ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟΙ ΕΧΟΥΝ ΨΥΧΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Το ελικόπτερο πετούσε χαμηλά πάνω απ το Αιγαίο. Ο Αντρέας στράφηκε στη Ζέτα. «Είναι η εποχή του μπροστινού, κατάλαβες; Έτσι γίνονται οι δουλειές σήμερα. Ο πρωθυπουργός το λέει στον υπουργό, ο υπουργός το λέει στον υφυπουργό, ο υφυπουργός το λέει στον Φίτσουλα, ο Φίτσουλας το λέει στον Κίτσουλα, ο Κίτσουλας στον Ακάλυπτο και ο Ακάλυπτος στο Εργαλείο». «Σ εμένα, δηλαδή...» τον έκοψε η Ζέτα. «Ναι, κούκλα μου, σ εσένα. Και σκέπασε λίγο τα πόδια σου, γιατί ο πιλότος θα μας στουκάρει σε καμιά βραχονησίδα». Η Ζέτα χαμογέλασε. Ήταν 1,80 ψηλή, με κορμί που έκανε όλα τα πιπινοραντάρ να χτυπάνε συναγερμό, χείλη σαρκώδη και βλέμμα που προκαλούσε αναταράξεις στο υπογάστριο των αντρών. Ο Αντρέας την είχε γνωρίσει πριν ενάμιση χρόνο και την είχε αναβαθμίσει σε βασικό του συνεργάτη. Ήταν το Εργαλείο του, όπως την έλεγε. 5
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΠΩΝΗΣ Το ελικόπτερο άρχισε να κατεβαίνει και προσγειώθηκε σ ένα πλάτωμα δίπλα από ένα βράχο, στην άκρη του νησιού. Δύο άντρες και μία γυναίκα τούς περίμεναν εκεί. Οι άντρες ήταν σαραντάρηδες, φακιδομούρηδες, με αγγλοσαξονική δυσκοιλιότητα στην έκφραση του προσώπου. Η γυναίκα ήταν Ελληνίδα, καμιά τριανταπενταριά χρόνων, δικηγόρος, σέξι, αρκετά περπατημένη και έφερε το όνομα Σουζάνα. Ο Αντρέας προχώρησε με βιαστικά βήματα προς το μέρος τους, ενώ η Ζέτα τον ακολουθούσε σεινάμενη κουνάμενη πάνω στα ψηλοτάκουνά της. Έφτασε λαχανιασμένη δίπλα του, έτοιμη να μεταφράσει. «Με συγχωρείτε για την καθυστέρηση...» είπε ο Αντρέας, «αλλά είχαμε ραντεβού το πρωί με το σεΐχη του Αμπού Ντάμπι». Σταμάτησε και περίμενε τη Ζέτα να ριχτεί επί το έργον. «Μr. Andreas said... blah-blah-blah... Ambou Dambi». Ο Αντρέας παίρνει την πάσα και συνεχίζει: «Μόλις πέσανε οι υπογραφές, ο Αμπντεσλάμ επέμενε να πιούμε ένα ποτό για να το γιορτάσουμε». Η Ζέτα ξαναρπάζει τη μετάφραση. «Δεν μπορούσα να του χαλάσω το χατίρι, γιατί ο Αμπντεσλάμ δεν είναι ένας απλός πελάτης, είναι φίλος». Δώσ του ξανά η Ζέτα: «Mr. Andreas said... blah-blah-blah... friend». Ο Αντρέας παίρνει την πάσα και συνεχίζει: «Την τελευταία φορά που πήγα στο Αμπού Ντάμπι, δε με άφηνε να φύγω!» 6
ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟΙ ΕΧΟΥΝ ΨΥΧΗ Η Ζέτα καθυστερεί και αρχίζει να μεταφράζει η Σουζάνα. Ο Αντρέας στρέφεται στη Ζέτα. «Πρόσεξε, θα σου φάει τη δουλειά η δικηγορίνα...» Μετά απευθύνεται στη Σουζάνα. «Τους εξήγησες πώς έχει το θέμα;» «Με κάθε λεπτομέρεια. Έχουν ενημερωθεί για τα πάντα». «Και τι λένε;» «Τους αρέσει η περιοχή, αλλά υπάρχει πρόβλημα. Το οικόπεδο είναι σε καφέ ζώνη, δεν μπορούν να χτίσουν». «Τι παπαριές είναι αυτές, κορίτσι μου; Άκου δεν μπορούν να χτίσουν! Καλά, δεν τους είπες ότι εδώ είναι Ελλάδα και στην Ελλάδα η καφέ γίνεται πράσινη, κίτρινη, ροζ, ό,τι θέλουμε; Λεφτά να υπάρχουν! Δεν τους το εξήγησες αυτό; Αν μου πουν εμένα τι συντελεστή θέλουν, θα τους τον βγάλω αμέσως. Πες τους, σε παρακαλώ! Θα χαλάσουμε μια ωραία δουλειά τώρα γιατί είμαστε στην καφέ ζώνη; Αν είναι δυνατό!» Η Σουζάνα αρχίζει να μεταφράζει. Ο Αντρέας κοιτάζει τη Ζέτα, που του κλείνει το μάτι σημάδι ότι η μετάφραση είναι σωστή, και μετά στρέφεται και χαμογελάει στον έναν ξένο. Το χαμόγελο είναι μεσογειακό λάδωμα. Ανταπόκριση, όμως, μηδέν. Οι μπίζνες είναι μπίζνες για τον Αγγλοσάξονα. Ο Αντρέας συνεχίζει με έμφαση απευθυνόμενος στη Σουζάνα. «Πες τους ότι όλη αυτή η περιοχή είναι δική μας. Και η θάλασσα. Όλη η θάλασσα είναι δική μας. Μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε». 7
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΠΩΝΗΣ Η Σουζάνα μεταφράζει και η αγγλοσαξονική πατέντα τη διακόπτει. «Όχι όλη η θάλασσα, έξι μίλια μόνο. Μετά, casus belli με την Τουρκία». Ο Αντρέας πιάνει το «Τουρκία» αγγλιστί και ρωτάει τη Ζέτα τι λέει ο φακιδομούρης. «Λέει ότι όλη η θάλασσα δεν είναι δική μας. Μετά τα έξι μίλια υπάρχει casus belli με την Τουρκία». «Άμα είναι για δουλειά και πέσουν τα φιρφιρίκια, τα βρίσκουμε με τους Τούρκους». Η Σουζάνα μεταφράζει. Το αγγλοσαξονικό κοπιράιτ απαντάει και η Σουζάνα ξαναμεταφράζει. «Αν αποχαρακτηριστεί η περιοχή και υπάρχει 0,6 συντελεστής δόμησης, τότε γίνεται deal». «Σε πέντε μέρες θα τους έχω τα χαρτιά. Αλλά δεν ξέρουν τι αγοράζουν... Εδώ έγινε η ναυμαχία του... Ακρωτηρίου! Πέρσες, Άραβες, Βυζαντινοί, Τούρκοι... Μιλάμε για ιστορία! Κάτω υπάρχουν ναυάγια με θησαυρούς. Άσε τους κουρσάρους και τους πειρατές... Τρομεροί θησαυροί στο βυθό! Και μέσα στο νησί, στη σπηλιά. Την έδειξες τη σπηλιά; Στη σπηλιά κρύβονταν οι πειρατές ο Μπαρμπαρόσα και διάφορα ξαδέρφια του. Εκεί να δεις θησαυροί που θα υπάρχουν! Γιατί δεν τα μεταφράζεις;» «Δε χρειάζεται», απαντάει η Σουζάνα. «Τον αποχαρακτηρισμό θέλουν και το συντελεστή δόμησης». 8
ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟΙ ΕΧΟΥΝ ΨΥΧΗ Τη στιγμή που γινόταν η συζήτηση στο πανέμορφο νησί του Αιγαίου, σ ένα διάδρομο των φυλακών Κορυδαλλού εξελισσόταν ένα δράμα. Ο Μάκης, ξάπλα σ ένα φορείο, κρατούσε το στομάχι του και ούρλιαζε απ τον πόνο. Ο νοσοκόμος που τον συνόδευε του συνιστούσε υπομονή, ενώ ο αρχιφύλακας σχημάτιζε ένα νούμερο στο κινητό του. Ήταν το νούμερο του Αντρέα, που απομακρύνθηκε απ την παρέα για να μιλήσει με την ησυχία του. «Έλα, κύριε Αντρέα», του φώναξε με αγωνία ο αρχιφύλακας. «Έχουμε πρόβλημα!» «Τι έκανε πάλι;» «Κατάπιε ένα κουταλάκι, κύριε Αντρέα». «Του γλυκού ή της σούπας;» «Δε λέει! Τώρα τον πάμε στο νοσοκομείο». «Τον αχάριστο! Δεν του είπες τίποτα; Δεν του είπες ότι ο φίλος του σκίζεται γι αυτόν; Δεν του είπες ότι δίνω τόσα λεφτά για να έχει τις ανέσεις του κι αυτός είναι αχάριστος; Γιατί δεν του λες καμιά κουβέντα να βάλει μυαλό;» «Κάθε μέρα, κύριε Αντρέα, του κάνω πλύση εγκεφάλου, αλλά δεν ακούει. Του είπα: Τι το θες το κουταλάκι; Για να ποτίσεις τον κύριο Αντρέα φαρμάκι;» «Μπράβο!» «Δεν ακούει, όμως. Ζητάει να έρθεις, αλλιώς θα καταπίνει, λέει, ό,τι βρίσκει μπροστά του!» «Πες του μην κάνει καμιά βλακεία κι έρχομαι...» Ο Αντρέας κατάπιε τα συναισθήματά του και στράφηκε στη Σουζάνα. 9
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΠΩΝΗΣ «Πρέπει να φύγω επειγόντως για Μόσχα. Το τηλεφώνημα ήταν απ τον Ρομάν». «Τον Αμπράμοβιτς;» ρώτησε το Εργαλείο. «Ένας είναι ο Ρομάν», συνέχισε ο Αντρέας. «Έχουμε θέμα. Θέλει να πάρει την Κέρκυρα, την Κεφαλλονιά και τη Ζάκυνθο». «Οι άνθρωποι...» τον διέκοψε η Σουζάνα, «περιμένουν τα έγγραφα και θα έχουμε deal». To ελικόπτερο πετούσε πάλι χαμηλά. Ο Αντρέας είχε βυθιστεί στις σκέψεις του δεν κοίταζε ούτε τα πόδια της Ζέτας. Ξαφνικά στράφηκε προς το μέρος της. «Αυτό είναι η μεγαλύτερη αχαριστία! Μπροστινό τον έβαλα, πρόεδρο της εταιρείας! Πέντε χρόνια ζούσε μες στη χλίδα! Πρώτη μούρη σε όλα τα κέντρα, ο κτηνίατρος! Τα λεφτά στην Ελβετία, όλα τα πιπίνια στο κρεβάτι του... Και τώρα, για δύο χρονάκια φυλακή, θα μου βγάλει την ψυχή! Αχαριστία δεν είναι;» «Δεν ξέρω, δικός σου φίλος είναι. Εγώ, πάντως, τον συμπαθώ πολύ». «Μήπως του κάθισες κιόλας;» «Εγώ προετοιμάζομαι για εσένα και το ξέρεις». Το Εργαλείο, σκέφτηκε ο Αντρέας, με δουλεύει. «Πώς προετοιμάζεσαι, δηλαδή;» «Κάνω αποχή απ το σεξ». Ο Αντρέας γέλασε. 10
ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟΙ ΕΧΟΥΝ ΨΥΧΗ «Καλά το πας. Αλλά δεν είναι ωραίο να δουλεύεις το θείο Αντρέα...» Η Ζέτα χαμογέλασε κι έκλεισε τα μάτια. Η σκέψη της έτρεξε ενάμιση χρόνο πίσω. Ήταν στα «Ποσειδώνεια». Είχε πάει με μια φίλη της μήπως «δαγκώσουν» κανέναν εφοπλιστή. Εκεί τον γνώρισε. Ο Αντρέας φορούσε λευκό κοστούμι και ανοιχτό πουκάμισο χωρίς γραβάτα. Την έπιασε απ το μπράτσο με τον αέρα του ανθρώπου που ξέρει να κουμαντάρει τις καταστάσεις. «Είσαι τρομερό εργαλείο», της είπε αμέσως. «Δε βγαίνει τίποτα με αυτούς τους ψόφιους. Άντε να σου πάρουν κάνα σπίτι αν σε καψουρευτούν. Έλα μαζί μου να κάνουμε δουλειές και θα γίνεις πλούσια». Η Ζέτα τον έκοψε αμέσως ότι δεν ήταν κανένα φτηνό λαμόγιο, ούτε λιγούρης. Εντάξει, η ίδια το πήγαινε το γράμμα, αλλά τούτος φαινόταν άνθρωπος που είχε πολλές γυναίκες στη ζωή του. Της εξήγησε αμέσως ότι την ήθελε κοντά του σε επαγγελματικά ραντεβού. Η δουλειά της θα ήταν να δημιουργεί όμορφη ατμόσφαιρα, να γοητεύει τους συνομιλητές του, τίποτα περισσότερο, καμία παραχώρηση. Απλώς θα άφηνε να αιωρείται ένας υπαινιγμός, ένα υπονοούμενο, μια υπόσχεση. Το πρόβλημα άρχισε όταν ο Αντρέας την ερωτεύτηκε κι έγινε χειρότερο μετά. Το ελικόπτερο άρχισε να προσγειώνεται και η Ζέτα ξαναγύρισε στην πραγματικότητα. 11
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΠΩΝΗΣ Ο γιατρός κράτησε την ακτινογραφία ψηλά. Την κοίταξε για λίγο και μετά στράφηκε στον Αντρέα και στη Ζέτα που τον παρακολουθούσαν. «Δεν υπάρχει τίποτα στο στομάχι του», είπε. «Ούτε ένα τόσο δα κουταλάκι, γιατρέ μου;» ρώτησε ο Αντρέας. «Τίποτα. Η ακτινογραφία είναι καθαρή». «Μήπως κατέβηκε προς το έντερο;» «Σας είπα, δεν υπάρχει ξένο σώμα στον οργανισμό του». «Μήπως, γιατρέ μου, το διέλυσαν τα γαστρικά υγρά;» «Αποκλείεται!» είπε με έμφαση ο γιατρός. «Δεν μπορούν τα γαστρικά υγρά να διαλύσουν μέταλλο». Ο Αντρέας απευθύνθηκε έξαλλος στη Ζέτα. «Τα βλέπεις; Εγώ δουλεύω σαν σκυλί εκεί έξω κι αυτός, όποτε του τη δώσει, με κουβαλάει στις φυλακές να τον νταντέψω!» Άνοιξε την πόρτα και βγήκε φουριόζος, με τη Ζέτα να τρέχει ξοπίσω του. Ο Μάκης ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου και περίμενε. Ο αρχιφύλακας συνέχιζε το... φροντιστήριο. «Ο κύριος Αντρέας είναι καλός άνθρωπος», του έλεγε, «σε φροντίζει. Ό,τι θέλεις το χεις. Ούτε ερωτευμένος να ήταν μαζί σου». Ο Μάκης τού έριξε μια άγρια ματιά, αλλά δε μίλησε. Ο αρχιφύλακας, το βιολί του. «Εμένα δε μου πέφτει λόγος, αλλά το σωστό να λέγεται. Ο κύριος Αντρέας...» 12
ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟΙ ΕΧΟΥΝ ΨΥΧΗ Η φράση του, όμως, κόπηκε απ το απότομο άνοιγμα της πόρτας και τη θριαμβευτική είσοδο του Αντρέα, που έσειε την ακτινογραφία, ενώ δίπλα του έφτανε λαχανιασμένη η Ζέτα. «Εδώ μέσα, βρε αχάριστε, δεν υπάρχει κουταλάκι! Σου αρέσει να με βασανίζεις, ε;» Ο Μάκης σηκώθηκε και προχώρησε απειλητικά προς το μέρος του. Ο Αντρέας πρόσεξε το βλέμμα του και κατάλαβε ότι ο Μάκης είχε χάσει τον έλεγχο. «Αρχιφύλακα», φώναξε, «πιάσ τον! Γυαλίζει το μάτι του». Ο Μάκης πρόλαβε, όμως, και τον άρπαξε απ το λαιμό. «Ήρθε το τέλος σου, απατεώνα, θα σε πνίξω! Έκλεισες το φίλο σου στη φυλακή, ρε! Δεν ντρέπεσαι;!» Ο αρχιφύλακας βούτηξε τον Μάκη απ τους ώμους και άρχισε να τον τραβάει. «Άφησέ με να τον σκοτώσω!» ούρλιαξε εκείνος. «Θα πας ισόβια!» προσπάθησε να τον συνετίσει ο αρχιφύλακας, ενώ ο Αντρέας δεν μπορούσε να μιλήσει. Η Ζέτα καθόταν με απάθεια και απολάμβανε το θέαμα. «Δε με νοιάζει να πάω ισόβια! Καλύτερα ισόβια, αλλά να μην υπάρχει αυτός ο απατεώνας πάνω στη Γη!» Ο αρχιφύλακας, κάποια στιγμή, κατάφερε να τραβήξει τον Μάκη και ο Αντρέας ξαναβρήκε την αναπνοή του μαζί και την ψυχραιμία του. «Γιατί, βρε αχάριστε;» του είπε γλυκά. «Τι παράπονο έχεις από εμένα, ε; Δεν κράτησα την υπόσχεσή μου;» 13
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΠΩΝΗΣ Ο Μάκης κοίταξε τη Ζέτα, σαν να έψαχνε σε αυτή το δίκιο του. «Τον ακούς; Μίλα κι εσύ!» «Εγώ, τι να πω, κύριε Μάκη;» είπε το Εργαλείο. «Ο κύριος Αντρέας σάς φροντίζει». «Σαν τα μούτρα του σ έκανε κι εσένα». «Γιατί, ρε κτηνίατρε; Τα καλύτερα πιπίνια σού στέλνω. Έχεις παράπονο; Δε σου στέλνω τα καλύτερα πιπίνια; Πού θα τα έβρισκες έξω, ε; Με σφραγίσματα κι εξαγωγές θα έβρισκες τέτοια πιπίνια;» «Θέλω την ελευθερία μου, ρε! Δεν το καταλαβαίνεις;» «Τι να την κάνεις την ελευθερία, να σφραγίζεις δόντια; Εδώ μέσα έχεις τις μάσες σου, τις ξάπλες σου, διαβάζεις, μορφώνεσαι... Σου ρχονται και τα ωραιότερα πιπίνια!» «Την ελευθερία μου! Ξέρεις τι είναι ελευθερία;» «Γιατί, δε βγαίνεις στις δώδεκα το βράδυ;» ρώτησε ο Αντρέας. «Αρχιφύλακα, τι έχουμε πει; Στις δώδεκα πρέπει να βγαίνει». «Βγαίνει, κύριε Αντρέα. Στις δώδεκα νταν είναι έξω». «Ορίστε! Βγαίνεις κάθε βράδυ στις δώδεκα», είπε ο Αντρέας. «Και γυρίζω στις εφτά. Το καλοκαίρι, στις πέντε. Σαν νυχτερίδα ζω». «Γι αυτό λέω ότι είσαι αχάριστος. Βρε, έξω υπάρχουν αρκούδες η εφορία, το ΙΚΑ, τροχονόμοι... Εδώ δεν έχει τίποτα, την ησυχία σου μόνο. Κοιμάσαι όλη μέρα και το βράδυ γλεντάς. Ρωτάς κι εμένα πώς τα βγάζω πέρα; Τι θέλεις, πες 14