπαρξή του µπορεί να θεωρηθεί δικαίωµα για τους µόνους-γονείς και προϋποθέτει τη θέσπιση και συµπληρωµατικών µέτρων, δίνεται δηλαδή κάτω από συγκεκριµένες προϋποθέσεις και η ανανέωσή του προϋποθέτει συγκεκριµένες ενέργειες για κοινωνική ένταξη. Μόνον µέσω µακροπρόθεσµης και συνδιασµένης πολιτικής µπορεί να καταπολεµηθεί η φτώχεια και η ανασφάλεια στην αγορά εργασίας των µόνων µητέρων. Τα συστήµατα κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να προσαρµοστούν στις απαιτήσεις αυτής της πραγµατικότητας 18 και να αλλάξουν προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης ενός συστήµατος παροχών προς την οικογένεια και κυρίως προς τις λιγότερο ευνοηµένες οικογένειες. Ταυτόχρονα θα πρέπει να διευκολυνθεί η ταυτόχρονη εξάσκηση των οικογενειακών και επαγγελµατικών ρόλων, ακόµη και µε λήψη ειδικών µέτρων για την επαγγελµατική ένταξη ή επανένταξη των γυναικών που είχαν αφοσιωθεί στη φροντίδα των παιδιών. Οι δυνατότητες για παρέµβαση έτσι ώστε να µην αναγκαστούν οι µόνες-µητέρες να εγκαταλείψουν την αγορά εργασίας και η δηµιουργία προϋποθέσεων για την ένταξή τους είναι πολλές. Αναφέρουµε ενδεικτικά ορισµένα γενικά µέτρα, όπως τη δυνατότητα βελτίωσης και ευελιξίας του συστήµατος παιδικής προστασίας, την ευελιξία στα ωράρια εργασίας και την επαγγελµατική απασχόληση, τη δηµιουργία καινοτοµιών γενικά στον τοµέα της εναρµόνισης των οικογενειακών και επαγγελµατικών ευθυνών, την εξάλειψη των άµεσων και έµµεσων διακρίσεων στην αγορά εργασίας, κ.α. Το ζήτηµα της εναρµόνισης της οικογένειας και της εργασίας έχει γίνει κυρίαρχο θέµα στον τοµέα της πολιτικής για την οικογένεια και αποκτά ιδιαίτερη σηµασία εξαιτίας των πρόσφατων µεταβολών στις µορφές οικογενειακής οργάνωσης. Κατά µία έννοια, πολιτική για την οικογένεια µπορεί να θεωρηθεί και η προσπάθεια καλυτέρευσης των συνθηκών διαβίωσης των οικογενειών και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων τύπων οικογενειακής οργάνωσης ως προς το εισόδηµα, όπως είναι οι µονογονεϊκές οικογένειες. Ετσι, θεωρείται ιδιαίτερα σηµαντικό, όταν οι κοινωνικοί εταίροι υιοθετούν µέτρα για τις εργασιακές συνθήκες που είναι φιλικές προς την οικογένεια, ή όταν ο ιδιωτικός τοµέας αναλαµβάνει τέτοιες πρωτοβουλίες. Ωστόσο, οι πολιτικές για την εργασία οι οποίες θεωρούνται φιλικές προς την οικογένεια, δηλαδή έχουν ως στόχο να βοηθήσουν του εργαζόµενους να επιτύχουν µια υγιή ισορροπία στους ρόλους τους στο πλαίσιο της οικογένειας και της εργασίας, θεωρούνται από ορισµένους (βλ. Lambert, 1993) ότι στην πραγµατικότητα βοηθούν τους εργαζόµενους να συνεχίσουν να δίνουν προτεραιότητα στην εργασία, εις βάρος της οικογένειας. Πολλές από αυτές τις πολιτικές, κατά τον Lambert (1993), έχουν ως στόχο να συµφιλιώσουν τη νέα κατάτµηση του εργατικού δυναµικού µε τις παλιές δοµές εργασίας, µόνον που οι

µόνοι-γονείς δεν ταιριάζουν εύκολα µε τις υπάρχουσες δοµές εργασίας οι οποίες βασίζονται κυρίως σ ένα ανδρικό µοντέλο. ηλαδή πρόκειται για θέσεις εργασίας σχεδιασµένες στη λογική ότι οι εργαζόµενοι µπορούν να αφιερώσουν µεγάλο τµήµα της καθηµερινότητάς τους και καθ όλη τη διάρκεια της ζωής τους και ότι θα χειρίζονται τις οικογενειακές τους ευθύνες κατά τέτοιο τρόπο που δεν θα παρεµποδίζουν την εξάσκηση της εργασίας τους. Η ανάγκη για διερεύνηση των επιδράσεων των διαφορετικών µορφών οργάνωσης της εργασίας στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή γίνεται σήµερα πιο επιτακτική. Εάν διερευνήσουµε τις πολιτικές για την εργασία οι οποίες θεωρούνται φιλικές προς την οικογένεια από την οπτική της κοινωνικής πολιτικής µπορούµε να προσδιορίσουµε νέες στρατηγικές έτσι ώστε αυτές οι πολιτικές να ανταποκρίνονται στον προβαλλόµενο στόχο τους, ο οποίος είναι η υγιής ισορροπία ανάµεσα στην εργασία και τη ζωή στα πλαίσια της οικογένειας. Το ζητούµενο δεν είναι να βοηθηθούν οι γυναίκες και οι µόνες-µητέρες να έχουν την ίδια συµµετοχή στην αγορά εργασίας, όπως και οι άνδρες εργαζόµενοι, αλλά να ανοίξουν προοπτικές για νέες αναζητήσεις και κοινωνικές αλλαγές, όπως αλλαγές στις προδιαγραφές της εργασίας έτσι ώστε να εναρµονίζονται καλλίτερα µε τις ατοµικές ευθύνες όλων των εργαζοµένων. Η εναρµόνιση της οικογενειακής και εργασιακής ζωής είναι ένα σύνθετο ζήτηµα και η θεώρηση αυτή µας βοηθά να αναγνωρίσουµε την ανάγκη υιοθέτησης ολοκληρωµένης παρέµβασης µε τη συµµετοχή όλων των συµβαλλόµενων στη διαδικασία της αλλαγής. Συµπερασµατικά, το σύστηµα κοινωνικής ασφάλισης σε συνδυασµό µε µέτρα στον τοµέα της εργασιακής πολιτικής, της φορολογίας, της πολιτικής για την οικογένεια και την αναδιοργάνωση των κοινωνικών υπηρεσιών µπορούν να δηµιουργήσουν εκείνες τις συνθήκες που θα επιτρέψουν στις µόνες-µητέρες να επιλέξουν αυτό που επιθυµούν περισσότερο, για όσο χρονικό διάστηµα θεωρείται αναγκαίο. Φτώχεια - κοινωνικός αποκλεισµός και µονογονεϊκότητα : µια πρόκληση για την κοινωνική πολιτική. Είναι σηµαντικό να αναγνωρίσουµε εξ αρχής ότι στις σύγχρονες κοινωνίες µε τις αλλαγές στην αγορά εργασίας τα άτοµα χρειάζονται περισσότερο ευέλικτες µορφές κοινωνικής προστασίας. Αναµένεται ότι οι συνέπειες από την κρίση στην αγορά εργασίας, τον περιορισµό της δηµόσιας χρηµατοδότησης της κοινωνικής πρόνοιας, την αλλαγή των οικογενειακών δοµών και την αύξηση του κοινωνικού αποκλεισµού να επιδεινωθούν τα επόµενα χρόνια. Συνεπώς, µόνο νέοι και καινοτόµοι τρόποι συνδυασµένης αντιµετώπισης της απασχόλησης και της πρόνοιας είναι δυνατόν να βοηθήσουν τις πιο ευάλωτες κοινωνικά οµάδες, όπως είναι οι µόνοι-γονείς (ιδιαίτερα οι µόνες-µητέρες) να σταθούν αυτόνοµα και να φροντίσουν τον εαυτό τους. Ο προσανατολισµός προς θετικούς στόχους, όπως η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναµικού, η ατοµική αυτάρκεια και ολοκλήρωση και η ένταξη των ατόµων στην κοινωνία, είναι επιδιωκόµενοι στόχοι και προκλήσεις για τη σύγχρονη κοινωνία.