Ακολούθως ο Πλάτων στο έργο του Πολιτεία προϋποθέτει ως βασικό στοιχείο της Δημοκρατίας, την ελευθερία των πολιτών και την ελευθερία του λόγου.



Σχετικά έγγραφα
Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

«ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΟΡΙΣΜΟΣ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

(ΦΕΚ.) ΠΡΑΞΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ Κατεπείγουσα ρύθμιση για την οργάνωση της διαδικασίας διεξαγωγής του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου του 2015.

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2018 ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ. Οι Έλληνες παίρνουν θέση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Ενότητα 10 η : Κοινοβουλευτική αρχή

Το Δημοψήφισμα με Πρωτοβουλία των Πολιτών Ως κορυφαία πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος

ΜΑΘΗΜΑ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ-ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ. Μορφές πολιτευμάτων

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

Εισαγωγή στο θεσμό των Δημοψηφισμάτων! Δαγρές Χρίστος

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4068, 10/2/2006

Συμμετοχικές Διαδικασίες και Τοπική διακυβέρνηση

{ Μοναρχία. Κωνσταντίνος-Ιωάννης Δημητρόπουλος

Η Εκτελεστική Εξουσία. Δρ. Κωνσταντίνος Αδαμίδης

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 21ης ΙΟΥΛΙΟΥ 1989 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3807, 6/2/2004 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ & Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

5η ιδακτική Ενότητα ΠΩΣ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

9. Έννοια του κράτους Στοιχεία του κράτους Μορφές κρατών Αρχές του σύγχρονου κράτους... 17

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

ΕΙΔΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ "ΠΡΟΣΒΑΣΗ"

Η Ψήφος στους Έλληνες της Διασποράς

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ. Άρθρο 310

Ενότητα 6 η : Αντιπροσωπευτική Αρχή Εκλογικό Σώμα Δημοψήφισμα

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Αναθεώρηση του Συντάγματος και εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ - ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ - 29/07/2011

17η ιδακτική Ενότητα ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΑΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ

Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, ο μεγαλύτερος. επιστημονικός σύλλογος της χώρας, με τους αγώνες. και τη μεγάλη δημοκρατική παράδοση, άρθρωσε

ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΣΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Τροποποίηση του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τις κοινοβουλευτικές ερωτήσεις

Οι περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η διαδικασία έγκρισης περιγράφεται εξαντλητικά στις Συνθήκες. Κατά βάση είναι οι εξής:

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

Τµήµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τοµέας ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο Αθήνα, ΤΟ ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1991 ΚΑΙ

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

Βουλευτικές εκλογές 1996

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΔΗΜΟΥ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4271, 25/2/2011 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ, ΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3849, 30/4/2004

ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Εισαγωγή στο Δίκαιο και Συνταγματικό Δίκαιο

«ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» ΠΑΝΟΣ ΚΑΜΜΕΝΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ»

Εργασία στο μάθημα των Εφαρμογών Δημοσίου Δικαίου. Το δημοψήφισμα

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Τρέμουν τις εκποιήσεις

Ενότητα 11 η : Αρχή δεδηλωμένης Διορισμός πρωθυπουργού

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Δημοσίου Δικαίου

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Αποτελέσματα πολιτειακών εργαστηρίων

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

16η ιδακτική Ενότητα Η ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Ε

18η ιδακτική Ενότητα Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΙΚΑΙΟΥ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

9ο Κεφάλαιο (σελ )

Ενότητα 5 η : Δημοκρατία Αρχή της λαϊκής κυριαρχίας

Συνθήκη της Λισαβόνας

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4214, 24/7/2009 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ

«Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΑΤΗΡΗΣΗΣ» ΑΡΘΡΟ 84 ΤΟΥ ΣΥΝΑΓΜΑΤΟΣ

πληρεξουσίων του συντακτικού σώματος, που επρόκειτο να συγκροτηθεί και, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι «...καλούνται εις την συνέλευσιν πληρεξούσιοι ου

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Ενότητα 13 η : Απαλλαγή Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της Η Διάλυση της Βουλής

Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση των Δικαιωμάτων των Παιδιών

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΘΕΜΑ: ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. Υπόθεμα ομάδας: Η ιστορία της Δημοκρατίας

Ενότητα 8 η : Η Βουλή

Έρευνα κοινής γνώμης για τις πολιτικές εξελίξεις άτομα στις 13 περιφέρειες της χώρας. 7 9 Ιουνίου 2016

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

ΚΕΦ.3: Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Αθήνα, 18 Ιουλίου 2006 Αρ. Πρωτ.: Υ190

Use of this document is subject to the agreed Terms and Conditions and it is protected by digitally embedded signatures against unauthorized use

Transcript:

Προπτυχιακή Εργασία Βρυωνίδου Χάρις Δημοψήφισμα Ελλάδα - Κύπρος ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η λέξη Δημοκρατία συναντάται για πρώτη φορά στον Ιρόδοτο, είναι σύνθετη και αποτελείται από τις λέξεις «Δήμος» (λαός ) και «Κράτος» ( εξουσία ). Ο Ιρόδοτος διέκρινε τα πολιτεύματα σε τρεις κατηγορίες : α) Μοναρχία, β) Ολιγαρχία, γ) Δημοκρατία. Ακολούθως ο Πλάτων στο έργο του Πολιτεία προϋποθέτει ως βασικό στοιχείο της Δημοκρατίας, την ελευθερία των πολιτών και την ελευθερία του λόγου. Το πέρασμα από την Κλασική Δημοκρατία στη Σύγχρονη Δημορατία αποτέλεσε αντικείμενο φιλοσοφικών και θεωρητικών σηζητήσεων. Μέχρι και το 18ο αιώνα είχε επικρατήσει η Αριστοτέλεια διάκριση των πολιτευμάτων όπου η Δημοκρατία ως μορφή πολιτεύματος περιείχε αριστοκρατικά στοιχεία. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η κυριαρχία ανήκει στους πολλούς και οι ενεργοί πολίτες διακρίνονται με ποιοτικά κριτήρια, όπως είναι η αρετή, η ανδρεία, η παιδεία, και οπωσδήποτε κάποια περιουσία. Επρόκειτο για ένα μεικτό σύστημα Δημοκρατικού και Αριστοκρατικού πολιτεύματος το οποίο ο Αριστοτέλης ονόμαζε «Πολιτεία». Με τη Γαλλική Επανάσταση η χρησιμοποίηση της λέξης Δημοκρατία εναντιώνεται τόσο στη Μοναρχία όσο και στην Αριστοκρατία. Η Δημοκρατία απέκτησε το δυναμικό χαρακτήρα ενός πολιτεύματος κοινωνικού μετασχηματισμού με τον οποίο δε συμβιβάζονταν πια η Μοναρχια και η Ολιγαρχία. Από το 19ο αιώνα η Δημοκρατία εισερχεται στο στάδιο των εξελικτικών διαδικασιών, παίρνοντας διάφορες μορφές, χωρίς να παύσουν μέχρι σήμερα οι προσπάθειες για τελειοποίησή της. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η λέξη Δημοκρατία στις ξένες γλώσσες διατηρεί την Ελληνική ρίζα. π.χ στα Αγγλικά «Democracy», στα Γαλλικά «Democratie», στα Γερμανικά «Demokratie», στα Ιταλικά «Democrazia». Η Δημοκρατία στην πολιτική και κοινωνική ζωή μιας χώρας έχει πολλές και διαφορετικές εκφάνσεις και τρόπους εφαρμογής. Μια από αυτές τις εκφάνσεις είναι και το Δημοψήφισμα, λέξη σύνθετη, αποτελούμενη από το «δήμος» (λαός) και «ψήφισμα» (απόφαση). Η διαφορά μεταξύ Δημοκρατίας και Δημοψηφίσματος είναι ποσοτική. Στη Δημοκρατία ο λαός παίρνει ο ίδιος όλες τις αποφάσεις που τον αφορούν, αντιθέτως στο Δημοψήφισμα ο λαός καλείται να αποφασίσει για ένα συγκεκριμένο ζήτημα κάθε φορά. ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ i. Έννοια Η συμμετοχή του λαού στη λειτουργία του πολιτεύματος έχει δύο εκφάνσεις. Κατά κανόνα στην Ελληνική έννομη τάξη η συμμετοχή του λαού εκδηλώνεται με έμμεσο τρόπο όπως η ανάδειξη των αντιπροσώπων του στο Κοινοβουλευτικό σώμα ή στις αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης κ.τ.λ, και με άμεσο τρόπο με το Δημοψήφισμα όπου δεν απαιτείται η μεσολάβηση άλλων οργάνων. Το Δημοψήφισμα απαντάται σε Δημοκρατικά καθεστώτα. Προϋπόθεση της ύπαρξης του είναι η Δημοκρατική αρχη. Η διαφορά Δημοκρατίας και Δημοψηφίσματος είναι ποσοτική. Στη Δημοκρατία ο λαός παίρνει ο ίδιος τις αποφάσεις που τον αφορούν ενώ στο Δημοψήφισμα αποφασίζει για ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Ο Ελληνικός όρος Δημοψήφισμα είναι σύνθετος και αποτελείται από τις λέξεις Δήμος ( λαός ) και Ψήφισμα ( απόφαση ). Διεθνώς χρησιμοποιείται για το Δημοψήφισμα ο λατινογενής όρος «referendum» καθώς επίσης και ο όρος «plebiscitum». Ποία είναι όμως η έννοια του όρου Δημοψήφισμα; Δημοψήφισμα κατά το Σγουρίτσα είναι ο θεσμός εκείνος κατά τον οποίον οι νόμοι ή οι αποφάσεις του νομοθετικού σώματος υποβάλλονται στο λαό προς έγκριση. Κατά το Δημητρόπουλο το Δημοψήφισμα χαρακτηρίζεται ως ο θεσμός των θεσμών του σύγχρονου Δημοκρατικού Πολιτεύματος και ορίζει ως Δημοψήφισμα τη λαμβανόμενη από το εκλογικό σώμα, ως ανώτατο όργανο του κράτους, κρατική απόφαση, για βασικά θέματα σύμφωνα με τις συνταγματικές αρχες που διέπουν τη γραπτή ψήφο και ψηφοφορία. Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι το Δημοψήφισμα είναι η υπέρτατη εκδήλωση της Αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας που πραγματώνεται σε πολιτεύματα όπου προβλέπεται η άσκηση μορφής της Άμεσης Δημοκρατίας. Όταν το Δημοψήφισμα καθιερώνεται συνταγματικά, τότε απαιτείται να γίνει προσδιορισμός του πολιτεύματος. Σύμφωνα με την κλασική διάκριση, η δημοκρατία διακρίνεται σε άμεση, έμμεση και «μικτή». Στη «μικτή Δημοκρατία» ή «ημιαντιπροσωπευτικό σύστημα» χρησιμοποιούνται θεσμοί άμεσης Δημοκρατίας

στο πλαίσιο του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Γίνεται λοιπόν σαφές ότι, εφόσον το Δημοψήφισμα αναγνωρίζεται συνταγματικά, το πολίτευμα παύει να είναι αμιγώς αντιπροσωπευτικό και αποκτά το χαρακτήρα της «μικτής Δημοκρατίας», πρόκειται δηλαδή για ένα συνδυασμό άμεσης και έμμεσης Δημοκρατίας. ii. Διακρίσεις Το Δημοψήφισμα κατά την ουσιαστική του έννοια αποδίδεται με τον όρο «referendum». Με τον όρο «plebiscitum» εννοείται το προσωπικό Δημοψήφισμα, το οποίο όμως λόγω του αντικειμένου του δεν μπορεί να θεωρηθεί Δημοψήφισμα διότι αποτελεί διαστρέβλωση του θεσμού του Δημοψηφίσματος. Κατά τον Paul Deschanel το Δημοψήφισμα είναι ακριβώς το αντίθετο του «plebiscite» διότι το δεύτερο αφορά πρόσωπα ενώ το πρώτο ιδέες και πράγματα. Ορθότερη επομένως είναι η ταυτόσημη εννοιολογική ερμηνεία των δύο λατινογενών όρων. Είναι δυνατόν να υπάρξουν διάφορες διακρίσεις ως προς τα είδη του Δημοψηφίσματος αναλόγως του περιεχομένου, του αντικειμένου, της αιτίας και του αποτελέσματος του υπό ψήφισιν ζητήματος. Αξιωσημείωτη διάκριση των ειδών του Δημοψηφίσματος είναι η διάκριση ως προς το νομικό τους χαρακτήρα. Αναλόγως με τη νομική του δεσμευτικότητα το Δημοψήφισμα διακρίνεται σε αποφασιστικό και συμβουλευτικό. Αποφασιστικό είναι το Δημοψήφισμα του οποίου το αποτέλεσμα παράγει πλήρεις έννομες συνέπειες, δηλαδή αποκτά δεσμευτικότητα κανόνα δικαίου. Αντιθέτως το Συμβουλευτικό Δημοψήφισμα δε δεσμεύει τις αρχές, αλλά απλώς το εκλογικό σωμα εκφράζει γνώμη σε απόφαση άλλου οργάνου του κράτους. Στην πραγματικότητα όμως παρόλο ότι δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, το αποτέλεσμα του δεν μπορεί να αγνοηθεί. Θα μπορούσε να λεχθει ότι το Συμβουλευτικό Δημοψήφισμα είναι μια μορφή συμμετοχής του λαού στη διαμόρφωση της γενικής πολιτικής του κράτους μαζι με την εξουσία. Διακρίνεται επίσης σε Συνταγματικό και Νομοθετικό. Η διάκριση αυτή γίνεται αναλόγως του αντικειμένου και της τυπικής ισχύος του κανόνος που παράγεται. Συνταγματικό είναι το Δημοψήφισμα, το αποτέλεσμα του οποίου συνδράμει στην παραγωγή κανόνων επιπέδου Συμταγματικής ισχύος. Νομοθετικό είναι το Δημοψήφισμα όταν οι παραγόμενοι κανόνες είναι σε επίπεδο κοινής Νομοθεσίας. Ιδιαίτερη μορφή νομοθετικού Δημοψηφίσματος αποτελεί το καταργητικό Δημοψήφισμα μέσω του οποίου δίδεται η δυνατότητα στο λαό να καταργήσει ένα κανόνα δικαίου. Αποτελεί ένα είδος veto των πολιτών εάν συνδυαστεί με τη δημοψηφισματική πρωτοβουλία πολιτών. Ακολούθως το Δημοψήφισμα διακρίνεται σε Υποχρεωτικό και Προαιρετικό ανάλογα με τη δέσμευση του οργάνου να προβεί στη διεξαγωγή του Δημοψηφίσματος. Υποχρεωτικό είναι το Δημοψήφισμα όταν είναι απαραίτητο και προβλέπεται υποχρεωτικά η διεξαγωγή του. Υπάρχει δέσμια αρμοδιότητα του αρμοδίου οργάνου να προβεί στην προκήρυξη του για την ολοκλήρωση της διαδικασίας για την οποία προκηρύσσεται. Η διενέργεια προαιρετικού Δημοψηφίσματος εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια κρατικού οργάνου και δεν είναι απαραίτητο για την έγκυρη παραγωγή κανόνα δικαίου. iii. Λειτουργίες Το Δημοψήφισμα επιτελεί πολύμορφες και πολυδιάστατες λειτουργίες. Ο Α. Δημητρόπουλος διακρίνει τις λειτουργίες αναφορικά με το αντικείμενο του Δημοψηφίσματος. Λειτουργίες που αναφέρονται στο πολίτευμα, λειτουργίες που αναφέρονται στην κυβέρνηση και λειτουργίες που αναφέρονται στο λαό. α) Λειτουργίες ως προς την κίνηση του πολιτεύματος. 1) Το τρίπτυχο: πολιτική σταθερότητα, οικονομική σταθερότητα, οικονομική ανάπτυξη. Η πολιτική σταθερότητα βασίζεται στο σεβασμό των αποφάσεων του λαού. Αλυσιδωτά η πολιτική σταθερότητα και αυτή με τη σειρά της στην οικονομική ανάπτυξη. 2) Ειρηνευτική λειτουργία Σε περιπτώσεις πολιτικής διαφωνίας αναφορικά με σοβαρά ζητήματα που πιθανών να διχάζουν το λαό, το Δημοψήφισμα αποτελεί πρόσφορη λύση για την πυρόσβεση της έντασης, τον τερματισμό των διαφωνιών και

την εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. 3) Ενωτική λειτουργία Το Δημοψήφισμα συνιστά παράγοντα πολιτικής ενοποίησης, συνενώνει τα πολιτικά συγκρουόμενα μέρη διότι η απόφαση του λαού μέσω του Δημοψηφίσματος είναι πολιτικά αποδεκτή. 4) Σταθεροποιητική λειτουργία Το Δημοψήφισμα συμβάλει στη δημιουργία πολιτικής σταθερότητας λόγω του οριστικού του χαρακτήρα δηλαδή της διάρκειας των αποφάσεων του λαού αφού οι λαϊκές αποφάσεις περιβάλλονται με ιδιαίτερο κύρος, είναι σεβαστές, δεν αμφισβητούνται και συνεπώς δε μεταβάλλονται εύκολα. β) Λειτουργίες ως προς τους αντιπροσώπους 1) Συναινετική λειτουργία Το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος αποτελεί πλαίσιο συναίνεσης αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων. Η πρωτοβουλία αυτή των πολιτών επηρεάζει σημαντικά τη συμπεριφορά των αντιπροσώπων διότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται χωρίς το λαό για το λαό πρέπει να έχουν τη συναίνεση του, για την εξασφάλιση πολιτευτικής ομαλότητας. 2) Ελεγκτική λειτουργία Μέσω του Δημοψηφίσματος ο λαός μπορεί να ασκήσει έλεγχο στο Κοινοβουλευτικό σώμα. 3) Διορθωτική λειτουργία Με τη διορθωτική λειτουργία είναι δυνατό να αποφευχθούν υπερβολές οι οποίες μπορούν να προκληθούν κατά την εφαρμογή του διακυβερνητικού συστήματος. 4) Νομιμοποιητική λειτουργία Μπορεί να λεχθεί ότι η νομιμοποιητική λειτουργία ομοιάζει με την επικυρωτική. Η εξουσία θεμελιώνεται και πλαισιώνεται σε αποφάσεις νομιμοποιητικές και θεμελιωτικές των αρμοδιοτήτων των εντολοδόχων του λαού. 5) Επικυρωτική λειτουργία Με την επικυρωτική λειτουργία ο λαός αποκτά την ιδιότητα ενός «δευτεροβάθμιου οργάνου» το οποίο καλείται να εγκρίνει μια ήδη παρθείσα απόφαση. 6) Διαιτητική λειτουργία Κατά τη λειτουργία αυτή ο λαός λειτουργεί διαιτητικά, δηλαδή σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ οργάνων του κράτους λαμβάνει αυτός την απόφαση που τελικώς θα επικρατήσει. γ) Λειτουργίες ως προς την Κυβέρνηση 1) Κυβερνητική λειτουργία Το Δημοψήφισμα αποτελεί μέσο κατά το οποίο ασκείται πολιτική, είτε εσωτερική ( κυβερνητική αντιπολιτευτική ), είτε εξωτερική πολιτική. Με το Δημοψήφισμα ο λαός εκφράζει τη βούληση του για επείγοντα και σοβαρά θέματα. 2) Συμπολιτευτική Αντιπολιτευτική λειτουργία Το Δημοψήφισμα μπορεί να λειτουργήσει συμπολιτευτικά ή αντιπολιτευτικά, ασχέτως ποιος είχε την πρωτοβουλία ασκήσεως του. Προϋπόθεση αυτής της λειτουργίας είναι η συμπολίτευση και η αντιπολίτευση να έχουν εκφράσει αντίθετες θέσεις ως προς το ζήτημα το οποίο τίθεται ενώπιον του λαού. 3) Ως μέσο έκφρασης εμπιστοσύνης/δυσπιστίας Μέσω του Δημοψηφίσματος μπορεί να εκφραστεί η εμπιστοσύνη ή δυσπιστία του εκλογικού σώματος προς την Κυβέρνηση. Εάν το αποτέλεσμα είναι αντίθετο με το επιδιωκόμενο από την Κυβέρνηση τότε μπορεί να χαρακτηριστεί ως ψήφος δυσπιστίας του λαού προς την Κυβέρνηση. δ) Λειτουργίες ως προς το λαό 1) Εκπαιδευτική λειτουργία Με το Δημοψήφισμα καλείται ο λαός να αποφασίσει ο ίδιος για θέματα που τον αφορούν. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η ενεργός συμμετοχή του στα πολιτικά θέματα και πληροφορείται γι αυτά που θα τεθούν

ενώπιον του προς δημοψήφιση. 2) Δημοκρατική λειτουργία Με τρόπο άμεσο το Δημοψήφισμα καθίσταται βασικό μέσο έκφρασης της λαϊκής βούλησης και μέσο υλοποίησης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο λαός συμμετέχει στην άσκηση εξουσίας και στη διαμόρφωση πολιτικής. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω η διαφορά του Δημοψηφίσματος από τη Δημοκρατία είναι ποσοτική. ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ Ιστορικά Ο θεσμός του Δημοψηφίσματος πρωτοεμφανίστηκε στην Αρχαία Ελλάδα. Θεωρείται Ελληνικής καταγωγής και συνδέεται άρρηκτα με τη Δημοκρατία της τότε εποχής. Δεν χρησιμοποιείται όμως με την ουσιαστική έννοια του όρου (όπως χρησιμοποιείται σήμερα), αλλά στην Αρχαία Ελληνική Δημοκρατία οι αποφάσεις λαμβάνονται στη λαϊκή Συνέλευση. Διαδικασία εκλογής Μονάρχη το 1862 Το Νοέμβριο του 1862 διενεργήθηκε το πρώτο Δημοψήφισμα της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας. Το Δημοψήφισμα όμως αυτό, είχε χαρακτήρα «προσωπικό» και καθόλου δεν ομοιάζει με Δημοψηφίσματα σημερινού τύπου ( referendum-plebiscitum ). O σκοπός για τον οποίο διενεργήθηκε ήταν για την εκλογή κληρονομικού μονάρχη. Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιήθηκε περισσότερο για να εξυπηρετηθούν συμφέροντα, παρά για να εκφραστεί η βούληση του λαού. Δικαίωμα ψήφου είχαν οι άνδρες που είχαν συμπληρώσει το 20ο έτος της ηλικίας τους. Ορθότερη επομένως είναι η μη κατάταξη αυτής της εκλογικής ουσιαστικά διαδικασίας σε είδος Δημοψηφίσματος. Αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το αποτέλεσμα του «Δημοψηφίσματος» αυτού δεν έγινε σεβαστό. Το «Δημοψήφισμα» του 1920 Απώτερος σκοπός για τον οποίο διενεργήθηκε το Δημοψήφισμα ήταν η επιστροφή του Κωνσταντίνου. Επομένως ως και ανωτέρω εξυπηρετήθηκαν λόγοι σκοπιμότητας για τη διενέργεια του. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ως Δημοψήφισμα στην κυριολεξία του όρου. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες αυτού του Δημοψηφίσματος με το Δημοψήφισμα του 1862, αλλά όμως το πρώτο μπορεί να θεωρηθεί plebiscitum (προσωπικό Δημοψήφισμα), το Δημοψήφισμα του 1862 όμως όχι. Το «Δημοψήφισμα» του 1924 Το Δημοψήφισμα του 1924 ουσιαστικά αποτελεί την 1η περίπτωση «πραγματικού» Δημοψηφίσματος στην Ελλάδα. Τα δύο προηγούμενα Δημοψηφίσματα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοια στην κυριολεξία του όρου. Αυτό το Δημοψήφισμα διενεργείται για τη μεταβολή του πολιτεύματος από βασιλευόμενη, σε αβασίλευτη Δημοκρατία. Το Δημοψήφισμα αυτό τηρεί τον τύπο και τη διαδικασία ενός Δημοψηφίσματος. Το Δημοψήφισμα στο Σύνταγμα του 1927 Το Δημοψήφισμα καθιερώνεται για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1927 παρά τις προηγηθείσες επανειλημμένες προσπάθειες πολιτικών να θεσπιστεί Συνταγματικά νωρίτερα. Στο α. 125 5 καθιερώνεται ως Συνταγματικό Δημοψήφισμα και είναι δυνατόν να διενεργηθεί μόνο όσον αφορά τις μη θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος. Το Δημοψήφισμα δεν είναι δεσμευτικό όμως το αποτέλεσμα του είναι δεσμευτικό. Πρόκειται για περίπτωση Συνταγματικού Αποφασιστικού Δημοψηφίσματος. To Δημοψήφισμα του 1935 Αυτό το Δημοψήφισμα είχε ως αντικείμενο πολιτειακό ζήτημα, που όμως εξελίχθηκε σε μια κατ επίφαση δημοψηφισματική διαδικασία διότι δεν επιτελέστηκε ο σκοπός του Δημοψηφίσματος που είναι η λήψη μιας απόφασης για ένα ζήτημα από το λαό αλλά απλώς ο λαός πήρε το ρόλο του επικυρωτή μιας ήδη μεταβληθείσας καταστάσεως. Από την κατάσταση αυτή εξάγεται το συμπέρασμα ότι δεν επρόκειτο για Δημοψήφισμα στην κυριολεξία του όρου. Το Δημοψήφισμα του 1946 Και αυτό το Δημοψήφισμα είχε ως σκοπό το πολιτειακό, δηλαδή τον καθορισμό της μορφής του πολιτεύματος μέσω Δημοψηφίσματος. Εμφανίστηκε ως «προσωπικό» δημοψήφισμα διότι ο λαός ερωτούνταν για ένα

συγκεκριμένο πρόσωπο και μεσω της απάντησης του αυτής θα διεφαίνετο το κατά πόσο ήταν επιθυμητή βασιλευόμενη ή αβασίλευτη Δημοκρατία. Δηλαδή το «προσωπικό» Δημοψήφισμα υπέκρυπτε «ουσιαστικό» Δημοψήφισμα. Το Δημοψήφισμα του 1968 Το 1968 διεξήχθη ένα νόθο Δημοψήφισμα από τη δικτατορία, το οποίο κάθε άλλο παρά στοιχεία Δημοψηφίσματος διέθετε. Παρουσιάστηκε ως συνταγματικό για την έγκριση σχεδίου Συντάγματος αλλά αυτό ήταν προσχηματικό. Σκοπός ήταν η λαϊκή έγκριση της δικτατορίας. Το Δημοψήφισμα του 1973 Το 1973 μετεβλήθη το πολίτευμα από βασιλευόμενη Δημοκρατία σε προεδρική κοινοβουλευτική Δημοκρατία και αυτό ενεκρίθη μέσω Δημοψηφίσματος από το λαό. Η ιδιαιτερότητα αυτού του Δημοψηφίσματος ήταν ότι περιείχε εκτός από στοιχεία «ουσιαστικού» και στοιχεία «προσωπικού» Δημοψηφίσματος. Εκτός από τη μορφή πολιτεύματος έπρεπε να ψηφισθεί και η εκλογή προσώπου. Το Δημοψήφισμα του 1974 Ο λαός εκλήθη να αποφασίσει μέσω δημοψηφισματικής διαδικασίας για τη μορφή του πολιτεύματος. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής θα θεσπιζόταν συνταγματικά. Αυτό ήταν και το τελευταίο Δημοψήφισμα το οποίο διενεργήθηκε στην Ελλάδα σε συνθήκες που καταδείκνυαν το αδιάβλητο της διαδικασίας. ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ Το Δημοψήφισμα συνταγματικά ρυθμίζεται στο α.44 2Σ του Συντάγματος του 1975/86/01 και ορίζει ότι: «O Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου και όπως ορίζουν ο Κανονισμός της Βουλής και νόμος για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Δεν εισάγονται κατά την ίδια περίοδο της Βουλής περισσότερες από δύο προτάσεις δημοψηφίσματος για νομοσχέδιο». Κατά το Σύνταγμα του 1975 την αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διεξαγωγή Δημοψηφίσματος την είχε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ( χωρίς να χρειάζεται προσυπογραφή του αρμόδιου υπουργού ). Με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να επεμβαίνει στο έργο του Κοινοβουλίου και να υπάρχει κίνδυνος πολιτικής κρίσης αφού ανά πάσα στιγμή ο πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορούσε να προκηρύξει Δημοψήφισμα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Βουλής. Μετά την αναθεώρηση του 1986 το Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όταν πρόκειται για «κρίσιμο εθνικό θέμα» ή όταν πρόκειται για «σοβαρό κοινωνικό ζήτημα». Όσον αφορά τη λήψη απόφασης για κρίσιμο εθνικό θέμα, το Δημοψήφισμα προκηρύσσεται τυπικά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα, μετά από πρόταση όμως του Υπουργικού Συμβουλίου και απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των Βουλευτών. Όσον αφορά σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, πλην των δημοσιονομικών θεμάτων, το Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από το Πρόεδρο της Δημοκρατίας εφόσον η διενέργεια του αποφασισθεί από τα 3/5 του συνόλου των βουλευτών μετά από πρόταση των 2/5 του συνόλου. Το Εθνικό Δημοψήφισμα Το α. 44 2 εδ. α ορίζει: «O Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου». Ενώπιον του λαού μπορούν να τεθούν θέματα που χαρακτηρίζονται ως εθνικά και ως κρίσιμα. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά δεν πρέπει να ισχύουν διαζευκτικώς αλλά να συντρέχουν. Εθνικά θέματα είναι κατ αρχήν τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, διεθνών σχέσεων και εθνικής άμυνας. Μπορεί όμως να είναι και ζήτημα εσωτερικής πολιτικής, διότι όπως υποστήριξε και ο βουλευτής Ν. Ριζογιάννης, στη συνεδρίαση της συνταγματικής επιτροπής της ΣΤ αναθεωρητικής βουλής της 26.11.1985, τα κρίσιμα εθνικά θέματα μπορούν να είναι όχι μόνο τα εξωτερικά, αλλά και τα εσωτερικά θέματα και ότι «εάν θέλομε να ισχύει το «κρίσιμο εθνικό θέμα» μόνο στα εξωτερικής φύσης θέματα, τότε θα προσθέσουμε κρίσιμο εθνικό θέμα που αφορά τις «διεθνείς σχέσεις».

Επίσης το εθνικό θέμα πρέπει να είναι και κρίσιμο. Η έννοια του κρίσιμου εθνικού θέματος δεν μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί με αντικειμενικά κριτήρια παρά μόνο χρονικά κατά τη στιγμή που επιχειρείται η διεξαγωγή του Δημοψηφίσματος. Εφόσον αποφασισθεί από το κοινοβούλιο η διενέργεια Δημοψηφίσματος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι υποχρεωμένος να εκδώσει το σχετικό προεδρικό διάταγμα. Ως προς τη νομική φύση του Δημοψηφίσματος έχουν υποστηριχθεί δύο απόψεις: Κατά την πρώτη το εθνικό Δημοψήφισμα έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα ενώ κατά τη δεύτερη άποψη η οποία είναι και η ορθότερη έχει αποφασιστικό δεσμευτικό χαρακτήρα. Η λαϊκή βούληση που απορρέει από το Δημοψήφισμα επιτάσσει την εκτελεστική εξουσία να υλοποιήσει το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος. Η υποχρέωση αυτή αποτελεί συνταγματικό καθήκον της κυβέρνησης απορρέον εκ του α. 82 1Σ όπου καθορίζεται ότι: «Η Κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων. Το Κοινωνικό Δημοψήφισμα Το α. 44 2 εδ.β ορίζει: «Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου και όπως ορίζουν ο Κανονισμός της Βουλής και νόμος για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής». Το άρθρο αυτό προβλέπει το Δημοψήφισμα για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα. Το κοινωνικό Δημοψήφισμα είναι μέρος της νομοθετικής διαδικασίας και δεν έχει το χαρακτήρα του εθνικού Δημοψηφίσματος όπου το ζήτημα δεν αποτελεί μέρος ή απόρροια νομοσχεδίου. Όμως το κοινωνικό Δημοψήφισμα όπως και το εθνικό έχει τον ίδιο δεσμευτικό νομικό χαρακτήρα, δηλαδή το αποτέλεσμα του είναι αποφασιστικό. Αντικείμενο του κοινωνικού Δημοψηφίσματος μπορεί να είναι οποιοδήποτε ψηφισμένο νομοσχέδιο. Δηλαδή προς διενέργεια κοινωνικού Δημοψηφίσματος πρέπει το ζήτημα πρώτα απ όλα να είναι κοινωνικό και κατά δεύτερο το ζήτημα αυτό να έχει τη μορφή ψηφισμένου νομοσχεδίου. Από τη λεκτική διατύπωση της συνταγματικής ρύθμισης προκύπτει ότι μόνο νομοθετικές προτάσεις μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κοινωνικού Δημοψηφίσματος, δηλαδή μόνο οι προερχόμενες από την κυβέρνηση προτάσεις και όχι οι προερχόμενες από βουλευτές και από την αντιπολίτευση. Αναπομπή και πρόταση κοινωνικού Δημοψηφίσματος συμπίπτουν χρονικά. Έτσι δύναται η Βουλή είτε να επανεξετάσει το νομοσχέδιο απορρίπτοντας την πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου προς διενέργεια Δημοψηφίσματος είτε να δεχθεί τη διεξαγωγή του Δημοψηφίσματος και να μην επανεξετάσει το νομοσχέδιο. Η ρητή αναγνώριση του λαού ως νομοθετικού οργάνου με την αναφερόμενη στο κοινωνικό Δημοψήφισμα διάταξη σημαίνει αναγνώριση του «μικτού» χαρακτήρα του πολιτεύματος. Η λαϊκή βούληση ως απόρροια του Δημοψηφίσματος υποχρεώνει την εφαρμογή της από την εκτελεστική εξουσία και τα κρατικά όργανα τα οποία δεν δύνανται να ενεργήσουν προς άλλη κατεύθυνση και/ή να μην υλοποιήσουν τη θέληση του λαού. Kύπρος Η Κύπρος γνώρισε το θεσμό του Δημοψηφίσματος το 1950. Είχε επικρατήσει ο χαρακτηρισμός του ως «ενωτικόν», λόγω της απόφασης που είχε κληθεί να λάβει ο Κυπριακός Ελληνισμός. Είχε διενεργηθεί για να ληφθεί απόφαση για το κατά πόσον ήταν επιθυμητή η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Το «ενωτικόν Δημοψήφισμα» διενεργήθηκε από την Εθναρχία με πρωτοστάτη τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο το Β. Έγινε στις 15 Ιανουαρίου 1950. Ο λαός είχε την ευκαιρία να ψηφίσει μέχρι τις 22 Ιανουαρίου 1950. Ψήφισαν άνδρες και γυναίκες άνω των 18 ετών. Υπήρχαν δύο έγγραφα. Στο ένα αναγραφόταν χαρακτηριστικά: «Δημοψήφισμα 15-22 Ιανουαρίου, 1950. Αξιούμεν `Ένωσιν της Κύπρου μέ τήν Ελλάδαν». Στο άλλο έγγραφο αναγραφόταν: «Δημοψήφισμα 15-22 Ιανουαρίου, 1950. Ενιστάμεθα είς τήν `Ένωσιν της Κύπρου μέ τήν Ελλάδαν». Ο Άγγλος Κυβερνήτης με την επίκληση του νόμου περί απαγόρευσης ψήφισης των δημοσίων υπαλλήλων, απειλούσε τους δημοσίους υπαλλήλους με απελάσεις. Το εντυπωσιακό ήταν ότι το Δημοψήφισμα υπέγραψαν και αρκετοί Τούρκοι, Αρμένιοι, Μαρωνίτες, καθώς επίσης δάσκαλοι και μέλη των χωριτικών αρχών και γενικότερα δημόσιοι υπάλληλοι, παρά τις απειλές του Άγγλου Κυβερνήτη. Το Δημοψήφισμα έληξε στις 22 Ιανουαρίου όπως είχε προγραμματιστεί και τα αποτελέσματα του ήταν συγκλονιστικά: Από τις 224,747 ψηφοφόρους που ήσαν εγγεγραμμένοι στους καταλόγους, υπέγραψαν οι 215,108 δηλαδή ποσοστό 95,73%. Οι υπόλοιποι 4,27% αποτελούσαν απλώς αποχή και όχι αντίδραση προς την ένωση. Δεν ψήφισαν απλώς, είτε γιατί ήταν κυβερνητικοί και φοβούνταν μήπως χάσουν τη θέση τους είτε ήσαν άρρωστοι είτε απουσίαζαν έκτακτα από την Κύπρο. Το πρώτο αυτό Δημοψήφισμα δεν είχε δεσμευτικό χαρακτήρα. Μπορεί να ειπωθεί ότι έγινε για σκοπούς δημοσκόπησης. Ήταν άτυπο και δε λήφθηκε καθόλου υπ όψιν. Απλά είχε εκφρασθεί η επιθυμία-θέληση του Κυπριακού Ελληνισμού για ένωση με την Ελλάδα. Το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος αυτού δεν εφαρμόσθηκε ποτέ αφού οι Άγγλοι εμπόδισαν την υλοποίηση του.

Πιέσεις που ασκήθηκαν στην τότε Ελληνική κυβέρνηση εκφραζόμενες στο πρόσωπο του τότε Πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή είχαν ως αποτέλεσμα ο Πρωθυπουργός να μην αποδεχθεί την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα γιατί τα Ελληνικά συμφέροντα δεν εξυπηρετούνταν από κάτι τέτοιο, αφήνοντας κι αυτοί από την πλευρά τους μια πικρία στον Κυπριακό λαό. Αυτό είχε ως επακόλουθο το να καταφύγουν οι Ελληνοκύπριοι στην ένοπλη βία και στον Απελευθερωτικό Αγώνα 1955-1959. Πρωτοστάτες του Απελευθερωτικού Αγώνα ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Γ που είχε υποστηρίξει την Ένωση στο Δημοψήφισμα και ο Κύπριος στρατηγός Γεώργιος Γρίβας Διγενής που κατέφθασε από την Ελλάδα για το σκοπό αυτό. Οι Αγωνιστές του Εθνικού Απελευθερωτικού Αγώνα 1955 1959 πολέμησαν έχοντας ως όραμα και ιδανικό να υλοποιήσουν τη βούληση του Κυπριακού λαού κατά το Δημοψήφισμα, δηλαδή την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η Κυπριακή Δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε το 1960. Στο Δοτό μας Σύνταγμα (χαρακτηρίζεται «Δοτό» γιατί μας δόθηκε από τους Άγγλους) δεν κατοχυρώνεται ο θεσμός του Δημοψηφίσματος. Υπάρχει όμως ανάλογη πρόβλεψη με νόμο. Το Δημοψήφισμα προβλέπεται στο νόμο 206/89. Νόμος που προνοεί για την προκήρυξη και τη διεξαγωγή Δημοψηφισμάτων, για τις προϋποθέσεις προς τούτο και για άλλα συναφή θέματα. Ο Περί Δημοψηφισμάτων νόμος προβλέπει την προκήρυξη και τη διεξαγωγή Δημοψηφισμάτων για να ζητηθεί η γνώμη του λαού πάνω σε ιδιαίτερα σπουδαία, δημοσίου ενδιαφέροντος, ζητήματα. Προκηρύσσεται με απόφαση της Βουλής που λαμβάνεται μετά από σχετική πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η πρόταση της Κυβέρνησης υποβάλλεται στη Βουλή μετά από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αναφορικά με ζητήματα που ανήκουν στην εκτελεστική εξουσία. Όσον αφορά ζητήματα που ανήκουν στη νομοθετική εξουσία γίνεται εισήγηση της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η απόφαση της Βουλής για προκήρυξη Δημοψηφίσματος αποστέλλεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για έκδοση με δημοσίευση της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Στην απόφαση της Βουλής για προκήρυξη Δημοψηφίσματος καθορίζεται το ζήτημα στο οποίο αναφέρεται το Δημοψήφισμα υπό μορφή ερωτήματος, που μπορεί να απαντηθεί καταφατικά ή αρνητικά, καθώς επίσης και ο χρόνος διεξαγωγής του όπως και κάθε άλλη λεπτομέρεια αναγκαία για τη διεξαγωγή του. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν όλοι οι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Αρμόδια αρχή για τη διεξαγωγή του Δημοψηφίσματος είναι ο Υπουργός Εσωτερικών. Όπως έχω προαναφέρει το Δημοψήφισμα δεν κατοχυρώνεται Συνταγματικά. Προβλέπεται με νόμο και διενεργείται μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου και απόφαση της Βουλής. Με αυτά τα δεδομένα (ότι δηλαδή δεν προβλέπεται συνταγματικά), το Δημοψήφισμα αποκτά επικουρικό χαρακτήρα. Δεν είναι δηλαδή υποχρεωτική η υπακοή στην απόφαση που έχει λάβει ο λαός. Το αποτέλεσμα του δεν είναι δεσμευτικό για τα όργανα τα οποία έχουν την πρωτοβουλία διεξαγωγής του. Το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος δεν έχει το χαρακτήρα «απόφασης» αλλά «γνώμης», η οποία είναι δυνατό να ληφθεί υπόψιν. Στην Κύπρο διενεργήθηκε πολύ πρόσφατα Δημοψήφισμα. Το ζήτημα για το οποίο κλήθηκε ο Κυπριακός λαός να θέσει τη γνώμη του ήταν για το κατά πόσον θα γινόταν αποδεκτό το σχέδιο Ανάν για τη λύση του Κυπριακού προβλήματος. Το Δημοψήφισμα διενεργήθηκε στις 24 Απριλίου 2004 με πρόταση της Κυβέρνησης και απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων. Υπήρχε ένα ψηφοδέλτιο και ο λαός έπρεπε να απαντήσει θετικά ή αρνητικά στο ερώτημα περί αποδοχής του σχεδίου Ανάν. Στη διεξαγωγή του Δημοψηφίσματος αυτού κατέληξε να αποφασίσει η ηγεσία της Κύπρου μετά από αλλεπάλληλες διαβουλεύσεις και συνομιλίες στον ΟΗΕ μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων της Κύπρου, της νόμιμης κυπριακής κυβέρνησης και ηγετών του ψευδοκράτους. Το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων αυτών οδήγησε στη διαμόρφωση του τελικού Σχεδίου Ανάν. Μετά από συνεχείς έμμεσες και άμεσες πιέσεις από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης και Αμερικής υποχρεώθηκε (κατά κάποιον τρόπο) η Κυπριακή Δημοκρατία να καταφύγει στη διεξαγωγή του, αφού αυτό είχε τεθεί ως όρος στο Σχέδιο Ανάν. Ανεξάρτητα από το αν οι αρχηγοί των δύο πλευρών αποδέχονταν ή όχι το Σχέδιο Ανάν ήταν υποχρεωτική η διεξαγωγή Δημοψηφισμάτων και από τις δύο πλευρές. Η πλειοψηφία των πολιτικών κομμάτων τάχθηκε κατά της ψήφισης του Σχεδίου Ανάν. Τα κόμματα αυτά ήταν: ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, ΝΕΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ. Ο Πρόεδρος Τάσος Παπαδόπουλος σε διάγγελμά του προς τον Κυπριακό λαό φανερά συγκινημένος, αψήφησε απειλές και πιέσεις που δέχθηκε από τους εξωτερικούς παράγοντες και υποστήριξε με έμφαση το «ΟΧΙ». Τα δύο μεγάλα κόμματα ΑΚΕΛ, ΔΗΣΥ που εκφράζουν την αριστερή και τη δεξιά παράταξη αντίστοιχα, το πρώτο κράτησε μια φιλοκυβερνητική στάση όντας συγκυβέρνηση, υπέρ του Προέδρου Παπαδόπουλου αλλά το

πολιτικό τους γραφείο και υψηλόβαθμα στελέχη διατύπωναν ουδέτερες απόψεις και πολλοί από αυτούς τάχθηκαν υπέρ του «ναι». Μετά από πιέσεις όμως του λαού υποχρεώθηκαν να υποστηρίξουν ως κόμμα το «ΟΧΙ», χωρίς όμως τη θέρμη και τις τυμπανοκρουσίες των προαναφερθέντων κομμάτων. Το ΔΗΣΥ μετά από τριβές στο εσωτερικό του κόμματος που είχαν ως συνέπεια και τη διάσπαση αυτού υποστήριξε το «ναι» παρά την κατακραυγή των οπαδών του. Μετά από μια τεταμένη προεκλογική περίοδο με συνεχείς πολιτικές αντιπαραθέσεις όπου ακούσθηκαν βαρείς χαρακτηρισμοί εκατέρωθεν, το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος έδειξε τη βούληση του Κυπριακού λαού. Το 76% ψήφισε κατά του σχεδίου Ανάν, απορρίπτοντάς το. Το 24% ψήφισε υπέρ του σχεδίου Ανάν. Αξίζει να αναφερθεί ότι το 21% είναι πλασματικός αριθμός αφού όλοι γνώριζαν ότι το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν με συντριπτική πλειοψηφία το «ΟΧΙ», ψήφισαν ακολουθώντας τη γραμμή του κόμματος (ΔΗΣΥ) για να μη διασυρθεί το κόμμα. Στην περίπτωση που οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι τα πράγματα θα ήταν ρευστά υπέρ του «ναι» ή υπέρ του «όχι», μεγάλο ποσοστό από αυτούς που ψήφισαν υπέρ, θα ψήφιζαν κατά με το φόβο μιας τέτοιας λύσης. ΕΝΤΥΠΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ Επίλογος Για να καταστεί εφαρμοστέα η διεξαγωγή Δημοψηφίσματος σε ένα πολίτευμα πρέπει τούτο να είναι δυνατό και να προκύπτει από τις επιταγές του πολιτεύματος αυτού. Έχει γίνει σαφές, με τα όσα έχουν εκτεθεί αναφορικά με το θεσμό του Δημοψηφίσματος, ότι ο τελευταίος, συνδέεται άρρηκτα με το θεσμό της Δημοκρατίας. Πιο συγκεκριμένα, το Δημοψήφισμα απορρέει από τη Δημοκρατία. Εφόσον στο δημοκρατικό πολίτευμα όλες οι εξουσίες βρίσκονται στα χέρια του λαού και στην περίπτωση Δημοψηφίσματος καλείται ο λαός να λάβει κάποια απόφαση, τότε το Δημοψήφισμα θεωρείται έκφανση του Δημοκρατικού πολιτεύματος. Σημαντική διαφορά Δημοκρατίας και Δημοψηφίσματος είναι ότι στην περίπτωση Δημοψηφίσματος ο λαός καλείται να λάβει συγκεκριμένη απόφαση για συγκεκριμένο θέμα. Το Δημοψήφισμα θεωρείται μορφή άμεσης Δημοκρατίας, με την έννοια ότι δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενδιάμεσων οργάνων, τα οποία να συμπράττουν στη διενέργεια του. Ο θεσμός του Δημοψηφίσματος, με την εξελικτική διαδικασία η οποία έχει μεσολαβήσει από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα, τείνει να ταυτίζεται με την αυξημένη, κατοχυρωμένη συνταγματικά εξουσία, που έχει ο λαός, το να λαμβάνει δηλαδή ο ίδιος τις αποφάσεις που τον αφορούν. Η λέξη Δημοψήφισμα είναι σύνθετη και αποτελείται από τις λέξεις Δήμος ( λαός ) και ψήφισμα ( απόφαση ). Ο λαός το εκλογικό σώμα όντας το ανώτατο όργανο του κράτους λαμβάνει απόφαση για βασικά ζητήματα που διέπουν την κοινωνική και πολιτική ζωή. Με την έννοια αυτή το Δημοψήφισμα είναι η υπέρτατη εκδήλωση της Αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Ο ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΩΝ ΝΟΜΟΣ Ν. 206/89 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ. ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ. 2462 της Ιης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1989 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ Ο περί Δημοψηφισμάτων Νόμος του 1989 εκδίδεται με δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας σύμφωνα με το ' Αρθρο 52 του Συντάγματος. --- Αριθμός 206 του 1989 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΩΝ, ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟ-Υ'ΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως: ι. Ο Νόμος αυτός θα αναφέρεται ως ο περί Δημοψηφισμάτων Νόμος του 1989. 2. Επιτρέπεται η προκηρυξη και η διεξαγωγη δημοψηφισμάτων, για να ζητηθεί η γνώμη του λαού πάνω σε ιδιαίτερα σπουδαία, δημόσιου ενδιαφέροντος, ζητηματα, όπως ορίζεται στις επόμενες διατάξεις τού Νόμου αυτού. 3.-(1) Το δημοψηφισμα προκηρύσσεται με Απόφαση της Βουλης των Αντιπροσώπων που λαμβάνεται ύστερα από σχετικη πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. (2) Η πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου για προκηρυξη δημοψηφίσματος υποβάλλεται στη Βουλη των Αντιπροσώπων ύστερα από Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που ενεργεί αυτεπάγγελτα περί ζητημάτων που κατά το Σύνταγμα ανηκουν στην εκτελεστικη εξουσία, και με εισήγηση της Βουλης των Αντιπροσώπων, προκειμένου για ζητήματα που ανηκουν στη νομοθετικη εξουσία, εφόσο συμφωνεί προς τούτο. (3) Η Απόφαση της Βουλης των Αντιπροσώπων για προκηρυξη δημοψηφίσματος αποστέλλεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για έκδοση με δημοσίευση της Απόφασης στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, όπως ορίζεται στο' Αρθρο 52 του Συντάγματος. N. 206/89 4. Στην Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων για προκήρυξη δημοψηφίσματος καθορίζεται το ζήτημα στο οποίο αναφέρεται το δημοψήφισμα υπό μορφή ερωτήματος, που μπορεί να απαντηθεί καταφατικά ή αρνητικά, ορίζεται ο χρόνος διεξαγωγής του δημοψηφίσματος και γενικά αναφέρεται κάθε άλλη λεπτομέρεια αναγκαία για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. 5. Δικαίωμα συμμετοχής σε δημοψήφισμα έχουν όλοι οι πολίτες της δημοκρατίας που έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους, έχουν τα προς εγγραφή απαιτούμενα προσόντα διαμονής, κατά τα οριζόμενα στον περί Εγγραφής Εκλογέων και Εκλογικού Καταλόγου Νόμο, και είναι γραμμένοι σε ειδικά προς τούτο καταρτιζόμενο κατάλογο.

6.Οι κατάλογοι των προσώπων, που έχουν δικαίωμα συμμετοχής σε δημοψήφισμα διεξαγόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού καταρτίζονται, τηρούνται και εκαστοτε αναθεωρούναι κατά τα οριζόμενα στον περί Εγγραφής Εκλογέων και Εκλογικού Καταλόγου Νόμο. 7.-(1) Αρμόδια αρχή για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος είναι ο Υπουργός Εσωτερικών. (2) Ο Υπουργό Εσωτερικών διορίζει Γενικό Εφορο, Βοηθό Γενικό Εφορο, Εφόρους και Βοηθούς Εφόρους και άλλους λειτουργούς υπεύθυνους για τη διεξαγωφή του δημοψηφίσματος, με αρμοδιότητες και ευθύνες ανάλογες με αυτές που περιβάλλοντια τα αντίστοιχα όργανα κατά τις διατάξεις του περί της Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου. Ο ίδιος αυτός νόμος, με εξαίρεση τις διατάξεις των άρθρων 18(4) και 27(3) που αφορούν στη δημοσίευση γνωστοποιήσεων, και οι δυνάμει αυτού εκδοθέντες Κανονισμοί διέπουν κατά πάντα, τηρουμένων των αναλογιών, και τη διαδικασία διεξαγωγής των δημοψηφισμάτων. 8.-(1) ΤοΥπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς για τη ρύθμιση οποιυδήποτε θέματος που σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού χρειάζεται ή επιδέχεται καθορισμό. (2) Οι Κανονισμοί που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία έχει εξουσία προς έγκριση ή απόρριψή τους μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την κατάθεση. Αν η Βουλή των Αντοπροσώπων εγκρίνει ή τροποποιήσει τους Κανονισμους ή η προθεσμία των εξήντα ημερών περάσει άπρακτη, οι Κανονισμοι τίθενται σε ισχύ από την ημέρα της δημοσίευσής τους. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1975/86/01 Άρθρο 44 *2. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση τουυπουργικού Συμβoυλίoυ. Δημoψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρiα πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου και όπως ορίζουν ο Κανονισμός της Βουλής και νόμος για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Δεν εισάγονται κατά την ίδια περίοδο της Βουλής περισσότερες από δύο προτάσεις δημοψηφίσματος για νομοσχέδιο. Αν νομοσχέδιο υπερψηφιστεί, η προθεσμία του άρθρου 42 παράγραφος 1 αρχίζει από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος.

Άρθρο 82. 1. Η Κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της Χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς τουσυντάγματος και των νόμων.